Το Λειτουργικό Εργο Του Τρεμπέλα

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 168

ΑΡΙ΢ΣΟΣΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙ΢ΣΗΜΙΟ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

ΣΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΣΙΚΗ΢ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ΢ ΘΕΟΛΟΓΙΑ΢

ΔΙΠΛΩΜΑΣΙΚΗ ΕΡΓΑ΢ΙΑ

ΣΟ ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΣΟΤ ΠΑΝΑΓΙΩΣΗ ΣΡΕΜΠΕΛΑ
(ΠΑΡΟΤ΢ΙΑ΢Η - ΑΠΟΣΙΜΗ΢Η)

΢ΣΕΡΓΙΟ΢ Θ. ΜΗΣ΢ΟΠΟΤΛΟ΢ (Α.Μ. 966)

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΣΗ΢: π. ΚΩΝ΢ΣΑΝΣΙΝΟ΢ ΚΑΡΑΪ΢ΑΡΙΔΗ΢

ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ 2015
ΣΟ ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΣΟΤ ΠΑΝΑΓΙΩΣΗ ΣΡΕΜΠΕΛΑ
(ΠΑΡΟΤ΢ΙΑ΢Η - ΑΠΟΣΙΜΗ΢Η)
ΑΡΙ΢ΣΟΣΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙ΢ΣΗΜΙΟ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

ΣΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΣΙΚΗ΢ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ΢ ΘΕΟΛΟΓΙΑ΢

ΔΙΠΛΩΜΑΣΙΚΗ ΕΡΓΑ΢ΙΑ

ΣΟ ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΣΟΤ ΠΑΝΑΓΙΩΣΗ ΣΡΕΜΠΕΛΑ
(ΠΑΡΟΤ΢ΙΑ΢Η - ΑΠΟΣΙΜΗ΢Η)

΢ΣΕΡΓΙΟ΢ Θ. ΜΗΣ΢ΟΠΟΤΛΟ΢ (Α.Μ. 966)

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΣΗ΢: π. ΚΩΝ΢ΣΑΝΣΙΝΟ΢ ΚΑΡΑΪ΢ΑΡΙΔΗ΢

ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ 2015
στούς γονεῖς μου Θωμᾶ καί Χρυσούλα

καί στούς μακαριστούς δασκάλους μου

Στέργιο Σάκκο καί Παυσανία Κουτλεμάνη


ΠΡΟΛΟΓΟ΢

Μέ τήν παροῦσα ἐργασία ὁλοκληρώνεται ὁ κύκλος τῶν

μεταπτυχιακῶν σπουδῶν μου στόν Tομέα Λατρείας, Αρχαιολογίας καί

Tέχνης τοῦ Σμήματος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας. Μιά

περιπέτεια τῆς ὑγείας μου κατά τή διάρκεια τῶν σπουδῶν, πού μέ

ἀπομάκρυνε ἕνα διάστημα ἀπό αὐτές, μέ ὤθησε στήν ἐπιθυμία νά

ἐμβαθύνω περισσότερο στό θέμα τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ καί νά μελετήσω

λεπτομερέστερα τά ἱστορικά, θεολογικά καί τελετουργικά θέματα τῆς

χριστιανικῆς λατρείας καθώς καί τήν σύγχρονη προβληματική τῆς

λειτουργικῆς ἐπιστήμης.

Γιά τόν λόγο αὐτό, μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ συμβούλου

καθηγητῆ μου π. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη, ἐπέλεξα νά μελετήσω τό

λειτουργικό ἔργο τοῦ μακαριστοῦ καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς ΢χολῆς τοῦ

Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Παναγιώτη Σρεμπέλα, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὁ

θεμελιωτής τῶν λειτουργικῶν σπουδῶν στήν Ἑλλάδα. Ὁ μακαριστός

καθηγητής ἀσχολήθηκε μέ ὅλα σχεδόν τά πεδία καί θέματα τῆς

σύγχρονης λειτουργικῆς ἐπιστήμης, τήν ὁποία ἔθεσε παράλληλα στήν

ὑπηρεσία τῆς ἀναζωπύρωσης τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ

πληρώματος. Γράφοντας τίς γραμμές αὐτές μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς

ἐργασίας, αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη τιμή πού ἐπιχείρησα νά παρουσιάσω

συστηματικά τό λειτουργικό ἔργο τοῦ Παναγιώτη Σρεμπέλα,

ἀποκομίζοντας πολλαπλή ὠφέλεια καί ἀποδίδοντας παράλληλα κατά

κάποιο τρόπο ἐλάχιστο φόρο τιμῆς στό πρόσωπό του, γιά τήν προσφορά

του στά νεοελληνικά θεολογικά γράμματα.

Θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω ἰδιαιτέρως τόν ἐπιβλέποντα καθηγητή

μου π. Κωνσταντῖνο Καραϊσαρίδη, ὁ ὁποῖος μέ ἐμπιστεύτηκε καί μέ

καθοδήγησε στήν ἐκπόνηση τῆς ἐργασίας αὐτῆς. Εὐχαριστίες ὀφείλω καί

στούς καθηγητές π. Νικόδημο ΢κρέττα καί κ. Παναγιώτη ΢καλτσή, γιά τό

4
ἐνδιαφέρον καί τίς συμβουλές του, οἱ ὁποῖες συνέβαλαν καθοριστικά στήν

ἀρτιότερη ἐπεξεργασία τοῦ θέματος. Ἀκόμη θέλω νά ἐκφράσω τίς

εὐχαριστίες μου στούς καθηγητές π. Φρυσόστομο Νάσση, κ. Σρύφωνα

Σσομπάνη καί κ. ΢υμεών Πασχαλίδη γιά ὅσα ἀποκόμισα ἀπό τή

συνεργασία μαζί τους καί γιά τό ἐνδιαφέρον τους πρός ἐμένα κατά τήν

περίοδο τῆς ἀσθενείας μου. Σέλος ἰδιαίτερα θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω καί

τόν φιλόλογο-θεολόγο κ. Μάριο Δομουχτσή, ὁ ὁποῖος πρόθυμα μέ

βοήθησε στήν εὕρεση ὁρισμένων δυσεύρετων λειτουργικῶν μελετῶν τοῦ

Παναγιώτη Σρεμπέλα.

Ἡ ἐργασία αὐτή ἄς θεωρηθεῖ καί ὡς ἕνα μικρό ἀντίδωρο

εὐγνωμοσύνης προς τούς γονεῖς μου γιά ὅσα μοῦ ἔχουν προσφέρει καί

συνεχίζουν νά προσφέρουν καί ἰδιαίτερα πρός τούς μακαριστούς

καθηγητές ΢τέργιο ΢άκκο καί Παυσανία Κουτλεμάνη, οἱ ὁποῖοι μέ

δίδαξαν τά «ἱερά γράμματα» καί ἐνέπνευσαν τήν ἐνασχόλησή μου μέ τήν

ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας.

΢τέργιος Μητσόπουλος

Νοέμβριος 2015

5
ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ

ΒΡΑΦΤΓΡΑΥΙΕ΢ ......................................................................................................... 7
ΕΙ΢ΑΓΨΓΗ ................................................................................................................... 8
ΚΕΥΑΛΑΙΟ ΠΡΩΣΟ
ΒΙΟΓΡΑΥΙΚΑ ΢ΣΟΙΦΕΙΑ ΚΑΙ ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΚΗ ΕΡΓΟΓΡΑΥΙΑ ΣΟΤ
ΠΑΝΑΓΙΨΣΗ ΣΡΕΜΠΕΛΑ
1. Βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ Παναγιώτη Σρεμπέλα ...................................... 11
2. Θεολογικό κλίμα καί λειτουργικές τάσεις κατά τήν ἐποχή τοῦ
Παναγιώτη Σρεμπέλα ......................................................................................... 26
3. Λειτουργική ἐργογραφία τοῦ Παναγιώτη Σρεμπέλα .............................. 43
ΚΕΥΑΛΑΙΟ ΔΕΤΣΕΡΟ
Ι΢ΣΟΡΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗ΢ ΛΑΣΡΕΙΑ΢ ΚΑΣΑ ΣΗ ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΚΗ
ΔΙΔΑ΢ΚΑΛΙΑ ΣΟΤ ΠΑΝΑΓΙΨΣΗ ΣΡΕΜΠΕΛΑ
1. Ἱστορικές προϋποθέσεις τῆς θείας λατρείας κατά τόν Παναγιώτη
Σρεμπέλα ............................................................................................................... 58
2. Θεολογικές θέσεις περί τῆς θείας λατρείας τοῦ Παναγιώτη Σρεμπέλα
.................................................................................................................................. 73
3. Σελετουργικές καταγραφές περί τῆς θείας λατρείας ἀπό τόν
Παναγιώτη Σρεμπέλα ......................................................................................... 88
ΚΕΥΑΛΑΙΟ ΣΡΙΣΟ
ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΚΗ ΑΝΑΝΕΨ΢Η ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΨΣΗ΢ ΣΡΕΜΠΕΛΑ΢
1. ΢υνιερουργία κλήρου καί λαοῦ κατά τόν Παναγιώτη Σρεμπέλα....... 106
2. Οἱ θέσεις τοῦ Παναγιώτη Σρεμπέλα γιά σύγχρονα λειτουργικά
ζητήματα.............................................................................................................. 123
3. Πρωτοβουλίες τοῦ Παναγιώτη Σρεμπέλα σχετικά μέ τήν ἑρμηνευτική
ἀπόδοση τῆς θείας Λειτουργίας ..................................................................... 140
΢ΤΜΠΕΡΑ΢ΜΑΣΑ ................................................................................................ 156
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΑ ....................................................................................................... 159
1. Πηγές ................................................................................................................ 159
2. Βοηθήματα ...................................................................................................... 160

6
ΒΡΑΦΤΓΡΑΥΙΕ΢

σ. : σελίδα

σσ. : σελίδες

ὅ.π. : ὅπου παραπάνω

βλ. : βλέπε

πρβλ. : παράβαλε

ἐκδ. : ἐκδόσεις

τ. : τόμος

μτφρ: μετάφραση

ἐπιμ. : ἐπιμέλεια

π.Φ. : προ Φριστοῦ

μ.Φ. : μετά Φριστόν

κ.ἄ. : καί ἄλλα

κ.τ.λ. : καί τά λοιπά

π.χ. : παραδείγματος χάριν

ΘΗΕ: Θρησκευτική καί ἠθική ἐγκυκλοπαίδεια, Ἀθῆναι 1962-1968.

ΕΕΘ΢ΠΑ: Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς τῆς Θεολογικῆς ΢χολῆς τοῦ


Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

ΕΕΘ΢ΠΘ: Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς τῆς Θεολογικῆς ΢χολῆς τοῦ


Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

ΒΕΠΕ΢: Βιβλιοθήκη Ἕλλήνων Πατέρων καί Εκκλησιαστικῶν


΢υγγραφέων, ἐκδ. «Ἀποστολική Διακονία».

ΕΠΕ: Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Ἀποστολική Διακονία».

PG: J.-P. MIGNE, Patrologiae cursus completus, Series Graeca, Parisiis 1857-1866.

PL: J.-P. MIGNE, Patrologiae cursus completus, Series Latina, Parisiis 1844-1864.

7
ΕΙ΢ΑΓΩΓΗ

Ἡ γνώση καί ἡ κατανόηση τῶν λειτουργικῶν θεμάτων καί τῆς

λατρευτικῆς παράδοσης στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα ἦταν σέ

«ἀπογοητευτικά νηπιακή κατάσταση, ἄν μή σέ τέλεια ἀνυπαρξία καί

μηδενική παρουσία»1. ΢ήμερα παρατηρεῖται ἄνθιση τῶν λειτουργικῶν

σπουδῶν, ἐκδίδονται πληθώρα λειτουργικῶν κειμένων καί βιβλίων,

πραγματοποιοῦνται θεολογικές συζητήσεις καί συστήνονται ἐπιτροπές

γιά θέματα λατρείας, διεξάγονται συνέδρια καί ἡμερίδες μέ θέμα τή θεία

λατρεία, κ.ἄ. Σό μεσοδιάστημα σημάδεψαν μέ τό πέρασμά τους ἀξιόλογα

πρόσωπα, πού μέ τά συγγράμματά τους συνέβαλαν στήν πρόοδο τῆς

λειτουργικῆς ἐπιστήμης καί στήν ἀνάδειξη καί βαθειά γνώση τῆς

λατρευτικῆς ζωῆς2.

Ἕνα ἀπό τά πρόσωπα αὐτά ἦταν καί ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας

(1876-1977), ὁ ὁποῖος «ἔμμεσα ἤ ἄμεσα ἐπηρέασε ὅλους τούς νεώτερους

θεολόγους καί πού ἡ συμβολή του στήν πρόοδο τῶν λειτουργικῶν μας

θεμάτων ἦταν ἀποφασιστική»3. Μέ τά λειτουργικά ἔργα τοῦ μακαριστοῦ

καθηγητῆ «ἀφ’ ἑνός προεβλήθησαν εἰς ὁλόκληρον τήν Φριστιανικήν

Οἰκουμένην οἱ θησαυροί τῆς ὀρθοδόξου λειτουργικῆς παραδόσεως καί ἀφ’

ἑτέρου ἐδόθη καί παρ’ ἡμῖν ὤθησις πρός μελέτην τῶν παλαιῶν

λειτουργικῶν κωδίκων»4. Ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας, «συνέβαλλε

περισσότερο παντός ἄλλου εἰς τήν κατανόηση τῆς θείας λατρείας εἰς τήν

ἀναπτέρωση τοῦ λειτουργικοῦ φρονήματος στήν Ἐκκλησία»5.

«Πρωτοπόρος αὐτός, ὁραματίζεται τήν ἔξοδο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς

1
ΗΧΑΝΝΟΤ ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, «὇ θαζεγεηήο Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ιεηηνπξγηνιφγνο»,
΢πκβνιή 14 (2006) 4.
2
Βι. ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ ΚΑΛΛΗΑΚΜΑΝΖ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «΢εκαληηθνί ἐθπξφζσπνη ηῆο ἱζηνξίαο
θαί ζενινγίαο ηῆο ιαηξείαο θαηά ηφλ 20ν αἰψλα», Πξαθηηθά ΗΒ΄Λεηηνπξγηθνῦ ΢πκπνζίνπ,
http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/liturgical/ib_1_12.pdf.
3
ΗΧΑΝΝΟΤ ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθά ζέκαηα Ε΄ (31-35), Θεζζαινλίθε 1986, ζ. 12.
4
ΔΤΑΓΓΔΛΟΤ ΘΔΟΓΧΡΟΤ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο (΢πνπδαί, ηίηινη, δξάζηο, δεκνζηεχκαηα)»,
ΔΔΘ΢ΠΑ, η. ΗΕ΄, Ἀζῆλαη 1971, ζ. θδ΄.
5
ΗΧΑΝΝΟΤ Μ. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Ἀπαληήζεηο εἰο Λεηηνπξγηθάο ἀπνξίαο, η. Γ΄, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή
Γηαθνλία ηῆο ἖θθιεζίαο ηῆο ἗ιιάδνο», Ἀζήλα 19912, ζ. 5.

8
Ἐκκλησίας, ἀπό μιά τυπική λειτουργική θρησκευτικότητα […].

Ὁραματίσθηκε ὅ,τι καί σήμερα ἐπιδιώκει ἡ Ἐκκλησία καί ἐργάζεται γιά

τήν ἐπίτευξή του, αὐτή δηλαδή τή λεγόμενη “Λειτουργική ἀναγέννηση”»6.

«Γι’ αὐτό καί δικαίως θεωρήθηκε ὡς ὁ θεμελιωτής μέ ὅλη τή σημασία τῆς

λέξεως τῶν λειτουργικῶν σπουδῶν στή Ἑλλάδα… θέτοντας τήν ἐπιστήμη

τῆς Λειτουργικῆς στήν ὑπηρεσία τῆς ἀναζωπύρησης τῆς λειτουργικῆς

ζωῆς τοῦ φιλόχριστου ἑλληνικοῦ λαοῦ»7.

Γιά το πολύπλευρο ἔργο καί τήν συνεισφορά τοῦ μακαριστοῦ

καθηγητῆ, ἔχουν γραφτεῖ ἄρθρα, βιβλία καί ἀφιερωματικοί τόμοι8, καθώς

ἐπίσης ἔχουν ἀποτελέσει θέμα ἡμερίδων και συνεδρίων9. Παραταῦτα ἡ

παροῦσα ἐργασία ἐπιχειρεῖ νά παρουσιάσει συστηματικά τό ἔργο τοῦ

Παναγιώτη Σρεμπέλα στόν τομέα τῆς Λειτουργικῆς, ὅπως προκύπτει

μέσα ἀπό τή μελέτη τῶν λειτουργικῶν του συγγραμμάτων.

Ἀναλυτικότερα στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς ἐργασίας παρατίθενται

βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ Σρεμπέλα καί παρουσιάζεται ἡ ἀκαδημαϊκή

θεολογική του σταδιοδρομία, τό συγγραφικό του ἔργο, ἡ ἱεραποστολική

του δράση καί ἡ ἐκκλησιαστική του προσφορά. ΢τή συνέχεια ἐξετάζεται

6
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, «὇ θαζεγεηήο Π. Ν. Σξεκπέιαο ὡο ιεηηνπξγηνιφγνο», ὅ.π., 4.
7
ΓΖΜΖΣΡΗΟΤ ΣΕΔΡΠΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «Ἡ ζπκβνιή ηνῦ Π. Ν. Σξεκπέια ζηήλ
ἀλαδσπχξεζε ηῆο ιεηηνπξγηθῆο δσῆο ζηήλ ἗ιιάδα», ΢πιιείηνπξγν. Πξφζσπα θαί ζεζκνί ζηήλ
ὀξζφδνμε ιαηξεία, ἐθδ. «Ο὎ξαλφο», Ἀζήλα 2012, ζ. 124.
8
Ἀλαθέξνληαη ἐλδεηθηηθά ηά ἀθηεξψκαηα:
ΔΔΘ΢ΠΑ, η. ΗΕ΄, Σηκεηηθφλ Ἀθηέξσκα εἰο Παλαγηψηελ Ν. Σξεκπέιαλ, Ἀζῆλαη 1971.
Θενινγία, Δπηζηεκνληθφ Πεξηνδηθφλ ἐθδηδφκελνλ θαηά ηξηκελία, η. 49, 1 (1978).
Κνηλσλία, Γειηίνλ ηῆο «Παλειιελίνπ ἗λψζεσο Θενιφγσλ», Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο (1886-18
Ννεκβξίνπ 1977),η. 21, 4 (1978).
Οἱ Σξεῖο Ἱεξάξραη, Γηκεληαῖνλ ἖ζληθνζξεζθεπηηθφλ Φῦιινλ, 79 (1988).
Ἡ Γξάζηο καο, Πεξηνδηθφλ ηῆο Υξηζηηαληθῆο Φνηηεηηθῆο Γξάζεσο, Ἀθηέξσκα, 138 (1978).
Δὐιαβέο ἀθηέξσκα εἰο Παλαγηψηελ Ν. Σξεκπέιαλ, ἐθδ. «἗ηαηξεία ηῶλ θίισλ ηνῦ ιανῦ», Ἀζῆλαη 2007.
Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο, Λέσλ Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010.
9
Ὅπσο: Σηκεηηθή ἐθδήισζηο δηά ηφλ ἀνίδηκνλ ἐπίηηκνλ θαζεγεηήλ Παλαγηψηελ Ν. Σξεκπέια ἐπί ηῇ
ἐθαηνληαεηίᾳ ἀπφ ηῆο γελλήζεψο ηνπ θαί ἐπί ηῇ δεθαεηίᾳ ἀπφ ηῆο ἐθδεκίαο ηνπ, «἗ηαηξεία ηῶλ θίισλ
ηνῦ ιανῦ», Ἀζῆλαη 1988.
Γηεκεξίδα γηά ηφλ θαζεγεηήλ Παλαγηψηε Ν. Σξεκπέια, ΢ηεκλίηζα Γνξηπλίαο 2005.
Ἡκεξίδα-ἀθηέξσκα ζηά 30 ρξφληα ἀπφ ηήλ θνίκεζε ηνῦ ἀεηκλήζηνπ θαζεγεηνῦ Παλαγηψηε Ν. Σξεκπέια,
΢χιινγνο ἱεξαπνζηνιηθφο «὆ Μέγαο Βαζίιεηνο», Ἀζῆλαη 2007.
Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο: Μεηαμχ παξάδνζεο θαί ἀλαλέσζεο, κεηαμχ ἐπηζηήκεο θαί ἱεξαπνζηνιῆο,
΢πλέδξην ἀθαδεκίαο ζενινγηθῶλ ζπνπδῶλ Ἱεξᾶο Μεηξνπφιεσο Γεκεηξηάδνο, Ἀζήλα 2011.

9
τό θεολογικό κλίμα καί ἡ λατρευτική κατάσταση τῆς ἐποχῆς του, ἀπό τή

σύσταση τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους μέχρι τόν θάνατο τοῦ μακαριστοῦ

καθηγητῆ. Σό κεφάλαιο ὁλοκληρώνεται μέ τήν παρουσίαση τῆς

λειτουργικῆς του ἐργογραφίας, τήν ὁποία κατηγοριοποιήσαμε σέ τέσσερις

θεματικές ἑνότητες.

΢τό δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται στήν ἀρχή οἱ ἱστορικές

προϋποθέσεις τῆς λατρείας, ὅπως προκύπτουν μέσα ἀπό τά λειτουργικά

του ἔργα. Ἐξετάζονται τά θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκε, καθώς καί οἱ

πηγές πού χρησιμοποίησε στά ἔργα του αὐτά. ΢έ ἑπόμενη παράγραφο

παρουσιάζονται θεολογικές θέσεις, καθώς καί γενικές ἀρχές καί

χαρακτηριστικά τῆς λατρείας πού συναντιόνται στά λειτουργικά του

ἔργα. Σέλος στήν τελευταία παράγραφο καταγράφονται τελετουργικές

διαφορές μεταξύ τῆς σύγχρονης πράξης τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ βυζαντινοῦ

λειτουργικοῦ τυπικοῦ μέ τήν παλαιότερη, ὅπως προκύπτει ἀπό τή

σύγκριση κυρίως με τά λειτουργικά χειρόγραφα εὐχολόγια.

Σέλος τό τρίτο κεφάλαιο ἀσχολεῖται μέ θέματα πού σχετίζονται μέ

τή λειτουργική ἀνανέωση. ΢τήν ἀρχή παρουσιάζεται ἡ ἐπιχειρηματολογία

τοῦ Σρεμπέλα γιά τό θέμα τῆς συνιερουργίας κλήρου καί λαοῦ στή θεία

λατρεία, ἐνῶ σέ ἑπόμενη παράγραφο παρατίθενται οἱ θέσεις καί τά

ἐπιχειρήματά του γιά σύγχρονά του λειτουργικά προβλήματα. Σέλος στήν

τελευταία παράγραφο έξετάζεται τό ἐκλαϊκευτικό λειτουργικό ἔργο τοῦ

Παναγιώτη Σρεμπέλα γιά τήν κατανόηση ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ τῆς θείας

λατρείας καί ἰδιαίτερα τῆς θείας Εὐχαριστίας.

10
ΚΕΥΑΛΑΙΟ ΠΡΩΣΟ

ΒΙΟΓΡΑΥΙΚΑ ΢ΣΟΙΦΕΙΑ ΚΑΙ ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΚΗ ΕΡΓΟΓΡΑΥΙΑ ΣΟΤ


ΠΑΝΑΓΙΨΣΗ ΣΡΕΜΠΕΛΑ

1. Βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ Παναγιώτη Σρεμπέλα

Ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας γεννήθηκε στήν ΢τεμνίτσα (παλαιός

Ὑψοῦς) τῆς ὀρεινῆς Ἀρκαδίας, στίς 10/23 Ὀκτωβρίου 1886. ΢έ ἡλικία 12

ἐτῶν, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τό Δημοτικό στή γενέτειρά του, μετακόμισε μέ

τήν οἰκογένειά του στήν Πάτρα10. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν εὔπορη καί

διατηροῦσε ἐπιχείρηση ἐμπορίου καί ἐξαγωγῆς δερμάτων στήν Πάτρα11.

΢τήν πόλη αὐτή, ὡς μαθητής Γυμνασίου πλέον, συνδέθηκε ἀρχικά μέ τόν

ἀρχιμανδρίτη Ἠλία Βλαχόπουλο καί στή συνέχεια μέ τόν μητροπολίτη

Πατρῶν καί Ἠλείας Ἱερόθεο Μητρόπουλο, κοντά στούς ὁποίους ἔλαβε

«καί τήν πρώτην θρησκευτικήν καί θεολογικήν ἀγωγήν»12.

Σό ἔτος 1903, τελείωσε μέ ἄριστα τό Γυμνάσιο κι ἐγγράφηκε στή

Θεολογική ΢χολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν13. Ὡς φοιτητής συνδέθηκε

μέ τόν ἱεροκήρυκα π. Εὐσέβιο Ματθόπουλο14. Ὁ τελευταῖος μαζί μέ τρεῖς

φοιτητές θεολογίας, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Σρεμπέλας, ἵδρυσε τό 1907

τήν ἀδελφότητα θεολόγων «Ζωή»15, κοινόβιο ἀγάμων κληρικῶν καί

10
ΔΤ΢ΣΑΘΗΟΤ Υ. ΜΠΑ΢ΣΑ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο. Ἀκπδξά ΢θηαγξαθία», Παλαγηψηεο
Σξεκπέιαο, Λέσλ ηῆο Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010, ζ. 70. Πξφζθαηα ζηήζεθε πξνηνκή
ζηή γελέηεηξά ηνπ ἀπέλαληη ἀπφ ηήλ παηξηθή ηνπ νἰθία. ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «Ἀπφςεηο θαί θξίζεηο», Ὁ
΢σηήξ 2099 (2014) 470.
11
ΛΔΧΝΗΓΟΤ ΓΗΑΜΑΝΣΟΠΟΤΛΟΤ(ἀξρηκαλδξίηνπ), «Π. Ν. Σξεκπέιαο», Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο,
Λέσλ ηῆο Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010, ζ. 40.
12
ΜΑΡΚΟΤ ΟΡΦΑΝΟΤ, «὇ Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ζενινγηθή πξνζσπηθφηεο», Θενινγία 4
(1988) 774.
13
ΔΤ΢Σ. ΜΠΑ΢ΣΑ, ὅ.π., ζ. 71.
14
὇ π. Δ὎ζέβηνο Μαηζφπνπινο, ἱεξνκφλαρνο ηῆο Μνλῆο ηνῦ Μεγάινπ ΢πειαίνπ, εἶρε δηνξηζηεῖ ηφ
1895 ἀπφ ηήλ Ἱεξά ΢χλνδν ηῆο ἖θθιεζίαο ηῆο ἗ιιάδνο, ἀλαγλσξίδνληαο ἔηζη ηήλ κέρξη ἐθείλε ηήλ
ζηηγκή θεξπθηηθή πξνζθνξά ηνπ, «ὡο γεληθνῦ εἰο ηφ Ἔζλνο ἱεξνθήξπθνο». ΢ΣΑΤΡΟΤ
ΜΠΟΕΟΒΗΣΖ, ΢χιινγνη θαί ἀδειθφηεηεο ζηφ ζῶκα ηνῦ δῶληνο Χξηζηνῦ, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη
2006, ζ. 228. Πεξηζζφηεξα γηά ηφ πξφζσπφ ηνπ βι. ΢ΔΡΑΦΔΗΜ ΠΑΠΑΚΧ΢ΣΑ (ἀξρηκαλδξίηνπ),
Δὐζέβηνο Μαηζφπνπινο, Ἀζῆλαη 1930.
15
CHRISTOPH MACZEWSKI, Ἡ θίλεζε ηῆο «Εσῆο» ζηήλ ἗ιιάδα, κηθξ. Γεψξγηνο Γ. Μεηαιιελφο
(πξσηνπξεζβχηεξνο), ἐθδ. «Ἁξκφο», Ἀζήλα 2002, ζ. 44. Οἱ ἄιινη δχν ἦηαλ ὁ Γηνλχζηνο Φαξαδνπιήο
(κεηέπεηηα ἀξρηκαλδξίηεο) θαί ὁ Γεκήηξηνο Παλαγησηφπνπινο.

11
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

λαϊκῶν, μοναστικῶς ὀργανωμένο, μέ ἱεραποστολική δράση16. Σό 1908 ὁ

Σρεμπέλας ὁλοκλήρωσε τίς θεολογικές σπουδές του, ἀποκτώντας τό

διδακτορικό δίπλωμα μέ βαθμό «ἄριστα»17.

Ἔχοντας ἀφιερώσει τή ζωή του στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί

θέλοντας νά συνεχίσει τίς θεολογικές σπουδές του18, δέν ἐπιδίωξε νά

διοριστεῖ σέ κάποια δημόσια θέση οὔτε συνέχισε νά ἐργάζεται στήν

ἐπιτυχημένη οἰκογενειακή ἐπιχείρηση19. Ἐπιπλέον δέν εἰσῆλθε οὔτε στίς

τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου γιά νά ἀναδειχθεῖ ὡς κληρικός, καθ’ ὑπόδειξη τοῦ

πνευματικοῦ του π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου20. Ὡστόσο ὁ Σρεμπέλας δέν

συνέχισε τίς σπουδές του στό ἐξωτερικό, ἐξ αἰτίας τῶν ὑποχρεώσεων πού

ἀπέρρεαν ἀπό τήν συμμετοχή του στό ἔργο τῆς ἀδελφότητας «Ζωή»21,

καθώς ἐπίσης καί λόγω οἰκογενειακῶν δοκιμασιῶν22. Παρά ταῦτα

ἐπιδόθηκε στήν ἐκμάθηση ξένων γλωσσῶν καί μαθαίνοντας ἄριστα τήν

ἀγγλική καί τή γαλλική γλώσσα, καθώς καί τήν γερμανική, μποροῦσε νά

ἐνημερώνεται συνεχῶς ἐπί τῶν θεολογικῶν ἐρευνῶν καί νά

παρακολουθεῖ τήν ξενόγλωσση θεολογική βιβλιογραφία23.

Σό ἔτος 1918 σέ ἡλικία 32 ἐτῶν, ὑπέβαλε στή Θεολογική ΢χολή τοῦ

Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ὑποψηφιότητα ἐπί καθηγεσίᾳ γιά τήν ἕδρα τῆς

Ἀπολογητικῆς. Ἡ ΢χολή τόν ἐξέλεξε ἔκτακτο καθηγητή στήν ἕδρα τῆς

16
πξβι. CHR. MACZEWSKI, ὅ.π., ζζ. 46-48.
17
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ὑπφκλεκα πξφο ηήλ ΢ήλ Θενινγηθήλ ΢ρνιήλ ηνῦ Ἀζήλεζη
Παλεπηζηεκίνπ, Ἀζῆλαη 1935-1939, ζ. 3.
18
ΔΤΑΓΓΔΛΟΤ ΘΔΟΓΧΡΟΤ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο (΢πνπδαί, ηίηινη, δξάζηο,
δεκνζηεχκαηα)», ΔΔΘ΢ΠΑ, η. ΗΕ΄, Ἀζῆλαη 1971, ζ. δ΄.
19
Λ. ΓΗΑΜΑΝΣΟΠΟΤΛΟΤ, ὅ.π., ζ. 41.
20
ΔΤ΢ΣΑΘΗΟΤ Υ. ΜΠΑ΢ΣΑ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο», Ὁ ΢σηήξ 802 (1977) 657-659. Ἄλ θαί
ηφ ἐπηζπκνῦζε πνιχ, ὁ π. Δ὎ζέβηνο ηφλ πξνέηξεςε λά ἀζρνιεζεῖ κέ ηφ ζπγγξαθηθφ ἔξγν. πξβι.
ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «Ὑπνηαγή θαί κεγαισζχλε», Ἡ Γξάζηο καο 138 (1978) 61-62.
21
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζζ. 4-5. ΢χλ ηνῖο ἄιινηο ἀλαθέξεη ὅηη ὏πῆξμε ὁ θχξηνο ζπληάθηεο ηνῦ
πεξηνδηθνῦ «Εσή», ηῆο ὁκσλχκνπ ἀδειθφηεηαο. ὇ θαζεγεηήο Μάξθνο ὆ξθαλφο πξνζζέηεη ζηνχο
ιφγνπο θαί ηήλ ἐπηθχιαμε ηνῦ π. Δ὎ζεβίνπ ἀπέλαληη ζηήλ κεηεθπαίδεπζε ζηφ ἐμσηεξηθφ ιφγσ ηνῦ
θφβνπ ηῆο ἐπίδξαζεο ηῆο δπηηθῆο ζενινγίαο. Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 775.
22
Μέρξη ηφ 1924 εἶρε ράζεη ηνχο γνλεῖο ηνπ θαί ηξία ἀπφ ηά πέληε ἀδέιθηα ηνπ. ΑΝΧΝΤΜΟΤ,
«΢ρεδίαζκα κνξθῆο», Ἡ Γξάζηο καο 138 (1977) 72.
23
Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 774. ΢ηφ ἄξζξν α὎ηφ κφλν ἀλαθέξεηαη θαί ὅηη ἦηαλ γλψζηεο θαί ηῆο
γεξκαληθῆο.

12
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ἱστορίας τῶν Ὁμολογιῶν (΢υμβολική)24, πρωτόγνωρη ἐκλογή γιά

ὑποψήφιο χωρίς σπουδές στό ἐξωτερικό25. Ὁ διορισμός του ὅμως τότε δέν

πραγματοποιήθηκε26 καί τελικά τό ἔτος 1939 ἐκλέχτηκε τακτικός

καθηγητής στήν ἕδρα τῆς Πρακτικῆς Θεολογίας τῆς ἴδια ΢χολῆς. Ἀπό τή

θέση αὐτή καί μέχρι τό ἔτος 1957, ὁπότε καί ἀποχώρησε ὡς ὁμότιμος

καθηγητής ἀπό τήν ἐνεργό ὑπηρεσία λόγω τοῦ ἰσχύοντος ὁρίου ἡλικίας,

δίδαξε τά μαθήματα τῆς Κατηχητικῆς, Λειτουργικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς

Ρητορικῆς (Ὁμιλητικῆς), καί κατ’ ἀνάθεση τά μαθήματα τοῦ Κανονικοῦ

Δικαίου, τῆς Ποιμαντικῆς, τῆς Ἐγκυκλοπαιδείας τῆς Θεολογίας, τῆς

Ἀπολογητικῆς καί τῆς Πατρολογίας27.

Ὡς πανεπιστημιακός δάσκαλος ὑπῆρξε ἀγαπητός στούς φοιτητές

του. Σόν ἐκτιμοῦσαν καί τόν σέβονταν γιά τήν ἀπό καρδίας καί στήθους

παράδοση τῶν μαθημάτων, πού δέν εἶχαν ξερό καί νοησιαρχικό

χαρακτήρα ἀλλά ἦταν πλήρης βιωματικοῦ στοιχείου28, καθώς ἐπίσης καί

γιά τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον του γιά τούς φοιτητές, γιά τόν πνευματικό

τους καταρτισμό καί τίς ὑλικές ἀνάγκες τους29. Ἡ καταξίωσή του καί ἡ

γνωστοποίηση τῆς δράσης του ὅμως ὡς ἀκαδημαϊκοῦ θεολόγου,

πραγματοποιήθηκε μέ τά συγγράμματά του.

24
ΔΤ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, ὅ.π., ζ. ζ΄.
25
Δἶλαη ραξαθηεξηζηηθά ὅζα γξάθεη ἡ ηξηκειήο ἐπηηξνπή ζηήλ εἰζεγεηηθή ηεο ἔθζεζε: «Καί νὕησο
ἔρνκελ ἐλ ηῷ πξνζσπῳ ηνῦ Παλαγηψηνπ Ν. Σξεκπέια ἀλάινγφλ ηη παξάδεηγκα πξφο ηά κέρξη ηνῦδε ἐλ
κφλῃ ηῇ Ννκηθῇ ΢ρνιῇ… ἐπηδεηθλπφκελα παξαδείγκαηα ἀλδξῶλ, νἵηηλεο ἐλ ηῷ λνκηθῷ θφζκῳ
δηαιάκςαληεο θαί θαζεγεζίαο ἐλ ηῷ Παλ/κίῳ ἠμηψζεζαλ, ρσξίο πνηέ λά ηξαπῶζη ηήλ πξφο ἑζπεξίαλ
ἄγνπζαλ». Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 9.
26
὇ καθαξηζηφο ἀξρηεπίζθνπνο Ἀζελῶλ Υξηζηφδνπινο ζεσξεῖ ὅηη δέλ δέρηεθε ηήλ ἐθινγή ηνπ κεηά
ἀπφ παξαίλεζε ηνῦ π. Δ὎ζεβίνπ. ΥΡΗ΢ΣΟΓΟΤΛΟΤ ΠΑΡΑ΢ΚΔΤΑΨΓΖ (ἀξρηεπηζθφπνπ Ἀζελῶλ),
Μήλπκα εἰο ηήλ ἐθδήισζε κλήκεο δηά ηφλ ἀείκλεζηνλ θαζεγεηήλ Παλαγηψηελ Σξεκπέιαλ, ἐπί ηῇ 30ῃ
ἐπεηείῳ ἀπφ ηῆο ηειεπηῆο ηῆο εἰο ηφλ παξφληα θφζκνλ βηνηῆο ηνπ, Ἀξηζκφο Πξσηνθφιινπ/ΔΞ 3227/16-8-
2007. Ἀπφ ηφ γεγνλφο ὅηη ὁ Σξεκπέιαο ὏πέβαιε ὏πνςεθηφηεηα, ζεσξνῦκε ὅηη κᾶιινλ ἄιινη εἶλαη νἱ
ιφγνη κή δηνξηζκνῦ ηνπ.
27
Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 776-777 .
28
ΔΤ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, ὅ.π., ζ. ηα΄.
29
πξβι. ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ Γ. ΜΠΟΝΖ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο», ἖θθιεζία ΝΔ΄ (1978) 28.
πξβι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ ΢ΣΑΜΟΤ, «Ἀλακλήζεηο. Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο, ὁ ζηνξγηθφο», Κνηλσλία
4 (1978) 340-346· πξβι. ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «Καζεγεηήο θαί παηέξαο καο», Ἡ Γξάζηο καο 138 (1978) 82,
87. πξβι. ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «Ἀλάκεζα ζηνχο θνηηεηέο», Ἡ Γξάζηο καο 138 (1978) 83. Ἀλακλήζεηο
θνηηεηῶλ-κεηέπεηηα θαζεγεηῶλ Γ. Γαιίηε, Δ὎. Θενδψξνπ, Μ. ὆ξθαλνῦ, Β. Γεληάθε, Κ. Μνπξαηίδνπ,
Κ. Μπφλε, Ἰ. Φνπληνχιε, θ.ιπ.

13
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας ὑπῆρξε ὁ πολυγραφότερος καί

πολυμερέστερος θεολόγος ἀπό τή σύσταση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους30. Σά

δημοσιεύματα τοῦ μακαριστοῦ καθηγητῆ μέχρι τό 1970, ἀριθμοῦνται σέ

203531. Ἀπό αὐτά τά αὐτοτελῶς δημοσιευθέντα ἔργα ἤ ἀνάτυπα,

ἀνέρχονται σέ 107, οἱ μεταφράσεις σέ 14, τά ἄρθρα του σέ

ἐγκυκλοπαίδειες32 σέ 150, ἐνῶ τά δημοσιεύματά του σέ περιοδικά33

ἀνέρχονται σέ 177034. Φαρακτηριστικό τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου εἶναι ἡ

ἐνασχόλησή του μέ ὅλους του κλάδους τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης.

Ἐπιπλέον ὁρισμένα συγγράμματά του θεωροῦνται καί πρωτοποριακά,

διότι ἀσχολοῦνται μέ θέματα πού ἦταν ἄγνωστα στήν ἑλληνική

ἀκαδημαϊκή θεολογία35. Ἄς σημειωθεῖ ἐπίσης ὅτι τά θέματα πού

πραγματεύεται ἀποσκοποῦν στήν διακονία τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἔχουν

«ἁπλῶς ψιλόν μόνον ἐπιστημονικόν ἐνδιαφέρον»36.

Εἰδικότερα, στόν ἑρμηνευτικό κλάδο, τά σχετικά δημοσιεύματα

τοῦ Σρεμπέλα διακρίνονται σέ δύο κατηγορίες. ΢τήν πρώτη ἀνήκουν τά

γενικότερου χαρακτήρα ἑρμηνευτικά βιβλικά δημοσιεύματα μέ

ἐκλαϊκευτικό καί ἐποικοδομητικό χαρακτήρα. ΢τήν δεύτερη ἀνήκουν τά

30
ΜΟΤΡΑΣΗΓΟΤ ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ, «἖πηθήδεηνη ιφγνη», ἖θθιεζία ΝΔ΄ (1978) 39. Μ.
ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 783. Κ. ΜΠΟΝΖ, ὅ.π., 32.
31
Σά ζηνηρεῖα πξνθχπηνπλ ἀπφ ηφλ θαηάινγν ηῶλ ἔξγσλ ηνπ πνχ θαηάξηηζε ὁ θαζεγεηήο Δ὎.
Θενδψξνπ. Ἀπφ ηφλ θαηάινγν α὎ηφ ἀπνπζηάδνπλ δεκνζηεχκαηά ηνπ ζέ πεξηνδηθά θαί ἐθεκεξίδεο ηῶλ
Ἀζελῶλ, ηῶλ Παηξῶλ θαί ἄιισλ πφιεσλ πνχ δέλ θαηαλνκάδνληαη ζηφλ θαηάινγν. πξβι. ΔΤ.
ΘΔΟΓΧΡΟΤ, ὅ.π., ζ. ιβ΄-πδ΄. ὇ ηειηθφο ἀξηζκφο εἶλαη κεγαιχηεξνο, ἀθνῦ ὁ καθαξηζηφο θαζεγεηήο
ζπλέρηζε λά ζπγγξάθεη κέρξη ηνῦ ζαλάηνπ ηνπ. Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 783.
32
Μεγάιε ἗ιιεληθή ἖γθπθινπαηδεία, Θξεζθεπηηθή θαί Χξηζηηαληθή ἖γθπθινπαηδεία, Θξεζθεπηηθή θαί
Ἠζηθή ἖γθπθινπαηδεία.
33
Σά πεξηνδηθά πνχ ἀλαθέξνληαη ζηφλ πξναλαθεξζέληα θαηάινγν εἶλαη: Ἀλάπιαζηο, Εσή, Πάληαηλνο,
἖θθιεζηαζηηθφο Φάξνο, ἖θθιεζηαζηηθφο Κῆξπμ, Θενινγία, ἖θθιεζία, Ἀθηίλεο, ἖λνξία, Ἀπφζηνινο
Σίηνο, Ὀξζφδνμνο ἖πηζηαζία, Γηδαρή, ἖θθιεζηαζηηθφλ Βῆκα, Γξεγφξηνο ὁ Παιακᾶο, ΢σηήξ, Ἄκπεινο,
Ἡ ὁδφο ηνῦ Κπξίνπ. ἖πίζεο Νέα ΢ηψλ, Ὀξζνδνμία, Ἀπφζηνινο Ἀλδξέαο, Ὁ Πνηκήλ, Σξεῖο Ἱεξάξραη,
θ.η.ι. Ἀθφκε ἖πεηεξίο Βπδαληηλῶλ ΢πνπδῶλ, ἖πεηεξίο ηῆο Θενινγηθῆο ΢ρνιῆο Ἀζελῶλ θαί
Θεζζαινλίθεο θαί ἕηεξα μελφγισζζα πεξηνδηθά. Κ. ΜΠΟΝΖ, ὅ.π.., 28-29.
34
Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 783.
35
ΔΤ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, ὅ.π., ζ. ηδ΄.
36
Ὅ.π., ζζ. θε΄-θζη΄. πξβι. ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ Λ. ΓΔΝΣΑΚΖ, «Π. Ν. Σξεκπέιαο, ὁ ἀιεζήο ζενιφγνο»,
Δὐιαβέο ἀθηέξσκα εἰο Παλαγηψηελ Ν. Σξεκπέιαλ, ἐθδ. «἗ηαηξεία ηῶλ θίισλ ηνῦ ιανῦ», Ἀζῆλαη 2007,
ζ. 56.

14
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

εἰδικά ἑρμηνευτικά ὑπομνήματα στά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς37.

΢υγκεκριμένα ἔγραψε ὑπομνήματα σέ ὅλα τά βιβλία τῆς Καινῆς

Διαθήκης, ἐκτός ἀπό τήν Ἀποκάλυψη, τά ὁποῖα καλύπτουν 4547 σελίδες38.

Ἐπίσης ἔγραψε ὑπομνήματα στό βιβλίο τοῦ Ἰώβ, τοῦ Ἄσματος Ἀσμάτων,

καί τοῦ Ἠσαΐου, καθώς ἐπίσης ἑρμηνεία μέ σχόλια στά βιβλία τῆς Ρούθ,

τῆς Ἐσθήρ, τοῦ Ἰωνᾶ καί τοῦ Χαλτηρίου39. Ἰδιαίτερα Ἡ Καινή Διαθήκη

μετά συντόμου Ἑρμηνείας40, πού ἐκδόθηκε σέ πάνω ἀπό 54 ἐκδόσεις41,

στόχευε στήν κατανόηση καί προσέγγιση τοῦ πρωτοτύπου κειμένου ἀπό

τούς πιστούς42. Ἀκόμα τά βιβλία τῆς Πεντατεύχου, τῶν Κριτῶν καί μέρος

τοῦ Βασιλειῶν Α’, ἑρμηνεύτηκαν σέ σειρά ἄρθρων μέ τόν τίτλο «Λαϊκό

κήρυγμα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή». Μέ τόν τρόπο αὐτό ἔγινε δυνατή γιά

πρώτη φορά ἡ προσέγγιση σημαντικοῦ τμήματος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

στό εὐρύ ἀναγνωστικό κοινό43. Ὡς ἑρμηνευτής τῶν Γραφῶν ἀσχολήθηκε

μέ ὅλα τά εἴδη τῆς «Βιβλικῆς ἐπιστήμης»44. ΢τά ἑρμηνευτικά ἔργα του

ἀκολούθησε τήν ἑρμηνευτική πατερική παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης

Ἐκκλησίας, ἀξιοποιώντας ταυτόχρονα καί τά πορίσματα τῶν συγχρόνων

ξένων ἑρμηνευτῶν45.

37
ΜΑΡΚΟΤ ΢ΗΧΣΟΤ, «὇ Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ἑξκελεπηήο ηῶλ Ἁγίσλ Γξαθῶλ», Δὐιαβέο
ἀθηέξσκα εἰο Παλαγηψηελ Ν. Σξεκπέιαλ, ἐθδ. «἗ηαηξεία ηῶλ θίισλ ηνῦ ιανῦ», Ἀζῆλαη 2007, ζ. 37.
38
ΔΤ΢Σ. ΜΠΑ΢ΣΑ, ὅ.π., ζ. 85.
39
Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 786-788.
40
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ηφκνη 2: Α΄ Αἱ ἐπηζηνιαί ηνῦ Παχινπ, αἱ ἑπηά Καζνιηθαί θαί ἡ Ἀπνθάιπςηο,
Ἀζῆλαη 1952· Β΄ Σά Δ὎αγγέιηα θαί αἱ Πξάμεηο ηῶλ Ἀπνζηφισλ, Ἀζῆλαη 1953. Ἔθδνζηο 27ε ζέ ἕλα
ηφκν, Ἀζῆλαη 1987. Γηά ηφ ἔξγν α὎ηφ ἐμαζθάιηζε ηήλ ἔγθξηζε θαί ηφλ ἔπαηλν ἀπφ ηφ Οἰθνπκεληθφ
Παηξηαξρεῖν θαί ηήλ ἖θθιεζίαο ηῆο ἗ιιάδνο θαί ἀξγφηεξα ἀπφ ηά Παηξηαξρεῖα Ἀιεμαλδξείαο θαί
Ἱεξνζνιχκσλ θαί ηνῦ Ἀξρηεπηζθφπνπ Κχπξνπ. πξβι. Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 788-795. Ἡ ἔθδνζε α὎ηή
ἦηαλ πξάγκαηη πξσηνπνξηαθή ἀθνῦ πξίλ κία 50εηία πξνγήζεθαλ ηά «Δ὎αγγειηθά». «Ἡ παξάθξαζηο
α὎ηή ὎πεξέρεη πνιχ ησλ ινηπῶλ κεηαθξάζεσλ ἀπφ πιεπξάο ἐξκελεπηηθῆο». ΢ΣΔΡΓΗΟΤ Ν. ΢ΑΚΚΟΤ,
Πεξί ηῆο κεηαθξάζεσο ηῆο Καηλῆο Γηαζήθεο, η. Α΄, ἐθδ. «΢ηαπξφο», Ἀζῆλαη 1970, ζ. 11.
41
Μεηά ηήλ 54ε ἔθδνζε, θπθινθνξεῖ ζέ λέα κνξθή, ζηήλ θνηλή λενειιεληθή, ἔρνληαο ζπκπιεξψζεη
πξφο ηφ παξφλ 5 ἐθδφζεηο. ΑΓΔΛΦΟΣΖ΢ ΘΔΟΛΟΓΧΝ «Ο ΢ΧΣΖΡ», Καηάινγνο εθδφζεσλ 2015,
www.osotir.gr/shop.
42
ΝΗΚΟΛΑΟΤ Π. ΒΑ΢ΗΛΔΗΑΓΖ, «὇ Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ἑξκελεπηήο ηῆο Ἁγίαο Γξαθῆο»,
Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο, Λέσλ Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010, ζ. 258.
43
Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 786-795.
44
Μ. ΢ΗΧΣΟΤ, ὅ.π. ζ. 37.
45
Ἀπφ ηήλ ἔθδνζε ηνῦ πξψηνπ θηφιαο ὏πνκλήκαηνο ζηίο ἐπηζηνιέο ηνῦ ἀπνζηφινπ Παχινπ (1937),
θξίζεθε ε὎κελέζηαηα ηφ γεγνλφο ηῆο ἀμηνπνίεζεο ηῆο παηεξηθῆο ἑξκελεπηηθῆο παξάδνζεο ἀπφ ηφ

15
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

΢τόν ἱστορικό κλάδο, ἐνδεικτικές μελέτες του εἶναι Αἱ κατακόμβαι

(1931), Ὁ Ὀρφεύς ἐν τῇ παλαιοχριστιανικῇ τέχνῃ (1936), Παῦλος

γραμματεύς μαθητευθείς εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν (1953), Ὁ

ἀπόστολος Ἀνδρέας (1956), Ἡ ἱστορία τῆς μεταρρυθμίσεως ἐν τῇ

Ἀγγλικανικῇ Ἐκκλησίᾳ (1956), ὅπως καί οἱ μεταφράσεις Ἰωάννης

Χρυσόστομος ὡς ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καί ἡ αὐτοκράτειρα

Εὐδοξία (1930) καί Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (1929). Οἱ ἱστορικές αὐτές μελέτες

του χαρακτηρίζονται ἀπό βαθειά γνώση καί κριτική ἀξιοποίηση τῶν

πηγῶν καί τῆς σχετικῆς βιβλιογραφίας46.

΢ημαντικό ἀριθμό μελετῶν συνέγραψε ὁ Σρεμπέλας καί στόν

συστηματικό κλάδο τῆς Θεολογίας. Εἰδικότερα γιά τήν ἀντιμετώπιση

τῶν ὑλιστικῶν θεωριῶν καί τήν ὑπεράσπιση τῆς χριστιανικῆς πίστης

ἔγραψε ἐργασίες, ὅπως Ἡ περί παραγωγῆς τῶν εἰδῶν τῆς ζωῆς ὑπόθεσις

τοῦ Δαρβινισμοῦ ἀναλυομένη καί κρινομένη (1916), Σό κατά τήν γένεσιν τῆς

ἐννοίας τῆς ψυχῆς (1917), Ἡ ἔρευνα τῆς ζωῆς. Ἀπάντησις εἰς τόν

ἐναρκτήριον τοῦ ΢πύρ. Α. Λόντα (1918), Ἡ φιλοσοφία τοῦ Νίτσε (1918), Ὁ

ἱστορικός ὑλισμός ἐξ ἐπόψεως φιλοσοφικῆς (1925), ὅπως ἐπίσης καί οἱ

τέσσερις ἀκόμη τόμοι τῶν Ἀπολογητικῶν Μελετῶν. Ἐπιπλέον, γιά τήν

ἀναίρεση θεωριῶν διαφόρων ὀρθολογιστῶν πού προσέβαλαν τό

θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Φριστοῦ, συνέγραψε τίς ἐργασίες Σά

θαύματα (1917), Αἱ προφητεῖαι (1918), Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ (1924), Ἡ

ἠθική τελειότης τοῦ Χριστοῦ κατά τό ἀνθρώπινον (1930), καί ἰδιαίτερα τό

ἔργο Ἰησοῦς ὁ ἀπό Ναζαρέτ (1928). Γιά τήν ὑποστήριξη τῆς χριστιανικῆς

πίστης καί τήν ἀντιμετώπιση αἱρετικῶν καί θρησκευτικῶν συστημάτων

συνέγραψε τίς ἐργασίες Ὁ Πνευματισμός (1925), Ὁ Χιλιασμός47 (1928),

Οἰθνπκεληθφ Παηξηαξρεῖν, ηφλ ἀξρηεπίζθνπν Ἀζελῶλ Υξπζφζηνκν {Θενινγία 15 (1937) 277-278} θαί
ἀπφ ἄιινπο. πξβι. ΔΤ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, ὅ.π., ζ. ηε΄. Μ. ΢ΗΧΣΟΤ, ὅ.π., ζ. 41.
46
Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 784-785.
47
὇ π. Ἰνπζηίλνο Πφπνβηηο ζηφλ πξφινγν ηῆο ζεξβηθῆο ηεο κεηαθξάζεσο (1935) ζπληζηᾶ ηφλ
Σξεκπέια ζηφλ ὀξζφδνμν ιαφ ηῆο ΢εξβίαο θαί ραξαθηεξίδεη ηήλ πξαγκαηεία α὎ηή ἄξηζηε, πνιχηηκε

16
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Μυστηριακαί θρησκεῖαι καί Χριστιανισμός (1932), Μασσωνισμός καί

Θεοσοφία (1932), κ.τ.λ. Σά ἀπολογητικά του συγγράμματα διακρίνονται

ἀπό τή γνώση τῶν ἐπιστημονικῶν κατακτήσεων τοῦ καιροῦ του καί τῶν

φιλοσοφικῶν καί κοινωνικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς του48. Ἀκόμη μέ τό

σύγγραμμά του Ἐγκυκλοπαιδεία τῆς Θεολογίας, παρουσίασε τήν ἱστορία

καί τό περιεχόμενο τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης49.

Ἐκτός ὅμως ἀπό τό πλούσιο ἀπολογητικό του ἔργο, ὁ Παναγιώτης

Σρεμπέλας ἀσχολήθηκε καί μέ τήν δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

΢τόν τομέα τῆς ΢υμβολικῆς καί τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων ἐπεσήμανε

τίς δογματικές ἀποκλίσεις τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, μέ

μελέτες ὅπως Σό βασίλειον ἱεράτευμα κατά τήν σύγχρονον διδασκαλίαν τῆς

παπικῆς Ἐκκλησίας (1953), Περί τό πρωτεῖον τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης (1965),

Ἐπί τῶν Πρακτικῶν τῆς ἐν Aarhus Διασκέψεως (1966), Θέματα διαλόγου

μετά τῶν Ἀγγλικανῶν (1967), Θεωρίαι ἀπαράδεκτοι περί τήν Unam Sanctam

(1964), Αἱ μετά τό ἔργον τῆς Βατικανείου ΢υνόδου ὑποχρεώσεις μας (1967),

κ.τ.λ.50. Σό σημαντικότερο πάντως σύγγραμμα στόν συστηματικό κλάδο

ἦταν τό τρίτομο ἔργο τῆς Δογματικῆς του51, τό ὁποῖο βραβεύτηκε ἀπό τήν

Ἀκαδημία Ἀθηνῶν καί μεταφράστηκε καί στήν γαλλική γλώσσα. ΢τίς

1570 σελίδες του, παρουσιάζεται ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία καί γίνεται

προσπάθεια ἀπεγκλωβισμοῦ της ἀπό τόν σχολαστικισμό τῆς δυτικῆς

θεολογίας καί ἐπανόδου στήν πατερική παράδοση52.

θαί ἀλαγθαία. πξβι. ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «὇ ἀείκλεζηνο π. Ἰνπζηίλνο Πφπνβηηο γηά ηφλ Π. Ν. Σξεκπέιαλ
θαί ηφ ἔξγν ηνῦ ‘Υηιηαζκφο’», Ἡ Γξάζηο καο 332 (1995 )316.
48
ΔΤ΢Σ. ΜΠΑ΢ΣΑ, «Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο», Ὁ ΢σηήξ 802 (1977) 658. πξβι. ΑΠΟ΢ΣΟΛΟΤ Β.
ΝΗΚΟΛΑΨΓΖ, «὇ Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ἀπνινγεηήο», Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο, Λέσλ
Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010, ζζ. 250-251.
49
Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π. 796-798.
50
Ὅ.π., 798.
51
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή ηῆο Ὀξζνδφμνπ Καζνιηθῆο ἖θθιεζίαο, ηφκνη 3: η. Α΄,
Ἀζῆλαη 1959· η. Β΄, Ἀζῆλαη 1959· η. Γ΄, Ἀζῆλαη 1961. ὇ Οἰθνπκεληθφο Παηξηάξρεο Ἀζελαγφξαο
ἀπέζηεηιε ζπγραξεηήξην ἐπηζηνιή ζηφλ καθαξηζηφ θαζεγεηή γηά ηφ ἔξγν ηνπ. πξβι. Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ,
ὅ.π., 799-800.
52
ΗΧΑΝΝΟΤ ΡΧΜΑΝΗΓΟΤ, Γνγκαηηθή θαί ΢πκβνιηθή Θενινγία ηῆο Ὀξζφδνμεο Καζνιηθῆο
἖θθιεζίαο, η. Α΄, Θεζζαινλίθε 1983, ζ. 4. πξβι, ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ ΓΧΡ. ΜΟΤΡΑΣΗΓΟΤ,

17
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ὁ μεγαλύτερος ἀριθμός τῶν ἐργασιῶν τοῦ Π. Σρεμπέλα

ἀναφέρεται στόν πρακτικό κλάδο τῆς Θεολογίας. Ἡ σημαντικότερη

προσφορά τοῦ Σρεμπέλα στόν κλάδο τῆς Πρακτικῆς Θεολογίας εἶναι ὁ

τομέας τῆς Λειτουργικῆς53. Ἐνδεικτικά ἀναφέρονται οἱ κριτικές ἐκδόσεις

του Αἱ τρεῖς λειτουργίαι κατά τούς ἐν Ἀθήναις κώδικας (1935) καί τό δίτομο

Μικρόν Εὐχολόγιον (1950, 1955), διά τῶν ὁποίων δόθηκε «ὤθησις πρός

ἐπισημονικήν μελέτην τῶν παλαιῶν λειτουργικῶν κωδίκων»54. Ἐπίσης τά

βιβλία Ἀρχαί καί χαρακτήρ τῆς χριστιανικῆς λατρείας (1962), Λειτουργικοί

τύποι Αἰγύπτου καί Ἀνατολῆς (1961) καί Λειτουργικοί τύποι τῆς Δύσεως καί

Διαμαρτυρομένων Agenda (1966) παρουσιάζουν τήν ἱστορία καί ἐξέλιξη τῆς

χριστιανικῆς λατρείας. Ἐπίσης τά ἐκλαϊκευτικά λειτουργικά ἔργα του

Λειτουργικόν (1963) καί Ἀπό τήν Ὀρθόδοξον Λατρείαν μας (1970),

ἀποσκοποῦν στήν προαγωγή τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν55. Ἀκόμη

ἡ Ἐκλογή Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνογραφίας (1949) χαρακτηρίστηκε ὡς τό

ἀρτιότερο ἐγχειρίδιο γιά τήν ἑλληνική ὑμνογραφία56.

Σά ἔργα του Ὁμιλητική ἤ θεωρία τοῦ κηρύγματος (1928) καί

Κατηχητική ἤ Ἱστορία καί θεωρία τῆς κατηχήσεως (1931), τά ὁποῖα

βραβεύτηκαν ἀπό τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, χειραφετοῦν τούς τομεῖς τῆς

Ὁμιλητικῆς καί Κατηχητικῆς ἀπό τή θύραθεν Ρητορική καί τή γενική

φιλοσοφική παιδαγωγική ἀντίστοιχα57. ΢υμβολή στόν τομέα τοῦ

Κανονικοῦ Δικαίου ἀποτελοῦν οἱ ἐργασίες του Περί τήν Οἰκουμενικήν- Ὁ

γάμος τῶν κληρικῶν (1926), Σό κύρος τῶν ἀγγλικανικῶν χειροτονιῶν καί αἱ

Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο, ὁ κεγάινο πξφκαρνο ηῆο Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὆ξζνδφμνπ Σχπνπ», Ἀζῆλαη
1985, ζζ. 9-14, 47-50. πξβι. ΑΝΓΡΔΟΤ ΘΔΟΓΧΡΟΤ, «὇ Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο δηδάζθαινο
ηῆο δνγκαηηθῆο», Δὐιαβέο ἀθηέξσκα εἰο Παλαγηψηελ Ν. Σξεκπέιαλ, ἐθδ. «἗ηαηξεία ηῶλ θίισλ ηνῦ
ιανῦ», Ἀζῆλαη 2007, ζ. 46. πξβι. ΖΛΗΑ Γ. ΜΟΤΣ΢ΟΤΛΑ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο, ὁ
Παηεξηθφο», ἖θθιεζία ΝΔ΄ (1978) 42-43.
53
΢ηήλ κεζεπφκελε παξάγξαθν ζά ἐπηρεηξεζεῖ παξνπζίαζε ηῆο ιεηηνπξγηθῆο ἐξγνγξαθίαο ηνπ.
54
ΔΤ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, ὅ.π., ζ. θε΄.
55
Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 815.
56
ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ Ν. ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «὇ Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο ὡο
ιεηηνπξγηνιφγνο. Ἡ ζπκβνιή ηνπ ζηή κειέηε ηῆο ἑιιεληθῆο ὏κλνγξαθίαο», Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο,
Λέσλ ηῆο Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010, ζ. 236.
57
Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 808.

18
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

κατ΄ αὐτοῦ ἀντιρρήσεις τῆς ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας (1955), Ἡ

συμμετοχή τοῦ λαοῦ ἐν τῇ ἐκλογῇ τῶν ἐπισκόπων (1955), Ἡ ἀνεξάλειπτος

σφραγίς ἐν τοῖς μυστηρίοις καί ἰδίᾳ τῇ ἱερωσύνῃ (1957), Ἀρχαί κρατήσασαι

ἐν τῇ ἀνακηρύξει τοῦ Αὐτοκεφάλου (1957), Οἱ λαϊκοί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ (1957),

Περί τό πρωτεῖον τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης (1965), Σό αὐτοκέφαλον τῆς ἐν

Ἀμερικῇ Metropolia (1971)58, κτλ.

Ἔργα του μεταφράστηκαν σέ ἄλλες ξένες γλῶσσες, ἐνῶ κάποια

ἀπό αὐτά βραβεύτηκαν καί ἀπό τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν59. Γιά τήν

τελευταία μάλιστα βολιδοσκοπήθηκε, χωρίς ὅμως καί νά τοῦ γίνει

ἐπίσημη πρόταση, γιά τό ἄν ἤθελε νά ἐκλεγεῖ μέλος τῆς Ἀκαδημίας

Ἀθηνῶν καί ἀρνήθηκε60. Γιά τήν ὅλη συνεισφορά του στήν θεολογική

ἐπιστήμη, ἡ Θεολογική ΢χολή τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου

Θεσσαλονίκης ἀναγόρευσε τόν Παναγιώτη Σρεμπέλα ἐπίτιμο διδάκτορά

της τό 196761, ἐνῶ τό 1976 ἐκλέχτηκε ἀπό τήν ὁλομέλεια τῶν τακτικῶν

καθηγητῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἐπίτιμος καθηγητής αὐτοῦ62.

Παράλληλα μέ τήν ἐρευνητική καί ἀκαδημαϊκή δραστηριότητα, ὁ

Σρεμπέλας ὡς μέλος τῆς ἱεραποστολικῆς Ἀδελφότητας θεολόγων

«Ζωή», ἐργάστηκε γιά τήν καλλιέργεια τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματος

καί τήν ἀνανέωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς63. Οἱ προσπάθειές του γιά τόν

ἐπανευαγγελισμό τοῦ λαοῦ, κατευθύνονταν πρός δύο οὐσιαστικές

κατευθύνσεις: πρός τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ὀρθόδοξη Λατρεία64.

58
Γηά ηφ ἔξγν α὎ηφ ηφλ ζπλεράξεζαλ ὁ Οἰθνπκεληθφο Παηξηάξρεο Ἀζελαγφξαο, ἡ Ἱεξά ΢χλνδνο ηῆο
἖θθιεζίαο ηῆο ἗ιιάδνο θαί ὁ Ἀξρηεπίζθνπνο Ἀκεξηθῆο Ἰάθσβνο. Γηά ηίο ζπγραξεηήξηεο ἐπηζηνιέο
βι. Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 809-812.
59
ΔΤ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, ὅ.π., ζ. ηε΄.
60
Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 782.
61
ΔΤ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, ὅ.π., ζ. ζ΄.
62
Νά ζεκεησζεῖ πψο ὁ Σξεκπέιαο εἶλαη ὁ δεχηεξνο ἀπφ ηήλ ἵδξπζε ηῆο Θενινγηθῆο ΢ρνιῆο ηνῦ
Παλεπηζηεκίνπ Ἀζελῶλ, κεηά ηφλ θαζεγεηή θαί ἀξρηεπίζθνπν Υξπζφζηνκν Παπαδφπνπιν, πνχ
ἀμηψλεηαη ηῆο ηειεπηαίαο ἀθαδεκατθῆο δηάθξηζεο. Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 778-781.
63
πξβι. ΓΔΧΡΓΗΟΤ ΦΛΧΡΟΦ΢ΚΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), Θέκαηα Ὀξζνδφμνπ ἖θθιεζηνινγίαο, ἐθδ.
«Ἄξηνο Εσῆο», Ἀζῆλαη, ζ. 166.
64
ΔΤ. ΜΠΑ΢ΣΑ,ὅ.π., 66.

19
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ἕνα ἀπό τά μέσα γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν σκοπῶν τῆς

ἀδελφότητας ἦταν καί ἡ ἔκδοση τό 1911, τοῦ ἑβδομαδιαίου περιοδικοῦ

Ζωή65. Ὁ Σρεμπέλας ὑπῆρξε ἐπί δωδεκαετία κύριος συντάκτης καί ἐν

συνεχείᾳ ἀρθρογράφος τοῦ περιοδικοῦ66. Σό 1959 ἀποχώρησε μαζί μέ

ἄλλα παλαιά μέλη ἀπό τήν ἀδελφότητα, λόγω τῆς διαφορετικῆς

ἀντίληψής τους γιά τήν συνέχιση τῆς πορείας της67. Σό ἑπόμενο ἔτος

ἵδρυσαν τήν Ἀδελφότητα Θεολόγων «Ὁ ΢ωτήρ», καί τό ὁμώνυμο

περιοδικό68. ΢τά περιοδικά αὐτά συνέγραψε τά περισσότερά του ἄρθρα. Ἡ

πλούσια ἀρθρογραφία του, πού περιελάμβανε λαϊκά κηρύγματα69,

ἀπολογητικά, ἠθικοθρησκευτικά, ἑορτολογικά, λειτουργικά, ἐπίκαιρα,

σύγχρονα ἐκκλησιαστικά ἄρθρα, σέ συνδυασμό μέ τήν μετάφραση ἔργων

χριστιανικῆς λογοτεχνίας, τόν ἀναδεικνύουν ὡς ἕνα ἀπό τούς

πρωτεργάτες τῆς νεοελληνικῆς θρησκευτικῆς ἐποικοδομητικῆς

φιλολογίας70.

Ἐκτός ἀπό τήν συγγραφική δραστηριότητα, ὁ Παναγιώτης

Σρεμπέλας ἐπέδειξε πλούσια κηρυκτική δράση. Κατανόησε ἀπό τήν

ἀρχή ὅτι τό κήρυγμα πρός τό λαό πρέπει νά ἀντλεῖ ἀπό τή θεολογία, ὥστε

ἐγγυημένα νά εἶναι «λόγος τῆς Ἐκκλησίας»71. Σό κήρυγμά του

διακρινόταν γιά τόν χριστοκεντρικό του χαρακτήρα, γιά τό πρακτικό καί

ἐποπτικό του περιεχόμενο, γιά τήν ψυχολογική του ἐμβάθυνση, γιά τόν

φυσικό καί δυναμικό χρωματισμό τῆς ἐκφώνησης, τήν χρήση τῆς

καθομιλουμένης καί τήν ἀπό στήθους ἀπαγγελία72. Ὁ ἀριθμός τῶν

65
CHR. MACZEWSKI, ὅ.π., ζ. 48.
66
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ὑπφκλεκα, ὅ.π., ζζ. 4.
67
ΑΡΥ. ΑΘΖΝΧΝ ΥΡΗ΢ΣΟΤΓΟΤΛΟΤ, ὅ.π. Ἀξηζκφο Πξσηνθφιινπ/ΔΞ 3227/16-8-2007. Σφ ἔηνο
α὎ηφ ἡ ἀδειθφηεηα ἀπνηεινῦληαλ ἀπφ 135 κέιε, ἐλῶ ηφ πεξηνδηθφ ἐθδίδνληαλ ζέ 165.000 ἀληίηππα.
CHR. MACZEWSKI, ὅ.π., ζ. 46.
68
ΔΜΜΑΝΟΤΖΛ Η. ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΗΓΖ, «Σξεκπέιαο Παλαγηψηεο», ΘΖΔ 11, 845.
69
Ἤδε ἀλαθέξζεθαλ ηά ἄξζξα ηνπ κέ ηίηιν «Λατθφ θήξπγκα ἀπφ ηήλ ἁγία Γξαθή». Πεξηζζφηεξα γηά
α὎ηά βι. ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «Γάζθαινο ηνῦ ιανῦ», Ἡ Γξάζηο καο 136 (1978) 68-70.
70
ΔΤΑΓΓΔΛΟΤ ΘΔΟΓΧΡΟΤ, «἖πηθήδεηνη ιφγνη», ἖θθιεζία 15 (1978) 37.
71
Κ. ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ, ὅ.π., ζ. 233.
72
ΔΤ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, «΢πνπδέο», ὅ.π., ζ. ηα΄. ΢πγθινληζκέλνη ἀπφ ηά θεξχγκαηά ηνπ ὡο καζεηέο,
ἀθεγνῦληαη ηίο ἐληππψζεηο ηνπο νἱ θαζ. Δ὎άγγεινο Θενδψξνπ, Μνπξαηίδεο, Γεληάθεο θ.ἄ. πξβι.

20
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

κηρυγμάτων του, πού καταγράφηκαν μέχρι τό 1967 καί ἐκφωνήθηκαν

στήν Ἀθήνα καί σέ πολλές ἄλλες ἐπαρχιακές πόλεις τῆς Ἑλλάδας καί τῆς

Κύπρου, ὑπερβαίνουν τίς ἔξι χιλιάδες73. Παράλληλα ἔδωσε πλῆθος

διαλέξεων μέ θεολογική καί ἀπολογητική θεματολογία, σέ ποικίλα

ἀκροατήρια. Σέλος ἡ ἐντυπωσιακή γενική μόρφωσή του καί ἡ διαλεκτική

του ἱκανότητα, τοῦ ἔδιναν τήν δυνατότητα νά ὀργανώσει πολυάριθμες

συνδιαλέξεις μέ φοιτητές διαφόρων σχολῶν, γιά διάφορα ζητήματα.

χριστιανικῆς κοσμοθεωρίας καί βιοθεωρίας74. Μεγάλη ἦταν καί ἡ

φροντίδα του γιά τήν ἐκπαίδευση καί ἀνάδειξη ἱεροκηρύκων, ἀπό τίς

τάξεις τῶν φοιτητῶν καθώς καί ἀπό τίς δύο ἀδελφότητες. ΢τήν

ἐκπαίδευση αὐτή συνέβαλε καί μέ τό βιβλίο του Ὁμιλητικῆς Πρόχειρα

Ὑποδείγματα, ἐνῶ ὑποδειγματικά θεωροῦνταν τά φροντιστηριακά

μαθήματα ὁμιλητικῆς στόν πανεπιστημιακό ναό τῆς Καπνικαρέας75.

΢τό σημεῖο αὐτό θά πρέπει ἀναφερθεῖ καί ἡ συμβολή του στήν

ἄνθηση καί ἐξάπλωση τῶν κατηχητικῶν σχολείων76. Ὑπέδειξε τόν

χωρισμό σέ Κατώτερα, Μέσα καί Ἀνώτερα, ἐνῶ συνετέλεσε

συμβουλευτικά στήν συγγραφή καί στόν ἐμπλουτισμό τῶν πρώτων

κατηχητικῶν βοηθημάτων τῆς «Ζωῆς», ἰδιαίτερα τοῦ Ἀνωτέρου, μέ

διδακτική ὕλη παρμένη ἀπό τό πολυδιάστατο συγγραφικό του ἔργο.

Ἐπίσης καί τά νεώτερα Κατηχητικά Βοηθήματα τοῦ Ἀνωτέρου τῆς

ΑΘΑΝΑ΢ΗΟΤ ΚΟΣΣΑΓΑΚΖ, «Ἡ πλεπκαηηθή θαί ἐπηζηεκνληθή δηαδξνκή ηνῦ Παλαγηψηνπ Ν.


Σξεκπέια», Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο: Μεηαμχ παξάδνζεο θαί ἀλαλέσζεο, κεηαμχ ἐπηζηήκεο θαί
ἱεξαπνζηνιῆο, ΢πλέδξην Ἀθαδεκίαο Θενινγηθῶλ ΢πνπδῶλ Ἱεξᾶο Μεηξνπφιεσο Γεκεηξηάδνο (὏πφ
ἔθδνζε).
73
ΔΜ. ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΗΓΖ, ὅ.π., 845.
74
πξβι. ΔΤ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, ὅ.π., ζζ. ηα΄-ηβ΄.
75
ΔΤΑΓΓΔΛΟΤ Γ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, «὇ Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο ὡο θαζεγεηήο ηῆο Καηερεηηθῆο θαί
὇κηιεηηθῆο», Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο, Λέσλ ηῆο Ὀξζνδνμίαο, ζ. 221. «Ἡ ἐπίδξαζή ηνπ ζηφ θήξπγκα
δελ ἀμηνινγήζεθε ἀθφκα, ἀιιά εἶλαη ὁπσζδήπνηε κεγάιε ἄκεζε ἤ ἔκκεζε ζ’ ὅινπο ζρεδφλ ηνχο
λεφηεξνπο ἕιιελεο ὁκηιεηέο». ΗΧΑΝΝΟΤ ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Ὁκηιεηηθή, Θεζζαινλίθε 2002, ζζ. 55-56.
76
Σφ ἔηνο 1926 μεθίλεζε ἡ ἀδειθφηεηα κέ 7 θαηερεηηθά ζρνιεῖα θαί ἔθηαζε ηφ ἔηνο 1958/1959 λά
ἀξηζκεῖ 2.126 ζρνιεῖα κέ 147.740 καζεηέο θαί 672 καζεηηθέο ὁκάδεο κέ 10.235 κέιε, ἐλῶ ζηήλ Κχπξν
὏πῆξραλ 139 θαηερεηηθά ζρνιεῖα κέ 7.747 κέιε. CHR. MACZEWSKI, ὅ.π., ζ. 51.

21
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

«Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», εἶναι

διαποτισμένα ἀπό τά ἔργα τοῦ Σρεμπέλα77.

Εἶναι ἄξιο ἀναφορᾶς ὅτι ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας «ἐθεολόγησε

μόνο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί διά τήν Ἐκκλησίαν78». Γιά αὐτόν τόν λόγο ἡ

διοικοῦσα Ἐκκλησία πολλές φορές ζήτησε ἀπό τόν μακαριστό καθηγητή

νά γνωμοδοτήσει καί νά συγγράψει εἰδικές μελέτες γιά διάφορα

ζητήματα πού προέκυπταν. Ὁ καθηγητής ἦταν πάντα πρόθυμος καί ἡ

προσφορά του ἦταν ἀνιδιοτελής79. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε ὅτι μέ

ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας συνέγραψε καί ἀπήγγειλε τήν διάλεξη Ὁ

ἱστορικός ὑλισμός (1925), ἐνῶ τόν εὐχαρίστησε θερμά μέ συνοδικό

ἔγγραφο γιά τήν ἀντιμετώπιση χιλιαστῶν σέ δίκη στή Λάρισα (1927)80.

Ἐπίσης τό 1932 εἶχε ἐκλεγεῖ ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

εἰδικός σύμβουλος γιά τή συγκρότηση τῆς σχεδιαζόμενης Προσυνόδου τοῦ

Ἁγίου Ὄρους81. Ἀποτέλεσμα τῆς συμμετοχῆς του ἦταν οἱ μελέτες: Σό περί

τάς ἐν Εὐρώπῃ Ρωσικάς παροικίας ἐγερθέν ζήτημα ἐξ ἐπόψεως κανονικῆς,

Οἱ ὅροι καί οἱ παράγοντες τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ αὐτοκεφάλου,

Ἱστορικοκανονικά σημειώματα ἐπί τῆς ἐν Ρωσίᾳ ἐκκλησιαστικῆς

καταστάσεως, Μασσωνισμός καί Θεοσοφία. Ἀκόμη τό 1932 εἶχε ἐπιλεγεῖ

ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέλος ἐπιστημονικῆς ἐπιτροπῆς, γιά τήν

ἀναθεώρηση, ἀποκάθαρση καί ἔκδοση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων82.

Ἐπιπλέον ἡ Ἱερά ΢ύνοδος τοῦ ἀνέθεσε τό 1969 νά συντάξει μελέτη

σχετικά μέ τή στάση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν μελῶν μασονικῶν στοῶν,

ἐνῶ τό 1971 ζήτησε τή γνώμη του γιά τήν Οἰκουμενική κίνηση καί τούς

77
πξβι. ΔΤ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, ὅ.π., ζζ. 217-220.
78
Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 816.
79
ΥΡ. ΠΑΡΑ΢ΚΔΤΑΨΓΖ, ὅ.π. Ἀξηζκφο Πξσηνθφιινπ/ΔΞ 3227/16-8-2007.
80
πξβι. Λ. ΓΗΑΜΑΝΣΟΠΟΤΛΟΤ, ὅ.π., ζζ. 61-62.
81
΢ηφ ζπιιππεηήξην γξάκκα ηνῦ ὁ Οἰθνπκεληθφο Παηξηάξρεο Γεκήηξηνο ἀλαθέξεηαη κέ ε὎γλσκνζχλε
ζηήλ πξνάζπηζε ηῶλ ἱζηνξηθῶλ θαί θαλνληθῶλ δηθαίσλ ηνῦ Οἰθνπκεληθνῦ ζξφλνπ ἐθ κέξνπο ηνῦ
θαζεγεηνῦ. ΔΤ΢Σ. ΜΠΑ΢ΣΑ, Ἀκπδξά ΢θηαγξαθία, ὅ.π., ζ. 83.
82
πξβι. ΔΤ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, «΢πνπδαί», ὅ.π., ζζ. ηβ΄-ηγ΄.

22
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

θεολογικούς διαλόγους83. Ὡς ἀπάντηση συνέταξε τό ἴδιο ἔτος τήν μελέτη

του Ἐπί τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως καί τῶν θεολογικῶν διαλόγων

ἡμιεπίσημα ἔγγραφα. Γιά τό ἴδιο θέμα συνέταξε μέ ἄλλους καθηγητές

ὑπόμνημα στήν Ἱερά ΢ύνοδο μέ τόν τίτλο Ἡ Ἐκκλησιαστική Οἰκονομία84.

Ὑπομνήματα στήν ΢ύνοδο εἶχε ὑποβάλλει καί παλιότερα, ὅπως τό Περί

τήν Οἰκουμενική (1924) καί τό Ἐπί ζητήματος τῆς μεταφορᾶς τῶν ἀχράντων

μυστηρίων εἰς τούς ἀσθενεῖς85 (1926). Σαυτόχρονα εἶχε κληθεῖ σέ διάφορες

περιπτώσεις ἐνώπιον τῆς ΢υνόδου ὡς «κακοδοξῶν», ἀλλά σέ ὅλες αὐτές

τίς περιπτώσεις ἀναίρεσε ὅλες τίς κατηγορίες ἐναντίον του καί

δικαιώθηκε86.

Ἀκόμη ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας ἔλαβε μέρος σέ πολλά διεθνή

συνέδρια ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἤ ἄλλων

Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν87. Εἰδικότερα τό ἔτος 1936, ἐκπροσωπώντας τήν

Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, συμμετεῖχε στό συνέδριο σπουδῆς γιά τούς

ἐργαζομένους μεταξύ παιδιῶν τῶν μέσων σχολῶν88 καί στό

«Πανορθοδόξο συνέδριο ἐπί τῶν θρησκευτικῶν καί παιδαγωγικῶν

ζητημάτων» στό Dassel, καθώς ἐπίσης καί στό συνέδριο τῆς παγκοσμίου

ἑνώσεως «΢χολείων τῆς Κυριακῆς» (Sunday Schools) στό Ὄσλο89. Σό 1954

συμμετεῖχε στό συνέδριο τοῦ Παγκοσμίου ΢υμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν

στό Ἔβανστον, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἐπίσης ὡς

μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, συμμετεῖχε

83
πξβι. Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 817.
84
Λ. ΓΗΑΜΑΝΣΟΠΟΤΛΟΤ, ὅ.π., ζ. 62.
85
πξβι. ΔΤ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, ὅ.π., ζ. ηβ΄.
86
πξβι. Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 820-823. πξβι. ΘΔΟΚΛΖΣΟΤ ΢ΣΡΑΓΚΑ, ἖θθιεζίαο ἗ιιάδνο Ἱζηνξία
ἐθ πεγῶλ ἀςεπδῶλ 1817-1967, η. Δ΄, Ἀζῆλαη 1974, ζζ. 2960-2962, 2973-2974, 2986-3003, 3327.
87
ΜΖΣΡΟΠΟΛΗΣΟΤ ΠΑΣΡΧΝ ΝΗΚΟΓΖΜΟΤ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο», ἖θθιεζία 15 (1978)
26.
88
«International study conference for workers among boys and girls in secondary schools»
89
πξβι. Π. Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Ἔθζεζηο πεξί ηῶλ ἐλ Oslo θαί Dassel ζπλεδξίσλ», ἖θθιεζία ΗΓ΄
(1936) 293-298. ΢ηφ ζπλέδξην α὎ηφ πξνθάιεζε κεγάιε ἐληχπσζε ἡ αὔμεζε ηῶλ θαηερεηηθῶλ
ζρνιείσλ ζηήλ Ἀζήλα, ιφγσ ηῆο δξαζηεξηφηεηαο ηῆο «Εσῆο». Ἦηαλ ἡ πφιε κέ ηήλ κεγαιχηεξε
αὔμεζε θαηερεηηθῶλ ηήλ ηειεπηαία ηεηξαεηία. πξβι. ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «Παξαηεξήζεσλ ζηῆιαη. Σά
Καηερεηηθά ΢ρνιεῖα ηῆο ἗ιιάδνο», ἖θθιεζία ΗΔ΄ (1937) 62.

23
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

στήν Α’ καί Γ’ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στή Ρόδο (1961, 1964) καθώς ἐπίσης

καί στήν Δ’ καί Ε’ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στό Βερολίνο (1966) καί στό

Chambesy τῆς Γενεύης (1968) ἀντίστοιχα90. Ἄν καί ἦταν ἀπό τά πρῶτα

λαϊκά στελέχη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος , τά ὁποῖα συνέβαλαν στήν

ἰδέα τοῦ ἀνοίγματος τῆς Ὀρθοδοξίας πρός τούς ἑτερόδοξους91, θεωροῦσε

πώς οἱ ἑνωτικές προσπάθειες θά ἀποδώσουν μόνο ὅταν θά ὑπάρξει

πλήρης καί εἰλικρινής συμφωνία στά δόγματα, ὅταν δηλαδή οἱ ἑτερόδοξοι

ἐπιστρέψουν στήν διδασκαλία τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τῶν ὀχτώ

πρώτων αἰώνων92. Γιά αὐτόν τόν λόγο θεωροῦσε ὅτι ἡ «θεολογία τῆς

ἀγάπης», πού πρεσβεύει ὁ Οἰκουμενισμός, εἶναι ξένη πρός τήν

ἀποστολική διδασκαλία καί πατερική παράδοση93.

Ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία πολλές φορές ἐκφράστηκε ἐπαινετικά καί μέ

εὐχαριστίες γιά τό ἐκκλησιαστικό του ἔργο94 καί τόν βράβευσε μέ

τιμητικές διακρίσεις, ὅπως αὐτή τῆς διάκρισης τοῦ Σαξιάρχου Γεωργίου

Α’ καί Υοίνικος, τοῦ Σαξιάρχου τοῦ Παναγίου Σάφου καί τοῦ Φρυσοῦ

΢ταυροῦ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου τοῦ Πατριαρχείου

Ἀντιοχείας95. ΢έ ἐπίσημα ἐκκλησιαστικά ἔγγραφα χαρακτηριζόταν ὡς

Διδάσκαλος τοῦ γένους, πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, μέγα κεφάλαιον τῆς

ἑλληνικῆς θεολογίας, πρύτανις τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων, κ.τ.λ.96

90
ΔΤ. ΘΔΟΓΧΡΟΤ, ὅ.π., ζζ. ηγ΄-ηδ΄. Γηά ηά παηξηαξρηθά γξάκκαηα ηνῦ Παηξηάξρε Ἱεξνζνιχκσλ
Βελεδίθηνπ πξφο ηφλ Σξεκπέια, γηά ηήλ ἐπηηπρῆ ἐθπξνζψπεζε ηνῦ παηξηαξρείνπ, βι. Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ,
ὅ.π., 819-820.
91
ΑΡΥ. ΑΘΖΝΧΝ ΥΡΗ΢ΣΟΤΓΟΤΛΟΤ, ὅ.π. Ἀξηζκφο Πξσηνθφιινπ/ΔΞ 3227/16-8-2007.
92
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ἄδνινο ἀπνζηνιηθφηεο ηῆο ἗ιιεληθῆο Ὀξζνδνμίαο, Ἀζῆλαη
1968, ζ. 328.
93
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ἖πί ηῆο Οἰθνπκεληθῆο θηλήζεσο θαί ηῶλ ζενινγηθῶλ Γηαιφγσλ
ἡκηεπίζεκα ἔγγξαθα, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 1972, ζ. 319. πξβι. ΜΖΣΡΟΛΗΣΟΤ ΚΖΡΤΝΔΗΑ΢
ΠΑΤΛΟΤ, «὇ Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο ὡο δνγκαηηθφο ζενιφγνο», Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο, Λέσλ
Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010, ζζ. 209-211.
94
πξβι. Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 786-822. ΢ηίο ὏πνζεκεηψζεηο ηῶλ ζειίδσλ α὎ηῶλ παξαηίζεληαη δηάθνξα
ἔγγξαθα ὀξζνδφμσλ Παηξηαξρείσλ θαί Ἀξρηεπηζθνπῶλ πξφο ηφ πξφζσπφ ηνπ. Ἀλαθέξεηαη κάιηζηα ὅηη
ηήλ δεθαεηία ηνῦ ΄50, κεηξνπνιίηεο ηνῦ δεηνῦζαλ λά δερηεῖ ρεηξνηνλία γηά λά ηφλ ἐθιέμνπλ
ἀξρηεπίζθνπν Ἀζελῶλ. ΜΖΣΡΟΠΟΛΗΣΟΤ ΥΗΟΤ ΥΡΤ΢ΣΟΜΟ΢, «Π. Σξεκπέιαο ὁ
ʽʽΥαιθέληεξνο’’», Κνηλσλία 4 (1978) 268. ΑΘ. ΚΟΣΣΑΓΑΚΖ, ὅ.π.
95
ΔΜ. ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΗΓΖ, ὅ.π., ζ. 845.
96
Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 824.

24
Βηνγξαθηθά ζηνηρεῖα ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας, μετά ἀπό τρίμηνη ἀσθένεια, «ἐκοιμήθη

ἐν Κυρίῳ» τήν 18η Νοεμβρίου 1977, σέ ἡλικία 92 ἐτῶν97. Σήν ἑπομένη

τέλεσε τήν νεκρώσιμη ἀκολουθία στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν ὁ

Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. ΢εραφείμ98. ΢τήν κηδεία

ἦταν παροῦσα καί ἡ Διαρκής Ἱερά ΢ύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

καί πλῆθος ἀρχιερέων99. Ὁ ἐνταφιασμός του πραγματοποιήθηκε στόν

τάφο τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ ΢ωτήρ», στό Ζωγράφειο

κοιμητήριο100.

97
ΝΗΚΟΛΑΟΤ Π. ΒΑ΢ΗΛΔΗΑΓΖ, «Οἱ ηειεπηαῖεο 96 ἡκέξεο ηνπ», Ἡ Γξάζηο καο 138 (1978) 76-77.
98
Γηά ηνχο ἐπηθήδεηνπο ιφγνπο πνχ ἐθθσλήζεθαλ βι. ἖θθιεζία (1978) 25-26, 35-40.
99
ΔΤ΢Σ. ΜΠΑ΢ΣΑ, ὅ.π., ζ. 82.
100
ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «὇ Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο ἀπῆιζελ εἰο ηνχο ν὎ξαλνχο», ἖θθιεζηαζηηθφο Ἀγψλ 11
(1977).

25
2. Θεολογικό κλίμα καί λειτουργικές τάσεις κατά τήν ἐποχή τοῦ
Παναγιώτη Σρεμπέλα

Ὁ πρῶτος κυβερνήτης τοῦ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους, μικρό


τμῆμα τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνισμοῦ, Ἰωάννης Καποδίστριας (1828-1831) δέν
πρόλαβε νά ἀποκαταστήσει τά ἐκκλησιαστικά ζητήματα πού εἶχαν
δημιουργηθεῖ λόγω τῶν ἐπαναστατικῶν γεγονότων101. Μετά τήν
δολοφονία του ὁ ρωμαιοκαθολικός βασιλιάς Ὄθων καί ἡ βαυαρική
ἀντιβασιλεία πού τόν ἀναπλήρωνε, σέ συνεργασία μέ τούς ὀπαδούς τοῦ
διαφωτιστῆ Κοραῆ μέ κυριότερο ἐκπρόσωπο τόν Θεόκλητο Υαρμακίδη,
διοργάνωσαν τά ἐκκλησιαστικά πράγματα κατά τά δυτικά πρότυπα102.

Εἰδικότερα ἡ Ἐκκλησία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους ἀποσπάστηκε


πραξικοπηματικά τό 1833 ἀπό τήν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου καί τέθηκε οὐσιαστικά κάτω ἀπό τόν κρατικό ἔλεγχο103, ἐνῶ
ἀντιμετωπίστηκε μέ ἐχθρότητα καί ἀποδυναμώθηκε ὁ μοναχισμός104. Σήν
περίοδο αὐτή ἐκδηλώθηκε καί ἔξαρση στίς προσηλυτιστικές τάσεις τῶν
ρωμαιοκαθολικῶν καί προτεσταντῶν ἱεραποστόλων μέ διάφορες
φιλανθρωπικές καί ἐκπαιδευτικές δραστηριότητες105. Παράλληλα
ἀποσυνδέθηκε ἡ παιδεία ἀπό τήν Ἐκκλησία καί γενικότερα τίς

101
΢ηφρνο ηῶλ ἐλεξγεηῶλ ηνπ ἦηαλ ἡ ἀπνθαηάζηαζε ηῆο ἐπηθνηλσλίαο κέ ηφ Οἰθνπκεληθφ παηξηαξρεῖν,
ἡ ζπλεξγαζία κέ ηνχο ἱεξάξρεο γηά ηήλ ὀξγάλσζε ηῆο ἖θθιεζίαο θαί ἀμηνπνίεζε ηῆο πεξηνπζίαο ηεο, ἡ
θαηάξηηζε ηνῦ θιήξνπ, θ.η.ι. πξβι. ΑΝΑ΢ΣΑ΢ΗΟΤ ΑΘ. ΓΡΗΣ΢ΟΠΟΤΛΟΤ, «Καπνδίζηξηαο
Ἰσάλλεο», ΘΖΔ 7, 335-336.
102
ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ, Ἡ ἖θθιεζία ηῆο ἗ιιάδνο ἐπί ηῇ 1900ῇ ἐπεηείῳ ηῆο
ἱδξχζεσο αὐηῆο ὑπφ ηνῦ Ἀπνζηφινπ Παχινπ, Ἀζήλα 1954, ζ. 142.
103
Ἡ θίλεζε α὎ηή ὁδήγεζε ζέ δηαθνπή ηῶλ ἐθθιεζηαζηηθῶλ ζρέζεσλ κέ ηφ Οἰθνπκεληθφ Παηξηαξρεῖν
κέρξη ηήλ ἔθδνζε ηνῦ ΢πλνδηθνῦ Σφκνπ ηφ 1850, ζηφλ ὁπνῖνλ ἀλαθεξπζζφηαλ ἡ α὎ηνθεθαιία ηῆο
἖θθιεζίαο ηῆο ἗ιιάδνο κεηά ἀπφ αἴηεζή ηεο πξφο ηφ παηξηαξρεῖν. ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «἗ιιάο (Ἡ
἖θθιεζία ηῆο ἗ιιάδνο)», ΘΖΔ 5, 628.
104
Μέ βαζηιηθφ δηάηαγκα, κεηά ἀπφ αἴηεζε ηῆο Ἱεξᾶο ΢πλφδνπ, δηαιχζεθαλ 412 ἀπφ ηά 563
κνλαζηήξηα πνχ εἶραλ ιηγφηεξνπο ἀπφ ἔμη κνλαρνχο, δεκεχζεθε ἡ πεξηνπζία ηνπο, ἐλῶ ηά
ἐλαπνκείλαληα ὏πήρζεζαλ νἰθνλνκηθά ζηφ θξάηνο. ΢ΣΑΤΡΟΤ Ν. ΜΠΟΕΟΒΗΣΖ, ΢χιινγνη θαί
ἀδειθφηεηεο ζηφ ζῶκα ηνῦ δῶληνο Χξηζηνῦ, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2006, ζ. 219.
105
ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ, Ἡ ἖θθιεζία ηῆο ἗ιιάδνο (ἀλαηχπσζε), ἐθδ.
«Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία», Ἀζῆλαη 2003, ζ. 272.

26
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἑλληνορθόδοξες καταβολές της καί ὡς ἐπακόλουθο ἡ θρησκευτική


διδασκαλία ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή106.

΢υνεπῶς μέ τήν συνεργασία πολιτικῆς καί πνευματικῆς ἠγεσίας107,


δόθηκε στά ἐκκλησιαστικά πράγματα τέτοια κατεύθυνση, πού γιά μία
ἑκατονταετία σχεδόν στάθηκε ἀδύνατη ἡ βελτίωση τῆς κακῆς
οἰκονομικῆς καί μορφωτικῆς κατάστασης τοῦ κλήρου108, μέ ἀποτέλεσμα ἡ
διοίκηση, ἡ ἱερουργία καί ἡ διδασκαλία ἐκ μέρους του, νά χωλαίνουν σέ
μεγάλο βαθμό109.

Ἡ προκλητική αὐτή κατάσταση προκάλεσε πολιτιστικό διχασμό, μέ


κυριότερο ἐκπρόσωπο τῆς ἀντίθετης μερίδας τόν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο
ἐξ Οἰκονόμων110. Σαυτόχρονα προκλήθηκαν πλῆθος ἀντιδράσεων μεταξύ
τοῦ λαοῦ ἐνῶ συστάθηκαν μυστικές ὀργανώσεις μέ σκοπό τήν
ὑπεράσπιση τῆς ὀρθόδοξης πίστης111.

Σό 1837 ἱδρύεται τό πρῶτο μετά τήν ἀπελευθέρωση Πανεπιστήμιο


στήν Ἀθήνα πού περιλαμβάνει θεολογική σχολή. Ἡ ὀργάνωσή του ἀπό
τούς Βαυαρούς στηρίζεται στά πρότυπα τῶν γερμανικῶν
Πανεπιστημίων112. Γιά πρώτη φορά δημιουργεῖται χῶρος ἀνάπτυξης τῆς
θεολογίας πού δέν ἐποπτεύεται ἀπό τήν Ἐκκλησία113.

Παρά ταῦτα παρατηρήθηκε στασιμότητα καί ὀπισθοδρόμηση στά


θεολογικά πράγματα, παρά τίς αἰσιόδοξες ἐνδείξεις τῶν

106
ΓΔΧΡΓΗΟΤ Η. ΜΑΝΣΕΑΡΗΓΖ, Ἡ θνηλσληνινγία ηνῦ ρξηζηηαληζκνῦ, ἐθδ. Π. Πνπξλαξᾶ,
Θεζζαινλίθε 2007, ζ. 390.
107
««Ἡ δεηιία κεηά ἰδηνηειείαο ηῶλ ἗ιιήλσλ Ἀξρηεξέσλ, πιήλ ἐιαρίζησλ, θαί ηφ θηιειεχζεξν πλεῦκα
κεηά ἰδηνηειείαο ἀλακεκηγκέλσλ ηῶλ ἗ιιήλσλ πνιηηηθῶλ θαί δηαλννπκέλσλ». ΘΔΟΚΛΖΣΟΤ
΢ΣΡΑΓΚΑ, ἖θθιεζίαο ἗ιιάδνο Ἱζηνξία ἐθ πεγῶλ ἀςεπδῶλ, η. Α΄, Ἀζῆλαη 1969, ζ. 55.
108
ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ, Ἡ ἖θθιεζία ηῆο ἗ιιάδνο, ὅ.π., ζ. 151.
109
ΥΡΖ΢ΣΟΤ ΑΝΓΡΟΤΣ΢ΟΤ, ἖θθιεζία θαί Πνιηηεία ἐμ ἐπφςεσο ὀξζνδφμνπ, ἐθδ. Βαζ.
Ρεγνπνχινπ, Θεζζαινλίθε 1942, ζζ. 73-74.
110
Γηά πεξηζζφηεξα βι. ΑΘΑΝΑ΢ΗΟΤ ΓΡ. ΓΔΡΟΜΗΥΑΛΟΤ, «὇ Κσλζηαληῖλνο Οἰθνλφκνο ὁ ἐμ
Οἰθνλφκσλ θαί ἡ ἖πνρή ηνπ», ΔΔΘ΢ΠΘ, Θεζζαινλίθε 1963.
111
Ὅπσο ὁ «Φνῖλημ», ἡ «Φηινξζφδνμνο ἗ηαηξεία» θ.ἄ. ΢Σ. ΜΠΟΕΟΒΗΣΖ, ὅ.π., ζ. 221.
112
ΜΗΥΑΖΛ Γ. ΢ΣΑ΢ΗΝΟΠΟΤΛΟΤ, Σά πξῶηα βήκαηα ηῆο Ἀλσηάηεο Παηδείαο κεηά ηήλ
Ἀπειεπζέξσζε, Ἀζῆλαη 1971, ζ. 60.
113
ΖΡΑΚΛΖ Μ. ΡΔΡΑΚΖ, Θενινγία θαί Θενινγηθέο ζπνπδέο, ἐθδ. Π. Πνπξλαξᾶ, Θεζζαινλίθε 2008,
ζ. 63.

27
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

προεπαναστατικῶν θεολόγων (1750-1821)114. Μία ἀπό τίς αἰτίες εἶναι ὅτι


δέν ὑπῆρχαν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις στό νεοσύστατο κράτος γιά
τήν καλλιέργεια τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, ἀφοῦ γενικότερα ἡ
ἐκπαίδευση ἦταν σέ τραγική κατάσταση115. Παράλληλα ἡ ἐνσυνείδητη
ἀπομόνωση ἀπό τίς ἄλλες ὑπόδουλες περιοχές, καί ἡ ἀντικατάσταση
ὅλων τῶν ἀκμαίων προεπαναστατικῶν ἀνωτέρων ἐκπαιδευτικῶν
ἱδρυμάτων ἀπό αὐτό τῶν Ἀθηνῶν, πού ξεκινοῦσε ἀπό τήν ἀρχή καί μέ
περιορισμένα ὑλικά μέσα, ἀπέκλειε ζωτικές δυνάμεις ἔξω ἀπό τά σύνορά
τοῦ κράτους116.

Ἐκτός τούτου ὅλοι σχεδόν οἱ καθηγητές της σπουδάζουν στίς


προτεσταντικές σχολές τῆς Γερμανίας, μεταφέροντας συνειδητά ἤ
ἀσυνείδητα καί τούς θεολογικούς προβληματισμούς τῆς δυτικῆς
θεολογίας. ΢υνεπῶς ἡ ἑλληνική ἀκαδημαϊκή θεολογία παρουσίαζε
ἔλλειψη αὐτάρκειας καθώς ἦταν ἐγκλωβισμένη σέ ἕνα μοντέλο μέ πολλά
σχολαστικιστικά στοιχεῖα καί ἐκπροσωπήθηκε κατά ἕνα μεγάλο μέρος
ἀπό θεολόγους-συντάκτες, διδακτικῶν ἐγχειριδίων κατά τά δυτικά
πρότυπα117. Σέλος στίς διάφορες ἔντονες πολιτικοκοινωνικές ἐξελίξεις
παρουσιάζονταν διστακτικοί καί ἀναποφάσιστοι. Ἡ ἀκαδημαϊκή
θεολογία εἶχε ἀποστασιοποιηθεῖ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί τήν
λαϊκή εὐσέβεια. Ὁ λαός ἦταν ἐπιφυλακτικός στήν πρωτοβουλία αὐτή τῆς
βαυαρικῆς ἐξουσίας118, ὁ ἐφημεριακός κλῆρος θά παραμένει ἀμέτοχος

114
πξβι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Κ. ΥΡΖ΢ΣΟΤ, «Ἡ λενειιεληθή ζενινγία ζηφ ζηαπξνδξφκη», Χαξηζηεῖνλ
΢εξαθείκ Σίθᾳ, Ἀξρηεπηζθφπῳ Ἀζελῶλ θαί πάζεο ἗ιιάδνο, Θεζζαινλίθε 1984, ζζ. 272-274.
115
Σά ἐπαλαζηαηηθά γεγνλφηα πξνθάιεζαλ ηή δηαθνπή θάζε πλεπκαηηθῆο θαί ἐπηζηεκνληθῆο θίλεζεο
δηαλννπκέλσλ θαί ἐθπαηδεπηηθῶλ ζηίο ἐκπφιεκεο πεξηνρέο θαί ηήλ ἀπψιεηα πνιιῶλ θεξέιπηδσλ λέσλ.
Ὅ.π., ζζ. 280-281.
116
Ὅ.π., ζ. 282.
117
Β. ΦΑΝΟΤΡΓΑΚΖ, Ἡ Χξηζηηαληθή γξακκαηεία κεηά ηφ 450, ἐθδ. ΑΠΘ, Θεζζαινλίθε 1986, ζζ.
251-253.
118
Μεηά ἀπφ 15 ρξφληα ιεηηνπξγίαο εἶρε κφλν 7 θνηηεηέο. Π. ΥΡΖ΢ΣΟΤ, ὅ.π., ζ. 283.

28
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

πανεπιστημιακῆς θεολογικῆς παιδείας119, ἐνῶ ἡ πολιτεία καί ἡ ἐπίσημη


Ἐκκλησία στάθηκαν ἀδιάφορες ἀπέναντί της120.

Ἡ Θεολογική ΢χολή τῆς Φάλκης (1844), πού ἱδρύθηκε στά ἴδια


πρότυπα, ἀποσκοποῦσε στήν κάλυψη ἐκπαίδευσης τοῦ κλήρου τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἄλλων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί δέν
μπόρεσε νά προσφέρει οὐσιαστικά στή θεολογική ἐπιστήμη˙ πρόσφερε
ὅμως στελέχη στήν Ἐκκλησία121. Σό ἴδιο καί μέ τήν σχολή στήν μονή τοῦ
Σιμίου ΢ταυροῦ Ἱεροσολύμων122, ἡ ὁποία λειτούργησε ἀνά διαστήματα
(1855-1909) καί μέ περιορισμένα ὑλικά μέσα123. Ἄξια ἀναφορᾶς εἶναι καί ἡ
Ριζάρειος ΢χολή (1844), ἡ ὁποία ἄν καί ἐκκλησιαστική κι ὄχι
πανεπιστημιακή, πρόσφερε στελέχη στήν Ἐκκλησία124 καί βοήθησε ὅσους
σπούδασαν κατόπιν στή Θεολογική ΢χολή125.

Ὁ 19ος αἰώνας χαρακτηρίζεται ἐπίσης καί ἀπό σειρά συνοδικῶν καί


πατριαρχικῶν κειμένων συμβολικοῦ καί δογματικοῦ περιεχομένου,
κυρίως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν
προσηλυτιστικῶν προσπαθειῶν ἐκ μέρους τῶν προτεσταντῶν καί
ἰδιαίτερα τῶν ρωμαιοκαθολικῶν καθώς καί τήν ἀντιμετώπιση τοῦ
ἐθνοφυλετισμοῦ ὡς βάση γιά τήν δημιουργία αὐτοκέφαλων
Ἐκκλησιῶν126. Πράγματι ἀπό τόν αἰώνα αὐτό οἱ χριστιανικοί λαοί τῶν

119
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ ΜΠΡΑΣ΢ΗΧΣΟΤ, «Ἡ ἑιιεληθή ζενινγία θαηά ηήλ ηειεπηαία πεληεθνληαεηία»,
Θενινγία 19 (1948) 90. Ἡ θαηάζηαζε ζά ἀξρίζεη λά ἀιιάδεη κεηά ηφ δεχηεξν κηζφ ηνῦ 20νῦ αἰψλα.
πξβι. Γ. ΜΑΝΣΕΑΡΗΓΖ, ὅ.π., ζ. 379.
120
Π. ΜΠΡΑΣ΢ΗΧΣΟΤ, ὅ.π., 284.
121
Βξίζθνληαλ ζηφ ἐθθιεζηαζηηθφ πεξηβάιινλ ηνῦ Παηξηαξρείνπ θαί εἶρε νἰθνηξνθεηαθή ὀξγάλσζε.
Π. ΥΡΖ΢ΣΟΤ, ὅ.π., ζ. 283.
122
πξβι. Π. ΜΠΡΑΣ΢ΗΧΣΟΤ, 95-96.
123
Π. ΥΡΖ΢ΣΟΤ, ὅ.π., ζ. 283.
124
Δἶρε θαιχηεξεο πξνυπνζέζεηο ἀπφ ηήλ Θενινγηθή ΢ρνιή, ὅπσο ἐπάξθεηα νἰθνλνκηθῶλ κέζσλ,
δηνηθεηηθή α὎ηνλνκία, νἰθνηξνθεηαθή ὀξγάλσζε, ἀιιά δέλ κπνξνῦζε λά ἐμειηρζεῖ ζέ ἀλσηάηε. Ὅ.π.,
ζ. 283. Ἀξγφηεξα ἱδξχζεθαλ θαί ἄιιεο ἐθθιεζηαζηηθέο ζρνιέο θαί ἐθθιεζηαζηηθά θξνληηζηήξηα γηά
ηήλ κφξθσζε ηῶλ θιεξηθῶλ. Βι. ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «἗ιιάο», ὅ.π., 633.
125
΢ηά 75 ρξφληα ηεο Θενινγηθῆο ΢ρνιῆο ἀπφ ηνχο 857 θνηηεηέο νἱ 349 πῆξαλ πηπρίν, ἐθ ηῶλ ὁπνίσλ
κεγάιν κέξνο πξνέξρνληαλ ἀπφ ηήλ Ρηδάξεην. ΥΡΤ΢ΣΟ΢ΣΟΜΟΤ ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ, Ἡ Ἱζηνξία
ηῆο Ρηδαξείνπ ἖θθιεζηαζηηθῆο ΢ρνιῆο, Ἀζῆλαη 1919, ζ. 224.
126
ΑΘΑΝΑ΢ΗΟΤ Η. ΓΔΛΖΚΧ΢ΣΟΠΟΤΛΟΤ, Θενινγία, δεκηνπξγνί θαί ὁξφζεκα, Ἀζῆλαη 1973, ζζ.
155-159.

29
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Βαλκανίων, στήν προσπάθειά τους νά σφυρηλατήσουν τήν ἐθνική τους


συνείδηση, ἐπεδίωκαν τήν δημιουργία αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν127.

Οἱ συνεχεῖς διεξαγόμενοι ἀπελευθερωτικοί ἀγῶνες, πού μόλις ἕνα


αἰώνα μετά κατέληξαν μέ τή μικρασιατική καταστροφή τοῦ 1922 σέ ἕνα
ἀπότομο τέλος, ἐξασθένιζαν ἀκατάπαυστα τήν φυσική καί ἠθική
ὑπόσταση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Παράλληλα μέ τίς ἐθνικές περιπέτειες, τίς
ἔντονες κοινωνικές καί πολιτικές ἀνακατατάξεις, ὁ λαός ἦταν
ἐκτεθειμένος καί ἀπροστάτευτος σέ δυτικοευρωπαϊκά κοσμικά
πνευματικά ρεύματα, ἐνῶ ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα ἀντιμετωπίζει καί
τό πρόβλημα τῆς ἀθεΐας, τοῦ ὑλισμοῦ καθώς καί τῆς θρησκευτικῆς
ἀδιαφορίας. Σαυτόχρονα ἐμφανίστηκαν ἡ αἵρεση τοῦ χιλιασμοῦ, ὁ
μασονισμός καί διάφορα ἄλλα θεοσοφικά συστήματα128.

Μέσα σ’ αὐτή τήν κατάσταση, ἡ ὁποία δέν ἄφησε ἀνεπηρέαστα καί


τά πράγματα τῆς λατρείας129, ἐμφανίσθηκαν θρησκευτικά ἀνανεωτικά
κινήματα, πού λειτουργοῦσαν ἐνάντια στήν ἐθνική καί θρησκευτική
κατάπτωση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Εἶχε προηγηθεῖ βέβαια τό κίνημα τῶν
Κολλυβάδων (μέσα 18ου - ἀρχές 19ου αἰώνα) πού ἀγωνίστηκε γιά τήν
ἀναγέννηση τῆς πνευματικῆς καί λειτουργικῆς ζωῆς130. Σόν 19ο αἰώνα
ἀξιοσημείωτη ὑπῆρξε ἡ ἀφυπνιστική δράση τοῦ μοναχοῦ Φριστόφορου
Παναγιωτόπουλου, γνωστοῦ ὡς «Παππουλάκου», τοῦ Κοσμᾶ
Υλαμιάτου131, τοῦ ἱερομονάχου Διονυσίου Ἐπιφανιάδη132 καί τοῦ

127
Σήλ ἀξρή ἔθαλε ἡ ἖θθιεζία ηῆο ἗ιιάδαο (1833) θαί ἀθνινχζεζε ἵδξπζε ηῆο Βνπιγαξηθῆο
἖μαξρίαο (1870). Ἀξγφηεξα κέ πηφ ἀλψδπλν ηξφπν ἐθδφζεθαλ παηξηαξρηθνί ηφκνη γηά ηφ α὎ηνθέθαιν
ηῆο ἖θθιεζίαο ηῆο ΢εξβίαο (1879), ηῆο Ρνπκαλίαο (1885), ηῆο Ἀιβαλίαο (1937), ηῆο Βνπιγαξίαο
(1945), θ.η.ι. ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ ΢ΣΑΤΡΗΓΖ, «὆ξζνδνμία (΢χγρξνλνο θαηάζηαζε)», ΘΖΔ 9, 951.
128
ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ ΦΑΝΟΤΡΓΑΚΖ, Δἰζαγσγή ζηή ζενινγία, Θεζζαινλίθε 1984, ζ. 82.
129
ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ ΚΑΛΛΗΑΚΜΑΝΖ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «΢εκαληηθνί ἐθπξφζσπνη ηῆο ἱζηνξίαο θαί
ζενινγίαο ηῆο ιαηξείαο θαηά ηφλ 20ν αἰψλα», Πξαθηηθά ΗΒ΄Λεηηνπξγηθνῦ ΢πκπνζίνπ,
http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/liturgical/ib_1_12.pdf, ζ. 2.
130
Ἀγσλίζηεθαλ γηά ηήλ ζχλδεζε ιεηηνπξγηθῆο πξάμεο κε ηελ θαζεκεξηλή δσή, ηή ζπρλή ζεία
Κνηλσλία, ηφλ ηνληζκφ ηῶλ ἀλαζηαζίκσλ πξνλνκίσλ ηῆο Κπξηαθῆο , ηφλ θαζνξηζκφ ηῆο ἡκέξαο ηῶλ
κλεκνζχλσλ θαί γεληθφηεξα γηά ηήλ ἀλαβίσζε ηνῦ θηινθαιηθνῦ θαί ἡζπραζηηθνῦ πλεχκαηνο. πξβι.
ΝΗΚΟΓΖΜΟΤ ΢ΚΡΔΣΣΑ, Ἡ Θεία Δὐραξηζηία θαί ηά πξνλφκηα ηῆο Κπξηαθῆο θαηά ηή δηδαζθαιία ηῶλ
Κνιιπβάδσλ, ἐθδ. «Μπγδνλία», Θεζζαινλίθε 2008, ζζ. 601-606.
131
ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «἗ιιάο (Ἡ ἖θθιεζία ηῆο ἗ιιάδνο)», ὅ.π., 642-643.
132
Υαξαθηεξίζηεθε ὡο ηειεπηαῖνο ἀληηπξφζσπνο ηῆο ηάμεο ηῶλ Κνιιπβάδσλ. ΢ΠΤΡΗΓΧΝΟ΢ Γ.
ΜΑΚΡΖ, «Κνιιπβάδεο», ΘΖΔ 7, 745.

30
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἱερομονάχου Ἰγνατίου Λαμπροποῦλου. Δυναμική ἦταν ἡ κίνηση τοῦ


λαϊκοῦ ἱεροκήρυκα Ἀπόστολου Μακράκη, ἡ ὁποία ἐπιζητοῦσε τήν
ἀναμόρφωση τῶν διεφθαρμένων θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῆς κοινωνίας
καί τοῦ κράτους, ἀλλά στή συνέχεια παρήκμασε λόγω τῶν
ἀντισιμωνιακῶν ἀγώνων καί τῶν μετέπειτα ἀκροτήτων τοῦ Μακράκη.
Ἄξια ἀναφορᾶς εἶναι καί ἡ δράση τοῦ συλλόγου «Ἀνάπλασις»133.

΢τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ ὁ π. Εὐσέβιος Ματθόπουλος ἵδρυσε τήν


ἱεραποστολική ἀδελφότητα θεολόγων «Ζωή», ἡ ὁποία, μέ τόν μεγάλο
ἀριθμό θυγατρικῶν ἀδελφοτήτων καί σωματείων, σφράγισε οὐσιαστικά
τή θρησκευτική ζωή στήν Ἑλλάδα κατά τόν 20ό αἰώνα134. Προώθησε
ἀποφασιστικά τήν ἐσωτερική ἀνανέωση τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας135 καί
οὐσιαστικά κάλυψε τό κενό πού εἶχε δημιουργηθεῖ λόγω ἀδυναμίας τῆς
ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας καί τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας νά ἀντιμετωπίσουν
τίς διάφορες προκλήσεις136.

Μέ τήν ὀργάνωση κηρυγμάτων, κατηχητικῶν καί κύκλων μελέτης


Ἁγίας Γραφῆς, καθώς καί μέ τίς ἐκδόσεις περιοδικῶν, θρησκευτικῶν
συγγραμμάτων, πατερικῶν ἔργων137, ἐκδόσεις καί μεταφράσεις τῶν
βιβλικῶν κειμένων καί ἄλλες διάφορες δραστηριότητες, στόχευε στήν
ἀναζωπύρηση ὑγιοῦς θρησκευτικοῦ συναισθήματος καί στήν ἀνανέωση
τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς138, καθώς καί στήν ἀντιμετώπιση τῶν διαφόρων

133
Μέ ηνχο δχν ηειεπηαίνπο ζπλδέζεθαλ ὁ θαηφπηλ Παηξῶλ Ἰεξφζενο Μεηξφπνπινο θαί νἱ
πξεζβχηεξνη Δ὎ζέβηνο Μαηζφπνπινο θαί Ἠιίαο Βιαρφπνπινο, ἐλῶ ζηή ζπλέρεηα ζπλεξγάζηεθαλ κέ
ηνχο Κσλζηαληῖλν Γηαιεζκά θαί ηφλ Μηραήι Γαιαλφ ζηφλ ζχιινγν «Ἀλάπιαζηο». πξβι. ΖΛΗΑ
ΜΑ΢ΣΡΟΓΗΑΝΝΟΠΟΤΛΟΤ (ἀξρηκαλδξίηνπ), «Ἡ ζπκβνιή ηῶλ ρξηζηηαληθῶλ θηλήζεσλ ζηήλ
ἀλαδσπχξσζε ηῆο ιεηηνπξγηθῆο δσῆο», Πξαθηηθά Β΄ Παλειιελίνπ Λεηηνπξγηθνῦ ΢πκπνζίνπ, ἐθδ.
«Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία», Ἀζήλα 2003, ζζ. 223-236. Γηά πεξηζζφηεξα βι. ΢ΧΦΡΟΝΗΟΤ ΦΑΚΑ
(ἀξρηκαλδξίηνπ), ΢χιινγνο Ἀλάπιαζηο θαί ἡ πξνζθνξά ηνπ: 19νο - ἀξρέο 20νῦ αἰ. (δηαηξηβή ἐπί
δηδαθηνξίᾳ), Θεζζαινλίθε 2013.
134
΢ηφ πξφηππν α὎ηφ, ηῆο ἐλδνθφζκηαο δειαδή κνλαρηθῆο ἀδειθφηεηαο κέ παξάιιειε ἱεξαπνζηνιηθή
δξάζε, ἱδξχζεθαλ θαί ἄιιεο ἱεξαπνζηνιηθέο ἀδειθφηεηεο, ὅπσο νἱ πηφ γλσζηέο «΢σηήξ» θαί
«΢ηαπξφο». πξβι. Γ. ΜΑΝΣΕΑΡΗΓΟΤ, ὅ.π., ζ. 394.
135
CHRISTOPH MACZEWSKI, Ἡ θίλεζε ηῆο «Εσῆο» ζηήλ ἗ιιάδα, κηθξ. π. Γεψξγηνο Γ.
Μεηαιιελφο, ἐθδ. «Ἀξκφο», Ἀζήλα 2002, ζ. 27.
136
Β. ΦΑΝΟΤΡΓΑΚΖ, ὅ.π., ζ. 83.
137
Πξνβνιή ηῶλ παηέξσλ ὡο πξνηχπσλ. ΢πληειέζζεθε ζέ ἐπίπεδν ἐθθιεζηαζηηθῆο ε὎ζέβεηαο α὎ηφ
πνχ ζά ἀθνινπζνῦζε ζέ ἀθαδεκατθφ ἐπίπεδν. CHR.MACZEWSKI, ὅ.π., ζ. 116.
138
Π. ΜΠΡΑΣ΢ΗΧΣΟΤ, ὅ.π., 88-89.

31
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

αἱρέσεων καί ἀντιθρησκευτικῶν ἰδεολογιῶν139. Ἀκόμη καί ἡ ἴδια ἡ ἐπίσημη


Ἐκκλησία προσπάθησε νά ἀντιγράψει αὐτό τό πρότυπο στή δική της
«Ἀποστολική Διακονία» (1936), ἡ ὁποία τελικά δραστηριοποιήθηκε σέ
ἐκδοτικές προσπάθειες140.

΢τό ὅλο ἱεραποστολικό πρόγραμμά τους ἐντάχθηκαν καί οἱ


προσπάθειες γιά τή συστηματικότερη μύηση τοῦ λαοῦ στή θεία λατρεία,
ὅπως συχνή συμμετοχή στά μυστήρια τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τῆς
Ἐξομολόγησης, ἐπαναφορά τακτικοῦ καί χριστοκεντρικοῦ κηρύγματος
στήν λατρεία καί ἀπό λαϊκούς, ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν «εἰς ἐπήκοον» τοῦ
λαοῦ, εὐκρινῆ ἀνάγνωση Ἀποστόλου καί Εὐαγγελίου, συμψαλμωδία τοῦ
λαοῦ καί κοινή ἀπαγγελία ΢υμβόλου τῆς Πίστεως καί τῆς Κυριακῆς
Προσευχῆς, κλίση τῶν γονάτων κατά τήν ἐπίκληση στήν ἀναφορά,
ἐκδόσεις λειτουργικῶν ἐγκολπίων καί βιβλίων ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς,
κ.τ.λ.141 Λόγω τῆς μαζικότητας πού ἀργότερα ἔλαβε τό κίνημά της, ἡ
εὐχαριστιακή θεολογία καί πράξη ἐπανῆλθε στό προσκήνιο142. Οἱ
λατρευτικές αὐτές πρωτοβουλίες φανερώνουν καί τίς παθογένειες στήν
λειτουργική ζωή τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους.

Ἡ ἀξία τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογικῆς προσφορᾶς ἀποδεικνύεται


μετά τό ἔτος 1922143, καθώς καί ἡ ἐκκλησιαστική δράση τῶν θεολόγων144, οἱ
ὁποῖοι στή συνέχεια συμμετέχουν καί στούς διεκκλησιαστικούς
θεολογικούς διαλόγους145. Σό 1925 ἱδρύθηκε καί τό Ἀριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης πού περιελάμβανε καί Θεολογική ΢χολή, ἡ
ὁποία λειτούργησε τελικά τό 1942 στίς ἴδιες βάσεις μέ αὐτή τῶν Ἀθηνῶν146.
΢τό Α΄ συνέδριο μάλιστα ὀρθοδόξου Θεολογίας (1936) στήν Ἀθήνα μέ
139
Β. ΦΑΝΟΤΡΓΑΚΖ, ὅ.π., ζ. 83.
140
CHR.MACZEWSKI, ὅ.π., ζ. 34. πξβι. Γ. ΜΑΝΣΕΑΡΗΓΖ, ὅ.π., ζ. 399.
141
πξβι. Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, ὅ.π., ζ. 17. πξβι. CHR. MACZEWSKI, ὅ.π., ζζ. 107-110, 120-122, πξβι.
ΖΛ. ΜΑ΢ΣΡΟΓΗΑΝΝΟΠΟΤΛΟΤ, ὅ.π., ζζ. 238-241.
142
ΓΔΧΡΓΗΟΤ ΦΛΧΡΟΦ΢ΚΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), Θέκαηα Ὀξζνδφμνπ ἖θθιεζηνινγίαο, ἐθδ.
«Ἄξηνο Εσῆο», Ἀζῆλαη, ζ. 166.
143
πξβι. Π. ΥΡΖ΢ΣΟΤ, ὅ.π., ζ. 274.
144
Ἄλ θαί ὏πάξρεη ἀπξνζπκία πξνζέιεπζεο ζηφλ θιῆξν. Π. ΜΠΡΑΣ΢ΗΧΣΟΤ, ὅ.π., ζ. 275.
145
Β. ΦΑΝΟΤΡΓΑΚΖ, ὅ.π., ζ. 59.
146
Σφ ηειηθφ ζρῆκα ιεηηνπξγίαο ηῶλ ζενινγηθῶλ ζρνιῶλ Ἀζελῶλ θαί Θεζζαινλίθεο, δηακνξθψζεθε
ηφ 1977.

32
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἐκπροσώπηση ὅλων σχεδόν τῶν θεολογικῶν σχολῶν κυριάρχησε τό


σύνθημα τῆς ἐπιστροφῆς στούς Πατέρες147.

Ὅλες οἱ προηγούμενες ζυμώσεις καί τάσεις ὁδήγησαν σέ μία


μεταστροφή καί ἄνθιση τῆς ἑλληνικῆς θεολογικῆς σκέψης πού
ἐκδηλώθηκε τή δεκαετία τοῦ ΄60. Οἱ τάσεις ἀπό τίς ὁποῖες χαρακτηρίζεται
ἡ ἀνανέωση αὐτῆς τῆς ἑλληνικῆς θεολογίας ἦταν ἡ στροφή πρός τήν
ἀναβίωση τοῦ μυστικιστικοῦ της χαρακτήρα καί ἡ ἐπιστροφή πρός τίς
γνήσιες πατερικές πηγές καί παραδόσεις τῆς θεολογίας148.

΢ημαντική ἐπίδραση στή θεολογική αὐτή μεταστροφή εἶχαν καί οἱ


θεολόγοι τῆς ρωσικῆς διασπορᾶς. Σίς εὐνοϊκές συνθῆκες ἐνίσχυσαν καί
σχετικές ἐπέτειοι149, οἱ ὁποῖες ἔστρεψαν περισσότερο τό ἐνδιαφέρον πρός
τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί ἰδιαίτερα οἱ ἐκδόσεις καί μεταφράσεις
πατερικῶν ἔργων, κυρίως ἀπό καθηγητές τῆς Θεολογικῆς ΢χολῆς
Θεσσαλονίκης. Σό 1965 ἱδρύθηκε καί τό Πατριαρχικό Ἵδρυμα Πατερικῶν
Μελετῶν στήν Θεσσαλονίκη, μέ στόχο τήν ἀρχειοθέτηση χειρογράφων
διαφόρων μονῶν καί βιβλιοθηκῶν150.

Ἡ γνώση καί ἡ κατανόηση τῶν λειτουργικῶν θεμάτων καί τῆς


λατρευτικῆς παράδοσης στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα ἦταν σέ νηπιακή
κατάσταση, ἐνῶ ὁ λαός συντηροῦσε μιά τυπική λειτουργική
θρησκευτικότητα151. Ἡ εἰσαγωγή τοῦ μαθήματος τῆς Λειτουργικῆς στή
Θεολογική ΢χολή καί στίς ἐκκλησιαστικές σχολές, ἄν καί ἀπαραίτητο
στοιχεῖο γιά τόν λειτουργικό καταρτισμό κληρικῶν καί θεολόγων
καθηγητῶν τῆς μέσης ἐκπαίδευσης, εἶχε ἔντονα ἱστορικό χαρακτήρα. Σά
διάφορα λειτουργικά συγγράμματα καί ἐγχειρίδια τῶν πρώτων
καθηγητῶν, περιορίζονταν σέ ἐπιφανειακές ἀναλύσεις καί περιγραφές
147
Π. ΜΠΡΑΣ΢ΗΧΣΟΤ, ὅ.π., 99.
148
Β. ΦΑΝΟΤΡΓΑΚΖ. ὅ.π., ζ. 76.
149
600 ἔηε ἀπφ ζάλαην Γξεγνξίνπ Παιακᾶ (1959), ρηιηεηεξίδα ηνῦ Ἁγίνπ Ὄξνπο (1963).
150
ΖΡ. ΡΔΡΑΚΖ, ὅ.π., ζ. 65.
151
ΗΧΑΝΝΟΤ ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, «὇ θαζεγεηήο Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ιεηηνπξγηνιφγνο»,
΢πκβνιή 14 (2006) 4. Θεηηθά ἐπεξέαζε ηήλ δηακφξθσζε ηῆο ιεηηνπξγηθῆο πξάμεο θαί ἡ ἄθημε
πξνζθχγσλ ἀπφ Μηθξά Ἀζία, Πφλην, Καππαδνθία θαί ἀλαηνιηθή Θξάθε ηφ 1922. ΗΧΑΝΝΟΤ
ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθά ζέκαηα Ε΄, 31-35, Θεζζαινλίθε 1986, ζ. 12.

33
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

τῶν παλαιοτέρων λειτουργικῶν μορφῶν. Ἀπουσιάζει ἡ ἐμβάθυνση στήν


ἔρευνα τῶν χειρογράφων καί τῶν πατερικῶν κειμένων, καθώς καί ἡ
κατάλληλη θεολογική θεώρηση152.

Ἐξαίρεση στόν κανόνα αὐτό ἀποτέλεσε τό βιβλίο Ὁ χριστιανικός


ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῶ (Ἀλεξάνδρεια 1921) τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου
Κωνσταντίνου Καλλινίκου153. ΢τή συνέχεια ὁ Μητροπολίτης Καισαρείας
Ἀμβρόσιος ΢ταυρινός μελετώντας χειρόγραφα, δημοσίευσε τίς μελέτες: Αἱ
ἀρχαιόταται καί αἱ σύγχρονοι λειτουργίαι, τ. 2 (1921-1922)154, Ἡ ἱερολογία
τοῦ γάμου ἀπό τά τέλη τοῦ Θ΄ μέχρι τοῦ τέλους τοῦ Ι΢Σ΄ αἰῶνος (1923)155 καί
Μελέτη ἐπί τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τοῦ λυχνικοῦ καί τοῦ ὄρθρου καί ἰδίᾳ
τῶν ἐν ταῖς δυσί ταύταις ἀκολουθίαις εὐχῶν (1924)156. Ἄξια ἀναφορᾶς εἶναι
καί ἡ Λειτουργική τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου καί καθηγητῆ Π. Ρομπότη, τήν
ὁποία ἀκολούθησαν καί ὅσοι συνέγραψαν στή συνέχεια ἀνάλογες
λειτουργικές157.

΢ημαντικό γεγονός ἀποτελεῖ καί ἡ ἐπιτροπή πού σύστησε τό


Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τήν διόρθωση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων
βάσει τῶν χειρογράφων (1932), ἡ ὁποία τελικά δέν παρήγαγε ἔργο ἐκτός
ἀπό τά ἔργα τοῦ συμμετέχοντος καθηγητῆ Παναγιώτη Σρεμπέλα158.

152
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, ὀ.π., ζζ. 13-15.
153
Ὅ.π, ζ. 15.
154
Πεξηιακβάλεη θαί ηίο ζχγρξνλεο ιεηηνπξγίεο ηῶλ Ἀξκελίσλ θαί Κνπηῶλ θαζψο θαί ηά θείκελα ηῆο
ξσκατθῆο θαί ἀγγιηθαληθῆο ιεηηνπξγίαο. Β. ΚΑΛΛΗΑΚΜΑΝΖ, ὅ.π., ζ. 3.
155
Πέξα ἀπφ ηή κειέηε ηῶλ ρεηξνγξάθσλ πξνηείλεη θαί κία ἀθνινπζία γάκνπ, κέ παξεκβάζεηο ζηφ
θείκελν, ἀπαιιαγκέλε ἀπφ ηήλ ἱεξνινγία ηῆο κλεζηείαο θαί ζπλδεδεκέλε κέ ηή ζεία ιεηηνπξγία θαηά
ηήλ ἀξραία παξάδνζε. πξβι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΖ Η. ΢ΚΑΛΣ΢Ζ, Γάκνο θαί ζεία ιεηηνπξγία. ΢πκβνιή ζηήλ
ἱζηνξία θαί ηή ζενινγία ηῆο ιαηξείαο, ἐθδ. Π. Πνπξλαξᾶ, Θεζζαινλίθε 2010, ζζ. 381-400.
156
Ἀλέθδνηα παξακέλνπλ ηά ἔξγα ηνπ: Ἀξρηεξαηηθαί θαί ἱεξαηηθαί ιεηηνπξγίαη, Σππηθφλ ηῆο Μεγάιεο
἖θθιεζίαο θαί Σφ πξσηφθνιινλ ηῆο Παηξηαξρηθῆο αὐιῆο. Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, «Πξνινγηθφλ ΢εκείσκα»,
ζηφ ΑΜΒΡΟ΢ΗΟΤ ΢ΣΑΤΡΗΝΟΤ (ζρνιάδνληνο κεηξνπνιίηνπ Καηζαξείαο), Αἱ ἀξραηφηαηαη θαί αἱ
ζχγρξνλνη Λεηηνπξγίαη, ἐθδ. «Παηξηαξρηθφλ Ἵδξπκα Παηεξηθῶλ Μειεηῶλ», ἐπηκέιεηα ἀξρηκαλδξίηνπ
Νηθνδήκνπ ΢θξέηηα, Θεζζαινλίθε 20012, ζ. 10-11.
157
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ἖γθπθινπαηδεία ηῆο Θενινγίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 1994,
ζ. 373.
158
Β. ΚΑΛΛΗΑΚΜΑΝΖ, ὅ.π., ζ. 4.

34
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας, ὁ ὁποῖος ἐπηρέασε ἄμεσα ἤ ἔμμεσα


ὅλους τούς νεότερους θεολόγους159, συνέβαλλε περισσότερο παντός
ἄλλου στήν κατανόηση τῆς θείας λατρείας καί στήν ἀνανέωση τοῦ
λειτουργικοῦ φρονήματος στήν Ἐκκλησία160. Σίς ἀναγεννητικές γιά τήν
θεία λατρεία ἰδέες του τίς ἐμφύσησε στούς φοιτητές καί μαθητές του πού
τόν διαδέχτηκαν, στούς ἀκροατές του, καθώς καί στά μέλη τῶν
ἀδελφοτήτων πού ἦταν μέλος, μέ ἀποτέλεσμα τήν εὐρύτερη διάδοσή τους
στόν λαό161.

΢τό δρόμο πού χάραξε συνέχισαν οἱ μαθητές καί διάδοχοί του


καθηγητές, ὅπως ὁ Εὐάγγελος Θεοδώρου162 καί ἰδιαίτερα ὁ Ἰωάννης
Υουντούλης163, ὁδηγώντας σέ ἀκμή τόν κλάδο τῆς Λειτουργικῆς καί
προωθώντας τήν λεγομένη «Λειτουργική ἀναγέννηση».

Ἄξιο ἀναφορᾶς εἶναι καί τό βιβλίο τοῦ καθηγητῆ Δημητρίου


Μωραΐτου Ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, στό ὁποῖο περιγράφει τήν
ἱστορική ἐξέλιξη αὐτῆς βάσει χειρογράφων164, καθώς καί τό βιβλίο τοῦ
ἀρχιμανδρίτη Γερβασίου Παρασκευοπούλου Ἑρμηνευτική ἐπιστασία ἐπί
τῆς θείας Λειτουργίας165. Ἀργότερα θά δημοσιεύσουν γιά θέματα
σχετιζόμενα μέ τήν λειτουργική ἀναγέννηση ὁ Μητροπολίτης ΢ερβίων
καί Κοζάνης Διονύσιος Χαριανός, ὁ πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντῖνος

159
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθά ζέκαηα Ε΄, ὅ.π., ζ. 15. Ἡ παξνπζίαζε ηῆο ιεηηνπξγηθῆο
ἐξγνγξαθίαο ηνπ ζά ἐπηρεηξεζεῖ ζηήλ ἑπφκελε παξάγξαθν.
160
ΗΧΑΝΝΟΤ Μ. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Ἀπαληήζεηο εἰο Λεηηνπξγηθάο ἀπνξίαο, η. Γ΄, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή
Γηαθνλία ηῆο ἖θθιεζίαο ηῆο ἗ιιάδνο», Ἀζήλα 19912, ζ. 5.
161
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθά ζέκαηα Ε΄, ὅ.π., ζ. 17.
162
Ἠξσΐδεο ηῆο ρξηζηηαληθῆο ἀγάπεο. Αἱ δηαθφληζζαη δηά κέζνπ ηῶλ αἰψλσλ (1949), Ἡ κνξθσηηθή ἀμία
ηνῦ ἰζρχνληνο Σξησδίνπ (1958), Ἡ ἑνξηή ηῆο Πεληεθνζηῆο (1967), Φαηλνκελνινγηθή ἐμέηαζηο ηῶλ
ζεκείσλ ἐπαθῆο κεηαμχ Καηλῆο Γηαζήθεο θαί Ὀξζνδφμνπ Λαηξείαο (1968), θηι. Β. ΚΑΛΛΗΑΚΜΑΝΖ,
ὅ.π., ζ. 8.
163
Ἡ εἰθνζηηεηξάσξνο ἀθνίκεηνο δνμνινγία (1963), Σφ πλεῦκα ηῆο Θείαο Λαηξείαο (1964), Σφ
ιεηηνπξγηθφλ ἔξγνλ ΢πκεψλ ηνῦ Θεζζαινλίθεο (1965), Ὁ ιφγνο ηνῦ Θενῦ ἐλ ηῇ Θείᾳ Λαηξείᾳ,
Θεζζαινλίθε (1965), ΢πκεψλ Ἀξρηεπηζθφπνπ Θεζζαινλίθεο, Σά ιεηηνπξγηθά ζπγγξάκκαηα, Η. Δὐραί θαί
ὕκλνη (1968), Λεηηνπξγηθά Θέκαηα, η. Α΄ (1977), Λεηηνπξγηθά Θέκαηα, η. Β΄ (1977), Λεηηνπξγηθά
Θέκαηα, η. Γ΄(1977), θηι. Γηα ηελ νινθιεξσκέλε παξνπζίαζε ηῆο ἐξγνγξαθίαο ηνπ βι.
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ ΢ΚΑΛΣ΢Ζ, «὇ ιεηηνπξγηνιφγνο θαζεγεηήο Ἰ. Μ. Φνπληνχιεο (1927-2007). Ἡ
πξνζσπηθφηεηα θαί ηφ ἔξγν ηνπ», Γεζφζπλνλ ΢έβαζκα: Ἀληίδσξνλ ηηκῆο θαί κλήκεο εἰο ηφλ καθαξηζηφλ
θαζεγεηήλ ηῆο Λεηηνπξγηθῆο Ἰσάλλελ Μ. Φνπληνχιελ, η. Α΄, ἐθδφζεηο Κπξηαθίδε, Θεζζαινλίθε 2013.
164
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, ὅ.π., ζ. 18.
165
ΖΛ. ΜΑ΢ΣΡΟΓΗΑΝΝΟΠΟΤΛΟΤ, ὅ.π., ζζ. 242-243.

35
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Παπαγιάννης, ὁ ἀρχιμανδρίτης (μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος) Φριστόδουλος


Παρασκευαΐδης, κ.ἄ.166.

Σόν 20ό αἰώνα παρατηρεῖται καί ἀναγέννηση τῆς ζωγραφικῆς της


Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τῆς λεγομένης βυζαντινῆς ἁγιογραφίας, μέ τήν
συμβολή κυρίως τοῦ Υώτη Κόντογλου167.

Ἀξιοσημείωτα ἐκκλησιαστικά γεγονότα τοῦ 20οῦ αἰώνα στήν


Ἑλλάδα ἦταν καταρχήν τά εὐαγγελικά (1901), αἱματηρά ἐπεισόδια λόγω
ἀντιδράσεων σέ μεταφραστικές προσπάθειες τῆς Καινῆς Διαθήκης168. Σό
1923 ἄλλαξε τό ἐκκλησιαστικό καθεστώς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καί
ἀπεγκλωβίστηκε ἀπό τήν πολιτική κηδεμονία, ἀναθέτοντας τήν ἀνώτατη
ἐξουσία στήν Ἱεραρχία169. Ἐπίσης ἡ εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ
Ἡμερολογίου τό ἴδιο ἔτος, ὡς τό νέο πολιτικό ἡμερολόγιο170, ἀνάγκασε τήν
Ἑλληνική Ἐκκλησία σέ συμφωνία μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά
προσθέσουν 13 ἡμέρες στό θρησκευτικό ἡμερολόγιο καί νά υἱοθετήσουν
τό Νέο Διορθωμένο Ἰουλιανό Ἡμερολόγιο171, χωρίς ὅμως νά κάνουν
παρέμβαση στόν Πασχάλιο κύκλο172. Ἡ ἀλλαγή αὐτή εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα
τήν δημιουργία σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῶν αὐτοαποκαλουμένων

166
πξβι. Β. ΚΑΛΛΗΑΚΜΑΝΖ, ὅ.π., ζζ. 6-16.
167
ΗΧΑΝΝΟΤ-ΥΑΡΗΛΑΟΤ ΒΡΑΝΟΤ, Ἡ ηερληθή ηῆο ἁγηνγξαθίαο, η. Α΄, ἐθδ. Π. Πνπξλαξᾶ,
Θεζζαινλίθε 1992, ζ. 5.
168
΢ΣΔΡΓΗΟΤ Ν. ΢ΑΚΚΟΤ, Πεξί ηῆο κεηαθξάζεσο ηῆο Καηλῆο Γηαζήθεο, η. Α΄, ἐθδ. «΢ηαπξφο»,
Ἀζῆλαη 1970, ζ. 7.
169
ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «἗ιιάο (Ἡ ἖θθιεζία ηῆο ἗ιιάδνο)», ὅ.π., 628-629. Σφ 1977 ςεθίζηεθε ἀπφ ηή
Βνπιή ηῶλ ἗ιιήλσλ ὁ ἰζρχσλ Καηαζηαηηθφο Υάξηεο.
170
ΥΡΗ΢ΣΟΓΟΤΛΟΤ ΠΑΡΑ΢ΚΔΤΑΨΓΖ (κεηξνπνιίηνπ), Ἱζηνξηθή θαί θαλνληθή ζεψξεζηο ηνῦ
παιαηνεκεξνινγηηηθνῦ δεηήκαηνο θαηά ηε ηήλ γέλεζηλ θαί ηήλ ἐμέιημηλ αὐηνῦ ἐλ ἗ιιάδη, Ἀζῆλαη 1982,
ζζ. 55-56.
171
Πξνεγήζεθε Παλνξζφδνμν ΢πλέδξην ζηήλ Κσλζηαληηλνχπνιε ηφ 1923, ζηφ ὁπνῖν ἀπνθαζίζηεθε ἡ
δηφξζσζε ηνῦ παιαηνῦ ἡκεξνινγίνπ θαζψο θαί ἡ δηφξζσζε ηῶλ πηλάθσλ ηνῦ Παζραιίνπ ζχκθσλα κέ
ηά λέα ἀζηξνλνκηθά δεδνκέλα. Οἱ ἀπνθάζεηο ηνῦ ΢πλεδξίνπ α὎ηνῦ δέλ ἐθαξκφζηεθαλ ιφγσ κή
ζπκθσλίαο ὁξηζκέλσλ ἖θθιεζηῶλ. Ὅ.π., ζζ. 68-69.
172
Πξνέθπςαλ ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα πνχ δέλ πξνβιέπνληαλ ἀπφ ηφ ἰζρῦνλ ηππηθφ, ὅπσο ἡ ζπκπινθή
θηλεηῶλ θαί ἀθηλήησλ ἑνξηῶλ ἤ κεηαζέζεηο κλεκῶλ ἁγίσλ, ἡ θαηάξηηζε ηνῦ Κπξηαθνδξνκίνπ θαί ὁ
θαζνξηζκφο ηῆο Νεζηείαο ηῶλ Ἁγίσλ Ἀπνζηφισλ. Σφ Σππηθφλ ηῆο Μεγάιεο ηνῦ Υξηζηνῦ ἖θθιεζίαο
θαί ὅισλ ηῶλ ἑιιελφθσλσλ ἖θθιεζηῶλ εἶρε δηακνξθσζεῖ ζηήλ Κσλζηαληηλνχπνιε ηφ 1888.
ΓΔΧΡΓΗΟΤ Γ. ΜΠΔΚΑΣΧΡΟΤ, «Σππηθφλ», ΘΖΔ 11, 903.

36
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

«Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Φριστιανοί» (Γ.Ο.Φ.), γνωστοί καί ὡς


παλαιοημερολογίτες173.

Ἡ κρίση πού διῆλθε ὁ μοναχισμός κορυφώθηκε μεταπολεμικά


λόγω ἀπροθυμίας προσέλευσης σέ αὐτόν νέων μοναχῶν174. Ὅμως ἀπό τά
μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ΄70 ἀρχίζει νά παρατηρεῖται ἀνάκαμψη τοῦ
μοναχισμοῦ, ἡ ὁποία αὐξήθηκε τίς ἑπόμενες δεκαετίες, μέ τό κύριο ρεῦμα
τοῦ ἀνδρικοῦ μοναχισμοῦ νά κατευθύνεται πρός τό Ἅγιον Ὄρος175.

Λόγω τῶν δύσκολων ἱστορικῶν συνθηκῶν τῶν τελευταίων αἰώνων,


συσσωρεύτηκαν πολλά προβλήματα πού ἀφοροῦν τίς Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες. Γιά τά προβλήματα αὐτά, τά ὁποῖα ἀφοροῦν σέ δογματικά,
λατρευτικά, διοικητικά θέματα, σχέσεων μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν, σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν ὑπόλοιπο
χριστιανικό κόσμο καί γενικότερα τήν θέση της στά σύγχρονα
προβλήματα, ἀπαιτεῖται ἡ σύγκληση Πανορθόδοξης ΢υνόδου176. Σό
Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ξεκίνησε τήν διαδικασία γιά τήν σύγκληση
μιᾶς τέτοιας γενικῆς συνόδου177.

Ἀπό τά χαρακτηριστικότερα γεγονότα στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία


τοῦ 20οῦ αἰώνα ἀποτελεῖ καί ἡ οἰκουμενική κίνηση ἤ οἰκουμενισμός, οἱ
ὀργανωμένες δηλαδή προσπάθειες στόν τομέα τῶν διαχριστιανικῶν
σχέσεων, μέ ἐγγύτερο σκοπό τήν ἀμοιβαία ἀλληλοκατανόησή τους,
ἀπώτερο δέ τήν ἐπίτευξη κάποιας μορφῆς ἐνότητας178. Ἀρχικά ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία179 καί οἱ προτεσταντικές ὁμολογίες διοργάνωσαν δύο
συνέδρια πού προετοίμασαν τή συνεργασία τους καί ὁδήγησαν στήν

173
ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «Διιάο (Ζ Δθθιεζία ηεο Διιάδνο)», ὅ.π., 643.
174
Β. ΦΑΝΟΤΡΓΑΚΖ, ὅ.π., ζ. 80.
175
πξβι. Γ. ΜΑΝΣΕΑΡΗΓΖ, ὅ.π., ζζ. 409-410.
176
Β. ΦΑΝΟΤΡΓΑΚΖ, ὅ.π., ζ. 87.
177
πξβι. ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ ΢ΣΑΤΡΗΓΖ, «Οἰθνπκεληθφλ Παηξηαξρεῖνλ», ΘΖΔ 9, 814. Ἡ Α΄ Παλνξζφδνμνο
Γηάζθεςε ηῆο Ρφδνπ (1961) εἶρε πνιχ θηιφδνμνπο ζηφρνπο θαί ζηφλ ιεηηνπξγηθφ ηνκέα.
ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ ΚΑΡΑΨ΢ΑΡΗΓΖ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), Ἀλαβαζκνί Λεηηνπξγηθῆο δσῆο, ἐθδ.
«Ἄζσο», Ἀζήλα 2008, ζ. 150. Ἡ Παλνξζφδνμε ΢χλνδνο ἔρεη πξνγξακκαηηζηεῖ ηειηθά γηά ηφ 2016.
178
Β. ΦΑΝΟΤΡΓΑΚΖ, ὅ.π., ζ. 80.
179
Υξνληθή ἀξρή ζεσξεῖηαη ἡ ἐγθχθιηνο ηνῦ Οἰθνπκεληθνῦ Παηξηαξρείνπ (1920) ζρεηηθά κέ ηήλ
θίλεζε α὎ηή. ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ ΢ΣΑΤΡΗΓΖ, «Οἰθνπκεληθή θίλεζηο», ΘΖΔ 9, 693-694.

37
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἵδρυση τοῦ «Παγκοσμίου ΢υμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (1948)180. Σό 1964


ξεκίνησε καί ὁ διάλογος Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί
ρωμαιοκαθολικισμοῦ181. Βασικό πρόβλημα στόν διάλογο αὐτό ἀποτελεῖ ἡ
ρωμαιοκαθολική Οὐνία182. Οἱ παραπάνω κινήσεις ἔχουν προκαλέσει
βέβαια ἀντιδράσεις στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀντιμετωπίζονται μέ
σκεπτικισμό οἱ πιθανότητες ἐπιτυχίας τῶν κινήσεων αὐτῶν, χωρίς τόν
κίνδυνο δογματικῶν παρεκκλίσεων καί οὐσιαστικῶν παραχωρήσεων183.

Κατά τόν 19ο αἰώνα παρατηρήθηκε ζωηρή κίνηση καί γιά πρώτη
φορά πρωταγωνιστικός ρόλος στήν Ὀρθοδοξία τῆς ρωσικῆς θεολογίας.
Ἐπηρεάζεται βέβαια ἀπό τά διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα καί
παρουσιάζεται ἀπομονωμένη ἀπό τήν ἐπίσημη Ἐκκλησία καί τόν λαό184.
΢ημεῖο σταθμός στήν ἀνάπτυξη τῆς λειτουργικῆς ἐπιστήμης ἀποτελεῖ τό
τρίτομο ἔργο περί τῶν ἑλληνικῶν λειτουργικῶν χειρογράφων τυπικῶν και
εὐχολογίων τοῦ καθηγητῆ τῆς Λειτουργικῆς Dmitrievskij, στήν Ἀκαδημία
τοῦ Κιέβου (1856-1929)185.

Ὀρόσημο στήν νεώτερη περίοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἦταν ἡ


σύγκληση τοπικῆς συνόδου (1917-1918), ἡ ὁποία ἔλαβε ἀποφάσεις μεταξύ
τῶν ὁποίων ἦταν καί ἡ ἀποκατάσταση τοῦ θεσμοῦ τοῦ Πατριάρχη186 καί ἡ
ἐπαναφορά πολλῶν παλαιότερων παραδόσεων, συμπεριλαμβανομένων

180
πξβι. Ὅ.π., 696-701.
181
Ἡ ἔλαξμε ηνῦ δηαιφγνπ ἀπνθαζίζηεθε ζηήλ Β΄ Παλνξζφδνμε Γηάζθεςε ηῆο Ρφδνπ (1963).
ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «἗ιιάο (Ἡ ἖θθιεζία ηῆο ἗ιιάδνο)», ὅ.π., 644-645. ΢έ ἔλδεημε θαιῆο ζέιεζεο,
ἀπνθάζηζαλ ηφ ἑπφκελν ἔηνο λά θαηαξγήζνπλ ηά ἀλαζέκαηα πνῦ εἶραλ ἐπηβιεζεῖ θαηά ηφ ζρίζκα ηνῦ
1054 κ.Υ. Β. ΢ΣΑΤΡΗΓΖ, «Οἰθνπκεληθφλ Παηξηαξρεῖνλ», ὅ.π., 871.
182
Γηά πεξηζζφηεξα βι. ΓΔΧΡΓΗΟΤ ΜΔΣΑΛΛΖΝΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), Ἡ Οὐλία: Χζέο θαί
ζήκεξα, ἐθδ. «Ἁξκφο», Ἀζήλα 1992.
183
Β. ΦΑΝΟΤΡΓΑΚΖ, ὅ.π., ζ. 80.
184
Γεληθά δηαθξίλνληαη νἱ δηαλννχκελνη ζέ δπηηθφθηινπο (πεξηζζφηεξνη) θαί ζιαβφθηινπο. πξβι.
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Κ. ΥΡΖ΢ΣΟΤ, ἖θθιεζηαζηηθή γξακκαηνινγία, η. Β΄, ἐθδ. «Κπξνκάλνο»,
Θεζζαινλίθε 2003, ζζ. 486-487.
185
ΓΖΜΖΣΡΗΟΤ ΣΕΔΡΠΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «Ἡ ἀλαζεψξεζε ηῶλ ιεηηνπξγηθῶλ βηβιίσλ ὡο
βαζηθή πξνυπφζεζε ιεηηνπξγηθῆο ἀλαλέσζεο ζηήλ ὆ξζφδνμε ἖θθιεζία ζήκεξα», ΢πιιείηνπξγν.
Πξφζσπα θαί ζεζκνί ζηήλ ὀξζφδνμε ιαηξεία, ἐθδ. «Ο὎ξαλφο», Ἀζήλα 2012, ζ. 46.
186
Ἡ θαζαίξεζε ηνῦ παηξηάξρε Νίθσλα ἀπφ ηφλ Μ. Πέηξν, θαηέιεμε ζηήλ θαηάξγεζε ηνῦ
Παηξηαξρείνπ ηφ 1721 θαί ζηήλ ὏πνδνχισζε ηῆο ἖θθιεζίαο ζηφλ ηζάξν. ἖πηθεθαιήο ηῆο ἖θθιεζίαο
ηέζεθε ἡ Ἱεξά Γηνηθνῦζα ζχλνδνο. ΓΔΧΡΓΗΟΤ ΦΛΧΡΟΦ΢ΚΤ, ΢ηαζκνί ηῆο ξσζηθῆο Θενινγίαο,
Θεζζαινλίθε 1986, ζ. 152.

38
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

καί λειτουργικῶν187. Παρατηρήθηκε ἐπίσης καί κίνημα γιά τήν ἐπαναφορά


τῆς εὐχαριστιακῆς πράξης, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό τό ἔργο τοῦ ἁγίου
Ἰωάννη ΢εργκίεφ (Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης)188.

Μέ τήν ἐγκαθίδρυση ἀθεϊστικοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στή


Ρωσία καί στή συνέχεια σέ ὅλες σχεδόν τίς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς
Εὐρώπης καί τῶν Βαλκανίων, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῶν χωρῶν αὐτῶν
τέθηκαν ὑπό διωγμό189 καί δέν εἶχαν δυνατότητα ἐνασχόλησης μέ
θεολογικά καί λειτουργικά θέματα190. Ἡ ρωσική θεολογία μεταφέρθηκε
στή Δύση καί γνώρισε πρωτόγνωρη ἄνθιση191. Κυριότερα χαρακτηριστικά
της ὑπῆρξαν ἡ ἀνάδειξη τοῦ μυστικοῦ της χαρακτήρα καί ἡ θεμελίωσή
της στήν πατερική σκέψη192.

Σό σοβιετικό καθεστώς προώθησε τήν δημιουργία ἀριστερόφρονης


«Ἐκκλησίας», μέ στόχο τήν ἀντικατάσταση τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας. Σό
κίνημα τῶν λεγομένων «Ἀνανεωτῶν»193, σέ σύνοδό τους τό 1923
ἀποφάσισε τήν κατάργηση τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀγαμίας τῶν ἐπισκόπων,
τήν δυνατότητα δευτέρου γάμου τῶν ἱερέων, τήν ἀπόρριψη τοῦ θεσμοῦ
τοῦ μοναχισμοῦ, τήν ἐναντίωση στόν πατριαρχικό θεσμό194. Σό κίνημα δέν
βρῆκε ἀπήχηση στό λαό καί ἔσβησε μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Γενικά ἡ ρωσική Ἐκκλησία δέν εἶχε τή διάθεση νά προβεῖ σέ σημαντικές
καί ἀναγκαῖες λειτουργικές ἀλλαγές, καί ὅσες φορές χρειαζόταν τό ἔκανε

187
Γηά παξάδεηγκα ἀπνθαζίζηεθε ηφ θήξπγκα λά εἶλαη ἀλαπφζπαζην κέξνο ηῶλ ἀθνινπζηῶλ, λά κή
γίλεηαη κφλν ζηά ξσζηθά ἀιιά θαί ζηίο ηνπηθέο γιῶζζεο θαί λά ζεξαπεχεηαη ἀπφ θιεξηθνχο ὅισλ ηῶλ
βαζκίδσλ, ἀθφκε θαί ἀπφ ιατθνχο. ΝΗΚΟΛΑΟΤ Υ. ΗΧΑΝΝΗΓΖ, «Λεηηνπξγηθή ἀλαλέσζε ζηήλ
὆ξζφδνμε ἖θθιεζία ηῆο Ρσζίαο», Πξαθηηθά Β΄ Παλειιελίνπ Λεηηνπξγηθνῦ ΢πκπνζίνπ, ἐθδ.
«Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία», Ἀζήλα 2003, ζζ. 314-315.
188
Γ. ΦΛΧΡΟΦ΢ΚΤ, ὅ.π., ζ. 166.
189
Β. ΢ΣΑΤΡΗΓΖ, «Οξζνδνμία», ὅ.π., 951.
190
Ν. ΗΧΑΝΝΗΓΖ, ὅ.π., ζ. 318.
191
Μέ θέληξν ηά ἰλζηηηνῦηα «Ἅγηνο ΢έξγηνο» (Παξίζη) θαί «Ἅγηνο Βιαδίκεξνο» (Ν. Ὑφξθε). ΑΘ.
ΓΔΛΖΚΧ΢ΣΟΠΟΤΛΟΤ, ζ. 170.
192
Γλσζηνί ζενιφγνη ηῆο ξσζηθῆο δηαζπνξᾶο ὏πῆξμαλ ὁ π. Γεψξγηνο Φισξφθζθπ , ὁ Βιαδίκεξνο
Λφζζθπ θαζψο θαί κέ ιεηηνπξγηθά ἐλδηαθέξνληαη ὁ Νηθφιανο Μπεξδηάγηεθ θαί ὁ π. Ἀιέμαλδξνο
΢κέκαλ. πξβι. Π. ΥΡΖ΢ΣΟΤ, ὅ.π., ζζ. 503-509.
193
Σφ θίλεκα δηαζπάζηεθε ζέ κηθξφηεξεο παξαηάμεηο. Ν. ΗΧΑΝΝΗΓΖ, ὅ.π., 317.
194
Ἡ παξάηαμε κάιηζηα ηνῦ ςεπδνεπηζθφπνπ Ἀλησλίλνπ Γθξαλφβζθπ πξνέβε ζέ ιεηηνπξγηθέο
κεηαξξπζκίζεηο, ὅπσο ἡ θαηάξγεζε ηῶλ ηηκεηηθῶλ ηίηισλ θαί πνιιῶλ ἀκθίσλ, ἡ εἰζαγσγή ηνῦ λένπ
ἡκεξνινγίνπ θαί ηῆο ὁκηινχκελεο ξσζηθῆο ζηή ιαηξεία, ἡ ζπγγξαθή λέσλ ιεηηνπξγηῶλ θαί ἡ ηέιεζή
ηνπο ζηφ κέζν ηνῦ λανῦ, ἡ θνηλσλία θαί ἀπφ ηά δχν εἴδε, θ.η.ι. Ὅ.π., ζ. 316.

39
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

μέ περίσκεψη χωρίς νά μπορεῖ νά ἀποφύγει πάντοτε τήν ἀντίδραση τῶν


πιστῶν195.

Ἀξιόλογο λειτουργικό ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καί ἡ Ὀρθόδοξη


Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας196. Ἡ ἐπαναφορά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας
τῆς Σρανσυλβανίας στό Πατριαρχεῖο, μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς Οὐνίας,
στάθηκε ἡ ἀφορμή γιά μία συντονισμένη προσπάθεια ἐπίτευξης
λειτουργικῆς ὁμοιομορφίας. Αὐτή ὁδήγησε στήν ἐπιμέλεια καί
ἐπανέκδοση τῶν λειτουργικῶν βιβλίων καί στήν ἔκδοση τό 1976 τοῦ
ἐπίσημου ρουμανικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Συπικοῦ, μέ τό ὁποῖο ἐπιτεύχθηκε
λειτουργική ἑνότητα καί ὁμοιομορφία στήν ρουμανική Ἐκκλησία197.

΢χετικά μέ τήν ἐτερόδοξη δυτική θεολογία, ἡ ρωμαιοκαθολική


θεολογία παραμένει πιστή στήν αὐθεντία τῶν Γραφῶν, στήν παράδοση
καί στήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία καί χαρακτηρίζεται ἀπό δικανική καί
δικαιωτική ἀντίληψη τοῦ περιεχομένου τῆς χριστιανικῆς πίστης198. Ἀπό τίς
ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα λαμβάνει νέα ὤθηση ἀπό τήν προσπάθεια
καταπολέμησης τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς ὑπερκριτικῆς τῆς
προτεσταντικῆς θεολογίας, μέ παράλληλη προσπάθεια ἐπανόδου στή
διδασκαλία τῶν πατέρων, τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας καί τοῦ
σχολαστικισμοῦ199. Σαυτόχρονα ἐμφανίζεται κίνηση ἀποδέσμευσης ἀπό
τήν προσωπική αὐθεντία τοῦ πάπα στά θεολογικά ζητήματα, ἰδίως στήν
Γερμανία200. Οἱ ἀποφάσεις ὅμως τῆς Α΄ Βατικανείου συνόδου (1869-1870)
περί πρωτείου καί ἀλαθήτου τοῦ πάπα Ρώμης προκάλεσε ἀντιδράσεις καί
ὁδήγησε στό κίνημα τῶν παλαιοκαθολικῶν201. Παράλληλα τόν 19ο αἰώνα

195
Ὅ.π., ζ. 319.
196
Γηά πεξηζζφηεξα βι. ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ ΚΑΡΑΨ΢ΑΡΗΓΖ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), Σά ἰδηάδνληα
ιεηηνπξγηθά ζηνηρεῖα ζηήλ ὀξζφδνμε ἖θθιεζία ηῆο Ρνπκαλίαο, ἐθδ. «἖πέθηαζε», Καηεξίλε 1995.
197
πξβι. ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ ΚΑΡΑΨ΢ΑΡΗΓΖ (πξσηνπξεζβπηέξνπ) , «Λεηηνπξγηθή ἀλαλέσζε ζηήλ
὆ξζφδνμε ἖θθιεζία ηῆο Ρνπκαλίαο», Πξαθηηθά Β΄ Παλειιελίνπ Λεηηνπξγηθνῦ ΢πκπνζίνπ, ἐθδ.
«Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία», Ἀζήλα 2003, ζζ. 334-339.
198
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Κ . ΥΡΖ΢ΣΟΤ, «Θενινγία», ΘΖΔ 6, 260.
199
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ἖γθπθινπαηδεία ηῆο Θενινγίαο, ὅπ, ζ. 119.
200
Π. ΥΡΖ΢ΣΟΤ, ὅ.π., 260.
201
Ἀμηνζεκείσηεο εἶλαη νἱ ιεηηνπξγηθέο κεηαξξπζκίζεηο ηῶλ παιαηνθαζνιηθῶλ, ὅπσο ἡ θνηλσλία θαί
ἀπφ ηφ πνηήξην ζηνχο ιατθνχο, ἡ θαηάξγεζε ηῆο ἀγακίαο ηνῦ θιήξνπ θαί ἡ ρξήζε ηῆο θαζνκηινπκέλεο
γιψζζαο ζηήλ ιαηξεία. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 121.

40
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἡ κυριαρχία τοῦ ἱστοριοκρατικοῦ πνεύματος, ἡ ἐξερεύνηση τῶν


κατακομβῶν καί γενικότερα οἱ πρόοδοι τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιολογίας,
καθώς καί ἡ δημοσίευση ἀγνώστων χειρογράφων, ἔδωσαν ὤθηση στίς
λειτουργικές σπουδές202.

Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα ἀναπτύχθηκε ἡ λεγομένη


«Λειτουργική κίνηση»203, πού εἶχε ὡς στόχο τόν ἐκσυγχρονισμό τῆς
λατρευτικῆς πράξης, τήν ἐπιστροφή σέ γνησιότερα πρότυπα204 καί τήν
ἀφύπνιση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ γύρω ἀπό λατρευτικά θέματα205. Σούς
στόχους της ἡ λειτουργική κίνηση τούς ὁλοκλήρωσε στή Β΄ Βατικάνειο
΢ύνοδο (1961-1965)206. ΢τή σύνοδο αὐτή, πού ἀποτελεῖ τό σημαντικότερο
γεγονός γιά τόν ρωμαιοκαθολικισμό στόν 20ο αἰώνα, ἐξετάστηκαν θέματα
ποιμαντικῆς καί ὄχι δογματικῆς φύσης. Ἀποφασίστηκαν ἐπίσης καί ἡ
ἔναρξη διαλόγου μέ τίς ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες καί τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία καθώς καί μέ ἄλλες θρησκεῖες207.

Ἡ προτεσταντική θεολογία, ἐπηρεασμένη ἀπό τά τρέχοντα


φιλοσοφικά ρεύματα, κινεῖται μεταξύ αὐθεντίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί
τῆς αὐτοτέλειας τοῦ ἀνθρώπινου λόγου208. Γιά αὐτόν τόν λόγο
χαρακτηρίζεται ἀπό ρευστότητα καί θεολογική πολυκρατία209. Ἤδη στίς
ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα, ὁ F. D. E. Schleiermacher, ἀπό τούς σπουδαιότερους

202
Ὅ.π., ζ. 371. Ἤδε ἀπφ ηά ηέιε ηνῦ 18νπ αἰψλα εἶρε θαζηεξσζεῖ ἡ «Πξαθηηθή Θενινγία» ὡο
α὎ηνηειέο κάζεκα ηῆο ζενινγηθῆο ἐπηζηήκεο. ΓΖΜΖΣΡΗΟΤ Ν. ΜΧΡΑΨΣΟΤ, «Δἰζαγσγή εἰο ηήλ
Λεηηνπξγηθήλ θαί ηάο ιεηηνπξγηθάο ζπνπδάο», ΔΔΘ΢ΠΘ, Θεζζαινλίθε 1953, ζ. 24.
203
Κπξίσο κεηά ηήλ ἔγθξηζε ηνῦ πάπα Πίνπ X ηφ 1913. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 373. Πεξηζζφηεξα
γηά ηήλ «ιεηηνπξγηθή θίλεζε» βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο
θαί ἡ πξᾶμηο ηῆο ἀλαηνιῆο, Ἀζῆλαη 1949.
204
Ἀπφ ηήλ πξάμε ηῆο ἀξραίαο ἖θθιεζίαο θαί ἰδηαίηεξα ἀπφ ηήλ ιεηηνπξγηθή παξάδνζε ηῆο Ἀλαηνιῆο.
πξβι. Ὅ.π., ζ. 90.
205
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Η. ΢ΚΑΛΣ΢Ζ, «Λεηηνπξγηθή θίλεζε ηῆο ρξηζηηαληθῆο Γχζεο», Πξαθηηθά Β΄
Παλειιελίνπ Λεηηνπξγηθνῦ ΢πκπνζίνπ, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία», Ἀζήλα 2003, ζζ. 272-273.
206
Ἀπνθαζίζηεθε ἡ ιαηξεία λά ηειεῖηαη ζηή γιψζζα ηνῦ θάζε ιανῦ, ηήλ εἰζαγσγή ηεζζάξσλ ἀληί κηᾶο
ἀλαθνξῶλ, ηήλ ἀπνζπκθφξεζε ηνῦ λανῦ θαί ηῶλ ἀκθίσλ ἀπφ ηίο πξφζζεηεο δηαθνζκήζεηο, ηήλ
ἀπνθάζαξζε ηνῦ ἑνξηνινγίνπ, ηήλ θαηάξηηζε λένπ θχθινπ ἀλαγλσζκάησλ, ηήλ ἐπαλαθνξά ηνῦ
θεξχγκαηνο ζηή ζσζηή ζέζε, ηνῦ ζπιιείηνπξγνπ θαί ηῆο θνηλσλίαο ηνῦ ιανῦ θαί ἀπφ ηά δχν εἴδε,
θαζψο θαί ηήλ ἐλζάξξπλζε ηῆο ζπκςαικσδίαο ηνῦ ιανῦ. ΗΧΑΝΝΟΤ Μ. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθή
Α΄. Δἰζαγσγή ζηή ζεία ιαηξεία, Θεζζαινλίθε 2004, ζ. 35.
207
πξβι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ κεηά ηφ ἔξγνλ ηῆο Βαηηθαλείνπ ζπλφδνπ ὑπνρξεψζεηο
καο, Ἀζῆλαη 1967, ζζ. 5-13.
208
Π. ΥΡΖ΢ΣΟΤ, ὅ.π., 260.
209
ΑΘ. ΓΔΛΖΚΧ΢ΣΟΠΟΤΛΟΤ, ὅ.π., 268.

41
Θενινγηθφ θιίκα θαί ιεηηνπξγηθέο ηάζεηο θαηά ηήλ ἐπνρή ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἱδρυτές τῆς «κριτικῆς θεολογίας», ἀρνούμενος τήν κυριαρχία τοῦ λόγου


καί ἀποδίδοντας τήν ἀρχή τῆς θρησκείας στό συναίσθημα ἐξάρτησης μέ
τό ἀπόλυτο ὄν210, προκάλεσε σοβαρό πλῆγμα στήν «φιλελεύθερη ἤ
ὀρθολογιστική θεολογία» πού κυριαρχοῦσε211. ΢ταθμός στήν
προτεσταντική θεολογία τοῦ 19ου αἰώνα ἀποτελεῖ ἡ «΢χολή τῆς Συβίγγης»,
ἡ ὁποία ἔλαβε ἀκραῖες ὀρθολογιστικές θέσεις ἔναντι τῶν κειμένων τῆς
Ἁγίας Γραφῆς, πού ὁδήγησε τελικά στήν πλήρη ἄρνηση τῆς θείας
προέλευσης τοῦ Φριστιανισμοῦ212. ΢τά τέλη τοῦ ἴδιου αἰώνα ἐμφανίστηκε
καί ἡ «θρησκειολογική σχολή», ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζει τόν Φριστιανισμό
ὡς προϊόν ἐξέλιξης καί συγκρητισμοῦ προηγουμένων θρησκειῶν213.

΢τόν 20ό αἰώνα κυριάρχησε ἡ «διαλεκτική θεολογία», μέ κυριότερο


ἐκπρόσωπο τόν K. Barth. Ἡ τελευταία ἀρνεῖται καί τόν ἄκρατο
ὀρθολογισμό τῆς σχολῆς τῆς Συβίγγης, ὅπως ἐπίσης καί τόν ἄκρατο
συναισθηματισμό τῆς θεολογίας τοῦ Shleiermacher, καί προσπαθεῖ νά
ἑρμηνεύσει καί νά καθορίσει τή χριστιανική ἀποκάλυψη μέ τήν
ἀντιφατικότητα καί τό παράδοξο214. Διάδοση εἶχε καί ἡ «ἀπομυθευτική
θεωρία» τοῦ R. Bultmann, ἡ ὁποία ἐπιθυμεῖ νά ἀπαλλάξει τόν
Φριστιανισμό ἀπό κάθε ἀνθρωπομορφικό καί ἱστορικό στοιχεῖο καί νά τόν
μετατρέψει σέ ἁπλή πνευματική ἐμπειρία τῶν πιστῶν215. Σαυτόχρονα
ἐμφανίστηκε καί ἡ «ρεαλιστική θεολογία» πού καταπολεμᾶ τίς θεωρίες
τῆς φιλελεύθερης θεολογίας, καθώς καί ἡ «ριζοσπαστική θεολογία» πού
ἐπιδιώκει τήν ἀποϊεροποίηση καί ἐκκοσμίκευση τοῦ θείου216.

Σέλος ἄς ἀναφερθεῖ ὅτι παρόμοιες λειτουργικές κινήσεις μέ αὐτή


τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἀναπτύχθηκαν καί στόν προτεσταντικό χῶρο217.

210
Π. ΥΡΖ΢ΣΟΤ, ὅ.π., 260.
211
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ἖γθπθινπαηδεία, ὅ.π., ζ. 111.
212
ΑΘ. ΓΔΛΖΚΧ΢ΣΟΠΟΤΛΟΤ, ὅ.π., 249.
213
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 118.
214
ΖΡ. ΡΔΡΑΚΖ, ὅ.π., 79.
215
Π. ΥΡΖ΢ΣΟΤ, ὅ.π., 260.
216
πξβι. ΑΘ. ΓΔΛΖΚΧ΢ΣΟΠΟΤΛΟΤ, ὅ.π., 260-268.
217
Βι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο, ὅ.π., ζ. 5.

42
3. Λειτουργική ἐργογραφία τοῦ Παναγιώτη Σρεμπέλα

Σό ἐπιστημονικό ἔργο τοῦ μακαριστοῦ καθηγητοῦ Παναγιώτου

Σρεμπέλα ὑπῆρξε ἰδιαίτερα πλούσιο στόν τομέα τῆς Λειτουργικῆς. Σά

λειτουργικά του ἔργα θά τά ταξινομήσουμε σέ τέσσερις θεματικές

κατηγορίες. ΢τήν πρώτη ἀνήκουν οἱ λειτουργικές κριτικές ἐκδόσεις πού

ἐπιχείρησε ὁ Σρεμπέλας βάσει χειρογράφων, ἐγχείρημα πρωτοποριακό

γιά τήν ἑλληνική θεολογία. ΢έ μία ἄλλη κατηγορία κατατάσσονται τά

ὀγκώδη λειτουργικά συγγράμματά του, πού καλύπτουν τό κενό πού

ὑπῆρχε στήν ἑλληνική λειτουργική βιβλιογραφία σχετικά μέ τήν ἱστορία

καί τήν ἐξέλιξη τῆς θείας λατρείας, καθώς καί μικρότερες μελέτες πού

διαφωτίζουν ὁρισμένα σημεῖα τῆς λατρείας. ΢τήν τρίτη κατηγορία

περιέχονται μελέτες, στίς ὁποῖες ἀναπτύσσει ἐπίκαιρα λειτουργικά

θέματα καί προβλήματα. Σέλος στήν τελευταία κατηγορία ἀνήκουν τά

ἐκλαϊκευτικά του ἔργα, μέ τά ὁποῖα ἐπιχείρησε τήν ἀπευθείας

λειτουργική ἀγωγή τοῦ λαοῦ.

α) Εἰδικότερα, τό 1932 ὁ Σρεμπέλας συμμετεῖχε ὡς γραμματέας

στήν μεγάλη ἐπιστημονική ἐπιτροπή πού συστάθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό

Πατριαρχεῖο218, ἡ ὁποία εἶχε ὡς σκοπό τήν ἀπαλοιφή ἀπό τυπογραφικά

λάθη τυχόν νέων λειτουργικῶν ἐκδόσεων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.

Σαυτόχρονα εἶχε ὡς στόχο καί τήν ἐπιμελή ἔρευνα τῶν χειρογράφων μέ

σκοπό τήν κριτική ἔκδοση ἔστω καί μέρους τῶν λειτουργικῶν κειμένων219,

δυνάμενο νά ἐγκριθεῖ πρός κοινή χρήση ἀπό ὅλες τίς κατά τόπους

218
Πξφεδξνο ηῆο ἐπηηξνπῆο ἦηαλ ὁ Σξαπεδνῦληνο Υξχζαλζνο, κεηέπεηηα ἀξρηεπίζθνπνο Ἀζελῶλ, θαί
κέιε ηεο νἱ Καζαλδξείαο Δἰξελαῖνο, Κσλζηαληῖλνο Γπνβνπληψηεο, Ἀκίιθαο Ἀιηβηδάηνο, Γεψξγηνο
΢σηεξίνπ, Νηθφιανο Βέεο, ἖κκαλνπήι Παληειάθεο θαί Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο. Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ
Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη θαηά ηνχο ἐλ Ἀζήλαηο θψδηθαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19822,
ζ. γ΄.
219
Ὅ.π, ζ. γ΄.

43
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες220. Ὅμως τό ἔργο τῆς ἐπιτροπῆς αὐτῆς λόγω τῶν

δυσμενῶν ἐθνοπολιτικῶν συγκυριῶν, δέν τελεσφόρησε221.

Κατά τή διάρκεια λειτουργίας της ὅμως, ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας

παρουσίασε στήν ἐπιτροπή μία ἐργασία του, ἡ ὁποία τό 1935 θά

ἐκτυπωθεῖ μέ τόν τίτλο Αἱ τρεῖς λειτουργίαι κατά τούς ἐν Ἀθήναις

κώδικας222. Πρόκειται οὐσιαστικά περί κριτικῆς ἔκδοσης τῶν τριῶν

βυζαντινῶν λειτουργιῶν (ἁγίου Ιωάννου τοῦ Φρυσοστόμου, Μεγάλου

Βασιλείου καί Προηγιασμένων) βάσει τῶν σωζομένων χειρογράφων

εὐχολογίων (ἀπό τόν 8ο αἰώνα καί μετά), κυρίως τῶν Ἀθηνῶν223. Ἐκτός

ἀπό τό κριτικό ὑπόμνημα, ὑπάρχει καί ἀναλυτικός ἱστορικολειτουργικός

ὑπομνηματισμός τῶν ἐπιμέρους δομικῶν στοιχείων τῶν λειτουργιῶν,

καθώς ἐπίσης καί παραπομπές βιβλικῶν χωρίων στίς εὐχές. Μάλιστα, γιά

τό πρό τοῦ 8ου αἰώνα τυπικό, παραθέτει λειτουργικές μαρτυρίες

διαφόρων πατερικῶν κειμένων, καθώς καί συμπεράσματα ἀπό τή

σύγκριση μέ τούς ἄλλους λειτουργικούς τύπους224. Ἐπίσης στήν εἰσαγωγή

τοῦ ἔργου ξεκαθαρίζει «τό ζήτημα τῆς καταγωγῆς καί προελεύσεως τῶν

ἐκτενέστερων ἐκδόσεων τῶν λειτουργικῶν δέλτων»225, ἐνῶ στό

παράρτημα στό τέλος τοῦ ἔργου δημοσιεύει τήν τάξη τῆς προσκομιδῆς

ἀπό νεότερους λειτουργικούς κώδικες226. Σό ἔργο αὐτό ἀπέσπασε τόν

ἔπαινο τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας227 καί ἐγκωμιάστηκε ἀπό τήν ἐγχώρια228

220
Ὅ.π, ζ. δ΄.
221
ΗΧΑΝΝΟΤ Μ. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθή Α΄, Δἰζαγσγή ζηή ζεία ιαηξεία, Θεζζαινλίθε 2004, ζ.
72.
222
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη θαηά ηνχο ἐλ Ἀζήλαηο θψδηθαο, Ἀζῆλαη 1935,
ζζ. θδ΄+244.
223
Οἱ ἐλ Ἀζήλαηο θψδηθεο ἀξηζκνῦληαη ζέ 85 (12νο-18νο αἰψλαο), (17 ζηφ Βπδαληηλφ κνπζεῖν θαί νἱ
὏πφινηπνη ζηήλ ἖ζληθή Βηβιηνζήθε). Μέζσ ἔληππσλ ἐθδφζεσλ ιακβάλεη ὏πφςε ηνπ ηφλ Βαξβεξηλφ
θψδηθα (8νο αἰψλαο), ἑλφο ρεηξνγξάθνπ ηῆο ἖ζληθῆο Βηβιηνζήθεο ηῆο Γαιιίαο, ηά ἐθδνζέληα ὏πφ ηνῦ
Dmitrievsky ε὎ρνιφγηα, θαζψο θαί κεηαθξάζεηο ζηήλ ἀγγιηθή θαί γαιιηθή ζιαβσληθῶλ θεηκέλσλ.
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη θαηά ηνχο ἐλ Ἀζήλαηο θψδηθαο, Ἀζῆλαη 19822, ζζ. δ΄-ε΄.
224
πξβι. Ὅ.π., ζ. θβ΄.
225
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ὑπφκλεκα πξφο ηήλ ΢ήλ Θενινγηθήλ ΢ρνιήλ ηνῦ Ἀζήλεζη
Παλεπηζηεκίνπ, Ἀζῆλαη 1935-1939, ζ. 3.
226
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη, ὅ.π., ζζ. 222-240.
227
Βι. ἐπηζηνιή ηνῦ Οἰθνπκεληθνῦ Παηξηάξρνπ Φσηίνπ πξφο ηφλ ζπγγξαθέα. ΜΑΡΚΟΤ ΟΡΦΑΝΟΤ,
«὇ Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ζενινγηθή πξνζσπηθφηεο», Θενινγία 4 (1988) 813.

44
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

καί διεθνή πανεπιστημιακή κοινότητα 229. Σό ἔργο αὐτό στάλθηκε ἀπό τό

Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο σέ ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μέ σχετικό

σημείωμα ἐρωτημάτων, προκειμένου νά ὑπάρξει Πανορθόδοξη συμφωνία

γιά τό ὁριστικό κείμενο «τῶν λειτουργικῶν δέλτων»230.

Γιά τήν πληρότητα τῆς ἐργασίας αὐτῆς, ὁ Σρεμπέλας

ἀμφισβητήθηκε ἀπό τόν ἐπίσκοπο Κορυτσᾶς Εὐλόγιο Κουρίλα231. Ἡ

κυριότερη κατηγορία τοῦ ἐπισκόπου ἐναντίον τοῦ Σρεμπέλα ἦταν ἡ

ἐνασχόλησή του μόνο μέ ἀθηναϊκά χειρόγραφα καί ἡ μή ἀξιοποίηση τῶν

ἁγιορειτικῶν χειρογράφων. Ὁ Σρεμπέλας ἀπάντησε στίς κατηγορίες

ἐναντίον του, μέ τό δημοσίευμα Εὐλογίου Κουρίλα. Λειτουργικά ἀνάλεκτα,

ἱερολογικαί ἐνασχολήσεις 232.

΢υνεχίζοντας τίς λειτουργικές κριτικές ἐκδόσεις δημοσιεύει τίς

ἐργασίες Ἡ ἀκολουθία τῶν μνήστρων καί τοῦ γάμου233, Ἡ ἀκολουθία τοῦ

228
Μέ ηφ ἔξγν α὎ηφ «πξνεβιήζεζαλ εἰο ὁιφθιεξνλ ηήλ Υξηζηηαληθήλ Οἰθνπκέλελ νἱ ζεζαπξνί ηῆο
ὀξζνδφμνπ ιεηηνπξγηθῆο παξαδφζεσο θαί ἀθ’ ἑηέξνπ ἐδφζε ὤζεζηο πξφο ἐπηζηεκνληθήλ κειέηελ ηῶλ
παιαηῶλ ιεηηνπξγηθῶλ θσδίθσλ». ΔΤΑΓΓΔΛΟΤ ΘΔΟΓΧΡΟΤ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο (΢πνπδαί,
ηίηινη, δξάζηο, δεκνζηεχκαηα)», ΔΔΘ΢ΠΑ, η. ΗΕ΄, Ἀζῆλαη 1971, ζ. θδ΄. «Ἔξγα ἀζάλαηα [καδί κέ ηφ
Μηθξφλ Δ὎ρνιφγηνλ] πνχ κέ ηφ μεθαζαξηζκέλν θξηηηθά θείκελν θαί κέ ηίο ἐκπεξηζηαησκέλεο εἰζαγσγέο
ἀπνηεινῦλ ηφ πξψηεο γξακκῆο ἀθεηεξηαθφ βνήζεκα γηά ηήλ πεξαηηέξσ κειέηε ηῆο ἐμειηθηηθῆο δηά
ηῶλ αἰψλσλ πνξείαο ηῆο ιαηξείαο καο». ΗΧΑΝΝΟΤ ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, «὇ θαζεγεηήο Π. Ν. Σξεκπέιαο
ὡο ιεηηνπξγηνιφγνο», ΢πκβνιή 14 (2006) 5.
229
Σφ ἔξγν παξνπζίαζε δηεζλῶο ζέ ἐθηεηακέλε ε὎κελή βηβηιηνθξηζία ὁ A. Baumstark ζηφ
Byzantinisch-Neugriechische Jahrbucher 15 (1939) 215. πξβι. A.BAUMSTARK, Liturgie compare,
Edition de Chevetogne 19533, ζ. 60.
230
Βι. Ὀξζνδνμία, η. Η΄, Κσλζηαληηλνχπνιηο 1935, ζ. 352-355.
231
ΔΤΛΟΓΗΟΤ ΚΟΤΡΗΛΑ (κεηξνπνιίηνπ Κνξπηζᾶο),«Αἱ πξφο ἀλαζεψξεζηλ ηῶλ ἐθθιεζηαζηηθῶλ
βηβιίσλ γελφκελαη ἀπφπεηξαη ἐλ ηῇ ὆ξζνδφμῳ ἖θθιεζίᾳ», Νέα ΢ηψλ 35 (1940) 38-47, 163-169, 279-
285, 477-481/36 (1941) 25-40, 291-298, 344-345.
232
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Δὐινγίνπ Κνπξίια. Λεηηνπξγηθά ἀλάιεθηα, ἱεξνινγηθαί
ἐλαζρνιήζεηο, Ἀζῆλαη 1949. Ἀλάηππν ἀπφ Θενινγία 20 (1949) 179-184. Μία ἀπφ ηίο θαηεγνξίεο
ἐπαλαιήθζεθε ἀπφ ζχγρξνλν ιεηηνπξγηνιφγν, ὁ ὁπνῖνο θαίλεηαη λά ἀπνδνθηκάδεη ηφ ἐγρείξεκα ηνῦ
Σξεκπέια, ἐπεηδή δέλ ἀθνινχζεζε πηζηά ηίο ἀξρέο θξηηηθῆο ηνῦ θεηκέλνπ. Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ
ΚΑΛΑΨΣΕΗΓΖ, «὇ Π. Σξεκπέιαο ὡο ἐθδφηεο ιεηηνπξγηθῶλ θεηκέλσλ. Μία ἀμηνιφγεζε ηνῦ ἔξγνπ
ηνπ», Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο: Μεηαμχ παξάδνζεο θαί ἀλαλέσζεο, κεηαμχ ἐπηζηήκεο θαί ἱεξαπνζηνιῆο,
΢πλέδξην Ἀθαδεκίαο Θενινγηθῶλ ΢πνπδῶλ Ἱεξᾶο Μεηξνπφιεσο Γεκεηξηάδνο, Ἀζήλα 2011 (὏πφ
ἔθδνζε). Θεσξῶ ηήλ θξηηηθή α὎ηή ὏πεξβνιηθή, γηαηί δέλ ἀμηνινγεῖ ὀξζά ηήλ ιεηηνπξγηθή θαηάζηαζε
θαί ηίο πξνηεξαηφηεηεο ηῆο πεξηφδνπ ἐθείλεο. πξβι. ὏πνζεκείσζε 228. ἖μάιινπ ὁ Σξεκπέιαο ζεσξεῖ
πψο δέλ πξέπεη λά ζπγρέεηαη ἡ θξηηηθή ἔθδνζε ηῶλ βηβιηθῶλ θσδίθσλ κέ ηνχο ιεηηνπξγηθνχο. ΢ηήλ
πξψηε πεξίπησζε ἔρεη κεγάιε ζεκαζία ἡ ἀλεχξεζε ηνῦ πξσηαξρηθνῦ θεηκέλνπ, ζέ ἀληίζεζε κέ ηίο
ηππηθέο δηαηάμεηο ζηή ιαηξεία πνχ ὏πφθεηληαη ζέ ἐμέιημε θαί ἀξθεῖ ἡ ἔλδεημε γηά ηήλ δηαθξίβσζε ηῆο
ἐμέιημεο α὎ηῆο. πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π, ζ. 173.
233
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ἀθνινπζία ηῶλ κλήζηξσλ θαί ηνῦ γάκνπ, Ἀζῆλαη 1941, ζζ. 96.
Ἀλάηππνλ ἀπφ Θενινγία 18 (1940) 100-196.

45
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

εὐχελαίου234, Σάξεις χειροθεσιῶν καί χειροτονιῶν235, Ἀκολουθία τοῦ

βαπτίσματος236, Ἡ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ237, Ἡ ἀκολουθία τοῦ

μικροῦ ἁγιασμοῦ238, Σάξις καί ἀκολουθία τῶν ἐγκαινίων239 καί Ἡ ἀκολουθία

τοῦ Ὄρθρου καί τοῦ Ἐσπερινοῦ240. ΢τήν ἀρχή κάθε ἀκολουθίας παραθέτει

ἐκτενή εἰσαγωγή καί ἀκολουθεῖ τό κριτικό ὑπομνημα241. Οἱ παραπάνω

ἐργασίες ἀποτέλεσαν τό δίτομο Μικρόν Εὐχολόγιον242, τό ὁποῖο

βραβεύτηκε ἀπό τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν 243.

΢τά προαναφερθέντα συγγράμματα τοῦ Σρεμπέλα, παραπέμπει

ἀνελλιπῶς πλέον ἡ διεθνής ἔρευνα244. Ἐπίσης ὁ μακαριστός καθηγητής

στά ἔργα αὐτά, χρησιμοποιώντας καί τή μέθοδο τῆς συγκριτικῆς

λειτουργικῆς, μελέτησε καί πραγματεύτηκε διάφορα προβλήματα πού

σχετίζονται μέ τή διαμόρφωση τῆς χριστιανικῆς λατρείας γενικά καί

ἰδιαίτερα μέ τή βυζαντινή λειτουργική παράδοση245. Ἀντιπροσωπευτικά

234
ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Ἡ ἀθνινπζία ηνῦ εὐρειαίνπ, Ἀζῆλαη 1948, ζζ. 91. Ἀλάηππν ἀπφ Θενινγία 19
(1941/1948) 113-152, 239-270, 432-449.
235
ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Σάμεηο ρεηξνζεζηῶλ θαί ρεηξνηνληῶλ, Ἀζῆλαη 1948, ζζ. 68. Ἀλάηππν ἀπφ Θενινγία 19
(1941/1948) 451-465,619-649 θαί Θενινγία 20 (1949) 120-129.
236
ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Ἀθνινπζία ηνῦ βαπηίζκαηνο, Ἀζῆλαη 1949, ζζ. 149. Ἀλάηππν ἀπφ Θενινγία 20 (1949)
220-224, 420-456, 615-656 θαί Θενινγία 21 (1950) 57-79, 159-179.
237
ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Ἡ ἀθνινπζία ηνῦ κεγάινπ ἁγηαζκνῦ, Ἀζῆλαη 1951, ζζ. 43. Ἀλάηππν ἀπφ Θενινγία 21
(1950) 385-399, 541-556 θαί Θενινγία 22 (1951) 40-50.
238
ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Ἡ ἀθνινπζία ηνῦ κηθξνῦ ἁγηαζκνῦ, Ἀζῆλαη 1951, ζζ. 32. Ἀλάηππν ἀπφ Θενινγία 22
(1951) 226-241, 402-403.
239
ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Σάμηο θαί ἀθνινπζία ηῶλ ἐγθαηλίσλ, Ἀζῆλαη 1953, ζζ. 146. Ἀλάηππν ἀπφ Θενινγία 23
(1952) 64-78, 204-219, 376-391, 517-532 θαί Θενινγία 24 (1953) 33-40.
240
ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Ἡ ἀθνινπζία ηνῦ Ὄξζξνπ θαί ηνῦ ἗ζπεξηλνῦ, Ἀζῆλαη 1954, ζζ. 128. Ἀλάηππν ἀπφ
Θενινγία 24 (1953) 41-48, 174-189, 359-374, 524-535 θαί Θενινγία 25 (1954) 71-87, 244-259, 337-
352, 497-520.
241
Ἔιαβε ὏πφςε ηνπ 46 ἀλέθδνηα ρεηξφγξαθα ε὎ρνιφγηα ηῆο ἖ζληθῆο Βηβιηνζήθεο Ἀζελῶλ θαί πάλσ
ἀπφ 30 ἄιια ε὎ρνιφγηα ηνῦ ΢ηλᾶ, ηῆο Πάηκνπ, ηνῦ Ἁγίνπ Ὄξνπο θ.ἄ. δεκνζηεπκέλα ἀπφ ηφλ
Dmitrievskij. ἖πίζεο θαί ηφλ Βαξβεξηλφ θψδηθα δεκνζηεπκέλν ἀπφ ηφλ Goar. Σφ ἔληππν ε὎ρνιφγην
πνχ ρξεζηκνπνηεῖ γηά ζχγθξηζε, εἶλαη α὎ηφ πνχ ἐπηκειήζεθε ὁ ἱεξνκφλαρνο ΢ππξίδσλ Εεξβφο ζηήλ
Βελεηία ηφ 18693. πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ἀθνινπζία ηῶλ κλήζηξσλ θαί ηνῦ γάκνπ, ὅ.π., ζζ. 6-8.
242
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ. Αἱ ἀθνινπζίαη θαί ηάμεηο Μλήζηξσλ θαί
Γάκνπ, Δὐρειαίνπ, Χεηξνηνληῶλ θαί Βαπηίζκαηνο θαηά ηνχο ἐλ Ἀζήλαηο ἰδίᾳ θψδηθαο, η. Α΄, Ἀζῆλαη
1950, ζζ. 403. ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ. Αἱ ἀθνινπζίαη θαί ηάμεηο ἀγηαζκνῦ ὑδάησλ,
ἐγθαηλίσλ, ὄξζξνπ θαί ἑζπεξηλνῦ, η. Β΄, Ἀζῆλαη 1955, ζζ. 274.
243
Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π. 173.
244
ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ Ν. ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «὇ Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο ὡο
ιεηηνπξγηνιφγνο. Ἡ ζπκβνιή ηνπ ζηή κειέηε ηῆο ἑιιεληθῆο ὏κλνγξαθίαο», Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο,
Λέσλ ηῆο Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010, ζ. 234.
245
ΓΖΜΖΣΡΗΟΤ ΣΕΔΡΠΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «Ἡ ζπκβνιή ηνῦ Π. Ν. Σξεκπέια ζηήλ
ἀλαδσπχξεζε ηῆο Λεηηνπξγηθῆο δσῆο ζηήλ ἗ιιάδα», ΢πιιείηνπξγν. Πξφζσπα θαί ζεζκνί ζηήλ
ὀξζφδνμε ιαηξεία, ἐθδ. «Ο὎ξαλφο», Ἀζήλα 2012, ζ. 131.

46
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἀναφέρουμε συμπεράσματά του, ὅπως αὐτά γιά τό ἀναλλοίωτο τῶν

εὐχῶν στίς ἀκολουθίες αὐτές, σέ ἀντίθεση μέ τήν διαφοροποίηση τῶν

διαφόρων τελετουργικῶν διατάξεων πού ἀκολουθοῦσαν τήν ἱστορική

ἐξέλιξη τῆς λατρείας, καθώς ἐπίσης καί τήν ἐπικράτηση τοῦ μοναχικοῦ

Συπικοῦ ἔναντι τοῦ ἀσματικοῦ246. Μάλιστα γράφτηκε ὅτι στό Μικρόν

Εὐχολόγιον «φιλοπονήθηκε ἡ καλύτερη διαπραγμάτευση γιά τίς

ἀσματικές ἀκολουθίες τοῦ ἑσπερινοῦ καί τοῦ ὄρθρου πού χρησίμεψε ὡς

βάση στίς ἔρευνες ξένων σύγχρονων λειτουργιολόγων»247. Ἀκόμη πρώτος

αὐτός ἀνέδειξε τήν τελετουργική συνάρθρωση τῶν ἄλλων μυστηριακῶν

ἀκολουθιῶν μέ αὐτήν τῆς θείας Λειτουργίας, πού μαρτυρεῖται κατά τήν

πρώτη χιλιετία καί τήν ἐν συνεχείᾳ προοδευτική ἀποσύνδεσή τους.

Σά πορίσματά του γιά τό σύνδεσμο τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ

βαπτίσματος, τοῦ γάμου, τοῦ εὐχελαίου, τοῦ καθαγιασμοῦ τοῦ Μύρου, τῆς

καθιέρωσης θυσιαστηρίων καί ἐγκαινίων ναῶν, τῶν νεκρώσιμων, τοῦ

μικροῦ ἁγιασμοῦ, τοῦ μικροῦ καί μεγάλου σχήματος μέ τή θεία

Λειτουργία, παρουσίασε σέ ξεχωριστή μελέτη μέ τόν τίτλο Ἡ θεία

Εὐχαριστία κατά τήν συνάρθρωσιν αὐτῆς πρός τά ἄλλα μυστήρια καί

μυστηριοειδεῖς τελετάς248. ΢τήν μελέτη αὐτή καταλήγει «ὅτι ἡ θεία

Εὐχαριστία ἀπετέλεσεν ἐξ ἀρχῆς τό κέντρο πάσης μυστηριακῆς ἤ

μυστηριοειδοῦς τελετῆς, οἱονεῖ τελειοῦσα τά διά τῶν τελετῶν τούτων

ἐνεργουμένα»249.

246
Ὅ.π., ζ. 131. πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ, η. Β΄, ὅ.π., ζζ. 147-208.
247
Κ. ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ, ὅ.π., ζ. 234.
248
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ζεία Δὐραξηζηία θαηά ηήλ ζπλάξζξσζηλ αὐηῆο πξφο ηά ἄιια
κπζηήξηα θαί κπζηεξηνεηδεῖο ηειεηάο, Ἀζῆλαη 1958, ζζ. 13. Ἀλάηππνλ ἀπφ «Δὐραξηζηήξηνλ» ηηκεηηθφο
ηφκνο ἐπί ηῇ 45ἐηεξίδη ηῆο ἐπηζηεκνληθῆο δξάζεσο θαί ηῇ 35ἐηεηεξίδη ηαθηηθῆο θαζεγεζίαο Ἀκίιθα ΢.
Ἀιηβηδάηνπ, Ἀζῆλαη 1958, ζζ. 461-472. Πνιχ ἀξγφηεξα γξάθηεθε θαί ζρεηηθή δηδαθηνξηθή δηαηξηβή.
Βι. ΝΔΝΑΝΣ ΜΗΛΟ΢ΔΒΗΣ΢, Ἡ ζεία Δὐραξηζηία ὡο θέληξνλ ηῆο ζείαο ιαηξείαο.- Ἡ ζχλδεζηο ηῶλ
κπζηεξίσλ κεηά ηῆο ζείαο Δὐραξηζηίαο (δηαηξηβή ἐπί δηδαθηνξίᾳ), ἐθδ. Π. Πνπξλαξᾶ, Θεζζαινλίθε
1995.
249
Ὅ.π., ζ. 13.

47
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Σό ἐκδοτικό λειτουργικό ἔργο τοῦ Παναγιώτη Σρεμπέλα κλείνει

μία σειρά εὐχῶν τῆς στιχολογίας τοῦ Χαλτηρίου250 καί τῶν ὡρῶν251, καθώς

ἐπίσης καί δημοσίευση τῆς τάξης τῆς προθέσεως252.

β) Ἐκτός ἀπό τίς κριτικές ἐκδόσεις, ὁ Σρεμπέλας διαπιστώνοντας

«τήν παρ’ ἡμῖν ἔλλειψιν συγγραφῶν ἀναφερομένων εἰς τήν ἱστορίαν τῆς

λατρείας ἡμῶν253», συνέγραψε τρία πολυσέλιδα συγγράμματα, γιά νά

παρουσιάσει συνολικά τήν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς λατρείας. ΢τά ἔργα

αὐτά «ἀποτυπώνει τρόπον τινά διευρημένες τίς πανεπιστημιακές του

παραδόσεις στό μάθημα τῆς Λειτουργικῆς»254.

250
Βαζίδεηαη ζηφλ «὏π΄ ἀξηζκφ 2478 θψδηθα (14νο αἰψλαο) ηῆο ἖ζληθῆο Βηβιηνζήθεο Ἀζελῶλ, πνχ
πεξηέρεη ὅιν ηφ Φαιηήξην δηαηξεκέλν ζέ θαζίζκαηα θαί ζηή ζπλέρεηα ηίο ἐλλέα ὠδέο. ΢ηφ θάζε
θάζηζκα πεξηέρνληαη ηξεῖο ε὎ρέο. Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Δ὎ραί θαηά ηήλ ζηηρνινγίαλ
ηνῦ Φαιηεξίνπ. Κάζηζκα Α΄. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 10 (1953) 183. «Ἀξρή
ηνῦ Β΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 11 (1953) 206. «Ἀξρή ηνῦ Γ΄
θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 12 (1953) 229. «Ἀξρή ηνῦ Δ΄ θαζίζκαηνο.
Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 2 (1954) 27. «Ἀξρή ηνῦ ΢Σ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή
ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 3 (1954) 45. «Ἀξρή ηνῦ Ε΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή
ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 4 (1954) 65. «Ἀξρή ηνπ Ζ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…»,
Ἀπφζηνινο Σίηνο 5 (1954) 95. «Ἀξρή ηνῦ Θ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο
Σίηνο 6 (1954) 114. «Ἀξρή ηνῦ Η΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 7 (1954)
125. «Ἀξρή ηνῦ ΗΑ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 8 (1954) 170. «Ἀξρή
ηνῦ ΗΒ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 9 (1954) 194. «Ἀξρή ηνῦ ΗΓ΄
θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 7 (1954) 208. «Ἀξρή ηνῦ ΗΓ΄ θαζίζκαηνο.
Δ὎ρή ἑηέξα ηνῦ ὁζίνπ Ἰαθψβνπ… Δ὎ρή ἑηέξα εἰο ηήλ Θενηφθνλ», Ἀπφζηνινο Σίηνο 12 (1954) 252.
«Ἀξρή ηνῦ ΗΔ΄ θαζίζκαηνο. Καί ηάο ε὎ράο ηνῦ Γεξκαλνῦ Παηξηάξρνπ Κσλζηαληηλνππφιεσο… Δ὎ρή
ἑηέξα εἰο ηφλ ηίκηνλ Πξφδξνκνλ… Δ὎ρή ἑηέξα εἰο ηήλ Θενηφθνλ», Ἀπφζηνινο Σίηνο 1 (1955) 12.
«Ἀξρή ηνῦ Η΢Σ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ηνῦ ὁζίνπ παηξφο ἡκῶλ Ἀλαζηαζίνπ ηνῦ ΢ηλαίνπ ὄξνπο»,
Ἀπφζηνινο Σίηνο 2 (1955) 29. «Ἀξρή ηνῦ ΗΕ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα εἰο ηήλ ὏πεξαγίαλ
Θενηφθνλ… Δ὎ρή ηνῦ ὁζίνπ παηξφο ἡκῶλ Ἀξζελίνπ ηνῦ κεγάινπ. Δ὎ρή ἑηέξα εἰο ηήλ ὏πεξαγίαλ
Θενηφθνλ Ἰσάλλνπ ηνῦ Γακαζθελνῦ», Ἀπφζηνινο Σίηνο 3 (1955) 50. «Ἀξρή ηνῦ ΗΖ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή
… Δ὎ρή ἑηέξα εἰο ηήλ ὏πεξαγίαλ Θενηφθνλ», Ἀπφζηνινο Σίηνο 4 (1955) 73. «Ἀξρή ηνῦ ΗΘ΄
θαζίζκαηνο. Δ὎ρή… Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα εἰο ηήλ ὏πεξαγίαλ Θενηφθνλ», Ἀπφζηνινο Σίηνο 5
(1955) 98. «Ἀξρή ηνῦ Κ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή… Δ὎ρή ἑηέξα ηνῦ ὁζίνπ παηξφο ἡκῶλ ἖θξαίκ ηνῦ ΢χξνπ,
Ἀπφζηνινο Σίηνο 6 (1955) 116.
251
Βαζίδεηαη ζηφλ ὏π΄ ἀξηζκφ 958 θψδηθα ηνῦ ΢ηλᾶ θαί ζηφλ ὏π΄ ἀξηζκφ 33 θψδηθα ηῆο ἖ζληθῆο
Βηβιηνζήθεο Ἀζελῶλ, ζηνχο ὁπνίνπο παξεκβάιινληαη ζηίο ὧξεο θαζίζκαηα Φαιηεξίνπ θαί ἀληίθσλα
κέ ἀληίζηνηρεο ε὎ρέο. Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Ἡ ζηηρνινγία ηνῦ Φαιηεξίνπ θαηά ηάο
ὥξαο θαί αἱ θαη’ α὎ηήλ ε὎ραί», Ἀπφζηνινο Σίηνο 7 (1956) 132.«Γηάγξακκα ηῆο ἀθνινπζίαο ηῶλ ὡξῶλ
κεηά ζηηρνινγίαο», Ἀπφζηνινο Σίηνο 8-10 (1956) 147, 172, 196.«Ὥξα ηξίηε», Ἀπφζηνινο Σίηνο 11
(1956) 208.«Ὥξα ηξίηε», Ἀπφζηνινο Σίηνο 1 (1957) 10.
252
΢χκθσλα κέ ηφλ ὏π’ ἀξηζκφ 670 θψδηθα ηῆο ἖ζληθῆο Βηβιηνζήθεο Ἀζελῶλ. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν.
ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Σάμηο πξνζέζεσο», Ἀπφζηνινο Σίηνο 1-5 (1956) 13, 26, 94.
253
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη Αἰγχπηνπ θαί Ἀλαηνιῆο, ΢πκβνιή εἰο ηήλ
ἱζηνξίαλ ηῆο ρξηζηηαληθῆο ιαηξείαο , ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 20083, ζ. ζη΄.
254
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, «὇ θαζεγεηήο Π. Ν. Σξεκπέιαο ὡο ιεηηνπξγηνιφγνο», ὅ.π., ζ. 5.

48
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ὁ πρῶτος τόμος τῆς σειρᾶς, Ἀρχαί καί χαρακτήρ τῆς χριστιανικῆς

λατρείας255, ἀσχολεῖται μέ τήν ἀφετηρία, τά κύρια γνωρίσματα καί τόν

χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς λατρείας, τό πρόβλημα τῶν ἰουδαϊκῶν καί

ἐθνικῶν ἐπιδράσεων ἐπ’ αὐτῆς, καθώς καί τῆς ἱστορίας της κατά τούς

τρεῖς πρώτους αἰῶνες.

΢τό δεύτερο σύγγραμμα της σειρᾶς αὐτῆς, πού ἐπιγράφεται

Λειτουργικοί τύποι Αἰγύπτου καί Ἀνατολῆς256, παρουσιάζει τίς συνθῆκες

κάτω ἀπό τίς ὁποῖες διαμορφώθηκαν οἱ διάφοροι λειτουργικοί τύποι τῶν

διαφόρων Ἐκκλησιῶν τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Ἀνατολῆς, καθώς ἐπίσης καί

τήν ἐξέλιξη τῆς χριστιανικῆς λατρείας στούς τύπους αὐτούς. Εἰδικότερα

στό κύριο μέρος τοῦ βιβλίου ἀναλύει τούς λειτουργικούς τύπους τῶν δύο

μεγάλων ἀνατολικῶν λειτουργικῶν οἰκογενειῶν, τῆς ΢υρο-Ἀντιοχειανῆς

καί τῆς Ἀλεξανδρινῆς, ἀπό τόν 4ο μέχρι τόν 7ο αἰώνα.

Σέλος στόν τρίτο τόμο τῆς σειρᾶς, Λειτουργικοί τύποι τῆς Δύσεως

καί Διαμαρτυρομέων Agenda257, περιγράφει τούς λειτουργικούς τύπους πού

διαμορφώθηκαν στή Δύση. ΢υγκεκριμένα μελετᾶ τόν Ρωμαϊκό

λειτουργικό τύπο, τόν Ἀμβροσιανό ἤ λειτουργικό τύπο τῶν Μεδιολάνων,

τόν Γαλλικανικό, τόν Μοζαραβικό καί τόν Κελτικό λειτουργικό τύπο.

Ἐπιπλέον μελετᾶ καί τήν ἐξέλιξη τῶν δυτικῶν λειτουργικῶν τύπων καί

μετά τόν 8ο αἰώνα, καθώς ἐπίσης καί τούς λειτουργικούς τύπους τῶν

Διαμαρτυρομένων, γνωστούς μέ τήν ὀνομασία Agenda.

255
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ ηῆο ρξηζηηαληθῆο ιαηξείαο, Ἀζῆλαη 1962, ζζ.
κ΄+242. Πεξηέρεη ἀλαηππψζεηο ζρεηηθῶλ κειεηῶλ πνχ δεκνζηεχηεθαλ ζηφ Γξεγφξηνο ὁ Παιακᾶο 41
(1958) θαί 42 (1959)· ΔΔΘ΢ΠΑ, η. 14, Ἀζῆλαη 1963· Θενινγία 30 (1959), 31 (1960) θαί 32 (1961).
256
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη Αἰγχπηνπ θαί Ἀλαηνιῆο, ΢πκβνιή εἰο ηήλ
ἱζηνξίαλ ηῆο ρξηζηηαληθῆο ιαηξείαο, Ἀζῆλαη 1961,ζζ. ηβ΄+338.
257
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη ηῆο Γχζεσο θαί Γηακαξηπξνκέσλ Agenda,
΢πκβνιή εἰο ηήλ ἱζηνξίαλ ηῆο ρξηζηηαληθῆο ιαηξείαο, Ἀζῆλαη 1966, ζζ. ηβ΄+379. Πεξηέρεη ἀλαηππψζεηο
ζρεηηθῶλ κειεηῶλ, πνχ δεκνζηεχηεθαλ ζηφ ΔΔΘ΢ΠΑ, η. 15, Ἀζῆλαη 1965· Θενινγία 33 (1962), 34
(1963), 35 (1964) θαί 36 (1965).

49
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Πρόθεσή του μάλιστα ἦταν καί ἡ συγγραφή συστήματος

Λειτουργικῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας258, στήν ὁποία θά περιελάμβανε

καί τίς νεότερες ἐξελίξεις τῆς ἀνατολικῆς λατρείας μετά τόν 7ο αἰώνα,

ἔχοντας ἐξάλλου ἐκθέσει ἀρκετές ἀπό αὐτές σέ ἄλλα ἔργα του. Ὅμως οἱ

ἱεραποστολικές του δραστηριότητες «τήν συγγραφήν τῆς Λειτουργικῆς,

μετέβαλον εἰς ὄνειρον ἀπραγματοποίητον»259.

Ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ ὅτι καί οἱ δύο πρῶτες λειτουργικές μελέτες

πού δημοσίευσε διαφωτίζουν θέματα τῆς ἀρχῆς καί τῆς ἐξέλιξης τῆς

χριστιανικῆς λατρείας. ΢υγκεκριμένα στή μελέτη του Ἡ τελεσιουργία τῆς

θ. Εὐχαριστίας κατά τούς δύο πρώτους αἰῶνας260, πραγματεύεται τήν

τελεσιουργία τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας κατά τούς δύο

πρώτους αἰῶνες τοῦ Φριστιανισμοῦ. Προσπαθεῖ νά καταστήσει σαφές «ὅτι

ὁ πυρήν τῆς τελεσιουργίας τοῦ μυστηρίου… ἔμεινεν ἀπ’ ἀρχῆς

ἀμετάβλητος», παρ’ ὅλες τίς προσθῆκες κατά τήν ἐξέλιξή του261. ΢τήν

ἑπόμενη ἐργασία του Ἡ τελεσιουργία τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος πάλαι τε καί

νῦν262, παρουσιάζει καί τήν «διά μέσου τῶν αἰώνων φυσιολογικήν καί τῆς

τελεσιουργίας ταύτης ἐξέλιξιν», ἀποδεικνύοντας ταυτόχρονα καί τό

ἀναλλοίωτο τῶν παραδοθέντων στοιχείων ἀπό τόν Κύριο καί τούς

Ἀποστόλους263.

Φρήσιμη συμβολή στήν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς λατρείας εἶναι καί

ἡ μελέτη του Ἡ τάξις τῶν ἐγκαινίων κατά τόν Γαλλικανικόν τύπον, τόν

ἐκληφθέντα καί ὡς Ἐφεσιανόν264, στήν ὁποία ἀποδεικνύει ὅτι ἡ

258
ΗΧΑΝΝΟΤ ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθά ζέκαηα Ε΄, 31-35, Θεζζαινλίθε 1986, ζ. 15.
259
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Οἱ Λεηηνπξγηθνί ηχπνη ηῆο Γχζεσο, ὅ.π., ζ. ε΄.
260
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ηειεζηνπξγία ηῆο ζ. Δὐραξηζηίαο θαηά ηνχο δχν πξψηνπο
αἰψλαο, Σχπνηο «Φνίληθνο», ἐλ Ἀζήλαηο 1924, ζζ. 40. Ἀλάηππν ἀπφ Θενινγία 2 (1924) 148-163, 255-
256.
261
Ὅ.π., ζζ. 3-4.
262
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ηειεζηνπξγία ηνῦ ἁγίνπ Βαπηίζκαηνο πάιαη ηε θαί λῦλ, Ἀζῆλαη
1925, ζζ. 104.
263
Ὅ.π., ζ. 3.
264
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Ἡ ηάμηο ηῶλ ἐγθαηλίσλ θαηά ηφλ Γαιιηθαληθφλ ηχπνλ, ηφλ
ἐθιεθζέληα θαί ὡο ἖θεζηαλφλ», Σηκεηηθφο ηφκνο ἐπί ηῷ ἰσβειαίῳ ηνῦ ζεβ. κεηξνπνιίηνπ Φηιίππσλ-

50
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Γαλλικανική καί Βυζαντινή τάξη τῶν ἐγκαινίων προέρχονται ἀπό

παλαιότερη κοινή πηγή πού διαμορφώθηκε στήν Ἀνατολή265.

Ἀκόμη ὁ Σρεμπέλας ἀσχολήθηκε καί μέ τήν ἑλληνική ὑμνογραφία.

Ἀποτέλεσμα τῆς ἐνασχόλησής του ἦταν τό βιβλίο Ἐκλογή Ἑλληνικῆς

Ὀρθοδόξου Ὑμνογραφίας266, τό ὁποῖο χαρακτηρίστηκε ὡς τό ἀρτιότερο

ἐγχειρίδιο γιά τήν ἑλληνική ὑμνογραφία267. ΢τό πρῶτο μέρος ἐκτίθεται

ὅλη ἡ ἱστορία τῶν ποιητικῶν εἰδῶν (κοντακίου καί κανόνος), τῶν

προδρομικῶν μορφῶν καί ὅλων τῶν σχετικῶν προβλημάτων περί τῶν

μορφῶν, μέτρων καί τοῦ μέλους τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων, ὅπως π.χ. τό

θέμα τῆς ἰσοσυλλαβίας καί ὁμοτονίας τῶν ὕμνων. ΢τό δεύτερο μέρος

παρατίθενται «ὅσο τό δυνατόν περισσότεροι ἐξ ἐκείνων τῶν

ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων, οἵτινες εἰς συλλογάς μή κυκλοφορησάσας εὐρέως

περιλαμβανόμενοι, εἴτε παρέμειναν ὅλως ἄγνωστοι εἴτε τυγχάνουσι καί

εἰς τούς ἐφιεμένους τούτων δυσεύρετοι καί σχεδόν ἀπρόσιτοι»268.

γ) Παράλληλα ὁ Σρεμπέλας σέ μία σειρά ἀπό μικρότερες

ἐπιστημονικές μελέτες πραγματεύεται διάφορα προβλήματα τῆς θείας

λατρείας, ἐρευνώντας τίς πηγές καί προτείνοντας λύσεις269. Ἰδιαίτερα

ἀσχολήθηκε καί ἀνέδειξε τό αἴτημα τῆς συμμετοχῆς τῶν λαϊκῶν στήν

λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ μακαριστός καθηγητής παρουσίασε σέ

μία σειρά ἄρθρων στό περιοδικό Ἐνορία, τά ὁποῖα ἐκδόθηκαν τό 1957 σέ

βιβλίο μέ τόν τίτλο Οἱ λαϊκοί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Βασίλειον ἱεράτευμα270, τίς

Νεαπφιεσο-Θάζνπ Χξπζνζηφκνπ, Καβάια 1960. Σφ ἄξζξν α὎ηφ ὏πῆξμε ηφ ἐξέζηζκα θαί ηφ θχξην
὏πφδεηγκα γηά κεηαγελέζηεξε κειέηε κέ ηίηιν «Ἡ ιεηηνπξγία ηῆο ἖θέζνπ», ΔΔΘ΢ΠΑ, η. 31, Αζήλα
1996, ζζ. 645-651. Κ. ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ, ὅ.π., ζ. 235.
265
Ὅ.π., ζ. 8.
266
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ἖θινγή ἗ιιεληθῆο Ὀξζνδφμνπ Ὑκλνγξαθίαο, Ἀζῆλαη 1949, ζζ.
317.
267
Κ. ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ, ὅ.π., ζ. 236.
268
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 3.
269
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, ὅ.π., ζ. 7.
270
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Οἱ ιατθνί ἐλ ηῇ ἖θθιεζίᾳ. Βαζίιεηνλ ἱεξάηεπκα, Ἀζῆλαη 1957, ζζ.
200. Ἀλάηππν ἀπφ ἖λνξία 18-79 (1947-1949). Ἄλ θαί ηφ ἔξγν α὎ηφ ἀλήθεη πεξηζζφηεξν ζηφλ ηνκέα
ηνῦ Καλνληθνῦ Γηθαίνπ, ηφ ἀλαθέξνπκε γηά ηίο πνιχ ζεκαληηθέο ιεηηνπξγηθέο πξνεθηάζεηο ηνπ. Ἡ ὅιε
ἀλαζηάησζε πνχ πξνθιήζεθε (πξβι. Μ. ΟΡΦΑΝΟΤ, ὅ.π., 822-823.) ὁδήγεζε ζηήλ ἐπαπμεκέλε

51
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἀπόψεις τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης γιά τή θέση τῶν λαϊκῶν

στήν ὀρθόδοξη παράδοση καί τή συμμετοχή τους στή διοίκηση, στή

λατρεία καί στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπίσης παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τήν ἀνάπτυξη τῆς

ρωμαιοκαθολικῆς λειτουργικῆς κίνησης κατά τόν 20ό αἰώνα , συνέγραψε

τή μελέτη Ἡ ρωμαϊκή λειτουργική κίνησις καί ἡ πρᾶξις τῆς Ἀνατολῆς271.

΢τό ἔργο αὐτό παρουσιάζει τήν κίνηση αὐτή καί τίς ἐπί μέρους ἐπιδιώξεις

της. Ἰδιαίτερα τονίζει τήν ἀρχαία λειτουργική πράξη σχετικά μέ τήν

συνιερουργία κλήρου καί λαοῦ στή λατρεία, τήν «εἰς ἐπήκοον» ἀνάγνωση

τῶν εὐχῶν καί τῆς κοινωνίας ὡς ἐπισφράγιση τῆς λατρείας. Ὁ Σρεμπέλας

καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἐξεταζόμενη λειτουργική κίνηση

ἐπηρεάστηκε καί ἀπό τήν σημερινή πράξη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ

ὁποία διατήρησε, ἔστω καί ὑποτονικά, τίς βασικές ἀρχές τῆς παλαιᾶς

λειτουργικῆς παράδοσης. Ἀκόμη ὁ Σρεμπέλας σέ μεταγενέστερο ἄρθρο

του ἐνημέρωσε γιά τίς τρεῖς νέες εὐχαριστιακές ἀναφορές τῆς Ρώμης, πού

συντάχθηκαν μετά ἀπό ἀπόφαση τῆς Β΄ Βατικανῆς ΢υνόδου καί

παρουσίασε ἐποπτικά τήν μία ἀπό αὐτές272.

Γιά τό θέμα τῆς «εἰς ἐπήκοον» ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν, ἔγραψε καί

τό ἄρθρο L’ audition de l’ Anaphore Eucharistique par le peuple273, στό ὁποῖο

προσάγει ἱστορικές μαρτυρίες καί θεολογικά ἐπιχειρήματα, γιά νά

ὑποστηρίξει τήν «εἰς ἐπήκοον» ἀκρόαση τῆς εὐχῆς τῆς ἀναφορᾶς.

Ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας εἶχε ἀσχοληθεῖ καί μέ τό θέμα τῆς

συμμετοχῆς τῆς γυναίκας στήν ψαλμωδία. ΢τήν ἐργασία Ἡ γυνή ἐν τῇ

ἐπαλέθδνζε: ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Οἱ ιατθνί ἐλ ηῇ ἖θθιεζίᾳ. Σφ βαζίιεηνλ ἱεξάηεπκα, ἐθδ.


«὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19762, ζζ. θ΄+310.
271
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο θαί ἡ πξᾶμηο ηῆο Ἀλαηνιῆο,
Ἀζῆλαη 1949, ζζ. 90. Ἀλάηππν ἀπφ ἖θθιεζία 45-46 (1948) θαί ἖θθιεζία 7 (1950).
272
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Αἱ λέαη ε὎ραξηζηηαθαί ε὎ραί ηῆο Ρψκεο», ἖θθιεζηαζηηθφο
Φάξνο ΝΑ΄ (1952-1969) 13-26.
273
PANAGIOTOU N. TREMPELA, « L’ audition de l’ Anaphore Eucharistique par le people», 1054-
1954: L’ Eglise et les Eglises. Publication extraordinaire de la Revue Irenikon, Chevetogne-Bruxelles
1955.

52
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ψαλμωδίᾳ274, ἀφοῦ ἐξετάζει τό μέλος, τούς ἐκτελεστές καί τήν ἐξέλιξη τῆς

ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς ψαλμωδίας, καταλήγει στό ὅτι ἡ παράδοση τῆς

Ἐκκλησίας δέν γνώρισε τή γυναίκα «ὡς ψάλτρια ἐν τῷ ἄμβωνι ἤ τῷ

ἡμιχορίῳ ἐγκατεστημένην καί ὄχι ἁπλῶς συνυπήχουσαν ἀλλά καί τῆς

ψαλμωδίας συνεξάρχουσαν»275.

Σόν μακαριστό καθηγητή ἀπασχόλησε ἐπίσης καί τό θέμα τῆς

γονυκλισίας κατά τήν ὥρα τῆς εὐλογίας τῶν τιμίων δώρων στή διάρκεια

τῆς εὐχῆς τῆς ἀναφορᾶς στή θεία Λειτουργία. ΢τήν μελέτη του Ἡ

γονυκλισία ἐν ταῖς Κυριακαῖς276, προσάγει βιβλικά, ἱστορικά καί κανονικά

ἐπιχειρήματα γιά νά ὑποστηρίξει ὅτι ἡ πράξη αὐτή δέν ἀντιτίθεται στό

πνεῦμα τῶν κανόνων, πού δέν ἐπιτρέπουν τίς γονυκλισίες κατά τίς

Κυριακές.

Ὁ Σρεμπέλας μέ ἀφορμή τόν προβληματισμό πού δημιουργήθηκε

σχετικά μέ τόν τρόπο μεταφορᾶς τῶν ἀχράντων μυστηρίων στούς

ἀσθενεῖς, ἔγραψε σχετικό ὑπόμνημα στήν Ἱερά ΢ύνοδο277. ΢τό ὑπόμνημα

αὐτό ἐπικαλούμενος τήν πράξη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τίς

σημερινές συνθῆκες καί ἀνάγκες, τάσσεται ὑπέρ τῆς διακριτικῆς

μεταφορᾶς τῶν ἀχράντων μυστηρίων μέσα σέ εἰδικό φορητό ἀρτοφόριο

καί ὄχι στήν μεταφορά «μετ’ ἐξωτερικῆς πομπῆς καί ἐπισήμως»278.

274
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ γπλή ἐλ ηῇ ςαικσδίᾳ, ἔθδνζηο ηνῦ ζξεζθεπηηθνῦ πεξηνδηθνῦ
«Εσή», Ἀζῆλαη 1926, ζζ. 40. Ἀλάηππν ἀπφ Εσή 716-729 (1925-1926).
275
Ὅ.π. ζ. 37.
276
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ γνλπθιηζία ἐλ ηαῖο Κπξηαθαῖο, Ἀζῆλαη, 1948, ζζ. 32. Ἀλάηππν
ἀπφ ἖θθιεζία 21-40 (1948). Γηά ηφ ζέκα α὎ηφ ἀληέηαμε ἐπηρεηξήκαηα ὁ Θεζζαιηψηηδνο Ἰεδεθηήι
἖θθιεζία 33-34 (1948) θαζψο θαί ὁ θ. ἖λεηζιίδεο ζέ πέληε ἄξζξα ηνπ ζηφ ἴδην πεξηνδηθφ (1949). ὇
Σξεκπέιαο ἀπάληεζε κέ ζεηξά ἄξζξσλ: ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Καί πάιηλ πεξί ηῆο
γνλπθιηζίαο ηῆο Κπξηαθῆο», ἖λνξία 80-84 (1949).
277
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «἖πί ηνῦ δεηήκαηνο ηῆο κεηαθνξᾶο ηῶλ ἀρξάλησλ κπζηεξίσλ
εἰο ηνπο ἀζζελεῖο» ἖θθιεζία 46 (1926) 314-316. Ἀληηξξήζεηο ἐθθξάζηεθαλ ζηφ ἄξζξν ηνῦ
ΠΑΝΣΔΛΔΖΜΟΝΟ΢ ΠΑΠΑΓΔΧΡΓΗΟΤ (δηαθφλνπ), «Πεξί ηνῦ ηξφπνπ κεηαθνξᾶο ηῆο ζείαο
θνηλσλίαο εἰο ηνχο ἀζζελεῖο», ἖θθιεζία (1926) 389-379, ζηφ ὁπνῖν ὏πῆξμε ἀπάληεζε: ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ
Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Γεπηεξνινγία. ἖πί ηνῦ δεηήκαηνο ηῆο κεηαθνξᾶο ηῆο ζείαο Κνηλσλίαο εἰο ηνχο
ἀζζελεῖο», ἖θθιεζία 50 (1926).
278
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «἖πί ηνῦ δεηήκαηνο», ὅ.π., 314.

53
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ἀκόμη, μετά ἀπό παράκληση δύο μητροπολιτῶν τοῦ πατριαρχείου

Ἀλεξανδρείας κατά τήν Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου, δημοσίευσε

μελέτη σχετικά μέ τή δυνατότητα τέλεσης περισσοτέρων λειτουργιῶν ἀπό

ἕνα λειτουργό τήν ἴδια μέρα, πρός ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν279. Ὁ

Σρεμπέλας, μελετώντας τήν ἀρχαία ἐκκλησιαστική πράξη, συμπεραίνει

ὅτι δέν μαρτυρεῖται ἡ τάξη αὐτή ἀπό καμία πηγή στίς Ἐκκλησίες τῆς

Ἀνατολῆς καί τῆς Ἀλεξάνδρειας280. Γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν

ποιμαντικῶν ἀναγκῶν προτείνει ὡς λύση τόν θεσμό τῶν

Προηγιασμένων, περιγράφοντας καί τόν τρόπο ἐφαρμογῆς του κατά

περίπτωση.

Ὁ μακαριστός καθηγητής ἐπίσης συνέγραψε τήν μελέτη

Λειτουργικῶν πλανῶν ἔλεγχος. Ἀπάντηση στό Δ. Πάλλαν281, ὡς ἀπάντηση

σέ μία πραγματεία τοῦ ἀναφερόμενου ἀρχαιολόγου καί θεολόγου. ΢τή

μελέτη του ὁ μακαριστός καθηγητής ἀναιρεῖ τίς ἀπόψεις τοῦ Πάλλα, ὁ

ὁποῖος ὑποστήριζε ὅτι ἡ χριστιανική λατρεία ἀποτελοῦσε ἀναβίωση τῶν

εἰδωλολατρικῶν μυστηριακῶν θρησκειῶν.

Ἄξιες ἀναφορᾶς ἀποτελοῦν καί οἱ λειτουργικές ἀπαντήσεις τοῦ

καθηγητῆ στά διάφορα θέματα καί ἐρωτήματα πού ὑποβάλλονταν σέ

σχετικά περιοδικά. Ἀντιπροσωπευτικά ἀναφέρονται οἱ ἐπιστολές του γιά

τήν ἐπανάληψη βαπτίσματος μετά ἀπό ἀεροβάπτισμα282, γιά τήν μή

ἐνδεδειγμένη παρεμβολή τοῦ «Ἀμήν» σέ κάθε ἀνάδυση κατά τό

279
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Δἷο ιεηηνπξγφο θαί πιείνλεο ιεηηνπξγίαη ηῇ α὎ηῇ ἡκέξᾳ»,
Ὀξζφδνμνο Παξνπζία (1964) 369-375.
280
Ὅ.π., ζ. 270.
281
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθῶλ πιαλῶλ ἔιεγρνο. Ἀπάληεζε ζηφ Γ. Πάιιαλ, Ἀζῆλαη
1954, ζζ. 36. Ἀλάηππν ἀπφ ἖λνξία 151-173 (1953-1954).
282
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Σφ ἀεξνβάπηηζκα», ἖λνξία 196-198 (1955) 118, 133.

54
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

βάπτισμα283, γιά τήν ὀρθή θέση τοῦ θυμιάματος κατά τό «ἀλληλουάριον»

μετά τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα284, κ.τ.λ.

δ) Ξεχωριστή κατηγορία συγγραμμάτων ἀποτελοῦν τά

ἐκλαϊκευτικά λειτουργικά του ἔργα, τά ὁποῖα ἔχουν ὡς στόχο νά

βοηθήσουν τόν λαό στήν κατανόηση τῶν ὅσων λέγονται καί τελοῦνται

κατά τή θεία λατρεία καί ἰδιαίτερα στή θεία Λειτουργία. Γιά τόν λόγο

αὐτό ἐξέδωσε τό Λειτουργικόν285, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ μία ἐγκόλπια

χρηστική ἔκδοση τοῦ κειμένου τῶν τριῶν λειτουργιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας,

δηλαδή τοῦ Ἰωάννου τοῦ Φρυσοστόμου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τῶν

Προηγιασμένων286. Σό ἐγκόλπιο αὐτό περιέχει εἰσαγωγή, τό κείμενο τῶν

λειτουργιῶν μέ ἑρμηνευτική ἀπόδοση στή νεοελληνική καί σχόλια στίς

τρεῖς λειτουργίες287, ἐνῶ τό μικρό του μέγεθος διευκόλυνε τή χρήση του

στό ναό. Σό πρωτοποριακό αὐτό ἐγχείρημα εἶχε μεγάλη ἀνταπόκριση

στούς ἐκκλησιαζομένους πιστούς, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τίς

ἀλλεπάλληλες ἐκδόσεις πού γνώρισε288.

Φαρακτηριστικό δεῖγμα τοῦ ἐκλαϊκευτικοῦ του ἔργου ἀποτελεῖ τό

βιβλίο Ἀπό τήν ὀρθόδοξον λατρείαν μας289. ΢τό ἔργο του αὐτό, πού

χαρακτηρίζεται ἀπό ἀμεσότητα καί προσωπικό τόνο290, ἐμβαθύνει

θεολογικά καί πνευματικά στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας χωρίς νά

παραμελεῖ καί τήν ἱστορική πλευρά291. Προσπαθεῖ νά κάνει τόν

ἀναγνώστη «τό κατά δύναμη κοινωνό τῆς θεολογικῆς καί πνευματικῆς

283
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «἖πί ηῆο ἐπηθιήζεσο ηνῦ βαπηίζκαηνο», ἖λνξία 200 (1955) 165.
284
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Σφ ζπκίακα θαηά ηφ ἀπνζηνιηθφλ ἀλάγλσζκα», ἖λνξία 264
(1959) 15.
285
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, Ἀζῆλαη 1963, ζζ. 347.
286
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, «὇ θαζεγεηήο Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ιεηηνπξγηνιφγνο», ὅ.π., 6.
287
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθά ζέκαηα Ε’, ὅ.π., ζ. 16.
288
πξβι. ΑΓΔΛΦΟΣΖ΢ ΘΔΟΛΟΓΧΝ «Ο ΢ΧΣΖΡ», Καηάινγνο ἐθδφζεσλ 2015, www.osotir.gr/shop
289
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ Λαηξείαλ καο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη
1970, ζζ. 428. Πεξηέρεη ζεηξά ἄξζξσλ πνχ εἶραλ δεκνζηεπζεῖ ζηφ πεξηνδηθφ Ὁ ΢σηήξ (1960-1967).
290
ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «Λνγηθή ιαηξεία κία πνιχηηκε ζπκβνιή», Ἡ Γξάζηο καο 138 (1978) 63.
291
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθά ζέκαηα Ε΄, ὅ.π., ζ. 16-17.

55
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

προσωπικῆς ἐμπειρίας του ἀπό τήν προσέγγιση στό μέγα μυστήριο τῆς

θείας Εὐχαριστίας»292.

΢τήν ἴδια κατηγορία θά μποροῦσε νά καταταχθεῖ καί τό ἄρθρο μέ

τἰτλο Αἱ ἀρχαί καί ὁ χαρακτήρ τῆς ὀρθοδόξου λατρείας293, στό ὁποῖο

ἐξετάζει συνοπτικά τίς ρίζες καί τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς

ὀρθόδοξης λατρείας. ΢τό ἴδιο ἄρθρο ἐκθέτει τό διάγραμμα τῆς θείας

Λειτουργίας καί ἀναλύει τόν συμβολισμό της.

Σέλος ὁ Σρεμπέλας ἐκτός ἀπό τά λειτουργικά του ἄρθρα σέ

διάφορα περιοδικά294, ἔγραψε καί λειτουργικά λήμματα σέ

ἐγκυκλοπαιδικά λεξικά295 καί ἰδιαίτερα στήν Μεγάλη Ἑλληνική

Ἐγκυκλοπαιδεία296, ὅπως ἐπίσης καί στίς Θρησκευτική καί Χριστιανική

Ἐγκυκλοπαιδεία297 καί Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία 298.

Κλείνοντας τήν ἀντιπροσωπευτική αὐτή παρουσίαση τῆς

λειτουργικῆς ἐργογραφίας τοῦ Παναγιώτη Σρεμπέλα, ἀξίζει νά παρατεθεῖ


292
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, «὇ θαζεγεηήο Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ιεηηνπξγηνιφγνο», ὅ.π., ζ. 6.
293
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ἀξραί θαί ὁ ραξαθηήξ ηῆο ὀξζνδφμνπ ιαηξείαο, Ἀζῆλαη 1952,
Ἀλάηππν ἀπφ Ἀθηίλεο 127-128 (1952). ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Αἱ ἀξραί θαί ὁ ραξαθηήξ
ηῆο ὀξζνδφμνπ ιαηξείαο. Γεληθνί ραξαθηεξηζκνί. Παιαηαί αἱ ἀξραί ηῆο ιαηξείαο καο», Ἀπφζηνινο
Σίηνο 10 (1952) 191·«Υαξαθηεξηζηηθά ηῆο ιαηξείαο καο», Ἀπφζηνινο Σίηνο 11-12 (1952) 211, 232·
«Γηάγξακκα θαί ζπκβνιηζκφο ηῆο ιαηξείαο», Ἀπφζηνινο Σίηνο 2 (1953) 24.
294
πξβι. ΔΤΑΓΓΔΛΟΤ ΘΔΟΓΧΡΟΤ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο (΢πνπδαί, ηίηινη, δξάζηο,
δεκνζηεχκαηα)», ΔΔΘ΢ΠΑ, η. ΗΕ΄, Ἀζῆλαη 1971, ζζ. κβ-πδ΄.
295
πξβι. Ὅ.π., ζζ. κ΄-κβ΄.
296
἖λδεηθηηθά ἀλαθέξνπκε ἀπφ α὎ηήλ ηίηινπο: Ἄκθηα, Ἀλάζεκα, Ἀλάιαβνλ, Ἀλαιφγηνλ, Ἀλαθνξά,
Ἀληηκήλζηνλ, Ἄμηφλ ἐζηηλ (Ὑκλνι.), Ἀπεπινγίαη, Ἅπισκα. Ἀπφληςηο, Ἀπφζηνινο, Ἀπνηαγή κνλαρηθή,
Ἀπφηαμηο θαί ζχληαμηο, Ἀπνηνκή θεθαιῆο Βαπηηζηνῦ, Ἄξηνο ἅγηνο, Ἀξρηεξαηηθφλ, Ἀζπαζκφο,
Ἀζηεξίζθνο, Βαπηηζηήξηνλ, Βῆκα ἅγηνλ, Βεκφζπξνλ, Βσκφο, Γάκνο, Γνλπθιηζία, Γπλαηθσλίηεο,
Γαικαηηθή, Γῶξα ηίκηα, ἗βδνκάο ἁγία, ἖γθαίληα, ἖γρείξηνλ, Δἰιεηάξηνλ, Δἰιεηφλ, Δἰζφδηα, Δἴζνδνο,
἖λάηε ὥξα, ἖λλεάκεξα-Ἔλαηα, ἖λλεάκεξα ηῆο Παλαγίαο, ἗νξηή, ἖πηηάθηνο ζξῆλνο, ἖πηηάθηνο,
἗ζπεξηλφο, Ἔηνο ἐθθιεζηαζηηθφλ, Δ὎αγγέιηνλ, Δ὎αγγειίνπ ἀζπαζκφο, Δ὎αγγειηζκφο Θενηφθνπ,
Ἠζκφο, Θενκεηνξηθαί ἑνξηαί, Θπκίακα, Θπζηαζηήξηνλ, Κνπξά, Λακπάο, Λεηηνπξγία, Λεηηνπξγία
(θπιιάδα), Λεηηνπξγηά (πξνζθνξά), Λεηηνπξγηθή, Λεηηνπξγηθά βηβιία, Λεηηνπξγηθαί δέιηνη, Λείςαλα
ἁγίσλ, Μελαῖνλ, Μίηξα, Μπξνδνρεῖνλ, Μχξνλ ἅγηνλ, Ναφο, Νάξζεμ, Νεπηνβαπηηζκφο, Νεζηεηῶλ
Κπξηαθαί, Νεζηήζηκνο, Ξεξνθαγεία, Οἶλνο, ὆θηψερνο, Ὄξζξνο, Ὄζηηα, Παλαγηάξηνλ, Παλήγπξηο,
Παλπρίο, Παξάθιεζηο, Παξαζθεπή, Παξαζθεπή κεγάιε, Παξαηξαπέδηνλ, Παξαθξφλσλ ἑνξηή, Πάζρα,
Πεληεθνζηάξηνλ, Πεληεθνζηή, Πεξηζηεξά, Πλεχκαηνο ἁγίνπ ἑνξηή, Πνιπρξφληνλ, Πνηήξηνλ ἅγηνλ ἤ
θξαηήξ, Πξνεφξηηνο, Πξνεγηαζκέλσλ ιεηηνπξγία, Πξνζθνκηδή, Πξνζθπλεηάξηνλ, Πξνζθνξά,
Πξνθεηηθά ἀλαγλψζκαηα, Ράληηζκα, Ρηπίδηνλ, ΢άθθνο, ΢αξάληηζκα, ΢ήκαληξνλ, ΢θεχε ἱεξά, ΢πφγγνο,
΢ηέθαλνη, ΢ηηράξηνλ, Σξάπεδα ἁγία, Σξηζάγηνο, Φαηιφληνλ, Φιάκκνπινλ, Υεηξνηνλία, Υσλεπηήξηνλ,
Φαιηήξηνλ, Ὠκνθφξηνλ.
297
Ἁγηαζκαηάξηνλ θαί Ἁγηαζκφο.
298
Γίπηπρα.

56
Λεηηνπξγηθή ἐξγνγξαθία ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

καί τό τελευταῖο χειρόγραφό του. ΢τίς λίγες γραμμές του διακρίνεται ἡ

λειτουργική του ἐνσυναίσθηση καί ἡ στενή σύνδεσή του μέ τήν

μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας:

«1) Ἡ ἐπισημοτέρα ὥρα τοῦ Φριστιανοῦ εἶναι ἡ ὥρα τοῦ Βαπτίσματος

(καθ’ ἥν γίνεται υἱοθεσία ὑπό τοῦ Θεοῦ).

2) Ἡ ἱερωτέρα στιγμή τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ τῆς Θείας Κοινωνίας.

3) Ἡ εὐτυχεστέρα ὥρα τοῦ πιστοῦ ἀγωνιστοῦ εἶναι ἡ τοῦ θανάτου, καθ’ ἥν

ἀπολαμβάνει τήν μακαρίαν αἰωνιότητα ἐν Φριστῷ Ἰησοῦ.

Π. Σρεμπέλας.»299.

299
ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «Σφ ηειεπηαῖν ρεηξφγξαθν ηνῦ Π. Σξεκπέια», Ἡ Γξάζηο καο 373 (1999) 378.

57
ΚΕΥΑΛΑΙΟ ΔΕΤΣΕΡΟ

Ι΢ΣΟΡΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΗ΢ ΛΑΣΡΕΙΑ΢ ΚΑΣΑ ΣΗ ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΚΗ


ΔΙΔΑ΢ΚΑΛΙΑ ΣΟΤ ΠΑΝΑΓΙΨΣΗ ΣΡΕΜΠΕΛΑ

1. Ἱστορικές προϋποθέσεις τῆς θείας λατρείας κατά τόν Παναγιώτη


Σρεμπέλα

Ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας πίστευε ὅτι ἡ μέθοδος, πού θά πρέπει

νά ἀκολουθήσει ἡ Λειτουργική, «πρέπει νά εἶναι ἱστορική, συγχρόνως δέ

καί συγκριτική, οὐχί δέ ὀλιγότερον καί δογματική»300. Ἡ ἱστορική μέθοδος

ὅμως, σύμφωνα μέ τόν μακαριστό καθηγητή, δέν πρέπει νά

ἀντιμετωπιστεῖ ὡς ἀρχαιολογική. Ἐπειδή ἡ λατρεία συνεχῶς ἐξελίσσεται,

ἡ ἱστορικοφιλολογική αὐτή ἔρευνα θά πρέπει ὄχι μόνο νά διακριβώνει ὑπό

ποιά ἔννοια καί σημασία εἰσήχθησαν τά διάφορα στοιχεῖα στή λατρεία,

ἀλλά καί πῶς αὐτά ἑρμηνεύτηκαν στούς μετέπειτα χρόνους

προσλαμβάνοντας νέο συμβολικό περιεχόμενο301.

Παράλληλα εἶναι ἀπαραίτητη καί ἡ συγκριτική ἐξέταση τοῦ

πλήθους τῶν ἀρχαίων ἀναφορῶν, ἀλλά καί γενικότερα τῶν λειτουργικῶν

τύπων, ὥστε νά ἀναγνωρίζει συγγένειες καί ὁμοιότητες μεταξύ τους,

καθώς καί νά παρακολουθεῖ τήν κατεύθυνση πού ὁ καθένας ἀπό αὐτούς

ἀκολούθησε κατά τήν ἐξέλιξή του. Ἐπιπλέον θά πρέπει ἡ ἱστορική

μέθοδος νά προσλαμβάνει καί θεολογικό χαρακτήρα, ὥστε νά

ἐξακριβώνει ποιό δόγμα διερμηνεύεται στίς διάφορες εὐχές κατά τούς

χρόνους τῆς ἐνσωμάτωσής τους στή λατρεία302.

Ἡ ἔλλειψη ἀνάλογων συγγραφῶν γιά τήν ἱστορία τῆς λατρείας

στήν ἑλληνική θεολογία, ὁδήγησε τόν Παναγιώτη Σρεμπέλα στήν μελέτη

καί ἀξιοποίηση τοῦ πλούσιου λειτουργικοῦ ὑλικοῦ πού συσσωρεύτηκε στή

300
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ἖γθπθινπαηδεία ηῆο Θενινγίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19944,
ζ. 370.
301
Ὅ.π., ζ. 370.
302
Ὅ.π., ζ. 370.

58
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

δυτική θεολογία303. Οἱ λειτουργικές σπουδές στή Δύση καί ἰδιαίτερα ἡ

μελέτη τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης τῆς χριστιανικῆς λατρείας ἀναπτύχθηκαν

ἰδιαίτερα κατά τόν 19ο αἰώνα. Μεγάλη ὤθηση στήν πρόοδο αὐτή δόθηκε

ἀπό τήν ἐπικράτηση τοῦ ἱστοριοκρατικοῦ πνεύματος στή Θεολογία, κατά

τή μελέτη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί τῆς Πατρολογίας, τήν ἀνακάλυψη

καί δημοσίευση ἀγνώστων χειρογράφων καί τήν πρόοδο τῆς χριστιανικῆς

ἀρχαιολογίας304. Σό ὑλικό αὐτό ὁ Σρεμπέλας τό ἐπεξεργάστηκε κριτικά, τό

ἐρεύνησε ἱστορικά, τό ἀνέλυσε συγκριτικά καί τέλος τό κατέταξε

χρονολογικά, παρουσιάζοντάς το συστηματικά στά ἱστορικά

συγγράμματά του305. Παράλληλα ἔδωσε ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν ἔρευνα

τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης τοῦ βυζαντινοῦ λειτουργικοῦ τύπου, βασιζόμενος

μεταξύ ἄλλων καί στήν μελέτη ἀνεκδότων λειτουργικῶν κωδίκων306.

Θά πρέπει νά ἐπισημανθεῖ πώς σκοπός του δέν ἦταν μόνο ἡ

θεωρητική γνώση ἑνός θεολογικοῦ πεδίου, ὅπως αὐτό τῆς ἱστορίας τῆς

χριστιανικῆς λατρείας, ἀλλά καί ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ὀρθοῦ νοήματος καί

μορφῆς τῶν λειτουργικῶν τύπων, ὥστε νά μποροῦν νά ἀποκατασταθοῦν

τυχόν σφάλματα στή σύγχρονη λειτουργική πράξη307. Παράλληλα ἡ

γνώση αὐτή τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης θά ἦταν ὁδηγός καί κριτήριο

γιά τήν εὕρεση λύσεων σέ σύγχρονα λειτουργικά προβλήματα308. ΢τή

συνέχεια θά ἀκολουθήσει μία συνοπτική καί μεθοδική παρουσίαση τῶν

θεμάτων καί τῶν πηγῶν, στίς ὁποῖες στηρίχτηκε ὁ Σρεμπέλας κατά τήν

πραγμάτευση τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης τῆς χριστιανικῆς λατρείας.

303
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη Αἰγχπηνπ θαί Ἀλαηνιῆο, ΢πκβνιή εἰο ηήλ
ἱζηνξίαλ ηῆο ρξηζηηαληθῆο ιαηξείαο , ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 20083, ζ. ζη΄.
304
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ἖γθπθινπαηδεία ηῆο Θενινγίαο, ὅ.π., ζ. 363.
305
πξβι. Ὅ.π., ζ. 363. πξβι. ΗΧΑΝΝΟΤ Μ. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθή (παλεπηζηεκηαθέο
παξαδφζεηο), ἐθδ. «Ἀθνί Κπξηαθίδε», Θεζζαινλίθε 1986, ζ. 8.
306
ΔΤΑΓΓΔΛΟΤ ΘΔΟΓΧΡΟΤ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο (΢πνπδαί, ηίηινη, δξάζηο,
δεκνζηεχκαηα)», ΔΔΘ΢ΠΑ, η. ΗΕ΄, Ἀζῆλαη 1971, ζ. θδ΄.
307
πξβι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη θαηά ηνχο ἐλ Ἀζήλαηο θψδηθαο, ἐθδ. «὇
΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19822, ζ. γ΄. πξβι. Η.ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, ὅ.π., ζ. 8.
308
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ἖γθπθινπαηδεία ηῆο Θενινγίαο, ὅ.π., ζ. 366.

59
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ἡ Ἁγία Γραφή ἀποτέλεσε, γιά τόν Παναγιώτη Σρεμπέλα, βασική

πηγή γιά τήν πραγμάτευση τῶν ἀρχῶν καί τοῦ πνεύματος τῆς

χριστιανικῆς λατρείας. Ἰδιαίτερα στήν Καινή Διαθήκη ἀναζήτησε τούς

λόγους καί τή λειτουργική πράξη τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀποστόλων γιά τήν

«ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» λατρεία309, πού ἀποτέλεσε τό θεμέλιο καί τό

πρότυπό τῆς μετέπειτα λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Μελέτησε

ἀναλυτικά τή σύσταση τῶν μυστηρίων310 καί ἰδιαίτερα τῆς θείας

Εὐχαριστίας311 καί τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος312. Ἐπίσης ἀπό τίς Πράξεις τῶν

Ἀποστόλων καί τίς διάφορες ἐπιστολές συνέλεξε πληροφορίες γιά τό

περιεχόμενο καί τόν χαρακτήρα τῆς λατρείας κατά τούς ἀποστολικούς

χρόνους313. Σέλος μελέτησε καί «τήν ἐν τῷ ὑπερουρανίῳ κόσμῳ

προσφερομένην λατρείαν» πού περιγράφεται στήν Ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία

ἐπηρέασε καθοριστικά τήν ὅλη χριστιανική λατρεία314.

Ὁ Σρεμπέλας πάντως ὑπογραμμίζει ὅτι οἱ ἀρχές τῆς χριστιανικῆς

λατρείας θά πρέπει νά ἀναζητηθοῦν στήν Παλαιά Διαθήκη. ΢έ αὐτήν

ἀναζητεῖ τό πνεῦμα τῆς θερμῆς εὐλάβειας καί ἀφοσιώσεως στήν λατρεία

τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἐξάλλου παρέλαβε ἡ

πρώτη Ἐκκλησία τά ἀναγνώσματα, καθώς καί τή χρήση τῶν ὠδῶν καί

τῶν ψαλμῶν στή λατρεία της315. ΢υνεπῶς ὁ μελετητής τῆς χριστιανικῆς

λατρείας θά πρέπει νά ἐντοπίσει τά στοιχεῖα αὐτά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

πού προσλήφθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὑπέστησαν ἐπεξεργασία καί

ἐξελίχθηκαν.

309
Ἰσάλ. 4, 23-24.
310
Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ ηῆο ρξηζηηαληθῆο ιαηξείαο, Ἀζῆλαη 1962,
ζζ. 123-132.
311
Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ηειεζηνπξγία ηῆο ζ. Δὐραξηζηίαο θαηά ηνχο δχν πξψηνπο
αἰψλαο, Σχπνηο «Φνίληθνο», ἐλ Ἀζήλαηο 1924, ζζ. 4-18.
312
Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ηειεζηνπξγία ηνῦ ἁγίνπ Βαπηίζκαηνο πάιαη ηε θαί λῦλ,
Ἀζῆλαη 1925, ζζ. 4-28.
313
Βι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ ηῆο ρξηζηηαληθῆο ιαηξείαο, ὅ.π., ζζ. 113-122.
314
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 121-122.
315
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ἖γθπθινπαηδεία ηῆο Θενινγίαο, ὅ.π., ζ. 366. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ἀξραί θαί ὁ
ραξαθηήξ ηῆο ὀξζνδφμνπ ιαηξείαο, Ἀζῆλαη 1952, ζζ. 4-5. Ἀλάηππν ἀπφ Ἀθηίλεο 127-128 (1952).

60
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ἰδιαίτερα ἀπασχόλησε τόν μακαριστό καθηγητή ὁ βαθμός τῆς

ἐπίδρασης τῆς ἰουδαϊκῆς λατρείας στή γένεση καί διαμόρφωση τῆς

ἀντίστοιχης χριστιανικῆς316. Γιά τόν λόγο αὐτό, ἐκτός ἀπό τήν Ἁγία

Γραφή, μελέτησε καί ἄλλες ἐξωβιβλικές πηγές γιά τόν τρόπο τῆς

ἰουδαϊκῆς λατρείας στόν ναό καί ἰδιαίτερα στή συναγωγή, ὅπως τό

Σαλμούδ317, καθώς καί σημερινά ἰουδαϊκά εὐχολόγια318, πού περιέχουν τό

τυπικό τῆς λατρείας τῆς ΢υναγωγῆς καί τελετές, ὅπως τό Sabbath-

Kiddush καί τό Chabûrah319. Ὁ Σρεμπέλας κατέληξε ὅτι, ἄν καί φαίνεται ἡ

ἐπίδραση τῆς λατρείας τοῦ Ἰσραήλ «ἐκ πρώτης ὄψεως λίαν ἐκτεταμένη»,

ἐντούτοις μία πιό προσεκτική ἐξέταση δείχνει ὅτι ἡ χριστιανική λατρεία

ἐμφανίζει ἀνεξαρτησία, αὐτοτέλεια καί πρωτοτυπία ἔναντι τῆς

ἰουδαϊκῆς320.

Παράλληλα ὁ Σρεμπέλας μελέτησε καί τίς διάφορες μυστηριακές

θρησκεῖες καί ἀναζήτησε τυχόν εἰδωλολατρικές ἐπιδράσεις στήν

χριστιανική λατρεία321. Ἀπό τή μελέτη τῆς ἱστορίας τῶν θρησκευμάτων

αὐτῶν, τῶν ἑορτῶν, τῶν ἐθίμων, τῶν τελετουργικῶν πράξεών τους καί

γενικότερά τῶν συνηθειῶν τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ βίου, συμπέρανε ὅτι οἱ

ἐπιδράσεις αὐτές ἦταν μεταγενέστερες τοῦ 4ου αἰώνα καί ἀφοροῦσαν

λατρευτικές πράξεις δευτερεύουσας σημασίας, οἱ ὁποῖες

ἐκχριστιανίσθηκαν καί ἔλαβαν νέο περιεχόμενο322. Οἱ θεμελιώδεις καί

316
Βι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ ηῆο ρξηζηηαληθῆο ιαηξείαο, ὅ.π, ζζ. 1-70.
317
Πεξηέρεη ηή Μηζρλά (2νο αἰψλαο) θαί ηή ιίγν κεηαγελέζηεξε Σνδίθηα, ηή Γεκάξα ηῶλ Ἱεξνζνιχκσλ
(4νο αἰψλαο) θαί ηῆο Βαβπιψλαο (5νο αἰψλαο). Ὅ.π., ζ. 7.
318
π.ρ. S. Singer, The Authorised Daily Prayer Book of the united Hebrew Congregations of the British
Empire, London 1929.
319
Βι. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ ηῆο ρξηζηηαληθῆο ιαηξείαο, ὅ.π, ζζ. 42-57.
320
Βι. Ὅ.π., ζζ. 71-80.
321
Βι. Ὅ.π., ζζ. 81-112. Μάιηζηα ζηήλ ἐπνρή ηνπ εἶρε ὏πνζηεξηρηεῖ ἡ ἄπνςε ὅηη ἡ ρξηζηηαληθή
ιαηξεία ἀπνηεινῦζε ἐμειηγκέλε κνξθή ηῶλ εἰδσινιαηξηθῶλ κπζηεξηαθῶλ ζξεζθεηῶλ. Βι.
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μπζηεξηαθαί ζξεζθεῖαη θαί ρξηζηηαληζκφο, ἐθδ. «Εσή», Ἀζῆλαη
1932, ζζ. 256. ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Λεηηνπξγηθῶλ πιαλῶλ ἔιεγρνο. Ἀπάληεζε ζηφ Γ. Πάιιαλ, Ἀζῆλαη 1954, ζζ.
36.
322
πξβι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ, η. Α΄, Ἀζῆλαη 1950, ζ. 117. ΣΟΤ
ΗΓΗΟΤ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ, η. Β΄, Ἀζῆλαη 1955, ζζ. 47, 77-78, 88.

61
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

κεντρικές γραμμές τῆς ἤδη διαμορφωμένης χριστιανικῆς λατρείας,

ἔμειναν ἀνεπηρέαστες ἀπό τίς ἐπιδράσεις αὐτές323.

Ἐκτός ὅμως ἀπό τίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς λατρείας καί τίς τυχόν

ἐπιδράσεις ἀπό ἐξωχριστιανικά θρησκεύματα, ὁ Σρεμπέλας ἐνδιαφέρθηκε

ἰδιαίτερα καί γιά τήν ἐξέλιξη τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας καί κατά τούς

ἑπόμενους αἰῶνες. Γιά τήν περιγραφή τῆς λατρείας κατά τόν 2ο αἰώνα

στηρίχτηκε κυρίως σέ ἔργα τῶν ἀποστολικῶν πατέρων, ὅπως στήν Α΄ πρός

Κορινθίους τοῦ ἁγίου Κλήμεντος Ρώμης καί σέ μαρτυρίες ἀπό τίς

ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας324. Ἐπίσης πολύτιμες μαρτυρίες

ἀντλεῖ καί ἀπό τήν Α΄ Ἀπολογία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, καθώς καί ἀπό ἔργα

τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου325. Πολύ σημαντική πηγή ἀποτελεῖ γιά τόν μακαριστό

καθηγητή καί ἡ ἀρχαία κανονικολειτουργική συλλογή Διδαχή τῶν δώδεκα

Ἀποστόλων326.

Ἐπίσης γιά τή λατρεία κατά τόν 3ο αἰώνα, ὁ Σρεμπέλας

παραπέμπει στό ἔργο τοῦ ἁγίου Ἱππολύτου Ρώμης Ἀποστολική

παράδοσις327, καθώς καί σέ ἔργα τοῦ Σερτυλλιανοῦ, τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ

καί τοῦ Ὠριγένους328. Πολύτιμες πληροφορίες ἀντλεῖ καί ἀπό τίς

κανονικολειτουργικές συλλογές (συριακή) Διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων

καί τίς Ἀποστολικές διαταγές329.

Ἕνα ἀπό τά συμπεράσματα, πού θέλει ἰδιαίτερα νά τονίσει ὁ

Σρεμπέλας, εἶναι πώς, παρά τήν ἐξέλιξη τῆς χριστιανικῆς λατρείας καί τίς

μεταγενέστερες προσθῆκες, ὁ πυρήνας, ἡ οὐσία καί οἱ θεμελιώδεις

γραμμές τῆς λατρείας παρέμειναν ἀμετάβλητες330. Ἐπισημαίνει ὅτι κατά

323
ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ ηῆο ρξηζηηαληθῆο ιαηξείαο, ὅ.π, ζ. 111.
324
Βι. Ὅ.π., ζζ. 133-139.
325
Βι. Ὅ.π., ζζ. 143-155.
326
Βι. Ὅ.π., ζζ. 139-143.
327
Βι. Ὅ.π., ζζ. 166-196.
328
Βι. Ὅ.π., ζζ. 196-206.
329
Βι. Ὅ.π., ζζ. 206-215.
330
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ηειεζηνπξγία ηῆο ζείαο Δὐραξηζηίαο, ὅ.π., ζ. 3.

62
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες ἦταν καθορισμένα κάποια κεντρικά σημεῖα

στή λατρεία, πού ἦταν παντοῦ σταθερά καί ἀμετάβλητα καί τά ὁποῖα

δημιουργοῦσαν ἕνα ἑνιαῖο λειτουργικό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο ὑπῆρχε

ἐλευθερία κινήσεων331, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ αὐτοσχεδιασμός στίς

εὐχές332.

Μετά τή λειτουργική αὐτή ἑνότητα τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων,

ἄρχισαν ἀπό τόν 4ο αἰώνα νά παρουσιάζονται καί νά ἐκδηλώνονται λόγω

διαφόρων παραγόντων, οἱ κατάλληλες συνθῆκες γιά τήν ραγδαία

ἀνάπτυξη καί διαμόρφωση τῶν λειτουργικῶν τύπων κατά τόπους333. Ὁ

Σρεμπέλας ἀσχολήθηκε μέ τήν μελέτη τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς ἐξέλιξης καί,

γιά τήν καλύτερη πραγμάτευση τοῦ θέματος, παρουσίασε ξεχωριστά τούς

λειτουργικούς τύπους Δύσης καί Ἀνατολῆς334. Βασικό κριτήριο διάκρισης

τῶν ἀνατολικῶν καί δυτικῶν λειτουργικῶν τύπων ἦταν ὅτι, ἀπό τόν 4ο

αἰώνα καί μετά, οἱ πρόλογοι τῶν εὐχῶν τῆς ἀναφορᾶς τῶν δυτικῶν

λειτουργικῶν τύπων δέν παραμένουν στερεότυπες καί ἀμετάβλητες ὅπως

οἱ ἀναφορές τῶν ἀνατολικῶν, ἀλλά ἐναλλάσσονται ἀνάλογα μέ τίς

ἑορτές, ἐνῶ ἡ λειτουργική γλώσσα τῶν τύπων αὐτῶν εἶναι ἡ λατινική335.

Ὁ Σρεμπέλας, γιά τήν πληρέστερη παρουσίαση τῶν διαφόρων

λειτουργικῶν τύπων, προτάσσει ἀρχικά ἱστορικό τμῆμα, στό ὁποῖο

ἐκτίθενται τά κύρια σημεῖα τῆς ἱστορίας τῆς λατρείας καί τῶν πηγῶν τοῦ

ἐξεταζομένου λειτουργικοῦ τύπου. Ἔπειτα σέ εἰδικό κεφάλαιο ἐξετάζει τίς

λειτουργίες τοῦ ἀντίστοιχου τύπου καί ἀκολουθεῖ ἡ πραγμάτευση τῶν

ὑπολοίπων μυστηρίων καί ἀκολουθιῶν, καθώς καί τῶν ὑπολοίπων

331
Βι. Ὅ.π., ζζ. 158-163.
332
Βι. Ὅ.π., ζζ. 155-158.
333
Βι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη Αἰγχπηνπ θαί Ἀλαηνιῆο, ὅ.π., ζζ. 2-10.
334
Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη Αἰγχπηνπ θαί Ἀλαηνιῆο, Ἀζῆλαη 1961,ζζ.
ηβ΄+338. ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη ηῆο Γχζεσο θαί Γηακαξηπξνκέλσλ Agenda, Ἀζῆλαη 1966, ζζ.
ηβ΄+379.
335
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη Αἰγχπηνπ θαί Ἀλαηνιῆο, ὅ.π., ζ. 4.

63
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

στοιχείων τῆς λατρείας, ὅπως καιροί λατρείας καί ἑορτές τοῦ

ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἄμφια, σκεύη, κ.ἄ.336.

Ὁ μακαριστός καθηγητής μελέτησε ἀρχικά τήν διαμόρφωση καί

ἐξέλιξη ἀπό τόν 4ο μέχρι τόν 7ο αἰώνα τῶν λειτουργικῶν τύπων τῆς

Ἀνατολῆς, τῶν ὁποίων δέχεται τόν χωρισμό σέ δύο οἰκογένειες, τήν

Ἀλεξανδρινή καί τήν Ἀντιοχειανή337. ΢χετικά μέ τήν πρώτη οἰκογένεια,

ἐπεσήμανε βασικά χαρακτηριστικά τῶν λειτουργιῶν τοῦ ἀλεξανδρινοῦ

λειτουργικοῦ τύπου, ὅπως εἶναι ἡ παρεμβολή τῆς ἐκτενοῦς καί τῶν

διπτύχων πρό τοῦ ἐπινικίου ὕμνου, ἡ χρήση τεσσάρων ἀναγνωσμάτων, οἱ

παρεμβάσεις τοῦ διακόνου κατά τήν ἀναφορά μέ σύντομες ἐκφωνήσεις, ἡ

παρεμβολή προεπίκλησης πρό τῶν λόγων τῆς σύστασης τοῦ μυστηρίου

καί ἡ κλάση τοῦ ἄρτου πρίν τήν Κυριακή προσευχή338.

Εἰδικότερα κατά τήν παρουσίαση τῆς Ἀλεξανδρινῆς οἰκογένειας

ἀσχολήθηκε ἀρχικά μέ τό εὐχολόγιο τοῦ ΢εραπίωνος339, καθώς καί τήν

ἀναφορά τοῦ Der-Balyzeh340. Ἰδιαίτερα ὅμως μελέτησε τά λειτουργικά

ἔγγραφα μνημεῖα τῶν διαφόρων λειτουργικῶν τύπων καί ἰδιαίτερα τίς

ἀναφορές αὐτῶν. ΢υγκεκριμένα παρουσίασε τίς ἑλληνικές ἀλεξανδρινές

λειτουργίες τοῦ ἁγίου Μάρκου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἁγίου

Γρηγορίου341, καθώς καί τίς Κοπτικές λειτουργίες τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, τοῦ

Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου342. Ἐπίσης ἀσχολήθηκε καί

μέ τίς Ἀβυσσηνιακές ἤ Αἰθιοπικές λειτουργίες, μέ κυριότερη αὐτή τῶν

ἁγίων Ἀποστόλων343. Παράλληλα γιά τήν καλύτερη πραγμάτευση τῆς

Ἀλεξανδρινῆς οἰκογένειας στηρίχτηκε καί σέ μαρτυρίες Ἀλεξανδρέων

336
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ἖γθπθινπαηδεία ηῆο Θενινγίαο, ὅ.π., ζ. 365.
337
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη Αἰγχπηνπ θαί Ἀλαηνιῆο, ὅ.π., ζ. 11.
338
Ὅ.π., ζζ. 47-48.
339
Ὅ.π., ζζ. 15-43.
340
Βι. Ὅ.π., ζζ. 44-46.
341
Βι. Ὅ.π., ζζ. 55-72.
342
Βι. Ὅ.π., ζζ. 73-78.
343
Βι. Ὅ.π., ζζ. 79-84.

64
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων344, καθώς καί στήν

κανονικολειτουργική συλλογή Ἀποστολική Ἐκκλησιαστική Διάταξις.

Ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἀντιοχειανή οἰκογένεια, μέ τήν μεγάλη

γεωγραφική της ἔκταση καί τίς πολλές παραλλαγές της, ὁ μακαριστός

καθηγητής μελέτησε ξεχωριστά τίς ὑποδιαιρέσεις της στό Δυτικό ΢υριακό

τύπο, στόν Ἀνατολικό ΢υριακό, στόν Βυζαντινό καί στον Ἀρμενικό

λειτουργικό τύπο.

Ἰδιαίτερα στό Δυτικό ΢υριακό τύπο ἀσχολήθηκε μέ τόν παλαιό

λειτουργικό τύπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας βασισμένος μεταξύ

ἄλλων στά συγγράμματα τοῦ ἱεροῦ Φρυσοστόμου, στίς μυσταγωγικές

κατηχήσεις τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, καθώς καί στίς ἐκκλησιαστικές

διατάξεις τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν καί τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου ἡμῶν

Ἰησοῦ Χριστοῦ345. Ἐπίσης χρησιμοποιεῖ καί πηγές γιά τήν λατρεία τῆς

Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπως τήν λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου,

τίς κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, τό Ὁδοιπορικόν τῆς

Αἰθερίας καί ἄλλες μαρτυρίες ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων τῆς

Παλαιστίνης346. Παράλληλα ἀξιοποίησε πληροφορίες καί ἀπό τόν σχετικό

λειτουργικό τύπο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τοῦ Πόντου, ὅπως μαρτυρεῖται

ἀπό τούς κανόνες τῶν συνόδων στή Λαοδίκεια, στήν Ἄγκυρα, στή

Νεοκαισάρια καί στή Γάγγρα καί ἀπό τά συγγράμματα τῶν τριῶν

μεγάλων Καππαδοκῶν πατέρων347.

Ἐπιπλέον ὁ Σρεμπέλας ἀσχολήθηκε καί μέ τό πλῆθος τῶν

ἀναφορῶν πού διαμορφώθηκαν στίς μονοφυσιτικές κοινότητες στή

βορειοδυτική ΢υρία. Ἰδιαίτερα τόν ἀπασχόλησε ἡ συριακή μετάφραση τῆς

344
Ὅπσο ηῶλ Μ. Ἀζαλαζίνπ, ΢πλεζίνπ Πηνιεκαΐδνο, ἁγίνπ Κπξίιινπ Ἀιεμαλδξείαο, ἁγίνπ Ἰζηδψξνπ
Πεινπζηψηνπ, ἁγίνπ Μαθαξίνπ Αἰγππηίνπ, Σηκνζένπ Ἀιεμαλδξείαο, ἁγίνπ Γηνλπζίνπ Ἀιεμαλδξείαο,
Θενθίινπ Ἀιεμαλδξείαο, ηῶλ ἱζηνξηθῶλ ΢σθξάηνπο θαί ΢σδνκελνῦ, θ.ἄ. Βι. Ὅ.π., ζζ. 84-97.
345
Βι. Ὅ.π., ζζ. 109-116.
346
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 107-109.
347
Ὅ.π., ζ. 106.

65
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου348, ἀπό τήν ὁποία προῆλθαν οἱ

περισσότερες ἀπό τίς ἄνω τῶν ἑβδομήντα συριακές ἀναφορές349.

Γιά τήν μελέτη τοῦ ἀνατολικοῦ συριακοῦ τύπου, ἀσχολήθηκε μέ

τόν νεστοριανικό ἤ δυτικό χαλδαϊκό τύπο πού ἀναπτύχθηκε μέ κέντρο

τήν Ἔδεσσα τῆς ΢υρίας, μέ κύρια λειτουργία αὐτή τῶν Ἀποστόλων

Ἀδδαίου καί Μάριος καί τίς μεταγενέστερες τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας

καί Νεστορίου350, καθώς ἐπίσης καί μέ τόν ἀνατολικό συροχαλδαϊκό τύπο

τοῦ Μαλαμπάρ πού ἀναπτύχθηκε στίς Ἰνδίες351. Γιά τήν μελέτη τοῦ

ἀνατολικοῦ συριακοῦ τύπου χρησιμοποίησε μεταξύ ἄλλων καί τίς

κατηχήσεις τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας καί ὁμιλίες τοῦ Ναρσῆ352. Ἄς

σημειωθεῖ ὅτι παραθέτει συνοπτικά καί τήν ἐξέλιξη ὁρισμένων

ἐτεροδόξων πλέον ἀνατολικῶν λειτουργικῶν τύπων καί μετά τόν 7ο

αἰώνα353.

΢υνεχίζοντας τήν παρουσίαση τῶν λειτουργικῶν τύπων τῆς

Ἀντιοχειανῆς οἰκογένειας, ὁ Σρεμπέλας ἐξετάζει τόν βυζαντινό τύπο, ὁ

ὁποῖος διαμορφώθηκε οὐσιαστικά στήν Κωνσταντινούπολη καί δέχτηκε

ἐπιρροές κυρίως ἀπό τήν Ἀντιόχεια, τόν Πόντο καί τήν Καππαδοκία καί

πού ἐπικράτησε τελικά στίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες354. Μεταξύ ἄλλων

πραγματεύεται ἐκτενῶς θέματα πού ἀφοροῦν τίς λειτουργίες τοῦ τύπου

αὐτοῦ, δηλαδή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ

Φρυσοστόμου καί τῶν Προηγιασμένων355. Ὁ μακαριστός καθηγητής

ὁλοκληρώνει τήν παρουσίαση μέ τήν ἐξέταση τοῦ Ἀρμενικοῦ

348
Βι. Ὅ.π., ζζ. 213-215.
349
Γηά θαηάινγν ηῶλ ἀλαθνξῶλ α὎ηῶλ βι. Ὅ.π., ζζ. 216-218.
350
Βι. Ὅ.π., ζζ. 248-253.
351
Βι. Ὅ.π., ζζ. 254-258.
352
Ὅ.π., ζ. 228.
353
Βι. ζζ. 222, 255-258.
354
Ὅ.π., ζ. 324.
355
Ό.π, ζζ. 325-349.

66
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

λειτουργικοῦ τύπου, ἑστιάζοντας κυρίως στήν ἐν χρήσει λειτουργία τοῦ

ἁγίου Ἀθανασίου καί στίς ἄλλες ἀναφορές356.

Ὁ Σρεμπέλας ἀσχολήθηκε καί μέ τήν ἐξέλιξη τῆς χριστιανικῆς

λατρείας στή Δύση. Μελέτησε τούς διαφόρους δυτικούς λειτουργικούς

τύπους πού διαμορφώθηκαν, καθώς καί τήν μετά τόν 8ο αἰώνα ἐξέλιξη

τῆς δυτικῆς λατρείας. Οἱ λειτουργικοί τύποι πού ἐξετάζει εἶναι ὁ

ρωμαϊκός, ὁ ὁποῖος καί τελικά ἐπιβλήθηκε ἔναντι τῶν ἄλλων, ὁ

ἀμβροσιανός, ὁ γαλλικανικός, ὁ μοζαραβικός καί ὁ κελτικός.

Πρῶτες μαρτυρίες γιά τήν ἀρχαία λειτουργική πράξη τῆς Ρώμης,

ἀναζητεῖ κυρίως στήν Α΄ Ἀπολογία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου καί στό ἔργο

Ἀποστολική Παράδοσις τοῦ ἁγίου Ἱππολύτου357. ΢τή συνέχεια πηγές, ἀπό

τίς ὁποῖες ἀντλεῖ πληροφορίες γιά τήν τάξη τοῦ ρωμαϊκοῦ λειτουργικοῦ

τύπου ἀπό τόν 5ο μέχρι τόν 8ο αἰώνα, ἀποτελοῦν τρία ρωμαϊκά εὐχολόγια

(sacramentaria), τό Λεονιανό Εὐχολόγιο (Leonianum), τό Γελασιανό

(Gelasianum), καί τό Γρηγοριανό (Gregorianum)358, τό Ἀρχιερατικό (Liber

Pontificalis), τά Lectionaria (Πραξαπόστολοι καί Εὐαγγελιστάρια), τά ἐν

χρήσει βιβλία τῶν χορῶν τῶν ψαλτῶν (Schola cantorum), τά διάφορα

τελετουργικά τυπικά (Ordines Romani), καθώς καί τό ρωμαϊκό missale,

βιβλίο πού συνδύαζε τά ὑπόλοιπα λειτουργικά βιβλία 359.

Ὁ Ἀμβροσιανός ἤ λειτουργικός τύπος τῶν Μεδιολάνων εἶχε

διαδοθεῖ μεταξύ ἄλλων περιοχῶν κυρίως στήν βόρειο Ἰταλία, ἐνῶ μετά

τόν 9ο αἰώνα περιορίστηκε στά Μεδιόλανα360. Πηγές γιά τόν τύπο αὐτό

ἀποτελοῦν τά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου καί ἰδιαίτερα τό De

Mysteriis καί τό De Sacramentis, καθώς ἐπίσης καί λειτουργικά βιβλία τοῦ

356
Βι. Ὅ.π., ζζ. 370-377.
357
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη ηῆο Γχζεσο θαί Γηακαξηπξνκέλσλ Agenda, ὅ.π., ζ. 4.
358
Βι. Ὅ.π., ζζ. 21-27.
359
Βι. Ὅ.π., ζζ. 27-30.
360
Ὅ.π., ζ. 130.

67
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

τύπου αὐτοῦ, ὅπως τά εὐχολόγια τοῦ Biasca καί τοῦ Bergame, τό Ordo de

Berold, τό Missale Ambrosianum, καί μερικά ἀντιφωνάρια361.

Γιά τήν ἀρχαία πράξη τοῦ γαλλικανικοῦ λειτουργικοῦ τύπου, πού

ἀποτελοῦνταν ἀπό πολλές μορφές καί ἦταν σέ χρήση στήν Γαλατία ἀπό

τόν 5ο μέχρι τόν 9ο αἰώνα, ἔχουμε μαρτυρίες κυρίως ἀπό σωζόμενες

γαλλικανικές λειτουργίες, τά εὐχολόγια Missale Gothicum, Missale

Gallicanum Vetus, Missale Francorum, και Missale Bobbiense, τό Lectionnarium

της Luxeuil, τό ἀποδιδόμενο στόν Γερμανό τῶν Παρισίων Expositio missae

gallicanae, καθώς καί συγγράμματα τοῦ Γρηγορίου Σουρώνης362.

Ὁ μοζαραβικός λειτουργικός τύπος ἦταν διαδομένος στίς

Ἐκκλησίες τῆς Ἱσπανίας μέχρι καί τόν 11ο αἰώνα, ἐνῶ διατηρήθηκε στήν

περιοχή τοῦ Σολέδου μέχρι καί τόν 15ο αἰώνα. Πηγές τοῦ τύπου αὐτοῦ

ἀποτελοῦν τό Missale mixtum, τά νεότερα ἐκδοθέντα βάσει παλαιῶν

χειρογράφων Liber mozarabicus sacramentorum καί Liber ordinum, τό Liber

comicus, οι Homiliae Toletanae, τό Lectionarium τῆς Alcada, συγγράμματα

Ἰσπανῶν πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ὅπως τοῦ Ἰσιδώρου

΢εβίλλης, καθώς καί κανόνες τοπικῶν συνόδων πού ἀσχολήθηκαν μέ

λειτουργικά θέματα363.

Ὁ κελτικός λειτουργικός τύπος ἀναπτύχθηκε στίς ἐκκλησίες τῶν

Βρετανικῶν νήσων, μέχρι τόν 11ο αἰώνα στή ΢κωτία καί τόν 12ο στήν

Ἰρλανδία, καθώς καί στό κατεχόμενο ἀπό τούς Κέλτες τμήμα τῆς

ἠπειρωτικῆς Εὐρώπης μέχρι τόν 9ο αἰώνα364. Οἱ κυριότερες πηγές του εἶναι

τό Missale Bobbiense, τό Missale τοῦ Stowe, τό Rituale τοῦ Dimma, τό

Antuophonarium τοῦ Bangor, τό Lectionnarium τῆς Luxeuil, κ.ἄ365.

361
Ὅ.π., ζζ. 130-131.
362
Βι. Ὅ.π., ζζ. 187-190.
363
Βι. Ὅ.π., ζζ. 242-243.
364
Ὅ.π., ζ. 291.
365
Ὅ.π., ζζ. 293-294.

68
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ἐπιπλέον ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας ἐξετάζει τόν ρωμαϊκό τύπο

καί μετά τόν 8ο αἰώνα, καθώς καί τήν σταδιακή του ἐπικράτηση ἔναντι

τῶν ἄλλων δυτικῶν λειτουργικῶν τύπων. ΢ταθμός στήν ἐξέλιξη αὐτή

ἀποτελεῖ καί ἡ ἐπεξεργασία τοῦ Γρηγοριανοῦ εὐχολογίου ἀπό τόν

Ἀλκουΐνο, τό ὁποῖο μέ τή νέα μορφή του ἐπιβλήθηκε ἀπό τόν Υράγκο

βασιλιά Κάρολο σέ ὅλες τίς γαλλικανικές Ἐκκλησίες366. Ἀπό τή νέα τάξη

πού διαμορφώθηκε προῆλθαν τό Missale Romanum, καθώς καί τό

ρωμαιογερμανικό Pontificale Romanum, τό Rituale, ἐνῶ ἀξιόλογες πηγές τῆς

περιόδου θεωροῦνται καί τά Missale μοναχικῶν ταγμάτων. Καθοριστική

συμβολή στήν ἐξέλιξη τῆς ρωμαιοκαθολικῆς λατρείας ἀποτελοῦν οἱ

ἀποφάσεις καί μεταρρυθμίσεις τῆς ἐν Σριδέντῳ ΢υνόδου, ἡ ὁποία ἐπέβαλε

ὁμοιόμορφο τελετουργικό τυπικό367. Ἐπίσης ὁ Σρεμπέλας μελέτησε καί

τήν προσπάθεια ἀνανέωσης τῆς ρωμαιοκαθολικῆς λατρείας τόν

περασμένο αἰώνα, ἔχοντας ὑπόψη του τήν σύγχρονή του ρωμαιοκαθολική

λειτουργική κίνηση368, ἐγκυκλίους παπῶν, ὅπως αὐτές τοῦ Πίου X, καθώς

καί ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανείου ΢υνόδου369.

Παράλληλα μελέτησε καί τίς διάφορες ἀναθεωρήσεις τῆς λατρείας

πού ἐπιχειρήθηκαν ἀπό τούς Διαμαρτυρομένους. Ἀσχολήθηκε μέ τό

ἀντιφατικό ἀναθεωρητικό ἔργο τοῦ Λουθήρου στή Γερμανία καί μέ τήν

μεταγενέστερη ἐξέλιξη τῶν λουθηρανικῶν λειτουργιῶν370, καθώς καί μέ

τήν πιό ὀρθολογιστική ἀναθεώρηση τοῦ Ζβιγγλίου στή Ζυρίχη371. Ἀκόμη

παρουσίασε τήν συντηρητική ἀναθεώρηση τοῦ Schwarz στό ΢τρασβοῦργο

καί τήν ἐν συνέχειᾳ ριζοσπαστικότερη τοῦ Bucer στήν ἴδια πόλη372.

366
Βι. Ὅ.π., ζζ. 313-316.
367
Ὅ.π., ζ. 319.
368
Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο θαί ἡ πξᾶμηο ηῆο ἀλαηνιῆο,
Ἀζῆλαη 1949, ζζ. 3-37.
369
πξβι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ κεηά ηφ ἔξγνλ ηῆο Βαηηθαλείνπ ΢πλφδνπ ὑπνρξεψζεηο
καο, Ἀζήλα 1967, ζζ. 16-19. Ἀλάηππν ἀπφ ἖θθιεζία 14-20 (1967). Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί
ηχπνη ηῆο Γχζεσο, ὅ.π., ζ. 331.
370
Βι. Ὅ.π., ζζ. 33-346.
371
Βι. Ὅ.π., ζζ. 343-346.
372
Βι. Ὅ.π., ζζ. 347-351.

69
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ἐπηρεασμένη ἀπό τήν τελευταία εἶναι καί ἡ ἀπαλλαγμένη ἀπό

ἐξωτερικά λειτουργικά στοιχεῖα ἀναθεώρηση τοῦ Καλβίνου, ἀρχικά στό

΢τρασβοῦργο καί ἀργότερα στή Γενεύη373, καθώς καί ἡ λειτουργική τάξη

τῶν Πρεσβυτεριανῶν στή ΢κωτία374. Ὁλοκληρώνει τήν πραγμάτευση τῶν

λειτουργικῶν τύπων (Agenda) τῶν Διαμαρτυρομένων μέ τήν παρουσίαση

τῆς ἐξέλιξης τοῦ «ρωμαιοκαθολικίζοντος προτεσταντικοῦ» ἀγγλικανικοῦ

λειτουργικοῦ τύπου στήν Ἀγγλία, πού ξεκίνησε μέ τήν ἀναθεώρηση τοῦ

εὐχολογίου ἀπό τόν Crammer375.

Θά πρέπει νά αναφερθεῖ στό σημεῖο αὐτό ὅτι ὁ Σρεμπέλας στά

ἱστορικά του συγγράμματα μελέτησε κριτικά καί ἀξιοποίησε τά ἔργα

ξένων λειτουργιολόγων, καί ἰδιαίτερα τίς συλλογές ἀρχαίων ἀναφορῶν

καί λειτουργικῶν δέλτων πού ἀποτελοῦν βασική πηγή μελέτης τῶν

ἀντίστοιχων λειτουργικῶν τύπων376. Ἄς σημειωθεῖ ἐπίσης ὅτι στόχος τοῦ

μακαριστοῦ καθηγητῆ ἦταν καί ἡ συγγραφή Λειτουργικῆς τῆς Ὀρθοδόξου

Καθολικῆς Εκκλησίας, πού θά περιελάμβανε καί τίς νεότερες ἐξελίξεις

στούς ἀνατολικούς λειτουργικούς τύπους, ἄν καί τελικά δέν τά

κατάφερε377.

Ὡστόσο ἀσχολήθηκε μέ τήν ἐξέλιξη τοῦ βυζαντινοῦ τύπου στίς

κριτικές ἐκδόσεις του. ΢έ αὐτές μελέτησε μεταξύ ἄλλων καί τήν ἱστορική

ἐξέλιξη τῶν τριῶν λειτουργιῶν τοῦ τύπου αὐτοῦ378, τῶν ἀκολουθιῶν τῶν

μνήστρων καί τοῦ γάμου, τοῦ εὐχελαίου, τῶν χειροτονιῶν, τοῦ

βαπτίσματος, τοῦ μεγάλου καί μικροῦ ἁγιασμοῦ, τῶν ἐγκαινίων, καθώς

373
Βι. Ὅ.π., ζζ. 352-354.
374
Βι. Ὅ.π., ζζ. 369-373.
375
Βι. Ὅ.π., ζζ. 355-368.
376
Ἀλαθέξνληαη ἐλδεηθηηθά Dictionnaire d’ Archéologie Chrétienne et de Liturgie ηνπ F. CABROL θαη
H. LECLERCQ, Introductio in Liturgiam Orientalem ηνπ A. RAES, Liturgie compare ηνπ A.
BAUMSTARK, Liturgies Eastern and Western ηνπ HAMMOND, Liturgiarum orientalium collection
ηνπ RENAUDOT, Liturgies Eastern and Western ηνπ BRIGHTMAN, Liturgies Orientales ηνπ A.
KING, Missarum Solemnia ηνπ JUNGMANN, θ.ἄ.
377
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη ηῆο Γχζεσο,ὅ.π., ζ. ε΄.
378
Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη θαηά ηνχο ἐλ Ἀζήλαηο θψδηθαο, Ἀζῆλαη
1935, ζζ. θδ΄+244.

70
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

καί τῶν ἀσματικῶν ἀκολουθιῶν τοῦ ὄρθρου καί τοῦ ἑσπερινοῦ379. Ἄς

σημειωθεῖ ὅτι στά ἔργα του αὐτά ὑπάρχουν ἀποσπασματικές ἀναφορές

καί γιά τήν τάξη τῶν ἀντιστοίχων ἀκολουθιῶν τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων

πλέον λειτουργικῶν τύπων.

Βασική πηγή στήν ἔρευνά του ἦταν ἡ μελέτη λειτουργικῶν

χειρογράφων, κυρίως εὐχολογίων, ἀλλά καί τυπικῶν, εὐαγγελισταρίων,

κ.ἄ. Ἀπό αὐτά ἄλλα ἐξέτασε προσωπικά, ὅπως οἱ λειτουργικοί κώδικες

τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἀθηνῶν καί τοῦ Βυζαντινοῦ μουσείου, ἐνῶ γιά

ἄλλα ἔλαβε γνώση μέσω ἔντυπων ἐκδόσεων, ὅπως τά δημοσιευμένα ὑπό

τοῦ Dmitrievskij εὐχολόγια, τόν Βαρβερινό κώδικα δημοσιευμένο ἀπό τόν

Goar, ξένα εὐχολόγια, κ.ἄ380. Ἐπίσης ἔλαβε ὑπόψη του καί παλαιότερες

ἔντυπες ἐκδόσεις εὐχολογίων καί λειτουργικῶν δέλτων, καθώς καί τά ἐν

χρήσει λειτουργικά βιβλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἄξια ἀναφορᾶς

εἶναι καί ἡ χρήση τῶν διαφόρων κτητορικῶν τυπικῶν τῶν διαφόρων

μονῶν καί τῆς τάξης τοῦ παλατίου τῆς Κωνσταντινούπολης, καθώς καί

διαφόρων τυπικῶν διατάξεων, ὅπως ἡ διάταξη γιά τή θεία Λειτουργία τοῦ

Υιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως381.

Ὁ Σρεμπέλας ἔδωσε ἰδιαίτερη ἔμφαση καί στίς λειτουργικές

μαρτυρίες ἀπό τά ἔργα διαφόρων πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν

συγγραφέων, ὁρισμένα ἐκ τῶν ὁποίων προαναφέρθηκαν. Ἐπιπλεόν

μελέτησε καί τά λειτουργικά ὑπομνήματα, πού ὑπομνηματίζουν

θεολογικά τίς διάφορες ἀκολουθίες καί τελετές, δίνοντας πληροφορίες

γιά τήν λειτουργική τάξη κυρίως ἀπό τόν 7ο αἰώνα καί μετά. Ἄξια

ἀναφορᾶς εἶναι τό Περί Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, τό ἀποδιδόμενο στόν

379
Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ, η. Α΄. Αἱ ἀθνινπζίαη θαί ηάμεηο
Μλήζηξσλ θαί Γάκνπ, Δὐρειαίνπ, Χεηξνηνληῶλ θαί Βαπηίζκαηνο θαηά ηνχο ἐλ Ἀζήλαηο ἰδίᾳ θψδηθαο,
Ἀζῆλαη 1950, ζζ. 403. ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ, η. Β΄, Αἱ ἀθνινπζίαη θαί ηάμεηο ἀγηαζκνῦ
ὑδάησλ, ἐγθαηλίσλ, ὄξζξνπ θαί ἑζπεξηλνῦ, Ἀζῆλαη 1955, ζζ. 274.
380
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη, ὅ.π., ζζ. δ΄-ε΄. ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ, η. Α΄,
ὅ.π., ζζ. 6-8.
381
Βλ. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη, ὅ.π., ζζ. 1-16.

71
Ἱζηνξηθέο πξνυπνζέζεηο ηῆο ζείαο ιαηξείαο θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τό ὁποῖο ἐπηρέασε τό ἔργο τῶν

μεταγενέστερων ὑπομνηματιστῶν, καθώς καί τά μεταγενέστερα του 7ου

αἰώνα ἔργα τῶν ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ, Γερμανοῦ Α΄

Κωνσταντινουπόλεως, Θεοδώρου Ἀνδίδων, ἁγίου Θεοδώρου τοῦ ΢τουδίτη,

΢ωφρονίου Ἱεροσολύμων, ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, ἁγίου Μάρκου τοῦ

Εὐγενικοῦ καί ἰδιαίτερα τά ἔργα τοῦ ἁγίου ΢υμεών Θεσσαλονίκης382.

Παράλληλα λειτουργικές πληροφορίες ἀντλεῖ καί ἀπό τούς

κανόνες τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν ΢υνόδων, ἰδιαίτερα τῆς ἐν Σρούλλῳ

Πενθέκτης, καθώς καί ἀπό κανόνες διαφόρων πατέρων, ἀπό ἔργα τῶν

βυζαντινῶν κανονολόγων, ἀπό πατριαρχικές ἐπιστολές, ἐγκυκλίους καί

ὁμολογίες πίστεως.

Ἐπιπλέον ὁ μακαριστός καθηγητής ἔδειξε ἐνδιαφέρον καί γιά τά

πορίσματα τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιολογίας. Ἔτσι ἀντλεῖ πληροφορίες

ἀπό ἀρχαιολογικά μνημεῖα γιά τή διάταξη τοῦ ναοῦ, τοῦ σκευοφυλακίου,

τοῦ διακονικοῦ, τοῦ συνθρόνου, κ.ἄ.383, ἐνῶ ἀπό τίς εἰκονογραφικές

παραστάσεις πληροφορίες γιά τή μορφή καί το σχῆμα ἀμφίων, τῶν

λειτουργικῶν σκευῶν, τῶν λειτουργικῶν στάσεων, κ.ἄ. 384. Σέλος ἐξετάζει

καί διάφορα ἔθιμα καί πράξεις λαϊκῆς εὐσεβείας πού ἐνσωματώθηκαν

στήν λατρευτική τάξη385.

382
π.ρ. ΢ΤΜΔΧΝ ΘΔ΢΢ΑΛΟΝΗΚΖ΢, ἗ξκελεία πεξί ηε ηνῦ ζείνπ λανῦ θαί ηῶλ ἐλ αὐηῷ ἱεξέσλ ηε πέξη
θαί δηαθφλσλ, ἀξρηεξέσλ ηε θαί ηῶλ ὧλ ἕθαζηνο ζηνιῶλ ἱεξῶλ πεξηβάιιεηαη, νὐ κήλ ἀιιά θαί πεξί ηῆο
ζείαο κπζηαγσγίαο, ιφγνλ ἐθάζησ δηδνῦζα ηῶλ ἐλ αὐηῇ ηεινπκέλσλ ζείσο…, α' - ξγ', PG 155, 697Α -
749C. ΢ΤΜΔΧΝ ΘΔ΢΢ΑΛΟΝΗΚΖ΢, Γηάινγνο ἐλ Χξηζηῷ θαηά παζῶλ ηῶλ αἱξέζεσλ θαί πεξί… ηῶλ
ἱεξῶλ ηειεηῶλ ηε θαί κπζηεξίσλ πάλησλ ηῆο ἖θθιεζίαο, α' - ζνγ', PG 155, 33Α - 696D.
383
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη, ὅ.π., ζζ. 35, 79. ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ, η.
Α΄, ὅ.π., ζ. 192.
384
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 210, 213. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη, ὅ.π., ζ. 93.
385
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ, η. Α΄, ὅ.π., ζζ. 23, 26, 116, 297.

72
2. Θεολογικές θέσεις περί τῆς θείας λατρείας τοῦ Παναγιώτη
Σρεμπέλα

Ἀπό τή μελέτη τῆς λειτουργικῆς ἐργογραφίας τοῦ Παναγιώτη

Σρεμπέλα, προκύπτει ὅτι ὁ μακαριστός καθηγητής ἔδωσε ἰδιαίτερη

ἔμφαση καί προτεραιότητα στήν μελέτη τῆς ἱστορίας τῆς θείας λατρείας.

Ὡς ἐκ τούτου δέν ἀσχολήθηκε συστηματικά σέ κάποια ἀπό τά ἔργα του μέ

τήν παρουσίαση τῆς θεολογίας τῆς λατρείας386. Ὁ Σρεμπέλας θεωροῦσε

ὅτι, γιά νά διατυπωθεῖ ὀρθά ἡ θεολογία τῆς θείας λατρείας καί νά μήν

αὐθαιρετεῖ, θά πρέπει νά στηρίζεται σέ στέρεες ἱστορικές βάσεις387. Ἐν

τούτοις στά διάφορα λειτουργικά ἔργα του διατυπώνει καί προϋποθέτει

θεολογικές θέσεις, καθώς καί γενικές ἀρχές καί χαρακτηριστικά τῆς

λατρείας. ΢τή συνέχεια ἐπιχειρεῖται μία συνοπτική καί ἀντιπροσωπευτική

παρουσίαση τῶν θέσεων αὐτῶν.

Καταρχήν ὁ Σρεμπέλας θέλει νά ἐπισημάνει πώς τό θρησκευτικό

συναίσθημα εἶναι στοιχεῖο ἔμφυτο στόν ἀνθρωπο388. Κατ’ ἐπέκταση καί ἡ

λατρεία, ἡ ὁποία ὁρίζεται ἀπό τόν μακαριστό καθηγητή ὡς «ἀπάντησις

καί ἀνταπόκρισις τοῦ πεπερασμένου πλάσματος πρός τόν Αἰώνιον καί

Ἀπειροτέλειον πλάστην αὐτοῦ»389, δέν ἐπιβάλλεται μεταγενέστερα στή

ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἐκδηλώνεται ἐξ ἀρχῆς ὡς ἐσωτερική ἀνάγκη,

ὅπως ἐξάλλου ἀποδεικνύεται καί ἀπό τήν καθολικότητα τοῦ ἐνστίκτου

τῆς λατρείας390. Παράλληλα ἄν καί ἡ θρησκεία καί ἡ λατρεία εἶναι

ἀναπόσπαστα ἀλληλοσυνδεδεμένα, συγχρόνως ὅμως διακρίνονται καί

386
἖μαίξεζε ἀπνηειεῖ ηφ ἐθιατθεπηηθφ ηνπ ζχγγξακκα Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ζηφ ὁπνῖν
ἐπηρεηξεῖηαη ζενινγηθή θαί πλεπκαηηθή ἐκβάζπλζε ζηφ κπζηήξην ηῆο ζείαο Δ὎ραξηζηίαο. ἖πίζεο ζηφλ
ηξίην ηφκν ηῆο Γνγκαηηθῆο ηῆο Ὀξζνδφμνπ Καζνιηθῆο ἖θθιεζίαο γίλεηαη ζπζηεκαηηθή παξνπζίαζε
ηῶλ κπζηεξίσλ ηῆο ἖θθιεζίαο.
387
πξβι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ἖γθπθινπαηδεία ηῆο Θενινγίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη
19944, ζ. 370.
388
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ ηῆο ρξηζηηαληθῆο ιαηξείαο, Ἀζῆλαη 1962, ζ.
ηζ΄. πξβι.. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή ηῆο Οξζνδφμνπ Καζνιηθῆο Δθθιεζίαο, η. Α΄,
ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19782, ζ. 67.
389
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ, ὅ.π., ζ. ηζη΄.
390
Ὅ.π., ζζ. θ΄-θα΄.

73
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

μεταξύ τους. Ἡ θρησκεία περιλαμβάνει τήν ὅλη ἐσωτερική ζωή τοῦ

ἀνθρώπου κατά τήν προσωπική σχέση του μέ τόν Θεό, ἐνῶ ἡ λατρεία

εἶναι «ἡ ἐξωτερική ἔκφρασις ταύτης ὑπό μορφήν ἱεράν καί εὐλαβῆ»391.

Ἡ λατρεία ὠφελεῖ τόν ἄνθρωπο, καθώς ἀπό ἐγωκεντρικός

καθίσταται θεοκεντρικός, διαρρηγνύοντας τό τεῖχος τῆς αἰσθητῆς

ματαιότητας τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί ἀναπτύσσοντας συναισθήματα

ταπεινοφροσύνης καί μετάνοιας, ἐνῶ κατά τήν ὁμαδική λατρεία

συνδέεται καί μέ τό ὑπόλοιπο λατρευτικό σώμα392. Ὁ κοινωνικός αὐτός

χαρακτήρας τῆς λατρείας προϋποθέτει τήν ἱερότητα393, ἐνῶ παράλληλα

κρίνεται ἀναγκαῖο ἡ λατρεία νά προσλάβει αἰσθητή καί συγκεκριμένη

ἔκφραση σέ λατρευτικούς τύπους καί τελετουργικές πράξεις, ὥστε νά

συμμετέχει ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο μέ τήν ψυχή ἀλλά καί μέ τό σώμα394. Σά

μέσα αὐτά τῆς αἰσθητοποίησης, τά ὁποῖα εἶναι κοινά σέ κάθε λατρεία,

εἶναι τό τελετουργικό ὑπόδειγμα ἤ λειτουργικό τυπικό, τά σύμβολα ἤ οἱ

εἰκόνες, τά μυστήρια καί οἱ θυσίες ἤ οἱ ἑκούσιες προσφορές395.

Ἐντούτοις ὅμως ὑπάρχει κίνδυνος οἱ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις τῆς

λατρείας νά ἀπορροφήσουν τήν προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ λάτρη396

καί ἡ λατρεία νά ἐκφυλιστεῖ σέ τυπολατρία397, ἀκόμα καί σέ

εἰδωλολατρία398 ἤ δεισιδαιμονία399. Πράγματι ἡ πολυμορφία τοῦ

θρησκευτικοῦ φαινομένου400, πού δημιουργήθηκε μετά τήν πτώση τοῦ

ἀνθρώπου καί τήν ἀποστασία ἀπό τόν Δημιουργό του401, ὁδήγησε στόν

ἐκφυλισμό τῆς λατρείας, ἐνῶ πολλές φορές, ἰδιαίτερα σέ παλαιότερες

391
Ὅ.π., ζ. ηα΄.
392
Ὅ.π., ζζ. θα΄-θβ΄.
393
Ὅ.π., ζζ. θε΄-θδ΄.
394
Ὅ.π., ζζ. θδ΄-θε΄.
395
Βι. Ὅ.π., ζζ. ια΄-ιε΄.
396
Ὅ.π., ζζ. θζ΄-ια΄.
397
πξβι. Ὅ.π., ζ. ιγ΄.
398
Ὅ.π., ζ. ιε΄.
399
Ὅ.π., ζ. ιδ΄.
400
Βι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή, η. Α΄, ὅ.π., ζζ. 73-74.
401
Βι. Ὅ.π., ζζ. 514-515.

74
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἐποχές, ἡ λατρεία προσέλαβε καί ἀπεχθεῖς μορφές402. Ὁ ἄνθρωπος μέ

τραυματισμένο τό «κατ΄ εἰκόνα», μέ τήν ἐπισκότιση τοῦ λογικοῦ καί τήν

ἐξασθένηση τῆς βούλησης403, ὑποδουλώθηκε στά πάθη του καί δέν

μποροῦσε νά ἀποκτήσει ἀληθινή ἔννοια καί γνώση περί Θεοῦ, ὥστε νά

τόν λατρεύσει ὀρθά καί νά ζητήσει τή βοήθειά του404.

Γιά τόν λόγο αὐτό ἀποκαλύφθηκε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο γιά νά τόν

καθοδηγήσει στόν δρόμο τῆς ἀληθοῦς θρησκευτικότητας405. Ὁ Θεός

βέβαια εἶχε δώσει στό δημιούργημά του, τόν ἄνθρωπο, τήν τάση νά τόν

ἀναζητεῖ καί ν’ ἀκούει τή φωνή του, μέσω τοῦ κάλλους τῆς φυσικῆς

δημιουργίας ἀφενός καί μέσω τοῦ πολυσύνθετου καί πνευματικοῦ

ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου ἀφετέρου. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη

φανέρωση τοῦ Θεοῦ, ἡ φυσική θεία Ἀποκάλυψη406. Ἦταν ὅμως ἀναγκαῖο

νά ἀκολουθήσει καί ὑπερφυσική θεία Ἀποκάλυψη.

Μέσα στή διαδρομή τῆς Ἱστορίας ὁ Θεός ἑτοιμάζει ἀρχικά ἕνα λαό,

τόν Ἰσραήλ, πού θά δεχθεῖ καί θά διατηρήσει τή θεία Ἀποκάλυψη.

Ἀποκαλύφθηκε ἀρχικά στούς πατριάρχες καί προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ, μέσω

τῶν ὁποίων παρέδωσε νόμο στόν λαό αὐτό καί τοῦ δίδαξε καί τρόπους

λατρείας, ὥστε νά τούς ὁδηγήσει σταδιακά «διά σοφῆς παιδαγωγίας ἀπό

τῆς σκιᾶς τῶν τύπων» στήν τελειότητα τῆς ἀλήθειας407 καί νά τούς

προετοιμάσει γιά τήν μέγιστη τῶν Ἀποκαλύψεων.

Ἡ ὑπερφυσική ἀποκάλυψη κορυφώθηκε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ

Τἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, πού μέ τή διδασκαλία του ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο

στήν ἀληθινή θεογνωσία καί τοῦ παραδίδει τόν τέλειο ἠθικό νόμο, ἐνῶ μέ

τή ΢ταυρική του θυσία καί τήν Ἀνάστασή του τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τά

402
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ, ὅ.π., ζ. θγ΄.
403
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή, η. Α΄, ὅ.π., ζζ. 548-549.
404
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19865, ζ. 435.
405
Ὅ.π., ζ. 436. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή, η. Α΄, ὅ.π., ζ. 78.
406
Ὅ.π., ζζ. 81-82.
407
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζζ. 5-6.

75
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

δεσμά τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας408. Μέσα στήν Ἁγία Γραφή εἶναι

κατεγεγραμμένη, μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅλη αὐτή ἡ

θεία Ἀποκάλυψη409. Γι’ αὐτό ἡ Ἁγία Γραφή, μαζί με τήν ἄγραφη

ἀποστολική παράδοση, ἀποτελούν τήν βάση καί τό θεμέλιο τῆς

χριστιανικής πίστης, λατρείας καί ζωῆς410.

Ἑπομένως ἡ χριστιανική πίστη ἀποτελεῖ καρπό τῆς ἔκτακτης αὐτῆς

θείας Ἀποκάλυψης. ΢υνεπῶς καί ἡ χριστιανική λατρεία, πού εἶναι ἡ

ἀνταπόκριση τοῦ πιστοῦ στήν μοναδική καί ὑπερφυσική αὐτή ἀποκάλυψη

τοῦ Θεοῦ411, παρουσιάζεται τελειότερη ἀπό κάθε ἄλλη, ἀφοῦ σέ αὐτήν

ἐνσωματώνεται καί ἐκφράζεται τό ἀνώτερο καί πνευματικό περιεχόμενο

τῆς θείας Ἀποκάλυψης412. ΢τή χριστιανική λατρεία ὁ θεοκεντρικός

χαρακτήρας καθίσταται ταυτόχρονα καί τριαδικός, καθώς ἡ λατρεία αὐτή

ἀναφέρεται «εἰς τήν μίαν μέν ἀλλ’ ἐν τρισί προσώποις ἀϊδίως

ὑπάρχουσαν θεότητα»413. Παράλληλα ὅμως εἶναι καί χριστοκεντρική414,

ἀφοῦ ὁ Φριστός εἶναι αὐτό τό μέγιστο μυστήριο, τό πρόσωπον διά τοῦ

ὁποίου ἔγινε γνωστός ὁ Ἀόρατος Θεός καί Πατέρας, καθώς ἐπίσης εἶναι

καί ὁ μεσίτης μέσω τοῦ ὁποίου ὁ αἰώνιος Θεός ἔρχεται σέ κοινωνία μέ

τούς ἀνθρώπους415.

Ὁ χριστοκεντρικός χαρακτήρας τῆς χριστιανικῆς λατρείας ἔχει ὡς

ἐπακόλουθο καί τή δημιουργία δύο πόλων ἐντός τῶν ὁποίων

ἀναπτύσσεται ἡ χριστιανική λατρεία: τή θερμή εὐγνωμοσύνη γιά τίς

ἀνεκτίμητες εὐεργεσίες καί τήν ταπεινή συντριβή γιά τήν ἀθλιότητα τοῦ

408
Ὅ.π., ζ. 436. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή ηῆο Οξζνδφμνπ Καζνιηθήο Δθθιεζίαο, η.
Β΄, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19792, ζ. 2.
409
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζ. 437.
410
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή, η. Α΄, ὅ.π., ζ. 121.
411
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη ηῆο Γχζεσο θαί Γηακαξηπξνκέλσλ Agenda,
Ἀζῆλαη 1966, ζ. 374.
412
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ, ὅ.π., ζ. 217.
413
Ὅ.π., ζ. 221.
414
Ὅ.π., ζ. 221.
415
Ὅ.π., ζ. ιζη΄.

76
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἀνθρώπου416. Αὐτό ὅμως δέν πτοεῖ τόν πιστό νά λατρεύει μέ παρρησία τόν

Θεό, καθώς γνωρίζει πώς ἡ χριστιανική λατρεία διά τῶν μυστηρίων της

ἔχει μεταμορφωτική καί ἀνακαινιστική δύναμη πού ἐξαγιάζει τήν ζωή τοῦ

πιστοῦ καί κάθε ἐκδήλωση αὐτῆς417. Ἐξάλλου ἡ λατρεία αὐτή εἶναι

μυσταγωγική καί ἐπουράνιος, ἀφοῦ ἔχει ὡς σκοπό νά ἀναβιβάσει τούς

πιστούς ἀπό τά ὑλικά στά ἐπουράνια418.

Εἶναι ταυτόχρονα καί ὁμαδική ἡ λατρεία, γιατί προσφέρεται ἀπό

ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας419. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό μυστικό σῶμα

τοῦ Φριστοῦ, πού κυβερνᾶται ἀπό αὐτόν καί ζωοποιεῖται ἀπό τό Ἅγιο

Πνεῦμα μέσω τῶν μυστηρίων, στό ὁποῖο σῶμα συνενώνονται ὅλοι οἱ

πιστοί πού ἔχουν τήν ὀρθή πίστη καί συμμετέχουν στά μυστήρια αὐτά420.

Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ πάσης ἐποχῆς καί γενεᾶς ἅγιοι,

ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί ἐθνικότητας421. Καί οἱ μέν ζωντανοί ἀποτελοῦν

τήν λεγομένη στρατευομένη Ἐκκλησία, ἐνῶ οἱ κεκοιμημένοι τήν «ἐν

οὐρανοῖς» θριαμβεύουσα Ἐκκλησία422. Σαυτόχρονα ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί

κοινωνία ἁγίων, γεγονός πού σημαίνει πώς ὑπάρχει ἀλληλεγγύη καί

ὀργανική σχέση πού συνδέει τά μέλη τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας

μεταξύ τους, ἀλλά καί μέ αὐτά τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας423.

Ἐξάλλου κατά τήν ὥρα τῆς λατρείας συνενώνεται ὁ οὐράνιος κόσμος μέ

τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα424, ἐνῶ τά τελούμενα στή λατρεία μας εἶναι

416
Ὅ.π., ζ. 225.
417
Ὅ.π., ζζ. 226-227.
418
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ἀξραί θαί ὁ ραξαθηήξ ηῆο ὀξζνδφμνπ ιαηξείαο, Ἀζῆλαη 1952,
ζζ. 5-6. Αλάηππν απφ Αθηίλεο 127-128 (1952).
419
Βι. Ὅ.π., ζζ. 6-9.
420
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ, ὅ.π., ζζ. ιζη΄-ιδ΄. πξβι. ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Γνγκαηηθή, η. Β΄, ὅ.π.,
ζ. 317.
421
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ, ὅ.π., ζζ. 233-234.
422
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζ. 304. ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Γνγκαηηθή, η.
Β΄, ὅ.π., ζ. 335.
423
Ὅ.π., ζ. 409.
424
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζ. 59.

77
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

μίμηση καί πρόγευση τῶν τελουμένων ἀπό τούς ἀσωμάτους Ἀγγέλους

καί τήν ὑπόλοιπη «ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησία»425.

΢τήν ὀρθόδοξη λατρεία δέν προσφέρεται ἁπλῶς κοινή λατρεία

ἀλλά καί κοινή θυσία. Εἶναι δηλαδή λατρεία θυτήριος τοῦ ὅλου σώματος

τῆς Ἐκκλησίας, πνευματική καί λογική, ἀπαλλαγμένη ὅμως ἀπό νεκρούς

τύπους καί ὑλικές θυσίες426. Ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ πρέπει νά εἶναι

προσφορά καί θυσία πρός τόν Θεό427. Σό πνεῦμα αὐτό τῆς λατρείας

ἀποκορυφώνεται στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας428.

Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό μυστήριο κατά τό ὁποῖο ὁ Φριστός εἶναι

πραγματικά παρών ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου429,

προσφερόμενος ὡς ἀναίμακτη μέν, ἀλλά ζωντανή καί πραγματική

ἀνάμνηση τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Φριστοῦ430 καί παρέχοντας τό σῶμα

καί τό αἷμα του «εἰς ζωοποιόν βρώσιν καί κοινωνίαν τοῖς πιστοῖς»431. Ἔτσι

οἱ πιστοί γινόμενοι σύσσωμοι καί σύναιμοι Φριστοῦ, τρέφονται

πνευματικά καί συνενώνονται μέ τήν ὑπόλοιπη Ἐκκλησία, στρατευομένη

καί θριαμβεύουσα, σέ ἕνα σῶμα μέ τόν μεγάλο Ἀρχιερέα καί Νυμφίο

της432. Ἡ ἀλήθεια αὐτή, περί τῆς θείας Εὐχαριστίας ὡς θυσίας καί

προσφορᾶς τοῦ Φριστοῦ καί τῆς ὅλης Ἐκκλησίας πού ἐνσωματώνεται σέ

αὐτόν, ἐκφράζεται παραστατικά στήν εἰκόνα τοῦ δισκάριου μετά τήν

τελετή τῆς πρόθεσης, πού εἶναι εἰκόνα ὅλης της στρατευομένης καί

θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας πού θά ἑνωθεῖ στό θεῖο Ποτήριο μέ τήν θεία

425
Ὅ.π., ζ. 109.
426
Βι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ, ὅ.π., ζζ. 227-228.
427
πξβι. Ρσκ. 12, 1-2.
428
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο θαί ἡ πξᾶμηο ηῆο Ἀλαηνιῆο,
Ἀζῆλαη 1949, ζ. 46. ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ, ὅ.π., ζ. 228
429
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή ηῆο Οξζνδφμνπ Καζνιηθῆο Δθθιεζίαο, η. Γ΄, ἐθδ. «Ο
΢σηήξ», Αζήλαη 19792, ζ. 142.
430
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο, ὅ.π., ζ. 46. ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Απφ ηήλ Οξζφδνμνλ
Λαηξείαλ καο, ὅ.π., ζ. 439.
431
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή, η. Γ΄, ὅ.π., ζ. 142.
432
Ὅ.π., 175. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ἀξραί θαί ὁ ραξαθηήξ ηῆο ὀξζνδφμνπ ιαηξείαο, ὅ.π., ζ. 10.

78
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Κεφαλή της433. ΢υνεπῶς ἡ θεία Εὐχαριστία, πού εἶναι ἡ μόνη τέλεια, κατά

πάντα λογική καί πνευματική θυσία καί ἡ μόνη ἀρεστή στό Θεό, καθ’

ὅσον ταυτίζεται ἐξ ὁλοκλήρου μέ τήν θυσία τοῦ Γολγοθᾶ434, δέν ἀποτελεῖ

μόνο τό ἐπιστέγασμα ἀλλά καί τό κέντρο καί τήν οὐσία τῆς λατρείας435.

Ὅπως προαναφέρθηκε, μέσω τῶν μυστηρίων συντελεῖται τό «ἔργο

τῆς χάριτος» στό κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι «ἡ μόνη

ταμιοῦχος τῆς χάριτος καί ἡ πεπιστευμένη τήν οἰκονομίαν τῶν

μυστηρίων»436. Εἰδικότερα τά μυστήρια εἶναι θεοσύστατες τελετές, πού

ἀντλοῦν τήν σωτήρια δύναμή τους ἀπό τήν ἐξιλαστήρια θυσία τοῦ

Κυρίου437, συνεπῶς ὁ πραγματικός τελεσιουργός ὅλων τῶν μυστηρίων

εἶναι ὁ μέγας ἀρχιερεύς Ἰησοῦς Φριστός438, «ὁ δέ ἱερεύς τήν ἑαυτοῦ

δανείζει γλῶτταν καί τήν ἑαυτοῦ παρέχει χεῖρα»439. Σά μυστήρια, ὡς

ἀγωγοί καί χορηγοί της θείας χάρης, εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ἐνσωμάτωση

τῶν πιστῶν στό σῶμα τοῦ Φριστοῦ καί γιά τήν αὔξηση, τήν πρόοδο καί τόν

ἁγιασμό τους στή νέα κατά Φριστόν ζωή440. Ἡ προσευχή καί τό κήρυγμα

τοῦ θείου λόγου, πού οἱ Διαμαρτυρόμενοι τό τοποθέτησαν ὑπεράνω τῶν

μυστηρίων441, λειτουργοῦν προπαρασκευαστικά καί προετοιμάζουν τόν

πιστό γιά τήν λήψη τῆς θείας χάρης πού γίνεται μέσω τῶν μυστηρίων442.

Σά μυστήρια ὡς αἰσθητά σημεῖα τῆς θείας χάρης ἔχουν ἐξωτερική

καί ὁρατή πλευρά, δέν εἶναι ὅμως ἁπλά σύμβολα τῆς θείας χάρης.

433
΢ΤΜΔΧΝ ΘΔ΢΢ΑΛΟΝΗΚΖ΢, Γηάινγνο ἐλ Χξηζηῷ θαηά παζῶλ ηῶλ αἱξέζεσλ θαί πεξί… ηῶλ ἱεξῶλ
ηειεηῶλ ηε θαί κπζηεξίσλ πάλησλ ηῆο ἖θθιεζίαο, Ϟδ΄ , PG 155, 285ΑΒ. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή
ιεηηνπξγηθή θίλεζηο, ὅ.π., ζ. 49.
434
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν . ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, Ἀζῆλαη 199012, ζ. 19.
435
Ὅ.π., ζ. 13. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀξραί θαί ραξαθηήξ, ὅ.π., ζ. 224. ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Ἡ ξσκατθή
ιεηηνπξγηθή θίλεζηο, ὅ.π., ζ. 46.
436
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή, η. Γ΄, ὅ.π., ζ. 1.
437
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη ηῆο Γχζεσο, ὅ.π., ζ. 335., ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ,
Γνγκαηηθή, η. Γ΄, ὅ.π., ζ. 2.
438
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο θαί ἡ πξᾶμηο ηῆο αλαηνιῆο, ὅ.π.,
ζ. 51.
439
ΗΧΑΝΝΟΤ ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ὁκηιία εἰο Ἰσάλλελ 87, 4. PG 59, 472.
440
Ὅ.π., ζ. 4.
441
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη ηῆο Γχζεσο, ὅ.π., ζ. 335.
442
Βι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή, η. Γ΄, ὅ.π., ζζ. 4-6.

79
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

΢υγχρόνως ἐγκλείουν καί ἄλλη ἐσωτερική καί ἀόρατη πραγματικότητα

καί ὡς δραστικά μέσα τήν μεταδίδουν στούς μετέχοντες σέ αὐτά443. Σό

Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργώντας καί ἀναδημιουργώντας μέσω τῶν μυστηρίων

συντελεῖ στό ἔργο τῆς ἐν Φριστῷ ἀνακαίνισης τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς αὐτό

«νά χρήζῃ δι’ ἔλλειψίν του τινά ἀναθεωρήσεως ἤ συμπληρώσεώς τινος ἐξ

ὑστέρου ἄρα δέ οὐδ’ ἐπαναλήψεως»444.

Σά μυστήρια τελοῦνται μόνο ἀπό λειτουργό τῆς Ἐκκλησίας,

ἐπίσκοπο ἤ πρεσβύτερο445, καί εἶναι ἔγκυρα ὅταν τελοῦνται κατά τήν

καθιερωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία τάξη. Ἐπιπλέον δέν ἐξαρτᾶται ἡ

ἐγκυρότητά τους ἀπό τήν ἀναξιότητα τοῦ λειτουργοῦ446, μέ τήν

προϋπόθεση βέβαια νά μήν ἔχει διακόψει τήν κοινωνία του μέ τήν

Ἐκκλησία λόγω σχίσματος ἤ αἵρεσης447. Διαφορετικά τά μυστήρια εἶναι

ἄκυρα, ἄλλα ὄχι καί ἀνυπόστατα, καί ὁρισμένες φορές ἡ Ἐκκλησία κατ’

οἰκονομία τά ἀποδέχεται, ἄν καί κατ’ ἀκρίβεια θά πρέπει νά τά

ἐπαναλαμβάνει448. Ἐπίσης ἡ ὑποκειμενική διάθεση τοῦ συμμετέχοντος

στά μυστήρια δέν ἐπηρεάζει τήν ἀντικειμενική ἰσχύ καί ἐνέργεια αὐτῶν,

ἀλλά τίς σωτηριώδεις συνέπειες πού ἀποκομίζει ὁ πιστός ἀπό αὐτά449.

Ἄς σημειωθεῖ ὅτι μεταγενέστερα ἔγιναν ἀπόπειρες γιά

συστηματική ἀπαρίθμηση καί κατάταξη τῶν μυστηρίων450. Μάλιστα κατά

τόν 13ο αἰώνα δόθηκε ἀφορμή καί καταρτίστηκε κατάλογος μυστηρίων

πού ἔγινε ἀποδεκτός καί στόν ὁποῖο κατονομάζονταν ἑπτά μυστήρια451. Οἱ

ὑπόλοιπες τελετές, πού ἦταν παρεμφερεῖς πρός τά μυστήρια, διακρίθηκαν

443
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 12-13.
444
Ὅ.π., ζζ. 28-29. Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ἀλεμάιεηπηνο ζθξαγίο ἐλ ηνῖο κπζηεξίνηο
θαί ἰδίᾳ ἐλ ηῇ ἱεξσζχλῃ, Ἀζῆλαη 1957, ζζ. 17.
445
Μφλν ηφ βάπηηζκα ζέ πεξίπησζε ἔθηαθηεο ἀλάγθεο κπνξεῖ λά ηειεζηεῖ θαί ἀπφ ιατθφ. Π.
ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή, η. Γ΄, ὅ.π., ζ. 32.
446
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη ηῆο Γχζεσο, ὅ.π., ζ. 335.
447
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή, η. Γ΄, ὅ.π., ζ. 31.
448
Βι. Ὅ.π., ζζ. 45-57.
449
Ὅ.π., ζ. 24.
450
Βι. Ὅ.π., ζζ. 60-63.
451
Ὅ.π., ζ. 61.

80
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἀπό αὐτά, μέ τή διαφορά ὅτι δέν εἶχαν θεία σύσταση καί δέν θεωροῦνται

ἀναγκαῖα γιά τή σωτηρία. Μάλιστα ἀπό νεώτερους δυτικούς θεολόγους

χαρακτηρίστηκαν ὡς μυστηριοειδεῖς τελετές452.

Ὅπως προαναφέρθηκε, ἡ ὅλη λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ὡς

κέντρο καί ἐπιστέγασμα αὐτῆς τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Μάλιστα ἀρχικά ἡ τελεσιουργία τῶν ὑπολοίπων μυστηρίων, ἀλλά καί τῶν

κυριοτέρων μυστηριοειδῶν τελετῶν ἦταν στενά συνδεδεμένη καί

συνυφασμένη μέ τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας453. ΢τή συνέχεια

σταδιακά ἀποδεσμεύτηκαν ἀπό αὐτήν καί ἀποτέλεσαν αὐτοτελεῖς

ἀκολουθίες. Ὁ Σρεμπέλας ἐπιχείρησε συστηματική παρουσίαση τῶν ἑπτά

μυστηρίων στόν τρίτο τόμο τοῦ ἔργου Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου

Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐξετάζοντας τίς ἔννοιες, τίς ὀνομασίες, τή θεία

σύσταση, τά αἰσθητά σημεῖα, τά ὑπερφυή ἀποτελέσματα, τήν

ἀναγκαιότητα, τούς τελεσιουργούς καί τούς συμμετέχοντες στά μυστήρια

αὐτά.

Σό βάπτισμα εἶναι τό μυστήριο, κατά τό ὁποῖο ὁ πιστός

ἀναγεννᾶται «ἄνωθεν»454 ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθιστάμενος καινή

ἐν Φριστῷ κτίση καί μέλος τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας455. Κατά τήν

ἀναγέννηση αὐτή συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες τοῦ βαπτιζομένου, ἐνῶ

παράλληλα ἐνδύεται τόν Φριστό «εἰς καινότητα ζωῆς μετ’ αὐτοῦ

συνανιστάμενος καί εἰς υἱοθεσίαν ἀνυψούμενος καί συγκληρονόμος τοῦ

Φριστοῦ ἀναγνωριζόμενος»456. ΢υνεπῶς τό βάπτισμα εἶναι ἡ θύρα πού

ὁδηγεῖ στό δρόμο τῆς σωτηρίας457. Αὐτό τό μυστήριο τοῦ «λουτροῦ

452
Ὅ.π., ζ. 63. Βέβαηα ζηή ζχγρξνλε ιεηηνπξγηθή ἔξεπλα ἐπηθξαηεῖ ἡ ηάζε ἀπνδέζκεπζεο ἀπφ ηνλ
πεξηνξηζκφ ηῶλ ἱεξῶλ κπζηεξίσλ ζηνλ ἀξηζκφ ἑπηά. πξβι. ΚΑΛΛΗ΢ΣΟΤ WARE (ἐπηζθφπνπ
Γηνθιείαο), Ἡ Ὀξζφδνμε ἖θθιεζία , κηθξ. Ἰσζήθ Ρνειίδεο, ἐθδ. «Ἀθξίηαο», Ἀζήλα 1998, ζ. 437.
453
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ζεία εὐραξηζηία θαηά ηήλ ζπλάξζξσζηλ αὐηῆο πξφο ηά ἄιια
κπζηήξηα θαί κπζηεξηνεηδεῖο ηειεηάο, Ἀζῆλαη 1958, ζ. 3.
454
Ησάλ. 3, 3.
455
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή, η. Γ΄, ὅ.π., ζ. 67.
456
Ὅ.π., ζ. 93.
457
Βι. Ὅ.π., ζζ. 100-104.

81
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

παλιγγενεσίας καί ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου»458 προεικονίστηκε

καί προτυπώθηκε στήν Παλαιά Διαθήκη καί ἰδιαίτερα στό

προπαρασκευαστικό βάπτισμα μετανοίας τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου459.

Ἡ σπουδαιότητά του ὑποδηλώνεται ἀπό τήν παραγγελία τοῦ ἴδιου τοῦ

Κυρίου στούς μαθητές του νά εὐαγγελιστοῦν τόν κόσμο καί νά βαπτίσουν

τούς πιστεύοντας στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Σριάδος460.

Αἰσθητά σημεῖα τοῦ βαπτίσματος ἀποτελούν ἡ τριπλή κατάδυση

καί ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου στό νερό, πού συνοδεύεται ἀπό τήν

ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Σριάδος. Μέ τήν

πλήρη καταβύθιση συμβολίζεται ἡ συμμετοχή τοῦ βαπτιζομένου στήν

ταφή καί στήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου461. Λειτουργός τοῦ βαπτίσματος εἶναι

ὁ ἐπίσκοπος, κατ’ ἐπέκταση καί ὁ πρεσβύτερος. Ἐντούτοις μπορεῖ νά

τελεστεῖ καί βάπτισμα ἀπό διάκονο ἤ λαϊκό σέ περίπτωση ἐπικείμενου

θανάτου462. ΢έ κάθε περίπτωση πρέπει νά ὑπάρχει προπαρασκευή τοῦ

ὑποψηφίου βαπτιζομένου, ἐνῶ καί ὁ νηπιοβαπτισμός εἶναι δεκτός ἀπό τήν

Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἡ κατήχηση τοῦ νηπίου στήν ἀλήθεια τῆς πίστης

ἐγγυᾶται ἀπό τούς γονεῖς καί τούς ἀναδόχους του463.

Ἀμέσως μετά τό βάπτισμα ἀκολουθεῖ τό μυστήριο τοῦ χρίσματος,

μέ τό ὁποῖο μεταδίδονται τά χαρίσματα ἐκεῖνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού

εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν αὔξηση, ἐνίσχυση, προστασία καί τελείωση τοῦ

ἀναγεννημένου πιστοῦ στήν νέα ἐν Φριστῷ ζωή464. Ἡ θεία σύστασή του

ὑποδηλώνεται ἀπό τίς ἐπαγγελίες τοῦ Κυρίου γιά τήν χορηγία τοῦ

Πνεύματος καί τῶν δωρεῶν του στούς πιστούς465. Μαρτυρεῖται σαφέστατα

458
Σίη. 3, 5.
459
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή , η. Γ΄, ὅ.π., ζζ. 70-73.
460
πξβι. Μαηζ. 28, 19.
461
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή , η. Γ΄, ὅ.π., ζζ. 78-79.
462
Ὅ.π., ζ. 106.
463
Βι. Ὅ.π., ζζ. 111-116.
464
Ὅ.π., ζζ. 117, 137.
465
Ἰσάλ. 14, 16· 16, 7· 16, 13· 7, 38-39.

82
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ὅμως μέ τήν ἐπίθεση τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων στούς βαπτιζομένους,

γιά νά λάβουν τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος466, καί μέ τήν ἀποστολική

διδασκαλία περί «βεβαιώσεως καί χρίσεως καί χρίσματος καί ἀρραβῶνος

τοῦ Πνεύματος κράζοντος ἐν ταῖς καρδίαις τῶν πιστῶν»467.

Σήν ἐξωτερική πλευρά τοῦ μυστηρίου τοῦ Φρίσματος ἀποτελοῦν ἡ

εἰδική ἐπίκληση γιά τήν κατάπεμψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού

συνοδευόταν ἀπό τήν ἐπίθεση τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων καί ἐν

συνεχείᾳ τῶν ἐπισκόπων. Πολύ νωρίς ἐμφανίστηκε καί σταυροειδής

σφράγιση στά μέλη τοῦ βαπτιζομένου μέ καθαγιασμένο μύρο, ἡ ὁποία καί

ἐπικράτησε τῆς χειροθεσίας. Ἡ χρίση διά τοῦ μύρου τελεῖται καί ἀπό

πρεσβύτερο, ἐνῶ ὁ καθαγιασμός τοῦ μύρου ἐπιφυλάχθηκε μόνο γιά τούς

ἐπισκόπους468.

΢τό μυστήριο τῆς μετανοίας ὁ ἱερέας ἐξ ὀνόματος τοῦ Κυρίου

συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες τοῦ πιστοῦ πού διαπράχθηκαν μετά τό βάπτισμα.

Ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ μυστηρίου εἶναι προφανής γιά τόν ἀγώνα τοῦ

πιστοῦ γιά τήν ἐν Φριστῷ τελείωσή του, δεδομένου τοῦ ἀσθενοῦς καί

εὐολίσθου τῆς ἀνθρώπινης φύσης469, ἀσφαλίζοντας ἔτσι καί τό σωτήριο

ἔργο τῶν τριῶν προηγουμένων μυστηρίων470.Ἡ Ἐκκλησία διά τῶν

Ἀποστόλων ἔλαβε τήν ἐξουσία τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν ἀπό τόν ἴδιο τόν

Κύριο μετά τήν ἀνάστασή του471 καί τήν ἀσκεῖ μέ τούς ἐπισκόπους καί μέ

τούς καθορισμένους ἀπό αὐτούς πρεσβυτέρους472.

Ἀσφαλῶς ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ ἀληθινή καί εἰλικρινής

μετάνοια τοῦ πιστοῦ, καθώς καί ἡ ἐν συνεχείᾳ ἐξομολόγηση ὅλων τῶν

466
Πξάμ. 8, 16· 19, 6.
467
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή , η. Γ΄, ὅ.π., ζ. 117. πξβι. Β΄ Κνξ. 1, 21-22· ἖θεζ. 1, 13· 4, 30.
468
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή , η. Γ΄, ὅ.π., ζ. 127.
469
Ὅ.π., ζ. 238.
470
πξβι. Ὅ.π., ζ. 241.
471
Ἰσάλ. 20, 22-23.
472
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή , η. Γ΄, ὅ.π., ζ. 243.

83
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἁμαρτημάτων στόν ἱερέα473. Ὁ πνευματικός ἱερέας, ὡς κριτής χάριτος καί

παιδαγωγίας, μπορεῖ νά ἐπιβάλλει καί τά λεγόμενα ἐπιτίμια, τά ὁποῖα δέν

εἶναι ποινές γιά νά ἱκανοποιήσουν τή θεία δικαιοσύνη, ἀλλά παιδαγωγικά

καί θεραπευτικά μέσα πού βοηθοῦν τόν μετανοοῦντα στή συναίσθηση

τοῦ μεγέθους τῆς παρεκτροπῆς του474.

Σό εὐχέλαιο ὡς μυστήριο, κατά τήν ἐξωτερική του πλευρά

ἐμφανίζεται ὡς χρίση σέ ὁρισμένα σημεῖα τοῦ σώματος τοῦ πιστοῦ μέ

καθαγιασμένο ἔλαιο ἀπό τόν ἱερέα, συνοδευόμενη ἀπό εἰδική εὐχή475, ἐνῶ

κατά τήν ἐσωτερική του πλευρά ὡς παροχή ἰαματικῆς χάρης, ἡ ὁποία

ἐνεργεῖ «κατά τάς πρός τό συμφέρον τοῦ πιστοῦ βουλάς τοῦ Θεοῦ», γιά τή

θεραπεία τῶν σωματικῶν καί ψυχικῶν ἀσθενειῶν476. Ἡ σύσταση τοῦ

μυστηρίου ἔχει τά ἐρείσματά της στήν ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου, στήν ὁποία

προτρέπει τήν προσφυγή τῶν ἀσθενῶν στούς πρεσβυτέρους τῆς

Ἐκκλησίας καί τήν ὑπ’ αὐτῶν ἐπάλειψη «δι΄ ἐλαίου μέτ΄ εὐχῆς πίστεως»477.

Λειτουργοί τοῦ μυστηρίου εἶναι οἱ πρεσβύτεροι, χωρίς ἀσφαλῶς νά

ἀποκλείονται καί οἱ ἐπίσκοποι. Ἐπίσης φαίνεται νά ὑπάρχει προτίμηση

στή συμμετοχή περισσότερων πρεσβυτέρων στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου,

χωρίς νά ἀποκλείεται καί ἡ ἔγκυρη τέλεσή του ἀπό ἕναν πρεσβύτερο478.

Ἀκόμη τό εὐχέλαιο ἄν καί δέν ἀντικαθιστᾶ τό μυστήριο τῆς μετανοίας,

ἀποτελεῖ κατά κάποιο τρόπο συμπλήρωμά του, ἀφοῦ παρέχεται καί ἀπό

αὐτό ἄφεση ἁμαρτιῶν σέ ἁμαρτήματα πού δέν γίνονται ἀντιληπτά. Γιά

αὐτό συμμετέχουν στό μυστήριο αὐτό καί οἱ ὑπόλοιποι πιστοί, γιά νά

473
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 258-259.
474
Ὅ.π., ζ. 278.
475
Ὅ.π., ζ. 359.
476
Ὅ.π., ζ. 347.
477
Ἰαθ. 5, 14-15. πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή , η. Γ΄, ὅ.π, ζ. 349.
478
Ὅ.π., ζ. 355.

84
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἀπαλλαγοῦν ἀπό ψυχικές καταστάσεις πού προκαλοῦνται ἀπό αὐτά καί

μποροῦν νά ἐπηρεάσουν καί τή σωματική ὑγεία479.

Μέ τό μυστήριο τοῦ γάμου ὁ φυσικός δεσμός, πού συνάπτεται

μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός, εὐλογεῖται ἀπό τούς λειτουργούς τῆς

Ἐκκλησίας σέ ἀδιάλυτη καί ἁγία ἕνωση καί παρέχεται χάρη στούς

συζευγμένους γιά τήν ἐπίτευξη τῶν ὑψηλῶν καί ἁγίων σκοπῶν τοῦ

γάμου480. Ὁ γάμος εἶναι θεῖος θεσμός, πού συστάθηκε ἀπό τόν Θεό κατά

τή δημιουργία τοῦ ζεύγους τῶν πρωτοπλάστων481, ἐνῶ στήν Καινή

Διαθήκη ἐξυψώνεται κατ’ εἰκόνα τῆς μυστικῆς ἐνώσεως τοῦ Φριστοῦ μέ

τήν Ἐκκλησία482. ΢υνεπῶς, ἐξυψώνοντας ὁ Κύριος τόν θεσμό τοῦ γάμου

καί προσδίδοντάς του ἱερό χαρακτήρα, ἀποκλείει τήν πολυγαμία, ἐνῶ

ἐξαίρει τό ἀδιάλυτο τοῦ γάμου, ἀναγνωρίζοντας μόνο τή συζυγική

ἀπιστία ὡς αἰτία διάλυσης αὐτοῦ483.

Κατά τό μυστήριο τῆς ἱεροσύνης μεταδίδεται ἡ θεία χάρη στόν

χειροτονούμενο σέ ἕναν ἀπό τούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερατικῆς τάξης, γιά

τήν ἄσκηση τῆς διακονίας καί τῶν λειτουργημάτων τοῦ οἰκείου βαθμοῦ484.

Ἡ θεία σύσταση τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ μαρτυρεῖται ἀπό τήν ἐκλογή τῶν

Ἀποστόλων ἀπό τόν Φριστό485, καθώς καί ἀπό τήν πράξη καί διδασκαλία

τῶν Ἀποστόλων486. Ἡ ἐξωτερική πλευρά τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ

τοποθέτηση τῶν χεριῶν τοῦ ἐπισκόπου στό κεφάλι τοῦ χειροτονουμένου,

συνοδευομένη ἀπό εἰδική εὐχή487. Μόνος ἁρμόδιος τελεσιουργός τοῦ

479
πξβι. Ὅ.π., ζ. 355, 362.
480
Ὅ.π., ζ. 320.
481
Γέλ. 1, 27-28.
482
἖θεζ. 5, 21-23. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή , η. Γ΄, ὅ.π., ζ. 324.
483
Μαηζ. 19, 4-9.
484
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή , η. Γ΄, ὅ.π., ζ. 287.
485
Μαηζ. 10, 1-4.
486
Βι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή , η. Γ΄, ὅ.π., ζζ. 292-296.
487
Ὅ.π., ζ. 308.

85
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

μυστηρίου εἶναι ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει καί τήν ἀνώτερη πνευματική

δικαιοπραξία στήν Ἐκκλησία488.

΢υνεπῶς ἡ Ἐκκλησία, ὡς θεοσύστατη κοινωνία τῶν συνδεδεμένων

μέσω τῆς κοινῆς πίστης καί τῆς κοινωνίας τῶν μυστηρίων σέ ἕνα σῶμα,

διακονεῖται ἀπό τόν κλῆρο κατ΄ ἀδιάκοπη ἀποστολική διαδοχή,

συνεχίζοντας τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Κυρίου489. Ἡ διάκριση ὅμως ἐξ

ἀρχῆς ἀρχόντων καί ἀρχομένων δέν συνεπάγεται καί ἀγεφύρωτη

ὑπεροχή490.

Ἐξάλλου ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων περιβάλλει «δι΄ ἀκαταμαχήτου

καί ἀπροσβλήτου κύρους τήν περί Βασιλείου Ἱερατεύματος τοῦ λαοῦ

τῶν πιστῶν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, αὐτή ἀποσαφοῦσα καί

καθορίζουσα τήν ἔννοιαν, τήν ὁποίαν ἐκφράζουν καί τά θεόπνευστα

χωρία τῆς Ἁγίας Γραφής491»492. ΢ύμφωνα μέ τήν διδασκαλία αὐτή, ὁ κάθε

πιστός μέ τό βάπτισμα, ἐντάσσεται στό σῶμα τοῦ Φριστοῦ καί συνεπῶς

μετέχει ἔτσι καί τῶν τριῶν ἀξιωμάτων τοῦ Φριστοῦ καί γίνεται «βασιλεύς,

ἱερεύς καί προφήτης»493. Ἑπομένως ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος τῆς

Ἐκκλησίας εἶναι ἴσα καί ἰσότιμα μεταξύ τους, διαφέρουν μόνο κατά τίς

διαφορετικές λειτουργίες πού ἐπιτελοῦν καί τά διαφορετικά χαρίσματα

πού ἔχουν λάβει494. Μέ αὐτή τήν ἔννοια προκύπτει ὅτι παράλληλα μέ τήν

εἰδική καί μυστηριακή ἱεροσύνη τῶν κληρικῶν, πού ἐπιτελοῦν ἕνα

ξεχωριστό λειτούργημα μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει καί ἡ

λεγόμενη γενική καί πνευματική ἱεροσύνη, τήν ὁποία ἀποκτᾶ ὁ πιστός μέ

τά μυστήρια τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος495. ΢υνεπῶς, ἐκτός ἀπό

488
Ὅ.π., ζ. 298.
489
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή, η. Β΄, ὅ.π., ζ. 340.
490
Ὅ.π., ζ. 370.
491
Α΄ Πέηξ. 2,9 (πξβι. Ἔμ. 19,6)· Ἀπνθ. 1, 6· 5, 10.
492
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Οἱ ιατθνί ἐλ ηῇ ἖θθιεζίᾳ. Σφ βαζίιεηνλ ἱεξάηεπκα, ἐθδ. «὇
΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19762, ζ. 65.
493
Ὅ.π., ζ. 46.
494
πξβι. Α΄ Κνξ. 12, 4-30. Βι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Οἱ ιατθνί ἐλ ηῇ ἖θθιεζίᾳ, ὅ.π., ζζ. 162-165.
495
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή, η. Β΄, ὅ.π., ζζ. 376-386.

86
Θενινγηθέο ζέζεηο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια

τόν κλῆρο, ἀναγνωρίζονται καί στό λαό δικαιώματα «ἔν τε τῇ διδασκαλίᾳ,

καί τῇ διοικήσει καί λατρείᾳ» τῆς Ἐκκλησίας496, σέ ἀντίθεση μέ τούς

ρωμαιοκαθολικούς πού ἐξῆραν τή θέση καί τήν ἐξουσία τῶν κληρικῶν497.

496
ΗΧΑΝΝΟΤ ΚΑΡΜΗΡΖ, Ἡ πεξί ἖θθιεζίαο Ὀξζφδνμνο Γνγκαηηθή Γηδαζθαιία, Ἀζῆλαη 1964, ζ. 36.
497
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθνί ηχπνη ηῆο Γχζεσο, ὅ.π., ζ. 322.

87
3. Σελετουργικές καταγραφές περί τῆς θείας λατρείας ἀπό τόν
Παναγιώτη Σρεμπέλα

Ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας ἐρευνώντας διάφορα λειτουργικά

χειρόγραφα εὐχολόγια498 καί ἀξιοποιώντας ταυτόχρονα λειτουργικές

μαρτυρίες διαφόρων πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων,

μελέτησε τήν τελετουργική ἐξέλιξη τῶν διαφόρων ἀκολουθιῶν. ΢τήν

παράγραφο αὐτή θά παρουσιαστοῦν ὁρισμένα ἀπό τά συμπεράσματά του

πού ἀφοροῦν τίς ἀκολουθίες τοῦ βυζαντινοῦ λειτουργικοῦ τύπου,

ἑστιάζοντας περισσότερο στίς διαφορές μεταξύ τῶν κωδίκων καί τῆς

σύγχρονης λατρευτικῆς τάξης.

Ξεκινώντας ἀπό τή θεία Λειτουργία, ἄς ἐπισημανθεῖ ὅτι οἱ

διαφορές τῶν νεοτέρων ἐκδόσεων μέ τούς παλαιότερους κώδικες δέν εἶναι

θεμελιώδεις καί οὐσιώδεις. Οἱ εὐχές, οἱ ἐκφωνήσεις καί τά διακονικά

παραμένουν οὐσιαστικά ἀναλλοίωτα, σέ ἀντίθεση μέ τίς τυπικές

διατάξεις πού παρουσιάζουν ἀξιόλογες διαφορές καί εἶναι ἐκτενέστερες

στούς νεότερους κώδικες499. Μία βασική διαπίστωση εἶναι ὅτι ὅλες σχεδόν

οἱ εὐχές κατά τούς παλαιότερους κώδικες ἀναγιγνώσκονται ἀπό τον ἱερέα

«εἰς ἐπήκοον» τῶν πιστῶν, ἐξαιρουμένων τῶν «ὑπέρ αὐτοῦ» εὐχῶν πού

λέγονται «μυστικῶς»500, ἐνῶ οἱ ἐκφωνήσεις ὡς κατακλεῖδες τῶν εὐχῶν

ἀκολουθοῦν στή συνέχεια501. Ὅσον ἀφορᾶ εἰδικότερες διαφορές, ἄς

ἀναφερθεῖ ὅτι ὁ διάλογος μεταξύ διακόνου καί ἱερέα, πρίν τήν ἔναρξη τῆς

θείας Λειτουργίας, ἐμφανίζεται σέ κώδικες μεταγενέστερους τοῦ 13ου

498
Μειέηεζε πξνζσπηθά ἀλέθδνηα ρεηξφγξαθα ιεηηνπξγηθά ε὎ρνιφγηα ηῆο ἖ζληθῆο Βηβιηνζήθεο
Ἀζελῶλ θαί ηνῦ Βπδαληηλνῦ κνπζείνπ, ἐλῶ κέζσ ἔληππσλ ἐθδφζεσλ ηά ἐθδνζέληα ὏πφ ηνῦ
Dmitrievskij ε὎ρνιφγηα, ηφλ Βαξβεξηλφ θψδηθα δεκνζηεπκέλν ἀπφ ηφλ Goar, θ.ἄ. πξβι.
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη θαηά ηνχο ἐλ Ἀζήλαηο θψδηθαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ»,
Ἀζῆλαη 19822, ζζ. δ΄-ε΄. ΣΟΤ ΗΓΗΟΤ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ, η. Α΄, Ἀζῆλαη 1950, ζζ. 6-8.
499
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη, ὅ.π., ζ. β΄.
500
Ἡ ε὎ρή ηνῦ ρεξνπβηθνῦ, ηά ιεγφκελα θαηά ηφ θνηλσληθφ θαί ἡ ε὎ρή «ἐλ ηῷ ζθεπνθπιαθίῳ».
501
Βι. PANAGIOTOU N. TREMPELA, «L’ audition de l’ Anaphore Eucharistique par le people»,
1054-1954: L’ Église et les Églises. Publication extraordinaire de la Revue Irénikon, Chevetogne-
Bruxelles 1955, ζζ. 207-220.

88
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

αἰώνα502. Ἐπίσης σέ ὅλα τά χειρόγραφα εὐχολόγια παραλείπεται ἡ δέηση

«Ὑπέρ τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων χριστιανῶν», ἡ ὁποία εἰσήχθη κατά

τήν ἐποχή τῆς τουρκοκρατίας ἀντικαθιστώντας τήν αἴτηση «ὑπέρ τῶν

εὐσεβεστάτων καί θεοφυλάκτων βασιλέων ἡμῶν»503.

Γιά τήν εὐλογία τοῦ ἀναγνώστη καί τοῦ εὐαγγελιστῆ, μετά τό

ἀποστολικό καί εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀντίστοιχα, οἱ κώδικες

μαρτυροῦν τή γραφή «Εἰρήνη σοι»504. Μετά τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα

ψέλνονταν τό «ἀλληλουάριον» συνδεδεμένο μέ ψαλμικούς στίχους, κατά

τό ὁποῖο προβλέπεται ἀπό τά χειρόγραφα νά θυμιατίζει ὁ ἱερέας505. Ἄς

σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἐκτενής καί οἱ δεήσεις ὑπέρ τῶν κατηχουμένων καί τῶν

πιστῶν παρατίθενται σέ ὅλους τους κώδικες506.

Ἐπίσης σέ ὅλους σχεδόν τούς κώδικες ἡ ὀρθή γραφή στήν β΄ εὐχή

τῶν πιστῶν καί στό χερουβικό εἶναι τό «λατρεύουσί σοι» καί τό «νῦν

βιοτικήν», ἀντί τοῦ «λατρεύειν σοι» καί τοῦ «τήν βιοτικήν» ἀντίστοιχα507.

Ἐπιπρόσθετα ἡ ὀρθή γραφή στήν εὐχή τῆς ἀναφορά στό σημεῖο «Σά ΢ά ἐκ

τῶν ΢ῶν» εἶναι «προσφέροντες» ἀντί τοῦ «προσφέρομεν»508. Ἄξιο

ἀναφορᾶς εἶναι καί τό ὅτι στούς κώδικες δέν προβλέπεται μνημόνευση

ὀνομάτων ἀπό τόν ἱερέα κατά τήν Μεγάλη Εἴσοδο509.

΢τούς παλαιότερους κώδικες δέν ἐπαναλαμβάνονται οἱ αἰτήσεις

τῶν «πληρωτικῶν» πρό τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, οἱ ὁποῖες εἰσήχθησαν

μεταγενέστερα «κατ΄ ἐπίδρασιν» τῆς λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων510.

Ἐπίσης κατά τήν προετοιμασία τῆς θείας Κοινωνίας, οἱ λέξεις «ποτηρίου


502
«Δὖμαη ὏πέξ ἐκνῦ…», «Καηεπζχλαη Κχξηνο ὁ Θεφο ηά δηαβήκαηά ζνπ…», «Μλήζζεηί κνπ…». Π.
ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη, ὅ.π., ζζ. 20-21.
503
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 25-26, 58-59.
504
Ὅ.π., ζζ. 50, 56.
505
Ὅ.π., ζ. 52. Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Σφ ζπκίακα θαηά ηφ ἀπνζηνιηθφλ ἀλάγλσζκα»,
἖λνξία 14 (1959) 15.
506
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη, ὅ.π., ζζ. 58-70.
507
Ὅ.π., ζζ. 69, 78.
508
Ὅ.π., ζ. 110.
509
Ὅ.π., ζ. 82.
510
Ὅ.π., ζ. 126.

89
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

πίστεως» καί «πίστεως πλήρης» ἀποτελοῦν μεταγενέστερες προσθῆκες

στίς λειτουργικές φράσεις «Πλήρωμα Πνεύματος ἁγίου» καί «Ζέσις

Πνεύματος ἁγίου» ἀντίστοιχα511. Δέν μαρτυρεῖται ἀπό τούς κώδικες καί ἡ

ἀπαγγελία ἀναστάσιμων τροπαρίων κατά τήν μεταβίβαση τοῦ

περιεχομένου τοῦ δισκαρίου στό ἅγιο Ποτήριο512.

Ἄς σημειωθεῖ ἀκόμη ὅτι ὁ ὕμνος «Εἴδομεν τό φῶς» μετά τή θεία

Κοινωνία δέν συναντᾶται στούς κώδικες, ἐνῶ σέ ὁρισμένα χειρόγραφα

ἀναφέρεται τό «Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν»513. Παρόμοια και ἡ

φράση «Εὐλογητός ὁ Θεός», πρίν τό «Πάντοντε νῦν καί ἀεί», δέν

μαρτυρεῖται ἀπό τούς κώδικες514. Ἀντίθετα μαρτυρεῖται ὁ ὕμνος

«Πληρωθήτω τό στόμα ἡμῶν» κατά τήν μεταφορά τῶν ἀχράντων

μυστηρίων στήν πρόθεση515, καθώς καί ἡ ἀπάντηση τοῦ λαοῦ «Ἐν ὀνόματι

Κυρίου» μετά τό «Ἐν εἰρήνῃ προέλθωμεν»516. Ὡς πρός τήν ὀπισθάμβωνο

εὐχή, ἡ παλαιότερη πράξη εἶναι συγκεχυμένη517. Σέλος τό «καί ἔλεος

αὐτοῦ ἔλθοι» στήν εὐλογία πρίν τήν ἀπόλυση δέν ἀναφέρεται στά

χειρόγραφα518, ἐνῶ ὁ σημερινός καί ἐκτενέστερος τύπος τῆς ἀπόλυσης

καθώς καί τό «Δι’ εὐχῶν» ἀποτελοῦν μεταγενέστερες προσθήκες519.

΢υνεχίζοντας μέ τήν ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος, διαπιστώνεται

ὅτι διατηρήθηκε οὐσιαστικά ἀνέπαφος καί ἀκεραία σέ ὅλα τά

χειρόγραφα. Μεταβολές καί προσθῆκες, καθώς καί ἀσυμφωνίες μεταξύ

νεοτέρων κωδίκων, ἐμφανίζονται κυρίως στίς προβαπτισματικές ἤ

μεταβαπτισματικές τελετές520.

511
Ὅ.π., ζ. 136.
512
Όπ., ζ. 146.
513
Ὅ.π., ζ. 149.
514
Ὅ.π., ζ. 151-152.
515
Ὅ.π., ζ. 151.
516
Ὅ.π., ζ. 154.
517
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 155, 192-193.
518
Ό.π, ζ. 158.
519
Ὅ.π., ζζ. 159-160.
520
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ, η. Α΄, ὅ.π., ζ. 259.

90
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Εἰδικότερα οἱ «εὐχαί εἰς γυναῖκα λεχώ»521, καθώς καί οἱ τρεῖς ἀπό

τίς τέσσερις «εὐχαί εἰς τό ἐκκλησιάσαι παιδίον, μεθ’ ἡμέρας

τεσσαράκοντα»522, δέν συναντῶνται στούς παλαιότερους κώδικες523. ΢τούς

κώδικες αὐτούς βρίσκονται μόνο ἡ εὐχή «εἰς τό κατασφραγίσαι παιδίον

λαμβάνον ὄνομα τῇ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ τῆς γεννήσεως αὐτοῦ»524 καθώς καί ἡ

εὐχή «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ ἐν τεσσαράκοντα ἡμέραις…»525, πού

περιέχεται στήν ἀκολουθία τοῦ σαραντισμοῦ526. Μάλιστα ἡ πρώτη εὐχή

χαρακτηρίζεται «παλαιοτάτη» καί διαβαζόταν σέ αὐτούς πού εἰσέρχονταν

στήν τάξη τῶν κατηχουμένων527. ΢τή συνέχεια λόγω τῆς ἐπικράτησης τοῦ

νηπιοβαπτισμοῦ συνδέθηκε μέ τήν ὀνοματοδοσία τοῦ βρέφους528. Ἄς

σημειωθεῖ ὅτι οἱ μεταγενέστερες εὐχές εἶναι ἐπηρεασμένες καί ἀπό τίς

σχετικές διατάξεις τοῦ Λευϊτικοῦ περί ἀκαθαρσίας τῆς λεχοῦς

γυναίκας529.

Ἀκόμη κατά τήν ἀκολουθία τοῦ σαραντισμοῦ, ὅπως προκύπτει ἀπό

τή μελέτη τῶν περισσοτέρων καί παλαιοτέρων κωδίκων, προκύπτει ὅτι τό

βρέφος εἰσερχόταν στό ἱερό βῆμα ἀνεξαρτήτως φύλου530. Νεότεροι

κώδικες μαρτυροῦν τή μή εἰσαγωγή τῶν κοριτσιῶν στό ἱερό βῆμα, τάξη ἡ

ὁποία καί ἐπικράτησε531.

Ἡ σημερινή ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος ἀποτελεῖ συμπίλημα

διαφόρων αὐτοτελῶν ἀκολουθιῶν πού τελοῦνταν σέ διαφορετικές ἡμέρες.

΢υκεκριμένα ἡ «εὐχή εἰς τό ποιῆσαι κατηχούμενον», οἱ ἀφορκισμοί,

καθώς καί ἡ «εὐχή πρός ὥραν βαπτίζειν», οἱ ὁποῖες διαβάζονται ἀμέσως


521
Βι. Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία ηῆο ἖θθιεζίαο ηῆο ἗ιιάδνο», Ἀζήλα 200918,
ζζ. 39-42.
522
Βι. Ὅ.π., ζζ. 43-50.
523
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ, η. Α΄, ὅ.π., ζζ. 259, 267.
524
Ὅ.π., ζζ. 324-325.
525
Ὅ.π., ζζ. 331-333.
526
Ὅ.π., ζ. 259.
527
Ὅ.π., ζ. 263.
528
Ὅ.π., ζ. 265.
529
Ὅ.π., ζ. 260.
530
Ὅ.π., ζζ. 260, 330.
531
πξβι. Μηθξφλ Δπρνιφγηνλ, ὅ.π., ζ. 49.

91
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

πρό τοῦ βαπτίσματος, παλαιότερα γίνονταν σέ διαφορετικά χρονικά

διαστήματα532. ΢υγκεκριμένα ἡ πρώτη εὐχή533 ἀποτελοῦσε τήν κατακλείδα

τελετῆς, κατά τήν ὁποία συντελοῦνταν ἡ κατάταξη καί ἡ ὀνοματογραφία

τῶν κατηχουμένων πού ἤθελαν νά βαπτισθοῦν534. Οἱ ἀφορκισμοί, πού

διαμορφώθηκαν στούς τρεῖς καί χρησιμοποιοῦνται καί σήμερα,

ἐπαναλαμβάνονταν πολλές φορές κατά τή διάρκεια τῆς προετοιμασίας535,

ἐνῶ ἡ «εὐχή εἰς τό πρός ὥραν βαπτίζειν» ἤ ἀλλιῶς «εὐχή μετά τό ποιῆσαι

κατηχούμενον»536 διαβαζόταν στόν κατηχούμενο μετά τήν τελική

ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας νά τόν κάνει δεκτό537.

Ἐπίσης ἡ ἀπόταξη, σύνταξη καί ὁμολογία πίστεως,

πραγματοποιοῦνταν λίγες μέρες πρίν τό βάπτισμα538. Ἀκόμα ἡ «ἔμπτυσις»

εἰσήχθηκε στό βυζαντινό τυπικό σταδιακά ἀπό τόν 13ο αἰώνα539, ἐνῶ οἱ

κώδικες ἀγνοοῦν τήν ἐκφώνηση «Εὐλογητός ὁ Θεός ὁ πάντας ἀνθρώπους

θέλων σωθῆναι…» μετά τή σύνταξη540. Ἄξιο ἀναφορᾶς εἶναι καί τό

γεγονός ὅτι σέ ὁρισμένους τόπους καθαγιάζονταν τό «ὕδωρ τοῦ

βαπτίσματος» ἀπό τήν προηγούμενη μέρα541.

Ἡ τελετή τῆς βάπτισης πού τελοῦνταν στό βαπτιστήριο,

προϋπέθετε τήν ὁλοκληρωτική γύμνωση τῶν βαπτιζομένων542. ΢ύμφωνα

μάλιστα καί μέ τούς παλαιότερους κώδικες, ἡ χρίση μέ τό ἐπορκιστό ἔλαιο

τῶν προσερχόμενων πρός τό βάπτισμα γινόταν ἀπό τόν διάκονο ἤ τόν

ἱερέα. Ἡ χρίση τῶν φωτιζομένων ἀπό τόν ἀνόδοχο ἀναφέρεται σέ κώδικες

532
Βι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ, η. Α΄, ὅ.π., ζζ. 271-287.
533
Βι. Ὅ.π., ζζ. 336-337.
534
Ὅ.π., ζ. 273.
535
Ὅ.π., ζ. 274.
536
Βι. Ὅ.π., ζζ. 341-343.
537
Ὅ.π., ζ. 278.
538
Ὅ.π., ζ. 281.΢πλήζσο ηήλ Μεγάιε Παξαζθεπή. πξβι. Ὅ.π., ζ. 386.
539
Ὅ.π., ζζ. 283-284.
540
὆.π., ζ. 346.
541
Ὅ.π., ζ. 287.
542
Ὅ.π., ζ. 292.

92
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

μεταγενέστερούς του 15ου αἰώνα543. Ἐπίσης οἱ κώδικες ἀγνοοῦν καί τίς

προσφωνήσεις τοῦ ἱερέα κατά τή συμβολική χρίση τοῦ φωτιζόμενου πρίν

τήν ὁλοκληρωτική ἐπάλειψη μέ τό ἐπορκιστό ἔλαιο544. Οἱ παλαιότεροι

κώδικες ἐπίσης μαρτυροῦν τήν ἔνδυση τῶν βαπτιζομένων πρίν τό

χρίσμα545, ἐνῶ ἀγνοοῦν τήν τελετουργική παράδοση τῆς «ἐμφωτείου

στολῆς»546. Παράλληλα παρουσιάζεται ἀσυμφωνία μεταξύ τῶν κωδίκων

ὡς πρός τόν ἀκριβή καθορισμό τῶν μελῶν πού θά χριστοῦν μέ τό ἅγιο

μύρο547.

Σέλος ἡ ἀπόλουση καί ἡ τριχοκουρία ἀποτελοῦσαν αὐτοτελεῖς

τελετές. Ἡ ἀπόλουση τελοῦνταν τήν ὄγδοη μέρα ἀπό τό βάπτισμα548, ἐνῶ

ἡ τριχοκουρία ἀργότερα, πιθανόν κατά τήν πρώτη φορά τῆς «κουρᾶς τῆς

κεφαλῆς» τοῦ βαπτιζομένου549.

Οἱ παλαιότεροι λειτουργικοί κώδικες μαρτυροῦν τή σύνδεση τοῦ

μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος μέ τήν θεία Εὐχαριστία. Σό βάπτισμα

τελοῦνταν κατά τή διάρκεια τῶν ἀντιφώνων τῆς θείας Λειτουργίας,

ἀποδεσμευμένο βέβαια ἀπό τίς προβαπτισματικές καί μεταβαπτισματικές

πράξεις πού τελοῦνταν ἀνεξάρτητα. Μετά τή λήψη τοῦ χρίσματος,

ἀκολουθοῦσε ἡ μικρή Εἴσοδος, κατά τήν ὁποία εἰσέρχονταν οἱ

νεοφώτιστοι ἀπό τό βαπτιστήριο στόν κυρίως ναό καί ἀκολουθοῦσε ἡ

ὑπόλοιπη θεία Λειτουργία, κατά τήν ὁποία κοινωνοῦσαν γιά πρώτη φορά.

Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἀντί τρισαγίου ψαλλόταν «Ὅσοι εἰς Φριστόν

ἐβαπτίσθητε»550. Ἐπίσης στίς παννυχίδες τῶν μεγάλων ἑορτῶν, οἱ

βαπτίσεις τελοῦνταν κατά τήν ἀνάγνωση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν

543
Ὅ.π., ζ. 293.
544
Ὅ.π., ζ. 359.
545
Ὅ.π., ζ. 295.
546
Ὅ.π., ζ. 298.
547
Ὅ.π., ζ. 304.
548
Ὅ.π., ζζ. 309-310.
549
Ὅ.π., ζ. 315.
550
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ζεία εὐραξηζηία θαηά ηήλ ζπλάξζξσζηλ αὐηῆο πξφο ηά ἄιια
κπζηήξηα θαί κπζηεξηνεηδεῖο ηειεηάο, Ἀζῆλαη 1958, ζζ. 4-5.

93
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἀναγνωσμάτων στόν ἑσπερινό, καί στή συνέχεια μετά τήν εἴσοδο τῶν

βαπτιζομένων, ἀκολουθοῦσε τό «Ὅσοι εἰς Φριστόν ἐβαπτίσθητε», τά

καινοδιαθηκικά ἀναγνώσματα καί στή συνέχεια ἡ ὑπόλοιπη λειτουργία

τοῦ Μ. Βασιλείου551.

Οἱ χειροτονίες κατά τόν 8ο αἰώνα, εἶχαν προσλάβει ὅλα τά βασικά

στοιχεῖα πού συναντῶνται καί σήμερα. Οἱ εὐχές χειροτονίας εἶναι ἴδιες μέ

μικρές παραλλαγές σέ ὅλους τούς κώδικες. Ὅλα τά χειρόγραφα

συμφωνοῦν ὅτι ἡ χειροτονία τοῦ διακόνου γινόταν μετά τόν ἀσπασμό

«Καί ἔσται τά ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ…»552 καί τοῦ πρεσβυτέρου «μετά τό

πληρωθῆναι τό χερουβικόν»553.

Ἡ προσαγωγή τοῦ ὑποψηφίου ἀρχικά γινόταν ἄνευ ἰδιαίτερης

πομπῆς, ἐνῶ οἱ προσφωνήσεις «Κέλευσον»554 ἀπό τούς προσάγοντες τόν

κληρικό πρός χειροτονία δέν μαρτυροῦνται στά χειρόγραφα εὐχολόγια555.

Ἐπίσης ὁ χορός περί τήν ἁγία Σράπεζα εἶναι στοιχεῖο πού εἰσήχθη

ἀργότερα σέ ὅλες τίς χειροτονίες556, μαρτυρούμενος ἀπό μεταγενέστερους

κώδικες καί ὑπό διαρκῶς ἐξελισσόμενη μορφή557. Καταρχήν φαινόταν ὅτι

γινόταν μία περιφορά κατά τό τροπάριο «Ἅγιοι μάρτυρες»558 καί σταδιακά

προστέθηκαν καί τά ὑπόλοιπα. Ἀκόμη στόν ἱερό αὐτό χορό ἀρχικά

συνόδευαν τόν ὑποψήφιο, μόνο οἱ δύο πρῶτοι στήν τάξη πρεσβύτεροι559.

Ἐπιπλέον ἡ κλίση τῶν γονάτων, τοῦ δεξιοῦ γιά τόν διάκονο καί

ἀμφοτέρων γιά τόν πρεσβύτερο, κατά τούς παλαιότερους κώδικες γινόταν

μετά τήν ἐκφώνηση «Ἡ θεία χάρις» καί πρό τῆς χειροτονητηρίου εὐχῆς560.

551
Ὅ.π., ζ. 6.
552
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δπρνιφγηνλ, η. Α΄, ὅ.π., ζ. 196.
553
Ὅ.π., ζ. 228.
554
Κέιεπζνλ, Κειεχζαηε, Κέιεπζνλ, δέζπνηα ἅγηε, ηφλ λῦλ πξνζθεξφκελφλ ζνη.
555
Ὅ.π., ζ. 197.
556
Ὅ.π., ζ. 209.
557
Ὅ.π., ζ. 202.
558
Ὅ.π., ζ. 199.
559
πξβι. Ὅ.π., ζ. 228.
560
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 202, 229-230.

94
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ἀξιοσημείωτο εἶναι καί ὅτι ὁρισμένοι παλαιοί κώδικες δέν

ἀναφέρουν ἐπιδοκιμασίες καί εὐχές ὅπως τό «Ἄξιος» κατά τήν διάρκεια

τῆς ἔνδυσης, ἀλλά μετά τήν τελική ἐγκαθίδρυση τοῦ χειροτονημένου. Δέν

ἀναφέρουν ἐπίσης οὔτε καί τά ἀνάλογα λόγια κατά τήν περιβολή τῶν

ἀμφίων (Εὐλογητός ὁ Θεός ὁ ἐκχέων τήν χάριν…, κ.τ.λ.)561. Ἄς σημειωθεῖ

ὅτι οἱ παλαιότεροι κώδικες δέν κάνουν λόγο γιά ἐπίθεση τοῦ ὠμοφορίου

ἐπί τῆς κεφαλῆς τοῦ χειροτονουμένου562. Ἐπίσης σύμφωνα μέ ὁρισμένα

παλαιά χειρόγραφα, ἡ παράδοση τῆς παρακαταθήκης στόν

χειροτονούμενο πρεσβύτερο πραγματοποιοῦνταν στήν ἀρχή τῆς εὐχῆς

τῆς ἀναφορᾶς καί πρό τοῦ καθαγιασμοῦ563. Κατά τήν ἡμέρα τῆς

χειροτονίας του ὁ χειροτονούμενος κατέχει τά πρωτεῖα μεταξύ τῶν

ὁμοιοβάθμων του, ὄχι μόνο τοῦ νέου βαθμοῦ ἀλλά καί αὐτοῦ πού μέχρι

πρότινος κατεῖχε564. Ἐπιπλέον ὁρισμένοι κώδικες προβλέπουν ὁ

νεοχειροτονηθείς ἱερέας νά λειτουργεῖ γιά ἑπτά ἡμέρες565.

Καί κατά τήν χειροτονία τοῦ ἐπισκόπου, δέν μαρτυρεῖται ἐπίσης

χορός περί τήν ἁγία Σράπεζα ἀπό τούς παλαιότερους κώδικες. Ἀλλά καί

ἀπό αὐτούς πού ἀναφέρουν τόν χορό, δέν κάνουν λόγο γιά ἀσπασμό τῆς

χειρός καί τοῦ γονάτου τοῦ χειροτονοῦντος ἀπό τόν ὑποψήφιο566. Ἐπίσης

ὅλοι σχεδόν οἱ κώδικες μαρτυροῦν μία σφραγίδα, πού γίνεται μετά τήν

ἐκφώνηση «Ἡ θεία χάρις..». Δέν μαρτυροῦν καί προηγούμενη σφραγίδα

κατά τήν ὑποδοχή τοῦ ὑποψήφιου πρός χειροτονία ἀπό τόν ἀρχιερέα,

ὅπως γίνεται στίς χειροτονίες τῶν ἄλλων δύο βαθμῶν, μέ τήν ὁποία

ἐκδηλωνόταν ἡ τελική συγκατάθεση τοῦ ἀρχιερέα. Αὐτό γιατί ἡ

συγκατάθεση καί ἡ ἐπικύρωση τῆς ἐκλογῆς τοῦ χειροτονούμενου

561
Ὅ.π., ζζ. 200, 203.
562
πξβι. Ὅ.π., ζ. 203.
563
Ὅ.π., ζ. 203.
564
Ὅ.π., ζ. 196.
565
Ὅ.π., ζ. 233.
566
Ὅ.π., ζ. 209.

95
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἐπισκόπου ἔχει δοθεῖ σέ ξεχωριστή τελετή567. Ἄξιο ἀναφορᾶς εἶναι καί ὅτι

στούς περισσότερους κώδικες δέν γίνεται λόγος γιά τήν γονυκλισία τοῦ

ὑποψηφίου πρό τῆς ἁγίας Σραπέζης κατά τήν χειροτονία του568.

Ἀσφαλῶς οἱ παλαιότεροι κώδικες κάνουν λόγο μόνο γιά τήν

ἐπίδοση τοῦ ὠμοφορίου στόν νεοχειροτονούμενο, ἀφού ὁ σάκκος καί ἡ

μίτρα εἰσήχθησαν σέ μεταγενέστερες ἐποχές569. Κατά τήν τάξη τοῦ

Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν ἔντυπων ἐκδόσεων, ἡ ἐπίδοση τῆς

ποιμαντορικῆς ράβδου καί τῆς μίτρας, γίνεται μετά τό πέρας τῆς θείας

Λειτουργίας, καί ὄχι ἀμέσως μετά τή χειροτονία570. Πάντως ὅλοι σχεδόν οἱ

κώδικες δέν κάνουν λόγο γιά ἐπίδοση τῆς ράβδου571, ἀφοῦ ὁ ἐνθρονισμός

διακρίνονταν ὡς ξεχωριστή τελετή ἀπό τή χειροτονία572. Σέλος σύμφωνα

μέ τούς κώδικες ὁ νεοχειροτονηθείς ἐπίσκοπος κατέχει τά πρωτεῖα μεταξύ

τῶν ὑπολοίπων ἐπισκόπων, σέ ἀντίθεση μέ τήν σύγχρονη λειτουργική

τάξη573.

Οἱ ἀκολουθίες τῶν μνήστρων καί τοῦ γάμου, παρουσιάζονται

κατά τούς παλαιότερους καί πιό ἀξιόπιστους κώδικες μικρές σέ ἔκταση

καί σύντομες σέ διάρκεια574. Ὁ ἐκτενέστερος τύπος, πού μαρτυρεῖται ἀπό

μεταγενέστερους κώδικες, διαμορφώθηκε πολύ μετά τόν 10ο αἰώνα καί

ἐξελίχθηκε σέ γραμμές ἀσταθεῖς καί κυμαινόμενες575. Οἱ κώδικές του

παρουσιάζουν διαφορές ὡς πρός τήν ταυτότητα καί τή θέση τῶν εὐχῶν576,

567
Ὅ.π., ζ. 209.
568
Ὅ.π., ζ. 210.
569
Ὅ.π., ζ. 213.
570
Ὅ.π., ζ. 213.
571
Ὅ.π., ζ. 239.
572
Ὅ.π., ζ. 213.
573
Ὅ.π., ζζ. 213-214.
574
Ὅ.π., ζ. 9.
575
Ὅ.π., ζ. 12.
576
Ὅ.π., ζ. 11.

96
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

σέ ἀντίθεση μέ τούς κώδικες τοῦ βραχύτερου τύπου, στούς ὁποίους

ἐπικρατεῖ συμφωνία καί ὁμοιομορφία577.

Ὡς πρός τήν ἀκολουθία τῶν μνήστρων, στά παλαιότερα

χειρόγραφα μαρτυροῦνται οἱ δύο σύντομες εὐχές «Ὁ Θεός ὁ αἰώνιος…578»

καί ἡ εὐχή «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ τήν ἐξ ἐθνῶν προμνηστευσάμενος

ἐκκλησίαν…579» καί ὄχι ἡ ἐκτενέστερη εὐχή «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ τῷ

παιδί τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ…580»581. Ἐπίσης δέν ἀναφέρεται ἀπό τούς

παλαιούς κώδικες ἡ προσφώνηση «ἀρραβωνίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ…»582

κατά τήν ἐπίδοση τῶν δακτυλίων, καθώς καί ἡ διά τῶν δακτυλίων

σταυροειδής σφράγιση τῶν μετώπων τῶν μνηστευομένων583. Ὁ τόπος

στόν ὁποῖο τελοῦνταν ὁ ἀρραβώνας, στήν περίπτωση πού θά

ἐπακολουθοῦσε ἀμέσως ὁ γάμος, ἦταν ὁ νάρθηκας τοῦ ναοῦ584.

Πάντως οἱ μεγαλύτερες ἀνομοιότητες στόν ἐκτενέστερο τύπο

συναντιόνται στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου585. ΢τήν ἀρχική ἀκολουθία τοῦ

βυζαντινοῦ τύπου συμπεριελήφθησαν καί οἱ δύο ἐκτενεῖς εὐχές «Ὁ Θεός ὁ

ἄχραντος586» καί «Εὐλογητός εἰ, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν587»588. Μεταγενέστερος

ἐπίσης εἶναι καί ὁ τύπος τοῦ στεφανώματος «στέφεται ὁ δοῦλος τοῦ

Θεοῦ», ὁ ὁποῖος δέν μαρτυρεῖται ἀπό τούς παλαιότερους κώδικες, ἐνῶ οἱ

νεότεροι παρουσιάζουν ἀσυμφωνία ὡς πρός τόν τύπο αὐτό589. Πάντως οἱ

577
὇ Σξεκπέιαο ἐθηηκᾶ πψο ἡ δηακφξθσζε ηνῦ ἐθηελέζηεξνπ ηχπνπ ἐπεξεάζηεθε ἀπφ ηφλ
λνηηντηαιηθφ ιεηηνπξγηθφ ηχπν, θαί ἰδηαίηεξα ἀπφ ηήλ ἀπνδέζκεπζε ηῆο ἱεξνινγίαο ηνῦ γάκνπ ἀπφ ηή
ζεία Λεηηνπξγία. πξβι. Ὅ.π., ζζ.14-15.
578
Βι. Ὅ.π., ζ. 33.
579
Βι. Ὅ.π., ζ. 35.
580
Βι. ὆.π., ζζ. 38-40.
581
Ὅ.π., ζ. 9.
582
Ὅ.π., ζ. 20.
583
Ὅ.π., ζ. 21.
584
Ὅ.π., ζ. 19.
585
Ὅ.π., ζ. 12.
586
Βι. Ὅ.π., ζζ. 46-50.
587
Βι. Ὅ.π., ζζ. 50-53.
588
Ὅ.π., ζ. 15.
589
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 23-24.

97
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

κώδικες προβλέπουν τήν «ἐν πομπῇ» εἴσοδο τῶν μελλονύμφων στό ναό

κατά τήν ψαλμωδία «Μακάριοι πάντες οἱ φοβούμενοι τόν Κύριον…»590.

Μέσα ἀπό τά χειρόγραφα διακρίνεται ἡ συνύφανση τοῦ μυστηρίου

τοῦ γάμου μέ τήν λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Ἡ Προηγιασμένη αὐτή

θεία λειτουργία εἶναι ἀποδεσμευμένη ἀπό τόν ἑσπερινό καί

ἐπισυνάπτεται στήν ἀκολουθία τοῦ γάμου . Σό τμῆμα τοῦ ἑσπερινοῦ πρό

τῶν ἀναγνωσμάτων ἀντικαθίσταται ἀπό τό μέρος τοῦ γάμου μέχρι τή

στέψη τῶν νεονύμφων591. Μετά τά ἀναγνώσματα, πού εἶναι ἀπό τήν

Καινή Διαθήκη καί σχετικά μέ τό μυστήριο τοῦ γάμου, ἀκολουθεῖ ἡ

ὑπόλοιπη λειτουργία τῶν προηγιασμένων, ἐξαιρουμένων τῶν αἰτήσεων

καί τῶν εὐχῶν ὑπέρ τῶν κατηχουμένων. Ὑπάρχουν καί κώδικες πού

διασώζουν τή συνύφανση τῆς ἀκολουθίας τοῦ γάμου μέ τέλεια θεία

Λειτουργία, ὅπου ἡ στέψη λάμβανε μέρος πρό τοῦ τρίτου ἀντιφώνου592.

Ἡ ἀκολουθία τοῦ εὐχελαίου κατά τή σημερινή πράξη μαρτυρεῖται

σέ κώδικες μεταγενέστερους τοῦ 13ου αἰώνα593. ΢ύμφωνα ὅμως μέ

ὁρισμένα παλαιά χειρόγραφα, ὁ ἀρχικός πυρήνας τοῦ εὐχελαίου

ἀποτελοῦνταν ἀπό δύο εὐχές, οἱ ὁποῖες ἀπαντῶνται γενικῶς σέ ὅλους

τούς κώδικες. Πρόκειται γιά τήν καθαγιαστική εὐχή «Κύριε, ὁ ἐν τῷ ἐλέει

καί τοῖς οἰκτιρμοῖς σου ἰώμενος», καθώς καί γιά τήν εὐχή κατά τήν χρίση

τοῦ τελοῦντος τό εὐχέλαιο «Πάτερ, ἅγιε, ἰατρέ τῶν ψυχῶν καί τῶν

σωμάτων…»594. Αὐτή ἡ μορφή προσεγγίζει περισσότερο τήν πράξη τῶν

πρώτων αἰώνων, ὅπου μέ τήν πρώτη εὐχή καθαγιάζονταν τό ἔλαιο, ἐνῶ οἱ

προσφωνήσεις κατά τήν χρίση διαμορφώθηκαν στήν δεύτερη εὐχή.

590
Ὅ.π., ζ. 22.
591
Ὅ.π., ζ. 15.
592
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ζεία Δὐραξηζηία θαηά ηήλ ζπλάξζξσζηλ αὐηῆο, ὅ.π., ζ. 7.
593
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δπρνιφγηνλ, η. Α΄, ὅ.π., ζ. 99.
594
Ὅ.π., ζ. 100.

98
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Μάλιστα οἱ εὐχές αὐτές ἐπαναλαμβάνονταν ἀπό ὅλους τούς

συμμετέχοντες ἱερεῖς. Οἱ ὑπόλοιπες εὐχές εἰσήχθησαν μεταγενέστερα595.

΢ύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως

Νικηφόρου τοῦ Β΄, ὁ προκάτοχός του Ἀρσένιος ὁ Αὐτωρειανός (13ος

αἰώνας) ὅρισε τό εὐχέλαιο νά τελεῖται ἀπό ἑπτά ἱερεῖς, καθορίζοντας καί

τίς ἰσάριθμες εὐχές596. Μετά τόν 13ο αἰώνα φαίνεται ὅτι προστέθηκαν καί

τά ἑπτά ζεύγη ἀναγνωσμάτων597. Ἄς σημειωθεῖ ἐπίσης ὅτι δέν ὑπάρχει

ὁμοφωνία μεταξύ τῶν κωδίκων ὡς πρός τά σημεῖα τοῦ σώματος πού

χρίονται, καθώς καί γιά τίς προσφωνήσεις τοῦ ἱερέα κατά τήν χρίση598.

Ἡ σημερινή τάξη τοῦ μυστηρίου τοῦ εὐχελαίου, ἐπηρεάστηκε ἀπό

τήν συνύφανσή του μέ τή θεία Λειτουργία599. Πράγματι διακρίνεται στήν

ἀκολουθία τοῦ Εὐχελαίου πλήρης ὄρθρος, ἐνῶ στή συνέχεια ἀκολουθοῦσε

ἡ θεία Λειτουργία, ὅπου τό ἔλαιο καθαγιαζόταν μετά τή μεγάλη συναπτή.

Σά τροπάρια πού ἀκολουθοῦν ψέλνονταν κατά τήν μικρή Εἴσοδο, ἐνῶ στή

συνέχεια ἀκολουθοῦσαν τά δύο ἀναγνώσματα πρίν τήν ἐκτενή καί

τελοῦνταν ἡ ὑπόλοιπη θεία Λειτουργία600.

΢έ ἄλλο χειρόγραφο μετά τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός»,

ἀκολουθοῦσε σύντομη τελετή γιά τόν καθαγιασμό, ἡ ὁποία περιεῖχε τό

τρισάγιο, τόν 50ό ψαλμό, τό «Πιστεύω», διάφορα τροπάρια καί τήν

καθαγιαστική εὐχή τοῦ ἐλαίου. ΢τή συνέχεια ἀκολουθοῦσε θεία

λειτουργία μέ τό «Ὅσοι εἰς Φριστόν» ἀντί τρισαγίου καί διαβάζονταν ὡς

ἀναγνώσματα τό πρῶτο ζεῦγος ἀπό τήν σημερινή ἀκολουθία τοῦ

εὐχελαίου. Ἐπίσης σέ παλαιότερο κώδικα οἱ ἑπτά εὐχές διαβάζονταν ὡς

595
Ὅ.π., ζ. 99.
596
Ὅ.π., ζ. 108.
597
Ὅ.π., ζ. 108.
598
Ὅ.π., ζ. 113.
599
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 109-110.
600
Ὅ.π., ζ. 9.

99
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

εὐχές τῶν ἑπτά ἀντί τῶν τριῶν ἀντιφώνων στήν ἀρχή τῆς θείας

Λειτουργίας601.

Ἡ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ, ὅπως προκύπτει ἀπό

ἐσωτερικές ἐνδείξεις καί ἐξωτερικές μαρτυρίες, φαίνεται ὅτι προῆλθε ἀπό

τήν ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος602. Μάλιστα παλαιότεροι κώδικες κάνουν

διάκριση δύο ἀκολουθιῶν, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία περιέχει τήν εὐχή «εἰς τήν

εὐλόγησιν τῶν ὑδάτων εἰς τά ἅγια θεοφάνεια ἔσω ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ», καί ἡ

ἄλλη τήν εὐχή «εἰς τό ὕδωρ τῶν ἁγίων θεοφανείων τῆς λεγομένης ἐν τῇ

φιάλῃ τοῦ μεσιαύλου τῆς ἐκκλησίας»603. Ἡ πρώτη ἦταν ἑωθινή πρό τῆς

θείας λειτουργίας, κατά τήν ὁποία ἀντλοῦσαν οἱ πιστοί ἀπό τό

καθαγιασμένο ὕδωρ ὅπου θά βαπτίζονταν οἱ κατηχούμενοι, ἐνῶ ἡ

δεύτερη ἦταν ἑσπερινή καί τελοῦνταν τήν παραμονή ὁ καθαγιασμός τοῦ

ὕδατος πρός ὕδρευση τῶν πιστῶν604. Οἱ δύο αὐτές ἀκολουθίες

ἀλληλεπίδρασαν μεταξύ τους καί τελικά συγχωνεύτηκαν, γεγονός πού

ἑρμηνεύει καί τήν ἀσυμφωνία τῶν κωδίκων ὡς πρός τά διακονικά605.

Διατηρήθηκε ὅμως ἡ τάξη νά τελεῖται δύο φορές, κατά τήν ἡμέρα τῆς

ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων καί κατά τήν παραμονή αὐτῆς606. Μάλιστα ἡ

ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ κατά τήν παραμονή ἦταν συνδεδεμένη

μέ τόν ἑσπερινό607.

Ὁ πρόλογος ἤ τό προοίμιο τῆς εὐχῆς τῶν ἁγίων Θεοφανείων,

διαμορφώθηκε σταδιακά καί ἐπαυξήθηκε μέ τό χρόνο μέ προσθῆκες ἀπό

διάφορους συγγραφεῖς608. Ἀρχικά φαίνεται ὅτι ἀνῆκε στόν ἑσπερινό

ἁγιασμό καί μετατέθηκε στόν ἐκ τοῦ βαπτίσματος προελθόντα

601
Ὅ.π., ζ. 10.
602
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δπρνιφγηνλ, η. Β΄, ὅ.π., ζ. 6-10
603
πξβι. Ὅ.π., ζ. 5
604
Ὅ.π., ζ. 10.
605
Ὅ.π., ζ. 11.
606
Ὅ.π., ζ. 11.
607
πξβι. 12-13
608
Ὅ.π., ζ. 13

100
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἁγιασμό609. Ἐπίσης ἄς ἀναφερθεῖ ὅτι οἱ εἰδικές αἰτήσεις τῆς συναπτῆς εἴτε

δέν ὑπάρχουν καθόλου στούς κώδικες εἴτε δέν κατέχουν πρωτεύουσα

θέση610. Ἀκόμη ἡ ἐμβάπτιση τοῦ σταυροῦ δέν μαρτυρεῖται ἀπό τήν

παλαιότερη πράξη, ἀλλά φαίνεται ὅτι προῆλθε ἀπό τήν σταυροειδή

σφράγιση τοῦ ὕδατος611.

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀκολουθία τοῦ μικροῦ ἁγιασμοῦ, ὁ χρόνος

τέλεσής της, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν ἐπιγραφή πολλῶν χειρογράφων,

ἦταν κυρίως οἱ πρῶτες ἡμέρες τῶν μηνῶν, χωρίς νά ἀποκλείεται ἡ τέλεσή

του καί ἄλλη μέρα612. ΢τά παλαιότερα εὐχολόγια ὑπάρχουν μεμονωμένες

εὐχές613, γιατί ἀρχικά ὑπῆρχε μία μόνο εὐχή, ἡ ὁποία πιθανότατα

ἀναγιγνώσκονταν κατά τή διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας614. ΢έ

χειρόγραφα μαρτυρεῖται ἡ τάξη μικροῦ ἁγιασμοῦ ἐντεταγμένη στή θεία

Λειτουργία. Μετά τά ἀντίφωνα ὁ ἱερέας διάβαζε τήν καθαγιαστική εὐχή

μπροστά στή φιάλη πού βρίσκονταν εἴτε στό νάρθηκα εἴτε ἐξωτερικά τοῦ

ναοῦ, καί στή συνέχεια κατευθυνόταν στό μέσο τοῦ ναοῦ, ὅπου

ἀναγίγνωσκε τήν εὐχή τῆς μικρῆς Εἰσόδου. Ἀκολουθοῦσε ἡ Εἴσοδος καί ἡ

ὑπόλοιπη θεία Λειτουργία615.

Βῆμα πρός τή διαμόρφωση τῆς ἀκολουθίας ἀποτέλεσε ἡ

ἀντικατάσταση τῶν συνήθων ἀντιφώνων τῆς θείας Λειτουργίας μέ ἄλλα

σχετιζόμενα μέ τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἀργότερα, ὅταν διακρίθηκε

σέ αὐτοτελή ἀκολουθία, καθορίστηκαν καί τά ἀναγνώσματα616. Ἐξέλιξη

ἀποτελεῖ καί ὅτι σέ ὁρισμένα χειρόγραφα κατέχει τήν θέση τῆς λιτῆς πού

συνδεόταν μέ τή θεία Λειτουργία, μέ ἀποτέλεσμα νά προσλάβει καί

609
Ὅ.π., ζ. 14.
610
πξβι. Ὅ.π., ζ. 6.
611
Ὅ.π., ζ. 16.
612
἖μαηξνῦληαλ νἱ κῆλεο ΢επηέκβξηνο θαί Ἰαλνπάξηνο. Ὅ.π., ζ. 47.
613
Ὅ.π., ζ. 48.
614
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 49-50
615
Ὅ.π., ζ. 11.
616
Ὅ.π., ζ. 50.

101
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

χαρακτηριστικά λιτανείας617. Ἐπίσης ἐπηρεάστηκε μεταγενέστερα ἀπό

τήν τάξη τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ καί προστέθηκαν νέες εὐχές618. ΢τή

διαμόρφωση τῆς ἀκολουθίας πιθανόν νά ἐπέδρασε καί ἡ τέλεσή της στό

παλάτι619 καί σέ ναό τῆς Θεοτόκου στήν Κωνσταντινούπολη620.

Ἡ ἀκολουθία γιά τά ἐγκαίνια καί τήν καθιέρωση τῶν χριστιανικῶν

ναῶν, ἐπηρεάστηκε ἀπό τήν ἰουδαϊκή πράξη, ἄν καί ἡ ἐπίδραση αὐτή

φαίνεται νά ἦταν μεταγενέστερη καί βαθμιαία621. Οὐσιαστικά στά μέσα

τοῦ 3ου αἰώνα ἄρχισε ἡ ἀνέγερση ναών622, ἐνῶ μέχρι τά τέλη τοῦ 4ου αἰώνα

δέν μαρτυροῦνται κάποιες εἰδικές τελετουργικές πράξεις, ὅπως εἰδικές

πλύσεις, ραντισμοί, χρίσεις καί κατάθεση μαρτυρικῶν λειψάνων623.

Γινόταν βέβαια μεγαλοπρεπής ἑορτασμός τῶν ἐγκαινίων, μέ τήν

πανηγυρική τέλεση τῆς θείας λειτουργίας καί τήν ἐκφώνηση καταλλήλων

λόγων624. ΢υνεπῶς ἐκτός ἀπό κάποιες πιθανές εὐχές καί δεήσεις, ἡ τέλεση

τῆς θείας Εὐχαριστίας ἐπί τό νεοϊδρυθέν θυσιαστήριο θεωροῦνταν

ἐπαρκής γιά τόν καθαγιασμό καί τήν καθιέρωσή του625. Κατόπιν

διακρίθηκε σέ ἀκολουθία πού καταλάμβανε τό πρῶτο μέρος τῆς θείας

Λειτουργίας μέχρι τά Ἀναγνώσματα626.

Ἀπό τά τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα ὑπάρχουν πολυπληθείς μαρτυρίες γιά

τήν τέλεση θείας Εὐχαριστίας στούς τάφους τῶν μαρτύρων κατά τούς

ἑορτασμούς τῆς μνήμης τους627. Πάντως στήν Ἀνατολή, παρά τήν

γενικευθεῖσα συνήθεια ἀπό τά τέλη τοῦ 4ου αἰώνα νά καταθέτουν ἱερά

λείψανα στά ἐγκαίνια, ἐξακολουθοῦσαν νά τελοῦν τήν καθιέρωση τῶν

617
Ὅ.π., ζ. 50.
618
Ὅ.π., ζ. 56.
619
Ὅ.π., ζ. 47.
620
Ὅ.π., ζ. 49.
621
Ὅ.π., ζ. 77.
622
Ὅ.π., ζ. 78
623
Ὅ.π., ζ. 82.
624
Ὅ.π., ζ. 81.
625
Ὅ.π., ζζ. 82-83.
626
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ζεία Δὐραξηζηία θαηά ηήλ ζπλάξζξσζηλ αὐηῆο, ὅ.π., ζζ. 10-11.
627
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δπρνιφγηνλ, η. Β΄, ὅ.π., ζ. 84.

102
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

θυσιαστηρίων χωρίς κατάθεση λειψάνων μέχρι καί τόν 8ο αἰώνα628. Ἀξίζει

νά σημειωθεῖ πώς τῶν ἐγκαινίων προηγοῦνταν ὁ καταμερισμός τῶν

ἁγίων λειψάνων σέ κοντινό παλαιό ναό, ὅπου στή συνέχεια τελοῦνταν

ἀγρυπνία. ΢τή συνέχεια τά λείψανα μεταφέρονταν μέ πανηγυρική

λιτανεία στόν νέο ναό πού θά ἐγκαινιαζόταν629, ἀφοῦ εἶχε προηγηθεῖ ἡ

πλύση καί ὁ καθαρισμός τῆς ἁγίας Σράπεζας630. Πάντως οἱ περισσότεροι

κώδικες μαρτυροῦν τήν προσθήκη τριῶν μερίδων ἁγίων λειψάνων στό

θυσιαστήριο631, ἐνῶ κατά τήν παλαιότερη πράξη ἡ πλάκα τῆς ἁγίας

Σράπεζας στερεώνονταν μετά τήν τοποθέτηση τῶν ἱερῶν λειψάνων632.

Ἡ ἰδέα τῆς ἀναλογίας μεταξύ τῶν ἀκολουθιῶν βαπτίσματος καί

ἐγκαινίων, φαίνεται νά συνετέλεσε στήν εἰσαγωγή τύπων καί διατάξεων

ἀπό τήν πρώτη στή δεύτερη633. Νωρίς στήν ἀνατολή εἰσήχθη καί ἡ χρίση

τῆς ἁγίας Σράπεζας μέ τό ἅγιο μύρο634, ἐνῶ ὅλοι σχεδόν οἱ κώδικες δέν

ἀναφέρουν τίποτα περί τῶν τεσσάρων ὑφασμάτων μέ τίς εἰκόνες ἤ τά

ὀνόματα τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν στις γωνίες της635. Πάντως οἱ

παλαιοί καί οἱ περισσότεροι ἀπό τούς νεότερους κώδικες δέν ἔχουν

τροπάρια ἤ κανόνες καί γενικά ξεχωριστή ἀκολουθία ὄρθρου ἤ

ἑσπερινοῦ636. Σέλος ὑπάρχουν καί ἀναφορές γιά ἑπταήμερο ἑορτασμό

μετά τά ἐγκαίνια637.

Πρωτότυπο καί σημαντικό συμπέρασμα, ἀπό τήν ἔρευνα τοῦ

Παναγιώτη Σρεμπέλα στά χειρόγραφα εὐχολόγια, ἦταν ἡ ἀνάδειξη τῆς

τελετουργικῆς συνάρθρωσης τῶν διαφόρων μυστηριακῶν ἀκολουθιῶν μέ

628
Ὅ.π., ζ. 86.
629
πξβι. Ό.π, ζζ. 88-90.
630
Ὅ.π., ζ. 95.
631
Ὅ.π., ζ. 96.
632
Ὅ.π, ζ. 95.
633
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 92-93.
634
Ὅ.π., ζ. 91.
635
Ὅ.π., ζ. 94.
636
Ὅ.π., ζ. 100.
637
Ὅ.π., ζ. 102.

103
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

τή Θεία Λειτουργία638. Ἤδη ἔγινε σχετική ἀναφορά κατά τήν ἐξέταση τῶν

προηγούμενων ἀκολουθιῶν. Ἐπιπρόσθετα θά μποροῦσε νά ἀναφερθεῖ

καί ἡ ἀκολουθία τοῦ καθαγιασμοῦ τοῦ ἁγίου μύρου. Κατά τή λειτουργία

τῆς Μεγάλης Πέμπτης, τό δοχεῖο μέ τό μύρο πού θά καθαγιάζονταν

εἰσέρχονταν στό ναό κατά τή Μεγάλη Εἴσοδο. Ὁ καθαγιασμός λάμβανε

χώρα μετά τό πέρας τῆς εὐχῆς τῆς ἀναφορᾶς, ἐνῶ οἱ εὐχές κατέληγαν

στήν Κυριακή προσευχή639. Ἐπίσης καί οἱ νεκρώσιμες ἀκολουθίες εἶναι

ἀκολουθίες ὄρθρου. Παλαιότερα συνδέονταν μέ τή θεία Εὐχαριστία, ὅπως

προκύπτει καί ἀπό τόν κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ ΢υνόδου640. Σέλος ἄς

σημειωθεῖ ὅτι καί ἡ ἀκολουθία τῆς κουρᾶς τῶν μοναχῶν τελοῦνταν

ἐνσωματωμένη στή θεία Λειτουργία. Μετά τό κοντάκιο τῆς ἡμέρας

λάμβανε χώρα ἡ κουρά, ἡ εὐχή τῆς ὁποίας κατέληγε στήν ἐκφώνηση «Ὅτι

ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν», καί ψέλνονταν στή συνέχεια ἀντί τρισαγίου τό

«Ὅσοι εἰς Φριστόν ἐβαπτίσθητε»641. Παρόμοια καί γιά τήν ἀκολουθία τοῦ

μεγάλου σχήματος, μετά τήν μικρή Εἴσοδο ἐπισυναπτόταν ἡ κατήχηση

καί οἱ σχετικές εὐχές καί ἀκολουθοῦσε στή συνέχεια ἡ κουρά καί ἔνδυση

τοῦ νέου μεγαλόσχημου642.

΢χετικά μέ τίς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου, διακρίνονται δύο τύποι

ἀκολουθιῶν. Πρόκειται γιά τό ἀσματικό τυπικό, πού ἴσχυε στίς «ἐν τῷ

κόσμῳ» Ἐκκλησίες καί στό ἱεροσολυμιτικό τυπικό, προερχόμενο κατά

βάση ἀπό τή μονή τοῦ ἁγίου ΢άββα στά Ἱεροσόλυμα, πού ἴσχυε στά

μοναστήρια643. Ἀπό τόν 10ο αἰώνα ἄρχισε νά ἐπικρατεῖ τό μοναχικό

τυπικό, ἐνῶ τόν 15ο αἰώνα τό ἀσματικό τυπικό περιῆλθε σέ ἀχρησία.

Πάντως καί τά δύο τυπικά ἀποτελοῦν ἐξελίξεις καί μεταβολές ἑνός

638
ΗΧΑΝΝΟΤ Μ. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Σειεηνπξγηθά ζέκαηα, η. Α΄, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία», Ἀζήλα
20092, ζ. 246.
639
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ζεία Δὐραξηζηία θαηά ηήλ ζπλάξζξσζηλ αὐηῆο, ὅ.π., ζ. 10.
640
Ὅ.π., ζζ. 12-13.
641
Ὅ.π., ζ. 11.
642
Ὅ.π., ζ. 12.
643
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δπρνιφγηνλ, η. Β΄, ὅ.π., ζζ. 169-170.

104
Σειεηνπξγηθέο θαηαγξαθέο πεξί ηῆο ζείαο ιαηξείαο ἀπφ ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

πρωταρχικοῦ καί κοινοῦ τυπικοῦ, πού βασιζόταν στή χρήση τοῦ

ψαλτηρίου644.

Παρά τήν ἐπικράτησή του, τό ἱεροσολυμιτικό τυπικό ἐπηρεάστηκε

ἀπό τό ἀντίστοιχο ἀσματικό. Οἱ ἐπιδράσεις αὐτές μποροῦν νά

ἐντοπιστοῦν ἰδιαίτερα στίς ἀκολουθίες τοῦ ὄρθρου καί τοῦ ἑσπερινοῦ645.

Ἐνδεικτικά ἀναφέρεται ὅτι οἱ εὐχές τοῦ ὄρθρου καί τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅπως

προκύπτει ἀπό τή μελέτη τῶν κωδίκων καί τίς ἐπιγραφές τῶν εὐχῶν στά

διάφορα χειρόγραφα, δέν διαβάζονταν ὅλες μαζί κατά τή διάρκεια τοῦ

ἑξάψαλμου καί τοῦ προοιμιακοῦ ἀντίστοιχα, ὅπως γίνεται κατά τή

σημερινή τάξη, ἀλλά ἐπισυνάπτονταν στίς συναπτές πού

παρεμβάλλονταν μεταξύ τῶν ἀντιφώνων τοῦ ἀσματικοῦ ὄρθρου καί

ἑσπερινοῦ646. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἡ δομή τῶν ἀσματικῶν ἀκολουθιῶν ἦταν

διαρθρωμένη μέ βάση τό σύστημα τῶν ἀντιφώνων647.

644
Ὅ.π., ζ. 170.
645
Βι. Ὅ.π., ζζ. 208-274.
646
Ὅ.π., ζζ. 225, 264.
647
Γηά ηά ζρεδηαγξάκκαηα ἀζκαηηθνῦ ἑζπεξηλνῦ θαί ὄξζξνπ βι. Ὅ.π., ζζ. 177-208.

105
ΚΕΥΑΛΑΙΟ ΣΡΙΣΟ

ΛΕΙΣΟΤΡΓΙΚΗ ΑΝΑΝΕΨ΢Η ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΨΣΗ΢ ΣΡΕΜΠΕΛΑ΢

1. ΢υνιερουργία κλήρου καί λαοῦ κατά τόν Παναγιώτη Σρεμπέλα

Ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τήν θέση τῶν


λαϊκῶν στήν ζωή τῆς Εκκλησίας. Ἡ συμβολή τοῦ μακαριστοῦ καθηγητῆ
στή μελέτη καί ἀνάδειξη τοῦ θέματος ὑπήρξε καθοριστική648. Σό αἴτημα
τῆς συνιερουργίας κλήρου καί λαοῦ, κατά τήν τέλεση τῆς θείας
λατρείας649, κρίνεται ἀπό τόν Σρεμπέλα ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν
ἀναζωπύρηση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος650.

Βασισμένος πάνω στήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ


«βασιλείου ἱερατεύματος», τονίζει ὅτι ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
ἴσα καί ἰσότιμα μεταξύ τους, διαφέρουν μόνο κατά τίς διαφορετικές
λειτουργίες πού ἐπιτελοῦν καί στά διαφορετικά χαρίσματα πού ἔχουν
λάβει651. Παράλληλα λοιπόν μέ τήν εἰδική ἱεροσύνη τῶν κληρικῶν, πού
ἐπιτελοῦν ἕνα ξεχωριστό λειτούργημα μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας,
ὑπάρχει καί ἡ λεγόμενη γενική ἱεροσύνη, τήν ὁποία ἀποκτᾶ ὁ πιστός μέ
τά μυστήρια τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος652.

Ὁ Σρεμπέλας γιά νά δείξει ὅτι ἡ ἔννοια τῆς γενικῆς ἱεροσύνης δέν


εἶναι μία ἠθική ἔννοια, ἀλλά μία οὐσιαστική πραγματικότητα,
ἐπικαλεῖται τή δυνατότητα τῶν λαϊκῶν, ἀπό τούς πρώτους κιόλας αἰῶνες,

648
ΜΑΡΚΟΤ ΟΡΦΑΝΟΤ, «὇ Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ζενινγηθή πξνζσπηθφηεο», Θενινγία 4
(1988) 812.
649
Ἡ Α΄ Παλνξζφδνμνο Γηάζθεςε ηῆο Ρφδνπ (1961) εἶρε ζπκπεξηιάβεη ζηή ζεκαηνινγία ηεο γηά ηή
κέιινπζα Παλνξζφδνμε ΢χλνδν θαί ηή ζπκκεηνρή ηνῦ ιατθνῦ ζηνηρείνπ ζηή ιαηξεπηηθή θαί
κπζηεξηαθή δσή ηῆο ἖θθιεζίαο. ΢ηή ζπλέρεηα ὅκσο νἱ ἑπφκελεο δηαζθέςεηο ἀπάιεηςαλ ν὎ζηαζηηθά
ὅια ηά ιεηηνπξγηθά ζέκαηα. ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ ΚΑΡΑΨ΢ΑΡΗΓΖ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), Ἀλαβαζκνί
Λεηηνπξγηθῆο δσῆο, ἐθδ. «Ἄζσο», Ἀζήλα 2008, ζζ. 150-151.
650
Βι. ΓΖΜΖΣΡΗΟΤ ΣΕΔΡΠΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «Σφ αἴηεκα ηῆο ἐλεξγνῦ ζπκκεηνρῆο ηνῦ ιανῦ
θαηά ηήλ ηέιεζε ηῆο ζείαο ιαηξείαο», ζηφ Λεηηνπξγηθή ἀλαλέσζε, Γνθίκηα ιεηηνπξγηθῆο ἀγσγῆο θιήξνπ
θαί ιανῦ Α΄, ἐθδ. «Σῆλνο», Ἀζήλα 2001, ζζ. 27-42.
651
πξβι. Α΄ Κνξ. 12, 4-30.
652
πξβι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Γνγκαηηθή ηεο Ὀξζνδφμνπ Καζνιηθῆο ἖θθιεζίαο, η. Β΄,
Ἀζῆλαη 1959, ζζ. 376-386.

106
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

νά τελέσουν βάπτισμα σέ περίπτωση ἔκτακτης ἀνάγκης653. Παραπέμπει


σέ μαρτυρίες ἀπό τόν Ἱερώνυμο, τόν Αὐγουστίνο, τόν Νικηφόρο
Κωνσταντινουπόλεως654 καί ἄλλους, καθώς καί στό περιστατικό μέ τήν
τέλεση ἔγκυρου βαπτίσματος ἀπό τόν Μ. Ἀθανάσιο σέ παιδική ἡλικία655.

Ἐπιπλέον ὁ Ἰωάννης Μόσχος ἀναφέρει καί καθαγιασμό τιμίων


δώρων ἀπό μοναχό πού ἀπήγγειλε τήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς656, καθώς καί
ἀπό παιδιά τά ὁποῖα ἔκαναν ἀναπαράσταση τῆς θείας Λειτουργίας, μέ
ἀποτέλεσμα φωτιά νά κατακάψει τούς ἄρτους657. Ἀσφαλῶς ὁ Σρεμπέλας
θεωρεῖ τόλμη καί ἀσέβεια νά ἀποπειρᾶται ὁ λαϊκός τόν καθαγιασμό τῶν
τιμίων δώρων658 καί σημειώνει ὅτι δέν μαρτυρεῖται ἀπό κανένα
ἐκκλησιαστικό συγγραφέα659. Ἑρμηνεύει μάλιστα τήν διαφορά μέ τό
βάπτισμα, μέ τό ὅτι ὁ ἑτοιμοθάνατος βαπτιζόμενος εἶναι ἀνάγκη νά
βαπτιστεῖ ἄμεσα, ὥστε νά ἐνσωματωθεῖ στό σῶμα τοῦ Φριστοῦ, ἐνῶ τά
ἄχραντα μυστήρια εἶναι πάντοτε διαθέσιμα γιά ἔκτακτες ἀνάγκες660.

Οἱ λαϊκοί ὅμως μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν γιά τήν μεταφορά


τῆς θείας Εὐχαριστίας σέ περίπτωση ἐπείγουσας ἀνάγκης, ὅπως στήν
περίπτωση διωγμῶν, ἀπομόνωσης σέ ἔρημο τόπο ἤ ἀπουσίας σέ μακρινό
ταξίδι. Ἐνδεικτικά ἀναφέρει τήν περίπτωση τοῦ ἔφηβου Σαρσίζιου πού
μετέφερε τά ἄχραντα μυστήρια661, καθώς καί τή μαρτυρία τοῦ Διονυσίου
Ἀλεξανδρείας γιά μεταφορά τῆς θείας Κοινωνίας ἀπό παιδί, στόν

653
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Οἱ ιατθνί ἐλ ηῇ ἖θθιεζίᾳ. Σφ βαζίιεηνλ ἱεξάηεπκα, ἐθδ. «Ο
΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19762, ζ. 193.
654
΢ηφλ 51ν θαλφλα ηνπ ὁξίδεηαη ὅηη ζηήλ πεξίπησζε πνχ θάπνην βξέθνο, ηφ ὁπνῖν βαπηίζηεθε ἀπφ
ιατθφ θαη’ ἀλάγθε κέ θαηάδπζε ζηφ ὄλνκα ηῆο Ἁγίαο Σξηάδνο, δηαθχγεη ηφλ θίλδπλν, πξέπεη λά
ηειεζηεῖ ἡ ἀθνινπζία ηνῦ βαπηίζκαηνο ηνῦ βξέθνπο α὎ηνῦ ἀπφ ἱεξέα, ἐθηφο ηῶλ ηξηῶλ θαηαδχζεσλ
θαί ηῆο ἐπηθιήζεσο ηῆο Ἁγίαο Σξηάδνο. ΥΡΖ΢ΣΟΤ ΑΝΓΡΟΤΣ΢ΟΤ, Γνγκαηηθή ηῆο Ὀξζνδφμνπ
Ἀλαηνιηθῆο ἖θθιεζίαο, Ἀζῆλαη 19562, ζ. 334.
655
πξβι. ΗΧΑΝΝΟΤ ΜΟ΢ΥΟΤ, Λεηκψλ, PG 87, 3084.
656
Ὅ.π., PG 87, 2869.
657
Ὅ.π., PG 87, 3080.
658
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο θαί ἡ πξᾶμηο ηῆο Ἀλαηνιῆο,
Ἀζῆλαη 1949, ζ. 58.
659
Μάιηζηα ζεκεηψλεη γηά κεκνλσκέλε καξηπξία ηνῦ Σεξηπιιηαλνῦ, γηά δπλαηφηεηα ηέιεζεο ηῆο ζείαο
Δ὎ραξηζηίαο ἀπφ ιατθφ ἐιιείςεη ἱεξέσο, ὅηη ηήλ εἶρε γξάςεη ὡο κνληαληζηήο. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Οἱ
ιατθνί ἐλ ηῇ ἖θθιεζίᾳ, ὅ.π., ζ. 193.
660
Ὅ.π., ζ. 194-195.
661
Μαξηχξεζε ζηή Ρψκε ἀπφ ηά θηππήκαηα εἰδσινιαηξῶλ ζπλνκειίθσλ ηνπ, ἐπεηδή δέλ ζέιεζε λά
ηνχο παξαδψζεη ηά ἄρξαληα κπζηήξηα πνχ κεηέθεξε ζέ ρξηζηηαλνχο θπιαθηζκέλνπο. Ὅ.π., ζ. 199.

107
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἑτοιμοθάνατο γέρο ΢εραπίωνα662. Πολύ χαρακτηριστική θεωρεῖ ὁ


Σρεμπέλας καί ἐπιστολή τοῦ Μ. Βασιλείου, στήν ὁποία ὁ συντάκτης της
ἐγκρίνει καί δικαιολογεῖ τή συνήθεια πού ἐπικράτησε ἀπό τήν περίοδο
τῶν διωγμῶν, τό νά διατηροῦν οἱ πιστοί στίς οἰκίες τους καθαγιασμένο
ἄρτο καί νά κοινωνοῦν ὅποτε τό ἐπιθυμοῦσαν χωρίς τήν μεσολάβηση
ἱερέα663. Μάλιστα τή συνήθεια αὐτή δέν διατηροῦσαν μόνο οἱ μοναχοί πού
ἦταν ἀπομονωμένοι στήν ἔρημο, ἀλλά καί οἱ περισσότεροι λαϊκοί στήν
Ἀλεξάνδρεια καί γενικά στήν Αἴγυπτο664. Ἡ συνήθεια αὐτή φαίνεται ὅτι
διατηρήθηκε καί τόν 6ο αἰώνα, ὅπως προκύπτει ἀπό τό περιστατικό πού
ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης Μόσχος, κατά τό ὁποῖο αἱρετικός ἀπέσπασε μερίδα
τῆς θείας Κοινωνίας ἀπό τό στόμα τῆς συζύγου του, τή στιγμή πού
κοινωνοῦσε μόνη της665.

Ὁ Σρεμπέλας ἐπικαλεῖται καί τόν ἀρχικό τρόπο κοινωνίας τῶν


λαϊκῶν, ὡς ἔνδειξη ἰσοτιμίας μέ τούς κληρικούς στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ πιστοί κοινωνοῦσαν ξεχωριστά τά ἄχραντα μυστήρια, ὅπως οἱ διάκονοι
καί οἱ πρεσβύτεροι ἀπό συλλειτουργό ἀρχιερέα666. Ἡ πράξη αὐτή
μαρτυρεῖται καί τόν 7ο αἰώνα, ὅπως προκύπτει ἀπό τόν 101ο κανόνα τῆς
Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς ΢υνόδου, πού ἀπαγορεύει τή χρήση πολύτιμων
δοχείων γιά τήν ὑποδοχή τῶν τιμίων δώρων667. Ἀλλά καί κατά τόν 12ο
αἰώνα, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμῶνος στόν

662
Μάιηζηα ηήλ πεξίβξεμε κέ νἶλν ἤ λεξφ γηά λά δηεπθνιπλζεῖ ἡ θαηάπνζε ἀπφ ηφλ ἑηνηκνζάλαην.
ΔΤ΢ΔΒΗΟΤ ΚΑΗ΢ΑΡΔΗΑ΢, ἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Η, κδ΄, ΔΠΔ 29, 330.
663
Βι. ΜΔΓΑΛΟΤ ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ, ἖πηζηνιή 93 πξφο Καηζαξίαλ παηξηθίαλ, πεξί θνηλσλίαο, PG 32, 484.
Ἄο ζεκεησζεῖ ὅηη ἡ ἐπηζηνιή α὎ηή, ζηήλ ζχγρξνλε ἔξεπλα, ζεσξεῖηαη ςεπδεπίγξαθε. Βι. ΗΧΑΝΝΟΤ-
ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ ΝΑ΢΢Ζ (δηαθφλνπ), Ἡ ηέιεζε ηῆο ζείαο Δὐραξηζηίαο. Καλνληθή δηδαζθαιία θαί
πξάμε (δηαηξηβή ἐπί δηδαθηνξίᾳ), Θεζζαινλίθε 2006, ζζ. 152-166.
664
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Οἱ ιατθνί ἐλ ηῇ ἖θθιεζίᾳ, ὅ.π., ζζ. 195-197.
665
ΗΧΑΝΝΟΤ ΜΟ΢ΥΟΤ, Λεηκψλ, PG 87, 2877.
666
Λάκβαλαλ ηφλ ἅγην ἄξην ζηήλ παιάκε, ἔρνληαο ηήλ κία παιάκε ζηαπξνεηδῶο ηνπνζεηεκέλε πάλσ
ζηήλ ἄιιε θαί ζηή ζπλέρεηα θνηλσλνῦζαλ ἀπφ ηφ ἅγην πνηήξην. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 200.
667
Ἀλαθέξεηαη ραξαθηεξηζηηθά «ηῆο ἀρξάληνπ θνηλσλίαο ἀμηνπκέλνπο ν὎δακῶο πξνζηέκεζα ὡο
πξνηηκῶληαο ηῆο ηνῦ Θενῦ εἰθφλνο ηήλ ἄςπρνλ ὕιελ θαί ὏πνρείξηνλ». ΝΗΚΟΓΖΜΟΤ ΑΓΗΟΡΔΗΣΟΤ,
Πεδάιηνλ, ἐθδ. Βαζ. Ρεγνπνχινπ, Θεζζαινλίθε 1987, ζ. 310.

108
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

παραπάνω κανόνα, δέν εἶχε ἐπικρατήσει καθολικά ἡ μετάληψη μέ


λαβίδα668.

΢υγκρίνοντας τίς περιπτώσεις αὐτές ὁ Σρεμπέλας μέ τήν


περίπτωση τοῦ Ὀζᾶ στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ ὁποῖος θανατώθηκε ἐπειδή
τόλμησε νά ἀγγίξει, ἀπό εὐλάβεια μάλιστα, τήν κιβωτό τῆς Διαθήκης
φοβούμενος μήν ἀνατραπεί669, ἀλλά καί μέ τό γεγονός ὅτι στήν Παλαιά
Διαθήκη μόνο οἱ ἱερεῖς ἔτρωγαν ὁρισμένα τμήματα ἀπό τίς θυσίες670,
ἀναδεικνύει τήν τεράστια διαφορά τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος» τῶν
Ἰουδαίων πού ἀποτελοῦσε σκιά καί τύπο, μέ τό βασίλειον ἱεράτευμα τῶν
χριστιανῶν πού ἀποτελεῖ πραγματικότητα671. Ἡ ἐνεργός συμμετοχή τῶν
πιστῶν στήν τελεσιουργία τῶν μυστηρίων καί γενικότερα στή λατρεία,
παρουσιάζεται στήν ἀρχαία πράξη τῆς Ἐκκλησίας ὡς προνόμιο τοῦ νέου
Ἰσραήλ τῆς χάριτος, ἄνευ προηγουμένου στή λατρεία τῆς συναγωγῆς672.

Ἡ θεώρηση ἑπομένως τῶν λαϊκῶν ὡς μίας ξεχωριστῆς


χαρισματικῆς τάξης μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας673, ἀνάλογης πρός
αὐτήν τῶν κληρικῶν, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν διαμόρφωση ἐξ ἀρχῆς
ὁρισμένων χαρακτηριστικῶν στήν λατρεία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, τά
ὁποῖα μελετήθηκαν καί ἀναδείχθηκαν ἀπό τόν Σρεμπέλα674.

Ἡ συμμετοχή τῶν λαϊκῶν στήν τελεσιουργία τῶν μυστηρίων


εἶναι οὐσιαστική675. Ἀκόμα καί στό μυστήριο τῆς ἱεροσύνης, ὁ χειροτονῶν
ἐπίσκοπος δέν προβαίνει στή χειροτονία πρίν ἐπικαλεστεῖ τήν συνεργία
καί τοῦ ὑπόλοιπου ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ζητώντας ὄχι μόνο τή

668
Γξάθεη κάιηζηα γηά ηή λέα ηάμε ὅηη «πίζηηο ὀξζή θαί θφβνο Θενῦ θαί ἀλχπνπηνο ε὎ιάβεηα ηνῦην
παξέδσθελ, ν὎ρί ηφ ηῶλ ιατθῶλ ἀλάμηνλ». Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 200.
669
Β΄ Βαζηιεηῶλ 6, 7.
670
πξβι. ΗΧΑΝΝΟΤ ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ὁκηιία ΗΖ΄εἰο Β΄ Κνξηλζίνπο, PG 61, 527.
671
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Οἱ ιατθνί ἐλ ηῇ ἖θθιεζίᾳ, ὅ.π., ζ. 201. πξβι. ΗΧΑΝΝΟΤ ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ,
Ὁκηιία ΗΓ΄ εἰο ηφλ Ἰσάλλελ, PG 59, 93.
672
ΗΧΑΝΝΟΤ ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ὁκηιία ΗΖ΄ εἰο ηήλ Β΄ Κνξηλζίνπο, PG 61, 527.
673
Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ ΢ΚΑΛΣ΢Ζ, «Σφ πιήξσκα ηῆο ἖θθιεζίαο», Ἀλαιφγηνλ, Σξηκεληαία Ἔθδνζε
Ἱεξᾶο Μεηξνπφιεσο ΢εξβηῶλ θαί Κνδάλεο 5 (2003) 54-70.
674
ΓΖΜΖΣΡΗΟΤ ΣΕΔΡΠΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «Ἡ ζπκβνιή ηνῦ Π. Ν. Σξεκπέια ζηήλ
ἀλαδσπχξεζε ηῆο Λεηηνπξγηθῆο δσῆο ζηήλ ἗ιιάδα», ΢πιιείηνπξγν. Πξφζσπα θαί ζεζκνί ζηήλ
ὀξζφδνμε ιαηξεία, ἐθδ. «Ο὎ξαλφο», Ἀζήλα 2012, ζ. 135.
675
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο, ὅ.π., ζ. 52.

109
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

συγκατάθεση ἀλλά καί τίς εὐχές676, ἀναφωνώντας «εὐξώμεθα οὖν ὑπέρ


αὐτοῦ, ἵνα ἔλθῃ ἐπ’ αὐτόν ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος»677.

Ἰδιαίτερα ἡ παρουσία τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου εἶναι ἀπαραίτητη


προϋπόθεση γιά τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, πού ἀποτελεῖ τό
κέντρο περί τό ὁποῖο περιστρέφεται ὅλη ἡ λατρεία. Γιά νά γίνει
κατανοητή ἡ θέση αὐτή, ὁ μακαριστός καθηγητής ὑπενθυμίζει τό γεγονός
ὅτι οἱ ἐκφωνήσεις τοῦ πρεσβυτέρου καί τοῦ διακόνου, καθώς καί ἡ εὐχή
τῆς ἀναφορᾶς καί ὅλες σχεδόν οἱ εὐχές κατά τήν τέλεση τῶν μυστηρίων,
εἶναι συνταγμένες στό πρῶτο πληθυντικό πρόσωπο, μέ ἐξαίρεση τίς εὐχές
προσωπικῆς προετοιμασίας τοῦ ἱερέως678.

Ἐπίσης τονίζει καί τή σημασία πού εἶχε δώσει ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία


στόν τελετουργικό ρόλο τοῦ διακόνου στή θεία Λειτουργία καί ἀλλοῦ. Σά
εἰρηνικά, οἱ ἐκτενεῖς, οἱ συναπτές καί γενικά οἱ αἰτήσεις πού ἐκφωνεῖ
ἐμμελῶς ὁ διάκονος στό μέσο τοῦ ναοῦ εἶναι προσκλήσεις πρός τόν λαό,
ἐνῶ ὁ λαός ἀνταποκρίνεται στίς προσκλήσεις αὐτές μέ τό «Κύριε
ἐλέησον», «Παράσχου Κύριε», «΢οί Κύριε»679. Βέβαια ἡ λειτουργική
ἐξέλιξη περιόρισε πολύ τό μέρος αὐτό πού πρωταγωνιστεῖ ὁ διάκονος ἐν
μέσῳ τοῦ λαοῦ680.

Ἐπίσης ὁ λαός ὁμοθυμαδόν ἀπαγγέλλει τήν Κυριακή προσευχή681,


τό ὁποῖο μαρτυρεῖται καί στά τέλη τοῦ 6ου αἰώνα ἀπό τόν Γρηγόριο τόν

676
«὇ κέιισλ ρεηξνηνλεῖλ θαί ηάο ηῆο ἐθθιεζίαο ε὎ράο πξφηεξνλ θαιεῖ θαί ηφηε α὎ηφο ἐπηςεθίδεηαη
θαί ἐπηβνᾷ ἅπεξ ἴζαζηλ νἱ κεκπεκέλνη». ΗΧΑΝΝΟΤ ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ὁκηιία ΗΖ΄ εἰο ηήλ Β΄
Κνξηλζίνπο, PG 61, 527.
677
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Οἱ ιατθνί ἐλ ηῇ ἖θθιεζίᾳ, ὅ.π., ζ. 190.
678
Ὅ.π., ζζ. 203-204.
679
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο, ὅ.π., ζ. 53.
680
Ὑπῆξρε ζπλαπηή πξφ ηνῦ ηξηζαγίνπ ὕκλνπ, κεγάιε ἐθηελήο κεηά ηφ ε὎αγγειηθφ ἀλάγλσζκα γηά
ὅιεο ηίο ηάμεηο ηῶλ θαηερνπκέλσλ θαί ηῶλ πηζηῶλ, θνηλή ἱθεζία θαί ἐπηζχλαςε ηῶλ δηπηχρσλ θαηά ηήλ
πξφζεζε ηῶλ ηηκίσλ δψξσλ, αἰηήζεηο ἀπφ ηφλ δηάθνλν θαί ἀπνθξίζεηο ηνῦ ιανῦ κεηά ηφλ θαζαγηαζκφ
ηῶλ ηηκίσλ δψξσλ, θ.η.ι. Ὅ.π., ζ. 54.
681
Καηά ηφλ θψδηθα ηνῦ Ππξνκάιε «ὁ ιαφο θαί ὁ θιῆξνο ζχλ α὎ηῷ [ηῷ ἀξρηεξεῖ] αἴξνληεο ηάο ρεῖξαο
ιέγνπζη». Ὅ.π., ζ. 60.

110
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Μέγα682, καθώς καί τό ΢υμβόλο τῆς πίστεως , τό ὁποῖο μαρτυρεῖται ἀπό


τόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή683, τόν κώδικα τοῦ Πυρομάλη684, κ. ἄ.

Ὁ Σρεμπέλας ἀκόμη ἐπισημαίνει ὅτι ἡ σύμπραξη τοῦ


ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος μέ τόν λειτουργό κατά τή θεία Λειτουργία
δέν ἀποδεικνύεται μόνο ἀπό τίς εὐχές πού εἶναι διατυπωμένες σέ πρῶτο
πληθυντικό πρόσωπο καί τίς αἰτήσεις, κατά τίς ὁποῖες συνάπτονται σέ
κοινή δέηση ὁ λαός, ὁ διάκονος καί ὁ ἱερέας, ἀλλά καί ἀπό τίς
παρεμβάσεις τοῦ λαοῦ στήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς685. Ὁ διάλογος αὐτός
μεταξύ λειτουργοῦ καί λαοῦ, ἐνυπάρχει σέ ὅλες τίς εὐχαριστιακές
ἀναφορές. Ἀντιπροσωπευτικά παραθέτει καί τήν μαρτυρία τοῦ ἁγίου
Φρυσοστόμου: «Σά τῆς εὐχαριστίας πάλιν κοινά· οὐδέ γάρ ἐκεῖνος
εὐχαριστεῖ μόνος, ἀλλά καί ὁ λαός ἅπας»686. Ὁ λειτουργός δέν ἀρχίζει τήν
εὐχή τῆς ἀναφορᾶς πρίν ὁ λαός ἀναβοήσει «ἄξιον καί δίκαιον», ἐνῶ στό
σημεῖο τῆς ἀναφορᾶς πού μνημονεύονται οἱ ὕμνοι ἀπό τίς ἀγγελικές
δυνάμεις διακόπτει καί ἀναλαμβάνει ὁ λαός νά ψάλλει τόν ἐπινίκιο ὕμνο.
Ο ὕμνος αὐτός ἀποτελεί συνέχεια τῆς εὐχῆς τῆς ἀναφορᾶς ὅπως φαίνεται
καί ἀπό τήν δομή τῆς εὐχῆς687.

Καί στό σημεῖο τῆς ἐπίκλησης, ὁ λειτουργός ὑψώνοντας τά τίμια


δῶρα ἐκφωνεῖ κατά τήν γραφή τῶν ἀρχαιότερων καί περισσότερων
λειτουργικῶν κωδίκων: «Σά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέροντες (ἀντί
προσφέρομεν) κατά πάντα καί διά πάντα», ἔτσι ὥστε ἡ ἀπόδοση καί τό
κύριο ρῆμα νά βρίσκεται στόν ὕμνο πού ψάλλει στή συνέχεια ὁ λαός688. Ἡ

682
Ὅ.π., ζ. 60.
683
ΜΑΞΗΜΟΤ ΟΜΟΛΟΓΖΣΟΤ, Μπζηαγσγία ΗΖ΄, PG 91, 696.
684
Ἀλαθέξεη ζρεηηθά ὁ θψδηθαο: «Καί ηνῦ ἀξρηδηαθφλνπ ἀξρνκέλνπ πάληεο ηφ ζχκβνινλ ςάιινπζη».
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 60.
685
Ὅ.π., ζ. 58.
686
ΗΧΑΝΝΟΤ ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ὁκηιία Γ΄ εἰο Φηιηππεζίνπο, PG 62, 204: «Καί ηί ζαπκάδεηο, εἴ πνπ
κεηά ηνῦ ἱεξέσο ὁ ιαφο θζέγγεηαη, ὅπνπ γε θαί κεη’ α὎ηῶλ ηῶλ ρεξνπβείκ θαί ηῶλ ἄλσ δπλάκεσλ,
θνηλῇ ηνπο ἱεξνχο ἐθείλνπο ὕκλνπο ἀλαπέκπεη;».
687
Δ὎θξηλέζηεξα ὅκσο δηαθξίλεηαη ζηή ιεηηνπξγία ηνῦ ἁγίνπ Μάξθνπ, ὅπνπ ἀλαγηλψζθεη ὁ
ιεηηνπξγφο: «Πάληνηε κέλ πάληα ζέ ἁγηάδεη, ἀιιά θαί κεηά πάλησλ ηῶλ ζέ ἁγηαδφλησλ, δέμαη, Γέζπνηα
Κχξηε, θαί ηφλ ἡκέηεξνλ ἁγηαζκφλ, ζχλ α὎ηνῖο ὏κλνχλησλ θαί ιεγφλησλ, (ὁ ιαφο) Ἅγηνο, ἅγηνο, ἅγηνο
Κχξηνο». Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 59.
688
«΢έ ὏κλνῦκελ, ζέ ε὎ινγνῦκελ, ζνί ε὎ραξηζηνῦκελ, Κχξηε, θαί δεφκεζά ζνπ, ὁ Θεφο ἡκῶλ».
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 199012, ζζ. 311-312.

111
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

συμμετοχή τοῦ λαοῦ κορυφωνόταν μέ τό ἐπιβεβαιωτικό «Ἀμήν» κατά τίς


καθαγιαστικές ἐκφωνήσεις τοῦ ἱερέα, πού σύμφωνα μέ τόν Σρεμπέλα
ἀπηχεῖ τήν οὐράνια λειτουργία, ὅπου τά τέσσερα μυστηριώδη ζῶα τῆς
Ἀποκάλυψης ἐπευδοκοῦσαν μέ τό Ἀμήν τόν ὕμνο τῶν 24 πρεσβυτέρων
πρός τό Ἀρνίο689. Κατά ἀνάλογο τρόπο, ἤδη ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή
ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἰουστίνος, «οὗ *τοῦ λειτουργοῦ] συντελέσαντος τάς
εὐχάς καί τήν εὐχαριστίαν πᾶς ὁ παρών λαός ἐπευφημεῖ λέγων Ἀμήν»690,
μέ τρόπο μάλιστα πού ἡ ἠχηρή φωνή τοῦ λαοῦ νά παρομοιάζεται ἀπό τόν
Ἱερώνυμο μέ οὐράνια βροντή691.

Ὅλα τά παραπάνω σύμφωνα μέ τόν Σρεμπέλα προϋποθέτουν τήν


«εἰς ἐπήκοον» ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν στίς διάφορες ἀκολουθίες καί
μυστήρια, μέ ἐξαίρεση ἐκεῖνες, τίς ὁποῖες «ὑπέρ αὐτοῦ» διαβάζει. ΢τή
σύγχρονή του λειτουργική πράξη ὅμως εἶχε ἐπικρατήσει ἡ μυστική
ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας. Γιά αὐτό ὁ Σρεμπέλας
μελέτησε τό θέμα τῆς «εἰς ἐπήκοον» ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν, μέσα ἀπό
τήν πατερική γραμματεία καί τά χειρόγραφα εὐχολόγια692.

Ἡ λειτουργική αὐτή πράξη ἀνάγεται σύμφωνα μέ τόν μακαριστό


καθηγητή στήν πρώτη Ἐκκλησία. Οἱ χαρισματοῦχοι στήν λατρεία κατά
τούς ἀποστολικούς χρόνους ἔλεγαν τίς δοξολογίες καί τίς εὐχαριστίες
τους μέ δυνατή φωνή, ἔτσι ὥστε νά ἀκούονται ἀπό τόν λαό πού
ἀνταποκρινόταν μέ τό Ἀμήν693. Κατά τούς πρώτους χρόνους ἡ εὐχή τῆς
θείας Εὐχαριστίας δέν εἶχε σταθερό τύπο, ἀλλά ἐξαρτιόταν ἀπό τήν
ἔμπνευση τοῦ λειτουργοῦ πού ἐκ στήθους ἀπήγγειλλε, περιστρεφόμενη
βέβαια γύρω ἀπό κάποια ἀμετάβλητα σημεῖα ἀπό τήν ἀποστολική
παράδοση. Ἑπομένως ὁ τρόπος σύνθεσης τῆς εὐχῆς τῆς Εὐχαριστίας,

689
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη
19865, ζζ. 115-116.
690
ΗΟΤ΢ΣΗΝΟΤ ΦΗΛΟ΢ΟΦΟΤ, Ἀπνινγία Α΄, 65, ΒΔΠΔ΢ 3, 196.
691
ΗΔΡΧΝΤΜΟΤ, Preoemium in lib. 2, Comment ad Galat. PL 26, 381.
692
ΓΖΜΖΣΡΗΟΤ ΣΕΔΡΠΟΤ, ὅ.π., ζ. 137. Βι. PANAGIOTOU N. TREMPELA, «L’ audition de l’
Anaphore Eucharistique par le people», 1054-1954: L’ Église et les Églises. Publication extraordinaire
de la Revue Irénikon, Chevetogne-Bruxelles 1955, ζζ. 207-220.
693
πξβι. Α΄ Κνξ. 14, 16. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο, ὅ.π., ζζ. 65.

112
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἀπαιτοῦσε τήν «εἰς ἐπήκοον» ἀνάγνωση, ἔτσι ὥστε ὁ λαός νά τήν


ἐπισφραγίζει μέ τό Ἀμήν694, τάξη πού μαρτυρεῖται καί τόν 2ο αἰώνα ἀπό
τόν Ἰουστίνο695.

Ἡ κατάσταση αὐτή συνεχίστηκε καί στόν 3ο αἰώνα, ὅπως μαρτυρεῖ


καί ἡ Ἀποστολική παράδοσις τοῦ Ἱπολλύτου, στήν ὁποία περιέχεται καί ὁ
ἀρχαιότερος τύπος εὐχαριστίας696. Σήν ἴδια τάξη μᾶς διασώζει τόν 3ο
αἰώνα καί ἐπιστολή τοῦ Διονυσίου Ἀλεξανδρείας πρός τόν ἐπίσκοπο
Ρώμης Ξύστο697.

Ἀπό τίς πλέον χαρακτηριστικές μαρτυρίες γιά τόν Σρεμπέλα, πρός


ἐπιβεβαίωση τῆς «εἰς ἐπήκοον» ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν, ἀποτελεῖ καί ἡ
προσπάθεια ἐπαναφορᾶς στήν ἀρχική ὀρθή τελετουργική πράξη τοῦ
αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ σέ συνεργασία μέ τόν πατριάρχη Μηνᾶ καί τή
σύνοδο. ΢τήν 137 Νεαρά698 ὁρίζεται νά ἀναγιγνώσκονται «μετά φωνῆς» οἱ
εὐχές τῆς ἀναφορᾶς καί τοῦ Βαπτίσματος. ΢τή συνείδηση τοῦ συντάκτη ἡ
«μετά φωνῆς» ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν, δέν ἀποτελεῖ καινοτομία ἀλλά
πράξη τῶν ἀποστολικῶν χρόνων699.

Ἡ πρακτική αὐτή δέν εἶχε ἐκλείψει οὔτε κατά τέλη τοῦ 6ου καί ἀρχές
7ου αἰώνα, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου Μόσχου γιά τά
παιδιά πού εἶχαν μάθει τήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς ἀπό τή συνεχή ἀπαγγελία
694
P. TREMPELA, «L’ audition», ὅ.π., ζ. 210.
695
Ἀλαθέξεη ζρεηηθά: «Ἔπεηηα ἀληζηάκεζα θνηλῇ πάληεο θαί ε὎ράο πέκπνκελ. Καί, ὡο πξνέθεκελ,
παπζακέλσλ ἡκῶλ ηῆο ε὎ρῆο ἄξηνο πξνζθέξεηαη θαί νἶλνο θαί ὕδσξ θαί ὁ πξνεζηψο ε὎ράο ὁκνίσο θαί
ε὎ραξηζηίαο, ὅζε δχλακηο α὎ηῷ, ἀλαπέκπεη. Καί ὁ ιαφο ἐπεπθεκεῖ ιέγσλ ηφ Ἀκήλ». ΗΟΤ΢ΣΗΝΟΤ
ΦΗΛΟ΢ΟΦΟΤ, Ἀπνινγία Α΄, 67, ΒΔΠΔ΢ 3, 198.
696
΢έ αἰζηνπηθή κεηάθξαζε ηνῦ ἔξγνπ γξάθεηαη ὅηη ὁ ιεηηνπξγφο «δέλ εἶλαη ἀλαγθαῖν λά κλεκνλεχῃ ηά
ιερζέληα, ἀιιά ὀθείιεη λά ἀπαγγέιῃ ε὎θξηλῶο θαί ἐπηκειῶο» Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή
θίλεζηο, ὅ.π., ζζ. 68-69. πξβι. P. TREMPELA, «L’ audition», ὅ.π., ζζ. 210-211.
697
Ἀλαθέξεη ὅηη ἀλαγλψξηζε ηφ βάπηηζκα ἑλφο ρξηζηηαλνῦ ἀπφ αἱξεηηθνχο, ἐπεηδή «Δ὎ραξηζηίαο γάξ
ἐπαθνχζαληα θαί ζπλεπηθζεγμάκελνλ ηφ Ἀκήλ θαί ρεῖξαο εἰο ὏πνδνρήλ ηῆο ἁγίαο ηξνθῆο πξνηείλαληα
θαί ηαχηελ θαηαδεμάκελνλ θαί ηνῦ ζψκαηνο θαί ηνῦ αἵκαηνο ηνῦ Κπξίνπ ἡκῶλ Ἰεζνῦ Υξηζηνῦ
κεηαζρφληα ἱθαλῶλ ρξφλσλ ν὎θ ἄλ ἐμ ὏παξρῆο ἀλαζθεπάδεηλ ἔηη ηνικήζαηκη». ΔΤ΢ΔΒΗΟΤ
ΚΑΗ΢ΑΡΔΗΑ΢, ἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Ε΄, 9, ΔΠΔ 30, 22. P. TREMPELA, «L’ audition», ὅ.π., ζ. 211.
698
Καη’ ἄιινπο 174ε. «πάληαο ἐπηζθφπνπο ηε θαί πξεζβπηέξνπο κή θαηά ηφ ζεζησπεκέλνλ, ἀιιά κεηά
θσλῆο ηῷ πηζηνηάηῳ ιαῷ ἐμαθνπνκέλεο ηήλ ζείαλ πξνζθνκηδήλ θαί ηήλ ἐλ ηῷ ἁγίῳ βαπηίζκαηη
πξνζεπρήλ πνηεῖζζαη πξφο ηφ θἀληεῦζελ ηάο ηῶλ ἀθνπφλησλ ςπράο εἰο πιείνλα θαηάλπμηλ θαί ηήλ πξφο
ηφλ δεζπφηελ Θεφλ δηαλίζηαζζαη δνμνινγίαλ. Οὕησ γάξ ὁ ζεῖνο ἀπφζηνινο δηδάζθεη ιέγσλ…, ἐπεί,
ἐάλ ε὎ινγήζῃο ηῷ πλεχκαηη, ὁ ἀλαπιεξῶλ ηφλ ηφπνλ ηνῦ ἰδηψηνπ πῶο ἐξεῖ ηφ Ἀκήλ ηῷ Θεῷ, ἐπί ηῇ ζῇ
ε὎ραξηζηίᾳ». Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζζ. 63-64.
699
πξβι. Α΄ Κνξ. 14, 16. P. TREMPELA, «L’ audition», ὅ.π., ζζ. 212-213.

113
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

της ἀπό τόν λειτουργό700. Ἐπίσης μέχρι τόν 7ο αἰώνα στήν Δυτική
Ἐκκλησία φαίνεται νά ἰσχύει καθεστώς σύμφωνο μέ τήν Νεαρά του
Ἰουστινιανοῦ. Κατάλοιπο τῆς πρακτικῆς αὐτῆς θεωρεῖται ἀπό τόν
Σρεμπέλα καί ἡ ἐμμελής ἐκφώνηση τοῦ προλόγου τῆς ρωμαϊκῆς
ἀναφορᾶς (Praefatio). Μαρτυρία ἐξάλλου τοῦ Ἰωάννου πρωτοψάλτου στίς
ἀρχές τοῦ 7ου αἰώνα, ἀναφέρει ὅτι ψέλνονταν ἐκτός τῆς Praefatio καί ἡ
ὑπόλοιπη ἀναφορά701. Ἡ εὐχή τῆς Εὐχαριστίας ψέλνονταν μεγαλόφωνα
καί στίς ἐκκλησίες τῆς Γαλλίας, μέ ἐξαίρεση τούς λόγους τῆς
συστάσεως702.

Ἡ ἴδια πρακτική φαίνεται νά ἰσχύει καί στήν ἐπικράτεια τοῦ


Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Ὁ Σρεμπέλας, ἀπό τήν μελέτη τῶν
ἀλεξανδρινῶν λειτουργιῶν τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου703,
πού διασώζουν τή μορφή τῆς λειτουργίας κατά τόν 6ο αἰώνα, ἐπειδή νωρίς
τέθηκαν σέ ἀχρησία704, ὑπογραμμίζει τίς ἀποκρίσεις τοῦ λαοῦ στά
διάφορα σημεῖα τῆς ἀναφορᾶς καί μάλιστα καί στό τμῆμα αὐτῆς μετά τήν
ἐπίκληση705. Ἐπιπλέον, σέ κοπτικές λειτουργίες, ὁ λαός ἐκτός ἀπό τίς
ἀποκρίσεις ἐπαναλαμβάνει τό τριπλό Ἀμήν κατά τόν καθαγιασμό706.

Ὁ Σρεμπέλας, μελετώντας ἐπίσης 42 λειτουργικές δέλτους ἀπό τήν


Δυτική καί Ἀνατολική ΢υρία707, διαπιστώνει ὅτι στίς 39 λειτουργίες
διαβάζεται μέ ὑψωμένη φωνή τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀναφοράς708. Οἱ
λέξεις μυστικῶς ἤ secreto δέν συναντιοῦνται709. Δέν συμβαίνει αὐτό μέ τίς
3 νεστοριανικές λειτουργίες, ὅπου τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀναφορᾶς

700
«἖πεηδή ἐλ ηηζη ηφπνηο ἐθθσλεῖλ κεγάισο εἰψζαζηλ νἱ πξεζβχηεξνη, ε὏ξέζεζαλ ηά παηδία ηήλ
ε὎ρήλ ηῆο ἁγίαο ἀλαθνξᾶο ἐθκαζάλνληα ἐθ ηνῦ ζπλερῶο α὎ηήλ ἐθθσλεῖζζαη». ΗΧΑΝΝΟΤ ΜΟ΢ΥΟΤ,
Λεηκψλ, PG 87, 3081.
701
Πιήλ ὅκσο dissimili voce it melodia. P. TREMPELA, «L’ audition», ὅ.π., ζ. 214.
702
Οἱ ιφγνη α὎ηνί ἀπφ ηφλ 7ν αἰψλα ὀλνκάζηεθε ἐθεί secreta (κπζηήξην). Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 71.
703
Βι. RENAUDOT, Liturgiarum Orientalium Collection, η. Η, ζζ. 67-68.
704
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Οἱ ιατθνί ἐλ ηῇ ἖θθιεζίᾳ, ὅ.π., ζ. 205.
705
RENAUDOT, ὅ.π., ζ. 67-68. πξβι. P. TREMPELA, «L’ audition», ὅ.π., ζζ. 214-217.
706
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὄ.π, ζ. 206. πξβι. RENAUDOT, ὅ.π., ζζ. 14-16, 29-30, 66, 98.
707
Γεκνζηεπκεπκέλεο θαί κεηαθξαζκέλεο θπξίσο ἀπφ ηή ζπξηαθή ζηή ιαηηληθή ζηήλ πξναλαθεξζεῖζα
ζπιινγή Liturgiarum Orientalium Collection.
708
Ἔρνπλ ἐπηγξαθή elevans voceum (὏ςῶλ ηήλ θσλήλ) ἤ elevate voce (὏ςνπκέλῃ ηῇ θσλῇ ἤ
ἐθθψλσο). P. TREMPELA, «L’ audition», ὅ.π., ζζ. 210-217.
709
Ὅ.π., ζζ. 218.

114
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

διαβάζεται μυστικῶς. Ἀπό αὐτή τή σύγκριση ὑποστηρίζει ὅτι οἱ ἐκκλησίες


τῆς ΢υρίας διατηροῦσαν στή λατρεία τό καθεστώς τῆς «εἰς ἐπήκοον»
ἀπαγγελίας τῆς ἀναφορᾶς, ἐνῶ οἱ νεστοριανοί στό βορειανατολικό τμῆμα
της, μέ κέντρο τήν Ἔδεσσα, εἶχαν εἰσαγάγει τό σύστημα τῆς μυστικῆς
ἀνάγνωσης τῶν εὐχῶν710. Αὐτό ἐξάγεται καί ἀπό τίς λειτουργικές ὁμιλίες
τοῦ Ναρσῆ τῆς Ἐδέσσης (ἀρχές 6ου αἰώνα), πού ἀκόμα καί οἱ λόγοι τῆς
συστάσεως λέγονταν μυστικῶς711.

Σέλος ἀπό τήν μελέτη 30 λειτουργικῶν κωδίκων τῆς Ἐθνικῆς


Βιβλιοθήκης τῶν ἐν χρήσει λειτουργιῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
διαπιστώνει ὅτι ἡ ἐπιγραφή «μυστικῶς» πού ὑπάρχει στίς ἔντυπες
ἐκδόσεις, μαρτυρεῖται ἀσθενέστατα ἀπό κάποιους μεταγενέστερους τοῦ
16ου αἰώνα κώδικες712.

Ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Σρεμπέλα ἐπικαλεῖται καί τή σύγχρονη


λειτουργική πράξη, ὅπου διαβάζονται δυνατά οἱ εὐχές στίς ἀκολουθίες
τῶν ἁγιασμῶν, τῆς κηδείας, τῶν ὡρῶν καί τῶν ἀποδείπνων. Ἐπίσης ἡ
ἀπαγγελία τῶν εὐχῶν τῆς γονυκλισίας τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς,
στήν ὁποία μάλιστα ἐπισυνάπτονται καί τρεῖς παλαιότερες εὐχές τοῦ
ἑσπερινοῦ, ἀποδεικνύει κατά τόν Σρεμπέλα ὅτι καί παλαιότερα οἱ εὐχές
τῶν ἀντιφώνων ἀναγιγνώσκονταν «εἰς ἐπήκοον»713. Ἀλλά καί οἱ εὐχές στά
μυστήρια τοῦ γάμου, τοῦ εὐχελαίου καί τοῦ βαπτίσματος ἀπαγγέλλονται
«εἰς ἐπήκοον» τοῦ λαού714. Αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τόν Σρεμπέλα,
γιατί κατά τήν παλαιότερη λειτουργική πράξη τά μυστήρια αὐτά
τελοῦνταν ἐνσωματωμένα στή θεία Λειτουργία715.

710
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο, ὅ.π., ζ. 77. ΢ηφ ηέινο ὅκσο ηῆο ε὎ρῆο ηῆο
ἐπίθιεζεο «ὁ ἱεξεχο ὏ςνῖ ηήλ θσλήλ ηνπ, ὥζηε λά θαηαζηῇ α὎ηή ἀθνπζηή εἰο ηφλ ιαφλ, θαί ε὎ινγεῖ ηά
κπζηήξηα, θαζ’ ὅλ ρξφλνλ ὁ ιαφο ἐθθσλεί ηφ Ἀκήλ».
711
Ὅ.π., ζ. 76.
712
πξβι. P. TREMPELA, «L’ audition», ὅ.π., ζζ. 219-220.
713
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο, ὅ.π., ζ. 62.
714
Ὅ.π., ζ. 63.
715
Ὅ.π., ζ. 63. Γηά πεξηζζφηεξα βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ζεία Δὐραξηζηία θαηά ηήλ
ζπλάξζξσζηλ αὐηῆο πξφο ηά ἄιια κπζηήξηα θαί κπζηεξηνεηδεῖο ηειεηάο, Ἀζῆλαη 1958.

115
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

Ἡ προσπάθεια βέβαια τοῦ Ἰουστινιανοῦ δέν τελεσφόρησε καί ἔτσι


ἀπό τόν 8ο αἰώνα ἄρχισε νά ἐπικρατεῖ ἡ μυστική ἀνάγνωση τῆς εὐχῆς τῆς
ἀναφορᾶς καί ἡ κάλυψη τοῦ κενοῦ μέ τήν ἀνάπτυξη τῶν ἀργῶν μουσικῶν
μελῶν. Ὁ Σρεμπέλας ὡς αἰτίες θεωρεῖ τήν ἔλλειψη ἐπαρκοῦς κατάρτισης
καί παιδείας τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ κατά τίς περιόδους παρακμῆς τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ βίου πού ἀκολούθησαν716, καθώς ἐπίσης καί τήν
δυσχέρεια τοῦ λειτουργοῦ νά ἀκουστεῖ στούς μεγάλους ναούς717.

Ἕνα ἀκόμα χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς λατρείας τῆς ἀρχαίας


Ἐκκλησίας πού ἀτόνησε στή συνέχεια, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Σρεμπέλας,
εἶναι καί ἡ αὐτονόητη προσέλευση στή θεία Κοινωνία ὅσων συμμετέχουν
στήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἡ θεία Κοινωνία ἀποτελεῖ τήν
ἐπισφράγιση τῆς λατρείας τῶν πιστῶν καί ἡ ἕνωση αὐτῶν μέ τόν
ἀναστημένο Κύριο718.

Σό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς συνεχοῦς θείας μεταλήψεως


φαίνεται ἀπό τήν εὐχή τῆς ὑψώσεως, μέ τήν ὁποία ὁ λειτουργός
ἐπικαλεῖται τόν Φριστό «ἵνα τῇ ἀοράτῳ αὐτοῦ χειρί» μεταδώσει στόν ἱερέα
«τοῦ ἀχράντου σώματος καί τοῦ τιμίου αἵματος αὐτοῦ» καί δι’ αὐτοῦ
«παντί τῷ λαῷ», στερεότυπη σέ πολλές λειτουργικές δέλτους καί
ἐνσωματωμένη καί στίς τρεῖς ἐν χρήσει λειτουργίες. Ἐπίσης τό ἴδιο
ὑποδηλώνει καί ἡ πρόσκληση «Μετά φόβου Θεοῦ πίστεως καί ἀγάπης
προσέλθετε»719.

Ὁ Σρεμπέλας ἐπίσης ὑποστηρίζει πώς καί ὁ θεσμός τῶν


Προηγιασμένων λειτουργιῶν κατά τήν Μ. Σεσσαρακοστή ἀπηχεῖ τό
πνεῦμα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί γιά τήν συχνή, ἐκτός ἀπό τήν συνεχή,

716
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο, ὅ.π., ζ. 79. Γηά πεξηζζφηεξα βι. ΓΔΧΡΓΗΟΤ
ΦΗΛΗΑ, Ὁ ηξφπνο ἀλαγλψζεσο ηῶλ εὐρῶλ ζηή ιαηξεία ηῆο Ὀξζνδφμνπ ἖θθιεζίαο, ἐθδ. «Γξεγφξε»,
Ἀζῆλαη 1997, ζζ. 47-52.
717
Σνχο πξαθηηθνχο ιφγνπο ἐπηθαιεῖηαη θαί ὁ θαζεγεηήο Φνπληνχιεο, πνχ ζεκεηψλεη ὅηη νἱ ε὎ρέο
ἐθηφο ηνπ ἱεξνῦ βήκαηνο ἐπηθξάηεζαλ λά δηαβάδνληαη «εἰο ἐπήθννλ» ηνῦ ιανῦ, ζέ ἀληίζεζε κέ ηίο
ε὎ρέο ἐληφο ηνῦ ἱεξνῦ. ΗΧΑΝΝΟΤ ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθή Α΄. Δἰζαγσγή ζηή ζεία ιαηξεία,
Θεζζαινλίθε 20044, ζ. 206.
718
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 83.
719
Ὅ.π., ζ. 83.

116
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

συμμετοχή στή μυστήριο πέραν τῆς μιᾶς φορᾶς τήν ἑβδομάδα720.


Ἀναφέρει χαρακτηριστικά καί ἐπιστολή τοῦ Μ. Βασιλείου, στήν ὁποία
ἐπιδοκιμάζει τήν καθημερινή μετάληψη τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἐνῶ
ἀναφέρει ὅτι τήν ἐποχή του κοινωνοῦσαν τέσσερις φορές τήν ἐβδομάδα721.

Ἐπιπλέον ὁ Σρεμπέλας τονίζει ὅτι, παρά τό γεγονός ὅτι μετά τόν 5ο


αἰώνα παρατηρεῖται ἀλλοίωση τοῦ εὐχαριστιακοῦ ἤθους καί ἀραιότερη
προσέλευση στή θεία Κοινωνία, τό φρόνημα αὐτό τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας
δέν ἐξαλείφθηκε. Γιά νά δικαιολογήσει τήν ἄποψη αὐτή ἐπικαλεῖται τό
τυπικό τῆς Εὐεργέτιδος, πού ἀποτυπώνει τήν πράξη τοῦ 10ου καί 11ου
αἰῶνος, τό ὁποῖο προτρέπει τούς πιστούς νά προσέρχονται τρεῖς φορές τήν
ἑβδομάδα γιά νά κοινωνοῦν τά ἄχραντα μυστήρια722. Ἐπίσης τόν 15ο
αἰώνα ὁ ΢υμεών Θεσσαλονίκης γράφει «περί τοῦ συνεχῶς κοινωνεῖν
ἅπαντας τῶν φρικτῶν μυστηρίων, ὡς ὑπέρ πάντα ἐπωφελοῦς ὄντος τοῦ
ἔργου»723. Παρόμοια τό 1819 ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄
παραγγέλλει σέ συνοδική διάταξη νά μεταλαμβάνουν οἱ πιστοί σέ κάθε
θεία Λειτουργία724.

Ὁ Σρεμπέλας ἑπομένως μελέτησε καί ἀνέδειξε ὅλα τά παραπάνω


γνωρίσματα στή λατρεία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας πού ὑποδηλώνουν τήν
συνιερουργία κλήρου καί λαοῦ, ὅπως τήν κοινή ψαλμωδία καί τίς
ἀποκρίσεις τοῦ λαοῦ στόν ἱερέα, τήν «εἰς ἐπήκοον» ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν,
τήν συχνή καί συνεχή μετάληψη τῶν ἀχράντων μυστηρίων, κ.τ.λ. Καί
ἐπειδή στή σύγχρονή του λειτουργική πράξη τά στοιχεῖα αὐτά εἶχαν

720
Ὅ.π., ζ. 83.
721
«Ἠκεῖο κέληνηγε ηέηαξηνλ θαζ’ ἑθάζηελ ἑβδνκάδα θνηλσλνῦκελ· ἐλ ηῇ Κπξηαθῇ, ἐλ ηῇ Σεηξάδη θαί
ἐλ ηῇ Παξαζθεπῇ θαί ηῷ ΢αββάηῳ θαί ἐλ ηαῖο ἄιιαηο ἡκέξαηο, ἐάλ ᾖ κλήκε ἁγίνπ ηηλφο». ΜΔΓΑΛΟΤ
ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ, ἖πηζηνιή 93 πξφο Καηζαξίαλ παηξηθίαλ, PG 32, 484.
722
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 83.
723
΢ΤΜΔΧΝ ΘΔ΢΢ΑΛΟΝΗΚΖ΢, Πεξί ηνῦ ηέινπο ἡκῶλ ΣΞ΄, PG 155, 672. ΢ηή ζπλέρεηα ἀλαθέξεη «κή
ηηο ηῶλ θνβνπκέλσλ θαί ἀγαπψλησλ ηφλ Κχξηνλ παξεξρέζζσ ηάο ηεζζαξάθνληα (ἡκέξαο), ἀιι’ ὅζε
κᾶιινλ ἰζρχο α὎ηῷ ηε θαί πξνζνρή θαί ἐγγχηεξνλ ηῇ θνηλσλίᾳ Υξηζηνῦ πξνζέξρεζζαη θαί ἐλ πάζῃ
Κπξηαθῇ εἰ δπλαηφλ».
724
ὅηη «ρξένο ἔρνπζη νἱ ε὎ζεβεῖο ἐλ ἑθάζηῃ ἱεξᾷ κπζηαγσγίᾳ λά πξνζέξρσληαη θαί λά κεηαιακβάλσζη
ηνῦ δσνπνηνῦ ζψκαηνο. Γηά ηνῦην θαί πξνζθαινῦληαη παξά ηνῦ ἱεξέσο ἐλ ηῷ Μεηά θφβνπ Θενῦ
πίζηεσο θαί ἀγάπεο πξνζέιζεηε». ΜΑΝΟΤΖΛ ΓΔΓΔΧΝ, Καλνληθαί Γηαηάμεηο, η. ΗΗ,
Κσλζηαληηλνχπνιε 1889, ζ. 153.

117
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἐξασθενήσει, ἀγωνίστηκε γιά τή μέγιστη ἐνεργοποίησή τους, ἔτσι ὥστε νά


ξαναποκτήσουν τά γνωρίσματα αὐτά τήν ζωηρότητα καί διαύγεια, τήν
ὁποία εἶχαν στούς πρώτους χριστιανικούς αἰώνες725.

Οἱ ἀπόψεις του αὐτές ἀντιμετωπίστηκαν ἀπό κάποιους ὡς


καινοτομίες καί νεωτερισμοί, κατ’ ἐπίδραση τῶν λειτουργικῶν κινήσεων
στόν προτεσταντικό καί κυρίως στόν ρωμαιοκαθολικό χῶρο καί τῶν
σχετικῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς ΢υνόδου726. Ὁ Σρεμπέλας ὅμως
στήν σχετική μελέτη του727, εἶχε ἐξηγήσει ὅτι δέν πρόκειται γιά
νεωτερισμούς ἀλλά γιά ἐπιστροφή στήν γνήσια παράδοση τῆς ἀρχαίας
Ἐκκλησίας, τά γνωρίσματα τῆς ὁποίας διασώζει πιστότερα καί
γνησιότερα ἡ ὀρθόδοξη λατρεία σέ ἀντίθεση μέ τίς παρεκκλίσεις τοῦ
ρωμαιοκαθολικισμοῦ728. ΢υνεπῶς ἡ ρωμαιοκαθολική λειτουργική κίνηση,
θέλοντας νά ἐπιστρέψει στή λατρεία τῶν πρώτων αἰώνων, ἀναγκαστικά
θά μιμηθεῖ γνωρίσματα τῆς σημερινῆς λατρευτικῆς τάξης τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας. Ἡ σύγχρονη ὀρθόδοξη λατρευτική τάξη ἐξάλλου δέν
ἀποκλείεται νά εἶχε καί ἄμεση ἐπίδραση στήν κίνηση αὐτή729. Καί
σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ Σρεμπέλας, γιά τήν ὀρθόδοξη λατρεία: «Ὅσο
καί νά ὑπολειπόμαστε εἰς πλοῦτον συναισθήματος καί βιώσεως τοῦ
χριστιανικοῦ μυστηρίου, ὁ θησαυρός ὁ ἐγκρυπτόμενος εἰς τό πνεῦμα τῆς
λατρείας μας παραμένει ἀσύλητος καί ἀνεξάντλητος πηγή νεωτέρων
πνευματικῶν ἐμπνεύσεων καί ψυχικῆς καλλιεργείας»730.

Ὅμως ὁ Σρεμπέλας θεωρεῖ πώς ὑπάρχουν καί παρεκκλίσεις ἀπό


τό πνεῦμα αὐτό τῆς συνιερουργίας κλήρου καί λαοῦ καί στήν ὀρθόδοξη
λατρεία, οἱ ὁποῖες βέβαια ἄφησαν ἐντελῶς ἀνέπαφο τό κέντρο καί τό
μεγαλύτερο μέρος της. Αὐτές εἶναι ὁ διαχωρισμός τοῦ βήματος καί τοῦ

725
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 86. πξβι. Γ. ΣΕΔΡΠΟΤ, ὅ.π., ζ. 134-143.
726
Γ. ΣΕΔΡΠΟΤ, ὅ.π., ζ. 141.
727
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο, ὅ.π., ζ. 90.
728
Ὅ.π., ζ. 90
729
Ὅ.π., ζ. 90.
730
Ὅ.π., ζ. 42.

118
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

κυρίως ναοῦ μέ τό τέμπλο καί ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ λιτοῦ τρόπου


ψαλμωδίας731.

Ὁ Σρεμπέλας ἐξηγεῖ πώς τό τέμπλο ἀποτελεῖ μεταγενέστερη


προσθήκη. Ὡς χώρισμα ὑπῆρχε ἁπλό κιγκλίδωμα πού ἐπέτρεπε στόν λαό
νά βλέπει τά τελούμενα ἐντός τοῦ ἱεροῦ βήματος. Γιά αὐτό τόν λόγο καί ὁ
θρόνος τοῦ ἐπισκόπου, ἀπό τόν ὁποῖο πολλές φορές κήρυττε, ἦταν
στηριγμένος στήν κόγχη πίσω ἀπό τήν ἁγία Σράπεζα732. Μέχρι τούς
χρόνους τοῦ Ἰουστινιανοῦ τό κιγκλίδωμα διατηρήθηκε στήν ἀρχική του
μορφή, ἐνῶ οἱ μετατροπές πού ὑπέστη μέχρι καί τόν 14ο αἰώνα δέν
ἐμπόδιζαν τήν θέα τοῦ θυσιαστηρίου ἀπό τόν λαό. Ἡ σημερινή μορφή τοῦ
τέμπλου ἀρχίζει νά ἐμφανίζεται μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης
Υαίνεται ὅτι διαμορφώθηκε ἀρχικά στή Ρωσία καί διαδόθηκε στή
συνέχεια καί στίς ὑπόλοιπες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες733.

Ἡ χριστιανική ψαλμωδία τῶν πρώτων αἰώνων γινόταν κατ’


ἀπομίμηση τῆς ἀντίστοιχης ἰουδαϊκῆς. Οἱ ψαλμοί κυρίως τοῦ Δαυίδ καί οἱ
ἄλλες ἁγιογραφικές ὠδές ἀποτέλεσαν τή βάση τῆς χριστιανικῆς
ψαλμωδίας734. Ὁ τρόπος ψαλμωδίας κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες
ἦταν λιτός, ἁπλός καί ἀνεπιτήδευτος. Ὁ Σρεμπέλας ἔχοντας ὑπόψη του
τήν σύσταση τοῦ ἀποστόλου Παύλου στούς πιστούς νά ψέλνουν , ἔτσι
735

ὥστε νά διδάσκονται καί νά νουθετοῦνται ἀπό τήν ψαλμωδία736,


ὑποστηρίζει ὅτι οἱ ψαλμοί ἀπαγγέλλονταν ἐμμελῶς κατά τήν ἀποστολική
περίοδο737.

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος σέ ἐπιστολή του χαρακτηρίζει τήν ψαλμωδία «τῶν


ψαλμῶν ἐμμελῆ ἀνάγνωσιν», καί παραγγέλλει «τούς ψαλμούς μετ’ ᾠδῆς
731
Ὅ.π., ζ. 86.
732
Ὅ.π., ζ. 87.
733
Ὅ.π., ζ. 87.
734
Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ γπλή ἐλ ηῇ ςαικσδίᾳ, ἔθδνζηο ηνῦ ζξεζθεπηηθνῦ
πεξηνδηθνῦ «Εσή», Ἀζῆλαη 1926, ζ. 14.
735
«ιαινῦληεο ἐαπηνῖο ςαικνῖο θαί ὕκλνηο θαί ᾠδαῖο πλεπκαηηθαῖο», ἖θεζ. 5, 19.
736
«ὁ ιφγνο ηνῦ Θενῦ ἐλνηθείησ ἐλ ὏κῖλ πινπζίσο, ἐλ πάζῃ ζνθίᾳ δηδάζθνληεο θαί λνπζεηνῦληεο
ἑαπηνχο ςαικνῖο θαί ὕκλνηο θαί ᾠδαῖο πλεπκαηηθαῖο, ἐλ ράξηηη ᾄδνληεο ἐλ ηῇ θαξδίᾳ ὏κῶλ ηῷ Κπξίῳ»,
Κνινζ. 3, 16.
737
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζζ. 28-29.

119
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ἀναγινώσκεσθαι», καθώς ἐπίσης «οὕτως ἀτέχνως τά γεγγραμμένα


λεγέτω καί ψαλλέτω», ὥστε ὁ λαός νά παρακολουθεῖ τά νοήματα τῶν
ψαλλομένων, χωρίς νά διασπᾶται ἀπό τήν τέχνη τοῦ ἄσματος738. Ὁ
Αὐγουστίνος, γιά τή δήλωση τῆς ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας τῶν ψαλμῶν,
χρησιμοποιεῖ ἀδιάκριτα τούς ὅρους legere (ἀναγινώσκειν) καί cantare
(ψάλλειν). Γιά αὐτό τόν λόγο ἐξάλλου σέ πολλά μέρη τό διακόνημα τοῦ
ψάλτη καί τό διακόνημα τοῦ ἀναγνώστου συγχέονταν739.

Ἄν καί νωρίς διακρίθηκε ἡ τάξη τῶν ψαλτῶν, ὁ λαός συμμετεῖχε


στήν ψαλμωδία, μέ τό «Ἀμήν», τό «Ἀλληλούια», καθώς καί μέ τούς
ἐπαναλαμβανόμενους ἀντί ἐπωδοῦ ψαλμικούς στίχους, γνωστούς καί ὡς
«ἀκροστίχια» ἤ «ἀκροτελεύτια» ἤ «ὑπακοές»740, τά ὁποῖα ὁρίζονταν
ἀνάλογα μέ τήν ἑορτή741. Σό ἐκκλησίασμα μποροῦσε ἔτσι νά τούς
ἀπομνημονεύσει λόγω τοῦ σύντομου μήκους καί τοῦ βαθύτερου νοήματός
τους742. ΢τίς περιπτώσεις βέβαια γνωστῶν καί οἰκείων ψαλμῶν
συνέψαλλαν μαζί μέ τούς χορούς τῶν ψαλτῶν743. Παράλληλα μέ τόν
ἀποκριτικό τρόπο ψαλμωδίας744, καλλιεργήθηκε καί ἡ ἀντιφωνική

738
«Σῆο ηνηαχηεο ηῶλ ινγηζκῶλ ἀηαξαμίαο θαί ἀθχκνλνο θαηαζηάζεσο εἰθψλ θαί ηχπνο ἐζηίλ ἡ ηῶλ
ςαικῶλ ἐκκειήο ἀλάγλσζηο» θαί νἱ «κή ηνῦηνλ ηφλ ηξφπνλ ἀλαγηλψζθνληεο ηάο ζείαο ᾠδάο ν὎
ζπλεηῶο ςάιινπζηλ, ἀιι’ ἑαπηνχο ηέξπνπζηλ». Μ. ΑΘΑΝΑ΢ΗΟΤ, ἖πηζηνιή πξφο Μαξθειῖλνλ, PG 27,
40. Ἀλαθέξεη ὁ Α὎γνπζηίλνο, γηά ηφλ Μ. Ἀζαλάζην, ὅηη δηέηαμε ηφλ ἀλαγλψζηε ηῶλ ςαικῶλ λά ςάιιεη
πεξηζζφηεξν θνληά ζηήλ ἀπαγγειία παξά ζηήλ ὠδή. AUGUSTINUS, Confessiones lib. X, C. XXXIII.
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 29.
739
Ὅ.π., ζ. 31.
740
Ὅ.π., ζ. 18. «ἑλφο κεηά ξπζκνῦ θνζκίσο ἐπηςάιινληνο, νἱ ινηπνί θαζ’ ἡζπρίαλ ἀθξψκελνη, ηῶλ
ὕκλσλ ηά ἀθξνηειεχηηα ζπλεμερνῦζη». ΔΤ΢ΔΒΗΟΤ ΚΑΗ΢ΑΡΔΗΑ΢, ἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Β΄, 17,
ΔΠΔ 28, 214. «ἕηεξφο ηηο ηνχο ηνῦ Γαβίδ ςαιιέησ ὕκλνπο θαί ὁ ιαφο ηά ἀθξνζηίρηα ὏πνςαιιέησ».
ΚΛΖΜΔΝΣΟ΢ ΡΧΜΖ΢, Γηαηαγαί ηῶλ ἁγίσλ Ἀπνζηφισλ II, 57, PG 1, 728.
741
Καηά ηήλ ἀλαθνκηδή ηῶλ ιεηςάλσλ ηνῦ κάξηπξα Βαβχια, ὁ ιαφο ὏πέςαιιε «Αἰζρπλζήησζαλ
πάληεο νἱ πξνζθπλνῦληεο ηνῖο γιππηνῖο». ΘΔΟΓΧΡΖΣΟΤ, ἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία III, ΢Σ΄.὇
Υξπζφζηνκνο γλσξίδεη δηάθνξεο ὏παθνέο, ὅπσο α὎ηή ἐθ ηνῦ 117νῦ ςαικνῦ γηά ηήλ ἑνξηή ηνῦ Πάζρα
«αὕηε ἡκέξα, ἥλ ἐπνίεζελ ὁ Κχξηνο, ἀγαιιηαζψκεζα θαί ε὎θξαλζῶκελ ἐλ α὎ηῇ». πξβι. ΗΧΑΝΝΟΤ
ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ὁκηιία εἰο ηφλ ΡΗΕ΄ ςαικφλ, PG 55, 323. Ὡο ὏παθνέο θαηά ηφλ ἅγην Υξπζφζηνκν
ἐθιέγνληαλ ςαικηθνί ζηίρνη «ἅηε ἦρνλ ὄληα ηφλ ζηίρνλ θαί ηη ὏ςειφλ ἔρνληα δφγκα». Π.
ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζζ. 18-19.
742
὆.π., ζ. 20.
743
Ὅ.π., ζ. 20.
744
Α὎ηφλ ὏παηλίζζεηαη θαί ὁ Α὎γνπζηίλνο ιέγνληαο «ηφλ ὁπνῖνλ ςαικφλ ἠθνχζακελ ςαιέληα, πξφο
ηφλ ὁπνῖνλ ςαιιφκελνλ ἀπεθξίζεκελ». AUGUSTINUS, In psalm. XLVI, I,PL 36, 535. «ηάο θσλάο ηνῦ
ςαικνῦ, ηάο ὁπνίαο ἠθνχζακελ θαί ἐλ κέξεη ἐςάιακελ». AUGUSTINUS, In psalm. XXVI, II, PL 36,
200. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π. ζ. 20.

120
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

ψαλμωδία, κατά τήν ὁποία ὁ λαός χωρίζονταν σέ δύο χορούς, οἱ ὁποῖοι


ἔψαλλαν ἐναλλάξ745.

΢ταδιακά ἀπό τόν 4ο αἰώνα «ἡ ὑμνολογία ἐσημείωσε πρόοδο καί


τήν ποιητικήν ἔμπνευσιν τῶν ὑμνογράφων παρακολουθεῖ καί ἡ ἐπί τό
τεχνικώτερον ἐξέλιξις τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς»746. ΢ταθμό στήν
ἐξέλιξη αὐτή ἀποτέλεσε μεταρρύθμιση πού ἐφαρμόστηκε στήν Αντιόχεια
κατά τά μέσα τοῦ 4ου αἰώνα ἀπό τούς λαϊκούς καί μετέπειτα επικόπους
Υλαβιανό καί Διόδωρο, οἱ ὁποῖοι ἐμπλούτισαν τήν ὑμνογραφία μέ τήν
μετάφραση ἀντιφωνικῶν ὕμνων ἀπό τή συριακή γλώσσα, οἱ ὁποῖοι δέν
ἦταν πλέον ψαλμικοί στίχοι, ἀλλά πιό ἐλεύθερες καί ἁρμονικότερες
ποιητικές συνθέσεις747. Ἡ μεταρύθμιση αὐτή διαδόθηκε στή συνέχεια σέ
ὅλες τίς Ἐκκλησίες748.

Ὁ Φρυσόστομος εἰσήγαγε τόν ἁρμονικότερο ἀντιφωνικό αὐτό


τρόπο ψαλμωδίας στήν Κωνσταντινούπολη, ὥστε νά διεγείρεται τό
ἐνδιαφέρον καί ὁ ἐνθουσιασμός τῶν πιστῶν, ὡς ἀντίδραση στούς ὕμνους
τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν, πού διέδιδαν μέσω αὐτῶν τίς κακοδοξίες τους749.
Ἐναντιώνεται ὅμως σέ αὐτούς πού παραγνωρίζουν τόν σκοπό τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ μέλους750. ΢τά Μεδιόλανα εἰσήγαγε τόν τρόπο αὐτό ὁ
Ἀμβρόσιος751, ἐνῶ ἀργότερα στήν Βόρεια Ἀφρική ὁ Αὐγουστίνος
υἱοθέτησε τελικά τόν νέο τρόπο ψαλμωδίας, προσέχοντας ὅμως νά μήν
προκαλεῖ μεγαλύτερη εὐχαρίστηση τό ἄσμα ἀπό τόν στίχο752. Αὐτό κάνει

745
«…Γηρῇ δηαλεκεζέληεο ἀληηςάιινπζηλ ἀιιήινηο, ὁκνῦ δέ θαί ηήλ πξνζνρήλ θαί ηφ ἀκεηεψξηζηνλ
ηῶλ θαξδηῶλ ἑαπηνῖο δηνηθνχκελνη. Ἔπεηηα πάιηλ ἐπηηξέςαληεο ἐλί θαηάξρεηλ ηνῦ κέινπο, νἱ ινηπνί
὏περνῦζη… πάληεο ἐμ ἑλφο ζηφκαηνο θαί κηᾶο θαξδίαο, ηφλ ηῆο ἐμνκνινγήζεσο ςαικφλ ἀλαθέξνπζη
ηῷ Κπξίῳ». Μ. ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ, ἖πηζηνιή 207, Σνῖο θαηά Νενθαηζάξεηαλ θιεξηθνῖο, ΔΠΔ 2, 108. Βι.
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ἖θινγή ἗ιιεληθῆο Ὀξζνδφμνπ Ὑκλνγξαθίαο, Ἀζῆλαη 1949, ζζ. 27-
30.
746
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ γπλή ἐλ ηῇ ςαικσδίᾳ, ὅ.π. ζ. 32.
747
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ,η. Β΄, Ἀζῆλαη 1955, ζζ. 152-155.
748
Ὅ.π., ζ. 32.
749
πξβι. ΢ΧΚΡΑΣΟΤ΢, ἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία ΢Σ΄, 8, PG 67, 689. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 33.
750
πξβι. ΗΧΑΝΝΟΤ ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ὁκηιία Α΄ ἐπί ηνῦ Ὀδίνπ, PG 63,100.
751
πξβι. AUGUSTINUS, Confessionum X, XXXIII, PG 32, 800. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 34.
752
«θαί θιίλσ κᾶιινλ… λά ὏πνζηεξίμσ ηήλ ζπλήζεηαλ ηνῦ ςάιιεηλ ἐλ ηῇ ἖θθιεζία, ἵλα δηά ηῆο
ηέξςεσο ηνῦ ὠηφο ηφ ιίαλ ἀζζελέο ἀθφκε πλεῦκα ἐμπςσζεῖ εἰο δηάζεζηλ ε὎ζεβείαο. Ἄιι΄ ὅκσο, ὅηαλ
κνῦ ζπκβεῖ λά ε὎ραξηζηεζῶ πεξηζζφηεξνλ ἀπφ ηφ ἄζκα ἤ ἀπφ ηφλ ζηίρνλ ὅζηηο ἄδεηαη, ὁκνινγῶ ὅηη

121
΢πληεξνπξγία θιήξνπ θαί ιανῦ θαηά ηφλ Παλαγηψηε Σξεκπέια

τόν Σρεμπέλα νά συμπεραίνει ὅτι καί τό νέο αὐτό μέλος, παρά τήν
εὐχαρίστηση πού προκαλοῦσε, δέν ἐμπόδιζε τόν ἀκροώμενο νά
παρακολουθεῖ τό περιεχόμενο τῶν ὕμνων753.

Ἡ ἐξέλιξη πάντως αὐτή κατέστησε δύσκολη τή συμμετοχή τοῦ


πλήθους στήν ψαλμωδία. Γιά αὐτό ἤδη ἡ σύνοδος τῆς Λαοδίκειας (365)
ὁρίζει νά ψέλνουν μόνο κανονικοί ψάλτες754. ΢τούς μετέπειτα αἰῶνες ἡ
ψαλμωδία χαρακτηρίζεται ἀπό πλουσιότερη ὑμνολογία, καθώς καί ἀπό
συνθετότερη καί ἐπιτηδευμένη ἁρμονία. Ἀπομακρύνθηκε ὅμως ἀπό «τήν
ἀρχαιοπρεπῆ, ἀφελῆ καί ἀνεπιτήδευτον καί τοῖς πᾶσιν εὐπρόσιτον καί
εὔλαλον συνυπήχησιν»755. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ ἀποκρίσεις τοῦ
λαοῦ κατά τήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς, ψαλλόμενες κατά τήν παλαιά
βυζαντινή παράδοση, ἔχουν ἁπλότητα πού προσεγγίζουν τήν ἐμμελή
ἀπαγγελία, ἐνῶ τά ἀργά μέλη καί τά ἄλλα κρατήματα πού
διαμορφώθηκαν μεταγενέστερα ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τό ἀρχαῖο καί
ἱεροπρεπές καθεστώς756, πιέζοντας ταυτόχρονα καί τήν διακονία τοῦ
κηρύγματος, λόγω τοῦ περιορισμένου πλέον χρόνου757.

«Ἀλλ’ ἡ ζωντανή λατρεία δέν θά ἐπιτευχθῆ», σημειώνει ὁ


Σρεμπέλας, «ἐάν ἡ μουσική καί αἰσθητική ἀπόλαυσις ἐξαρθῇ εἰς σκοπόν
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ᾄσματος, ἀλλ’ ἐάν διά τοῦ ἁπλουστέρου λειτουργικοῦ
ᾄσματος καταστῇ δυνατόν νά συμμετέχῃ τό ὅλον πλήρωμα τῆς
ψαλμῳδίας συνυπηχοῦν καί συμψάλλον καί ὑπακοῦον καί παρουσιάζον
οὕτω τό φαινόμενον σώματος οὐχί κοιμωμένου καί ἀδρανοῦντος, ἀλλά
ζῶντος καί ἐνθουσιῶντος»758.

ἁκαξηάλσ ἀμηνπνίλσο θαί ηφηε ζά πξνεηίκσλ λά κή ἀθνχζσ ηφλ ςάιινληα». AUGUSTINUS,


Confessionum X, XXXIII, PG 32, 800. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 24.
753
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 34.
754
Ἀλαθέξεηαη ζηφλ 15ν θαλφλα:«Μή δεῖλ πιένλ ηῶλ θαλνληθῶλ ςαιηῶλ ηῶλ ἐπί ηφλ ἄκβσλα
ἀλαβαηλφλησλ θαί ἀπφ δηθζέξαο ςαιιφλησλ ἑηέξνπο ηηλάο ςάιιεηλ ἐλ ηῇ ἖θθιεζίᾳ». Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ,
ὅ.π., ζ. 36. πξβι. «θαί ὁ ςάιισλ ςάιιεη κφλνο· θἄλ πάληεο ὏περῶζηλ, ὡο ἐμ ἑλφο ζηφκαηνο ἡ θσλή
θέξεηαη». ΗΧΑΝΝΟΤ ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ὁκηιία Λ΢Σ΄ εἰο ηήλ Α΄ πξφο Κνξηλζίνπο, PG 61, 315.
755
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 36.
756
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο, ὅ.π., ζ. 89.
757
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ γπλή ἐλ ηῇ ςαικσδίᾳ, ὅ.π., ζ. 36.
758
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο, ὅ.π., ζ. 89.

122
2. Οἱ θέσεις τοῦ Παναγιώτη Σρεμπέλα γιά σύγχρονα λειτουργικά
ζητήματα

Ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας ἀσχολήθηκε ἐπίσης καί μέ διάφορα

ἐπίκαιρα λειτουργικά ζητήματα πού προέκυπταν759. Διατύπωνε τίς

ἀπόψεις του καί πρότεινε λύσεις γιά τά θέματα αὐτά σέ μικρές

ἐπιστημονικές μελέτες, στίς ὁποῖες ἐρευνοῦσε πάντοτε τίς πηγές, γιά νά

ἀναδείξει τήν σχετική λειτουργική πράξη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας760.

Ἡ εἰσαγωγή γυναικείων φωνῶν σέ ὁρισμένους χορούς ψαλτῶν,

ἀποτέλεσε τήν ἀφορμή γιά τόν μακαριστό καθηγητή νά ἀσχοληθεῖ μέ τό

θέμα τῆς συμμετοχῆς τῆς γυναίκας στήν ἐκκλησιαστική ψαλμωδία761. Ἡ

πρωτοβουλία αὐτή πού ἦταν καινοφανής στήν λατρευτική ζωή τῆς

Ἐκκλησίας762, ὁδήγησε τόν Σρεμπέλα νά ἀναζητήσει στήν πράξη τῆς

ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἀνάλογα παραδείγματα, καθώς ἐπίσης νά μελετήσει

ταυτόχρονα τό μέλος, τούς ἐκτελεστές καί τήν ἐξέλιξη τῆς ἀρχαίας

ἐκκλησιαστικῆς ψαλμωδίας.

Γιά τόν λόγο αὐτό μελέτησε ἀρχικά τή σχέση μεταξύ ἰουδαϊκῆς καί

χριστιανικῆς ψαλμωδίας. Μέ ὁδηγό τήν ξένη βιβλιογραφία καί τίς

ἁγιογραφικές μαρτυρίες ἐπισήμανε τήν ἰσχυρή ἐπίδραση τοῦ

λειτουργικοῦ ἄσματος τῆς ἰουδαϊκῆς ψαλμωδίας στή διαμόρφωση καί

στήν ἐξέλιξη τῆς ἀντίστοιχης χριστιανικῆς μέχρι καί τόν 4ο αἰώνα μ.Φ.763

Σό γεγονός αὐτό τόν ὤθησε στήν συνέχεια νά ἐξετάσει τή συμμετοχή τοῦ

ἑβραϊκοῦ λαοῦ στήν ψαλμωδία. ΢τήν ἀνόργανη καί μονοφωνική αὐτή

ψαλμωδία συμμετεῖχε σέ κάποιο βαθμό ὁλόκληρος ὁ λαός. Ὁρισμένες

759
ΓΖΜΖΣΡΗΟΤ ΣΕΔΡΠΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «Ἡ ζπκβνιή ηνῦ Π. Ν. Σξεκπέια ζηήλ
ἀλαδσπχξεζε ηῆο Λεηηνπξγηθῆο δσῆο ζηήλ ἗ιιάδα», ΢πιιείηνπξγν. Πξφζσπα θαί ζεζκνί ζηήλ
ὀξζφδνμε ιαηξεία, ἐθδ. «Ο὎ξαλφο», Ἀζήλα 2012, ζ. 143.
760
ΗΧΑΝΝΟΤ ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, «὇ θαζεγεηήο Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ιεηηνπξγηνιφγνο»,
΢πκβνιή 14 (2006) 6.
761
Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ γπλή ἐλ ηῇ ςαικσδίᾳ, ἔθδνζηο ηνῦ ζξεζθεπηηθνῦ
πεξηνδηθνῦ «Εσή», Ἀζῆλαη 1926, ζζ. 40. Ἀλάηππν ἀπφ Εσή 716-729 (1925-1926).
762
Ὅ.π., ζ. 5.
763
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 5-8.

123
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

φορές συνέψαλλε μαζί μέ τούς χορούς τῶν ψαλτῶν πού ὑπῆρχαν καί

ἄλλοτε ἔψαλλε στήν ἀρχή ἤ στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ μόνο τό «Ἀλληλούια»

ἤ τό «Ἀμήν» ἤ ἐπαναλάμβανε κάποιον στίχο ἀντί ἐπωδοῦ, ἔπειτα ἀπό

τούς στίχους τῶν ψαλμῶν πού ἔψαλλαν οἱ χοροί764. Εἰδικότερα γιά τή

συμμετοχή τῆς γυναίκας στή ψαλμωδία στόν Ναό ἤ στίς συναγωγές,

συμπεραίνει τόν ἀποκλεισμό τῆς φωνῆς τῆς γυναίκας ἀπό τήν ἰουδαϊκή

λατρεία765.

Ἡ ἐξέταση στή συνέχεια τοῦ χαρακτήρα καί τῆς ἐξέλιξης τῆς

ἀρχαίας ψαλμωδίας τῆς Ἐκκλησίας ἔδειξε ὅτι τό ἀρχαῖο μέλος ἦταν ἁπλό

καί ἔμοιαζε μέ ἐμμελή ἀπαγγελία, καθιστώντας ἔτσι δυνατή τή

συμμετοχή τοῦ λαοῦ στήν ψαλμωδία καί ἄρχισε νά γίνεται συνθετότερο

μετά τόν 4ο καί 5ο αἰώνα766. Ὅσον ἀφορᾶ τήν γυναικεία συμμετοχή στήν

ψαλμωδία, ὁ Σρεμπέλας συμπέρανε ἀπό τήν μελέτη τῶν πηγῶν ὅτι ἡ

γυναίκα συμμετεῖχε στήν κοινή ψαλμωδία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ

πληρώματος, σέ ἀντίθεση μέ τήν πράξη τῆς ἰουδαϊκῆς ψαλμωδίας767. Ἐν

τούτοις, κατέληξε στό ὅτι δέν ἐπιτράπηκε στήν γυναίκα νά ψάλλει εἴτε

μόνη εἴτε σέ χορό ὁμοφύλων768.

Ἐνδεικτικά ἀναφέρει ὁ Σρεμπέλας τήν πρωτοβουλία τοῦ Παύλου

΢αμοσατέως (3ος αἰώνας) νά συστήσει καί χορό γυναικῶν, γιά νά ψάλλει

τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα. Σό γεγονός αὐτό δέν πέρασε ἀπαρατήρητο ἀπό τή

σύνοδο, πού τόν καταδίκασε γιά τίς διάφορες κακοδοξίες του769. Ἐπίσης ὁ

764
πξβι. Β΄ Παξαιεηπ. 5, 13· Α΄ Μαθθαβ. 4, 55· Α΄ Παξαιεηπ. 16, 36. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 9.
765
πξβι. Ὅ.π. ζζ. 10-14.
766
Ἀλαιπηηθφηεξε πξαγκάηεπζε πξαγκαηνπνηήζεθε ζηήλ πξνεγνχκελε παξάγξαθν.
767
«λένη θαί γέξνληεο, θαί γπλαῖθεο θαί ἄλδξεο, θαί δνῦινη θαί ἐιεχζεξνη, κίαλ ηηλά κεισδίαλ
ἀλελέγθακελ ἅπαληεο…. ν὎δ΄ αὖ ἀλήξ κέλ παξξεζηάδεηαη γπλή δέ ζηγᾷ θαί ἄθσλνο ἕζηεθελ… ἀιιά
πάληεο ἐλ ηῇ α὎ηῇ ηηκῇ θαί θσλῇ κία ἐθ δηαθφξσλ γισηηῶλ πξφο ηφλ ηῆο νἰθνπκέλεο ἀλαπέκπεηαη
δεκηνπξγφλ». ΗΧΑΝΝΟΤ ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ὁκηιία ἐλ ηῷ λαῷ ηῆο ἁγίαο Δἰξήλεο, PG 63, 486. «Καί γάξ
θαί γπλαῖθεο θαί ἄλδξεο θαί πξεζβχηαη θαί λένη δηήξεληαη κέλ θαηά ηήλ ἡιηθίαλ, ν὎ δηήξεληαη δέ θαηά
ηφλ ηῆο ὏κλῳδίαο ιφγνλ». ΗΧΑΝΝΟΤ ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ὁκηιία εἰο ηήλ Μ. ἗βδνκάδα, PG 55, 522.
768
πξβι., Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π. ζζ. 22-28.
769
Μάιηζηα ζηήλ ἐπηζηνιή πνχ ἔζηεηιε ἡ ζχλνδνο πξφο ηφλ Γηνλχζην Ρψκεο θαί Μάμηκν
Ἀιεμαλδξείαο, γξάθεηαη: «εἰο ἑαπηφλ δέ ἐλ κέζῃ ηῇ ἖θθιεζίᾳ ηῇ κεγάιῃ ηνῦ Πάζρα ἡκέξᾳ ςαικῳδεῖλ

124
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἐπίσκοπο Ἰσίδωρο, ἄν

καί ἀναγνωρίζει τή σημασία τῆς συμψαλμωδίας τῶν γυναικῶν μέ τό

ὑπόλοιπο ἐκκλησιαστικό πλήρωμα770, ἐντούτοις στιγματίζει τήν

δημιουργία χοροῦ ψαλτριῶν στήν πόλη τοῦ τελευταίου771. Ὁ Σρεμπέλας

μάλιστα ἐκτιμᾶ πώς οἱ γυναῖκες, γιά τίς ὁποῖες κάνει λόγο στήν ἐπιστολή

του, ἦταν μοναχές772.

΢υμπερασματικά ὁ Σρεμπέλας καταλήγει στό ὅτι ἡ παράδοση τῆς

Ἐκκλησίας δέν γνώρισε τή γυναίκα «ὡς ψάλτρια ἐν τῷ ἄμβωνι ἤ τῷ

ἡμιχορίῳ ἐγκατεστημένην καί ὄχι ἁπλῶς συνυπήχουσαν ἀλλά καί τῆς

ψαλμωδίας συνεξάρχουσαν»773. Μάλιστα, θέλοντας νά ἑρμηνεύσει τήν

παράδοση αὐτή, θεωρεῖ πώς ἡ γυναίκα ὡς ψάλτρια σέ περίοπτη θέση θά

ἦταν ἐκτεθειμένη στά βλέμματα τοῦ ἐκκλησιάσματος. Ἐπίσης ἡ ἰδιαίτερη

χροιά, ἑρμηνεία καί τόνος τῆς φωνῆς της, θά ἔκανε τήν ψαλμωδία νά

παρεκκλίνει ἀπό τόν σκοπό καί τήν ἁπλότητα τοῦ ἀρχαίου μέλους774.

Βέβαια ὁ Σρεμπέλας θεωρεῖ ὅτι αὐτό δέν ἀποκλείει τή δυνατότητα χοροῦ

ψαλτριῶν σέ ἐκκλησίασμα ἀποτελούμενο ἀποκλειστικά ἀπό γυναῖκες775.

Σέλος ὁ Σρεμπέλας ὑποστηρίζει ὅτι τό ἁρμόδιο ὄργανο γιά νά

ἀποφανθεῖ σχετικά καί νά καθορίσει τά ὅρια τῆς γυναικείας συμμετοχῆς

στήν ψαλμωδία εἶναι ἡ Ἱερά ΢ύνοδος τῆς Ἱεραρχίας776. Σό φρόνημα αὐτό

τό ἔχει καί γιά ὅλες τίς ἀλλαγές καί μεταρρυθμίσεις, πού ἐπιδιώκονται

γπλαῖθαο παξαζθεπάδσλ, ὧλ θαί ἀθνχζαο ἄλ ηηο θξίμεηελ». ΔΤ΢ΔΒΗΟΤ ΚΑΗ΢ΑΡΔΗΑ΢,


἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία VII, 30, ΔΠΔ 30, 88.
770
«Σάο ηῆο ἐθθιεζίαο θιπαξίαο θαηαπαῦζαη βνπιφκελνη νἱ ηνῦ Κπξίνπ ἀπφζηνινη θαί ηῆο ἡκῶλ
παηδεπηαί θαηαζηάζεσο ςάιιεηλ ἐλ α὎ηαῖο ηάο γπλαῖθαο ζπλεηῶο ζπλερψξεζαλ». Η΢ΗΓΧΡΟΤ
ΠΖΛΟΤ΢ΗΧΣΟΤ, ἖πηζηνιή 90ῇ Ἰζηδψξῳ ἐπηζθφπῳ, PG 78, 244.
771
«θαί θαηάλπμηλ κέλ ἐθ ηῶλ ζείσλ ὕκλσλ ν὎ρ ὏πνκέλνπζη· ηῇ δέ ηνῦ κέινπο ἡδχηεηη εἰο ἐξεζηζκφλ
παζεκάησλ ρξψκελνη, ν὎δέλ α὎ηήλ ἔρεηλ πιένλ ηῶλ ἐπί ζθελῆο ᾀζκάησλ ινγίδνληαη». Η΢ΗΓΧΡΟΤ
ΠΖΛΟΤ΢ΗΧΣΟΤ, ὅ.π., PG 78, 245.
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ γπλή ἐλ ηῇ ςαικσδίᾳ, ὅ.π., 25-27.
773
Ὅ.π., ζ. 37. Γηαθνξεηηθή ἄπνςε ἐθθξάζηεθε ηειεπηαία ζέ ἐξγαζία, πνχ ὏πνζηεξίδεη ὅηη ὏πῆξμαλ
ζηή ιεηηνπξγηθή πξάμε, ἰδίσο ζηήλ πεξίνδν πξίλ ἀπφ ηήλ εἰθνλνκαρία, θαί ρνξνί ςαιηξηῶλ, νἱ ὁπνῖνη
ζπζηήζεθαλ θαί θάπνηεο θνξέο δηεπζχλζεθαλ ἀπφ παηέξεο θαί ἁγίνπο ηῆο ἖θθιεζίαο. ΘΔΟΓΧΡΟΤ
ΓΗΑΓΚΟΤ, «Ἡ γπλαίθα ζηή δεκφζηα ιαηξεία ηνῦ Θενῦ», ΢χλαμε 126 (2013) 4-20.
774
Ὅ.π., ζ. 37.
775
Ὅ.π., ζ. 38.
776
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 38-40.

125
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

στήν ἐκκλησιαστική πράξη, καί εἶναι ἀντίθετος σέ καινοτομίες πού

εἰσάγονται χωρίς τήν ἔγκριση τῆς Ἱερᾶς ΢υνόδου. Ἐπιθυμεῖ βέβαια τήν

ἀληθινή πρόοδο στά ἐκκλησιαστικά πράγματα, ὅπως ἐξάλλου φαίνεται

ἀπό τίς ἀνανεωτικές του ἀπόψεις στή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας,

ἀλλά θεωρεῖ πώς αὐτή θά «ἐπιτευχθῇ μόνον διά μεταρρυθμίσεων

περιοριζομένων ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς ἱερᾶς παραδόσεως καί τοῦ

ἀνέκαθεν κρατοῦντος ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος»777.

Ἕνα ἄλλο λειτουργικό θέμα, πού ἀπασχόλησε τήν Ἱερά ΢ύνοδο,

εἶναι τό ζήτημα τῆς μεταφορᾶς τῶν ἀχράντων μυστηρίων στούς

ἀσθενεῖς. Ὁ Σρεμπέλας, μέ ἀφορμή τόν προβληματισμό πού

δημιουργήθηκε, ἔγραψε σχετικό ὑπόμνημα στήν Ἱερά ΢ύνοδο778. ΢τό

ὑπόμνημα αὐτό διατυπώνει ἀρνητική θέση γιά τήν μεταφορά τῆς θείας

Κοινωνίας στίς οἰκίες τῶν ἀσθενῶν μέ ἐπίσημη ἐξωτερική πομπή καί τόν

ἱερέα μέ τό ἅγιο Ποτήριο στό χέρι, ἐνδεδυμένο τό πετραχήλι καί

λειτουργικό κάλυμμα στό κεφάλι του. Γιά νά ὑποστηρίξει τήν ἄποψή του,

ἐπικαλεῖται τήν πράξη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἀλλά καί τίς σημερινές

συνθῆκες καί ἀνάγκες779.

Ἡ μεταφορά τῆς θείας Εὐχαριστίας στούς ἀπόντες ὑπῆρξε

μεμαρτυρημένη πράξη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ὁ Σρεμπέλας ἐπικαλεῖται

μαρτυρία τοῦ Ἰουστίνου τόν 2ο αἰώνα, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι ἦταν

συνήθεια κάθε Κυριακή νά μεταφέρεται ἡ θεία Εὐχαριστία μέ τούς

διακόνους στούς ἀπόντες780. Βέβαια τονίζει ὅτι ἡ μεταφορά γινόταν κρυφά

777
Ὅ.π., ζ. 40.
778
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «἖πί ηνῦ δεηήκαηνο ηῆο κεηαθνξᾶο ηῶλ ἀρξάλησλ κπζηεξίσλ
εἰο ηνχο ἀζζελεῖο» ἖θθιεζία 46 (1926) 314-316. Ἀληηξξήζεηο δηαηππψζεθαλ ζηφ ἄξζξν ηνῦ
ΠΑΝΣΔΛΔΖΜΟΝΟ΢ ΠΑΠΑΓΔΧΡΓΗΟΤ (δηαθφλνπ), «Πεξί ηνῦ ηξφπνπ κεηαθνξᾶο ηῆο ζείαο
θνηλσλίαο εἰο ηνχο ἀζζελεῖο», ἖θθιεζία (1926) 389-379. Ἀπάληεζε ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ,
«Γεπηεξνινγία. ἖πί ηνῦ δεηήκαηνο ηῆο κεηαθνξᾶο ηῆο ζείαο Κνηλσλίαο εἰο ηνχο ἀζζελεῖο», ἖θθιεζία
50 (1926).
779
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «἖πί ηνῦ δεηήκαηνο ηῆο κεηαθνξᾶο», ὅ.π., 314.
780
«Καί ηνῖο ν὎ παξνῦζη δηά ηῶλ δηαθφλσλ πέκπεηαη», «ηῇ ηνῦ ἡιίνπ ἡκέξᾳ». ΗΟΤ΢ΣΗΝΟΤ
ΦΗΛΟ΢ΟΦΟΤ, Ἀπνινγία Α΄, 67, ΒΔΠΔ΢ 3, 197.

126
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

καί ἀνεπίσημα λόγω τῶν διωγμῶν καί τοῦ εἰδωλολατρικοῦ

περιβάλλοντος781. Γιά νά ὑποστηρίξει τή θέση του, ἀναφέρει ἐπίσης καί

μαρτυρία τοῦ 3ου αἰῶνος, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἕνα παιδί

χρησιμοποιεῖται γιά νά μεταφέρει τά ἄχραντα μυστήρια στόν

ἑτοιμοθάνατο γέροντα ΢εραπίωνα, λόγω ἀδυναμίας τοῦ ἱερέα782, καθώς

καί τήν περίπτωση τοῦ νεαροῦ Σαρσιζίου πού μαρτύρησε καθώς μετέφερε

κρυφά τά ἄχραντα μυστήρια σέ φυλακισμένους χριστιανούς783.

Ὁ Σρεμπέλας ἐπισημαίνει πώς αὐτή ἡ πράξη δέν ἀποτελοῦσε

ἐξαίρεση σέ περίπτωση ἔκτακτων ἀναγκῶν, ἀλλά συνεχίστηκε καί μετά

τούς διωγμούς. Οἱ πιστοί δηλαδή συνήθιζαν νά μεταφέρουν καί νά

φυλάγουν στό σπίτι τούς ἅγιο Ἄρτο, ὥστε νά μποροῦν νά μεταλαμβάνουν

καί ἰδιωτικά. Αὐτό προκύπτει κατά τόν Σρεμπέλα, ἀπό μαρτυρίες ὅπως

αὐτή τοῦ Κυπριανοῦ, πού διασώζει γεγονός κατά τό ὁποῖο γυναίκα πού

ἀνάξια ἐπιχείρησε νά πιάσει θήκη, πού περιεῖχε τό τίμιο σῶμα Φριστοῦ,

ἐμποδίστηκε ἀπό φωτιά πού περιέβαλλε τή θήκη784. Ὁ Μέγας Βασίλειος

ἀκόμη ἀναφέρει ὅτι στήν Ἀλεξάνδρεια καί στήν Αἴγυπτο ὁ κάθε πιστός

διατηροῦσε «….κοινωνίαν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καί ὅταν βούληται

μεταλαμβάνει»785. Ἐπίσης σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου Μόσχου

τοῦ Εὐκρατᾶ (6ος αἰώνας), οἱ πιστοί στή ΢ελεύκεια κατά τήν Μ. Πέμπτη

προμηθεύονταν ἅγιον ἄρτον σέ εἰδικό ἀρτοφόριο, ὥστε νά

μεταλαμβάνουν ὅλο τό χρόνο786.

Ὁ μακαριστός καθηγητής γιά νά ἑρμηνεύσει τήν πράξη αὐτή,

ὑπενθυμίζει ὅτι οἱ πιστοί κοινωνοῦσαν ξεχωριστά ἀπό τά δύο εἴδη τῆς

781
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., 314.
782
ΔΤ΢ΔΒΗΟΤ ΚΑΗ΢ΑΡΔΗΑ΢, ἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Η΄, 44, ΔΠΔ 29, 330.
783
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., 315.
784
CYPRIANUS CARTHAGINENSIS, Liber de Unitate Ecclesiae, PL 4, 500.
785
ΜΔΓΑΛΟΤ ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ, ἖πηζηνιή 93 πξφο Καηζαξίαλ παηξηθίαλ, πεξί θνηλσλίαο, PG 32, 484. Βι.
὏πνζεκείσζε 663.
786
«θαηά ηφ ἔζνο ηῆο ρψξαο ηαχηεο, ἔιαβε θνηλσλίαλ ηῇ ἁγίᾳ Πέκπηῃ θαί βαιψλ α὎ηήλ ἐλ κνπδηθίῳ
(ἀξηνθφξην) ἀπέζεην ἐλ ηῷ ἰδίῳ ἐξκαξίῳ». Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., 315.

127
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

θείας Εὐχαριστίας καί δέχονταν τόν ἅγιο Ἄρτο στίς παλάμες τους.

Φαρακτηριστική μαρτυρία, γιά αὐτόν τόν τρόπο μετάληψης, ὑπάρχει στήν

5η μυσταγωγική κατήχηση τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων787. Ἡ πράξη αὐτή

μαρτυρεῖται καί τόν 7ο αἰώνα, ὅπως προκύπτει ἀπό τόν 101ο κανόνα τῆς

Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς ΢υνόδου, πού ἀπαγορεύει τή χρήση πολύτιμων

δοχείων γιά τήν ὑποδοχή τῶν τιμίων δώρων788.

Ἀπό ὅλα τά παραπάνω, ὁ Σρεμπέλας συμπεραίνει ὅτι ἡ μετά

πομπῆς καί ἐπισήμως μεταφορά τῆς θείας Κοινωνίας στούς ἀσθενεῖς δέν

μαρτυρεῖται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική πράξη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.

Παράλληλα θεωρεῖ ὅτι δέν ἀνταποκρίνεται καί στίς σημερινές ἀνάγκες

τῆς Ἐκκλησίας789. Ἡ ἐπίσημη μεταφορά μπορεῖ νά προκαλέσει βλάσφημες

ἐκδηλώσεις ἀπό ἀσεβεῖς, ψυχρούς, ἀδιάφορους καί ἀλλόθρησκους.

Ἐπιπρόσθετα πολλές φορές προκαλεῖται ἀναστάτωση στόν ἀσθενή καί

στούς οἰκείους του ἀπό τήν περιέργεια καί τίς παρεξηγημένες πολλές

φορές ἐντυπώσεις τῶν γειτόνων του. Ἀκόμη θεωρεῖ ὅτι ὁ ἱερέας

«σιωπηλός, κεκαλυμμένος καί σκυνθρωπός, προσφέρων ἐν μυστηριώδει

σιωπῇ τό ἅγιον σῶμα τοῦ Κυρίου», δέν μπορεῖ νά ἀπευθύνει

παρηγορητικό καί παρακλητικό λόγο. Ἐπιπλέον στίς κλινικές

δυσκολεύονται οἱ γιατροί, γιατί θεωροῦν ὅτι ἡ εἰκόνα αὐτή δίνει τήν

ἐντύπωση γιά πολλούς θανάτους στήν ἐν λόγω κλινική, καθώς ἐπίσης

ἐπηρεάζει καί τούς ἀσθενεῖς. Σέλος ἡ πράξη αὐτή προκαλεῖ πρακτικές

δυσκολίες καί στούς χρονίως πάσχοντες790.

Ὁ Σρεμπέλας τέλος ἀναφέρει ὅτι τό μυστήριο τῆς θείας

Εὐχαριστίας εἶναι μυστήριο συγκατάβασης. Δέν ἐμφανίζεται ἑπομένως ὁ

ἔνσαρκος Λόγος στό ἅγιο Ποτήριο περιβεβλημένος τήν δόξα τῆς

787
Ὅ.π., 315.
788
Ἀλαθέξεηαη ραξαθηεξηζηηθά: «ηῆο ἀρξάληνπ θνηλσλίαο ἀμηνπκέλνπο ν὎δακῶο πξνζηέκεζα ὡο
πξνηηκῶληαο ηῆο ηνῦ Θενῦ εἰθφλνο ηήλ ἄςπρνλ ὕιελ θαί ὏πνρείξηνλ». Ὅ.π., 315.
789
Ὅ.π., 315.
790
Ὅ.π., 316.

128
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

Θεότητας, ἀλλά ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου. Γιά ὅλους τούς

παραπάνω λόγους θεωρεῖ ὅτι ἡ διακριτική μεταφορά τοῦ ἁγίου Ἄρτου μέ

μικρό φορητό ἀρτοφόριο, ἀποτελεῖ τήν προσφορότερη λύση791.

Ὁ μακαριστός καθηγητής Π. Σρεμπέλας ἀσχολήθηκε καί μέ τό

θέμα τῆς γονυκλισίας κατά τίς Κυριακές. ΢έ σχετική μελέτη του792

ἰσχυρίστηκε ὅτι ἡ γονυκλισία κατά τήν ὥρα τῆς εὐλογίας τῶν τιμίων

δώρων δέν ἀντιτίθεται στό πνεῦμα τῶν κανόνων, πού δέν ἐπιτρέπουν τίς

γονυκλισίες κατά τίς Κυριακές καί κατά τήν περίοδο τοῦ

Πεντηκοσταρίου793. Ὑποστήριξε ὅτι «δέν πρόκειται περί γονυκλινοῦς

προσευχῆς, ἀλλά περί ἐκδηλώσεως λατρευτικῆς πρός τόν ἐν τῷ μυστηρίῳ

παρόντα Κύριον»794. Ὁ Σρεμπέλας προσάγει βιβλικά, ἱστορικά καί

κανονικά ἐπιχειρήματα, γιά νά δείξει ὅτι ἡ ἀπαγόρευση τῆς γονυκλισίας

εἶναι σχετική, ἐπιδέχεται ἐξαιρέσεις καί παρουσιάζει ἐλαστικότητα795.

Ἀναζητώντας ἐρείσματα ἀπό τήν Καινή Διαθήκη ἀναφέρει τό

περιστατικό μέ τήν προσκύνηση τῶν μυροφόρων ἐνώπιον τοῦ Κυρίου

κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης796. ΢υνεχίζοντας τίς βιβλικές ἀναφορές,

παρουσιάζει δύο χωρία, στά ὁποῖα ὁ Παῦλος μέ τούς παρευρισκομένους

στήν Ἔφεσο καί λίγο ἀργότερα στήν Σύρο προσευχήθηκαν γονατιστοί

791
Ὅ.π., 316.
792
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ γνλπθιηζία ἐλ ηαῖο Κπξηαθαῖο, Ἀζῆλαη, 1948, ζζ. 32. Ἀλάηππν
ἀπφ ἖θθιεζία 21-40 (1948). Γηά ηφ ζέκα α὎ηφ ἀληέηαμε ἐπηρεηξήκαηα ὁ Θεζζαιηψηηδνο Ἰεδεθηήι
἖θθιεζία 33-34 (1948). Ἀπάληεζε ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Καί πάιηλ πεξί ηῆο γνλπθιηζίαο
ηῆο Κπξηαθῆο», ἖λνξία 80-84 (1949).
793
20νο θαλφλαο Α΄ Οἰθνπκεληθῆο ΢πλφδνπ, 90νο θαλφλαο ηῆο ΢η΄ Οἰθνπκεληθῆο ΢πλφδνπ, 91νο θαλφλαο
Μεγάινπ Βαζηιείνπ, 15νο θαλφλαο Πέηξνπ Ἀιεμαλδξείαο, 10νο θαλφλαο Νηθεθφξνπ ηνῦ ὁκνινγεηνῦ,
θ.ἄ.
794
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ γνλπθιηζία ἐλ ηαῖο Κπξηαθαῖο, ὅ.π., ζ. 3.
795
Σφ δήηεκα α὎ηφ ἐμαθνινπζεῖ λά ἀπαζρνιεῖ ηνύο θιεξηθνύο θαί ηνύο πηζηνύο. Γηά ηφ ζέκα α὎ηφ
ἔρνπλ δηαηππσζεῖ ἐθ δηακέηξνπ ἀληίζεηεο ἀπφςεηο. Ἡ Ἱεξά ΢χλνδνο γηά λά ηίο ζπκβηβάζεη, πξφηεηλε:
«Ἡ γνλπθιηζία ἐλ Κπξηαθῇ θαηά ηφλ "θαζαγηαζκφλ" δέλ ἀπαηηεῖηαη, ν὎δέ ἐπηβάιιεηαη. Θεσξεῖηαη
ἁπιῶο ἀλεθηή» (2683/5778/2404/8-11-99). ΥΡΗ΢ΣΟΓΟΤΛΟΤ ΠΑΡΑ΢ΚΔΤΑΨΓΖ (ἀξρηεπηζθφπνπ),
Ἡ θαηά ηάο Κπξηαθάο γνλπθιηζία/ ἖γθχθιηνο 1-1-2000, http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/christodoulos.
Γηά ἐπηρεηξήκαηα θαηά ηῆο γνλπθιηζίαο ηῆο Κπξηαθῆο, βι. ΗΧΑΝΝΟΤ Μ. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Ἀπαληήζεηο
εἰο Λεηηνπξγηθάο ἀπνξίαο, η. Δ΄, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία ηῆο ἖θθιεζίαο ηῆο ἗ιιάδνο», Ἀζήλα
2003. ζζ. 173, 178, 180. ΝΗΚΟΓΖΜΟΤ ΢ΚΡΔΣΣΑ, Ἡ Θεία Δὐραξηζηία θαί ηά πξνλφκηα ηῆο Κπξηαθῆο
θαηά ηή δηδαζθαιία ηῶλ Κνιιπβάδσλ, ἐθδ. «Μπγδνλία», Θεζζαινλίθε 2008, ζζ. 475-491.
ΣΡΤΦΧΝΟ΢ Σ΢ΟΜΠΑΝΖ, Ἡ γνλπθιηζία, Θεζζαινλίθε 2000.
796
«Αἱ δέ πξνζειζνῦζαη ἐθξάηεζαλ α὎ηνῦ ηνχο πφδαο θαί πξνζεθχλεζαλ α὎ηῷ». Μαηζ. 28, 9.

129
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

λίγες μέρες πρίν τήν Πεντηκοστή797. Κλείνει τίς βιβλικές ἀναφορές μέ τίς

ἐδαφιαῖες προσκυνήσεις στό βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης798, στό ὁποῖο

κατέγραψε ὁ Ἰωάννης ὅ,τι εἶδε, ὅταν ἐγένετο «ἐν πνεύματι ἐν τῇ κυριακῇ

ἡμέρᾳ»799.

Ἐπίσης ὁ Σρεμπέλας θεωρεῖ πώς ἡ ἐλαστικότητα περί τήν

γονυκλισία τῆς Κυριακῆς βασίζεται καί σέ παλαιότερες ἐκκλησιαστικές

πράξεις. Σόν χρόνο πού ὁρίζονταν οἱ κανόνες αὐτοί ὑπῆρχαν στή λατρεία

ἔκτακτες στιγμές πού καλοῦνταν οἱ πιστοί ἤ οἱ μετανοοῦντες νά

προσπέσουν στό ἔδαφος. Ἀναφέρει ὡς παράδειγμα τήν λεγομένη

Κλημέντιο λειτουργία πού περιέχεται στίς Ἀποστολικές Διαταγές (4ος

αἰώνας), κατά τήν ὁποία μετά τήν ἀποχώρηση κατηχουμένων καί

μετανοούντων ὁ διάκονος ἔλεγε «ὅσοι πιστοί κλίνωμεν γόνυ». Οἱ ἐκτενεῖς

αἰτήσεις περατώνονταν μέ τήν προτροπή τοῦ διακόνου «Ἐγειρώμεθα»800.

Ἐπικαλούμενος μάλιστα καί μαρτυρίες ἀπό ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου

Φρυσοστόμου, κάνει ἰδιαίτερη ἀναφορά γιά τίς γονυκλινεῖς δεήσεις καί

εὐχές κατά τήν ἐκτενή, γιά τίς διάφορες τάξεις κατηχουμένων καί

πιστῶν801. Ἐξάλλου γιά τίς διάφορες τάξεις τῶν μετανοούντων, πού ἦταν

καθορισμένες ὅπως προκύπτει ἀπό τόν 11ο κανόνα τοῦ Γρηγορίου

Νεοκαισαρείας, ὅπως αὐτές τῶν προσκλαιόντων, τῶν ἀκροοωμένων, τῶν

ὑποπιπτόντων καί τῶν συνισταμένων, παραθέτει παραδείγματα ἀπό τήν

ἐκκλησιαστική ἱστορία, πού μαρτυροῦν ὅτι ἦταν συνήθεια τῶν

μετανοούντων νά προσπίπτουν στό ἔδαφος στίς λατρευτικές συνάξεις,

797
«θαί ηαῦηα εἰπψλ, ζείο ηά γφλαηα α὎ηνῦ ζχλ πᾶζηλ α὎ηνῖο πξνζεχμαην» Πξάμ. 20, 36· «θαί ζέληεο
ηά γφλαηα ἐπί ηφλ αἰγηαιφλ πξνζεπμφκεζα» Πξάμ. 21, 5.
798
Ἀπνθ. 4, 10· 5, 14· 19, 10· 22, 8. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 6.
799
Ἀπνθ. 1, 10.
800
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 12.
801
«Πάιηλ, ἐπεηδάλ εἵξμσκελ ηῶλ ἱεξῶλ πεξηβφισλ ηνχο ν὎ δπλακέλνπο ηῆο ἱεξᾶο κεηαζρεῖλ ηξαπέδεο,
ἑηέξαλ δεῖ γελέζζαη ε὎ρήλ θαί πάληεο ὁκνίσο ἐπ’ ἐδάθνπο θείκεζα θαί πάληεο ὁκνίσο ἀληζηάκεζα».
ΗΧΑΝΝΟΤ ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ, Ὁκηιία εἰο ηήλ Β΄ πξφο Κνξηλζίνπο 18, 3. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζζ.
13-14.

130
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

ζητώντας ἔλεος καί συγχώρηση802. Καί ὁ Μ. Βασίλειος, πρίν μιλήσει περί

τοῦ «ὀρθίως προσεύχεσθαι» στόν σχετικό κανόνα του, κάνει λόγο γιά τίς

τάξεις αὐτές 803.

Σαυτόχρονα, μελετώντας τυπικά, διαπίστωσε τήν ὕπαρξη

περιπτώσεων σέ αὐτά πού ἐπέτρεπαν τήν γονυκλισία. Ἐκτιμᾶ μάλιστα

πώς ἡ γονυκλισία τῶν μυροφόρων τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως εἶχε

ἀντίκτυπο καί στήν ἐκκλησιαστική πράξη804. Γιά τήν ὑποστήριξη τῆς

θέσης αὐτῆς ἐπικαλεῖται τό τυπικό τῆς Εὐεργέτιδος805, ἕνα ἱεροσολυμιτικό

τυπικό806 καί δύο τοῦ 12ου αἰῶνος, τά ὁποῖα κατά τήν τελετή τῆς

Ἀνάστασης προβλέπουν ἐδαφιαία πρόσπτωση807. Ὁ Σρεμπέλας

ἐπικαλεῖται καί τήν μαρτυρία τῶν κωδίκων 865 καί 2055 τῆς Ἐθνικῆς

Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος περί τοῦ Ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος «βάλλει

μετανοίας τρεῖς, κἄν ΢άββατον κἄν Κυριακή ᾖ»808. Παρόμοια προβλέπει

καί τό ἱεροσολυμιτικό τυπικό τοῦ ἁγίου ΢άββα809. Σό ἴδιο τυπικό προβλέπει

καί γονυκλισίες γιά τήν ἀγρυπνία τοῦ ΢αββάτου πρός τήν Κυριακή810.

Ἐπιπλέον μνημονεύει τήν γονυκλισία κατά τήν ἑορτή τῆς

Ὑψώσεως τοῦ Σιμίου ΢ταυροῦ. Παραπέμπει καί σέ τυπικό τοῦ 12ου - 13ου

αἰώνα, τό ὁποῖο ἀναφέρει ὅτι τήν Κυριακή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σιμίου

΢ταυροῦ, ὁ ἱερεύς «ὑψώσας θέλων τό τίμιον ξύλον ποιεῖ γονυκλισίας

802
Βι. ΔΤ΢ΔΒΗΟΤ ΚΑΗ΢ΑΡΔΗΑ΢, ἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Δ΄, 28, ΔΠΔ 29, 215. πξβι. ΢ΧΚΡΑΣΟΤ΢,
἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία 3, 13, PG 67, 413. ΢ΧΕΟΜΔΝΟΤ, ἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Ε΄, 16, PG 67,
1460-1461. πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζζ. 14-18.
803
Ὅ.π., ζ. 28.
804
Ὅ.π., ζ. 4.
805
«Σνχηνπ δέ ιεγνκέλνπ [ηνῦ Υξηζηφο αλέζηε] πίπηνπζα ρακαί δνμάδνληεο ηνλ αλαζηάληα Υξηζηφλ».
806
἖μεξρφκελνο ἀπφ ηφλ ἅγην Σάθν ὁ παηξηάξρεο ιέεη «Υαίξεηε. Υξηζηφο ἀλέζηε. Σφηε πίπηνπζηλ αἱ
κπξνθφξνη εἰο ηνχο πφδαο α὎ηνῦ θαί ἀληζηάκελαη θαί ζπκηάζνπλ ηφλ Παηξηάξρελ θαί πνιπρξνλίδνπζηλ
α὎ηῷ». ΚΔΡΑΜΔΧ΢ ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ, Ἱεξνζνιπκηηηθή ΢ηαρπνινγία, η. Β΄, ζ. 191.
807
Βι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζζ. 4-5.
808
Ὅ.π., ζ. 8.
809
«Δἰζ’ νὕησο βαιψλ κεηαλνίαο ηξεῖο, θἄλ ὁπνία ἐζηίλ ἡκέξα». Ὅ.π., ζ. 8.
810
Καηά ηήλ ε὎ρή ηῆο ιηηῆο «὏κῶλ γφλπ θιηλάλησλ θαί ἐπί γῆο θεθπθφησλ», ἐλῶ ζηφλ ὄξζξν «δεῖ δέ
εἰδέλαη, ὅηη εἰο ηήλ Θ΄ ᾠδήλ πνηνῦκελ κεηάλνηαλ ἕσο εἰο ηήλ γῆλ νἱ δχν ρνξνί ὁκνῦ». Ὄ.π., ζ. 10.

131
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

τρεῖς»811. Ἐπίσης, γιά νά δείξει ὅτι ἡ ἀπαγόρευση εἶναι σχετική καί

ἐπιδέχεται ἐξαιρέσεις, ἀναφέρεται καί στήν περίπτωση τῆς μετάθεσης τοῦ

ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς τό πρωί τῆς Κυριακῆς, στόν ὁποῖο

ἀναπέμπονται οἱ εὐχές γονυκλινῶς, ὅπως ἐπίσης καί στήν περίπτωση τῶν

χειροτονιῶν κατά τήν Κυριακή812.

Ἰδιαίτερα ὁ μακαριστός καθηγητής ἐπισημαίνει καί τόν χαλαρό

τόνο τῆς ἀπαγόρευσης ὅλων τῶν κανόνων, πού δέν ἐπιτρέπουν τή

γονυκλισία κατά τίς Κυριακές. Κανένας ἀπό τούς κανόνες δέν προβλέπει

κάποια τιμωρία813. Μάλιστα ὁ ἅγιος Νικόδημος, σέ ὑποσημείωσή του στόν

20ό κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς ΢υνόδου στό Πηδάλιον, ἀναφέρει πώς ὁ

κανόνας δέν λέγει γιά τίς γονυκλισίες «ὅταν χάριν ἀσπασμοῦ γίνωνται

ἁγίων εἰκόνων θετέον καί μάλιστα τῶν φρικτῶν μυστηρίων»814.

Φαρακτηριστική ἡ ἀναφορά τοῦ Νικηφόρου του ὁμολογητῆ στήν 10η

ἐκκλησιαστική του διάταξη, ὅπου ἀναφέρει: «Φρή χάριν ἀσπασμοῦ

κλίνειν γόνυ ἐν Κυριακῇ καί ἐν ὅλη τῇ Πεντηκοστῇ815.

Ὁ Σρεμπέλας, ἐπιχειρώντας νά ἐξηγήσει τήν χαλαρότητα αὐτή,

ὑπενθυμίζει ὅτι τό «γονυκλινῶς προσεύχεσθαι» ἦταν σέ ἡμερήσια

διάταξη στήν ἀρχαία Ἐκκλησία. Ὑποστηρίζει μάλιστα τήν ἄποψη αὐτή

καί μέ ἁγιογραφικές μαρτυρίες816. Ἀναφέρει μάλιστα καί τήν

ὑποσημείωση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στόν 20ο κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς

811
DMITRIEVSKIJ A., Opisanie liturgitseskich Rucopisej, (Πεξηγξαθή ιεηηνπξγηθῶλ ρεηξνγξάθσλ
ηεο ὆ξζφδνμεο Ἀλαηνιῆο), η. I, Κίεβν, 1895, ζ. 812.
812
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 11.
813
὇ 20φο ηῆο Α΄ Οἰθνπκεληθῆο ΢πλφδνπ ἁπιῶο θάλεη παξαίλεζε: «Ὑπέξ ηνῦ πάληα, ιέγεη, ἐλ πάζῃ
παξνηθίᾳ θπιάηηεζζαη, ἑζηῶηαο ἔδνμε ηῇ ἁγίᾳ ΢πλφδῳ ηάο ε὎ράο ἀπνδηδφλαη ηῷ Θεῷ». ὇ 90φο ηῆο
Πελζέθηεο ἁπιῶο ἀλαθέξεη «ὡο ἄλ νὖλ κή ἁγλνῶκελ ηφ ζαθέο ηῆο ηνχηνπ παξαηεξήζεσο δῆινλ ηνῖο
πηζηνῖο θαζηζηῶκελ» ρσξίο λά πξνβιέπεηαη θάπνηα θχξσζε, ἐλῶ ἀλαθέξεηαη κάιηζηα εἰο ηφ «θξαηνῦλ
ἔζνο», Παξφκνηεο ζπζηάζεηο ρσξίο λά ὁξίδνπλ θάπνηα πνηλή ὁ 15νο Πέηξνπ Ἀιεμαλδξείαο θαί ὁ 91νο
ηνῦ Μ. Βαζηιείνπ. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζζ. 18-19.
814
ΝΗΚΟΓΖΜΟΤ ΑΓΗΟΡΔΗΣΟΤ, Πεδάιηνλ, ἐθδ. Βαζ. Ρεγνπνχινπ, Θεζζαινλίθε 1987, ζ. 151.
815
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 9.
816
Γνλαηηζηνί πξνζεπρήζεθαλ ὁ ΢ηέθαλνο θαηά ηφλ ιηζνβνιηζκφ (Πξάμ. 7, 60), ὁ Πέηξνο ζηήλ Ἰφππε
πξίλ ηήλ ἀλάζηαζε ηῆο Σαβηζᾶο (Πξάμ. 9, 40), ὁ Πέηξνο πξίλ δεῖ ηφ ὅξακα ζηήλ ἴδηα πφιε (Πξάμ. 10,
13), ὁ Παῦινο ζηίο πεξηπηψζεηο πνχ πξναλαθέξζεθαλ (Πξάμ. 20, 36· Πξάμ. 21, 5· ἖θεζ. 3, 14), θ.η.ι.
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 20.

132
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

συνόδου, ὅπου ἀναφέρει ὅτι τό νά προσευχόμαστε γονατιστοί δέν εἶναι

ἔθος καί συνήθεια λατινική ἤ ἐθνική, ἀλλά εὐαγγελική καί

ἐκκλησιαστική817. Παρατηρεῖ μάλιστα ὁ Σρεμπέλας ὅτι ἡ τάξη αὐτή, κατά

τήν ὁποία οἱ πιστοί πού προσεύχονταν γονατιστοί γιά ἕξι μέρες καί τήν

Κυριακή παρέμεναν ὄρθιοι στή λατρεία καί σέ ἔκτακτες μόνο στιγμές

«ἔκλιναν γόνυ», ἀποτελοῦσε ἐξαιρετικό τρόπο προσευχῆς818.

Σέλος, γιά νά ἑρμηνεύσει τήν ὕπαρξη καί ἐλαστικότητα τῶν

κανόνων πού ἀναφέρονται στήν γονυκλισία τῆς Κυριακῆς, τούς

παραλληλίζει μέ τούς κανόνες πού ἀπαγορεύουν τήν νηστεία τοῦ

΢αββάτου καί τῆς Κυριακῆς, οἱ ὁποῖοι μάλιστα προβλέπουν καί αὐστηρές

κυρώσεις στούς παραβάτες819. Παρά τίς ἀπαγορεύσεις ὅμως, ἡ

ἐκκλησιαστική πράξη δέν ἀκολούθησε κατά γράμμα τούς κανόνες αὐτούς

καί καθιέρωσε χαλάρωση τῆς νηστείας κατά τό ΢άββατο καί Κυριακή καί

ὄχι πλήρη κατάλυση820. Ὁ Σρεμπέλας θεωρεῖ ὅτι οἱ κανόνες αὐτοί, πού

ἀφοροῦν θεοφιλεῖς πράξεις, θά μποροῦσαν νά ἐκλείπουν, ἄν δέν διδόταν

ἀφορμή ἀπό διάφορες πλάνες.

Εἰδικότερα συνδέει τό θέμα τῆς γονυκλισίας κατά τίς Κυριακές μέ

τήν ἔριδα γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα μέ τούς ἰουδαΐζοντες

Σεσσαρεσκαιδεκατίτες καί τό θέμα τῆς νηστείας τοῦ ΢αββάτου καί τῆς

Κυριακῆς μέ τίς πλάνες τῶν Γνωστικῶν, Μανιχαίων καί Ἐγκρατιτῶν821. Ὡς

πρός τό πρῶτο ἀναφέρει τήν διαφορά μεταξύ τῶν μικρασιατικῶν

817
Ἀληηπξνζσπεπηηθά ἐπηθαιεῖηαη ηήλ γνλπθιηλή πξνζεπρή ηνῦ Κπξίνπ (Λνπθ. 22, 41), ηή καξηπξία
γηά ηφλ ἀδειθφζεν Ἰάθσβν, πνχ ἀπφ ηφ «γνλπθιηλῶο πξνζεχρεζζαη» ηά γφλαηά ηνπ εἶραλ ἐμνγθσζεῖ
ζάλ ηῆο θακήιαο, ηήλ παξαηήξεζε ηνῦ Μ. Βαζηιείνπ γηά ηφλ θαηξφ ηῆο πξνζεπρῆο πνχ κνηξάζηεθε ζέ
ἑπηά δηαιείκκαηα γηά ἀλάπαπζε ἀπφ ηίο γνλπθιηζίεο, θαζψο θαί καξηπξία ηνῦ Δ὎ζεβίνπ γηά
ρξηζηηαλνχο ζηξαηηῶηεο ἐπί Μάξθνπ Α὎ξειίνπ πνχ πξνζεχρνληαλ γνλαηηζηνί, «θαηά ηφ νἰθεῖνλ ηνῖο
ρξηζηηαλνῖο ηῶλ ε὎ρῶλ ἔζνο». ΝΗΚΟΓΖΜΟΤ ΑΓΗΟΡΔΗΣΟΤ, ὅ.π., ζ. 152.
818
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 29.
819
὇ 64νο ἀπνζηνιηθφο θαλφλαο θαί ὁ 55νο ηῆο Πελζέθηεο Οἰθνπκεληθῆο ΢πλφδνπ ἀλαθέξνπλ: «Δἴ ηηο
θιεξηθφο ε὏ξεζῇ ηήλ Κπξηαθήλ ἡκέξαλ λεζηεχσλ ἤ ηφ ΢άββαηνλ πιήλ ηνῦ ἑλφο κφλνπ [ηνῦ Μ.
΢αββάηνπ] θαζαηξείζζσ. Δἰ δέ ιατθφο ἀθνξηδέζζσ». ὇ 18νο θαλφλαο ηῆο ἐλ Γάγγξᾳ ζπλφδνπ ἀλαθέξεη:
«Δἴ ηηο δηά λνκηδνκέλελ ἄζθεζηλ ἐλ ηῇ Κπξηαθῇ λεζηεχεη ἀλάζεκα ἔζησ». Ό.π, ζζ. 21-22.
820
Ὅ.π., ζ. 22.
821
Ὅ.π., ζ. 28.

133
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

Ἐκκλησιῶν καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης στίς ἀρχές τοῦ 2ου αἰώνα,

σχετικά μέ τήν ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, πού ἔκανε μάλιστα

τόν Πολύκαρπο ΢μύρνης νά ἐπισκεφτεῖ τόν Ἀνίκητο Ρώμης γιά ἐπίτευξη

συμφωνίας. ΢τή συνέχεια ἡ διαφωνία ἐντάθηκε, μέ ἀποτέλεσμα ὁ πάπας

Βίκτωρ νά θέλει νά ἀποκηρύξει τίς μικρασιατικές Ἐκκλησίες. Παρενέβη

ὅμως ὁ Εἰρηναῖος μέ τόν περί Πάσχα λόγο του καί τόν ἀπέτρεψε ἀπό τήν

πρόθεσή του αὐτή822. Μετά τήν υἱοθέτηση τῆς ὀρθότερης πράξης τῆς

Ρώμης ἀπό τίς μικρασιατικές Ἐκκλησίες νά ἑορτάζουν τό Πάσχα ἡμέρα

Κυριακή, προῆλθαν οἱ τεσσαρεσκαιδεκατίτες πού συνέχιζαν νά

ἑορτάζουν τό Πάσχα κατά τήν 14η Νισάν, μαζί μέ τούς Ἰουδαίους. Αὐτό

βέβαια εἶχε ὡς συνέπεια ἡ Κυριακή ὡς ἡμέρα ἀναστάσεως νά

παραμερίζεται καί ὁδήγησε τήν Ἐκκλησία νά ἀντιδράσει καί νά θεωρήσει

τήν ὄρθια στάση προσευχῆς ὡς σύμβολο τοῦ ἀναστάσιμου χαρακτήρα

τῆς Κυριακῆς823.

Παρόμοια μέ τό ἴδιο πνεῦμα ἀντέδρασε ἡ Ἐκκλησία στίς

βλάσφημες διδασκαλίες τῶν γνωστικῶν, ἐγκρατιτῶν καί Μανιχαίων,

ἀπαγορεύοντας τή νηστεία κατά τό ΢άββατο καί τήν Κυριακή μέ ποινή

καθαίρεσης καί ἀφορισμοῦ824. ΢υνεπῶς, κατά τόν Σρεμπέλα, ὅταν

ἐξέλιπαν οἱ αἰτίες πού δημιούργησαν τούς κανόνες αὐτούς, ἡ

ἐκκλησιαστική πράξη καί οἱ ἑρμηνευτές τῶν ἱερῶν κανόνων υἱοθέτησαν

ἐλαστικό τρόπο ἑρμηνείας τῶν σχετικῶν κανόνων825. Ἰσχυρίζεται μάλιστα

822
Γέλ δηαζψζεθε ὁ ιφγνο. Πάλησο ὁκηιεῖ πξῶηνο πεξί ηῆο Πεληεθνζηῆο, «ἐλ ᾗ ν὎ θιίλνκελ γφλπ,
ἐπεηδή ἰζνδπλακεῖ ηῇ ἡκέξᾳ ηῆο Κπξηαθῆο», «ηφ δέ ἐλ Κπξηαθῇ κή θιίλεηλ γφλπ ζχκβνιφλ ἐζηη ηῆο
ἀλαζηάζεσο». Ὅ.π., ζ. 23.
823
Ὅ.π., ζ. 23.
824
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 24-25.
825
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 25-27. Ἀλαθέξεη ραξαθηεξηζηηθά ὁ ἅγηνο Νηθφδεκνο ὁ Ἁγηνξείηεο: «Γέλ εἶλαη
παξαβάηεο ηνῦ θαλφλνο ηνχηνπ [64ν ή 66ν ἀπνζηνιηθνῦ θαλφλα] ἐθεῖλνη, ὅπνπ δηά ἀιεζηλήλ ἄζθεζηλ
κεηά ζενζεβείαο θαί ζεκλφηεηνο γηλνκέλελ, λεζηεχνληεο … εἰο ηάο ὁξηζκέλαο ἡκέξαο ηαχηαο
ηπραίλνληα ΢άββαηα θαί Κπξηαθάο».

134
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

ὅτι τέτοιοι κανόνες θά μποροῦσαν νά μήν ὑπῆρχαν ἄν δέν δινόταν ἡ

ἀνάλογη ἀφορμή 826.

Ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας, μετά ἀπό παράκληση δύο

μητροπολιτῶν τοῦ πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας κατά τήν Α΄ Πανορθόδοξη

Διάσκεψη στή Ρόδο, δημοσίευσε μελέτη σχετικά μέ τή δυνατότητα

τέλεσης περισσοτέρων λειτουργιῶν τήν ἴδια μέρα ἀπό τόν ἴδιο

λειτουργό γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν827. Ὁ μακαριστός

καθηγητής, γιά νά προτείνει λύση στό λειτουργικό αὐτό πρόβλημα,

ἀνέτρεξε στήν ἀρχαία ἐκκλησιαστική πράξη.

Μέ ἀφορμή μάλιστα τήν σημερινή πράξη στήν ρωμαιοκαθολική

λατρεία, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει σέ κάθε ἱερέα νά τελεῖ τρεῖς λειτουργίες τήν

ἴδια μέρα σέ ὁρισμένες περιπτώσεις828, ἐρεύνησε ἄν πρόκειται γιά

καθεστώς πού διατηρήθηκε ἀπό τήν ἀρχαία ἐκκλησιαστική πράξη.

Κατέληξε πώς ἀποτελεῖ μεταγενέστερο καθεστώς, τό ὁποῖο στηρίζεται

βέβαια σέ παλαιά πράξη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, κατά τήν ὁποία ὁ

πάπας τελοῦσε τρεῖς λειτουργίες σέ διαφορετικούς ναούς τήν ἑορτή τῶν

Φριστουγέννων829. Ἀπό τό γεγονός ὅμως ὅτι τήν πράξη αὐτή τήν ἀγνοοῦν

οἱ ὑπόλοιποι δυτικοί λειτουργικοί τύποι καί ἀπό τό ὅτι δέν μνημονεύτηκε

στίς καινοτομίες τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας κατά τό σχίσμα, συμπεραίνει ὅτι

τό καθεστώς αὐτό, κατά τούς ἐννιά πρώτους αἰῶνες, ἦταν περιορισμένο

στήν Ρώμη. Ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι καί ὁ Πάπας Λέων (5ος αἰώνας) ἐπέτρεπε

σέ μικρούς ναούς, ὅταν ἦταν μεγάλο τό πλήθους πού κοινωνοῦσε, νά

826
Ὅ.π., ζ. 28.
827
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Δἷο ιεηηνπξγφο θαί πιείνλεο ιεηηνπξγίαη ηῇ α὎ηῇ ἡκέξᾳ»,
Ὀξζφδνμνο Παξνπζία (1964) 369-375.
828
Σήλ ἑνξηή ηῶλ Υξηζηνπγέλλσλ θαί ζηίο 2 Ννεκβξίνπ, ἑνξηή παζῶλ ηῶλ ςπρῶλ, ἀιιά θαί θάζε
Κπξηαθή θαί ἑνξηή θαηφπηλ ἄδεηαο ἐπηζθφπνπ. Ὅ.π., ζ. 269.
829
Σήλ πξάμε α὎ηή καξηπξνῦλ ηά ἀξραῖα ε὎ρνιφγηα Λενληαλφ, Γειαζηαλφ θαί Γξεγνξηαλφ (6νο, 7νο,
8νο αἰψλαο ἀληίζηνηρα). Σφ ἴδην πξνβιέπεη θαί ἡ Γηάηαμε θαί ηφ Σππηθφ ηῆο παπηθῆο ιεηηνπξγίαο, γηά
ηίο ἑνξηέο Υξηζηνπγέλλσλ, Πάζρα θαί Πεληεθνζηῆο. Ὅ.π., ζ. 270.

135
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

τελεῖται πρός ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν καί δεύτερη θεία Λειτουργία. Σήν

πράξη αὐτή τή συνιστοῦσε καί στόν Ἀλεξανδρείας Διόσκορο830.

Ὁ Σρεμπέλας ὅμως ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ πρακτική αὐτή, τό νά τελεῖ

δηλαδή ὁ λειτουργός δύο λειτουργίες τήν ἴδια μέρα, ἦταν ἄγνωστη καί δέν

μαρτυρεῖται στίς Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Ἀλεξάνδρειας. Σήν

μόνη ὑπόνοια, γιά πιθανή ὕπαρξη τῆς πρακτικῆς αὐτῆς, ἐντοπίζει στόν

41ο κανόνα τῆς ΢υνόδου τῆς Καρθαγένης. Ὁ κανόνας ὁρίζει ὅτι οἱ

λειτουργοί πρέπει νά εἶναι νηστικοί ὅταν τελοῦν τό μυστήριο τῆς θείας

Εὐχαριστίας831. Μάλιστα στήν περίπτωση κηδείας κατά τίς ἀπογευματινές

ὧρες832, «ἐάν οἱ ταύτην ποιοῦντες» λειτουργοί «ἀριστήσαντες εὑρεθῶσιν»,

νά περιορίζονται μόνο στίς εὐχές ὑπέρ τοῦ ἐκδημήσαντος. Ἐάν ὅμως ἦταν

νηστικοί, σύμφωνα μέ τόν κανόνα, ἐπιτρεπόταν νά τελέσουν καί

λειτουργία ὑπέρ τοῦ κηδευομένου. Σήν ὑπόνοια πού ἀφήνει ὁ κανόνας

αὐτός γιά τήν δυνατότητα τέλεσης δύο λειτουργιῶν τήν ἴδια μέρα,

ἐνισχύει καί διάταξη συνόδου στήν Ὀξφόρδη (1222), ἡ ὁποία ἀπαγόρευσε

στούς ἱερεῖς νά ἐπιτελοῦν δύο λειτουργίες τήν ἴδια μέρα, μέ ἐξαίρεση τίς

ἡμέρες τῶν Φριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα, καθώς καί στίς κηδεῖες τῶν

κεκοιμημένων833. Ὁ Σρεμπέλας ὅμως σημειώνει ὅ,τι τό καθεστώς αὐτό δέν

μαρτυρεῖται ἀπό καμιά ἄλλη πηγή και, ἄν μάλιστα ἰσχύει στήν

συγκεκριμένη περίπτωση, ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι ἡ λατρευτική τάξη τῆς

ἀφρικανικῆς Ἐκκλησίας ἐπηρεαζόταν ἀπό αὐτήν τῆς Ρώμης. Ἐντούτοις

σημειώνει ὅτι ἐπί Αὐγουστίνου δέν εἶχε γίνει ἀποδεκτό τό καθεστώς τῶν

πολλῶν λειτουργιῶν στή Ρώμη κατά τήν ἑορτή τῶν Φριστουγέννων834.

830
Epistνle 11 ad Dioscorum. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, ὅ.π., ζ. 270.
831
Βι. Γ. ΡΑΛΛΖ ΚΑΗ Μ. ΠΟΣΛΖ, ΢χληαγκα ἱεξῶλ θαλφλσλ, η. Γ΄, ζ. 405.
832
΢ηίο θεδεῖεο ζπλεζηδφηαλ λά πξνζθέξεηαη ἡ ζεία Δ὎ραξηζηία . Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν.
ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ζεία Δὐραξηζηία θαηά ηήλ ζπλάξζξσζηλ αὐηῆο πξφο ηά ἄιια κπζηήξηα θαί
κπζηεξεηνεηδεῖο ηειεηάο, Ἀζῆλαη 1958, ζζ. 12-13.
833
Ὅ.π., ζ. 271.
834
Ὅ.π., ζ. 271.

136
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

Ὁ Σρεμπέλας πάντως, ἀναζητώντας λύση στό ὑπάρχον αὐτό

πρόβλημα ἀπό τήν λατρευτική πράξη τῆς Ὀρθοδοξίας, προτείνει τόν

θεσμό τῶν Προηγιασμένων. Ὑπενθυμίζει μάλιστα ὅτι παλαιότερα ἡ

λειτουργία τῶν προηγιασμένων δέν τελοῦνταν μόνο κατά τήν Μ.

Σεσσαρακοστή, ἐνῶ πολύ συχνά συνδέονταν μέ ἄλλα μυστήρια καί σέ

χαρμόσυνες στιγμές μάλιστα. Γιά νά ὑποστηρίξει τήν τέλεση

προηγιασμένων καί σέ μή νήστιμες μέρες ἐπικαλεῖται τό Πασχάλιον

Φρονικόν (7ος αἰώνας)835, τόν 52ο κανόνα τῆς ἐν Σρούλλῳ συνόδου (692)836,

καθώς καί χειρόγραφο τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου ΢ταυροῦ στά Ἱεροσόλυμα (10ος

αἰώνας)837. Φαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ καί ἡ συνάρθρωση τῆς

ἀκολουθίας τοῦ γάμου μέ τήν προηγιασμένη Λειτουργία838.

Ἐπίσης ὁ Σρεμπέλας προτείνει καί τό πῶς μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ ἡ

πρακτική αὐτή στήν περίπτωση πού θά λειτουργήσει ὁ ἱερέας στόν ἴδιο

ναό. Ὁ ἱερέας θά τελέσει δύο λειτουργίες, ὅπου μόνο ἡ πρώτη θά εἶναι

κανονική καί πλήρης. ΢τήν πρώτη θά χρησιμοποιήσει δύο ἀμνούς, ἐκ τῶν

ὁποίων ὁ ἕνας, ἀφοῦ ἐμβαπτιστεῖ ἐλαφρῶς στό τίμιο Αἷμα, θά

χρησιμοποιηθεῖ στή δεύτερη λειτουργία. Μπορεῖ ἐπίσης νά

χρησιμοποιήσει καί τό ἴδιο ἅγιο Ποτήριο, τό ὁποῖο δέν θά καταλύσει ἀλλά

θά τό φυλάξει γιά τήν ἑπόμενη λειτουργία. Ἐπίσης ἐπισημαίνει ὁ

Σρεμπέλας ὅτι ὁ λειτουργός πρέπει νά μείνει νηστικός μέχρι τή δεύτερη

λειτουργία, ἡ ὁποία θά ἐπαναληφθεῖ μέχρι τόν ἐπινίκιο ὕμνο. ΢τό σημεῖο

αὐτό ὁ λειτουργός θά σταματήσει καί θά συνεχίσει μετά τό τέλος τῆς

ἀναφορᾶς, ἀφοῦ ψαλθοῦν βέβαια οἱ ἐνδιάμεσοι ὕμνοι. Ἄν καί δέν

πρόκειται περί νέας θυσίας ἀλλά περί ἁπλῆς ἀποθέσεως τῶν

835
὇ ὕκλνο «Νῦλ αἱ δπλάκεηο ηῶλ ν὎ξαλῶλ…», «ηνῦην δέ ν὎ κφλνλ ἐλ ηαῖο λεζηείαηο πξνεγηαζκέλσλ
εἰζαγνκέλσλ ςάιιεηαη, ἀιιά θαί ἐλ ἄιιαηο ἡκέξαηο ὁζάθηο ἄλ πξνεγηαζκέλα γίλεηαη». Ὅ.π., 271.
836
«ἐλ πάζαηο ηῆο ἁγίαο Σεζζαξαθνζηῆο λεζηεηῶλ ἡκέξαηο, παξεθηφο ΢αββάηνπ θαί Κπξηαθῆο θαί ηῆο
ἁγίαο ηνῦ Δ὎αγγειηζκνῦ ἡκέξαο, γηλέζζσ ἡ Πξνεγηαζκέλσλ ἱεξά ιεηηνπξγία». Ὅ.π., 272.
837
«Ἀξρνηέιεηαη ηῶλ ζηαπξσζίκσλ ηνῦ ἀπνζηφινπ θαί ηνῦ ε὎αγγειίνπ εἰο ηφλ ζέινληα ηεηξάδα θαί
παξαζθεπήλ ιεηηνπξγίαο ἐπηηειεῖλ, εἴηε θαί πξνεγηαζκέλελ, εἴηε θαί ηειείαο». Ὅ.π., 272.
838
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Μηθξφλ Δπρνιφγηνλ, η. Α΄, Ἀζῆλαη 1950, ζζ. 15-17.

137
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

καθαγιασμένων δώρων ἐπί τῆς Ἁγίας Σραπέζης, ὁ Σρεμπέλας ἀναφέρει

καί τή δυνατότητα νά τεθεῖ τραπέζι δίπλα στήν ἁγία Σράπεζα, μέ

τοποθετημένο τό ἀντιμήνσιο πάνω του839.

΢τήν περίπτωση πού ἀπαιτεῖται νά μετακινηθεῖ σέ ἄλλη πόλη,

προτείνει τή μεταφορά τμήματος τοῦ καθαγιασμένου ἀμνοῦ ἀπό τήν

πρώτη λειτουργία πού θά τελέσει σέ κατάλληλο ἀρτοφόριο. Ἡ δεύτερη

λειτουργία θά ἐπαναληφθεῖ μέ τόν ἴδιο τρόπο πού προαναφέρθηκε.

Ἀσφαλῶς κατά τήν ὥρα τοῦ κοινωνικοῦ θά προσθέσει οἶνο στό ἅγιο

Ποτήριο πρίν ρίξει τό ζέον. Ὁ Σρεμπέλας σημειώνει πώς δέν τίθεται

ζήτημα μεταφορᾶς τοῦ τμήματος τοῦ ἁγίου ἄρτου, ἐφόσον γίνει βέβαια μέ

ἄδεια τῆς προϊσταμένης ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, ἀφοῦ ἡ μεταφορά ἁγίων

μυστηρίων μαρτυρεῖται ἀπό τήν ἀρχαία ἐκκλησιαστική πράξη. Ἀναφέρει

ἀντιπροσωπευτικά τό περιστατικό μέ τήν μεταφορά τῶν ἀχράντων

μυστηρίων στόν ἑτοιμοθάνατο ΢εραπίωνα στήν Ἀλεξάνδρεια840.

Σελευταία στά θέματα τῆς λειτουργικῆς ἀνανέωσης συζητεῖται καί

ἡ δυνατότητα σύνδεσης μυστηρίων μέ τή θεία Λειτουργία καί ἰδιαίτερα

τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ γάμου841. Ὁ Σρεμπέλας στάθηκε πρωτοπόρος

στό θέμα αὐτό, ἀφοῦ σέ εἰδική μελέτη του εἶχε ἐντοπίσει τόν θεολογικό

καί ἱστορικό σύνδεσμο τῆς τελεσιουργίας τῶν μυστηριακῶν ἀκολουθιῶν

στό πλαίσιο τῆς θείας Λειτουργίας842. ΢υγκεκριμένα, στήν ἔρευνά του, εἶχε

ἀποδείξει πώς τά μυστήρια τοῦ βαπτίσματος, τοῦ γάμου καί τοῦ

εὐχελαίου, καθώς ἐπίσης καί ἡ καθιέρωση τοῦ μύρου, ὁ καθαγιασμός τοῦ

839
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Δἷο ιεηηνπξγφο θαί πιείνλεο ιεηηνπξγίαη ηῇ α὎ηῇ ἡκέξᾳ», ὅ.π., ζ. 271.
840
ΔΤ΢ΔΒΗΟΤ ΚΑΗ΢ΑΡΔΗΑ΢, ἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία ΢Σ΄, 44, ΔΠΔ 29, 330.
841
πξβι. ΗΧΑΝΝΟΤ Μ. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθή Α΄. Δἰζαγσγή ζηή ζεία ιαηξεία, Θεζζαινλίθε
2004, ζζ. 287-289, 295-298. Γηά πεξηζζφηεξα βι. ΝΔΝΑΝΣ ΜΗΛΟ΢ΔΒΗΣ΢, Ἡ ζεία Δὐραξηζηία ὡο
θέληξνλ ηῆο ζείαο ιαηξείαο.- Ἡ ζχλδεζηο ηῶλ κπζηεξίσλ κεηά ηῆο ζείαο Δὐραξηζηίαο (δηαηξηβή ἐπί
δηδαθηνξίᾳ), ἐθδ. Π. Πνπξλαξᾶ, Θεζζαινλίθε 1995. ἖πίζεο βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΖ Η. ΢ΚΑΛΣ΢Ζ, Γάκνο
θαί ζεία ιεηηνπξγία. ΢πκβνιή ζηήλ ἱζηνξία θαί ηή ζενινγία ηῆο ιαηξείαο (δηαηξηβή ἐπί δηδαθηνξίᾳ), ἐθδ.
Π. Πνπξλαξᾶ, Θεζζαινλίθε 1998.
842
ΗΧΑΝΝΟΤ Μ. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Σειεηνπξγηθά ζέκαηα, η. Α΄, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία», Ἀζήλα
20092, ζ. 246.

138
Οἱ ζέζεηο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια γηά ζχγρξνλα ιεηηνπξγηθά δεηήκαηα

ὕδατος, τά ἐγκαίνια τῶν ἐκκλησιῶν, οἱ νεκρώσιμες ἀκολουθίες καί οἱ

κουρές τοῦ μικροῦ καί μεγάλου μοναχικοῦ σχήματος, τελοῦνταν στή θεία

Λειτουργία παρόμοια μέ τίς τάξεις τῶν χειροτονιῶν843.

843
Βι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ζεία Δὐραξηζηία θαηά ηήλ ζπλάξζξσζηλ αὐηῆο πξφο ηά ἄιια
κπζηήξηα θαί κπζηεξεηνεηδεῖο ηειεηάο, Ἀζῆλαη 1958, ζζ. 13.

139
3. Πρωτοβουλίες τοῦ Παναγιώτη Σρεμπέλα σχετικά μέ τήν
ἑρμηνευτική ἀπόδοση τῆς θείας Λειτουργίας

Ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας, συνεπής πρός τίς ἱεραποστολικές ἀρχές

του, δέν παραμέλησε καί τήν ἀπ’ εὐθείας λειτουργική διδασκαλία τοῦ

λαοῦ844. Μέ τόν ἐκλαϊκευτικό του λόγο, στά χιλιάδες γραπτά καί

προφορικά κηρύγματα, ὁμιλίες καί ἄρθρα, προσπάθησε νά διαχυθεῖ τό

ἀνανεωτικό πνεῦμα στή θεία λατρεία σέ ὅσο εὐρύτερα γινόταν στρώματα

τοῦ λαοῦ, ἀνεβάζοντας ἔτσι ἐντυπωσιακά τό ἐπίπεδό τῆς λειτουργικῆς

του ἀγωγῆς845. ΢τόχος τῶν ἐκλαϊκευτικῶν του πρωτοβουλιῶν ἦταν νά

βοηθήσει τόν λαό «μετά φόβου Θεοῦ καί εὐλαβοῦς ἀφοσιώσεως» νά

κατανοεῖ «πλήρως τήν ἔννοιαν καί τήν βαθυτέραν σημασίαν τῶν ὅσων

λέγονται καί ψάλλονται καί τελοῦνται» κατά τή θεία λατρεία καί

ἰδιαίτερα κατά τή θεία Λειτουργία846.

΢ύμφωνα μέ τόν Σρεμπέλα, «οἱ συμμετέχοντες τῆς θείας λατρείας

πιστοί δέν εἶναι ἀρκετόν νά προσεύχωνται, ἀλλ’ εἶναι ἀπαραίτητον νά

συνενώνουν τάς προσευχάς των μετά τῶν λειτουργῶν καί τῶν ἄλλων

πιστῶν, παρακολουθοῦντες μαζί μέ αὐτούς ὅ,τι λέγεται καί ὅ,τι τελεῖται

εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν»847. Γιά τόν λόγο αὐτό ἐξέδωσε τό

Λειτουργικόν848, τό ὁποῖο περιέχει τό κείμενο τῶν τριῶν ἐν χρήσει

λειτουργιῶν, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Φρυσοστόμου, τοῦ Μεγάλου

Βασιλείου καί τῶν Προηγιασμένων, μέ ἑρμηνευτική ἀπόδοση στή

νεοελληνική καί σχόλια849. «Δέν ἀποτελεῖ παράφρασιν ἀποδίδουσαν

ἐλευθέρως τό νόημα τῶν ἐν τῇ θείᾳ Λειτουργίᾳ ἐκφράσεων, ἀλλά εἶναι

844
ΗΧΑΝΝΟΤ ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθά ζέκαηα Ε΄, 31-35, Θεζζαινλίθε 1986, ζ. 16.
ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ Ν. ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «὇ Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο ὡο
ιεηηνπξγηνιφγνο. Ἡ ζπκβνιή ηνπ ζηή κειέηε ηῆο ἑιιεληθῆο ὏κλνγξαθίαο», Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο,
Λέσλ ηῆο Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010, ζ. 236.
845
ΓΖΜΖΣΡΗΟΤ Β. ΣΕΔΡΠΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), ΢πιιείηνπξγν. Πξφζσπα θαί ζεζκνί ζηήλ
ὀξζφδνμε ιαηξεία, ἐθδ. «Ο὎ξαλφο», Ἀζήλα 2012, ζ. 144.
846
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν . ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, Ἀζῆλαη 199012, ζ. 4.
847
Ὅ.π., ζζ. 4-5.
848
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, Ἀζῆλαη 1963, ζζ. 347.
849
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, ὅ.π., ζ. 16.

140
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

κατά λέξιν μετάφρασις, διευκολύνουσα τόν χρησιμοποιοῦντα αὐτήν εἰς τό

νά κατανοῇ τί σημαίνει μία ἑκάστη ἐκ τῶν δυσλήπτων καί ἀρχαιοπρεπῶν

λέξεων καί ἐκφράσεων τῆς θείας Λειτουργίας»850. Ὅπου ἀπαιτεῖται νά

ἀποδοθεῖ μία λέξη μέ περισσότερες, οἱ λέξεις αὐτές εἶναι τυπωμένες ἐντός

εἰσαγωγικῶν καί μεταξύ δύο κάθετων γραμμῶν. Ἐπιπλέον, ὅπου ὑπάρχει

ἀνάγκη νά χρησιμοποιηθοῦν λέξεις καί φράσεις πού δέν περιέχονται στό

κείμενο ἄλλα εἶναι ἀπαραίτητες γιά τήν κατανόησή του, τυπώνονται μέ

ἀραιότερα στοιχεῖα851. ΢τά σημεῖα τῆς θείας Λειτουργίας πού κρίνεται

ἀπαραίτητο νά δοθοῦν ἱστορικές, θεολογικές καί τελετουργικές

ἐπεξηγήσεις, παραπέμπεται ὁ ἀναγνώστης στά 42 συνολικά σχόλια πού

παρατίθενται στό τέλος τοῦ ἐγκολπίου852. Σό μικρό του μέγεθος

διευκόλυνε τή χρήση του στό ναό, ἐνῶ ἡ μεγάλη ἀνταπόκριση πού εἶχε

στόν λαό ἀποδεικνύεται ἀπό τίς πολλές ἐπανεκδόσεις του853.

Ἐπιπλέον θά πρέπει νά ἐπισημανθεῖ καί ἡ λειτουργική

χρησιμότητα τῶν ἔργων Ἡ Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας καί

Ψαλτήριον μετά συντόμου ἑρμηνείας. Σά ἔργα αὐτά, πού εἶχαν μεγάλη

διάδοση στόν λαό854, δίνουν τή δυνατότητα στόν κάθε πιστό, νά μελετᾶ

καί νά κατανοεῖ τίς εὐαγγελικές καί ἀποστολικές περικοπές καί τούς

ψαλμούς, μέ τά ὁποῖα εἶναι διανθισμένη ἡ θεία λατρεία. Ἐξάλλου, στήν

ἀρχή τῆς Καινῆς Διαθήκης, παρατίθεται πίνακας μέ τίς

ἀναγιγνωσκόμενες περικοπές κατά τίς Κυριακές, τό Σριώδιον, τό

Πεντηκοστάριο, καί τίς διάφορες ἑορτάσιμες μέρες ὅλων τῶν μηνῶν855.

850
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, Ἀζῆλαη 199012, ζ. 5.
851
Ὅ.π., ζζ. 5-6.
852
Βι. Ὅ.π., ζζ. 293-331.
853
Ἔρεη ζπκπιεξψζεη 16 ἐθδφζεηο. ΑΓΔΛΦΟΣΖ΢ ΘΔΟΛΟΓΧΝ «Ο ΢ΧΣΖΡ», Καηάινγνο ἐθδφζεσλ
2015, www.osotir.gr/shop
854
Ἡ Καηλή Γηαζήθε κεηά ζπληφκνπ ἑξκελείαο ἔρεη ζπκπιεξψζεη 54 ἐθδφζεηο. Κπθινθνξεῖ ηψξα ζηή
λέα ηεο κνξθή, ζηήλ θνηλή λενειιεληθή, ἔρνληαο ζπκπιεξψζεη 5 ἐθδφζεηο. Σφ Φαιηήξηνλ κεηά
ζπληφκνπ ἑξκελείαο ἔρεη ζπκπιεξψζεη 29 ἐθδφζεηο. ΑΓΔΛΦΟΣΖ΢ ΘΔΟΛΟΓΧΝ «Ο ΢ΧΣΖΡ»,
Καηάινγνο ἐθδφζεσλ 2015, www.osotir.gr/shop.
855
πξβι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ Καηλή Γηαζήθε κεηά ζπληφκνπ ἑξκελείαο, ἐθδ. «὇
΢σηήξ», Ἀζῆλαη 198424, ζζ. α΄-ε΄.

141
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν κατά λέξη ἐξήγηση τῶν τελουμένων στή θεία

Λειτουργία, ὁ Σρεμπέλας ἐπιθυμεῖ τήν θεολογική καί πνευματική

ἐμβάθυνση στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί γενικότερα στό

πνεῦμα τῆς θείας λατρείας. Σό πιό χαρακτηριστικό ἔργο του γιά τόν

σκοπό αὐτό ἀποτελεῖ τό Ἀπό τήν Ὀρθόδοξον λατρείαν μας856, στό ὁποῖο,

χωρίς νά παραμελεῖ τήν ἱστορική πλευρά, ἐμβαθύνει θεολογικά καί

πνευματικά στό μυστήριο αὐτό857. ΢τό βιβλίο αὐτό εἶναι ἔντονη ἡ

ἀμεσότητα καί ὁ προσωπικός τόνος τοῦ συγγραφέα, ἀφοῦ προσπαθεῖ νά

καταστήσει τόν ἀναγνώστη κατά δύναμη «κοινωνό τῆς θεολογικῆς καί

πνευματικῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας του» ἀπό τήν προσέγγιση στό

μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας858. Γιά τό ἔργο αὐτό ἐπίσης λέχθηκε ὅτι

συνεχίζει σέ σύγχρονη μορφή τήν παράδοση τῶν βυζαντινῶν

μυσταγωγικῶν ὑπομνημάτων στή θεία λατρεία καί ἰδιαίτερα στή θεία

Λειτουργία859. Παράλληλα σέ σειρά ἐκλαϊκευτικῶν ἄρθρων εἶχε

παρουσιάσει τίς ρίζες καί τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς ὀρθόδοξης

λατρείας860.

Ὁ Σρεμπέλας θέλει νά συνειδητοποιήσουν οἱ πιστοί ὅτι ἡ λογική

λατρεία, «ὡς ὑπερφυσική ἐνέργεια ἀλλά καί ὡς ὑπερφυσική ζωή»,

εἶναι τό κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας861. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὅτι ἡ

«λατρεία μας στηρίζεται ἐπί τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ εἰς τούς

ἀνθρώπους, ἐνσωματώνει τήν ἀποκάλυψιν ταύτην, ἀλλά καί τήν

συνδιαλλαγήν τοῦ Θεοῦ πρός αὐτούς καί ἐξαγιάζουσα τήν καρδίαν

856
ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ Λαηξείαλ καο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη
1970, ζζ. 428. ΢ηφ βηβιίν α὎ηφ, πνχ ἔρεη ζπκπιεξψζεη 7 ἐθδφζεηο, πεξηέρνληαη ζεηξά ἄξζξσλ πνχ
εἶραλ δεκνζηεπζεῖ ζηφ πεξηνδηθφ ὇ ΢σηήξ κεηαμχ ηῶλ ἐηῶλ 1960 θαί 1967. ΜΑΡΚΟΤ ΟΡΦΑΝΟΤ,
«὇ Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ζενινγηθή πξνζσπηθφηεο», Θενινγία 4 (1988) 814.
857
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, Λεηηνπξγηθά ζέκαηα Ε΄, ὅ.π., ζ. 16-17.
858
Η. ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ, «὇ θαζεγεηήο Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ιεηηνπξγηνιφγνο», ὅ.π., ζ. 6.
859
Γ. ΣΕΔΡΠΟΤ, ὅ.π., ζ. 144.
860
Ἀληηπξνζσπεπηηθά ἀλαθέξνληαη ηά ἑμῆο: ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ἀξραί θαί ὁ
ραξαθηήξ ηῆο ὀξζνδφμνπ ιαηξείαο, Ἀζῆλαη 1952, ζζ. 13. Ἀλάηππν ἀπφ ηφ πεξηνδηθφ Ἀθηίλεο 127,128
(1952). ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἡ ιαηξεία θαί ηά θχξηα ραξαθηεξηζηηθά αὐηῆο, Θεζζαινλίθε
1959. Ἀλάηππν ἀπφ ηφ πεξηνδηθφ Γξεγφξηνο ὁ Παιακᾶο (1958-1959).
861
ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «Λνγηθή ιαηξεία, κία πνιχηηκε ζπκβνιή», Ἡ Γξάζηο καο 138 (1978) 63.

142
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

παντός πιστοῦ ἀποσκοπεῖ νά συμπαραστήσῃ ταύτην μετά τοῦ Φριστοῦ

θυσίαν ζῶσαν τῷ Θεῷ»862. Ἀποτελεῖ ἑπομένως «ὑπερφυσική ἐνέργεια»,

γιατί δέν ἦταν ποτέ δυνατόν ὁ διεφθαρμένος ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπος

νά ἀποκτήσει ἀληθινή ἔννοια καί γνώση περί Θεοῦ, ἐάν ὁ ἴδιος δέν

ἀποκάλυπτε τόν ἑαυτό του στόν πλανεμένο ἄνθρωπο πού τόν

ἀναζητοῦσε. Ἀποκάλυψε τόν ἑαυτό του ἀρχικά στούς προφῆτες τοῦ

παλαιοῦ Ἰσραήλ, κυρίως ὅμως ἡ ἀποκάλυψη κορυφώθηκε μέ τήν

ἐνανθρώπηση τοῦ Τἱοῦ του, ὁ ὁποῖος πρόσφερε τόν ἑαυτό του «θυσίαν

ἐξιλαστήριον ὑπέρ τοῦ κόσμου πρός ἐξαγιασμόν καί σωτηρίαν αὐτοῦ»863.

Αὐτό πού ζητᾶ ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο εἶναι νά τοῦ δώσει τήν

διεφθαρμένη ἀπό τήν ἁμαρτία καρδιά του, γιά νά τήν καθαρίσει καί νά

τήν ἐξαγιάσει, ὥστε νά γίνει θρόνος καί ναός πού θά ἀναπαύεται ὁ

Θεός864. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται κατά τήν θεία Εὐχαριστία, ἡ ὁποία

ἐνσωματώνει ὅλο τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας καί ἀποτελεῖ

ἀναίμακτη μέν, ἀλλά ζωντανή καί πραγματική ἀνάμνηση τῆς σταυρικῆς

θυσίας, ἀφοῦ «ἐπί τοῦ θυσιαστηρίου πρόκεινται αὐτό τό ΢ῶμα καί αὐτό τό

Αἷμα τοῦ σταυρωθέντος Κυρίου»865. ΢υνεπῶς ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι

ἀνεκτίμητη καί ἡ μόνη ἀρεστή θυσία στόν Θεό, καθ’ ὅσον ταυτίζεται ἐξ

ὁλοκλήρου πρός τήν θυσία τοῦ Γολγοθᾶ866. Καί καθώς ἡ Ἐκκλησία

ἀποτελεῖ τό ΢ῶμα τοῦ Φριστοῦ, προσφέροντας τήν θυσία αὐτή καλεῖ τά

μέλη της νά συνενωθοῦν μαζί μέ τόν μεγάλο Ἀρχιερέα καί Νυμφίο της,

καί «συσταυρούμενα μετ’ αὐτοῦ νά συναναστοῦν εἰς καινότητα ζωῆς»867.

Μέ αὐτό τόν τρόπο ἡ χριστιανική λατρεία ἐξαίρεται καί ὡς «ὑπερφυσική

ἐν Φριστῷ ζωή»868. Καί συνεχίζει ὁ Σρεμπέλας ἐπισημαίνοντας: «Βεβαίως ἡ

862
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19865, ζ. 415.
863
Ὅ.π., ζ. 438.
864
πξβι. Ὅ.π., ζ. 29-30.
865
Ὅ.π., ζ. 439.
866
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, ὅ.π., ζ. 19.
867
Ὅ.π., ζ. 439.
868
Ὅ.π., ζ. 440.

143
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

ἐνσωμάτωσις ἑνός ἑκάστου ἐξ ἡμῶν εἰς τόν ΢ωτῆρα μας οὔτε ὑπό μόνων

τῶν ἀνθρωπίνων δυνάμεων δύναται νά ἐπιτευχθῆ, οὔτε ἐν μιᾷ στιγμῇ

κατορθοῦται *…+. Πρέπει νά προπαρασκευάζεταί τις ἀξίως *…+

ἐναρμονίζων τήν ἰδιωτικήν του ζωήν πρός τήν αὐταπάρνησιν καί

ἀναμαρτησίαν τοῦ ἀμώμου καί ἀσπίλου θύματος, οὗτινος γίνεται

κοινωνός»869.

Γιά τήν ὀρθόδοξη λατρεία, ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι εἶναι μυσταγωγική

καί ἐπουράνιος. Ἔχει ὡς σκοπό νά ἀναβιβάσει τούς πιστούς ἀπό τά ὑλικά

στά ἐπουράνια870. Εἶναι ταυτόχρονα καί ὁμαδική, γιατί προσφέρεται ἀπό

ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. ΢τήν ὀρθόδοξη λατρεία δέν

προσφέρεται ἁπλῶς ὁμαδική λατρεία ἀλλά καί ὁμαδική θυσία. Εἶναι

δηλαδή θυτήριος προσφορά τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας871. ΢τή Θεία

Λειτουργία προσφέρεται ὡς θυσία ὁλόκληρη ἡ στρατευομένη καί

θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, ζητώντας μέ τήν ὁμαδική εὐχαριστία πού

προσφέρει, νά ἐνσωματωθεῖ μέ τό Φριστό872. ΢υνεπῶς τό μυστήριο τῆς

θείας Εὐχαριστίας δέν ἀποτελεῖ μόνο τό κέντρο ἀλλά καί τήν οὐσία τῆς

λατρείας873.

Ἰδιαίτερα στό ἔργο του Ἀπό τήν Ὀρθόδοξον λατρείαν μας, ἐπιχειρεῖ

νά ξεδιπλώσει τό μεγαλεῖο τῆς λογικῆς λατρείας «μπροστά στά μάτια τῆς

ψυχῆς, πού ἄλλοτε συγκλονίζεται ἀπό ἕνα βαθύτατο δέος, ἄλλοτε

συντρίβεται ἀπό τήν εὐσπλαχνία τῆς θείας μεγαλειότητος πού

προσφέρεται μέ τόση συγκατάβασι ἀπό ἀγάπη καί θεῖο πλοῦτο· ἐνῶ

ταυτόχρονα δοκιμάζει νά στρέψη ἐρευνητικό τό βλέμμα στόν ἔσω

ἄνθρωπο γιά νά συνειδητοποιήση τό πόσο ὑποτονική εἶναι ἡ συμμετοχή

869
Ὅ.π., ζ. 419.
870
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ἀξραί θαί ὁ ραξαθηήξ ηῆο ὀξζνδφμνπ ιαηξείαο, ὅ.π., ζζ. 5-6.
871
Βι. Ὅ.π., ζζ. 9-11.
872
Ὅ.π., ζ. 10.
873
Ὅ.π., ζ. 13.

144
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

του στά τελούμενα»874. Σό βιβλίο του χωρίζεται σέ δύο μέρη, ἐκ τῶν

ὁποίων τό πρῶτο καί συντομότερο ἐπιγράφεται «Γενικαί περί λατρείας

παρατηρήσεις», ἐνῶ τό δεύτερο «Θεία Λειτουργία».

΢τό πρῶτο μέρος, ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων ὅτι κατά τή διάρκεια

τῆς θείας λατρείας οἱ ἄνθρωποι καθίστανται μιμητές καί ταυτόχρονα

συνόμιλοι τῶν ἀγγέλων, ἀφοῦ ὁ οὐράνιος κόσμος «συναναμιγνύεται μετά

τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος»875. ΢τό ναό συνεχίζεται ἡ ὑπερουράνιος

λειτουργία, καθώς «τό ἐπίγειο θυσιαστήριον μας εἶναι ἀντίτυπο τοῦ

ὑπερουρανίου θυσιαστηρίου»876. Ἐν τούτοις, ἄν καί τά τελούμενα στό

ἐπίγειο θυσιαστήριο «εἶναι εὐλαβής καί πιστή ἐπανάληψις τῶν

τελουμένων ἐν τῷ οὐρανῷ ὑπό τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας»877, ὡστόσο

ἀποτελοῦν «πρόγευσιν καί προαπόλαυσιν τῆς αἰωνίου καί πνευματικῆς

τραπέζης»878. Προσφέρεται ἑπομένως ἡ θεία Εὐχαριστία ὡς εὐγνώμονη

ἀνάμνηση ὄχι μόνο ἐκείνων πού ἐπιτέλεσε ὁ Φριστός γιά τή σωτηρία τοῦ

κόσμου ἀλλά καί γιά τά μέλλοντα «διά τῶν ὁποίων θά συντελεσθεῖ

πλήρως εἰς τόν αἰῶνα ἡ ἀπολύτρωσις αὕτη καί ἡ παλιγγενεσία μας»879.

΢τό δεύτερο μέρος ἀναλύει καί ἐμβαθύνει σέ κάθε τμῆμα τῆς θείας

Λειτουργίας ξεχωριστά. Ἰδιαίτερη ἀναφορά κάνει γιά τήν τελετή τῆς

πρόθεσης καί τή σημασία της. Σονίζει μάλιστα ὅτι ἐντός τοῦ δισκαρίου

ἐμπεριέχονται συμβολικῶς οἱ μνημονευθέντες πιστοί, ζῶντες καί

τεθνεῶτες μαζί μέ τήν «ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν»880. Γιά νά

γίνουν ὅμως ἕνα «ἕν σῶμα, εἷς ἄρτος οἱ πολλοί», πρέπει μαζί μέ τήν

προσφορά τῶν δώρων νά προσφέρουν καί ὁλόκληρο τόν ἑαυτό τους

874
ΑΝΧΝΤΜΟΤ, ὅ.π., 64.
875
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζ. 60.
876
Ὅ.π., ζ. 85.
877
Ὅ.π., ζ. 109.
878
Ὅ.π., ζ. 110.
879
Ὅ.π., ζ. 110.
880
Ὅ.π., ζ. 127.

145
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

«θυσίαν ζῶσαν, ἀναίμακτον καί λογικήν»881. Επισημαίνει ακόμη πώς τά

προτεθέντα καί εὐλογηθέντα εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου ἀποτελοῦν

πλέον σύμβολα ἱερά καί καθηγιασμένα882.

΢τή συνέχεια κάνει λόγο γιά τίς συναπτές, τά εἰρηνικά, τίς ἐκτενεῖς,

τά ἀντίφωνα, καθώς καί γιά τή συλλογική ψαλμωδία κατά τήν ἀρχαία

πράξη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ γιά τόν Σρεμπέλα ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά

μιά οὐσιαστική συμμετοχή στή θεία λατρεία883. ΢τό ἑπόμενο κεφάλαιο

ἀναλύει τήν Μικρή Εἴσοδο, τά ἀναγνώσματα, τό κήρυγμα καί τήν

ἀναγκαιότητά του στήν λατρεία, τίς εὐχές γιά τούς κατηχουμένους τήν

ἐκτενή καί τήν Μεγάλη Εἴσοδο. Γράφει χαρακτηριστικά ὅτι δέν ἀναφέρει

τίς πληροφορίες γιά τούς κατηχουμένους ἀπό ἁπλό ἱστορικό ἐνδιαφέρον,

ἀλλά γιά νά τονίσει τό πόσο εὐεργετημένοι ἀπό τόν Θεό εἶναι αὐτοί πού

ἀπό νηπιακή ἡλικία βρίσκονται στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί

γιά τήν εὐθύνη τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης πού πρέπει νά τούς

διακατέχει884.

Ἀκολουθεῖ ἡ πραγμάτευση τῆς «ἀπονίψεως τῶν χειρῶν», τοῦ

ἀσπασμοῦ τῆς εἰρήνης, τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως καθώς καί τοῦ

προοιμίου τῆς ἀναφορᾶς. ΢τή συνέχεια ἐμβαθύνει στήν εὐχαριστία πού

βρίσκεται στήν ἀρχή τῆς ἀναφορᾶς, τήν ὁποία διαχωρίζει σέ δύο τμήματα:

τό θεολογικό καί τό χριστολογικό μέ συνδετήριο κρίκο τόν ἐπινίκιο

ὕμνο885. Ξεχωριστό κεφάλαιο ἀφιερώνει γιά τούς λόγους τῆς συστάσεως,

οἱ ὁποῖοι συνδέουν «τό παρ’ ἡμῶν σήμερον τελεσιουργούμενον πρός τό

ὑπό τοῦ Κυρίου τότε συσταθέν καί παραδοθέν» τήν ἑσπέρα τῆς Μεγάλης

Πέμπτης886. ΢τή συνέχεια ἀναλύει το σύντομο τμῆμα τῆς ἀναφορᾶς πού

881
Ὅ.π., ζ. 128. πξβι. Ρσκ. 12, 1.
882
Ὅ.π., ζ. 141.
883
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 171-173.
884
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζ. 186.
885
Ὅ.π., ζ. 214.
886
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, ὅ.π., ζζ. 309-310.

146
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

ὀνομάζεται «ἀνάμνησις», μέ τό ὁποῖο συνδέονται τά τελούμενα ὑπό τοῦ

ἱερέως πρός ἐκεῖνα, τά ὁποῖα τέλεσε ὁ Κύριος παραδίδοντας τό μυστήριο.

Μνημονεύεται ἀκόμη καί ἡ Δευτέρα Παρουσία ὡς γεγονός συντελεσμένο

στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου887. Μέ τόν

τίτλο «Προσφέρομεν ὑπέρ ἑαυτῶν καί πάντων ζώντων καί τεθνεώτων»

ἀκολουθεῖ κεφάλαιο πού ἐμβαθύνει στά λόγια τοῦ ἱερέα κατά τήν

ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ στή συνέχεια, μέ ἀφορμή τή

μνημόνευση τῶν διπτύχων ἐπισημαίνει τή μέγιστη ὠφέλεια πού

ἀποκομίζουν οἱ ψυχές αὐτῶν πού μνημονεύονται, καθώς καί τό

διαφορετικό πνεῦμα μέ τό ὁποῖο μνημονεύονται οἱ ἅγιοι καί οἱ μάρτυρες

σέ σχέση μέ τούς ὑπόλοιπους κεκοιμημένους888. Μάλιστα ἀναφέρει ὅτι ἡ

μνημόνευση ἀπό τούς πιστούς προσφιλῶν ζώντων καί τεθνεώτων

προσώπων κατά τήν προσφώνηση «Καί ὧν ἕκαστος κατά διάνοιαν

ἔχει…», μετά τόν καθαγιασμό , ἰσοδυναμεῖ μέ τή μνημόνευσή τους πρό

τοῦ θυσιαστηρίου889.

΢έ ἑπόμενο κεφάλαιο ἐμβαθύνει στό νόημα τῶν γενικότερων

δεήσεων πρό τῆς θείας Κοινωνίας καί στή συνέχεια ἀναλύει τήν Κυριακή

προσευχή, πού ἀπό παλιά κρίθηκε κατάλληλη γιά τήν προπαρασκευή

πρός τή θεία μετάληψη890, καθώς καί τίς πράξεις τῆς ὑψώσεως καί τῆς

κλάσεως τοῦ ἄρτου. Σέλος στό τελευταῖο κεφάλαιο ἔχει ὡς θέμα τήν θεία

Κοινωνία, καθώς καί τήν εὐχαριστία, τά αἰτήματα καί τήν τελική εὐλογία

πού ἀκολουθοῦν.

Ὁ Σρεμπέλας θέλει νά ἀναγνωρίζουν οἱ ἀναγνῶστες του τό

διάγραμμα καί τούς συμβολισμούς τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία

887
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζζ. 277-278.
888
Ὅ.π., ζζ. 330-331.
889
Ὅ.π., ζζ. 343-345.
890
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 381-384.

147
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

ἀντικατοπτρίζει τήν ὅλη δράση τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου891. Ὅτι

δηλαδή τό πρῶτο μέρος τῆς θείας Λειτουργίας, τό ὁποῖο συνηθιζόταν νά

ὀνομάζεται στήν ἐποχή του «Λειτουργία τῶν κατηχουμένων», ἐπειδή

ὁλοκληρωνόταν μέ τήν ἀποχώρηση τῶν κατηχουμένων, προσέλαβε

μεταγενέστερα ἀλληγορική σημασία καί συμβολίζει «τά πρό τοῦ

θανάτου» τοῦ Κυρίου, δηλαδή «τήν παρουσίαν, τήν ἀνάδειξιν καί τήν

τελείαν φανέρωσιν αὐτοῦ»892. Εἰδικότερα στήν ἔναρξη ὁ Κύριος

προβάλλεται προκηρυττόμενος καί προφητευόμενος κατά τήν ψαλμωδία

τῶν ψαλμῶν τῶν ἀντιφώνων, καθώς καί κατά τούς ψαλμούς τῶν

προκειμένων καί τῶν Ἀλληλουαρίων893. Ἡ ὕψωση τοῦ Εὐαγγελίου,

συμβολίζει τήν ἀρχή τοῦ δημόσιου ἔργου του καί τήν φανέρωσή του στόν

Ἰορδάνη894. ΢τή συνέχεια ἐμφανίζεται ὁ Ἰησοῦς διδάσκων κατά τό

εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα καί κηρυττόμενος κατά τό ἀποστολικό

ἀνάγνωσμα καί τό κήρυγμα895.

Σό κυριότερο καί σπουδαιότερο τμῆμα τῆς λατρείας, πού

χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Σρεμπέλα ὡς «Λειτουργία τῶν πιστῶν»896, ξεκινᾶ

οὐσιαστικά μέ τήν Μεγάλη εἴσοδο, ἡ ὁποία ἀπό νωρίς θεωρήθηκε ὡς

σύμβολο καί ἀναπαράσταση τῆς ταφῆς καί τῆς μεταφορᾶς τοῦ σώματος

τοῦ Κυρίου πρός τόν τάφο897. Ἐξάλλου ἡ τελετή τῆς προθέσεως, ἡ ὁποία

ἀποτελεῖ τελετουργική καί συμβολική ἀναπαράσταση ὅλου τοῦ πάθους

τοῦ Κυρίου898, τελοῦνταν μετά τήν ἀποχώρηση τῶν κατηχουμένων.

891
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ἀξραί, ὅ.π., ζ. 11.
892
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, ὅ.π., ζ. 294.
893
Παιαηφηεξα ἀλαγηγλψζθνληαλ θαί ἀλαγλψζκαηα ηῆο Παιαηᾶο Γηαζήθεο. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ
Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζζ. 179-180.
894
Ὅ.π., ζ. 178.
895
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, ὅ.π., ζ. 295.
896
Ὅ.π., ζ. 304.
897
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ἀξραί, ὅ.π., ζ. 13.
898
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζ. 139.

148
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

Μεταγενέστερα μεταφέρθηκε πρό τῆς θείας Λειτουργίας καί

συσχετίσθηκε καί μέ τή γέννηση τοῦ Φριστοῦ899.

Ἡ ὕψωση τοῦ ἁγίου ἄρτου, μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων

δώρων, συμβολίζει κατά τόν Ἰωάννη Δαμασκηνό τήν ὕψωση τοῦ Κυρίου

πάνω στό σταυρό900. ΢τή συνέχεια ὁ μελισμός τοῦ ἁγίου ἄρτου γίνεται

κατά μίμηση τῆς κλάσεως πού ἔκανε ὁ Κύριος κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο.

Ἄν καί ἀρχικά εἶχε ὡς σκοπό τήν κλάση σέ τεμάχια πού θά μεταδίδονταν

στούς πιστούς, ἀργότερα ἡ κλάση αὐτή κατέστη σύμβολο «τῆς ἐν τῷ

παθήματι καί τῷ σταυρῷ κακώσεως τοῦ σώματος τοῦ Φριστοῦ»901.

Ἡ ἕνωση τοῦ τιμίου σώματος καί αἵματος στό ἅγιο Ποτήριο

μεταγενέστερα θεωρήθηκε ὡς σύμβολο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Φριστοῦ,

ἀφοῦ ὁ χωρισμός τοῦ τιμίου αἵματος ἀπό τό σῶμα συμβολίζει τήν σφαγή

καί θυσία τοῦ Φριστοῦ902. Κατά τή θεία Κοινωνία προσέρχονται οἱ πιστοί

νά μεταλάβουν ἀπό τήν ἀναίμακτη θυσία, ὅπως καί στό ὑπερῶο οἱ

Ἀπόστολοι903. Σέλος μετά τή θεία Κοινωνία, καθώς ἀποθέτει ὁ ἱερεύς τό

Ποτήριο στήν ἁγία Σράπεζα, λέγει· «Ὑψώθητι ἐπί τούς οὐρανούς ὁ

Θεός…», ὑπομιμνήσκοντας τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου904.

Ἐπισημαίνει βέβαια ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία δέν εἶναι ἁπλῶς

ἀναπαράσταση, ἀλλά ταυτίζεται κατ’ οὐσία μέ τήν ἐπί τοῦ ΢ταυροῦ

θυσία τοῦ Κυρίου905. Μεταφέρεται πρός θυσία ὁ Κύριος καί ἀποτίθεται στό

θυσιαστήριο, διότι ἐκεῖ μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

μεταβάλλονται τά τίμια δῶρα σέ ΢ῶμα καί Αἷμα Φριστοῦ906.

899
Ὅ.π., ζζ. 146-147.
900
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, ὅ.π., ζ. 319.
901
Ὅ.π., ζ. 320.
902
Ὅ.π., ζζ. 320-321.
903
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ἀξραί, ὅ.π., ζ. 13.
904
Ἡ ιεηηνπξγηθή α὎ηή θξάζε ἀπνηειεῖ κεηαγελέζηεξε πξνζζήθε. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ἀξραί, ὅ.π., ζ.
13.
905
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, ὅ.π., ζ. 323-324.
906
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Αἱ ἀξραί, ὅ.π., ζ. 13.

149
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

Περιττό νά ἀναφερθεῖ ὅτι ἔχει ἐξηγήσει ὅλους τους ὅρους πού

συναντῶνται στήν θεία Λειτουργία, ὅπως «συναπτή», «εἰρηνικά»,

«ἀντίφωνο», «εἰσοδικό», «τρισάγιο», «προκείμενον», «ἐκτενής»,

«χειρουβικό», «κοινωνικόν», «ἐπινίκιος», κ.τ.λ., καθώς καί τήν ἔννοια καί

τόν συμβολισμό τῶν διαφόρων τελετουργικῶν πράξεων.

Παράλληλα παρέχει στούς ἀναγνῶστες του καί ἄφθονες ἱστορικές

πληροφορίες γιά τήν τάξη καί τήν ἐξέλιξη τῆς θείας Λειτουργίας. Πολύ

συχνά παραπέμπει σέ γνῶμες καί μαρτυρίες τῶν Πατέρων καί ἄλλων

ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ἐπίσης κάνει λόγο γιά τήν τάξη καί τίς

ἀναφορές ἄλλων ἀρχαίων λειτουργικῶν τύπων τῆς Ἀνατολῆς, τῆς

Αἰγύπτου καί τῆς Δύσης. Μάλιστα δέν παραλείπει νά ἐπισημαίνει καί

διαφορές τῶν ρωμαιοκαθολικῶν ἀπό τήν ὀρθόδοξη λειτουργική πράξη.

Εἰδικότερα ἀναφέρει ὅτι τά ἀντίφωνα μέ τίς συναπτές, κατά τήν

ἔναρξη, προστέθηκαν κατά τόν 6ο ἤ 7ο αἰώνα907. Προηγουμένως

ἀποτελοῦσαν λιτανεία πού πραγματοποιοῦνταν ἔξω ἀπό τό ναό, μετά τήν

ἀκολουθία τοῦ Ὄρθου καί στή συνέχεια ἄρχιζε ἡ θεία Λειτουργία908. Ἡ

ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας γινόταν μέ τήν Μικρή Εἴσοδο, κατά τήν

ὁποία μεταφερόταν τό Εὐαγγέλιο ἀπό τό σκευοφυλάκιο στό ἱερό βήμα 909.

Ἐπίσης ὁ Σρισάγιος ὕμνος εἰσήχθη κατά τόν 5ο αἰώνα, ἐπί

Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ καί πατριάρχου Πρόκλου, ἐξ ἀφορμῆς ἰσχυροῦ

σεισμοῦ. Μάλιστα ἀντικαθίσταται μέ τό «Ὅσοι εἰς Φριστόν ἐβαπτίσθητε»

κατά τά Φριστούγεννα, τά Θεοφάνεια, τό ΢άββατο τοῦ Λαζάρου, τό Μ.

΢αββάτο καί τό Πάσχα, γιατί τότε βαπτίζονταν οἱ κατηχούμενοι. Σέλος

στίς ἑορτές τῆς προσκύνησης τοῦ ΢ταυροῦ, λέγεται ἀντ’ αὐτοῦ τό «Σόν

907
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζ. 155.
908
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, ὅ.π., ζ. 293.
909
Ὅ.π., ζ. 297.

150
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

΢ταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα, καί τήν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν

δοξάζομεν» 910.

΢χετικά μέ τό προκείμενο τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος,

ἀναφέρει ὅτι παλαιότερα ἦταν ὁλόκληρος ψαλμός, τοῦ ὁποίου οἱ στίχοι

ψέλνονταν ἀπό τόν ἀναγνώστη στόν ἄμβωνα, καί ὁ λαός ἐπαναλάμβανε

συγκεκριμένο στίχο ὡς ἐπωδό911. Παρόμοια καί στό «ἀλληλουάριον» πρίν

τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, στιχολογοῦνταν ὁλόκληρος ψαλμός, ἐνῶ ὁ

λαός ἔψαλλε ὡς ἐπωδό τό «ἀλληλούια». Μάλιστα κατά τή διάρκεια τοῦ

τελευταίου θυμίαζε ὁ διάκονος πρίν τό Εὐαγγέλιο912. Ἐπίσης καί τά

ἀντίφωνα παλαιότερα ἦταν ὁλόκληροι ψαλμοί, στούς ὁποίους συμμετεῖχε

ὁ λαός στήν ψαλμωδία913, ὁ ὁποῖος ἀποκρινόταν συλλογικά καί κατά τίς

συναπτές, τά εἰρηνικά καί τίς ἐκτενεῖς914. Ὑπενθυμίζει βέβαια ὅτι

παλαιότερα ἡ ψαλμωδία ἦταν ἁπλή καί ἀνεπιτήδευτη915. Ἐπίσης μετά τά

ἀναγνώσματα ἀκολουθοῦσε τό κήρυγμα, τοῦ ὁποίου τήν ὠφέλεια

ἰδιαίτερα τόνιζε916.

Ἐνημερώνει ἐπίσης καί γιά τήν τάξη τῶν κατηχουμένων917, καθώς

καί γιά τίς εὐχές πού διαβάζονταν γιά αὐτούς κατά τή θεία Λειτουργία

καί πού ἀπέμειναν στήν ἐποχή του μόνο στή λειτουργία τῶν

Προηγιασμένων918. Ἐπίσης κάνει λόγο καί γιά τίς μακρές καί ἐκτεταμένες

ἐκτενεῖς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας919. Ἐπιπλέον ἀναφέρει ὅτι παλαιότερα,

μετά τήν ἀποχώρηση τῶν κατηχουμένων, ἔδιναν οἱ πιστοί τίς προσφορές

τους σέ ἄρτο καί οἶνο, τίς ὁποῖες παραλάμβαναν διάκονοι στό

910
Ὅ.π., ζ. 299.
911
Ὅ.π., ζζ. 299-300.
912
Ὅ.π., ζ. 300.
913
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζ. 150.
914
Ὅ.π., ζ. 149.
915
Ὅ.π., ζ. 168.
916
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 184-185.
917
Ὅ.π., ζ. 185.
918
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, ὅ.π., ζ. 303.
919
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζζ. 189-190.

151
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

΢κευοφυλάκιο. ΢τή συνέχεια ξεχώριζαν τίς κατάλληλες ποσότητες καί τίς

μετέφεραν στήν ἁγία Σράπεζα. Ἀπό τήν πράξη αὐτή τῆς μετά πομπῆς καί

εὐλαβείας μεταφορᾶς τῶν τιμίων δώρων στήν ἁγία Σράπεζα,

διαμορφώθηκε ἡ Μεγάλη Εἴσοδος920.

΢ημειώνει ἐπίσης πώς ὁ ἀσπασμός πρίν τό σύμβολό της πίστεως,

δέν περιοριζόταν στούς ἱερεῖς ἀλλά δίνονταν καί μεταξύ τῶν πιστῶν921.

΢τή συνέχεια οἱ πυλωροί ἤ ὑποδιάκονοι ἔκλειναν τίς θύρες καί δέν

ἐπέτρεπαν τήν εἴσοδο σέ ἀμυήτους922. Σό σύμβολο παλαιότερα

ἀπαγγελλόταν ἐμμελῶς ἀπό ὁλόκληρο τόν λαό923. Γιά τήν εὐχή τῆς

ἀναφοράς, ἀλλά καί γιά τίς ὑπόλοιπες εὐχές, ἀναφέρει ὅτι δέν

διαβάζονταν μυστικά ἀλλά «εἰς ἐπήκοον», ἔτσι ὥστε μποροῦσε νά τίς

ἀκροᾶται τό ἐκκλησίασμα924.

Σέλος τό ζέον, ἡ χρησιμοποίηση δηλαδή ζεστοῦ νεροῦ πρίν τή θεία

Κοινωνία, εἰσήχθη κατά τόν 7ο αἰώνα925. Ἰδιαίτερα γιά τή θεία Κοινωνία

σημειώνει τόν παλαιό τρόπο μετάδοσης τοῦ μυστηρίου ξεχωριστά ἀπό τά

δύο εἴδη, καθώς καί τήν συνεχή καί μετά εὐλαβείας προσέλευση τῶν

πιστῶν σέ αὐτήν926. Σόν χρόνο μετάληψης τόν κάλυπτε τό «κοινωνικόν»,

πού ἦταν ὁλόκληρος ψαλμός927, ἐνῶ ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ εὐχή τῆς

εὐχαριστίας θά πρέπει νά διαβάζεται μετά τήν θεία Κοινωνία928.

Ἐπιπλέον ἐνημερώνει τούς ἀναγνῶστες του καί πότε τελεῖται ἡ

θεία Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου 929 καί τῆς Προηγιασμένης. Μάλιστα γιά

τήν τελευταία κάνει ἰδιαίτερο λόγο γιά τίς παλαιές μαρτυρίες πού

920
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, ὅ.π., ζ. 304.
921
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζ. 194.
922
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, Ὅ.π., ζ. 306.
923
Ὅ.π., ζ. 307.
924
Ὅ.π., ζ. 296.
925
Π.. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζ. 396.
926
πξβι. Ὅ.π., ζζ. 403-406.
927
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, ὅ.π., ζ. 321.
928
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζζ. 413-414.
929
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ, ὅ.π., ζ. 322.

152
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

ὑπάρχουν γιά αὐτή, καθώς καί γιά τήν ἐξήγηση τοῦ ὅρου

Προηγιασμένη930.

Οἱ παρατηρήσεις καί τά σχόλια τοῦ Σρεμπέλα στά ἐκλαϊκευτικά

του ἔργα φανερώνουν καί τήν ἀνανέωση πού θά ἐπιθυμοῦσε νά ἐπέλθει

στό πνεῦμα καί στή συμμετοχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στή θεία

Λειτουργία, χωρίς βέβαια νά θιγεῖ τό περιεχόμενο καί ἡ δομή της.

Ἐξάλλου στίς διάφορες μελέτες του εἶχε καί ἐπιστημονικά τεκμηριώσει τίς

θέσεις του γιά σύγχρονα λειτουργικά ζητήματα, ἔχοντας τό φρόνημα ὅτι

δέν πρόκειται περί νεωτερισμῶν ἀλλά γιά ἀναβίωση τοῦ λειτουργικοῦ

ἤθους τῶν πρώτων αἰώνων.

Ἀπό τό γεγονός ὅτι στίς θεῖες Λειτουργίες τῆς ἀδελφότητας

«Ζωή» παρατηροῦνται ὁρισμένα ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά, σύμφωνα μέ

τίς θέσεις τοῦ Σρεμπέλα, μποροῦμε νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ μακαριστός

καθηγητής δέν περιορίστηκε στήν θεωρητική πραγμάτευση τῶν θέσεών

του, ἀλλά θέλησε νά ἐφαρμοστοῦν οἱ προτάσεις του καί στήν λειτουργική

πράξη.

΢υγκεκριμένα στή θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς εἶναι αἰσθητές οἱ

ἀλλαγές, τουλάχιστον στά ἐξωτερικά στοιχεῖα. Σό ἐκκλησίασμα

παραμένει ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος στή θεία Λειτουργία, καί δέν

παρατηρεῖται κινητικότητα, ἀλλά ἐπικρατεῖ ἡσυχία, «πού χαρακτηρίζεται

ἀπό τήν συγκέντρωση τῆς προσοχῆς τῶν πιστῶν931». Ὁλόκληρο τό

ἐκκλησίασμα συμμετέχει στήν ψαλμωδία, ὅπως στήν ψαλμωδία τῶν

ἀντιφώνων, τοῦ «Κύριε, ἐλέησον», τοῦ «Παράσχου, Κύριε», τοῦ

ἐπιβεβαιωτικοῦ «Ἀμήν», κ.τ.λ.932 Ἀναγιγνώσκονται ὁ Ἀπόστολος καί τό

Εὐαγγέλιο, ἐνῶ ὁ ἱερέας θυμιατίζει κατά τό «ἀλληλουάριον» μετά τό

930
Ὅ.π., ζζ. 324-330.
931
CHRISTOPH MACZEWSKI, Ἡ θίλεζε ηῆο «Εσῆο» ζηήλ ἗ιιάδα, κηθξ. Γεψξγηνο Γ. Μεηαιιελφο
(πξσηνπξεζβχηεξνο), ἐθδ. «Ἁξκφο», Ἀζήλα 2002, ζ. 107.
932
Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Λεηηνπξγηθφλ ,ὅ.π., ζ. 295.

153
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ὥστε νά μήν ἀποσπᾶται τό ἐκκλησίασμα κατά

τήν ἀκρόασή του933. Πολλές εὐχές, ἀκόμα καί αὐτές τῆς ἀναφορᾶς

διαβάζονται «εἰς ἐπήκοον» τοῦ λαοῦ καί εὐκρινῶς, ἐνῶ ὁ χορός σιωπᾶ

ὅταν ἔχει νά ἀπαγγείλει κάτι ὁ ἱερέας 934. Ἐπίσης ἐπανῆλθε ἡ ἐκτενής καί

οἱ ὑπόλοιπες εὐχές πρό τοῦ χερουβικοῦ ὕμνου935. Σό ἐκκλησίασμα

γονατίζει κατά τήν ἐπίκληση γιά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων, ἐνῶ

ἐπισφραγίζει μέ τό ἐπιβεβαιωτικό «Ἀμήν» τίς καθαγιαστικές ἐπικλήσεις

τοῦ λειτουργοῦ936. Ἀκόμα ἀπαγγέλλεται ἀπό ὅλο τό ἐκκλησίασμα τό

«΢ύμβολο τῆς Πίστεως», καθώς καί τό «Πάτερ ἡμῶν»937. Ἐπιτεύχθηκε

ἐπίσης καί ἡ συχνή θεία Κοινωνία, ἡ ὁποία ἐπανῆλθε στό κέντρο τῆς

πίστης καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς938.

Ἐπιπλέον οἱ ἀδελφοί τῆς «Ζωῆς» σέ πολλούς ναούς ἐπανέφεραν τό

τακτικό κυριακάτικο κήρυγμα καί γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος

ξεκίνησε ἡ «Ζωή» τή δημιουργία τοῦ θεσμοῦ τοῦ ἐκπαιδευμένου

ὀρθόδοξου ἱεροκήρυκα939. Σαυτόχρονα ἐπιχειρήθηκε καί ἡ χριστοκεντρική

ἀνανέωση τοῦ κηρύγματος940. Σέλος καί τό μυστήριο τῆς Ἐξομολόγησης

ἐπανῆλθε δυναμικά στό προσκήνιο941.

Ἡ ἀπελευθέρωση βέβαια τῆς Ἐξομολόγησης καί τῆς θείας

Κοινωνίας ἀπό τήν ἐξωτερική τυπικότητα, ἡ ἔμφαση στήν προσωπική

σύνδεση μέ τά μυστήρια αὐτά καί ἡ ἐπαναφορά τοῦ χριστοκεντρικοῦ

κηρύγματος ἦταν προτεραιότητες καί πρωτοβουλίες τῶν δύο πρώτων

προϊσταμένων τῆς Ἀδελφότητας. Ὁ Σρεμπέλας θεωροῦμε πώς προσέφερε

933
πξβι. ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ Ν. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, «Σφ ζπκίακα θαηά ηφ ἀπνζηνιηθφλ ἀλάγλσζκα», ἖λνξία
14 (1959) 15.
934
CHR. MACZEWSKI, ὅ.π., ζ. 108.
935
πξβι. Π. ΣΡΔΜΠΔΛΑ, Ἀπφ ηήλ Ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ὅ.π., ζ. 190.
936
ΠΑΤΛΟΤ ΔΤΓΟΚΗΜΧΦ, Ἡ πξνζεπρή ηῆο Ἀλαηνιηθῆο ἖θθιεζίαο, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία»,
Ἀζήλα 1982, ζζ. 65 -66.
937
CHR. MACZEWSKI, ὅ.π., ζ. 108.
938
Ὅ.π., ζ. 110.
939
Ὅ.π., ζ. 120.
940
Ὅ.π., ζ. 122.
941
Ὅ.π., ζ. 109.

154
Πξσηνβνπιίεο ηνῦ Παλαγηψηε Σξεκπέια ζρεηηθά κέ ηήλ ἑξκελεπηηθή ἀπφδνζε ηῆο ζείαο Λεηηνπξγίαο

μέ τίς μελέτες του στοιχεῖα τοῦ πρωτοχριστιανικοῦ λειτουργικοῦ

φρονήματος, πού διευκόλυναν καί βοηθοῦσαν στήν ἐξωτερική ἔκφραση

τῆς λειτουργική αὐτῆς ἀναγέννησης.

155
΢ΤΜΠΕΡΑ΢ΜΑΣΑ

Ἡ ἐνασχόλησή μου στό πλαίσιο τῆς παρούσης ἐργασίας, μέ τό

λειτουργικό ἔργο τοῦ μακαριστοῦ Παναγιώτη Σρεμπέλα (1876-1977), μοῦ

ἔδωσε τήν εὐκαιρία νά γνωρίσω ἀπό κοντά, θεολογικά καί πνευματικά,

τόν μεγαλύτερο, ἴσως, θεολόγο-συγγραφέα τοῦ περασμένου αἰώνα.

Ἰδιαίτερα στόν λειτουργικό τομέα, πού εἶναι κυρίως ὁ τομέας τῶν

ἐπιστημονικῶν ἐνδιαφερόντων μου, ὁ μακαριστός καθηγητής ὑπήρξε

πρωτοπόρος, ἄνοιξε δρόμους καί δημιούργησε τίς προϋποθέσεις γιά

λειτουργικές ἐπιστημονικές μελέτες στούς μεταγενέστερους ἐρευνητές.

Εἰδικότερα ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας, χρησιμοποιώντας τίς πηγές

καί αξιοποιώντας τό πλούσιο πηγαῖο ὑλικό τῶν πατέρων Ἀνατολῆς καί

Δύσης, κάλυψε μέ τά ὀγκώδη λειτουργικά συγγράμματά του τό κενό πού

ὑπῆρχε στήν ἑλληνική λειτουργική βιβλιογραφία σχετικά μέ τίς ἀρχές καί

τήν ἐξέλιξη τῆς θείας λατρείας. Καί βέβαια, μέ τήν γλωσσομάθειά του καί

τήν ἄμεση γνώση τῆς λειτουργικῆς παράδοσης τῶν ἑτεροδόξων, μᾶς

ἔδωσε πολλές πληροφορίες ἀκόμη καί γιά τήν παράδοση αὐτή.

΢τό ἔργο τοῦ μακαριστοῦ συγγραφέα ὑπάρχουν καί ἐντελῶς

πρωτότυπες ἐνασχολήσεις γιά τά ἐπιστημονικά δεδομένα ὄχι μόνο τοῦ

τόπου μας ἀλλά καί γενικότερα τῆς ὅλης Φριστιανοσύνης. Ἀναφερόμαστε

στίς μελέτες καί στίς κριτικές ἐκδόσεις του, πού ἔχουν ὡς βάση τούς

λειτουργικούς κώδικες, καί γενικότερα στήν μελέτη καί παρουσίαση τῶν

λειτουργικῶν χειρογράφων.

Ὁ Παναγιώτης Σρεμπέλας, παράλληλα μέ τήν ἐρευνητική καί

ἀκαδημαϊκή δραστηριότητα, ὡς ἱεραποστολικός ἄνδρας, ἐνδιαφέρθηκε

ζωηρά γιά τήν λειτουργική ἀνανέωση τοῦ τόπου μας καί ἔδωσε ἔμφαση

στή συμμετοχή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως ἤδη

εἴδαμε στήν παρουσίαση τοῦ ἔργου του, γιά τόν σκοπό αὐτό συνέταξε

156
εἰδικές μελέτες, ὅπως Οἱ λαϊκοί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, κ.ἄ., ἐνῶ δέ δίστασε νά

συντάξει καί ἔργα λειτουργικά ἐκλαϊκευτικοῦ χαρακτήρα, οὕτως ὥστε νά

εἶναι τρόπον τινά σίγουρος ὅτι, ὅσα ὁ ἴδιος κατενόησε μέ τίς λειτουργικές

ἐπιστημονικές του μελέτες, θά φτάσουν ὡς βίωμα καί λειτουργική

ἐμπειρία στόν λαό τοῦ Θεοῦ, μέ στόχο πάντα τήν ὅσο τό δυνατό

μεγαλύτερη ἐνεργό καί ἐμπειρική συμμετοχή του στή λατρεία τῆς

Ἐκκλησίας πρός φωτισμό καί ἁγιασμό του, πού εἶναι καί ὁ τελικό στόχος

τῆς λατρείας.

Ὡς ἐκκλησιαστικός ἄνδρας πού ἦταν καί ἔχοντας ἄμεση

συνεργασία μέ τά ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, ἀρχιεπισκόπους, ἐπισκόπους,

ἱερεῖς καί λοιπούς ἐκκλησιαστικούς παράγοντες, φρόντισε οἱ ἀπόψεις του

καί οἱ προτάσεις του νά γίνονται γνωστές στά πρόσωπα αὐτά, εἴτε

μεμονωμένα εἴτε στή συλλογική τους ἔκφραση (Ἱερά ΢ύνοδος),

προκείμενου νά φτάσουν ὡς ποιμαντική διακονία καί ἐκκλησιαστική

πορεία στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ἐξάλλου ὁ μακαριστός καθηγητής θεωροῦσε

πώς οἱ προτάσεις γιά τήν ἀνανέωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅπως καί οἱ

λύσεις πού πρότεινε στά διάφορα λειτουργικά ζητήματα πού προέκυπταν,

βασιζόμενος πάντοτε στή μελέτη τῶν πηγῶν καί στή σχετική λειτουργική

πράξη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, θά ἔπρεπε νά ἔχουν τήν ἔγκριση τῆς Ἱερᾶς

΢υνόδου.

Ἐπιπλέον, ὡς κύριο μέλος τῆς ἱεραποστολικῆς ἀδελφότητας στήν

ὁποία ἀνῆκε, φρόντισε οἱ λειτουργικές ἀναγεννητικές ἀπόψεις του νά

βροῦν καθολική θά ἔλεγα ἀπήχηση στά πολυάριθμα μέλη τοῦ μαζικοῦ

ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοῦ κινήματος, προκείμενου δι’ αὐτῶν νά ἐπηρεαστεῖ

λειτουργικά τό ὑπόλοιπο ἐκκλησιαστικό σῶμα.

Ἀπό ἄποψη λειτουργική, εἴτε ἐπιστημονικά εἴτε πνευματικά μέ τήν

ἔννοια τῆς λειτουργικῆς ἀγωγῆς καί λειτουργικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας

157
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, χωρίς ὑπερβολή καί μέ τήν ἠρεμία τῆς

παρόδου κάποιων δεκαετιῶν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ μακαριστοῦ καθηγητῆ,

σήμερα μποροῦμε ἀνετα καί δίκαια νά μιλᾶμε γιά πρό Παναγιώτη

Σρεμπέλα ἐποχή καί μετά Παναγιώτη Σρεμπέλα ἐποχή.

΢ήμερα πού οἱ λειτουργικές σπουδές στόν τόπο μας ἀλλά καί

διορθόδοξα καί διαχριστιανικά γνωρίζουν τεράστια ἄνθιση καί

διαθέτοντας προϋποθέσεις ἀσφαλῶς πολύ καλύτερες ἀπό τήν ἐποχή τοῦ

μακαριστοῦ καθηγητῆ, ὅπως ἐκδόσεις χειρογράφων, ψηφιοποίηση

ἀρχειακοῦ λειτουργικοῦ ὑλικοῦ, κ.ἄ., ἀσφαλῶς ἔχουμε τή δυνατότητα νά

προχωρήσουμε παρά πέρα, οὕτως ὥστε νά γίνουν συμπληρώσεις στό

ἐπιστημονικό λειτουργικό ἔργο τοῦ μακαριστοῦ καθηγητή.

Ὅμως ὁ ἀοίδιμος καθηγητής παραμένει ὁ ἐμπνευστής, ὁ

ὀραματιστής στά θέματα τῆς λατρείας, τόσο στό ἐπιστημονικό ὅσο καί

στό πνευματικό πεδίο. Ἰδιαίτερα στά θέματα τῆς ἐμπειρικῆς συμμετοχῆς

τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στή λατρείας τῆς Ἐκκλησίας παραμένει ὁδηγός καί

ἐμπνευστής μας, δεδομένου ὅτι τό θέμα αὐτό, ὅπως καί στήν ἐποχή του,

ἔχει μοναδική ἐπικαιρότητα καί εἶναι ὁ ἀσφαλέστερος ὁδηγός τοῦ λαοῦ

τοῦ Θεοῦ στήν πορεία του γιά τήν κατά Φριστόν πνευματική προκοπή του.

158
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΥΙΑ

1. Πηγές

ΚΑΗΝΖ ΓΗΑΘΖΚΖ, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία ηῆο ἖θθιεζίαο ηῆο ἗ιιάδνο», Ἀζῆλαη 1977.

ΠΑΛΑΗΑ ΓΗΑΘΖΚΖ ΚΑΣΑ ΣΟΤ΢ ΔΒΓΟΜΖΚΟΝΣΑ, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία ηῆο ἖θθιεζίαο
ηῆο ἗ιιάδνο», Ἀζήλα 1997.

ΜΗΚΡΟΝ ΔΤΥΟΛΟΓΗΟΝ, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία ηῆο ἖θθιεζίαο ηῆο ἗ιιάδνο», Ἀζήλα 200918.

AUGUSTINUS Confessionum X, PG 32.

In psalm. XLVI, PL 36.

In psalm. XXVI, PL 36.

CYPRIANUS CARTHAGINENSIS Liber de Unitate Ecclesiae, PL 4.

ΔΤ΢ΔΒΗΟΤ ΚΑΗ΢ΑΡΔΗΑ΢ ἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Β΄,ΔΠΔ 28.

἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Δ΄, ΔΠΔ 29.

἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Ε΄, ΔΠΔ 30.

἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Η, ΔΠΔ 29.

἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Η΄, ΔΠΔ 29.

἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία ΢Σ΄, ΔΠΔ 29.

ΘΔΟΓΧΡΖΣΟΤ ἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Γ΄, PG 82.

ΗΔΡΧΝΤΜΟΤ Preoemium in lib. 2, Comment ad Galat. PL 26.

ΗΟΤ΢ΣΗΝΟΤ ΦΗΛΟ΢ΟΦΟΤ Ἀπνινγία Α΄, ΒΔΠΔ΢ 3.

Η΢ΗΓΧΡΟΤ ΠΖΛΟΤ΢ΗΧΣΟΤ ἖πηζηνιή 90ῇ Ἰζηδψξῳ ἐπηζθφπῳ, PG 78.

ΗΧΑΝΝΟΤ ΜΟ΢ΥΟΤ Λεηκψλ, PG 87.

ΗΧΑΝΝΟΤ ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ Ὁκηιίεο ΗΓ΄, ΠΕ΄ εἰο Ἰσάλλελ, PG 59.

Ὁκηιία Α΄ ἐπί ηνῦ Ὀδίνπ, PG 63.

Ὁκηιία Γ΄ εἰο Φηιηππεζίνπο, PG 62.

Ὁκηιία εἰο ηήλ Μ. ἗βδνκάδα, PG 55.

Ὁκηιία εἰο ηφλ ΡΗΕ΄ ςαικφλ, PG 55.

Ὁκηιία ἐλ ηῷ λαῷ ηῆο ἁγίαο Δἰξήλεο, PG 63.

Ὁκηιία ΗΖ΄ εἰο ηήλ Β΄ πξνο Κνξηλζίνπο, PG 61.

Ὁκηιία Λ΢Σ΄ εἰο ηήλ Α΄ πξφο Κνξηλζίνπο, PG 61.

ΚΛΖΜΔΝΣΟ΢ ΡΧΜΖ΢ Γηαηαγαί ηῶλ ἁγίσλ Ἀπνζηφισλ Β΄, PG 1.

Μ. ΑΘΑΝΑ΢ΗΟΤ ἖πηζηνιή πξφο Μαξθειῖλνλ, PG 27.

ΜΑΞΗΜΟΤ ΟΜΟΛΟΓΖΣΟΤ Μπζηαγσγία ΗΖ΄, PG 91.

159
ΜΔΓΑΛΟΤ ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ ἖πηζηνιή 207, Σνῖο θαηά Νενθαηζάξεηαλ θιεξηθνῖο, ΔΠΔ 2.

἖πηζηνιή 93 πξφο Καηζαξίαλ παηξηθίαλ, πεξί θνηλσλίαο, PG 32.

΢ΤΜΔΧΝ ΘΔ΢΢ΑΛΟΝΗΚΖ΢ ἗ξκελεία πεξί ηε ηνῦ ζείνπ λανῦ θαί ηῶλ ἐλ αὐηῷ ἱεξέσλ
ηε πέξη θαί δηαθφλσλ, ἀξρηεξέσλ ηε θαί ηῶλ ὧλ ἕθαζηνο
ζηνιῶλ ἱεξῶλ πεξηβάιιεηαη, νὐ κήλ ἀιιά θαί πεξί ηῆο ζείαο
κπζηαγσγίαο, ιφγνλ ἐθάζησ δηδνῦζα ηῶλ ἐλ αὐηῇ
ηεινπκέλσλ ζείσο…, PG 155.

Γηάινγνο ἐλ Χξηζηῷ θαηά παζῶλ ηῶλ αἱξέζεσλ θαί πεξί…


ηῶλ ἱεξῶλ ηειεηῶλ ηε θαί κπζηεξίσλ πάλησλ ηεο
἖θθιεζίαο, PG 155.

Πεξί ηνῦ ηέινπο ἡκῶλ ΣΞ΄, PG 155.

΢ΧΕΟΜΔΝΟΤ ἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Ε΄, PG 67.

΢ΧΚΡΑΣΟΤ΢ ἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία Γ΄, PG 67.

἖θθιεζηαζηηθή Ἱζηνξία ΢Σ΄, PG 67.

2. Βοηθήματα

ΑΓΔΛΦΟΣΖ΢ ΘΔΟΛΟΓΧΝ «Ο ΢ΧΣΖΡ», Καηάινγνο ἐθδφζεσλ 2015, www.osotir.gr/shop.

ΑΝΓΡΟΤΣ΢ΟΤ ΥΡΖ΢ΣΟΤ, Γνγκαηηθή ηῆο ὆ξζνδφμνπ Ἀλαηνιηθῆο ἖θθιεζίαο, Ἀζῆλαη 19562.

- , ἖θθιεζία θαί Πνιηηεία ἐμ ἐπφςεσο ὀξζνδφμνπ, ἐθδ. Βάζ. Ρεγνπνχινπ, Θεζζαινλίθε 1942.

ΑΝΧΝΤΜΟΤ, «Ἀλάκεζα ζηνχο θνηηεηέο», Ἡ Γξάζηο καο 138 (1978).

- , «Ἀπφςεηο θαί θξίζεηο», Ὁ ΢σηήξ 2099 (2014).

- , «Γάζθαινο ηνῦ ιανῦ», Ἡ Γξάζηο καο 136 (1978).

- , «἗ιιάο (Ἡ ἖θθιεζία ηῆο ἗ιιάδνο)», ΘΖΔ 5.

- , «Καζεγεηήο θαί παηέξαο καο», Ἡ Γξάζηο καο 138 (1978).

- , «Λνγηθή ιαηξεία, κία πνιχηηκε ζπκβνιή», Ἡ Γξάζηο καο 138 (1978).

- , «὇ ἀείκλεζηνο π. Ἰνπζηίλνο Πφπνβηηο γηά ηφλ Π. Ν. Σξεκπέιαλ θαί ηφ ἔξγν ηνπ


‘Υηιηαζκφο’», Ἡ Γξάζηο καο 332 (1995 ).

- , «὇ Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο ἀπῆιζελ εἰο ηνχο ν὎ξαλνχο», ἖θθιεζηαζηηθφο Ἀγψλ 11 (1977).

- , «Παξαηεξήζεσλ ζηῆιαη. Σά Καηερεηηθά ΢ρνιεῖα ηῆο ἗ιιάδνο», ἖θθιεζία ΗΔ΄ (1937) .

- , «΢ρεδίαζκα κνξθῆο», Ἡ Γξάζηο καο 138 (1977).

- , «Σφ ηειεπηαῖν ρεηξφγξαθν ηνπ Π. Σξεκπέια», Ἡ Γξάζηο καο 373 (1999).

- , «Ὑπνηαγή θαί κεγαισζχλε», Ἡ Γξάζηο καο 138 (1978).

ΒAUMSTARK A., Liturgie compare, Edition de Chevetogne 19533.

- ,Byzantinisch-Neugriechische Jahrbucher 15 (1939).

160
ΒΑ΢ΗΛΔΗΑΓΖ ΝΗΚΟΛΑΟΤ, «὇ Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ἑξκελεπηήο ηῆο Ἁγίαο Γξαθῆο»,
Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο, Λέσλ Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010.

- , «Οἱ ηειεπηαῖεο 96 ἡκέξεο ηνπ», Ἡ Γξάζηο καο 138 (1978).

ΒΡΑΝΟΤ ΗΧΑΝΝΟΤ-ΥΑΡΗΛΑΟΤ, Ἡ ηερληθή ηεο ἁγηνγξαθίαο, η. Α΄, ἐθδ. Π. Πνπξλαξᾶ,


Θεζζαινλίθε 1992.

CHRISTOPH MACZEWSKI, Ἡ θίλεζε ηῆο «Εσῆο» ζηήλ ἗ιιάδα, κηθξ. Γεψξγηνο Γ. Μεηαιιελφο
(πξσηνπξεζβχηεξνο), ἐθδ. «Ἁξκφο», Ἀζήλα 2002.

ΓΔΡΟΜΗΥΑΛΟΤ ΑΘΑΝΑ΢ΗΟΤ, «὇ Κσλζηαληῖλνο Οἰθνλφκνο ὁ ἐμ Οἰθνλφκσλ θαί ἡ ἖πνρή ηνπ»,


ΔΔΘ΢ΠΘ, Θεζζαινλίθε 1963.

ΓΗΑΓΚΟΤ ΘΔΟΓΧΡΟΤ, «Ἡ γπλαίθα ζηή δεκφζηα ιαηξεία ηνῦ Θενῦ», ΢χλαμε 126 (2013).

ΓΡΗΣ΢ΟΠΟΤΛΟΤ ΑΝΑ΢ΣΑ΢ΗΟΤ, «Καπνδίζηξηαο Ἰσάλλεο», ΘΖΔ 7.

DMITRIEVSKIJ A., Opisanie liturgitseskich Rucopisej, η. I, Κίεβν, 1895.

ΓΔΛΖΚΧ΢ΣΟΠΟΤΛΟΤ ΑΘΑΝΑ΢ΗΟΤ, Θενινγία, δεκηνπξγνί θαί ὁξφζεκα, Ἀζῆλαη 1973.

ΓΔΝΣΑΚΖ ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ, «Π. Ν. Σξεκπέιαο, ὁ ἀιεζήο ζενιφγνο», Δὐιαβέο ἀθηέξσκα εἰο Παλαγηψηελ
Ν. Σξεκπέιαλ, ἐθδ. «἗ηαηξεία ηῶλ θίισλ ηνῦ ιανῦ», Ἀζῆλαη 2007.

ΓΗΑΜΑΝΣΟΠΟΤΛΟΤ ΛΔΧΝΗΓΟΤ (ἀξρηκαλδξίηνπ), «Π. Ν. Σξεκπέιαο», Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο,


Λέσλ ηῆο Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010.

ΔΤΓΟΚΗΜΧΦ ΠΑΤΛΟΤ, Ἡ πξνζεπρή ηῆο Ἀλαηνιηθῆο ἖θθιεζίαο, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθῆ Γηαθνλία»,


Ἀζήλα 1982.

ΘΔΟΓΧΡΟΤ ΑΝΓΡΔΟΤ, «὇ Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο δηδάζθαινο ηῆο Γνγκαηηθῆο», Δὐιαβέο


ἀθηέξσκα εἰο Παλαγηψηελ Ν. Σξεκπέιαλ, ἐθδ. «἗ηαηξεία ηῶλ θίισλ ηνῦ ιανῦ», Ἀζῆλαη 2007.

ΘΔΟΓΧΡΟΤ ΔΤΑΓΓΔΛΟΤ, «἖πηθήδεηνη ιφγνη», ἖θθιεζία 15 (1978).

- , «὇ Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο ὡο θαζεγεηήο ηῆο Καηερεηηθῆο θαί ὇κηιεηηθῆο», Παλαγηψηεο


Ν. Σξεκπέιαο, Λέσλ ηῆο Ὀξζνδνμίαο, ζ. 221.

- , «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο (΢πνπδαί, ηίηινη, δξάζηο, δεκνζηεχκαηα)», ΔΔΘ΢ΠΑ, η. ΗΕ΄,


Ἀζῆλαη 1971.

ΘΔΟΚΛΖΣΟΤ ΢ΣΡΑΓΚΑ, ἖θθιεζίαο ἗ιιάδνο Ἱζηνξία ἐθ πεγῶλ ἀςεπδῶλ1817-1967, η. Α΄, Ἀζῆλαη


1969.

- , ἖θθιεζίαο ἗ιιάδνο Ἱζηνξία ἐθ πεγῶλ ἀςεπδῶλ 1817-1967, η. Δ΄, Ἀζῆλαη 1974.

ΗΧΑΝΝΗΓΖ ΝΗΚΟΛΑΟΤ, «Λεηηνπξγηθή ἀλαλέσζε ζηήλ ὆ξζφδνμε ἖θθιεζία ηῆο Ρσζίαο»,


Πξαθηηθά Β΄ Παλειιελίνπ Λεηηνπξγηθνῦ ΢πκπνζίνπ, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία», Ἀζήλα 2003.

ΚΑΛΑΨΣΕΗΓΖ ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ, «὇ Π. Σξεκπέιαο ὡο ἐθδφηεο ιεηηνπξγηθῶλ θεηκέλσλ. Μία


ἀμηνιφγεζε ηνῦ ἔξγνπ ηνπ», Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο: Μεηαμχ παξάδνζεο θαί ἀλαλέσζεο, κεηαμχ
ἐπηζηήκεο θαί ἱεξαπνζηνιῆο, ΢πλέδξην Ἀθαδεκίαο Θενινγηθῶλ ΢πνπδῶλ Ἱεξᾶο Μεηξνπφιεσο
Γεκεηξηάδνο, Ἀζήλα 2011 (὏πφ ἔθδνζε).

ΚΑΛΛΗΑΚΜΑΝΖ ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «΢εκαληηθνί ἐθπξφζσπνη ηῆο ἱζηνξίαο θαί


ζενινγίαο ηῆο ιαηξείαο θαηά ηφλ 20ν αἰψλα», Πξαθηηθά ΗΒ΄Λεηηνπξγηθνῦ ΢πκπνζίνπ,
http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/liturgical/ib_1_12.pdf.

ΚΑΡΑΨ΢ΑΡΗΓΖ ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ) , «Λεηηνπξγηθή ἀλαλέσζε ζηήλ ὆ξζφδνμε


἖θθιεζία ηῆο Ρνπκαλίαο», Πξαθηηθά Β΄ Παλειιελίνπ Λεηηνπξγηθνῦ ΢πκπνζίνπ, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή
Γηαθνλία», Ἀζήλα 2003.

161
- , Ἀλαβαζκνί Λεηηνπξγηθῆο δσῆο, ἐθδ. «Ἄζσο», Ἀζήλα 2008.

- , Σά ἰδηάδνληα ιεηηνπξγηθά ζηνηρεῖα ζηήλ ὀξζφδνμε ἖θθιεζία ηῆο Ρνπκαλίαο, ἐθδ.


«἖πέθηαζε», Καηεξίλε 1995.

ΚΑΡΜΗΡΖ ΗΧΑΝΝΟΤ, Ἡ πεξί ἖θθιεζίαο Ὀξζφδνμνο Γνγκαηηθή Γηδαζθαιία, Ἀζῆλαη 1964.

ΚΟΣΣΑΓΑΚΖ ΑΘΑΝΑ΢ΗΟΤ, «Ἡ πλεπκαηηθή θαί ἐπηζηεκνληθή δηαδξνκή ηνῦ Παλαγηψηνπ Ν.


Σξεκπέια», Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο: Μεηαμχ παξάδνζεο θαί ἀλαλέσζεο, κεηαμχ ἐπηζηήκεο θαί
ἱεξαπνζηνιῆο, ΢πλέδξην Ἀθαδεκίαο Θενινγηθῶλ ΢πνπδῶλ Ἱεξᾶο Μεηξνπφιεσο Γεκεηξηάδνο, (὏πφ
ἔθδνζε).

ΚΟΤΡΗΛΑ ΔΤΛΟΓΗΟΤ (κεηξνπνιίηνπ Κνξπηζᾶο),«Αἱ πξφο ἀλαζεψξεζηλ ηῶλ ἐθθιεζηαζηηθῶλ


βηβιίσλ γελφκελαη ἀπφπεηξαη ἐλ ηῇ ὆ξζνδφμῳ ἖θθιεζίᾳ», Νέα ΢ηψλ 35 (1940) , 36 (1941).

ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΗΓΖ ΔΜΜΑΝΟΤΖΛ, «Σξεκπέιαο Παλαγηψηεο», ΘΖΔ 11.

ΜΑΚΡΖ ΢ΠΤΡΗΓΧΝΟ΢, «Κνιιπβάδεο», ΘΖΔ 7.

ΜΑΝΟΤΖΛ ΓΔΓΔΧΝ, Καλνληθαί Γηαηάμεηο, η. ΗΗ, Κσλζηαληηλνχπνιε 1889.

ΜΑΝΣΕΑΡΗΓΖ ΓΔΧΡΓΗΟΤ, Ἡ θνηλσληνινγία ηνῦ ρξηζηηαληζκνῦ, ἖θδφζεηο Π. Πνπξλαξᾶ,


Θεζζαινλίθε 2007.

ΜΑ΢ΣΡΟΓΗΑΝΝΟΠΟΤΛΟΤ ΖΛΗΑ (ἀξρηκαλδξίηνπ), «Ἡ ζπκβνιή ηῶλ ρξηζηηαληθῶλ θηλήζεσλ ζηήλ


ἀλαδσπχξσζε ηῆο ιεηηνπξγηθῆο δσῆο», Πξαθηηθά Β΄ Παλειιελίνπ Λεηηνπξγηθνῦ ΢πκπνζίνπ, ἐθδ.
«Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία», Ἀζήλα 2003.

ΜΔΣΑΛΛΖΝΟΤ ΓΔΧΡΓΗΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), Ἡ Οὐλία: Χζέο θαί ζήκεξα, ἐθδ. «Ἀξκφο»,


Ἀζήλα 1992.

ΜΖΣΡΟΠΟΛΗΣΟΤ ΚΖΡΤΝΔΗΑ΢ ΠΑΤΛΟΤ, «὇ Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο ὡο δνγκαηηθφο ζενιφγνο»,


Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο, Λέσλ Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010.

ΜΖΣΡΟΠΟΛΗΣΟΤ ΠΑΣΡΧΝ ΝΗΚΟΓΖΜΟΤ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο», ἖θθιεζία 15 (1978).

ΜΖΣΡΟΠΟΛΗΣΟΤ ΥΗΟΤ ΥΡΤ΢ΣΟΜΟΤ, «Π. Σξεκπέιαο ὁ ‘’Υαιθέληεξνο’’», Κνηλσλία 4 (1978).

ΜΗΛΟ΢ΔΒΗΣ΢ ΝΔΝΑΝΣ, Ἡ ζεία Δὐραξηζηία ὡο θέληξνλ ηῆο ζείαο ιαηξείαο.- Ἡ ζχλδεζηο ηῶλ
κπζηεξίσλ κεηά ηῆο ζείαο Δὐραξηζηίαο (δηαηξηβή ἐπί δηδαθηνξίᾳ), ἐθδ. Π. Πνπξλαξᾶ, Θεζζαινλίθε
1995.

ΜΟΤΡΑΣΗΓΟΤ ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ, «἖πηθήδεηνη ιφγνη», ἖θθιεζία 55 (1978).

- , Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο, ὁ κεγάινο πξφκαρνο ηῆο Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὆ξζνδφμνο Σχπνο»,


Ἀζῆλαη 1985.

ΜΟΤΣ΢ΟΤΛΑ ΖΛΗΑ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο, ὁ Παηεξηθφο», ἖θθιεζία 55 (1978).

ΜΠΑ΢ΣΑ ΔΤ΢ΣΑΘΗΟΤ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο. Ἀκπδξά ΢θηαγξαθία», Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο,


Λέσλ ηῆο Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010.

- , «Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο», Ὁ ΢σηήξ 802 (1977).

ΜΠΔΚΑΣΧΡΟΤ ΓΔΧΡΓΗΟΤ, «Σππηθφλ», ΘΖΔ 11.

ΜΠΟΕΟΒΗΣΖ ΢ΣΑΤΡΟΤ, ΢χιινγνη θαί ἀδειθφηεηεο ζηφ ζῶκα ηνῦ δῶληνο Χξηζηνῦ, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ»,
Ἀζῆλαη 2006.

ΜΠΟΝΖ ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ, «Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο», ἖θθιεζία 55 (1978).

ΜΠΡΑΣ΢ΗΧΣΟΤ ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ, «Ἡ ἑιιεληθή ζενινγία θαηά ηήλ ηειεπηαία πεληεθνληαεηία»,


Θενινγία 19 (1948).

162
ΜΧΡΑΨΣΟΤ ΓΖΜΖΣΡΗΟΤ, «Δἰζαγσγή εἰο ηήλ Λεηηνπξγηθήλ θαί ηάο ιεηηνπξγηθᾶο ζπνπδάο»,
ΔΔΘ΢ΠΘ, Θεζζαινλίθε 1953.

ΝΑ΢΢Ζ ΗΧΑΝΝΟΤ-ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ (δηαθφλνπ), Ἡ ηέιεζε ηῆο ζείαο Δὐραξηζηίαο. Καλνληθή


δηδαζθαιία θαί πξάμε (δηαηξηβή ἐπί δηδαθηνξίᾳ), Θεζζαινλίθε 2006.

ΝΗΚΟΓΖΜΟΤ ΑΓΗΟΡΔΗΣΟΤ, Πεδάιηνλ, ἐθδ. Βάζ. Ρεγνπνχινπ, Θεζζαινλίθε 1987.

ΝΗΚΟΛΑΨΓΖ ΑΠΟ΢ΣΟΛΟΤ, «὇ Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ἀπνινγεηήο», Παλαγηψηεο


Σξεκπέιαο, Λέσλ Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010.

ΟΡΦΑΝΟΤ ΜΑΡΚΟΤ, «὇ Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ζενινγηθή πξνζσπηθφηεο», Θενινγία 4


(1988).

ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ ΢ΣΑΜΟΤ, «Ἀλακλήζεηο. Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο, ὁ ζηνξγηθφο», Κνηλσλία 4


(1978).

ΠΑΠΑΓΔΧΡΓΗΟΤ ΠΑΝΣΔΛΔΖΜΟΝΟ΢ (δηαθφλνπ), «Πεξί ηνῦ ηξφπνπ κεηαθνξᾶο ηῆο ζείαο


θνηλσλίαο εἰο ηνχο ἀζζελεῖο», ἖θθιεζία (1926).

ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ ΚΔΡΑΜΔΧ΢, Ἱεξνζνιπκηηηθή ΢ηαρπνινγία, η. Β΄.

ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ ΚΧΝ΢ΣΑΝΣΗΝΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «὇ Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο ὡο


ιεηηνπξγηνιφγνο. Ἡ ζπκβνιή ηνπ ζηή κειέηε ηῆο ἑιιεληθῆο ὏κλνγξαθίαο», Παλαγηψηεο Σξεκπέιαο,
Λέσλ ηῆο Ὀξζνδνμίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 2010.

ΠΑΠΑΓΟΠΟΤΛΟΤ ΥΡΤ΢Ο΢ΣΟΜΟΤ (κεηέπεηηα ἀξρηεπηζθφπνπ Ἀζελῶλ), Ἡ ἖θθιεζία ηῆο


἗ιιάδνο (ἀλαηχπσζε), ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία», Ἀζῆλαη 2003.

- , Ἡ ἖θθιεζία ηῆο ἗ιιάδνο ἐπί ηῇ 1900ῇ ἐπεηείῳ ηῆο ἱδξχζεσο αὐηῆο ὑπφ ηνῦ Ἀπνζηφινπ
Παχινπ, Ἀζήλα 1954.

- , Ἡ Ἱζηνξία ηῆο Ρηδαξείνπ ἖θθιεζηαζηηθῆο ΢ρνιῆο, Ἀζῆλαη 1919.

ΠΑΠΑΚΧ΢ΣΑ ΢ΔΡΑΦΔΗΜ (ἀξρηκαλδξίηνπ), Δὐζέβηνο Μαηζφπνπινο, Ἀζῆλαη 1930.

ΠΑΡΑ΢ΚΔΤΑΨΓΖ ΥΡΗ΢ΣΟΓΟΤΛΟΤ (κεηξνπνιίηνπ), Ἱζηνξηθή θαί θαλνληθή ζεψξεζηο ηνῦ


παιαηνεκεξνινγηηηθνῦ δεηήκαηνο θαηά ηε ηήλ γέλεζηλ θαί ηήλ ἐμέιημηλ αὐηνῦ ἐλ ἗ιιάδη, Ἀζῆλαη 1982,.

- (ἀξρηεπηζθφπνπ Ἀζελῶλ), Μήλπκα εἰο ηήλ ἐθδήισζε κλήκεο δηά ηφλ ἀείκλεζηνλ θαζεγεηήλ
Παλαγηψηελ Σξεκπέιαλ, ἐπί ηῇ 30ῃ ἐπεηείῳ ἀπφ ηῆο ηειεπηῆο ηῆο εἰο ηφλ παξφληα θφζκνλ βηνηῆο
ηνπ, Ἀξηζκφο Πξσηνθφιινπ/ΔΞ 3227/16-8-2007.

- (ἀξρηεπηζθφπνπ Ἀζελῶλ), Ἡ θαηά ηάο Κπξηαθάο γνλπθιηζία/ ἖γθχθιηνο 1-1-2000,


http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/christodoulos.

RENAUDOT, Liturgiarum Orientalium Collection, η. Η.

ΡΔΡΑΚΖ ΖΡΑΚΛΖ, Θενινγία θαί Θενινγηθέο ζπνπδέο, ἐθδ. Π. Πνπξλαξᾶ, Θεζζαινλίθε 2008.

ΡΧΜΑΝΗΓΟΤ ΗΧΑΝΝΟΤ, Γνγκαηηθή θαί ΢πκβνιηθή Θενινγία ηῆο Ὀξζφδνμεο Καζνιηθῆο ἖θθιεζίαο,
η. Α΄, Θεζζαινλίθε 1983.

΢ΑΚΚΟΤ ΢ΣΔΡΓΗΟΤ, Πεξί ηῆο κεηαθξάζεσο ηῆο Καηλῆο Γηαζήθεο, η. Α΄, ἐθδ. «΢ηαπξφο», Ἀζῆλαη
1970.

΢ΗΧΣΟΤ ΜΑΡΚΟΤ, «὇ Παλαγηψηεο Ν. Σξεκπέιαο ὡο ἑξκελεπηήο ηῶλ Ἁγίσλ Γξαθῶλ», Δὐιαβέο


ἀθηέξσκα εἰο Παλαγηψηελ Ν. Σξεκπέιαλ, ἐθδ. «἗ηαηξεία ηῶλ θίισλ ηνῦ ιανῦ», Ἀζῆλαη 2007.

΢ΚΑΛΣ΢Ζ ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ, «Λεηηνπξγηθή θίλεζε ηῆο ρξηζηηαληθῆο Γχζεο», Πξαθηηθά Β΄


Παλειιελίνπ Λεηηνπξγηθνῦ ΢πκπνζίνπ, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία», Ἀζήλα 2003.

163
- , «὇ ιεηηνπξγηνιφγνο θαζεγεηήο Ἰ. Μ. Φνπληνχιεο (1927-2007). Ἡ πξνζσπηθφηεηα θαί ηφ
ἔξγν ηνπ», Γεζφζπλνλ ΢έβαζκα: Ἀληίδσξνλ ηηκῆο θαί κλήκεο εἰο ηφλ καθαξηζηφλ θαζεγεηήλ
ηῆο ιεηηνπξγηθῆο Ἰσάλλελ Μ. Φνπληνχιελ, η. Α΄, ἐθδφζεηο Κπξηαθίδε, Θεζζαινλίθε 2013.

- , «Σφ πιήξσκα ηῆο ἖θθιεζίαο», Ἀλαιφγηνλ, Σξηκεληαία Ἔθδνζε Ἱεξᾶο Μεηξνπφιεσο


΢εξβηῶλ θαί Κνδάλεο 5 (2003).

- , Γάκνο θαί ζεία ιεηηνπξγία. ΢πκβνιή ζηήλ ἱζηνξία θαί ηή ζενινγία ηῆο ιαηξείαο (δηαηξηβή ἐπί
δηδαθηνξίᾳ), ἐθδ. Π. Πνπξλαξᾶ, Θεζζαινλίθε 1998.

΢ΚΡΔΣΣΑ ΝΗΚΟΓΖΜΟΤ (ἀξρηκαλδξίηνπ), Ἡ Θεία Δὐραξηζηία θαί ηά πξνλφκηα ηῆο Κπξηαθῆο θαηά ηή
δηδαζθαιία ηῶλ Κνιιπβάδσλ, ἐθδ. Μπγδνλία, Θεζζαινλίθε 2008.

΢ΣΑ΢ΗΝΟΠΟΤΛΟΤ ΜΗΥΑΖΛ, Σά πξῶηα βήκαηα ηῆο Ἀλσηάηεο Παηδείαο κεηά ηήλ Ἀπειεπζέξσζε,
Ἀζῆλαη 1971.

΢ΣΑΤΡΗΝΟΤ ΑΜΒΡΟ΢ΗΟΤ (ζρνιάδνληνο κεηξνπνιίηνπ Καηζαξείαο), Αἱ ἀξραηφηαηαη θαί αἱ


ζχγρξνλνη Λεηηνπξγίαη, ἐθδ. «Παηξηαξρηθφλ Ἵδξπκα Παηεξηθῶλ Μειεηῶλ», ἐπηκέιεηα ἀξρηκαλδξίηνπ
Νηθνδήκνπ ΢θξέηηα, Θεζζαινλίθε 20012.

΢ΣΑΤΡΗΓΖ ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ, «Οἰθνπκεληθή θίλεζηο», ΘΖΔ 9.

- , «Οἰθνπκεληθφλ Παηξηαξρεῖνλ», ΘΖΔ 9.

- , «὆ξζνδνμία (΢χγρξνλνο θαηάζηαζε)», ΘΖΔ 9.

ΣREMPELA PANAGIOTOU, « L’ audition de l’ Anaphore Eucharistique par le people», 1054-1954:


L’ Eglise et les Eglises. Publication extraordinaire de la Revue Irenikon, Chevetogne-Bruxelles 1955.

ΣΕΔΡΠΟΤ ΓΖΜΖΣΡΗΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), «Ἡ ἀλαζεψξεζε ηῶλ ιεηηνπξγηθῶλ βηβιίσλ ὡο


βαζηθή πξνυπφζεζε ιεηηνπξγηθῆο ἀλαλέσζεο ζηήλ ὆ξζφδνμε ἖θθιεζία ζήκεξα», ΢πιιείηνπξγν.
Πξφζσπα θαί ζεζκνί ζηήλ ὀξζφδνμε ιαηξεία, ἐθδ. «Ο὎ξαλφο», Ἀζήλα 2012.

- , «Ἡ ζπκβνιή ηνῦ Π. Ν. Σξεκπέια ζηήλ ἀλαδσπχξεζε ηῆο Λεηηνπξγηθῆο δσῆο ζηήλ


἗ιιάδα», ΢πιιείηνπξγν. Πξφζσπα θαί ζεζκνί ζηήλ ὀξζφδνμε ιαηξεία, ἐθδ. «Ο὎ξαλφο»,
Ἀζήλα 2012.

- , «Σφ αἴηεκα ηῆο ἐλεξγνῦ ζπκκεηνρῆο ηνῦ ιανῦ θαηά ηήλ ηέιεζε ηῆο ζείαο ιαηξείαο», ζηφ
Λεηηνπξγηθή ἀλαλέσζε, Γνθίκηα ιεηηνπξγηθῆο ἀγσγῆο θιήξνπ θαί ιανῦ Α΄, ἐθδ. «Σῆλνο»,
Ἀζήλα 2001.

ΣΡΔΜΠΔΛΑ ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ, Αἱ ἀξραί θαί ὁ ραξαθηήξ ηῆο ὀξζνδφμνπ ιαηξείαο, Ἀζῆλαη 1952. Ἀλάηππν ἀπφ Ἀθηίλεο
127-128 (1952).
- , Αἱ κεηά ηφ ἔξγνλ ηῆο Βαηηθαλείνπ ΢πλφδνπ ὑπνρξεψζεηο καο, Ἀζήλα 1967. Ἀλάηππν ἀπφ
἖θθιεζία 14-20 (1967).

- , Αἱ ηξεῖο ιεηηνπξγίαη θαηά ηνχο ἐλ Ἀζήλαηο θψδηθαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19822.

- , Ἀπφ ηήλ ὀξζφδνμνλ ιαηξείαλ καο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19865.

- , Ἀξραί θαί ραξαθηήξ ηῆο ρξηζηηαληθῆο ιαηξείαο, Ἀζῆλαη 1962.

- , Γνγκαηηθή ηῆο Οξζνδφμνπ Καζνιηθῆο Δθθιεζίαο, η. Α΄, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19782.

- , Γνγκαηηθή ηεο Ὀξζνδφμνπ Καζνιηθῆο ἖θθιεζίαο, η. Β΄, Ἀζῆλαη 19792.

- , Γνγκαηηθή ηῆο Οξζνδφμνπ Καζνιηθῆο Δθθιεζίαο, η. Γ΄, ἐθδ. «Ο ΢σηήξ», Αζήλαη 19792.

- , ἖γθπθινπαηδεία ηῆο Θενινγίαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19944.

- , ἖θινγή ἗ιιεληθῆο Ὀξζνδφμνπ Ὑκλνγξαθίαο, Ἀζῆλαη 1949.

164
- , ἖πί ηῆο Οἰθνπκεληθῆο θηλήζεσο θαί ηῶλ ζενινγηθῶλ Γηαιφγσλ ἡκηεπίζεκα ἔγγξαθα, ἐθδ. «὇
΢σηήξ», Ἀζῆλαη 1972.

- , Δὐινγίνπ Κνπξίια. Λεηηνπξγηθά ἀλάιεθηα, ἱεξνινγηθαί ἐλαζρνιήζεηο, Ἀζῆλαη 1949. Ἀλάηππν


ἀπφ Θενινγία 20 (1949).

- , Ἡ ἄδνινο ἀπνζηνιηθφηεο ηῆο ἗ιιεληθῆο Ὀξζνδνμίαο, Ἀζῆλαη 1968.

- , Ἡ ἀλεμάιεηπηνο ζθξαγίο ἐλ ηνῖο κπζηεξίνηο θαί ἰδίᾳ ἐλ ηῇ ἱεξσζχλῃ, Ἀζῆλαη 1957.

- , Ἡ γνλπθιηζία ἐλ ηαῖο Κπξηαθαῖο, Ἀζῆλαη, 1948, ζζ. 32. Ἀλάηππν ἀπφ ἖θθιεζία 21-40
(1948).

- , Ἡ γπλή ἐλ ηῇ ςαικσδίᾳ, ἔθδνζηο ηνῦ ζξεζθεπηηθνῦ πεξηνδηθνῦ «Εσή», Ἀζῆλαη 1926.


Ἀλάηππν ἀπφ Εσή 716-729 (1925-1926).

- , Ἡ ζεία εὐραξηζηία θαηά ηήλ ζπλάξζξσζηλ αὐηῆο πξφο ηά ἄιια κπζηήξηα θαί κπζηεξηνεηδεῖο
ηειεηάο, Ἀζῆλαη 1958, ζζ. 13. Ἀλάηππνλ ἀπφ «Δὐραξηζηήξηνλ» ηηκεηηθφο ηφκνο ἐπί ηῇ
45ἐηεξίδη ηῆο ἐπηζηεκνληθῆο δξάζεσο θαί ηῇ 35ἐηεηεξίδη ηαθηηθῆο θαζεγεζίαο Ἀκίιθα ΢.
Ἀιηβηδάηνπ, Ἀζῆλαη 1958.

- , Ἡ Καηλή Γηαζήθε κεηά ζπληφκνπ ἑξκελείαο, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 198424.

- , Ἡ ιαηξεία θαί ηά θχξηα ραξαθηεξηζηηθά αὐηῆο, Θεζζαινλίθε 1959. Ἀλάηππν ἀπφ Γξεγφξηνο
Παιακάο (1958-1959).

- , Ἡ ξσκατθή ιεηηνπξγηθή θίλεζηο θαί ἡ πξᾶμηο ηῆο Ἀλαηνιῆο, Ἀζῆλαη 1949. Ἀλάηππν ἀπφ
἖θθιεζία 45-46 (1948) θαί ἖θθιεζία 7 (1950).

- , Ἡ ηειεζηνπξγία ηῆο Θ. Δὐραξηζηίαο θαηά ηνχο δχν πξψηνπο αἰψλαο, Σχπνηο «Φνίληθνο», ἐλ
Ἀζήλαηο 1924.

- , Ἡ ηειεζηνπξγία ηνῦ ἁγίνπ Βαπηίζκαηνο πάιαη ηε θαί λῦλ, Ἀζῆλαη 1925.

- , Λεηηνπξγηθνί ηχπνη Αἰγχπηνπ θαί Ἀλαηνιῆο, ΢πκβνιή εἰο ηήλ ἱζηνξίαλ ηῆο ρξηζηηαληθῆο
ιαηξείαο , ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 20083.

- , Λεηηνπξγηθνί ηχπνη ηῆο Γχζεσο θαί Γηακαξηπξνκέλσλ Agenda, Ἀζῆλαη 1966.

- , Λεηηνπξγηθφλ, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 199012.

- , Λεηηνπξγηθῶλ πιαλῶλ ἔιεγρνο. Ἀπάληεζε ζηφ Γ. Πάιιαλ, Ἀζῆλαη 1954. Ἀλάηππν ἀπφ ἖λνξία
151-173 (1953-1954).

- , Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ. Αἱ ἀθνινπζίαη θαί ηάμεηο Μλήζηξσλ θαί Γάκνπ, Δὐρειαίνπ, Χεηξνηνληῶλ
θαί Βαπηίζκαηνο θαηά ηνχο ἐλ Ἀζήλαηο ἰδίᾳ θψδηθαο, η. Α΄, Ἀζῆλαη 1950.

- , Μηθξφλ Δὐρνιφγηνλ. Αἱ ἀθνινπζίαη θαί ηάμεηο ἀγηαζκνῦ ὑδάησλ, ἐγθαηλίσλ, ὄξζξνπ θαί
ἑζπεξηλνῦ, η. Β΄, Ἀζῆλαη 1955.

- , Μπζηεξηαθαί ζξεζθεῖαη θαί ρξηζηηαληζκφο, ἐθδ. «Εσή», Ἀζῆλαη 1932.

- , Οἱ ιατθνί ἐλ ηῇ ἖θθιεζίᾳ. Σφ βαζίιεηνλ ἱεξάηεπκα, ἐθδ. «὇ ΢σηήξ», Ἀζῆλαη 19762.

- , Ὑπφκλεκα πξφο ηήλ ΢ήλ Θενινγηθήλ ΢ρνιήλ ηνῦ Ἀζήλεζη Παλεπηζηεκίνπ, Ἀζῆλαη 1935-1939.

- , «Αἱ ἀξραί θαί ὁ ραξαθηήξ ηῆο ὀξζνδφμνπ ιαηξείαο. Γεληθνί ραξαθηεξηζκνί. Παιαηαί αἱ
ἀξραί ηῆο ιαηξείαο καο», Ἀπφζηνινο Σίηνο 10 (1952).

- , «Αἱ λέαη ε὎ραξηζηηαθαί ε὎ραί ηῆο Ρψκεο», ἖θθιεζηαζηηθφο Φάξνο ΝΑ΄ (1952-1969).

- , «Ἀξρή ηνῦ Β΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 11 (1953).

165
- , «Ἀξρή ηνῦ Γ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 12 (1953).

- , «Ἀξρή ηνῦ Δ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 2 (1954).

- , «Ἀξρή ηνῦ ΢Σ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 3 (1954).

- , «Ἀξρή ηνῦ Ε΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 4 (1954).

- , «Ἀξρή ηνπ Ζ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 5 (1954).

- , «Ἀξρή ηνῦ Θ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 6 (1954).

- , «Ἀξρή ηνῦ Η΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 7 (1954).

- , «Ἀξρή ηνῦ ΗΑ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 8 (1954).

- , «Ἀξρή ηνῦ ΗΒ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 9 (1954).

- , «Ἀξρή ηνῦ ΗΓ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…», Ἀπφζηνινο Σίηνο 7 (1954).

- , «Ἀξρή ηνῦ ΗΓ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα ηνῦ ὁζίνπ Ἰαθψβνπ… Δ὎ρή ἑηέξα εἰο ηήλ
Θενηφθνλ», Ἀπφζηνινο Σίηνο 12 (1954).

- , «Ἀξρή ηνῦ ΗΔ΄ θαζίζκαηνο. Καί ηάο ε὎ράο ηνῦ Γεξκαλνῦ Παηξηάξρνπ
Κσλζηαληηλνππφιεσο… Δ὎ρή ἑηέξα εἰο ηφλ ηίκηνλ Πξφδξνκνλ… Δ὎ρή ἑηέξα εἰο ηήλ
Θενηφθνλ», Ἀπφζηνινο Σίηνο 1 (1955.

- , «Ἀξρή ηνῦ Η΢Σ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ηνῦ ὁζίνπ παηξφο ἡκῶλ Ἀλαζηαζίνπ ηνῦ ΢ηλαίνπ ὄξνπο»,
Ἀπφζηνινο Σίηνο 2 (1955).

- , «Ἀξρή ηνῦ ΗΕ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα εἰο ηήλ ὏πεξαγίαλ Θενηφθνλ… Δ὎ρή
ηνῦ ὁζίνπ παηξφο ἡκῶλ Ἀξζελίνπ ηνῦ κεγάινπ. Δ὎ρή ἑηέξα εἰο ηήλ ὏πεξαγίαλ Θενηφθνλ
Ἰσάλλνπ ηνῦ Γακαζθελνῦ», Ἀπφζηνινο Σίηνο 3 (1955).

- , «Ἀξρή ηνῦ ΗΖ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή … Δ὎ρή ἑηέξα εἰο ηήλ ὏πεξαγίαλ Θενηφθνλ», Ἀπφζηνινο
Σίηνο 4 (1955).

- , «Ἀξρή ηνῦ ΗΘ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή… Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα εἰο ηήλ ὏πεξαγίαλ
Θενηφθνλ», Ἀπφζηνινο Σίηνο 5 (1955).

- , «Ἀξρή ηνῦ Κ΄ θαζίζκαηνο. Δ὎ρή… Δ὎ρή ἑηέξα ηνῦ ὁζίνπ παηξφο ἡκῶλ ἖θξαίκ ηνῦ ΢χξνπ,
Ἀπφζηνινο Σίηνο 6 (1955) .

- , «Γεπηεξνινγία. ἖πί ηνῦ δεηήκαηνο ηῆο κεηαθνξᾶο ηῆο ζείαο Κνηλσλίαο εἰο ηνχο ἀζζελεῖο»,
἖θθιεζία 50 (1926).

- , «Γηάγξακκα ηῆο ἀθνινπζίαο ηῶλ ὡξῶλ κεηά ζηηρνινγίαο», Ἀπφζηνινο Σίηνο 8-10 (1956).

- , «Γηάγξακκα θαί ζπκβνιηζκφο ηῆο ιαηξείαο», Ἀπφζηνινο Σίηνο 2 (1953).

- , «Δἷο ιεηηνπξγφο θαί πιείνλεο ιεηηνπξγίαη ηῇ α὎ηῇ ἡκέξᾳ», Ὀξζφδνμνο Παξνπζία (1964).

- , «Ἔθζεζηο πεξί ηῶλ ἐλ Oslo θαί Dassel ζπλεδξίσλ», ἖θθιεζία ΗΓ΄ (1936).

- , «἖πί ηῆο ἐπηθιήζεσο ηνῦ βαπηίζκαηνο», ἖λνξία 200 (1955).

- , «἖πί ηνῦ δεηήκαηνο ηῆο κεηαθνξᾶο ηῶλ ἀρξάλησλ κπζηεξίσλ εἰο ηνχο ἀζζελεῖο» ἖θθιεζία
46 (1926).

- , «Δ὎ραί θαηά ηήλ ζηηρνινγίαλ ηνῦ Φαιηεξίνπ. Κάζηζκα Α΄. Δ὎ρή ἑηέξα… Δ὎ρή ἑηέξα…»,
Ἀπφζηνινο Σίηνο 10 (1953).

166
- , «Ἡ ζηηρνινγία ηνῦ Φαιηεξίνπ θαηά ηάο ὥξαο θαί αἱ θαη’ α὎ηήλ ε὎ραί», Ἀπφζηνινο Σίηνο 7
(1956).

- , «Ἡ ηάμηο ηῶλ ἐγθαηλίσλ θαηά ηφλ Γαιιηθαληθφλ ηχπνλ, ηφλ ἐθιεθζέληα θαί ὡο ἖θεζηαλφλ»,
Σηκεηηθφο ηφκνο ἐπί ηῷ ἰσβειαίῳ ηνῦ ζέβ. κεηξνπνιίηνπ Φηιίππσλ-Νεαπφιεσο-Θάζνπ
Χξπζνζηφκνπ, Καβάια 1960.

- , «Καί πάιηλ πεξί ηῆο γνλπθιηζίαο ηῆο Κπξηαθῆο», ἖λνξία 80-84 (1949).

- , «Σφ ἀεξνβάπηηζκα», ἖λνξία 196-198 (1955).

- , «Σφ ζπκίακα θαηά ηφ ἀπνζηνιηθφλ ἀλάγλσζκα», ἖λνξία 14 (1959).

- , «Υαξαθηεξηζηηθά ηῆο ιαηξείαο καο», Ἀπφζηνινο Σίηνο 11-12 (1952).

- ,«Ὥξα ηξίηε», Ἀπφζηνινο Σίηνο 1 (1957).

- , «Ὥξα ηξίηε», Ἀπφζηνινο Σίηνο 11 (1956).

Σ΢ΟΜΠΑΝΖ ΣΡΤΦΧΝΟ΢, Ἡ γνλπθιηζία, Θεζζαινλίθε 2000.

WARE ΚΑΛΛΗ΢ΣΟΤ (ἐπηζθφπνπ Γηνθιείαο), Ἡ Ὀξζφδνμε ἖θθιεζία, κηθξ. Ἰσζήθ Ρνειίδεο, ἐθδ.
«Ἀθξίηαο», Ἀζήλα 1998.

ΦΑΚΑ ΢ΧΦΡΟΝΗΟΤ (ἀξρηκαλδξίηνπ), ΢χιινγνο Ἀλάπιαζηο θαί ἡ πξνζθνξά ηνπ: 19νο - ἀξρέο 20νῦ αἰ.
(δηαηξηβή ἐπί δηδαθηνξίᾳ), Θεζζαινλίθε 2013.

ΦΑΝΟΤΡΓΑΚΖ ΒΑ΢ΗΛΔΗΟΤ, Ἡ Χξηζηηαληθή γξακκαηεία κεηά ηφ 450, ἐθδ. ΑΠΘ, Θεζζαινλίθε


1986.

ΦΗΛΗΑ ΓΔΧΡΓΗΟΤ, Ὁ ηξφπνο ἀλαγλψζεσο ηῶλ εὐρῶλ ζηή ιαηξεία ηῆο Ὀξζνδφμνπ ἖θθιεζίαο, ἐθδ.
«Γξεγφξεο», Ἀζῆλαη 1997.

ΦΛΧΡΟΦ΢ΚΤ ΓΔΧΡΓΗΟΤ (πξσηνπξεζβπηέξνπ), Θέκαηα Ὀξζνδφμνπ ἖θθιεζηνινγίαο, ἐθδ.

- , ΢ηαζκνί ηῆο ξσζηθῆο Θενινγίαο, Θεζζαινλίθε 1986, ζ. 152.

ΦΟΤΝΣΟΤΛΖ ΗΧΑΝΝΟΤ, «὇ θαζεγεηήο Π. Ν. Σξεκπέιαο ὡο ιεηηνπξγηνιφγνο», ΢πκβνιή 14


(2006).

- , Ἀπαληήζεηο εἰο Λεηηνπξγηθάο ἀπνξίαο, η. Γ΄, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία ηῆο ἖θθιεζίαο ηῆο
἗ιιάδνο», Ἀζήλα 19912.

- , Ἀπαληήζεηο εἰο Λεηηνπξγηθάο ἀπνξίαο, η. Δ΄, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία ηῆο ἖θθιεζίαο ηῆο
἗ιιάδνο», Ἀζήλα 2003.

- , Λεηηνπξγηθά ζέκαηα Ε΄( 31-35), Θεζζαινλίθε 1986.

- , Λεηηνπξγηθή (παλεπηζηεκηαθέο παξαδφζεηο), ἐθδ. «Ἀθνί Κπξηαθίδε», Θεζζαινλίθε 1986.

- , Λεηηνπξγηθή Α΄, Δἰζαγσγή ζηή ζεία ιαηξεία, Θεζζαινλίθε 2004.

- , Ὁκηιεηηθή, Θεζζαινλίθε 2002.

- , Σειεηνπξγηθά ζέκαηα, η. Α΄, ἐθδ. «Ἀπνζηνιηθή Γηαθνλία», Ἀζήλα 20092.

ΥΡΖ΢ΣΟΤ ΠΑΝΑΓΗΧΣΟΤ, «Ἡ λενειιεληθή ζενινγία ζηφ ζηαπξνδξφκη», Χαξηζηεῖνλ ΢εξαθείκ Σίθᾳ,


Ἀξρηεπηζθφπῳ Ἀζελῶλ θαί πάζεο ἗ιιάδνο, Θεζζαινλίθε 1984.

- , ἖θθιεζηαζηηθή γξακκαηνινγία, η. Β΄, ἐθδ. «Κπξνκάλνο», Θεζζαινλίθε 2003.

167

You might also like