ΚΕΦ 6-8 - Οικονομική Φυσικών Πόρων Και Περιβάλλοντος - ΧΑΛΚΟΣ - σελ 271-428

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 159

Γεώργιος Εμμ.

Χάλκος

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ
ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
& ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΕΛ
ΣΔ

ΚΥ
ΑΠ
ΑΠ
ΚΥ

ΣΔ
ΕΛ
ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
ΚΑΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Σύμφωνα με την Οικονομική Θεωρία, οι αγορές συνήθως οδηγούν σε κοινωνικά

ΕΛ
επιθυμητά επίπεδα παραγωγής και κατανομής των πόρων. Όμως, η οικονομική
δραστηριοποίηση ενδέχεται να οδηγήσει σε κοινωνικά ανεπιθύμητες επιδράσεις
για το περιβάλλον και την κοινωνία, κατάσταση γνωστή ως αποτυχία της αγο­
ΣΔ
ράς. Δηλαδή ως αποτυχία της αγοράς, μπορούμε να ορίσουμε την κατάσταση
κατά την οποία τα αποτελέσματα της αγοράς δεν είναι άριστα.

Αιτίες αυτής της αποτυχίας μπορούν να θεωρηθούν η ατελής πληροφόρηση,


και η ύπαρξη μονοπωλίων, δημόσιων αγαθών και εξωτερικοτήτων. Ας εξετά­
σουμε κάθε αιτία χωριστά.
ΚΥ

6.1 Α ιτ ί ες αποτυ χ ί α ς τ η ς α γοράς


ΑΠ

6.1.1 Η ατελής πλ η ρο φ όρ ηση


Η μη πλήρης ή ατελής πληροφόρηση μπορεί να οδηγήσει σε ιδιωτικές επιλογές
που δεν αντιπροσωπεύουν τα καλύτερα ενδιαφέροντα των ατόμων ή της κοινω­
νίας στο σύνολο της. Οι διάφορες ρυθμίσεις στην υγεία, στο ποιοτικό επίπεδο
διαβίωσης και στην ασφάλεια σχεδιάζονται, για να εκφράσουν την αξία που
αποδίδει η κοινωνία σε θέματα όπως η ίδια η ζωή. Αν η κυβερνητική πολιτική
δε λάβει υπόψη τα κοινωνικά κόστη ή τα οφέλη των ρυθμίσεων που επιβάλλει,
τότε θα είναι ασυνεπής.

6.1. 2 Τα μονο πώ λι α
Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 3 , τα μονοπώλια, συγκρινόμενα με τις επιχειρήσεις
που λειτουργούν υπό συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού, παράγουν μικρότερες
2 72 ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ποσότητες σε υψηλότερες τιμές και αυτό τα καθιστά κοινωνικά ανεπιθύμη­


τα. Ακόμη και όταν ο μονοπωλητής δεν αποκομίζει κέρδος, η προσφερόμενη
ποσότητα πωλείται σε υψηλότερη τιμή απ' αυτή του τέλειου ανταγωνισμού και
η τιμή υπερβαίνει το οριακό κόστος. Άρα, οι μονοπωλιακές επιχειρήσεις δεν
παρουσιάζουν αποδοτικότητα κατανομής, αφού το οριακό κόστος δεν ισούται
με την τιμή. Ομοίως δεν ισχύει και η τεχνική αποδοτικότητα, καθώς τα εμπόδια
εισόδου διατηρούν τη μονο:ι:ωλιακή τιμή πάνω από το μέσο κόστος παραγωγής.

6.1. 3 Τα δημό σ ια α γ αθά


Τα δημόσια αγαθά οδηγούν σε αποτυχία της αγοράς, όταν δεν υπάρχει τρόπος οι
άνθρωποι να εκφράσουν τις πραγματικές τους προτιμήσεις ή να πληρώσουν για
τα δημόσια αγαθά. Για παράδειγμα, αν επιθυμούμε να πιούμε έναν καφέ πληρώ­
νουμε περίπου 4€-5€. Αν πολλοί άνθρωποι θέλουν να πίνουν καφέ τότε θα εμφα­

ΕΛ
νιστούν όλο και περισσότερες καφετέριες, για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση.
Το κύριο πρόβλημα με τα δημόσια αγαθά είναι αυτό του ελεύθερου χρήστη
ΣΔ
(free rider), όπου κάποιος απολαμβάνει τα οφέλη από τα δημόσια αγαθά, χωρίς
να πληρώνει για τα οφέλη αυτά. Τα δημόσια αγαθά δεν μπορούν να κατανεμη­
θούν στην αγορά, γιατί οι άνθρωποι είτε δεν έχουν κίνητρο να αποκαλύψουν

τις προτιμήσεις τους είτε, αν το κάνουν, να πληρώσουν γι' αυτές. Η συνολική


καμπύλη ζήτησης (D) για το δημόσιο αγαθό θα βρεθεί, όπως είδαμε, με την
κάθετη άθροιση, αφού κάθε άτομο καταναλώνει την ίδια ποσότητα. Έστω ότι
ΚΥ

το άτομο Α επιθυμεί να πληρώσει 50 € για 5 ώρες ημερήσιας τηλεθέασης και


το άτομο Β 1 00 € για τις ίδιες ώρες. Αυτό σημαίνει ότι η καθημερινή εκπομπή
(broadcasting) και η συνολική ζήτηση Dα+β περνά από το σημείο (5, 1 50).
ΑΠ

Στο σχήμα 6.1 αυτό συμβαίνει στην τομή μεταξύ της συνολικής ζήτησης
Dα+β και της προσφοράς S (Ρ ΟΚ 1 50). Η κοινωνική τιμή του αγαθού (Ρ*)
= =

είναι η συνολική τιμή που όλοι οι καταναλωτές θα πλήρωναν για τη δεδομένη


ποσότητα των 5 ωρών τηλεθέασης. Αφού βρεθεί η άριστη ποσότητα του δημό­
σιου αγαθού, πρέπει να καθοριστεί το πώς θα χρηματοδοτηθεί. Αυτό ίσως προ­
ϋποθέτει διαφορετική τιμολογιακή πολιτική για κάθε καταναλωτή. Όπως συζη­
τήθηκε ήδη, η αποδοτικότητα κατανομής υπάρχει, όταν η τιμή ισούται με το
οριακό κόστος (Ρ ΟΚ).
=
Κεφάλαιο 6: Αποτυχία τη ς αγορά ς και η κυβέρνηση 273

1:50 €

100€

50€

ο Ποσόιηrα J.ημ.όι;ιοuΑ·�α&ού

ΕΛ
Α{:ι.χ. δημόσια τηί.ξόpαση)

Σχήμα 6. 1 : Η κοινωνική τιμή ενός δημόσιου αγαθού


ΣΔ
Ας τονίσουμε επίσης ότι η παροχή των δημόσιων αγαθών πρέπει να γίνεται

από το κράτος. Τα δημόσια αγαθά διαχωρίζονται από τα συλλογικά καταναλι­


σκόμενα αγαθά. Για τα τελευταία, και μέχρι κάποιου ορίου, το συνολικό κόστος
προσφοράς δε μεταβάλλεται, καθώς αυξάνεται ο αριθμός των καταναλωτών
ΚΥ

των αγαθών αυτών. Τα δημόσια αγαθά είναι συλλογικά καταναλισκόμενα, ενώ


τα συνολικώς καταναλισκόμενα μπορεί να είναι δημόσια ή και ιδιωτικά αγαθά
ΑΠ

(Shoup, 1 969). Επίσης, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τα δημόσια αγαθά ως εκεί­


να των οποίων η παραγωγή ή η κατανάλωση χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη
σημαντικών εξωτερικών επιβαρύνσεων ή οικονομιών (Buchanan, 1 970 και Δρά­
κος, 1 996).
Τα δημόσια αγαθά δεν μπορούν να προσφερθούν υπό συνθήκες ελεύθερης
αγοράς, καθώς κάθε καταναλωτής γνωρίζει πως, ακόμη και αν δε συμβάλει στην
κάλυψη του κόστους του αγαθού, δεν πρόκειται να αποκλεισθεί από την κατα­
νάλωσή του. Γνωρίζει ταυτόχρονα ότι η συμβολή του στην κάλυψη του κόστους
παροχής του δημόσιου αγαθού είναι μικρή. Έτσι ο καταναλωτής δεν έχει κάποιο
όφελος να αποκαλύψει τις προτιμήσεις του ως προς την παροχή του δημόσιου
αγαθού. Αντίθετα, καθώς δεν πρόκειται να αποκλεισθεί από την κατανάλωση
του δημόσιου αγαθού, έχει συμφέρον να μην το κάνει ώστε να μην κληθεί να
συμβάλει στην κάλυψη του κόστους της παροχής του.
2 74 ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Υπό αυτές τις συνθήκες οι παραγωγοί δεν προτίθενται να αναλάβουν την


παροχή ενός δημόσιου αγαθού, αφού δεν πρόκειται να πληρωθούν για την αντί­
στοιχη κατανάλωση του αγαθού αυτού. Η παροχή των δημόσιων αγαθών θα
πρέπει να γίνεται από το κράτος, χωρίς απαραίτητα η παροχή να σημαίνει και
παραγωγή των δημόσιων αγαθών από το κράτος. Το κράτος μπορεί να αναθέ­
σει την παραγωγή και τη διανομή του δημόσιου αγαθού σε κάποιο παραγωγό
του ιδιωτικοοικονομικού το.μέα αναλαμβάνοντας απλά τη χρηματοδότηση της
παραγωγικής διαδικασίας 1 •

6.1. 4 Ε ξωτερι κ ότητες ή εξωτερι κ έ ς επ ι βαρύνσ ει ς


ή εξωτερι κ ές οι κ ονομίε ς
Σύμφωνα με τους Baumol και Oates ( 1 988) οι εξωτερικότητες λαμβάνουν χώ­
ρα, αν οι σχέσεις χρησιμότητας ή παραγωγής κάποιου ατόμου (έστω του Α) ή

ΕΛ
κάποιας επιχείρησης περιλαμβάνουν πραγματικές (μη χρηματικές) μεταβλητές,
των οποίων οι αξίες επιλέγονται από άλλους (πρόσωπα, επιχειρήσεις, κυβερνή­
ΣΔ
σεις), χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή για τις επιπτώσεις τους στην ευημερία
του Α.
Για να διαφοροποιήσουν τις εξωτερικότητες από οποιαδήποτε οικονομική

αλληλεξάρτηση οι Baumol και Oates ( 1 988) επέκτειναν τον αρχικό τους ορισμό.
Οι εξωτερικότητες λαμβάνουν χώρα, όταν αυτός που παίρνει κάποια απόφαση
και του οποίου οι δραστηριότητες επηρεάζουν τα επίπεδα ωφέλειας άλλων ή
ΚΥ

που εισέρχεται στις παραγωγικές τους λειτουργίες δεν καταβάλλει (ή λαμβά­


νει) αποζημίωση γι' αυτή τη δραστηριότητα, δηλαδή κάποιο ποσό ίσο σε αξία
ΑΠ

προς το προκαλούμενο κόστος (ή όφελος) στους άλλους. Οι δύο ορισμοί μαζί


μπορούν να χαρακτηρίσουν μία «κατά Pareto σχετική εξωτερικότητα», καθώς
υπό αυτές τις συνθήκες η οριζόμενη εξωτερικότητα εμποδίζει την επίτευξη της
αριστοποίησης κατά Pareto.
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι οι εξωτερικές επιβαρύνσεις λαμβάνουν
χώρα, όταν η αγορά δεν αναγνωρίζει όλα τα κόστη ή τα οφέλη της παραγωγής
ή της κατανάλωσης. Αυτές μπορεί να είναι θετικές ή αρνητικές. Για παράδειγμα
ο κήπος του γείτονά μας προσφέρει ευχαρίστηση και καλή διάθεση στη διαβίω­
σή μας στη γειτονιά (θετική οικονομία), ενώ η ρύπανση του περιβάλλοντος
μας δημιουργεί άσχημα συναισθήματα και μία σχετική δυσαρέσκεια (αρνητική
οικονομία).
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι η εξωτερική επιβάρυνση είναι μία
παράπλευρη απώλεια από τις ενέργειες ατόμων ή επιχειρήσεων, που επηρεάζουν
1 Για περισσότερες πληροφορίες δείτε Δράκος ( 1996).
Κεφάλαιο 6: Αποτυχία τη ς αγοράς και η κυβέρνηση 27 5

την ευημερία άλλων ατόμων ή επιχειρήσεων μη εμπλεκόμενων στις ενέργειες


αυτές. Ένας άλλος ορισμός της εξωτερικότητας είναι οι παράπλευρες αρνητικές
(ζημιογόνες) ή θετικές (ωφέλιμες) επιπτώσεις των δραστηριοτήτων της αγοράς
που δεν προκαλούνται πλήρως από τους συμμετέχοντες στην αγορά. Χαρακτη­
ριστικό παράδειγμα μίας εξωτερικής επιβάρυνσης είναι το κόστος που επιφέρει
συνολικά στην κοινωνία η λειτουργία μιας επιχείρησης που η παραγωγή των
προϊόντων της είναι σ,υνδεδεμένη με την επιβάρυνση του περιβάλλοντος από
εκπομπές διαφόρων ρύπων. Αυτή η κοινωνική επίπτωση δε λαμβάνεται υπόψη
ούτε στο ιδιωτικό κόστος παραγωγής της επιχείρησης αλλά ούτε και στην τελική
τιμή που πληρώνουν οι καταναλωτές του προϊόντος αυτού.
Ομοίως η ανακαίνιση κτηρίων, η περιποίηση χώρων, το βάψιμο κατοικιών
και άλλες παρόμοιες ενέργειες, παρέχουν θετικές επιδράσεις καθώς οι άνθρωποι
που περνούν από τις περιοχές αυτές απολαμβάνουν μία θετική οικονομία·από
την καλύτερη εμφάνιση των κτηρίων και των χώρων αυτών ή ακόμη και από

ΕΛ
την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας που δημιουργούν οι ανακαινίσεις ιστο­
ρικών διατηρητέων κτηρίων. Παράλληλα η αυξανόμενη χρήση των ιδιωτικών
ΣΔ
οχημάτων αποτελεί πηγή αρνητικών εξωτερικοτήτων, καθώς δημιουργεί κυκλο­
φοριακή συμφόρηση, προκαλεί αύξηση των ρύπων (π.χ. οξειδίων του αζώτου),
ενώ υπάρχει πάντα η σχετική επικινδυνότητα εμφάνισης κάποιου θανατηφόρου

ατυχήματος .
Καθώς κάποιες εξωτερικότητες έχουν χαρακτήρα δημόσιου αγαθού (όπως
λόγου χάριν η ανακαίνιση διατηρητέων κτηρίων), η κατανάλωση τους από
ΚΥ

κάποιο άτομο δεν επηρεάζει την ποσότητα του αγαθού που απομένει για τα
υπόλοιπα άτομα. Αυτό συνεπάγεται ότι θα ήταν αναποτελεσματικό να χρεώ­
ΑΠ

σουμε κάποιον για την κατανάλωση θετικών εξωτερικοτήτων, όταν αυτές έχουν
τη μορφή δημόσιου αγαθού, αφού η πιθανή χρέωση θα μείωνε την ευχαρίστηση
ενός ατόμου και δε θα αύξανε την ικανοποίηση των υπολοίπων ατόμων. Αυτό
μας οδηγεί να ορίσουμε τις εξωτερικότητες με χαρακτήρα δημόσιου αγαθού ως
μη μειούμενες εξωτερικότητες (undepletable externalίtίes).
Ομοίως, η ύπαρξη περισσότερων θέσεων στάθμευσης σε ένα πολυσύχνα­
στο εμπορικό κέντρο δημιουργεί θετικές επιπτώσεις ή θετικές οικονομίες στους
ενδιαφερόμενους επισκέπτες του εμπορικού κέντρου, καθώς τώρα αυξάνει την
πιθανότητα εύκολης και άνετης αναζήτησης ενός χώρου στάθμευσης για το όχη­
μά τους. Στην περίπτωση αυτή η θέση στάθμευσης που αγοράζεται από ένα
επισκέπτη δε θα είναι διαθέσιμη στους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους επισκέ­
πτες, ενώ υπάρχει πλέον ευχέρεια χρέωσης για την παρεχόμενη υπηρεσία στο
ενδιαφερόμενο άτομο που απολαμβάνει τη θετική οικονομία. Αυτό οδηγεί στον
ορισμό της μειούμενης εξωτερικότητας (depletable externalίty). Ο δημιουργός
276 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

της θετικής αυτής εξωτερικότητας θα θελήσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του


λαμβάνοντας υπόψη την ικανοποίηση που προσθέτει στην ευημερία των ενδι­
αφερόμενων ατόμων. Η χρέωση κάποιας ανάλογης τιμής για την παροχή της
υπηρεσίας οδηγεί σε απαλοιφή της εξωτερικότητας.
Θά πρέπει να αναφερθεί ότι, αν και οι πιθανές αναποτελεσματικότητες που
δημιουργούνται από τις δημόσιες ή τις ιδιωτικές εξωτερικότητες μπορούν να
διορθωθούν με τα ίδια σχι:δόν μέτρα πολιτικής, για τις εξωτερικότητες ιδιωτι­
κής φύσεως η λύση μπορεί να δοθεί μέσω των αγορών και των συναλλαγών σε
αυτές.
Η ύπαρξη θετικών εξωτερικοτήτων συνεπάγεται ότι το οριακό κοινωνι­
κό όφελος (ΟΚΟ) είναι μεγαλύτερο του οριακού ιδιωτικού οφέλους (ΟΙΟ). Η
ύπαρξη αρνητικών εξωτερικοτήτων σημαίνει ότι το οριακό κοινωνικό κόστος
(ΟΚΚ) είναι μεγαλύτερο από το οριακό ιδιωτικό κόστος (ΟΙΚ).
Οι ιδιωτικοί οικονομικοί παράγοντες αγνοούν τις εξωτερικότητες και μεγι­

ΕΛ
στοποιούν τα κέρδη τους στο σημείο όπου το οριακό ιδιωτικό κόστος (ΟΙΚ)
ισούται με το οριακό ιδιωτικό όφελος (ΟΙΟ). Δηλαδή το άριστο ιδιωτικό επίπε­
ΣΔ
δο παραγωγής επιτυγχάνεται στο σημείο όπου:
ΟΙΚ=ΟΙΟ

Ομοίως το κοινωνικά (ή κατά Pareto) άριστο επίπεδο παραγωγής επιτυγχά­


νεται στο σημείο όπου το οριακό κοινωνικό κόστος (ΟΚΚ) ισούται με το οριακό
ΚΥ

κοινωνικό όφελος (ΟΚΟ). Δηλαδή :


ΟΚΚ=ΟΚΟ.
ΑΠ

Ας δούμε τις σημαντικές αυτές διαπιστώσεις διαγραμματικά. Ας ξεκινήσου­


με με την περίπτωση των αρνητικών εξωτερικών επιβαρύνσεων υποθέτοντας
ότι μία επιχείρηση λειτουργεί υπό συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού και από τις
παραγωγικές της δραστηριότητες ρυπαίνεται το περιβάλλον. Αυτό οδηγεί στη
δημιουργία αρνητικών εξωτερικοτήτων. Η περίπτωση μιας αρνητικής εξωτερι­
κής επιβάρυνσης οδηγεί το Οριακό Κοινωνικό Κόστος (ΟΚΚ) να είναι μεγαλύ­
τερο από το Οριακό Ιδιωτικό Κόστος (ΟΙΚ). Δηλαδή,
ΟΚΚ>ΟΚΟ

και το παραγόμενο προϊόν είναι μεγαλύτερο του κοινωνικά αποδεκτού επιπέδου .


Έχουμε δηλαδή υπερπαραγωγή προϊόντος (Σχήμα 6.2). Η παραγόμενη ποσότητα
από την επιχείρηση στην ισορροπία ισούται με OQ1, ενώ η κατά Pareto αποτελε-
Κεφά λαιο 6: Αποτυχία τη ς αγοράς και η κυβέρνηση 27 7

σματική παραγόμενη ποσότητα ισούται με ΟQκ. Οι δείκτες 1 και Κ αντιστοιχούν


στο ιδιωτικό και στο κοινωνικό επιθυμητό επίπεδο παραγωγής αντίστοιχα. Η
ιδιωτική επιχείρηση παράγει QκQ1 περισσότερες μονάδες του προϊόντος από ότι
είναι κοινωνικά επιθυμητό.

Τιμ ή,
Κόστος

σικ

ΕΛ
ΟΕ= ΜΕ= 010
ΣΔ

ο Q, ι
Ποσότητα προϊόντος
ΚΥ

Σχήμα 6 . 2 : Περίπτωση αρνητικής εξωτερικότητας (μεμονωμένη επιχείρηση )


ΑΠ

Στην περίπτωση ολόκληρης της βιομηχανίας, οι καμπύλες ΟΙΚ και ΟΚΚ


αποτελούν τις οριζόντιες αθροίσεις των καμπυλών ΟΙΚ και ΟΚΚ των μεμονω­
μένων επιχειρήσεων (Σχήμα 6.3 ). Το επίπεδο ισορροπίας της πλήρως ανταγω­
νιστικής αγοράς ισούται με OQ1• Η κατά Pareto αποτελεσματική παραγόμενη
ποσότητα είναι η ΟQκ, ενώ η υπερβάλλουσα προσφορά ισούται με QκQ1•
Το κοινωνικό κόστος της αποτυχίας της αγοράς ισούται με το εμβαδόν της
περιοχής ΑΒΓ. Για ποσότητα μεγαλύτερη από την ΟQκ το οριακό κοινωνικό
κόστος (ΟΚΚ) είναι μεγαλύτερο από το οριακό κοινωνικό όφελος (ΟΚΟ, το
οποίο σε αυτή την περίπτωση ισούται με το 010). Συνεπώς, ένα καθαρό κοι­
νωνικό κόστος προκύπτει από την επέκταση της παραγωγής μεταξύ Qκ και Q1•
2 78 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑ! ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΙΗΟΣ

Τψr1,
-<ι':ο•ος οκκ

σικ

Ζ = Ο Ι ;:.) ( = ΟΚΌ εζ υποUέσεως)

ΕΛ
Σχήμα 6 . 3 : Περίπτωση αρνητικής εξωτερικότητας (Βιομηχανία)
ΣΔ

Ας προχωρήσουμε τώρα στην εξέταση της περίπτωσης ύπαρξης θετικών


εξωτερικών οικονομιών με την επιχείρηση να διατηρεί έναν πευκόφυτο χώρο


έξω από τις εγκαταστάσεις της. Εξετάζοντας τη βιομηχανία (και αφήνοντας
στον αναγνώστη την αναπαραγωγή της περίπτωσης των θετικών οικονομιών
ΚΥ

για μια μεμονωμένη επιχείρηση) τότε στην περίπτωση ύπαρξης θετικών εξωτε­
ρικοτήτων έχουμε υποπαραγωγή του προϊόντος με το οριακό κοινωνικό όφελος
ΑΠ

να είναι μεγαλύτερο του οριακού ιδιωτικού οφέλους (ΟΚΟ>ΟΙΟ). Δηλαδή τώρα


έχουμε
ΟΚΚ<ΟΚΟ

Αυτό φαίνεται και στο σχήμα 6.4 όπου υποθέτουμε ότι η επιχείρηση λει­
τουργεί υπό συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού και ότι το οριακό ιδιωτικό κόστος
ισούται με το οριακό κοινωνικό κόστος (ΟΙΚ ΟΚΚ). Για τη βιομηχανία το
=

επίπεδο ισορροπίας της πλήρως ανταγωνιστικής αγοράς ισούται με OQ1, ενώ η


κατά Pareto αποτελεσματική παραγόμενη ποσότητα ισούται με ΟQκ. Η ελλειμ­
ματική προσφορά είναι ίση με Q1Qκ υποδηλώνοντας ότι οι ιδιωτικές επιχειρή ­
σεις διατηρούν ανεπαρκή ποσότητα του όμορφου τοπίου.
Κεφά λαιο 6: Αποτυχία της αγοράς κα ι η κυβέρνηση 2 79

οικ (= οκκ εξ vποθέσεως)

οκο
Ζ= ΟΙΟ

ο Qr Qκ

ΕΛ
Σχήμα 6 . 4: Περίπτωση θετικής εξωτερικότητας ( Βιομηχανία )
ΣΔ
Η κοινωνία θα είχε καθαρό όφελος ίσο με το εμβαδόν του χωρίου ΑΒΓ, αν η

προσφερόμενη ποσότητα του πευκόφυτου χώρου αυξανόταν από OQ1 σε ΟQκ,


επειδή σε αυτά τα επίπεδα παραγωγής ισχύει ότι το οριακό κοινωνικό όφελος
είναι μεγαλύτερο του οριακού κοινωνικού κόστους (ΟΚΟ > ΟΚΚ). Το εμβαδόν
ΚΥ

του χωρίου ΑΒΓ αντιπροσωπεύει το κοινωνικό κόστος εξαιτίας της αποτυχίας


της αγοράς.
Το παραγόμενο προϊόν είναι μικρότερο από το κοινωνικά επιθυμητό επί­
ΑΠ

πεδο. Καθώς δεν μπορούμε να χρεώσουμε την κοινωνία που ωφελείται από τη
θετική αυτή οικονομία, ώστε να παραχθεί το άριστο κοινωνικά επιθυμητό επί­
πεδο η κυβέρνηση θα πρέπει είτε να επιδοτήσει είτε να παρέχει φορολογικές
ελαφρύνσεις στις βιομηχανικές μονάδες ώστε να πραγματοποιήσουν τις επιπρό­
σθετες δεντροφυτεύσεις.
Οι εξωτερικότητες μπορούν να λάβουν χώρα στην παραγωγή ή και στην
κατανάλωση. Έτσι ενδέχεται να έχουμε:
Α. Εξωτερικές επιβαρύνσεις στην παραγωγή που λαμβάνουν χώρα μεταξύ
παραγωγών, όπως για παράδειγμα η ρύπανση των νερών ενός ποταμού
από μία βιομηχανική μονάδα και η χρήση και ο καθαρισμός του νερού
από μία άλλη βιομηχανική μονάδα.
Β. Εξωτερικές επιβαρύνσεις στην κατανάλωση που λαμβάνουν χώρα μετα­
ξύ των καταναλωτών, όπως για παράδειγμα η κατασκευή κήπου από το
280 ΟΙΚΟΝΟΜ!ΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

γείτονά μας ή η ανακαίνιση ενός κτηρίου (θετική επίδραση) ή το άκου­


σμα μουσικής σε υψηλή ένταση (αρνητική επίδραση).
Γ. Μικτές εξωτερικές επιβαρύνσεις μεταξύ των παραγωγών και των κατα­
ναλωτών, όπως για παράδειγμα η περίπτωση σε ένα χωριό με λίμνη με
μία βιομηχανική μονάδα να χρησιμοποιεί και να ρυπαίνει το νερό της
λίμνης ώστε να μειώνει τις υπηρεσίες αναψυχής που προσφέρει η λίμνη
για βαρκάδα, ψάρ�ψα, περίπατο, κ.ά.
Για να καταλάβουμε καλύτερα τη σημασία της εξωτερικής επιβάρυνσης
ας πάρουμε την πρώτη περίπτωση, αυτή των εξωτερικών επιβαρύνσεων στην
παραγωγή, η οποία λαμβάνει χώρα, όταν η συνάρτηση παραγωγής ή κόστους
μιας επιχείρησης εξαρτάται από τη συνάρτηση παραγωγής ή κόστους μίας άλλη ς
επιχείρησης. Αυτές μπορεί να είναι θετικές (εξωτερικές οικονομίες) ή αρνητικές
(εξωτερικές επιβαρύνσεις ή αντιοικονομίες). Σε περίπτωση αντιοικονομιών το

ΕΛ
κοινωνικό κόστος είναι μεγαλύτερο από το ιδιωτικό και αυτός που το δημιουργεί
δεν επωμίζεται το κόστος που του αντιστοιχεί από την κοινωνική επιβάρυνση
ΣΔ
που προκαλεί, ενώ αυτός που πλήττεται δεν αποζημιώνεται. Έτσι η παραγόμενη
ποσότητα του αγαθού από την επιχείρηση που δημιουργεί την εξωτερικότητα
είναι μεγαλύτερη από την κοινωνικά άριστη.

Ας χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα των αντιοικονομιών που αναφέραμε


και προηγουμένως με μία επιχείρηση να χρησιμοποιεί και να ρυπαίνει το νερό
ενός ποταμού που χρησιμοποιεί και μία άλλη επιχείρηση. Το ιδιωτικό κόστος
ΚΥ

παραγωγής της επιχείρησης που ρυπαίνει το νερό είναι μικρότερο από το κοι­
νωνικό κόστος, αφού η επιχείρηση που δημιουργεί το πρόβλημα δεν επωμίζεται
κανένα κόστος.
ΑΠ

Διαγραμματικά όπως φαίνεται στο σχήμα 6.5, αν η επιχείρηση Α ρυπαίνει


τα νερά του ποταμού χωρίς να πληρώνει κάποιο κόστος αυτό οδηγεί στην επιβο­
λή κάποιου πρόσθετου κόστους στην επιχείρηση Β για τον καθαρισμό του νερού
που χρησιμοποιεί στις διεργασίες και στην παραγωγική δραστηριότητά της. Η
επιχείρηση Α θα παράγει την ποσότητα OQ 1 όπου το οριακό κόστος ισούται με
το οριακό έσοδο και αυτό με την τιμή (αν υποθέσουμε συνθήκες τέλειου αντα­
γωνισμού). Δηλαδή,
ΟΚ=Ο Ε =Τιμή

Αλλά το οριακό κοινωνικό κόστος είναι μεγαλύτερο και αν προσθέσου­


με την επιβάρυνση στην επιχείρηση Β, τότε η καμπύλη οριακού κοινωνικού
κόστους θα έπρεπε να δίνεται από την ΟΚ2 η οποία βρίσκεται στα αριστερά της
αρχικής καμπύλης του οριακού (ιδιωτικού) κόστους ΟΚ1 • Αυτό συνεπάγεται ότι
Κεφάλαιο 6: Αποτυχία τη ς αγοράς και η κυβέρνηση 28 1

η κοινωνικά άριστη αποδεκτή ποσότητα παραγωγής θα είναι εκείνη όπου η τιμή


είναι ίση με το οριακό κοινωνικό κόστος, δηλαδή η τιμή που ορίζεται για την
παραγωγή της ποσότητας OQ 2 • Σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού, η ύπαρξη
αντιοικονομιών οδηγεί σε παραγωγή ποσότητας (Q2 Q1) μεγαλύτερης της κοινω­
νικά άριστης.

ΕΛ
ΣΔ
/
/

ο Q
ΚΥ

Σχήμα 6 . 5 : Εξωτερικές επ ιδράσεις στην παραγωγή


ΑΠ

Ας δούμε τώρα την ανάλυση και αλγεβρικά. Έστω ότι οι συναρτήσεις συνο­
λικού κόστους (ΣΚ) των επιχειρήσεων Α και Β που λειτουργούν υπό συνθήκες
τέλειου ανταγωνισμού είναι οι ακόλουθες:

όπου QA , Q8 είναι τα παραγόμενα προϊόντα των επιχειρήσεων Α και Β αντίστοι­


χα. Βλέπουμε λοιπόν, ότι το συνολικό κόστος για την επιχείρηση Β είναι συνάρ­
τηση της παραγόμενης ποσότητας του προϊόντος της Β (Q8) αλλά και της παρα­
γόμενης ποσότητας του προϊόντος της Α (QA ). Κάθε επιχείρηση μεγιστοποιεί
τα κέρδη της και έχουμε ήδη δείξει ότι αυτό επιτυγχάνεται, όταν ΟΚ=ΟΕ(=Ρ).
Δηλαδή:
28 2 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

και

Για να μεγιστοποιήσουμε την κοινωνική ευημερία, οι δύο επιχειρήσεις θα


πρέπει να μεγιστοποιήσουν τα από κοινού κέρδη τους, δηλαδή τη διαφορά των
συνολικών εσόδων από τα συνολικά κόστη ως:

Οι συνθήκες πρώτης τάξης για τη μεγιστοποίηση δίνονται ως:


an aΣΚ8
και _
--- D
r
R
_
----
0
8QB 8QB

ΕΛ και
ΣΔ

Η πρώτη σχέση μας δείχνει ότι η τιμή του προϊόντος της Α θα πρέπει να

είναι ίση με το άθροισμα του οριακού ιδιωτικού της κόστους προσαυξημένο με


το οριακό ιδιωτικό κόστος που προκαλείται στην επιχείρηση Β. Έτσι η συνθήκη
για την Α δε θα πρέπει να είναι η εξίσωση της τιμής με το οριακό κόστος της
ΚΥ

ίδιας της επιχείρησης Α αλλά της τιμής με το οριακό κόστος και της επιχείρησης
Α αλλά και της επιχείρησης Β (για τον καθαρισμό του νερού στο παράδειγμά
ΑΠ

μας). Δηλαδή συμπεριλαμβάνοντας το κοινωνικό οριακό κόστος θα πρέπει να


ισχύει ότι:
r
Κεφάλαιο 6: Α ποτυχία τη ς αγοράς και η κυβέρνηση 283

Μελέτη περίπτωσης 6. 1

Αποτυχία της αγοράς: Κυκλοφοριακή συμφόρηση

Η κυκλοφοριακή συμφόρηση προκαλεί μία αρνητική εξωτερικότητα. Πιο


συγκεκριμένα δημιουργείται ένα πρόσθετο κόστος από την προσθήκη περισ­
σοτέρων οχημάτων σε ένα δρόμο εξαιτίας της μείωσης της μέσης ταχύτητας
οδήγησης και κατ' επέκταση της αύξησης του μέσου χρόνου ολοκλήρωσης
μίας συγκεκριμένης διαδρομής.
Η αρνητική εξωτερικότητα που οφείλεται στην κυκλοφοριακή συμφό­
ρηση περιλαμβάνει τη μείωση της παραγωγικότητας εξαιτίας της καθυστε­
ρημένης άφιξης του προσωπικού στο χώρο εργασίας του, του κόστους από

ΕΛ
την καθυστέρηση στις διανομές, των δαπανών από την πρόσληψη πρόσθε­
του αριθμού προσωπικού, καθώς και τα έξοδα για την αγορά νέων οχημά­
των και των αυξημένων δαπανών για τα καύσιμα και τη συντήρηση αυτών.
ΣΔ
Επιπλέον, αυξάνεται το κόστος για τους ιδιώτες οδηγούς λόγω του αυξημέ­
νου χρόνου ολοκλήρωσης μίας διαδρομής, ενώ δημιουργείται ένα επιπλέον

κόστος από την αύξηση της τιμής των καυσίμων και της τιμής της επισκευής
των οχημάτων.
ΚΥ

Η θεωρία της κυκλοφοριακής συμ φόρησης


Μπορούμε να πούμε ότι το κόστος της κυκλοφοριακής συμφόρησης αφορά:
ΑΠ

την απώλεια της καλύτερης εκμετάλλευσης και παραγωγικότερης


εναλλακτικής απασχόλησης των ατόμων, αν δεν υπήρχε η κυκλοφο­
ριακή συμφόρηση,
την πρόκληση πρόσθετων κοστών (επιπλέον καύση βενζίνης ή φθο­
ρά του οχήματος από τις συνεχείς στάσεις και εκκινήσεις) και
την απώλεια της ψυχικής ηρεμίας με μία σειρά συνυφασμένων αρνη­
τικών επιπτώσεων (κούραση, αδιαθεσία, υπνηλία, κ.ά.).
Στο διάγραμμα 6.6 (τροποποιημένο από Griffiths και Wall, 1 99 1 ), ο
κάθετος άξονας μετρά το κόστος ανά ταξίδι, συμπεριλαμβανομένου του
κόστους εξαιτίας των χρονικών καθυστερήσεων, ενώ ο οριζόντιος άξονας
παρουσιάζει τη ροή των οχημάτων ανά ώρα σε μια συγκεκριμένη διαδρομή.
Στο σχήμα υπάρχουν δύο καμπύλες ζήτησης. Η πρώτη καμπύλη (Ζ 1 )
αντιπροσωπεύει τη ζήτηση για τη διαδρομή μία συνηθισμένη ώρα της ημέ-
284 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ KAi ΠΕΡΙΒΑΛΛΟίΗΟΣ

ρας ενώ η δεύτερη (Ζ2 ) παρουσιάζει τη ζήτηση για τη διαδρομή κατά τις
ώρες αιχμής. Και οι δύο καμπύλες έχουν αρνητική κλίση καταδεικνύοντας
το γεγονός ότι οι οδηγοί θα μειώσουν τη χρήση της συγκεκριμένης διαδρο­
μής στην περίπτωση που το κόστος οδήγησης σ' αυτή αυξηθεί.
Η καμπύλη Ζ1 αντιπροσωπεύει επίσης το οριακό ιδιωτικό όφελος (0101 ) .
Όταν το κόστος ανά ταξίδι είναι Κ0, η ροή (Ρ) των οχημάτων στη διαδρομή
ισούται με Ρ0. Ένας οδηγός οχήματος, όταν ταξιδεύει, δε λαμβάνει υπόψη
του το κόστος από την κυκλοφοριακή συμφόρηση που δημιουργείται και
εξετάζει μόνο το δικό του οριακό ιδιωτικό κόστος (ΟΙΚ,). Το ΟΙΚ1 περιλαμ­
βάνει τα κόστη όπως τις δαπάνες για τα καύσιμα και το κόστος ευκαιρίας
από το χρόνο που διαρκεί το ταξίδι του.
Το κόστος που επιβαρύνει τους υπόλοιπους οδηγούς («εξωτερικό κό­
στος») και δεν εξετάζεται από τον εκάστοτε οδηγό, αποτελείται από το

ΕΛ
κόστος λόγω της αύξησης της κυκλοφοριακής συμφόρησης καθώς και από
την αύξηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και του θορύβου τα οποία επωμί­
ΣΔ
ζεται η κοινωνία ως σύνολο. Παρόλα αυτά, η ανάλυση των Griffiths και Wall
(1991) υποθέτει ότι η κυκλοφοριακή συμφόρηση είναι η μοναδική εξωτερι­
κότητα.

Στο διάγραμμα 6.6 φαίνεται ότι δεν υπάρχει κυκλοφοριακή συμφόρηση


μέχρις ότου η ροή των οχημάτων ανά ώρα να ισούται με Ρ 1 • Έτσι, για τη
ροή οχημάτων ανά ώρα από Ο έως Ρ ισχύει ότι τα οριακά ιδιωτικά κόστη
1
ΚΥ

(ΟΙΚ 1 ) ισούνται με τα οριακά κοινωνικά κόστη (ΟΚΚ 1 ). Για επίπεδα κυκλο­


φορίας μεγαλύτερα από Ρ 1 εμφανίζεται κυκλοφοριακή συμφόρηση επειδή
ΑΠ

η προσθήκη οχημάτων επιβραδύνει τη συνολική ροή της κυκλοφορίας και


το ΟΙΚ1 κάθε οδηγού αυξάνεται. Εξαιτίας της κυκλοφοριακής συμφόρησης
ισχύει ότι το οριακό ιδιωτικό κόστος (ΟΙΚ1) είναι μικρότερο από το ορια­
κό κοινωνικό κόστος (ΟΚΚ1) για ροή οχημάτων μεγαλύτερη από Ρ1, καθώς
το οριακό κοινωνικό κόστος ΟΚΚ1 ισούται με το οριακό ιδιωτικό κόστος
(ΟΙΚ1) επαυξημένο με το οριακό εξωτερικό (κοινωνικό) κόστος εξαιτίας της
κυκλοφοριακής συμφόρησης.
Η καμπύλη Ζ2 αποτελεί την καμπύλη ζήτησης ή το οριακό ιδιωτικό όφε­
λος κατά τις ώρες κυκλοφοριακής αιχμής. Δοθείσης της Ζ2 η πραγματική
ροή (ή ισορροπία της αγοράς) στη διαδρομή ισούται με Ρ2 οχήματα ανά ώρα
- και προσδιορίζεται στο σημείο Γ όπου ισχύει ότι ΟΙΚ1 Ζ2 •
==

Για επίπεδο κυκλοφοριακής ροής Ρ2 το (ιδιωτικό) κόστος ανά ταξίδι για


κάθε οδηγό ισούται με Ρ2 Γ. Το εξωτερικό κόστος ανά ταξίδι, το οποίο ο εκά­
στοτε οδηγός δε λαμβάνει υπόψη είναι ίσο με ΒΓ. Συνεπώς, το κοινωνικό
Κεφάλαιο 6: Αποτυχία της αγορ άς κα ι η κυβέρνηση 285

κόστος που προκύπτει από κάθε ταξίδι είναι ίσο με Ρ2 Β. Για επίπεδο κυ κλο­
φοριακής ροής Ρ2 παρουσιάζεται μία αναποτελεσματικότητα, καθώς το κοι­
νωνικό κόστος που προκύπτει από τη συμφόρηση δεν έχει ληφθεί υπόψη.

Κόστος
ανά ταξίδι

ΟΙΚι

ΕΛ
ΣΔ
ο Ρι Ρ3 Ρ::ι Ροή αυτοκινήτων ανά ώρα
προς σuyκεκριμένη κατεύθυνση

Σχήμα 6. 6: Διάγραμμα κυκλοφοριακής συμφόρησης

Η αποτελεσματική κατά Pareto ροή οχημάτων, κατά τις ώρες αιχμής,


ΚΥ

ισούται με Ρ3 , όπου ισχύει ότι ΟΚΚ 1 Ζ2 (και αντιστοιχεί στο σημείο Α του
=

σχήματος 6.6). Το κοινωνικό κόστος της κυκλοφοριακής συμφόρησης (ή το


ΑΠ

κοινωνικό κόστος εξαιτίας της αποτυχίας της αγοράς) δίνεται από το εμβα­
δόν της περιοχής ΑΒΓ.

6. 2 Τ ο άριστο επ ίπεδο ρύ πα νσης


Παρόμοια με τις βασικές οικονομικές ερωτήσεις σχετικά με την παραγωγή αγα­
θών θα μπορούσαμε να θέσουμε ερωτήματα της μορφής πόση ρύπανση πρέπει
να παραχθεί και δοθέντος κάποιου στόχου (target), ποιος είναι ο καλύτερος τρό­
πος επίτευξης του στόχου αυτού; Για την οικονομική αριστοποίηση οι πόροι
πρέπει να κατανέμονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μεγιστοποιούν την κοινωνική
ευημερία. Αυτό θα μας δώσει και το άριστο επίπεδο ρύπανσης. Σε περιπτώσεις
286 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣ1ΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡ!ΒΑλλΟΝΤΟΣ

αποτυχίας της αγοράς οι αγορές δεν κατανέμουν τους πόρους με τρόπο που να
οδηγήσει στο κοινωνικά άριστο επίπεδο παραγωγής.
Η συλλογή της απαραίτητης πληροφόρησης για τον καθορισμό του άριστου
επιπέδου ρύπανσης είναι δύσκολη. Η χρήση της έννοιας της αποτελεσματικότη ­
τας σα σκέψη του πόση ρύπανση πρέπει να παραχθεί πηγαίνει πίσω στον Pigou
(1920). Μελέτες οικονομολόγων χρησιμοποιούν αναλύσεις μερικής ισορροπίας
κοιτώντας σε μια απλή δ�αδικασία τις εκπομπές ρύπων απομονωμένα από το
υπόλοιπο σύστημα στο οποίο ανήκει η διαδικασία αυτή.
Όμως οι εξωτερικές επιβαρύνσεις έχουν εξετασθεί και σε αναλύσεις γενική ς
ισορροπίας (Comes και Sandler, 1986 και Baumol και Oates, 1988). Είναι σημα­
ντικό λοιπόν να καταλάβουμε την έννοια του συστήματος στο οποίο εντάσσεται
η δημιουργία της ρύπανσης. Αυτό οδήγησε κάποιους ερευνητές να εξετάσουν
τις πρώτες ύλες (materials) και τα οικοσυστήματα ταυτόχρονα με τις αλληλεπι­
δράσεις αλλά και τους περιορισμούς της σχέσης της οικονομίας και του περι­
βάλλοντος.
ΕΛ
ΣΔ
6. 2.1 Σ υναρτ ήσε ις ζη μ ία ς και ο φ έλου ς
Όπως είδαμε, ως εξωτερικές επιβαρύνσεις μπορούμε να θεωρήσουμε τις εκπο­

μπές (ροές) ρύπων όπως αυτές των εκπομπών θείου από σταθμούς παραγωγής
ηλεκτρικής ενέργειας με την καύση ορυκτών καυσίμων υψηλής περιεκτικότη­
τας σε θείο. Οι εκπομπές αέριων ρύπων σ' αυτή την περίπτωση μπορούν να
ΚΥ

επηρεάζουν άμεσα (εκτός των άλλων) την ανθρώπινη υγεία δυσχεραίνοντας την
αναπνοή.
ΑΠ

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου η ζημία στην κοινωνία δεν είναι άμε­
ση από την ροή των εκπομπών ρύπων αλλά από το συσσωρευμένο απόθεμα
ρύπανσης, όπως το παράδειγμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη ως αποτέλε­
σμα της συσσώρευσης του διοξειδίου του άνθρακα και των άλλων αερίων του
θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Καθώς οι συγκεντρώσεις αυτές αυξάνονται όλο
και περισσότερο, η ηλιακή ακτινοβολία απορροφάται αντί να αντανακλάται και
να φεύγει με αποτελέσματα την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας της Γης. Με τον
τρόπο αυτό η επίδραση δεν είναι άμεση όπως αυτή των εκπομπών θείου αλλά η
συσσώρευση των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα δημιουργεί δυνη­
τικά προβλήματα, καθώς παραμένει υψηλή για πολλά χρόνια, ακόμη και αν οι
εκπομπές των αερίων αυτών μηδενιστούν.
Έτσι η ζημία μπορεί να ταξινομηθεί ανάλογα με την αιτία πρόκλησής της.
Αναφορικά με το αν η ζημία προκαλείται από τη ροή (εκπομπές) ή το απόθεμα
του ρυπαντή (βαθμός συγκέντρωσης) μπορούμε να διακρίνουμε τις ακόλουθες
μορφές:
Κεφάλαιο 6: Αποτυχία τη ς αγοράς και η κυβέρνηση 287

Τη ζημία ροής (flow damage), που λαμβάνει χώρα μόνο από τη ροή των
καταλοίπων που εκπέμπονται στα περιβαλλοντικά συστήματα.
Την αποθεματική ζημία (stock damage) που λαμβάνει χώρα από τη συσ­
σώρευση του ρυπαντή. Για να έχουμε ένα απόθεμα, πρέπει οι απόρροιες
(residuals) να έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής και οι εκπομπές των ρύπων
να παράγονται με ρυθμό μεγαλύτερο από την απορροφητική ικανότητα
του περιβάλλοντος2 .
Τις ανάμικτες περιπτώσεις.

Αν συμβολίσουμε με F (Flow) τη ροή, με S (Stock) το απόθεμα και με D


(Damage) τη ζημία τότε η ζημία ροής θα είναι συνάρτηση των εκπομπών (ροών)
των ρύπων (Σχέση 6.1) και η αποθεματική ζημία θα είναι συνάρτηση των συσ­
σωρευμένων αποθεμάτων ρύπανσης (Σχέση 6.2). Δηλαδή:
Ζημία ροής:
ΕΛ D D(F)
= (6.1)
ΣΔ
Αποθεματική ζημία: D D(S)
= (6.2)
Για να θέσουμε περιβαλλοντικούς στόχους, θα πρέπει να μεγιστοποιήσουμε

το καθαρό όφελος κάθε περιβαλλοντικής ενέργειας. Σε αναλύσεις ζημιών ροής


τα καθαρά οφέλη (ΝΒ) υπολογίζονται από τη διαφορά ανάμεσα στα συνολικά
οφέλη (Β, Benefits) και στις συνολικές ζημίες (D, Damage). Δηλαδή:
ΚΥ

D- D(F) } � ΝΒ = B(F)-D(F) (6.3)


ΑΠ

Β B(F)
=

Το μέγιστο επιτυγχάνεται, όταν το οριακό ό φελος (ΜΒ, Marginal Benefit)


ισο ται με το οριακό κόστος ζημίας (MD, Marginal Damage). Αυτό προκύπτει
ύ
από τη συνθήκη πρώτης τάξης, ως:
dNB(F) dB(F) dD(F) Ο� dB(F) dD(F) � Μ M
=
_

= = Β D
=
(6.4)
dF dF dF dF dF
Το σχήμα 6. 7 παρουσιάζει τις συνολικές και οριακές καμπύλες οφέλους και
ζημιών για τον καθορισμό του άριστου επιπέδου ρύπανσης. Αυτό επιτυγχάνεται
εκεί όπου το οριακό όφελος ισούται με την οριακή ζημία (η οποία αντιστοιχεί
στο οριακό εξωτερικό κόστος, MEC) και αντιπροσωπεύεται στο σχήμα 6. 7 από
το σημείο Α με αντίστοιχη παραγόμενη ποσότητα ίση με Q* και με τιμή ισορ-
2 Η περίπτωση των αποθεματικών ζημιών αναλύεται στην ενότητα 6.2.4 παρακάτω .
288 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ροπίας της ρύπανσης3 ίση με p*. Το οριακό εξωτερικό κόστος (MEC ή οριακή
ζημία) είναι το κόστος επιβάρυνσης μιας οριακής μονάδας του προϊόντος.
Τα προβλήματα με τον καθορισμό του άριστου επιπέδου περιβαλλοντικής
ζημίας είναι ότι, ενώ τα οριακά οφέλη μπορούν να εκτιμηθούν με σχετική ακρί­
βεια, τα αντίστοιχα κόστη ζημίας δεν είναι τόσο εύκολο να υπολογιστούν και
αρκετές φορές απαιτούν τη χρήση κατάλληλων μεθόδων για την οικονομική
αποτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Τις σχετικές μεθόδους θα εξετά­
σουμε αναλυτικά στο Κεφάλαιο 8.
Αξίζει να αναφερθεί ότι μία πλήρης απαγόρευση των αιτιών που προκα­
λούν το περιβαλλοντικό πρόβλημα (π.χ. ρύπανση του αέρα, των υδάτων, κ.λπ.)
δεν είναι η πιο κατάλληλη πολιτική. Ιδανικό θα ήταν να μπορούσαμε να έχου­
με μηδενικές ποσότητες ρύπων, αλλά αυτό θα ήταν σε βάρος των παραγωγι­
κών διαδικασιών είτε με πιθανές μειώσεις των επιπέδων παραγωγής είτε με την
εγκατάσταση δαπανηρών τεχνικών ελέγχου της ρύπανσης, οι οποίες οδηγούν σε

ΕΛ
ΣΔ
D,B
(Συνο/λκά)
1vνολικι'ι Ζημία

ΚΥ
ΑΠ

-----�
-<t--���� ���----'""'"
Ε;;πσμπtς ρϊ>Ι!ων. ΠσοόΊηιεc
MD,MB
ΜΒ

p•

Ορ.ακό'Οφελο< . ..,
ο σότητες
Εκπομπές ρύπιον, Π ο

Σχήμα 6. 7: Ο καθορισμός του άριστου επιπέδου ρύπανσης

3 Αυτή είναι μία σκιώδης (shadow) τιμή της εξωτερικότητας της ρύπανσης, καθώς δεν υπάρχ
ει
αγορά . Όπως θα δούμε θα μπορούσε η τιμή αυτή να είναι η τιμή ισο ρροπίας των εμπορεύσιμων
αδειών, αν επιτρεπόταν ένα επίπεδο ρύπανσης Q'.
Κεφά λαιο 6: Α ποτυχία της αγοράς και η κυβέρνηση 289

χα μηλά οριακά οφέλη στα πολύ μεγάλα επίπεδα καταπολέμησης των εκπομπών
ρύπων. Ταυτόχρονα οι κινήσεις αυτές θα δημιουργούσαν δυσκολίες επιβίωσης
σε πολλές επιχειρήσεις και κλάδους της οικονομίας με πιθανή συνέπεια την
παύση των οικονομικών τους δραστηριοτήτων.
Αυτό δείχνει ότι στην εκτίμηση της περιβαλλοντικής ζημίας θα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη και η αφομοιωτική ικανότητα του περιβάλλοντος να δια­
σπά με τη βοήθεια τωv διαφόρων περιβαλλοντικών μέσων και να μετατρέπει
σε λιγότερο επιζήμιες τις διάφορες εκπομπές ρύπων. Λαμβάνοντας υπόψη την
αφομοιωτική αυτή δυνατότητα του περιβάλλοντος, η οριακή ζημία (οριακό εξω­
τερικό κόστος, MEC) δε θα ξεκινά από την αρχή των αξόνων αλλά από κάποιο
σημείο (έστω το σημείο Δ του σχήματος 6.8), όπου και θα αρχίζει η αρνητική
δράση της ρύπανσης στο περιβάλλον.

ΕΛ
ΣΔ

Αφομοιωτική
Ικανότητα ΠεριβάfJ.οντος

"
nοσότητ•·c:
ΚΥ

Οριακά Οφέλη, MD
Οριακές Ζημίες Λ
ΑΠ

"
ο·
Ποσότητες, Εκπομπές ρύπων

Σχήμα 6 . 8 : Η οριακή ζημία και η αφομοιωτική ικανότητα του περιβάλλοντος

6.2.2 Το οριακό όφ ελο ς


Για να κατανοήσουμε καλύτερα την ύπαρξη της καμπύλης οριακού οφέλους, ας
δούμε το σχήμα 6.9. Το πάνω διάγραμμα δείχνει την ισορροπία μιας επιχείρησης
υπό συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού με τη συνθήκη ότι τα οριακά (ιδιωτικά)
κόστη παραγωγής ισούνται με τα οριακά έσοδα (ΟΚ ΟΕ) να ικανοποιείται
=
290 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡίΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

στο σημείο Ε. Το οριακό όφελος (00 ή Marginal Benefit, ΜΒ) προκύπτει από
την αφαίρεση του οριακού (ιδιωτικού) κόστους από τα οριακά έσοδα (ΟΕ-ΟΚ) ,
όπου σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού, όπως γνωρίζουμε, ισχύει ότι η δεδο­
μένη τιμή ισούται με τα οριακά και μέσα έσοδα (Ρ=ΟΕ=ΜΕ=Ζήτηση). Δηλαδή
το οριακό όφελος (00) προκύπτει από την αφαίρεση του οριακού κόστους από
την τιμή (Ρ-ΟΚ) στο πάνω διάγραμμα και μας δείχνει το οριακό όφελος (κέρ­
δος) της επιχείρησης για την παραγωγή του αγαθού μέχρι το επίπεδο ΟΑ.
Το οριακό όφελος μπορεί να χαρακτηριστεί και ως οριακό κόστος κατα­
πολέμησης ή ελέγχου της ρύπανσης (Marginal Abatement Cost curve, MAC) ,
αφού παρουσιάζει τη μείωση του κέρδους της επιχείρησης από τις διαδοχικές
μειώσεις στα επίπεδα της ρύπανσης και μέχρι την ποσότητα ΟΑ4•

ΕΛ
Τιμές

οκ
ΣΔ
ρ

0.Ε=ΜΕ= Ρ=Ζήτηοη
-

ΚΥ

!: Q' Ποσότητες
!
:
Οριακό
Όφελος ;
ΑΠ

!
1
:
ί
Οριακό Όφελος :
!

!
;
1
ο
Α Ποσότητες

Σχήμα 6 . 9 : Ε ξαγωγή της καμπύλης οριακού οφέλους

4 Αξίζει να σημειωθεί ότι η καμπύλη 00 έχει θετική κλίση, όταν αναπαριστάται με τον ορι­
ζόντιο άξονα να αντιπροσωπεύει μειώσεις των ρυπογόνων εκπομπών .
Κε φάλαιο 6: Αποτυχία της αγοράς και η κυβέ ρνη ση 2 91

6. 2 . 3 Το άριστ ο κα τ ά Pareto ε π ί π εδο ρύ π ανση ς


Όπως έχουμε δει, το κοινωνικά άριστο επίπεδο προϊόντος (κατά Pareto άριστο
επίπεδο) επιτυγχάνεται όταν το οριακό κοινωνικό κόστος (ΟΚΚ) ισούται με το
οριακό κοινωνικό όφελος (ΟΚΟ):
ΟΚΚ=ΟΚΟ
όπου το οριακό κοινωνικό κόστος (ΟΚΚ) ανά μονάδα προϊόντος ισούται με το
οριακό ιδιωτικό κόστος (ΟΙΚ) ανά μονάδα συν το οριακό εξωτερικό κόστος
(ΟΕΚ). Δηλαδή :
ΟΚΚ=ΟΙΚ + Οριακή ζημία (Ο Ε Κ)

Το σχήμα 6. 1 Ο παρουσιάζει το άριστο επίπεδο παραγωγής που λαμβάνει


χώρα στο σημείο Α και επιτυγχάνεται εκεί όπου το οριακό κοινωνικό κόστος
ισούται με το οριακό κοινωνικό όφελος. Μία πολιτική πλήρους απαγόρευσης

ΕΛ
της ρύπανσης αντιστοιχεί στο επίπεδο ΟΕπ, όπου το οριακό κοινωνικό κόστος
(ΟΚΚ) ισούται με ΕπΒ και το οριακό κοινωνικό όφελος είναι μηδέν (ΟΚΟ=Ο).
ΣΔ
Όπως όμως εξηγήσαμε προηγουμένως, καθώς η κοινωνία μπορεί να δεχθεί
κάποιο επίπεδο ρύπανσης με αντάλλαγμα την αυξημένη παραγωγή και κατανά­
λωση των παραγόμενων αγαθών, αναμένεται να υπάρχει ένα ελεγχόμενο ποσο­

στό της ρύπανσης. Αφού το περιβάλλον έχει κάποια ορισμένη ικανότητα απορ­
ρόφησης της ρύπανσης, αν η ρύπανση περιοριστεί πλήρως, η ικανότητα αυτή θα
μείνει αχρησιμοποίητη.
ΚΥ
ΑΠ

Κόσιη

Β ΟΚΚ
οκο

ο Ε

Σχήμα 6. 1 Ο: Άριστο επίπεδο παραγωγή ς


292 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Μετά το επίπεδο ΟΕ το οριακό κοινωνικό κόστος είναι μεγαλύτερο από το


οριακό κοινωνικό όφελος (ΟΚΚ>ΟΚΟ) και το πρόσθετο κόστος διοχετεύεται
στην κοινωνία και δεν επιβαρύνει μόνο τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις. Όταν
η ισορροπία της αγοράς δεν εξισώνει τα οριακά κοινωνικά κόστη με τα οριακά
κοινωνικά οφέλη, τότε δημιουργούνται διαταράξεις που οδηγούν σε αναποτελε­
σματικότητα ή αποτυχία της αγοράς.

6.2.4 Ζ ημ ί ε ς α ποθ ε μα τι κ έ ς
Μιλήσαμε ήδη για τις ζημίες ροής. Στην περίπτωση της αποθεματικής ρύπανσης
(Stock pollution, S) η συνάρτηση ζημίας δίνεται ως συνάρτηση του αποθέμα­
τος της ρύπανσης και τα οφέλη (κόστη ελέγχου) ως συνάρτηση των ροών της
ρύπανσης. Δηλαδή:

ΕΛ
D1 = D(S1) (6.5)
Β1 = B(F1) (6.6)
ΣΔ
Τα αποθέματα (Stocks, S) και οι ροές (Flows, F) ρύπανσης δεν είναι ανεξάρ­

τητες μεταξύ τους και μπορούν να εξαρτώνται, όπως δείχνει η ακόλουθη σχέση:

sl (Ο< α < 1 )
ΚΥ

=

'-.,---' �
aS1 (6.7)
εκμπομπές απορροφητική
ρύπων ικανότητα
περιβάΑλοντος
ΑΠ

όπου α ο ρυθμός απορρόφησης (αφομοίωσης) της ρύπανσης από το περιβάλλον.


dS
Το σύμβολο της τελείας ( χ ) συμβολίζει την παράγωγο στο χρόνο: S1 =
. Αν
dt
το α ισούται με τη μονάδα (α=l) τότε έχουμε ρύπανση ροής (Perman et al.,
2003).
Η χρονική εξάρτηση μεταξύ των ζημιών ροής και του αποθέματος μπορεί
να εκφραστεί ως το ορισμένο ολοκλήρωμα στο χρονικό ορίζοντα από t0 έως Τ:

f (� -aS1)dt
Ι=Τ
S1 = (6.8)
1=10

Ο υπεύθυνος λήψης απόφασης πρέπει να επιλέξει το επίπεδο εκπομπών το


οποίο μεγιστοποιεί τα καθαρά οφέλη ως (Perman et al., 2003):
Κεφάλαιο 6: Α ποτυχία τη ς αγοράς και η κυβέρν ηση 29 3

f [ Β ( F; )
/=00

- D (S1 ) ] e � ρι dt (6.9)
t=O

όπου ρ το κοινωνικό προεξοφλητικό επιτόκιο. Δηλαδή μία επαρκής περιγραφή


ενός αποθεματικού ρυπαντή δεν είναι ένας απλός αριθμός αλλά μία χρονική
πορεία (ή τροχιά) των εκπομπών ρυπαντών στο χρόνο. Συνήθως η τροχιά αυτή
αποτελείται από δύο φάσεις:
Τη σταθερή χρονική εξέλιξη (steady state) με εκπομπές και αποθέσεις
σταθερές επί αόριστο για κάποιο συγκεκριμένο επίπεδο, και
Τη φάση προσαρμογής (adjustment phase), όπου η τροχιά περιγράφει μια
πορεία απ' όπου οι εκπομπές (και οι συγκεντρώσεις) κινούνται από τα τωρινά
επίπεδα στα αποτελεσματικά τους στη σταθερή χρονική εξέλιξη (steady state).
Αυτή η προσαρμογή μπορεί να είναι γρήγορη ή να παίρνει κάποιες περιόδους.

ΕΛ
Εδώ α είναι ο φυσικός ρυθμός φθοράς του περιβάλλοντος.
Σε περίπτωση αμετάβλητων αποθεμάτων ( S 1 Ο) από:
ΣΔ
=

F
F=aS�S=

Δηλαδή στη σταθερή χρονική εξέλιξη, όσο μικρότερη είναι η τιμή του συντε­
ΚΥ

λεστή απορροφητικότητας (α), τόσο μεγαλύτερο θα είναι το απόθεμα ρύπανσης


για δεδομένο επίπεδο εκπομπών (Perman et al., 2003).
Ένα αποτελεσματικό στάδιο της σταθερής κατάστασης των εκπομπών
ΑΠ

ρύπων απαιτεί την ικανοποίηση της συνθήκης:

Δηλαδή επεκτείνουμε τη γνωστή σχέση ισότητας οριακού οφέλους και οριακής


ζημίας. Συγκεκριμένα η τωρινή αξία των ακαθάριστων ωφελειών μια πρόσθετης
μονάδας ρύπων ισούται με την τωρινή αξία της ζημίας που προκαλείται από την
πρόσθετη μονάδα ρύπανσης. Όμως, ενώ η πρόσθετη μονάδα ρύπων έχει οφέλη
μόνο για την τωρινή περίοδο, η ζημία που προκαλείται από την πρόσθετη μονά­
δα ρύπων λαμβάνει χώρα και σήμερα αλλά και στο μέλλον. Ο προεξοφλητικός
συντελεστής ( 1 /ρ+α) μετασχηματίζει τη ζημία μιας απλής περιόδου σε ισοδύνα­
μα τωρινής αξίας. Η τιμή α, δίνει τον αναλογικό ρυθμό φυσικής φθοράς (natural
decay) του αποθέματος (Perman et al., 2003).
294 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Το επίπεδο F που ικανοποιεί την τελευταία συνθήκη δίνει τη σκιώδη τιμή


για μια μονάδα εκπομπής ρυπαντή. Η τελευταία συνθήκη μπορεί να γραφεί ως:

dD
dF
=
dΒ χ ( .Ε__)
l +
dF α

Η τελευταία σχέση σύμφωνα με τους Perman et al. (2003) οδηγεί σε τέσσε­


ρις περιπτώσεις ατελούς ή μη διατήρησης ενός ρυπαντή. Συγκεκριμένα ανάλογα
με τους συνδυασμούς του προεξοφλητικού επιτοκίου ή/και του αναλογικού ρυθ­
μού φυσικής φθοράς να είναι μηδέν ή μεγαλύτερα του μηδενός οδηγούμαστε
στις ακόλουθες περιπτώσεις.
Χωρίς προεξοφλητικό επιτόκιο (ρ=Ο) και με θετικό αναλογικό ρυθμό φυσι­
κής φθοράς ( α>Ο) ο ρυπαντής παραμένει ατελώς στο περιβάλλον και τελικά

ΕΛ
παίρνει μια αβλαβή μορφή. Με ρ=Ο δεν υπάρχει προεξόφληση των ωφελειών
και του κόστους και από τις παραπάνω σχέσεις προκύπτει ότι:
ΣΔ
dD dB
=

dF dF

Δηλαδή μία αποτελεσματική σταθερή χρονική εξέλιξη στο επίπεδο των εκπο­
μπών ενός αποθεματικού ρυπαντή απαιτεί ότι η συνεισφορά στα οφέλη από μια
ΚΥ

οριακή μονάδα μιας ροής (flow) πρέπει να ισούται με τη συνεισφορά στη ζημία
από μια οριακή μονάδα ροής ρύπανσης.
Με θετικό προεξοφλητικό επιτόκιο (ρ>Ο) και με θετικό αναλογικό ρυθμό
ΑΠ

φυσικής φθοράς (α>Ο), η προεξόφληση αυξάνει τη σταθερή χρονική εξέλιξη στο


επίπεδο των εκπομπών ρυπαντών. Όσο μεγαλύτερο το προεξοφλητικό επιτόκιο
τόσο μεγαλύτερο το ποσό κατά το οποίο οι εκπομπές της αποτελεσματικής στα­
θερής χρονικής εξέλιξης θα αυξηθούν.
Με θετικό ή μηδενικό προεξοφλητικό επιτόκιο (ρ�Ο) και χωρίς αναλογικό
ρυθμό φυσικής φθοράς (α=Ο) ο ρυπαντής είναι τελείως διατηρήσιμος (persistent)
και ποτέ δεν καταλήγει σε μια αβλαβή μορφή. Η παραπάνω σχέση δεν ορίζεται
καθώς α=Ο στον παρανομαστή. Δεν υπάρχει σταθερή χρονική εξέλιξη εκτός αν
F=O. Η σταθερή χρονική εξέλιξη δεν μπορεί να υπάρχει για θετικές ροές, καθώς
θα αυξάνεται χωρίς περιορισμούς κι έτσι η ζημία θα τείνει στο άπειρο.
Κεφάλαιο 6: Α ποτυχία τη ς αγορ άς και η κυβέρνηση 295

6. 3 Δ ι ό ρ θ ωση αναποτ ε λ εσματι κοτ ή τω ν


6.3 .1 Ρ ύ θμ ιση του μο ν οπωλίου
Οι κυβερνήσεις συχνά επιτρέπουν την ύπαρξη φυσικών μονοπωλίων και με τη
χρήση ρυθμίσεων τα αφήνουν να λειτουργούν. Οι ρυθμίσεις παίρνουν τη μορ­
φή της επιβολής μιας τιμής τέτοιας που να επιτρέπει στο μονοπωλητή κάποια
κανονική απόδοση. Σύγκεκριμένα, η ρύθμιση των μονοπωλίων μπορεί να γίνει:
1 ) Θέτοντας την τιμή ίση με το μέσο κόστος Ρ = ΜΚ
2) Θέτοντας την τιμή ίση με το οριακό κόστος Ρ = ΟΚ

Στην πρώτη περίπτωση η τιμή τίθεται ίση με το μέσο κόστος (Ρ=ΜΚ). Αυτό
σημαίνει ότι το μέσο έσοδο ισούται με το μέσο κόστος (ΜΕ=ΜΚ), το οποίο

ΕΛ
συνεπάγεται ότι έχουμε μηδενικά κέρδη (νεκρό σημείο) και η κυβέρνηση ή ο
υπεύθυνος λήψης αποφάσεων μπορεί να εξαλείψει όλα τα κέρδη του μονοπωλη­
τή. Αλλά, όταν η τιμή τίθεται ίση με το μέσο κόστος (Ρ=ΜΚ), η τιμή εξακολου­
ΣΔ
θεί να είναι υπεράνω του οριακού κόστους (ΟΚ) και έτσι υπάρχει μη αποδοτική
κατανομή (misallocation) των πόρων.

Στη δεύτερη περίπτωση η τιμή τίθεται ίση με το οριακό κόστος (Ρ=ΟΚ) και
η μη αποδοτική κατανομή των πόρων εξαλείφεται. Αν ο μονοπωλητής εξακο­
λουθήσει να έχει κέρδη στην τιμή Ρ=ΟΚ, τότε η κυβέρνηση μπορεί να επιβάλλει
ΚΥ

έναν φόρο στο μονοπωλητή ίσο με τα συνολικά αυτά κέρδη. Όμως, όταν η τιμή
τίθεται ίση με το οριακό κόστος (Ρ=ΟΚ), η τιμή Ρ μπορεί να είναι μικρότερη του
μέσου κόστους (ΜΚ) και ο μονοπωλητής να αντιμετωπίζει ζημίες και να μην
ΑΠ

προσφέρει το προϊόν στο μακροχρόνιο διάστημα (LR) χωρίς κάποια επιδότηση.


Ας δούμε τις ρυθμίσεις αυτές διαγραμματικά στο σχήμα 6. 1 1 . Ας θυμηθού­
με ότι τα μέσα κέρδη δίνονται από τη διαφορά του μέσου κόστους από την τιμή
και τα συνολικά κέρδη δίνονται από τον πολλαπλασιασμό των ποσοτήτων επί
τη διαφορά του μέσου κόστους (που ισούται με τα μέσα έσοδα) από την τιμή.
Δηλαδή:
Μέσα Κέρδη = Ρ-ΜΚ και Συνολικά Κέρδη = (Ρ-ΜΚ) χ Q
όπου Ρ=ΜΕ.
Στην περίπτωση χωρίς ρύθμιση η ποσότητα παραγωγής είναι ίση με ΟΑ
(Q=OA) και η τιμή ισούται με ΑΔ (Ρ=ΑΔ). Ως εκ τούτου το κέρδος δίνεται ως:
κέρδος = (ΓΔ ανά μονάδα) χ (ΟΑ)
296 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Τιμές

ΕΛ
ΣΔ
ο
Α Η Θ Π οσότητες

Πηγή: Τροποποιημένο α πό Salνatore και Diulio ( 1 980).

Σχήμα 6. 1 1 : Ρύθμιση μονοπωλίου


ΚΥ

Ας εξετάσουμε αρχικά την περίπτωση ρύθμισης θέτοντας την τιμή ίση με το


ΑΠ

μέσο κόστος (Ρ=ΜΚ) . Στην περίπτωση αυτή η ποσότητα παραγωγής είναι ίση με
ΟΘ (Q=ΟΘ), ενώ η τιμή ισούται με ΘΙ (Ρ=ΜΚ=ΘΙ ) και τα μέσα κόστη ισούνται
με τα μέσα έσοδα (ΜΚ=ΜΕ), δηλαδή έχουμε μηδενικά κέρδη (νεκρό σημείο).
Όταν η τιμή είναι μικρότερη από το οριακό κόστος (Ρ<ΟΚ), οι πόροι είναι μη
αποδοτικά κατανεμημένοι (misallocated) και το προϊόν υπερπαράγεται.

Στην περίπτωση ρύθμισης θέτοντας την τιμή ίση με το οριακό κόστος (Ρ=ΟΚ)
η ποσότητα παραγωγής είναι ίση με ΟΗ (Q=OH) και η τιμή ισούται με ΗΕ
(Ρ=ΗΕ) ενώ τα κέρδη ανά μονάδα ισούνται με ΕΖ. Η κυβέρνηση μπορεί να
θέσει ένα φόρο ίσο με ΕΖ (με συνεπαγόμενα κέρδη ίσα με το γινόμενο ΕΖ χ ΟΗ)
και να οδηγήσει το μονοπωλητή να μην έχει κέρδος, επιτυγχάνοντας την αποδο­
τικότητα κατανομής.
Κεφάλαιο 6: Αποτυχία τη ς αγορ άς και η κ υβέρνηση 297

6. 3 . 2 Η κα τ ά Pareto α π οτελεσματική π αρο χ ή ενό ς δ ημόσιου


α γ αθού
Η κατά Pareto αποτελεσματική ποσότητα του δημόσιου αγαθού επιτυγχάνεται
στο σημείο όπου τέμνονται οι καμπύλες ΟΚΟ και ΟΚΚ, δηλαδή για την ποσότη­
τα Qε στο σχήμα 6. 1 2. Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν το δημόσιο αγαθό παραγόταν
από κάποια ιδιωτική επιχείρηση, η συνολικά παραγόμενη και προς κατανάλωση
ποσότητα του θα ήταv μικρότερη από την κοινωνικά επιθυμητή (κατά Pareto
αποτελεσματική) ποσότητα Qε κάτι που φαίνεται στο σχήμα 6.12.
Αν υποθέσουμε μια πλήρως ανταγωνιστική κατάσταση με το οριακό κοι­
νωνικό κόστος να ισούται με το οριακό ιδιωτικό κόστος (ΟΚΚ ΟΙΚ, δηλαδή=

δεν υπάρχουν αρνητικές εξωτερικότητες), τότε ο καταναλωτής 2 θα πλήρωνε


τιμή Ρ2 για ποσότητα του δημόσιου αγαθού QA (D2 = ΟΙΚ). Για την ποσότητα
του δημόσιου αγαθού Q A το οριακό όφελος του καταναλωτή 1 ισούται με Ρ 1,

ΕΛ
που είναι μικρότερο της τιμής Ρ2 • Έτσι ο καταναλωτής 1 , καθώς το αγαθό είναι
δημόσιο και δεν μπορεί να αποκλειστεί από την κατανάλωση της ποσότητας QM
ΣΔ
την οποία ο καταναλωτής 2 αποφάσισε να αγοράσει, δε θα ήταν διατεθειμένος
να πληρώσει την υψηλότερη τιμή που θα ήταν αναγκαία για την αύξηση της
παραγωγής του αγαθού σε επίπεδο μεγαλύτερο από το QA .

Συνεπώς, ο καταναλωτής 1 καταναλώνει την ίδια ποσότητα του αγαθού με


τον καταναλωτή 2, χωρίς όμως να πληρώνει γι' αυτό (ελεύθερος χρήστης). Η
συνολική ποσότητα που παράγεται και καταναλώνεται στην αγορά βρίσκεται
ΚΥ

σε επίπεδο παραγωγής μικρότερο από το κοινωνικά αποτελεσματικό επίπεδο


Qε. Είναι φανερό ότι υπάρχει περιθώριο για την κυβέρνηση να παρέμβει και να
ΑΠ

παράγει την κατά Pareto αποτελεσματική ποσότητα του δημόσιου αγαθού. Απα­
ραίτητη προϋπόθεση για μια τέτοια παρέμβαση είναι η γνώση της καμπύλης της
συνολικής ζήτησης ή της καμπύλης του Οριακού Κοινωνικού Οφέλους.
Το ερώτημα που γεννάται είναι κατά πόσο είναι εφικτό για την κυβέρνηση
να μάθει τις ατομικές καμπύλες ζήτησης των καταναλωτών οι οποίες όταν προ­
στεθούν κάθετα δίνουν την καμπύλη Οριακού Κοινωνικού Οφέλους. Στην περί­
πτωση που οι δαπάνες των ατόμων για την κατανάλωση ενός δημόσιου αγαθού
(δημόσια αστυνόμευση, έλεγχος πλημμύρων, κ.ά.) συσχετίζονται με τις προσω­
πικές τους συναρτήσεις ζήτησης, υπάρχει κάποιο κίνητρο για την απόκρυψη της
αλήθειας εξαιτίας του προβλήματος του ελεύθερου χρήστη (free-rider).
298 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑι\ΛΟΝΤΟΣ

Τιμή

οκκ

ΕΛ
Σχήμα 6. 1 2 : Αποτελεσματικότητα κατά Pareto στην παροχή ενός δημόσιου αγαθού

Αντίθετα, αν οι πληρωμές για την κατανάλωση του δημόσιου αγαθού δε


ΣΔ
σχετίζονται με την ατομική ζήτηση, θα υπάρχει μια τάση υπερεκτίμησης της
αποτίμησης του οφέλους που οι καταναλωτές αποκομίζουν από το δημόσιο

αγαθό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όσο δε χρειάζεται να συνεισφέρουμε στο


κόστος της αστυνόμευσης είμαστε όλοι υπέρ της μεγαλύτερης προστασίας στις
γειτονιές.
ΚΥ

Δύο πιθανές λύσεις για να εκμαιεύσει η κυβέρνηση τις ατομικές καμπύλες


ζήτησης των καταναλωτών είναι:
ΑΠ

μέσω της εκλογής των κυβερνήσεων και της αποδοχής των εξαγγελιών
τους
και
βάσει μίας εκτίμησης κόστους-οφέλους από την παροχή του δημόσιου
αγαθού.
Η πρώτη λύση είναι μία πολύ επιφανειακή προσέγγιση των προτιμήσεων
της κοινωνίας. Διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις υπόσχονται διαφορετικές
ποσότητες παροχής των δημόσιων αγαθών (π.χ. αστυνόμευση, άμυνα, υγεία,
εκπαίδευση, κ.ά.) στις προεκλογικές τους εξαγγελίες μαζί με το δημοσιονομικό
τους πρόγραμμα. Έτσι η ψήφιση και η εκλογή μιας πολιτικής παράταξης ενδέ­
χεται να αντιστοιχεί πολύ γενικά και επιφανειακά στην επιθυμία των ψηφοφό­
ρων για ένα αποτελεσματικό κατά Pareto επίπεδο παροχής του δημόσιου αγα­
θού. Αυτό οφείλεται στο ότι, καθώς οι εξαγγελίες αφορούν πληθώρα πολιτικών
Κεφάλαιο 6: Αποτυχία τη ς αγορά ς και η κυβέρνηση 2 99

θεμάτων, οι ψηφοφόροι ενδέχεται να συμφωνούν με την ποσότητα της υποσχό­


μενης παροχής του δημόσιου αγαθού από την παράταξη Α αλλά να ψηφίσουν
την παράταξη Β λόγω πιθανής δυσαρέσκειας με κάποιες άλλες πολιτικές τοπο­
θετήσεις της παράταξης Α (και το αντίστροφο).
Η χρήση της ανάλυσης κόστους-οφέλους μπορεί επίσης να προσεγγίσει τις
προτιμήσεις της κοινωνίας. Αν πάρουμε ως παράδειγμα την κατασκευή ενός
αντιπλημμυρικού έργου, τότε οι δημόσιοι υπάλληλοι μπορούν να εκτιμήσουν
την αύξηση της γεωργικής παραγωγής από την αποτροπή πλημμυρών. Αυτό
μπορεί να γίνει ανατρέχοντας στις καταγραφές των ζημιών και των αποζημιώ­
σεων από τις πρόσφατες πλημμύρες που ενδεχομένως έλαβαν χώρα στην υπό
εξέταση περιοχή τα προηγούμενα έτη. Αυτά τα εκτιμημένα οφέλη συγκρίνονται
με τα κόστη κατασκευής του αντιπλημμυρικού έργου.
Οι περιορισμοί της ανάλυσης κόστους-οφέλους είναι ότι σε τέτοια έργα
υπάρχει ενδεχομένως η πολιτική σκοπιμότητα πραγματοποίησης μιας τέτοιας
ΕΛ
επένδυσης, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει μια σχετική δυσκολία λήψης ακριβών εκτι­
μήσεων με αξιοπιστία κυρίως των ωφελειών αλλά και του κόστους. Οι εμπλε­
ΣΔ
κόμενοι φορείς αποτίμησης του φράγματος (έστω η κατασκευαστική εταιρεία)
ενδέχεται να υπερεκτιμήσουν τα οφέλη από το αντιπλημμυρικό έργο, για να

προχωρήσουν στην κατασκευή του δημιουργώντας μελλοντική απασχόληση και


κέρδη για το προσωπικό τους.
ΚΥ

6. 3 . 3 Διορθωτ ική πολιτική στην π ερ ίπτ ω ση εξωτερικοτήτων


Η κατάλληλη διορθωτική πολιτική, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στο επόμενο
ΑΠ

κεφάλαιο, είναι η επιβολή ενός φόρου ίσου με την οριακή κοινωνική ζημία πάνω
στο δημιουργό της επιβάρυνσης (Pigouνian tax). Με τον τρόπο αυτό η εξω τερ ι­
κή επιβάρυνση εσωτερικ εύεται, καθώς αυτός που δημιουργεί την επιβάρυνση
λαμβάνει υπόψη του το εξωτερικό κόστος που επιφέρει σε τρίτους.

6.3.3.1 Η φορολ ογ ί α ως μ έ σο π ε ρι β α λλοντικ ή ς πολ ι τ ι κ ή ς


Η επιβολή ενός φόρου σ' αυτόν που δημιουργεί τη ρύπανση (π.χ. μία βιομηχα­
νική μονάδα) αυξάνει το συνολικό κόστος παραγωγής συμπεριλαμβάνοντας στο
ιδιωτικό κόστος και το κοινωνικό κόστος από τις επιπτώσεις της ρύπανσης. Με
τον τρόπο αυτόν εσωτερικεύεται η αρνητική εξωτερική επιβάρυνση. Η εσωτε­
ρίκευση αυτή μπορεί να διορθώσει την αποτυχία της αγοράς.
Το οριακό κοινωνικό κόστος (ΟΚΚ) ισούται με το οριακό ιδιωτικό κόστος
(ΟΙ Κ) συν το οριακό εξωτερικό κόστος (ΟΕΚ) ανά μονάδα παραγόμενης ποσό­
τητας. Όπως είδαμε, το οριακό εξωτερικό κόστος αποτελεί το κόστος της εξω-
300 Ο ΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑλλΟ!ΗΟΣ

τερικότητας που δημιουργείται από την παραγωγή μίας επιπλέον μονάδας του
αγαθού. Όταν μία επιχείρηση (ή κατ' επέκταση χώρα) αντιμετωπίζει το πλήρες
κόστος της παραγωγικής της δραστηριότητας (ΟΙΚ+ΟΕΚ), τότε η εξωτερική
επιβάρυνση εσωτερικεύεται. Όταν η εξωτερική επιβάρυνση εσωτερικευτεί, τότε
λαμβάνουμε το κατά Pareto άριστο επίπεδο παραγωγής του προϊόντος μίας επι­
χείρησης (και κατ' επέκταση της χώρας).
Στο σχήμα 6. 1 3 το κατά Pareto άριστο επίπεδο προϊόντος είναι το Ο Qκ,
ενώ για την επιχείρηση (χώρα) το επίπεδο παραγωγής είναι το OQ,. Ας θεωρή­
σουμε μία επιχείρηση που λειτουργεί υπό συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού και
η οποία ρυπαίνει το περιβάλλον. Ας υποθέσουμε επίσης ότι τα οριακά ιδιωτικά
και κοινωνικά οφέλη είναι ίσα (010 ΟΚΟ). Αν απαιτήσουμε από την επιχεί­
=

ρηση (χώρα) να πληρώσει ένα φόρο ίσο με το οριακό εξωτερικό κόστος (ΟΕΚ €
ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος), τότε το οριακό ιδιωτικό κόστος (ΟΙΚ) θα
μετατοπιστεί στη θέση της ΟΚΚ (Σχήμα 6. 1 3).

ΕΛ
Δηλαδή, στην ισορροπία η παραγόμενη ποσότητα από την επιχείρηση είναι
OQ, και η κατά Pareto αποτελεσματική παραγόμενη ποσότητα είναι ΟQκ· Αν
ΣΔ
η επιχείρηση υποχρεωθεί να πληρώσει έναν φόρο ίσο με € ΟΕΚ ανά μονάδα
παραγόμενου προϊόντος, το ΟΙΚ της ισούται με το ΟΚΚ. Σ' αυτή την περί­
πτωση η εξωτερικότητα εσωτερικεύεται και η επιχείρηση, η οποία επιδιώκει τη

μεγιστοποίηση των κερδών της, έχει πλέον κίνητρο να μειώσει το παραγόμενο


προϊόν της στο κοινωνικά αποτελεσματικό επίπεδο Qκ.
ΚΥ

οκκ
P, C
ΑΠ

σικ

ο Q

Σχήμα 6. 1 3 : Το κατά Pareto άριστο επίπεδο προϊόντος μιας μεμονωμένης επιχείρησης


Κεφάλαιο 6: Αποτυχία τη ς αγοράς και η κυβέρνη ση 301

Ομοίως για τη βιομηχανία στο σύνολο, η ανάλυση είναι η ίδια. Ένας φόρος
ύψους € ΟΕΚ ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος οδηγεί στην εσωτερίκευ­
ση της εξωτερικότητας εξασφαλίζοντας ότι στο σύνολο της η βιομηχανία θα
παράγει επίπεδο προϊόντος Qκ, το οποίο θα ικανοποιεί την κατά Pareto απο­
τελεσματικότητα. Στο σχήμα 6. 1 4, ένας φόρος ίσος με το ΟΕΚ=Ρ2 Ρ3 εσωτερι­
κεύει την αρνητική εξωτερική επιβάρυνση εξασφαλίζοντας ότι η βιομηχανία θα
παράγει το κοινωνικώς (κατά Pareto) αποδεκτό επίπεδο του προϊόντος. Η λύση
του Pigou με την επιβολή ενός κατάλληλου φόρου ίσου με το οριακό εξωτερικό
κόστος (εδώ Ρ2Ρ3) θα επιτύχει το κοινωνικά άριστο επίπεδο. Όμως η λύση αυτή
απαιτεί τη δυνατότητα μέτρησης της αξίας των εξωτερικών επιδράσεων πράγμα
το οποίο είναι πολύ δύσκολο.

Ο φόρος Pίgou ανά μονάδα ρύπων που εκπέμπονται από ρυπογόνες παρα­

ΕΛ
γωγικές διαδικασίες επιτυγχάνει την εσωτερίκευση της εξωτερικότητας που
προκαλούν οι ρύποι αυτοί, αν ο φόρος ισούται με την τιμή της εξωτερικής
ΣΔ
επιβάρυνσης στο άριστο επίπεδο της ρύπανσης.

Τιμές,
Κόστη
ΚΥ


οκκ

ΟΙΚ
ΑΠ

Ρ3
Ζήτηση=ΟΙΟ=ΟΚΟ

Σχήμα 6. 1 4: Το κατά Pareto άριστο επίπεδο προϊόντος της Βιομηχανίας


3 02 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Μελέτη περίπτωσης 6. 2

Κόστος ευημερίας από καταπολέμηση της ρύπανσης

Σύμφωνα με την προσέγγιση κατά Pigou φορολογούμε την πηγή της ρύπαν­
σης σύμφωνα με τη διάσταση μεταξύ οριακού κοινωνικού και οριακού
ιδιωτικού κόστους. Εναλλακτικά, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο,
θα μπορούσαμε να θέσουμε ένα πρότυπο (standard) για το μέγιστο επίπε­
δο των εκπομπών των ρύπων επιτρέποντας στον παραγωγό της ρύπανσης
μία μεγαλύτερη ευελιξία στο να μεταβάλλει τις χρησιμοποιούμενες εισροές
στην παραγωγική διαδικασία με τέτοιο τρόπο, ώστε να συμμορφώνεται με
το επιβαλλόμενο επίπεδο μέγιστης ρύπανσης.
Ο Thomas ( 1 980) παρουσίασε διαγραμματικά το κόστος ευημερίας από

ΕΛ
τον έλεγχο της ρύπανσης. Συγκεκριμένα στο σχήμα 6. 1 5, αν η MC1 αντιπρο­
σωπεύει το οριακό κόστος παραγωγής, τότε η ισορροπία λαμβάνει χώρα στο
ΣΔ
επίπεδο παραγωγής Q 1 με αντίστοιχη τιμή ισορροπίας Ρ 1 • Αν δεν υπάρχει
έλεγχος των εκπομπών και της προκαλούμενης ρύπανσης, τότε το επίπε­
δο εκπομπών ρύπων είναι Ε 1 • Αν τεθεί ένα όριο ύψους εκπομπών Ε 2 , τότε

το επιβαλλόμενο αυτό όριο των εκπομπών δημιουργεί πρόβλημα, καθώς η


υπάρχουσα ποσότητα ρύπων είναι μεγαλύτερη από αυτή που επιβάλει το
προτεινόμενο ύψος Ε2 , αφού το παραγόμενο επίπεδο προϊόντος Q 1 > Q2 που
ΚΥ

αντιστοιχεί στο επίπεδο μετά την επιβολή του ανώτατου ορίου.


ΑΠ

Τιμές
Ε κπομπές
Ρύπωv
MC, Ε

Ε, •••••••••••• •••••••••••••••••

ο
Q, ο· ο, Ποσότητες Q, Ποσότητες

Σχήμα 6. 1 5 : Κόστος ευημερίας από τον έλεγχο της ρύπανσης

Με καταπολέμηση της ρύπανσης η καμπύλη οριακού κόστους παίρνει


τη θέση MC2 • Η νέα καμπύλη οριακού κόστους είναι ίδια με την αρχική
Κεφάλαιο 6: Α ποτυχία της αγοράς και η κυβέρνηση 303

μέχρι το επίπεδο παραγωγής Q2 αλλά μετατοπίζεται προς τα πάνω και αρι­


στερά μετά το επίπεδο παραγωγής Q2. Τώρα το επίπεδο του παραγόμενου
προϊόντος μειώνεται στο Q * και η τιμή ανέρχεται στο ύψος Ρ*. Όταν δεν
υπάρχει έλεγχος, τα πλεονάσματα του παραγωγού και του καταναλωτή δίνο­
νται αντίστοιχα από τα χωρία ACP 1 και P1CG αντίστοιχα. Με την επιβολή
του ανωτάτου ορίου στο ύψος των εκπομπών ρύπων τα πλεονάσματα παρα­
γωγού και καταναλωτή γίνονται ΑΒFDΡ* και P*DG αντίστοιχα.
Η απώλεια στο πλεόνασμα του καταναλωτή είναι P1CDP* αλλά P1HDP*
είναι μία μεταβίβαση από τους καταναλωτές στους παραγωγούς από το
οποίο P1 1DP* πηγαίνει στο πλεόνασμα του παραγωγού, ενώ το χωρίο IHD
είναι ένα πρόσθετο κόστος των πόρων. Το χωρίο BCIF αντιπροσωπεύει την
απώλεια στο πλεόνασμα παραγωγού ενώ το χωρίο ICD την απώλεια στο
πλεόνασμα του καταναλωτή. Άρα, το χωρίο BCDF είναι η απώλεια ευημε­

ΕΛ
ρίας (ως ακαθάριστο κόστος που δε συμπεριλαμβάνει την ευεργετική μεί­
ωση στις εκπομπές ρύπων) και το χωρίο BKDF είναι η μεταβίβαση από τα
πλεονάσματα του παραγωγού και του καταναλωτή στο κόστος των συντελε­
ΣΔ
στών, ενώ το χωρίο KCD είναι ένα καθαρό κόστος.

6 . 3 . 3 . 2 Ε ξωτ ε ρικ ότητες : Ο ρό λ ος των ι δ ιοκτησια κ ών δ ικα ιω μ ά τω ν


ΚΥ

Όπως γνωρίζουμε μέχρι τώρα, η αναποτελεσματικότητα των εξωτερικοτήτων


μπορεί να αποφευχθεί, αν οι δημιουργοί της αρνητικής εξωτερικότητας επω­
μιστούν το κόστος που προκαλούν στην κοινωνία. Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας
ΑΠ

μπορούν να αποτελέσουν μία ακόμη λύση στο πρόβλημα των εξωτερικοτήτων.


Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας αποτελούν ένα σύνολο θεσμικών κανόνων που
καθορίζουν τα δικαιώματα αλλά και τις υποχρεώσεις των ιδιοκτητών ενός αγα­
θού ή πιο γενικά ενός φυσικού πόρου. Τα δικαιώματα μπορούν να ανήκουν είτε
σε άτομα (καπιταλιστικές οικονομίες) είτε στο κράτος (κεντρικά σχεδιαζόμενη
οικονομία). Για να είναι αποτελεσματικό ένα σύστημα ιδιοκτησιακών δικαιωμά­
των θα πρέπει να είναι νομικά κατοχυρωμένο και να υπάρχει σαφήνεια τόσο στο
ιδιοκτησιακό καθεστώς όσο και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κατό­
χου του. Επίσης θα πρέπει τα οφέλη και τα κόστη να αποδίδονται στον κάτοχο
των δικαιωμάτων, ο οποίος να έχει τη δυνατότητα μεταβίβασης των δικαιωμά­
των αυτών αν το κρίνει αναγκαίο.
Καθώς η κυβέρνηση μπορεί να ορίσει και να θέσει σε ισχύ ιδιοκτησιακά καθε­
στώτα για την εσωτερίκευση τόσο του εξωτερικού κόστους όσο και των ωφελειών,
μπορεί κατόπιν να επιτρέψει στους ιδιώτες να έρθουν σε διαπραγματεύσεις. Εδώ
304 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

βρίσκεται η συνεισφορά του Άγγλου οικονομολόγου Ronald Coase και του θεω­
ρήματός του (Coase, 1 960). Σύμφωνα με θεώρημα του Coase, αν τα δικαιώματα
ιδιοκτησίας είναι σαφώς καθορισμένα και σε ισχύ, τότε η διαπραγμάτευση μεταξύ
των εμπλεκόμενων ομάδων (δημιουργών και αποδεκτών της ρύπανσης) θα εξα­
σφαλίσει μία αποτελεσματική έκβαση. Δηλαδή, στην περίπτωση ρύπανσης ενός
φυσικού πόρου ελεύθερης πρόσβασης, η παραχώρηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας
στα εμπλεκόμενα μέρη (είτε στο δημιουργό είτε στον αποδέκτη της ρύπανσης) και
η άμεση διαπραγμάτευση θα καθορίσουν το άριστο επίπεδο ρύπανσης.
Το θεώρημα στηρίζεται στην αρχή κατά την οποία, όταν οι εμπλεκόμενοι
μπορούν να διαπραγματευτούν χωρίς (ή με πολύ χαμηλό) κόστος και με αμοιβαίο
πλεονέκτημα, θα υπάρχει μία αποτελεσματική έκβαση άσχετα με το ποιος έχει τα
δικαιώματα ιδιοκτησίας. Η αποτελεσματικότητα του συστήματος είναι μεγαλύτε­
ρη για μικρό αριθμό συναλλασσόμενων και χαμηλά κόστη συναλλαγής.
Ας δούμε ένα παράδειγμα σχετικό με το ρόλο των ιδιοκτησιακών δικαιω­

ΕΛ
μάτων. Το σχήμα 6. 1 6 δείχνει το οριακό όφελος (ΜΒ, Marginal Benefit), το
οποίο απολαμβάνει το χωριό Α από το χτίσιμο ενός αντιπλημμυρικού έργου στα
ΣΔ
σύνορά του με το γειτονικό χωριό Β, για διαφορετικά μεγέθη του αντιπλημμυ­
ρικού τείχους. Το τείχος δημιουργεί μία αντιαισθητική εικόνα στο χωριό Β και η
καμπύλη MD (Marginal Damage) αντιπροσωπεύει το οριακό κόστος ζημίας του

χωριού Β εξαιτίας της μείωσης της καλαισθησίας του χώρου.


Ας υποθέσουμε αρχικά ότι υπάρχει η πρόθεση για την κατασκευή ενός τεί­
χους μεγέθους Μ1 Τότε το συνολικό κόστος που επωμίζεται το χωριό Β από
ΚΥ

την κατασκευή ενός τείχους μεγέθους Μ1 ισούται με το εμβαδόν του χωρίου


ΟΑΔΜ 1 • Το αποτελεσματικό μέγεθος του τείχους είναι Μ*, όπου το οριακό όφε­
ΑΠ

λος ισούται με το οριακό κόστος (MB=MD). Η αποτελεσματική ποσότητα της


εξωτερικότητας - δηλαδή η αποτελεσματική ποσότητα αυτού που προκαλεί την
εξωτερικότητα (το τείχος) - είναι μεγαλύτερη από μηδέν καθώς επιτυγχάνεται
στο σημείο όπου ΜΒ = MD.
Αλλά πώς χρησιμοποιείται η έννοια των περιουσιακών δικαιωμάτων σ ' αυτό
το πλαίσιο; Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα υποδηλώνουν το νόμιμο δικαίωμα σε
αποζημίωση. Με άλλα λόγια, αναφέρεται στο αν το χωριό Α που αποφασίζει να
χτίσει το τείχος έχει το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση για την απώλεια που
θα έχει στην περίπτωση που το μέγεθος του τείχους περιοριστεί. Αντίστοιχα,
εξετάζεται εάν το γειτονικό χωριό Β έχει δικαίωμα σε αποζημίωση για τη μείω­
ση της καλαισθησίας του χώρου του.
Ας δούμε αν ανεξάρτητα του ποιος έχει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, θα
κατασκευαστεί το κοινωνικά αποτελεσματικό μέγεθος του τείχους. Ας υπο­
θέσουμε αρχικά ότι το χωριό Β δικαιούται αποζημίωση για τη μείωση της
Κεφάλαιο 6: Αποτυχία τη ς αγοράς και η κυβέρνηση 305

καλαισθησίας. Τότε αυτός που αποφασίζει να χτίσει το τείχος θα επιλέξει να


κατασκευάσει ένα τείχος μεγέθους Μ*, για το οποίο ισχύει MB=MD, και να
αποζημιώσει πλήρως το γειτονικό χωριό Β με ποσό αντίστοιχο του εμβαδού της
περιοχής ΟΑΓΜΌ Ο κατασκευαστής του τείχους θα έχει ένα πλεονασματικό
όφελος ίσο με το εμβαδόν της περιοχής ΑΒΓ. Σημειώνεται ότι δε θα επιθυμούσε
την κατασκευή ενός τείχους με μεγαλύτερο μέγεθος από Μ* καθώς ΜΒ < MD.

Οριακό κόστος,
Οριακό όφελος Δ MD
Β

ΕΛ
ΣΔ
Α

Μ" Μι
ο Μέγεθος τείχους
Σχήμα 6 . 1 6 : Διαγραμματική παρουσίαση του παραδείγματος των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων
ΚΥ

Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο κατασκευαστής του τείχους δικαιούται αποζημίω­


ΑΠ

ση. Το γειτονικό χωριό Β θα είναι διατεθειμένο να πληρώσει στον κατασκευα­


στή του τείχους ΓΕΜ1Μ*, για να μειώσει το ύψος του τείχους από Μ 1 σε Μ*.
Δηλαδή το γειτονικό χωριό Β πληρώνει ένα ποσό ίσο με το ΜΒ κάθε μεγέθους
του τείχους και πετυχαίνει πλεόνασμα ΓΔΕ. Το χωριό Β δε θα δεχόταν να πλη­
ρώσει μεγαλύτερη αποζημίωση, καθώς το οριακό όφελος είναι μεγαλύτερο του
οριακού κόστους ζημίας (MB>MD). Επομένως, σε κάθε περίπτωση το μέγεθος
του τείχους που θα κατασκευαστεί θα είναι το Μ*.
Να σημειωθεί εδώ ότι από το παραπάνω παράδειγμα γίνεται φανερό ότι
μία λύση στο πρόβλημα των εξωτερικοτήτων είναι ο καθορισμός και η επιβολή
των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων από την κυβέρνηση, ώστε να εσωτερικευθούν
τα εξωτερικά κόστη ή οφέλη, και στη συνέχεια να επιτρέψει τους ιδιώτες να
διαπραγματευτούν μεταξύ τους. Όμως υπάρχουν κάποιες πρακτικές δυσκολίες
που ανακύπτουν με τα περιουσιακά δικαιώματα. Συγκεκριμένα υπάρχουν προ­
βλήματα με:
306 Ο!ΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ι. τις εισοδηματικές επιπτώσεις από την αρχική κατανομή των δικαιωμά-


των,
ίί. την οργάνωση ενός συστήματος παροχής των αποζημιώσεων,
ί ί ί. καθώς και το σύνηθες πρόβλημα του ελεύθερου χρήστη.
iv. Τέλος, χρήζει αναφοράς και προβληματισμού ότι στις συναλλαγές επι­
τρέπεται (ίσως κακώς) ο μετριασμός της αρχής του «ο ρυπαίνων πλη­
ρώνει» και η προτροπή χρήσης της αρχής «το θύμα πληρώνει» για την
περιβαλλοντική ζημία.

6. 3 . 3 . 3 Πο λ ιτ ικ έ ς γ ι α τ ην κα τα π ο λ έ μηση τ η ς κ υ κ λοφορ ιακ ή ς


.

συ μφο ρ ησης

(ί) Τιμολόγηση χρήσης του δρόμου

ΕΛ
Οι οδηγοί συγκρίνουν το ιδιωτικό κόστος με το ιδιωτικό όφελος που προκύπτει
από κάθε ταξίδι τους και επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν μια διαδρομή, εφόσον
ΣΔ
το οριακό ιδιωτικό όφελος είναι μεγαλύτερο του οριακού ιδιωτικού κόστους
(ΟΙΟ > ΟΙΚ). Στο αρχικό διάγραμμα 6.6, η αποτελεσματική κατά Pareto κατα­
νομή Ρ3 θα μπορούσε να επιτευχθεί με την επιβολή ενός φόρου με τη μορφή

πληρωμής ενός τέλους σε διόδια σε συγκεκριμένα σημεία του οδικού δικτύου,


ίσο με ΑΔ ανά ταξίδι για κάθε οδηγό.
Ένας τέτοιος φόρος θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του οριακού ιδιω­
ΚΥ

τικού κόστους από ΟΙΚ1 σε ΟΚΚ1, με αποτέλεσμα το επίπεδο της κυκλοφορίας


να μειώνεται από Ρ2 σε Ρ3 • Η επιβολή τιμής για τη χρήση του δρόμου έχει ως
ΑΠ

αποτέλεσμα την αποτελεσματικότερη κατανομή του περιορισμένου αγαθού (τη


χωρητικότητα του οδικού δικτύου), επειδή το οριακό ιδιωτικό όφελος (όπως
μετράται από την καμπύλη ζήτησης) εξισώνεται με το οριακό κοινωνικό κόστος.
Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αυτοκίνητα, τα φορτηγά και τα λεω­
φορεία συνεισφέρουν με διαφορετικό τρόπο στη δημιουργία κυκλοφοριακής
συμφόρησης, το ύψος του επιβαλλόμενου τέλους θα πρέπει να διαφέρει ανάλο­
γα με τον τύπο του οχήματος.
(ii) Διεύρυνση του οδικού δικτύου

Αυτή η πολιτική αφορά τη δημιουργία νέων γραμμών κυκλοφορίας στους ήδη


υπάρχοντες δρόμους ή/και την κατασκευή νέων δρόμων. Σαν αποτέλεσμα το
οριακό ιδιωτικό και κοινωνικό κόστος στο διάγραμμα 6. 1 7 μετατοπίζονται από
ΟΙΚ1 και ΟΚΚ 1 σε ΟΙΚ2 και ΟΚΚ2, αντίστοιχα (Πηγή : Τροποποιημένο από Grif­
fiths και Wall, 1 99 1 ). Πριν την αύξηση της χωρητικότητας του οδικού δικτύου η
Κεφά λαιο 6: Αποτυχία τη ς αγορά ς και η κυβέρνη ση 307

κυκλοφοριακή συμφόρηση ξεκινούσε να υπάρχει από το επίπεδο κυκλοφορίας


Ρ 1 • Μετά την επέκταση του οδικού δικτύου δεν υφίσταται κυκλοφοριακή συμ­
φόρηση μέχρι το επίπεδο κυκλοφορίας Ρ3 .

Κόστος
ανϊi ταξίδ1

ΕΛ
ΣΔ
ο Ρι Ps Ροή αυτοκιγήτων ανάcορ α
προ ς σuyκεκρψένη κατεύθυl'ση

Σχήμα 6. 1 7: Επίλυση προβλήματος κυκλοφοριακής συμφόρησης

Στις ώρες κυκλοφοριακής αιχμής, με καμπύλη ζήτησης Ζ2, η ισορροπία της


ΚΥ

αγοράς επιτυγχάνεται για ροή οχημάτων ανά ώρα Ρ4 . Το εξωτερικό κόστος ανά
ταξίδι είναι τώρα ίσο με ΓΔ, το οποίο είναι μικρότερο από το κόστος κυκλο­
φοριακής συμφόρησης που προέκυπτε πριν την επέκταση του οδικού δικτύου
ΑΠ

(ΑΒ). Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η επέκταση της χωρητικότητας του οδι­
κού δικτύου δημιουργεί νέα κυκλοφοριακή κίνηση. Πιο συγκεκριμένα, περισ­
σότεροι άνθρωποι ενθαρρύνονται να χρησιμοποιήσουν τις νέες υποδομές, ενώ
παράλληλα οδηγοί που χρησιμοποιούσαν εναλλακτικές διαδρομές προσελκύο­
νται τώρα σε αυτές.
Επιπλέον το ταξίδι στις ώρες αιχμής και στις ώρες που δε θεωρούνται αιχ­
μής είναι, κατά κάποιον τρόπο, υποκατάστατα αγαθά. Έτσι ακολουθώντας την
επέκταση του οδικού δικτύου η κυκλοφορία κατά τις ώρες που δεν είναι αιχμής
μπορεί να μειωθεί σε ακόμα μικρότερο επίπεδο.
Το γεγονός αυτό παρουσιάζεται στο διάγραμμα από την περιστροφή της
καμπύλης ζήτησης για τις ώρες αιχμής Ζ2 στο σημείο Β με αποτέλεσμα να γίνε­
ται περισσότερο ελαστική. Έτσι το πραγματικό επίπεδο κυκλοφορίας αυξάνεται
από Ρ4 σε Ρ5 και το κόστος από την κυκλοφοριακή συμφόρηση είναι ΕΖ αντί για
ΓΔ.
308 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΛΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Ητελική κατάσταση που θα επικρατήσει στην αγορά, μπορεί τελικά να μην


είναι διαφορετική από την αρχική (πριν την επέκταση του οδικού δικτύου, όπου
το εξωτερικό κόστος ήταν ΑΒ) δηλαδή μπορεί να συνεχίζει να υπάρχει παρό­
μοιας έκτασης κυκλοφοριακό πρόβλημα.

ΕΛ
ΣΔ

ΚΥ
ΑΠ
Κεφά λαιο 6 : Αποτυχία της αγ ορά ς και η κ υβέρνηση 309

Ασκήσει ς
1 ) Αναφέρατε τους λόγους αποτυχίας της αγοράς. Ποιόν ή ποιούς από τους
λόγους αυτούς και γιατί θεωρείτε σημαντικότερο (-ους) για την πιθανή
υποβάθμιση του περιβάλλοντος;
2) Συζητήστε κάποια παραδείγματα της αποτυχίας της αγοράς λόγω ατελούς
πληροφόρησης.
3 ) Αναφέρατε δύο παραδείγματα δημόσιων αγαθών και περιγράψτε, γιατί
ανήκουν σε αυτή την κατηγορία αγαθών.
4) Γιατί η παροχή των δημόσιων αγαθών πρέπει να γίνεται από το κράτος; Δεί­
ξατε διαγραμματικά ποια είναι η αποτελεσματική κατανομή των δημόσιων
αγαθών.

ΕΛ
5) Ποιες οι πιθανές λύσεις με τις οποίες η κυβέρνηση ή ο υπεύθυνος λήψης
αποφάσεων μπορεί να εκτιμήσει τις ατομικές καμπύλες ζήτησης των κατα­
ΣΔ
ναλωτών για την παροχή ενός δημόσιου αγαθού;
6) Πώς μπορούμε να ρυθμίσουμε το μονοπώλιο και τι αποτελέσματα ενδέχε­

ται να έχει κάθε μορφή ρύθμισης;


7) Δείξατε διαγραμματικά το κόστος ευημερίας από τον έλεγχο της ρύπανσης
μιας επιχείρησης που παράγει ένα αγαθό και ταυτόχρονα εκπέμπει ρύπους
ΚΥ

υποβαθμίζοντας την ποιότητα του περιβάλλοντος από την επιβολή ενός


ανώτατου ορίου εκπομπών.
ΑΠ

8) Ποιο το άριστο επίπεδο ρύπανσης και τι επίπτωση υπάρχει στην ανάλυσή


μας, όταν λαμβάνουμε υπόψη μας την απορροφητική ικανότητα του περι­
βάλλοντος;
9) Διακρίνατε τις περιβαλλοντικές ζημίες σε ζημίες ροής και ζημίες αποθεμα­
τικές.
1 Ο) Εξηγήστε την πρόταση «Στο σημείο ισορροπίας της αγοράς η κατανομή
των πόρων είναι αποτελεσματική κατά Paretσ>>.
1 1 ) Τι εννοούμε με τον όρο εξωτερικότητα; Ορίσατε την έννοια και χρησιμο­
ποιήστε κατάλληλα παραδείγματα διάκρισης των πιθανών εξωτερικοτή­
των.
1 2) Δείξτε αλγεβρικά και διαγραμματικά την ύπαρξη εξωτερικοτήτων παραγω­
γής.
310 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ KAi ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

1 3) Με τη βοήθεια ενός παραδείγματος δείξτε τις κοινωνικές διαστάσεις στην


περίπτωση ύπαρξης θετικών εξωτερικοτήτων από τις παραγωγικές δραστη­
ριότητες ενός βιομηχανικού κλάδου από την πλευρά της μεμονωμένης επι­
χείρησης αλλά και της βιομηχανίας στο σύνολο.
1 4) Με τη βοήθεια ενός παραδείγματος δείξτε τις κοινωνικές διαστάσεις στην
περίπτωση ύπαρξης αρνητικών εξωτερικοτήτων από τις παραγωγικές δρα­
στηριότητες ενός βιομηχανικού κλάδου από την πλευρά της μεμονωμένη ς
επιχείρησης.
1 5) Ποιά τα μέσα άσκησης πολιτικής κατά των εξωτερικών επιβαρύνσεων;
1 6) Η αυξανόμενη χρήση του αυτοκινήτου αποτελεί μια αρνητική εξωτερικό­
τητα, καθώς καθιστά υψηλότερη την τιμή του στην αγορά. Ποιες άλλες
παράμετροι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε μια τέτοιου είδους ανάλυ­

ΕΛ
ση; Συζητήστε.
1 7) Συζητήστε την κυκλοφοριακή συμφόρηση και τη συνεπαγόμενη αποτυχία
της αγοράς. Ποιοί οι πιθανοί τρόποι επίλυσης του προβλήματος αυτού;
ΣΔ
1 8) Συζητήστε τη φορολογία ως μέσο περιβαλλοντικής πολιτικής κατά των
εξωτερικοτήτων.

1 9) Συζητήστε το ρόλο των ιδιοκτησιακών καθεστώτων στην αντιμετώπιση και


επίλυση των εξωτερικών επιβαρύνσεων.
ΚΥ

20) Συζητήστε το θεώρημα του Coase. Ποιες πρακτικές δυσκολίες ανακύπτουν


με τη χρήση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων;
ΑΠ
ο
ΜΕΤΡΑ ΠΕΡΙ ΒΑΛΛΟΝΤΙ ΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙ ΚΗΣ

Το άριστο επίπεδο μείωσης της ρύπανσης μπορεί να εξασφαλιστεί με την επι­

ΕΛ
βολή άμεσων ρυθμίσεων ή διαφόρων οικονομικών μέσων. Συγκεκριμένα οι
μέθοδοι περιβαλλοντικού ελέγχου περιλαμβάνουν ενέργειες προστασίας του
περιβάλλοντος με τη χρήση προτύπων, τελών, φόρων, επιδοτήσεων, παροχή
ΣΔ
ατομικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και εμπορεύσιμων αδειών ρύπανσης.
Τα οικονομικά μέσα τείνουν να λειτουργούν αμεσότερα από τις διάφορες

ρυθμίσεις στη μορφή προτύπων. Έτσι, η επιβολή ενός φόρου σ' αυτόν που προ­
καλεί τη ρύπανση αυξάνει το συνολικό κόστος παραγωγής, αφού συμπεριλαμ­
βάνει και το πραγματικό κοινωνικό κόστος από τις επιπτώσεις της ρύπανσης.
ΚΥ

Με τον τρόπο αυτό εσωτερικεύει την αρνητική εξωτερική επιβάρυνση.


Αντιθέτως, η θέσπιση προτύπων επηρεάζει την εσωτερίκευση έμμεσα με
κάποια δεδομένη αλλαγή συμπεριφοράς εξαρτώμενη από την απαιτούμενη
ΑΠ

μείωση των εκπομπών ρυπαντών κατά ένα δεδομένο τρόπο. Η μέθοδος αυτή
αποτελείται από τη δημοσίευση και την επιβολή νόμων και κανονισμών που
υπαγορεύουν στόχους, πρότυπα και μηχανολογικό εξοπλισμό γι' αυτούς που
ρυπαίνουν το περιβάλλον.
Ο πίνακας 7. 1 παρουσιάζει συνοπτικά τα οικονομικά μέσα και τις άμεσες
ρυθμίσεις για την περιβαλλοντική προστασία.
312 ΟΙΚΟΝΟΜΙΙ< Η ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑλλΟΝΤΟΣ

Πίνακας 7. 1 : Σύντομη παρουσίαση οικονομικών μέσων και άμεσων ρυθμίσεων

Άμεσες ρυθμίσεις

- Επιβολή περ ιβαλλοντικών π ροτύπων


- Επιβολή π ροτύπων επίδοσης
- Επιβολή προτύπων σχεδιασμού
- Διαπραγματεύσεις

Οικονομικά Μέσα

- Πε ριβαλλοντικοί φό ροι επί των ρύπων και των εισ ροών


- Περιβαλλοντικά τέλη στη χρή ση , στα π ροϊόντα και στις εκρ οές
- Εμπορεύσιμες άδειες

ΕΛ
- Επιδοτήσεις στις μειώσεις ρυπογόνων εκπομπών
- Συστήματα κατάθεσης- χρηματικής επιστροφής
- Χρηματική υπαιτιότητα
ΣΔ
Κάποια από τα επιθυμητά κριτήρια για την επιλογή των μέσων περιβαλλο­

ντικής πολιτικής είναι τα ακόλουθα:


1 . Οικονομική και περι βαλλον τική αποτελεσματικότη τα : Την επίτευ­
ξη της αποτελεσματικής κατανομής των πόρων με το ελάχιστο δυνατό
ΚΥ

κόστος και με το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στους αντικειμενι­


κούς περιβαλλοντικούς στόχους δοθέντος του τεχνολογικού επιπέδου.
ΑΠ

2. Διαχειριστική απλότη τα : Το μέτρο προς υιοθέτηση χρειάζεται να είναι


εύκολο και σχετικά απλό στη διαχείρισή του.
3 . Στατική απο τελεσματικότη τα : Η ικανότητα του εργαλείου περιβαλ­
λοντικής πολιτικής, δοθέντος του τεχνολογικού επιπέδου, να επιτυγχά­
νει το στόχο στο χαμηλότερο δυνατό κόστος.
4. Δυν αμική αποτελεσματικότη τα : Αυτό το χαρακτηριστικό αφορά
κυρίως τη δημιουργία κινήτρων για διαρκή αναζήτηση καθαρότερων
μεθόδων μακροχρόνια. Διαχρονικά αυτό είναι συνάρτηση του αν η
δύναμη του περιβαλλοντικού μέτρου αυξάνεται, παραμένει σταθερή ή
εξασθενεί.
5. Ευκαμψία : Το προτεινόμενο μέτρο πρέπει να προσαρμόζεται με ευκο­
λία στις μεταβολές των κοινωνικών και οικονομικών καταστάσεων,
ώστε να μπορεί να επιτευχθεί οικονομική και περιβαλλοντική αποτελε­
σματικότητα.
Κεφάλαι ο 7: Μέτρα περ ιβ αλλοντι κ ής πολιτι κής 313

6. Πολιτική υπευθυνότητα και αποδοχή : Το μέτρο της περιβαλλοντικής


προστασίας χρειάζεται σχεδιασμό με τέτοιο τρόπο που τα άτομα να
μπορούν να εξακριβώνουν τι πληρώνουν και έτσι το πολιτικό σύστημα
να μπορεί να αντανακλά ακριβέστερα τις προτιμήσεις των ατόμων. Η
πολιτική αποδοχή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως το κόστος,
την απλότητα, τη διαφάνεια και τη δημόσια συμμετοχή.
7. Συμμόρφωση . με τις Διεθνείς Συμφωνίες: Οι περιβαλλοντικές πολιτι­
κές θα πρέπει να ενεργούν μέσα στα πλαίσια των Διεθνών Συμφωνιών,
όπως της συμφωνίας του Kyoto κ.ά.
8. Δικαιοσύνη : Απαιτείται ένα δίκαιο περιβαλλοντικό μέτρο στηριζόμενο
στην ίση αντιμετώπιση των διαφόρων ατόμων χωρίς αντίστροφη προο­
δευτικότητα που πλήττει τους φτωχούς.
9. Διαχειριστική απλότητα και χαμηλό διοικητικό κόστος: Η απλότητα

ΕΛ
και το χαμηλό διοικητικό κόστος αποτελούν επιθυμητά χαρακτηριστι­
κά κάθε μέτρου.
ΣΔ
7. 1 Ά μ εσες ρυ θ μίσ ε ις : κα νόν ες κα ι πρ ότυπα

Οι άμεσες ρυθμίσεις μπορούν να πάρουν τη μορφή επιβολής προτύπων, κανονι­


σμών και ποσοτικών περιορισμών στη χρήση των πόρων. Η επιβολή προτύπων
μπορεί να γίνει με χρήση περιβαλλοντικών προτύπων (enνironmental standards),
ΚΥ

επίδοσης (performance) ή σχεδιασμού (design ή target). Το κράτος αποφασίζει


πόση ρύπανση είναι ανεκτή και πώς θα γίνει ο περιορισμός της στο επιθυμη­
τό επίπεδο. Η θέσπιση «προτύπων» υπονοεί ομοιόμορφους περιορισμούς που
ΑΠ

επιβάλλονται στην απόρριψη ρυπαντικών ουσιών στο περιβάλλον. Άλλες μορ­


φές είναι οι περιορισμοί στη ρύπανση που επιβάλλονται ανά μονάδα παραγό­
μενου προϊόντος ή ανά μονάδα χρησιμοποιούμενου παραγωγικού συντελεστή
που ρυπαίνει ή η υποχρεωτική χρησιμοποίηση μιας συγκεκριμένης τεχνολογίας
καταπολέμησης της ρύπανσης.
Αναλυτικότερα, τα πρότυπα επιβάλλονται με διάφορους τρόπους, ο πιο
συνηθισμένος από τους οποίους είναι οι ρυθμίσεις εντολών και ελέγχου (Corn­
mand και Control, CAC approach). Η διαδικασία χρήσης των ρυθμίσεων CAC
περιλαμβάνει την κυβέρνηση ή τον αρμόδιο φορέα να «διατάσσει» (cornmand)
τη μείωση των εκπομπών ρύπων και να «ελέγχει» (control) τον τρόπο επίτευξης
της μείωσης. Οι ρυθμίσεις αυτές είναι συμβατές με τις σημειακές πηγές ρύπαν­
σης (poίnt-source pollutίon) και μπορούν να είναι αποτελεσματικές. Αντίθετα
αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε περιπτώσεις διάχυτης μη-σημειακής πηγής ρύπαν­
σης (diffusίon non-poίnt source).
314 Ο!ΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Πρακτικά τα πρότυπα παίρνουν τις παρακάτω μορφές:


1) Πρότυπα περιβαλλοντικής ποιότητας (Ambient quality standards) :

Στην περίπτωση αυτή προδιαγράφονται τα χαρακτηριστικά που πρέπει να


έχει το περιβάλλον μιας κοινωνίας. Ως παραδείγματα, μπορούμε να θεωρή­
σουμε τη μέγιστη συγκέντρωση σε νιτρικά άλατα στο πόσιμο νερό, τη μέγιστη
ποσότητα διοξειδίου του θείου στην ατμόσφαιρα, το μέγιστο επιτρεπτό όριο
θορύβου (ηχορύπανσης) σε κατοικημένες περιοχές, κ.ά.
Τα περιβαλλοντικά πρότυπα για την ποιότητα του αέρα προστατεύουν την
ανθρώπινη υγεία ή τα οικοσυστήματα. Οι δείκτες ποιότητας ορίζονται ως τα
μέγιστα επιτρεπτά όρια συγκέντρωσης για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ,
ενός συγκεκριμένου ρυπαντή σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Τα πρότυπα αυτά
συνήθως βασίζονται σε επιστημονικές σχέσεις δόσης-αντίδρασης ( dose-re ­

ΕΛ
sponse ), δηλαδή την αναμενόμενη αντίδραση της υγείας από μια δεδομένη
δόση ενός ρυπαντή. Τα κρίσιμα (κριτικά) φορτία (critical loads) ορίζονται σαν η
συγκέντρωση ρυπαντών στην ατμόσφαιρα πάνω από την οποία υπάρχουν άμε­
ΣΔ
σες δυσμενείς επιδράσεις στη φύση και στους διάφορους ζωντανούς οργανι­
σμούς και χρησιμοποιούνται σε μερικές χώρες για προβλήματα διασυνοριακής

φύσης όπως αυτό της όξινης βροχής.


Διάφοροι χάρτες σχετικής ευαισθησίας των οικοσυστημάτων από την
έμμεση επίδραση της απόθεσης οξέων στην Ευρώπη έχουν παραχθεί από Περι­
βαλλοντικά Ινστιτούτα (όπως αυτό της Στοκχόλμης) και είναι δυνατόν για
ΚΥ

κάθε χώρα να υπολογιστεί η έκταση της γης της σε μια από πέντε διαφορετικές
κατηγορίες ευαισθησίας. Σε κάθε κατηγορία αντιστοιχεί ένα μέγιστο επιτρεπτό
ΑΠ

επίπεδο απόθεσης οξέων. Οι πιο ευαίσθητες (από πλευράς ρύπανσης) περιοχές


είναι ικανές να ανεχθούν μέχρι 0,32 τόνους απόθεσης οξέων ανά τετρ. χιλιόμε­
τρο ετησίως χωρίς να υποστούν σοβαρή οικολογική ζημία. Από την άλλη πλευ­
ρά η λιγότερο ευαίσθητη κατηγορία είναι ικανή να ανεχθεί 5 , 1 2 τόνους ανά
τετρ. χιλ. το χρόνο. Οι τάξεις 2, 3 και 4 μπορούν να «αντέξουν» μέχρι 2,56, 1 ,28
και 0,64 τόνους απόθεσης οξέων ανά τετρ. χιλ. ετησίως αντίστοιχα. Όπως θα
δούμε στο Κεφάλαιο 1 1 , η επιβολή προτύπων στη μορφή των βασικών φορτίων
μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μαθηματικά μοντέλα, τα οποία αριστοποιούν τα
αποτελέσματα και εξασφαλίζουν την αναγκαία καταπολέμηση των εκπομπών
ρυπαντών για την επίτευξη των επιθυμητών επιπέδων απόθεσης σε κάθε Ευρω­
παϊκή χώρα.
Κεφάλαιο 7: Μέτρα περ ιβαλλοντι κής πολι τικής 315

2 ) Πρότυπα εκπομπών ή εκροών (Emission or discharge standards):


Αυτά ορίζουν τις μέγιστες επιτρεπόμενες εκπομπές ρυπαντών στο περιβάλ­
λον, π.χ. ορίζουν το μέγιστο επίπεδο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην
ατμόσφαιρα από μια βιομηχανική μονάδα. Τα πρότυπα εκπομπών χρησιμοποι­
ούνται σε μεγάλη κλίμακα τόσο σε προβλήματα ρύπανσης του αέρα όσο και
του νερού, θέτοντας ένα μέγιστο επιτρεπτό όριο ρύπανσης από κάθε πηγή για
κάθε τύπο ρυπαντή. Πηγές ρύπων σε γενικό πλαίσιο αποτελούν η βιομηχανία,
τα διυλιστήρια, οι μεταφορές, οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, κ.ά.
Τα πρότυπα εκπομπών ή εκροών μπορούν να σχεδιαστούν είτε με βάση το τι
μπορεί να επιτευχθεί με τις διαθέσιμες μεθόδους ελέγχου των ρύπων είτε βάσει
των επιδράσεων των ρύπων στο περιβάλλον. Έτσι οδηγούμαστε στη θέσπιση
προτύπων διαδικασίας, παραγωγής ή τεχνικών προδιαγραφών.

ΕΛ
3) Πρότυπα διαδικασίας (Process stan dards):
Τα πρότυπα αυτά προκαθορίζουν τον τύπο της διαδικασίας παραγωγής ή
ΣΔ
τον εξοπλισμό ελέγχου (καταπολέμησης) της ρύπανσης που πρέπει να εγκατα­
στήσουν οι βιομηχανικές μονάδες ή γενικά οι πηγές των εκπομπών ρύπων. Στην
περίπτωση αυτή τα πρότυπα που βασίζονται στην τεχνολογία σχετίζονται με την

υποχρέωση της επιχείρησης ή της βιομηχανικής μονάδας να χρησιμοποιήσει την


καλύτερη διαθέσιμη τεχνολογία (Best Available Technology, ΒΑΤ) ή την καλύ­
τερη πρακτικά τεχνολογία (Best Practicable Technology, ΒΡΤ) ή την καλύτερη
ΚΥ

διαθέσιμη τεχνολογία που δε συνεπάγεται υπερβολικό κόστος (Best Available


Technology Not Entailing Excessive Costs, BATNEEC) ή να μειώσει την παρα­
ΑΠ

γωγή του προϊόντος.

4) Πρότυπα παραγωγής (Product standards):


Τα πρότυπα αυτά προκαθορίζουν τα χαρακτηριστικά των πιθανών προϊό­
ντων που ρυπαίνουν το περιβάλλον, όπως λιπάσματα, απορρυπαντικά, αυτοκί­
νητα, κ.ά.
5) Τεχνικά πρότυπα:

Στην κατηγορία αυτή μπορούν να υπαχθούν τα πρότυπα που ρυθμίζουν


τεχνικές προδιαγραφές στη λειτουργία των πηγών των εκπομπών ρύπων. Εδώ
υπάγονται οι ρυθμίσεις καυστήρων ή οι τροποποιήσεις των συσκευών καύσης.
Διάφοροι τύποι ποιοτικών περιορισμών και ρυθμίσεων στη χρήση καυσί­
μων χρησιμοποιούνται σχεδόν σε όλες τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ (OECD). Τα
316 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

πρότυπα ποικίλουν και κυμαίνονται λόγου χάριν από 0,2% σε περιεκτικότητα


θείου για ελαφρά και μέσα πετρέλαια εξωτερικής καύσης (light and medium
fuel oil) μέχρι 0,3% για πετρέλαιο μηχανών εσωτερικής καύσης (gas diesel oil).
Ο έλεγχος στην καύση καυσίμων έχει εφαρμοστεί σαν πολιτική μείωσης της
ρύπανσης του αέρα είτε σε προσωρινή, είτε σε μόνιμη βάση. Σε μερικές περιο­
χές, όπως η Άγκυρα, η χρήση κάρβουνου είναι απαγορευμένη κατά τη διάρκεια
του χειμώνα.

7.1 . 1 Η α ποτελεσματι κότητα τ ων προτύπων στ ην επίτευξη


πε ριβαλλοντι κ ών στό χ ων
Πολλές φορές η εφαρμογή άμεσων ρυθμίσεων οδηγεί σε άνιση κατανομή του
κόστους για τη μείωση της περιβαλλοντικής ρύπανσης και επομένως σαν εργα­
λείο πολιτικής είναι αναποτελεσματικό. Αυτό συμβαίνει, γιατί πολλές φορές η

ΕΛ
εφαρμογή άμεσου ελέγχου και η επιβολή προτύπων υποχρεώνει όλες τις επιχει­
ρήσεις να μειώσουν την ρύπανση κατά το ίδιο μέγεθος.
ΣΔ
Σκεφτείτε ότι έχουμε δύο επιχειρήσεις την Α και τη Β με διαφορετικό ορια­
κό κόστος ελέγχου της ρύπανσης (δηλαδή MACA και MAC8 αντίστοιχα). Υπο­
θέστε ότι οι δύο επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να ελαττώσουν το επίπεδο

της ρύπανσης κατά το ίδιο μέγεθος OQ μονάδων. Στο Σχήμα 7. 1 , για ποσότητα
ρύπων ίση με Q το οριακό κόστος ελέγχου της ρύπανσης για την επιχείρηση Α
ισούται με € ΟΑ, ενώ το οριακό κόστος της επιχείρησης Β ισούται με € ΟΒ. Μια
ΚΥ

τέτοια ρύθμιση είναι αναποτελεσματική για τους παρακάτω λόγους:


Αν η επιχείρηση Α μειώσει τη ρύπανση που εκπέμπει κατά μία μονάδα
ΑΠ

αντιμετωπίζει κόστος ίσο με € ΟΑ.


Αν η επιχείρηση Β αυξήσει τη ρύπανση που εκπέμπει (μειώνοντας το
επίπεδο ελέγχου της ρύπανσης) κατά μία μονάδα, εξοικονομεί € ΟΒ.

Από τις παραπάνω δύο ενέργειες δεν υπάρχει κάποια μεταβολή στο συνο­
λικό επίπεδο ρύπανσης, αλλά το συνολικό κόστος καταπολέμησης της ρύπαν­
σης μειώνεται. Η επιχείρηση Α αντιμετωπίζει κόστος € ΟΑ, ενώ η επιχείρηση Β
εξοικονομεί € ΟΒ. Στο παράδειγμά μας, το αποτελεσματικό επίπεδο μείωσης της
ρύπανσης επιτυγχάνεται εάν και οι δύο επιχειρήσεις ελαττώσουν τους ρύπους
που εκπέμπουν μέχρι το σημείο όπου το οριακό τους κόστος από τη μείωση της
ρύπανσης είναι το ίδιο. Στο σχήμα 7. 1 αυτό συμβαίνει, αν η επιχείρηση Α μειώ­
σει την ρύπανση κατά OQ και η επιχείρηση Β κατά OQ0, με το συνολικό μέγεθος
της μείωσης της ρύπανσης να είναι OQ + OQ0•
Κεφάλαιο 7 : Μέτρα περ ιβαλλοντ ικής π ολιτ ι κής 317

Οριακό Κόστος Οριακό Κόστος


Ελέγχου (€/!) Ελέγχου (€/!) MACa

Q Ποσότητα Ποσότητα
Μείωσης Μείωσης
Ρύπων Ρύπων

ΕΛ
Σχήμα 7. 1 : Άμεσος έλεγχος ρύπανσης με την επιβολή προτύπων
ΣΔ

Ο άμεσος έλεγχος και η επιβολή προτύπων για τον έλεγχο της ρύπανσης είναι

συνήθως αναποτελεσματικά, καθώς δεν ελαχιστοποιούν το κόστος για δεδο­


μένο επίπεδο μείωσης της ρύπανσης. nα την επίτευξη αποτελεσματικότητας
κόστους θα πρέπει το συνολικό επίπεδο μονάδων μείωσης της ρύπανσης να
ΚΥ

κατανέμεται μεταξύ των επιχειρήσεων με τέτοιο τρόπο, ώστε το οριακό κόστος


μείωσης της ρύπανσης που αντιμετωπίζουν οι διάφορες πηγές να είναι το ίδιο.
ΑΠ

Όταν επιβάλλεται ένας ενιαίος περιορισμός με τη μορφή προτύπων, σε έναν


κλάδο που αποτελείται από πολλές ανόμοιες επιχειρήσεις, τότε τα ενιαία αυτά
πρότυπα έχουν διαφορετική επίδραση σε κάθε μία πηγή ρύπανσης. Η επίδραση
εξαρτάται από την ένταση τόσο των εκπομπών (emissions intensity) από κάθε
πηγή όσο και τη χρήση των εισροών και την κλίμακα των παραγωγικών δρα­
στηριοτήτων.
Αν οι περιορισμοί δεν αφορούν το συνολικό επίπεδο της ρύπανσης που προ­
καλεί η βιομηχανία ή ο κλάδος, αλλά τη ρύπανση ανά μονάδα παραγόμενου
προϊόντος, αυτή μπορεί είτε να περιορίσει τη συνολική ρύπανση είτε να αυξή-
318 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

σει την παραγωγή του προϊόντος, ώστε να μειωθεί ο μέσος όρος της ρύπανσης
ανά μονάδα παραγωγής. Η επιβολή υποχρέωσης από το κράτος στους κλάδου ς
(και κατ' επέκταση στις επιχειρήσεις) να αγοράσουν αντιρρυπαντικό εξοπλι­
σμό δημιουργεί άμεσες (άμεσο κόστος εξοπλισμού για την καταπολέμηση της
ρύπανσης) και έμμεσες (επίδραση στην αλλαγή της χρήσης εισροών για την
παραγωγή του προϊόντος) συνέπειες.
Πρακτικά οι κυβερνήqεις μπορούν να θεσπίσουν πρότυπα (standards) και
να επηρεάσουν τις παραγόμενες ποσότητες αμεσότερα σε σχέση με τη χρή ση
των φόρων. Κάποια πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την επιβολή των προ­
τύπων είναι η δίκαιη και αποτελεσματική μείωση της ρύπανσης, καθώς και η
αποφυγή της μετακίνησης μιας επιχείρησης σε άλλη περιοχή που τυχόν να έχει
υψηλότερα αποδεκτά όρια ρύπανσης.
Τα ποσοτικά πρότυπα μπορεί να αποτύχουν να εξισώσουν τα οριακά κόστη
των διαφορετικών πηγών ρύπανσης οδηγώντας σε αναποτελεσματικότητα, όμως

ΕΛ
απαιτούν λιγότερους πόρους για την επιβολή και την παρακολούθησή τους. Ταυ­
τόχρονα κάποια μειονεκτήματα από την επιβολή των προτύπων είναι ότι μερικά
ΣΔ
πρότυπα δε συνδέονται άμεσα με τις εκπομπές των ρύπων και έτσι μειώνεται η
αποτελεσματικότητά τους. Επιπροσθέτως μία ομοιόμορφη αντιμετώπιση όλων
των τύπων μηχανολογικού εξοπλισμού δεν επιτρέπει να αξιοποιηθούν συγκε­

κριμένα πλεονεκτήματα που έχει κάθε τεχνολογία, ενώ δεν προσφέρεται κάποιο
κίνητρο για την αναζήτηση και εύρεση νέων μεθόδων ελέγχου των ρύπων ή
βελτίωσης της αποτελεσματικότητας, πέρα από τα όρια που θέτει η νομοθεσία 1 •
ΚΥ

Επιπλέον, η παρακολούθηση (monitoring) παρουσιάζει την αναμενόμενη σχε­


τική δυσκολία.
ΑΠ

7.1.2 Διαπραγματεύσει ς
Τέλος, μπορούμε να έχουμε και διάφορες συμφωνίες (διαπραγματεύσεις) σχετι­
κά με τη θέσπιση κανόνων. Αν τα εμπλεκόμενα μέρη είναι λίγα, μπορεί να έχου­
με οικειοθελείς συμφωνίες με άμεση συνεννόηση αυτών που εμπλέκονται και
θέσπιση και αποδοχή κάποιων κανόνων συμπεριφοράς, όπου τα μέλη που θίγο­
νται άμεσα να προσπαθούν να αναζητήσουν κοινή λύση που θα συμφέρει και τις
δύο πλευρές. Μ' αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται το υψηλό διοικητικό κόστος που
συνεπάγονται οι κανονισμοί, καθώς και οι ακαμψίες που δημιουργούνται. Αν
όμως τα εμπλεκόμενα μέλη είναι περισσότερα, η καλύτερη λύση είναι η επέμβα­
ση του κράτους κυρίως με οικονομικά μέσα, όπως θα δούμε παρακάτω.

1 Πατσουρ άτης και Σουφλής ( 1 995).


Κεφάλ α ι ο 7: Μέτρα π ερι βαλλοντι κής π ολιτική ς 319

7. 2 Ο ικονομικά μ έ σα
Τα οικονομικά μέτρα μέσω του μηχανισμού των τιμών και των αγορών απο­
βλέπουν στην επίτευξη συγκεκριμένων περιβαλλοντικών στόχων αλλάζοντας
τη συμπεριφορά των οικονομικών μονάδων. Παρέχουν σταθερό κίνητρο για τη
μείωση της ρύπανσης, ενώ παράλληλα επιτρέπουν στις οικονομικές μονάδες
ανάλογα με το συμφέρον τους να επιλέξουν τον τρόπο με τον οποίο θα «πληρώ­
σουν» για τη ρύπανση που προκαλούν. Τα κυριότερα απ' αυτά είναι οι φόροι,
τα τέλη και οι εμπορεύσιμες άδειες.

7. 2 . 1 Π ερι βαλλοντ ικοί φ όροι


Οι περιβαλλοντικοί φόροι βασίζονται στην έννοια του φόρου Pigou για την
αύξηση του κόστους των ρυπαντικών δραστηριοτήτων σε τέτοιο ύψος, που να

ΕΛ
αντικατοπτρίζει το πραγματικό κοινωνικό κόστος λόγω δημιουργίας περιβαλλο­
ντικών ζημιών. Το νόημα μιας χρέωσης είναι ένας φόρος να επιβληθεί σε κάθε
μονάδα εκπομπής ρύπων (έστω οξειδίων του θείου). Ένας εφικτός φόρος στην
ΣΔ
περίπτωσή μας είναι πάνω στην περιεκτικότητα θείου του χρησιμοποιούμενου
καυσίμου.

Ένας τέτοιος φόρος θα οδηγήσει σε αποθείωση μέχρι το σημείο στο οποίο


το οριακό κόστος αποθείωσης ανά μονάδα μείωσης εκπομπών να ισούται με το
φόρο. Η επιβολή φόρων συνεπάγεται έσοδα που μπορούν να συγκεντρωθούν
ΚΥ

από μία Κεντρική Αρχή με σκοπό τη δημιουργία ενός κεφαλαίου για τον έλεγχο
της ρύπανσης. Η Αρχή θα μπορούσε να διανείμει κάθε φορολογικό έσοδο, για
να επιδοτήσει περαιτέρω καταπολέμηση των εκπομπών.
ΑΠ

Η επιλογή των φόρων για την προστασία του περιβάλλοντος ή και την εξοι­
κονόμηση ενέργειας στηρίζεται στην αρχή ότι αυτός που ρυπαίνει πρέπει να
πληρώνει το προκαλούμενο πρόβλημα από την εκπεμπόμενη ρύπανση. Η επι­
βολή περιβαλλοντικών (οικολογικών) φόρων μπορεί να πάρει διάφορες μορ­
φές, όπως για παράδειγμα η επιβολή ενός φόρου στις εκπομπές ρύπων (π.χ. στα
οξείδια του θείου, SOx) να στηρίζεται στην εκπομπή ρύπων οξειδίων του θείου
ή στη χρήση ορυκτών καυσίμων. Ομοίως, μπορούμε να έχουμε ενεργειακούς
φόρους βασιζόμενους στο θερμικό περιεχόμενο των ενεργειακών προϊόντων ή
και φόρους στις μεταφορές φορολογώντας τη βενζίνη και το πετρέλαιο.
Η επιλογή βέβαια μεταξύ των παραπάνω φόρων εξαρτάται από το στόχο της
περιβαλλοντικής πολιτικής και τη φύση του προβλήματος που προσπαθούμε να
λύσουμε.
3 20 ΟΙΚΟΝΟΜ!ΚΗ ΦΥΣ/ΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

7. 2 . 1 . 1 Δ ιακ ρί σε ις φ ό ρων
Οι φόροι ανάλογα με την περίπτωση στην οποία εφαρμόζονται αλλά και τον
τρόπο με τον οποίο γίνονται αποδεκτοί από την κοινωνία διακρίνονται σε επιμέ­
ρους κατηγορίες. Αν ορίσουμε ως φορολογική συνάρτηση τη σχέση του συνολι­
κού φόρου Τ (Taxes) με τη μεταβλητή Υ στην οποία επιβάλουμε το φόρο (φορο­
λογική βάση, Υ 2: Ο), τότε ο συνολικός φόρος είναι συνάρτηση της φορολογικής
βάσης, T = f(Y ) και ο μέσος φορολογικός συντελεστής αυτής της μεταβλητής
ορίζεται ως:
Τ
t =-
y

μεταβλητή Υ θα μπορούσε απλά να είναι το συνολικό εισόδημα ενός ατό­


Η
μου και Τ το φορολογικό βάρος που υφίσταται το άτομο αυτό.
Ομοίως ο οριακός φορολογικός συντελεστής t ' είναι η μεταβολή του φόρου
ΕΛ
ΔΤ προς τη μεταβολή του εισοδήματος ΔΥ. Δηλαδή:
ΣΔ
ΔΤ
t, = -
ΔΥ

Ο φόρος είναι προοδευτικός, αντιστρόφως προοδευτικός ή αναλογικός αν,


όταν αυξάνεται η φορολογική βάση, ο μέσος φορολογικός συντελεστής αυξάνε­
ται, μειώνεται ή παραμένει σταθερός αντίστοιχα. Στην περίπτωση της προοδευ­
ΚΥ

τικής, αντιστρόφως προοδευτικής ή αναλογικής φορολογίας ισχύει αντίστοιχα


ότι:
ΑΠ

t' > T , T > t' και T = t' .


Με απλά λόγια σε έναν προοδευτικό (αντίστροφα προοδευτικό) φόρο, ο
μέσος φορολογικός συντελεστής είναι υψηλότερος (χαμηλότερος) για τον πλού­
σιο απ' ότι για το φτωχό. 2

7. 2 . 1 . 2 Φ ό ρ ο ι στις εκ π ομ π έ ς ρ ύ πων
Η επιβολή φόρων αποτελεί εναλλακτικό εργαλείο καταπολέμησης της ρύπαν­
σης και λειτουργεί μέσω της εσωτερίκευσης της εξωτερικότητας. Για παράδειγ­
μα έστω ότι επιβάλλεται ένας φόρος € t για κάθε μονάδα ρύπανσης. Μία επιχεί­
ρηση που μεγιστοποιεί τα κέρδη της, θα ελαττώσει το επίπεδο των εκπομπών
της μέχρι το σημείο που το οριακό κόστος μείωσης της ρύπανσης να ισούται με
2 Για περισσότερες πληροφορ ίες σχετικές με τις διακρίσεις των φόρων και τα φορολογικά
συστήματα συστήνεται η ανάγνωση βιβλίων στη Δημόσια Οικονομική όπως Δράκος ( 1996).
Κεφάλ α ι ο 7: Μέτρα π εριβαλλοντι κής πολιτικής 321

το ύψος του φόρου. Επιπλέον, αφού κάθε επιχείρηση εξισώνει το οριακό κόστος
με το ύψος του φόρου ΟΤ, το οριακό κόστος μείωσης της ρύπανσης είναι το ίδιο
για όλες τις επιχειρήσεις. Αυτή η συμπεριφορά αποτελεί μια αποτελεσματική
μέθοδο καταπολέμησης της ρύπανσης.
Ας δούμε διαγραμματικά στο σχήμα 7.2 την επιβολή φόρου για τον έλεγχο
των ρυπαντικών δραστηριοτήτων. Θεωρήστε πάλι τις δύο επιχειρήσεις Α και Β
που παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο διάγραμμα. Επειδή το οριακό κόστος
μείωσης της ρύπανσης δεν αυξάνεται τόσο γρήγορα για την Α σε σχέση με τη
Β , αν επιβληθεί ένας φόρος € Τ ανά μονάδα ρύπου, η επιχείρηση Α θα μειώσει
περισσότερο τις εκπομπές των ρύπων της.
Η επιχείρηση Α μειώνει τους ρύπους κατά OQ μονάδες και η Β κατά OQ0
μονάδες. Έτσι η Α καταφέρνει να αποφύγει την πληρωμή του φόρου για OQ
μονάδες και εξοικονομεί το χρηματικό ποσό που δίνεται από το εμβαδόν της

ΕΛ
περιοχής ΑΤΒ. Ομοίως η επιχείρηση Β εξοικονομεί χρηματικό ποσό ίσο με το
εμβαδόν ΔΤΓ.
Δηλαδή ένας φόρος στη ρύπανση δίνει το κίνητρο στον παραγωγό της
ΣΔ
ρύπανσης να ρυθμίσει το επίπεδο παραγωγής προϊόντος ή και να χρησιμοποιή­
σει τεχνικές ελέγχου. Στο σχήμα 7.3 η καμπύλη οριακού κόστους ελέγχου δεί­

χνει το κόστος καταπολέμησης μιας πρόσθετης μονάδας ρύπανσης. Έστω ότι


επιβάλλεται ένας φόρος ύψους € ΟΤ, ενώ το μέγιστο όριο ρύπων είναι ΟΔ.
ΚΥ

Ορισ� ΚΟος ΟΥ Ορισ� Κόστος


Ελέγχου (€11) Ελέγχοο (€.�} MACa
ΑΠ

Τ
Τ

Α Δ

ο ο
Q Ποσότητα Qo Q Ποσότητα
Μάοςοη Μείωσης
Ρύπων Ρύπων

Σχήμα 7. 2: Έλεγχος ρύπανσης με επιβολή φόρου


322 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡ!ΒΑΛΛΟΗΤΟΣ

Μέχρι το επίπεδο ΟΓ ο φόρος είναι υψηλότερος από το οριακό κόστος ελέγ­


χου (MAC) της ρύπανσης (Τ > MAC). Μετά το επίπεδο ΟΓ η επιχείρηση έχει
όφελος να πληρώσει το φόρο παρά να μειώσει περαιτέρω τη ρύπανση. Το εμβα­
δόν της περιοχής (ΟΑΒΓ) αντιπροσωπεύει το εμβαδό της συνολικής δαπάνης για
την καταπολέμηση της ρύπανσης με τη χρήση μεθόδων ελέγχου του ρυπαντή .
Ταυτόχρονα η περιοχή (ΓΒΕΔ) αντιστοιχεί στην πληρωμή των φόρων από το
επίπεδο εκπομπών ρύπων π,συ είναι μεγαλύτερο από το επίπεδο ΟΓ και μέχρι το
επίπεδο ΟΔ. Το εμβαδόν του χωρίου (ΟΑΒΕΔΓΟ) αντιπροσωπεύει το συνολικό
αντιρρυπαντικό κόστος για την επιχείρηση και για τον έλεγχο των εκπομπών
ρύπων ύψους ΟΔ.

Οριακό Κόστος

ΕΛ
Ελέγχο υ (€/t)
Οριακό Κόστος Ελέγχο υ
(MAC)
ΣΔ

ΚΥ
ΑΠ

Σχήμα 7 . 3 : Επίπεδο περιορισμού της ρύπανσης με την επιβολή ενός φόρου

Ο καθορισμός του φόρου είναι δύσκολος, καθώς χρειαζόμαστε πληροφορί­


ες για την εκτίμηση του οριακού κόστους ελέγχου της ρύπανσης (MAC), αλλά
και της οριακής ζημίας που προκαλεί η ρύπανση .. Το πρόβλημα είναι πώς να
βρεθεί το σωστό ύψος φόρου/επιδότησης. Η πρώτη άριστη λύση επιτυγχάνεται
εξισώνοντας το φόρο με την τιμή του οριακού κόστους ελέγχου. Λόγω δυσκο­
λίας γνώσης της καμπύλης οριακού κόστους ελέγχου της ρύπανσης (MAC) μια
δεύτερη άριστη λύση είναι να θέσουμε ένα υψηλό επίπεδο φόρου.
Κεφάλ α ι ο 7: Μέτ ρα π εριβαλλοντικ ή ς πολιτικ ής 323

Πρώτη Άριστη Λύση (Fίrst-best solutίon): Φόρος = ΜΑC

Δεύτερη Άριστη Λύση (Second-best solutίon): Ένα υ ψηλό επίπεδο φόρου

Ο αποτελεσματικός από πλευράς κόστους φόρος ανά μονάδα ρύπων για την
επίτευξη των ανώτατων ορίων εκπομπών ρύπων, ισούται με τη σκιώδη τιμή του
3
περιορισμού που αφορά τα ανώτατα επίπεδα των εκπομπών ρύπων .

7. 2.1 . 3 Φό ρ ο ι στ ι ς ε ισρο έ ς
Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει δυσκολία μέτρησης των εκπομπών ρύπων από

ΕΛ
τις διάφορες πηγές, ενώ και το κόστος παρακολούθησης και μέτρησης των
ρύπων είναι υψηλό. Για παράδειγμα για την αντιμετώπιση περιπτώσεων μη
σημειακής διάχυτης ρύπανσης (diffuse non-point pollution) απαιτείται η επιβο­
ΣΔ
λή ανώτατων ορίων και φόρων στις χρησιμοποιούμενες εισροές που προκαλούν
το περιβαλλοντικό πρόβλημα. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο αποτελεσματικός από

πλευράς κόστους φόρος για την επίτευξη των ανώτατων ορίων ισούται με την
αξία του οριακού προϊόντος (Value ofMarginal Product, VMP), δηλαδή το γινό­
μενο του οριακού προϊόντος της εισροής (έστω Ε, ΜΡε) επί την αγοραία τιμή
ΚΥ

του προϊόντος (Ρ) στο οποίο χρησιμοποιούμε την εισροή μείον την τιμή της
εισροής αυτής (Ρε). Δηλαδή:
ΑΠ

Φόρος επί της εισροής = (ΜΡ ε * Ρ) - Ρε = VMP ε - Ρε

7.2 . 2 Επιβολή ε νό ς φ όρου και οι συνέπε ιες τη ς φορολογική ς


επιβάρυνση ς
Αν η κυβέρνηση επιβάλει έναν φόρο, αυτός θα επηρεάσει την καμπύλη προσφο­
ράς της επιχείρησης. Το ερώτημα είναι πόσο εφικτό είναι να μετακυλήσει τμήμα
ή όλο το φόρο στους καταναλωτές. Αν η καμπύλη προσφοράς (S) είναι πλήρως
ελαστική, τότε οι καταναλωτές πληρώνουν όλο το φόρο (σχήμα 7.4α). Ομοίως,

3 Μαθηματικά αυτό εκφ ράζεται με τον υπολογισμό του λαγκρασιανού πολλαπλασ ιαστή σε ένα
πρόβλημα αριστοποίησης ενός περ ιβαλλοντικού προβλή ματος με τον περ ιορισμό να αφορά τα
ανώτατα επ ίπεδα ρύπανσης. Αναλυτ ική παρουσίαση υπάρχει στην ενότητα 7.4.
3 24 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

αν η καμπύλη ζήτησης (D) είναι πλήρως ανελαστική, τότε οι καταναλωτές πλη­


ρώνουν όλο το φόρο (σχήμα 7.4β). Άρα, οι καταναλωτές επιβαρύνονται πλήρως
το φόρο στην περίπτωση είτε της πλήρους ελαστικής προσφοράς ή της πλήρους
ανελαστικής ζήτησης. Και στις δύο περιπτώσεις ο υποτιθέμενος φόρος των € 1 00
πληρώνεται πλήρως από τον καταναλωτή.

Ρ D ΟΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΙΕΣ
Sι ΙΙΛΗΡΩ}νΌη' ΟΛ Ο
ΤΟ ΦΟΡΟ

::: ---7 � Φόρο ς: € 100

'-----'-----+ Q
ο

(α)
ΕΛ (β)
Σχήμα 7.4: Επιπτώσεις φορολογικ ή ς επιβάρυνσης σε περιπτώσεις πλήρους ελαστικής προ ­
ΣΔ
σφοράς ( α ) και πλή ρους ανελαστικής ζήτησης (β) .

Αν η καμπύλη προσφοράς (S) είναι πλήρως ανελαστική, τότε οι παραγωγοί


πληρώνουν όλο το φόρο (σχήμα 7.5α). Ομοίως αν η καμπύλη ζήτησης (D) είναι
πλήρως ελαστική, τότε οι παραγωγοί πληρώνουν όλο το φόρο (σχήμα 7.5β).
ΚΥ

Άρα, οι παραγωγοί επιβαρύνονται πλήρως το φόρο στην περίπτωση είτε της


πλήρους ανελαστικής προσφοράς ή της πλήρους ελαστικής ζήτησης. Και στις
δύο περιπτώσεις ο υποτιθέμενος φόρος των € 1 00 δε μετακυλείται στον κατα­
ΑΠ

ναλωτή.

Ρ s
Ρ Sι ΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΟJ
ΙΙΛΗΡΩΝΟΥV ΟΛΟ
ΤΟ ΦΟΡΟ
800 ----�

D
ο �-
-�--- Q ο ��-�--
Q
Qι Q:; Qι
(α) (β)
Σχήμα 7. 5 : Επιπτώσεις φορολογικής επιβάρυνσης σε περιπτώσεις πλήρους ανελαστικ ή ς
προσφοράς (α) και πλήρους ελαστικ ή ς ζήτησης ( β ) .
Κεφάλ αιο 7: Μέτρα περιβαλλοντι κ ή ς πολιτι κής 325

Πιο συνηθισμένες φυσικά δεν είναι οι ακραίες περιπτώσεις της πλήρους


ελαστικότητας ή πλήρους ανελαστικότητας, αλλά της σχετικής ελαστικότητας
και ανελαστικότητας των καμπυλών προσφοράς και ζήτησης. Σ' αυτές τις περι­
πτώσεις οι παραγωγοί και οι καταναλωτές επωμίζονται το φορολογικό βάρος
σε διαφορετικές ποσοστώσεις (50-50, 60-40, 70-30, 80-20 . . . ) ανάλογα με το αν
η ζήτηση είναι ανελαστική (ο καταναλωτής πληρώνει περισσότερο μέρος του
φόρου από τον παραγ(Qγό ), ελαστική (ο καταναλωτής πληρώνει λιγότερο μέρος
του φόρου από τον παραγωγό) κ.λπ.
Ας δούμε αναλυτικά μια ενδιάμεση περίπτωση ελαστικών καμπυλών ζήτη­
σης και προσφοράς, όπως αυτές του σχήματος 7.6. Η επιβολή του φόρου δη­
μιούργησε μια καινούργια καμπύλη προσφοράς (S2) παραλλήλως μετακινού­
μενη από την αρχική καμπύλη προσφοράς (S ,) σε απόσταση ίση με το φόρο.
Η τιμή αυξάνεται από Ρ0 σε Ρ 1 ανά μονάδα. Οι καταναλωτές πληρώνουν Ρ0Ρ1
περισσότερα € ανά μονάδα, ενώ οι παραγωγοί λαμβάνουν Ρ0Ρ λιγότερα € ανά
ΕΛ
2

μονάδα. Δηλαδή:
ΣΔ
Νέα τιμή στον καταναλωτή
Νέα τιμή στον παραγωγό

Φορολογικά έσοδα στην κυ βέρνηση


ΚΥ

Η αναλογία του φορολογικού βάρους για τον καταναλωτή (Ρ0Ρ 1) προς την
αναλογία του φορολογικού βάρους του παραγωγού (Ρ0Ρ2 ) ισούται με το λόγο
ΑΠ

των ελαστικοτήτων προσφοράς (ES) προς την ελαστικότητα τιμής ζήτησης


(PED). Δηλαδή
Φορολογικό βάρο ς καταναλωτή = Ελαστικότητα προ σφοράς ES
Φορολογικό βάρο ς παραγωγο ύ Ελαστικότητα τιμ ή ς ζήτησης I PED I
326 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Ρι

D
ο Q
Q1 Q2

ΕΛ
Σχήμα 7 . 6 : Επιπτώσεις φορολογικής επιβάρυνσης σε περιπτώσεις ελαστικών καμπυλών
ζήτησης και προσφοράς
ΣΔ
ΠΑΡΑΔΕΙ ΓΜΑ 7. 1

Υποθέστε ότι η ελαστικότητα τιμής ζήτησης ισούται με -0,5 ( 1 PED 1 0,5) και =

η ελαστικότητα προσφοράς με 2 (ES 2) και ότι επιβάλλεται ένας φόρος ύψους


=

1 00€. Βάσει του παραπάνω τύπου ας βρούμε τη φορολογική επιβάρυνση που


ΚΥ

αντιστοιχεί στον καταναλωτή και στον παραγωγό. Έχουμε:


ΑΠ

Δηλαδή το φορολογικό βάρος του καταναλωτή είναι τετραπλάσιο απ' αυτό του
παραγωγού. Άρα, ο καταναλωτής θα πληρώσει 80€ και ο παραγωγός 20€ από το
συνολικό φόρο των 1 00€. Από τις ελαστικότητες γνωρίζουμε ότι το αγαθό που
φορολογήθηκε ήταν ανελαστικό (PED<l ) και από την πλευρά της προσφοράς
ελαστικό (ES> 1 ), οπότε αναμενόταν ο καταναλωτής να επωμισθεί το μεγαλύτε­
ρο τμήμα της φορολογικής επιβάρυνσης ή αλλιώς να υπάρξει μετακύληση του
φόρου από τον παραγωγό στον καταναλωτή.

7. 2 . 3 Π λ ε ονε κτή ματα και με ι ονεκτ ή μ ατα της φο ρ ολ ογ ί ας


Η χρήση της φορολογίας χαρακτηρίζεται από μια σειρά πλεονεκτημάτων. Οι
άμεσες ρυθμίσεις ως μέσο περιβαλλοντικής προστασίας αναγκάζουν την πηγή
Κεφάλ α ι ο 7: Μέτρα περ ι βαλλοντι κής π ολιτικής 327

ρύπανσης να τηρήσει τα επιβαλλόμενα πρότυπα χωρίς να δίνουν κίνητρο για


να τα ξεπεράσει. Το πρόβλημα είναι εντονότερο αν τα επιβαλλόμενα πρότυπα
δεν ανανεώνονται διαδοχικά. Σε αντίθεση, οι φόροι δίνουν ένα συνεχές κίνητρο
για επιπρόσθετες μειώσεις των εκπομπών ρύπων με εγκατάσταση βελτιωμένων
μεθόδων ελέγχου, αφού αυτό συνεπάγεται μείωση των φορολογικών υποχρεώ­
σεων για την πηγή του περιβαλλοντικού προβλήματος.
Ταυτόχρονα είδαμε ότι η χρήση φόρων έναντι κανονισμών ως μέτρο περι­
βαλλοντικής προστασίας, δίνει τη δυνατότητα στις πηγές ρύπανσης να συμ­
μο ρφωθούν προς την πολιτική αυτή με το χαμηλότερο κόστος. Δηλαδή με έναν
κοινά επιβαλλόμενο φόρο και με διαφορετικά κόστη ελέγχου ανά πηγή, η κάθε
επιχείρηση επιλέγει μέχρι ποιο επίπεδο θα ελέγξει τη ρύπανση και από ποιο επί­
πεδο και μετά θα πληρώσει το φόρο.
Από την άλλη πλευρά η επιχειρηματολογία της διπλής ωφέλειας (double

ΕΛ
dividend) του φόρου τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο έχει επικρατή­
σει στη διεθνή βιβλιογραφία. Αρχικά θα μπορέσουμε να πούμε ότι τα έσοδα που
συλλέγονται από τον επιβαλλόμενο φόρο επιτρέπουν τη μείωση των εσόδων
ΣΔ
από τη χρήση και εφαρμογή άλλων φόρων, οι οποίοι ενδέχεται να δημιουργούν
διάφορα προβλήματα στην οικονομία.

Ομοίως, υπάρχουν και διάφορα μειονεκτήματα στη φορολογία. Η αποτελε­


σματική χρησιμοποίηση ενός περιβαλλοντικού φόρου προϋποθέτει ότι ο υπεύ­
θυνος λήψης αποφάσεων γνωρίζει με βεβαιότητα τις ελαστικότητες του φόρου,
ώστε να μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια το ύψος του φόρου. Όπως όλοι οι
ΚΥ

φόροι έτσι και ο περιβαλλοντικός φόρος δημιουργεί στην οικονομία μια απώλεια
(deadweight loss ), η οποία πρέπει να συνυπολογίζεται στο όφελος από τη μείω­
ΑΠ

ση της ρύπανσης. Τέλος, ένα πρόβλημα με τους περιβαλλοντικούς φόρους είναι


η αντίστροφη προοδευτικότητα που συνήθως τους χαρακτηρίζει. Ως παράδειγ­
μα ας αναφερθούμε στις αυξήσεις των τιμών των καυσίμων, οι οποίες ακολου­
θούν την επιβολή ενός φόρου και οι οποίες αυξήσεις επιβαρύνουν περισσότερο
τα χαμηλόμισθα νοικοκυριά, τα οποία καταναλώνουν μεγαλύτερο ποσοστιαίο
μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους για καύσιμα ή άλλα προϊόντα και υπη­
ρεσίες που συσχετίζονται με το φόρο αυτό (μεταφορές, κ.λπ.) σε σχέση με τα
υψηλόμισθα νοικοκυριά.

7. 2.4 Απ οτ ελε σ ματικ ότητα φορολ ογι κ ών σ υ στημ ά τω ν


Η αποτελεσματικότητα ενός φόρου εξαρτάται από το στάδιο επιβολής του
φόρου, το ύψος του, τον τρόπο συλλογής του, καθώς και τη σωστή διαχείριση
των εσόδων από την επιβολή του. Τα στάδια επιβολής ενός φόρου είναι αυτό
της παραγωγής ή εξόρυξης (π.χ. ενός ορυκτού καυσίμου), της μεταφοράς, της
328 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩ Ν ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

επεξεργασίας (π.χ. σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ή διυλιστήρια) ή


το τελικό στάδιο της πώλησης (λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος, βενζινάδικα,
κ.ά. Η επιλογή του σταδίου εξαρτάται από τις τεχνικές δυνατότητες για μεγαλύ­
τερη μείωση των εκπομπών ρύπων. Τα επιθυμητά κριτήρια που αναφέρθησαν
στην εισαγωγή του κεφαλαίου για τα περιβαλλοντικά μέτρα ισχύουν πλήρως και
στην εφαρμογή της φορολογίας για την προστασία του περιβάλλοντος.

Μελέτη περ ίπτωσης 7 . 1

Εφαρμογή άριστων στρατηγικών περι βαλλοντικής προστασίας


στην Ε υ ρ ώπη

Πρ οστασία με οικο νομικά μέσα ή θέσπι ση πρ οτύπων;

ΕΛ
Τα τελευταία χρόνια τα διάφορα περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως αυτά
ΣΔ
της όξινης βροχής και του φαινομένου του θερμοκηπίου, έχουν αποσπάσει
την προσοχή πολλών ερευνητικών προσπαθειών. Όπως θα δούμε στο Κεφά­
λαιο 1 1 , η όξινη βροχή είναι ένα πρόβλημα αρνητικής εξωτερικής επιβάρυν­

σης, καθώς οι εκπομπές των ρύπων μπορούν να αποθέτονται τόσο σε άλλες


χώρες όσο και στην ίδια τη χώρα απ' όπου εκπέμπονται. Η παρουσία διασυ­
νοριακών εξωτερικών επιβαρύνσεων συνεπάγεται ότι οφέλη (κέρδη) μπο­
ΚΥ

ρούν να διαπιστωθούν από τη συνεργασία ανάμεσα στις διάφορες χώρες.


Ένα επιθυμητό επίπεδο απόθεσης οξέων σε μια συγκεκριμένη χώρα
μπορεί να επιτευχθεί με χαμηλότερο κόστος από τις μειώσεις των εκπομπών
ΑΠ

ρύπων σε γειτονικές χώρες. Όμως οι χώρες που πρόκειται να δαπανήσουν


μεγάλα ποσά είναι απρόθυμες να πληρώσουν και ειδικά, όταν τα οφέλη από
τις προσπάθειές τους απολαμβάνονται από άλλες χώρες. Καθώς δεν υπάρχει
μια πολυεθνική κυβέρνηση που θα μπορούσε να θεσπίσει μία κοινώς αποδε-
1
κτή περιβαλλοντική νομοθεσία, αυτά τα προβλήματα πρέπει να λυθούν με
ατομικές ενέργειες από τις χώρες όπου το πρόβλημα είναι έντονο.
Όπως είδαμε, η οικονομική θεωρία δείχνει ότι το άριστο επίπεδο των
ρυπαντικών χρεώσεων είναι σε εκείνο το επίπεδο όπου το οριακό κόστος
καταπολέμησης ισούται με το οριακό κόστος ζημίας από τη ρύπανση που
πρόκειται να καταπολεμηθεί. Στην «πρώτη άριστη λύση » τα επίπεδα φόρων
θα πρέπει να διαφέρουν ανάλογα με το μέγεθος των αντίστοιχων κοστών
ζημίας. Σε περίπτωση περιορισμένης πληροφόρησης μια «δεύτερη άριστη
λύση » , αλλά ακόμη πιο αποτελεσματική από πλευράς κόστους, είναι να
Κεφάλ α ι ο ί: Μέτρα περι βαλλοντι κή ς π ολιτι κή ς 329

θέσουμε μια ενιαία χρέωση αρκετά υψηλή, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε


ότι οι χώρες που ρυπαίνουν θα μειώσουν το συνολικό επίπεδο ρύπανσης σε
κάποιο επιθυμητό επίπεδο. Όμως, τέτοιες χρεώσεις είναι συχνά πολύ υψη­
λές για να είναι αποδεκτές ή πραγματοποιήσιμες για πολιτικούς ή άλλους
λόγους.
Ο Maler ( 1 990) ισχυρίστηκε ότι η πραγματοποίηση της δεύτερης άρι­
στης λύσης με την επιβολή ενός ενιαίου φόρου ανά τόνο εξαγόμενου θείου
από μια χώρα σε όλες τις άλλες θα είναι μια ικανοποιητική λύση στο διασυ­
νοριακό πρόβλημα της απόθεσης οξέων. Ισχυρίζεται (χωρίς πλήρη εμπειρι­
κή υποστήριξη) ότι η διαφοροποίηση των φόρων δε θα δημιουργήσει μόνο
πρακτικά προβλήματα αλλά και εμπόδια στην επίτευξη συμφωνίας και ότι
τα κέρδη από τη δεύτερη άριστη λύση σε σχέση με την πρώτη φαίνονται να
είναι οριακά.

ΕΛ
Στις εξωτερικές επιβαρύνσεις η απόκλιση μεταξύ ιδιωτικών και κοινω­
νικών κοστών ή ωφελειών οδηγεί σε αποτυχία της αγοράς. Η κυβέρνηση
ΣΔ
μπορεί να θέσει φόρους ή να δώσει επιχορηγήσεις. Το πρόβλημα είναι πώς
να βρεθεί το σωστό ύψος του φόρου ή της επιδότησης. Όπως είδαμε παρα­
πάνω στην πρώτη άριστη λύση ο φόρος χρεώνεται ίσος με το οριακό κόστος

ελέγχου, ενώ σε μία δεύτερη άριστη λύση μπορούμε να επιβάλλουμε ένα


υψηλό επίπεδο φόρου αναγκάζοντας τις πηγές να ελέγξουν υψηλότερα επί­
πεδα ρύπανσης ή να πληρώσουν για αυτή.
ΚΥ

Ο Halkos ( 1 996a) σύγκρινε το κόστος επίτευξης των επιθυμητών επιπέ­


δων ρύπανσης του περιβάλλοντος με την επιβολή ενός ενιαίου φόρου καθώς
ΑΠ

και διαφοροποιημένων φόρων. Ο πίνακας 7 .2 παρουσιάζει τα ποσοστά


μείωσης των εκπομπών θείου, τα αντίστοιχα κόστη επίτευξης αυτών των
μειώσεων σύμφωνα με την επιβολή προτύπων, ενός ενιαίου φόρου καθώς
και των διαφοροποιημένων φόρων. Ο ενιαίος φόρος καθορίστηκε στο ύψος
του $ 1 ,5 για λόγους σύγκρισης με τον Maler ( 1 990). Μπορούμε να δούμε ότι
η επιβολή φόρων συνεπάγεται μεγαλύτερη μείωση εκπομπών από τη χρή­
ση προτύπων στη μορφή των βασικών φορτίων. Συγκεκριμένα, η συνολική
μείωση των εκπομπών ρύπων φθάνει περίπου το 58% για την ενιαία αλλά
και διαφοροποιημένη φορολογία και το 52% με τη θέσπιση προτύπων.
Παράλληλα το κόστος επίτευξης αυτών των στόχων είναι πιο δαπανη­
ρό για την περίπτωση του ενιαίου φόρου. Συγκρίνοντας την επιβολή των
διαφοροποιημένων φόρων και προτύπων, ενώ η φορολογία είναι ακριβότε­
ρη η επίτευξη μεγαλύτερης μείωσης εκπομπών και συνεπώς και αποθέσεων
δικαιολογεί τη διαφορά αυτή.
3 30 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΏΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑλλΟΝΤΟΣ

( Αυτό συμβαίνει γιατί όπως φαίνεται από τον Πίνακα 7.3 και τη στήλη
των διαφοροποιημένων φόρων, ο ενιαίος φόρος του $ 1 ,5 ανά τόνο εξαγόμε­
νου θείου για μερικές από τις χώρες που ρυπαίνουν το Ευρωπαϊκό περιβάλ­
λον, όπως οι περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, Ισπανίας, Ρουμανίας,
Τουρκίας, Βουλγαρίας, Ουγγαρίας και Ιταλίας είναι υψηλότερος απ' ότι το
οριακό κόστος καταπολέμησης των εκπομπών θείου για την επίτευξη των
άριστων στόχων. Συνεπάγεται ότι αυτές οι χώρες καταπολεμούν περισσότε­
ρο από ότι πρέπει. Για παράδειγμα, η Ρωσική Ομοσπονδία καταπολεμεί 1 0%
περισσότερο με την επιβολή ενός ενιαίου φόρου απ' ότι στην περίπτωση του
διαφοροποιημένου φόρου.
Εξυπακούεται ότι τέτοιες χώρες θα προτιμούν να πληρώσουν το διαφο­
ροποιημένο φόρο (μειώνοντας τις εκπομπές τους λιγότερο) απ' ότι τη χρήση
ενός ενιαίου φόρου. Από την άλλη πλευρά, οι υπόλοιπες χώρες πληρώνουν

ΕΛ
λιγότερα για την επίτευξη των στόχων από την επιβολή ενός ενιαίου φόρου
από ότι από την επιβολή διαφοροποιημένων φόρων. Ο λόγος είναι ο ίδιος. Ο
ΣΔ
διαφοροποιημένος φόρος που αντιστοιχεί στον επιθυμητό στόχο είναι πολύ
υψηλότερος από τον ενιαίο φόρο ύψους $ 1 ,5 ανά τόνο εξαγόμενου θείου
και έτσι οι χώρες αυτές θα προτιμούν να πληρώσουν τον ενιαίο φόρο.

Είναι φανερό ότι ένας υψηλός ενιαίος φόρος επιτυγχάνει υψηλές μειώ­
σεις εκπομπών αλλά δεν είναι ο πιο αποτελεσματικός (σε κόστος) τρόπος
επίτευξης των περιβαλλοντικών στόχων. Ο ισχυρισμός του Maler ότι η δια­
ΚΥ

φορά μεταξύ πρώτης και δεύτερης άριστης λύσης είναι οριακή μπορεί να
ισχύει για κάποιες χώρες, καθώς και για το σύνολο αλλά δεν ισχύει για όλες
τις Ευρωπαϊκές χώρες.
ΑΠ

Ο Πίνακας 7.2 παρουσιάζει τις μειώσεις των εκπομπών ρύπων και το


κόστος επίτευξης αυτών των μειώσεων για ένα δείγμα χωρών, όταν δρουν
ανεξάρτητα (Ανεξαρ.) ή σε συνεργασία και υπό την επιβολή προτύπων, ενι­
αίων και διαφοροποιημένων (Διαφορ.) φόρων. Ομοίως ο Πίνακας 7.3 παρου­
σιάζει τις χρεώσεις, τις τιμές των χρεώσεων (εκ. $) και τα κόστη ελέγχου ως
ποσοστό του ΑΕΠ για ένα δείγμα χωρών όταν δρουν ανεξάρτητα (Ανεξαρ.)
ή σε συνεργασία και υπό την επιβολή προτύπων, ενιαίων και διαφοροποιη­
μένων (Διαφ.) φόρων (πλήρης ανάλυση στο Halkos, 1 996a).
Χωρίς συνεργασία οι ρυθμοί καταπολέμησης φθάνουν σε διάφορα ύψη,
τα οποία δεν είναι εφικτά για πολλές χώρες, όπως Αυστρία, Σκανδιναβι­
κές χώρες και Ελλάδα (Πίνακας 7.2). Για παράδειγμα, η Αυστρία πρέπει
να μειώσει το 3 1 5% και η Ελλάδα το 1 09% των εκπομπών τους, για να
Κεφάλ α ι ο 7: Μέτρα περιβαλλοντικής πολιτικ ής 33 1

ικανοποιήσουν τους στόχους τους. Αυτό δείχνει τη διασυνοριακή φύση του


προβλήματος.
Η συνεργασία μπορεί να επιτύχει τους καθορισμένους στόχους πιο απο­
τελεσματικά. Έτσι όταν οι χώρες συνεργάζονται και δε δρουν ανεξάρτητα, ο
ενιαίος φόρος δημιουργεί έσοδα του ύψους των $2,2 δις και οι διαφοροποιη­
μένοι φόροι $2,5 δις. Άρα, υπάρχει διαφορά μεταξύ πρώτης και δεύτερης
άριστης λύσης. Όμως τα οφέλη για κάποιες χώρες μπορεί να είναι αρνητικά
(Δανία, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιταλία, Ρουμανία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο,
και για τις περισσότερες περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) και οι
χώρες αυτές θα πρέπει να αποζημιωθούν, για να συνεργαστούν. Αυτό είναι
εφικτό, αφού τα συνολικά οφέλη είναι θετικά.
Ταυτόχρονα, το κόστος ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να είναι σχε­
τικά υψηλό (υψηλότερο του 0,5%) στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, στη

ΕΛ
Γερμανία, στην Ελλάδα (περίπου 0,7%) και στη Ρωσική Ομοσπονδία. Το
πρόβλημα προώθησης συνεργασίας επιδεινώνεται εξαιτίας του ότι κάποιες
ΣΔ
χώρες σε περίπτωση συνεργασίας θα έχουν να ξοδέψουν μεταξύ 1 -2% του
ΑΕΠ τους, ενώ το μέσο επίπεδο για όλη την Ευρώπη είναι πολύ χαμηλότερο.
Από τις στήλες των χρεώσεων μπορούμε να δούμε ότι οι χώρες κερδί­

ζουν, όταν συνεργάζονται, αν και στην περίπτωση επιβολής φόρων οι χώρες


Αυστρία, Ελλάδα, Φιλανδία, Σουηδία και Ρωσική Ομοσπονδία είναι σε χει­
ρότερη μοίρα, όταν συνεργάζονται, αφού δεν πληρώνουν τίποτα όταν δρουν
ΚΥ

ανεξάρτητα. Ο διαφοροποιημένος φόρος δεν ευνοεί τη χώρα μας και οδηγεί


σε τριπλάσια χρέωση σε σύγκριση με τον ενιαίο. Τέλος, αν επιτρέψουμε το
ΑΠ

εμπόριο αδειών πάνω στα προτεινόμενα πρότυπα, τότε η τιμή των αδειών
εκπομπών θα κυμαίνεται μεταξύ $ 1 20 και $930 ανά τόνο θείου.

Π ίνακας 7 . 2 : Μειώσεις εκπομπών και κόστος επίτευξης αυτών των μειώσεων

Μειώσεις εκπομπών (%) Συνολικό Κ όστος ( εκ:. $ 1 985)

ΧΩ ΡΕΣ Ανεξαρ. Συνεργασία Ανεξαρ. Συνεργασία

Πρότυπα Ενιαίος Διαφορ. Π ρότυπα Ενιαίος Διαφορ.

Αυστρία 3 1 5 ,0 62,5 60,0 62,5 332,2 44,7 36,0 44,5

Β έλγιο 78,5 72,0 70,0 75,0 3 56,3 232,6 2 1 2,0 252,5


Δανία 10,0 76,5 59,0 80,0 1 ,4 1 44,2 52,6 1 3 1 ,2

Φ ινλανδία 1 89,0 70,0 57,0 68,5 877,8 403,2 247,6 336, 1


(συνεχίζεται)
332 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΓΙΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

r Γαλλία

Γερμανία

Ελλάδα
48,0

82,0

1 09,0
62,0

70,5

8 1 ,0
67,0

70,5

78,0
69,0

7 1 ,0

80,0
249,9

2.076,0

499,6
463,3

1 .427,0

252,4
530,4

1 .347,0

234, 1
555,4

1 .299,9

24 1 ,7

Ουγγαρία 1 7,0 56,0 56,5 57,0 1 7,7 85,5 92,2 94,8

Ι ταλία 46,0 57,0 60,0 58,0 473,4 667, 1 746,3 6 1 1 ,2

Ολλανδία 7 1 ,0 69,0 69,0 74,0 1 88,8 1 74,8 1 69,2 20 1 ,6

Ν ορβηγία 2 1 0,0 5 1 ,5 46,0 6 1 ,0 278,6 1 8,2 9,2 4 1 ,4

Πολωνία 70,0 63,5 49,0 63,0 1 .290,4 8 1 1 ,3 699,8 764, 1

Πορτογαλία 65,0 64,5 49,0 61,5 1 3 7,7 1 3 6,05 70,4 1 1 7,7

Ρ ουμανία 47,0 52,0 7 1 ,0 70,5 1 88,8 204,2 3 1 2,3 289,8

ΕΛ
Ι σπανία 40,0 40,0 83,0 78,0 223,6 229,4 988,7 836,7

Σουηδία 23 0,0 62,5 56,0 62,0 1 . 1 1 0,4 95,5 46,6 79,9


ΣΔ
Τουρκία 1 8,0 1 7,5 48,Ο 28,0 1 40,8 1 32,2 564,2 224,2

Λευκο ρωσία 3 1 ,0 36,0 44,0 38,0 2,04 2,2 14, 1 2,4


Ρωσική
32,0 27,0 49,0 39,0 1 ,6 1 1 ,4 1 0,5 1 ,92
Ομοσπονδία

Ουκρανία 3 5 ,0 27,0 48,0 33,0 5,2 1,1 9,6 4,7


ΚΥ

Ηνωμένο
46,0 60,5 65,5 69,0 750,7 946,7 1 . 1 0 1 ,2 1 .254,6
Β ασίλειο
ΑΠ

Μέση τιμή/
87,0 52,0 58,2 57,7 1 1 .858,0 8 .367,0 9.690, ο 9.33 1 ,0
Σύνολο'

Ή γραμμή αυτή δείχνει τα σύνολα για όλες τις χώρες και όχι μόνο αυτές του δείγματος αναφοράς.

Αφαιρώντας τα κόστη από τη δράση των χωρών ανεξάρτητα και σε


συνεργασία με την επιβολή προτύπων ή φόρων, μπορούμε να δούμε τα οφέ­
λη που προκύπτουν. Για παράδειγμα για τη χώρα μας και από τον Πίνακα 7.2
τα οφέλη της συνεργασίας από τη χρήση προτύπων, ενιαίων ή διαφοροποιη­
μένων φόρων ανέρχονται σε 247,2 (= 499,6-252,4), 265,5 (= 499,6 -234, 1 )
και 257,9 (= 499,6-24 1 ,7) αντίστοιχα. Σε κάθε περίπτωση η συνεργασία
προτιμάται.
Κεφάλ α ι ο 7: Μέτρα π εριβαλλοντι κής πολιτι κ ής 333

Π ίνακας 7. 3 : Χρεώσεις, τιμές χρεώσεων (εκ. $ ) και κόστη ελέγχου ως % του ΑΕΠ, όταν οι
χώρες δρουν ανεξάρτητα (Ανεξαρ. ) ή σε συνεργασία και υπό την επιβολή
προτύπων, ενιαίων και διαφοροποιημένων (Διαφ. ) φόρων

Χρεώσεις Κ όστη Κόστη Κ όστη


Διαφ. Επιβολής Επιβολής Επιβολής
Ανεξαρ. Συνεργασία
ΧΩΡΕΣ Χρεώ- π ροτύπων ενιαίου διαφ.
Ενιαίες Διαφ.
σεις (% ΑΕΠ) φόρου φόρων

1
(% ΑΕΠ) (% ΑΕΠ)

Αυστρία 2,5 ο 40 82 Ο, 1 0,052 0,065

Βέλγιο 3,5 14 54 44 0,29 0,255 0,303

Δανία 4,4 1 50 53 28 0,25 0,092 0,23

ΕΛ
Φινλανδία 23,5 ο 55 884 0,75 0,46 0,63

Γαλλία 2,5 357 1 59 360 0,022 Ο, 1 0, 1 05


ΣΔ
Γερμανία 1 0,3 90 66 455 1 ,3 1 ,07 0,934

1 Ελλάδα 3,3 ο 58 159 0,72 0,664 0,69


Ουγγαρία 1,1 281 31 27 0,4 1 0,44 0,46

Ιταλία 1,1 676 336 222 0, 1 8 0,2 0, 1 65

Ολλανδία 3,7 30 36 45 0, 1 3 0, 1 28 0, 1 52
ΚΥ

Ν ο ρ βηγία 3,2 ο 29 71 0,032 0,0 1 6 0,072

Π ολωνία 7,2 ο 1 09 542 1 ,03 0,89 0,97


ΑΠ

Πορτογαλία 2,9 37 85 1 04 0,68 0,35 0,58

Ρουμανία 0,3 499 99 33 0,45 0,69 0,64

Ι σπανία 0,3 1 860 344 74 0, 1 3 6 0,59 0,5

Σουηδία 3,5 ο 62 1 64 0,096 0,047 0,08 1

Τουρκία 0,3 1 1 70 277 1 66 0,24 1 ,0 0,4

Λευκορωσία 0,0 1 ο 5 3 0,24 1 ,54 0,262

Ρωσική Ο μοσπ . 0,0 1 ο 12 11 0,07 0,525 0,096

Ουκρανία 0,34 8 6 5 0,3 1 2,7 1 1 ,32

Ην. Βασίλειο 1 ,8 8 14 326 191 0,2 0,23 0,265

ι -
334 Ο!ΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣ!ΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Σ υμπεράσματα κα ι πολι τ ι κές επιπτώ σεις

Είναι εμφανές ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ χωρών στην ενεργειακή χρή­
ση, στις εκπομπές ρύπων, στις πηγές εκπομπών, καθώς και σε άλλους οικο­
νομικούς παράγοντες. Κάθε χώρα έχει τις δικές της εθνικές περιβαλλοντικές
ρυθμίσεις και νομοθεσίες. Οι ρυθμίσεις και η θέσπιση προτύπων που απαι­
τούν ενιαίες μειώσεις στη ρύπανση είναι αναποτελεσματικές λύσεις, επειδή
τα κόστη μείωσης δεν είναι ομοιόμορφα για όλες τις χώρες. Υπό το καθε­
στώς ενιαίων προτύπων για εκπομπές ρυπαντών, μερικές χώρες θα μειώνουν
εκπομπές λιγότερο από το οικονομικά αποτελεσματικό επίπεδο, ενώ άλλες
θα μειώνουν τις εκπομπές τους περισσότερο από ότι είναι οικονομικά αποτε­
λεσματικό. Οι διαφοροποιημένοι φόροι υπερτερούν όταν τα κόστη μείωσης
διαφέρουν μεταξύ των χωρών.
Γενικά, όταν η καμπύλη κόστους μείωσης εκπομπών είναι επίπεδη (flat),

ΕΛ
οι ποσοτικές ρυθμίσεις λειτουργούν καλύτερα από τις ρυθμίσεις τιμών. Αντί­
θετα, όταν έχουν μεγάλη κλίση (steep), τότε οι ρυθμίσεις τιμών θα λειτουρ­
ΣΔ
γούν καλύτερα. Η περίπτωση αυτή αντιστοιχεί στη χώρα μας.
Από τα εμπειρικά αποτελέσματα που είδαμε μπορούμε να συμπεράνου­
με ότι:

1 ) ένας ενιαίος φόρος σε κάθε εξαγόμενο τόνο θείου από μία χώρα σε
όλες τις άλλες δε θα προσεγγίσει την πρώτη άριστη λύση, καθώς δε
ΚΥ

διαφοροποιεί τις αποθέσεις μεταξύ χωρών με υψηλό και χωρών με


χαμηλό οριακό κόστος ζημίας. Κάθε προσπάθεια να εφαρμόσουμε
τον ίδιο φόρο σε κάθε μονάδα εκπομπών θείου, άσχετα από το που
ΑΠ

πηγάζουν οι εκπομπές, είναι επίσης αναποτελεσματική. Στην πρώτη


άριστη λύση πρέπει να διαφοροποιήσουμε τους φόρους μεταξύ των
χωρών που ρυπαίνουν.
2) τα κέρδη από την πρώτη στην δεύτερη άριστη λύση είναι διαφορετι­
κά για πολλές χώρες.
3) οι διαφοροποιημένοι φόροι είναι πιο αποτελεσματικοί από πλευράς
κόστους συγκρινόμενοι με τους ενιαίους. Αν ο φόρος είναι υψηλό­
τερος από το οριακό κόστος καταπολέμησης, το οποίο δείχνει ότι ο
ενιαίος φόρος είναι υψηλότερος από το τι αντιστοιχεί στην πρώτη
άριστη λύση, τότε οι χώρες θα προτιμούν να πληρώσουν το διαφο­
ροποιημένο φόρο από το να μειώσουν τις εκπομπές τους με τη χρήση
μεθόδων αποθείωσης.
Κε φάλ αι ο 7: Μέτρα περ ι βαλλοντικ ή ς πολιτική ς 335

4) οι αποτελεσματικοί φόροι ποικίλουν περισσότερο από $ 1 00 μέχρι


περίπου $900 ανά τόνο διοξειδίου του θείου.
Για τη χώρα μας η επιβολή φόρων λειτουργεί καλύτερα από τη θέσπιση
προτύπων. Όμως τα εξαγόμενα εμπειρικά αποτελέσματα απαιτούν υψηλά
επίπεδα μείωσης των εκπομπών (περίπου 80%) που σίγουρα θα κάνουν αδύ­
νατη την επίτευξη συνεργασίας της Ελλάδας με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές
χώρες. Ο ενεργειακός φόρος θα επιβαρύνει την ΔΕΗ με ποσό που θα μπο­
ρούσε να επενδυθεί σε αύξηση της θερμοδυναμικής εργοστασιακής απόδο­
σης καθώς και ανάπτυξης άλλων ήπιων πηγών ενέργειας. Γενικά, οι κυβερ­
νήσεις είναι απρόθυμες να αυξήσουν τις ενεργειακές τιμές, αφού η ζήτηση
για ενέργεια είναι ανελαστική και οι ενεργειακοί φόροι προοδευτικοί. Οι
υψηλότερες ενεργειακές τιμές έχουν επίσης σοβαρό αντίκτυπο πάνω στη

ΕΛ
βιομηχανική ανταγωνιστικότητα.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι Κάτω Χώρες θα μπορούσαν
να επιτύχουν κατά μέσο όρο περίπου 30% και 2 1 % εξοικονόμηση ενέργειας
ΣΔ
λόγω αποτελεσματικότερης ενεργειακής χρήσης στους οικιακούς και εμπο­
ρικούς τομείς τους αντίστοιχα. Για να καταλάβουμε καλύτερα τι σημαίνει

αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι μια 30% αποτελεσματικότερη χρήση ενέρ­


γειας θα μπορούσε να μειώσει μέχρι και 25% τις ενεργειακές απαιτήσεις,
γεγονός που ισοδυναμεί με περισσότερο από 1 ,2 δις τόνους ρύπων.
ΚΥ

7. 2 . S Τ έλη
ΑΠ

Τα τέλη επιβάλλονται στις πηγές της ρύπανσης ως πρόσθετο κόστος στη λει­
τουργία τους. Αυτό συνεπάγεται ότι η εφαρμογή τους προϋποθέτει την εκτίμηση
της ζημίας που προκαλείται από τις εκπομπές των ρύπων σε κάποια δεδομένη
χρονική στιγμή και σε κάποια ορισμένη τοποθεσία. Η επιβολή των τελών προ­
καλεί τα ίδια αποτελέσματα στην τιμή των ορυκτών καυσίμων όπως αυτά από
ένα φόρο επί των εκπομπών ρύπων. Όμως, ενώ τα έσοδα του φόρου επί των
ρύπων (SOx, ΝΟχ, C02, κ.ά.) συγκεντρώνονται από την κυβέρνηση, τα έσοδα
από τα τέλη χρησιμοποιούνται για την ενθάρρυνση και χρηματοδότηση μέτρων
μείωσης των εκπομπών ρύπων.
Κάποιες μορφές τελών είναι:
Τα τέλη προϊόντων, που χρεώνονται σε προϊόντα ζημιογόνα για το περι­
βάλλον, όπως λιπάσματα, λιπαντικά, μπαταρίες καδμίου, κ.ά.
336 ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Τα τέλη χρήσης, που χρεώνονται στην ποσότητα της εκροής, χωρίς να


συναρτώνται άμεσα με την περιβαλλοντική ζημία που προκαλούν. Εδ ώ
συμπεριλαμβάνονται και οι χρεώσεις για τη συλλογή και επεξεργασία
των λυμάτων.
Τα τέλη ρυπογόνω ν εκπομπών, που χρεώνονται σε εκπομπές ρύπων με
το ύψος τους να καθορίζεται από την ποσότητα και την ποιότητα των
ρύπων και της περιβαλλοντικής ζημίας που δημιουργούν.
Τα διοικητικά τέλ η, που χρεώνονται για τη λειτουργία των διαφόρων
συστημάτων χορήγησης αδειών όπως και παρακολούθησης της εγκυρό­
τητάς τους.

7. 2.6 Άλλ α οικονομικ ά μ έ σα


Η εφαρμογή φόρων ή εμπορεύσιμων αδειών αλλά και προτύπων, είναι συνυφα­

ΕΛ
σμένη με την παρακολούθηση των εκπομπών ρύπων, η οποία όμως μπορεί να
μην είναι αποτελεσματική, καθώς ο αριθμός των πηγών ρύπανσης είναι πολύ
ΣΔ
μεγάλος. Ας δούμε τώρα κάποια άλλα διαθέσιμα οικονομικά μέσα περιβαλλο­
ντικής πολιτικής όπως αυτά των επιδοτήσεων, των κανόνων υπαιτιότητας και
των συστημάτων εγγυοδοτικού αντιτίμου.

7. 2.6.1 Επιδοτήσε ις (subsidies)


ΚΥ

Οι επιδοτήσεις παίρνουν τη μορφή πληρωμών στους δημιουργούς της ρύπαν­


σης για μείωση των ρύπων κάτω από ένα καθορισμένο επίπεδο. Σε αντίθεση με
τους φόρους οι επιδοτήσεις ενδέχεται να αποτελέσουν κίνητρο για την είσοδο
ΑΠ

και άλλων επιχειρήσεων στην αγορά. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ατομικές


μειώσεις των εκπομπών ρύπων ανά επιχείρηση αλλά και σε αύξηση των συνο­
λικών εκπομπών του κλάδου. Οι επιδοτήσεις μπορούν να πάρουν τη μορφή επι­
στροφής φόρου από ικανοποιητική χρήση ανακυκλωμένων υλικών, δανείων με
επιδοτούμενο επιτόκιο ή ευνοϊκότερης φορολογικής μεταχείρισης κάποιων επι­
χειρήσεων αντιβαίνοντας στην αρχή του «ο ρυπαίνων πληρώνει» .

7. 2.6.2 Κανόνες υπαιτιότητας (Enνironmental liability)

Σύμφωνα με την υπαιτιότητα η πηγή του περιβαλλοντικού προβλήματος είτε


αποζημιώνει τα «θύματα» της ρύπανσης είτε αναλαμβάνει το κόστος ελέγχου
της ρύπανσης. Η πιθανότητα επιβολής προστίμων οδηγεί στη δημιουργία αγο­
ρών για ασφαλιστικά συμβόλαια. Το νομικό πλαίσιο των κανόνων υπαιτιότητας
ορίζει ότι εκείνος που προκαλεί τις εξωτερικές επιδράσεις είναι υπεύθυνος για
Κεφάλαι ο 7: Μέτρα περ ι βαλλοντικής π ολιτική ς 3 37

κάθε βλάβη που προκαλεί στην κοινωνία και υποχρεούται μέσω της δικαστικής
οδού να αποζημιώσει τα θύματα τουλάχιστον κατά το ποσό της ζημίας. Επομέ­
νως, αυτό αποτελεί αντικίνητρο για τις επιχειρήσεις, ώστε να σταματήσουν να
ρυπαίνουν. Επίσης η ακριβής εκτίμηση του κόστους των ζημιών αποτελεί και
εδώ μειονέκτημα.

7. 2.6.3 Συστήματ α Εγγυοδοτικού Αντιτίμου (Deposit Refund Systems, DRS)

Τα συστήματα κατάθεσης-χρηματικής επιστροφής χαρακτηρίζονται από ένα


πρόσθετο τέλος χρεωμένο στην τιμή του προϊόντος που δημιουργεί περιβαλλο­
ντικά προβλήματα μέχρι την απαλοιφή του προβλήματος. Κατόπιν τα χρήματα
επιστρέφονται. Αυτό μπορεί να δώσει κίνητρο είτε για ανακύκλωση είτε για
επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα των συστη­
μάτων εγγυοδοτικού αντιτίμου είναι η μείωση των αποβλήτων και η εξοικονό­

ΕΛ
μηση υλικών για συσκευασίες. Ταυτόχρονα κάποια από τα μειονεκτήματα των
συστημάτων αυτών είναι ότι τα κόστη μεταχείρισης, αποθήκευσης, ενέργειας
ΣΔ
και μεταφοράς μπορεί να είναι μερικές φορές μεγάλα.

7. 3 Ε μ πορεύ σι μ ες άδει ες ρύ πανσης


Ο μηχανισμός των εμπορεύσιμων αδειών, με αντίστοιχο τρόπο με αυτόν που
ακολουθείται και με την επιβολή των προτύπων, ξεκινά με τον καθορισμό από
ΚΥ

την κυβέρνηση ή τον υπεύθυνο λήψης αποφάσεων ενός ανώτατου ορίου εκπο­
μπής ρύπων από τις πηγές (π.χ. βιομηχανικές μονάδες ενός κλάδου ή από μια
ΑΠ

χώρα συνολικά). Κατόπιν σε κάποιες ρυπογόνες παραγωγικές πηγές διανέμεται


ένας αριθμός εμπορεύσιμων αδειών με τέτοιο τρόπο που να αντιπροσωπεύεται
αναλογικά και δίκαια το δικαίωμα της κάθε πηγής να ρυπαίνει, αλλά συνολικά
να επιτυγχάνεται το ανώτατο προκαθορισμένο όριο εκπομπών των ρύπων.
Οι άδειες αυτές μετά τη διανομή τους μεταξύ των πηγών (επιχειρήσεων,
βιομηχανικών μονάδων, χωρών, κ.ά.) μπορούν να γίνουν αντικείμενο συναλ­
λαγής μεταξύ των πηγών μέσα στην ίδια την επιχείρηση ή και μεταξύ διαφο­
ρετικών πηγών ρύπων, βάσει κάποιων κανόνων και προδιαγραφών. Έτσι μία
πηγή ρύπων μπορεί να πωλήσει έναν αριθμό αδειών και κάποια άλλη πηγή να
αγοράσει τον απαραίτητο γι ' αυτήν αριθμό αδειών, ώστε να έχει το δικαίωμα να
εκπέμπει μεγαλύτερη ποσότητα ρύπων απ ' αυτήν που της αναλογούσε από την
αρχική κατανομή των αδειών .
Δηλαδή το κύριο χαρακτηριστικό των αδειών αυτών είναι ότι είναι εμπο­
ρεύσιμες, έτσι ώστε οι πηγές στις οποίες η καταπολέμηση των ρύπων είναι σχε-
338 ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

τικά δαπανηρή, να μπορούν να αγοράσουν μεγαλύτερο αριθμό αδειών. Δηλαδή,


κάθε επιχείρηση λαμβάνει το δικαίωμα να εκπέμπει μια συγκεκριμένη ποσότητα
ρύπων και αυτό το δικαίωμα είναι εμπορεύσιμο (tradable). Έτσι οι επιχειρήσεις
με σχετικά μικρό κόστος μείωσης της ρύπανσης μπορούν να πωλούν μέρος του
δικαιώματός τους να ρυπαίνουν το περιβάλλον σε άλλες πηγές (επιχειρήσεις), οι
οποίες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κόστος.
Σκοπός των εμπορεύσιμων αδειών είναι ο περιορισμός της συνολικής ρύ­
πανσης σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Για ελαχιστοποίηση του κόστους ελέγ­
χου της ρύπανσης το οριακό κόστος καταπολέμησης της ρύπανσης μεταξύ των
ρυπογόνων επιχειρήσεων εξισώνεται, ενώ παράλληλα παρέχεται η δυνατότητα
σε νέες βιομηχανικές μονάδες να δραστηριοποιηθούν σε συγκεκριμένες περιο­
χές, χωρίς να παρουσιάζεται αύξηση του συνολικού επιπέδου ρύπανσης στις
περιοχές αυτές. Για την επίτευξη του στόχου της οικονομικής αποτελεσματικό­
τητας, οι διάφορες πηγές ρύπων (όπως οι βιομηχανικές μονάδες) μπορούν να

ΕΛ
ανταλλάσσουν τις άδειες έως ότου τα οριακά κόστη ελέγχου της ρύπανσης ανά
πηγή ρύπων να εξισωθούν.
ΣΔ
Ένα μεγάλο πλεονέκτημα του άμεσου ελέγχου περιβαλλοντικής ρύπανσης,
αποτελεί το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή μπορεί να θέσει κάποια πρότυπα, τα
οποία θα περιορίζουν τη συνολική ποσότητα της ρύπανσης σε κάποια γεωγρα­

φική περιοχή. Αυτό μπορεί να γίνει ακόμα και αν δεν είναι γνωστές οι λεπτο­
μέρειες των καμπυλών οριακού οφέλους και οριακού κόστους ζημίας για την
καταπολέμηση της ρύπανσης, που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις.
ΚΥ

Από την άλλη πλευρά το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της επιβολής φόρων στην
εκπομπή ρύπων, είναι το περιθώριο που δημιουργείται για αποκεντροποιημένη
ΑΠ

λήψη αποφάσεων, εξαιτίας των κινήτρων που δημιουργούνται για την εσωτερί­
κευση της εξωτερικότητας από τις επιχειρήσεις.
Οι εμ πορε ύσιμες άδε ιες ρύπανσης μπορούν να συνδυάσουν και τα δύο παρα­
πάνω πλεονεκτήματα και έχουν την προοπτική να υπερέχουν τόσο των άμεσων
ελέγχων όσο και των φόρων για την καταπολέμηση της ρύπανσης (Lipsey και
Chrystal, 1 995). Για να κάνει χρήση των εμπορεύσιμων αδειών ρύπανσης μια
κυβέρνηση ή ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων πρέπει να αποφασίσει σχετικά με
το συνολικό μέγεθος της ρύπανσης που θα επιτρέψει και όχι το πόση ρύπανση
πρέπει να καταπολεμηθεί.
Η ισορροπία που επέρχεται με τη χρήση των εμπορεύσιμων αδειών, μοιάζει
με την περίπτωση επιβολής ενός πιγκουβιανού φόρου για την εκπομπή ρύπων
(t, ίσο με το οριακό κόστος ελέγχου της ρύπανσης), όπου η τιμή μιας άδειας
ρύπανσης ισούται με το φόρο για την εκπομπή ρύπων. Όμως τώρα δε χρειάζεται
ο υπολογισμός του άριστου μεγέθους του φόρου, καθώς με δεδομένη την επι-
Κεφάλαι ο 7: Μέτρα περ ιβαλλοντικής πολι τικής 339

τρεπόμενη ποσότητα ρύπανσης, η αγορά των εμπορεύσιμων αδειών θα καθορί­


σει το αντίστοιχο ύψος του φόρου μέσω της λειτουργίας της και της ανταλλαγής
των αδειών μεταξύ των πηγών.
Καθώς το ανά μονάδα κόστος της προσαρμογής είναι πολλές φορές διαφο­
ρετικό από πηγή σε πηγή, αυτό συνεπάγεται ότι δημιουργούνται κίνητρα μετα­
ξύ των πηγών να ανταλλάξουν άδειες μεταξύ τους. Η αποτελεσματικότητα των
εμπορεύσιμων αδειών εξαρτάται από την αρχική κατανομή των αδειών μεταξύ
των πηγών ρύπανσης.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι αρχικής κατανομής των εμπορεύσιμων αδειών
μεταξύ των ρυπογόνων πηγών:
Ένας αποδεκτός από τις πηγές ρύπων τρόπος αρχικού καταμερισμού των
αδειών, είναι βάσει του ιστορικού επιπέδου των εκπομπών (grandfa­
thering), όπου λαμβάνουμε υπόψη το επίπεδο ρύπανσης κάθε πηγής

ΕΛ
ρύπων μέχρι τη χρονική στιγμή της κατανομής των αδειών. Σημαντική
παράμετρος επιτυχίας της κατανομής αυτής είναι η κατάλληλη κατα­
γραφή του επιπέδου των υπαρχόντων πραγματικών εκπομπών ρύπων
ΣΔ
και η κατάλληλη διαχρονική μείωση της κατανομής αυτής. Αν η κατα­
γραφή είναι υποεκτιμημένη, τότε θα υπάρξει αναποτελεσματικότητα

στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων.


Άλλος τρόπος είναι με τη χρήση διαφόρων δεικτών, όπως το επίπεδο
παραγωγής ή τον αριθμό των απασχολούμενων, όταν εξετάζουμε περι­
ΚΥ

βαλλοντικά προβλήματα σε επίπεδο επιχειρήσεων ή την πυκνότητα του


πληθυσμού και το ΑΕΠ σε επίπεδο χωρών.
Τέλος μία αποτελεσματική αρχική κατανομή αδειών μπορεί να γίνει με
ΑΠ

πλειστηριασμό μεταξύ των πηγών ρύπανσης στηριζόμενοι στην αγορά


και στο γεγονός ότι οι πηγές με υψηλό κόστος ελέγχου της ρύπανσης θα
επιδιώκουν την απόκτηση κατάλληλου αριθμού αδειών.
Θα μπορούσαμε επίσης να προτείνουμε έναν αριθμό μεθόδων για τον αρχι­
κό καταμερισμό των αδειών βασιζόμενοι για παράδειγμα στις τρέχουσες εκπο­
μπές ρύπων, το τρέχον κατά κεφαλήν ΑΕΠ και την έκταση της χώρας. Ο ρόλος
του υπεύθυνου λήψης αποφάσεων θα περιλαμβάνει τον καθορισμό του αρχικού
καταμερισμού των αδειών, την εποπτεία της αγοράς και την πώληση και ρύθμι­
ση της ανταλλαγής των αδειών μεταξύ των πηγών.
Στην περίπτωση ενός διασυνοριακού προβλήματος όπως η όξινη βροχή που
θα εξετάσουμε αναλυτικά στο Κεφάλαιο 1 1 , ο αρχικός αριθμός αδειών που εκδί­
δονται για κάθε χώρα θα μπορούσε να καθοριστεί από τη συνεισφορά της χώρας
αυτής στις αποθέσεις οξέων σε ευαίσθητες περιοχές και στην απαιτούμενη
340 ΟΙΚΟΝΟΜ!ΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

μείωση των εκπομπών της σύμφωνα με τη θέσπιση προτύπων στη μορφή των
βασικών φορτίων. Αναμένεται οι χώρες να αγοράσουν άδειες αντί να καταπο­
λεμήσουν τις εκπομπές ρυπαντών, όταν η τιμή των αδειών που καθορίζεται από
τον αρχικό καταμερισμό είναι μικρότερη από το οριακό κόστος καταπολέμηση ς
που αντιστοιχεί στο άριστο επίπεδο μείωσης των εκπομπών για την επίτευξη
των καθορισμένων επιπέδων απόθεσης.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι η κατανομή των αδειών αποτελεσμα­
τική είναι οι πηγές να εμπιστεύονται και να συμμορφώνονται με τη συγκεκριμέ­
νη πολιτική προχωρώντας σε συναλλαγές αδειών, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο
βάσει όλων όσων ειπώθηκαν προηγουμένως. Επίσης, θα πρέπει η αγορά για
άδειες να είναι ανταγωνιστική, ώστε το κόστος συναλλαγής να είναι σχετικά
χαμηλό και έτσι να επιτυγχάνονται αποτελεσματικές συναλλαγές των αδειών.
Κάποια προγράμματα εμπορεύσιμων αδειών που έχουν εφαρμοστεί διεθνώς
είναι τα ακόλουθα.

ΕΛ
Το σχήμα αντικατάστασης (netting) όπου μια πηγή ρύπανσης που δεν
μπορεί να προσφύγει στην αγορά, για να αγοράσει νέες άδειες ρύπαν­
ΣΔ
σης, μπορεί αφού σταματήσει μια υπάρχουσα να δημιουργήσει μια νέα
πηγή ρύπανσης.

Το σχήμα αντιστάθμισης (offset), το οποίο στηρίζεται στην ιδέα ότι σε


περιοχές που δεν επιτρέπεται η δημιουργία νέων πηγών ρύπανσης δεν
υπάρχει περιθώριο σε νέες πηγές να αναλάβουν παραγωγικές δραστη­
ΚΥ

ριότητες στις περιοχές αυτές εκτός αν σταματήσουν κάποιες από τις ήδη
υπάρχουσες.
ΑΠ

Το σχήμα φυσαλίδων (bubbles), όπου με σταθερό το συνολικό επίπε­


δο ρύπανσης, οι πηγές μπορούν να κάνουν όποιες αλλαγές θέλουν στα
επίπεδα των εκπομπών ρύπων είτε μέσα στην ίδια την πηγή με όποιες
εσωτερικές τροποποιήσεις κρίνονται αναγκαίες είτε σε συνεργασία με
άλλες πηγές.
Το σχήμα αποταμίευσης (banking), το οποίο μοιάζει με το προηγού­
μενο με τη διαφορά ότι είναι διαχρονικό, αφού κάποιες άδειες μπορεί να
μη χρησιμοποιηθούν σήμερα αλλά στο μέλλον.
Θα ήταν σκόπιμο να αναπτύξουμε εδώ ένα μικρό υπόδειγμα που θα μας
βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις
λαμβάνουν τις αποφάσεις τους μέσα στην αγορά των δικαιωμάτων ρύπανσης .
Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση γνωρίζει την κοινωνικά επιθυμητή ποσότητα
διοξειδίου του άνθρακα (C02) εντός της χώρας και θέλει να μοιράσει αποτελε-
Κε φάλ α ι ο 7: Μέτρα περ ιβαλλοντι κής π ολιτι κής 341

σματικά την επιτρεπόμενη ποσότητα εκπομπών C02 μεταξύ των επιχειρήσεων.


Όπως είδαμε προηγουμένως οι επιχειρήσεις με υψηλό κόστος μείωσης των
ρύπων θα έχουν μεγάλη προθυμία να πληρώσουν για την αγορά δικαιωμάτων
εκπομπής C02•
Κατά τον ίδιο τρόπο επιχειρήσεις με σχετικά μικρό κόστος μείωσης των
ρύπων θα δείχνουν μικρή προθυμία για αγορά δικαιωμάτων εκπομπής C02•
Είναι φανερό ότι σ' αυτήν την περίπτωση υπάρχει ένα περιθώριο διαπραγμά­
τευσης μεταξύ των δύο πηγών (βιομηχανικών μονάδων). Οι τελευταίες πηγές
μπορούν να επιλέξουν να μειώσουν τα επίπεδα εκπομπών κάτω από τα απαιτού­
μενα και να πωλούν τη διαφορά σε μια άλλη επιχείρηση που αντιμετωπίζει ένα
υψηλότερο κόστος μείωσης της ρύπανσης.
Έστω περαιτέρω ότι έχουμε δύο πηγές ρύπανσης. Το σχήμα 7. 7 δείχνει τις
καμπύλες ελέγχου ρύπων για τις δύο πηγές (κατ' επέκταση επιχειρήσεις ή χώρες).
Η καμπύλη για την επιχείρηση Α δείχνει το επίπεδο καταπολέμησης της ρύπαν­
ΕΛ
σης να αυξάνεται από αριστερά προς τα δεξιά, ενώ αυτή της πηγής Β αυξάνεται
από δεξιά προς τα αριστερά. Οι δύο αριθμοί σε κάθε σημείο του οριζόντιου άξο­
ΣΔ
να αντιπροσωπεύουν το επίπεδο του ελέγχου των ρύπων για κάθε πηγή.
Στην περίπτωση χρήσης των αδειών ρύπανσης, κάθε επιχείρηση θα πρέπει

να έχει στην κατοχή της μια άδεια, για να μπορεί να εκπέμπει τους ρύπους της.
Αν υποθέσουμε ότι στο σχήμα 7.7 το αρχικό επίπεδο ρύπανσης είναι 200 τόνοι
και ότι θέτουμε ως στόχο τη μείωση των ρύπων στους 1 00 τόνους. Αυτό σημαί­
νει ότι 1 00 άδειες (μία ανά τόνο ρύπου) θα μοιραστούν στις δύο πηγές. Για
ΚΥ

απλούστευση, ας υποθέσουμε ότι κάθε πηγή θα πάρει από 50 άδειες. Στην πρώ­
τη πηγή έχουν δοθεί άδειες που της επιτρέπουν να εκπέμπει 50 μονάδες ρύπων
ΑΠ

και στη δεύτερη πηγή έχουν δοθεί άδειες ώστε να εκπέμπει επίσης 50 μονάδες
ρύπων. Χωρίς κανέναν έλεγχο, κάθε πηγή εκπέμπει 1 00 μονάδες ρύπων συνολι­
κά. Αν δεν υπάρχει ανταλλαγή αδειών, τότε το σύστημα αυτό θα ισοδυναμούσε
με την επιβολή ενός προτύπου που θα απαιτούσε ίσο έλεγχο ρύπανσης από κάθε
πηγή.
Στο επίπεδο των 50 τόνων καταπολέμησης η επιχείρηση Α (πηγή 1 ) έχει
οριακό κόστος ελέγχου ίσο με € 850 ανά μονάδα ελέγχου, ενώ η επιχείρηση Β
(πηγή 2) έχει οριακό κόστος ίσο με € 2.500. Δηλαδή μπορούμε να έχουμε ένα
κέρδος της τάξης των € 1 .650, αν η επιχείρηση Α μπορεί να αναλάβει τον έλεγχο
πρόσθετης ρύπανσης αντί της επιχείρησης Β.
Το οριακό κόστος περιορισμού της ρύπανσης της πηγής 2 είναι σημαντικά
υψηλότερο από αυτό της πηγής 1 . Η πηγή 2 μπορεί να μειώσει το κόστος της, εάν
αγοράσει άδειες από την πηγή 1 σε τιμή χαμηλότερη από €2.500. Αντιστοίχως η
πηγή 1 έχει όφελος να πουλήσει άδειες εκπομπής ρύπων σε τιμή υψηλότερη από
34 2 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ nοΡΩΝ ΚΑΙ nΕΡΙΒΑλλΟΝΤΟΣ

€850. Αφού λοιπόν η τιμή για την επιχείρηση Β είναι υψηλότερη απ' αυτή για
την επιχείρηση Α, υπάρχει έδαφος για πραγματοποίηση της συναλλαγής.
Στην περίπτωση αυτή η ισορροπία θα επέλθει, όπως φαίνεται από το σχή­
μα 7. 7, όταν η πηγή 1 έχει άδειες για 3 Ο μονάδες ρύπων και πρέπει να μειώσει
τη ρύπανσή της κατά 70 μονάδες, ενώ η πηγή 2 θα έχει άδειες εκπομπής για
70 μονάδες ρύπων και θα υποχρεούται να μειώσει μόνο κατά 30 μονάδες την
ρύπανση που προκαλεί. Στο σημείο αυτό η τιμή της άδειας είναι P= l .500 € και
είναι ίση με τα οριακά κόστη περιορισμού της ρύπανσης των δύο πηγών:

Επειδή αυτή είναι η οριακή αξία της άδειας και για τις δύο πηγές της ρύπαν­
σης και καμία δεν θα έχει κίνητρο να συνεχίσει τη συναλλαγή, βλέπουμε ότι έγι­
νε καθορισμός της τιμής της άδειας μέσω της αγοράς και το σύστημα βρίσκεται

ΕΛ
σε κατάσταση ισορροπίας.
ΣΔ
Οριακό Κόστος
Ελέγχου (€/t)
3000

2500

2000
ΚΥ

Ρ= 1 500
ΑΠ

1 000
850

500

Π ηγή 1: Ο 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100 Ποσότητα


Π ηγή 2 : 100 90 80 70 60 50 40 30 20 10 0 Μείωσης
Ρ ύπων

Σχήμα 7 . 7: Κέρδη από ανταλλαγή αδειών

Πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι η ισορροπία της αγοράς σε ένα σύστημα


εμπορεύσιμων αδειών ρύπανσης είναι η κατανομή που ικανοποιεί τη συνθήκη
αποτελεσματικότητας του κόστους. Οι ελεγκτικές αρχές εκδίδουν απλώς τον
κατάλληλο αριθμό αδειών και αφήνουν την αγορά να ισορροπήσει στο κατάλ­
ληλο σημείο. Το σύστημα αυτό επιτρέπει στην κυβέρνηση να επιτυγχάνει τους
περιβαλλοντικούς της στόχους με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.
Κε φάλ α ι ο 7: Μέ τρα περ ι βαλλοντική ς πολιτική ς 34 3

Το κό στος επίτευ ξης ενός δεδομένου επιπέδου εκπομ πών ρύπω ν ελαχι στοποι­
είται όταν τα οριακά κόστη ελέγχο υ εξισώνονται για όλες τις πηγές ρύπω ν.
Διαγραμμ ατικά αυτό επιτυγχάνεται εκεί πο υ οι καμ πύλες οριακού κόστους
ελέγχο υ τέμ νονται.

Ως γενικό συμπέρασμα μπορούμε να πούμε ότι το σύστημα των εμπορεύσι­


μων αδειών αποτελεί μία πολύ καλή λύση στην επίτευξη των περιβαλλοντικών
στόχων. Όμως, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι και αυτή η λύση απαιτεί ένα σχετι­
κό υψηλό επίπεδο γραφειοκρατίας σχετικής με τη έκδοση και τη διακίνηση των
αδειών, ενώ όπως ειπώθηκε προηγουμένως η πολιτική των αδειών αποτυγχάνει,
όταν η αγορά λειτουργεί αναποτελεσματικά και η αρχική κατανομή των αδειών

ΕΛ
μεταξύ των πηγών ρύπανσης γίνεται λανθασμένα.
ΣΔ
7. 4 Αλγ εβρικ ή πα ρ ουσίαση εργ α λείω ν
περι β α λλ οντικ ή ς πο λι τ ικ ή ς

Έστω ότι έχουμε η επιχειρήσεις που λειτουργούν σε συνθήκες τέλειου αντα­


γωνισμού παράγοντας ένα ομοιογενές προϊόν Q; ταυτόχρονα με τη δημιουρ­
γία εκπομπών ρύπων Ε;. Γνωρίζουμε ότι το κέρδος Π; ορίζεται ως η διαφορά
ΚΥ

των συνολικών εσόδων ( ΣΕ; Ρ χ Q; ) από το συνολικό κόστος παραγωγής


=

[ ΣΚ; f(ρ , Ε; ) ] , το οποίο είναι συνάρτηση τόσο του επιπέδου του παραγό­
=
ΑΠ

μενου προϊόντος όσο και του επιπέδου των εκπομπών ρύπων. Ακολουθώντας
τον Ξεπαπαδέα ( 1 998), η συνάρτηση ιδιωτικής ωφέλειας ορίζεται ως το μέγιστο
κέρδος κάθε επιχείρησης για τα επίπεδα των παραγόμενων εκπομπών. Δηλαδή :
Β (Ε ) max Π max(ΣE. - ΣΚ ) max[P x Q - C( Q , Ε ) ] (7. 1 )
ι ι ι ι ι ι ι ι
= = =

Q �O
; Q; �O Q �O ;

Για την επίτευξη γενικού μεγίστου υποθέτουμε ότι η συνάρτηση οφέλους


είναι αυστηρά κοίλη, ενώ η συνάρτηση κόστους είναι αυστηρά κυρτή.
Έχουμε δείξει ότι το άριστο επίπεδο περιβαλλοντικής πολιτικής επιτυγχά­
νεται, όταν:
ΜΒ MC (ή MAC MD).
= =

Ο φόρος Pigou ή φόρος ανά μονάδα ρύπων εσωτερικεύει τις εξωτερικό­


τητες, όταν αυτός εξισώνεται με το οριακό εξωτερικό κόστος. Δηλαδή, ο υπεύ-
344 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ Π ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

θυνος λήψης αποφάσεων θα μεγιστοποιήσει συνολικά το ακόλουθο πρόβλημα:


(7.2)

και για κάθε επιχείρηση (7.3)


όπου η συνθήκη πρώτης τάξης μας δίνει
Η μεγιστοποίηση της (7.2) υπό τον περιορισμό (7.4) μας δίνει:

1 ΕΛ
ή t = MAC = MD ή t = MEC 1 1 1
ΣΔ
Δηλαδή ο φόρος ισούται με το οριακό εξωτερικό κόστος στο άριστο επίπεδο
εκπομπών ρύπων.
Έχουμε όμως ήδη αναφέρει τις δυσκολίες εκτίμησης του εξωτερικού κό­

στους. Η διασφάλιση μίας επιτυχούς περιβαλλοντικής πολιτικής μπορεί να γίνει


με τον ορισμό ανώτατων ορίων ρύπανσης και την επιβολή φόρου επί των εκπο­
μπών ρύπων. Στην περίπτωση αυτή ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων έχει να
ΚΥ

μεγιστοποιήσει το ακόλουθο πρόβλημα:


Σ
ΑΠ

max Β, ( Ε; ) (7.5)

υπό τον περιορισμό (7.6)

όπου Ε το ανώτατο επιτρεπτό όριο εκπομπών ρύπων.


Το πρόβλημα ανά επιχείρηση ανάγεται στη μεγιστοποίηση του προβλήματος:
max B; (E; ) - tE; Vί

με συνθήκη πρώτης τάξης (7.7)


Επιλύοντας το πρόβλημα (7.5) υπό τους περιορισμούς (7.6) και (7.7) κατα­
λήγουμε στη συνθήκη
(7.8)
Κε φάλ α ι ο 7: Μέτρα π ερ ι βαλλοντι κής πολιτι κής 345

Δηλαδή η σκιώδης τιμή λ (ο λαγκρανσιανός πολλαπλασιαστής) του περιορι­


σμού (7.6) ισούται με το φόρο στους ρύπους Ε και τίθεται ίσος με το οριακό
κόστος ελέγχου που αντιστοιχεί στα ανώτατα όρια ρύπων.
Καθώς η παρακολούθηση των εκπομπών ρύπων είναι και δύσκολη και δαπα­
νηρή κυρίως σε περιπτώσεις μη-σημειακής ρύπανσης (non-point pollution),
εναλλακτικά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε φόρους στις εισροές. Στην περί­
πτωση αυτή οι αναμενόμενες εκπομπές είναι συνάρτηση των εισροών και η σχέ-
ση αυτή μπορεί να πάρει τη μορφή Ε ;
= Ε[Ε
( Χ
; ; )]
Ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων μεγιστοποιεί το πρόβλημα:
(7.9)

υπό τον περιορισμό ότι οι εισροές στην παραγωγική διαδικασία δεν ξεπερνούν

ΕΛ
ένα καθορισμένο ανώτατο όριο Χ δηλαδή:
,

(7. 1 0)
ΣΔ
Και εδώ το ιδιωτικό όφελος ανά επιχείρηση μεγιστοποιείται ως:

Η σκιώδης τιμή του περιορισμού ισούται με το φόρο στις εισροές tx, ο ο­


ΚΥ

ποίος ισούται με την αξία του οριακού προϊόντος (VMP) μείον την τιμή της
εισροής στο επίπεδο επίτευξης των ανώτατων ορίων χρήσης εισροών.
ΑΠ

λ=t = asi aE,


*
χ aE, ax,
Ας εξετάσουμε τώρα την περιβαλλοντική πολιτική επίτευξης του άριστου
επιπέδου ρύπανσης με τη χρήση εμπορεύσιμων αδειών. Στην περίπτωση αυτή
οι άδειες (συμβολιζόμενες ως α) περιορίζουν την παραγωγή ρύπων και το σύνο­
λο των αδειών ρύπων κάθε επιχείρησης i πρέπ�ι να είναι μικρότερο του συνολι­
κά καθορισμένου επιπέδου εκπομπών ρύπων Ε . Δηλαδή :

όπου Ε; και E;R οι χωρίς περιορισμούς και οι με περιορισμούς εκπομπές ρύπων


αντίστοιχα. Το κόστος επίτευξης των ανώτατων ορίων ρύπων για μια επιχείρηση
346 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

είναι C(EiR) και ο στόχος του υπεύθυνου λήψης αποφάσεων είναι η ελαχιστοποίη­
ση του συνολικού κόστους συμμόρφωσης των επιχειρήσεων. Δηλαδή
n

min Σ C(E;R )
ί =Ι

n n

υπό τον περιορισμό Σ Ε; - Σ ΕίR �Ε


i=l ί=Ι

Η συνθήκη αριστοποίησης μας δίνει:

ΕΛ
Υπό την υπόθεση του τέλειου ανταγωνισμού στην αγορά του προϊόντος και
με ελευθερία αγοράς και πώλησης των εμπορεύσιμων αδειών κάθε επιχείρηση
λύνει το ακόλουθο πρόβλημα:
ΣΔ
(7 . 1 1 )

Οι συνθήκες Kuhn-Tucker μας δίνουν:


ΚΥ

(7. 1 2)
ΑΠ

Δηλαδή ο λαγκρανσιανός πολλαπλασιαστής δίνει την τιμή της άδειας ρύπανσης,


ενώ μια αποτελεσματική από πλευράς κόστους μείωση ρύπων επιτυγχάνεται
εξισώνοντας το οριακό κόστος συμμόρφωσης κάθε επιχείρησης.
Κάθε επιχείρηση εξισώνει το οριακό κόστος ελέγχου των ρύπων με την τιμή
της εμπορεύσιμης άδειας

Δηλαδή ισχύει ότι

Ας δούμε τέλος και την επίτευξη του άριστου επιπέδου ρύπανσης με τη χρή­
ση ρυθμίσεων επίδοσης �αι σχεδιασμού. Έστω πάλι ότι οι μέγιστες εκπομπές
ρύπων καθορίζονται ως Ε .
Κεφάλ α ι ο 7: Μέτ ρα περιβαλλοντικής π ολιτικής 34 7

Το πρόβλημα αριστοποίησης γίνεται:


(7. 1 3)

υπό τον περιορισμό (7. 1 4)

Η λαγκρανσιανή συνάρτηση του προβλήματος αυτού είναι:

Οι συνθήκες Kuhn-Tucker δίνονται ως (Ξεπαπαδέας, 1 998):


Ρ - acί - λ BJ; � ο ( 7 . 1 5)
aQί aρ

-
acί λ
- BJ; ΕΛ� ο α1 �ο
ΣΔ
Βα; Βα;

ΚΥ

Ο πολλαπλασιαστής λ εκφράζει τη σκιώδη τιμή των ρύπων, αφού αντικα­


τοπτρίζει την αλλαγή στα κέρδη Π * από μία μοναδιαία αλλαγή στο ανώτατο
επιτρεπτό όριο ρύπων. Δηλαδή:
ΑΠ

Σε περιπτώσεις χρήσης ρυθμίσεων σχεδιασμού ορίζουμε το ελάχιστο επί­


πεδο ελέγχου εκπομπών ρύπων ως α; � Ο . Τώρα το πρόβλημα αριστοποίησης
γίνεται:
max Π; = P x Q; - C; (Q; , a; )

υπό τον περιορισμό α; � α;


Η λαγκρανσιανή συνάρτηση τώρα γίνεται:
348 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Οι συνθήκες πρώτης τάξης είναι:

Ρ- -
ac
aQi
::;; Ο (7. 1 6)

λ 2:: 0

Οι ρυθμίσεις απόδοσης επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να συμμορφωθούν με


τα πρότυπα που επιβάλλονται είτε μειώνοντας το προϊόν ή αυξάνοντας τον έλεγ­
χο των εκπομπών. Αν το κόστος παρακολούθησης των εκπομπών ρύπων είναι

ΕΛ
υψηλό, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων μπορεί να απαιτήσει τη χρήση συγκε­
κριμένου τρόπου επίτευξης των προτύπων με την επιβολή ρυθμίσεων απόδοσης.
ΣΔ
Συγκρίνοντας τις σχέσεις (7 . 1 5) και (7 . 1 6) μπορούμε να πούμε ότι ο έλεγχος
ρύπων με τη χρήση ρυθμίσεων απόδοσης είναι χαμηλότερος σε σύγκριση με
τις ρυθμίσεις σχεδιασμού, αφού στη σχέση (7 . 1 5) υπάρχει το πρόσθετο οριακό

κόστος λ ( 8!faρ), το οποίο αφαιρείται και μειώνει το επίπεδο καταπολέμησης


ΚΥ

σε σχέση με το αντίστοιχο στην περίπτωση των ρυθμίσεων σχεδιασμού.


Αυτή η διαφορά δείχνει ότι οι ρυθμίσεις απόδοσης αφήνουν μεγαλύτερη
ευελιξία σε μια επιχείρηση να μειώσει το παραγόμενο προϊόν από το να αυξή­
ΑΠ

σει το επίπεδο ελέγχου των ρύπων, για να πετύχει τα ανώτατα επιτρεπτά όρια
ρύπων. Αυτή η υποκατάσταση δεν είναι δυνατή στις ρυθμίσεις σχεδιασμού
(Xepapadeas, 1 997).

7. 5 Σύ γκρι σ η των μ έ σ ων ά σ κη σ ης περιβ α λλοντικ ή ς


πο λι τικ ή ς
7. 5 .1 Η ελα χιστ οποίηση τ ου κόστου ς ελέγχ ου τη ς ρύπανση ς
Οι φόροι επιτυγχάνουν ένα δεδομένο περιβαλλοντικό στόχο σε χαμηλότερο
κόστος από την επιβολή προτύπων, καθώς δίνουν τη δυνατότητα στις χώρες με
υψηλό κόστος καταπολέμησης της ρύπανσης να πληρώσουν το φόρο παρά να
χρησιμοποιήσουν τις μεθόδους ελέγχου του ρυπαντή.
Κεφάλ α ι ο 7: Μέτρα π ερ ι βαλλοντική ς πολιτική ς 349

Για την καλύτερη κατανόηση, ας πάρουμε ένα παράδειγμα τριών διαφο­


ρετικών πηγών, όπου το οριακό κόστος μείωσης (MAC) για κάθε πηγή είναι
διαφορετικό λόγω των διαφορετικών μεθόδων ελέγχου σε κάθε μία από τις
πηγές αυτές. Αν υποθέσουμε ότι επιβάλλεται ένα πρότυπο μείωσης της ρύπαν­
σης ύψους S2 , τότε, όπως βλέπουμε από το σχήμα 7.8, η πηγή 1 θα ελέγξει τις
εκπομπές της μέχρι το σημείο Α, η πηγή 2 μέχρι το σημείο Β και η πηγή 3 μέχρι
το σημείο C.
Αν εναλλακτικά επιβάλλουμε ένα φόρο ύψους t*, τότε η πηγή 1 θα φτάσει
το σημείο Χ, η πηγή 2 το σημείο Β και η πηγή 3 το σημείο Υ. Για να εξηγή­
σουμε γιατί συμβαίνει αυτό, ας πάρουμε την πηγή 1 . Μέχρι το σημείο S1 είναι
φθηνότερο για τη χώρα να καταπολεμήσει τη ρύπανση από το να πληρώσει το
φόρο (ο επιβαλλόμενος φόρος t * βρίσκεται πάνω από την καμπύλη του οριακού
κόστους ελέγχου, MAC1). Μετά το επίπεδο S1, ο φόρος t* βρίσκεται κάτω από
την καμπύλη MAC 1 •

ΕΛ
Αν υποθέσουμε ότι οι αποστάσεις OS1, S1S 2 και S 2 S3 είναι ίσες, τότε και στις
δύο περιπτώσεις επιτυγχάνουμε το συνολικό επίπεδο 3 S 2 , αλλά η πηγή 1 με τα
ΣΔ
υψηλότερα κόστη ελέγχου καταπολεμεί επίπεδο ρύπανσης μικρότερο του επι­
πέδου S 2 , ενώ η πηγή 3 με τα χαμηλότερα κόστη ελέγχου καταπολεμεί επίπεδο
ρύπανσης μεγαλύτερο από το επίπεδο S 2 •

ΚΥ

MAC,

Κόστος

;/
ΑΠ

'

t•

ο S.J Μείωοη Ρύπανοης

Σχήμα 7. 8 : Σύγκριση εργαλείων περι βαλλοντικής πολιτικής ως προς την ελαχιστοποίηση


του κόστους ελέγχου (Πηγή: Pearce και Tυrner, 1 994, σελ. 1 68 )
3 50 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Άρα, μπορούμε να δούμε ότι και οι δύο μέθοδοι επιτυγχάνουν το ίδιο επίπε­
δο μείωσης ύψους 3 S 2• Όμως, υπάρχει διαφορά στα κόστη συμμόρφωσης με τα
επιβαλλόμενα πρότυπα.

Συ νολικό κόστος καταπολέμησης

Λύση με επιβολή φόρο υ


t* Λύση με πρότυπο S2
TAC1ax OXS1 + OBS 2 + OYS 3
=

Αλλά

ΕΛ
Δηλαδή το οριακό κόστος ελέγχου με τη χρήση των προτύπων (standard, st)
είναι υψηλότερο απ' αυτό με τη χρήση φόρων (tax).
ΣΔ

Οι περιβαλλοντικοί φόροι είναι σχετικά νέα ιδέα και δεν είναι τόσο διαδε­
δομένοι, καθώς η βιομηχανία συνήθως αντιστέκεται στην επιβολή νέων φόρων
με το πιο απλό επιχείρημα ότι πλήττει την ανταγωνιστικότητά της. Ταυτόχρονα
ΚΥ

ένας Pigouν ian φόρος απαιτεί τη γνώση της συνάρτησης ζημίας, το οποίο είναι
εξαιρετικά δύσκολο. Επιπρόσθετα οι φόροι παρουσιάζουν μια σχετική ακαμψία,
αφού είναι δύσκολο να αλλάξουμε το φορολογικό σύστημα, καθώς αυτό συνή­
ΑΠ

θως περιλαμβάνει μήνες εξαγγελιών και νομοθετικών ρυθμίσεων.


Υπάρχουν επίσης πολιτικά εμπόδια στην επιβολή διαφορετικών φορολογι­
κών συντελεστών σύμφωνα με τη θέση των πηγών των ρύπων. Για αποτελεσμα­
τικότητα, ένα σύστημα ρυθμίσεων (regulations) που εξετάζει κάθε ειδική πηγή
εκπομπών ρυπάνσεως προϋποθέτει ότι ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων γνωρίζει
αρκετά σχετικά με την παραγωγική διαδικασία που εποπτεύει και τις εφικτές
τεχνικές που μπορούν να εφαρμοστούν στη διαδικασία αυτή, για να μπορεί να
καθορίσει το άριστο επίπεδο μείωσης της ρύπανσης για την παραγωγική διαδι­
κασία αυτή.
Όμως, οι πηγές είναι απρόθυμες να παρέχουν ακριβή πληροφόρηση στους
υπεύθυνους λήψης αποφάσεων, επειδή κάποιες μέθοδοι ελέγχου μπορεί να απαι­
τούν αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία, που αν αποκαλυφθούν ως αποτέλε­
σμα της ρύθμισης μπορεί να αποκαλύψουν εμπορικά μυστικά. Έτσι η θέσπιση
Κεφάλαι ο 7: Μέτρα περιβαλλοντι κ ή ς π ολιτική ς 35 1

προτύπων ή η καθιέρωση ρυθμίσεων (standards / regulations) δε φαίνεται να


παρέχουν την πιο αποτελεσματική (από πλευράς κόστους) μέθοδο για τον έλεγ­
χο της ρύπανσης.
Αναφορικά με τις εμπορεύσιμες άδειες (marketable pollution permits) ο
υπεύθυνος λήψης αποφάσεων επιτρέπει ένα συγκεκριμένο επίπεδο εκπομπών
ρύπανσης και εκδίδει άδειες για την ποσότητα αυτή. Έτσι, ενώ η θέσπιση προτύ­
πων θα τελείωνε εδώ, οι εμπορεύσιμες άδειες μπορούν να πωληθούν και να αγο­
ραστούν στην αγορά αδειών. Επιτρέποντας την ανταλλαγή των αδειών, οδηγεί
στην ελαχιστοποίηση του συνολικού κόστους ελέγχου της ρύπανσης σε σχέση
με το κόστος από την επιβολή προτύπων. Ένα ακόμη πλεονέκτημα των αδειών
είναι η δυνατότητα περιβαλλοντικών ομάδων να αγοράσουν άδειες και είτε να
τις κρατήσουν ή να τις καταστρέψουν.

ΕΛ
7. 5 . 2 Ενθάρρυνση ανά πτ υ ξη ς νέων με θόδ ων
'

και καινοτ ομι ω ν


ΣΔ
Η θέσπιση προτύπων απαιτεί ευκρινή ορισμό του τι αποτελεί παραβίαση του
νόμου. Ως απλό παράδειγμα μπορούμε να πούμε ότι θέτοντας ένα επίπεδο

ρύπανσης ύψους 50%, τότε το 50. 1 % αποτελεί πρόβλημα ενώ το επίπεδο 49.9%
δεν αποτελεί πρόβλημα. Οι φόροι ανταμείβουν τις μειώσεις των ρύπων, ενώ
αντίθετα οι άδειες για κάθε μείωση εκπομπών μειώνουν τον απαραίτητο αριθμό
που χρειάζεται να αγοράσει η πηγή της ρύπανσης.
ΚΥ

Έτσι τα πρότυπα παρέχουν μικρό κίνητρο για καινοτομία και έρευνα για
αποτελεσματικότερες τεχνικές ελέγχου. Είναι στο οικονομικό ενδιαφέρον των
ΑΠ

επιχειρήσεων (πηγών ρύπανσης) που υποβάλλονται στις ρυθμίσεις, να αντιστα­


θούν στην υιοθέτηση αποτελεσματικών αλλά ακριβών μεθόδων. Από την άλλη
πλευρά, οι φόροι και οι άδειες ενθαρρύνουν την ανάπτυξη νέων δυνητικά απο­
τελεσματικότερων τεχνικών ελέγχου.

7. 5. 3 Ι κανότ η τ α δημιουρ γί α ς Εσόδ ω ν


Καθώς δεν υπάρχει χρέωση για τις μονάδες ρύπανσης κάτω από τα θεσπιζόμε­
να όρια, οι ρυθμίσεις δεν έχουν την ίδια ικανότητα δημιουργίας εσόδων όπως
οι φόροι, τουλάχιστον όσο δεν υπάρχει παραβίαση των θεσπιζόμενων ορίων.
Ένα σύστημα αδειών μπορεί να σχεδιαστεί για τη δημιουργία του ίδιου ποσού
χρημάτων, αν οι άδειες ισχύουν για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα και αν
βγαίνουν σε πλειστηριασμό συχνά. Τότε το σύστημα αδειών θα είναι όμοιο μ'
αυτό των φόρων υπό συνθήκες πλήρους πληροφόρησης.
352 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

7. 5.4 Π ολυπλο κ ότητ α , κ όστη διαχείριση ς και επιβολή ς


Τα κόστη διαχείρισης περιλαμβάνουν την παρακολούθηση των επιπέδων ρύπαν­
σης και τη λειτουργία όλων των υπηρεσιών για την πραγματοποίηση των πλη­
ρωμών. Οι ρυθμίσεις απαιτούν μόνο το πρώτο, ενώ οι χρεώσεις απαιτούν και τα
δύο, καθώς περιλαμβάνουν μεταβιβαστικές πληρωμές.
Για να καθορίσουμε το ύψος του φόρου που θα πρέπει να πληρώσει αυτός
που ρυπαίνει το περιβάλλον, οι συνολικές εκπομπές του ρυπαντή ( - ών) κατά
τη διάρκεια του φορολογικού έτους πρέπει να είναι γνωστές. Αντίθετα με τις
ρυθμίσεις που καθορίζουν κάποιο μέγιστο όριο που δεν πρέπει να υπερβεί ο
ρυπαίνων, κάθε διευθέτηση που εξασφαλίζει ότι το όριο δε ξεπεράστηκε είναι
επαρκής.
Η συνεχής παρακολούθηση των εκπομπών είναι δαπανηρή για την πληθώρα
των πηγών ρύπανσης και το μεγάλο αριθμό των ρυπαντών. Καθώς υπάρχουν

ΕΛ
πολλές μικρές πηγές ρύπανσης σε κάθε Ευρωπαϊκή χώρα, θα είναι εξαιρετικά
ακριβό να επιμένουμε στην εγκατάσταση μηχανών ή άλλων μέσων συνεχούς
παρακολούθησης σε όλες τις καμινάδες και τις πηγές ρύπανσης.
ΣΔ
Οι εμπορεύσιμες άδειες αποφεύγουν κάποια από τα κόστη της διαδικασίας
ρύθμισης από μόνες τους. Οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων δε θα χρειάζονται να

αφιερώσουν πόρους για εξακρίβωση των ειδικών τεχνικών ορίων για μια μεγά­
λη λίστα των πηγών ρύπανσης.
Το κόστος επιβολής περιλαμβάνει την τιμωρία των επιχειρήσεων (χωρών)
ΚΥ

μέσω ενός συνόλου προστίμων από τις κυβερνήσεις ή από τα δικαστήρια . Αυτά
τα κόστη θα είναι υψηλά και δε θα είναι πολύ χαμηλότερα από ότι με ένα φόρο.
ΑΠ

7. 5 . 5 Δημοτ ι κότητ α
Η επιβολή φόρων δεν είναι λαοφιλής στην βιομηχανία κυρίως λόγω του ότι
οι βιομηχανίες πιστεύουν ότι οι φόροι είναι αναποτελεσματικοί (στα επίπεδα
ρύπανσης), ενώ οι ρυπαίνουσες βιομηχανίες βλέπουν τους φόρους να βλάπτουν
τα κέρδη τους. Το κατά πόσο οι βιομηχανίες πληρώνουν τους φόρους από τα
κέρδη τους εξαρτάται από τη δυνατότητα μετακύλησης του φόρου στους κατα­
ναλωτές.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι επιχειρήσεις (χώρες) συχνά έχουν μεγαλύτερη
επιρροή στις ρυθμίσεις με διαπραγματεύσεις. Οι διαπραγματεύσεις κάνουν την
πραγματοποίηση των νέων ρυθμίσεων να διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Από την άλλη πλευρά, οι άδειες μπορούν να συναντήσουν διεθνείς συμφωνίες
Κεφάλ α ι ο 7: Μέτρα περιβαλλοντικής π ολιτική ς 353

για καθορισμένα επίπεδα εκπομπών. Άλλες χώρες ή περιβαλλοντικές ομάδες


μπο ρούν να διαπραγματευτούν περαιτέρω μειώσεις με την αγορά αδειών, δεδο­
μένου όμως ότι η αρχή που εκδίδει τις άδειες αναγνωρίζει τα δικαιώματα τους
σε τέτοιες άδειες.

7. 5. 6 Α βεβα ιότ η τ α στις οριακ ές καμ π ύλε ς ζημ ι ών


και κόστου ς ελέγχ ου
Ας εξετάσουμε τις περιπτώσεις όπου σε συνθήκες αβεβαιότητας ο υπεύθυνος
λήψης αποφάσεων πρέπει να αποφασίσει για το μέτρο που θα χρησιμοποιήσει,
για να προωθήσει τους περιβαλλοντικούς στόχους που έχει θέσει στηριζόμενος
σε λανθασμένες εκτιμήσεις των οριακών καμπυλών κόστους ελέγχου και ζη­
μίας.

ΕΛ
Περίπτωση : Ας υποθέσουμε αρχικά ότι ο υπεύθυνος δε γνωρίζει την
καμπύλη οριακού κόστους ζημίας (Marginal Damage Cost, MD) και θεωρεί
ΣΔ
λανθασμένα ότι η MD δίνεται ως MD0• Έστω ότι η καμπύλη οριακού κόστους
ελέγχου (Marginal Abatement Cost, MAC) είναι γνωστή και δίνεται ως MAC.

Ας υποθέσουμε επίσης ότι ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων επιθυμεί ένα επίπεδο


ρύπανσης ίσο με ΟΕ0. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί είτε με την επιβολή
ενός πιγκουβιανού φόρου είτε με την έκδοση αδειών.
Αν η πραγματική καμπύλη οριακού κόστους ζημίας βρίσκεται υψηλότερα
ΚΥ

στη θέση MD1 , όπως φαίνεται στο σχήμα 7.9, αυτό σημαίνει ότι ο υπεύθυνος
λήψης αποφάσεων έχει υποεκτιμήσει το κοινωνικό κόστος από την εκπομπή
ΑΠ

ρύπων και την επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Το κοινωνικά επιθυμητό επίπεδο


ρύπανσης είναι ΟΕ1 αντί για ΟΕ0 και ο πιγκουβιανός φόρος θα έπρεπε να ήταν
t1 αντί για t0•
Στην ισορροπία η τιμή του φόρου ισούται με την τιμή της εμπορεύσιμης
άδειας (t0=P0). Ο αριθμός των αδειών θα έπρεπε να είναι ΟΕ 1 αντί για ΟΕ0 και ο
πιγκουβιανός φόρος θα έπρεπε να ήταν Ot1 αντί για Ot0• Η μη αντισταθμιζόμενη
απώλεια που προκύπτει από την υπερβολική εκπομπή ρύπων είναι η ίδια και
για τις δύο πολιτικές και είναι ίση με το εμβαδόν του τριγώνου ΑΒΓ. Η απώλεια
αυτή υπολογίζεται από τη διαφορά μεταξύ των καμπυλών MD1 και MAC, για
το σύνολο της υπερβάλλουσας εκπομπής ρύπων. Στο ίδιο συμπέρασμα, δηλαδή
στην ισοδυναμία των δύο εργαλείων καταλήγουμε ακόμα και αν η περιβαλλο­
ντική αρχή υπερεκτιμήσει το κοινωνικό κόστος από τη ρύπανση.
3 54 Ο!ΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟ!�ΤΟΣ

M D , MAC
MAC

ΕΛ
ο
Εκπομπές
Ρύπων
ΣΔ
Σχήμα 7 . 9 : Αβεβαιότητα (υποεκτίμηση) ως προς το οριακό κόστος ζημίας

2η Περίπτωση : Ας υποθέσουμε τώρα ότι είναι άγνωστη η πραγματική


καμπύλη οριακού κόστους ελέγχου (MAC) της ρύπανσης. Εδώ το επίπεδο της
ΚΥ

χρέωσης t0 αντιπροσωπεύει το φόρο που είναι βασισμένος στη σωστή καμπύλη


MD και σε λανθασμένη εκτίμηση της καμπύλης οριακού κόστους ελέγχου έστω
MAC0 στο σχήμα 7. 1 Ο. Αν η πραγματική καμπύλη MAC είναι η MAC1, τότε η
ΑΠ

αγοραία τιμή των αδειών εκπομπής ρύπων γίνεται Ρ1 και παρουσιάζεται υπερ­
βολική μείωση της ρύπανσης, αφού βρισκόμαστε στο επίπεδο Ε0 ρύπων, ενώ
το κοινωνικά επιθυμητό είναι το Ε1• Η κοινωνική απώλεια από τη λανθασμένη
εκτίμηση είναι η διαφορά μεταξύ των οριακών κοστών ελέγχου και ζημίας μετα­
ξύ Ε0 και Ε1 και ισούται με το εμβαδόν του τριγώνου ΑΒΓ.
Κεφάλαι ο 7: Μέτρα π εριβαλλ οντική ς π ολιτ ι κή ς 355

M D , MAC
MAC 1 MD

Ρι = tι

Ρο = to

ο Ε1 Ε ,. Ε κπομπές

ΕΛ
Ρύπων

Σχήμα 7. 1 Ο: Αβεβαιότητα (υποεκτίμηση) ως προς το οριακό κόστος ελέγχου της ρ ύ πανσης


ΣΔ

Στην περίπτωση που το επιλεγόμενο μέτρο είναι η επιβολή πιγκουβιανού


φόρου ίσου με t0 θα παρατηρηθεί μικρότερη μείωση της ρύπανσης από την κοι­
νωνικά επιθυμητή και οι εκπομπές ρύπων θα είναι ίσες με ΟΕ2 • Η κοινωνική
ΚΥ

απώλεια ισούται με το εμβαδό του τριγώνου ΓΔΕ, το οποίο δίνει την διαφορά
μεταξύ MAC1 και MD. Στο παράδειγμα που αναλύσαμε παρατηρούμε ότι η κοι­
ΑΠ

νωνική απώλεια που προκύπτει, όταν χρησιμοποιούνται οι φόροι, είναι μικρότε­


ρη της απώλειας που προκύπτει από την εφαρμογή των εμπορεύσιμων αδειών,
δηλαδή ισχύει για τα χωρία του σχήματος ότι (ΓΔΕ) < (ΑΒΓ).
Η επιλογή του σωστού μέτρου περιβαλλοντικής προστασίας εξαρτάται από
την κλίση των δύο καμπυλών. Στα σχήματα που ακολουθούν έχουμε διάφορες
περιπτώσεις κλίσεων. Στην περίπτωση που η κλίση της MD είναι πολύ απότομη
(Σχήμα 7. 1 1 ), οι ποσοτικές ρυθμίσεις (εμπορεύσιμες άδειες, πρότυπα) θα είναι
προτιμότερες από τις ρυθμίσεις τιμών (πιγκουβιανοί φόροι). Με τις κλίσεις του
σχήματος και με υποεκτίμηση του οριακού κόστους ελέγχου, το μεγαλύτερο
χωρίο (ΓΔΕ) αντιπροσωπεύει τις απώλειες από τη χρήση των φόρων, ενώ το
μικρότερο χωρίο (ΑΒΓ) αντιπροσωπεύει τις απώλειες από τη χρήση αδειών.
3 56 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑ! Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

MD, MAC

Εκπομπές
Ρύπων

ΕΛ
Σχήμα 7. 1 1 : Γραφική παρουσίαση ανάλυσης με απότομη κλίση του οριακού κόστους
ζημίας και με υποεκτίμηση του κόστους ελέγχου
ΣΔ
Στην περίπτωση που η καμπύλη οριακής ζημίας (MD) είναι επίπεδη και με
υποεκτίμηση του κόστους ελέγχου, οι ρυθμίσεις τιμών (φόροι) αποτελούν καλύ­

τερο μέτρο περιβαλλοντικής πολιτικής συγκρινόμενες με τις ποσοτικές ρυθμί­


σεις. Με τις κλίσεις του σχήματος 7. 1 2 το μεγαλύτερο χωρίο (ΑΒΓ) αντιπρο­
σωπεύει τις απώλειες από τη χρήση των αδειών, ενώ το μικρότερο χωρίο (ΓΔΕ)
ΚΥ

αντιπροσωπεύει τις απώλειες από τη χρήση των φόρων.


MD, MAC
ΑΠ

MD

ο
Εκπομπές
Ρύπων

Σχήμα 7. 1 2 : Γραφική παρουσίαση ανάλυσης με επίπεδη κλίση της καμπύλης οριακού


κόστους ζημίας και με υποεκτίμηση του κόστους ελέγχου
Κεφάλαι ο 7: Μέτρα περ ιβαλλοντική ς π ολιτι κή ς 357

Ομοίως στην περίπτωση υπερεκτίμησης του κόστους ελέγχου και με την


κλίση της MAC να είναι απότομη, οι ρυθμίσεις τιμών δε θα λειτουργούν απο­
τελεσματικότερα από τις ρυθμίσεις ποσοτήτων και αν η κλίση της MAC είναι
επίπεδη οι ρυθμίσεις ποσοτήτων θα λειτουργούν καλύτερα από τις ρυθμίσεις
τιμών. Η πρώτη περίπτωση παρουσιάζεται γραφικά στο Σχήμα 7 . 1 3, ενώ η δεύ­
τερη αφήνεται στον αναγνώστη ως εξάσκηση και κατανόηση του θέματος.

M D , MAC

ΕΛ
ΣΔ

ο Ε1 Ε
*
Εο Εκπομπές
Ρύπων
ΚΥ

Σχήμα 7 . 1 3 : Γραφική παρουσίαση ανάλυσης με απότομη κλίση της καμπύλης οριακού


κόστους ελέγχου της ρύπανσης και με υπερεκτίμηση του κόστους ελέγχου
ΑΠ

Μπορούμε να πούμε ότι όταν η κλίση της MAC:


είναι μικρότερη της κλίσης της MD, οι ποσοτικές ρυθμίσεις προτιμώ­
νται των τιμών, αφού οδηγούμαστε σε χαμηλότερες απώλειες.
είναι μεγαλύτερη της κλίσης της MD, οι τιμές προτιμώνται των ποσο­
τικών ρυθμίσεων, καθώς οδηγούμαστε σε χαμηλότερες απώλειες.

7.6 Ε ν αλλα κτικές α ρχέ ς κ α ταμ ερισ μ ο ύ του κ όστου ς


ελέγχ ου
Για καταμερισμό του κόστους ελέγχου θεωρητικά κριτήρια, όπως η αποδοτικό­
τητα ή η οικονομική αποτελεσματικότητα, είναι δύσκολο να εφαρμοσθούν στην
πραγματικότητα. Έτσι συχνά χρησιμοποιούνται κάποιες πρακτικές αρχές όπως
«αυτός που ρυπαίνει πληρώνει», «Ο χρήστης πληρώνει», «το θύμα πληρώνει» .
3 58 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Εδώ θα εξετάσουμε μια σειρά προτεινόμενων αρχών για τον εκ νέου κατα­
μερισμό ευθυνών μεταξύ των διαφόρων πηγών (επιχειρήσεων, κλάδων, χωρών).
Συγκεκριμένα προτείνονται έξι εναλλακτικές αρχές ή κριτήρια καταμερισμού
του κόστους που προκύπτει από τις ευθύνες των πηγών (και κατ' επέκταση των
χωρών) στη δημιουργία των περιβαλλοντικών προβλημάτων.
Η πρώτη προτεινόμενη αρχή είναι αυτή του «Ο ρυπαίνων πληρώνει»
(Polluter Pays Principle, ΡΡΡ) και στηρίζεται στην ιδέα ότι αυτός που δημιουρ­
γεί το πρόβλημα έχει την ευθύνη να πάρει τα απαραίτητα μέτρα εξάλειψης του
προβλήματος αναλαμβάνοντας το πλήρες κόστος αυτών των μέτρων. Το ερώ­
τημα είναι τι θα πρέπει να πληρωθεί: μόνο το κόστος ελέγχου (τυπική ΡΡΡ) ή
επιπρόσθετα και η περιβαλλοντική φυσική ζημία (εκτεταμένη ΡΡΡ). Η τελευ­
ταία είναι δύσκολο να μετρηθεί σε χρηματικούς όρους. Επιπλέον είναι συχνά
αδύνατο να καθορίσουμε τους υπεύθυνους για τη ρύπανση, κυρίως όταν αυτή
γίνεται αντιληπτή μετά την πάροδο κάποιας χρονικής περιόδου. Έτσι συστήνε­

ΕΛ
ται να ορίσουμε την αρχή αυτή με βάση τα κόστη ελέγχου. Μ' αυτόν τον τρόπο
το μερίδιο κάθε πηγής στα συνολικά κόστη καταπολέμησης της ρύπανσης καθο­
ΣΔ
ρίζεται σύμφωνα με τη συμμετοχή της πηγής στις συνολικές εκπομπές.
Αν ο κλάδος ή η χώρα είναι ομοιογενής σε εκπομπές και σε ευαισθησία
στις αποθέσεις, τότε αυτός ο αναλογικός κανόνας καταμερισμού του κόστους

είναι δίκαιος. Η εισήγηση μιας τέτοιας αρχής βοηθά στο μοίρασμα των ευθυνών
αλλά όχι στον καθορισμό του πιο αποτελεσματικού από πλευράς κόστους τρό­
που επίτευξης των επιθυμητών στόχων για τις αποθέσεις των ρύπων (όπως στην
ΚΥ

περίπτωση της όξινης βροχής).


Αν μας ενδιαφέρει μια διαδικασία που θα οδηγεί σε μείωση στις εκπομπές
ΑΠ

ρυπαντών με τέτοιο τρόπο που η κοινωνική ευημερία των χωρών να αυξάνεται,


τότε η ΡΡΡ αποτυγχάνει. Η αρχή αυτή δεν είναι συνεπής με την κατά Pareto βελ­
τίωση, καθώς ο έλεγχος της ρύπανσης σε μια πηγή (χώρα) που ρυπαίνει δημιουρ­
γεί κόστη στη χώρα αυτή χωρίς αντίστοιχα αντισταθμιστικά οφέλη. Επιπλέον
η αρχή του ΡΡΡ είναι δύσκολο να εφαρμοστεί σε διεθνές επίπεδο καθώς δεν
υπάρχει μια κοινά αποδεκτή Ευρωπαϊκή Αρχή, για να κατανείμει τα κόστη στις
πηγές ρύπανσης με φορολογία ή ρυθμίσεις. Σε μια λύση συνεργασίας τα καθαρά
κόστη ελαχιστοποιούνται για όλες τις χώρες ταυτόχρονα. Αλλά αυτό προϋποθέ­
τει ότι οι χώρες που βρίσκουν τον εαυτό τους σε χειρότερη θέση σε σχέση με την
περίπτωση που δε συνεργάζονται, θα χρειαστούν να αποζημιωθούν.
Η ανάγκη των αποζημιώσεων αυτών δείχνει ότι η αρχή «το θύμα πληρώ­
νει» (Victim Pays Principle, VPP) είναι απαραίτητη για την επίλυση διεθνών
περιβαλλοντικών προβλημάτων. Η απαίτηση ότι η διαδικασία δημιουργεί μια
κατά Pareto βελτίωση συνεπάγεται τη VPP, σύμφωνα με την οποία η πηγή
Κε φάλαιο 7: Μέτρα περιβαλλοντι κ ή ς π ολιτι κ ή ς 3 59

(χώρα) που ρυπαίνεται αναλαμβάνει το κόστος ελέγχου καθώς και τη ζημία. Το


μερίδιο κάθε χώρας στα συνολικά κόστη ελέγχου καθορίζεται από την αναλογία
που δίνεται από τη διαφορά ανάμεσα στις πραγματικές αποθέσεις σε μια χώρα
και στις επιθυμητές αποθέσεις με βάση τα κρίσιμα φορτία σε αυτή τη χώρα προς
τις συνολικές αποθέσεις στην Ευρώπη.
Η εφαρμογή της αρχής αυτής είναι σπάνια, επειδή, όταν μία χώρα έχει
ανταλλαγές εκπομπών και αποθέσεων με μία άλλη ή με άλλες χώρες σε περιβαλ­
λοντικά θέματα διασυνοριακής φύσης, τότε η αποδοχή της VPP στις διαπραγ­
ματεύσεις μπορεί να δώσει στη χώρα αυτή τη φήμη ενός «αδύναμου» διαπραγ­
ματευτή. Ταυτόχρονα είναι σύνηθες ότι χώρες που μοιράζονται διασυνοριακά
προβλήματα μπορεί να αναπτύσσουν μια σειρά διεθνών σχέσεων (εμπορικών,
διακίνησης κεφαλαίων, τουρισμού, κ.λπ.). Δηλαδή ενδέχεται να εμπλέκονται
και σε άλλες σχέσεις πέραν αυτών από τις διαπραγματεύσεις για τα περιβαλλο­
ντικά διασυνοριακά προβλήματα. Αυτό σημαίνει ότι μια χώρα μπορεί να κάνει
ΕΛ
υποχωρήσεις με σκοπό τη βελτίωση της φιλικής γειτνίασης και έτσι να επιτυγ­
χάνει πλεονεκτήματα σε άλλες περιοχές αμοιβαίου ενδιαφέροντος.
ΣΔ
Άλλος ένας τρόπος διαπραγμάτευσης είναι με τον ίσο καταμερισμό ευθυ­
νών μεταξύ αυτών που ρυπαίνουν και αυτών που ρυπαίνονται. Ας ονομάσουμε

αυτή την αρχή ως «ίσο καταμερισμό ευθυνών» (Equal S hare of Responsibility,


ESR) και για απλούστευση ας υποθέσουμε ότι κάθε χώρα έχει την ίδια πιθανό­
τητα να είναι ο θύτης ή το θύμα. Δηλαδή, αυτοί που ρυπαίνουν και αυτοί που
πλήττονται από τη ρύπανση πληρώνουν ίσο μερίδιο του κόστους καταπολέμη­
ΚΥ

σης των ρύπων.


Μια άλλη αρχή, κυρίως σε επίπεδο χωρών για επίλυση διεθνών περιβαλλο­
ντικών προβλημάτων4 , μπορεί να στηριχθεί στον πιο αντιπροσωπευτικό δείκτη
ΑΠ

οικονομικών δραστηριοτήτων μιας χώρας στον οποίο υποθέτουμε ότι οι εκπο­


μπές ρυπαντών μπορούν να θεωρηθούν αναλογικές. Η αρχή αυτή στηρίζεται
στο κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) κάθε χώρας. Η ιδέα
είναι ότι δεν αναμένεται οι φτωχές χώρες να διαθέσουν υψηλή αναλογία των
περιορισμένων τους πόρων για τον έλεγχο της ρύπανσης σε σύγκριση με τις
πιο πλούσιες γείτονες χώρες. Με απλά λόγια καθώς οι Ευρωπαϊκές χώρες δεν
είναι όλες το ίδιο πλούσιες αναμένεται οι φτωχότερες απ' αυτές να επιθυμούν να
καταπολεμήσουν λιγότερη ρύπανση απ' ό,τι οι πλουσιότερες χώρες.
Εδώ λοιπόν υποθέτουμε ότι η αναλογία ευθύνης των χωρών είναι συνάρτη­
ση του ΑΕΠ χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές εκπομπές των ρυπα-
4 Αν θέλουμε να αναχθεί η αρχή αυτή σε επ ίπ εδο ανάλυσης μίας χώ ρας, τ ότ ε μπορού με να χρη ­

σιμοποιήσουμε την αναλογική συνεισφορά κάθε τομέα (και κατ ' επέκταση κάθε πηγής) στο συνο­
λικό προϊόν της χώρας αυτής.
3 60 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ντών. Επιπλέον οι φτωχές χώρες του ΟΟΣΑ αντιμετωπίζουν προβλήματα, καθώς


στις χώρες αυτές τα εργοστάσια είναι παλιά, για να εγκατασταθούν τεχνολογίες
καταπολέμησης της ρύπανσης και θα πρέπει να αντικατασταθούν. Επίσης οι
κυβερνήσεις των οποίων οι πολίτες αντιμετωπίζουν χαμηλά επίπεδα διαβίωσης
ή οι οποίες προσπαθούν να ανταγωνισθούν τις πλουσιότερες γείτονες χώρες,
αναμένεται να μη δίνουν προτεραιότητα στα μέτρα περιβαλλοντικού ελέγχου.
Η επόμενη αρχή καλείται πυκνότητα εκπομπών (emissions density, ED)
και σ' αυτή την περίπτωση η ευθύνη της χώρας θα είναι αναλογική τόσο των
εκπομπών της ανά στρέμμα όσο και του κατά κεφαλήν ακαθάριστου εθνικού
προϊόντος της. Η αρχή αυτή διορθώνει την ανισότητα της προηγούμενης.
Τέλος, η έκτη αρχή καλείται «προθυμία πληρωμής» (willingness to pay,
WTP) και βασίζεται στην υπόθεση ότι οι χώρες προσπαθούν να μεγιστοποιή­
σουν τα καθαρά οφέλη τους από τον έλεγχο της ρύπανσης. Αυτά τα οφέλη ορίζο­
νται από τη διαφορά μεταξύ της βελτίωσης του περιβάλλοντος και του κόστους

ΕΛ
ελέγχου της ρύπανσης. Συγκεκριμένα κάθε χώρα μειώνει τις εκπομπές της μέχρι
το σημείο, όπου τα οριακά οφέλη της ισούνται με τα οριακά κόστη ελέγχου.
ΣΔ
Εδώ τα οριακά οφέλη ορίζονται ανάλογα με την ποσότητα των αποθέσεων που
αποφεύγουμε ανά μονάδα οριακής καταπολέμησης που αναλαμβάνεται από την
χώρα. Η ορολογία «κόστος ζημίας» αποφεύγεται με την αναφορά στα οφέλη

από τον έλεγχο της ρύπανσης. Δηλαδή αυτή η αρχή επεκτείνει την αρχή «το
θύμα πληρώνει» και αντί να λαμβάνει υπόψη τους τόνους των αποθέσεων θείου
σταθμίζει τόσους τόνους όσους η αξία των οριακών ωφελειών.
ΚΥ
ΑΠ

Μελέτη περίπτωσης 7 . 2

Αρχές καταμερισμού του κόστους ελέγχου των ρυπαντών


στις Ευρωπαϊκές Χώρες
Οι μέθοδοι υπολογισμού του κόστους ελέγχου της ρύπανσης διαφέρουν από
τη μία χώρα στην άλλη. Μαθηματικά μοντέλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν
για τον εντοπισμό των πιο αποτελεσματικών από πλευράς κόστους μεθόδων
ελέγχου, έτσι ώστε να ικανοποιηθούν τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα αποθέ­
σεων σε κάθε Ευρωπαϊκή χώρα ταυτόχρονα. Αυτό μπορεί να γίνει με την
ελαχιστοποίηση του συνολικού κόστους ελέγχου, έτσι ώστε να ικανοποιού­
νται τα μέγιστα επιτρεπτά κρίσιμα φορτία (critical loads). Όμως ο καταμερι­
σμός κόστους που εξάγεται από τα μη γραμμικά υποδείγματα δεν είναι πάντα
ο πιο δίκαιος, καθώς πολλές χώρες βρίσκουν τον εαυτό τους να επωμίζεται
Κεφάλαιο 7: Μέτρα περιβ αλλοντι κ ής πολιτι κ ής 361

ένα πολύ υψηλό (ή πολύ χαμηλό) κόστος σε σχέση με την πραγματική τους
συνεισφορά ή ευθύνη στο πρόβλημα (εκπομπές και αποθέσεις ρυπαντών).
Ας δούμε λοιπόν εμπειρικά τις προτεινόμενες εναλλακτικές αρχές για επα­
νακαταμερισμό της ευθύνης ελέγχου της ρύπανσης.
Οι μεγάλες πηγές ρύπων στο πρόβλημα της όξινης βροχής στην Ευρώπη
είναι κυρίως οι χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, τα κύρια μέλη της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Τουρκία. Ο πίνακας 7.4 παρουσιάζει τον κατα­
μερισμό κόστους σε ποσοστά σύμφωνα με τον αρχικό καταμερισμό από
ένα μαθηματικό υπόδειγμα (Halkos, 1 996) και κατόπιν σύμφωνα με τις έξι
προτεινόμενες αρχές. Ο αρχικός καταμερισμός ευνοεί τις χώρες Αυστρία,
Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία και Ελβετία. Αυτές οι χώρες απαιτείται
να κάνουν λιγότερα από τις προγραμματισμένες τους ενέργειες και γι' αυτό
θα φέρουν αντιρρήσεις σε κάθε άλλο καταμερισμό σύμφωνα με τις προτει­
νόμενες αρχές.
ΕΛ
Ταυτόχρονα χώρες όπως το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία και το Ηνωμέ­
ΣΔ
νο Βασίλειο θα προτιμούν τον καταμερισμό εκ νέου του κόστους με βάση
τις προτεινόμενες αρχές. Μια σειρά από χώρες όπως Φινλανδία, Γαλλία,
Πρώην Ανατ. Γερμανία, Ολλανδία, Πολωνία και Σουηδία θ α προτιμούν τον

καταμερισμό σύμφωνα με όλες τις αρχές εκτός της «προθυμίας πληρωμής»,


ενώ η Πορτογαλία ευνοείται απ' όλες τις αρχές εκτός της πυκνότητας των
εκπομπών ρύπων. Ομοίως η Ουγγαρία, η Ισπανία και η πρώην Σοβιετική
ΚΥ

Ένωση ευνοούνται στον αρχικό καταμερισμό εκτός των περιπτώσεων εφαρ­


μογής των αρχών του ΑΕΠ, της προθυμίας πληρωμής και της πυκνότητας
ΑΠ

των εκπομπών.
Είναι εμφανές ότι διαφορετικές χώρες θα προτιμούν διαφορετικές αρχές.
Η αρχή το «θύμα πληρώνει» δείχνει τη σχετική σημαντικότητα της συνει­
σφοράς των μεγάλων ρυπαντών στις συνολικές εκπομπές. Το ίδιο συμπέ­
ρασμα μπορεί να εξαχθεί και για την αρχή «αυτός που ρυπαίνει πληρώνει».
Όμως κάποιες χώρες όπως Αυστρία, Ουγγαρία, Νορβηγία, Σουηδία, Ελβετία
και πρώην Σοβιετική Ένωση βρίσκουν τους εαυτούς τους να πληρώνουν
υψηλότερο μερίδιο στον επανακαταμερισμό του κόστους ελέγχου απ' ό,τι
στον αρχικό καταμερισμό και την αρχή «αυτός που ρυπαίνει πληρώνει».
Το αποτέλεσμα δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς αυτές οι χώρες έχουν
πολύ υψηλά επίπεδα ευαισθησίας σε πολλά τμήματα της έκτασής τους. Αυτό
l σημαίνει ότι οι αποθέσεις τείνουν να επιδρούν στις χώρες αυτές πολύ σοβα­
ρά. Αντίθετα κάποιοι από τις μεγάλες πηγές ρύπων όπως η Ιταλία, η Πολω­
νία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο καλούνται να πληρώσουν ένα
(συνεχίζεται)
362 ΟΙΚΟΝΟΜ Ι ΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

χαμηλότερο μερίδιο κόστους στην αρχή το θύμα πληρώνει σε σύγκριση με


την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει ή στον αρχικό καταμερισμό. Αυτό οφείλεται
στη χαμηλότερη ευαισθησία στις αποθέσεις παρά στα υψηλά επίπεδα εκπο-
μπών.
1 Πίνακας 7. 4: Καταμερισμός κόστους ελέγχου σ ύ μφωνα με τις διάφορες προτεινόμενες
αρχές (σε %)

1 ΜΥ(Ι) ΡΡΡ VPP ESR ΑΕΠ ED WTP

ΑΛΒΑΝΙΑ 1 ,39 1 5 0,584 1 0,5207 0,5524 0,05 14 1 8,3489 1 ,9866

ΑΥΣΤΡΙΑ 0,374 1 0,546 1 0,6500 0,598 1 1 ,2678 0,6956 1 ,0425

ΒΕΛΓΙΟ 2,2 1 3 2 0,9609 0,445 1 0,7030 1 ,5280 1 ,0 1 54 1 ,3 1 1 1 1


ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ 2, 1 53 0 2,8067 2, 1 09 1 2,4579 0,4687 9,6696 1 ,4785

ΕΛ
Πρώην 3,6 1 33 3,55 1 4 1 ,3983 2,4749 1 ,5781 3,6339 2,8567
ΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚ ΙΑ
ΣΔ
ΔΑΝΙΑ 1 ,468 1 0,4 1 76 0,4523 0,43 50 1 ,0525 0,6408 1 ,4028

ΦΙΛΑΝΔΙΑ 4, 1 5 8 1 0,7886 0,9756 0,7005 0,98 1 3 1 ,2976 6,673 1


ΓΑΛΛΙΑ 4,5 1 3 1 2,2342 4,30 1 5 3,2678 9,668 1 0,3732 5 , 1 788


ΓΕΡΜΑΝΙΑ 29,6 1 9 1 0,6747 5,0 1 3 3 7,844 1 3,98 1 8 6,3572 33,6355

ΕΛΛΑΔΑ 2,7059 1 ,3 143 1 ,277 1 1 ,2957 0,647 1 3,2794 1 ,7059


ΚΥ

ΟΥΓΓΑΡΙΑ 0,9307 1 ,3639 1 ,4352 1 ,58 1 1 0,3 804 5,7898 1 ,7306

ΙΡΛΑΝΔΙΑ 0,00 1 8 0,2424 0,275 1 0,2587 0,3 1 67 1 ,2360 0,00 1 8


ΑΠ

ΙΤΑΛΙΑ 6,8264 5,0088 3,8250 4,4 1 69 6,8 1 1 9 1 , 1 873 1 , 8 1 60

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ 0,0006 0,0438 0,0261 0,0350 0,0900 0,7864 0,0 1 66

ΟΛΛΑΝΔΙΑ 1 ,7975 0,7068 0,6574 0,682 1 2,4402 0,4677 2, 1 977

ΝΟΡΒΗΓΙΑ 0, 1 465 0,20 1 5 0,7 1 83 0,4599 1 ,0571 0,3078 1 ,02 1 8

ΠΟΛΩΝΙΑ 8,6354 6,3727 5, 1 080 5,7403 1 ,4496 7,0988 20,8548

ΠΟΡΤΟΓΑΛΛΙΑ 1 ,4 1 22 0,6367 0,5986 0,6 1 76 0,3697 2,7806 0,6598

ΡΟΥΜΑΝΙΑ 1 ,9987 4,0 129 4,42 1 4 4,2 1 7 1 0,8360 7,75 1 2 0,788 1

ΙΣΠΑΝΙΑ 2,503 1 7,5 146 5,5442 6,5294 3,0993 3,9 1 52 0,4863

ΣΟΥΗΔΙΑ 0,9768 0,7243 1 ,4347 0,8295 1 ,8 1 84 0,6432 1 ,4740

ΕΛΒΕΤΙΑ 0,0048 0, 1 460 0,3296 0,2378 1 ,9309 Ο, 1 22 1 0,0049

ΤΟΥΡΚ ΙΑ 1 ,2572 6,4340 6,772 1 6,8530 1 ,0292 1 0,0948 0,7797


ι (συνεχίξί§)
1

_J ll
Κε φάλαι ο 7: Μέτρα περ ιβαλλοντι κή ς π ολ ιτική ς 363

Π ρώην 6,9747 3 1 ,8049 45,2293 38,5 1 7 1 37,5 6 1 1 ,3673 6,3 1 3 3


ΣΟΒ, ΕΝΩΣΗ

ΗΝΩΜΕΝΟ 9,4086 5,3 855 2,8648 4, 1 25 1 8,7054 0,9990 1 ,3868


ΒΑΣΙ ΛΕΙΟ

Π ρώην 4,8632 5,5228 3,6 1 74 4,570 1 0,8794 1 0, 1 4 1 3 3, 1 5 1 2


Γ ΙΟΥΓ ΚΟΣΛΑΒ ΙΑ

<1> όπου ΜΥ αντιπροσωπεύει το Μαθηματικό Υπόδειγμα και παρουσιάζει τον αρχικό καταμε­
ρισμό κόστους σύμφωνα με τα αποτελέσματα που εξήχθη σαν στο Halkos ( 1 996). Ομοίως οι
υπόλοιποι συμβολισμοί είναι: ΡΡΡ: ο ρυπαίνων πληρώνει, VPP: το θύμα πληρ ώνει, ESR:
ίσο μερ ίδιο ευθύνης, ΑΕΠ: Ακαθάριστο εθνικό Π ρ οϊόν (κατά κεφαλήν), E D : Πυκνότητα
εκπομπών και WTP: Π ρ οθυμία πληρ ω μής .

Η αρχή του ΑΕΠ οδηγεί σε πολύ χαμηλό μερίδιο κόστους για τις χώρες

ΕΛ
του πρώην Ανατολικού Μπλοκ (εκτός της πρώην Σοβιετικής Ένωσης), ενώ
χώρες όπως η Ολλανδία, η Σουηδία και η Ελβετία (συν τις κύριες χώρες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης) δείχνουν μια σημαντική αύξηση στο μερίδιο τους στα
ΣΔ
κόστη σε σύγκριση με τις άλλες αρχές εξαιτίας του επιπέδου των οικονομι­
κών τους δραστηριοτήτων (όπως αυτές αντικατοπτρίζονται από το ΑΕΠ). Η

αρχή της πυκνότητας των εκπομπών διορθώνει αυτό το φαινόμενο με την


έννοια ότι σ' αυτή την περίπτωση οι χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ
επωμίζονται ένα μεγαλύτερο μερίδιο του κόστους ελέγχου σε σύγκριση με
ΚΥ

τις υπόλοιπες αρχές. Αυτό οφείλεται στην κοινή επίδραση του χαμηλού ΑΕΠ
και των υψηλών εκπομπών θείου στον ορισμό της αρχής αυτής.
Τέλος, οι χώρες που δεν επιθυμούν να πληρώσουν τα αντίστοιχα κόστη
ΑΠ

είναι η Αλβανία, η Αυστρία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η πρώην Ανατολική Γερ­


μανία, η Ουγγαρία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Πολω­
νία και η Σουηδία. Οι χώρες αυτές καλούνται να πληρώσουν περισσότερα
απ ' ότι θα έπρεπε, αν λαμβάναμε υπόψη τη ποσότητα, κατά την οποία οι
πραγματικές αποθέσεις ξεπερνούν τις προγραμματισμένες αποθέσεις στην
εκτίμηση του κόστους ελέγχου. Η αρχή αυτή ευνοεί του μεγάλους ρυπαντές
όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, την πρώην Σοβιετική Ένωση, τη Ρουμανία, την
πρώην Γιουγκοσλαβία, κ.λπ.
Γενικά, όλες αυτές οι αρχές καταμερισμού του κόστους δείχνουν ποιες
χώρες απαιτείται να αναλάβουν δραστικότερα μέτρα στην καταπολέμηση
του προβλήματος της απόθεσης οξέων στην Ευρώπη. Έχοντας τον αρχικό
καταμερισμό του κόστους, όπως αυτός εξάγεται από το μαθηματικό υπό­
δειγμα, οι χώρες μπορούν να κερδίσουν από τη διαπραγμάτευση για καλύτε­
ρο καταμερισμό κόστους σύμφωνα με τις προτεινόμενες αρχές.
364 ΟΙΚΟΝΟΜίΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Ε ρωτ ή σ ε ι ς

1. Ποια τα μέτρα περιβαλλοντικής πολιτικής για την προστασία του περιβάλ­


λοντος;
2. Ποιες οι πρακτικές μορφές που μπορούν να πάρουν τα περιβαλλοντικά
πρότυπα;
3. Πότε υπάρχει αποτελεσματικότητα στη χρήση των άμεσων ελέγχων και
των προτύπων;
4. Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τις πηγές ρύπανσης σε κλάδους με ανόμοιες
επιχειρήσεις;
5. Διακρίνατε τους φόρους σε προοδευτικούς, αντιστρόφως προοδευτικούς ή
αναλογικούς.
6.
ΕΛ
Ποιες αρχές διέπουν την επιλογή φόρων για το περιβάλλον; Αναφέρατε
κάποιες μορφές οικολογικών φόρων.
ΣΔ
7. Συζητήστε τη χρήση των φόρων στις εκπομπές ρύπων.
Συζητήστε τη χρήση των φόρων στις εισροές.

8.

9. Ο καθορισμός ενός περιβαλλοντικού φόρου είναι δύσκολος. Συζητήστε.


Στην απάντησή σας διακρίνατε μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης άρι­
ΚΥ

στης λύσης.
1 0. Ποιες οι συνέπειες της φορολογικής επιβάρυνσης από την επιβολή ενός
ΑΠ

φόρου;
11. Ποια τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα από την επιβολή φορο­
λογίας;
1 2. Ποια τα επιθυμητά χαρακτηριστικά ενός φορολογικού συστήματος;
13. Συζητήστε τη χρήση των επιδοτήσεων, των κανόνων υπαιτιότητας και των
συστημάτων εγγυοδοτικού αντιτίμου στην επίτευξη περιβαλλοντικών στό­
χων.
1 4. Ποιοι οι τρόποι αρχικής κατανομής των εμπορεύσιμων αδειών;
1 S. Αναφέρετε κάποια από τα προγράμματα εμπορεύσιμων αδειών που έχουν
εφαρμοστεί διεθνώς.
Κε φάλαιο 7: Μέτρα περ ιβα λλοντι κ ή ς πολιτι κ ή ς 365

1 6. Δείξτε διαγραμματικά πότε επιτυγχάνεται ελαχιστοποίηση του κόστους


επίτευξης κάποιου περιβαλλοντικού στόχου με τη χρήση εμπορεύσιμων
αδειών.
1 7. Συγκρίνετε τα μέσα άσκησης περιβαλλοντικής πολιτικής ως προς την ελα­
χιστοποίηση του κόστους ελέγχου της ρύπανσης.
1 8. Συζητήστε την ικανότητα δημιουργίας εσόδων καθώς και την πολυπλο­
κότητα, τα κόστη διαχείρισης και επιβολής των βασικών μέσων άσκησης
περιβαλλοντικής πολιτικής.
1 9. Συγκρίνετε τα μέσα άσκησης περιβαλλοντικής πολιτικής ως προς την ικα­
νότητα παροχής κινήτρων καινοτομίας, καθώς και ως προς τη δημοτικότη­
τά τους.
20. Συζητήστε την αβεβαιότητα στις οριακές καμπύλες ζημιών και κόστους

ΕΛ
ελέγχου για την επιλογή του κατάλληλου εργαλείου περιβαλλοντικής προ­
στασίας.
ΣΔ
21. Δείξτε αλγεβρικά πότε ένας φόρος ανά μονάδα ρύπων εσωτερικεύει τις
εξωτερικότητες που προκαλεί η ρύπανση του περιβάλλοντος.

22. Δείξτε αλγεβρικά πώς μπορεί να γίνει η διασφάλιση επιτυχούς περιβαλλο­


ντικής πολιτικής με την επιβολή φόρου αρχικά επί των εκπομπών ρύπων
και κατόπιν επί των εισροών.
ΚΥ

23 . Εξετάστε αλγεβρικά την περιβαλλοντική πολιτική επίτευξης του άριστου


επιπέδου ρύπανσης με τη χρήση εμπορεύσιμων αδειών.
ΑΠ

24. Συγκρίνετε τις επιπτώσεις από τη χρήση ρυθμίσεων σχεδιασμού και απόδο­
σης στις επιχειρήσεις.
ΟΙ ΚΟΝΟΜΙ ΚΗ ΑΙΙΟΛΟΓΗΣΗ
ΠΕΡΙΒΑλλΟΝΤΟΣ

Είδαμε στο Κεφάλαιο 6, ότι ο καθορισμός του άριστου επιπέδου ρύπανσης

ΕΛ
απαιτεί τη μεγιστοποίηση του καθαρού οφέλους από τη βελτίωση της περιβαλ­
λοντικής ποιότητας. Η απόφαση για την κατανομή του περιβάλλοντος μεταξύ
της χρήσης του και της συνεπαγόμενης σχετικής υποβάθμισής (όχλησής) του
ΣΔ
αλλά και της προστασίας του είναι σημαντική. Η χρήση των φυσικών πόρων για
την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών συνεισφέρει σημαντικά στην κοινωνική

ευημερία καλύπτοντας τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας. Ταυτόχρονα η ευη­
μερία της κοινωνίας αυξάνεται και από την προστασία και τη δημιουργία ενός
«καθαρού» περιβάλλοντος, κάνοντας την ορθή κατανομή μεταξύ χρήσης-όχλη­
ΚΥ

σης και προστασίας του περιβάλλοντος αναγκαία.


Η συνεχής υποβάθμιση του περιβάλλοντος έχει προκαλέσει κοινωνικό
κόστος μειώνοντας την ευημερία των πολιτών. Η μείωση της ευημερίας των
ΑΠ

πολιτών μπορεί να επέλθει από τη μείωση των αποδόσεων του περιβάλλοντος,


όπως μείωση των υπηρεσιών αναψυχής, δημιουργία προβλημάτων υγείας με
άμεσες επιπτώσεις στην παραγωγικότητα των εργαζομένων, κ.ά. Αν σ' αυτό
προστεθεί και το κόστος που επωμίζονται οι μελλοντικές γενιές λόγω μείωσης
της βιοποικιλότητας και γενικότερα της εξάντλησης των φυσικών πόρων και
πολλών άλλων σοβαρών περιβαλλοντικών προβλημάτων, τότε καταλαβαίνουμε
τη σοβαρότητα του θέματος.
Η προσπάθεια λοιπόν να αποτιμήσουμε χρηματικά ή οικονομικά το περι­
βάλλον είναι απαραίτητη. Αυτό μπορεί να καταστεί εφικτό για τα αγοραία αγα­
θά των οποίων οι τιμές αντικατοπτρίζουν τη ζήτηση για τα αγαθά αυτά. Δεν είναι
όμως το ίδιο όταν αναφερόμαστε σε περιβαλλοντικά αγαθά και υπηρεσίες, για
τα οποία δεν υπάρχουν συνήθως κάποιες αγορές που να καθορίζουν τις σχετικές
τιμές και να βοηθούν στην επιχειρούμενη αποτίμηση. Ως παράδειγμα θα μπο-
3 68 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ρούσαμε να αναφερθούμε στην προσπάθεια αποτίμησης της συνολικής αξίας


ενός δάσους. Οι υπηρεσίες που προσφέρονται είναι σημαντικότατες και ποικί­
λες. Για κάποιες υπάρχουν αγοραίες τιμές, όπως για την ξυλεία και τις υπηρεσίες
αναψυχής, αλλά για πολλές άλλες ποιοτικές υπηρεσίες δεν υπάρχουν αγορές. Η
συγκράτηση των νερών της βροχής και η προστασία από τις πλημμύρες, η απορ­
ρόφηση (φιλτράρισμα) των αέριων ρύπων, η βιοποικιλότητα, η παροχή οξυγό­
νου, η ευχαρίστηση που αποκομίζουμε ζώντας κοντά ή βλέποντας ένα όμορφο
(πυκνό σε δέντρα και βλάστηση) δάσος είναι κάποιες από τις υπηρεσίες αυτές
που δυσκολευόμαστε (αν μπορούμε) να αποτιμήσουμε. Επίσης υπάρχουν και
υπηρεσίες που ενδέχεται να προσφερθούν στο μέλλον, λόγου χάριν με τη βελ­
τίωση των επιστημονικών μεθόδων, όπως η κατασκευή ενός σκευάσματος ή
φαρμάκου για την καταπολέμηση κάποιας ασθένειας με τη χρήση φυτών που
ευδοκιμούν στο δάσος.
Αν στηριχτούμε στην αποτίμηση των υπηρεσιών που προσφέρονται από
ΕΛ
ένα φυσικό πόρο και για τις οποίες υπάρχει μία αγορά, τότε υποεκτιμούμε την
αξία της χρησιμότητας του φυσικού πόρου αλλά και της κοινωνικής ευημερίας
ΣΔ
που αποφέρει. Η απουσία άμεσων ή έμμεσων αγορών οδήγησε στην ανάγκη
δημιουργίας υποθετικών αγορών, ώστε να μπορέσουμε να αποτιμήσουμε την

ευημερία που προσφέρεται πλουσιοπάροχα από το περιβάλλον. Η οικονομι­


κή αποτίμηση των περιβαλλοντικών αγαθών είναι απαραίτητη και σημαντική,
καθώς συνεισφέρει στη διαμόρφωση και στο σχεδιασμό πολιτικών και αποφά­
σεων. Είναι λοιπόν εμφανές, ότι χρειάζεται να οριστεί μια αγορά που να κάνει
ΚΥ

εφικτή την εκτίμηση της προθυμίας πληρωμής για τα περιβαλλοντικά αγαθά.


Αναλογιζόμενοι ότι η ποιότητα του περιβάλλοντος έχει πολλά χαρακτηριστικά
ΑΠ

των δημόσιων αγαθών ελεύθερης πρόσβασης, αυτό δημιουργεί δυσκολίες στην


ακριβή καταγραφή των προτιμήσεων των ατόμων και απαιτεί τη χρήση κατάλ­
ληλων μεθόδων που θα αποκαλύψουν την πραγματική αξία των περιβαλλοντι­
κών αγαθών και υπηρεσιών.
Η οικονομική αποτίμηση των περιβαλλοντικών αγαθών συμβάλλει στη
δίκαιη διαχείριση των φυσικών πόρων. Η σπανιότητα των πόρων οδηγεί στην
ανάγκη σωστής αντιμετώπισης των ανθρώπινων επιδράσεων στα περιβαλλο­
ντικά αγαθά. Ταυτόχρονα, οι επιλογές επενδυτικών έργων και ενεργειών που
αφορούν στο περιβάλλον απαιτούν αξιολόγηση, που μπορεί να στηριχθεί σε
πολλά κριτήρια. Η οικονομική αποτελεσματικότητα είναι βασική παράμετρος
για οποιαδήποτε αξιολόγηση. Ως Οικονομική Αξιολόγηση του Περιβάλλοντο ς
(ΟΑΠ) μπορούμε να ορίσουμε την καταγραφή και ποσοτικοποίηση των ατο­
μικών προτιμήσεων για τα περιβαλλοντικά αγαθά και τις υπηρεσίες βάσει της
οικονομικής αποτελεσματικότητας.
Κεφάλαιο 8 : Οικονομικ ή Αξιολόγηση Περιβάλλοντος 369

Η Οικονομική Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος βασιζόμενη στη Νεο­


κλα σική Θεωρία της Ευημερίας αποτιμά την αξία του περιβάλλοντος αποσκο­
πώντας στη λήψη και στην υιοθέτηση πολιτικών και μέτρων που θα αυξήσουν
την κοινωνική ευημερία. Όπως γνωρίζουμε από τη Δημόσια Οικονομική, μία
βελτίωση κατά Pareto επέρχεται από μια ενέργεια που κάνει τουλάχιστον ένα
άτο μο να βρίσκεται σε καλύτερη θέση και κανένα σε χειρότερη. Μία υποεκτί­
μηση της πραγματικής αξίας κάποιων περιβαλλοντικών πόρων μπορεί να έχει
ως αποτέλεσμα τη λήψη λανθασμένων αποφάσεων για το περιβάλλον και την
κοινωνία γενικότερα. Ωστόσο, η ορθή αποτίμηση της αξίας των περιβαλλοντι­
κών αγαθών παραμένει μια πολύπλοκη διαδικασία με την αβεβαιότητα για τις
φυσικές συνέπειες από τη χρήση των πόρων και τις ασαφείς προτιμήσεις των
πολιτών να είναι δύο σημαντικά μεθοδολογικά προβλήματα που θα πρέπει να
αντιμετωπιστούν από την επιχειρούμενη αποτίμηση.

ΕΛ
Πριν δούμε αναλυτικά τις διαθέσιμες μεθόδους αποτίμησης του περιβάλλο­
ντος, ας εξετάσουμε τις διάφορες κατηγορίες ευημερίας των περιβαλλοντικών
αγαθών.
ΣΔ
8.1 Ο ι κατη γο ρ ί ες των περιβ αλλ ο ντικ ώ ν α ξ ι ών

Ένας σημαντικός αριθμός περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών δεν έχει


χρηματική αξία, καθώς δεν υπάρχουν αντίστοιχες αγορές για αυτά. Μπορούμε
ΚΥ

σε κάποιες περιπτώσεις να προσεγγίσουμε τη χρηματική τους αξία στηριζόμε­


νοι στην εξωτερικότητα (επιβάρυνση) από την προκαλούμενη περιβαλλοντική
ζημία. Για παράδειγμα, η ατμοσφαιρική ρύπανση επιβαρύνει τους πολίτες με
ΑΠ

ποσοτικά και ποιοτικά κόστη. Τα ποσοτικά κόστη θα μπορούσαν να αντιστοι­


χούν στο συχνότερο βάψιμο και στο καθάρισμα του σπιτιού, στα συστήματα
καθαρισμού του εσωτερικού αέρα, στην εγκατάσταση φίλτρων για τον καθαρι­
σμό του νερού, στη χρήση μονωτικών υλικών, κ.ά. Ομοίως τα ποιοτικά κόστη
αφορούν για παράδειγμα τη μειωμένη δυνατότητα αναψυχής από τα περιβαλ­
λοντικά αγαθά, όταν ο αέρας ή το νερό είναι λιγότερο καθαρά. Αυτή η ποιοτική
εκτίμηση του κόστους από την περιβαλλοντική υποβάθμιση αυξάνεται με τη
μείωση της ευημερίας που επωμίζονται οι μελλοντικές γενιές.
Πριν δούμε τις μεθόδους άντλησης και καταγραφής της πρόθεσης για
πληρωμή για την προστασία του περιβάλλοντος ας εξετάσουμε τις διάφορες
κατηγορίες περιβαλλοντικής ευημερίας. Η συνολική οικονομική αξία (Total
Economic Value, TEV) που αποκομίζουμε από το περιβάλλον εκφράζεται ως το
άθροισμα της αξίας χρήσης (Use Value) και της μη-χρηστικής αξίας (Non-Use
Value).
3 70 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ί. Η α ξία χρήσης πηγάζει από την πραγμα­


Αξία χρήσης (Use value, UV):
τική χρήση του περιβάλλοντος και αφορά τη μη-καταναλωτική χρήση για παρά­
δειγμα ως αναψυχή (ερασιτεχνικό ψάρεμα, βόλτα) και την καταναλωτική χρή­
ση στις παραγωγικές και καταναλωτικές διαδικασίες (φυτά, ζώα, ψάρια, χρήση
θάλασσας από ιχθυοτροφεία και νερού από γεωργικές καλλιέργειες, κ.λπ. ) . Η
αξία αυτή αφορά το ιδιωτικό κόστος.
Η αξία χρήσης μπορεί να είναι άμεση (Direct Use Value) και έμμεση
(Indirect U se Value ). Η άμεση α ξία χρ ή σης πηγάζει από την παραγωγή, που μπο­
ρεί να καταναλωθεί άμεσα (τροφή, βιομάζα, κ.λπ.), ενώ η έμμεση α ξία χρήσης
(lndirect U se Value, IUV) του περιβάλλοντος πηγάζει από τις ποικίλες ωφέλει­
ες ύπαρξης ενός «καθαρού» περιβάλλοντος. Οι έμμεσες αξίες χρήσης συνδέο­
νται με τα λειτουργικά οφέλη και είναι γνωστές και ως λει το υργικές (functίonal
values) α ξίες. Σχετίζονται δηλαδή με τα οφέλη που πηγάζουν από τη λειτουρ ­

ΕΛ
γία του οικοσυστήματος, το οποίο υποστηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη ή ό,τι
έμμεσα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος. Έμμεσες αξίες χρήσης αποτελούν η ρύθμιση
του κλίματος, η αποτροπή πλημμυρών, η προστασία των λεκανών απορροής, η
ΣΔ
απορρόφηση του άνθρακα, η τροφική αλυσίδα κ.λπ. Ως παράδειγμα, η άμεση1

αξία χρήσης ενός ποταμού σχετίζεται με τις προσφερόμενες ευκαιρίες αναψυ­


χής και με τη χρήση του νερού είτε για αρδευτικούς σκοπούς είτε ως πόσιμο.
Τα έμμεσα οφέλη του ποταμού προέρχονται από τις οικολογικές λειτουργίες
που εξασφαλίζει, προσφέροντας λόγου χάριν ενδιαίτημα (habitat) για την άγρια
ΚΥ

χλωρίδα και πανίδα.


Δυνητική αξία ή αξία επιλογής ή αξία πιθανής χρήσης στο μέλλον
ΑΠ

(Option Value, OV): Οι δυνητικές αξίες ή α ξίες επιλογή ς συνδέονται με την


ενδεχόμενη μελλοντική χρήση του περιβάλλοντος. Μπορούν να οριστούν
ως το χρηματικό ποσό, το οποίο είναι πρόθυμος να πληρώσει κάποιος, για
να είναι σε θέση να αλλάξει κάποια στιγμή στο μέλλον τη στάση του και να
χρησιμοποιήσει κάποιον περιβαλλοντικό πόρο (Beaumont και Tinch, 2003).
Οι δυνητικές αξίες χρήσης του περιβάλλοντος αποτελούν ουσιαστικά την
έκφραση της προθυμίας πληρωμής των ατόμων για τη διατήρηση του περι­
βάλλοντος ή συστατικού αυτού έναντι κάποιας πιθανότητας χρήσης του στο
μέλλον (Tumer et al. 1 994, Ready και Hu 1 995), έστω και αν αυτό δεν είναι

1 Στην Ελλάδα, αν και η βιβλιογραφία σχετικά με την αποτίμηση των έμμεσων αξιών είναι περιορισμένη ,

έχουν γίνει κάποιες έρευνες που στοχεύουν στον καθορισμό του ρόλου των μεθοδολογιών της περιβαλ­

λοντικής αποτίμησης και την ενημέρωση των υπευθύνων χάραξης πολιτικών. Η Kountouri et al. (2009)
ερευνούν την αξία της κατασκευής ενός αιολικού πάρκου χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της υποθετική ς

αγοράς (Contingent Valuation).


Κεφάλα ιο 8 : Οικονομική Αξιολόγηση Περιβάλλοντος 3 71

χρήσιμο τώρα ή έχουν κάποιους ιδιαίτερους λόγους να μην το χρησιμοποι­


ούν. Η αξία αυτή αφορά το κοινωνικό όφελος.
Άμεσα συνυφασμένη με την αξία επιλογής ή μελλοντικής χρήσης είναι η
αμιγώς πιθανή μελλοντική χρήση (ή «οιονεί» δυνητική αξία) (Quasi-Option
Value, QOV), η οποία είναι απόρροια της αύξησης του επιστημονικού επιπέ­
δου γνώσης σχετικά με τη δυνητική αξιοποίηση του περιβαλλοντικού πόρου.
Πρόκειται για την πιθανότητα κάποιος περιβαλλοντικός πόρος να αποκτήσει
αξία μελλοντικά για τον άνθρωπο ως τροφή, γενετικό υλικό ή άλλη πρώτη ύλη
(Perrnan et al., 1 996). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα τροπικά δάση
με το γενετικό υλικό που διαθέτουν, το οποίο ενδέχεται να αποτελέσει πρώ­
τη ύλη για την παρασκευή φαρμάκων καταπολέμησης ή πρόληψης κάποιων
ασθενειών που σήμερα θεωρούμε αδύνατη τη συμμετοχή τους σε τέτοια σκευ­
άσματα. Για πρώτη φορά αναφέρθηκε ο όρος αυτός από τους Αποw και Fisher

ΕΛ
( 1 974), για να εκτιμήσουν τα οφέλη που προέρχονται με καθυστέρηση στη λήψη
απόφασης, όταν υπάρχει αβεβαιότητα για τα οφέλη που μπορεί να προκύψουν
από εναλλακτικές επιλογές. Σ ' αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημανθεί ότι η
ΣΔ
οιονεί δυνητική αξία δε θα πρέπει να συνυπολογίζεται με τη δυνητική αξία, γιατί
εμπεριέχει διαφορετικές έννοιες της οικονομικής αξίας.

ii. Μη-χρηστική αξία (Non-Use Value, NUV): Περισσότερο προβληματι­


κές από τις παραπάνω αξίες είναι οι μη-χρηστικές αξίες. Πολλοί ερευνητές ονο­
ΚΥ

μάζουν τις μη-χρηστικές αξίες ως παθητικές αξίες χρήσης (Passίve - Use Values)
ή αξίες διατήρησης (preservatίon). Είναι αξίες που αποδίδουν οι άνθρωποι σε
ΑΠ

φυσικούς πόρους, τους οποίους δε χρησιμοποιούν άμεσα και δεν έρχονται σε


καμιά φυσική επαφή μ' αυτούς. Πρόκειται για αξίες που δε συνδέονται με την
πραγματική ή την ενδεχόμενη χρήση του αγαθού, αλλά με την πραγματική του
φύση. Αν και η φύση τους είναι ανθρωποκεντρική, εν μέρει αντανακλούν την
αναγνώριση της αξίας διατήρησης του οικοσυστήματος ή συστατικών αυτού.
Το περιβάλλον είναι απαραίτητο για τη λειτουργία του οικοσυστήματος και των
πολλών λειτουργιών του, όπως της φωτοσύνθεσης, της ρύθμισης του κλίματος,
της απορρόφησης ρυπαντών, κ.ά. Και η αξία αυτή αφορά το κοινωνικό όφελος.
Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι οι μη-χρηστικές αξίες αντανακλούν
λεξικογραφικές προτιμήσεις. Ο λεξικογραφικός κανόνας που καθορίζει τη
σημαντικότητα των αξιών αυτών στην ανθρώπινη συνείδηση μοιάζει πάρα πολύ
με τον τρόπο δόμησης ενός λεξικού. Έτσι, για παράδειγμα η αξία της υγείας
του περιβάλλοντος θα είναι πάντα υψηλότερη από οποιαδήποτε άλλη διάστασή
372 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡ ΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

του (Holmes και Randall, l 995). Στη βιβλιογραφία οι αξίες μη χρήσης διακρί­
νονται σε αξίες ύπαρξης (Exίstence Values) και σε αξίες μεταβίβασης (Bequest
Values) (Pearce και Moran 1 994, King και Mazzotta 2003, Mathis et al. 2003) .
Αναφορικά με τα υδάτινα οικοσυστήματα και τις μη-χρηστικές τους αξίες, αυτές
αναφέρονται στις μη- εργαλειακές αξίες και δε σχετίζονται με τη χρήση τους.
Αξία εγγενής και αξία ύπαρξης (intrinsic ή existence values). Οι αξίες
αυτές αφορούν την απαραίτητη διατήρηση ειδών στην αλυσίδα του οικοσυ­
στήματος. Και αυτές οι αξίες αφορούν το κοινωνικό όφελος. Ίσως κάποια
υπό εξαφάνιση είδη, όπως η λευκή πολική αρκούδα, να μην τα δούμε ποτέ
όμως θα επιθυμούσαμε τη διατήρησή τους στο οικοσύστημα.
Η αξία ύπαρξης μπορεί να συνδεθεί απλά και με τη βιολογική αξία ενός
περιβαλλοντικού αγαθού δίνοντας την εσωτερική ή ουσιαστική αξία του, η οποία
είναι σημαντικότατη. Ενώ η αξία ύπαρξης είναι η μέτρηση της ευημερίας ενός

ΕΛ
ατόμου και κατ' επέκταση της κοινωνίας από την ύπαρξη του περιβαλλοντικού
αγαθού, η εσωτερική αξία αναφέρεται στην αξία ύπαρξης λόγω της βιολογικής
ΣΔ
σημασίας στην υποστήριξη της βιοποικιλότητας του οικοσυστήματος και των
διαφόρων βιολογικών δραστηριοτήτων των οποίων αποτελεί αναπόσπαστο τμή­
μα. Άρα, ενώ κάποιος μπορεί να δώσει μηδενική εσωτερική αξία σε μια ενδεχό­

μενη ερευνητική προσπάθεια π.χ. ύπαρξης ενός είδους καρχαρία στον Ατλαντι­
κό ή στη Μεσόγειο η παρουσία του είναι απαραίτητη τόσο για το οικοσύστημα
όσο και για τη συνολική τροφική αλυσίδα.
ΚΥ

Η αξία ύπαρξης είναι η προθυμία πληρωμής των ανθρώπων για τη διατή­


ρηση του περιβάλλοντος, η οποία δε σχετίζεται με την τρέχουσα ή τη δυνητική
ΑΠ

χρήση (Heπiges et al. 2000, Alberini et al. 2002, Beaumont και Tinch 2003,
Κnoder 2002). Η θεωρητική βάση της αξίας ύπαρξης μπορεί να γίνει εύκολα
κατανοητή, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι πλήθος ανθρώπων συμμετέχουν σε
εκστρατείες για την προστασία και τη διατήρηση του περιβάλλοντος, ακόμα και
αν ζουν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το αντικείμενο της εκστρατείας.
Όλοι αυτοί μπορεί να είναι «υποκατάστατοι» (νicariously) καταναλωτές μέσα
από περιοδικά, προγράμματα τηλεόρασης, κ.λπ. Αυτή η «υποκατάστατη» ζήτη­
ση όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το ουσιαστικό αίτιο εξήγησης αυτών των
εκστρατειών. Οι εν λόγω εκστρατείες περιέχουν αναντίρρητα μια αναγνώριση
της αξίας ύπαρξης του περιβάλλοντος (Pearce και Turner 1 990, Georgiou et al.
1 997).
Η ερμηνεία της αξίας ύπαρξης δεν μπορεί να γίνει με καθαρά οικονομικά
κριτήρια, αλλά απαιτεί συνδυασμό της Οικονομικής Θεωρίας και της Οικονομι­
κής Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος. Δεν είναι σαφή τα κίνητρα που οδη-
Κεφάλα ιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Περ ιβάλλοντος 3 73

γούν τους ανθρώπους να προσδίδουν στα αγαθά αξία ύπαρξης. Υπάρχει βέβαια
ένας αριθμός προτεινόμενων κινήτρων από τους οικονομολόγους, ορισμένα εκ
των οποίων εμπεριέχουν μια μορφή αλτρουισμού και ενδιαφέροντος για τους
άλλους ανθρώπους ή για μη ανθρώπινες οντότητες. Τα βασικότερα εξ αυτών,
σύμφ ωνα με τους Pearce και Turner ( 1 990) είναι τα ακόλουθα:
• Κίνητρα μεταβίβασης. Αυτά σχετίζονται με την προθυμία του ανθρώ­
που να μεταβιβάσει το φυσικό περιβάλλον στις επόμενες γενιές. Η
μεταβίβαση αυτή δίνει στον άνθρωπο την ικανοποίηση της ύπαρξης
του περιβάλλοντος για τις γενιές αυτές. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να
αποκλείσει τη χρήση του κληροδοτήματος απ' αυτές. Κατά συνέπεια,
δε μιλάμε πια για αξία μη χρήσης, αλλά για χρήση του περιβάλλοντος,
έστω και μελλοντικά και από άλλες γενιές.
• Κίνητρα δωρεών. Αποδέκτες των δώρων συνήθως είναι οικεία μας άτο­

ΕΛ
μα (φίλοι, συγγενείς), τα οποία κάνουν συνήθως χρήση αυτών. Συνε­
πώς, και πάλι κάνουμε λόγο για αξία χρήσης και όχι για μη-χρηστική
ΣΔ
αξία.
• Κίνητρα συμπάθειας για τους ανθρώπους, τα ζώα και τη φύση. Αυτά

τα κίνητρα μπορούν να εξηγήσουν καλύτερα απ' όλα την αξία ύπαρ­


ξης. Η συμπάθεια αυτή, αν και διαφέρει μεταξύ των ανθρώπων, λόγω
της κουλτούρας ή της εθνικότητάς τους, απαντάται σε μεγάλο αριθμό
ΚΥ

ατόμων. Σύμφωνα με τους Pearce και Turner ( 1 990) οι περισσότεροι


οικονομολόγοι σταματούν στα αλτρουιστικά κίνητρα, γιατί είναι περισ­
σότερο οικεία σ' αυτούς. Ο αλτρουισμός δίνει ωφέλεια στο δότη, η
ΑΠ

οποία εξαρτάται από την ωφέλεια άλλων ανθρώπων ή υπάρξεων. Αυτή


η ερμηνεία είναι σύμφωνη με την παραδοσιακή έννοια του οικονομι­
κού ανθρώπου, ο οποίος επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της συνολικής του
χρησιμότητας.
• Κίνητρο της αξίας ύπαρξης μπορεί να θεωρηθεί η αναγνώριση των
δικαιωμάτων των μη ανθρώπινων υπάρξεων. Τα κίνητρα αυτά έρχονται
σε αντίθεση με το μοντέλο του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου
και συνεπάγονται την αδυναμία των οικονομολόγων να εξηγήσουν τον
κόσμο μέσα από τις θεωρίες τους (Schuijt, 2002). Για παράδειγμα, η
αξία ύπαρξης των υδάτινων οικοσυστημάτων σχετίζεται αποκλειστικά
με την ύπαρξή τους και βασίζεται στη συμπάθειά μας ή στο ενδιαφέ­
ρον μας για τη μη-ανθρώπινη ζωή (ψαριών, υδρόβιων φυτών, πουλιών,
ζώων, κ.ά.).
3 74 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Ένα άλλο κίνητρο της αξίας ύπαρξης αποτελεί η υπευθυνότητα διαχείρι­


σης, το οποίο αποκαλείται και Gaian, από τη θεά των αρχαίων Ελλήνων Γαία.
Το κίνητρο αυτό βασίζεται στην αναγνώριση της αξίας της Γης, η οποία είναι
σημαντικότερη από το όφελος των ανθρώπων (Pearce και Turner, 1 990).
Τέλος, η αξία μεταβίβασης (bequest) αναπαριστά την προθυμία πληρωμής,
ώστε να διατηρηθεί το περιβάλλον με σκοπό να μεταβιβαστεί στις επόμενες
γενιές, οι οποίες θα ωφεληθούν απ' αυτό. Πρώτος αναγνώρισε την αξία μεταβί­
βασης ο Κrutilla ( 1 967). Πρόκειται για αξία που παρουσιάζει ομοιότητες με τη
δυνητική αξία, με τη διαφορά ότι η μελλοντική χρήση γίνεται από τις επόμενες
γενιές. Μοιάζει επίσης με την αξία ύπαρξης, όμως εμπεριέχει τη μελλοντική
χρήση του περιβάλλοντος. Βέβαια δεν είναι λίγοι αυτοί, που τοποθετούν την
αξία μεταβίβασης στις αξίες χρήσης (Georgiou, 1 997).
Μετά την εξέταση των διαφόρων κατηγοριών περιβαλλοντικών αξιών μπο ­
ρούμε να πούμε ότι η συνολική αξία σε οικονομικούς όρους (TEV, Total Eco­

ΕΛ
nomic Value) ενός περιβαλλοντικού πόρου ισούται με την άθροιση των αξιών
χρήσης (UV, Use Values) και μη χρήσης (NUV, Non-Use Values). Καθώς η αξία
ΣΔ
χρήσης δίνεται από την άμεση αξία χρήσης (DUV, Direct Use Value), την έμμε­
ση αξία χρήσης (IUV, Indirect Use Value) και τις αξίες επιλογής και πιθανής
επιλογής (OV και QOV) έχουμε:

TEV = uv + NUV (DUV + IUV + ον + QOV) +NUV


=
ΚΥ

Το διάγραμμα 8. 1 παρουσιάζει τις κατηγορίες περιβαλλοντικών αξιών, όπως


αναλύθηκαν παραπάνω.
ΑΠ

Ανθρωποκεντρικές Αξίες Μη-Ανθρωποκεντρικές Αζiες

Συνολική Οικονομική Αξία Εγγενής Αξία

1
Αξία Χρήσης
1
Μη-χρηστιι..1] αξία

Άμεση
ι ·---·---·- - - Γ·--·--··--·· · · · : -·· ·--·-·------ �
Έμμεση Δυνητική Αξία Πιθανής Αξία
ι � Αξία
Αξία Αξία Αξία Δυνητικής χρήσης Μεταβίβασης Ύπαρξης

Πηγή: Τροποποι η μένο α πό Bateman et al. (2003 ).

Διάγραμμα 8 . 1 : Κατηγοριοποίηση των περιβαλλοντικών αξιών


Κεφάλα ιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Περιβάλλοντος 375

Για πολλούς οικονομολόγους η αξία ύπαρξης του περιβάλλοντος θεωρεί­


ται περιττή, με το επιχείρημα ότι αυτή πηγάζει από την πραγματική χρήση. Ο
Weikard (2002) για παράδειγμα, διακρίνει τις πραγματικές μη χρηστικές αξίες
από τις άλλες αξίες που υπολογίζονται με βάση την πιθανή χρήση και την αυτα­
πάρνηση. Προσπαθεί επίσης μέσα από μια θεωρητική απόδειξη να δείξει ότι τα
άτομα δε θα ήταν πρόθυμα να θυσιάσουν τις αξίες χρήσης, για να λάβουν τις
αξίες μη χρήσης. Υποστηρίζει ότι η έννοια της αξίας μη χρήσης ή ύπαρξης είναι
ασυμβίβαστη με τις γενικά αποδεκτές οικονομικές αρχές. Συνεχίζοντας ορίζει
την έννοια της αξίας χρήσης ως την παρούσα, τη μελλοντική ή την ενδεχόμενη
χρήση ενός αγαθού.
Σε μια ανασκόπηση ενός αριθμού ερευνών, οι οποίες μετρούσαν την αξία
μη χρήσης του περιβάλλοντος, υποστηρίζεται ότι η αξία ύπαρξης και η αξία
μεταβίβασης δεν έχουν λειτουργική σημασία. Στη βιβλιογραφία υπάρχει μεγά­
λος αριθμός ερευνών, οι οποίες ασχολούνται με την έννοια των αξιών ύπαρξης.
ΕΛ
Οι Rosenthal και Nelson ( 1 992) επισήμαναν την εννοιολογική αδυναμία αυτών,
σημειώνοντας ότι όλα τα έμψυχα και άψυχα όντα έχουν αξία ύπαρξης. Κατά
ΣΔ
συνέπεια, υποστήριξαν ότι οι αξίες αυτές δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνονται
στις αναλύσεις κόστους - οφέλους. Τέλος, μεγάλος αριθμός ερευνητών υπο­

στηρίζει ότι οι δυνητικές αξίες συνδέονται με την ενδεχόμενη χρήση και γι'
αυτόν το λόγο θα πρέπει να ταξινομούνται στην κατηγορία των αξιών χρήσης
(Kolstad, 2000).
Οι οικονομολόγοι με στόχο την εκτίμηση νομισματικών αξιών των περιβαλ­
ΚΥ

λοντικών αγαθών και υπηρεσιών, χρησιμοποιούν μεθόδους άμεσης αγοράς και


μεθόδους αποκαλυφθείσας και δηλωμένης προτίμησης.
ΑΠ

8. 2 Μέθ οδοι Ο ικ ονομ ικ ή ς Α ξ ι ο λό γησ η ς


Π εριβ ά λλ οντος
Όπως είδαμε, το άριστο επίπεδο μείωσης των εκπομπών ρύπων για την προστα­
σία του περιβάλλοντος επιτυγχάνεται, όταν το καθαρό όφελος μεγιστοποιείται.
Για τον προσδιορισμό του καθαρού οφέλους απαιτείται η γνώση των συναρτή­
σεων ωφέλειας και κόστους από την καταπολέμηση της ρύπανσης. Το κόστος
καταπολέμησης της ρύπανσης απαιτεί πληροφόρηση για το κόστος των μεθόδων
ελέγχου που υιοθετούν οι πηγές (βιομηχανικές, εμπορικές, διυλιστήρια, κ.ά.)
που ρυπαίνουν το περιβάλλον. Αν και οι επιχειρήσεις είναι απρόθυμες να γνω­
στοποιούν τα κόστη τους στο ευρύ κοινό και κατ' επέκταση στους ανταγωνιστές
τους, μπορούμε να έχουμε μια έγκυρη εκτίμηση του ύψους των κοστών αυτών.
3 76 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΜΛΟΝΤΟΣ

Δηλωμένες

[ ���
bχι αγοραίες

Αγ Αναπληρωματικη
: (έ μμεση ) Αγο ρά ! Υποθετική :choice
Αγο ρά 1 Experiment !

ΕΛ
(CVM)
�--� ____l________.......,

11 Κόστος , !1
ΣΔ
Έμμεση
Μέθοδοι 1 Μέθοδος Π λεόνασμα 1 Τιμο λόγηση 1 Ταξ ιδιου !
Κόστους Αιτίου Παραγωγού ήl (Hedonic

Π αραγωγής Αποτελέσματος Καταναλωτή Pricing)

Διάγραμμα 8 . 2 : Μέθοδοι Οικονομικής Αποτίμησης Περιβάλλοντος


ΚΥ

Από την άλλη πλευρά, η εκτίμηση της περιβαλλοντικής ζημίας ή του οφέ­
ΑΠ

λους από τη μείωση της ρύπανσης παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες. Η μέθοδος


ανάλυσης κόστους-οφέλους για την αξιολόγηση και έγκριση προγραμμάτων
βελτίωσης του περιβάλλοντος είναι αυτή που βοηθά στην έγκριση ή απόρριψη
των χρηματοδοτούμενων έργων που προέρχονται από δημόσιες επενδύσεις. Το
όφελος μπορεί να υπολογιστεί μέσω διαφόρων μεθόδων που είτε αξιολογούν
το περιβαλλοντικό αγαθό και την υπηρεσία βάσει της ζήτησης όπως η ωφελι­
μιστική τιμολόγηση (ΗΡΜ), το κόστος ταξιδιού (TCM) και η αποτίμηση σε
υποθετικές αγορές (CVM) είτε βάσει άλλων μεθόδων εκτίμησης και αποτίμη­
σης του κόστους κάποιας περιβαλλοντικής υποβάθμισης όπως η συμπεριφορ ά
μείωσης (mitigation behaviour), η τεχνική του κόστους αντικατάστασης, η
προσέγγιση δόσης-απόκρισης (dose-response) και η προσέγγιση του κόστους
ευκαιρίας.
Οι βασικές μέθοδοι εκτίμησης των περιβαλλοντικών αγαθών και οικοσυ­
στημάτων μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε μεθόδους της αποκαλυφθείσ ας
Κεφάλαιο 8: Οικονομικ ή Αξι ολόγηση Περιβάλλοντος 3 77

π ροτίμησης (Revealed Preferences) και μεθόδους δηλωμένης προτίμησης


( Stated Preference). Η οικονομική αξία μπορεί να υπολογιστεί (προσεγγιστεί)
με τη βοήθεια της δημιουργίας των συνθηκών μιας υποθετικής αγοράς. Το διά­
γραμμα 8.2 παρουσιάζει σε μορφή δενδρογράμματος τις μεθόδους οικονομικής
αποτίμησης του περιβάλλοντος.

8 . 2.1 Δημιουργ ία υ ποθετική ς α γορά ς


Η οικονομική αξία που προσδίδουν τα άτομα στα περιβαλλοντικά αγαθά απο­
τελεί μέτρο ευημερίας που απολαμβάνουν από τα αγαθά αυτά. Σύμφωνα με
τη θεωρία των οικονομικών της ευημερίας, οι μεταβολές στην ευημερία μπο­
ρούν να εκτιμηθούν ως οικονομικές αξίες, όπως αποκαλύπτονται από τη σχέ­
ση ανταλλαγών που υπάρχει μεταξύ των σπάνιων πόρων. Η αξία των αγαθών

ΕΛ
μπορεί να προσεγγιστεί με τις μεθόδους της πρόθεσης πληρωμής (Willing­
ness Το Pay, WTP) ή της πρόθεσης αποδοχής αποζημίωσης (Willingness Το
Accept, WTA). Η προθυμία πληρωμής είναι η βασική έννοια για την εκτίμη­
ΣΔ
ση των εμπορεύσιμων και μη εμπορεύσιμων αγαθών. Παρά την έλλειψη μιας
αγοράς, η προθυμία πληρωμής μπορεί να αποκαλύπτει ως ένα βαθμό την αξία

των υπό συζήτηση αγαθών μέσω της σχέσης ανταλλαγής μεταξύ χρημάτων και
ωφελειών που απολαμβάνονται από το αγαθό. Ομοίως, η προθυμία αποδοχής
αποζημίωσης για τη ζημία ή απώλεια που προκαλείται στα εκάστοτε αγαθά και
ΚΥ

υπηρεσίες είναι άλλη μια σημαντική έννοια. Ας δούμε τις έννοιες αυτές αναλυ ­
τικότερα.
ΑΠ

8. 2.1 .1 Π ρ ό θ ε ση πλ η ρω μ ή ς (WTP)
Με τη μέθοδο της πρόθεσης πληρωμής (WTP) τα άτομα δηλώνουν το ποσό που
προτίθενται να πληρώσουν για τη χρήση των υπό εξέταση περιβαλλοντικών αγα­
θών και υπηρεσιών, αν θα υπήρχε μια αγορά. Η υποτιθέμενη αυτή αγορά δημι­
ουργείται με τη βοήθεια ενός ερωτηματολογίου στο οποίο κάθε άτομο δηλώνει
το ποσό που είναι διατεθειμένο να πληρώσει για τη χρήση του περιβαλλοντικού
αγαθού ή υπηρεσίας σε διαφορετικές ποσότητες ή ποιότητες αυτού. Η δήλω­
ση του ποσού χρήσης του περιβαλλοντικού αγαθού ή της υπηρεσίας μπορεί να
αφορά τη μορφή κάποιου ειδικού τέλους, φόρου ή εισιτηρίου εισόδου (π.χ. σε
ένα άλσος). Κάθε άτομο είτε δηλώνει το ποσό που προτίθεται να πληρώσει ή
του προτείνονται κάποια διαδοχικά χρηματικά ποσά και επιλέγει αυτό που θα
πλήρωνε ή προτείνεται κάποιο ποσό και απλά το αποδέχεται ή το απορρίπτει.
Με τη χρήση τυχαίων και αντιπροσωπευτικών δειγμάτων και με σωστά
δομημένα ερωτηματολόγια μπορούμε να εκτιμήσουμε τη συνολική αξία του
3 78 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΙΗΟΣ

περιβαλλοντικού αγαθού ή της υπηρεσίας. Βάσει του δείγματος εκτιμάμε τη


συνάρτηση πρόθεσης πληρωμής, που περιλαμβάνει τους προσδιοριστικούς
παράγοντες της επιθυμίας για πληρωμή, όπως
το εισόδημα του ατόμου (Υ;),
το μορφωτικό επίπεδο (Μ;),
το φύλο ( Φ;),
άλλες κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές (Κ;),
την περιβαλλοντική ή όχι ευαισθητοποίηση (Ε;) και
την κατάσταση του περιβαλλοντικού αγαθού ή υπηρεσίας (ΠΑ).
Δηλαδή η πρόθεση πληρωμής (WTP) είναι συνάρτηση (f) των μεταβλητών
αυτών και μπορεί να εκφραστεί ως:

ΕΛ
(8. 1)
Η παραγώγιση της σχέσης (8. 1 ) ως προς ένα περιβαλλοντικό αγαθό ή υπη­
ΣΔ
ρεσία ΠΑ δείχνει την πρόθεση πληρωμής για μοναδιαίες μεταβολές του περι­
βαλλοντικού αγαθού και μας δίνει την καμπύλη ζήτησης για το αγαθό αυτό.
Το εμβαδά της περιοχής μεταξύ της καμπύλης ζήτησης και των αξόνων δίνει

την οικονομική αξία της ωφέλειας από το περιβαλλοντικό αγαθό ή την υπηρε­
σία. Δηλαδή η σχέση (8. 1 ) μας δείχνει τη μεταβολή στην προθυμία πληρωμής
για δεδομένες μεταβολές του περιβαλλοντικού αγαθού. Πολλαπλασιάζοντας το
ΚΥ

μέσο όρο της WTP με τον αριθμό των ατόμων της υπό εξέταση κοινωνίας μας
δίνει μια προσέγγιση της οικονομικής αξίας του περιβαλλοντικού αγαθού ή της
ΑΠ

υπηρεσίας.

8.2.1 . 2 Π ρ ό θ ε ση α πο δ οχ ή ς α πο ζ ημ ίωσης (WTA)


Ως παραλλαγή της προηγούμενης μεθόδου μπορούμε να θεωρήσουμε την πρό­
θεση αποδοχής αποζημίωσης (WTA), όπου ο ερωτώμενος δηλώνει το ποσό που
θα δεχόταν ως αποζημίωση για την καταστροφή και τη σχετική απώλεια ευη­
μερίας του περιβαλλοντικού αγαθού. Η WTP αναφέρεται σε καταστάσεις αξιο­
λόγησης μιας προβλεπόμενης βελτίωσης του περιβαλλοντικού αγαθού, ενώ η
WTA αναφέρεται σε καταστάσεις υποβάθμισης του περιβαλλοντικού αγαθού ή
της υπηρεσίας προσπαθώντας να υπολογίσει τις αρνητικές του επιπτώσεις στην
κοινωνική ευημερία.
Αναμένεται λογικά τα ποσά των WTP και WTA να είναι περίπου ίσα θεω­
ρώντας τις δύο μεθόδους ισοδύναμες. Πρακτικά όμως ανακύπτουν σημαντικές
διαφορές. Αυτό οφείλεται στο ότι το ποσό της WTA είναι μεγαλύτερο από το
Κε φάλα ιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Περ ιβάλλοντος 3 79

αντίστοιχο της WTP, καθώς η πρώτη αφορά την υποβάθμιση της υπάρχουσας
περιβαλλοντικής κατάστασης και η δεύτερη τη διατήρηση ή βελτίωση της υπάρ­
χουσας κατάστασης.
Επίσης όσον αφορά τη WTP, το άτομο δηλώνει κάποιο ποσό ως συνάρτηση
του εισοδήματός του. Αυτό διαφοροποιείται σε περιπτώσεις αποζημιώσεων που
δε συναρτώνται με το διαθέσιμο εισόδημα. Το επίπεδο γνώσης και πληροφό­
ρησης του ερωτηθέντα αναφορικά με τα βιολογικά, φυσικά και χημικά χαρα­
κτηριστικά του περιβαλλοντικού αγαθού ή υπηρεσίας και την οικολογική του
συνεισφορά μπορεί να είναι ατελής ή περιορισμένη. Αν και τα ερωτηματολόγια
παρέχουν κάποιες σχετικές πληροφορίες, σίγουρα δεν αντικαθιστούν την προ­
σωπική αντίληψη του ερωτηθέντα.
Τέλος, ένα σημαντικό πρόβλημα είναι αυτό του ελεύθερου χρήστη (free
rider), όπου η δήλωσή μας αναφορικά κυρίως με την πρόθεση πληρωμής επη­
ρεάζεται από το γεγονός ότι στα δημόσια αγαθά λόγω της αδυναμίας αποκλει­

ΕΛ
σμού γινόμαστε απρόθυμοι να δηλώσουμε το αληθές ποσό που προτιθέμεθα
να πληρώσουμε, αφού η δράση άλλων θα αποφέρει οφέλη σε όλους. Ομοίως,
ΣΔ
στην περίπτωση της αποδοχής αποζημίωσης για μια περιβαλλοντική υποβάθμι­
ση ενδέχεται ίσως να αυξήσουμε το ποσό αποδοχής αποζημίωσης.

8.2.2 Η μέ θοδο ς τ ου Κόστου ς Τα ξ ιδιο ύ


(Traνel Cost Method, TCM)
ΚΥ

Η μέθοδος του Κόστους Ταξιδιού είναι μία από τις μεθόδους αποκαλυφθεισών
προτιμήσεων και στηρίζεται στη θεωρία ζήτησης του καταναλωτή. Υποστηρίζει
ΑΠ

ότι η αξία που αποδίδεται από τους ανθρώπους σε μία περιοχή με περιβαλλοντι­
κή αξία μπορεί να προσεγγιστεί και να υπολογιστεί από τα κόστη που αναλαμ­
βάνουν με σκοπό να φθάσουν στην περιοχή αυτή.
Δηλαδή με τη μέθοδο αυτή συγκεντρώνουμε πληροφορίες από τους πολίτες
που χρησιμοποιούν το αγαθό ή την υπηρεσία (π.χ. επίσκεψη σε μια λίμνη ή σε
ένα δάσος). Η κεντρική ιδέα της μεθόδου είναι ότι το κόστος επίσκεψης ενός
συγκεκριμένου χώρου εκφράζει την επιθυμία να αγοράσουν (χρησιμοποιήσουν)
το περιβαλλοντικό αγαθό ή την υπηρεσία. Τα κόστη από τη χρήση των υπηρεσι­
ών ενός περιβαλλοντικού αγαθού, συμπεριλαμβάνουν:
το κόστος ταξιδιού εκφρασμένο σε κόστος των καυσίμων,
την καταβολή χρηματικών ποσών για την είσοδο σε μία τοποθεσία ανα­
ψυχής,
τα διάφορα επιτόπια έξοδα,
καθώς και το κόστος ευκαιρίας.
380 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Το συνολικό κόστος (�j) για κάθε άτομο i που επισκέπτεται μία δεδομένη
περιοχή <<j>> μπορεί να εκφραστεί ως (Hanley και Spash, 1 993):

(8.2)
Όπου για κάθε άτομο i (i 1 . . . η) που επισκέπτεται μία δεδομένη περιοχή
=

j, Dij είναι τα κόστη μεταφοράς για κάθε άτομο που είναι συνάρτηση της από­
στασης που πρέπει να καλύψει το συγκεκριμένο άτομο και τα κόστη ανά χιλιό­
μετρο ταξιδιού (κόστος καυσίμων ή εισιτηρίων λεωφορείων κ.λπ.). Tij είναι τα
κόστη χρόνου που περιλαμβάνουν το χρόνο για να φτάσει ο επισκέπτης στην
τοποθεσία και το χρόνο παραμονής του στην τοποθεσία. Τέλος, Ej είναι το ποσό
που καταβάλλεται από τους επισκέπτες κατά την είσοδό τους στην τοποθεσία
(entrance ticket).
Σ' αυτές τις μεταβλητές θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τις κοινωνικοοι­

ΕΛ
κονομικές μεταβλητές που αφορούν τους επισκέπτες όπως η ηλικία, το εισό­
δημα, το επίπεδο μόρφωσης, ο τόπος προέλευσης, τα στοιχεία του ταξιδιού
ΣΔ
που σχετίζονται με τα αίτια του ταξιδιού, τη συχνότητα, τη διάρκεια, το κόστος
ευκαιρίας και με την άντληση πληροφόρησης αναφορικά με τη διαθεσιμότητα
εναλλακτικών περιοχών επίσκεψης. Οι τελευταίες πληροφορίες θα μας προσ­

διορίσουν άλλους παράγοντες εκτός του κόστους που μπορεί να ωθήσουν τα


άτομα να επισκεφθούν μια περιοχή. Το εισόδημα είναι αναμφισβήτητα ένας
σημαντικός προσδιοριστικός παράγοντας του αριθμού των επισκέψεων κάποιου
ΚΥ

ατόμου στον περιβαλλοντικό χώρο ενδιαφέροντος.


Με τη συλλογή των στοιχείων αυτών μπορούμε να εξάγουμε την καμπύλη
ΑΠ

ζήτησης για την περιοχή ενδιαφέροντος ως λόγου χάριν τιμή επίσκεψης στην
περιοχή (κόστος ταξιδιού) και αριθμό επισκέψεων που έλαβαν χώρα στο συγκε­
κριμένο προορισμό. Αυτό θα γίνει για κάθε επισκέπτη και μετά θα προχωρή­
σουμε στην εξαγωγή της συνολικής αξίας αναψυχής της περιοχής ενδιαφέρο­
ντος. Το σχήμα 8. 1 δίνει αυτή την καμπύλη ζήτησης. Όταν τα ταξιδιωτικά έξοδα
είναι Ki/ γίνονται Ν1 επισκέψεις, ενώ όταν είναι Ki/ γίνονται Ν2 επισκέψεις.
Στο σχήμα αναφερόμαστε στην περίπτωση των καμπυλών ζήτησης δύο ατόμων
και με την οριζόντια άθροιση των ατομικών καμπυλών D 1 και D2 εξάγουμε τη
συνολική καμπύλη ζήτησης (Dτ0ta1). Με τη συνολική καμπύλη ζήτησης δίνουμε
μια χρηματική αξία εκτίμησης της κοινωνίας για το περιβαλλοντικό αγαθό και
υπηρεσία.
Κεφάλα ιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Π ερ ιβάλλοντος 381

Κόστος
Ταξιδιού

Dτotaι
Αριθμό ς Επισκέ ψεων

ΕΛ
Σχήμα 8 . 1 : Εξαγωγή συνολικής καμπύλης ζήτησης
ΣΔ
Υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι προσέγγισης ενός προβλήματος χρησιμο­
ποιώντας τις διάφορες παραλλαγές της Μεθόδου Κόστους Ταξιδιού. Συγκεκρι­

μένα έχουμε:
Προσέγγιση χρησιμοποιώντας ζώνες2 στηριζόμενοι κυρίως σε δευτε­
ρογενή στοιχεία και απλά δεδομένα που συλλέγονται από τους επισκέ­
ΚΥ

πτες. Αυτή είναι μια πολύ απλή και οικονομική προσέγγιση που μπο­
ρεί να εκτιμήσει τη συνολική αξία των υπηρεσιών αναψυχής κάποιας
ΑΠ

περιοχής. Το μειονέκτημά της είναι ότι δεν μπορεί να υπολογίσει τη


μεταβολή της ποιότητας αναψυχής για μία τοποθεσία και έτσι ίσως δε
λαμβάνει υπόψη κάποιους σημαντικούς παράγοντες προσδιορισμού της
αξίας της περιοχής ενδιαφέροντος. Η προσέγγιση αυτή εφαρμόζεται
για συλλογή πληροφοριών αναφορικά με τον αριθμό επισκέψεων στην
περιοχή από διαφορετικές αποστάσεις. Καθώς το κόστος ταξιδιού και
χρόνου αυξάνεται με την απόσταση μπορούμε να φτιάξουμε τη συνάρ­
τηση ζήτησης για την περιοχή και να υπολογίσουμε το πλεόνασμα του
καταναλωτή.
Πλήρης χρήση της Μεθόδου Κόστους Ταξιδιού, που βασίζεται στην
έρευνα των επισκεπτών. Είναι παρεμφερής με την προηγούμενη προ-

2 Η εφαρ μογή της συνήθως γίνεται, όταν έχουμε ένα μόνο ταξίδι στον υπό εκτίμηση φυσικό
πόρο .
3 82 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Φ'fΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

σέγγιση αλλά χρησιμοποιεί στη στατιστική ανάλυση τα συλλεχθέντα


πρωτογενή στοιχεία από τους μεμονωμένους επισκέπτες και όχι τα
στοιχεία κάθε ζώνης. Αυτό συνεπάγεται ότι η προσέγγιση απαιτεί συλ­
λογή περισσότερων δεδομένων και περίπλοκη ανάλυση δίνοντας όμως
πιο αξιόπιστα αποτελέσματα.

8 . 2 . 2 .1 Π λ ε ον εκ τ ή ματ α και μειονε κ τ ή μα τ α τ ης με θ όδ ο υ κ όστ ο υ ς


ταξι δ ιο ύ
Η εφαρμογή της μεθόδου σε γενικά πλαίσια δεν έχει μεγάλο κόστος και τα απο­
τελέσματα είναι εύκολο να ερμηνευθούν και να γενικευτούν, αν τα δείγματα
επιλέγονται τυχαία, αντιπροσωπευτικά και βάσει των αρχών δειγματοληψίας
της Στατιστικής. 3

Στην εφαρμογή της μεθόδου υποθέτουμε ότι τα άτομα επιλέγουν ένα ταξίδι

ΕΛ
για ένα και μοναδικό σκοπό, την επίσκεψη της συγκεκριμένης τοποθεσίας. Αν
ένα ταξίδι έχει περισσότερους από ένα σκοπούς, τότε η αξία της περιοχής υπε­
ΣΔ
ρεκτιμάται. Στην περίπτωση αυτή είναι δύσκολο ή και αδύνατο να επιμερίσουμε
τις δαπάνες ταξιδιού ανάμεσα στους διάφορους σκοπούς.
Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί η υπόθεση ότι το κόστος των καυσίμων για

την πραγματοποίηση του ταξιδιού αποτελεί το μοναδικό κόστος του ταξιδιού .


Το κόστος ευκαιρίας από τη χρήση του χρόνου ταξιδιού σε κάποια άλλη παρα­
γωγική δραστηριότητα δεν υπολογίζεται υποτιμώντας ίσως τις υπηρεσίες ανα­
ΚΥ

ψυχής που απολαμβάνονται μετά από ένα πολύωρο ταξίδι μετάβασης στο χώρο
ενδιαφέροντος. Άρα, το κόστος ευκαιρίας θα πρέπει να προστεθεί στο κόστος
ΑΠ

ταξιδιού, αλλιώς η αξία της περιοχής υποτιμάται.


Η ύπαρξη υποκατάστατων περιοχών έχει επιπτώσεις στις εκτιμήσεις. Ας
υποθέσουμε ότι δύο άτομα διανύουν την ίδια απόσταση, για να μεταβούν σε μία
περιβαλλοντική τοποθεσία αναψυχής. Αν ο πρώτος δεν έχει κάποια εναλλακτική
σε αντίθεση με το δεύτερο άτομο που έχει διάφορα υποκατάστατα περιοχών στη
διάθεσή του, τότε η αξία του παραπάνω χώρου είναι πραγματικά υψηλότερη
για το δεύτερο άτομο. Σε άμεση σχέση με το προηγούμενο πρόβλημα είναι η
περίπτωση κάποιοι να εκτιμούν την αξία συγκεκριμένων τοποθεσιών, επειδή
κατοικούν δίπλα σε αυτές. Στην περίπτωση αυτή το κόστος ταξιδιού είναι χαμη ­
λό ή και μηδενικό και η πιθανή υψηλή αξία των τοποθεσιών δε θα μπορεί να
εκτιμηθεί (τουλάχιστον με κάποια σχετική ακρίβεια).

3Δείτε την ενότητα 2. 1 .2 στο Κεφάλαιο 2 και για περ ισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις
αρχές δειγματοληψίας δείτε Χάλκος (20 1 l a, Κεφάλαιο 5).
Κεφάλα ιο 8: Οικονομική Αξιολόγηση Περιβάλλοντος 383

Μελέτη περί πτωσης 8 . 1 4

Εφαρμογή της μεθόδου του κόστους ταξιδιού


στην εκτίμηση της περιβαλλοντικ ής αξίας του ζωολογι κο ύ κήπου
της περιοχής Dhaka

Ο Shammin ( 1 999) χρησιμοποίησε τη μέθοδο κόστους ταξιδιού (TCM), για


να καθορίσει την προθυμία πληρωμής για τις προσφερόμενες υπηρεσίες του
ζωολογικού κήπου Dhaka στο Μπαγκλαντές. Κάθε χρόνο περίπου 3 με 4
εκατομμύρια άνθρωποι επισκέπτονται το ζωολογικό κήπο για διασκέδαση
και για εκπαιδευτικούς λόγους. Επιπλέον ο ζωολογικός κήπος προσφέρει
στέγη σε σπάνια ή απειλούμενα με εξαφάνιση είδη, ευκαιρίες για τη δια­
τήρηση της γενετικής ποικιλότητας και τη δυνατότητα αναπαραγωγής υπό
συνθήκες αιχμαλωσίας.
ΕΛ
Μια έρευνα με ερωτηματολόγια διεξήχθη σε δείγμα 1 .000 επισκεπτών,
ΣΔ
ώστε να συλλεχθούν πληροφορίες σχετικά με τους επισκέπτες και τα έξοδα
τους προκειμένου να επισκεφτούν το ζωολογικό κήπο. Η έρευνα πραγματο­
ποιήθηκε το τρίτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου και διήρκησε επτά ημέρες, έτσι

ώστε να ληφθούν υπόψη οι διακυμάνσεις στη σύνθεση των επισκεπτών τόσο


κατά τις εργάσιμες ημέρες όσο και κατά τα Σαββατοκύριακα. Η δειγματολη­
ψία πραγματοποιήθηκε με τυχαία επιλογή επισκεπτών καθ' όλη τη διάρκεια
ΚΥ

της ημέρας, ώστε να ληφθεί επίσης υπόψη η μεταβλητότητα αναφορικά με


την προσέλευση των επισκεπτών κατά τις διάφορες ώρες της ημέρας.
ΑΠ

Τα δεδομένα αναλύθηκαν, για να βρεθούν ο τόπος προέλευσης των


επισκεπτών, οι αποστάσεις που διανύθηκαν και οι ομάδες των επισκεπτών
βάσει των εισοδημάτων τους και τα έξοδα ταξιδιού. Οι επισκέπτες διαχωρί­
στηκαν σε ζώνες βάσει ομόκεντρων κύκλων ανάλογα των αποστάσεων από
την περιοχή μελέτης. Η προθυμία πληρωμής για κάθε επισκέπτη ανά ημέ­
ρα υπολογίστηκε από τα δεδομένα του δείγματος και εξήχθησαν διάφορες
καμπύλες ζήτησης. Η μέθοδος ελαχίστων τετραγώνων χρησιμοποιήθηκε,
για να περιγραφεί η σχέση μεταξύ των κοστών ταξιδιού και του αριθμού των
επισκεπτών. Πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο μεταφοράς των

4
Οι μελέτες περ ίπτωσης του Κεφαλαίου , παρατίθενται ως παραδείγματα εφαρμογής των με­
θόδων αποτ ίμησης του περ ιβάλλοντος χωρ ίς κανένα σχολιασμό στον τρόπο εξαγωγής και την
αξιοπιστία των εξαχθέντων αποτ ελεσ μάτων και των χρησιμοπο ιού μενων οικονομετρικών και
στατιστικών μεθόδων.
3 84 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

επισκεπτών, καθώς και τις ομάδες εισοδημάτων που αντιπροσωπεύουν συνυ­


πολογίστηκαν επίσης. Τα χαρακτηριστικά του ζωολογικού κήπου, τα οποία
προσέλκυσαν τους επισκέπτες προσδιορίστηκαν και κατηγοριοποιήθηκαν.
Το μοντέλο των ζωνών αναπτύχθηκε σχεδιάζοντας ομόκεντρους κύκλους
σε διάστημα 50 km από την υπό μελέτη περιοχή. Ο παραπάνω σχεδιασμός
είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία 1 0 διαφορετικών ζωνών ταξιδιού. Στην
έρευνα δεν συμπεριελήφθησαν στοιχεία από ξένους επισκέπτες. Ο συνολι­
κός αριθμός των επισκεπτών στην τοποθεσία κατά τη διάρκεια της επταήμε­
ρης έρευνας έφτασε τους 82.200. Τα συλλεγόμενα στοιχεία από τη μέθοδο
κόστους ταξιδιού για τις συγκεκριμένες ζώνες παρουσιάζονται στον πίνακα
8. 1 . Ο συγγραφέας έχει κάνει διάφορες προσαρμογές και διαφορετικές εκτι­
μήσεις της καμπύλης ζήτησης που λόγω πολυπλοκότητας παραλείπονται.

ΕΛ
Πίνακας 8 . 1 : Το υπόδειγμα ζωνών από την ανάλυση της μεθόδου κόστους ταξιδιού
ΣΔ
Α πόσταση από Α ριθμός Κ όστος
Πληθυσμός
επισκέψεων
Ζώνη την τοποθεσία (Ρ) τ διού
αξι
(km) (VR) (Taka)

Α 0 - 50 1 0.894.368 6.680 1 1 7,50


Β 5 1 - 1 00 1 0.298.378 455 25 1 ,3 6
ΚΥ

c 1 0 1 - 1 50 1 3 .550. 145 900 3 67,32


D 1 5 1 - 200 1 3 . 0 1 6.445 835 493,77
ΑΠ

Ε 20 1 - 250 1 5 . 890.298 570 49 1 ,62


F 25 1 - 300 1 9.284.80 1 1 .085 725,65
G 3 0 1 - 350 1 6.45 1 .892 980 663 , 8 1
Η 3 5 1 - 400 6.390. 1 08 135 5 88, 1 7
1 40 1 - 450 3 . 873 .250 50 644,00
J 45 1 - 500 1 .805 .500 30 683,70

Ανάλυση παλινδρόμησης χρησιμοποιήθηκε για το μοντέλο των ζωνών


με τον αριθμό των επισκέψεων (V R) να αποτελεί την εξαρτημένη μεταβλητή.
Η γραφική παράσταση της καμπύλη ζήτησης των επισκέψεων στο ζωολογι­
κό κήπο της πόλης Dhaka αναπαρίσταται στο σχήμα 8.2.
Κεφάλαιο 8: Οικονομική Αξιολόγηση Π εριβάλλοντος 385

Η εκτιμημένη εξίσωση παλινδρόμησης με εξαρτημένη μεταβλητή τον


αριθμό των επισκέψεων (V;) είναι τη μορφής:
V,

= - 1 .049 + 826.33 1 Κόστη ταξιδιού


Από τα εμπειρικά αποτελέσματα προκύπτει ότι η προθυμία πληρωμής
(WTP) των επισκεπτών για τις υπηρεσίες και τις ιδιότητες του ζωολογικού
κήπου ισούται με 300,64 Tk (περίπου 6,46 $ US) ανά επισκέπτη την ημέρα
( 1 $US=46,55 Tk, στις 29 Απριλίου 1 998). Σύμφωνα με την τιμή συναλλάγ­
ματος το 1 995, η προθυμία πληρωμής (WTP) είναι ίση με 7,46 US $ ανά επι­
σκέπτη την ημέρα. Επιπρόσθετα έχουμε ένα μέσο αριθμό επισκεπτών ημε­
ρησίως ίσο με 1 1 .743 και ένα συνολικό αριθμό επισκεπτών ετησίως ίσο με
4.286. 1 95. Τα έσοδα από τα εισιτήρια ανέρχονται σε 2 1 .430.975 Taka, ενώ

ΕΛ
η ετήσια Προθυμία Πληρωμής των καταναλωτών ισούται με 1 .288.60 1 .665
Taka. Η μέση προθυμία πληρωμής των επισκεπτών για τις ιδιότητες και τις
υπηρεσίες του ζωολογικού κήπου της πόλης Dhaka, σύμφωνα με τα στοιχεία
ΣΔ
του δείγματος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος ευκαιρίας, ισούται με
267,91 Tk (περίπου 5,76 US $).

Αριθμός Επισκέψεων
7000
ΚΥ

6000 \.

\
ΑΠ

5000

\
4000

3000

2000

1 000 -......
"
Ι
0 Obserνed
--...._
· ',

1 ',
ο :_-:- � -- σ lnνerse
1 00 200 300 400 500 600 700 800

Κόστη Ταξιδιού

Σχήμα 8 . 2 : Καμπύλη ζήτησης των επισκέψεων στο ζωολογικό κήπο της πόλης Dhaka
386 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Ο ζωολογικός κήπος εξυπηρετεί τους κατοίκους του Μπαγκλαντές και


κυρίως τους κατοίκους της πόλης Dhaka. Ποσοστό ίσο με 52% των ανθρώ­
πων που συμμετείχαν στην έρευνα προήλθε από την πόλη Dhaka και ακο­
λούθως από τις περιοχές Faridpur, Chittagong, Rangpur και Narayanganj. Ο
βασικότερος τρόπος μετάβασης στον ζωολογικό κήπο ήταν το λεωφορείο.
Επίσης, ο ζωολογικός κήπος είναι η κύρια μορφή αναψυχής των ανθρώπων
που ανήκουν σε ομάδες χαμηλών εισοδημάτων. Το 78% των επισκεπτών του
ζωολογικού κήπου έχουν μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 5.000 Taka (US
$ 1 07). Οι επισκέψεις στο ζωολογικό κήπο και οι συνεντεύξεις με τους ανώ­
τερους υπαλλήλους και τους επισκέπτες του ζωολογικού κήπου της πόλης
Dhaka αποκάλυψαν διάφορα προβλήματα που πρέπει να εξεταστούν, έτσι
ώστε να βελτιωθεί η λειτουργία και η ελκυστικότητα του ζωολογικού κήπου.
Τα περισσότερα από αυτά τα προβλήματα σχετίζονται με τα ζητήματα κατα­

ΕΛ
νομής του προϋπολογισμού και περιλαμβάνουν:
• Η κατανομή οικονομικών πόρων για τον εμπλουτισμού του ζωολο­
ΣΔ
γικού κήπου με νέα είδη είναι ανεπαρκής, ενώ κατά το τρέχον πρό­
γραμμα ανάπτυξης, έχουν διατεθεί μόνο 5,8 εκατομμύρια Taka. Ο
προϋπολογισμός για τις αναπτυξιακές δραστηριότητες είναι ανεπαρ­

κής.
• Οι συνθήκες διαβίωσης των ζώων δεν είναι ικανοποιητικές. Τα
κλουβιά που φιλοξενούν τα ζώα κρίθηκαν ακατάλληλα, η ποιότητα
ΚΥ

τροφίμων και η ρύθμιση υγειονομικής περίθαλψης διαπιστώθηκαν


ανεπαρκή, καθώς δεν παρατηρήθηκε κανένα σύστημα διάθεσης ζωι­
ΑΠ

κών αποβλήτων. Η ποιότητα των ειδικών σημάνσεων στο ζωολογικό


κήπο δεν είναι κατάλληλη και χρήζει άμεσης ανακαίνισης, με χρήση
τόσο της τοπικής διαλέκτου όσο και της αγγλικής γλώσσας.
Πηγή: Shammin ( 1 999).

8.2.3 Η μέ θοδο ς τη ς έμ μ εσ η ς ή ωφ ελιμι στ ικ ή ς τιμολόγ η σ η ς


(Hedonic Pricing Method, Η ΡΜ)
Η μέθοδος της έμμεσης ή ωφελιμιστική ς τιμολόγησης ή του βαθμού ικανοποίησης,
αξιολογεί την άμεση επίδραση που έχουν οι περιβαλλοντικές υπηρεσίες στις
τιμές αγοράς των κατοικιών. Με τη χρήση της μεθόδου μπορούμε να υπολογί­
σουμε τα οικονομικά κέρδη ή τις δαπάνες που συνδέονται με:
Κεφάλαιο 8 : Ο ι κονομικ ή Αξι ολόγηση Περ ι βάλλοντος 387

• Την περιβαλλοντική ποιότητα λαμβάνοντας υπόψη την ατμοσφαιρική


ρύπανση, τη ρύπανση των υδάτων, ή το θόρυβο,
• Τις περιβαλλοντικές υπηρεσίες αναψυχής και ευχαρίστησης, όπως η
αισθητική άποψη ή η εγγύτητα σε ψυχαγωγικές περιοχές.
Στη μέθοδο αυτή η συλλογή στοιχείων γίνεται συνδυάζοντας τις αγοραίες
τιμές για οικίες με ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά (τετραγωνικά μέτρα, αριθμός
δωματίων, μέγεθος κήπου, πρόσβαση στο χώρο εργασίας, κ.λπ.) αλλά με δια­
φορετική περιβαλλοντική κατάσταση (κυκλοφοριακή συμφόρηση από και προς
την κατοικία, καταστραμμένο (καμένο) δάσος και συχνές πλημμύρες, κ.ά.) και
τις απαντήσεις σε ερωτηματολόγια στους μόνιμους κατοίκους της περιοχής για
την πρόθεση πληρωμής για την αναβάθμιση της περιοχής.
Για παράδειγμα, η ύπαρξη κάποιας λίμνης κοντά σε κατοικία είναι αιτία
αύξησης της τιμής της, ενώ η ύπαρξη αεροδρομίου και ο αναπόφευκτος θόρυβος

ΕΛ
μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της τιμής της κατοικίας. Γενικά, η τιμή μιας
κατοικίας συσχετίζεται με τα χαρακτηριστικά της ίδιας της κατοικίας και της
ΣΔ
ιδιοκτησίας, τα χαρακτηριστικά της περιοχής, της γειτονιάς και τα περιβαλλο­
ντικά χαρακτηριστικά. Κατά την εφαρμογή της μεθόδου για τον υπολογισμό της
τιμής των διαμερισμάτων (Ρ) χρησιμοποιείται η συνάρτηση:

(8.3)
όπου : Α; είναι τα δομικά χαρακτηριστικά (π.χ. μεγέθη των διαμερισμάτων),
ΚΥ

L; είναι τα στοιχεία για τα χαρακτηριστικά της γειτονιάς (π.χ. την τοπο­


θεσία) και
ΑΠ

Ε; είναι τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά.


Έτσι, αν όλοι οι προσδιοριστικοί παράγοντες εκτός του περιβάλλοντος είναι
ίδιοι για δύο κατοικίες, όποια τυχόν διαφορά στην τιμή τους θα οφείλεται στη
διαφορά στην περιβαλλοντική ποιότητα. Μια υψηλότερη τιμή θα αντιπροσω­
πεύει την αξία του καθαρότερου αέρα στους ανθρώπους που αγοράζουν κατοι­
κίες στην περιοχή αναφοράς.
Θα προσμέναμε ότι η τιμή της αξίας της κατοικίας θα αυξάνεται με μει­
ωμένο ρυθμό σε σχέση με την αυξανόμενη βελτίωση της ποιότητας του περι­
βάλλοντος. Η συνάρτηση της τιμής της κατοικίας αναφορικά με το επίπεδο της
ποιότητας του περιβάλλοντος Ρ f(E) που εξάγεται από την σχέση (8.3) μπορεί
=

να καθορίσει την έμμεση τιμή της ποιότητας της ατμόσφαιρας ως:

(8.4)
388 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Η σχέση αυτή δίνει την έμμεση τιμή και γραφικά την κλίση (πρώτη παράγω­
γος της μεταβολής της τιμής από μια μοναδιαία μεταβολή στα περιβαλλοντικά
χαρακτηριστικά, dP/dE) της καμπύλης ζήτησης για διαφορετικά επίπεδα ποιό­
τητας του περιβάλλοντος. Η καμπύλη αυτή είναι μια τυπικής μορφής καμπύλη
ζήτησης που δείχνει την (έμμεση) τιμή που προτίθεται να δαπανήσει κάποιος
για την αγορά της περιβαλλοντικής ποιότητας της περιοχής που βρίσκεται η
κατοικία. Δηλαδή, ένα σημείο πάνω στην καμπύλη δείχνει το ποσό που ξοδεύ­
ει κάποιος για την αγορά μιας συγκεκριμένης κατοικίας βάσει της αντίστοιχη ς
συγκεκριμένης τιμής για την ποιότητα του περιβάλλοντος.
Όμως τα άτομα έχουν διαφορετικές προτιμήσεις αναφορικά με την ποιό ­
τητα του περιβάλλοντος, που επηρεάζονται από διάφορους άλλους κοινωνι­
κοοικονομικούς παράγοντες, όπως το εισόδημα, το επίπεδο εκπαίδευσης, την
περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση, κ.ά. Αν δεν είχαμε αυτές τις διαφοροποιήσεις
η καμπύλη D θα ήταν η καμπύλη ζήτησης ενός ατόμου αναφορικά με την ποιό­
τητα του περιβάλλοντος.
ΕΛ
ΣΔ
8 . 2 . 3 . 1 Π λ ε ονε κ τ ή ματα και με ιονε κ τ ή ματα της με θ όδ ο υ έ μμεσης
τιμολ όγ ηση ς

Η μέθοδος αυτή είναι σχετικά απλή και εύκολα εφαρμόσιμη, καθώς βασίζεται
στις πραγματικές αγοραίες τιμές και σε μετρήσιμα στοιχεία. Υπάρχουν όμως
διάφοροι περιορισμοί και προβλήματα κατά τη διεξαγωγή μιας έρευνας στηρι­
ΚΥ

ζόμενης στη μέθοδο της έμμεσης τιμολόγησης (ΗΡΜ). Η μέθοδος χρειάζεται


σημαντικό αριθμό δεδομένων, σε περιορισμένα χρονικά διαστήματα, τα οποία
είναι δύσκολο να συλλεχθούν. Σε πολλές χώρες οι πληροφορίες για τις τιμές ιδιο­
ΑΠ

κτησίας είναι δύσκολα προσβάσιμες. Αν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα στοιχεία,


τότε το κόστος εφαρμογής της είναι χαμηλό. Αν δεν υπάρχουν όμως διαθέσιμα
στοιχεία, τότε έχουμε δυσκολίες συγκέντρωσης και καταγραφής δεδομένων με
το κόστος εφαρμογής της μεθόδου να αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό.
Ας μη ξεχνάμε ότι όταν μιλάμε για περιβαλλοντική ποιότητα, αν τα άτομα
δεν είναι εξοικειωμένα με τις περιβαλλοντικές ωφέλειες που συνεπάγεται ένα
ποιοτικά καλύτερο για αυτούς περιβάλλον από την κατοχή της οικίας στην υπό
εξέταση περιοχή, η αξία δε θα απεικονιστεί πλήρως στις τιμές των κατοικιών .
Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η αγορά ακινήτων μπορεί να παρουσιάζει εξωτε­
ρικότητες από παράγοντες όπως οι φόροι, τα επιτόκια, κ.ά.
Τέλος, σημαντικό πρόβλημα στην εφαρμογή της μεθόδου είναι η εξειδίκευ­
ση μιας αξιόπιστης και ρεαλιστικής συναρτησιακής σχέσης (8.3), που να συνδέ­
ει την τιμή της κατοικίας με τους προσδιοριστικούς παράγοντες του καθορισμού
της. Δηλαδή η σχέση (8.3) πρέπει να συμπεριλαμβάνει τους παράγοντες που
Κε φάλαιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Π εριβάλλοντος 389

επηρεάζουν και καθορίζουν την τελική τιμής της κατοικίας. Αν παραλείψουμε


κάποια σημαντική μεταβλητή, μπορεί να υποεκτιμηθεί ή να υπερεκτιμηθεί η
έμμεση τιμή του υπό εξέταση περιβαλλοντικού αγαθού. Από την άλλη πλευρά,
η προσθήκη περιττών μεταβλητών μπορεί να δημιουργεί μικρότερα προβλήμα­
τα εγκυμονεί όμως οικονομετρικά προβλήματα στην εκτίμηση της (8.3), όπως
τα προβλήματα του σφάλματος εξειδίκευσης και της πολυσυγγραμμικότητας.
Τα οικονομετρικά αυτά προβλήματα της μεθόδου αναφορικά με την προσθήκη
στην υποδειγματοποίηση κάποιων περιττών ή την παράλειψη κάποιων σημα­
ντικών μεταβλητών και την επιλογή των κατάλληλων συναρτησιακών σχέσεων
των υποδειγμάτων απαιτούν οικονομετρική εξοικείωση. Δεν υπάρχουν αυστη­
ροί κανόνες καθορισμού της συναρτησιακής μορφής του υποδείγματος και τα
περισσότερα μοντέλα πρέπει να καθορίζονται εμπειρικά. Ένας μικρός σχετικά
αριθμός μεταβλητών καθιστά την ερμηνεία των υποδειγμάτων ευκολότερη.5

ΕΛ
Μελέτη περίπτωσης 8 . 2
ΣΔ
Εφαρμογή της μεθόδου έμμεσης τιμολόγησης
στην εκτίμηση της περιβαλλοντικής α ξίας του αστικού δάσους

της περιοχής Joensuu της Φινλανδίας

Ο Tyrvainen ( 1 997) με τη χρήση της ΗΡΜ εκτίμησε την περιβαλλοντική


ΚΥ

αξία του αστικού δάσους της περιοχής Joensuu της Φινλανδίας. Το σύνο­
λο των ωφελειών των αστικών δασών αντιπροσωπεύει τις εκτιμήσεις των
μη-χρηστικών αξιών, όπως τα οφέλη που προκύπτουν από το ευχάριστο
ΑΠ

τοπίο, τον καθαρό αέρα και την ησυχία, καθώς επίσης και τις ψυχαγωγικές
δραστηριότητες. Τα στοιχεία των πωλήσεων 1 .006 διαμερισμάτων συλλέ­
χθηκαν στο Joensuu, μια πόλη 48.000 κατοίκων στη Βόρεια Carelia της
Φινλανδίας. Η πόλη είναι επίπεδη και περικλείεται από μία λίμνη και ένα
ποτάμι που διαπερνά το κέντρο της πόλης. Άλλο ένα χαρακτηριστικό της
περιοχής είναι το πυκνό δάσος, τα δέντρα μέσα στην πόλη και τα πολλά
πάρκα. Τα δεδομένα έχουν συλλεχθεί από διαμερίσματα με μέγιστο αριθμό
5 δωματίων.
Οι πληροφορίες σχετικά με τις τιμές της αγοράς και τα χαρακτηριστι­
κά κατασκευής των διαμερισμάτων έχουν συλλεχθεί από επίσημα έγγραφα.
Τα περιβαλλοντικά στοιχεία και τα στοιχεία της τοποθεσίας μετρήθηκαν με
γνώμονα κάθε σπίτι. Για την προσέγγιση της αξίας των κατοικιών έγιναν οι

5 Για περ ισσότερ ες πλη ρ οφο ρ ίες δείτε Χάλκος (20 1 1 b) .


3 90 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

υποθέσεις ότι ολόκληρη η αστική περιοχή θεωρείται μονοπωλιακή και ότι η


αγορά βρίσκεται σε ισορροπία. Οι τοποθεσίες των μαγαζιών, τα σχολεία και
άλλες υπηρεσίες, καθώς επίσης και το μέγεθος και η τοποθεσία των δασών
και του ποταμού είναι καθοριστικοί και υπολογίσιμοι παράγοντες για την
εκτίμηση της αξίας των κατοικιών.
Τρεις διαφορετικές μεταβλητές, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα πλεο­
νεκτήματα του αστικού δάσους, εκτιμούν την αξία των διαμερισμάτων και
αναφέρονται:
1 . Στην απόσταση από την κοντινότερη περιοχή αναψυχής και διασκέδα­
σης με πράσινο.
2 . Στην απόσταση από την κοντινότερη δασική έκταση.
3 . Στο σύνολο των περιφερειακών από την πόλη δασικών περιοχών.

ΕΛ
Ως εξαρτημένη μεταβλητή ορίζεται η τιμή του διαμερίσματος ανά m2 •
Οι γραμμικές συναρτήσεις υπολογίζονται με την ανάλυση παλινδρόμησης.
ΣΔ
Άλλες ανεξάρτητες μεταβλητές που χρησιμοποιήθηκαν περιγράφουν τον
κυκλοφοριακό θόρυβο και τη ρύπανση. Το πρότυπο είδος σπιτιού που χρη­
σιμοποιείται στο μοντέλο είναι ένα στούντιο με κεκλιμένη σκεπή. Η επίδρα­

ση από τα πρόσθετα δωμάτια, τα διαφορετικά υλικά πρόσοψης, την ύπαρξη


σάουνας και την επίπεδη οροφή στις τιμές των κατοικιών μοντελοποιήθηκε
με ψευδομεταβλητές. Τα χαρακτηριστικά του διαμερίσματος, όπως η ηλικία
ΚΥ

και ο αριθμός δωματίων εισάγονται επίσης στο υπόδειγμα. Ο μέσος όρος


των τιμών των διαμερισμάτων είναι αρκετά χαμηλός, επειδή στην πόλη αυτή
ΑΠ

συναντάται μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης και χαρακτηρίζεται ως υπο­


βαθμισμένη.
Το εκτιμημένο υπόδειγμα ερμηνεύει τις διαφορές της αξίας των διαμε­
ρισμάτων ανά m2 σε ποσοστό 66,4%. Όλες οι περιβαλλοντικές μεταβλητές
είναι στατιστικά σημαντικές σε επίπεδο σημαντικότητας 5%, εκτός από την
απόσταση από τα πάρκα αναψυχής που είναι σημαντική μεταβλητή σε επί­
πεδο 1 0%. Οι μεγάλες σε έκταση δασώδεις περιοχές κοντά σε κατοικημένες
περιοχές και η απόσταση από το ποτάμι αυξάνουν την τιμή των υπό εξέταση
κατοικιών, καθώς επίσης και οι μεταβλητές που περιγράφουν τα πλεονεκτή­
ματα των αστικών δασών (Πίνακας 8.2). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα οι
1 τιμές των διαμερισμάτων δεν είναι αναλογικές του αριθμού των δωματίων
και μειώνουν την μεταβλητή «τιμή ανά m2 » , ενώ η ύπαρξη σάουνας αυξάνει
τις τιμές. Επίσης, η απόσταση από τις δασικές περιοχές αναψυχής, καθώς
και η συνολική έκταση των δασών στις αστικές περιοχές είναι σημαντικές
Κεφάλαιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Π εριβάλλοντος 391

μεταβλητές ικανές να περιγράψουν τα πλεονεκτήματα των δασών στις περι­


οχές αυτές. Η μελέτη παρουσιάζει και το ημιλογαριθμικό μοντέλο, το οποίο
κινείται στα ίδια επίπεδα με το γραμμικό από πλευράς πρόσημων, μεγέθους
' εκτίμησης των παραμέτρων και ατομικής στατιστικής σημαντικότητας.
Από τον Πίνακα 8.2 και ερμηνεύοντας τις εκτιμημένες τιμές των κλί­
σεων των παραμέτρων βλέπουμε ότι για παράδειγμα, μια αύξηση 1 00
μέτρων της απόστασης από τον ποταμό, μειώνει την τιμή των διαμερισμά­
των κατά 1 54 FIM6 • Παρόμοια, μια αύξηση 1 00 μέτρων της απόστασης από
τα πάρκα αναψυχής μειώνει την τιμή των διαμερισμάτων κατά 42 FIM/m2 •
Η μελέτη απλοποιήθηκε από το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν συγκεκριμέ­
να είδη διαμερισμάτων και ότι η πόλη αποτελούνταν από ένα μόνο αστικό
κέντρο χωρίς προβλήματα θορύβου ή ρύπανσης.

ΕΛ
Π ίνακας 8 . 2 : Έμμεσες τιμές αποτίμησης της ΗΡΜ με εξαρτημένη μεταβλητή την τιμή ανά
m2 (σε παρενθέσεις οι τιμές t)
ΣΔ
Γραμμικό υπόδειγμα
Σταθερός όρος 399 1 . 7
-332,58 (-9,56)

Δύο δω μάτια (ψευδομεταβλητή )


Τρ ία δω μάτια (ψευδομετα βλητή ) -5 1 3 ,86 (- 1 3 ,56)
Τέσσερα δω μάτια (ψευδομεταβλητή ) -565,7 (- 1 1 ,27)
-620,4 1 (-8, 1 8)
ΚΥ

Πέντε δωμάτια (ψευδομεταβλητιl)


Ηλικία σπιτιού ( έτος) -43,28 (- 1 5,73)
1 1 9,95 (3 ,5 1 )
ΑΠ

Σάουνα (ψευδομεταβλη τή )
Επίπεδη ο ροφή ( ψευδομεταβλητή ) - 1 1 6,92 (-4,8)
Απόσταση από το κέντρο τη ς πόλης ( 1 00 μ) - 1 58,42 (-7,32)
Απόσταση από σχολείο ( 1 00 μ) 42,97 (2,0 1 )
Απόσταση από άλλες υπη ρεσίες ( 1 00 μ) 72, 1 7 (2,45)
Απόσταση από πάρκα αναψυχής ( 1 00 μ) -4 1 ,78 (- 1 ,76)
Α πόσταση από δασικές περιοχές ( 1 00 μ) 47 1 ,46 (3,94)
Π ράσινοι χώ ροι (%) 7,36 (3,37)
Α πόσταση από ποτάμι ( 1 00 μέτρα) - 1 53,97 (-4,03)
Μέγεθος κατοικίας (τετ. μέτρα) 40,3 8 (2,03)
R1 0,664

6 Το φινλανδικό μάρκο (FIM) αντικαταστάθηκε από το € τον Ιανου άρ ιο του 1 999 με ισοτιμία
€1 =5,95573 FIM.
392 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡ!ΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

( Η αρνητική επίδραση των κοντινών στις κατοικίες δασών μπορεί επίσης


να κατανοηθεί από το γεγονός ότι τα ώριμα κωνοφόρα δάση δεν εκτιμώνται
αρκετά στο γεωγραφικό αυτό πλάτος. Στο Joensuu η διάρκεια της ημέρας
είναι μόνο 6 ώρες κατά τη διάρκεια του χειμώνα και το ποσοστό του φωτός
είναι πολύ σημαντικό για μία κατοικία εκεί. Στην πόλη τα πεύκα κυριαρχούν
με ποσοστό 69% των αστικών δασικών εκτάσεων και τα περισσότερα απ'
αυτά έχουν μέσο όρο ηλικίας (50-60 έτη). Το φαινόμενο αυτό της σκίασης
βέβαια μπορεί να μετριασθεί με κατάλληλη δασική διαχείριση, όπως λόγου
χάριν η φύτευση φυλλοβόλων ή χαμηλών δένδρων κοντά σε κατοικημένες
περιοχές.
Η μελέτη της αξίας των αστικών δασών απαιτεί μια βαθύτερη κατανόη­
ση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το περιβάλλον
στο οποίο ζούνε και τις αξίες, που αποκομίζουν από ένα αστικό δάσος. Αυτό

ΕΛ
είναι επίσης πολύ σημαντικό στην αναγνώριση και βελτίωση των μεταβλη­
τών στις συναρτήσεις έμμεσης τιμολόγησης. Η μελέτη συμπεραίνει πως το
ΣΔ
αποτέλεσμα των αστικών δασών στις τιμές ιδιοκτησίας είναι περισσότερο
μη-γραμμικό παρά γραμμικό. Τα κοντινά δάση μπορεί να μειώνουν τις τιμές
των σπιτιών, όταν βρίσκονται υπερβολικά κοντά και το αυξανόμενο αποτέ­

λεσμα στις τιμές εξαρτάται από την απόσταση, το μέγεθος και την ποιότητά
τους. Τα πιο κοντινά μικρά σε έκταση δασικά πάρκα υποτίθεται ότι έχουν
θετική επίδραση στις τιμές των κατοικιών, όπως και οι πιο μακρινές μεγά­
ΚΥ

λων εκτάσεων περιοχές αναψυχής.


Πηγή: Tyrvainen ( 1 997).
ΑΠ

8.2. 4 Οι μ έθοδοι δ ηλω μ έ νων π ρ οτι μ ήσε ω ν


(Stated-Preference Methods)
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των μεθόδων δηλωμένων προτιμήσεων (stat­
ed-preference methods) είναι ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εκτίμηση
της μη-χρηστικής αξίας των αγαθών (non-use value) . Εκτός από τα εμπορεύσι­
μα αγαθά ενός υπό εξέταση οικοσυστήματος υπάρχουν και τα μη εμπορεύσιμα
αγαθά και υπηρεσίες ή τα δημόσια αγαθά από τα οποία απορρέουν οφέλη. Η
μη-χρηστική αξία των αγαθών αυτών είναι ένα σημαντικό συστατικό της συνο­
λικής οικονομικής τους αξίας. Ωστόσο, η μέθοδος των δηλωμένων προτιμήσεων
Κεφάλα ιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Περιβάλλοντος 393

χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των συνολικών ωφελειών στα οποία συμπερι­
λαμβάνονται ταυτόχρονα οι αξίες χρήσης και οι μη-χρηστικές αξίες.
Η μέθοδος αυτή βασίζεται κυ ρίως σε έρευνα μέσω ερωτηματολογίων με τα
οποία εκμαιεύοvται οι προτιμήσεις των ατόμων που συμμετέχουν. Οι ερωτή­
σεις κλιμακώνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να φανερώνουν άμεσα και έμμεσα
τη νομισματική αξία του υπό εξέταση αγαθού. Οι άμεσες ερωτήσεις είναι της
μο ρφής «Τι ποσό προτίθεστε να πληρώσετε;» ή «Είστε πρόθυμος να πληρώσε­
τε ένα ποσό Χ;», ενώ η έμμεση προσέγγιση εκμαίευσης των προτιμήσεων των
ερωτηθέντων γίνεται διαμέσου ταξινόμησης εναλλακτικών επιλογών από μια
σειρά χαρακτηριστικών (Pearce και Ozdemiroglu, 2002). Με την προσέγγιση
των δηλωμένων προτιμήσεων δημιουργείται (προσομοιάζεται) μια υποθετική
αγορά για τη ζήτηση των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών του οικοσυ­
στήματος.
Το θεωρητικό υπόβαθρο της μεθόδου αυτής στηρίζεται στη θεωρία της
ΕΛ
τυχαίας χρησιμότητας (Random Utίlίty Theory) (Thurstone, 1 927 και McFadden,
1 974). Στα πλαίσια της θεωρίας αυτής, η έμμεση χρησιμότητα Uij των εναλλα­
ΣΔ
κτικών επιλογών των i συμμετεχόντων στην έρευνα μπορεί να εκφραστεί από
ένα παρατηρημένο (Vij ) και ένα τυχαίο τμήμα ( εij ), το οποίο εκφράζει την αβε­

βαιότητα, ως:
(8.5)
ΚΥ

Η θεωρία της τυχαίας χρησιμότητας αποτελεί το πλαίσιο για τη δημιουρ­


γία πλήθους υποδειγμάτων που βασίζονται στις δηλωθείσες προτιμήσεις των
καταναλωτών μεταξύ εναλλακτικών επιλογών. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα
ΑΠ

καλούνται να επιλέξουν την καλύτερη γι' αυτούς επιλογή ανάμεσα από διάφο­
ρες εναλλακτικές σε σειρά επιλογές. Οι εκτιμήσεις των υποδειγμάτων βασίζο­
νται στις διαφορές της χρησιμότητας μεταξύ των εναλλακτικών επιλογών.
Η μέθοδος των δηλωμένων προτιμήσεων μπορεί να διαχωριστεί σε επιμέ­
ρους κατηγορίες προσεγγίσεων όπως η μέθοδος της υποθετικής αγοράς ή της
εξαρτημένης αποτίμησης (Contingent Valuation method) και η μέθοδος της δια­
μόρφωσης επιλογών (Choice Modeling). Η σύγκριση των μεθόδων των δηλω­
μένων προτιμήσεων (stated preference methods) στηρίζεται στην εξέταση της
εγκυρότητας και της αξιοπιστίας. Η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων αναφέρε­
ται στην ακρίβειά τους, ενώ η αξιοπιστία στη συνοχή και στη δυνατότητα ανα­
παραγωγής των αποτελεσμάτων (Kealy et al., 1 990). Σχετικά με την εγκυρότητα
μπορεί να διαχωριστεί σε εγκυρότητα αναφορικά με το περιεχόμενο, τη δομή
και το κριτήριο.
394 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Η εγκυρότητα περιεχομένου (content valίdίty) αφορά την ποιότητα του εργα­


λείου της έρευνας που χρησιμοποιείται. Για παράδειγμα δυο βασικές ερωτήσεις
για τον προσδιορισμό της εγκυρότητας του περιεχομένου είναι σχετικές με το αν
χρησιμοποιήθηκε η σωστή ερώτηση στην έρευνα και αν οι συμμετέχοντες απά­
ντησαν στην ερώτηση που τους δόθηκε (Champ et al., 2003). Είναι εμφανές ότι
μία λανθασμένη ερώτηση ή εναλλακτικά μία ερώτηση, η οποία δεν απαντάται,
οδηγεί σε λανθασμένη εκτίμηση του υπό εξέταση ερευνητικού θέματος. Προ­
απαιτούμενο, λοιπόν, είναι η εμπεριστατωμένη μελέτη του ερευνητικού πεδίου
και το ποσοστό κατανόησης του πεδίου έρευνας. Στο επίπεδο αυτό του σχε­
διασμού του καταλληλότερου και αποτελεσματικότερου εργαλείου, η μέθοδος
του πειράματος επιλογής σε αντίθεση με την υποθετική αγορά χρησιμοποιεί τον
πειραματικό σχεδιασμό με τον οποίο δημιουργούνται οι εναλλακτικές επιλογές
για την προσομοίωση της υπό εξέταση αγοράς.
Η εγκυρότητα που σχετίζεται με τη δομή (construct valίdίty) αναφέρεται

ΕΛ
στο βαθμό που η θεωρητική δομή της μεθόδου της υποθετικής αγοράς εκτιμά
την πραγματική οικονομική αξία που δηλώνουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα
ΣΔ
(Freeman, 1 993 ). Η εγκυρότητα δομής μπορεί να διαχωριστεί σε δύο περαιτέ­
ρω κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά τη συγκλίνουσα εγκυρότητα ( con ­
νergent validity) σύμφωνα με την οποία συγκρίνονται οι εκτιμήσεις με άλλες

και εκτιμάται ο βαθμός σύγκλισης όπως προβλέπεται από τη θεωρία. Η δεύτε­


ρη κατηγορία αναφέρεται στη θεωρητική εγκυρότητα κατά την οποία τα απο­
τελέσματα εξετάζονται στα πλαίσια της συνέπειάς τους με τους κανόνες της
ΚΥ

οικονομικής θεωρίας. Συγκεκριμένα περιλαμβάνει την εκτίμηση της προθυμίας


πληρωμής μέσω της μεθόδου της υποθετικής αγοράς εξετάζοντας τη σχέση
ΑΠ

των αξιών αυτών έναντι τυπικών οικονομικών μεταβλητών, όπως το εισόδημα


(Mitche11 και Carson, 1 993).
Τέλος, η εγκυρότητα του κριτηρίου (crίterίon valίdίty) αφορά τη σύγκριση
ενός μέτρου εκτίμησης με ένα άλλο, το οποίο θεωρείται ως κριτήριο που είναι
περισσότερο συνεπές με τη θεωρητική υπό εξέταση δομή. Για παράδειγμα, η
εγκυρότητα της δομής των ερωτήσεων για την εκτίμηση του Hicksian πλεονά­
σματος' μπορεί να εκτιμηθεί συγκρίνοντας τα αποτελέσματα με μια υποθετική
δομή ερωτήσεων που είναι περισσότερο συσχετισμένη με τη θεωρητική δομή
της μεθόδου που εφαρμόζεται (Champ et al., 2003).

7Το Hicksian πλεόνασ μα αποτελεί την ισοδύναμη μεταβολή λόγω της αλλαγής του καθεστώτος
π ρ οχής ενός δη μόσιου αγαθού.
α
Κεφάλαιο 8: Ο ι κονομ ι κ ή Αξιολόγηση Περι βάλλοντος 395

8 . 2 .4.1 Η μ έθ ο δ ος της Υ πο θε τικ ή ς Αγορ άς


(Contingent Valuation Method, CVM)
Η μέθοδος της υποθετικής αγοράς ή της εξαρτημένης αποτίμησης (CVM) , χρησι­
μοποιείται για την αποτίμηση της δυνητικής αξίας και της αξίας ύπαρξης. Με
τη μέθοδο αυτή δεν υπάρχει ανάγκη αναφοράς σε άλλα καταναλωτικά αγαθά,
καθ ώς από τους ερωτώμενους ζητάμε να δώσουν ακριβή τιμή για τα περιβαλ­
λοντικά αγαθά και τις υπηρεσίες. Γι' αυτόν το λόγο η μέθοδος θεωρείται ως
μέθο δος εκφραζόμενης προτίμησης. Οι πολίτες ερωτώνται σχετικά με το ποσό
που προτίθενται να επωμιστούν για την αναβάθμιση της περιοχής ανεξάρτητα
από κάθε προσωπικό όφελος. Οι αναλυτές μπορούν κατόπιν να υπολογίσουν
τη μέση προθυμία πληρωμής και πολλαπλασιάζοντας με το συνολικό αριθμό
των ατόμων που ωφελούνται από την αναβάθμιση της περιοχής να υπολογίσουν
προσεγγιστικά τη συνολική τιμή προθυμίας πληρωμής (WTP).

ΕΛ
Η μέθοδος της εξαρτημένης αποτίμησης εφαρμόζεται, όταν δεν υπάρχει
πραγματική αγορά. Η αποτίμηση λοιπόν της αξίας των περιβαλλοντικών αγαθών
γίνεται μέσω δημιουργίας μιας υποθετικής αγοράς στην οποία διαπραγματεύο­
ΣΔ
νται τα υπό εξέταση αγαθά. Τα άτομα παρακινούνται να εκφράσουν το μέτρο
της ευημερίας που απολαμβάνουν από τα αγαθά αυτά. Με άλλα λόγια, ζητείται

από τους ερωτηθέντες η προθυμία πληρωμής για τη βελτίωση ενός περιβαλλο­


ντικού αγαθού ή υπηρεσίας. Εναλλακτικά ζητείται η προθυμία αποδοχής αποζη­
μίωσης για την απώλεια ενός περιβαλλοντικού αγαθού ή υπηρεσίας.
ΚΥ

Όσον αφορά την πρόθεση πληρωμής ή αποδοχής αποζημίωσης των ερω­


τηθέντων υπάρχουν διάφοροι τρόποι άντλησης και καταγραφής. Ένας τρόπος
είναι να δηλώσει ο ερωτώμενος ελεύθερα το μέγιστο ποσό που επιθυμεί να πλη­
ΑΠ

ρώσει μέσω ερωτήσεων ανοικτής μορφής (open-ended). Εναλλακτικά μπορεί να


απαντήσει σε ερώτηση για ένα προκαθορισμένο ποσό στα πλαίσια μιας πρώτης
απλής διχοτομικής επιλογής (single bound dichotomous choice) και εφόσον έχει
απαντήσει θετικά μπορεί να ερωτηθεί αν θα επιλέξει ένα μεγαλύτερο ποσό στα
πλαίσια μιας διπλής οριοθετημένης διχοτομικής επιλογής (double bound dichot­
omous choice). Κατ' επέκταση μπορεί να ερωτηθεί για ένα ακόμη μεγαλύτερο
ποσό σε σχέση με τα δύο προηγούμενα στα πλαίσια μιας τριπλής οριοθετημένης
διχοτομικής επιλογής (triple bound dichotomous choice) ή ακόμη να του τεθεί
ερώτηση με τη μορφή επαναληπτικών προσφορών (iterative bidding).
Γενικότερα, οι δηλώσεις των προτιμήσεων των ερωτηθέντων εξαρτώνται
από τον τρόπο με τον οποίο εκμαιεύονται κατά τη διάρκεια της έρευνας και
διαμορφώνονται αναλόγως (Payne et al. 1 999, Swait et al. 2002). Σύμφωνα με
396 ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

τους Champ et al. (2003) χρειάζεται προσεκτικός σχεδιασμός της μεθόδου τη ς


υποθετιιcής αγοράς, ο οποίος περιλαμβάνει τα εξής βασικά βήματα:
1) Διαπίστωση της ποιοτιιcής και ποσοτικής μεταβολής του περιβαλλοντι­
κού αγαθού ή υπηρεσίας.
2) Εντοπισμός της ομάδας ατόμων που θα επηρεαστούν από μια ενδεχόμε-
νη μεταβολή της περιβαλλοντιιcής πολιτιιcής.
3 ) Επιλογή του τρόπου συλλογής των δεδομένων.
4) Επιλογή του μεγέθους του δείγματος.
5) Ενημέρωση των ερωτηθέντων για την έρευνα που θα διενεργηθεί, παρέ­
χοντάς τους τις απαραίτητες πληροφορίες.
6) Σχεδιασμός της μορφής των ερωτήσεων που θα συμπεριληφθούν στο
τελικό ερωτηματολόγιο.
7 ) Σχεδιασμός επικουρικών ερωτήσεων που βοηθούν στην ανάλυση των
απαντήσεων.
ΕΛ
8) Σχεδιασμός προκαταρκτικού ελέγχου του περιεχομένου της έρευνας για
ΣΔ
τη διαπίστωση λαθών.
9) Ανάλυση των δεδομένων.

1 0) Αναφορά των αποτελεσμάτων της μεθόδου.


Αν συγκρίνουμε τη μέθοδο αυτή με τις προηγούμενες, θα λέγαμε ότι είναι
πιο αξιόπιστη λόγω της αμεσότητας άντλησης της απαραίτητης πληροφόρη­
ΚΥ

σης αλλά και πιο δύσκολη στις υποθέσεις που την οριοθετούν. Αυτό οφείλεται
στο γεγονός ότι η βασιιcή υπόθεση της μεθόδου είναι ότι η άθροιση των ποσών
ΑΠ

προθυμίας πληρωμής (WTP) αντιστοιχεί στην αξιολόγηση της υπό εξέταση


περιοχής. Συνήθως όμως τα άτομα που ερωτώνται τείνουν να υποεκτιμούν αυτό
που πραγματικά θα πλήρωναν για μια βελτίωση ενός περιβαλλοντικού αγαθού
(Pearce et al., 2002). Ταυτόχρονα, το πλεονέκτημα της μεθόδου της υποθετιιcής
αγοράς είναι η εκτίμηση της συνολιιcής αξίας ενός περιβαλλοντικού αγαθού.8

8 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της μεθόδου στην περίπτωση των
θαλάσσιων και παράκτιων οικοσυστημάτων δείτε Halkos και Galani (20 1 2) http://ideas.repec .
org/p/ pra/mprapa/42 1 83 .html
Κεφάλα ιο 8: Ο ι κονομ ι κ ή Αξιολόγηση Περιβάλλοντος 397

Μελέτη περίπτωσης 8 . 3

Αξιολογώντας τις βελτιώσεις του νερού των ποταμών με τη χρήση


της μεθόδου εξαρτημένης αποτίμησης

Ο ποταμός Monongahela είναι ένας σημαντικός ποταμός που ρέει στην


Pennsylνanίa των ΗΠΑ. Οι Desνousges et al. ( 1 987) ρώτησαν ένα αντιπρο­
σωπευτικό δείγμα νοικοκυριών στην τοπική περιοχή τι θα ήταν διατεθειμέ­
νοι να πληρώσουν ως επιπλέον φόρους, ώστε να διατηρήσουν ή και να βελ­
τιώσουν την ποιότητα του νερού στον ποταμό. Οι αναλυτές χρησιμοποίησαν
διάφορες παραλλαγές της μεθόδου CVM. Σε μία απ' αυτές, παρουσιάστηκαν
τρία διαφορετικά σενάρια για την ποιότητα του νερού. Τα άτομα κλήθηκαν
να δηλώσουν το ποσό που προτίθενται να πληρώσουν για κάθε σενάριο.
Δηλαδή:
ΕΛ
Σενάριο 1 : Διατήρηση της παρούσας ποιότητας του νερού (κατάλληλο μόνο
ΣΔ
για βαρκάδα) αντί να επιτραπεί η χειροτέρευση της ποιότητας σε
επίπεδα, τα οποία θα το καθιστούσαν ακατάλληλο για οποιαδή­

ποτε χρήση.
Σενάριο 2: Βελτίωση της ποιότητας σε επίπεδα που να επιτρέπεται και το
ψάρεμα.
ΚΥ

Σενάριο 3: Επιπλέον βελτίωση μέχρι και του σημείου που να επιτρέπεται η


κολύμβηση.
ΑΠ

Μεταξύ των νοικοκυριών που μελετήθηκαν, μερικά χρησιμοποιούσαν


τον ποταμό για αναψυχή, ενώ άλλα όχι. Οι αναλυτές μπορούσαν να δουν το
ποσό που οι χρήστες ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν σε σχέση με τους
μη-χρήστες, ενώ υπολογίστηκαν τα αποτελέσματα για το σύνολο του δείγ­
ματος. Ο πίνακας 8.3 δείχνει τη μέση προθυμία πληρωμής (WTP) των χρη­
στών, των μη-χρηστών και ολοκλήρου του δείγματος, για κάθε προτεινόμε­
νο σενάριο αλλαγής της ποιότητας του νερού.
Π ίνακας 8 . 3 : WTP για διαφορετικά σενάρια της ποιότητας του νερού ποταμού

Μέση WTP Μέση WTP Μέση WTP


Σενάρ ιο
γ ια όλο το δείγμα ($) χρηστών ($) μη -χρηστών ($)
1 24,5 45,3 1 4,2
2 1 7,6 3 1 ,3 1 0,8
3 1 2,4 20,2 8,5
398 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Πολλά ενδιαφέροντα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν. Από τα απο­


τελέσματα ολόκληρου του δείγματος βλέπουμε ότι η άθροιση των δηλωμέ­
νων προθυμιών πληρωμής (WTP) βοηθά στην εξαγωγή της καμπύλης ζήτη­
σης για την ποιότητα του νερού, δηλαδή τα άτομα αρχικά είναι διατεθειμένα
να πληρώσουν ένα σχετικά υψηλό ποσό για ένα βασικό επίπεδο ποιότητας.
Όμως προτίθενται να πληρώσουν προοδευτικά λιγότερο για χαμηλότερα
επίπεδα ποιότητας του νερού. Το σχήμα 8.3 δείχνει την καμπύλη ζήτησης
που εξήχθη από την έρευνα.
Απ' αυτή την καμπύλη μπορεί να υπολογιστεί η συνολική αξία της ποιό­
τητας του περιβάλλοντος στο ποτάμι. Το σημαντικότερο είναι ότι μπορού­
με να υπολογίσουμε τη χρησιμότητα που απολαμβάνει το μέσο νοικοκυριό,
όταν επιτυγχάνεται μία βελτίωση στην ποιότητα του νερού. Η ολική αξία της
ωφέλειας μιας συγκεκριμένης βελτίωσης μπορεί να εκτιμηθεί πολλαπλασιά­

ΕΛ
ζοντας τη μέση τιμή με τον αριθμό των νοικοκυριών που θεωρείται ότι επη­
ρεάζονται από τη βελτίωση. Αυτό το όφελος μπορεί να συγκριθεί με το μέσο
κόστος επίτευξης μιας τέτοιας ποιοτικής βελτίωσης, για να αποφασίσουμε
ΣΔ
αν θα προβούμε σε μια τέτοια ενέργεια. Όπως αναμενόταν σε κάθε επίπεδο
ποιότητας, η προθυμία πληρωμής της ομάδας των χρηστών υπερβαίνει αυτή

των μη χρηστών.
Τιμή $
(ποσό WTP)
ΚΥ
ΑΠ

20

10

ο
1 2 3 Π ο ιότ ητα Νε ρο ύ
(Αριθμ ό ς Σεναρίο υ)
Σχήμα 8 . 3 : Εξαχθείσα καμπύλη ζήτησης Βάσει των υιοθετημένων σεναρίων
Κε φάλα ιο 8: Οικονομ ι κ ή Αξι ολόγηση Π ερ ιβάλλοντος 399

Γ Τέλος, ας σημειωθεί ότι η προθυμία πληρωμής των μη χρηστών δεν


είναι μηδενική. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτά τα νοικοκυριά, ενώ
δεν επισκέπτονται τον ποταμό αξιολογούν τη δυνατότητα ύπαρξης καλής
ποιότητας νερού για την ωφέλεια άλλων ανθρώπων. Αυτή η μη-χρησιμοποι­
ούμενη αξία ύπαρξης προέρχεται από τις αλτρουιστικές δημόσιες προτιμή­
σεις δείχνοντας ότι το ενδιαφέρον των ανθρώπων επί των ιδιωτικών προτι­
μήσεων, όπως φάνηκε από τις αγοραίες τιμές των αξιολογημένων αγαθών,
δεν περιλαμβάνει πάντα όλο το εύρος των αξιών που οι άνθρωποι έχουν για
τα πράγματα.
Πηγή: Desvousges et al. ( 1 987)

ΕΛ
Για μεγαλύτερη εγκυρότητα στην αποτίμηση των μη-χρηστικών αξιών είναι
απαραίτητο οι ερωτώμενοι να έχουν πλήρη κατανόηση του προς εξέταση προ­
ΣΔ
βλήματος. Οι Ramajo-Hemandez και del Saz-Salazar (20 1 2) χρησιμοποίησαν
τη μέθοδο της έμμεσης τιμολόγησης (CVM) για τη μελέτη της Οδηγίας Πλαίσιο
για τα Νερά (European Water Framework Directiνe, WFD) σε επίπεδο λεκά­

νης απορροής του ποταμού Guadiana στην Ισπανία9 και με σκοπό την αξιολό­
γηση της κατάστασης των υδάτων και το σχεδιασμό δράσεων. Για να κάνουν
πιο κατανοητή την προτεινόμενη αλλαγή στην ποιότητα των υδάτων, πριν και
ΚΥ

μετά τις προτεινόμενες πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος, χρησιμοποίη­


σαν τις παρακάτω εικόνες με τις αριστερές εικόνες να αντιστοιχούν στην κακή
οικολογική κατάσταση (Bad ecological status) και τις δεξιές εικόνες στην καλή
ΑΠ

οικολογική κατάσταση (Good ecological status).


Σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες (258 από τους 505 ερωτώμενους)
δήλωσαν ότι δεν ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν κάποιο πρόσθετο χρηματικό
ποσό στους λογαριασμούς ύδρευσης για τη βελτίωση της ποιότητας του νερού
σύμφωνα με τους στόχους της Οδηγίας Πλαίσιο για τα Νερά. Τα εμπειρικά απο­
τελέσματα έδειξαν μια μέση προθυμία πληρωμής (WTP) για την προτεινόμενη
αλλαγή στην ποιότητα των νερών περίπου €33 ανά οικογένεια ετησίως. Αυτό
σε επίπεδο άθροισης του αριθμού των νοικοκυριών στη περιοχή του ποταμού
Guadiana αντιστοιχεί σε κοινωνικά οφέλη από τη βελτίωση των υδάτων ύψους
περίπου €39 εκατ. ετησίως.
9 Ο ποταμός είναι μήκου ς 76 χλμ. ή 8 l 8 χλμ. ταξιδιωτικής απόστασης, από τα οποία 578 χλμ.
ανήκουν στην Ισπανική επικράτεια και 140 χλμ. στην Πορτογαλία και 1 00 χλμ. είναι μοιρασμέ­
να μεταξύ των δύο κρατών (Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/Guadiana)
400 ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΕΛ
ΣΔ

Κακή οικολογική κατάσταση Καλή οικολογική κατάσταση

Πηγή: Ramajo-Hernandez και del Saz-Salazar (201 2 )


ΚΥ
ΑΠ

Μελέτη περίπτωσης 8 . 4

Π αράγοντες επηρεασμού της αντίληψ ης των πολιτών


γ ι α το περι βάλλον

Οι Halkos και Matsiori (20 1 4, 20 1 6) με τη βοήθεια μιας νέας κλίμακας μέτρη­


σης περιβαλλοντικών αξιών προσδιόρισαν τους παράγοντες που ωθούν τους
πολίτες στο να αποδώσουν αξίες στο φυσικό περιβάλλον. Για την υλοποίηση
των παραπάνω στόχων πραγματοποιήθηκαν δύο παράλληλες πρωτογενείς
έρευνες στη Λίμνη Πλαστήρα και στον Πηνειό Ποταμό σε τυχαία δείγματα
564 και 560 ατόμων (χρηστών) αντίστοιχα. Η έλλειψη ενός πλαισίου δειγ­
ματοληψίας, στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονταν όλα τα μέλη των πληθυ-
Κεφάλαιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Π εριβάλλοντος 40 1

σμών στόχων της έρευνας, οδήγησε στην επιλογή των δειγμάτων σύμφωνα
με τις αρχές της δειγματοληψίας κατά συστάδες (Cluster sampling). Η έρευ­
να διεξήχθη με προσωπικές συνεντεύξεις και με τη βοήθεια ερωτηματολο­
γίων που κατασκευάστηκαν σύμφωνα με τις οδηγίες της Εθνικής Υπηρεσίας
Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (ΝΟΑΑ panel). Οι ερωτήσεις ήταν σχετικές με
τις λειτουργίες (αξίες χρήσης και μη χρήσης) των περιοχών έρευνας και της
σχέσης που υπάρχει μεταξύ των λειτουργιών και των υπηρεσιών των διαφο­
ρετικών κατηγοριών των περιβαλλοντικών αξιών.
Η παραγοντική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο για τη μείωση
του μεγάλου αριθμού των θεμάτων σε ένα πολύ μικρότερο αριθμό παραγό­
ντων, οι οποίοι θα αντιπροσώπευαν τα είδη των αξιών που οι πολίτες ανα­
γνωρίζουν και αποδίδουν στις περιοχές έρευνας. Σύμφωνα με τα αποτελέ­
σματα της παραγοντικής ανάλυσης στη Λίμνη Πλαστήρα οι ερωτώμενοι δεν

ΕΛ
ήταν σε θέση να διακρίνουν σαφώς τις έξι κατηγορίες των περιβαλλοντι­
κών αξιών. Οι περιβαλλοντικές αξίες που αποδόθηκαν στη λίμνη Πλαστήρα
ΣΔ
καθορίστηκαν από χαρακτηριστικά της περιοχής και από τους λόγους για
τους οποίους η λίμνη δημιουργήθηκε. Οι τέσσερις παράγοντες (περιβαλ­
λοντικές αξίες) που εξήχθησαν από την παραγοντική ανάλυση (χρήση των

υδάτων της λίμνης, παραγωγικές αξίες, αξίες χλωρίδας και πανίδας και οιο­
νεί δυνητικές αξίες της λίμνης) αντιπροσωπεύουν τον τρόπο που οι πολίτες
ιεραρχούν τις διάφορες υπηρεσίες που παρέχονται από τη λίμνη. Η υψηλή
ΚΥ

θέση που έχουν στη συνείδηση των πολιτών οι λειτουργίες που προέρχονται
από τη χρήση των υδάτων της λίμνης πιθανόν να συνδέονται με τους λόγους
κατασκευής της λίμνης.
ΑΠ

Αντίθετα, η εφαρμογή της παραγοντικής ανάλυσης στα δεδομένα που


συγκεντρώθηκαν στον Πηνειό ποταμό δείχνουν ότι οι πολίτες αναγνωρίζουν
σαφώς τα βασικά είδη περιβαλλοντικών αξιών. Οι δυνητικές αξίες και οι
αξίες χρήσεις των υδάτων του ποταμού αποτελούν τον πρώτο παράγοντα
επιβεβαιώνοντας, ίσως, την άποψη που έχει διατυπωθεί στη βιβλιογραφία,
ότι κακώς η δυνητική αξία περιγράφεται ως μια ειδική κατηγορία περιβαλ­
λοντικών αξιών. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι οι πολίτες αποδί­
δουν αξίες μεταβίβασης, αξίες ύπαρξης και έμμεσες αξίες χρήσης.
Η διαφορετική στάση των πολιτών απέναντι στους δύο υδάτινους πόρους
είναι πιθανό να εξηγείται από το γεγονός ότι η λίμνη Πλαστήρα αποτελεί μια
τεχνητή λίμνη που, όταν δημιουργήθηκε, έπρεπε να καλύψει ανάγκες ύδρευ­
σης και άρδευσης της περιοχής και να συμβάλει στην παραγωγή ενέργειας.
Το γεγονός αυτό ενισχύεται από το ότι η στάση των πολιτών διαφοροποι-
40 2 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

είται ανάλογα με την προέλευσή τους. Η διαφορετική στάση των πολιτών


ανάλογα με την προέλευσή τους διαπιστώθηκε και στον Πηνειό ποταμό.
Σ' αυτές τις έρευνες διερευνήθηκαν οι παράγοντες που επηρεάζουν την
προθυμία πληρωμής των πολιτών για αύξηση της προστασίας της λίμνης
Πλαστήρα και του Πηνειού ποταμού και κατά συνέπεια της ποιότητας του
φυσικού τοπίου, ενώ με τη χρήση εξειδικευμένων οικονομετρικών μοντέ­
λων (Logit, Tobit και Box-Cox Double Hurdle) διερευνήθηκε ο βαθμός που
οι απαντήσεις διαμαρτυρίας (protest answers) μεταβάλλουν τη σχέση που
υπάρχει μεταξύ των εξαχθέντων παραγόντων. Οι έρευνες δομήθηκαν σύμ­
φωνα με τις αρχές των ερευνών της CVM και στο πλαίσιο της εφαρμογής
της μεθόδου δομήθηκε μια υποθετική αγορά με τη βοήθεια της οποίας οι
συμμετέχοντες στην έρευνα εξέφραζαν την προθυμία πληρωμής τους για
τη βελτίωση της ποιότητας της περιοχής έρευνας, η αποδοχή της οποίας

ΕΛ
θα συνεπάγονταν την καταβολή ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού. Η δομή
της υποθετικής αγοράς περιελάμβανε μια σύντομη περιγραφή των μέτρων
ΣΔ
που υποθετικά θα πρέπει να ληφθούν, καθώς και το μέσο και τις συνθήκες
πληρωμής που απαιτεί η συμμετοχή των ερωτώμενων στο πλαίσιο ενός υπο­
θετικού προγράμματος προστασίας της περιοχής.

Η συμμετοχή στο πρόγραμμα αυτό θα σήμαινε την καταβολή από αυτούς


ενός χρηματικού ποσού και οι συμμετέχοντες στην έρευνα ρωτήθηκαν για
το αν θα ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν σε ένα πρόγραμμα για τη βελτίω­
ΚΥ

ση της ποιότητας. Τα ποσά της προθυμίας πληρωμής τυχαία μεταβάλλονταν


μέσα στα δύο δείγματα των συμμετεχόντων στην έρευνα και κυμαίνονταν
από 1 έως 50 € (με βήμα 3€) στην περίπτωση της λίμνης Πλαστήρα και από
ΑΠ

1 έως 6 1 € (με βήμα 3€) στον Πηνειό ποταμό. Για τα άτομα που δε δέχθηκαν
να συμμετάσχουν στο παραπάνω πρόγραμμα με την καταβολή ενός χρη­
ματικού ποσού, στο ερωτηματολόγιο συμπεριλήφθηκε ερώτηση που σκοπό
είχε τη διερεύνηση των λόγων που τους οδήγησαν σ' αυτή τη συμπεριφορά.
Οι λόγοι άρνησης καταβολής ενός χρηματικού ποσού ήταν ότι η προστασία
του περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας, ότι ήδη πληρώνουν
πολλά για την προστασία του περιβάλλοντος μέσα από άλλους τρόπους
(φορολογία), ότι αποτελεί δημόσιο αγαθό, υπάρχει απουσία εμπιστοσύνης,
δεν περισσεύουν χρήματα γι' αυτό το σκοπό και ότι δεν πιστεύουν ότι μια
τέτοια προσπάθεια θα λειτουργήσει.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας γίνεται φανερό ότι εκτιμήσεις των
μεταβλητών που επηρεάζουν την προθυμία πληρωμής διαφοροποιούνται
Ι ανάλογα με την παρουσία ή όχι των απαντήσεων διαμαρτυρίας στο υπόδειγ-
Κε φάλαιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Π ερ ιβάλλοντος 40 3

μα. Στην περίπτωση της λίμνης Πλαστήρα και σε μία δευτεροβάθμια εξειδί­
κευση ως προς το εισόδημα βρέθηκε ένα σημείο καμπής στο οποίο οι ερω­
τώμενοι μεταβάλλουν την προθυμία πληρωμής τους ύψους € 1 2.830 (Σχήμα
8.4). Επιπλέον, η προθυμία πληρωμής των πολιτών εξαρτάται από διάφορα
κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά (όπως το εισόδημα, η προέλευση των
πολιτών, η μόρφωση κ.ά.) αλλά και από παράγοντες που συνδέονται με τις
απόψεις των πολιτών για τη σημασία της περιοχής και το ρόλο που παίζει
στην ποιότητα της ζωής τους και την οικολογική ισορροπία.

-0.2

-0.3

-0.4

ΕΛ
.. -0.5
..
..
::J

.._,
..
>

.,
τι

u:: ..7
ΣΔ
....

.._,

-1
ο 0.5 1.5
h:ome
ΚΥ

Σχήμα 8.4: Σημείο καμπ ή ς του εισοδήματος

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας στον Πηνειό η μέση προ­


ΑΠ

θυμία πληρωμής των πολιτών για την προστασία του ποταμού ανέρχεται
στα €33,78 € ετησίως. Το γινόμενο του ποσού με τον αριθμό (νοικοκυριά)
των επισκεπτών στην περιοχή μας δίνει τη συνολική οικονομική αξία της
προστασίας του Πηνειού ποταμού. Τα αποτελέσματα της έρευνας δίνουν
σημαντικές απαντήσεις για τους παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση
οικονομικής αξίας στην προστασία της περιοχής. Σύμφωνα με τα αποτελέ­
σματα της έρευνας η προθυμία πληρωμής των πολιτών για την προστασία
του Πηνειού ποταμού επηρεάζεται από την προέλευση των ερωτώμενων, το
εισόδημά τους, το επίπεδο μόρφωσής τους και την οικολογική τους συμπε­
ριφορά. Οι κάτοικοι της περιοχής είναι περισσότερο πρόθυμοι να καταβάλ­
λουν ένα χρηματικό ποσό για την προστασία του. Σημαντικό είναι επίσης
και το ότι η έρευνα συνέδεσε την προθυμία πληρωμής των πολιτών για την
προστασία της περιοχής με τα λειτουργικά οφέλη που παρέχει η περιοχή σε
αυτούς.
404 ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

8. 2.4. 2 Μέ θο δ ος Δ ι αμ ό ρφωσης Επιλ ογ ών (Choice Modeling, CMM)


Η μέθοδος της διαμόρφωσης των επιλογών ανήκει στην κατηγορία των μεθόδων
δηλωμένης προτίμησης με τη διαφορά ότι στηρίζεται στην αποτίμηση της αξίας
των χαρακτηριστικών των περιβαλλοντικών αγαθών και τη μεταβολή αυτών .
Συγκεκριμένα στα πλαίσια της έρευνας οι ερωτηθέντες καλούνται να επιλέξουν
μεταξύ εναλλακτικών περιγραφών του εξεταζόμενου περιβαλλοντικού αγαθού ,
το οποίο διαφοροποιείται σε όρους χαρακτηριστικών και σε επίπεδα. Οι ερω­
τηθέντες αποκαλύπτουν έμμεσα την προθυμία πληρωμής τους μέσω τιμών και
κόστους που παρατίθενται σε κάθε μεταβολή των χαρακτηριστικών (Hanley et
al., 200 1 ).
Η μέθοδος μπορεί να διακριθεί στις παρακάτω κατηγορίες:
Μέθοδος πειράματος επιλογής (choice experiment),
Μέθοδος υποθετικής ταξινόμησης (contingent ranking),
ΕΛ
Μέθοδος υποθετικής βαθμολόγησης ή αποτίμησης (contingent rating)
και
ΣΔ
Μέθοδος σύγκρισης κατά ζεύγη (paired comparison analysis).

Από τη διεκπεραίωση των μοντέλων διαμόρφωσης επιλογών απορρέουν


βασικές πληροφορίες σχετικές με τα σημαντικά χαρακτηριστικά και τις ιδιό­
τητες του υπό εξέταση αγαθού που προσδιορίζουν την αξία του. Επίσης βάσει
ΚΥ

των προτιμήσεων των ερωτηθέντων αντλείται πληροφόρηση για την κατάταξη


αυτών των χαρακτηριστικών, για τη συνολική αξία του αγαθού καθώς και για
την αξία των μεταβολών των ιδιοτήτων του αγαθού αυτού (Pearce et al., 2002).
ΑΠ

8.2.4.2.1 Μέθοδος του Π ειράματος Επιλογής (Choice Experi ment Method, CEM)
Η μέθοδος του πειράματος επιλογής ή αλλιώς πείραμα βασιζόμενο στα χαρα­
κτηριστικά (attribute-based experiment) παρέχει στους ερωτηθέντες επιλογές,
οι οποίες εναλλάσσονται με βάση τη μεταβολή των χαρακτηριστικών. Οι συμ­
μετέχοντες στην έρευνα καλούνται τέλος να επιλέξουν την ελκυστικότερη γι'
αυτούς επιλογή. Οι επιλογές συνήθως περιλαμβάνουν την υφιστάμενη κατάστα­
ση (baseline scenario) του εξεταζόμενου αγαθού. Βασικό χαρακτηριστικό, όπως
και στη μέθοδο CVM, είναι ότι εκμαιεύεται η συνολική αξία του υπό εξέταση
αγαθού που περιλαμβάνει την αξία χρήσης και τη μη-χρηστική αξία.
Ο σχεδιασμός της μεθόδου αυτής πρέπει να είναι προσεκτικός και να κινεί­
ται στο πλαίσιο συγκεκριμένων βημάτων (Champ et al., 2003) όπως τα ακόλου ­
θα:
Κεφάλα ιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Περ ιβάλλοντος 405

1) Διαπίστωση του πεδίου έρευνας και χαρακτηρισμός του προβλήματος.


2) Περιγραφή των χαρακτηριστικών του εξεταζόμενου αγαθού.
3) Σχεδιασμός των εναλλακτικών σεναρίων και επιλογών.
4) Πειραματικός σχεδιασμός ( experimental design).
5) Κατασκευή του ερωτηματολογίου.
6) Συλλογή δεδομένων.
7) Εκτίμηση του επιλεγόμενου υποδείγματος για την ανάλυση των δεδο­
μένων.
8) Εξαγωγή συμπερασμάτων με στόχο την πρόταση εναλλακτικών πολιτι­
κών διαχείρισης του αγαθού.
Για τη δημιουργία ενός πειράματος επιλογής σημαντική είναι η διερεύνη­
ση των ομάδων ενδιαφερόντων, ώστε να επιλεγούν τα χαρακτηριστικά που θα

ΕΛ
συμπεριληφθούν στην ανάλυση. Σημείο εκκίνησης αποτελεί η εξέταση των
χαρακτηριστικών και των επιπέδων που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί σε προηγού­
μενες έρευνες. Επόμενο βασικό βήμα είναι η επιλογή των χαρακτηριστικών που
ΣΔ
εξαρτάται από την επιρροή που ασκούν στις επιλογές των ερωτηθέντων αλλά
και από την αλληλεπίδραση μεταξύ των χαρακτηριστικών.

Στη συνέχεια, για τη δημιουργία αποτελεσματικών εναλλακτικών επιλογών


και την προσομοίωση της αγοράς χρησιμοποιείται ο πειραματικός σχεδιασμός
(experίmental desίgn). Ο κάθε συνδυασμός των επιπέδων των χαρακτηριστικών
ΚΥ

αποκαλείται εναλλακτική επιλογή ή προφίλ. Ο πειραματικός σχεδιασμός απεικο­


νίζεται ως μια μήτρα της οποίας οι γραμμές αντιπροσωπεύονται από τις κατα­
στάσεις επιλογών και οι στήλες αντίστοιχα από τα υπό εξέταση χαρακτηριστικά.
ΑΠ

Η τοποθέτηση λοιπόν των χαρακτηριστικών στον πειραματικό σχεδιασμό είναι


καίριας σημασίας, καθώς μπορεί να αναδείξει τη στατιστική σχέση των επιλο­
γών των ερωτηθέντων που αποκαλύπτονται μέσω της έρευνας, με τα επιλεγόμε­
να επίπεδα των χαρακτηριστικών .
Αρχικά δημιουργείται ο πλήρης παραγοντικός σχεδιασμός (full factorίal
desίgn), ο οποίος περιλαμβάνει όλους τους δυνατούς συνδυασμούς των επιπέ­
δων και των χαρακτηριστικών. Ένα επικείμενο πρόβλημα του παραγοντικού
σχεδιασμού είναι η δημιουργία ενός μεγάλου αριθμού εναλλακτικών επιλογών,
ο οποίος αυξάνεται αντίστοιχα με την αύξηση του αριθμού των επιπέδων και
των χαρακτηριστικών και δημιουργεί δυσκολία κατανόησης από πλευράς των
συμμετεχόντων (cognitive burden) (Alpizar et al. 2003, Champ et al. 2003 και
Feπini και Scarpa 2005).
Σύμφωνα με τους Louviere et al. (2000) τα βασικά σημεία για τον εμπειρικό
σχεδιασμό των υποδειγμάτων ενός πειράματος επιλογής είναι:
406 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑλλΟΝΤΟΣ

η ταυτοποίηση όσον αφορά στη μορφή της συνάρτησης χρησιμότητας,


η ακρίβεια εκτίμησης των παραμέτρων και
η κατανόηση της δομής της έρευνας από μέρους των ερωτηθέντων.
Οι Louνiere και Woodworth ( 1 983) πρότειναν τη δημιουργία του κλασμα­
τικού παραγοντικού σχεδιασμού (fractional factorial design), ώστε να μειωθούν
οι εναλλακτικές επιλογές που χρησιμοποιούνται στην έρευνα και να αποτραπεί
το πρόβλημα της μη κατανόησης των ερωτήσεων. Σύμφωνα με τους Huber και
Zwerina ( 1 996) για τον αποτελεσματικό σχεδιασμό ενός πειράματος επιλογής οι
βασικές προϋποθέσεις είναι οι ακόλουθες:
η ορθογωνικότητα ( orthogonality),
η ισορροπία των επιπέδων (leνel balance) και των στοιχείων,
η ελάχιστη αλληλοεπικάλυψη (minimal oνerlap) και

ΕΛ
η εξισορρόπηση χρησιμότητας (utility balance).
Αναλυτικά, η ορθογωνικότητα σημαίνει ότι τα επίπεδα των χαρακτηρι­
ΣΔ
στικών εμφανίζονται με την ίδια συχνότητα με κάθε επίπεδο των υπόλοιπων
χαρακτηριστικών. Όσον αφορά την ισορροπία των επιπέδων και των στοιχείων
αναφέρονται στην ίση συχνότητα εμφάνισης των επιπέδων και των στοιχείων

αντίστοιχα σε μια σειρά επιλογών. Ως ελάχιστη αλληλοεπικάλυψη ορίζεται η


όσο το δυνατό λιγότερη επανάληψη των επιπέδων των χαρακτηριστικών σε μια
σειρά επιλογών. Τέλος, η ισορροπία της χρησιμότητας αναφέρεται στην ίση
ΚΥ

χρησιμότητα που απορρέει από κάθε εναλλακτική επιλογή (Viney et al. 2005
και Ferrini και Scarpa 2007).
Ο μη αποτελεσματικός εμπειρικός σχεδιασμός δεν αντλεί όλη την πληροφό­
ΑΠ

ρηση από τους συμμετέχοντες στην έρευνα με αποτέλεσμα οι διακυμάνσεις των


εκτιμήσεων των παραμέτρων να είναι μεγαλύτερες δεδομένου του επιλεγόμε­
νου δείγματος. Οι ερευνητές λοιπόν κατέληξαν στο σχεδιασμό των αποκαλού­
μενων D-efficiency σχεδίων ή D-optimality με στόχο την ελαχιστοποίηση των
προσδιοριστικών παραγόντων της ασυμπτωτικής μήτρας διακύμανσης-συνδια­
κύμανσης10 των υποδειγμάτων που εκτιμώνται ή αλλιώς την ελαχιστοποίηση
των τυπικών σφαλμάτων. Στόχος επίσης του συγκεκριμένου σχεδιασμού είναι η
μεγιστοποίηση της σχετικής πληροφόρησης με τις προτιμήσεις των συμμετεχό­
ντων (Blemier και Rose, 20 1 1 ) .

10 Η
περιγραφή της μεταβλητότητας ορισμένων τιμών από μια μέση τιμή αντιπροσωπεύει τη
δι σπορά των τιμών αυτών κ αι μετρ ιέται πιο συχνά με τη διακύ μανση (ή την τυπική απόκλιση).
α
Τα στοιχεία της κύριας διαγωνίου της μήτρας (πίνακα) διακυ μάνσεων-συνδιακυ μάνσεων δίνουν
τις διακυ μάνσεις και τα στοιχεία εκτός της κυ ρίας διαγωνίου τις συνδιακυ μάνσεις (που αφορούν
το συ σχετισμό δύο μεταβλητών). Για λεπτομέρειες δείτε Χάλκος (20 1 l a, b).
Κεφάλαιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Περιβάλλοντος 407

Άλλοι σχεδιασμοί που αναφέρονται στην πρόσφατη βιβλιογραφία είναι ο


σχεδιασμός A-efficiency κατά τον οποίο ελαχιστοποιείται το ίχνος της ασυ­
μπτωτικής μήτρας (Scarpa και Rose, 2008). Επίσης σύμφωνα με τους Kessels et
al. (2006) προτάθηκε ο σχεδιασμός G-efficiency ή V-optimality, ο οποίος βασί­
στηκε στην ελαχιστοποίηση της μέσης πρόβλεψης των διακυμάνσεων των επι­
λογών.
Η οικονομική αποτίμηση των περιβαλλοντικών αγαθών και ειδικότερα η
μέθοδος του πειράματος επιλογής εμπεριέχουν δυσκολία και πολυπλοκότητα.
Συχνά παρατηρείται αδυναμία κατανόησης του υπό εξέταση προβλήματος από
μέρος των ερωτηθέντων λόγω της μη οικειότητάς τους με το θέμα με αποτέλε­
σμα οι απαντήσεις τους να επηρεάζουν ως ένα βαθμό την ποιότητα των δεδομέ­
νων που συλλέγονται. Σύμφωνα με τους Payne et al. ( 1 993) η πολυπλοκότητα
της εφαρμογής του πειράματος επιλογής μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω λεκτι­
κών πρωτοκόλλων (verbal protocols). Για παράδειγμα, μπορεί να ζητηθεί στους

ΕΛ
συμμετέχοντες να διαβάσουν την έρευνα δυνατά, προσέγγιση, η οποία έχει
χρησιμοποιηθεί κατά την εφαρμογή της μεθόδου της εξαρτημένης αποτίμησης
ΣΔ
(CVM) (Alpizar et al., 2003). Από την άλλη πλευρά η πολυδιάστατη αυτή ανά­
λυση, βοηθά τους ερευνητές να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο οι συμμε­
τέχοντες αξιολογούν το αγαθό. Επίσης παρέχεται η δυνατότητα να εξεταστεί η

καταλληλότητα της μεθόδου αξιολόγησης και τέλος μπορούν να εκτιμήσουν τη


δημόσια αποδοχή της εκάστοτε μεθόδου αποτίμησης (Powe et al., 2005).
ΚΥ

8.2.4.2.2 Μέθοδος Υποθ ετικής Ταξινόμησης (Contingent Ranking Method, CRM)


Κατά τη μέθοδο της εξαρτημένης ταξινόμησης οι ερωτηθέντες καλούνται να
ΑΠ

κατατάξουν την προτίμησή τους από την περισσότερο στη λιγότερο επιθυμητή
επιλογή. Η δήλωση της προτίμησής τους σχετίζεται με μια σειρά χαρακτηριστι­
κών των περιβαλλοντικών αγαθών που διατίθενται σε διαφορετικά επίπεδα και
οι απαντήσεις τους αναλύονται από στατιστικά υποδείγματα.
Σύμφωνα με τους Pearce και Ozdemirδglu (2002), οι μέθοδοι της εξαρτημέ­
νης ταξινόμησης και της υποθετικής βαθμολόγησης (που ακολουθεί) παρέχουν
εκτιμήσεις αξιών που είναι συνεπείς με τη θεωρία της κοινωνικής ευημερίας. Σε
όρους οικονομικών της κοινωνικής ευημερίας θα πρέπει να παρουσιάζεται το
σενάριο της υφιστάμενης κατάστασης (status quo) για την αποφυγή της πιθανής
επιλογής εναλλακτικών σεναρίων που πιθανόν να μην είναι επιθυμητά.
Θεωρητική θεμελίωση για τα υποδείγματα της εξαρτημένης ταξινόμησης
αποτελεί η θεωρία της τυχαίας χρησιμότητας (random utility theory). Η μορφή
των ερωτήσεων της συγκεκριμένης μεθόδου επιτρέπει την ταξινόμηση μιας σει­
ράς επιλογών {j, k,l, . . . J}. Το πρόβλημα της ταξινόμησης μπορεί να υποδειγ-
.
408 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ματοποιηθεί ως μια αλληλουχία επιλογών που είναι αποτέλεσμα ανεξάρτητων


πιθανοτήτων ως (Champ et al., 2003):11
Pr[ η j ταξινομείται Ι η, η k 2η, . . . . , η J τελευταία] =
Pr U 1 j, k, 1, . . . . , J) Pr (k l k, 1, . . . . , J)
• • . . . • Pr (J- l l J- 1 , J) (8.6)

Ένα από τα πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής είναι ότι παρέχει πληρο­
φορίες των διαφορετικών χαρακτηριστικών που περιγράφουν το μη εμπορεύ­
σιμο αγαθό. Καθώς οι εναλλακτικές πολιτικές βασίζονται στη μεταβολή των
επιπέδων των χαρακτηριστικών, η ιδιότητα αυτή αποδεικνύεται πολύ χρήσιμη
ως προς τις προτεινόμενες για εφαρμογή εναλλακτικές πολιτικές σε επίπεδο
χαρακτηριστικών (Hanley et al. 1 998). Από στατιστικής πλευράς, οι πληροφο­
ρίες που παρέχει η μέθοδος αυτή, οδηγούν στη δημιουργία στενότερων δια­

ΕΛ
στημάτων εμπιστοσύνης γύρω από τις εκτιμήσεις των παραμέτρων (MacKenzie
1 993, Hanley et al. 200 1 , Holrnes και Adamowicz 2003, Merino-Castello 2003,
ΣΔ
Alriksson και Oberg 2008).
Από πλευράς κόστους της έρευνας, φαίνεται να μειώνεται, καθώς λόγω των
πληροφοριών που εκμαιεύονται η έρευνα μπορεί να πραγματοποιηθεί με μικρό­

τερο δείγμα σε σύγκριση με τη μέθοδο του πειράματος επιλογής. Επιπλέον, χρη­


σιμοποιώντας τη μέθοδο αυτή μειώνονται οι απαντήσεις διαμαρτυρίας λόγω της
μη άμεσης ερώτησης της προθυμίας πληρωμής για το υπό εξέταση αγαθό (Lee
ΚΥ

et al. 2006).
Ο σχεδιασμός της μεθόδου της εξαρτημένης ταξινόμησης προϋποθέτει διά­
φορα στάδια. Αρχικά πρέπει να εντοπιστεί το πεδίο έρευνας, τα χαρακτηριστικά
ΑΠ

του εξεταζόμενου αγαθού και τα μεταβαλλόμενα επίπεδα των χαρακτηριστικών


αυτών. Ο προσδιορισμός των σταδίων της μεθόδου και συγκεκριμένα η επιλογή
των χαρακτηριστικών και των επιπέδων των χαρακτηριστικών αυτών δεν είναι
μια απλή διαδικασία αλλά εμπεριέχει κάποια σχετική δυσκολία (Hanley et al.
1 998 και Speelman et al. 20 1 Ο).

8.2.4. 2.3 Μέθοδος Υποθ ετικής Βαθμολόγησης (Contingent Rating Method, CRM)
Η μέθοδο ς της υποθετικής βαθμολόγησης είναι μια παραλλαγή της μεθόδου
CVM, κατά την οποία οι ερωτηθέντες καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα από
11 Δηλαδή η πιθανότη τα η επιλογή j να ταξινομείται Ι η, η επιλογή k να ταξινομείται 2η, . . . ., η
επιλογή J να ταξινομείται τελευτ αία δίνεται από τον πολλαπλασιασμό των δεσμευμένων πιθα­
νοτήτων η επιλογή j να ταξινομείται 1 η δ οθέντων των j, k, 1,. . . . , J, η επιλογή k να ταξινομείται
2η δοθέντων των k, 1, . . . , J), κ.λπ. Για λεπτομέρ ειες δείτε Χάλκος (20 1 l a).
.
Κεφάλαιο 8 : Οικονομικ ή Αξιολόγηση Περιβάλλοντος 409

εναλλακτικά σενάρια που βαθμολογούν σύμφωνα με μια προκαθορισμένη βαθ­


μολογική κλίμακα. Τα υποθετικά εναλλακτικά αυτά σενάρια αφορούν διαφορε­
τικούς συνδυασμούς χαρακτηριστικών των εκάστοτε μη εμπορεύσιμων αγαθών.
Σκοπός είναι να εκμαιεύσουν τη δομή των προτιμήσεων και των επιλογών των
ερωτηθέντων μέσω της βαθμολόγησης μιας σειράς χαρακτηριστικών. Η δομή
των προτιμήσεων των ερωτηθέντων εκμαιεύεται έμμεσα μέσω της μεθόδου
αυτής σε σύγκριση με την προσέγγιση CVM, η οποία αποτελεί άμεση μέθοδο
δηλωμένων προτιμήσεων ( direct stated preference approach).
Ένα από τα πλεονεκτήματα της μεθόδου, είναι ότι τα άτομα βαθμολογούν
έναν συνδυασμό χαρακτηριστικών δίνοντας υψηλότερη βαθμολογία στις επιλο­
γές που προτιμούν περισσότερο σε σύγκριση μ' αυτές που προτιμούν λιγότερο.
Από την άλλη πλευρά, μειονέκτημα της μεθόδου αποτελεί η ανυπαρξία συγκρι­
σιμότητας της βαθμολόγησης (rating) μεταξύ των εναλλακτικών επιλογών. Δεν
υπάρχει η δυνατότητα προσέγγισης, αν η βαθμολόγηση του κάθε συμμετέχοντα

ΕΛ
αντιπροσωπεύει την ίδια χρησιμότητα σε σύγκριση με τους υπόλοιπους. Επι­
πλέον, είναι σύνηθες να μη λαμβάνεται υπόψη ο εισοδηματικός περιορισμός,
ΣΔ
με αποτέλεσμα την εξαγωγή μεροληπτικών αποτελεσμάτων. Για παράδειγμα,
κάποιοι από τους ερωτώμενους μπορεί να δηλώσουν μια επιλογή, η οποία είναι
μεγαλύτερη από τον εισοδηματικό τους περιορισμό (Alvarez-Farizo και Hanley,

2002).
Βασικά βήματα για τη διεξαγωγή της μεθόδου αποτελούν (Cuccia και Cel-
lini, 2007):
ΚΥ

ο καθορισμός του δείγματος,


η επιλογή των εναλλακτικών σεναρίων και
ΑΠ

ο καθορισμός της βαθμολογικής κλίμακας σύμφωνα με την οποία επι­


λέγουν οι ερωτηθέντες.

8.2.4.2.4 Μέθοδος Σύγκρισης κατά Ζεύγη (Paired Compa rison Method, PCM)
Η μέθοδος της σύγκρισης κατά ζεύγη (paίred comparίson) είναι υποκατηγορία
της μεθόδου εκτίμησης πολλαπλών αγαθών (multiple good valuation method).
Βασικά βήματα για την εφαρμογή της μεθόδου αυτής είναι η εύρεση των υπό
εξέταση αντικειμένων και η διάσταση που θα χρησιμοποιηθεί με την οποία
θα παρατίθενται στους ερωτηθέντες οι επιλογές. Σημαντικό βήμα αποτελεί
επίσης και η επιλογή του δείγματος. Επιπλέον, θα πρέπει να διευκρινιστεί το
εργαλείο της παρουσίασης των ζευγών, ενώ στο τέλος έχουμε την ανάλυση των
δεδομένων και την ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Ο τρόπος που καλούνται οι
ερωτηθέντες να δηλώσουν την προτίμηση είναι μέσω μιας διχοτομικής επιλογής
41 Q ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑλλΟΝΤΟΣ

(binary choice) επιλέγοντας μεταξύ δύο σεναρίων. Σύμφωνα με τη μέθοδο των


δηλωμένων προτιμήσεων (stated preference method) οι ερωτηθέντες καλούνται
να δηλώσουν την προτίμησή τους μέσω ταξινόμησης (ranking), βαθμολόγηση ς
(rating), δυαδικής επιλογής (binary choice) και πολλαπλών επιλογών (multiple
choice).
Η συγκεκριμένη μέθοδος έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλούς τομείς εκτός της
Οικονομικής Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος όπως σε αυτούς του Market­
ing, των Μεταφορών, της Ψυχολογίας και των Οικονομικών της Υγείας. Στους
συμμετέχοντες στις έρευνες της μεθοδολογίας αυτής παρατίθενται δύο σειρές
εναλλακτικών επιλογών. Στη συνέχεια καλούνται να δηλώσουν την επιλογή που
αντιπροσωπεύει καλύτερα τις προτιμήσεις τους, καθώς και τη βαρύτητα των
προτιμήσεών τους απεικονίζοντάς την σε αριθμητική ή σημασιολογική κλίμα­
κα. Η μορφή αυτή αποκαλείται ως μέθοδος των ταξινομούμενων ζευγών (rated
pairs) (Hanley et al., 200 1 ). Τα εναλλακτικά σενάρια των ζευγών σύγκρισης

ΕΛ
μπορεί είναι πραγματικά ή υποθετικά και μπορεί να αφορούν ποσοτικά ή ποιο ­
τικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες (Goos και GroBmann, 20 1 1 ).
ΣΔ
Γενικότερα όταν υπάρχουν n αντικείμενα να εκτιμηθούν υπάρχουν συνο ­
λικά n(n-1)12 ζεύγη. Κάθε ζεύγος αποτελείται από μια δυαδική επιλογή (binary
choice) που εξ υποθέσεως είναι ανεξάρτητη από τις υπόλοιπες. Από τις επιλο­

γές αυτές απορρέει ένα σκορ προτίμησης (preference score) για κάθε αντικεί­
μενο που αφορά στην προτίμηση των ερωτηθέντων για ένα αντικείμενο έναντι
κάποιου άλλου (Kingsley και Brown, 201 Ο).
ΚΥ

Σύμφωνα με τους Loomis et al. ( 1 998) ένα από τα πλεονεκτήματα της μεθό­
δου αυτής έχει να κάνει με την εκτίμηση ενός αγαθού σε σύγκριση με μια σειρά
ΑΠ

από άλλα αγαθά. Σε σύγκριση με τη μέθοδο της υποθετικής αγοράς ( contingent


νaluation method) που συνήθως εκτιμά μέχρι τρία το πολύ αγαθά (Hoehrn και
Loomis, 1 993), η μέθοδος της σύγκρισης κατά ζεύγη μπορεί να αντιμετωπίσει
ταυτόχρονα περισσότερα από τρία αγαθά, καθώς ανήκει και στην κατηγορία
εκτίμησης πολλαπλών αγαθών.

8.2. 5 Κ ριτι κ ή των π ρο σ εγγί σ εω ν τη ς Υ ποθ ετι κ ή ς Αγ ορά ς


κ αι των Π ειραμά των Επιλογώ ν
Όσον αφορά στην επιλογή της καταλληλότερης μεθόδου για την εκτίμηση της
αξίας των μη αγοραίων αγαθών, στη βιβλιογραφία έχει γίνει αναφορά σχετι­
κά με τις διαφορές της μεθόδου της υποθετικής αγοράς και των μεθόδων που
βασίζονται στην εκτίμηση πολλαπλών χαρακτηριστικών, όπως η μέθοδος της
διαμόρφωσης επιλογών (choice modeling) και ειδικότερα η μέθοδος του πειρά­
ματος επιλογής ( choice experiment).
Κεφ άλαιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Περιβάλλοντος 41 1

Προσδιορίζοντας τα βασικά χαρακτηριστικά των μεθόδων απορρέουν και οι


γενικότερες διαφορές τους. Η μέθοδος CVM χρησιμοποιείται συνήθως για την
αποτίμηση ενός αγαθού ή σπανιότερα για την αποτίμηση περισσότερων από ένα
αγαθών που διαφοροποιούνται στα επίπεδα ενός επιλεγόμενου χαρακτηριστι­
κού, το οποίο μπορεί να είναι ένα δημόσιο πρόγραμμα, το φυσικό περιβάλλον,
το οικοσύστημα ή μια περιβαλλοντική μεταβολή. Το κυριότερο χαρακτηριστικό
της μεθόδου είναι ότι προτείνονται διάφορα ποσά πληρωμής, τα οποία πρόκει­
ται να επιλεγούν από τους ερωτηθέντες, ενώ το ίδιο το αγαθό παραμένει αμετά­
βλητο.
Από την άλλη πλευρά, η μέθοδος του πειράματος επιλογής χρησιμοποιείται
για την αποτίμηση περισσότερων του ενός αγαθού, τα οποία διαφοροποιούνται
στα επίπεδα των κοινών τους χαρακτηριστικών περιλαμβάνοντας ένα κόστος
ή όφελος, ώστε να γίνει εφικτή η οικονομική αποτίμηση της αξίας των χαρα­

ΕΛ
κτηριστικών. Σε περίπτωση που δε συμπεριλαμβάνεται ως χαρακτηριστικό του
αγαθού το νομισματικό κόστος ή όφελος, η αποτίμηση της αξίας των εκάστοτε
χαρακτηριστικών γίνεται μέσω υποδειγμάτων, όπως της εξαρτημένης ταξινό­
ΣΔ
μησης ή βαθμολόγησης για την κατάταξη των προτιμήσεων σύμφωνα με τα
επίπεδα των χαρακτηριστικών.

Όσον αφορά στην εφαρμογή της μεθόδου της υποθετικής αγοράς συχνά
αμφισβητείται η αξιοπιστία των εκτιμήσεών της λόγω πλήθους στρεβλώσεων. 12

Το φαινόμενο του ελεύθερου χρήστη (free rider) συναντάται σε περιπτώσεις


δημοσίων αγαθών ή σε αγαθά που δεν υπάρχει η δυνατότητα αποκλεισμού ατό­
ΚΥ

μων από τη χρήση τους. Έτσι κάποιοι από τους συμμετέχοντες στην έρευνα
πολλές φορές πιθανότατα να αποκρύψουν μέρος της πρόθεσης πληρωμής τους
ΑΠ

γνωρίζοντας ότι μπορεί να απολαμβάνουν τα οφέλη του εν λόγω αγαθού αφή­


νοντας άλλους να καταβάλλουν την αντίστοιχη θυσία για τη χρησιμοποίηση του
αγαθού αυτού. Επιπλέον η αδυναμία της μεθόδου CVM είναι ο μη καθορισμέ­
νος τρόπος πληρωμής, ο οποίος είναι άλλος ένας παράγοντας που επηρεάζει τις
προτιμήσεις των συμμετεχόντων.
Η απουσία μιας πραγματικής αγοράς αποτελεί άλλη μια στρέβλωση, καθώς
οι συμμετέχοντες είναι δύσκολο να προσδιορίσουν τη συμπεριφορά τους ως
προς το εισόδημά τους και την ευημερία τους σε μια υποθετική αγορά, καθώς
δεν υπάρχει η εμπειρία και η δυνατότητα σύγκρισης κόστους και οφέλους του
εκάστοτε μη εμπορεύσιμου αγαθού με άλλα μη εμπορεύσιμα αγαθά. Συνεπώς, ο
τρόπος εκτίμησης ενός αγαθού σε μια υποθετική αγορά σαφώς δεν είναι ο ίδιος
σε σχέση με μια πραγματική αγορά. Ένα επακόλουθο πρόβλημα της ύπαρξης
της υποθετικής αγοράς είναι ότι οι συμμετέχοντες στην έρευνα συχνά έχουν
12 Πολύ καλή κάλυψη των διαφόρων στρεβλώσεων π αρουσιάζεται από το Μπίθ α (20 1 1 ) .
41 2 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ανεπαρκή γνώση και οικειότητα με το αγαθό που καλούνται να εκτιμήσουν.


Τέλος το πρόβλημα ομαδοποίησης των περιβαλλοντικών αγαθών αφορά τη
δήλωση προθυμίας πληρωμής του συμμετέχοντα. Οι ερωτηθέντες πιθανόν να
δηλώσουν πρόθυμοι να θυσιάσουν ένα ποσό που αφορά το σύνολο των περι­
βαλλοντικών αγαθών και όχι του υπό εξέταση αγαθού, καθώς συγχέουν την
πραγματική του διάσταση.
Σύμφωνα με τους Hanley et al. (200 1 ) η μέθοδος της διαμόρφωσης επιλο­
γών (choice modeling) και ειδικότερα η προσέγγιση του πειράματος επιλογής
(choice experiment) πλεονεκτεί συγκρινόμενη με τη μέθοδο της υποθετικής
αγοράς. Η μέθοδος του πειράματος επιλογής έχει σχεδιαστεί, ώστε να μπορούν
να εκτιμηθούν αγαθά και καταστάσεις πολλαπλών διαστάσεων (Adamowicz et
al., 1 998). Επιπροσθέτως, ο σχεδιασμός της μεθόδου του πειράματος επιλογή ς
επιτρέπει αρκετές επιλογές στους συμμετέχοντες, ώστε να αποκτούν μια πιο
λεπτομερή εικόνα για τα αγαθά, τα χαρακτηριστικά και τη μεταβολή των επιπέ­

ΕΛ
δων των χαρακτηριστικών αυτών. Οι πληροφορίες λοιπόν σχετικά με τις ορια­
κές μεταβολές κάθε εναλλακτικού σεναρίου μπορεί να αποτιμηθούν καλύτερα .
ΣΔ
Η ύπαρξη μεθοδολογιών, οι οποίες καλούν τους συμμετέχοντες είτε να
κατατάξουν τις επιλογές τους είτε να βαθμολογήσουν τις επιλογές σύμφωνα με
προκαθορισμένες κλίμακες, εκμαιεύουν έμμεσα την προθυμία πληρωμής απο­

φεύγοντας πολλές από τις στρεβλώσεις της μεθόδου CVM, όπως αυτή της στρα­
τηγικής συμπεριφοράς, της έλλειψης πληροφόρησης ή και της ομαδοποίησης
των αγαθών. Σύμφωνα με τους Willis και Gaπod ( 1 999), ο λεπτομερής σχεδια­
ΚΥ

σμός της μορφής των ερωτήσεων της μεθόδου του πειράματος επιλογής παρέχει
μια πιο ακριβή εκτίμηση της αξίας του περιβαλλοντικού αγαθού σε σύγκριση με
ΑΠ

τη μορφή ερωτήσεων της μεθόδου CVM που στηρίζεται στην άμεση δήλωση
της προθυμίας πληρωμής των ερωτηθέντων.
Όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ της CVM και του πειράματος επιλογής
έχουν κατά καιρούς ασχοληθεί ερευνητές από τους χώρους της Οικονομικής των
Μεταφορών, του Μάρκετινγκ αλλά και της Οικονομικής Φυσικών Πόρων και
Περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τους Mitchell και Carson ( 1 993) υπάρχουν ερευ­
νητικές προσπάθειες σύγκρισης των μεθοδολογιών αυτών με βάση τη μεταβολή
της χρησιμότητας μέσω του ελέγχου της συγκλίνουσας εγκυρότητας (conver­
gent validity) κατά την οποία ελέγχεται αν παράγονται στατιστικά σημαντικό ­
τερες εκτιμήσεις.
Κάποιες άλλες σημαντικές έρευνες αφορούν συγκρίσεις των δύο μεθόδων
με βάση τις εκτιμήσεις της προθυμίας πληρωμής, όπως αυτές των Boxall et al .
( 1 996) και των Adamowicz et al. ( 1 998). Η πρώτη ομάδα ερευνητών μέσω της
εκτίμησης της αξίας του κυνηγιού αναψυχής των αλκών και η δεύτερη ομάδα
Κεφάλαιο 8: Οικονομ ι κ ή Αξιολόγηση Περιβάλλοντος 41 3

μέσω της εκτίμησης της διατήρησης των ενδιαιτημάτων καριμπού, σύγκριναν


τις εκτιμήσεις των δύο μεθόδων και διαπίστωσαν μεγαλύτερες εκτιμήσεις της
προθυμίας πληρωμής της μεθόδου της υποθετικής αγοράς έναντι του πειράμα­
τος επιλογής. Οι διαφορές αυτές των προτιμήσεων προκύπτουν λόγω της διαφο­
ρετικής αντίδρασης από μέρους των ερωτηθέντων σε διαφορετικές μορφές ερω­
τήσεων. Είναι σαφώς διαφορετικό να υπάρχουν επιλογές διαφορετικών αγαθών
και επιλογές που εμπεριέχουν διαβαθμίσεις τιμών όσον αφορά την προθυμία
πληρωμής, όπως συμβαίνει και με τη μέθοδο CVM.

8.2.6 Π ρο σεγγίσ εις που Β α σί ζοντα ι στ ην ά με σ η α γ ορά


(Direct Market Based Methods)
Η μέθοδος της άμεσης αγοράς μπορεί να κατηγοριοποιηθεί περαιτέρω σε προ­

ΕΛ
σεγγίσεις βασιζόμενες:
Στην τιμή (price-based approach),
ΣΔ
Στη συνάρτηση παραγωγής (production function- based method).
Στο κόστος (cost-based method).

8 . 2.6.1 Μέθοδ ος β α σι ζό μ ενη στ ις τιμ ές (Price Based Method)


ΚΥ

Σύμφωνα με την προσέγγιση που βασίζεται στις τιμές, τα περιβαλλοντικά αγα­


θά ανταλλάσσονται εντός καλά οργανωμένων αγορών. Οι διαμορφωμένες τιμές
αντανακλούν την προθυμία πληρωμ11ς των ατόμων για τα υπό εξέταση αγαθά
ΑΠ

(Ellis και Fisher, 1 987). Ωστόσο, η ενδεχόμενη ύπαρξη αποτυχίας της αγοράς
μπορεί να διαστρεβλώσει τις πραγματικές προτιμήσεις των ατόμων και επομέ­
νως τα οριακά κόστη των αγαθών.
Η βασιζόμενη στις τιμές μέθοδος μπορεί να θεωρηθεί ίσως η πιο άμεση
προσέγγιση σε σύγκριση με τις μεθόδους αποτίμησης των περιβαλλοντικών
αγαθών. Σε μια καλά οργανωμένη αγορά η αξία του υπό εξέταση αγαθού αντα­
νακλάται από την τιμή της αγοράς. Η οικονομική αξία των οριακών περιβαλ­
λοντικών μεταβολών μπορεί να εκτιμηθεί μέσω των παρατηρούμενων τιμών
σε περίπτωση ύπαρξης μιας ανταγωνιστικής αγοράς. Από την άλλη πλευρά σε
περίπτωση απουσίας μιας ανταγωνιστικής αγοράς οι παρατηρούμενες τιμές
προσφέρουν ένα μέσο εκτίμησης των αγαθών παρέχοντας πληροφορίες για τις
σκιώδεις τιμές, ώστε να εκτιμηθούν οι περιβαλλοντικές αξίες. Ωστόσο, η μέθο­
δος μπορεί να είναι αποτελεσματική, όταν υπάρχει αγορά απαλλαγμένη από τις
αποτυχίες της για τα εκάστοτε αγαθά.
414 ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΚΗ ΦΥΣΙΚΏΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

8. 2.6. 2 Μέθοδ ος β α σιζό μ ενη στη σ υ νάρτηση πα ρ α γ ω γ ή ς


(Production-Functίon Method)
Η μέθοδος της συνάρτησης παραγωγής αντιπροσωπεύει τη σχέση μεταξύ της
ποσοτικής ή ποιοτικής μεταβολής στο περιβάλλον ως εισροής και τη μεταβολή
στην παραγωγή ως εκροής (Pearce et al., 2002 και Bann, 2002). Βασική υπό­
θεση της μεθόδου αυτής είναι ότι οι οριακές μεταβολές ενός περιβαλλοντικού
αγαθού ή υπηρεσίας μπορούν να εκτιμηθούν μέσω της επίδρασής τους στην
παραγωγή. Η επίδραση αυτή στην παραγωγή εκτιμάται μέσω των τιμών των
εκροών σε μια οργανωμένη αγορά. Η συγκεκριμένη μέθοδος βασίζεται, κατά
κύριο λόγο, στη συνεισφορά των υπηρεσιών του οικοσυστήματος και στη βελ­
τίωση του εισοδήματος και της παραγωγικότητας (Maler et al., 1 994 και Pattan­
ayak και Κramer, 200 1 ).
Σύμφωνα με τον Barbier ( 1 994), πολλές από τις υπηρεσίες που μας παρέχει

ΕΛ
το οικοσύστημα χαρακτηρίζονται ως έμμεσες αξίες χρήσης, οι οποίες χρησι­
μοποιούνται ως ενδιάμεσες εισροές για την παραγωγή εμπορεύσιμων αγαθών
και υπηρεσιών. Σ' αυτή την κατηγορία υπάγονται για παράδειγμα το νερό, τα
ΣΔ
θρεπτικά συστατικά του εδάφους κ.ά. Τα οφέλη που αποδίδονται σ' αυτές τις
υπηρεσίες του οικοσυστήματος προκύπτουν μέσω της προστασίας και της βελ­

τίωσης των δραστηριοτήτων που εκτιμώνται άμεσα στην αγορά (Barbier, 2007).
Με άλλα λόγια δίνουν την προστιθέμενη αξία στις εμπορεύσιμες εκροές. Τα
δεδομένα στα οποία στηρίζεται κυρίως η μέθοδος αφορούν δεδομένα παραγω­
ΚΥ

γής και κόστους πράγμα που την καθιστά προσιτή λόγω της ευκολίας εύρεσης
των συγκεκριμένων δεδομένων (Ellis και Fisher, 1 987).
Η προσέγγιση της συνάρτησης παραγωγής είναι μια διαδικασία δύο βημά­
ΑΠ

των (Barbier, 1 994):


Αρχικά πρέπει να διευκρινιστεί ο αντίκτυπος των φυσικών επιδράσεων
των περιβαλλοντικών μεταβολών της εκάστοτε υπηρεσίας του οικοσυ­
στήματος στην παραγωγική δραστηριότητα.
Κατόπιν η μέθοδος αναφέρεται στην εκτίμηση των περιβαλλοντικών
αυτών μεταβολών της υπό εξέταση υπηρεσίας μέσω της εκτίμησης της
μεταβολής της εκροής της παραγωγικής δραστηριότητας. Τα εργαλεία
που επιστρατεύονται για την εκτίμηση της επίδρασης των περιβαλλο­
ντικών μεταβολών στην παραγωγική δραστηριότητα μπορούν να ταξι­
νομηθούν σε παραδοσιακού τύπου υποδείγματα (historical approach),
σε υποδείγματα αριστοποίησης και σε οικονομετρικά υποδείγματα
(Hanley και Spash, 1 993)
Κεφάλαιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Περ ιβάλλοντος 41 5

8. 2.6. 2.1 Η προσέγγ ιση δόσης- απόκρισης (Dose -Response Method)


Η προσέγγιση της δόσης-απόκρισης συχνά συγχέεται στη βιβλιογραφία με τη
βασιζόμενη στη συνάρτηση παραγωγής μέθοδο. Η μέθοδος της δόσης-από­
κρισης ουσιαστικά είναι μέρος των μεθόδων που βασίζονται στη συνάρτηση
παραγωγής. Η προσέγγιση αυτή είναι απλή και στηρίζεται στην ύπαρξη δεδο­
μένων για την αντίδραση ή τη συμπεριφορά των οργανισμών (ανθρώπων,
ζώων, φυτών) σε διαφορετικά επίπεδα ρύπανσης. Δηλαδή για δεδομένα επίπεδα
ρύπανσης (δόση) δημιουργούνται τα αντίστοιχα επίπεδα αντίδρασης του επι­
πέδου υγείας των οργανισμών (απόκριση). Στην αξιολόγηση αυτή μπορούν να
χρησιμοποιηθούν γνώσεις από διάφορες επιστήμες όπως Χημείας, Βιολογίας,
Γεωλογίας, κ.ά. Όταν ορίσουμε τη συναρτησιακή σχέση ανάμεσα στην περιβαλ­
λοντική μεταβολή και στην επίπτωση του υπό εξέταση οργανισμού, μπορούμε
να εκτιμήσουμε την οικονομική αξία της περιβαλλοντικής αυτής μεταβολής.

ΕΛ
8.2.6.2.2 Μέθοδος μείωσης ή μετριασμού της συμπεριφοράς
ΣΔ
(Mitigation Behaviour Method)

Βασίζεται στον υπολογισμό του κόστους μείωσης της ευημερίας που μπορεί να
προκαλέσει κάποια περιβαλλοντική υποβάθμιση. Για παράδειγμα, η ηχομόνω­

ση κτιρίων για προστασία και η μείωση του θορύβου αποτελεί προσέγγιση του
κόστους μείωσης της ευημερίας από τη συνεχή όχληση. Το κόστος για τη χρήση
ηχομόνωσης που θα διατηρήσει την ευημερία του ατόμου στο ίδιο επίπεδο, παρά
ΚΥ

την περιβαλλοντική επιβάρυνση, αποτελεί μία εκτίμηση της οικονομικής αξίας


της μεταβολής στην περιβαλλοντική ποιότητα με την παρουσία ηχορύπανσης.
ΑΠ

Η προσέγγιση αυτή προϋποθέτει ότι το περιβαλλοντικό αγαθό και τα υποκατά­


στατα μέσα (π.χ. μονωτικά υλικά, τεχνολογία, κ.ά.) για τη διόρθωση του προ­
βλήματος είναι πλήρως υποκατάστατα. Αν αυτό δεν ισχύει, τότε η μέθοδος της
μείωσης της συμπεριφοράς και το αντίστοιχο κόστος της, μπορεί να αποτελεί
υποεκτίμηση ή υπερεκτίμηση της αξίας της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης.
Για παράδειγμα σε περίπτωση όχλησης των κατοίκων μιας περιοχής το
κόστος της επίπτωσης ισούται με τη δαπάνη μετακίνησης και εγκατάστασης των
κατοίκων σε άλλη περιοχή με μηδενική όχληση επαυξημένο με όποια απώλεια
εμπράγματων περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων (Καρβούνης, 1 99 1 ).

8.2.6. 3 Μέθ ο δ ος β ασ ιζό μενη σ το κ ό στος (Cost-based method )


Οι μέθοδοι που βασίζονται στο κόστος (cos-t-based methods) αναφέρονται στα
μέτρα που χρησιμοποιούνται για την προστασία, τη διατήρηση ή και την αντι­
κατάσταση των περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών. Το κόστος της διατή-
41 6 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ρησης ενός περιβαλλοντικού αγαθού αποτελεί μια αξιόπιστη προσέγγιση της


αξίας του. Η μέθοδος αυτή είναι εύκολη στη χρήση αλλά μπορεί να οδηγήσει
σε υποεκτίμηση ή υπερεκτίμηση των περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών .
Αυτό συμβαίνει λόγω της μη άμεσης εκτίμησης της προθυμίας πληρωμής WTP
για τα περιβαλλοντικά αγαθά και υπηρεσίες (Bishop, 1 999). Χρησιμοποιείται,
όταν υπάρχει περιορισμένος διαθέσιμος χρόνος και έλλειψη δεδομένων για τους
φυσικούς πόρους (Barbier, 2007). Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ εκτιμημένου
κόστους και οφέλους, σημαντικό είναι να γίνονται κάποιες υποθέσεις, ώστε να
μην υπάρχει σύγχυση των δύο αυτών εννοιών.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση μπορεί να διαχωριστεί σε επιμέρους προσεγ­
γίσεις όπως η μέθοδος του κόστους ευκαιρίας ( opportunity-cost method), του
εναλλακτικού κόστος (alternative cost) και του κόστους αποτελεσματικότητας
(cost-effectiveness). Επιπλέον, υπάρχουν οι μέθοδοι του κόστους αντικατάστα­
σης (replacement-cost method), των προληπτικών δαπανών (preventive expen­

ΕΛ
diture approach), του κόστους αποφυγής ζημιών (damage cost avoided), του
κόστους μετεγκατάστασης (relocation cost method) και του κόστους αποκατά­
ΣΔ
στασης (restoration cost method) (MacArthur, 1 996).

8.2.6.3.1 Η προσέγγιση του κόστους ευ καιρίας (Opportunity-cost method)


Η μέθοδος αυτή δεν αξιολογεί άμεσα τα περιβαλλοντικά κόστη και οφέλη αλλά
υπολογίζει τα οφέλη από την περιβαλλοντική υποβάθμιση λόγου χάριν κάποιου
ΚΥ

εδάφους για αυξημένη γεωργική καλλιέργεια και παραγωγή αντί για διατήρησή
του ως βιότοπου ή υγροτόπου.
ΑΠ

8.2.6.3.2 Ανάλυση κόστους αποτε λεσματικότητας (Cost-effectiveness analysis)


Η μέθοδος αυτή έχει ως στόχο την περιβαλλοντική αποτελεσματικότητα, δηλαδή
τη μεγαλύτερη δυνατή επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων στο χαμηλότερο
κόστος. Οι περιβαλλοντικές δαπάνες πραγματοποιούνται μέχρι το σημείο στο
οποίο τα επιπρόσθετα (οριακά) οφέλη να είναι ίσα με τα επιπρόσθετα κόστη.
Δηλαδή μέχρι τα οριακά οφέλη να ισούνται με τα οριακά κόστη. Οι περιορισμένοι
πόροι στην οικονομία θα χρησιμοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο, αν τα οριακά
οφέλη ισούνται με τα οριακά κόστη ζημίας (MB=MC), μεγιστοποιώντας τα
καθαρά οφέλη με τον περιορισμό των διαθέσιμων φυσικών πόρων. Μπορούμε
να υποθέσουμε ότι μια θετική προτίμηση για το υπό εξέταση αγαθό θα φανεί με
την προθυμία πληρωμής, η οποία θα διαφέρει από άτομο σε άτομο. Δηλαδή η
WTP δίνει έναν αυτόματο χρηματικό δείκτη προτιμήσεων.
Κεφάλαιο 8: Οικονομική Αξιολόγηση Περ ι βάλλοντος 41 7

8.2.6.3.3 Η μέθοδος του κόστους αντικατάστασης (Replacement-cost method)


Η μέθοδος βασίζεται στην ιδέα ότι το κόστος αντικατάστασης ενός κατεστραμ­
μένου χώρου ή πράγματος αντικατοπτρίζει την αξία του (π.χ. το κόστος βαψί­
ματο ς ενός σπιτιού από τη φθορά λόγω της ρύπανσης του αέρα). Το πρόβλημα
που γεννάται σ' αυτή την προσέγγιση είναι η εξατομίκευση της αναγκαιότητας
βαψίματος λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης ή εξαιτίας της παρόδου του χρό­
νου ή εξαιτίας και των δύο.
Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και η περίπτωση αντικατάστασης ή επα­
ναδημιουργίας περιβαλλοντικών χώρων π.χ. υγροτόπων, βιοτόπων υπό προστα­
σία και η περιβαλλοντική αειφορία. Συγκεκριμένα, η αντικατάσταση κάποιου
υγροτόπου σε κάποια άλλη τοποθεσία ή περιφέρεια ή ακόμη και η δημιουργία
νέου υγροτόπου μπορεί να προσεγγίσει τις ωφέλειες από τη μελλοντική διατή­
ρηση ή απώλεια των υγροτόπων13•

ΕΛ
Για παράδειγμα σε περίπτωση ρύπανσης της ατμόσφαιρας, των εδαφών,
των νερών και του οικοσυστήματος, μπορούμε να προσεγγίσουμε το περιβαλ­
λοντικό κόστος από την εκτίμηση της περιβαλλοντικής ζημίας (κόστος μερι­
ΣΔ
κής ρύπανσης) συν το κόστος αποκατάστασης της οικολογικής ισορροπίας. Σε
περίπτωση που δεν είναι δυνατή η αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας

υπολογίζουμε το κόστος της ολικής ρύπανσης με τη χρήση Ανάλυσης Κόστους


- Οφέλους ή με τη μέθοδο εισροών - εκροών ή με το υπόδειγμα του ισοζυγίου
υλικών (Materials balance model).
ΚΥ

8. 3 Ανά λ υση κό στους - ο φ έλους


ΑΠ

(Cost-Benefit Ana lysis, C BA)


Η ανάλυση κόστους οφέλους είναι μία μέθοδος αξιολόγησης της οικονομικής
αποτελεσματικότητας ενός επενδυτικού έργου για το περιβάλλον, σύμφωνα με
την οποία αξιολογούνται τα προκαλούμενα κοινωνικά κόστη και οφέλη. Ως όφε­
λος θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε οτιδήποτε αυξάνει την κοινωνική ευημερία,
ενώ ως κόστος οτιδήποτε τη μειώνει. Η CBA θεωρεί ως καλύτερη κατανομή
πόρων αυτή που ικανοποιεί τις ανάγκες των ανθρώπων. Αν Bi το όφελος και Ci
το κόστος ενός ατόμου i, τότε το άτομο i θα δεχτεί την πραγματοποίηση ενός
έργου Α, αν η διαφορά των ωφελειών από τα κόστη είναι θετική ή αν τα οφέλη
είναι μεγαλύτερα του κόστους. Δηλαδή:
(8.7)
13 Σημειωτέον οι υγρ ότοποι ως οικοσυ στήματα π ροστατεύονται από τη Σύμβαση Ramsar.
418 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Περισσότερο ρεαλιστικό είναι να εξετάσουμε την κοινωνία στο σύνολό τη ς


και όχι κάποιο μεμονωμένο άτομο. Στην περίπτωση αυτή μπορεί κάποιοι να
προτιμούν το έργο Α και κάποιοι να είναι αδιάφοροι. Αυτή η περίπτωση είναι
απλή και το έργο Α θα ωφελήσει αυτούς που το επιθυμούν, αφήνοντας τους
άλλους στην ίδια (ούτε καλύτερη αλλά ούτε και χειρότερη) κατάσταση. Η κατά­
σταση αλλάζει αν κάποιοι θέλουν την αλλαγή και κάποιοι όχι. Οι τελευταίοι
προτιμούν να μείνουν στην τωρινή τους κατάσταση. Για να δούμε αν η κοινωνία
θα ωφεληθεί ή όχι από την πραγματοποίηση του περιβαλλοντικού έργου πρέπει
να συγκρίνουμε τα ατομικά οφέλη (ευημερία) με τα ατομικά κόστη. Αυτό δεν
είναι εύκολο, καθώς οι ανά ζεύγη συγκρίσεις ευημερίας είναι αδύνατες.
Ο κοινωνικός κανόνας της ανάλυσης κόστους οφέλους (CBA) μπορεί να
γενικευτεί ως:
(8.8)

ΕΛ
όπου Σ η άθροιση, Α το επενδυτικό έργο και i ο δείκτης για κάθε άτομο. Τα
οφέλη μπορούν να προσεγγιστούν από την προθυμία πληρωμής (WTP) και τα
ΣΔ
κόστη από την προθυμία αποδοχής αποζημίωσης (WTA). Η τελευταία σχέση
δεν περιέχει τη διάσταση του χρόνου. Καθώς πολλά περιβαλλοντικά προβλή­

ματα διέπονται από τη μακροχρόνια διάσταση εμφάνισής τους, θα πρέπει να τα


ανάγουμε στη δυναμική (χρονική) τους διάσταση. Η δυναμική ανάλυση απαιτεί
τη θεώρηση του χρόνου καθώς τα οφέλη όσο και τα κόστη των διαφόρων εναλ­
ΚΥ

λακτικών κατανομών των πόρων λαμβάνουν χώρα σε πολλές διαφορετικές χρο­


νικές περιόδους. Για να αθροίσουμε τα καθαρά οφέλη που προκύπτουν πρέπει
να τα ανάγουμε στην ίδια χρονική περίοδο προεξοφλώντας τα καθαρά οφέλη
ΑΠ

στην παρούσα περίοδο. Αυτό απαιτεί τη διαδικασία υπολογισμού της παρούσας


αξίας και επιτυγχάνεται με τη βοήθεια του συντελεστή προεξόφλησης.
Αν ένα χρηματικό ποσό αξίζει € 1 σε έξι χρόνια με επιτόκιο ro/o, τότε €1
σήμερα θα αξίζει € 1 x( l +r)"6. Αυτή είναι η παρούσα αξία € 1 σε χρονική περίο­
δο 6 ετών. Γενικά η παρούσα αξία € 1 για t χρόνια δίνεται ως € 1 x( l +r)-1 Είναι
ευνόητο, ότι τα άτομα δίνουν λιγότερη βαρύτητα σ' ένα μελλοντικό όφελος ή
κόστος απ' ότι σε κάτι τωρινό . Ο τύπος υπολογισμού της παρούσας αξίας ενός
οφέλους Β1 σε χρόνο t και με r προεξοφλητικό επιτόκιο δίνεται ως:

(8.9)

Η καθαρά παρούσα αξία (Net Present Value, NP V) δίνεται από τη διαφο­


ρά της παρούσας αξίας από το κόστος της επένδυσης (αναζητώντας μια θετική
Κεφάλαιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Π εριβάλλοντος 419

τιμή, για να προχωρήσουμε με το επενδυτικό σχέδιο). Δηλαδή:

Σr ι cι
Β - Β1 - c1 Β - Βτ - cτ
ΝΡ V = =
(Βο - cο ) + + 2 c2 + ... +
2 >ο
Τ
(8. 1 0)
ι=ο ( 1 + rY (l + r ) (l + r ) (l + r )
Η απόδοση ενός επενδυτικού σχεδίου που βασίζεται στην εύρεση του προ­
εξοφλητικού επιτοκίου που εξισώνει την παρούσα των μελλοντικών ροών με
τα επενδυτικά κόστη (παράγοντας μια NPV Ο) καλείται εσωτερική απόδοση
=

(ίnternal rate ofreturn, IRR).


Η αποτελεσματικότητα απαιτεί τη μεγιστοποίηση της καθαρής παρούσας
αξίας. Στα περιβαλλοντικά προβλήματα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πέραν
της αποτελεσματικότητας και η αειφορική ανάπτυξη και η συνεπαγόμενη δια­
σφάλιση του περιβάλλοντος για τις μελλοντικές γενιές. Δηλαδή για οποιοδήποτε

ΕΛ
έργο τα περιβαλλοντικά οφέλη μείον τα περιβαλλοντικά κόστη, σε όρους παρού­
σας αξίας πρέπει να είναι θετικά. Μπορούμε να πούμε ότι επενδυτικά σχέδια με
θετική καθαρή παρούσα αξία (ή θετική εσωτερική απόδοση) θα πρέπει να ανα­
ΣΔ
λαμβάνονται, ενώ σε ανταγωνιστικές καταστάσεις με περιορισμένα επενδυτικά
κεφάλαια θα πρέπει να αναλαμβάνονται τα επενδυτικά σχέδια με τη μεγαλύτερη

καθαρή παρούσα αξία (ή θετική εσωτερική απόδοση).


Οι περιβαλλοντικές δαπάνες και τα περιβαλλοντικά έργα θα έπρεπε να ανα­
λαμβάνονται μέχρι το σημείο, όπου τα οριακά οφέλη να ισούνται με τα οριακά
ΚΥ

κόστη. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια θετική προτίμηση για κάποιο περιβαλ­
λοντικό αγαθό θα μπορούσε να εκφραστεί με την πρόθεση πληρωμής (WTP)
για το αγαθό αυτό. Η πρόθεση πληρωμής διαφέρει, όπως αναμένεται από άτομο
ΑΠ

σε άτομο. Για την κοινωνική προθυμία πληρωμής θα πρέπει να αθροίσουμε τις


ατομικές WTP και έτσι να πάρουμε την ολική χρηματική ένδειξη προτίμησης
για τα περιβαλλοντικά αγαθά και υπηρεσίες.
Σε περίπτωση που η πρόθεση πληρωμής ενός ατόμου είναι μεγαλύτερη από
την αγοραία τιμή τότε, αναφερόμενοι σε ένα απλό αγαθό, η διαφορά αποτελεί το
πλεόνασμα του καταναλωτή (consumer surplus). Αυτό για τους μη οικονομολό­
γους ισοδυναμεί με τη διαφορά της τιμής που πραγματικά πληρώνεται από τον
καταναλωτή μείον την τιμή που θα επιθυμούσε να πληρώσει.
Στο σχήμα 8.5 το σκούρο πράσινο χωρίο OPeB Qe αποτελεί το εμβαδό της
συνολικής δαπάνης για τιμή OPe και ποσότητες O Qe . Το ανοικτό πράσινο χωρίο
ΡeAB, αποτελεί το εμβαδό που αντιπροσωπεύει το πλεόνασμα του καταναλωτή
ενώ η πρόσθεση των δύο χωρίων δίνει το συνολικό όφελος (Total Benefit, ΤΒ).
(8. 1 1 )
4 20 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡ ΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Η ισορροπία και ο καθορισμός της τιμής της αγοράς προέρχεται από τις
δυνάμεις της ζήτησης και της προσφοράς και η τιμή ισορροπίας Pe καθορίζεται
για όλα τα άτομα. Για τιμές υψηλότερες από Pe (έστω Ρ 1 ) ο καταναλωτής απο­
λαμβάνει κάποιο επίπεδο (μειωμένου) πλεονάσματος. Η γραμμή ΑΓ αποτελεί
την καμπύλη ζήτησης με υπόθεση σταθερού εισοδήματος καθώς κινούμαστε
κατά μήκος της. Οι κινήσεις πάνω σ' αυτές τις Μαρσαλιανές καμπύλες ζήτησης
υποθέτουν τη σταθερότητα του εισοδήματος και τη σταθερότητα της ατομικής
χρησιμότητας.

Ρ
Α

ΕΛ
ΣΔ

ΚΥ

Γ
ο Q
ΑΠ

Σχήμα 8. 5 : Καμπύλη ζήτησης και πλεόνασμα καταναλωτή

Σε περίπτωση μείωσης της τιμής κάτω του Pe ο καταναλωτής εξακολουθεί


να απολαμβάνει όφελος, με την περιοχή του πλεονάσματος να αυξάνεται. Στην
περίπτωση αυτή μπορούμε να ρωτήσουμε τον καταναλωτή τι θα επιθυμούσε να
πληρώσει, για να διασφαλίσει την χαμηλότερη αγοραία τιμή και όντας στο Ρ2 να
νοιώθει την ίδια ικανοποίηση όπως όταν ήταν στο Ρe (αντισταθμιστική μεταβο­
λή σε όφελος) ή να ρωτήσουμε το ύψος της αποζημίωσης που θα επιθυμούσε για
την πτώση της τιμής στο Pe (ισοδύναμη μεταβολή). Και οι δύο περιπτώσεις αντι­
σταθμιστικής και ισοδύναμης μεταβολής είναι σωστές προσεγγίσεις μέτρησης
της ωφέλειας και αντιστοιχούν στις προθυμίες πληρωμής (WTP) και προθυμίες
αποδοχής αποζημίωσης (WTA) αντίστοιχα.
Κεφ άλαιο 8: Οικονομικ ή Αξιολόγηση Περιβάλλοντος 421

8 .4 Αποτί μηση τ η ς Αξ ίας τ η ς Ανθ ρ ώ π ι νη ς Ζω ή ς


Το κοινωνικό κόστος ενός νοσήματος προκαλούμενο από την υποβάθμιση (ποιο­
τική και ποσοτική) του περιβάλλοντος αποτελείται από το άμεσο και το έμμεσο
κόστος, καθώς και το ανθρώπινο κόστος. Οι δύο πρώτες κατηγορίες κόστους
αφο ρούν ορατά κόστη (tangible) που υπολογίζονται εύκολα, ενώ τα στοιχεία
που συνθέτουν το άμεσο και έμμεσο κόστος υπόκεινται σε συναλλαγές εντός
της αγοράς και αποδίδονται σε χρηματικές μονάδες. Το ανθρώπινο κόστος, το
οποίο ονομάζεται και αόρατο (intangible) αναφέρεται σε μη υλικά κόστη, δεν
υπόκειται σε συναλλαγές, γεγονός που κάνει τη μέτρησή του σύνθετη και πιο
δύσκολη (Γείτονα και Χάλκος, 2005).
Στον υπολογισμό του άμεσου κόστους εμπεριέχονται οι ιατρικές δαπάνες,
οι δαπάνες για νοσηλεία, η φαρμακευτική περίθαλψη, οι διαγνωστικές εξετά­
σεις κ.ά., ενώ παράλληλα διακρίνεται σε ιατρικό και μη ιατρικό. Ο υπολογισμός

ΕΛ
του έμμεσου κόστους αναφέρεται στην απώλεια παραγωγής την προερχόμενη
από την ασθένεια, την ανικανότητα και τον πρόωρο θάνατο, ενώ το ανθρώπι­
ΣΔ
νο κόστος αφορά μεταβολές στην ποιότητα ζωής των ασθενών, τον πόνο, τη
δυσανεξία, τις κοινωνικές και ηθικές επιπτώσεις της ασθένειας (συναισθήματα,
στιγματισμός), τα οποία δύσκολα αποδίδονται σε χρηματικές μονάδες (Vitale et

al. 1 998, Υφαντόπουλος 2003, Γείτονα και Χάλκος 2005) .


Οι επικρατέστεροι μέθοδοι που χρησιμοποιεί η οικονομική επιστήμη για
τον υπολογισμό της απώλειας της ανθρώπινης ζωής, ανεξάρτητα εάν αυτή ανα­
ΚΥ

φέρεται στον υπολογισμό του έμμεσου ή του αόρατου κόστους, είναι οι εξής
τρεις:
ΑΠ

η μέθοδος του ανθρώπινου κεφαλαίου (human capital),


οι μελέτες ενδεχόμενης αποτίμησης (willingness-to-pay) και
οι μελέτες αποκαλυπτόμενης προτίμησης (revealed preferences)14•
Σύμφωνα με την πρώτη μέθοδο, αυτή του ανθρώπινου κεφαλαίου, η ανθρώ­
πινη ζωή αντιμετωπίζεται, όπως κάθε άλλο φυσικό κεφάλαιο. Η συγκεκριμένη
μέθοδος προσδίδει χρηματικές σταθμίσεις στον υγιή χρόνο, χρησιμοποιώντας
τα ημερομίσθια που επικρατούν στην αγορά εργασίας. Τοιουτοτρόπως, η αξία
του ανθρώπινου κεφαλαίου εκτιμάται με βάση την τρέχουσα αξία των μελλο-

14 Εδώ δ ε μετράμε την ποιότητα της ζωής αλλά επιχειρείται η απόδοση χρηματικών αξιών στην
ανθ ρώπινη ζωή . Η ποιότητα ζωής του μέσου πολίτη δε σχετίζεται μόνο με το επίπεδο υγείας
αλλά και με διάφορου ς άλλους παράγοντες, του ς οποίου ς σταθμίζει το World Economic Forum
με σκοπό την κατασκευή του δείκτη ποιότητας ζωής ανά χώρα.
422 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ντικών κερδών. Δηλαδή, η παρούσα αξία (present value, PV) του εισοδήματος
Υ, στη διάρκεια της παραγωγικής δραστηριότητας (Τ έτη και με επιτόκιο r) ενός
ατόμου υπολογίζεται ως:

Ρ V = Σ ( 1 +�r Υ
ι=ι
(8. 1 2)

Αν για παράδειγμα αναμένουμε ένα καθαρό εισόδημα € 1 0.000 στο τέλος


του χρόνου και το ίδιο ποσό μέχρι τη συνταξιοδότηση σε 45 χρόνια με επιτόκιο
3% ετησίως, τότε η αξία του ανθρώπινου κεφαλαίου είναι η τιμή αυτή που προ­
κύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ποσού επί την παρούσα αξία της ράντας € 1
(present value o f annuity, PVA)15• Συγκεκριμένα, η παρούσα αξία ράντας €1 για
Τ έτη και r επιτόκιο (PVAi) υπολογίζεται ως1 6 :

ΕΛ
(1 + r)T - 1
PVA = -'-
-'"--
τ (8. 1 3)
τ, r r (1 + r)
ΣΔ
Για παράδειγμα για r=0,03 και t=45 έτη, η τιμή της PVA από τους αντίστοι­
χους χρηματοοικονομικούς πίνακες είναι 24,5 1 8Ί17• Άρα, η αξία της ανθρώπινη ς

ζωής είναι €245. 1 97 (= € 1 0.000 χ 24,5 1 87).


Γενικότερα, η μέθοδος χρησιμοποιεί τα καθαρά έσοδα και το άθροισμα του
κεφαλαίου που θα δημιουργούσε αυτό το επίπεδο εσόδων. Για παράδειγμα, αν
ΚΥ

υποθέσουμε ότι η απόδοση μιας επένδυσης είναι 3% ετησίως, τότε ένα κεφά­
λαιο € 1 00.000 θα είχε απόδοση €3 .000 ετησίως. Αντίστροφα, για να κερδίσουμε
€3 .000 ετησίως με 3% απόδοση ετησίως, απαιτεί επένδυση € 1 00.000. Στηριζό-
ΑΠ

15 Καθώς έχουμε σταθερά χρηματικά ποσά λαμβανόμενα ετησίως έχουμε μια ράντα (annuity).
Ως ράντα μπορούμε να ορίσουμε μια ακολουθία καταβολών ενός σταθερού ποσού για μια ορι­
σμένη χρονική διάρκεια (π.χ. 1 0 έτη με πληρωμές στο τέλος κάθε έτους).
16 Η μελλοντική αξία ράντας, όπου καταβάλλεται ένα ποσό R στο τέλος κάθε χρόνου για Τ έτη,

δ ίνεται από τον τύπο s =R


( 1 + r / - l . 'Εστω ότι PVA είναι η παρούσα αξία της ράντας. Τότε
r
, , (1 + r)T - 1 , , ,
ισχυει η σχεση PVA . (1 + r / = R οποτε λυνοντας ως προς PVA εχουμε:
r
(l + r)τ - 1
PVA = R Τ= R · P VAτ ,
r(l + r) ·

17 Salνatore ( 1 989) σελ. 266, Π ίνακας Β .4.


Κε φάλα ιο 8: Οικονομ ι κ ή Αξιολόγηση Π ερ ιβάλλοντος 423

μενοι στην ιδέα αυτή, η μέθοδος θεωρεί τη ζωή κάποιου, που κερδίζει €3 .000
ετησίως, να αξίζει € 1 00.000, όταν το επιτόκιο είναι 3%.18
Όμως, ο τρόπος υπολογισμού της αξίας της ζωής και οι βασικοί άξονες
εκτίμησής της δημιουργούν διάφορα προβλήματα και δυσκολίες στη μέτρηση.
Συγκεκριμένα, αν και τα ημερομίσθια αντανακλούν την οριακή παραγωγικό­
τητα κάθε εργαζόμενου, στην αγορά εργασίας εμφανίζονται ατέλειες αναφο­
ρικά με το φύλο, την οικογενειακή κατάσταση, το επίπεδο εκπαίδευσης και
διάφορους άλλους παράγοντες διαφοροποίησης της αμοιβής εργασίας. Επίσης,
από κοινωνικής σκοπιάς, ο ερευνητής πρέπει να λάβει υπόψη του την αξία του
υγιούς χρόνου που κερδίζεται και δεν πωλείται έναντι ημερομισθίου. Γεννάται
δηλαδή το πρόβλημα του πώς θα δώσουμε σκιώδεις τιμές ( shadow prices) στους
μη διαθέσιμους πόρους στην αγορά. Ένα τυπικό παράδειγμα του συγκεκριμένου
προβλήματος είναι αυτό της νοικοκυράς που επιστρέφει στη φροντίδα τωνπαι­

ΕΛ
διών της μετά από κάποια θεραπεία.
Από οικονομικής σκοπιάς, για να αποδώσουμε σκιώδεις τιμές στο χρόνο
του κάθε ατόμου υπάρχουν δύο κυρίως τρόποι. Ο πρώτος αποτιμά το χρόνο με
ΣΔ
το ημερομίσθιο που αποποιείται από την αγορά εργασίας. Βασίζεται στη θεωρία
του κόστους ευκαιρίας, σύμφωνα με την οποία η αξία της κατ' οίκον παραγω­

γής είναι τουλάχιστον ίση με εκείνη, την οποία θα απεκόμιζε η συγκεκριμέ­


νη νοικοκυρά στην αγορά εργασίας. Ομοίως και σύμφωνα με την προσέγγιση
του κόστους αντικατάστασης, το κόστος αντικατάστασης του ατόμου αυτού που
παράγει στο σπίτι, θα πρέπει να εκφραστεί ποσοτικά στο σπίτι με υπηρεσίες
ΚΥ

που προσφέρονται στην αγορά εργασίας, όπως ο καθαρισμός, η φύλαξη παιδιών


κ.λπ. (Drummond et al., 1 997).
ΑΠ

Οι επικρίσεις της μεθόδου του ανθρώπινου κεφαλαίου αναφέρονται στην


ασυμφωνία της με τις αρχές των Οικονομικών της Ευημερίας, καθώς δίνει μια
στενή άποψη των αποτελεσμάτων ενός επενδυτικού υγειονομικού προγράμμα­
τος ως προς τη χρησιμότητα, περιορίζοντας τις επιπτώσεις στην παραγωγικότη­
τα της εργασίας. Έτσι, η ηθική αποδοχή μιας μεθόδου που χρησιμοποιεί τους
ανθρώπους με τρόπο που η αξία τους αποδίδεται μόνο στην ικανότητά τους να
συνεισφέρουν οικονομικά στο σύνολο είναι υπό αμφισβήτηση. Επίσης, σύμφω­
να με τη μέθοδο αυτή η «οικονομική αξία» αυτών που δεν μπορούν να εργα­
στούν (π.χ. λόγω αναπηρίας) είναι μηδενική.
18 Θα πρέπει να τονιστεί ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ή μέθοδος αποτίμησης της ανθρώπινης
ζωής υποεκτιμά την πραγματική αξία, καθώς δ εν μπορεί να σταθμίσει τους ποικίλους ρόλους
που δ ιαδ ραματίζει κάθε άνθρωπος στη δ ιάρκεια της ζωής του. Απλά να σκεφτούμε τους ρόλους
του γονέα, του δασκάλου, του γιατρού, του φίλου, του συγγενή και τόσες άλλες ποιοτικές παρο­
χές κάθε ατόμου στη διάρκεια της ζωής του.
424 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Σύμφωνα με τα παραπάνω, αν θελήσουμε να μετρήσουμε την αξία των


ανθρώπινων ζωών που σώζονται από τη χορήγηση λόγου χάριν ενός αποτελε­
σματικότερου φαρμάκου, τότε ο υπολογισμός της αξίας της ζωής, βάσει της
παρούσας αξίας των αναμενόμενων ακαθάριστων κερδών, θεωρεί, όπως ειπώ­
θηκε, την ανθρώπινη ζωή, όπως κάθε άλλο φυσικό κεφάλαιο19• Αντίθετα, μπο­
ρούμε να υπολογίσουμε την αξία που προτίθενται να δώσουν τα άτομα αυτά στη
ζωή από τη χρήση ενός αποτελεσματικότερου φαρμάκου και το συνεπαγόμενο
αριθμό ζωών που αναμένεται να σωθούν. Δηλαδή, για να εκτιμήσουμε την αξία
που δίνει κάποιο άτομο στη μείωση του κινδύνου, πρέπει να βρούμε το μέγιστο
ποσό χρημάτων που προτίθεται να θυσιάσει (έστω Μ) για μια οριακή μείω­
ση στον κίνδυνο θανάτου. Για την κοινωνία στο σύνολό της, η κοινωνική αξία
(social νalue) μιας οριακής μείωσης του κινδύνου είναι η άθροιση όλων των
ατομικών οριακών τιμών (Σ11Μ) , ενώ η μέση οριακή τιμή για τα η άτομα σε
, δυνο ειναι
κιν , [ΣnMJn
.
ΕΛ
ΣΔ
Αν σε πληθυσμό η ατόμων η πιθανότητα θανάτου είναι Ρ 1 και αυτό αντιστοι­
χεί στο θάνατο ν1 ατόμων, τότε η μείωση της πιθανότητας Ρ1 σε Ρ2 αντιστοιχεί

ν
σε αναμενόμενο αριθμό ν2 θανάτων (με ν1>ν2 ). Αυτό συνεπάγεται ότι Ρι _l_ =

n
ν2
� - v
1
- v2
,
ΚΥ

και =
και η αλλαγή στην πιθανότητα θανάτου είναι όπου (ν 1-ν2 )
n n

ο αναμενόμενος αριθμός ζωών που σώζονται. Η τιμή αυτής της μείωσης στην
ΑΠ

πιθανότητα είναι η οριακή κοινωνική αξία της μείωσης του κινδύνου πολλαπλα­
σιασμένη με την αναμενόμενη μείωση κινδύνου, δηλαδή Σ"Μ( : ) Αυτό v
1
v
2
.

αναμένεται να σώσει (ν 1 -ν2 ) ζωές και η αξία μιας στατιστικής ζωής που σώζεται
είναι
Σ
-----
n ( �) Σ n Μ
Μ νι - ν 2
n
-
(8. 1 4)
n

19 Η βασική μας επιδίωξη είναι να δώσουμε χρηματική αξία στην ανθρώπινη ζωή στα πλαί­
σια μιας μελλοντικής ανάλυσης κόστους-οφέλους ή κόστους αποτελεσματικότητας. Μια τέτοια
ανάλυση είχε, έχει και θα έχει τις αντιπαραθέσεις της. Σημαντικά θέματα όπως, λόγου χάριν το
ποιον επιβαρύνει το κόστος παράτασης της ζωής ενός νεφροπαθούς για ένα έτος και με ποια
κριτήρια, είναι εκτός της επιχειρούμενης ανάλυσης.
Κεφάλαιο 8 : Ο ι κονομικ ή Αξιολόγηση Π εριβάλλοντος 425

Δηλαδή, η δεύτερη μέθοδος, αυτή των μελετών ενδεχόμενης αποτίμησης ζητά


από τους ερωτηθέντες να υποθέσουν την ύπαρξη μιας πραγματικής αγοράς για
κάποιο πρόγραμμα που σχετίζεται με την υγεία και να αποκαλύψουν το μέγιστο
ποσό που θα πλήρωναν για ένα τέτοιο πρόγραμμα.
Η τρίτη μέθοδος, αυτή των μελετών αποκαλυπτόμενης προτίμησης, ανα­
φέρεται στη συνάρτηση των ημερομισθίων και του κινδύνου από την ανάληψη
της εργασίας. Οι μελέτες αυτές διερευνούν τη σχέση μεταξύ συγκεκριμένων
κινδύνων για την υγεία και των ημερομισθίων που απαιτούν τα άτομα, για να
αποδεχθούν τις επικίνδυνες αυτές εργασίες. Η μέθοδος αυτή είναι σύμφωνη με
τις αρχές των Οικονομικών της Ευημερίας, εφόσον θεωρεί ότι οι ατομικές προ­
τιμήσεις αναφορικά με την αξία του αυξημένου (μειωμένου) κινδύνου για την
υγεία (π.χ. από ένα τραυματισμό) αποτελούν αντιστάθμισμα για την αύξηση
(μείωση) του εισοδήματος, το οποίο αντιπροσωπεύει κάθε άλλο εμπόρευμα που
ίσως να κατανάλωνε το άτομο.

ΕΛ
Ένα από τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι ότι βασίζεται σε πραγματικές
καταναλωτικές επιλογές, οι οποίες περιλαμβάνουν την αντιστάθμιση υγείας και
ΣΔ
χρημάτων, και όχι σε υποθετικά σενάρια και δηλώσεις προτίμησης. Επίσης, θα
λέγαμε ότι η μέθοδος αυτή αποτελεί την καλύτερη προσέγγιση της αξίας της

ανθρώπινης ζωής. Ταυτόχρονα μειονέκτημα της μεθόδου μπορεί να θεωρηθεί


ότι οι εκτιμημένες αξίες ποικίλουν και η εκτίμηση φαίνεται να αφορά κάποια
γενικά πλαίσια και θέσεις εργασίας. Επίσης, η διάκριση του κινδύνου σε υψηλό
και χαμηλό είναι δύσκολη και ίσως υποκειμενική. Τέλος δεν υπάρχει εμπεριστα­
ΚΥ

τωμένη εμπειρική υποστήριξη.


Η μέτρηση της μεθόδου αυτής γίνεται κυρίως είτε με την εξέταση καταστά­
ΑΠ

σεων, τις οποίες αντιμετώπισαν κάποιες ομάδες ανθρώπων και καταγραφή της
αντίδρασής τους είτε με τις πρόσθετες αμοιβές (premia). Για παράδειγμα, αν
οι εργασίες Α και Β είναι πανομοιότυπες αλλά οι εργαζόμενοι στην Α αντιμε­
τωπίζουν υψηλότερο ετήσιο κίνδυνο θανάσιμου τραυματισμού (ένας επιπλέον
εργασιακός θάνατος για κάθε 1 0.000 εργαζομένους στην Α σε σχέση με τη Β),
τότε συνεπάγεται μια πρόσθετη αμοιβή €500 (premium) για την Α. Άρα, η συνε­
παγόμενη αξία ζωής είναι €5 εκατ. για τους απασχολούμενους στη Β, οι οποίοι
παραιτούνται των €500 ετησίως έναντι 1 1 1 0.000 χαμηλότερου ετήσιου κινδύ­
νου (τροποποιημένο από Drummond et al. 1 997).
Ένα ακόμη πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα εξαγωγής της αξίας της ζωής
με βάση τη μέθοδο αυτή προέρχεται από τη μελέτη των Marin και Psacharopou­
los (1 982). Ο Πίνακας 8.3 παρουσιάζει ένα δείγμα επαγγελμάτων με υψηλό κίν­
δυνο θανατηφόρων ατυχημάτων στο χώρο εργασίας για άνδρες στην παραγωγι­
κή ηλικία (Αγγλία και Ουαλία).
426 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ Π ΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Πίνακας 8 . 3 : Δείγμα επαγγελμάτων με υψηλό κίνδυνο ατυχ ή ματος

Επάγγελμα Επιπ ρόσθετοι θ άνατοι


ετησίως / 1 .000 εργάτες

- Τεχνίτες εξαερισμού πλο ίων 0,52


- Π ιλότοι, μηχανικοί αεροσκαφών 0,26
- Ανθρακω ρύχοι 0,22
- Πυ ροσβέστες 0, 1 4
Πηγή: Marin και Psacharopoulos ( 1 982)

Η έρευνα έδειξε ότι τα ημερομίσθια θα είναι περίπου 20-25% υψηλότερα


για κάθε οριακή αύξηση στον κίνδυνο θανάτου από ατύχημα στο χώρο εργασίας
( 1 θάνατος / 1 .000 εργάτες). Αυτό συνεπάγεται ότι, καθώς το πρώτο επάγγελμα

ΕΛ
έχει δείκτη 0,52, τότε, αν τα μέσα έσοδα το 20 1 1 ήταν € 1 0.000 ετησίως, μια
αύξηση στους μισθούς 1 .000 τέτοιων εργατών κατά 20-25% δίνει μια συνολική
αύξηση στους μισθούς της τάξης των
ΣΔ
1 0.000 χ 1 .000 χ 0 , 2 € 2.000.000
=

1 0.000 χ 1 .000 χ 0,25 € 2.500.000


=

Η αύξηση αυτή των €2-€2,5 εκατ. ετησίως αντιπροσωπεύει την αύξηση


εξαιτίας της επιπρόσθετης ζωής (κατά μέσο όρο) που χάνεται ετησίως μεταξύ
ΚΥ

των μελών από τις ομάδες εργατών. Αυτό το κόστος αντιπροσωπεύει την «αξία
της ανθρώπινης ζωής». 20
ΑΠ

Ένας άμεσος υπολογισμός του συνολικού κόστους σε περίπτωση ασθένειας


εξαιτίας κάποιου (ή κάποιων) ρυπαντή (ρυπαντών) μπορεί να υπολογιστεί από
τη διαφυγούσα παραγωγικότητα του εργαζομένου τις ημέρες της νοσηλείας
(μέση παραγωγικότητα επί αριθμό ημερών νοσηλείας) συν τις δαπάνες νοση­
λείας.

20 Για να κρίνουμε, αν η κοινωνία στο σύνολό της ωφελείται (βελτιώνεται) από κάποιο πρό­
γραμμα στο χώρο της υγείας, δ ανειζόμαστε τους οικονομικούς όρους των Δημόσιων Οικονο­
μ ικών και διακρίνουμε την πραγματική και τη δυνητική κατά Pareto βελτίωση. Η πρώτη αφορά
τη βελτίωση της κατάστασης ενός ή περισσότερων ατόμων χωρίς επιδ είνωση της κατάστασης
κανενός. Η δεύτερη είναι γνωστή, όπως είδαμε και στο Κεφάλαιο 5, και ως κριτήριο των Kaldor
και H icks και βασίζεται στην ιδέα ότι μια πολιτική που δημιουργεί χαμένους και κερδισμένους
ως προς την ευημερία, ωφελεί την κοινωνία, αν οι κερδισμένοι μπορούν να αποζημιώσουν τους
χαμένους, χωρίς να επιδεινωθεί η κατάστασή τους μετά την αλλαγή. Είναι εμφανές ότι η αρχή
αυτή εγείρει ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης σχετικά με το ποιος κερδίζει και ποιος χάνει.
Κεφάλαιο 8: Ο ι κονο μικ ή Αξι ολόγηση Π ερ ι βάλλοντος 42 7

Ε ρωτήσε ι ς
1. Ορίστε την οικονομική αξιολόγηση του περιβάλλοντος.
2. Ποιες οι κατηγορίες των περιβαλλοντικών αξιών;
3. Συζητήστε την αξία χρήσης και τις διακρίσεις της.
4. Συζητήστε τη μη-χρηστική αξία και τις διακρίσεις της.
5. Συζητήστε την εγγενή αξία και την αξία ύπαρξης. Ποια κίνητρα οδηγούν
τους ανθρώπους να προσδίδουν στα περιβαλλοντικά αγαθά αξία ύπαρξης;
6. Συζητήστε την αξία μεταβίβασης.
7. Ορίστε αλγεβρικά τη συνολική αξία σε οικονομικούς όρους.

ΕΛ
8. Ποιες οι μέθοδοι της οικονομικής αξιολόγησης του περιβάλλοντος;
9. Συζητήστε τις έννοιες της πρόθεσης πληρωμής και της πρόθεσης αποδοχής
ΣΔ
αποζημίωσης.
1 Ο. Συζητήστε τη μέθοδο του κόστους ταξιδιού καθώς και τους πιθανούς εναλ­

λακτικούς τρόπους προσέγγισης ενός περιβαλλοντικού προβλήματος χρη­


σιμοποιώντας τις διάφορες παραλλαγές της μεθόδου κόστους ταξιδιού.
1 1 . Ποια τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα της μεθόδου κόστους
ΚΥ

ταξιδιού;
1 2 . Συζητήστε τη μέθοδο της έμμεσης ή ωφελιμιστικής τιμολόγησης.
ΑΠ

1 3 . Ποια τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα της μεθόδου έμμεσης


τιμολόγησης;
1 4. Συζητήστε τη μέθοδο καθώς και τα βήματα του σχεδιασμού της μεθόδου
της υποθετικής αγοράς.
1 5 . Συζητήστε τη μέθοδο του πειράματος επιλογής.

1 6 . Ποιες οι μέθοδοι διαμόρφωσης επιλογών;

1 7. Συζητήστε τις μεθόδους της υποθετικής ταξινόμησης και της σύγκρισης


κατά ζεύγη.
1 8 . Συζητήστε τη μέθοδο της υποθετικής βαθμολόγησης. Ποια τα βασικά
βήματα για τη διεξαγωγή της μεθόδου;
4 28 OIKONOMIKH ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

1 9. Συγκρίνετε τις προσεγγίσεις της υποθετικής αγοράς και των πειραμάτων


επιλογών.
20. Συζητήστε τις προσεγγίσεις που βασίζονται στην άμεση αγορά.
21. Συζητήστε τις μεθόδους της προσέγγισης δόσης-απόκρισης και της μείω-
σης ή μετριασμού της συμπεριφοράς.
22 . Συζητήστε τις μεθόδους που βασίζονται στο κόστος.
23 . Ποιες αρχές διέπουν την ανάλυση κόστους-οφέλους;
24. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα περιπτώσεων προστασίας του περιβάλλο­
ντος αιτιολογήστε ποια μέθοδο αποτίμησης θα προτείνατε.
25. Ποιες οι μέθοδοι αποτίμησης της αξίας της ανθρώπινης ζωής και ποια απ'
αυτές πιστεύεται ότι προσεγγίζει καλύτερα τη δύσκολη προσπάθεια απόδο ­

ΕΛ
σης μιας τέτοιας αξίας;
26. Αναπτύξτε τη μέθοδο του ανθρώπινου κεφαλαίου και συζητήστε πως αντι­
ΣΔ
μετωπίζεται η ανθρώπινη ζωή σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή.
27. Συζητήστε τις μεθόδους ενδεχόμενης αποτίμησης και αποκαλυπτόμενης

προτίμησης στην αποτίμηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής.


ΚΥ
ΑΠ

You might also like