ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ του Δημήτρη Χατζόπουλου (Μποέμ)

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 92

ΜΗΤΣΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΑ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΠΑΡΜΑ 2024
Πίνακας που απεικονίζει τον Δημ. Χατζόπουλο στο γραφείο
του, κοσμεί την αίθουσα της βιβλιοθήκης της ΕΣΗΕΑ.
(Ευχαριστώ θερμά την πρόεδρο Μαρία Αντωνιάδη που μου επέτρεψε την φω-
τογράφηση).
Μερικά λόγια για το συγγραφέα
Ο Δημήτριος Χατζόπουλος είχε την ατυχία να είναι αδελφός του Κω-
σταντίνου, και το απλό αυτό γεγονός στάθηκε ικανό να επισκιάσει την
όλη του συγγραφική καριέρα. Είχε όλα τα προσόντα του επιτυχη-
μένου διανοούμενου της εποχής, ήταν εύστροφος, γλαφυρός, πολυ-
μαθής, καλλιεργημένος υπέρ του δέοντος, πολύγλωσσος, πολυγρα-
φότατος, δανδής στα νιάτα του, περίεργος για οποιαδήποτε καινοτο-
μία στο χώρο της τέχνης, της πολιτικής και του πολιτισμού, και όμως
θεωρήθηκε και θεωρείται συγγραφέας δεύτερης επιλογής. Πιθανώς
γιαυτό να έφταιξε το γεγονός ότι άφησε λίγα βιβλία, αρκετές μετα-
φράσεις και πάρα πολλά -χιλιάδες- χρονογραφήματα, άρθρα και
ανταποκρίσεις. Στην εποχή του ήταν πολύ γνωστός και αγαπητός,
ακόμη και στον απλό κόσμο, μια και ασχολήθηκε με την επικαιρότη-
τα, πράγμα που όταν εξέλειπε τον έριξε στη λήθη. Στο μέτρο του δυ-
νατού προσπαθώ να γεμίσω αυτό το κενό, δημοσιεύοντας κείμενα
του που έχουν λησμονηθεί.
Ο Δημήτριος/Μήτσος Χατζό πουλος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1872,
γιος του Ιωάννη Χατζό πουλου και της Θεοφάνης Στάικου , ήταν ο
μικρότερος αδερφός του Κωνσταντίνου Χατζό πουλου (τα άλλα
αδέλφια ήταν η μεγαλύτερη αδερφή του Αλεξάνδρα και τέσσερα μι-
κρότερα αδέρφια, ο Γεώργιος , η Ασ πασία , ο Ζαχαρίας και ο Αγα-
μέμνονας) (1).
Στο Αγρίνιο τελείωσε το δη μοτικό σχολείο . Φοίτησε στο Γυ μνάσιο
του Μεσολογγίου ενώ τέλειωσε το Λύκειο στην Κέρκυρα ( 2). Στη συ-
νέχεια έφυγε για την Αθήνα , ό που παρακολούθησε μαθή ματα στην
αρχιτεκτονική σχολή του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου , στη
Φιλοσοφική και τη Νομική σχολή του Πανε πιστη μίου Αθηνών (3).
Συνέχισε τις σπουδές φιλολογίας , αισθητικής και κοινωνιολογίας
στη Γερμανία (4), ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι σ πούδασε και σε
άλλες ευρωπαϊκές χώρες (5). Στο εξωτερικό έζησε για πάνω α πό

1 Ιστοσελίδα Εθνικού Κέντρου Βιβλίου – Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών – Χατζόπου-


λος Δημήτριος
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=412
2 Βλ. Ιστοσελίδα Εθνικού Κέντρου Βιβλίου … Χατζόπουλος Δημήτριος
3 Βλ. Ιστοσελίδα Εθνικού Κέντρου Βιβλίου … Χατζόπουλος Δημήτριος
4 “Η Νέα Εποχή” – Εφημερίδα του Αγρινίου στο διαδίκτυο - Κυριακή 4 Μαρτίου
2018 - Δημήτριος (Μήτσος) Χατζόπουλος
http://www.epoxi.gr/persons33.htm
5 Βλ. Ιστοσελίδα Εθνικού Κέντρου Βιβλίου … Χατζόπουλος Δημήτριος

-5-
δέκα χρόνια (6).
Όντας πνεύμα ανήσυχο, σύντομα στράφηκε στη λογοτεχνία και επι-
δόθηκε στη συγγραφή αλλά και τη δημοσιογραφία, όπου διακρίθηκε
κυρίως ως χρονογράφος και συνεργάστηκε με όλες σχεδόν τις αθη-
ναϊκές εφημερίδες.
Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1890 με
τη δημοσίευση του αυτοβιογραφικού διηγήματος “Τα πρώτα δάκρυα”
στο περιοδικό “Εικονογραφημένη Εστία” (7), ενώ την ίδια περίοδο συ-
νεργάστηκε επίσης με το περιοδικό “Παρνασσός” (8). Στην εφημερίδα
“Άστυ“ της Αθήνας την περίοδο 1893 και 1894 δημοσίευσε τις “Συνε-
ντεύξεις με τους λογίους μας” (9) (10) και τα πρωτοπόρα - και πρω-
τάκουστα για την εποχή – άρθρα για τα ανθυγιεινά επαγγέλματα και
τις άθλιες συνθήκες εργασίας των εργατών (11)(12). Ήταν εκδότης, από
το το 1896 μέχρι το 1900, του χιουμοριστικού περιοδικού «Ημερο-
λόγιον του ποδόγυρου»(13).
Tο 1901 με το Γιάννη Καμπύση εξέδωσε το περιοδικό «Διόνυσος» (14),
που συνέχισε την προσπάθεια του περιοδικού «Τέχνη», το οποίο
εξέδιδε την περίοδο 1898-99 ο αδερφός του Κώστας Χατζόπουλος.
Στο “Διόνυσο” δημοσιεύτηκαν αξιόλογα κείμενα των σύγχρονων τότε
Ευρωπαίων λογοτεχνών και ποιητών φέρνοντας σε επαφή την ευρω-
παϊκή λογοτεχνία με την ελληνική.
Στην πεζογραφία, εκτός από τα χρονογραφήματα που δημοσιεύτηκαν
σε όλες σχεδόν τις εφημερίδες της εποχής του, έγινε γνωστός με τα
ηθογραφικού χαρακτήρα ”Αγριολούλουδα” (1894) (15) και τις ”Ντόπιες
6 Αθηναίος [= Δημ. Χατζόπουλος ] “Αττική”, εφ. “Εμπρός”, 10.3.1927
7 Βλ. “Η Νέα Εποχή” Δημήτριος (Μήτσος) Χατζόπουλος
8 Βλ. Ιστοσελίδα Εθνικού Κέντρου Βιβλίου … Χατζόπουλος Δημήτριος
9 Βλ. Ιστοσελίδα Εθνικού Κέντρου Βιβλίου … Χατζόπουλος Δημήτριος
10 The Athens Review of Books Αθηναϊκή Επιθεώρηση του Βιβλίου - Δημήτρης Χα-
τζόπουλος - Συνεντεύξεις του Παπαδιαμάντη, Ροΐδη, Παλαμά, Ψυχάρη, Πα-
ράσχου, Καρκαβίτσα, Βλάχου, Κρυστάλλη, Σουρή, Μητσάκη και Ξενόπουλου.
https://athensreviewofbooks.com/arxeio/teyxos82/author/972-
dhmhtrhschatzopoylosmpoem
11 Το Διάλειμμα - Ιστοσελίδα 3ου Γυμνασίου Γλυφάδας Τετάρτη, 27 Απριλίου 2016
– Δημήτριος (Μήτσος) Χατζόπουλος (Μποέμ) “Ντόπιες Ζωγραφιές”
https://to-dialeimma2.blogspot.com/2016/04/blog-post_27.html
12 Δημ. Χατζόπουλος “Πάσχα στην Αράχωβα” Ακρόπολις, 08 Απριλίου 1934.
https://arahova-pansion.gr/arachova-pasha
http://rakopolio.blogspot.com/2013/04/blog-post_30.html
13 Βλ. Ιστοσελίδα Εθνικού Κέντρου Βιβλίου … Χατζόπουλος Δημήτριος
14 Βλ. Ιστοσελίδα Εθνικού Κέντρου Βιβλίου … Χατζόπουλος Δημήτριος
15 Βλ. “Η Νέα Εποχή” Δημήτριος (Μήτσος) Χατζόπουλος

-6-
Ζωγραφιές” (1896) (16) (17). Στα βιβλία αυτά καταχωρούνται θέματα
παρμένα από την ελληνική ζωή της εποχής, εστιασμένα πιο πολύ στην
ελληνική ύπαιθρο.
Σαν δημοσιογράφος, συνεργάστηκε με τις αθηναϊκές εφημερίδες
«Εμπρός», «Καιροί», «Νέα Ελλάς», «Η Καθημερινή», «Σκριπ», «Χρόνος»,
«Εσπερινή», «Ανεξάρτητος», «Ακρόπολις» και άλλες (18) (19), στις οποίες
υπέγραφε με διάφορα ψευδώνυμα: «Μποέμ», «Συμπολίτης», «Δια-
βάτης», «Πολυντώρ», «Πεζοπόρος», «Αθηναίος». Δημοσίεψε άρθρα,
ανταποκρίσεις από το εξωτερικό, συνεντεύξεις, χρονογραφήματα και
ταξιδιωτικά κείμενα. Συνολικά έγραψε γύρω στις 15,000 άρθρα και χρο-
νογραφήματα που περιμένουν ακόμη να σταχυολογηθούν.
Ξεκινώντας από το 1919 στην εφημερίδα “Εμπρός” με το ψευδώνυμο
«Πεζοπόρος» (αλλά αργότερα και σε άλλες εφημερίδες) άρχισε να επι-
κεντρώνει το ενδιαφέρον του σε ένα νέο για την Ελλάδα είδος δη μο-
σιογραφίας, το ταξιδιωτικό χρονογράφημα. Υπήρξε από τους πρωτο-
πόρους της φυσιολατρίας, της περιήγησης και της πεζοπορίας στην
Ελλάδα, στα κείμενα του περιέγραψε με γλαφυρό και πρωτότυπο
τρόπο γνωστά, άγνωστα και απρόσιτα τοπία και αρχαιολογικούς
χώρους της χώρας μας. Οι περιηγήσεις του Δημ. Χατζόπουλου κάλυ-
ψαν μεγάλες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας, της Ευ-
βοίας, της Πελοποννήσου και των νησιών. Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον
έδειξε για τα τοπία της Αττικής (20). Από καφενόβιος, συνηθισμένος
στην καθιστική ζωή (21) μετατράπηκε σε οδοιπόρος, ορειβάτης, νυχτε-
ρινός διαβάτης, εξερευνητής, φωτογράφος, καταφεύγοντας σε σπη-
λιές, απρόσιτες παραλίες, αναγνωρίζοντας αρχαία μνημεία, ακούγο-
ντας τοπικές παραδόσεις και καταγράφοντας δοξασίες των περίοι-
κων (22). Η Σοφία Γκλιάτη - Χασιώτη στο βιβλίο της «Μεσόγεια και
Λαυρεωτική, έναν αιώνα πριν: Ο Δημήτρης Χατζόπουλος πεζοπορεί

16 Βλ. “Η Νέα Εποχή” Δημήτριος (Μήτσος) Χατζόπουλος


17 Βλ. “Το Διάλειμμα” Δημήτριος (Μήτσος) Χατζόπουλος (Μποέμ)
18 Βλ. Ιστοσελίδα Εθνικού Κέντρου Βιβλίου … Χατζόπουλος Δημήτριος
19 Βλ. “Η Νέα Εποχή” Δημήτριος (Μήτσος) Χατζόπουλος
20 “Ο Δ. Χατζόπουλος, «Πεζοπόρος» στην Πάρνηθα”, διάλεξη του Λεωνίδα Κουρή,
μεταλλειολόγου, πρώην Νομάρχη Ανατολικής Αττικής στην 5η Συνεδρίαση του
δέκατου Συμπόσιου της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας Αχαρνών -21 Οκτω-
βρίου 2010 – Δεύτερη ημέρα.
https://eleftherovima.wordpress.com/2011/11/01/
https://eleftherovima.files.wordpress.com/2011/11/
cebbceb5cf89cebdceb9ceb4ceb1cf83-cebd-cebacebfcf85cf81ceb7cf83-cebcceb5-
cf84cebfcebd-cf80ceb5ceb6cebfcf80cf8ccf81cebf-cf83cf84ceb7cebd.pdf
21 Δημήτρης Χατζόπουλος, «Καφενείον και Ποίησις», εφημερίδα “Εμπρός”, 25 Φε-
βρουαρίου 1920

-7-
και γράφει» αναφέρει ότι μόνο για την Αττική έγραψε 1400 ταξιδιωτι-
κά χρονογραφήματα (23).
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διορίστηκε επιθεωρητής γεωργικής
διαφωτίσεως στη νεοσύστατη Αγροτική Τράπεζα (24) όπου έγραψε
εκθέσεις και μελέτες για τα διάφορα γεωργικά διαμερίσματα της
χώρας (25) και απομακρύνθηκε κάπως από τη συγγραφική δραστη-
ριότητα, παρόλο που συνέχισε με τη δημοσιογραφία (26) (27). Πέθανε
αιφνίδια το Σεπτέμβρη του 1936 στις Σέρρες, κατά τη διάρκεια περιο-
δείας στη Βόρειο Ελλάδα (28) (29).
Το συγγραφικό έργο του Δη μήτριου Χατζό πουλου το ποθετείται
στην ελληνική παραγωγή του τέλους του δεκάτου ενάτου αιώνα
και των πρώτων δεκαετιών του εικοστού . Με ση μείο εκκίνησης το
δημοτικισμό του Ψυχάρη και τις ηθογραφικές αναζητήσεις της γε-
νιάς του ’80 ο Χατζόπουλος οδηγήθηκε στη συνέχεια σε μια γλωσ-
σική αναδίπλωση στο χώρο της καθαρεύουσας και έστρεψε το θε-
ματικό και αφηγηματικό προβλη ματισ μό του στο χώρο της σύγ-
χρονής του ευρωπαϊκής λογοτεχνίας με ε πιρροές α πό τα ρεύ ματα
του νατουραλισμού, του αισθητισ μού , του συ μβολισ μού , α πό τη φι-
λοσοφία του Νίτσε και αργότερα α πό την πολιτική θεωρία του σο-
σιαλισμού, την οποία και ασ πάστηκε - πιθανώς ε πηρεασ μένος και
από τον αδελφό του Κώστα - κατά τη διάρκεια του μακρόχρονης
περιήγησης του στη Γερ μανία και στην Σκανδιναβία (30).
Άγνωστη και παραμελημένη παραμένει ακόμη και σήμερα η ανάμειξη

22 Έφη Φαλίδα “Το Βρωμοπούσι, το Βρωμοπήγαδο και η Λαυρεωτική έναν αιώνα


πριν” εφημερίδα “Τα Νέα” 11 Δεκεμβρίου 2020 – Κριτική παρουσίαση του βιβλί-
ου της Σοφίας Γκλιάτη - Χασιώτη «Μεσόγεια και Λαυρεωτική, έναν αιώνα πριν: Ο
Δημήτρης Χατζόπουλος πεζοπορεί και γράφει» εκδόσεις Άλφα-Ωμέγα 2020.
https://www.tanea.gr/2020/12/11/people/to-vromopousi-to-vromopigado-kai-i-
layreotiki-enan-aiona-prin/?fbclid=IwAR1AyXj5Wr2ex0iY91NEXMHbk0qZL-
horSK20bYLpuLABsL7ggkzV546mKM
23 Βλ. Έφη Φαλίδα “Το Βρωμοπούσι, ...”
24 Βλ. “Η Νέα Εποχή” … Δημήτριος (Μήτσος) Χατζόπουλος
25 Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ηλίου – Δημήτριος Χατζόπουλος
26 “Η Νέα Εποχή” – Εφημερίδα του Αγρινίου στο διαδίκτυο: Πρωτοσέλιδο της εφη-
μερίδας του Αγρινίου "ΤΟ ΦΩΣ" (19-3-1933) όπου περιέχεται το χρονογράφημα
“Άνοιξη” του Δημ. Χατζόπουλου
http://www.epoxi.gr/News1951-1967/ΤΟ%20ΦΩΣ%2019-3-1933.htm
http://www.epoxi.gr/scriptum192.htm
27 Βλ. Δημ. Χατζόπουλος “Πάσχα στην Αράχωβα” ...
28 Βλ. Ιστοσελίδα Εθνικού Κέντρου Βιβλίου … Χατζόπουλος Δημήτριος
29 Βλ. Λεωνίδας Κουρής, “Ο Δ. Χατζόπουλος, «Πεζοπόρος» στην Πάρνηθα” ...
30 Βλ. Ιστοσελίδα Εθνικού Κέντρου Βιβλίου … Χατζόπουλος Δημήτριος

-8-
του στην πολιτική και τoν συνδικαλισμό.
Το 1910 στο Βερολίνο δραστηριοποιήθηκε στον εργατικό σύνδεσμο
«Πρόοδος» και έδωσε διαλέξεις για το σοσιαλισμό και το συνδικαλι-
σμό (31). Όταν το 1911 ο Ν. Γιαννιός πρότεινε στον Κώστα Χατζόπουλο
να επανέλθει στην Ελλάδα για να τεθεί επικεφαλής του Σοσιαλιστικού
Κέντρου Αθήνας, αυτός του αντιπρότεινε τον αδελφό του Δημήτρη
και έτσι ο Δ. Χατζόπουλος συμμετείχε στο Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθή-
νας (Σ.Κ.Α.) ως ιδρυτικό μέλος (32)(33). Σύντομα διαφώνησε και ηγήθη-
κε της Σοσιαλιστικής Συνδικαλιστικής Οργάνωσης, που τα μέλη της
“δε θέλανε πολιτική δράση και προπαγάνδιζαν μόνον την επαγγελμα-
τική οργάνωση”, όπως σημειώνει ο Γ. Κορδάτος (34). Στην ομάδα αυτή
μετείχαν την εποχή εκείνη ο Σπ. Μελάς, ο Ηρ. Αποστολίδης, ο Αρ. Αρ-
βανίτης κ.α. (35). Ο Κώστας Φωτεινάκης στην ιστοσελίδα “Οικοπόλις”
σε μία ανάρτησή του αναφέρει ότι “... ο Δ. Χατζόπουλος θεωρείται ο
βασικότερος εισηγητής των αναρχοσυνδικαλιστικών ιδεών στην Ελ-
λάδα” (36). Ο Δημήτρης Χατζόπουλος ήρθε λοιπόν σε ρήξη με τον
αδελφό του Κώστα, ο οποίος καλλιεργούσε την ιδέα της πολιτικής ορ-
γάνωσης των εργαζομένων μαζών κατά τα γερμανικά σοσιαλδημο-
κρατικά πρότυπα, αν και η ρήξη αυτή ποτέ δεν ήταν δημόσια ( 37). Από
τον Απρίλη μέχρι το Σεμπτέμβρη του 1912 δημοσίεψε στην εφημερίδα
«Καιροί» μία σειρά από 28 (!) εκτενέστατα άρθρα για τα “κοινωνικά
ζητήματα” όπου ανέλυσε όλες τις σοσιαλιστικές θεωρίες της εποχής με
πνευματώδη και ευχάριστο τρόπο. Αργότερα βέβαια απομακρύνθηκε
από τις σοσιαλιστικές ιδέες (38), μένοντας πάντοτε ένας ελεύθερα σκε-
31 “Ο Δημήτρης Χατζόπουλος και η Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Οργάνωση” ανάρ-
τηση στην ιστοσελίδα anarkismo.net 3/7/2010
http://www.anarkismo.net/article/17001
32 Βλ. Λεωνίδας Κουρής, “Ο Δ. Χατζόπουλος, «Πεζοπόρος» στην Πάρνηθα” ...
33 Βλ. “Ο Δημήτρης Χατζόπουλος και η Σοσιαλιστική…”
34 Βλ. Λεωνίδας Κουρής, “Ο Δ. Χατζόπουλος, «Πεζοπόρος» στην Πάρνηθα” ...
35 Βλ. Λεωνίδας Κουρής, “Ο Δ. Χατζόπουλος, «Πεζοπόρος» στην Πάρνηθα” ...
36 “Ο Δημήτρης Χατζόπουλος περιγράφει: Όρος Αιγάλεω - Ποικίλο, αρχαίο ΔΕ-
ΜΑΣ, Βοσκούς και σπήλαια το έτος 1922”, ανάρτηση όπου περιέχεται το άρθρο
“Το «Δέμα» του Αιγάλεω”, Εμπρός, Ημερησία εθνική εφημερίς, Τετάρτη 23 Νο-
εμβρίου 1922. Επεξηγήσεις – Σημειώσεις του Κώστα Φωτεινάκη
Ιστοσελίδα Οικοπόλις - Οικολογικός Πολιτιστικός Σύλλογος Χαϊδαρίου Παρα-
σκευή 16 Ιουλίου 2010
http://xpolis.blogspot.com/2010/07/1922.html
37 Βλ. “Ο Δημήτρης Χατζόπουλος και η Σοσιαλιστική…”
38 Παπαντωνίου Ζαχαρίας, «Δημ. Χατζόπουλος – Μποέμ», Νέα Εστία 236,
15/10/1936 “… γύρισεν από την Γερμανία του Κάϊζερ – αντικείμενα μιά φορά του
θαυμασμού του και τα δυό – συνδικαλιστής, κήρυκας της action directe. Την πί-
στη του αυτή τη γκρέμισε κι’ εμφανίστηκεν υποστηρικτής των αστών. Κι’ αυτή τη

-9-
πτόμενος διανοούμενος που κατάφερνε να γράφει σε βενιζελικές αλλά
και φιλοβασιλικές εφημερίδες χωρίς να έχει προβλήματα με τις
απόψεις που εξέφραζε.
Τον Δεκέμβριο του 1914 ηγήθηκε ομάδας δημοσιογράφων που ίδρυ-
σαν την “Ένωση και το Ταμείο Αλληλοβοηθείας των Συντακτών”. Συμ-
μετείχε στην πρώτη διοικούσα επιτροπή και στη συνέχεια στις διοική-
σεις της Ενώσεως Συντακτών για αρκετά χρόνια (39).

Πεζογραφήματα
«Αγριολούλουδα», Αθήνα, τυπ. Εστία, 1894,
«Ντόπιες ζωγραφιές» Αθήνα, τυπ. Αναστασίου Τρίμη, 1896,
«Διηγήματα του ποδόγυρου» Αθήνα, τυπ. Μιχαήλ Γ.Σαλίβερου, 1899,
«Οι Γαριβαλδίνοι και η μάχη του Δρίσκου» Αθήνα, Φέξης, 1914.

Μεταφράσεις
Δεν έχει γίνει ποτέ προσπάθεια σταχυολόγησης και ταξινόμησης των
κειμένων που έχει μεταφράσει ο Δημ. Χατζόπουλος. Ο πενιχρός κα-
τάλογος που ακολουθεί δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ενδεικτικός .
- «Το κρεββάτι» του Guy de Maupassant στην εφημερίδα “Σκριπ” της
Δευτέρας 25 Δεκεμβρίου 1895.
- «Ο Κορμός» του Octave Mirbeau στην εφημερίδα “Σκριπ” της Κυρια-
κής 7 Ιανουαρίου 1896.
- «Τα νερένια μάτια» του Rémy de Gourmont, περιοδικό “Διόνυσος”,
τεύχος 1, 1901.
- «Μιά προσευχή» ποίημα του Francis Jammes, “Διόνυσος”, τεύχος 1,
1901.
- «Ο θρίαμβος εις το σκότος» του Καμίλλου Μωκλαίρ, “Διόνυσος”,
τεύχος 2, 1901.
- «Αι φευγαλέαι» / «Θερινή βραδυά» του Rémy de Gourmont,
“Διόνυσος”, τεύχος 3, 1901.
- «Αι επτά πριγκήπισσαι» του Μωρίς Μάτερλινγκ, “Διόνυσος”, τεύχος
3, 1901.
- «Μετεμψύχωσις» του Roger Le Brun “Διόνυσος”, τεύχος 3, 1901.
- «Ο παράδεισος»/ «η πίπα», / «Αι δύο μεγάλαι ηθοποιοί» του Fran-
cis Jammes, “Διόνυσος”, τεύχος 4, 1901.
- «Η αλληλογραφία του Ροβέρδου Λουδοβίκου Στήβενσον», “Διόνυ-

γκρέμισε. Μιά πίστη του έμεινε στο τέλος, η φύσις. ”


39 Βλ. Λεωνίδας Κουρής, “Ο Δ. Χατζόπουλος, «Πεζοπόρος» στην Πάρνηθα” ...

- 10 -
σος”, τεύχος 4, 1901.
- «Η περιπέτεια του μικρού Αρμένιου χωριάτη» του Α.Τσομπανιάν
“Διόνυσος”, τεύχος 4, 1901.
- «Βραχυλογίαι» / «Οι φυγόστρατοι» του Μακ Κίνλεϋ – Γκζολγκολζ,
“Διόνυσος”, τεύχος 4, 1901.
- «Η χαρά που περνά» του Σαντιάγκο Ρυσινόλ “Διόνυσος”, τεύχος 5,
1901.
- «Ο Δον Αλόνσο Ραμιρές» του Μυλτατύλι (=E.Dowes Dekker),
“Διόνυσος”, τεύχος 5, 1901.
- «Η μαγεμένη λίμνη» του Edward Jelink, “Διόνυσος”, τεύχος 6, 1901.
- «Μικρά αινίγματα» του Λουδοβίκου Κούπερους, “Διόνυσος”, τεύχος
6, 1901.
- «Η χαρούμενη επιστήμη» του Φρ. Νίτσε, “Διόνυσος”, τεύχος 8, 1902.
- «Η αυγή» / «Σκέψεις επί των ηθικών προλήψεων» του Φρ. Νίτσε,
“Διόνυσος”, τεύχος 9, 1902.
- «Η γέννησις της τραγωδίας» του Φρ. Νίτσε, “Διόνυσος”, τεύχος 9,
1902.
- «Laboremus» του Bjørnstjerne Bjørnson, “Διόνυσος” τεύχος 10,
1902.
- «Πρώτη νύκτα του γάμου» / «Γολγοθάς» του Luigi Pirandello, Αθή-
να, 1903
- «Ο Επαναστάτης» του Λεωνίδα Ανδρέϊεφ, δημοσιευμένο σε τέσσερες
συνέχειες στην εφημερίδα “Πατρίς” στα φύλλα της 12/13/14/15 Ιουνί-
ου 1916.
- «Βικτώρια - Η ιστορία ενός έρωτος» και «Υπό τα φθινοπωρινά
άστρα» του Knut Hamsun, εκδόσεις Άγκυρα, 1916.
- «Ισχυρός ως ο θάνατος» του Guy de Maupassant, Αθήνα, Γ.Ι. Βασι-
λείου, (Βιβλιοθήκη Εκλεκτά Έργα, αρ.112) 1925.
- «Θα με θυμηθείς - Οι σαλτιμπάγκοι (Οι τέσσερες διαβόλοι» του
Herman Bang, Αθήνα, εκδόσεις Άγκυρα.

- 11 -
Στην ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου – Αρχείο Ελλήνων Λο-
γοτεχνών – Χατζόπουλος Δημήτριος προτείνεται η εξής βιβλιογραφία:

http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?
cpage=NODE&cnode=461&t=412

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
• Άγρας Τέλλος, «Χατζόπουλος Δημήτριος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυ-
κλοπαίδεια 24. Αθήνα, Πυρσός, 1934.
• Βαλέτας Γιώργος, «Χρονικά της νέας ελληνικής λογοτεχνίας - Κρυ-
στάλλης και Μποέμ», Νέα Εστία 237, 1/11/1936, σ.1529-1531.
• Γιάκος Δημήτρης, «Χατζόπουλος Δημήτριος», Μεγάλη Εγκυκλοπαί-
δεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
• Γκόλφης Ρήγας, «Ψυχάρης και Μποέμ», Νέα Εστία 237, 1/11/1936,
σ.1525-1526.
• Καρβέλης Τάκης, «Δημήτριος Χατζόπουλος», Η παλαιότερη πεζο-
γραφία μας˙ Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι’
(1900-1914), σ.50-66. Αθήνα, Σοκόλης, 1997.
• Παπαντωνίου Ζαχαρίας, «Δημ. Χατζόπουλος – Μποέμ», Νέα Εστία
236, 15/10/1936, σ. 1406-1409.
• Φορτούνιο [ = Σπύρος Μελάς ], «Ο αλησμόνητος Μποέμ», Ελεύθερον
Βήμα, 30/9/1936.
• Χάρης Πέτρος, «Δημήτριος Χατζόπουλος», Νέα Εστία 235, 1η/
10/1936, σ.1375.

Γιάννης Χατζόπουλος
Πάρμα, Απρίλης 2024

https://xatzopoyloi.blogspot.com/

- 12 -
Ο Μήτσος Χατζόπουλος το 1896

- 13 -
Ο ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Σε ένα από τα τελευταία άρθρα της περιόδου “Πεζοπόρος” - ”Αθηναί-
ος” με τον κάπως αποπροσανατολιστικό τίτλο ”Αττική”, ο Δημ. Χα-
τζόπουλος κάνει ένα απολογισμό του όλου έργου του, εξηγώντας με
λεπτομέρειες την πορεία που τον οδήγησε στην “τοπογραφική - φυ-
σιολατρική” - όπως την ονομάζει ο ίδιος- αρθρογραφία. Ξενίζει το γε-
γονός της παντελούς έλλειψης οποιασδήποτε αναφοράς στην ιδιαίτε-
ρη πατρίδα του συγγραφέα, το Αγρίνιο. Πράγματι στο άρθρο γράφει
ότι “... τα πρώτα μου παιδικά χρόνια διήλθον εις την Κέρκυραν...”, ενώ
στην πραγματικότητα στην Κέρκυρα έφτασε στα χρόνια του λυκείου,
κάθε άλλο παρά παιδί λοιπόν. Πιθανώς να είναι και αυτή μία από τις
ηθελημένες ανακρίβειες για τις οποίες μιλάει στο άρθρο.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΦΥΣΙΝ


ΑΤΤΙΚΗ
Αρχίζουν τα εαρινά πικ-νικ, τα τόσον προσφιλέστατα εις τους
αθηναίους και τας αθηναίας από μακρότατα χρόνια. Όλαι αι
αθηναϊκαί εξοχαί έχουν την ιστορίτσαν των. Την ενθυμούνται
πολλοί και πολλαί. Γέροι και γρηούλαι την αφηγούνται, την
ανευρίσκει επίσης έκαστος εις τας παιδικάς του αναμνήσεις,
αλλά και την διαβάζει εις όσας ολίγας περιγραφάς ξένων περι-
ηγητών έχομεν από του προπαρελθόντος αιώνος. Αίφνης μας
αναφέρει αρκετά ο Τσάντλερ περί της αθηναϊκής φυσιολα-
τρείας (18ος αιών.) Και επί τουρκοκρατίας εξέδραμον οι αθη-
ναίοι οικογενειακώς εις τας εξοχάς την Κυριακήν, τας εορτάς.
Τούτο εφηρμόζετο καθ’όλην την Ελλάδα. Εκ των ευρυτάτων
τοπογραφικών μελετών μου επί έτη εκράτησα σημειώσεις επί
του θέματος. Είνε γοητευτικά ανέκδοτα, αφελείς αφηγήσεις
καλού φυσιολατρικού βίου. Αείποτε δε συνήθιζον οι εκδρομείς
εις τας εξοχάς να φέρουν φαγητά μαζί των και να ψήνουν οβε-
λίας εις τα δάση, εις τα όρη, παρά πηγάς, όπου εκοιμούντο,
ανεπάυοντο, ετραγουδούσαν, εχόρευον. Σώζονται και σχετικά

- 14 -
θελκτικά σκίτσα χρονολογούμενα προ διακοσίων ετών. Η φυ-
σιολατρεία εις την Αττικήν και την λοιπήν Ελλάδα ανέχει,
λόγω προαιωνίων παραδόσεων, και φυσιολατρικόν χαρακτή-
ρα. Έχω συγκεντρώσει παρόμοια στοιχεία από των ομηρικών
χρόνων μέχρι των χθεσινών και αν ποτέ μου ήτο δυνατόν να
εύρω καιρόν θα έγραφον ενδιαφέρουσαν μονογραφίαν περί
φυσιολατρείας εις τον τόπον μας. Την άνοιξην και το θέρος
καθ’όλην την Ελλάδα με ιδιαιτέραν αγάπην μεταβαίνουν κάθε
Κυριακήν και εορτήν ομάδες εις εκδρομήν παρά πηγήν, εις
δάση, εις εξωκκλήσια, εις ρεματιάς, εις ακτάς και ψήνουν
αμνόν. Οι νέοι και αι νέαι περιπατούν περί τα πέριξ. Παναρ-
χαιοτάτη η φυσιολατρεία αύτη. Την ήσκησα επίσης ως άτομον
ανήκον εις το κοινωνικόν περιβάλλον. Και ενθυμούμαι ποία
ζωηρωτάτη εκδρομική, φυσιολατρική κίνησις υπήρχεν εις τας
Αθήνας. Ο Υμηττός, η Χελιδονού, ο Κοκκιναράς, το Πεντελι-
κόν, η Πάρνης (ολιγώτερον) εγέμιζον τας Κυριακάς και εορ-
τάς από χιλιάδας αθηναίων και πειραιέων. Επίσης το Δαφνίον,
ο Σκαραμαγκάς, το Πέραμα. Ομοίως τα χωρία της Μεσογαί-
ας, του Θριασίου, χάρις εις την σιδηροδρομικήν συγκοινωνίαν.
Αμαρούσιον δε και Κηφισία, Ηράκλειον και Χαλάνδριον, Βου-
λιαγμένη μετεβάλλοντο εις εμποροπανηγύρεις. Αείποτε
ελάτρευε, όπως και επόθει ο λαός τον αέρα, το φώς, τον ήλιον,
το ύδωρ, την πηγήν, το λουτρόν. Ποίος παλαιός αθηναίος και
ποία παλαιά αθηναία δεν ενθυμούνται όλα αυτά. Έχομεν και
το βιβλίο του ιατρού κ. Μιχαλέα. Και πόσαι εκλεκτικώταται
καθημεριναί εκδρομαί, ομαδικαί διαδρομαί, φαιδρά πικ-νικ
εγίνοντο τότε με αφέλειαν, με ειλικρίνειαν, χωρίς κανένα
στόμφον και χωρίς καμμίαν επίδειξιν, χωρίς προέδρους, αρχη-
γούς, θεατρινισμούς, ρεζιλίκια. Εις αυτά τα πρώτα φύλλα του
“Εμπρός” απαντώνται σχετικαί περιγραφαί μου. Αλλά άγνω-

- 15 -
στος ήτο η Αττική υπό “τοπογραφικήν” μελέτην. Με είλκυε
πάντοτε αυτή η ιδέα. Άλλως προτού συμπληρώσω το εικο-
στόν έτος της ηλικίας μου εξεδηλώθην “φυσιολατρικώς”. Τα
“Αγριολούλουδα” μου (ενθουσιασμός του Μιχαήλ Μητσάκη)
αι “Εντόπιαι Ζωγραφίαι” μου (ύμνοι του Βλάση Γαβριηλίδου)
έκαμον εντύπωσιν. (Δι’ εμέ αηδίας). Και μίαν ημέραν εδημοσί-
ευσα εις μακράν σειράν άρθρων πλήρη περιγραφή των πηγών,
των κοιλάδων, των δασών, των βουνών της Πάρνηθος. Εις την
“Ακρόπολιν”. Νέος κόσμος μου απεκαλύφθη και δια τους άλ-
λους επίσης. Από πικ νικ η φυσιολατρεία ήρχισε να γίνηται
“άσχετος προς ομαδικάς εκδρομάς” αφοσίωσις. Περιέγραψα
τότε αρκετήν Αττικήν, Βοιωτίαν, Παρνασσίδα, Εύβοιαν, Θεσ-
σαλίαν, μερικάς Κυκλάδας, Κέρκυραν, Κεφαλληνίαν, Ήπει-
ρον, Πελοπόννησον. Ούτε γνωρίζω τι έγινον τα νεανικά μου
εκείνα “λαογραφήματα”. Πολύ θα ήθελα να επανεύρισκον
μόνον την περιγραφήν της Πάρνηθος. Έφυγα. Μακρά παρα-
μονή εις την ξένην, κοινωνιολογικαί, αισθητικαί σπουδαί. Άλ-
λοι ορίζοντες. Δέκα χρόνια, Κεντρική Ευρώπη, Βορράς, Ευκο-
λίαι ζωής, άμεσος απόκτησις της φύσεως. Αυθημερόν εξε-
δράμομεν εις τα δάση της Κοπενάγης. Καλοκαίρια επερνού-
σαμεν εις την Σουηδίαν, εις την σαξωνικήν Ελβετίαν, εις το Τι-
ρόλον, εις τον Μέλανα Δρυμόν, εις της Σαίρεν της Φιννλαν-
διας, εις τους παγετώνες της Νορβηγίας, εις, εις, εις. Είδον και
εμελέτησα φύσιν, αλλά παρετήρησα κατά ποίον τρόπον είνε
ανεπτυγμένη η φυσιολατρεία εκεί. Σωρούς περιγραφών εδη-
μοδίευσα επί έτη, εις ελληνικά έντυπα σχετικώς. Ήρεμος,
αθόρυβος, ομαλή, βαθεία, αγνή. Όχι κοσμική κίνησις, εξω-
φάνεια, ρεκλάμα. Εξ άλλου προ ολίγων ετών, ότε επανεπι-
σκέφθην και τον Βορράν, σας έδοσα πολλάς εικόνας ζωής και
φύσεως. Όταν επέστρεψα εις την πατρίδα μου επαναγεννήθη

- 16 -
η αγάπη προς την Αττικήν, ης είμαι τέκνον εξ απαλών ονύχων.
Τα πρώτα μου παιδικά χρόνια διήλθον εις την Κέρκυραν, εκεί
δε ηγάπησα το πρώτον την φύσιν. Το όρος Παντοκράτωρ μου
είνε πασίγνωστον όπως η πλατεία του Συντάγματος και όμως
δεν του αφιέρωσα ούτε γραμμήν ακόμη. Δια πόσα άλλα. Που
καιρός. Αυτήν την φοράν μεστωμένος από τινάς θεμελιώδεις
γνώσεις εσυστηματοποίησα δια πολυετούς εργασίας εις το
ύπαιθρον την τοπογραφίαν μου. Είνε έργον “ξηρώς επιστημο-
νικόν” διότι επεδίωξα τούτο “συστηματικώς”, με μέθοδον, με-
λέτην, επιμονήν, υπομονήν, κόπους, θυσίας. Απέπνιξα παν
“λυρικόν στοιχείον”. Έδωσα “συγκρατημένας” εικόνας. Συ-
νέπτυξα εις την φράσιν ιστορικάς, ασχαιολογικάς, γεωγραφι-
κάς, λαογραφικάς, εδαφικάς γνώσεις. Δια το κάθε τι που ωμί-
λησα προειργάσθην. Μόνοι οι ειδικοί και “έχοντες κατανόησιν
του θέματος” (αυτό δε είνε το παν) δύνανται να εκτιμήσουν
την “σοβαρότητα” του έργου. Μετά την Αττικήν επεξέτεινον το
έργον μου αλλού. Αλλά τίποτε δεν εξέδοσα. “Ό,τι δεν είναι δη-
μοσιευμένον”, δεν το αντιπροσωπεύει. Όπως εδήλωσα πολ-
λάκις έχει επίτηδες “λάθη” προς ενέδραν αντιγραφέων, απομι-
μητών. Έργον μου αληθές είνε το ό,τι έχω διορθωμένον, εις
ιδιαιτέραν συλλογήν ογκώδη. Αν θα εκδοθεί κάτι, μόνο από
αυτήν αξίζει. Τα άλλα είνε μηδέν. Δεν ειξεύρω αν θα τα εκ-
δόσω ή θα τα καύσω καμμίαν ημέραν, όπερ το πιθανώτερον,
όπως και συνηθίζω. Και σκέπτομαι, ότι αυτό πρέπει να γίνη.
Διότι “εγώ” εχάρην, έκαμα ότι ήθελον. Προς τους αχαρίστους,
αγνώμονας, προς τους θορυβοποιούς, προς τους αντιγραφείς,
απομιμητάς, προς τους μικροτάτους, προς τους “τυραννου-
μένους” εκ της επιδράσεώς μου δεν αξίζει να μείνει ούτε γραμ-
μή επιστημονικού έργου. Ομιλών εξ επιγνώσεως λέγω, ότι η
Ελλάς, είνε νηπιώδης πνευματικώς χώρα υπό έποψιν εκτιμή-

- 17 -
σεως επιστημονικής εργασίας “ευρίσκεται ακόμη εις τα χρο-
νογραφήματα,” όταν κοπάδια λεγομένων διανοουμένων
μένουν υπόδουλα μιάς κοινοτάτης επιστημονικής εργασίας,
όπως η ιδική μου, την οποίαν κάμνουν και κυριακάτικην κε-
πτεδοεκδρομήν. Σκέπτομαι τι θα εγίνοντο ευρύτεραι, γεν-
ναιότεραι, βαρύτεραι, σοβαρώτεραι επιστημονικαί εργασίαι
εις τον τόπον μας, όπως εις πολιτισμένας χώρας. Κλωτσο-
σκούφιον του πρώτου τυχόντος θεματογράφου.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Εφημερίδα “Εμπρός” 10.3.1927

∫¢

- 18 -
Ο Μήτσος Χατζόπουλος“Πεζοπόρος”, 1923

- 19 -
ΤΑ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ
Τα “Λησμονημένα στρατιωτικά” ήταν μια σειρά διηγημάτων που δη-
μοσιεύτηκαν διάσπαρτα σε εφημερίδες και περιοδικά από το 1895
μέχρι το 1900. Έμμεσα αυτοβιογραφική, η σειρά εξιστορούσε περιστα-
τικά που συνέβησαν στη διάρκεια της θητείας του Χατζόπουλου στο
στρατό το 1892-93. Τα διηγήματα, πεμπτουσία του είδους “στριφτός
μύσταξ και λερωμένη φουστανέλα” είχαν σαν κοινό παρονομαστή τις
περιπέτειες κουτοπόνηρων και κάπως άξεστων χαμηλόβαθμων καρα-
βανάδων που με τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια τους κέρδισαν
το ενδιαφέρον, ίσως και την συμπάθεια του αναγνώστη της εποχής.
Το κλίμα ήταν εύφορο για διηγήσεις του είδους, είχαν ήδη προηγηθεί
τα ”στρατιωτικά διηγήματα” του Γρ. Ξενόπουλου (1892), καθώς και μία
σειρά από στρατιωτικές ή συναφείς αναμνήσεις που συχνά δημοσιεύ-
ονταν στον τύπο της εποχής. Τα πρότυπα ανδρισμού στην μικρή ελ-
ληνική επικράτεια του τέλους του 19ου αιώνα επέβαλαν την “γοητεία
της στολής”, σύμβολο θάρρους και ηρωισμού. Οι ένστολοι νέοι άνδρες
ήταν πανταχού παρόντες σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής,
η παρουσία τους έδινε μιά αίσθηση σιγουριάς και ασφάλειας στην ελ-
ληνική κοινωνία. Η σιγουριά αυτή δέχτηκε ένα μεγάλο χτύπημα με
την έκβαση του ατυχούς πολέμου του 1897.
Ο Χατζόπουλος εκμεταλλεύτηκε το πρόσφορο αυτό έδαφος και το
1895-96 πρόσφερε στους αναγνώστες του “Σκριπ” μιά σειρά από ιστο-
ρίες που παρουσιάστηκαν σαν μακρινές αναμνήσεις στρατιωτικού βί-
ου, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος είχε απολυθεί από το στρατό
δύο χρόνια πριν. Λίγα χρόνια αργότερα, σε μια από τις χαρακτηριστι-
κές του μεταστροφές, ο Χατζόπουλος απέρριψε εντελώς αυτού του εί-
δους την αφήγηση μέσα από τις στήλες του περιοδικού “Ο Διόνυσος”
που εξέδωσε το 1901, όπου επέκρινε οξύτατα τα ηθογραφήματα του
Καρκαβίτσα, του Εφταλιώτη, του Παλαμά και του Δροσίνη και προ-
φανώς και τα δικά του (40).

40 « […] Δεν υπάρχει δε φουστανελλοφόρον έργον του κ. Δροσίνη, του κ. Καρκαβί-


τσα, του κ. Παλαμά, του κ. Βλαχογιάννη, του κ. Εφταλώτη που να μην έχει μετα-
φρασθή εις τα λαϊκώτερα ξένα περιοδικά, τα θηρεύοντα λαογραφικά περίεργα
και εθνολογικά αναγνώσματα υπό τύπον διηγημάτων. Καταντά να έχωμεν ημείς
οι Έλληνες συγγραφείς, χάρις εις διαφόρους μετριότητας που γνωρίζουν την
γλώσσαν μας, το μονοπώλιον της φιλολογίας των ληστών και των αγροτικών εθί-
μων. Καταντά η μικρά Ελλάς να παρίσταται ως κάποιο ταπεινόν φιλολογικώς αν-
θρωπάριον, το οποίον δεν γνωρίζει τίποτε άλλο από τον ψελλισμόν ολίγων ηθο-
γραφικών μονοτόνων εικόνων».
Μποέμ, «Ημείς και μερικοί ξένοι», «Διόνυσος», 1901 τεύχος 2, σελ. 83-84.

- 20 -
Μαζί με τα διηγήματα αυτής της σειράς σκέφτηκα να συμπεριλάβω
στην παρούσα ανθολογία και μερικά άλλα που θα μπορούσαν να θε-
ωρηθούν λόγω θέματος “Λησμονημένα στρατιωτικά”, ιστορίες που
γράφτηκαν την ίδια χρονική περίοδο και αποτελούν προεισαγωγή ή
διαφωτιστικό συμπλήρωμα στην “αυθεντική” σειρά.
Παρόλο που δεν συνηθίζεται πλέον, αποφάσισα να διατηρήσω την
αυθεντική ορθογραφία των κειμένων, αλλάζοντας μόνο την πολυτο-
νική σε μονοτονική γραφή, ήδη το γεγονός αυτό μου φάνηκε σαν
ασέβεια, σχεδόν παραποίηση των κειμένων του αγαπητού μου προ-
γόνου.

∫¢

- 21 -
ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΔΗΜΑΡΧΟΠΟΥΛΑΣ
Ηθογραφικό διήγημα, δημοσιεύτηκε στην “Ποικίλη Στοά” του 1894,
ένα είδος ετήσιου φιλολογικού ημερολογίου, μιά σοβαρή και προσεγ-
μένη έκδοση που εξέδιδε στην Αθήνα ο Ιωάννης Αρσένης από το 1881
έως το 1914. Το διήγημα συμπεριλήφθηκε και στο πρώτο βιβλίο του
Δημ. Χατζόπουλου με τίτλο “Αγριολούλουδα” που κυκλοφόρησε την
ίδια χρονιά.
Κρίνοντας από το θέμα, η ιστορία θα μπορούσε να θεωρηθεί προπο-
μπός της σειράς των “Λησμονημένων Στρατιωτικών”, με τη διαφορά
ότι είναι γραμμένη στη δημοτική και οι -λιγοστοί- διάλογοι δεν είναι
στα ρουμελιώτικα.

- ΑΠΟ ΦΙΛΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ -


Είμαστε απάνω στον καφέ. Ο κυρ δήμαρχος είχε ξεχωστή τη
φουστανέλα του, ξεκούμπωσε το γελέκο του, και ξαπλώθηκε
γελαστός σε μιά πολτρόνα κάμνοντας ραχάτι. Εκεί απάνω
μπαίνει ένας χωροφύλακας.
- Κυρ δήμαρχε, τουφέκι στ’αμπέλια!... βαρέθηκαν για το νερό.
Ο κυρ δήμαρχος ανατινάχτηκε, φύσησε τα μάγουλά του, και
σέρνοντας τη φουστανέλα του, το φέσι του και τα τσαρούχια
του άρχισε να κατεβαίνη τη σκάλα. Θέλησα να πάγω μαζή του
και με μπόδισε.
- Κάθησαι, αυτού που κάθεσαι, λεβέντη μου, δεν είσαι για κα-
κονύχτιες. Αυτό που ήθελα κι’ εγώ. Είχα φάγη και καλά μάλι-
στα, είχα πιή κι’ όχι λίγο. Είχα λησμονήση και το σπαθί μου,
και το καπέλο μου και το στέμμα μου. Μόνο ο καθρέφτης
αντικρύ μόδειχνε τη στολή μου με τ’ αστεράκι του ανθυπολο-
χαγού. Όταν έφυγεν ο κυρ δήμαρχος άρχισε να φεύγη και η
ησυχία μου. Η δημαρχοπούλα, όπως σου έλεγα και παρα-
πάνω, δε ξέρω τι βρίσκει να με κοιτάζη πάντα στα μάτια, ένα
κοριτσάκι δεκαπέντε χρόνων, ένα μαϊμουδάκι, μπεμπέ, πα-
χουλό με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Και με την ίδια ευ-
χαρίστηση άρχισε πάλι να καρφώνη τα ματάκια του το πι-

- 22 -
τσουνάκι στα δικά μου. Ανατινάχτηκα και μαζή μου και το
τραπέζι με τα απομεινάρια του γλυκού και των φρούτων. Η
δημαρχοπούλα χαμογέλασε και είπε με μια φωνή που όταν την
ακούς, θαρρείς, πως κάτι τι άλλο είναι αυτό το τριαντάφυλλο
παρά κόρη ενός κυρ δημάρχου:
- Θα πάρετε, καφέ, κύριε Μιλτιάδη;
- Ευχαριστώ, δεσποινίς.
Με κοίταξε κάπως θυμωμένα. Έτσι πάντα με κοιτάζει εδώ κι
ένα μήνα τώρα από τον καιρό που είχα την ευτυχία να με πε-
τάξη ’ς αυτό το χωριό η νέα κυβέρνησις, και να γνωριστώ με
τον κυρ δήμαρχον και την κόρην του. Έτσι πάντα με κοιτάζει
με τα ματάκια της, που αγριεύουν τόσο, όσο η θάλασσα στο
φύσημα του μπάτη, όταν θελήσω να την κομπλιμεντάρω. Και
χωρίς να μου μιλήση γυρίζει προς τη Βασίλω:
- Βάσω, να σηκώσης το τραπέζι, και να μας φέρης τον καφέ
στο μπαλκόνι.
Η Βασίλω, και χαϊδευτικά η Βάσω είναι περίεργο ζώο. Ένας
κορμός ολοστρόγγυλος με δυό χέρια ολοστρόγγυλα, με δυό
ποδάρια ολοστόγγυλα, με δυό μάτια ολοστρόγγυλα, μ’ ένα κε-
φάλι ολοστρόγγυλο, με μια μούρη ολοστρόγγυλη, με ένα
στόμα ολοστρόγγυλο, απάνω κάτω οδοστρωτήρ, που όπου
πατήση το πόδι της όλο το αρχοντόσπιτο του κυρ δημάρχου
αρχίζει να χορεύη νευρικά.
Μας έφερε δύο καρέκλες ςτο μπαλκόνι και καθήσαμε. Το
μπαλκόνι μαρμαρένιο, αψηλό πολύ με την πλατεία του χωριού
κάτω και με μια ακακία που ανεβαίνει από μέρα σε μέρα προς
τ’απάνω πράσινη και φουντωτή σαν ομπρέλλα, με τα σιδε-
ρένια του κάγγελα, είναι πολύ όμορφο πράμμα. Αν σου πω
πως μ’ αυτό το μπαλκόνι ειμ’ ερωτεμμένος, θα με πάρης για
κάνα γεροντάκι που τ’ αρέσει να ξαπλώνεται σε μια κώχη με
τους ρευματισμούς στα πόδια και το βιβλίο στο χέρι. Απ’ εκεί

- 23 -
ρίχνω τη ματιά μου κάτω στη πλατεία, την σηκόνω ύστερα
προς το βράχο του βουνού, και την αφήνω να τρέξη στην
ελεύθερη θάλασσα. Να κι’ απόψε η ίδια χαρωπή, ήσυχη, γλυ-
κειά όψη του. Η πλατεία με τα δενδράκια της, και το καφενε-
δάκι της που πίνουν τον καφέ τους και κόβονται για τα πολιτι-
κά οι νέοι του χωριού μαζή με τους γέρους. Η κυβέρνησις
στέκει καλά˙ όχι η κυβέρνησις θα πέση και έτσι πάει λέγο-
ντας˙ παραπέρα η παρέα που ξεφαντόνει κάθε βράδυ, και
ψάλλει για την κόρη της χήρας του χωριού με τόσο πάθος:
- Σαν τι το θέλει η μάννα σου τη νύχτα το λυχνάρι … ώ!... ωχ!...
Και πιο παρέκει ένας ύπνος και σιγαλιά μεγάλη σ’ όλα τα
σπιτάκια που ξετυλίγονται κλιμακωτά στην αράδα. Και
απόμακρα η θάλασσα η πάντα αφρισμένη με τα κατάρτια των
καϊκιών της, που τόσο φαντάζουν μέσα στη νύχτα. Αποπάνω
το βουνό ήσυχο με τα δεντράκια του κρεμασμένα, λες, το εν’
απάνω στ’άλλο. Σιγαλιά μαγεμμένη. Αν θυμάσαι, την μεγάλη
εκείνη λαγγαδιά της Πεντέλης που βαρούσαμε τα ορτύκια
πέρυσι˙ μοιάζει πολύ αυτή η αγκωνή της γης. Τόπος που δεν
σου ανοίγει μεγάλο ορίζοντα για να σου αναφτερόνη την καρ-
διά και να σου συνεπαίρνη τη σκέψη. Τόπος μικρός, γελαστός
που σε σέρνει μαζή του και σου λέει κάθησαι εδώ αιώνια, μη
ζητήσης τίποτες από τη ζωή πέρα από την ερημιά μου.
Η Βάσω έφερε τον καφέ˙ έβαλε μια καρέκλα ανάμεσά μας,
απίθωσε το δίσκο, κι’ έφυγε.
- Κύριε Μιλτιάδη, θα σας σερβίρω μόνη μου, είπε η δημαρχο-
πούλα, και σηκώθηκε.
Ειχ’ ανάψη ένα σιγάρο και κοίταζα τη θάλασσα σαν κουτός.
Κι’ άξαφνα είδα το παχουλό της χέρι εμπρός στα μάτια μου.
Ηλεκτρισμό να είχε δε θα ξαφνιαζόμουνα τόσο. Τι όμορφο χε-
ράκι. Ποτές μου δεν είδα τόσο όμορφο χεράκι˙ παχουλό, μι-

- 24 -
κρουλάκι σαν κουκλάκι, μαλακό και διάφανο σαν κρύσταλλο,
μικρό, μικρό και παχουλό – όσο άφηνε να φαίνεται η ταντέλ-
λα του μανικιού της. Το μαργιόλικο το κορίτσι είδε τη φωτιά
πόβγαλαν τα μάτια μου, χαμογέλασε και τ’ άφησε το χεράκι
της ακόμα μπροστά στα μάτια μου. Εγώ που δε κυρίεψα κα-
νένα φρούριο τούρκικο ακόμα, αλλ’ έχω κάμη αρκετές παλ-
ληκαριές, σάστισα! Ένα χεράκι κοριτσιού δεκαπέντε χρονών,
ένα χεράκι ενός μπεμπέ μ’έκανε απάνω κάτω. Στάθηκα αρκε-
τά σαν κουτός, ασάλευτος, και ύστερα έπιασα το χεράκι της
δημαρχοπούλας˙ ανατρίχιασα όλος κι’ ένιωσα το αίμα της να
βράζη μέσα στις γαλάζιες φλεβίτσες της˙ πως έλαμπαν τα
μάτια της από ηδονή και τι φωτιές μ’ άναβαν. Και συλλογι-
ζόμουνα πως ήρθε έτσι άξαφνα αυτή η φωτιά. Και άρχισα να
το χαϊδεύω αυτό το χεράκι το παχουλό και τ’απαλό σαν μετάξι.
Κ’ εκεί που το χάϊδευα το σέρνω κοντά μου και σκύβω και το
δίνω ένα φιλί γλήγωρο, γλήγωρο. Αναταράχθηκα και κοίταξα
τρομασμένα τη δημαρχοπούλα. Το μαργιόλικο κορίτσι έστεκε
ατάραχο. Και είπε αγάλι’ αγάλια που μόλις τ’ άκουσα:
- Μια φορά, μονάχα !. Ξαναφίλησέ το … ξανά …
Κι έτσι χθές το βράδυ όσο να γυρίση ο κυρ δήμαρχος από τ’
αμπέλια που βαρεθήκαν καμιά ντουζίνα για το νερό, βάρεσα
κι’ εγώ στο μπαλκόνι του κυρ δημάρχου για το καλό στο χε-
ράκι της δημαρχοπούλας διπλές και διπλές ντουζίνες φιλιά.
Απ’ αυτές σου στέλνω και σένα μια ντουζίνα εγώ ο τρομερός
ανθυπολοχαγός και φίλος σου.
Σεπτέμβριος 1893 Αχιλλεύς Σπαθάτος

ΜΗΤΣΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Φιλολογικό ημερολόγιο “Ποικίλη Στοά” του 1894.


Συλλογή διηγημάτων “Αγριολούλουδα” 1894.

- 25 -
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ
Περί το μεσημέρι μας τον έφεραν εις το Θεραπευτήριον. Δεν εί-
χαμεν πολλούς ασθενείς την ημέραν των Χριστουγέννων και
δύο τρεις απ’ αυτούς εν αναρρώσει ευρισκόμενοι είχον κατέλθη
μαζί μας με την λινήν περιβολήν των εις την ευρείαν αυλήν, όπου
αντί άλλης διασκεδάσεως ο προϊστάμενος του Θεραπευτηρίου,
ένας κοντός δεκανίσκος, οι δύο νοσοκόμοι, οι τρείς οικουροί,
και ο υποφαινόμενος ο φαρμακοτρίπτης ερρίχναμε τα φέσια
μας στον αέρα, “οποιανού πάει ψ’λότερα ορέ”. Ότε μας τον έφε-
ραν τέσσαρες άνδρες επί τινος ψάθας ξαπλωμένον, φρικωδώς
οιμώζοντα με βλοσυρούς οφθαλμούς και φοβερά κόκκινον τον
ωραίον εύσωμον όσον και κοντόχονδρον και ολοστρόγγυλον λο-
χίαν του Δ’ λόχου, αν δεν απατώμαι, του τάγματος.
- Τι τρέχει ορέ; εβόηξε το προσωπικόν του Θεραπευτηρίου και
προσέδραμεν ολόκληρον προς το εξαφνικόν εκείνο φορτίον.
- Ντέτε ορέ, ου κυρ λοχίας είναι, τι καν’ τε έτσι, απήντησαν
κάθιδροι οι φορείς.
Αλλ’ η διαβεβαίωσις των αύτη δεν καθησύχασεν την περιέρ-
γειάν μας. Τι συνέβαινε, τι είχε πάθει ο λοχίας; Και περικυ-
κλώναμεν ολοέν τον ατυχή φερόμενον λοχίαν, όστις εφαίνε-
το, από στιγμής εις στιγμήν ότι θα διερρηγνίετο. Τόσην στε-
νοχώριαν ενείχε το πρόσωπόν του, το σώμα του ολόκληρον!
Οι νοσοκόμοι, οι οικουροί συγκινηθέντες εκ του απαισίου αυ-
τού θεάματος ηρώτησαν με απαλήν, παρηγορητικήν φωνήν.
- Τι έχεις, κυρ λοχία;
Και ο κατακείμενος τότε μη απολέσας ουδόλως την στρατιω-
τικήν του μεγαλοπρέπειαν και το αρειμάνιον ύφος του πα-
ρόλην την φοβεράν αγωνίαν που τον παράδερνεν, εβρυχήθη.

- 26 -
- Μωρ’ σύρτε με απάνω, κουθώνια τ’ διαόλου κι θα σκάσου η
κακομοίρης!…
~~~
Τον ανεβάσαμεν επάνω εις την μεγάλην αίθουσαν των ασθε-
νών, ενώ η κλίμαξ έτριζεν απαισίως εκ των βαρέων βημάτων
και εκ των μηκυθμών του λοχίου. Τον εξαπλώσαμεν τότε επί
τινος κλίνης, και προσεπαθήσαμεν να τον γδύσωμεν, μόλις
τολμήσαντος του προϊσταμένου δεκανέως, να τον ερωτήση τι
είχε, τι ησθάνετο.
- Ορ’ τι έχου ρουτάς; Για αγγούσα ( 41) μούρχεται πάου να
σκάσου η κακομοίρης!... Ανοίξ’ τι ορέ χαϊβάνια τ’διαόλ’ κάνα
περιθύρι. Θα σκάσου δεν ακούτε;…
Ανοίξαμεν παραπλεύρως εν παράθυρον, σκεπάσοντες καλά
προηγουμένως τους πλησίον ασθενείς. Ήλιος θερμός ήρχετο
εκ του παραθύρου θωπεύων απαλά το φαιόν σανίδωμα και
τους υψηλούς ωχρούς τοίχους. Ήτο γλυκεία χειμωνιάτικη
θαλπωρή, τα πουλιά επτερύγιζαν τρελλά και πέραν από την
πόλιν ήρχετο ζωηρός ο θόρυβος των εορταζόντων την πρώτην
Χριστουγεννιάτικην ημέραν Χριστιανών. Και όσον η θαλπωρή
απέβαινε χλιαρωτέρα και ο ήλιος εθώπευε μαλακά, εκνευρι-
σμένα την αυλήν κάτω, το Θεραπευτήριον όλον με τους προ-
σεγγίζοντας επί των παραθύρων του πρωίμως ανθισμένους
κλώνους μερικών γηραιών αμυγδαλέων, και ζέστη σχεδόν εα-
ρινή υπήρχε, τότε εμαίνετο ο ατυχής λοχίας, βροχώμενος.
- Θα σκάσου ου μαύρος, θα σκάσου!… Καμ’ τε μου αέρα με τα
λαγγιόλα (42) σας ουρέ, με τς’ φουστανέλλες σας κάματ’
αέρα, θα σκάσου ου άτυχους.
~~~
41 Αγγούσα: πνιγμονή, ασφυξία.
42 Λαγγιόλι ή λαγκιόλι: τριγωνικό συμπλήρωμα της φουστανέλλας που σκεπάζει το
μπροστινό της μέρος.

- 27 -
Περί την δευτέραν ώραν μ.μ. έφθασεν ο ιατρός. Λοχαγός,
μεσόκοπος, με ψαρά γενειάδα, μ’ένα οφθαλμόν κόκκινον
από θερμήν λατρείαν προς την εγχώριον οινοπνευματοπα-
ραγωγήν και τον άλλον κόκκινον τις οίδεν εκ τίνος δυστυχή-
ματος, αγαθός όσον δεν έπαιρνε, περιπατών πάντοτε κατά
γραμμήν των οικιών, και τρικλιζόμενος, ως ήτο κόκκινος
κόκκινος, σαν παπαρούνα θωπευομένη υπό της αύρας.
Ανέβη όχι με πολλήν ευκολίαν την κλίμακα και ήλθεν εις την
αίθουσαν.
Τσιμουδιά ήδη εν αυτή, ησυχία απόλυτος και ευθεία στάσις
σωμάτων ακινήτων. Ως είδε τον ιατρόν ο λοχίας ανεθάρρησε
κάπως, ανεκάθησεν ολίγον επί της κλίνης και εμουρμούρησεν
εν αμηχανία:
- Θα σκάσου κυρ γιατρέ!
Ο ιατρός προσήγγισε πλησιέστερον, επήρε την χείρα του,
προσπαθών να εύρη τον σφιγμόν του, και τον ηρώτησε τι
ησθάνθη, τι έπαθεν. Ο λοχίας ευτυχώς ήρχισε διαλευκαίνων
το γεγονός με ολίγας λέξεις:
- Να με συμπαθής, κυρ γιατρέ, έχου κουμάτ’ αδύνατου στου-
μάχι. Λίγου πλειότερου να φάου μι σακατεύει.
- Ε! Τι έφαγες σήμερα;
- Είχαμε ένα γρουνοπ’λάκ’ ιγώ κιου Μήτρους η Μηλιάς ου δι-
κανέας. Τούχαμε στου φούρνου, κι θάτανε εξ ιφτά ουκάδες.
Καθόμαστε τ’λες, κυρ γιατρέ, και δυο μπονουρούλια κι του
κάνουμε για του ταψί. Πως διάτανον μι χάλιασε, έχου γλέπεις,
κυρ γιατρέ αδύνατου στουμάχι, ή Μηλιάς η δικανέας δεν έπα-
θε ντιπ του ζαγάρι. Ου!… ου…! Ου…! Θα σκάσου, τι θα γένου
η μαύρος!
Ο ιατρός παρ-όλην την εκτάκτως χριστουγεννιάτικην ερυ-
θρότητά του, εμειδία σατανικώτατα και τρικλιζόμενος, με

- 28 -
φουσκωμένες τις κυλλότες του και τας τριζούσας μπότας του,
είπε:
- Ποιός σούπε να το φας μονάχος σου. Δεν άφινες να πάθωμε
κι’ ημείς.
Μ. Χ.

Εφημερίδα “Σκριπ”, 25.12.1895

∫¢

- 29 -
ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ
ΤΕΡΤΣΟ - ΤΙΡΟ! (43)
- Κουζάρστα καλά, μουρ’ Μητρούσ’! ...
- Βγάλ’τον κόρακα βγάλ’τουν ! ...
Μια δραχμή η Ξηπουλιάς στουν άσσο, τρεις δικάρις ου Μπιρ-
μπίλιας στου δέκα, εξ δικάρις ου Μπαλαούρας στου τρία, ένα
νικελάκι, ου Μήτρους στου ιφτά, πόστα δω, πόστα κει
κι’ότ’βλέπου... Έτοιμα! ...
- Στασ’ουρέ Μητρούση, πάει κι’εγώ η κακομοίρς, μιά δικαρού-
λα στου καβάλλο...
- Πάει κι συ. Τα γυρ’σα... Φάντης! Πηρ’ου κόρακας πήρε!, να
μη φέρου έναν φάτσα!...
Δέκα κέρδισε ου Μπιρμπίλης κι να χάνου ιγώ π’δεν έχει κα-
νένας να χ... τα γένεια τ’Αη Βασίλη αμπ’Γκαισαρεία!...
- Πάει ορ’ Μητρούσ’;
- Πάει, ολνούς θα σας φάου, ντη φάου τη ντράπλα, έχασα ού-
λη ρ’ δικαμιρία μ’ σήμιρα.
- Ορ’ τι σαλαέστε έτσ’ζαγάρια τ’διάολου... Νάρθη να μας
πιάση ου λουχίας κι’απέ του διοθόνουμε το μπλούκι!...
- Σκάστ’ ντε τσουκλάνια. Τέρτσιου τίρο δέκα του βάρεσα!...
Έπιπτε ψιλή η αγιοβασιλιάτικη βροχή έξω. Οι ολίγοι άνδρες
του λόχου ξαπλωμένοι χάμου στα σανίδια άλλοι τυλιγμένοι με
τις κάπες των και με κουβέρτες, άλλοι όρθοί, και άλλοι ημικα-
θήμενοι, ευρόντες ευκαιρίαν εκ της απουσίας του λοχίου και
του δεκανέως, τα έκοβαν και αυτοί δια το καλό, ή μάλλον το
κακό και το ψυχρό της επισήμου ημέρας. Θαλαμοφύλαξ ών
εκάθημην εις την άκραν της θύρας και η βροχή η βαυκαλιστι-
κή και αδιάκοπη μ’είχε αποκοιμήσει, μ’είχε ρίψη εις τον γλυ-

43 Τέρτσο τίρο (ιταλ. terzo tiro) = τρίτη βολή όπλου, χαρτοπαικτικός όρος.

- 30 -
κόν λήθαργον με τους ανοικτούς οφθαλμούς παρακολουθού-
ντας μελαγχολικά εν τω διαρκεί πτώσει της βροχής την εξέλι-
ξιν εν ονείρω ποθητής μικροσκοπικής κεφαλής στολισμένης
με πλατύγυρον πίλημα, εφ’ού όπισθεν έλαμπον πέντε πολύ-
χρωμα μεγάλα χρυσάνθεμα, και ενός μικρού χεριού καλώς
γαντωμένου με κομψό μαύρο γάντι, γυρίζοντος τεραστίαν
ρουκάναν, η γοργή απήχησις της οποίας μου ενεθύμιζεν ώρας
υψίστης ευδαιμονίας. Ότε αιφνιδίως ο τεράστιος ξερακιανός
και κατάμαυρος και μεγαλοπρεπέστατος το στρατιωτικόν
ύφος λουχίας τυλιγμένος στην κάπαν του, επήδησεν ως διάβο-
λος εντός του θαλάμου βρυχηθής:
- Σας έπιασα κουζάτ’ !...
Τρόμος κατέλαβε τους χαρτοπαικτούντας. Εσκόρπισαν τα
χαρτιά, τα λεπτά, και ανηγέρθησαν ταχείς, παραταχθέντες εις
γραμμήν. Ανηγέρθην κι’εγώ.
- Μπράβου σου θαλαμοφύλακα! Που επιτρέπ’ς του χαρτου-
παίγνιου εντός του θαλάμου.
Και κύψας συνήθροισε τα χρήματα.
- Εξ κι’ ουγδόντα. Τα κατάσχου μαζί μ’ τ’ντράμπλα κι’ αύριο
πέρα πέρα ούλοι σας σ’ν’αναφορά!... Τι ξέσε έτσ’ ουρέ συ ου
τέταρτους σαν άλουγου! Δε σούπα όταν είσαι σ’γραμμή θάσαι
ντιπ ξύλου!...
- Μιά μυίγα κυρ λοχία...
- Ορ’ λελέκι να περάση να σε κουτσ’λήση να μη ξυστής... αυ-
τός είνε στρατός χαντακουμένε! Έτσ’ τα πήραμε μεις τα γα-
λόνια νομίζεις;
Δυό τρεις τρελλές δούλες είχον προσέλθει ήδη εις το απέναντι
πηγάδι γελώσαι, αποκαλύπτουσαι κνήμας και γυμνούς βραχί-
ονας. Εν ελλείψει της κεφαλής με τα πολύχρωμα χρυσάνθεμα,

- 31 -
οι οφθαλμοί μου εστράφησαν προς αυτάς, ότε η φωνή του λο-
χίου μ’εδόνησε σύσσωμον:
- Ουρ’ συ θαλαμουφύλακα τι κοιτάς όξου ουρέ; Δεν έμαθες τα
χούγια μ’ ακόμα; Δε σούπα, θέλου να σας βλέπω ξύλα ντιπ
μπρουστά μ; ... Δεν σούπα, μουρ χαντακουμένε, να μην ηρω-
τεύεσαι με τσ’ ξένες δούλες; Χαν’ς’ του μυαλό σου μουρ’ κα-
κουμοίρη, δεν έχ’ς’ τουν απαιτούμενο νου να προσέξ’ς’ τα κα-
λύμματα των ανδρών και τ’ βαρέλα μι του νιρό. Κι’νω συ ηρου-
τεύεσαι έρχεται ένας και σου κλέφτ’ μουρ’ Χατζόπλε ιένα
κάλυμμα. Τι γίνεσαι κακουμοίρ’ τότις; Του πλερόν’ς κι πας στα
ψ’λώματα, πας χαμένος, ντιπ, πας στου Στρατοδικείου, κα-
κουμοίρ Χατζόπλε!...
Κόκκαλο εν τω μεταξύ όλοι μας, ενώ αυτός περιήρχητο βιαίως
τον θάλαμον αγριωπός ωσάν κάτι να έπαθεν αιφνιδίως. Εσίγη-
σεν επί πολύ και ήρχισε:
- Χαρτουπαίζιτι του λοιπόν, χαρτουπάιζιτι εμού απόντος. Κι αν
έρχουνταν λάου λάου άξαφνα ου λοχαγός μ’, δε του ξέρ’τε ου-
ρέ, πως είμνα χαμένος, να παρ’ ου διάουλους του μπατέρα
σας...
Ετσ’ τ’ μπαθαίνουμι ημείς οι υπαξιωματικοί και ιξ αφουρμής
των στρατιωτών πάντοτε. Τιμουρούμεθα, παραγκουνιζόμε-
θα...
Μιά φωνή ηκούσθη αίφνης εκ τινος πελωρίου ανδρός, περί ου
διηγούντο, ότι ευρισκόμενος ποτέ στο απόσπασμα είχε φάει
ολόκληρον γίδα μόνος του επί μία ημέραν και το βράδυ πει-
νούσε ακόμα.
- Τι πάει να πή παραγκουνιζόμεθα, κυρ λουχία;
- Δι ξέρ’ς ουρ’ κακουμοίρ’ τι θα πη παραγκουνιζόμεθα τόσες
μήνες στου στρατό;
Μπρε να!...

- 32 -
Και η χειρ του κ. Λοχίου αφελώς διεστάλη προς όλους τους
παρατεταγένους άνδρας...
- Παραγκουνιζόμεθα ουρέ, το ξέρ’ κανένας σας;... Ντιπ κα-
νένας μουρέ; Κριν’τε μη σας φάου και πάου χαμένος!...
Διάφορα “άκα” και “ντσου” αντί όχι, ηκούσθησαν. Ο λοχίας
εξεμάνη:
- Ντιπ κανένας πέρα πέρα δε ντου ξερ’ ουρέ. Μήτι συ κακου-
μοίρ’ Χατζόπλε; ... Ορ’ τι πιδεύουμε τότε κάθε μέρα θουρία
ίγώ ου μαύρους, τι πιδεύουμε !...
Και εβημάτιζεν αγρίως ανά τον σκοτεινόν και υγρόν θάλαμον,
ότε εσταμάτησεν, έφερε την δεξιάν εμπρός τεταμένην και ενώ
ωμίλει την ανεβοκατέβαζε:
- Παραγκουνιζόμεθα μεις οι υπαξιωματικοί σημαίνει, ότι δη-
λαδίς κρουόμεθα τους αγκώνας, τους βραχίονας, αναπτήσου-
νται ούτου τα μισ’ μιταξύ μας, πάμε κατά διαόλ’ χαμένοι, γι-
νόμαστι ντιπ κουλοβάχατα!... αυτό θα πει, ουρέ, παραγκουνι-
ζόμεθα, αδικούμεθα ουρέ, αδικούμεθα! Ιξ ιτίας σας
ιουνίους!... Σας λέω ιγώ να κόψτε του χαρτί, δεν ακούτε σεις,
να καμπάνες σι μένα ου λοχαγός μ’!
Τι καλό είδα ιγώ ουρέ από του χαρτί; Μ’άφ’κε πιντάρα μένα κι
δε μπουρώ τόρα να του κόψου. Απ’ του πρωϊ μένα που μι
βλέπ’τε έτσ’ έχασα ουρί είκουσι τρεις κι τριάντα, κι’άλλες
τριάντα τόρα γιαγιά, πάω ντιπ χαμένος, δεν έχου μυαλό μήτι
για θουρία, μήτι για τίποτα. Βάλτε ύστερα π’παραγκουνίζου-
μαι τόσα χρόνια τόρα στου στρατό και διδαχθήτε καλώς ούλοι
σας κι κείνοι που θέλ’νε να παραμείνουσιν εις τας τάξεις του
στρατού, κι οι άλλοι π’άμα έρθη η ώρα τς θα επανακάμψουν
εις τας ιστίας τους.
Και ωσεί να εξευμενίσθη τέλος, ημέρευσε και ξαναμέτρησε τα
κατασχεθέντα χρήματα.

- 33 -
- Εξ κι ουγδόντα είνε. Καλά. Εγώ φεύγου, δε βαστάου ουρέ θα
πάου να τα βάλου μιά πόστα κι αυτά...
Και αγριέψας αιφνιδίως πάλιν εβρυχήθη:
- Κ’ταξ’τε καλά μη ξαναρχίστι του τέρτσου τίρου, σας έφαγα...
Να! ουρέ, παίξτε τριώτες, μπάτε ο ένας γκαβάλα τ’αλλνού,
χουρέψτε, χαρτιά να μη παίξτε μουνάχα γιατί σας έφαγα!...
Και τυλιχθείς καλά εις την κάπαν του έγινεν άφαντος εις την
βροχήν.
- μ.

Εφημερίδα “Σκριπ” 1.1.1896

∫¢

- 34 -
ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΘΥΠΑΣΠΙΣΤΟΥ
Το πιο χαρακτηριστικό ίσως διήγημα από τη σειρά των “Λησμονη-
μένων Στρατιωτικών” έχει για πρωταγωνιστή, όπως και όλα τα άλλα,
ένα χαμηλόβαθμο στρατιωτικό, τον “καπετάνο” όπως το λένε οι μο-
ναχοί της της μονής Μεγάλου Σπηλαίου. Παρόλο που ο Χατζόπουλος
τον περιγράφει σαν στενοκέφαλο, κουτοπόνηρο, φιλοπερίεργο, φαί-
νεται να του έχει ιδιαίτερη συμπάθεια, μοιάζει γοητευμένος από την
αυθόρμητη αξεσιά, από τους αδέξιους, χοντροκομμένους τρόπους
του ανωτέρου του. Η αναφορά που γίνεται στο κείμενο για τον Τρι-
κούπη και τον Συγγρό δεν είναι τυχαία, πράγματι στις 10 Δεκεμβρίου
του 1893 ο τότε πρωθυπουργός Χ. Τρικούπης κήρυξε χρεοστάσιο. Ο
δανεισμός και τα εθνικά χρέη προς τους «διεθνείς προστάτες» δεν εί-
ναι κάτι καινούργιο στον ελληνικό βίο, από τότε που ιδρύθηκε το Ελ-
ληνικό κράτος η ιστορία μας είναι ταυτισμένη με τα χρέη προς τους
ξένους, με την αναχρηματοδότηση των δανείων και την απειλή της
χρεοκοπίας. Ουδέποτε υπήρξε περίοδος που η χώρα να μην ήταν κα-
ταχρεωμένη. Η δύσκολη περίοδος που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια
δεν είναι πρωτόγνωρη, καθώς πάντοτε ήμασταν «μόνιμοι οφειλέτες»
των ξένων οικονομικών δυνάμεων. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός
ότι τα δάνεια που πάρθηκαν το 1893 για να πληρωθούν οι τόκοι των
προηγουμένων δανείων, εξοφλήθηκαν το 1978!

Ακριβώς διατί είχαμεν ευρεθή εις τα ύψη του Μεγάλου Σπη-


λαίου δεν ενθυμούμαι τόρα, το ζήτημα ήτο, μαζί με τον αρει-
μάνιον ανθυπασπιστήν ακόλουθος του οποίου ήμην, δεν έμει-
να καθόλου δυσηρεστημένος επί πέντε ημέρας εις ένα πα-
ράδοξον δροσερώτατον κελί, τρώγων θαυμασίως, πίνων οίνον
εξαίσιον και νερό βουνίσιο εντός της τεραστίας εκείνης χα-
ράδρας της πλουσίας από βράχους, καλογήρους και έλατα.
Το βράδυ οπόταν ο ήλιος ενωρίς εκρύπτετο στο απέναντι του
μεγάλου Μοναστηρίου βουνό ο κυρ ανθυπασπιστής ο κ α π ε
τ ά ν ο ς, ως τον έλεγαν όλοι οι μοναχοί, μ’ έσερνε πάντοτε μα-
κράν του Σπηλαίου προς το μικρόν Νεκροταφείον αφίνων την
σακαράκα του να κροτή στα στουρνάρια του βουνού:

- 35 -
- Άιτε ορ’ πιδί να πάμε μιά στάλα πιρίπατου ίσα μι τα κιφα-
λουτήρια…
Θα ήτο άνω των 45 ετών. Παλαιός υπαξιωματικός κολλήσας
στον βαθμόν του ανθυπασπιστού τόσα έτη μετά πικρίας έβλε-
πε το μέλλον του διατηρών πάντοτε το αγέρωχον του τσο-
μπάνου που ήτο πριν να καταταχθή στο στρατό και την στρα-
τιωτικήν υπερηφάνειαν ήν απέκτησε εις αυτόν. Ξανθός, υψη-
λός, οστεώδης, μ’ένα καπελάκι κοντό εμπρός, λίγο ψηλό οπί-
σω, από τα παλιά εκείνα στρατιωτικά καπέλα, με μία μαύρη
καταλιγδωμένη στολή, με ξεθωριασμένας κυανάς περισκελί-
δας και με καμαρωτά … τσαρούχια. Στενοκέφαλος, κουτο-
πόνηρος, φιλοπερίεργος κ α π ι τ ά ν ο υ ς τέλος από τους
διάγοντας όλην την ζωήν των εις την μεταβατικήν υπηρεσίαν…
Όταν εφθάναμεν εις τον μικρόν περίβολον της Οστεοθήκης
και του μικρού εξωκλησίου με τα σκιερά δένδρα ολόγυρα,
εκάθητο αυτός πρώτα επί τινος πλακός και:
- Έλα κάτσι κι συ τώρα. Για που ήρθαμι κι απ’οψε στα κιφα-
λουτύρια!…
Και τεντώνων τους ξανθούς μύστακάς του προσήλωσε τους
γλαυκούς μικροσκοπικούς οφθαλμούς προς τα υποφαινόμενα
δια των παραθύρων κρανία των εις τον Κύριον αναπαυθέντων
μοναχών του Σπηλαίου, ροδιζόμενα πενθίμως υπό των τελευ-
ταίων ακτίνων του δύοντος ηλίου. Και γυρίζων έπειτα προς εμέ
μου επανελάμβανεν επί πέντε εσπέρας ήδη τον στερεότυπον
αστεϊσμόν του :
- Κιφαλουτύρια για κασκαβάλια τα λες, μπρε παιδί;
Και επειδη είτε η ώρα, είτε οι περιστάσεις, είτε δεν ξεύρω τι
μ’άφινον πάντοτε μελαγχολικόν και σιωπηλόν τας ώρας εκεί-
νας εντός των τεραστίων ολόγυρά μου βράχων, και δεν είχα τί-

- 36 -
ποτε να του απαντήσω, εκείνος πολύλογος ως ήτο, ανελάμβα-
νε την θέσιν του ανωτέρω και ήρχιζε:
- Κρίνε ντε κι συ μιά στάλα άραχλε! Σε σούπα να δ’λεύη, κουμ-
μάτι του μυαλό σ’. Του κιφάλι τ’ανθρώπ’ θελ’ δούλεμα. Να
ντου κ’νας του κιφάλι σ’ να πααίνη πέρα δώθε του μυαλό σ’, να
μη στέκιτι σ’ν’ ίδια μιριά ουλουένα, άραχλε, κι κουτιάζ’ς.
Κ’εν όσω τον έβλεπα μ’ένα βλέμμα που δεν εξέφραζε τίποτε,
ερεθιζομένη η πολυλογία του, εξεχύνετο εις μίαν τόσον απα-
ράμιλλον ασυναρτησίαν και πρωτοτυπίαν, και ανέπτυσσε γοη-
τευτικήν φιλοσοφίαν, ώστε έπρεπε να δαγκάνω διαρκώς τη
γλώσσα μου δια να κρατώ τα γέλοια.
- Να κ’νέσαι ντε κι συ κακουμοίρη. Ούλο σκιφτικός σκιφτι-
κός. Του φιλόσοφου κάν’ς δε μπουρού να καταλάβου. Κι τι θα
καταλάβ’ς σ’αυτόν τον κόσμον του μάτιου κακουμοίρ’ Χα-
τζόπλι. Κιφαλουτύρια, κασκαβάλια, να! Έτς’ γιαγιαγιά θα γί-
νουμ’ ούλ’ μας. Ματιότης ματιουτήτουν τα μπάντα ματιότης…
καπνός ην κι διηρράγηκι κι μόνον ευτοί οι καλόγηροι ξέρ’νει
να ζήσ’νε. Σύρι συ πιδέψ’ στουν κόσμο, αφωσιόσου εις την τή-
ρησιν της τάξιως, βάλτα μι τς’ φυγοδίκους, καταδίουξουν του
Τσουλή, φαγ’ως’ μι τη μπουλιτική κι να σι μιταθέτνε από τον
Τούρναβο εις τον νουμόν Αχαϊονήλιδος, να σι καθυστερώσι
του μηνιαίου σου, να σ’ακυρών’νε αδίκους κι εκ προθέσιους
τας εξιτάσεις σου, να πιριέρχισι ανά τα χουρία και τας κουμο-
πόλεις εμπνέουν μεν τουν τρόμουν ανά τα κακουποιά στοι-
χεία, παραγκουνιζόμινους ιξ αντιθέτου από τας ικθέσεις τουν
ανουτέρουν σου, περιφρουρούμενος ως επί του πλείστουν εκ
μέρους των χουρικών … όρα κι σταθμάρχην Διακοφτού που μ’
άφ’κε ιπρουχτές να σταλάξου σαν πρόβατου απ’ μνιά αγραπι-
δέαν μη έχουντος ποίαν τινα αβρουφροσύνην κι μοι προ-
σφέρουν ένα μαξηλάρ, αναξιουπαθών ιν γένει, σήμερον μεν

- 37 -
περιερχομένου ιμού τας κοιλάδας κι τα όρη και αύριον να
μουλιάζου μέσα σ’ Μπάτρα κι να βλέπου του Μπαπαγιάννη κι
του Φραγκόπουλου μι τα ικατουμύρια ιφ’ αμάξης διαρκώς
βροχθιζουμίνους παγουτά κι να βλέπου κατόπι να σκούζουν κι
να ουρλιάζουν για τη μπαρακράτησιν πιρίπου πιρί τους είκοσι
χρηματιστάς ινώ κι να ψηφιστή η μπαρακράτησι είμι πιπι-
σμένους, ότι ουδιμιάς ουφιλίας θα τύχουσιν οι χουρικοί.
Μας έφαγαν τ’αυτιά μ’ αυτήν την μπαρακράτησι μήνες τόρα,
έ! Κι να καταίβν’ κάμπος’ τσουλι’αδις απ’ πάνου απ’ του Λι-
δουρίκι κι να μπούνε μες’ σ’ Μπάτρα να ς’ αλωνίς’ νι και σένα
τουν κρυπτόμινουν υπέρ της παρακτατήσιους κι τουν άλλουν,
κι τουν άλλουν, ολνούς. Διότι συμβαίνει έτιρουν τι πιρίεργουν
από πινταϊτίας. Ιουνίους ου Μουριάς αναστατόνιται μη ερω-
τουμένης κι της Ρούμιλης. Κι όμως η Ρούμιλη παραγκουνίζιτι
από τας Κυβερνήσεις. Ουδείς Κυβερνήτης ηρώτησι πουτέ κι
κείνουν του φουκαρά του Ρουμιλιώτη πόσον π’λάει τουν τυ-
ρόν του και ποία τιμή προσφέρουν δια του βούτυρουν. Είμιθα
κράτους ιν κράτει κι θα πάμε χαμένοι… Ούλ’ ενα πράμμα είμι-
θα. Κι γω που τοιουτουτρόπους σ’ομιλού. Αχόρταγοι είμεθα.
Διότι σι περικαλού, προκειμένου περί ιμού σήμιρον. Είδες που
είπε ου ηγούμινους να φκιάσ’ ν’ απόψε πιλάφι, καπαμά κι ψη-
τό. Ιγώ προυσέθησα κι τις κιφτέδες. Τι τις ήθελα; Αλαίμαρ-
γους βλέπ’ς. Βρε δε σι φτάνει ου καπαμάς, του πιλάφ’ και του
ψητό χώρια η σαλάτα, τ’λόγου ς’ θέλεις κι κιφτέδις! Και μι
σάλτσα μάλιστα. Κι η σάλτσα να είνε ξ’νουτσ’κη, έτς’ μ’ αρές!
Τι είμιθα ουρέ! Τα μάτια τ’ανθρώπ’ είν’ αχόρταγα. Φατι μάτια
ψάρια κι κοιλιά περίδρουμου. Κι καταντούμι μιά μέρα έτς’
γιαγιά κιφαλουτύρια για κασκαβάλια όπους θέλ’ς. Ματιότης
ματιουτήτουν τα μπάντα ματιότις κι φιρόμεθα προς τουν κρη-
μνόν. Μετά ’ξηκουνταϊτή ελεύθερουν πουλιτικόν βίουν χριου-

- 38 -
κουπήσαμε κι ως έθνος κι ως άτουμα. Κι δε γίνετι κι ου συμβι-
βασμός εξ άλλου. Εν τη προυκειμένη περιπτώσει φταίει κι η
Τρικούπης. Ηδύνατο να πραξ’ τους δανειστάς κι να τσ’πη
πόσα έχου να σας δώσου. Οπ’ κιερατάδις, καμ’ τι καλά, δέκα,
είκους’ τς’ ικατό. Τι θα εποίουν οι κιερατάδις; Ου συμβιβα-
σμός θα γίνουνταν κι θα μας βασάνιζι σήμιρα ου χρυσός. Αλλ’
ου Τρικούπ’ς τα είχε πλακάκια μιτά του Τσιγγρού κι πάμε μεις
οι άλλοι χαμένοι, κακουμοίρη μ’. Ιδίους οι πλέουν αδικούμινοι
είμιθα μεις οι ανθυπασπισταί. Μήτι προυβιβασμοί… Κουλήσα-
μι κι θα δούμι αν θα πάρουμι κι τη σύνταξί μας όπως καταντή-
σαμι.
Εν δυσίν λόγοις μας κατέπνιξαν οι Λεβαντίνοι κι οι σταφι-
δέμποροι. Συλλαλητήρια, συλλαλητήρια κιρατάδες; Παρα-
κράτησις, παρακράτησις, να ψηφισθή κι στην τρίτην ανάγνου-
σι κι δω είμαστι. Τίπουτι, τίπουτι δεν θα γίνη. Ματιότης μα-
τιουτίτουν τα μπάντα ματιότης… Άϊντε πάμε τόρα γιατί σου-
ρούπουσι…
Κι ενώ κατερχόμεθα προς τον πυλώνα του μοναστηρίου, συ-
ναντώμενοι προς τους δια την εσπερινήν ακολουθίαν σπεύδο-
ντας μοναχούς, και η αύρα του βουνού εφυσούσε τόσο δροσε-
ρή και πάναγνος, φέρουσα ελαφράς ευωδίας ελατών και
κέδρων, και αι βρύσες εν τη επερχομένη σκοτία άφιναν μυ-
στηριώδη απήχησιν ανά τους βράχους, και απήχει δαιμονίως
κάτω εις την χαράδραν το σφύριγμα του διερχομένου σιδηρο-
δρόμου, και ήναπτον τα κυρία των και τα κανδήλια όλα τα πα-
νύψηλα κελία τα ερριζωμένα φανταστικώς εις τα υψηλά
πλάγια του παμμεγέθους βράχου, και ο βαρύς κώδων έχυνε
μελωδίαν βαρείαν και κάπως αγρίαν, ο κύριος ανθυπασπι-
στής, ο περίεργος κ α π ι τ ά ν ι ο υ ς εν των μοναστηρίω μου
εψιθύρισε στ’ αυτί:

- 39 -
- Κύτταξι αύριου μπουνόρα που θα φύγουμι να πης του ηγού-
μενου εκ μέρους μου πως ου καπιτάνους θέλει κανένα ασκάκι
τυρί και δυο τρία βάζα ρουδουζάχαρ’ !...
Μ. Χ.

Εφημερίδα “Σκριπ” 7.1.1896

∫¢

- 40 -
ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ
ΑΠΟΚΡΗΑ
- Πουτέ μ’ δε ντύθ’κα φράγκους. Θα γίνου κι γω μιά βουλά
ψηλουκαπελλαδούρας! Σι θέλου ορ’ Μητσ’ να μι φκιάσ’ς
άϊντε, δικηόρου ορ να μι ντύσ’ς! ...
Και ηγάλλετο ως παιδίον ο εύρωστος το παράστημα και την
μορφήν δεκανεύς, στρίβων ένα ασταχυοειδή, μόλις επαλθού-
ντα ξανθόλεκον μύστακα, και ηυφραίνετο εκ προκαταβολής
δια την αποκρηάτικην μεταμφίεσίν του ο δεκανεύς Γιώργος
Μπακογιώργος. Από ημερών πολλών είχεν εξοικονομήση εκ
της ιματιοθήκης βουλευτού τινός μίαν παλαιάν βελλάδαν ( 44),
είχε δανεισθή ένα κλακ από τινα ελληνοδιδάσκαλον και εν πα-
νταλόνι από τινα έμπορον. Όσον αφορά την γραβάταν και το
υποκάμισον ανέλαβε να του τα προμηθεύση η γεροντοκόρη
μιάς πλύστρας προς την οποίαν δεν τον συνέδεε μόνον η διατύ-
πωσις του πλυσίματος και του σιδερώματος της φουστανέλλας
του, αλλά κάτι περισσότερον. Εις τον οίκον αυτής μάλιστα, μι-
κρόν πενιχρόν οικίσκον με λιθόστρωτον αυλήν πάντοτε υγράν
από σαπουνάδες και πάντοτε χλοεράν την θέαν από περιποιη-
μένας πρασινάδας, έμελλε να γίνη το νυκτερινόν γλέντι της τε-
λευταίας Κυριακής των Απόκρεω.
Ο δεκανεύς Γιώργος Μπακογιώργος μου είχε προτείνει μάλιστα
να τον ακολουθήσω εις την αποκρηάτικην εκείνην χοροεσπερί-
δα, καθ’ ην ο αμανές και ο συρτός θα εφλόγιζαν μέχρι πρωίας
τους λάρυγγας και τους πόδας, αλλ’επροτίμησα να περάσω την
τελευταίαν νύκτα των Απόκρεω όπως και τας προηγουμένας εις
την βρίθουσαν και δια ημικλείστων οφθαλμών ορατών μικροβί-
ων ελληνικής όλως καταγωγής και εθνικότητος.

44 Βελλάδα: επίσημο ένδυμα, σακάκι μαύρο.

- 41 -
Εν τούτοις, μετά το προσκλητήριον, ενώ απεσύρθησαν εις τον
παρακείμενον θάλαμον ο επιλοχίας και ο λοχίας, και αφού
εξαντλήθησαν όλα τα εξόχως βωμολοχικά παραμύθια των αν-
δρών, και τους κατέλαβε πλέον σχεδόν όλους το ροχαλητό,
και της μεγάλης κρεμαστής λάμπας κατεβάσθη το φως, και
ήρχισε πληρούμενος ο θάλαμος απο ανθρακικόν οξύ δυσω-
δών πνοών στομάτων και δυσωδεστέρων αναθυμιάσεων πο-
δών, ο δεκανεύς Γιώργος Μπακογιώργος μ’ επλησίασε ψιθυρί-
ζων προφυλακτικά:
- Πουσ' ορ’Μήτσι χαντακουμένι, έλα να μι φκιάσ’ς…
Μετ’ου πολύ τη βοηθεία του αμυδρού φωτός της λυχνίας και
των επιπόνων και πολλών καθοδηγήσεών μου, ο δεκανεύς με-
τεβλήθη εις περίφημον μασκαράν. Ήτο πρώτη φορά που εφο-
ρούσε ξενικόν δι’αυτόν ένδυμα ο ατυχής και αι κινήσεις του
και το βάδισμά του ενείχον τόσην κωμικότητα, ώστε εγελού-
σεν εκ καρδίας και ο ίδιος. Ήδη υπελείπετο να εξέλθη του
στρατώνος χωρίς να τον αντιληφθή κανείς. Συνεφωνίσαμεν
λοιπόν να πηδήση από το χαμηλόν παράθυρον το προς το όπι-
σθεν μέρος του στρατώνος, και εκείθεν δια του μικρού εκεί
στενού να τραβήξη τον δρόμον του. Το παράθυρο δεν θα το
εκλείδωνα εγώ κατόπιν και ούτω αργά περί την πρωϊαν θα
επενήρχετο ο δεκανεύς ησύχως δια της αυτής οδού, χωρίς να
πάρη είδησιν ο επιλοχίας, όστις του είχεν αρνηθή του ατυχούς
αμειλίκτως νυκτερινήν άδειαν εξόδου. Και ο δεκανεύς εγένετο
άφαντος όπισθεν του παραθύρου μετά τινας στιγμάς.
Ο έρως είναι πολύ κακόν πράγμα και εις αυτόν τον στρατόν
ακόμη. Προ παντός δε η ερωτική αντιζηλία. Μόλις ο δεκανεύς
απήλθε δυο τρεις άνδρες κοντόχοντροι και λεβεντοειδείς ανη-
γέρθησαν με πολλήν προφύλαξιν, κάτι εψιθύρισαν μεταξύ των,
ετυλίχθησαν με τους μανδύες των και ημιανοίξαντες το αυτό

- 42 -
παράθυρον δι’ου κατήλθεν ο δεκανεύς εχάθησαν εις το
σκότος. Τους ανεγνώρισα ευκόλως. Ήσαν και οι τρεις απλοί
στρατιώται, αλλ’αυτό δεν τους ημπόδιζε να είνε τρομεροί αντί-
ζηλοι εις τας ερωτικάς κατακτήσεις του δεκανέως Μπακο-
γιώργου προς τας υπηρετρίας της συνοικίας, ήτις δεν είχεν
ολίγας τοιαύτας. Εκ περιεργείας εσηκώθην και επλησίασα
προς το παράθυρον. Σκότος βαθύ επεκράτει έξω, βήματα
ηκούοντο πηγαινοερχόμενα μετά προφυλάξεως και κάτι τι
φρικωδώς τρίζον ωσεί να εσύροντο πύργοι από παλιούρια(45).
Ο σύμμικτος και ακατάληπτος αυτός θόρυβος διήρκεσε
πλέον της ημισείας ώρας χωρίς να δύναμαι να εννοήσω τι
εγένετο, ότε εις των ανδρών ήναψεν αιφνηδίως έν σπίρτον. Εις
την ακαριαίαν λάμψην του αντελήφθην ταχέως περί τίνος
επρόκειτο. Οι τρομεροί αντίζηλοι προς εκδίκησιν είχον κατα-
σκευάση τεραστίαν παγίδα από παλιούρας, εις ην επιστρέφων
ο δεκανεύς τη βοηθεία του σκότους θα ενέπιπτεν αναποφεύ-
κτως, αδιεξόδως. Το πράγμα ήτο πολύ λυπηρόν, αλλά και ολί-
γον κωμικόν, ώστε απεσύρθην υψώνων κακεντρεχώς τους
ώμους, ολίγον πριν να εισέλθουν οι εξελθόντες άνδρες εκ του
παραθύρου. Και ο ύπνος μετ’ολίγον μας κατέλαβεν όλους.
Ενθυμούμαι, ότι έντρομος ανεπήδησεν όλος ο στρατών αιφνι-
δίως, τρίβων φοβισμένα τους οφθαλμούς. Εκ του μέρους του
στενού γοεραί κραυγαί ήρχοντο ωσάν να έσφαζαν κανένα:
- Ώουουου! Ου μαύρους τ’έπαθα! ... ώουου ... ου!
Ο επιλοχίας, ο λοχίας, οι δεκανείς προσέτρεξαν εις τον θάλα-
μον ημίγυμνοι ερωτώντες εν ανησυχία:
- Τι είνε ουρ’ κουτάβια τ’διαόλου, τι είνε;
Αι γοεραί φωναί εξηκολούθησαν, ουδείς δε έδιδεν απάντησιν.
Ο μέγας φανός τότε ηνείφθη, οι άνδρες ημίγυμνοι περιε-
45 Παλιούρι: αγκαθωτός θάμνος, λέγεται και «αγκάθι του Χριστού», ή «αγκάθι της
Ιερουσαλήμ».

- 43 -
ζώσθησαν τας ξιφολόγχας των, έλαβον τους γκρα των, ο επι-
λοχίας εμπρός, ο λοχίας πίσω, ημείς από κοντά. Μετά τινα
δευτερόλεπτα ευρέθημεν εις το μικρόν στενόν προ φρικαλέου
θεάματος. Μία μαύρη σκιά οδυνηρώς οιμώζουσα είχε περι-
πλακή αδιεξόδως εις τους όγκους εκείνους των παλιούρων.
Ο επιλοχίας ωρύετο:
- Όρ’τι μαυροκόρακας ειν’ ικείνους ουρ’ τραχανουλόγοι; ... τι
δίαουλους απ’το ρέμμα είνι;
Ότε ανασηκώσας τον φανόν εφωτίσθη καθαρώς το οδυνηρόν
πρόσωπον του ατυχούς δεκανέως. Η βελλάδα του, το παντα-
λόνι του, το κλακ του είχαν γίνη κουρέλλια, ερυθραί δε κηλί-
δες έστιζον το αρειμάνιον πρόσωπόν του, τας χείρας του. Ο
επιλοχίας έμεινε κατάπληκτος.
- Ουρ’ου Μπακουγιώργους είνι! …
Και χωρίς να δώση διαταγήν ν’απελευθερώσουν τον ατυχή άν-
θρωπον εκ των βασάνων εκείνων, έτσι όπως ήτο με τα νυκτικά
του, μισοτρομαγμένος έλαβε την αξιοπρεπή στρατιωτικήν του
στάσιν και είπε με βροντώδη φωνήν:
- Μπακουγιώργου δικανέα, αύριο θάσι σ' ν' αναφορά. Δέκα
μέρες φυλάκισ’ δια λάθραν στρατώνους!…
- μ.

Εφημερίδα “Σκριπ” 4.2.1896

- 44 -
ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ
ΠΑΣΧΑΛΙΝΑΙ ΠΡΟΠΟΣΕΙΣ
Την παχυτέραν σκιάν κατείχον οι υπαξιωματικοί του τάγμα-
τος, την αραιοτέραν οι άνδρες αυτού υπό τα υψηλά δένδρα,
όπου είχε στρωθή το πασχαλινόν γεύμα. Τα λευκά σύγνεφα
που εσκότιζαν από το πρωϊ το γαλανόν του ουρανού, είχον
διασκορπισθή, και ο ήλιος εφλόγιζε. Περασμένο μεσημέρι
ήτο, ζέστη έκαμνεν. Η άνοιξη άπλονε πρασινάδας γύρω, τα σι-
τάρια στα χωράφια ασάλευτα και κατσουφιασμένα έστεκαν
μέσα στη ζέστη. Πέρα η πόλις κάπνιζε ακόμα από τα αρνιά
του Πάσχα.
Και υπό την σκιάν το τάγμα, τετρακόσιοι δηλαδή διπλαί σια-
γόνες ειργάζοντο δραστηρίως προς αναμάσησιν μηρών, νε-
φραμιών, πλευρών, πλατών, σβέρκων, κεφαλών... Πάσχα φαι-
δρόν και αρειμάνιο, πάσχα ρωμαϊκόν, πάσχα στρατιωτικόν.
Υπό την πυκνήν σκιάν των δένδρων οι υπαξιωματικοί μετά δυο
ανθυπασπιστών είχον στήση είδος εξέδρας δαφνοστόλιστον
και κοσμημένης με μερικάς λιθογραφικάς εικόνας αυτοκρα-
τόρων και σφαγών τούρκων υπό Ελλήνων. Εις αυτήν λοιπόν
επί στρώματος εκ κλάδων ελατών είχον καθήση και εγεύοντο
οι υπαξιωματικοί.
Είχαν βγάλη τα τσαρούχια των, τα ετοποθέτησαν δύο βήματα
όπισθέν των, εκάθησαν διπλοπόδι και έτρωγαν λαμβάνοντες
τα τεμάχια των κρεάτων δια των χειρών, τα στοιβαγμένα εις το
μέσον της τραπέζης κατά πυραμίδας, και έπιναν δεχόμενοι
κάθε τόσο τα ποτηράκια πλήρη από μαύρον οίνον, από τας
χείρας πέντε εν όλω στρατιωτών οινοχόων.
Αποτέρω κατά τμήματα κατάχαμα στη γη, καθισμένοι επί πε-
τρών έκαμναν πασχαλιάν και οι στρατιώται. Όλην δε αυτήν

- 45 -
την απλήν και αφελή στρατιωτικήν εικόνα, εξιδανίκευε και
ελάμπρυνε μια μικρούλα γαλανόλευκος πενιχρά τοποθετη-
μένη εκεί επάνω επί της δαφνοστολίστου εξέδρας.
***
Και ως επίνετο αφθονώτερος ο οίνος, αι κεφαλαί των υπαξιω-
ματικών εξήπτοντο. Μετά την καταβρόχθισιν των κρεάτων,
επηκολούθησεν όλη η εποποιία των κλεφτών και των καπετα-
νέων διά των δημοτικών ασμάτων, ότε είς των δύο ανθυπασπι-
στών, ένα ολοστρόγγυλο κατακόκκινο βουτσί (46), κοντόχον-
δρος μ’ένα καπελάκι κοντό κοντό, με δύο τρεις τρίχες ξανθές
από κάτω από μιά μύτη σαν μεγάλο αχλάδι, εσηκώθη. Εκρα-
τήθη καλά στα πόδια του, και σήκωσε την πρώτην πρόποσιν
ούτω με βροντώδη φωνήν εν μέσω θρησκευτικής σιγής.
- Πρου πίνου υπέρ της υγείας ούλων των παρόντων
κι’απόντων επαξιωματικών του τάγματους! Οι επαξιουματι-
κοί, κύριοι, είνι η βάσις κι του πρόχουμα, ούτως ειπείν, του
στρατού. Τα ξέρουμι κι τα ξέρτε τόρα ούλ’σας, ιν τούτοις, κατά
πόσουν ιπιδρώσι κι μας καβαλ’κεύουν ιπί πάσης περίστασις κι
παραγκουνιζόμεθα ημείς οι άλλοι. Εις υγείαν των επαξιωματι-
κών, κύριοι!…
Και ως εσήκωσε γενναίως το ποτήρι του, όλοι ανεσηκώθησαν
εξ ενθουσιασμού, φωνή δε μία ως κεραυνός απήντησεν εκ των
στομάτων όλων:
- Βίρα, ουρέ, ζήτουσαν οι επαξιουματικοί!…
Αλλά ήδη φιλοτιμηθείς εκ της επιτυχίας του συναδέλφου
τους, ο άλλος ανθυπασπιστής, υψηλός ως ρέγγα και μονότο-
νος το ανάστημα και το ύφος, ως παλούκι, ηγέρθη και αυτός.
Ξηροκατάπιε κομμάτι και έπειτα πετάξας έξω φρικωδώς τους
οφθαλμούς, λαβών αγρίαν έκφρασιν, είπε:

46 Βουτσί: βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού.

- 46 -
- Ικ καρδίας κι εξ εντοσθίων προυπίνου, κι σας συγχαίρουμαι!
Προυσθέτου δε κι τα εξής: Ισθάνουμι ιαυτόν υδεύμουνα διότι
κι του γεύμα μιτά εξιραιτικής χαράς ιπέτυχε κι η εουρτή μεγα-
λουπριπώς ιξετελέσθη. Του κρασί μουνάχα δε μ’ φαίνιται κα-
λό…
Και εκάθησεν εν μέσω των ζητογκραυγών.
Αλλ' ήδη έπρεπε ν’απαντήσουν και οι υπαξιωματικοί. Και εις
την ιδέαν ταύτην όλοι εβυθίσθηκαν εις βαθείαν σκέψιν. Έπρε-
πε να βρεθή είς εξ αυτών, όστις αναλαμβάνων ν’απαντήση
πρώτος προς τους δύο ανωτέρους του, να τιμήση δια της προ-
πόσεώς του το σώμα των υπαξιωματικών. Ήρχησαν μάλιστα
γινόμεναι μυστικαί συνεννοήσεις προς τούτο, ότε αιφνιδίως,
ωσεί ορμών εξ επιτυχούς εμπνεύσεως, είς επιλοχίας παχύς και
ολόξανθος, σηκόνεται με το ποτήρι στο χέρι και με μίαν φω-
νήν παιδικήν εξερχομένην με κωμικοτάτην αντίθεσιν εκ του
κολοσσού εκείνου, λέγει: Τούτο γιαγια του πουτηράκι, του πί-
νου, κι σας παρακαλού, να του πιήτε κι ’σεις στην υγεία τουν
δυό κυρίων ανθυπασπιστών μας πούνι ιένα ζευγαράκι!…
Αλλά η επιτυχής αύτη έμμετρος πρόποσις του επιλοχίου δεν
εφάνη αρκούντως ικανοποιητική. Έπρεπε να απαντήση είς
από τους νεώτερους και πλέον μορφωμένους υπαξιωματι-
κούς, από τους μελετώντες μάλιστα δι’εξετάσεις γεωμετρίαν,
ορθογραφίαν. Απόλυτος δε σιγή επεκράτησεν, οπόταν είς των
νεωτέρων υπαξιωματικών ηγέρθη. Όλοι τον έβλεπαν με υπε-
ρηφάνειαν, με φθόνον προσέτι. Ήτο μελαψός τις Κραβαρίτης,
ξερακιανός και μαυρομούστακος, πάντοτε σύννους και αξιο-
πρεπής, απ’εκείνους, π ο υ θ α π ά ν ε μ π ρ ο σ τ ά,
όπως λέγουν εις τον στρατόν. Έστριψε το μουστάκι του, εμει-
δίασεν αυτοκολακευόμενος διά την εντύπωσιν ήν έκαμε μόλις
εγερθείς, και είπε με επιστημονικήν εμβρίθειαν:

- 47 -
- Δικαίους οι κύριοι, κύριοι των ανθυπασπιστών προέπουν
υπέρ του σώματους των επαξιωματικών. Δικαίους άρα γε κι
ιγώ ελαύνουμαι επί του αυτώ, κι πίνου υπέρ της υγείας των και
της προόδου των. Όπως εν τη γιουμετρία δύο τρίγουνα έχου-
ντα τας γουνίας κι τας πλιβράς αυτών ίσας, είνε κι πρους άλ-
ληλα ίσα, ούτου, δύναμαι ειπείν, ότι άνευ κεφαλής δεν υφί-
σταται σώμα, αλλά κι άνευ σώματος, βεβαίως ουκ υφίσταται
κεφαλή, κι επαξιουματικοί άνευ ανθυπασπιστών είνι το μηδέν
κι του αυτό, όπους κι ανθυπασπισταί χουρίς ημάς ου δύνανται
να ποιήσουσιν υπηρεσίαν. Διά τούτω τουλμώ να προπίω εις
υγείαν της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέους, της Υψη-
λότητος του Διαδόχου, του αξιοτίμου Υπουργού των Στρατιω-
τικών κι ούλης της παρέας μας!…
Εκεί απάνω εγένετο τόσος ενθουσιασμός και τόσος θόρυβος,
που ενόμιζε τις πλέον ότι έφοδος εγίνετο και όχι γεύμα, πα-
σχαλινόν μάλιστα.

Εφημερίδα “Σκριπ” 27.3.1896

- 48 -
Ο ΝΕΑΡΟΣ ΔΗΜ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ
Διήγημα του Δημ. Χατζόπουλου όπου εξιστορείται η -μηδενική- συνει-
σφορά του συγγραφέα στον αγώνα κατά των ληστών. Ο πραγματι-
κός πρωταγωνιστής είναι βέβαια ο λοχίας Γεώργιος Νικολάου, πονη-
ρός, φυγόπονος, κοιλιόδουλος, καλοπερασάκιας, όπως όλοι οι καρα-
βανάδες της σειράς των “Λησμονημένων Στρατιωτικών”.
Το φαινόμενο της ληστείας έχει βαθιές ρίζες στον ελλαδικό και στον
βαλκανικό χώρο. Επί τουρκοκρατίας οι κλέφτες και οι αρματολοί βο-
ήθησαν ενεργά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του Έθνους δια-
τηρώντας τον κοινωνικό τους ρόλο. Όταν δημιουργήθηκε το Ελληνι-
κό Κράτος, οι προσδοκίες για επαγγελματική αποκατάσταση πολλών
πρώην καπεταναίων έμειναν ανικανοποίητες, οπότε αναγκάστηκαν
να ξαναβγούν «στο κλαρί» και να γίνουν ληστές.
Οι ληστές επιβίωναν επιτιθέμενοι σε πλούσιους αγρότες, ταξιδιώτες,
εμπόρους, προύχοντες ή και σε ολόκληρα χωριά. Παρόλα αυτά τα
φτωχά και καταπιεσμένα στρώματα της υπαίθρου τους έβλεπαν σαν
ήρωες ενώ αντίθετα αντιμετώπιζαν το κράτος και τους μηχανισμούς
του σαν κάτι το παρείσακτο.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Άρτας έδωσαν καινούρια
ώθηση στην ανάπτυξη του φαινομένου της ληστείας. Η επιδείνωση
της κοινωνικής ανισότητας, η αλληλεγγύη του πληθυσμού της υπαί-
θρου, η ανυπαρξία επικοινωνιακού δικτύου κατέστησαν σχεδόν αδύ-
νατη την αντιμετώπιση αυτού του φαινόμενου από το νεοσύστατο
Ελληνικό Κράτος.
Η αγροτική πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων στήριζε τους μεγαλο-
τσιφλικάδες και συνάμα μεθόδευε την σταδιακή καταστροφή της νομα-
δικής κτηνοτροφίας. Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα τα
τσελιγκάτα (47) μπήκαν σε πορεία παρακμής, οπότε ένα τμήμα των νο-
μαδικών πληθυσμών αναγκάστηκε να στραφεί στη ληστεία ή στο συν-
δυασμό ληστείας και κτηνοτροφίας.
Η συνεργασία με πολιτικούς, γαιοκτήμονες και κεφαλαιούχους έδωσε
επίσης νέα ώθηση στη ληστεία. Σε πολλά μέρη της υπαίθρου δημιουρ-
γήθηκε ένα καθεστώς τύπου φαρ γουέστ, οι ακρότητες των ληστών
μισθοφόρων των τσιφλικάδων συχνά έμεναν σκανδαλωδώς ατι-
μώρητες.

47 Τσελιγκάτο: παλαιάς μορφής κοινωνικο-οικονομική οργάνωση των τσοπάνων οι


οποίοι ζούσαν νομαδικό ή ημινομαδικό βίο, μετακινούμενοι με τα κοπάδια τους,
αναζητώντας βοσκοτόπια υπό την αρχηγία ενός τσέλιγκα.

- 49 -
Το ελληνικό κράτος μην μπορώντας να καθυποτάξει τις ληστρικές
συμμορίες προσπάθησε να τις χρησιμοποιήσει για ίδιους σκοπούς: με
τη δικαιολογία της καταδίωξης των ληστών ελληνικά στρατεύματα
έμπαιναν στο τουρκικό έδαφος για να δοκιμάσουν την ετοιμότητα
του οθωμανικού στρατού. Αργότερα συγκροτήθηκαν αντάρτικες
ομάδες αποτελούμενες από ληστές που παράτυπα βοήθησαν τον ελ-
ληνικό στρατό τόσο στον «ατυχή» πόλεμο του 1897 όσο και στο Μα-
κεδονικό αγώνα.
Σιγά σιγά οι κοινωνικές- οικονομικές συνθήκες μεταβλήθηκαν, χάθηκε
η ώσμωση των ληστών με τον πληθυσμό της υπαίθρου, άλλαξε η πο-
λιτική των κυβερνήσεων και γύρω στο 1930 το φαινόμενο της ληστεί-
ας έπαψε πρακτικά να υπάρχει.
Όσον αφορά το διήγημα, βλέπουμε ότι ο νεαρός Χατζόπουλος δεν
φαινόταν καθόλου πεισμένος για το αγαθό της κατά των ληστών
δράσεως: “Έβλεπα τα φυσίγγια εκείνα με τον στιλπνόν των χάλυβα και
την σφαίραν” … και “το πράσινο της εξοχής, το κυανούν της θαλάσσης
πέρα και το λεπτώς γαλάζιο των βουνών απετέλουν μίαν αρμονίαν,
ήτις ήρχισε να μου γεννά την ιδέαν πως ενώπιον τοιαύτης ομορφιάς
φύσεως ηδύνατο να σκοτώση τις έστω και ληστάς ακόμη!…”.
Άλλη ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι ο λοχίας ζητάει από δύο
στρατιώτες να κλέψουν στην ουσία δύο πρόβατα (δεν γίνεται μνεία για
αποζημίωση) από μιά κοντινή στάνη για να γευματίσει το απόσπασμα.
Τα σπασμένα της καταδίωξης των ληστών τα πλήρωναν οι βοσκοί…

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ
(Λησμονημένα Στρατιωτικά)
- Ε ι ι ι ! … ξύπνα τς’ μπαλάσκες ς’ κι του γκρα σ’ !…
Και ο λοχίας προχωρών ολονέν ανά τον ημιφώτιστον θάλαμον,
πότε δεξιά, πότε αριστερά, σκουντών δια της άκρας του τσα-
ρουχιού του τους ροχαλίζοντας άνδρας, τους αφύπνιζεν ένα,
ένα.
Εκείνοι δυσθύμως εγειρόμενοι, ξαφνισμένοι από την μεταμε-
σονύκτιον αυτήν αφύπνισιν, ενεδύοντο απροθύμως, ωπλίζο-
ντο ανόρεκτα.

- 50 -
- Ουρ’ καμ’ τι γλήουρα μη τζακίσου κανένα σας παλιουτόμα-
ρα τ’ διαόλου! Ωρίετο από καιρού εις καιρόν ο λοχίας στηρι-
ζόμενος εις τον γκρα του, υψηλός, με μίαν αγρίαν κεφαλήν με
κατσαρά μαλλιά, με στιλπνόν ηλιοκαές δέρμα και με μικρούς
γοργοκινήτους μαύρους οφθαλμούς.
Οι άνδρες ητοιμάσθησαν τέλος. Μετά τινάς στιγμάς παρε-
τάχθημεν όλοι εκτός του στρατώνος μέσα εις το σκότος, μη
γνωρίζοντες διατί, εις άκρον περίεργοι δια την νυκτερινήν αυ-
τήν εκδρομήν.
- Κλίνιτι ιπί δεξιά! Ιμπρός μαρς κι μην ακούσου κουβέντα, για-
τί σας τρύπ’σα μι τη ξιφουλόγχη, εβρυχήθη αυστηρώς ο λοχί-
ας.
Και ηρχίσαμεν βαδίζοντες. Επί πολύ επορευόμεθα άφωνοι, ο
είς κατόπιν του άλλου, με τον ύπνον βαρύνοντα τους οφθαλ-
μούς μας. Διήλθομεν την πόλιν, έρημον, σκοτεινήν, κοιμη-
σμένην˙ εξήλθομεν εις τους αγρούς, οι σκύλλοι μας επετίθε-
ντο άγριοι, και ημείς ετραβούσαμεν πάντοτε εμπρός υπό την
αιγλήεσσαν αρτροφεγγιάν της νυκτός. Κάποτε ο παραστάτης
μου, μου εψιθύριζε:
- Που να μας παη τς’ μαύρους, κυρ’ Μητς’, που να μας πάη
μέσα τ’αγκάθια ! … Για κλέφτις να πάμε λες;
Είχομεν απομακρυνθή πολύ ήγη της πόλεως, και επλησιάζα-
μεν προς τους βουνούς, ότε ακούσαμεν την βροντώδη φωνήν
του λοχίου.
- Κλίνιτι ιπ’ αριστιρά … αλτ! … Μπαραμπόδα αρμ !… Ανάπαυ-
σις ! …
Η αυγή κατέφθανεν. Η ανατολή ερρόδιζε, και ο ορίζων όλος
έπλεεν εις μίαν σύγχυσιν αντικειμένων προ των οφθαλμών
μας. Κρύο αεράκι εφύσα κατεπάνω μας. Και ως είμεθα κάθι-
δροι εκ του ιδρώτος και αναμμένοι εκ του δρόμου ησθανόμε-

- 51 -
θα το κρύο να μας περονιάζει ως τα κόκκαλα. Υπό το ολίγον
φως της αυγής διεγράφετο παράξενη η σιλουέτα του προ
ημών ισταμένου λοχίου, λαμβάνοντος τεραστίας διαστάσεις
εις το ημίφως, στηρίζοντας την αριστεράν του χείρα παμμε-
γέθη με την φαρδειάν λευκήν μανίκαν της επί του γκρα του.
Ως δε ήρχισε τότε να μας ομιλή με το επιβλητικόν ύφος του,
εφαίνοντο οι δύο τεράστιοι μύστακές του ανεβοκατερχόμενοι
αγρίως.
- Ακούστι τόρα καλά, ζαγαράκια, τι θα σας που. Είμεθα ιπί
των ίχνουν ληστρικής συμμουρίας κι προυτίθιμι να συμπλα-
κώμεν. Μόνουν η γενναιότης κι η καλή προφύκαξις θα μας
δώση την νίκην. Μη διού κανένα σας κι του στριψ’ του την
άναψα από πίσου. Τουναντίον να φανώμεν παλληκάρια, να
κάνουμε ουλ’ μας του μέλλου μας.
Γαλόνι κι βασιλική ηυαρέσκεια μας αναμένει. Τόρα είμαστε
δώδεκα ουλ’ ούλοι. Οι μ’σοι από σας μι τουν υπουδικανέα
τουν Μητρουπάνου θα πάτε λάου λάου από δω κι να πιάσετε
τουν λόφον κείνον, κατάραχα ντιπ κι να κρυφτήτι μέσα τα
δέντρα. Εγώ μι τους λοιπούς άνδρας θα λάβου την ιναντίαν
διεύθυνσιν αντιθέτους προς ημάς, εις τρόπουν ώστε αν η συμ-
μουρία διέλθη, ως είμι πληρουφουρημένος δια της χαράδρας
ας νιφτή κι αποφάγαμε… Ιμπρός˙ γαλόνι κι βασιλική ηυα-
ρέσκεια Μητρουπάνου, άξα;…
Ούτω πως διηρέθημεν εις δύο. Οι υπό τον δεκανέα άνδρες
μετ’ ολίγον εχάθησαν εις το άκρον της ράχης, ημείς δε μετά
του λοχίου ελάβομαν την “ιναντίαν διεύθυνσιν αντιθέτους
προς αυτούς”. Όταν ανήλθομεν επί του βουνού και κατελάβο-
μεν τας θέσεις μας εφώτιζεν εντελώς πλέον. Ο λοχίας μας
ετοποθέτησεν όπισθεν τεραστίων πετρών ακροβολιστά, με
τον γκρα προτεταμμένον γεμισμένον, και τα φυσίγγια της μιάς

- 52 -
παλάσκας μας χυμένα στο χώμα παραπλεύρως μας.
Και αναμέναμεν εκεί άφωνοι, πρηνηδόν ξαπλωμένοι με
τους αγκώνας γδερνομένους επί των πετρών. Έβλεπα τα φυ-
σίγγια εκείνα με τον στιλπνόν των χάλυβα και την σφαίραν
των μόλις εξέχουσαν ωοειδώς, και εσυλλογιζόμην, ότι
μετ’ολίγον ίσως ενώ θα τα έθετα εντός του όπλου μου το εν
κατόπιν των άλλων, και θα τα εξαπέστελλον προς τους λη-
στάς, θα μου έφερον την τιμήν ταύτα “του γαλονιού κι της
βασιλικής ηυαρεσκείας” και εδάγκανα τα χείλη μου δια να
μη γελάσω πολύ δυνατά. Η φύσις γύρω αδιάφορος εστολίζε-
το και εκείνην την πρωϊαν, όπως πάντοτε, με τα μύρια
χρώματά της, με τους φαιδρούς τόνους της, και την απέρα-
ντον δρόσον της. Από του ύψους εκείνου ένα πρωϊνόν πα-
νόραμα μέθυος και χάριτος ηπλούτο προ των αγρυπνι-
σμένων οφθαλμών μας. Το πράσινο της εξοχής, το κυανούν
της θαλάσσης πέρα και το λεπτώς γαλάζιο των βουνών απε-
τέλουν μίαν αρμονίαν, ήτις ήρχισε να μου γεννά την ιδέαν
πως ενώπιον τοιαύτης ομορφιάς φύσεως ηδύνατο να σκο-
τώση τις έστω και ληστάς ακόμη!
Εν τω μεταξύ οι λησταί δεν αφαίνοντο ούτε αριστερά, ούτε
δεξιά. Ο ήλιος είχεν ανατείλη, είχεν ανέλθη υψηλά πολύ, η
φλόγα του μας κατέκαιε ξαπλωμένους εκεί επί των πετρών. Αι
πληροφορίαι του λοχίου δεν εφαίνοντο να ήταν βάσιμοι, και η
αδημονία μας εβασάνιζε περισσότερον της ζέστης. Επί τέλους
ο λοχίας αγριεμμένος τρομερά, διέταξε συνάθροισιν. Έστειλεν
ένα στρατιώτην να προσέλθουν οι λοιποί άνδρες. Εν τω μεταξύ
ημείς διηυθύνθημεν υπό την σκιάν γηραιών τινων πλατάνων
παρά την άκραν μιάς βρύσης.
- Ιλάτι δω δυό σας, εβρυχήθη κάποτε ο λοχίας. Θα πάρτε αυτό
το μονοπάτι κι θα ροβολήσιτι προς τα κατ’. Παρεκούλια απ’ τα

- 53 -
ριζά θα βρήτε μιά στάνη. Μπαίνιτι μέσα παίρνιτι δυό ψημα-
δάκια (48) κι τα φέρνιτι να κάνουμε γιόμα…
Οι άνδρες έγιναν αστραπή. Ο λοχίας τότε εστράφη προς εμέ,
εξάγων εκ του σακκουλίου του μίαν κόλλαν χάρτου και ένα
καλαμάρι μπρούτζινο, απ’εκείνα τα παμπάλαια των δικαστι-
κών κλητήρων.
- Έλα δω, ου λουγιώτατε, τόρα, να κάνουμι μιά αναφουρά
στουν Ιπόπτη. Γράφι ημικλάστως!
- “Εκ της θέσιους Πλατάνια Προς τον Ανώτερουν Ιπόπτην του
Νομού… Ου αποσπασματάρχης Γιώργιους Νικουλάου λουχί-
ας. Περί συλλήψιους ληστών.
Συμφώνους προς την υμετέραν Διαταγήν ευρίσκουμαι μετά
δώδεκα ανδρών επί των ίχνουν της γνουστής ληστοσυμμουρί-
ας, ην την σύλληψιν κι την ιξόντουσιν προυτίθιμι, ουδέν ιπιτυ-
χών ήδη, των ληστών μη τολμησάντων εμφανισθείν. Αναμένου
τας υμετέρας διαταγάς. Ηυπειθέστατους Γιώργιος Νικολάου
λουχίας”.
Τόρα ένας σας να πεταχτή μέσα ντ’ μπόλη μυτά του ιγγράφου
τούτου, κι να φέρη κι δύο ουκάδις κρασί, οι άλλ’σας ν’
ανάψατ’ φουτιά για τ’ αρνιά που θάλθνι. Γλήγουρα μην τζακί-
σου κανένα σας και κουλαστώ… Και ξαπλωθείς επί της δροσε-
ράς χλόης ήρχισε να τραγουδή με την βροντώδη φωνήν του:
Τα παλληκάρια τα καλά ανάπαψη δε ξέρουν. Μήτε φαγί, μήτε
κρασί, μήτ’ ύπνο, μήτε σκόλη!…
Μποέμ

Εφημερίδα “Σκριπ” 18.7.1896

48 Ψημάδια: αρνιά.

- 54 -
ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ
Ήτο από τους στρατιωτικωτάτους, τους αποκρυσταλλω-
μένους εκείνους στρατιωτικούς τύπους του πεζικού. Ανθυπο-
λοχαγός αποκτήσας τον βαθμόν του με αγώνας, με μόχθους
φοβερούς. Από στρατιώτης έγινεν αξιωματικός εις διάστημα
πολλών ετών, χρόνων μακρών, βασανισμένων. Είχε ζυμωθή με
την στρατιωτικήν υπηρεσίαν από της εφηβικής του ηλικίας.
Όλας τας χαράς του, όλας τας λύπας του εδοκίμασε πότε εις
τους σκοτεινούς στρατώνας, πότε υπό τα σκηνάς, και πότε εις
την μεταβατικήν υπηρεσίαν. Ο μιξοπόλιος μύσταξ του, ο αρει-
μανείως ανεστραμένως εις τα άκρα, η τετράγωνα κομμένη
στολή του, τα σύρριζα κομμένα μαλλιά του, το κοντό, το πολύ
κοντό και προς το μέτωπο πίπτον πιλίκιόν του, του έδιδαν
πάντοτε την καθαρώς τραχείαν στρατιωτικήν έκφρασιν, ήν
απαντά κανείς εις τους άνδρας εκείνους του στρατού, οίτινες
όλην των την ζωήν, όλα των τα όνειρα, όλας των τας επιθυμίας
τας έθαψαν μέσα στον σκληρόν, στον τραχύν βίον του στρα-
τού. Επί τέλους ήτο ένας από τους τόσον σπανίους πλέον εις
τας τάξεις σήμερον του στρατού μας κ α π ε τ ά ν ο ς.
Ενθυμούμαι, ότι εταξιδεύαμεν μαζύ s’ένα βαποράκι νέα κα-
λοκαίρι μέσα στον Κορονθιακόν κόλπον. Ήτο δροσερά καλο-
καιρινή πρωϊα˙ δέκα η ώρα, ο ήλιος περιέλουε τα τραχέα βου-
νά της Στερεάς αριστερά, όπου εξείχε πέρα εις το βάθος η πα-
νύψηλος κορυφή του Παρνασσού, και τους πρασινισμένους
γηλόφους αριστερά της Πελοποννήσου. Μαϊστράλι γλυκύ
έπνεε˙ κρουσταλλένιος ήτο ο ουρανός, κρουσταλλένια γα-
λάζια η θάλασσα. Και το βαποράκι ελικνίζετο ήρεμα στα κύ-
ματα. Εξηπλωμένος ο ανθυπολοχαγός εις το κατάστρωμα

- 55 -
έπαιζε με το κομβολόγι του και ροφούσε την τέταρτη ήδη μα-
στίχα του. Δυο τρεις νεαροί κύριοι επαρχιώται του έκαναν συ-
ντροφιά, και από τινος ώρας τους έβλεπα συνομιλούντες και
συζητούντες σοβαρώς. Επλησίασα αρκετά περίεργος και σχε-
δόν αμέσως αντελήφθην ότι συζήτησις εγένετο περί της στρα-
τιωτικής αναδιοργανώσεως της χώρας.
Μία εφημερίς ριγμένη εκεί εις ένα κάθισμα φαίνεται ότι είχε
ανάψει τη φωτιά. Ανέγραφεν είδησίν τινα περί των τελευταίων
μεγάλων γυμνασίων του βουλγαρικού στρατού και εκείθεν
φαίνεται εδόθη η αφορμή της συζητήσεως. Αι ιδέαι των νεα-
ρών κυρίων επαρχιωτών ήσαν αρκετά ιδιόρρυθμοι περί της
στρατιωτικής συντάξεως της χώρας, πρωτοτυπότεραι, πως
των ιδεών του κ. Θεοτόκη. Ο αξιωματικός διεφώνει εις πολλά,
και ως αυθεντία άλλως τι, ως εκ του επαγγέλματος του τας
διέκοπτε συχνάκις ζωηρότατα. Μόνον εις το ζήτημα της προ-
φοράς δεν υπήρχε εξαίρεσις μεταξύ των συζητούντων, διαρ-
κώς δε ηκούετο εκ του στόματος όλων:
- Να μ’ιπιτρέψ’ς να chi διακόψου, φίλι μου...
Η ομιλία καθ’ην στιγμήν ήρχισα ν’αντιλαμβάνωμαι, εστρέφε-
το εις το ζήτημα των στρατοπέδων εν Ελλάδι. Ο κ. Αξιωματι-
κός ήτο ήδη εις το στοιχείον του, επομένως ήρχισεν αυτός ομι-
λών μόνον, χωρίς πολλάς διακοπάς.
- Ομιλέιτε δια το στρατόπεδον, κύριε, έλεγε ο στρατιώτης, και
στρατόπεδον δεν ηξεύρετε καλά καλά τι είνε. Ερωτήσατε
όμως εμένα, όστις εχρημάτισα εις το στρατόπεδον της Λεπε-
νούς, δια να μάθετε. Στρατόπεδον εν Ελλάδι σημαίνει εστία
μολύσματος, σημαίνει αποκέντρωσις και αποκτήνωσις του
ανθρώπου, σημαίνει εξασθένησις του στρατιώτου.
Εις εκ των κυρίων ετόλμησε να είπη:
- Δηλαδή τι θέλετε να ειπήτε κ. ανθυπολοχαγέ;

- 56 -
- Θέλω να ειπώ ότι, υφόυς όρους διωργανώθη άλλοτε το
στρατόπεδον της Λεπενούς, το και μεγαλήτερον των εν Ελ-
λάδι διοργανωθέντων, δεν εχρησίμευσεν εις τίποτε άλλο παρά
εις το πέταγμα αδίκως τόσων εκατομμυρίων, και εις την
απώλειαν τόσων νεαρών υπάρξεων. Παρετηρήθη δε εν γένει,
ότι εις όλας τας μέχρι τούδε στρατιωτικάς συγκεντρώσεις, και
εις όλας τας επιστρατεύσεις, αι απώλειαι χρήματος και αν-
δρών υπήρξαν τοιαύται, οίας δεν θα υφίστατο η χώρα εαν δεν
είχε συγκροτήση ο στρατός μας τουλάχιστον δέκα μεγάλας αι-
ματηράς μάχας. Είνε ωραίον πράγμα βεβαίως να το φαντάζε-
ται κανείς, ότι δύνανται να συγκεντρωθώσιν υπο τας σκηνάς
15, 20, 30 χιλιάδες στρατιώται, να γυμνάζονται, ν’ασκώνται.
Αλλά είνε και τι φοβερόν να ίδη κανείς εφαρμοζομένην την
ιδέαν ταύτην με τας ατελείας εκείνας με τας οποίας είδα εγώ
εφαρμοζομένην την ιδέαν ταύτην. Χιλιάδες ανδρών απέθνη-
σκον κυριολεκτικώς δι’έλλειψιν ύδατος, δι’ έλλειψιν υγιεινής
διαίτης. Τα ανορυχθέντα φρέατα παρείχον τοιούτο ύδωρ που
και τα κτήνη δεν ηδύνατο να το πίουν. Ήτο δε τόση δυσανάλο-
γος η ανεπάρκεια του ύδατος προς τας ανάγκας του στρατο-
πέδου, ώστε η μέριμνα περί εξοικονομήσεως ύδατος απη-
σχόλει περισσότερον όλων των στρατιωτικών ασκήσεων τους
ανωτέρους μας. Η υπερτίμησις δε και η έλλειψις των αναγκαί-
ων πραγμάτων μας είχε καταστήση εις είδος τις πολιορκίας.
Η απομόνωσις, ο διαρκής αυτός περιορισμός, τα παράπονα,
αι μεμψιμοιρία, αι διενέξεις έδωσαν αφορμήν να γεννηθώσιν
ακόμη και σοβαρά αντιπειθαρχικά ζητήματα, εις τα οποία δυ-
στυχώς η πολιτική έπαιζε τον πρώτον ρόλον. Το χείριστον δε
όλων, αι μολυσματικαί νόσοι, ως εκ της ανθυγιεινής διαίτης
εδεκατίζοντας τας τάξεις μας. Ο κοιλιακός τύφος, η δυσεντε-
ρία, ήσαν εις την ημερησίαν διάταξιν. Επήλθε κατόπιν και η

- 57 -
ευλογία, ήτις εθέρισε τόσας υπάρξεις. Εαν πάτε ποτέ εις την
Λεπενούν θα ίδετε λείψανα σταυρών επειραρίθμων εις όλα τα
μικρά εκεί εξωκκλήσια. Υπό τους σταυρούς εκείνους κοι-
μώνται τον άδοξον ύπνον ευρόντες, αδικώτατον θάνατον,
τόσαι υπάρξεις, αίτινες αφέθησαν εκ μέσου των οικογενειών
των. Οι θάνατοι, ενθυμούμαι, ήσαν τόσον συχνοί, και είχομεν
τόσον συνειθίσει μ’αυτούς, ώστε ελέγομεν:
- Βρε αδερφέ, είμεθα τόσαι χιλιάδες κόσμος, μπορεί να μη πε-
θαίνουν και καμμιά δεκαριά απο μας την ημέραν!…
Τοιάυτη είνε εν γένει η ιστορία των στρατοπέδων εν Ελλάδι
μέχρι τούδε. Και τι έγινεν ύστερα από όλα αυτά; Τίποτε˙ εντε-
λώς τίποτε.
Εις εκ των νεαρών κυρίων ετόλμησε να είπη δειλώς εις τον
αξιωματικόν:
- Μα πάντοτε αι στρατιωτικαί συγκεντρώσεις έχουν τα θύμα-
τά των, δεν λέγω το εναντίον…
Και ο αξιωματικός τότε ρουφών μέχρι πυθμένος το ποτηράκι
με την μαστίχαν του τον διέκοψεν εν πλέον αρειμανία στάσι:
- Έχουν τα θύματά των βέβαια, καλά που το λές, αλλά δεν εί-
χαν μέχρι τούδε δια την Ελλάδα δυστυχώς, ουδέν πρακτικόν
αποτέλεσμα, διότι ελλείπει από τους δημιουργούς των και ο
πρακτικός νους…
--μ

Εφημερίδα “Σκριπ” 30.11.1896

- 58 -
Τ' ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Από το βιβλίο “Ντόπιες Ζωγραφιές” του Δ. Χατζόπουλου που εκδόθηκε
το 1896. Ο πρωταγωνιστής, ένας άξεστος και βίαιος δεκανέας “... κο-
ντός, με το φέσι ριγμένο μπροστά στο μέτωπο, τη μεγάλη φούντα του
σκορπισμένη, την κάπα του ριγμένη στον ένα ώμο” περνάει από χω-
ριό σε χωριό με το στρατιωτικό απόσπασμα ευζώνων και με την πει-
θώ αλλά και πιο πολύ με την ράβδο συλλέγει τα χρέη των χωρικών
προς το δημόσιο. Η περιγραφή της κατάστασης στην ρουμελιώτικη
ύπαιθρο είναι σχεδόν τραγική, πέρα απ’την ανέχεια και την κακομοι-
ριά οι χωρικοί πρέπει να αμυνθούν από τις αυθαιρεσίες των κρατικών
λειτουργών, πράγματι ο “πάρεδρος” αντιμετωπίζει τον δεκανέα σαν
Οθωμανό αγά που λίγες δεκαετίες πριν έκανε την ίδια δουλειά. Το δι-
ήγημα, όπως και τα υπόλοιπα διηγήματα του βιβλίου, είναι γραμμένο
σε “μαλλιαρή” δημοτική, παρόλο που από χρόνια πλέον ο Δ. Χα-
τζόπουλος δημοσιογραφούσε στην καθαρεύουσα.

Καιρός τόρα και τη θυμούμαι αυτή την ιστορία. Σαββάτο


βράδι είταν την ώρα που κουρνιάζουν οι κότες, π'ανάβουν
τους φούρνους τους οι χωριάτισσες για το ψωμί τους, που
παίζουν τις αμάδες και πηδούν τις τρεις τα χωριατόπουλα,
πόρχουνται καταποσταμένοι απ' τα χωράφια τους με τ'
αλέτρια τους και τα ζώα τους οι χωριάτες. Σάββατο βράδι που
χόρευε ο γονιός το χοντρομπαλάτο μαξούμι του ( 49) απάνω
στα γόνατά του, και παρατούσε τον αργαλιό της η λιγερή, για
ν' ανάψη το καντήλι της εμπρός στο κόνισμα του σπιτιού˙ το
κόνισμα με την Παναγία και τα στέφανα των γονιών της, κα-
πνισμένο από τόσων χρόνων καπνό, που τον είδαν ν'ανεβαίνη
αγάλι' αγάλι' στα δοκάρια της στέγης, πότε χαρούμενα και
πότε κλαμένα τα μάτια της φαμελιάς.
Είτανε η καλή ώρα όλου του χωριού που γύριζε στο σπίτι του
ν' αλλάξη το λερωμένο μέσα στις λάσπες μια βδομάδα ντύμα
του, να πάη στην εκκλησιά του το πρωί της Κυριακής, να κρε-

49 Μαξούμι: μικρό παιδί.

- 59 -
οφαγήση το μεσημέρι, να μεθοκοπήση κάμποσο τ' απόγιομα
και να κοιμηθή μια νύχτα ακόμα στο σπίτι του, για να ξεκινήση
θαμπά τη Δευτέρα για τα χωράφια του.
Εκεί απάνω ξεμπουκάρει τ' απόσπασμα στο χωριό. Δέκα ευ-
ζώνοι κι ο δεκανέας έντεκα. Η πανούκλα νάτανε δε θα τρόμα-
ζε τόσο το χωριό. Φευγιό και πάλι φευγιό. Φτωχοί άνθρωποι.
Μια φωνή ακούστηκε:
— Τ' απόσπασμα!
Κι έσβυσαν οι φούρνοι, βουβάθηκαν τα παιδιά, ανεμοζάλη
φύσηξε.
Το μισό χωριό πήρε το λόγκο κι όπου φύγη φύγη.
Ο δεκανέας κοντός, κοντός με το φέσι ριγμένο μπροστά στο
μέτωπο, τη μεγάλη φούντα του σκορπισμένη, την κάπα του
ριγμένη στον ένα ώμο, τον γκρα, αναρτισμένον σέρνοντας τη
ψηλή του γκλίτσα, φάνηκε πρώτος πρώτος. Ίδιοι κι απαράλ-
λαχτοι οι από πίσω με γκράδες και γκλίτσες. Απόσπασμα χω-
ρίς γκλίτσα δε γίνεται. Όσο πλειότερες τόσο και καλλίτερα.
Με τη γκλίτσα πατούν τα κατσάβραχα, μ' αυτή βαρούν τα
σκυλιά, μ' αυτή τους χωριάτες, άμα δε δουλεύει ο κόπανος του
γκρα, και με την ίδια γραπόνουν καμιά ψιμαδούλα αρνάδα για
το σουβλί. Έφτασαν στου κυρ πάρεδρου. Τα σκυλιά, τα μα-
ντρόσκυλα του χωριού, χαλώντας τον κόσμο με τ' αλυχτίσμα-
τά τους, τους έκλεισαν ζουνάρι. Έν' απ' αυτά ψηλό, νευρω-
μένο κι άγριο άγριο, με μαλλί δασύ και σταχτερό σαν το θα-
μπό φως της αυγής, χύθηκε απάνω τους ίσα, ανοίγοντας τα
σαγόνια του, πετώντας όξω κόκκινη φωτιά τη γλώσσα του και
τα κοφτερά δόντια του. Λίγο ακόμα και το σκυλί [θα] κα-
τάσκιζε τη χυτή και καλοκαμωμένη άντζα(50), με τη ρούχινη
Αστακιώτικη κάλτσα, του δεκανέα.

50 Άντζα: κνήμη.

- 60 -
— Τι το φυλάτε, μωρέ, και δε το σκοτόνετε, φωνάζει, κ' ένας
στρατιώτης σηκόνει τον κόπανο, του καταφέρνει μια και τ'
ανοίγει σε δυο το κεφάλι. Το σκυλί ξαπλώθηκε βαρειά, το αίμα
του πετάχτηκε ζεστό, ζεστό. Τ' άλλα σκυλιά το ζύγωσαν βου-
βαμένα, το τριγύρισαν δυο τρεις φορές, κι άρχισαν να γλύφουν
το αίμα του, που πότιζε τη φράχτη του κήπου του πάρεδρου.
Ο στρατιώτης σφόγγισε με τη λερή φουστανέλλα του, τον μα-
τωμένο κόπανο του όπλου του, λέγοντας:
— Μια τόχω, πάει σκαστό ντιπ!…
Ζύγωσαν κ' οι άλλοι στρατιώτες, το σκουντούσαν με τις άκρες
των τσαρουχιών τους κι έλεγαν ξαφνισμένοι:
— Ορέ, τ' άτιμο, μήτε γκιχ! δεν έκαμε!…
Κανένας δεν έβγαινε όξω απ' τα σπίτια. Ο δεκανέας γύρισε κ'
είπε:
— Σούρα, μπρε, ένας σας!. Τι θανατικό έπεσε σ' αυτό το δια-
λοχώρι!…
Σούριξε ένας στρατιώτης κι ο κυρ πάρεδρος που καθόμαστε
μαζί κ' οι δυο μέσα στο σπίτι του βγήκε έξω. Ο δεκανέας είπε
θυμωμένα:
— Πού είσ 'να τρυπωμένος γέροντα;
— Πού νάμουνα, παιδί μου, γέροντας άνθρωπος, βαρυακούω
κι όλας…Καλώς ωρίσατε! Και τους έδοσε το χέρι του.
— Έλα, τόρα, κυρ πάρεδρε, του λόγου σου, να μας μοιράσης,
τα καταλύματα, είπε ο δεκανέας. Ήρθαμε για κάτι εντάλματα
και θα μείνουμε εδώ απόψε.
Ο πάρεδρος έκατσε μπροστά στη μακριά πεζούλα μπρος στο
σπίτι του μαζί με τον δεκανέα και ενώ χάραζε με την άκρη της
γκλίτσας του γραμμίτσες στο χώμα, είπε:
— Έντεκα είστε, ε; Του λόγου σου ναρθής στο φτωχικό μου.
Έχω και του λόγου του μουσαφίρη, από δω απόψε, κ' έδειξε

- 61 -
εμένα πούχα βγη έξω. Τόρα έχουμε άλλους δέκα. Δυο να πάνε
στου Παλούκα, άλλοι δυο στου Σταύρου, άλλοι δυο στου
Μάνθου, άλλοι δυο στου Μπανιά κ' οι άλλοι δυο στου Νικο-
λού. Να! πόγιναν και τα κονάκια. Άιστε τόρα, παιδιά. Του
λόγου σου, κυρ δεκανέα κόπιασε μέσα.
Το στράτεμμα σκόρπισε˙ οι χωριανοί άρχισαν να ξεθαρρεύ-
ουν, όσοι είχαν πληρώση τα εντάλματά τους, και ξεπετάχτη-
καν. Βγήκαν κ' οι λιγερές κ' οι γυναίκες στα πηγάδια, το πήραν
απάνω τους τα παιδιά, ξανάναψαν οι φούρνοι, και μέσα στο
ξεθάρρεμα του χωριού, αγροικιώνταν κάπου κ' η φωνή κανε-
νός στρατιώτη:
— Κότα πήττα, σταυρομάννα, θέλει η καρδούλα μου, κότα
πήττα!…
Μπήκαμε κ' εμείς στου κυρ πάρεδρου το σπίτι. Μια μεγάλη
κάμαρα όλο πέρα με τα ντουβάρια του αχύλωτα, με καπνι-
σμένα τα δοκάρια της στέγης, που κρέμουνταν απ' αυτά καμιά
εικοσαριά βαντάκια (51) καπνού. Η γωνιά μεγάλη και χαμηλή
στην άκρη˙ η γις χάμου είταν αλειμμένη με γλίνα και γύμνια
περίσσια ολόγυρα. Μονάχα στην άκρη έν’ αμπάρι μελό κι από
πίσω τα ρούχα και τα σκαφίδια και τα κόσκινα, και χίλιων ει-
δών σιγύρια του σπιτιού.
Στη γωνιά είταν κρεμασμένο ένα λυχναράκι, κούτσουρα φλο-
γισμένα στο βυθό της έκαιαν. Ένας γάτος μαύρος, ξαπλω-
μένος μέσα στη στάχτη κοιμούνταν βαθύτατα.
Η γυναίκα του κυρ πάρεδρου ήρθε και χαιρέτησε το δεκανέα,
μια γυναικούλα κατασκοτωμένη απ' τη δουλειά, τέσσαρα κόκ-
καλα, που λένε. Χαιρέτησε το δεκανέα κ' η κόρη του, μια πα-
χουλή, κοντούλα κοπέλλα, χωρίς να σηκώση τα μάτια της.
Ο δεκανέας πέταξε την καπότα του στο πλάι της γωνίας, έβγα-

51 Βαντάκι: αρμάθα.

- 62 -
λε τα τσαρούχια του και ξαπλώθηκε σα σωστός καπετάνιος.
— Ε! δε μας δίνεις κάνα ρακάκι, κυρ πάρεδρε είπε. Κόψε μας
και λίγο καπνό να φκιάσουμε τσιγάρες. Συ σταυρομάννα,
ξέρεις τόρα˙ αποσταμένος είμαι, κάνα π'λί στη σούβλα, καμιά
κλούρα με τυρί και κάν' αυγό στο τηγάνι. Έλα, κυρ πάρεδρε, τι
χαμπέρια στο χωριό;
— Τι χαμπέρια, παιδί μου, να μολοήσουμε μεις δω στο χωριό,
του λόγου σας, είπε ο ασπρομάλης γέροντας, με την μποτίλλια
με τη ρακή στο χέρι, και το σουγιά στο άλλο.
— Ε! τι λες, θα πλερώσουν αύριο οι χωριάτες τα εντάλματα;
— Ξέρω κι εγώ;, μπρε παιδί. Τι να πω; Ξέκαμαν αυτές τις
μέρες κάμποσα καλαμποκάκια, όχι και πολλά να πης.
Δε γυρεύονται τα έρμα τα γεννήματα κ' έχει ανέχεια ο κο-
σμάκης˙ τι να σου κάμη!… Κι ο πάρεδρος αφού μας τράταρε
μαστίχα έκατσε χάμου. Ακούμπησε τον καπνό στα γωνολίθι κ'
άρχισε να κόβη με το σουγιά του αγάλ' αγάλια χτιπ, χτιπ.
Κουβέντα με κουβέντα πέρασαν κάμποσες ώρες, όταν:
— Ε! σταυρομάννα, κοντολογάει το φαΐ; ρώτησε ο δεκανέας.
Η γριά αποκρίθηκε:
— Μια ψύχα ακόμα, καπετάνε μου. Άιντε, μωρή Λιώ, να
στρώσης το σουφρά.
Η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα, έβαλε το σουφρά
μπρος στη γωνιά κ' άρχισε να μπαινοβγαίνη με τα σιγύρια.
Φάγαμε. Ο δρόμος της ημέρας κ' η αποσταμάρα, μας έκαμε
να νυστάζουμε όλοι, να βαραίνουν σα μολύβι τα μάτια μας.
Έχωσε τη φωτιά η γριά και ξαπλωθήκαμε όλοι αραδωτά. Ο
δεκανέας κοντά στο ένα γωνολίθι, στ' άλλο ο πάρεδρος με τη
γριά του, δίπλα τους η Λιώ, και σε μιαν αγκωνή εγώ. Έξω βα-
ρυχειμώνιασε˙ φύσηξε ένας αέρας ζεστός που μας έπνιγε η
μούχλα˙ κ' ύστερα έπιασε ένα νερό, ένας χειμώνας που

- 63 -
χόρευαν τα κεραμίδια του σπιτιού. Μέσα στην ανεμοζάλη με
πήρε αρπαχτικά, γλυκά ο ύπνος.
Όντας ξάφνω ξύπνησα παγουδιασμένος. Άνοιξα βαρειά τα
μάτια μου. Το λυχναράκι έτρεμε τόσο τρεμουλιαστά, που
μόδοσε πολύ παράξενη εντύπωση. Γύρω μου ροχάλιζαν όλοι
και κάτω στο βάθος το παράθυρο 'μισανοιγμένο, άφινε να
μπαίνη μέσα το ανεμόβροχο και να φωτίζεται απ' τις αστρα-
πές ένα ξερόδεντρο του κήπου, κ' ένα κομμάτι ουρανού συ-
γνεφιασμένου, ντιπ πίσσα.
Δε κουνήθηκα, μονάχα μισόκλειστα τα μάτια μου για να ξανα-
κοιμηθώ. Άξαφνα εκεί δίπλα μου ένιωσα αναδέμματα. Σε μια
λάμψη αστραπής φάνηκε αντικρύ μου ένας μαύρος ίσκιος κο-
ντά στη μεριά που πλάγιαζε η Λιώ η παχουλή και κοντούλα
κοπέλλα του πάρεδρου. Σαν πως άκουσα κάτι τι σαν ψιθύρι-
σμα, σαν φιλί. Ανασηκώθηκα αγάλι' αγάλια.
Κάποιος φιλούσε πολύ μεθυστικά το κορίτσι, που οι τρεμου-
λιαστές αναλαμπές του λυχναριού, τόδειχναν αριά και που
καταλιγωμένο.
Η κοπέλλα έλεε πολύ ψιθυριστά:
— Δεν έπρεπε ναρθής απόψε… Τι άνθρωπος είσαι!… Δε μπο-
ρώ να καταλάβω… Κ' έχεις πολλά εντάλματα;
Μια αντρική φωνή αποκρίθηκε σιγαλά κι αυτή:
— Τι σε νοιάζει γι αυτά. Πώς δεν έχω. Από πού να τα πλε-
ρώσω; συ τα ξέρεις τόρα. Καρτερώ να γεννήσουν τα πρότα, κι
απέ. Σάματ' θα φάω γω το δημόσιο…
— Κι αν σε πιάσουν αύριο, Γιώργο μου… μου πιάνεται η καρ-
διά μου… γύρευε πότε θα σε δω…
Εκείνος τη φιλούσε. Ύστερα σε λίγο η φωνή της ακούστηκε
πάλι:

- 64 -
— Δε φεύγεις τόρα… πώς φοβάμαι, είν' ώρα, μη σε πάρουν
χαμπάρι….
— Σα να πούμε με διώχνεις; Κι εγώ πόχω μήνα να σε δω μ' αυ-
τά τα κρυφτούλια… Κι άρχισε να την ξαναφιλή.
Κρατούσα την αναπνοή μου να μη με καταλάβουν πως τους
παραμόνευα. Σε λίγο ο νιος σηκώθηκε μαζί με την κοπέλλα.
Αδρασκέλισε το χαμηλό παραθυράκι και σε λίγο δε φαίνου-
νταν παρά το κεφάλι του˙ μι' αστραπή έλαμψε˙ ένα κεφάλι
τσοπάνου φάνηκε μαυριδερό, λεβέντικο, όμορφο, με γλυκά
μάτια. Το πήρε στα χέρια της η κόρη, τόσφιξε μέσα στα με-
στωμένα στήθη της, και το φίλησε, το φίλησε παράφορα...
Ύστερα ξαπλώθηκε στη βελέντζα της μ' έναν αναστεναγμό,
πνιγμένο στη βοή της ανεμοζάλης που παράδερνε έξω ακόμα
φριχτά...
Θαμπά, θαμπά ξυπνήσαμε. Η αυγή ξημέρονε κρύα και κα-
θάρια, ο ουρανός έφεγγε λαγαρός.
Ο δεκανέας μάζεψε τους στρατιώτες του, τους είπε ολονών
κάτι τι κρυφά στ' αυτί και τους αμόλησε δεξιά κι αριστερά.
Αυτός έκατσε μαζί μας σ' ένα μαγαζάκι του χωριού, παίζοντας
σκαμπίλι μ' ένα κοντόχοντρο χωριάτη, τρώγοντας λουκούμι
και πίνοντας ρακί. Ίσα με το γιόμα οι στρατιώτες πλάκωσαν.
Το κυνήγι τους δε πήγε χαμένο. Έφεραν καμιά δεκαριά χρεο-
φειλέτες, άλλους αμολυτούς κι άλλους λιταριασμένους. Ο δε-
κανέας τους δέχτηκε χαρούμενος. Ύστερα από καμιά ώρα
έφτασε κι ο εισπράχτορας που γύριζε τα χωριά για εισπράξεις
καβάλλα σ' ένα μουλάρι μαζί με τα εντάλματα του δημόσιου
στο σακκούλι. Παράξενο εκείνη τη μέρα όλοι οι χρεοφειλέτες
έλυσαν τα κομποδέματά τους, έβγαλαν απ' το σελάχι τους και
πλήρωσαν το δημόσιο. Μονάχα ένας δεν είχε να πληρώση.
Χρωστούσε ο δυστυχισμένος τα μαλλιοκέφαλά του, και δή-

- 65 -
λωσε πως δεν είχε πεντάρα. Ο δεκανέας τον έδεσε πιστάγκω-
να, τον έβαλε στη μέση τ' ασκεριού του και τ' απόσπασμα ξε-
κίνησε, ενώ τα σκυλιά τους αλύχτιζαν για ύστερη φορά.
Πέρασαν μπροστά απ' το σπίτι του κυρ πάρεδρου που κα-
θόμαστε αυτός κι εγώ έξω στην πεζούλα του σπιτιού, και μας
χαιρέτησαν. Όταν είδα τον χρεοφειλέτη στη μέση ανατρίχια-
σα. Είχε τα ίδια γλυκά μάτια, το ίδιο μαυριδερό, λεβέντικο κε-
φάλι, που κρατούσε ανάμεσα στα μεστωμένα στήθη της, τη
νύχτα η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα που κει που
άπλονε τα ρούχα πούχε πλύνη πρωί, πρωί, σαν τον είδε κιτρί-
νησε. Τον κοίταξε ίσα με που χάθηκε αυτός και τ' απόσπασμα,
κ' ύστερα κάθησε στη ρίζα μιας συκιάς κι άρχισε να κλαίη
κρυφά και σιγαλά τον πόνο της.

Συλλογή διηγημάτων “Ντόπιες Ζωγραφιές”, Αθήνα 1896

∫¢

- 66 -
Ο ΥΠΕΝΩΜΟΤΑΡΧΗΣ
Ο τόσο ήσυχος πάντα εκεί απάνω μαχαλάς, τα Γύφτικα, με τα
στενά και βουρκωμένα σοκάκια του, τα χαμηλά, βρώμικα, μι-
σορειπωμένα σπιτάκια του, με τα μωρά που κυλιούνται στις
λάσπες και τα χαμίνια που παίζουν στα νερά, τις γυναίκες που
μαζεύουνται στις βρύσες παντρεμένες κι ανύπαντρες, όμορ-
φες και άσχημες, κορίτσια δέκα τεσσάρων χρόνων με φλογε-
ρά αφίλητα μεγάλα μάτια, με κοντά φουστανάκια, και δυο
τορνευτές παχειές ατσίμπητες ακόμα γάμπες, γριούλες αγαθές
όλο γλύκα και γριές όλο φαρμάκι και γρουσουζιά, με τους
άντρες, σωστά κοπρόσκυλα, ξαπλωμένους στον ήλιο, με τους
τραμπούκους τους απανωχωρίτας πόχουν το μαχαίρι στο ζου-
νάρι και το κουμπούρι στο κλούβι, παίζοντας κοντσίνα με τα
λερωμένα χαρτιά του αντικρυνού μπακάλη, τα Γ ύ φ τ ι κ α, ο
τόσο ήσυχος μαχαλάς που προς το μέρος προς τη χώρα ζουν
φτωχές φαμελιές δουλευτάδων και τεμπελχανάδων και προς
το μέρος προς την εξοχή έχουν φωλιάση καμιά χιλιάδα γύ-
φτοι, εκείνο το βράδι σηκώθηκε όλος στο πόδι.
Ένας ψηλός υ π ε ν ω μ ο τ ά ρ χ η ς έ φ ι π π ο ς με την σπάθα
του συρμένη, με τα σπιρούνια του λαμποκοπώντας, με το ψη-
λό τ' ανάστημα και τα λαιμό δεμένο κουτσαβάκικα μ' ένα μα-
ντήλι, μαζί με δυο χωροφύλακας, και οι τρεις της κ α τ α δ ι ώ
ξ ε ω ς μπήκαν ξαφνικά στο μαχαλά με το σουρούπωμα, χωρίς
να τους πάρη κανείς μυρουδιά. Στα Γύφτικα πολλοί είνε οι
άεργοι, πολλοί είνε οι φυγόδικοι. Απ' όλη την πόλη, από άλλα
μέρη ακόμα κρύβουνται στα στενά και χαμηλά εκείνα σπι-
τάκια λαθρέμποροι, φυγόδικοι, φυγόστρατοι, κάθε λογής άν-
θρωποι, που δε μπορούν να βγουν στους δρόμους. Αδύνατο εί-
νε να τους πιάση κανείς εκεί μέσα. Καθώς έχει δυο μονάχα

- 67 -
ανοιχτά μέρη και χίλιες τρύπες ο μαχαλάς αυτός, μόλις πατή-
ση χωροφύλακας, ο ένας με τον άλλον παίρνει χαμπάρι κι από
πόρτα σε πόρτα, από παραθύρι σε παραθύρι, από κήπο σε κή-
πο, από καλαμιές σε καλαμιές φεύγουν τρυπόνουν αναφα-
ντόνονται οι νταλματζήδες κ' οι λαθρέμποροι. Τοίχοι ψηλοί με
πολλές σκάλες και σκαλάκια και δρομάκους και ανήφορους
και χάβρα εβραίων χωρίζει το μαχαλά απ' όλη την Πάτρα
απλόνεται κάτασπρη και μακριά ως τη θάλασσα με τους φαρ-
δείς της δρόμους, τις κόκκινες στέγες των σπιτιών τις καπνο-
δόχες των φαμπρικών τις πλατείες της, το λιμάνι της γεμάτο
καράβια, καΐκια, βαπόρια, βαρκούλες, ως το φανάρι του
μώλου που αντικρύζει ψηλό κι ίσιο πέρα την ανοιχτή θάλασσα
που μέσα της βουτάει όλος μεγαλείο και μεθύσι κάθε βράδι ο
ήλιος καταφλογισμένος, και τη Βαράσσοβα και την Παλιο-
βούνα δυο βουνά, δυο τεράστιους και περήφανους βράχους
ορθοκοφτούς ίσους σαν από μαχαίρι. Από πάνω του μαχαλά η
εξοχή, οι σταφίδες, οι όμορφοι λινοί, οι πρασινάδες της εξο-
χής φτάνουν ως απάνω στα ύψη του Βοϊδιά, σπανό βουνό κα-
τάκορφα που στεφανόνουν πού και πού τα πλάγια του τούφες
τούφες από έλατα μ' ένα χρώμα μπλε βαθύ καθώς φαντάζουν
από μακριά. Τα σφυρίγματα των τραίνων των βαποριών κάτω,
ο θόρυβος κ' η βοή της Πάτρας, των δρόμων της, των κάρρων
της, των αμαξών της, του κόσμου της, που ιδρόνει δουλεύο-
ντας σκυλίσια ολημερίς, μόλις φτάνει ίσα μ' εκεί απάνω και
πνίγεται μέσα στην ιδιαίτερη ζωή του μαχαλά, στο βοητό τ'
αμονιού και στον κρότο του σφυριού των γύφτων.
Μόλις ο υπενωμοτάρχης με τους δυο χωροφύλακας φάνηκαν
σ' ένα στενό σοκάκι και ζύγωσαν σ' ένα μικρό μπακάλικο κι-
νήθηκαν τα παιδιά, κινήθηκαν οι γυναίκες, τα κορίτσια, οι
άντρες, οι γέροντες, όλοι αναστατώθηκαν. Πόρτες ανοιγοκλεί-

- 68 -
στηκαν παράθυρα μανταλώθηκαν πηδήματα στους κήπους,
στις καλαμιές ακούστηκαν, όσοι τόχαν να φύγουν τόστριψαν
κ' οι άλλοι αρσενικοί και θηλυκοί απόμειναν στη θέση τους με
κρυφό καρδιοχτύπι, κάμνοντας πως δεν έβλεπαν τάχα τον
υπενωμοτάρχη και τους χωροφύλακας, κοιτάζοντας αλλού,
φωνάζοντας θαρρευτά αναμεταξί τους.
Ο υπενωμοτάρχης με τους συντρόφους του έφτασε στο μπα-
κάλικο και ζήτησε απ' το μπακάλη τρία κρασιά, ρίχνοντας πε-
ταχτή τη ματιά του μέσα στο μαγαζί. Στο σκοτεινό του βάθος
τρεις τέσσαρες μεσόκοποι κι ένας νιός έπαιζαν χαρτιά κι έπι-
ναν μαστίχα. Σαν είδαν τους στρατιώτας όξω χαιρέτησαν, κρυ-
φομίλησαν κάτι και ξανάρχισαν τα χαρτιά. Μονάχα ο νιός
τραβήχτηκε μ' ένα τσιγάρο στο στόμα, και βγήκε προς την
πόρτα κάπως ανήσυχος. Ο υπενωμοτάρχης ενώ ροφούσε το
κρασί του είχε κολλήση τα μάτια του κατ' απάνω του φλογε-
ρά, και φαίνουνταν σαν κάτι να γύρευε να θυμηθή καλά, σαν
κάτι να ξεκαθαρίση στο μυαλό του.
Ο νιος βγαίνοντας έξω έρριξε μια ματιά προς τους στρα-
τιώτες, τους χαιρέτησε κ' έκαμε να τραβήξη το δρόμο του. Εί-
ταν ως τριάντα χρόνων παιδί, μαύρος, με βλογοκομμένο
πρόσωπο, με χοντρά μουστάκια, με μια πατατούκα μαύρη και
με χοντρά χέρια.
— Ε!, πατριώτη, μου δίνεις το τσιγάρο σου, ν' ανάψω έκαμε ο
υπενωμοτάρχης.
Εκείνος στάθηκε τότε, κιτρίνισε, ταράχτηκε, κι άπλωσε το
χέρι του κι έδοσε το τσιγάρο του προς τον υπενωμοτάρχη που
τον κοίταζε τόρα κατάμματα, φυσώντας τα ρουθούνια του.
Αλλ' ενώ άναβε το τσιγάρο του ο υπενωμοτάρχης, ο άλλος το
βάζει άξαφνα στα πόδια. Ο υπενωμοτάρχης αγρίεψε, έγινε θε-

- 69 -
ριό˙ τον παίρνει στο κατόπι μαζί με τους χωροφύλακες, λυσ-
σώντας:
— Εσύ 'σαι, αντίχριστε! Καλά έλεγα εγώ… δύο μήνες τόρα
σάπισα για λόγου σου.
Έτρεξαν πολύ. Εκείνος μπροστά πηλαλώντας δαιμονισμένα, ο
υπενωμοτάρχης βλαστημώντας με τη σπάθα του κροταλίζο-
ντας στα λιθάρια, κι οι χωροφύλακες από πίσω.
Μια πόρτα βρέθηκε εκεί κάπου ανοιχτή, κι ο νιός μπήκε μέσα
κλίνοντας την με μεγάλο κρότο. Κατάφθασαν κ' οι άλλοι λα-
χανιάζοντας. Πηδήματα ακούστηκαν πίσω προς τον κήπο, οι
καλαμιές έτριξαν δυνατά, κ' ύστερα ησυχία, τίποτε. Ο υπενω-
μοτάρχης άρχισε να χτυπά τις γροθιές του στην πόρτα, οι χω-
ροφύλακες να γρατσουνίζουν με τα νύχια τους τα χαμηλά πα-
ράθυρα. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε. Μια μεσόκοπη γυναικούλα
τρομασμένη, κίτρινη, με ξέπλεκα μαλλιά μ' ένα ξετραχηλι-
σμένο ξεθηλύκωτο πολκάκι που μπρος φαίνουνταν τα μαρα-
μένα κίτρινα βυζιά της, νερουλά κρεμασμένα ως κάτω σα βυ-
ζιά αγελάδας, μ' ένα κοντοφούστανο, με γυμνά ξυπόλητα κα-
λαμένια ποδάρια.
— Τι είνε;, τι είνε; Χριστέ και Παναγιά μου…. Μπα! μου κόπη-
κε το αίμα μου!…
Ο υπενωμοτάρχης φρενιασμένος, κατάχλωμος, είπε θυμω-
μένα:
— Το σταυρό σου και συ! μουστόγρια. Τι είνε, τι είνε;
Ο γιόκας σου είνε, που με παιδεύει δυο μήνες. Τι είνε, τι είνε;
Ο γιόκας σου που γέμισε τον κόσμο από λαθραία.
Τι είνε, τι είνε; καμόνεσαι πως δε ξέρεις τίποτε.
— Και πού ξέρω εγώ η κακομοίρα!…. Μπα! μου κόπηκε το αί-
μα μου!…..

- 70 -
Άλλες γυναικούλες, καμπόσοι άντρες μαζεύτηκαν ολοένα τρι-
γύρω, οι χωροφύλακες τους άμπωχναν κι ο υπενωμοτάρχης
δεν έπαυε να βρίζη, να λυσσάη.
— Έτσι και την άλλη φορά, πάντα μου ξεφεύγει μέσα απ' τα
χέρια μου.
— Καλά ντε, καλά, μη βρίζης κι όλας, είπε η γριά αρχίζοντας
ν'αγριεύη, καλά ντε, που μας κουβαληθήκατε πάλι για κω-
λόκουρο, πεντοφραγκάδες, που για ένα τάλληρο, για τα σύλ-
ληπτρα γίνεστε θερία ανήμερα…..
Ο υπενωμοτάρχης φρενιασμένος, έβγαζε αφρούς απ' το
στόμα.
— Σκάσε, παλιόγρια, μη σ' ανοίξω σαν πετάλι, το σταυρό
σου!...
Η γριά θυμωμένη κι αυτή τόρα επέμεινε, έβριζε:
— Μούρθατε για το πεντόφραγκο, να σύρ' τε τον κόσμο στα
μπουντρούμια, σα να μην αφεθήτε ποτές και σεις. Φορέσατε
το στέμμα για να βασανίζετε τον κόσμο, πεντοφραγκάδες!…
Και η μορφή της είχε γίνη άγρια, δαιμονισμένη, φριχτή. Ο
υπενωμοτάρχης δεν κρατήθηκε τότε, άπλωσε προς τη συρ-
μένη χάμου σπάθα του, την τράβηξε, την σήκωσε ίσα κατά τη
γριά:
— Το σταυρό σου θα στα κάμω λιανά κοψίδια αυτά τα παλιο-
βύζια!….
Η γριά τότε τράβηξε ίσια κατ' απάνω του τρέμοντας. Τα μάτια
της πετούσαν φωτιές, το σαγόνι της έτρεμε.
Έπιασε με τα δυο ζαρωμένα χέρια της τα νερουλά και κρεμα-
σμένα σαν αγελάδας βυζιά της όξω από το ξετραχηλισμένο
πολκάκι της, τάσυρε, τα τράβηξε πολύ προς τα όξω, ίσα κατά
τη σπάθα του υπενωμοτάρχου και σφύριξε αυτά τα λόγια σαν
οχιά:

- 71 -
— Να! χτύπα, μαγγούφη, χτύπα αν δεν έπιες ποτέ σου γάλα
απ' τα βυζιά της μάννας σου… χτύπα, μαγγούφη!…
Κι ο μανιωμένος υπενωμοτάρχης, το θεριό τ' ανήμερο, το
σκιάχτρο κι ο τρόμος όλου του κόσμου εκεί όλων των νταλμα-
τζήδων και των λαθρεμπόρων του μαχαλά, στα λόγια εκείνα
απόμεινε, ημέρεψε, έγινε αρνάκι, έβαλε μέσα τη σπάθα του
και τράβηξε βουβός, με χαμηλωμένα μάτια σαν κορίτσι, προς
την πόλη.

Συλλογή διηγημάτων “Ντόπιες Ζωγραφιές”, Αθήνα 1896.

∫¢

- 72 -
Ο ΛΟΧΙΑΣ ΜΟΣΧΟΣ
Ο ήλιος που βασιλεύει τόσο όμορφα τις χινοπωρινές βραδιές,
κρύβουνταν στα βουνά με μια απέραντη τριανταφυλλένια
αναλαμπή. Μπροστά στη στρατιωτική σκηνή την τεντωμένη
στα ριζά μιας ραχούλας στάθηκαν οι τρεις ευζώνοι με τον λο-
χία. Ο άλλος λόχος πήρε τον κατήφορο προς τη χώρα με τους
άντρας του πούχαν ρίξη όλοι πλάι πλάι από θαμπά τόσα του-
φέκια στο σκοπό, με τους γκράδες τους οδοιπορικώς και με
το τραγούδι τους:
Θέλεις με μήλο βάρε με, θέλεις με πορτοκάλλι, θέλεις με τις
πλεξίδες σου πάρε μου το κεφάλι.
Οι στρατοκόποι, τα κάρα, τ' αμάξια, οι καβαλλάρηδες που
τους μπόγαδαν τόση ώρα τόρα οι σφαίρες τη στράτα, πήραν
το δρόμο τους, σε λίγο η τριανταφυλλένια αναλαμπή του
ήλιου που χάθηκε στη δύση του, έσβυνε κι αυτή, κι η ερημιά κι
η σιγαλιά χύθηκε πέρα για πέρα στις ραχούλες.
Οι τρεις ευζώνοι με τον λοχία απόμειναν να φυλάξουνε τη
σκηνή και μπαγάγια της. Έβαλαν μέσα τους σ κ ο π ο ύ ς
ανταριασμένους απ' τα μολύβια, έμπασαν μέσα τα τραπεζάκια
και τα καθίσματα των αξιωματικών, μάζεψαν τις κάσες με τις
σφαίρες, έβαλαν παράμερα σε μιαν αγκωνή τους γκράδες και
τα σπαθιά, έρριψαν στερνή ματιά γύρω στον πλατύ κάμπο και
στις ραχούλες που τις τύληγε αγάλι' αγάλια το πρωτοσκότιδο
και της βραδιάς η αντάρα, και άναψαν τότες απόξω απ' τη
σκηνή κοντά στην πόρτα της τη φωτιά με τα λιανόξυλα και τα
προσανάμματα πόμασαν εκεί κοντά. Σούβλισαν ένα μπούτι, κι
άρχισαν να το γυρίζουν απάνω στη θράκα. Σαν έγιναν όλ' αυτά
ο λοχίας έκατσε πρώτος κοντά στη φωτιά, λίγο απόμακρα να
μη τον παίρνη η φάκλα της φωτιάς κι είπε:

- 73 -
— Κάτσ' τ' τόρα μπρε παιδιά!
Τα παιδιά έκατσαν. Ένας ψηλός κρεμανταλάς με δυο πήχες
μουστάκια, ξεροκαμπίτης βλάχος με δυο μάτια μεγάλα, με-
γάλα και κουτά, που άνοιγε το στόμα του κι έλεγε σ' ότι λογής
κουβέντα, ολοένα ένα α!…. Ένας κοντόχοντρος Κραβαρίτης
λεβέντης όλος νεύρα, αίμα, και μάτια, κόκκινος, που βρωμού-
σε γαλατίλας από το μουστάκι του, που μόλις ίδρωνε, ως τα
ξεθωριασμένα τσαρούχια του, κι ένας άλλος κοινός στρατιω-
τάκης που δεν έλεε τίποτε. Κι ο λοχίας ψηλός, ξερακιανός
ρουμελιώτης, ηλιοψημένος, μαύρος, με παχύ μουστάκι και με
της λεβεντιάς τον ίσκιο απάνω του σαν είδε πως η υπηρεσία κ'
οι δουλιές αποτελείωσαν, άρχισε γερή κουβέντα και γέλοια
μαζί τους.
Δεν είταν πια ο λοχίας, ο Κώστας Μόσχος, ο λοχίας πούθελε ν'
αγροικάη στη γραμμή να κάνουν χ ρ α π! Όλα μαζί τα όπλα,
ούτε ο αυστηρός λοχίας που φόρτονε τις αγγάριες και τους
περιορισμούς με το σακκί. Όντας ξεζώνουνταν τα λουριά του
και κρεμούσε τη φουστανέλλα του ο κυρ λοχίας άλλαζε. Γλυ-
κομίλητος, φίλος, αδερφοποιτός. Η υπηρεσία, υπηρεσία και
το καθησό, καθησό. Οι στρατιώτες δεν είταν πια κούτσουρα
ακίνητα ντιπ, που να ρίχνης τουφέκι και να τους κόβης πέρα
πέρα, όπως στη ζύγηση της γραμμής, μα αδερφοί και φίλοι.
Κι άνοιγε γλήγορα την κουβέντα και γελούσε μαζί τους, και
τους αγαπούσε και τον σέβουνταν εκείνοι.
Η ίδια ταχτική και τη νύχτα εκείνη. Ο αέρας άρχισε να βογκά
και να συνεπαίρνη τ' αγκάθια και τα ξερόφυλλα της ράχης, η
φωτιά να παραδαίρνη, το μπούτι να ροδοκοκκινίζη στη θράκα
και η κουβέντα ν' ανάβη. Μέσα στο μεσανό κοντάρι της σκη-
νής φαίνουνταν κρεμασμένα τα τουφέκια, τα σακκίδια κι οι
καραβάνες, η μεγάλη τσίτσα του κυρ λοχία με το κρασί, οι σι-

- 74 -
δεροχάρτινοι σκοποί είταν ριγμένοι σε μιαν άκρη, η φωτιά πύ-
ρονε τα κορμιά κι η γύμνια της μεγάλης σκηνής απλόνουνταν
μισοφωτισμένη στο βάθος.
Νύχτα βαθύτατη, νύχτα της μοναξιάς, της ράχης. Ο ουρανός
άπλονε αστεροφωτισμένη περίσσια την αγκαλιά του, τα βου-
νά γύρω μαύριζαν ανάμεσα στις αγανές τουλούπες των συγνε-
φιών ο νυχτερινός αέρας βογκούσε στην πλαγιά της ράχης,
φέρνοντας μαζί του το κουδούνισμα κανενός γιδιού, κι η
άσπρη λουρίδα του μεγαλόδρομου άσπριζε παρέκει φανταστι-
κά.
Ο κυρ λοχίας έστειλε τον Κραβαρίτη, τον λεβέντη, να μάση
κάνα κούτσουρο ακόμη, για τη φωτιά πάρχισε να σβύνη, εκεί
γύρα.
— Άιντε, ορέ, για κάνα ξυλάκι κι η νύχτα είνε χρόνος τόρα.
Δεν περνάνε δύο λεφτά κι ο λεβέντης δίχως σπαθί, δίχως
φέσι, δίχως τσαρούχια, φορτωμένος μίαν αγκαλιά ξύλα,
τρέχει κατατρομασμένος, κίτρινος σαν το φλουρί, και μουρ-
μουμουρίζει σαστισμένος κάμνοντας το σταυρό του:
— Πάτερ 'μών!…
— Πατερίτσα στο… φωνάζει ο κυρ λοχίας.
— Πάτερ 'μών κυρ λοχία, να, πάηνα για ξ 'λάκια μέσα στο
ρέμμα κι άξα βοητό από νταούλια και ζουρνάδες…
— Νταούλια, μωρέ!
— Αμ' τι, μαθές, νταούλια. Ζυγόνω να διώ.. τίποτα ντιπ και τ'
άργανα έβαζαν τη ρεμματιά και τα παιγνίδια λάλαγαν…. Δαι-
μόνοι είτανε, κυρ λοχία!
Κι ο λεβέντης έρριξε τα κούτσουρα και τα ξεράδια απάνω στη
θράκα της φωτιάς, στρυμώχτηκε κοντά στους άλλους, κι άρ-
χισε να πυρώνη τα ποδάρια του και τα χέρια του.
Ο λοχίας άναψε.

- 75 -
— Μπρε, όρνιο, τι νταουλιαλογάς, τι ξυλοκουτσουρίζεις; ζάψε
λίγο κρασί μωρέ και μάσ' τα ξεράδια σου!.
Ο λεβέντης έζαψε και πολύ, και μουρμούρισε:
— Τάειδα με τα μάτια μου και τ' άξα με τ' αυτιά μ'. Δε π'στεύ-
εις, κυρ λοχία;
Ο λοχίας γέλασε δυνατά με το ξερό του γέλοιο, ο κρεμανταλάς
άνοιγε περισσότερο τα μάτια του και το στόμα του, με τα τε-
ντωμένα μουστάκια του, σα νάλεγε πάντα το ξαφνισμένο του
εκείνο «α! α!»
— Μωρέ, να χαθής, όρνιο, θα πας και στον πόλεμο, συ είπε ο
λοχίας, ξεκαρδισμένος στα γέλοια.
— Στον πόλεμο, κυρ λοχία; πήγες του λόγου σου στον πόλε-
μο; Πού να τον δούμε μεις τον πόλεμο!…
— Πού να τον δης; Σα σε πιάση η σφίξη βλέπουμε, τι θαρρείς,
τραχανολόγε του διαόλου! Τέτοια πραμματάκια σαν κι εσάς
νάχα στον πόλεμο, πρόκοβα. Ο λεβέντης που άμποχνε τα ξύ-
λα και τα κάρβουνα με τις χερούκλες του και φυσούσε με
φουσκουμένα μάγουλα τη φωτιά και τον περίχυναν οι σπίθες
φωτεινές στο ξανθόμαλλο κεφάλι του, αποκαρώθηκε. Έμεινε
σκυμμένος στη φωτιά με φουσκουμένα μάγουλα, με το στόμα
του σουφρουμένο γυρίζοντας τα μάτια του κατά τις κάννες
των τουφεκιών που λαμποκόπαγαν στη φάκλα της φωτιάς.
Ύστερα ανασηκώθηκε αγάλι' αγάλια, κάθησε σταυροπόδι
έπιασε με τα δάχτυλα των χεριών του, τα δάχτυλα των ποδα-
ριών του, χαμογέλασε κι είπε με μια φωνή απαλή και ψιθυρι-
στή, όπως κάνουν τα παιδιά όταν γυρεύουν παρακαλώντας
από τη γιαγιά τους, παραμύθια:
— Πες μας για τον πόλεμο, κυρ λοχία…
Ο λοχίας δε γέλασε άλλο. Ανασηκώθηκε κι αυτός λιγάκι. Η
ηλιοκαμένη όψη του ανατρίχιασε, και τα λόγια του λεβέντη

- 76 -
βρήκαν αντίλαλο μακρινό και γλυκύτατο στη ψυχή του. Σήκω-
σε τη τσίτσα και τράβηξε κρασί, σα νάπινε στην υγειά και στην
ενθύμηση του πολέμου. Ύστερα σα να συλλουγίζουνταν πως
είταν νύχτα ακόμα, είπε:
— Θα σας που, ορέ παιδιά, για τον πόλεμο.
Και χωρίς να κοιτάξη καλά καλά την περιέργεια, τη βουβα-
μάρα των στρατιωτών μέσα στο αποκοιμιστικό τραγούδι της
φωτιάς, άρχισε να μολογάη την ιστορία του ο λοχίας ο
Κώστας Μόσχος, σα να κουβέντιαζε αδελφικά με κάνα παλιό
σύντροφό του, ενώ άρχιζαν να τρώνε:
— Οχτώ τ' Μαϊού στα γδόντα έξ. Η άνοιξη μας βρήκε
αγνάντια από τον Έλυμπο κοντά στην Καρυά, στο σταθμό στο
Γουδαμάνι τ' Νεζερού. Είμαστε τότες στο έβδομο ευζωνικό. Εί-
χα δεκαοχτώ στρατιώτες μαζί μου, δυο δεκανείς κι εγώ. Στο
τουρκικό δεν θάτανε σαράντα σκυλιά. Στις δυο τ' απομεσήμε-
ρο βάζω τους άντρας σκοπό. Όλοι τους είταν ένας κι ένας. Ει-
κοσοχτώ, τριάντα χρονών βάλε με το νου σου˙ από το Καρπε-
νήσι και τη Φθιώτιδα, άντρες με φιλότιμο και καρδιά, όχι μύ-
ξες σαν κι εσάς, όρνια. Παίρνω τον κατήφορο για καραούλι.
Είμαστε στο θερμό και δε μαδάγαμε. Καρτερούσαμε ώρα με
την ώρα να πιάση το ντουφέκι. Βρίσκω παρακάτω τον υπολο-
χαγό τον Κουρμούλη — θιός σχωρές τον — Γεια σου, Μόσχο!
— Διατάξατε κυρ Υπουλοχαγέ. —
Κάτσε να φάμε λίγο κουσουμάρι. — Δε μπορώ˙ έχω τα παιδιά
μονάχα τους απάνω. Κάτσε, δε κάθουμαι˙ έκατσα στο ποδάρι.
Παραπέρα στο χωριό τ' Αμπελάκι είχαν πανηγύρι κι έρριχναν
αριά και που λιανοτούφεκα.
Μέσα το μεσημέρι ακούω άξαφνα δυο τουφέκια μπαμ, στο
σταθμό. Το βάζω στα ποδάρια:
— Μπα! κακό πόπαθα!

- 77 -
Φτάνω στο σταθμό. Το τουφέκι άναψε, τα μολύβια έρχουνταν
βου!.. βου!… βατό κατ' απάνω μας. Τι τρέχει ορέ! Ποιος του-
φέκισε; Οι Τούρκοι! κυρ λοχία˙ κυρ λοχία πέσε κάτου. Πού να
πέσω. Τάχασα, σάστισα από το δρόμο, από την κάψα. Με κα-
βαλλικεύουν δυο, με ρίχνουν κάτω. Ήρθα στα σέστα μου. Πυρ
ομαδόν απάνω στα κεφάλια μας. Είμαστε ντιπ κατάλακκα,
χωρίς ταμπούρια, χωμένοι μέσα στα κουτρόνια. Άξαφνα πέρ'
απ' τα Καβούρια πλακόνει ένα τουρκικό μ' οχτακόσους. Τόρα,
κυρ λοχία, μου κάνουν αντάμα όλα τα παιδιά, τι θα κάμουμε;
Να μας βοηθήσουν οι δικοί μας είταν αδύνατο. Τόρα μωρέ
παιδιά, τους κάνω, κάμτε το σταυρό σας, φιληθήτε και πέστε
πως δεν είστε ζωντανοί. Φιλήθηκαν ούλοι, κάμανε το σταυρό
τους με τους γκράδες στα χέρια. Χωριστήκαμε σ' εφτά τμήμα-
τα, έτσι μου φάνηκε καλλίτερα και πιάσαμε μια μεγάλη γραμ-
μή. Το τάγμα έρχουνταν βάδην κατ' απάνω μας. Μη μπυροβο-
λήση κανείς, τους κάνω, άμα φτάσουνε στα εκατό μέτρα, το
σταυρό σας, και πυρά ομαδά. Οι Τούρκοι έρχουνταν τα σκυ-
λιά. Μέσα στις τουφεκιές τους ακούγαμε τους δικούς μας
γκράδες να βογκάνε από μακριά. Το ντουφέκι είχ' ανάψη σα
μπαρούτι σ' όλη τη μεθόριο γραμμή απ' το δικό μας σταθμό.
Είτανε μια χαρά κι όντας αργότερα ακούστηκαν και τα κα-
νόνια μας, πετάχτηκαν όλα τα παιδιά απάνω απ' τον ενθουσια-
σμό τους. Κάτω σκυλιά και χαθήκαμε, τους φωνάζω, και ξανα-
ταμπουρώθηκαν.
Έρχουνταν οι τούρκοι, κρυμμένοι εμείς. Ξεμύτισαν απάνω στη
ράχη˙ να, και κοντοζύγοναν φαίνουνταν από τη μέση κι
απάνω καμμιά οχτακοσαριά σκυλιά στην αράδα. Πυρ ταχύ!,
φωνάζω. Κάθε μολύβι και στο κρέας˙ δεν είχε. Τα σκυλιά ίσια
απάνω μας φωνάζοντας. Τι λένε μωρέ; κάνω στον Καρατζίκο
τον Λία απ' τη Φθιώτιδα, πούξερε τούρκικα, τι λένε μωρέ;

- 78 -
Τάχε χάσει το παιδί Τι λένε μωρέ και χαθήκαμε; Τίποτα! Του
δίνω μια κατακεφαλιά, «γιουρούσι φωνάζουν», μου κάνει.
Κρίνε, μωρέ, και μας φάγανε. Πυρ ταχύ!, πυρ ταχύ! «Κυρ λο-
χία» μου κάνει, ο Καρατζίκος ο Λίας απ' τη Φθιώτιδα, «θα βα-
ρέσω τον σωματάρχη τους!» Βάρ'του, μωρ' Λία! ... Στέκεται,
ένα τουφέκι τόχει, κάτου!... Και πυρ ταχύ, και πυρ ταχύ, τους
ανεμίσαμε ίσα με το βράδι και τόστριψαν…
— Κυρ λοχία, να σ' αποκόψω και με το συμπάθειο κι όλας, βα-
ρέθ' κε κάνας δικός μας; είπε με λαχανιασμένη φωνή ο κο-
ντόχοντρος λεβέντης.
— Βαρέθηκαν δυο, μιανού τόκοψαν το δάχτυλο, τ' αλλουνού
του μπήκε η σφαίρα, να εδώ στην πλάτη, γω του την έβγαλα
και γελούσε. Απ' τα σκυλιά λες; όσους θέλεις.
— Ύστερα, κυρ λοχία;
— Νύχτωσε. Ούτε ψωμί, ούτε νερό, ούτ' ένα ρούμι. Στις δέκα
τη νύχτα πλακόνει άλλο τάγμα τούρκικο δεξιά.
Στέλνω για νερό, στέλνω για βοήθεια στον ανθυπασπιστή τον
Παπαγεωργίου πούχε δεκάξη άντρας παρακάτω.
Τίποτα. Είχε γερή δουλειά κι αυτός. Κι οι Τούρκοι όλη τη νύ-
χτα πυρ ομαδόν πεντακόσα τουφέκια κατ' απάνω μας˙ κ' έχτι-
ζαν κι οχυρώματα. Έβλεπες τη νύχτα ημέρα˙ ένα μέτρο απ' τη
γις ξαστεριά, φωταψία, και από πάνου καπνός κι αντάρα. Ρί-
χναμε κι εμείς κάνα λιανοτούφεκο, ίσια να τους φοβίζουμε
και μη μας πάρουν τον αέρα.
Ίσια με το πρωί της Παρασκευής μας φέρανε 800 φυσίγγια,
οχτώ άντρες κι ένα αρνί ψημένο. Δόσαμε να φάμε, δεν πάαινε
χαψιά μέσα μας˙ μας είχε πιάση ένας κόμπος στο λαιμό
όλους, και τ' αρνί το ρίξαμε παράμερα και τόφαγε ένα σκυλί
πούχαμ' εκεί. Ξημερωθήκαμε. Οι Τούρκοι έκαναν όλη τη νύ-
χτα οχυρώματα ως εκεί απάνω.

- 79 -
Όλη την Παρασκευή το ντουφέκι δεν έπαψε. Στις πέντε το
βράδι ακούω τη δική μας τη σάλπιγγα, να βαράη πάψατε πυρ!
Είχαμε 29 ώρες κουβαριασμένοι από πίσω στα κουτρόνια. Γι-
νήκαμε αράπηδες ούλοι˙ τα μούτρα μας, τα χέρια μας φου-
σκάλιασαν το πετσί μας γδάρθηκε. Να μη σηκωθή κάνας!,
φωνάζω. Ζύγωσε ένας τσαούσης (52 ) τούρκος. Σηκόνομαι,
παίρνω ένα στρατιώτη, πούξερε τούρκικα, μαζί μου και του
λέω: Δω που θα πααίνουμε, μεις θα κραίνουμε ρωμαίικα κι
ό,τ' ακούς συ τούρκικα να μ' τα λες εμένα ρωμαίικα. Τι λέει ο
τσαούσης; του λέω. Τον ταγματάρχη ζητάει, κυρ λοχία. Γέλα-
σα. Μας νόμισαν πως είμαστε ολάκερο τάγμα. Σε πενήντα
μέτρα βλέπω κι έρχουνταν ίσα με είκοσι τούρκοι αξιωματικοί
με τον μ π ί μ π α σ η ( 53) στη μέση και κουβεντιάζοντας. Τι
λέει ο μ π ί μ π α σ η ς; μωρέ του κάνω. Ζητάει το διοικητή
μας, κυρ λοχία. Πες του πως ο διοικητής μας είνε κουρα-
σμένος και δε μπορεί ναρθή. Έκατσε πέρα στη σκηνή του, κι
ό, τ' έχει να πη, ας μου τα πη εμένα και το ίδιο κάνει. Ο μ π ί μ
π α σ η ς ρώτησε πώς πήγε η μάχη. Πες του, μωρέ, πόλεμος
έγινε δε μπορούσε παρά να χαθούν κι άνθρωποι. Ο μ π ί μ π α
σ η ς κούνησε το κεφάλι του κι αποκρίθηκε «κι από μας τσοκ!
Τόρα φευγάστε και το Σάββατο άμα έρθη ο διοικητής σας να
φιλιωθούμε.» Κι ο μ π ί μ π α σ η ς έκαμε ένα βήμα να φύγη,
όντας στάθηκε κι είπε:
- Ε! δεν είστε, σεις στρατιώτες, είστε κλέφτες!…
Πες του γιατί, μωρέ; λέω στο δραγομάνο μου. Γιατί, αποκρίνε-
ται, δυο μέρες πολεμήσατε και κεφάλι δεν είδα να σηκώσετε…
Τότες θύμωσα κι εγώ και τούπα: Πες του, μωρέ, πως τα ρω-
μαίικα κεφάλια αξίζουν και δε πααίνουνε χαμένα μ' ένα δράμι

52 Τσαούσης (τουρκ.): λοχίας


53 Μπίμπασης (τουρκ.): ταγματάρχης.

- 80 -
μπαρούτι κι ένα βόλι. Να! που σας είπα για τον πόλεμο, μωρέ
παιδιά.
Κι ο λοχίας, ο Κώστας Μόσχος, φωτισμένος από τη λίγη λάμ-
ψη της φωτιάς πόσβυνε ολοένα, σήκωσε τη τσίτσα κι έπιε μια
φορά ακόμα στην υγειά του πολέμου.
— Και τόρα το σ ι ω π η τ ή ρ ι ο σα να πούμε, και καλή νύχτα
σας, μπρε όρνια!…
Και ο λοχίας και οι άντρες μπήκαν μέσα στη σκηνή, στη σκηνή
που άρχισε να την παραδέρνη ολοένα περισσότερο ο αέρας
της ράχης και να την σκεπάζη της νύχτας η πάχνη κι η δροσιά.

Συλλογή διηγημάτων “Ντόπιες ζωγραφιές”, Αθήνα 1896.

∫¢

- 81 -
Η ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΙΣ
- Μπανιάς!
- Τι είνι, ουρέ, ανέκραξεν ο λοχίας στρεφόμενος με ζωηρόν κί-
νημα κατά τρόπον προδόσαντα, ότι τον αφύπνιζον από βαθείς
συλλογισμούς, ενώ εβάδιζε κατά μήκος προ του στρατώνος
μελαγχολικός.
Ο δεκανεύς του λόχου, νέος κοντόχονδρος, με μυς σιδηρούς,
βαδίζων καμαρωτά ως όρνις, σείων την πολύπτυχον φουστα-
νέλλαν του και στρίβων τον μαύρον ως αιθάλη και πυκνόν ως
τα βρύα της λίμνης μύστακά του, επανέλαβε την αναφώνησίν
του:
- Μπανιάς, Κυρ λουχία, πούσι;
Ο λοχίας Μπανιάς ανταπήντησε:
- Νάμι, ουρέ, τι μι θέλ’ς;
Εν τω μεταξύ ο δεκανεύς επλησίασε:
- Κυρ λουχία, είπε, πάμι να σφίξουμι γιένα.
Ο λοχίας έκανε κίνημα αποστροφής και εξηκολούθησε τον
δρόμον του λέγων μίαν λέξιν ξηράν:
- Άκα!
Ο δεκανεύς θέλησε να επιμείνη.
- Ορ’, ούτι γιένα τσίπρου, κυρ λουχία;
- Ουρ’ μη μου χαλάς του σκότ’. Σούπα, Κουντούλ, δεν τσιπρί-
ζουμι σήμιρα.
Και εξηκολούθησε τον δρόμον του, με τας χείρας όπισθεν
ηνωμένας, βαίνων υψηλός ως λεβιάθαν, λιγνός ως κάλαμος,
με την κεφαλήν την φεσοφόρον επηρμένην, προτείνων την με-
γάλην ρίνα του, ως άλλος Μπερζεράκ, και ψιθυρίζων μεταξύ
των οδόντων του:
- Γιά τσίπρου είμι ιγώ ή για μοιρουλόημα.

- 82 -
Διήλθε προ ενός ομίλου ευζώνων φερόντων μακράν ποδήρη
εμπροσθέλλαν και επιστατούντων εις το άκρον εκεί, εις την
γωνίαν του στρατώνος εις το “μαγείρεμα”. Ο μάγειρας με ανα-
σκουμπωμένας τας μανίκας του υποκαμίσου του, κρατών τε-
ραστίον κουτάλαν ανα χείρας, την εβύθιζεν εις τον λέβητα
ανακινών τον ζωμόν και τα τεμάχια του κρέατος. Οι βοηθοί
του έρριπτον μεγάλους δαυλούς εις την πυράν, τρίβοντες τους
ερυθρούς οφθαλμούς των, οι οποίοι έλαμπον ζωηρότερον από
τας φλόγας των δαυλών, ενώ εκαθάριζον σωρούς κρομμύων.
Λεπτοί τολύπαι καπνού ανήρχοντο εκ της πυράς παρά τον τοί-
χον, όπου έβραζεν ο λέβης, και εσχημάτιζον επί του λευκού
της ασβέστου μίαν μαύρην ευρείαν κηλίδα πυραμοειδώς
ανερχομένην προς την κορυφήν. Από μακρά η μέλαινα αύτη
επί του τοίχου στήλη εφαίνετο ως οβελίσκος εκ μαύρου στιλ-
πνού λίθου καταφαγωμένου δεξιά και αριστερά από σφαίρας.
Ο λοχίας Μπανιάς εστάθη δύο βήματα μακράν του λέβητος
έρριψεν εν δεσποτικόν βλέμμα επ’ αυτού και επί των μαγει-
ρευόντων ανδρών, εβροντοφώνησε δύο τρεις φράσεις: “Το νου
σας, ουρέ, εις του φαί να μη του καψ’ τι. Ρίχτι μπόλικα κριμ-
μυδάκια να νουστ’μίς’ του κριάς” και εξηκολούθησε τον
δρόμον του πάντοτε κατηφής.
Πέραν του στρατώνος ηπλούτο η πράσινος και ομαλή έκτα-
σις των αγρών, ως τάπης μπιλιάρδου˙ ήτο άνοιξις και οι
στάχεις των σιτηρών είχον υψωθή εύχυμοι, ζωηρόχρωμοι, με
ένα βαθύ πράσινον χρωματισμόν, επί του οποίου το φως του
ηλίου προσέδιδεν ανταυγείας σαπφειρίνους. Είκοσι βήματα
μακράν του στρατώνος διέσχιζε τους αγρούς μικρόν ρυάκιον,
εις το ύδωρ του οποίου πλύστραι και υπηρέτριαι έπλυνον
ασπρόρουχα, υψούσαι τον κόπανον και τύπτουσαι, τρίβουσαι
τα ρούχα με σάπωνα, διαλεγόμεναι δυνατά, τραγωδούσαι. Αι

- 83 -
περισσότεραι ήσαν μεσήλικες, με κιτρινισμένα και ερρυτιδω-
μένα πρόσωπα, βυθίζουσαι τας καλαμοειδείς κνήμας των εις
το ύδωρ μέχρι του γόνατος σχεδόν. Αλλά αι νέαι δεν έλειπον˙
κοράσια ευτραφή, με προτεταμένους υπό το τσίτινον ένδυμα
τους μαστούς, με μηρούς φοράδων, των οποίων αι στρογγυ-
λότητες αναδεικνύοντο καταφανείς υπό το βρεγμένον μέχρις
οσφύος βραχύ μεσοφούστανον, το οποίον άφινε γυμνήν την
στρογγυλήν και ροδόχρουν σάρκα των κνημών. Ο λοχίας δι-
ήλθε προ αυτών. Τα τσαρούχια του έτριξαν επί της ολίγης εκεί
άμμου και τα κοράσια ανύψωσαν την κεφαλήν καθώς έκυ-
πτον πλένοντα, αποτινάξαντα τους μικρούς προ των κρο-
τάφων βοστρύχους της κόμης των. Είδον τον λοχίαν ευθαρ-
σώς με πονηράν έκφρασιν εις τους οφθαλμούς, ωσαί να προε-
κάλουν γαργαλιστικόν τινα αστεϊσμόν των ανδρών του λόχου
κατά το συνήθες. Αλλ’ ο λοχίας, ο οποίος παρ’όλα τα πεντήκο-
ντα έτη του, την ψαράν κόμην του και το ρικνόν πρόσωπον
του ηρέσκετο πολλάκις “να ρίχν’ κάνα γλυκό λουάκ’ στα διαο-
λοκοριτσάκια” παρήλθε προ αυτών αδιάφορος, αφηρημένος.
Μία από τας νεάνιδας κάτι το πονηρόν θα είπε, διότι ηκούσθη
εν ανακάγχασμα κρυσταλλώδες, αποπνιγέν εις τον κρότον
των καταπιπτόντων κοπάνων.
Ο λοχίας εξηκολούθησε τον δρόμον του. Τόρα έβαινε παρά την
άκραν των στάχειων ενός αγρού. Το μέρος ήτο ήσυχον. Από μα-
κράν, από τον λόφον εκεί κάτω ήρχοντο διακεκομμένοι, πα-
ράτονοι ήχοι σαλπίγγων. Οι σαλπιγκταί εγυμνάζοντο υπό τον
ήλιον. Αι λευκάι σιλουέτται των με τα κόκκινα φέσια ανεκινού-
ντο, ο χαλκός των σαλπίγγων ηκτινοβόλει εις τον ήλιον. Ολίγον
τι πλησίον των σαλπιγκτών εις δεκανεύς προεγύμναζε τρεις ευ-
ζώνους, καθυστερήσαντες κληρωτούς ίσως, έφθασε δε ασθε-

- 84 -
νής η φωνή του: “ Γιέν, δυό, γιέν !… Γιέν στ’ αριστιρό, γιέν είπα!
Α, Μπακατσούλα, συ μ’ τα χαλάς ιουνίους !”
Ο λοχίας εστάθη και είδε το θέαμα˙ προ των οθφαλμών του
επί του μικρού γηλόφου η δραξ εκείνη των στρατιωτών εμεγα-
λύνετο. Οι στρατιώται ελάμβανον διαστάσεις ονειρώδους
υποστάσεως. Πέριξ το πράσινον της εξοχής έδιδε τους απα-
λωτέρους, τους ηδονικωτέρους τόνους του˙ τα χελιδόνια
διέσχιζον το γλαυκόν του ουρανού με ραγδαίας πτήσεις, οι
σπίνοι από τους κλώνους μιάς πανυψήλου λεύκης εφλυάρουν
θορυβωδώς ως έμπνευσις του Λιστ. Όλον αυτό το θέαμα μετά
τινας ημέρας θα ήτο ξένον πλέον δια τον ατυχή λοχίαν. Τον
στρατόν, τους στρατιώτας, τον λόχον, τον στρατώνα, τους
προσφιλείς αυτούς αγρούς όλα θα τα εγκατέλειπε μεθαύριον
ο λοχίας. Και η ψυχή του επόνει. Κλαίομεν ενίοτε τον χωρι-
σμόν πραγμάτων, είπεν ο Μωπασσάν, με την αυτήν θλίψιν με
την οποίαν κλαίομεν προσφιλείς νεκρούς. Μετ’ ολίγας ημέρας
θα απεστρατεύετο. Η υπηρεσία του ετελείωνε αυτάς τας
ημέρας. Αρκετά υπηρέτησεν εις το στράτευμα. Τριάκοντα όλα
έτη. Μέχρι τούδε ηρίθμει τόσας ανακατατάξεις. Διατί να ήθελε
να αριθμίση μίαν ακόμη; Είχε γηράση εις τον βαθμόν του λοχί-
ου, εις τον οποίον έμεινε τόσα έτη “στάσιμους”. Η λέξις αύτη
τον έκαμνε να τρίζη τους οδόντας του. “Στάσιμους !” Δεν
υπήρχε δικαιοσύνη εις το στράτευμα. Ο έχων τα περισσότερα
μέσα εξησφάλιζε το μέλλον του! Αυτός δεν είχε ούτε φίλον
βουλευτήν, ούτε προστάτην εις το Υπουργείον να ενεργήση
υπέρ του προβιβασμού του. Εις το Υπουργείον, όπου, ως έλεγε
παραπονούμενος πολλάκις “στ’ιβα είνι οι ικθέσεις πιρί ικα-
νότητους κι ανδραγαθίας του εις τας συμπλουκάς των συ-
νόρων στα 86.” Αλλά ποίος θα ήθελε να ξεσκονίση τα παλαιά
αυτά χαρτιά, να τα ίδη και ν’απονείμη το δίκαιον εις τον γέρο-

- 85 -
ντα λοχίαν! “Άλλ’ όριξ’ δεν εχ’νι οι μεγαλουγαλουνάδις να μι-
ριμνήσουνι πιρί του λουχίου Μπανιά !” Αλλά παρ’ όλην την
απαισιοδοξίαν του ο λοχίας δεν ηδύνατο να εννοήση πως οι
μεγαλογαλονάδες περιεφρόνουν τας εκθέσεις τόσων Ανω-
τέρων Εποπτών εις την δικαιοδοσίαν των οποίων υπηρέτησεν
επανειλημμένως ο λοχίας. Και έλεγε απορών: “Πως, ουρέ, δεν
λαμβάνουντι υπ’όψ’ τα χαρτιά κοτζάμ ανουτέρου ουρ’ τα χαρ-
τιά διαλαμβάνουν ρ-η-τ-ώ-ς ου λουχίας Μπανιάς Θιόδουρους
ηνδραγάθησε κι ιπουμένους συνιστώμιν αυτόν. Έπειτα μη δυ-
νάμενος να λύση την απορίαν του κατέληγεν εις το πικρόν συ-
μπέρασμα, ότι αδικείται: “Παραγκουνίζουμι, μ’ τρώνι του δί-
κηο μ’το σταυρό τ’ς! Ραδιουργίϊς θα ίνι εις τον μέσουν!| Και
εβύζανεν ισχυρώς το σιγάρον του με τα ωχρά χείλη του όπι-
σθεν των οποίων εφαίνοντο οι νωδοί οδόντες του… Θα απε-
στρατεύετο, λοιπόν. Τι να έκαμνεν εις τον στρατόν με πενήντα
δύο δραχμάς τον μήνα εκτός “δα” των διαφόρων κρατήσεων.
Η μορφή του έλαβε μίαν αποφασιστικήν έκφρασιν, θαραλ-
λέαν, ωσεί να είχεν αποφασίση να ριφθή εις τας σφαίρας των
εχθρών. Ετελείωσεν. Η βάσανος αυτή, την οποίαν από μιάς
εβδομάδος υφίστατο, αν έπρεπε να φύγη από τον στρατόν ή
όχι, έπαυσε. Τόρα αμέσως θα επέστρεφεν εις τον λόχον, θα
παρεκάλει τον επιλοχίαν, τον Γιδάρην, να του συνέτασσε την
περί αποστρατεύσεώς του αναφοράν. Θα την υπέγραφε με
στραθεράν χείρα. “Όχι δα! Θα έμεινε αυτός να τον πιρνάνι για
κουρόϊδου. Αμ’δε! Μάϊτι μέλλουν, μάϊτι προυβιβασμός, μάϊτι
προυκουπή. Το λ’πόν μαρς! Τα ρουχαλάκια μας κι για του
χουριό.” Οι οφθαλμοί του έλαμπον από βαθύ αίσθημα υπερη-
φανείας. Μία γαλήνη εφαίνετο αναβλύζουσα εκ της ψυχής
του. Ανέπνευσεν ελαφρώς και έκαμε μεταβολήν. Και βραδέως
βαίνων έβλεπε την επαύριον της αποστρατεύσεώς του. Θα

- 86 -
επέστρεφεν εις το χωρίον του μετά απουσίαν δεκάδων ετών.
Με τας είκοσι ψωροδραχμάς της συντάξεώς του δεν θα ηδύ-
νατο να ζήση και θα εζήτει μίαν θέσιν βοσκού από κανένα
πλούσιον κτηνοτρόφον του τόπου του. Ό,τι είχεν αφήση παι-
δίον, θα το επανεύρισκε γέρων τόρα. Έστω. Θα εφύλαττε
πρόβατα εν μέσω των ερήμων βουνών, θα έτρωγε “μπομπότα
ξερή σαν λιθάρι˙ πάει η σούπα πια!”και θα έπινε μόνον νερό.
“Μάϊτι κριάς πιά, μάϊτι κρασί, μάϊτι τσίπρου.” Θα υστερείτο
της παχείας, της λιπαράς σούπας, θα έχανε το ηδονικόν βρα-
στόν του, δεν θα εμαύλιζε “του μ’δούλι” των οστών με την
ιδιαιτέραν του εκείνην απόλαυσιν, δεν θα έτρωγε “το κριάς μι
τα κ’κιά, μι τα κουλουκ’θάκια, μι τ’ς μπάμνις”, δεν θα έτρωγε
τα ηδονικά εκείνα “κρεμμ’δάκια μι του κριάς”, από τα οποία
δεν απέκαμνε καταβροχθίζων τρις, τέσσαρας καραβάνας,
(βαθύς στεναγμός του εξέφυγε), “ιέστου”, δεν θα έπινε το αγα-
πητόν του “μπρούσκου κρασάκ’ ’ιέστου, ναι να παρ’ ου διάου-
λις, ιέστου, άϊτι!” Στιγμιαίον νέφος διήλθε προ του κυρτού με-
τώπου του, ησθάνθη δ’επί στιγμήν λεπτόν και επίμονον γαρ-
γάλισμα εις τον λάρυγγα, ο σίελος εσωρεύθη πυκνός εις το
άκρον των χειλέων του. Εκρότησεν ισχυρώς την πτέρναν του
τσαρουχιού του και ως ήτο η γη απαλή εσχηματίσθη επ’αυτής
μικρόν κοίλωμα. Η ανατίναξις αύτη ήρκεσε να τον αποτρέψη
από τον πειρασμόν, και συνέχισε τον δρόμον του εγκαρδιω-
θείς, αποφασιστικός. Διήλθε προ του μικρού ρυακίου, μη κα-
ταδεχθείς να ρίψη ουδέ βλέμμα εις τας πλενούσας γυναίκας.
Είχεν επανακτήση μετά πάροδον τόσων ετών την αγερωχίαν
και την απάθειαν του ανθρώπου του βουνού όλην, επανεύρι-
σκεν εις τον γέροντα λοχίαν τον άγριον, τον ιταμόν δεκαπεντα-
ετή βοσκόν. Τα κίτρινα κουμπιά της στολής του λάμποντα εις
τον ήλιον τον ενώχλουν, ο κυανόχρους παλαιός μανδύας του

- 87 -
τον εστενοχώρει, ο στρηνής θόρυβος της σκωριασμένης ξιφο-
λόγχης του, τον οποίον έκαμνε θίγουσα το ισχύον του, το γόνα
του, διεπέρνα τα νεύρα του ως βελόνη, το φέσι του με την βα-
ρείαν του φούνταν του εβάρυνε την κεφαλήν ως μέγας
ογκόλιθος επικαθήμενος επί του κρανίου του˙ σταγώνες
ιδρώτος ανέθωρον εις το μέτωπόν του. Τόρα ήθελε να τα πε-
τάξη όλα αυτά, «νά πάν κατά διαόλ ’ μάννα» και να φορέση
μίαν κάπαν μόνον, να πάρη μίαν γκλίτσαν και «τσέπ ! τσέπ !...
χίουου ! ουου!.. » να βάλη την λησμονηθείσαν παιδικήν κραυ-
γήν του και «να σαλαγάη κατ' του γκατήφουρου τα πρότα,
πέρα στα πλάϊα μι τα χουντροπούρναρα, μι τ’ς κρύϊς βρυσού-
λις. Χάϊτι, ούρέ ! Πςςςςςς!...»
Είχε φθάση εις τον στρατώνα. Δύο βήματα και θα εισήρχετο
εις τον θάλαμον του λόχου, θα επλησίαζε τον επιλοχίαν, θα
του έλεγε την ακλόνητον απόφασίν του. “Αμί τι; Για κουρόϊδου
θα τουν πέρναγαν του λουχία του Μπανιά!”
Καθώς διήρχετο πλησίον των μαγειρευόντων ανδρών αίφνης
εσταμάτησεν. Ησθάνθη είδος σκοτοδινιάσεως. Ο υψηλός, ο
προγάστωρ λέβης έβραζε κοχλάζων˙ επί της επιφανείας του
ανεπήδουν λιπαρά τεμάχια βοείου κρέατος, μεγάλα, ακέραια
κρεμμύδια, γαργαλιστική δε, διαπεραστική, οξεία, ελκυστική,
ακαταμάχητος οσμή διεχύνετο εις ακτίνα τριάκοντα μέτρων.
Ο λοχίας ήνοιξε το στόμα, τους ρώθωνας και η οσμή εισήλα-
σε, διεχύθη εντός του, εις τα βάθη των εντοσθίων του, τον
ανέτρεψεν όλον, του ηλλίωσε τα χαρακτηριστικά του προ-
σώπου του. Ωφράνθη ισχυρώς, έπειτα δεν ηδυνήθη να συ-
γκρατήση αυτόματον ηδονικόν πλατάγισμα της γλώττης. Η
θύρα του στρατώνος δυο βήματα μακράν του ήτο ανοικτή. Εις
το βάθος εφαίνετο ο επιλοχίας Γιδάρης κεκλιμένος επί μικράς
τραπέζης εστρωμένης με φαιόν εριούχον, γρατσουνίζων επί

- 88 -
των σελίδων του βιβλίου των αναφορών του˙ παραπλεύρως
αυτού εις παρομοίαν τράπεζαν ειργάζετο ο σιτιστής του λόχου
επί μεγάλου ογκόδους βιβλίου, του βιβλίου της μισθοδοσίας
των ανδρών˙ εις το παράθυρον δε εις κρεμανταλάς εύζωνας,
“χαράκουνι ου έρμους με τουν χάρακα ιένα φύλλουν πουρεί-
ας”, ξύνων από καιρού εις καιρόν την μύτην του. Ο λοχίας
Μπανιάς απέστρεψε την κεφαλήν από την θύραν. Επλησίασε
προς ένα βοηθόν του μαγείρου και του είπε με το στρατιωτι-
κόν ύφος, το οποίον ταχέως επανέκτησε:
- Κορδομπάτς’, πιτάξ να διής που ίνι ου δεκανέας Κουντούλ’ς
κι πες του ναρθ’ ιδώ. Γλήουρα!. Ιέφτυσα. Να!… Όσου να
λειώσ’ του σάλιο μ’θάσι φιρμένους. Άξα!…
Ο στρατιώτης έτρεξεν.
Έπειτα απευθυνόμενος προς τον άλλον βοηθόν ο λοχίας είπε
μειλιχίως:
– Καταρραχιά, πιάσι μ’ μι του π’ρουν ιένα κουμματάκ’ κριάς
να ιδού ιέβρασι για δεν ιέβρασι.
Ο δεκανεύς Κοντούλης επεφάνη μετά τινας στιγμάς. Ο λοχί-
ας Μπανιάς μασσών ακόμη το προσφερθέν “κριάς” τον πα-
ρέλαβε:
- Κουντούλ’ είπε, πάμι να πιούμι γιένα, για το καλό. Αύριου θα
υπουβάλου αναφουράν ανακατατάξιους.
Μποέμ

“Το Περιοδικό μας” τεύχος της 14.10.1900.

- 89 -
ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ

Μερικά λόγια για το συγγραφέα………………………………………..5

Ο Δημ. Χατζόπουλος μιλάει για το έργο του..........................................14

ΤΑ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ.................................................20

ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΔΗΜΑΡΧΟΠΟΥΛΑΣ...............................................22

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ.........................................................26

ΤΕΡΤΣΟ - ΤΙΡΟ!....................................................................................30

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΘΥΠΑΣΠΙΣΤΟΥ........................................35

Α Π Ο Κ Ρ Η Α........................................................................................41

ΠΑΣΧΑΛΙΝΑΙ ΠΡΟΠΟΣΕΙΣ................................................................45

Ο νεαρός Δημ. Χατζόπουλος στον αγώνα κατά των ληστών.................49

ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ............................................................55

Τ' ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ...................................................................................59

Ο ΥΠΕΝΩΜΟΤΑΡΧΗΣ.........................................................................67

Ο ΛΟΧΙΑΣ ΜΟΣΧΟΣ............................................................................73

Η ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΙΣ...............................................................................82

- 90 -
Τυπώθηκε τον Μάη του 2024
στην Πάρμα Ιταλίας
Σελιδοποίηση Best Copy Parma
Εκτύπωση με HP Indigo Digital Press

Δεν προορίζεται για πώληση

You might also like