Download as rtf, pdf, or txt
Download as rtf, pdf, or txt
You are on page 1of 23

Ζητήματα συνταγματικής ιστορίας

Η υποχρεωτικότητα της ψήφου ποιον ευνοεί;

Το εκάστοτε κυβερνόν κόμμα.Δεν έχει πολιτική χροιά-ο ελληνικός λαός έχει συνηθίσει να προσέρχεται.

Το γενικό μέρος του συνταγματικού αποτελεί δημιούργημα της επιστήμης,ιδίως στα τέλη του 19ου αι
όπου και επήλθε η γέννηση της θεωρίας του συνταγματικού δικαίου.Οι Αγγλοι=>ταύτιση με
συνταγματική ιστορία/χώρες με μεγάλη φιλοσοφική παράδοση,αλλά χωρίς δημοκρατία(λ.χ.
Γερμανία)επιστράτευσαν αφηρημένες έννοιες που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι αυτοκράτορες παντού
και πάντα.Εξ'ου και η γερμανική πολιτειολογία γεννάται εκείνη την περίοδο και εφαρμόζεται παντού
ανεξαρτήτως συνθηκών.Αντίθετα,η ειδική πολιτειολογία,εξετάζει τα επι μέρους
πολιτεύματα[μοναρχία,δημοκρατία].Σήμερα,η γενική διδάσκεται ως επί το πλέιστον σε γερμανικά
πανεπιστήμια.Η μελέτη ωστόσο,απέδωσε αφού πλεόν μελετάμε το κράτος και είμαστε σε θέση να
κατανοήσουμε το κράτος ως απρόσωπη έννοια μα και το θετικό δίκαιο.Τέλος,αναφορικά με την πολιτική
επιστήμη αρκεί να σχολιάσουμε πώς αποτελεί Αγγλο-Αμερικανικό δημιούργημα το οποίο εξετάζει
πολιτικά φαινόμενα χωρίς νομικούς όρους.

Σχολιασμός της ποινικής κύρωσης σε περίπτωση μη άσκησης εκλογικού δικαιώματος

Δεν μπορώ να τιμωρώ ο,τιδήποτε δεν μπορώ να απαγορεύσω.Χαρακτηριστική περίπτωση επί Χούντας,με
τον Παπασπύρου παλαιό ΠτΔ.Παλαιός Βενιζελικός,κεντρώος,αποστάτης του '65-πολιτευτής ΝΔ το'75-δε
ψήφισε στο δημοψήφισμα Παπαδόπουλου.

5 βασικά στοιχεία

1)Κράτος

2)Πολίτευμα[οργ.βάσεις +μορφή του πολιτεύματος](Χίτλερ''Το κράτος είναι το παν'')

-που οργανώνεται το κράτος;

α)προστασία των ατομικών δικαιωμάτων

β)αντιπροσωπευτικό σύστημα

γ)χωρισμός των εξουσιών-κατανομή αρμοδιοτήτων

Θεωρία των Συνταγμάτων

· Το Σ πρακτικά ξεκινά με τις μεγάλες επαναστάσεις.Αγγλική,Γαλλική,Αμερικανική.


(συνταγματική πράξη,ο αποκεφαλισμός του βασιλιά)

· δικαίωμα αντίστασης.Σήμερα υπάρχει;πρίν από τη δικτατορία;αυντηριτικό δικαίωμα(=συντηρεί


τα όσα επέβαλε η επανάσταση)συντηρώ την καθεστηκύια τάξη.Εάν η επανάσταση δεν
αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτό,δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της.

[ευρύτερο θεωρείται το δικαίωμα πολιτικής ανυπακοής]


Κλασσική Θεωρία

· Κράτος(δεν το έχει δει ποτέ κανείς)

· Λαός

· Επικράτεια

· Αυτοδύναμη Εξουσία

· Νομική Προσωπικότητα

Κέλσεν:(εβραίος της Βιέννης)Κράτος και γενικό σύνολο κανόνων δικαίου ταυτίζονται.

Η θεωρία και η πυραμίδα του,είναι δημοκρατικές ή όχι;

Εάν δεχθούμε οτι έιναι,θα λέγαμε ότι αποσκοπούν στην προστασία της πυραμίδας .Το Σ,δημιουργείται
μετά τον ΑΠΠ!Υπάρχει ένα ιδρυτικό της έννομης τάξης γεγονός λοιπόν.Στο ελληνικό δίκαιο,αυτό
θεωρείται η αρχή της λαικής κυριαρχίας,όπου κυριαρχεί ο λαός.Πρόκειται για προιόν της ρυθμιστικής
δυνάμεως των πραγματικών γεγονότων.

Το βράδυ της 21ης Απριλίου 1974,η δημοκρατία απεκατεστάθη με την έλευση του Καραμανλή.Δε
χρειάστηκε ούτε το ΦΕΚ(με 8-9 μέρες καθυστέρηση)για να το καταλάβουμε.Ανάλογα και το 1967 όπου
πάλι άλλαξαν θεμελιώδεις κανόνες.

Μπαμπάς:Γιέ μου,πήγαινε σχολείο

Γιος:γιατί;

Μπαμπάς;γιατί το λέει ο θεός.

αρα,κάθε κανόνας αντλεί τη δύναμη του από κάποιον άλλο,πλην του ιδρυτικού.

Θετικιστική Θεωρία:

Κυβερνώντες και Κυβερνώμενοι.

Έκτοτε ,τεκμαίρεται ότι υπάρχει.με σταματά περιπολικό και με τρακάρει->αποζημίωση από το ελληνικό
κράτος.

Είδη Κράτους

+Παραδοσιακό-Ένωση-ομοσπονδιακή μορφή[σημερινό πρότυπο]

+Οργάνωση Κράτους-Όργανα;

αρμοδιότητα

- άμεση[όσα δεν εξαρτώνται και αντλούν την ισχύ τους από το Σ(Βουλή,ΠτΔ-
προσυπογραφή,Κυβ)

-έμμεση

· Δικαστήρια:σύνθετο όργανο.Δρά νομικά παρά μόνο μαζί με κάποιο άλλο.Η διάκριση είναι λεπτή
μεταξύ των αυτοτελών και μη.

· Nόμος με δημοψήφισμα;Βουλή ως μή αυτοτελές ή 2Βουλές->νομοσχέδιο->νόμος/γερουσία

Μορφή πολιτεύματος

Ανάλογα με τη σύνθεση του κυρίαρχου οργάνου[δημοκρατία/ολιγοκρατία/απόλυτη μοναρχία(σσ.ο


απόλυτος μονάρχης,υπόκειται σε πάρα πολλούς περιορισμούς άρα δεν πρέπει να το συγχέουμε με τη
δικτατορία)

Λουδοβίκος 14ος->κρυφός γάμος->νώθα παιδιά->ένταξη στη διαθήκη και δικαίωμα διαδοχής στο
θρόνο που δεν αναγνωρίστηκε από τα δικαστήρια.

-απόλυτη μοναρχία=>περιορισμένη.Στρατηγός ΚΟνδύλης,όχι ίδιος μς όθωνα.η δημοκρατία είναι το


πολίτευμα όπου όλοι έχουν δικαίωμα ψήφου.

-μειοψηφούσα δημοκρατία=>1844.καθολική ψηφοφορία στην Ελλάδα έκτοτε.Πολύ επαναστατικό.δε


μπορούσες να αρνηθείς ψήφο.

· Μικτά πολιτεύματα:στοιχεία από 2 αμιγείς μορφές

*συνταγματική μοναρχία:μικτό

*Καποδίστριας->τύραννος?όχι,δημοκράτης σε σύγκριση με τους


κοτζαμπάσηδες.μικτό αφού εξελέγη.

Ποιο πολίτευμα θεωρείται καισαρικό;

Ο δημοοκρατικός καισαρισμός.Ντε Γκόλ.πραξικόπημα,αλλά το έμπειρο προσωπικό τον απεδέχθη.Πήρε


ψήφο εμπιστοσύνης,μέχρι 10 χρόνια αργότερα όπου και έχασε ένα δημοψήφισμα..

Οργανωτικές Βάσεις.

-αρχή του κοινοβουλευτισμού.Προεδρικό +Δημοκρατικό;{οι επαναστάσεις γίνονται για τα δικαιώματα}

-Ελβετία;Δημοκρατικό

+ατομικά δικαιώματα

+αντιπροσωπευτικό σύστημα

+διάκριση των εξουσιών

· Στην εποχή μας,η δημοκρατία είναι ώς επί το πλείστον αντιπροσωπευτική.Ως θετική συνέπεια
αυτού,έχουμε αποφάσεις πιο ήπιες και μελετημένες.
· Μία ή Δύο Βουλές;ανταγωνισμός δεν πρόκειται για ακαδημία γερόντων.Αποσκοπούμε στην
προστασία ατομικών δικαιωμάτων από την πλειοψηφία.Το αντιπροσωπευτικό,επιστρατεύει
θεσμούς άμεσης δημοκρατίας.(Αγγλία λ.χ.)

Προεδρικό ΗΠΑ

Κυβερνώσα Βουλή=>ιδίως μετά από επαναστάσεις.

απορρόφηση εκτελεστικης εξουσίας.όχι χωρισμός των εξουσιών.κοινοβουλευτικό-εκλογή από το


λαό,διορισμός της Κυβ.+λήψη ψήφου εμπιστοσύνης.

Συντάγματα.

· Πώς,ποιά τα είδη τους;

· οι κανόνες δε χρησιμοποιούνται σε δικαστικές αποφάσεις.Αν γινόταν αυτό,το δικαστήριο θα


τον καταντούσε εθιμικό.[+ενδιάμεσος κίνδυνος επαναχαρακτηρισμού]

· συνθήκες πολιτεύματος:κοινοβουλευτικό.αναπομπή νομοσχεδίου;όχι.1965 -είχα πρόεδρο


χωρίς δεδηλωμένη;όχι

· παραβίαση συνθηκών πολιτεύματος;από την κρίση του

· Το συνταγματικό,με μία νέα,ιμπρεσιονιστι΄κη εικόνα,μας δίνει υο σκελετό χωρίς να


εμβαθύνει

· Το Σ->αδρός σκελετός όλων των κλάδων κλπ έπρεπε να είναι μέρος του Σ;όχι,αν και
περιορίζει δραστικά τα δικαιώματα.

· όλα υπηρετουν τα δικαιώματα.Η οργάνωση μελετά τα 5 άμεσα όργανα του Κράτους και
τν παραγωγή κανόνων δικαίου.

ΛΑΟΣ:κυρίαρχος μέσω του πολιτεύματος.υπό στενή έννοια,θεωρείται το σύνολο των


ατόμων που ψηφίζουν.Εχει περιορισμένες αρμοδιότητες(την εξής μία->ψήφος)όταν λέμε ότι
στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές καλείται ο λαός είναι λάθος.Ο λαός είναι
ένας,ενιαίος.Αντιπρόσωποι(τρόπος άσκησης κυριαρχίας)και δημοψήφισμα(για έκτακτες
περιπτώσεις)

ΒΟΥΛΗ:σώμα αντιπροσώπων του λαού.όχι ο κάθε βουλευτης μεμονωμένα.υπερισψύει η


βούληση του συλλογικού οργάνονυ.

ΠτΔ:ατυχώς,μονοπώλησε το ενδιαφέρον όταν φτιαχνόταν το Σ.φόβος πραξικοπήματος.-τότε


γιατί να τον έχω;-Σήμερα,λένε ότι πρέπει να έχει τις αρμοδιότητες του 1975 και θα είχαμε
αποφύγει την πτώχευση...μιά ματιά στο φυσικό πρόσωπο,θα σας πείσει-5 έτη,δεν κάνει
τίποτε άλλο.Εκλογή εντός Βουλής.άρ.50Σ:αρχή νομιμότητας.έχει τη θέση του Βασιλιά.(ο
βασιλιάς είναι πλήρως ανεύθυνος,ενώ ο ΠτΔ προσυπογράφει με ελάχιστες εξαιρέσεις)

Είναι υπέυθυνος για όσα πράττει πλην εσχάτης προδοσίας και εσφαλμέννης παραβίασης του
Σ.(σώζεται μόνο στη 2η με την υπογραφή του αρμ'όδιου υπουργού)Πριν 20 χρόνια,ο ΠτΔ της
Βραζιλίας,Πόλο Ντεμέλο,δικάστηκε για παθητική δωροδοκία.Παραιτήθηκε για να γλυτώσει
αλλά η δίκη δε διεκόπη.

διορισμός Πρωθυπουργού->αν υπέγραφαν και άλλοι,τί ευθύνη θα είχε;

-διάλυση Βουλής,αναπομπή νομοσχεδίου

Κυβέρνηση:

-αν αλλάξει το φπ του πρωθυπουργού->νέα κυβέρνηση

-αν αλλάξει το φπ όλου του Υπουργικού Συμβουλίου,με ίδιο πρωθυπουργό->ίδια Κυβ.

Ευθύνη:

-Πολιτική=Κοινοβουλευτική.Εάν χάσει την εμπιστοσύνη της ΒτΕ,πρέπει να παραιτηθεί.

Δικαστήρια:

· πολιτικά

· κοινωνικά

· διοικητικα

· λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία ως μεγάλη εγγύηση του δημοκρατικού


πολιτεύματος,σε σχέση με το συγκεντρωτικό κράτος.

· Προηγείται η δικαιοσύνη,έπεται η νομοθετική και ό,τι απομένει->εκτελεστική.

· για υψηλής ποιότητας δικαοισύνη,θέλω λεφτά(υποκατάστατο του κύρους)Στο Σ του


1911,προβλέπονταν πολύ λίγοι δικαστές[ΑΠ με 2 VPs,Εισαγγελέα,Πρόεδρο
Ελεγκτικού Συνεδρίου]

· Σήμερα,διόγκωση των ανωτάτων δικαστηρίων.[USSC->9 δεν παραιτούνται ποτέ και


πεθαίνουν σπανίως)

· Το όριο ηλικίας:67ο->πολύ χαμηλά,η ισιοβιότητα ακυρώθηκε

· Το 1911,επιτρεπόταν το 75ο(με τα ιατρικά δεδομένα της εποχής).Προφίλ αρεσκείας


στην εκτελεστικη εξουσία,για να έχω απασχόληση;Αυτό δεν το θέλουν οι
δικαστές,ιδίως οι νέοι.Σ 1952->70ο έτος.1975->67ο.Στην Αμερική πλέον,έχω
ισοβιότητα[και με το καροτσάκι μπαίνουν]
Παραγωγή κανόνων δικαίου

δε θα έχω ποτέ κανονιστικό διάταγμα

νομοθετικά διατάγματα:πράξεις που ενώ έπρεπε να είναι κατώτερα των νόμων,έχουν


ισχύ νόμου.΄΄αναγκαστικός νόμος''->δίκαιο της ανάγκης->νόμος της εκτελεστικής
εξουσίας σε ανώμαλες περιόδους(πχ δικτατορία).Το Σ 1952->ό,τι ψηφίσθηκε το
καλοκαίρι(μικρή Βουλή) είχαν ισχύ νομοθετικών διαταγμάτων.Δεν υπάρχουν άλλα.Όλα
τα καυτά ζητήματα ψηφίζονται καλοκαίρι(ιδίως Αυγουστο)

συντακτικές πράξεις:σε ανώμαλες περιόδους,η εκτελεστική εξουσία θε΄τει κανόνες


σε επίπεδο Σ.Ορίζονται από τν αρχηγό του κράτους(άλλοτε ΠτΔ,άλλοτε
Κυβέρνηση)Στη Χούντα,ο Κων.δεν τις υπέγραφε για να μη φανεί ότι παραβίαζε το
Σ.

ψηφίσματα:Η αναθεώρηση Σ γίνεται με ψήφισμα.Προκύπτουν από αναθεωρητική ή


Συντακτική Βουλή.

Το νομοθετικό διάταγμα είναι σε κατώτερο επίπεδο.

Πυραμίδα ελληνική έννομης τάξης

1. Ιδρυτικός κανόνας(αρχή λαικής κυριαρχίας)

2. Ευρωπαικό(όσο είμαι εντός τουλάχιστον)

3. Σ

4. Διεθνές Δίκαιο

5. Νόμοι

6. Υπουργικές Αποφάσεις

7. Πράξεις Εκτελεστικής Εξουσίας

8. Δημοσψηφίσματα

9. Χάρη/Αμνηστία

10. Άναρχοι κανόνες

Δημιουργία Δικαιωμάτων

· Ιστορική εμφάνιση-διαμαρτύρηση-προτεσταντισμός-παγίωση με τις


επαναστάσεις.χαρακτηριστικό του δυτικού πολιτισμού

· πιο ευχαριστο επίπεδο διαβίωσης(αν και δν είναι πάντα αυτονόητο)

· όχι αναφορά σε κοινωνίες όπου τα δικαιώματα είναι πολυτέλεια

· αρχαία Ελλάδα->Σωκράτης,κώνειο.απολογία.δυνατότηα απόδρασης,μη εκμεταλ.-


>σταδιακή διεκδίκηση,όχι αφηρηνένη ελευθερία.πρώτα θρησκευτική(Αμερικανοί)

· έπεται η ιδιοκτησία(ακόμη και στην εποχή της απόλυτης μοναρχίας)λχ ελευθερία του
τύπου.δικαίωμα συνέρχεσαθαι(διαδηλώσεις)-συνεταιρίζεσθαι(δυσπιστία από τις
συντεχνίες->φόβος για οπισθοδρόμηση)αντίσταση,(δικαιολόγηση της επανάστασης)

· 19ος αι.συνεχώς εμπλουτίζεται κοινωνικά.δικαιώματα->θετική απαίτηση προς το


κράτος για να τα διευρύνει.

· σύνδεση με πολιτικά δικαιώματα

· δεν έχουν παγιωθεί όλα.πληθωρισμός που βλάπτει.

· αγώγιμα δικαιώματα.συνέπειες.διεκδίκηση αυτών.

· δικαίωμα στη μητρότητα.σαφώς ορισμένα εν γένει.λχ ιδιοκτησία.αν δεν ξέρω


αστικό,τη γάμησα.αρχικά εμπράγματη υφή,όσο αλλάζει η οικονομική μορφή της
κοινωνίας,άλλαζε το περιεχόμενο.

· αποταμίευση,χαρακτηριστικό του προτεσταντισμού.//επάλληλη έννοια επένδυση.

· 1915 αρχίζει η αμφισβήτηση-ρωγμή κοινωνικού συμβολαίου-κάμψη προστασίας


ατομικών δικαιωμάτων.Το Σ του'75 περιλαμβάνει 2 γενιές('26 και '36)-21η/4/1967-
γιατί έχω εμφύλιο με κοινοβουλευτικό πολίτευμα;γιατί έτσι το ήθελαν οι σύμμαχοι.

· Σημαντικότερο γεγονός της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας;ο διχασμός.

· Οι λαικοί του Γούναρη κατέληξαν στη ΝΔ και οι Δηλιγιαννικοί στο ΠΑΣΟΚ.

Πριν από την επανάσταση

-διεθνή κείμενα

α)Σύνταγμα των ΗΠΑ-1787(nb:οι ΗΠΑ από το 1777-1787 αποτελούσαν ομοσπονδία κρατων με το Σύνταγμα
καθίστανται ομόσπονδο κράτος)

β)Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη(1789-νομική δεσμευτικότητα πολύ


αργότερα)

γ)Σύνταγμα της Γαλλίας-1791

-στην ''ελληνική ''επικράτεια


α)Σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα-1797

β)1803-Ιονιος Πολιτεία ως ''δημοκρατία ενιαία και αριστοκρατική''

γ)1817-Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων.

..Και γίνεται η επανάσταση!

*1821

-α)Μάρτιος :΄΄Μεσησνιακή Γερουσία΄΄

β)Μάιος:''Στρατοπολιτικόν Σύστημα''-Σάμος,''Πράξις''της Συνέλευσης της μονής Καλτέτζων.

γ)Νοέμβριος;΄΄Οργανισμός Γερουσίας Δυτικής Ελλάδας''(Μεσολόγγι),''Νομικη Διάταξη


Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας''(Άμφισσα)

δ)Δεκέμβριος:Οργανισμός της Πελλοπονησιακής Γερουσίας(Επίδαυρος)

ε)Α'Εθνοσυνέλευση(κοντά στην Επίδαυρο)

*1822

α)Προσωρινό Πολίτευμα της Κρήτης

β)Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος(πρώτο Σύνταγμα)

*1823

Β'Εθνοσυνέλευση στο Αστρος.

Θα πρέπει να σημειωθεί, πως η ίδρυση των τοπικών αυτών πολιτευμάτων ήταν ιδιαιτέρως
σημαντική, αφενός μεν διότι περιείχαν, αν και ατελώς, αρχές πολιτικής αυτοδιάθεσης και
ατομικής ελευθερίας, για τις οποίες αγωνιζόταν τότε ο λαός, αφετέρου δε διότι αποκάλυπταν
την έφεση για διοίκηση και πολιτειακή ευνομία με αιρετούς άρχοντες, με ταυτόχρονη
εισαγωγή κάποιων από τα συστατικά της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας.

Τα Συντάγματα εθνικής εμβέλειας

Η πρώτη, ωστόσο, κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας σε επίπεδο
εθνικής πολιτειακής ρύθμισης, που εδραίωσε στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας το
συνταγματισμό ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο πολιτικής νομιμότητας, διαρκούντος
μάλιστα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ήταν η ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος
από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822. Το Σύνταγμα,
«Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους χωρισμένες
σε "τίτλους" και "τμήματα" και προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της
διάκρισης των εξουσιών. Η «Διοίκησις» αποτελείτο από το «Βουλευτικόν» και το
«Εκτελεστικόν», δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη
νομοπαραγωγική διαδικασία, ενώ το «Δικαστικόν» ήταν ενδεκαμελές και ανεξάρτητο από «τας
άλλας δύο δυνάμεις».

Το Σύνταγμα της Επιδαύρου υποβλήθηκε, το Απρίλιο του 1823, σε αναθεώρηση από τη Β΄


Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άστρος. Το νέο Σύνταγμα, που αποτελούσε απλή
αναθεώρηση του προϊσχύσαντος, ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου», ήταν νομοτεχνικώς
αρτιότερο και καθιέρωνε ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής.
Ακόμη, μεταρρύθμιζε τα δικαιώματα της εκτελεστικής εξουσίας τα σχετικά με την κατάρτιση
των νόμων, βελτίωνε τις διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων και μετέβαλλε επί το
δημοκρατικότερο τον εκλογικό νόμο.

Το σημαντικότερο των Συνταγμάτων της Επανάστασης ψηφίσθηκε στην Τροιζήνα το Μάιο του
1827 από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία είχε ήδη αποφασίσει πως πρέπει «η νομοτελεστική
εξουσία παραδοθή εις ένα και μόνον». Κατόπιν, με ψήφισμά της εξέλεξε τον Ιωάννη
Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος» για επτά χρόνια και ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα
της Ελλάδος» που έμεινε στην ιστορία ως το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα της
εποχής του. Η Συνέλευση θέλοντας να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο
από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και βεβαίως από το Πολίτευμα της Ελληνικής
Δημοκρατίας του Ρήγα, διακήρυττε στο νέο Σύνταγμα για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής
κυριαρχίας: «η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει
υπέρ αυτού». Ακόμη, καθιέρωνε ρητά τη διάκριση των εξουσιών, ανέθετε στον Κυβερνήτη την
εκτελεστική εξουσία και τη νομοθετική στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, τη Βουλή.

Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας (1828-1832)

Ο Καποδίστριας, ωστόσο, επικαλούμενος την αταξία και τις δυσκολίες που καθιστούσαν τη
διακυβέρνηση δυσχερή εισηγήθηκε στη Βουλή, και αυτή με ψήφισμά της, τον Ιανουάριο του
1828 αποδέχθηκε, την αναστολή της λειτουργίας της ιδίας και του Συντάγματος. Στη θέση της
Βουλής ιδρύθηκε το «Πανελλήνιον» και αργότερα η Γερουσία, συμβουλευτικά όργανα, τα οποία
μετείχαν «μετά του Κυβερνήτου της Ελλάδος των έργων της Κυβερνήσεως». Ουσιαστικώς,
βεβαίως, την εξουσία ασκούσε ο ίδιος ο Καποδίστριας ο οποίος συγκέντρωνε στα χέρια του όλη
την εξουσία με λαϊκό χρίσμα που εκείνος λάμβανε και ανανέωνε με το αντιπροσωπευτικό
σύστημα. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραγνωρισθεί η προσπάθειά του για τη δημιουργία κρατικής
υπόστασης από το μηδέν και η απελευθέρωση μεγάλου μέρους της χώρας.

Μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια και την ταραχώδη περίοδο που ακολούθησε, η
αυτοαποκληθείσα «Πέμπτη Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» ψήφισε τελικώς, το 1832, στο
Ναύπλιο νέο «Σύνταγμα», διορίζοντας ταυτοχρόνως Κυβερνήτη τον αδελφό του
δολοφονηθέντος Ιωάννη Καποδίστρια, Αυγουστίνο. Στη συνέχεια το «Σύνταγμα» αυτό, που
θύμιζε έντονα το αμερικανικό και δεν ίσχυσε ποτέ, χαρακτηρίστηκε «Ηγεμονικό», διότι
προέβλεπε κληρονομικό αρχηγό του κράτους, τον Ηγεμόνα.

Η απόλυτη μοναρχία (1832-1843)

Στην περίοδο της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα,ελέω Θεού Βασιλιά,[οι θεωρητικοί
υποστηρικτές της απόλυτης μοναρχίας,τάσσονται υπέρ της θεωρίας της σύμβασης υποταγής με
την οποία ο λαός εκχωρεί την εξουσία στο μονάρχη] που ακολούθησε, η περιφρόνηση που
επέδειξε ο μονάρχης σε βάρος της φιλελεύθερης ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και ιδίως η άγνοιά
του ότι η κοινωνική σύσταση της χώρας δεν παρείχε καν μόνιμα και σοβαρά ερείσματα
απολυταρχικού πολιτεύματος, οδήγησαν, την 3η Σεπτεμβρίου 1843, σε λαϊκή εξέγερση και σε
στάση της φρουράς των Αθηνών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη. Μετά την
επανάσταση συγκλήθηκε Εθνική Συνέλευση, η οποία ψήφισε, το επόμενο έτος, Σύνταγμα, που
ήταν και το πρώτο του ανεξάρτητου, από το 1830, ελληνικού κράτους.

Η συνταγματική μοναρχία (1843-1862)

Το Σύνταγμα του 1844 δεν αποτέλεσε έργο μιας κυρίαρχης εθνικής συντακτικής συνέλευσης,
αλλά η Συνέλευση απλώς συνέπραξε στην κατάρτισή του. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε
«Σύνταγμα-συμβόλαιο», «Σύνταγμα-συνθήκη» ή τέλος, «Σύνταγμα-συνάλλαγμα». Καθιέρωνε
δε την κληρονομική συνταγματική μοναρχία, με κυρίαρχο όργανο του Κράτους τον μονάρχη,
στον οποίο αναγνωρίζονταν εκτεταμένες και ουσιώδεις εξουσίες καθώς και το «τεκμήριο της
αρμοδιότητας». Το πρόσωπό του ανώτατου άρχοντα χαρακτηριζόταν ιερό και απαραβίαστο. Ο
ανώτατος άρχων ασκούσε την εκτελεστική εξουσία «δια των υπουργών του», τη νομοθετική από
κοινού με την εκλεγμένη Βουλή και τη διορισμένη Γερουσία και, τέλος, τη δικαστική, η οποία
πήγαζε από εκείνον, «δια των δικαστηρίων». Επίσης, το Σύνταγμα καθιέρωνε την αρχή της
διάκρισης των εξουσιών, την ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του μονάρχη, ο οποίος τους
διόριζε και τους έπαυε, αναγνώριζε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων, για
πρώτη φορά, το απόρρητο των επιστολών και το άσυλο της κατοικίας, και προέβλεπε στο
ακροτελεύτιο άρθρο 107 ότι «η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον
πατριωτισμόν των Ελλήνων». Τέλος, ο εκλογικός νόμος, που ψηφίσθηκε το Μάρτιο του 1844,
καθιέρωσε την εκλογή των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων, που θα διεξαγόταν
με άμεση, σχεδόν καθολική και μυστική ψηφοφορία
Ως χώρα,δε γνωρίσαμε τί εστί Κοινοβουλευτική Μοναρχία και Κυβερνώσα Βουλή.

Η πρώτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1864-1909)

Οι συνεχώς, όμως, μεταβαλλόμενες κοινωνικές εξελίξεις ενίσχυσαν το φιλελεύθερο και


δημοκρατικό πνεύμα, ούτως ώστε οι διαρκείς απολυταρχικές τάσεις του Όθωνα όχι μόνο να μην
είναι πλέον ανεκτές, αλλά και να υπονομεύουν την ίδια του τη βασιλεία. Έτσι, τον Οκτώβριο
του 1862, πολίτες και στρατός της Αθήνας εξεγέρθηκαν και προκάλεσαν την έκπτωση του ιδίου
και της δυναστείας των Wittelsbach. Η επανάσταση αυτή σηματοδότησε την κατάλυση της
συνταγματικής μοναρχίας και τη μετάβαση στο πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας με
μονάρχη, πλέον, τον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο – Χριστιανό – Γουλιέλμο της δυναστείας Schleswig
– Holstein –Sønderburg – Glücksburg, ο οποίος ορκίσθηκε τον Οκτώβριο του 1863 ως Γεώργιος
Α΄ «Βασιλεύς των Ελλήνων». Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (Οκτώβριος 1862 –
Οκτώβριος 1863), της μεσοβασιλείας όπως έγινε γνωστή, το σύστημα διακυβέρνησης που
ίσχυσε ήταν το σύστημα της κυβερνώσας Βουλής, το οποίο λειτούργησε για πρώτη και
τελευταία φορά στη συνταγματική μας ιστορία.

Το Σύνταγμα του 1864, προϊόν της «Β΄ εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως» που
ακολούθησε τη λαϊκή εξέγερση, περιλάμβανε 110 άρθρα, ήταν επηρεασμένο από τα συντάγματα
του Βελγίου (1831) και της Δανίας (1849) και έμελλε να ισχύσει (με τις αναθεωρήσεις του 1911
και του 1952) για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του νέου
καταστατικού χάρτη της χώρας ήταν ότι επανέφερε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του
Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 και διείπετο από τη δημοκρατική και όχι τη μοναρχική
αρχή, δηλαδή αναγνωριζόταν πλέον το έθνος, ο ελληνικός λαός, και όχι ο μονάρχης, ως πηγή και
φορέας της κρατικής εξουσίας. Ακόμη, καθιέρωσε, μεταξύ άλλων, την αρχή της άμεσης,
καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας η οποία θα διεξήγετο και θα διενεργείτο ταυτοχρόνως σε
όλη την επικράτεια, το σύστημα της μιας (μονήρους) Βουλής τετραετούς θητείας, τα δικαιώματα
του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, ενώ κατήργησε τη Γερουσία. Παραλλήλως, υιοθέτησε
αρκετές από τις διατάξεις του Συντάγματος του 1844, προέβλεψε, όμως, επιπλέον, τη
δυνατότητα σύστασης από τη Βουλή «εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών». Επίσης, ο
βασιλιάς διατήρησε το δικαίωμα να συγκαλεί τακτικώς και εκτάκτως τη Βουλή όπως και να τη
διαλύει κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως Διάταγμα έπρεπε να είναι
προσυπογεγραμμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Τέλος, παρά το γεγονός ότι η πρόταση για
υποχρέωση του στέμματος «όπως λαμβάνη τους υπουργούς εκ των Βουλών» απορρίφθηκε κατά
πλειοψηφία, η κατοχύρωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του νέου πολιτεύματος, πέραν της
καθιέρωσης για πρώτη φορά των δικαιωμάτων που ήδη αναφέρθηκαν, δεν άργησε να εκδηλωθεί
με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο.
Συγκεκριμένως, με τον λόγο του Θρόνου στις 11 Αυγούστου 1875, και χάρη στο πολιτικό κύρος
του Χαρίλαου Τρικούπη, καθιερώθηκε ατύπως η Αρχή της Δεδηλωμένης, η οποία,
μεταβάλλοντας τη σχέση στέμματος και λαϊκής αντιπροσωπείας και προσδίδοντας άλλη ουσία
στο όλο σύστημα της οργάνωσης των εξουσιών, νομιμοποίησε ουσιαστικώς την εισαγωγή του
κοινοβουλευτικού συστήματος στη χώρα. Βάσει της αρχής της «δεδηλωμένης» ο βασιλιάς είχε
υποχρέωση να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της
κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως όριζαν η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του
κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η διάταξη, επομένως, του Συντάγματος κατά την οποία «ο
Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού» τέθηκε σε περιορισμό, καθώς η κυβέρνηση
όφειλε να λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.

Η δεύτερη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας και η ανακήρυξη της
αβασίλευτης δημοκρατίας (1911-1924)

Το Σύνταγμα του 1864 υπήρξε μακρόβιο και ίσχυσε χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές έως το 1911,
οπότε οι έντονες πιέσεις για πολιτικές, διοικητικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που
οδήγησαν στο «στρατιωτικό κίνημα» στο Γουδί (1909) και την άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου
στην εξουσία, επέβαλαν την αναθεώρησή του.

Οι σημαντικότερες μεταβολές που επέφερε η αναθεώρηση του 1911 ήταν η ενίσχυση των
ατομικών ελευθεριών («το Δημόσιον Δίκαιο των Ελλήνων» κατά την ορολογία της εποχής) και
του κράτους δικαίου, και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών. Οι σημαντικότερες
αλλαγές σε σχέση με το Σύνταγμα του 1864 στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών
ελευθεριών ήταν η ενίσχυση της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας, η μείωση από το 30ό
στο 25ο του ορίου ηλικίας των εκλόγιμων βουλευτών, η φορολογική ισότητα, το δικαίωμα του
συνεταιρίζεσθαι και του απαραβιάστου της κατοικίας. Ταυτοχρόνως, αναβαθμίσθηκε ο ρόλος
της Βουλής, ενισχύθηκαν οι εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας, επανιδρύθηκε το
Συμβούλιο της Επικρατείας και ανατέθηκε ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών σε
ειδικό δικαστήριο, το Εκλογοδικείο, καθιερώθηκαν για πρώτη φορά η υποχρεωτική και δωρεάν
στοιχειώδης εκπαίδευση, η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και η μονιμότητα των δημοσίων
υπαλλήλων και, τέλος, προβλέφθηκε απλούστερη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.

Ο εθνικός διχασμός, ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ως


αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων της πολιτικής ηγεσίας με το παλάτι, η μικρασιατική
καταστροφή και η μεταβολή των γεωπολιτικών συνθηκών στη νοτιοανατολική Ευρώπη καθώς
επίσης και η έλευση των προσφυγικών πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο, οδήγησαν στην
επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1922 και, τελικώς, στην εγκαθίδρυση αβασίλευτου δημοκρατικού
πολιτεύματος. Με την αποφασιστική συμβολή του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, η «Δ΄ εν
Αθήναις Συντακτική Συνέλευσις» κατήργησε, στη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1924, τον
βασιλικό θεσμό και ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία.

Το Σύνταγμα του 1927


Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1925, που αποδείχθηκε θνησιγενές, έργο της επιτροπής
του Αλ. Παπαναστασίου, και τις δικτατορίες Πάγκαλου και Κονδύλη, το 1925 και 1926,
αντιστοίχως, η αβασίλευτη δημοκρατία καθιερώθηκε τελικώς με το Σύνταγμα του 1927.

Συμφώνως με αυτό, προβλεπόταν ο θεσμός του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλεγόταν
από τα δύο πλέον νομοθετικά Σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία, για πενταετή θητεία. Ο
ανώτατος άρχοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ήταν πολιτικώς ανεύθυνος, δεν μετείχε στη
νομοθετική λειτουργία, μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη της
Γερουσίας και κατείχε το δικαίωμα έκδοσης νομοθετικών διαταγμάτων προσωρινής ισχύος.
Ακόμη, καθιερώθηκε ο θεσμός του προαιρετικού συνταγματικού δημοψηφίσματος,
θεσπίσθηκαν, για πρώτη φορά, κοινωνικά δικαιώματα όπως η προστασία της επιστήμης, της
τέχνης κ.ά., εισήχθη η προστασία της τοπικής αυτοδιοίκησης, η αρμοδιότητα των δικαστηρίων
να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, η αναγνώριση των κομμάτων ως οργανικών
στοιχείων του πολιτεύματος και η κατοχύρωση του δικαιώματός τους να συμμετέχουν,
αναλόγως της δύναμής τους, στη σύνθεση των διαφόρων κοινοβουλευτικών επιτροπών. Για
πρώτη φορά, τέλος, ελληνικό Σύνταγμα περιέλαβε διάταξη που όριζε ότι η κυβέρνηση όφειλε
«να απολάβει της εμπιστοσύνης της Βουλής». Με τον τρόπο αυτό καθιέρωσε και θεσμικώς,
πλέον, την αρχή της «δεδηλωμένης» του 1875.

Το Σύνταγμα αυτό, που έμελλε να ισχύσει για οκτώ μόνο χρόνια και ήταν συντηρητικότερο του
σχεδίου της επιτροπής Παπαναστασίου, χαρακτηρίσθηκε στο πεδίο της οργάνωσης των
εξουσιών από την τάση για υπέρμετρη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Ο επιβεβλημένος,
ωστόσο, από τις αντίξοες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κρατικός παρεμβατισμός δεν
εξασφαλίσθηκε, με μοιραίο επακόλουθο τη συχνή παραβίασή του. Υπό τις συνθήκες αυτές, η
αβασίλευτη Δημοκρατία, χωρίς συγκεκριμένο και ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο, δεν
κατόρθωσε να καταστεί το σημείο αναφοράς ενός νέου εθνικού οράματος, που οι δημοκρατικοί
πολιτικοί άνδρες της εποχής αναζητούσαν με συνέπεια να μην προωθηθούν αποτελεσματικώς οι
απαραίτητες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Η δε σύντομη κυβερνητική σταθερότητα που
ακολούθησε με την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932), δεν δημιούργησε, εξαιτίας
της χρονικής της βραχύτητας, ισχυρό υπόβαθρο κοινοβουλευτικής λειτουργίας.

Η τρίτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1952-1967)

Η δεύτερη δικτατορία Κονδύλη, η δικτατορία Μεταξά, τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής


κατοχής και ο εμφύλιος πόλεμος μετέβαλαν τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες σε εθνικό και σε
διεθνές επίπεδο, με συνέπεια τη διακοπή της προσδοκώμενης «κοινοβουλευτικής ωρίμανσης». Η
εξέλιξη των κοινοβουλευτικών θεσμών, επανήλθε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μετά
και από την ατυχή κατάληξη, το 1948, της αναθεωρητικής διαδικασίας της Επιτροπής του Β΄
Ψηφίσματος.

Το Σύνταγμα του 1952 αποτελούνταν από 114 άρθρα και, λόγω των ιδιαίτερων
κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικράτησαν κατά την κατάρτισή του, υπήρξε συντηρητικό
και σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένο στα συνταγματικά κείμενα του 1864 και του 1911.
Βασικές καινοτομίες του ήσαν η ρητή καθιέρωση του Κοινοβουλευτισμού σε καθεστώς
βασιλευομένης δημοκρατίας και η κατοχύρωση, για πρώτη φορά, στις Ελληνίδες του
δικαιώματος ψήφου και υποβολής υποψηφιότητας για το βουλευτικό αξίωμα. Ταυτοχρόνως,
αντιμετώπιζε συντηρητικώς τα ατομικά δικαιώματα, την εκπαίδευση και τον Τύπο.

Διαρκούσης της ισχύος του Συντάγματος του 1952, το Φεβρουάριο του 1963 κατατέθηκε
πρόταση ευρείας αναθεώρησης του Συντάγματος από την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, η
οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε τελικώς, λόγω της παραίτησης της κυβέρνησης και της
διάλυσης της Βουλής μετά από λίγους μήνες. Αρκετές ωστόσο από τις προτάσεις που περιείχε
αυτή η πρόταση αναθεώρησης ανευρίσκονται στο Σύνταγμα του 1975.

Η επτάχρονη, τέλος, στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου (1967-1974) ψήφισε δύο
συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973, εκ των οποίων μάλιστα το τελευταίο προέβλεπε την
αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν αντιδημοκρατικά
χαρακτηριστικά, ήταν εξαιρετικώς συντηρητικής νοοτροπίας και δεν εφαρμόσθηκαν.

Η καθιέρωση της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και το Σύνταγμα του 1975

Με την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας, τον Ιούλιο του 1974, η Κυβέρνηση
Εθνικής Ενότητας έθεσε ως πρώτο στόχο της την εδραίωση της Δημοκρατίας και επανέφερε εν
μέρει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούσαν τον βασιλέα. Τις
πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές (17 Νοεμβρίου 1974) και το δημοψήφισμα για τη μορφή
του πολιτεύματος (8 Δεκεμβρίου 1974), το οποίο απέβη υπέρ του πολιτεύματος της αβασίλευτης
δημοκρατίας, ακολούθησε το Σύνταγμα του 1975. Το Σύνταγμα αυτό, μολονότι ψηφίσθηκε
τελικώς μόνο από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, συγκέντρωσε σταδιακώς κατά την
εφαρμογή του την ευρύτερη δυνατή αποδοχή εκ μέρους των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.

Ο νέος καταστατικός χάρτης της χώρας εισήγαγε το πολίτευμα της προεδρευομένης


κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, περιείχε εξαρχής ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών
δικαιωμάτων προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών και παραχωρούσε σημαντικές
εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι οποίες του επέτρεπαν να παρεμβαίνει
αποφασιστικώς στη ρύθμιση της πολιτικής ζωής. Το κράτος δικαίου προστατευόταν
αποτελεσματικώς, ενώ προβλεπόταν και η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και –
εμμέσως – στην τότε ΕΟΚ.

Η πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (1986)

Τον Μάρτιο του 1986, συμφώνως με το άρθρο 110 του Συντάγματος, ένδεκα άρθρα
αναθεωρήθηκαν και ψηφίσθηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική
γλώσσα. Με την αναθεώρηση αυτή οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας
περιορίσθηκαν σε σημαντικό βαθμό. Παρά την πολιτική και συνταγματική ένταση της περιόδου
εκείνης, το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986, εισάγοντας ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό
σύστημα διακυβέρνησης, εφαρμόσθηκε κατά τρόπο που εξασφάλισε στη χώρα κοινοβουλευτική
σταθερότητα και ομαλή πολιτική ζωή.

Η δεύτερη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2001)

Την άνοιξη του 2001 ψηφίσθηκε μια νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτή τη φορά, αναθεώρηση του
Συντάγματος και, μάλιστα, σε κλίμα κατά κανόνα συναινετικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά
την τροποποίηση μεγάλου αριθμού διατάξεων του Συντάγματος, η αναθεώρηση έγινε αποδεκτή,
στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, από τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου των βουλευτών,
και, επομένως, ο όρος «συναινετική αναθεώρηση» αποδίδει την πολιτική πραγματικότητα.

Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εισήγαγε νέα ατομικά δικαιώματα (όπως, π.χ., την προστασία της
γενετικής ταυτότητας ή την προστασία από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών
δεδομένων), νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή (χρηματοδότηση πολιτικών
κομμάτων, προεκλογικές δαπάνες, σχέσεις των ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης με το
Κράτος κ.ά.), προσάρμοσε στην πραγματικότητα τα σχετικά προς την ανάδειξη στο βουλευτικό
αξίωμα κωλύματα και ασυμβίβαστα με λήψη υπόψη της νομολογίας του Ανώτατου Ειδικού
Δικαστηρίου, εκσυγχρόνισε και αναδιοργάνωσε τις λειτουργίες της Βουλής, ανήγαγε σε
συνταγματικό θεσμό τις καίριας σημασίας ανεξάρτητες αρχές, προέβη σε εκτεταμένη
μεταρρύθμιση στο πεδίο της Δικαιοσύνης και ενίσχυσε το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας.

Η τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2008)

Το Σύνταγμα του 1975 αναθεωρήθηκε για τρίτη φορά το 2008 σε περιορισμένο αριθμό
διατάξεών του. Μεταξύ των διατάξεων που έγιναν δεκτές, είναι η κατάργηση του
επαγγελματικού ασυμβιβάστου, που είχε θεσπισθεί με την αναθεώρηση του 2001, η προσθήκη
των νησιωτικών και ορεινών περιοχών της χώρας στη μέριμνα του κοινού νομοθέτη και της
Διοίκησης όταν πρόκειται για τη θέσπιση αναπτυξιακών μέτρων, η πρόβλεψη της δυνατότητας
της Βουλής να υποβάλλει, υπό προϋποθέσεις, προτάσεις τροποποίησης επί μέρους κονδυλίων
του προϋπολογισμού, αλλά και η πρόβλεψη ειδικότερης διαδικασίας ως προς την
παρακολούθηση από τη Βουλή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

Συμπερασματικώς, το ισχύον Σύνταγμα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Σύνταγμα με


πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση, σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις και
παρέχον ένα πλήρες θεσμικό πλαίσιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.

Μερικές απόψεις για το Συνταγματικό Δικαστήριο..

Συνταγματικό Δικαστήριο

· κατά:καθυστέρηση στην εκδίκαση,

· δικονομικά κωλύματα-στρεψοδικίες,

· ξένο προς τα ελληνικά δεδομένα,


· προυπάρχουσα θετική παράδοση πέρα και πίσω από την συνταγματική διάταξη, στην διάκριση
των εξουσιών, στον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος και στην κανονιστική πρόσληψη του
Συνταγματικού κειμένου, στην αντιμετώπισή του δηλαδή ως νόμου θεμελιώδους που δεσμεύει
τους πάντες.

· Στην ελληνική συνταγματική παράδοση ο διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος της


συνταγματικότητας των νόμων αντιμετωπίστηκε από τη θεωρία και την νομολογία ως
θεμελιώδης εγγύηση προστασίας του Συντάγματος και των συνταγματικών ελευθεριών

· σκληρό πυρήνα του κράτους δικαίου

· «χωρίς τον παρεμπίπτοντα δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας η αλαζονεία της


πλειοψηφίας του νομοθετικού σώματος δεν θα είχε φραγμό. Εξάλλου τυχόν αφαιρέσεις της
αρμοδιότητας του ελέγχου από τους δικαστικούς λειτουργούς δεν θα σημάνει μόνον την
αποψίλωση και αφυδάτωση της δικαιοσύνης αλλά κυριολεκτικά τον ευνουχισμό των στελεχών
του…Ως εκ τούτου δεν είναι μόνο βέβηλη η τυχόν εκρίζωση της παραδοσιακής αυτής αρχής
απονομής της δικαιοσύνης, είναι ανατρεπτική, ανιστόριτη και προϊόν δουλικής απομίμησης
ξένων, πρόσφατης μάλιστα εμπνεύσεως, προτύπων. Και έχει την οσμήν εφαλτηρίου για την
τακτοποίηση ορισμένων φιλόδοξων καιπολυπραγμόνων» και κατέληγε λέγοντας ότι ‘Παρ΄όλα
τα μειονεκτήματα και τις αδυναμίες του συστήματος που ισχύει, παρόλη την ατολμία, ενίοτε, ή
τις αστόχαστες επεμβάσεις, θεωρώ όχι απλώς παράλογη αλλά επιτηδευμένα περιττή και
επικίνδυνη την τυχόν ανατροπή του με τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου Συνταγματικού
Δικαστηρίου με ταυτόχρονη κατάργηση της δυνατότητας άσκησης δικαστικού ελέγχου από
κάθε δικαστή»

· -Οι φορείς φταίνε για την δυσλειτουργία του

υπερ(εισηγητής Βενιζέλος)

το Δικαστήριο θα αποφαίνεται και κατόπιν παραπομπής από δικαστήριο και ευθέως κατόπιν
προσφυγής του Υπουργικού Συμβούλιου, και προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο, και σε τυπικό νόμο
και σε σχέδιο νόμου ή πρόταση νόμου, και αφηρημένο και συγκεκριμένο έλεγχο, θα διαθέτει και
αποφασιστική και γνωμοδοτική αρμοδιότητα. Κατά τα άλλα ο έλεγχος θα παραμείνει ως έχει (!),
διάχυτος και παρεμπίπτων. Ως προς την σύνθεση του δικαστηρίου, αυτόθα είναι αμιγώς πολιτικό
δικαστήριο, τα μέλη του οποίου θα διορίζονται

από την Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία, άρα με τη συμφωνία περισσοτέρων του ενός κομμάτων. Δεν
διευκρινίζεται αν το όργανο θα βρίσκεται εντός ή εκτός της κοινής δικαιοσύνης καθώς και αν
συγκροτείται με την ίδρυσή του μια νέα δικαιοδοσία, συνταγματική, διαφορετική και ανεξάρτητη από
τις άλλες. Είναι προφανές ότι θα πρόκειται για ένα πολιτικό δικαστήριο, που θα είναι ο συνταγματικός
κηδεμόνας των κοινών δικαστηρίων, οποίος θα έχει ως αποστολή του τον έλεγχο της συνταγματικής
κρίσης του δικαστή. Ένα δικαστήριο για τα δικαστήρια, πάνω από τά δικαστήρια και όχι για την πολιτική
εξουσία, αυτό αποτελεί πράγματι παγκόσμια πρωτοτυπία. Θα πρόκειται για καθαρά πολιτικό
δικαστήριο, αφού καμμία εγγύηση δεν παρέχεται ως προς την ανεξαρτησία και την δικαιοδοτική ή
δικαστική ικανότητα των μελών του, και αφού επιφορτίζεται να ελέγχει τα δικαστήρια και όχι την
πολιτική εξουσία. Δεν θα είναι πάντως αντίβαρο στην κυβερνητική πλειοψηφία.

Γιώργος Κασιμάτης

Ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δικηγόρος

- Σημειώσεις εισαγωγικής ομιλίας -

Ο καθηγητής Γιώργος Κασιμάτης υπεστήριξε με έμφαση στην ομιλία του προς τους παρακαθημένους
την ανάγκη ίδρυσης και στη χώρα μας συνταγματικού δικαστηρίου.

Καταρχάς ο ομιλητής προέβη στην αποσαφήνιση της διαφοράς φύσης και αντικείμενου μεταξύ της
ειδικής συνταγματικής δικαιοδοσίας, ως δικαιοδοσίας ελέγχου της συνταγματικής νομιμότητας, και των
διαφόρων κλάδων της τακτικής δικαιοδοσίας, ως δικαιοδοσίας επίλυσης διαφορών και απονομής της
δικαιοσύνης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ρήξης της νομιμότητας. Στο πλαίσιο αυτής της
αποσαφήνισης, επισήμανε ότι είναι λάθος να συγχέομε στη σκέψη μας τη συνταγματική δικαιοδοσία,
της οποίας το αντικείμενο είναι ευρύτατο και εξέρχεται των ορίων της τακτικής δικαιοδοσίας, με τη
δικαιοδοσία ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων εν όψει συγκεκριμένης διαφοράς, που ασκείται
σήμερα με διάχυτο έλεγχο, αποτελεί ένα μικρό μέρος της συνταγματικής δικαιοδοσίας και μπορεί στη
νέα ρύθμιση να εξαιρεθεί από αυτήν.

Ακολούθως ο ομιλητής ανέπτυξε προς τους παρακαθημένους τους ιστορικούς λόγους που οδήγησαν
στη διάπλαση και στην ευρεία εξάπλωση του θεσμού του ειδικού συνταγματικού δικαστηρίου, από το
Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εδώ, στις σύγχρονες δημοκρατίες, υπενθυμίζοντας ότι στη διαμόρφωση και
στην πρώτη θέσπιση συνταγματικού δικαστηρίου είχε συμβάλει καθοριστικά στην Αυστρία πολύ πριν
από το Β΄ Πόλεμο ο Hans Kelsen. Ανέπτυξε, επίσης, τους λόγους που, κατά τη γνώμη του, επιβάλλουν
σήμερα την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου στη χώρα μας. Ολόκληρο αυτό το φάσμα της ιστορικής
γένεσης και εξάπλωσης του θεσμού και των λόγων εξέλιξής του αναπτύσσεται στην παλαιότερη μελέτη
του ομιλητή, που δημοσιεύθηκε αυτοτελώς, με το τίτλο: Συνταγματική Δικαιοσύνη, Αθήνα-Κομοτηνή
1999,και στον τόμο του συγγραφέα Μελέτες ΙV, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σελ. 137-266.

Ως λόγοι, πέρα από τους αμέσως παραπάνω αναφερόμενους, συντακτικής πολιτικής, που επιπλέον
επιβάλλουν την ίδρυση ειδικού συνταγματικού δικαστηρίου, επισήμανθηκαν από τον Γ. Κασιμάτη τα
εξής πραγματικά γεγονότα:

Η βαθιά μεταβολή και εξέλιξη του δημοκρατικού κράτους και του συνταγματισμού που έλαβε χώρα
από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και εφεξής, στο πλαίσιο της οποίας πραγματώθηκε πλήρως η
δικαιοποίηση του συντάγματος, ως θεμελιώδους και άμεσα εφαρμοστέου νόμου του κράτους. (Εδώ ο
ομιλητής επισήμανε ότι κάθε αναθεώρηση θα πρέπει να κινείται από την ανάγκη κάλυψης
πραγματικών θεσμικών κενών που δημιουργεί κάθε φορά η γενικότερη θεσμική εξέλιξη της
δημοκρατίας και όχι από μικροπολιτικά κίνητρα των πολιτικών κομμάτων - πράγμα που δεν
επιβεβαιώνεται σε πολλά σημεία της τελευταίας αναθεώρησης και αυτής που πρόσφατα εξαγγέλθηκε.
Επίσης θα πρέπει οι πολιτικές προτάσεις να είναι κάθε φορά προϊόν σοβαρής μελέτης και επαρκώς
θεμελιωμένες και να μην αποτελούν παιχνίδια κομματικού εντυπωσιασμού, χωρίς βάση).

Η συνακόλουθη με το προηγούμενο γεγονός πλήρης ανάπτυξη των συνταγματικών δικαιωμάτων και η


συνταγματική εγγύηση της ολοκληρωμένης δικαστικής προστασίας του ανθρώπου, ως θεμελίου του
κοινωνικού κράτους δικαίου, που διεύρυνε πάρα πολύ τα δικαιοδοτικά όρια ελέγχου της
συνταγματικότητας.

Η όλο και πιο πυκνή διαπλοκή της εσωτερικής συνταγματικής και της υπερεθνικής έννομης τάξης, που
επιβάλλει τη διαλεκτική συνύπαρξη και στις λεπτομέρειες αντιπαράθεση εθνικής συνταγματικής και
υπερεθνικής δικαιοδοσίας, ώστε να μην επιλύονται οι σχετικές διαφορές οριοθέτησης των δύο
έννομων τάξεων μονομερώς από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια και άλλα διεθνή ή υπερεθνικά όργανα.

Η αραιή, ανεπαρκής και άναρχη συνταγματική νομολογία του - ούτως ή άλλως περιορισμένου
δικαιοδοτικού φάσματος - διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ο οποίος δεν
κατάφερε, σύμφωνα με τις σημερινές απαιτήσεις της πλήρους δικαστικής προστασίας, να διαπλάσει
σταθερές ερμηνευτικές αρχές του δικαίου και να ικανοποιήσει την αρχή της ασφάλειας του δικαίου.

Η πολύπλευρη ωφέλεια που θα προκύψει από την επίλυση βασικών παραβιάσεων θεμελιωδών
δικαιωμάτων και θεμελιωδών αρχών σε εθνικό επίπεδο από ειδικευμένο ανώτατο δικαστήριο, οι
οποίες, χωρίς αυτή τη δικαιοδοσία θα κριθούν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια του Συμβουλίου της
Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με απλές λέξεις: Σε περίπτωση έλλειψης εθνικής συνταγματικής
δικαιοδοσίας, η αξίωση και ανάγκη, σήμερα, πλήρους δικαστικής προστασίας για παράβαση
θεμελιωδών δικαιωμάτων και κανόνων δικαίου θα καταστήσει, κατ' ανάγκην, το ΔΕΚ και το ΕΔΔΑ
εθνική συνταγματική δικαιοδοσία.

Η εθνική δικαστική εξουσία θα ενισχυθεί, πράγμα που απαιτεί σήμερα η συνεχής εξασθένησή της και η
συνεχής επέκταση της ανομίας και της διαφθοράς, κατά των οποίων το κράτος βρίσκεται σε δυσχερή
θέση άμυνας. Γενικά η τρίτη εξουσία θα ενισχυθεί, αφού θα ελέγχει πια το σύνολο της συνταγματικής
νομιμότητας στο σύνολο της λειτουργίας του κράτους, ενώ η τακτική δικαιοδοσία και τα υπάρχοντα
ανώτατα δικαστήρια θα έχουν πλήρη της εξουσία διάπλασης του δικαίου σε ολόκληρο τον τομέα των
διαφορών. Επισημάνθηκε συναφώς ότι σε κανένα κράτος, από όσα έχουν εισαγάγει το θεσμό, δεν
υποβαθμίστηκε η τακτική δικαιοδοσία - απεναντίας ενισχύθηκε. Αυτό που φοβούνται οι δικαστές μας
είναι μύθος, θεμελιωμένος σε εσφαλμένη βάση κύρους και ισχύος.

Η ανάγκη εφαρμογής στη χώρα μας θεμελιωδών επιταγών του Συντάγματος και του υπερεθνικού
δικαίου, που μέχρι σήμερα παραμερίζονται συστηματικά από την εκτελεστική εξουσία, όπως οι
επιταγές αυτοδιοίκησης, αποκέντρωσης, σωστής άσκησης της νομοθετικής λειτουργίας κ.ά - πράγμα
που θα απαλλάξει το κράτος από το συγκεντρωτισμό της κεντρικής διοίκησης και θα ουσιαστικοποιήσει
περισσότερο τη δημοκρατία.

Η μεγάλη ανάπτυξη της συνταγματικής ευαισθησίας πολιτών και δημόσιων λειτουργών. Αυτή η
ευαισθησία απέναντι στη συνταγματική νομιμότητα είναι εμφανέστατη στις χώρες που έχουν εισαγάγει
τη συνταγματική δικαιοσύνη.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, ο ομιλητής επισήμανε ότι είναι λάθος με το επιχείρημα, ποιοι θα
είναι οι δικαστές που θα αναλάβουν το έργο αυτό, να αρνούμεθα το θεσμό, αντί να συζητούμε τα
διάφορα συστήματα συγκρότησης του δικαστηρίου. Υποστήριξε, ως γενικές γραμμές με πολλές
εξειδικεύσεις ως προς τη συγκρότηση του δικαστηρίου, ότι θα πρέπει τα μέλη του δικαστηρίου να είναι
μεταξύ δώδεκα και δεκαπέντε, κατά το μεγαλύτερο μέρος να επιλέγονται ή να κληρώνονται από τους
εν ενεργεία δικαστές των ανωτάτων δικαστηρίων και των εφετών, ενώ κατά το υπόλοιπο μέρος να
κληρώνονται ή να επιλέγονται από έμπειρους καθηγητές του δημόσιου δικαίου. Θα πρέπει ίσως,
κυρίως αν η επιλογή δεν είναι αμιγώς δικαστική, εκτός από τα τυπικά προσόντα, να ορισθούν και
κάποια ουσιαστικά, που θα διασφαλίζουν την απαιτούμενη εμπειρία και γνώση του συνταγματικού
δικαίου και του ευρύτερου δημόσιου δικαίου, εθνικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς. Ο ομιλητής
απέκρουσε εντόνως το επιχείρημα της δυσπιστίας προς τα πρόσωπα που θα επιλέγονται όχι μόνο ως
παράλογο και ανεδαφικό, αφού με αυτό απορρίπτονται και εκείνοι που επιλέγονται σήμερα για τα
υψηλά δημόσια λειτουργήματα, αλλά και ως απαράδεκτο, αφού υποδηλώνει προτίμηση των μελών των
δικαστηρίων της υπερεθνικής έννομης τάξης για την επίλυση όμοιων και παρεμφερών διαφορών.

ΙΙ.

Νίκος Ρόζος

Σύμβουλος Επικρατείας, Δ.Ν.

- Σημείωμα παρέμβασης στη σχετική συζήτηση -

Το γεγονός και μόνο ότι η προετοιμασία που κατέληξε στην πρωτοβουλία να αναθεωρηθούν ορισμένες
διατάξεις του Συντάγματος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου,
κινήθηκε με πλήρη αδιαφάνεια και χωρίς καμία προηγούμενη δημόσια συζήτηση, καθιστά την ίδρυση
αυτή αναξιόπιστη και ύποπτη.

Πράγματι, καμία δεν υπάρχει κριτική εις βάρος του ισχύοντος συστήματος του διάχυτου ελέγχου. Από
κανέναν δεν ελέχθη ότι δεν είναι ικανοποιητικό. Το ότι διάφορα ευρωπαϊκά κράτη έχουν συνταγματικά
δικαστήρια δεν αποτελεί επιχείρημα. Και τούτο διότι σε μεν πολλά από αυτά ο έλεγχος της
συνταγματικότητας ήταν μέχρι πρότινος άγνωστος (κράτη του τέως υπαρκτού σοσιαλισμού), στα δε
υπόλοιπα η δικαστική εξουσία είχε εμπλεχθή με το προηγούμενο δικτατορικό καθεστώς και δεν παρείχε
τα κατάλληλα εχέγγυα (ναζιστική Γερμανία, χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου). Τέλος, η Γαλλία αποτελεί
ιδιαίτερη περίπτωση διότι μέχρι την ίδρυση του Συνταγματικού Συμβουλίου το 1958 ήταν αδιανόητος ο
έλεγχος του νόμου.

Το ότι ένα Συνταγματικό Δικαστήριο και μόνο μπορεί με τη νομολογία του να δημιουργήσει αρχές δεν
είναι κατά τη γνώμη μου αληθές. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει
διαμορφώσει συνταγματικές αρχές και μάλιστα σε θέματα για τα οποία κατηγορήθηκε για δικαστικό
ακτιβισμό. Και εν τούτοις η νομολογία του ακριβώς αυτή έγινε δεκτή με την αναθεώρηση του 2001. Το
ότι βέβαια το έργο του θα μπορούσε στον τομέα αυτό να είναι πληρέστερο ισχύει για κάθε Δικαστήριο
και, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι εκ φύσεως προορισμένη η νομολογία να έχη τη δογματική
καθαρότητα του εγχειριδίου, που άλλον προορισμό έχει.

Το επιχείρημα της ιδιαιτερότητας της ερμηνείας του Συνταγματικού Δικαίου επίσης δεν είναι κατά τη
γνώμη μου βάσιμο. Διότι έχουμε το παράδοξο ο δικαστής να είναι μεν ικανός να ερμηνεύσει το
Κοινοτικό Δίκαιο, το οποίο υπερισχύει του Συνταγματικού Δικαίου, όχι όμως αυτό το τελευταίο. Και
περαιτέρω, εκφράζει μια βαθύτατη και αντιφατικότατη δυσπιστία ως προς την ικανότητα του δικαστή:
Εάν δεν αμφιβάλλει για την συνταγματικότητα του νόμου, είναι ικανός και κανένα δεν τίθεται ζήτημα.
Εάν όμως αμφιβάλλει, υπάρχει το τεκμήριο της ανικανότητάς του και θα αποφανθή το Συνταγματικό
Δικαστήριο. Και στις δύο όμως περιπτώσεις ερμηνεία του Συντάγματος γίνεται. Και όσο προσβάλλει το
Σύνταγμα η εσφαλμένη κρίση "ο νόμος είναι αντισυνταγματικός", άλλο τόσο το προσβάλλει η
εσφαλμένη κρίση "ο νόμος είναι συνταγματικός". Κατά ποία λογική δεν ενοχλούμεθα και τόσο αν
προσβάλλεται το Σύνταγμα από την εσφαλμένη κρίση "ο νόμος είναι συνταγματικός";

Εξ άλλου, η αφηρημένη και "εν κενώ" ερμηνεία του Συντάγματος από το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει
το μέγιστο μειονέκτημα ότι το τυχόν σφάλμα δεν διορθώνεται, ενώ με το σύστημα του διάχυτου
ελέγχου δίνονται πολλοί ερμηνευτικοί χρωματισμοί στους νόμους και το Σύνταγμα, ανάλογα με την
εξέλιξη των συνθηκών και των ηθών, της ζωής δηλαδή, και το πλήθος των περιπτώσεων. Τέλος, είναι
οποτεδήποτε δυνατή η διόρθωση της εσφαλμένης κρίσεως.

Δεν πρέπει επίσης να παροράται το ότι με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου θα επιβραδυνθή
κατά πολύ η απονομή της δικαιοσύνης και θα μειωθή η εφαρμογή του Συνταγματικού Δικαίου.
Ειδικότερα, η προβολή λόγου περί αντισυνταγματικότητας θα είναι προνόμιο μόνον εκείνων που θα
έχουν την οικονομική δυνατότητα να διαρκέση μεγάλο χρονικό διάστημα η δίκη. Συνεπώς θα
προτιμάται η προβολή λόγων περί αντιθέσεως στο κοινοτικό δίκαιο και στην Ε.Σ.Δ.Α.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η ίδρυση Συνταγματικού Δικαίου στην Ελλάδα, πέραν του ότι είναι
αντίθετη στη συνταγματική μας παράδοση και του ότι γεννά πολύ περισσότερα προβλήματα απ' όσα
λύει, είναι ύποπτη, ανεξήγητη και αποκρουστέα.

ΙΙΙ.

Κώστας Ε. Μπέης

- Το Συνταγματικό Δικαστήριο

ανάμεσα στο δέον, το φαίνεσθαι και το είναι**-

Η απόφαση της κυβέρνησης για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της επικείμενης
νέας αναθεώρησης του Συντάγματος προκάλεσε ζωηρό διάλογο, τόσο περιστασιακό, όσο και
οργανωμένο. Στους κόλπους του Κέντρου Δικανικών Μελετών εισηγήθηκε τη σχετική προβληματική ο
συνάδελφος Γ. Κασιμάτης, διακεκριμένος καθηγητής του συνταγματικού δικαίου, που έδωσε πλούσια
ερεθίσματα σε καταξιωμένους ανώτατους δικαστές, δικηγόρους και πανεπιστημιακούς δασκάλους για
τεκμηριωμένη παρουσίαση πολλών πτυχών της προβληματικής και ανταλλαγή επιχειρημάτων. Με
νωπό λοιπόν τον προβληματισμό απ' αυτόν το διάλογο θα ήθελα να καταθέσω κάποιες σύντομες
σκέψεις μου στη φιλόξενη τούτη στήλη.

Στη χώρα μας, μια χώρα που θέλει να κινείται μέσα στους ρυθμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραμένει
όμως αγκυλωμένη στη βαλκανική νοοτροπία και πρακτική, είναι σταθερό το σχήμα, μέσα στο οποίο
κινείται η δικαιική μας συγκρότηση: το τρίγωνο της αντιπαλότητας ανάμεσα στο δέον, στο φαίνεσθαι
και στο είναι.

Απο την εμπειρία μας γνωρίζουμε οτι η ως τώρα ανυπαρξία Συνταγματικού Δικαστηρίου είχε το
πλεονέκτημα του λεγόμενου διάχυτου ελέγχου της τυχόν αντισυνταγματικότητας των εκάστοτε
εφαρμοστέων νόμων, έτσι όπως αυτός ο έλεγχος μπορεί και αναπτύσσεται απο το έσχατο ειρηνοδικείο
Παρακαμπυλίων έως την κορυφή των αναιρετικών δικαστηρίων μας, σε περίπτωση δε διαφωνίας
μεταξύ των, τελικώς απο ενα περιστασιακό δικαστήριο, το λεγόμενο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, που
δίνει την αμετάκλητα δεσμευτική λύση. Μειονεκτήματα αυτής της ελληνικής ρύθμισης είναι, πρώτον, η
έλλειψη της ατομικής προσφυγής του θιγόμενου πολίτη, δεύτερον, η έλλειψη δικαστών, σταθερά
ειδικευμένων στο συνταγματικό δίκαιο και, τρίτον, η συγκρότηση αυτού του δικαστηρίου διαμέσου
κλήρωσης απο ανθρώπους (κυρίως ανώτατους δικαστές διαφόρων κλάδων) που σύντομα θα βγούν στη
σύνταξη, ενώ είναι ακόμη ικανοί για παροχή υπηρεσιών, έτσι ώστε να μήν είναι απαλλαγμένοι απο την
έγνοια της περαιτέρω απασχόλησής των σε υψηλόμισθες και προβεβλημένες θέσεις, με όσα αυτή η
έγνοια ενδέχεται να σημαίνει για την εγκυρότητα της δικαστικής ψήφου. Σε περαιτέρω δεοντική
διάσταση η λειτουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου έχει εξ άλλου την αποστολή να περιστέλλει και να
ακυρώνει τις αυταρχικές τάσεις της εκάστοτε κρατικής εξουσίας - τάσεις, ασφαλώς καλοπροαίρετες,
κάτω απο τις πιέσεις των εκάστοτε συνθηκών, όμως που έχουν ως στόχο να ξεπεραστούν οι
συνταγματικοί φραγμοί. Όταν λχ ο κατα τα λοιπά αξιότιμος κ. υπουργός εθνικής οικονομίας, άμοιρος
νομικής παιδείας και δικαιικών ευαισθησιών, διακηρύσσει οτι δέν είναι δυνατόν να διαμορφώνεται ο
κρατικός προϋπολογισμός κάτω απο τις πιέσεις των εκτελεστών δικαστικών αποφάσεων, τότε είναι
φανερό οτι η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου δέν μπορεί παρα να έχει ως στόχο την αποκοπή
όλων των άλλων δικαστηρίων απο τον έλεγχο των νομιμοφανών συνταγματικών εκτροπών.

Αυτές οι διαπιστώσεις αξίζει να συνεκτιμηθούν μαζί με την άλλη διάσταση της ελληνικής
πραγματικότητας μέσα στο βαλκανικό τέλμα της, δηλαδή οτι, παρά τις κάποιες σπάνιες εξαιρέσεις, κάθε
θεσμική ή εξωθεσμική εξουσία στον τόπο μας μπορεί τελικώς να έχει τις δικαστικές αποφάσεις που δέν
της προκαλούν προβλήματα, μέσα σε μια αχλύ νομιμοφάνειας.

Παρ' όλ' αυτά πρέπει να κοιτάζουμε προς τα εμπρός. Κάτι που σημαίνει οτι η χώρα έχει ανάγκη
Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως έχουν όλες οι προηγμένες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Βεβαίως, στα πρώτα χρόνια, αυτό το δικαστήριο θα λειτουργήσει έτσι όπως θα το θέλει η σημερινή
πολιτική εξουσία. Όμως πρέπει να δούμε, τί θα μπορούσαμε ενδεχομένως ν' αποκτήσουμε ύστερ' απο
δέκα χρόνια. Θα στελεχώσει δηλαδή τώρα κατ' αρέσκεια η κυβέρνηση την πλειοψηφία του επικείμενου
Συνταγματικού Δικαστηρίου (μάλλον με κάποιες παραχωρήσεις και για λίγους εκλεκτούς της
αξιωματικής αντιπολίτευσης). Όμως ίσως οι κομματικές ανάγκες να μήν είναι τόσο πιεστικές για τον
συνταγματικό προγραμματισμό της μελλοντικής συγκρότησης του Συνταγματικού Δικαστηρίου, δηλαδή
με εγγυήσεις που θα διασφαλίζουν την μελλοντική ορθολογική λειτουργία του, όταν οι εξουσιαστές της
δικής μας εποχής δέν θα διαδραματίζουν πλέον ενεργό ρόλο. Απ' αυτήν την οπτική γωνία η μάχη θα
έπρεπε τώρα να δοθεί προς τις ακόλουθες κατευθύνσεις:

(α) Το όριο ηλικίας εκείνων που θα διοριστούν να συμπίπτει με το βιολογικό όριο επαγγελματικής
απασχόλησης, δηλαδή το εβδομηκοστό ή, ακόμη πιό κοντά στις σύγχρονες βιολογικές συνθήκες, το
εβδομηκοστό πέμπτο, έτσι ώστε, με την πάροδο του χρόνου, να χαλαρώνει η ισχύς του ομφάλιου
λώρου που συνδέει τους διοριζομένους με την πηγή του διορισμού. Ασφαλώς ενα τέτοιο μέτρο θα θίγει
τις φιλοδοξίες πολλών, που θα ερωτοτροπούν με τις υψηλές θέσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου,
όμως ακριβώς αυτές οι φιλοδοξίες της καριέρας είναι και η αχίλλεια πτέρνα κάθε δικαστηρίου, που θα
όφειλε να λειτουργεί με δικαιική αξιοπιστία.

(β) Θα πρέπει να υπάρχει μεγάλος αριθμός συνταγματικών δικαστών, αφού αυτό το δικαστήριο είναι
βέβαιο οτι θα κατακλυστεί απο δίκες, με τον κίνδυνο της αποτελμάτωσης.

(γ) Θα πρέπει να προβλεφθεί ο θεσμός του Επιστημονικού Συμβουλίου του Συνταγματικού


Δικαστηρίου, που θα συγκροτείται απο νέους, με υψηλά προσόντα και πανεπιστημιακούς τίτλους
(διδάκτορες και άνω), ειδικευμένους κυρίως στο δημόσιο δίκαιο. Αυτό το Επιστημονικό Συμβούλιο θα
πρέπει να προετοιμάζει ειδικά τεκμηριωμένη εισήγηση προς το δικαστήριο, το οποίο τελικώς θα
αποφαίνεται, ενώ εξ άλλου απο αυτό το υψηλού επιπέδου φυτώριο του Επιστημονικού Συμβουλίου η
ολομέλεια του Δικαστηρίου θα επιλέγει αργότερα εκείνους που θα καταλαμβάνουν τις εκάστοτε
κενούμενες θέσεις δικαστών.

(δ) Θα πρέπει ν' αποφευχθεί μέσα στους κόλπους του Δικαστηρίου η καλλιέργεια φιλοδοξιών (και
συνακόλουθα διαπλοκής με κομματικά κέντρα επηρεασμού), κάτι που είναι δυνατόν διαμέσου του
αποκλεισμού διαμόρφωσης εσωτερικής ιεραρχίας (με αντιπροέδρους και πρόεδρο), ενώ τη διεύθυνση
κάθε τμήματος και της ολομέλειας θα πρέπει να έχει ο αρχαιότερος ανάμεσα σε ισοτίμους.

Αναφορικά με την αρμοδιότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου, θα έπρεπε να υπάρχουν δύο


παράλληλες διαδρομές.

Κατα πρώτον, το δικαίωμα κάθε προσώπου (φυσικού ή νομικού, ημεδαπού ή αλλοδαπού), που θα
διαθέτει προς τούτο έννομο συμφέρον, να προσφεύγει στο Δικαστήριο με ατομική προσφυγή κάθε
φορά που θα ισχυρίζεται οτι έχει προσβληθεί ατομικό δικαίωμά του, όπως αυτό προστατεύεται απο
τους ισχύοντες υπερνομοθετικούς κανόνες δικαίου και, δεύτερον, η διακριτική ευχέρεια κάθε
δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου ανακύπτει πρόβλημα αντισυνταγματικότητας του εκάστοτε
εφαρμοστέου νόμου, είτε να διακρατεί το πρόβλημα και ν' αποφασίζει το ίδιο σχετικώς, είτε να το
παραπέμπει στο Συνταγματικό Δικαστήριο κατ' αίτηση διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως. Μ' αυτόν τον
τρόπο θα μπορέσει να διατηρηθεί η παράδοση της αρμοδιότητας κάθε δικαστηρίου για τον λεγόμενο
διάχυτο έλεγχο.

Με τις περιγραφόμενες και άλλες ανάλογες εγγυήσεις θα μπορούσε ο τόπος μας κάποια μέρα ν'
αποκτήσει ενα αξιόπιστο όργανο για τη διαφύλαξη της συνταγματικής νομιμότητας, μακριά απο
φανερές ή υπόγειες εκδουλεύσεις προς την εκάστοτε θεσμική και εξωθεσμική εξουσία. Στο άμεσο
μέλλον θα υποστούμε όσα ήδη αναφέρθηκαν. Όμως για το μέλλον, έστω και το μακρινό μέλλον, θα
μπορούσε ίσως να διασφαλιστεί αυτό που οφείλει να είναι ο στόχος κάθε συνταγματικού δικαστηρίου,
δηλαδή ο έλεγχος της αυθαιρεσίας της εξουσίας και η αντίστοιχη παροχή δραστικής προστασίας στα
θύματα της εξουσιαστικής αλαζονείας.

Υπάρχει ελπίδα;

Η ώς τώρα ελληνική πραγματικότητα δέν είναι ενθαρρυντική. Όμως, άν ο πολιτικός κόσμος αρκεστεί
στο να καρπωθεί τις πρόσκαιρες διευκολύνσεις του για ενα μεταβατικό διάστημα πέντε, το πολύ δέκα
ετών, ίσως να μήν αρνηθεί να ιδρύσει για το απώτερο μέλλον εναν αξιόποιστο θεσμό, έτσι όπως τον
είχε εξαγγείλει η Αθηνά στις Ευμενίδες του Αισχύλου: θεσμόν τον εις άπαντα χρόνον.

You might also like