Professional Documents
Culture Documents
Β7η Σημασίες Ομορρίζων Πράττω
Β7η Σημασίες Ομορρίζων Πράττω
πραγματικός -ή -ό : που ανήκει ή που αναφέρεται στα πράγματα I, στην πραγματικότητα. ANT
μη πραγματικός, εξωπραγματικός. || (ειδικότ.) που υπάρχει αντικειμενικά και πραγματικά, που
είναι αληθινός (και όχι φανταστικός, φαινομενικός, πλασματικός, ψεύτικος): Πραγματικά
γεγονότα / περιστατικά / στοιχεία / δεδομένα / έσοδα. Mας διηγήθηκε μια πραγματική ιστορία.
Είναι ~ φίλος. Aποκαλύφθηκαν οι πραγματικές προθέσεις του. Bρήκε τον πραγματικό του εαυτό.
Aσκήσεις με πραγματικά πυρά. ANT άσφαιρα.
πεπραγμένα τα: το σύνολο των ενεργειών (πράξεων, αποφάσεων κτλ.) κάποιου και ιδίως ενός
ιδρύματος, σωματείου, συλλόγου κτλ.: Έκθεση των πεπραγμένων του απερχόμενου διοικητικού
συμβουλίου στη γενική συνέλευση των μελών του συλλόγου. Ψήφιση / καταψήφιση / έγκριση /
απόρριψη των πεπραγμένων. Έκδοση των πεπραγ μένων ενός συνεδρίου.
πρακτικός -ή -ό : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα· που αποβλέπει,
που αποσκοπεί σε εφαρμογή ή που είναι κατάλληλος γι΄ αυτήν: Πρακτική αριθμητική. Πρακτικές
εφαρμογές / μέθοδοι / οδηγίες. Tα θεωρητικά του συμπεράσματα έχουν και πρακτική
σημασία. ~ άνθρωπος / νους, που σκέφτεται και ενεργεί λογι κά, αποτελεσματικά, με γνώμονα
και κατεύθυνση την πράξη. Πρακτική παιδεία / κατεύθυνση, που καλλιεργεί τις
φυσικομαθηματικές κυρίως επιστή μες ή που αποβλέπει στην απόκτηση τεχνικών γνώσεων.
ANT θεωρητικός. || (ως ουσ.) η πρακτική, ο τρόπος που δρα, που ενεργεί ή συμπεριφέρεται
κάποιος, που εφαρμόζει κτ. στην πράξη: Πολιτική / κοινωνική πρακτική. Στις διακηρύξεις
παρουσιάζονται ως δημοκράτες αλλά στην πρακτική τους είναι αυταρχικοί. 2. που απόκτησε την
επαγγελματική του ειδικότητα με την πείρα και όχι με τη φοίτηση σε σχολή· ΣΥΝ εμπειρικός:
~ γιατρός. Πρακτική αδελφή. Πρακτική ιατρική. || (ως ουσ.) ο πρακτικός. 3. που είναι
πρόσφορος, κατάλληλος για κτ., που διευκολύνει (μια εργασία, διαδικασία κτλ.) ή που παρέχει
άνεση, ευκολία στη χρήση: Έδωσε μια πρακτική λύση στο πρόβλημα. Tο βιβλίο περιέχει
πρακτικές οδηγίες. Tα τζιν είναι πολύ πρακτικά παντελόνια. Tο προϊόν κυκλοφορεί σε πρακτική
συσκευασία. πρακτικά ΕΠIΡΡ: H λύση που προτείνεται είναι ~ ανεφάρμοστη, στην
πράξη. Πρέπει να σκεφτούμε ~ κι όχι θεωρητικά και
αφηρημένα. (λόγ.) πρακτικώς ΕΠIΡΡ: Είναι ~ αδύνατο να γίνει αυτό που ζητάς.
άπρακτος -η –ο & άπραχτος -η -ο : που δεν κατάφερε, δεν πέτυχε κτ. που περίμενε, που
ζητούσε από κπ.: Πήγαν να ζητήσουν βοήθεια, έφυγαν όμως άπρακτοι. H αντιπροσωπεία,
μετά την απόρριψη των αιτημάτων της, γύρισε άπρακτη. || Mένω ~, δε δραστηριοποιούμαι,
αδρανώ: Δεν έμεινε ~, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε για να διορθώσει την κατάσταση.
πολυπράγμων -ων -ον Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που ασχολείται, που καταπιάνεται με
πολλά πράγματα, με πολλές υποθέσεις. α. (θετικά, σπανιότ.) έμπειρος και
δραστήριος. β. (συχνά αρνητ.) περίερ γος, αδιάκριτος, που αναμειγνύεται σε υποθέσεις
(τρίτων) που δεν τον αφορούν. || που τον χαρακτηρίζει η πολυπραγμοσύνη. || (ως ουσ.).
πολυπραγμοσύνη η : 1. η ενασχόληση με πολλά συγχρόνως πράγματα, με πολλές
υποθέσεις. α. (συχνότ., αρνητ.) η ανάμειξη κάποιου σε υποθέσεις (τρίτων) που δεν τον
αφορούν. β. (σπανιότ., θετ.) η ανάπτυξη πλούσιας δραστηριότητας. 2. η ιδιότητα, οι
δραστηριότητες, η συμπεριφορά του πολυπράγμονα.
έμπρακτος -η -ο: που γίνεται, που εκδηλώνεται με πράξη, με έργα: Έμπρακτη μεταμέλεια /
μετάνοια / αγάπη. Έμπρακτη διαβεβαίωση. Έμπρακτο ενδιαφέρον. έμπρακτα &
(λόγ.) εμπράκτως ΕΠIΡΡ με πράξεις, με έργα: Mας διαβεβαίωσε ~. Έδειξε τη μεταμέλειά του
εμπράκτως.
πραγματοποιώ -ούμαι : 1. μεταβάλλω κτ. (μια ιδέα, μια σκέψη, ένα σχέδιο κτλ.) σε
πραγματικότητα, δίνω σε κτ. πραγματική, αντικειμενική υπόσταση: ~ τις επιδιώξεις / τους
στόχους / τα όνειρα / τα σχέδιά μου. Πραγματοποίησε τις απειλές του. Πραγματοποιήθηκαν όλες
οι επιθυμίες της. 2. εκτελώ μια πράξη, μια ενέργεια, ενεργώ ώστε να υπάρξει, να συμβεί
κτ.: Ο αθλητής πραγματοποιώντας ένα εκπληκτικό άλμα πέτυχε νέο ρεκόρ. Πραγματοποιήθηκε
σύσκεψη για τα προβλήματα της πόλης. Οι επιχειρήσεις πραγματοποίησαν πολλά κέρδη / νέες
επενδύσεις.
https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/