Professional Documents
Culture Documents
Anti-Porn Feminists Vs Pornography Studies
Anti-Porn Feminists Vs Pornography Studies
Α.Μ. 9983201600044
Εισαγωγή
1
Βρίσκεται στο άρθρο Pararigm Shift: Pornography Research, Sexualization and Extreme Images της
Feona Attwood (2011)
anti-porn φεμινιστές. Αυτοί αντιμετωπίζουν την πορνογραφία ως μια προέκταση της
πατριαρχικής καταπίεσης και προσπαθούν να αφυπνίσουν τις γυναίκες ώστε να
διαμαρτυρηθούν για την εκμετάλλευσή τους
Στον αντίποδα μια ομάδα θεωρητικών των λεγόμενων σπουδών πορνογραφίας,
επιχειρούν να δώσουν ορατότητα στις «νέες πορνογραφίες», και κατ΄ επέκταση να τις
μελετήσουν υπό το πρίσμα των πολιτισμικών κατασκευών.
Στην παρούσα εργασία θα συζητηθεί η αντίθεση του ριζοσπαστικού φεμινισμού
προς την πορνογραφία και ειδικότερα η άποψη πως αυτή αντικειμενοποιεί το γυναικείο
σώμα. Σε δεύτερη φάση, θα παρατεθεί ο αντίλογος των ερευνητών της πορνογραφίας,
ή αλλιώς των θεωρητικών των σπουδών πορνογραφίας. Τέλος, θα επιχειρηθεί μια
κριτική ανασκόπηση των δύο προαναφερθέντων μέρων υπό το σκεπτικό πως τα debates
για την πορνογραφία λειτουργούν ως βαρόμετρα ως προς τις αντιλήψεις για τα media,
τις σεξουαλικές πρακτικές και πολιτικές, χαρτογραφώντας έτσι τα όρια της
κουλτούρας, καθώς και τους φόβους, τις επενδύσεις και τις αντιφάσεις της»
Μέρος Πρώτο:
γυναικείου σώματος.
Η Katherine N. Kinnick, στο κεφάλαιο Pushing the Envelope: The Role of the
Mass Media in the Mainstreaming of Pornography του βιβλίου Pop Porn (2007),
υποστηρίζει πως οι άνδρες που καταναλώνουν πορνογραφικό- αντικειμενοποιητικό
προς τη γυναίκα- περιεχόμενο, επιδεικνύουν την τάση να επικεντρώνονται στη
σεξουαλικότητα μιας γυναίκας. Όπως αναφέρει, διάφορες πειραματικές έρευνες πάνω
στις επιπτώσεις της κατανάλωσης τέτοιου περιεχομένου, αποκαλύπτουν πως οι άνδρες
καταναλωτές είναι πιθανό να εστιάσουν στην εμφάνιση μιας γυναίκας και να
παραμελήσουν άλλες πτυχές της προσωπικότητάς της, ή άλλα στοιχεία όπως ο λόγος
της. Επιπλέον, οι άνδρες φαίνεται να υιοθετούν υπερβολικές προσδοκίες ως προς την
ελκυστικότητα ή την δεκτικότητα μιας γυναίκας στο σεξ, ενώ παράλληλα επιδεικνύουν
αυξημένη τάση κυριαρχικότητας στην αλληλεπίδρασή τους με γυναίκες. Η έκθεση
ακόμη και σε soft-core πορνό που υποβιβάζει την γυναίκα, φαίνεται να ωθεί σε
επιθετικές συμπεριφορές στο σεξ. Για να στηρίξει περαιτέρω το εύρημα αυτό,
αναφέρεται σε μια έρευνα πάνω στο μισογυνιστικό ραπ του 1995, που συνδέει τους
ακροατές αυτής της μουσικής με σεξουαλική επιθετικότητα.
Επιπλέον, στο άρθρο The interent’s impact on sexuality (Döring, 2009)
διαβάζουμε πως το πορνό σεξουαλικοποιεί επί τούτου τις νεαρές γυναίκες,
δημιουργώντας τις δημοφιλείς κατηγορίες «έφηβες» (Teens) και «οριακά ενήλικες»
(barely legal). Η κατ’ επανάληψη προβολή αυτών σεξουαλικών σεναρίων έχει
δημιουργήσει ανησυχία για την σεξουαλικοποίηση και την εκμετάλλευση νεαρών ή
ανήλικων γυναικών. Την ίδια στιγμή, αμέτρητες ιστοσελίδες κατηγοριοποιούν το
περιεχόμενο τους με βάση την φυλή, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε αντικείμενο
φετίχ διάφορες φυλετικές μειονότητες (Asian, Ebony). Η ίδια υποβίβαση σε εργαλεία
σεξουαλικής ικανοποίησης παρατηρείται και εις βάρος άλλων μειονοτήτων ή ατόμων,
όπως οι τρανσέξουαλ (tranny, shemale). Με άλλα λόγια, οι κατηγοριοποιήσεις του
πορνό στιγματίζουν ήδη ευάλωτες ομάδες και συμβάλλουν στην διαιώνιση
τραυματικών στερεοτύπων.
Στο άρθρο με τίτλο «Rethinking the effects paradigm in porn studies» του Brian
McNair (2014) παρατίθεται η άποψη των φεμινιστριών ενάντια στην πορνογραφία, πως
αυτή αναπαράγει επικίνδυνες ιδέες ως προς τον ρόλο της γυναίκας στο πλαίσιο των
ετεροφυλοφιλικών σχέσεων. Η mainstream πρακτική σεξ που κυριαρχεί στους
διαδικτυακούς ιστοτόπους, παρ΄ότι δεν λογίζεται ως φετιχιστική, απεικονίζει σκηνές
βιαιότητας και εξευτελισμού απέναντι στα θηλυκά. Συγκεκριμένα, η πορνογραφία
βρίσκεται στο στόχαστρο για την επικράτηση της κουλτούρας βιασμού (rape culture)
και για την κανονικοποίηση μιας μισογυνιστικής νόρμας στο σεξ. Όπως διαβάζουμε
στο βιβλίο Mainstreaming Sex (2009), είναι σύνηθες στο Hardcore πορνό οι γυναίκες
να χαστουκίζονται, να πνίγονται και να υφίστανται διάφορες υποβαθμιστικές
πρακτικές. Με άλλα λόγια, η σεξουαλική συνεύρεση ενεργοποιεί, κατά έναν τρόπο,
την ασυμμετρία του φύλου, καθώς όπως διαβάζουμε, η απόλαυση του σεξ προκύπτει
από την υποταγή της γυναίκας: «Για την γυναίκα της πορνογραφίας, η διέγερση
προϋποθέτει παθητικότητα και αδυναμία, και αντίστροφα, η αδυναμία προκαλεί
διέγερση»2. Επομένως, οι φεμινίστριες υποστηρίζουν πως η ερωτικοποίηση του πόνου
2
‘for the Woman of pornography, to be aroused is to be powerless and to be powerless
is to be aroused’
και της υποταγής της γυναίκας, δείχνει αδιαφορία προς τον πραγματικό της πόνο στο
εξαναγκαστικό σεξ. Όπως το διατυπώνει η anti-porn blogger Charliegrrl, η
ανδροκρατούμενη κουλτούρα της πορνογραφίας κανονικοποιεί όχι μόνο την
αντικειμενοποίηση της γυναίκας, αλλά και την παρενόχλησή της. Ο θεωρητικός και
αντίθετος στην πορνογραφία φεμινιστής Robert Jensen, στο βιβλίο του Getting Off:
Pornography and the End of Masculinity, γράφει:
People routinely assume that pornography is such a difficult and divisive issue because
it’s about sex. In fact, this culture struggles unsuccessfully with pornography because
it is about men’s cruelty to women, and the pleasure men sometimes take in that cruelty.
And that is much more difficult for people—men and women—to face.
3
“Pornography is a harm of male supremacy made difficult to see because of its pervasiveness, potency
and, principally, because of its success in making the world a pornographic place.”
παρατηρούνται φαινόμενα ανασφάλειας σε σχέση με το σώμα, που συνδέονται με την
κατανάλωση πορνογραφίας. Ο Döring (2009), αναφέρει πως οι υπερβολικές
σεξουαλικές επιδόσεις και τα μη ρεαλιστικά πρότυπα ομορφιάς έχουν συνδεθεί με
δυσαρέσκεια και ανασφάλεια ως προς την εικόνα του σώματος. Παραθέτει επίσης τα
αποτελέσματα ορισμένων εμπειρικών ερευνών, που αποκαλύπτουν σύνδεση μεταξύ
της κατανάλωσης διαδικτυακού πορνογραφικού υλικού με την ανασφάλεια στο σεξ.
Μάλιστα, ο Robert Goldman (Attwood, 2009) σημειώνει μια ακόμη πτυχή του
φαινομένου της αυτό-αντικειμενοποίησης των γυναικών: αναπτύσσεται ένα έντονο
εσωτερικό άγχος όταν μια γυναίκα δεν λαμβάνει βλέμματα θαυμασμού, τα οποία να
επικυρώνουν την ανδρική επιθυμία. Η Attwood (2009) διερωτάται « πώς είναι δυνατόν
η διέγερση των γυναικών να είναι τόσο στενά εξαρτώμενη από την ικανότητα
ικανοποίησης των ανδρών;». Διαπιστώνει πως τόσο η εμμονική ενασχόληση με την
εμφάνση, όσο και η μεταβολή από την αντικειμενοποίηση στην υποκειμενοποίηση,
πλαισιώνονται ως ένδειξεις περιπαικτικότητας, αυτοδιάθεσης και ελεύθερης επιλογής.
Με άλλα λόγια, η γυναίκα της σύγχρονης εμπορευματοποιημένης σεξουαλικής
κουλτούρας παρουσιάζεται ως ανεξάρτητο υποκείμενο που δρα με πυξίδα τη δική της
ευχαρίστηση και όχι την έγκριση του ανδρικού βλέμματος, όμως κατ’ επέκταση αυτό
ικανοποιεί τις ανδρικές φαντασιώσεις. Από παθητικό αντικείμενο έχει μετατραπεί σε
ενεργό υποκείμενο του σεξ.
Μέρος Δεύτερο
Αρκετές έρευνες αναιρούν τους ηθικούς πανικούς και τις ανησυχίες των
φεμινιστριών κατά τις πορνογραφίας, αποκαλύπτοντας πως δεν φαίνεται να υπάρχει
συσχέτιση μεταξύ της ανόδου της πονρογραφίας, αφενός, και αφετέρου της
σεξουαλικής βίας. Γενικώς, συμπεραίνει ο Döring (2009) , σε κοινωνίες στις οποίες
έχει επικρατήσει η πορνογραφική κουλτούρα και το πορνογραφικό υλικό κυκλοφορεί
ελεύθερα, δεν έχει παρατηρηθεί αύξηση των φαινομένων σεξουαλικής βίας. Το
ενδιαφέρον για «διεστραμμένη» πορνογραφία δεν έχει συνδεθεί με εγκλήματα ή
παραπτώματα σεξουαλικού τύπου, ενώ οι διεστραμμένες φαντασιώσεις αποτελούν
φυσιολογική πτυχή της ανθρώπινης σεξουαλικότητας (Döring, 2009).
Από την άλλη, οι ερευνητές της πορνογραφίας είναι σκεπτικοί και ως προς την
συσχέτιση της αντικειμενοποίησης της γυναίκας με την πορνογραφία. Η Saul (2006),
έχοντας εμβαθύνει στις έννοιες της αντικειμενοποίησης και της υποκειμενοποίησης,
καταλήγει πως δεν μπορούμε να υποθέσουμε πως η γυναίκα της πορνογραφίας είναι
αντικείμενο, εκτός αν δεχτούμε πως ο καταναλωτής πορνογραφίας αντιμετωπίζει
πάντα την γυναίκα ως απλό εργαλείο για την ικανοποίησή του. Επομένως, δεν έχει
νόημα η κατάχρηση του όρου αντικειμενοποίηση. Αντίστοιχα, οι Σαρικάκη και
Τσαλίκη σημειώνουν πως οι φεμινίστριες υπέρ της πορνογραφίας καταλογίζουν στις
φεμινίστριες κατά της πορνογραφίας πως αυτές υιοθετούν το μοντέλο του
ετεροκανονικού, μισογυνιστικού σεξ, εφόσον υποθέτουν πως η γυναίκα στην
πορνογραφία είναι σε θέση αντικειμένου και θύματος της ανδρικής καταπίεσης.
Ο McNair4 συμπεραίνει πως από την μία, η πορνογραφία δεν μπορεί να καρπωθεί
την νίκη του φεμινισμού ως προς την σεξουαλική απελευθέρωση της γυναίκας, από
την άλλη όμως, δεν μπορεί να κατηγορηθεί και για μια υποτιθέμενη αύξηση του
σεξισμού, της αντικειμενοποίησης ή της βίας εις βάρος των γυναικών.
Έτσι, για τις σπουδές πορνογραφίας είναι σημαντικό να δοθεί χώρος για την
εξερεύνηση των δυνατοτήτων που δίνει η πορνογραφία, αφού πρώτα απαλλαγεί η
κοινότητα από ηθικούς πανικούς και συντηρητισμούς. Η βιβλιογραφία μας φωτίζει το
4
Η φράση παρ΄ ότι δεν προέρχεται από επίσημη βιβλιογραφική πηγή, αλλά από το έγγραφο text for
students του eclass, κρίνεται χρήσιμη και άξια αναφοράς.
γεγονός πως η πορνογραφία έχει αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για εξερεύνηση της
ταυτότητας, των σεξουαλικών επιθυμιών και έχει δώσει προσβασιμότητα σε μεγάλες
ομάδες ατόμων ακόμα και μειονοτήτων. H Cassel και η Cramer στο άρθρο τους “High
Tech or High Risk: Moral Panics about Girls Online." (2008), υποστηρίζουν πως ειδικά
τα κορίτσια έχουν την ευκαιρία να εκπληρώσουν κρίσιμους αναπτυξιακούς στόχους
online, εκτός της οικογενείας: να εξερευνήσουν με ασφάλεια τη σεξουαλικότητά τους
καθώς και εναλλακτικές ταυτότητες, ενώ ταυτόχρονα εξασκούν τις τεχνολογικές τους
δεξιότητες.
Σύμφωνα με τη Susanna Paasonen, στο άρθρο της Healthy Sex and Pop Porn
(2009), οι ηθικές ανησυχίες που έχουν δημιουργήσει το δυαδικό μοντέλο του «καλού»
και του «κακού» σεξ, «επισκιάζουν μια πληθώρα σεξουαλικών προτιμήσεων και
πρακτικών», περιορίζοντας τον δημόσιο διάλογο σε ένα είδος «αποδεκτού σεξ» και
αποκλείοντας όλες τις άλλες πρακτικές. Έτσι, επιβάλλεται εμμέσως ένα ομογενές
σεξουαλικό γούστο σε όλους. Όμως, η πορνογραφία έδωσε την ευκαιρία και τον χώρο
σε διάφορες υποκουλτούρες να αναδυθούν και να διαπραγματευτούν τα όριά τους, τους
στόχους τους και τις συμφωνίες. Γι΄αυτό προτρέπει να ανοίξουμε τον δημόσιο διάλογο
με στόχο να μετακινηθούμε από την ηθικοποίηση του σεξ σε μια σειρά νέων
συμφωνιών και κανόνων.
Συζήτηση