Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 14

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ


https://www.media.uoa.gr/
Ακαδημαϊκό Έτος 2023-2024

Το debate περί πορνογραφίας:


Η φεμινιστική άποψη και ο αντίλογος των
σπουδών πορνογραφίας
Εργασία εξαμήνου υποχρεωτικού μαθήματος

«Κοινωνία της Πληροφορίας».

Κεσμετζή Ειρήνη Θεοδώρα

Α.Μ. 9983201600044

Αθήνα, Φεβρουάριος 2023


Πίνακας περιεχομένων
Αντί προλόγου ........................................................................................................................... 3
Εισαγωγή ................................................................................................................................... 3
Μέρος Πρώτο: ........................................................................................................................... 4
Η φεμινιστική άποψη για την πορνογραφία και την αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος.
................................................................................................................................................... 4
Μέρος Δεύτερο .......................................................................................................................... 9
Ο αντίλογος από τις Σπουδές Πορνογραφίας ............................................................................. 9
Συζήτηση ..................................................................................................................................13
Βιβλιογραφικές παραπομπές ....................................................................................................14
Αντί προλόγου

« […] contextualization makes it possible to see how debates about pornography


act as a barometer for attitudes towards media, sex practices and sexual politics –
providing ‘a map of a culture’s borders’ and ‘its ‘anxieties, investments, contradictions’
as they are redrawn in relation to both its mainstream and its extremities.»1

Εισαγωγή

Τα Media και οι σύγχρονες τεχνολογίες της επικοινωνίας έχουν αφομοιωθεί τόσο


στην καθημερινή ζωή με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες μορφές σεξουαλικής
αλληλεπίδρασης και έκφρασης. Έτσι, το σεξ τείνει να μεταμορφωθεί, από ένα σύνολο
πρακτικών, σε ένα σύνολο αναπαραστάσεων (Attwood, 2011). Η μελέτη του σεξ
ιστορικά έχει αποτελέσει ακαδημαϊκή ανησυχία, όμως τα τελευταία χρόνια, με αφορμή
τη λεγόμενη σεξουαλικοποίηση της κουλτούρας έχει αυξηθεί τόσο η έρευνα όσο και ο
δημόσιος διάλογος για το σεξ. Οι όροι σεξουαλικοποίηση, πορνοποίηση, σεξουαλικός
καταναλωτισμός, η κουλτούρα της χυδαιότητας ή του striptease (raunch, striptease
culture), όπως διαβάζουμε στο βιβλίο Mainstreaming Sex της Feona Attwood (2009)
περιγράφουν την τάση του σεξ να εμφανίζεται στο δημόσιο χώρο και στη σύγχρονη
κουλτούρα με ποικίλους τρόπους. Η πορνογραφία και το σεξουαλικό περιεχόμενο
έχουν γίνει ορατά και διαθέσιμα σε βαθμό που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν υπάρξει.
Βρίσκονται «ένα κλικ μακριά» στο Internet, έχουν εισχωρήσει στην διαφήμιση, τη
μουσική, ακόμα και στο στυλ των κοινών ανθρώπων εκτός διαδικτύου. Αυτή η
πορνοποίηση της κουλτούρας πυροδοτεί την ανησυχία πως το χυδαίο περιεχόμενό θα
εισβάλει και θα μολύνει την συμβατική κουλτούρα.
Με τους αντιπάλους της πορνογραφίας συντάσσεται μια ομάδα ριζοσπαστικών
φεμινιστριών και φεμινιστών, που έχει χαρακτηριστεί στην ακαδημαϊκή κοινότητα ως

1
Βρίσκεται στο άρθρο Pararigm Shift: Pornography Research, Sexualization and Extreme Images της
Feona Attwood (2011)
anti-porn φεμινιστές. Αυτοί αντιμετωπίζουν την πορνογραφία ως μια προέκταση της
πατριαρχικής καταπίεσης και προσπαθούν να αφυπνίσουν τις γυναίκες ώστε να
διαμαρτυρηθούν για την εκμετάλλευσή τους
Στον αντίποδα μια ομάδα θεωρητικών των λεγόμενων σπουδών πορνογραφίας,
επιχειρούν να δώσουν ορατότητα στις «νέες πορνογραφίες», και κατ΄ επέκταση να τις
μελετήσουν υπό το πρίσμα των πολιτισμικών κατασκευών.
Στην παρούσα εργασία θα συζητηθεί η αντίθεση του ριζοσπαστικού φεμινισμού
προς την πορνογραφία και ειδικότερα η άποψη πως αυτή αντικειμενοποιεί το γυναικείο
σώμα. Σε δεύτερη φάση, θα παρατεθεί ο αντίλογος των ερευνητών της πορνογραφίας,
ή αλλιώς των θεωρητικών των σπουδών πορνογραφίας. Τέλος, θα επιχειρηθεί μια
κριτική ανασκόπηση των δύο προαναφερθέντων μέρων υπό το σκεπτικό πως τα debates
για την πορνογραφία λειτουργούν ως βαρόμετρα ως προς τις αντιλήψεις για τα media,
τις σεξουαλικές πρακτικές και πολιτικές, χαρτογραφώντας έτσι τα όρια της
κουλτούρας, καθώς και τους φόβους, τις επενδύσεις και τις αντιφάσεις της»

Μέρος Πρώτο:

Η φεμινιστική άποψη για την πορνογραφία και την αντικειμενοποίηση του

γυναικείου σώματος.

Στη ριζοσπαστική φεμινιστική ατζέντα, η πορνογραφία ταυτίζεται τόσο με την


αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος, όσο και με την προβολή μη ρεαλιστικών
προτύπων ομορφιάς αλλά και σεξουαλικής επίδοσης (Τσαλίκη, 2016). Μάλιστα, η
πορνογραφία, σύμφωνα με την Feona Attwood, στο βιβλίο Mainstreaming Sex (2009),
χαρακτηρίζεται από μια «ασυμμετρία» μεταξύ των δύο φύλων στην διαδικασία
παραγωγής της, καθώς παράγεται κυρίως από άνδρες αλλά και απευθύνεται σε άνδρες,
πάντα με κεντρικό αντικείμενο τη γυναίκα. Από την μια, η ανδρική κυριαρχία στην
παραγωγή επαγγελματικών αναπαραστάσεων σεξ, και από την άλλη ο εμπορικός
χαρακτήρας αυτής της βιομηχανίας, έχουν ως αποτέλεσμα να παραμελείται η σκοπιά
αλλά και η βιωματική εμπειρία των γυναικών στο πορνογραφικό υλικό.

Η Attwood (2009), επεξηγεί περαιτέρω αυτήν την ασυμμετρία, διαπιστώνοντας


πως η κάμερα στα σκληρά πορνογραφικά βίντεο (Hardcore) εστίαζε σε περιορισμένες
δραστηριότητες: στον γυναικείο αυνανισμό, το λεσβιακό σεξ, και την πρωκτική
διείσδυση από άνδρες σε γυναίκες. Επιπλέον διαπιστώνει πως η στύση του πέους και ο
ανδρικός οργασμός αντικατοπτρίζεται, με έναν τρόπο, στην πραγματικότητα, με τη
στύση και τον οργασμό του αρσενικού θεατή, γεγονός που επικυρώνει την
αληθοφάνεια του σεξ που πραγματοποιείται στην οθόνη. Από την άλλη, όμως, δεν
υπάρχει εμφανής απόδειξη για τον γυναικείο οργασμό και τους σπασμούς απόλαυσης
του γυναικείου σώματος. Παρατηρεί, επίσης, πως οι στάσεις που είναι ιδανικότερες για
απεικόνιση στο σκληρό πορνό , με στόχο την απόλαυση του θεατή, δεν είναι
απαραίτητα οι πιο ευχάριστες ή οι πιο άνετες στο πραγματικό σεξ. Έτσι, κρίνοντας από
τον τρόπο με τον οποίο η πορνογραφία απευθύνεται στους άνδρες, οι φεμινίστριες
υποστηρίζουν πως αυτή λειτουργεί ως ένας ακόμη μηχανισμός της πατριαρχίας. Οι
θηλυκές συμμετέχουσες τείνουν να εκτελούν μισογυνιστικά σενάρια που
αντικατοπτρίζουν την ανδρική κυριαρχία ως προς την σεξουαλική απόλαυση, ακόμη
και στο μη ετεροφυλοφιλικό σεξ.

Η Katherine N. Kinnick, στο κεφάλαιο Pushing the Envelope: The Role of the
Mass Media in the Mainstreaming of Pornography του βιβλίου Pop Porn (2007),
υποστηρίζει πως οι άνδρες που καταναλώνουν πορνογραφικό- αντικειμενοποιητικό
προς τη γυναίκα- περιεχόμενο, επιδεικνύουν την τάση να επικεντρώνονται στη
σεξουαλικότητα μιας γυναίκας. Όπως αναφέρει, διάφορες πειραματικές έρευνες πάνω
στις επιπτώσεις της κατανάλωσης τέτοιου περιεχομένου, αποκαλύπτουν πως οι άνδρες
καταναλωτές είναι πιθανό να εστιάσουν στην εμφάνιση μιας γυναίκας και να
παραμελήσουν άλλες πτυχές της προσωπικότητάς της, ή άλλα στοιχεία όπως ο λόγος
της. Επιπλέον, οι άνδρες φαίνεται να υιοθετούν υπερβολικές προσδοκίες ως προς την
ελκυστικότητα ή την δεκτικότητα μιας γυναίκας στο σεξ, ενώ παράλληλα επιδεικνύουν
αυξημένη τάση κυριαρχικότητας στην αλληλεπίδρασή τους με γυναίκες. Η έκθεση
ακόμη και σε soft-core πορνό που υποβιβάζει την γυναίκα, φαίνεται να ωθεί σε
επιθετικές συμπεριφορές στο σεξ. Για να στηρίξει περαιτέρω το εύρημα αυτό,
αναφέρεται σε μια έρευνα πάνω στο μισογυνιστικό ραπ του 1995, που συνδέει τους
ακροατές αυτής της μουσικής με σεξουαλική επιθετικότητα.
Επιπλέον, στο άρθρο The interent’s impact on sexuality (Döring, 2009)
διαβάζουμε πως το πορνό σεξουαλικοποιεί επί τούτου τις νεαρές γυναίκες,
δημιουργώντας τις δημοφιλείς κατηγορίες «έφηβες» (Teens) και «οριακά ενήλικες»
(barely legal). Η κατ’ επανάληψη προβολή αυτών σεξουαλικών σεναρίων έχει
δημιουργήσει ανησυχία για την σεξουαλικοποίηση και την εκμετάλλευση νεαρών ή
ανήλικων γυναικών. Την ίδια στιγμή, αμέτρητες ιστοσελίδες κατηγοριοποιούν το
περιεχόμενο τους με βάση την φυλή, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε αντικείμενο
φετίχ διάφορες φυλετικές μειονότητες (Asian, Ebony). Η ίδια υποβίβαση σε εργαλεία
σεξουαλικής ικανοποίησης παρατηρείται και εις βάρος άλλων μειονοτήτων ή ατόμων,
όπως οι τρανσέξουαλ (tranny, shemale). Με άλλα λόγια, οι κατηγοριοποιήσεις του
πορνό στιγματίζουν ήδη ευάλωτες ομάδες και συμβάλλουν στην διαιώνιση
τραυματικών στερεοτύπων.

Επιπλέον, στη φεμινιστική θεώρηση, η ανησυχία για τη βιαιότητα απέναντι στις


γυναίκες αποτελεί κεντρικό αντεπιχείρημα ενάντια στην πορνογραφία.

Στο άρθρο με τίτλο «Rethinking the effects paradigm in porn studies» του Brian
McNair (2014) παρατίθεται η άποψη των φεμινιστριών ενάντια στην πορνογραφία, πως
αυτή αναπαράγει επικίνδυνες ιδέες ως προς τον ρόλο της γυναίκας στο πλαίσιο των
ετεροφυλοφιλικών σχέσεων. Η mainstream πρακτική σεξ που κυριαρχεί στους
διαδικτυακούς ιστοτόπους, παρ΄ότι δεν λογίζεται ως φετιχιστική, απεικονίζει σκηνές
βιαιότητας και εξευτελισμού απέναντι στα θηλυκά. Συγκεκριμένα, η πορνογραφία
βρίσκεται στο στόχαστρο για την επικράτηση της κουλτούρας βιασμού (rape culture)
και για την κανονικοποίηση μιας μισογυνιστικής νόρμας στο σεξ. Όπως διαβάζουμε
στο βιβλίο Mainstreaming Sex (2009), είναι σύνηθες στο Hardcore πορνό οι γυναίκες
να χαστουκίζονται, να πνίγονται και να υφίστανται διάφορες υποβαθμιστικές
πρακτικές. Με άλλα λόγια, η σεξουαλική συνεύρεση ενεργοποιεί, κατά έναν τρόπο,
την ασυμμετρία του φύλου, καθώς όπως διαβάζουμε, η απόλαυση του σεξ προκύπτει
από την υποταγή της γυναίκας: «Για την γυναίκα της πορνογραφίας, η διέγερση
προϋποθέτει παθητικότητα και αδυναμία, και αντίστροφα, η αδυναμία προκαλεί
διέγερση»2. Επομένως, οι φεμινίστριες υποστηρίζουν πως η ερωτικοποίηση του πόνου

2
‘for the Woman of pornography, to be aroused is to be powerless and to be powerless

is to be aroused’
και της υποταγής της γυναίκας, δείχνει αδιαφορία προς τον πραγματικό της πόνο στο
εξαναγκαστικό σεξ. Όπως το διατυπώνει η anti-porn blogger Charliegrrl, η
ανδροκρατούμενη κουλτούρα της πορνογραφίας κανονικοποιεί όχι μόνο την
αντικειμενοποίηση της γυναίκας, αλλά και την παρενόχλησή της. Ο θεωρητικός και
αντίθετος στην πορνογραφία φεμινιστής Robert Jensen, στο βιβλίο του Getting Off:
Pornography and the End of Masculinity, γράφει:

People routinely assume that pornography is such a difficult and divisive issue because
it’s about sex. In fact, this culture struggles unsuccessfully with pornography because
it is about men’s cruelty to women, and the pleasure men sometimes take in that cruelty.
And that is much more difficult for people—men and women—to face.

Η πορνογραφία, επομένως, στη φεμινιστική θεώρηση, μετατρέπει τη γυναίκα σε


παθητικό εργαλείο του σεξ, σε απλό αντικείμενο προς χρήση, γεγονός που αποδεικνύει,
για τις φεμινίστριες, πόσο βαθύτατα ριζωμένη και αφομοιωμένη είναι η πατριαρχική
καταπίεση μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα με την φεμινίστρια, καθηγήτρια νομικής
Catharine McKinnon, «η πορνογραφία είναι μια ακόμη πληγή που προκύπτει από την
ανδρική υπεροχή, όμως δύσκολα αναγνωρίζεται, λόγω της διεισδυτικότητας και της
επιτυχίας της πορνογραφίας να επικρατήσει στη σύγχρονη κουλτούρα»3

Ακριβώς αυτή η διεισδυτικότητα της πορνογραφίας, καθιστά θολές τις γραμμές


μεταξύ αναπαράστασης και πραγματικότητας. Έτσι, η καθιέρωση της λεγόμενης
σεξουαλικοποιημένης, πορνοποιημένης σύγχρονης κουλτούρας (raunch culture),
σύμφωνα με το φεμινιστικό επιχείρημα, κινδυνεύει να εκτροχιάσει την σεξουαλική
αυτοδιάθεση της γυναίκας και να δημιουργήσει μια νέα μορφή εσωτερικευμένης αυτό-
επιτήρησης. Η δημοσιογράφος των Sunday Times, Eleanor Mills, διατύπωσε αυτή την
προσέγγιση λέγοντας πως «ένα καλό βαρόμετρο για την επιρροή της πορνογραφίας
στην κουλτούρα, αποτελεί το γεγονός ότι οι νεαρές κοπέλες που ανατράφηκαν με τις
εικόνες άτριχων πορνοστάρ, ξοδεύουν αμέτρητο χρόνο και χρήμα στην αποτρίχωση
της ηβικής περιοχής, υπό τον φόβο πως θα θεωρηθούν αντιαισθητικές». Είναι
αξιοσημείωτο πως οι δυνατότητες σεξουαλικής αυτενέργειας των γυναικών
εξαρτώνται άμεσα από την εξωραϊσμό της εμφάνισής τους. Ως εκ τούτου,

3
“Pornography is a harm of male supremacy made difficult to see because of its pervasiveness, potency
and, principally, because of its success in making the world a pornographic place.”
παρατηρούνται φαινόμενα ανασφάλειας σε σχέση με το σώμα, που συνδέονται με την
κατανάλωση πορνογραφίας. Ο Döring (2009), αναφέρει πως οι υπερβολικές
σεξουαλικές επιδόσεις και τα μη ρεαλιστικά πρότυπα ομορφιάς έχουν συνδεθεί με
δυσαρέσκεια και ανασφάλεια ως προς την εικόνα του σώματος. Παραθέτει επίσης τα
αποτελέσματα ορισμένων εμπειρικών ερευνών, που αποκαλύπτουν σύνδεση μεταξύ
της κατανάλωσης διαδικτυακού πορνογραφικού υλικού με την ανασφάλεια στο σεξ.
Μάλιστα, ο Robert Goldman (Attwood, 2009) σημειώνει μια ακόμη πτυχή του
φαινομένου της αυτό-αντικειμενοποίησης των γυναικών: αναπτύσσεται ένα έντονο
εσωτερικό άγχος όταν μια γυναίκα δεν λαμβάνει βλέμματα θαυμασμού, τα οποία να
επικυρώνουν την ανδρική επιθυμία. Η Attwood (2009) διερωτάται « πώς είναι δυνατόν
η διέγερση των γυναικών να είναι τόσο στενά εξαρτώμενη από την ικανότητα
ικανοποίησης των ανδρών;». Διαπιστώνει πως τόσο η εμμονική ενασχόληση με την
εμφάνση, όσο και η μεταβολή από την αντικειμενοποίηση στην υποκειμενοποίηση,
πλαισιώνονται ως ένδειξεις περιπαικτικότητας, αυτοδιάθεσης και ελεύθερης επιλογής.
Με άλλα λόγια, η γυναίκα της σύγχρονης εμπορευματοποιημένης σεξουαλικής
κουλτούρας παρουσιάζεται ως ανεξάρτητο υποκείμενο που δρα με πυξίδα τη δική της
ευχαρίστηση και όχι την έγκριση του ανδρικού βλέμματος, όμως κατ’ επέκταση αυτό
ικανοποιεί τις ανδρικές φαντασιώσεις. Από παθητικό αντικείμενο έχει μετατραπεί σε
ενεργό υποκείμενο του σεξ.

Η Gill, όπως διαβάζουμε στο Mainstreaming sex (2009), αναπτύσσει περαιτέρω


αυτή την προσέγγιση, λέγοντας η «κουλτούρα της χυδαιότητας» προκύπτει από την
μετατροπή του εξωτερικού, κριτικού ανδρικού βλέμματος, σε μια εσωτερική,
ναρκισσιστική εποπτεία του εαυτού. Συνεχίζει εξηγώντας, πως οι γυναίκες καλούνται
να δομήσουν έναν νέο εαυτό, ένα φαινομενικά αυτοδιάθετο σεξουαλικό υποκείμενο,
που όμως εξακολουθεί να εκπληρώνει τις ανδρικές φαντασιώσεις που προβάλλονται
στην πορνογραφία. Η αυτό-αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος, συνεχίζει,
εκπληρώνει μάλλον την ανάγκη για τη μεταμόρφωση της γυναίκας, παρά τις
προσωπικές της σεξουαλικές επιλογές. Αυτό οφείλεται από τη μια στη νεοφιλελεύθερη
προσταγή της «ελεύθερης επιλογής» και από την άλλη στην ευκαιρία που δόθηκε στις
γυναίκες, μέσω της επιτυχίας του φεμινισμού, να αυτοπροσδιορίζονται ως «κακά
κορίτσια». Ως αποτέλεσμα, η δόμηση της σύγχρονης θηλυκότητας περιστρέφεται μεν
γύρω από τις γνωστές ανδρικές φαντασιώσεις, όμως αυτή τη φορά διενεργούνται και
παρουσιάζονται ως σεξουαλική αυτενέργεια. Οι γυναίκες, όχι μόνο παραμένουν στη
θέση του σεξουαλικού αντικειμένου, αλλά μέσω της φαινομενικής υποκειμενοποίησης,
αντιλαμβάνονται την αντικειμενοποίησή τους ως ευχάριστη, σέξι και προσωπική
επιλογή.

Η Margaret Atwood, (1993) τοποθετεί αυτόν τον προβληματισμό διαφορετικά,


υπογραμμίζοντας πως οι φαντασιώσεις και το βλέμμα των ανδρών έχουν διεισδύσει
στο γυναικείο υποσυνείδητο σε βαθμό τέτοιο που να υποθάλπτουν την αθέλητη και
ατέρμονη αυτό-επιτήρηση:

“Male fantasies, male fantasies, is everything run by male fantasies? Up on a


pedestal or down on your knees, it’s all a male fantasy: that you’re strong enough to
take what they dish out, or else too weak to do anything about it. Even pretending you
aren’t catering to male fantasies is a male fantasy: pretending you’re unseen, pretending
you have a life of your own, that you can wash your feet and comb your hair
unconscious of the ever-present watcher peering through the keyhole, peering through
the keyhole in your own head, if nowhere else. You are a woman with a man inside
watching a woman. You are your own voyeur.”

Μέρος Δεύτερο

Ο αντίλογος από τις Σπουδές Πορνογραφίας

Οι ερευνητές της πορνογραφίας διαπιστώνουν πως οι περισσότερες έρευνες πάνω


στις επιπτώσεις της κατανάλωσης πορνογραφικού περιεχομένου, ή της συμμετοχής σε
online σεξουαλικές δραστηριότητες, είναι κατά βάση ντετερμινιστικές. Αυτό σημαίνει
ότι προβαίνουν σε συμπεράσματα, υιοθετώντας μια αυθαίρετη θεωρία επιπτώσεων,
όπως ο εθισμός ή η βιαιότητα. (Τσαλίκη & Χρονάκη, 2015). Αυτό προϋποθέτει, όπως
σημειώνει ο Döring (2009), την αντίληψη πως οι χρήστες των media και του ίντερνετ
είναι παθητικοί δέκτες του προβληματικού περιεχομένου, αντί για ενεργοί χρήστες που
περιηγούνται επιλεκτικά στο εκάστοτε περιεχόμενο, αποφεύγοντας ή διαλέγοντας και
ερμηνεύοντας συνειδητά ό,τι συναντούν. Η Τσαλίκη (2011) προσυπογράφει σ΄ αυτήν
την προσέγγιση, προτρέποντας να αντιμετωπίζουμε και τους νεαρούς ανθρώπους ως
ενεργούς αποκωδικοποιητές των μηνυμάτων των media:
We need to treat young people as streetwise, active decoders of media messages
and contents with sophisticated patterns of use and coping strategies, instead of
adopting patronizing attitudes that present them as quintessentially innocent and naive;

Τέτοιου είδους έρευνες, συνεχίζει ο Döring (2009) , διαγράφουν τελείως


οποιαδήποτε πιθανότητα θετικών αποτελεσμάτων ως προς τους χρήστες και
προτρέχουν να αντιμετωπίσουν την πορνογραφία και το εμπορικό σεξ ως
προβληματικό. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην εκπαιδευτική διάσταση του
πορνογραφικού περιεχομένου online, το οποίο ισχυρίζεται πως μπορεί να ενισχύσει την
αξιωσύνη του χρήστη να αξιολογήσει το περιεχόμενο, να βελτιώσει τον αυτό-έλεγχο,
να προτρέψει τον ανοιχτό διάλογο μεταξύ συνομιλήκων ή σεξουαλικών συντρόφων,
και να εξασκήσει την κριτική στάση απέναντι στις online πηγές.

Αρκετές έρευνες αναιρούν τους ηθικούς πανικούς και τις ανησυχίες των
φεμινιστριών κατά τις πορνογραφίας, αποκαλύπτοντας πως δεν φαίνεται να υπάρχει
συσχέτιση μεταξύ της ανόδου της πονρογραφίας, αφενός, και αφετέρου της
σεξουαλικής βίας. Γενικώς, συμπεραίνει ο Döring (2009) , σε κοινωνίες στις οποίες
έχει επικρατήσει η πορνογραφική κουλτούρα και το πορνογραφικό υλικό κυκλοφορεί
ελεύθερα, δεν έχει παρατηρηθεί αύξηση των φαινομένων σεξουαλικής βίας. Το
ενδιαφέρον για «διεστραμμένη» πορνογραφία δεν έχει συνδεθεί με εγκλήματα ή
παραπτώματα σεξουαλικού τύπου, ενώ οι διεστραμμένες φαντασιώσεις αποτελούν
φυσιολογική πτυχή της ανθρώπινης σεξουαλικότητας (Döring, 2009).

Από την άλλη, οι ερευνητές της πορνογραφίας είναι σκεπτικοί και ως προς την
συσχέτιση της αντικειμενοποίησης της γυναίκας με την πορνογραφία. Η Saul (2006),
έχοντας εμβαθύνει στις έννοιες της αντικειμενοποίησης και της υποκειμενοποίησης,
καταλήγει πως δεν μπορούμε να υποθέσουμε πως η γυναίκα της πορνογραφίας είναι
αντικείμενο, εκτός αν δεχτούμε πως ο καταναλωτής πορνογραφίας αντιμετωπίζει
πάντα την γυναίκα ως απλό εργαλείο για την ικανοποίησή του. Επομένως, δεν έχει
νόημα η κατάχρηση του όρου αντικειμενοποίηση. Αντίστοιχα, οι Σαρικάκη και
Τσαλίκη σημειώνουν πως οι φεμινίστριες υπέρ της πορνογραφίας καταλογίζουν στις
φεμινίστριες κατά της πορνογραφίας πως αυτές υιοθετούν το μοντέλο του
ετεροκανονικού, μισογυνιστικού σεξ, εφόσον υποθέτουν πως η γυναίκα στην
πορνογραφία είναι σε θέση αντικειμένου και θύματος της ανδρικής καταπίεσης.

Ο McNair4 συμπεραίνει πως από την μία, η πορνογραφία δεν μπορεί να καρπωθεί
την νίκη του φεμινισμού ως προς την σεξουαλική απελευθέρωση της γυναίκας, από
την άλλη όμως, δεν μπορεί να κατηγορηθεί και για μια υποτιθέμενη αύξηση του
σεξισμού, της αντικειμενοποίησης ή της βίας εις βάρος των γυναικών.

Οι θεωρητικοί των σπουδών πορνογραφίας υποστηρίζουν πως το πρόβλημα δεν


είναι η ίδια η πορνογραφία αλλά η ανδροκρατούμενη βιομηχανία του πορνό καθώς και
οι κοινωνικές παθογένειες που αναπόφευκτα διεισδύουν σε αυτό το είδος πολιτισμικής
αναπαράστασης, δηλαδή η πατριαρχία, ο σεξισμός, ο μισογυνισμός, η
αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος. Ο McNair προτείνει, στο άρθρο
Rethinking the effects paradigm in Porn Studies (2014) να απομακρυνθεί η ακαδημαϊκή
έρευνα από την αυθαιρεσία πως το πορνό αποτελεί πηγή προβληματικών κοινωνικών
φαινομένων και αντ΄ αυτού να αποδεχτεί την ύπαρξή της. Με άλλα λόγια, να
αποδεχτούμε πως η ορατότητα του σεξουαλικού περιεχομένου μπορεί να οδηγήσει σε
μια πιο φιλελεύθερη, διαφανή, ριζοσπαστική και ποικιλόμορφη πολιτική οικολογία του
σεξ. Παράλληλα ο Richard Dyer στο άρθρο του Male gay porn, Coming to terms (1985)
σχολιάζει πως η πορνογραφία μπορεί να είναι είτε θετική είτε προβληματική, αλλά
πάντοτε αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε και εξασκούμε τη
σεξουαλικότητά μας. Επομένως, θα πρέπει να δουλέψουμε μαζί με ή μέσα στην
πορνογραφία για να την αλλάξουμε, όχι να προσπαθούμε να φιμώσουμε εντελώς αυτό
το είδος. Δίνει το παράδειγμα της γκέι πορνογραφικής κοινότητας, υποστηρίζοντας η
μεγαλύτερη ισότητα που επικρατεί μεταξύ παραγωγών, ηθοποιών και κοινού-σε σχέση
με το ετεροφυλοφιλικό σεξ- επιτρέπει την απεριόριστη εξερεύνηση της επιθυμίας και
των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων που προσφέρει η πορνογραφία.

Έτσι, για τις σπουδές πορνογραφίας είναι σημαντικό να δοθεί χώρος για την
εξερεύνηση των δυνατοτήτων που δίνει η πορνογραφία, αφού πρώτα απαλλαγεί η
κοινότητα από ηθικούς πανικούς και συντηρητισμούς. Η βιβλιογραφία μας φωτίζει το

4
Η φράση παρ΄ ότι δεν προέρχεται από επίσημη βιβλιογραφική πηγή, αλλά από το έγγραφο text for
students του eclass, κρίνεται χρήσιμη και άξια αναφοράς.
γεγονός πως η πορνογραφία έχει αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για εξερεύνηση της
ταυτότητας, των σεξουαλικών επιθυμιών και έχει δώσει προσβασιμότητα σε μεγάλες
ομάδες ατόμων ακόμα και μειονοτήτων. H Cassel και η Cramer στο άρθρο τους “High
Tech or High Risk: Moral Panics about Girls Online." (2008), υποστηρίζουν πως ειδικά
τα κορίτσια έχουν την ευκαιρία να εκπληρώσουν κρίσιμους αναπτυξιακούς στόχους
online, εκτός της οικογενείας: να εξερευνήσουν με ασφάλεια τη σεξουαλικότητά τους
καθώς και εναλλακτικές ταυτότητες, ενώ ταυτόχρονα εξασκούν τις τεχνολογικές τους
δεξιότητες.

O Döring (2009) παρατηρεί πως στο internet υπάρχουν αμέτρητες πηγές


σεξουαλικού περιεχομένου που μπορούν να διαφωτίσουν τους χρήστες, ή που έχουν
δημιουργηθεί από τους ίδιους. Η αυθεντική αναπαράσταση των σεξουαλικών
επιθυμιών και συμπεριφορών online, δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ορατότητα
μεγάλης ποικιλίας σεξουαλικοτήτων και παράλληλα βοηθάει στην απαλλαγή από την
ντοπή και την επίκριση που μπορεί να καταπιέζει τα άτομα στο ευρύτερο κοινωνικό
περιβάλλον εκτός Internet. Η Linda Williams πολύ εύστοχα σχολίασε πως το Hardcore
πορνό είναι από τα ελάχιστα είδη στα οποία η γυναίκα δεν τιμωρείται και δεν
ντροπιάζεται επειδή εκπληρώνει τις σεξουαλικές της προτιμήσεις και φαντασιώσεις
(Attwood, 2009).

Σύμφωνα με τη Susanna Paasonen, στο άρθρο της Healthy Sex and Pop Porn
(2009), οι ηθικές ανησυχίες που έχουν δημιουργήσει το δυαδικό μοντέλο του «καλού»
και του «κακού» σεξ, «επισκιάζουν μια πληθώρα σεξουαλικών προτιμήσεων και
πρακτικών», περιορίζοντας τον δημόσιο διάλογο σε ένα είδος «αποδεκτού σεξ» και
αποκλείοντας όλες τις άλλες πρακτικές. Έτσι, επιβάλλεται εμμέσως ένα ομογενές
σεξουαλικό γούστο σε όλους. Όμως, η πορνογραφία έδωσε την ευκαιρία και τον χώρο
σε διάφορες υποκουλτούρες να αναδυθούν και να διαπραγματευτούν τα όριά τους, τους
στόχους τους και τις συμφωνίες. Γι΄αυτό προτρέπει να ανοίξουμε τον δημόσιο διάλογο
με στόχο να μετακινηθούμε από την ηθικοποίηση του σεξ σε μια σειρά νέων
συμφωνιών και κανόνων.
Συζήτηση

Η πορνογραφία αγγίζει διάφορες μορφές δημιουργικότητας και πολιτισμικής


αναπαράστασης. Παρίσταται στην λογοτεχνία, τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, τα
κόμιξ, την διαφήμιση, απαθανατίζοντας με αμέτρητους τρόπους την αίσθηση της
ερωτικής επιθυμίας. Με έναν τρόπο, αποδομεί τον «παραδοσιακό» τρόπο
αναπαράστασης του έρωτα στην mainstream κουλτούρα, εστιάζοντας στην
σαρκικότητα και τη σεξουαλική ορμή, παρά στην χριστιανική και ταξική υπόσταση
του έρωτα, οι οποίες προτείνουν ένα περιοριστικό, ετεροκανονικό μοντέλου «καλού»
και υγιούς σεξ, που συνήθως προκύπτει μέσα στον γάμο και την μονογαμία.

Θα ήταν μεγάλη οπισθοδρόμηση και συντηρητισμός να μεθοδεύσουμε την


λογοκρισία ή την απαγόρευση του πορνό, με προφανή εξαίρεση τις περιπτώσεις
εξαναγκασμού και βίας. Η σεξουαλική έκφραση, είναι στενά συνδεδεμένη με την
τοπική κουλτούρα κάθε χώρας, τους πολιτικοοικονομικούς συντελεστές, τα μέσα
μαζικής ενημέρωσης, τη νομική κάλυψη, καθώς και πολλούς παράγοντες που
μεταμορφώνουν τις αναπαραστάσεις σεξ ανά τον κόσμο. Επομένως η διαιώνιση του
δυαδικού debate «εναντίον» ή «υπέρ» της πορνογραφίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί επί
ίσοις όροις σε κάθε περιβάλλον. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και ως προς τις διάφορες
ατομικότητες ή ομάδες σεξουαλικών προτιμήσεων και ταυτοτήτων, που θα πρέπει να
έχουν το δικαίωμα της αυτενέργειας και να μην περιορίζονται σε μια ρητορική
εσωτερικευμένης καταπίεσης, όπως προτείνει η anti-porn ριζοσπαστική φεμινιστική
ατζέντα. Είναι γεγονός πως η γυναικεία καταπίεση και ο βαθύτατα αφομοιωμένος
σεξισμός στο ετεροκανονικό σεξ, αντικατοπτρίζονται στο mainstream hardcore πορνό
των μεγάλων δυτικών εταιρειών παραγωγής και διανομής. Όμως, η πορνογραφία και
σε ένα βαθμό η σεξουαλικοποίηση της σύγχρονης κουλτούρας ενέχουν τις
προϋποθέσεις της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης και απελευθέρωσης. Ναι μεν η
εμπορικότητα παγιδεύει τα σώματα σε ορισμένα ετεροκανονικά μοτίβα σεξουαλικής
συμπεριφοράς, όμως οι πλατφόρμες της πορνογραφίας, με τη βοήθεια της τεχνολογίας,
δίνουν χώρο για εξερεύνηση και έκφραση σε ερασιτέχνες, μειονότητες, ασυνήθιστες
σεξουαλικές ταυτότητες, κλπ, και ανοίγουν τον δρόμο για την προβολή όσο το δυνατόν
περισσότερων σεξουαλικών προτιμήσεων και συμπεριφορών, με άλλα λόγια τη
σεξουαλική ελευθερία.
Βιβλιογραφικές παραπομπές

1. Attwood F. (2009) Mainstreaming Sex: The sexualization of Western Culture.


London: I.B. Tauris & Co Ltd.
2. Attwood F. (2011) The Paradigm Shift: Pornography Research, Sexualization
and Extreme Images: Sociology Compass, 5/1, 13-22.
3. Attwood, M, (1993) The Robber Bride: McClelland & Stewart, Toronto
4. Bishop M.J., Hall A.C. (2007) Pop-porn : Pornography in American Culture.
USA: Praeger Publishers.
5. Cassell J & Cramer M. (2008) High Tech or High Risk: Moral Panics about
Girls Online: Digital Youth, Innovation, and the Unexpected, 53-76
6. Dyer R. (1985) Male Gay Porn. Coming to terms: Jump Cut, A review of
contemporary media No 30, 27-29
7. Doring N.M. (2009) The Internet’s impact on sexuality: A critical review of 15
years of research: Computers in Human Behavior, 25, 1089-1101.
8. Jensen, R. (2007). Getting off: Pornography and the end of masculinity. South
End Press.
9. McNair B. (2014) Rethinking the effects paradigm in porn studies: Porn
Studies, 1:1-2, 161,171.
10. Σαρικάκη Κ., Τσαλίκη Λ. et al.() Ζητήματα Επικοινωνίας: Εξαμηνιαίο
Περιοδικό του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Εφηρμοσμένης
Επικοινωνίας
11. Liza Tsaliki & Despina Chronaki (2015): Rethinking the pornography debate
in Greece: a country-specific reading of an ‘old’ argument, Continuum, DOI:
10.1080/10304312.2015.1073687
12. Tsaliki, L. (2016). Children and the politics of sexuality: The sexualization of
children debate revisited. Palgrave Macmillan. https://doi.org/10.1057/978-1-
137-03341-3
13. Liza Tsaliki (2011): Playing with porn: Greek children's explorations in
pornography, Sex Education, 11:3, 293-302
14. Paasonen, S. (2009) Healthy Sex and Pop Porn: Pornography, Feminism and
the Finnish Context: Sexualities,
15. Saul J. (2006) On Treating Things as People: Objectification, Pornography,
and the History of the Vibrator: Hypatia, Vol.21 No2,

You might also like