Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 4

«Ἡ Βασιλοποῦλα τῆς Βεροίας»

ΕΝΑ ΣΠΑΝΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ 1919*

Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀνακάλυψι τῶν ὑπογείων στοῶν στὸ κέντρο τῆς


Βεροίας ἀπὸ τὸν Δῆμο, ἀναδημοσιεύουμε παλαιότερο δημοσίευμα (φύλλο
1327, 5 Αὐγούστου 1999) τῆς ἐφημερίδος μας σχετικὸ μὲ τὸ θέμα. Το ἔγραψε
ὁ ἱστορικὸς-δικηγόρος Γιώργος Χ. Χιονίδης καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς:

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
Γράφει ὁ Γιώργος Χ. Χιονίδης
«Ἕνα κείμενο τοῦ 1919 Ἡ Βασιλοποῦλα τῆς Βεροίας (Ἡ
Βασίλισσα Βιργινία) τῆς Καλλιόπης Μερκ. Δημητριάδου (1880-1967)»
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Στὴν ἐφημερίδα Ἔδεσσα, στὸ φύλλο τῆς 1-9-1919, δημοσιεύθηκε
τὸ παρακάτω ἀφηγηματικὸ κείμενο τῆς Καλλιόπης Δημητριάδου,
δημοδιδασκαλίσσης, διευθυντρίας τῆς Πρακτικῆς Σχολῆς Ἐδέσσης.
Ἦταν Βεροιώτισσα. Γεννήθηκε ἐδῶ τὸ 1880 καὶ πέθανε στὴν
Θεσσαλονίκη τὸ 1967.
Ὑπῆρξε Μακεδονομᾶχος, κινδύνευσε δὲ νὰ δολοφονηθῇ
ἐπανειλημμένως ἀπὸ τοὺς Βουλγαρίζοντες λόγῳ τῆς ἐθνικῆς δράσεώς της,
ὅπου ὑπηρέτησε (Βέροια, Νάουσα, Γευγελῆ, Γιαννιτσά, Ἔδεσσα κ.λ.π.).
Δὲν δέχθηκε ὅμως νὰ ὑποβάλῃ κὰν αἴτησι γιὰ ὑλικὲς ἀπολαβὲς (γιὰ
χωράφια), λέγοντας: «Ἔκαμα ἁπλῶς τὸ καθῆκον μου πρὸς τὴν φιλτάτην
πατρίδα μου».
Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν την τίμησε (τὸ 1931) μὲ τὸ Βραβεῖον Ἀρετῆς,
ἔγραψαν δὲ διθυραμβικὰ κείμενα ἐφημερίδες τῶν Ἀθηνῶν, τῆς
Θεσσαλονίκης, τῆς Ἐδέσσης κ.τ.λ. γιὰ τὴν «ἡρῳΐδα ἐκπαιδευτικόν».
Ἡ Καλλιόπη Μερκ. Δημητριάδου ὑπῆρξε καὶ ἡ κυρία ἱδρύτρια τῆς
Ἀδελφότητος Κυριῶν Βεροίας (τὸ 1907, στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας,
ἂν καὶ ἦταν μόλις 27 ἐτῶν).
Προσωπικά, εἴχα τὴν μεγάλη τύχη νὰ ζήσω πολλὲς ἡμέρες μαζί της,
ἀφ’ οὗ ἦταν γιαγιὰ (ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας) τῆς γυναίκας μου, ἡ
ὁποία φέρει ἄλλως τε τὸ αὐτὸ κύριον ὄνομα. Της ἀφιέρωσα (ἐπειδὴ ἦταν
πραγματική, ἁγνότατη Χριστιανή) τὸ 2ο βιβλίο μου (Σύντομη Ἱστορία
τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν περιοχὴ τῆς Βεροίας, ἔκδοσι τῆς ἀδελφότητος
Πελεκάν, Βέροια 1961) καὶ ἔγραψα γιὰ τούτη τρία πολυσέλιδα κείμενα,
ποὺ δημοσιεύθηκαν ἤδη, στὸ «Μακεδονικὸν Ἡμερολόγιον Σφενδόνη»,
στὰ πρακτικὰ τοῦ 1ου Πανελληνίου Ἱστορικοῦ Συνεδρίου Ἐδέσσης καὶ
στὸ περιοδικὸ τῆς Ἱστορικῆς καὶ Λαογραφικῆς Ἑταιρείας τῶν
Γιαννιτσῶν Ὁ Φίλιππος, τέλος δὲ καὶ στὴν Βέροια.
Τὸ ἐδῶ (ἀνα-)δημοσιευόμενο κείμενο φιλοξενεῖται ὅπως γράφηκε
ἀκριβῶς πρὶν 80 χρόνια, μὲ πρόσφατη ἀφορμὴ τὸ ἀφιέρωμα στὴν
Καλλιόπη Δημητριάδου τῆς μηνιαίας ἐφημερίδος Ἐδεσσαῖος (στὸ φύλλο
τῆς 1-7-1999, σελίδα 8η, ὁλόκληρη, φύλλο τὸ ὁποῖο ἔλαβα σήμερα, 13-7-
1999, ὁπότε καὶ γράφω αὐτὰ τὰ προλεγόμενα.
*
Ἐφημερὶς Βέροια, Τετάρτης 29 Ἰουλίου 2009, ἀρ. φύλλου 1810, σελ. 17.

1
Νομίζω ὅτι πολλὰ ἄτομα θὰ συγκινηθοῦν (κυρίως τὰ μεγάλης
ἡλικίας) καὶ ἄλλα θὰ μάθουν, πάντως ὅλα θὰ ὠφεληθοῦν, διότι θὰ
πληροφορηθοῦν γιὰ μία ἄλλη ἄποψι τῆς τοπικῆς μας παραδόσεως.
Ἀπολαύστε το λοιπόν:
«Εὐτυχεῖς θεωρούμεθα δημοσιεύοντες σήμερον τὸ κατωτέρω
ὡραῖον λογοτέχνημα τῆς Δος Καλλιόπης Δημητριάδου, τῆς γνωστῆς εἰς
τὴν πόλιν μας τόσον διὰ τὴν ἐθνικὴν ὅσο καὶ τὴν κοινωφελῆ δρᾶσιν της,
δι’ ἧς ἐν ἐκτάσει μίαν ἡμέραν θὰ γράψῃ ἡ Ἔδεσσα.
Κύριε Διευθυντά,
μ’ ὅλη τὴν τιμὴ πού μοι κάμνει ἡ πρότασίς σας νὰ συγγράψω κἄτι γιὰ τὴν
Ἔδεσσα, με λυπεῖ συγχρόνως γιατί βλέπω πὼς ἡ φτωχή μου πέννα δὲν
μπορεῖ νἄχῃ θέσι μέσα στὶς τόσο δυνατὲς καλάμους ποὺ παρέχουνε τὰ
προϊόντα τους σ’ αὐτή.
Δὲν ἐνθυμοῦμαι δι’ ὅλου ἀπὸ ποιὸν την πρωτο-ἄκουσα ἀλλὰ
καθὼς σκέπτομαι τώρα, εὑρίσκω ὅτι τὴν ἱστορία αὐτή, πού την ξέρουν
στὴν πατρίδα μου ὅλοι καὶ ἀπὸ μικροί, την πρωτακοῦμε ἐπὶ τόπου ὅταν
καθ’ ὁμίλους πᾶμε νὰ φέρουμε «καλὸ νερό» ἀπ’ τὴν ἑβραϊκὴ βρύσι ἢ τὴν
Μπαρμπούτα. Ἀπέχουν κἄμποσο καὶ τὰ δύο ἀπὸ τὰ σπίτια μας, ἀλλ’ ὁ
πολὺς κόσμος ἀπ’ αὐτὲς παίρνει τὸ νερὸ ποὺ πίνει γιατί ἐκεῖνο ποὺ
ἔρχεται στὶς βρύσες τῆς πόλεως καίτοι ποτάμιον -ἑνὸς κλάδου τοῦ
Τριποτάμου- δὲν θεωρεῖται πόσιμον, ἐπειδή, περνῶντας ἀσκέπαστο ἀπὸ
πολλὰ σπίτια τουρκικὰ καὶ δρόμους, μολύνεται.
Ὅλες οἱ ἐπιδημίες καὶ οἱ ἀρρώστειες ἀπ’ αὐτὸ προέρχονται καὶ
ἀπὸ τότε ἄκουα νὰ λένε πὼς θἄφερναν τὸ Ἂκ-Σουγιοῦ.
Μὲ πολλὴ χαρὰ εἶδα προχθὲς στὴν Ἔδεσσα πὼς ἦλθε πλέον καιρὸς
τὰ λόγια νὰ γείνουν ἔργα.
Ἔχουμε καὶ ἄλλο καλὸ νερό, τῆς Καραχμέτ, ποὺ εἶναι καὶ
πλησιέστερο κἄπως, μὰ γι’ αὐτό, ἐπειδὴ πάνω ἀπ’ τὲς βρύσες, καὶ μάλιστα
ἀπ’ τὴν μέσα βρύσι εἶναι σπίτια, ἔστω καὶ σ’ ἀρκετὸν ὕψος, πολλοὶ
φοβοῦνται πὼς δὲν εἶναι πολὺ καθαρό.
Γράφοντας, νομίζω πὼς ἔχω ἐμπρός μου τὲς μαγικὲς τοποθεσίες
πὤχουν αὐτὲς οἱ βρύσες, μὰ λυποῦμαι ποὺ δὲν μπορῶ νά τες περιγράψω.
Εἶναι ἀπ’ τὲς πολλὲς ἐμμορφιὲς τῆς πατρίδος μου πού, ὅταν κανείς τες
ἀντικρύσῃ, καταλαμβάνεται ἀπὸ συγκίνησι καὶ μένει βωβός. Μόνον νά
τις ἀπολαύσῃ μπορεῖ μὰ ὄχι καὶ νά τες περιγράψῃ, καὶ ἂς εἶναι καὶ
ποιητής.
Πολὺ περισσότερον ἐγώ. Καὶ ἀφίνοντας τὴν περιγραφή, πετῶ μὲ
τὴν φαντασία στὴν σκιερὴ Καραχμέτ, περνῶ κατὰ προτίμησιν τὸ ξύλινο
γεφύρι πού, στηριζόμενον ἀπ’ τὸ ἕνα μέρος στὸν βράχο, ἑνώνει τὲς ὄχθες
τοῦ ποταμοῦ (β΄ κλάδου τοῦ Τριποτάμου) καὶ παίρνοντας τὸ μονοπάτι
τῆς ἀριστερᾶς ὄχθης διευθύνομαι πρὸς τὴν ἑβραϊκή, τῆς ὁποίας τὸ νερὸ
φημίζεται ὡς τὸ πειὸ ἐλαφρόν.
Ἔχει τὸ ὄνομα αὐτό, γιατί ἐκεῖ κοντὰ καὶ γύρω εἶναι ἡ ἑβραϊκὴ
συνοικία. Κυρίως την λένε βρύσι τῆς Βιργίνας (Εἰρήνης), τῆς Βασίλισσας
ἀπ’ τὴν ὁποία καὶ ἡ Βέῤῥοια ἕνα καιρὸ πῆρε τὸ ὄνομα Εἰρηνούπολις.
Ἐπάνω ἀπ’ τὴν βρύσι ἤτανε τὸ παλάτι της. Μὰ εἶχε καὶ ἄλλο παλάτι σ’
ἕνα χωριὸ πέρα ἀπ’ τὸ ποτάμι (τὸν Ἁλιάκμονα), τὸ ὁποῖον γι’ αὐτὸν τὸν
λόγον ὠνομάσθη Παλατίτσια.

2
Λένε πὼς ὑπάρχει καὶ δρόμος ὑπόγειος ποὺ ἀπὸ ἀπὸ τὸν Ἅγιο
Κήρυκο* φέρνει στὰ Παλατίτσια καὶ ὅταν ἡ Βασίλισσα ἤθελε νὰ πάγῃ
στὸ παλάτι ἐκεῖνο, ἔμβαινε στὸ ἁμάξι καὶ πήγαινεν. Τώρα ὁ δρόμος
αὐτὸς εἶναι γεμᾶτος φίδια. Ἄκουσα πὼς ἦλθαν κἄποτε καὶ περιηγηταὶ
ἀλλὰ δὲν ἐμάθαμε τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐρεύνης των.
Στὰ Μακεδονικά, ποὺ διάβασα κἄποτε, δὲν εἶδα κανεὶς ἀπὸ τοὺς
ἀναφερομένους περιηγητὰς νὰ λέγῃ τέτοιο πρᾶγμα· ἴσως, ἡ παράδοσι το
ἐμεγαλοποίησε ἀλλ’ ἴσως καὶ κεῖνοι νά το ἀπεσιώπησαν ἀπὸ ἐντροπὴν
γιατί τόσο ἐπιπόλαια ἐξήτασαν τόσο ἱστορικὰ μέρη, ὅπως ντρέπομαι κ’
ἐγὼ τώρα ποὺ μιὰ τέτοια ὡραῖα ἱστορία την λέγω σἂν παραμύθι, γιατί
δὲν ἐφρόντισα νά την μελετήσω σοβαρά. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι εἶναι
ἀσυγχώρητοι ἐπειδὴ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ καὶ μόνον ἐπεσκέφθησαν τὰ
μέρη μας ἐνῷ ἐγὼ ὅλα μου σχεδὸν τὰ χρόνια περνῶ μακρυὰ ἀπὸ τὴν
πατρίδα μου ὡσἂν στὴν ἐξορία. Ὄμορφη, γλυκειά, μικρή μου πατρίδα,
γιατὶ νὰ μή σὲ χαρῶ πειὸ πολύ. Ἀλλ’ ἂς μὴ παραπονοῦμαι, αὐτὸς εἶν’ ὁ
κλῆρος μου. Καὶ τώρα ἂς ἐξακολουθήσουμε τὸν δρόμο μας
ἀπολαμβάνοντες τὲς ἐμμορφιές του. Τί εὐτυχεῖς αὐτοὶ ποὺ κάθονται στὰ
σπίτια ἐκεῖνα ἐπάνω ψηλὰ στὴν δεξιὰ ὄχθη ποὺ φαίνονται πάντα σἂν
ἕτοιμα νὰ πέσουν! Οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Ἑβραῖοι κατέχουν τὸ καλλίτερον
μέρος τῆς πόλεως.
Μὰ νά, φθάσαμε στὸ γεφύρι ποὺ φέρνει στὴν «ἑβραϊκή» ἢ «βρύσι
τῆς Βιργίνας». Σταματοῦμε. Ῥίχνουμε τὰ μάτια μὲ τρόμο καὶ συγκίνησι
στὸ βάθος τοῦ ποταμοῦ, ὅπου τὸ νερὸ φαίνεται μαῦρο καὶ στριφογυρίζει.
Ἐδῶ ἔπεσεν ἡ Βασίλισσα γιὰ νὰ μὴ παραδοθῇ στοὺς Τούρκους. Ἀπάνω
ἀπ’ τὴν ὑψηλὴ ὄχθη, ὅπου ἐσώζοντο μέχρι τινὸς τὰ ἐρείπια τοῦ κάστρου
ποὺ περιέβαλλε τὴν πόλιν, ἤτανε τὸ παλάτι της.§ Ἀπὸ τοῦ ὕψους αὐτοῦ
ἐκρημνίσθη ἡ ἡρωῒς Βασίλισσα ἀφοῦ ἔρριξε πρῶτα τὸ παιδί της. Στὸ
παλάτι σἂν μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι βρῆκαν τὴν χρυσῆ της ρόκα καὶ τὸ
ἀδράχτι (Ἔγνεθε καὶ ἡ Βασίλισσα γιὰ νὰ δώσῃ τὸ καλὸ παράδειγμα.)
μαρμαρωμένα γιατὶ τα κατηράσθηκεν ἡ Βασίλισσα νὰ μὴν ἀξιωθῇ νά τα
πιάσῃ κανείς. Τὸ μέρος ὅπου πνίγηκε λέγεται «Καζάνα». Δὲν
ἐσκεπτόμεθα νὰ ζητήσουμε ἐξηγήσεις γι’ αὐτό, ἐπειδὴ ἐξ ἀρχῆς
ἐσχηματίζαμε τὴν γνώμη ὅτι τὸ ὄνομα πῆρε ἀπὸ ὁμοιότητα μὲ μεγάλο
βαθὺ καζάνι. Ἀργότερα ὅμως ἔτυχε ν’ ἀκούσω ὅτι δὲν εἶναι μία λέξις
καζάνα μὲ τὴν σημασία ποὺ φανταζόμεθα, ἀλλὰ δύο, καζάν ἄ.
«Κέρδισε» λοιπὸν τὰ τελευταῖα λόγια τὰ ὁποῖα μὲ τὸ πήδημα τοῦ
θανάτου φαίνεται πὼς ἀπηύθυνεν ἡ γενναία Βασίλισσα πρὸς τὸν
Τοῦρκον κατακτητήν.†
Ἀλλ’ ὅπως εἰς ὅλας σχεδὸν τὰς μακεδονικὰς πόλεις ἔτσι καὶ στὴν
Βέῤῥοια ὁ βάρβαρος ἐπιδρομεὺς ἐμπῆκε χωρὶς νἆναι καὶ νικητής.
Διεξήγαγε μακρὸν ἀγῶνα, ὑπέστη πολλὰς ἀπωλείας, γι’ αὐτὸ καί
την ὠνόμασε Καραφέρια, Μαύρη Βέῤῥοια.

*
Παρόμοιος θρῦλος γιὰ ὕπαρξι ὑπογείου διαδρόμου ὁδηγοῦντος ἔξωθεν τῶν τειχῶν τῆς
μεσαιωνικῆς Βεῤῥοίας τοποθετεῖ τοῦτον κάτωθεν τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας τῆς
Περιβλέπτου, κειμένης παρὰ τὴν ὁδὸν Μπιζανίου.
§
Πρόκειται περὶ τοῦ πύργου παρὰ τὴν πλατείαν Ὡρολογίου, ὄπισθεν τοῦ Πρωτοδικείου. Καὶ
σήμερον (2010) ἡ γέφυρα τῆς ἀπὸ Ὡρολογίου εἰς Μπαρμποῦταν ἀγούσης ὁδοῦ Δήμητρος
καλεῖται «γέφυρα τῆς Βασιλίσσης Βεργίνας».

Κατ’ ἄλλην ἐκδοχήν, ἡ ἀρχοντοποῦλα τῆς Βεῤῥοίας δὲν ηὐτοκτόνησε, ἀλλ’ ἀπέδρα διὰ
σήραγγος ἔξωθεν τῆς πόλεως – βλ. καὶ ἀνωτέρω ὑποσημείωσιν.

3
Καὶ σἂν ἀπελπίσθηκε ἀπ’ τὴν δύναμι τοῦ σιδήρου, κατέφυγε σ’
ἐκείνη τοῦ χρυσοῦ.
Ἕνας ξυλοφόρος ὡδήγησε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν πόλιν ἀπὸ τὸ
μέρος τὸ ὁποῖον μέχρι σήμερον φέρει τὸ ὄνομα «Γιολὰ-γκελντί». [Ὁ
δρόμος ἀπὸ ὅπου ἦρθαν (οἱ Τοῦρκοι).]
Δὲν εἶναι γνωστὸν ἐὰν ἀντημείφθη καὶ πῶς ἔζησεν ὁ προδότης,
ἀλλὰ τὸ βαρὺ ἁμάρτημα δὲν ἔμεινεν ατιμώρητον.
Μὲ φρίκην καὶ ἀποστροφήν αἱ διαδεχόμεναι ἀλλήλας γεννεαὶ τῆς
προδοθείσης πόλεως προφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Χατζη-Κατβία*, ἡ δὲ
δουλωθεῖσα γῆ δὲν ἐδέχθη τὸ σῶμα του.
Ἐπανειλημμένως το ἔθαφταν ἀλλὰ τὴν ἑπομένη το ἔβρισκαν ἐκτὸς
τοῦ τάφου.
Το πῆραν καί το ἐτοποθέτησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ γιὰ
νὰ λένε οἱ Χριστιανοὶ ὅταν ἐμβαίνουν καί το βλέπουν «Θεὸς συγχωρέσοι
τον», ἴσως καὶ ἐσυγχωρεῖτο.
Μὰ τὸ κακὸ ποὺ ἔκαμε δὲν περιωρίσθη μοναχὰ στοὺς συγχρόνους
του καὶ ὅπως ἡ μαύρη σκλαβιὰ ἐξηκολούθῃ νὰ παραμένῃ ἄλειωτο,
φρικτὸ στὴν θέα, ὡσἂν τὰ σκότη τῆς κολάσεως ὅπου ἐπλανᾶτο ἡ μαύρη
ψυχή του.
Ἀπὸ τότε ἐπεκράτησεν ἡ πεποίθησις ὅτι θὰ συγχωρηθῇ τότε μόνον,
ὅταν ἡ σκλαβωμένη γῆ ἐλευθερωθῇ.
Δὲν ἔμεινεν ὅμως στὴν ἴδια θέσι μέχρι τέλους ἐπειδὴ μία γυναῖκα
ἔγκυος καθώς το εἶδε, ἐτρόμαξεν, ἀπέβαλε καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπέθανε.
Τον ἔκρυψαν τότε ὑπὸ τὸ πάτωμα τῆς ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ
δὲν ἔμεινε πολὺ ἐπειδὴ Τοῦρκοι πολλοί, ἐρχόμενοι συχνάκις ζητοῦσαν νά
τον βλέπουν, ὄχι μόνον ἐντόπιοι ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν περιχώρων, ἀκόμη καὶ
τῶν Γενιτσῶν, Βοδενῶν καὶ Καρατζόβας, ὥστε ἠναγκάσθησαν οἱ
Χριστιανοὶ γιὰ ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τοὺς ὀχληροὺς ἐπισκέπτας νά τον
κρύψουν ἀλλοῦ, μακρυά, βαθειά, ἀπαντήσαντες στοὺς Τούρκους ἐκ
φόβου ὅτι ἀνελήφθη διότι εἶναι ἅγιος (γι’ αὐτούς).
Δὲν εἶναι γνωστόν -ἤ, μᾶλλον- ἐγὼ δὲν γνωρίζω τί ἀπέγεινεν ἀλλ’
οὔτε ἀξίζει ν’ ἀσχοληθῶ περισσότερο γιὰ ἕνα προδότην, πετῶσα ὅμως
καὶ πάλιν μὲ τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας διαπερνῶ τὴν ἀπόστασιν πού με
χωρίζει ἀπ’ τὴν ἀγαπητὴ πατρίδα καὶ σταματῶσα στὸ γεφύρι καθὼς
πάντα ὅταν περνοῦσα ἀπ’ ἐκεῖ γονατίζω εὐλαβῶς καὶ προσκυνῶ τὸν
ὑγρὸν τάφον τῆς ἡρωΐδος Βασιλίσσης».

*
Ὁ Γεώργιος Χιονίδης ἀνεκάλυψε ἐν Κωνσταντινουπόλει ἔγγραφα τοῦ Σουλτάνου του ΙΗ΄ ἢ
ΙΘ΄ αἰῶνος ἀπαλλάσσοντα τοὺς ἀπογόνους τοῦ προδότου πάσης φορολογικῆς ὐποχρεώσεως,
δικαιοῦντα αὐτούς, προσφυγόντας ὅτε ἐξῃτήθη καὶ ἐξ αὐτῶν ὁ νενομισμένος διὰ τοὺς
Ὀθωμανοὺς φόρος. Ὁ αὐτὸς δικηγόρος μέν, ἱστοριοδίφης λαμπρὸς δέ, εὗρε ἐν ταὐτῷ καὶ τὸ
χριστιανικὸν ὄνομα τοῦ Ἐφιάλτου ἐκείνου τοῦ 1430, προτοῦ οὗτος ὁ ἄθλιος ἐξωμόσῃ(;)·
ὠνομάζετο Ἰωάννης Χαριτόπουλος.

You might also like