Professional Documents
Culture Documents
διοικδικ- σημειώσεις 2324
διοικδικ- σημειώσεις 2324
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κ. ΓΩΓΟΣ
Χειμερινό Εξάμηνο 2023-2024
10/10/2023- 1η διάλεξη
*έλειπα/ σημειώσεις από αλλού (:δες και από λαζαράτο εδώ)
→Χρειαζόμαστε: Σύνταγμα, ΚΔιοικΔικ, ΠΔ 18/1979, χρήσιμα & 1406/83, 702/1977
ΕΝΟΤΗΤΑ 1 → Το ιστορικό & οργανωτικό πλαίσιο της διοικητικής
δικαιοσύνης:
Η διοικητική δικαιοσύνη ως επίτευγμα του νομικού φιλελευθερισμού στην Ευρώπη-
Η εξέλιξη των διοικητικών δικαστηρίων στη χώρα μας- Η σύγχρονη οργάνωση της
διοικητικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα
→Το ουσιαστικό διοικητικό δίκαιο αφορά την έννομη σχέση διοίκησης - πολιτών/
ιδιωτών, όπως και δίκαιο δ.π. και διοικητικής οργάνωσης.Εδώ εμπίπτουν ειδικότεροι
κλάδοι (φορολογικο, υπαλληλικο, παιδείας, πολεοδομικό).
→Το διοικητικό δικονομικό δίκαιο αφορά την απονομή δικαστικής προστασίας
(διοικητικής δικαιοσύνης) στην έννομη σχέση (δίκης) ανάμεσα σε φορείς δημόσιας
εξουσίας και πολίτες.Το διοικητικό δικονομικό δίκαιο δεν αφορά δικαιώματα και
υποχρεώσεις, αλλά τη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίων στα πλαίσια της
διοικητικής δίκης.
(Π.χ.: εκτελεστή διοικητική πράξη → νομολογία ΣτΕ κατά τον καθορισμό των
πράξεων που προσβάλλονται παραδεκτά με το ένδικο βοήθημα της αίτησης
ακυρώσεως)
2
Η Ελλάδα ακολουθεί το γαλλικό πρότυπο διοικητικής δικαιοσύνης. Η
διοικητική δικαιοσύνη στην Ελλάδα είναι ξεχωριστή από την πολιτική, σε
αντίθεση με τις χώρες του Common Law. Στις τελευταίες υποστηρίζεται η
άποψη ότι σε ένα φιλελεύθερο καθεστώς, το κράτος και οι πολίτες ελέγχονται
από την ίδια δικαιοδοσία (“στοιχείο της ελευθερίας των πολιτών είναι να
διέπονται οι σχέσεις τους με τη δημόσια εξουσία από το κοινό δίκαιο της
χώρας” → υποστηρίζεται ότι η ύπαρξη ξεχωριστής διοικητικής δικαιοσύνης θα
προστάτευε τη διοίκηση & τους δημόσιους υπαλλήλους από τους θεσμούς του
δικαίου αυτού- του κοινού).
3
ενδιαφέρον της κοινής γνώμης
b. είτε κατόπιν αναφοράς: ενδιαφερόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου
[προθεσμία για άσκηση αναφοράς: 6 μήνες από όταν ο ενδιαφερόμενος
έμαθε την βλαπτική γι’ αυτόν ενέργεια]
Φύση δικαστικού ελέγχου της διοικήσεως: πρόκειται κατά κύριο λόγο για έλεγχο
νομιμότητας και μόνο δευτερευόντως και κατά ρητώς προβλεπόμενη εξαίρεση για
έλεγχο σκοπιμότητας.
!!Θεμελιώδης κανόνας: Δικαστικός έλεγχος μόνο κατόπιν προσφυγής και όχι
αυτεπαγγέλτως
β. Η εξέλιξη των διοικητικών δικαστηρίων στη χώρα μας
Η διοικητική δικαιοσύνη στην Ελλάδα υπάρχει από το 1835, μετά την ίδρυση του
ΣτΕ.
4
Λειτουργική έννοια: [υπό ευρεία έννοια] Οι κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την
οργάνωση και τον τρόπο παροχής έννομης προστασίας από τα διοικητικά δικαστήρια
στον τομέα του διοικητικού δικαίου.
Η ενωσιακή έννομη τάξη και το ΕΔΔΑ ασκούν έλεγχο στην ελληνική διοίκηση. Τον
ενωσιακό δικαστικό έλεγχο ασκεί το δικαστήριο της ΕΕ και το Γενικό Δικαστήριο.
Η σταδιοδρομία των δικαστών στα διο`ικητικά δικαστήρια είναι διαφορετική από
εκείνη στα πολιτικά. Επίσης, άλλη σταδιοδρομία ακολουθείς στα τακτικά διοικητικά
δικαστήρια και άλλη στο ΣτΕ. Βέβαια μετά το 2001 υπάρχει δυνατότητα πλήρωσης
θέσεων παρέδρων στο ΣτΕ από εφέτες διοικητικών τακτικών δικαστηρίων.
5
Για κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία ιδιωτικών υπαλλήλων → ΕΦΚΑ : η
διαφορά αμφισβητείται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια
Ως προς το ύψος των συντάξεων μεμονωμένα -> Ελεγκτικό Συνέδριο Για το ύψος των
συνταξεων και των μισθών των δικαστικών λειτουργών ως γενικά ζητήματα -> Ειδικό
Δικαστήριο, 88, παρ. 2 Συντ. -> Μισθοδικείο -> ειδική σύνθεση ανώτατου
δικαστηρίου] Προσοχή!
Διαφοροποίηση, λοιπόν, με τους βαθμούς δικαιοδοσίας της Πολιτικής Δικονομίας
(έφεση, ακολούθως αναίρεση στον Άρειο Πάγο).
Ξεχωριστές σταδιοδρομίες για Εισηγητές, Παρέδρους, Συμβούλους ΣτΕ ο Σύμβουλος
κατά κανόνα δεν ήταν ποτέ Πρωτοδίκης ή Εφέτης) στη διοικητική δικονομία "τόπος
συνάντησης δικαστών τριών γενεών"] και Πρωτοδίκες, Εφέτες, Αρεοπαγίτες
εξελικτικά στην Πολιτική Δικονομία
Διαφορετικοί κλαδοι
1. Γενική Επιτροπεία Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων
2. Γενική Επιτροπεία Επικρατείας Ελεγκτικού Συνεδρίου
Βαθμοί δικαιοδοσίας:
Τα τ.δ.δ. βάσει του 6 παρ.1 & 6 ΚΔΔικ είναι οργανωμένα σε 2 βαθμούς
δικαιοδοσίας:
- 1ος βαθμός εκδίκασης: Τριμελές Πρωτοδικείο
- 2ος βαθμός εκδίκασης: Τριμελές Εφετείο
- Κατ’εξαίρεση: μπορεί να δικάζονται διαφορές ουσίας:
→1ο και τελευταίο βαθμό: Διοικητικό εφετείο
→1ο βαθμό: Μονομελές Πρωτοδικείο και σε 2ο βαθ.//μό στο
Μονομελές Εφετείο [6π6 εδ. β΄ΚΔΔικ]
Προσοχή το ΣτΕ δικάζει:
6
→Κατ’ έφεση σε 2ο βαθμό: όταν ακυρωτικές διαφορές υπόκεινται στα
τ.δ.δ. [95π3 Σ].
→Αναιρετικά: επί των διαφορών ουσίας των τ.δ.δ.
Τα τ.δ.δ δικάζουν:
- (α) αιτήσεις ακυρώσεως αν πρόκειται για ακυρωτική διαφορά που έχει
μεταφερθεί από το ΣτΕ είτε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, είτε στο
Διοικητικό Εφετείο.
- (β) προσφυγές κατά 63 ΚΔΔικ
- (γ) αγωγές κατά 71επ. ΚΔΔικ
- (δ) ανακοπές κατά 217επ. ΚΔΔικ
Το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο δικάζει:
- χρηματικές διαφορές < 60.000 ευρώ [αν η διαφορά είναι > μεγαλύτερη των
60.000 ευρώ δικάζεται από το τριμελές διοικητικό εφετείο]
- 216επ. ΚΔΔικ: ανακοπή κατά πράξεων διοικητικής εκτελέσεως
Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο δικάζει:
- (α) όλες τις διαφορές ουσίας που δεν έχουν υπαχθεί σε άλλο δικαστήριο
- (β)ακυρωτικές διαφορές του 15π1 Ν 3068/2012- διαφορές αλλοδαπών
- (γ)εκλογικές ενστάσεις του 267 ΚΔΔικ
Το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο δικάζει:
- (α) εφέσεις κατά αποφάσεων Τριμελούς Πρωτοδικείου
- (β)διαφορές από διοικητικές συμβάσεις
- (γ) υπαλληλικές προσφυγές εκτός από αυτές που αναφέρονται στο 103π4 Σ.
- (δ) αιτήσεις ακυρώσεως που έχουν υπαχθεί στο Διοικητικό εφετείο με
ειδικά νομοθετήματα
7
*Διοικητική δικονομια Ελλάδας πολυδιάσπαση + βασικές τυπολογικές ρυθμίσεις στο
Σύνταγμα
Έχουμε το ΠΔ 18/1989 που ρυθμίζει τις ακυρωτικές διαφορές και ποτέ τις διαφορές
ουσίας. Συνιστά μετεξέλιξη παλαιότερων διατάξεων. Επίσης, έχουμε τον Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας που κυρώθηκε το 1999 και ρυθμίζει τις διαφορές ουσίας.
!!Δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να κάνουμε αναλογική εφαρμογή του ΠΔ σε
διαφορές ουσίας ή του Κώδικα σε ακυρωτικές διαφορές.
Άρα:
➔ διαφορές ουσίας: από τ.δ.δ. με ΚΔΔικ
➔ ακυρωτικές διαφορές: από ΣτΕ (και ίσως από τ.δ.δ) με ΠΔ 18/89
Βήματα:
8
στον ΚΔΔικ αλλά μερικές είναι και άγραφες
6. Δίκαιο της Ένωσης: σελ.26 λαζαρατο
16/10/2023- 2η διάλεξη
α. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας & το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη
9
(δικαιωμάτων ή εννόμων συμφερόντων) που του αναγνωρίζει του ουσιαστικό
δίκαιο.Οι ισχυρισμοί μας εννοείται πως πρέπει να είναι λυσιτελείς. Η
δυνατότητα δηλαδή πλήρους ανάπτυξης απόψεων πρέπει να είναι πλήρης, η
δικαστική απόφαση να μπορεί να επιβληθεί στη διοίκηση.
!!Προσοχή: το αρ. 20 παρ.1 ΔΕ δημιουργεί δικαιώματα & συμφεροντα,
τα προϋποθέτει → αν τα έχεις, τότε δικαιούσαι πρόσβαση στη
δικαιοσύνη με σκοπό να τα υπερασπιστείς. Δεν πρέπει να συγχέουμε το
αρ. 20 παρ.1 (δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως) με το αρ. 20
παρ.2(δικαίωμα ακροάσεως στη διοικητική διαδικασία: αυτό είναι ύλη
γενικού διοικητικού δικαίου)
Στο αρ. 20 παρ.1 αναφέρεται “όπως νόμος ορίζει” (εδώ έχουμε μία επιφύλαξη υπέρ
του νόμου): ο νομοθέτης μπορεί να θέτει τους όρους & τις προϋποθέσεις στο
δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Ο νομοθέτης μπορεί να περιορίζει το
δικαίωμα δικαστικής προστασίας αρκεί να υπακούει σε ορισμένους όρους → ο
κάθε περιορισμός πρέπει να έχει ένα συγκεκριμένο σκοπό:
1. να ευνοεί την εύρυθμη λειτουργία του δικαιοδοτικού μηχανισμού και όχι
οποιοσδήποτε σκοπός δημοσίου συμφέροντος και
2. οι όροι αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη ή υπέρμετρα δύσκολη την
παροχή δικαστικής προστασίας
10
Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη→ αρ.6 παρ.1 ΕΣΔΑ
Η ΕΣΔΑ είναι μία πολυμερής διεθνής σύμβαση, η οποία υπερισχύει του
νομοθέτη στο ελληνικό δίκαιο βάσει του αρ. 28 παρ.1 Σ.
Το αρ. 6 παρ.1 ΕΣΔΑ αποτελεί ένα δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης →
τα χρηστά ήθη (# φαύλα ήθη) δηλαδή, στη δικαιοσύνη η οποία απαντά στις
επικρατούσες κοινωνικές & ηθικές αντιλήψεις.
Κλείνοντας, το αρ. 6 παρ.1 εγγυάται την εύλογη διάρκεια της δίκης. Αυτό αποτελεί
ένα διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής δικαιοσύνης. Η νομολογία του ΕΔΔΑ έχει
κρίνει ότι το εύλογο χρονικό διάστημα κρίνεται από την υπόθεση κάθε φορά και από
τα μέσα που χρειάζονται για την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών. Αν
καθυστερεί υπέρμετρα η δίκη, τότε δε θα έχει καμία αξία το αποτέλεσμα της
δικαστικής απόφασης.
Στην υπόθεση Αθανασίου του 2010, το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα στο πλαίσιο
πιλοτικής δίκης*, κρίνοντας ότι υπάρχει μία τεράστια σώρευση των καθυστερημένων
χρονικά δικών και υποχρέωσε την Ελλάδα να λάβει μέτρα επιτάχυνσης προς ταχύτερη
απόδοση της δικαιοσύνης (όπως πχ, αποζημίωση λόγω καθυστερημένης εκδίκασης ή
αίτημα στο δικαστή για επιτάχυνση της δίκης- αυτά τα μέτρα προβλέφθηκαν στο Ν
3900/2010).
*Πιλοτική δίκη = υποδειγματική δίκη που δίνει οδηγίες στο κμ για το πως θα
συμμορφωθεί
Η νομολογία του ΣτΕ εμπνεόμενη συχνά από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, έχει μεταφέρει
στην ελληνική νομολογία αρκετές δικαστικές κρίσεις του ΕΔΔΑ. Μία από αυτές είναι
ότι το επίπεδο εγγύησης που παρέχει το ελληνικό Σ ταυτίζεται με το επίπεδο
προστασίας που καθορίζει το αρ. 6 παρ.1 ΕΣΔΑ. Τα 2 συστήματα προστασίας
συμβαδίζουν απολύτως. Βέβαια, σημαντική παρατήρηση είναι ότι το αρ.6 δεν αφορά
όλες τις διοικητικές διαφορές, γιατί στο στάδιο υπογραφής της ΕΣΔΑ του 1950 δεν
11
είχαν όλα τα κράτη που την υπέγραψαν διοικητική δικαιοδοσία. Επομένως, το αρ. 6
αφορά κυρίως υποθέσεις ποινικής φύσης και υποθέσεις ως προς τα αστικά
δικαιώματα.
Όμως με την πάροδο του χρόνο έχει δεχτεί η νομολογια του Στρασβούργου , ότι οι
διοικητικές διαφορές υπάγονται είτε στις υποθέσεις ως προς τα αστικά δικαιώματα,
όπως σε περιουσιακές διαφορές, φτιάχνοντας μία αυτοτελή έννοια αστικών
δικαιωμάτων που περιλαμβάνει και αυτές τις υποθέσεις, ενώ άλλες υποθέσεις
διοικητικής φύσεως που αφορούν πχ πολύ υψηλά πρόστιμα σε τελωνειακές διαφορές
ή κυρώσεις, υπάγονται (Νομολογία engel), στην κατηγορία των ποινικών υποθέσεων.
Πως το άρθρο 6 παρ1 ΕΣΔΑ επηρεάζει τη διοικητική δικονομία; Το ΕΔΔΑ στο
Στρασβούργο διαμορφώνει μια δική του αντίληψη ως προς το τι ανήκει στο αστικό
και τι στο ποινικό δίκαιο στην κάθε χώρα. Στην έννοια των δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα, η νομολογία εντάσσει και διοικητικές για την
Ελλάδα διαφορές (πχ απόλυση δημοσίων υπαλλήλων). Στις ποινικές διαφορές, το
ΕΔΔΑ χρησιμοποιεί τα κριτήρια Engel. Μας ενδιαφέρει δηλαδή ο χαρακτηρισμός
της πράξης από τον εθνικό νομοθέτη και μεγαλύτερη σημασία έχει ο σκοπός της
ποινής. Αν σκοπός είναι η αποτροπή γενικά, τότε το έγκλημα εντάσσεται στα ποινικά
για το ΕΔΔΑ εγκλήματα. Αν ο σκοπός είναι η συμμόρφωση συγκεκριμένης
κατηγορίας προσώπων, τότε η υπόθεση για το ΕΔΔΑ δεν είναι ποινικής φύσεως.
Επίσης, λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα της ποινής.
Για παράδειγμα, μία υπόθεση η οποία θα μπορούσε να εξαιρεθεί από το αρ. 6 ΕΣΔΑ
είναι: ο δήμαρχος Χ έχει μία διαφορά με τον δήμαρχο Ψ ως προς τη νομιμότητα της
εκλογικής διαδικασίας. Αυτός ο οποίος υποστηρίζει ότι οι εκλογές δεν διεξήχθησαν
νόμιμα ασκεί ένσταση στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. Οι διαφορές αυτές -
βάσει της νομολογίας του ΣτΕ- δεν διέπονται από το αρ. 6 ΕΣΔΑ, γιατί δεν είναι ούτε
ποινικής φύσεως, ούτε αφορούν περιουσιακά δικαιώματα.
Είδαμε, το αρ. 20 παρ.1 Σ (το οποίο είναι δικαίωμα διαδικαστικής φύσεως) το οποίο
όπως αναφέραμε αποτελεί το θεμέλιο επί των οποίων χτίζεται η διοικητική δικονομία
(σε συνδυασμό με το αρ. 6 ΕΣΔΑ). Άλλα σημαντικά θεμέλια του δικονομικού δικαίου
είναι τα αρ. 87 επ. που αφορούν το οργανωτικό μέρος και τα αρ. 94-95 Σ που
αφορούν τη διοικητική δικαιοσύνη.
Το άρθρο 6 παρ1 ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα απονομής στη δικαιοσύνη.
Κατοχυρώνεται η αμεροληψία σε προσωπικό αλλά και αντικειμενικό επίπεδο
(εχέγγυα ανεξαρτησίας δικαστών). Στην Ελλάδα η αμεροληψία κατοχυρώνεται και
στο Σύνταγμα, στα άρθρα 87 επόμενα. Εννοείται και πως για την ΕΣΔΑ η
παρεχόμενη προστασία πρέπει να είναι αποτελεσματική- η απόφαση δηλαδή να
μπορεί να επιβληθεί. Η ΕΣΔΑ αναφέρεται και στην ισότητα των διαδίκων, στη
δημοσιότητα της δίκης και της απόφασης αλλά και στην έννοια του εύλογου χρόνου
κατά την εκδίκαση διαφορών. Το ελληνικό Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει τον εύλογο
χρόνο και για αυτό έχουμε σωρείες αποφάσεων κατά της Ελλάδος
από το ΕΔΔΑ, οι οποίες οδήγησαν σε ειδικές νομοθετικές διατάξεις και στην
12
κατοχύρωση ενός ειδικού ενδίκου βοηθήματος.
Μιλάμε για την ακύρωση πράξεων δημόσιας εξουσίας. Αυτό είναι το μεγάλο
επίτευγμα του νομικού φιλελευθερισμού. Σήμερα, αυτή τη δυνατότητα την έχουν
μόνο τα εν γένει διοικητικά δικαστήρια (ΣτΕ & τ.δ.δ.). Τα πολιτικά δικαστήρια
μπορούν να μην εφαρμόσουν τη σχετική διάταξη, αλλά όχι να μην την εφαρμόσουν.
13
Η αίτηση ακυρώσεως ως προς τη δικονομική της φύση είναι ένδικο βοήθημα αφού
δεν στρέφεται κατά δικαστικής απόφασης.
Το ΣτΕ είναι αρμόδιο για την εκδίκαση αιτήσεων αναιρέσεως σε διαφορές ουσίας. Ο
έλεγχος ακυρότητας γενικά περιλαμβάνει την υπέρβαση εξουσίας ή και την
παράβαση νόμου. Ο νομοθέτης μπορεί να αυξήσει τον έλεγχο ακυρώσεως αυξάνοντας
το minimum προστασίας που καθιερώνει το 95 παρ1 εδάφιο α Σ. Όντως, ο νομοθέτης
προβλέπει τέτοια αύξηση προστασίας στις διαφορές ουσίας. Ο έλεγχος των διαφορών
ουσίας κατά κανόνα γίνεται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια- μόνο κατ’
εξαίρεση από το ΣτΕ (όταν το προβλέπει ο νόμος).
Το ΣτΕ εκδικάζει σε διαφορές ουσίας όσες υποθέσεις έχουν υπαχθεί σε αυτό με
διάταξη νόμου (αρ. 95 παρ.1 γ΄Σ).
Τέλος το ΣτΕ έχει και διοικητικής φυσεως αρμοδιότητα, την επεξεργασία των
προεδρικών διαταγμάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, κάνοντας έναν
προληπτικό έλεγχο, αφού προτού δημοσιευτούν πρέπει να γνωμοδοτήσει επί αυτών το
ΣτΕ (95 παρ.1 δ΄).
→ αρ. 95 παρ.3 Σ: προβλέπεται ότι ορισμένες κατηγορίες της ακυρωτικής
αρμοδιότητας του ΣτΕ μεταφέρονται από αυτό στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Σε
δεύτερο βαθμό το ΣτΕ δικάζει, το ένδικο μέσο της έφεσης.
→ αρ.95 παρ. 5 Σ:υποχρέωση διοίκησης να συμμορφώνεται στις δικαστικές
αποφάσεις καθώς οι τελευταίες δεν πρέπει να μένουν γράμμα κενό, πρέπει να
υλοποιούνται.
γ. Η διάρθρωση των διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνα με το Σύνταγμα
Διοικητικά δικαστήρια
Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Είναι το κατά τεκμήριο ακυρωτικό και αναιρετικό
δικαστήριο που κατ’ εξαίρεση δικάζει και διαφορές ουσίας. Η νομοθετική ρύθμιση
του περιλαμβάνεται στο αρ. 95 Σ και το ν.δ. 170/1973. Αποτελείται από 169 δικαστές
συνολικά. Η ολομέλεια του ΣτΕ διακρίνεται στην δικάζουσα και την «εν συμβουλίω».
Το ΣτΕ έχει ακυρωτική, αναιρετική και ουσιαστική (κατ’ εξαίρεση) αρμοδιότητα.
Αντίστοιχα, τα ένδικα βοηθήματα που μπορούν να ασκηθούν ενώπιον του ΣτΕ είναι
αίτηση ακυρώσεως, προσφυγή και αίτηση αναιρέσεως ενώ είναι υπεύθυνη και για
την εκδίκαση εφέσεων κατά ακυρωτικών αποφάσεων τριμελών διοικητικών εφετείων
(?).
Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Αναλαμβάνουν την αρμοδιότητα εκδικάσεως των
διαφορών ουσίας, ενώ το Σ επιτρέπει στον νομοθέτη να αναθέσει στα τδδ την
εκδίκαση υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του ΣτΕ που πάντως θα διατηρεί
την αρμοδιότητα του σε δεύτερο βαθμό. Είναι οργανωμένα σε διοικητικά
πρωτοδικεία και διοικητικά εφετεία. Αποτελούνται από το μονομελές και τριμελές
διοικητικό πρωτοδικείο και μονομελές και τριμελές εφετείο.
14
Σ. 94: Διαχωρισμός των διαφορών ανάλογα με τη φύση τους σε διοικητικές και
πολιτικές. Εξαιρέσεις προβλέπονται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του
αρ. 94 Σ.
δ. Άλλες σημαντικές συνταγματικές ρυθμίσεις πλαισίου
15
Για να ξεκινήσει κανείς τη διοικητική δίκη πρέπει να αποδείξει ότι έχει έννομο
συμφέρον και ότι η διοικητική απόφαση τον βλάπτει προσωπικά. Από την άλλη
πλευρά επειδή η διοικητική δίκη υπηρετεί την νομιμότητα, η εξέλιξή της δεν
συνδέεται με την συμπεριφορά των διαδίκων, η γραμματεία του δικαστηρίου ορίζει τη
δικάσιμο και το δικαστήριο επισπεύδει τη διαδικασία, αφού τη μέριμνα για την
πρόοδο της δίκης την έχει το δικαστήριο. Υφίστανται λοιπόν και ο αντικειμενικός και
ο υποκειμενικός σκοπός παράλληλα στη σύγχρονη διοικητική δικονομία και
διαπλέκονται. Μπορεί να είναι προσωπική βλάβη, αλλά και ηθική, όχι όμως το γενικό
ενδιαφέρον για την τήρηση της νομιμότητας.
Το ποιο από τις 2 θεωρίες θα επιλέξουμε έχει σημασία γιατί καθορίζει την αποστολή
του δικαστή και επηρεάζει την έκταση και την ένταση (πυκνότητα) του
δικαστικού ελέγχου. Όταν προτεραιότητα έχει ο έλεγχος της νομιμότητας της
διοικητικής δράσης, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται η επίδικη
(προσβαλλόμενη) συμπεριφορά της διοικητικής αρχής και όχι ο θιγόμενος ιδιώτης.
Αντίθετα, εάν προέχουσα θέση έχει η αποτροπή της παράνομης προσβολής
δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων του ιδιώτη από τη διοικητική δράση,
λαμβάνεται μέριμνα για τη διασφάλιση ευρύτερου και πυκνότερου δικαστικού
ελέγχου.
16
β. Οι διάδικοι - απαγόρευση της ενδοστρεφούς προσφυγής
Η διοίκηση έχει την εξουσία να επιβάλλει μονομερώς τη βούλησή της, σε αντίθεση με
όσα ισχύουν στο ιδιωτικό δίκαιο, όπου προκειμένου να ικανοποιήσει κανείς τις
απαιτήσεις του έναντι άλλου απαιτείται δικαστική απόφαση.Η διοικητική δίκη είναι
επομένως ένας μηχανισμός άμυνας του ιδιώτη απέναντι στην κυριαρχικώς δρώσα
διοίκηση.
Η εκτελεστότητα των διοικητικών πράξεων σημαίνει ότι η διοίκηση μπορεί να
διεκδικεί μόνη της τις αξιώσεις της.
Στην διοικητική δίκη καταρχάς όπως σε κάθε δίκη έχουμε τον αιτούντα διοικητική
προστασία (ενεργητικός διάδικος), ο οποίος είναι σχεδόν πάντοτε ο ιδιώτης και
αυτόν κατά του οποίου ζητείται δικαστική προστασία- ο καθ΄ ου το αίτημα
δικαστικής προστασίας (παθητικός διάδικος). Εξάλλου η αίτηση ακυρώσεως και η
προσφυγή ουσίας προϋποθέτουν ότι η διοίκηση ενήργησε και στη συνέχεια ήρθε το
δικαστήριο να ελέγξει ως προς τη νομιμότητά της. Στη διοικητική δίκη ο αιτών είναι
πάντοτε ιδιώτης, ενώ ο καθ΄ ου είναι το κράτος ή ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου
δικαίου (ΝΠΔΔ), μία διοικητική αρχή. Οι διάδικοι δηλαδή σε μεγάλο βαθμό είναι
προκαθορισμένοι. Ο αιτών είναι πάντοτε ο ιδιώτης διότι η διοίκηση έχει τη
δυνατότητα μονομερούς έκδοσης διοικητικής πράξης- επιβάλλει έτσι τη θέλησή της
χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στο δικαστήριο- ο ιδιώτης δεν έχει τέτοια
δυνατότητα, μόνο στο δικαστήριο μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα μιας
διοικητικής πράξης.
!!Μπορεί η διοίκηση να είναι ενεργητικός διάδικος; Καταρχήν όχι, γιατί η διοίκηση
έχει αρμοδιότητα= εξουσία που έχει ένα διοικητικό όργανο την οποία τη χορηγεί ο
νόμος. Το κράτος δεν είναι φορέας δικαιωμάτων, αλλά φορέας αρμοδιότητας
επειδή το κράτος δεν έχει δικά του συμφέροντα, σκοπός του είναι μόνο το δημόσιο
συμφέρον. Το δικαίωμα είναι μια ιδιοτελής εξουσία που εξυπηρετεί ίδια
συμφέροντα του φορέα.
Το κράτος έχει το προνόμιο να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις:
Η εκτελεστότητα των διοικητικών πράξεων σημαίνει ότι η διοίκηση μπορεί να
διεκδικεί μόνη της τις αξιώσεις της και να επιβάλλει η ίδια τη θέλησή της χωρίς να
χρειάζεται καμία δικαστική απόφαση γι’ αυτό. Εκτελεστότητα σημαίνει κυριαρχία,
δημόσια εξουσία. Το κράτος δεν είναι αιτών δικαστική προστασία γιατί δεν τη
χρειάζεται. Για παράδειγμα, για την πληρωμή των φόρων, η διοίκηση εκδίδει το
εκκαθαριστικό σημείωμα στον Α και αν αυτός δεν πληρώσει τους φόρους, τότε η
διοίκηση με την εκτελεστότητα μπορεί χωρίς καμία δικαστική απόφαση να κατάσχει
το σπίτι του και να δεσμεύσει τους τραπεζικούς του λογαριασμούς. Παλαιότερα,
γινόταν και προσωποκράτηση για πληρωμή χρέους- πλέον καταργήθηκε.
17
Υπουργού;
Ο Υπουργός και ο Γενικός Γραμματέας είναι όργανα του ελληνικού δημοσίου.
Επομένως, διάδικοι θα ήταν το ελληνικό δημόσιο κατά του ελληνικού δημοσίου-
ταυτότητα του αιτούντος δικαστική προστασία και αυτού κατά του οποίου ζητείται η
δικαστική προστασία [ενδοστρεφής δίκη]. Αυτό το φαινόμενο, καταρχήν
απαγορεύεται. Βέβαια η νομική τάξη επιτρέπει σε ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου
δικαίου να στραφεί κατά πράξεων του ελληνικού δικαίου.
Δεν είναι ενδοστρεφής δίκη αν το ελληνικό δίκαιο περικόψει την επιχορήγηση που
δίνει στο ΑΠΘ, και το τελευταίο προσβάλλει τη συγκεκριμένη πράξη. Είναι άλλο το
νομικό πρόσωπο του ελληνικού δημοσίου και άλλο νομικό πρόσωπο το ΑΠΘ[ ή ο
δικηγορικός σύλλογος πχ].
Μπορούμε να έχουμε ενεργητικό διάδικο μία διοικητική αρχή, όταν ένα ΝΠΔΔ
προσβάλλει πράξη άλλης διοικητικής αρχής που τη θίγει. Π.χ. Το ΑΠΘ μπορεί να
προσβάλλει μία υπουργική απόφαση που ρυθμίζει τον αριθμό των φοιτητών που
μεταγράφονται (κανονιστική διοικητική πράξη), επειδή αυτή η πράξη θίγει την
άσκηση των αρμοδιοτήτων. Αυτό γίνεται με την εξής επιφύλαξη, της απαγόρευσης
της ενδοστρεφούς προσφυγής.
Η απαγόρευση αυτή είναι γενική αρχή, που σημαίνει ότι απαγορεύεται η διοίκηση να
στρέφεται κατά του “εαυτού” της και προκύπτει από το γεγονός ότι ο αιτών τη
δικαστική προστασία και ο καθ ου το αίτημα, πρέπει να είναι ξεχωριστές
προσωπικότητες, δεν μπορούν να ταυτίζονται τα υποκείμενα. Στο παράδειγμα με το
ΑΠΘ έχουμε ενδοστρεφή δίκη; Όχι, γιατί το ΑΠΘ είναι ξεχωριστό νομικό πρόσωπο,
ενώ το υπουργείο υπάγεται στο πρόσωπο του ελληνικού δημοσίου επομένως δεν
υπάρχει πρόβλημα.
Μπορεί ο Υπ. Οικονομικών να προσβάλλει πράξη του Υπουργού Παιδείας; όχι γιατί
και οι δύο υπάγονται στο πρόσωπο του ελληνικού δημοσίου.
Η επίλυση διαφορών ως προς την άσκηση των αρμοδιοτήτων εντός του ίδιου νομικού
προσώπου γίνεται μέσα από την ιεραρχική σχέση και τους κανόνες του γενικού
διοικητικού δικαίου. Επιλύονται “ενδοδιοικητικά”.
Πώς επιλύονται τα προβλήματα εντός της διοίκησης;
➔ Με την ιεραρχία.
Η δίκη δεν παύει να είναι έννομη σχέση μεταξύ του αιτούντα και του καθ’ ου το
αίτημα δικαστικής προστασίας. Στην ενδοστρεφή δίκη αυτοί οι δύο είναι το ίδιο
ΝΠΔΔ και αυτό δεν είναι δυνατό γιατί εντός της διοίκησης οι διαφορές επιλύονται
διά της ιεραρχικής αρχής. Άρα ισχύει ο κανόνας της κατ’ αρχήν απαγόρευσης της
ενδοστρεφούς δίκης.
18
Οι διαφορές μεταξύ υπουργών επιλύονται μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου και του
Πρωθυπουργού. Ο Δήμος και ο Περιφερειάρχης είναι διαφορετικά νομικά πρόσωπα.
Η απαγόρευση της ενδοστρεφούς προσφυγής, δεν έχει συνταγματική θεμελίωση και
γι’ αυτό μπορεί ο νομοθέτης να προβεί σε ειδικές ρυθμίσεις. Ο νομοθέτης εισαγάγει
εξαιρέσεις με ρητή διάταξη νόμου από τον κανόνα αυτό - επιτρέπει δηλαδή κατ’
εξαίρεση την ενδοστρεφή δίκη. Δηλαδή, σε συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών
μπορεί ο κοινός νόμος να επιτρέπει την ενδοστρεφή δίκη για λόγους δημοσίου
συμφέροντος. Πχ άρθρο 64 ΚΔΔ παρ2 – δυνατότητα Υπουργού Οικονομικών να
προσφύγει εναντίον των πράξεων φορολογικών οργάνων του Δημοσίου (πράξεων
προϊσταμένου οικείας Δ. Ο.Υ.).
(2)Και στις Ανεξάρτητες Αρχές (πχ ΕΣΡ, Συνήγορος του Πολίτη κλπ.) υπάρχει η
δυνατότητα ενδοστρεφούς προσφυγής, παρόλο που δεν έχουν δική τους
νομική προσωπικότητα & υπάγονται στο ελληνικό δημόσιο. Εδώ, επιτρέπεται
η ενδοστρεφής προσφυγή ακριβώς επειδή οι ανεξάρτητες αρχές δεν
υπάγονται στον ιεραρχικό έλεγχο λόγω της συνταγματικά κατοχυρωμένης
ανεξαρτησία τους (δεν επιτρέπεται στον Υπουργό να ασκήσει έλεγχο) → γι
αυτό δίνεται κατ’ εξαίρεση η δυνατότητα να προσβάλλει την πράξη και να
ασκήσει αίτηση ακυρώσεως. Για αυτές τις αρχές αν και δεν είναι διακριτά
ΝΠΔΔ, επειδή δεν μπορεί ο Υπουργός ιεραρχικά να ακυρώσει πράξεις τους, ο
κοινός νόμος έχει χορηγήσει στον Υπουργό κατ’ εξαίρεση τη δυνατότητα να
ασκήσει αίτηση ακυρώσεως στο ΣτΕ έναντι των πράξεων των Ανεξάρτητων
Αρχών. (!!)
(3) Α 7 Ν 702/1977 : Επιτρέπει στους διευθυντές κοινωνικής ασφάλισης, να
προσβάλλουν πράξεις των συλλογικών οργάνων στα οποία ανήκουν (ενδοστρεφής
προσφυγή της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας): τρίτη περίπτωση λοιπόν, είναι οι
αποφάσεις των συλλογικών οργάνων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, που
δεν αποτελούνται από υπαλλήλους αλλά από διάφορους κοινωνικούς φορείς και
κρίνουν επί ενδικοφανών προσφυγών των ασφαλισμένων (αρ. 7 Ν. 702/ 1977),
παίρνοντας ανεξάρτητες αποφάσεις. Δίνεται έτσι κατ’ εξαίρεση η δυνατότητα στον
ΕΦΚΑ να προσβάλλει με προσφυγή τις πράξεις αυτών των συλλογικών οργάνων που
κρίνουν τις ενδικοφανείς προσφυγές των ασφαλισμένων. Η ενδικοφανής (προσεχε,
όχι η ενδοστρεφής) προσφυγή είναι μία διοικητική προσφυγή για τον έλεγχο και
19
αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων. Στην πράξη
είναι πάρα πολύ διαδεδομένη αυτή η ενδοστρεφής προσφυγή.
!!Εδώ, στην τρίτη περίπτωση ενδοστρεφούς προσφυγής βρισκόμαστε στην περίπτωση
του αρ. 64 παρ.1 περ. β ΚΔΔικ - το έννομο συμφέρον αποδίδεται από το νόμο.
17/10/2023- 3η διάλεξη
20
Στη διοικητική δικονομία, ισχύουν όσα ισχύουν στην πολιτική δικονομία.
Στην ποινική δίκη, τη δίκη τη ξεκινά η πολιτεία, ο εισαγγελέας. Στην πολιτική
δικονομία βάσει της αρχής της διαθέσεως (η οποία ισχύει και στη διοικητική
δίκη) τη δίκη την ξεκινά ο ιδιώτης → ο ιδιώτης ο οποίος είναι διάδικος & έχει
βάσει του αρ.20 παρ.1 Σ δικαίωμα στη δικαστική προστασία. Ο διάδικος
ξεκινά τη δίκη ασκώντας το ένδικο βοήθημα της αγωγής. Αυτός μέσα στο
ένδικο βοήθημά του καθορίζει και τα όρια της διαφοράς, δηλαδή πχ ποια
διοικητική πράξη προσβάλει. Καθορίζει ακριβώς ποιο είναι αυτό το θέμα επί του
οποίου θα αποφανθεί το δικαστήριο. Επιπλέον, ο δικαστής δεσμεύεται από την αρχή
ne eat iudex ultra petita partium→ δε μπορεί να υπερβεί το αίτημα της αγωγής
του διαδίκου & να επιδικάσει επιπλέον κάτι άλλο από αυτό που έχει ζητήσει
(αρ. 106 ΚΠολΔ & αρ. 79 +24 ΚΔΔικ).
Έτσι, έχουμε την αρχή της διαθέσεως της διοικητικής διαφοράς (από τη σκοπιά του
διαδίκου) ή την αρχή της μη αυτεπάγγελτης κίνησης της δίκης (από τη σκοπιά του
δικαστή).
Στο κεφάλαιο της διοικητικής πράξης, συχνά έχουμε περισσότερα αυτοτελή κεφάλαια
(= δηλαδή, μία διοικητική πράξη περιλαμβάνει περισσότερες ρυθμίσεις- πχ
περιλαμβάνει μία ρύθμιση για τον φόρο και μία ρύθμιση για επιπρόσθετο φόρο). Αν
εγώ προσβάλω με την αγωγή μου μόνο ένα κεφάλαιο της διοικητικής πράξης (πχ τον
φόρο), το δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να επιδικάσει επιπλέον και άλλα κεφάλαια
που τυχόν ρυθμίζει η διοικητική πράξη (πχ να επιδικάσει και τον επιπρόσθετο φόρο).
!!Δε μπορεί να διευρυνθεί το αντικείμενο της διαφοράς. Η μόνη εξαίρεση είναι το αρ.
33 του ΠΔ 18/1989. Αντιθέτως, μπορεί να συρρικνωθεί το αντικείμενο της δίκης και
αυτό είναι και το νόημα της αρχής της διαθέσεως.
Γιατί λέγεται αρχή της διαθέσεως ως προς τον καθορισμό του αντικειμένου της
διαφοράς; Ο ιδιώτης είναι αυτός ο οποίος καθορίζει το αντικείμενο της δίκης &
τα όρια μέσα στα οποία αυτό θα κριθεί. Επιπλέον, ο ιδιώτης είναι αυτός ο
οποίος ξεκινά τη δίκη & μπορεί να την εγκαταλείψει (να τη διαθέσει) όποτε
αυτός θέλει → η παραίτηση του αιτούντος συνεπάγεται και την υποχρεωτική
κατάργηση της δίκης.
21
εκδίδεται κανονικά απόφαση. Αν αποβιώσει πριν τη συζήτηση, υπάρχουν περιπτώσεις
που οι κληρονόμοι μπορούν να συνεχίσουν τη δίκη.
Και εδώ, έχουμε 2 όρους που αντιπαρατίθενται. Στην πολιτική δίκη, ο ίδιος ο ιδιώτης
είναι αυτός που βαρύνεται με τις απαιτούμενες διαδικαστικές ενέργειες. Αντίθετα,
στη διοικητική δίκη (όπως και στην ποινική δίκη) δεδομένου ότι σε αυτή υπάρχει και
το στοιχείο του δημοσίου συμφέροντος, τις διαδικαστικές ενέργειες τις κάνει η
γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου. Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι η
διοικητική δίκη υπηρετεί και την αντικειμενική νομιμότητα, δηλαδή και τη
νομιμότητα της δίκης.
Η δικαστική απόφαση
22
περιστατικά) και η υπαγωγή. Επομένως, το δικαστήριο έχει καταρχήν να εξετάσει 2
σημαντικά στοιχεία:
● το νομικό σκέλος → ποιοι είναι οι εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου και πώς
ερμηνεύονται: ο διάδικος πρέπει να προσδιορίσει τουλάχιστον έναν
κανόνα δικαίου που παραβιάζεται και αυτό να είναι παραδεκτό. Εδώ,
βέβαια έχουμε μία σχετικοποίηση της αρχής “για τα νομικά φροντίζει το
δικαστήριο”.
● το πραγματικό σκέλος→ ποια είναι τα πραγματικά περιστατικά που
εξακρίβωσε το δικαστήριο και γιατί έχουν νομικό ενδιαφέρον. Εδώ,
σημασία έχει ποιος είναι αυτός που επικαλείται τα κρίσιμα πραγματικά
περιστατικά & ποιος πρέπει να τα αποδείξει.
Στην πολιτική δίκη, οι διάδικοι φέρουν το βάρος επίκλησης & απόδειξης των
ισχυρισμών τους (: συζητητικό σύστημα ή αρχή της συζητήσεως= το δικαστήριο
δεσμεύεται ως προς την απόφασή του από τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αν οι
διάδικοι συμφωνήσουν ότι έγινε κάτι ακόμα κι αν δεν έχει γίνει, το δικαστήριο δε
μπορεί να πει κάτι άλλο).
23
Β. Παρέμβαση
Η διοικητική δίκη έχει την ιδιαιτερότητα ότι το πραγματικό υλικό της δίκης,
βρίσκεται εξαρχής στα χέρια ενός από τους διαδίκους. Σε ποιον διάδικο; στη
διοίκηση. Γι’ αυτό, η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να προσκομίσει στο δικαστήριο
το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και αν δεν το κάνει, η υπόθεση δε συζητείται &
το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει προδικαστική απόφαση. Η διοίκηση είναι
υποχρεωμένη από το νόμο να διαθέτει έγγραφα & προαποδεικτικά(= τα έγγραφα αυτά
πρέπει να έχουν προσκομιστεί στο δικαστήριο μέχρι την προτεραία της συζήτησης).
Η μη προσκόμιση των εγγράφων αυτών στο δικαστήριο αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα
& το δικαστήριο μπορεί να ασκήσει πειθαρχική δίωξη στους υπαλλήλους. Αν ακόμα
και τότε δε συμμορφωθεί η διοίκηση, τότε το δικαστήριο τεκμαίρει τους ισχυρισμούς
του διαδίκου αληθείς.Επομένως, για να γίνει η διοικητική δίκη απαιτείται ο
φάκελος.
Τι συμβαίνει όταν κάποιο πρόβλημα διοικητικής φύσεως τελικά δεν επιλυεται; Ποιος
φέρει το αντικειμενικό βάρος της & τις συνέπειες της μη απόδειξης;
24
Ο δικαστής βέβαια πρέπει να έχει ένα έναυσμα. Έτσι, παρόλο που ως κανόνας ισχύει
το ανακριτικό σύστημα, η αποτυχία της επίκλησης και της απόδειξης του
πραγματικού υλικού βαρύνει αντικειμενικά έναν από τους διαδίκους. Ο προσφεύγων
ναι μεν δεν μπορεί να δεσμεύσει το δικαστήριο για τα πραγματικά περιστατικά που
επικαλείται, όμως αν εν τοις πράγμασι θέλει να πετύχει τον σκοπό αυτό, τότε έχει
την υποχρέωση να προσκομίσει και να επικαλεστεί αποδεικτικά στοιχεία τα
οποία τεκμαίρουν τη συνδρομή συγκεκριμένων περιστατικών που είναι προς
όφελός του (αντικειμενικό βάρος προσφεύγοντα). Αν δεν μπορεί να γίνει η απόδειξη
από τον ιδιώτη, αυτό θα έχει δυσμενείς συνέπειες για τον διάδικο.
Η απόδειξη από τον ιδιώτη γίνεται μόνο με προσκόμιση αποδείξεων (προ
αποδεικτικών εγγράφων) μέχρι την προτεραία της συζήτησης. Για να γίνει διεξαγωγή
με άλλα μέσα (πχ μάρτυρες) απαιτείται προδικαστική απόφαση του δικαστηρίου προς
τον ιδιώτη. Αυτή είναι μια κρίση σκοπιμότητας του δικαστηρίου που δεν ελέγχεται
αναιρετικά.
αρ. 34 ΚΔΔικ: η απουσία του διαδίκου δεν παρακωλύει την πρόοδο της διαδικασίας,
ούτε δημιουργεί τεκμήριο ομολογίας
Ως προς τους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου (νομικό σκέλος διαφοράς), στην
πολιτική και στην ποινική δικονομία ισχύει απολύτως το iura novit curia. Στη
διοικητική δικονομία ο κανόνας αυτός ισχύει απολύτως αλλά με ορισμένη
ιδιαιτερότητα: ο αιτών έννομης προστασίας πρέπει κατά κανόνα να προβάλλει
συγκεκριμένους λόγους ακυρώσεως που στην ουσία είναι λόγοι παρανομίας.
Εξαίρεση αποτελούν οι αυτεπαγγέλτως ερευνώμενοι λόγοι ακυρώσεως (κυρίως η
αναρμοδιότητα, το ανυπόστατο της πράξης, η παραβίαση δεδικασμένου, η
αντισυνταγματικότητα και η παραβίαση ενωσιακού δικαίου).
στ. Ισότητα των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου & δικαίωμα εκατέρωθεν
ακροάσεως
Η ισότητα των διαδίκων αποτελεί βασική αρχή της διοικητικής δίκης. Αυτή η ισότητα
προκύπτει από το συνδυασμό 2 διατάξεων: αρ.4 παρ.1 & αρ. 20 παρ.1 Σ.
Η αρχή αυτή έχει 2 εκδοχές (αρ. 40 ΚΔΔικ):
● Ισότητα των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου →όταν ο δικαστής ασκεί τις
εξουσίες που του αναγνωρίζει η δικονομία (τις δικονομικές του
εξουσίες), στο πλαίσιο της διαδικασίας, τότε πρέπει να μεταχειρίζεται
ισότιμα τους 2( ή περισσότερους) διαδίκους - πχ όταν ο δικαστής
χορηγεί προθεσμία στον Α, πρέπει να χορηγεί την ίδια εξουσία στον Β
● Ισότητα των δικονομικών όπλων → δηλαδή, ισότητα των διαδίκων
ενώπιον του δικονομικού νομοθέτη. Η δικονομική νομοθεσία πρέπει να
αναγνωρίζει ισότιμα δικονομικά δικαιώματα στις 2 πλευρές της
αντιδικίας.
Για παράδειγμα, αυτή η υπόθεση είχε τεθεί στο ΕΔΔΑ: ο ΚΟΔ (Κώδικας
Οργανισμού Δικαστηρίων) προέβλεπε ότι κατά τη διάρκεια των δικαστικών
διακοπών αναστέλλονται οι δικονομικές προθεσμίες εις βάρος του ελληνικού
25
δημοσίου από 1/7 έως 15/9. Ένας ιδιώτης ισχυρίστηκε ότι αυτό παραβιάζει την
αρχή της ισότητας των όπλων, δεδομένου ότι οι προθεσμίες αυτές δεν
αναστέλλονταν και για τους υπόλοιπους διαδίκους. Η Ελλάδα εδώ έχασε
ενώπιον του ΕΔΔΑ, το οποίο όρισε ότι οι δικονομικές προθεσμίες πρέπει να
αναστέλλονται για όλους τους διαδίκους, όχι μόνο για το ελληνικό δημόσιο.
!!Η νομολογία δέχεται ότι αυτή η διάταξη που ορίζει ότι αναστέλλονται από 1η
Ιουλίου έως 15η Αυγούστου δεν εφαρμόζεται, αλλά ισχύει ως ειδικότερη και
νεότερη η διάταξη του Κώδικα περί Δικών του Δημοσίου αρ. 11 και η
αναστολή για όλους τους διαδίκους εφαρμόζεται από 1η έως 31 Αυγούστου.
Πρόσεχε πολύ εδώ : ο Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων ορίζει ότι οι
δικαστικές διακοπές είναι από 1η Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου, ενώ ο κώδικας
περί δικών δημοσίου ορίζει ότι οι δικαστικές διακοπές είναι από 1η έως 31
Αυγούστου. ΙΣΧΥΕΙ Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ως διάταξη
ειδικότερη & νεότερη.
23/10/2023- 4η διάλεξη
26
δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι δε θα είναι δημόσια → αρ. 93 παρ.2 Σ &
αρ. 37 ΚΔΔικ (συμβαίνει σπάνια στην πράξη).
Ακολουθεί ένα μυστικό στάδιο, η διάσκεψη, η οποία έπεται της συζήτησης και
αφορά μόνο τους δικαστές, οι οποίο ψηφίζουν προκειμένου να διαμορφωθεί η
δικαστική κρίση.
*1.προδικασία (μυστική)→ 2.προφορική συζήτηση (δημόσια)→
3.διάσκεψη(μυστική)
αρ. 98 παρ.3 Σ & αρ. 39 ΚΔΔικ: Μία εξαιρετικής σημασίας όψη της διαφάνειας &
της λογοδοσίας στη διοικητική δικονομία, είναι η υποχρέωση αιτιολογίας των
δικαστικών αποφάσεων → το δικαστήριο υποχρεούται να αιτιολογήσει πλήρως
τις αποφάσεις του, τόσο ως προς το νομικό, όσο και ως προς το πραγματικό
σκέλος της απόφασης. Ιδιαίτερα, στην αιτιολογία, πρέπει φαίνεται η ορθή νομική
υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους διοικητικούς κανόνες. Γενικά η
αιτιολογία πρέπει να είναι πλήρης, κατάλληλη & σαφής, ώστε να μπορεί ο
διάδικος να την αποδεχθεί ή να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της
απόφασης.Ελαττώματα της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, έχουν
ως συνέπεια αυτές να υπάγονται σε ένδικα μέσα (έφεση/αίτηση αναιρέσεως) →
δες συνδυαστικά αρ. 93 παρ.3 Σ & αρ. 6 παρ.1 ΕΣΔΑ.
27
α. Το συνταγματικό κριτήριο της “φύσης της διαφοράς” για τη διάκριση της
δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων από εκείνη των πολιτικών
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αρ.1 παρ.1 περ. γ΄Ν 702/1977: όταν ακούμε για
πρόσληψη προσωπικού, σημαίνει πρόσληψη προσωπικού μόνο ιδιωτικού δικαίου.
Οι υπαλληλοι του δημοσίου & οι δημόσιοι λειτουργοί διορίζονται, δεν
προσλαμβάνονται. !!Αυτή η διάταξη δεν καθορίζει τη δικαιοδοσία, αλλά την
αρμοδιότητα. Τη δικαιοδοσία την έχει ρυθμίσει το Σ, δε μπορεί να τη ρυθμίσει
ο νομοθέτης & προκύπτει από το Σ με κριτήριο τη φύση της διαφοράς→ τη
φύση της διαφοράς βρίσκει κάθε φορά ο ερμηνευτής του δικαίου, δηλαδή ο
δικαστής.
Η δικαιοδοσία με κριτήριο τη φύση της διαφοράς, έχει ρυθμιστεί από το Σ, ΔΕ μπορεί
να τη ρυθμίσει ο νομοθέτης.
28
β. Η έννοια της διοικητικής διαφοράς
29
Από τη στιγμή που η σχέση υπεροχής μετατρέπεται σε σχέση νομικής
ισότητας η διαφορά γίνεται από διοικητική →ιδιωτική.
Όταν έχουμε πράξη οργάνου από ΝΠΙΔ δεν έχουμε ιδιωτική διαφορά. Αυτό
ισχύει και για τα ΝΠΙΔ που ελέγχονται από το κράτος. Αυτή η αντίληψη είναι
πάγια στη νομολογία, είναι σαφής, αλλά αφήνει εκτός διοικητικής
δικαιοδοσίας ευρύτατο κύκλο υποθέσεων. Εξ αντιδιαστολής, αυτό σημαίνει
ότι δεν προκύπτουν διοικητικές διαφορές από πράξεις ιδιωτών ή οργάνων
ΝΠΙΔ. Το οργανικό κριτήριο αντιμετωπίζει ως διοικητικές αρχές μόνο ΝΠΔΔ-
έχει επομένως περιοριστική λειτουργία. Διασφαλίζει μεγαλύτερη ασφάλεια
δικαίου και καθιστά προβλέψιμη τη διάκριση των δικαιοδοσιών.
30
Βέβαια, η θεωρία αυτή δεν επικράτησε, δεδομένου ότι δημιουργεί μεγάλη
ανασφάλεια δικαίου. Αυτή πλέον είναι μία παρωχημένη συζήτηση, καθώς η
ιδιωτικοποίηση* μείωσε πάρα πολύ τη συζήτηση περί οργανικού &
λειτουργικού κριτηρίου.
Αυτά είναι ΝΠΙΔ, τα οποία ελέγχονται από το κράτος & βρίσκονται υπό την
εποπτεία του και δεν εκδίδουν διοικητικές πράξεις γενικά αλλά, κατ’εξαίρεση ο
νομοθέτης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις & για συγκεκριμένες έννομες σχέσεις, τα
εξοπλίζει με δημόσια εξουσία και έτσι αυτά δρουν ως ΝΠΔΔ. Υπάρχουν
συγκεκριμένες διατάξεις που εξουσιοδοτούν αυτά τα ΝΠΙΔ να εκδίδουν
κυριαρχικές/διοικητικές πράξεις και να ασκούν δημόσια εξουσία.
31
επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις, δρώντας ως ΝΠΔΔ, αφού έχει αυτή την
εξουσία.
➔ Η νομολογία ελέγχει κάθε φορά αν το όργανο που εξέδωσε την πράξη, ασκεί
κυριαρχική εξουσία.
Οι κρατικές ενισχύσεις & επιδοτήσεις στους αγρότες γίνονται από ένα πρόσωπο
ιδιωτικού δικαίου, από τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Αυτές, οι πράξεις κυριαρχικού χαρακτήρα
(:κυριαρχικού χαρακτήρα, επειδή ο ΟΠΕΚΕΠΕ κρίνει σε ποιους δίνουν & σε ποιους
όχι) η νομολογία ορίζει ότι εκδίδονται από ένα διφυές νομικό πρόσωπο &
δημιουργούν διοικητικές διαφορές.
Η θεωρία των διφυών νομικών προσώπων εφαρμόζεται μόνο σε μονομερείς πράξεις,
όχι σε διοικητικές συμβάσεις. Μόνο ως προς τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες
[αρμοδιότητες δημόσιας εξουσίας]που παρέχει ο νόμος δημόσια εξουσία δρα ως
ΝΠΔΔ και μπορεί να απευθύνει διαταγές. Τότε δημιουργείται σχέση
ανισότητας/κυριαρχίας μεταξύ του Ν.Π που δρα για λογαριασμό του κράτους και των
πολιτών.
Παράδειγμα: Το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών έχει τη λειτουργία της
χρηματιστηριακής αγοράς. Ο νομοθέτης ορίζει επίσης ότι το χρηματιστήριο ελέγχει
το αν οι εισηγμένες εταιρίες στην αγορά τηρούν τους όρους για την εισαγωγή τους
στην αγορά και αν δεν το κάνουν μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις. Κύρωση =ποινή,
αυτό είναι μια πράξη δημόσιας εξουσίας> δημιουργείται ανισότητα.
Δημοτικές επιχειρήσεις: Ο δημοτικός κοινοτικός κώδικας προβλέπει ότι οι δήμοι
μπορούν να συγκροτούν κοινοτικές επιχειρήσεις που είναι ΝΠΙΔ ύδρευσης και
αποχέτευσης. Με αυτά οι δημότες υπογράφουν συμβάσεις για να λάβουν τις
υπηρεσίες τους. Αυτές οι δημοτικές επιχειρήσεις μπορούν πχ να κηρύττουν
αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και έτσι έχουμε να κάνουμε με διφυή νομικά πρόσωπα
ως προς τις απαλλοτριώσεις.
ΟΠΕΚΕΠΕ: οργανισμός που καταβάλλει στους παραγωγούς τις αγροτικές
ενισχύσεις. Αναλαμβάνει και ελεγκτικές αρμοδιότητες και ως προς αυτές είναι διφυές
Ν.Π.
ΕΤΑΔ: Εταιρία Τουριστικών Ακινήτων Δημοσίου
Η νομολογία ορίζει ότι δε δημιουργείται διοικητική διαφορά από όλες τις πράξεις
ΝΠΔΔ & του δημοσίου και τούτο καθώς το δημόσιο & τα ΝΠΔΔ δεν ασκούν πάντα
δημόσια εξουσία, αλλά ενίοτε μπορεί να χρησιμοποιούν τα εργαλεία που παρέχει το
ιδιωτικό δίκαιο (πχ μπορεί να συνάπτουν συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου).
32
της διοίκησης που έχουν ως στόχο ταμειακό σκοπό, χωρίς να χρησιμοποιείται
δημόσια εξουσία. Στόχος εκεί είναι η εισροή πόρων στα κρατικά ταμεία. Στόχοι
δημοσίου συμφέροντος θεωρείται η προαγωγή της παιδείας, της υγείας, της
ασφάλειας κλπ.
iv. Πράξεις της διοίκησης που δεν διέπονται από κανόνες δημοσίου (διοικητικού)
δικαίου
Κατά κανόνα, όλες οι πράξεις των ΝΠΔΔ και του δημοσίου έχουν αυτά τα
χαρακτηριστικά. Κατ’εξαίρεση δεν τα έχουν, σε περιπτώσεις πράξεων που ανάγονται
στη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου. Εκτός από τα κοινόχρηστα
πράγματα, που είναι ταγμένα στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος &
προορίζονται για τον σκοπό της καλής δημόσιας λειτουργίας, υπάρχει και η κρατική
περιουσία, η οποία έχει μόνο ταμειακό σκοπό. Από τις πράξεις αυτές δε
δημιουργούνται διοικητικές, αλλά ιδιωτικές διαφορές οι οποίες επιλύονται στα
πολιτικά δικαστήρια.
33
προαγωγή της εθνικής οικονομίας και γι’αυτό είναι διοικητικές διαφορές & υπάγονται
στην αρμοδιότητα του ΣτΕ. Έτσι, το ΣτΕ έχει κρίνει ότι είναι αντισυνταγματικές
αυτές οι διατάξεις, οι οποίες ευνοούν τους ιδιώτες που παρανόμως καταλαμβάνουν
εκτάσεις (επειδή η διοίκηση βάσει αυτών των συνταγματικών διατάξεων ουσιαστικά
εκποιεί αυτές τις εκτάσεις στους ιδιώτες). Το ΣτΕ λέει ότι δεν πρέπει να αντλείς
όφελος από την παρανομία σου καθώς αυτό αντίκειται στο κράτος δικαίου: το να
καταλαμβάνεις παρανόμως ένα οικόπεδο & μετά από 10 χρόνια να έχεις την αξίωση
να το εκποιήσεις στην αντικειμενική του αξία, αυτό αντίκειται στις αρχές της
νομιμότητας & της ισότητας.
2. Σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη σύμβαση (= δεν κοιτάμε την ίδια τη
σύμβαση, αλλά το νομικό πλαίσιο που τη διέπει), αυτή πρέπει να εξυπηρετεί
σκοπό δημοσίου συμφέροντος και όχι ταμειακό.
34
Οι πράξεις από αυτές τις συμβάσεις δημιουργούν διοικητικές διαφορές που
δημιουργούν ακυρωτικές διαφορές, με βάση τη θεωρία των αποσπαστών πράξεων.
Στη διαδικασία ανάθεσης (διαδικασία που ακολουθεί η διοίκηση για να βρει τον
αντισυμβαλλόμενό της) εκδίδονται εκτελεστές αποσπαστές πράξεις [μπορούν να
αποσπαστούν από τη διοικητική σύμβαση] που δημιουργούν ακυρωτικές διαφορές,
δηλαδή διοικητικές διαφορές. Η ανάθεση γίνεται με μονομερή διοικητική πράξη.
Διαφορές που δημιουργούνται κατά την εκτέλεση της διοικητικής σύμβασης
είναι διοικητικού δικαίου– διαφορές ουσίας (αυτό θεσπίστηκε με νόμο – 94 παρ1 Σ
& Ν 1406/1983) και εισήλθαν το 1983 στα τ.δ.δ., ως τότε δικάζονταν στα πολιτικά
δικαστήρια.
35
του ΑΠΘ/ όμως αν ένα ΝΠΙΔ, όπως ένα κέντρο έρευνας αγοράσει στυλό από
τον Α, αυτό είναι δημόσια σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, επειδή λείπει το
λειτουργικό κριτήριο και το κέντρο έρευνας είναι ΝΠΙΔ
24/10/2023 - 5η διάλεξη
*έχασα το 1ο τέταρτο, σημειώσεις από αλλού
Διοικητική πράξη
Στην Πολιτική Δικονομία και στη Διοικητική Δικονομία υπάρχουν δίκες ανακοπής.
Πότε πάμε στα πολιτικά και πότε στα διοικητικά δικαστήρια; (ΑΕΔ) δεν μας νοιάζει
αν η πράξη που ανακόπτεται είναι διοικητική πράξη (αντικείμενο διαφοράς),
αλλά μας νοιάζει η υποκείμενη αιτία της διαφοράς (η αιτία που κρύβεται από
κάτω).
⇓
Θεωρία της υποκείμενης αιτίας: η αιτία που βρίσκεται από κάτω
Ψάχνουμε τη φύση της αξίωσης της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση και εκκινεί τη
διαδικασία της εκτέλεσης.
● Αν η ικανοποίηση απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου τότε έχουμε
36
διοικητική διαφορά, ενώ αν απορρέει από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου
είναι ιδιωτική
● Αν έχουμε διοικητική εκτέλεση προς είσπραξη μισθωμάτων από την
εκμετάλλευση των διαμερισμάτων του πανεπιστημίου έχουμε ιδιωτική
διαφορά
Πράξη προσδιορισμού φόρου συνιστά ενάσκηση δημόσιας εξουσίας επομένως
είναι διοικητική διαφορά
Ψάχνουμε επομένως να δούμε ποια είναι η φύση της αξίωσης που επιδιώκει να
ικανοποιήσει ο επισπεύδων τη διοικητική εκτέλεση. Η αξίωση απορρέει από
έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (ιδιωτική διαφορά) ή δημοσίου δικαίου (δημόσια
διαφορά – πχ φόροι).
Οι ανακοπές κατά πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης (όταν οι διαφορές είναι
διοικητικές) εκδικάζονται από τα μονομελή πρωτοδικεία.
Όταν υπάρχει θέμα εκτέλεσης πράξης εις χείρας τρίτου(ιδιάζουσα περίπτωση
διοικητικής εκτέλεσης): Πχ Α(οφειλέτης) δεν πληρώνει φόρο στο Δημόσιο, αλλά έχει
χρήματα σε τράπεζα (η τράπεζα θεωρείται τρίτος).
Το Δημόσιο κατάσχει χρήματα από την τράπεζα και ικανοποιεί την αξίωσή του.
Ανακοπή δικαιούται να ασκήσει κατά του μέτρου του Δημοσίου ο Α (οφειλέτης) στα
διοικητικά δικαστήρια με το κριτήριο της υποκείμενης αιτίας της διαφοράς. Αν η
τράπεζα ασκήσει ανακοπή κατά της πράξης της διοικητικής εκτέλεσης του Δημοσίου
ισχυριζόμενη ότι ο λογαριασμός δεν είναι του Α, αυτό δεν αποτελεί αμφισβήτηση
που ανάγεται στη σχέση Δημοσίου-οφειλέτη, αλλά αμφισβήτηση που ανάγεται στη
σχέση ιδιωτών (πολιτικά δικαστήρια)- εσωτερική σχέση τρίτου και οφειλέτη. Κατά
τεκμήριο οι διαφορές που δημιουργούνται από την ανακοπή τρίτου είναι ιδιωτικές
διαφορές (πολιτικά δικαστήρια). Στον τρίτο που ασκεί ανακοπή δεν εφαρμόζεται η
θεωρία της υποκείμενης αιτίας.
Τ
Δ
Η πιο συγκεκριμένη μορφή διοικητικής εκτέλεσης: πχ ο Οφειλέτης άφησε το
αμάξι του χωρίς ΚΤΕΟ με αποτέλεσμα πρόστιμο 250 ευρώ → αυτή την
απαίτηση που έχει το δημόσιο εναντίον του οφειλέτη, το δημόσιο μπορεί να
την ικανοποιήσει από περιουσιακά στοιχεία του που του τα φυλάσσουν τρίτοι
(απαιτήσεις που έχουμε έναντι τρίτων: πχ η απαίτηση & η λήψη χρημάτων
από τρίτους, όπως πχ τράπεζες) Το δημόσιο μπορεί να στείλει μία διαταγή
στην τράπεζα, να κατασχεθεί όλο το ποσό του οφειλέτη μέχρι το ποσό των 250
37
ευρώ → ο οφειλέτης την επόμενη μέρα πχ θα πάει να βγάλει λεφτά και δε θα
μπορέσει, δεν ενημερώνεται ο οφειλέτης για την κατάσχεση (στην αρχή του
στέλνεται μία ειδοποίηση λέγοντας του ότι αν δεν πληρώσει σε 15 ημέρες, η
εφορία θα προβεί σε εκτελεστικά μέτρα). Το τραπεζικό απόρρητο δεν ισχύει
έναντι της εφορίας: οι τραπεζικοί μας λογαριασμοί είναι διαθέσιμοι ανά πάσα
στιγμή στην εφορία.
Εδώ, αν ο οφειλέτης θελήσει να αμυνθεί κατά της πράξης εκτέλεσης, θα πάει στα
διοικητικά δικαστήρια, επειδή ο οφειλέτης έχει σχέση με το δημόσιο & είναι
διοικητική διαφορά. Αν όμως, ο τρίτος (εδώ, η τράπεζα) θελήσει να αμυνθεί κατά της
πράξης εκτέλεσης, θα προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια επειδή η τράπεζα έχει
σχέση με τον οφειλέτη, η οποία είναι ιδιωτικού δικαίου.Αυτό που μπορεί να κάνει, ο
κάθε τρίτος εδώ είναι να ασκήσει ανακοπή & να αμφισβητήσει την κατάσχεση,
λέγοντας πως τα περιουσιακά στοιχεία δεν είναι του οφειλέτη, αλλά δικά του. Ο
τρίτος σε αυτή την ιδιάζουσα περίπτωση, ασκεί πάντα στα πολιτικά δικαστήρια.
*πρόσεχε: η τριτανακοπή είναι ένδικο μέσο, #η ανακοπή είναι ένδικο βοήθημα
Όταν ένας ιδιώτης καταλαμβάνει δημόσια έκταση, τότε μια αντίστοιχη δημόσια
υπηρεσία εκδίδει ένα πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Επίσης, εκδίδεται
πρωτόκολλο αποζημίωσης που πρέπει να καταβάλει ο ιδιώτης.
Μιλάμε για καταλήψεις όπου ένας ιδιώτης παρανόμως οικειοποιείται ένα ξέμπαρκο
χωράφι & το εκμεταλλεύεται.Για το χρόνο που διήρκεσε αυτή η κατάληψη του
38
δημοσίου κτήματος υπάρχει ένα πρωτόκολλο αποζημίωσης: δηλαδή, ο ιδιώτης
καταληψίας πρέπει να πληρώσει για το χρόνο που παρανόμως είχε καταλήψει το
δημόσιο κτήμα.
Τα πρωτόκολλα αυτά εκδίδονται από διοικητικά όργανα & έχουν την εξωτερική
μορφή της διοικητικής πράξης. Όμως, οι διαφορές που δημιουργούνται έχουν ως
αντικείμενο & θέμα συζήτησης (το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας) την
ιδιοκτησία του κτήματος: ποιος είναι ο κύριος του κτήματος.
!!Η νομολογία λέει ότι εφόσον αντικείμενο της διαφοράς είναι εμπράγματο δικαίωμα,
το οποίο είναι ιδιωτικου δικαίου, τότε οι διαφορές αυτές υπάγονται στα δικαστήρια τα
οποία είναι κατεξοχήν αρμόδια να εκδικάζουν εμπράγματα δικαιώματα, δηλαδή εδώ
πάμε στα πολιτικά δικαστήρια. ΟΜΩΣ, η νομολογία θεωρητικα δέχεται ότι αν η
διαφορά αφορά ελαττώματα τυπικής διαδικαστικής νομιμότητας της πράξης θα
μπορούσε να υπάρξει αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων → βέβαια αυτό
στην πράξη δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ.
39
2. διαφορές που προκύπτουν σε σχέση με την πρόσληψη/την απόλυση &
την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση (πχ προαγωγές, μεταθέσεις,
μετατάξεις κλπ) → εδώ η νομολογία διακρίνει 2 περιπτώσεις:
a. περίπτωση όπου για την πρόσληψη προσωπικού αυτού τηρήθηκε
ειδική διοικητική διαδικασία (ΑΣΕΠ, μοριοδότηση κλπ) - Ν
2190/1994 → πάμε στα διοικητικά δικαστήρια: οι διαφορές
εδώ είναι διοικητικές, αφού η πράξη εκδίδεται από όργανο του
κράτους
b. περίπτωση όπου δεν τηρήθηκε ειδική διοικητική διαδικασία
→ πάμε στα πολιτικά δικαστήρια
αρ. 94 παρ.1,2 Σ → εξαίρεση από τον κανόνα της διάκρισης των δικαιοδοσιών
από το Σύνταγμα και με βάση τη φύση της διαφοράς (κρίνεται από το
δικαστήριο): το Σύνταγμα επιτρέπει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και υπό
συγκεκριμένες προϋποθέσεις* στο νομοθέτη να παρέμβει προκειμένου να υπαγάγει
διοικητικές διαφορές ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια ή ιδιωτικές διαφορές στη
διοικητική δικαιοσύνη. Το άρθρο μιλά για «κατηγορίες» υποθέσεων, άρα επιβάλλει
να περιγράφονται με τρόπο αφηρημένο και γενικό οι διαφορές (όχι μεμονωμένες
διαφορές). Ο νομοθέτης άσκησε τη δυνατότητα που του έδωσε το Σύνταγμα και
μετέφερε στην πολιτική δικαιοσύνη τις αυτοκινητικές διαφορές, ενώ στη
40
διοικητική δικαιοσύνη μετέφερε τις διαφορές από την ανάθεση δημοσίων
συμβάσεων.
*Προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο νομοθέτης μπορεί να αποκλίνει από τον κανόνα τις
διάκρισης δικαιοδοσιών:
1. Ειδικές περιπτώσεις (εξαιρετική ρύθμιση του Σ, εξαίρεση από τον
κανόνα) → απαιτείται ειδική αιτιολογία/συσταλτική ερμηνεία
2. Κατηγορίες υποθέσεων: όχι συγκεκριμένη υπόθεση
3. Όσον αφορά τις διοικητικές διαφορές → υποθέσεις που μπορούν να
μεταφερθούν/πάνε στα πολιτικά δικαστήρια, είναι διοικητικές διαφορές
ουσίας, όχι ακυρωτικές διαφορές
4. Σκοπό αποτελεί(η ουσιαστικότερη, η πιο σημαντική διάκριση): η ενιαία
εκδίκαση διαφορών που διέπονται από την ίδια νομοθεσία→ θέλουμε
ομοιόμορφη εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας
!!ΠΟΛΥ ΣΟΣ: για παράδειγμα, ένα διοικητικό όργανο προκαλεί βλάβη σε ιδιώτη
→ αποζημίωση με ΕισΝΑΚ αρ. 105 : συγκεκριμένα ένα ασθενοφόρο πέφτει
πάνω σε ένα ΙΧ→ το ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την έννομη σχέση είναι ο
ΚΟΚ & η διαφορά θα υπαχθεί στα διοικητικά δικαστήρια. ΟΜΩΣ, πλέον
αυτές οι διαφορές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια επειδή τίθεται ζήτημα
ενιαίας εφαρμογής του ΚΟΚ. (;;)
41
!!Οι συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων είτε γίνονται από ΝΠΙΔ, είτε από
ΝΠΔΔ →εφαρμόζεται ο ίδιος νόμος (Ν 1418/84).
Βάσει του οργανικού κριτηρίου,εάν συνάπτονται από ΝΠΔΔ →διοικητική
διαφορά, αν έχουμε ΝΠΙΔ →ιδιωτική διαφορά. Ενοποίηση δικαιοδοσιών: οι
διαφορές αυτές μεταφέρθηκαν όλες στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια.
Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, νόμος πλέον ορίζει ότι αρμόδια είναι τα πολιτικά
δικαστήρια, διότι ζήτημα είναι ο καθορισμός του δικαιούχου της αποζημίωσης, να
βρούμε ποιος είναι ο κύριος του πράγματος & αυτό έρχεται σε συνάφεια με τον
προσδιορισμό της αποζημίωσης.
42
Στην πράξη η προσφυγή στα κρατικά δικαστήρια δεν είναι ο μόνος τρόπος επίλυσης
διοικητικών διαφορών. Υπάρχει και η διαιτησία, που είναι ένας δικαιοδοτικός
μηχανισμός εναλλακτικός. Είναι μια μορφή επίλυσης διαφορών που βασίζεται σε
συμφωνία των διαδίκων. Τα μέρη προσδιορίζουν στη συμφωνία τους και τον τρόπο
ανάδειξης του δικαιοδοτικού οργάνου. Η συμφωνία τους ονομάζεται διαιτητική
ρήτρα. Προϋπόθεση της διαιτησίας είναι να έχω το δικαίωμα για να το παραχωρήσω.
Τροπος επιλυσης διαφορων →Οι ιδιωτες τις δικες τους διαφορες μπορει να τις
υπαγάγουν και σε ιδιωτικη διαιτησια. Σε οργανο που η εξουσια του δηλαδη
προερχεται απο την κοινη συμφωνια των διαδικων.Τα μερη λοιπον μπορουν να τα
υπαγάγουν ζητωντας την ικανοποιηση τους και σε ιδιωτικα οργανα, αρκει να
υπαρχει συμφωνια των μερων. Αυτη η συμφωνια, αποτελει τμημα συμβασης η
μπορει να γινει και ad hoc (ρητρα διαιτησιας). Κατα κανονα, καθε πλευρα οριζει ενα
διαιτητη και οι διαιτητες της καθε πλευρας οριζουν εναν υποδιαιτητη.
43
Τα διαιτητικα δικαστηρια μπορουν οπως και τα κρατικα να ελεγχουν το Συνταγμα και
το ενωσιακο δικαιο.
Το διαιτητικό δικαστήριο κρίνει κάθε ζήτημα νομιμότητας. Μπορεί μέχρι και να
κρίνει μια πράξη αντίθετη με το Σύνταγμα ή με στο Ενωσιακό Δίκαιο. Αποτελείται
από νομικούς. Δεν μπορεί να ακυρώσει διοικητικές πράξεις (άρθρο 95 παρ1
περίπτωση α’ Σ)- αυτό μπορεί να το κάνει μόνο το ΣτΕ και τα διοικητικά δικαστήρια.
Μπορεί όμως το διαιτητικό δικαστήριο να τις κρίνει ανεφάρμοστες.
44
προσφυγή ουσίας). Αυτη η διχοτομηση,καταγραφεται στο Σ95 α’→ακυρωτικες
διαφορες, γ’→διαφορες ουσιας.
!!Αν δεν προκύπτει κάποιο αλλο ειδικο ενδικο βοηθημα,τοτε το καταλληλο ενδικο
βοηθημα ειναι η αιτηση ακυρωσεως. Αν δεν προκυπτει αρα κατι αλλο, εχουμε
ακυρωτικη διαφορα.
Κριτήρια διάκρισης:
i. Το “ουσιαστικό κριτήριο”
Το πιο κλασικό κριτηριο, είναι το ουσιαστικό κριτήριο. Κοιταμε τις διαταξεις του
ουσιαστικου δικαιου. Κοιταω αν δημιουργουν:
a. δικαίωμα ουσιαστικου δικαιου(έχω διαφορα ουσιας όταν παραβιάζεται
κανόνας που δημιουργεί δικαίωμα ουσιαστικού δικαίου),
b. αν δημιουργουν εννομο συμφερον (όταν ο αιτών έννομη προστασία
επικαλείται παραβίαση από την έννομη τάξη απρόσωπου κανόνα του
ουσιαστικού δικαίου, θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του και έχω
ακυρωτικη διαφορα - πχ νομοθεσία για το περιβάλλον)
45
ηλικιωμενων ειναι ολες διαφορες ουσιας.Οποιος θελει να ανοιξει ενα
καταστημα παιρνει αδεια λειτουργιας του καταστηματος,οι προυποθεσεις
αδειοδοτησης προστατευουν την επαγγελματικη ελευθερια και κατα κανονα
δημιουργουν διαφορες ουσιας, γιατι προστατευουν την συγκεκριμενη
κατηγορια προσωπων στην οποια απευθυνονται.
Στις διαφορες ουσιας, ο διοικητικος δικαστης εχει μεγαλυτερες εξουσιες ελεγχου της
εννομης σχεσης και διάπλασης της αποφασης στις διαφορες ουσιας απο οτι εχει ο
δικαστης στις ακυρωτικες διαφορες.
Ο δικαστης της ουσιας μπορει να ελεγξει τον τροπο με τον οποιο η διοικηση υπαγάγει
τα πραγματικα περιστατικα της Διοικησης, σε αοριστες νομικες εννοιες.Σε
ακυρωτικες διαφορες, ο δικαστης κρινει μονο την αιτιολογια των πραξεων. Ενω ο
δικαστης της ουσιας, ελεγχει και την ουσια της διαφορας. Μεγαλυτερη εξουσια
ελεγχου, εχει ο δικαστης της ουσιας.
46
πράξη στο αρμόδιο όργανο.
Ο Α ζηταει χορηγηση αδειας για καφετερια,η διοικηση αρνειται να του παράσχει την
αδεια,(διαφορα ουσιας),παρολα αυτα του την χορηγησε.
Ο Β που ενοχλειται απο τον θορυβο θελει να ασκησει ενδικο βοηθημα κατα της
αδειας του μπαρ.=> Οι διαταξεις που διεπουν τα καταστηματα υγειονομικου
ενδιαφεροντος,για τους τριτους, οι διαφορες αυτες ειναι ακυρωτικες χαριν του
δημοσιου συμφεροντος.
Με νεο ομως νομο, και για τους τριτους προκειται διαφορας ουσιας, με κριτηριο την
φυση και την σπουδαιότητα της διαφορας. Αν ομως, δεν προβλέπεται διαφορα
ουσιας, για τους τριτους προκειται για ακυρωτικη διαφορα. ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΙΝΑΙ ΤΙ
ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ. Δηλαδή, αναλυτικότερα: Το ουσιαστικό κριτήριο πλέον
έχει επικουρικό χαρακτήρα. Υπάρχουν όρια στην παρέμβαση του νομοθέτη; Με βάση
το ΣτΕ, ο νομοθέτης σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορεί να δημιουργήσει διαφορά
πλήρους δικαιοδοσίας. Κριτήριο συνιστά η φύση και η σπουδαιότητα της διαφοράς
(95 παρ1 Σ). Το Σύνταγμα σε κάποιες περιπτώσεις απαγορεύει στον νομοθέτη να
χαρακτηρίσει κάποιες διαφορές ως διαφορές ουσίας:
Β.απαγορεύεται η δημιουργία διαφοράς ουσίας από τον δικαστή και όταν ενόψει του
σύμφωνα με τον νόμο αντικειμένου της προσβαλλόμενης πράξης, των προϋποθέσεων
που απαιτούνται για την έκδοσή της, του χαρακτήρα της έρευνας βάση της οποίας
διαπιστώνονται οι προϋποθέσεις αυτές και των συνεπειών που θα επέφερε η
μεταρρύθμιση της πράξης, η δημιουργία διαφοράς ουσίας θα ήταν αντίθετη με την
αρχή της διάκρισης των λειτουργίας.
Αυτή η περίπτωση βέβαια είναι εξαιρετική. Δεν αίρεται ο κανόνας ότι ο τυπικός
νόμος αποφασίζει τον χαρακτήρα της διαφοράς.
47
!!Δηλαδή, στις πραξεις της Διοικησης,δημιουργουνται ακυρωτικες διαφορες,
αλλιως ο δικαστης της ουσιας, εχει ευρυτερες εξουσιες ελεγχου, θα ασκουσε αντι για
την Διοικηση την διακριτικη της ευχερεια, η οποια ανηκει στην εκτελεστικη
εξουσια.Αρα στις πραξεις της διακριτικης ευχερειας, εχουμε ακυρωτικη διαφορα.
Αν τρίτος επικαλεστεί παραβίαση της νομοθεσίας, αντλεί από τη νομοθεσία αυτή
έννομο συμφέρον εξ αντανακλάσεως. Αυτός ο τρίτος (βάσει νομολογίας) ασκεί
αίτηση ακυρώσεως.
Κατά της άρνησης χορήγησης άδειας, για τον τρίτον δεν δημιουργείται δικαίωμα
αλλά έννομο συμφέρον γι αυτό μπορεί να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως, εκτός αν ο
νόμος παρέμβει και ορίσει ότι και ο τρίτος θα μπορεί να ασκήσει προσφυγή ουσίας.
31/10/2023- 7η διάλεξη
(αρ.7 Ν 702/1977→ διαφορές ουσίας)
48
ε. Ακυρωτικές διαφορές που εκδικάζονται από τα τακτικά διοικητικά
δικαστήρια αρ. 1 Ν 702/1977 → απαρίθμηση ακυρωτικών διαφορών που έχουν
υπαχθεί στα διοικητικά εφετεία: κάποιες ακυρωτικές διαφορές δικάζονται
από τα τριμελή διοικητικά Εφετεία (μεταφέρθηκαν από το ΣτΕ εφόσον το ΣτΕ
το επέτρεψε) – ενδεικτική απαρίθμηση
➔ πχ διορισμός και υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων του
Δημοσίου/ προσοχή στην εξαίρεση της παρ2 του ίδιου άρθρου
➔ διαφορές από την παραμονή στη χώρα-πράξεις απέλασης μη Ενωσιακών
αλλοδαπών: διοικητικές ακυρωτικές διαφορές που δικάζονται από τα
τριμελή διοικητικά πρωτοδικεία
Έννομη προστασία εκτός της προσφυγής ουσίας και της αίτησης
ακυρώσεως(διαπλαστικές αγωγές) έχουμε με την καταψηφιστική αγωγή (αίτημα για
καταψήφιση σε χρηματική παροχή) και με την αναγνωριστική αγωγή (αίτημα για
αναγνώριση χρηματικής οφειλής του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ). Η αγωγή και στις δύο
αυτές περιπτώσεις συνιστά ένδικο βοήθημα ουσίας- έχουμε διαφορά ουσίας.
Όλες οι διαφορές που αφορούν αιτήματα για χρηματική παροχή, είναι διαφορές
ουσίας. Διαφορές ουσίας είναι αυτές που απορρέουν από την εκτέλεση των
διοικητικών συμβάσεων όπως προαναφέραμε και στο δ΄.
!!Προσοχή, διαφορές κατά την ανάθεση των ακυρωτικών συμβάσεων (στη διαδικασία
που προηγείται της εκτέλεσης) είναι ακυρωτικές διαφορές (αυτό μας το λέει η θεωρία
των αποσπαστών συμβάσεων)
Ακυρωτικές διαφορές
(!!)
Οι ακυρωτικές διαφορές κατά κανόνα ανήκουν στην αρμοδιότητα του ΣτΕ (95 παρ.1
α΄Σ) και μόνο κατ’εξαίρεση ανήκουν στην αρμοδιότητα των τ.δ.δ. (95 παρ.3 Σ). Το
αντίθετο ισχύει για τις διαφορές ουσίας.
49
Αν δεν προβλέπεται κάτι ειδικό (:δηλαδή, αν δεν υπάρχει κάποια εξαιρετική/ειδική
διάταξη) οι ακυρωτικές διαφορές δικάζονται από το ΣτΕ, αυτό κατοχυρώνεται στο
αρ.95 παρ.1 περ. α΄Σ: γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας του ΣτΕ.
Δεν καθορίζει το αίτημα του ενδίκου βοηθήματός μας το περιεχόμενο της διαφοράς.
Δεν είναι ο αιτών έννομη προστασία αυτος που υπαγάγει τις διαφορές ουσίας σε
ακυρώσεως. Αν έχουμε ακυρωτική μπορεί να διεκδικήσει μόνο την ακύρωση.
Αυτό προκύπτει από την κατηγορία στην οποία υπάγεται η διαφορά. αν είναι ουσίας
τότε μόνο μπορεί να ζητήσει και την τροποποίηση
Η κοινή νομοθεσία -προκειμένου να ελαφρύνει το ΣτΕ- έχει υπαγάγει πολλές
ακυρωτικές διαφορές, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ιδίως στα
διοικητικά εφετεία. Δες στο αρ. 1 Ν 702/1977 → απαρίθμηση ακυρωτικών
διαφορών που έχουν υπαχθεί στα διοικητικά εφετεία.
!!Πολλή προσοχή:
● Αν έχουμε προσωπικό δημοσίου για υποθέσεις που αφορούν το
διορισμό του, την απόλυση & γενικά την υπηρεσιακή τους κατάσταση
→έχουμε ακυρωτική διαφορά
● Αν έχουμε προσωπικό ιδιωτικού δικαίου→εξετάζουμε αν έχουμε
ακυρωτική διαφορά:
○ αν έχουμε διοικητική διαφορά, πάμε στα διοικητικά εφετεία με αίτηση
ακυρώσεως (αρ. 7 παρ.1 περ. γ΄Ν 702/1977)
○ αν δεν έχουμε ιδιωτική διαφορά, πάμε στα πολιτικά δικαστήρια: με ποιο
κριτήριο διαπιστώνουμε αν έχουμε διοικητική ή πολιτική διαφορά;
βλέπουμε αν η πρόσληψη έγινε με ειδική διοικητική διαδικασία**
Βασικές ακυρωτικές διαφορές που υπάγονται στα εφετεία διαφαίνονται στο αρ. 1
παρ.1 περ.δ΄, περ.θ΄,περ. η΄, περ. ζ΄ Ν 702/1977.
50
εκδίδονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των αλλοδαπών, πχ
άρνηση θεώρησης εισόδου, άρνηση χορήγησης παραμονής, διοικητική
απέλαση, επιβολή περιορισμών που αφορούν στην εγκατάσταση ή
στην παραμονή σε ορισμένη παραμονή της χώρας.!!Όλες αυτές οι
ατομικές διοικητικές πράξεις υπάγονται στα διοικητικά πρωτοδικεία,
με εξαίρεση τις πράξεις εκείνες που αφορούν την εφαρμογή του
ενωσιακού δικαίου, οι οποίες προσβάλλονται ακυρωτικά στο ΣτΕ.
51
Στη διοικητική δικονομία έχουμε 3 βασικά ένδικα βοηθήματα & μερικές παραλλαγές
τους:
Ειδικότερα, το αίτημα της αγωγής στη διοικητική δικονομία, μπορεί να διακριθεί είτε
σε καταψηφιστικό (όταν ζητάει καταδίκη του δημοσίου ή του ΝΠΔΔ σε χρηματική
παροχή), είτε σε αναγνωριστικό(να αναγνωριστεί από το δικαστήριο ότι υποχρεούται
το εναγόμενο δημόσιο ή ΝΠΔΔ να καταβάλει τη χρηματική παροχή).
→επομένως, με την αγωγή μπορούμε να ζητήσουμε μόνο αναγνώριση ή
καταψήφιση χρηματικής αξίωσης.
52
(ομοδικία & συνάφεια) - Η κατάργηση της ακυρωτικής δίκης - Η συζήτηση της
υπόθεσης στο ακροατήριο - Η ακυρωτική απόφαση & οι συνέπειές της
Η αίτηση ακυρώσεως, έχει 2 διανοητικά στάδια, το στάδιο του παραδεκτού στο οποίο
ελέγχεται να πληρούνται οι δικονομικές προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος & το
στάδιο του βασίμου, το οποίο αφορά τους 4 λόγους ακυρώσεως και στο οποίο
εξετάζεται αν σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο αποδίδεται πράγματι στον αιτούντα
η αξίωση που επικαλείται. Προσοχή: για να περάσω στο στάδιο του βάσιμου και να
το εξετάσω, πρέπει το ένδικο βοήθημα που έχω ασκήσει να μην έχει απορριφθεί ως
απαράδεκτο στο στάδιο του παραδεκτού.
Διαγραμματικά:
Γενικές δικονομικές προϋποθέσεις Ειδικές δικονομικές προϋποθέσεις
53
● ικανότητα διαδίκου Αντικειμενικές Υποκειμενικές
● ικανότητα δικ παράστασης ● φύση της προσβ ● έννομο
● δικαιοδοσία πράξης συμφέρον
● αρμοδιότητα ● έλλειψη αιτούντος
παράλληλης ● η τήρηση
προσφυγής δικονομικής
προθεσμίας που
τυχόν
προβλέπεται
● η άσκηση τυχόν
ενδικοφανούς
προσφυγής (!!)
Και σε ειδικές:
i. Προσβολή εκτελεστής πράξης διοικητικής αρχής (1η προϋπόθεση παραδεκτού)
● αρ. 45 παρ.1 ΠΔ 18/1989 →απορρέει ευθέως από το αρ. 95 παρ.1 περ.α΄ &
αρ. 90 παρ.6 Σ: με αίτηση ακυρώσεως προσβάλλονται μόνο οι εκτελεστές
πράξεις των διοικητικών αρχών & έχει ως αντικείμενο μόνο τη νομιμότητα
μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης επομένως, πρέπει να πρόκειται για
εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής (αν πχ έχουμε όργανο της δικαστικής
εξουσίας, ακόμα κι αν έχουμε ρύθμιση περιεχομένου διοικητικού δικαίου, δεν
προσβάλλεται παραδεκτά με αίτηση ακυρώσεως- θέλουμε εκτελεστική
εξουσία & διοικητική αρχή)
● πρέπει να έχουμε πράξη που πληροί το οργανικό κριτήριο (: δηλαδή, πράξεις
οργάνου δημοσίου δικαίου)
54
● πρέπει να έχουμε εκτελεστή πράξη (=δηλαδή, πράξη που παράγει αμέσως &
ευθέως έννομες συνέπειες, η οποία έχει νομική ρύθμιση & μεταβάλλει το
νομικό κόσμο)
● Η διοικητική πράξη προέρχεται από όργανο του κράτους ή ΝΠΔΔ και
μονομερώς επιφέρει μεταβολές στο νομικό κόσμο κινούμενη εντός του
διοικητικού δικαίου. Είναι εξωστρεφής και μονομερής. Παράγει ευθέως
νομικές συνέπειες μεταβάλλοντας τον νομικό κόσμο.
!!οι κανονιστικές πράξεις προσβάλλονται παραδεκτά με αίτηση
ακυρώσεως
Οι πράξεις ιδιωτών δεν είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Το ίδιο ισχύει και
για πράξεις οργάνων ΝΠΙΔ (εξαίρεση τα διφυή νομικά πρόσωπα). Οι πράξεις
δικαστικών οργάνων δεν πληρούν το οργανικό κριτήριο- δεν υπόκεινται σε
αίτηση ακυρώσεως. Θέλουμε πράξη διοικητικής αρχής. Ούτε ο τυπικός νόμος
δεν υπόκειται σε αίτηση ακυρώσεως. Ο ουσιαστικός νόμος (κανονιστική
διοικητική πράξη) προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως στο ΣτΕ.
55
την έκδοση μίας άδειας), πιστοποιητικά (βεβαιώνουν για
ορισμένα περιστατικά). Η άρνηση όμως της διοίκησης να εκδώσει
πιστοποιητικό ή βεβαίωση έχει εκτελεστό χαρακτήρα στο μέτρο που
εμποδίζει μετέπειτα διοικητική διαδικασία.
πχ να του αρνειται πιστοποιητικό και εξαιτιας αυτού να μην μπορεί να
κάνει αίτηση σε ενα πανεπιστήμιο.Η άρνηση της διοίκησης μπορεί να
επιφέρει έννομες συνέπειές, την παρεμπόδιση άσκησης δικαιώματος. Η
βεβαίωση επομένως είναι πληροφοριακό έγγραφο και δεν έχει
εκτελεστότητα, όμως η άρνηση χορήγησης είναι εκτελεστή πράξη
(π.χ. πιστοποιητικό βαθμολογίας- πληροφορεί, δεν είναι εκτελεστή
πράξη. Η άρνηση όμως της γραμματείας, μπορεί να παρεμποδίσει για
παράδειγμα την εγγραφή μας σε πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών,
επομένως είναι εκτελεστή)
- Οι πράξεις που αφορούν το εσωτερικό της διοίκησης: (πχ, εγκύκλιοι, διαταγές,
οδηγίες προϊσταμένων): είναι μορφή εσωτερικών διαταγών της διοίκησης, και
στερούνται εκτελεστικού χαρακτήρα επειδή απευθύνονται στο εσωτερικό του
διοικητικού μηχανισμού & δεν μεταβάλλουν τις σχέσεις της διοίκησης με τους
ιδιώτες
56
αρνητική γνώμη της διοίκησης δεν επιτρέπει στο άτομο να προχωρήσει στις
ενέργειες που θέλει (πχ θέλουμε σύμφωνη γνώμη για ανέγερση μιας
πολυκατοικίας & η διοίκηση εκδώσει αρνητική γνώμη)
6/11/2023 - 8η διάλεξη
Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας
π.χ. Αίτηση για οικοδομική άδεια
Είναι εκτελεστή πράξη η απόρριψη του αιτήματος για έκδοση οικοδομικής άδειας;
Είναι διότι παράγει έννομα αποτελέσματα απαγορεύοντας στον ιδιώτη να
οικοδομήσει.
Αν η διοίκηση σιωπά, πάλι ο ιδιώτης δεν μπορεί να χτίσει. Καταρχήν δεν θα
μπορούσαμε να ζητήσουμε δικαστική προστασία, αφού απαιτείται πράξη της
διοίκησης και η σιωπή δεν αποτελεί πράξη. Εδώ υπάρχει μία κατά πλάσμα δικαίου
διοικητική πράξη.
57
3. Η αίτηση πρέπει να αφορά πράξη για την έκδοση της οποίας, η διοίκηση έχει
δέσμια αρμοδιότητα, να υποχρεούται δηλαδή για την έκδοση της. Αν η
διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια, τότε δεν υπάρχει παράλειψη οφειλόμενης
νόμιμης ενέργειας
Η προθεσμία αυτή αφορά την προθεσμία για την έκδοση της πράξης, για την άσκηση
της αρμοδιότητας της Διοίκησης.
● Τι γίνεται όταν ο νόμος δεν προβλέπει αιτήσεις του ιδιώτη σε ορισμένες
διαδικασίες από τις οποίες εξαρτάται δικαίωμα του ιδιώτη; Κατ’ εξαίρεση εδώ
μπορούμε να έχουμε π.ο.ν.ε. χωρίς αίτημα του ιδιώτη.
● Αν το αίτημα υποβληθεί σε αναρμόδιο όργανο, το αναρμόδιο όργανο
υποχρεούται να παραπέμψει στο αρμόδιο με όλα τα δικαιολογητικά και τότε
ξεκινά η προθεσμία για τη συναγωγή της παράλειψης.
Το άρθρο 45 παρ4 (π.ο.ν.ε.) διαφέρει από το άρθρο 45 παρ2 (σιωπηρή απόρριψη
ενδικοφανούς προσφυγής), παρόλο που οι προϋποθέσεις τους μοιάζουν.
Μια ανυπόστατη διοικητική πράξη δεν προσβάλλεται παραδεκτά με αίτηση
ακυρώσεως. Δεν καλύπτονται από το τεκμήριο νομιμότητας. Ανυπόστατη μπορεί
να είναι μια πράξη λόγω έλλειψης συστατικού τύπου, μη δημοσίευσης στο ΦΕΚ,
58
έκδοσης από κατά κλάδο αναρμόδιο διοικητικό όργανο -πχ εκδίδεται η πράξη από
όργανο άλλου υπουργείου από αυτό που είναι αρμόδιο. Σφετερισμός δημόσιας
εξουσίας οδηγεί σε ανυπόστατη διοικητική πράξη.
Κατ’ εξαίρεση, προσβάλλονται παραδεκτά και ανυπόστατες διοικητικές πράξεις για
λόγους ασφάλειας δικαίου. Αυτό συμβαίνει για τις κανονιστικές πράξεις. Οι
ατομικές διοικητικές ανυπόστατες πράξεις κατ’ εξαίρεση προσβάλλονται παραδεκτά
όταν η διοίκηση τις έχει εκτελέσει ή όταν από το φάκελό τους προκύπτει ότι
επίκειται η εκτέλεσή τους.
59
συσταλτικά. Ως κυβερνητική χαρακτηρίζεται μία πράξη από το ΣτΕ, όχι από τον
νομοθέτη. Ο αριθμός των κυβερνητικών πράξεων είναι κλειστός.
Για τον χαρακτηρισμό μίας πράξης ως κυβερνητικής, δε μας ενδιαφέρει το όργανο (δε
χρειαζόμαστε αναγκαστικά όργανο της κυβέρνησης).Σύμφωνα με την κλασσική
θεωρία, κυβερνητικές είναι οι πράξεις που εκδίδονται βάσει νομοθετικών διατάξεων
που απονέμουν στη διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια που ασκείται μόνο με
κριτήρια πολιτικής σκοπιμότητας. Η νομολογία θεωρεί ως κυβερνητικές τις πράξεις
που ανάγονται στη διαχείριση των διεθνών σχέσεων της χώρας (πχ αναγνώριση
κράτους, κήρυξη πολέμου κλπ). Δεν θεωρούνται κυβερνητικές οι πράξεις που
αφορούν την διοικητική απέλαση αλλοδαπού ή πολιτογράφηση αλλοδαπών αφού δεν
ανάγονται στις υποθεσεις διαχείρισης των διεθνών σχέσεων της χώρας, αλλά
αποτελούν διοικητικές διαφορές που δημιουργούν ακυρωτικές διαφορές στο
Μονομελές . Αυτές οι πράξεις προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως στα τριμελή
διοικητικά πρωτοδικεία.
Ομοίως η πράξη απονομής χάριτος από τον ΠτΔ δεν αποτελεί κυβερνητική πράξη και
προσβάλλεται παραδεκτά.
Κυβερνητικές θεωρούνται και οι πράξεις που ανάγονται στις σχέσεις συνταγματικών
οργάνων μεταξύ τους (π.χ. Π Δ περί διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών,
εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, προκήρυξη δημοψηφίσματος από τον ΠτΔ κατόπιν
πρότασης του Υπουργικού Συμβουλίου, εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον
ΠτΔ κλπ). Εδώ η θεωρία επισημαίνει ότι δεν έχουμε διοικητικές διαφορές, έχουμε
συνταγματικές διαφορές. Η Ελλάδα δεν έχει συνταγματικό δικαστήριο, με
αποτέλεσμα για τις διαφορές αυτές να μένουμε χωρίς δικαστή και οι διαφορές
εκφεύγουν και της διοικητικής δικαιοσύνης
Το άρθρο 45 παρ. 5 αποκλείει τη δικαστική ακύρωση των πράξεων αυτών με αίτηση
ακυρώσεως, αλλά όχι το να ζητήσει κάποιος αποζημίωση (άρθρο 4 παρ.5 Σ – αρχή
της ισότητας στα δημόσια βάρη). Δεν μιλάμε λοιπόν για δικαστική ασυλία των
κυβερνητικών πράξεων.
60
προστασία, ή διαφορετικά η ακυρωτική απόφαση να τον ευνοεί νομικά. Σύμφωνα
με το ΣτΕ, πρέπει να υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στην προσβαλλόμενη
πράξη και στον αιτούντα έννομη προστασία. Δεν αρκεί δηλαδή το ενδιαφέρον για την
τήρηση της νομιμότητας. Δεν υπάρχει λαϊκή αγωγή. Το έννομο συμφέρον σχετίζεται
και με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ1 Σ).
Μπορεί να τον βλάπτει είτε περιουσιακά είτε ακόμα και ηθικά, να βλάπτεται σε ένα
από τα αγαθά της προσωπικότητάς του. Πάντως πρέπει σε κάθε περίπτωση η βλάβη
να προκαλείται άμεσα από την προσβαλλόμενη πράξη και όχι από άλλη πράξη.
Αντιστρόφως η ακύρωση της πράξης πρέπει να προάγει τα συμφέροντά του.
Άρση του εννόμου συμφέροντος:
1. Όταν η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος του αιτούντος
τη δικαστική προστασία (π.χ.ο αιτών ζήτησε τον χαρακτηρισμό του κτιρίου
ως διατηρητέου, η διοίκηση εξέδωσε την πράξη και μετά ο αιτών πάει και
την προσβάλλει)
2. Όταν έχει δώσει ρητά τη συναίνεσή του ο ενδιαφερόμενος,
3. Όταν μετά την έκδοση της πράξης, ο αιτών δηλώνει την αποδοχή της
πράξης. Το έννομο συμφέρον προσβολής της πράξης τότε εκλείπει. Η
αποδοχή πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη, δεν χρειάζεται όμως να
δηλώνεται ευθέως, μπορεί να συνάγεται και από τη συμπεριφορά του
ενδιαφερομένου. Αρκεί βέβαια η αποδοχή να μην είναι προϊόν πλάνης,
απάτης ή απειλής (εξαναγκασμού). Η εκπλήρωση νόμιμης υποχρέωσης δεν
αποτελεί αποδοχή (πχ αποπληρωμή προστίμου). Η παραίτηση από το
δικόγραφο καταργεί τη δίκη, αλλά δεν συνιστά αποδοχή της
προσβαλλόμενης πράξης.
61
(π.χ. Α έχει νοικιάσει σπίτι στον Β. Η διοίκηση κηρύσσει αναγκαστική απαλλοτρίωση
ώστε να περάσει δρόμος από εκεί. Μπορεί ο Β να προσβάλλει; όχι διότι δεν έχει
προσωπικό έννομο συμφέρον, έχει απλώς μισθωτικό δικαίωμα. Η βλάβη που
υφίσταται δεν είναι από μια νομική του ιδιότητα που προστατεύεται από τις διατάξεις
που προβλέπουν κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης , καθώς με αυτη αφαιρείται η
ιδιοκτησία και η προστασία παρέχεται στον ιδιοκτήτη και όχι στον κάτοχο.)
Υπάρχει ειδική νομοθεσία για το ποιοί έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση
οικοδομικής άδειας, στους οποίους περιλαμβάνονται οι όμοροι αλλά και όσοι
βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση, δηλαδή αυτός που μένει απέναντι.
Μπορεί κάποιος να επικαλεστεί ότι έχει έννομο συμφέρον για προσβολή παράνομης
πράξης επικαλούμενος ιδιότητά του που βασίζεται σε πράξη παράνομη- για τον ίδιο
κιόλας λόγο; (π.χ. ζητώ προσβολή οικοδομικής άδειας που έχει εκδοθεί για δασική
έκταση ως γείτονας – έχω χτίσει και εγώ μέσα σε δάσος). Σύμφωνα με το ΣτΕ, εδώ
έχουμε το τεκμήριο νομιμότητας για την οικοδομική άδεια του αιτούντος. Οι
διοικητικές πράξεις παράγουν κανονικά τα αποτελέσματά τους μέχρι να ακυρωθούν.
Το δικαστήριο δεν μπορεί παρεμπιπτόντως να ελέγξει τη νομιμότητα άλλης πράξης
στο πλαίσιο του ελέγχου του εννόμου συμφέροντος.
Ενεστώς έννομο συμφέρον
Τέλος, το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι ενεστώς: πρέπει δηλαδή να συντρέχει
σωρευτικά σε 3 χρονικά σημεία- κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, κατά
την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και κατά την εκδίκαση της αιτήσεως
ακυρώσεως.
7/11/2023 - 9η διάλεξη
Όταν ο αιτών δεν έχει μία τέτοια ιδιότητα στην οποία απευθύνεται ο νόμος, λείπει ο
προσωπικός χαρακτήρας του έννομου συμφέροντος. Για παράδειγμα, βγαίνει ένας
νόμος ο οποίος υποχρεώνει τους οδηγούς ταξί να μην καπνίζουν μέσα στο ταξί:
κάποιος ο οποίος δεν έχει αυτή την ιδιότητα & οδηγεί πειρατικά ένα ταξί, δε μπορεί
να προσβάλει αυτό το νόμο και να αιτηθεί δικαστικής προστασίας.
62
Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι προσωπικό, έννομο & ενεστώς. Ο αιτούμενος
δικαστικής προστασίας πρέπει να βλάπτεται σε 3 σημεία καθώς το έννομο συμφέρον
ελέγχεται σε αυτά τα 3 σημεία:
1. Πρέπει να βλάπτεται κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (πχ στην
αναγκαστική απαλλοτρίωση, κατά την έκδοση της πράξης, ο αιτούμενος
πρέπει να είναι κύριος).
2. Πρέπει να βλάπτεται από την πράξη, κατά την άσκηση αιτήσεως
ακυρώσεως.
3. Πρέπει να συνεχίσει να βλάπτεται και κατά τη συζήτηση της αιτήσεως
ακυρώσεως (πχ στην περίπτωση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αν το
πουλήσει το οικόπεδο, πριν τη συζήτηση, δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον
γιατί θα έχει αποξενωθεί από το εμπράγματο δικαίωμα).
!!Αν έχει ασκηθεί ήδη αίτηση ακυρώσεως πριν την πώληση, ο διάδοχος μπορεί
να συνεχίσει τη δίκη με το ίδιο ένδικο βοήθημα (θα κάνει αίτηση συνέχισης
της δίκης).
Πάντως, σε κάθε περίπτωση για να έχουμε έννομο συμφέρον, πρέπει να μας βλάπτει η
ίδια η προσβαλλόμενη πράξη, όχι κάποια προηγούμενη ή κάποια επόμενη.
Διακρίνουμε 2 περιπτώσεις:
1. Υλικό έννομο συμφέρον: Η περίπτωση στην οποία η προσβαλλόμενη πράξη,
βλάπτει τα περιουσιακά συμφέροντα (η διοικητική πράξη προσβάλλει
υλικά έννομα αγαθά). Εδώ, δεν έχουμε πρόβλημα, όσον αφορά τις
πράξεις που βλάπτουν περιουσιακά αγαθά του νομικού προσώπου
δεν έχουμε διαφορά →έχουμε πάντα έννομο συμφέρον, καθώς ως
γνωστόν και τα νομικά πρόσωπα έχουν περιουσία.
2. Ηθική βλάβη εννόμου συμφέροντος: εδώ, προσβάλλονται άυλα αγαθά του
νομικού προσώπου. Στα νομικά πρόσωπα,υπάρχει πρόβλημα, όταν τίθεται
ζήτημα ηθικού έννομου συμφέροντος, διότι τα άυλα αγαθά συνδέονται με
φυσικά πρόσωπα: εδώ, κρίνουμε σε σχέση με τους καταστατικούς σκοπούς
των νομικών προσώπων.
a. Τα ΝΠΙΔ έχουν καταστατικά όπου προβλέπονται οι καταστατικοί
σκοποί τους (οι σκοποί τους καθορίζονται από το καταστατικό
τους) → αν η πράξη θίγει έναν από τους καταστατικούς τους
σκοπούς, τότε το ΝΠΙΔ έχει έννομο συμφέρον & μπορεί να την
προσβάλει.
b. Στα ΝΠΔΔ, οι σκοποί τους βρίσκονται στον ιδρυτικό τους νόμο (οι
σκοποί τους καθορίζονται από το νόμο). !!προσοχή, άλλο ο οργανισμός
63
ενός ΝΠΔΔ ο οποίος προβλέπει την εσωτερική διάρθρωση του
προσώπου
Το δικαστήριο ελέγχει στο πλαίσιο του ελέγχου του εννόμου συμφέροντος εάν
η προσβαλλόμενη πράξη εμπίπτει σε κάποιον από τους σκοπούς τους οποίους
υπηρετεί βάσει του καταστατικού το νομικό πρόσωπο.
Παραδείγματα:
1. Το περιβαλλοντικό έννομο αγαθό είναι συλλογικό. Σις περιβαλλοντικές
δίκες,κοιτάζουμε εάν στους σκοπούς του νομικού προσώπου, υπάρχει μνεία
για την προστασία του περιβάλλοντος, ιδίως στην περιοχή που
δραστηριοποιείται το νομικό πρόσωπο. Εάν έχουμε ένα περιβαλλοντικό
σωματείο που έχει σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος σε όλη την
επικράτεια της Ελλάδας, μπορούν να προσβάλλουν περιβαλλοντικές άδειες σε
όποια περιοχή της Ελλάδας κι αν εκδίδονται.
a. Όσον αφορά τα τοπικά σωματεία, πρέπει να εξετάσουμε αν ο σκοπός
του περιλαμβάνει την προστασία του περιβάλλοντος & αν εμπίπτει στο
πεδίο δράσης του.
2. Τα νομικά πρόσωπα έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν πράξεις
που προσβάλλουν τα επαγγελματικά συμφέροντα των μελών τους.
3. Τα πανεπιστήμια (ΝΠΔΔ) έχουν εκ του Συντάγματος ως σκοπό την έρευνα και
τη διδασκαλία. Έτσι, έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν οποιαδήποτε
διοικητική πράξη προσβάλλει τον χαρακτήρα τους.
Επαγγελματικά σωματεία
(πχ Σωματεία οδηγών ταξί) Τα σωματεία αυτά έχουν ως σκοπό την
προάσπιση & την προαγωγή των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών
τους → επομένως, μπορούν να προσβάλλουν οποιαδήποτε πράξη αφορά τα
μέλη τους, ακόμα κι αν δεν πλήττει όλα τα μέλη τους, ακόμα κι αν πλήττει ένα
μόνο μέλος τους: το σωματείο μπορεί να προσβάλλει την πράξη.
Τι γίνεται όμως όταν η πράξη πλήττει κάποια από τα μέλη, αλλά ευνοεί τα
συμφέροντα άλλων μελών; Το επαγγελματικό σωματείο δεν έχει δικαίωμα να
προσβάλει την πράξη, καθώς το σωματείο δε μπορεί να στρέφεται κατά των μελών
του- έστω και ορισμένων μελών του (είναι αδιάφορο τι αποφασίζει η συνέλευση του
σωματείου).
πχ ο νομοθέτης λέει ότι από τους οδηγούς ταξί κάποιοι δε μπορούν να μπουν στο
κέντρο της πόλης, ενώ κάποιοι άλλοι μπορούν
64
λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του έργου και τις ιδιαίτερες συνθήκες. Ως προς τα
νομικά πρόσωπα, γίνεται αντιληπτό με ευρύτητα το έννομο συμφέρον, υπό την
έννοια ότι οι καταστατικοί σκοποί που σχετίζονται με τη μέριμνα του τόπου,
ενδιαφέρονται και για το περιβάλλον.
Υπάρχουν περιπτώσεις που το έννομο συμφέρον εκλείπει ή έχει
αποκλειστεί:
1. Όταν έχει δώσει ρητά τη συναίνεσή του ο ενδιαφερόμενος
2. Όταν η πράξη προκλήθηκε από τον αιτούντα (πχ ο αιτών ζήτησε τον
χαρακτηρισμό του κτιρίου ως διατηρητέου, η διοίκηση εξέδωσε την πράξη
και μετά ο αιτών πάει και την προσβάλλει)
3. Όταν μετά την έκδοση της πράξης, ο αιτών δηλώνει την αποδοχή της
πράξης. Το έννομο συμφέρον προσβολής της πράξης τότε εκλείπει. Η
αποδοχή πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη, δεν χρειάζεται όμως να
δηλώνεται ευθέως, μπορεί να συνάγεται και από τη συμπεριφορά του
ενδιαφερομένου. Αρκεί βέβαια η αποδοχή να μην είναι προϊόν πλάνης,
απάτης ή απειλής (εξαναγκασμού). Η εκπλήρωση νόμιμης υποχρέωσης δεν
αποτελεί αποδοχή (πχ αποπληρωμή προστίμου). Η παραίτηση από το
δικόγραφο καταργεί τη δίκη, αλλά δεν συνιστά αποδοχή της
προσβαλλόμενης πράξης.
Το έννομο συμφέρον ελέγχεται αυτεπαγγέλτως. Πρέπει να αποδειχθεί από τον
αιτούντα ένδικη προστασία στη νόμιμη προθεσμία, διαφορετικά η αίτηση είναι
απαράδεκτη.
Σύνθετη διοικητική ενέργεια και έννομο συμφέρον
!!Το έννομο συμφέρον ελέγχεται αυτεπαγγέλτως & πρέπει να αποδεικνύεται από τον
αιτούντα και αυτό πρέπει να γίνεται με την προσκόμιση των αναγκαίων εγγράφων
προαποδεικτικά, εντός ορισμένης προθεσμίας (εντός δηλαδή της νόμιμης
προθεσμίας), δηλαδή 6 πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, διαφορετικά η αίτηση
είναι απαράδεκτη).
65
iii. Προθεσμία άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως (3η προϋπόθεση παραδεκτού)
Είναι υποκειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως & τίθεται
χάριν της προστασίας της πράξης & της ασφάλειας δικαίου.
Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι ο χρόνος λήξης της προθεσμίας και γι’αυτό μας
ενδιαφέρει ο χρόνος κίνησής της → για να υπολογίσουμε το χρόνο λήξης της.
Οι 60 ημέρες (90 για την αλλοδαπή) ξεκινούν για τις κανονιστικές πράξεις από τη
δημοσίευσή τους με τον προσήκοντα τρόπο (ΦΕΚ), ενώ για τις ατομικές διακρίνουμε
ανάλογα με το αν είναι δημοσιευτέες ή όχι. Για τις πρώτες (ο νόμος αναφέρει ρητά
πότε μια ατομική πράξη είναι δημοσιευτέα), η προθεσμία ξεκινά από τη δημοσίευση
με την επιφύλαξη ότι για αυτόν που η πράξη αφορά άμεσα η προθεσμία εκκινεί με
την κοινοποίηση της πράξης. Στις μη δημοσιευτέες, η προθεσμία ξεκινάει με την
κοινοποίησή τους ή αλλιώς από την πλήρη γνώση της πράξης.
Κανονιστικές διοικητικές πράξεις
Δημοσίευση: κατά τεκμήριο ο νόμος προβλέπει τη δημοσίευση στο ΦΕΚ, άρα η
προθεσμία ξεκινά από την ημερομηνία που φέρει το ΦΕΚ. Σε ορισμένες περιπτώσεις
η ημερομηνία του ΦΕΚ είναι διαφορετική από την ημέρα κυκλοφορίας, οπότε και η
προθεσμία θα ξεκινήσει από την πραγματική κυκλοφορία.
Πρέπει να εξετάσουμε αν έχουμε συνταγματικά θεμιτό τρόπο δημοσίευσης. Αν
είναι συνταγματικά θεμιτός ο τρόπος δημοσίευσής της, τότε ο χρόνος εκκίνησης της
προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως προθεσμίας, ξεκινά από τη δημοσίευσή της. (πχ
κρίθηκε ότι δεν αποτελεί συνταγματικό τρόπο δημοσίευσης της πράξης, το
καρφίτσωμα της πράξης σε πίνακα ανακοινώσεων) Στην περίπτωση αυτή, αυτό που
μας ενδιαφέρει είναι ότι αν δεν έχει γίνει νόμιμη δημοσίευση, η πράξη προσβάλλεται
66
παραδεκτά, επειδή είναι ανυπόστατη και οι ανυπόστατες πράξεις, προσβάλλονται
οποτεδήποτε. Μία ανυπόστατη πράξη δεν παράγει έννομες συνέπειες, όμως
από τη φύση της δεν παύει να είναι εκτελεστή → μπορεί να παράγει έννομες
συνέπειες.
67
2. Επίσης, πλήρης γνώση, τεκμαίρεται από την άσκηση άλλης αιτήσεως
ακυρώσεως από τον αιτούνται από την οποία παραιτήθηκε.
3. Η νομολογία συνάγει τεκμήριο πλήρους γνώσης της πράξης, από υλικές
ενέργειες εκτέλεσης της πράξης, οι οποίες θα έπρεπε να έχουν γίνει
αντιληπτές από τον αιτούντα (πχ στην οικοδομική άδεια, αρχίζει και χτίζεται
το κτήριο)
4. Πλήρης γνώση τεκμαίρεται όταν έχει παρέλθει μακρύς χρόνος από την
έκδοση της πράξης σε συνδυασμό με το εύλογο ενδιαφέρον του αιτούντος &
την εξέλιξη της υπόθεσης.
για παράδειγμα: Εκδίδεται η πράξη, προβλέπεται ενδικοφανής
προσφυγή, ο αιτών ασκεί την προσφυγή και μετά από 4 μήνες εκδίδεται
απορριπτική απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής, η οποία είναι
εκτελεστή πράξη πάντοτε βάσει αρ. 45 παρ.2 ΠΔ 18/1989. Έρχεται
τώρα ο αιτών και μετά από 2 χρόνια ασκεί αίτηση ακυρώσεως επί της
εκτελεστής αυτής απόφασης → το δικαστήριο θα πει ότι από το εύλογο
ενδιαφέρον για την εξέλιξη της υπόθεσης, σε συνδυασμό με το μακρύ
χρονικό διάστημα που πέρασε, η αίτηση ακυρώσεως θα κριθεί
εκπρόθεσμη καθώς τεκμαίρεται πλήρης γνώση.
Επανάληψη:
Συνεχίζουμε με την προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως: η άσκηση αιτήσεως
ακυρώσεως στα διοικητικά πρωτοδικεία έχει προθεσμία 30 ημέρες όσον αφορά την
εφαρμογή του δικαίου κατάστασης αλλοδαπών (είναι εξαιρετική ρύθμιση που
υπερισχύει της γενικής ρύθμισης).
Για τις ατομικές διοικητικές πράξεις, η προθεσμία ξεκινάει από τη κοινοποίηση, για
όλους τους υπόλοιπους τρίτους, η προθεσμία ξεκινάει από τη πλήρη γνώση της
πράξης.
!!Μπορεί να προσβληθεί δικονομικά πράξη και πριν αρχίσει η προθεσμία της, αρκεί
να είναι υποστατή η πράξη. Ο χρόνος έναρξης της προθεσμίας μας ενδιαφέρει
αποκλειστικά για να δούμε πότε παύει η προθεσμία → πότε δηλαδή, παύει το
δικαίωμα άσκησης αίτησης ακυρώσεως.
68
Αν ασκήσει κανείς αίτηση ακυρώσεως κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας πριν
συντελεστεί η παράλειψη, εδώ δεν τίθεται θέμα προθεσμίας προσβολής της πράξης,
αλλά θέμα του αν έχει όντως γίνει η παράλειψη. Είναι παραδεκτή η αίτηση
ακυρώσεως όταν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία να απαντήσει το όργανο της
διοίκησης; όχι, είναι πρόωρη αίτηση ακυρώσεως & απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
!!Η παραγραφή είναι συγκεκριμένος θεσμός που ανήκει στο ουσιαστικό δίκαιο, δε
μας ενδιαφέρει καθόλου εδώ, ρυθμίζεται στον ΑΚ. Η προθεσμία άσκησης αιτήσεως
ακυρώσεως, δεν έχει καμία σχέση, είναι δικονομική προθεσμία.
Το ΠΔ δεν έχει ειδική διάταξη άρα ανατρέχουμε στις γενικές διατάξεις του δικαίου
περί αναστολής προθεσμιών. Με τη λήξη του γεγονότος που είχε επιφέρει την
αναστολή η προθεσμία που είχε ανασταλεί συνεχίζεται.
Η προθεσμία αιτήσεως ακυρώσεως - όπως όλες οι δικονομικές προθεσμίες- υπόκειται
σε ορισμένους λόγους αναστολής. Αναστολή = όσο διαρκεί η αναστολή, όσο διαρκεί
το γεγονός που κατά το νόμο επιφέρει αναστολή της προθεσμίας, η προθεσμία δεν
τρέχει. Όταν λήξει ο χρόνος αναστολής, η προθεσμία συνεχίζει να μετράει.
1η περίπτωση αναστολής:
Έχουμε κατά το νόμο- αρ.11 κατά τον κώδικα περί δικών του δημοσίου,αναστολή
κατά την περίοδο των θερινών δικαστικών διακοπών (δε λέγονται πλέον
δικαστικές διακοπές με τον κώδικα του 2022, απλώς είθισται να περιγράφεται έτσι).
Από 1η Ιουλίου έως 15η Σεπτεμβρίου, αναστέλλονται όλες οι προθεσμίες άσκησης
ενδίκων βοηθημάτων & ενδίκων μέσων υπέρ & κατά του δημοσίου.
Η μέρα έναρξης της προθεσμίας είναι η επόμενη του γεγονότος που εκκινεί την
προθεσμία. Μετράνε όλες οι μέρες – και οι αργίες. Όταν η προθεσμία λήγει σε
μέρα εξαιρετέα (ΣΚ ή αργία), τότε η λήξη της προθεσμίας μεταφέρεται στην
επόμενη μέρα. Προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως δεν μπορεί να διακοπεί δύο
φορές. Μπορεί όμως να διακοπεί και να ανασταλεί. Αν έχουμε ομοδικία, η
προθεσμία μετρά για τον καθένα ξεχωριστά.
69
→ Κανονιστική πράξη δημοσιεύεται 16 Αυγούστου →λήγει 14 Νοεμβρίου
2η περίπτωση αναστολής:
Προκύπτει από γενική αρχή του δικαίου →Αναστέλλεται η λήξη (!!προσοχή,
μόνο η λήξη) της προθεσμίας αιτήσεως ακυρώσεως όταν κατά το χρόνο λήξης της
προθεσμίας συντρέχει γεγονός ανωτέρας βίας. Το ΣτΕ ερμηνεύει με φειδώ την
ανωτέρα βία. Βάσει του ΣτΕ πρέπει να είναι ένα γεγονός τέτοιο που να εμποδίζει τον
αιτούντα να επιμεληθεί των υποχρεώσεών του, δίνοντας εντολή σε δικηγόρο να
υπογράψει το δικόγραφο. Άρα, η ανωτέρα βία κρίνεται στο πρόσωπο του αιτούντος
έννομη προστασία. Εδώ, παρατείνεται η προθεσμία & λήγει όταν παρέλθει αυτό το
γεγονός ανωτέρας βίας.
70
(δεν έχει προθεσμία) και ειδικής προσφυγής νομιμότητας (εντός προθεσμίας). Μόνο
αυτές οι 2 διακόπτουν την προθεσμία, όχι η ενδικοφανής.
Αν ο νόμος δεν ορίζει κάτι άλλο, η διακοπή μπορεί να διαρκέσει το πολύ 30 ημέρες –
αν η διοίκηση κοινοποιήσει νωρίτερα νέα απόφαση, από την επόμενη μέρα ξεκινά
να τρέχει νέα προθεσμία.
!!Η νομολογία ορίζει ότι η διακοπή αυτή επέρχεται μόνο άπαξ → αν δηλαδή,
ασκήσουμε ξανά & ξανά προσφυγές κατά της ίδιας πράξης, δεν επέρχεται
διακοπή της προθεσμίας.
!!Πόσο κρατάει η διακοπή; → για όσο χρόνο προβλέπει το ουσιαστικό δίκαιο ότι
έχει χρόνο να αποφανθεί επί της προσφυγής η διοίκηση: επομένως, ελέγχουμε τις
διατάξεις που προβλέπουν την προσφυγή και κοιτάμε την προθεσμία διασκέψεως
(το χρόνο που διατίθεται στη διοίκηση για αποφανθεί) που έχει η διοίκηση να
αποφανθεί επί της προσφυγής → τόσο χρόνο κρατά η διακοπή.
● Αν δεν υπάρχει κάποια διάταξη στο ουσιαστικό δίκαιο & δεν αποφανθεί η
διοίκηση, τότε η διακοπή διαρκεί κατά ανώτατο όριο 30 ημέρες. Μετά αρχίζει
νέα προθεσμία από την επομένη.
!!Ας δούμε αναλυτικότερα την ειδική προσφυγή νομιμότητας: η πράξη απόρριψης της
ειδικής προσφυγής νομιμότητας έχει πάντα εκτελεστό χαρακτήρα βάσει του ΣτΕ.
Όμως, αυτή η πράξη που εκδίδεται μετά, αν και έχει εκτελεστό χαρακτήρα δε
μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς και αυτό οφείλεται στο εξής γεγονός → η
προθεσμία απόφανσης επί ειδικής προσφυγής νομιμότητας της διοίκησης
θεωρείται αποκλειστική. Αυτό γιατί, μετά την πάροδο προθεσμίας απόφανσης επί
της προσφυγής νομιμότητας δε μπορεί να κάνει κάτι άλλο η διοίκηση ακόμα κι αν
θέλει. Μόνο η τεκμαιρόμενη σιωπηρή άρνηση της διοίκησης επί της ειδικής
προσφυγής, μπορεί να προσβληθεί, δε μπορεί να προσβληθεί η ρητή ακόμα κι αν
γινοταν δεκτη η αίτηση ακυρώσεως δε θα μπορουσε να μου εκδώσει την πράξη που
71
να αποδεχεται το αίτημά μου διότι έχει γίνει κατά χρόνο αναρμόδιο & επειδή το
όργανο έχει χάσει την κατά χρόνον αρμοδιότητα να δεχθεί την ειδική προσφυγή
νομιμότητας. Το μόνο που μπορώ να προσβάλλω παραδεκτά είναι όταν περάσει το
χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο έπρεπε να αποφανθεί η διοίκηση.
→ Για να δούμε πώς κινείται & πώς μετράται η προσφυγή: εφαρμόζουμε τους
κανόνες του ΑΚ. Ο τρόπος μέτρησης προθεσμιών προκύπτει από τον ΑΚ. Αν η
τελευταία μέρα της προθεσμίας είναι εξαιρετέα, τότε παρατείνεται η προθεσμία &
λήγει με το πέρας της επόμενης εργάσιμης ημέρας.
!!60 ημέρες δε σημαίνει 2 μήνες (όταν ο νόμος προβλέπει προθεσμία σε μήνες, τότε η
προθεσμία λήγει με την πάροδο της αντίστοιχης ημέρας μετά τον μήνα)
72
Ειδική αντικειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως:
σχετίζεται με τη διαμόρφωση του νόμου, όχι με το πρόσωπο του αιτούντα.
Επίσης, εκτός από την προσφυγή ουσίας, προβλέπεται και η ανακοπή για πράξεις
διοικητικής εκτέλεσης. Και η προσφυγή & η ανακοπή είναι διπλαστικά ένδικα
βοηθήματα.
!!Η αγωγή ΔΕ ΣΥΝΙΣΤΑ παράλληλη προσφυγή διότι με την αγωγή δεν μπορούμε να
οδηγηθούμε στην εξαφάνιση διοικητικής πράξης αλλά μόνο σε αναγνώριση
χρηματικής οφειλής ή σε καταψήφιση χρηματικής παροχής.
73
1. η άσκηση της προσφυγής αυτής είναι προϋπόθεση για το παραδεκτό της
αίτησης ακυρώσεως
2. με την αίτηση ακυρώσεως προσβάλλεται παραδεκτά μόνο η απόφαση επί της
ενδικοφανούς προσφυγής, απόφαση στην οποία ενσωματώνεται και η αρχική
πράξη (!!δεν προσβάλλεται η αρχική πράξη, η αρχική πράξη θεωρείται ότι έχει
ενσωματωθεί στην απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής)
74
προσφυγή μπορεί να εξεταστεί η πράξη εκ νέου κατ’ουσία & κατά νόμο. Η
ειδική προσφυγή εξετάζει μόνο τη νομιμότητα.
Καμία προϋπόθεση του παραδεκτού δεν είναι κάτι θετικό για τον αιτούντα. Οι
προϋποθέσεις του παραδεκτού είναι κάτι σαν “εμπόδια” για τον αιτούντα για να
φτάσει στη δικαστική του προστασία. Ουσιαστικά με την προϋπόθεση άσκησης
ενδικοφανούς προσφυγής, ο νομοθέτης σου λέει ότι πρέπει να ξαναπάς στη
διοίκηση, πριν πας στα δικαστήρια. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού είναι
περιορισμοί της δικαστικής προστασίας.
Η ενδικοφανής προσφυγή είναι μέσο διήθησης (φιλτραρίσματος) της αιτήσεως
ακυρώσεως. Κάποιες διαφορές δηλαδή παρακρατούνται από τη διοίκηση ή ο
ενδιαφερόμενος αποτυγχάνει να ασκήσει τη διοικητική προσφυγή.
75
αρ. 16 παρ.1 ΚΔΔιαδ → η διοίκηση υποχρεούται στην ίδια την πράξη που υπόκειται
σε ενδικοφανή προσφυγή να ενημερώνει τον ιδιώτη ότι κατά της συγκεκριμένης
πράξης προβλέπεται η άσκηση προσφυγής, σε ποια προθεσμία, σε ποιο όργανο
πρέπει να ασκηθεί και ποιες είναι οι συνέπειες της μη άσκησης της προσφυγής. Αυτά
πρέπει να προβλέπονται στο σώμα της πράξης.
!!Αν η διοίκηση δεν τηρήσει αυτή την υποχρέωσή της, τοτε ασκείται παραδεκτά
αίτηση ακυρώσεως και κατά της αρχικής διοικητικής πράξης ακόμα κι αν δεν έχει
ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή ή ακόμα κι αν η τελευταία ασκήθηκε απαράδεκτα (πχ
εκπρόθεσμα)- προσοχή.
76
είναι μία εκτελεστή πράξη και είναι η μόνη που μπορεί να προσβληθεί με αίτηση
ακυρώσεως και απορροφά την αρχικώς εκδοθείσα πράξη. Με τη συναγωγή της
απορριπτικής πράξης της διοίκησης ξεκινά να τρέχει η προθεσμία για την αίτηση
ακυρώσεως.
!!Όμως, τι γίνεται όταν η διοίκηση εκδίδει ρητή απορριπτική πράξη μετά την
παρέλευση του τριμήνου;
● αν δεν έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως κατά της σιωπηρής
απορριπτικής πράξης επί της ενδικοφανούς →κινείται νέα προθεσμία
αιτήσεως ακυρώσεως & προσβάλλεται παραδεκτά και μόνη της η ρητή
απόφαση της διοίκησης(είναι πράξη εκτελεστή, δεν θεωρείται βεβαιωτική
πράξη, και επομένως προσβάλλεται σε δική της προθεσμία)
● αν έχει ασκηθεί ήδη αίτηση ακυρώσεως → συμπροσβάλλεται αυτή η ρητή
απορριπτική πράξη
Εδώ, βλέπουμε ότι είναι διαφορετικά τα πράγματα από την ΠΟΝΕ → το αρ.
45 παρ.4 έχει μία περαιτέρω προϋπόθεση: πρέπει να έχει ασκηθεί παραδεκτώς
αίτηση ακυρώσεως κατά της παράλειψης, αν δεν έχει γίνει αυτό, η ρητή
άρνηση που ακολουθεί την παράλειψη, είναι απλώς βεβαιωτική. Η επιγενόμενη
ρητή άρνηση μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς ή θα συμπροσβληθεί σε αυτή την
περίπτωση.
!!Η λειτουργία της ενδικοφανούς προσφυγής είπαμε ότι είναι η διήθηση της
διαφοράς→ φιλτράρεται πριν καταλήξει στο δικαστήριο. Επομένως, ο
κανόνας είναι ότι οι λόγοι που δεν προβλήθηκαν στην ενδικοφανή διαδικασία, δε
μπορούν να προβληθούν το πρώτον ούτε στη διοικητική δίκη → είναι
απαράδεκτοι αυτοί οι λόγοι αν προβληθούν το πρώτον στη δίκη.
77
7β) ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
(7 βi)Αναλυτικότερα:
i. Αναρμοδιότητα αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη
Το δικαστήριο θα ελέγξει αν η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε από το όργανο το
οποίο ήταν αρμόδιο για την έκδοσή της. Επομένως, ελέγχονται οι κανόνες της
καθ’ύλη, κατά τόπον & κατά χρόνον αρμοδιότητα του οργάνου*.
78
απόφανση επί της ειδικής προθεσμίας & μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, δε
μπορεί να αποφασίσει σύννομα.
79
➔ Συλλογικά όργανα διοίκησης: ελέγχουμε τη νόμιμη συγκρότηση & τη νόμιμη
σύνθεση
● Αν δεν είναι νόμιμος ο διορισμός των μελών του, τότε η συγκρότηση πάσχει-
έχουμε παρανομία πράξεως.
● Ουσιαστικά, μας ενδιαφέρει αν το όργανο που εξέδωσε την πράξη και δεν είχε
νόμιμη συγκρότηση, ήταν αποφασίζον όργανο για να ελέγξουμε τη
συγκρότηση & τη σύνθεση στα πλαίσια της αναρμοδιότητας.
Ο δικαστής στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως ελέγχει και τη νόμιμη
υπόσταση του οργάνου. Το πρόσωπο που είναι φορέας του διοικητικού οργάνου
πρέπει να έχει διοριστεί σύννομα κατά την έκδοση της διοικητικής πράξης. Εφόσον
έχει διοριστεί, αλλά όχι σύννομα, μιλάμε για de facto διοικητικό όργανο. Εκδίδει
κανονικά δηλαδή διοικητικές πράξεις για όσο διάστημα εκτελεί τα καθήκοντά του,
εάν η εκλογή ή ο διορισμός είναι παράνομα.
Όσον αφορά τα συλλογικά όργανα, η νόμιμη υπόστασή τους προϋποθέτει νόμιμη
συγκρότησή τους. Αυτό συμβαίνει όταν έχουν οριστεί όλα τα μέλη τους
νόμιμα(τακτικά και αναπληρωματικά). Από τότε είναι νόμιμη η συγκρότησή τους.
Εάν δεν έχουμε νόμιμη συγκρότηση, η συγκρότηση πάσχει και οδηγούμαστε σε
παρανομία της πράξης.
80
!!Αν το όργανο είναι αποφασίζον, η νόμιμη συγκρότησή του ελέγχεται στο πλαίσιο
του πρώτου λόγου ακυρώσεως.
➔ Κατά τόπον αναρμοδιότητα: όταν έχει αποφανθεί όργανο σε διαφορετική
ενότητα της ελληνικής επικράτειας
➔ Καθ’ ύλην αναρμοδιότητα: οδηγεί σε παρανομία,
Συμπερασματικά:
!!Προβλήματα σύνθεσης (ποια πρόσωπα συμμετέχουν νόμιμα στη συνεδρίαση του
συλλογικού οργάνου) δεν αναφέρονται στον πρώτο λόγο ακυρώσεως, αλλά στη
νομιμότητα της διοικητικής πράξης (δεύτερος λόγος ακυρώσεως)- πρόσεχε εδώ.
!!Ζητήματα είτε σύνθεσης είτε συγκρότησης γνωμοδοτούντος οργάνου,
εξετάζονται στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.
Κριτήρια για το πότε ένας τύπος είναι ουσιώδης: η επίδραση της πράξης στη
δυνατότητα του ενδιαφερομένου να αμυνθεί, η σημασία του διαδικαστικού κανόνα
για το δημόσιο συμφέρον, η επίδραση της νομοθετικής απαίτησης στο περιεχόμενο
της πράξης (πχ η ακρόαση του ενδιαφερομένου έχει εν δυνάμει επιρροή στο
περιεχόμενο της απόφασης της διοίκησης).
πχ παράλειψη πρωτοκόλλησης της έκθεσης → επουσιώδης, πρόκειται για ένα
απλό σύστημα αρχειοθέτησης → καλή οργάνωση της διοίκησης
➔ Κάθε παράβαση δεν οδηγεί στην ακύρωση της πράξης. Αντιθέτως, ο τύπος που
παραβιάστηκε πρέπει να είναι ουσιώδης, πρέπει να είναι σημαντικός.
81
ακροάσεως, λέει ότι όταν επικαλείσαι παραβίαση του δικαιώματος της
ακροάσεως (αρ.20 παρ.2 Σ & 6 ΚΔΔιαδ) πρέπει να εκθέσεις στο
δικαστήριο τι θα έλεγες στη διοίκηση ώστε να επηρεάσεις την πράξη →
ώστε να φανεί, ότι αυτά που θα έλεγες (δε χρειάζεται να είναι σωστά) θα
είχαν επίδραση στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης. Αν δεν είχαν
επίδραση, τότε αλυσιτελώς/χωρίς έννομο συμφέρον, προβάλλεται αυτός ο
ισχυρισμός.
Για παράδειγμα, γίνεται έλεγχος σε μία επιχείρηση & διαπιστώνεται ότι δεν πληρούσε
τις νόμιμες προϋποθέσεις λειτουργίες, πχ στερούταν μία άδεια εγκατάστασης. Εδώ,
έρχεται η διοίκηση και ανακαλεί την άδεια λειτουργίας που είχε δώσει, χωρίς να
καλέσει τον επιχειρηματία σε ακρόαση προηγουμένως. Ο επιχειρηματίας, αν
επικαλεστεί παραβίαση του δικαιώματος αυτού, προκειμένου να είναι λυσιτελής &
παραδεκτός ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως, πρέπει να πει τι θα έλεγε στη
διοίκηση. Αν έλεγε ότι δεν είχε τη συγκεκριμένη άδεια εγκατάστασης, λόγω
προσωπικού του κωλύματος, λόγω δικής του αδυναμίας, τότε δε θα μας ενδιέφερε και
ο ισχυρισμός του ήταν αλυσιτελής, δε θα επηρέαζε το περιεχόμενο της απόφασης
καθώς ούτως ή άλλως ήταν παράνομος και η διοίκηση θα εξέδιδε πράξη ανάκλησης
της άδειας λειτουργίας. Αν όμως πχ έλεγε ότι είχε την εγκατάσταση αυτή αλλά προς
ώρας δε λειτουργούσε ή ότι την είχε αφαιρέσει εκείνη τη στιγμή που έγινε ο έλεγχος
επειδή περίμενε μία άλλη,τότε αυτά θα μπορούσαν να επιδράσουν στο περιεχόμενο
της πράξης και όντως η διοίκηση ενδεχομένως να μην εξέδιδε την ανάκληση της
άδειας.
82
Προκειμένου να προσβληθεί λυσιτελώς η παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως,
οφείλει ο ενδιαφερόμενος να αναφέρει τι θα προέβαλε στη διοίκηση αν είχε κληθεί
προς ακρόαση. Πρέπει αυτά τα στοιχεία να μπορούν να ασκήσουν επιρροή στην
έκβαση της υπόθεσης
Όταν ο νόμος προβλέπει ότι για την τήρηση τύπου απαιτείται γνωμοδότηση,
πρόκειται για απλή γνωμοδότηση, ενώ όταν δεν προβλέπεται κάτι ειδικό από το νόμο,
η γνωμοδότηση είναι απλή. Σύμφωνη είναι όταν ο νόμος ειδικά προβλέπεται ότι
απαιτείται σύμφωνη γνώμη. Τέλος υποχρεωτική είναι όταν ο νόμος προβλέπει ότι το
αποφασίζον όργανο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από την άποψη του γνωμοδοτούντος.
Η τήρηση της γνωμοδοτικής διαδικασίας είναι προϋπόθεση της νομιμότητας και τα
σφάλματα δημιουργούν παράβαση ουσιώδους τύπου
83
● Την πρόταση, που υπόκειται στους ίδιους κανόνες με τη σύμφωνη γνώμη
αλλά εκδίδεται στην αρχή της διαδικασίας χωρίς ερώτημα/ αίτημα του
αποφασίζοντος οργάνου, αλλά με πρωτοβουλία του γνωμοδοτούντος.
● Την οικειοθελή γνωμοδότηση, την οποία δεν προβλέπει ο νόμος αλλά ζητά
μόνο του το αποφασίζον όργανο. Τυχόν πλημμέλειες της οικειοθελούς
γνωμοδότησης δεν προκαλούν παρανομία της πράξης.
●
!!Ελαττώματα ως προς τη συγκρότηση ή τη σύνθεση ενός συλλογικού οργάνου
που γνωμοδοτεί, δημιουργούν ελάττωμα στη γνώμη κι άρα δημιουργούν
παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.
3. Η αιτιολογία
Σύμφωνα με το άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, οι δυσμενείς
διοικητικές πράξεις πρέπει να αιτιολογούνται τόσο ως προς τη νομική τους βάση,
όσο και ως προς τα πραγματικά τους περιστατικά ενώπιον των οποίων στηρίχθηκε η
διοίκηση για να εκδώσει την πράξη(αρχή κράτους δικαίου). Η αιτιολογία των
διοικητικών πράξεων έχει συνταγματικό υπόβαθρο.
Δύο περιπτώσεις
1. Περιπτώσεις που την αιτιολογία την απαιτεί η συνταγματική αρχή του κράτους
δικαίου (Σ 17- γενική ρύθμιση που κωδικοποιεί τις απαιτήσεις της νομολογίας)
2. Περιπτώσεις που την αιτιολογία την απαιτεί ειδική διάταξη που αφορά την
έκδοση ειδικής διοικητικής πράξης (π.χ. προβλέπεται με αιτιολογημένη
απόφαση του Υπ. η ανάκληση δικαιώματος λειτουργίας λατομείου)
Η διαφορά των δύο περιπτώσεων έγκειται στο ότι το Σ. και η νομολογία που το
εφαρμόζει προβλέπει την αιτιολογία μόνο των ατομικών διοικητικών πράξεων
που είναι δυσμενείς. Εδώ και ο νόμος και η νομολογία ορίζουν προϋποθέσεις,
ώστε η αιτιολογία να είναι ειδική, σαφής, εμπεριστατωμένη και να προκύπτει
από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, δηλαδή τα έγγραφα της διοικητικής
διαδικασίας. Αντιθέτως όταν ο νόμος με ειδική διάταξη απαιτεί την αιτιολογία,
απαιτείται ώς όρος της εξωτερικής νομιμότητας της πράξης, γι αυτό και
απαιτεί παράβαση ουσιώδους τύπου της αιτιολογίας. Η αιτιολογία πρέπει να
αποτυπώνεται και στο σώμα της διοικητικής πράξης.
84
Δεν είναι παράβαση ουσιώδους τύπου η παραβίαση της υποχρέωσης της
αιτιολογίας. Γενικά, ελέγχεται μόνο στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως,
όταν η υποχρέωση προκύπτει από τη φύση της πράξης. Στις περιπτώσεις αυτές
η αιτιολογία αρκεί να προκύψει από τον φάκελο (σύνολο εγγράφων και
στοιχείων που έχει η διοίκηση για μια υπόθεση). Μόνο όταν η υποχρέωση
αυτή προκύπτει από ειδική διάταξη νόμου στο ουσιαστικό δίκαιο που
επιβάλλει αιτιολογία στο σώμα της πράξης, η υποχρέωση αιτιολογίας
εξετάζεται στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου.
Η υποχρέωση αιτιολογίας συνοδεύει και το δικαίωμα ακροάσεως και τη
γνωμοδοτική διαδικασία.
Υπάρχουν διάφοροι ουσιώδεις τύποι στην ειδική νομοθεσία και προκύπτουν
από ειδικούς κανόνες (π.χ. σύνταξη έκθεσης για το αν προκαλείται επιβάρυνση
για το δημόσιο ταμείο).
“Με την κοινοποίηση της πράξης” - δεν σχετίζεται με την νομιμότητα της
πράξης η κοινοποίηση. Ομοίως ούτε η δημοσίευση είναι ουσιώδης τύπος της
διαδικασίας, αλλά είναι συστατικός τύπος, με την έννοια ότι χωρίς αυτή η
πράξη καθίσταται ανυπόστατη.
4. Η αίτηση ενδιαφερομένου, αν απαιτείται από το νόμο
5. Η έκθεση κατάσχεσης (αν απαιτείται στο φορολογικό δίκαιο)
6. Η ύπαρξη ή μη ζημίας του κρατικού προϋπολογισμού (στα κανονιστικά
προεδρικά διατάγματα)
85
Το διατακτικό και η αιτιολογία της πράξης είναι σύννομη; Τηρήθηκαν οι
προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για την έκδοση της πράξης;
Απαιτείται ορθός έλεγχος των πραγματικών περιστατικών, εντοπισμός των κρίσιμων
νομικών κανόνων και σωστή νομική υπαγωγή μέσω της σωστής ερμηνείας τους. Στον
έλεγχο των πραγματικών περιστατικών, ελέγχεται η πλάνη περί τα πράγματα.
Στην αίτηση ακυρώσεως ελέγχονται τα πραγματικά περιστατικά (αν είναι αληθή),
αλλά δεν μπορούν να ελεγχθούν τυχόν εκτιμήσεις των πραγματικών περιστατικών,
αξιολογικές δηλαδή κρίσεις της διοίκησης.
Ο έλεγχος της αιτιολογίας είναι στο επίκεντρο του ακυρωτικού ελέγχου. Ελέγχεται η
έλλειψη αντιφάσεων, το ορισμένο της αιτιολογίας και η πληρότητά της. Όλα αυτά
δεν ελέγχονται αυτεπαγγέλτως.
Εξαίρεση: αυτεπαγγέλτως ελέγχονται η αντισυνταγματικότητα και η συμβατότητα με
το Ενωσιακό Δίκαιο, όχι της ίδιας της προσβαλλόμενης πράξης, αλλά του κανόνα
δικαίου με βάση τον οποίο εκδόθηκε η πράξη. Επίσης, αυτεπαγγέλτως ελέγχεται η
παραβίαση του δεδικασμένου.
Σε περίπτωση που η Διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια, δηλαδη όταν από τον κανόνα
δικαίου δίνεται η δυνατότητα στο αποφασίζον όργανο να επιλέξει ανάμεσα σε
περισσότερες νόμιμες λύσεις (π.χ. έκδοση ή μη έκδοση πράξης , ή πράξεις
διαφορετικού νομικού περιεχομένου). Η άσκηση διακριτικής ευχέρειας ελέγχεται στο
πλαίσιο του τρίτου λόγου μόνο ως προς την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας,
της αρχής της ισότητας και του σύννομου της αιτιολογίας. Δεν ελέγχεται η κακή ή
καλή χρήση της διακριτικής ευχέρειας- έλεγχος σκοπιμότητας. Αν το μέτρο που
επελέγη στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας είναι υπέρμετρα επαχθές, ενώ
υπήρχαν ηπιότητα μέτρα που θα μπορούσαν εξίσου να εξυπηρετήσουν το σκοπό του
νόμου, δεν πρέπει δηλαδή να είναι προδήλως υπερακονίζουσα του σκοπού του νόμου.
Η ισότητα μας καλεί να ελέγξουμε αν σε όμοιες περιπτώσεις ασκήθηκε κα΄τα τον ίδιο
τρόπο η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ή όχι. Αναφερόμαστε λοιπόν, σε έλεγχο
άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, που προκύπτουν από το νόμο,
την κοινή λογική και την κοινή πείρα και από την αρχή της αναλογικότητας και την
αρχή της ισότητας.
π.χ. Νόμος προβλέπει ότι για περιβαλλοντικές παραβάσεις το αρμόδιο όργανο
επιβάλλει πρόστιμο από 5.000 έως 2.000.000 ευρώ. (στην πραγματικότητα
πρόκειται για διαφορά ουσίας το περιβαλλοντικό πρόστιμο, για τις αναγκες του
παραδείγματος το χρησιμοποιούμε ως ακυρωτική). Τα όρια, εκτός από τα χρηματικά
προκύπτουν από την αρχή της αναλογικότητας (π.χ. 1.800.000 ευρώ για μία πολύ
μικρή περιβαλλοντική παράβαση) ή (10.000 ευρω για παρόμοιες περιβαλλοντικές
παραβάσεις, αλλά 1.000.000 στη συγκεκριμένη- παραβίαση αρχής της ισότητας-
πρέπει να έχει διαμορφωθεί ωστόσο ένας πάγιος τρόπος πρακτικής της διοίκησης.)
Οτιδήποτε δεν περιλαμβάνεται μέσα σ αυτά τα όρια ελέγχου που έχει ο ακυρωτικός
δικαστής και οδηγεί στον ευθύ έλεγχο της διοίκησης, δεν αποτελεί παραδεκτό λόγο
αίτησης ακυρώσεως. Εκφεύγει των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου καθότι ανάγεται
σε έλεγχο ουσίας, που μπορεί να κάνει μόνο ο δικαστής των διαφορών ουσίας
86
π.χ. Παρανόμως χαρακτήρισε ως διατηρητέο και νομίως προσκομίζω
γνωμοδότηση του καθηγητή Ψ. Απαράδεκτος ο λόγος, διότι θίγει ευθέως την
αξιολογική κρίση του οργάνου και απαιτεί έλεγχο ουσίας.
Για τις ουσιαστικές, αξιολογικές κρίσεις της διοίκησης, ελέγχεται αν συνάδει η κρίση
με τους κανόνες της κοινής λογικής και πείρας και αν η αιτιολογία είναι σύννομη. Δεν
ελέγχεται ο πυρήνας της αξιολογικής κρίσης, και ο τρόπος με τον οποίο έκανε τον
έλεγχο η διοίκηση. Αντίθετα όταν έχουμε δέσμια αρμοδιότητα τότε είναι πλήρως
επαληθεύσιμη η υπαγωγή. Εδώ ελέγχεται μόνο η αιτιολογία της κρίσης. Εδώ
επομένως ελέγχεται αν η αιτιολογία είναι πλήρης και βασίζεται σε πλήρη υπαγωγή
των πραγματικών περιστατικών στον κρίσιμο κανόνα δικαίου, αν η αρμοδιότητα
ασκήθηκε με βάση τα γεγονότα της συγκεκριμένης περίπτωσης (ειδική αιτιολογία)
και το αν η διοίκηση εφήρμοσε τα νόμιμα κριτήρια, το αν η αιτιολογία είναι σαφής ή
αόριστη και το να μην είναι αντιφατική.
Πλάνη περί τα πράγματα:
Ο ισχυρισμός του αιτούντος είναι απαράδεκτος αν έρχεται σε αντίθεση με κριθέντα
απόφαση και αν αντίκειται σε ό,τι έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου.
Συνοπτικά, παράβαση νόμου σημαίνει την αντίθεση σε κανόνα του θετικού δικαίου.
Η αντίθεση αυτή υπάρχει:
1. Όταν η διοίκηση δεν συμμορφώνεται προς μια ρητή επιταγή ή ενεργεί
αντίθετα προς μια ρητή απαγόρευση (παράβαση υπό στενή έννοια)
2. Όταν η διοίκηση υπερβαίνει τις εξουσίες της, περιορίζοντας ή
προσβάλλοντας ένα ατομικό δικαίωμα, χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση
(υπέρβαση εξουσίας ή έλλειψη νομικής βάσεως)
3. Όταν η διοίκηση ερμηνεύει εσφαλμένως την έννοια του νόμου (εσφαλμένη
ή ψευδής ερμηνεία)
4. Όταν η διοίκηση προβαίνει σε εσφαλμένη εξειδίκευση μιας αόριστης
νομικής έννοιας (εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός)
5. Όταν η διοίκηση αντιλαμβάνεται εσφαλμένως την ύπαρξη ή μη ύπαρξη
πραγματικών περιστατικών (πλάνη περί τα πράγματα- πρέπει να είναι
ουσιώδης, δηλαδή να στηρίζεται σ αυτό το εσφαλμένο πραγματικό
περιστατικό, το περιεχόμενο της πράξης της διοίκησης). Η διοίκηση στηρίζει
την εφαρμογή του νόμου σε εσφαλμένο πραγματικό, αντικειμενικά στοιχεία
που πραγματικά δεν ευσταθούν. Τότε ακυρώνεται η απόφαση
π.χ. χαρακτηρισμός κτιρίου ως διατηρητέου, το ΑΠΘ επειδή
κατασκευάστηκε το 1929. Υποβάλλεται αίτηση επειδή δεν χτίστηκε το 1929
αλλά το 1969. Αποδεικνύεται λάθος της διοίκησης στο οποίο στηρίχθηκε για
την εφαρμογή του δικαίου, επομένως το πραγματικό έρεισμα αποδεικνύεται
εσφαλμένο κι έχουμε ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα που οδηγεί στην
ακύρωση της πράξης. Στο πλαίσιο της ακυρωτικής δίκης ελέγχεται η πλάνη
περί τα πράγματα, αλλά όχι η υπαγωγή σε αόριστες και αξιολογικές έννοιες
Παράβαση είναι δυνατή τόσο κατά την άσκηση δέσμιας αρμοδιότητας όσο και κατά
την άσκηση διακριτικής ευχέρειας.
87
Δεν ελέγχεται αυτεπαγγέλτως αλλά μόνο μετά από πρόταση του αιτούντος.
Σ. 87 παρ. 2 και Σ. 93 παρ. 4- Ο δικαστής δεν υποχρεούται να εφαρμόσει κανόνα
δικαίου που παραβιάζει, επομένως ο δικαστής μπορεί στο πλαίσιο του τρίτου λόγου
ακυρώσεως να ελέγξει παρεπιμπτόντος και την συνταγματικότητα του κανόνα
δικαίου που εφήρμοσε η διοίκηση. Αντιθέτως ο δικαστής δεν υποχρεούται να ελέγξει
τη συνταγματικότητα της ίδιας της πράξης. Αυτός ο κανόνας δικαίου μπορεί να είναι
τυπικός, ή να προκύπτει από κανονιστική πράξη, οπότε ισχύει ο κανόνας ότι στο
πλαίσιο της προσβολής της πράξης ελέγχεται παρεμπιπτόντως η συνταγματικότητα
και η νομιμότητα της κανονιστικής πράξης που εφάρμοσε η διοίκηση.
Αντιθέτως όταν προσβάλλεται ατομική διοικητική πράξη δεν μπορεί να ελεγχθεί
παρεμπιπτόντως η νομιμότητα άλλης ατομικής διοικητικής πράξης, από την οποια
εξαρτάται η προσβαλλόμενη.
π.χ. Εκδίδεται οικοδομική άδεια και προβάλλει κανείς κατά την προσβολή ότι το
Προεδρικό διάταγμα που προβλέπει του όρους δόμησης, είναι παράνομο ή
αντισυνταγματικό. Θα ελεγχθεί λοιπόν η νομιμότητα και η συνταγματικότητα αυτου.
Αν όμως έχουμε ατομική διοικητική πράξη, το κύρος της δεν μπορεί να ελεγχθεί
παρεμπιπτόντως
π.χ. Καθηγητής Χ κόβει τον μαθητή Ψ οποίος προσβάλλει, υποστηρίζοντας ότι ο Χ
έχει διοριστεί παράνομα. Αυτό δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως, με εξαίρεση την
περίπτωση όπου διαρκεί ακόμη η προθεσμία προσβολής της ατομικής πράξης, της
οποίας ζητάμε τον παρεμπίπτοντα έλεγχο, γιατί θα θεωρούνταν συμπροσβαλλόμενη.
Το κριτήριο για το αν ο έλεγχος είναι ευθύς ή παρεμπιπτων σχετίζεται με το αίτημα.
Ειδική περίπτωση - Παραβίαση του δεδικασμένου
Όταν η προσβαλλόμενη πράξη έρχεται σε αντίθεση με κριθέν ζήτημα από το
δικαστήριο, η παρανομία δημιουργεί λόγο ακυρώσεως που ελέγχεται και
αυτεπαγγέλτως.
Π.χ. η διοίκηση επιλέγει μεταξύ των Α και Β, τον Β με την αιτιολογία ότι τα
προσόντα του Α είναι παράνομα, ενώ έχει υπάρξει απόφαση που τα κρίνει νόμιμα. Ο
ακυρωτικός δικαστής μπορεί να κρίνει αν η επιλογή είναι νόμιμη και δεν μπορεί να
επιλέξει ο ίδιος μεταξύ των Α και Β. Αν η αιτιολογία ήταν διαφορετική, τότε δεν θα
είχαμε παραβίαση του δεδικασμένου αν επιλεγόταν ο Β.
88
Αναφέρεται στη νομιμότητα της πράξης. Βρίσκει εφαρμογή όταν το όργανο που
εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη επιδιώκει σκοπό προδήλως διαφορετικό με την
έκδοση της πράξης από εκείνον που είχε ως σκοπό όταν ο νόμος χορηγούσε τη
διακριτική ευχέρεια. Η κατάχρηση εξουσίας πρέπει να προκύπτει από τον φάκελο
της πράξης ή να αποδειχθεί από τον αιτούντα.
Π.χ. ο νομοθέτης χορηγεί στη διοίκηση την ευχέρεια να επιβάλλει
περιβαλλοντικά πρόστιμα με σκοπό την τήρηση της περιβαλλοντικής
προστασίας. Όταν η διακριτική αυτή ευχέρεια χρησιμοποιείται με σκοπό την
επαύξηση των κρατικών εσόδων, έχουμε κατάχρηση εξουσίας, αφού χρησιμοποιείται
για σκοπό προδήλως διαφορετικό.
Ο λόγος ακυρώσεως είναι θεωρητικός κατά κύριο λόγο, αφού δεν αποτυπώνεται στα
έγγραφα. Ο αιτών πρέπει να την επικαλεστεί και να αποδείξει την κατάχρηση
εξουσίας, πράγμα πολύ δύσκολο.
Παρέμβαση
αρ. 49 ΠΔ 18/1989 → ο νομοθέτης, επιτρέπει στον τρίτο να συμμετάσχει στην
ακυρωτική δίκη, με δικό του δικόγραφο: έτσι, ασκώντας παρέμβαση ο τρίτος
89
καθίσταται κι αυτός διάδικος της δίκης. Αυτός ο θεσμός, ονομάζεται
παρέμβαση.
Ένας τρίτος μπορεί να συμμετάσχει σε μια δίκη που έχει ήδη ξεκινήσει μετά από
αίτηση ακυρώσεως άλλου. Αυτό επιτρέπεται μόνο υπέρ του κύρους της
προσβαλλόμενης πράξης στην ακυρωτική δίκη προκειμένου να μην παρακάμπτεται
η προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως. Αν κάποιος ασκήσει παρέμβαση κατά του
κύρους της πράξης εντός προθεσμίας, αυτή θεωρείται ξεχωριστή αίτηση ακυρώσεως
(διαφορετικά είναι απαράδεκτη). Έννομο συμφέρον για την παρέμβαση έχει εκείνος
που αντλεί όφελος από την πράξη (βλάπτεται από την ακύρωσή της). Ο
παρεμβαίνων μπορεί να προβάλλει λόγους που τεκμηριώνουν το απαράδεκτο ή το
αβάσιμο της αίτησης ακυρώσεως (οτιδήποτε κατατείνει στην απόρριψη της
αιτήσεως ακυρώσεως).
!!Ίδιον της ακυρωτικής δίκης, είναι ότι ο παρεμβαίνων συμμετέχει στη δίκη μόνο με
ένα ρόλο: του επιτρέπεται, μόνο να υπερασπιστεί την προσβαλλόμενη πράξη,
μπορεί μόνο να συμμαχήσει με τη διοικητική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη
πράξη, δεν επιτρέπεται να συμμαχήσει με αυτόν που την προσβάλλει (παρέμβαση
είναι δυνατή μόνο υπέρ του κύρους της πράξης).
Για ποιο λόγο στην ακυρωτική δίκη, επιτρέπεται μόνο παρέμβαση υπέρ της πράξης &
όχι κατά της πράξης; Η κρατούσα άποψη δικαιολογεί τη ρύθμιση αυτή,
υποστηρίζοντας ότι διαφορετικά θα είχαμε μία νέα αίτηση ακυρώσεως η οποία θα
μπορούσε να ασκηθεί εκτός προθεσμίας (δεδομένου ότι η παρέμβαση δεν εξαρτάται
από την προθεσμία έκδοσης της πράξης).
*το ενεστώς έννομο συμφέρον δε χρειάζεται να συντρέχει και στα 3 χρονικά σημεία
(εν αντιθέσει, με ό,τι ισχύει στην αίτηση ακυρώσεως). !!Το έννομο συμφέρον
παρέμβασης δε χρειάζεται να υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.
90
κατάθεσης & επίδοσης του δικογράφου. (#στις σκέτες ημέρες μετράμε
διαφορετικά την προθεσμία)
91
!! η παρέμβαση αφορά υπαρκτή δίκη, δίκη εν εξελίξει: επομένως, για να ασκηθεί η
παρέμβαση πρέπει να έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως
Συνάφεια
:σώρευση αντικειμένων/αντικειμενικά σύνθετη δίκη
92
η μοναδική προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, η οποία εμπεριέχει
όλες τις προηγούμενες, εδώ δεν έχουμε συνάφεια
3. Όταν οι διοικητικές πράξεις βασίζονται στην κατά βάση ίδια
πραγματική & νομική αιτία
a. για παράδειγμα, ο ενδιαφερόμενος θέλει να εγκαταστήσει σταθμό
παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ(ανανεώσιμες πηγές ενέργειας),
παίρνει περιβαλλοντική άδεια και εκδίδονται άδεια
εγκατάστασης εξοπλισμού & οικοδομική άδεια → η νομολογία
λέει ότι αυτές οι 3 πράξεις(περιβαλλοντική, εγκατάστασης,
οικοδομική) παραδεκτώς συμπροσβάλλονται με ένα δικόγραφο
ως συναφείς επειδή στηρίζονται στην ίδια αιτία
Ομοδικία
:σώρευση υποκειμένων
Παθητική ομοδικία
→ ο παθητικός διάδικος στην ακυρωτική δίκη, είναι η διοικητική αρχή που
εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, για την ακρίβεια, το νομικό πρόσωπο
του οργάνου που την εξέδωσε/ !!αν την πράξη την εξέδωσε όργανο του κράτους,
το ΠΔ 18/1989 ορίζει ότι διάδικος είναι ο αρμόδιος υπουργός.
!!Για τον αιτούντα δικαστική προστασία, δεν έχει καμία σημασία η παθητική
ομοδικία → δε χρειάζεται σύμφωνα με το νόμο (αρ. 17 παρ.2 ΠΔ 18/1989) να
κατονομάζει τον παθητικό διάδικο. Γιατί; επειδή η ακυρωτική δίκη είναι δίκη κατά
πράξεως. Αν το κάνει είναι για να βοηθήσει το δικαστήριο στην κλήτευση των
κατάλληλων προσώπων.Η παθητική ομοδικία έχει σημασία για το δικαστήριο, το
οποίο πρέπει να κάνει τις απαραίτητες κλητεύσεις (η κλήτευση των διαδίκων είναι
προϋπόθεση παραδεκτού της συζήτησης στο δικαστήριο).
Η ανακριτική αρχή είναι αντίθετη προς το συζητητικό σύστημα, δε μας λέει τίποτα
για το ποιος πρέπει να κάνει κλητεύσεις.
Ενεργητική ομοδικία
Εδώ, επιτρέπεται παραδεκτώς να ομοδικούν περισσότεροι του ενός αιτούντες
δικαστικής προστασίας. Πρέπει όμως να τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
93
Στην ΠολΔικ γίνεται μία διάκριση ανάμεσα σε απλή & αναγκαστική ομοδικία.
➔ Στην απλή, η οποία είναι προαιρετική είναι θέμα επιλογής των ομοδίκων αν
θέλουν να ομοδικήσουν ή όχι. Αν δεν πληρούνται τα αναγκαία στοιχεία για την
ομοδικία, η δίκη θα διασπαστεί για καθένα από τους διαδίκους χωρισμός από
το δικαστήριο του δικογράφου.
◆ Εδώ, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις είναι κοινές για όλους, ενώ οι
υποκειμενικές κρίνονται για τον καθένα ξεχωριστά:το δικαστήριο
μπορεί να δέχεται το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως για
ορισμένους ομοδίκους & να το απορρίπτει για άλλους.
➔ Αντιθέτως στην αναγκαστική, το δίκαιο υποχρεώνει περισσοτέρους να
ασκήσουν δικόγραφο από κοινού. Η διαφορά επιδέχεται μόνο ενιαίας ρύθμισης
για όλους. Η πράξη σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο δεν μπορεί να
ακυρωθεί μόνο για έναν. Πρέπει αναγκαστικά να ασκηθεί από όλους αίτηση
ακυρώσεως.
!!Η ομοδικία, για την οποία μιλάμε στην ακυρωτική δίκη είναι η απλή, οπότε οι
διαδικαστικές πράξεις του καθενός δεν επιλέγουν για τους άλλους αποτελέσματα,
αλλά μόνο για τον εαυτό του.
Υπάρχει όριο στον αριθμό των αιτούντων στην ακυρωτική δίκη με το ίδιο
δικόγραφο→ όχι, μπορεί να είναι εκατοντάδες (#στις δίκες ουσίας υπάρχει
όριο, στις ακυρωτικές δεν υπάρχει)
Προϋποθέσεις ομοδικίας:
1. Δεσμός μεταξύ των ομοδίκων: πρέπει όλοι να έχουν παράλληλο έννομο
συμφέρον ακύρωσης της διοικητικής πράξης
2. Πρέπει οι λόγοι ακυρώσεως που προτείνονται, να βασίζονται στους
κατά τα ουσιώδη στοιχεία, ίδιους πραγματικούς & νομικούς λόγους→
δηλαδή, θέλουμε μία κοινότητα των λόγων ακυρώσεως
94
**αρ. 45 παρ.4 ΠΔ 18/1989 → αν δεν υπήρχε αυτή η ρύθμιση, η ρητή
επιγενόμενη πράξη που έπεται της παράλειψης θα ήταν απλώς βεβαιωτική
(όπως και είναι βεβαιωτική όταν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις της
ρύθμισης)
Μπορεί να συμπληρώσει τους ισχυρισμούς του ο αιτών στην αίτηση ακυρώσεως; Ναι,
αλλά υπό όρους:
Ο αιτών έχει καταρχήν το βάρος της αρχής της συγκεντρώσεως: τα επιχειρήματά
του δε μπορεί να τα προβάλλει οποτεδήποτε, αλλά τους λόγους ακυρώσεως τους
προβάλλει είτε με το αρχικό δικόγραφο, είτε με το δικόγραφο προσθέτων λόγων, το
οποίο πρέπει να κατατεθεί & να επιδοθεί στους διαδίκους, το αργότερο 15 πλήρεις
ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης. Αν το δικόγραφο προσθέτων λόγων,
κατατεθεί εμπρόθεσμα, αλλά δεν κοινοποιηθεί εμπρόθεσμα στους διαδίκους, τότε
συμβαίνει το ίδιο με την παρέμβαση. Δηλαδή, εάν η επίδοση δεν γίνει εμπρόθεσμα,
τότε το σχετικό ελάττωμα θεραπεύεται αν ο αντίδικος παραστεί στη δίκη και δεν
αντιλέξει, όπως και στην παρέμβαση. Αυτό το δικόγραφο αφορά νέους λόγους
ακυρώσεως.
95
(Θυμόμαστε ότι για να είναι παραδεκτό το δικόγραφο πρέπει να περιέχει τουλάχιστον
έναν λόγο ακυρώσεως)
Στη συζήτηση μπορεί ο αιτών να λάβει άδεια από το δικαστήριο ώστε να καταθέσει
ένα υπόμνημα μετά από προθεσμία που θέτει ο πρόεδρος στο ακροατήριο. Άρα
υπόμνημα γίνεται δεκτό και μετά την έναρξη της συζήτησης. Στο υπόμνημα αυτό
δεν μπορούν να προβληθούν νέοι λόγοι ακυρώσεως, εκτός αν είναι λόγοι
αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι, λόγοι δημοσίας τάξης δηλαδή. Με το υπόμνημα αυτό
δεν μπορούν να προσκομιστούν άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Οι διάδικοι δεν
μπορούν να προσκομίσουν νέα στοιχεία μετά τη συζήτηση – άρθρο 25 ΠΔ
18/1989
96
2. Μετά την κατάθεση της αιτήσεως ακυρώσεως, ο πρόεδρος του δικαστηρίου
διατάσσει την κλήτευση των παθητικών διαδίκων, αν είναι ΝΠΔΔ του
κράτους, η κλήτευση κοινοποιείται και στον αρμόδιο υπουργού και ορίζεται ο
εισηγητής δικαστής.
Ο εισηγητής δικαστής έχει ως αρμοδιότητα να επιφέρει τη δικονομική
ωρίμανση της δίκης προς συζήτηση: δηλαδή, μεριμνεί για την προσκομιδή του
φακέλου από τη διοίκηση (αν η διοίκηση δεν έχει προσκομίσει τον φάκελο, τον
ζητα, όπως και όλα τα συμπληρωματικά έγγραφα), δέχεται να επικοινωνήσει
με τους διαδίκους αν αυτοί το ζητήσουν & δηλώνει την υπόθεση προς
συζήτηση 5 ημέρες πριν από τη διενέργεια της συζήτησης, δηλαδή, δηλώνει αν
η υπόθεση είναι ώριμη προς συζήτηση ή όχι και πρέπει να αναβληθεί
οίκοθεν(αν δεν το κάνει αυτό ο εισηγητής, τότε η υπόθεση αναβάλλεται
οίκοθεν).
Επίσης, ετοιμάζει την επ’ακροατηρίω έκθεση → αυτή η έκθεση
καθίσταται γνωστή στους διαδίκους πριν από τη συζήτηση της
υπόθεση: σε αυτή την έκθεση, ο εισηγητής περιγράφει τα βασικά
πραγματικά & νομικά ζητήματα που τίθενται και δεν προτείνει τίποτα
από το 2010 και μετά (δεν κάνει κάποια πρόταση).
Η συζήτηση γίνεται βάση της έκθεσης επ’ ακροατηρίω. Προηγείται στο στάδιο
της προεκφώνησης και μετά ο εισηγητής παρουσιάζει την εισήγησή του στο
δικαστήριο. Ο πρόεδρος δίνει τον λόγο στον αιτούντα ο οποίος παρουσιάζει τα
επιχειρήματά του και μετά στη διοίκηση να αναπτύξει τους λόγους με βάση τους
οποίους πρέπει να απορριφθεί η αίτηση ακυρώσεως. Το στάδιο της κύριας
διαδικασίας που είναι δημόσιο λήγει με τις προθεσμίες για νομιμοποίηση και
υπομνήματα.
Κύρια διαδικασία: επί ακροατηρίου συζήτηση – γίνεται κατά την δικάσιμο, δηλ. την
ημέρα που όρισε ο πρόεδρος. Αν ένας από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά την
συζήτηση, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν έγινε νομίμως και εμπροθέσμως
ή παραλήφθηκε νομίμως η κοινοποίηση (η κλήτευση – αρ. 135 παρ1 ΚΔΔ).
Επανάληψη της δίκης μπορεί να ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον για αυτό. Το
δικαστήριο διαγράφει την υπόθεση αν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο ως την
έναρξη της συζήτησης ή με άλλον τρόπο καταργήθηκε η δίκη. Στα τακτικά διοικητικά
δικαστήρια έχει σχεδόν καταργηθεί στην πράξη η συζήτηση (αρ. 133 παρ2 εδ4-6
αλλά και αρ. 134 ΚΔΔ).
Ακολουθεί το μυστικό στάδιο της διάσκεψης της υπόθεσης. Οι δικαστές συζητάνε,
ψηφίζουν και αποφασίζουν. Η απόφαση δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση του
δικαστηρίου.
➔ Η διοίκηση όταν είναι το κράτος ή άλλη αρχή του ελληνικού δημοσίου
εκπροσωπείται από το νομικό συμβούλιο του κράτους.
97
ε. Η κατάργηση της ακυρωτικής δίκης
αρ. 32 παρ. 1
➔ Όταν η προσβαλλόμενη πράξη παύει να υφίσταται μετά την άσκηση της
αίτησης ακυρώσεως, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να μην έχει ασκηθεί ποτέ.
➔ Αν η προσβαλλόμενη πράξη παύει να υφίσταται πριν την άσκηση του ενδίκου
βοηθήματος, η αίτηση ακυρώσεως που ασκείται είναι απαράδεκτη, καθώς δεν
υπάρχει η εκτελεστή πράξη.
➔ Στην παρ. 1 έχουμε σε κάθε περίπτωση κατάργηση της δίκης ανεξαρτήτως
αν θα ήθελε ο αιτών να συνεχιστεί. Αίρονται όποια αποτελέσματα είχε
επιφέρει η εκδοθείσα πράξη, οπότε δεν υπάρχει και κανένας λόγος για τη
συνέχιση της δίκης.
Ο κρίσιμος χρόνο για την κατάργηση της δίκης είναι η αναδρομική ανάκληση της
πράξης από την άσκηση του ενδίκου μέσου και μέχρι την συζήτηση της υπόθεσης.
98
Όταν αναφερόμαστε στην ισχύ της διοικητικής πράξης έχουμε:
1. Εξωτερική ισχύ- όταν αυτή με την έκδοσή της καθίσταται εφαρμοστή
2. Εσωτερική ισχύς- προκύπτει από το περιεχόμενο της πράξης και με όρους
που περιλαμβάνει με τους οποίους καθορίζονται όροι σύμφωνα με τους
οποίους η διοικητική πράξη θα ισχύσει ([.χ. άδεια κυνηγιού- θα ισχύει από
αύριο το πρωί, σύμφωνα όμως με το περιεχόμενο της επιτρέπει το κυνήγι
μόνο κατά την διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου, εξωτερικά επομένως
ισχύει αλλά εσωτερικά ισχύει μόνο για συγκεκριμένη περίοδο. Μπορούμε
δηλαδή να έχουμε παύση επειδή έληξε η περίοδος ισχύς της)
π.χ. το δίπλωμα ισχύει μέχρι τα 65- οπότε και έρχεται παύση ισχύος
π.χ. Παύση έχουμε και όταν μία διοικητική πράξη αντικαθίσταται από μία
άλλη. Μπορεί ωστόσο να μην έχουμε επόμενη διοικητική πράξη, αλλά
ρύθμιση με νόμο κατά τρόπο που να μην ισχύει η αρχική διοικητική πράξη. Σε
όλες αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζεται το αρ. 32 παρ. 2
Σε περίπτωση πραγματοπαγούς διοικητικής πράξης (πράξη που συνδέεται άρρηκτα με
ένα πράγμα- άδεια κυκλοφορίας αυτοκινήτου) παύει αυτή να υφίσταται όταν
καταστρέφεται το πράγμα στο οποίο αφορά.
Η δίκη με την παύση καταργείται, αλλά δίνεται στον αιτούντα η δυνατότητα να
αποδείξει έννομο συμφέρον να συνεχιστεί η δίκη παρά την παύση ισχύος της
διοικητικής πράξης. Η διαφορά με την προηγούμενη παράγραφο είναι ότι στην παρ. 2
η διοικητική πράξη παύει να ισχύει για το μέλλον ενώ στην παρ. 1 παύει να ισχύει
αναδρομικά. Στην παύση επομένως έχουν διατηρηθεί σε ισχύ για ορισμένη διάρκεια
στο παρελθόν, οπότε και μπορεί ο αιτών να υποβάλει αίτημα για την κατ’ εξαίρεση
συνέχιση της δίκης. Μπορεί να προβάλει με υπόμνημά του που υποβάλλεται εντός 6
πλήρων ημερών πριν τη συζήτηση, ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της
δίκης (Πρέπει να αποδείξει για το παρελθόν όπου ίσχυσε η πράξη παρήγαγε έννομες
συνέπειες, οι οποίες πρέπει να αρθούν με την ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου).
Οι συνέπειες αυτές μπορεί να είναι είτε ηθικές, είτε περιουσιακές.
π.χ. πειθαρχικές ποινές στους στρατιωτικούς (προσβάλλονται ακυρωτικά)- αν
επιβληθεί για παράδειγμα τρίμηνης στέρησης αποδοχών και έχει παύση η ισχύ μέχρι
τη συζήτηση, θα μπορέσει ο αιτών να επικαλεστεί ηθικό έννομο συμφέρον, λόγω της
βλάβης που υπέστη από την ποινή, θα συνεχιστεί η δίκη σύμφωνα με το αρ. 32 παρ. 2.
Η νομολογία δέχεται ότι δεν συνιστά τέτοιο έννομο συμφέρον, η ύπαρξη
οικονομικής/ χρηματικής ζημίας στο διάστημα που ίσχυσε η πράξη, καθώς αυτή η
ζημία μπορεί να αποκατασταθεί με την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως στα τακτικά
διοικητικά δικαστήρια.
αρ.32 παρ.3
Σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ3, το οποίο συνιστά συνέχεια του 32 παρ2 και ειδική
περίπτωση, η παύση ισχύος της πράξης εδώ οφείλεται στην αντικατάσταση της
πράξης με επόμενη. Μπορώ εδώ να ζητήσω με αίτηση, αν η νέα πράξη συνεχίζει να
πλήττει τα έννομα συμφέροντά μου να συνεχιστεί η δίκη κατά της νέας πράξης
(διεύρυνση αντικειμένου δίκης). Μπορώ να προβάλλω και νέους λόγους ακυρώσεως
99
εδώ. Η αίτηση πρέπει να κατατεθεί στο δικαστήριο και να επιδοθεί στους διαδίκους 6
πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση.
Έχουμε παύση ισχύος της πράξης, λόγω παρόδου της εσωτερικής χρονικής ισχύος
της, αλλά δεν μένει αρρύθμιστη η έννομη σχέση, αλλά ρυθμίζεται εκ νέου η έννομη
σχέση π.χ. με άλλη διοικητική πράξη, η οποία νέα πράξη συνεχίζει να είναι δυσμενής
για τον αιτούντα.
π.χ. Με απόφαση του Δημοτικού συμβουλίου επιβάλλονται τα τέλη που πρέπει να
καταβάλλουν οι ιδιοκτήτες καταστημάτων υγειονομικού περιεχομένου για τα
τραπεζοκαθίσματα που βάζουν στα πεζοδρόμια για ένα χρόνο. Αυτή η απόφαση
αποτελεί κανονιστική πράξη της Διοίκησης που δημιουργεί ακυρωτική διαφορά και
προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως στο ΣτΕ, λόγω της κανονιστικής φύσεως της
πράξης (η ατομική πράξη είναι φορολογική διαφορά και προσβάλλεται με προσφυγή
ουσίας)
Συνεχίζεται η δίκη, ακυρώνοντας την δεύτερη και θα προκύπτει από την υποχρέωση
συμμόρφωσης ότι και η πρώτη πράξη ακυρώνεται. Από τον νομικό κόσμο παύει να
υπάρχει η πρώτη πράξη, αλλά το δικαστήριο το απασχολούν και οι δύο πράξεις.
Αναβολή για κατάθεση δικογράφου/ υπομνήματος συνέχισης της δίκης (το έχασα
εδώ- διάβασε από λαζαράτο)
Η αναβολή ζητείται και δίνεται στο ακροατήριο, αλλιώς αν προλαβαίνει θα πρέπει να
υποβάλλει την αίτηση εντός των 6 πλήρων ημερών.
Ο κανονισμός του ΣτΕ προβλέπει ότι τα αιτήματα των αναβολών πρέπει να
υποβάλλονται εγγράφως την προτεραία, αλλά εδώ κατ’ εξαίρεση αφού στο νόμο
προβλέπεται η υποβολή της αίτησης προφορικά στο ακροατήριο δεν χρειάζεται
κατάθεση εγγράφου αιτήματος την προτεραία.
100
(συμβολαιογραφική παραίτηση) ή με δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου στη
συζήτηση. Η δήλωση κατατίθεται είτε από τον ίδιο τον διάδικο είτε από πληρεξούσιο
δικηγόρο.
Η παραίτηση μπορεί να γίνει μέχρι τη συζήτηση με τους εξής τρόπους:
1. Με δήλωση στο ακροατήριο, είτε του αιτούντος είτε του πληρεξούσιου
2. Κατά τη διάρκεια της προδικασίας (η δικηγορική πληρεξουσιότητα
τεκμαίρεται από το νόμο) με δήλωση που κατατίθεται στη Γραμματεία του
Δικαστηρίου
3. Παραίτηση με συμβολαιογραφικό έγγραφο, η οποία περιέρχεται στο
δικαστήριο έως και τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο
Η παραίτηση πρέπει να είναι καθαρή και δεν γίνεται να περιλαμβάνει όροι ή αιρέσεις.
Συνέπειες παραίτησης
1. Κατάργηση δίκης με δικαστική απόφαση (αρχή της διαθέσεως)
2. Το ένδικο βοήθημα από το οποίο παραιτήθηκε ο αιτών, θεωρείται ότι δεν
ασκήθηκε ποτέ, επομένως είναι δυνατή η άσκηση εκ νέου του ενδίκου
βοηθήματος, εφόσον δεν έχει παρέλθει η προθεσμία.
(με την αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης χάνω για πάντα το έννομο συμφέρον να
την προσβάλλω)
ii. Θάνατος του αιτούντος
Κατάργηση λόγω υποκειμένου
Αναφερόμαστε πάλι στο κρίσιμο χρονικό διάστημα από την άσκηση του μέσου μέχρι
τη συζήτηση. Αν αποβιώσει πριν την άσκηση του ενδίκου μέσου, πάλι η αίτηση είναι
απαράδεκτη.
Στην κατηγορία κατάργησης της δίκης εντάσσεται και ο θάνατος του αιτούντος
μέχρι τη συζήτηση της δίκης- μετά δεν επιφέρει κάποια συνέπεια. Η δίκη καταργείται
εκτός αν υποβληθεί σχετικό αίτημα για τη συνέχιση της δίκης από όποιον έννομο
συμφέρον- πρέπει να αναφέρεται στο αίτημα το έννομο συμφέρον. Αν το αντικείμενο
της δίκης είναι προσωποπαγές, αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί από τους διαδόχους του
αποβιώσαντος.
Η δίκη μπορεί να συνεχιστεί αν το αντικείμενο της δίκης είναι περιουσιακό και η
καθολικοί/ ειδικοί διάδοχοι πάρουν θέση διαδίκου. Αν εμφανιστεί κάποιος και
ενημερώσει για το θάνατο του διαδίκου, η συζήτηση αναβάλλεται. ΑΝ μάλιστα το
δικαστήριο το πληροφορηθεί με άλλο τρόπο, η συζήτηση αναβάλλεται
αυτεπαγγέλτως.
Αν η δίκη έχει άλλο αντικείμενο (π.χ. εκλογή σε θέση καθηγητή στο πανεπιστήμιο)
και όχι περιουσιακό, οι διάδοχοι του αποθανόντος δεν μπορούν να συνεχίσουν τη
δίκη επικαλούμενοι το έννομο συμφέρον το δικό τους ή του αποθανόντος, αλλά παρά
μόνο αν επικαλεστούν ότι η συνέχιση της δίκης μπορεί να προστατέψει τα δικά του
περιουσιακά έννομα συμφέροντα.
101
Η κατάργηση της δίκης μπορεί να παρέλθει και με πράξη του προέδρου.
28/11/2023→ 15η διάλεξη- έλειπα, σημειώσεις από αλλού
Όταν έχουμε την έκδοση μίας εν μέρει ή εν όλω ακυρωτικής απόφασης, λέμε ότι η
απόφαση αυτή έχει διαπλαστικό χαρακτήρα. Διαμορφώνει εκ νέου την έννομη
σχέση εξαφανίζοντας εν όλω ή εν μέρει την προσβληθείσα διοικητική πράξη. Η
εξαφάνιση αυτή έχει δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά βασισμένα στην αρχή της
νομιμότητας- συνέπειες που αφορούν το διατακτικό της:
1. Η εξαφάνιση δρα έναντι όλων – erga omnes ισχύς ακυρωτικής απόφασης (αρ.
50 ΠΔ)
2. Η ακύρωση ενεργεί αναδρομικά – η προσβαλλόμενη πράξη εξαφανίζεται από
τότε που εκδόθηκε. Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ στον νομικό κόσμο. Ο
νόμος δεν μπορεί να ανεχθεί πράξη που έχει κριθεί παράνομη. Η ακυρωτικη
απόφαση έχει αναδρομικότητα επειδή αυτό επιβάλλει η αρχή της διοικητικής
νομιμότητας.
ii. Δεδικασμένο
Από την διαπλαστική ενέργεια των ακυρωτικών αποφάσεων πρέπει να διακρίνουμε
το δεδικασμένο. Η διαπλαστική ενέργεια αφορά μόνο το διατακτικό της υπόθεσης και
επομένως μόνο τη συγκεκριμένη πράξη. Το δεδικασμένο μας μιλάει για τη
δεσμευτικότητα της απόφασης ως προς το κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα.
Το δεδικασμένο ενεργεί inter partes. Έχει δηλαδή υποκειμενικά όρια που
ταυτίζονται με τους διαδίκους της διαφοράς. Γι’ αυτό και τρίτοι δεν μπορούν να
επωφεληθούν από το δεδικασμένο.
Το δεδικασμένο ορίζει για ποιο λόγο ακυρώθηκε/είναι παράνομη η πράξη αλλά και
για κάθε άλλο νομικό ζήτημα που κρίθηκε από το δικαστήριο.
102
καλύπτει μόνο τα μέρη της διαφοράς, μόνο τους διαδίκους, ισχύει inter partes το
δεδικασμένο.
Το δεδικασμένο έχει:
● υποκειμενικά όρια → τους διαδίκους
● αντικειμενικά όρια → το δεδικασμένο καλύπτει μόνο διοικητικής φύσεως
ζητήματα: νομικές κρίσεις & ζητήματα που αφορούν το πεδίο του
διοικητικού δικαίου καθώς και πραγματικά περιστατικά που γίνονται
με την απόφαση του δικαστηρίου. Αυτό βέβαια περιλαμβάνει και
παρεμπιπτόντως κριθέντα ζητήματα εφόσον αυτά κρίθηκαν στο
πλαίσιο του διοικητικού δικαίου ασχέτως αν μπορούσε ή έπρεπε.
πχ για την ακύρωση οικοδομικής αδείας το ζήτημα για την νομιμότητα της
ιδιοκτησίας δεν μπορεί να κριθεί με δύναμη δεδικασμένου από τον διοικητικό
δικαστή εδώ πχ υπάγεται στον αστικό κώδικα.
Η απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως δεν αναπτύσσει διαπλαστική ισχύ διότι δεν
έχει ακυρωτικό αποτέλεσμα αλλά αφορά μόνο τους διαδίκους και αναπτύσσει δύναμη
δεδικασμένου διότι καλύπτει το αν συμβλήθηκαν λόγοι ακυρώσεως, και επίσης
μπορεί να καλύπτονται με δεδικασμένο δικονομικής φύσεως ζητήματα πχ το
εκπρόθεσμο της αίτησης ακυρώσεως
Ο ακυρωτικός δικαστής δεν μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα άλλης διοικητικής
πράξης από την προσβαλλόμενη, ακόμη και αν αυτή επηρεάζει το κύρος της
προσβαλλόμενης λόγω του τεκμηρίου νομιμότητας.
➔ Παρεμπιπτόντως μπορούν να ελεγχθούν κανονιστικές πράξεις βάσει των
οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ατομική. Ως προς αυτές εκτείνεται
και το δεδικασμένο!!
103
της πράξης ή παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας αλλά θεωρεί ότι η
παρανομία αυτή μπορεί και εκ των υστέρων να καλυφθεί. Το δικαστήριο δεν
προχωρά στην ακύρωση της δικαστικής πράξης αλλά εκδίδει, κατ' εκτίμηση και των
εννόμων συμφερόντων των διαδίκων, προδικαστική απόφαση με την οποία καλεί τη
διοίκηση να συμμορφωθεί εντός προθεσμίας, με μέγιστο τους 3 μήνες. Αν η διοίκηση
δεν συμμορφωθεί η πράξη ακυρώνεται.
Άρθρο 50 παρ3 β: ο δικαστής θεωρεί ότι βάση της αρχής της ασφάλειας δικαίου δεν
πρέπει να ακυρώσει αναδρομικά την προσβαλλόμενη πράξη αλλά περιορίζει κατά
χρόνο το ακυρωτικό αποτέλεσμα σε χρόνο μέχρι και την έκδοση της
προσβαλλόμενης πράξης.
Άρθρο 50 παρ3 γ: ο νομοθέτης παραβιάζοντας προγενέστερη απόφαση του ΣτΕ λέει
ότι είναι δυνατός ο περιορισμός του παρεμπίπτοντος ελέγχου κανονιστικών πράξεων
επ’ ευκαιρίας προσβολής ατομικής. Η διαπίστωση παρανομίας της κανονιστικής
πράξης κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχό της, για λόγους αναγόμενους στην
αρμοδιότητα του εκδόντος την απόφαση οργάνου και σε παράβαση ουσιώδους τύπου
είναι δυνατόν να μην οδηγήσει σε ακύρωση ατομικής πράξης, εφόσον, κατά την
κρίση του δικαστηρίου, έχει παρέλθει μακρό, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρονικό
διάστημα από την έναρξη ισχύος της κανονιστικής πράξης που ελέγχεται
παρεμπιπτόντως και οι συνέπειες της παρανομίας της σε βάρος της ατομικής πράξης
μπορεί να κλονίσουν την ασφάλεια του δικαίου. Η παρανομία της κανονιστικής
πράξης μένει χωρίς αντίκρισμα για τον αιτούντα έννομη προστασία.
Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας: προσβάλλεται μία πλασματική
διοικητική πράξη. Είναι ιδεατό κατασκεύασμα του νομοθέτη. Η ακυρωτική
απόφαση έναντι παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας έχει διαπλαστικό χαρακτήρα
τυπικά – ακυρώνει μία πλασματική άρνηση. Η θεωρία υποστηρίζει ότι είναι τυπικά
μόνο ακυρωτική και διαπλαστική απόφαση. Κανονικά είναι καταψηφιστική –
υποχρεώνει τη διοίκηση να εκδώσει τη διοικητική πράξη που ζήτησε ο ιδιώτης. Η
διοίκηση υποχρεούται να εκδώσει την πράξη που παρέλειψε να εκδώσει.
104
Ο Β δεν μπορεί να ασκήσει παρέμβαση διότι αυτή επιτρέπεται μόνο υπέρ της
προσβαλλόμενης απόφασης.
Άρα ο Β θα έπρεπε να ασκήσει δική του παρέμβαση αυτοτελώς.
Αν είναι ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως τότε ομοδικούν.
105
Ταυτόχρονα, θα εφαρμόσει το νυν ισχύον δίκαιο της διοικητικής διαδικασίας και
αρμοδιότητας.
αρ. 50 παρ.3 ΠρΔ 18/1989: αναπέμπει την υπόθεση στην διοίκηση προκειμένου αυτή
να εκδώσει την παραλειφθήσα πράξη.
Στην ρητή άρνηση τότε και πάλι θα δούμε την αιτία για την οποία ακυρώνεται η
άρνηση → Αν ακυρώνεται η άρνηση επειδή το δικαστήριο κρίνει ότι
οπωσδήποτε έπρεπε να ακυρωθεί τότε θα εκδώσει η διοίκηση την πράξη.Αν
το δικαστήριο κρίνει ότι η διοικητική αρχή δεν τήρησε την διαδικασία ή δεν
αιτιολόγησε σωστά τότε και με την ακύρωση της άρνησης μπορεί να
επανέλθει η διοίκηση και μπορεί και πάλι να αρνηθεί την έκδοση της
διοικητικής πράξης σύννομα.
πχ έχουμε διαδικασία στην οποία υπάλληλος απολύεται και στην συνέχεια κρίνεται
ότι η απόλυση ήταν παράνομη-> η διοίκηση θα πρέπει να προχωρήσει και σε άλλες
πράξεις στις οποίες ο εργαζόμενος θα επανενταχθεί στην εργασία όπως επανέκδοση
δικαιολογητικών κλπ
106
Στην διαδικασία επιλογής σε συμμόρφωση προς την διοικητική απόφαση του
δικαστηρίου του Β και Γ ποιο καθεστώς θα εφαρμοστεί; η ακύρωση έχει πάντα
αναδρομικό αποτέλεσμα και γι΄αυτό το ρολόι μετατίθεται στον χρόνο που ίσχυαν τα
πράγματα κατά την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασης. Άρα στην διαδικασία
συμμόρφωσης θα ληφθούν υπόψη τα προσόντα των Α, Γ και Δ όπως είχαν κατά την
αρχική διαδικασία επιλογής τον χρόνο δηλαδή της απόφασης. ΚΑΤ΄ΕΞΑΊΡΕΣΗ, θα
εφαρμοστούν διαδικαστικοί κανόνες που ισχύουν σήμερα, ενώ ως προς το ουσιαστικό
προϋποθέσεις και πραγματικά περιστατικά εφαρμόζουμε τους κανόνες που ίσχυαν
κατά την έκδοση της ακυρωθείσας διοικητικής πράξης.
107
Τεκμήριο νομιμότητας διοικητικών πράξεων: η διοικητική πράξη παράγει έννομα
αποτελέσματα, ασχέτως αν είναι νόμιμη ή παράνομη, μέχρις ότου ακυρωθεί από το
δικαστήριο, ή ανακληθεί από τη διοίκηση. Με την ακύρωση της προσβαλλόμενης
διοικητικής πράξης, αίρεται για πρώτη φορά και το τεκμήριο της νομιμότητας.
Μέχρι την έκδοση της διοικητικής απόφασης, η διοικητική πράξη παράγει έννομα
αποτελέσματα και εκτελείται.
Παράδειγμα: Η διοίκηση θεωρεί ότι ένα κτίσμα είναι αυθαίρετο, οπότε εκδίδει μια
πράξη που λέγεται έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτου και διατάζει την κατεδάφιση του
κτιρίου. Το γεγονός ότι η διοικητική πράξη καλύπτεται με τεκμήριο νομιμότητας,
μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια του αντικειμένου της δίκης, με την εκτέλεση της
προσβαλλόμενης πράξης. Ο ιδιοκτήτης μπορεί να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως
ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, όμως η έκθεση αυτοψίας παραμένει σε ισχύ μέχρι
να εκδοθεί η απόφαση δικαστηρίου και μπορεί να εκτελεστεί. Υλική πράξη που
μπορεί να γίνει όσο αναμένουμε την απόφαση της δίκης. Όταν το δικαστήριο κληθεί
να δικάσει δεν θα υπάρχει πια το πράγμα στο οποίο αναφερόταν η υπόθεση και η
δίκη θα καταργηθεί. Με αυτό τον τρόπο, η δικαστική προστασία δε θα ερχόταν
καθόλου ή θα ερχόταν πολύ αργά, αφού θα είχε πάψει να ισχύει το υλικό αντικείμενο.
Το δικαίωμα του Σ 20 θα γινόταν γράμμα κενό. Γι’ αυτό στο Σ. 20 παρ. 1 και στο
ΕΣΔΑ 6 παρ. 1, θεμελιώνεται αποτελεσματική δικαστική προστασία με την εγγύηση
ότι ο ιδιώτης θα μπορέσει να αμυνθεί κατά των διοικητικών πράξεων. Κενό
νόμου[όταν αργεί η εκδίκαση της υπόθεσης], το οποίο ρυθμίζεται με την προσωρινή
προστασία:
● Η προσωρινή προστασία έχει ως σκοπό τη διατήρηση αντικειμένου
διαφοράς, μέχρι να κριθεί από το δικαστήριο της κύριας δίκης η
υπόθεση. Είναι επιβεβλημένο το δικαίωμα της προσωρινής δικαστικής
προστασίας ως όψη του δικαιώματος[Σ 20] δικαστικής προστασίας.
Προβλέπεται γι’αυτό η διατήρηση του αντικειμένου της διαφοράς με τον θεσμό της
προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία προστατεύεται συνταγματικά (Σ. 20 παρ.
1), ώστε η παρεχόμενη δικαστική προστασία να είναι αποτελεσματική, με τη
διατήρηση του αντικειμένου της δίκης μέχρις ότου να αποφανθεί το δικαστήριο επί
αυτού.
108
Με ποιον τρόπο χορηγείται η προσωρινή προστασία;
Κύριο μέσο είναι το ένδικο βοήθημα της αναστολής εκτελέσεως της διοικητικής
πράξης που προσβάλλεται. Αφορά όλα τα διαπλαστικά ένδικα βοηθήματα: τόσο την
αίτηση ακυρώσεως όσο και την προσφυγή όσο και την ανακοπή. Το αντίστοιχο
ένδικο βοήθημα λέγεται αίτηση αναστολής εκτελέσεως.
● Ένδικο βοήθημα προσωρινής προστασίας το οποίο ασκείται κατά ορισμένης
διοικητικής πράξεως και που σκοπό έχει την αναστολή της εκτέλεσης της
πράξεως κατά της οποίας στρέφεται μέχρις ότου δημοσιευθεί η απόφαση
109
● Οι υπόλοιπες παράγραφοι του αρ. 52 αφορούν την αναστολή εκτελέσεως από
το δικαστήριο.
Η αναστολή εκτελέσεως θα ισχύει μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης επί του κύριου
τακτικού ενδίκου βοηθήματος [επί της αιτήσεως ακυρώσεως στις ακυρωτικές
διαφορές]. Έχει λοιπόν παρακολουθηματικό χαρακτήρα η αναστολή.
110
γ. Ειδικές μορφές προσωρινής προστασίας σε διοικητικές διαφορές (απλή
αναφορά)
111
οικοδομική άδεια καθώς, έτσι το δικαστήριο θα επιτρέψει τη δόμηση το
πρώτον και θα υπεισέλθει στη θέση της διοικητικής αρχής.
Ποιες πράξεις είναι αρνητικές; πχ άρνηση έκδοσης άδειας οδήγησης,
άρνηση χορήγησης οικοδομικής άδειας. Αυτές, μπορεί να εκδοθούν ως
ρητές αρνητικές πράξεις, είτε ως σιωπηρές αρνητικές πράξεις → και οι 2
δεν προσβάλλονται με αίτηση αναστολής εκτελέσεως.
Γενικά αρνητικές πράξεις είναι αυτές, με τις οποίες η διοίκηση αρνείται να
μεταβάλει τη νομική ρύθμιση μίας έννομης σχέσης ή αρνείται να αλλάξει
μία πραγματική κατάσταση.
Πχ. ζητώ να εκδοθεί μια οικοδομική άδεια και η διοίκηση μου λέει όχι. Δεν
υπόκεινται σε αναστολή διότι η παρέμβαση του δικαστηρίου θα σήμαινε μια
διαμόρφωση νέας κατάστασης, και αυτό κατά την νομολογία δεν είναι
επιτρεπτό και αντίκειται στην διάκριση των εξουσιών.
112
άδεια, οπότε δε μπορείς να χτίσεις. Εδώ, η νομολογία λέει ότι το σήμα
διακοπής πολεοδομικών εργασιών ουσιαστικά είναι αρνητική πράξη της
διοίκησης (αφαιρεί την οικοδομική άδεια) και γι’αυτό το λόγο δε μπορει
να ζητηθεί αναστολή της πράξης αυτής(έχουμε μία μη γνήσια αρνητική
πράξη καθώς διακόπτει εργασίες που έως τώρα γίνονταν σύννομα).
Κατ’εξαίρεση, όμως, ο αιτών προσωρινή προστασία αν αποδείξει ότι η
αναστολή αυτή, του προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη & κυρίως αν
αποδείξει ότι η αναστολή αυτή είναι επικίνδυνη για το δημόσιο
συμφέρον (επειδή πχ προκαλούνται κίνδυνοι αν αφεθεί έτσι η
οικοδομή), τότε το δικαστήριο βάσει αρ. 52 παρ.8 ναι μεν δε μπορεί να
αναστείλει προσωρινή το σήμα διακοπής εργασιών (καθώς όπως είπαμε
είναι αρνητική πράξη), αλλά μπορεί να εκδώσει μέτρα όπως πχ να
γίνουν εργασίες στην οικοδομή, οι οποίες θα την καταστήσουν ασφαλή
για το κοινωνικό σύνολο.
● Άρθρο 52 Π.Δ. 18/89: Προϋπόθεση για άσκηση είναι να έχει ασκηθεί αίτηση
ακυρώσεως κατά ορισμένης πράξης.
● Προϋπόθεση της αναστολής εκτελέσεως είναι να στρέφεται κατά
εκτελεστής πράξη
● Κατά κανόνα υπόκεινται όλες σε αναστολή εκτελέσεως εκτός από τις
γνήσιες αρνητικές πράξεις.
113
Πότε δεν έχουμε ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη; Κατά κανόνα,
όταν η ζημία που επικαλείται ο αιτών είναι απλώς χρηματική. Κατ’εξαίρεση, αυτή η
χρηματική ζημία θα θεωρείται ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, όταν
οδηγεί σε μία τέτοια οικονομική βλάβη που αν είναι ιδιώτης θίγει τη δυνατότητα
διαβίωσης του ίδιου ή της οικογένειάς του και δε θα μπορεί να συνεχίσει να διαβιώνει
σε ένα κατάλληλο επίπεδο & αν είναι επιχείρηση ανεπανόρθωτη βλάβη έχουμε όταν
η προσβαλλόμενη πράξη οδηγεί σε οικονομική καταστροφή της επιχείρησης.
Από την άλλη πλευρά, το δικαστήριο πρέπει να ελέγξει και τα δημόσια συμφέροντα-
τα συμφέροντα στα οποία αποβλέπει ο νόμος βάσει του οποίου εκδόθηκε η πράξη.
Ελέγχει αν υπάρχει επιτακτικό δημόσιο συμφέρον το οποίο να συνηγορεί υπέρ της
άμεσης εκτέλεσης της πράξης. Εάν υπερισχύει το δημόσιο συμφέρον ή συμφέροντα
καλόπιστων τρίτων, τότε απορρίπτεται η αναστολή εκτελέσεως.
Παράδειγμα: Υπάρχει ένα φαρμακευτικό σκεύασμα στο οποίο βασίζεται για την
επιβίωσή της η Χ φαρμακευτική εταιρία, του οποίου όμως η διοίκηση ανακαλεί την
άδεια κυκλοφορίας. Εδώ, ακόμα κι αν καταστραφεί οικονομικά η εταιρία, υπάρχει
επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, το οποίο δικαιολογεί την άμεση εκτέλεση της πράξης
ανάκλησης της άδειας κυκλοφορίας του συγκεκριμένου σκευάσματος.
114
Λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα τυχόν τρίτων που θίγονται από την
αναστολή εκτέλεσης.
Η αναστολή εκτέλεσης βασίζεται σε μία στάθμιση συμφερόντων.
Εδώ, τίθεται το εξής ζήτημα: ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της στάθμισης των
συμφερόντων, μπορεί να έχουμε ένα ένδικο βοήθημα-μια αίτηση ακυρώσεως που
ανεξαρτήτως βλάβης δε θα είχε ποτέ καμία ελπίδα ευδοκίμησης,είτε επειδή είναι
προδήλως απαράδεκτη, είτε επειδή είναι προδήλως αβάσιμη. Εδώ, το αποτέλεσμα
στάθμισης των συμφερόντων δεν έχει καμία σημασία καθώς,το δικαστήριο της κύριας
δίκης δε μπορεί να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη. Εδώ, σημασία έχει το
“προδήλως”: πρέπει η αίτηση να είναι προδήλως αβάσιμη ή απαράδεκτη.
Και αντίστροφα, όταν ο δικαστής της προσωρινής προστασίας, βλέπει & είναι
βέβαιος ότι η προσβαλλόμενη πράξη στην κύρια δίκη θα ακυρωθεί, βλέπει δηλαδή ότι
η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως παραδεκτή & βάσιμη, τότε πάλι το αποτέλεσμα
της στάθμισης των συμφερόντων δεν έχει σημασία, καθώς πρέπει να χορηγήσει την
αναστολή. Βέβαια, η νομολογία θέτει πολύ υψηλά τον πήχη για το “προδήλως”: για
να έχουμε προδήλως βάσιμο της αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει η παρανομία να
προκύπτει από πάγια νομολογία του ΣτΕ(: πρέπει δηλαδή, να υπάρχουν πολλές
δικαστικές αποφάσεις που να επιβεβαιώνουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι
εσφαλμένη).
115
➔ Διάρκεια αναστολής εκτελέσεως: Μέχρις ότου δημοσιευθεί η απόφαση
της κύριας δίκης.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι χρόνοι είναι τέτοιοι, όπου ο αιτών επαπειλείται με
άμεση βλάβη που δεν μπορεί να περιμένει την απόφαση της επιτροπής αναστολών
(ειδική επιτροπή του ΣτΕ- Πρόεδρος του τμήματος, εισηγητής και ένας ακόμα
δικαστής)- Πρόκειται για δικαστική κρίση που δεν απαιτεί πλήρη αιτιολογία (υπάρχει
όμως υποχρέωση αιτιολογίας). Οι διάδικοι δεν χρειάζεται να προσκληθούν (το κρίνει
η επιτροπή). Ζήτημα τίθεται για το αν η Επιτροπή θα καλέσει τους διαδίκους για να
κατανοήσει καλύτερα τα στοιχεία που προκύπτουν από το φάκελο.
Μερικές φορές τα πράγματα είναι πολύ επείγοντα και πρέπει να διακοπεί η εκτέλεση
της πράξης με πολύ άμεσο τρόπο καθώς υπάρχουν άμεσοι κίνδυνοι από την εκτέλεσή
της. Σε τέτοιες υπερεπείγουσες περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει επαρκής χρόνος
προκειμένου να αποφανθεί η επιτροπή αναστολών, ο νόμος επιτρέπει τη δυνατότητα
να ζητηθεί προσωρινή διαταγή του προέδρου του δικαστηρίου. Αυτό μπορεί να
ζητηθεί είτε με το ίδιο δικόγραφο της αναστολής εκτελέσεως, είτε με ξεχωριστό
δικόγραφο. Ο πρόεδρος με την προσωρινή διαταγή, μπορεί να δώσει είτε την
αναστολή εκτελέσεως, είτε άλλο μέτρο και αυτά έχουν προσωρινή ισχύ μέχρι να
αποφανθεί το δικαστήριο της κύριας δίκης της αίτησης ακυρώσεως.
116
αποφάσεων του δικαστηρίου της κύριας δίκης) και με αυτή μπορεί να αναστέλλεται
εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης ή μπορεί να προτείνονται
τα κατάλληλα μέτρα βάσει του αρ.52 παρ.8 ΠΔ 18/79. Αν η επιτροπή, χορηγήσει
αναστολή, τότε αυτή ισχύει μέχρι την οριστική απόφαση του δικαστηρίου στην
κύρια δίκη.
Η απόφαση επιτροπής αναστολών δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, υπόκειται όμως στην
αίτηση ανάκλησης είτε χορηγεί, είτε αρνείται την προσωρινή προστασία.!!Προσοχή,
η αίτηση ανάκλησης για να ευδοκιμήσει πρέπει να στηρίζεται σε νεότερα στοιχεία τα
οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη στην επιτροπή αναστολών κατά την αρχική της
κρίση → δε γίνεται δηλαδή, να ζητήσουμε νέα στάθμιση, πρέπει να
επικαλεστούμε νέα στοιχεία ή ακόμα και μία μεταβολή των πραγματικών
δεδομένων που εμφιλοχώρησε στο διάστημα μετά την πρώτη απόφαση της
επιτροπής η οποία οδηγεί αναγκαστικά σε νέα εξέταση της αίτησης
αναστολής. Εάν προκύπτει ότι μπορούσε να προβάλει τα στοιχεία αυτά στην
αίτηση αναστολής που άσκησε το πρώτον, τότε δε θεωρούνται νέα στοιχεία &
δε γίνεται να ασκήσει αίτηση ανάκλησης δεύτερη φορά.
➔ αυτή είναι η διαδικασία της δικαστικής αναστολής εκτέλεσης της πράξης, πάμε
να δούμε τη διοικητική αναστολή εκτέλεσης!!
117
Υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές στις φορολογικές διαφορές.
α. Η προσφυγή
i. Γενικά χαρακτηριστικά
Προσφυγή ουσίας
Είναι διαπλαστικό ένδικο βοήθημα. Προσφυγή ουσίας ασκείται κατά εκτελεστών
διοικητικών πράξεων (όπως και η αίτηση ακυρώσεως) όταν έχουμε διοικητική
διαφορά ουσίας. Με αυτή, ζητείται είτε η ακύρωση της πράξης, είτε η μεταρρύθμισή
της από το δικαστήριο της ουσίας. Η προσφυγή ουσίας διέπεται από τον ΚΔΔικ.
!!Η προσφυγή ουσίας δεν πρέπει να συγχέεται με τις διοικητικές προσφυγές. Οι
τελευταίες ασκούνται ενώπιον των διοικητικών οργάνων. Η προσφυγή ουσίας είναι
ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
118
Σε τι διαφέρει η προσφυγή ουσίας, από την αίτηση ακυρώσεως; Διαφέρει ως προς τις
εξουσίες του δικαστηρίου όσον αφορά το διατακτικό (= καθορίζει το συγκεκριμένο
αποτέλεσμα της δίκης) της απόφασης του δικαστηρίου & την εξουσία ελέγχου του
δικαστηρίου.
➔ Ο δικαστής διαφοράς ουσίας έχει παραπάνω εξουσίες από τον δικαστή
ακυρωτικών διαφορών. Αυτό το βλέπουμε στο αρ. 79 ΚΔΔικ - “Το δικαστήριο
ελέγχει … κατά το νόμο & την ουσία”.(#είναι το αντίστοιχο του αρ. 48 βάσει
του οποίου ελέγχει ο ακυρωτικός δικαστής την προσβαλλόμενη πράξη βάσει
των 4 λόγων ακυρώσεως)
Η εξουσία του διοικητικού δικαστή της ουσίας είναι διαφορετική στο αρ. 79: ο
δικαστής ουσίας ελέγχει την πράξη κατά νόμο & κατ’ουσίαν μέσα στα όρια
όρια της προσφυγής που καθορίζονται από τους λόγους & το αίτημα
της προσφυγής (αρχή της διαθέσεως)→ δεν περιορίζεται δηλαδή, στους 4
λόγους ακυρώσεως, αλλά ελέγχει πλήρως τη διαφορά ως προς τη νομιμότητα
& την ουσία. Έχει την εξουσία να υποκαταστήσει τη διοικητική αρχή και
μάλιστα μπορεί να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη(ενώ, αντιθέτως, ο
ακυρωτικός δικαστής μπορεί μόνο να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την πράξη).
Έχει αυτή την εξουσία, γιατί αυτός έχει και περαιτέρω δυνατότητες ελέγχου
νομιμότητας της πράξης, μπορεί να ελέγξει την ουσία, μπορεί να
υποκαταστήσει τη διοικητική κρίση με τη δική του κρίση, μπορεί δηλαδή να
ασκήσει αυτός διοικητική αρμοδιότητα και γι’αυτό το λόγο μπορεί να
τροποποιήσει, να μεταβάλει το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης.
Ασκεί, δηλαδή, εκ νέου τη διοικητική αρμοδιότητα βάσει των στοιχείων του
φακέλου & ενδεχομένως βάσει των νέων στοιχείων που μπορεί να
προσκομισθούν.
119
Οι προϋποθέσεις της προσφυγής ουσίας είναι καταρχήν όμοιες με αυτές των
ακυρωτικών διαφορών. Θα τις αναλύσουμε εν τάχει, επισημαίνοντας τις διαφορές
τους.
Υπάρχουν γενικές & ειδικές προϋποθέσεις προϋποθέσεις του παραδεκτού. Οι γενικές
είναι ίδιες με αυτές που είδαμε στις ακυρωτικές διαφορές.
120
Δεύτερη διαφορά:
➔ Αν ασκήσει κανείς αίτηση ακυρώσεως κατά παράλειψης, εάν δεν έχει
συμπληρωθεί ο χρόνος μετά από τον οποίο θεωρείται παράλειψη οφειλόμενης
νόμιμης ενέργειας, αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
➔ Αντίθετα, παραδεκτή είναι η προσφυγή ουσίας στις περιπτώσεις που ασκείται
πριν συμπληρωθεί ο χρόνος για να έχουμε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης
ενέργειας αν μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης έχει παρέλθει ο προβλεπόμενος
χρόνος μετά την πάροδο του οποίου συνάγεται παράλειψη οφειλόμενης
ενέργειας.
αρ. 64 παρ.1 περ. β΄ΚΔΔικ → δικαίωμα άσκησης προσφυγής ουσίας έχουν και
όσοι έχουν το δικαίωμα αυτό με ρητή διάταξη νόμου: αρ. 7 ν 702/1977 →
δίνεται τέτοιο δικαίωμα στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης κατά των
αποφάσεων των συλλογικών τους οργάνων που κρίνουν επί ενδικοφανών
προσφυγών των ασφαλισμένων (ενδοστρεφής κοινωνικοασφαλιστική δίκη)
3.Προθεσμία
αρ. 66 ΚΔΔικ → Και η προσφυγή ουσίας ασκείται εντός αποκλειστικής
προθεσμίας, η οποία κατά γενικό κανόνα είναι εξηκονθήμερη (60 ημέρες). Η
προσμέτρηση της προθεσμίας, γίνεται όπως και στις ακυρωτικές διαφορές→ ο
τρόπος που μετράμε είναι ο ίδιος με εκείνον στις διαφορές ακυρώσεως
(δημοσίευση, κοινοποίηση, πλήρης γνώση). Δηλαδή, στις ατομικές πράξεις, η
προθεσμία προσμετράται από την κοινοποίηση ή από τη γνώση της πράξης. Στις
δημοσιευτέες πράξεις, ισχύουν οι κανόνες που έχουμε αναφέρει και για τις
ακυρωτικές διαφορές.
121
➔ Και εδώ ισχύουν οι ίδιοι κανόνες για τη διακοπή: έχουμε διακοπή της
προθεσμίας με την άσκηση οποιασδήποτε διοικητικής προσφυγής, πλην της
ενδικοφανούς.
Αναστολή και εδώ, έχουμε από 1η Ιουλίου- 15η Σεπτεμβρίου (η ρύθμιση στον ΚΔΔικ
που ορίζει ότι αναστέλλεται μέχρι 31η Αυγούστου, δεν ισχύει καθώς υπερισχύει ο
Κώδικας Περί Δικών του Δημοσίου).
!!Βέβαια, και εδώ έχουμε εξαίρεση για τις φορολογικές διαφορές, όπου η αναστολή
ισχύει από 1η έως 31η Αυγούστου- πρόσεχε εδώ.
➔ Στις ενδοστρεφείς προσφυγές δύο όργανα της διοίκησης διεξάγουν δίκη το
ένα εναντίον του άλλου. Η λειτουργία της κοινοποίησης που κανονικά
λειτουργεί εις βάρος εκείνου στον οποίο γίνεται η κοινοποίηση δεν είναι
εφικτή εδώ. Στην περίπτωση των ενδοστρεφών προσφυγών, η προθεσμία είναι
90 ημέρες από την έκδοση της διοικητικής πράξης (ή από τη δημοσίευσή της)
– 66 παρ2 περίπτωση β ΚΔΔικ. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κοινοποίηση δεν
μπορεί να επιτελέσει τις λειτουργίες της.
Αυτό συμβαίνει συχνά στις προσφυγές ουσίας. Η άσκηση της προσφυγής αυτής
αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης της προσφυγής ουσίας.
Και εδώ, έχουμε τον εξής κανόνα: εάν το όργανο δεν αποφανθεί εντός της
προβλεπόμενης προθεσμίας, τότε δημιουργείται τεκμήριο σιωπηρής απόρριψης της
ενδικοφανούς προσφυγής, ακριβώς όπως και στις ακυρωτικές διαφορές.
122
Μετά από την απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής, όπως και στις ακυρωτικές
διαφορές,κάθε διοικητική πράξη που έπεται είναι συμπροσβαλλόμενη, αλλά μπορεί
να προσβληθεί και αυτοτελώς (αρ. 63 παρ.5 & 6 ΚΔΔικ).
Ειδικότερα:
Εάν προσβάλλει κανείς πρόωρα την ενδικοφανή προσφυγή, τότε αυτή η
προσφυγή ουσίας θεωρείται παραδεκτή εάν στη συζήτηση της υπόθεσης έχει
παρέλθει άπρακτος ο χρόνος εντός του οποίου η διοίκηση όφειλε να αποφανθεί.
Αν η διοίκηση ρητά αποφανθεί μέσα στο χρονικό διάστημα από την άσκηση
προσφυγής ουσίας μέχρι τη συζήτηση; Αυτή η πράξη της διοίκησης μπορεί
αυτοτελώς να προσβληθεί παραδεκτά ή να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη
!!αρ. 63 παρ.5 ΚΔΔικ → αυτό που αναφέρεται εδώ, δεν ισχύει στις ακυρωτικές
διαφορές (στις ακυρωτικές διαφορές επέρχεται ακύρωση).
Παράλληλη προσφυγή δεν υπάρχει στις προσφυγές ουσίας, γιατί η προσφυγή ουσίας,
είναι η παράλληλη προσφυγή!
Όπως και στην αίτηση ακυρώσεως, απαγορεύεται η άσκηση ένδικου βοηθήματος
κατά της ίδιας πράξης, εκτός εάν υπάρξει παραίτηση από το δικόγραφο της πρώτης
αιτήσεως ακυρώσεως / προσφυγής ουσίας. Τότε στη δεύτερη προσφυγή
ουσίας/αίτηση ακυρώσεως κρίνουμε ξανά το παραδεκτό και ιδιαίτερα εξετάζουμε τις
προθεσμίες.
Άρθρο 70 ΚΔΔικ – επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής αν έχει απορριφθεί
ως απαράδεκτη η προσφυγή τελεσιδίκως, εκτός αν η πρώτη προσφυγή έχει
απορριφθεί ως εκπρόθεσμη (προσθήκη Γώγου: και ως άνευ εννόμου συμφέροντος).
Κυριότερη περίπτωση που βρίσκει έδαφος η διάταξη αυτή είναι η απόρριψη
προσφυγής λόγω έλλειψης νομιμοποίησης. Η προσφυγή πρέπει να επανασκηθεί μέσα
σε 60 μέρες από την κοινοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου.
iii. Οι προβαλλόμενοι λόγοι & οι εξουσίες διερεύνησης της υπόθεσης από τον
δικαστή ουσίας(- ζητήματα βασίμου)
123
αιτιολογείται σύννομα, πρέπει να αποδείξει ότι η απόφαση της διοίκησης
αντίκειται στο ουσιαστικό δίκαιο. Ο δικαστής εδώ, κρίνει αν είναι νόμιμη ή όχι η
προσβαλλόμενη πράξη. Ο αιτών δε μπορεί να κερδίσει τη δίκη, επικαλούμενος
απλώς παραβιάσεις στην αιτιολογία, θα απορριφθεί ως αβάσιμη η προσφυγή
ουσίας.
Πότε ακυρώνει & πότε τροποποιεί ο δικαστής ουσίας; Ακυρώνει όταν έχουμε
παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και όταν αναρμοδιότητα του
οργάνου→ πρέπει να ακυρώσει & να αναπέμψει στη διοίκηση, όπως ο
ακυρωτικός δικαστής, καθώς πρέπει πρώτα να αποφανθεί η διοίκηση. Επίσης
ακυρώνει όταν έχουμε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας: και εδώ, δε
μπορεί να αποφασίσει το πρώτον, πρέπει να ακυρώσει & να αναπέμψει.
Τέλος, ακύρωση έχουμε όταν η διοίκηση είχε διακριτική ευχέρεια & δεν την
άσκησε καθόλου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο
δικαστής ουσίας ελέγχει ήδη ασκηθείσα αρμοδιότητα, πρέπει να έχει ασκηθεί
σύννομα η αρμοδιότητα.
Όπως ο ακυρωτικός δικαστής, έτσι και ο δικαστής ουσίας πρέπει να ελέγχει
αυτεπαγγέλτως ορισμένους λόγους προσφυγής - αρ. 79 παρ.1:
124
2. Παράβαση δεδικασμένου
3. Διοικητική πράξη που είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της : όταν
δηλαδή, το διοικητικό όργανο, εφαρμόζει εσφαλμένο κανόνα δικαίου ή
εφαρμόζει κανόνα δικαίου που δεν υπάρχει ή ερμηνεύει εσφαλμένα κανόνα
δικαίου
4. Επίσης, εκ του συντάγματος, υποχρεούνται όλα τα διοικητικά δικαστήρια να
ελέγχουν αυτεπαγγέλτως τη συνταγματικότητα των νόμων που εφαρμόζονται
με την προσβαλλόμενη πράξη (παρεμπίπτων έλεγχος).
Διαφορές έχουμε όμως ως προς την παρέμβαση: στις διοικητικές διαφορές ουσίας
μπορεί να παρέμβει κανείς και υπέρ του προσφεύγοντος
Κατάργηση δίκης
Οι κανόνες κατάργησης της δίκης είναι διαφορετικοί εδώ:
Όσον αφορά τη νομιμοποίηση του δικηγόρου με τη μόνη διαφορά ότι δεν έχουμε
νομιμοποίηση με πληρεξούσιο, αλλά αρκεί έγγραφη πληρεξουσιότητα που χορηγεί
ο προσφεύγων εφόσον έχουμε επικύρωση της υπογραφής του (κατά κανόνα από
ΚΕΠ).
125
άσκηση προσφυγής και η απόφαση επί αυτής (απλή, ειδική, ενδικοφανής) δεν αλλάζει
τους κανόνες της κατά τόπον αρμοδιότητας, η οποία ακολουθεί την αρχή που εξέδωσε
την αρχικώς εκδοθείσα πράξη.
Καθ’ύλην αρμοδιότητα
Έχουμε μονομελή και τριμελή διοικητικά πρωτοδικεία και τριμελή διοικητικά
εφετεία. Αν δεν προβλέπεται κάτι ειδικό, αρμοδιότητα για όλες τις προσφυγές ουσίας
έχει το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο (τεκμήριο αρμοδιότητας). Αυτό αφορά
όλες τις διαφορές που δεν είναι χρηματικής φύσεως. Στις χρηματικές διαφορές
διακρίνουμε ανάλογα με το ύψος της διαφοράς.
Αναλυτικότερα:
Διακρίνουμε τις περιπτώσεις που έχουμε χρηματικές διαφορές από αυτές που έχουμε
μη χρηματικές. Αν δηλαδή, έχουμε διαφορά ως προς πράξη που έχει ένα
συγκεκριμένη προσδιορισμένη χρηματική αξία, έχουμε χρηματική διαφορά (πχ
επιβολή προστίμου). ΟΜΩΣ, αν έχουμε διαφορά που ζητάμε τη θεμελίωση
χρηματικού δικαιώματος, δεν έχουμε χρηματική διαφορά. Για παράδειγμα, διαφορά
με την οποία ζητάμε τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος είναι μη
χρηματική διαφορά, όμως διαφορά με την οποία ζητάμε να μας δοθούν 5 συντάξεις
είναι χρηματική διαφορά.
126
Σε ορισμένες περιπτώσεις ο νομοθέτης θεσπίζει δικαιοδοσία ορισμένου δικαστηρίου
σε α΄βαθμό.Προβλέπει συχνά ο νομοθέτης ότι αρμόδιο σε α΄βαθμό είναι ορισμένο
δικαστήριο: πχ στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις ή από την προσβολή
πράξεων ανεξάρτητων αρχών είναι το τριμελές διοικητικό εφετείο (αυτές
προσβάλλονται με προσφυγή στο εφετείο εφόσον είναι διαφορές ουσίας).
*Για να βρούμε την αρμοδιότητα λαμβάνουμε τον κύριο φόρο ή δασμό και όχι τους
επιπρόσθετους φόρους ή δασμούς που ενδεχομένως καταλογίζονται με την ίδια
πράξη.
Υπαλληλική προσφυγή
Είναι μία ειδική περίπτωση της προσφυγής ουσίας που προβλέπεται στο Σ & δεν
εκδικάζεται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, αλλά δικάζεται στο α΄και τελευταίο
βαθμό στο ΣτΕ. Αυτό το προβλέπει ειδικά το Σ στο αρ. 103 παρ.4 Σ (αν δεν το
προέβλεπε το Σ και το προέβλπε μόνο ο νόμος αυτό θα ήταν αντισυνταγματικό λόγω
του αρ. 95 Σ).
Η υπαλληλική προσφυγή είναι μία ειδική εγγύηση της νομιμότητας των δημοσίων
υπαλλήλων. Η σχέση του δημόσιου υπαλλήλου ή του ΝΠΔΔ με το κράτος δεν είναι
εργασιακού δικαίου, ο δημόσιος υπάλληλος δεν είναι εργαζόμενος, δεν συνδέεται με
σύμβαση εργασίας με το κράτος & ο μισθός του δεν είναι αντάλλαγμα για την
παρεχόμενη εργασία επειδή δεν υπάρχει συμβατική σχέση(ο υπάλληλος δεν είναι
εργαζόμενος & το κράτος δεν είναι εργοδότης) αλλά είναι μία σχέση όπου ο
υπάλληλος με μονομερή διοικητική πράξη καθίσταται μέλος της δημόσιας
υπηρεσίας → διορίζεται, δεν προσλαμβάνεται. Υπάρχει το στοιχείο της
μονιμότητας βάσει του αρ. 103 Σ- οργανική θέση = σημαίνει μία θέση που κατέχει
βάσει νόμου. Το κράτος σε παίρνει και από απλό πολίτη σε κάνει μέρος της
εσωτερικής του διοίκησης.
127
Όταν θεμελιώνεται μονομερώς αυτή η σχέση υπαλλήλου- δημοσίου, αυτή η
τοποθέτηση στο εσωτερικό της διοίκησης, δημιουργεί μία σειρά από υποχρεώσεις και
δικαιώματα που δημιουργούνται κανονιστικά, όχι συμβατικά. Αυτό το κράτος, με την
κυρίαρχη βούληση του, μπορεί να το κάνει είτε με τη θέληση του πολίτη, είτε χωρίς
τη βούλησή του (πχ όταν κάποιος στρατεύεται είτε θέλει, είτε όχι). Βέβαια, κατά
κανόνα απαιτείται συναίνεση, που εκδηλώνεται με προηγούμενη αίτησή του.
Υποχρέωσή του είναι πχ να ασκεί τα καθήκοντά του, που του ορίζει το κράτος μέσω
των υπηρεσιακών προσταγών. Επίσης, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα σε μισθό &
διάφορα είδη αδειών.
Απόλυση μπορούμε να έχουμε μόνο στις περιπτώσεις του αρ. 103 παρ.4 Σ. Στις
περιπτώσεις που έχουμε παύση το Σ προβλέπει ορισμένες εγγυήσεις:
- αποφασίζει μόνο πειθαρχικό συμβούλιο
- κατά αυτής της απόφασης για την παύση ή της απόφασης για υποβιβασμό
μπορούμε να ασκήσουμε προσφυγή ουσίας ενώπιον του ΣτΕ
128
Για ποιο λόγο είναι συνταγματική εγγύηση της μονιμότητας η υπαλληλική
προσφυγή στο ΣτΕ από ότι η αίτηση ακυρώσεως στα τακτικά διοικητικά
δικαστήρια;Το ΣτΕ έχει μεγαλύτερα εχέγγυα & η προσφυγή ουσίας παρέχει
εντονότερη δικαστική προστασία, επειδή το δικαστήριο της ουσίας έχει πλήρη
δικαιοδοτική εξουσία, μπορεί το ίδιο να ελέγξει & να αξιολογήσει τα πραγματικά
περιστατικά και ασκεί το ίδιο την πειθαρχική αρμοδιότητα, γίνεται το ίδιο πειθαρχικό
όργανο.
➔ πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι είναι και αυτοί που ανήκουν στους ΟΤΑ και το
διοικητικό προσωπικό της βουλής
129
Μόνο οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων προσβάλλονται με υπαλληλική
προσφυγή.(αρ. 103 παρ.4 Σ) → προσοχή, μόνο του πειθαρχικού συμβουλίου, του
υπηρεσιακού συμβουλίου προσβάλλονται μόνο στην περίπτωση που είδαμε
άνωθεν. Ποτέ δεν προσβάλλονται αποφάσεις των διοικητικών οργάνων.
Προσβάλλονται οι αποφάσεις του πειθαρχικού συμβουλίου περί υποβιβασμού ή
περί οριστικής παύσης (!προσοχή, όχι προσωρινή παύση) προσβάλλονται ενώπιον
του ΣτΕ.
Αυτή η απόφαση απόλυσης είναι μία 2η εκτελεστή πράξη που ακολουθεί την
απόφαση του αρχικού οργάνου, έχει εκτελεστό χαρακτήρα & αυτή δεν
ενσωματώνεται πουθενα. Είναι πράξη συνάφειας με την απόφαση του πειθαρχικού
συμβουλίου και παραδεκτώς συμπροσβάλλεται με την υπαλληλική προσφυγή (ενώ,
κανονικά θα προσβαλλόταν με αίτηση ακυρώσεως).
Αναλυτικότερα: Μετά την απόφασης του υπηρεσιακού συμβουλίου, έρχεται πράξη
εκτέλεσης του υπηρεσιακού συμβουλίου. Αυτή κανονικά προσβάλλεται με αίτηση
ακυρώσεως στα διοικητικά Εφετεία – άρθρο 1 παρ1 περίπτωση α Ν 702/77. Το ΣτΕ
όμως χάρη της οικονομίας της διαδικασίας συνεκδικάζει αίτηση ακυρώσεως κατά
πράξης απόλυσης και υπαλληλική προσφυγή- συναφείς υποθέσεις. Μπορείς βέβαια
να προσφύγεις στο ΣτΕ για την υπαλληλική προσφυγή και μετά επί της πράξης
απόλυσης να προσφύγεις με αίτηση ακύρωσης στο διοικητικό Εφετείο. Το Εφετείο
στην περίπτωση αυτή θα περιμένει την απόφαση του ΣτΕ. Αν προσβάλλω μόνο
την πράξη απόλυσης με αίτηση ακυρώσεως χωρίς να έχω προσβάλλει την απόφαση
απόλυσης με υπαλληλική προσφυγή, το διοικητικό εφετείο δεν θα μπορεί να
προσβάλλει παρεμπιπτόντως την απόφαση απόλυσης. Στην ουσία έτσι η έννομη
προστασία χάνεται – το εφετείο ελέγχει μόνο την νομιμότητα της πράξης απόλυσης,
όχι της απόφασης της πράξης απόλυσης.
Διαδικαστικά:
Η υπαλληλική προσφυγή, δημιουργεί ένα διαπλαστικό ένδικο βοήθημα που βέβαια
υπόκειται σε αποκλειστική προθεσμία 60 ημερών που είναι πάντοτε από την
κοινοποίηση της απόφασης του πειθαρχικού ή υπηρεσιακού συμβουλίου (για όσους
υπαλλήλους κατοικούν στην αλλοδαπή παρατείνεται για 30 ημέρες).
Τόσο η προθεσμία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος, όσο και η ίδια η άσκησή του
αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης → η απόφαση του
πειθαρχικού συμβουλίου δεν εκτελείται όσο τρέχει η προθεσμία & όσο διαρκεί
η εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής. Εδώ, βέβαια ο υπάλληλος δε φεύγει
από την υπηρεσία, αλλά τίθεται σε αργία.
130
Είδαμε ότι το ΣτΕ έδω έχει τις αρμοδιότητες του δικαστή ουσίας (αρ. 43 παρ.1 ΠΔ
18/89). Το δικαστήρια εξετάζει και αξιολογεί εκ νέου όλα τα πραγματικά
περιστατικά, τις συνθήκες τέλεσης της πειθαρχικής παράβασης και εκδικάζει εκ νέου
& μάλιστα μπορεί να προβάλει και νέα αιτιότητα. Δε μπορεί όμως να επιβάλει
αυστηρότερη ποινή, απαγορεύεται η επιδείνωση της θέσης του προσφεύγοντα.
iii. Διάκριση από άλλα ένδικα βοηθήματα & μέσα στις υπαλληλικές προσφυγές
Εκτός από την υπαλληλική προσφυγή, όσες πειθαρχικές ποινές δεν καταλαμβάνονται
από το αρ. 103 παρ.4 Σ ενδεχομένως υπάγονται σε άλλα δικαστήρια με άλλα ένδικα
βοηθήματα: αρ.142 παρ.2 Υπαλληλικού Κώδικα → υπάρχει μία απαρίθμηση
άλλων ηπιότερων πειθαρχικών ποινών, οι οποίες προσβάλλονται με
προσφυγή ουσίας σε α΄& τελευταίο βαθμό στο διοικητικό εφετείο.
Τέλος, έχουμε ακόμα μία περίπτωση προσφυγής ενώπιον του ΣτΕ στην περίπτωση
που ασκείται πειθαρχική εξουσία από τον αρμόδιο υπουργό, στους ΟΤΑ. Εδώ, οι
εκλεγμένοι διοικούντες του ΟΤΑ,όταν κατηγορούνται πειθαρχικά έχουν δικαίωμα να
ασκήσουν προσφυγή ουσίας στο ΣτΕ.
Μιλάμε για ένδικο βοήθημα που δεν στρέφεται κατά διοικητικής πράξης, αλλά κατά
άλλου προσώπου. Στη διοικητική δικονομία μπορείς μόνο χρηματική παροχή να
ζητήσεις από άλλο πρόσωπο (ad personal ένδικο βοήθημα).
Ελεύθερα κανείς μπορεί να επιλέξει ένα από τα δύο αιτήματα. Η μόνη διαφορά
τους είναι ότι στο καταψηφιστικό αίτημα πρέπει ο αιτών να καταβάλλει
δικαστικό ένσημο, ενώ στο αναγνωριστικό αίτημα όχι.
131
Η αγωγή δεν είναι διαπλαστικό ένδικο βοήθημα, δεν αλλάζει τη ρύθμιση της έννομης
σχέσης, με την αγωγή στη διοικητική δικονομία ζητάει κανείς μόνο χρηματική
παροχή και τίποτα άλλο. Η αγωγή αφορά αίτημα για χρηματική παροχή και αυτό το
αγωγικό αίτημα μπορεί να είναι είτε αναγνωριστικό (πχ αναγνώριση της ύπαρξης
μίας οφειλής), είτε καταψηφιστικό (το δικαστήριο μπορεί να υποχρέωση το δημόσιο
ή ΝΠΔΔ να καταβάλει ορισμένη χρηματική παροχή). Με την αγωγή δεν
προσβάλλουμε διοικητική πράξη, ούτε ζητάμε να συμπροσβληθεί κάποια πράξη ή
τροποποιηθεί.Δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα το αναγνωριστικό αίτημα. Ελεύθερα
κανείς μπορεί να επιλέξει ένα από τα δύο αιτήματα. Η μόνη διαφορά τους είναι
ότι στο καταψηφιστικό αίτημα πρέπει ο αιτών να καταβάλλει δικαστικό ένσημο,
ενώ στο αναγνωριστικό αίτημα όχι.
Αντικείμενο της δίκης είναι η δικαστική διάγνωση εάν με βάση το Ουσιαστικό
Δίκαιο οφείλεται στον ενάγοντα από τον εναγόμενο χρηματική παροχή. Υπάρχει από
το Ουσιαστικό Δίκαιο αυτή η χρηματική αξίωση που προβάλλει ο αιτών;
Η πιο συνήθης περίπτωση είναι η περίπτωση της αποζημίωσης λόγω αστικής ευθύνης
του κράτους - Άρθρο 105 ΕισΝΑΚ – 5ετής η παραγραφή της συγκεκριμένης
αξίωσης, ξεκινά από τη λήξη του οικονομικού έτους στο οποίο έλαβε χώρα το
ζημιογόνο γεγονός.
Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις στις οποίες ο ενάγων έχει αξίωση για χρηματική
παροχή με βάση τον νόμο. Η αξίωση αυτή πρέπει να απορρέει από έννομη σχέση
διοικητικού δικαίου.
Ενάγων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε θεωρεί ότι έχει τέτοια χρηματική αξίωση.
Εναγόμενος μπορεί να είναι μόνο το κράτος (ελληνικό δημόσιο) ή ΝΠΔΔ. Αυτό
είναι εύλογο γιατί διαφορετικά δεν έχουμε διοικητική έννομη σχέση μεταξύ ιδιωτών.
Στην αγωγή, μπορεί η έκβαση της δίκης να εξαρτάται από τον παρεμπίπτοντα
έλεγχο, από την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα της διοικητικής
πράξης. Πότε συμβαίνει αυτό; όταν έχω αξίωση από ευθύνη του δημοσίου →
αυτή η αξίωση συναντάται με παράνομη πράξη ή παράλειψη της διοίκησης, η
οποία μπορεί να είναι υλική ενέργεια ή διοικητική πράξη. Επομένως, το
δικαστήριο της αγωγής πρέπει παρεμπιπτόντως να κρίνει επί της νομιμότητας
της ατομικής διοικητικής πράξης προκειμένου να προχωρήσει στην εκδίκαση
της κύριας υπόθεσης .
132
παράνομη πράξη του, πρέπει να επιλύσει πρώτα το προδικαστικό ζήτημα του αν ήταν
παράνομη η ανάκληση της άδειας λειτουργίας για να προχωρήσει μετά στην κύρια
δίκη.
Η κατ’ιδίαν παραγραφή κάθε αξίωσης προβλέπεται από τον Κώδικα. Η αξίωση από
αστική ευθύνη του δημοσίου βάσει του αρ.105 παραγράφεται σε 5 χρόνια από τη
λήξη του έτους εντός του οποίου έγινε η ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη.
133
5. Στην αγωγή δεν έχουμε έννομο συμφέρον με την ίδια έννοια. Πρέπει όμως ο
ενάγων να θεμελιώσει την ενεργητική νομιμοποίησή του. Πρέπει να
ισχυρίζεται ότι είναι φορέας αξίωσης για χρηματική παροχή έναντι του
εναγομένου, με βάσεις τις ισχύουσες διατάξεις. Πρέπει να υπάρχει και
παθητική νομιμοποίηση. Πρέπει να επικαλείται δηλαδή ο ενάγων ότι ο
συγκεκριμένος εναγόμενος του οφείλει με βάση τον συγκεκριμένο κανόνα
δικαίου.
Δεν υπάρχει ενδικοφανής διαδικασία πριν ασκηθεί αγωγή πλέον. Η αγωγή ασκείται
ευθέως – δεν υπάρχει κάποια προδικασία ενώπιον της διοίκησης (αντίθετη από το
γαλλικό δίκαιο ρύθμιση).
Παραδεκτό
Η αγωγή στρέφεται κατά ενός παθητικώς νομιμοποιούμενου: δηλ. κατά του υπόχρεου
στη χρηματική παροχή.
Για να είναι παραδεκτή η αγωγή, πρέπει να είναι ορισμένη. Πρέπει να έχει σαφή
πραγματική βάση που συνδέεται με συγκεκριμένο κανόνα δικαίου που απονέμει
χρηματική αξίωση υπέρ του αιτούντος και ορισμένο αίτημα ως προς το ποσό. Ο
δικαστής δεν μπορεί να επιδικάσει ποσό ανώτερο από εκείνο που ζητείται με το
αίτημα.
134
Διάκριση αίτηση ακύρωσης με προσφυγή, στην αγωγή δεν έχω ενδικοφανή προσφυγή
για την άσκηση της αγωγής και εδώ δεν προβάλλονται λόγοι ακύρωσης, αλλά νόμιμες
βάσεις. Πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί τα πραγματικά περιστατικά και τους κανόνες
δικαίου από τους οποίους απορρέει η αξίωσή του για χρηματική παροχή. (ανέφερε
την διατριβή του Τσιγαρίδα για την αρχή iura novit curia, προφανώς δεν την θέλει
αλλά το αναφέρω)
Με την κατάθεση καθίσταται εκκρεμής η αγωγή (αρ. 75 παρ1 ΚΔΔικ), αλλά δεν
επέρχονται ακόμη τα αποτελέσματα της (παρ.2 του ίδιου άρθρου). Έννομες συνέπειες
άσκησης αγωγής επέρχονται με την επίδοσή της στον καθ’ ου.
Συνέπειες ουσιαστικού δικαίου που επέρχονται από την άσκηση της αγωγής με την
επίδοση της
Ισχύει η αρχή της διαθέσεως - ο δικαστής δεσμεύεται από το αίτημα της αγωγής και
δεν μπορεί να δώσει παραπάνω
Φύση του αιτήματος: Ενώ γενικά ο κανόνας είναι ότι μπορείς από αναγνωριστικό να
πας σε καταψηφιστικό, γίνεται και το αντίστροφο. Πλέον μπορείς ακόμη και μετά την
έκδοση αναγνωριστικής απόφασης να ζητήσεις να γίνει καταψηφιστική (βλέπει και
δυνατότητα άλλων μετατροπών μέχρι τη συζήτηση), αρκεί να καταβληθεί το
δικαστικό ένσημο.
135
ΕΝΟΤΗΤΑ 9 → Η ανακοπή του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974): Η διαδικασία της
διοικητικής εκτέλεσης:γενικά χαρακτηριστικά - Το παραδεκτό της ανακοπής-
Παραδεκτώς προβαλλόμενοι λόγοι & έκταση του δικαστικού ελέγχου
αρ. 216 επ. ΚΔΔικ → προσφυγή ουσίας: εδώ, χρειάζεται να ξέρουμε απλώς
στοιχειώδεις γνώσεις γι’αυτό το ένδικο βοήθημα
Η ανακοπή:
Άρ. 217 επ. ομώνυμο με το ένδικο βοήθημα που προβλέπεται στον ΚΠολΔικ
136
Η διοικητική πράξη που υποχρεώνει τον ιδιώτη είναι ο τίτλος. Πρέπει να έχει
οριστικοποιηθεί η πράξη (αν προβλέπεται ενδικοφανή προσφυγή πρέπει η διοίκηση
να ενημερώσει τον ιδιώτη για την δυνατότητα αυτή και μετά να παρέλθει η προθεσμία
άσκησης της- ή προφανώς να ασκηθεί και να εκδοθεί γι’αυτήν απόφαση).
Ακολουθεί η ατομική ειδοποίηση του ιδιώτη- Όταν γίνει αυτή η εγγραφή στον
υπολογιστή, η αρμόδια ΔΟΥ στέλνει μια ατομική ειδοποίηση.Δεν είναι πράξη
αναγκαστικής εκτέλεσης αυτή. !!Είναι απλή ενημέρωση του ιδιώτη που γίνεται
μηχανογραφικά και αναφέρει ότι εις βάρος του έχει βεβαιωθεί το τάδε ποσό και
πρέπει να εξοφληθεί π.χ. μέχρι την τάδε ημερομηνία. Δεν είναι εκτελεστή πράξη.
Πράξεις κατάσχεσης
Πράξεις πλειστηριασμού
Ανακοπή- γενικό ένδικο βοήθημα κατά πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της
διοικητικής εκτέλεσης
Εφόσον έχουμε αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, οι πράξεις της
διοικητικής εκτέλεσης υπόκεινται σε ένα διαπλαστικό ένδικο βοήθημα που λέγεται
ανακοπή. Ασκείται κατά πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης.
137
Με αυτό ζητείται η ακύρωση ή η τροποποίηση μίας τέτοιας πράξης. Ανακοπή
ασκείται μόνο κατά των πράξεων εκτέλεσης και όχι κατά της αρχικής
καταλογιστικής πράξης, η οποία προσβάλλεται με προσφυγή ουσίας ή αίτηση
ακυρώσεως ανάλογα με το είδος της διαφοράς. Δηλαδή με την ανακοπή
προσβάλλονται οι πράξεις που εκδίδονται από την ταμειακή βεβαίωση της οφειλής
έως και την ολοκλήρωση της διαδικασίας της εκτέλεσης. Μπορεί να θεωρηθεί και ως
ειδική περίπτωση προσφυγής αφού παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία να ελέγξει
την προσβαλλόμενη πράξη κατά τον νόμο και κατά ουσία και να την ακυρώσει ή να
την τροποποιήσει ανάλογα με το αίτημα.
Ασκείται πάντα στο Μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο του τόπου στον οποίο
γίνεται η διοικητική εκτέλεση. Κατ’ εξαίρεση για την ταμειακή βεβαίωση αρμόδιο
είναι το δικαστήριο του τόπου στο οποίο έχει την έδρα της η αρχή που εξέδωσε την
προσβαλλόμενη πράξη της ταμειακής βεβαίωσης- άρθρο 218 παρ2 ΚΔΔικονομίας.
Πριν την ταμειακή βεβαίωση υπάρχει ένας τίτλος- είναι το νομικό θεμέλιο της
αξίωσης (π.χ. μία διοικητική πράξη). Άλλη είναι η έννομη προστασία κατά της
διοικητικής πράξης - ένδικα βοηθήματα αναλόγως το είδος της πράξης.
● Ασκείται σε προθεσμία 30 ημερών η οποία εκκινείται από την πλήρη
γνώση της ανακοπτόμενης πράξης (η κοινοποίηση & η πλήρης γνώση
είναι εις βάρος αυτού που απευθύνεται) - Κατ΄ εξαίρεση όσον αφορά το
πρόγραμμα του πλειστηριασμού προβλέπει σύντομη προθεσμία 10
ημερών, προκειμένου ο νομοθέτης να προστατέψει τον
πλειστηριασμό[220 παρ.2].
γ)Παραδεκτώς προβαλλόμενοι λόγοι & έκταση του δικαστικού ελέγχου
Όταν ασκείται ανακοπή (πρέπει να ασκείται κατά ορισμένης πράξεως) πρέπει να
προβάλλονται λόγοι κατά της συγκεκριμένης προσβαλλόμενης πράξης. Δεν
μπορούμε να στραφούμε κατά κύρους κατά νομιμότητας προηγούμενης
πράξης. Αυτός ο κανόνας που συνδέεται με το τεκμήριο νομιμότητας
διατυπώνεται και ρητά στο άρθρο 224 ΚΔιοικΔ. Ο κανόνας είναι ότι μπορεί να
προβληθεί οποιοσδήποτε λόγος που αφορά τη νομιμότητα και την ουσία της
συγκεκριμένης πράξης[διαφορά ουσίας]. Δε μπορούμε να προβάλλουμε λόγους
ακύρωσης προηγούμενων -πριν την προσβαλλόμενη- διοικητικών πράξεων
[απαγόρευση παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της
διοικητικής εκτέλεσης: 224 π3 ΚΔιοικΔ].
138
κατάσχεσης στα 200.000 ευρώ.
Θεμελιώδης κανόνας τεκμηρίου διοικητικών πράξεων: μέχρι να
δημοσιευθεί απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, η διοικητική πράξη
παραμένει σε ισχύ[παράγει τα έννομα αποτελέσματά της]
!!Ο ανακόπτων οφείλει να προβάλλει αυτούς τους λόγους νομιμότητας και
προστασίας (αρχή της διαθέσεως)
Αυτεπάγγελτος έλεγχος: (άρθρο 224 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας)
1. Παράβαση δεδικασμένου
2. Αναρμοδιότητα
3. Και όσα εκ του Συντάγματος ελέγχονται αυτεπαγγέλτως [κάτι τέτοιο, βέβαια,
δεν έχει συμβεί ποτέ γιατί θα αμφισβητούσε την συνταγματικότητα των
διατάξεων του κώδικα δημοσίων εσόδων]
Κατ’ αρχήν δεν γίνεται- κατά γενικό κανόνα όχι. Είναι διαφορετική η έννομη
προστασία κατά του τίτλου και αν την έχω χάσει δεν μπορώ να την
διεκδικήσω στα πλαίσια της διοικητικής εκτέλεσης.
Μπορώ κατ’ εξαίρεση να προβάλλω λόγους που στρέφονται κατά του τίτλο,
κατά της ανακοπής της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης υπό τις εξής
προϋποθέσεις:
1. Να μην υπάρχει δεδικασμένο ως προς τον τίτλο. Τότε δεν μπορούμε να
ζητήσουμε τον επανέλεγχο του μέσω της πράξης ταμειακής βεβαίωσης.
2. Απαγορεύεται όταν κατά τίτλου προβλέπεται ένδικο βοήθημα ουσίας.
Απαγορεύει ο νόμος να προβάλλω αιτιάσεις κατά τίτλου κατά ταμειακής
βεβαίωσης, όταν κατά τίτλου προβλέπεται ένδικο βοήθημα ουσίας. Αν
προβλέπεται κατά τίτλου αίτησης ακυρώσεως, μπορώ να προβάλλω κατά
ταμειακής βεβαίωσης και λόγου κατά τίτλου. Αν όμως ο νόμος προβλέπει
κατά τίτλου προσφυγή [ένδικο βοήθημα πλήρους δικαιοδοσίας], τότε δε
μπορώ να προβάλλω και ελαττώματα τίτλου στο πλαίσιο προσβολής
ταμειακής βοήθειας. Μόνο αν από τον τίτλο προκύπτει ακυρωτική
διαφορά[δηλαδή, αν προβλέπεται στο νόμο ότι μπορώ να ασκήσω αίτηση
ακυρώσεως] μπορώ να προβάλλω και λόγους κατά τίτλου στο πλαίσιο
προσβολής ταμειακής βεβαίωσης. Ουσιαστικά, κοιτάμε τι έννομη προστασία
προβλέπεται κατά τίτλου, για να δούμε αν μπορούμε να προβάλλουμε και
ελαττώματα τίτλου, όταν προσβάλλουμε ταμειακή βεβαίωση.
139
προσφυγή. Με την προσφυγή γίνεται έλεγχος ουσίας, ενώ με την αίτηση ακυρώσεως
γίνεται μόνο έλεγχος νομιμότητας.] Η διάταξη 224π4 θέλει να αναπληρώσει το κενό
που υπάρχει με την αίτηση ακυρώσεως και με τον [ελλιπή] έλεγχο νομιμότητας μόνο.
Γι’ αυτό και μόνο αν προβλέπεται αίτηση ακυρώσεως[και άρα μικρότερος έλεγχος]
μπορεί να προβάλλει ο ανακόπτων και ελαττώματα κατά τίτλου στην προσβολή
ταμειακής βεβαίωσης
Να ισχυρίζεται ο ιδιώτης ότι έχει πληρώσει/ 224 παρ. 5 ΚΔΔ - Γενικός κανόνας (224
παρ. 5 ΚΔιοικΔ – έχει αλλάξει πριν λίγους μήνες με το άρθρο 15 ν. 4816/21). Οι
ισχυρισμοί για την απόσβεση της απαίτησης μπορούν να προβληθούν στο πλαίσιο
οποιασδήποτε πράξης της διοικητικής εκτέλεσης. Προϋπόθεση: αρκεί να τους
αποδεικνύεις παραχρήμα (δηλ. αμέσως). Ο νέος νόμος διευκρίνισε σε σχέση με τους
ισχυρισμούς περί παραγραφής.
Επαναληπτικές ερωτήσεις:
140
Αν προβλέπεται ακυρωτικός έλεγχος μπορώ να ασκήσω ανακοπή κατά της ταμειακής
βεβαίωσης.
2. Προδικαστικές αποφάσεις- δεν κρίνουν επί της διαφοράς, αλλά επί της
προόδου της διαδικασίας της δίκης. Αυτές δεν προσβάλλονται με ένδικα
μέσα, παρά μόνο ως προς κεφάλαιά τους τα οποία περιέχουν οριστική
κρίση.Δεν είναι οριστικές αποφάσεις, δεν τερματίζουν την έννομη σχέση της
δίκης. Έχουν διαδικαστικό χαρακτήρα. Προωθούν την έννομη σχέση της
δίκης χωρίς να την επιλύουν (π.χ. αυτή που τάσσει συμπληρωματικές
αποδείξεις: εξέταση μάρτυρα, αναστολή προόδου της δίκης)
Πότε μία απόφαση υφίσταται ως οριστική;
Οριστικότητα αποκτά από τη δημοσίευσή της, δηλαδή από την δημόσια ανάγνωση
της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση του δικαστηρίου. Από τότε καθίσταται
υποστατή η απόφαση, και υπόκειται σε ένδικα μέσα.
Οι δικαστικές αποφάσεις ακόμα κι αν πάσχουν από νομική πλημμέλεια, θεωρούνται
υποστατές και παράγουν κανονικά τις έννομες συνέπειές τους. Οι πλημμέλειες των
δικαστικών αποφάσεων μπορεί να είναι ουσιαστικές – λανθασμένη ερμηνεία
ουσιαστικού δικαίου – ή διαδικαστικές – πχ παραβίαση δικαιωμάτων διαδίκων. Η
ελαττωματική (πλημμελής) δικαστική απόφαση παράγει κανονικά τα έννομα
αποτελέσματά της. Υπόκεινται όμως στην άσκηση ενδίκων μέσων.
Κατ’ εξαίρεση, οι μόνες που δεν παράγουν έννομες συνέπειες είναι οι ανυπόστατες
δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή όσες δεν δημοσιεύτηκαν, όσες εκδίδονται από όργανο
141
που δεν είναι δικαστήριο, όσες αφορούν διαφορά που υπάγεται σε άλλη δικαιοδοσία
(π.χ. πολιτικών δικαστηρίων), ή όσες αφορούν ανύπαρκτους διαδίκους ή σε διαδίκους
που απολαύουν του προνομίου του ετεροδικίας. Οι ανυπόστατες δικαστικές
αποφάσεις, προσβάλλονται με ένδικα μέσα κατ’ εξαίρεση για λόγους ασφάλειας
δικαίου.
Για να ασκηθεί το ένδικο μέσο, απαιτείται να συντρέχει έννομο συμφέρον αυτού που
το ασκεί, δηλαδή πρέπει να υφίσταται μία βλάβη, ή να ωφελείται από την ακύρωση
της απόφασης. Η βλάβη ή το όφελος αυτό, κρίνεται από το διατακτικό της
δικαστικής απόφασης. Καταρχάς έννομο συμφέρον έχει ο ηττηθείς διάδικος, αλλά
κατ’ εξαίρεση μπορεί και ο νικήσας να έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση
ενδίκου μέσου, όταν πλήττεται από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης δικαστικής
απόφασης
142
δυνατότητα να συμμετάσχουν, ενδεχομένως να υποστούν βλάβη στα έννομα
συμφέροντά τους από την ακυρωτική απόφαση.
➔ η τριτανακοπή ασκείται μόνο κατά ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων, σε
ακυρωτικές διαφορές
π.χ. Β ζητά ακύρωση της οικοδομικής άδειας του Α. Στην δίκη αυτή θα είναι
διάδικοι ο Β και η διοικητική αρχή. Μπορεί ο Α να χάσει την οικοδομική
άδεια για το σπίτι του. Δεν είναι βέβαιο ότι ο Α έχει πληροφορηθεί τη δίκη
αυτή. Για την περίπτωση αυτή, το ακυρωτικό αποτέλεσμα, καθιστά αναγκαίο,
οι τρίτοι που δεν συμμετείχαν στην ακυρωτική δίκη, να μπορούν να
προσβάλλουν την ακυρωτική απόφαση, αν και δεν ήταν διάδικοι.
Προβλέπεται λοιπόν η τριτανακοπή↓.
Είναι το ένδικο μέσο, με το οποίο τρίτος ζητεί την εξαφάνιση της βλαπτικής για αυτόν
απόφασης και τη νέα εκδίκαση της υπόθεσης. Μπορεί να το ασκήσει ο τρίτος που δεν
μπόρεσε γιατί δεν γνώριζε, να συμμετάσχει στην ακυρωτική δίκη. Ασκείται μόνο
κατά ακυρωτικών αποφάσεων, και όχι απορριπτικών.
Η νομολογία δέχεται ότι ορισμένα πρόσωπα αν και δεν ήταν τυπικά διάδικοι, μπορεί
να μην είναι τρίτοι, διότι τα συμφέροντά τους εκπροσωπήθηκαν στην ακυρωτική
δίκη. Αυτό συμβαίνει όταν τα πρόσωπα αυτά, συνδέονται λόγω εσωτερικής σχέσης με
κάποιον από τους διαδίκους. Ελέγχεται δηλαδή αν υπάρχει ιδιαίτερη νομική σχέση
είτε με έναν παρεμβαίνων είτε με την διοικητική αρχή, γεγονός που κρίνεται ανάλογα
με το νομικό καθεστώς που διέπει την κάθε υπόσταση. Ο κανόνας είναι ότι υπάρχει
όταν ο τρίτος συνδέεται με συμβατική σχέση, ή κάποια άλλη ιδιαίτερη εννομη σχέση
π.χ. Περιβαλλοντική άδεια βάσει του οποίου ο Δήμος καταθέτει το έργο σε ιδιώτη
κατασκευαστή για ένα λιμενικό έργο. Ένα οικολογικό σωματείο προσβάλλει αυτή την
άδεια και έχουμε ως διαδίκους το σωματείο, το αρμόδιο υπουργείο και παρεμβαίνω
τον φορέα του έργου, δηλαδή ο Δήμος. Σε ακυρωτική δίκη των περίοικων
παρεμβαίνει ο Δήμος. Αν ακυρωθεί η έγκριση για περιβαλλοντική άδεια του έργου, ο
κατασκευαστής θα μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή; Όχι, επειδή τον συνδέει
143
συμβατική σχέση με το Δήμο οπότε θεωρείται ότι τα έννομα συμφέροντά του
εκπροσωπήθηκαν από τον παρεμβάντα Δήμο.
Εισηγητής δικαστής: Μπορεί όταν βλέπει ότι υπάρχει τρίτος με έννομο συμφέρον, να
του κοινοποιήσει την ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως μαζί με την ημερομηνία του
δικασίμου. Αν κοινοποιήσει αντίγραφο με σημείωση της δικασίμου 20 πλήρεις
ημέρες πριν την εκδίκαση της υπόθεσης, και ο τρίτος δεν παρέμβει στην ακυρωτική
δίκη τότε ο τρίτος δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει τριτανακοπή.
● Εξουσία ασκήσεως τριτανακοπής έχει μόνο (α) ο τρίτος (β) που βλάπτεται
από την απόφαση. Η έννοια της βλάβης εδώ είναι έννοια ταυτόσημη με αυτή
του έννομου συμφέροντος.
144
● Ασκείται με δικόγραφο το οποίο κατατίθεται και κοινοποιείται με επιμέλεια
της γραμματείας του δικαστηρίου.
Το τακτικό ένδικο μέσο της έφεσης: η έφεση έχει την ιδιαιτερότητα ότι εισάγει 2ο
βαθμό δικαστικής κρίσης, αυτό σημαίνει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει τις
ίδιες ακριβώς εξουσίες ελέγχου της διαφοράς, όπως και το πρωτοβάθμιο: έχει την ίδια
εξουσία να εξετάσει το νομικό & το πραγματικό μέρος της υπόθεσης.
Βαθμό δικαστικής κρίσης έχουμε όταν το δικαστήριο αποφασίζει όχι μόνο για νομικά
ελαττώματα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά μπορεί να επανεξετάσει την
υπόθεση στην ουσία της (επανέλεγχος πραγματικών περιστατικών). Η αναίρεση δεν
οδηγεί σε πλήρη επανεξέταση της υπόθεσης – ελέγχονται μόνο ζητήματα
νομιμότητας. Γι’ αυτό το λόγο η αναιρετική κρίση δεν είναι βαθμός κρίσης. Δεύτερο
βαθμό κρίσης έχουμε με την έφεση. Στις χρηματικές διαφορές, εάν το αντικείμενο
145
της διαφοράς είναι κάτω από 6.000 ευρώ, τότε η απόφαση του δικαστηρίου δεν
υπόκειται σε έφεση.
αρ. 95 παρ.3 Σ: ο νομοθέτης όταν αναφέρει 2ος βαθμός κρίσης, εννοεί έφεση/ η
νομολογία του ΣτΕ δέχεται ότι αυτή η διάταξη δε μπορεί να απαγορεύσει από το
νομοθέτη να προβλέψει το ανέκκλητο & ο νομοθέτης μπορεί να θέσει κάθε είδους
περιορισμούς στο δικαίωμα της εφέσεως χάριν της καλής λειτουργίας της
δικαιοσύνης
146
!!Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δε μπορεί να εξετάσει κάτι που δεν έχει
προσβληθεί & να χειροτερεύσει τη θέση του εκκαλούντος.
Αυτός που ασκεί αντέφεση κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν από την έφεση &
μπορεί να διεκδικήσει χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος και τη
βελτίωση της δικής του θέσης. Η αντέφεση επιτρέπεται ως προς τα
προσβληθέντα με έφεση κεφάλαια, επιτρέπεται και μετά τη λήξη της
προθεσμίας της έφεσης (η έφεση υπόκειται σε αποκλειστική προθεσμία). Και
αυτό επειδή η έφεση έχει το λεγόμενο:
Ο κανόνας είναι η δυνατότητα έφεσης, όμως το αρ.5Α θεσπίζει μία παρέκκλιση από
αυτόν τον κανόνα και ορίζει ποιες υποθέσεις δεν υπόκεινται σε έφεση. Στη συνέχεια
όμως, θεσπίζει μία παρέκκλιση της παρέκκλισης, και ορίζει περιπτώσεις οι οποίες
εξαιρούνται από την εξαίρεση και σε αυτές, είναι δυνατόν να ασκήσουμε έφεση
(δες τα όλα στο άρθρο, τα γράφει αναλυτικά).
147
Δες και το άρθρο 15 Ν 3068/2002 –για ατομικές διοικητικές πράξεις για τη
νομοθεσία αλλοδαπών- μέτρα διοικητικής απέλασης αλλοδαπών εκτός ΕΕ. Η έφεση
των διαφορών αυτών ασκείται στο ΣτΕ. Σε πρώτο βαθμό η αίτηση ακυρώσεως
εκδικάζεται από τα τριμελή πρωτοδικεία.
Υπάρχουν και περιπτώσεις που ο νομοθέτης στο άρθρο 5Α Ν 702/1977 απαγόρευσε
την άσκηση εφέσεως.
➔ Άρθρο 5Α Ν 702/1977: αφορούν υπαλληλικές δίκες Αφορούν την πρόσληψη
και την υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτές οι υποθέσεις
δεν υπόκεινται σε έφεση κατά κανόνα εκτός από τις εξαιρέσεις που προβλέπει
το άρθρο. 81
Το έννομο συμφέρον στην έφεση: δικαίωμα έφεσης έχει ο διάδικος ο οποίος είναι
ηττηθείς ως προς ένα σκέλος τουλάχιστον της δικαστικής απόφασης ή ο διάδικος
που θίγεται από την αιτιολογία της απόφασης.
Η έφεση όπως και τα άλλα ένδικα μέσα, ασκούνται εντός ορισμένης αποκλειστικής
προθεσμίας. Αυτή η 60ημερη προθεσμία της ακυρωτικής έφεσης, κινείται σύμφωνα
με το αρ. 58 παρ.3 ΠΔ 18/89 από την κοινοποίηση της πρωτόδικης απόφασης με
επιμέλεια του (νικήσαντος) διαδίκου. Τι θα γίνει αν δε γίνει αυτή η κοινοποίηση; ο
νόμος προβλέπει μία καταχρηστική προθεσμία στο αρ. 58 παρ.3 : δεν ασκείται ποτέ
παραδεκτά έφεση αν παρέλθει ένα έτος από τη δημοσίευση (!!όχι κοινοποίηση)
της πρωτόδικης απόφασης/ *δημοσίευση = δημόσια απαγγελία του διατακτικού της
απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση του δικαστηρίου
Ποιος έχει έννομο συμφέρον να επιδίδει αποφάσεις για να ξεκινήσει η προθεσμία της
αίτησης; ο νικήσας, γιατί αν δεν κάνεις την επίδοση η άλλη πλευρά μπορεί να
ασκήσει έφεση οποτεδήποτε μέσα στο χρόνο, ενώ όταν του κάνεις την κοινοποίηση
περιορίζεται αυτός ο χρόνος στην αποκλειστική προθεσμία των 60 ημερών που έχει
για την άσκηση έφεσης.
!!Η κοινοποίηση είναι εις βάρος εκείνου στον οποίο γίνεται η κοινοποίηση γιατί
ξεκινάνε να τρέχουν εις βάρος του αποκλειστικές προθεσμίες.
!!Ο τριτανακόπτων μπορεί να προβάλει και άλλους λυσιτελείς λόγους πέραν από την
αιτιολογία της απόφασης.
Από τη φύση της, η έφεση ασκείται στο 2ο βαθμό δικαιοδοσίας, το οποίο σημαίνει
ότι μπορεί να προβληθούν οιεσδήποτε πλημμέλειες νομικές και πραγματικές,
Βέβαια, το αρ.12 παρ.3 Ν 3900 /2010→ θέτει μια επιπρόσθετη αυστηρή προϋπόθεση
του παραδεκτού της έφεσης σε ακυρωτικές μόνο διαφορές. Έχει ως σκοπό να
προστατεύσει το ΣτΕ από την υπερπληθώρα αποφάσεων. Παραδεκτώς ασκείται
έφεση μόνο κατά νομικών κρίσεων της εκκαλούμενης απόφασης οι οποίες αφορούν
ζήτημα το οποίο δεν έχει ακόμη κριθεί από τη νομολογία του ΣτΕ ούτε άλλου
148
ανώτατου δικαστηρίου ή έρχεται σε αντίθεση η αιτιολογία της εκκαλούμενης
απόφασης με τη νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου. Εδώ
αποκλίνουμε από τον κανόνα που είδαμε στην έφεση σε διαφορές ουσίας- η έφεση
εδώ αφορά μόνο νομικές κρίσεις. Ο διάδικος αμφισβητεί μόνο την ερμηνεία
νομικών θεμάτων, όχι την υπαγωγή πραγματικών περιστατικών σε νομικές
διατάξεις. Εάν δηλαδή πχ ένα χρονικό διάστημα υπόκειται ή όχι στην έννοια του
ευλόγου χρόνου αυτό είναι νομική υπαγωγή και αυτό δεν ελέγχεται κατ’ έφεση.
Ελέγχεται γενικά τι είναι εύλογος χρόνος.
Ο λόγος αυτός πρέπει να αφορά κρίση που είναι νέο ζήτημα που δεν έχει
απασχολήσει το ΣτΕ ή άλλο ανώτατο δικαστήριο ή αν δεν είναι νέο ζήτημα πρέπει να
έρχεται σε αντίθεση με υπάρχουσα νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου
δικαστηρίου. Αντίθεση, αν δεν υπάρχει με νομολογία του ΣτΕ ή άλλων νομικών
δικαστηρίων, μπορεί να υπάρχει και με άλλες αποφάσεις διοικητικών εφετείων που
έχουν τη δύναμη του δεδικασμένου.
Η ρύθμιση αυτή συνοδεύεται από έναν επιπλέον περιορισμό: αυτός ο ισχυρισμός περί
νομικού ζητήματος πρέπει να περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο της
εφέσεως.Δεν μπορούν να προβληθούν στην πορεία.
Η συγκεκριμένη ρύθμιση του άρθρου 12 παρ1 έχει κριθεί πολύ από τη θεωρία γιατί
περιορίζει πάρα πολύ το δικαίωμα εφέσεως στις ακυρωτικές διαφορές. Το ΣτΕ όμως
έχει κρίνει ότι είναι συνταγματικώς θεμιτή.Η απόφαση του ΣτΕ επί της εφέσεως
εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση και κρίνει εκ νέου την ασκηθείσα αίτηση
ακυρώσεως. Εν προκειμένω ισχύουν όλα όσα είπαμε για το μεταβιβαστικό
αποτέλεσμα. Δεν επιτρέπεται όμως εδώ αντέφεση- δεν υπάρχει το επικοινωτικό
αποτέλεσμα. Στις ακυρωτικές διαφορές η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου
δεν υπόκειται σε αίτηση αναστολής εκτελέσεως. Μπορεί εδώ να ζητηθεί η αναστολή
εκτελέσεως της διοικητικής πράξης. Προβλέπεται και στην κατ’ έφεση δίκη η
δυνατότητα παρέμβασης. Αν ο παρεμβαίνων υπάρχει και στην πρωτοβάθμια δίκη,
θα ασκηθεί και κατά αυτού η έφεση. Μπορεί όμως να εμφανιστεί πρώτη φορά και
στην έφεση. προέβλεψε ειδικές προϋποθέσεις του παραδεκτού ως προς τους λόγους
της εφέσεως: οι λόγοι που προβάλλονται στην έφεση πρέπει να (ανεξαρτήτως του
παραδεκτού της έφεσης πρέπει να συντρέχουν και οι λόγοι παραδεκτού των λόγων
της εφέσεως), συνδυάζουμε με το αρ. 58 του ΠΔ, όπου προβλέπονται πλέον εκεί οι
όροι του παραδεκτού των λόγων εφέσεως:
149
Με την ακυρωτική έφεση μπορεί να προσβάλει κανείς μόνο νομικές πλημμέλειες
της εκκαλούμενης: αυτό σημαίνει ότι η κρίση που προσβάλλεται δεν πρέπει να αφορά
υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στον κανόνα δικαίου, αλλά
πρέπει να είναι μία κρίση δεκτική γενικότερης εφαρμογής,υπό την έννοια ότι πρέπει
να αφορά την ερμηνεία κανόνα δικαίου. Η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών
στον κανόνα, δεν ελέγχεται πλέον μέσω εφέσεως, τουλάχιστον στις ακυρωτικές
διαφορές.
Επανειλημμένως ετέθη το ζήτημα ενώπιον του ΣτΕ και ενώπιον του ΕΣΔΑ, αν
η ρύθμιση αυτή (το αρ. 12 Ν 3900/2010 που πλέον είναι το αρ. 58 ΠΔ 18/89)
συνάδει με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, της αρχής της ισότητας των
διαδίκων και με την αρχή της χρηστής απονομής δικαιοσύνης. Το ΕΔΔΑ & το
ΣτΕ, απέρριψαν την ένσταση αυτή, λέγοντας ότι αυτή η ρύθμιση υπηρετεί την
ταχύτητα της απονομής δικαιοσύνης ενόψει του υψηλού φορτίου που φέρει το
ΣτΕ και βέβαια ανταποκρίνεται στην ενοποιητική λειτουργία της νομολογίας
του ΣτΕ, υπό την έννοια ότι το ΣτΕ θέλει να κρίνει θέματα ευρύτερης
εφαρμογής που θα επηρεάζον όλη τη νομολογία (Ολομέλεια ΣτΕ 4/2010 →
αυτή η ρύθμιση εξυπηρετεί το φίλτρο, το μέσο διήθησης των δικαστικών
υποθέσεων).
150
● Αν η εκκαλούμενη απόφαση είναι του τριμελούς διοικητικού
πρωτοδικείου → αρμοδιότητα να εξετάσει την έφεση έχουν τα τριμελή
διοικητικά εφετεία
● Αποφάσεις των μονομελών πρωτοδικείων εφεσιβάλλονται στα →
μονομελή εφετεία
Στις διαφορές ουσίας η άσκηση εφέσεως δεν έχει εκ του νόμου ανασταλτικό
αποτέλεσμα. Δεν αναστέλλει την εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης. Ο διάδικος
ο οποίος άσκησε την έφεση έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αίτηση αναστολής
εκτελέσεως ενώπιον του Εφετείου κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου. Αυτό ισχύει μόνο για τις διαφορές ουσίας.
Αναλυτικότερα:Οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό σφάλμα της πρωτοβάθμιας
απόφασης μπορεί να προβληθεί, όπως και οποιαδήποτε παράλειψη του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να ερευνήσει ζητήματα που είχε υποχρέωση να εξετάσει
αυτεπαγγέλτως. Μπορεί κανείς να προβάλλει ισχυρισμούς που δεν προέβαλε στην
αρχική δίκη εφόσον αφορούν ζητήματα που έπρεπε αυτεπαγγέλτως να εξετάσει το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Νέοι πραγματικοί λόγοι μπορούν να προβληθούν με
προϋποθέσεις:
151
εκτιμήσεως, αλλιώς απορρίπτονται ως αόριστοι. Δεν επιτρέπεται η υποβολή νέων
αιτημάτων. Θα εξεταστούν μόνο τα αιτήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως.
Αποτελέσματα έφεσης για διαφορές ουσίας
152
Τώρα εξετάζουμε μία λεπτομέρεια που αφορά και τις ακυρωτικές διαφορές και
τις διαφορές ουσίας: Ας πούμε ότι ασκούμε αίτηση ακυρώσεως και ακυρώνεται πχ η
οικοδομική άδεια και ξαφνικά ο Α βρίσκεται με ένα αυθαίρετο ακίνητο, για το οποίο
συχνά επιβάλλεται πολύ υψηλό πρόστιμο. Μπροστά σε αυτή τη νέα
κατάσταση(είπαμε ότι η ακυρωτική απόφαση έχει διαπλαστικό χαρακτήρα) μπορεί ο
Α να ζητήσει προσωρινή δικαστική προστασία από το 2ο βάθμιο δικαστήριο, εδώ το
ΣτΕ, να αναστείλει με αίτηση αναστολής εκτελέσεως την ακυρωτική απόφαση του
εφετείο; Δηλαδή, μπορεί να ασκήσει έφεση και μαζί με την έφεση να ζητήσει
προσωρινή αναστολή εκτελέσεως από το δικαστήριο; Η πάγια νομολογία του ΣτΕ
λέει ότι στις ακυρωτικές διαφορές αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης
δεν προβλέπεται, ούτε έχει ανασταλτικό χαρακτήρα η έφεση: αρ. 61 ΠΔ 18/89.
Υπάρχει η εξής όμως δυνατότητα: το ΣτΕ ως 2ο βάθμιο δικαστήριο μπορεί να
χορηγήσει αυτό κατόπιν αιτήσεως, αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης
διοικητικής πράξης που είχε προσβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αν είχε
απορριφθεί η αίτηση ακυρώσεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σύμφωνα με το
αρ.52 ΠΔ.
Αντιθέτως, στις διαφορές ουσίας ο ΚΔΔικ στα αρ. 206 επ., προβλέπει δυνατότητα του
δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση της πρωτοβάθμιας
απόφασης, με το ένδικο βοήθημα προσωρινής προστασίας που προβλέπει ο κώδικας
στα αρ. 206 επ. και αυτό είναι η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης
απόφασης. Προϋπόθεση βέβαια, για την άσκησή του είναι να έχει ασκηθεί
προηγουμένως έφεση. Κριτήρια εδώ είναι η βλάβη του εγκαλούντος(αυτού που ασκεί
την έφεση) και αν έχουμε βασιμότητα κλπ.
ε. Η αίτηση αναιρέσεως
Είναι ένα έκτακτο ένδικο μέσο →δηλαδή, δεν εισάγει βαθμό κρίσης, καθώς η
αναίρεση οδηγεί σε ένα περιορισμένο έλεγχο(δεν υπάρχει 3ος βαθμός κρίσης: στο
ελληνικό δίκαιο, οι βαθμοί κρίσης είναι 2, η πρωτοβάθμια & η δευτεροβάθμια δίκη).
Δεν ασκείται κατά όλων των δικαστικών αποφάσεων, ούτε οδηγεί σε πλήρη έλεγχο
της απόφασης. Ασκείται κατά συγκεκριμένων αποφάσεων και στο πλαίσιο της
προβάλλονται συγκεκριμένοι λόγοι.
Με την έφεση στις διαφορές ουσίας, ελέγχεται κάθε σφάλμα της απόφασης- νομικό &
πραγματικό. Η αίτηση αναιρέσεως εισάγει μία δίκη η οποία οδηγεί σε έλεγχο της
υπόθεσης μόνο κατά το νομικό της σκέλος: στην αναιρετική δίκη, το αναιρετικό
δικαστήριο δεν ελέγχει καθόλου το πραγματικό σκέλος (θεωρητικά, ο αναιρετικός
δικαστής δεν πρέπει να κοιτάξει καθόλου τον φάκελο αν έχει κάνει καλά τη δουλειά
του το δικαστήριο ουσίας, παίρνει το πραγματικό όπως ακριβώς αποτυπώνεται στην
αναιρεσιβαλλομενη πράξη).
153
Δεν ελέγχονται ζητήματα που αφορούν το πραγματικό της διαφοράς, ούτε οι
διαπιστώσεις του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
➔ Δεν ελέγχεται πχ αν αξιολογήθηκε σωστά ή όχι αποδεικτικό μέσο, αν έσφαλε
το δικαστήριο στη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών ή αν βρισκόταν
σε πλάνη.
Στην αναίρεση έχουμε αποκλειστικά έλεγχο νομιμότητας της αναιρεσιβαλλόμενης
απόφασης. Αυτή η νομιμότητα μπορεί να είναι είτε διαδικαστική (τήρηση κανόνων
δίκης) ή ουσιαστική (ορθότητα της ερμηνείας και εφαρμογής του ουσιαστικού
δικαίου).
Η αίτηση αναιρέσεως προβλέπεται στο αρ. 95 παρ.1 περ. β΄Σ → εδώ, υπάρχει
επιφύλαξη του νόμου και το ΣτΕ δέχεται ότι βάσει αυτής της επιφύλαξης, ο
νομοθέτης μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα αναιρέσεως.
i. Παραδεκτό
Ο νομοθέτης λοιπόν δεν μπορεί γενικά να καταργήσει την αίτηση αναιρέσεως ως
ένδικο μέσο. Όμως ο συντακτικός νομοθέτης εδώ εξουσιοδοτεί τον κοινό νόμο να
154
προβλέψει όρους και περιορισμούς(δικονομικές προϋποθέσεις) για την άσκηση της
αιτήσεως αναιρέσεως, με κριτήριο την ορθολογική οργάνωση της απονομής της
δικαιοσύνης.
Η αίτηση αναιρέσεως υπόκειται και αυτή σε προθεσμία, που είναι και εδώ 60 ημέρες
από την κοινοποίηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Αν διάδικος είναι το
δημόσιο & δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση, η εξηκονθήμερη προθεσμία ξεκινά από τη
δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
155
Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως μετά την πάροδο
τριετίας από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (σε περίπτωση που
δεν γίνει καμία κοινοποίηση).
➔ Για τις εκλογές των ΟΤΑ προβλέπεται ειδικό ένδικο βοήθημα που λέγεται
ένσταση. Οι αποφάσεις επί των ενστάσεων υπόκεινται σε αίτηση αναιρέσεως,
η οποία λόγω της επιτακτικής ανάγκης γρήγορης επίλυσης των διαφορών
αυτών ασκείται σε προθεσμία 15 μόλις ημερών (ειδική προθεσμία).
Η αίτηση αναιρέσεως, όπως και η έφεση ασκείται με κατάθεση. Όμως, στην αίτηση
αναιρέσεως, απαιτείται και η επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως όχι όμως ως
προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως, αλλά ως προϋπόθεση της συζήτησης.
Αν δεν έχει λάβει χώρα η επίδοση, το ΣτΕ αναβάλει τη συζήτηση για εύλογο χρονικό
διάστημα και αν και τότε δεν λάβει χώρα η επίδοση, μόνο τότε απορρίπτεται η αίτηση
αναιρέσεως ως απαράδεκτη(αρ. 21 παρ.4 ΠΔ 18/89).
ii. Βάσιμο
Οι λόγοι αναιρέσεως είναι οι λόγοι που απαριθμούνται στο άρθρο 56 ΠΔ18/1989.
Οι λόγοι αυτοί αφορούν είτε τη διαδικαστική νομιμότητα της αναιρεσιβαλλόμενης
δικαστικής απόφασης είτε την ουσιαστική νομιμότητά της:
1. Υπέρβαση καθηκόντων του δικαστηρίου :Το δικαστήριο έκρινε εκτός της
δικαιοδοσίας του οικείου κλάδου (εκτός της διοικητικής δικαιοδοσίας) ή αν
λείπει η διεθνής δικαιοδοσία. Υπέρβαση έχουμε και όταν το δικαστήριο
υπεισέρχεται στην νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία.
2. Μη νόμιμη συγκρότηση ή κακή σύνθεση του δικαστηρίου : Δεν διορίστηκαν
νόμιμα όλα τα μέλη του δικαστηρίου(μη νόμιμη συγκρότηση) ή δεν είναι
παρόντα όλα τα μέλη του δικαστηρίου που κατά τον νόμο έπρεπε να είναι
παρόντα ή είναι παρόντα μέλη του κωλύονται (μη νόμιμη σύνθεση)
3. Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας :έκδοσης δικαστικής απόφασης
Εδώ εντάσσονται διαδικαστικά σφάλματα του δικαστηρίου, τα οποία
οδήγησαν σε διαδικαστική βλάβη του αναιρεσείοντος. Πχ μη νόμιμη κλήτευση
– δεν μπόρεσε να παραστεί ο διάδικος / αν παρέστη δεν έχει υποστεί
διαδικαστική βλάβη Μη τήρηση της αρχής της δημοσιότητας των
συνεδριάσεων Μη λήψη υπόψη ουσιωδών ισχυρισμών των διαδίκων- αυτό
υπάγεται και στην πλημμέλεια της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης
απόφασης
4. Εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελής εφαρμογή του νόμου που διέπει την έννομη
σχέση:Εδώ εντάσσονται και οι πλημμέλειες της αιτιολογίας. Όταν
προβάλλεται πλημμέλεια της αιτιολογίας, τότε πρέπει επί ποινή απαραδέκτου
156
να προβληθεί στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ποιος είναι ο
ισχυρισμός που δεν απαντήθηκε και που προβλήθηκε (σε ποιο δικόγραφο)
5. Ύπαρξη δύο ή περισσότερων τελεσίδικων αποφάσεων που είναι αντιφατικές
μεταξύ τους στην ίδια υπόθεση και για τους ίδιους διαδίκους : Πρέπει το
διατακτικό των δύο αποφάσεων να είναι αντιφατικό. Πρέπει να έχουμε
ταυτότητα διαφοράς και διαδίκων. Αντιφατική θα είναι η δεύτερη τελεσίδικη
απόφαση.
iii. Συνέπειες της απόφασης επί της αιτήσεως αναιρέσεως
Η δικαστική απόφαση της αιτήσεως αναιρέσεως Μπορεί να απορριφθεί η αίτηση
αναιρέσεως ως αβάσιμη ή απαράδεκτη. Αν η απόφαση δεν απορριφθεί, το ακυρωτικό
δικαστήριο αναιρεί (εξαφανίζει) την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και είτε θα
παραπέμψει την υπόθεση στο δικαστήριο της ουσίας να κρίνει εκ νέου την υπόθεση
χρησιμοποιώντας τις οδηγίες που έδωσε το ΣτΕ είτε θα κρατήσει το ΣτΕ την υπόθεση
αν έχει όλο το πραγματικό υλικό και θα εκδικάσει το ένδικο βοήθημα επιλύοντας τη
διαφορά. Δεύτερη αίτηση αναιρέσεως δεν επιτρέπεται.
157
Πρώτη εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση που τα ενωσιακά όργανα έχουν αναλάβει
αρμοδιότητες να εναρμονίσουν το ουσιαστικό δίκαιο. Κατ’ επέκταση,
εναρμονίζονται και πτυχές του δικονομικού δικαίου.
➔ 1η περίπτωση: το Ενωσιακό δίκαιο έχει αρμοδιότητα να θέτει κανόνες
προστασίας του περιβάλλοντος (για παράδειγμα πως θα παρθούν οι
περιβαλλοντικές άδειες). Από αυτήν την αρμοδιότητα μπορεί να υπάρξει
εξουσία για τροποποίηση δικονομικών κανόνων , οι οποίοι αφορούν το πώς θα
λαμβάνεται υπόψη το έννομο συμφέρον. Οδηγία 2011/92.
➔ 2η περίπτωση: το ενωσιακό δίκαιο προβλέπει κανόνες ως προς την ανάθεση
δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών αγαθών και υπηρεσιών. Στόχος η
διαφάνεια της διαδικασίας και ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Αυτή η
αρμοδιότητα εναρμόνισης του ουσιαστικού δικαίου επεκτείνεται και στο
δικονομικό τομέα. Ρυθμίζεται εναρμονιστικά η προσωρινή δικαστική
προστασία στο πλαίσιο ανάθεσης τέτοιων συμβάσεων.
Δεύτερη εξαίρεση στην αρχή της διαδικαστικής αυτονομίας είναι η αρχή της
ομοιομορφίας. Τα κμ μπορούν να εκδίδουν κανόνες που διέπουν τη δική τους
δικονομία υπό την επιφύλαξη ότι οι κανόνες που εφαρμόζονται όταν κρίνεται το
εθνικό ουσιαστικό δίκαιο είναι ίδιοι με εκείνους που εφαρμόζονται όταν κρίνεται το
ενωσιακό ουσιαστικό δίκαιο.
Δεύτερη αρχή που διαμόρφωσε η νομολογία του ΔΕΕ και διέπει τις σχέσεις της
εθνικής δικονομίας με την ενωσιακή είναι η αρχή της διατήρησης της
αποτελεσματικότητας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι κανόνες που προβλέπει το
εθνικό δικονομικό δίκαιο δεν πρέπει να καθιστούν ανέφικτη ή υπέρμετρα δυσχερή
την παρεχόμενη από το ουσιαστικό δίκαιο προστασία. Σήμερα το δικαστήριο
προχωρά ένα βήμα περαιτέρω και λέει ότι οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δεν πρέπει
να παρακωλύουν την ικανοποίηση του ουσιαστικού ενωσιακού δικαίου. Διαφορετικά
μπορεί να προκύψουν δίκες στο ΔΕΕ που κρίνουν πολύ αυστηρούς τους
δικονομικούς εθνικούς κανόνες.
Η εθνική διοικητική δικονομία βρίσκεται υπό την επιρροή της ΕΣΔΑ. Στο άρθρο 6
παρ1 της ΕΣΔΑ υπάρχει μια εγγύηση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη.
158