Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 158

Ξύδη Ιωάννα

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κ. ΓΩΓΟΣ
Χειμερινό Εξάμηνο 2023-2024
10/10/2023- 1η διάλεξη
*έλειπα/ σημειώσεις από αλλού (:δες και από λαζαράτο εδώ)
→Χρειαζόμαστε: Σύνταγμα, ΚΔιοικΔικ, ΠΔ 18/1979, χρήσιμα & 1406/83, 702/1977
ΕΝΟΤΗΤΑ 1 → Το ιστορικό & οργανωτικό πλαίσιο της διοικητικής
δικαιοσύνης:
Η διοικητική δικαιοσύνη ως επίτευγμα του νομικού φιλελευθερισμού στην Ευρώπη-
Η εξέλιξη των διοικητικών δικαστηρίων στη χώρα μας- Η σύγχρονη οργάνωση της
διοικητικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα

→Το ουσιαστικό διοικητικό δίκαιο αφορά την έννομη σχέση διοίκησης - πολιτών/
ιδιωτών, όπως και δίκαιο δ.π. και διοικητικής οργάνωσης.Εδώ εμπίπτουν ειδικότεροι
κλάδοι (φορολογικο, υπαλληλικο, παιδείας, πολεοδομικό).
→Το διοικητικό δικονομικό δίκαιο αφορά την απονομή δικαστικής προστασίας
(διοικητικής δικαιοσύνης) στην έννομη σχέση (δίκης) ανάμεσα σε φορείς δημόσιας
εξουσίας και πολίτες.Το διοικητικό δικονομικό δίκαιο δεν αφορά δικαιώματα και
υποχρεώσεις, αλλά τη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίων στα πλαίσια της
διοικητικής δίκης.

Δυσανάλογη σημασία διοικητικής δικονομίας λόγω νομολογιακής


προέλευσης → Οι θεσμοί του ουσιαστικού διοικητικού δικαίου
διαμορφώθηκαν μέσω της νομολογίας των ελληνικών διοικητικών
δικαστηρίων.

(Π.χ.: εκτελεστή διοικητική πράξη → νομολογία ΣτΕ κατά τον καθορισμό των
πράξεων που προσβάλλονται παραδεκτά με το ένδικο βοήθημα της αίτησης
ακυρώσεως)

α. Η διοικητική δικαιοσύνη ως επίτευγμα του νομικού φιλελευθερισμού στην


Ευρώπη
→Στην ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα, στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα.
Απόφαση Dean Pound, Γαλλία -> από όργανο διοικητικού ελέγχου σε διοικητικό
δικαστήριο
+ Ελλάδα, 1911 -> 1929, έναρξη λειτουργίας ΣτΕ, ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου
(επί Ελ. Βενιζέλου) *
-> όλες οι χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης
Γερμανία: μετά το τέλος του Β' Π.Π. (1952)
Χώρες Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης

2
Η Ελλάδα ακολουθεί το γαλλικό πρότυπο διοικητικής δικαιοσύνης. Η
διοικητική δικαιοσύνη στην Ελλάδα είναι ξεχωριστή από την πολιτική, σε
αντίθεση με τις χώρες του Common Law. Στις τελευταίες υποστηρίζεται η
άποψη ότι σε ένα φιλελεύθερο καθεστώς, το κράτος και οι πολίτες ελέγχονται
από την ίδια δικαιοδοσία (“στοιχείο της ελευθερίας των πολιτών είναι να
διέπονται οι σχέσεις τους με τη δημόσια εξουσία από το κοινό δίκαιο της
χώρας” → υποστηρίζεται ότι η ύπαρξη ξεχωριστής διοικητικής δικαιοσύνης θα
προστάτευε τη διοίκηση & τους δημόσιους υπαλλήλους από τους θεσμούς του
δικαίου αυτού- του κοινού).

Αντίθετα, στο ηπειρωτικό δίκαιο η δημόσια διοίκηση έχει το προνόμιο της


εκτελεστότητας, μπορεί δηλαδή μονομερώς να επιβάλλει τη βούλησή της
(δημόσια εξουσία → πχ επιβολή προστίμου, χορήγηση άδειας). Η δημόσια
διοίκηση έχει προνόμια έναντι των ιδιωτών και δεν υπάρχει ισότητα ιδιωτών
& διοίκησης. Η δημόσια αυτή εξουσία και η ιδιαιτερότητά της καθιστούν
αναγκαία την ύπαρξη διοικητικών δικαστηρίων αλλά και ουσιαστικού
διοικητικού δικαίου προκειμένου να προστατεύονται τα δικαιώματα των
ιδιωτών. Βασική συνταγματική αρχή που συνδέεται με την ανάγκη ελέγχου
της δημόσιας εξουσίας είναι η αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσεως,
η οποία προκύπτει από τις διατάξεις 26 και 25π1 Σ. Γι’ αυτό και υφίστανται 4 μορφές
ελέγχου της δημόσιας διοίκησης:

1. Κοινοβουλευτικός έλεγχος: ασκείται από τη Βουλή ή την αρμόδια


κοινοβουλευτική επιτροπή στην κυβέρνηση(α), τα μέλη του Υπουργικού
Συμβουλίου(β) και τους Υφυπουργούς(γ). Δεν είναι επαρκής και γι’ αυτό
περιορίζεται σε θέματα οικονομικής και πολιτικής φύσεως.
2. Διοικητικός αυτοέλεγχος: ασκείται από τα όργανα της ίδιας της δημόσιας
διοίκησης και έχει 4 μορφές:
a. Αυτοέλεγχος: από το ίδιο το όργανο που άσκησε αρμοδιότητα[που
εξέδωσε, για παράδειγμα, μια πράξη] μετά από αίτηση θεραπείας
b. Ιεραρχικός έλεγχος: από προϊστάμενο όργανο μετά από ιεραρχική
προσφυγή
c. Έλεγχος νομιμότητας : από ειδικώς κατεστημένο όργανο μετά από
ειδική διοικητική προσφυγή
d. Έλεγχος νομιμότητας και ουσίας : μετά από ενδικοφανή διοικητική
προσφυγή
e. Διοικητική εποπτεία του κράτους: επί των αυτοδιοικούμενων
οργανισμών δημοσίου δικαίου
3. Πολιτικά ουδέτερος έλεγχος του Συνηγόρου του Πολίτη: Σ103π9 -
ΑΔΑ[Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή]. Ελέγχει κυρίως τις ατομικές διοικητικές
πράξεις/παραλείψεις/υλικές ενέργειες των οργάνων της δημόσιας
διοίκησης.Ενεργεί:
a. είτε αυτεπαγγέλτως: επί υποθέσεων που έχουν προκαλέσει το

3
ενδιαφέρον της κοινής γνώμης
b. είτε κατόπιν αναφοράς: ενδιαφερόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου
[προθεσμία για άσκηση αναφοράς: 6 μήνες από όταν ο ενδιαφερόμενος
έμαθε την βλαπτική γι’ αυτόν ενέργεια]

Προσοχή: Η ΑΔΑ δεν επιλαμβάνεται επί υποθέσεων που εκκρεμούν στα


δικαστήρια[Α 4 Ν 3094/2003]. Όταν πρώτα έχει ασκηθεί ενδικοφανής
προσφυγή, ο Συνήγορος του Πολίτη δεν επιλαμβάνεται του θέματος πριν
αποφασίσει το διοικητικό όργανο ή πριν περάσει άπρακτη τρίμηνη προθεσμία
από την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής.

Μετά τον σχετικό έλεγχο συντάσσεται πόρισμα, το οποίο δεν συνιστά


διοικητική πράξη και κοινοποιείται στη διοικητική αρχή και στον καθ’ ύλην
αρμόδιο Υπουργό, στον οποίο μπορεί να τεθεί και συμφωνία για την επίλυση
του συγκεκριμένου προβλήματος.

4. Δικαστικός έλεγχος : αποτελεσματικότερος του κοινοβουλευτικού και του


διοικητικού, καθώς είναι προσανατολισμένος στα συμφέροντα του ατόμου
που προσβάλλεται από τη διοικητική δραστηριότητα. Δεδομένης της
ανεπάρκειας του κοινοβουλευτικού και του διοικητικού ελέγχου, ο δικαστικός
κρίνεται αναγκαίος. Επίσης, η ελληνική δημόσια διοίκηση υπόκειται
περαιτέρω και στην ελεγκτική δικαιοδοσία της ΕΕ που ασκείται από το ΔΕΕ,
το Γενικό Δικαστήριο καθώς και το ΕΔΔΑ.

Φύση δικαστικού ελέγχου της διοικήσεως: πρόκειται κατά κύριο λόγο για έλεγχο
νομιμότητας και μόνο δευτερευόντως και κατά ρητώς προβλεπόμενη εξαίρεση για
έλεγχο σκοπιμότητας.
!!Θεμελιώδης κανόνας: Δικαστικός έλεγχος μόνο κατόπιν προσφυγής και όχι
αυτεπαγγέλτως
β. Η εξέλιξη των διοικητικών δικαστηρίων στη χώρα μας

Η διοικητική δικαιοσύνη στην Ελλάδα υπάρχει από το 1835, μετά την ίδρυση του
ΣτΕ.

Οργανική έννοια: Το σύνολο των διοικητικών δικαστηρίων που ελέγχουν τη


δραστηριότητα της δημόσιας διοίκησης. Τέτοια διοικητικά δικαστήρια είναι τα:

- Τακτικά διοικητικά δικαστήρια


- ΣτΕ
- Ελεγκτικό Συνέδριο [98 +94π1 Σ]
!!Έλεγχο συνταγματικότητας ασκούν παρεμπιπτόντως όλα τα δικαστήρια, τα οποία
είναι υποχρεωμένα να μην εφαρμόζουν νόμο αντίθετο προς το Σύνταγμα- 87π2 +
93π4 Σ.

4
Λειτουργική έννοια: [υπό ευρεία έννοια] Οι κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την
οργάνωση και τον τρόπο παροχής έννομης προστασίας από τα διοικητικά δικαστήρια
στον τομέα του διοικητικού δικαίου.

➔ Δικαιοδοσία: εξουσία απονομής δικαιοσύνης- Διοικητική δικαιοδοσία:


εξουσία απονομής διοικητικής δικαιοσύνης

Η διασταύρωση των δικαιοδοσιών καταρχήν απαγορεύεται. 94π3 Σ: ειδική εξαίρεση


στην απαγόρευση διασταύρωσης εξουσιών. Το ΑΕΔ κατατάσσεται εμμέσως στη
διοικητική δικαιοδοσία βάσει του 100π1 Σ, ενώ το Ελεγκτικό Συνέδριο
κατατάσσεται άμεσα σε αυτή βάσει του 94π1 Σ.

Η ενωσιακή έννομη τάξη και το ΕΔΔΑ ασκούν έλεγχο στην ελληνική διοίκηση. Τον
ενωσιακό δικαστικό έλεγχο ασκεί το δικαστήριο της ΕΕ και το Γενικό Δικαστήριο.
Η σταδιοδρομία των δικαστών στα διο`ικητικά δικαστήρια είναι διαφορετική από
εκείνη στα πολιτικά. Επίσης, άλλη σταδιοδρομία ακολουθείς στα τακτικά διοικητικά
δικαστήρια και άλλη στο ΣτΕ. Βέβαια μετά το 2001 υπάρχει δυνατότητα πλήρωσης
θέσεων παρέδρων στο ΣτΕ από εφέτες διοικητικών τακτικών δικαστηρίων.

Σύνταγμα 1911: αρμοδιότητα ΣτΕ → συγκεκριμένες μόνο κατηγορίες διαφόρων


(ακυρωτικές) Οι υπόλοιπες εκδικάζονταν είτε από πολιτικα δικαστήρια είτε
από επιτροπές της διοίκησης.

Σύνταγμα 1952: ίδρυση φορολογικών δικαστηρίων -> φορολογικές διάφορες +


δημιουργία ειδικών διοικητικών δικαστηρίων (πχ: για διάφορες μεταλλείων ->
δικαστήρια μεταλλείων)

Σύνταγμα 1975 → 3 κλάδοι → 3 δικονομίες


1. ΣτΕ -> ανώτατο διοικητικό δικαστήριο γενικών καθηκόντων -> απόφανση
κατά τεκμήριο σε ακυρωτικές υποθέσεις σε πρώτο βαθμό (ΠΔ 18/1979)
+ υποβοήθηση διοικητικού έργου -> επεξεργασία κανονιστικών ΠΔ

2. Τακτικά διοικητικά δικαστήρια -> απορρόφηση - ενοποίηση φορολογικών


και ειδικών διοικητικών δικαστηρίων -> διοικητικά πρωτοδικεια και εφετεία
(αμφότερα: μονομελή και τριμελή) -> διοικητικές διαφορές ουσίας και όσες
ακυρωτικές διαφορές έχουν υπαχθεί ειδικά σε αυτά (ΚΔιοικΔικ)

3. Ελεγκτικό Συνέδριο -> δημοσιονομική αρμοδιότητα -> σφάλματα κατά τη


διαχείριση δημόσιου χρήματος, απονομή συντάξεων, στρατιωτικές διαφορές
(ειδικό νομοθέτημα 2020)
+ πρόβλεψη από Σύνταγμα

Για ιδιωτικούς υπαλλήλους →Άρειος Πάγος

5
Για κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία ιδιωτικών υπαλλήλων → ΕΦΚΑ : η
διαφορά αμφισβητείται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια

Ως προς το ύψος των συντάξεων μεμονωμένα -> Ελεγκτικό Συνέδριο Για το ύψος των
συνταξεων και των μισθών των δικαστικών λειτουργών ως γενικά ζητήματα -> Ειδικό
Δικαστήριο, 88, παρ. 2 Συντ. -> Μισθοδικείο -> ειδική σύνθεση ανώτατου
δικαστηρίου] Προσοχή!
Διαφοροποίηση, λοιπόν, με τους βαθμούς δικαιοδοσίας της Πολιτικής Δικονομίας
(έφεση, ακολούθως αναίρεση στον Άρειο Πάγο).
Ξεχωριστές σταδιοδρομίες για Εισηγητές, Παρέδρους, Συμβούλους ΣτΕ ο Σύμβουλος
κατά κανόνα δεν ήταν ποτέ Πρωτοδίκης ή Εφέτης) στη διοικητική δικονομία "τόπος
συνάντησης δικαστών τριών γενεών"] και Πρωτοδίκες, Εφέτες, Αρεοπαγίτες
εξελικτικά στην Πολιτική Δικονομία
Διαφορετικοί κλαδοι
1. Γενική Επιτροπεία Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων
2. Γενική Επιτροπεία Επικρατείας Ελεγκτικού Συνεδρίου

Γενικός Επίτροπος, Αντεπίτροπος, Επίτροπος -> αντικείμενο η διοίκηση, ο


συντονισμός της δράσης των κλάδων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων -> όχι
δικαιοδοτική λειτουργία

γ. Η σύγχρονη οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα:


Στην Ελλάδα η διοικητική δικαιοσύνη διαρθρώνεται ως εξής:
1. Τακτικά διοικητικά δικαστήρια: έχουν γενική δικαιοδοσία για όλες τις
διαφορές ουσίας (φορολογικές διαφορές, διαφορές που παλαιότερα
εξετάζονταν από πολιτικά δικαστήρια ή και από διοικητικές επιτροπές) εκτός
από αυτές που υπάγονται στο ΣτΕ βάσει 95 παρ.1 εδ.γ Σ.
Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια διακρίνονται στα διοικητικά
πρωτοδικεία και στα διοικητικά εφετεία. Το ΣτΕ προΐσταται των
τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Είναι το ανώτατο διοικητικό
δικαστήριο γενικής αρμοδιότητας. Ξεκίνησε να λειτουργεί το 1929.

Βαθμοί δικαιοδοσίας:
Τα τ.δ.δ. βάσει του 6 παρ.1 & 6 ΚΔΔικ είναι οργανωμένα σε 2 βαθμούς
δικαιοδοσίας:
- 1ος βαθμός εκδίκασης: Τριμελές Πρωτοδικείο
- 2ος βαθμός εκδίκασης: Τριμελές Εφετείο
- Κατ’εξαίρεση: μπορεί να δικάζονται διαφορές ουσίας:
→1ο και τελευταίο βαθμό: Διοικητικό εφετείο
→1ο βαθμό: Μονομελές Πρωτοδικείο και σε 2ο βαθ.//μό στο
Μονομελές Εφετείο [6π6 εδ. β΄ΚΔΔικ]
Προσοχή το ΣτΕ δικάζει:

6
→Κατ’ έφεση σε 2ο βαθμό: όταν ακυρωτικές διαφορές υπόκεινται στα
τ.δ.δ. [95π3 Σ].
→Αναιρετικά: επί των διαφορών ουσίας των τ.δ.δ.
Τα τ.δ.δ δικάζουν:
- (α) αιτήσεις ακυρώσεως αν πρόκειται για ακυρωτική διαφορά που έχει
μεταφερθεί από το ΣτΕ είτε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, είτε στο
Διοικητικό Εφετείο.
- (β) προσφυγές κατά 63 ΚΔΔικ
- (γ) αγωγές κατά 71επ. ΚΔΔικ
- (δ) ανακοπές κατά 217επ. ΚΔΔικ
Το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο δικάζει:
- χρηματικές διαφορές < 60.000 ευρώ [αν η διαφορά είναι > μεγαλύτερη των
60.000 ευρώ δικάζεται από το τριμελές διοικητικό εφετείο]
- 216επ. ΚΔΔικ: ανακοπή κατά πράξεων διοικητικής εκτελέσεως
Το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο δικάζει:
- (α) όλες τις διαφορές ουσίας που δεν έχουν υπαχθεί σε άλλο δικαστήριο
- (β)ακυρωτικές διαφορές του 15π1 Ν 3068/2012- διαφορές αλλοδαπών
- (γ)εκλογικές ενστάσεις του 267 ΚΔΔικ
Το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο δικάζει:
- (α) εφέσεις κατά αποφάσεων Τριμελούς Πρωτοδικείου
- (β)διαφορές από διοικητικές συμβάσεις
- (γ) υπαλληλικές προσφυγές εκτός από αυτές που αναφέρονται στο 103π4 Σ.
- (δ) αιτήσεις ακυρώσεως που έχουν υπαχθεί στο Διοικητικό εφετείο με
ειδικά νομοθετήματα

2. Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ): εδώ υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές


(και αναίρεση) εκτός!! από ορισμένες που βάσει του 95 π3 Σ υπάγονται σε
1ο βαθμό στα τ.δ.δ.Κατ’ εξαίρεση δικάζει ορισμένες διαφορές ουσίας
[υπαλληλική προσφυγή, αίτηση συνταγματικής διάταξης 18π5 Σ]
Ιδρύθηκε στην Ελλάδα κατά μίμηση του γαλλικού θεσμού Conseil d’ Etat. Η
λειτουργία του ξεκίνησε το 1929 και πρώτος πρόεδρος ήταν ο Ρακτιβάν. Στο
95π1 Σ καθορίζονται οι αρμοδιότητές του.

3. Ελεγκτικό Συνέδριο: αναφέρεται στο άρθρο 98 Σ. Έχει διφυή υπόσταση –


είναι όργανο διοικητικό, αφού ελέγχει τους λογαριασμούς των δημοσίων
υπολόγων αλλά είναι και το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο ειδικής
αρμοδιότητας. Δικάζει διαφορές σε σχέση με πολιτικές και στρατιωτικές
συντάξεις αλλά και διαφορές από την αμφισβήτηση διοικητικών υπολόγων.
4. Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ)

αρ. 87 Σ → προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία δικαστικών


λειτουργών → συναφείς πειθαρχικές κυρώσεις από το Ανώτατο Δικαστικό
Συμβούλιο

7
*Διοικητική δικονομια Ελλάδας πολυδιάσπαση + βασικές τυπολογικές ρυθμίσεις στο
Σύνταγμα

Νομοθεσία διοικητικής δικονομίας:


!!Οι 3 δικονομίες δεν επικαλύπτονται, δηλαδή δεν εφαρμόζονται από κοινού ούτε
αναλογικά η μία στην άλλη.
Πχ: ο ΚΔιοικΔικ αφορά ΜΟΝΟ διαφορές ουσίας.

Έχουμε το ΠΔ 18/1989 που ρυθμίζει τις ακυρωτικές διαφορές και ποτέ τις διαφορές
ουσίας. Συνιστά μετεξέλιξη παλαιότερων διατάξεων. Επίσης, έχουμε τον Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας που κυρώθηκε το 1999 και ρυθμίζει τις διαφορές ουσίας.
!!Δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να κάνουμε αναλογική εφαρμογή του ΠΔ σε
διαφορές ουσίας ή του Κώδικα σε ακυρωτικές διαφορές.
Άρα:
➔ διαφορές ουσίας: από τ.δ.δ. με ΚΔΔικ
➔ ακυρωτικές διαφορές: από ΣτΕ (και ίσως από τ.δ.δ) με ΠΔ 18/89

Βήματα:

1. Διαφορές ουσίας είναι μόνο αυτές που ορίζει ο νόμος ως τέτοιες.


2. Αναζητούμε αν η διοικητική διαφορά κατά περίπτωση ανήκει στα
νομοθετήματα που “ουσιαστικοποιούν” τις διαφορές.
3. Αν ανήκει→ τ.δ.δ με ΚΔΔικ
4. Αν δεν ανήκει →είναι ακυρωτική και πάμε καταρχήν στο Στε με πδ
18/1989
5. Προσοχή: σε δεύτερο στάδιο αν είναι ακυρωτική πρέπει να ελέγξουμε αν
υπάγεται με κάποιο άλλο ειδικό νομοθέτημα -ιδίως α 1 Ν 702/1977- ως
ακυρωτική στα τ.δ.δ.

Πηγές διοικητικής δικονομίας:

1. Σύνταγμα [20π1, 88π2, 94,95, 98,99, 100]


2. Νόμος
a. ΚΔΔικ[2717/1999]
b. ν.δ. 170/1973: ιδρυτικός νόμος για ΣτΕ
c. π.δ. 18/1989
3. Προεδρικό διάταγμα
a. για ΣτΕ ισχύει το πδ 18/1989
b. για το ΕΣ ισχύει το πδ 774/1980
4. Έθιμο: σπάνια
5. Γενικές αρχές διοικητικής δικονομίας : οι περισσότερες έχουν καταγραφεί

8
στον ΚΔΔικ αλλά μερικές είναι και άγραφες
6. Δίκαιο της Ένωσης: σελ.26 λαζαρατο

ΕΝΟΤΗΤΑ 2 → Τα υπερνομοθετικά θεμέλια της διοικητικής δικονομίας:


Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (αρ. 20 παρ.1 Σ) & το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη
(αρ. 6 ΕΣΔΑ)- Η συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως- Η
διάρθρωση των διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνα με το Σ- Άλλες σημαντικές
συνταγματικές ρυθμίσεις του πλαισίου

Το Σ έχει αυξημένες διοικητικές δικονομικές διατάξεις. Περιέχει 2 κατηγορίες


ρυθμίσεων που αφορούν τη διοικητική δικονομία:
● γενικά συνταγματικά θεμέλια: ρυθμίσεις για συνταγματικώς κατοχυρωμένα
δικαιώματα (8, 20,26 παρ.3 Σ), με κυριότερο το δικαίωμα δικαστικής
προστασίας, αλλά και
● ειδικά συνταγματικά θεμέλια: οργανωτικές ρυθμίσεις όπως αυτές στα αρ. 87επ.
Σ και ειδικά τα άρθρα 94, 95 Σ (93 παρ.1, 94,95,98 παρ.1 Σ)

Περιεχόμενο αρ. 20 παρ.1 Σ →Τα δικαιώματα εμπεριέχουν έννομα συμφέροντα


από ουσιαστικό διοικητικό δίκαιο. Εδώ, έχουμε το δικαίωμα επικλησης δικαιωμάτων
ενώπιον δικαστηρίου και αξιωσης προστασίας μέσω του μηχανισμού της δικής.

16/10/2023- 2η διάλεξη
α. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας & το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη

Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (αρ. 20 παρ.1 Σ) περιέχει 2 βασικές εγγυήσεις:


● Πρόσβαση στη δικαιοσύνη: αρ. 90 Σ → η δικαιοσύνη παρέχεται από το
ανώτατο δικαστικό συμβούλιο.Το αρ. 20 παρ.1 Σ εγγυάται πρόσβαση
σε ένα δικαστήριο το οποίο αποτελείται από ανώτατους δικαστές, οι
οποίοι διαθέτουν δικαστική προσωπική & λειτουργική ανεξαρτησία
και από αυτό παρέχεται η δικαιοσύνη και όχι απλώς από ένα όργανο
της διοίκησης. Προσοχή, η κατοχύρωση του δικαιώματος της παροχής
έννομης προστασίας δεν εγγυάται την ευνοϊκή απόφαση του δικαστηρίου,
αλλά μόνο ελεύθερη πρόσβαση σε αυτό.
!!Το δικαίωμα αυτό αφορά τον καθένα, όχι μόνο τους Έλληνες. Το 20 παρ.1 Σ
δε δημιουργεί το ίδιο δικαιώματα, αλλά προϋποθέτει δικαίωμα
ουσιαστικού δικαίου. Δηλαδή, το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη,
αφορά τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα που απονέμει το ουσιαστικό δίκαιο
στον δικαιούχο.
1304/2019 ΣτΕ→ ο μηχανισμός επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων
δικαστηρίων δεν αντίκειται ούτε στο αρ. 6 ΕΣΔΑ, ούτε στο αρ. 47 ΧΘΔ

● Δικαίωμα ακροάσεως: το δικαίωμα του διαδίκου να τοποθετηθεί σε κάθε


πραγματικό ή νομικό ζήτημα που αφορά ακριβώς την υπεράσπιση των θέσεων

9
(δικαιωμάτων ή εννόμων συμφερόντων) που του αναγνωρίζει του ουσιαστικό
δίκαιο.Οι ισχυρισμοί μας εννοείται πως πρέπει να είναι λυσιτελείς. Η
δυνατότητα δηλαδή πλήρους ανάπτυξης απόψεων πρέπει να είναι πλήρης, η
δικαστική απόφαση να μπορεί να επιβληθεί στη διοίκηση.
!!Προσοχή: το αρ. 20 παρ.1 ΔΕ δημιουργεί δικαιώματα & συμφεροντα,
τα προϋποθέτει → αν τα έχεις, τότε δικαιούσαι πρόσβαση στη
δικαιοσύνη με σκοπό να τα υπερασπιστείς. Δεν πρέπει να συγχέουμε το
αρ. 20 παρ.1 (δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως) με το αρ. 20
παρ.2(δικαίωμα ακροάσεως στη διοικητική διαδικασία: αυτό είναι ύλη
γενικού διοικητικού δικαίου)

Η δικαστική προστασία πρέπει να είναι πλήρης & αποτελεσματική:


➔ πλήρης: είναι (1)όταν δεν υπάρχει διαφορά για την οποία αποκλείεται η
δικαστική προστασία [ορθά επισημαίνει ο Δαγτόγλου ότι ο αποκλεισμός των
κυβερνητικών πράξεων από τον δικαστικό έλεγχο είναι γι’ αυτό το λόγο
προβληματικός συνταγματικά] και (2) όταν εκτός από την τυπική νομιμότητα
της δράσης της διοίκησης ελέγχεται και το αν η διοίκηση τήρησε τα όρια της
διακριτικής της ευχέρειας.
➔ αποτελεσματική: είναι (1)όταν παρέχεται σε εύλογο χρόνο [+ 6π1 ΕΣΔΑ] και
(2) όταν υπάρχει η δυνατότητα για προσωρινή παροχή της δικαστικής
προστασίας.
Επομένως, από το 20π1 Σ απορρέει και το δικαίωμα παροχής προσωρινής
προστασίας, επομένως κάθε διάταξη νόμου που το αποκλείει είναι καταρχήν
αντισυνταγματική.
Εξαίρεση στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας προβλέπει το 91π4 Σ, ενώ παραίτηση
από αυτό το δικαίωμα είναι δυνατή μόνο ad hoc και όχι για το μέλλον.
Η δικαστική προστασία παρέχεται μόνο από τα δικαστήρια, δηλαδή κρατικά όργανα
που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές, οι οποίοι απολαύουν λειτουργικής και
προσωπικής ανεξαρτησίας. Επομένω, έννομη προστασία που παρέχεται από
διοικητική αρχή κατόπιν άσκησης διοικητικής προσφυγής δεν εκπληροί την επιταγή
του 20 π1 Σ. Δικαστήρια σύμφωνα με το Σ είναι μόνο τα κρατικά, επομένως τα
εκκλησιαστικά μπορούν να εκδικάζουν μόνο εσωτερικές υποθέσεις.

Στο αρ. 20 παρ.1 αναφέρεται “όπως νόμος ορίζει” (εδώ έχουμε μία επιφύλαξη υπέρ
του νόμου): ο νομοθέτης μπορεί να θέτει τους όρους & τις προϋποθέσεις στο
δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Ο νομοθέτης μπορεί να περιορίζει το
δικαίωμα δικαστικής προστασίας αρκεί να υπακούει σε ορισμένους όρους → ο
κάθε περιορισμός πρέπει να έχει ένα συγκεκριμένο σκοπό:
1. να ευνοεί την εύρυθμη λειτουργία του δικαιοδοτικού μηχανισμού και όχι
οποιοσδήποτε σκοπός δημοσίου συμφέροντος και
2. οι όροι αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη ή υπέρμετρα δύσκολη την
παροχή δικαστικής προστασίας

10
Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη→ αρ.6 παρ.1 ΕΣΔΑ
Η ΕΣΔΑ είναι μία πολυμερής διεθνής σύμβαση, η οποία υπερισχύει του
νομοθέτη στο ελληνικό δίκαιο βάσει του αρ. 28 παρ.1 Σ.

Το αρ. 6 παρ.1 ΕΣΔΑ αποτελεί ένα δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης →
τα χρηστά ήθη (# φαύλα ήθη) δηλαδή, στη δικαιοσύνη η οποία απαντά στις
επικρατούσες κοινωνικές & ηθικές αντιλήψεις.

Το δικαστήριο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει πλήρως την υπόθεση τόσο ως


προς το νομικό σκέλος, όσο και ως προς το πραγματικό. Επίσης, η ΕΣΔΑ εγγυάται
και την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης. Επομένως, το αρ. 6 παρ.1 είναι ένα
δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

Η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου πρέπει να είναι δίκαιη (ο όρος που


χρησιμοποιείται στο πρωτότυπο είναι fair). Αυτό σημαίνει ότι οι διάδικοι πρέπει να
βρίσκονται σε κατάσταση ισότητας των δικονομικών όπλων (αποτελεί γενική αρχή
της δικονομίας) και επιπλέον σημαίνει ότι οι διάδικοι πρέπει να έχουν ίσες
δυνατότητες ακρόασης για τοποθέτηση επί των πραγματικών & νομικών
περιστατικών. Τέλος, δίκαιη δίκη σημαίνει δυνατότητα αποδείξεως και
ανταποδείξεως των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών.

Κλείνοντας, το αρ. 6 παρ.1 εγγυάται την εύλογη διάρκεια της δίκης. Αυτό αποτελεί
ένα διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής δικαιοσύνης. Η νομολογία του ΕΔΔΑ έχει
κρίνει ότι το εύλογο χρονικό διάστημα κρίνεται από την υπόθεση κάθε φορά και από
τα μέσα που χρειάζονται για την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών. Αν
καθυστερεί υπέρμετρα η δίκη, τότε δε θα έχει καμία αξία το αποτέλεσμα της
δικαστικής απόφασης.

Στην υπόθεση Αθανασίου του 2010, το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα στο πλαίσιο
πιλοτικής δίκης*, κρίνοντας ότι υπάρχει μία τεράστια σώρευση των καθυστερημένων
χρονικά δικών και υποχρέωσε την Ελλάδα να λάβει μέτρα επιτάχυνσης προς ταχύτερη
απόδοση της δικαιοσύνης (όπως πχ, αποζημίωση λόγω καθυστερημένης εκδίκασης ή
αίτημα στο δικαστή για επιτάχυνση της δίκης- αυτά τα μέτρα προβλέφθηκαν στο Ν
3900/2010).

*Πιλοτική δίκη = υποδειγματική δίκη που δίνει οδηγίες στο κμ για το πως θα
συμμορφωθεί

Η νομολογία του ΣτΕ εμπνεόμενη συχνά από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, έχει μεταφέρει
στην ελληνική νομολογία αρκετές δικαστικές κρίσεις του ΕΔΔΑ. Μία από αυτές είναι
ότι το επίπεδο εγγύησης που παρέχει το ελληνικό Σ ταυτίζεται με το επίπεδο
προστασίας που καθορίζει το αρ. 6 παρ.1 ΕΣΔΑ. Τα 2 συστήματα προστασίας
συμβαδίζουν απολύτως. Βέβαια, σημαντική παρατήρηση είναι ότι το αρ.6 δεν αφορά
όλες τις διοικητικές διαφορές, γιατί στο στάδιο υπογραφής της ΕΣΔΑ του 1950 δεν

11
είχαν όλα τα κράτη που την υπέγραψαν διοικητική δικαιοδοσία. Επομένως, το αρ. 6
αφορά κυρίως υποθέσεις ποινικής φύσης και υποθέσεις ως προς τα αστικά
δικαιώματα.

Όμως με την πάροδο του χρόνο έχει δεχτεί η νομολογια του Στρασβούργου , ότι οι
διοικητικές διαφορές υπάγονται είτε στις υποθέσεις ως προς τα αστικά δικαιώματα,
όπως σε περιουσιακές διαφορές, φτιάχνοντας μία αυτοτελή έννοια αστικών
δικαιωμάτων που περιλαμβάνει και αυτές τις υποθέσεις, ενώ άλλες υποθέσεις
διοικητικής φύσεως που αφορούν πχ πολύ υψηλά πρόστιμα σε τελωνειακές διαφορές
ή κυρώσεις, υπάγονται (Νομολογία engel), στην κατηγορία των ποινικών υποθέσεων.
Πως το άρθρο 6 παρ1 ΕΣΔΑ επηρεάζει τη διοικητική δικονομία; Το ΕΔΔΑ στο
Στρασβούργο διαμορφώνει μια δική του αντίληψη ως προς το τι ανήκει στο αστικό
και τι στο ποινικό δίκαιο στην κάθε χώρα. Στην έννοια των δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα, η νομολογία εντάσσει και διοικητικές για την
Ελλάδα διαφορές (πχ απόλυση δημοσίων υπαλλήλων). Στις ποινικές διαφορές, το
ΕΔΔΑ χρησιμοποιεί τα κριτήρια Engel. Μας ενδιαφέρει δηλαδή ο χαρακτηρισμός
της πράξης από τον εθνικό νομοθέτη και μεγαλύτερη σημασία έχει ο σκοπός της
ποινής. Αν σκοπός είναι η αποτροπή γενικά, τότε το έγκλημα εντάσσεται στα ποινικά
για το ΕΔΔΑ εγκλήματα. Αν ο σκοπός είναι η συμμόρφωση συγκεκριμένης
κατηγορίας προσώπων, τότε η υπόθεση για το ΕΔΔΑ δεν είναι ποινικής φύσεως.
Επίσης, λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα της ποινής.

Για παράδειγμα, μία υπόθεση η οποία θα μπορούσε να εξαιρεθεί από το αρ. 6 ΕΣΔΑ
είναι: ο δήμαρχος Χ έχει μία διαφορά με τον δήμαρχο Ψ ως προς τη νομιμότητα της
εκλογικής διαδικασίας. Αυτός ο οποίος υποστηρίζει ότι οι εκλογές δεν διεξήχθησαν
νόμιμα ασκεί ένσταση στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. Οι διαφορές αυτές -
βάσει της νομολογίας του ΣτΕ- δεν διέπονται από το αρ. 6 ΕΣΔΑ, γιατί δεν είναι ούτε
ποινικής φύσεως, ούτε αφορούν περιουσιακά δικαιώματα.

Είδαμε, το αρ. 20 παρ.1 Σ (το οποίο είναι δικαίωμα διαδικαστικής φύσεως) το οποίο
όπως αναφέραμε αποτελεί το θεμέλιο επί των οποίων χτίζεται η διοικητική δικονομία
(σε συνδυασμό με το αρ. 6 ΕΣΔΑ). Άλλα σημαντικά θεμέλια του δικονομικού δικαίου
είναι τα αρ. 87 επ. που αφορούν το οργανωτικό μέρος και τα αρ. 94-95 Σ που
αφορούν τη διοικητική δικαιοσύνη.
Το άρθρο 6 παρ1 ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα απονομής στη δικαιοσύνη.
Κατοχυρώνεται η αμεροληψία σε προσωπικό αλλά και αντικειμενικό επίπεδο
(εχέγγυα ανεξαρτησίας δικαστών). Στην Ελλάδα η αμεροληψία κατοχυρώνεται και
στο Σύνταγμα, στα άρθρα 87 επόμενα. Εννοείται και πως για την ΕΣΔΑ η
παρεχόμενη προστασία πρέπει να είναι αποτελεσματική- η απόφαση δηλαδή να
μπορεί να επιβληθεί. Η ΕΣΔΑ αναφέρεται και στην ισότητα των διαδίκων, στη
δημοσιότητα της δίκης και της απόφασης αλλά και στην έννοια του εύλογου χρόνου
κατά την εκδίκαση διαφορών. Το ελληνικό Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει τον εύλογο
χρόνο και για αυτό έχουμε σωρείες αποφάσεων κατά της Ελλάδος
από το ΕΔΔΑ, οι οποίες οδήγησαν σε ειδικές νομοθετικές διατάξεις και στην

12
κατοχύρωση ενός ειδικού ενδίκου βοηθήματος.

αρ. 93 παρ.1 Σ → τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και


ποινικά
αρ. 94 Σ → κατοχυρώνει τον διαχωρισμό πολιτικής & διοικητικής
δικαιοδοσίας.
!!Το ότι κάθε δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, με εξαίρεση της διασταυρώσεως
του αρ. 94 παρ.3 Σ, συνάγεται από την αντιδιαστολή των παρ. 1&2 του αρ.94 Σ.
β. Η συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως
Κεντρική & ιστορική ρύθμιση είναι αυτή του αρ. 95 παρ.1 περ. α΄Σ: οι αρμοδιότητες
του ΣτΕ

αρ. 95 παρ.1 περ.α΄Σ → εδώ, το Σ μιλάει για μία διαδικαστική αρμοδιότητα.


Εδώ, έχουμε ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο ένδικο βοήθημα: το Σ
περιγράφει και κατοχυρώνει το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακυρώσεως. Αν
δεν παρέχεται οποιαδήποτε άλλη δικαστική προστασία με άλλο τρόπο από
το νομοθέτη, σε κάθε περίπτωση κατά μιας εκτελεστής πράξης διοικητικής
αρχής υπάρχει το δικαίωμα να την προσβάλεις με αίτηση ακυρώσεως
ενώπιον ειδικού δικαστηρίου (το ΣτΕ αν δεν προβλέπεται κάτι άλλο- εκτός
(όπως αναφέραμε) αν ο νομοθέτης σου δίνει μεγαλύτερη προστασία (εκτελεστή
πράξη= η πράξη που παράγει ευθέως & αμέσως έννομες συνέπειες, πχ η
οικοδομική άδεια παράγει αμέσως την έννομη συνέπεια του ότι μπορείς να
χτίσεις). Το δικαστήριο που ελέγχει την αίτηση ακυρώσεως, ελέγχει τυχόν
υπέρβαση εξουσίας και παραβίαση νόμου.

→ Το αρ. 95 παρ.1 περ. α΄Σ εισάγει γενικό τεκμήριο ακυρωτικής αρμοδιότητας


του ΣτΕ: δηλαδή, αν δεν προβλέπει κάτι ειδικό ο νομοθέτης, προβλέπεται η
δυνατότητα του ΣτΕ να ακυρώσει ορισμένη πράξη μετά από αίτηση ακυρώσεως.

Μιλάμε για την ακύρωση πράξεων δημόσιας εξουσίας. Αυτό είναι το μεγάλο
επίτευγμα του νομικού φιλελευθερισμού. Σήμερα, αυτή τη δυνατότητα την έχουν
μόνο τα εν γένει διοικητικά δικαστήρια (ΣτΕ & τ.δ.δ.). Τα πολιτικά δικαστήρια
μπορούν να μην εφαρμόσουν τη σχετική διάταξη, αλλά όχι να μην την εφαρμόσουν.

Ουσιαστικά, το ΣτΕ έχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει με τη νομολογία του


τη διοικητική δικονομία→ η διάταξη αυτή εξουσιοδοτεί το ΣτΕ να ρυθμίζει με
μία ευλύγιστη/διαπλαστική νομολογία, όλα τα κενά που τυχόν υπάρχουν στη
διοικητική δικονομία. Γι αυτό το ΠΔ 18/1989 → είναι μία εμβρυακή διοικητική
δικονομία, η οποία διαμορφώθηκε βάσει του αρ. 95 παρ.1 περ α΄ και της
εξουσίας που δίνει το Σ στο ΣτΕ. Το Π.Δ. 18/1989 έχει λίγα άρθρα γιατί σε
μεγάλο βαθμό καθορίζονται τα ζητήματα νομολογιακά.

13
Η αίτηση ακυρώσεως ως προς τη δικονομική της φύση είναι ένδικο βοήθημα αφού
δεν στρέφεται κατά δικαστικής απόφασης.
Το ΣτΕ είναι αρμόδιο για την εκδίκαση αιτήσεων αναιρέσεως σε διαφορές ουσίας. Ο
έλεγχος ακυρότητας γενικά περιλαμβάνει την υπέρβαση εξουσίας ή και την
παράβαση νόμου. Ο νομοθέτης μπορεί να αυξήσει τον έλεγχο ακυρώσεως αυξάνοντας
το minimum προστασίας που καθιερώνει το 95 παρ1 εδάφιο α Σ. Όντως, ο νομοθέτης
προβλέπει τέτοια αύξηση προστασίας στις διαφορές ουσίας. Ο έλεγχος των διαφορών
ουσίας κατά κανόνα γίνεται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια- μόνο κατ’
εξαίρεση από το ΣτΕ (όταν το προβλέπει ο νόμος).
Το ΣτΕ εκδικάζει σε διαφορές ουσίας όσες υποθέσεις έχουν υπαχθεί σε αυτό με
διάταξη νόμου (αρ. 95 παρ.1 γ΄Σ).
Τέλος το ΣτΕ έχει και διοικητικής φυσεως αρμοδιότητα, την επεξεργασία των
προεδρικών διαταγμάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, κάνοντας έναν
προληπτικό έλεγχο, αφού προτού δημοσιευτούν πρέπει να γνωμοδοτήσει επί αυτών το
ΣτΕ (95 παρ.1 δ΄).
→ αρ. 95 παρ.3 Σ: προβλέπεται ότι ορισμένες κατηγορίες της ακυρωτικής
αρμοδιότητας του ΣτΕ μεταφέρονται από αυτό στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Σε
δεύτερο βαθμό το ΣτΕ δικάζει, το ένδικο μέσο της έφεσης.
→ αρ.95 παρ. 5 Σ:υποχρέωση διοίκησης να συμμορφώνεται στις δικαστικές
αποφάσεις καθώς οι τελευταίες δεν πρέπει να μένουν γράμμα κενό, πρέπει να
υλοποιούνται.
γ. Η διάρθρωση των διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνα με το Σύνταγμα
Διοικητικά δικαστήρια
Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Είναι το κατά τεκμήριο ακυρωτικό και αναιρετικό
δικαστήριο που κατ’ εξαίρεση δικάζει και διαφορές ουσίας. Η νομοθετική ρύθμιση
του περιλαμβάνεται στο αρ. 95 Σ και το ν.δ. 170/1973. Αποτελείται από 169 δικαστές
συνολικά. Η ολομέλεια του ΣτΕ διακρίνεται στην δικάζουσα και την «εν συμβουλίω».
Το ΣτΕ έχει ακυρωτική, αναιρετική και ουσιαστική (κατ’ εξαίρεση) αρμοδιότητα.
Αντίστοιχα, τα ένδικα βοηθήματα που μπορούν να ασκηθούν ενώπιον του ΣτΕ είναι
αίτηση ακυρώσεως, προσφυγή και αίτηση αναιρέσεως ενώ είναι υπεύθυνη και για
την εκδίκαση εφέσεων κατά ακυρωτικών αποφάσεων τριμελών διοικητικών εφετείων
(?).
Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Αναλαμβάνουν την αρμοδιότητα εκδικάσεως των
διαφορών ουσίας, ενώ το Σ επιτρέπει στον νομοθέτη να αναθέσει στα τδδ την
εκδίκαση υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του ΣτΕ που πάντως θα διατηρεί
την αρμοδιότητα του σε δεύτερο βαθμό. Είναι οργανωμένα σε διοικητικά
πρωτοδικεία και διοικητικά εφετεία. Αποτελούνται από το μονομελές και τριμελές
διοικητικό πρωτοδικείο και μονομελές και τριμελές εφετείο.

14
Σ. 94: Διαχωρισμός των διαφορών ανάλογα με τη φύση τους σε διοικητικές και
πολιτικές. Εξαιρέσεις προβλέπονται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του
αρ. 94 Σ.
δ. Άλλες σημαντικές συνταγματικές ρυθμίσεις πλαισίου

1. Σ. 8 - Αρχή του δικαστή


2. Σ. 17- Δικαίωμα ιδιοκτησίας
Αναγκαστική απαλλοτρίωση: όταν με ατομική διοικητική πράξη αφαιρείται η
ιδιοκτησία χάριν σκοπού δημοσίου συμφέροντος, οπότε και οφείλεται πλήρης
αποζημίωση

ΕΝΟΤΗΤΑ 3 → Οι γενικές αρχές της διοικητικής δίκης:


Οι σκοποί της διοικητικής δίκης- Οι διάδικοι/απαγόρευση της ενδοστρεφούς
προσφυγής -Έναρξη & προώθηση της διαδικασίας, προσδιορισμός του αντικειμένου
της δίκης & εγκατάλειψή του- Η ευθύνη για τη διακρίβωση & ερμηνεία του
εφαρμοστέου δικαίου- Η μέριμνα για την εισφορά & απόδειξη των κρίσιμων
περιστατικων- Ισότητα των διαδίκων & δικαίωμα εκατέρωθεν ακροάσεως-
Δημοσιότητα & προφορικότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο-Αιτιολογία των
δικαστικών αποφάσεων & η δημοσίευσή τους

Οι γενικές αρχές είναι γενικής φύσεως κανόνες που χρησιμοποιούνται για να


καλύπτουμε κενά των δικονομικών κανόνων, ή για να ερμηνεύσουμε του επιμέρους
κανόνες της δικονομίας. Τους συνάγουμε από τους επιμέρους κανόνες της δικονομίας
και απαντούν στα βασικά ερωτήματα: ποιός έχει την ευθύνη να υπαχθεί η διαφορά σε
κρίση; την ευθύνη για το πραγματικό υλικο; πως θα γίνει η διαδικασία της δίκης; κλπ.

α. Οι σκοποί της διοικητικής δίκης


*(ή αλλιώς δικονομικά συστήματα = θεωρίες)

Η κλασική άποψη είναι ότι ο σκοπός είναι η διασφάλισης της διοικητικής


νομιμότητας: πρέπει να εξαναγκάζεται η διοίκηση να είναι νόμιμη και συνιστά την
αντικειμενική θεωρία. Υπηρετεί την αρχή της νομιμότητας της διοίκησης.
Η υποκειμενική θεωρία συσχετίζει το θεσμό της διοικητικής δίκης με το Σ. 20 παρ.1,
δηλαδή με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, υποστηρίζοντας ότι σκοπός είναι η
ικανοποίηση των δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων των πολιτών.
Μεικτή θεωρία: Οι 2 αυτές αντιλήψεις συμβιώνουν στην ελληνική δικονομική
θεωρία, το δίκαιό μας συνδυάζει και τις 2 θεωρίες. Πάντως, σε κάθε περίπτωση
σκοποί είναι η κοινωνική ειρήνευση, η επίλυση της διαφοράς & η ασφάλεια δικαίου.

15
Για να ξεκινήσει κανείς τη διοικητική δίκη πρέπει να αποδείξει ότι έχει έννομο
συμφέρον και ότι η διοικητική απόφαση τον βλάπτει προσωπικά. Από την άλλη
πλευρά επειδή η διοικητική δίκη υπηρετεί την νομιμότητα, η εξέλιξή της δεν
συνδέεται με την συμπεριφορά των διαδίκων, η γραμματεία του δικαστηρίου ορίζει τη
δικάσιμο και το δικαστήριο επισπεύδει τη διαδικασία, αφού τη μέριμνα για την
πρόοδο της δίκης την έχει το δικαστήριο. Υφίστανται λοιπόν και ο αντικειμενικός και
ο υποκειμενικός σκοπός παράλληλα στη σύγχρονη διοικητική δικονομία και
διαπλέκονται. Μπορεί να είναι προσωπική βλάβη, αλλά και ηθική, όχι όμως το γενικό
ενδιαφέρον για την τήρηση της νομιμότητας.

Το ποιο από τις 2 θεωρίες θα επιλέξουμε έχει σημασία γιατί καθορίζει την αποστολή
του δικαστή και επηρεάζει την έκταση και την ένταση (πυκνότητα) του
δικαστικού ελέγχου. Όταν προτεραιότητα έχει ο έλεγχος της νομιμότητας της
διοικητικής δράσης, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται η επίδικη
(προσβαλλόμενη) συμπεριφορά της διοικητικής αρχής και όχι ο θιγόμενος ιδιώτης.
Αντίθετα, εάν προέχουσα θέση έχει η αποτροπή της παράνομης προσβολής
δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων του ιδιώτη από τη διοικητική δράση,
λαμβάνεται μέριμνα για τη διασφάλιση ευρύτερου και πυκνότερου δικαστικού
ελέγχου.

➔ Στην ελληνική έννομη τάξη, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της


συνύπαρξης υποκειμενικού και αντικειμενικού στοιχείου στη διοικητική
δίκη θα μπορούσε να αναφερθεί το άρθρο 30 του πδ 18/1989, που αφορά
την παραίτηση από το δικόγραφο ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος. Ο αιτών
μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο ενδίκου βοηθήματος (επομένως από
τη δικαστική προστασία για θιγέν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του), με
αποτέλεσμα την κατάργηση της δίκης, έως τη συζήτηση της υπόθεσης.
Μετά τη συζήτηση, η παραίτηση δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα,
δλδ η δίκη θα συνεχιστεί, παρά την περί του αντιθέτου επιθυμία του
αιτούντος, με πρωτοβουλία του οποίου αυτή ξεκίνησε.
➔ Ως παράδειγμα υπεροχής του αντικειμενικού στοιχείου, θα μπορούσε να
αναφερθεί το άρθρο 79 παρ. 1 στοιχ. α΄του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας,
που προβλέπει αυτεπάγγελτο έλεγχο της προσβαλλόμενης πράξης ή
παράλειψης από τον δικαστή, μεταξύ άλλων, αν η πράξη έχει εκδοθεί από
αναρμόδιο όργανο ή από συλλογικό όργανο που δεν έχει νόμιμη
συγκρότηση ή σύνθεση (ακόμη δλδ και αν ο λόγος αυτός δεν έχει προβληθεί
από τον προσφεύγοντα, ο οποίος επιθυμεί την ακύρωση της πράξης ή της
παράλειψης για λόγο ουσιαστικής νομιμότητας).
Πρωταρχικός και κύριος στόχος της διοικητικής δίκης είναι η προστασία των
δικαιωμάτων και λοιπών εννόμων συμφερόντων του ιδιώτη που θίγει η Διοίκηση
με τη δράση της (νομικές πράξεις ή παραλείψεις ή υλικές ενέργειες).
Οι γενικές αρχές της διοικητικής δίκης ανευρίσκονται κυρίως στα άρθρα 17-40 του
πδ 18/1989 και στα 33-43 του ΚΔΔικ.

16
β. Οι διάδικοι - απαγόρευση της ενδοστρεφούς προσφυγής
Η διοίκηση έχει την εξουσία να επιβάλλει μονομερώς τη βούλησή της, σε αντίθεση με
όσα ισχύουν στο ιδιωτικό δίκαιο, όπου προκειμένου να ικανοποιήσει κανείς τις
απαιτήσεις του έναντι άλλου απαιτείται δικαστική απόφαση.Η διοικητική δίκη είναι
επομένως ένας μηχανισμός άμυνας του ιδιώτη απέναντι στην κυριαρχικώς δρώσα
διοίκηση.
Η εκτελεστότητα των διοικητικών πράξεων σημαίνει ότι η διοίκηση μπορεί να
διεκδικεί μόνη της τις αξιώσεις της.

Στην διοικητική δίκη καταρχάς όπως σε κάθε δίκη έχουμε τον αιτούντα διοικητική
προστασία (ενεργητικός διάδικος), ο οποίος είναι σχεδόν πάντοτε ο ιδιώτης και
αυτόν κατά του οποίου ζητείται δικαστική προστασία- ο καθ΄ ου το αίτημα
δικαστικής προστασίας (παθητικός διάδικος). Εξάλλου η αίτηση ακυρώσεως και η
προσφυγή ουσίας προϋποθέτουν ότι η διοίκηση ενήργησε και στη συνέχεια ήρθε το
δικαστήριο να ελέγξει ως προς τη νομιμότητά της. Στη διοικητική δίκη ο αιτών είναι
πάντοτε ιδιώτης, ενώ ο καθ΄ ου είναι το κράτος ή ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου
δικαίου (ΝΠΔΔ), μία διοικητική αρχή. Οι διάδικοι δηλαδή σε μεγάλο βαθμό είναι
προκαθορισμένοι. Ο αιτών είναι πάντοτε ο ιδιώτης διότι η διοίκηση έχει τη
δυνατότητα μονομερούς έκδοσης διοικητικής πράξης- επιβάλλει έτσι τη θέλησή της
χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στο δικαστήριο- ο ιδιώτης δεν έχει τέτοια
δυνατότητα, μόνο στο δικαστήριο μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα μιας
διοικητικής πράξης.
!!Μπορεί η διοίκηση να είναι ενεργητικός διάδικος; Καταρχήν όχι, γιατί η διοίκηση
έχει αρμοδιότητα= εξουσία που έχει ένα διοικητικό όργανο την οποία τη χορηγεί ο
νόμος. Το κράτος δεν είναι φορέας δικαιωμάτων, αλλά φορέας αρμοδιότητας
επειδή το κράτος δεν έχει δικά του συμφέροντα, σκοπός του είναι μόνο το δημόσιο
συμφέρον. Το δικαίωμα είναι μια ιδιοτελής εξουσία που εξυπηρετεί ίδια
συμφέροντα του φορέα.
Το κράτος έχει το προνόμιο να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις:
Η εκτελεστότητα των διοικητικών πράξεων σημαίνει ότι η διοίκηση μπορεί να
διεκδικεί μόνη της τις αξιώσεις της και να επιβάλλει η ίδια τη θέλησή της χωρίς να
χρειάζεται καμία δικαστική απόφαση γι’ αυτό. Εκτελεστότητα σημαίνει κυριαρχία,
δημόσια εξουσία. Το κράτος δεν είναι αιτών δικαστική προστασία γιατί δεν τη
χρειάζεται. Για παράδειγμα, για την πληρωμή των φόρων, η διοίκηση εκδίδει το
εκκαθαριστικό σημείωμα στον Α και αν αυτός δεν πληρώσει τους φόρους, τότε η
διοίκηση με την εκτελεστότητα μπορεί χωρίς καμία δικαστική απόφαση να κατάσχει
το σπίτι του και να δεσμεύσει τους τραπεζικούς του λογαριασμούς. Παλαιότερα,
γινόταν και προσωποκράτηση για πληρωμή χρέους- πλέον καταργήθηκε.

Αρχή της απαγόρευσης της ενδοστρεφούς δίκης


Ποιοι θα ήταν οι διάδικοι στη δίκη του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου κατά του

17
Υπουργού;
Ο Υπουργός και ο Γενικός Γραμματέας είναι όργανα του ελληνικού δημοσίου.
Επομένως, διάδικοι θα ήταν το ελληνικό δημόσιο κατά του ελληνικού δημοσίου-
ταυτότητα του αιτούντος δικαστική προστασία και αυτού κατά του οποίου ζητείται η
δικαστική προστασία [ενδοστρεφής δίκη]. Αυτό το φαινόμενο, καταρχήν
απαγορεύεται. Βέβαια η νομική τάξη επιτρέπει σε ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου
δικαίου να στραφεί κατά πράξεων του ελληνικού δικαίου.
Δεν είναι ενδοστρεφής δίκη αν το ελληνικό δίκαιο περικόψει την επιχορήγηση που
δίνει στο ΑΠΘ, και το τελευταίο προσβάλλει τη συγκεκριμένη πράξη. Είναι άλλο το
νομικό πρόσωπο του ελληνικού δημοσίου και άλλο νομικό πρόσωπο το ΑΠΘ[ ή ο
δικηγορικός σύλλογος πχ].

Μπορούμε να έχουμε ενεργητικό διάδικο μία διοικητική αρχή, όταν ένα ΝΠΔΔ
προσβάλλει πράξη άλλης διοικητικής αρχής που τη θίγει. Π.χ. Το ΑΠΘ μπορεί να
προσβάλλει μία υπουργική απόφαση που ρυθμίζει τον αριθμό των φοιτητών που
μεταγράφονται (κανονιστική διοικητική πράξη), επειδή αυτή η πράξη θίγει την
άσκηση των αρμοδιοτήτων. Αυτό γίνεται με την εξής επιφύλαξη, της απαγόρευσης
της ενδοστρεφούς προσφυγής.
Η απαγόρευση αυτή είναι γενική αρχή, που σημαίνει ότι απαγορεύεται η διοίκηση να
στρέφεται κατά του “εαυτού” της και προκύπτει από το γεγονός ότι ο αιτών τη
δικαστική προστασία και ο καθ ου το αίτημα, πρέπει να είναι ξεχωριστές
προσωπικότητες, δεν μπορούν να ταυτίζονται τα υποκείμενα. Στο παράδειγμα με το
ΑΠΘ έχουμε ενδοστρεφή δίκη; Όχι, γιατί το ΑΠΘ είναι ξεχωριστό νομικό πρόσωπο,
ενώ το υπουργείο υπάγεται στο πρόσωπο του ελληνικού δημοσίου επομένως δεν
υπάρχει πρόβλημα.
Μπορεί ο Υπ. Οικονομικών να προσβάλλει πράξη του Υπουργού Παιδείας; όχι γιατί
και οι δύο υπάγονται στο πρόσωπο του ελληνικού δημοσίου.
Η επίλυση διαφορών ως προς την άσκηση των αρμοδιοτήτων εντός του ίδιου νομικού
προσώπου γίνεται μέσα από την ιεραρχική σχέση και τους κανόνες του γενικού
διοικητικού δικαίου. Επιλύονται “ενδοδιοικητικά”.
Πώς επιλύονται τα προβλήματα εντός της διοίκησης;

➔ Με την ιεραρχία.
Η δίκη δεν παύει να είναι έννομη σχέση μεταξύ του αιτούντα και του καθ’ ου το
αίτημα δικαστικής προστασίας. Στην ενδοστρεφή δίκη αυτοί οι δύο είναι το ίδιο
ΝΠΔΔ και αυτό δεν είναι δυνατό γιατί εντός της διοίκησης οι διαφορές επιλύονται
διά της ιεραρχικής αρχής. Άρα ισχύει ο κανόνας της κατ’ αρχήν απαγόρευσης της
ενδοστρεφούς δίκης.

18
Οι διαφορές μεταξύ υπουργών επιλύονται μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου και του
Πρωθυπουργού. Ο Δήμος και ο Περιφερειάρχης είναι διαφορετικά νομικά πρόσωπα.
Η απαγόρευση της ενδοστρεφούς προσφυγής, δεν έχει συνταγματική θεμελίωση και
γι’ αυτό μπορεί ο νομοθέτης να προβεί σε ειδικές ρυθμίσεις. Ο νομοθέτης εισαγάγει
εξαιρέσεις με ρητή διάταξη νόμου από τον κανόνα αυτό - επιτρέπει δηλαδή κατ’
εξαίρεση την ενδοστρεφή δίκη. Δηλαδή, σε συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών
μπορεί ο κοινός νόμος να επιτρέπει την ενδοστρεφή δίκη για λόγους δημοσίου
συμφέροντος. Πχ άρθρο 64 ΚΔΔ παρ2 – δυνατότητα Υπουργού Οικονομικών να
προσφύγει εναντίον των πράξεων φορολογικών οργάνων του Δημοσίου (πράξεων
προϊσταμένου οικείας Δ. Ο.Υ.).

Βασικές κατηγορίες ενδοστρεφούς προσφυγής: (οι εξαιρέσεις)


(1)Φορολογικό δίκαιο: Πράξεις του Υπουργείου Οικονομικών δεν υπόκεινται
σε ανάκληση→ γι’αυτό ο νομοθέτης προέβλεψε ότι ο διοικητής της ΑΑΔΕ
μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά των πράξεων των φορολογικών αρχών.

(2)Και στις Ανεξάρτητες Αρχές (πχ ΕΣΡ, Συνήγορος του Πολίτη κλπ.) υπάρχει η
δυνατότητα ενδοστρεφούς προσφυγής, παρόλο που δεν έχουν δική τους
νομική προσωπικότητα & υπάγονται στο ελληνικό δημόσιο. Εδώ, επιτρέπεται
η ενδοστρεφής προσφυγή ακριβώς επειδή οι ανεξάρτητες αρχές δεν
υπάγονται στον ιεραρχικό έλεγχο λόγω της συνταγματικά κατοχυρωμένης
ανεξαρτησία τους (δεν επιτρέπεται στον Υπουργό να ασκήσει έλεγχο) → γι
αυτό δίνεται κατ’ εξαίρεση η δυνατότητα να προσβάλλει την πράξη και να
ασκήσει αίτηση ακυρώσεως. Για αυτές τις αρχές αν και δεν είναι διακριτά
ΝΠΔΔ, επειδή δεν μπορεί ο Υπουργός ιεραρχικά να ακυρώσει πράξεις τους, ο
κοινός νόμος έχει χορηγήσει στον Υπουργό κατ’ εξαίρεση τη δυνατότητα να
ασκήσει αίτηση ακυρώσεως στο ΣτΕ έναντι των πράξεων των Ανεξάρτητων
Αρχών. (!!)
(3) Α 7 Ν 702/1977 : Επιτρέπει στους διευθυντές κοινωνικής ασφάλισης, να
προσβάλλουν πράξεις των συλλογικών οργάνων στα οποία ανήκουν (ενδοστρεφής
προσφυγή της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας): τρίτη περίπτωση λοιπόν, είναι οι
αποφάσεις των συλλογικών οργάνων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, που
δεν αποτελούνται από υπαλλήλους αλλά από διάφορους κοινωνικούς φορείς και
κρίνουν επί ενδικοφανών προσφυγών των ασφαλισμένων (αρ. 7 Ν. 702/ 1977),
παίρνοντας ανεξάρτητες αποφάσεις. Δίνεται έτσι κατ’ εξαίρεση η δυνατότητα στον
ΕΦΚΑ να προσβάλλει με προσφυγή τις πράξεις αυτών των συλλογικών οργάνων που
κρίνουν τις ενδικοφανείς προσφυγές των ασφαλισμένων. Η ενδικοφανής (προσεχε,
όχι η ενδοστρεφής) προσφυγή είναι μία διοικητική προσφυγή για τον έλεγχο και

19
αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων. Στην πράξη
είναι πάρα πολύ διαδεδομένη αυτή η ενδοστρεφής προσφυγή.
!!Εδώ, στην τρίτη περίπτωση ενδοστρεφούς προσφυγής βρισκόμαστε στην περίπτωση
του αρ. 64 παρ.1 περ. β ΚΔΔικ - το έννομο συμφέρον αποδίδεται από το νόμο.

Η έννοια του διαδίκου συνδέεται με την δικαιοπρακτική ικανότητα. Μόνο


φυσικό/νομικό πρόσωπο μπορεί να είναι διάδικος. Αυτό ισχύει και για τη διοίκηση.
Το κράτος και τα ΝΠΔΔ είναι διάδικοι- όχι τα διοικητικά όργανα. Ο Υπουργός
παρόλο που είναι διοικητικό όργανο, μπορεί να είναι διάδικος. Στην ουσία είναι
εκπρόσωπος του Δημοσίου, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον Πρύτανη.
Η ομοδικία είτε ενεργητική είτε παθητική επιτρέπεται. Επιτρέπεται, επίσης, και η
«δυνητική ομοδικία», η οποία δεν επηρεάζει τις ουσιαστικές έννομες σχέσεις των
ομοδίκων και οι διαδικαστικές πράξεις κάθε ομόδικου δεν ωφελούν ούτε βλάπτουν
τους υπόλοιπους. Για πρώτη φορά επίσης στο άρθρο 116 ΚΔΔ προβλέφθηκε η
αναγκαστική ομοδικία. Κάθε διάδικος μπορεί να προβεί σε προσεπίκληση
προσώπου, με το οποίο συνδέεται με δεσμό αναγκαστικής ομοδικίας, και το οποίο
δεν περιλήφθηκε στο κοινό δικόγραφο.(βλ. και 121 παρ.1 ΚΔΔ για καθ’ ύλην
αρμοδιότητα του τριμελούς)
Η παρέμβαση. Ο αριθμός των διαδίκων μπορεί να αυξηθεί και μετά την έναρξη της
δίκης με την παρέμβαση τρίτου. Αρ. 112-114 ΚΔΔ. Σημειωτέον ότι επί προσβολής
διοικητικής πράξης, ο νόμος προβλέπει μόνο πρόσθετη παρέμβαση. Οι
προϋποθέσεις του παραδεκτού της παρέμβασης είναι 3: (α) εκκρεμοδικία, (β) ιδιότητα
του παρεμβαίνοντος ως τρίτου, και (γ) έννομο συμφέρον. Ο παραδεκτός παρεμβαίνων
θεωρείται πλήρης διάδικος.

17/10/2023- 3η διάλεξη

γ. Έναρξη & προώθηση της διαδικασίας, προσδιορισμός του αντικειμένου της


δίκης & εγκατάλειψή του:

Είδαμε ότι η νομοθεσία κατ’εξαίρεση μπορεί να επιτρέψει 3 περιπτώσεις


ενδοστρεφούς δίκης.

Η επόμενη θεμελιώδης αρχή της διοικητικής δικονομίας απαντάται στην ερώτηση


ποιος έχει την εξουσία να υπαγάγει ορισμένο αντικείμενο κοινωνικής
πραγματικότητας σε δικαστική κρίση, δηλαδή ποιος είναι αυτός που καθορίζει
το αντικείμενο της δίκης; →αρχή της διαθέσεως

Σημειωτέον ότι αυτός που καθορίζει τη διαφορά η οποία, υπάγεται σε δικαστική


κρίση, αυτός ο ίδιος έχει τη νομική εξουσία να την εγκαταλείψει ή να την οδηγήσει
στο πέρας της.

20
Στη διοικητική δικονομία, ισχύουν όσα ισχύουν στην πολιτική δικονομία.
Στην ποινική δίκη, τη δίκη τη ξεκινά η πολιτεία, ο εισαγγελέας. Στην πολιτική
δικονομία βάσει της αρχής της διαθέσεως (η οποία ισχύει και στη διοικητική
δίκη) τη δίκη την ξεκινά ο ιδιώτης → ο ιδιώτης ο οποίος είναι διάδικος & έχει
βάσει του αρ.20 παρ.1 Σ δικαίωμα στη δικαστική προστασία. Ο διάδικος
ξεκινά τη δίκη ασκώντας το ένδικο βοήθημα της αγωγής. Αυτός μέσα στο
ένδικο βοήθημά του καθορίζει και τα όρια της διαφοράς, δηλαδή πχ ποια
διοικητική πράξη προσβάλει. Καθορίζει ακριβώς ποιο είναι αυτό το θέμα επί του
οποίου θα αποφανθεί το δικαστήριο. Επιπλέον, ο δικαστής δεσμεύεται από την αρχή
ne eat iudex ultra petita partium→ δε μπορεί να υπερβεί το αίτημα της αγωγής
του διαδίκου & να επιδικάσει επιπλέον κάτι άλλο από αυτό που έχει ζητήσει
(αρ. 106 ΚΠολΔ & αρ. 79 +24 ΚΔΔικ).

Έτσι, έχουμε την αρχή της διαθέσεως της διοικητικής διαφοράς (από τη σκοπιά του
διαδίκου) ή την αρχή της μη αυτεπάγγελτης κίνησης της δίκης (από τη σκοπιά του
δικαστή).

Στο κεφάλαιο της διοικητικής πράξης, συχνά έχουμε περισσότερα αυτοτελή κεφάλαια
(= δηλαδή, μία διοικητική πράξη περιλαμβάνει περισσότερες ρυθμίσεις- πχ
περιλαμβάνει μία ρύθμιση για τον φόρο και μία ρύθμιση για επιπρόσθετο φόρο). Αν
εγώ προσβάλω με την αγωγή μου μόνο ένα κεφάλαιο της διοικητικής πράξης (πχ τον
φόρο), το δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να επιδικάσει επιπλέον και άλλα κεφάλαια
που τυχόν ρυθμίζει η διοικητική πράξη (πχ να επιδικάσει και τον επιπρόσθετο φόρο).

!!Δε μπορεί να διευρυνθεί το αντικείμενο της διαφοράς. Η μόνη εξαίρεση είναι το αρ.
33 του ΠΔ 18/1989. Αντιθέτως, μπορεί να συρρικνωθεί το αντικείμενο της δίκης και
αυτό είναι και το νόημα της αρχής της διαθέσεως.

Γιατί λέγεται αρχή της διαθέσεως ως προς τον καθορισμό του αντικειμένου της
διαφοράς; Ο ιδιώτης είναι αυτός ο οποίος καθορίζει το αντικείμενο της δίκης &
τα όρια μέσα στα οποία αυτό θα κριθεί. Επιπλέον, ο ιδιώτης είναι αυτός ο
οποίος ξεκινά τη δίκη & μπορεί να την εγκαταλείψει (να τη διαθέσει) όποτε
αυτός θέλει → η παραίτηση του αιτούντος συνεπάγεται και την υποχρεωτική
κατάργηση της δίκης.

Όμως, προσοχή, ο ιδιώτης μπορεί να παραιτηθεί μέχρι και την προφορική


συζήτηση της διαφοράς και τότε να καταργηθεί η δίκη. Μετά τη συζήτηση, η
παραίτηση δεν επιφέρει κανένα νομικό αποτέλεσμα. Όταν λήξει η συζήτηση, παύει
η δυνατότητα της παραίτησης και τότε το δικαστήριο θα προβεί οπωσδήποτε στην
έκδοση της απόφασης της διαφοράς ακόμη και αν θέλει να παραιτηθεί ο ιδιώτης.
Γενικά, η δίκη μπορεί να καταργηθεί μέχρι τη συζήτηση, είτε με παραίτηση, είτε με
κατάργηση του αντικειμένου της. Αν αποβιώσει ο ιδιώτης μετά τη συζήτηση,

21
εκδίδεται κανονικά απόφαση. Αν αποβιώσει πριν τη συζήτηση, υπάρχουν περιπτώσεις
που οι κληρονόμοι μπορούν να συνεχίσουν τη δίκη.

Εξαιρέσεις/παρεκκλίσεις από την αρχή της διαθέσεως:


a) Περιπτώσεις που το δικαστήριο θεωρεί ότι μια πράξη που δεν κατονομάζεται
ως προσβαλλόμενη είναι συμπροσβαλλόμενη. Πρόκειται για χαριστική
ερμηνεία.
b) Λόγοι ακυρώσεως δημόσιας τάξης (εξετάζονται αυτεπαγγέλτως) Λόγοι
παρανομίας εξετάζονται ακόμη και αν δεν προσβάλλονται από τον διάδικο (πχ
η αναρμοδιότητα- εξετάζεται αυτεπαγγέλτως στις ακυρωτικές διαφορές)
c) Το δικαστήριο ελέγχει αν η πράξη είναι υποστατή ή ανυπόστατη. Στις
διοικητικές διαφορές ουσίας αυτεπαγγέλτως εξετάζονται η (1)αναρμοδιότητα
αρχής που εξέδωσε την πράξη, η (2)παραβίαση ουσιώδους τύπου, η
(3)πλημμέλεια των διοικητικών πράξεων ως προς τη νομιμότητα έκδοσής
τους[ως προς τη νόμιμη βάση τους], η(4) παραβίαση των δεδικασμένων, η
(5)αντισυνταγματικότητα διάταξης νόμου που εφάρμοσε η διοίκηση
καθώς και η διοικητική πράξη (6)αντίθετη στο ενωσιακό δίκαιο. Επίσης,
αυτεπαγγέλτως στις διαφορές ουσίας ελέγχεται και (7)η παράνομη
συγκρότηση συλλογικού οργάνου της διοίκησης.
Δεν συνιστούν εξαίρεση από την αρχή αυτή ούτε η παραπομπή της υπόθεσης από
αναρμόδιο δικαστήριο στο αρμόδιο (άρθρο 12 παρ. 2 ΚΔΔικ, ούτε ο θεσμός της
ανακοίνωσης της δίκης (άρθρο 51 παρ. 2 πδ 18/1989. 114 παρ. 1 ΚΔΔικ) από τον
εισηγητή δικαστή ή τον διάδικο, αφού και στις δύο αυτές περιπτώσεις η δίκη έχει
ξεκινήσει με πρωτοβουλία του ιδιώτη και όχι του δικαστή.

δ. Η ευθύνη για τη διακρίβωση & ερμηνεία του εφαρμοστέου δικαίου


Η αρχή της διαθέσεως ορίζει ποιος είναι αυτός που καθορίζει το αντικείμενο της
δίκης, όμως δεν μας υποδεικνύει ποιος είναι εκείνος που βαρύνεται με τις
διαδικαστικές ενέργειες που απαιτούνται για να εξελιχθεί η διαδικασία (πχ να
προσδιοριστεί η δικάσιμος, να καθοριστεί ο εισηγητής, να γίνει κλήτευση των
διαδίκων κλπ). Ποιος τα κάνει αυτά;

Και εδώ, έχουμε 2 όρους που αντιπαρατίθενται. Στην πολιτική δίκη, ο ίδιος ο ιδιώτης
είναι αυτός που βαρύνεται με τις απαιτούμενες διαδικαστικές ενέργειες. Αντίθετα,
στη διοικητική δίκη (όπως και στην ποινική δίκη) δεδομένου ότι σε αυτή υπάρχει και
το στοιχείο του δημοσίου συμφέροντος, τις διαδικαστικές ενέργειες τις κάνει η
γραμματεία του αρμοδίου δικαστηρίου. Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι η
διοικητική δίκη υπηρετεί και την αντικειμενική νομιμότητα, δηλαδή και τη
νομιμότητα της δίκης.

Η δικαστική απόφαση

Η δικαστική απόφαση για να εκδοθεί έχει τουλάχιστον 3 σκέλη: τη μείζονα πρόταση


(το εφαρμοστέο δίκαιο & η ερμηνεία του), η ελάσσονα πρόταση (τα πραγματικά

22
περιστατικά) και η υπαγωγή. Επομένως, το δικαστήριο έχει καταρχήν να εξετάσει 2
σημαντικά στοιχεία:
● το νομικό σκέλος → ποιοι είναι οι εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου και πώς
ερμηνεύονται: ο διάδικος πρέπει να προσδιορίσει τουλάχιστον έναν
κανόνα δικαίου που παραβιάζεται και αυτό να είναι παραδεκτό. Εδώ,
βέβαια έχουμε μία σχετικοποίηση της αρχής “για τα νομικά φροντίζει το
δικαστήριο”.
● το πραγματικό σκέλος→ ποια είναι τα πραγματικά περιστατικά που
εξακρίβωσε το δικαστήριο και γιατί έχουν νομικό ενδιαφέρον. Εδώ,
σημασία έχει ποιος είναι αυτός που επικαλείται τα κρίσιμα πραγματικά
περιστατικά & ποιος πρέπει να τα αποδείξει.

ε. Η μέριμνα για την εισφορά & απόδειξη των κρίσιμων πραγματικών


περιστατικών

Στην πολιτική δίκη, οι διάδικοι φέρουν το βάρος επίκλησης & απόδειξης των
ισχυρισμών τους (: συζητητικό σύστημα ή αρχή της συζητήσεως= το δικαστήριο
δεσμεύεται ως προς την απόφασή του από τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αν οι
διάδικοι συμφωνήσουν ότι έγινε κάτι ακόμα κι αν δεν έχει γίνει, το δικαστήριο δε
μπορεί να πει κάτι άλλο).

Στη διοικητική δικονομία, ισχύει καταρχήν το ανακριτικό σύστημα: δηλαδή, οι


διάδικοι δε φέρουν το βάρος επίδειξης & απόδειξης του πραγματικού υλικού. Το
δικαστήριο έχει την ευθύνη για την πλήρη διακρίβωση της αλήθειας και για τη
συγκέντρωση του πραγματικού υλικού στο οποίο θα στηρίξει την κρίση του.Το
δικαστήριο δε δεσμεύεται από τους διαδίκους & ψάχνει μόνο του τη διαφορά προς
κάθε κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει ότι αν το δικαστήριο δεν πειστεί για κάποιο
πραγματικό ζήτημα (αν έγινε ή όχι), μπορεί να διατάξει πρόσθετες αποδείξεις,
ανεξαρτήτως του τι ισχυρίζονται οι διάδικοι. Το δικαστήριο είναι αυτό που φέρει την
ευθύνη για την πλήρη απόδειξη του πραγματικού.
Ποιος κινεί τη διαδικασία της δίκης; (κλητεύσεις, επιδόσεις δικογράφου κλπ) στην
πολιτική δικονομία αυτός που ζητά τη δικαστική προστασία επωμίζεται και το
δικαστικό βάρος. Στη διοικητική δίκη έχουμε ένα μεικτό σύστημα. Συνυπάρχει
το αντικειμενικό και το υποκειμενικό στοιχείο. Όσον αφορά τη διαδικασία,
υπερισχύει το αντικειμενικό στοιχείο για τις διαφορές ουσίας, δηλαδή τις πράξεις τις
αναλαμβάνει το δικαστήριο. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις του παραπάνω κανόνα
στις οποίες ο ιδιώτης καλείται να προβεί σε διαδικαστικές ενέργειες:
Α. Δικόγραφο πρόσθετων λόγων
Ο ιδιώτης με αυτό ενισχύει το ένδικο βοήθημά του με πρόσθετους λόγους. Το
συγκεκριμένο δικόγραφο πρέπει να επιδοθεί από τον διάδικο που το καταθέτει στους
άλλους διαδίκους (πρωτίστως στον καθ’ ου διάδικο) μέσα σε μια προθεσμία πριν από
τη συζήτηση της υπόθεσης δεν προσμετράται η ημέρα της κατάθεσης και της
συζήτησης.

23
Β. Παρέμβαση

Ο διάδικος που ασκεί την παρέμβαση βαρύνεται με επίδοση στους διαδίκους 6


πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης.
Στη διοικητική δικονομία η αγωγή είναι ένα συγκεκριμένο ειδικό ένδικο βοήθημα,
που ασκείται με κατάθεση. Η επίδοση της αγωγής επιφέρει ουσιαστικού και
δικονομικού δικαίου συνέπειες: την τοκοφορία της απαίτησης και τη διακοπή της
παραγραφής.
Γ. Προσωρινή δικαστική προστασία

Ο αιτών φέρει το βάρος της επίδοσης

Η διοικητική δίκη έχει την ιδιαιτερότητα ότι το πραγματικό υλικό της δίκης,
βρίσκεται εξαρχής στα χέρια ενός από τους διαδίκους. Σε ποιον διάδικο; στη
διοίκηση. Γι’ αυτό, η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να προσκομίσει στο δικαστήριο
το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και αν δεν το κάνει, η υπόθεση δε συζητείται &
το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει προδικαστική απόφαση. Η διοίκηση είναι
υποχρεωμένη από το νόμο να διαθέτει έγγραφα & προαποδεικτικά(= τα έγγραφα αυτά
πρέπει να έχουν προσκομιστεί στο δικαστήριο μέχρι την προτεραία της συζήτησης).
Η μη προσκόμιση των εγγράφων αυτών στο δικαστήριο αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα
& το δικαστήριο μπορεί να ασκήσει πειθαρχική δίωξη στους υπαλλήλους. Αν ακόμα
και τότε δε συμμορφωθεί η διοίκηση, τότε το δικαστήριο τεκμαίρει τους ισχυρισμούς
του διαδίκου αληθείς.Επομένως, για να γίνει η διοικητική δίκη απαιτείται ο
φάκελος.

Η διοίκηση καταθέτει το φάκελο & ο ιδιώτης έχει δικαίωμα να προσκομίσει


αποδεικτικά στοιχεία & προαποδεικτικά μέχρι την προτεραία, αλλά μόνο με τη
μορφή των εγγράφων. Δεν επιτρέπεται η προσκόμιση στοιχείων με άλλες μορφές, πχ
μαρτυρίες ή πραγματογνωμοσύνες. Μόνο το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη
συμπληρωματική προσκόμιση στοιχείων με άλλες μορφές (το ΣτΕ τα τελευταία
χρόνια έχει διατάξει 2 φορές πραγματογνωμοσύνη).

Η μη απόδειξη (non libre)


/το αντικειμενικό βάρος του προσφεύγοντα

Τι συμβαίνει όταν κάποιο πρόβλημα διοικητικής φύσεως τελικά δεν επιλυεται; Ποιος
φέρει το αντικειμενικό βάρος της & τις συνέπειες της μη απόδειξης;

Αυτός που επικαλείται αυτά τα πραγματικά περιστατικά, προκειμένου να θεμελιώσει


την εφαρμογή του ευνοϊκού κανόνα δικαίου. Όποιος επικαλείται έναν κανόνα δικαίου
και δε μπορεί να πείσει το δικαστήριο ότι πράγματι συνέτρεξαν αυτά τα πραγματικά
περιστατικά, τότε αυτός υφίσταται τη δυσμενή συνέπεια της απόρριψης του
ισχυρισμού του & επομένως τη μη εφαρμογή του κανόνα δικαίου που αυτός
επικαλείται. Ισχύει η αρχή ότι αν το επικαλεστείς, πρέπει να το αποδείξεις.

24
Ο δικαστής βέβαια πρέπει να έχει ένα έναυσμα. Έτσι, παρόλο που ως κανόνας ισχύει
το ανακριτικό σύστημα, η αποτυχία της επίκλησης και της απόδειξης του
πραγματικού υλικού βαρύνει αντικειμενικά έναν από τους διαδίκους. Ο προσφεύγων
ναι μεν δεν μπορεί να δεσμεύσει το δικαστήριο για τα πραγματικά περιστατικά που
επικαλείται, όμως αν εν τοις πράγμασι θέλει να πετύχει τον σκοπό αυτό, τότε έχει
την υποχρέωση να προσκομίσει και να επικαλεστεί αποδεικτικά στοιχεία τα
οποία τεκμαίρουν τη συνδρομή συγκεκριμένων περιστατικών που είναι προς
όφελός του (αντικειμενικό βάρος προσφεύγοντα). Αν δεν μπορεί να γίνει η απόδειξη
από τον ιδιώτη, αυτό θα έχει δυσμενείς συνέπειες για τον διάδικο.
Η απόδειξη από τον ιδιώτη γίνεται μόνο με προσκόμιση αποδείξεων (προ
αποδεικτικών εγγράφων) μέχρι την προτεραία της συζήτησης. Για να γίνει διεξαγωγή
με άλλα μέσα (πχ μάρτυρες) απαιτείται προδικαστική απόφαση του δικαστηρίου προς
τον ιδιώτη. Αυτή είναι μια κρίση σκοπιμότητας του δικαστηρίου που δεν ελέγχεται
αναιρετικά.
αρ. 34 ΚΔΔικ: η απουσία του διαδίκου δεν παρακωλύει την πρόοδο της διαδικασίας,
ούτε δημιουργεί τεκμήριο ομολογίας
Ως προς τους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου (νομικό σκέλος διαφοράς), στην
πολιτική και στην ποινική δικονομία ισχύει απολύτως το iura novit curia. Στη
διοικητική δικονομία ο κανόνας αυτός ισχύει απολύτως αλλά με ορισμένη
ιδιαιτερότητα: ο αιτών έννομης προστασίας πρέπει κατά κανόνα να προβάλλει
συγκεκριμένους λόγους ακυρώσεως που στην ουσία είναι λόγοι παρανομίας.
Εξαίρεση αποτελούν οι αυτεπαγγέλτως ερευνώμενοι λόγοι ακυρώσεως (κυρίως η
αναρμοδιότητα, το ανυπόστατο της πράξης, η παραβίαση δεδικασμένου, η
αντισυνταγματικότητα και η παραβίαση ενωσιακού δικαίου).

στ. Ισότητα των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου & δικαίωμα εκατέρωθεν
ακροάσεως
Η ισότητα των διαδίκων αποτελεί βασική αρχή της διοικητικής δίκης. Αυτή η ισότητα
προκύπτει από το συνδυασμό 2 διατάξεων: αρ.4 παρ.1 & αρ. 20 παρ.1 Σ.
Η αρχή αυτή έχει 2 εκδοχές (αρ. 40 ΚΔΔικ):
● Ισότητα των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου →όταν ο δικαστής ασκεί τις
εξουσίες που του αναγνωρίζει η δικονομία (τις δικονομικές του
εξουσίες), στο πλαίσιο της διαδικασίας, τότε πρέπει να μεταχειρίζεται
ισότιμα τους 2( ή περισσότερους) διαδίκους - πχ όταν ο δικαστής
χορηγεί προθεσμία στον Α, πρέπει να χορηγεί την ίδια εξουσία στον Β
● Ισότητα των δικονομικών όπλων → δηλαδή, ισότητα των διαδίκων
ενώπιον του δικονομικού νομοθέτη. Η δικονομική νομοθεσία πρέπει να
αναγνωρίζει ισότιμα δικονομικά δικαιώματα στις 2 πλευρές της
αντιδικίας.
Για παράδειγμα, αυτή η υπόθεση είχε τεθεί στο ΕΔΔΑ: ο ΚΟΔ (Κώδικας
Οργανισμού Δικαστηρίων) προέβλεπε ότι κατά τη διάρκεια των δικαστικών
διακοπών αναστέλλονται οι δικονομικές προθεσμίες εις βάρος του ελληνικού

25
δημοσίου από 1/7 έως 15/9. Ένας ιδιώτης ισχυρίστηκε ότι αυτό παραβιάζει την
αρχή της ισότητας των όπλων, δεδομένου ότι οι προθεσμίες αυτές δεν
αναστέλλονταν και για τους υπόλοιπους διαδίκους. Η Ελλάδα εδώ έχασε
ενώπιον του ΕΔΔΑ, το οποίο όρισε ότι οι δικονομικές προθεσμίες πρέπει να
αναστέλλονται για όλους τους διαδίκους, όχι μόνο για το ελληνικό δημόσιο.

!!Η νομολογία δέχεται ότι αυτή η διάταξη που ορίζει ότι αναστέλλονται από 1η
Ιουλίου έως 15η Αυγούστου δεν εφαρμόζεται, αλλά ισχύει ως ειδικότερη και
νεότερη η διάταξη του Κώδικα περί Δικών του Δημοσίου αρ. 11 και η
αναστολή για όλους τους διαδίκους εφαρμόζεται από 1η έως 31 Αυγούστου.
Πρόσεχε πολύ εδώ : ο Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων ορίζει ότι οι
δικαστικές διακοπές είναι από 1η Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου, ενώ ο κώδικας
περί δικών δημοσίου ορίζει ότι οι δικαστικές διακοπές είναι από 1η έως 31
Αυγούστου. ΙΣΧΥΕΙ Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ως διάταξη
ειδικότερη & νεότερη.

23/10/2023- 4η διάλεξη

ζ. Δημοσιότητα & της προφορικότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο


Σήμερα, ολοκληρώνουμε με 2 αρχές που αφορούν την εξωτερική όψη της
διαδικασίας, οι οποίες αναφέρονται στη διαφάνεια της δίκης, στη δυνατότητα δηλαδή
του κοινού να πληροφορηθεί τα τεκταινόμενα:

● Αρχή της δημοσιότητας της διαδικασίας


● Αρχή της προφορικότητας

Οι αρχές αυτές αναφέρονται μόνο στη προφορική συζήτηση του δικαστηρίου η


οποία γίνεται δημοσίως & είναι προφορική. Εν αντιθέσει, η προδικασία (η οποία
αναφέρεται στην κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος & των εγγράφων μέχρι τη
συζήτηση) είναι μυστική & έγγραφη → Οι αρχές αυτές αποτελούν εγγυήσεις
διαφάνειας της διοίκησης: η δημοσιότητα της διαδικασίας, είναι ένα μέτρο
λογοδοσίας της δικαιοσύνης, αφού έτσι η τελευταία ελεγχεται ενώ, η
προφορικότητα, δημιουργεί μία αμεσότητα μεταξύ διαδίκων & δικαστών,
καθώς οι πρώτοι παραθέτουν τους ισχυρισμούς τους & οι δικαστές μπορούν
να θέσουν ερωτήματα. Η δημοσιότητα της διαδικασίας είναι θεμελιώδες
στοιχείο του δικαιώματος στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης, σύμφωνα με το
αρ. 6 παρ.2 ΕΣΔΑ. Εντούτοις, η προφορικότητα είναι ένα στοιχείο, το οποίο ατονεί
στη διοικητική δίκη, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί μία δίκη τεχνικού χαρακτήρα &
νομικών ισχυρισμών.

Η δημοσιότητα της διαδικασίας ορισμένες φορές μπορεί να είναι επιβλαβής


για την προσωπική/ιδιωτική/οικογενειακή ζωή των διαδίκων: τότε το

26
δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι δε θα είναι δημόσια → αρ. 93 παρ.2 Σ &
αρ. 37 ΚΔΔικ (συμβαίνει σπάνια στην πράξη).

Ακολουθεί ένα μυστικό στάδιο, η διάσκεψη, η οποία έπεται της συζήτησης και
αφορά μόνο τους δικαστές, οι οποίο ψηφίζουν προκειμένου να διαμορφωθεί η
δικαστική κρίση.
*1.προδικασία (μυστική)→ 2.προφορική συζήτηση (δημόσια)→
3.διάσκεψη(μυστική)

η. Αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων & δημοσίευσή τους

αρ. 98 παρ.3 Σ & αρ. 39 ΚΔΔικ: Μία εξαιρετικής σημασίας όψη της διαφάνειας &
της λογοδοσίας στη διοικητική δικονομία, είναι η υποχρέωση αιτιολογίας των
δικαστικών αποφάσεων → το δικαστήριο υποχρεούται να αιτιολογήσει πλήρως
τις αποφάσεις του, τόσο ως προς το νομικό, όσο και ως προς το πραγματικό
σκέλος της απόφασης. Ιδιαίτερα, στην αιτιολογία, πρέπει φαίνεται η ορθή νομική
υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους διοικητικούς κανόνες. Γενικά η
αιτιολογία πρέπει να είναι πλήρης, κατάλληλη & σαφής, ώστε να μπορεί ο
διάδικος να την αποδεχθεί ή να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της
απόφασης.Ελαττώματα της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, έχουν
ως συνέπεια αυτές να υπάγονται σε ένδικα μέσα (έφεση/αίτηση αναιρέσεως) →
δες συνδυαστικά αρ. 93 παρ.3 Σ & αρ. 6 παρ.1 ΕΣΔΑ.

Τέλος, οι δικαστικές αποφάσεις δημοσιεύονται → επομένως έχουμε


δημοσιότητα ως προς το περιεχόμενο της δικαστικής κρίσης (όχι μόνο κατά τη
διάρκεια της διαδικασίας,όπως είδαμε παραπάνω) αλλά και κατόπιν σχηματισμού της
δικαστικής απόφασης. Αυτή η αρχή τελείται με ευλάβεια: Η πρόεδρος έρχεται και
διαβάζει το διατακτικό της υπόθεσης: οι αποφάσεις συνήθως δημοσιεύονται σε
ειδικές έκτακτες συνεδριάσεις του δικαστηρίου (Γώγος: σε αυτές τις περιπτώσεις οι
δημοσιεύσεις είναι κάπως πλασματικές, καθώς δεν παρίσταται σε αυτές).

➔ Αυτές ήταν οι αρχές της διοικητικής δίκης.

Περνάμε τώρα στο επόμενο μεγάλο κεφάλαιο:

ΕΝΟΤΗΤΑ 4 → Η δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων:


Το συνταγματικό κριτήριο της “φύσης της διαφοράς” για τη διάκριση της
δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων από εκείνη των πολιτικών- Η έννοια της
διοικητικής διαφοράς- Η διάκριση των δικαιοδοσιών σε ειδικές περιπτώσεις - αρ. 94
παρ.3 & αρ. 17 παρ. 4 εδ. γ΄Σ - Το πρόβλημα της διαιτησίας σε διοικητικές
διαφορές

27
α. Το συνταγματικό κριτήριο της “φύσης της διαφοράς” για τη διάκριση της
δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων από εκείνη των πολιτικών

αρ. 94 παρ.1 Σ→ Στη διοικητική δικαιοσία, δηλαδή στα διοικητικά δικαστήρια


υπάγονται οι διοικητικές διαφορές. Αντιστοίχως, η πολιτική δικαιοδοσία
εκδικάζει τις ιδιωτικές διαφορές & τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Αυτό
που είναι κρίσιμο είναι ο κανόνας που προκύπτει από την αντίστιξη των παρ.
1 & 2 : διοικητικές διαφορές στα διοικητικά & ιδιωτικές διαφορές στα πολιτικά
δικαστήρια.

Το Σ διακρίνει τις δικαιοδοσίες με κριτήριο τη φύση της διαφοράς. Το γεγονός ότι


έχουμε συνταγματικά κατοχυρωμένο κριτήριο σημαίνει καταρχήν ότι την εξουσία
τελικής απόφασης περί δικαιοδοσίας δεν την έχει ο νομοθέτης (: δηλαδή, ο νομοθέτης
δε μπορεί να παρέμβει ο ίδιος και πχ διαφορές που είναι διοικητικές να τις υπαγάγει
στα πολιτικά δικαστήρια & αντιστρόφως - υπάρχει μία εξαίρεση) αλλά η νομολογία,
τα δικαστήρια → αυτά κρίνουν “με τη βοήθεια της επιστήμης” ποια διαφορά
είναι ιδιωτική ή διοικητική & ποιος έχει δικαιοδοσία, ανεξαρτήτως του τι
ορίζει ο νόμος. Όταν υπάρχει συνταγματική κατοχύρωση ενός κριτηρίου,
σημαίνει αυτομάτως→ μεταφορά εξουσίας προς τα δικαστήρια από το
νομοθέτη.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αρ.1 παρ.1 περ. γ΄Ν 702/1977: όταν ακούμε για
πρόσληψη προσωπικού, σημαίνει πρόσληψη προσωπικού μόνο ιδιωτικού δικαίου.
Οι υπαλληλοι του δημοσίου & οι δημόσιοι λειτουργοί διορίζονται, δεν
προσλαμβάνονται. !!Αυτή η διάταξη δεν καθορίζει τη δικαιοδοσία, αλλά την
αρμοδιότητα. Τη δικαιοδοσία την έχει ρυθμίσει το Σ, δε μπορεί να τη ρυθμίσει
ο νομοθέτης & προκύπτει από το Σ με κριτήριο τη φύση της διαφοράς→ τη
φύση της διαφοράς βρίσκει κάθε φορά ο ερμηνευτής του δικαίου, δηλαδή ο
δικαστής.
Η δικαιοδοσία με κριτήριο τη φύση της διαφοράς, έχει ρυθμιστεί από το Σ, ΔΕ μπορεί
να τη ρυθμίσει ο νομοθέτης.

Επομένως πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι η διοικητική διαφορά: το Σ


προσδιορίζει τη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, χρησιμοποιώντας
την τεχνική της γενικής ρήτρας: υπάρχει μία αφηρημένη έννοια, η οποία
ονομάζεται διοικητική διαφορά. Αυτή τη γενική ρήτρα, αναλαμβάνει η
νομολογία/τα δικαστήρια να την ερμηνεύσει & να προσδιορίσει τι
περιλαμβάνει.Αυτό το κάνει το Σ, για να αφήσει περιθώριο να δημιουργηθούν
γενικοί κανόνες. Υπάρχει και άλλη τεχνική, η τεχνική της απαρίθμησης→ δες
για παράδειγμα αρ. 100 Σ

28
β. Η έννοια της διοικητικής διαφοράς

Διαφορά = μία διαφωνία στο νομικό πεδίο ως προς την ύπαρξη ή το


περιεχόμενο μιας έννομης σχέσης, η οποία υπάγεται προς επίλυση σε κρατικό
διοικητικό όργανο, το δικαστήριο → αφού υπαχθεί προς επίλυση στο
δικαστήριο, η διαφωνία γίνεται διαφορά. Επομένως, εξετάζουμε ειδικότερα τη
διοικητική διαφορά:
Διοικητική διαφορά είναι η δικαστική αμφισβήτηση που προέρχεται από
διατάραξη έννομης σχέσεως διοικητικού δικαίου εκ μέρους της διοικήσεως/μπορεί
να μην είναι εκ μέρους της διοίκησης, ενδεχομένως εμείς να νομίζουμε ότι έχουμε
αξίωση αποζημίωσης από την διοίκηση. Τα χαρακτηριστικά της διοικητικής
διαφοράς είναι τα εξής:

1. Η αμφισβήτηση πρέπει να είναι νομική- δικαστική [να αφορά την εφαρμογή


κανόνων δικαίου]
2. Η αμφισβήτηση πρέπει να προέρχεται από διατάραξη έννομης σχέσης.
3. Η έννομη σχέση που διαταράσσεται πρέπει να είναι διοικητικού και όχι
ιδιωτικού δικαίου. Η διοίκηση πρέπει να βρίσκεται σε σχέση υπεροχής έναντι
του ιδιώτη [οι σχέσεις του διοικητικού δικαίου βασίζονται στη νομική
ανισότητα των μερών, ενώ του ιδιωτικού δικαίου στη νομική τους ισότητα].
4. !!Προσοχή: Η διατάραξη πρέπει να προέρχεται από πράξη της διοικητικής
αρχής [ατομική, κανονιστική, υλική ενέργεια ή οποιαδήποτε άλλη διοικητική
δράση] και όχι από πράξη του ιδιώτη→αν η διατάραξη προέρχεται από
ιδιώτη είναι ιδιωτικού δικαίου, ενώ αν προέρχεται από τη διοίκηση
είναι διοικητικού δικαίου.

Διάκριση ιδιωτικών και διοικητικών διαφορών:

- Αν η ενέργεια διοικήσεως δεν έχει τα τεχνικά στοιχεία της διοικητικής


πράξης [(1)μονομερής θέσπιση ρύθμισης,(2) προέλευση από διοικητικό
όργανο,(3) εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, (4) ρύθμιση σχέσεων
διεπομένων από διοικητικό δίκαιο]τότε δεν υφίσταται διοικητική διαφορά
- Αν η σύμβαση διοικήσεως δεν έχει ένα από τα 3 στοιχεία για τον
χαρακτηρισμό της ως διοικητικής [οργανικό κριτήριο-δημόσιος σκοπός-
υπερέχουσες ρήτρες] η διαφορά είναι ιδιωτική.
- Αν η πράξη δεν εκπληρώνει δημόσιο σκοπό, τότε δεν ανήκει στο πεδίο της
κυριαρχικής διοίκησης, αλλά σε αυτό της συναλλακτικής διοίκησης. Η
διαφορά είναι ιδιωτική και τότε.
- Η σχέση υπεροχής Δημοσίου-ιδιώτη μπορεί να κρύβεται πίσω από εκφράσεις
όπως:
- δημόσια εξουσία
- κυριαρχική διοίκηση
- υπερέχουσες συμβατικές ρήτρες
- λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας

29
Από τη στιγμή που η σχέση υπεροχής μετατρέπεται σε σχέση νομικής
ισότητας η διαφορά γίνεται από διοικητική →ιδιωτική.

i. Το οργανικό κριτήριο & τα σημεία όπου κάμπτεται

● Οργανικό/τυπικό κριτήριο: αρ. 95 παρ.1 περ.α΄Σ :αρμοδιότητα ΣτΕ στις


ακυρωτικές διαφορές → άρα, προκειμένου να έχουμε διοικητική
διαφορά, πρέπει να αμφισβητείται πράξη διοικητικής αρχής, δηλαδή,
πρέπει παθητικό υποκείμενο της δίκης να είναι μία διοικητική αρχή.
Σημειωτέον ότι διοικητική αρχή είναι όργανο είτε κράτους, είτε άλλου
ΝΠΔΔ. Άρα, το οργανικό κριτήριο εν τέλει μας λέει ότι διοικητική
διαφορά έχουμε όταν υπάρχει πράξη ή παράλειψη που προέρχεται από
διοικητική αρχή, δηλαδή από τα όργανα του δημοσίου & των ΝΠΔΔ
(ΝΠΔΔ πχ είναι το ΑΠΘ,το ΕΦΚΑ, τα νοσοκομεία, ο δικηγορικός σύλλογος
κλπ).

Αντιθέτως, βάσει του οργανικού κριτηρίου,δε δημιουργούνται


διοικητικές διαφορές από πράξεις ή παραλείψεις οργάνων ιδιωτικού
δικαίου(πχ εθνικό κέντρο νομολογίας & έρευνας είναι ΝΠΙΔ→ αυτά
δημιουργούν ιδιωτικές διαφορές. Η νομολογία είναι πολύ προσηλωμένη
στο τυπικό κριτήριο: το να έχουμε δράση ΝΠΔΔ,είναι η αναγκαία (όχι η
μοναδική, αλλά η αναγκαία) προϋπόθεση για να έχουμε διοικητική
διαφορά.

Όταν έχουμε πράξη οργάνου από ΝΠΙΔ δεν έχουμε ιδιωτική διαφορά. Αυτό
ισχύει και για τα ΝΠΙΔ που ελέγχονται από το κράτος. Αυτή η αντίληψη είναι
πάγια στη νομολογία, είναι σαφής, αλλά αφήνει εκτός διοικητικής
δικαιοδοσίας ευρύτατο κύκλο υποθέσεων. Εξ αντιδιαστολής, αυτό σημαίνει
ότι δεν προκύπτουν διοικητικές διαφορές από πράξεις ιδιωτών ή οργάνων
ΝΠΙΔ. Το οργανικό κριτήριο αντιμετωπίζει ως διοικητικές αρχές μόνο ΝΠΔΔ-
έχει επομένως περιοριστική λειτουργία. Διασφαλίζει μεγαλύτερη ασφάλεια
δικαίου και καθιστά προβλέψιμη τη διάκριση των δικαιοδοσιών.

ii. Η λειτουργική θεώρηση των διοικητικών αρχών


● Λειτουργικό κριτήριο: πρέπει να ερευνούμε όχι αν είναι ΝΠΙΔ ή ΝΠΔΔ το
όργανο το οποίο δρα, αλλά αν ασκείται κατά περίπτωση διοικητική
δραστηριότητα. Περιλαμβάνει τις πράξεις όλων των φορέων που ασκούν
διοικητικό έργο. Όμως, πρέπει να ελέγχουμε κάθε φορά αν το όργανο
έδρασε ως φορέας δημόσιας εξουσίας ελεγχόμενο από το κράτος ή όχι.
Σήμερα κρατούν είναι το οργανικό κριτήριο. Η νομολογία αρνείται το
λειτουργικό κριτήριο, το οποίο τελικώς δεν επικράτησε.

30
Βέβαια, η θεωρία αυτή δεν επικράτησε, δεδομένου ότι δημιουργεί μεγάλη
ανασφάλεια δικαίου. Αυτή πλέον είναι μία παρωχημένη συζήτηση, καθώς η
ιδιωτικοποίηση* μείωσε πάρα πολύ τη συζήτηση περί οργανικού &
λειτουργικού κριτηρίου.

*Αποκρατικοποίηση/Ιδιοποίηση: πολλοί από τους ιδιωτικούς φορείς


που ελέγχονταν από το κράτος, έχουν υπαχθεί πλέον στον ιδιωτικό
τομέα→πολλά ΝΠΔΔ πλέον έχουν υπαχθεί στον ιδιωτικό τομέα (πχ η
ΔΕΗ εισήχθη στο χρηματιστήριο, ή ο ΟΤΕ ελέγχεται από έναν
γερμανικό κολοσσό)

iii. Τα διφυή νομικά πρόσωπα

Μια εξαίρεση αναγνωρίζει το οργανικό κριτήριο: τη θεωρία των διφυών προσώπων.

Αυτά είναι ΝΠΙΔ, τα οποία ελέγχονται από το κράτος & βρίσκονται υπό την
εποπτεία του και δεν εκδίδουν διοικητικές πράξεις γενικά αλλά, κατ’εξαίρεση ο
νομοθέτης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις & για συγκεκριμένες έννομες σχέσεις, τα
εξοπλίζει με δημόσια εξουσία και έτσι αυτά δρουν ως ΝΠΔΔ. Υπάρχουν
συγκεκριμένες διατάξεις που εξουσιοδοτούν αυτά τα ΝΠΙΔ να εκδίδουν
κυριαρχικές/διοικητικές πράξεις και να ασκούν δημόσια εξουσία.

Κλασικό παράδειγμα, είναι οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης &


αποχέτευσης, οι οποίες βέβαια καταργήθηκαν πριν ένα μήνα (πλέον
ενσωματώθηκαν στους δήμους, έγιναν δημοτικές υπηρεσίες). Αυτές οι
επιχειρήσεις, ήταν εταιρίες, τις οποίες “προσλάμβανε ο δήμος” και από τη
δραστηριότητά τους δημιουργούταν διαφορές ιδιωτικής φύσης. Ο νόμος τις
εξουδιοδοτούσε για να εκδίδουν πράξεις κήρυξης αναγκαστικής
απαλλοτρίωσης ώστε να κάνουν τα έργα τους→ επομένως, κατ’ εξαίρεση για
τις πράξεις αυτές δημιουργούνται διοικητικές διαφορές καθώς εδώ δρουν ως
ΝΠΔΔ.

Άλλο παράδειγμα: η Τράπεζα Ελλάδος, η οποία είναι ένα πολύ ιδιόμορφο


πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου → είναι μία εταιρία ιδιωτικού δικαίου, η οποία
έχει σημαντική δράση στον τομέα της οικονομίας, καθώς μέσω του
ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών (ΕΣΚΤ) ελέγχει τις
αρμοδιότητες των οργανισμών της νομισματικης πολιτικής (η νομισματική
πολιτική ορίζει την αξία των χρημάτων μας). Η τράπεζα ελλάδος ασκεί
εποπτεία επί των εμπορικών τραπεζών: ελέγχει δηλαδή αν αυτές οι τράπεζες
(όπως η Alpha Bank, η Eurobank κλπ) με τις οποίες εμείς συναλλασσόμαστε,
τηρούν την τραπεζική νομοθεσία και αν διαπιστώσει ότι δεν τις τηρούν, τότε

31
επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις, δρώντας ως ΝΠΔΔ, αφού έχει αυτή την
εξουσία.

➔ Η νομολογία ελέγχει κάθε φορά αν το όργανο που εξέδωσε την πράξη, ασκεί
κυριαρχική εξουσία.

Οι κρατικές ενισχύσεις & επιδοτήσεις στους αγρότες γίνονται από ένα πρόσωπο
ιδιωτικού δικαίου, από τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Αυτές, οι πράξεις κυριαρχικού χαρακτήρα
(:κυριαρχικού χαρακτήρα, επειδή ο ΟΠΕΚΕΠΕ κρίνει σε ποιους δίνουν & σε ποιους
όχι) η νομολογία ορίζει ότι εκδίδονται από ένα διφυές νομικό πρόσωπο &
δημιουργούν διοικητικές διαφορές.
Η θεωρία των διφυών νομικών προσώπων εφαρμόζεται μόνο σε μονομερείς πράξεις,
όχι σε διοικητικές συμβάσεις. Μόνο ως προς τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες
[αρμοδιότητες δημόσιας εξουσίας]που παρέχει ο νόμος δημόσια εξουσία δρα ως
ΝΠΔΔ και μπορεί να απευθύνει διαταγές. Τότε δημιουργείται σχέση
ανισότητας/κυριαρχίας μεταξύ του Ν.Π που δρα για λογαριασμό του κράτους και των
πολιτών.
Παράδειγμα: Το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών έχει τη λειτουργία της
χρηματιστηριακής αγοράς. Ο νομοθέτης ορίζει επίσης ότι το χρηματιστήριο ελέγχει
το αν οι εισηγμένες εταιρίες στην αγορά τηρούν τους όρους για την εισαγωγή τους
στην αγορά και αν δεν το κάνουν μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις. Κύρωση =ποινή,
αυτό είναι μια πράξη δημόσιας εξουσίας> δημιουργείται ανισότητα.
Δημοτικές επιχειρήσεις: Ο δημοτικός κοινοτικός κώδικας προβλέπει ότι οι δήμοι
μπορούν να συγκροτούν κοινοτικές επιχειρήσεις που είναι ΝΠΙΔ ύδρευσης και
αποχέτευσης. Με αυτά οι δημότες υπογράφουν συμβάσεις για να λάβουν τις
υπηρεσίες τους. Αυτές οι δημοτικές επιχειρήσεις μπορούν πχ να κηρύττουν
αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και έτσι έχουμε να κάνουμε με διφυή νομικά πρόσωπα
ως προς τις απαλλοτριώσεις.
ΟΠΕΚΕΠΕ: οργανισμός που καταβάλλει στους παραγωγούς τις αγροτικές
ενισχύσεις. Αναλαμβάνει και ελεγκτικές αρμοδιότητες και ως προς αυτές είναι διφυές
Ν.Π.
ΕΤΑΔ: Εταιρία Τουριστικών Ακινήτων Δημοσίου

Η νομολογία ορίζει ότι δε δημιουργείται διοικητική διαφορά από όλες τις πράξεις
ΝΠΔΔ & του δημοσίου και τούτο καθώς το δημόσιο & τα ΝΠΔΔ δεν ασκούν πάντα
δημόσια εξουσία, αλλά ενίοτε μπορεί να χρησιμοποιούν τα εργαλεία που παρέχει το
ιδιωτικό δίκαιο (πχ μπορεί να συνάπτουν συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου).

→ !!Επομένως (οργανικό κριτήριο αναλυτικότερα), εκτός από το οργανικό κριτήριο


πρέπει να συντρέχει και κάτι ακόμα: σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη
συγκεκριμένη πράξη, πρέπει αυτή να εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος &
να ενέχει άσκηση δημόσιας εξουσίας. Δεν πληρείται το κριτήριο αυτό σε πράξεις

32
της διοίκησης που έχουν ως στόχο ταμειακό σκοπό, χωρίς να χρησιμοποιείται
δημόσια εξουσία. Στόχος εκεί είναι η εισροή πόρων στα κρατικά ταμεία. Στόχοι
δημοσίου συμφέροντος θεωρείται η προαγωγή της παιδείας, της υγείας, της
ασφάλειας κλπ.

iv. Πράξεις της διοίκησης που δεν διέπονται από κανόνες δημοσίου (διοικητικού)
δικαίου

Κατά κανόνα, όλες οι πράξεις των ΝΠΔΔ και του δημοσίου έχουν αυτά τα
χαρακτηριστικά. Κατ’εξαίρεση δεν τα έχουν, σε περιπτώσεις πράξεων που ανάγονται
στη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου. Εκτός από τα κοινόχρηστα
πράγματα, που είναι ταγμένα στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος &
προορίζονται για τον σκοπό της καλής δημόσιας λειτουργίας, υπάρχει και η κρατική
περιουσία, η οποία έχει μόνο ταμειακό σκοπό. Από τις πράξεις αυτές δε
δημιουργούνται διοικητικές, αλλά ιδιωτικές διαφορές οι οποίες επιλύονται στα
πολιτικά δικαστήρια.

!!Για παράδειγμα, ο δημος αποφασίζει να μισθώσει για χρήση καμπινγκ ένα


αγροτεμάχιο που έχει, κάνει μία δημοπρασία και ο δήμος ανάμεσα στον Α &
τον Β, επιλέγει τον Α και αναθέτει σε αυτόν τη σύμβαση μίσθωσης.Ο Β θέλει
να αμφισβητήσει την απόφαση του δήμου → θα προσφύγει στα πολιτικά
δικαστήρια. Παρόλο που ο δήμος είναι όργανο δημοσίου & παρόλο που
συντρέχει το τυπικό κριτήριο, αφού η διαφορά είναι ιδιωτικής φύσης. Οι
πράξεις διαχείρισης της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου είναι πράξεις που
διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο.

!!Εδώ, δημιουργείται το εξής ζήτημα: Υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις που ο νόμος


προβλέπει αρμοδιότητες της διοίκησης να εκποιήσει την περιουσία της όχι για
ταμειακό σκοπό αλλά για σκοπό δημοσίου συμφέροντος, πχ αποκαταστατικό σκοπό
ή σκοπό τόνωσης αγροτικής παραγωγής [οι διευθύνοντες γεωργοί μπορούν να
αγοράσουν γη για να αναπτύξουν καλλιέργεια]. Ναι μεν οι πράξεις αυτές αφορούν
την ιδιωτική περιουσία του κράτους, δεν αποβλέπουν σε ταμειακό σκοπό δε,
αλλά σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος[πχ τόνωση της αγροτικής παραγωγής]. Γι’
αυτό και δημιουργούνται διοικητικές διαφορές και όχι διαφορές ιδιωτικού δικαίου.
Εξετάζουμε τον σκοπό κάθε φορά της διάταξης για να δούμε αν δημιουργείται
διοικητική ή ιδιωτική διαφορά (αποκαταστατικός ή ταμειακός-συμβάσεις δανείου με
ΝΠΔΔ).

Υπάρχει νομοθεσία που προβλέπει αρμοδιότητα της διοίκησης να αγοράζει στην


αντικειμενική τους αξία, εκτάσεις που έχουν καταληφθεί παρανόμως από ιδιώτες
χάριν της προαγωγής της εθνικής οικονομίας. Το ΣτΕ, ορίζει ότι αυτές οι διατάξεις
δε συνδέουν την εκποίηση απλώς και μόνο με ταμειακό σκοπό (γιατί αν συνδέονταν
μόνο με αυτό θα είχαμε ιδιωτική διαφορά, αφού ο ταμειακός σκοπός δεν εξυπηρετεί
δημόσιο συμφέρον), αλλά με σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος είναι η

33
προαγωγή της εθνικής οικονομίας και γι’αυτό είναι διοικητικές διαφορές & υπάγονται
στην αρμοδιότητα του ΣτΕ. Έτσι, το ΣτΕ έχει κρίνει ότι είναι αντισυνταγματικές
αυτές οι διατάξεις, οι οποίες ευνοούν τους ιδιώτες που παρανόμως καταλαμβάνουν
εκτάσεις (επειδή η διοίκηση βάσει αυτών των συνταγματικών διατάξεων ουσιαστικά
εκποιεί αυτές τις εκτάσεις στους ιδιώτες). Το ΣτΕ λέει ότι δεν πρέπει να αντλείς
όφελος από την παρανομία σου καθώς αυτό αντίκειται στο κράτος δικαίου: το να
καταλαμβάνεις παρανόμως ένα οικόπεδο & μετά από 10 χρόνια να έχεις την αξίωση
να το εκποιήσεις στην αντικειμενική του αξία, αυτό αντίκειται στις αρχές της
νομιμότητας & της ισότητας.

➔ Όταν λέμε φύση της διαφοράς εννοούμε: το οργανικό κριτήριο, το λειτουργικό


κριτήριο περί σκοπού δημοσίου συμφέροντος & άσκηση δημόσιας εξουσίας.
Αυτές είναι οι γενικές κατηγορίες. Πάμε στις ειδικές τώρα:

γ. Η διάκριση των δικαιοδοσιών σε ειδικές περιπτώσεις

i. Διαφορές από διοικητικές συμβάσεις:


Η σύμβαση είναι μία μορφή δράσης που χαρακτηρίζεται από την ισότητα των
μερών (#η διοίκηση εκφράζεται μονομερώς μέσω κυριαρχικών πράξεων).
Υπάρχουν ορισμένες συμβάσεις που δε διέπονται από ιδιωτικό δίκαιο, αλλά
απο το διοικητικο → και λέγονται διοικητικές συμβάσεις (!! προσοχή λέγονται
διοικητικές, όχι δημόσιες συμβάσεις: οι δημόσιες συμβάσεις είναι έννοια του
ευρωπαϊκού δικαίου και περιλαμβάνει και ιδιωτικές και διοικητικές
συμβάσεις). Για να προσδιορίσουμε αν μία σύμβαση είναι διοικητική πρέπει
να συντρέχουν σωρευτικά τα 3 (:1 οργανικό & 2 λειτουργικά) αυτά κριτήρια- αν
λείπει ένα από αυτά, τότε έχουμε ιδιωτική διαφορά και θα πάμε στα πολιτικά
δικαστήρια:

1. Είναι μόνο οι συμβάσεις εκείνες που συνάπτονται από όργανα δημοσίου


δικαίου & ΝΠΔΔ. 1 από τους 2 αντισυμβαλλόμενους πρέπει να είναι όργανο
του κράτους ή ΝΠΔΔ. Δεν υπάρχουν συμβάσεις που να συνάπτονται από
διφυή νομικά πρόσωπα και να είναι διοικητικές συμβάσεις και αυτό γιατί η
σύμβαση εκ φύσεως απαιτεί τη συμφωνία 2 ισότιμων μερών. Μόνο μονομερείς
πράξεις μπορεί να ανατεθούν σε διφυή πρόσωπα(1 οργανικό κριτήριο).

2. Σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη σύμβαση (= δεν κοιτάμε την ίδια τη
σύμβαση, αλλά το νομικό πλαίσιο που τη διέπει), αυτή πρέπει να εξυπηρετεί
σκοπό δημοσίου συμφέροντος και όχι ταμειακό.

3. Σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη σύμβαση, πρέπει να περιέχει


ρήτρες δημόσιας εξουσίας υπέρ της διοικητικής αρχές, ο νόμος πρέπει
να δίνει στη διοίκηση κυριαρχική εξουσία → δηλαδή, να υπάρχει μία
σχέση ανισότητας μεταξύ των αντισυμβαλλομένων: υπέρ της διοικητικής
αρχής και έναντι του ιδιώτη).

34
Οι πράξεις από αυτές τις συμβάσεις δημιουργούν διοικητικές διαφορές που
δημιουργούν ακυρωτικές διαφορές, με βάση τη θεωρία των αποσπαστών πράξεων.

Στη διαδικασία ανάθεσης (διαδικασία που ακολουθεί η διοίκηση για να βρει τον
αντισυμβαλλόμενό της) εκδίδονται εκτελεστές αποσπαστές πράξεις [μπορούν να
αποσπαστούν από τη διοικητική σύμβαση] που δημιουργούν ακυρωτικές διαφορές,
δηλαδή διοικητικές διαφορές. Η ανάθεση γίνεται με μονομερή διοικητική πράξη.
Διαφορές που δημιουργούνται κατά την εκτέλεση της διοικητικής σύμβασης
είναι διοικητικού δικαίου– διαφορές ουσίας (αυτό θεσπίστηκε με νόμο – 94 παρ1 Σ
& Ν 1406/1983) και εισήλθαν το 1983 στα τ.δ.δ., ως τότε δικάζονταν στα πολιτικά
δικαστήρια.

Διοικητική και δημόσια σύμβαση


Άλλο πράγμα είναι η διοικητική σύμβαση που συνδέεται με θέματα δικαιοδοσίας και
είναι δημιούργημα της εθνικής διοικητικής νομοθεσίας και άλλο η δημόσια σύμβαση.
Η δημόσια σύμβαση,ως όρος προέρχεται από Ενωσιακό Δίκαιο. Το Ενωσιακό δίκαιο
στο πλαίσιο της δημιουργίας της ελεύθερης αγοράς, θέλησε να ρυθμίσει τις δημόσιες
συμβάσεις για να μπορούν όλοι οι επιχειρηματίες της Ευρώπης να έχουν ισότιμα
ελεύθερη πρόσβαση στην ενιαία αγορά της προμήθειας αγαθών, υπηρεσιών και
δημοσίων έργων. Η δημόσια σύμβαση μπορεί να είναι και ιδιωτικού δικαίου και
δημοσίου. Διέπεται από τις οδηγίες 2014/24 και 2014/25. Η έννομη προστασία σε
σχέση με τις δημόσιες συμβάσεις γίνεται από τα διοικητικά δικαστήρια. Η δημόσια
σύμβαση προκύπτει μετά από ενιαία διαδικασία ανάθεσης από όλες τις αναθέτουσες
αρχές για αποφυγή διακρίσεων. Γενικά δημόσια σύμβαση, είναι σύμβαση που
διέπεται από τις ευρωπαϊκές οδηγίες.

Για να δούμε αν έχουμε διοικητική σύμβαση πρέπει:


κοιτάμε αν έχουμε ειδικές διατάξεις οι οποίες προσδίδουν στη σύμβαση
διοικητικό χαρακτήρα [υπερέχουσα θέση/σκοπός δημοσίου συμφέροντος]
Έπειτα, κοιτάμε αν η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των ευρωπαϊκών οδηγιών
και αν εμπίπτει είναι και δημόσια.

Η έννοια της δημόσιας σύμβασης είναι ευρύτερη της διοικητικής σύμβασης,


περιλαμβάνει και διοικητικές & ιδιωτικού δικαίου. Ποιες είναι δημόσιες
συμβάσεις; → αυτές που πληρούν τα κριτήρια των ενωσιακών οδηγιών.

Παράδειγμα: σύμβαση με την οποία ο δήμος μισθώνει σε κάποιον → είναι


ιδιωτικού δικαίου & οι διαφορές από αυτή είναι ιδιωτική/ αντίθετα, αν το
ΑΠΘ έχει σύμβαση με τον Α να παρέχει στους φοιτητές στυλό και το ΑΠΘ
αγοράζει από αυτόν στυλό, αυτό είναι μία σύμβαση προμήθειας & είναι
δημόσια διοικητική σύμβαση, καθώς πληρούνται τα 3 κριτήρια και έχουμε
δημόσιο συμφέρον (ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας του ΑΠΘ),το ΑΠΘ είναι
ΝΠΔΔ & υπάρχει ειδική νομοθεσία που προβλέπει ρήτρες υπέρ της εξουσίας

35
του ΑΠΘ/ όμως αν ένα ΝΠΙΔ, όπως ένα κέντρο έρευνας αγοράσει στυλό από
τον Α, αυτό είναι δημόσια σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, επειδή λείπει το
λειτουργικό κριτήριο και το κέντρο έρευνας είναι ΝΠΙΔ

24/10/2023 - 5η διάλεξη
*έχασα το 1ο τέταρτο, σημειώσεις από αλλού

Διοικητική πράξη

κυριαρχική πράξη της διοίκησης κατά του είναι εξουσιαστικού χαρακτήρα → αν ο


ιδιώτη ιδιώτης δε συμμορφώνεται με το
περιεχόμενο, η διοίκηση υποχρεούται
+ να προβεί απευθείας στην (!!βάσει
νόμου)εκτέλεση του περιεχομένου της
πράξης + ιδιωτικές σχέσεις:
καταψηφιστική απόφαση πολιτικού
δικαστηρίου

Το ένδικο βοήθημα της ανακοπής δικάζεται από το μονομελές διοικητικό


πρωτοδικείο.

ii. Διαφορές από διοικητική εκτέλεση

Οι διοικητικές πράξεις αποτελούν τίτλους, οι οποίοι μπορούν να εκτελεστούν


απευθείας. Αυτό είναι προνόμιο δημόσιας διοίκησης λόγω της δημόσιας εξουσίας. Η
εκτέλεση γίνεται με βάση των Κώδικα Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ).

Κώδικας εισπράξεως δημοσίων εσόδων→αφορά όλα τα έσοδα είτε από έννομη


σχέση διοικητικού δικαίου(φορολογία, πρόστιμα, κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές),
είτε από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου(πχ αξιοποίηση ιδιωτικής περιουσίας
δημοσίου).

Στην Πολιτική Δικονομία και στη Διοικητική Δικονομία υπάρχουν δίκες ανακοπής.
Πότε πάμε στα πολιτικά και πότε στα διοικητικά δικαστήρια; (ΑΕΔ) δεν μας νοιάζει
αν η πράξη που ανακόπτεται είναι διοικητική πράξη (αντικείμενο διαφοράς),
αλλά μας νοιάζει η υποκείμενη αιτία της διαφοράς (η αιτία που κρύβεται από
κάτω).


Θεωρία της υποκείμενης αιτίας: η αιτία που βρίσκεται από κάτω
Ψάχνουμε τη φύση της αξίωσης της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση και εκκινεί τη
διαδικασία της εκτέλεσης.
● Αν η ικανοποίηση απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου τότε έχουμε

36
διοικητική διαφορά, ενώ αν απορρέει από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου
είναι ιδιωτική
● Αν έχουμε διοικητική εκτέλεση προς είσπραξη μισθωμάτων από την
εκμετάλλευση των διαμερισμάτων του πανεπιστημίου έχουμε ιδιωτική
διαφορά
Πράξη προσδιορισμού φόρου συνιστά ενάσκηση δημόσιας εξουσίας επομένως
είναι διοικητική διαφορά
Ψάχνουμε επομένως να δούμε ποια είναι η φύση της αξίωσης που επιδιώκει να
ικανοποιήσει ο επισπεύδων τη διοικητική εκτέλεση. Η αξίωση απορρέει από
έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (ιδιωτική διαφορά) ή δημοσίου δικαίου (δημόσια
διαφορά – πχ φόροι).
Οι ανακοπές κατά πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης (όταν οι διαφορές είναι
διοικητικές) εκδικάζονται από τα μονομελή πρωτοδικεία.
Όταν υπάρχει θέμα εκτέλεσης πράξης εις χείρας τρίτου(ιδιάζουσα περίπτωση
διοικητικής εκτέλεσης): Πχ Α(οφειλέτης) δεν πληρώνει φόρο στο Δημόσιο, αλλά έχει
χρήματα σε τράπεζα (η τράπεζα θεωρείται τρίτος).
Το Δημόσιο κατάσχει χρήματα από την τράπεζα και ικανοποιεί την αξίωσή του.
Ανακοπή δικαιούται να ασκήσει κατά του μέτρου του Δημοσίου ο Α (οφειλέτης) στα
διοικητικά δικαστήρια με το κριτήριο της υποκείμενης αιτίας της διαφοράς. Αν η
τράπεζα ασκήσει ανακοπή κατά της πράξης της διοικητικής εκτέλεσης του Δημοσίου
ισχυριζόμενη ότι ο λογαριασμός δεν είναι του Α, αυτό δεν αποτελεί αμφισβήτηση
που ανάγεται στη σχέση Δημοσίου-οφειλέτη, αλλά αμφισβήτηση που ανάγεται στη
σχέση ιδιωτών (πολιτικά δικαστήρια)- εσωτερική σχέση τρίτου και οφειλέτη. Κατά
τεκμήριο οι διαφορές που δημιουργούνται από την ανακοπή τρίτου είναι ιδιωτικές
διαφορές (πολιτικά δικαστήρια). Στον τρίτο που ασκεί ανακοπή δεν εφαρμόζεται η
θεωρία της υποκείμενης αιτίας.

Διοικητική εκτέλεση εις χείρας τρίτου


Ο

Τ
Δ
Η πιο συγκεκριμένη μορφή διοικητικής εκτέλεσης: πχ ο Οφειλέτης άφησε το
αμάξι του χωρίς ΚΤΕΟ με αποτέλεσμα πρόστιμο 250 ευρώ → αυτή την
απαίτηση που έχει το δημόσιο εναντίον του οφειλέτη, το δημόσιο μπορεί να
την ικανοποιήσει από περιουσιακά στοιχεία του που του τα φυλάσσουν τρίτοι
(απαιτήσεις που έχουμε έναντι τρίτων: πχ η απαίτηση & η λήψη χρημάτων
από τρίτους, όπως πχ τράπεζες) Το δημόσιο μπορεί να στείλει μία διαταγή
στην τράπεζα, να κατασχεθεί όλο το ποσό του οφειλέτη μέχρι το ποσό των 250

37
ευρώ → ο οφειλέτης την επόμενη μέρα πχ θα πάει να βγάλει λεφτά και δε θα
μπορέσει, δεν ενημερώνεται ο οφειλέτης για την κατάσχεση (στην αρχή του
στέλνεται μία ειδοποίηση λέγοντας του ότι αν δεν πληρώσει σε 15 ημέρες, η
εφορία θα προβεί σε εκτελεστικά μέτρα). Το τραπεζικό απόρρητο δεν ισχύει
έναντι της εφορίας: οι τραπεζικοί μας λογαριασμοί είναι διαθέσιμοι ανά πάσα
στιγμή στην εφορία.

Εδώ, αν ο οφειλέτης θελήσει να αμυνθεί κατά της πράξης εκτέλεσης, θα πάει στα
διοικητικά δικαστήρια, επειδή ο οφειλέτης έχει σχέση με το δημόσιο & είναι
διοικητική διαφορά. Αν όμως, ο τρίτος (εδώ, η τράπεζα) θελήσει να αμυνθεί κατά της
πράξης εκτέλεσης, θα προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια επειδή η τράπεζα έχει
σχέση με τον οφειλέτη, η οποία είναι ιδιωτικού δικαίου.Αυτό που μπορεί να κάνει, ο
κάθε τρίτος εδώ είναι να ασκήσει ανακοπή & να αμφισβητήσει την κατάσχεση,
λέγοντας πως τα περιουσιακά στοιχεία δεν είναι του οφειλέτη, αλλά δικά του. Ο
τρίτος σε αυτή την ιδιάζουσα περίπτωση, ασκεί πάντα στα πολιτικά δικαστήρια.
*πρόσεχε: η τριτανακοπή είναι ένδικο μέσο, #η ανακοπή είναι ένδικο βοήθημα

iii. Η δικαστική αμφισβήτηση πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής & επιβολής


προστίμου λόγω καταπάτησης ακινήτων του κράτους (αποζημίωση για αυθαίρετη
χρήση δημοσίου κτήματος)

Όταν ένας ιδιώτης καταλαμβάνει δημόσια έκταση, τότε μια αντίστοιχη δημόσια
υπηρεσία εκδίδει ένα πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Επίσης, εκδίδεται
πρωτόκολλο αποζημίωσης που πρέπει να καταβάλει ο ιδιώτης.

Αναλυτικότερα, αν κάποιος καταλάβει αυθαίρετα χώρο της δημόσιας κτήσης


(κοινόχρηστο, ιδιόκτητο, χώρο που ανήκει στην περιουσία του Δημοσίου), τότε τα
αρμόδια όργανα μπορούν να εκδώσουν πράξεις διοικητικής αποβολής. Αυτές είναι
διοικητικές πράξεις από διοικητικά όργανα (φορείς δημόσιας εξουσίας) προς
υπεράσπιση της κρατικής κυριότητας. Το αντικείμενο της δίκης που ενδεχομένως
προκύψει εδώ είναι ουσιαστικά το δικαίωμα χρήσης του ιδιώτη και η ύπαρξη της
κυριότητας του Δημοσίου. Γι’ αυτό το λόγο η δικαστική αμφισβήτηση των
πρωτοκόλλων αυτών γίνεται στα πολιτικά δικαστήρια (πρόκειται για εμπράγματα
δικαιώματα).

Το ίδιο συμβαίνει με τις διαφορές που προκύπτουν από τα πρωτόκολλα αποζημίωσης


για αυθαίρετη χρήση δημοσίου κτήματος. Δεν μας ενδιαφέρει ότι η πράξη εκδίδεται
από διοικητικό όργανο, ούτε ότι φέρει όλα τα στοιχεία που συνιστούν διοικητική μια
πράξη (νομολογία). Θα ήταν ίσως διαφορετικά τα πράγματα αν ο ιδιώτης δεν
προέβαλε ίδιο δικαίωμα επί του ακινήτου, αλλά προσέβαλε μόνο την εξωτερική
νομιμότητα της διοικητικής πράξης (πχ αρμοδιότητα οργάνου). Αυτός βέβαια είναι
ένας θεωρητικός κανόνας της νομολογίας που δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ στην πράξη.

Μιλάμε για καταλήψεις όπου ένας ιδιώτης παρανόμως οικειοποιείται ένα ξέμπαρκο
χωράφι & το εκμεταλλεύεται.Για το χρόνο που διήρκεσε αυτή η κατάληψη του

38
δημοσίου κτήματος υπάρχει ένα πρωτόκολλο αποζημίωσης: δηλαδή, ο ιδιώτης
καταληψίας πρέπει να πληρώσει για το χρόνο που παρανόμως είχε καταλήψει το
δημόσιο κτήμα.

Ο ιδιώτης δικαιούται έννομη προστασία κατά των πρωτοκόλλων αυτών→ σε


ποιο δικαστήριο θα προσφύγει;

Τα πρωτόκολλα αυτά εκδίδονται από διοικητικά όργανα & έχουν την εξωτερική
μορφή της διοικητικής πράξης. Όμως, οι διαφορές που δημιουργούνται έχουν ως
αντικείμενο & θέμα συζήτησης (το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας) την
ιδιοκτησία του κτήματος: ποιος είναι ο κύριος του κτήματος.

!!Η νομολογία λέει ότι εφόσον αντικείμενο της διαφοράς είναι εμπράγματο δικαίωμα,
το οποίο είναι ιδιωτικου δικαίου, τότε οι διαφορές αυτές υπάγονται στα δικαστήρια τα
οποία είναι κατεξοχήν αρμόδια να εκδικάζουν εμπράγματα δικαιώματα, δηλαδή εδώ
πάμε στα πολιτικά δικαστήρια. ΟΜΩΣ, η νομολογία θεωρητικα δέχεται ότι αν η
διαφορά αφορά ελαττώματα τυπικής διαδικαστικής νομιμότητας της πράξης θα
μπορούσε να υπάρξει αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων → βέβαια αυτό
στην πράξη δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ.

iii. Διαφορές προσωπικού ιδιωτικού δικαίου & δημοσίου

αρ. 103 Σ → το προσωπικό του δημοσίου διακρίνεται σε 2 κατηγορίες:


● δημόσιοι υπάλληλοι: διορίζονται & έχουν σχέση δημοσίου δικαίου, καθώς
μπαίνουν στη διοίκηση με μονομερή διοικητική πράξη (#και δεν έχουν
συμβατική σχέση με τον όποιο εργοδότη τους) → έχουν υπαλληλική
σχέση. Ο μισθός σε αυτή την περίπτωση δεν είναι αντάλλαγμα, αλλά απλή
αξίωση του δημοσίου υπαλλήλου (εκ του νόμου)
Όλες οι διαφορές τους (είτε μισθολογικές, είτε αφορούν υπηρεσιακή
κατάσταση και άλλα) υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια.

● προσωπικό ιδιωτικού δικαίου δημοσίου: το Σ υπό συγκεκριμένες περιπτώσεις


& κατ’εξαίρεση,επιτρέπει στο δημόσιο & στα ΝΠΔΔ,την πρόσληψη
προσωπικού με σύμβαση εργασίας του αστικού κώδικα & του εργατικού
δικαίου → έχουν σύμβαση εργασίας
Εδώ, διακρίνουμε 2 μεγάλες κατηγορίες διαφορών΄(δες λαζαράτο σελ. 34):
1. διαφορές που αφορούν τις αποδοχές & άλλες διαφορές που προέρχονται
από τη σύμβαση εργασίας → εδώ, πάμε στα πολιτικά δικαστήρια,
αφού οι διαφορές είναι ιδιωτικές δεδομένου ότι προέρχονται από τη
σύμβαση εργασίας.

39
2. διαφορές που προκύπτουν σε σχέση με την πρόσληψη/την απόλυση &
την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση (πχ προαγωγές, μεταθέσεις,
μετατάξεις κλπ) → εδώ η νομολογία διακρίνει 2 περιπτώσεις:
a. περίπτωση όπου για την πρόσληψη προσωπικού αυτού τηρήθηκε
ειδική διοικητική διαδικασία (ΑΣΕΠ, μοριοδότηση κλπ) - Ν
2190/1994 → πάμε στα διοικητικά δικαστήρια: οι διαφορές
εδώ είναι διοικητικές, αφού η πράξη εκδίδεται από όργανο του
κράτους
b. περίπτωση όπου δεν τηρήθηκε ειδική διοικητική διαδικασία
→ πάμε στα πολιτικά δικαστήρια

*φύγαμε στη μέση του μαθήματος, σημειώσεις από αλλού:

Το ίδιο συμβαίνει και με το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου ΝΠΔΔ του


δημοσίου→ ρευστή έννοια

v. Διαφορές από πειθαρχικές διώξεις στον αθλητισμό


(έχουν ως έρεισμά τους, όχι το νόμο, αλλά τη σύμβαση)
Οι κυρώσεις που επιβάλλουν οι αθλητικές ομοσπονδίες στα μέλη τους, κατά κανόνα
θεωρούνται ιδιωτικού δικαίου διαφορές, διότι έχουμε μία συμβατική σχέση.

Τα πρωταθλήματα διεξάγονται από αθλητικές ομοσπονδίες(πχ ΕΠΟ)- ενώσεις


δηλαδή σωματείων. Επίσης, κυρώσεις σε σωματείο ή σε μεμονωμένο αθλητή
επιβάλλονται από ειδικά όργανα, τα οποία συνήθως είναι διοικητικές αρχές. Οι
ποινές αυτές δεν υπόκεινται στον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων (κατά πάγια
νομολογία ΣτΕ) διότι τα πρωταθλήματα και οι αθλητικές διοργανώσεις γίνονται από
ενώσεις σωματείων (ομοσπονδίες). Τα σωματεία με συμβατικό τρόπο (συμβάσεις)
αναθέτουν στην ομοσπονδία τη διεξαγωγή των πρωταθλημάτων. Άρα, τα
πρωταθλήματα στηρίζονται σε συμβάσεις (έχουν συμβατικό υπόβαθρο), ακόμη και
αν οι κυρώσεις προβλέπονται από το νόμο.

δ. Η κατ’εξαίρεση δυνατότητα υπαγωγής από το νομοθέτη κατηγοριών


διοικητικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια και το ανάποδο (αρ. 94 παρ.3 &
17 παρ.4 Σ)

αρ. 94 παρ.1,2 Σ → εξαίρεση από τον κανόνα της διάκρισης των δικαιοδοσιών
από το Σύνταγμα και με βάση τη φύση της διαφοράς (κρίνεται από το
δικαστήριο): το Σύνταγμα επιτρέπει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και υπό
συγκεκριμένες προϋποθέσεις* στο νομοθέτη να παρέμβει προκειμένου να υπαγάγει
διοικητικές διαφορές ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια ή ιδιωτικές διαφορές στη
διοικητική δικαιοσύνη. Το άρθρο μιλά για «κατηγορίες» υποθέσεων, άρα επιβάλλει
να περιγράφονται με τρόπο αφηρημένο και γενικό οι διαφορές (όχι μεμονωμένες
διαφορές). Ο νομοθέτης άσκησε τη δυνατότητα που του έδωσε το Σύνταγμα και
μετέφερε στην πολιτική δικαιοσύνη τις αυτοκινητικές διαφορές, ενώ στη

40
διοικητική δικαιοσύνη μετέφερε τις διαφορές από την ανάθεση δημοσίων
συμβάσεων.

*Προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο νομοθέτης μπορεί να αποκλίνει από τον κανόνα τις
διάκρισης δικαιοδοσιών:
1. Ειδικές περιπτώσεις (εξαιρετική ρύθμιση του Σ, εξαίρεση από τον
κανόνα) → απαιτείται ειδική αιτιολογία/συσταλτική ερμηνεία
2. Κατηγορίες υποθέσεων: όχι συγκεκριμένη υπόθεση
3. Όσον αφορά τις διοικητικές διαφορές → υποθέσεις που μπορούν να
μεταφερθούν/πάνε στα πολιτικά δικαστήρια, είναι διοικητικές διαφορές
ουσίας, όχι ακυρωτικές διαφορές
4. Σκοπό αποτελεί(η ουσιαστικότερη, η πιο σημαντική διάκριση): η ενιαία
εκδίκαση διαφορών που διέπονται από την ίδια νομοθεσία→ θέλουμε
ομοιόμορφη εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας

● Αν ένα περιπολικό της αστυνομίας συγκρουστεί με ένα ΙΧ που θα υπαχθεί η


διαφορα της αποζημίωσης ;
○ παραβίαση ΚΟΚ
○ διοικητική διαφορά → αξίωση αποζημίωσης από
κράτος → ΕισΝΑΚ 105
● Αν τρακάρουν ιδιωτες μεταξύ τους ;
○ παραβίαση ΚΟΚ
○ ιδιωτική διαφορα
● ιδια νομοθεσία , διαφορετικές δικαιοδοσιες →
διασπαση δικαιοδοσιών
● εξουσία νομοθέτη να παρέμβει

Προσοχή: νόμος μπορεί να χαρακτηρίσει ακυρωτικές διαφορές ως ουσίας και να τις


υπαγάγει στα τ.δ.δ. ως ουσίας, όχι όμως σε τέτοια έκταση ώστε μα θίγεται ο πυρήνας
των αρμοδιοτήτων του ΣτΕ του 95π1 Σ. Αντιστοίχως, νόμος μπορεί να υπαγάγει
διαφορές ουσίας στο ΣτΕ, όχι όμως σε βαθμό που θίγεται ο πυρήνας των
αρμοδιοτήτων των τ.δ.δ. του 94 και 95 Σ.

!!ΠΟΛΥ ΣΟΣ: για παράδειγμα, ένα διοικητικό όργανο προκαλεί βλάβη σε ιδιώτη
→ αποζημίωση με ΕισΝΑΚ αρ. 105 : συγκεκριμένα ένα ασθενοφόρο πέφτει
πάνω σε ένα ΙΧ→ το ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την έννομη σχέση είναι ο
ΚΟΚ & η διαφορά θα υπαχθεί στα διοικητικά δικαστήρια. ΟΜΩΣ, πλέον
αυτές οι διαφορές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια επειδή τίθεται ζήτημα
ενιαίας εφαρμογής του ΚΟΚ. (;;)

για παράδειγμα, στις διοικητικές συμβάσεις → ο ένας από τους 2


αντισυμβαλλόμενους είναι ΝΠΔΔ (οργανικό κριτήριο)

41
!!Οι συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων είτε γίνονται από ΝΠΙΔ, είτε από
ΝΠΔΔ →εφαρμόζεται ο ίδιος νόμος (Ν 1418/84).
Βάσει του οργανικού κριτηρίου,εάν συνάπτονται από ΝΠΔΔ →διοικητική
διαφορά, αν έχουμε ΝΠΙΔ →ιδιωτική διαφορά. Ενοποίηση δικαιοδοσιών: οι
διαφορές αυτές μεταφέρθηκαν όλες στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια.

Άρθρο 17 Σ: μιλά για την προστασία της ιδιοκτησίας-αναφέρεται ο προσδιορισμός


της τιμής μονάδος στις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις / η δεύτερη παράγραφος του
άρθρου ορίζει ότι επιτρέπεται στο κράτος με μονομερή εκτελεστή διοικητική πράξη
να αφαιρέσει την ιδιοκτησία προσώπου για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Για να
ολοκληρωθεί η απαλλοτρίωση πρέπει να αποζημιωθεί ο δικαιούχος. Ο τελευταίος
μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τον προσδιορισμό της αποζημίωσης. Μέχρι την
αναθεώρηση του 2001, το Σύνταγμα όριζε ότι αυτό γίνεται από τα πολιτικά
δικαστήρια. Το 2001 άλλαξε το άρθρο 17 παρ 4 εδάφιο γ από «πολιτικά δικαστήρια»
σε «αρμόδια δικαστήρια», πράγμα το οποίο μας παραπέμπει στον γενικό κανόνα του
94 παρ1 Σ – υπαγωγή ανάλογα με τη φύση της διαφοράς. Ποια είναι όμως η φύση
της διαφοράς στην περίπτωση αυτή; Υποστηρίχθηκαν 2 απόψεις:
a) Μιλάμε για κυριαρχική διοίκηση, άρα η αποζημίωση που συνδέεται με τη
διαδικασία άσκησης δημόσιας εξουσίας είναι ζήτημα διοικητικής
δικαιοδοσίας
b) Μιλάμε για ιδιωτικά συμφέροντα, άρα αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια
Προβλέφθηκε με ΠΝΠ (κυρώθηκε από νόμο) ότι οι σχετικές διαφορές υπάγονται στα
πολιτικά δικαστήρια λόγω της στενής συνάφειας της διαδικασίας αυτής με εκείνη
που προσδιορίζει τους δικαιούχους της αποζημίωσης. Προσοχή: οι ίδιες οι πράξεις
αναγκαστικής απαλλοτρίωσης παράγουν διοικητικές διαφορές (αίτηση ακυρώσεως
στο ΣτΕ).
!!περίπτωση αποζημίωσης για αναγκαστική απαλλοτρίωση: αρ. 17 παρ. 2 & 4 Σ
→έχουμε εδώ αφαίρεση με ατομική διοικητική πράξη εμπράγματου
δικαιώματος πάνω σε οποιοδήποτε πράγμα χάριν ικανοποίησης σκοπού
δημοσίου συμφέροντος που προβλέπεται στο νόμο
→το κράτος υποχρεούται να αποζημιώσει πλήρως: η αποζημίωση
προσδιορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια (μέχρι την αναθεώρηση του 2001,
ήταν τα πολιτικά)

Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, νόμος πλέον ορίζει ότι αρμόδια είναι τα πολιτικά
δικαστήρια, διότι ζήτημα είναι ο καθορισμός του δικαιούχου της αποζημίωσης, να
βρούμε ποιος είναι ο κύριος του πράγματος & αυτό έρχεται σε συνάφεια με τον
προσδιορισμό της αποζημίωσης.

30/10/2023- 6η διάλεξη (έλειπα /σημειώσεις από αλλού)

ε. Το πρόβλημα της διαιτησίας σε διοικητικές διαφορές

42
Στην πράξη η προσφυγή στα κρατικά δικαστήρια δεν είναι ο μόνος τρόπος επίλυσης
διοικητικών διαφορών. Υπάρχει και η διαιτησία, που είναι ένας δικαιοδοτικός
μηχανισμός εναλλακτικός. Είναι μια μορφή επίλυσης διαφορών που βασίζεται σε
συμφωνία των διαδίκων. Τα μέρη προσδιορίζουν στη συμφωνία τους και τον τρόπο
ανάδειξης του δικαιοδοτικού οργάνου. Η συμφωνία τους ονομάζεται διαιτητική
ρήτρα. Προϋπόθεση της διαιτησίας είναι να έχω το δικαίωμα για να το παραχωρήσω.

Τροπος επιλυσης διαφορων →Οι ιδιωτες τις δικες τους διαφορες μπορει να τις
υπαγάγουν και σε ιδιωτικη διαιτησια. Σε οργανο που η εξουσια του δηλαδη
προερχεται απο την κοινη συμφωνια των διαδικων.Τα μερη λοιπον μπορουν να τα
υπαγάγουν ζητωντας την ικανοποιηση τους και σε ιδιωτικα οργανα, αρκει να
υπαρχει συμφωνια των μερων. Αυτη η συμφωνια, αποτελει τμημα συμβασης η
μπορει να γινει και ad hoc (ρητρα διαιτησιας). Κατα κανονα, καθε πλευρα οριζει ενα
διαιτητη και οι διαιτητες της καθε πλευρας οριζουν εναν υποδιαιτητη.

1.Μπορει διοικητικη διαφορα να υπαχθει σε διαιτησια;


Είναι δυνατή η επίλυση μέσω διαιτησίας διοικητικών διαφορών; Προέκυψε κυρίως
σαν πρόβλημα σε επενδυτικές συμβάσεις Δημοσίου – ιδιωτών. Ο Άρειος Πάγος
υποστηρίζει ότι ναι είναι δυνατή η επίλυση διοικητικών διαφορών μέσω διαιτησίας.
Το ΣτΕ υποστηρίζει ότι όχι, ειδικά φορολογικές διαφορές δεν μπορούν να υπαχθούν
σε διαιτησία. Οι φορολογικές διαφορές είναι διοικητικές διαφορές ουσίας, που
εκδικάζονται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το ΑΕΔ συμφώνησε με τον
Άρειο Πάγο. Βέβαια, η σχετική συμφωνία της διαιτησίας πρέπει να κυρώνεται με
νόμο (επιχείρημα εκ του μείζονος στο έλασσον- ο νομοθέτης με το 78 Σ μπορεί να
απαλλάξει από τον φόρο, άρα γιατί να μην μπορεί να παραπέμψει μια φορολογική
διαφορά στη διαιτησία). Πλέον και το ΣτΕ δέχεται αυτόν τον ισχυρισμό του ΑΕΔ.

1)(95~1’Α) Η ακυρωση των διοικητικων πραξεων μπορει να γινει μονο απο τα


διοικητικα δικαστηρια.Δεν μπορει κανεις απο διαιτητη να ζητησει την ακυρωση
διοικητικης πραξης. Μπορει μονο να τις ελέγξει παρεμπιπτόντως προκειμενου να
λυσουν την διαφορα που τους εχει τεθει.
2)Το δημοσιο μπορει να συναπτει συμβασεις με τους ιδιωτες, στις συμβασεις αυτες
μπορει να συμφωνείται η διαιτητικη επιλυση διαφορων που προκυπτουν απο την
συμβαση(διαιτητικη ρητρα).Συναφως εχει τεθει το ερωτημα στην νομολογια,αν αυτες
οι διαφορες μπορουν να εχουν και αντικειμενο φορολογικο(πχ σε πολλες συμβασεις
οι οποιες εχουν ως αντικειμενο υποστηριξη επενδυσεων,το ελληνικο δημοσιο εχει
υποσχεθει οτι θα παρεχει προνομιακη φορολογικη μεταχειριση σε επενδυτες του
εξωτερικου). Το ΑΕΔ,δεχτηκε οτι οι φορολογικες διαφορες μπορουν να υπαχθούν σε
διαιτησια, γιατι ετσι κ αλλιως το δημοσιο εχει την εξουσια να μειωνει τον φορολογικο
συντελεστη.Ετσι και οι φορολογικες διαφορες μπορουν να υπαχθούν σε
διαιτησια,εφοσον το εχει συμφωνησει με ρητρα το Δημοσιο.

2.Η διαιτησια μπορει να ελεγχει ζητηματα συνταγματικοτητας του τυπικου νομου;

43
Τα διαιτητικα δικαστηρια μπορουν οπως και τα κρατικα να ελεγχουν το Συνταγμα και
το ενωσιακο δικαιο.
Το διαιτητικό δικαστήριο κρίνει κάθε ζήτημα νομιμότητας. Μπορεί μέχρι και να
κρίνει μια πράξη αντίθετη με το Σύνταγμα ή με στο Ενωσιακό Δίκαιο. Αποτελείται
από νομικούς. Δεν μπορεί να ακυρώσει διοικητικές πράξεις (άρθρο 95 παρ1
περίπτωση α’ Σ)- αυτό μπορεί να το κάνει μόνο το ΣτΕ και τα διοικητικά δικαστήρια.
Μπορεί όμως το διαιτητικό δικαστήριο να τις κρίνει ανεφάρμοστες.

Το Διαιτητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει διοικητική πράξη ,


μπορεί να μην τις εφαρμόσει ομως . → Σ 95

3.Μπορουν τα διαιτητικα δικαστηρια να δεσμεύσει με τις αποφασεις τους την κρατικη


δικαιοσυνη;
Αν ακολουθήσει διοικητική δίκη την διαιτησία το διοικητικό δικαστήριο δεσμεύεται
από το διαιτητικό; Δεσμεύεται μεν, εφόσον όμως το διαιτητικό δικαστήριο έχει
κινηθεί εντός των ορίων της διαιτητικής συμφωνίας. Για ό,τι έχει κριθεί από το
διαιτητικό δικαστήριο εκτός της διαιτητικής συμφωνίας, το διοικητικό δικαστήριο
δεν δεσμεύεται. Βέβαια το ίδιο το διοικητικό δικαστήριο κρίνει τι ήταν εντός και τι
εκτός της συμφωνίας. Η απόφαση της διαιτησίας μπορεί να προσβληθεί στο πολιτικό
Εφετείο με αγωγή ακυρώσεως (αγωγή των μελών που συμμετείχαν στη διαιτησία).

Οι αποφάσεις της διαιτησιας υποκειται σε δημοσιευση. Υποκειται σε ενα ενδικο


βοηθημα που καλειται αγωγη ακυρωσεως. Η νομολογια δεχεται οτι εφοσον δεν
ακυρωθούν μεσω του ενδικου βοηθηματος και εφοσον εχουν δημοσιευθει
προσηκοντως, οι αποφασεις της διαιτησιας δεσμεύουν και τα κρατικα
δικαστηρια ως προς το κριθεν ζητημα, με την επιφυλαξη οτι το διαιτητικο
δικαστηριο κινειται εντος των οριων,της εξουσιας που του εχουν παραχωρησει τα
μερη.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5 → Η διάκριση μεταξύ διοικητικών διαφορών ακυρώσεως &


ουσίας: Η συνταγματική κατοχύρωση της διάκρισης & η σημασία της- Το γενικό
τεκμήριο της αρμοδιότητας του ΣτΕ- Το περιεχόμενο της διάκρισης μεταξύ
διαφορών ακυρώσεως & ουσίας - Οι βασικές κατηγορίες διοικητικών διαφορών
σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία - Ακυρωτικές διαφορές που εκδικάζονται από
τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια

α. Η συνταγματική κατοχύρωση της διάκρισης & η σημασία της


Στο δικονομικό δίκαιο, έχουμε μια δικονομία που απορρέει από το ΠΔ 18/1989 και
μια δικονομια διαφορων ουσιας που απορρεει απο το ΚΔΔικ (Ν 2717/1999,

44
προσφυγή ουσίας). Αυτη η διχοτομηση,καταγραφεται στο Σ95 α’→ακυρωτικες
διαφορες, γ’→διαφορες ουσιας.

Το άρθρο 95 παρ 1 περίπτωση α Σ περιέχει το γενικό τεκμήριο ακυρωτικής


αρμοδιότητας του ΣτΕ (αίτηση ακυρώσεως για διοικητικές διαφορές όταν ο νόμος δεν
προβλέπει κάτι άλλο).
Το άρθρο 95 παρ 1 περίπτωση β ορίζει ότι το ΣτΕ είναι αρμόδιο και για την εκδίκαση
αιτήσεως αναιρέσεως – έκτακτο ένδικο μέσο. Από το Σύνταγμα βλέπουμε καθαρά τη
διάκριση διαφορών ουσίας (το ΣτΕ ασκεί αναιρετικό έλεγχο) και ακυρωτικών
διαφορών.

!!Η διακριση αυτη, προκύπτει απο το Συνταγμα, επομένως:


1. ο νομοθετης δεσμευεται απο την διακριση αυτη,δεν μπορει να την καταργησει
2. η νομολογια αποφασιζει αν προκειται για διαφορα ακυρωτικη η ουσιας.

β. Το γενικό τεκμήριο ακυρωτικής αρμοδιότητας του ΣτΕ


Η διακριση αυτη , αντιστοιχεί σε διαφορετικη αρμοδιοτητα δικαστηριων. Οι
διαφορες ακυρωσεως, εκδικαζονται κατα κανονα απο το ΣΤΕ, ενω οι διαφορες
ουσιας, κατ’ εξαιρεση εκδικαζονται απο ΣΤΕ.Αρα κατα κανονα οι διαφορες
ουσιας, εκδικαζονται απο τα τακτικα διοικητικα δικαστηρια και μονο κατ’
εξαίρεση εκδικαζονται απο το ΣΤΕ. Το αρ. 95 παρ.1 περ.α΄Σ περιέχει το γενικό
τεκμήριο ακυρωτικής αρμοδιότητας του ΣτΕ.

!!Αν δεν προκύπτει κάποιο αλλο ειδικο ενδικο βοηθημα,τοτε το καταλληλο ενδικο
βοηθημα ειναι η αιτηση ακυρωσεως. Αν δεν προκυπτει αρα κατι αλλο, εχουμε
ακυρωτικη διαφορα.

γ. Το περιεχόμενο της διάκρισης μεταξύ διαφορών ακυρώσεως & ουσίας

Κριτήρια διάκρισης:

i. Το “ουσιαστικό κριτήριο”
Το πιο κλασικό κριτηριο, είναι το ουσιαστικό κριτήριο. Κοιταμε τις διαταξεις του
ουσιαστικου δικαιου. Κοιταω αν δημιουργουν:
a. δικαίωμα ουσιαστικου δικαιου(έχω διαφορα ουσιας όταν παραβιάζεται
κανόνας που δημιουργεί δικαίωμα ουσιαστικού δικαίου),
b. αν δημιουργουν εννομο συμφερον (όταν ο αιτών έννομη προστασία
επικαλείται παραβίαση από την έννομη τάξη απρόσωπου κανόνα του
ουσιαστικού δικαίου, θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του και έχω
ακυρωτικη διαφορα - πχ νομοθεσία για το περιβάλλον)

Για παράδειγμα, οποιος εχει συγκεκριμενες προϋποθεσεις λαμβανει επιδομα


αναπηριας, η διοικηση αρνειται να του χορηγηθει επιδομα.Εδω προκειται για
διαφορα ουσιας γιατι προστατευουν τον κυκλο των προσωπων που το
δικαιούται.Οι διαφορες κοινωνικες, προνοιακες, συνταξιοδοτησεις

45
ηλικιωμενων ειναι ολες διαφορες ουσιας.Οποιος θελει να ανοιξει ενα
καταστημα παιρνει αδεια λειτουργιας του καταστηματος,οι προυποθεσεις
αδειοδοτησης προστατευουν την επαγγελματικη ελευθερια και κατα κανονα
δημιουργουν διαφορες ουσιας, γιατι προστατευουν την συγκεκριμενη
κατηγορια προσωπων στην οποια απευθυνονται.

Αντιθετως, αν κυριος σκοπος ειναι η εξυπηρετηση δημοσιου συμφεροντος,


ειναι διαταξεις που προστατευουν εννομα συμφεροντα(πχ οι διαταξεις
δομησης πολης, οικοδομικες αδειας εξυπηρετουν στο δημοσιο
συμφερον,στην καλη δομηση → ακυρωτικες διαφορες)/(πχ διαταξεις που
αφορουν την προστασια του περιβαλλοντος, αφου προστατευουν το
δημοσιο συμφερον στην προστασια του περιβαλλοντος → ακυρωτικες
διαφορες).

Το ουσιαστικό κριτήριο απαιτεί ερμηνεία του ουσιαστικού δικαίου. Η ερμηνεία όμως


είναι δύσκολη, σε ορισμένες περιπτώσεις οριακή (πχ εκλογές ΟΤΑ). Για αυτό
επικράτησε στη νομολογία το τυπικό κριτήριο, το οποίο εμφανίστηκε μετά το
ουσιαστικό.

ii. Το “τυπικό” ή “δικονομικό” κριτήριο


Σύμφωνα με το τυπικό κριτήριο, ενδιαφέρον έχει μόνο η ρύθμιση του δικονομικού
νόμου. Όταν ο νόμος έρχεται και επαυξάνει τις εξουσίες του δικαστή τόσο ως προς
την ένταση του δικαστικού ελέγχου, όσο και ως προς τη δυνατότητα παρέμβασης
στην έννομη σχέση, τότε έχουμε διαφορά ουσίας (διαφορά πλήρους δικαιοδοσίας).
Ακυρωτικό έλεγχο ασκεί ο διοικητικός δικαστής όταν δεν έχει μεγάλη δυνατότητα
παρέμβασης (μειωμένος έλεγχος).

Στις διαφορες ουσιας, ο διοικητικος δικαστης εχει μεγαλυτερες εξουσιες ελεγχου της
εννομης σχεσης και διάπλασης της αποφασης στις διαφορες ουσιας απο οτι εχει ο
δικαστης στις ακυρωτικες διαφορες.

Ο δικαστης της ουσιας μπορει να ελεγξει τον τροπο με τον οποιο η διοικηση υπαγάγει
τα πραγματικα περιστατικα της Διοικησης, σε αοριστες νομικες εννοιες.Σε
ακυρωτικες διαφορες, ο δικαστης κρινει μονο την αιτιολογια των πραξεων. Ενω ο
δικαστης της ουσιας, ελεγχει και την ουσια της διαφορας. Μεγαλυτερη εξουσια
ελεγχου, εχει ο δικαστης της ουσιας.

iii. Κριτική θεώρηση ενόψει της νεότερης νομοθεσίας & νομολογίας

Ο δικαστής ουσίας μπορεί να παρέμβει στην έννομη σχέση και να


μεταρρυθμίσει/τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη. Στις ακυρωτικές διαφορές
ο δικαστής μπορεί να ακυρώσει, να εξαφανίσει εν όλω ή εν μέρει την
προσβαλλόμενη πράξη. Αν πρόκειται για παράλειψη, ο δικαστής παραπέμπει την

46
πράξη στο αρμόδιο όργανο.

Ετσι, οι διαφορες ουσιας, χαρακτηριζονται απο μεγαλυτερη εξουσια διαμορφωσης


της.Αν δεν εχουμε αυξημενη δικαστικη προστασια απο τον νομο τοτε προκειται για
ακυρωτικη διαφορα (γενικο τεκμηριο ακυρωτικων διαφορων).Αυτο το
κριτηριο,ειναι το επικρατεστερο.(πχ διαφορες ουσιας εχουμε οταν υπαρχει αξιωση για
παροχη).

Ο Α ζηταει χορηγηση αδειας για καφετερια,η διοικηση αρνειται να του παράσχει την
αδεια,(διαφορα ουσιας),παρολα αυτα του την χορηγησε.

Ο Β που ενοχλειται απο τον θορυβο θελει να ασκησει ενδικο βοηθημα κατα της
αδειας του μπαρ.=> Οι διαταξεις που διεπουν τα καταστηματα υγειονομικου
ενδιαφεροντος,για τους τριτους, οι διαφορες αυτες ειναι ακυρωτικες χαριν του
δημοσιου συμφεροντος.

Με νεο ομως νομο, και για τους τριτους προκειται διαφορας ουσιας, με κριτηριο την
φυση και την σπουδαιότητα της διαφορας. Αν ομως, δεν προβλέπεται διαφορα
ουσιας, για τους τριτους προκειται για ακυρωτικη διαφορα. ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΙΝΑΙ ΤΙ
ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ. Δηλαδή, αναλυτικότερα: Το ουσιαστικό κριτήριο πλέον
έχει επικουρικό χαρακτήρα. Υπάρχουν όρια στην παρέμβαση του νομοθέτη; Με βάση
το ΣτΕ, ο νομοθέτης σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορεί να δημιουργήσει διαφορά
πλήρους δικαιοδοσίας. Κριτήριο συνιστά η φύση και η σπουδαιότητα της διαφοράς
(95 παρ1 Σ). Το Σύνταγμα σε κάποιες περιπτώσεις απαγορεύει στον νομοθέτη να
χαρακτηρίσει κάποιες διαφορές ως διαφορές ουσίας:

Α. προσβολή κανονιστικής πράξης: όταν ασκεί κανονιστική αρμοδιότητα η


διοίκηση, η αμφισβήτηση της νομιμότητάς της εκδικάζεται μόνο με τη δικονομία των
ακυρωτικών διαφορών, διότι εάν είχε την εξουσία ο δικαστής να μεταρρυθμίσει
κανονιστική πράξη, εάν δηλαδή ο δικαστής ασκούσε έλεγχο ουσίας, τότε στην
πραγματικότητα θα νομοθετούσε, γεγονός αντισυνταγματικό -43 παρ3 Σ. Άρα η
προσβολή κανονιστικών πράξεων γίνεται μόνο ενώπιον του ΣτΕ με αίτηση
ακυρώσεως λόγω της φύσης και της σπουδαιότητάς τους.
Οι ατομικες πραξεις, εξαρτωνται απο τον νομοθετη,μπορει να προβλεψει διαφορα
ουσιας ή ακυρωτικη διαφορα.

Β.απαγορεύεται η δημιουργία διαφοράς ουσίας από τον δικαστή και όταν ενόψει του
σύμφωνα με τον νόμο αντικειμένου της προσβαλλόμενης πράξης, των προϋποθέσεων
που απαιτούνται για την έκδοσή της, του χαρακτήρα της έρευνας βάση της οποίας
διαπιστώνονται οι προϋποθέσεις αυτές και των συνεπειών που θα επέφερε η
μεταρρύθμιση της πράξης, η δημιουργία διαφοράς ουσίας θα ήταν αντίθετη με την
αρχή της διάκρισης των λειτουργίας.

Αυτή η περίπτωση βέβαια είναι εξαιρετική. Δεν αίρεται ο κανόνας ότι ο τυπικός
νόμος αποφασίζει τον χαρακτήρα της διαφοράς.

47
!!Δηλαδή, στις πραξεις της Διοικησης,δημιουργουνται ακυρωτικες διαφορες,
αλλιως ο δικαστης της ουσιας, εχει ευρυτερες εξουσιες ελεγχου, θα ασκουσε αντι για
την Διοικηση την διακριτικη της ευχερεια, η οποια ανηκει στην εκτελεστικη
εξουσια.Αρα στις πραξεις της διακριτικης ευχερειας, εχουμε ακυρωτικη διαφορα.
Αν τρίτος επικαλεστεί παραβίαση της νομοθεσίας, αντλεί από τη νομοθεσία αυτή
έννομο συμφέρον εξ αντανακλάσεως. Αυτός ο τρίτος (βάσει νομολογίας) ασκεί
αίτηση ακυρώσεως.
Κατά της άρνησης χορήγησης άδειας, για τον τρίτον δεν δημιουργείται δικαίωμα
αλλά έννομο συμφέρον γι αυτό μπορεί να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως, εκτός αν ο
νόμος παρέμβει και ορίσει ότι και ο τρίτος θα μπορεί να ασκήσει προσφυγή ουσίας.

δ. Οι βασικές κατηγορίες διοικητικών διαφορών ουσίας σύμφωνα με την


ισχύουσα νομοθεσία

Ν.1406/83 (νομοθεσία για διαφορές ουσίας)→ απαριθμηση διαφορων ουσιας: γενική


ρήτρα με βεβαιωτικό χαρακτήρα/ σημειωτέον ότι η απαρίθμηση εδώ ενδεικτική, όχι
εξαντλητική
a. διαφορες ως προς την λειτουργιας αδεια καταστηματος υγειονομικου
ενδιαφεροντος,
b. διαφορες ως προς την κυκλοφορια οχηματων,
c. διαφορες μεταλλειων - λατομειων,
d. διαφορες περιφερειακων και δημοτικων εκλογων
e. διαφορες απο πειθαρχικες κυρωσεις που επιβαλλονται απο επαγγελματικους
οργανισμους,
f. φορολογικες διαφορες,
g. !!διαφορες που απορρεουν απο διοικητικες συμβασεις → διαφορές
ουσίας είναι οι διοικητικές διαφορές από τη διοικητική εκτέλεση
(διάσπαρτες διατάξεις, ότι δεν υπάγεται εδώ είναι ακυρωτική διαφορά-
γενικό τεκμήριο ακυρωτικής αρμοδιότητας ΣτΕ),
h. !!διαφορες που βρισκουμε στο άρθρο 7 Ν.702/77,
i. !!κοινωνικοασφαλιστικες διαφορες.
j. από προνιακες διαφορες(διαφορα ουσιας).
k. ΠΡΟΣΟΧΗ:Το άρθρο 11 του Κωδικα Αναγκαστικων Απαλλοτριωσεων ως
προς την αρση ρυμοτομικες αναγκαστικων απαλλοτριωσεων(διαφορα
ουσιας).# Η πραξη κηρυξης ομως αναγκαστικης απαλλοτριωσης δημιουργει
ακυρωτικη διαφορα.
l. Ως προς την επιβολη προστιμων καθε ειδους (διαφορα ουσιας).

31/10/2023- 7η διάλεξη
(αρ.7 Ν 702/1977→ διαφορές ουσίας)

48
ε. Ακυρωτικές διαφορές που εκδικάζονται από τα τακτικά διοικητικά
δικαστήρια αρ. 1 Ν 702/1977 → απαρίθμηση ακυρωτικών διαφορών που έχουν
υπαχθεί στα διοικητικά εφετεία: κάποιες ακυρωτικές διαφορές δικάζονται
από τα τριμελή διοικητικά Εφετεία (μεταφέρθηκαν από το ΣτΕ εφόσον το ΣτΕ
το επέτρεψε) – ενδεικτική απαρίθμηση
➔ πχ διορισμός και υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων του
Δημοσίου/ προσοχή στην εξαίρεση της παρ2 του ίδιου άρθρου
➔ διαφορές από την παραμονή στη χώρα-πράξεις απέλασης μη Ενωσιακών
αλλοδαπών: διοικητικές ακυρωτικές διαφορές που δικάζονται από τα
τριμελή διοικητικά πρωτοδικεία
Έννομη προστασία εκτός της προσφυγής ουσίας και της αίτησης
ακυρώσεως(διαπλαστικές αγωγές) έχουμε με την καταψηφιστική αγωγή (αίτημα για
καταψήφιση σε χρηματική παροχή) και με την αναγνωριστική αγωγή (αίτημα για
αναγνώριση χρηματικής οφειλής του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ). Η αγωγή και στις δύο
αυτές περιπτώσεις συνιστά ένδικο βοήθημα ουσίας- έχουμε διαφορά ουσίας.

Όλες οι διαφορές που αφορούν αιτήματα για χρηματική παροχή, είναι διαφορές
ουσίας. Διαφορές ουσίας είναι αυτές που απορρέουν από την εκτέλεση των
διοικητικών συμβάσεων όπως προαναφέραμε και στο δ΄.

!!Προσοχή, διαφορές κατά την ανάθεση των ακυρωτικών συμβάσεων (στη διαδικασία
που προηγείται της εκτέλεσης) είναι ακυρωτικές διαφορές (αυτό μας το λέει η θεωρία
των αποσπαστών συμβάσεων)

Το δημόσιο & τα ΝΠΔΔ δε μπορούν να επιλέγουν όποιον αντισυμβαλλόμενο θέλουν,


αλλά πρέπει να υπάρχει μία διαγωνιστική διαδικασία με βάσει ορισμένα κριτήρια.
Αυτό ξεκινάει με την προκήρυξη, η οποία είναι μία κανονιστική διαδικασία, όπου η
διοίκηση περιγράφει τη διαδικασία που θα ακολουθήσει & το περιεχόμενο της
σύμβασης. Έπειτα, ακολουθούν οι προσφορές των αντισυμβαλλομένων για να
καταλήξει όλη αυτή η διαδικασία σε μία ατομική πράξη ανάθεσης. Όλες αυτές οι
πράξεις προσβάλλονται ακυρωτικά στο διοικητικό εφετείο, επειδή είναι αποσπαστές
πράξεις.
!!Εξαίρεση, οι συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα που προσβάλλονται στο ΣτΕ.

αρ 7 παρ.1 περ. α΄Ν 702/1977 → Για το δημοσιοϋπαλληλικό προσωπικό


δημιουργούνται διαφορές ουσίας όσον αφορά τις αποδοχές τους, ενώ ως προς το
διορισμό και υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων του
Δημοσίου/ προσοχή στην εξαίρεση της παρ2 του ίδιου άρθρου δημιουργούνται
ακυρωτικές διαφορές.

Ακυρωτικές διαφορές
(!!)
Οι ακυρωτικές διαφορές κατά κανόνα ανήκουν στην αρμοδιότητα του ΣτΕ (95 παρ.1
α΄Σ) και μόνο κατ’εξαίρεση ανήκουν στην αρμοδιότητα των τ.δ.δ. (95 παρ.3 Σ). Το
αντίθετο ισχύει για τις διαφορές ουσίας.

49
Αν δεν προβλέπεται κάτι ειδικό (:δηλαδή, αν δεν υπάρχει κάποια εξαιρετική/ειδική
διάταξη) οι ακυρωτικές διαφορές δικάζονται από το ΣτΕ, αυτό κατοχυρώνεται στο
αρ.95 παρ.1 περ. α΄Σ: γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας του ΣτΕ.
Δεν καθορίζει το αίτημα του ενδίκου βοηθήματός μας το περιεχόμενο της διαφοράς.
Δεν είναι ο αιτών έννομη προστασία αυτος που υπαγάγει τις διαφορές ουσίας σε
ακυρώσεως. Αν έχουμε ακυρωτική μπορεί να διεκδικήσει μόνο την ακύρωση.
Αυτό προκύπτει από την κατηγορία στην οποία υπάγεται η διαφορά. αν είναι ουσίας
τότε μόνο μπορεί να ζητήσει και την τροποποίηση
Η κοινή νομοθεσία -προκειμένου να ελαφρύνει το ΣτΕ- έχει υπαγάγει πολλές
ακυρωτικές διαφορές, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ιδίως στα
διοικητικά εφετεία. Δες στο αρ. 1 Ν 702/1977 → απαρίθμηση ακυρωτικών
διαφορών που έχουν υπαχθεί στα διοικητικά εφετεία.

!!Πολλή προσοχή:
● Αν έχουμε προσωπικό δημοσίου για υποθέσεις που αφορούν το
διορισμό του, την απόλυση & γενικά την υπηρεσιακή τους κατάσταση
→έχουμε ακυρωτική διαφορά
● Αν έχουμε προσωπικό ιδιωτικού δικαίου→εξετάζουμε αν έχουμε
ακυρωτική διαφορά:
○ αν έχουμε διοικητική διαφορά, πάμε στα διοικητικά εφετεία με αίτηση
ακυρώσεως (αρ. 7 παρ.1 περ. γ΄Ν 702/1977)
○ αν δεν έχουμε ιδιωτική διαφορά, πάμε στα πολιτικά δικαστήρια: με ποιο
κριτήριο διαπιστώνουμε αν έχουμε διοικητική ή πολιτική διαφορά;
βλέπουμε αν η πρόσληψη έγινε με ειδική διοικητική διαδικασία**

Βασικές ακυρωτικές διαφορές που υπάγονται στα εφετεία διαφαίνονται στο αρ. 1
παρ.1 περ.δ΄, περ.θ΄,περ. η΄, περ. ζ΄ Ν 702/1977.

!! Πολλή πολλή προσοχή: (εξαίρεση της εξαίρεσης)


Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο νομοθέτης, σπάει αυτό το νόμο & “επιστρέφει”
ορισμένες ακυρωτικές διαφορές στην αρμοδιότητα του ΣτΕ:
- Πράξεις που αφορούν προαγωγή στην ανώτατη βαθμίδα της
υπαλληλικής ιεραρχίας (είναι η βαθμίδα του γενικού διευθυντή) →αυτές
οι ακυρωτικές διαφορές υπάγονται όχι στο διοικητικό εφετείο, αλλά στο
ΣτΕ.
- Επίσης, διαφορές που αφορούν την εκλογή & την υπηρεσιακή κατάσταση των
καθηγητων α΄βαθμίδας στο πανεπιστήμιο υπάγονται στο ΣτΕ(:#ενώ, για
επίκουρο ή αναπληρωτή καθηγητή, τουτέστιν κατώτερες βαθμίδες, αρμόδιο
είναι το διοικητικό εφετείο)
- διαφορές υπαγόμενες στην αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων
(η μόνη διοικητική διαφορά υπαγόμενη σε διοικητικό πρωτοδικείο)→αρ.
15 Ν 3068/2002 (αφορούν την προσβ ατομ διοικ πράξεων που

50
εκδίδονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των αλλοδαπών, πχ
άρνηση θεώρησης εισόδου, άρνηση χορήγησης παραμονής, διοικητική
απέλαση, επιβολή περιορισμών που αφορούν στην εγκατάσταση ή
στην παραμονή σε ορισμένη παραμονή της χώρας.!!Όλες αυτές οι
ατομικές διοικητικές πράξεις υπάγονται στα διοικητικά πρωτοδικεία,
με εξαίρεση τις πράξεις εκείνες που αφορούν την εφαρμογή του
ενωσιακού δικαίου, οι οποίες προσβάλλονται ακυρωτικά στο ΣτΕ.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6 → Τα ένδικα βοηθήματα στη διοικητική δικονομία: Η αίτηση


ακυρώσεως - Η προσφυγή ουσίας - Η ανακοπή του ΚΕΔΕ (Κώδικας Είσπραξης
Δημοσίων Εσόδων) - Η αγωγή

Ποιο ένδικο μέσο ασκούμε;


→ Προσφυγή ουσίας: όταν έχουμε διοικητική πράξη που δημιουργεί διαφορά ουσίας
→ Αίτηση ακυρώσεως: όταν έχουμε διοικητική πράξη στο πλαισιο εννομης σχέσης
που δημιουργεί ακυρωτική διαφορά

51
Στη διοικητική δικονομία έχουμε 3 βασικά ένδικα βοηθήματα & μερικές παραλλαγές
τους:

αίτηση ακυρώσεως με ΠΔ 18/1989



→προσφυγή ουσίας (+ανακοπή) με ΚΔΔικ
↘αγωγή με ΚΔΔικ

Κατά εν γένει διοικητικών πράξεων, έχουμε 2 ένδικα βοηθήματα:


1. αίτηση ακυρώσεως (κατά διοικητικών πράξεων όταν η διαφορά είναι
ακυρωτική) →με ΠΔ 18/1989
2. προσφυγή ουσίας (κατά διοικητικών πράξεων όταν η διαφορά είναι ουσίας)
Αυτά τα 2 πρώτα ένδικα βοηθήματα δημιουργούν δίκες in rem→δίκες κατά
διοικητικής πράξης & επιζητούν την ακύρωσή της ή στην περίπτωση της
προσφυγής ουσίας την ακύρωση ή τροποποίηση της προσβαλλόμενης
πράξης. Επίσης, είναι διαπλαστικά:στρέφονται κατά διοικητικής πράξης &
επιδιώκουν τη διάπλαση της έννομης σχέσης με την ακύρωση ή την
τροποποίησή της →με ΚΔΔικ
a. Παραλλαγή της προσφυγής ουσίας (ουσιαστικά είναι ειδική περίπτωση
προσφυγής ουσίας), είναι η ανακοπή κατά πράξεων διοικητικής εκτέλεσης
→ με 216 επ. ΚΔΔικ & με ΚΕΔΕ.
3. Εντελώς διαφορετικό ένδικο βοήθημα είναι η αγωγή: η ιδιαιτερότητα της
αγωγής έγκειται στο ότι δεν στρέφεται κατά διοικητικής πράξης & δεν έχει ως
αντικείμενο την ακύρωση ή τη μεταρρύθμιση της διοικητικής πράξης. Με την
αγωγή, μπορεί να ζητήσει κανείς μόνο χρήματα από δημόσιο ή ΝΠΔΔ →με
την αγωγή κάποιος μπορεί να έχει μόνο χρηματική αξίωση(εν αντιθέσει,
στην πολιτική δίκη, με την αγωγή μπορούμε να ζητήσουμε οτιδήποτε).

Ειδικότερα, το αίτημα της αγωγής στη διοικητική δικονομία, μπορεί να διακριθεί είτε
σε καταψηφιστικό (όταν ζητάει καταδίκη του δημοσίου ή του ΝΠΔΔ σε χρηματική
παροχή), είτε σε αναγνωριστικό(να αναγνωριστεί από το δικαστήριο ότι υποχρεούται
το εναγόμενο δημόσιο ή ΝΠΔΔ να καταβάλει τη χρηματική παροχή).
→επομένως, με την αγωγή μπορούμε να ζητήσουμε μόνο αναγνώριση ή
καταψήφιση χρηματικής αξίωσης.

Όπως είπαμε, όταν έχουμε ακυρωτικη διαφορά → ασκούμε αίτηση


ακυρώσεως: επομένως, τώρα θα εξετάσουμε το κεφάλαιο εκδίκασης των
ακυρωτικών διαφορών
ΕΝΟΤΗΤΑ 7 → Η εκδίκαση των ακυρωτικών διαφορών: Οι προϋποθέσεις
του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως - Οι λόγοι ακυρώσεως - Η συμμετοχή
τρίτων στην ακυρωτική δίκη (παρέμβαση & τριτανακοπή) - Σύνθετες δίκες

52
(ομοδικία & συνάφεια) - Η κατάργηση της ακυρωτικής δίκης - Η συζήτηση της
υπόθεσης στο ακροατήριο - Η ακυρωτική απόφαση & οι συνέπειές της

Η αίτηση ακυρώσεως γεννήθηκε μαζί με το ΣτΕ. Έχει συνταγματική κατοχύρωση


στο άρθρο 95 παρ1 περίπτωση α’ του Συντάγματος και είναι ιστορικά το πρώτο
ένδικο βοήθημα. Με αυτό κατέστη δυνατός ο έλεγχος και η ακύρωση παράνομων
διοικητικών πράξεων.

Η αίτηση ακυρώσεως, έχει 2 διανοητικά στάδια, το στάδιο του παραδεκτού στο οποίο
ελέγχεται να πληρούνται οι δικονομικές προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος & το
στάδιο του βασίμου, το οποίο αφορά τους 4 λόγους ακυρώσεως και στο οποίο
εξετάζεται αν σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο αποδίδεται πράγματι στον αιτούντα
η αξίωση που επικαλείται. Προσοχή: για να περάσω στο στάδιο του βάσιμου και να
το εξετάσω, πρέπει το ένδικο βοήθημα που έχω ασκήσει να μην έχει απορριφθεί ως
απαράδεκτο στο στάδιο του παραδεκτού.

α. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως:

Ελέγχονται οι δικονομικές προϋποθέσεις, ελέγχεται αν το ένδικο βοήθημα πληροί


τους δικονομικούς όρους για να εξεταστεί στην ουσία. Στο παραδεκτό, το
αντικείμενο είναι δικονομικό, ελέγχονται οι δικονομικές προϋποθεσεις. Αν το ένδικο
βοήθημα πληροί όλες τις δικονομικές προϋποθέσεις, τότε το δικαστήριο θα εξετάσει
την ουσία (στάδιο του βάσιμου), αν είναι παράνομη ή όχι η πράξη. Αν δεν πληροί τις
δικονομικές προϋποθέσεις, το δικαστήριο δε θα εξετάσει καθόλου τη βασιμότητα της
υπόθεσης & κρίνει το ένδικο βοήθημα απαράδεκτο (ακόμα κι αν είναι εξόφθαλμα
παράνομη η πράξη).

Στο παραδεκτό εξετάζονται 2 κατηγορίες υποθέσεως: οι γενικές & οι ειδικές


προϋποθέσεις. Όλες εξετάζονται αυτεπαγγέλτως. Οι γενικές προϋποθέσεις αφορούν
όλα τα ένδικα βοηθήματα (& τα μέσα), ενώ οι ειδικές μόνο την αίτηση ακυρώσεως.
Οι ειδικές προϋποθέσεις διακρίνονται περαιτέρω σε υποκειμενικές &
αντικειμενικές.

Διαγραμματικά:
Γενικές δικονομικές προϋποθέσεις Ειδικές δικονομικές προϋποθέσεις

53
● ικανότητα διαδίκου Αντικειμενικές Υποκειμενικές
● ικανότητα δικ παράστασης ● φύση της προσβ ● έννομο
● δικαιοδοσία πράξης συμφέρον
● αρμοδιότητα ● έλλειψη αιτούντος
παράλληλης ● η τήρηση
προσφυγής δικονομικής
προθεσμίας που
τυχόν
προβλέπεται
● η άσκηση τυχόν
ενδικοφανούς
προσφυγής (!!)

Γενικές δικονομικές προϋποθέσεις:


● η ικανότητα διαδίκου → συνδέεται με την ικανότητα δικαίου
○ ικανότητα διαδίκου έχουν όλα τα φυσικά & νομικά πρόσωπα
● η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως: η ικανότητα να ενεργώ δικαστικές
πράξεις στο όνομά μου- αυτή η ικανότητα σχετίζεται με τη δικαιοπρακτική
ικανότητα, επομένως ένας ανήλικος μπορεί να είναι διάδικος, όμως τις
διαδικαστικές πράξεις τις ενεργούν αυτοί που έχουν τη γονική μέριμνα)
○ ικανότητα δικαστικής παράστασης, στην αίτηση ακυρώσεως, έχουν και
οι ενώσεις προσώπων
● δικαιοδοσία
● αρμοδιότητα (καθ’ύλη & κατά τόπον)
● η ικανότητα δικολογείν: δικηγόροι & …? (κατ’εξαίρεση, αυτή την ικανότητα
την έχουν οι διάδικοι μόνο στις κοινωνικοασφαλιστικες διαφορές)

*Η πληρεξουσιότητα είναι γενική προϋπόθεση, αλλά κρίνεται στη συζήτηση, μέχρι


τότε τεκμαίρεται ότι υπάρχει.

Και σε ειδικές:
i. Προσβολή εκτελεστής πράξης διοικητικής αρχής (1η προϋπόθεση παραδεκτού)
● αρ. 45 παρ.1 ΠΔ 18/1989 →απορρέει ευθέως από το αρ. 95 παρ.1 περ.α΄ &
αρ. 90 παρ.6 Σ: με αίτηση ακυρώσεως προσβάλλονται μόνο οι εκτελεστές
πράξεις των διοικητικών αρχών & έχει ως αντικείμενο μόνο τη νομιμότητα
μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης επομένως, πρέπει να πρόκειται για
εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής (αν πχ έχουμε όργανο της δικαστικής
εξουσίας, ακόμα κι αν έχουμε ρύθμιση περιεχομένου διοικητικού δικαίου, δεν
προσβάλλεται παραδεκτά με αίτηση ακυρώσεως- θέλουμε εκτελεστική
εξουσία & διοικητική αρχή)
● πρέπει να έχουμε πράξη που πληροί το οργανικό κριτήριο (: δηλαδή, πράξεις
οργάνου δημοσίου δικαίου)

54
● πρέπει να έχουμε εκτελεστή πράξη (=δηλαδή, πράξη που παράγει αμέσως &
ευθέως έννομες συνέπειες, η οποία έχει νομική ρύθμιση & μεταβάλλει το
νομικό κόσμο)
● Η διοικητική πράξη προέρχεται από όργανο του κράτους ή ΝΠΔΔ και
μονομερώς επιφέρει μεταβολές στο νομικό κόσμο κινούμενη εντός του
διοικητικού δικαίου. Είναι εξωστρεφής και μονομερής. Παράγει ευθέως
νομικές συνέπειες μεταβάλλοντας τον νομικό κόσμο.
!!οι κανονιστικές πράξεις προσβάλλονται παραδεκτά με αίτηση
ακυρώσεως
Οι πράξεις ιδιωτών δεν είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Το ίδιο ισχύει και
για πράξεις οργάνων ΝΠΙΔ (εξαίρεση τα διφυή νομικά πρόσωπα). Οι πράξεις
δικαστικών οργάνων δεν πληρούν το οργανικό κριτήριο- δεν υπόκεινται σε
αίτηση ακυρώσεως. Θέλουμε πράξη διοικητικής αρχής. Ούτε ο τυπικός νόμος
δεν υπόκειται σε αίτηση ακυρώσεως. Ο ουσιαστικός νόμος (κανονιστική
διοικητική πράξη) προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως στο ΣτΕ.

!!Δεν προσβάλλονται παραδεκτά με αίτηση ακυρώσεως οι πράξεις που στερούνται


αυτά τα χαρακτηριστικά:
- Βεβαιωτικές πράξεις: (πρόσεξε τη διαφορά με τις πράξεις πληροφοριακού
χαρακτήρα, εκεί η διοίκηση παρέχει μία βεβαίωση με κάτι) πράξεις με
τις οποίες η διοίκηση εμμένει στην αρχική ρύθμιση & αρνείται να
μεταβάλλει την αρχική της απόφαση. Η απλή απόρριψη αιτήσεως
θεραπείας είναι βεβαιωτική πράξη → προσβάλλεται με απλή
διοικητική προσφυγή (όχι με αίτηση ακυρώσεως). !!προσοχη, κατ’
εξαίρεση η απόρριψη αιτήσεως θεραπείας, προσβάλλεται με αίτηση
ακυρώσεως & όχι με απλή προσφυγή, όταν η διοίκηση προβαίνει σε νέο
έλεγχο του πραγματικού της υπόθεσης, δηλαδή όταν τα εξετάζει εκ νέου τα
πραγματικά περιστατικά & δε μένει απλώς στην εξέταση του νομικού, καθώς
τότε έχουμε εκτελεστή πράξη

#Διάκριση διαπιστωτικών πράξεων → εδώ έχουμε διάταξη νόμου


που περιγράφει ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες αν
πληρούνται, τότε αυτοδικαίως εκ του νόμου επέρχονται
συγκεκριμένες έννομες συνέπειες (π.χ. η θητεία όλων των
οργάνων διοίκησης που θα έληγε 31.08.2023 παρατείνεται ως την
31.08.2024- αυτή η πράξη που διαπιστώνει ότι πληρούνται οι
όροι της παραπάνω διάταξης, είναι διαπιστωτική, και επομένως
επέρχεται η αυτοδίκαιη παράταση της θητείας). Οι διαπιστωτικές
πράξεις επειδή περιέχουν εφαρμογή του κανόνα δικαίου σε
συγκεκριμένη. περίπτωση έχουν πάντοτε εκτελεστό χαρακτήρα.

#Πράξεις πληροφοριακού χαρακτήρα → (π.χ. αν ζητήσουμε από


πολεοδομία ποιά είναι τα δικαιολογητικά που χρειάζονται για

55
την έκδοση μίας άδειας), πιστοποιητικά (βεβαιώνουν για
ορισμένα περιστατικά). Η άρνηση όμως της διοίκησης να εκδώσει
πιστοποιητικό ή βεβαίωση έχει εκτελεστό χαρακτήρα στο μέτρο που
εμποδίζει μετέπειτα διοικητική διαδικασία.
πχ να του αρνειται πιστοποιητικό και εξαιτιας αυτού να μην μπορεί να
κάνει αίτηση σε ενα πανεπιστήμιο.Η άρνηση της διοίκησης μπορεί να
επιφέρει έννομες συνέπειές, την παρεμπόδιση άσκησης δικαιώματος. Η
βεβαίωση επομένως είναι πληροφοριακό έγγραφο και δεν έχει
εκτελεστότητα, όμως η άρνηση χορήγησης είναι εκτελεστή πράξη
(π.χ. πιστοποιητικό βαθμολογίας- πληροφορεί, δεν είναι εκτελεστή
πράξη. Η άρνηση όμως της γραμματείας, μπορεί να παρεμποδίσει για
παράδειγμα την εγγραφή μας σε πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών,
επομένως είναι εκτελεστή)
- Οι πράξεις που αφορούν το εσωτερικό της διοίκησης: (πχ, εγκύκλιοι, διαταγές,
οδηγίες προϊσταμένων): είναι μορφή εσωτερικών διαταγών της διοίκησης, και
στερούνται εκτελεστικού χαρακτήρα επειδή απευθύνονται στο εσωτερικό του
διοικητικού μηχανισμού & δεν μεταβάλλουν τις σχέσεις της διοίκησης με τους
ιδιώτες

Τα μέτρα εσωτερικής τάξεως δεν εντάσσονται εδώ. Αυτά είναι μέτρα


πειθαρχικά, με πολύ μικρές συνέπειες σε εκείνον που επιβάλλονται, που
έχουν ως σκοπό την διασφάλιση της καλής λειτουργίας της υπηρεσίας (πχ
ποινές αποβολής που δεν υποχρεώνουν σε αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος ή
επανάληψη σχολικού έτους – σε αυτές έχουμε εκτελεστότητα // μέτρο
εσωτερικής τάξεως θεωρείται η στέρηση εξόδου σε εφέδρους, ενώ στο
μόνιμο προσωπικό του στρατού η ποινή αυτή έχει πειθαρχικό χαρακτήρα και
είναι εκτελεστή. Πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται σε δημοσίους
υπαλλήλους είναι πάντοτε εκτελεστές – επηρεάζουν τον υπηρεσιακό τους
φάκελο.

- Όλες οι προπαρασκευαστικές πράξεις της διοίκησης: (πχ γνωμοδοτήσεις,


κλήση σε ακρόαση του ιδιώτη) είναι πράξεις που δε ρυθμίζουν κάποια πράξη,
αλλά οδηγούν τη διαδικασία προς ρύθμιση
!!όταν έχουμε σύνθετη διοικητική ενέργεια, έχουμε περισσότερες
εκτελεστές πράξεις(είναι όλες οι πράξεις, εκτελεστές) και κάθε μία από
τις πράξεις της σύνθετης περιέχει νομική ρύθμιση και στη συνέχεια,
βγαίνει μία επόμενη και η προηγούμενη ενσωματώνεται σε αυτή,
χάνοντας την εκτελεστότητά της →οι πράξεις της σύνθετης διοικητικής
ενέργειας ΔΕΝ είναι προπαρασκευαστικές & έχουν εκτελεστότητα-δεν
εντάσσονται εδώ.

!!Προσοχή, όσον αφορά τις γνωμοδοτήσεις, έχουμε εξαίρεση: όταν ο νόμος


προβλέπει σύμφωνη γνώμη και η διοίκηση εκδίδει αρνητική, επειδή η

56
αρνητική γνώμη της διοίκησης δεν επιτρέπει στο άτομο να προχωρήσει στις
ενέργειες που θέλει (πχ θέλουμε σύμφωνη γνώμη για ανέγερση μιας
πολυκατοικίας & η διοίκηση εκδώσει αρνητική γνώμη)

6/11/2023 - 8η διάλεξη
Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας
π.χ. Αίτηση για οικοδομική άδεια
Είναι εκτελεστή πράξη η απόρριψη του αιτήματος για έκδοση οικοδομικής άδειας;
Είναι διότι παράγει έννομα αποτελέσματα απαγορεύοντας στον ιδιώτη να
οικοδομήσει.
Αν η διοίκηση σιωπά, πάλι ο ιδιώτης δεν μπορεί να χτίσει. Καταρχήν δεν θα
μπορούσαμε να ζητήσουμε δικαστική προστασία, αφού απαιτείται πράξη της
διοίκησης και η σιωπή δεν αποτελεί πράξη. Εδώ υπάρχει μία κατά πλάσμα δικαίου
διοικητική πράξη.

Το κενό δικαστικής προστασίας που θα υπήρχε μας το καλύπτει το άρθρο 45 παρ4


ΠΔ 18/1989. Δημιουργείται δηλαδή σιωπηρή (πλασματική) απορριπτική πράξη, η
οποία υπόκειται σε αίτηση ακυρώσεως. Η πράξη αυτή λέγεται παράλειψη νόμιμης
οφειλόμενης ενέργειας. Για να υπάρχει, πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
π.χ. Στο παραπάνω παράδειγμα η Διοίκηση σιωπά και δεν απαντά καθόλου. Θα
υπήρχε κενό δικαστικής προστασίας αφού και με το να μην κάνει τίποτα η Διοίκηση
πάλι ο ιδιώτης δεν μπορεί να χτίσει. Αυτό το κενό το καλύπτει το αρ. 45 παρ. 4
Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (αρ. 45 παρ. 4 ΠΔ 18): προσβάλλεται μία
πλασματική διοικητική πράξη. Είναι ιδεατό κατασκεύασμα του νομοθέτη πο
συνάγεται από τη σιωπή της διοίκησης, προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση
αιτήσεως ακυρώσεως. Η ακυρωτική απόφαση έναντι παράλειψης οφειλόμενης
ενέργειας έχει διαπλαστικό χαρακτήρα τυπικά – ακυρώνει μία πλασματική άρνηση. Η
θεωρία υποστηρίζει ότι είναι τυπικά μόνο ακυρωτική και διαπλαστική απόφαση.
Κανονικά είναι καταψηφιστική – υποχρεώνει τη διοίκηση να εκδώσει τη διοικητική
πράξη που ζήτησε ο ιδιώτης. Η διοίκηση υποχρεούται να εκδώσει την πράξη που
παρέλειψε να εκδώσει.
Προϋποθέσεις παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας
1. Να έχει υποβάλλει ο ιδιώτης αίτηση για τη ρύθμιση έννομης σχέσης,
αίτηση δηλαδή για την έκδοση εκτελεστής πράξης. Αν ζητήσει από τη
Διοίκηση πληροφορίες ή μία υλική ενέργεια (π.χ. απομάκρυνση
απορριμμάτων), δεν δημιουργεί παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας

2. Η αίτηση πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου (εμπρόθεσμη


υποβολή στο αρμόδιο όργανο, με όλα τα νόμιμα δικαιολογητικά).

57
3. Η αίτηση πρέπει να αφορά πράξη για την έκδοση της οποίας, η διοίκηση έχει
δέσμια αρμοδιότητα, να υποχρεούται δηλαδή για την έκδοση της. Αν η
διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια, τότε δεν υπάρχει παράλειψη οφειλόμενης
νόμιμης ενέργειας

4. Πρέπει να έχει παρέλθει ορισμένος χρόνος από την υποβολή του


αιτήματος, όπως προβλέπεται στο νόμο, μέσα στην οποία δεν ενήργησε η
Διοίκηση. Αν ο νόμος δεν ορίζει κάποια ειδική προθεσμία, το άρθρο 45 παρ
4 παρέχει ως επικουρική προθεσμία το τρίμηνο.

Ειδικά ζητήματα για την παράλειψη της νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας

➔ Συνήθως αφορά ατομική διοικητική πράξη. Για τις κανονιστικές


πράξεις(στις οποίες η διοίκηση συνήθως έχει διακριτική ευχέρεια) η
νομολογία στηρίζει ότι κατά κανόνα δεν δημιουργούν παράλειψη νόμιμης
οφειλόμενης ενέργειας με εξαίρεση (ΣτΕ) όταν από την εξουσιοδοτική
διάταξη (43 παρ2 Σ) για την έκδοση της κανονιστικής πράξης προκύπτει
υποχρέωση της διοίκησης να εκδώσει κανονιστική πράξη εντός μάλιστα
ορισμένης προθεσμίας. Τότε η μη τήρηση αυτής της προθεσμίας δημιουργεί
παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας που προσβάλλεται παραδεκτά με
αίτηση ακυρώσεως.
➔ Οι πράξεις που εκδίδονται με διακριτική ευχέρεια της διοίκησης δεν
προσβάλλονται ως π.ο.ν.ε. με αίτηση ακυρώσεως. Εδώ δημιουργείται κενό
στη δικαστική προστασία. Για να καλυφθεί το κενό αυτό, το ΣτΕ
διαμόρφωσε μια παραλλαγή της π.ο.ν.ε. νομολογιακά: η διοίκηση οφείλει να
αποφανθεί με πράξη της, είτε αρνητικά, είτε θετικά, στις περιπτώσεις που η
πράξη συνδέεται με συνταγματικά δικαιώματα του αιτουμένου και εκδίδεται
με διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, ώστε η πράξη να υπόκειται σε αίτηση
ακυρώσεως μετά (φαίνεται η αιτιολογία).

Η προθεσμία αυτή αφορά την προθεσμία για την έκδοση της πράξης, για την άσκηση
της αρμοδιότητας της Διοίκησης.
● Τι γίνεται όταν ο νόμος δεν προβλέπει αιτήσεις του ιδιώτη σε ορισμένες
διαδικασίες από τις οποίες εξαρτάται δικαίωμα του ιδιώτη; Κατ’ εξαίρεση εδώ
μπορούμε να έχουμε π.ο.ν.ε. χωρίς αίτημα του ιδιώτη.
● Αν το αίτημα υποβληθεί σε αναρμόδιο όργανο, το αναρμόδιο όργανο
υποχρεούται να παραπέμψει στο αρμόδιο με όλα τα δικαιολογητικά και τότε
ξεκινά η προθεσμία για τη συναγωγή της παράλειψης.
Το άρθρο 45 παρ4 (π.ο.ν.ε.) διαφέρει από το άρθρο 45 παρ2 (σιωπηρή απόρριψη
ενδικοφανούς προσφυγής), παρόλο που οι προϋποθέσεις τους μοιάζουν.
Μια ανυπόστατη διοικητική πράξη δεν προσβάλλεται παραδεκτά με αίτηση
ακυρώσεως. Δεν καλύπτονται από το τεκμήριο νομιμότητας. Ανυπόστατη μπορεί
να είναι μια πράξη λόγω έλλειψης συστατικού τύπου, μη δημοσίευσης στο ΦΕΚ,

58
έκδοσης από κατά κλάδο αναρμόδιο διοικητικό όργανο -πχ εκδίδεται η πράξη από
όργανο άλλου υπουργείου από αυτό που είναι αρμόδιο. Σφετερισμός δημόσιας
εξουσίας οδηγεί σε ανυπόστατη διοικητική πράξη.
Κατ’ εξαίρεση, προσβάλλονται παραδεκτά και ανυπόστατες διοικητικές πράξεις για
λόγους ασφάλειας δικαίου. Αυτό συμβαίνει για τις κανονιστικές πράξεις. Οι
ατομικές διοικητικές ανυπόστατες πράξεις κατ’ εξαίρεση προσβάλλονται παραδεκτά
όταν η διοίκηση τις έχει εκτελέσει ή όταν από το φάκελό τους προκύπτει ότι
επίκειται η εκτέλεσή τους.

Η νομολογία έχει διευρύνει λίγο το περιεχόμενο του αρ. 45 παρ. 4:


1η εξαίρεση : η προθεσμία τρέχει από τότε που θα έπρεπε να ενεργήσει η διοίκηση.
Η κάμψη του κανόνα είναι ότι μπορεί κατ’ εξαίρεση να κινείται από τη διενέργεια
πράξης του οργάνου η οποία πρέπει να εκδίδεται αυτεπαγγέλτως (π.χ. υποβολή
αιτήματος από τον Υπ. Δικαιοσύνης για τους εκπαιδευτικούς)
2η εξαίρεση- Ο νομοθέτης δίνει στη Διοίκηση ορισμένη διακριτική ευχέρεια. Έτσι η
διοίκηση δεν παραλείπει να εκδώσει την πράξη που ζήτησε ο ιδιώτης. Για να
παραχθεί η δυνατότητα δικαστικής προστασίας, διαμορφώθηκε μία άλλη μορφή
παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η παράλειψη της διοίκησης να
αποφανθεί αιτιολογημένα, είτε θετικά είτε απορριπτικά στο αίτημα (χολή παράλειψη
οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας)
π.χ. άδεια για εργαστήριο ακτινολογικό- Για τη λήψη της άδειας απαιτείται πράξη της
διοίκησης, η οποία πρέπει να ελέγξει τον εξοπλισμό και το αν τα μηχανήματα θα
βλάπτουν τους γύρω. Αν η Διοίκηση εδώ δεν απαντάει δεν υπάρχει παράλειψη της
διοίκησης να χορηγήσει την άδεια, καθώς δεν έχει δέσμια αρμοδιότητα, αφού
κρίνεται από αξιολογικές κρίσεις. Έτσι η νομολογία έχει προβλέπει την χολή
παράλειψη, την παράλειψη δηλαδή να ασκήσει την αρμοδιότητας να αποφανθεί στο
αίτημα του ιδιώτη.
Τί γίνεται αν η Διοίκηση εκδώσει ρητή απορριπτική πράξη μέχρι την συζήτηση
της υπόθεσης;
αρ. 45 παρ. 4 Π.Δ. 18/1989- Ενώ εκκρεμεί η αίτηση ακυρώσεως έχουμε ρητή
απόρριψη. Ο νόμος εδώ ορίζει ότι αν έχει ασκηθεί παραδεκτώς η αίτηση ακυρώσεως,
τότε η απορριπτική πράξη λογίζεται ως συμπροσβαλλόμενη, χωρίς να στερείται ο
ιδιώτης της εκ νέου προσβολής της.
Εάν όμως δεν έχουμε ασκήσει παραδεκτά την αίτηση ακυρώσεως: Μας ενδιαφέρει
για την κίνηση της προθεσμίας.
αρ. 45 παρ. 5 ΠΔ 18/1989 - Κυβερνητικές πράξεις και διαταγές
Βάσει του άρθρου ρητώς εξαιρούνται από την δυνατότητα προσβολής με αίτηση
ακυρώσεως, διότι είναι πράξεις που ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής
εξουσίας, πράξεις δηλαδή ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας που ασκείται με πολιτικά
κριτήρια σύμφωνα με το νόμο.Η θεωρία των κυβερνητικών πράξεων ερμηνεύεται

59
συσταλτικά. Ως κυβερνητική χαρακτηρίζεται μία πράξη από το ΣτΕ, όχι από τον
νομοθέτη. Ο αριθμός των κυβερνητικών πράξεων είναι κλειστός.

Στην περίπτωση βέβαια του άρθρου 45 παρ5 αποκλείεται το δικαίωμα έννομης


προστασίας του άρθρου 20 παρ1 Σ.

Για τον χαρακτηρισμό μίας πράξης ως κυβερνητικής, δε μας ενδιαφέρει το όργανο (δε
χρειαζόμαστε αναγκαστικά όργανο της κυβέρνησης).Σύμφωνα με την κλασσική
θεωρία, κυβερνητικές είναι οι πράξεις που εκδίδονται βάσει νομοθετικών διατάξεων
που απονέμουν στη διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια που ασκείται μόνο με
κριτήρια πολιτικής σκοπιμότητας. Η νομολογία θεωρεί ως κυβερνητικές τις πράξεις
που ανάγονται στη διαχείριση των διεθνών σχέσεων της χώρας (πχ αναγνώριση
κράτους, κήρυξη πολέμου κλπ). Δεν θεωρούνται κυβερνητικές οι πράξεις που
αφορούν την διοικητική απέλαση αλλοδαπού ή πολιτογράφηση αλλοδαπών αφού δεν
ανάγονται στις υποθεσεις διαχείρισης των διεθνών σχέσεων της χώρας, αλλά
αποτελούν διοικητικές διαφορές που δημιουργούν ακυρωτικές διαφορές στο
Μονομελές . Αυτές οι πράξεις προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως στα τριμελή
διοικητικά πρωτοδικεία.
Ομοίως η πράξη απονομής χάριτος από τον ΠτΔ δεν αποτελεί κυβερνητική πράξη και
προσβάλλεται παραδεκτά.
Κυβερνητικές θεωρούνται και οι πράξεις που ανάγονται στις σχέσεις συνταγματικών
οργάνων μεταξύ τους (π.χ. Π Δ περί διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών,
εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, προκήρυξη δημοψηφίσματος από τον ΠτΔ κατόπιν
πρότασης του Υπουργικού Συμβουλίου, εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον
ΠτΔ κλπ). Εδώ η θεωρία επισημαίνει ότι δεν έχουμε διοικητικές διαφορές, έχουμε
συνταγματικές διαφορές. Η Ελλάδα δεν έχει συνταγματικό δικαστήριο, με
αποτέλεσμα για τις διαφορές αυτές να μένουμε χωρίς δικαστή και οι διαφορές
εκφεύγουν και της διοικητικής δικαιοσύνης
Το άρθρο 45 παρ. 5 αποκλείει τη δικαστική ακύρωση των πράξεων αυτών με αίτηση
ακυρώσεως, αλλά όχι το να ζητήσει κάποιος αποζημίωση (άρθρο 4 παρ.5 Σ – αρχή
της ισότητας στα δημόσια βάρη). Δεν μιλάμε λοιπόν για δικαστική ασυλία των
κυβερνητικών πράξεων.

ii. Έννομο συμφέρον του αιτούντος ως υποκειμενική προϋπόθεση παραδεκτού


(2η προϋπόθεση παραδεκτού)
(αρ. 47 Π.Δ. 18/ 1989)
Είναι υποκειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού. Ο αιτών πρέπει να θεμελιώνει
έννομο συμφέρον για την προσβολή με αίτηση ακυρώσεως της διοικητικής πράξης.
Δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον για την επίκληση της νομιμότητας, αλλά πρέπει
παράνομη πράξη να πλήττει συμφέροντά μας που είναι έννομα. Απαιτείται δηλαδή
προσωπικός δεσμός ανάμεσα στην διοικητική πράξη και τον αιτούντα τη δικαστική
προστασία. Η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να βλάπτει τον αιτούντα έννομη

60
προστασία, ή διαφορετικά η ακυρωτική απόφαση να τον ευνοεί νομικά. Σύμφωνα
με το ΣτΕ, πρέπει να υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στην προσβαλλόμενη
πράξη και στον αιτούντα έννομη προστασία. Δεν αρκεί δηλαδή το ενδιαφέρον για την
τήρηση της νομιμότητας. Δεν υπάρχει λαϊκή αγωγή. Το έννομο συμφέρον σχετίζεται
και με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ1 Σ).
Μπορεί να τον βλάπτει είτε περιουσιακά είτε ακόμα και ηθικά, να βλάπτεται σε ένα
από τα αγαθά της προσωπικότητάς του. Πάντως πρέπει σε κάθε περίπτωση η βλάβη
να προκαλείται άμεσα από την προσβαλλόμενη πράξη και όχι από άλλη πράξη.
Αντιστρόφως η ακύρωση της πράξης πρέπει να προάγει τα συμφέροντά του.
Άρση του εννόμου συμφέροντος:
1. Όταν η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος του αιτούντος
τη δικαστική προστασία (π.χ.ο αιτών ζήτησε τον χαρακτηρισμό του κτιρίου
ως διατηρητέου, η διοίκηση εξέδωσε την πράξη και μετά ο αιτών πάει και
την προσβάλλει)
2. Όταν έχει δώσει ρητά τη συναίνεσή του ο ενδιαφερόμενος,
3. Όταν μετά την έκδοση της πράξης, ο αιτών δηλώνει την αποδοχή της
πράξης. Το έννομο συμφέρον προσβολής της πράξης τότε εκλείπει. Η
αποδοχή πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη, δεν χρειάζεται όμως να
δηλώνεται ευθέως, μπορεί να συνάγεται και από τη συμπεριφορά του
ενδιαφερομένου. Αρκεί βέβαια η αποδοχή να μην είναι προϊόν πλάνης,
απάτης ή απειλής (εξαναγκασμού). Η εκπλήρωση νόμιμης υποχρέωσης δεν
αποτελεί αποδοχή (πχ αποπληρωμή προστίμου). Η παραίτηση από το
δικόγραφο καταργεί τη δίκη, αλλά δεν συνιστά αποδοχή της
προσβαλλόμενης πράξης.

Χαρακτηριστικά εννόμου συμφέροντος


Άμεσο έννομο συμφέρον
Όταν η πράξη θίγει τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο και όχι κάποιο άλλο πρόσωπο, έστω
κι αν είναι του περιβάλλοντός του (π.χ. γονείς). Πράξη που πλήττει τα τέκνα ίσως
(όχι πάντα) πλήττει και τους γονείς με βάση τις νομικές τους υποχρεώσεις (π.χ. πράξη
με την οποία διατάσσεται αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος). Καταλείπονται συνέπειες
στους γονείς οπότε έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν και στο δικό τους όνομα
αίτηση ακυρώσεως.
Προσωπικό έννομο συμφέρον
Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι προσωπικό. Ο αιτών έννομη προστασία πρέπει
να θίγεται από ορισμένη νομική του ιδιότητα, την οποία ο νόμος συνδέει με την
παροχή δικαστικής προστασίας. (πχ αναγκαστική απαλλοτρίωση- δεν έχει ο
ενοικιαστής έννομο συμφέρον εδώ να κινηθεί κατά της πράξης κήρυξης
αναγκαστικής απαλλοτρίωσης/ ο νόμος εδώ θέλει να προστατέψει τα συμφέροντα του
ιδιώτη). Οι διατάξεις που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη διοικητική πράξη πρέπει
να προστατεύουν συμφέροντα του αιτουμένου δικαστική προστασία.
Αυτοί που εχουν ενοχικό δικαίωμα στο πράγμα δεν έχουν προσωπικό έννομο
συμφέρον. Προστατεύονται μόνο οι ιδιοκτήτες και όχι τρίτοι με ενοχικά δικαιώματα

61
(π.χ. Α έχει νοικιάσει σπίτι στον Β. Η διοίκηση κηρύσσει αναγκαστική απαλλοτρίωση
ώστε να περάσει δρόμος από εκεί. Μπορεί ο Β να προσβάλλει; όχι διότι δεν έχει
προσωπικό έννομο συμφέρον, έχει απλώς μισθωτικό δικαίωμα. Η βλάβη που
υφίσταται δεν είναι από μια νομική του ιδιότητα που προστατεύεται από τις διατάξεις
που προβλέπουν κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης , καθώς με αυτη αφαιρείται η
ιδιοκτησία και η προστασία παρέχεται στον ιδιοκτήτη και όχι στον κάτοχο.)

Υπάρχει ειδική νομοθεσία για το ποιοί έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση
οικοδομικής άδειας, στους οποίους περιλαμβάνονται οι όμοροι αλλά και όσοι
βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση, δηλαδή αυτός που μένει απέναντι.

Μπορεί κάποιος να επικαλεστεί ότι έχει έννομο συμφέρον για προσβολή παράνομης
πράξης επικαλούμενος ιδιότητά του που βασίζεται σε πράξη παράνομη- για τον ίδιο
κιόλας λόγο; (π.χ. ζητώ προσβολή οικοδομικής άδειας που έχει εκδοθεί για δασική
έκταση ως γείτονας – έχω χτίσει και εγώ μέσα σε δάσος). Σύμφωνα με το ΣτΕ, εδώ
έχουμε το τεκμήριο νομιμότητας για την οικοδομική άδεια του αιτούντος. Οι
διοικητικές πράξεις παράγουν κανονικά τα αποτελέσματά τους μέχρι να ακυρωθούν.
Το δικαστήριο δεν μπορεί παρεμπιπτόντως να ελέγξει τη νομιμότητα άλλης πράξης
στο πλαίσιο του ελέγχου του εννόμου συμφέροντος.
Ενεστώς έννομο συμφέρον
Τέλος, το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι ενεστώς: πρέπει δηλαδή να συντρέχει
σωρευτικά σε 3 χρονικά σημεία- κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, κατά
την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και κατά την εκδίκαση της αιτήσεως
ακυρώσεως.

7/11/2023 - 9η διάλεξη

Όταν ο αιτών δεν έχει μία τέτοια ιδιότητα στην οποία απευθύνεται ο νόμος, λείπει ο
προσωπικός χαρακτήρας του έννομου συμφέροντος. Για παράδειγμα, βγαίνει ένας
νόμος ο οποίος υποχρεώνει τους οδηγούς ταξί να μην καπνίζουν μέσα στο ταξί:
κάποιος ο οποίος δεν έχει αυτή την ιδιότητα & οδηγεί πειρατικά ένα ταξί, δε μπορεί
να προσβάλει αυτό το νόμο και να αιτηθεί δικαστικής προστασίας.

Ο προσωπικός χαρακτήρας του έννομου συμφέροντος κρίνεται πάντα με


βάση τις διατάξεις νόμου που θέλουμε να προσβάλλουμε → κοιτάμε ποια
ομάδα προσώπων επηρεάζουν.

Στις περιβαλλοντικές διαφορές το έννομο συμφέρον γίνεται ευρύτερα αντιληπτό, υπό


την έννοια, ότι ανάλογα με το μέγεθος του έργου & τις επιπτώσεις που θα επιφέρει
στην περιοχή, μπορεί να θεωρηθεί ότι και κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής μπορούν
να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως. Η ακτίνα βλάβης που θεμελιώνει το έννομο
συμφέρον στις περιβαλλοντικές διαφορές, είναι ευρύτερη.

62
Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι προσωπικό, έννομο & ενεστώς. Ο αιτούμενος
δικαστικής προστασίας πρέπει να βλάπτεται σε 3 σημεία καθώς το έννομο συμφέρον
ελέγχεται σε αυτά τα 3 σημεία:
1. Πρέπει να βλάπτεται κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (πχ στην
αναγκαστική απαλλοτρίωση, κατά την έκδοση της πράξης, ο αιτούμενος
πρέπει να είναι κύριος).
2. Πρέπει να βλάπτεται από την πράξη, κατά την άσκηση αιτήσεως
ακυρώσεως.
3. Πρέπει να συνεχίσει να βλάπτεται και κατά τη συζήτηση της αιτήσεως
ακυρώσεως (πχ στην περίπτωση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αν το
πουλήσει το οικόπεδο, πριν τη συζήτηση, δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον
γιατί θα έχει αποξενωθεί από το εμπράγματο δικαίωμα).
!!Αν έχει ασκηθεί ήδη αίτηση ακυρώσεως πριν την πώληση, ο διάδοχος μπορεί
να συνεχίσει τη δίκη με το ίδιο ένδικο βοήθημα (θα κάνει αίτηση συνέχισης
της δίκης).

Πάντως, σε κάθε περίπτωση για να έχουμε έννομο συμφέρον, πρέπει να μας βλάπτει η
ίδια η προσβαλλόμενη πράξη, όχι κάποια προηγούμενη ή κάποια επόμενη.

(οι κληρονόμοι υπεισέρχονται στη θέση του θανόντος)

Τι γίνεται με τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου & το έννομο


συμφέρον τους;

Διακρίνουμε 2 περιπτώσεις:
1. Υλικό έννομο συμφέρον: Η περίπτωση στην οποία η προσβαλλόμενη πράξη,
βλάπτει τα περιουσιακά συμφέροντα (η διοικητική πράξη προσβάλλει
υλικά έννομα αγαθά). Εδώ, δεν έχουμε πρόβλημα, όσον αφορά τις
πράξεις που βλάπτουν περιουσιακά αγαθά του νομικού προσώπου
δεν έχουμε διαφορά →έχουμε πάντα έννομο συμφέρον, καθώς ως
γνωστόν και τα νομικά πρόσωπα έχουν περιουσία.
2. Ηθική βλάβη εννόμου συμφέροντος: εδώ, προσβάλλονται άυλα αγαθά του
νομικού προσώπου. Στα νομικά πρόσωπα,υπάρχει πρόβλημα, όταν τίθεται
ζήτημα ηθικού έννομου συμφέροντος, διότι τα άυλα αγαθά συνδέονται με
φυσικά πρόσωπα: εδώ, κρίνουμε σε σχέση με τους καταστατικούς σκοπούς
των νομικών προσώπων.
a. Τα ΝΠΙΔ έχουν καταστατικά όπου προβλέπονται οι καταστατικοί
σκοποί τους (οι σκοποί τους καθορίζονται από το καταστατικό
τους) → αν η πράξη θίγει έναν από τους καταστατικούς τους
σκοπούς, τότε το ΝΠΙΔ έχει έννομο συμφέρον & μπορεί να την
προσβάλει.
b. Στα ΝΠΔΔ, οι σκοποί τους βρίσκονται στον ιδρυτικό τους νόμο (οι
σκοποί τους καθορίζονται από το νόμο). !!προσοχή, άλλο ο οργανισμός

63
ενός ΝΠΔΔ ο οποίος προβλέπει την εσωτερική διάρθρωση του
προσώπου
Το δικαστήριο ελέγχει στο πλαίσιο του ελέγχου του εννόμου συμφέροντος εάν
η προσβαλλόμενη πράξη εμπίπτει σε κάποιον από τους σκοπούς τους οποίους
υπηρετεί βάσει του καταστατικού το νομικό πρόσωπο.

Παραδείγματα:
1. Το περιβαλλοντικό έννομο αγαθό είναι συλλογικό. Σις περιβαλλοντικές
δίκες,κοιτάζουμε εάν στους σκοπούς του νομικού προσώπου, υπάρχει μνεία
για την προστασία του περιβάλλοντος, ιδίως στην περιοχή που
δραστηριοποιείται το νομικό πρόσωπο. Εάν έχουμε ένα περιβαλλοντικό
σωματείο που έχει σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος σε όλη την
επικράτεια της Ελλάδας, μπορούν να προσβάλλουν περιβαλλοντικές άδειες σε
όποια περιοχή της Ελλάδας κι αν εκδίδονται.
a. Όσον αφορά τα τοπικά σωματεία, πρέπει να εξετάσουμε αν ο σκοπός
του περιλαμβάνει την προστασία του περιβάλλοντος & αν εμπίπτει στο
πεδίο δράσης του.
2. Τα νομικά πρόσωπα έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν πράξεις
που προσβάλλουν τα επαγγελματικά συμφέροντα των μελών τους.
3. Τα πανεπιστήμια (ΝΠΔΔ) έχουν εκ του Συντάγματος ως σκοπό την έρευνα και
τη διδασκαλία. Έτσι, έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν οποιαδήποτε
διοικητική πράξη προσβάλλει τον χαρακτήρα τους.

Επαγγελματικά σωματεία
(πχ Σωματεία οδηγών ταξί) Τα σωματεία αυτά έχουν ως σκοπό την
προάσπιση & την προαγωγή των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών
τους → επομένως, μπορούν να προσβάλλουν οποιαδήποτε πράξη αφορά τα
μέλη τους, ακόμα κι αν δεν πλήττει όλα τα μέλη τους, ακόμα κι αν πλήττει ένα
μόνο μέλος τους: το σωματείο μπορεί να προσβάλλει την πράξη.

Τι γίνεται όμως όταν η πράξη πλήττει κάποια από τα μέλη, αλλά ευνοεί τα
συμφέροντα άλλων μελών; Το επαγγελματικό σωματείο δεν έχει δικαίωμα να
προσβάλει την πράξη, καθώς το σωματείο δε μπορεί να στρέφεται κατά των μελών
του- έστω και ορισμένων μελών του (είναι αδιάφορο τι αποφασίζει η συνέλευση του
σωματείου).
πχ ο νομοθέτης λέει ότι από τους οδηγούς ταξί κάποιοι δε μπορούν να μπουν στο
κέντρο της πόλης, ενώ κάποιοι άλλοι μπορούν

Το έννομο συμφέρον στις περιβαλλοντικές διαφορές

Έχουμε το 24 παρ1 Σ που κατοχυρώνει το συμμετοχικό δικαίωμα στο περιβάλλον.


Έτσι, ευρύτερος κύκλος προσώπων μπορεί να προσβάλλει πράξη που αφορά το
περιβάλλον, απλώς αναφερόμαστε σε πράξεις με τοπικό χαρακτήρα. Ως προς τα
φυσικά πρόσωπα, οι περίοικοι έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν τη σχετική
περιβαλλοντική άδεια. Το ΣτΕ τείνει να διευρύνει την έννοια του περιοίκου

64
λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του έργου και τις ιδιαίτερες συνθήκες. Ως προς τα
νομικά πρόσωπα, γίνεται αντιληπτό με ευρύτητα το έννομο συμφέρον, υπό την
έννοια ότι οι καταστατικοί σκοποί που σχετίζονται με τη μέριμνα του τόπου,
ενδιαφέρονται και για το περιβάλλον.
Υπάρχουν περιπτώσεις που το έννομο συμφέρον εκλείπει ή έχει
αποκλειστεί:
1. Όταν έχει δώσει ρητά τη συναίνεσή του ο ενδιαφερόμενος
2. Όταν η πράξη προκλήθηκε από τον αιτούντα (πχ ο αιτών ζήτησε τον
χαρακτηρισμό του κτιρίου ως διατηρητέου, η διοίκηση εξέδωσε την πράξη
και μετά ο αιτών πάει και την προσβάλλει)
3. Όταν μετά την έκδοση της πράξης, ο αιτών δηλώνει την αποδοχή της
πράξης. Το έννομο συμφέρον προσβολής της πράξης τότε εκλείπει. Η
αποδοχή πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη, δεν χρειάζεται όμως να
δηλώνεται ευθέως, μπορεί να συνάγεται και από τη συμπεριφορά του
ενδιαφερομένου. Αρκεί βέβαια η αποδοχή να μην είναι προϊόν πλάνης,
απάτης ή απειλής (εξαναγκασμού). Η εκπλήρωση νόμιμης υποχρέωσης δεν
αποτελεί αποδοχή (πχ αποπληρωμή προστίμου). Η παραίτηση από το
δικόγραφο καταργεί τη δίκη, αλλά δεν συνιστά αποδοχή της
προσβαλλόμενης πράξης.
Το έννομο συμφέρον ελέγχεται αυτεπαγγέλτως. Πρέπει να αποδειχθεί από τον
αιτούντα ένδικη προστασία στη νόμιμη προθεσμία, διαφορετικά η αίτηση είναι
απαράδεκτη.
Σύνθετη διοικητική ενέργεια και έννομο συμφέρον

Συνιστά σειρά αυτοτελών διοικητικών πράξεων, οι οποίες κατατείνουν στον


ίδιο σκοπό, αλλά η καθεμία προσβάλλεται στη δική της προθεσμία. Η
ιδιαιτερότητα της σύνθετης διοικητικής ενέργειας είναι ότι κάθε φορά που εκδίδεται
μια πράξη ενσωματώνονται σε αυτή οι προηγούμενες, οι οποίες χάνουν την
αυτοτέλειά τους. Εδώ έχουμε ορισμένες παρεκκλίσεις λοιπόν οι οποίες αφορούν την
εκτελεστότητά τους αλλά και τους λόγους για τους οποίους μπορεί κανείς να τις
προσβάλλει. Γενικά, το ελάττωμα «κουβαλιέται» : πχ προκήρυξη-επιλογή ανάμεσα
σε Α και Β-πράξη διορισμού: προσβάλλω την πράξη διορισμού του Α. Μαζί μπορώ
να προβάλλω και ελαττώματα της πράξης επιλογής. Αν προσβάλλω την πράξη
επιλογής και μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης εκδοθεί η πράξη διορισμού, τότε η
τελευταία προσβάλλεται ως συμπροσβαλλόμενη, γιατί η πράξη επιλογής χάνει την
εκτελεστότητά της όταν εκδίδεται η πράξη διορισμού.

!!Το έννομο συμφέρον ελέγχεται αυτεπαγγέλτως & πρέπει να αποδεικνύεται από τον
αιτούντα και αυτό πρέπει να γίνεται με την προσκόμιση των αναγκαίων εγγράφων
προαποδεικτικά, εντός ορισμένης προθεσμίας (εντός δηλαδή της νόμιμης
προθεσμίας), δηλαδή 6 πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, διαφορετικά η αίτηση
είναι απαράδεκτη).

65
iii. Προθεσμία άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως (3η προϋπόθεση παραδεκτού)

Είναι υποκειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως & τίθεται
χάριν της προστασίας της πράξης & της ασφάλειας δικαίου.

Οι διοικητικές πράξεις, προστατεύονται από το γενικό διοικητικό δίκαιο με το


τεκμήριο νομιμότητας → η διοικητική πράξη εξακολουθεί να ισχύει ακόμα κι
αν είναι παράνομη μέχρι να ακυρωθεί από το δικαστήριο. Υπάρχει μία
αποκλειστική προθεσμία άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία κατατείνει στην
ασφάλεια των εννόμων σχέσεων,προστατεύει τη διοικητική πράξη & οριοθετεί το
δικαίωμα δικαστικής μας προστασίας. Η προθεσμία ελέγχεται αυτεπαγγέλτως.

!!προσοχή, πρέπει να διακρίνουμε τη δικονομική αυτή προθεσμία, από προθεσμίες


ουσιαστικού δικαίου όπως η παραγραφή

Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι ο χρόνος λήξης της προθεσμίας και γι’αυτό μας
ενδιαφέρει ο χρόνος κίνησής της → για να υπολογίσουμε το χρόνο λήξης της.

Ο αιτών δεν χρειάζεται να περιμένει να ξεκινήσει η δικονομική αυτή προθεσμία για


να ασκήσει την αίτηση ακυρώσεως – το κρίσιμο είναι να μην έχει παρέλθει η
προθεσμία όταν ασκείται η αίτηση ακυρώσεως, αλλιώς η αίτηση ακυρώσεως
κρίνεται απαράδεκτη.

αρ. 46 ΠΔ 18/1989 → 60 ημέρες/ εκτός αν ο ενδιαφερόμενος κατοικεί στο


εξωτερικό: εκεί, κατ’εξαίρεση είναι 90 ημέρες

Οι 60 ημέρες (90 για την αλλοδαπή) ξεκινούν για τις κανονιστικές πράξεις από τη
δημοσίευσή τους με τον προσήκοντα τρόπο (ΦΕΚ), ενώ για τις ατομικές διακρίνουμε
ανάλογα με το αν είναι δημοσιευτέες ή όχι. Για τις πρώτες (ο νόμος αναφέρει ρητά
πότε μια ατομική πράξη είναι δημοσιευτέα), η προθεσμία ξεκινά από τη δημοσίευση
με την επιφύλαξη ότι για αυτόν που η πράξη αφορά άμεσα η προθεσμία εκκινεί με
την κοινοποίηση της πράξης. Στις μη δημοσιευτέες, η προθεσμία ξεκινάει με την
κοινοποίησή τους ή αλλιώς από την πλήρη γνώση της πράξης.
Κανονιστικές διοικητικές πράξεις
Δημοσίευση: κατά τεκμήριο ο νόμος προβλέπει τη δημοσίευση στο ΦΕΚ, άρα η
προθεσμία ξεκινά από την ημερομηνία που φέρει το ΦΕΚ. Σε ορισμένες περιπτώσεις
η ημερομηνία του ΦΕΚ είναι διαφορετική από την ημέρα κυκλοφορίας, οπότε και η
προθεσμία θα ξεκινήσει από την πραγματική κυκλοφορία.
Πρέπει να εξετάσουμε αν έχουμε συνταγματικά θεμιτό τρόπο δημοσίευσης. Αν
είναι συνταγματικά θεμιτός ο τρόπος δημοσίευσής της, τότε ο χρόνος εκκίνησης της
προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως προθεσμίας, ξεκινά από τη δημοσίευσή της. (πχ
κρίθηκε ότι δεν αποτελεί συνταγματικό τρόπο δημοσίευσης της πράξης, το
καρφίτσωμα της πράξης σε πίνακα ανακοινώσεων) Στην περίπτωση αυτή, αυτό που
μας ενδιαφέρει είναι ότι αν δεν έχει γίνει νόμιμη δημοσίευση, η πράξη προσβάλλεται

66
παραδεκτά, επειδή είναι ανυπόστατη και οι ανυπόστατες πράξεις, προσβάλλονται
οποτεδήποτε. Μία ανυπόστατη πράξη δεν παράγει έννομες συνέπειες, όμως
από τη φύση της δεν παύει να είναι εκτελεστή → μπορεί να παράγει έννομες
συνέπειες.

Ατομικές διοικητικές πράξεις


Διακρίνονται σε 2 κατηγορίες:

● Δημοσιευτέες → για να αποκτήσουν νόμιμη υπόσταση, πρέπει να


δημοσιευτούν (πχ πράξεις διορισμού ή πράξεις κήρυξης αναγκαστικής
απαλλοτρίωσης) : πριν τη δημοσίευσή τους είναι ανυπόστατες
○ Στις ατομικές πράξεις γενικού περιεχομένου ή γενικής εφαρμογής, ο
κανόνας είναι ότι η προθεσμία για όλους, ξεκινά από τη δημοσίευση.
● Υπόλοιπες πράξεις που δεν είναι δημοσιευτέες → ο κανόνας για τις ατομικές
πράξεις, είναι να μην είναι δημοσιευτέες: στις μη δημοσιευτέες, η
προθεσμία προσβολής τους ξεκινάει από την κοινοποίηση της
πράξης. !!Η κοινοποίηση εδώ, δεν είναι όρος του υποστατού της πράξης,
όπως είναι για τις δημοσιευτέες, η δημοσίευση, χωρίς την οποία είναι
ανυπόστατες. Αν δεν έχει γίνει κοινοποίηση στον αιτούντα, τότε η
προθεσμία προσβολής της ατομικής πράξης όταν δεν είναι δημοσιευτέα,
ξεκινάει από την πλήρη γνώση της πράξης
○ Τι είναι η κοινοποίηση; αυτό που είναι κρίσιμο εδώ, είναι να
βεβαιώνεται σε έγγραφο, ο χρόνος κατά τον οποίο παρέλαβε την
προσβαλλόμενη πράξη ο ιδιώτης → για να έχω κοινοποίηση,
πρέπει να έχω έγγραφο
○ Πότε έχω πλήρη γνώση της πράξης; ο ιδιώτης πρέπει να ξέρει όχι μόνο
ότι υπάρχει η πράξη, αλλά πλήρως το περιεχόμενο της πράξης →
δηλαδή, ο ιδιώτης πρέπει να έχει γνώση του διατακτικού & του
αιτιολογικού της απόφασης.Αν με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν
ότι εκδόθηκε η πράξη, ή αν μου το είπε ο γείτονας, αυτό δεν είναι
πλήρη γνώση της πράξης.
Επειδή όμως αυτό, εν τοις πράγμασι, είναι δύσκολο να αποδειχθεί, η
νομολογία χρησιμοποιεί ορισμένα κριτήρια* → προερχόμενα από το
φάκελο της υπόθεσης (φάκελος της υπόθεσης σημαίνει= το σύνολο
των εγγράφων που τηρούνται στη διοίκηση σε σχέση με τη
διοικητική πράξη).

*Ποια είναι τα κριτήρια που αποδεικνύουν πλήρη γνώση της πράξης;


1. Η άσκηση οποιασδήποτε διοικητικής προσφυγής κατά της πράξης αυτής
(απλή, ενδικοφανής κλπ).

67
2. Επίσης, πλήρης γνώση, τεκμαίρεται από την άσκηση άλλης αιτήσεως
ακυρώσεως από τον αιτούνται από την οποία παραιτήθηκε.
3. Η νομολογία συνάγει τεκμήριο πλήρους γνώσης της πράξης, από υλικές
ενέργειες εκτέλεσης της πράξης, οι οποίες θα έπρεπε να έχουν γίνει
αντιληπτές από τον αιτούντα (πχ στην οικοδομική άδεια, αρχίζει και χτίζεται
το κτήριο)
4. Πλήρης γνώση τεκμαίρεται όταν έχει παρέλθει μακρύς χρόνος από την
έκδοση της πράξης σε συνδυασμό με το εύλογο ενδιαφέρον του αιτούντος &
την εξέλιξη της υπόθεσης.
για παράδειγμα: Εκδίδεται η πράξη, προβλέπεται ενδικοφανής
προσφυγή, ο αιτών ασκεί την προσφυγή και μετά από 4 μήνες εκδίδεται
απορριπτική απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής, η οποία είναι
εκτελεστή πράξη πάντοτε βάσει αρ. 45 παρ.2 ΠΔ 18/1989. Έρχεται
τώρα ο αιτών και μετά από 2 χρόνια ασκεί αίτηση ακυρώσεως επί της
εκτελεστής αυτής απόφασης → το δικαστήριο θα πει ότι από το εύλογο
ενδιαφέρον για την εξέλιξη της υπόθεσης, σε συνδυασμό με το μακρύ
χρονικό διάστημα που πέρασε, η αίτηση ακυρώσεως θα κριθεί
εκπρόθεσμη καθώς τεκμαίρεται πλήρης γνώση.

Ειδική περίπτωση συνιστά το άρθρο 19 Α Ν4014/2001: αφορά την έγκριση


περιβαλλοντικών όρων – είναι άδεια στην ουσία. Αναρτάται σε ειδικό διαδικτυακό
τόπο. Για αυτήν από τη στιγμή της ανάρτησης τεκμαίρεται πλήρης γνώση για όλους.

13/11/2023- 10η διάλεξη

Επανάληψη:
Συνεχίζουμε με την προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως: η άσκηση αιτήσεως
ακυρώσεως στα διοικητικά πρωτοδικεία έχει προθεσμία 30 ημέρες όσον αφορά την
εφαρμογή του δικαίου κατάστασης αλλοδαπών (είναι εξαιρετική ρύθμιση που
υπερισχύει της γενικής ρύθμισης).

Για τις ατομικές διοικητικές πράξεις, η προθεσμία ξεκινάει από τη κοινοποίηση, για
όλους τους υπόλοιπους τρίτους, η προθεσμία ξεκινάει από τη πλήρη γνώση της
πράξης.

Μη δημοσιευτέες ατομικές διοικητικές πράξεις → εδώ η προθεσμία ξεκινά και


πάλι από την κοινοποίηση: αν δεν έχει γίνει κοινοποίηση, η προθεσμία ξεκινάει
από τότε που ο αιτών έλαβε πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης.

!!Μπορεί να προσβληθεί δικονομικά πράξη και πριν αρχίσει η προθεσμία της, αρκεί
να είναι υποστατή η πράξη. Ο χρόνος έναρξης της προθεσμίας μας ενδιαφέρει
αποκλειστικά για να δούμε πότε παύει η προθεσμία → πότε δηλαδή, παύει το
δικαίωμα άσκησης αίτησης ακυρώσεως.

68
Αν ασκήσει κανείς αίτηση ακυρώσεως κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας πριν
συντελεστεί η παράλειψη, εδώ δεν τίθεται θέμα προθεσμίας προσβολής της πράξης,
αλλά θέμα του αν έχει όντως γίνει η παράλειψη. Είναι παραδεκτή η αίτηση
ακυρώσεως όταν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία να απαντήσει το όργανο της
διοίκησης; όχι, είναι πρόωρη αίτηση ακυρώσεως & απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

!!Η παραγραφή είναι συγκεκριμένος θεσμός που ανήκει στο ουσιαστικό δίκαιο, δε
μας ενδιαφέρει καθόλου εδώ, ρυθμίζεται στον ΑΚ. Η προθεσμία άσκησης αιτήσεως
ακυρώσεως, δεν έχει καμία σχέση, είναι δικονομική προθεσμία.

ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ

Το ΠΔ δεν έχει ειδική διάταξη άρα ανατρέχουμε στις γενικές διατάξεις του δικαίου
περί αναστολής προθεσμιών. Με τη λήξη του γεγονότος που είχε επιφέρει την
αναστολή η προθεσμία που είχε ανασταλεί συνεχίζεται.
Η προθεσμία αιτήσεως ακυρώσεως - όπως όλες οι δικονομικές προθεσμίες- υπόκειται
σε ορισμένους λόγους αναστολής. Αναστολή = όσο διαρκεί η αναστολή, όσο διαρκεί
το γεγονός που κατά το νόμο επιφέρει αναστολή της προθεσμίας, η προθεσμία δεν
τρέχει. Όταν λήξει ο χρόνος αναστολής, η προθεσμία συνεχίζει να μετράει.

1η περίπτωση αναστολής:
Έχουμε κατά το νόμο- αρ.11 κατά τον κώδικα περί δικών του δημοσίου,αναστολή
κατά την περίοδο των θερινών δικαστικών διακοπών (δε λέγονται πλέον
δικαστικές διακοπές με τον κώδικα του 2022, απλώς είθισται να περιγράφεται έτσι).
Από 1η Ιουλίου έως 15η Σεπτεμβρίου, αναστέλλονται όλες οι προθεσμίες άσκησης
ενδίκων βοηθημάτων & ενδίκων μέσων υπέρ & κατά του δημοσίου.
Η μέρα έναρξης της προθεσμίας είναι η επόμενη του γεγονότος που εκκινεί την
προθεσμία. Μετράνε όλες οι μέρες – και οι αργίες. Όταν η προθεσμία λήγει σε
μέρα εξαιρετέα (ΣΚ ή αργία), τότε η λήξη της προθεσμίας μεταφέρεται στην
επόμενη μέρα. Προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως δεν μπορεί να διακοπεί δύο
φορές. Μπορεί όμως να διακοπεί και να ανασταλεί. Αν έχουμε ομοδικία, η
προθεσμία μετρά για τον καθένα ξεχωριστά.

→ Κανονιστική πράξη δημοσιεύεται στις 28 Ιουνίου στο ΦΕΚ → πότε λήγει η


προθεσμία άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως: υπολογίζοντας τις θερινές
δικαστικές διακοπές, έχουμε 2 ημέρες από τον Ιούνιο (έως 30 Ιουνίου) +
αναστολή από 1η Ιουλίου έως 15η Σεπτεμβρίου + 58 ημέρες που είναι ο
κανόνας για τις κανονιστικές πράξεις και απομένουν επειδή πέρασαν οι 2
ημέρες από τις 28 Ιουνίου→ η προθεσμία λήγει 12 Νοεμβρίου

→ Κανονιστική πράξη δημοσιεύεται 2 Ιουλίου, πότε λήγει η προθεσμία


αιτήσεως ακυρώσεως; 14η Νοεμβρίου

69
→ Κανονιστική πράξη δημοσιεύεται 16 Αυγούστου →λήγει 14 Νοεμβρίου

!!Οποτεδήποτε κι αν έχει εκδοθεί η κανονιστική πράξη στο διάστημα 1η Ιουλίου- 15η


Σεπτεμβρίου & επομένως, οποτεδήποτε έχει ξεκινήσει η προθεσμία προσβολής της,
δε μας ενδιαφέρει επειδή έχει εκδοθεί στο διάστημα των δικαστικών διακοπών και
επομένως, λήγουν όλες 14 Νοεμβρίου- πρόσεχε εδώ!.

2η περίπτωση αναστολής:
Προκύπτει από γενική αρχή του δικαίου →Αναστέλλεται η λήξη (!!προσοχή,
μόνο η λήξη) της προθεσμίας αιτήσεως ακυρώσεως όταν κατά το χρόνο λήξης της
προθεσμίας συντρέχει γεγονός ανωτέρας βίας. Το ΣτΕ ερμηνεύει με φειδώ την
ανωτέρα βία. Βάσει του ΣτΕ πρέπει να είναι ένα γεγονός τέτοιο που να εμποδίζει τον
αιτούντα να επιμεληθεί των υποχρεώσεών του, δίνοντας εντολή σε δικηγόρο να
υπογράψει το δικόγραφο. Άρα, η ανωτέρα βία κρίνεται στο πρόσωπο του αιτούντος
έννομη προστασία. Εδώ, παρατείνεται η προθεσμία & λήγει όταν παρέλθει αυτό το
γεγονός ανωτέρας βίας.

Η νομολογία λέει ότι όταν παρέλθει αυτό το γεγονός ανωτέρας βίας, ο


ενδιαφερόμενος πρέπει να ασκήσει την αίτηση αμελλητί (: άμεσα, χωρίς
καθυστέρηση) μέσα σε 2- 3 ημέρες. Αν παρέλθει μακρύς χρόνος από τη λύση του
γεγονότος ανωτέρας βίας, τότε η αίτηση θα απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Ποιοι λόγοι δικαιολογούν αναστολή της λήξης της προθεσμίας;


Όπως αναφέραμε, η νομολογία εδώ είναι πολύ αυστηρή, καθώς θέλει να
προστατεύσει την αποκλειστική προθεσμία. Χρειάζεται να είναι ένα περιστατικό που
τον εμποδίζει να έχει συναίσθηση των πραττομένων του, τον εμποδίζει να πάρει
τηλέφωνο τον δικηγόρο του για να του πει να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως→
πχ σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα μυοκαρδία.
Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου δε δικαιολογεί την αναστολή της λήξης,
καθώς δε θεωρείται ότι έχει απώλεια της συναίσθησής του ο ενδιαφερόμενος. Αν
είναι σχιζοφρενής και έχει ένα επεισόδιο, τότε δικαιολογείται.
Αν για παράδειγμα, γίνει μία φυσική καταστροφή και χάσω μόνο εγώ το σπίτι μου, δε
δικαιολογείται, αν όμως είναι φυσική καταστροφή που πλήττει όλη τη χώρα για την
αναστολή χρειάζεται να εκδοθεί κανονιστική πράξη της διοίκησης.

ΔΙΑΚΟΠΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ

αρ. 46 παρ.2 ΠΔ 18/1989 → υπάρχουν κάποια γεγονότα τα οποία διακόπτουν


την προθεσμία. Μετά το πέρας των γεγονότων αυτών η προθεσμία ξεκινά από την
αρχή, σε αντίθεση με την αναστολή της προθεσμίας, όπου εκεί η προθεσμία απλώς
συνεχίζει.

!!Γεγονότα που διακόπτουν την προθεσμία είναι η άσκηση διοικητικής προσφυγής


εκτός της ενδικοφανούς προσφυγής, δηλαδή η άσκηση απλής διοικητικής προσφυγής

70
(δεν έχει προθεσμία) και ειδικής προσφυγής νομιμότητας (εντός προθεσμίας). Μόνο
αυτές οι 2 διακόπτουν την προθεσμία, όχι η ενδικοφανής.

Η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής δεν διακόπτει την προθεσμία της αιτήσεως


ακυρώσεως. Η διακοπή διαρκεί για το χρονικό διάστημα το οποίο με βάση το
ουσιαστικό δίκαιο χρειάζεται η διοίκηση για να αποφανθεί.

Αν ο νόμος δεν ορίζει κάτι άλλο, η διακοπή μπορεί να διαρκέσει το πολύ 30 ημέρες –
αν η διοίκηση κοινοποιήσει νωρίτερα νέα απόφαση, από την επόμενη μέρα ξεκινά
να τρέχει νέα προθεσμία.

!!Η νομολογία ορίζει ότι η διακοπή αυτή επέρχεται μόνο άπαξ → αν δηλαδή,
ασκήσουμε ξανά & ξανά προσφυγές κατά της ίδιας πράξης, δεν επέρχεται
διακοπή της προθεσμίας.

!!Πόσο κρατάει η διακοπή; → για όσο χρόνο προβλέπει το ουσιαστικό δίκαιο ότι
έχει χρόνο να αποφανθεί επί της προσφυγής η διοίκηση: επομένως, ελέγχουμε τις
διατάξεις που προβλέπουν την προσφυγή και κοιτάμε την προθεσμία διασκέψεως
(το χρόνο που διατίθεται στη διοίκηση για αποφανθεί) που έχει η διοίκηση να
αποφανθεί επί της προσφυγής → τόσο χρόνο κρατά η διακοπή.

● Αν δεν υπάρχει κάποια διάταξη στο ουσιαστικό δίκαιο & δεν αποφανθεί η
διοίκηση, τότε η διακοπή διαρκεί κατά ανώτατο όριο 30 ημέρες. Μετά αρχίζει
νέα προθεσμία από την επομένη.

● Αν η διοίκηση αποφανθεί εντός του χρονικού διαστήματος (ή εντός των 30


ημερών) λήγει η διακοπή της προθεσμίας, από το χρόνο κοινοποίησης της
απάντησης της διοίκησης επί της διοικητικής προσφυγής.

!!Για να επιφέρει τα αποτελέσματά της η διακοπή της προθεσμίας πρέπει: Η


διοικητική προσφυγή να έχει ασκηθεί νόμιμα εντός της προθεσμίας της οποίας
προβλέπεται (πχ αν έχουμε ειδική προσφυγή νομιμότητας → πρέπει να έχει
ασκηθεί στο αρμόδιο όργανο & εμπρόθεσμα)- πρόσεχε εδώ

!!Ας δούμε αναλυτικότερα την ειδική προσφυγή νομιμότητας: η πράξη απόρριψης της
ειδικής προσφυγής νομιμότητας έχει πάντα εκτελεστό χαρακτήρα βάσει του ΣτΕ.
Όμως, αυτή η πράξη που εκδίδεται μετά, αν και έχει εκτελεστό χαρακτήρα δε
μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς και αυτό οφείλεται στο εξής γεγονός → η
προθεσμία απόφανσης επί ειδικής προσφυγής νομιμότητας της διοίκησης
θεωρείται αποκλειστική. Αυτό γιατί, μετά την πάροδο προθεσμίας απόφανσης επί
της προσφυγής νομιμότητας δε μπορεί να κάνει κάτι άλλο η διοίκηση ακόμα κι αν
θέλει. Μόνο η τεκμαιρόμενη σιωπηρή άρνηση της διοίκησης επί της ειδικής
προσφυγής, μπορεί να προσβληθεί, δε μπορεί να προσβληθεί η ρητή ακόμα κι αν
γινοταν δεκτη η αίτηση ακυρώσεως δε θα μπορουσε να μου εκδώσει την πράξη που

71
να αποδεχεται το αίτημά μου διότι έχει γίνει κατά χρόνο αναρμόδιο & επειδή το
όργανο έχει χάσει την κατά χρόνον αρμοδιότητα να δεχθεί την ειδική προσφυγή
νομιμότητας. Το μόνο που μπορώ να προσβάλλω παραδεκτά είναι όταν περάσει το
χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο έπρεπε να αποφανθεί η διοίκηση.

(το έχασα λίγο, διάβασε παρακάτω θα το βρεις)


● ειδική προσφυγή νομιμότητας → διακοπή προθεσμίας → η διοίκηση δεν
αποφαίνεται στο διάστημα που πρέπει ή αποφαίνεται ρητά → δε μπορώ
να ασκήσω αίτηση ακυρώσεως αυτοτελώς επειδή πλέον με το πέρας της
προσφυγής το όργανο έχει καταστεί κατά χρόνο αναρμόδιο
● ειδική προσφυγή νομιμότητας → διακοπή προθεσμίας → η διοίκηση
απορρίπτει σιωπηρά → μπορώ να ασκήσω αίτηση ακυρώσεως
αυτοτελώς

Αντιθέτως, στην αίτηση θεραπείας, επειδή δεν υπάρχει αποκλειστική προθεσμία,


κατά κανόνα η ρητή απορριπτική πράξη δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, όμως αν έχει
επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά, τότε έχει εκτελεστό χαρακτήρα και μπορεί
να προσβληθεί αυτοτελώς.

● Ασκούμε αίτηση θεραπείας → έχουμε διακοπή της προθεσμίας → η


διοίκηση εκδίδει ρητή απορριπτική πράξη → έχουμε νέα προθεσμία
ξανά και μπορεί να ασκηθεί αυτοτελώς αίτηση ακυρώσεως.

Στις προσφυγές έχουμε 2 βασικούς κανόνες:


1. άσκηση προσφυγής σημαίνει τεκμήριο πλήρους γνώσεως
2. διακοπή της προθεσμίας ΕΚΤΟΣ!! αν η προσφυγή είναι ενδικοφανής (: αν
είναι ενδικοφανής δες αρ. 46 παρ.2 ΠΔ 18/1989)- πρόσεχε εδώ

ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ

→ Για να δούμε πώς κινείται & πώς μετράται η προσφυγή: εφαρμόζουμε τους
κανόνες του ΑΚ. Ο τρόπος μέτρησης προθεσμιών προκύπτει από τον ΑΚ. Αν η
τελευταία μέρα της προθεσμίας είναι εξαιρετέα, τότε παρατείνεται η προθεσμία &
λήγει με το πέρας της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

!!60 ημέρες δε σημαίνει 2 μήνες (όταν ο νόμος προβλέπει προθεσμία σε μήνες, τότε η
προθεσμία λήγει με την πάροδο της αντίστοιχης ημέρας μετά τον μήνα)

Κλείνουμε λοιπόν με την προϋπόθεση του παραδεκτού δημοσίας τάξης. Τώρα θα


εξετάσουμε την έλλειψη παράλληλης προσφυγής:

iv. Έλλειψη “παράλληλης” προσφυγής (4η προϋπόθεση παραδεκτού)

72
Ειδική αντικειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως:
σχετίζεται με τη διαμόρφωση του νόμου, όχι με το πρόσωπο του αιτούντα.

Αίτηση ακυρώσεως δεν ασκείται παραδεκτά όταν προβλέπεται η άσκηση άλλου


ενδίκου βοηθήματος, το οποίο οδηγεί σε ισοδύναμη δικαστική προστασία.

Ακυρωτική διαφορά έχουμε αν δεν παρέχεται αυξημένη δικαστική προστασία


με πρόβλεψη του νομοθέτη → αυτό είναι το τεκμήριο της αρμοδιότητας.

Όμως, αν ο νομοθέτης έχει προβλέψει αυξημένη δικαστική προστασία, δηλαδή αν ο


νόμος προβλέπει ουσιαστικό ένδικο βοήθημα που προβλέπει αυξημένη δικαστική
προστασία, τότε αυτό πρέπει να ασκηθεί και όχι η αίτηση ακυρώσεως. Το ένδικο αυτό
βοήθημα είναι η προσφυγή ουσίας.

Επίσης, εκτός από την προσφυγή ουσίας, προβλέπεται και η ανακοπή για πράξεις
διοικητικής εκτέλεσης. Και η προσφυγή & η ανακοπή είναι διπλαστικά ένδικα
βοηθήματα.

!!Η αγωγή ΔΕ ΣΥΝΙΣΤΑ παράλληλη προσφυγή διότι με την αγωγή δεν μπορούμε να
οδηγηθούμε στην εξαφάνιση διοικητικής πράξης αλλά μόνο σε αναγνώριση
χρηματικής οφειλής ή σε καταψήφιση χρηματικής παροχής.

Επομένως, για να έχει ο αιτών μεγαλύτερη δικαστική προστασία, δε θα


ασκήσει αγωγή, καθώς με την αγωγή μπορούμε να ζητήσουμε μόνο
χρηματική ικανοποίηση & όχι ακύρωση της πράξης → θα ασκήσει προσφυγή
ουσίας. Η ανακοπή είναι παράλληλη προσφυγή & απωθεί την αίτηση
ακυρώσεως και θεωρείται ότι παρέχει ισοδύναμη προστασία.

Στις εκλογικές διαφορές των ΟΤΑ, η ένσταση είναι παράλληλη προσφυγή.

!!Η ενδικοφανής προσφυγή ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ παράλληλη προσφυγή, επειδή είναι


διοικητική προσφυγή (όπως η ειδική προσφυγή & η αίτηση θεραπείας), δεν είναι
ένδικο βοήθημα(αν και οδηγεί σε εξαφάνιση της πράξης) & δε μπορούμε καν να
μιλάμε για δικαστική προστασία. Είναι διοικητική προσφυγή - αίτημα προς τη
διοίκηση να επανέλθει και να επανεξετάσει την πράξη.

Πάμε στην τελευταία προϋπόθεση του παραδεκτού → αρ. 45 παρ.2 ΠΔ 18/1989

v. Προηγούμενη άσκηση τυχόν προβλεπόμενης ενδικοφανούς προσφυγής → αρ.


45 παρ. 2 ΠΔ 18/1989 (5η προϋπόθεση παραδεκτού)

Ειδική υποκειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού.


Όταν το ουσιαστικό δίκαιο προβλέπει κατά ορισμένης διοικητικής πράξης την
άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, τότε:

73
1. η άσκηση της προσφυγής αυτής είναι προϋπόθεση για το παραδεκτό της
αίτησης ακυρώσεως
2. με την αίτηση ακυρώσεως προσβάλλεται παραδεκτά μόνο η απόφαση επί της
ενδικοφανούς προσφυγής, απόφαση στην οποία ενσωματώνεται και η αρχική
πράξη (!!δεν προσβάλλεται η αρχική πράξη, η αρχική πράξη θεωρείται ότι έχει
ενσωματωθεί στην απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής)

Ενδικοφανής προσφυγή → μία προσφυγή που ασκείται ενώπιον της διοίκησης


(μία διοικητική προσφυγή)/μοιάζει με ένδικο βοήθημα, (εξού και το όνομα
>ενδικοφανής) αλλά δεν είναι.

Ουσιαστικά όταν προβλέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής τα


βήματα είναι: ενδικοφανής προσφυγή → απόφαση επί της ενδικοφανούς →
αίτηση ακυρώσεως κατά της απόφασης επί της ενδικοφανούς

Χαρακτηριστικά ενδικοφανούς προσφυγής:


1. Τυπική προσφυγή, προβλέπεται ειδικά από το νόμο/πρέπει να προβλέπεται
στον ουσιαστικό νόμο ως ένσταση, αντιρρήσεις (μπορεί να έχει οποιοδήποτε
όνομα) (#διακρίνουμε από τη διοικητική προσφυγή, η οποία είναι άτυπη & δεν
χρειάζεται και προθεσμία)
2. Το ουσιαστικό δίκαιο πρέπει να προβλέπει ορισμένη αποκλειστική
προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ασκείται.
3. Πρέπει να ασκείται κατά συγκεκριμένου οργάνου: ο νόμος ορίζει το όργανο
ενώπιον του οποίου ασκείται η ενδικοφανής προσφυγής και εκείνο που
αποφασίζει
4. Εισάγει μια διαδικασία επανάκρισης της διοικητικής πράξης: Το όργανο
μπορεί να εξετάσει ξανά την ουσία, ελέγχεται κατά νόμο και κατ’ουσία
(#ενώ στην ειδική προσφυγή εξετάζεται μόνο το νομικό σκέλος). Το
όργανο αποφασίζει εκ νέου. Το όργανο της ενδικοφανούς προσφυγής
έχει τις ίδιες εξουσίες με το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη
πράξη - το αποφασίζον όργανο, μπορεί να ακυρώσει την πράξη ή να
την μεταρρυθμίσει (τροποποιήσει). Υπαγάγει πλήρως τα πραγματικά
περιστατικά στις έννομες συνέπειες → γι’αυτό το λόγο, η άσκηση της
ενδικοφανούς είναι προϋπόθεση της άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως. !!
Αντίθετα, η ειδική προσφυγή νομιμότητας, η οποία προβλέπεται με νόμο και
ασκείται εντός προθεσμίας, δεν συνιστά έλεγχο της ουσίας της πράξης – η
πράξη μπορεί μόνο να ακυρωθεί, όχι να τροποποιηθεί.Αν ο νόμος λέει ότι το
όργανο εξετάζει μόνο κατά νομιμότητα, τότε έχω ειδική προσφυγή- πρόσεχε
εδώ.

!!Η αίτηση θεραπείας είναι άτυπη προσφυγή.Η ειδική προσφυγή & η


ενδικοφανής είναι 2 τυπικές προσφυγές → όμως μόνο με την ενδικοφανή

74
προσφυγή μπορεί να εξεταστεί η πράξη εκ νέου κατ’ουσία & κατά νόμο. Η
ειδική προσφυγή εξετάζει μόνο τη νομιμότητα.

→Μόνο η ενδικοφανής προσφυγή είναι προϋπόθεση της αίτησης ακυρώσεως


& μονο στην ενδικοφανή προσφυγή η απόφαση επί της προσφυγής
ενσωματώνει/απορροφά την αρχική πράξη.

● → άρα για να δω τι προσφυγή έχω, βλέπω τι λέει ο νόμος & αν


προβλέπει τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε τότε έχουμε ενδικοφανή
προσφυγή

Καμία προϋπόθεση του παραδεκτού δεν είναι κάτι θετικό για τον αιτούντα. Οι
προϋποθέσεις του παραδεκτού είναι κάτι σαν “εμπόδια” για τον αιτούντα για να
φτάσει στη δικαστική του προστασία. Ουσιαστικά με την προϋπόθεση άσκησης
ενδικοφανούς προσφυγής, ο νομοθέτης σου λέει ότι πρέπει να ξαναπάς στη
διοίκηση, πριν πας στα δικαστήρια. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού είναι
περιορισμοί της δικαστικής προστασίας.
Η ενδικοφανής προσφυγή είναι μέσο διήθησης (φιλτραρίσματος) της αιτήσεως
ακυρώσεως. Κάποιες διαφορές δηλαδή παρακρατούνται από τη διοίκηση ή ο
ενδιαφερόμενος αποτυγχάνει να ασκήσει τη διοικητική προσφυγή.

Το ΣτΕ έκρινε ότι ο περιορισμός αυτός της δικαστικής προστασίας (: η προϋπόθεση


άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής, πριν από την αίτηση ακυρώσεως) , είναι θεμιτός
σύμφωνα με το Σ διότι αποσκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης, διότι
οδηγεί στη διήθηση/φιλτράρισμα των διοικητικών διαφορών, μειώνεται ο φόρτος των
δικαστηρίων και επειδή δίνεται η δυνατότητα να κριθούν ήδη ορισμένα από τα
παράπονα του αιτούντος. Δηλαδή, η ενδικοφανής προσφυγή έχει μία λειτουργία που
τάσσεται και υπέρ του ιδιώτη(προστασία παρεχόμενη από τη διοίκηση) και υπέρ της
ομαλής λειτουργίας του δικαστικού μηχανισμού.

→ Η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής δεν διακόπτει την προθεσμία της


αιτήσεως ακυρώσεως.
→ Η απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής είναι πάντοτε
εκτελεστή. Στο στάδιο αυτό η αρχική πράξη χάνει την
εκτελεστότητά της και ενσωματώνεται στην απόφαση επί της
ενδικοφανούς προσφυγής. Έτσι, μόνο αυτή προσβάλλεται με αίτηση
ακυρώσεως.
Όμως, επειδή οι προθεσμίες είναι αρκετά σύντομες & πολλές φορές όλο το
έννομο πλαίσιο μπερδεύει τον αιτούντα με αποτέλεσμα, ο αιτών να χάνει
οριστικά τη δυνατότητα δικαστικής προστασίας αν δεν ασκήσει ενδικοφανή
προσφυγή είχαμε την πρόβλεψη του αρ. 16 παρ.1 ΚΔΔιαδ, όπου ο νόμος
υποχρεώνει τη διοίκηση:

75
αρ. 16 παρ.1 ΚΔΔιαδ → η διοίκηση υποχρεούται στην ίδια την πράξη που υπόκειται
σε ενδικοφανή προσφυγή να ενημερώνει τον ιδιώτη ότι κατά της συγκεκριμένης
πράξης προβλέπεται η άσκηση προσφυγής, σε ποια προθεσμία, σε ποιο όργανο
πρέπει να ασκηθεί και ποιες είναι οι συνέπειες της μη άσκησης της προσφυγής. Αυτά
πρέπει να προβλέπονται στο σώμα της πράξης.

!!Αν η διοίκηση δεν τηρήσει αυτή την υποχρέωσή της, τοτε ασκείται παραδεκτά
αίτηση ακυρώσεως και κατά της αρχικής διοικητικής πράξης ακόμα κι αν δεν έχει
ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή ή ακόμα κι αν η τελευταία ασκήθηκε απαράδεκτα (πχ
εκπρόθεσμα)- προσοχή.

14/11/2023 - 11η διάλεξη

(αρ. 94 παρ.1 Σ → νομολογία ΣτΕ: όταν προκύπτουν διαφορές στο προσωπικό


δημοσίου δικαίου, τότε οι διαφορές αυτές είναι ιδιωτικού δικαίου, επειδή
συνδέονται με σύμβαση εργασίας ή οποιαδήποτε άλλη συμβατική σχέση. Όμως,
κατ’εξαίρεση, όταν προσλαμβάνονται με ειδική διοικητική διαδικασία, τότε οι
διαφορές που προκύπτουν είναι διοικητικής φύσεως
*ειδική διοικητική διαδικασία= η διαδικασία επιλογής με διαγωνισμό όταν & όπως τη
ρυθμίζει ο νόμος)

Επανάληψη: Όταν το ουσιαστικό δίκαιο προβλέπει την άσκηση ενδικοφανούς


προσφυγής (ενώπιον συγκεκριμένου διοικητικού οργάνου, εντός ορισμένης
προθεσμίας & το όργανο ελέγχει κατά νομιμότητα & κατ’ουσίαν την υπόθεση) τότε,
αυτή η προσφυγή αποτελεί προϋπόθεση της ακυρωτικής προσφυγής. Εάν ασκηθεί η
προσφυγή η μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη είναι η απόφαση επί της
προσφυγής, η οποία είναι πάντα εκτελεστή & ενσωματώνει μέσα της την αρχική
πράξη η οποία προσβλήθηκε με την ενδικοφανή προσφυγή.

Συνεχίζουμε βάσει διαγράμματος στο κεφ. 7 α v:

Η σιωπή της διοίκησης σημαίνει, κατ’εξαίρεση,άρνηση μόνο όταν αυτό


προβλέπεται από το νόμο. Κατά κανόνα η σιωπή της διοίκησης δε σημαίνει άρνηση.
Μια περίπτωση που η άρνηση της διοίκησης σημαίνει άρνηση είναι αυτή του αρ. 45
παρ.4 ΠΔ 18/1989. Η δεύτερη περίπτωση είναι στο αρ. 45 παρ.2.

αρ. 45 παρ. 4 ΠΔ 18/1989 → 1η πλασματική πράξη:“Η αρχή θεωρείται ότι αρνείται


την ενέργεια αυτή όταν παρέλθει άπρακτη η ειδική προθεσμία που τυχόν τάσσει ο
νόμος…” εδώ, έχουμε την περίπτωση της παράλειψης νόμιμης οφειλόμενης
ενέργειας.

αρ. 45 παρ.2 ΠΔ 18/1989 → 2η πλασματική πράξη που βλέπουμε : αν δεν απαντήσει


εντός τριμήνου η διοίκηση, τεκμαίρεται η άρνησή της. Η σιωπηρή απόρριψη της
ενδικοφανούς προσφυγής έχει τις ίδιες συνέπειες με τη ρητή απόρριψη- δηλαδή,

76
είναι μία εκτελεστή πράξη και είναι η μόνη που μπορεί να προσβληθεί με αίτηση
ακυρώσεως και απορροφά την αρχικώς εκδοθείσα πράξη. Με τη συναγωγή της
απορριπτικής πράξης της διοίκησης ξεκινά να τρέχει η προθεσμία για την αίτηση
ακυρώσεως.

Προφανώς, αν η διοίκηση εκδώσει ρητή απορριπτική πράξη πριν παρέλθει το


τρίμηνο, τότε έχουμε μια εκτελεστή πράξη που προσβάλλεται με αίτηση
ακυρώσεως.
Αίτηση θεραπείας κατά της απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής δεν
διακόπτει την προθεσμία. Δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα. Η άσκηση
ενδικοφανούς προσφυγής εμποδίζει τις άλλες προσφυγές.

!!Όμως, τι γίνεται όταν η διοίκηση εκδίδει ρητή απορριπτική πράξη μετά την
παρέλευση του τριμήνου;
● αν δεν έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως κατά της σιωπηρής
απορριπτικής πράξης επί της ενδικοφανούς →κινείται νέα προθεσμία
αιτήσεως ακυρώσεως & προσβάλλεται παραδεκτά και μόνη της η ρητή
απόφαση της διοίκησης(είναι πράξη εκτελεστή, δεν θεωρείται βεβαιωτική
πράξη, και επομένως προσβάλλεται σε δική της προθεσμία)
● αν έχει ασκηθεί ήδη αίτηση ακυρώσεως → συμπροσβάλλεται αυτή η ρητή
απορριπτική πράξη

Εδώ, βλέπουμε ότι είναι διαφορετικά τα πράγματα από την ΠΟΝΕ → το αρ.
45 παρ.4 έχει μία περαιτέρω προϋπόθεση: πρέπει να έχει ασκηθεί παραδεκτώς
αίτηση ακυρώσεως κατά της παράλειψης, αν δεν έχει γίνει αυτό, η ρητή
άρνηση που ακολουθεί την παράλειψη, είναι απλώς βεβαιωτική. Η επιγενόμενη
ρητή άρνηση μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς ή θα συμπροσβληθεί σε αυτή την
περίπτωση.

αρ. 45 παρ.3 → διαδοχικές ενδικοφανείς διαδικασίες

Έχουμε 2 ενδικοφανή στάδια. Η δευτεροβάθμια απόφαση επί της ενδικοφανούς


προσφυγής ενσωματώνει την πρωτοβάθμια απόφαση αλλά και την αρχική πράξη.
Είναι η μόνη εκτελεστή που προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως. Ισχύουν και εδώ
οι κανόνες της σιωπηρής απόρριψης.

!!Η λειτουργία της ενδικοφανούς προσφυγής είπαμε ότι είναι η διήθηση της
διαφοράς→ φιλτράρεται πριν καταλήξει στο δικαστήριο. Επομένως, ο
κανόνας είναι ότι οι λόγοι που δεν προβλήθηκαν στην ενδικοφανή διαδικασία, δε
μπορούν να προβληθούν το πρώτον ούτε στη διοικητική δίκη → είναι
απαράδεκτοι αυτοί οι λόγοι αν προβληθούν το πρώτον στη δίκη.

77
7β) ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ

Με αυτά τελειώσαμε τις δικονομικές προϋποθέσεις του παραδεκτού. Αν συντρέχουν


όλες αυτές οι προϋποθέσεις, τότε θα περάσουμε στο βάσιμο της υπόθεσης, και θα
ελέγξει ο δικαστής για πρώτη φορά αν είναι νόμιμη ή παράνομη η διοικητική πράξη.
O έλεγχος νομιμότητας είναι σχηματοποιημένος και περιγράφεται στο αρ. 48 ΠΔ
18/89.

Το αρ. 48 ΠΔ 18/1989 τυποποιεί 4 λόγους ακυρώσεως/παρανομίας, οι οποίοι είναι


και οι μόνοι που μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς & γίνονται δεκτοί από το
δικαστήριο. Προσβάλλονται μόνο πλημμέλειες/παρανομίες που εντάσσονται σε
αυτούς τους λόγους.

Οι πρώτοι 2 αφορούν την τυπική - διαδικαστική νομιμότητα:


1. Αναρμοδιότητα της αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη
2. Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσης της διοικητικής
πράξης

Οι άλλοι 2 αφορούν την ουσιαστική νομιμότητα → αφορούν αν το περιεχόμενο της


διοικητικής πράξη συνάδει με το ουσιαστικό δίκαιο:
3. Παραβίαση ουσιαστικής διάταξης νόμου
4. Κατάχρηση εξουσίας

➔ Προϋπόθεση για να είναι παραδεκτό το δικόγραφο, είναι να υπάρχει


τουλάχιστον 1 από τους 4 λόγους ακυρώσεως. Τα υπόλοιπα ελαττώματα δεν
ελέγχονται από τον ακυρωτικό δικαστή. Άρα, οι υπόλοιποι λόγοι που
προσήκουν σε διαφορά ουσίας απαραδέκτως προβάλλονται με την αίτηση
ακυρώσεως. Αυτοί οι λόγοι (ουσίας) πρέπει να προβληθούν από τον αιτούντα
έννομη προστασία, δεν ελέγχονται κατά κανόνα αυτεπαγγέλτως, εκτός αν
πρόκειται για λόγους δημοσίας τάξης.

(7 βi)Αναλυτικότερα:
i. Αναρμοδιότητα αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη
Το δικαστήριο θα ελέγξει αν η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε από το όργανο το
οποίο ήταν αρμόδιο για την έκδοσή της. Επομένως, ελέγχονται οι κανόνες της
καθ’ύλη, κατά τόπον & κατά χρόνον αρμοδιότητα του οργάνου*.

*Κατά χρόνο αρμοδιότητα = Σε ορισμένες περιπτώσεις ο νόμος προβλέπει ότι η


διοικητική πράξη πρέπει να εκδοθεί εντός ορισμένης αποκλειστικής προθεσμίας. Ο
κανόνας είναι στο αρ. 10 ΚΔΔιαδ ότι οι προθεσμίες που τίθενται είναι ενδεικτικές.
Εντούτοις, κατ’εξαίρεση ο νόμος μπορεί να προβλέπει αποκλειστικές προθεσμίες.
Αν η πράξη εκδοθεί εκτός αυτής της προθεσμίας είναι παράνομη & ακυρωτέα.

!!Η προθεσμία κρίσης της ενδικοφανούς προσφυγής είναι ενδεικτική προθεσμία,


μετά την πάροδό της, μπορεί να αποφανθεί σύννομα η διοίκηση. Εν αντιθέσει, στην
ειδική προσφυγή νομιμότητας, η διοίκηση έχει αποκλειστική προθεσμία για την

78
απόφανση επί της ειδικής προθεσμίας & μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, δε
μπορεί να αποφασίσει σύννομα.

Ειδικότερα η καθ’ύλην αρμοδιότητα:

Η καθ’ύλη αρμοδιότητα αφορά την κατανομή αρμοδιοτήτων στα διοικητικά όργανα,


ανάλογα με το αντικείμενο της υπόθεσης.

Εδώ, ανήκει και η περίπτωση της κατά κλάδον αναρμοδιότητας (- πχ όργανο


διαφορετικού υπουργείου εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη). Η κατά κλάδον
αναρμοδιότητα οδηγεί στο ανυπόστατο της διοικητικής πράξης (είναι χονδροειδής
παραβίαση της αρμοδιότητας).

!!Οι εν γένει ανυπόστατες διοικητικές πράξεις για οποιονδήποτε λόγο κι αν είναι


ανυπόστατες (πχ είτε επειδή , εκδόθηκαν από κατά κλάδον αναρμόδιο όργανο,είτε
επειδή δε δημοσιεύτηκαν ορθώς κλπ) προσβάλλονται απρόθεσμα : δεν υπάρχει
προθεσμία προσβολής τους. Οποτεδήποτε κι αν εκδόθηκαν προσβάλλονται πάντα
παραδεκτώς, χάρη της ασφάλειας δικαίου.

Οι ανυπόστατες παραδεκτές πράξεις έχουν πρόβλημα και δεν προσβάλλονται


παραδεκτά όχι στην προϋπόθεση της προθεσμίας, αλλά στην πρώτη προϋπόθεση που
είναι η φύση της πράξης, επειδή είναι ανυπόστατες, δεν υφίστανται στο νομικό
κόσμο. Κατ’εξαίρεση προσβάλλονται παραδεκτά για την ασφάλεια δικαίου.

Επίσης, εδώ ελέγχεται και η νόμιμη υπόσταση του διοικητικού οργάνου:

➔ Μονομελή/μονοπρόσωπα όργανα της διοίκησης:


→ αν το όργανο είναι μονομελές της διοίκησης, ελέγχουμε αν έχει
διοριστεί σύννομα. Δηλαδή, το πρόσωπο που είναι φορέας της
οργανικής ιδιότητας πρέπει να έχει διοριστεί σύννομα - μόνο έτσι
εκδίδει νόμιμα πράξη και είναι αρμόδιο.Αν δεν υπάρχει σύννομος
διορισμός, έχουμε αναρμοδιότητα. Βέβαια, αν έχει διοριστεί, αλλά όχι
σύννομα, τότε εκδίδει πράξεις βάσει της θεωρίας του de facto
διοικητικού οργάνου.

Θεωρία de facto διοικητικού οργάνου: Για παράδειγμα, εκλέγεται κάποιος δήμαρχος


& ασκείται ένσταση. Βέβαια, μέχρι να εξεταστεί η ένσταση, αυτός διενεργεί πράξεις
διοικητικές καθώς είναι δήμαρχος. Εκδίδεται απόφαση επί της ένστασης και
διαπιστώνεται ότι αυτός δεν είχε διοριστεί σύννομα. Χάριν της προστασίας των
τρίτων που καλόπιστα (:η νομολογία ορίζει ότι τεκμαίρεται ότι όλοι ήταν καλόπιστοι)
συναλλάχθηκαν με το δήμο, οι πράξεις που εξέδωσε αυτό το de facto διοικητικό
όργανο τεκμαίρονται νόμιμες/(αυτό είναι μία εξαίρεση από τον κανόνα ότι πρέπει να
έχουμε νόμιμη υπόσταση του διοικητικού οργάνου).

79
➔ Συλλογικά όργανα διοίκησης: ελέγχουμε τη νόμιμη συγκρότηση & τη νόμιμη
σύνθεση

● Τα συλλογικά όργανα για να έχουν νόμιμη υπόσταση, πρέπει να έχουν


συγκροτηθεί σύννομα. Νόμιμη συγκρότηση συλλογικού οργάνου έχουμε όταν
έχουν διοριστεί νόμιμα όλα τα μέλη του- τακτικά & αναπληρωματικά. Εδώ,
αρ. 13 ΚΔΔιαδ → κανόνες νόμιμης συγκρότησης συλλογικού οργάνου

● Νόμιμη σύνθεση = ποια πρόσωπα συμμετέχουν νόμιμα

● Επομένως, αν η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε από συλλογικό διοικητικό


όργανο, στα πλαίσια της αρμοδιότητας (: δηλαδή εκδόθηκε από όργανο που
ήταν αρμόδιο), ελέγχουμε και αν ήταν νομίμως συγκροτημένο (:δηλαδή,
ελέγχουμε αν εκτός από αρμόδιο, η συγκρότησή του ήταν νόμιμη).

● Αν δεν είναι νόμιμος ο διορισμός των μελών του, τότε η συγκρότηση πάσχει-
έχουμε παρανομία πράξεως.

● Ουσιαστικά, μας ενδιαφέρει αν το όργανο που εξέδωσε την πράξη και δεν είχε
νόμιμη συγκρότηση, ήταν αποφασίζον όργανο για να ελέγξουμε τη
συγκρότηση & τη σύνθεση στα πλαίσια της αναρμοδιότητας.

● Αν το συλλογικό όργανο εξέδωσε πράξη μη εκτελεστή (πχ εξέδωσε


γνωμοδοτική πράξη που προηγείται της κύριας προσβαλλόμενης) & έπραξε ως
γνωμοδοτικό όργανο,τότε δεν ελέγχουμε ούτε τη συγκρότηση, ούτε τη
σύνθεσή του, δεν μας ενδιαφέρει → βέβαια, εδώ, δημιουργείται λόγος
ακυρώσεως παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, αλλά όχι ο
λόγος ακυρώσεως της αναρμοδιότητας/ δηλαδή, αν το όργανο είναι
γνωμοδοτικό, η συγκρότησή του ελέγχεται στα πλαίσια του δεύτερου
λόγου ακυρώσεως (αν όμως είναι αποφασίζον, η συγκρότησή του
ελέγχεται στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακυρώσεως, της
αναρμοδιότητας).

Ο δικαστής στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως ελέγχει και τη νόμιμη
υπόσταση του οργάνου. Το πρόσωπο που είναι φορέας του διοικητικού οργάνου
πρέπει να έχει διοριστεί σύννομα κατά την έκδοση της διοικητικής πράξης. Εφόσον
έχει διοριστεί, αλλά όχι σύννομα, μιλάμε για de facto διοικητικό όργανο. Εκδίδει
κανονικά δηλαδή διοικητικές πράξεις για όσο διάστημα εκτελεί τα καθήκοντά του,
εάν η εκλογή ή ο διορισμός είναι παράνομα.
Όσον αφορά τα συλλογικά όργανα, η νόμιμη υπόστασή τους προϋποθέτει νόμιμη
συγκρότησή τους. Αυτό συμβαίνει όταν έχουν οριστεί όλα τα μέλη τους
νόμιμα(τακτικά και αναπληρωματικά). Από τότε είναι νόμιμη η συγκρότησή τους.
Εάν δεν έχουμε νόμιμη συγκρότηση, η συγκρότηση πάσχει και οδηγούμαστε σε
παρανομία της πράξης.

80
!!Αν το όργανο είναι αποφασίζον, η νόμιμη συγκρότησή του ελέγχεται στο πλαίσιο
του πρώτου λόγου ακυρώσεως.
➔ Κατά τόπον αναρμοδιότητα: όταν έχει αποφανθεί όργανο σε διαφορετική
ενότητα της ελληνικής επικράτειας
➔ Καθ’ ύλην αναρμοδιότητα: οδηγεί σε παρανομία,

Συμπερασματικά:
!!Προβλήματα σύνθεσης (ποια πρόσωπα συμμετέχουν νόμιμα στη συνεδρίαση του
συλλογικού οργάνου) δεν αναφέρονται στον πρώτο λόγο ακυρώσεως, αλλά στη
νομιμότητα της διοικητικής πράξης (δεύτερος λόγος ακυρώσεως)- πρόσεχε εδώ.
!!Ζητήματα είτε σύνθεσης είτε συγκρότησης γνωμοδοτούντος οργάνου,
εξετάζονται στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

Η αναρμοδιότητα, ο 1ος λόγος ακυρώσεως, είναι λόγος ακυρώσεως δημοσίας


τάξεως → δηλαδή, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως(ακόμα κι αν δεν προβληθεί, το
δικαστήριο πρέπει να την ελέγξει μόνο του).

ii. Παράβαση ουσιώδους τύπου διαδικασίας (7 β ii)


Το δικαστήριο εδώ, ελέγχει εάν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες που προβλέπει
το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Η παραβίαση
διαδικαστικού κανόνα αντιπαρατίθεται προς την παραβίαση του ουσιαστικού
δικαίου → εδώ, μιλάμε για παραβίαση που έγινε στο περιεχόμενο της πράξης, αλλά
στη διαδικασία έκδοσής της.

Κριτήρια για το πότε ένας τύπος είναι ουσιώδης: η επίδραση της πράξης στη
δυνατότητα του ενδιαφερομένου να αμυνθεί, η σημασία του διαδικαστικού κανόνα
για το δημόσιο συμφέρον, η επίδραση της νομοθετικής απαίτησης στο περιεχόμενο
της πράξης (πχ η ακρόαση του ενδιαφερομένου έχει εν δυνάμει επιρροή στο
περιεχόμενο της απόφασης της διοίκησης).
πχ παράλειψη πρωτοκόλλησης της έκθεσης → επουσιώδης, πρόκειται για ένα
απλό σύστημα αρχειοθέτησης → καλή οργάνωση της διοίκησης

Για παράδειγμα, το αρ. 20 παρ.2 Σ (δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης) είναι τόσο


σημαντική διαδικαστική προϋπόθεση πριν την έκδοση δυσμενούς πράξης που εισήχθη
στο Σ.

➔ Κάθε παράβαση δεν οδηγεί στην ακύρωση της πράξης. Αντιθέτως, ο τύπος που
παραβιάστηκε πρέπει να είναι ουσιώδης, πρέπει να είναι σημαντικός.

Ποια διαδικαστική προϋπόθεση θεωρείται ουσιώδης όμως;


● Νομολογία ΣτΕ → όλες οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που προβλέπει ο
νόμος, θεωρούνται ουσιώδεις τύποι. Σε σχέση με το δικαίωμα

81
ακροάσεως, λέει ότι όταν επικαλείσαι παραβίαση του δικαιώματος της
ακροάσεως (αρ.20 παρ.2 Σ & 6 ΚΔΔιαδ) πρέπει να εκθέσεις στο
δικαστήριο τι θα έλεγες στη διοίκηση ώστε να επηρεάσεις την πράξη →
ώστε να φανεί, ότι αυτά που θα έλεγες (δε χρειάζεται να είναι σωστά) θα
είχαν επίδραση στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης. Αν δεν είχαν
επίδραση, τότε αλυσιτελώς/χωρίς έννομο συμφέρον, προβάλλεται αυτός ο
ισχυρισμός.

● Θεωρία → ουσιώδεις είναι οι τύποι που επιδρούν στο περιεχόμενο της


πράξης ή διασφαλίζουν ορισμένα δικαιώματα του ιδιώτη. Για
παράδειγμα, η προηγούμενη ακρόαση του ιδιώτη είναι ουσιώδης τύπος
της διαδικασίας, επειδή δίνεται η δυνατότητα στον ιδιώτη να επηρεάσει
την απόφαση. !!Η προηγούμενη ακρόαση του ιδιώτη αφορά δυσμενείς & όχι
ευμενείς διοικητικές πράξεις. Αν δεν τηρήσει η διοίκηση αυτόν τον τύπο, τότε
είναι παράνομη η πράξη.

Για παράδειγμα, γίνεται έλεγχος σε μία επιχείρηση & διαπιστώνεται ότι δεν πληρούσε
τις νόμιμες προϋποθέσεις λειτουργίες, πχ στερούταν μία άδεια εγκατάστασης. Εδώ,
έρχεται η διοίκηση και ανακαλεί την άδεια λειτουργίας που είχε δώσει, χωρίς να
καλέσει τον επιχειρηματία σε ακρόαση προηγουμένως. Ο επιχειρηματίας, αν
επικαλεστεί παραβίαση του δικαιώματος αυτού, προκειμένου να είναι λυσιτελής &
παραδεκτός ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως, πρέπει να πει τι θα έλεγε στη
διοίκηση. Αν έλεγε ότι δεν είχε τη συγκεκριμένη άδεια εγκατάστασης, λόγω
προσωπικού του κωλύματος, λόγω δικής του αδυναμίας, τότε δε θα μας ενδιέφερε και
ο ισχυρισμός του ήταν αλυσιτελής, δε θα επηρέαζε το περιεχόμενο της απόφασης
καθώς ούτως ή άλλως ήταν παράνομος και η διοίκηση θα εξέδιδε πράξη ανάκλησης
της άδειας λειτουργίας. Αν όμως πχ έλεγε ότι είχε την εγκατάσταση αυτή αλλά προς
ώρας δε λειτουργούσε ή ότι την είχε αφαιρέσει εκείνη τη στιγμή που έγινε ο έλεγχος
επειδή περίμενε μία άλλη,τότε αυτά θα μπορούσαν να επιδράσουν στο περιεχόμενο
της πράξης και όντως η διοίκηση ενδεχομένως να μην εξέδιδε την ανάκληση της
άδειας.

!!δε μας ενδιαφέρει αν αυτά που θα πει ο ενδιαφερόμενος είναι σωστά ή


λάθος, αληθή ή ψευδή → αυτό που μας ενδιαφέρει είναι αν θα επηρέαζαν την
απόφαση της διοίκησης

20/11/2023- 12η διάλεξη

Οι ουσιώδεις τύποι αυτοί είναι:


1. Η ακρόαση (άρθρο 20 παρ. 2 Σ, 6 ΚΔιοικΔιαδ)
Οι δυσμενείς ατομικές διοικητικές πράξεις προϋποθέτουν κλήση σε ακρόαση. Όταν
έχουμε έκδοση δυσμενούς πράξης με δέσμια αρμοδιότητα διοίκησης βασισμένης σε
αντικειμενικά στοιχεία (πχ κήρυξη αναδάσωσης δασικών εκτάσεων που έχουν καεί),
προβλέπεται ακρόαση.

82
Προκειμένου να προσβληθεί λυσιτελώς η παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως,
οφείλει ο ενδιαφερόμενος να αναφέρει τι θα προέβαλε στη διοίκηση αν είχε κληθεί
προς ακρόαση. Πρέπει αυτά τα στοιχεία να μπορούν να ασκήσουν επιρροή στην
έκβαση της υπόθεσης

2. Η τήρηση της προβλεπόμενης στο νόμο γνωμοδοτικής διαδικασίας

Αν γνωμοδοτεί συλλογικό όργανο, μας ενδιαφέρει να έχει συγκροτηθεί νόμιμα, αλλά


και να έχει νόμιμη σύνθεση, διαφορετικά η γνωμοδότηση πάσχει.

Όταν ο νόμος προβλέπει ότι για την τήρηση τύπου απαιτείται γνωμοδότηση,
πρόκειται για απλή γνωμοδότηση, ενώ όταν δεν προβλέπεται κάτι ειδικό από το νόμο,
η γνωμοδότηση είναι απλή. Σύμφωνη είναι όταν ο νόμος ειδικά προβλέπεται ότι
απαιτείται σύμφωνη γνώμη. Τέλος υποχρεωτική είναι όταν ο νόμος προβλέπει ότι το
αποφασίζον όργανο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από την άποψη του γνωμοδοτούντος.
Η τήρηση της γνωμοδοτικής διαδικασίας είναι προϋπόθεση της νομιμότητας και τα
σφάλματα δημιουργούν παράβαση ουσιώδους τύπου

Έχουμε τα εξής είδη γνωμοδοτήσεων:


● Την απλή γνώμη, που δεν δεσμεύει το αποφασίζον όργανο (θέλουμε
αιτιολογία για αντίθετη από τη γνωμοδότηση απόφαση). Κατά κανόνα αν
δεν προβλέπεται κάτι άλλο η γνωμοδότηση είναι απλή που σημαίνει ότι εάν
δεν τηρηθεί ο γνωμοδοτικός τύπος ή υπάρχει ελάττωμα τότε έχουμε
παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Η απλή γνώμη προβλέπεται
στο νόμο. Το αποφασίζον όργανο μπορεί να κρίνε διαφορετικά αλλά με
πλήρη αιτιολογία.
Ελαττώματα της απλής γνώμης είναι πάντοτε παράβαση ουσιώδους τύπου.
● Τη σύμφωνη γνώμη, που παράγει μία δέσμευση για το αποφασίζον όργανο.
Το τελευταίο είτε εκδίδει την πράξη είτε όχι, αν η γνώμη έχει θετικό
περιεχόμενο. Αν η γνώμη έχει αρνητικό περιεχόμενο, τότε αυτή είναι
εκτελεστή πράξη, προσβάλλεται παραδεκτά με αίτηση ακυρώσεως και
καθιστά το όργανο αποφασίζον. Η σύμφωνη γνώμη προβλέπεται στο νόμο.
Αν δεν ορίζεται κάτι ειδικά στο νόμο, η γνώμη είναι απλή.
π.χ. ο νομοθέτης προβλέπει ότι η μετάθεση υπαλλήλου προϋποθέτει τη
σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου. Αν αυτό πει όχι, τότε ο
Υπουργός δεν μπορεί να προχωρήσει στη μετάταξη. Αν ο νόμος προβλέπει
σύμφωνη γνώμη και το περιεχόμενο είναι αρνητικό τότε έχουμε εκτελεστή
πράξη, η οποία προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως
Ελαττώματα της σύμφωνης γνώμης αν είναι αρνητική, αλλά καθίσταται η ίδια
ελαττωματική πράξη και τα ελαττώματά της δεν αφορούν την διαδικασία
έκδοσης αλλά την ίδια την πράξη.
Αν έχουμε θετική σύμφωνη γνώμη και εκδοθεί στο τέλος θετική πράξη, τότε
πρέπει να υπάρχει κάποιος που θα έχει έννομο συμφέρον.

83
● Την πρόταση, που υπόκειται στους ίδιους κανόνες με τη σύμφωνη γνώμη
αλλά εκδίδεται στην αρχή της διαδικασίας χωρίς ερώτημα/ αίτημα του
αποφασίζοντος οργάνου, αλλά με πρωτοβουλία του γνωμοδοτούντος.
● Την οικειοθελή γνωμοδότηση, την οποία δεν προβλέπει ο νόμος αλλά ζητά
μόνο του το αποφασίζον όργανο. Τυχόν πλημμέλειες της οικειοθελούς
γνωμοδότησης δεν προκαλούν παρανομία της πράξης.

!!Ελαττώματα ως προς τη συγκρότηση ή τη σύνθεση ενός συλλογικού οργάνου
που γνωμοδοτεί, δημιουργούν ελάττωμα στη γνώμη κι άρα δημιουργούν
παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.

➔ Συγκρότηση διοικητικού οργάνου: αφορά τον ορισμό όλων των μελών


του οργάνου, τακτικά και αναπληρωματικά με νόμιμο τρόπο

➔ Σύνθεση διοικητικού οργάνου: αφορά το αν στη συγκεκριμένη


συνεδρίαση, όπου λήφθηκε η απόφαση που μας ενδιαφέρει,
συμμετείχαν τα προβλεπόμενα στο νόμο μέλη. Η μη νόμιμη σύνθεση
του αποφασίζοντος οργάνου είναι παραβίαση ουσιώδους τύπου της
διαδικασίας, γιατί πλήττει το κύρος της γνωμοδότησης. Αν έχουμε
αποφασίζον όργανο όμως και έχουμε πρόβλημα συγκρότησης έχουμε
αναρμοδιότητα.

3. Η αιτιολογία
Σύμφωνα με το άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, οι δυσμενείς
διοικητικές πράξεις πρέπει να αιτιολογούνται τόσο ως προς τη νομική τους βάση,
όσο και ως προς τα πραγματικά τους περιστατικά ενώπιον των οποίων στηρίχθηκε η
διοίκηση για να εκδώσει την πράξη(αρχή κράτους δικαίου). Η αιτιολογία των
διοικητικών πράξεων έχει συνταγματικό υπόβαθρο.

Δύο περιπτώσεις
1. Περιπτώσεις που την αιτιολογία την απαιτεί η συνταγματική αρχή του κράτους
δικαίου (Σ 17- γενική ρύθμιση που κωδικοποιεί τις απαιτήσεις της νομολογίας)
2. Περιπτώσεις που την αιτιολογία την απαιτεί ειδική διάταξη που αφορά την
έκδοση ειδικής διοικητικής πράξης (π.χ. προβλέπεται με αιτιολογημένη
απόφαση του Υπ. η ανάκληση δικαιώματος λειτουργίας λατομείου)
Η διαφορά των δύο περιπτώσεων έγκειται στο ότι το Σ. και η νομολογία που το
εφαρμόζει προβλέπει την αιτιολογία μόνο των ατομικών διοικητικών πράξεων
που είναι δυσμενείς. Εδώ και ο νόμος και η νομολογία ορίζουν προϋποθέσεις,
ώστε η αιτιολογία να είναι ειδική, σαφής, εμπεριστατωμένη και να προκύπτει
από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, δηλαδή τα έγγραφα της διοικητικής
διαδικασίας. Αντιθέτως όταν ο νόμος με ειδική διάταξη απαιτεί την αιτιολογία,
απαιτείται ώς όρος της εξωτερικής νομιμότητας της πράξης, γι αυτό και
απαιτεί παράβαση ουσιώδους τύπου της αιτιολογίας. Η αιτιολογία πρέπει να
αποτυπώνεται και στο σώμα της διοικητικής πράξης.

84
Δεν είναι παράβαση ουσιώδους τύπου η παραβίαση της υποχρέωσης της
αιτιολογίας. Γενικά, ελέγχεται μόνο στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως,
όταν η υποχρέωση προκύπτει από τη φύση της πράξης. Στις περιπτώσεις αυτές
η αιτιολογία αρκεί να προκύψει από τον φάκελο (σύνολο εγγράφων και
στοιχείων που έχει η διοίκηση για μια υπόθεση). Μόνο όταν η υποχρέωση
αυτή προκύπτει από ειδική διάταξη νόμου στο ουσιαστικό δίκαιο που
επιβάλλει αιτιολογία στο σώμα της πράξης, η υποχρέωση αιτιολογίας
εξετάζεται στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου.
Η υποχρέωση αιτιολογίας συνοδεύει και το δικαίωμα ακροάσεως και τη
γνωμοδοτική διαδικασία.
Υπάρχουν διάφοροι ουσιώδεις τύποι στην ειδική νομοθεσία και προκύπτουν
από ειδικούς κανόνες (π.χ. σύνταξη έκθεσης για το αν προκαλείται επιβάρυνση
για το δημόσιο ταμείο).
“Με την κοινοποίηση της πράξης” - δεν σχετίζεται με την νομιμότητα της
πράξης η κοινοποίηση. Ομοίως ούτε η δημοσίευση είναι ουσιώδης τύπος της
διαδικασίας, αλλά είναι συστατικός τύπος, με την έννοια ότι χωρίς αυτή η
πράξη καθίσταται ανυπόστατη.
4. Η αίτηση ενδιαφερομένου, αν απαιτείται από το νόμο
5. Η έκθεση κατάσχεσης (αν απαιτείται στο φορολογικό δίκαιο)
6. Η ύπαρξη ή μη ζημίας του κρατικού προϋπολογισμού (στα κανονιστικά
προεδρικά διατάγματα)

Οι δύο πρώτοι λόγοι ακυρώσεως (αναρμοδιότητα και παράβαση ουσιώδους τύπου)


είναι λόγοι τυπικής διαδικαστικής νομιμότητας, ή αλλιώς εξωτερικής νομιμότητας,
διότι αφορούν τη διαδικασία και δεν ελέγχεται καθόλου το περιεχόμενο.
Οι ουσιώδεις τύποι δεν ελέγχονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Σύμφωνα
με τη νομολογία, αν προσβάλλεται διοικητική πράξη δέσμιας αρμοδιότητας και ο
αιτών δεν αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά στα οποία ερείζεται η διοίκηση για
την έκδοση της πράξης, η προβολή λόγων ουσιαστικής νομιμότητας (αρμοδιότητα και
ουσιώδεις τύποι της διαδικασίας) θεωρείται αλυσιτελής.

Ουσιαστικοί λόγοι ακυρώσεως


Ανάλυση τρίτου λόγου ακυρώσεως
iii.Η παράβαση ουσιαστικής διάταξης νόμου
Εξετάζεται αν το περιεχόμενο της πράξης συνάδει ή όχι με το ουσιαστικό δίκαιο.
Εξεταζουμε το πως εφήρμοσε η Διοίκηση τον κανόνα δικαίου μέσω της υπαγωγής
που προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Εάν η υπαγωγη΄αυτή δεν έχει γίνει
καθόλου ή έχει γίνει εσφαλμένα με εσφαλμένους νομικούς ή πραγματικούς
ισχυρισμούς τότε έχουμε παράβαση.

85
Το διατακτικό και η αιτιολογία της πράξης είναι σύννομη; Τηρήθηκαν οι
προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για την έκδοση της πράξης;
Απαιτείται ορθός έλεγχος των πραγματικών περιστατικών, εντοπισμός των κρίσιμων
νομικών κανόνων και σωστή νομική υπαγωγή μέσω της σωστής ερμηνείας τους. Στον
έλεγχο των πραγματικών περιστατικών, ελέγχεται η πλάνη περί τα πράγματα.
Στην αίτηση ακυρώσεως ελέγχονται τα πραγματικά περιστατικά (αν είναι αληθή),
αλλά δεν μπορούν να ελεγχθούν τυχόν εκτιμήσεις των πραγματικών περιστατικών,
αξιολογικές δηλαδή κρίσεις της διοίκησης.
Ο έλεγχος της αιτιολογίας είναι στο επίκεντρο του ακυρωτικού ελέγχου. Ελέγχεται η
έλλειψη αντιφάσεων, το ορισμένο της αιτιολογίας και η πληρότητά της. Όλα αυτά
δεν ελέγχονται αυτεπαγγέλτως.
Εξαίρεση: αυτεπαγγέλτως ελέγχονται η αντισυνταγματικότητα και η συμβατότητα με
το Ενωσιακό Δίκαιο, όχι της ίδιας της προσβαλλόμενης πράξης, αλλά του κανόνα
δικαίου με βάση τον οποίο εκδόθηκε η πράξη. Επίσης, αυτεπαγγέλτως ελέγχεται η
παραβίαση του δεδικασμένου.
Σε περίπτωση που η Διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια, δηλαδη όταν από τον κανόνα
δικαίου δίνεται η δυνατότητα στο αποφασίζον όργανο να επιλέξει ανάμεσα σε
περισσότερες νόμιμες λύσεις (π.χ. έκδοση ή μη έκδοση πράξης , ή πράξεις
διαφορετικού νομικού περιεχομένου). Η άσκηση διακριτικής ευχέρειας ελέγχεται στο
πλαίσιο του τρίτου λόγου μόνο ως προς την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας,
της αρχής της ισότητας και του σύννομου της αιτιολογίας. Δεν ελέγχεται η κακή ή
καλή χρήση της διακριτικής ευχέρειας- έλεγχος σκοπιμότητας. Αν το μέτρο που
επελέγη στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας είναι υπέρμετρα επαχθές, ενώ
υπήρχαν ηπιότητα μέτρα που θα μπορούσαν εξίσου να εξυπηρετήσουν το σκοπό του
νόμου, δεν πρέπει δηλαδή να είναι προδήλως υπερακονίζουσα του σκοπού του νόμου.
Η ισότητα μας καλεί να ελέγξουμε αν σε όμοιες περιπτώσεις ασκήθηκε κα΄τα τον ίδιο
τρόπο η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ή όχι. Αναφερόμαστε λοιπόν, σε έλεγχο
άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, που προκύπτουν από το νόμο,
την κοινή λογική και την κοινή πείρα και από την αρχή της αναλογικότητας και την
αρχή της ισότητας.
π.χ. Νόμος προβλέπει ότι για περιβαλλοντικές παραβάσεις το αρμόδιο όργανο
επιβάλλει πρόστιμο από 5.000 έως 2.000.000 ευρώ. (στην πραγματικότητα
πρόκειται για διαφορά ουσίας το περιβαλλοντικό πρόστιμο, για τις αναγκες του
παραδείγματος το χρησιμοποιούμε ως ακυρωτική). Τα όρια, εκτός από τα χρηματικά
προκύπτουν από την αρχή της αναλογικότητας (π.χ. 1.800.000 ευρώ για μία πολύ
μικρή περιβαλλοντική παράβαση) ή (10.000 ευρω για παρόμοιες περιβαλλοντικές
παραβάσεις, αλλά 1.000.000 στη συγκεκριμένη- παραβίαση αρχής της ισότητας-
πρέπει να έχει διαμορφωθεί ωστόσο ένας πάγιος τρόπος πρακτικής της διοίκησης.)
Οτιδήποτε δεν περιλαμβάνεται μέσα σ αυτά τα όρια ελέγχου που έχει ο ακυρωτικός
δικαστής και οδηγεί στον ευθύ έλεγχο της διοίκησης, δεν αποτελεί παραδεκτό λόγο
αίτησης ακυρώσεως. Εκφεύγει των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου καθότι ανάγεται
σε έλεγχο ουσίας, που μπορεί να κάνει μόνο ο δικαστής των διαφορών ουσίας

86
π.χ. Παρανόμως χαρακτήρισε ως διατηρητέο και νομίως προσκομίζω
γνωμοδότηση του καθηγητή Ψ. Απαράδεκτος ο λόγος, διότι θίγει ευθέως την
αξιολογική κρίση του οργάνου και απαιτεί έλεγχο ουσίας.
Για τις ουσιαστικές, αξιολογικές κρίσεις της διοίκησης, ελέγχεται αν συνάδει η κρίση
με τους κανόνες της κοινής λογικής και πείρας και αν η αιτιολογία είναι σύννομη. Δεν
ελέγχεται ο πυρήνας της αξιολογικής κρίσης, και ο τρόπος με τον οποίο έκανε τον
έλεγχο η διοίκηση. Αντίθετα όταν έχουμε δέσμια αρμοδιότητα τότε είναι πλήρως
επαληθεύσιμη η υπαγωγή. Εδώ ελέγχεται μόνο η αιτιολογία της κρίσης. Εδώ
επομένως ελέγχεται αν η αιτιολογία είναι πλήρης και βασίζεται σε πλήρη υπαγωγή
των πραγματικών περιστατικών στον κρίσιμο κανόνα δικαίου, αν η αρμοδιότητα
ασκήθηκε με βάση τα γεγονότα της συγκεκριμένης περίπτωσης (ειδική αιτιολογία)
και το αν η διοίκηση εφήρμοσε τα νόμιμα κριτήρια, το αν η αιτιολογία είναι σαφής ή
αόριστη και το να μην είναι αντιφατική.
Πλάνη περί τα πράγματα:
Ο ισχυρισμός του αιτούντος είναι απαράδεκτος αν έρχεται σε αντίθεση με κριθέντα
απόφαση και αν αντίκειται σε ό,τι έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου.
Συνοπτικά, παράβαση νόμου σημαίνει την αντίθεση σε κανόνα του θετικού δικαίου.
Η αντίθεση αυτή υπάρχει:
1. Όταν η διοίκηση δεν συμμορφώνεται προς μια ρητή επιταγή ή ενεργεί
αντίθετα προς μια ρητή απαγόρευση (παράβαση υπό στενή έννοια)
2. Όταν η διοίκηση υπερβαίνει τις εξουσίες της, περιορίζοντας ή
προσβάλλοντας ένα ατομικό δικαίωμα, χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση
(υπέρβαση εξουσίας ή έλλειψη νομικής βάσεως)
3. Όταν η διοίκηση ερμηνεύει εσφαλμένως την έννοια του νόμου (εσφαλμένη
ή ψευδής ερμηνεία)
4. Όταν η διοίκηση προβαίνει σε εσφαλμένη εξειδίκευση μιας αόριστης
νομικής έννοιας (εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός)
5. Όταν η διοίκηση αντιλαμβάνεται εσφαλμένως την ύπαρξη ή μη ύπαρξη
πραγματικών περιστατικών (πλάνη περί τα πράγματα- πρέπει να είναι
ουσιώδης, δηλαδή να στηρίζεται σ αυτό το εσφαλμένο πραγματικό
περιστατικό, το περιεχόμενο της πράξης της διοίκησης). Η διοίκηση στηρίζει
την εφαρμογή του νόμου σε εσφαλμένο πραγματικό, αντικειμενικά στοιχεία
που πραγματικά δεν ευσταθούν. Τότε ακυρώνεται η απόφαση
π.χ. χαρακτηρισμός κτιρίου ως διατηρητέου, το ΑΠΘ επειδή
κατασκευάστηκε το 1929. Υποβάλλεται αίτηση επειδή δεν χτίστηκε το 1929
αλλά το 1969. Αποδεικνύεται λάθος της διοίκησης στο οποίο στηρίχθηκε για
την εφαρμογή του δικαίου, επομένως το πραγματικό έρεισμα αποδεικνύεται
εσφαλμένο κι έχουμε ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα που οδηγεί στην
ακύρωση της πράξης. Στο πλαίσιο της ακυρωτικής δίκης ελέγχεται η πλάνη
περί τα πράγματα, αλλά όχι η υπαγωγή σε αόριστες και αξιολογικές έννοιες
Παράβαση είναι δυνατή τόσο κατά την άσκηση δέσμιας αρμοδιότητας όσο και κατά
την άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

87
Δεν ελέγχεται αυτεπαγγέλτως αλλά μόνο μετά από πρόταση του αιτούντος.
Σ. 87 παρ. 2 και Σ. 93 παρ. 4- Ο δικαστής δεν υποχρεούται να εφαρμόσει κανόνα
δικαίου που παραβιάζει, επομένως ο δικαστής μπορεί στο πλαίσιο του τρίτου λόγου
ακυρώσεως να ελέγξει παρεπιμπτόντος και την συνταγματικότητα του κανόνα
δικαίου που εφήρμοσε η διοίκηση. Αντιθέτως ο δικαστής δεν υποχρεούται να ελέγξει
τη συνταγματικότητα της ίδιας της πράξης. Αυτός ο κανόνας δικαίου μπορεί να είναι
τυπικός, ή να προκύπτει από κανονιστική πράξη, οπότε ισχύει ο κανόνας ότι στο
πλαίσιο της προσβολής της πράξης ελέγχεται παρεμπιπτόντως η συνταγματικότητα
και η νομιμότητα της κανονιστικής πράξης που εφάρμοσε η διοίκηση.
Αντιθέτως όταν προσβάλλεται ατομική διοικητική πράξη δεν μπορεί να ελεγχθεί
παρεμπιπτόντως η νομιμότητα άλλης ατομικής διοικητικής πράξης, από την οποια
εξαρτάται η προσβαλλόμενη.
π.χ. Εκδίδεται οικοδομική άδεια και προβάλλει κανείς κατά την προσβολή ότι το
Προεδρικό διάταγμα που προβλέπει του όρους δόμησης, είναι παράνομο ή
αντισυνταγματικό. Θα ελεγχθεί λοιπόν η νομιμότητα και η συνταγματικότητα αυτου.
Αν όμως έχουμε ατομική διοικητική πράξη, το κύρος της δεν μπορεί να ελεγχθεί
παρεμπιπτόντως
π.χ. Καθηγητής Χ κόβει τον μαθητή Ψ οποίος προσβάλλει, υποστηρίζοντας ότι ο Χ
έχει διοριστεί παράνομα. Αυτό δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως, με εξαίρεση την
περίπτωση όπου διαρκεί ακόμη η προθεσμία προσβολής της ατομικής πράξης, της
οποίας ζητάμε τον παρεμπίπτοντα έλεγχο, γιατί θα θεωρούνταν συμπροσβαλλόμενη.
Το κριτήριο για το αν ο έλεγχος είναι ευθύς ή παρεμπιπτων σχετίζεται με το αίτημα.
Ειδική περίπτωση - Παραβίαση του δεδικασμένου
Όταν η προσβαλλόμενη πράξη έρχεται σε αντίθεση με κριθέν ζήτημα από το
δικαστήριο, η παρανομία δημιουργεί λόγο ακυρώσεως που ελέγχεται και
αυτεπαγγέλτως.
Π.χ. η διοίκηση επιλέγει μεταξύ των Α και Β, τον Β με την αιτιολογία ότι τα
προσόντα του Α είναι παράνομα, ενώ έχει υπάρξει απόφαση που τα κρίνει νόμιμα. Ο
ακυρωτικός δικαστής μπορεί να κρίνει αν η επιλογή είναι νόμιμη και δεν μπορεί να
επιλέξει ο ίδιος μεταξύ των Α και Β. Αν η αιτιολογία ήταν διαφορετική, τότε δεν θα
είχαμε παραβίαση του δεδικασμένου αν επιλεγόταν ο Β.

Ανάλυση τέταρτου λόγου ακυρώσεως


iv. Η κατάχρηση εξουσίας
Είναι περιορισμένος στην πράξη σαν λόγος διότι αφορά τις σκέψεις της διοίκησης
όταν εξέδιδε την πράξη, πράγμα δύσκολο να αποδειχθεί. Αφορά μόνο την εφαρμογή
κανόνων διακριτικής ευχέρειας. Όταν η διοίκηση ασκεί διακριτική ευχέρεια πρέπει
λοιπόν να την ασκεί σύμφωνα με τους σκοπούς του νόμου.

88
Αναφέρεται στη νομιμότητα της πράξης. Βρίσκει εφαρμογή όταν το όργανο που
εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη επιδιώκει σκοπό προδήλως διαφορετικό με την
έκδοση της πράξης από εκείνον που είχε ως σκοπό όταν ο νόμος χορηγούσε τη
διακριτική ευχέρεια. Η κατάχρηση εξουσίας πρέπει να προκύπτει από τον φάκελο
της πράξης ή να αποδειχθεί από τον αιτούντα.
Π.χ. ο νομοθέτης χορηγεί στη διοίκηση την ευχέρεια να επιβάλλει
περιβαλλοντικά πρόστιμα με σκοπό την τήρηση της περιβαλλοντικής
προστασίας. Όταν η διακριτική αυτή ευχέρεια χρησιμοποιείται με σκοπό την
επαύξηση των κρατικών εσόδων, έχουμε κατάχρηση εξουσίας, αφού χρησιμοποιείται
για σκοπό προδήλως διαφορετικό.
Ο λόγος ακυρώσεως είναι θεωρητικός κατά κύριο λόγο, αφού δεν αποτυπώνεται στα
έγγραφα. Ο αιτών πρέπει να την επικαλεστεί και να αποδείξει την κατάχρηση
εξουσίας, πράγμα πολύ δύσκολο.

21/11/2023- 13η διάλεξη

γ. Η συμμετοχή τρίτων στην ακυρωτική δίκη: Παρέμβαση & τριτανακοπή

Η συμμετοχή των τρίτων είναι αναγκαίο να ρυθμιστεί στο πλαίσιο της


δικαστικής προστασίας,ιδίως επειδή το αποτέλεσμα της δίκης θα αφορά
δικαιώματα τρίτων που δε συμμετείχαν στη δίκη → επομένως, εφόσον η
τελικώς εκδοθείσα απόφαση τους θίγει, πρέπει να βρεθεί τρόπος να
συμμετέχουν κι αυτοί στην ακυρωτική δίκη.

(Πχ Α λαμβάνει οικοδομική άδεια, Β περίοικος προσβάλλει την οικοδομική άδεια με


αίτηση ακυρώσεως / αν αυτή ακυρωθεί ο Α δεν θα μπορεί να χτίσει
Διάδικοι είναι ο Β και η διοικητική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη-
ο Α είναι τρίτος που αντλεί δικαίωμα από την πράξη.)

Παράδειγμα, αναλυτικότερα: Δίνεται οικοδομική άδεια στον Α, η οποία όμως


προσβάλει ένα δικαίωμα του Β, ο οποίος και ασκεί προσφυγή κατά της
οικοδομικής άδειας. Η δίκη μεταξύ ποιων θα είναι; → μεταξύ Β & της
διοικητικής αρχής που εξέδωσε την οικοδομική άδεια. Έτσι, αν χάσει η
διοικητική αρχή, ο Α ο οποίος δε συμμετείχε στη δίκη, θα βρεθεί να χάνει την
οικοδομική άδεια και να μη μπορεί να χτίσει, από μία δίκη μεταξύ Β &
δημοσίου.
→ γι’ αυτό, χρειαζόμαστε έναν θεσμό γι’ αυτούς τους τρίτους

Παρέμβαση
αρ. 49 ΠΔ 18/1989 → ο νομοθέτης, επιτρέπει στον τρίτο να συμμετάσχει στην
ακυρωτική δίκη, με δικό του δικόγραφο: έτσι, ασκώντας παρέμβαση ο τρίτος

89
καθίσταται κι αυτός διάδικος της δίκης. Αυτός ο θεσμός, ονομάζεται
παρέμβαση.

Ένας τρίτος μπορεί να συμμετάσχει σε μια δίκη που έχει ήδη ξεκινήσει μετά από
αίτηση ακυρώσεως άλλου. Αυτό επιτρέπεται μόνο υπέρ του κύρους της
προσβαλλόμενης πράξης στην ακυρωτική δίκη προκειμένου να μην παρακάμπτεται
η προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως. Αν κάποιος ασκήσει παρέμβαση κατά του
κύρους της πράξης εντός προθεσμίας, αυτή θεωρείται ξεχωριστή αίτηση ακυρώσεως
(διαφορετικά είναι απαράδεκτη). Έννομο συμφέρον για την παρέμβαση έχει εκείνος
που αντλεί όφελος από την πράξη (βλάπτεται από την ακύρωσή της). Ο
παρεμβαίνων μπορεί να προβάλλει λόγους που τεκμηριώνουν το απαράδεκτο ή το
αβάσιμο της αίτησης ακυρώσεως (οτιδήποτε κατατείνει στην απόρριψη της
αιτήσεως ακυρώσεως).

!!Ίδιον της ακυρωτικής δίκης, είναι ότι ο παρεμβαίνων συμμετέχει στη δίκη μόνο με
ένα ρόλο: του επιτρέπεται, μόνο να υπερασπιστεί την προσβαλλόμενη πράξη,
μπορεί μόνο να συμμαχήσει με τη διοικητική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη
πράξη, δεν επιτρέπεται να συμμαχήσει με αυτόν που την προσβάλλει (παρέμβαση
είναι δυνατή μόνο υπέρ του κύρους της πράξης).

Για ποιο λόγο στην ακυρωτική δίκη, επιτρέπεται μόνο παρέμβαση υπέρ της πράξης &
όχι κατά της πράξης; Η κρατούσα άποψη δικαιολογεί τη ρύθμιση αυτή,
υποστηρίζοντας ότι διαφορετικά θα είχαμε μία νέα αίτηση ακυρώσεως η οποία θα
μπορούσε να ασκηθεί εκτός προθεσμίας (δεδομένου ότι η παρέμβαση δεν εξαρτάται
από την προθεσμία έκδοσης της πράξης).

Επομένως, υπάρχει ένα ειδικό έννομο συμφέρον της παρέμβασης: ο παρεμβαίνων


πρέπει να αντλεί όφελος από την διατήρηση σε ισχύ της προσβαλλόμενης πράξης &
αυτό το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι προσωπικό, άμεσο & ενεστώς*.

*το ενεστώς έννομο συμφέρον δε χρειάζεται να συντρέχει και στα 3 χρονικά σημεία
(εν αντιθέσει, με ό,τι ισχύει στην αίτηση ακυρώσεως). !!Το έννομο συμφέρον
παρέμβασης δε χρειάζεται να υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.

Η παρέμβαση ασκείται με αυτοτελές δικόγραφο (δικόγραφο παρεμβάσεως), το


οποίο για να ασκηθεί παραδεκτώς πρέπει να κατατεθεί στο δικαστήριο & να επιδοθεί
τουλάχιστον 6 πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης - δεν
υπολογίζονται η μέρα της κατάθεσης & η μέρα της συζήτησης.

Εδώ, έχουμε μία δικονομική προθεσμία σε πλήρεις ημέρες, ας δούμε πώς


υπολογίζεται αυτή: πχ η συζήτηση της υπόθεσης είναι στις 30 Νοεμβρίου →
δεν προσμετράται η μέρα του γεγονότος - της συζήτησης, επομένως 6 πλήρεις
ημέρες πριν τις 30/11 είναι η 23η Νοεμβρίου, η 23/11 είναι η τελευταία ημέρα

90
κατάθεσης & επίδοσης του δικογράφου. (#στις σκέτες ημέρες μετράμε
διαφορετικά την προθεσμία)

Αν κατατεθεί η παρέμβαση σε λιγότερο από 6 πλήρεις ημέρες πριν τη συζήτηση,


έχουμε απαράδεκτη παρέμβαση.
!!Αν κατατεθεί εμπρόθεσμα αλλά δεν κοινοποιηθεί εμπρόθεσμα, τότε έχουμε πάλι
απαράδεκτο της παρέμβασης το οποίο πρέπει να επικαλεστεί ο αντίδικος,
ειδάλλως, είναι παραδεκτή → αν εμφανιστεί ο αντίδικος στη συζήτηση και δεν
αντιλέξει για το εκπρόθεσμο της κοινοποίησης, τότε το απαράδεκτο
θεραπεύεται. Αν δεν παραστεί όμως ο αντίδικος, το απαράδεκτο παραμένει.

→ αν κατατεθεί εμπρόθεσμα & παραδεκτά η παρέμβαση, τότε ο παρεμβαίνων


έχει τα πλήρη δικαιώματα του διαδίκου (παρίσταται και υποστηρίζει την
υπόθεση του, με κατάθεση υπομνημάτων, με προφορική ανάθεση κλπ)

Πώς θα ενημερωθεί ο παρεμβαίνων για τη δίκη; Γενικά, δε μας ενδιαφέρουν τα


πραγματικά περιστατικά, εκ των οποίων ενημερωνεται ο παρεμβαίνων.
αρ. 51 παρ.2 ΠΔ 18/1989 → Εντούτοις, ο νομοθέτης προβλέπει την εξής θεσμική
δυνατότητα: ο εισηγητής δικαστής (αυτός που ετοιμάζει την υπόθεση & έχει
την ευθύνη του φακέλου) μπορεί να καλέσει κάθε τρίτο που έχει έννομο
συμφέρον παρέμβασης, κοινοποιώντας αντίγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως,
με σημείωση της δικασίμου 20 πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της
υπόθεσης.
Αν το κάνει αυτό ο εισηγητής δικαστής, έχουμε την εξής έννομη συνέπεια: αν ο
ενδιαφερόμενος δεν ασκήσει παρέμβαση ενώ του έχει κοινοποιήσει ο εισηγητής
δικαστής την αίτηση ακυρώσεως, χάνει το δικαίωμα να ασκήσει τριτανακοπή κατά
της εκδοθείσας απόφασης.

Προνομιακή δυνατότητα παρέμβασης σε υπουργό που ασκεί εποπτεία σε ΝΠΔΔ

αρ. 21 παρ.2 περ.β΄ΠΔ 18/1989→ Ο Υπουργός δύναται να παρέμβει υπέρ του


κύρους της πράξης χωρίς προδικασία (:χωρίς να καταθέσει δικόγραφο)
απευθείας στη συζήτηση. Επίσης, εδώ, ο υπουργός δύναται να παρέμβει και
κατά του κύρους της πράξης.

Για παράδειγμα, έχουμε εκλογική διαδικασία καθηγητών στο ΑΠΘ.


Εκλέγεται ο Β αντί του Γ → η πράξη εκλογής είναι πράξη πανεπιστημιακού
οργάνου, το οποίο βρίσκεται υπό την εποπτεία του Υπουργού Παιδείας. Ο Γ
ασκεί αίτηση ακυρώσεως → στην εν εξελίξει δίκη, μπορεί να παρέμβει ο
Υπουργός είτε υπέρ, είτε κατά του κύρους της πράξης εκλογής.

91
!! η παρέμβαση αφορά υπαρκτή δίκη, δίκη εν εξελίξει: επομένως, για να ασκηθεί η
παρέμβαση πρέπει να έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως

δ. Σύνθετες δίκες: ομοδικία & συνάφεια

Ομοδικία → υποκειμενική σώρευση αιτήσεων ακυρώσεως


Συνάφεια → αντικειμενική σώρευση

Συνάφεια
:σώρευση αντικειμένων/αντικειμενικά σύνθετη δίκη

Εδώ, εξετάζουμε τη δυνατότητα του διαδίκου να προσβάλει περισσότερες από μία


διοικητικές πράξεις, δηλαδή να εξετάσουμε τη νομιμότητα περισσότερων διοικητικών
πράξεων με ένα δικόγραφο. Η νομολογία λέει ότι αυτό είναι δυνατό, αρκεί οι πράξεις
να είναι συναφείς. Μάλιστα, η συνάφεια είναι πολύ συχνό φαινόμενο στις διοικητικές
δίκες. Άρα, στη συνάφεια, με το ίδιο ένδικο βοήθημα προσβάλλουμε περισσότερες
συναφείς πράξεις.
Οι πράξεις στηρίζονται στην ίδια νομική βάση και κατά τα ουσιώδη στην ίδια
πραγματική βάση ή η νομιμότητα της μιας πράξης προϋποθέτει τη νομιμότητα της
άλλης πράξης. Αν δεν πληρούται το στοιχείο της συνάφειας, το δικαστήριο
διατάσσει τον χωρισμό του δικογράφου.
(στο πλαίσιο της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, το δικαστήριο θεωρεί
συμπροσβαλλόμενες και τις επόμενες πράξεις από την προσβαλλόμενη)
Προϋπόθεση για τη συνάφεια είναι και η αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου
για την εκδίκαση. Εννοείται πως οι συμπροσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να
κατονομάζονται στο δικόγραφο και πρέπει να αναφέρεται από που προκύπτει η
συνάφεια. Δεν μπορεί μόνο του το δικαστήριο να θεωρήσει μια πράξη
συμπροσβαλλόμενη (αρχή διαθέσεως).
Αναλυτικότερα:
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις συνάφειας που μας ενδιαφέρουν:
1. Η μία διοικητική πράξη, είναι αποτέλεσμα της άλλης, δηλαδή → όταν
η νομιμότητα της μίας πράξεως, στηρίζεται στην άλλη. Εδώ, έχουμε
συνάφεια και οι 2 πράξεις παραδεκτώς συμπροσβάλλονται.
2. Όταν έχουμε πράξεις της ίδιας διοικητικής διαδικασίας
a. !!από το φαινόμενο της συνάφειας πρέπει να ξεχωρίσουμε τις
περιπτώσεις της σύνθετης διοικητικής ενέργειας→ στη σύνθετη
διοικητική ενέργεια, η προηγούμενη πράξη ενσωματώνεται στην
επόμενη και χάνει την αυτοτέλεια & την εκτελεστότητα της (&
σταματά να υπάρχει στο νομικό κόσμο), έτσι η τελική πράξη είναι

92
η μοναδική προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, η οποία εμπεριέχει
όλες τις προηγούμενες, εδώ δεν έχουμε συνάφεια
3. Όταν οι διοικητικές πράξεις βασίζονται στην κατά βάση ίδια
πραγματική & νομική αιτία
a. για παράδειγμα, ο ενδιαφερόμενος θέλει να εγκαταστήσει σταθμό
παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ(ανανεώσιμες πηγές ενέργειας),
παίρνει περιβαλλοντική άδεια και εκδίδονται άδεια
εγκατάστασης εξοπλισμού & οικοδομική άδεια → η νομολογία
λέει ότι αυτές οι 3 πράξεις(περιβαλλοντική, εγκατάστασης,
οικοδομική) παραδεκτώς συμπροσβάλλονται με ένα δικόγραφο
ως συναφείς επειδή στηρίζονται στην ίδια αιτία

Ομοδικία
:σώρευση υποκειμένων

Διακρίνεται σε ενεργητική & παθητική.

Παθητική ομοδικία
→ ο παθητικός διάδικος στην ακυρωτική δίκη, είναι η διοικητική αρχή που
εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, για την ακρίβεια, το νομικό πρόσωπο
του οργάνου που την εξέδωσε/ !!αν την πράξη την εξέδωσε όργανο του κράτους,
το ΠΔ 18/1989 ορίζει ότι διάδικος είναι ο αρμόδιος υπουργός.

Παθητική ομοδικία, έχουμε όταν την διοικητική πράξη τη συνυπέγραψαν


περισσότερα όργανα (πχ όλοι οι υπουργοί που υπέγραψαν και εξέδωσαν την τάδε
υπουργική απόφαση).

!!Για τον αιτούντα δικαστική προστασία, δεν έχει καμία σημασία η παθητική
ομοδικία → δε χρειάζεται σύμφωνα με το νόμο (αρ. 17 παρ.2 ΠΔ 18/1989) να
κατονομάζει τον παθητικό διάδικο. Γιατί; επειδή η ακυρωτική δίκη είναι δίκη κατά
πράξεως. Αν το κάνει είναι για να βοηθήσει το δικαστήριο στην κλήτευση των
κατάλληλων προσώπων.Η παθητική ομοδικία έχει σημασία για το δικαστήριο, το
οποίο πρέπει να κάνει τις απαραίτητες κλητεύσεις (η κλήτευση των διαδίκων είναι
προϋπόθεση παραδεκτού της συζήτησης στο δικαστήριο).

Η ανακριτική αρχή είναι αντίθετη προς το συζητητικό σύστημα, δε μας λέει τίποτα
για το ποιος πρέπει να κάνει κλητεύσεις.

Ενεργητική ομοδικία
Εδώ, επιτρέπεται παραδεκτώς να ομοδικούν περισσότεροι του ενός αιτούντες
δικαστικής προστασίας. Πρέπει όμως να τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

(πχ 120 κάτοικοι προσβάλλουν την πράξη έγκρισης κατασκευής αυτοκινητόδρομου)

93
Στην ΠολΔικ γίνεται μία διάκριση ανάμεσα σε απλή & αναγκαστική ομοδικία.
➔ Στην απλή, η οποία είναι προαιρετική είναι θέμα επιλογής των ομοδίκων αν
θέλουν να ομοδικήσουν ή όχι. Αν δεν πληρούνται τα αναγκαία στοιχεία για την
ομοδικία, η δίκη θα διασπαστεί για καθένα από τους διαδίκους χωρισμός από
το δικαστήριο του δικογράφου.
◆ Εδώ, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις είναι κοινές για όλους, ενώ οι
υποκειμενικές κρίνονται για τον καθένα ξεχωριστά:το δικαστήριο
μπορεί να δέχεται το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως για
ορισμένους ομοδίκους & να το απορρίπτει για άλλους.
➔ Αντιθέτως στην αναγκαστική, το δίκαιο υποχρεώνει περισσοτέρους να
ασκήσουν δικόγραφο από κοινού. Η διαφορά επιδέχεται μόνο ενιαίας ρύθμισης
για όλους. Η πράξη σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο δεν μπορεί να
ακυρωθεί μόνο για έναν. Πρέπει αναγκαστικά να ασκηθεί από όλους αίτηση
ακυρώσεως.

Σήμερα, στην ακυρωτική δίκη περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας δεν


έχουμε σχεδόν καθόλου. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αναγκαστικής
ομοδικίας ήταν αυτή της ανάθεσης συμβάσεων και με βάσει το τότε ισχύον
δίκαιο, αν είχαμε μέλη υποψήφιας κοινοπραξίας, και ήθελαν να ασκήσουν
αίτηση ακυρώσεως, έπρεπε να την κάνουν όλα μαζί τα μέλη, ειδάλλως θα
κρινόταν απαράδεκτη η αίτησή τους.Το ΕΔΔΑ υποστήριξε ότι αυτή η
νομολογία αντίκειται στο δίκαιο ανάθεσης συμβάσεων και έτσι ανετράπη →
γι’αυτό σήμερα, δεν είναι συχνή η αναγκαστική ομοδικία.

!!Η ομοδικία, για την οποία μιλάμε στην ακυρωτική δίκη είναι η απλή, οπότε οι
διαδικαστικές πράξεις του καθενός δεν επιλέγουν για τους άλλους αποτελέσματα,
αλλά μόνο για τον εαυτό του.

Υπάρχει όριο στον αριθμό των αιτούντων στην ακυρωτική δίκη με το ίδιο
δικόγραφο→ όχι, μπορεί να είναι εκατοντάδες (#στις δίκες ουσίας υπάρχει
όριο, στις ακυρωτικές δεν υπάρχει)

Προϋποθέσεις ομοδικίας:
1. Δεσμός μεταξύ των ομοδίκων: πρέπει όλοι να έχουν παράλληλο έννομο
συμφέρον ακύρωσης της διοικητικής πράξης
2. Πρέπει οι λόγοι ακυρώσεως που προτείνονται, να βασίζονται στους
κατά τα ουσιώδη στοιχεία, ίδιους πραγματικούς & νομικούς λόγους→
δηλαδή, θέλουμε μία κοινότητα των λόγων ακυρώσεως

Συνέπειες έλλειψης ομοδικίας(αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της): το


δικαστήριο διατάσσει τον χωρισμό του δικογράφου→ και αυτή που ξεκίνησε ως
ενιαία δίκη, διακρίνεται σε πολλές διαφορετικές δίκες των διάφορων ομοδίκων

94
**αρ. 45 παρ.4 ΠΔ 18/1989 → αν δεν υπήρχε αυτή η ρύθμιση, η ρητή
επιγενόμενη πράξη που έπεται της παράλειψης θα ήταν απλώς βεβαιωτική
(όπως και είναι βεβαιωτική όταν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις της
ρύθμισης)

στ. Η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο (εξέλιξη διοικητικής δίκης )


* (το ε κατάργηση της διοικητικής δίκης, το αναλύουμε παρακάτω)

i. Συμπληρωματικά δικόγραφα: δικόγραφα προσθέτων λόγων & δικόγραφο


υπομνήματος

Μπορεί να συμπληρώσει τους ισχυρισμούς του ο αιτών στην αίτηση ακυρώσεως; Ναι,
αλλά υπό όρους:
Ο αιτών έχει καταρχήν το βάρος της αρχής της συγκεντρώσεως: τα επιχειρήματά
του δε μπορεί να τα προβάλλει οποτεδήποτε, αλλά τους λόγους ακυρώσεως τους
προβάλλει είτε με το αρχικό δικόγραφο, είτε με το δικόγραφο προσθέτων λόγων, το
οποίο πρέπει να κατατεθεί & να επιδοθεί στους διαδίκους, το αργότερο 15 πλήρεις
ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης. Αν το δικόγραφο προσθέτων λόγων,
κατατεθεί εμπρόθεσμα, αλλά δεν κοινοποιηθεί εμπρόθεσμα στους διαδίκους, τότε
συμβαίνει το ίδιο με την παρέμβαση. Δηλαδή, εάν η επίδοση δεν γίνει εμπρόθεσμα,
τότε το σχετικό ελάττωμα θεραπεύεται αν ο αντίδικος παραστεί στη δίκη και δεν
αντιλέξει, όπως και στην παρέμβαση. Αυτό το δικόγραφο αφορά νέους λόγους
ακυρώσεως.

!!Μετά από μερικές οίκοθεν αναβολές, μπορεί να υπάρξει δικόγραφο προσθέτων


λόγων; Ναι, μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Ο αιτών μπορεί να
βομβαρδίζει το δικαστήριο με δικόγραφα προσθέτων λόγων, μπορεί να καταθέσει όσα
θέλει, όμως μέχρι την προτεραία της συζήτησης της υπόθεσης.

Υπάρχει η δυνατότητα για τον αιτούντα να υποβάλει και δικόγραφο υπομνήματος,


μέχρι 6 πλήρεις ημέρες πριν τη συζήτηση. Δε μπορεί με αυτό όμως, να προβάλει
νέους λόγους ακυρώσεως, μπορεί μόνο να αναπτύξει λόγους ακυρώσεως που έχει
ήδη προβάλει, εκτός αν θέλει να προβάλει λόγους ακυρώσεως δημόσιας τάξης !!!
(τους οποίους τους εξετάζει οίκοθεν το δικαστήριο) → αυτούς μπορεί να τους
προβάλλει οποτεδήποτε.

Δεν απαιτείται επίδοση του υπομνήματος. Με το υπόμνημα υποχρεούται ο αιτών


έννομη προστασία να υποβάλλει και όλα τα έγγραφα της νομιμοποίησης, έγγραφα
που αποδεικνύουν το έννομο συμφέρον. Τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να
τα προσκομίσει ο διάδικος μέχρι την προτεραία της συζήτησης στο ακροατήριο.
Ισχύει λοιπόν ο κανόνας της προαπόδειξης στο Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο &
κανόνας έγγραφης απόδειξης.

95
(Θυμόμαστε ότι για να είναι παραδεκτό το δικόγραφο πρέπει να περιέχει τουλάχιστον
έναν λόγο ακυρώσεως)

Στη συζήτηση μπορεί ο αιτών να λάβει άδεια από το δικαστήριο ώστε να καταθέσει
ένα υπόμνημα μετά από προθεσμία που θέτει ο πρόεδρος στο ακροατήριο. Άρα
υπόμνημα γίνεται δεκτό και μετά την έναρξη της συζήτησης. Στο υπόμνημα αυτό
δεν μπορούν να προβληθούν νέοι λόγοι ακυρώσεως, εκτός αν είναι λόγοι
αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι, λόγοι δημοσίας τάξης δηλαδή. Με το υπόμνημα αυτό
δεν μπορούν να προσκομιστούν άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Οι διάδικοι δεν
μπορούν να προσκομίσουν νέα στοιχεία μετά τη συζήτηση – άρθρο 25 ΠΔ
18/1989

ii. Νομιμοποίηση των διαδίκων


Στην προετοιμασία της δίκης ετοιμάζεται από τον εισηγητή της δίκης μία έκθεση επ’
ακροατηρίω. Εκεί τίθενται τα σημαντικότερα ζητήματα της υπόθεσης – άρθρο 22
παρ1 ΠΔ18/1989. Η έκθεση αυτή έχει σκοπό να εκθέσει το ιστορικό και τα νομικά
ζητήματα, ώστε να τοποθετηθούν οι διάδικοι. Η έκθεση επισυνάπτεται στο φάκελο
τουλάχιστον 3 πλήρεις μέρες πριν τη συζήτηση.
Η ακροαματική διαδικασία προϋποθέτει παράσταση με δικηγόρο παρ’Αρείω Πάγω ή
καθηγητή ημεδαπής νομικής σχολής. Στις ακυρωτικές διαφορές οι διάδικοι πρέπει
να εκπροσωπηθούν με δικηγόρο, δεν μπορούν να παρασταθούν αυτοπροσώπως. Η
πληρεξουσιότητα πρέπει να αποδειχθεί. Ο δικηγόρος που παρίσταται πρέπει να
αποδείξει την νομιμοποίησή του. Πρέπει να αποδεικνύεται δηλαδή η σχέση εντολής
ανάμεσα στον δικηγόρο που παρίσταται και τον διάδικο. Αυτή η σχέση εντολής
βεβαιώνεται με πολλούς τρόπους:
Α) συμβολαιογραφικό έγγραφο

Β)αυτοπρόσωπη παρουσία διαδίκου στο δικαστήριο και προφορική δήλωση στο


ακροατήριο ότι παρέχει τέτοια πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο (μπορεί και να μην
είναι παρ’Αρείω Πάγω)
Γ)συνυπογραφή της αιτήσεως ακυρώσεως- Με την συνυπογραφή της αιτήσεως
ακυρώσεως, η νομολογία ορίζει ότι πρέπει να παρασταθεί ο ίδιος δικηγόρος που
υπέγραψε την αίτηση ακυρώσεως.
Αν δεν υπάρξει διαπίστωση της νομιμοποίησης, η αίτηση ακυρώσεως απορρίπτεται
ως ανομιμοποίητη (μορφή απαραδέκτου). Το ίδιο συμβαίνει αν δεν παρασταθεί
κανείς, ούτε ο διάδικος, ούτε ο δικηγόρος. Η υπόθεση θα συζητηθεί αν δεν
παρασταθεί δικηγόρος μόνο αν εμφανιστεί ο διάδικος στο δικαστήριο και εγκρίνει
την υπογεγραμμένη από δικηγόρο αίτηση ακυρώσεως. Ο διάδικος δεν μπορεί να
υποστηρίξει την αίτηση ακυρώσεως.

iii. Πορεία & χαρακτηριστικά της διαδικασίας

1. Προδικασία: έγγραφη & μυστική

96
2. Μετά την κατάθεση της αιτήσεως ακυρώσεως, ο πρόεδρος του δικαστηρίου
διατάσσει την κλήτευση των παθητικών διαδίκων, αν είναι ΝΠΔΔ του
κράτους, η κλήτευση κοινοποιείται και στον αρμόδιο υπουργού και ορίζεται ο
εισηγητής δικαστής.
Ο εισηγητής δικαστής έχει ως αρμοδιότητα να επιφέρει τη δικονομική
ωρίμανση της δίκης προς συζήτηση: δηλαδή, μεριμνεί για την προσκομιδή του
φακέλου από τη διοίκηση (αν η διοίκηση δεν έχει προσκομίσει τον φάκελο, τον
ζητα, όπως και όλα τα συμπληρωματικά έγγραφα), δέχεται να επικοινωνήσει
με τους διαδίκους αν αυτοί το ζητήσουν & δηλώνει την υπόθεση προς
συζήτηση 5 ημέρες πριν από τη διενέργεια της συζήτησης, δηλαδή, δηλώνει αν
η υπόθεση είναι ώριμη προς συζήτηση ή όχι και πρέπει να αναβληθεί
οίκοθεν(αν δεν το κάνει αυτό ο εισηγητής, τότε η υπόθεση αναβάλλεται
οίκοθεν).
Επίσης, ετοιμάζει την επ’ακροατηρίω έκθεση → αυτή η έκθεση
καθίσταται γνωστή στους διαδίκους πριν από τη συζήτηση της
υπόθεση: σε αυτή την έκθεση, ο εισηγητής περιγράφει τα βασικά
πραγματικά & νομικά ζητήματα που τίθενται και δεν προτείνει τίποτα
από το 2010 και μετά (δεν κάνει κάποια πρόταση).

Η συζήτηση γίνεται βάση της έκθεσης επ’ ακροατηρίω. Προηγείται στο στάδιο
της προεκφώνησης και μετά ο εισηγητής παρουσιάζει την εισήγησή του στο
δικαστήριο. Ο πρόεδρος δίνει τον λόγο στον αιτούντα ο οποίος παρουσιάζει τα
επιχειρήματά του και μετά στη διοίκηση να αναπτύξει τους λόγους με βάση τους
οποίους πρέπει να απορριφθεί η αίτηση ακυρώσεως. Το στάδιο της κύριας
διαδικασίας που είναι δημόσιο λήγει με τις προθεσμίες για νομιμοποίηση και
υπομνήματα.

Κύρια διαδικασία: επί ακροατηρίου συζήτηση – γίνεται κατά την δικάσιμο, δηλ. την
ημέρα που όρισε ο πρόεδρος. Αν ένας από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά την
συζήτηση, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν έγινε νομίμως και εμπροθέσμως
ή παραλήφθηκε νομίμως η κοινοποίηση (η κλήτευση – αρ. 135 παρ1 ΚΔΔ).
Επανάληψη της δίκης μπορεί να ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον για αυτό. Το
δικαστήριο διαγράφει την υπόθεση αν έγινε παραίτηση από το δικόγραφο ως την
έναρξη της συζήτησης ή με άλλον τρόπο καταργήθηκε η δίκη. Στα τακτικά διοικητικά
δικαστήρια έχει σχεδόν καταργηθεί στην πράξη η συζήτηση (αρ. 133 παρ2 εδ4-6
αλλά και αρ. 134 ΚΔΔ).
Ακολουθεί το μυστικό στάδιο της διάσκεψης της υπόθεσης. Οι δικαστές συζητάνε,
ψηφίζουν και αποφασίζουν. Η απόφαση δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση του
δικαστηρίου.
➔ Η διοίκηση όταν είναι το κράτος ή άλλη αρχή του ελληνικού δημοσίου
εκπροσωπείται από το νομικό συμβούλιο του κράτους.

27/11/2023 → 14η διάλεξη

97
ε. Η κατάργηση της ακυρωτικής δίκης

Κατάργηση της δίκης


Οι λόγοι κατάργησης της δίκης ανάγονται είτε στο πρόσωπο του αιτούντος (πχ
παραίτηση) είτε στην κατάσταση της πράξης.

iii. Ανάκληση ή κατάργηση της προσβαλλόμενης πράξης

αρ. 32 Π.Δ. 18/1989- λόγω έλλειψης του αντικειμένου της διαφοράς


Αν έχει εκλείψει το αντικείμενο της αιτήσεως ακυρώσεως, παύει η δίκη να έχει λόγο
ύπαρξης. (αρ. 32 Πδ. 18/1989)- αν εκλείψει η διοικητική πράξη τότε η ακυρωτική
δίκη καταργείται.

αρ. 32 παρ. 1
➔ Όταν η προσβαλλόμενη πράξη παύει να υφίσταται μετά την άσκηση της
αίτησης ακυρώσεως, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να μην έχει ασκηθεί ποτέ.
➔ Αν η προσβαλλόμενη πράξη παύει να υφίσταται πριν την άσκηση του ενδίκου
βοηθήματος, η αίτηση ακυρώσεως που ασκείται είναι απαράδεκτη, καθώς δεν
υπάρχει η εκτελεστή πράξη.
➔ Στην παρ. 1 έχουμε σε κάθε περίπτωση κατάργηση της δίκης ανεξαρτήτως
αν θα ήθελε ο αιτών να συνεχιστεί. Αίρονται όποια αποτελέσματα είχε
επιφέρει η εκδοθείσα πράξη, οπότε δεν υπάρχει και κανένας λόγος για τη
συνέχιση της δίκης.

Ο κρίσιμος χρόνο για την κατάργηση της δίκης είναι η αναδρομική ανάκληση της
πράξης από την άσκηση του ενδίκου μέσου και μέχρι την συζήτηση της υπόθεσης.

Εκλείπει δηλαδή το αντικείμενο της δίκης. Σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ1, ανάκληση


της διοικητικής πράξης μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης οδηγεί σε εξαφάνιση της
πράξης με νέα ανακλητική πράξη. Με την ανάκληση η πράξη εξαφανίζεται από τον
νομικό κόσμο κατά κανόνα αναδρομικά (ex tunc) – για τις ατομικές πράξεις. Μετά τη
συζήτηση της υπόθεσης, τυχόν ανάκληση δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα. Η
ανάκληση μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης επιφέρει υποχρεωτική κατάργηση.
Πριν από την άσκηση της αγωγής, αν έχω ανάκληση της πράξης (ή παύση της παρ2
ή 3), τότε η αίτηση ακυρώσεως θα απορριφθεί ως απαράδεκτη.
αρ.32 παρ. 2
Σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2, παύση ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης (μέχρι τη
συζήτηση της υπόθεσης) μπορεί να επιφέρει συνέπειες μόνο για το μέλλον (ex nunc).
Παύση της πράξης μπορεί να επέλθει για διαφορετικούς λόγους, οι οποίοι μπορεί να
στηρίζονται είτε στο περιεχόμενο της πράξης (αίρεση, ορισμένη διάρκεια κλπ) ή στο
αντικείμενο της πράξης (π.χ. πράξη πραγματοπαγής και το αντικείμενο
καταστράφηκε). Παύση της πράξης μπορεί να επέλθει και από αντικατάσταση της
πράξης από διάταξη νόμου ή από άλλη διοικητική πράξη.

98
Όταν αναφερόμαστε στην ισχύ της διοικητικής πράξης έχουμε:
1. Εξωτερική ισχύ- όταν αυτή με την έκδοσή της καθίσταται εφαρμοστή
2. Εσωτερική ισχύς- προκύπτει από το περιεχόμενο της πράξης και με όρους
που περιλαμβάνει με τους οποίους καθορίζονται όροι σύμφωνα με τους
οποίους η διοικητική πράξη θα ισχύσει ([.χ. άδεια κυνηγιού- θα ισχύει από
αύριο το πρωί, σύμφωνα όμως με το περιεχόμενο της επιτρέπει το κυνήγι
μόνο κατά την διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου, εξωτερικά επομένως
ισχύει αλλά εσωτερικά ισχύει μόνο για συγκεκριμένη περίοδο. Μπορούμε
δηλαδή να έχουμε παύση επειδή έληξε η περίοδος ισχύς της)
π.χ. το δίπλωμα ισχύει μέχρι τα 65- οπότε και έρχεται παύση ισχύος
π.χ. Παύση έχουμε και όταν μία διοικητική πράξη αντικαθίσταται από μία
άλλη. Μπορεί ωστόσο να μην έχουμε επόμενη διοικητική πράξη, αλλά
ρύθμιση με νόμο κατά τρόπο που να μην ισχύει η αρχική διοικητική πράξη. Σε
όλες αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζεται το αρ. 32 παρ. 2
Σε περίπτωση πραγματοπαγούς διοικητικής πράξης (πράξη που συνδέεται άρρηκτα με
ένα πράγμα- άδεια κυκλοφορίας αυτοκινήτου) παύει αυτή να υφίσταται όταν
καταστρέφεται το πράγμα στο οποίο αφορά.
Η δίκη με την παύση καταργείται, αλλά δίνεται στον αιτούντα η δυνατότητα να
αποδείξει έννομο συμφέρον να συνεχιστεί η δίκη παρά την παύση ισχύος της
διοικητικής πράξης. Η διαφορά με την προηγούμενη παράγραφο είναι ότι στην παρ. 2
η διοικητική πράξη παύει να ισχύει για το μέλλον ενώ στην παρ. 1 παύει να ισχύει
αναδρομικά. Στην παύση επομένως έχουν διατηρηθεί σε ισχύ για ορισμένη διάρκεια
στο παρελθόν, οπότε και μπορεί ο αιτών να υποβάλει αίτημα για την κατ’ εξαίρεση
συνέχιση της δίκης. Μπορεί να προβάλει με υπόμνημά του που υποβάλλεται εντός 6
πλήρων ημερών πριν τη συζήτηση, ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της
δίκης (Πρέπει να αποδείξει για το παρελθόν όπου ίσχυσε η πράξη παρήγαγε έννομες
συνέπειες, οι οποίες πρέπει να αρθούν με την ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου).
Οι συνέπειες αυτές μπορεί να είναι είτε ηθικές, είτε περιουσιακές.
π.χ. πειθαρχικές ποινές στους στρατιωτικούς (προσβάλλονται ακυρωτικά)- αν
επιβληθεί για παράδειγμα τρίμηνης στέρησης αποδοχών και έχει παύση η ισχύ μέχρι
τη συζήτηση, θα μπορέσει ο αιτών να επικαλεστεί ηθικό έννομο συμφέρον, λόγω της
βλάβης που υπέστη από την ποινή, θα συνεχιστεί η δίκη σύμφωνα με το αρ. 32 παρ. 2.
Η νομολογία δέχεται ότι δεν συνιστά τέτοιο έννομο συμφέρον, η ύπαρξη
οικονομικής/ χρηματικής ζημίας στο διάστημα που ίσχυσε η πράξη, καθώς αυτή η
ζημία μπορεί να αποκατασταθεί με την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως στα τακτικά
διοικητικά δικαστήρια.
αρ.32 παρ.3
Σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ3, το οποίο συνιστά συνέχεια του 32 παρ2 και ειδική
περίπτωση, η παύση ισχύος της πράξης εδώ οφείλεται στην αντικατάσταση της
πράξης με επόμενη. Μπορώ εδώ να ζητήσω με αίτηση, αν η νέα πράξη συνεχίζει να
πλήττει τα έννομα συμφέροντά μου να συνεχιστεί η δίκη κατά της νέας πράξης
(διεύρυνση αντικειμένου δίκης). Μπορώ να προβάλλω και νέους λόγους ακυρώσεως

99
εδώ. Η αίτηση πρέπει να κατατεθεί στο δικαστήριο και να επιδοθεί στους διαδίκους 6
πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση.

Έχουμε παύση ισχύος της πράξης, λόγω παρόδου της εσωτερικής χρονικής ισχύος
της, αλλά δεν μένει αρρύθμιστη η έννομη σχέση, αλλά ρυθμίζεται εκ νέου η έννομη
σχέση π.χ. με άλλη διοικητική πράξη, η οποία νέα πράξη συνεχίζει να είναι δυσμενής
για τον αιτούντα.
π.χ. Με απόφαση του Δημοτικού συμβουλίου επιβάλλονται τα τέλη που πρέπει να
καταβάλλουν οι ιδιοκτήτες καταστημάτων υγειονομικού περιεχομένου για τα
τραπεζοκαθίσματα που βάζουν στα πεζοδρόμια για ένα χρόνο. Αυτή η απόφαση
αποτελεί κανονιστική πράξη της Διοίκησης που δημιουργεί ακυρωτική διαφορά και
προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως στο ΣτΕ, λόγω της κανονιστικής φύσεως της
πράξης (η ατομική πράξη είναι φορολογική διαφορά και προσβάλλεται με προσφυγή
ουσίας)
Συνεχίζεται η δίκη, ακυρώνοντας την δεύτερη και θα προκύπτει από την υποχρέωση
συμμόρφωσης ότι και η πρώτη πράξη ακυρώνεται. Από τον νομικό κόσμο παύει να
υπάρχει η πρώτη πράξη, αλλά το δικαστήριο το απασχολούν και οι δύο πράξεις.
Αναβολή για κατάθεση δικογράφου/ υπομνήματος συνέχισης της δίκης (το έχασα
εδώ- διάβασε από λαζαράτο)
Η αναβολή ζητείται και δίνεται στο ακροατήριο, αλλιώς αν προλαβαίνει θα πρέπει να
υποβάλλει την αίτηση εντός των 6 πλήρων ημερών.
Ο κανονισμός του ΣτΕ προβλέπει ότι τα αιτήματα των αναβολών πρέπει να
υποβάλλονται εγγράφως την προτεραία, αλλά εδώ κατ’ εξαίρεση αφού στο νόμο
προβλέπεται η υποβολή της αίτησης προφορικά στο ακροατήριο δεν χρειάζεται
κατάθεση εγγράφου αιτήματος την προτεραία.

i. Παραίτηση του αιτούντος


Άρθρο 30 παρ. 5 Π.Δ. 18/1989
Με την παραίτηση το ένδικο βοήθημα είναι σαν να μην έχει ασκηθεί ποτέ. Αν δεν
υπάρξει παραίτηση ο αιτών δεν μπορεί να ασκήσει δεύτερη αίτηση ακυρώσεως,
διαφορετικά η δεύτερη είναι απαράδεκτη. Αν υπάρξει παραίτηση από το δικόγραφο,
μπορώ να ασκήσω ξανά αίτηση ακυρώσεως κατά της ίδιας πράξης, εφόσον υπάρχει
ακόμη προθεσμία. Ανάκληση από την παραίτηση δεν είναι δυνατή για λόγους
ασφάλειας δικαίου.
Η παραίτηση επιφέρει υποχρεωτικά την κατάργηση της δίκης . Γίνεται με μονομερή
δήλωση του διαδίκου που άσκησε το ένδικο βοήθημα. Για να επιφέρει έννομα
αποτελέσματα αυτή η δήλωση πρέπει να είναι καθαρή από όρους και αιρέσεις.
Παραίτηση χωρεί από το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως μέχρι τη συζήτηση της
υπόθεσης στο ακροατήριο. Μετά τυχόν παραίτηση δεν επιφέρει έννομα
αποτελέσματα. Η παραίτηση γίνεται με δήλωση στη γραμματεία του δικαστηρίου ή
με δήλωση ενώπιον του συμβολαιογράφου στον οποίο δόθηκε η πληρεξουσιότητα

100
(συμβολαιογραφική παραίτηση) ή με δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου στη
συζήτηση. Η δήλωση κατατίθεται είτε από τον ίδιο τον διάδικο είτε από πληρεξούσιο
δικηγόρο.
Η παραίτηση μπορεί να γίνει μέχρι τη συζήτηση με τους εξής τρόπους:
1. Με δήλωση στο ακροατήριο, είτε του αιτούντος είτε του πληρεξούσιου
2. Κατά τη διάρκεια της προδικασίας (η δικηγορική πληρεξουσιότητα
τεκμαίρεται από το νόμο) με δήλωση που κατατίθεται στη Γραμματεία του
Δικαστηρίου
3. Παραίτηση με συμβολαιογραφικό έγγραφο, η οποία περιέρχεται στο
δικαστήριο έως και τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο
Η παραίτηση πρέπει να είναι καθαρή και δεν γίνεται να περιλαμβάνει όροι ή αιρέσεις.
Συνέπειες παραίτησης
1. Κατάργηση δίκης με δικαστική απόφαση (αρχή της διαθέσεως)
2. Το ένδικο βοήθημα από το οποίο παραιτήθηκε ο αιτών, θεωρείται ότι δεν
ασκήθηκε ποτέ, επομένως είναι δυνατή η άσκηση εκ νέου του ενδίκου
βοηθήματος, εφόσον δεν έχει παρέλθει η προθεσμία.

(με την αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης χάνω για πάντα το έννομο συμφέρον να
την προσβάλλω)
ii. Θάνατος του αιτούντος
Κατάργηση λόγω υποκειμένου
Αναφερόμαστε πάλι στο κρίσιμο χρονικό διάστημα από την άσκηση του μέσου μέχρι
τη συζήτηση. Αν αποβιώσει πριν την άσκηση του ενδίκου μέσου, πάλι η αίτηση είναι
απαράδεκτη.
Στην κατηγορία κατάργησης της δίκης εντάσσεται και ο θάνατος του αιτούντος
μέχρι τη συζήτηση της δίκης- μετά δεν επιφέρει κάποια συνέπεια. Η δίκη καταργείται
εκτός αν υποβληθεί σχετικό αίτημα για τη συνέχιση της δίκης από όποιον έννομο
συμφέρον- πρέπει να αναφέρεται στο αίτημα το έννομο συμφέρον. Αν το αντικείμενο
της δίκης είναι προσωποπαγές, αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί από τους διαδόχους του
αποβιώσαντος.
Η δίκη μπορεί να συνεχιστεί αν το αντικείμενο της δίκης είναι περιουσιακό και η
καθολικοί/ ειδικοί διάδοχοι πάρουν θέση διαδίκου. Αν εμφανιστεί κάποιος και
ενημερώσει για το θάνατο του διαδίκου, η συζήτηση αναβάλλεται. ΑΝ μάλιστα το
δικαστήριο το πληροφορηθεί με άλλο τρόπο, η συζήτηση αναβάλλεται
αυτεπαγγέλτως.
Αν η δίκη έχει άλλο αντικείμενο (π.χ. εκλογή σε θέση καθηγητή στο πανεπιστήμιο)
και όχι περιουσιακό, οι διάδοχοι του αποθανόντος δεν μπορούν να συνεχίσουν τη
δίκη επικαλούμενοι το έννομο συμφέρον το δικό τους ή του αποθανόντος, αλλά παρά
μόνο αν επικαλεστούν ότι η συνέχιση της δίκης μπορεί να προστατέψει τα δικά του
περιουσιακά έννομα συμφέροντα.

101
Η κατάργηση της δίκης μπορεί να παρέλθει και με πράξη του προέδρου.
28/11/2023→ 15η διάλεξη- έλειπα, σημειώσεις από αλλού

ζ. Η ακυρωτική απόφαση & οι συνέπειές της

Από τη δημοσίευση έχουμε οριστική απόφαση που κρίνει τη διαφορά και


περατώνεται η διαφορά.
Η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να είναι είτε απορριπτική είτε ακυρωτική. Η
ακύρωση αναπτύσσει την ενέργεια της διαπλαστικής ισχύος και την ενέργεια του
δεδικασμένου, δύο διαφορετικές ενέργειες. Με την απορριπτική έχουμε δεδικασμένο
ως προς το κριθέν νομικής φύσεως ζήτημα.
i. Διαπλαστική ενέργεια της απόφασης

Διαπλαστική ενέργεια της ακυρωτικής απόφασης ως προς το ακυρωτικό διατακτικό

Όταν έχουμε την έκδοση μίας εν μέρει ή εν όλω ακυρωτικής απόφασης, λέμε ότι η
απόφαση αυτή έχει διαπλαστικό χαρακτήρα. Διαμορφώνει εκ νέου την έννομη
σχέση εξαφανίζοντας εν όλω ή εν μέρει την προσβληθείσα διοικητική πράξη. Η
εξαφάνιση αυτή έχει δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά βασισμένα στην αρχή της
νομιμότητας- συνέπειες που αφορούν το διατακτικό της:
1. Η εξαφάνιση δρα έναντι όλων – erga omnes ισχύς ακυρωτικής απόφασης (αρ.
50 ΠΔ)
2. Η ακύρωση ενεργεί αναδρομικά – η προσβαλλόμενη πράξη εξαφανίζεται από
τότε που εκδόθηκε. Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ στον νομικό κόσμο. Ο
νόμος δεν μπορεί να ανεχθεί πράξη που έχει κριθεί παράνομη. Η ακυρωτικη
απόφαση έχει αναδρομικότητα επειδή αυτό επιβάλλει η αρχή της διοικητικής
νομιμότητας.

ii. Δεδικασμένο
Από την διαπλαστική ενέργεια των ακυρωτικών αποφάσεων πρέπει να διακρίνουμε
το δεδικασμένο. Η διαπλαστική ενέργεια αφορά μόνο το διατακτικό της υπόθεσης και
επομένως μόνο τη συγκεκριμένη πράξη. Το δεδικασμένο μας μιλάει για τη
δεσμευτικότητα της απόφασης ως προς το κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα.
Το δεδικασμένο ενεργεί inter partes. Έχει δηλαδή υποκειμενικά όρια που
ταυτίζονται με τους διαδίκους της διαφοράς. Γι’ αυτό και τρίτοι δεν μπορούν να
επωφεληθούν από το δεδικασμένο.
Το δεδικασμένο ορίζει για ποιο λόγο ακυρώθηκε/είναι παράνομη η πράξη αλλά και
για κάθε άλλο νομικό ζήτημα που κρίθηκε από το δικαστήριο.

Παράδειγμα: αν ζητήσει κανείς ακύρωση οικοδομικής άδειας, η ακύρωση της αφορά


το διαπλαστικό, ενώ ο λόγος ακύρωσης της πράξης αφορά το δεδικασμένο το οποίο

102
καλύπτει μόνο τα μέρη της διαφοράς, μόνο τους διαδίκους, ισχύει inter partes το
δεδικασμένο.

Το δεδικασμένο έχει:
● υποκειμενικά όρια → τους διαδίκους
● αντικειμενικά όρια → το δεδικασμένο καλύπτει μόνο διοικητικής φύσεως
ζητήματα: νομικές κρίσεις & ζητήματα που αφορούν το πεδίο του
διοικητικού δικαίου καθώς και πραγματικά περιστατικά που γίνονται
με την απόφαση του δικαστηρίου. Αυτό βέβαια περιλαμβάνει και
παρεμπιπτόντως κριθέντα ζητήματα εφόσον αυτά κρίθηκαν στο
πλαίσιο του διοικητικού δικαίου ασχέτως αν μπορούσε ή έπρεπε.

πχ για την ακύρωση οικοδομικής αδείας το ζήτημα για την νομιμότητα της
ιδιοκτησίας δεν μπορεί να κριθεί με δύναμη δεδικασμένου από τον διοικητικό
δικαστή εδώ πχ υπάγεται στον αστικό κώδικα.

Το δεδικασμένο καλύπτει διοικητικής φύσεως ζητήματα, είτε δικονομικά, είτε


ουσιαστικού δικαίου του πραγματικού ή του νομικού σκέλους της υπόθεσης. Δεν
καλύπτονται από το δεδικασμένο τα ζητήματα στα οποία δεν στηρίζεται η αιτιολογία
της απόφασης (obiter dicta). Το δεδικασμένο καλύπτει τα κριθέντα ζητήματα στα
οποία βασίστηκε η απόφαση, είτε η κρίση είναι ρητή είτε συνάγεται από το
περιεχόμενο της απόφασης. Το δεδικασμένο δεν καλύπτει ζητήματα που ανήκουν στο
χώρο του ιδιωτικού δικαίου, αν τυχόν κριθούν παρεμπιπτόντως. Το δεδικασμένο δεν
καλύπτει μόνο την κύρια κρίση αλλά και παρεμπίπτοντες κρίσεις, εφόσον αυτές
αναφέρονται σε ζητήματα διοικητικού δικαίου.

Η απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως δεν αναπτύσσει διαπλαστική ισχύ διότι δεν
έχει ακυρωτικό αποτέλεσμα αλλά αφορά μόνο τους διαδίκους και αναπτύσσει δύναμη
δεδικασμένου διότι καλύπτει το αν συμβλήθηκαν λόγοι ακυρώσεως, και επίσης
μπορεί να καλύπτονται με δεδικασμένο δικονομικής φύσεως ζητήματα πχ το
εκπρόθεσμο της αίτησης ακυρώσεως
Ο ακυρωτικός δικαστής δεν μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα άλλης διοικητικής
πράξης από την προσβαλλόμενη, ακόμη και αν αυτή επηρεάζει το κύρος της
προσβαλλόμενης λόγω του τεκμηρίου νομιμότητας.
➔ Παρεμπιπτόντως μπορούν να ελεγχθούν κανονιστικές πράξεις βάσει των
οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ατομική. Ως προς αυτές εκτείνεται
και το δεδικασμένο!!

αρ. 50 ΠΔ 18/1989 → αν απορριφθεί αίτηση ακυρώσεως αυτό δεν εμποδίζει


άλλο τρίτο πρόσωπο να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξης που
προσβλήθηκε εφόσον βέβαια πληρούνται οι γνωστοί όροι του παραδεκτού.

Άρθρο 50 παρ3α ΠΔ18/1989: το δικαστήριο αντιλαμβάνεται ότι έχουμε παρανομία

103
της πράξης ή παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας αλλά θεωρεί ότι η
παρανομία αυτή μπορεί και εκ των υστέρων να καλυφθεί. Το δικαστήριο δεν
προχωρά στην ακύρωση της δικαστικής πράξης αλλά εκδίδει, κατ' εκτίμηση και των
εννόμων συμφερόντων των διαδίκων, προδικαστική απόφαση με την οποία καλεί τη
διοίκηση να συμμορφωθεί εντός προθεσμίας, με μέγιστο τους 3 μήνες. Αν η διοίκηση
δεν συμμορφωθεί η πράξη ακυρώνεται.
Άρθρο 50 παρ3 β: ο δικαστής θεωρεί ότι βάση της αρχής της ασφάλειας δικαίου δεν
πρέπει να ακυρώσει αναδρομικά την προσβαλλόμενη πράξη αλλά περιορίζει κατά
χρόνο το ακυρωτικό αποτέλεσμα σε χρόνο μέχρι και την έκδοση της
προσβαλλόμενης πράξης.
Άρθρο 50 παρ3 γ: ο νομοθέτης παραβιάζοντας προγενέστερη απόφαση του ΣτΕ λέει
ότι είναι δυνατός ο περιορισμός του παρεμπίπτοντος ελέγχου κανονιστικών πράξεων
επ’ ευκαιρίας προσβολής ατομικής. Η διαπίστωση παρανομίας της κανονιστικής
πράξης κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχό της, για λόγους αναγόμενους στην
αρμοδιότητα του εκδόντος την απόφαση οργάνου και σε παράβαση ουσιώδους τύπου
είναι δυνατόν να μην οδηγήσει σε ακύρωση ατομικής πράξης, εφόσον, κατά την
κρίση του δικαστηρίου, έχει παρέλθει μακρό, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρονικό
διάστημα από την έναρξη ισχύος της κανονιστικής πράξης που ελέγχεται
παρεμπιπτόντως και οι συνέπειες της παρανομίας της σε βάρος της ατομικής πράξης
μπορεί να κλονίσουν την ασφάλεια του δικαίου. Η παρανομία της κανονιστικής
πράξης μένει χωρίς αντίκρισμα για τον αιτούντα έννομη προστασία.
Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας: προσβάλλεται μία πλασματική
διοικητική πράξη. Είναι ιδεατό κατασκεύασμα του νομοθέτη. Η ακυρωτική
απόφαση έναντι παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας έχει διαπλαστικό χαρακτήρα
τυπικά – ακυρώνει μία πλασματική άρνηση. Η θεωρία υποστηρίζει ότι είναι τυπικά
μόνο ακυρωτική και διαπλαστική απόφαση. Κανονικά είναι καταψηφιστική –
υποχρεώνει τη διοίκηση να εκδώσει τη διοικητική πράξη που ζήτησε ο ιδιώτης. Η
διοίκηση υποχρεούται να εκδώσει την πράξη που παρέλειψε να εκδώσει.

Παράδειγμα: Αποτελέσματα διαγωνισμού που αναδεικνύει τους Α & Β και ο Γ


προσβάλλει στην διοικητική αρχή τις υποψηφιότητές τους διότι δεν έχουν νόμιμα
πτυχία.Επιλέχθηκε έτσι ο Γ. Κατόπιν τούτου ο Α ασκεί αίτηση ακυρώσεως κατά της
επιλογής του Γ διότι το πτυχίο του Α ήταν νόμιμο και στην δίκη μεταξύ του Α και της
διοικητικής αρχής. Για να γίνει ο Γ διάδικος θα πρέπει να ασκήσει παρέμβαση και
τότε η δίκη θα είναι μεταξύ της διοικητικής αρχής, του Α και του Γ.
Η διοικητική αρχή κρίνει νόμιμο το κριτήριο του Α και ακυρώνει την επιλογή και
διορισμό του Γ. Εδώ η διοίκηση θα πρέπει να επαναλάβει την διαδικασία επιλογής
διότι θα πρέπει να ελέγξει την επιλογή του Α.
Η απόφαση διορισμού του Γ ακυρώνεται για όλους.
Στην διαδικασία επανάληψης της κρίσης όμως θα προσκληθεί αν συμμετάσχει ο Α
γιατί προστατεύεται όχι μόνο για την ακύρωση που ναι μεν αφορά τους πάντες αλλά
δεν περιλαμβάνει τα προσόντα των διαδίκων. Ο Β δεν προστατεύεται από το
δεδικασμένο της κρίσης του δικαστηρίου διότι δεν ήταν διάδικος και θα έπρεπε να
ασκήσει και αυτός αίτηση ακυρώσεως εντός προθεσμίας.

104
Ο Β δεν μπορεί να ασκήσει παρέμβαση διότι αυτή επιτρέπεται μόνο υπέρ της
προσβαλλόμενης απόφασης.
Άρα ο Β θα έπρεπε να ασκήσει δική του παρέμβαση αυτοτελώς.
Αν είναι ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως τότε ομοδικούν.

iii. Η συμμόρφωση της διοίκησης στις ακυρωτικές αποφάσεις

3η ενέργεια που αναπτύσσει η ακυρωτική απόφαση:


Άρθρο 95 παρ5 Σ: κατοχυρώνεται η υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφώνεται
προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η υποχρέωση συμμόρφωσης απορρέει τόσο από το
δεδικασμένο, όσο και από τα στοιχεία αιτιολογίας της απόφασης που το
στηρίζουν. Η διοίκηση σε εκτέλεση της υποχρέωσης συμμόρφωσής της, υποχρεούται
να λάβει υπόψη της τα κριθέντα από το δικαστήριο ως προς την ερμηνεία και την
εφαρμογή του νόμου στην προκείμενη περίπτωση και να διαμορφώσει τα πράγματα
όπως αυτά θα είχαν αν δεν είχε εκδοθεί η προσβαλλόμενη πράξη την οποία
εξαφάνισε έναντι όλων η ακυρωτική απόφαση (δυναμική συμμόρφωση – πρέπει
να απόσχει από πράξεις που αντίκεινται στα κριθέντα αλλά και με θετικά μέτρα να
επαναφέρει τον φυσικό και τον νομικό κόσμο στην κατάσταση που θα ήταν αν δεν
είχε εκδοθεί η ακυρωμένη πράξη).

➔ η υποχρέωση συμμόρφωσης αφορά όλες τις δικαστικές αποφάσεις.

Όπως αναφέραμε,απορρέει και από τα δύο κομμάτια μαζί της δικαστικής


απόφασης → από κοινού από το ακυρωτικό-διαπλαστικό αποτέλεσμα και
από το κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα-το δεδικασμένο.

Με την ακυρωτική απόφαση η οποία εξαφανίζει με την διαπλαστική ενέργεια την


προσβαλλόμενη πράξη, η διοίκηση υποχρεούται:
● πρώτον, να μην εφαρμόσει την ακυρωθείσα πράξη ούτε να εκδώσει πράξεις
που είναι συνέπειά της
● δεύτερον,υποχρεούται η διοίκηση να μην εκδώσει πράξη με το ίδιο αυτό
περιεχόμενο όταν η ακύρωση της πράξης έγινε λόγω αντίθεσης του
περιεχομένου στην νομιμότητα.
Αν η πράξη ακυρώνεται επειδή το περιεχόμενό της αντίκειται στο νόμο, τότε η
διοίκηση δε μπορεί να εκδώσει πράξη με το ίδιο περιεχόμενο.
Όταν η πράξη ακυρώνεται για τυπικό λόγο(παράβαση ουσιώδους τύπου πχ στο
δικαίωμα ακροάσεως του ιδιώτη ή αναρμοδιότητα) ή για ελαττώματα της
αιτιολογίας, τότε η υποχρέωση συμμόρφωσης δεν κωλύει τη διοίκηση να επανέρθει
και να εκδώσει την ίδια διοικητική πράξη, εφόσον όμως διορθώσει το ελάττωμα
που επισήμανε η ακυρωτική απόφαση.

Κατά τη διαδικασία συμμόρφωσης, η διοίκηση λαμβάνει υπόψη της τα πραγματικά


και νομικά δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης.

105
Ταυτόχρονα, θα εφαρμόσει το νυν ισχύον δίκαιο της διοικητικής διαδικασίας και
αρμοδιότητας.

Τι γίνεται στην περίπτωση όπου προσβάλλεται ΠΟΝΕ ; Έχουμε μία σιωπηρή


πράξη στην οποία η διοίκηση αρνείται να ρυθμίσει έννομη σχέση με την έκδοση
διοικητικής πράξης. Όταν ακυρωθεί (πλασματικά) η πονε, τότε η διοίκηση έχει
υποχρέωση συμμόρφωσης και πρέπει να εκδώσει την πράξη δέσμιας αρμοδιότητας
την οποία παρέλειψε και η παράλειψή της ακυρώθηκε.
Δεν είναι όμως παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας η παράλειψη συμμόρφωσης με
δικαστική απόφαση διότι μία νέα ακυρωτική απόφαση δεν θα προσέφερε κάτι
παραπάνω στον αιτούντα έννομη προστασία.

Πχ στο παραπάνω παράδειγμα, ο Γ αποκλείστηκε γιατί το πτυχίο του δεν θεωρήθηκε


σύννομο, μετά η διοικητική αρχή θα επαναλάβει την διαδικασία και θα κληθεί πάλι να
επιλέξει μεταξύ του Α, Γ και Δ αφού πάλι λάβει υπόψη το περιεχόμενο μπορεί να
διορίσει πάλι τον Γ γιατί το δικαστήριο δεν ακύρωσε ως αντίθετη στο νόμο την
επιλογή του Γ αλλά μόνο επειδή δεν είχε υπόψην του την επιλογή του Α.
Η πλάνη περί τα πράγματα δεν αφορά εκτιμήσεις νομικών και πραγματικών
περιστατικών.

αρ. 50 παρ.3 ΠρΔ 18/1989: αναπέμπει την υπόθεση στην διοίκηση προκειμένου αυτή
να εκδώσει την παραλειφθήσα πράξη.

Στην ρητή άρνηση τότε και πάλι θα δούμε την αιτία για την οποία ακυρώνεται η
άρνηση → Αν ακυρώνεται η άρνηση επειδή το δικαστήριο κρίνει ότι
οπωσδήποτε έπρεπε να ακυρωθεί τότε θα εκδώσει η διοίκηση την πράξη.Αν
το δικαστήριο κρίνει ότι η διοικητική αρχή δεν τήρησε την διαδικασία ή δεν
αιτιολόγησε σωστά τότε και με την ακύρωση της άρνησης μπορεί να
επανέλθει η διοίκηση και μπορεί και πάλι να αρνηθεί την έκδοση της
διοικητικής πράξης σύννομα.

Περαιτέρω υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης με θετικές ενέργειες, πολύ


συχνά μετά την διοικητική απόφαση υπάρχει ένα πεδίο ενεργειών στο οποίο
πρέπει να περιέλθει η διοίκηση → να επανέλθουν τα πράγματα στο σημείο
που θα ήταν αν δεν είχε επέλθει καθόλου παρανομία. Μερικές φορές λοιπόν
επειδή έχει μεσολαβήσει κατά τεκμήριο πολύς χρόνος από την έκδοση της
προσβαλλόμενης πράξης μέχρι την έκδοση απόφασης του δικαστηρίου η
διοίκηση έχει προχωρήσει σε μέτρα εκτέλεσης της πράξης.

πχ έχουμε διαδικασία στην οποία υπάλληλος απολύεται και στην συνέχεια κρίνεται
ότι η απόλυση ήταν παράνομη-> η διοίκηση θα πρέπει να προχωρήσει και σε άλλες
πράξεις στις οποίες ο εργαζόμενος θα επανενταχθεί στην εργασία όπως επανέκδοση
δικαιολογητικών κλπ

106
Στην διαδικασία επιλογής σε συμμόρφωση προς την διοικητική απόφαση του
δικαστηρίου του Β και Γ ποιο καθεστώς θα εφαρμοστεί; η ακύρωση έχει πάντα
αναδρομικό αποτέλεσμα και γι΄αυτό το ρολόι μετατίθεται στον χρόνο που ίσχυαν τα
πράγματα κατά την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασης. Άρα στην διαδικασία
συμμόρφωσης θα ληφθούν υπόψη τα προσόντα των Α, Γ και Δ όπως είχαν κατά την
αρχική διαδικασία επιλογής τον χρόνο δηλαδή της απόφασης. ΚΑΤ΄ΕΞΑΊΡΕΣΗ, θα
εφαρμοστούν διαδικαστικοί κανόνες που ισχύουν σήμερα, ενώ ως προς το ουσιαστικό
προϋποθέσεις και πραγματικά περιστατικά εφαρμόζουμε τους κανόνες που ίσχυαν
κατά την έκδοση της ακυρωθείσας διοικητικής πράξης.

αρ. 95 παρ. 5 Σ: Ο Ν 3068/2002 προβλέπει μέτρα που λαμβάνονται προς διασφάλιση


της συμμόρφωσης για τις περιπτώσεις που η διοίκηση δεν συμμορφώνεται με τη
δικαστική απόφαση εντός εύλογου χρόνου. Σε κάθε δικαστήριο δημιουργείται ένα
ειδικό συλλογικό όργανο για τη συμμόρφωση της διοίκησης - τριμελές συμβούλιο. Αν
κάποιος θεωρεί ότι η διοίκηση δε συμμορφώνεται μπορεί να υποβάλει μία αίτηση σε
ένα συλλογικό όργανο που λέγεται Επιτροπή Συμμόρφωσης του ΣτΕ, το οποίο
κρίνει επί του αιτήματος του ιδιώτη και εκδίδει ένα πρακτικό όπου διαπιστώνεται αν
πράγματι δεν έχει συμμορφωθεί η διοίκηση και τίθεται μία προθεσμία εντός της
οποίας πρέπει να συμμορφωθεί. Διαφορετικά, το διοικητικό όργανο που εξέδωσε την
πράξη πληρώνει πρόστιμο στον αιτούντα. Κριτήρια για τον καθορισμό του ποσού
είναι η φύση και σημασία της διαφοράς, οι συνθήκες και συνέπειες της
συμμόρφωσης.Η παράλειψη συμμόρφωσης με δικαστική απόφαση είναι ποινικό
αδίκημα (παράβαση καθήκοντος), δημιουργεί αστική ευθύνη του κράτους προς
αποζημίωση και πειθαρχική ευθύνη του φορέα του οργάνου.

4/12/2023→ 16η διάλεξη (οι ενότητες 8, 9 αναλύονται παρακάτω)

ΕΝΟΤΗΤΑ 10 → Η παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές


διαφορές: βασικά στοιχεία
Η συνταγματική κατοχύρωση & αποστολή των μέσων παροχής προσωρινής
προστασίας- Οι προϋποθέσεις της χορήγησης δικαστικής αναστολής εκτελέσεως
των διοικητικών πράξεων- Ειδικές μορφές προσωρινής προστασίας σε διοικητικές
διαφορές (απλή αναφορά)

α.Η συνταγματική κατοχύρωση & αποστολή των μέσων παροχής προσωρινής


προστασίας

107
Τεκμήριο νομιμότητας διοικητικών πράξεων: η διοικητική πράξη παράγει έννομα
αποτελέσματα, ασχέτως αν είναι νόμιμη ή παράνομη, μέχρις ότου ακυρωθεί από το
δικαστήριο, ή ανακληθεί από τη διοίκηση. Με την ακύρωση της προσβαλλόμενης
διοικητικής πράξης, αίρεται για πρώτη φορά και το τεκμήριο της νομιμότητας.
Μέχρι την έκδοση της διοικητικής απόφασης, η διοικητική πράξη παράγει έννομα
αποτελέσματα και εκτελείται.

Προβλήματα προσωρινής δικαστικής προστασίας:

Παράδειγμα: Η διοίκηση θεωρεί ότι ένα κτίσμα είναι αυθαίρετο, οπότε εκδίδει μια
πράξη που λέγεται έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτου και διατάζει την κατεδάφιση του
κτιρίου. Το γεγονός ότι η διοικητική πράξη καλύπτεται με τεκμήριο νομιμότητας,
μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια του αντικειμένου της δίκης, με την εκτέλεση της
προσβαλλόμενης πράξης. Ο ιδιοκτήτης μπορεί να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως
ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, όμως η έκθεση αυτοψίας παραμένει σε ισχύ μέχρι
να εκδοθεί η απόφαση δικαστηρίου και μπορεί να εκτελεστεί. Υλική πράξη που
μπορεί να γίνει όσο αναμένουμε την απόφαση της δίκης. Όταν το δικαστήριο κληθεί
να δικάσει δεν θα υπάρχει πια το πράγμα στο οποίο αναφερόταν η υπόθεση και η
δίκη θα καταργηθεί. Με αυτό τον τρόπο, η δικαστική προστασία δε θα ερχόταν
καθόλου ή θα ερχόταν πολύ αργά, αφού θα είχε πάψει να ισχύει το υλικό αντικείμενο.
Το δικαίωμα του Σ 20 θα γινόταν γράμμα κενό. Γι’ αυτό στο Σ. 20 παρ. 1 και στο
ΕΣΔΑ 6 παρ. 1, θεμελιώνεται αποτελεσματική δικαστική προστασία με την εγγύηση
ότι ο ιδιώτης θα μπορέσει να αμυνθεί κατά των διοικητικών πράξεων. Κενό
νόμου[όταν αργεί η εκδίκαση της υπόθεσης], το οποίο ρυθμίζεται με την προσωρινή
προστασία:
● Η προσωρινή προστασία έχει ως σκοπό τη διατήρηση αντικειμένου
διαφοράς, μέχρι να κριθεί από το δικαστήριο της κύριας δίκης η
υπόθεση. Είναι επιβεβλημένο το δικαίωμα της προσωρινής δικαστικής
προστασίας ως όψη του δικαιώματος[Σ 20] δικαστικής προστασίας.

Προβλέπεται γι’αυτό η διατήρηση του αντικειμένου της διαφοράς με τον θεσμό της
προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία προστατεύεται συνταγματικά (Σ. 20 παρ.
1), ώστε η παρεχόμενη δικαστική προστασία να είναι αποτελεσματική, με τη
διατήρηση του αντικειμένου της δίκης μέχρις ότου να αποφανθεί το δικαστήριο επί
αυτού.

Αίτηση αναστολής εκτελέσεως

➔ Έχουμε τη δικαστική & τη διοικητική αναστολή εκτελέσεως (αναλύεται


παρακάτω)

Στις διοικητικές διαφορές η προσωρινή προστασία χορηγείται με την διαδικασία


αναστολής εκτελέσεως των διοικητικών πράξεων, με αίτηση αναστολής εκτελέσεως
της προσβαλλόμενης πράξης.

108
Με ποιον τρόπο χορηγείται η προσωρινή προστασία;
Κύριο μέσο είναι το ένδικο βοήθημα της αναστολής εκτελέσεως της διοικητικής
πράξης που προσβάλλεται. Αφορά όλα τα διαπλαστικά ένδικα βοηθήματα: τόσο την
αίτηση ακυρώσεως όσο και την προσφυγή όσο και την ανακοπή. Το αντίστοιχο
ένδικο βοήθημα λέγεται αίτηση αναστολής εκτελέσεως.
● Ένδικο βοήθημα προσωρινής προστασίας το οποίο ασκείται κατά ορισμένης
διοικητικής πράξεως και που σκοπό έχει την αναστολή της εκτέλεσης της
πράξεως κατά της οποίας στρέφεται μέχρις ότου δημοσιευθεί η απόφαση

Αίτηση αναστολής εκτελέσεως: σκοπός είναι η αναστολή εκτελέσεως της πράξης


μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί του τακτικού ενδίκου βοηθήματος που έχει
ασκηθεί. Η πράξη παραμένει εν ισχύ, υπάρχει στο νομικό κόσμο. Η διοίκηση
απλώς δε μπορεί να την εκτελέσει.
Η αναστολή εκτελέσεως δεν θίγει την εξωτερική υπόσταση της διοικητικής πράξης,
ούτε την εκτελεστότητα της (η πράξη συνεχίζει να είναι δεσμευτική), αλλά την
ικανότητα της διοίκησης να υλοποιήσει το περιεχόμενο της πράξης.
Στις διοικητικές διαφορές των διαπλαστικών ενδίκων βοηθημάτων η προσωρινή
προστασία χορηγείται μέσω ενός θεσμού που λέγεται διαδικασία αναστολής
εκτελέσεως των διοικητικών πράξεων, → εδώ έχουμε ένα ειδικό ένδικο βοήθημα
προσωρινής προστασίας που είναι η αίτηση αναστολής εκτελέσεως των
διοικητικών πράξεων.

Διάκριση της αναστολής από διάφορα άλλα φαινόμενα: η αναστολή εκτελέσεως δε


θίγει ούτε την υπόσταση (συνεχίζει να είναι μία εκτελεστή πράξη, να παράγει
έννομες συνέπειες & να είναι νομικά δεσμευτική, απλώς δε μπορεί να εκτελεστεί
νομικά), ούτε την εκτελεστότητα της πράξης → αυτό που θίγει είναι η
δυνατότητα της διοίκησης να πραγματοποιήσει στον πραγματικό κόσμο την
προσβαλλόμενη πράξη. Η πράξη είναι από τη φύση της εκτελεστή (επειδή
προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως) αλλά με την αναστολή εκτέλεσης, δεν
παράγει προσωρινά τα αποτελέσματά της

β. Οι προϋποθέσεις της χορήγησης δικαστικής αναστολής εκτελέσεως των


διοικητικών πράξεων

Διαδικασία χορήγησης αναστολής εκτελέσεως

αρ. 52 ΠΔ 18/1979 → Περιέχει 2 διακριτές διαδικασίες χορήγησης αναστολής


εκτελέσεως :
● αρ. 52 παρ.1 → Διοικητική διαδικασία χορήγησης
!!προσοχή, την αναστολή δεν την χορηγεί δικαστήριο, αλλά διοικητικό
όργανο

109
● Οι υπόλοιπες παράγραφοι του αρ. 52 αφορούν την αναστολή εκτελέσεως από
το δικαστήριο.

!!Προϋπόθεση για να ζητηθεί αναστολή εκτέλεσης είναι η εκκρεμοδικία επί


αιτήσεως ακυρώσεως, δηλαδή πρέπει πρώτα να έχω ασκήσει αίτηση ακυρώσεως. Η
προσωρινή δικαστική διαδικασία στα διαπλαστικά ένδικα βοηθήματα είναι
παρεπόμενα της κύριας. Πρέπει πρώτα να έχει ασκηθεί κύριο ένδικο βοήθημα (αίτηση
ακυρώσεως) προτού ασκηθεί αίτημα προσωρινής δικαστικής προστασίας. Μπορεί να
έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως και 1 δευτερόλεπτο πριν, αρκεί να έχουμε χρονική
προτεραιότητα της αίτησης ακυρώσεως.Εδώ, διαφέρουμε αισθητά από την
πολιτική δίκη, όπου η άσκηση κυρίου ενδίκου βοηθήματος δεν αποτελεί προϋπόθεση
για την άσκηση παρεπομένων ενδίκων βοηθημάτων.

Η αναστολή εκτελέσεως θα ισχύει μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης επί του κύριου
τακτικού ενδίκου βοηθήματος [επί της αιτήσεως ακυρώσεως στις ακυρωτικές
διαφορές]. Έχει λοιπόν παρακολουθηματικό χαρακτήρα η αναστολή.

→ στην διοικητική δικονομία δεν έχουμε ασφαλιστικά μέτρα, αλλά έχουμε:


● στην αίτηση ακυρώσεως: αναστολή εκτέλεσης
● στις αγωγές: προσωρινή επιδίκαση απαίτησης
● στην προσφυγή ουσίας: ;

Επομένως, προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν για να ασκήσουμε αίτηση


αναστολής εκτελέσεως:

Α 52 ΠΔ 18/89 :**προσοχή → αναστολή εκτελέσεως μπορεί να χορηγήσουν και


τα διοικητικά όργανα (αναλύεται παρακάτω). Είναι παρεχόμενη προσωρινή
προστασία από τη διοίκηση της παρ.1, ΔΕΝ είναι προσωρινή δικαστική προστασία.
Εδώ, όταν μιλάμε για προσωρινή δικαστική προστασία, εννοούμε τις παρ. 2 & 3 του
52 ΠΔ 18/89. Άρα, προϋποθέσεις:

1. Να έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως


2. Η πράξη της οποίας ζητείται η αναστολή εκτελέσεως να είναι εκτελεστή πράξη
κατά της οποίας έχει ασκηθεί ένδικο βοήθημα - πρέπει να υπάρχει ταυτότητα
του αντικειμένου.
3. Δεν υπάρχει προθεσμία: αίτηση χορήγησης αναστολής εκτέλεσης μπορεί να
ασκηθεί οποτεδήποτε (υπό την επιφύλαξη ότι υπάρχει ακόμα εκκρεμοδικία) με
2 άκρα χρονικά σημεία: μετά την άσκηση αίτησης ακυρώσεως και πριν
την αναγγελία οριστικής απόφασης στο δικαστήριο (!!προσοχή, δε
χρειάζεται να έχει ασκηθεί παραδεκτά αίτηση ακυρώσεως). Επομένως, μπορεί
να ασκηθεί αίτηση αναστολής εκτελέσεως και μετά τη συζήτηση της κύριας
υπόθεσης στο ακροατήριο; Σαφώς και μπορεί να ασκηθεί αν δεν έχει
δημοσιευτεί οριστική απόφαση επί της διαφοράς.

110
γ. Ειδικές μορφές προσωρινής προστασίας σε διοικητικές διαφορές (απλή
αναφορά)

Όλες οι πράξεις μπορούν να υποβληθούν σε αναστολή εκτελέσεως; Ναι, με


ορισμένες εξαιρέσεις: ↓

Κατηγορίες διοικητικών πράξεων οι οποίες καταρχήν δε προσβάλλονται


παραδεκτά με αίτηση αναστολής εκτελέσεως:

1. Κανονιστικές πράξεις(είναι ουσιαστικοί νόμοι- ισχύουν για όλους)


Περιέχουν κανονιστικό νόμο & δε μπορεί κανείς να πετύχει την αναστολή
τέτοιας πράξης, γιατί τότε θα ασκούσε νομοθετική εξουσία.
Αυτές, αν και προσβάλλονται παραδεκτά με αίτηση ακυρώσεως, μπορεί
να προσβληθούν και με αίτηση αναστολής εκτελέσεως; → η νομολογία
λέει ότι οι κανονιστικές πράξεις καταρχήν δεν προσβάλλονται με
αίτηση αναστολής εκτελέσεως, αλλά μόνο κατ’εξαίρεση αν ο αιτών την
προσωρινή προστασία τεκμηριώσει ότι η κανονιστική πράξη της οποίας ζητά
την αναστολή εκτελέσεως πλήττει ειδικά τον ίδιο σε διάκριση προς το
υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο με αποτέλεσμα να προκαλεί ειδικά στον ίδιο
ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη.
a. Παράδειγμα: μία κανονιστική πράξη επιβάλλει μία υποχρέωση σε μία
κατηγορία επαγγελματιών, πχ όλοι οι οδηγοί ταξί πρέπει να οδηγούν
χωρίς να ακούν ραδιόφωνο: αυτό δε μπορεί να ανασταλεί προσωρινά
για όλο το σύνολο των οδηγών ταξί, αλλά ο αιτών προσωρινή δικαστική
προστασία πρέπει να αποδείξει ότι αυτή η κανονιστική πράξη θα του
προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη και θα ανασταλεί μόνο γι’αυτόν, όχι
για όλους τους οδηγούς
b. Παράδειγμα: Προσβάλλεται κανονιστική πράξη που καθορίζει
στο πεδίο του φορολογικού δικαίου τους συντελεστές για τη
φορολογία των ακινήτων→ ο αιτών προσωρινή προστασία
αποδεικνύει ότι αυτοί οι συντελεστές θα του προκαλέσουν
ανεπανόρθωτη βλάβη: θα ανασταλεί η κανονιστική πράξη μόνο
γι’αυτόν, όχι για όλους
2. Αρνητικές πράξεις της διοίκησης
Δεν προσβάλλονται με αίτηση αναστολής εκτελέσεως. Ποιες πράξεις είναι
αρνητικές & γιατί αυτές δεν προσβάλλονται;
Παράδειγμα: ο Α υποβάλει αίτηση χορήγησης οικοδομικής άδειας και η
διοίκηση δεν του τη χορηγεί γιατί του λέει ότι δεν πληροί τις
προϋποθέσεις → αυτή η άρνηση της διοίκησης προσβάλλεται με αίτηση
ακυρώσεως; φυσικά και προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως → μπορεί
όμως να ασκηθεί αίτηση αναστολής εκτελέσεως; όχι, δε μπορεί να
ανασταλεί προσωρινά η άρνηση της διοίκησης να χορηγήσει

111
οικοδομική άδεια καθώς, έτσι το δικαστήριο θα επιτρέψει τη δόμηση το
πρώτον και θα υπεισέλθει στη θέση της διοικητικής αρχής.
Ποιες πράξεις είναι αρνητικές; πχ άρνηση έκδοσης άδειας οδήγησης,
άρνηση χορήγησης οικοδομικής άδειας. Αυτές, μπορεί να εκδοθούν ως
ρητές αρνητικές πράξεις, είτε ως σιωπηρές αρνητικές πράξεις → και οι 2
δεν προσβάλλονται με αίτηση αναστολής εκτελέσεως.
Γενικά αρνητικές πράξεις είναι αυτές, με τις οποίες η διοίκηση αρνείται να
μεταβάλει τη νομική ρύθμιση μίας έννομης σχέσης ή αρνείται να αλλάξει
μία πραγματική κατάσταση.
Πχ. ζητώ να εκδοθεί μια οικοδομική άδεια και η διοίκηση μου λέει όχι. Δεν
υπόκεινται σε αναστολή διότι η παρέμβαση του δικαστηρίου θα σήμαινε μια
διαμόρφωση νέας κατάστασης, και αυτό κατά την νομολογία δεν είναι
επιτρεπτό και αντίκειται στην διάκριση των εξουσιών.

!!προσοχή, η αρνητική σύμφωνη γνώμη είναι μία εκτελεστή διοικητική πράξη,


την οποία μεταχειριζόμαστε όπως κάθε εκτελεστή διοικητική πράξη (εδώ, η
αρνητική σύμφωνη γνώμη είναι αρνητική πράξη)
a. !!Εξαίρεση: Υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις που μιλάμε για μη
γνήσιες αρνητικές πράξεις. Εδώ, έχουμε την εξής διαφοροποίηση: στις
γνήσιες αρνητικές πράξεις, πριν εκδοθεί η αρνητική πράξη, δεν υπήρχε
εξαρχής το δικαίωμα # στις μη γνήσιες αρνητικές πράξεις, η διοίκηση
αρνείται να επιτρέψει τη συνέχιση μία νομικής κατάστασης, η οποία
υφίσταται σύννομα, δηλαδή έχει χορηγηθεί ήδη ένα δικαίωμα και η
διοίκηση αρνείται τη συνέχισή του.

Για παράδειγμα, αλλοδαπός έχει άδεια παραμονής στην Ελλάδα


& ζητά τη συνέχιση της παραμονής τους και η διοίκηση την
απορρίπτει. Υφίσταται ήδη νόμιμα μία κατάσταση και ο
αλλοδαπός ζητά την παράτασή της → έχουμε μία μη γνήσια
αρνητική πράξη η οποία μεταβάλλει μία σύννομα διαμορφωμένη
κατάσταση: έρχεται και αυτό που είχε ο άλλος του το αφαιρεί.
Εδώ, αρ. 52 παρ.8 ΠΔ 18/1979 → κατ’εξαίρεση, εδώ μπορεί να
χορηγηθεί προσωρινή προστασία με τα κατάλληλα μέτρα που
προβλέπει αυτή η διάταξη: το δικαστήριο εδώ, δε μπορεί να την
αναστείλει την πράξη(καθώς οι αρνητικές πράξεις δεν αναστέλλονται),
αλλά μπορεί να διατάξει κατάλληλα μέτρα ώστε να συνεχιστεί αυτή η
κατάσταση, πχ στο παράδειγμα με τον αλλοδαπό, μπορεί να διατάξει τη
μη απέλαση του.

Για παράδειγμα, όταν χτίζει κανείς με οικοδομική άδεια, ο νόμος λέει


ότι όταν παραβιάζεις τις διατάξεις της πολεοδομίας, τότε η διοίκηση
μπορεί να εκδώσει το σήμα διακοπής πολεοδομικών εργασιών & όταν
έχει αόριστη διάρκεια (και δεν λέει πχ ότι είναι για 3 ημέρες η διακοπή),
η νομολογία λέει ότι συνιστά ανάκληση του δικαιώματος οικοδομικής

112
άδεια, οπότε δε μπορείς να χτίσεις. Εδώ, η νομολογία λέει ότι το σήμα
διακοπής πολεοδομικών εργασιών ουσιαστικά είναι αρνητική πράξη της
διοίκησης (αφαιρεί την οικοδομική άδεια) και γι’αυτό το λόγο δε μπορει
να ζητηθεί αναστολή της πράξης αυτής(έχουμε μία μη γνήσια αρνητική
πράξη καθώς διακόπτει εργασίες που έως τώρα γίνονταν σύννομα).
Κατ’εξαίρεση, όμως, ο αιτών προσωρινή προστασία αν αποδείξει ότι η
αναστολή αυτή, του προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη & κυρίως αν
αποδείξει ότι η αναστολή αυτή είναι επικίνδυνη για το δημόσιο
συμφέρον (επειδή πχ προκαλούνται κίνδυνοι αν αφεθεί έτσι η
οικοδομή), τότε το δικαστήριο βάσει αρ. 52 παρ.8 ναι μεν δε μπορεί να
αναστείλει προσωρινή το σήμα διακοπής εργασιών (καθώς όπως είπαμε
είναι αρνητική πράξη), αλλά μπορεί να εκδώσει μέτρα όπως πχ να
γίνουν εργασίες στην οικοδομή, οι οποίες θα την καταστήσουν ασφαλή
για το κοινωνικό σύνολο.

Αίτηση αναστολής εκτελέσεως ακυρωτικών πράξεων

● Άρθρο 52 Π.Δ. 18/89: Προϋπόθεση για άσκηση είναι να έχει ασκηθεί αίτηση
ακυρώσεως κατά ορισμένης πράξης.
● Προϋπόθεση της αναστολής εκτελέσεως είναι να στρέφεται κατά
εκτελεστής πράξη
● Κατά κανόνα υπόκεινται όλες σε αναστολή εκτελέσεως εκτός από τις
γνήσιες αρνητικές πράξεις.

Στοιχεία σχετικά με το βάσιμο: Ο δικαστής προσωρινής προστασίας δεν κρίνει


καθόλου στο ουσιαστικό την υπόθεση,δεν είναι αντικείμενο της δίκης αυτής, η
βασιμότητα & η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, αυτό το κρίνει η κύρια
δίκη. Δεν επιτρέπεται ο δικαστής προσωρινής προστασίας προδικάσει την υπόθεση
της κύριας δίκης. Η αναστολή συναρτάται με τις ζημίες που επιφέρει για τον αιτούντα
δικαστική προστασία η άμεση εκτέλεση της πράξης πριν την κύρια δίκη. Κρίνουμε
αν θα υπάρξει τόσο μεγάλη βλάβη, ώστε αν χορηγηθεί κύρια δικαστική
προστασία να μην είναι δυνατή η επαναφορά της κατάστασης στα προηγούμενα
(ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη στον αιτούντα).

Με ποια κριτήρια χορηγείται η προσωρινή προστασία; Εξετάζεται αν η


προσβαλλόμενη πράξη θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη
βλάβη. Αυτα τα 2, δεν είναι διαφορετικά κριτήρια, αλλά η νομολογία τα λαμβάνει ως
ένα ενιαίο κριτήριο.

Για παράδειγμα, όταν νέος καλείται σε στράτευση, αυτός πρέπει να αποδείξει


ότι λόγω στράτευσης θα διακόψει τις σπουδές. Αυτό είναι ανεπανόρθωτη
βλάβη. Ή όταν η προσβαλλόμενη πράξη έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι
οποίες δεν είχαν ληφθεί υπόψη όταν αυτή εκδιδόταν → σε αυτές τις
περιπτώσεις χορηγείται αναστολή εκτέλεσης.

113
Πότε δεν έχουμε ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη; Κατά κανόνα,
όταν η ζημία που επικαλείται ο αιτών είναι απλώς χρηματική. Κατ’εξαίρεση, αυτή η
χρηματική ζημία θα θεωρείται ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, όταν
οδηγεί σε μία τέτοια οικονομική βλάβη που αν είναι ιδιώτης θίγει τη δυνατότητα
διαβίωσης του ίδιου ή της οικογένειάς του και δε θα μπορεί να συνεχίσει να διαβιώνει
σε ένα κατάλληλο επίπεδο & αν είναι επιχείρηση ανεπανόρθωτη βλάβη έχουμε όταν
η προσβαλλόμενη πράξη οδηγεί σε οικονομική καταστροφή της επιχείρησης.

Αναλυτικότερα: η ανεπανόρθωτη βλάβη αποτελεί ενιαίο μέτρο κρίσης το οποίο


καταδεικνύει υπέρμετρη βλάβη που εκ των υστέρων δεν μπορεί να αποκατασταθεί:
● A. Βλάβες στη σταδιοδρομία του αιτούντος (όταν υποχρεούται ο αιτών να
διακόψει την επαγγελματική του πορεία προκειμένου π.χ. να καταταχθεί στο
στρατό)
● Β. Βλάβες που σχετίζονται με κατεδάφιση κτιρίων
● Γ. Βλάβες στις περιβαλλοντικές διαφορές σε φυσικούς πόρους
**Δεν είναι ανεπανόρθωτες οι οικονομικές βλάβες. Αυτές κατά γενικό
κανόνα δεν θεωρούνται καθώς αν ευδοκιμήσει το ένδικο βοήθημα, η
οικονομική βλάβη θα αποκατασταθεί.

***Εξαίρεση: Περιπτώσεις που η οικονομική ζημία είναι τόσο μεγάλη σε


ένταση ώστε να κινδυνεύουν οι όροι διαβίωσης του αιτούντος (Στις
επιχειρήσεις και στα νομικά πρόσωπα ανεπανόρθωτη είναι όταν η επιχείρηση
επέλθει σε τέτοιο στάδιο, ώστε να τίθεται ερώτημα για το αν η επιχείρηση
θα μπορέσει να συνεχίσει να υπάρχει)

Από την άλλη πλευρά, το δικαστήριο πρέπει να ελέγξει και τα δημόσια συμφέροντα-
τα συμφέροντα στα οποία αποβλέπει ο νόμος βάσει του οποίου εκδόθηκε η πράξη.
Ελέγχει αν υπάρχει επιτακτικό δημόσιο συμφέρον το οποίο να συνηγορεί υπέρ της
άμεσης εκτέλεσης της πράξης. Εάν υπερισχύει το δημόσιο συμφέρον ή συμφέροντα
καλόπιστων τρίτων, τότε απορρίπτεται η αναστολή εκτελέσεως.

➔ Αδιάφορο αν επέρχεται ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, αν


βλάπτονται περισσότερο τα δημόσια συμφέροντα.
➔ Καλή λειτουργία της υπηρεσίας: Αν η ακυρωτική διαφορά σχετίζεται π.χ. με
μία πειθαρχική διαφορά προς υπάλληλο, τότε θα ελεγχθεί αν υπάρχουν
υπηρεσιακά συμφέροντα τα οποία συνηγορούν υπέρ της άμεσης εκτέλεσης της
προσβαλλόμενης πράξης

Παράδειγμα: Υπάρχει ένα φαρμακευτικό σκεύασμα στο οποίο βασίζεται για την
επιβίωσή της η Χ φαρμακευτική εταιρία, του οποίου όμως η διοίκηση ανακαλεί την
άδεια κυκλοφορίας. Εδώ, ακόμα κι αν καταστραφεί οικονομικά η εταιρία, υπάρχει
επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, το οποίο δικαιολογεί την άμεση εκτέλεση της πράξης
ανάκλησης της άδειας κυκλοφορίας του συγκεκριμένου σκευάσματος.

114
Λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα τυχόν τρίτων που θίγονται από την
αναστολή εκτέλεσης.
Η αναστολή εκτέλεσης βασίζεται σε μία στάθμιση συμφερόντων.

Εδώ, τίθεται το εξής ζήτημα: ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της στάθμισης των
συμφερόντων, μπορεί να έχουμε ένα ένδικο βοήθημα-μια αίτηση ακυρώσεως που
ανεξαρτήτως βλάβης δε θα είχε ποτέ καμία ελπίδα ευδοκίμησης,είτε επειδή είναι
προδήλως απαράδεκτη, είτε επειδή είναι προδήλως αβάσιμη. Εδώ, το αποτέλεσμα
στάθμισης των συμφερόντων δεν έχει καμία σημασία καθώς,το δικαστήριο της κύριας
δίκης δε μπορεί να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη. Εδώ, σημασία έχει το
“προδήλως”: πρέπει η αίτηση να είναι προδήλως αβάσιμη ή απαράδεκτη.

Παράδειγμα: Αν έχουμε μία αίτηση ακυρώσεως η οποία είναι εμφανώς εκπρόθεσμη,


δεν έχει κανένα νόημα να χορηγηθεί αναστολή, καθώς είναι βέβαιο ότι το αντικείμενο
της κύριας δίκης θα κριθεί οπωσδήποτε απαράδεκτο. δε δημιουργεί κανένα σημείο
τριβής με την απαγόρευση να προκρίνει το αντικείμενο της κύριας δίκης, καθώς είναι
βέβαιο ότι θα κριθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως.

Και αντίστροφα, όταν ο δικαστής της προσωρινής προστασίας, βλέπει & είναι
βέβαιος ότι η προσβαλλόμενη πράξη στην κύρια δίκη θα ακυρωθεί, βλέπει δηλαδή ότι
η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως παραδεκτή & βάσιμη, τότε πάλι το αποτέλεσμα
της στάθμισης των συμφερόντων δεν έχει σημασία, καθώς πρέπει να χορηγήσει την
αναστολή. Βέβαια, η νομολογία θέτει πολύ υψηλά τον πήχη για το “προδήλως”: για
να έχουμε προδήλως βάσιμο της αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει η παρανομία να
προκύπτει από πάγια νομολογία του ΣτΕ(: πρέπει δηλαδή, να υπάρχουν πολλές
δικαστικές αποφάσεις που να επιβεβαιώνουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι
εσφαλμένη).

Άρα, προδήλως αβάσιμες είναι:


● Αν είναι βέβαιο ότι θα απορριφθεί η αίτηση ακυρώσεως; Ο νομοθέτης έχει
προβλέψει στο άρθρο 52 παρ. 7 μία ιδιαίτερη περίπτωση: Ο δικαστής οφείλει
να ελέγξει το προδήλως βάσιμο και το προδήλως απαράδεκτο.
● Και αντίστροφα αν η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, τότε ακόμη
κι αν δεν υπάρχει βλάβη τέτοια που να δικαιολογεί την αναστολή εκτελέσεως,
τότε το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να χορηγήσει την αναστολή
εκτελέσεως
● Αν είναι βέβαιη η έκβαση της κύριας δίκης τότε ο δικαστής πρέπει αναλόγως
να δώσει ή να μην δώσει την αναστολή ακύρωσης
● Προδήλως βάσιμη: πρέπει οι λόγοι που προτείνονται να προκύπτουν από πάγια
νομολογία του ΣτΕ

Υπάρχει δυνατότητα ο δικαστής να χορηγήσει ένα άλλο προσωρινό μέσο,


προκειμένου να αποφευχθεί η βλάβη του αιτούντος έννομη προστασία. Π.χ. να μην
εκδοθεί πράξη απέλασης του ενδιαφερόμενου.Οποιοδήποτε μέτρο κρίνει το
δικαστήριο μπορεί να διαταχθεί προκειμένου να αποφευχθεί αυτή η βλάβη

115
➔ Διάρκεια αναστολής εκτελέσεως: Μέχρις ότου δημοσιευθεί η απόφαση
της κύριας δίκης.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι χρόνοι είναι τέτοιοι, όπου ο αιτών επαπειλείται με
άμεση βλάβη που δεν μπορεί να περιμένει την απόφαση της επιτροπής αναστολών
(ειδική επιτροπή του ΣτΕ- Πρόεδρος του τμήματος, εισηγητής και ένας ακόμα
δικαστής)- Πρόκειται για δικαστική κρίση που δεν απαιτεί πλήρη αιτιολογία (υπάρχει
όμως υποχρέωση αιτιολογίας). Οι διάδικοι δεν χρειάζεται να προσκληθούν (το κρίνει
η επιτροπή). Ζήτημα τίθεται για το αν η Επιτροπή θα καλέσει τους διαδίκους για να
κατανοήσει καλύτερα τα στοιχεία που προκύπτουν από το φάκελο.
Μερικές φορές τα πράγματα είναι πολύ επείγοντα και πρέπει να διακοπεί η εκτέλεση
της πράξης με πολύ άμεσο τρόπο καθώς υπάρχουν άμεσοι κίνδυνοι από την εκτέλεσή
της. Σε τέτοιες υπερεπείγουσες περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει επαρκής χρόνος
προκειμένου να αποφανθεί η επιτροπή αναστολών, ο νόμος επιτρέπει τη δυνατότητα
να ζητηθεί προσωρινή διαταγή του προέδρου του δικαστηρίου. Αυτό μπορεί να
ζητηθεί είτε με το ίδιο δικόγραφο της αναστολής εκτελέσεως, είτε με ξεχωριστό
δικόγραφο. Ο πρόεδρος με την προσωρινή διαταγή, μπορεί να δώσει είτε την
αναστολή εκτελέσεως, είτε άλλο μέτρο και αυτά έχουν προσωρινή ισχύ μέχρι να
αποφανθεί το δικαστήριο της κύριας δίκης της αίτησης ακυρώσεως.

Η διαδικασία είναι ότι μετά την κατάθεση αιτήσεως ακυρώσεως, υποβάλλεται με


ξεχωριστό δικόγραφο αίτηση αναστολής εκτελέσεως. Ο πρόεδρος ορίζει εισηγητή
δικαστή και αναγκάζει τον αιτούντα(:δηλαδή, ο αιτών προσωρινή προστασία έχει το
βάρος) να κοινοποιήσει αντίγραφο της αιτήσεως ανάκλησης, της αιτήσεως
ακυρώσεως μαζί με το αντίγραφο της πράξης ορισμού εισηγητή. Στην πράξη αυτή ο
πρόεδρος ορίζει προθεσμία στη διοίκηση για την προσκομιδή του φακέλου. Σε αυτή
την προθεσμία πρέπει ο αιτών προσωρινή προστασία να προσκομίσει κι αυτός τα
αποδεικτικά του στοιχεία.

Τρίτοι οι οποίοι θα έχουν το δικαίωμα παρέμβασης στην κύρια δίκη, δικαιούνται


να υποβάλουν υπόμνημα στη διαδικασία αναστολής εκτελέσεως, ακόμα κι αν δεν
έχουν ασκήσει παρέμβαση στην κύρια δίκη. Βέβαια, σε αυτό το δικόγραφο πρέπει
να βεβαιώνουν ότι θα έχουν έννομο συμφέρον παρέμβασης στην κύρια δίκη.Έτσι, με
αυτό το υπόμνημα, κάποιος ο οποίος δεν έχει γίνει ακόμα παρεμβαίνων, μπορεί να
συμμετάσχει στη δίκη της αναστολής εκτελέσεως, προκειμένου να υποστηρίξει την
άμεση εκτέλεση της πράξης.

Ποιος αποφαίνεται επί της αιτήσεως αναστολής; Η επιτροπή αναστολών κρίνει με


βάση την αίτηση αναστολής εκτελέσεως,τυχόν υπομνήματος τρίτου & κυρίως
με βάση τα στοιχεία που έχει προσκομίσει ο αιτών και με βάση τον φάκελο
της διοίκησης και κρίνει εν συμβουλίω → εδώ, δεν έχουμε συζήτηση επί
ακροατηρίω, δηλαδή, δεν υποχρεούται να καλέσει τους διαδίκους για να τους
ακούσει (μπορεί να το κάνει βέβαια).

Η επιτροπή αναστολών εκδίδει απόφαση η οποία πρέπει να είναι συνοπτικά


αιτιολογημένη (: δεν υπόκειται δηλαδή, στους ίδιους κανόνες με την αιτιολογία των

116
αποφάσεων του δικαστηρίου της κύριας δίκης) και με αυτή μπορεί να αναστέλλεται
εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης ή μπορεί να προτείνονται
τα κατάλληλα μέτρα βάσει του αρ.52 παρ.8 ΠΔ 18/79. Αν η επιτροπή, χορηγήσει
αναστολή, τότε αυτή ισχύει μέχρι την οριστική απόφαση του δικαστηρίου στην
κύρια δίκη.

Η απόφαση επιτροπής αναστολών δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, υπόκειται όμως στην
αίτηση ανάκλησης είτε χορηγεί, είτε αρνείται την προσωρινή προστασία.!!Προσοχή,
η αίτηση ανάκλησης για να ευδοκιμήσει πρέπει να στηρίζεται σε νεότερα στοιχεία τα
οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη στην επιτροπή αναστολών κατά την αρχική της
κρίση → δε γίνεται δηλαδή, να ζητήσουμε νέα στάθμιση, πρέπει να
επικαλεστούμε νέα στοιχεία ή ακόμα και μία μεταβολή των πραγματικών
δεδομένων που εμφιλοχώρησε στο διάστημα μετά την πρώτη απόφαση της
επιτροπής η οποία οδηγεί αναγκαστικά σε νέα εξέταση της αίτησης
αναστολής. Εάν προκύπτει ότι μπορούσε να προβάλει τα στοιχεία αυτά στην
αίτηση αναστολής που άσκησε το πρώτον, τότε δε θεωρούνται νέα στοιχεία &
δε γίνεται να ασκήσει αίτηση ανάκλησης δεύτερη φορά.

➔ αυτή είναι η διαδικασία της δικαστικής αναστολής εκτέλεσης της πράξης, πάμε
να δούμε τη διοικητική αναστολή εκτέλεσης!!

Αναστολή εκτελέσεως από τη διοίκηση → αρ. 52 παρ.1 ΠΔ 18/1979


Εδώ, έχουμε μία διοικητική αρμοδιότητα ανάκλησης εκτέλεσης της πράξης. Αυτό ως
ύλη ανήκει στο ουσιαστικό μέρος του διοικητικού δικαίου. Το όργανο που
αποφασίζει είναι είτε ο αρμόδιος υπουργός, είτε σε νομικά πρόσωπα το αρμόδιο
ανώτατο διοικητικό όργανο. Οι μόνες προϋποθέσεις που υπάρχουν για την κίνηση
αυτής της διαδικασίας, είναι να έχει ασκηθεί η αίτηση ακυρώσεως & να υποβληθεί
στο αρμόδιο διοικητικό όργανο αίτηση αναστολής εκτελέσεως, ο νόμος δε θέτει
καμία άλλη προϋπόθεση. Εάν έχει ασκηθεί λοιπόν αίτηση ακυρώσεως μπορεί είτε ο
υπουργός, είτε αν έχουμε νομικό πρόσωπο το ανώτατο διοικητικό όργανο να
αναστείλει απλώς την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. Αυτό, είναι μία πράξη
διακριτικής ευχέρειας του οργάνου, το οποίο ανακαλεί την πράξη είτε λόγω
διοικητικής σκοπιμότητας, ευθυδικίας, αναλογικότητας για οποιαδήποτε λόγο.

Διαφορές ουσίας (αναλύονται παρακάτω)- Αναστολή εκτέλεσης


200 επ. ΚΔΔ- παράλληλες ρυθμίσεις σε σχέση με τις διατάξεις του Π.Δ.
Σε διάκριση με το Π.Δ.- δεν υπάρχει επιτροπή αναστολών. Ο ίδιος δικαστικός
σχηματισμός χορηγεί την αίτηση αναστολής εκτελέσεως. Δεν αποφασίζει με
ακροαματική διαδικασία, αλλά εν συμβουλίω- δεν υπάρχει κοινό ή δημοσιότητα,
αλλά μπορούν να προσκληθούν μόνο οι διάδικοι.
Ανεπανόρθωτη βλάβη απαιτείται για χορήγηση αναστολής εκτελέσεως. 74
Υπάρχει κι εδώ η δυνατότητα ελέγχου του προδήλως αβάσιμου και του προδήλως
απαραδέκτου.

117
Υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές στις φορολογικές διαφορές.

Χορήγηση αναστολής εκτελέσεως κατά δικαστικών αποφάσεων: 206 ΚΔΔ


Η απόφαση του Διοικητικού εφετείου δεν μπορεί να ανασταλεί.
Ο ηττηθείς διάδικος μπορεί ενώπιον του ΣτΕ να ζητήσει στη δευτεροβάθμια δίκη να
ανασταλεί η εκτέλεση της διοικητικής απόφασης η οποία προσεβλήθει. Στις
ακυρωτικές διαφορές δεν υπάρχει προσωρινή προστασία, υπάρχει δυνατότητα όμως
να ζητήσει νέα αίτηση αναστολής εκτελέσεως της. Μπορεί να αναστείλει την
δευτεροβάθμια πράξη αλλά όχι την πρωτοβάθμια απόφαση.
Στις διαφορές ουσίας το δευτεροβάθμιο (αυτό στο οποίο εκκρεμεί έφεση) έχει
εξουσία να αναστείλει την εκτέλεση της απόφασης του πρωτοβάθμιου (άρθρο 206 επ.
ΚΔΔ- Δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης)
● Χορήγηση αναστολής εκτελέσεως κατά πρωτόδικων δικαστικών
αποφάσεων:
Με την ίδια διαδικασία που ισχύει για αναστολή εκτέλεσης της διοικητικής
πράξεως. Εδώ έχουμε μόνο το στάδιο της στάθμισης συμφερόντων και
βλαβών και δεν λαμβάνεται υπόψη το προδήλως βάσιμο ή αβάσιμο της
εφέσεως, όταν πρόκειται να γίνει δεκτή η αίτηση. Όταν είναι να απορριφθεί
η αίτηση λαμβάνεται υπόψη το προδήλως αβάσιμο και το προδήλως
απαράδεκτο.
**Αν η πράξη έχει ήδη εκτελεστεί δεν γίνεται αναστολή εκτέλεσης

5/12/2023 → 17η διάλεξη

ΕΝΟΤΗΤΑ 8η → Διοικητικές διαφορές ουσίας: Η προσφυγή & η αγωγή


ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων
Η προσφυγή- Η υπαλληλική προσφυγή ενώπιον του ΣτΕ- Η αγωγή

α. Η προσφυγή
i. Γενικά χαρακτηριστικά
Προσφυγή ουσίας
Είναι διαπλαστικό ένδικο βοήθημα. Προσφυγή ουσίας ασκείται κατά εκτελεστών
διοικητικών πράξεων (όπως και η αίτηση ακυρώσεως) όταν έχουμε διοικητική
διαφορά ουσίας. Με αυτή, ζητείται είτε η ακύρωση της πράξης, είτε η μεταρρύθμισή
της από το δικαστήριο της ουσίας. Η προσφυγή ουσίας διέπεται από τον ΚΔΔικ.
!!Η προσφυγή ουσίας δεν πρέπει να συγχέεται με τις διοικητικές προσφυγές. Οι
τελευταίες ασκούνται ενώπιον των διοικητικών οργάνων. Η προσφυγή ουσίας είναι
ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.

118
Σε τι διαφέρει η προσφυγή ουσίας, από την αίτηση ακυρώσεως; Διαφέρει ως προς τις
εξουσίες του δικαστηρίου όσον αφορά το διατακτικό (= καθορίζει το συγκεκριμένο
αποτέλεσμα της δίκης) της απόφασης του δικαστηρίου & την εξουσία ελέγχου του
δικαστηρίου.
➔ Ο δικαστής διαφοράς ουσίας έχει παραπάνω εξουσίες από τον δικαστή
ακυρωτικών διαφορών. Αυτό το βλέπουμε στο αρ. 79 ΚΔΔικ - “Το δικαστήριο
ελέγχει … κατά το νόμο & την ουσία”.(#είναι το αντίστοιχο του αρ. 48 βάσει
του οποίου ελέγχει ο ακυρωτικός δικαστής την προσβαλλόμενη πράξη βάσει
των 4 λόγων ακυρώσεως)

Η εξουσία του διοικητικού δικαστή της ουσίας είναι διαφορετική στο αρ. 79: ο
δικαστής ουσίας ελέγχει την πράξη κατά νόμο & κατ’ουσίαν μέσα στα όρια
όρια της προσφυγής που καθορίζονται από τους λόγους & το αίτημα
της προσφυγής (αρχή της διαθέσεως)→ δεν περιορίζεται δηλαδή, στους 4
λόγους ακυρώσεως, αλλά ελέγχει πλήρως τη διαφορά ως προς τη νομιμότητα
& την ουσία. Έχει την εξουσία να υποκαταστήσει τη διοικητική αρχή και
μάλιστα μπορεί να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη(ενώ, αντιθέτως, ο
ακυρωτικός δικαστής μπορεί μόνο να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την πράξη).

Έχει αυτή την εξουσία, γιατί αυτός έχει και περαιτέρω δυνατότητες ελέγχου
νομιμότητας της πράξης, μπορεί να ελέγξει την ουσία, μπορεί να
υποκαταστήσει τη διοικητική κρίση με τη δική του κρίση, μπορεί δηλαδή να
ασκήσει αυτός διοικητική αρμοδιότητα και γι’αυτό το λόγο μπορεί να
τροποποιήσει, να μεταβάλει το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης.
Ασκεί, δηλαδή, εκ νέου τη διοικητική αρμοδιότητα βάσει των στοιχείων του
φακέλου & ενδεχομένως βάσει των νέων στοιχείων που μπορεί να
προσκομισθούν.

Παράδειγμα: Στις φορολογικές διαφορές, ο δικαστής εξετάζοντας την πράξη


επιβολής φόρου, μπορεί να την τροποποιήσει και αντί για 1000 ευρώ που ήταν
η φορολογική οφειλή, να βάλει 800 ευρώ. Καταρχήν, ο δικαστής στα ένδικα
βοηθήματα δε μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερο φόρο - γενικά να επιδεινώσει τη
θέση του αιτούντος.

➔ Εφόσον και η αίτηση ακυρώσεως και η προσφυγή ουσίας στρέφονται κατά


εκτελεστών διοικητικών πράξεων, πως θα επιλέξουμε το σωστό ένδικο
βοήθημα; Ελέγχουμε αντικειμενικά αν η συγκεκριμένη διαφορά ανήκει στις
διαφορές ουσίας ή στις ακυρωτικές διαφορές. Είναι αδιάφορο αν επιδιώκει ο
ενδιαφερόμενος ή όχι την τροποποίηση της πράξης. Το αν μπορεί να
ζητήσει τροποποίηση της πράξης είναι έννομη συνέπεια αν έχουμε διαφορά
ουσίας. Οι προθέσεις του ενδιαφερόμενου δεν μας ενδιαφέρουν. Μας
ενδιαφέρει το είδος του δικογράφου και η εξουσία του δικαστηρίου που
είναι αρμόδιο να το κρίνει.

ii. Ιδιαιτερότητες ως προς το παραδεκτό

119
Οι προϋποθέσεις της προσφυγής ουσίας είναι καταρχήν όμοιες με αυτές των
ακυρωτικών διαφορών. Θα τις αναλύσουμε εν τάχει, επισημαίνοντας τις διαφορές
τους.
Υπάρχουν γενικές & ειδικές προϋποθέσεις προϋποθέσεις του παραδεκτού. Οι γενικές
είναι ίδιες με αυτές που είδαμε στις ακυρωτικές διαφορές.

1. Φύση της προσβαλλόμενης πράξης

Προσβάλλονται (όπως και στις ακυρωτικές διαφορές) οι εκτελεστές πράξεις.


Επισημαίνουμε ότι επί προσβολή κανονιστικών πράξεων δημιουργείται μόνο
ακυρωτική διαφορά : δηλαδή, με προσφυγή ουσίας προσβάλλονται μόνο οι ατομικές
εκτελεστές πράξεις, οι κανονιστικές υπόκεινται μόνο σε αίτηση ακυρώσεως.
Σημειωτέον ότι, ο κανόνας αυτός δε λειτουργεί και αντίστροφα: δηλαδή, ατομική
πράξη μπορεί να προσβληθεί και με αίτηση ακυρώσεως.

Ως προς την έννοια της εκτελεστότητας, ισχύουν τα ίδια με την αίτηση


ακυρώσεως→ αρ. 63 ΚΔΔικ.

Όταν έχουμε διαφορά ουσίας, μπορεί να έχουμε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης


ενέργειας, η οποία στο πεδίο των διαφορών ουσίας, προσβάλλεται με προσφυγή
ουσίας. Εδώ, έχουμε μία μικρή διαφορά: στις ακυρωτικές διαφορές στο αρ. 45 παρ.4
ΠΔ 18/1979 αναφέρεται ότι εφόσον έχει προσβληθεί παραδεκτά η παράλειψη. Στις
διαφορές ουσίας, δεν υπάρχει αυτή η προϋπόθεση, οι ρητές πράξεις που αφορούν
παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας πάντα είναι συμπροσβαλλόμενες &
μάλιστα μπορεί να προσβληθούν και αυτοτελώς.

Αναλυτικότερα όσον αφορά την ΠΟΝΕ:


Σημειώνουμε ότι όπως και στην αίτηση ακυρώσεως έτσι και στην προσφυγή
ουσίας υπάρχει η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η οποία
προσβάλλεται παραδεκτά. Είναι μία σιωπηρή απορριπτική πράξη –αρ. 63 παρ2
ΚΔΔικ. Εάν γίνει δεκτή η προσφυγή, το δικαστήριο αναπέμπει την υπόθεση στο
αρμόδιο όργανο προκειμένου αυτό να εκδώσει την πράξη που εκείνο παρέλειψε- ίδιοι
κανόνες με την αίτηση ακυρώσεως.
Εξαιρέσεις, όπου διαφέρουν η αίτηση ακυρώσεως και η προσφυγή ουσίας ως προς
την προσβολή παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας:
Πρώτη διαφορά:
➔ Στις ακυρωτικές διαφορές με την αίτηση ακυρώσεως που ασκήθηκε
παραδεκτώς κατά παράλειψης νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας θεωρείται ως
συμπροσβαλλόμενη και μεταγενέστερη ρητή άρνηση της διοίκησης, η οποία
προσβάλλεται και αυτοτελώς, αν έχει παραδεκτώς ασκηθεί ένδικο βοήθημα
κατά της παραλείψεως – 45 παρ4 ΠΔ 18/1989.
➔ Στις διαφορές ουσίας για να προσβληθεί νέα ρητή απορριπτική πράξη
αυτοτελώς δεν χρειάζεται να έχει ασκηθεί παραδεκτώς ένδικο βοήθημα
κατά της παραλείψεως.

120
Δεύτερη διαφορά:
➔ Αν ασκήσει κανείς αίτηση ακυρώσεως κατά παράλειψης, εάν δεν έχει
συμπληρωθεί ο χρόνος μετά από τον οποίο θεωρείται παράλειψη οφειλόμενης
νόμιμης ενέργειας, αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
➔ Αντίθετα, παραδεκτή είναι η προσφυγή ουσίας στις περιπτώσεις που ασκείται
πριν συμπληρωθεί ο χρόνος για να έχουμε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης
ενέργειας αν μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης έχει παρέλθει ο προβλεπόμενος
χρόνος μετά την πάροδο του οποίου συνάγεται παράλειψη οφειλόμενης
ενέργειας.

2. Έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος (ενεργητική νομιμοποίηση)


αρ. 64 ΚΔΔικ→ περιγράφεται σε αυτό το άρθρο (αντίστοιχο του αρ. 47 στις
ακυρωτικές διαφορές): προσφυγή ουσίας μπορεί να ασκήσει όποιος έχει
άμεσο, προσωπικό & ενεστώς συμφέρον - ισχύουν όσα και στις ακυρωτικές
διαφορές. Και εδώ, ο νομοθέτης αποστρέφεται το ουσιαστικό/υποκειμενικό κριτήριο,
δηλαδή, στο αρ.64 δεν απαιτείται δικαίωμα δημοσίου δικαίου .
Θυμόμαστε την περίπτωση όπου τρίτοι προσφεύγουν κατά διοικητικής πράξης. Στις
διαφορές ουσίας όταν το ένδικο βοήθημα το ασκούν τρίτοι το κατάλληλο βοήθημα
είναι η αίτηση ακυρώσεως.

αρ. 64 παρ.1 περ. β΄ΚΔΔικ → δικαίωμα άσκησης προσφυγής ουσίας έχουν και
όσοι έχουν το δικαίωμα αυτό με ρητή διάταξη νόμου: αρ. 7 ν 702/1977 →
δίνεται τέτοιο δικαίωμα στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης κατά των
αποφάσεων των συλλογικών τους οργάνων που κρίνουν επί ενδικοφανών
προσφυγών των ασφαλισμένων (ενδοστρεφής κοινωνικοασφαλιστική δίκη)

αρ. 64 παρ.2 ΚΔΔικ→ ενδοστρεφής προσφυγή στις φορολογικές διαφορές


(:ενδοστρεφή φορολογική διαφορά)
Προσφυγή ουσίας μπορεί να ασκήσει ο Υπουργός Οικονομικών ή άλλο όργανο στο
οποίο έχουν μεταβιβαστεί οι σχετικές εξουσίες κατά των πράξεων φορολογικών
οργάνων. Επίσης, όπως αναφέραμε, άλλη περίπτωση ενδοστρεφούς προσφυγής είναι
η περίπτωση των Οργανισμών Κοινωνικών Ασφάλισης.

3.Προθεσμία
αρ. 66 ΚΔΔικ → Και η προσφυγή ουσίας ασκείται εντός αποκλειστικής
προθεσμίας, η οποία κατά γενικό κανόνα είναι εξηκονθήμερη (60 ημέρες). Η
προσμέτρηση της προθεσμίας, γίνεται όπως και στις ακυρωτικές διαφορές→ ο
τρόπος που μετράμε είναι ο ίδιος με εκείνον στις διαφορές ακυρώσεως
(δημοσίευση, κοινοποίηση, πλήρης γνώση). Δηλαδή, στις ατομικές πράξεις, η
προθεσμία προσμετράται από την κοινοποίηση ή από τη γνώση της πράξης. Στις
δημοσιευτέες πράξεις, ισχύουν οι κανόνες που έχουμε αναφέρει και για τις
ακυρωτικές διαφορές.

121
➔ Και εδώ ισχύουν οι ίδιοι κανόνες για τη διακοπή: έχουμε διακοπή της
προθεσμίας με την άσκηση οποιασδήποτε διοικητικής προσφυγής, πλην της
ενδικοφανούς.

Στις φορολογικές διαφορές η προθεσμία είναι τριακονθήμερη (30 ημέρες). Στις


περιπτώσεις του αρ. 64 παρ.1 περ. β΄ΚΔΔικ, εκεί όπου ο νομοθέτης παρέχει ειδική
εξουσία για την άσκηση της προσφυγής, η προθεσμία είναι 90 ημερών από την
έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (αναφέρεται στο αρ. 66 παρ.2 περ.β΄ΚΔΔικ).

Αναστολή και εδώ, έχουμε από 1η Ιουλίου- 15η Σεπτεμβρίου (η ρύθμιση στον ΚΔΔικ
που ορίζει ότι αναστέλλεται μέχρι 31η Αυγούστου, δεν ισχύει καθώς υπερισχύει ο
Κώδικας Περί Δικών του Δημοσίου).
!!Βέβαια, και εδώ έχουμε εξαίρεση για τις φορολογικές διαφορές, όπου η αναστολή
ισχύει από 1η έως 31η Αυγούστου- πρόσεχε εδώ.
➔ Στις ενδοστρεφείς προσφυγές δύο όργανα της διοίκησης διεξάγουν δίκη το
ένα εναντίον του άλλου. Η λειτουργία της κοινοποίησης που κανονικά
λειτουργεί εις βάρος εκείνου στον οποίο γίνεται η κοινοποίηση δεν είναι
εφικτή εδώ. Στην περίπτωση των ενδοστρεφών προσφυγών, η προθεσμία είναι
90 ημέρες από την έκδοση της διοικητικής πράξης (ή από τη δημοσίευσή της)
– 66 παρ2 περίπτωση β ΚΔΔικ. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κοινοποίηση δεν
μπορεί να επιτελέσει τις λειτουργίες της.

4. Άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ως προϋπόθεση του παραδεκτού της


προσφυγής ουσίας

Και στις διαφορές ουσίας όταν το ουσιαστικό δίκαιο προβλέπει ενδικοφανή


προσφυγή, προϋπόθεση για την παραδεκτή άσκηση προσφυγής ουσίας είναι η
προηγούμενη άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, εκτός αν η διοίκηση δεν έχει
ενημερώσει τον ιδιώτη εγγράφως πάνω στο σώμα της πράξης για τη δυνατότητα
άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής(συν το όργανο και την προθεσμία). Κατά τα
λοιπά, ισχύουν τα ίδια με τις ακυρωτικές διαφορές.

Αυτό συμβαίνει συχνά στις προσφυγές ουσίας. Η άσκηση της προσφυγής αυτής
αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης της προσφυγής ουσίας.

!!δεν πρέπει να συγχέουμε τις διοικητικές διαφορές με την προσφυγή ουσίας →


οι διοικητικές προσφυγές/όπως και οι ενδικοφανείς προσφυγές, ασκούνται ενώπιον
των οργάνων της διοίκησης, ενώ η προσφυγή ουσίας είναι ένα ένδικο βοήθημα της
διοικητικής δικονομίας, ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου

Και εδώ, έχουμε τον εξής κανόνα: εάν το όργανο δεν αποφανθεί εντός της
προβλεπόμενης προθεσμίας, τότε δημιουργείται τεκμήριο σιωπηρής απόρριψης της
ενδικοφανούς προσφυγής, ακριβώς όπως και στις ακυρωτικές διαφορές.

122
Μετά από την απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής, όπως και στις ακυρωτικές
διαφορές,κάθε διοικητική πράξη που έπεται είναι συμπροσβαλλόμενη, αλλά μπορεί
να προσβληθεί και αυτοτελώς (αρ. 63 παρ.5 & 6 ΚΔΔικ).

Ειδικότερα:
Εάν προσβάλλει κανείς πρόωρα την ενδικοφανή προσφυγή, τότε αυτή η
προσφυγή ουσίας θεωρείται παραδεκτή εάν στη συζήτηση της υπόθεσης έχει
παρέλθει άπρακτος ο χρόνος εντός του οποίου η διοίκηση όφειλε να αποφανθεί.
Αν η διοίκηση ρητά αποφανθεί μέσα στο χρονικό διάστημα από την άσκηση
προσφυγής ουσίας μέχρι τη συζήτηση; Αυτή η πράξη της διοίκησης μπορεί
αυτοτελώς να προσβληθεί παραδεκτά ή να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη

!!αρ. 63 παρ.5 ΚΔΔικ → αυτό που αναφέρεται εδώ, δεν ισχύει στις ακυρωτικές
διαφορές (στις ακυρωτικές διαφορές επέρχεται ακύρωση).

Παράλληλη προσφυγή δεν υπάρχει στις προσφυγές ουσίας, γιατί η προσφυγή ουσίας,
είναι η παράλληλη προσφυγή!
Όπως και στην αίτηση ακυρώσεως, απαγορεύεται η άσκηση ένδικου βοηθήματος
κατά της ίδιας πράξης, εκτός εάν υπάρξει παραίτηση από το δικόγραφο της πρώτης
αιτήσεως ακυρώσεως / προσφυγής ουσίας. Τότε στη δεύτερη προσφυγή
ουσίας/αίτηση ακυρώσεως κρίνουμε ξανά το παραδεκτό και ιδιαίτερα εξετάζουμε τις
προθεσμίες.
Άρθρο 70 ΚΔΔικ – επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής αν έχει απορριφθεί
ως απαράδεκτη η προσφυγή τελεσιδίκως, εκτός αν η πρώτη προσφυγή έχει
απορριφθεί ως εκπρόθεσμη (προσθήκη Γώγου: και ως άνευ εννόμου συμφέροντος).
Κυριότερη περίπτωση που βρίσκει έδαφος η διάταξη αυτή είναι η απόρριψη
προσφυγής λόγω έλλειψης νομιμοποίησης. Η προσφυγή πρέπει να επανασκηθεί μέσα
σε 60 μέρες από την κοινοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου.

iii. Οι προβαλλόμενοι λόγοι & οι εξουσίες διερεύνησης της υπόθεσης από τον
δικαστή ουσίας(- ζητήματα βασίμου)

Βάσιμο προσφυγής ουσίας

Ο προσφεύγων μπορεί να προβάλλει οποιονδήποτε λόγο νομιμότητας και ουσίας,


οποιαδήποτε παρανομία της διοικητικής πράξης, συμπεριλαμβανομένων και
σφαλμάτων ως προς τις αξιολογικές κρίσεις της διοικητικής αρχής. Δεν αναφέρονται
περιοριστικά οι λόγοι εδώ όπως στην αίτηση ακυρώσεως.

Ο δικαστής της προσφυγής αποφασίζει εκ νέου πως πρέπει να ασκηθεί η


διοικητική αρμοδιότητα. Οι λόγοι προσφυγής ουσίας δε μπορούν να
περιοριστούν απλώς σε αίτημα ελέγχου της αιτιολογίας → δεν αρκεί ο
προσφεύγων να προσβάλλει απλώς ότι αυτό που αποφάσισε η διοίκηση δεν

123
αιτιολογείται σύννομα, πρέπει να αποδείξει ότι η απόφαση της διοίκησης
αντίκειται στο ουσιαστικό δίκαιο. Ο δικαστής εδώ, κρίνει αν είναι νόμιμη ή όχι η
προσβαλλόμενη πράξη. Ο αιτών δε μπορεί να κερδίσει τη δίκη, επικαλούμενος
απλώς παραβιάσεις στην αιτιολογία, θα απορριφθεί ως αβάσιμη η προσφυγή
ουσίας.

Αναλυτικότερα:Προσέχουμε ότι υπάρχουν ορισμένοι λόγοι ακυρώσεως που


προβάλλονται αλυσιτελώς σε διαφορές ουσίας για τον λόγο ότι στη διαφορά ουσίας ο
δικαστής εκ του νόμου έχει την εξουσία να μεταβάλλει το περιεχόμενο της
διοικητικής πράξης, ασκεί πλήρως την αρμοδιότητα στη θέση της διοίκησης,
αποφασίζει ως προς κάθε ζήτημα της διαφοράς. Όταν εμείς του ζητούμε κάτι
λιγότερο από αυτό που απαιτεί ο νόμος, αυτό δεν μας βοηθάει, είναι αλυσιτελές
και τέτοιου είδους ισχυρισμοί απορρίπτονται. Όταν προβάλλεται πχ έλλειμμα
αιτιολογίας της πράξης, αυτό ως λόγος προσφυγής ουσίας είναι αλυσιτελές. Εφόσον
έχουμε προσφύγει κατά της πράξης, πρέπει ο δικαστής να κρίνει εξ ολοκλήρου την
υπόθεση. Πρέπει να πούμε στον δικαστή ποια είναι η σωστή ερμηνεία του
δικαίου για να θεωρείται λυσιτελής ο ισχυρισμός(γιατί δεν εφαρμόστηκε σωστά το
δίκαιο).
Παραδεκτώς προβάλλονται η αναρμοδιότητα, η παραβίαση ουσιώδους τύπου της
διαδικασίας και νομικά ελαττώματα. Στην περίπτωση της παράλειψης οφειλόμενης
νόμιμης ενέργειας, το δικαστήριο ελέγχει αν υπήρχε υποχρέωση προς έκδοση της
προσβαλλόμενης πράξης. Αν όντως υπήρχε, ακυρώνει την παράλειψη και την
αναπέμπει στη διοίκηση. Ειδικότερα: ↓

Πότε ακυρώνει & πότε τροποποιεί ο δικαστής ουσίας; Ακυρώνει όταν έχουμε
παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και όταν αναρμοδιότητα του
οργάνου→ πρέπει να ακυρώσει & να αναπέμψει στη διοίκηση, όπως ο
ακυρωτικός δικαστής, καθώς πρέπει πρώτα να αποφανθεί η διοίκηση. Επίσης
ακυρώνει όταν έχουμε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας: και εδώ, δε
μπορεί να αποφασίσει το πρώτον, πρέπει να ακυρώσει & να αναπέμψει.
Τέλος, ακύρωση έχουμε όταν η διοίκηση είχε διακριτική ευχέρεια & δεν την
άσκησε καθόλου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο
δικαστής ουσίας ελέγχει ήδη ασκηθείσα αρμοδιότητα, πρέπει να έχει ασκηθεί
σύννομα η αρμοδιότητα.
Όπως ο ακυρωτικός δικαστής, έτσι και ο δικαστής ουσίας πρέπει να ελέγχει
αυτεπαγγέλτως ορισμένους λόγους προσφυγής - αρ. 79 παρ.1:

1. Αναρμοδιότητα ή μη νόμιμη συγκρότηση αποφασίζοντος συλλογικού οργάνου


(αρ. 79: κακή σύνθεση αποφασίζοντος συλλογικού οργάνου)

124
2. Παράβαση δεδικασμένου
3. Διοικητική πράξη που είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της : όταν
δηλαδή, το διοικητικό όργανο, εφαρμόζει εσφαλμένο κανόνα δικαίου ή
εφαρμόζει κανόνα δικαίου που δεν υπάρχει ή ερμηνεύει εσφαλμένα κανόνα
δικαίου
4. Επίσης, εκ του συντάγματος, υποχρεούνται όλα τα διοικητικά δικαστήρια να
ελέγχουν αυτεπαγγέλτως τη συνταγματικότητα των νόμων που εφαρμόζονται
με την προσβαλλόμενη πράξη (παρεμπίπτων έλεγχος).

Ως προς το υπόμνημα & το δικόγραφο προσθέτων λόγων ισχύουν τα ίδια με τις


ακυρωτικές διαφορές.

Έχουμε και εδώ, προαπόδειξη (όλα τα αποδεικτικά έγγραφα, προσκομίζονται την


προτεραία της συζήτησης).

Διαφορές έχουμε όμως ως προς την παρέμβαση: στις διοικητικές διαφορές ουσίας
μπορεί να παρέμβει κανείς και υπέρ του προσφεύγοντος

Κατάργηση δίκης
Οι κανόνες κατάργησης της δίκης είναι διαφορετικοί εδώ:

αρ. 142 ΚΔΔικ → η δίκη καταργείται αν εκλείψει το αντικείμενό της (αρ.32 ΠΔ


18/1989) Κανονικά όταν εκλείπει το αντικείμενο (:όταν δηλαδή, η πράξη πλέον δεν
ισχύει για οποιοδήποτε λόγο), εδώ, η δίκη καταργείται, όμως με προσφατη νομολογία,
το δικαστήριο δέχθηκε το εξής: Ειδικά εκεί που έχουμε εφαρμογή ενωσιακού
δικαίου, κατ’εξαίρεση, πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάρχει δυνατότητα συνέχισης
της δίκης εάν μπορεί ο προσφεύγων να θεμελιώσει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον.

αρ. 140- 141 ΚΔΔικ → αναλυτικές διατάξεις διακοπή δίκη σε περίπτωση


αποβιώσαντος προσφεύγοντα
Ισχύει και εδώ, η αρχή της διαθέσεως: ο προσφεύγων μπορεί να παραιτηθεί όπως
ακριβώς και στις ακυρωτικές διαφορές.

Όσον αφορά τη νομιμοποίηση του δικηγόρου με τη μόνη διαφορά ότι δεν έχουμε
νομιμοποίηση με πληρεξούσιο, αλλά αρκεί έγγραφη πληρεξουσιότητα που χορηγεί
ο προσφεύγων εφόσον έχουμε επικύρωση της υπογραφής του (κατά κανόνα από
ΚΕΠ).

11/12/2023 → 18η διάλεξη

Κατά τόπον αρμοδιότητα στα δικαστήρια της ουσιας


αρ. 7 ΚΔΔ
Αρμοδιότητα έχει το δικαστήριο της έδρας της αρχής που εξέδωσε την
προσβαλλόμενη πράξη, ακόμα κι αν αυτή υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή. Η

125
άσκηση προσφυγής και η απόφαση επί αυτής (απλή, ειδική, ενδικοφανής) δεν αλλάζει
τους κανόνες της κατά τόπον αρμοδιότητας, η οποία ακολουθεί την αρχή που εξέδωσε
την αρχικώς εκδοθείσα πράξη.

➔ Σε περίπτωση που έχουμε προσφυγή που αφορά αμοιβή υπαλλήλου, αρμόδια


είναι τα δικαστήρια όπου υπηρετεί ο προσφεύγων υπάλληλος.
➔ Για τους ασφαλισμένους του ΟΓΑ ή για πρόσωπα που δικαιούνται παροχές
από τον ΟΓΑ αρμόδιο είναι και το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου
εδρεύει το όργανο που είναι αρμόδιο για την παραλαβή της δήλωσης του
ασφαλισμένου.
➔ Αρμοδιότητα για τα δικαστήρια του τόπου όπου έχει την κατοικία του ο
ασφαλισμένος και αυτός που δικαιούται προνομιακές παροχές από το
δημόσιο. Η διαφορά μεταξύ ασφαλιστικών παροχών και προνομιακών,
έγκειται στο ότι οι ασφαλιστικές αφορούν σε κινδύνους ενώ οι προνομιακές
είναι παροχές που δίνονται από το Δημόσιο για να προστατευθούν κοινωνικά
ευπαθείς ομάδες και δεν αποτελούν ασφάλιση.
Οι ασφαλιστικές παροχές αφορούν ασφαλιστικούς κινδύνους & καλύπτονται από τις
εισφορές στο ασφαλιστικό ταμείο. Οι προνομιακές παροχές είναι κοινωνικές εισφορές
που δίνονται σε άτομα που έχουν ανάγκη από το δημόσιο ταμείο.

Καθ’ύλην αρμοδιότητα
Έχουμε μονομελή και τριμελή διοικητικά πρωτοδικεία και τριμελή διοικητικά
εφετεία. Αν δεν προβλέπεται κάτι ειδικό, αρμοδιότητα για όλες τις προσφυγές ουσίας
έχει το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο (τεκμήριο αρμοδιότητας). Αυτό αφορά
όλες τις διαφορές που δεν είναι χρηματικής φύσεως. Στις χρηματικές διαφορές
διακρίνουμε ανάλογα με το ύψος της διαφοράς.
Αναλυτικότερα:
Διακρίνουμε τις περιπτώσεις που έχουμε χρηματικές διαφορές από αυτές που έχουμε
μη χρηματικές. Αν δηλαδή, έχουμε διαφορά ως προς πράξη που έχει ένα
συγκεκριμένη προσδιορισμένη χρηματική αξία, έχουμε χρηματική διαφορά (πχ
επιβολή προστίμου). ΟΜΩΣ, αν έχουμε διαφορά που ζητάμε τη θεμελίωση
χρηματικού δικαιώματος, δεν έχουμε χρηματική διαφορά. Για παράδειγμα, διαφορά
με την οποία ζητάμε τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος είναι μη
χρηματική διαφορά, όμως διαφορά με την οποία ζητάμε να μας δοθούν 5 συντάξεις
είναι χρηματική διαφορά.

Στις μη χρηματικές διαφορές η αρμοδιότητα ανήκει στο τριμελές διοικητικό


πρωτοδικείο. Στις χρηματικές διαφορές διακρίνουμε αναλόγως ποσού:
- μέχρι 60.000 ευρώ: αρμόδιο είναι το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο
- άνω 60.000 ευρώ: αρμόδιο είναι τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο
- αν η πράξη αναφέρεται σε διαφορετικά ποσά, η αρμοδιότητα καθορίζεται με
βάση το μεγαλύτερο ποσό

126
Σε ορισμένες περιπτώσεις ο νομοθέτης θεσπίζει δικαιοδοσία ορισμένου δικαστηρίου
σε α΄βαθμό.Προβλέπει συχνά ο νομοθέτης ότι αρμόδιο σε α΄βαθμό είναι ορισμένο
δικαστήριο: πχ στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις ή από την προσβολή
πράξεων ανεξάρτητων αρχών είναι το τριμελές διοικητικό εφετείο (αυτές
προσβάλλονται με προσφυγή στο εφετείο εφόσον είναι διαφορές ουσίας).

Ειδικές ρυθμίσεις έχουμε για τις φορολογικές(εδώ, εντάσσονται και οι


τελωνειακές) διαφορές→ αν η διαφορά από την επιβολή του κύριου φόρου
είναι:
- μέχρι 150.000 ευρώ: αρμόδιο είναι → τριμελές πρωτοδικείο (εδώ, ισχύει η
διάκριση με τα 60.000 ευρώ)
- άνω των 150.000 ευρώ: αρμόδιο είναι → τριμελές εφετείο

*Για να βρούμε την αρμοδιότητα λαμβάνουμε τον κύριο φόρο ή δασμό και όχι τους
επιπρόσθετους φόρους ή δασμούς που ενδεχομένως καταλογίζονται με την ίδια
πράξη.

β. Η υπαλληλική προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας

Υπαλληλική προσφυγή
Είναι μία ειδική περίπτωση της προσφυγής ουσίας που προβλέπεται στο Σ & δεν
εκδικάζεται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, αλλά δικάζεται στο α΄και τελευταίο
βαθμό στο ΣτΕ. Αυτό το προβλέπει ειδικά το Σ στο αρ. 103 παρ.4 Σ (αν δεν το
προέβλεπε το Σ και το προέβλπε μόνο ο νόμος αυτό θα ήταν αντισυνταγματικό λόγω
του αρ. 95 Σ).

Το προσωπικό του δημοσίου διακρίνεται στο προσωπικό με σχέση δημοσίου δικαίου


(πχ δημόσιοι υπάλληλοι) & στο προσωπικό με σχέση ιδιωτικού δικαίου(εδώ το
προσωπικό έχει σχέση εργασίας με το δημόσιο/δεν έχει μονιμότητα).

Η υπαλληλική προσφυγή είναι μία ειδική εγγύηση της νομιμότητας των δημοσίων
υπαλλήλων. Η σχέση του δημόσιου υπαλλήλου ή του ΝΠΔΔ με το κράτος δεν είναι
εργασιακού δικαίου, ο δημόσιος υπάλληλος δεν είναι εργαζόμενος, δεν συνδέεται με
σύμβαση εργασίας με το κράτος & ο μισθός του δεν είναι αντάλλαγμα για την
παρεχόμενη εργασία επειδή δεν υπάρχει συμβατική σχέση(ο υπάλληλος δεν είναι
εργαζόμενος & το κράτος δεν είναι εργοδότης) αλλά είναι μία σχέση όπου ο
υπάλληλος με μονομερή διοικητική πράξη καθίσταται μέλος της δημόσιας
υπηρεσίας → διορίζεται, δεν προσλαμβάνεται. Υπάρχει το στοιχείο της
μονιμότητας βάσει του αρ. 103 Σ- οργανική θέση = σημαίνει μία θέση που κατέχει
βάσει νόμου. Το κράτος σε παίρνει και από απλό πολίτη σε κάνει μέρος της
εσωτερικής του διοίκησης.

127
Όταν θεμελιώνεται μονομερώς αυτή η σχέση υπαλλήλου- δημοσίου, αυτή η
τοποθέτηση στο εσωτερικό της διοίκησης, δημιουργεί μία σειρά από υποχρεώσεις και
δικαιώματα που δημιουργούνται κανονιστικά, όχι συμβατικά. Αυτό το κράτος, με την
κυρίαρχη βούληση του, μπορεί να το κάνει είτε με τη θέληση του πολίτη, είτε χωρίς
τη βούλησή του (πχ όταν κάποιος στρατεύεται είτε θέλει, είτε όχι). Βέβαια, κατά
κανόνα απαιτείται συναίνεση, που εκδηλώνεται με προηγούμενη αίτησή του.

Ποια είναι η διαφορά μεταξύ δημοσίου υπαλλήλου & δημοσίου λειτουργού; Οι


λειτουργοί έχουν προσωπική & λειτουργική ανεξαρτησία. ενώ οι υπάλληλοι
βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης & εκτελούν τις οδηγίες των προϊσταμένων του.
Δημόσιοι λειτουργοί είναι οι καθηγητές πανεπιστημίου, οι δικαστές & οι γιατροί του
ΕΣΥ.

Υποχρέωσή του είναι πχ να ασκεί τα καθήκοντά του, που του ορίζει το κράτος μέσω
των υπηρεσιακών προσταγών. Επίσης, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα σε μισθό &
διάφορα είδη αδειών.

Ο δημόσιος υπάλληλος βαρύνεται με τη δημόσια πίστη → ο δημόσιος οργανισμός


πρέπει να στελεχώνεται με πρόσωπα που βαρύνονται με ιδιαίτερη πίστη.
Γι’αυτό το λόγο υπάρχουν δημόσιες τάξεις όπου ελέγχονται τα κοινωνικά
φρονήματα των δημοσίων υπαλλήλων (ισχύει στη Γερμανία, στην Ελλάδα όχι
πλέον). Για την υπηρεσία τους αυτή, δικαιούνται μισθό, άδειες και ορισμένες
άλλες παροχές που προβλέπει η υπαλληλική νομοθεσία. Έναντι αυτής της
πίστεως που υπέχουν λαμβάνουν και μία πολύ βασική εγγύηση, που είναι η
μονιμότητα: ο δημόσιος υπάλληλος εφόσον υφίσταται η οργανική θέση που κατέχει
δε μπορεί να απορριφθεί παρά μόνο για συγκεκριμένους λόγους που αναφέρει το αρ.
103 παρ.4 Σ.

➔ για να προστατευτεί η νομιμότητα λοιπόν, προβλέπεται το ένδικο βοήθημα της


υπαλληλικής προσφυγής στο αρ. 103 παρ.4 Σ

*Οργανικές θέσεις: οι θέσεις που προβλέπονται από το νόμο, είναι


νομοθετημένες → προβλέπεται με ειδική νομοθεσία η θέση και ο αριθμός των
θέσεων που υπάρχουν.

Απόλυση μπορούμε να έχουμε μόνο στις περιπτώσεις του αρ. 103 παρ.4 Σ. Στις
περιπτώσεις που έχουμε παύση το Σ προβλέπει ορισμένες εγγυήσεις:
- αποφασίζει μόνο πειθαρχικό συμβούλιο
- κατά αυτής της απόφασης για την παύση ή της απόφασης για υποβιβασμό
μπορούμε να ασκήσουμε προσφυγή ουσίας ενώπιον του ΣτΕ

Όσον αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς, αναφέρονται οι ρυθμίσεις στα


αρ.88- 90-91 αυτοί παύονται με δικαστική απόφαση της ολομέλειας του
οικείου δικαστηρίου →μόνο με τη δικαστική απόφαση!

128
Για ποιο λόγο είναι συνταγματική εγγύηση της μονιμότητας η υπαλληλική
προσφυγή στο ΣτΕ από ότι η αίτηση ακυρώσεως στα τακτικά διοικητικά
δικαστήρια;Το ΣτΕ έχει μεγαλύτερα εχέγγυα & η προσφυγή ουσίας παρέχει
εντονότερη δικαστική προστασία, επειδή το δικαστήριο της ουσίας έχει πλήρη
δικαιοδοτική εξουσία, μπορεί το ίδιο να ελέγξει & να αξιολογήσει τα πραγματικά
περιστατικά και ασκεί το ίδιο την πειθαρχική αρμοδιότητα, γίνεται το ίδιο πειθαρχικό
όργανο.

Επομένως, αν εμείς προσβάλουμε με υπαλληλική προσφυγή μια ποινή μιας παύσης


και ως λόγο προσβολής προβάλουμε ότι η αιτιολογία είναι πλημμελής: Το δικαστήριο
θα μας πει ότι ο λόγος μας είναι αλυσιτελής, καθώς για να ασκήσουμε προσφυγή
ουσίας πρέπει να προβάλλουμε ως λόγο προσβολής το περιεχόμενο, την ουσία της
πράξης. Εδώ, είμαστε μπροστά σε ένα δικαστή που θα μας κρίνει εκ νέου, μπορείς
βέβαια να προβάλλεις διαδικαστικούς λόγους πχ ότι δεν κλήθηκες σε απολογία, αλλά
δεν μπορείς να προβάλεις λόγους τυπικούς, όπως η πλημμελής αιτιολογία.

Ποιους αφορά η υπαλληλική προσφυγή; Καταρχήν, το πεδίο εφαρμογής τους


αφορά μόνο όσους έχουν μονιμότητα, δηλαδή μόνο όσα πρόσωπα έχουν υπαλληλική
σχέση, Άρα, το αρ. 103 παρ.4 Σ δεν αφορά όσους έχουν σχέση ιδιωτικού δικαίου.

!!Αφορά μόνο τους πολιτικούς υπαλλήλους, όχι τους στρατιωτικούς ή αυτούς


των σωμάτων ασφαλείας →αυτοί ασκούν αίτηση ακυρώσεως.

Όταν διορίζεται ο δημόσιος υπάλληλος, για 1-2 χρόνια είναι σε δοκιμαστική


περίοδο →είναι δόκιμος, σε αυτή την περίοδο δεν έχει την προστασία της
υπαλληλικής προσφυγής. Μετά το τέλος της δοκιμασίας, ο δημόσιος
υπάλληλος κρίνεται από το υπηρεσιακό συμβούλιο αν θα διοριστεί ή όχι, αν
θα του δοθεί δηλαδή μονιμότητα. Αν το συμβούλιο αποφασίσει υπέρ του, τότε
μονιμοποιείται ο δόκιμος υπάλληλος.Αν το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφασίσει
αρνητικά, τότε ο δόκιμος υπάλληλος απολύεται οριστικά. Αυτή η απόφαση προς το
αν αποκτήσει ή όχι την εγγύηση της μονιμότητας ο υπάλληλος, προσβάλλεται με
υπαλληλική προσφυγή στο ΣτΕ.

➔ πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι είναι και αυτοί που ανήκουν στους ΟΤΑ και το
διοικητικό προσωπικό της βουλής

Ενεργητική νομιμοποίηση:Η προσφυγή αυτή ασκείται μόνο από μόνιμους


δημοσίους υπαλλήλους επί θητεία, όπως επίσης και από δημοσίους υπαλλήλους σε
δοκιμή(κατά απόφασης υπηρεσιακού συμβουλίου που αρνείται τη μονιμότητά τους).
Επίσης, μόνο πολιτικοί υπάλληλοι, όχι μέλη των σωμάτων ασφαλείας(αστυνομία,
στρατός) ασκούν υπαλληλική προσφυγή.

Ποιες αποφάσεις προσβάλλονται με υπαλληλική προσφυγή;

129
Μόνο οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων προσβάλλονται με υπαλληλική
προσφυγή.(αρ. 103 παρ.4 Σ) → προσοχή, μόνο του πειθαρχικού συμβουλίου, του
υπηρεσιακού συμβουλίου προσβάλλονται μόνο στην περίπτωση που είδαμε
άνωθεν. Ποτέ δεν προσβάλλονται αποφάσεις των διοικητικών οργάνων.
Προσβάλλονται οι αποφάσεις του πειθαρχικού συμβουλίου περί υποβιβασμού ή
περί οριστικής παύσης (!προσοχή, όχι προσωρινή παύση) προσβάλλονται ενώπιον
του ΣτΕ.

Όταν το υπηρεσιακό συμβούλιο κρίνει παύση λόγω ανικανότητας προς


εκτέλεση των καθηκόντων του για σωματικους και ψυχικους λογους → και
αυτή η απόφαση προσβάλλεται με υπαλληλική προσφυγή.

Αυτή η απόφαση απόλυσης είναι μία 2η εκτελεστή πράξη που ακολουθεί την
απόφαση του αρχικού οργάνου, έχει εκτελεστό χαρακτήρα & αυτή δεν
ενσωματώνεται πουθενα. Είναι πράξη συνάφειας με την απόφαση του πειθαρχικού
συμβουλίου και παραδεκτώς συμπροσβάλλεται με την υπαλληλική προσφυγή (ενώ,
κανονικά θα προσβαλλόταν με αίτηση ακυρώσεως).
Αναλυτικότερα: Μετά την απόφασης του υπηρεσιακού συμβουλίου, έρχεται πράξη
εκτέλεσης του υπηρεσιακού συμβουλίου. Αυτή κανονικά προσβάλλεται με αίτηση
ακυρώσεως στα διοικητικά Εφετεία – άρθρο 1 παρ1 περίπτωση α Ν 702/77. Το ΣτΕ
όμως χάρη της οικονομίας της διαδικασίας συνεκδικάζει αίτηση ακυρώσεως κατά
πράξης απόλυσης και υπαλληλική προσφυγή- συναφείς υποθέσεις. Μπορείς βέβαια
να προσφύγεις στο ΣτΕ για την υπαλληλική προσφυγή και μετά επί της πράξης
απόλυσης να προσφύγεις με αίτηση ακύρωσης στο διοικητικό Εφετείο. Το Εφετείο
στην περίπτωση αυτή θα περιμένει την απόφαση του ΣτΕ. Αν προσβάλλω μόνο
την πράξη απόλυσης με αίτηση ακυρώσεως χωρίς να έχω προσβάλλει την απόφαση
απόλυσης με υπαλληλική προσφυγή, το διοικητικό εφετείο δεν θα μπορεί να
προσβάλλει παρεμπιπτόντως την απόφαση απόλυσης. Στην ουσία έτσι η έννομη
προστασία χάνεται – το εφετείο ελέγχει μόνο την νομιμότητα της πράξης απόλυσης,
όχι της απόφασης της πράξης απόλυσης.

Διαδικαστικά:
Η υπαλληλική προσφυγή, δημιουργεί ένα διαπλαστικό ένδικο βοήθημα που βέβαια
υπόκειται σε αποκλειστική προθεσμία 60 ημερών που είναι πάντοτε από την
κοινοποίηση της απόφασης του πειθαρχικού ή υπηρεσιακού συμβουλίου (για όσους
υπαλλήλους κατοικούν στην αλλοδαπή παρατείνεται για 30 ημέρες).

Τόσο η προθεσμία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος, όσο και η ίδια η άσκησή του
αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης → η απόφαση του
πειθαρχικού συμβουλίου δεν εκτελείται όσο τρέχει η προθεσμία & όσο διαρκεί
η εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής. Εδώ, βέβαια ο υπάλληλος δε φεύγει
από την υπηρεσία, αλλά τίθεται σε αργία.

130
Είδαμε ότι το ΣτΕ έδω έχει τις αρμοδιότητες του δικαστή ουσίας (αρ. 43 παρ.1 ΠΔ
18/89). Το δικαστήρια εξετάζει και αξιολογεί εκ νέου όλα τα πραγματικά
περιστατικά, τις συνθήκες τέλεσης της πειθαρχικής παράβασης και εκδικάζει εκ νέου
& μάλιστα μπορεί να προβάλει και νέα αιτιότητα. Δε μπορεί όμως να επιβάλει
αυστηρότερη ποινή, απαγορεύεται η επιδείνωση της θέσης του προσφεύγοντα.

➔ Η άσκηση της υπαλληλικής προσφυγής έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην


εκτέλεση της ποινής – εμποδίζεται η έκδοση πράξης απόλυσης.
➔ Παρέμβαση στην υπαλληλική προσφυγή δεν επιτρέπεται.

Μπορεί να εφαρμοστεί ο ΚΔΔικ στην υπαλληλική προσφυγή που εκδικάζει το


ΣτΕ; Ποτέ το ΣτΕ δεν εφαρμόζει ΚΔΔΙΚ → η μόνη περίπτωση/εξαίρεση που
μπορεί το ΣτΕ να εφαρμόσει τον ΚΔΔικ είναι μόνο στην πιλοτική δίκη.

iii. Διάκριση από άλλα ένδικα βοηθήματα & μέσα στις υπαλληλικές προσφυγές
Εκτός από την υπαλληλική προσφυγή, όσες πειθαρχικές ποινές δεν καταλαμβάνονται
από το αρ. 103 παρ.4 Σ ενδεχομένως υπάγονται σε άλλα δικαστήρια με άλλα ένδικα
βοηθήματα: αρ.142 παρ.2 Υπαλληλικού Κώδικα → υπάρχει μία απαρίθμηση
άλλων ηπιότερων πειθαρχικών ποινών, οι οποίες προσβάλλονται με
προσφυγή ουσίας σε α΄& τελευταίο βαθμό στο διοικητικό εφετείο.

Το προσωπικό που δεν υπάγεται στον Υπαλληλικό Κώδικα, δηλαδή οι στρατιωτικοί,


προσωπικό ιδιωτικού δικαίου, έκτακτο προσωπικό και προσωπικό για το οποίο δεν
προβλέπονται ποινές στο αρ. 142, αυτά τα πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν αίτηση
ακυρώσεως (αρ.1 702/77). Ασκούν αίτηση ακυρώσεως στο διοικητικό εφετείο σε
α΄βαθμό και σε β΄βαθμό στο ΣτΕ.

Τέλος, έχουμε ακόμα μία περίπτωση προσφυγής ενώπιον του ΣτΕ στην περίπτωση
που ασκείται πειθαρχική εξουσία από τον αρμόδιο υπουργό, στους ΟΤΑ. Εδώ, οι
εκλεγμένοι διοικούντες του ΟΤΑ,όταν κατηγορούνται πειθαρχικά έχουν δικαίωμα να
ασκήσουν προσφυγή ουσίας στο ΣτΕ.

Πάμε στο 3ο ένδικο βοήθημα, αυτό της αγωγής.

γ) Η αγωγή (ως ένδικο βοήθημα καταψηφιστικό & αναγνωριστικό)

Μιλάμε για ένδικο βοήθημα που δεν στρέφεται κατά διοικητικής πράξης, αλλά κατά
άλλου προσώπου. Στη διοικητική δικονομία μπορείς μόνο χρηματική παροχή να
ζητήσεις από άλλο πρόσωπο (ad personal ένδικο βοήθημα).
Ελεύθερα κανείς μπορεί να επιλέξει ένα από τα δύο αιτήματα. Η μόνη διαφορά
τους είναι ότι στο καταψηφιστικό αίτημα πρέπει ο αιτών να καταβάλλει
δικαστικό ένσημο, ενώ στο αναγνωριστικό αίτημα όχι.

131
Η αγωγή δεν είναι διαπλαστικό ένδικο βοήθημα, δεν αλλάζει τη ρύθμιση της έννομης
σχέσης, με την αγωγή στη διοικητική δικονομία ζητάει κανείς μόνο χρηματική
παροχή και τίποτα άλλο. Η αγωγή αφορά αίτημα για χρηματική παροχή και αυτό το
αγωγικό αίτημα μπορεί να είναι είτε αναγνωριστικό (πχ αναγνώριση της ύπαρξης
μίας οφειλής), είτε καταψηφιστικό (το δικαστήριο μπορεί να υποχρέωση το δημόσιο
ή ΝΠΔΔ να καταβάλει ορισμένη χρηματική παροχή). Με την αγωγή δεν
προσβάλλουμε διοικητική πράξη, ούτε ζητάμε να συμπροσβληθεί κάποια πράξη ή
τροποποιηθεί.Δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα το αναγνωριστικό αίτημα. Ελεύθερα
κανείς μπορεί να επιλέξει ένα από τα δύο αιτήματα. Η μόνη διαφορά τους είναι
ότι στο καταψηφιστικό αίτημα πρέπει ο αιτών να καταβάλλει δικαστικό ένσημο,
ενώ στο αναγνωριστικό αίτημα όχι.
Αντικείμενο της δίκης είναι η δικαστική διάγνωση εάν με βάση το Ουσιαστικό
Δίκαιο οφείλεται στον ενάγοντα από τον εναγόμενο χρηματική παροχή. Υπάρχει από
το Ουσιαστικό Δίκαιο αυτή η χρηματική αξίωση που προβάλλει ο αιτών;
Η πιο συνήθης περίπτωση είναι η περίπτωση της αποζημίωσης λόγω αστικής ευθύνης
του κράτους - Άρθρο 105 ΕισΝΑΚ – 5ετής η παραγραφή της συγκεκριμένης
αξίωσης, ξεκινά από τη λήξη του οικονομικού έτους στο οποίο έλαβε χώρα το
ζημιογόνο γεγονός.
Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις στις οποίες ο ενάγων έχει αξίωση για χρηματική
παροχή με βάση τον νόμο. Η αξίωση αυτή πρέπει να απορρέει από έννομη σχέση
διοικητικού δικαίου.
Ενάγων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε θεωρεί ότι έχει τέτοια χρηματική αξίωση.
Εναγόμενος μπορεί να είναι μόνο το κράτος (ελληνικό δημόσιο) ή ΝΠΔΔ. Αυτό
είναι εύλογο γιατί διαφορετικά δεν έχουμε διοικητική έννομη σχέση μεταξύ ιδιωτών.

Στην αγωγή, μπορεί η έκβαση της δίκης να εξαρτάται από τον παρεμπίπτοντα
έλεγχο, από την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα της διοικητικής
πράξης. Πότε συμβαίνει αυτό; όταν έχω αξίωση από ευθύνη του δημοσίου →
αυτή η αξίωση συναντάται με παράνομη πράξη ή παράλειψη της διοίκησης, η
οποία μπορεί να είναι υλική ενέργεια ή διοικητική πράξη. Επομένως, το
δικαστήριο της αγωγής πρέπει παρεμπιπτόντως να κρίνει επί της νομιμότητας
της ατομικής διοικητικής πράξης προκειμένου να προχωρήσει στην εκδίκαση
της κύριας υπόθεσης .

Παράδειγμα: Έρχεται η διοίκηση κι αφού διαπιστώνει ορισμένες παραβιάσεις


υγειονομικού περιεχομένου στον Α, ανακαλεί την άδεια λειτουργίας του
καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος(κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος
είναι οπουδήποτε σερβίρεται ποτό & φαγητό, όχι τα νοσοκομεία) για 3 μήνες. Ο Α
χάνει έτσι, τις απολαβές που θα είχε αυτούς τους 3 μήνες. Κατόπιν, ασκεί αγωγή
αποζημίωσης λέγοντας ότι παράνομα το κράτος ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας. Το
δικαστήριο για να διαπιστώσει αν όντως υπάρχει αστική ευθύνη του δημοσίου από

132
παράνομη πράξη του, πρέπει να επιλύσει πρώτα το προδικαστικό ζήτημα του αν ήταν
παράνομη η ανάκληση της άδειας λειτουργίας για να προχωρήσει μετά στην κύρια
δίκη.

➔ Είδαμε ότι στα διαπλαστικά ένδικα βοηθήματα δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων


έλεγχος, ενώ στην αγωγή η οποία δεν είναι διαπλαστικό ένδικο βοήθημα,
επιτρέπεται.

Η αγωγή επειδή ακριβώς δεν είναι διαπλαστικό βοήθημα (η παρεμπίπτουσα κρίση


περί νομιμότητας ναι μεν καλύπτεται από το δεδικασμένο, αλλά δεν επηρεάζει την
έννομη κατάσταση) δεν υπόκειται σε δικονομική προθεσμία η άσκηση της αγωγής, η
αγωγή είναι απρόθεσμη.

!!Δεν πρέπει να συγχέουμε τη δικονομική προθεσμία με την παραγραφή. Είναι 2


διαφορετικά πράγματα τουλάχιστον στο ηπειρωτικό δίκαιο το οποίο ακολουθούμε. Η
παραγραφή είναι θεσμός του ουσιαστικού δικαίου και ρυθμίζεται από τον ΑΚ και τον
Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού με συμπληρωματικές ρυθμίσεις. Παραγράφεται η
αξίωση, μας λέει πότε παύεις να έχεις το δικαίωμά σου. Οι δικονομικές προθεσμίες
είναι θεσμός του δικονομικού δικαίου και μας λένε πότε παύεις να έχεις το δικαίωμα
να ζητήσεις δικαστική προστασία.

Η κατ’ιδίαν παραγραφή κάθε αξίωσης προβλέπεται από τον Κώδικα. Η αξίωση από
αστική ευθύνη του δημοσίου βάσει του αρ.105 παραγράφεται σε 5 χρόνια από τη
λήξη του έτους εντός του οποίου έγινε η ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη.

➔ Η αγωγή λοιπόν δεν υπόκειται σε αποκλειστική προθεσμία, η αξίωση όμως


που καλύπτει η αγωγή υπόκειται σε παραγραφή που ρυθμίζεται από το
ουσιαστικό δίκαιο.
Η αγωγή δεν ζητά την ακύρωση διοικητικής πράξης, ούτε την μεταρρύθμισή της.
Αυτό έχει ορισμένες συνέπειες:
1. Η αγωγή δεν συνιστά παράλληλη προσφυγή σε σχέση με την αίτηση
ακυρώσεως.
2. Η αγωγή στρέφεται κατά άλλου προσώπου, η προσφυγή ουσίας ή η αίτηση
ακυρώσεως κατά πράξης.
3. Καθώς δεν έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, στην αγωγή εκλείπουν όλες οι
προϋποθέσεις παραδεκτού που είδαμε στην αίτηση ακυρώσεως και στην
προσφυγή ουσίας.Δεν υπάρχει προσβαλλόμενη πράξη.
4. Δεν έχουμε προθεσμία άσκησης της αγωγής, ως δικονομική προθεσμία. Στα
διαπλαστικά ένδικα βοηθήματα έχουμε αποκλειστική δικονομική προθεσμία
για λόγους ασφάλειας δικαίου. Στο ουσιαστικό δίκαιο βέβαια, η αξίωση
πάντοτε υπόκειται σε παραγραφή. Έτσι και οι αξιώσεις για χρηματική παροχή
εναντίον του δημοσίου υπόκεινται σε παραγραφή. Έτσι, αν η αξίωση έχει
παραγραφεί, η αγωγή για αυτή την αξίωση θα απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη.
Η παραγραφή των αξιώσεων του ιδιώτη κατά του Δημοσίου λαμβάνεται
υπόψη αυτεπαγγέλτως, χωρίς να προταθεί.

133
5. Στην αγωγή δεν έχουμε έννομο συμφέρον με την ίδια έννοια. Πρέπει όμως ο
ενάγων να θεμελιώσει την ενεργητική νομιμοποίησή του. Πρέπει να
ισχυρίζεται ότι είναι φορέας αξίωσης για χρηματική παροχή έναντι του
εναγομένου, με βάσεις τις ισχύουσες διατάξεις. Πρέπει να υπάρχει και
παθητική νομιμοποίηση. Πρέπει να επικαλείται δηλαδή ο ενάγων ότι ο
συγκεκριμένος εναγόμενος του οφείλει με βάση τον συγκεκριμένο κανόνα
δικαίου.

→ Αγωγή αποκλείεται στις φορολογικές διαφορές. Ασκείται μόνο προσφυγή


εκεί.
→ Κατά την εκτέλεση των διοικητικών συμβάσεων, ο αντισυμβαλλόμενος της
διοίκησης (ανάδοχος) μπορεί να έχει χρηματικές αξιώσεις έναντι της
διοίκησης. Εάν έχει τέτοιες αξιώσεις, τις ζητά από τη διοίκηση και αν δεν γίνει
δεκτό το αίτημά του, προσβάλλει τη απόρριψη της διοίκησης με προσφυγή. Η
μόνη περίπτωση που μπορεί να ασκήσει αγωγή είναι όταν έχει γίνει
πιστοποίηση από τη διοίκηση, έχει εγκριθεί ο λογαριασμός του αναδόχου και
η διοίκηση απλώς δεν καταβάλλει.

Δεν υπάρχει ενδικοφανής διαδικασία πριν ασκηθεί αγωγή πλέον. Η αγωγή ασκείται
ευθέως – δεν υπάρχει κάποια προδικασία ενώπιον της διοίκησης (αντίθετη από το
γαλλικό δίκαιο ρύθμιση).

12/12/2023 → 19η διάλεξη (έλειπα/σημειώσεις από αλλού)


Αγωγή

Παραδεκτό

Πρέπει να έχω ενεργητική νομιμοποίηση ενάγοντος: δηλ. να αποδεικνύει ότι είναι


φορέας χρηματικής ικανοποίησης από το ουσιαστικό δίκαιο. Υποχρεωμένος να
κινηθεί βάσει της αρχής της διάθεσης και ο δικαστής της ουσίας, δηλαδή και εδώ ο
δικαστής πρέπει να κινηθεί μέσα στα όρια του αιτήματος, γιατί το αντικείμενο της
αγωγής διαμορφώνεται από το αίτημά της.

Η αγωγή στρέφεται κατά ενός παθητικώς νομιμοποιούμενου: δηλ. κατά του υπόχρεου
στη χρηματική παροχή.

Αν παράλληλα ασκείται προσφυγή ουσίας και αγωγή; Το δικαστήριο της αγωγής


πρέπει να αναστείλει την πρόοδο της δίκης μέχρι να υπάρξει απόφαση από το
δικαστήριο του κυρίου ενδίκου βοηθήματος.

Για να είναι παραδεκτή η αγωγή, πρέπει να είναι ορισμένη. Πρέπει να έχει σαφή
πραγματική βάση που συνδέεται με συγκεκριμένο κανόνα δικαίου που απονέμει
χρηματική αξίωση υπέρ του αιτούντος και ορισμένο αίτημα ως προς το ποσό. Ο
δικαστής δεν μπορεί να επιδικάσει ποσό ανώτερο από εκείνο που ζητείται με το
αίτημα.

134
Διάκριση αίτηση ακύρωσης με προσφυγή, στην αγωγή δεν έχω ενδικοφανή προσφυγή
για την άσκηση της αγωγής και εδώ δεν προβάλλονται λόγοι ακύρωσης, αλλά νόμιμες
βάσεις. Πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί τα πραγματικά περιστατικά και τους κανόνες
δικαίου από τους οποίους απορρέει η αξίωσή του για χρηματική παροχή. (ανέφερε
την διατριβή του Τσιγαρίδα για την αρχή iura novit curia, προφανώς δεν την θέλει
αλλά το αναφέρω)

Πώς ασκείται η αγωγή;

Η αγωγή ασκείται με κατάθεση, σε διάκριση προς την Πολιτική Δικονομία. Με την


κατάθεση της αγωγής έχουμε ήδη εκκρεμοδικία. Η αγωγή επιφέρει δηλαδή τα
δικονομικά αποτελέσματά της. Για να επιφέρει όμως η αγωγή τα αποτελέσματά της
στο Ουσιαστικό Δίκαιο(έναρξη της τοκοφορίας -ξεκινούν να προσμετρώνται τόκοι
επιδικίας- και διακοπή παραγραφής), πρέπει και να επιδοθεί. ↓

Με την κατάθεση καθίσταται εκκρεμής η αγωγή (αρ. 75 παρ1 ΚΔΔικ), αλλά δεν
επέρχονται ακόμη τα αποτελέσματα της (παρ.2 του ίδιου άρθρου). Έννομες συνέπειες
άσκησης αγωγής επέρχονται με την επίδοσή της στον καθ’ ου.

Συνέπειες ουσιαστικού δικαίου που επέρχονται από την άσκηση της αγωγής με την
επίδοση της

1. Διακοπή παραγραφής (διαρκεί μέχρι να τελειώσει η τελεσιδικία, δηλ. μέχρι να


επέλθει κατάργηση της δίκης ή μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση)

2. Τοκοφορία της απαίτησης στην επιδικία

Ισχύει η αρχή της διαθέσεως - ο δικαστής δεσμεύεται από το αίτημα της αγωγής και
δεν μπορεί να δώσει παραπάνω

Φύση του αιτήματος: Ενώ γενικά ο κανόνας είναι ότι μπορείς από αναγνωριστικό να
πας σε καταψηφιστικό, γίνεται και το αντίστροφο. Πλέον μπορείς ακόμη και μετά την
έκδοση αναγνωριστικής απόφασης να ζητήσεις να γίνει καταψηφιστική (βλέπει και
δυνατότητα άλλων μετατροπών μέχρι τη συζήτηση), αρκεί να καταβληθεί το
δικαστικό ένσημο.

-Προκειμένου να εκδοθεί καταψηφιστική απόφαση πρέπει να καταβληθεί το


δικαστικό ένσημο μέχρι την συζήτηση (δικαστικό ένσημο προϋπόθεση κύρους της
συζήτησης). Δυνατότητα να καλυφθεί εκ των υστέρων με ορισμένη διαδικασία ( βλ.
αρ. 139 Α, 199 παρ.4 ΚΔΔικ)

➔ Καταψηφιστική απόφαση αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Για να αποκτήσει κανείς


εκτελεστό τίτλο πρέπει να υποβάλλει δικαστικό ένσημο.

Στην αγωγή σε κάποιες περιπτώσεις (ιδίως σε περιπτώσεις) ιατρικών σφαλμάτων


εκδίδεται προδικαστική απόφαση.

135
ΕΝΟΤΗΤΑ 9 → Η ανακοπή του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974): Η διαδικασία της
διοικητικής εκτέλεσης:γενικά χαρακτηριστικά - Το παραδεκτό της ανακοπής-
Παραδεκτώς προβαλλόμενοι λόγοι & έκταση του δικαστικού ελέγχου

Ανακοπή: διαπλαστικό ένδικο βοήθημα ουσίας, μπορεί με αυτό να ζητηθεί είτε η


ακύρωση είτε η τροποποίηση των πράξεων διοικητικής εκτέλεσης. Διακρίνω τη
γενική διαδικασία διοικητικής εκτέλεσης από την εκτέλεση φορολογικών διαφορών
(δε θα ασχοληθώ με το δεύτερο).

αρ. 216 επ. ΚΔΔικ → προσφυγή ουσίας: εδώ, χρειάζεται να ξέρουμε απλώς
στοιχειώδεις γνώσεις γι’αυτό το ένδικο βοήθημα

ΚΕΔΕ = Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων/ Ανακοπή κατά πράξεων


διοικητικής εκτέλεσης

Η ανακοπή:

● αφορά κυρίως την διοικητική εκτέλεση: οι ίδιες οι διοικητικές πράξεις


αποτελούν τον εκτελεστό τίτλο
● όταν το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης περιέχει χρηματική αξίωση του
δημοσίου κατά ιδιώτη, τότε η διαδικασία είσπραξης είναι η διαδικασία
είσπραξης δημοσίων εσόδων

α)Η διαδικασία της διοικητικής εκτέλεσης: γενικά χαρακτηριστικά

Διοικητική εκτέλεση: κριτήριο της υποκείμενης αιτίας της διαφοράς →


εξετάζουμε τη φύση της αξίωσης - εξετάζουμε δηλαδή, αν η αξίωση απορρέει
από έννομη σχέση ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου. Εδώ, εξετάζουμε διαφορές
δημοσίου δικαίου αποκλειστικά.

➔ Νομοθετικό Διάταγμα 356/1974 :διαδικασία διοικητικής εκτέλεσης = πράξεις


που κατατείνουν στο σκοπό της ικανοποίησης της αξίωσης
➔ Κώδικας εισπράξεων δημοσίων εσόδων: διαδικασία διοικητικής εκτέλεσης =
πράξεις που κατατείνουν στο σκοπό της εκτέλεσης.
!Η ανακοπή ασκείται κατά πράξεων διοικητικής εκτέλεσης, οι οποίες αφορούν σε
αξιώσεις δημοσίου δικαίου. Π.χ. φορολογία, πρόστιμα, χρηματικές κυρώσεις,
ασφαλιστικές εισφορές όλοι οι φορείς. Αξιώσεις που ικανοποιούνται με διαδικασία
αναγκαστικής εκτέλεσης.

Άρ. 217 επ. ομώνυμο με το ένδικο βοήθημα που προβλέπεται στον ΚΠολΔικ

Αρμόδιο το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο του τόπου στο οποίο λαμβάνει


χώρα η διοικητική εκτέλεση.

Γενική διαδικασία διοικητικής εκτέλεση

136
Η διοικητική πράξη που υποχρεώνει τον ιδιώτη είναι ο τίτλος. Πρέπει να έχει
οριστικοποιηθεί η πράξη (αν προβλέπεται ενδικοφανή προσφυγή πρέπει η διοίκηση
να ενημερώσει τον ιδιώτη για την δυνατότητα αυτή και μετά να παρέλθει η προθεσμία
άσκησης της- ή προφανώς να ασκηθεί και να εκδοθεί γι’αυτήν απόφαση).

Πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης

Η διαδικασία της διοικητικής εκτέλεσης ξεκινάει με την ταμειακή βεβαίωση του


χρέους, που είναι η εγγραφή στους χρηματικούς καταλόγους. Η ταμειακή βεβαίωση
δεν κοινοποιείται στους ιδιώτες. Καταγράφεται δίπλα στο ΑΦΜ των ιδιωτών.

Όταν οριστικοποιηθεί ο τίτλος στη συνέχεια ακολουθεί η 1η πράξη της διοικητικής


εκτέλεσης: η εγγραφή στους διοικητικούς καταλόγους ή εν στενή εννοία ταμειακή
βεβαίωση του χρέους, που είναι μια εγγραφή σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.Κατά
συνέπεια, είναι και η πρώτη πράξη που υπόκειται σε ανακοπή άρ. 217 κώδικα.

Ακολουθεί η ατομική ειδοποίηση του ιδιώτη- Όταν γίνει αυτή η εγγραφή στον
υπολογιστή, η αρμόδια ΔΟΥ στέλνει μια ατομική ειδοποίηση.Δεν είναι πράξη
αναγκαστικής εκτέλεσης αυτή. !!Είναι απλή ενημέρωση του ιδιώτη που γίνεται
μηχανογραφικά και αναφέρει ότι εις βάρος του έχει βεβαιωθεί το τάδε ποσό και
πρέπει να εξοφληθεί π.χ. μέχρι την τάδε ημερομηνία. Δεν είναι εκτελεστή πράξη.

Πράξεις κατάσχεσης

Την ατομική ειδοποίηση, ακολουθεί η έκθεση κατάσχεσης- ουσιαστικά δεσμεύεται


το κατασχόμενο πράγμα. Πράξεις κατάσχεσης υπόκεινται σε ανακοπή.

Πράξεις πλειστηριασμού

➔ Καταλήγει σε πίνακα κατάταξης πλειοδοτών.

Πράξεις διαδικασίας πλειστηριασμού πρόγραμμα, έκθεση πλειστηριασμού και


πίνακας κατάταξης δανειστών που ικανοποιούνται. Μπορεί ο ανακόπτων να ζητήσει
επανεκτίμηση πχ.

Οποιαδήποτε πράξη διοικητικής εκτέλεσης προσβάλλεται παραδεκτά με


ανακοπή εφόσον έχει εκτελεστό χαρακτήρα.

(Στον πλειστηριασμό έχουμε ιδιαιτερότητες που αφορούν τον πίνακα κατάταξης να


μη μάθω, να μείνω στον γενικό κανόνα. Ούτε εκτέλεση εις χείρας τρίτου θα κάνουμε)

β) Το παραδεκτό της ανακοπής

Ανακοπή- γενικό ένδικο βοήθημα κατά πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της
διοικητικής εκτέλεσης
Εφόσον έχουμε αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, οι πράξεις της
διοικητικής εκτέλεσης υπόκεινται σε ένα διαπλαστικό ένδικο βοήθημα που λέγεται
ανακοπή. Ασκείται κατά πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης.

137
Με αυτό ζητείται η ακύρωση ή η τροποποίηση μίας τέτοιας πράξης. Ανακοπή
ασκείται μόνο κατά των πράξεων εκτέλεσης και όχι κατά της αρχικής
καταλογιστικής πράξης, η οποία προσβάλλεται με προσφυγή ουσίας ή αίτηση
ακυρώσεως ανάλογα με το είδος της διαφοράς. Δηλαδή με την ανακοπή
προσβάλλονται οι πράξεις που εκδίδονται από την ταμειακή βεβαίωση της οφειλής
έως και την ολοκλήρωση της διαδικασίας της εκτέλεσης. Μπορεί να θεωρηθεί και ως
ειδική περίπτωση προσφυγής αφού παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία να ελέγξει
την προσβαλλόμενη πράξη κατά τον νόμο και κατά ουσία και να την ακυρώσει ή να
την τροποποιήσει ανάλογα με το αίτημα.
Ασκείται πάντα στο Μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο του τόπου στον οποίο
γίνεται η διοικητική εκτέλεση. Κατ’ εξαίρεση για την ταμειακή βεβαίωση αρμόδιο
είναι το δικαστήριο του τόπου στο οποίο έχει την έδρα της η αρχή που εξέδωσε την
προσβαλλόμενη πράξη της ταμειακής βεβαίωσης- άρθρο 218 παρ2 ΚΔΔικονομίας.
Πριν την ταμειακή βεβαίωση υπάρχει ένας τίτλος- είναι το νομικό θεμέλιο της
αξίωσης (π.χ. μία διοικητική πράξη). Άλλη είναι η έννομη προστασία κατά της
διοικητικής πράξης - ένδικα βοηθήματα αναλόγως το είδος της πράξης.
● Ασκείται σε προθεσμία 30 ημερών η οποία εκκινείται από την πλήρη
γνώση της ανακοπτόμενης πράξης (η κοινοποίηση & η πλήρης γνώση
είναι εις βάρος αυτού που απευθύνεται) - Κατ΄ εξαίρεση όσον αφορά το
πρόγραμμα του πλειστηριασμού προβλέπει σύντομη προθεσμία 10
ημερών, προκειμένου ο νομοθέτης να προστατέψει τον
πλειστηριασμό[220 παρ.2].
γ)Παραδεκτώς προβαλλόμενοι λόγοι & έκταση του δικαστικού ελέγχου
Όταν ασκείται ανακοπή (πρέπει να ασκείται κατά ορισμένης πράξεως) πρέπει να
προβάλλονται λόγοι κατά της συγκεκριμένης προσβαλλόμενης πράξης. Δεν
μπορούμε να στραφούμε κατά κύρους κατά νομιμότητας προηγούμενης
πράξης. Αυτός ο κανόνας που συνδέεται με το τεκμήριο νομιμότητας
διατυπώνεται και ρητά στο άρθρο 224 ΚΔιοικΔ. Ο κανόνας είναι ότι μπορεί να
προβληθεί οποιοσδήποτε λόγος που αφορά τη νομιμότητα και την ουσία της
συγκεκριμένης πράξης[διαφορά ουσίας]. Δε μπορούμε να προβάλλουμε λόγους
ακύρωσης προηγούμενων -πριν την προσβαλλόμενη- διοικητικών πράξεων
[απαγόρευση παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της
διοικητικής εκτέλεσης: 224 π3 ΚΔιοικΔ].

Παράδειγμα: Στην έκθεση κατάσχεσης, μπορεί κάποιος να πει ότι γίνεται


παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Δε γίνεται για ένα ποσό
μικρότερης αξίας, να κατασχεθεί κάτι πολύ μεγαλύτερης αξίας. [λόγος
νομιμότητας]
[λόγος ουσίας]: διαφωνία όσον αφορά την αξία του κατασχεμένου. Δηλαδή, η
διοίκηση να ορίζει την αξία του κατασχεμένου στα 100.000 και ο ιδιώτης να
λέει ότι αξίζει 200.000[ αυτό τον συμφέρει]. Αν το δικαστήριο δεχτεί την
ανακοπή που ασκεί ο ιδιώτης, μπορεί να τροποποιήσει το ποσό στην έκθεση

138
κατάσχεσης στα 200.000 ευρώ.
Θεμελιώδης κανόνας τεκμηρίου διοικητικών πράξεων: μέχρι να
δημοσιευθεί απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, η διοικητική πράξη
παραμένει σε ισχύ[παράγει τα έννομα αποτελέσματά της]
!!Ο ανακόπτων οφείλει να προβάλλει αυτούς τους λόγους νομιμότητας και
προστασίας (αρχή της διαθέσεως)
Αυτεπάγγελτος έλεγχος: (άρθρο 224 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας)
1. Παράβαση δεδικασμένου
2. Αναρμοδιότητα
3. Και όσα εκ του Συντάγματος ελέγχονται αυτεπαγγέλτως [κάτι τέτοιο, βέβαια,
δεν έχει συμβεί ποτέ γιατί θα αμφισβητούσε την συνταγματικότητα των
διατάξεων του κώδικα δημοσίων εσόδων]

Μπορεί στο πλαίσιο της διοικητικής εκτέλεσης να ζητηθεί ο έλεγχος της


νομιμότητας του τίτλου;
● Τίθεται το άρθρο 224 παρ. 4,5 ΚΔΔ.

Κατ’ αρχήν δεν γίνεται- κατά γενικό κανόνα όχι. Είναι διαφορετική η έννομη
προστασία κατά του τίτλου και αν την έχω χάσει δεν μπορώ να την
διεκδικήσω στα πλαίσια της διοικητικής εκτέλεσης.
Μπορώ κατ’ εξαίρεση να προβάλλω λόγους που στρέφονται κατά του τίτλο,
κατά της ανακοπής της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης υπό τις εξής
προϋποθέσεις:
1. Να μην υπάρχει δεδικασμένο ως προς τον τίτλο. Τότε δεν μπορούμε να
ζητήσουμε τον επανέλεγχο του μέσω της πράξης ταμειακής βεβαίωσης.
2. Απαγορεύεται όταν κατά τίτλου προβλέπεται ένδικο βοήθημα ουσίας.
Απαγορεύει ο νόμος να προβάλλω αιτιάσεις κατά τίτλου κατά ταμειακής
βεβαίωσης, όταν κατά τίτλου προβλέπεται ένδικο βοήθημα ουσίας. Αν
προβλέπεται κατά τίτλου αίτησης ακυρώσεως, μπορώ να προβάλλω κατά
ταμειακής βεβαίωσης και λόγου κατά τίτλου. Αν όμως ο νόμος προβλέπει
κατά τίτλου προσφυγή [ένδικο βοήθημα πλήρους δικαιοδοσίας], τότε δε
μπορώ να προβάλλω και ελαττώματα τίτλου στο πλαίσιο προσβολής
ταμειακής βοήθειας. Μόνο αν από τον τίτλο προκύπτει ακυρωτική
διαφορά[δηλαδή, αν προβλέπεται στο νόμο ότι μπορώ να ασκήσω αίτηση
ακυρώσεως] μπορώ να προβάλλω και λόγους κατά τίτλου στο πλαίσιο
προσβολής ταμειακής βεβαίωσης. Ουσιαστικά, κοιτάμε τι έννομη προστασία
προβλέπεται κατά τίτλου, για να δούμε αν μπορούμε να προβάλλουμε και
ελαττώματα τίτλου, όταν προσβάλλουμε ταμειακή βεβαίωση.

[Η αίτηση ακυρώσεως παρέχει λιγότερη έννομη προστασία, συγκριτικά με την

139
προσφυγή. Με την προσφυγή γίνεται έλεγχος ουσίας, ενώ με την αίτηση ακυρώσεως
γίνεται μόνο έλεγχος νομιμότητας.] Η διάταξη 224π4 θέλει να αναπληρώσει το κενό
που υπάρχει με την αίτηση ακυρώσεως και με τον [ελλιπή] έλεγχο νομιμότητας μόνο.
Γι’ αυτό και μόνο αν προβλέπεται αίτηση ακυρώσεως[και άρα μικρότερος έλεγχος]
μπορεί να προβάλλει ο ανακόπτων και ελαττώματα κατά τίτλου στην προσβολή
ταμειακής βεβαίωσης

(;)Ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης:

Να ισχυρίζεται ο ιδιώτης ότι έχει πληρώσει/ 224 παρ. 5 ΚΔΔ - Γενικός κανόνας (224
παρ. 5 ΚΔιοικΔ – έχει αλλάξει πριν λίγους μήνες με το άρθρο 15 ν. 4816/21). Οι
ισχυρισμοί για την απόσβεση της απαίτησης μπορούν να προβληθούν στο πλαίσιο
οποιασδήποτε πράξης της διοικητικής εκτέλεσης. Προϋπόθεση: αρκεί να τους
αποδεικνύεις παραχρήμα (δηλ. αμέσως). Ο νέος νόμος διευκρίνισε σε σχέση με τους
ισχυρισμούς περί παραγραφής.

Επαναληπτικές ερωτήσεις:

Τι μπορεί να προβάλει κανείς στο πλαίσιο της ανακοπής;παρανομία στο πλαίσιο


της νομικής πλημμέλειας της πράξης της οποίας προσβάλλει; αρ. 224 παρ2
ΚΔΔικ -λόγοι δημόσιας τάξης: αναρμοδιότητα + ύπαρξη δεδικασμένου. Οι νομικές
πλημμέλειες δεν ελέγχονται αυτεπαγγέλτως.

Μπορεί κανείς να προβάλλει ελαττώματα από τα προηγούμενα στάδια της


διαδικασίας της εκτέλεσης κατά της πράξης που προσβάλλει; Όχι, μπορεί να
προσβάλλει μόνο την συγκεκριμένη πράξη. Προηγούμενα ελαττώματα δεν μπορεί να
προβληθούν, οι προηγούμενες πράξεις δεν ενσωματώνονται.

Μπορώ στη διοικητική εκτέλεση να προβάλλω ότι δεν οφείλω; Εξαρτάται. Αν


ισχυριστώ ότι αποσβέστηκε η οφειλή γιατί πλήρωσα είτε γιατί παραγράφηκε η
αξίωση μπορώ, υπό την προϋπόθεση ότι η απόσβεση της οφειλής αποδεικνύεται
παραχρήμα (να αποδεικνύεται άμεσα από έγγραφα που προσκόμισα στο δικαστήριο).
Ωστόσο, η οφειλή κρίθηκε σε προηγούμενο στάδιο, στην έκδοση τίτλου, επομένως
δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι δεν υπήρξε ποτέ οφειλή.

Μπορώ να αμφισβητήσω τη νομιμότητα της διοικητικής πράξεις που αποτελεί


τον τίτλο; βλ. άρθρο 224 π.4:

1. ελαττώματα της διοικητικής πράξης που δημιούργησε την οφειλή μπορώ να


προβάλλω μόνο αν ανακόπτω την ταμειακή βεβαίωση, όχι επόμενη πρ. Μόνο
στην ταμειακή βεβαίωση μπορώ να προσβάλλω σφάλμα της διοικητικής
πράξης/του τίτλου.
2. πρέπει κατά του τίτλου να μη διαθέτω ένδικο βοήθημα ουσίας ή να μην
υπάρχει ακυρωτικό δεδικασμένο, δηλ δεδικασμένο από ακυρωτική
αρμοδιότητα. Επομένως, αν δεν έχω ένδικο βοήθημα ουσίας μπορώ να
αμφισβητήσω τη διοικητική πράξη βάσει της οποίας εκδόθηκε η διοικητική
πράξη με ανακοπή

140
Αν προβλέπεται ακυρωτικός έλεγχος μπορώ να ασκήσω ανακοπή κατά της ταμειακής
βεβαίωσης.

Μπορώ να έχω και αίτημα προσωρινής προστασίας αναλογικά με το πώς εφαρμόζεται


στις προσφυγές (ίδιες διατάξεις αναστολής εκτέλεσης στην προσφυγή)

18/12/2023 → 20η διάλεξη

ΕΝΟΤΗΤΑ 11 → Τα ένδικα μέσα στις διοικητικές διαφορές: Γενική θεωρία


των ενδίκων μέσων - Τα αποτελέσματα της άσκησης ενδίκων μέσων - Η
τριτανακοπή κατά ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων- Η έφεση σε ακυρωτικές
διαφορές & διαφορές ουσίας - Η αίτηση αναιρέσεως- Άλλα ένδικα μέσα

α) Γενική θεωρία των ενδίκων μέσων


Δυνατότητα διαδίκου να προστατευθεί από δυσμενείς αποφάσεις. Με ένδικα μέσα
προσβάλλονται ωστόσο μόνο οι οριστικές αποφάσεις.

Οι δικαστικές αποφάσεις χωρίζονται σε:


1. Οριστικές: οριστικώς επιλύεται η διαφορά/ το δικαστηριο απεκδύεται
πλέον των εξουσιών του και επέρχεται η κοινωνική ειρήνευση/ αυτές
υπόκεινται σε ένδικα μέσα →με αυτές τερματίζεται η δίκη με κρίση επί
του ενδίκου βοηθήματος
➔ Ένδικα μέσα = είναι αιτήματα δικαστικής προστασίας που
στρέφονται κατά δικαστικών αποφάσεων

2. Προδικαστικές αποφάσεις- δεν κρίνουν επί της διαφοράς, αλλά επί της
προόδου της διαδικασίας της δίκης. Αυτές δεν προσβάλλονται με ένδικα
μέσα, παρά μόνο ως προς κεφάλαιά τους τα οποία περιέχουν οριστική
κρίση.Δεν είναι οριστικές αποφάσεις, δεν τερματίζουν την έννομη σχέση της
δίκης. Έχουν διαδικαστικό χαρακτήρα. Προωθούν την έννομη σχέση της
δίκης χωρίς να την επιλύουν (π.χ. αυτή που τάσσει συμπληρωματικές
αποδείξεις: εξέταση μάρτυρα, αναστολή προόδου της δίκης)
Πότε μία απόφαση υφίσταται ως οριστική;
Οριστικότητα αποκτά από τη δημοσίευσή της, δηλαδή από την δημόσια ανάγνωση
της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση του δικαστηρίου. Από τότε καθίσταται
υποστατή η απόφαση, και υπόκειται σε ένδικα μέσα.
Οι δικαστικές αποφάσεις ακόμα κι αν πάσχουν από νομική πλημμέλεια, θεωρούνται
υποστατές και παράγουν κανονικά τις έννομες συνέπειές τους. Οι πλημμέλειες των
δικαστικών αποφάσεων μπορεί να είναι ουσιαστικές – λανθασμένη ερμηνεία
ουσιαστικού δικαίου – ή διαδικαστικές – πχ παραβίαση δικαιωμάτων διαδίκων. Η
ελαττωματική (πλημμελής) δικαστική απόφαση παράγει κανονικά τα έννομα
αποτελέσματά της. Υπόκεινται όμως στην άσκηση ενδίκων μέσων.

Κατ’ εξαίρεση, οι μόνες που δεν παράγουν έννομες συνέπειες είναι οι ανυπόστατες
δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή όσες δεν δημοσιεύτηκαν, όσες εκδίδονται από όργανο

141
που δεν είναι δικαστήριο, όσες αφορούν διαφορά που υπάγεται σε άλλη δικαιοδοσία
(π.χ. πολιτικών δικαστηρίων), ή όσες αφορούν ανύπαρκτους διαδίκους ή σε διαδίκους
που απολαύουν του προνομίου του ετεροδικίας. Οι ανυπόστατες δικαστικές
αποφάσεις, προσβάλλονται με ένδικα μέσα κατ’ εξαίρεση για λόγους ασφάλειας
δικαίου.

Για να ασκηθεί το ένδικο μέσο, απαιτείται να συντρέχει έννομο συμφέρον αυτού που
το ασκεί, δηλαδή πρέπει να υφίσταται μία βλάβη, ή να ωφελείται από την ακύρωση
της απόφασης. Η βλάβη ή το όφελος αυτό, κρίνεται από το διατακτικό της
δικαστικής απόφασης. Καταρχάς έννομο συμφέρον έχει ο ηττηθείς διάδικος, αλλά
κατ’ εξαίρεση μπορεί και ο νικήσας να έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση
ενδίκου μέσου, όταν πλήττεται από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης δικαστικής
απόφασης

π.χ. διαδικασία επιλογής προσωπικού, με αποφασίζον ένα συλλογικό όργανο, το


οποίο προκρίνει τον Α έναντι του Β. Ο Β ασκεί αίτηση ακυρώσεως κατά της επιλογής
του Α υποστηρίζοντας ότι ήταν λάθος τα πρόσωπα στο συλλογικό όργανο και ότι
ήταν πλημμελώς αιτιολογημένη η πρόκριση του Α. Το δικαστήριο αποφασίζει ότι ο
πρώτος λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος και γίνεται δεκτός ο δεύτερος λόγος. Ο Β
είναι διάδικος που έχει νικήσει, αφού έχει ακυρωθεί η απόφαση που προκρίνει τον Α,
αλλά μόνο για τον δεύτερο λόγο. Η απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως παράγει
μία βλάβη αφού η διαδικασία εκλογής θα γίνει από τα ίδια πρόσωπα, τα οποία απλώς
θα αιτιολογήσουν περαιτέρω την επιλογή του Α. Συνεπώς εδώ ο Β πλήττεται και κατά
την ορθότερη άποψη έχει έννομο συμφέρον να την προσβάλλει με έφεση ως προς την
απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως

Τα ένδικα μέσα διακρίνονται σε:


1. Τακτικά: Κατά οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης και στο πλαίσιο των
οποίων μπορεί να προβληθεί οποιοσδήποτε λόγος, οποιοδήποτε σφάλμα/
πλημμέλεια της δικαστικής αυτής απόφασης. Εδώ ανήκει η έφεση.
2. Έκτακτα: Ασκούνται κατά συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων και
μπορούν να προβάλλουν μόνο ορισμένους λόγους στο πλαίσιο αυτών:
1. Αίτηση αναιρέσεως
2. Τριτανακοπή
3. Ανακοπή ερημοδικίας
4. Αίτηση διόρθωσης δικαστικής απόφασης κλπ.
5. Αίτηση αναθεώρησης (103 ΚΔΔ)
6. Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας λόγω αντίθετης απόφασης του
ΑΕΔ ή του Δικαστηρίου του Στρασβούργου
7. Έκθεση διόρθωσης ερμηνείας

γ)Η τριτανακοπή κατά ακυρωτικών αποφάσεων


Τριτανακοπή
Η ακυρωτική απόφαση παράγει δύο νομικές δεσμεύσεις. Αρχικά τη διαπλαστική
ισχύς, όπου ακυρώνει και ισχύει erga omnes, δηλαδή τρίτα πρόσωπα που δεν είχαν

142
δυνατότητα να συμμετάσχουν, ενδεχομένως να υποστούν βλάβη στα έννομα
συμφέροντά τους από την ακυρωτική απόφαση.
➔ η τριτανακοπή ασκείται μόνο κατά ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων, σε
ακυρωτικές διαφορές
π.χ. Β ζητά ακύρωση της οικοδομικής άδειας του Α. Στην δίκη αυτή θα είναι
διάδικοι ο Β και η διοικητική αρχή. Μπορεί ο Α να χάσει την οικοδομική
άδεια για το σπίτι του. Δεν είναι βέβαιο ότι ο Α έχει πληροφορηθεί τη δίκη
αυτή. Για την περίπτωση αυτή, το ακυρωτικό αποτέλεσμα, καθιστά αναγκαίο,
οι τρίτοι που δεν συμμετείχαν στην ακυρωτική δίκη, να μπορούν να
προσβάλλουν την ακυρωτική απόφαση, αν και δεν ήταν διάδικοι.
Προβλέπεται λοιπόν η τριτανακοπή↓.

Είναι το ένδικο μέσο, με το οποίο τρίτος ζητεί την εξαφάνιση της βλαπτικής για αυτόν
απόφασης και τη νέα εκδίκαση της υπόθεσης. Μπορεί να το ασκήσει ο τρίτος που δεν
μπόρεσε γιατί δεν γνώριζε, να συμμετάσχει στην ακυρωτική δίκη. Ασκείται μόνο
κατά ακυρωτικών αποφάσεων, και όχι απορριπτικών.

Διάδικοι τριτανακοπής: Ο τριτανακόπτων και από την άλλη οι διάδικοι της


ακυρωτικής δίκης, δηλαδή ο Β και η διοικητική αρχή.

Ο τριτανακόπτων έχει το ίδιο έννομο συμφέρον με του παρεμβαίνοντος, δηλαδή θα


πρέπει να τον βλάπτει η ακυρωτική απόφαση, δηλαδή να έχει έννομο συμφέρον να
διατηρηθεί το κύρος της ακυρωθείσας πράξης. Θα πρέπει να βλάπτεται από την
ακυρωτική απόφαση ή να ωφελούνταν από την απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως.
Δικαίωμα άσκησης τριτανακοπής έχουν μόνο οι τρίτοι και δεν μπορούν σε καμία
περίπτωση να ασκήσουν οι διάδικοι, ή ο παρεμβαίνων, αφού και αυτός έχει τα πλήρη
δικαιώματα του διαδίκου.

Η νομολογία δέχεται ότι ορισμένα πρόσωπα αν και δεν ήταν τυπικά διάδικοι, μπορεί
να μην είναι τρίτοι, διότι τα συμφέροντά τους εκπροσωπήθηκαν στην ακυρωτική
δίκη. Αυτό συμβαίνει όταν τα πρόσωπα αυτά, συνδέονται λόγω εσωτερικής σχέσης με
κάποιον από τους διαδίκους. Ελέγχεται δηλαδή αν υπάρχει ιδιαίτερη νομική σχέση
είτε με έναν παρεμβαίνων είτε με την διοικητική αρχή, γεγονός που κρίνεται ανάλογα
με το νομικό καθεστώς που διέπει την κάθε υπόσταση. Ο κανόνας είναι ότι υπάρχει
όταν ο τρίτος συνδέεται με συμβατική σχέση, ή κάποια άλλη ιδιαίτερη εννομη σχέση

π.χ. Περιβαλλοντική άδεια βάσει του οποίου ο Δήμος καταθέτει το έργο σε ιδιώτη
κατασκευαστή για ένα λιμενικό έργο. Ένα οικολογικό σωματείο προσβάλλει αυτή την
άδεια και έχουμε ως διαδίκους το σωματείο, το αρμόδιο υπουργείο και παρεμβαίνω
τον φορέα του έργου, δηλαδή ο Δήμος. Σε ακυρωτική δίκη των περίοικων
παρεμβαίνει ο Δήμος. Αν ακυρωθεί η έγκριση για περιβαλλοντική άδεια του έργου, ο
κατασκευαστής θα μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή; Όχι, επειδή τον συνδέει

143
συμβατική σχέση με το Δήμο οπότε θεωρείται ότι τα έννομα συμφέροντά του
εκπροσωπήθηκαν από τον παρεμβάντα Δήμο.

αρ. 51 παρ. 2 Π.Δ.18/1989 - προβλέπεται διαδικασία επίσημης πληροφόρησης των


τρίτων ως προς εκκρεμή δίκη.

Εισηγητής δικαστής: Μπορεί όταν βλέπει ότι υπάρχει τρίτος με έννομο συμφέρον, να
του κοινοποιήσει την ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως μαζί με την ημερομηνία του
δικασίμου. Αν κοινοποιήσει αντίγραφο με σημείωση της δικασίμου 20 πλήρεις
ημέρες πριν την εκδίκαση της υπόθεσης, και ο τρίτος δεν παρέμβει στην ακυρωτική
δίκη τότε ο τρίτος δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει τριτανακοπή.

Λόγοι που μπορούν να προβληθούν


Η τριτανακοπή είναι ουσιαστικά μία παρέμβαση που γίνεται μετά το τέλος της
δίκης. Οι λόγοι που προβάλλονται είναι όλοι όσοι μπορούσαν να προβληθούν στην
παρέμβαση. Αν γίνει δεκτή η τριτανακοπή εξαφανίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση
και απορρίπτεται η αίτηση ακυρώσεως.
Το παραδεκτό της τριτανακοπής:
● Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της τριτανακοπής είναι το δικαστήριο
που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη.

● Εξουσία ασκήσεως τριτανακοπής έχει μόνο (α) ο τρίτος (β) που βλάπτεται
από την απόφαση. Η έννοια της βλάβης εδώ είναι έννοια ταυτόσημη με αυτή
του έννομου συμφέροντος.

● Σε τριτανακοπή υπόκειται σχεδόν όλες οι αποφάσεις του ΣτΕ και των


τακτικών διοικητικών δικαστηρίων: (α) οι ακυρωτικές αποφάσεις (αλλά όχι
απορριπτικές ή προδικαστικές) του ΣτΕ και των διοικητικών εφετείων και
πρωτοδικείων, (β) οι δεχόμενες έφεση κατά ακυρωτικών αποφάσεων των
διοικητικών εφετείων και πρωτοδικείων αποφάσεις του ΣτΕ, (γ) οι δεχόμενες
υπαλληλική προσφυγή κατά απολύσεως λόγω κατάργησης θέσης αποφάσεις
του ΣτΕ, (δ) οι αποφάσεις του ΣτΕ επί αιτήσεως αναίρεσης και (ε) αποφάσεις
τακτικών διοικητικών δικαστηρίων σε διοικητικές διαφορές ουσίας που
εκδικάζονται κατά τον ΚΔΔ. Ο ΚΔΔ επιτρέπει γενικά την τριτανακοπή κατά
αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, τόσο επί προσφυγών
όσο και επί αγωγών, ανακοπών εκτελέσεως ή ενστάσεων.

● Προθεσμία: 60 ημέρες από την κοινοποίηση της ακυρωτικής απόφασης στον


τριτανακόπτοντα ή από την πλήρη γνώση από αυτόν (άρθρο 51 παρ. 1 Π.Δ.
18/1989). Δεν ασκείται σε άλλο δικαστήριο, αλλά ενώπιον του δικαστηρίου
που εξέδωσε την τριτανακοπτόμενη απόφαση και εφαρμόζεται η ίδια
διαδικασία με την αίτηση ακυρώσεως. Η προθεσμία και η άσκηση
τριτανακοπής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης.

144
● Ασκείται με δικόγραφο το οποίο κατατίθεται και κοινοποιείται με επιμέλεια
της γραμματείας του δικαστηρίου.

Οι τριτανακοπές δεν γίνονται σχεδόν ποτέ δεκτές, καθώς το ίδιο το δικαστήριο


έρχεται να κρίνει δική του απόφαση και να κρίνει ισχυρισμούς τους οποίους
θεωρητικά έχει ήδη κρίνει. Η τριτανακοπή δεν έχει το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα
της έφεσης.

δ. Η έφεση σε ακυρωτικές διαφορές & διαφορές ουσίας

Το τακτικό ένδικο μέσο της έφεσης: η έφεση έχει την ιδιαιτερότητα ότι εισάγει 2ο
βαθμό δικαστικής κρίσης, αυτό σημαίνει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει τις
ίδιες ακριβώς εξουσίες ελέγχου της διαφοράς, όπως και το πρωτοβάθμιο: έχει την ίδια
εξουσία να εξετάσει το νομικό & το πραγματικό μέρος της υπόθεσης.

Αντιστοίχως, ο εκκαλών μπορεί να προβάλει οποιοδήποτε ελάττωμα (νομικό ή


πραγματικό) της εκκαλούμενης απόφασης, οποιοδήποτε ελάττωμα δηλαδή μπορεί να
αποτελέσει λόγο εφέσεως.

Διακρίνουμε 2 κατηγορίες έφεσης στη διοικητική δικονομία (ακριβώς επειδή η


διοικητική δικονομία διχοτομείται: ακυρωτικές διαφορές & διαφορές ουσίας):
● Έφεση σε ακυρωτικές διαφορές: (αναλύονται και παρακάτω)
○ έφεση σε ακυρωτικές διαφορές: έφεση κατά αποφάσεων των
διοικητικών δικαστηρίων επί των διαφορών που υπάγονται σε
αυτά,βάσει του αρ. 1 Ν 702/1977
○ έφεση σε ακυρωτικές διαφορές που αφορούν την κατάσταση των
αλλοδαπών που έχουν υπαχθεί στα τριμελή διοικητικά πρωτοδικεία
βάσει του αρ. 15 Ν 3068/2002
→ αρ. 95 παρ.3 Σ: ασκείται έφεση → στο ΣτΕ(το ΣτΕ είναι το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο)
● έφεση σε διαφορές ουσίας → ακολουθεί τον ΚΔΔικ
Με την έφεση σε διαφορές ουσίας ζητείται είτε η μεταρρύθμιση είτε η
εξαφάνιση της απόφασης και η κατ’ ουσία εξέταση της υπόθεσης από το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Η έφεση ως τακτικό ένδικο μέσο εδώ ασκείται
κατά οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης, εκτός αν ο νόμος προβλέπει ότι η
κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είναι ανέκκλητη(απόφαση σε πρώτο και
τελευταίο βαθμό). Μπορεί βέβαια αυτή η απόφαση να υπόκειται σε αίτηση
αναιρέσεως- κατά κανόνα ισχύει αυτό.

Βαθμό δικαστικής κρίσης έχουμε όταν το δικαστήριο αποφασίζει όχι μόνο για νομικά
ελαττώματα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά μπορεί να επανεξετάσει την
υπόθεση στην ουσία της (επανέλεγχος πραγματικών περιστατικών). Η αναίρεση δεν
οδηγεί σε πλήρη επανεξέταση της υπόθεσης – ελέγχονται μόνο ζητήματα
νομιμότητας. Γι’ αυτό το λόγο η αναιρετική κρίση δεν είναι βαθμός κρίσης. Δεύτερο
βαθμό κρίσης έχουμε με την έφεση. Στις χρηματικές διαφορές, εάν το αντικείμενο

145
της διαφοράς είναι κάτω από 6.000 ευρώ, τότε η απόφαση του δικαστηρίου δεν
υπόκειται σε έφεση.

Κατοχυρώνεται συνταγματικά το ένδικο μέσο της έφεσης; όχι, δεν κατοχυρώνεται


στο αρ. 20 παρ.1 Σ → το δικαίωμα δικαστικής προστασίας δεν αφορά την
προστασία κατά δικαστικών αποφάσεων και δεν κατοχυρώνεται
συνταγματικά, επομένως ο 2ος βαθμός κρίσης μπορεί να καταργηθεί από τον
νομοθέτη

αρ. 95 παρ.3 Σ: ο νομοθέτης όταν αναφέρει 2ος βαθμός κρίσης, εννοεί έφεση/ η
νομολογία του ΣτΕ δέχεται ότι αυτή η διάταξη δε μπορεί να απαγορεύσει από το
νομοθέτη να προβλέψει το ανέκκλητο & ο νομοθέτης μπορεί να θέσει κάθε είδους
περιορισμούς στο δικαίωμα της εφέσεως χάριν της καλής λειτουργίας της
δικαιοσύνης

Αναλυτικότερα:Με βάση το άρθρο 20 παρ1 Σ κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής


προστασίας. Η δικαστική προστασία που αναγνωρίζεται εδώ ως συνταγματικό
δικαίωμα εκτείνεται και στη δευτεροβάθμια κρίση ή όχι; Το Σύνταγμα κατά
κρατούσα άποψη δεν προστατεύει και τα ένδικα μέσα. Ούτε προστατεύει την
ύπαρξη δεύτερου και επόμενων βαθμών δικαστικής κρίσης. Για τις ακυρωτικές
διαφορές ωστόσο στο άρθρο 95Σ προβλέπεται ότι τις εφέσεις σε ακυρωτικές διαφορές
τις δικάζει το ΣτΕ. Ο κοινός νομοθέτης οποτεδήποτε λοιπόν μπορεί να καταργήσει
την έφεση επί των πρωτοβάθμιων διοικητικών αποφάσεων ουσίας.
Οι αποφάσεις των μονομελών διοικητικών πρωτοδικείων προσβάλλονται σε
μονομελή διοικητικά εφετεία. Οι αποφάσεις των τριμελών πρωτοδικείων
προσβάλλονται σε τριμελή εφετεία. Αρμόδιο κατά τόπο είναι το εφετείο στην
περιφέρεια που έχει την έδρα του το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την
εκκαλούμενη απόφαση.

Η έφεση χαρακτηρίζεται από 2 σημαντικά αποτελέσματα:


1. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα → με την άσκηση της έφεσης η διαφορά
μεταβιβάζεται από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την
απόφαση στο δευτεροβάθμιο που θα την κρίνει εκ νέου

Δεν αποκτά εφ’όλης της ύλης εξουσία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Το


μεταβιβαστικό αποτέλεσμα αφορά τα προσβληθέντα κεφάλαια της πρωτόδικης
απόφασης, μόνο όλα τα κεφάλαια που έχουν προσβληθεί με έφεση από την
πρωτόκλητη απόφαση, αυτά μεταβιβάζονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Μάλιστα, η μεταβίβαση αφορά μέσα στα όρια των αιτιάσεων που
προβάλλονται κατά της πρωτόδικης απόφασης. Μεταβιβάζονται δηλαδή τα
κεφάλαια που προσβάλλονται ενόψει των προβαλλόμενων λόγων, αλλά βέβαια
ελέγχονται και αυτεπαγγέλτως όσα έπρεπε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το
πρωτόδικο δικαστήριο (tantum devolutum quantum appellatum = όσο
προσβλήθηκε , τόσο μεταβιβάζεται).

146
!!Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δε μπορεί να εξετάσει κάτι που δεν έχει
προσβληθεί & να χειροτερεύσει τη θέση του εκκαλούντος.

Εξαίρεση όμως, αποτελεί η περίπτωση της αντέφεσης (επιτρέπεται στις


διαφορές ουσίας, απαγορεύεται στις ακυρωτικές διαφορές):

Αυτός που ασκεί αντέφεση κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν από την έφεση &
μπορεί να διεκδικήσει χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος και τη
βελτίωση της δικής του θέσης. Η αντέφεση επιτρέπεται ως προς τα
προσβληθέντα με έφεση κεφάλαια, επιτρέπεται και μετά τη λήξη της
προθεσμίας της έφεσης (η έφεση υπόκειται σε αποκλειστική προθεσμία). Και
αυτό επειδή η έφεση έχει το λεγόμενο:

2. Επικοινωτικό αποτέλεσμα → άρ. 100 ΚΔΔικ

Τα κεφάλαια της δικαστικής απόφασης του πρώτου βαθμού τα οποία


προσβάλλει με την έφεσή του ο εκκαλών τίθενται στη διάθεση του
αντιδίκου του, ο οποίος μπορεί να τα προσβάλλει σε οποιοδήποτε χρονικό
σημείο και μετά τη λήξη της προθεσμίας. Υπάρχει λοιπόν δυνατότητα
αντέφεσης από τον αντίδικο, χωρίς προθεσμία. Ζητά την βελτίωση επί τα
βελτίω για αυτόν. Προϋπόθεση για την άσκηση αντέφεσης είναι να έχει
ασκηθεί παραδεκτά η έφεση. Ειδικότερες ρυθμίσεις έχει το άρθρο 100 του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

Έφεση στις ακυρωτικές διαφορές ειδικότερα


Η ακυρωτική έφεση ρυθμίζεται από το ΠΔ18/1989 και όχι από τον Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας. Στο άρθρο 95 παρ1 περίπτωση γ το Σύνταγμα ορίζει ότι εάν
μεταφερθεί ακυρωτική διαφορά σε τακτικό διοικητικό δικαστήριο, χωρίς να καταστεί
διαφορά ουσίας, με ειδική νομοθετική πρόβλεψη (βλέπε Άρθρο 1 Ν 702/1977), τότε
έχουμε δευτεροβάθμια κρίση από το ΣτΕ.

Αφορά τις πρωτόδικες αποφάσεις επί ακυρωτικών διαφορών του διοικητικού


πρωτοδικείου και του διοικητικού εφετείου. Σε ορισμένες κατηγορίες διαφορών, που
βάσει του αρ. 1 Ν 702/ 1977, υπάγονται στο διοικητικό εφετείο, ο ίδιος ο νόμος έχει
καταστήσει τις αποφάσεις του διοικητικού εφετείου, ανέκκλητες, δεν επιτρέπεται να
ασκήσουμε σε αυτές έφεσης (αρ. 5Α Ν 702/1977).

Ο κανόνας είναι η δυνατότητα έφεσης, όμως το αρ.5Α θεσπίζει μία παρέκκλιση από
αυτόν τον κανόνα και ορίζει ποιες υποθέσεις δεν υπόκεινται σε έφεση. Στη συνέχεια
όμως, θεσπίζει μία παρέκκλιση της παρέκκλισης, και ορίζει περιπτώσεις οι οποίες
εξαιρούνται από την εξαίρεση και σε αυτές, είναι δυνατόν να ασκήσουμε έφεση
(δες τα όλα στο άρθρο, τα γράφει αναλυτικά).

147
Δες και το άρθρο 15 Ν 3068/2002 –για ατομικές διοικητικές πράξεις για τη
νομοθεσία αλλοδαπών- μέτρα διοικητικής απέλασης αλλοδαπών εκτός ΕΕ. Η έφεση
των διαφορών αυτών ασκείται στο ΣτΕ. Σε πρώτο βαθμό η αίτηση ακυρώσεως
εκδικάζεται από τα τριμελή πρωτοδικεία.
Υπάρχουν και περιπτώσεις που ο νομοθέτης στο άρθρο 5Α Ν 702/1977 απαγόρευσε
την άσκηση εφέσεως.
➔ Άρθρο 5Α Ν 702/1977: αφορούν υπαλληλικές δίκες Αφορούν την πρόσληψη
και την υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτές οι υποθέσεις
δεν υπόκεινται σε έφεση κατά κανόνα εκτός από τις εξαιρέσεις που προβλέπει
το άρθρο. 81
Το έννομο συμφέρον στην έφεση: δικαίωμα έφεσης έχει ο διάδικος ο οποίος είναι
ηττηθείς ως προς ένα σκέλος τουλάχιστον της δικαστικής απόφασης ή ο διάδικος
που θίγεται από την αιτιολογία της απόφασης.

Η έφεση όπως και τα άλλα ένδικα μέσα, ασκούνται εντός ορισμένης αποκλειστικής
προθεσμίας. Αυτή η 60ημερη προθεσμία της ακυρωτικής έφεσης, κινείται σύμφωνα
με το αρ. 58 παρ.3 ΠΔ 18/89 από την κοινοποίηση της πρωτόδικης απόφασης με
επιμέλεια του (νικήσαντος) διαδίκου. Τι θα γίνει αν δε γίνει αυτή η κοινοποίηση; ο
νόμος προβλέπει μία καταχρηστική προθεσμία στο αρ. 58 παρ.3 : δεν ασκείται ποτέ
παραδεκτά έφεση αν παρέλθει ένα έτος από τη δημοσίευση (!!όχι κοινοποίηση)
της πρωτόδικης απόφασης/ *δημοσίευση = δημόσια απαγγελία του διατακτικού της
απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση του δικαστηρίου

Ποιος έχει έννομο συμφέρον να επιδίδει αποφάσεις για να ξεκινήσει η προθεσμία της
αίτησης; ο νικήσας, γιατί αν δεν κάνεις την επίδοση η άλλη πλευρά μπορεί να
ασκήσει έφεση οποτεδήποτε μέσα στο χρόνο, ενώ όταν του κάνεις την κοινοποίηση
περιορίζεται αυτός ο χρόνος στην αποκλειστική προθεσμία των 60 ημερών που έχει
για την άσκηση έφεσης.
!!Η κοινοποίηση είναι εις βάρος εκείνου στον οποίο γίνεται η κοινοποίηση γιατί
ξεκινάνε να τρέχουν εις βάρος του αποκλειστικές προθεσμίες.
!!Ο τριτανακόπτων μπορεί να προβάλει και άλλους λυσιτελείς λόγους πέραν από την
αιτιολογία της απόφασης.

19/12/2023 → 21η διάλεξη


Συνεχίζοντας στην ακυρωτική έφεση…

Από τη φύση της, η έφεση ασκείται στο 2ο βαθμό δικαιοδοσίας, το οποίο σημαίνει
ότι μπορεί να προβληθούν οιεσδήποτε πλημμέλειες νομικές και πραγματικές,

Βέβαια, το αρ.12 παρ.3 Ν 3900 /2010→ θέτει μια επιπρόσθετη αυστηρή προϋπόθεση
του παραδεκτού της έφεσης σε ακυρωτικές μόνο διαφορές. Έχει ως σκοπό να
προστατεύσει το ΣτΕ από την υπερπληθώρα αποφάσεων. Παραδεκτώς ασκείται
έφεση μόνο κατά νομικών κρίσεων της εκκαλούμενης απόφασης οι οποίες αφορούν
ζήτημα το οποίο δεν έχει ακόμη κριθεί από τη νομολογία του ΣτΕ ούτε άλλου

148
ανώτατου δικαστηρίου ή έρχεται σε αντίθεση η αιτιολογία της εκκαλούμενης
απόφασης με τη νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου. Εδώ
αποκλίνουμε από τον κανόνα που είδαμε στην έφεση σε διαφορές ουσίας- η έφεση
εδώ αφορά μόνο νομικές κρίσεις. Ο διάδικος αμφισβητεί μόνο την ερμηνεία
νομικών θεμάτων, όχι την υπαγωγή πραγματικών περιστατικών σε νομικές
διατάξεις. Εάν δηλαδή πχ ένα χρονικό διάστημα υπόκειται ή όχι στην έννοια του
ευλόγου χρόνου αυτό είναι νομική υπαγωγή και αυτό δεν ελέγχεται κατ’ έφεση.
Ελέγχεται γενικά τι είναι εύλογος χρόνος.
Ο λόγος αυτός πρέπει να αφορά κρίση που είναι νέο ζήτημα που δεν έχει
απασχολήσει το ΣτΕ ή άλλο ανώτατο δικαστήριο ή αν δεν είναι νέο ζήτημα πρέπει να
έρχεται σε αντίθεση με υπάρχουσα νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου
δικαστηρίου. Αντίθεση, αν δεν υπάρχει με νομολογία του ΣτΕ ή άλλων νομικών
δικαστηρίων, μπορεί να υπάρχει και με άλλες αποφάσεις διοικητικών εφετείων που
έχουν τη δύναμη του δεδικασμένου.
Η ρύθμιση αυτή συνοδεύεται από έναν επιπλέον περιορισμό: αυτός ο ισχυρισμός περί
νομικού ζητήματος πρέπει να περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο της
εφέσεως.Δεν μπορούν να προβληθούν στην πορεία.

Η συγκεκριμένη ρύθμιση του άρθρου 12 παρ1 έχει κριθεί πολύ από τη θεωρία γιατί
περιορίζει πάρα πολύ το δικαίωμα εφέσεως στις ακυρωτικές διαφορές. Το ΣτΕ όμως
έχει κρίνει ότι είναι συνταγματικώς θεμιτή.Η απόφαση του ΣτΕ επί της εφέσεως
εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση και κρίνει εκ νέου την ασκηθείσα αίτηση
ακυρώσεως. Εν προκειμένω ισχύουν όλα όσα είπαμε για το μεταβιβαστικό
αποτέλεσμα. Δεν επιτρέπεται όμως εδώ αντέφεση- δεν υπάρχει το επικοινωτικό
αποτέλεσμα. Στις ακυρωτικές διαφορές η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου
δεν υπόκειται σε αίτηση αναστολής εκτελέσεως. Μπορεί εδώ να ζητηθεί η αναστολή
εκτελέσεως της διοικητικής πράξης. Προβλέπεται και στην κατ’ έφεση δίκη η
δυνατότητα παρέμβασης. Αν ο παρεμβαίνων υπάρχει και στην πρωτοβάθμια δίκη,
θα ασκηθεί και κατά αυτού η έφεση. Μπορεί όμως να εμφανιστεί πρώτη φορά και
στην έφεση. προέβλεψε ειδικές προϋποθέσεις του παραδεκτού ως προς τους λόγους
της εφέσεως: οι λόγοι που προβάλλονται στην έφεση πρέπει να (ανεξαρτήτως του
παραδεκτού της έφεσης πρέπει να συντρέχουν και οι λόγοι παραδεκτού των λόγων
της εφέσεως), συνδυάζουμε με το αρ. 58 του ΠΔ, όπου προβλέπονται πλέον εκεί οι
όροι του παραδεκτού των λόγων εφέσεως:

Άρα, (επαναληπτικά) όπως αναφέραμε συνδυαστικά αρ. 58 & αρ. 12:


αρ. 58 παρ. 1 εδ. β ΄ΠΔ 18/89 → για να είναι παραδεκτή η έφεση, κάθε λόγος
εφέσεως πρέπει να συνοδεύεται από έναν ειδικό ισχυρισμό ότι η νομική κρίση
της εκκαλούμενης απόφασης
● είτε αφορά θέμα υπό του οποίο δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ (είναι δηλαδή
ένα καινούργιο θέμα),
● είτε έρχεται η νομική κρίση της εκκαλούμενης απόφασης σε αντίθεση είτε με
νομολογία του ΣτΕ, είτε με νομολογία κάποιου άλλου ανώτερου δικαστηρίου,
είτε έρχεται σε αντίθεση με ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.

149
Με την ακυρωτική έφεση μπορεί να προσβάλει κανείς μόνο νομικές πλημμέλειες
της εκκαλούμενης: αυτό σημαίνει ότι η κρίση που προσβάλλεται δεν πρέπει να αφορά
υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στον κανόνα δικαίου, αλλά
πρέπει να είναι μία κρίση δεκτική γενικότερης εφαρμογής,υπό την έννοια ότι πρέπει
να αφορά την ερμηνεία κανόνα δικαίου. Η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών
στον κανόνα, δεν ελέγχεται πλέον μέσω εφέσεως, τουλάχιστον στις ακυρωτικές
διαφορές.

Επανειλημμένως ετέθη το ζήτημα ενώπιον του ΣτΕ και ενώπιον του ΕΣΔΑ, αν
η ρύθμιση αυτή (το αρ. 12 Ν 3900/2010 που πλέον είναι το αρ. 58 ΠΔ 18/89)
συνάδει με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, της αρχής της ισότητας των
διαδίκων και με την αρχή της χρηστής απονομής δικαιοσύνης. Το ΕΔΔΑ & το
ΣτΕ, απέρριψαν την ένσταση αυτή, λέγοντας ότι αυτή η ρύθμιση υπηρετεί την
ταχύτητα της απονομής δικαιοσύνης ενόψει του υψηλού φορτίου που φέρει το
ΣτΕ και βέβαια ανταποκρίνεται στην ενοποιητική λειτουργία της νομολογίας
του ΣτΕ, υπό την έννοια ότι το ΣτΕ θέλει να κρίνει θέματα ευρύτερης
εφαρμογής που θα επηρεάζον όλη τη νομολογία (Ολομέλεια ΣτΕ 4/2010 →
αυτή η ρύθμιση εξυπηρετεί το φίλτρο, το μέσο διήθησης των δικαστικών
υποθέσεων).

Έφεση στις διαφορές ουσίας

Εδώ, εφαρμόζουμε τον ΚΔΔικ. Και εδώ, η έφεση υπόκειται σε αποκλειστική


προθεσμία που είναι 60ήμερη από την κοινοποίηση της πρωτόδικης απόφασης.
Υπάρχει και εδώ, μία γενική καταχρηστική προθεσμία: δηλαδή, μία προθεσμία
που ισχύει αν δεν έχει γίνει κοινοποίηση της πρωτόδικης απόφασης και αυτή
η προθεσμία τρέχει από την δημοσίευση →αρ. 94 παρ.2 ΚΔΔικ: αυτή η
καταχρηστική προθεσμία είναι 3 έτη.

Σε έφεση υπόκεινται όλες οι πρωτόδικες αποφάσεις, αν όμως έχουμε χρηματική


διαφορά πρέπει το αντικείμενο της διαφοράς να υπερβαίνει κατά την άσκηση της
εφέσεως τα 5.000 ευρώ. Στην περίπτωση των κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών και
των διαφορων που αφορουν απολαβές του προσωπικου το όριο αυτό κατεβαίνει στις
3.000 ευρώ. Όμως, αν η διαφορά έχει ως αντικείμενο περιοδική παροχή (:παροχή που
οφείλεται στον εγκαλούντα περιοδικά), τότε επιτρέπεται πάντοτε η άσκηση
έφεσης.Επίσης, επιτρέπεται πάντοτε η έφεση, εάν το δικαστήριο που εξέδωσε την
πρωτόδικη απόφαση έπασχε ως προς την σύνθεση & τη συγκρότησή του, ήταν
αναρμόδιο στη διαφορά ή δεν είχε δικαιοδοσία.

Ποια δικαστήρια είναι αρμόδια να εξετάσουν την έφεση;

150
● Αν η εκκαλούμενη απόφαση είναι του τριμελούς διοικητικού
πρωτοδικείου → αρμοδιότητα να εξετάσει την έφεση έχουν τα τριμελή
διοικητικά εφετεία
● Αποφάσεις των μονομελών πρωτοδικείων εφεσιβάλλονται στα →
μονομελή εφετεία

Λόγοι της εφέσεως για διαφορές ουσίας – 95 παρ2 Κώδικας Διοικητικής


Δικονομίας
Με την έφεση μπορούν να προβληθούν οποιαδήποτε ζητήματα είτε νομικά, είτε
πραγματικά. Εδώ, μάλιστα μπορούν να προβληθούν και εσφαλμένες νομικές &
πραγματικές κρίσεις, χωρίς να υπάρχει κανένα όριο όπως αυτά στο αρ. 12 Ν
3900/2010.

Είναι δυνατόν να προβληθούν κατ’έφεση νέοι νομικοί ισχυρισμοί, ή οι πραγματικοί


ισχυρισμοί να στηριχτούν με νέα αποδεικτικά μέσα;
αρ. 96 παρ.2 ΚΔΔικ → Αν ήταν συγγνωστή η μη προβολή των λόγων αυτών
πρωτοδίκως, τότε μπορούν να προβληθούν και στην κατ’έφεση δίκη. Πότε
είναι συγγνωστή η προβολή; Όταν έχουμε ισχυρισμούς είτε οψιγενείς
(συνέβησαν εκ των υστέρων), είτε οψιφανή (αποκαλύφθηκαν στον εγκαλούντα
μετά τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση)

Στις διαφορές ουσίας η άσκηση εφέσεως δεν έχει εκ του νόμου ανασταλτικό
αποτέλεσμα. Δεν αναστέλλει την εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης. Ο διάδικος
ο οποίος άσκησε την έφεση έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αίτηση αναστολής
εκτελέσεως ενώπιον του Εφετείου κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου. Αυτό ισχύει μόνο για τις διαφορές ουσίας.
Αναλυτικότερα:Οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό σφάλμα της πρωτοβάθμιας
απόφασης μπορεί να προβληθεί, όπως και οποιαδήποτε παράλειψη του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να ερευνήσει ζητήματα που είχε υποχρέωση να εξετάσει
αυτεπαγγέλτως. Μπορεί κανείς να προβάλλει ισχυρισμούς που δεν προέβαλε στην
αρχική δίκη εφόσον αφορούν ζητήματα που έπρεπε αυτεπαγγέλτως να εξετάσει το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Νέοι πραγματικοί λόγοι μπορούν να προβληθούν με
προϋποθέσεις:

a) Πρέπει να αφορούν κεφάλαια της προσβαλλόμενης πράξης που είχαν


αμφισβητηθεί στην πρωτοβάθμια δίκη και
b) Η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών πρέπει να κρίνεται δικαιολογημένη
από το δικαστήριο
Οι λόγοι εφέσεως πρέπει να είναι συγκεκριμένοι, ώστε να είναι δεκτικοί δικαστικής

151
εκτιμήσεως, αλλιώς απορρίπτονται ως αόριστοι. Δεν επιτρέπεται η υποβολή νέων
αιτημάτων. Θα εξεταστούν μόνο τα αιτήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως.
Αποτελέσματα έφεσης για διαφορές ουσίας

Το πρώτο αποτέλεσμα της άσκησης εφέσεως στην κρινόμενη υπόθεση είναι το


μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. Η αρμοδιότητα δικαστικής κρίσης μεταβιβάζεται από
το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (απεκδύθηκε της εξουσίας του με τη δημοσίευση της
δικαστικής απόφασης) στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια των αιτιάσεων
της πρωτοβάθμιας απόφασης που προσβλήθηκαν. Δεν αποκτά εφ’ όλης της
υπόθεσης εξουσία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Για τα κεφάλαια της
πρωτοβάθμιας απόφασης που προσεβλήθη, το δικαστήριο δευτέρου βαθμού θα
εξετάσει όλα τα παράπονα του εκκαλούντος αλλά και αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
εξέτασε αυτεπαγγέλτως όλα όσα έπρεπε να εξετάσει. Αυτεπαγγέλτως εξετάζονται
από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ζητήματα αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου, τυχόν κακή συγκρότηση ή σύνθεση αλλά και η έλλειψη δικαιοδοσίας.
Στην ουσία, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα είναι η εξειδίκευση στην κατ’ έφεση δίκη
της αρχής της διαθέσεως της διαφοράς.
Το δεύτερο αποτέλεσμα της άσκησης εφέσεως είναι το επικοινωτικό αποτέλεσμα.
Τα κεφάλαια της δικαστικής απόφασης του πρώτου βαθμού τα οποία
προσβάλλει με την έφεσή του ο εκκαλών τίθενται στη διάθεση του αντιδίκου
του, ο οποίος μπορεί να τα προσβάλλει σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο και μετά τη
λήξη της προθεσμίας. Υπάρχει λοιπόν δυνατότητα αντέφεσης από τον αντίδικο,
χωρίς προθεσμία. Ζητά την βελτίωση επί τα βελτίω για αυτόν. Προϋπόθεση για την
άσκηση αντέφεσης είναι να έχει ασκηθεί παραδεκτά η έφεση. Ειδικότερες ρυθμίσεις
έχει το άρθρο 100 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Η απόφαση επί της εφέσεως για διαφορές ουσίας
Αν είναι αβάσιμη η έφεση, αυτή απορρίπτεται. Αν η έφεση κριθεί και δεν
απορριφθεί, τότε το δικαστήριο μπορεί να εξαφανίσει εν όλω ή εν μέρει την
πρωτοβάθμια απόφαση και να δικάσει ξανά την υπόθεση στο μέρος που την
εξαφάνισε. Το δικαστήριο δικάζει το ίδιο ένδικο βοήθημα που είχε ασκηθεί σε πρώτο
βαθμό. Υπάρχει και η δυνατότητα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να μεταρρυθμίσει
την εκκαλούμενη απόφαση – ίδιο διατακτικό με διαφορετική αιτιολογία. Η υπόθεση
στην περίπτωση αυτή δεν εκδικάζεται εκ νέου.
Απαγορεύεται σε κάθε περίπτωση η χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος εκτός
από 2 περιπτώσεις:
● Αν έχει ασκηθεί αντέφεση ή αν έχει ασκηθεί αντίθετη αυτοτελής έφεση από
τον άλλο διάδικο (εντός της προθεσμίας)
● Αν η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από ελάττωμα που ελέγχεται
αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο

152
Τώρα εξετάζουμε μία λεπτομέρεια που αφορά και τις ακυρωτικές διαφορές και
τις διαφορές ουσίας: Ας πούμε ότι ασκούμε αίτηση ακυρώσεως και ακυρώνεται πχ η
οικοδομική άδεια και ξαφνικά ο Α βρίσκεται με ένα αυθαίρετο ακίνητο, για το οποίο
συχνά επιβάλλεται πολύ υψηλό πρόστιμο. Μπροστά σε αυτή τη νέα
κατάσταση(είπαμε ότι η ακυρωτική απόφαση έχει διαπλαστικό χαρακτήρα) μπορεί ο
Α να ζητήσει προσωρινή δικαστική προστασία από το 2ο βάθμιο δικαστήριο, εδώ το
ΣτΕ, να αναστείλει με αίτηση αναστολής εκτελέσεως την ακυρωτική απόφαση του
εφετείο; Δηλαδή, μπορεί να ασκήσει έφεση και μαζί με την έφεση να ζητήσει
προσωρινή αναστολή εκτελέσεως από το δικαστήριο; Η πάγια νομολογία του ΣτΕ
λέει ότι στις ακυρωτικές διαφορές αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης
δεν προβλέπεται, ούτε έχει ανασταλτικό χαρακτήρα η έφεση: αρ. 61 ΠΔ 18/89.
Υπάρχει η εξής όμως δυνατότητα: το ΣτΕ ως 2ο βάθμιο δικαστήριο μπορεί να
χορηγήσει αυτό κατόπιν αιτήσεως, αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης
διοικητικής πράξης που είχε προσβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αν είχε
απορριφθεί η αίτηση ακυρώσεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σύμφωνα με το
αρ.52 ΠΔ.

Αντιθέτως, στις διαφορές ουσίας ο ΚΔΔικ στα αρ. 206 επ., προβλέπει δυνατότητα του
δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση της πρωτοβάθμιας
απόφασης, με το ένδικο βοήθημα προσωρινής προστασίας που προβλέπει ο κώδικας
στα αρ. 206 επ. και αυτό είναι η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης
απόφασης. Προϋπόθεση βέβαια, για την άσκησή του είναι να έχει ασκηθεί
προηγουμένως έφεση. Κριτήρια εδώ είναι η βλάβη του εγκαλούντος(αυτού που ασκεί
την έφεση) και αν έχουμε βασιμότητα κλπ.

→άρα στις ακυρωτικές διαφορές δε μπορούμε να αναστείλουμε την πρωτόδικη


απόφαση, μπορούμε όμως να αναστείλουμε την προσβαλλόμενη στο πρωτοβάθμιο
δικαστήριο διοικητική πράξη/ αντίθετα, στις διαφορές ουσίας μπορούμε να
αναστείλουμε την πρωτόδικη απόφαση!!

ε. Η αίτηση αναιρέσεως

Είναι ένα έκτακτο ένδικο μέσο →δηλαδή, δεν εισάγει βαθμό κρίσης, καθώς η
αναίρεση οδηγεί σε ένα περιορισμένο έλεγχο(δεν υπάρχει 3ος βαθμός κρίσης: στο
ελληνικό δίκαιο, οι βαθμοί κρίσης είναι 2, η πρωτοβάθμια & η δευτεροβάθμια δίκη).
Δεν ασκείται κατά όλων των δικαστικών αποφάσεων, ούτε οδηγεί σε πλήρη έλεγχο
της απόφασης. Ασκείται κατά συγκεκριμένων αποφάσεων και στο πλαίσιο της
προβάλλονται συγκεκριμένοι λόγοι.

Με την έφεση στις διαφορές ουσίας, ελέγχεται κάθε σφάλμα της απόφασης- νομικό &
πραγματικό. Η αίτηση αναιρέσεως εισάγει μία δίκη η οποία οδηγεί σε έλεγχο της
υπόθεσης μόνο κατά το νομικό της σκέλος: στην αναιρετική δίκη, το αναιρετικό
δικαστήριο δεν ελέγχει καθόλου το πραγματικό σκέλος (θεωρητικά, ο αναιρετικός
δικαστής δεν πρέπει να κοιτάξει καθόλου τον φάκελο αν έχει κάνει καλά τη δουλειά
του το δικαστήριο ουσίας, παίρνει το πραγματικό όπως ακριβώς αποτυπώνεται στην
αναιρεσιβαλλομενη πράξη).

153
Δεν ελέγχονται ζητήματα που αφορούν το πραγματικό της διαφοράς, ούτε οι
διαπιστώσεις του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.
➔ Δεν ελέγχεται πχ αν αξιολογήθηκε σωστά ή όχι αποδεικτικό μέσο, αν έσφαλε
το δικαστήριο στη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών ή αν βρισκόταν
σε πλάνη.
Στην αναίρεση έχουμε αποκλειστικά έλεγχο νομιμότητας της αναιρεσιβαλλόμενης
απόφασης. Αυτή η νομιμότητα μπορεί να είναι είτε διαδικαστική (τήρηση κανόνων
δίκης) ή ουσιαστική (ορθότητα της ερμηνείας και εφαρμογής του ουσιαστικού
δικαίου).

Ποιες αποφάσεις υπόκεινται σε αίτηση αναιρέσεως; Πρέπει να είναι οριστικές &


τελεσίδικες. Βέβαια, εδώ, πρέπει να παρατηρήσουμε το εξής: η τελεσιδικία στη
διοικητική δικονομία, δε μπορεί να επέλθει με την άπρακτη πάροδο της
προθεσμίας της εφέσεως. Καταρχήν, δεν υπάρχει στη διοικητική δίκη
κατ’άλμα αναίρεση: δε μπορεί δηλαδή, κάποιος να καταστήσει τελεσίδικη μία
απόφαση απλώς αφήνοντας να παρέλθει η προθεσμία της έφεσης → αν το
κάνει αυτό, δεν έχει δικαίωμα αναίρεσης (φυσικά

Τι γίνεται με τις ανέκκλητες αποφάσεις; Ανέκκλητες είναι οι αποφάσεις που όπως το


λέει ο νομοθέτης, εκδίδονται σε α΄& τελευταίο βαθμό. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις,
μπορούν να προσβληθούν με αίτηση αναιρέσεως, γιατί όπως είδαμε η αναίρεση δεν
αποτελεί βαθμό κρίσης. Επομένως, οι αποφάσεις που εκδίδονται σε α΄& τελευταίο
βαθμό υπόκεινται σε αίτηση αναιρέσεως.

!!η αίτηση αναιρέσεως αφορά αποκλειστικά διαφορές ουσίας, σε ακυρωτικές


διαφορές είδαμε ότι ασκείται μόνο έφεση βάσει του αρ. 95 Σ. Στις διαφορές ουσίας,
αναιρετικό δικαστήριο είναι πάντοτε το ΣτΕ- πρόσεχε.
Το έκτακτο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως δεν προστατεύεται νομικά από το
20 παρ1 Σ. Το 20 παρ1 κατοχυρώνει ένδικα βοηθήματα, όχι ένδικα μέσα. Εάν το
κοινό δίκαιο προβλέψει την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, τότε με βάση το 20 παρ1
οι δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν πρέπει να
είναι τόσο επαχθείς που να καθιστούν ανέφικτη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση
του ενδίκου μέσου, ούτε οι προϋποθέσεις αυτές να προβαίνουν σε διακρίσεις μεταξύ
των διαδίκων.

Η αίτηση αναιρέσεως προβλέπεται στο αρ. 95 παρ.1 περ. β΄Σ → εδώ, υπάρχει
επιφύλαξη του νόμου και το ΣτΕ δέχεται ότι βάσει αυτής της επιφύλαξης, ο
νομοθέτης μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα αναιρέσεως.

i. Παραδεκτό
Ο νομοθέτης λοιπόν δεν μπορεί γενικά να καταργήσει την αίτηση αναιρέσεως ως
ένδικο μέσο. Όμως ο συντακτικός νομοθέτης εδώ εξουσιοδοτεί τον κοινό νόμο να

154
προβλέψει όρους και περιορισμούς(δικονομικές προϋποθέσεις) για την άσκηση της
αιτήσεως αναιρέσεως, με κριτήριο την ορθολογική οργάνωση της απονομής της
δικαιοσύνης.

Δικονομικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως:

➔ (όριο στο αντικείμενο της διαφοράς) Δεν υπόκεινται σε αίτηση αναιρέσεως οι


χρηματικές διαφορές που είναι κάτω από 40 χιλιάδες ευρώ- 53 παρ4 84 ΠΔ
18/1989 – το όριο αυτό έχει κριθεί συνταγματικό από το ΣτΕ. Στις διαφορές
από τις διοικητικές συμβάσεις το όριο αυτό είναι στις 200 χιλιάδες ευρώ./
εξαίρεση: Σε κάποιες περιπτώσεις ο νόμος δίνει τη δυνατότητα να ασκηθεί
παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως ακόμη και αν το αντικείμενο της διαφοράς
είναι κάτω από 40 χιλιάδες ευρώ– 53 παρ4. Αυτό συμβαίνει όταν
προσβάλλονται αποφάσεις επί προσφυγών εφόσον οι προσφυγές αυτές
αφορούν περιοδικές παροχές(πχ επιμίσθιο ή επίδομα) ή τη θεμελίωση του
δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος εφάπαξ παροχής
και τον καθορισμό του ύψους της. Αυτή η εξαίρεση δικαιολογείται αν
λάβουμε υπόψη ότι οι περιπτώσεις αυτές αφορούν το διαρκές μέλλον.
➔ Η αίτηση αναιρέσεως ως έκτακτο ένδικο μέσο ασκείται κατά οριστικών
αποφάσεων (οι μη οριστικές αποφάσεις ενσωματώνονται στις οριστικές) και
μόνο κατά αποφάσεων που είναι τελεσίδικες (αποφάσεις επί εφέσεως ή μετά
από αναθεώρηση ή μετά από αναψηλάφηση).
➔ Η προθεσμία της αιτήσεως αναιρέσεως είναι 60 ημέρες. Ως προς τους ιδιώτες
διαδίκους η προθεσμία ξεκινά από την κοινοποίηση της αναιρεσιβαλλόμενης
απόφασης. Την κοινοποίηση μπορεί να την έχει κάνει ιδιώτης διάδικος ή η
Γραμματεία του δικαστηρίου. Όταν την κοινοποίηση την κάνει ο διάδικος, η
προθεσμία ξεκινά να τρέχει και εις βάρος του ίδιου του κοινοποιούντος. Όσον
αφορά το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, η προθεσμία εκκινείται από τη δημοσίευση
της απόφασης.Εάν ο διάδικος αφήσει να παρέλθει η προθεσμία της άσκησης
έφεσης και καταστεί η πρωτόδικη απόφαση τελεσίδικη, δεν είναι δυνατή η
άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως.
◆ Έχουμε βέβαια και πρωτόδικες αποφάσεις οι οποίες σύμφωνα με το
νόμο είναι ανέκκλητες (δεν μπορούν να προσβληθούν με έφεση). Οι
αποφάσεις αυτές υπόκεινται στην άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως.

Η αίτηση αναιρέσεως υπόκειται και αυτή σε προθεσμία, που είναι και εδώ 60 ημέρες
από την κοινοποίηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Αν διάδικος είναι το
δημόσιο & δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση, η εξηκονθήμερη προθεσμία ξεκινά από τη
δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

Και εδώ, έχουμε γενική καταχρηστική προθεσμία, αν δε λάβει χώρα η κοινοποίηση:


3 χρόνια από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

155
Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως μετά την πάροδο
τριετίας από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (σε περίπτωση που
δεν γίνει καμία κοινοποίηση).
➔ Για τις εκλογές των ΟΤΑ προβλέπεται ειδικό ένδικο βοήθημα που λέγεται
ένσταση. Οι αποφάσεις επί των ενστάσεων υπόκεινται σε αίτηση αναιρέσεως,
η οποία λόγω της επιτακτικής ανάγκης γρήγορης επίλυσης των διαφορών
αυτών ασκείται σε προθεσμία 15 μόλις ημερών (ειδική προθεσμία).

Η προθεσμία της αιτήσεως αναιρέσεως δεν υπόκειται σε διακοπή, αλλά μπορεί να


ανασταλεί σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις (με βάση τον Κώδικα Περί Δικών του
Δημοσίου για θερινές διακοπές και με βάση γενικές αρχές του δικαίου όταν
συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας που δεν επιτρέπουν στον ιδιώτη να επιμεληθεί των
υποθέσεων του).

Η αίτηση αναιρέσεως, όπως και η έφεση ασκείται με κατάθεση. Όμως, στην αίτηση
αναιρέσεως, απαιτείται και η επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως όχι όμως ως
προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως, αλλά ως προϋπόθεση της συζήτησης.
Αν δεν έχει λάβει χώρα η επίδοση, το ΣτΕ αναβάλει τη συζήτηση για εύλογο χρονικό
διάστημα και αν και τότε δεν λάβει χώρα η επίδοση, μόνο τότε απορρίπτεται η αίτηση
αναιρέσεως ως απαράδεκτη(αρ. 21 παρ.4 ΠΔ 18/89).
ii. Βάσιμο
Οι λόγοι αναιρέσεως είναι οι λόγοι που απαριθμούνται στο άρθρο 56 ΠΔ18/1989.
Οι λόγοι αυτοί αφορούν είτε τη διαδικαστική νομιμότητα της αναιρεσιβαλλόμενης
δικαστικής απόφασης είτε την ουσιαστική νομιμότητά της:
1. Υπέρβαση καθηκόντων του δικαστηρίου :Το δικαστήριο έκρινε εκτός της
δικαιοδοσίας του οικείου κλάδου (εκτός της διοικητικής δικαιοδοσίας) ή αν
λείπει η διεθνής δικαιοδοσία. Υπέρβαση έχουμε και όταν το δικαστήριο
υπεισέρχεται στην νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία.
2. Μη νόμιμη συγκρότηση ή κακή σύνθεση του δικαστηρίου : Δεν διορίστηκαν
νόμιμα όλα τα μέλη του δικαστηρίου(μη νόμιμη συγκρότηση) ή δεν είναι
παρόντα όλα τα μέλη του δικαστηρίου που κατά τον νόμο έπρεπε να είναι
παρόντα ή είναι παρόντα μέλη του κωλύονται (μη νόμιμη σύνθεση)
3. Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας :έκδοσης δικαστικής απόφασης
Εδώ εντάσσονται διαδικαστικά σφάλματα του δικαστηρίου, τα οποία
οδήγησαν σε διαδικαστική βλάβη του αναιρεσείοντος. Πχ μη νόμιμη κλήτευση
– δεν μπόρεσε να παραστεί ο διάδικος / αν παρέστη δεν έχει υποστεί
διαδικαστική βλάβη Μη τήρηση της αρχής της δημοσιότητας των
συνεδριάσεων Μη λήψη υπόψη ουσιωδών ισχυρισμών των διαδίκων- αυτό
υπάγεται και στην πλημμέλεια της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης
απόφασης
4. Εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελής εφαρμογή του νόμου που διέπει την έννομη
σχέση:Εδώ εντάσσονται και οι πλημμέλειες της αιτιολογίας. Όταν
προβάλλεται πλημμέλεια της αιτιολογίας, τότε πρέπει επί ποινή απαραδέκτου

156
να προβληθεί στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ποιος είναι ο
ισχυρισμός που δεν απαντήθηκε και που προβλήθηκε (σε ποιο δικόγραφο)
5. Ύπαρξη δύο ή περισσότερων τελεσίδικων αποφάσεων που είναι αντιφατικές
μεταξύ τους στην ίδια υπόθεση και για τους ίδιους διαδίκους : Πρέπει το
διατακτικό των δύο αποφάσεων να είναι αντιφατικό. Πρέπει να έχουμε
ταυτότητα διαφοράς και διαδίκων. Αντιφατική θα είναι η δεύτερη τελεσίδικη
απόφαση.
iii. Συνέπειες της απόφασης επί της αιτήσεως αναιρέσεως
Η δικαστική απόφαση της αιτήσεως αναιρέσεως Μπορεί να απορριφθεί η αίτηση
αναιρέσεως ως αβάσιμη ή απαράδεκτη. Αν η απόφαση δεν απορριφθεί, το ακυρωτικό
δικαστήριο αναιρεί (εξαφανίζει) την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και είτε θα
παραπέμψει την υπόθεση στο δικαστήριο της ουσίας να κρίνει εκ νέου την υπόθεση
χρησιμοποιώντας τις οδηγίες που έδωσε το ΣτΕ είτε θα κρατήσει το ΣτΕ την υπόθεση
αν έχει όλο το πραγματικό υλικό και θα εκδικάσει το ένδικο βοήθημα επιλύοντας τη
διαφορά. Δεύτερη αίτηση αναιρέσεως δεν επιτρέπεται.

ΕΝΟΤΗΤΑ 12 → Στοιχεία ενωσιακού διοικητικού δικαίου: Ο Έλληνας


διοικητικός δικαστής ως δικαστής του ενωσιακού δικαίου - Οι απαιτήσεις του
άρθρου 47 ΧΘΔ - Η εθνική διαδικαστική αυτονομία- Οι αρχές της ομοιόμορφης και
αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων του ουσιαστικού ενωσιακού δικαίου- Η
θεσμική συνεργασία μεταξύ εθνικών και ενωσιακών δικαστηρίων: Η προδικαστική
παραπομπή.

Επίδραση του ενωσιακού δικαίου στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο


Η ελληνική δικονομία δέχεται την επιρροή του ενωσιακού δικαίου. Η επιρροή αυτή
λαμβάνει διάφορες μορφές. Ωστόσο υπό το ισχύον δικαιικό σύστημα ο εθνικός
δικαστής είναι και ενωσιακός δικαστής. Η παρεχόμενη από το ενωσιακό δίκαιο
προστασία συνήθως απονέμεται από τα εθνικά δικαστήρια.
Βέβαια και το ΔΕΕ με το θεσμό της προδικαστικής παραπομπής στηρίζει τα εθνικά
δικαστήρια στην απονομή της δικαιοσύνης(σταματά η δίκη με το προδικαστικό
ερώτημα του εθνικού δικαστή στο ΔΕΕ), όταν τα τελευταία έχουν απορία σχετικά με
την ερμηνεία ενωσιακού δικαίου.
Ο εθνικός δικαστής δεν έχει την εξουσία να ακυρώνει πράξεις των ενωσιακών
οργάνων – αυτές ακυρώνονται μόνο από τα ενωσιακά 88 δικαστήρια. Κατά τα λοιπά,
μεταξύ των δικαστηρίων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων υπάρχει σχέση
συνεργασίας.
Βασική στη διοικητική δικονομία αρχή είναι η αρχή της διαδικαστικής αυτονομίας
των κρατών μελών. Τα κμ φτιάχνουν μόνα τους τη δικονομία τους και
χρησιμοποιούν τη δικονομία αυτή στα εθνικά δικαστήρια.

157
Πρώτη εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση που τα ενωσιακά όργανα έχουν αναλάβει
αρμοδιότητες να εναρμονίσουν το ουσιαστικό δίκαιο. Κατ’ επέκταση,
εναρμονίζονται και πτυχές του δικονομικού δικαίου.
➔ 1η περίπτωση: το Ενωσιακό δίκαιο έχει αρμοδιότητα να θέτει κανόνες
προστασίας του περιβάλλοντος (για παράδειγμα πως θα παρθούν οι
περιβαλλοντικές άδειες). Από αυτήν την αρμοδιότητα μπορεί να υπάρξει
εξουσία για τροποποίηση δικονομικών κανόνων , οι οποίοι αφορούν το πώς θα
λαμβάνεται υπόψη το έννομο συμφέρον. Οδηγία 2011/92.
➔ 2η περίπτωση: το ενωσιακό δίκαιο προβλέπει κανόνες ως προς την ανάθεση
δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών αγαθών και υπηρεσιών. Στόχος η
διαφάνεια της διαδικασίας και ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Αυτή η
αρμοδιότητα εναρμόνισης του ουσιαστικού δικαίου επεκτείνεται και στο
δικονομικό τομέα. Ρυθμίζεται εναρμονιστικά η προσωρινή δικαστική
προστασία στο πλαίσιο ανάθεσης τέτοιων συμβάσεων.
Δεύτερη εξαίρεση στην αρχή της διαδικαστικής αυτονομίας είναι η αρχή της
ομοιομορφίας. Τα κμ μπορούν να εκδίδουν κανόνες που διέπουν τη δική τους
δικονομία υπό την επιφύλαξη ότι οι κανόνες που εφαρμόζονται όταν κρίνεται το
εθνικό ουσιαστικό δίκαιο είναι ίδιοι με εκείνους που εφαρμόζονται όταν κρίνεται το
ενωσιακό ουσιαστικό δίκαιο.
Δεύτερη αρχή που διαμόρφωσε η νομολογία του ΔΕΕ και διέπει τις σχέσεις της
εθνικής δικονομίας με την ενωσιακή είναι η αρχή της διατήρησης της
αποτελεσματικότητας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι κανόνες που προβλέπει το
εθνικό δικονομικό δίκαιο δεν πρέπει να καθιστούν ανέφικτη ή υπέρμετρα δυσχερή
την παρεχόμενη από το ουσιαστικό δίκαιο προστασία. Σήμερα το δικαστήριο
προχωρά ένα βήμα περαιτέρω και λέει ότι οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δεν πρέπει
να παρακωλύουν την ικανοποίηση του ουσιαστικού ενωσιακού δικαίου. Διαφορετικά
μπορεί να προκύψουν δίκες στο ΔΕΕ που κρίνουν πολύ αυστηρούς τους
δικονομικούς εθνικούς κανόνες.
Η εθνική διοικητική δικονομία βρίσκεται υπό την επιρροή της ΕΣΔΑ. Στο άρθρο 6
παρ1 της ΕΣΔΑ υπάρχει μια εγγύηση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη.

8/1/2024 → 22η διάλεξη, έλειπα/κάναμε πρακτικά


9/1/2024 → 23η διάλεξη, έλειπα/κάναμε πρακτικά

15/1/2024 → 24η διάλεξη (πρακτικά)


16/1/2024 → 25η διάλεξη (πρακτικά)

158

You might also like