Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 32

<Λ«

nepi μιαν θθοχοπκην


MexeTHN
jm M POKEITAI ΔΙΑ THN λογίας τής ’Ορθοδοξίας.
■ ■ μελέτην του πολιωθέν- Βεβαίως περί Μυστικής θεολογίας έγρα­
A B*< τος Τήν διακονίαν ψαν τινές ορθόδοξοι θεολόγοι (Λόσκυ, Μά-
/Il Βηρ τής Εκκλησίας καί τής γεντορφ, Φλωρόφσκυ, Κέρν, Πόποβιτς) άλλ’
Β J ■ θεολογικής έπιστή μη ς αύτοί δέν ύπέστησαν τόσον ριζικήν έπίδρασιν
Β, ΒΜΓ όμοτίμου καθηγητού ύπό τών δυτικών ώς οί ήμέτεροι, άντιθέτως δέ
του Πανεπιστημίου των διεμορφώθησαν έντός του κλίματος τής ’Ορ­
Αθηνών Ki Τρεμπέλα, θοδόξου παραδόσεως, ώς τεκμηριοΰται, άπό
ύπό τόν τίτλον «ΜΥ- τάς μελέτας των. ’Αλλά καί παρά τό γεγονός,
ΣΤΙΚΙΣΜΟΣ - ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ, ΚΑΤΑ­ δη έπελήφθησαν τής έρεύνης τής Μυστικής
ΦΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ», ή όποία έξεδόθη εις θεολογίας «μετά φόβου καί τρόμου» καί έν
δύο τεύχη έν έτει 1974 - 75. γνώσει δη τοιαύτα θέματα, ώς άνήκοντα είς
Όμολογουμεν δη ή έν λόγψ μελέτη έλύ- τήν περιοχήν τής έν άγίψ Πνεύμαη έμπει-
πησε τούς άγαπώντας τόν άνδρα καί θά ηύχό- ρίας, άπαιτοΰν έξ άνάγκης όχι. άπλώς «μα-
μεθα νά μή είχε γραφή. Διότι άδικεΐ καί τήν θόντας τά θεία, άλλά παθόντας», έν τούτοις
’Ορθόδοξον θεολογίαν καί τούς άγίους Πα­ ό εύσεβής λόγος των, ώς «ψιλός» καί έστερη-
τέρας καί τόν Ιδιον, άλλά καί δημιουργεί τάς, μένος θείας γεύσεως, τούς παρέσυρε πολλά-
προϋποθέσεις κλονισμού τής έμπιστοσύνης είς κις άνεπιγνώστως είς φιλοσοφικός άτραπούς.
τούς άγίους Πατέρας καί είς τήν κατά παρά- Πόσψ μάλλον δέν θά ναυαγήσουν κυριολε-
δοσιν κεκυρωμένην μυστικήν θεολογίαν. ’’Η­ κτικώς, «ναυηώντες τφ σάλψ» τών έν ύπερ-
δη είς τό *Αγιον χΟρος προεκλήθη μέγα σκάν- φροσύνη διαλογισμών, δσοι ρίπτονται είς τό
δαλον έκ τής έν λόγψ μελέτης. άπειρον πέλαγος τής Μυστικής θεολογίας τη
Γράφομεν, δη θά ηύχόμεθα νά μή είχε βοηθείμ τής εύθραύστου σχεδίας των, μή έ-
γραφή ή έν λόγψ θεολογική πραγματεία, διό­ χοντες τόν «κυβερνήτην νουν» καθαρθέντα
τι ένφ τίποτε δέν θά ήδύνατο νά προσφέρη «ταϊς τών δακρύων ροαϊς» καί έντεϋθεν έλ-
είς τόν σ. ούτως ή άλλως, δμως μία άπόπει- λαμπόμενον ύχ ή τού τηλαυγούς φάρου τών
ρα έρμηνείας τής Μυστικής θεολογίας ύπ’ άκτιστων ένεργειών ή τουλάχιστον κάποιαν
αύτοϋ θά ήτο έκ των προτέρων άτυχής ένέρ- μυστικήν αϊσθησιν;
γεια. Διόη «ου πάντων ή γνώσις». Καί ό κ. Είναι άνάγκη τάχα νά άναφερθώμεν είς πε­
Τρεμπέλας, μεθ’ δλου τού θεολογικου έξοπλι- ριπτώσεις θεολόγων - καθηγητών, οί όποιοι
σμοϋ του, δέν φαίνεται νά διαθέτη τά άπα- έξετράπησαν τής άληθείας έπειδή έπεχείρη-
ραίτητα έκεϊνα όργανα, δι’ ών θά ήδύνατο νά σαν νά είσέλθουν είς τόν χώρον τών υπέρ
προσεγγίση τά «άψαυστα τοΐς άμυήτοις». Καί νούν καί έννοιαν ήμφιεσμένοι μέ τόν «έσπι-
είς ταϋτα ίσχύει ή άπαγόρευσις: «Ψαυέτω μη­ λωμένον χιτώνα» έκ τών παθών, καί έξέπε-
δαμώς χειρ άμυήτων». Δέν νομίζομεν δέ, δη σαν τού άλληγορουμένου εύαγγελικού νυμ-
ή λυπήσασα ήμάς ύπ’ δψει μελέτη, ήης άπο- φώνος, ώς «μή έχοντες ένδυμα γάμου»;
τελεί συρροήν Πατερικών κειμένων, δικαιού­ ’Εάν έγνωρίζαμεν είς τί διαφέρουν οί ά­
ται νά θεωρήται ώς μελέτη τής Μυστικής θεο­ γιοι τού θεού άπό ήμάς, όχι μόνον δέν θά κα-
10 Περί MIAN Θ6ΟΑΟΓΙΚΗΝ ΜθλβΤΗΝ

τατι λμούοαμεν νά τούς κρίνωμεν, άλλ’ ούδ’ τών «φιλοκαλικών» άγίων μας και τήν διδα­
άπλϋς νά τούς παρουσιάσωμεν. Βεβαίως δέν σκαλίαν των, δηλαδή τήν έν θεώ κοινήν πεί­
ένν ιούμεν, δτι άπό μίαν μή έλλογον ύπερεμ- ραν των, άναγνωρισθεΐσαν ύπό τής ’Εκκλη­
λάέειαν πρός τούς άγίους καί άπό μίαν δκαι- σίας, έπί ϊσοις δροις όμοΰ μέ τά άμφιβόλου
ρο\ αύτοκατάγνωσιν πρέπει νά παραιτηθώμεν πνευματικής ποιότητας καί ένίοτε ψυχοπαθο-
πότης θεολογικής έρεύνης έπί τής ζωής καί λογικά ή και δαιμονικά ή — έπί τό ήιαώτε-
τήτ διδασκαλίας των άγίων Πατέρων, θεω­ ρον — συναισθηματικά φαινόμενα τών θηρε­
ροί μεν δμως άπαραίτητον δπως, πρίν έπιχει- σιών, τοΰ Λογιόλα, τοΰ Φραγκίσκου τής Άσ-
ρή,ωμεν τόν έπικίνδυνον πλοΰν, «ψηφίσωμεν σίζης, τοΰ ’Έκκαρτ καί πλήθους άλλων δυ­
τή ' δαπάνην, εί έχομεν τά πρός άπαρτισμόν», τικών μυστικιστών, τήν νοσηρότητα τής θρη­
συ σσταμένην είς τό άπό θεού χάρισμα καί είς σκευτικής συναισθηματικότητος τών όποίωνί *· 4
τά «μέτρα» μας, ή ύπέρβασις ιών όποίων δέν κατήγγειλαν οί θρησκευτικοί των κύκλοι. Τί
μένει χωρίς «ένδικον μτοθαποδοσίαν», ήτις εΐ- τό κοινόν λοιπόν έχουν αύτσί μέ τούς κατά χά-
ντι ή άποπλάνησις άπό τής άληθείας καί αί ριν θεούς γενομένους άγίους μας, τούς όποι­
έι εΐθεν συνέπειαι. Καί πρό παντός νά εϊμε- ους έμαρτύρησεν ό θεός, δτι έδόξασαν Αύ­
θι άπηλλαγμένοι τοΰ άλλοτρίου, μάλλον δέ τόν καί τήν ’Ορθόδοξον ’Εκκλησίαν; Βάσει
<χ τανικοϋ, έκείνου πνεύματος, τό όποιον ένι- ποίων δεδομένων ό σ. έφαρμόζει αύτήν τήν
σ ;ύει τήν αύτοπεποίθησιν, άγει είς σκοτα- άνοίκειον μέθοδον ταυτίσεως τών άγίων Συ­
σ ιόν τοΰ νοΰ καί άπώλειαν — δν ύπάρχουν μεών — είς δν ή ’Εκκλησία άπένείμε τόν
- - των όρθοδόξων κριτηρίων, μέ τελικόν ά- μέγαν τίτλον τοΰ θεολόγου, — Γρηγορίου τοΰ
π ιτέλεσμα τήν άπομάκρυνσιν άπό τήν καθο- Παλαμά, Μαξίμου τοΰ Όμολογητοΰ, μέ αύ-
λκήν διδασκαλίαν τής ’Εκκλησίας. τούς πού ούκ οίδεν ή ’Εκκλησία, ούδέ θεω­
Καί ταϋτα μέν ώς γενικά! παρατηρήσεις. ρεί ώς ύπερβάντας τήν πεπτωκυίαν άνθρω-
* Ηδη έπτθυμοΰμεν νά έπισημάνωμεν συνοπτι- πίνην φύσιν, άλλά καί μή όντας «έκ τής αύ­
ι ώς καί έν φόβψ θεοΰ τά έξης σημεία τής λής ταύτης»; .
) νημονευομένης μελέτης, δτινα, μή έχοντα ’Αλλά καί ποίαν σημασίαν έχουν (ΐί<γνώ-
< ρ8ώς, χρήζουν άποσαφήσεως κατά τήν γνώ- μαι τών αιρετικών περί τών άγίων μάς; Τί
ιην μας, ϊνα «μή μωμηθή ή διακονία» τοΰ ά- ένδιαφέρουν τήν 'Ορθοδοξίαν αί παρατηρή­
1ου παντός σεβασμού κ. Τρεμπέλα. Τά θεο- σεις καί αί γνώμαι πού παρατίθενται δαψιλώς
ίογτκά λάθη δέν δημιουργούν αιρετικούς. ’Α­ τοΰ Fisher, τοΰ van Oosterzee, τοΰ γερμανο-
ναγνωριζόμενα, άποκαθιστοΰν τελείως τούς πλήκτου Στεφανίδου καί νεωτέρων άκόμη ή-
πλημμελήοαντας. Μή διορθούμενα δμως, τούς μετέρων, οϊτινες λίαν όψίμως άνεκάλυψαν
δωροφοροϋν τόν ψόγον τού αιρετικού, θέλο- τούς Πατερικούς θησαυρούς; Φρονοΰμεν, δτι
μεν νά έλπίζωμεν, δτι παρέχομεν ευκαιρίαν ή χρησιμοποιουμένη μεθοδολογία ύπό τοΰ σ.
είς τόν καλόν καί πιστόν έργάτην τής ’Εκ­ καθορίζει έκ τών προτέρων τήν άστοχίαν τής
κλησίας, δπως διά μιας έπεξηγήσεως άποκα- προσπάθειας του διά τήν άνάδειξίν τής άποφα-
τασταθή καί πάλιν πλήρως είς τάς συνειδήσεις τικής διδασκαλίας καί παρέχει άπτάς άποδεί- -
τών φιλούντων αύτόν. ξεις, δτι δέν άντελήφθη, πώς ή Μυστική θέ-
Ο Ο Ο ολογία διά νά «κατανοηθή» χρειάζεται καί πέ­
1. Προτιθέμενος ό σ. νά έξετάση τόν Μυ- ραν τι τοΰ έλλαμπομένου άνθρωπίνου λόγου,
στικισμόν - Μυστικήν θεολογίαν τής ’Ορθοδο­ τήν έν άγίω Πνεύματι πείραν, αυτό τό άγιον
ξίας, ώφειλε νά μή συμπεριλάβη καί τόν τοι- Πνεύμα, τό λαλοΰν έν καρδίαις πραέων. Μέ
οΰτον τής Δύσεως. Πολλψ μάλλον δέν έπε- τό νά έπικαλούμεθα γνώμας όχι μόνον αιρε­
τρέπετο νά ταυτίση άμφοτέρους είς έν άδιαί- τικών, άλλά καί άγεύστων τοΰ θείου κάλλους,
ρετον είδος, νά έκφέρη κρίσεις, άλλά καί νά τοΰ θείου έρωτος, τής άΰλου προσευχής, τών
έτακαλεοθή γνώμας άλλοτρίας αύλής, έξενε- άνεκφρόστων έμπειριών έκ τής μετά τοΰ θε­
χθείσας έπί του μυσπκισμου είτε τοΰ ρωμαιο­ οΰ ένώσεως ,δέν άποδεικνύομεν τίποτε άλλο,
καθολικού είτε προτεσταντικοΰ χώρου. εί μή δτι καί ήμεϊς, άγευστοι δντες, δέν γνω-
Είναι άμέθοδον, άδιανόητον, άνορθόδοξον ρίζομεν «μήτε δ λέγομεν μήτε περί τίνων δια-
' —η---- λ α ’(ΊηΑΛδοδος θεολόγος τήν έν βεβαιούμεθα». Κατόπιν τούτου έρωτώμεν ύ-
Λ/ - - »ιΑ A*\rnrrn ΚΠνείο
nepi MixN eeoxoriKHN m6Xgthn 11

δτι ό σ. θά μάς παρουσιάση τήν έν μυστη- βολίαι καί παραμένουν είσέτι, μή δυνηθεϊσαι
ρίψ άποκεκρυμμένην διδασκαλίαν τής ’Εκκλη­ νά προαχθοΰν είς βεβαιότητα. Ένψ άντιθέ-
σίας, τήν λεγομένην άποφατικήν ώς ύπερ- τως ή ’Εκκλησία, καίπερ τελούσα έν γνώσει
κειμένην τοΰ λόγου, τήν όποίαν ό Παΰλος τοΰ ιστορικού κενού των τεσσάρων αιώνων,
έκάλει σοφίαν; «Σοφίαν λαλοΰμεν τοϊς τελεί· τά θεωρεί ώς γνήσια έργα τοΰ Άποστολικου
οις». Άλλ’ άς συνεχίσωμεν. Πατρός, πολλά τεκμήρια έκ τής πολιάς άρχαι-
Ο Ο Ο ότητος προσκομίζουσα ύπέρ τής άπόψεώς της.
2. Ό πολιός σ., άναφερόμενος εις τά έπ’ Διά τοΰτο τά συγγράμματα ταυτα έχουν γίνει
όνόματι του άγίου Διονυσίου του άρεοπαγί- άποδεκτά ύπό δύο Οικουμενικών Συνόδων,
του συγγράμματα, χαρακτηρίζει ταυτα ώς ψευ τής ΣΤ’ καί τής Ζ' ώς καί ύπό δύο Τοπικών
δεπίγραφα καί, κατά τύν συρμόν, πού ήκολού- καί δλων τών 'Αγίων Πατέρων. ’'Αλλωστε δέν
θησαν πλεϊστοι έπιστήμονες θεολόγοι ξένοι καί δικαιούμεθα νά παρίδωμεν τήν συνείδησιν τής
ήμέτεροι άπό του 16ου αίώνος, ώς «ψευδο- ’Εκκλησίας, τήν 'Υμνολογίαν της καί τόν ’’Α­
γιον Ίωάννην τόν Δαμασκηνόν, δστις ύμνη­
διονυσιηκά». Ό σ. ίσως έν τινι μέτρψ νά
σε τήν Κοίμησιν τής Θεοτόκου βάσει τοΰ μο­
καλύπτεται διά τήν χρήσιν του χαρακτηρισμού,
ναδικού «ψευδοδιονυσιακού» ύλικοΰ, έπειδή ό
επί τω λόγψ δτι δέν είναι ό μόνος έπιστή-
προτεσταντισμός έπεκόλλησεν είς τά δοκίμια
μων, δστις δέν δέχεται ταυτα ώς διονυσια­
τήν έτικέτταν τοΰ ψευδεπιγράφου. ’ Ενταύθα
κά. Εκείνο δέ, δπερ δέν συγχωρείται άπό
δέ βλέπει κανείς νά λειτουργή είς ψυχολογι­
όρθοδόξου πλευράς, είναι ή μήνις μεθ' ής έ-
κός νόμος. Ό εις κατόπιν τοΰ άλλου όρθοδό­
πιτίθεται κατά του συγγραφέως των, ώς πα-
ξου καί ρωμαιοκαθολικού θεολόγου, διά νά μή
ραπλανήσαντος διά τής «πλαστοπροσωπείας»
ύστερήση κανείς είς κριτικόν πνεύμα, συνε-
μεγάλους Πατέρας καί, φυσικά, κατ’ έπέκτα-
κρότησαν τήν συγχορδίαν: «Ψευδοδιονύσιος».
σιν τήν ’Εκκλησίαν.
’Αλλ’ έσκέφθησαν οί ήμέτεροι τί θά συνέβαι-
Κατ’ άρχήν τό θέμα των άρεοπαγιτικών
νεν, έάν τό πλήρωμα τής ’Εκκλησίας «έπλη-
συγγραμμάτων έμφανίζεται ύπό δίδυμον μορ­
ροφορεϊτο», δτι τά περί τής Κοιμήσεως τής
φήν τήν ιστορικότητα καί τήν ποιότητα. Περί
Θεοτόκου είναι μύθος, δτι ή Ύμνογραφία τής
αύτών διά πρώτην φοράν γίνεται λόγος τύ 520
’Εκκλησίας είναι διηνθισμένη μέ νεοπλατωνι­
καί κατόπιν τό 533. Εγείρεται εύλογος ή ά-
κά στοιχεία καί δτι ή Μυστική θεολογία μας
πορία καί έντεϋθεν άκολουθεϊ ή δυσπιστία, τό­
είναι προϊόν πλαστοπροσωπείας, ένός νεοπλα­
σον διά τόν συγγραφέα των δσον καί διά τήν
τωνικού τοΰ 5ου αίώνος;
ποιότητά των. Που ήσαν τέσσαρας όλους αίώ-
νας, ποιος ό πατήρ των, πότε έζησεν, είς ποί- ’Αλλά πρό παντός ή έπιστήμη! Περί ποίας
αν φιλοσοφικήν σχολήν άνήκει; θεολόγος εί- δμως έπιστήμης όμιλοΰν έπί ένός θέματος, κει
ναι ή φιλόσοφος ή καί άμφότερα; Μέχρι ποί- μένου δι’ αύτούς έπί τοΰ πεδίου τής άμφιβο-
ου σημείου έχει έξάρτησιν άπό τόν νεοπλατω­ λίας καί εύρισκομένου είσέτι έν τή όδψ τής
νισμόν ή πόσον όρθόδοξος θεολόγος είναι; έρεύνης, κατά τήν ιστορικήν του μόνον πλευ­
’Ακόμη καί μέχρι των ήμερών μας, ό συγγρα- ράν, ένψ κατά τήν ούσίαν του είναι τοποθετη-
φεύς των τεσσάρων δοκιμίων καί μιας δεκά- μένον ήδη έπί δέκα πέντε δλους αίώνας ά-
δος σχεδόν έπιστολών, χαρακτηρίζεται ώς αί­ μετακινήτως; "Η μήπως ό πρώτος «άπατη-
νιγμα. θείς>, ό άγιος Μάξιμος ό 'Ομολογητής δέν έ-
Αλλά αΐ εΰλογοι αύταί άπορίαι δέν ύπήρ- γνώριζε τό ιστορικόν αύτό πρόβλημα, άλλά
χον μέχρι τής έμφανίσεως τοΰ προτεσταντι­ καί οί κατόπιν μέχρι σήμερον άγιοι θεολόγοι
σμού, δσπς μέ τήν κριτικήν κοπίδα του, είχε δέν έτέλουν έν γνώσει, δτι τά συγγράμματα
κάθε λόγον νά τά άχρηστεύση, διότι τά συγ­ αύτά ένεφανίσθησαν μόλις είς τάς άρχάς τοΰ
γράμματα καθιερώνουν ώς θείψ δικαίψ τήν 6ου αίώνος; Διά ποιον λόγον τά άπεδέχθησαν
ίερωσύνην, τήν όποίαν αύτός άπέρριψε. Καί άνεπιφυλάκτως ώς γνήσια έργα τοΰ θεοφόρου
άπό τότε ήρχισε νά <άνακαλύπτεται», δτι τά Πατρός, δν ό Χρυσόστομος ονομάζει «πετει­
δοκίμια αύτά ήσαν νεοπλατωνικού τίνος φι­ νόν τοΰ ουρανού»; Μήπως διέθετον μίαν αϊ-
λοσόφου έκχριστιανισθέντος καί δτι είσήγα- σθησιν, τήν όποίαν ήμεϊς στερούμεθα; Διατί
γον πολύν νεοπλατωνισμόν είς τήν ’Εκκλη­ άλλωστε γράφει ό άγιος Μάξιμος τά έξής;
σίαν! ’Αλλ’ αί άμφιβολίαι παρέμειναν άμφι- «Ίστέον δέ, ώς καί τινες τών έξω φιλοσό-
12 nepi MIAN ΘΘΟΧΟΓΙΚΗΝ ΜθλθΤΗΝ

<μων, μάλιστα Πρόκλος, θεωρήμασι πολλάκις δεδομένης — ή όποια δέν τοϋ έμπνέει προ­
ι )0 μακαρίου Διονυσίου κέχρηται και αύταΐς φανώς έμπιστοσύνην — άλλά επικαλείται τήν
δέ ξηραϊς ταϊς λέξεσι. Καί έστιν υπόνοια έκ καταφατικήν θεολογίαν, δίκην κανόνος, διά νά
ούτου λαβεϊν ώς οί έν Άθήναις παλαιότεροι έλέγξη τήν όρθοδοξίαν τής πρώτης, ήτις έν
ών φιλοσόφων, σφετερισάμενοι τάς αύτοϋ όφθαλμοις τοϋ σεβ. καθηγητομ παρουσιάζεται
ΐραγματείας, άπέκρυψαν, ϊνα πατέρες αύτοί ώς ύποπτος μέχρις άποδείξεως τοΰ έναντίου;
>φθώσι των θείων αύτοΰ λόγων. "Οτι δέ σύ- Και άκριβώς διά τήν έφαρμοζομένην μέθοδον,
/ηθες αύτοϊς τά ήμέτερα σφετερίζεσθαι, δι­ ή ύπ’ δψει μελέτη έμφανίζεται ώς μία κρι­
δάσκει καί ό θείος Βασίλειος εις τό «έν άρ- τική έρευνα Πατερικών κειμένων άπό τής
<ή ήν ό Λόγος», έπ’ αύτής τής λέξεως ού- θετικής σκοπιάς τοϋ καταφατικού θεολόγου,
ίωσί λέγων: «Ταυτα οίδα πολλούς των έξω έθισθέντος νά βιοΐ θετικώς καί νά διαπορεύε-
τοΰ λόγου τής άληθείας μέγα φρονούντων έπί ται τήν όδόν τής γνώσεως μέ δργανον μόνον
σοφίςι κοσμική, και θαυμάσαντας, καί τοΐς έ- τόν λόγον.
αυτών συγγράμμασιν έγκαταλέξαι τόλμησαν- Καί ναι μέν ή έφαρμοζομένη μέθοδος θά ή-
τας* κλέπτης γάρ ό διάβολος, καί τά ήμέτε­ το άκατηγόρητος προκειμένου νά έλεγχθοϋν
ρα έκφερομυθών πρός τούς έαυτου ύποφή- ώς πρός τήν άλήθειαν φαινόμενα καί ίδέαι
τας». κείμενοι έξω των κόλπων τής. Εκκλησίας.
"Οταν δμως πρόκειται περί άγίων Πατέρων,
3. Άλλ’ έκεϊ δπου ό σ., ώς 'Ορθόδοξος των οποίων ή διδασκαλία, έν τώ πεδίω τής μυ­
θεολόγος, παραμένει άκάλυπτος εις υποψίας στικής έν Χριστώ βιώσεως, άποτελεΐ «συμφω­
διά τό όρθόδοξον των φρονημάτων του έπί νίαν» έν τή ’Ορθοδοξία, έτατρέπεται ή άσκη-
τής Μυστικής θεολογίας, είναι τό δεύτερον σις κριτικής διά τήν έπισήμανσιν ένδεχομέ-
σκέλος, τό ούσιαστικόν. Ό σ. άμφισβητεί τήν νων πλανών, έπί τώ τέλει δέ δπως χορηγη-
χρισπανικότητα των δοκιμίων, άτινα έχουν θή είς τούτους πιοτοποιητικόν ορθοδοξίας καί
ένσωματωθή εις τήν όρθόδοξον παράδοσιν τής όρθοπραξίας μετά τινων άμφιβολιώγ; ’Ιδού
Μυστικής θεολογίας. ποϋ άμαρτάνει ό ύπέργηρως θεολόγος.
Πράγματι ό κ. Τρεμπέλας φαίνεται νά τά
θεωρή περίπου ώς ξένα πρός τήν Εκκλησίαν, 4. Έάν ή έντός τής Εκκλησίας άποφατική
άλλά κάπως «έκχρισπανισθέντα» ύπό τοϋ διδασκαλία δέν εύρίσκετο έν άνυποληψία πα­
σχολιαστοΰ καί έρμηνευτοϋ των άγίου Μαξί- ρά τω κ. Τρεμπέλα, ούδέποτε θά έπεχείρει
μου καί παρά ταύτα δυσκόλως δυνάμεθα νά ούτος άσκησιν κριτικής διά τής καταφατικής
θεωρώνται ώς όρθόδοξα. Έκεϊ δέ πού κυρί­ διδασκαλίας. Άλλά λέγει, δτι ό χωρισμός τής
ως τοϋτ’ αύτό έξεγείρεται ό σ., είναι ή πε­ άποφατικής όδοΰ ; γνώσεως άπό τήν καταφα­
ριοχή τής άποφατικής θεολογίας — μέ τάν τικήν θεολογίαν άγει είς πλάνας. Έρωτώμεν
«θειον γνόφον», τήν «άγνωσίαν», τά άποφα- δμως, πότε έτέθη τοιοϋτον θέμα εις τήν Εκ­
τικά άρεοπαγιτικά κείμενα — τήν όποίαν, μή κλησίαν; Ό έντός τής Εκκλησίας βιών ά­
δυνάμενος νά άπορρίψη υπό τήν πίεσιν τής γιος, δέν εύρίσκεται έντός τοϋ χώρου τής κα­
πλουσιωτάτης άποφατικής γραμματείας τής ταφατικής θεολογίας καί άμφότερα τά είδη
Εκκλησίας, Ιχνηλατεί πάντως καχυπόπτως, γνώσεως δέν έμπεριχωροΰνται είς άλληλα καί
έστω καί άν τήν συναντά ένσάρκωμένην είς άχωρίστως; Διατί λοιπόν ή άσκησις κριτικής
άγίους Πατέρας του άνάστήματος των άγίων έπί των άρεοπαγιτικών, τοΰ άγίου Μαξίμου,
Μαξίμου, Συμεών τοϋ Ν. θεολόγου, τοϋ Γρη- τοϋ άγίου Συμεών, τοϋ Ν. θεολόγου, τοΰ
γορίου τοϋ Παλαμά κ.ά. Έν τοιαύτη δμως Παλαμα καί άλλων Πατέρων, ώς έάν ήτο δυ­
περιπτώσει, ή άμφισβήτησις ύπό τοϋ σ. μετα­ νατόν νά έχουν άπομακρυνθή άπό τήν παρα-
τίθεται έκ τοϋ «Ψευδοδιονυσίου» είς τήν δοθεΐσαν πίστιν; Ή άποφατική θεολογία, ώς
καθόλου μυστικήν θεολογικήν παράδοσιν τής οδός γνώσεως καί ένώσεως μετά τοΰ θεοϋ,
Εκκλησίας. Μήπως ούτως έξηγείται καί τό δέν άποτελεΐ προέκτασιν τής βιώσεως τής κα­
γεγονής, δτι ό σ., προκειμένου νά έκθέση τάς ταφατικής θεολογίας είς τάς έσχάτας συνέ­
δύο παραλλήλους καί άχωρίστους όδούς, τής πειας της, χωρίς ή μία νά καταργή τήν άλλην;
τε καταφατικής καί άποφατικής θεολογίας, δέν Καί προκειμένου περί τών άρεοπαγιτικών, τά
όποια άποτελοΰν καί τόν κύριον στόχον τοΰ
nepi MIAN ΘΘΟΧΟΓΙΚΗΝ Μ6ΑΘΤΗΝ 13

σ., δέν άπηχοΰν τήν πνευματικήν πείραν όρ- τής πείρας των, πάντως έφ’ δσον «έμβατεύει
θοδόξου βιώσεως; "Αν ναί, πρός τί ή σκλη­ είς ά ούχ έώρακεν», έπρεπέ νά τελή έν γνώ-
ρά άνατομία των, οί βαρείς χαρακτηρισμοί, σει τούλάχιστον θεωρητικώς τής άνθρωπολο-
ή μεταχείρισίς των ώς ξένου τινός στοιχείου γίας τού Μοναχισμού καί τών είς ειδικούς
εις τό σώμα της Εκκλησίας; "Αν δχι, πώς δρους διατυπωθέντων βιωμάτων τών Μονα­
έχουν ένσωματωθή εις τήν ’Ορθόδοξον θεο­ χών. Διότι δέν είναι μόνον άδόκιμοι αί λέ­
λογίαν καί άποτελουν «συμφωνίαν πατερι- ξεις «παράφορος ένθουσιασμός», «ευαίσθητος»,
κήν»; Μήπως ό σ., δέσμιος τής καταφατικής «συναισθηματικός», «αίσθηματικότης», «συναι­
θεολογίας, τήν όποιαν έπί δεκαετίας διηκό- σθήματα», άλλά έπειδή άποτελουν καί δρους
νησε, καί μή δυνηθείς νά προαχθή βιωματι- φυσικής τάξεως, είναι δυνατόν αί έν άγίψ
κώς έπέκεινα των καταφάσεων, περιόρισε τήν Πνεύματι έμπειρίαι νά ταυτισθοϋν τόσον μέ
ζωήν τής ’Εκκλησίας — πλήν τών Μυστηρί­ φυσικός, δσον καί ηθικού έπιπέδου, συναισθη­
ων, άτινα έκ τής φύσεώς των είναι εύρύτα- ματικός ένεργείας. ’Άλλο αϊσθησις καί συναί-
τα — εις τά στενά δρια του γράμματος, έξ ού σθησις, οροί άνήκοντες είς τήν φύσιν, καί άλ­
και ή μή ζωοποιούσα ήθικολογία, ή όποία δια­ λο «νοερά αϊσθησις», πού έκφράζει ύπέρ φύ­
κρίνει τάς άπόψεις του, άφοϋ χωρίς ύπέρβα- σιν ένέργειαν τού άγιου Πνεύματος.
σιν τών καταφάσεων μένομεν άπλώς ήθικά Ή άπόδοσις επομένως είς τόν άγιον Συμε­
όντα; ών τόν Ν. θεολόγον «συναισθηματικής ιδιο­
Ό σ. παραθέτει κείμενα άποφατικά του συγκρασίας» ύπό τού σ. καί «εύαισθησίας», διά
«Ψευδοδιονυσίου», τά όποια θεωρεί ώς νεο­ νά έξηγηθοϋν τά έν άγίψ Πνεύματι βιώματά
πλατωνικά. Άλλ’ έάν πάσα άποφατικότης χω- του, (δάκρυα, έρως, κατάνυξις, προσευχή, τα-
ριζομένη τής καταφατικότητος όδηγεϊ εις πλά­ πείνωσις, ύμνοι θείων έρώτων) καταβιβάζουν
νας διατί δέν έλαβεν ύπ’ δψει, δτι τό δοκί­ τούτον είς έπίπεδα μιας ήγνισμένης μέν ψυ­
μων «περί μυστικής θεολογίας» παρουσιάζει χής, πλήν δμως μή ύπερβάσης τήν φύσιν καί
ήνωμένας τάς δύο θεολογίας, ώς άδιαιρέτους, ούτως, άριστα συσχετιζομένης μέ τάς θρησκευ­
άφοϋ καί έπ’ αύτοϋ του σαρκωθέντος θεού τικός καί συναισθηματικός φύσεις δυτικών μυ-
•— Λόγου πού άνήκει είς τήν καταφατικήν στικιστών. Μήπως είς τό συμπέρασμα τούτο
θεολογίαν — γράφει δτι «ό ’ Ιησούς κρύφιός δέν άγει καί ή άποψις τού σ., κρίνοντος θείαν,
έστι καί μετά τήν έκφανσιν»; τινά έλλαμψιν τού άγίου Συμεών; δτι, «δέν
Καί κάτι άλλο· διατί ό σ., δστις, καθ’ δσον άποκλείομεν, δταν μάλιστα πρόκειται περί ι­
γνωρίζομεν, διά πρώτην φοράν καί είς βαθύ διοσυγκρασιών εύαισθήτων έξ ύπερεντάσεως
γήρας έπελήφθη τής μυστικής θεολογίας, θέ- τών νεύρων καί ύπερκοπώσεως καί έξ άφε·
λων νά μειώση τήν έπίδρασιν τών άρεοπαγι- τηρίας προκαταλήψεως — δπως άκριβώς συν-
τικών, έπικαλείται τήν γνώμην του Μάγεν- έβαινε κατ’ έκεϊνον τόν χρόνον είς τόν δσιον
τορφ καί δέν παραθέτει τήν έντελώς άντίθε- τούτον — νά λάβωσι χώραν καί τοιαύται έκ-
τον γνώμην του Φλωρόφσκυ, άφοϋ άνέγνωοε δηλώσεις». Άλλωστε ποίον νόημα θά είχε τό
τό άρθρον του είς τήν έγκυκλοπαιδείαν, είς έπίμετρον τού σ., δτι αί διδασκαλίαι τού ά­
δ γράφει· «Ή έπίδρασις τών Άρεοπαγιτικών γίου Συμεών, «έάν ύπό τινων ήθελον θεωρη-
ύπήρξε βτψυτάτη καί διήρκεσεν έπί μακράν... θή άν μή αιρετικοί, τούλάχιστον θά παρου-
Ύφίσταται μία τάσις είς τήν σύγχρονον δυ­ σιάζοντο καινοφανείς καί παράδοξοι», έάν διά
τικήν έπιστήμην, πρός μείωσιν τής έπιδράσε- τούτου δέν έσκόπει νά έκφράση τάς άμφιβο-
ως του Ψευδό - Διονυσίου είς τήν περαιτέρω λίας του τόσον διά τάς ύπερφυσικάς έλλάμ-
άνάπτυξιν τής βυζαντινής οκέψεως έν τή θεο- ψεις τού οσίου Πατρός, δσον καί διά τήν όρ-
λογίςι καί τή πνευματικότητι..Τούτο δέν θοδοξίαν τής διδασκαλίας του;
σημαίνει δτι ό σ. χρησιμοποιεί προκρούστειον
μέθοδον; 6. Ό καθ’ δλα σεβαστός διά τε τό γήρας
ο β α καί τήν σπουδαίαν διακονίαν του είς τήν Εκ­
5. θά μας έτπτρέψη ό σ. νά φρονώμεν, δτι κλησίαν κ. Τρεμπέλας, ύποστάς δυσμενή προ-
δέν έχει είσδύσει είς τήν σημασίαν τής πνευ­ κατάληψιν, οίονεί ψύχωσιν, κατά τού «ψευ-
ματικής όρολογίας τών άγίων Πατέρων. "Αν δοδιονυσίου», ένψ παραδέχεται — κατόπιν
δέν ήτο δυνατόν είς τούτον δπως μετάσχη κριτικής -— τήν ’Ορθοδοξίαν τών άναφερθέν
hi nepi ΜΙΛΝ ΘΘΟΛ.ΟΓΊΚΗΝ MGX6THN

των μυστικών θεολόγων, τούς οποίους καί θεολόγον Γρηγόριον. Περί δέ δογμάτων καί
ύμνεϊ, έστιν δτε, άποδίδει έν τούτοις «ύπερ- πραγμάτων τόν άγώνα ποιούμαι. Κάν τις έπΐ
β< λάς» τινάς, δπου κατ’ αύτόν υπάρχουν ένέ- τών πραγμάτων όμοφωνή, πρός τάς λέξεις
κ<:ν της παραπλανήσεως πού ύπέστησαν άπό ού διαφέρομαι...».
τον «ψευδοδιονύσιον». Άλλ’ ουτω συμπεραί^ Είς τοιούτου είδους «ύπερβολάς» παρεούρ-
ν :ται, δτι άπεδέχθησαν τήν μυστικήν θεολο­ θησαν ό Μ. ’Αθανάσιος και ό θεολόγος Γρη-
γίαν των άρεοπαγϊτικών ούχί έκ τής ταυτί- Υόριος. Άλλ’ εϊπομεν, πρόκειται περί λέξε­
οεως του βιώματος ,καί έκ τής κοινής έν ά- ων μόνον. ’Άλλωστε ό ίδιος ό Παλαμας μετά
γίψ Πνεύματι έμπειρίας, δπως καί είναι, άλ- έτη άπό τήν Σύνοδον τού 1351 έγραφε πρός
λά έξ αύτοϋ τοϋ όνόματος! ’Οπότε, ένώ ή την «έν Μοναζούσαις Ξένην»’ «... καί έστιν
(ποφατική θεολογία άποτελεΐ τήν όδόν γνώ- ώς άληθώς άλογον καί σκαιόν καί τών τά
οεως τού θεού διά τής έμπειρίας» έν άγίω θεία νοεΐν έθελόντων ούδαμώς ίδιον, μή τή
Πνεύματι, οί άγώνες έπί 20ετίαν κατά τόν δυνάμει τού σκοπού προσέχειν, άλλά ταΐς λέ-
' 4ον αίώνα εις τό Βυζάντιον, δέν έγιναν διά ξεσιν». Καί έν συνεχείμ άναφέρει τάς κατη­
ήν διάσωσιν αυτού του γεγονότος, αυτής τής γορίας πού ύπέστη, «ούχ δτι μή συμφώνως
ν πείρςι άληθείας του άκτιστου φωτός, άλλ’ τοϊς Πατράσιν έγραφον τοΰτο γάρ, χάρτα
■ν όνόματι του κύρους του «ψευδοδιονυσίου», Χριστού, συνετηρήθη μοι τοίς γράμμασιν...». .
ιρός τόν όποιον ιδιαίτατα κατέφευγεν ό πρω- Πού είναι λοιπόν αί ύπέρβολαί καί πώς δέν
αγωνιστής άγιος Γρηγόριος Παλαμας! Μέ τάς ομολογεί ύστερα άπό τήν κατάπαυσιν τών
ίλλους λόγους, έάν ό άρεοπαγίτης δέν είχεν 'Ησυχαστικών έρίδων, αύτός πού άπό άγίαν
ίνσωματωθή είς τό σώμα τής ’Εκκλησίας, ώς ταπείνωσιν λέγει, δτι δέν ήτο άξιος ^νά άνα-
ιυστική θεολογία, κατόπιν άγιοπνευματικής λάβη τούς υπέρ τής άληθείας άγώνας;
/έύσεως ύπό μειζόνων θεολόγων - Πατέρων, «...συνεγραψάμην περί ών άξιος ούκ ήν άλ­
έπεται δτι τοΰτο έγένετο χάριν τής αίγλης λος τις ό Ζάν ίσως, τφ τής άληθείας όχήματι
ιού όνόματός του. Άλλ’ αύτή ή έκδοχή που λόγψ περιτρεπομένψ βοηθεΐν έπιχειρήσας»!
άγει; Είς ένα ιδεαλισμόν οίασδήποτε «έκδό- Ποιος; Ό Μέγας Παλαμας!
σεως». Μόνον άποδεχόμενοι τό σώμα τής μυ­
στικής θεολογίας, ώς τήν συνισταμένην τών 7. Πρέπει νά προσέχωμεν είς τάς διατυπώ­
κοινών έν Πνεύματι έμπειριών, διαφεύγομεν σεις μας δταν πρόκειται ,νά άναλύσωμεν τήν
τόν σκόπελον τούτον καί διακρατούμεν τούς Πατερικήν θεολογίαν. Διότι άλγώμέν εΙΆι-
θησαυρούς τής ’Ορθοδόξου θεολογίας, ώς κρινώς δταν ό σ. έν αύτοπεποιθήσει γρόφη,
θεολογίας τών γεγονότων, τού δντος, τής ύ- δα ό μέν Βαρλαάμ «διετέλει ύπό τήν έπίδρα-
παρκτικότητος, τής ύποστάσεως, τής κατ’ ένέρ- σιν τών υπερβολών τής Σχολαστικής θεολο­
γειαν άκτιστον σχέσεως μετά τού θεού. Άλλ’ γίας. Άλλά καί ό Παλαμας έν τινι μέτρψ
έκτός αύτών, λανθανόντως άποδεικνυόμεθα ύ- είς τήν αύτήν παρεσύρθη σύγχυσιν κατά δι-
πέρτεροι τών άγίων Πατέραν. Αφού αύτοί εύθυνσιν άντίθετον». Ταύτα δέ άναφέρονται
1 μέν ήπατήθησαν, ήμεϊς δέ τό άνεκαλύψαμεν; εις τό θέμα τών άκτίστων ένεργείώγ/Πράς
Ώς πρός τάς ύπερβολάς, είς τάς όποίας τάχα θεού, έπιτρέπονται αύτά τά φρονήματμ είς
παρεσύρθη ό «τών θεολόγων ύπέρμαχος ά- θεολόγον ’Ορθόδοξον; Ή Σχολαστική θεο­
προσμάχητος», φρονούμεν δτι ουτω μειούται λογία τού θωμά άποτελεΐ «ύπερβολήν»; Υ­
ό άγιος Πατήρ καί παρέχονται έπιχειρήματα περβολή είναι είς τονισμός έπί κειμένης άλη­
τοϊς λάτίνοις, ών τήν σχολαστικήν θεολογίαν θείας, αύτό τό ίδιον πράγμα μεγεθυνόμενον.
κυριολεκτικώς έκονιορτοποίησεν. Αί «ύπερβο- Άλλ’ ή θωμιστική διδασκαλία τού actus purus,
λαί» δέν ήσαν είμή «λέξεις», κατά τήν έκθε- πού άποκλείει τήν διάκρισιν ούσίας καί άκτί­
σιν τής περί διακρίσεως ουσίας θεού καί άϊ- στων ένεργειών, ύπερβολή είναι ή αϊρεσις θε­
δίων άκτίστων ένεργειών διδασκαλίας του μελιώδους σημασίας; Παραδέχεται ή Σχολα­
κατά τήν Σύνοδον τού 1351. Είς τόν Συνο­ στική θεολογία άκτιστους ένεργείας ώς ή ’Ορ­
δικόν τόμον περιλαμβάνεται: «Έπί τούτοις ό θοδοξία, γεγονός πού άποτελεΐ βασικήν ειδο­
Θεσσαλονίκης, λέξεων έμοί λόγος όλίγος, ποιόν διαφοράν; ’Ολόκληρος άλλωστε ό ά-
έφη· ού γάρ έν ρήμασιν ήμϊν, άλλ’ έν πράγ- Υών τής ’Εκκλησίας, διά τού άγίου Γρηγο-
- - - ' y _ —-λ τλΠ ΠπΆπηπ. δέν άπέβλεπεν κυρίως είς
nepi MixN eeoxoriKHN mgxgthn 15

τήν θεμελίωσιν θεολογικώς τής διακρίσεως ζομεν δέ, δτι καί ό ίδιος θά κατανοήση τό
καί των συνεπειών αύτής εις τήν ζωήν των πνεύμα υπό τοϋ όποίου ήχθημεν νά σημειώ-
πιστών; Που εύρίσκεται λοιπόν ή «σύγχυσις» σωμεν τάς παρατηρήσεις μας, δίδοντες αύτψ
είς τήν όποίαν «παρεσύρθη» ό Παλαμάς — αφορμήν μιας άποσαφηνίσεως τών ών θίγο-
διατί δχι καί κατ’ έπέκτασιν ή ’Εκκλησία, ά- μεν σημείων, ένώ παραλλήλως ήθελήσαμεν
φοϋ άπεδέχθη πλήρως τήν διδασκαλίαν του όφειλετικώς νά διασώσωμεν τό κΰρος τών ά-
καί αύτήν διαφυλάττει; > γίων Πατέρων καί τής διδασκαλίας των.
Ό Παλαμάς, λέγει ό σ., «ναι μέν όρθώς Όφείλομεν δέ νά εϊμεθα άντικειμενικοί.
ύπεστήριζε τό άκτιστον τών θείων ένεργειών, ’Εάν ό άποφατισμός, ώς έν άγίψ Πνεύματι
ύπήρξεν όμως ύπερβολή τό νά άποκλείη έξ ζωή, ούδέποτε έλλειψεν άπό τήν ’Εκκλη­
ολοκλήρου τόν δρον κτιστόν άπό του άποτε- σίαν, έπόμενον δμως ήτο νά έχωμεν όλικήν
λέσματος, τό όποιον αί άκτιστοι ένέργειαι δη­ σχεδόν έκλειψιν τής διδαχής τοϋ άποφατι-
μιουργούν» (σελ. 37, -Β' τεύχος). Καί έδώ σμοϋ άπό τάς Πανεπιστημιακός έδρας μετά τήν
αστοχεί ό σεβαστός θεολόγος. 'Ο «κήρυξ τής τουρκοκρατίαν. Τό πράγμα έρμηνεύεται εύκό-
χάριτος» έπολέμησε σφοδρώς τήν Σχολαστι­ λως. ’Εάν τήν ’Ορθόδοξον διδασκαλίαν με­
κήν θεολογίαν και δεν έδέχετο έπί τοϋ θείου τέδιδαν, είς τό Βυζάντιον οί ποιμένες τής ’Εκ­
φωτός, έπί τής προνοίας του θεού καί έπί κλησίας, συνισταμένην είς τήν άποφατικήν καί
τών Μυστηρίων κτιστόν άποτέλεσμα, διότι «δ- καταφατικήν διδασκαλίαν — έπειδή προήρ-
που ή ένέργεια άκτιστος καί ή ούσία άκτιστος· χοντο κυρίως έκ Μοναχών — δμως μετά τήν
δπου ή ένέργεια κτιστή καί ή φύσις κτιστή». άπελευθέρωσιν τής Ελλάδος, τήν θεολογίαν
Τό άποτέλρσμα τής άκτιστου ένεργειας διά έδίδασκον είς τό Πανεπιστήμιον λαϊκοί θεο­
τόν Παλαμαν έκφράζεται διά του έξής, δπερ λόγοι, οϊτινες έμαθήτευον παρά τοϊς προτε-
άπό μνήμης διασώζω. «Κτιστός μέν ήν ό Παύ­ στάνταις καί τοϊς ρωμαιοκαθολικοίς. Φυσικόν
λος δτε έζη τήν προστάγματι θεοΰ έξ ούκ ήτο λοιπόν νά άπομάσσουν τόν σχολαστικι­
δντων είς τό είναι γεγονυίαν ζωήν· άκτιστος σμόν τών μέν καί τών όρθολογισμόν τών δέ.
δέ γέγονε τή ένοικήσει τοϋ Πνεύματος...». *Όντες δέ λαϊκοί καί μή δυνάμενοι νά μεθέ-
’Ιδού ποιον άποτέλεσμα τών άκτίστων ένερ- ξουν τής πνευματικής πείρας τής ’Ορθοδοξίας
γειών έθεώρέι, ό θείος Γρηγόριος, κτιστόν καί — τοϋ άποφατισμοΰ της — έμεναν διά βίου
ποιον άκτιστον. ’Ασφαλώς δέν είναι ύπέρ τοϋ παντός είς τά περιγεγραμμένα δρια τής κα­
σ. καί παντός θεολόγου, θέτοντος έν άμφι- ταφατικής θεολογίας, άριστα, έσπν δτε, συν-
βόλψ τήν άκριβή διατύπωσιν τών θεολογικών αντωμένης καί έναρμονιζομένης μέ τάς δύο
θέσεων τοϋ «όδηγόϋ τής ’Ορθοδοξίας», "Αλ- έξ ίσου άποβλήτους δυτικός θεολογίας.
λωστε δέν πρέπει νά λησμονήται δτι ή διδα- Μέ αύτήν τήν «πάράδοσιν» έφθάσαμεν είς
σκαλία τοϋ άγίαυ τούτου Πατρός δέν είναι τήν αύγήν τοϋ 20οϋ αίώνος, τήν όποίαν καί
προσωπική, εις «Παλαμισμός», άλλά ή «συμ- συνεχίζαμεν, άνύποπτοι δτι οϋτω κρατώμεν
φωνία* τών Πατέρων μετά μοναδικής καί έν τό ήμισυ μόνον τής ’Ορθοδοξίας, δηλαδή τό
άγίψ Πνεύματι δυνάμεως διατυπωθείσα, είς όμολογιακόν μέρος καί τά άγια Μυστήρια.
μίαν έποχήν, καθ’ ήν ύπήρχεν άφθονος Πα- Τούς έριτίμους θησαυρούς τής έν άγίψ Πνεύ-
τερική γραμματεία. ματι ζωής τούς άγνοούσαμεν, πληρουμένου
είς ήμάς τοϋ λόγου* «άλλ’ ούδέ έί Πνεύμα ’’Α­
tet Cν 8. Ταΰτα γράφοντες, ούδεμίαν διάθεσιν έ- γιόν έστιν ήκούσαμεν», (Πραξ. ιθ', 2) δι’ έ-
Λ'χομεν δπως διασύρωμεν τόν κατά πάντα σε- τέρας, πλήν τών Μυστηρίων, όδοΰ. Μόλις δέ
^^αστόν πρεσβύτην - θεολόγον, άναλωθέντα πρό 20ετίας ήρχισε νά γίνεται σοβαρός λό­
Χώσει κηρόν είς τήν υπηρεσίαν τοϋ έλληνικοϋ γος διά τό πνευματικόν μέρος τής ’Ορθοδο­
χλαοϋ καί τήν διδαχήν τής ’Ορθοδόξου θεο- ξίας — δπερ άνήκει είς τήν άποφατικήν θεο­
^^όγίαςΧΔιό καί εύχόμεθα άπό καρδίας, δπως λογίαν — διά τών Πάτε ρικών λεγομένων έκ-
^^§^ρΐο<* τόν ένισχύη <έν τώ έκλίπειν τήν δόσεων, τών Φιλοκαλικών κειμένων καί τών
®&ό^ίχου» καί έως βαθέως «γήρους.καί πρε- πρωτοφανών, διά τόν χώρον τής έν Έλλάδι
^^β^ίθΰ»:μή τόν έγκαταλείψη, μνημονεύων «έ- ’Εκκλησίας, μελετών περί τοϋ άγίου Γρήγο-
®^έρ^ς ^νεότητός του καί άγάπης τελειώσεώς ρίου τοϋ Παλαμά καί τής Μυστικής θεολο­
όντως ήΥ^ΠΟ’εν». Έλπί- γίας υπό τών έν τή δύσει πρώτον ρώσων θεο-
nepi MIXN Θ6ΟΑΟΓΊΚΗΝ MGXGTHN

λίγων καί έν συνεχείς εις Θεσσαλονίκην, έν- καταστήση έαυτόν, διά τής παραδοσιακής ά-
θ( συνεχίζεται ή έκδοσις των ’Απάντων του. σκήσεως καί Αγωγής, «έσοπτρον Ακηλίδωτον
θείων έπιλάμψεων», ένεσωματώθη είς έκ λαϊ­
9. Εντός του κλίματος αύτοϋ εύρέθη — κών και κληρικών ομάδα πρός φωτισμόν τού
δ ό καί έλάχιστα ύπεύθυνος — ό θεολόγος είς Αθλιεστάτην ήθικήν κατάστασιν διατελοΰν-
Ί σεμπέλας. Είναι δέ πρός τιμήν του δτι, τος ‘Ελληνικού λαού. Και προσέφερε πολλά.
παρά τάς δεομένας έπεξηγήσεως μεμπτός δια- Ο Κύριος θά τόν άμείψη διά τό έργον του.
r ιπώσεις του, ούδέποτε έφθασεν εις τό ση- «Ούκ έστιν άδικος ό θεός έπιλαθέσθαι τού
μείον νά χαρακτηρίση τόν άγιον Συμεών τον έργου δ ένεδείξασθε διακονήσαντες τούς ά­
Ν. θεολόγον ώς «νοσηρόν μυστικιστήν, πρό­ γιους». Τό θεολογικόν του δμως έργον πέ-
δρομον των νοσηρών μυστικιστών του 14ου αι­ πρωται νά μή έπιζήση έπι πολύ, ούδέ τό όνο­
ώνας», ως έγραψεν εις την Πατρολογίαν του μά του. Στερούνται άμφότερα αύθεντικότη-
ο Μπαλάνος, δστις δέν έδίστασε νά συμπλη- τος. ’Επιζούν είς αιώνας αιώνων μόνον τά
ρώση τήν ύβριν μέ τό, «Πολλή μελάνη έχύθη έργα έκεϊνα πού έχουν τήν εύωδίάν τού Α­
οι’ δν θέμα — τόν ’Ησυχασμόν — τόσον γίου Πνεύματος, τό «άλας», πού τά καθιστςί
ΐίροσκροϋον εις τήν ήμετέραν λογικήν»! ’Άλ- άσηπτα ώς και τά όνόματα έκεϊνα πού έγρά-
.οι δέ δύο θεολόγοι — καθηγηταΐ των Πανε- φησαν έν βίβλω ζωής. ’Εκείνοι έπιζούν τής
αστημίων μας — τά αύτά σχεδόν έλεγον. λήθης οϊτινες διήλθον τήν «στενήν και τεθλιμ­
Του κανόνας δέ τούτου διέφυγε μόνον ό Γρη- μένη ν» Αποφατικήν όδόν καί έφθασαν είς τό
ζόριος. Παπαμιχαήλ. Kai διατί; Διότι είχε άπειρον πλάτος τής «έλευθερίας τών τέκνων
Σπουδάσει είς τήν θεολογικήν ’Ακαδημίαν τού θεού». Οι άλλοι, οί πολλοί, οί την όδόν
ίου Κιέβου. τήν καταφατικήν βαδίσαντες, παίρνουν εύγνω-
Ή «γενεά» λοιπόν αυτή των θεολόγων αύ- μόνως τό «δηνάριόν» των Από τόν Κύριον τού
ιήν τήν άντι-άποφατικήν νοοτροπίαν έμόρφω- άμπελώνος, διά «τό βάρος τής ήμέρας καί τόν
καύσωνα» πού έβάστασαν καί πορεύονται είς
σεν, διό καί ύφίστατο έν είδος άλλεργικών
Αντιδράσεων Από τήν θέαν της ζωής των Μο­ τήν «μονήν» των έν έλέει πολλφ καί οίκτιρ-
ναχών - 'Αγίων, πού εύρίσκει ίσως έφαρμο- μοϊς τού θεού και λησμονούνται. Τίποτε πε­
γήν ό Άποστολικός λόγος· «οί ψυχικοί ού δέ­ ρισσότερον. Μέχρι τής κοινής ’Αναστάσεως ή
στρατευομένη ’Εκκλησία ποιεί μνημόσυνα ύ-
χονται τά πνευματικά». 'Επομένως δέν είναι
Ανεξήγηταν, ούτε διατί μεταξύ του όγκώ- πέρ άφέσεως τών άμαρτιών των. Ένφ τούς
. ζήσαντας έν θεφ, διά τής Αποφατικής όδού,
δόυς θεολογικού έργου του ό σ. δέν συμπέ-
ή ’Εκκλησία τιμά καί γεραίρει Καί μακαρίζει
ριέλαβε καί μελέτας έπϊ τών Μυστικών Πα­
καί έπικαλεϊται τάς πρεσβείας των. Καί ένσω-
τέρων, άλλ’ ούτε καί διατί δέν Αποδέχεται
ματώνει είς τήν πλουσιωτάτην Consensus Pa-
έν καυχήσει τόν πλούτον τής Μυστικής θεο­
trum τά ουγγράμματά των, τά Απλανή καί
λογίας, άλλ* άντιθέτως τήν βλέπει ώς οίονεί
θεία, άτινα έγρόφησαν τή έπιφοιτήσει τού ό-
τι περιττόν, πάντως δχι Απαραίτητον, τήν δό­
δηγούντος τήν ’Εκκλησίαν «είς πάσαν τήν Α­
ξαν αύτήν τής ’Ορθοδοξίας.
λήθειαν» Αγίου , Πνεύματος. Τά άλλα; Τφ
Έπαναλαμβάνομεν, δτι δέν κατηγορούμεν,
πυρί.
Απλώς έρμηνεύομεν καί δικαιολογούμεν τόν
θεολόγον άνδρα, πρός δν τρέφομεν Αμέριστον
σεβασμόν. Ούτος είς όύδέν πταίει Αν έζησεν 10. Kai ήδη έφθάσαμεν μέ τόν είρμόν τού
είς μίαν έποχήν, ήτις δέν είχε τι πλέον νά λόγου είς τό προσφιλές μέν ήμϊν, Αντιλεγό­
δώση. Ύπήρξεν όμολογουμένως ζηλωτής καί μενον δέ μεταξύ τών χριστιανών θέμα' τόν
ούχΐ συνήθης έργότης είς τόν Αμπελώνα τού 'Μοναχισμόν. Τό πρόβλημα -τής καταφατικής
Κυρίου, Αλλά «κατά τήν γενεάν αυτού». Πα­ καί Αποφατικής θεολογίας έχει τάς πρακτι­
τήρ τής ’Εκκλησίας δέν έγινεν, ένφ μέ τήν κός του συνεπείας είς τάς μορφάς ζωής. Πράγ
φυσικήν του καταβολήν, τήν φιλοπονίαν του μάτι. ’Εάν δέν θέλωμεν αί δύο Θεολογικα1 ό-
καί τήν φιλάρετον σπουδήν του ήδύνατο νά δοϊ γνώσεως νά παραμείνουν είς τόν χώρον
γίνη. ’Αλλά τό κλίμα τής έποχής δέν τόν έ- τής θεωρητικής έρεύνης των, Αλλά Kai νά
βοήθησε. Καί Αντί μετά τάς λαμπρός σπου- ίδωμεν αύτάς σαρκουμένας είς τήν ζωήν
"' -■*· -ί—λΛπχ,ΛΓΓΠΊηιην. διά νά τής ’Εκκλησίας, δέν θά δυσκολευθώμεν νά
nepi MIXN Θ6ΟΧΟΓΙΚΗΝ MGXGTHN 17

τάς έπισημάνωμεν τόσον είς τήν διδασκαλίαν καταφατικής, συνεχώς έλευθερούμενοι «τής
της, δσον καί είς τήν ιστορίαν της. Μία άνα- τών παθών τυραννίδος». Καί καθ’ δσον καθαί-
δρομή είς άμφοτέρους τούτους τούς χώρους, ρονται κατά τοσούτον καί αίρονται άπό τών
δπου ή αύθεντία αίρει τάς άντιλογίας, προσ­ αισθητών καί τών αισθήσεων. Ούτω δέ σταδια-
φέρει τό ζητούμενον, δπερ είναι: ή μέν κα­ κώς άφαιρούντες, εύρίσκονται έν τή όδφ τών
ταφατική θεολογία, κατά κανόνα, βιοϋται εν­ άρνήσεων παντός δ,τι δέν είναι θεός. Καί
τός του κόσμου, ή δέ πολυτέλεια τής άποφα- δέν σταματούν τήν άποφατικήν αύτήν κίνη-
τικής συν τή κατάφατική, άφέθη, κατά κανό­ οιν, ήτις ένισχύεται έκ τών έργων τής άσκή-
να, τοϊς έξω του κόσμου Μοναχοϊς. Είναι ά- σεως, τής άρετής καί τών προσευχών, έως
νάγκη τάχα νά εϊπωμεν διατί; Άλλ’ ήδη έ- οΰ, ό κεκαθαρμένος νούς καί έλλαμπόμενος
λέχθη. Bog ή τάς προϋποθέσεις τής άποφα- ύπό τών άκτιστων ένεργειών, γίνη «κωφός
τικής βιώσεως δημιουργούσα «φιλοκαλική» δι­ καί άλαλος» καί είσέλθη μέσα είς τόν «γνό-
δασκαλία των Πατέρων, ή όποία ζητεί Μονα­ φον τής άγνωσίας», δπου ό θεός. *Ήτοι, είς
χούς διά νά σαρκωθή. Μαρτυρεί τό νέφος «τήν ύπεράγνωστον, καί ύπερφαή καί άκρο-
των έκ Μοναχών Αγίων μας, οί όποιοι δέν τάτην Κορυφήν, ένθα τά άπλά, καί άπόλυτα,
θά ήσαν "Αγιοι έάν έμεναν είς τήν όδόν τής καί άτρεπτα τής θεολογίας μυστήρια, κατά τόν
μή δυναμένης «τελειώσαι τούς προσερχομέ- ύπέρφωτον έγκεκάλυπται τής κρυφιομύστου
νους» καταφατικότητος. Διδάσκει ό Μ. ’Αθα­ σιγής γνόφον, έν τφ σκοτεινοτάτψ τό ύπερ-
νάσιος· «Δύο ούσών των οδών του βίου, τής φα νέστατον ύπερλάμποντα, καί έν τφ πάμ
μιας μέν μετριωτέρας πως καί βιωτικής, του παν άναφεί καί άοράτψ τών ύμερκάλων άγλαϊ-'
γάμου λέγω, τής δέ καθ’ ύπερβολήν καί άγ- ών ύπερπληροΰντα τούς άνομμάτους νόας...»,
γελικής, τής άγαμίας - Μοναχισμού (Τότε ή ώς λέγει ό τόσα δεχθείς καί «έξ οικείων βέ­
άγαμία δέν νοείτο έν τφ κόσμψ). λη» άγιος Διονύσιος ό άρεοπαγίτης είς τήν
Άς μή έρίζωμεν λοιπόν διά τάς δύο οδούς «Μυστικήν θεολογίαν» του.
τής πνευματικής ειρήνης, αϊτινες άγουν είς Αύτήν τήν όδόν πού διδάσκει τό άγιον
τόν θεόν, βεβαίως ούχΐ έξ Ισου. "Ολοι άσφα- Πνεύμα, ήκολούθησαν τά πλήθη τών έκ Μο­
λώς οί σωθησόμενοι, «τών έσόπτρων λυθέν- ναχών 'Αγίων μας, δχι διότι τήν έδίδαξεν
των», θά βλέπουν τόν θεόν «πρόσωπον πρός ό άρεοπαγίτης, άλλά διότι αύτή άποκαλύπτε-
πρόσωπον», ούχί βεβαίως κατά τήν ού- ται σταδιακώς είς τούς άγιαζομένους. "Ετσι
σίαν του, ώς πλανώμενος πιστεύει ό Σχολα­ δέ έξηγεϊται, διατί οί βιώσαντες καί γράψαν-
στικισμός, άλλά κατά τάς άκτιστους ένεργεί- τες περί Μυστικής θεολογίας Πατέρες, ούδε-
ας τόύ —· άνεξαρτήτως ποίαν όδόν ήκολούθη- μίαν δυσκολίαν συνήντησαν είς τό νά θεωρή­
σαν, τήν καταφατικήν, τήν άποφατικήν ή καί σουν τά άρεοπαγιτικά ώς έργα θεοσόφου άν-
άμφοτέρας. Βέβαιον πάντως είναι, ώς διδά­ δρός καί διατί έχομεν έν τούτφ «Πατερικήν
σκει ή ’Εκκλησία, δα, κατά τό «άστήρ άστέ- συμφωνίαν».
ρος διαφέρει έν δόξπ», θά άτΐολαμβάνουν άρ-
ρήτου μακαριότητας κατ’ άναλογίαν πρός τήν 11. Κατόπιν τούτων δλων, είναι περίεργον
δεκτικότητα τού σκεύους, δπερ άπέκτησαν ά­ διατί οί πόσης μορφής αιρετικοί καί οί ήμέ-
πό τής ζωής ταύτης. τεροι έγκεφαλικοί θεολόγοι, μή δυνάμενοι νά
Αυτή είναι ή ’Ορθόδοξος διδασκαλία. Καί όσφρανθούν τήν έν τοϊς δοκιμίοις ^ύωδίαν τού
μέν έν τφ κόσμφ, λόγφ τών συνθηκών, ά- άγίου Πνεύματος, ώς άκάθαρτοι δντες, τά ά-
έξ άνυπερβλήτου άνάγκης τήν κα- πορρίπτουν, κρημνιζόμενοι άπό τής άληθείας;
όδόν — «μετριωτέραν πως» — μή Μήπως τό ίδιον δέν συνέβαινε καί μέ τόν
νά προαχθούν είς τά έπίπεδα τής Χριστόν; ’Αλλά άπό τόν πολύ μοχθήσαντα
πλήν τών πεπληρωμένων Πνεύ- διά τήν ηθικήν κατά Χριστόν οικοδομήν τών
άγίου, ούτινος φέρουν καί τά γνωρί- πιστών κ. Τρεμπέλαν, δν βεβαίως δέν άνεμέ-
Μόναχοί έξω κόσμου καί τών έν ναμεν έκ πνευματικής πείρας άνεπιφύλακτον
πασιν είπόντες καί «σταυρώ- άποδοχήν τής άποφατικής θεολογίας τού ά­
σύν τοϊς πάθεσι καί ταϊς έ- γίου Διονυσίου, τούλάχιστον ήθέλαμεν τόν
καί αύτό τό θέλημά των, ά- σεβασμόν του έκ σεβασμού πάντως πρός τούς
όδόν έξ άφετηρίας άγιους Πατέρας. ’Άλλωστε ούδείς άξιοι άπό
18 Π6ρΐ ΜΙΛΝ Θ6ΟΑΟΓΙΚΗΝ Μ6λ6ΤΗΝ

τού· έν κόομψ λαϊκούς νά γνωρίζουν τήν ά-


ποφ ιτικήν θεολογίαν, πολύ δέ περισσότερον
νά ήν βιοΰν. Πρέπει νά τό είπωμεν καθαρά.
••ΜγετΛΓωπκ,
Οί :ν τώ κόσμφ χριστιανοί είναι έξ αύτοΰ του
τρό ϊου τής ζωής των προωρισμένοι νά κι-
ΟΜΙΜΩΣ όφείλομεν χά- '
νοΐ νται είς τόν περιωρισμένον και άνελεύθε- ριτας διά τήν έκδοτικήν
ροχ χώρον, πού προσδιορίζει ή κατ’ αϊσθησιν σειράν τής ’Αποστολικής
σύ' τή πίστει καταφατική πορεία των, πλήν Διακονίας τής Εκκλησί­
ας τής Ελλάδος «Έπί
των σπανίων εξαιρέσεων. Σωθήσονται δέ τη- τάς πηγάς», διότι δέν
ρο ιντες τάς έντολάς, άλλοι μέν διά τής τε­ περιορίζεται άπλώς είς
καλά λόγια διά τούς Πα­
κνογονίας και των καλώ.ν έργων, άλλοι δέ τέρας τής Εκκλησίας,
διό τής ποικίλης διακονίας έν^τή Έκκλησίςι. αλλά μάς χειραγωγεί είς
μίαν προσωπικήν καί συγ
«C i γάρ καλώς διακονήσαντες βαθμόν έαυτοϊς κεκριμένην έπαφήν μετ’
κο Χόν περιποιούνται και πολλήν παρρησίαν αύτών. Μάς έγκεντρίζει είς τόν κορμόν τής ζώ-
σ?ς θεολογίας των, καί μάς άγει είς κοινωνίαν
έ\ πίστει τή έν Χριστψ ’Ιησού», λέγει ό Παύ- τής χάριτος καί τής έν Πνεόματι έλευθερίας των.
λ< ς. ’Αλλά τά μεγαλεία, δ ποιεί ό θεός εις Τούτο δέ τό έπιτυγχάνει μέ τό νά παρουσιάζη
έκ τής άπεράντου πατερικής δημιουργίας ώρισμέ-
τούς Μοναχούς, τάς άγαλλιάσεις και τούς θεί­ να χαρακτηριστικά καί συμπεπυκνωμένα κείμενα^
ους έρωτας άπό τήν ύπερβάλλουσαν «γνώσιν» Είς αύτά προτάσσει μίαν υπεύθυνον καί σαφή
Εισαγωγήν. Άντιπαραθέτει είς τό πρωτότυπον
πού άποκτούν έκ τής έγγύτητος πρός τόν θε­ κείμενον μίαν λογοτεχνικός άφογον μετάφρασιν,
ό , ούτε έδώ δύνανται νά έχουν οι λαϊκοί οΰ- καί φωτίζει θεολογικώς τό περιεχόμενον δι’ όρ-
θών παρατηρήσεων.
τι έν τή παλιγγενεσία. Διατί; Διότι τά πνευ-
μ ιτικά άγαθά μέν δίδονται πρός δλους τούς Μετά τούς δύο πρώτους τόμους «ή θεομήτωρ»
ό ιθοδόξως πιστεύοντας καί λατρεύοντας τόν καί «ή Θεοτόκος», ήκολούθησεν ή «Μυσταγωγία»
€εόν. ’Αλλά δέν άρκεϊ τούτο. Χρειάζεται ή του ‘Αγίου Μαξίμρυ του ‘Ομολογητοΰ.
δ ίκτικότης. Ό ήλιος - Χριστός λάμπει έκθαμ- ‘Ο τόμος αύτός άποτελεϊ μίαν. μοναδικήν θεο-
C ωτικώς. Έάν είμαι τυφλός πώς θά ϊδω; Ή λογικήν έπιτυχίαν και φανέρώσίν του. θαύματος
τόΰ διαχρονικού μυστηρίου τής .Παραδόσεως τής
ί ύωδία τού άγίου Πνεύματος έκκέχυται άφθό- ’Εκκλησίας ,μαςγ<4Ο φερώνυμος μέγιστος ‘Ομολο­
χ ως. Έάν δέν έχω ύγιά τήν αϊσθησιν τής ό- γητής τής ορθοδόξου; ζωής καί -πίστεως, Μάξι-
μος σχολιάζει μετά·, δέους τάς' ουρανίους έμπει-
ο φρήσεως, πώς θά τήν αισθανθώ; ρίας του ■ Διονυσίου-'του . ’Αρεοπαγίτου. ‘Ο κρα­
δασμός τής ψυχής γου,Ασίρν. ;Μαξίμου μεταδίδε­
*Οπως λέγει καί ό Νικόλαος Καβάσιλας είς ται έναρμονίως 'είς ’μιαν Ιλίαύ ευαίσθητο/ πνευ-
ήν «Έν Χριστψ ζωήν», αύτό άκριβώς θά ματικώς καί ώριμόν' θεόλογικωςλίίπάρξιν, τόν κα-
θΊΥΠΤήν τ.ής; όρθοδόξου δ^γρα^.ίκής >·π.. Δημήτριον ·
4νη καί είς τήν μέλλουσαν ζωήν. Ή άπό- Στανιλοάέ, ό όποιος;γράφει. τήν Εισαγωγήν τής
Χαυσις της μακαριότητας ή ή στέρησίς της θά «Μυσταγωγίας» 'καί.>σχολιά^ει »”τό . περιεχόμενον
της. Οίίτω πως ψηλαφούμε το Consensusputnim
£ξαρτηθοϋν άπό τήν ζωήν ή τήν νεκρότητα τό όποιον φθάνει'μεχρι^τώνήμερωνμάς καί ταυ­
ιών πνευματικών αισθήσεων. Καί ό Μοναχι­ τόχρονες διοΰ|/εν^^osensus^pccltstae, δ»ότ<
ό κάθε «πεινων^κάί^ψω^,άναγχώ<π·ης .-καταφά­
σμός μέτρα τήν άξίαν τών ψυχών, τήν ζωήν σκει 6αθόταπαεΙςτήγ,μυσταγωγικήν τούτην καί
ή τόν θάνατόν των, άπό τήν παρουσίαν ή τήν θεοδίδακτόν ,θεόλογίαν.
.· ,,.ζ; χ ' jjt·
άπουσίαν τού άγίου Πνεύματος, διά τήν κτή- Είς την έποχην του >«πρραλογου», οπού ωδη-
σιγ. του όποίου ύποβάλλονται είς δλας τάς θυ­ γησε τόν άνθρωπον ή έίδωλική του προσκόλλησις
σίας. Καί ή πνευματική παράδοσις τής ’Ορθο­ είς τόν «όρθόν λόγον» ·κβα <έδημίούργησε τάς τό­
δοξίας πιστοποιεί, δτι ή άπόκτησις τού άγίου σα ς ψευδωνύμους άνησύχίας καί ίνόθόυς.θεολογίας,
Πνεύματος συνεπάγεται τήν νέκρωσιν τών σω­ έρχεται ή . Εκκλησία δία<tp.ipv Αγίων τέκνων της,
του Διρνυσίρμ.\·τρΰ;;^ήέόίπαγί·τρυΤ' γου Μαξίμου
ματικών αισθήσεων καί τήν ζωοποίησιν τής
του ‘Ομολογητου κρό του, π. Δημητρίου Στανι-
νοεράς αίσθήσεως, ήτις όδηγεϊ είς τήν άπο- λοάε νά μάς μυσταγωγήση είς τήν υπέρ λόγον
φατικήν άνοδον τού θεουμένου νού. *Όθεν κόττάπαυσιν, «ένθρ^'τά Απλά καί άπόλυτα καί
όρθόν είναι νά λέγη ό πάντοτε σεβαστός γέ­ άτρέπτα τής θεολογίας μυστήρια».
ρων θεολόγος: «Προτιμώ μέν νά μή μετακι­
Διά τούτα πάντΟ^το διβλίον τούτο ώς Ιερόν
νούμαι άπό τήν έκ παραδόσεως καταφατικότη-
κειμήλιον τής πίστεώς ήμών καί πηγή άκενώτου
τά μου, άλλά έπιθυμώ νά μετάσχω, δσον εί­ λειτουργικής χάριτος,'πρέπει νά γίνη κτήμα κάθε
ναι δυνατόν, τών άγαθών πού χαρίζει ό απο- πεπαιδευμένου πιστού. ’
α ιι &
πβρι thc iepxc kxj mhtpoc ton
xpeTODN MXKxpixc npoceyxHc
TOY ΛΓΙΟΥ ΙΦλΝΝΟγ TOY KAJMXKOC

ΚΑΛΟΣ 'ίππος βα- λώς καθαρούς καταφλέγει τό άγιον καί


Jffr5n ■ ■ δίζων θερμαίνεται ύπερουράνιον πϋρ τοϋ 'Αγίου Πνεύματος,
■ γι’ αυτό, καί δοόν όπως λέγει ό "Αγιος Γρηγόριος <5 Θεο-
λόγος. Τούς δέ καθαρούς, κατά την άνα-
τ \ )1 II Τ ^α^^ει> τβεΧει ό" λογίαν τής τελειότητας τοϋ Μοναχού, τό
Ί,Υ/, κόμη περισσότερον "Αγιον Πνεύμα, φωτίζει.
γ», / δρόμον. Δρόμον ίν- Αύτό τό ίδιον πϋρ τοϋ Άγιου Πνεύ­
W . νοώ την υμνωδίαν ματος δνομάζεται «πΰρ καταναλίσκον» καί
και 'ίππον τόν ανδρεί­ ι·φώς φωτίζον». Γι’ αύτό καί ώρισμένοι
αν νοϋν. Ό άνδρείος νους, προαισθανόμε­ άνθρωποι, όταν σταματούν την προσευχήν,
νος τόν διαβολικόν πόλεμον, προπαραοκευ- αισθάνονται ότι έξήλθον άπό πύρινον κα­
άζεται καί έτσι μένει τελείως ανίκητος. μίνι, έλαφρωμένοι άπό τό βάρος τής ύ­
ν' Είναι όδυνηρόν νά πάρης άπό τό στό­ λης καί κάποιας ακαθαρσίας. "Αλλοι πά­
μα τό νερό έκείνου που πίνει νά ξεδιψάοη. λιν αισθάνονται, ότι έφωτίοθηοαν άπό έ­
Είναι όμως Λδυνηρότερον να έμποδίοης να φώς καί ώσάν νά ένεδύθηοαν ώς ίμά-
την ψυχήν, που προσεύχεται μέ κατάνυξιν, τιον ταπείνωσιν καί άγαλλίασιν. Αυτοί
πριν τελειώσει την πολυπόθητον συνομιλί­ πού εξέρχονται άπό τόν χώρον τής προσ­
αν της μέ τόν Θεόν. ευχής χωρίς αύτάς τάς δύο ένεργείας,
να' Μη σταματήσης νά προσεύχεσαι, μέ­ αυτοί προσεύχονται μόνον μέ σωματικόν
χρι τότε πού τα δάκρυα καί ή φωτιά τής τρόπον, για νά μη ε'ίπω τυπολατρικόν. Ε­
κατανύξεως, πού σοΰ έδώσεν ό Θεός, τά άν ένα σώμα, ένούμενον μέ άλλο σώμα,
πάρει πάλιν, λόγω τής μυστικής έπάρσεώς αισθάνεται διάφορον ενέργειαν, πώς δέν
σου. Διότι τοιαύτην ευκαιρίαν, διά την ά- θά μεταβληθή εκείνος πού παίρνει μέσα
φεοιν των αμαρτιών σου, ίσως δέν θά-ξα- του τό Στόμα τού Θεού ή έγγίζει τόν
ναεύρης εις δλην σου την ζωήν. Θεόν διά τής προσευχής;
"Οοτις έγεύθη την αληθινήν προσευ­ νγ' Είναι δυνατόν νά ίδωμεν τόν πα-
χήν, πολλές φορές άπό ένα έπιπόλαιον λό­ νάγαθον βασιλέα μας Θεόν, όπως συμ­
γον ΰπερήφανον ή αισχρόν, έμόλυνε τόν βαίνει καί μέ τόν έπίγειον βασιλέα καί
νοϋν του. Καί κατά την ώραν τής προσευ­ νά μάς χαρίζη, ώς στρατιώτας του, διά­
χής δέν ήμπόρεσε νά αίσθανθή την ουνη- φορα πνευματικά δώρα είτε ό ίδιος άπ
θισμένην του κατάνυξιν. ευθείας, άλλοτε δι’ αγίου, άλλοτε δι αγ­
νβ' "Άλλο είναι νά έποπτεύη κάνεις γέλου καί κάποτε κατά τρόπον μυστικόν,
τάς κινήσεις τής ψυχής καί τάς αισθή­ άναλόγως δέ μέ την ταπείνωσιν πού έχο-
σεις τοϋ σώματος και άλλο νά έπιοκοπεύη μεν.
εις την καρδίαν του μέ τόν ηγεμόνα νδ' 'Όπως εις τόν γήίνον βασιλέα
νοϋν» του, προοφέρων εις τόν Θεόν, ω­ γίνεται μισητός εκείνος πού, ένώ παρι-
σάν άρχιερεύς, θυσίας αγίων νοημάτων σταται ενώπιον του, στρέφει τό πρόοωπόν
διά τής προσευχής. Και τούς μέν μη έντε- του καί συνομιλεί μέ τούς έχθρούς τοϋ
ΑΠΟφΑΤΙΚΗ ΚΛΙ ΚΛΤΑφ-ΧΤΙΚΗ θβΟ.ΚΟΓΙΧ

Ε ΠΟΛΛΗ συγ­ ποταγή τών εν τώ κόσμω βιούντων


κίνηση διά6ασα στήν καταφατική θεολογία.
στο τελευταίο τεύ­
χος τών «’Αθωνι­ ση *ήβ ’Εκκλησίας, ή καταφατική
κών Διαλόγων», θεολογία δέν αντιπροσωπεύει ενα χα­
τό άρθρο «Περί μηλότερο επίπεδο πνευαατικής προ­
μίαν θεολογικήν όδου καί φωτισαρύ γνώσεως, γιά
μιλέτην». Είναι, πραγματικά, μια τον άπλούστατο λόγο ότι ή καταφατι-
μ* γάλη ελπίδα για όλους μας τό γε- κή θεολογία δέν αύτονομειται ποτέ,
γονός ότι, τόσο μέ την έκδοση τοϋ δεν νοείται ποτέ γωρισμένη άπό τήν
πριοδικοΰ σας όσο και μέ την άρ- αποφατική στάση τού ανθρώπου
θρογραφία σας, αρχίζει επιτέλους απέναντι στο μυστήρια τής~πίστεως.
νά δημιουργήται μια γέφυρα άνά- Ή ’Ορθόδοξη Θεολογία δέν γνωρί­
μσα στη λεγάμενη «επιστημονική* ή ζει δύο οδούς ή δύο «σχολές» γνώ­
«άκαδημαϊκή» θεολογία καί στη φυ- σεως τής αλήθειας, τήν καταφατική
σ κή πηγή τής ’Ορθοδόξου Θεολογί­ καί τήν αποφατική, αλλά μόνο «τήν
ας, πού είναι δ μοναχισμός και ή ά­ γλυκυτάτην συνάφειαν» τών δύο
σκηση. Κι’ αυτή ή «γέφυρα» δεν καί, επομένως, μόνο τήν αποφατι­
μ πάρει νά σημαίνη προσπάθεια συμ­ κή κατανόηση καί αποδοχή τής δ-
βιβασμού, άλλα τήν κριτική παρεμ­ ποιασδήποτε καταφατικής έκφρά-
βολή τής φωνής τού 'Αγίου ‘Όρους \σεως τής αλήθειας τού Θεού.
οτό χώρο τής θεολογίας πού πραγμα­ > Ή_καταφατική μέθοδος, ώς αυ­
τ οποιεΐται έξω από τό φυσικό της τοτελής καί αυτόνομη οδός θεολογι-
χώρο. κης γνώσεως, δέν συνιστα Ίιπλως
Θά σας παρακαλέσω μόνο νά μού έαν χαμηλότερο επίπεδο πνευματι­
Επιτρέψετε μιά απορία ή παρατήρη­ κής προόδου, άλλα αποτελεί π α­
ση πάνω στις τόσο ουσιώδεις θέσεις ν η, δηλαδή αποκοπή άπό την σώ-
οϋ άρθρου σας: ’Επαναλαμβάνετε, ζουσα άληθεια τής ’Εκκλησίας, με­
ιέ κάποια έμφαση, ότι «οί εν τώ κό- τάθεση των δυνατοτήτων γνωσεως
ιμω χριστιανοί, είναι εξ αυτού τού τής αλήθειας τού Θεού άπό τον χώ-
τρόπου τής ζωής των προωρισμένοι ρό~τής Κάριτος στήν άνθρωποκεν-
νά κινούνται εις τον χώρον τής κα­ τρίκή νοητικη~αυτόβέβάΐοτήταί~Κ αί
ταφατικής θεολογίας», ενώ ή απο­ αυτή ή ανθρωποκεντρική αύτοβε-
φατική Θεολογία είναι ή οδός τών βαιότητα νομίζω πώς είναι ή μεγάλη
τελείων τής μοναχικής πολιτείας. αίρεση τής δυτικής χριστιανοσύνης.
Τό δεύτερο σκέλος τής διαπιστώ- 'Όταν λείψη ή αποφατική αποδο­
σεώς σας τό κατανοώ καί τό αποδέ­ χή και κατανόηση τών καταφατικών
χομαι καί τό πιστοποιώ καθημερινά, περί Θεού εκφράσεων, δδηγούμεθα
μέσα από τά κείμενα τών άγιων Πα­ αναπόφευκτα στή μετατροπή τής
τέρων. ’Αλλά θά μού επιτρέψετε νά Θεολογίας σέ ορθολογιστική «επι­
θέσω υπό τήν κρίση σας μιάν άντίρ- στήμη», έτσι όπως τήν καθιέρωσε δ
ουση πού ένω γιά τήν πρώτη διαπί- ρωμαιοκαθολικός σχολαστικισμός.
. »r »·> !Λ. ,—,—
ΑΠΟφΛΤΙΚΗ ΚΧΙ ΚΛΤΧφλΤΙΚΗ θβΟΧΟΓΙΧ 13
rat καί ερμηνεύεται με νοητικούς τισμού της θείας Χαριτος, ως μονα­
συλλογισμούς, ηού πρέπει νά έχουν δική καί αποκλειστική οδό θεολογι-
τό αντικειμενικό κύρος μιας καθολι­ κής γνώσεως. "Οπωσδήποτε, υπάρ­
κά παραδεκτής βεβαιότητας. ‘Έτσι χουν καταφατικές διατυπώσεις τών
ή αλήθεια ταυτίζεται μέ τά νοητικά ορθοδόξων δογμάτων, οί όποιες όμως
σχήματα τής ανθρώπινης λογικής — δέν εξαντλούν τήν αλήθεια καί τήν
«ή ανυπακοή στη λογική είναι ανυ­ εμπειρία τής ’Εκκλησίας στις συμ­
πακοή στο Θεό», έλεγε ό Θωμάς Ά- βατικές έννοιες τών θετικών διατυ­
κινάτης. πώσεων τής κοινής λογικής καί τού
Οι θωμισταί διακρίνουν τή λογι­ κοινού γλωσσικού μας ιδιώματος. Οί
κή από τήν πίστη, (τή θεολογία από καταφατικές εκφράσεις «τάς εφι­
τήν ευσέβεια), καί προσπαθούν νά α­ κτός ήμϊν μορφώσεις προτείνουσι
ποδείξουν τήν αναγκαιότητα τής τών άμορφώτων καί υπερφυών θεα­
συμφωνίας τους: και στις δυο περι­ μάτων», κατά τον θείο Διονύσιο.
πτώσεις, τόσο τής λογικής όσο και Προτείνει ή καταφατική έκ­
τής πίστεως, οι γνωστικές κατηγο­ φραση (προσφέρει τή δυνατότητα
ρίες είναι κοινές, είναι τά αξιώ­ γιά) τή δυναμική αναγωγή στή
ματα (principia^ τόσο τής λογικής θέα τών “άμορφώτων» καί “ασχη­
όσο και τής πίστεως. Ή λογική βα­ μάτιστων» αληθειών, μέσα από εφι­
σίζεται στις a priori δεδομένες δυνα­ κτές στήν ανθρώπινη γνωστή Ικα­
τότητες και «αρχές» τής διανοίας, νότητα “μορφώσεις» καί “σχήμα­
πού μπορούν πάντοτε νά άποδει- τα». Οι καταφατικές διατυπώσεις
χθούν ή νά έπαληθευθοΰν αντικειμε­ “τήν ετερότητα παρίστησιν, ετερότη­
νικά· και ή πίστη βασίζεται στήν τα δέ ώς ομοιότητα» — “άνομοίως
a priori δεδομένη αποκάλυψη, δηλαδή τών ομοιοτήτων έκλαμβανομένων».
στή θεία αυθεντία, πού διατυπώνε­ Γι’ αυτό καί ή θεολογική γνώση
ται επίσης αντικειμενικά από τήν «ά- υπερβαίνει πάντοτε τήν απλή “μά­
λάθητη» εκκλησιαστική διοίκηση. θηση» καί ταυτίζεται μέ τή μυστι­
Τό γνωσιολογικό, επομένως, πρό­ κή εμπειρία, τήν “όντως θεολογία»
βλημα των θωμιστών, καί τής κατα­ πού είναι “τέλος αγνείας» καί νε-
φατικής “θεολογίας» γενικώτερα, κρώσεως τών παθών, «παρουσία, τού
είναι ή τυπική σύμπτωσις των αξι­ εκ νεκρών άναστάντος». 'Η διατύ­
ωμάτων τής λογικής και τής πίστε­ πωση τής μυστικής αυτής εμπειρί­
ως στή διατύπωση τής αλήθειας (“ή ας υπερβαίνει ακόμα καί τήν εικο­
οίκείωσις των δογμάτων διά τής νο- νολογική γλώσσα τών καταφάσεων.
ήσεως και τής ευσεβούς μελέτης», Οί θεόπτες θεολόγοι, κατά τον ά­
όπως γράφει στήν “Δογματική» του γιο Συμεών, “όρώσιν αοράτων αυ­
ό Κ αθηγητής κ. Τρεμπέλας): ή λο­ τού τού Θεού τό άφραστον κάλλος·
γική πρέπει νά βεβαιώση τά αξιώ­ κρατούσιν άνεπάφως, κατανοοϋσιν
ματα τής πίστεως μέ τά δεδομένα άκατανοήτως τό άνίδεον είδος αυ­
τής διανοίας, μέσω ανοδικών συλλο­ τού, τήν άμορφαν μορφήν καί τό ά-
γισμών, και ή πίστις πρέπει νά έ- σχημάτιστον σχήμα εν άθεάτω θέα
παληθεύση τά δικά της αξιώματα κα- καί άσυνθέτω κάλλει άποικίλτως πε-,
ταλήγοντα στά δεδομένα τής διάνοι­ ποικιλμένον».
ας μέ καθοδικούς συλλογισμούς. Θά συμφωνούσα, λοιπόν, μαζί
’Απέναντι στήν αύτονομημένη σας ότι οί καταφατικές διατυπώσεις
αυτή ανθρωποκεντρική γνώση καί τής Θεολογίας προτείνονται
“θεολογία» (πού έγινε ή πηγή τού κυρίως σέ μας τούς κοσμικούς, πού
αθεϊσμού στή Δύση), ή ’Ορθόδοξη είμαστε άγευστοι τής θεοπτίας, καί
Θεολογία αντιτάσσει τήν ασκητική παρ’ όλα αυτά τολμάμε νά ονομαζό­
κάθαρση καί τήν ταπεινή ετοιμότη­ μαστε «επιστήμονες θεολόγοι» κατά
τα αποδοχής τού “ύπέρ λόγον» φω­ τό πρότυπο τής «επιστημονικής θεο-
14 ΛΠΟφΑΤΙΚΗ ΚΛΙ ΚΛΤΛφλΤΙΚΗ Θ6ΟΧΟΓΙΛ

λόγιας», πού παρήγαγε καί μας επέ­ θοδόξου ’Εκκλησίας οφείλεται σε ι­


βαλε ή αιρετική Δύση. στορικούς παράγοντες πού έπεβλή-
’Αλλοίμονο, όμως, αν έπαναπαυ- θησαν μονομερώς, καί έτσι στερού-
θοϊ με στη νοητική αύτάρκεια των μεθα εμείς οι κοσμικοί από μιά λα­
λογικών καταφάσεων, διότι τότε θα τρεία καί πνευματικότητα προσαρ­
άπ >μείνουμε, κυριολεκτικά, «ώς ελ­ μοσμένη στά δικά μας μέτρα. Πα­
πίδα μη έχοντες και άθεοι εν τώ κο­ ραγνωρίζουν, αυτοί οι άνθρωποι, ότι
σμώ», όπως ένας μεγάλος αριθμός δ μοναστικός καί ασκητικός χαρα­
σημερινών δυτικών «θεολόγων». Ε­ κτήρας τής ’Ορθοδοξίας είναι μιά
παναπαυόμενοι στην καταφατική μεγάλη φιλανθρωπία τής ’Εκκλησί­
θε.λογία υπάρχει κίνδυνος νά θεω- ας, πού μάς δίνει ώς μέτρο, άλ­
ρή σουμε-ώς αλήθεια τά «νοητά είδω­ λα καί ώς πνευματικό περιβάλλον,
λα > τής αλήθειας, και νά μεταβάλ­ τής ζωής μας τήν τελειότητα τής
λουμε τό κήρυγμα τής σωτηρίας σε αγγελικής πολιτείας. ’Έστω καί αν
κενή Ιδεολογία άφηρημένων εννοι­ δεν τό φθάνουμε εμείς αυτό τό μέ­
ών. ‘Έστω και άγευστοι τής θεοπι- τρο, είναι, ωστόσο, ή ελπίδα μας καί
στ '.ας, εμείς οι κοσμικοί θεολόγοι, νο- τό «τέλος» τής πνευματικής μας πο­
μί ~ω ότι μπορούμε νά θεολογούμε ά- ρείας, ή αποκάλυψη τής αλήθειας
πι φατικώς, όταν άρνοϋμεθα νά εξ­ προς τήν όποια οδεύουμε, καί στήν ο­
αντλήσουμε τήν αλήθεια σε νοητι- ποία ή ’Εκκλησία μάς ενσωματώνει,
κιύς ορισμούς καί λογικά σχήματα παρά τις αδυναμίες μας.
καί υποτάσσουμε συνεχώς τις θεολο- "Αν άφαιρέσουμε από τή Θεολο­
γικές μας διατυπώσεις στο μέτρο γία τον αποφατικό χαρακτήρα της,
τής εμπειρίας τών μοναχών, τής δηλαδή τή βεβαιότητα τής εμπειρίας
θι οπτίας τών άγιων. τών ασκητών καί τών άγιων, καί αν
Μέ άλλα λόγια: ή αποφατική άφαιρέσουμε από τή ζωή τής ’Εκ­
Θεολογία είναι καί για μας τούς κο­ κλησίας (τή λατρεία, τή νηστεία,
σμικούς ή ελπίδα μας καί ή σωτη- τήν προσευχή, τήν αγιογραφία, τούς
ρ α μας καί τό μέτρο τής θεολο- Κ ανόνες) τόν ασκητικό καί μοναστι­
γ .ας μας. "Ο,τι εμείς «ορίζουμε» κό χαρακτήρα, τότε ή μεν θεολογία
( περιγράφουμε) μέ τό λόγο, άντλών- μεταβάλλεται σε έννοιοκρατοϋμενη
τ ις από τή διδασκαλία τών άγιων «μεταφυσική», ή δε ζωή τής ’Εκ­
1 Πατέρων, δεν είναι μια έννοιοκρα- κλησίας σέ μιά άπλή κοινωνική ’Η­
τνύμενη «μεταφυσική», αλλά είναι θική μέ χρησιμοθηρικό χαρακτήρα.
i εμπειρία τής ’Εκκλησίας, ή έμπει- Β έβαια, τό νά αποδεχθούμε τόν
4 ία τών αγίων μοναχών καί ασκη­ αποφατικό χαρακτήρα τής Θεολογί­
τών. Μόνο μέ αναφορά σε αυτό τό ας καί τόν μοναστικό - ασκητικό χα­
f έτρο ή θεολογία μας είναι ζωή ρακτήρα τής εκκλησιαστικής ζωής
καί αλήθεια, μόνο όταν ό λό­ δεν είναι κάτι απλό καί εύκολο- είναι
γος μας αυτοαναιρειται σαν ανθρω­ ένα πνευματικό άθλημα καί κατόρθω­
ποκεντρική καί νοησιαρχική αύτοβε- μα. Προϋποθέτει νά παραιτηθούμε
βαιότητα, για νά παραπέμψη στήν ταπεινά από τή βεβαιότητα τών κρι­
μπειρία τής Εκκλησίας. τηρίων τής ατομικής μας διανοίας,
Γιά τον ίδιο αυτό λόγο καί <5 μο­ γιατί τά κριτήρια αυτά δεν είναι
ναχισμός δεν είναι, άπλώς, μιά εκ- πάντοτε καθαρά καί ανεπηρέαστα α­
Ιεκτή «μερίδα» τής ’Εκκλησίας, άλ- πό τά πάθη μας, καί νά υποταχθού­
Ιά είναι τό μέτρο τής σύνολης με μέ αγάπη καί εμπιστοσύνη στην
ζωής τής ’Εκκλησίας, ή ενσαρκη εμπειρία τών Πατέρων μας. Δια­
ελπίδα καί σωτηρία όλων τών πι­ φορετικά, ό άποφατισμός καί η α-
στών. Μερικοί νομίζουν ότι ό ασκη­ σκητικότητα καί ή τήρηση τών Κα-
τικός και μοναστικός χαρακτήρας ό- νόνων μπορούν νά μεταβληθούν σε
τύσ tωύα τησ ’Ορ­ ένα άλλο είδος «καταφατικής» θεο­
ΛΠΟφΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑφΑΤΙΚΗ Θ6ΟΑΟΓΙΑ 15

λόγιας, δηλαδή σέ ορθολογιστικό μέ­ Β έβαια, ή σύγχυση αρχίζει καί


τρο και νομικό κριτήριο, πού κατο­ ξεκαθαρίζει προοδευτικά, μέ ένα καί
χυρώνει τις ατομικές μας απόψεις μοναδικό, θά έλεγα, κριτήριο: τή
και θέσεις, βασανίζοντας την ’Εκ­ στάση των θεολόγων απέναντι στο
κλησία. Αυτόν τον βασανισμό νομί­ μοναχισμό. Καί ή πόλωση, πού αρχί­
ζω ότι τον ζή πολύ οδυνηρά ή ελλη­ ζει καί δημιουργεϊται στά όρια τής
νική, ειδικά, Εκκλησία τά τελευ­ ελληνικής θεολογίας ανάμεσα σέ δύο
ταία χρόνια: ή συντηρητική έμμονή σαφείς καί άντιτιθέμενες τάσεις,
στήν Παράδοση μεταβάλλεται συχνά είναι σχεδόν παρήγορη, γιατί μάς
σέ αντικειμενικό - νομικό κριτήριο οδηγεί σέ ένα ξεκαθάρισμα τοϋ
γιά τήν αύτοκατοχύρωση ατόμων ή πραγματικού ή άφηρημένου
ομάδων καί τήν εξουθένωση άλλων. καί ήθικολογικοϋ περιεχομένου τής
Καί θά ήταν, ίσως, πολύ χρήσιμο, «έν ήμιν έλπίδος».
αν από τις στήλες τοϋ περιοδικού σας Σάς παρακαλώ νά μού συχωρέ-
καί μέ τά κριτήρια των αγιορειτών σετε τή μακρότατη αυτή επιστολή
Πατέρων μπορούσατε νά μάς διαφω­ καί νά δεχθήτε τήν έκφραση τού βα­
τίσετε γιά τό ποιά είναι ή αληθινή θύτατου σεβασμού μου.
συντηρητικότητα μέσα στή ζωή τής ’Αθήνα 29.10.75
’Εκκλησίας. Χρήστος Γιανναράς

τια τού νεαρού θεολόγου οί θησαυροί


τής θεολογίας καί τής έν Χριστψ ζωής.
Αυτό βέβαια άποδεικνύει, δτι οί όφθαλ-
ΕΝ ΜΑΣ έκπλήσ- μοί του είχον αποβάλλει τήν ήθικιστι-
σει εύαρέστως διά κήν λήμην καί κατέστησαν ικανοί διά
πρώτην φοράν ό τήν δρασιν, έστω «δι’ έσόπρου έν αίνί-
θεολόγος κ. Γιαννα- γματι», τών έπέκεινα τής ήθικής μεγα­
',φ ρας μέ τάς περί ά­ λείων τού θεού, πού κατέστησε «θείας
ποφατικής θεολο­ φύσεως κοινωνούς» τούς υιούς τών άν-
γίας άπόψεις του. θρώπων.
Είναι γνωστός άπό τάς περί άποφατικής “Οντως τούς πνευματικούς θησαυρούς
θεολογίας μελέτας του. θά έλεγε κα­ τής παμφώτου 'Ορθοδοξίας, τούς όποι­
νείς, δτι κατά ίά τελευταία χρόνια, ους άλλοι, καταγηράσαντες είς τήν δια­
πρώτος έδωσε μίαν έμφασιν εις τήν πε­ κονίαν τής ’Εκκλησίας, δέν ήδυνήθησαν
ρί άποφατικής θεολογίας διδασκαλίαν νά διακρίνουν, ό κ. Γ. είδεν, ώς ήδη εϊ-
τής ’Εκκλησίας, τούλάχιστον είς τόν έλ- πομεν, άλλά <δ1’ έσόπτρου...». Καί φυ­
λαδικόν χώρον. σικά δέν ήτο δυνατόν νά τούς ϊδη «γνω-
Αί ίδέαι πού κυριαρχούν είς τούς άν- στώς», «πρόσωπον πρός πρόσωπον». Διό­
θρώπους έχουν τάς αίτίας των καί συν­ τι ό πνευματικός πλούτος, ώς θείος έ­
δέονται μέ κάποιο παρελθόν. “Ετσι καί ρως καί ώς «φιλοκαλική» ζωή, πού όδη-
ή περί τήν άποφατικήν θεολογίαν ιδιαι­ γεϊ είς τήν ύπέρβασιν τών πάντων καί
τέρα ένασχόλησις τού κ. Γ. έχει τήν αι­ εισάγει είς τήν άποφατικήν βίωσιν, δέν
τίαν της. θητεύσας ό ίδιος είς χριστια­ οίκειοΰται βεβαίως διά τών βιβλίων. 'Α­
νικήν όργάνωσιν έπι άρκετά έτη καί παιτείται χρόνιος άγών καί Πνεύματος
«μέγας γενόμενος», «έγνω καί κατέ- ’Αγίου έπίλαμψις. ’Εάν τις έπιμείνη δέ
γνω» τήν πνευματικήν πτωχείαν της νά μάθη τήν μυστικήν έν Χριστώ ζωήν
καί οΰτω, «ήρνήσατο λέγεσθαι υίός» τής δι’ άναγνώσεως καί μάλιστα νά τήν δι-
όργανώσεως. Δέν θά διεπίστωνε δέ τήν δάξη, χωρίς πείραν, θά όδηγηθή είς πα­
πτωχείαν καί άνυπαρξίαν θεολογικοΰ ρανοήσεις καί πλάνας. Διότι τά θεία δέν
ύποβάθρου εις αυτήν, έάν δέν άπεκα- «μαθαίνονται», άλλά «πάσχονται>, όπό-
λύπτοντο έμπρός είς τά έκπληκτα μά­ τε άνακαλύπτεται ή ίεράρχησίς των καί
16 ΑΠΟφΛΤΙΚΗ ΚΛΙ ΚΑΤΛφλΤΙΚΗ Θ6ΟΧΟΓΙΑ.

ή ένότης των. Χωρίς τό «μακάριον πά­ άνωτέρω έπιστολήν του, ύποχρεούμενοι


θος» είναι άμήχανος ή γνώσις των. νά άπαντήσωμεν. Ό άναγνώστης τών
Λοιπόν ό νεαρός θεολόγος δέν ήδυ- Α.Δ. έχει βεβαίως ύπ’ δψιν του τήν μετ’
νηθη νά άποφύγη τόν πνευματικόν αύ- άγάπης ύπόδειξιν κάποιων ήμαρτημέ-
τόν νόμον. Διό και ήρχισεν ένα άχαρι νων σημείων τής μελέτης τοΰ κ. Τρεμ-
άπονα κατά των πτωχών πνευματικώς πέλα, τήν οποίαν έτολμήσαμεν εις τό
γ :νητόρων του, oi όποιοι εύρίσκοντο έν προηγούμενον τεύχος.
«ασφαλείς!», έσθίοντες «λάχανα» και ’Ανεξαρτήτως τής θλιβερός τροπής
«/άλα» καί μεταδίδοντες, μέ αϊοθησιν πού τείνει νά προσλάβη ή όφειλομένη
διακονίας, τήν ιδίαν τροφήν εις τά άσθε- ύπόδειξίς μας, ό κ. Γ. ύπέθεσεν, δτι εις
\ ή καί, νηπίας φρενός τέκνα τής Έκ- τήν προσπάθειάν μας νά έπιοημάνωμεν
ιλησίας. Τό λάθος του ασφαλώς εύρί- βασικά άστοχήματα τοΰ καθ’ δλα σεβα­
< κετο εις τήν έξ όλοκλήρου άπόρριψιν στού ύπεργήρου θεολόγου, ένεφανίσθη-
ής ώργανωμένης διδασκαλίας και άγω- μεν άρνούμενοι έκεϊνο δπερ ήλέγχα-
'ής, ένψ έπρεπε νά άναγνωριοθή, είς μεν.
ούς καλών προθέσεων άδελφούς, ή με- ’Εάν δμως ό κ. Γ. έπρόσεχεν ολίγον
άδοσις πτωχών πρός πτωχούς τροφής, περισσότερον είς τά γραπτά μας, θά έ-
ής καί αυτοί ήσθιον, τής ήθικής. βεβαιοΰτο δτι ή συμφωνία μας είναι ά-
“Ετερον λάθος του ύπήρξεν ή άνευ πόλυτος. “Αλλωστε ποιον νόημα θά εΐ-
μέτρου καί προϋποθέσεων έξαροις τής χεν ό άσκηθείς έλεγχος έπί τφ λόγφ,
«στερεας» τροφής καί τοϋ «άρτου τών δτι «ή “γενεά” αύτή τών θεολόγων αύ-
αγγέλων», ώς τάχα προωρισμένων δι’ τήν τήν άντι-άποφατικήν νοοτροπίαν έ-
δλα τά συνηγμένα έν τή ’Εκκλησίςι τέ­ μόρφωσεν. ..», έάν δέν έθεωρούσαμεν
κνα τοϋ θεοΰ. Τό λάθος δέ προσέλαβε ώς ύποχρεωτικήν διά τούς θεολόγους
τρομακτικωτέρας διαστάσεις, άπό τής καί τήν άποφατικήν «μόρφωσιν»; Διά
στιγμής πού, συνεπαρμένος προφανώς νά άποφύγω τήν παράθεσιν όλοκλήρων
ό καλός κ. Γ. άπό τήν φωτεινήν καί ά- φράσεων, πού άναφέρονται είς τό περί
γίαν δψιν τών τέκνων τοΰ θεοΰ, δτινα οΰ πρόκειται αρθρον, συνιστώ είς τούς
δέν «έκοινώνουν πλέον σαρκός καί αί­ έπιθυμοΰντας νά διακριβώσουν τάς έν
ματος», δέν ήδύνατο νά έννοήση τήν προκειμένφ θεολογικάς άπόψεις, δπως
σκοπιμότητα τής ύπάρξεως τών παιδα­ τό άναγνώσουν μέ προσοχήν.
γωγικών μέσων πού έχει θεσπίσει ή θά διαπιστώσουν ,δπ διακρίνω τήν ά­
’Εκκλησία διά τά άσθενοΰντα τέκνα ποφατικήν βίωσιν άπό τήν άποφατικήν
της. Λησμονήσας προφανώς, δτι τό ίδιον γνώσιν. Κάτι σχετικόν άναφέρει καί ό
έλεγεν ό θείος ’Απόστολος, άλλά ύπό κ. Γ. “Αλλο βίωσις, άλλο ψιλή γνώσις
προϋποθέσεις· «νόμος ού κεϊται», άλλά καί άλλο προσπάθεια πρός βίωσιν τής
«δικαίφ»! γνώσεως. Τό γεγονός, δτι όμολογεϊται
’Εντεύθεν ό κ. Γ., τίων φόρον τών άπό τόν κ. Γ. δτι οί κοσμικοί - λαϊκοί δέν
άγγελικών περί ’Εκκλησίας θεωριών δύνανται νά φθάσουν τούς Μοναχούς
του, διέπραξεν έπάλληλα λάθη, έσκαν- είς τήν βίωσιν — διά λόγους φυσικά
δάλισεν, καί οί «’Αθωνικοί Διάλογοι» ή- διαφόρου τρόπου ζωής — έπιβεβαιοϊ
λεγξαν τά άτοπήματα, συστήσαντες τά τόν ισχυρισμόν μου, δτι ή σάρκωσις τοΰ
είκότα. Μέ χαράν έπληροφορήθημεν, άποφατισμοΰ άπόκειται τοϊς Μοναχοΐς.
δτι έδωσεν ικανοποιητικός έξηγήσεις ’Εάν θελήσωμεν νά είσδύσωμεν είς
διά τά μεμπτά γραπτά του. Καί ήδη τά τήν ούσίαν τής άποφατικής όδοΰ γνώ­
νεώτερα δημοσιεύματα τοΰ κ. Γ. είναι σεως, τί θά ίδωμεν; ’Ιδέας, εικόνας, έν­
άξιόλογα καί άπό τήν πείραν τών πα­ νοιας άφαιρουμένας άπό τόν νοΰν ή
θημάτων του έμαθε νά «σχοινοβάτη», θείας έμπειρίας, ύπερκειμένας νοημά­
άποφεύγων τάς έξ ίσου όλισθηράς άκρό- των, τύπων καί σχημάτων; ’Ασφαλώς
τητας, τής έλλείψεως καί υπερβολής. τό δεύτερον. Δηλαδή κατά βάθος άπο-
’ '----~ Χ">ιηπιράοιιεν τήν φατισμός είναι κυρίως έμπειρία έν
ΛΠΟφλΤΙΚΗ ΚΧΙ ΚΧΤΧφΛΤΙΚΗ θβΟΛΟΓΙΛ
17
Πνεύματι. Έάν δέν είναι άποκλειστικό- Ευκταΐον λοιπόν καί οί έν κόσμω α­
της τών Μοναχών αύτή ή κατάστασις δελφοί έν Χριστψ νά βιοϋν καί τήν ά­
τής ψυχής, πάντως δέν είναι πολύ έφι- ποφατική ν θεολογίαν. Δύνανται δμως;
κτή διά τόν «έμπεπλεγμένον ταΐς τοΰ Πώς άλλωστε θά διεχώριζαν οί άγιοι
βίου πραγματείαις» χριστιανόν. Πατέρες τούς πιστούς εις δούλους, μι­
Ή θεολογία δμως τής 'Ορθοδοξίας σθωτούς καί υιούς καί ό άγιος Μάξιμος
ούκ οίδε διάκρισιν μεταξύ καταφατικό- εις θεωρητικούς, γνωστικούς καί πρα­
τητος καί άποφατικότητος. Πράγματι· κτικούς; Καί διατί ό άγιος Διονύσιος
ουδέ ήμεϊς τήν διακρίνομεν καί τήν τέ- ό άρεοπαγίτης όμιλεΐ περί τών τριών
μνομεν, άποχωρίζοντες τό έν σκέλος α­ κινήσεων τής ψυχής, κυκλικής, έλτκο-
πό τοΰ άλλου, άφοΰ, δπως γράφομεν, ειδοΰς καί εύθείας, πού άντιπροσωπεύ-
άλληλοεμπεριχωροΰνται. Άλλ’ έάν τά ουν, τήν λογικήν, τήν νόησιν καί τήν
καταφατικώς λεγάμενα, έπί τοΰ μυστη­ θεωρίαν - ύπερ - νόησιν;
ρίου τής καθολικής πίστεως, είναι προ­ "Αλλο είναι βεβαίως ή περίπτωσις
σιτά εις τόν λόγον καί έπομένως εις τών θεολόγων. Έφ’ δσον διδάσκουν όρ-
τούς πολλούς, δμως τά άποφατικώς 6ι- θόδοξον θεολογίαν οφείλουν νά γνω­
ούμενα είναι προσιτά εις τούς όλίγους. ρίζουν άμφοτέρας τάς όδούς. Αύτό εί­
Κι’ ένφ εις πάντας προσφέρονται άμφό- ναι ένα πρόβλημα. Άφοΰ ή θεολογία
τεραι αί όδοί ήνωμέναι, έν τούτοις έκα­ είναι ιστορική καί ή άποφατική όδός εί­
στος 6ιοϊ κατά τήν θερμότητα τής προ- ναι έμπειρική, πώς ένας θεολόγος πού
αιρέσεως καί τάς δυνατότητάς του τό διδάσκεται εις τά Πανεπιστήμια θά ήμ-
μυστήριον τής πίστεως. Χωρίς νά άπου- ποροΰσε νά συζεύξη καί τόν άποφατι-
σιάζη τό μυστηριώδες στοιχεΐον άπό τήν σμόν;
βίωσιν τοΰ πιστού, δμως ένδέχεται νά Τό λάθος πολλών θεολόγων, Ιδίως
κινήται εις μίαν έπιφάνειαν, συνεχώς τής παρελθούσης γενεάς είναι, δτι δέν
«άπτόμενος» διά τής λογικής του τών άνέγνωσαν τούς Όσιους Πατέρας. Πάν­
άντικειμένων τής πίστεως καί τής ζω­ τοτε τούς έθεώρουν ώς είδος δευτέρας
ής. Αύτός ό τρόπος ζωής δέν είναι κα­ ποιότητος καί ώς μή έχοντας καθολικόν
ταφατικός; Έάν δέν δυνάμέθα νά χω- κΰρος διά τήν ’Εκκλησίαν. Ήγνόησαν,
ρίσωμεν τάς δύο ήνωμένας όδούς τής δτι αύτοί ύπήρξαν άγάλματα, τά όποια
θεολογίας, μήπως δέν είναι δυνατόν νά έλάξευσεν ή σμίλη τοΰ Αγίου Πνεύ­
τάς χωρίσουν διά τής ζωής των οί πι­ ματος καί δτι δέν κατέστησαν άπλώς δι­
στοί; Τί άλλο άλλωστε είναι ή ήθικο- δάσκαλοι, άλλά καί γνήσια έκμαγεία
κρατία καί ό εύσεβισμός, τόν όποιον τό­ τής διδασκαλίας τής ’Εκκλησίας.
σον έπληξεν ό κ. Γιανναρδς, fiv δχι τό Καί ένώ οί όμόδοξοι σλαΰοι θεολόγοι
άποτέλεσμα τής έκτοπίσεως άπό τήν ήρχισαν τήν θεολογικήν των διακονίαν
ζωήν τοΰ άποφατισμοΰ; μέ μελέτας έπί τών 'Οσίων Πατέρων,
’Αλλ’ δταν άναγνωρίζη ό κ. Γ. δτι (Άββας ’Ισαάκ Σύρος, δσιος Μακάρι­
«ή άποφατική θεολογία είναι ή όδός τών ος Αιγύπτιος, Παλαμάς) τινές τών ίδι-
τελείων τής μοναχικής πολιτείας», δέν κών μας δέν έγνώριζαν ούδέ τά όνόμα-
όμολογεί έμμέσως, δτι δέν είναι μέχρις τά των.
ένός σημείου διά τούς έν κόσμω; Μέ τό νά μή έχη τάς δυνατότητας,
’Επιθυμώ έν προκειμένη) νά διευκρι­ πού προσφέρονται είς τούς Μοναχούς
νίσω, δτι δέν θεωρώ όρθόν τό καταφα­ πρός κτήσιν ήσυχαστικής πείρας, δέν
τικώς ζήν, άλλά τό διαπιστώνω ώς γε­ νομίζω δτι, ύπό τό πνεΰμα τών Πατέ­
γονός τόσον μεταξύ τών λαϊκών δσον ρων οδηγούμενος, δέν δύνατατ νά άπο-
καί τών Μοναχών. "Οτι άποτελεϊ τού­ κτήση είς ένα μέτρον πνευματικήν πεί­
το άκρωτηριασμόν τής 'Ορθοδόξου ζω­ ραν. Διότι, έφ’ δσον θά θελήση νά εί­
ής ούδεμία άμφιβολία. "Οτι έπίσης έπι- ναι έν φόβω θεού διάκονος τής θεολο­
βάλλεται ό άποφατικός τρόπος οκέπτε- γίας, πάντοτε θά άναζητή τρόπους με-
σθαι καί νοεΐν. ούδείε ό άνηλένπιυ. fi^FphlC Tnr £\; Ynirrr/Ti Zx.xrir· ΑττΑτ-r. A. A
j8 ΛΠΟφλΤΙΚΗ KAI ΚΑΤΑφΑΤΙΚΗ ΘΘΟΛΟΓΙΑ

■ής προσευχής καί τής 'Ορθοδόξου ά- φατικών προϋποθέσεων, υπάρχει ή δυ-


’ ωγής δέν θά μείνη άγευστος. νατότης άποδοχής τής άποφατικής Πα-
Άπό τήν άποψιν αύτήν δέν ύπάρχει τερικής διδασκαλίας ψιλώ τφ λόγφ.
ιντίρρησις. Ούδείς έχέφρων δύναται Δηλαδή δύναται νά ε’ίπη ό θεολόγος:
■ά άρνηθή τήν δυνατότητα κτήσεως «έγώ μέν δέν 6ιώ εις τάν άποφατικόν
। ίχετικής πνευματικής πείρας έν τώ κό- χώρον, άλλά οί Πατέρες, πού «έπασχον
। >μω. Επομένως δυνάμεθα νά άποδε- τά θεία», αυτά λέγουν». Βεβαίως τού­
,θώμεν δύο μορφάς άποφατικότητος· το είναι νόθον, δσον καί άπαραίτητον.
ήν νοητικήν και τήν έμπειρικήν. Ή Έν τούτοις δσον περισσότερον διά τής
ιέν έμπειρική, άποτέλεσμα μακράς ά- άσκήσεως καί τής προσευχής σαρκοΰται
ικητικής ζωής και ένεργείας τοϋ Άγί- μέ τήν έμπειρίαν ό ψιλός λόγος, τόσον
>υ Πνεύματος, πλήν εκτάκτων περιπτώ- όλιγώτερον νόθον άποβαίνει τά παρά­
>εων, δέν κτάται ύπό τάς συνθήκας τοϋ δοξον τοϋτο σχήμα.
τόσμου. Είναι άνθος τής Ερήμου. Ή δέ ’Ελπίζω, δτι κατόπιν τών άνωτέρω, ό
</οητική, οχετιζομένη μέ τήν φιλοσοφι- κ. Γ. νά έ'χη πεισθή, δτι εϊμεθα άπολύ-
ίήν οκέψιν, άλλά καί γινομένη άποδε- τως σύμφωνοι. ’Αδύνατον ή άνθρωπίνη
:τή ώς άποφατική διδασκαλία, άριστα λογική νά έξαντλήση τήν μυστηριώδη
ϊύναται νά χρησιμοποιηθώ θεολογικώς. άοριστίαν τής ’Ορθοδόξου πίστεως, διά
Νομίζω δέ, δτι μέ τήν διάκρισιν αύ- τοϋ λόγου καί τής πίστεως οίκειουμέ-
■ήν έπιτυγχάνονται τά εξής: Πρώτον, νης, ώς σχετικώς άναφέρω είς τά τε­
:άν ό πυρήν τής άποφατικότητος είναι λευταίως κυκλοφορούν βιβλίον μου:
<υρίως ή έν 'Αγίω Πνεύματι έμπειρία, «’Αθωνικοί Διάλογοι, ή θεολογία τής
:ότε διασώζεται ώς υπαρκτική λειτουρ­ νοερας προσευχής».
γία χάρις είς τήν έμπειρίαν, κτωμένην Ώς πρός τήν παράκλησίν του, νά ά-
κατόπιν χρόνου, μόχθου καί άκτιστου ναπτυχθή άπό τών στηλών τοϋ παρόν­
ίνεργείας. Δεύτερον, μετά τήν διαπί- τος τό θέμα: «ποιά είναι ή άληθινή συν-
ιτωσιν, δτι δέν είναι πολύ έφικτή ή ά- τηρητικότητα μέσα στή ζωή τής ’Εκκλη­
τόκτησις άποφατικής έμπειρίας είς τάν σίας», δηλοΰμεν δτι θά έπιχειρηθή μία
κόσμον, ένψ παραλλήλως άξιοΰται, δ- σχετική άπάντησις είς τό έπόμενον.
,τως οί θεολόγοι, προκειμένου νά διδά­
σκουν τήν ’Ορθόδοξον θεολογίαν, είναι θ.μ.δ.
άπαραίτητον δπως μή άφίστανται άπο-
gkxtontac Αθγτβρχ
nepi ΛΓΑΠΗΟ
TOY ΛΓΙΟγ ΜλΙΙΜΟγ ΤΟγ ΟΜΟλΟΓΗΤΟγ

σμός έμπαθής διά τόν χρυσόν. "Υστερα ώρμησε μέ


ΕΛΗΣ νά εϋρης τήν διάνοιάν του διά νά τόν κλέψη κι’ έτσι ά-
'όν που όδηγεΐ είς μάρτησε μέ τόν νούν του. Μαζύ δέ μέ τήν μνή­
aviov ζωήν, είς αύ- μην τού χρυσού άκολουθοΰσε καί ή μνήμη των
ΐν όδόν νά ζητής άντικειμενών πού περιείχαν τόν χρυσόν. Καί ή
ευρης αύτόν πού μέν μνήμη τού χρυσού ήτο σύνθετος έπειδή ύπήρ-
«έγώ εΐμαι ή ό- χε καί πάθος ή δέ μνήμη των άντικειμένων πού
ι θύρα, ή άλήθεια περιεΐχον τόν χρυσόν ήτο άπλή. "Ετσι συμβαί­
ζωή». Πάντως νά νει καί σέ κάθε λογισμόν, είτε διά κενοδοξίαν ή
μέ έπιμονήν, μέ πορνείαν καί λοιπών παθών. Επομένως δέν εΐναι
και πόθον. Διότι έμπαθεΐς λογισμοί, δπως άπέδειξε τό παράδειγ­
όλίγοι αύτοι πού μα, οί λογισμοί έκεΐνοι πού άκολουθοΰν έπαγω-
ευρίσκουν την όδόν αυτήν και φοβήσου μήπως δεν γικώς τόν έμπαθή λογισμόν. Άπό αυτά λοιπόν
ευρεθής είς την όδόν, άλλά μέ τους πολλούς. δυνάμεθα νά γνωρίζωμεν ποια εΐναι τά έμπαθή
πα'. Διά τούς έξης πέντε λόγους ή ψυχή άνα- νοήματα καί ποια όχι.
κόπτεται άπό τό νά άμαρτάνη έκουσίως* ή διότι πε'. Άλλοι λέγουν δτι οί δαίμονες, καθαπτό-
φοβείται τους άνθρώπους, ή φοβείται τήν κρίσιν μενοι τών σωματικών μορίων κατά τόν χρόνον
τού Θεού, ή χάριν τής μελλούσης μισθαποδοσίας, τού ύπνου κινούν τό πάθος τής πορνείας. Έν
ή άπό άγάπην προς τόν Θεόν, ή τέλος, άπό τον συνεχείς* δέ, άφού τό πάθος κινηθή, διαζωγραφεΐ-
έλεγχον τής συνειδήσεως. ται είς τόν νοΰν ή μορφή γυναικός διά τής μνή­
πβ'. Λέγουν κάποιοι, άτι τό κακόν δεν θά ύ- μης. Άλλοι λέγουν δτι οί δαίμονες φαίνονται
πήρχεν είς τήν πραγματικότητα, έάν δεν ήτο κά­ μέ μορφήν γυναικός είς τόν νούν καί καθαπτό-
ποια άλλη δύναμις ή όποια νά μάς έλκη προς μενοι τών μορίων τού σώματος, κινούν τήν πορ­
αυτό. Αυτή δέ ή δύναμις δέν εΐναι τίποτε άλ­ νικήν διάθεσιν καί έτσι γίνονται αΐ φαντασίαι.
λο είμή ή άμέλεια τού νοΰ νά κινηθή κατά τήν Άλλοι πάλιν, δτι κινείται τό πορνικόν πάθος,
φύσιν του προς τό άγαθόν. ΓΓ αυτό δσοι φρον­ δταν κυρίαρχη είς τόν άνθρωπον, άπό τό πλη­
τίζουν νά δίδουν άγαθά νοήματα είς τόν νοΰν σίασμα τού δαίμονας. Κι’ έτσι ή ψυχή θερμαί­
των, αύτοι κάνουν πάντοτε καλά χωρίς ποτέ νά νεται, άναδύονται λογισμοί πορνικοί καί άνεβαί-
πέφτουν είς τά κακά. Έάν λοιπόν καί συ θέλης νουν είς τόν νοΰν διάφορες μορφές διά τής μνή­
τό άγαθόν, άφησε τήν άμέλειαν καί συγχρόνως μης. Τό ’ίδιον συμβαίνει καί μέ άλλου πάθους έμ­
διώχνεις τήν κακίαν. Διότι ή κακία είναι έσφαλ- παθεΐς φαντασίες. ’Ανεξαρτήτως δμως τό πώς
μένη χρήσις των νοημόττων, είς τήν όποιαν άκο- άκριβώς γίνεται ή κίνησις τού πάθους, εΐναι βέ­
λουθεΐ ή κακή χρήσις των πραγμάτων. βαιον, δτι οί δαίμονες μέ κανένα τρόπον άπό
πγ'. Είναι μέσα είς τήν φύσιν τού λογικού μέ­ τούς άνωτέρω δέν δύνανται νά κινήσουν οίονδή-
ρους τής ψυχής νά υποτάσσεται είς τόν θειον ποτε πάθος, δταν είς τήν ψυχήν υπάρχουν ή ά-
λόγον άλλά καί τό λογικόν νά κυρίαρχη είς τό γάπη καί ή έγκράτεια, εϊτε στον ύπνον είτε έν
άλογον μέρος τήν έπιθυμίαν καί τόν θυμόν. Αύ- έγρηγόρσει.
τή ή τάξις πρέπει νά τηρήται καί έτσι τό κακόν π^'. Άπό τόν Μωσαϊκόν νόμον εΐναι άνάγκη
ούτε θά υπάρξη στήν πραγματικότητα άλλ’ ούτε άλλα μέν νά τηρούνται πνευματικώς καί σωμα-
καί ή άμέλεια τού νού. τικώς. Άλλα δέ μόνον πνευματικώς. Αί έντολαί,
πδ'. "Αλλοι μέν λογισμοί εΐναι άπλοι καί άλ­ ού μοιχεύσεις, ού φονεύσεις, ού κλέψεις καί αί
λοι σύνθετοι. Καί άπλοι μέν εΐναι οί άπαθεΐς λο­ λοιπαί, πρέπει νά τηρούνται καί σωματικώς καί
γισμοί, σύνθετοι δέ οί έμπαθεΐς, διότι άποτε- πνευματικώς. Καί πνευματικώς μάλιστα κατά
λοΰνται άπό νοήματα καί πάθη. ’Αφού έτσι εΐναι τρεις τρόπους· μέ τήν πράξιν, μέ τόν λόγον καί
τά πράγματα,* δόναται κανείς νά ίδή πολλά ά- μέ τον λογισμόν
πλά νοήματα νά γίνωνται σύνθετα, δταν άρχί- Αί έντολαί πάλιν που άναφέρονται είς τήν πε­
ζουν νά κινούνται προς τήν άμαρτίαν. ”Ας πά- ριτομήν, είς τό Σάββατον, είς τήν σφαγήν τού
ρωμε τόν χρυσόν. *Ηλθε στήν μνήμην ένός λογι­ άμνοΰ, είς τά άζυμα καί τάς πικρίδας, πρέπει νά
nepi MIAN θβΟΧΟΓΙΚΗΝ M6X6THN
K'
ΝΩΣΤΗ ΕΙΝΑΙ εις μορφώση κάποιαν ιδέαν περί τίνος, έπί τέ­
τούς άναγνώστας των λους, πρόκειται. Άλλ’ εϊπομεν, άς μή πα-
Α.Δ. ή μελέτη τοΰ ό- ραπονούμεθα, πού περιήλθομεν ώς ’Εκκλη­

Κ
Ή κριτική ήσκήθη μέ αΐσθησιν ευθύνης, σία είς θλιβεράν κατάστασιν, άφοΰ οί «δο-
μοτίμου καθηγητοΰ
ιέ πολλήν αγάπην καί περισσόν σεβασμόν κοΰντες στύλοι είναι» έμφανίζουν τοιαΰτα
ιαί ΰπεδείχθησαν είςτοΰ τόν 11 ανεπιστημίου
πολιόν καθηγη- σημεία, άτινα απελπίζουν.
ήν ώρισμένα σημεία’Αθηνών κ. Τρεμπέ-
τής έν λόγω μελέτης 2. Ό σεβαστός γέρων θεολόγος έπιτί-
ός έχοντα ανάγκην μιας υπό τον τίτλον
λα άποσαφήσεως, ώς θεται έναντίον τοΰ Μοναχού Θεοκλήτου,
«ΜΤΣΤΙΚΙΣΜΟΣ
ΐδικοΰντα τήν ’Ορθόδοξον θεολογίαν, τούς- χωρίς νά προσέξη, δτι ή κριτική διηρμή-
ι φυσικά, είς τό βαθύ - νευε
αγίους Πατέρας κα’ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΗ
γενικωτέραν άντίθεσιν τών αγιορει­
ΘΕΟΛΟΓΊΑ», κατόπιν τώντοΰώςσχολιασμοΰ
γήρας του και τόν ίδιον. έγραφον. «’Ήδη είς τό “Αγιον
Καί ένώ θά άνέμενε από τάς
ης κανείς στήλας
μίαν περιοδικού
άπάν- τοΰ’Όρος τοΰ μέγα σκάνδαλον έκ τής
προεκλήθη
τησιν, οίανδήποτε έπίι ιηνός έκπληκτοι πα- έν λόγω Μελέτης». Ή προσωπική μας πα­
τέλους,’Ιουλίου.
ρακολουθοΰμεν μίαν άτελείωτον έπομβρίαν ρέμβασις άπέβλεπεν είς τόν περιορισμόν
λόγων ασχέτων έν πολλοΐς, άρχομένην από τοΰ σκανδάλου διά μιας, δπως έζητήθη, δι-
τάς 15.10.75, συνεχιζομένην,διά τοΰ άνά ορθώσεως τών άτοπων έκφράσεων καί θέ­
Ιδθήμερον έκδιδομένου «’Ορθοδόξου Τύ­ σεων. Καί έξηγούμεθα.
που» καί λήξασαν τήν 15.12.75. Κατά τάς άρχάς τοΰ ’Ιουλίου δύο ίεραί
Πρέπει, βεβαίως, νά λυπήται βαθέως Μοναί κατήγγειλαν είς τήν Ί. Κοινότητα
κανείς παρά νά άγανακτή διά τά χριστια­ τήν περί ής πρόκειται Μελέτην τοΰ κ. Τρε-
νικά ήθη μας καί νά έξηγή ευκόλως διατί μπέλα, ώς «περιέχουσαν πλήθος έπιληψί-
έφθάσαμεν είς οίκτράν έκκλησιαστικήν κα- μων καί καταδικαστέων έκφράσεων, δι’ ών
τάστασιν. ’Όχι μόνον ήθος χριστιανικόν περιφρονοΰνται άγιοι Πατέρες τής ’Εκ­
δέν παρουσιάζομεν, άλλ’ ουδέ κοινήν λογι­ κλησίας μας καί τίθενται είς ανυποληψίαν
κήν. Έγράφη μία κριτική δικαία ή άδι­ μεγάλοι “Οσιοι καί άσκητικοί συγγραφείς
κος. Καλείται μέ αγάπην ό κρινόμενος δη- τής Νηπτικής παραδόσεώς μας».
μοσίρ νά διορθώση τά δημοσίρ γνωσθέντα Επόμενον ήτο ή 'I. Κοινότης νά άνησυ-
άτοπα καί εις άπάντησιν βλέπομεν προσω- χήση καί νά ένδιαφερθή. ’Εξέλεξε τετρα­
πικάς έπιθέσεις, ασχέτους περιττολογίας μελή έπιτροπήν έξ αγιορειτών, μέ τήν σύ-
καί περιφρόνησιν τής νοημοσύνης τοΰ α­ στασιν δπως μελετήσουν έπισταμένως τήν
ναγνώστου, ΰποβαλλομένου εις τόν «κανό­ ύπ’ δψει έργασίαν καί υποβάλλουν σχετι­
να» τής αναμονής έπί τρεις μήνας διά νά κήν “Εκθεσιν. Ή Έκθεσις έπεσήμανε τάς
ιδίας σχεδόν αστοχίας του, πού καί ημείς
είς τήν κριτικήν μας ύπεδείξαμεν μέ αγά­
πην καί σεβασμόν καί έπεξετάθη είς μίαν
εύρυτέραν θεολογικήν θεώρησιν τών προ­
βλημάτων τής ’Εκκλησίας.
Ή ’Επιτροπή υπέβαλλε τήν έν λόγφ “Εκ-
θεσιν, διά συνοδευτικής έπιστολής, έν ή
άνεγράφετο, δτι «ώς απέδειξε τό μεσολαβή-
σαν χρονικόν διάστημα — αί καταδικα­
στέοι αύται απόψεις δέν αποτελούν, δυστυ­
nepi ΜΙΛΝ θ6ΟΑΟΓ|ΚΗΝ ΜελθΤΗΝ 9

χώς, παραδρομήν τοΰ συγγραφέως των, κ. Τρεμπέλαν, έκδεχόμενοι τήν μακαρίαν


άλλα καί πεπλανημένας πεποιθήσεις πολ­ έλπίδα μιας άναβλέψεως τών θεολογικών
τών θεολόγων, ο'ι όποιοι τάς διαδίδουν, μέ μας θησαυρισμάτων, υστέρα από τάς εύλο-
αποτέλεσμα τήν πνευματικήν ζημίαν πολ­ γημένας έκδόσεις ’Ορθοδόξων θεολογικών
λών, κυρίως νέων, έκ τοΰ πληρώματος τής πραγματειών καί τών συγγραμμάτων τοΰ
’Εκκλησίας μας». μεγάλου βυζαντινού δογματικού θεολόγου
Και συνεχίζει" «Διά ταΰτα, ώς όρθώς έ- αγίου Γρηγορίου τοΰ Παλαμά. Πλήνδμως
ζητήσατε, συνετάξαμεν τήν έπισυναπτομέ- διεψεύσθημεν. Συνήθως αί πλάναι ακολου­
νην άπάντησιν. Εις αυτήν ΰποδεικνύομεν θούν μέχρι τοΰ τάφου τούς πλανηθέντας.
διά Πατερικών χωρίων τάς παρεκκλίσεις Δέν γνωρίζομεν έάν πρέπει νά έλπίζωμεν
του συγγραφέως, βοηθοΰντες συγχρόνως είς μίαν άναθεώρησιν τών μή ορθών θεο­
τον αναγνώστην διά μίαν ορθήν έκτίμησιν λογικών απόψεων τοΰ πρεσβύτου θεολόγου.
καί κατανόησιν τής ζωοπαρόχου πνευματι­ Πάντως εΐμεθα υποχρεωμένοι νά τόν βοη-
κής παραδόσεως τής ’Εκκλησίας μας». θήσωμεν. Καί έάν πεισμόνως έπιμένη αύ-
3. Και διά να πεισθή δ ΰπέργηρως θεο­ τός νά μή συμμορφοΰται προς τήν παραδο-
λόγος, δτι πρόθεσις τής κριτικής μας ήτο θεϊσαν πίστιν, πάντως όφείλομεν νά προ-
μόνον ή ύπόδειξις τών μεμπτών θέσεων και φυλάξωμεν τόν λαόν τού Θεού από τήν νο­
έκφράσεών του καί ή ζωηρά έπιθυμία μας, θείαν τής πίστεως τών Πατέρων του. Διά
δπως προβή εις μίαν αϊρουσαν τό σκάνδα- τόν λόγον αυτόν δημοσιεύομεν τήν μνημο-
λον άναμόρφωσιν, πληροφοροΰμεν δτι κυ- νευθεϊσαν Έκθεσιν καί άναλαμβάνομεν έν
ριολεκτικώς έδεινοπαθήσαμεν διά νά μή δη- φόβω Θεοΰ καί έν συναισθήσει εύθύνης τήν
μοσιευθή ή Έκθεσις καί έλυπησαμεν αγα­ προσπάθειαν, δπως πείσωμεν κάν έν γήρφ
πητούς συναδέλφους καί αγίους Μοναχούς, τόν θεολόγον - αδελφόν έν Χριστφ, Θεοΰ
έπιμένοντας δπως πληροφορηθή δ ’Ορθό­ συναιρουμένου, καί αναγνώριση τά θεο-
δοξος λαός μας τό δρθδν φρόνημα τής ’Εκ­ λογικά λάθη του έν ταπεινώσει καί μή ά-
κλησίας καί προφυλάσσεται εντεύθεν από πολέση τούς μεγάλους κόπους του είς τόν
τάς όλεθρίας παραχαράξεις τοΰ πλούτου αμπελώνα τοΰ Χριστού. Πρέπει δέ νά έν-
τής θεολογίας μας. θυμηθή τοΰ φρικτοΰ λόγου τοΰ αγίου ’Ι­
'Επομένως δσα έξ υποψίας γράφει καθ’ σαάκ τοΰ Σύρου, κατά τόν όποιον, «δύνα-
ημών στεροΰνται ο'ιασδήποτε βάσεως. Λυ- ται κανείς έθνη όλόκληρα νά έπιστρέψη είς
πούμεθα πού ήμάρτησεν όχι μόνον δι’ δσα τήν πίστιν, αλλά αυτός νά κολασθή».
έξ ΰποθέσεως μάς άπέδωσεν, αλλά καί δι’ 4. ’Επεστήσαμεν τήν προσοχήν τοΰ κ.
δσα έκ προθέσεως έγραψε διά νά φθείρη Τρεμπέλα έπί τριών κυρίως σημείων τής
προφανώς εις τάς συνειδήσεις τών χριστια­ μελέτης του" έπί τών άρεοπαγιτικών συγ­
νών τον ταπεινόν Μοναχόν. ’Ελπίζομεν δέ, γραμμάτων, έπί τοΰ αγίου Συμεών τοΰ Νέ­
δτι θά πεισθή έτι περισσότερον περί τοΰ ου Θεολόγου καί τοΰ αγίου Γρηγορίου τοΰ
ένδιαφέροντος ήμών υπέρ τής έν τώ χρι­ Π αλαμά.
στιανική) κόσμω ΰπολήψεώς του ώς ’Ορθο­ ’Αντί τούτων είς τήν α' άπάντησιν του
δόξου θεολόγου, δταν πληροφορηθή μόλις δημοσιεύει μακρότατον λόγον του, έκφωνη-
τώρα, δτι άντετέθημεν άποφασιστικώς εις θέντα έν Θεσσαλονίκη έπί ταϊς έορταϊς τής
τήν δημοσίευσιν θεολογικών έπιστολών του χιλιετηρίδος τοΰ 'Αγίου ’Όρους. 'Ο λόγος
πρό Ιδετίας, παρ’ δτι έγεμον δχι βεβαίως αποτελεί έγκώμιον τού Μοναχισμοΰ, διά ν’
δρθοδόξου πνεύματος. Διατί τάχα; ’Αλλά απόδειξη δτι αγαπά καί σέβεται τόν Μονα­
τούς λόγους έξεθέσαμεν ε’ις τήν προηγου- χισμόν. Άλλ’ ήμεΐς ουδέ έθίξαμεν τοιοΰτο
μένην κριτικήν μας. θέμα. 'Τπήρξεν απλώς ατυχής σύμπτωσις
Λόγοι 'ιστορικοί ΰπεχρέωναν τήν παλαιο- ή δημοσίευσις έπιστολής, άναφερομένης είς
τέραν γενεάν νά έτεροζυγή έν άγνοίρ της κατηγορίας κατά τοΰ Μοναχισμού. Θύδε-
μεταξύ ’Ορθοδοξίας, Ρωμαιοκαθολικισμού μία επομένως πρόθεσις ύπήρξεν έκ μέρους
καί Π ροτεσταντισμοΰ. Διό καί εΐμεθα έπι- τών Α.Δ.
εικεϊς είς τάς κρίσεις μας. Τήν ιδίαν έπι- Προς τί λοιπόν, τόση συγκίνησις; Μία
είκειαν ήσθανόμεθα καί διά τον γηραιόν δήλωσις απλή ήτο αρκετή διά νά διαχωρι-
1) πθρι μιλν eeoxoriKHN MexeTHN

c Ιούν α'ι εϋθϋναι. Πάντως δέν εϊναι υπέρ δλας τάς δογματικάς έκφάνσεις τής ’Ορθο­
τ w κ. Τρεμπέλα, όφείλοντος άμεσον άπάν- δοξίας τήν διδασκαλίαν δλων τών Πατέ­
τ ησιν είς συγκεκριμένος κατηγορίας, κα'ι ρων — αλλά δτι υπάρχει έν τοιοΰτον όνο­
< ντι τούτου καταπονοΰντος τον άναγνώ- μα!
< την μέ τήν άνάγνωσιν θαυμάσιου μέν δι’ 6. Έξ αρχής έγράψαμεν, δτι διετέθη-
ι ,λλην δμως περίπτωσιν λόγου. μεν συμπαθώς κα'ι έπιεικώς έναντι τών μή
5. Εις τήν 6' άπάντησίν του δ κ. Τρε- ορθοδόξων έν τισι θέσεων τού πολιοΰ θεο­
I πέλας άνεμνήσθη τής έν 'Αγίφ ’Όρει συν- λόγου, έξ αφορμής Ιστορικών λόγων. Διό­
αντήσεώς μας. Πράγματι ή συμπεριφορά τι πλήν τής ανεκδότου πλουσιωτάτης θεο-
μας υπήρξε φιλόφρων, αλλά εύρισκόμεθα λογικής γραμματείας κατά τήν έποχήν του,
ιν πλήρει διαφωνίρ έπί σοβαροτάτου δο­ έπεκράτει και ή άντίληψις, καθ’ ήν Πατέ­
γματικού ζητήματος. ’Έτσι δέ έξηγοΰνται ρες τής. Εκκλησίας είναι μόνον οί πρό τού
,ιαι δσα γράφει’ «δέν έδωσα δέ έγώ ούδε- έκτου αΐώνος κα'ι μόλις δ άγιος ’Ιωάννης
μίαν προσοχήν εις ψιθύρους τινάς νεαρών δ Δαμασκηνός περιελαμβάνετο είς τήν Πα-
ροιτητών περ'ι κρίσεών τινων δήθεν δυ- τερικήν χορείαν!
ιμενών τού έν λόγφ δσιωτάτου, έξενεχθει- Τί αν δ φερωνύμως μέγας Μάξιμος εί­
σών εις βάρος μου μετά τήν έκ τού ’Άθω- ναι δ πνευματέμφορος εκπρόσωπος τής απο­
νος άναχώρησίν μου». Διότι όντως εΐχον φατικής θεολογίας; Τί άν δ άγιος Συμεών
Κολλάς επιφυλάξεις εις καίριον δογματικόν δ Νέος Θεολόγος έχει τήν δόξαν τού με­
ζήτημα, δι’ δ κα'ι δέν άνταποκρίνεται ε’ις γάλου τίτλου πού τού άπένειμε ή συνείδη-
(ήν πραγματικότητα ή άποψις τού κ. Τρε- σις τής Εκκλησίας; Τί άν δ άγιος Γρηγό­
ιπέλα δτι «πρώτην δέ φοράν κατά τάς η­ ριος δ Παλαμάς «τά κατά διαφόρους αι­
μέρας ταύτας ένασχοληθε'ις δ ώς άνω δ- τίας κα'ι χρόνους ϋπό τών αγίων Πατέρων
σιώτατος μέ μελέτην μού τινα. . . ένώ φαί­ θεολογηθέντα, παντ’ εις έν αυτός συνειλο-
νεται μή έχων σοβαράς αντιρρήσεις περί χώς, νύν έπ’ έσχάτων θείρ δυνάμει κα'ι χά-
ίής πολλούς τόμους καταλαμβανούσης υπο­ ριτι κα'ι συνήψε καλώς και έπεξειργάσατο,
λοίπου συγραφικής δράσεώς μου...». και τό κράτος αύτοϊς δι’ εαυτού δεδωκώς
Είναι αληθές, δτι άπεφύγομεν έπιμελώς θείω Πνεύματι, τάς καινάς αίρέσεις έξαι-
νά γράψωμεν τάς παρατηρήσεις μας επί σίως τούτοις έτρέψατο, τούς έαυτού λόγους
τής Δογματικής τού κ. Τρεμπέλα, αλλά πάν­ οίονεί τι συμπέρασμα κα'ι άνάπτυξιν ίεράν
τοτε καί είς δμιλίας μας προς φοιτητάς έν τών Ιερών έκείνων λόγων είργάσατο. . .»;
Άθήναις κα'ι εις κατά καιρούς άρθρα μας (Φιλόθεος Πατριάρχης). Ό κ. Τρεμπέ­
ύπαινισσόμεθα, δτι ή τρίτομος Δογματική λας όχι μόνον τούς ήγνόησεν εις τήν Δο­
δέν αποδίδει τήν ’Ορθόδοξον διδασκαλίαν. γματικήν του, αλλά κα'ι εις τήν τελευταίαν
Ένδεικτικώς άνέφερον δχι μόνον τήν πα­ μελέτην του τον άγιον Παλαμάν χαρακτη­
ρουσίαν πληθύος Ρωμαιοκαθολικών και ρίζει ώς έξ ίσου μέ τόν Σχολαστικισμόν
Προτεσταντών θεολόγων, — ών at γνώ- άστοχήσαντα! ’Αλλά μετριάζεται πως τό
μαι δέν παρατίθενται απλώς διδλιογραφι- σφάλμα του (τού άγιου Γρηγορίου), διότι
κώς, αλλά και ώς γνώμαι αποδεκτοί έστιν ήστόχησε πρός αντίθετον διεύθυνσιν! Έξ
δτε — αλλά και τήν λάμπουσαν απουσίαν αυτών λοιπόν καταφαίνεται, δτι από 15ε-
μεγάλων ’Ορθοδόξων Πατέρων, οΐτινες θά τίας τουλάχιστον, είχομεν σοβαράς αντιρ­
έδει νά ασκήσουν αποφασιστικήν έπίδρα- ρήσεις έπ'ι τής συγγραφικής δράσεως τού
σιν έπ'ι τής διαμορφώσεως κα'ι ερμηνείας μή εύνοηθέντος έκ τού θεολογικοΰ κλίμα­
τών δογμάτων και τής έξ αυτών άπορρεού- τος τής έποχής του ύπεργήρου θεολόγου.
σης δρθοδόξου πνευματικότητας. Κυριώτα- Κα'ι δι’ έκείνας μέν τάς «αμαρτίας νεότη-
τα δέ δέν έπρεπε νά άπουσιάζη δ μεγαλύ­ τος κα'ι άγνοιας» έσιωπήσαμεν, δι’ οΰς λό­
τερος μεταβυζαντινός θεολόγος, δ άγιος γους άνεφέραμεν. Τώρα δμως, τί άλλο ά-
Γρηγόριος δ Παλαμάς. Έν τούτοις δ κα­ πέμενεν είς τόν καλόν χριστιανόν από τήν
λός κ. Τρεμπέλας μόνον τρεις φοράς τον άναγνώρισιν τών λαθών του καί τήν άνα-
αναφέρει και δχι διά νά έπικαλεσθή τήν Θεώρησιν τών πεποιθήσεών του έπ'ι τό δρ-
διδασκαλίαν του — ή δποία συνοψίζει ε’ις θοδοξότερον, έπικαλούμενον δσα ήμεϊς τώ
nepi MIAN eeOAODKHN M6AGTHN 11

προσεφέραμεν έλαφρυντικά; Φαίνεται βα­ ρ ε πολλάκις άνεπιγνώστως εις φ ι λ ο σ ο-


ρεία ή δμολογία των δογματικών παρεκκλί­ φικάς άτραπούς».
σεων; Νομίζομεν, δτι αρκεί ή ψυχή νά μή Πού είναι λοιπόν τό «πιστοποιητικόν...»,
είναι καθ’ υπερβολήν έπηρμένη, διά νά ό- άφού δέχομαι δτι «ύπέστησαν έπίδρασιν...»
μολογήση έν ταπεινώσει καί όφειλετικώς καί διαπιστώνω, δτι παρά τόν ευσεβή λόγον
τά σφάλματα, τά δποϊα βλάπτουν δχι μόνον των «παρεσύρθησαν είς φιλοσοφικός άτρα­
τήν Ιδίαν θανασίμως, αλλά πλανούν καί δλό- πούς» πράγμα άφευκτον είς τόν θεολογούν­
κληρον τδ πλήρωμα τής Εκκλησίας, καθ’ το νούν άνευ βαθυτάτων πνευματικών έμ-
δ μέτρον έπηρεάζεται από τον διδάσκαλον. πειριών; “Αλλωστε διατί οί άγιοι Πατέ­
’'Αλλωστε δ μέν θαυματουργός, δ έ'χων ένυ- ρες δέν ήστόχουν, παρά τό γεγονός, δτι
πόστατον τό φώς τής 'Αγίας καί Μακαρίας έτεμνον νέας δδούς ώς πρωτοπορούντες σέ
Τριάδος έν τή καρδία του, άγιος Γρηγό- θέματα τέως άδιατύπωτα θεολογικώς;
ριος Παλαμάς, δΰναται νά παρεκκλίνη τής β) Τά άνωτέρω έγράψαμεν συγκριτι-
’Ορθοδόξου διδασκαλίας. 'Ο δέ μή απαλ­ κώς. 'Ο Πόποβιτς άρχίζει τήν θεολογικήν
λαγείς «τής των παθών τυραννίδος» — ως του διακονίαν μέ τήν «Γνωσιολογίαν τού
μοί έλεγε προς τιμήν του — συμπαθέστα­ άββά ’Ισαάκ» καί τήν «’Ανθρωπολογίαν τού
τος καί τυμβογέρων θεολόγος, καταδέχε­ αγίου Μακαρίου τού Αιγυπτίου». 'Ο Φλω­
ται ίδιοποίησιν τής ειδεχθούς έκείνης καί ρόφσκυ έχει πλήθος μελετών είς τάς όποι­
σατανικής παπικής Ιδιότητος; ας έξαίρει τάς ήσυχαστικάς έμπειρίας καί
7. Εις τήν 6' συνέχειαν δ σ. αφού πα­ τήν προσευχήν τής καρδίας. Ό Κέρν έ­
ραθέτει αφειδώς δλόκληρα κείμενα, άναφε- γραψε κλασσικόν έργον, «Ή άνθρωπολο-
ρόμενα εις τά άρεοπαγιτικά συγγράμματα, γία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά»
τών Φλωρόφσκυ, Μάγιεντορφ καί Λόσκυ, καί δ Μάγεντορφ ήροτρία άπό νεαρός
καταλήγει: «’Εν προκειμένφ δμως τρεις ήλικίας, ώς υφηγητής τού Ρωσικού ’Ινστι­
Ρώσοι έξ έκείνων εις τούς δποίους ή δσιό- τούτου τών Παρισίων, τάς άγιορειτικάς 6ι-
της του έδωκε προθΰμως πιστοποιητικά βλιοθήκας δι’ άνεύρεσιν Παλαμικού υλι­
’Ορθοδοξίας άδιαβλήτου, άποδεικνύονται κού. Ούδείς δέ δσον αυτός, προήγαγε τάς
διακηρύξαντες πολύ πρό ημών άσυγκρίτως περί τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά με­
περισσότερα τών δσων εϊπομεν ημείς έπί λέτας καί άπό τό 1959 έχομεν τό σπου-
λεπτομερειών Ιστορικών, μηδόλως πρός δαϊον βιβλίον του, «Εισαγωγή είς τάς περί
δογματικήν ή ήθικήν διδασκαλίαν σχετιζο- τού Γρηγορίου τού Παλαμά σπουδάς».
μένων. Έάν δέ ή όσιότης του χρησιμοποι- 'Ο δέ Λόσκυ πλήν τών θεολογικών μελε­
ών δύο μέτρα καί δύο σταθμά έπιμένη νά τών του — α'ι δποϊαι θά ήτο έργον μεγά­
μάς άδική, άμνηστεύων μέν έκείνόυς, κατα- λης άξίας αν μετεφράζοντο είς τήν γλώσ­
κρίνων δέ άδυσωπήτως ημάς, έστι δίκης σαν μας — έπλούτισε τήν θεολογικήν έλ-
δφθαλμός, δς τά πανθ’ δρφ». ληνικήν γραμματείαν μέ τό βαθείας πνοής
’Αλλά καί εις τό σημεΐον τούτο δέν α­ δοκίμιόν του «Ή Μυστική Θεολογία τής
στοχεί δλιγώτερον δ σεβαστός διδάσκαλος, ’Ανατολικής Εκκλησίας».
α) Δέν έδωσα εις τούς άναφερομένους» ΟΙ ήμέτεροι — τούς παλαιούς έννοώ,
θεολόγους «προθύμως πιστοποιητικά δρθο- διότι άρκετοί νέοι έλληνες θεολόγοι εύρί-
δοξίας άδιαβλήτου». ’Έγραψα: «Βεβαίως σκονται είς τήν όρθήν δδόν — πώς δέν
περί Μυστικής Θεολογίας έγραψαν τινές ήσαν έπηρεασμένοι ριζικώς, άφού δ Πα-
ορθόδοξοι Θεολόγοι, (Λόσκυ, Μάγεντορφ, τρολόγος Μπαλάνος έγραψεν άνέτως, δτι
Φλωρόφσκυ, Κέρν, Πόποβιτς), άλλ’ αύ- δ άγιος Συμεών δ Νέος Θεολόγος «ύπήρ-
τοί δέν ύπέστησαν τόσην ριζικήν έπίδρασιν ξεν δ πρόδρομος τών νοσηρών μυστικι-
ύπό τών δυτικών ώς οΐ ήμέτεροι, άντιθέ- στών τού 14ου αίώνος», δτι «δ Παλαμάς
τως δέ διεμορφώθησαν έντός τού κλίματος ύπέστη τήν έπίδρασιν τών μασσαλιανών»
τής όρθοδόξου παραδόσεως, ώς τεκμηριού- καί δτι «πολλή μελάνη έχύθη δι’ έν θέ­
ται άπό τάς μελέτας των... έν τούτοις δ μα — δηλαδή τήν θεολογίαν τού αγίου
εύσεβής λόγος των, ώς «ψιλός» καί έστε- Γρηγορίου — τόσον προσκρούον είς τήν
ρημένος θείας γεύσεως, τούς π α ρ έ σ υ- ήμετέραν λογικήν»;
12 nepi MIAN eeOAOriKHN M6AGTHN

Πώς δεν ήσαν ριζικώς επηρεασμένοι οί Ποιαν σημασίαν έχει εάν Μονοφυσϊται,
ή; έτεροι παλαιοί, δταν εις δλόκληρον τό έκβιάζοντες τήν ’Ορθόδοξον διδασκαλίαν
ό' κώδες έργον τού κ. Τρεμπέλα ούτε καν τών συγγραφών, πρός τόν σκοπόν των, τά
σ< βαρά μνεία γίνεται διά τούς μετά τον δγ- έπεκαλέσθησαν υπέρ τών άπόψεών των και
δ< ον αιώνα ’Ορθοδόξους Πατέρας, ώς δν δ ’Εφέσου 'Τπάτιος τά άπεδοκίμασε;
π ιοεγράψαμεν, οΰτε διά τούς «Φιλοκαλι- Μήπως αιρετικοί δέν έπικαλούνται πατερι-
κιιύς», οΰτε διά τον άγιον Παλαμάν, τον κά χωρία πρός στήριξιν τών φρονημάτων
δ;ιοϊον ευρίσκει εν τισιν άστοχήσαντα, άλ­ των; ’Αλλά καί τό δτι, δύο ρωμαιοκαθολι­
λα και αποδέχεται τό αριστοτελικόν οικο­ κοί ήρνήθησαν τή γνησιότητα τών άρεοπα-
δόμημα τοΰ actus purus, δπερ ώς αιρετικόν γιτικών, ώς πρός τόν χρόνον καί τόν συγ­
καθειλον αΐ Σύνοδοι τοϋ 1341 και 1351; γραφέα των, πώς τούτο αίρει τόν ισχυρι­
8. Άλλ’ ας ίδωμεν τά παρατεθέντα κεί­ σμόν μου, δτι οΐ προτεστάνται εΐχον πάντα
μενα τών τριών Ρώσων θεολόγων. Κατ’ λόγον νά τά αχρηστεύσουν; Τά αποδέχον­
όρχήν λυπούμαι, διότι έπί-ματαίω έδαπα- ται ; ’Εν τούτοις ή έπίσημος Ρωμαιοκαθολι­
νήθη ένα σχεδόν δλοσέλιδον, διά νά από­ κή θεολογία διά τού Άκινάτου τά θεωρεί
δειξη δ σεβαστός καθηγητής τί; Τό ιστο­ γνήσια, μόνον πού έχει διαστρέψει τόν ά-
ρικόν πρόβλημα τών άρεοπαγιτικών συγ- ποφατισμόν των, διά νά ύπηρετήση τό αι­
■ ραμμάτων; Άλλ’ ήδη τό άνεγνώρισα. 'Τ- ρετικόν actus purus. ’Άλλωστε καί δ Βαρ­
: (άρχει εύλογος ή έπιφύλαξις τής θεολογι- λαάμ δ Καλαβρός τόν Διονύσιον έπεκαλεϊ-
κής έπιστήμης έπΐ τής πατρότητος τών το διά τήν στήριξιν τού Θεού τών φιλοσό­
εγγραμμάτων, αν καί, δπως ήδη έγραψα, φων, έν άντιθέσει μέ τόν άγιον Γρηγόριον
ιιά τήν συνείδησιν τής ’Εκκλησίας δέν ϋ- τόν Παλαμάν, δστις, θεμελιούμενος έπί τής
ρίσταται θέμα. Διό καί έσημείωσα δτι δ σ. θεολογικής παραδόσεως τών Πατέρων, ά-
ίν τινι μέτρφ καλύπτεται διά τάς έπιθέ- πεδείκνυε τόν αρεοπαγίτην ώς «συνεχίζον-
ιεις του κατά τών δοκιμίων. Και συνέχι­ τά καί άναπτύσσοντα τήν Πατερικήν σκέ-
ζα’ «Άλλ’ έκεϊ δπου δ σ., ώς ’Ορθόδοξος ψιν» τής διακρίσεως τής θείας ουσίας καί
θεολόγος, παραμένει ακάλυπτος εις υπο­ τών άκτιστων θείων ένεργειών.
ψίας διά τό δρθόδοξον τών φρονημάτων Κατόπιν δλων αυτών αίωρεΐται τό έρώ-
του έπί τής Μυστικής Θεολογίας, είναι τό τημα, τί άπήντησεν δ σεβαστός κ. Τρεμπέ-
δεύτερον σκέλος, τό ουσιαστικόν. Ό σ. αμ­ λας; Αποδέχεται τήν ένσωμάτωσιν τών
φισβητεί τήν χριστιανικότητα τών δοκιμί­ συγγραμμάτων, άνεξαρτήτως γεννήτορας,
ων, άτινα έχουν ένσωματωθή είς τήν ’Ορ­ εις τό σώμα τής ’Ορθοδόξου Θεολογίας;
θόδοξον παράδοσιν τής Μυστικής Θεολο­ ’Εάν δχι, αί έπιφυλάξεις μας παραμένουν.
γίας...». 9. Είς τήν γ' συνέχειαν, δ πάντοτε σε­
’Επί τοϋ ανωτέρω σημείου δ γέρων θεο­ βαστός συγγραφεύς, παραπονεΐται δτι πα-
λόγος δέν άπήντησεν ε’ιμή έμμέσως, διά τής ρεθεωρήσαμεν τήν είς ειδικόν κεφάλαιον
παραθέσεως τών κειμένων τών Ρώσων έκτεθεϊσαν ΰπ’ αυτού διδασκαλίαν τών α­
Θεολόγων. Αλλά σύντρεις οί θεολόγοι δέν γίων Πατέρων περί άποφατισμού. "Οσον
συμφωνούν μέ τάς απόψεις του. Έντριβεϊς .καί δν δέν συμφωνοΰμεν μέ τό κριτικόν
τής αποφατικής θεολογίας τής ’Εκκλησί­ πνεύμα υπό τό δποϊον έγένετο ή έκθεσις τοΰ
ας, γνωρίζοντες τά αδιέξοδα τοΰ αριστοτε­ άποφατισμού, δμολογούμεν δτι εϊμεθα έτοι­
λισμού τής Θωμιστικής Θεολογίας, μεμυη- μοι νά άναγνωρίσωμεν τήν προσφοράν,
μένοι είς τήν Πατερικήν παράδοσιν, τού ώς καλώς έχουσαν, τού χαλκεντέρου σ., εάν
«άλιευτικώς οΰκ άριστοτελικώς θεολογεϊν» δέν διακατείχετο ΰπό πνεύματος καχυπο­
καί γνωρίζοντες τήν θεολογικήν ζύμωσιν ψίας, δπερ καθίσταται ψηλαφητόν είς κάθε
τοΰ 14ου αΐώνος, αποδέχονται τά έπ’ δνό- σελίδα. Πάλιν θά τό είπωμεν’ έάν δέν έ-
ματι τού αρεοπαγίτου συγγράμματα ώς πρόκειτο νά έρευνηθή δ άποφατισμός α­
’Ορθόδοξα, παρ’ δτι ώς έπιστήμονες τά γίων Πατέρων οΰδεμίαν θά εϊχομεν άντίρ-
άνάγουν είς τον δον αιώνα. Διό ψευδοδιο- ρησιν. Έπεβάλλετο. Αλλά τό νά έπιχειρώ-
νυσιακά μέν, ’Ορθόδοξα δέ. Καί έν προ­ μεν νά ψαύσωμεν τήν έν Άγίφ Πνεύματι
κειμένη μάς ένδιαφέρει ή ουσία. ζωήν των μέ έκ τών προτέρων καχυποψίαν,
nepi MIXN eeOXODKHN Μ6Λ.6ΤΗΝ 13

τούτο είναι ανοίκειον κα'ι έγγύς απιστίας. άρεοπαγιτικάς αρνήσεις, αλλά δλόκληρον
Διό καί άντιτιθέμεθα σφόδρα. "Αλλωστε τό Διονυσιακόν κόρπους, ώς καθαρώς «έλ-
διατί θεωρούμεν τήν διδασκαλίαν τών αγί­ ληνικόν», «νεοπλατωνικόν», «άθεον», διό
ων Πατέρων ώς αυθεντικήν καί «πόσης καί ή ’Εκκλησία, όρθώς ποιούσα, τό έξέ-
αντιλογίας τό πέρας» είναι ή έπίκλησις ενός βαλλεν έκ τών ιερών περιβόλων της! Ώς
Πατερικοϋ χωρίου; παρατηρεί δ καλός πρεσβύτης, ΰπήρξεν έ-
'Ωσαύτως ό σ. άσχάλλει διότι «άπεσιω- ποχή, καθ’ ήν ή θεολογία μας παρέμενεν
πήσαμεν τήν αιτίαν, διά τήν δποίαν ήναγ- είς τόν χώρον τών «συνισταμένων», χωρίς
κάσθη εις τάς δυσμάς τού βίου νά άναλάβη νά δύναται νά είσέλθη έν τοίς άδύτοις, είς
τον άχαρι και κοπιώδη αγώνα...» διά τήν τά «αγία τών αγίων», οπού εΐσήρχοντο «ού-
περιφρούρησιν τής ’Ορθοδοξίας. Τήν πρό- χι άπαξ τού ένιαυτού», αλλά συνεχώς δσοι
θεσιν τήν άναγνωρίζομεν. Διά τό δύνασθαι «ήγίαζον καί ήγιάζοντο» διά τής παραδο­
μόνον διετυπώσαμεν έπιφυλάξεις, διότι ου­ σιακής δδοΰ, ήτις αρχίζει μέ τό συγκλονι­
δέποτε ούδαμοϋ άνεγνώσαμεν μελέτην του στικόν «φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν
σχέσιν έχουσαν μέ τήν Μυστικήν Θεολο­ μου τό σκότος» τού άγιου Γρηγορίου τού
γίαν τής ’Εκκλησίας. ’Αλλά καί τό γεγο­ Παλαμά καί τελειώνει μέ τήν αύτομεμψί-
νός, δτι έσκανδαλίσθη δ κ. Τρεμπέλας από αν: «συνεγραψάμην περί ών άξιος ούκ ήν»!
Καί αυτά τά λέγει δ ίσοστάσιος τών μεγά­
έν αποφατικόν κείμενον τού «ψευδοδιονυσί-
ου», έδικαίωσε τάς έπιφυλάξεις μας. Γρά­ λων Πατέρων άγιος Γρηγόριος δ Παλα-
φει' «"Οταν άντικρύσαμεν τήν άρνησιν καί μάς, τού δποίου ή διδασκαλία είναι πάμφω­
τής πατρότητος καί τής υίότητος κα’ι τών τος, γνησία, άγιοπνευματική, διότι είσήλ-
κατηγορημάτων τού Θεού ώς φωτός κα’ι θεν είς τόν χώρον τής Θεολογίας διά τής
ώς πνεύματος, — δηλ. είς τό Διονυσιακόν «θύρας» καί δχι «άλλαχόθεν», δπως οί πλεΐ-
κείμενον — ήλθεν είς τον νούν ημών ή υ­ στοι. Ένφ δταν μάς υποδείξουν καποια λά­
πόνοια...». ’Εν τούτοις τό αποφατικόν αυτό θη μας θεολογικά, πιθανά δέ καί άφευκτα,
αντί μέ ταπεινοφροσύνην νά τά άναγνωρί-
κείμενον τό έδιάβασαν πνευματοφόροι Πα­
τέρες καί τό εύρον εΰ έχον. Διατί ή διαφο­ σωμεν καί νά τά διορθώσωμεν, έξεγειρόμε-
ρά αυτή; Άλλ’ είπομεν' διαφορά πνευμα­ θα αμυνόμενοι καί έπιτιθέμενοι λαύρως, έ-
τικών έπιπέδων, διαφορά έμπειριών, δια­ ναντίον τού άμφισβητούντος τό άλάθητόν
φορά νού — «ημείς νούν Χριστού έχομεν» μας!
— διαφορά «δφθαλμών», «ακοής», «γεύσε- 10. Δέν κατενόησε φαίνεται δ γέρων
ως». ’Εάν δεχθώμεν δτι τήν «άνορθοδοξί- θεολόγος τήν σημασίαν τής αποδοκιμασίας
αν», τούτ’ αυτό τήν «άθείαν» τού κειμένου τής μεθόδου πού έφήρμοσε, προκειμένου νά
έσωσεν ή ψευδωνυμία του, πώς δ δντως μέ- διαπραγματευθή τήν Μυστικήν ζωήν καί
γας Μάξιμος θά πλειοδοτοΰσεν εις «αθεΐ­ Θεολογίαν τής ’Ορθοδοξίας. Ή άποδοκι-
αν», δχι απλώς άρνούμενος στοιχειώδη κα­ μασία μας έστηρίχθη είς τούς έξής σαφείς
τηγορήματα τού Θεού, άλλ’ αυτόν τόν ίδιον λόγους. Ό σ., καλώς ή μή καλώς, ήθέλη-
Θεόν; Διότι τού Μαξίμου καί δχι τίνος «ά- σε νά άναδείξη τήν Μυστικήν ζωήν καί
φρονος» έστιν ή φωνή. «Οΰκ έστι θεός»! θεολογίαν τής ’Εκκλησίας μας. Τόσον ή
Άλλ’ ας παρηγορηθή δ άξιος παντός ζωή δσον καί ή Θεολογία μας είς τήν
σεβασμού καί αγάπης καθηγητής, διότι δέν — άς τό εΐπωμεν καταχρηστικώς — μυ­
είναι δ μόνος έν Θεολόγοις μή ψαύσας τά στικήν των έκφανσιν, είναι έντελώς διάφο­
αψαυστα ταύτα τοϊς άμυήτοις. Ετέρου συν­ ρα τόσον άπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμόν δ­
αδέλφου του πρό 20ετίας σχεδόν, εις τόν σον καί τόν Π ροτεσταντισμόν. 'Ως ’Ορθό­
ίδιον «λίθον προσκόμματος» προσέκρουσαν δοξοι δέν άποδεχόμεθα τούς «μυστικούς»
οι «ώραΐοι πόδες». "Οταν δμως τού διεδή- των, ούτε τήν «μυστικήν» θεολογίαν των.
λώθη, δτι τό κείμενον τούτο, ώς άνήκον εις Επομένως δ σ., έκ στοιχειώδους συνέπει­
τήν αποφατικήν θεολογίαν, θά έπρεπε νά ας, θά έπρεπε νά παραμείνη αύστηρώς μέ­
είναι μία άπειρος αρνησις παντός γνωστού σα είς τό ’Ορθόδοξον κλίμα. Νά έπιλέξη
όνόματος, ήσύχασεν. Έτερος πάλιν έπίσης αύτούς πού θεωρεί Μυστικούς, τήν διδα­
συνάδελφός του, δέν ήρνήθη μόνον τάς σκαλίαν των, τόν τρόπον ζωής των, τάς
4 nepi ΜίλΝ eeoxoriKHN MexeTHN

ίμπειρίας των. Και πέραν τών προσωπικών τής «νοθείας». ’Αλλά πρός τί νά προβώ είς
ίου κρίσεων, έάν θέλη νά δλοκληρώση τήν μιαν τοιαύτην άνέντιμον κα'ι αντιεπιστημο­
Ίιαπραγμάτευσίν του κατά τρόπον έγκυ­ νικήν ένέργειαν; Έπεσήμανα απλώς τήν
ρον, νά έπικαλεσθή γνώμας ’Ορθοδόξων προτίμησιν τού σ. εις τήν κρίσιν τού Μά-
Πατέρων ή Θεολόγων μεμαρτυρημένης γεντορφ άπό τήν τοιαύτην τού Φλωρόφσκυ,
ορθοδοξίας. Κι’ έτσι νά κλείση τό θέμα του εις τήν δποίαν διέκρινα προκρούστειον πρό-
άδιαβλήτως κα'ι ή διατριβή νά δύναται νά θεσιν. ’Αλλά κα'ι ποιαν σημασίαν θά είχεν
κυκλοφορήση εις τόν χώρον τής ’Εκκλη­ δ καθορισμός βαθμού έπιδράσεως τών ά-
σίας ώς γνήσιον κείμενον όρθοδόξου θεο­ ρεοπαγιτικών, δταν μού ήρκει ή άναγνώ-
λόγου. Καί τδ πλήρωμα νά μάθη αύθεντι- ρισίς των ύπό τής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησί­
κώς ποιους θησαυρούς έχομεν και νά άγω- ας; Διατελών δ σ. ύπό τό κράτος τής έντυ-
νισθή νά τούς οίκειωθή. πώσεως, δτι ύφίσταται «έπίθεσιν», έπιτρέ-
Άντ'ι τούτου ό σ., έν άπορίφ έσωτερικής πει είς έαυτόν διαφόρους άνυποστάτους ύ-
κοινωνίας μέ τινας μυστικούς πού έπέλεξε, πονοίας. ’Αλλά πάλιν διαβεβαιώ τόν σεβά­
μάς προσεκόμισε από τήν έσπερίαν τί; σμιον γέροντα, δτι καί αύτόν άγαπώμεν
Γνώμας Προτεσταντών καί Ρωμαιοκαθο­ κα'ι τό έργον του έκτιμώμεν και τήν έπιθυ-
λικών, έξενεχθείσας προφανώς βάσει τών μίαν έχομεν νά παραμείνη άδαπάνητον μέ­
παρατηρήσεών των έπ'ι τών «μυστικών» χρι τέλους κεφάλαιον ώς διδασκάλου τής
των. Και οΰτω πληροφορούμεθα, τί είναι Εκκλησίας, οΰτινος δμως ή Θεολογική εμ­
οΐ μυστικοί, πώς ζοΰν, ποΐαι ψυχικα'ι δυνά­ βέλεια, διά λόγους καθαρώς Ιστορικούς,
μεις και πώς λειτουργούν, ποΐαι αί έμπειρί- δέν διέσπασε θεωρητικώς τό φράγμα τών
αι των, ποιοι οΐ κίνδυνοι πού διατρέχουν, «καθ’ ύπερβολήν». ’Αλλά δύναται νά είπη
από τούς δυτικούς. Καί ανύποπτος δ σ., δτι ταπεινοφρόνως" «δ δέ έχω, τούτό σοι δίδω-
έχει τελείως άπομακρυνθή από τόν ’Ορθό­ μι». Λοιπόν ας απαλλαγή δ πολιός Θεολό­
δοξον χώρον, έν τφ μέρει τούτω, δίδει κα'ι γος άπό τήν ύποψίαν, δτι δέν τόν άγαπώμεν
τόν τελευταΐον λόγον εις τόν Fisher, διά ώς γνήσιον έν Χριστώ άδελφόν. 'Απλώς έκ-
«νά έπιβάλη αύτός τέλος εις τάς περί Μυ­ καιόμεθα ύπό τής έπιθυμίας νά τόν βοηθή-
στικής Θεολογίας και Μυστικισμοΰ γενικάς σωμεν εις τήν έπανόρθωσιν κάποιων σφαλ­
ταύτας παρατηρήσεις μας...»! Και ύστερα, μάτων εύπεριστάτων και πρό παντός νά
ό συμπαθέστατος ύπέργηρως Θεολόγος,δια­ διαφυλάξωμεν άλύμαντον τήν έν 'Αγίφ
μαρτύρεται διά τάς κρίσεις μας, τάς δποίας Πνεύματι διδασκαλίαν τής ’Εκκλησίας.
δ ίδιος μάς προσφέρει. ’Εν τώ μεταξύ οΐ ”Ας μή παραπονήται δέ δτι τόν άδικοΰμεν
’Ορθόδοξοι σχηματίζουν άντίληψιν περί έπ'ι ίχνηλασίφ τών Πατέρων, δταν δ τρό­
Μυστικών καί Μυστικισμοΰ άπό τόν έρμη- πος διαπραγματεύσεώς του περιέχει στοι­
νευτήν τών απόψεων τού σ. Fisher. Ναι ή χεία κριτικής κα'ι ένδοιασμών. Έάν δέν
δχι; Καί μέ τόν έξοπλισμόν λοιπόν αύτόν συμβαίνη τούτο ζητώμεν νά μάς συγχωρή-
φιλοδοξούμε νά άναδείξωμεν τήν έν Άγίω ση. Διότι, έπ'ι τέλους, δέν δυνάμεθα νά άρ-
Πνεύματι ζωήν καί διδασκαλίαν τών αγίων νηθώμεν τά βρίθοντα έν τή μελέτη του θε­
«Φιλοκαλικών» Πατέρων; ’Ιδού διατί ήμ- τικά στοιχεία. Άλλ’ είς τά θέματα τής
φεσβητήσαμεν τήν καταλληλότητα τού, κα­ Θεολογίας κα'ι τδ παραμικρόν αβλέπτημα
τά τ’ άλλα, σπουδαίου άνδρδς διά τό ύπ’ δύναται νά βλάψη καιρίως τό δλον.
δψει υπερφυές θεολογικόν άντικείμενον. 12. Έν συνεχεία δ σ. ζητεί «νά καθα-
11. Ό σ. σχολιάζων παρατήρησίν μου, ρισθούν τά ζητήματα». Κα'ι αύτό σημαίνει,
περί τής έπιδράσεως τών αρεοπαγιτικών δτι δ ψευδοδιονύσιος είναι άλλο, άλλο οΐ
είς ’Ανατολήν καί Δύσιν, προσπαλάίει μέ Πατέρες καί δτι «δέν είναι ή μοναδική πη­
σκιάς. ’Αποδίδων μοι σκοπιμότητα εις, δευ- γή τού άποφατισμού δ ψευδοδιονύσιος».
τέρας σημασίας καί ώς έκ περισσού, παρά- "Οτι άπό καθαρώς έπιστημονικής πλευ­
θεσιν τού Φλωρόφσκυ, κάμνει τάς πλέον ράς είναι αμφιβαλλόμενος δ «Ψευδοδιονύ-
άπιθάνους υποθέσεις. Διά νά γίνη αντιλη­ σιος», τό εΐπομεν κατά κόρον. ’Από καθα­
πτόν, δτι δέν υπήρξε πρόθεσις νοθείας ρώς δμως έκκλησιαστικής, είναι δ έξ Ά-
αρκεί νά αναφέρω τό εύκολον τού έλέγχου ρείου Πάγου άλιευθεΐς μαζύ μέ τήν Δά-
nepi MixN eeoxoriKHN μθχθτην 15

μαριν υπό τοΰ Παύλου. Διό καί τοΰ έχει τόν άμεσον κίνδυνον νά διολισθήσουν είς
πλέξει ή ’Εκκλησία υψηλότατους ύμνους, αμαρτίας καί νά μεταβληθοΰν είς ψεκτά
ώς «διαβάντος τάς ουρανίους πύλας έν πάθη, αί αΰταί δυνάμεις τής ψυχής, έξ ών
πνεύματι». ’Επίσης δεν άρνούμεθα δτι δ έκπορεύονται τά συναισθήματα, καθαιρόμε-
άγιος Διονύσιος δεν είναι ή μοναδική πη­ ναι διά συμβολής καί τοΰ ανθρώπου καί
γή τοΰ άποφατισμοΰ. Άντιθέτως δεχόμεθα άγιαζόμεναι ϋπό τής χάριτος τοΰ Πανα­
τον έν τή Έκκλησίρ άποφατισμόν από αυ­ γίου Πνεύματος, γίνονται άρεταί ταπεινώ-
τής τής συστάσεώς της. Καί ό μέγας Διο­ σεως, κατανύξεως. πένθους, δακρύων, χα­
νύσιος είναι απλώς «σαρξ έκ τής σαρκός ράς, αγάπης, θείου έρωτος. 'Επομένως δέν
της καί πνεύμα έκ τοϋ πνεύματός της». έχομεν πλέον συναισθήματα, άνήκοντα είς
'Όσον αφόρα πάλιν, δτι «δέν είναι βάσι­ τήν τάξιν τής φύσεως, αλλά πνευματικός
μος καί μεμαρτυρημένος ό αυθαίρετος ι­ εμπειρίας.
σχυρισμός τοΰ όσιωτάτου, δτι τά ψευδεπί­ Είς αυτήν τήν υπέρ φύσιν κατάστασιν
γραφα ταύτα συγγράμματα έχουν γίνει έζων δλοι οί άγιοι Πατέρες. ’Εάν δ Κύ­
αποδεκτά υπό δύο Οικουμενικών Συνό­ ριος ήθέλησε νά μάθωμεν τά πνευματικά
δων...», δέν έχομεν είμή νά παραπέμψωμεν «οργιά» τοΰ αγίου Συμεών, δέν έπεται δτι,
τόν σοφόν καθηγητήν εις τήν Ιην ΰποση- δ άγιος Γρηγόριος δ Παλαμάς, αίφνης,
μείωσιν τοϋ αγίου Νικοδήμου εις τήν έρμη- δστις τίποτε δέν είπε γιά τόν έαυτόν του,
νείαν τοΰ Β' Κανόνος τής Ζ' Οικουμενι­ δέν έζη μέσα είς τό άκτιστον φώς είς τήν
κής Συνόδου, έν τώ «Πηδαλίω» του, διά νά κατάστασιν «νόων καί ψυχών ασπίλων». ’Ι­
πεισθή δτι δ ισχυρισμός δέν είναι άβά- δού διατί διετυπώσαμεν εύγενώς τήν άντί-
σιμος. θεσίν μας είς τήν δρολογίαν τοΰ κ. Τρεμ-
13. Ώς πρός τόν χαρακτηρισμόν υπό πέλα, κατά τούτο δρθήν, δτι έχει έφαρμο-
τοϋ σ. τών έν άγίφ Πνεύματι έμπειριών γην έπί τών δυτικών μυστικιστών, αί νοση-
τοΰ αγίου Συμεών τοΰ Νέου Θεολόγου, ώς ραί συναισθηματικότητες τών δποίων ώδή-
έξ Ιδιοσυγκρασίας συναισθηματισμών, παρ’ γησαν τούς διαφόρους van Oosterzee καί
δτι λαμβάνομεν ΰπ’ δψει δσα είς άπάντη- Fisher νά μορφώσουν τήν άντίληψιν δπου
σιν γράφει, δέν πείθει απολύτως. Τό μέν έχουν περί Μυστικισμοΰ.
διότι φρονεί μετά τοΰ Fisher, δτι ή πηγή 14. Ό κ. καθηγητής, άναφερόμενος είς
τοΰ Μυστικισμοΰ είναι τό συναίσθημα, τό τήν έπισήμανσίν μας έπί τής άντορθοδό-
δέ διότι νομίζει, δτι αΐ ένέργειαι τοΰ 'Α­ ξου διατυπώσεώς του, καθ’ ήν «καί δ Πα-
γίου Πνεύματος μή αϊρουσαι τά ίδια τών λαμας έν τινι μέτρω εις τήν αυτήν παρεσύρ-
φυσικών καταβολών, έπόμενον είναι νά μή θη σύγχυσιν — μέ τόν Βαρλαάμ — κατά
αίρουν καί τάς συναισθηματικός ένεργεί- διεύθυνσιν αντίθετον», παραθέτει τρεις πα­
ας. Καί κατά συνέπειαν, έφ’ δσον δ άγιος ραγράφους έκ τοΰ Συνοδικού Τόμου τοΰ έ­
Συμεών ήτο έξ ιδιοσυγκρασίας συναισθη­ τους 1351, έντελώς ασχέτους πρός τό θέ­
ματικός, αί συναισθηματικά! ένέργειαι πα- μα. Οΰτω δέ ούτε άνέλαβε, προκληθείς, νά
ρέμειναν. Όπότε ή αμφιβολία μας άν, δ άποδείξη τήν αποψιν, αλλά ούτε καί νά κα-
καλός Θεολόγος, είσέδυσεν εις τήν δρολο- τευνάση τόν σκανδαλισμόν τής ’Ορθοδόξου
γίαν τών μυστικών βιωμάτων τών 'Αγίων, συνειδήσεως. 'Επομένως δ ϋπέργηρως κα­
δέν διελύθη εΐσέτι. θηγητής αφήνει ανοικτόν τό θέμα καί έκ­
Καί ναι μέν ή ένέργεια τοΰ 'Αγίου θετον έαυτόν είς δικαίας υποψίας. Είναι
Πνεύματος είς τάς ψυχάς,τών 'Αγίων αρκετόν νά ένθυμηθή κανείς δτι τό θεολο-
αφήνει αθικτον τήν έλευθερίαν καί έν τινι γικόν τούτο πρόβλημα συνετάραξεν έπί δε­
μέτρο) τά φυσικά Ιδιώματα, δμως μεταποι­ καπενταετίαν τήν έκκλησίαν τής Κωνσταν­
εί τά φυσικά είς πνευματικά. ’Εντεύθεν τά τινουπόλεως καί δτι αποτελεί βασικήν ειδο­
κατά φύσιν συναισθήματα μεταβάλλονται ποιόν διαφοράν μεταξύ ’Ορθοδόξου καί
εις πνευματικός κινήσεις τής ψυ­ Ρωμαιοκαθολικής Θεολογίας, διά νά άντι-
χής. Καί ένώ εις τήν φυσικήν των κατά- ληφθή τήν μεγίστην θεολογικήν καί πνευ­
στασιν καί τά εύγενέστερα έξ αυτών δέν ματικήν σημασίαν του.
είναι άπηλλαγμένα αμαρτωλού μώμου, μέ 'Ο κ. Τρεμπέλας λέγει είς τήν σελ. 37,
16 nepi MIAN Θ6ΟΑΟΓΙΚΗΝ MGXGTHN

B' τεύχος, δτι «δ Παλαμάς ναι μέν όρθώς 1764). Και αλλαχού" «τοιούτος είναι δ Θε­
ΰπεστήριζε τό άκτιστον τών θείων ένεργει- ός τοΰ Παλαμά... Κατά τήν θεολογίαν ταύ-
ών, ΰπήρξεν δμως υπερβολή τδ νά άποκλείη την ό Θεός δέν είναι τό άπείρως άπλοΰν
έξ δλοκλήρου τον δρον κτιστόν από τοΰ α­ δν, τό καθαρά ένέργεια έν τώ
ποτελέσματος, τό όποιον αΐ άκτιστοι ένέρ- όποίω τά πάντα ταυτίζονται πραγματι­
γειαι δημιουργούν». κός...» (αυτόθι 1755). 'Ωσαύτως, άναφε-
Εις τάς παρατηρήσεις μας είχα παραθέ­ ρόμενος είς τόν αιρετικόν Πρόχορον Κυ-
σει ένα παλαμικόν χωρίον από μνήμης διά δώνην, τόν εχθρόν καί πολέμιον τού θείου
τού όποιου άνετρέπετο ό ισχυρισμός τοΰ Παλαμά, δ Jugie γράφει: «Οΐ μαθηταί
γέροντος Θεολόγου. ’Ήδη καταχωρίζω έτέ- τοΰ Παλαμα δέν ήδύναντο νά ακολουθή­
ραν διατύπωσιν τού αγίου Γρηγορίου τού σουν αυτόν (τόν Κυδώνην) εις τά αμείλι­
Παλαμά" «οΰ δέ ή ένέργεια κτιστή, άκτι­ κτα συμπεράσματά του. Ό ήλιος καί αΐ α­
στος αυτός ούκ έ'στι. Διά τούτο οΰχ ή τού κτίνες αυτού έξηφανίζοντο έμπροσθεν τής
Θεού ένέργεια, άπαγε, αλλά τό ένεργηθέν απείρου υπερβατικότητας τής Κ α θ α ρ ά ς
καί άποτελεσθέν έστι τό'κτίσμα...» (Κεφά­ Έ ν ε ρ γ ε ί α ς, καί αί θεότητες τού Π α-
λαια φυσικά καί θεολογικά, ογ' Φιλοκα­ λαμά διελύοντο έμπροσθεν αυτής (τής Κα-
λία). θαράς Ένεργείας) ώσπερ ή χιών έμπρο­
Πολύ φοβούμεθα μήπως δ σ. δεν αποδέ­ σθεν τού ήλιου» (αυτόθι 1805). Διά νά
χεται πλήρως τήν διδασκαλίαν τού αγίου άντιληφθή δ αναγνώστης τάς περί ήλιου
Γρηγορίου, κυρωθεΐσαν Συνοδικός. Διότι καί ακτινών ειρωνείας τού παπικού θεολό­
τόσον από συζητήσεις μας πρό Ιδετίας εις γου, πρέπει νά γνωρίζη, δτι δ άγιος Γρη-
"Αγιον "Ορος, δσον και από τινα γραπτά γόριος, είς τήν περί διακρίσεως ουσίας καί
του ώς καί από τήν πρόσφατον ώς ανωτέρω ένεργείας διδασκαλίαν του, παρωμοίαζε τήν
διατύπωσιν, δέν συνάγεται πάντως δτι δεν ουσίαν τού Θεού μέ τόν ήλιον καί τήν ε­
σφάλλει περί τό καίριον αυτό θεολογικόν νέργειαν μέ τάς ακτίνας του. Είναι φανε­
ζήτημα. Θά ηϋχόμεθα νά μή άληθεύαμεν ρόν, δτι οί Λατίνοι απορρίπτουν καί πο­
ή άληθεύοντες, νά έβλέπαμε τόν καλόν έρ- λεμούν τήν ’Ορθόδοξον διδασκαλίαν περί
γάτην τοΰ λόγου τού Θεού δμολογούντα τήν άκτιστων ένεργειών.
καλήν δμολογίαν τής έν τφ μέρει τούτφ ά- Ή διδασκαλία τοΰ Actus Purus είναι
μωμήτου θεολογίας. Ή δδύνη μας θά είναι καθαρώς φιλοσοφική καί άρνεϊται τήν
άπαράκλητος έάν, άρπαγείς ΰπό τοΰ θανά­ πραγματικήν κοινωνίαν τού Θεού μέ τά
του αφήσει δπίσω του υλικόν, δπερ είναι λογικά πλάσματά Του, διό καί ένεργεΐ διά
δυνατόν νά κηλιδώση τό δνομά του. Έάν «κτιστών χαρίτων», πράγμα δπερ κατεδι-
δέν έχωμεν έπιτύχη μεγάλα πράγματα είς κάσθη ύπό τών Συνόδων τού 14ου αίώνος
τόν βίον μας καί δέν κατέστημεν «μεγαλέμ- καί δπως λέγει τό Συνοδικόν, «έντεΰθεν ήδη
ποροι», τουλάχιστον ώς αχρείοι δούλοι νά κινδυνεύουσιν είς αθεΐαν παντελή περιπίπ-
εύρεθώμεν καθαροί είς τήν παραδοθεϊσαν τειν καί τήν έλληνικήν μυθολογίαν». Έν
πίστιν. Ή θεολογία τοΰ αγίου Γρηγορίου τούτοις καί παλαιότερα, δ μή γνούς τό αι­
τοΰ Παλαμά είναι κρίσιμος διά τήν ζωήν ρετικόν κλίμα τής έσπερίας συμπαθέστατος
τής ’Εκκλησίας καί τάς σχέσεις της προς κ, Τρεμπέλας, ύπερημύνετο αμέσως τοΰ
τήν Ρωμαιοκαθολικήν θεολογίαν, δσον και Actus Purus, ήδη δέ, είς μέν τήν Η.Θ.Ε.
τό Filioque. ’Απόδειξις, δτι ούδένα τών είς τό αρθρον του «Θεός», αναφέρει δίς,
'Αγίων μας έμίσησαν τόσον οί Λατίνοι, δ­ λατινιστί καί έλληνιστί, δτι δ Θεός είναι
σον τόν θειον Παλαμάν, διότι έκονιορτο- Καθαρά Ενέργεια, είς δέ τήν άπάντησίν
ποίησε τήν θεμελιώδη διά τό αριστοτελι­ του διά τοΰ Ό. Τύπου έμμέσως, δσον και
κόν ή θωμιστικόν θεολογικόν σύστημα δι­ είς τό αρθρον του («Γρηγόριος Παλαμάς»,
δασκαλίαν τοΰ Actus Purus. Μάρτιος - ’Απρίλιος 1958) περί οΰ εΐχον
15. Ό παπικός θεολόγος Μ. Jugie γρά­ έκφράσει τάς ανησυχίας μου είς τόν ίδιον,
φει, δτι ή θεολογία τού Παλαμά «είναι έξ κατά τάς είς "Αθω συζητήσεις μας. Προ­
έπόψεως καθολικής μία πραγματική αΐρε- φανώς ή έν Θεφ διάκρισις φοβίζει τόν κα­
σις» (Diet de Theol. Cath/τόμ. XI, 2, κολ. λόν Θεολόγον, δτι αίρει τήν απλότητα τής
nepi MixN eeoxoriKHN MexeTHN 17

θείας ουσίας, μή άντιληφθέντα, δτι δ άγων τό έλάχιστον τής διδασκαλίας τών άγιων
τοϋ θείου Παλαμά έγένετο διά νά διασωθή Πατέρων καί τής άγιωτάτης ’Εκκλησίας
έν καί μόνον: ή πραγματική άμε­ μας. "Ο,τι δέ έπρατταν έν τή Ίερφ Με­
σος σχέσις τοΰ Θεού μέ τά λογικά όν­ τάνοια μου έτέλει ϋπό τήν ευλογίαν τοΰ Γέ-
τα, τά «βραχύ τι παρ’ αγγέλους ήλαττωμέ- ροντος. Επομένως οΰδείς λόγος ανησυχί­
να» πλάσματά Του. Και ταϋτα έπί τοϋ πα­ ας. Άν αυτή ή διαβεβαίωσίς μου κριθή
ρόντος. επαρκής πρός καθησύχασιν τών έν Χριστώ
16. Είς τήν δ' άπάντησίν του, δ σεβ. αδελφών μου, παραιτούμαι έν ειρήνη δ-
θεολόγος, άναφέρεται ε’ις τό θέμα τών Δυ­ λων τών έπί μέρους υπαινιγμών τοΰ σεβα­
τικών μυστικιστών. ’Αλλά περί τούτων ήδη στού γέροντος θεολόγου, δν καί λυποΰμαι
έγράψαμεν δσα ήσαν απαραίτητα. Τά δέ καί έκ καρδίας συγχωρώ διά τό ήττημα.
παρατιθέμενα κείμενα τών αγίων Μακαρί­ 17. Καί ήδη έδέησε μετά τρεις σχεδόν
ου καί Γρηγορίου Παλαμά εις οΰδέν βοη­ μήνας νά ίδωμεν τήν ε' συνέχειαν. Ό νο-
θούν διά τήν άποκατάστασιν τοϋ άγιου Συ­ ήμων αναγνώστης ας συναγάγη τά συμπε-
μεών τοϋ Νέου Θεολόγου, ώς πρδς τήν ράσματά του έπί τής, αν μή τι άλλο, άή-
«συναισθηματικήν ιδιοσυγκρασίαν» του καί θους καί ίδιοτύπου άπαντήσεως είς συνε­
τήν «αν μή αιρετικήν πάντως παράδοξον χείας επί τρεις ολοκλήρους μήνας δίκην μυ­
διδασκαλίαν του». Πολύ φοβούμεθα μήπως θιστορήματος. Αλλά τώρα τί νά απαντήσω
ή αμηχανία τοΰ κ. Τρεμπέλα τοΰ δημιουρ­ είς ένα δλοσέλιδον καί πλέον τοΰ κ. καθη-
γεί άφευκτον σύγχυσιν, δοθείσης καί τής γητοΰ, δπου πλέον μίγνυνται τά άμικτα καί
μή πρδς τά κείμενα τής Μυστικής θεολο­ συμπλέκονται στοιχεία προσωπικά μετά τής
γίας έξοικειώσεώς του. "Άλλως πώς νά έ- αποφατικής θεολογίας; Τί ζητεί νά απόδει­
ξηγήσωμεν τήν συσσώρευσιν ασχέτων Πα- ξη μέτήν παράθεσιν κειμένων Πατερικών;
τερικών χωρίων; Πότε άλλοτε δ σ. ήσχο- "Οτι κατέχει τό θέμα τής Μυστικής θεο­
λήθη μέ τοιαϋτα κείμενα; λογίας; Ματαιοπονεί καί εκθέτει έαυτόν είς
Άλλα μέχρις έδώ δ σ. έτήρει προϋπο­ μείζονας ειρωνείας τών έπαϊόντων συνα­
θέσεις τινάς πού έξησφάλιζον λίγο πολύ δέλφων του. Πότε έγραψεν ό καλός γέρων
τούς κανόνας τοΰ θεολογεϊν καί διαλέγε- περί Μυστικής θεολογίας ώστε, έκβιάζων
σθαι περί Θεοϋ καί ’Ορθοδοξίας. Ήδη καί αύτήν τήν μή πειθαρχούσαν είς όψι­
διαφαίνεται ή τάσις έγκαταλείψεως τοΰ α­ μους φιλοδοξίας γεροντικήν ηλικίαν, νά
παθούς διαλόγου, διά νά μεταβληθή μετ’ θέλη νά μάς εϊπη τί; "Οτι γνωρίζει νά
όλίγον είς άπροσχημάτιστον έπίθεσιν κατά άντιγράφη τάς θεολογικάς Εγκυκλοπαί­
τής προσωπικής ζωής τοΰ κατ’ αυτόν αν­ δειας; Ποιος ποτέ κατηγόρησε τόν θεο­
τιπάλου Μοναχού, τή άληθείφ δμως αδελ­ λόγον έπί άγνοίφ; Άλλως έπιμένων νά συ-
φού, κηδομένου τοΰ κύρους τοΰ γηράσαν- σωρενη Πατερικά κείμενα, άτινα καί κα­
τος έν τή διδασκαλίψ τοΰ Ευαγγελίου τής λώς δέν έννοεΐ, έστιν δτε, δεικνύει δτι έπι-
είρήνης. Μέ αύθαιρέτους συλλογισμούς θυμεΐ νά απόδειξη ώς «μηδέν ύστερηκέναι
είσέρχεται είς τόν προσωπικόν τρόπον τών ύπερλίαν» θεολόγων. ’Αλλά δέν έπι-
πνευματικής ζωής τοΰ Μοναχοΰ διά νά έκ- τυγχάνει παρά τό αντίθετον. Απλή έπι-
φράση τάς ανησυχίας του, ώς πρός τά φρο­ σήμανσις έγένετο. Καί ήλπίζετο ή ταπει-
νήματα του καί τήν έσωτερικήν του ζωήν. νόφρων σιωπή.
Τί νά άπαντήσωμεν είς αυτά; Νά σιωπή- ’Αλλά τί άπαντήσωμεν είς τόν κ. Τρεμ-
σωμεν είς τούς δνειδισμούς καί είς τάς βα­ πέλαν, δταν, πρός δόξαν τοΰ είπόντος «η­
ρείας υποψίας τοΰ καλοΰ κ. Τρεμπέλα; μείς αγγέλους κρινοΰμεν», απειλή μέ πολι­
Χάριτι Χριστού μας είναι εΰκολον καί ω­ τικά δικαστήρια; 'Τπό τάς συνθήκας αύ-
φέλιμον τή ψυχή. Άν δμως ανησυχήσουν τάς διάλογος δέν δύναται νά γίνη. Διότι
οί έν Χριστφ αδελφοί διά τόν ταπεινόν Μο­ μόλις χρειάζεται νά λεχθή, δτι μέ συνθή­
ναχόν, πώς νά τούς θεραπεύσωμεν; Επο­ ματα πολεμικά από ανελέγκτους θυμικάς έ-
μένως, δπως οί άγιοι Πατέρες, προκαλού- νεργείας, χωρίς τήν ειρήνην τής ψυχής,
μενοι έ'καμναν απολογίας πίστεως, έτσι δη- δπου «ήσυχή τό Πνεύμα τό "Αγιον έπιδη-
λώ έν φόβω θεού, δτι δέν έμακρύνθην είς μεϊ», άνευ φωτεινών λογισμών καί άνευ ά-
18 περί ΜΙΑΝ θεΟΚΟΓΙΚΗΝ Μ6Χ6ΤΗΝ

γάπης πρός την αλήθειαν, δσον καί άν μάς μας θησαυρών έποχή του. Έάν δέ νομίζη
στοιχίζη εις έγωϊσμόν, αίρονται αΐ δυνα­ δτι τόν άδικοΰμεν, δέν έχει παρά νά ρίψη
τότητες σοβαρός θεολογικής συζητήσεως, ένα βλέμμα είς τόν πίνακα τής Δογματικής
διότι δέν δμιλεϊ πλέον δ αγαθός άνθρωπος, του, τήν δποίαν άλλωστε, λόγφ ’Ορθοδο­
άλλα δ «παλαιός», δ «ψυχικός», δπου «έρις ξίας άσφαλώς, μετέφρασαν ο'ι γνωστοί Μο­
καί ζήλος καί ακαταστασία». ’Εάν υπήρχε ναχοί τοΰ Chevetogne, ώς «Δογματικήν τής
φόβος Θεού, συναίσθησις ευθύνης, καί α­ ’Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», άπό
γάπη αλήθειας, τότε θά ΰφίστατο καί έτοι- τήν δποίαν άπουσιάζει δ μέγας εχθρός
μότης ψυχής, ώστε μέ μίαν δλιγορρήμονα των "Αγιος Γρηγόριος δ Παλαμάς! Αύτά
άπάντησιν νά άναγνωρισθοΰν τά λάθη. είναι συγκλονιστικά σεβαστέ κ. καθηγητά.
’Ήδη δ αναγνώστης γνωρίζει, δτι επί τε- Καί ώς έάν μή ήρκουν αύτά, έρχεσθε νά
θ εντός ζητήματος, τδ δποϊον έσκανδάλισε έξισώσητε τάς πλάνας, εις τρόπον ώστε
τούς Μοναχούς, ήθελήσαμεν νά βοηθήσω- νά μή έχη κανείς παράπονον. Σφάλλει δ
μεν τον άξιοσέβαστον, άν μή τι άλλο, του­ «άγιος» Θωμάς; Σφάλλει καί δ Π αλαμάς 1
λάχιστον ώς κήρυκα τού θείου λόγου επί Επομένως δ Θεός «συνέκλεισε πάντας είς
δλοκλήρους δεκαετηρίδας, δπως άναχω- άπείθειαν-, ΐνα καί Λατίνους καί ’Ορθοδό­
ρήση έκ τοΰ κόσμου τούτου άπηλλαγμένος ξους έλεήση» 1 Θέλετε άλλην μαρτυρίαν, δτι
από θεολογικάς πλάνας. ’Αντί τούτου έξύ- ή Δογματική ύμών πάσχει Όρθοδόξως;
πνησεν δ άνθρωπος τοΰ κόσμου, δστις, προ- Μήπως άνεγνώσατε ένα «πανηγυρικόν» τεύ­
κειμένου νά διασώση τήν παρ’ άνθρώποις χος τοΰ Istina No 3 τοΰ 1974, δπερ είναι
ΰπόληψιν, συμπαρασύρει τά πάντα μή όκ- «άφιερωμένον» είς τόν "Αγιον Γρηγόριον
νών νά κηλιδώση τον Μοναχόν μέ ύβρεις, τόν Παλαμάν; Διαβάσετέ το καί ίσως
μέ υπαινιγμούς, μέ άνυποστάτους υποθέ­ πεισθήτε διά τίνα λόγον έξανέστησαν οί
σεις. Καί διά νά καλύψη τά συγκεκριμένα Μοναχοί τοΰ 'Αγίου "Ορους, δταν άνέ-
έρωτήματα, έγείρει τεχνητόν θόρυβον περί γνωσαν τήν θαυμασίαν Μελέτην ύμών καί
άλλα καί άλλα, αντιγράφων άρθρα ’Εγκυ­ διατί μέ τόσην άνεσιν είς τήν Δύσιν κυ­
κλοπαιδειών καί Πατρολογίας, ώς έάν ή­ κλοφορεί ή Δογματική σας.
θελε νά απόδειξη, δτι γνωρίζει τήν Μυστι­ Άλλ’ έάν δ υποφαινόμενος έγραψε κά­
κήν θεολογίαν τής ’Εκκλησίας καί τιμφ πως έντονα έπί τής περιπτώσεως Παλαμά,
τούς Μυστικούς θεολόγους της. ’Αλλά δέν τοΰτο όφείλεται είς τήν άτυχίαν του, νά
πείθει. γνωρίζη άπό τοΰ έτους 1957 αυτήν τήν 6α-
Έπανειλημμένως έδηλώσαμεν, δτι δέν ά- θεΐαν άγνοιαν ύμών έπί τής θεολογίας τοΰ
ξιοϋμεν περισσότερα από τόν σεμνόν έργά- αγίου Γρηγορίου, άποτέλεσμα τής δποίας
την τοΰ Ευαγγελίου. 'Επομένως δέν τόν κα- ήτο καί είναι δ συμβιβασμός τοΰ Actus
τηγοροΰμεν διά τήν άγνοιαν βαθυτέρων Purus μέ τήν διδασκαλίαν τής Εκκλησίας,
πραγμάτων τών δσων ήδυνήθη νά προσλά- άφοΰ «άριστα δυνάμεθα νά δμιλώμεν Όρ­
6η είς τόν Ιστορικόν καί πνευματικόν χώ­ θοδόξως περί κτιστών ένεργειών» καί άλ­
ρον τής έποχής του. Τόν έκαλέσαμεν δπως λα τινά, τά δποΐα δτέ μέν διασκεδάζουν δτέ
μή έξ άγνοιας θίγη τούς αγίους Πατέρας δέ λυπούν άναγινωσκόμενα είς ύμέτερα κεί­
καί την Μυστικήν θεολογίαν καί ούτω δί­ μενα’ διά νά έπιβεβαιωθή, δτι διά -νά μή
δει ε’ις τούς Λατίνους τροφήν καί δπλα καί «μολυνθή» δ θεολόγος άπό τόν Λατινισμόν,
βλάπτει τούς πιστούς. δέν άρκεϊ νά μή μεταβή είς τήν έσπερίαν,
18. Έάν, κατά κοινήν δμολογίαν σπου­ άλλά πρέπει καί νά μή δεχθή έπηρείας άπό
δαίων θεολόγων, δέν δυνάμεθα σήμερον νά τήν «Σούμμα» καί έκ τοΰ «Κατά Ελλή­
θεολογώμεν Όρθοδόξως χωρίς νά εχωμεν νων» τοΰ «άγιου» Θωμά.
πρό όφθαλμών τόν άγιον Γρηγόριον τόν ’Αλλά, ώς ήδη έγραψα, πάντα ταύτα ά-
Παλαμάν, άρκεϊ μόνον ή άγνοια τοΰ κ. πεσιώπησα καίτοι φορτικώς προτραπείς νά
Τρεμπέλα έπί τών θεολογικών ζυμώσεων δημοσιεύσω, έκ τοΰ λόγου τής άναγνωρί-
τοΰ 14ου αίώνος, διά νά περιορισθή ούτος σεως τών δυσμενών συνθηκών έντός τών
είς τά οικεία δρια, πού καθώρισεν εις αύ- όποιων, δ άξιος πολλής συμπάθειας καί
τόν ή τελοΰσα έν άγνοίρ τών θεολογικών σπλάγχνων οίκτιρμού γέρων θεολόγος, διε-
nepi ΜίλΝ eeoxoriKHN msasthn 19

μόρφωσεν θεολογικάς αντιλήψεις. Διά τού­ «πληροφορίαν» έκ Θεού, δτι δέν θά έβλά-
το υπήρξα πάντοτε έπιεικής εις τάς κρίσεις πτωντο; Πόσοι καί πόσοι δέν έχουν ναυα­
μου, διά τόν θεολόγον άνδρα, περιοριζόμε- γήσει άπό τάς έκ πρωτοβουλίας, δός δ’
νος νά έκτιμώ την «κατά δύναμιν» προσφο­ είπεΐν άθεοφόβους, διακονίας εις τάς ποι­
ράν του εις τήν ’Εκκλησίαν και συμμορφού- κίλας λειτουργίας τής ’Εκκλησίας μας!
μενος μέ τήν άπόφανσιν τού αγίου Γρηγο- ’Αλλά καί διατί έχουν πληθυνθή τά δεινά
ρίου τού Θεολόγου: «πλήν καί Θεφ φίλον εις τόν έκκλησιαστικόν χώρον; ’Ιδού διατί
τό κατά δύναμιν». ’Άλλωστε «δέν θά δώσω- έχομεν ώς κόρην οφθαλμού τούς αγίους
μεν λόγον διότι δέν έθεολογήσαμεν, αλλά Πατέρας καί διατί άνησυχούμε οσάκις πα-
διότι δέν έπενθήσαμεν», κατά τόν άγιον ρατηρεϊται τάσις τις ή μειώσεως τού κύ­
Ίωάννην τής Κλίμακος. ρους ή παραθεωρήσεως τής ζωοπαρόχου
Ό σεβαστός θεολόγος δέν είναι διατεθει­ διδασκαλίας των.
μένος νά δεχθή υποδείξεις παρά τό βαθύ 'Ο Κύριος είπεν: «’Εγώ είμι ή θύρα...».
γήρας του, διό καί λησμονεί κάπως καί αυ­ ’Όντως, ή θύρα, ή μόνη θύρα, τήν όποιαν
τόν τόν χριστιανόν διά νά μή θιγή τό άλά- δμως δακτυλοδεικτούν οί άγιοι Πατέρες
θητόν του. Καί άναλογίζεται κανείς τί μέγα καί αυτοί υποδεικνύουν τό εύμήχανον εισό­
πρόβλημα είναι δ άνθρωπος, δταν δέν «ά- δου εις αύτήν. Αύτοί είναι οί Διδάσκαλοί
θλήση νομίμως». ’Ιδού δ καρπός τής μή μας, πού μάς δδηγοΰν άπλανώς άπό γής
κατά τήν παράδοσιν τών αγίων Πατέρων προς ουρανόν. “Αλλους ούκ οίδαμεν, ούτε
πνευματικής αγωγής. Καί δέν υπάρχει πε­ άναγνωρίζομεν έάν δέν τούς μαρτυρήση δ
ρισσότερον άποκρουστικόν θέαμα ανθρώ­ Θεός καί δέν έχουν τούς «θείους χαρακτή­
που, συνταρασσομένου έκ τών παθών καί ρας έν έαυτοίς». Διότι, «μηδείς οίέσθω κατ’
διδάσκοντος περί Θεού! Πώς άλλωστε θά ένέργειαν τέκνον Θεού γεγονέναι, μήπω
έλεγε δ προφήτης, δτι «οϋχ ώραϊος αίνος τούς θείους χαρακτήρας έν έαυτώ κτη-
έν στόματι αμαρτωλού»; ”Η δ Ιεροψάλτης σάμενος».
Δαβίδ, «τώ δέ άμαρτωλώ εΐπεν δ Θεός' δια- 'Ως προέκτασις δέ τής παρούσης άπαν-
τί σΰ έκδιηγεϊ τά δικαιώματά μου...;». τήσεως είναι ή έν συνεχείς δημοσιευομένη
19. Κλείων τήν συνοπτικήν αυτήν άπάν- είς τούς «’Αθωνικούς Διαλόγους» έκθεσις,
τησίν μου εις τήν άνευ λόγου απεραντολο­ περί τής όποιας ώμίλησα. Καί, ώς είς τεκ-
γίαν τού συμπαθεστάτου κ. Τρεμπέλα μήριον τής ’Ορθοδοξίας μου, παραπέμπω
—«δοκούντος δτι έν τή πολυλογίρ του...»— εις προγενέστερα γραπτά μου καί εις τό
συγχωρώ άπό καρδίας τόν πολύ άσθενοΰν- πρόσφατον βιβλίον μου «Ή θεολογία τής
τα αδελφόν δι’ δσα, παρά τήν καλήν του νοεράς προσευχής».
θέλησιν, έξηρεύξατο μή αγαθά κατά τού
ταπεινού Μοναχού, μή ΰπολογίσαντος δρ- θ.μ.δ.
θώς καί ίσως πταίσαντος κατά τήν έκφρα-
σιν, διό καί έξαιτεΐται δπως τού παράσχη
συγχώρησιν. ΟΙ θεοφώτιστοι άγιοι Πατέ­ (Συνέχεια άπό τήν σελ. 7)
ρες μετά τής άλλης έξ 'Αγίου Πνεύματος δ άνθρωπος μεταμορφοΰται καί μεταφέρεται ά­
σοφίας των διδάσκουν, δτι πρέπει νά άπο- πό τοΰ κακού τής άπιστίας είς τήν «λήθην τών
φεύγη κανείς τήν ένέργειαν οίουδήποτε κά-· κακών» τής πίστεως, ένθα διατελεϊ έν «άπλό-
λού ή διακονίας, έάν δέν έχη την δύναμιν τητι διανοίας», είς δ,τι άφορή τήν περιοχήν
νά μή βλάπτεται άπό τάς διαφόρους φά­
σεις πού διέρχεται τό ένεργούμενον κα­ τών υπέρ έννοιαν άληθειών.
λόν. Επομένως ας λείπουν καί αί καταφα­ "Ο,τι δμως έχει σχέσιν μέ τήν ηθικήν, τήν
τικοί καί αί αποφατικοί θεολογίαι, δταν έ- πνευματικότητα καί τήν θεολογίαν, τό πράγμα
ρεθίζωνται τά πάθη καί ή ψυχή άποκαλύ- διαφέρει. Δύναταί τις νά έρευνα, χωρίς νά τα­
πτη «τό είδεχθές προσωπεΐον της», κατά ράσσεται «ό βυθός τής πίστεως», έάν μάλιστα
τόν θειον Π αλαμάν. Διατί άλλωστε οί άγιοι
Πατέρες δέν άνελάμβανον διακονίας υπέρ έχη σύμμαχον τήν έν αίσθήσει καρδίας γνώσιν
τής ’Εκκλησίας, άν μή πρότερον έλάμβανον καί τήν σοφίαν.

You might also like