Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 53

Σκοτειν■ς επιθυµ■ες ■ντα Αντρ■ου

Visit to download the full and correct content document:


https://ebookstep.com/download/ebook-44983080/
More products digital (pdf, epub, mobi) instant
download maybe you interests ...

Ce royaume tissé tome 1 Tahereh Mafi

https://ebookstep.com/product/ce-royaume-tisse-tome-1-tahereh-
mafi/

Qu est ce qu une vie accomplie French Edition Galichet

https://ebookstep.com/product/qu-est-ce-qu-une-vie-accomplie-
french-edition-galichet/

Ce qu il nous reste 1st Edition Erik J Brown

https://ebookstep.com/product/ce-qu-il-nous-reste-1st-edition-
erik-j-brown/

Sommes nous ce que nous lisons 1st Edition George


Orwell

https://ebookstep.com/product/sommes-nous-ce-que-nous-lisons-1st-
edition-george-orwell/
Qu est ce que la féodalité 1st Edition François L
Ganshof

https://ebookstep.com/product/qu-est-ce-que-la-feodalite-1st-
edition-francois-l-ganshof/

Le ciel était bleu ce jour là 1st Edition Claudine


Faivre

https://ebookstep.com/product/le-ciel-etait-bleu-ce-jour-la-1st-
edition-claudine-faivre/

Qu est ce qu un homme sans moustache 1st Edition Ante


Tomi■

https://ebookstep.com/product/qu-est-ce-qu-un-homme-sans-
moustache-1st-edition-ante-tomic/

Ce qui reste après les tempêtes Confluence 2 1st


Edition Sylvie Poulain

https://ebookstep.com/product/ce-qui-reste-apres-les-tempetes-
confluence-2-1st-edition-sylvie-poulain/

Zbucium ■i Rost sau de ce Reducerea Suferin■ei este


Prioritar■ Per Sona

https://ebookstep.com/product/zbucium-si-rost-sau-de-ce-
reducerea-suferintei-este-prioritara-per-sona/
Η ζωή δεν μπορεί να ελεγχθεί από τα χέρια μας,
ούτε η καρδιά μπορεί να μείνει παγωμένη και
κλειδωμένη για πάντα. Η Άντα θα το μάθει καλά
αυτό.
Η Άντα, μια ανεξάρτητη, δυναμική και γεμάτη
όνειρα δεκαεννιάχρονη κοπέλα, ξεκινάει τη
φοιτητική της ζωή στο χώρο της Μόδας,
προσπαθώντας να κάνει μια νέα αρχή. Πάντα έθετε
όρια και είχε τον έλεγχο σε όσα έκανε. Ένα σκοτεινό
και ραγισμένο παρελθόν την οδήγησε σε μια
απόφαση. Να κλειδώσει την καρδιά της και να μην
επιτρέψει σε κανέναν και τίποτα να την κλονίσει.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν δύο άντρες
εμφανίζονται στη ζωή της και τα ανατρέπουν
όλα;
Μία μόνο νύχτα αρκεί, ο Αγγελος Ανδρεάδης και ο
Δημήτρης Ελευθεριάδης, δύο ανερχόμενοι μουσικοί,
θα καταφέρουν να γκρεμίσουν όσα είχε καταφέρει
να χτίσει. Ο Άγγελος, ένας φιλόδοξος άντρας που
ζει στη Μαδρίτη. Μια ήρεμη δύναμη που μπορεί να
εμπνεύσει εμπιστοσύνη. Ο Δημήτρης, δυναμικός,
δεν ανέχεται το όχι για απάντηση. Θα οδηγήσουν
άραγε την Άντα να επιστρέψει
σε όσα είχε ξεχάσει εδώ και καιρό; Και εκείνη, από
τη μεριά της, θα μπορέσει να αφεθεί ξανά σε όσα
αυτοί φέρνουν με την εμφάνιση τους;
«Αφέσου, γαμώτο! Ό,τι και να έχει γίνει, άσ' το
πίσω σου...» Η φωνή του ήταν ήρεμη, μα ο τόνος
του έβγαζε θυμό. Με έσφιξε πιο πολύ πάνω του,
για να μην ξεφύγω.
*
Η Άντα Αντρέου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη
Λάρνακα της Κύπρου, ενώ έζησε για δύο χρόνια
στην Αθήνα, όπου σπούδασε Σχέδιο Μόδας.
Αρχισε να γράφει από δεκαπέντε χρόνων, όμως
μετά την ενηλικίωσή της αποφάσισε να ασχοληθεί
με τη συγγραφή και επαγγελματικά. Η συγγραφική
της διαδρομή έχει ξεκινήσει από το διαδίκτυο,
δημοσιεύοντας ιστορίες στην παγκοσμίως γνωστή
ιστοσελίδα Wattpad, όπου και αρκετά έργα της
αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό. Έχει
παρακολουθήσει σεμινάρια συγγραφής σε Ελλάδα
και Κύπρο, που βοήθησαν στη βελτίωση του
τρόπου γραφής της, ενώ παράλληλα έχει
συμμετάσχει σε διαγωνισμούς συγγραφής και
ποίησης, όπου έχει διακριθεί.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να
επισκεφθείτε τη σελίδα
της συγγραφέως: www.facebook.com/
AdaAndrewsAuthor.

ΆΝΤΑ ΑΝΤΡΈΟΥ

Σκοτεινές Επιθυμίες

Desires #1

τίτλος συγγράμματος Σκοτεινές Επιθυμίες


συγγραφέας
Άντα Αντρέου
iWrite Creative Team iWrite.gr
http://WW W. iWrite.gr
*
Λογικά τώρα, όπως όλοι οι συγγραφείς, θα πρέπει
να κάνω μία αφιέρωση. Εγώ, σε ποιον το
αφιερώνω;
Αυτό το βιβλίο το αφιερώνω σε αυτούς τους
αναγνώστες
που πίστεψαν σε μένα, σε αυτούς τους
αναγνώστες που στήριξαν τις ιστορίες μου
από την πρώτη στιγμή, σε αυτούς τους αναγνώστες
που αγάπησαν την Άντα
Αλιβιζάτου, τον Αγγελο Ανδρεάδη και τον Δημήτρη
Ελευθεριάδη...
Σε αυτούς ανήκει αυτό το βιβλίο. Στους
συνοδοιπόρους αυτής της διαδρομής

εισαγωγή

ΛΕΝΕ, πως είναι δύσκολο να χτίσεις είτε μια φιλία,


είτε μια σχέση, μέσω απόστασης μα δεν ισχύει
πάντα. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι, οι οποίοι
μέσω ενός υπολογιστή ανακάλυψαν το άλλο τους
μισό. Είναι απίστευτο το πώς πλέον η δική μας γενιά
έχει βασίσει τις σχέσεις της πάνω σε μια μικρή
οθόνη. Μα τα πράγματα και οι καταστάσεις
αλλάζουν. Γεγονότα και άνθρωποι μας κάνουν να
αλλάζουμε τις σκέψεις μας. Ξέρετε; Είναι απίστευτο
το πώς μπορεί να έχουμε κάποιον άνθρωπο
χιλιόμετρα μακριά μας, ενώ στην τελική να είναι πιο
κοντά μας από όσο περιμέναμε.
Κάποτε, κάποιος είπε: «Η απόσταση δεν έχει
σημασία. Είναι το πρώτο βήμα που μετρόει». Έτσι,
αποφάσισα να σας πω τη μικρή, μα και πιο
σημαντική ιστορία της ζωής μου.
Όλα ξεκίνησαν από ένα πάρτι...

«Έλα ρε Άντα, τελείωνε, έχουμε αργήσει!»


άκουσα τη δυνατή φωνή της κολλητής μου,
που ούρλιαζε από το άλλο δωμάτιο.
«Έρχομαι ρε Αλέξα!» είπα γεμάτη απελπισία.
Βγήκα από το δωμάτιο μου χοροπηδώντας στο ένα
πόδι, προσπαθώντας να φορέσω τη δεξιά μαύρη
φλοράλ γόβα μου. «Με τρέλανες πια!»
Ναι, αυτή είναι η τρελή μαυρομάλλα κολλητή μου,
με την οποία θα πηγαίναμε εκείνο το βράδυ στο
πρώτο μας φοιτητικό πάρτι. Ήταν το πάρτι
καλωσορίσματος στη σχολή, και δεν θα το έχανα
με τίποτα! Πού να ήξερα εκείνη τη στιγμή, πως
αυτό το πάρτι θα άλλαζε τα πάντα στη ζωή μου...
Αφού σταθεροποίησα το σώμα μου, έχοντας
φορέσει και τη δεύτερη
γόβα μου, κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά -όσο
μπορούσα, δηλαδή, πάνω στις δωδεκάποντες
γόβες μου. Ακόυσα την κόρνα του αμαξιού της Αλέ-
ξας και αφού άρπαξα βιαστικά το μικρό τσαντάκι-
φάκελο που ήταν τοποθετημένο στον καναπέ, μαζί
με τα κλειδιά μου, βγήκα από το σπίτι. Μπήκα το
ασημί Citroen κάμπριο της Αλέξας και φύγαμε
αμέσως.
Φτάσαμε στη Γλυφάδα, όπου βρισκόταν το κλαμπ
και κατεβήκαμε από το αμάξι. Πλέον το όνειρό μου
άρχιζε να γίνεται πραγματικότητα. Θα ανήκα στον
κόσμο της μόδας. Γνωρίζοντας παιδιά που ένιωθαν
το ίδιο πάθος με το δικό μου.
Έστρωσα το απαλό ροζ φόρεμα μου καλά στο
σώμα μου και άρπαξα το μπράτσο της Αλέξας.
«Έτοιμη να αρχίσει το όνειρό μας;» με ρώτησε, κι
εγώ της χαμογέλασα.
«Εδώ και καιρό». Της έκλεισα το μάτι και μπήκαμε
μέσα στο κλαμπ.
Κοίταξα γύρω μου εκστασιασμένη. Φώτα νέον
έπαιζαν ρυθμικά και μπλέκονταν μέσα στο σκοτάδι.
Παιδιά από τη σχολή ήταν σκορπισμένα στον
χώρο. Μερικά στηριγμένα στο μπαρ, περιμένοντας
το ποτό τους και άλλα μαζεμένα σε μικρές παρέες,
να συζητούν με ένα ποτήρι στο χέρι. Μερικούς τους
γνώριζα, τους είχα δει στη γνωριμία φοιτητών που
είχαμε κάνει τη Δευτέρα.
«Πάω να φέρω ποτά» άκουσα τη φωνή της
Αλέξας, κι εγώ κούνησα το κεφάλι, συνεχίζοντας
να χαζεύω τον χώρο γύρω μου.
Το κλαμπ συνδύαζε καλοκαίρι και χειμώνα μαζί, όσο
και αν ακούγεται
περίεργο.Ήταν βαμμένο σε σκούρα χρώματα,
ενώ στο βάθος υπήρχαν μερικά ξύλινα σκαλιά.
Ανεβαίνοντας αντίκριζες ένα ψηλό ξύλινο δάπεδο,
μια θερμαινόμενη πισίνα και ακριβώς από πάνω
της, στους τοίχους,
υπήρχαν τεράστιες οθόνες. Έδειχναν τα τελευταία
βιντεοκλίπ της μουσικής και τις πιο επιτυχημένες
επιδείξεις μόδας. Είχα χαθεί στην ατμόσφαιρα,
απλά.
«Είναι καταπληκτικό, έτσι;» Γύρισα το κεφάλι μου
και είδα πως η Αλέξα είχε επιστρέψει, κρατώντας
δύο ποτήρια με κοκτέιλ στα χέρια.
«Πες μου πως δεν είναι όνειρο» της απάντησα,
παίρνοντας το ένα. Ήταν τόσο ζωντανό και τρελό
όλο αυτό, που φοβόμουν να το πιστέψω.
«Δεν είναι όνειρο, Άντα. Επιτέλους, έχει ήδη
αρχίσει το όνειρό μας. Τέλος οι φαντασιώσεις!
Πλέον έγιναν πράξεις».
Από μικρά, από τα οχτώ μας ακόμη, με την Αλέξα
αυτό ονειρευόμασταν. Να δείξουμε το ταλέντο μας
και την άποψή μας μέσα από τη μόδα. Να
χαράξουμε το δικό μας στιλ μέσα σε αυτόν τον
κόσμο. Και να τώρα, πώς
είχε περάσει ο χρόνος. Από απλές ζωγραφιές και
αθώα παιχνίδια, βρισκόμασταν επιτέλους σε μια
Σχολή Μόδας, να αρχίσουμε το όνειρό μας.
«Ωπ! Κορίτσια, πως πάει;» ακούσαμε μια φωνή
από πίσω μας και γυρίσαμε τα κεφάλια
ταυτόχρονα.
Αυτός που μας χαιρέτησε ήταν ο Στέφανος. Ο
πρώτος που είδαμε στη συνάντηση γνωριμίας.
Μπορώ να πω ότι ήταν από τα πρώτα παιδιά
που συμπάθησα. Είχε όμορφο χαμόγελο και
έλεγε πολύ καλά αστεία. Είχε τραβήξει το
ενδιαφέρον αρκετών από την αίθουσα.
Φορούσε ένα απλό μπλουζάκι, με μια γνωστή
επωνυμία πάνω, χαμηλοκάβαλο τζιν και
το ντύσιμο του το είχε συνδυάσει με ένα μικρό
καπέλο στο κεφάλι. Είχε στι-λάκι ο τύπος.
«Καλά. Πώς πάει, Στέφανε;» τον ρώτησα με ένα
ζεστό χαμόγελο στα χείλια.
«Καλά! Γαμάει το πάρτι, έτσι;» ρώτησε. Πριν
προλάβω να απαντήσω, η Αλέξα επενέβη.
«Αν γαμάει, λέει... Σκίζει!» απάντησε με
ασυγκράτητο ενθουσιασμό.
«Τι λέτε, να σας γνωρίσω στην παρέα μου; Μην
είστε μόνες εδώ».
Κοιταχτήκαμε με την Αλέξα και μετά από μια
σιωπηλή, μυστική συνεννόηση κουνήσαμε τα
κεφάλια και γυρίσαμε προς το μέρος του.
«Αμέ» του είπα και έλαμψαν τα μάτια του από τη
θετική μας απάντηση.
«Ακολουθήστε με!»
Ο Στέφανος μπήκε μέσα στο πλήθος και εμείς
κάναμε όπως μας είπε. Κατευθύνθηκε προς την
πισίνα που ήταν στο ψηλό δάπεδο και μας οδήγησε
σε ένα μικρό τραπεζάκι με δυο άσπρους καναπέδες,
όπου κάθονταν τρία αγόρια και δύο κορίτσια.
«Να σας συστήσω» ξεκίνησε ο Στέφανος «από
εδώ η Νάντια και η Φένια. Η πρώτη είναι ξαδέρφη
μου και η άλλη κοπέλα μου. Η Νάντια σπουδάζει
στον κλάδο της Μουσικής στη σχολή. Θέλει να
γίνει ντι τζέι, τρομάρα της» είπε κοροϊδευτικά και
συνέχισε «Η Φένια, το μωρό μου, πάει στον
κλάδο Δημοσιογραφίας. Θα με προωθεί στο
μέλλον». Της έκλεισε το μάτι.
«Ναι, να ‘σαι σίγουρος!» του απάντησε αμέσως
εκείνη. Όλοι γέλασαν κι εκείνος την κοίταξε με
θιγμένο ύφος.
«Παραβλέπω την ειρωνεία και συνεχίζω»
καθάρισε λίγο τον λαιμό του και γύρισε στους
υπόλοιπους της παρέας. «Από εδώ ο Νίκος, ο
Δημήτρης και ο Ορέστης. Οι δύο ανήκουν στον
κλάδο Δημοσιογραφίας, όπως η Φένια, ο
Δημήτρης στον κλάδο Μουσικής, μαζί με τη
Νάντια».
Τους κοίταξα έναν προς έναν. Η Νάντια φορούσε
ένα σκισμένο τζιν, με μια ριχτή μπλούζα και ένα
μαύρο γιλέκο να συμπληρώνει το σύνολο που
στόλιζε το σώμα της. Η Φένια, είχε πιο κλασικό
στιλ. Ένα μαύρο φόρεμα σε ίσια γραμμή, με ροζ
γόβες. Από την άλλη τα αγόρια ήταν παρόμοια
ντυμένα με μαύρα τζιν, όπως του Στέφανου, με
εξαίρεση το τζιν του Δη-μήτρη, που είχε αμυδρά
σκισίματα κοντά στο γόνατο. Όλοι φορούσαν
μπλουζάκια με μαύρα γιλέκα.
Πρέπει να είναι συν εννοημένοι, για να μην
κουράζονται στο ψάξιμο, σκέφτηκα
δυσανασχετώντας. Τυπικοί και κλασικοί άντρες.
Μόνο ο Στέφανος έκανε τη διαφορά.
«Χαίρω πολύ» είπα μαζί με την Αλέξα σαν μία
φωνή και κοιτάξαμε η μία την άλλη από αμηχανία.
«Τα κορίτσια είναι η Άντα και Αλέξα. Είναι μαζί
μου, στον κλάδο της Μόδας» εξήγησε στους
άλλους ο Στέφανος, που είχαν μια έκφραση γεμάτη
απορία στα πρόσωπά τους.
«Ενδιαφέρον» είπε μία βαθιά, βραχνή φωνή και
γύρισα να κοιτάξω από πού προερχόταν το
σχόλιο.Ήταν ο Δημήτρης, που το βλέμμα του με
κάρφωνε στην κυριολεξία. Δεν είχαμε αρχίσει καλά.
«Χμ... ναι» ψέλλισα. «Στέφανε, σου αφήνω για
λίγο την Αλέξα, γιατί εγώ χρειάζομαι ακόμα ένα
ποτό» είπα και τον κοίταξα.
«Φυσικά».
Η Αλέξα με κοίταξε με μια περίεργη έκφραση, αλλά
της έκανα νόημα πως δεν ήταν τίποτε
ανησυχητικό. Κατέβηκα από το υπερυψωμένο
δάπεδο και κατευθύνθηκα προς το μπαρ. Αφού
έσπρωξα μερικά άτομα μέχρι να φτάσω, επιτέλους,
μετά από αγώνες βρέθηκα μπροστά στην μπάρα,
που ήταν γεμάτη από φοιτητές. Έκανα νόημα στον
μπάρμαν και με πλησίασε.
«Θα ήθελα ένα Kir, σε παρακαλώ» του ζήτησα
φωνάζοντας, για να με ακούσει.
Ένιωσα τον λαιμό μου να στεγνώνει από τη δύναμη
που φώναξα. Μου κούνησε το κεφάλι και άρχισε να
το φτιάχνει. Είχα στηρίξει τα χέρια μου στον πάγκο
του μπαρ και περίμενα, κοιτάζοντας γύρω μου. Η
μουσική χτυπούσε στα αυτιά μου σαν εξωτερικοί
παλμοί, που διαπερνούσαν το σώμα μου. Ήταν
τρελό και περίεργο συναίσθημα. Ο μπάρμαν μου
παρέδωσε το ποτό και τον πλήρωσα αμέσως.
Αρχισα να περπατάω προσεχτικά, για να μη χύσω
το καλοφτιαγμένο κοκτέιλ μου και προσπερνούσα
άτομα, όταν ξαφνικά σκόνταψα σε ένα σκληρό
πράγμα.
Σήκωσα το κεφάλι και αντίκρισα μπροστά μου έναν
ψηλό, μελαχρινό άντρα με σκούρα γαλάζια μάτια
που έλαμπαν στο σκοτάδι.
«Βλέπε που πας, μικρή. Τι φοράς τις δωδεκάποντες
αφού δεν το ‘χεις;» μου είπε κοροϊδευτικά, με μια
μικρή δόση αλαζονείας. Ποιος νομίζει ότι είναι;
«Εσύ κοίτα μπροστά σου, που δεν ξέρεις να
χειρίζεσαι ούτε πόδια, ούτε εγκέφαλο» του
απάντησα με τον ίδιο τόνο.
«Σε τάπωσε» άκουσα να λέει κάποιος και κοίταξα
προς την κατεύθυνση που
άκουσα τη φωνή. Ήταν ένας από τους φίλους
του. Στένεψα τα μάτια μου και ξανακοίταξα προς
το μέρος του τύπου. Ο μελαχρινός μπροστά μου
ήταν αγριεμένος.
«Σκάσε Ερμή, σιγά μη με τάπωσε μια πιτσιρίκα».
Το ειρωνικό του βλέμμα ταξίδεψε από το κάτω
μέρος του σώματος μου μέχρι το πάνω. Χα! Για
πιτσιρίκα καλά με έχεις φάει με το βλέμμα.
«Τα πόδια μου μια χαρά τα χειρίζομαι. Ειδικά σ’ ένα
συγκεκριμένο σημείο» είπε, κοιτάζοντάς με ξανά με
τον ίδιο τρόπο.
«Αλλά δεν αρνείσαι πως είσαι ανεγκέφαλος.
Χαίρομαι που συναντάω επιτέλους έναν ειλικρινή
άντρα» του είπα δηκτικά. Εκείνος έκανε ένα βήμα
προς το μέρος μου, στενεύοντας τα μάτια του
ειρωνικά.
«Και για να δω. Εσύ το έχεις δει και πολύ έξυπνη;
Γιατί, αν το πιστεύεις, ζεις με ψευδαισθήσεις».
Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω ασυναίσθητα, μα
εξακολουθούσα να είμαι εκνευρισμένη.
«Για άκου, αγοράκι μου! Τυπάκια σαν εσένα έχω
πετύχει πολλά, οπότε μην πιστεύεις πως με
τάπωσες με αυτό. Γιατί τότε, εσύ θα ζεις με
ψευδαισθήσεις».
«Για να σου πω, αρκετά μας τα έκανες» είπε,
πλησιάζοντας με πιο πολύ, τρίζοντας τα δόντια του
γεμάτος θυμό. Η φωνή του ψήλωσε μερικούς
τόνους και πήρα μια βαθιά ανάσα. Ήταν έτοιμος να
με χτυπήσει. Τι μα-λάκας, Θεέ μου!
Ξαφνικά είδα ένα χέρι να τον τραβάει προς τα πίσω
και να τον συγκρατεί.
«Ρε μαλάκα! Κόφ’ το».
Ελευθερώνοντας το χέρι του από το κράτημα του
φίλου του, με πλησίασε ξανά. Έσκυψε μπροστά
μου και έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Ακουσα τη
φωνή του σαν απειλητικό ψίθυρο, παρά τη
βαβούρα.
«Τη γλίτωσες! Κρίμα». Ξεροκατάπια, ενώ αυτός
άρπαξε τα πράγματα του οργισμένος, και
έφυγε.
***
Μερικές στιγμές αργότερα, αφού φρεσκάρισα το
μακιγιάζ μου στις τουαλέτες,
βγήκα και κατευθύνθηκα προς το μέρος που
κάθονταν τα παιδιά. Όταν έφτασα εκεί,
συνειδητοποίησα πως η Αλέξα είχε εξαφανιστεί,
όπως επίσης ο Στέφανος και η Φένια. Με είχαν
παρατήσει με ένα σωρό αγνώστους. Τέλεια!
Καθώς καθόμουν στον καναπέ, δίπλα στα αγόρια,
τους άκουσα που μιλούσαν.
«Ναι. Αν το κάνετε, θα σας χαρίσω τα εισιτήρια.
Είστε μέσα;»
«Αν είμαστε μέσα, λέει...» συμφώνησε ένας από
τους τρεις και, έχοντας σηκωθεί από τον καναπέ,
συμπλήρωσε «Πάμε, Ορέστη».
Έπινα μια γουλιά από το ποτό μου, όταν μια βαθιά,
βραχνή φωνή ψιθύρισε στο αυτί μου.
«Άντα...»
Τινάχτηκα, και παραλίγο να χύσω το ποτό μου. Ένα
γέλιο ακούστηκε δίπλα μου και γύρισα στο πλάι.
Είδα μπροστά μου τον άντρα με το σκισμένο τζιν,
που διέφερε από τους υπόλοιπους. Παίρνοντας μια
βαθιά ανάσα, έβαλα το ποτήρι μου στο τραπεζάκι.
«Εμ, Δημήτρης, σωστά;»
«Ναι! Δημήτρης Ελευθεριάδης. Χορεύουμε;» Μου
έκανε νόημα, δείχνοντας με το βλέμμα του την
πίστα που είχε το κλαμπ. Δεν έχανα και τίποτα.
Αφού η τρελή φίλη μου με είχε παρατήσει...
«Βέβαια!»
Σηκώθηκε και μου άπλωσε το χέρι. Καθώς περίμενε
καρτερικά, εγώ συνειδητοποίησα το πόσο θεόρατος
ήταν. Χριστέ μου! Μπροστά του ήμουν σαν
μυρμήγκι στο τεράστιο έδαφος της γης. Πιάνοντας
το χέρι του σηκώθηκα και κατεβήκαμε μαζί τα
σκαλιά. Μέσα στο επόμενο λεπτό, μπλεχτήκαμε στο
πλήθος των φοιτητών και μ’ ένα απότομο τράβηγμα
που μου έκοψε την ανάσα, με έχωσε στην αγκαλιά
του. Καθώς τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από τη
μέση μου, η δέσμη με φως νέον ενός από τους
μεγάλους προβολείς πέρασε ανάμεσά μας και είδα
πιο καθαρά τα μάτια του, που με κάρφωναν. Ήταν
αυτό το πράσινο που έκανε παιχνιδίσματα με το
μαύρο, ανάλογα με το φως που τα φώτιζαν. Ένιωσα
έναν ηλεκτρισμό, όταν τα χέρια μου στηρίχτηκαν
στα
μπράτσα του. Γαμώτο μου! Τι είναι αυτό; Αφησα μια
ανάσα να το σκάσει από το
ίο
στόμα μου, όταν τα πρόσωπα μας ήταν σε
απόσταση αναπνοής. Εντάξει, Άντα! Νομίζω είναι
στιγμή να την κάνεις. Και όταν λέω να την κάνεις...
Εννοώ τώρα!
«Πρέπει... Πρέπει να φύγω» ψέλλισα με σαστισμένη
φωνή.
Πριν προλάβει να με συγκρατήσει, του ξέφυγα.
Παραμερίζοντας το πλήθος, άρπαξα βιαστικά τα
πράγματα μου και βγήκα από το κλαμπ.
1

Άγγελος

ΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΝΑ ΚΑΙΕΙ πάνω από το κεφάλι μου,


καθόμουν στη μεγάλη βεράντα μπροστά από το
σπίτι των γονιών μου και απολάμβανα τον τελευταίο
μου καφέ μαζί τους. Ήταν από τους πολύ λίγους
Έλληνες που είχαν μονοκατοικία στην Αθήνα του
σήμερα. Έτσι όπως είχε γεμίσει πολυκατοικίες, το
έβλεπες σαν θαύμα να βρεις κατοικήσιμο σπίτι στην
πόλη. Το καλοκαίρι συνέχιζε να είναι παρόν με τις
έντονες θερμοκρασίες του, κάνοντας τον κάθε
Αθηναίο να ξεψυχάει από τη ζέστη. Το βαμβακερό
αθλητικό μου μπλουζάκι είχε γίνει ένα με το στέρνο
μου, αφού η ζέστη έκανε τον ιδρώτα να τρέχει
ακατάπαυστα.
«Άντε! Ακόμη δυο χρονάκια και τελειώνεις,
Άγγελε. Θα γλιτώσεις τα πέρα δώθε» είπε η
μαμά μου μ' ένα χαμόγελο.
Έριξα μια ματιά προς τον δρόμο, όπου τα
αυτοκίνητα προκαλούσαν ταραχώδεις ήχους.
«Ρε μαμά, ακόμη δεν ξέρω τι στο καλό θα κάνω. Μη
βιάζεσαι» της απάντησα. «Άντε πάλι τα ίδια.
Είπαμε, θα γυρίσεις και θα βρεθεί λύση. Μην
απελπίζεσαι» μίλησε αυτήν τη φορά ο μπαμπάς
μου. Ένας ήχος ακούστηκε και η ματιά μου έπεσε
πάνω του. Ρουφούσε τον καφέ σαν κλασικός
Έλληνας. Γευόταν καλά τον κάθε κόκκο του
καλοψημένου από τη μαμά μου ελληνικού καφέ.
«Μα εκεί έχει μέλλον, μου δίνονται ευκαιρίες. Άσε
που εδώ είναι ό,τι να ‘ναι» είπα, δικαιολογώντας
την επιμονή μου.
«Εντάξει, εντάξει... Άσ’ το για τώρα, Ηλία»
επενέβη η μαμά μου, πριν αρχίσουμε ακόμα
έναν καβγά. «Ας πάει και μετά βλέπουμε».
Άφησα το ποτήρι που τόση ώρα κρατούσα και
σηκώθηκα από τη θέση μου.
«Λοιπόν, εγώ πρέπει να την κάνω. Αύριο φεύγω
κατά το μεσημέρι, αλλά έχω άλλες δουλειές και δεν
θα προλάβω να περάσω, για να σας αποχαιρε-
τήσω». Η μαμά μου ακολούθησε την κίνηση μου.
«Δεν πειράζει, μωρό μου! Καλό ταξίδι και να
προσέχεις, εντάξει; Μη μου γυρίσεις κοκκαλιάρης
πάλι». Η φωνή της ήχησε γεμάτη φροντίδα και
ανησυχία όταν με αγκάλιασε.
«Τι “μωρό”, ρε Νίνα;» πετάχτηκε στη μέση ο
μπαμπάς μου, καθώς σηκώθηκε. «Εικοσιπέντε
χρονών γάιδαρος είναι». Αφήνοντας την αγκαλιά
της μαμά μου, με τράβηξε στη δική του λέγοντας
«Τον νου σου, μικρέ. Ό,τι κι αν αποφασίσεις, εδώ
θα είμαστε εμείς. Μην αγχώνεσαι».
«Το ξέρω, μπαμπά».
***
«Τελείωνε, μαλάκα! Ούτε γκόμενα να ήσουν, τόση
ώρα να ετοιμαστείς» φώναξα στον Ερμή, που εδώ
και μία ώρα ήταν στο δωμάτιο του και ετοιμαζόταν.
Εδώ και ένα τέταρτο εγώ και ο Μάνος τον
περιμέναμε στο σαλόνι, μέχρι να ετοιμαστεί, για να
πάμε στο πάρτι. Θα ήταν ένα πάρτι για την έναρξη
μαθημάτων στη σχολή που σπούδαζαν. Θα είχε
πλάκα και ήταν πολύ καλή ιδέα για να κλείσουμε το
καλοκαίρι μας. Έτσι, μ’ ένα πάρτι, όπως και είχαμε
αρχίσει κιόλας. Ένα καλοκαίρι γεμάτο περιπέτεια
και διασκέδαση σε πάρτι και παραλίες.
«Έρχομαι ρε. Μου τα πρήξατε» είπε περπατώντας
προς το μέρος μας. «Ορίστε, εδώ είμαι».
«Επιτέλους πια!» είπε απηυδισμένος από την τόση
ώρα που περίμενε ο Μάνος. Ανοίγοντας την πόρτα,
έκανε στο πλάι. Μας έκανε νόημα για να βγούμε
πρώτοι λέγοντας «Πάμε».
Φτάνοντας στο πάρτι, έμεινα άφωνος. Τέτοια
εντυπωσιακή διακόσμη-ση με
χρώματα που έκαναν συνεχώς αντιθέσεις και με
μουσική που ταξίδευε σε χώρους γεμάτους
μυστήριο, με είχε αφήσει χωρίς λέξεις. Δεν περίμενα
πως κάποια σχολή μπορούσε να κάνει τέτοιο πάρτι
εδώ στην Ελλάδα. Όχι πως υποτιμούσα τη χώρα
μου, αλλά οι Έλληνες, σε σύγκριση τους
ανθρώπους στο εξωτερικό, ήταν πολύ πίσω σε όλα
τα θέματα. Αυτό το πάρτι όμως μπορούσε να
συγκριθεί, ή μάλλον ακόμα και να ξεπεράσει το
επίπεδο ενός πάρτι στην Ευρώπη. Αλλά τι
περίμενα; Οι κυριότεροι κλάδοι της σχολής του
Μάνου και του Ερμή ανήκαν στις Καλές Τέχνες!
Σκηνοθεσία, Μόδα, Διακοσμητική και άλλα τόσα.
«Πω ρε φίλε! Κοίτα πώς γέμισε. Αργήσαμε εξαιτίας
σου, ηλίθιε» φώναξε ο Μάνος στον Ερμή, για να
μπορέσει να ακουστεί πάνω από τη μουσική, και
τον χτύπησε στο κεφάλι εκνευρισμένος.
«Δεν φταίω εγώ. Ο Άγγελος φταίει, που χάζευε
στο ίντερνετ τις γνωστές μαλακίες του» είπε
υπερασπίζοντας τον εαυτό του ο Ερμής, πετώ-
ντας το μπαλάκι σε μένα.
«Ναι βέβαια, εγώ φταίω, όχι εσύ που είσαι
ηλίθιος και καλλωπίζεσαι σαν γκόμενα» του την
μπήκα.
Ξεφυσώντας ο Μάνος έσπρωξε προς τα πίσω τα
μαλλιά του. Διέτρεξε με το βλέμμα του έναν γύρο
το κλαμπ.
«Τέλος πάντων! Πάμε στο μπαρ. Δεν βλέπω
και πουθενά αλλού» είπε, παρατημένος από
την ελπίδα να βρει ελεύθερο χώρο.
Με μεγάλη τύχη εγώ, ο Μάνος και ο Ερμής βρήκαμε
έναν μικρό ελεύθερο χώρο στο μπαρ και είχαμε
αρχίσει να πίνουμε, αφήνοντας τα βλέμματα μας να
εξερευνούν σχολαστικά κάθε κοπέλα που
περνούσε. Αυτοί είχαν στηριχτεί στην μπάρα, ενώ
εγώ ήμουν απέναντι τους και έπινα το τρίτο ποτό
στη σειρά. Μπορούσα να το παραδεχτώ, ο ντι τζέι
είχε διαλέξει καλή μουσική που ξεσήκωνε. Το είχα
προσέξει, γιατί από την πρώτη στιγμή που ήρθαμε
και όση ώρα ήμασταν εκεί, οι φοιτητές ήταν σε
αναβρασμό, ένταση, και χόρευαν ασταμάτητα με
ενθουσιασμό. Κάθε λεπτό που περνούσε όλο και
πύκνωνε ο κόσμος. Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο
που εγώ, από τη θέση μου απέναντι από τα
παιδιά που ήμουν πριν λίγο, άνετα και χωρίς
κανέναν δίπλα μου, πλέον βρισκόμουν ανάμεσα
σε δύο κορίτσια και δύο αγόρια που ήταν παρέα.
Ξαφνικά, μέσα στον χαμό που γινόταν με όλους
αυτούς τους φοιτητές στο κλαμπ, ένιωσα ένα
δυνατό σκούντημα. Ενοχλημένος γύρισα να δω
ποιος με έσπρωξε και είδα μια κοπέλα -
μινιατούρα να είναι κολλημένη πάνω μου και να
προσπαθεί να με προσπεράσει, μπαίνοντας
ανάμεσα σε μένα και στον διπλανό μου. Πρέπει
να ήταν κάπου στα δεκαοχτώ με δεκαεννιά.
Γύρισε προς τα πάνω για να με κοιτάξει κι εγώ με
ύφος γεμάτο ειρωνεία της είπα «Βλέπε που πας,
μικρή. Τι φοράς τις δωδεκάποντες, αφού δεν το
‘χεις;»
Στενεύοντας τα φρύδια της εκνευρισμένη, μου
απάντησε στον ίδιο ειρωνικό τόνο «Εσύ κοίτα
μπροστά σου, που δεν ξέρεις να χειρίζεσαι ούτε
πόδια ούτε εγκέφαλο».
Η φωνή του Ερμή ακούστηκε από μακριά λέγοντας
“Σε τάπωσε”. Αμα τον γαμούσα κι αυτόν, θα του
έδειχνα ποιος τάπωσε ποιον. Ο ηλίθιος. Έκπληκτη
από τη φωνή που διέκοψε την έντονη συζήτηση
μας, γύρισε και κοίταξε τον Ερμή, που μας
παρακολουθούσε από μακριά με τον Μάνο.
Εκνευρισμένος από το σχόλιο του Ερμή, του
απάντησα
«Σκάσε, Ερμή, σιγά μη με τάπωσε μια πιτσιρίκα».
Η μουσική βούιζε στα αυτιά μου, ενώ την κοίταζα
εξαγριωμένος. Θα βγει και από πάνω τώρα η
πιτσιρίκα; Ποια νομίζει πως είναι;
Την κοίταζα από πάνω μέχρι κάτω. Δεν την έλεγες
και άσχημη. Είχε κάτι μυστηριώδες και άγριο πάνω
της. Το φόρεμα που φορούσε αποκάλυπτε το πόσο
ωραία πόδια είχε. Το βλέμμα μου ανέβηκε προς τα
πάνω και ήδη με κοίταζε με ανασηκωμένο το ένα
της φρύδι και με βλέμμα ικανοποίησης, λέγοντας
μου σιωπηλά πως ήξερε καλά πού κοίταζα. Την
κοίταξα κατευθείαν στα μάτια και τα χείλη μου
σχημάτισαν ένα μειδίαμα.
«Τα πόδια μου μια χαρά τα χειρίζομαι. Ειδικά ένα
συγκεκριμένο σημείο» κάγχασα, ανεπηρέαστος
από το βλέμμα της. Εκείνη μου χάρισε ένα
ειρωνικό χαμόγελο.
«Αλλά δεν αρνείσαι πως είσαι ανεγκέφαλος.
Χαίρομαι που συναντάω επιτέλους έναν ειλικρινή
άντρα».
Τι σου είπε,, Άγγελε; Τη γάμησε η μικρή, σκέφτηκα
από μέσα μου και στένεψα τα μάτια μου. Την
πλησίασα, αλλά αυτή δεν κουνήθηκε από τη θέση
της, δηλώνοντας μου πως δεν φοβάται.
«Και για να δω. Εσύ το έχεις δει και πολύ έξυπνη;
Γιατί, αν το πιστεύεις, ζεις με ψευδαισθήσεις».
Ακόυσα τα σφυρίγματα των φίλων μου για την τάπα
που της είχα ρίξει.
Τα χείλια της σχημάτισαν μία ευθεία γραμμή. Ετσι,
μικρή! Για να μη μου πουλάς τσαμπουκά.
«Για άκου, αγοράκι μου! Τυπάκια σαν εσένα έχω
πετύχει πολλά, οπότε μην πιστεύεις πως με
τάπωσες με αυτό. Γιατί τότε, εσύ θα ζεις με
ψευδαισθήσεις» με ειρωνεύτηκε.
«Για να σου πω, αρκετά μας τα έκανες». Έκανα
ένα βήμα ακόμα και ήμουν έτοιμος να της
ορμήξω, όταν ένα χέρι με τράβηξε.
«Ρε μαλάκα! Κόφ’ το». Γύρισα το κεφάλι και είδα
τον Μάνο να με συγκρατεί πριν τη χαστουκίσω. Τον
έσπρωξα ελευθερώνοντας το χέρι μου και γύρισα
προς το μέρος της ξανά.
«Τη γλίτωσες! Κρίμα» της ψιθύρισα στο αυτί και
μετά πέταξα τα λεφτά για το ποτό μου πάνω στο
μπαρ. Μπλέχτηκα στο πλήθος και βγήκα από το
κλαμπ. Η κοπέλα δεν παίζεται! Αυτά παθαίνω όταν
ακούω τις μαλακίες του Ερμή.
Συναντάω γκόμενες που την έχουν δει δήθεν.
Βγήκα από τον σταθμό του μετρό και περνώντας
τον δρόμο, έβγαλα τα κλειδιά που μου έδωσε ο
Έρμης για το διαμέρισμά του. Μπήκα στην
πολυκατοικία και κατευθύνθηκα απευθείας στο
ασανσέρ. Στηρίζοντας το σώμα μου πάνω στο
μεταλλικό τοίχωμα του, έγειρα το κεφάλι μου προς
τα πάνω και έκλεισα τα μάτια. Έφερα στη σκέψη
μου την τύπισσα από το κλαμπ. Τέτοια πιτσιρίκα
πρώτη φορά συναντούσα. Κούνησα το κεφάλι μου,
διώχνοντάς την από τη σκέψη μου. Ποιος
νοιάζεται, Άγγελε! Λες και θα την ξαναδείς. Έφτασα
στον όροφό μου και μπήκα στο διαμέρισμα του
Ερμή και του Μάνου, όπου έμενα προσωρινά.
Πέταξα τα κλειδιά στον καναπέ και μετά μπήκα στο
δωμάτιο μου. Παντού γύρω στο δωμάτιο ήταν
σκορπισμένα πράγματα. Αύριο θα έφευγα για
Μαδρίτη και έπρεπε να ετοιμάσω βαλίτσες. Τέρμα
οι διακοπές!
***
Τα μάτια μου τρεμόπαιξαν και έτριψα το μέτωπό
μου. Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει. Τι σκατά
είχαν μέσα τα ποτά χθες; Απλωσα το χέρι και πήρα
το κινητό μου από το κομοδίνο. Είχε πάει μία το
μεσημέρι. Πω, μα-λάκα! Σηκώθηκα από
το κρεβάτι γεμάτος βαρεμάρα και βγήκα από το
δωμάτιο. Μπαίνοντας στην κουζίνα, αντίκρισα
τον Μάνο και τον Ερμή να είναι στην ίδια
κατάσταση με μένα.
«Μέσα στο κέφι είμαστε βλέπω» σχολίασα
ειρωνικά και κάθισα στο σκαμπό. Ο Μάνος μου
πάσαρε ένα φλιτζάνι καφέ.
«Μαλάκα, τι στον πούτσο είχαν τα ποτά χθες; Το
κεφάλι μου νομίζω θα εκραγεί» είπε, όσο έπινα την
πρώτη γουλιά. Έτριψε το πίσω μέρος του κεφαλιού
του μορφάζοντας από πόνο.
«Πάντως εγώ δεν τα πέρασα και άσχημα. Μια
χαρά πήδηξα μία από τη σχολή δημοσιογραφίας
στις τουαλέτες». Ο Ερμής είχε ένα αυτάρεσκο
χαμόγελο. Τότε στο μυαλό μου ήρθε ξανά η
τύπισσα.
«Εγώ πάλι, όχι!» Η δυσαρέσκεια και η αηδία
χαράχτηκαν στο πρόσωπο μου. «Να σας πω, ποιος
από τους δύο έφερε γκόμενα χθες το βράδυ στο
διαμέρισμα;»
«Εγώ έφερα, αλλά γάμα το αυτό. Εσύ για την
τύπισσα λες, ε; Μαλάκα, νόμιζα πως θα τη
σκότωνες έτσι όπως την κοίταζες». Γύρισα προς το
μέρος του Μάνου και τον κοίταξα, βαρώντας το
φλιτζάνι μου στον πάγκο.
«Να μαντέψω, την έδιωξες πρωί - πρωί, ε;»
Κούνησε το κεφάλι του θετικά, ενώ εγώ συνέχισα
λέγοντας «Όσο για την τύπισσα, καλά νόμισες.
Όπως και να έχει...
Να πάει να γαμηθεί. Λες και θα την ξαναδώ.
Ετοιμαστείτε, σε καμία ώρα θα με πάτε στο
αεροδρόμιο».
Ίσα που πρόλαβα να κάνω check-in. Γαμώ την
κίνηση της Αθήνας! Σχεδόν θα έχανα την πτήση
εξαιτίας της.Έτρεξα μέχρι την πύλη της πτήσης μου
και είχαν ήδη αρχίσει να επιβιβάζονται. Μπήκα
λαχανιασμένος στο αεροπλάνο και κάθισα στη θέση
μου. Έριξα το κεφάλι μου προς τα πίσω
ξεφυσώντας. Πάει! Γύριζα πάλι στη ρουτίνα. Πάνε τα
τρελά πάρτι, τα τρελά μεθύσια, τα φλερτ, όλα. Δεν
μπορώ να πω... Περάσαμε ένα γαμάτο καλοκαίρι με
Another random document with
no related content on Scribd:
The Project Gutenberg eBook of Alakuloinen
meri
This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States
and most other parts of the world at no cost and with almost no
restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it
under the terms of the Project Gutenberg License included with this
ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the
United States, you will have to check the laws of the country where
you are located before using this eBook.

Title: Alakuloinen meri


Runoja

Author: Anna Kaari

Release date: January 1, 2024 [eBook #72579]

Language: Finnish

Original publication: Helsinki: WSOY, 1928

Credits: Tuula Temonen

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK


ALAKULOINEN MERI ***
ALAKULOINEN MERI

Runoja

Kirj.

Anna Kaari [Kaarina Höglund]

Porvoossa, Werner Söderström Osakeyhtiö, 1928.


SISÄLLYS:

KEVÄTYÖ

Kevätyö
Alakuloinen meri
Kaipaus
Meri yöllä
Onnellinen aamu

POLKU

Polku
Laulu sinulle
Maja
Kirje
Jää hyvästi, hyvää yötä
Alakuloinen päivä
Varjolaulu
Murhe

MUSTA TAUTI
Wen-Kiyn'in valitus
Kuin kuolinpaarien lakanat
Musta tauti
Pimeä meri
Ystäville
Kuollut sydän
Sa liian myöhään tulit takaisin

SYVYYDESTÄ

Laiva
Kaupunki
Ilta
Syyssade
Kauhu
Kuutamo kaupungissa
Syvyydestä

AAMU

Lumisade
Akvarelli
Uusi kevät
Aamu
Keväthurmio
Uudestisyntyminen
Pieni laulu
Onnellinen rakkaus
Yö niityllä

VALKEA HÄMÄRÄ
Äiti
Rannalla
Ota mun kädestäni kiinni
Sisarelle
Ametisti
Valkea hämärä

KEVÄTYÖ
KEVÄTYÖ

Meren yllä on pimeät, raskaat varjot: pilvien varjot.


Ranta on paennut viileään, siniseen sumuun.
Laiva on nostanut purjeet yöhön
ja liukuu etenemättä —

Jostakin läikkyy äkkiä valoa veteen,


outoa, kirkasta valoa.
Meri liikkuu aalloitta yössä.
Meri on ihana maailma ääriä vailla.

Valo on sammunut.
Purjeet ovat sulaneet pilvien varjoon.
Varjo on hajonnut pimeään mereen.

Kaikki on yhtä.

Yössä on ainoa kuuluva ääni:


— Salaisiin kiviin särkyvä vesi.
ALAKULOINEN MERI

Oot harmaa, aalloin väsynein sa tumman pilven alla hiljaa


vaellat!

Mun, ihmisen, on hyvä levätä sun rannallas, kun viilee tuuli


unhoituksen levon lupaa.

Oot harmaa, kaiken elämän, sen murheen, epätoivon


pyyhkii aaltos pois.

Ja rannoiltas ja minut, ihmisen, kun hiljaa vaellat sa


tumman pilven alla aalloin väsynein.
KAIPAUS

On kaipaus vienyt linnun rannalta ulapan tuuleen viileään.


Ovat tomuinen maa ja ranta kaukana häipyneet meren
hämärään.

On linnun sydäntä syönyt ikävä


ulapan lintujen vapauteen,
missä punaiset karit nousevat merestä
satoine lokkien pesineen.

On kaipaus vienyt linnun rannalta ulapan aamuun


valkeaan, missä auringon noustessa merestä kirkkaana
unohtaa tomuisen, kuuman maan —
MERI YÖLLÄ

Meri yöllä on kuultavan kirkas, sen vesi on valkoinen, ja


lokkien kaartuvat siivet ei varjosta pintaa sen.

On tiirojen kirkkaus jäänyt


myös rannoille kuolemaan.
Vain kaukaista kohinaa kuuluu:
meri puhelee unissaan,

ja huo'aten joskus syvään se mainingin kohottaa, mi


aaveena edeten liukuu veden pintaa valkeaa.

Nyt ylitse yöllisen meren, veden vaiheilla valkean käy


kutsuva kuiskaus hiljaa meren lempeän jumalan.
ONNELLINEN AAMU

Miten onnelliseen aamuun meren saarella herätä voi! Kuin


vihreään kylpyyn kutsuin meren aallot rannalla soi.

Ja lokkien helminauhaan
on tiirat yhtyneet.
Ne ensimmäisinä meressä
on aamulla kylpeneet.

Meren onnelliseen aamuun kun vielä herätä vois! Meren


vedessä viheriässä surut sairaat huuhtoa pois.

POLKU
POLKU

Sinä kuljet monia, leveitä teitä.


Joka tie vie jonkun ystävän luo.
Eräs kovin kapea, hämärä polku
sinut minun luokseni joskus tuo.

Eräs niityn ruohoon hukkuva polku,


jota tiellä kulkijat eivät nää,
joka sinulta myöskin helposti unhoon
kovin pitkiksi ajoiksi usein jää.

Sinä kuljet monia, leveitä teitä.


Minä turhaan polulla odotan.
Minä pelkään, rakkahin, huomaamatta
polun kokonaan umpeen ruohottuvan.
LAULU SINULLE

Sua päivät iltaan aattelen, kun hiljaa askaroin. Viel' läpi illan
hämärän sun silmäs nähdä voin.

Sa vaikka kuljet kaukana,


olet aina vierelläin.
Kuin tuvan lämmin hämärä
sa kierrät sydäntäin.

Sa olet öinen hiljaisuus,


mi tupaa vartioi,
Sun kuiskaukses unihin
kuin huilun ääni soi.

Sua yöt ja päivät aattelen, sa olet elämäin. Sa vaikka kuljet


kaukana, olet aina vierelläin.
MAJA

Ma sydämestäni nyt majan teen


ja vien sen erämaahan kaukaiseen.

Sen kynnyspuulla istun odottain.


Tuo kaipuu kerran sinut majahain.

Ja takkatulta sulle iltaisin


ma vaalin onnellisin unelmin.

Sa tulet kerran, silmiis suutelen


ma silloin unet syväin metsien

ja vuorten etäisinä siintäväin


ja havun tuoksun, kukkain himmeäin.

Ma oman ikäväni suutelen


ja rakkauden suuren, avoimen

ja yksinkertaisen kuin erämaa,


mi etees rannatonna aukeaa.
KIRJE

Niin pitkän kirjeen kirjoitin


kuin oli ikäväin,
ja ajatuksin kuumeisin
ma odottamaan jäin.

Sa vihdoin muistat kirjoittaa:


Saan kirjeen ohuen.
Sen sanat mua viluttaa
kuin päivä tuulinen

tai linnun huuto suolta päin tai ruutu ikkunan, min jäisen
lasin ääreen jäin ma kädet helmahan.
JÄÄ HYVÄSTI, HYVÄÄ YÖTÄ

Jää hyvästi, hyvää yötä,


ma nukun sulta pois
ja väliltämme kaikki
kuin unhoitettu ois.

Jää hyvästi, hyvää yötä.


On monen käynyt niin.
Tie huipuilta vie aina
alas kuilun syvyyksiin.

Jää hyvästi, hyvää yötä.


Sua vielä suutelen —
Ja nukun pois, mut koskaan
ma aamuun herää en.
ALAKULOINEN PÄIVÄ

On järvi kellanharmaa, ja mustat pilvet kulkemaan jo ovat


väsyneet. Ne riippuu järven yllä kuin kummalliset varjot vaan
tai siivet väsyneet.

Ma askelteni ääntä
kuin joka hetki vavahdan
ja käännyn katsomaan.
Vain jalkojeni alla
ma taitoin kaislan ruskean.
Jään sitä katsomaan —

Niin alakuloisena ma rantaa pitkin kävelen ja jotain ikävöin


— Kuin mustat pilvet raskas on yksinäisyys päivien. — Pois
täältä ikävöin.
VARJOLAULU

Jäät valon lämpöön niinkuin lintu jää, kun varjossa jo viileyttä


on, ja enää varjon pimentoon ei nää sun silmäs, huikaisemat
auringon.

Vain kuumaan valoon yli maisemain


ne tuijottavat kauas, ohi mun.
Oon varjossa ma pieni kasvi vain,
ja silmäis valosta ma huikaistun.

Jäät kauas valoon, minä varjoon jään, ja lehdet sulkee


minut pimentoon. Ma kylmään heinään painan raskaan pään,
sa lennät niinkuin lintu aurinkoon.

You might also like