Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 72

H ΔΕΞΙΑ ΤΣΕΠΗ TOY ΡΑΣΟΥ

Σειρά Σύγχρονης Ελληνικής Πεζογραφίας 158


Πρώτη έκδοση: Μάρτιος 2009
Δεύτερη έκδοση: Ιούνιος 2009
Τρίτη έκδοση: Ιούλιος 2009
Τέταρτη έκδοση: Νοέμβριος 2009
Πέμπτη έκδοση: Ιανουάριος 2010
Έκτη έκδοση: Οκτώβριος 2010
Έβδομη έκδοση: Μάιος 2011
Σχεδιασμός εξωφύλλου: Φωκίων Κοπανάρης
Διόρθωση: Γεωργία Σολδάτου
Σελιδοποίηση: Αναστασία Σπανιολέτου
Φιλμ, μοντάζ: Κώστας Γ. Κουκουδάκης
Εκτύπωση: Γραφικές Τέχνες «Corfu»
Εκτύπωση εξωφύλλου: Δ.Μωλ & Υιός
Βιβλιοδεσία: Α.Σαλτοριάδης & Υιοί Ο.Ε.
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ “ΕΣΤΙΑΣ”
Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.
Ευριπίδου 84 - Αθήνα 105 53
www.hestia.gr · info@hestia.gr
ΙSBN 978-960-05-1413-1
Γιάννης Μακριδάκης

H ΔΕΞΙΑ ΤΣΕΠΗ TOY ΡΑΣΟΥ


Νουβέλα

ΕΒΔΟΜΗ ΕΚΔΟΣΗ
13η χιλιάδα

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ


Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.
ΑΘΗΝΑ 2011
Στη Στάθια
1
TΗ NYXTA που πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος γέννησε η Σίσσυ. Έκανε τρία
κουτάβια σα θρεμμένα ποντικάκια. O Βικέντιος από μέρες την είχε κατά
νου. Περίμενε. Είχανε σωθεί τα φουντούκια στην τσέπη του ράσου του.
Πηγαινοερχότανε μες στο μοναστήρι, μοναχικός διακονητής, κι εκείνη
φουσκωμένη έτρεχε βαριανασαίνοντας από πίσω του, ταμένη να
συντροφεύει τα βήματά του στο μαγειρειό, στο προαύλιο, στα αγριεμένα
πια κηπάρια και στην πεζούλα με τους σταυρούς.
Η Παναγιά τ’ Ακρωτηριού ήτανε ένα μικρομονάστηρο χτισμένο στα
βορινά του νησιού, ξέμακρα από το χωριό και τη Χώρα, στη λογκεμένη
ποδιά του μελανού ξερόβουνου και στ’ αχείλι του κάθετου μαύρου βράχου.
Το ’γλειφε σχεδόν η θάλασσα. Από κάτω του απλωνότανε η απόμερη
παραλία με τις τρύπες των παλιών ανθρακωρυχείων, που χάσκανε,
μισόκλειστες πια, στα ριζά της πευκοπλαγιάς. Σα δυο πελώρια νυσταγμένα
μάτια, θωρούσανε το μπογάζι, που έβρεχε απ’ την άλλη μεριά τις
μικρασιατικές ακτές. Ολόγυρα βαστούσανε ακόμα κατάφυτες οι πεζούλες,
τα χτήματα που ανασταίνανε κάποτε αρμυροί καλόγεροι. Είχανε μερώσει
το κακοτράχαλο βουνό ένα γύρο ίσαμε κάτω τη θάλασσα. Αμπέλια, ελιές
και καρπόδεντρα, κηπάρια και βοτάνια, τα ’χανε τότε περιποιημένα και
τριγυρισμένα με καλαμιές για να τα προστατεύουνε από τις φρεσκαδούρες
των αέρηδων, που χτυπολογούσανε αλύπητα τ’ ακρωτήρι απ’ όλες τις
πάντες. Φτιάξανε πεζούλες με ξερολιθιά, ταιριάξανε πέτρα με πέτρα για να
βαστήξουν το χώμα. Στήσανε ντάμια ασκητικά για να βάζουνε το κεφάλι
τους στα λιοπύρια και στ’ ανεμοβρόχια. Χτίσανε στέρνες και σμιλέψανε
αυλάκια πέτρινα για να περιμαζεύουν και να στέλνουνε στους κήπους τα
νερά που σκούσανε εδώ κι εκεί τις σάρκες του βουνού. Πηγές σα νωπές
πληγές, που χρόνια αιμορραγούσαν κι είχανε φτιάξει μια γαλανή λίμνη
εκεί, ανάμεσα στις δυο ακτές.
Μυρμηγκοφωλιά ήτανε κάποτε το μοναστηράκι. Μαύρες σκιές
ξεπορτίζανε βιαστικές πριν από το χάραμα, σκάβανε, σπέρνανε, ποτίζανε,
τρυγούσανε, θερίζανε, βλογούσανε τους φρεσκοξυπνημένους εργάτες του
μεταλλείου, που καταφτάνανε κι αυτοί, κατηφορίζανε ανόρεχτα, με το
πεσκίρι στον ώμο γεμάτο προσφάι, κατά την παραλία, να πιάσουνε δουλειά
στις γαλαρίες. Ολημερίς αχολογούσε το βουνό τσαπίσματα. Οι ρασοφόροι
σκαλίζανε το δέρμα του να θρέψουν τα σπαρτά κι οι λεριασμένοι
τρυπώνανε σα ζωύφια όλο και πιο βαθιά στα σπλάχνα του, να τρυγήσουν το
κάρβουνο. Και, σαν έπεφτε η νύχτα, η εργατιά, ζαλωμένοι την
καρβουνιασμένη πραμάτεια τους, παίρνανε με βήμα ταχύ και με κουβέντες
μισές τον ανήφορο, να γυρίσουνε στο χωριό, να πλυθούνε και να πιούνε
στον καφενέ το μεροκάματο. Άλλοι πάλι δε βλέπανε την ώρα να πιάσουν το
νυχτέρι δίπλα στη γυναίκα και ν’ αποσώσουνε εκεί, στη ζεστή γαλαρία της
ζωής, μουγκρίζοντας σαν αγρίμια, όσα κουράγια φυλάξανε απ’ το
μεροκόπι. Τότε γυρίζανε κι οι καλογέροι στο θαλάμι τους για να δοξάσουνε
τον Θεό και να ξαποστάσουνε το λιανό κορμί τους πάνω στα έρημα
σανιδοκρέβατα, μες στο ημίφως του κελιού, που άλλο βόγκο από το
σκάσιμο του νερού στους βράχους δεν ήξερε. Άλλοτε γδούπος, άλλοτε
αχός, έσμιγε με τη μουρμούρα της ψαλμωδίας κι ανέβαινε μαζί με τις
μυρωδιές απ’ τα λιβάνια και τα γεννήματα κατά τον ουρανό, τιμή στον
Πατέρα των πάντων.
Χρόνια πολλά περάσανε από τότε. Το μοναστήρι ορφάνεψε. Οι παλιοί
γέροντες, μα κι άλλοι πιο κατοπινοί, αναπαυτήκανε, όλοι πια, κάτω από τα
πεύκα, που θεριέψανε, δίπλα στα δεντρολίβανα, μια πεζούλα μπόι γης πάνω
απ’ το κύμα. Η ποτισμένη με τη θάλασσα σάρκα τους έγινε ένα με την
αρμύρα του μαύρου βουνού. Τα τριζοκόκαλά τους γινήκανε θεμέλια του
μοναστηριού. Ο Βικέντιος απόμεινε μοναχικός φάρος στο ερημοβράχι της
Παναγιάς. Η μια μετά την άλλη οι ανατολές τον όρισαν τοποτηρητή,
μοναδικό ανεστάτη της γης και της πίστης. Από τα δεκαεφτά εφηβικά του
χρόνια, που μπήκε για πρώτη φορά με δέος στο μοναστήρι και στάθηκε
ξυπόλυτος μες στον λευκό χιτώνα του μπρος στον Δεσπότη και τον
σεβάσμιο γούμενο για την κουρά, υπάκουσε σε κάθε γέροντα, τους
λάτρεψε όλους στη σειρά και τους στερνοσυνόδεψε, τον ένα μετά τον
άλλον, στο ξόδι προς τη θάλασσα. Τώρα, που είχε καβατζάρει πια τα
σαράντα, φρόντιζε τα καντήλια τους να ’χουνε φλογίτσα, να
τρεμοχαιρετούνε όλα μαζί τις νύχτες το μαύρο πέλαγο, κι ήτανε αυτό το
στερνό του διακόνημα αποσπερίς, προτού μανταλώσει από μέσα τη βαριά
πορτάρα της μοναξιάς του. Οι μέρες και οι νύχτες του μοιάζανε πια σα
σταγόνες. Ο βίος του βρύση που στάζει μερόνυχτα.
Κείνο το βράδυ όμως, πριν πέσει να κοιμηθεί, είδε τη μικρή του Σίσσυ
κάπως ανήσυχη και κατάλαβε πως δε θα ’ναι τούτη η νύχτα σαν τις άλλες.
Η σκυλίτσα του ’δειχνε με τον τρόπο της πως έχει έρθει η ώρα. Θυμότανε
κι εκείνος πως κόντευε να τελειώσει πια ο Νοέμβρης όταν την
κυνηγούσανε οι σκύλοι. Μια μια τις μετρούσε τις μέρες. Τι είχε τραβήξει
τότε! Όλοι οι σερνικοί του χωριού είχανε ξεστρατίσει κατά κει,
οσμιστήκανε τον αγέρα από χιλιόμετρα και φτάνανε ο ένας μετά τον
άλλονε μαγνητισμένοι, υπόδουλοι του προαιώνιου ένστικτου. Είχανε
περικυκλώσει το μοναστήρι και αλυχτούσανε σα δαιμονισμένοι.
Δεινοπαθούσε με τερτίπια διάφορα να τους κρατήσει έξω απ’ την πόρτα τις
νύχτες, μα δεν προλάβαινε να ξαμπαρώσει τα πρωινά και χιμούσανε στον
αυλόγυρο αλαφιασμένοι, ακόμα πιο κυριευμένοι από τους χυμούς της
αναπαραγωγής. Τριγυρίζανε, με τις γλώσσες τους κρεμασμένες, να
στάζουνε, το θυμισμένο θηλυκό. Άλλος ανέβαινε πάνω της, άλλος την
έγλειφε από κάτω, άλλος βοηθούσε τον πρώτο και μετά αλλάζανε. Τα
’βλεπε αυτά ο καλόγερος και σταυροκοπιότανε ξαναμμένος. Ήμαρτον,
Παναγία μου, μέσα στον οίκο σου τέτοια πράματα. Ήτανε και μερικοί
ψηλολέλεκες, μια σταλιά εκείνη, και μοστράρανε τα παλλόμενα
κατακόκκινα όργανά τους άλλο ένα μπόι πάνω απ’ τη ράχη της. O
Βικέντιος απόστρεφε το βλέμμα ντροπιασμένος στη θέα τους, μα όλο κι
έριχνε κλεφτές ματιές, τον έσπρωχνε η περιέργεια. Στεκότανε εμβρόντητος,
με το στόμα μισάνοιχτο και τη γλώσσα καρουλιασμένη να εξέχει λίγο απ’
τα χείλη του, κι έβλεπε. Από μέσα του έλεγε και ξανάλεγε την προσευχή.
Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λύγε τού Θεού, έλέησόν με τον άμαρτωλύ.
Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς. Πρώτη φορά έβλεπε τη διαδικασία της
αναπαραγωγής. Είχε ξεχάσει πως ο νόμος είναι ν’ ανανεώνονται του Θεού
τα πλάσματα. Μόνο οι κλώσες στο κοτέτσι προσπαθούσανε να του το
θυμίζουνε κάθε Μάη, μα τις είχε συνηθίσει αυτές. Θεωρούσε τα
γεννοβολήματά τους μέρος της αιώνιας αταραξίας που βασίλευε πίσω από
το ψηλό περιτοίχισμα.
Κοιτούσε λοιπόν με δέος τη μικρή που χαριεντιζότανε, κουνούσε με
χάρη τα μεριά της πάνω από τα κοντοστούπικα ποδαράκια της, ανασήκωνε
και την ουρά στο πλάι για να διευκολύνει τον καβαλιέρο, και ο καλόγερος
χτυπούσε, αγαναχτισμένος δήθεν, τις παλάμες του πάνω στο ράσο.
Φούσκωνε και ξεφούσκωνε τα βλογιοκομμένα του μάγουλα. Βρε, πού τις
ξέρεις εσύ αυτές τις τσιριμόνιες; Και σε είχα και μέσα στο κελί μου, αχ
κολασμένο θηλυκό, σατανά, ξεστόμιζε κι έφτιαχνε σταυρούς στον αέρα,
έχωνε ύστερα τα δάχτυλα μέσα στα αραιά του μούσια, τα στριφογύριζε κι
έτρεχε κατά την εκκλησιά, ν’ ανάψει τα καντήλια. Από την μπασιά έριχνε
μια ύστερη ματιά στο πανηγύρι, σταυροκοπιότανε ασταμάτητα και διάβαινε
σκυφτός, μουρμουρίζοντας προσευχές.
Κράτησε μέρες αυτή η κατάσταση, μα κάποτε η σκυλίτσα ηρέμησε, της
περάσανε οι κάψες κι οι επιβήτορες εξαφανίστηκαν. Ησύχασε το
μοναστήρι. Η δουλειά όμως είχε γίνει. Η κοντούλα ασπρόμαυρη Σίσσυ
μεταμορφώθηκε με τον καιρό σε μια πρησμένη κοιλιά με τέσσερα
ποδαράκια κι έτρεχε με δυσκολία πίσω από το ράσο του αφέντη της. Ήτανε
το πρώτο θηλυκό που πρόκοψε εντός του περιβόλου. Δεν είχε κλείσει ούτε
μισό χρόνο κοντά του. Του την έφερε ο Μάρκος, ένας χωριανός που τον
βοηθούσε πού και πού στις δουλειές του μοναστηριού. Να ’χεις μια παρέα,
βρε παιδί μου, του είχε πει τότε. Του καλόρθε του καλόγερου και την
κράτησε. Πέρασε βέβαια από το μυαλό του μια σκέψη, πως δεν έχει καμιά
δουλειά το θηλυκό μες στον οίκο της Παναγιάς, μα την απόδιωξε γρήγορα.
Εξάλλου κάποτε ήτανε μεικτό το κοινόβιο. Το πρόλαβε κι εκείνος. Η
γερόντισσα Άννα έγινε ξύλινος σταυρός λίγο μετά την κουρά του. Αυτός
την έχωσε στο μνήμα. Η πρώτη του. Διακονιάρης της ταφής έγινε κατόπιν.
Ώσπου έθαψε και τον τελευταίο, τον Συμεών, κι απόμεινε να κοιτά το πιάτο
του έρημο πάνω στη στενόμακρη τράπεζα. Από τότε άρχισε η μοναξιά να
τον στενεύει τις μέρες και να τον αγριεύει τις νυχτιές. Το μόνο που δεν
περίμενα ήτανε πως θ’ απομείνω μοναχός μου τόσο γρήγορα, έλεγε και
ξανάλεγε μέσα απ’ τους στεναγμούς του. Έχασε και το χρόνο. Όχι τη ροή
του, αυτή τού τη μετρούσε το αγιολόγιο. Το νόημά του έχασε. Καμιά φθορά
δεν υπήρχε πια να ορίζει τα μερόνυχτα, εξόν από τη δική του, που δεν την
καταλάβαινε. Ήτανε κι αυτή μέρος της αιώνιας αταραξίας. Κανένα καντήλι
δεν τρεμόσβηνε, κι εκείνου, που ’χε μάθει από μικρός να καρτερά
θανατικά, γινήκανε οι μέρες του ολόιδιες, δίχως απαντοχή. Οι κότες
γεννούσανε αυγά κι ατός του οδοιπορούσε αργά αργά κατά την πεζούλα με
τους σταυρούς. Το τοιχογύρισμα έμοιαζε με κάντρο πεσμένο στην άκρη του
νησιού και μέσα του η ζωγραφιά, ξεθωριασμένη εντελώς, δεν άλλαζε
διόλου πια μορφή καθώς ξημέρωνε και νύχτωνε γύρω ο Θεός τον κόσμο.
Και να που ήρθε η Σίσσυ να βάλει τάξη. Να ταράξει τη μακαριότητα και
να γυρίσει το χρόνο ανάποδα. Όχι προς το μνημούρι, μα προς τη νέα ζωή.
Μία προς μία τις μετρούσε τις μέρες από τα τέλη του Νοέμβρη ο Βικέντιος.
Μόλις φύγανε οι σερνικοί, έχωσε μες στη δεξιά τσέπη του αντεριού εξήντα
φουντούκια κι έτρωγε ένα κάθε πρωί. Θυμότανε πως έτσι μετρούσε ο
γέροντάς του τις σαρακοστές, να ξέρει πότε θ’ αναστήσει. Όσο άδειαζε η
τσέπη τόσο έβλεπε και την κοιλίτσα της να φουσκώνει, κι ήτανε σίγουρος
πως πριν να βγει ο Γενάρης θ’ ακούσει η Παναγιά το κλάμα των
νιογέννητων. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε στη σκέψη της ώρας εκείνης.
Κάθε νύχτα, προτού σβήσει το ηλεκτρικό για να πλαγιάσει, έριχνε μια
ματιά όλο στοργή στη σκυλίτσα, που κοιμότανε κουλουριασμένη πάνω σ’
ένα τσόλι από κατσικότριχα, στα πόδια του κρεβατιού. Έβαζε το χέρι του
απαλά πάνω στην κοιλιά της κι αφουγκραζότανε την ανάσα της,
τρεμούλιαζε εκείνη βαριά αλλά χαρωπά δυο τρεις φορές την ουρίτσα της,
μισάνοιγε τα βαριά νυσταγμένα της βλέφαρα κι έβλεπε το ζεστό του
χαμόγελο. Τα ’κλεινε ξανά ξερογλείφοντας ανόρεχτα το μουσούδι της.
Ξάπλωνε τότε ο Βικέντιος ήσυχος κι έπεφτε σε ύπνο βαθύ ίσαμε το
ξημέρωμα.
Κείνη τη νύχτα όμως, τη στερνή του Μακαριστού, η μικρή δεν είχε
ησυχασμό. Σαν τον καιρό που λυσσομανούσε έξω απ’ το παραθύρι της
θάλασσας έκανε. Πηγαινοερχότανε μες στο δωμάτιο και μύριζε τις γωνιές
των τοίχων, γρύλιζε και τριβότανε στα πόδια του, τον κοιτούσε κατάματα
με βλέμμα ικετευτικό. Σηκώθηκε εκείνος και ετοίμασε το γιατάκι της. Τρεις
μέρες πριν, σα σωθήκανε τα φουντούκια, είχε περιμαζέψει από την ακτή
μια ξύλινη ψαροκασέλα που ξέβρασε η θάλασσα και την είχε έτοιμη κάτω
από το κρεβάτι του. Την έβγαλε, την απόθεσε δίπλα στο ηλεκτρικό σώμα
που ζέσταινε τον αέρα γύρω του και άπλωσε μέσα φραμπαλωτά ένα παλιό
σκισμένο ράσο, να κάνει φωλίτσα. Έπιασε την ετοιμόγεννη στοργικά και
την ακούμπησε εκεί. Ένιωσε την κοιλιά της καυτή και ανήσυχη μες στην
παλάμη του.
Εκείνη άρχισε να πατικώνει ρυθμικά το ύφασμα και να οσφραίνεται εδώ κι
εκεί το μικρό παχνί της. Ξάπλωσε κι έκανε ώρα πολλή ώσπου να βρει τη
βολή της, να ησυχάσει. Έσβησε ο Βικέντιος το φως και πήγε ακροπατώντας
στο κρεβάτι του. Κουκουλώθηκε, όπως ήτανε, με το ράσο και το σκουφί,
ως απάνω με τις κουβέρτες. Άκουγε τον αέρα που χαλούσε τον κόσμο
απέξω και τη θάλασσα που μαστίγωνε με λύσσα τα βράχια και την ακτή.
Χτυπούσε ψιλό χαλάζι στο τζάμι. Πού και πού ξεπρόβαλλε ένα χλομό
μεγάλο φεγγάρι μέσα από τις ουράνιες οπές που αφήνανε στο διάβα τους τα
βιαστικά σύννεφα, και σκορπούσε ένα απόκοσμο παγερό φως στη μαύρη
θάλασσα και μες στο καλογερικό δώμα. Άφησε μόνο τα μάτια του έξω από
τα σκεπάσματα. Είχε σηκώσει το μαξιλάρι και ακουμπούσε, δάγκωνε και
τις μπατανίες από μέσα για να μη χτυπάνε τα δόντια του από το κρύο μα
και την αγωνία· το φόβο του αρσενικού μπροστά στους πόνους της
πρωτόγεννης. Απέναντι, τα κίτρινα φώτα της Τουρκίας μια φαινόντανε
παχνισμένα, μ’ ένα υγρό στεφάνι ολόγυρά τους, και μια βουλιάζανε στα
μαύρα σκοτάδια της αφρισμένης θάλασσας.
Πού ήτανε κρυμμένος τούτος ο χειμώνας; αναστέναξε και τα μάτια του
φέξανε σε μια φευγαλέα αχτίνα του φεγγαριού που μπήκε στο δώμα. Στο
φως της έριξε μια λοξή ματιά προς το παχνί. Η Σίσσυ δε σάλευε, είχε μια
ηρεμία παράξενη. Τα μολυβένια σύννεφα τρέχανε κατά το νοτιά και σε λίγο
το σκοτάδι επέστρεψε πιο πηχτό. O αέρας βούιζε και σφύριζε μέσα από τις
χαραμάδες. Το μοναχικό του κελί έμπαζε ζωντανό το βοριά. Σαν τη νύχτα
που πέθανε ο γέροντας, μουρμούρισε, κι ένιωσε μια ανατριχίλα να τον
διαπερνά, έβγαλε από τις κουβέρτες το δεξί του χέρι και σταυροκοπήθηκε
μισερά. Σε λίγο γύρισε πλευρό και κουλουριάστηκε, έπιασε να χνοτίζει για
να ζεστάνει το κρεβάτι, κλείδωσε και τα σκεπάσματα όσο μπορούσε πιο
καλά κάτω από το λιανό κορμί του.
Ξύπνησε κατά τις πέντε με τη βουή της γέννας. Πετάχτηκε
αλαφιασμένος κι άρχισε να ισιώνει το τσαλακωμένο του ράσο και το
σκουφί στην κεφαλή. O καιρός απέξω ίδιος κι απαράλλαχτος. Ζαλώθηκε
την κουβέρτα, άναψε ένα κερί και πλησίασε την κασέλα. Έκατσε στο κότσι
τουρτουρίζοντας σύγκορμος. Στο τρεμάμενο φως της φλόγας φάνηκε η
ανάσα του ν’ αχνίζει και η σκυλίτσα ν’ αγκομαχεί και να τον κοιτάει
κατάματα. Γύρευε βοήθεια με τα ματάκια της, βαριανάσαινε, έσπρωχνε τα
ξύλα της κασέλας με τα μπροστινά της ποδαράκια και ξεφεύγανε
γρυλίσματα και κοφτά γαβγίσματα από τα σπλαχνάκια της. Πού και πού
σφάλιζε τα βλέφαρα, έγερνε αποκαμωμένη το κεφάλι και ζέσταινε το
μουσούδι της κάτω από τις φουσκωτές πτυχές του ράσου. O Βικέντιος
έβλεπε με τα μάτια ορθάνοιχτα, μάγκωσε την κουβέρτα κάτω από το
πιγούνι του και με το ’να χέρι τρεμάμενο κρατούσε το κερί, ενώ με τ’ άλλο
σταυροκοπιότανε ασταμάτητα. Τα χείλη του ψιθυρίζανε ολοένα και πιο
θαρρετά μια προσευχή. Σε λίγο ένα βαρύ μουρμουρητό πλανήθηκε στο
καλογερικό δώμα, σιγόντο στη βουή του ανέμου, ώσπου διέκοψε απότομα
την προσευχή, γούρλωσε τα μάτια του και έσκυψε περισσότερο, να δει στο
φως του κεριού. Η Σίσσυ είχε δώσει μια γερή σπρωξιά κι ένα ασπρόμαυρο
γυμνό κορμάκι, όσο ένα δάχτυλο του καλόγερου, είχε ξεκολλήσει από πάνω
της. Κείτονταν ανάσκελα μες στο ξεθωριασμένο ράσο και κουνούσε τα
ποδαράκια του βγάζοντας μισερές κλαψιές. Η μαμά του γύρισε και του
έριξε μια γλειψιά στη φουσκωτή κοιλίτσα, να το παστρέψει από το αίμα
της, μα αμέσως έγειρε αποκαμωμένη, να συνάξει δυνάμεις για τη συνέχεια.
O Βικέντιος, εκστασιασμένος, άγγιξε με τη ρώγα του δαχτύλου του το
γυμνό κορμάκι κι ανατρίχιασε σύγκορμος από τη ζέστα του. Στερέωσε το
κερί σε μια ρωγμή των σανιδιών να ρίχνει το φέγγος του μες στη φάτνη και
σηκώθηκε αθόρυβα.
Μπράβο, Σίσσυ μου, είπε γλυκά, σχεδόν ψιθυριστά, μόλις
απομακρύνθηκε λίγο κι έκατσε στο κρεβάτι του, έκανες ένα αγγελούδι.
Είδες; Δεν ήτανε τόσο δύσκολο. Θα βγούνε και τ’ άλλα πολύ εύκολα. Να,
κοίτα, εγώ δεν έχω κανένα φόβο. Έκατσε στητός στην άκρη του κρεβατιού,
το στομάχι του τον έσφιγγε και τα πόδια του χορεύανε νευρικά στα σανίδια,
στύλωσε όμως το βλέμμα του αποφασιστικά έξω από το τζάμι και
σταύρωσε τα χέρια του μπροστά σα να προσμένει θαρρετά όσα θα φέρει η
ώρα. Σαν κάθε πρωί, έτσι και τώρα, συνέχισε να της μιλάει με τόνο
αδιάφορο, τι ώρα είναι, πεντέμιση, ε; ξύπνησα μισή ώρα νωρίτερα σήμερα,
δεν πειράζει, θα σου βάλω και ραδιόφωνο, σαν κάθε μέρα, μη φοβάσαι,
όλα θα πάνε καλά με την ευχή της Παναγίας. Μονολογούσε για να διώξει
τον δικό του φόβο. Δεν ήθελε να δει άλλη γέννα. Ένιωθε πως δεν τον
βαστάνε τα πόδια του. Σε λίγο ξάπλωσε πάλι ανάσκελα κάτω από τα κρύα
σκεπάσματα. Γύρισε το κουμπί του ραδιοφώνου κι έπεσε πάνω στην
πρωινή αναγγελία. Μετά από πολύμηνη μάχη με την επάρατο, ο
Αρχιεπίσκοπος εκοιμήθη σήμερα στις πέντε και τέταρτο τα ξημερώματα.
Απόμεινε σύξυλος στο άκουσμα της είδησης να κοιτά με στόμα ορθάνοιχτο
το ταβάνι. Μα γρήγορα συνήλθε από την έκπληξη. O Θεός να τον
αναπάψει, έκανε το σταυρό του δίχως να ξεσκεπαστεί, γλίτωσε ο
άνθρωπος. Αναστέναξε βαριά και ανασηκώθηκε. Ακούμπησε στο κεφαλάρι
κι έφερε τις μπατανίες ίσαμε το σαγόνι του, τις μάγκωσε από κάτω. Κρύο,
αέρας, βροχή, σαν τη νύχτα που πέθανε ο γέροντας, πήρε ν’ αναθυμάται,
Νοέμβρης ήτανε, πριν από δεκατρία χρόνια. Το ’λεγα εγώ πως τούτος ο
καιρός θα φέρει μαντάτο, βρε πού ήτανε κρυμμένος τούτος ο χειμώνας;
κάρφωσε τη ματιά του έξω από το τζάμι και δάγκωσε τα χείλη του
ανατριχιάζοντας στην κρύα βουερή αίσθηση του ανέμου. Έμεινε κάμποση
ώρα έτσι, ασάλευτος, ακούγοντας τον αχό του καιρού και του θανάτου.
Ξέφυγε ο νους του από τη γέννα που κορυφώνονταν δίπλα του. Τον
ξέκλεψε ένας ύπνος γλυκός κι είδε το γέροντά του στο κρεβάτι του πόνου,
κατάκοιτο, να τον καλεί για τη στερνή παραγγελιά. Είχε ένα βλέμμα γεμάτο
καλοσύνη, τέτοιο που ποτέ του δεν είχε δει ο Βικέντιος ξυπνητός. Σα να ’χε
οργωθεί η σκληρή καρδιά του από τους πόνους της πολύμηνης αρρώστιας
και να φεγγοβολούσε στα μάτια του η μετάνοια. Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι
του και έδωσε στον υποταχτικό το φλιτζάνι με το μισοπιωμένο του τσάι.
Του χαμογέλασε κιόλας αχνά, φανήκανε τα λειψά του δόντια. Έπιασε να
του λέει αργά, σχεδόν συλλαβιστά, τη συνταγή του γιατρικού, που ’χε κι
εκείνος παραλάβει από το γέροντά του. Ύστερα ονειρεύτηκε και τους
καλογέρους. Το μοναστήρι γεμάτο, όπως το ’χε γνωρίσει σαν πρωτόρθε
δόκιμος μοναχός. O Ιάκωβος και ο Γεράσιμος πήρανε τα τσαπιά τους και
διαβήκανε τη μεγάλη πύλη, τραβήξανε κατά τα κηπάρια. O Συμεών και η
Άννα πιάσανε τις φροκαλιές κι ατός του, με το φλιτζάνι στο χέρι, κίνησε
κατά το μαγειρειό να βοηθήσει τον Πέτρο. Σηκώσανε μαζί το καζάνι με τη
νερόβραστη σούπα και τ’ αποθέσανε πάνω στη στόφα.
Μια ηλιαχτίδα, που ’ριξε τη φεξιά της από το ανατολικό παραθύρι του
κελιού, τον έκανε να τιναχτεί σαν από αμαρτία. Το ραδιόφωνο έλεγε και
ξανάλεγε την ίδια πένθιμη είδηση. Πλησίασε δειλά την κασέλα. Η Σίσσυ
είχε γεννήσει τρία όμοια γυμνά κορμάκια και κείτονταν βαριανασαίνοντας
εξουθενωμένη.
2
TΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ήτανε φρούριο απόρθητο, με τους δίπατους,
ψηλοτάβανους κοιτώνες χτισμένους κολλητά να το τοιχογυρίζουνε. Τα
παραθύρια τους, ζωσμένα με σκουριασμένες σταυροδεσιές, χάσκανε
απειλητικά κατά τον έξω κόσμο σαν πολεμίστρες, και μόνο οι μπλε τρούλοι
του καθολικού και του πρόναου, που ξεπροβάλλανε πάνω απ’ τα κεραμίδια
των στεγών, του γλυκαίνανε την όψη. Δίνανε μια αύρα θρησκευτική στο
φρούριο καθώς το θωρούσες σιμώνοντας στο ίσιωμα έξω από την
αυλόθυρα. Η κουρμπωτή πορτάρα, στεφανωμένη με το καμπαναριό, που
’χε κι αυτό ένα μικρό και γαλανό τρουλάκι, δεν άνοιγε ολάκερη, μα είχε
πόρτεγο απάνω της, δίφυλλο, που έχασκε το μισό, ίσα για να χωρέσει ένας
χριστιανός, κι αυτός ταπεινωμένος. Μέσα, στο αυλίδι, δέσποζε κατάκεντρα
η εκκλησιά, τριγυρισμένη από τα υποστατικά με τους φαρδιούς αντρέδες
στο πάνω πάτωμα. Απ’ τα καμαρωτά τους ανοίγματα φαινόντανε
αραδιαστά στον τοίχο, θεόκλειστες, οι πόρτες των κελιών.
Τα ροζιασμένα σανίδια τους είχανε πάρει το χρώμα του ξεθωριασμένου
ράσου. Στις τρεις γωνιές του οχυρού σερνόντανε σκάλες χτιστές, με τα
πετροσκαλοπάτια τους, σκαφιδιασμένα απ’ τις βροχές κι από τα
ξυλοπάπουτσα, να οδηγούν στις πτέρυγες. Στην τέταρτη όμως γωνιά,
μπροστά στην πόρτα του γουμενικού κελιού, που ’μενε ο Βικέντιος, τα
κτίρια δε σμίγανε, αφήνανε το μοναστήρι ανοιχτό στην τραμουντάνα. Το
προστάτευε μονάχα ένα μπόι πετροτοίχι, μ’ ένα χτισμένο κάθισμα να το
παρατρέχει. Απάνω κει ανέβαινε ο γέροντας και βίγλιζε το πέλαγο. Έβλεπε
κι από κάτω την πεζούλα με τους σταυρούς και το βράχο που έφτανε
απότομος, σπαρμένος με καλαμιές και πανύψηλες ψώρες, ίσαμε το κύμα.
Σαν άνοιξε ο Βικέντιος την πόρτα του κελιού και πρόβαλε στο κατώφλι,
το χαλάζι είχε σταματήσει κι ένα δυνατό ξεροβόρι χίμηξε και του πάγωσε
το πρόσωπο. Δαχτυλοστάθηκε και κοίταξε μια ματιά πάνω απ’ το
πετροντούβαρο, κατά το αγριεμένο πέλαγο. O ήλιος πάσχιζε ν’ ανηφορίσει
στον μουντό θόλο τ’ ουρανού, πάνω από τα βαριά σύννεφα. Πού και πού
μια δεσμίδα φως κατάφερνε να βρει το δρόμο προς τη γη κι έπεφτε μες στη
θάλασσα, λάμπρυνε ένα σημείο της και το ακολουθούσε, σα να ’χε
διαλεγμένο το πιο ηρωικό κύμα και το στεφάνωνε. Χαμήλωσε το σκουφί
ως τ’ αυτιά του, τέντωσε και τα μανίκια της μάλλινης φανέλας που είχε
φορέσει κάτω από το γελέκο, να ’ρθουν να καλύψουνε σχεδόν τους
καρπούς του. Ίσιωσε μια δυο φορές με τις παλάμες του το αντερί μπρος στα
πόδια του κι ετοιμάστηκε να γοργοδιαβεί τον αυλόγυρο, να πάει σαν κάθε
πρωί στο μαγειρείο. Έκανε το σταυρό του κι έκλεισε την πόρτα του κελιού
πίσω του. Πήρε να περπατά με βιάση, σκυμμένος εμπρός, λες και τον
έσπρωχνε ο άνεμος. Με το ’να χέρι βαστούσε στο κεφάλι του τον
καλογερόσκουφο και με τ’ άλλο έσφιγγε στο στήθος του το γελέκο. Τα
πόδια του ανοιχτά κάτω απ’ το αντερί, με τα γόνατα άκαμπτα, σέρνανε τα
ξώφτερνα ξυλοπάπουτσα στα ρωγμιασμένα τσιμέντα της αυλής. Σπασμένο
το μοναστήρι, έγερνε, λες, κατά τη θάλασσα. Βρήκε την πόρτα του
μαγειρειού μισάνοιχτη. Η γάτα, που του ’χε συγκολληθεί τελευταία, μια
ξανθιά χοντροκέφαλη, είχε μάθει πολύ γρήγορα το κόλπο της μπετούγιας.
Πηδούσε και κρεμότανε από πάνω της. Η πόρτα μισάνοιγε κι η πονηρή
έτρεχε αμέσως κατά τη στόφα, να κάτσει δίπλα στα ξύλα που καίγανε
τσιτσιριστά. O Βικέντιος κατέβηκε τα τρία σκαλιά και μπήκε στο
γλυκόφωτο δώμα, που ’τανε στρωμένο με πλακερά γεμάτα ασπρόμαυρα
σχέδια. Το μοναδικό παραθύρι του μαγειρειού έστεκε πάνω από τον
μαρμαρένιο νεροχύτη κι έριχνε ματιές στην ανατολή και στους σταυρούς
της πεζούλας. Ζερβόδεξά του κρεμόντανε ξύλινες πιατοθήκες κι απάνω
τους ραχάτευαν, άχρηστα πια, κάθε λογής τσίγκινα πιατοπότηρα και
μπακιρένια χαρανιά. Οι τσιμεντένιοι πάγκοι, που κάποτε καιγόντανε από τα
καζάνια που αποθέτανε οι μαγείροι, χάσκανε άδειοι κι έρημοι, κρύωναν το
δωμάτιο με την παγερή τους όψη. Στο κέντρο του μαγειρειού, ένα τραπέζι
με τα μεγάλα μπρίκια παραταγμένα πάνω του κι απέναντι μια πόρτα
δίφυλλη που έμπαζε στην τράπεζα, μα πια δεν άνοιγε ποτέ. Το στενόμακρο
χτιστό τραπέζι της, οι παγκέτες που κάποτε κάθονταν οι καλογέροι, το
βήμα του αναγνώστη που μουρμούριζε ακατάπαυστα προσευχές όσο
βαστούσε το γεύμα και τα κονίσματα που κρεμόντανε ολόγυρα μένανε
κλειδαμπαρωμένα, αχρείαστα. Σπάνια άνοιγε πια ο Βικέντιος εκείνη την
πόρτα. Μονάχα για ν’ αποθηκέψει κατιτίς, μην το ’χει μες στα πόδια του, ή
για να δείξει σε κάνα χριστιανό το μέρος που καθίζανε κάποτε όλοι μαζί, να
βάλουνε μια μπουκιά στο στόμα τους, να ψυχοπιαστούνε. Παραπάνω δεν
τους άφηνε να τρώνε ο σκληρός τους γέροντας. Σε καλό μου σήμερα, από
το πρωί συνέχεια το γέροντα συλλογούμαι, μουρμούρισε και πλάνησε τη
ματιά του ολόγυρα στο μισοφωτισμένο δώμα. Είδε τη γάτα στη γνωστή της
θέση να νιαουρίζει ανυπόμονα κοιτάζοντας τη σβηστή εστία.
Διαμαρτυρότανε που δεν είχε ακόμα ανάψει η φλόγα. Την πλησίασε κι
έπιασε δυο χοντρόξυλα από τη μεγάλη στοίβα πίσω της. Δεν ντρέπεσαι,
μωρή αδικιωρισμένη, είχαμε γεννητούρια πρωί πρωί κι εσύ το χαβά σου; Τ’
απόθεσε χιαστί και χάιδεψε το γατί από το κεφάλι ίσαμε την ουρά.
Ανατρίχιασε αυτό και τεντώθηκε, άνοιξε και το στόμα του ράθυμα σε
χασμουρητό βαθύ. Η γλωσσίτσα του κοκκίνισε ανάμεσα στους παγερούς
αχνούς της ανάσας του. Αμέσως πισωκάθισε και κάρφωσε το βλέμμα του
στο ξύλινο σωρουδάκι. Έχωσε ο Βικέντιος και κάμποσα λιανά ξυλάκια και
χαρτιά από κάτω, κι έβαλε φωτιά. Ξάπλωσε τότε εκείνη τα μπροστινά της
πόδια δίχως να ξεκολλήσει τη ματιά της από τη φλόγα, που θερίεψε.
Δέχτηκε απρόθυμα άλλο ένα χάδι από τον κύριο του μοναστηριού και δεν
ξανακουνήθηκε από τη θέση της.
O Βικέντιος έκανε το γύρο του τραπεζιού και ξεκρέμασε το μεγάλο
κλειδί από τον τοίχο. Το δώμα είχε πάρει να φωτίζει, πιότερο από τη στόφα
παρά από τον παγωμένο ήλιο, που πάσχιζε να φανεί μπρος στο μικρό
παραθύρι της ανατολής. Ζεσταίνοντας το κλειδί μες στις χούφτες του, έριξε
μια ύστερη ματιά στη φωτιά και βγήκε. Πήγε ίσια στην εκκλησιά. Κάθε
πρωί ακριβώς τα ίδια έκανε. Με την ίδια σειρά. Ξεκλείδωνε κι αμέσως
έσερνε το βήμα του μπροστά στον Επιτάφιο. Έκανε τρεις σταυρούς και δυο
μετάνοιες κι ύστερα ασπαζότανε το σκαλιστό του ξύλο. Κατόπιν έπαιρνε
σβάρνα τα κονίσματα αρχίζοντας από την Παναγιά. Σταυροκοπιότανε κι
έσκυβε ως το πάτωμα, φιλούσε το τζάμι και μουρμούριζε προσευχές και
παρακλήσεις, παράτεινε τη μετάνοια του μπροστά στο Άγιο Βήμα κι αφού
απόσωνε μ’ αυτά, σηκωνότανε κι έπιανε τα καντήλια. Τα χαμήλωνε όλα
μαζί ίσαμε το μπόι του και γουργουρίζανε ένα ένα τα ψιλοκάδενά τους στο
κατέβασμα. Άναβε τα σβησμένα και συμπλήρωνε λαδάκι σ’ όσα
τρεμοσβήνανε. Κατόπιν τα ξανανέβαζε, έμπαινε στο ιερό και ξεκρεμούσε
το κουδουνάτο θυμιατήρι απ’ το καρφί. Άναβε δυο κάρβουνα κι έριχνε
μέσα κάμποσο λιβάνι. Θύμιαζε για ώρα, μέσα κι έξω από την εκκλησιά,
ώσπου μοσκομύριζε ο τόπος. Ύστερα αμπάρωνε πάλι τη βαριά πόρτα,
έχωνε το κλειδί στην τσέπη του αντεριού και τραβούσε για το κοτέτσι, να
πιάσει τ’ αυγά και να ρίξει καλαμπόκι και τριφύλλι στις όρνιθες. Οι δυο του
κόκορες χαλούσανε τον κόσμο απ’ τ’ αξημέρωτα, ήτανε απαιτητικοί και
θέλανε να γίνονται τα πράματα στην ώρα τους.
Εκείνη τη μέρα όμως ο Βικέντιος τα ’κανε όλα κάπως βιαστικά.
Τουρτουρίζοντας και χωμένος μες στο σκουφί του, πήρε τ’ αυγά και τα
πήγε στο μαγειρειό. Τ’ απόθεσε προσεχτικά μέσα σ’ ένα τσίγκινο μπλε
χαρανί που ήταν πάνω στο τραπέζι, κρέμασε το κλειδί της εκκλησιάς στο
καρφί κι έριξε πάλι μια ματιά στη γάτα, που κοιμότανε μακάρια, μια
αναπνοή απ’ τη φλόγα. Ψητή θα γίνεις βρε, θα καείς, της είπε γλυκά
κουνώντας το κεφάλι του σα να μιλούσε σε τρελό. Έβγαλε το σκουφί του
και το κράτησε από την κορφή, ύψωσε τ’ άλλο χέρι του μπροστά, με την
παλάμη τεντωμένη, κι έπιασε να χτυπά το σκούφο με μανία πάνω της, να
φύγουν οι σκόνες που μαζώχτηκαν σα χώθηκε στα κουτσουλημένα απάγκια
για να πιάσει τα γεννήματα των ορνίθων. Η γάτα ξύπνησε από τα τινάγματα
και τον κοίταξε ενοχλημένη. Έβαλε εκείνος πάλι το σκουφί και ξαναβγήκε
στο κρύο. Το τσάι και το παξιμάδι του μπορούσανε να περιμένουνε κείνο
το πρωινό. Έσυρε αμέσως χαρωπός κατά το κελί του να δει τη λεχώνα και
τα παιδιά της, μα, σαν άνοιξε την πόρτα, τον χτύπησε στο πρόσωπο η άψη
του θανατικού. Η φωνή στο ραδιόφωνο μετάδινε με συντριβή το χαμό του
Αρχιεπισκόπου. Έξω από την οικία του στεκότανε ο εκφωνητής.
Καταμετρούσε ρασοφόρους και πολιτικούς, που καταφτάνανε αμίλητοι, με
πρόσωπα σκυθρωπά και κάνανε δηλώσεις. Σφίχτηκε η καρδιά του
καλόγερου καθώς η ματιά του έπεσε αμέσως μες στην κασέλα της γέννας.
Τα μικρά χαρχαλεύανε και αγκομαχούσανε στην πρώτη γνωριμιά τους με
τον κρύο κόσμο της γης, μα η μικρόσωμη σκυλίτσα τού φάνηκε ασάλευτη.
Τάχυνε αμέσως το σερνάμενο βήμα του κι έφτασε από πάνω της σκυφτός.
Γονάτισε στα σανίδια και ακούμπησε το χέρι του στη σακουλιασμένη της
κοιλίτσα. Ανάσα καμιά. Η καρδιά του τρεμόπαιξε μες στα στήθια. Έσκυψε
βαθιά κι έχωσε το κεφάλι του μες στην ψαροκασέλα, ακούμπησε τ’ αυτί
του στο κορμάκι της. Και τότε, έτσι γονατιστός, ανασηκώθηκε, κοίταξε τον
ουρανό κι έβγαλε μια κραυγή ο δόλιος, που έσκισε πέρα για πέρα την
παγερή βουή του βοριά. Σήκωσε τα χέρια ψηλά σε παράκληση κι έμεινε
κάμποση ώρα εκεί ασάλευτος. Από τα μάτια του κυλούσανε καυτά ποτάμια
κι η μύτη του άρχισε να πλημμυρίζει. Κατέβασε το σκουφί του χαμηλά και
κάλυψε όλο του το πρόσωπο μούσκεψε αμέσως το μάλλινο ύφασμα. Άφησε
το κορμί του να πέσει άψυχο, κουλουριασμένο, στο κρύο πάτωμα. Με τα
δάχτυλά του ζουλούσε πάνω απ’ το σκουφί τα μάτια του, που τρέχανε
ασταμάτητα, μόνο το στόμα του είχε αφήσει ακάλυπτο ν’ ανασαίνει και ν’
αναπέμπει παρακλήσεις, προσευχές, μοιρολόγια, παράπονα. Ζητούσε το
λόγο από τον Θεό, από την Παναγιά. Από δεκαεφτά χρονώ σε υπηρετώ,
Παναγιά μου. Ήρθα και βρήκα οχτώ μοναχούς κι ένα γέροντα σκληρό σαν
την πέτρα. Κάθε χρόνο έφευγε κι ένας. Μονάχος μου έμεινα μες στο σπίτι
σου. Γιατί; Γιατί μου πήρες πάλι τη συντροφιά μου; Μια ανάσα ένιωθα
κοντά μου κι εγώ τις νύχτες και μου τη στερείς κι αυτή, γιατί το πήρες
κοντά σου το σκυλάκι μου, Θε μου μεγαλοδύναμε; Θρήνησε με λυγμούς
για ώρα πολλή, ώσπου κουράστηκε από τα τραντάγματα και η αναπνοή του
στένεψε. Έβγαλε το σκουφί και το χουφτάλιασε, έγειρε το βασανισμένο του
κορμί ανάσκελα στο σανιδένιο πάτωμα και κάρφωσε το κουρασμένο του
βλέμμα στον ουρανό, έξω απ’ το παραθύρι. Κι ακόμα η μέρα ήτανε
μπροστά. Τι άλλο είχε να δει και ν’ ακούσει ως να πέσει η νύχτα; Θα
πεθαίνανε και τα σκυλάκια, το δίχως άλλο, χωρίς μάνα να τα ζεστάνει και
να τα βυζάξει. O καιρός αυτός έφερνε μαντάτα, ήτανε σίγουρος. Το ένα
μετά το άλλο. Απανωτά. Ξέρει ο Θεός τι κάνει. Δίνει σημάδια για τις
βουλές του. Άρχισε ν’ ανασαίνει βαριά. Τα μάτια του στερέψανε και το
μυαλό του γύρισε πίσω. Στης Σίσσυς τα εισόδια.
Αποκαλόκαιρο ήτανε, περασμένες της Παναγιάς και τα τζιτζίκια
κοσκινίζανε τις τελευταίες στιγμές της μέρας. Το μελτέμι κατέβαινε ζεστό
από τα βραχοβούνια τριγύρω και η σημαία στον ιστό της κυμάτιζε χαρωπή
στο ίσιωμα, έξω από την αυλόπορτα, απλώνοντας προς την απέναντι ακτή
τις γαλανόλευκες ρίγες της. O τεράστιος τσιμεντένιος σταυρός στην άκρη
του γκρεμού άπλωνε την αγκαλιά του για να δεχτεί μια μέρα πάλι τις
χαμένες πατρίδες. Το μονοπάτι που κατέβαινε στην ακτή, μια νεροδιαβασιά
ανάμεσα στις ξερολιθιές και τα δεντρολίβανα, στρωμένο πευκατσίγγανα,
ξέβραζε πια τους τελευταίους από τους λιγοστούς καθημερινούς
προσκυνητές της θάλασσας. Ανηφορίζανε λαχανιασμένοι, με τις πετσέτες
στους ώμους και τα κεφάλια νοτισμένα ακόμα από τις βουτιές. Στα χείλη
τους είχανε κολλημένα κόκκινα σπόρια και σηκώνανε νωχελικά το χέρι
τους βαστώντας το δαγκαμένο συκότσοφλο ορθάνοιχτο. Τον χαιρετούσαν
και τραβούσανε το δρόμο τους για την επιστροφή στο χωριό. Τους
απόβγαζε αυτός μ’ ένα κούνημα της κεφαλής κι ένα πικρό χαμόγελο, αμέτε
στο καλό, σιγοψιθύριζε και γυρνούσε πάλι κατά το πέλαγος, ν’ αποστρέψει
το μάτι του απ’ τη μισόγυμνη σάρκα. Κουνώντας το κεφάλι του ρυθμικά,
έλεγε μέσα του την προσευχή που είχε ολημερίς στο στόμα. Κύριε ημών
Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λύγε τού Θεού, έλέησόν με τον άμαρτωλό. Ύπεραγία
Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος, έφτανε η ώρα του ποσταλιού, όταν ο
Μάρκος τού έφερε τη μικρή σκυλίτσα. Την καλοδέχτηκε και την ονομάτισε
αμέσως Σίσσυ. Ήτανε τ’ όνομα του μόνου κοριτσιού που ήξερε, που κάτι
είχε σκιρτήσει μέσα του για κείνο προτού αφιερωθεί στον Θεό, που θα
μπορούσε να το ’χε φιλήσει μια μέρα της πρώιμης νιότης του και να ’ξερε
τώρα κι αυτός τι γεύση έχουνε τα χείλη του σατανά. Έσκυψε και χάιδεψε τη
νέα του συντροφιά, κούνησε εκείνη την ουρίτσα της με χαρά και άρχισε να
κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της βγάζοντας ψιλές κραυγούλες. O
Μάρκος εξαφανίστηκε στα γρήγορα για να μην τον ακολουθήσει το
σκυλάκι. Το ποστάλι ερχότανε, ολοταχώς κι αυτό, από το νοτιά. O Βικέντιος
ξεκρέμασε τα σκοινιά του σήμαντρου και τα τύλιξε με δυο γυρισιές
ανάμεσα στα σκελετωμένα του δάχτυλα. Όπως τα τίναζε να ξεμπλέξουνε,
το ένα λαλούδι ήχησε δειλά. Σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε με δέος το
καμπαναριό και η άκρη απ’ το αρύ του μούσι έδειξε πέρα κατά τη θάλασσα
και τις ακρογιαλιές της Τουρκίας. Η Σίσσυ γρύλισε με χαρά στον ήχο και
χοροπήδησε στη γύρα του τριμμένου ράσου, παίζοντας με τις σκιές που
πετούσε καθώς ανέμιζε στο ελαφρύ μελτέμι. Σταμάτησε κατάφατσα στον
καλόγερο, στάθηκε όρθια και τέντωσε το κορμάκι της, που δεν έφτανε ούτε
μέχρι το γόνατό του. Έκανε πως τραβολογάει κι αυτή τα σκοινιά της
καμπάνας με τα μπροστινά κοντοστούπικα ποδαράκια της. Ναι, κοπέλα
μου, από σήμερα θα στέλνουμε και τα δικά σου χαιρετίσματα, ναι, καρδιά
μου, της είπε γλυκά ο Βικέντιος και έξυσε χαδιάρικα, με τη μύτη του
παπουτσιού του, την τσιτωμένη κοιλίτσα της. Ύστερα γύρισε ίσια μπροστά
και κάρφωσε τα βαθουλωτά του μάτια με τις πεταχτές κόγχες πάνω στην
κόκκινη τσιμινιέρα του ποσταλιού, που σίμωνε. O καπετάνιος, όπως κάθε
απόγεμα την ίδια πάνω κάτω ώρα, περνούσε ανοιχτά απ’ το μοναστήρι.
Ξέμακρα ακόμα, έστειλε τους τρεις μακρόσυρτους, μεγαλειώδεις
χαιρετισμούς του στον μοναχό. Μόλις απόσωσε το σινιάλο, έπιασε ο
καλόγερος να τραβά μ’ όλη του τη δύναμη τα σκοινιά, σημάνανε οι
καμπάνες μαζί κι οι δυο. Τρεις, τρεις, εφτά λαλιές, ξανά και ξανά. Η Σίσσυ
έπιασε πάλι να χοροπηδάει γύρω του και να γαβγίζει χαρούμενα. O
Βικέντιος τραβούσε με όλη τη δύναμη του κορμιού του, λύγιζε και τα
γόνατα, κρεμότανε σχεδόν από τα σκοινιά, κοιτάζοντας με την άκρη του
ματιού του το σκυλάκι στα πόδια του. Εδώ είμαι, Γιώργη, ναι, ναι, έχω και
παρέα σήμερα, είναι και η Σίσσυ μαζί μου, σε χαιρετάει κι εκείνη, από δω
και μπρος θα είναι κάθε μέρα εδώ, μουρμούρισε και αχνογέλασε,
καλωσόρισμα για τη σκυλίτσα και καλό ταξίδι για τον καπετάνιο, που δεν
τον ξεχνούσε ποτέ. Κάθε καλοκαιριάτικο απόγεμα περνούσε γιαλό κι
εκπλήρωνε το χρέος του στον καλόγερο. Τους χειμώνες φοβότανε το
μπογάζι και πήγαινε ανοιχτά, χανότανε πίσω από τη νησίδα, που έστεκε
ατρόμητη μεσοπέλαγα.
Με μια κοφτή κίνηση των χεριών, τα δυο γλωσσίδια στείλανε
ταυτόχρονα την τελευταία λαλιά τους στο πέλαγος, αύριο πάλι, πρώτα ο
Θεός, ψέλλισε μες στα αδύναμα δόντια του ο Βικέντιος και η Σίσσυ
ησύχασε. Έπλεξε τα σκοινιά συναμεταξύ τους και με νωχελικές κινήσεις τα
έδεσε στέρεα στη χοντρή καδένα που ήτανε σφηνωμένη ανάμεσα στους
αρμούς του πετρότοιχου. Σκούπισε πεταχτά τα χέρια του στο τριμμένο του
ράσο και, με τα μάτια καρφωμένα στο βαπόρι που έφευγε, τράβηξε αργά,
σέρνοντας τα πόδια του στο χώμα, κατά το χείλος του βράχου, πάνω απ’ τη
θάλασσα. Η μικρή ακολουθούσε τα βήματά του. Κάθισαν μαζί για πρώτη
φορά στο πεζούλι, κάτω από τον μεγάλο τσιμεντένιο σταυρό. Κρέμασε
εκείνος τα πόδια του στον γκρεμό κι έχωσε ανάμεσα στα σκέλια του του
ράσου τα μπόσικα, να μη σκιάζουν τη θάλασσα. Έβαλε τη μια του παλάμη
ήσυχα πάνω στο μηρό του και την άλλη στη ζεστή της ράχη. Η σκυλίτσα
ανάπνεε γρήγορα, ανυπόμονα, κι είχε την κατακόκκινη γλωσσίτσα της
απέξω, να κρέμεται κι αυτή στο χάσμα του βράχου. Περιμένανε μαζί τις
τελευταίες κουβέντες του καπετάνιου να σκάσουνε με ορμή στα βράχια. Τα
αφρισμένα απόνερα δεν αργήσανε να καλύψουν με τη μανία τους το
τερέρισμα των τζιτζικιών. O Βικέντιος έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στη
δροσιά της βουής τους. Χάιδεψε τη μικρή στο κεφάλι. Σιγά σιγά θα τα
μάθεις όλα, κάθε μέρα τα ίδια θα κάνουμε, είσαι έξυπνο κορίτσι εσύ, της
γλυκομίλησε. Κατέβασε τα αυτάκια της και της σκέπασε τα μάτια. Με την
άκρη της χούφτας του έσφιξε λίγο τη μουσούδα της. Την ταρακούνησε
ελαφρά, με αγάπη. Σε λίγο σηκωθήκανε και κίνησαν για την πύλη του
μοναστηριού. Ήτανε η πρώτη φορά που μπήκε η μικρή σκυλίτσα στον οίκο
της Παναγιάς.
Όλοι ετούτοι οι στοχασμοί φέρανε ένα νέο δάκρυ, που ξεχείλισε ζεστό
από την άκρη του ματιού του, μα, καθώς κυλούσε, του πάγωνε το πρόσωπο
στο διάβα του. Έβγαλε έναν ασήκωτο στεναγμό και πήρε να σπρώχνει το
κορμί του αργά. N’ ανασηκώνεται. Στηρίχτηκε από τη σιδεριά του
κρεβατιού για να σταθεί ορθός. Μες στην αντάρα των θανατικών και της
γέννας, μες απ’ την υγρασία που ’χε στα μάτια και την ψυχρή, θλιβερή
βουή που ’χε στ’ αυτιά, έπιασε το τηλέφωνο. Να πάρει τον Μάρκο, να του
πει τ’ αναπάντεχο.
3
O ΜΑΡΚΟΣ ήτανε ένας άνθρωπος τραχύς. Τριγύρω στα εξήντα, με μια
όψη μόνιμα βλοσυρή, σα να ’χε μόλις ακούσει το πιο κακό μαντάτο. Το
πρόσωπό του, σμιλεμένο από την αρμύρα, δεν έκανε ποτέ καμιά σύσπαση
εκτός από την κίνηση των χειλιών στη ρουφηξιά του τσιγάρου. Τα μαλλιά
του ήτανε πυκνά και πάλλευκα, και το κεφάλι του δεν έστρεφε ζερβόδεξα
παρά μόνο μαζί με τον κορμό του. Περπατούσε αργά κοιτάζοντας ευθεία
μπροστά, με το κορμί του άκαμπτο, λες και δεν αντιλαμβανότανε διόλου
τον κόσμο γύρω του. Ήτανε σα να τον σκάλισε ένας πετροκόπος στο βράχο
πριν χρόνια, κι αυτός βαρέθηκε εκεί καρφωμένος ν’ αγναντεύει το πέλαγος,
σε μια στιγμή ξεκόλλησε κι έπιασε να περιφέρεται, πέτρινο ομοίωμα
ανάμεσα στους ανθρώπους. Έφτασε με βήμα αργό στο μοναστήρι. Από το
δρόμο ακόμα είδε τον Βικέντιο ανεβασμένο στα κεραμίδια πάνω απ’ την
πύλη, δίπλα στο καμπαναριό, να κοιτάζει πέρα το φουρτουνιασμένο
πέλαγο. Κρατιότανε από την αλυσίδα του σήμαντρου και τα ράσα του
φουσκώνανε στην πνοή του κρύου βοριά. Σαν του Θησέα το βαπόρι έμοιαζε,
που ερχότανε πλησίστιο ολοταχώς στα μαύρα και το ’βλεπε ο πατέρας του
απ’ το Σούνιο. Μαύρα μαντάτα. O Μάρκος έφτασε και στάθηκε από κάτω,
δίπλα στον ιστό της σημαίας, που φούσκωνε κι αυτή και χτυπολογούσε
υψωμένη κατάκορφα. Έλα κάτω, του έγνεψε δίχως να κάνει προσπάθεια ν’
ακουστεί απ’ το βουητό του αέρα και ύψωσε το χέρι του να δείξει τη
σύριγγα που έφερνε, παραγγελιά του καλόγερου, για να ταΐσει τα
νεογέννητα. Δρασκέλισε, δίχως να χασομερήσει, το ανοιχτό πορτόφυλλο
της πύλης.
O Βικέντιος μάζεψε το αντερί στη μέση του και κατέβηκε με δυσκολία
τη σιδερένια στριφογυριστή σκάλα. Στάθηκε πλάι του βλοσυρός, άφησε το
ράσο να πέσει και στηρίχτηκε στο κούντρο του κλειστού φύλλου του
πόρτεγου. Ήτανε η όψη του κέρινη, το στόμα του ξερό και κολλημένο, τα
μάτια του βυθισμένα στις κόγχες τους, κατακόκκινα. Κοιτούσε με
προσμονή τον Μάρκο, κι εκείνος δεν άργησε να μιλήσει. Δε μου λες, παπά,
πότε περιμένεις να κατεβάσεις τη σημαία, ο Αρχιεπίσκοπος πέθανε, δεν το
’μαθες εσύ ακόμα; Του ’χωσε μες στη χούφτα τη σύριγγα κι έστρεψε με τον
γνωστό ανέκφραστο τρόπο του να πάει κατά το μαγειρειό να ψήσει τον
καφέ του. O καλόγερος βημάτιζε με δυσκολία από πίσω του ψελλίζοντας.
Δε με πήρανε τηλέφωνο από τη Μητρόπολη να μου το πούνε. Επίσημα δεν
έμαθα τίποτα. Μόνο στο ραδιόφωνο τ’ άκουσα πρωί πρωί, Θεός σχωρέσ’
τόνε. Σταυροκοπήθηκε. Του Μάρκου δεν ίδρωσε τ’ αυτί του. Πάτησε με το
δάχτυλο την μπετούγια και κατέβηκε σκυφτός τα τρία σκαλιά του
μαγειρειού. Από το παραθύρι του νεροχύτη λαμποκοπούσε η αφρισμένη
θάλασσα σε μια ξεστρατισμένη αχτίνα. Τα κύματα τρέχανε αλαφιασμένα
κατά το νοτιά. Πήρε από το τραπέζι ένα μεγάλο μπρίκι, το γέμισε με δυο
δόσεις νερό από την πήλινη κανάτα και τ’ απόθεσε στο πετρογκάζ. Φλόγισε
με το τσακμάκι του την εστία και μετακίνησε με τα χοντροδάχτυλά του τη
στρογγυλή μαντεμένια πλάκα της να πάει η φωτιά ολόγυρα. Ύστερα άναψε
ένα λευκό τσιγάρο που κρεμότανε, από το δρόμο ακόμα, στα χείλη του. Πιο
δίπλα η στόφα σιγόκαιγε κι η γάτα, καθιστή κοντά στην καυτή της ανάσα,
την κοιτούσε και ανοιγόκλεινε νυσταλέα τα μάτια της. Οση ώρα ο Μάρκος
ανακάτευε τον καφέ, στεκότανε αμίλητος και κοίταζε ίσια μες στο μπρίκι.
O Βικέντιος πήγε κοντά του. Ακόμα είναι ζεστή, δίπλα στα παιδιά της. Δεν
την έβγαλα, δε θες να τη δεις; τον ρώτησε και η φωνή του ίσα που βγήκε
από το ξεραμένο του στόμα. Στα δάχτυλά του έπαιζε νευρικά τη σύριγγα. O
καφές έβρασε και ο Μάρκος γέμισε την κούπα. Έσβησε και τη φωτιά.
Έστρεψε ύστερα μονοκόμματος και πήρε μια γερή ρουφηξιά, αφού πρώτα
φύσηξε μέσα στην κούπα τον καπνό της ανάσας του. Πλατάγισε τα χείλη
του ανέκφραστος. Και πολύ βάστηξε, οχτώ μήνες τον παίδεψε ο Θεός, είπε
και πιπίλισε το τσιγάρο του. Τέτοιος ιεράρχης δεν ξαναγίνεται. O
καλόγερος έριξε τη σύριγγα στην τσέπη του, έπιασε με μια βιαστική κίνηση
το μπρίκι και το πήγε στο νεροχύτη. Άνοιξε τη στρόφιγγα της παλιάς
βρύσης που κρεμότανε στον τοίχο, και το γέμισε νερό, γέρνοντάς το από
δω κι από κει για να ξεπλύνει τον ξεραμένο καφέ από τα χείλια του. Με την
άκρη του ματιού του είδε τον Μάρκο να ανεβαίνει τα σκαλιά για να βγει
στον αυλόγυρο. Παράτησε το μπρίκι μέσα στη γούρνα και, δίχως να πει
κουβέντα, σφουγγίζοντας τα χέρια του στο αντερί, τον πήρε από πίσω με
βιάση.
Σε λίγο μπήκανε στο καλογερικό δώμα, που είχε φωτιστεί από τη μέρα.
Ένα στενό κρεβάτι με σιδεριές, ένα μικρό τραπέζι γεμάτο θρησκευτικά
βιβλία και μια ξύλινη μικρή ντουλάπα η επίπλωση. Σε μια σανιδένια
εταζέρα πάνω από το παράθυρο ήτανε ξεχασμένο από χρόνια ένα
λαδοφάναρο, στους ρωγμιασμένους τοίχους κρεμότανε κονίσματα και
μαύρα ρούχα χυμένα από καρφιά σαν άψυχα κορμιά μοναχών. Πάνω από
το κεφαλάρι του κρεβατιού ο άγιος Χριστόφορος και οι άγιοι Βίκτορες
βλογούσανε τους διακονητές. Το ραδιόφωνο είχε απομείνει από το πρωί
αναμμένο και γέμιζε το χώρο με τη μουρμούρα του. Στη Μητρόπολη
Αθηνών και σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα θα εκτεθεί το σκήνωμα του
Μακαριστού Αρχιεπισκόπου. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος θα συνεδριάσει το
μεσημέρι για να αποφασίσει τις λεπτομέρειες της κηδείας. Η κυβέρνηση
κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος και οι σημαίες θα κυματίζουν μεσίστιες σε
όλα τα δημόσια καταστήματα και τις εκκλησίες της επικράτειας.
Πληροφορίες επαναλαμβανόμενες ξανά
και ξανά σαν τον ψυχρό άνεμο που ερχότανε κατά πνοές αλλεπάλληλες,
τρύπωνε μέσα από το ορθάνοιχτο πόρτεγο του κελιού και τους χτυπούσε
στην πλάτη. Είχανε σταθεί και οι δυο στην μπασιά και ακούγανε ένα γύρο
τα νέα· ο Βικέντιος ξανάβγαλε τη σύριγγα από την τσέπη του και την
πασπάτευε αμήχανα κοιτάζοντας με βλέμμα θλιμμένο μες στην κασέλα,
ενώ ο χωρικός ρουφούσε μια από την κούπα και μια από το τσιγάρο του.
Ώσπου κλασική μουσική διέκοψε τη ροή των ειδήσεων. O Μάρκος τότε
προχώρησε βαριά, τρίξανε τα σανίδια, ακούμπησε τον καφέ του στο
τραπέζι, πάνω σ’ ένα βιβλίο, και με το τσιγάρο στα χείλη να θυμιάζει το
νεκροθάλαμο πλησίασε την ψαροκασέλα του θανάτου και της ζωής.
Άκουσες, παπά; Κανόνισε τη σημαία, μουρμούρισε ανέκφραστος, έσκυψε
κι έπιασε τη νεκρή σκυλίτσα από τα δυο μπροστινά της ποδαράκια. Σήκωσε
το άψυχο κορμάκι της και τα μικρά κλαψουρίσανε νιώθοντας τη ζέστα της
να απομακρύνεται. Το ένα, που ήτανε κολλημένο στο βυζί και πάσχιζε,
αιωρήθηκε για μια στιγμή και έπεσε σαν ώριμο σύκο μέσα στις πτυχές του
ματωμένου από τον τοκετό ράσου. Έβγαλε μια κραυγή αλλόκοτη, πιο
δυνατή από τ’ άλλα. O χωρικός, σα να βαστάει λαγό από τ’ αυτιά,
κατευθύνθηκε προς την πόρτα του κελιού δίχως να ρίξει ματιά στον
καλόγερο. Πού την πας; ψέλλισε ο Βικέντιος, πέταξε τη σύριγγα πάνω στο
κρεβάτι και κίνησε πίσω του. Τα κουτάβια πιάσανε ένα κλάμα γοερό,
διαπεραστικό. O άλλος δρασκέλισε αμίλητος το κατώφλι και πάτησε στα
σκισμένα από τις καθιζήσεις τσιμέντα του αυλόγυρου. O αέρας φυσούσε με
πιότερη ακόμα μανία. Ανέβηκε στο χτιστό κάθισμα του τοιχογυριού και
πρόβαλε το κεφάλι του πάνω από την οχύρωση. O βοριάς τον βρήκε
αφύλαχτο και πήγε να του πάρει το τσιγάρο απ’ το στόμα. Το στερέωσε με
το ελεύθερο χέρι και πήρε στάση πλάγια, μετεωρίζοντας με το άλλο τη
νεκρή σκυλίτσα πίσω του. O Βικέντιος κατάλαβε. Μόλις τον είδε να στέκει
σαν ψαράς έτοιμος να ρίξει πεταχτάρι, όρμησε πάνω του μ’ ένα πήδο.
Μουγκρίζοντας σαν αγρίμι, του τράβηξε με δύναμη το νεκρό κορμί, μαζί
και το χέρι. Κρεμάστηκε ολάκερος πάνω του και ο άλλος παραπάτησε σα
να τον πήρε ο αέρας, έπεσε από το πεζούλι και στάθηκε με δυσκολία όρθιος
μέσα στην αυλή του μοναστηριού. Θα με σκοτώσεις, τρελόπαπα, σφύριξε
μες στα δόντια του, ενώ ο Βικέντιος πάσχιζε να ξαγκιστρώσει τη νεκρή
Σίσσυ από τα δάχτυλά του, που ’χανε σφίξει σα μέγγενη. Άσ’ την κάτω,
καταραμένε, άσ’ την, άσ’ την! φώναζε κι έκλαιγε με λυγμούς. O Θεός σε
βλέπει, καταραμένε, θα σου στείλει μεγάλο κακό, μούγκριζε κι άφριζε,
τραβούσε και κλοτσούσε, ώσπου ο χωριάτης άνοιξε απαθής το χέρι του κι
έπεσε ο καλόγερος στο τσιμέντο βαστώντας το νεκρό σκυλί στην αγκαλιά
του. Ένα μαύρο σύννεφο άνοιξε κι ο ήλιος έστειλε μες στον αυλόγυρο το
φως του. Φώτισε τον καλόγερο, που, πεσμένος ανάσκελα, κοιτούσε με
μάτια έντρομα τον άγριο. Αυτός, ολόρθος από πάνω του, ανέκφραστος,
ρουφούσε το τσιγάρο. Ήθελα να ’ξερα τι θα την κάνεις. Θα βρομίσεις στο
τέλος. Φέρ’ την εδώ να της δώσω μια να πάει στη θάλασσα, μουρμούρισε
και άπλωσε πάλι το χέρι του να την ξαναπάρει. O Βικέντιος αγκάλιασε με
ακόμα πιο μεγάλο πάθος την αγαπημένη του σκυλίτσα. Ζάρωσε και τα
πόδια του μες στο αντερί κι έμεινε εκεί πεσμένος στο κρύο τσιμέντο.
Σφάλισε τα μάτια του με το ρασομάνικο να μη τον βλέπει. Φύγε,
καταραμένε, ό,τι θέλω θα την κάνω, φύγε, άρχισε πάλι να κλαίει με
λυγμούς και να τραντάζεται το είναι του. O Μάρκος έστρεψε όλο του το
κορμί και μπήκε στο κελί, πήρε τον καφέ του από το τραπέζι και ξαναβγήκε
με βήμα αργό, μονότονο, γλείφοντας απ’ το πανώχειλό του το μαυροζούμι.
Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, είπε με τη γνωστή άχρωμη φωνή του καθώς
απομακρυνότανε, αλλά κατέβασε τη σημαία στα μισά. Εθνικό πένθος, δεν
άκουσες; Τριήμερο. Θα ’ρθει κανένας χριστιανός, μέρα που είναι, να
προσευχηθεί για την ψυχή του Αρχιεπίσκοπου, και είναι ντροπή έτσι που
την έχεις γιορτερή. Μπήκε στο μαγειρειό και άφησε την κούπα. Ξαναβγήκε
και κοντοστάθηκε στην πόρτα. Άναψε κι άλλο τσιγάρο και έριξε μια
τελευταία ματιά στον πεσμένο κατάχαμα μοναχό, που έτρεμε σύγκορμος,
κουνώντας επιτιμητικά το κεφάλι και όλο τον κορμό του. Ύστερα έσυρε
αργά τα βήματά του κατά την έξοδο. O Βικέντιος χαλάρωσε, ξέσφιξε το
μακάβριο λάφυρο από πάνω του, μα η καρδιά του χτυπούσε ακόμα δυνατά
και η ανάσα του ήτανε βαριά σαν αγριμάκι που μόλις γλίτωσε από τη μανία
του ανθρώπου.
4

ΜΟΛΙΣ ΕΦΥΓΕ ο Μάρκος, έτρεξε ο Βικέντιος στο δώμα του και


ταχτοποίησε ξανά τη σκυλίτσα μέσα στην κασέλα. Τα μωρά της τα σήκωσε
ένα ένα με προσοχή μες στη χούφτα του, τα χνότισε και, μ’ ένα
μπαμπακάκι ποτισμένο με χλιαρό νερό, ξέπλυνε απ’ τα κορμάκια τους το
ξεραμένο αίμα. Ύστερα έκανε φωλίτσα την κουβέρτα στο κρεβάτι και τ’
απάγκιασε εκεί. Γκρινιάζανε και ψάχνανε βυζί, μα δεν είχε έρθει ακόμα η
ώρα τους. Ο καλόγερος είχε πρώτα άλλη εργασία να διεκπεραιώσει.
Έκλεισε την πόρτα του κελιού και βγήκε σκυθρωπός στο πευκοπλάγι να
μαζέψει θαρραλέα λούλουδα, χειμωνιάτικα. Έκοψε μαβιά ανθάκια
δεντρολίβανου, τριφύλλια και κλαράκια μυγδαλιάς γεμάτα μπουμπούκια,
που μόλις είχανε αρχίσει να κομπιάζουνε στα δέντρα, κι επέστρεψε γοργά
στο δώμα του. Γονάτισε στα σανίδια κι έπιασε να τη νεκροστολίζει.
Άκουγε στο ραδιόφωνο το βίο και την πολιτεία του Μακαριστού κι
αφέθηκε να ταξιδεύει πίσω στη δική του ταπεινή ιστορία. Τον είχε πάρει το
παράπονο και έκλαιγε βουβά. Πού και πού μουρμούριζε κιόλας ν’ ακούει η
Σίσσυ, που τόσους μήνες μαζί του δεν εδέησε να της ανοίξει ποτέ την ψυχή
του.
Νοέμβρης ήτανε του ’84 σαν έφτασε πρώτη φορά ο Βασίλης στ’
ακρωτήρι, έφηβος, με αγάπη ακατέργαστη για τη ζωή του μοναχού. Έλα,
βρε παιδί μου, και σε περίμενα, του ’χε πει ο γέροντας ανοίγοντας τα χέρια
του και ο μικρός αναθάρρησε, σκέφτηκε πως η Παναγιά είχε στείλει
σημάδι. Πανευτυχής, τακτοποίησε τη φτωχή πραμάτεια του μες στο
ετοιμόρροπο κελί που του δώσανε και αδημονούσε να ζήσει τη μέρα της
κουράς. Τον βάφτισαν Βικέντιο, μα γρήγορα αποδείχτηκε πως η
καλογερική ήτανε βαριά κι αυτός ανήψητος. Η παρθενία και η φτώχεια
καλά, ποτέ του δεν αντάμωσε έρωτες και πλούτη, δεν είχε τι να του λειφτεί
και τι να νοσταλγήσει. Η υπακοή όμως; Καλογερόπαιδο στα δεκαεφτά, πώς
να μπει σε καλούπι; Του ’λαχε κι ένας γούμενος σκληρός και ιδιότροπος.
Τους μοναχούς τούς ήθελε μόνο για να μαυρίζουνε τον τόπο ολόγυρά του.
Μαύρα αντρείκελα. Τους παίδευε, τους είχε νηστικούς, καλόγεροι είμαστε,
τους έλεγε, δεν επιτρέπεται να τρώμε, ούτε να ’χουμε πολυτέλειες. Μα ό,τι
πιότερο από το ξεροφάγι κι ένα σανιδοκρέβατο ήτανε πολυτέλεια. Κάθε
μεσημέρι στην τράπεζα μετρούσε τις μπουκιές τους. Στη δεύτερη
σηκωνότανε ολόρθος και το γεύμα απόσωνε. O αναγνώστης ίσα που
προλάβαινε ν’ αρχίσει, κι έκοβε κι αυτός απότομα τη μουρμούρα.
Απομένανε τα τσανάκια τους γεμάτα και τα στομάχια αδειανά. Κι εκείνου,
παλικάρι πράμα, πάνω στην άψη του, τι άλλο ήθελε το κορμί του να θραφεί
παρά φαΐ και ύπνο;
Η μια μετά την άλλη ερχόντανε μαζί με τα δάκρυα οι θύμησες της
πρώιμης νιότης του. Με στέρηση και βάσανα, με άσκηση σκληρή είχε
ζυμωθεί η ψυχή του. Ξεροφαγία κι άγιος ο Θεός. Λουλούδιαζε το
φερετράκι κι έκλαιγε για τον εαυτό του. Κρέας ποτέ του δε γεύτηκε, δε
φέρνανε ποτέ μέσα στο μοναστήρι. Μόνο τυρί και γάλα βάζανε στο στόμα
τους, κι αυτά τις μέρες που τρώγανε. Τετάρτες και Παρασκευές καταλύανε
λάδι μόνο σα γιόρταζε άγιος. Αλλιώς νερόβραστο. Μεσημέρι βράδυ. Άσε
τη μεγάλη σαρακοστή. Αυτή κι αν ήτανε νηστεία δύσκολη. Πιο καλά να
μην ερχότανε ποτέ. Βδομάδες ολάκερες περνούσανε ανήλαδες, κάνανε και
τριήμερα μόνο με νερό. Τη Μεγαλοβδομάδα δε βάζανε τίποτα στερεό στο
στόμα. Μα και το καθημερινό πρόγραμμα ήτανε περίσσια αυστηρό. Στις
τρεις το χάραμα μπαίνανε όλοι στην εκκλησιά και κάνανε λειτουργία ίσαμε
τις πεντέμιση. Ύστερα πρωινό, τσάι με ελιές και παξιμάδι, κατόπιν
διακονήματα. Λίγο φαΐ και λίγος ύπνος, ήτανε που ’τανε λειψό, απόμεινε
πετσί και κόκαλο το καλογεροπαίδι. Κάθε χειμώνα έβαζε πέτρες μες στο
ράσο του για να βγει στους κήπους. O αέρας δεν έκανε ποτέ αστεία στ’
ακρωτήρι.
Εκκλησάρης ήμουνα, γλυκιά μου, από μικρό παιδί, στέναξε και χάιδεψε
σύγκορμη τη σκυλίτσα, στέριωσε κι ένα κλαράκι δεντρολίβανου στο
αυτάκι της. Κι όχι μόνο εκκλησάρης, μα και διακονητής των ζώων, των
κήπων, του μαγειρείου. Όλα από το χέρι μου περνούσανε. Ήμουνα ο πιο
νέος βλέπεις, όλοι οι άλλοι ήτανε χούφταλα.
Κατόπιν έγινε διακονητής της λάτρας των γερόντων και, στο τέλος, του
κατευόδιου. Κάθε χρόνο άφηνε τα εγκόσμια κι ένας. Όλο και λιγοστεύανε,
μιας και δε στέριωνε καινούργιος απάνω στο βράχο της Παναγιάς. Άλλη
παραξενιά του γούμενου. Φοβούνταν να μη χάσει τα πρωτεία και δεν ήθελε
υποταχτικούς μορφωμένους. Όσοι περάσανε από το μοναστηράκι ύστερα
από κείνονε, δυο τρεις όλοι κι όλοι, ήτανε σπουδαγμένοι. O γέροντας τους
έδιωξε κακήν κακώς. Δεν κλείσανε ούτε βδομάδα στ’ ακρωτήρι. Αν είχαμε
εμείς τέτοιο γέροντα, θα βουτούσαμε από το σταυρό στη θάλασσα, λέγανε
στον Βικέντιο καθώς φεύγανε, άλλος για το Όρος κι άλλος για να ξεχάσει
μια για πάντα την καλογερική. Εκείνονε όμως, ο γέροντας τον δέχτηκε με
ανοιχτές αγκάλες. Τον ζύγιασε από το παρουσιαστικό πως είναι ακίνδυνος
για να κυβερνήσει το μοναστήρι. Να πάρει τα ηνία από τα γερασμένα του
χέρια. Ένα παιδάριο σκιαγμένο και λιανό, δεν ήξερε να μιλήσει καλά καλά
σαν έφτασε μαζί με τον κύρη του και του ζήτησε να τον ντύσει στα μαύρα.
Τον κράτησε δίχως δεύτερη ματιά. Από τη μέρα που σταυρώθηκες μέσα
στης μάνας σου την κοιλιά ήσουνα ταμένος για τον Θεό, του είπε, και ο
μικρός χαμογέλασε με συστολή, μα φούσκωσε το στήθος του από την
περηφάνια. Όλα ήτανε κανονισμένα λοιπόν από Θεού, ποτέ δε θα
μετάνιωνε γι’ αυτή του την απόφαση. Έτσι έγινε ο στερνός που μπήκε, σα
να μαντάλωσε την πόρτα πίσω του, έβαλε και το κούντρο γερά και την
ανοίγανε πια μόνο για να βγούνε, να πάρουνε το μονοπάτι κατά την
πεζούλα με τους σταυρούς και τα τρία ψωριασμένα κυπαρίσσια. Κι
απόμεινε αυτός μέσα σαν το κούτσουρο. Όχι πως το μετάνιωσε, μα να, τη
μοναξιά δεν άντεχε, και το φόβο να βραδιάζει και να μην έχει πνοή
ανθρώπου δίπλα του.
Αναστέναξε βαθιά κι έγλειψε τα αρμυρά δάκρυα από τα αραιά του γένια.
Τέλειωσε με το στόλισμα κι απόθεσε το κοκαλιάρικο χέρι του πάνω στο
νεκρό κορμάκι. Η Σίσσυ κείτονταν τώρα πλαγιαστά μέσα στο
λουλουδιασμένο της νεκροκρέβατο. Έσκυψε και τη φίλησε στο στεγνό
μουσούδι. Δεν ήτανε γραφτό σου να τη δεις την άνοιξη που έρχεται
ολοταχώς, μικρή μου, δεν ήτανε γραφτό μας να πορευτούμε άλλο μαζί σε
τούτο τον κόσμο. Πάλι μονάχος μου θα μείνω εδώ, στο βράχο τούτο, σε
ποιόνε να μιλήσω και σε ποιόνε να τα πω τα βάσανα της μοίρας μου; Πήρε
την κασέλα στα χέρια και σηκώθηκε. Την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι,
ανάμεσα στις στοίβες με τα βιβλία. Έκανε ένα βήμα πίσω και στέναξε
βαριά. Τα χέρια του κρεμαστήκανε άψυχα. Ανασήκωσε το κεφάλι του γερτό
προς τον ουρανό και έκλεισε τα μάτια. Η γλώσσα του έκανε σχέδια μες στα
χείλη και τα δάχτυλά του παίζανε νευρικά με τις πτυχές του ράσου. Έμεινε
κάμποση ώρα έτσι, σε στάση σχεδόν προσοχής, μπροστά στο θάνατο. Κι
είχε στο στόμα ένα χαμόγελο απόκοσμο. Μονολογούσε. Της διηγιότανε
όσες εικόνες του ’φερνε στο νου ο συνειρμός της κασέλας. Την πρότερή
του ζωή, που δεν ήτανε μεγάλη. Πού τα θυμήθηκε κείνη τη μαύρη ώρα όλα
τούτα;
Μέχρι να μπει στο μοναστήρι ο Βασίλης, ένιωθε μια λατρεία έμφυτη για
τους ρασοφόρους, και την τέχνη την παπαδική την είχε για παιχνίδι. Από
δυο χρονών παιδί, όταν έβλεπε παπά ξέφευγε από τη μάνα του κι έτρεχε να
του φιλήσει το χέρι. Ύστερα, σα μεγάλωσε και δεν έπλεε πια μες στα
κιτρινογάλαζα ράσα, μπορούσε να σηκώσει και τα ξεφτέρια, πήγαινε κάθε
Κυριακή στην εκκλησιά και φόραινε παπαδάκι. Είχε μάθει απέξω όλο το
τελετουργικό και, σαν ήτανε ν’ απολύσει, έτρεχε γρήγορα για το σπίτι.
Πετούσε πάνω του μια μαύρη ρόμπα της μάνας, κατέβαινε μια και δυο στην
αποθήκη κι έβαζε μπρος τη δικιά του λειτουργία. Έψελνε μονάχος κι έκανε
τ’ άχραντα μυστήρια μέσα σε μια ψαροκασέλα σαν αυτή, ακουμπισμένη
απάνω στο ψηλό λαδοπίθαρο που το ’χε για Άγια Τράπεζα. Απέξω
περνούσανε οι χωριανοί να πάνε στην πλατεία, Κυριακή πρωί, για τον καφέ
και το ουζάκι τους, και του χτυπούσανε τα τζαμωτά της αποθήκης,
φωνάζανε, τον κορόιδευαν, γελούσανε με τις πιο ιερές στιγμές του.
Καταραμένοι, μου χαλάσατε τη λειτουργία, ξεφώνιζε εκείνος από μέσα,
τυλιγμένος μ’ ένα σάλι, και κουνούσε τα χέρια του απειλητικά προς το
μέρος τους. Μια μέρα το πήρε απόφαση και είπε στους γονείς του πως
θέλει να γίνει καλόγερος. Το δεχτήκανε μ’ ένα σφίξιμο και κάνανε
προσπάθειες να ροκανίσουνε το χρόνο, μπας και νιώσει κάνα σκίρτημα,
μπας και γίνει έστω παπάς και παντρευτεί πρώτα, μα,
σαν έφτασε πια το χαρτί του στρατού και τον χαλούσανε στη μονάδα,
στενέψανε τα περιθώρια. Τον πήρε ο πατέρας του από το χέρι και πήγανε
στον Δεσπότη. Του δήλωσε θαρρετά πως θέλει να πάει στην Παναγιά τ’
Ακρωτήριού. Το ’βλεπε το μοναστηράκι από το βαπόρι κάθε που
πηγαινοερχότανε από το νησί. Γυαλίζανε τα άσπρα του τοιχογύρια πάνω
από τα βράχια και φεγγίζανε ένα με τον ουρανό οι δυο γαλανοί του
τρούλοι. Καθότανε ο μικρός στα ρέλια και αναστέναζε με παράπονο. Και τι
δε θα ’δινε τότε να ήτανε πίσω από το μαντρότοιχο, να φορά το ράσο του
και τον καλογερόσκουφο και να βλέπει το βαπόρι να περνά στο πέλαγος, να
χτυπά εκείνος την καμπάνα χαιρετισμό στον καπετάνιο. Αυτό ήτανε το
όνειρο της ζωής του. Τ’ ομολόγησε στον Δεσπότη κι εκείνος δεν του ’φερε
αντίρρηση. Τους έστειλε, πατέρα και γιο, στο γέροντα, που τους δέχτηκε με
διάπλατες αγκάλες. Κι αρχίσανε τα βάσανα. Σε ποιόνε να τα πω και πού να
τα ’μολογήσω, ψιθύρισε μες στα χείλη του, συνήλθε από τους
συλλογισμούς και άνοιξε τα υγρά του μάτια. Πήρε από το τραπέζι το
διπλωμένο πετραχήλι, το πέρασε στο λαιμό του πάνω από το γελέκο και τ’
άφησε να χυθεί μπροστά. Σήκωσε ύστερα με ευλάβεια τη θανατοκασέλα
και, βαστώντας τη σαν άγιο δισκοπότηρο, εξήλθε με βήμα αργό από το
κελί. Διάσχισε όλο τον αυλόγυρο και περιφέρθηκε τρεις φορές γύρω από
την εκκλησιά μουρμουρίζοντας ακατάληπτα. Οι γλάροι κράζανε κι αυτοί
από πάνω του κάνοντας κύκλους, αφημένοι να μετεωρίζονται στην παγερή
πνοή του βοριά. Δρασκέλισε το κατώφλι της μεγάλης πορτάρας και βγήκε,
με την ταπεινή λάρνακα στα σκεβρωμένα του χέρια, έξω από το μοναστήρι.
Μπρος του η θάλασσα είχε μια μουντάδα θλιβερή κι έτρεχε γρήγορα προς
το νοτιά, να μη δει. O αέρας έπαιρνε τα νεκρολούλουδα και τα σκορπούσε
ολόγυρα στο ίσιωμα. Τα σύννεφα κρύβανε ολοένα και πιο σφιχτά τον ήλιο,
που μεσουρανούσε πια μα δεν έφτανε να ζεστάνει τα χώματα. Σε παγωμένη
γη θα ’μπαινε το άμοιρο κορμάκι, που δεν πρόλαβε να χαρεί το ξαλάφρωμα
της λεχώνας, ούτε να νιώσει τα λιμασμένα στοματάκια στις σκληραμένες
του θηλές. Η μοναχική πομπή στάθηκε μπρος στη σημαία, που τιναζότανε
με θόρυβο ανατριχιαστικό. Απόθεσε ο Βικέντιος τη σορό στη βάση του
ιστού και γύρισε με βήμα ταχύ μέσα στο μοναστήρι. Πήρε το τσαπί και το
φτυάρι. Έσκαβε κι έκλαιγε. O αέρας φούσκωνε τα ράσα κι έριχνε χώματα
και μικρές πέτρες στα τρεχάμενα μάτια του. Το πετραχήλι ανέμιζε μπροστά
του, μπερδευότανε μέσα στις τσαπιές. Το ’ριχνε πίσω με μια απότομη
κίνηση, μα εκείνο δώσ’ του και ξανάπεφτε. Η θάλασσα αφρισμένη
μαστίγωνε το βράχο από κάτω κι οι αρμυρές της σταγόνες τιναζόντανε
μεσοούρανα, του νότιζαν κι άλλο το μουσκεμένο από τα δάκρυα πρόσωπο.
Κάθε τόσο σταματούσε, έφτυνε στα σώχουφτά του, που ’χανε μελανιάσει,
και ξανάπιανε. Έτρεμε από το κρύο, μα είχε κιόλας ιδρώσει κάτω από τα
καλογερικά του φορέματα. Έβγαλε το σκουφί και το ’χωσε στην τσέπη του
ράσου. Έσκαβε με μανία το σκληρό χώμα, ώσπου
άνοιξε ένα λάκκο μικρό και ρηχό ίσα να χωράει την κασέλα. Σταμάτησε.
Στάθηκε ορθός να πάρει μια ανάσα κι ακούμπησε στο στελιάρι, σφούγγισε
και το μέτωπό του με το ρασομάνικο. O αέρας σφύριζε πάνω στον ιστό και
στα σκοινιά της σημαίας, και οι γλάροι τον θωρούσανε από ψηλά σαν όρνια
που μυριστήκανε το θανατικό. Φέρνανε κύκλους και κράζανε μανιασμένα
ανοίγοντας τα σκληρά τους ράμφη κόντρα στον άνεμο. Έριξε μια ματιά
κατά την ασπρισμένη θάλασσα. Άφησε το τσαπί να πέσει καταγής και με
αργές κινήσεις έπιασε την κασέλα και την απόθεσε μέσα στον τάφο.
Χούφτιασε μια σταλιά χώμα και το σκόρπισε σταυρωτά πάνω της. Αιωνία η
μνήμη αυτής. Έβγαλε τον ξύλινο σταυρό που ’χε μόνιμα στην αριστερή
τσέπη του ράσου για να διώχνει το σατανά κι ευλόγησε τρεις φορές με την
κορφή του το μνήμα. Ύστερα έπιασε το φτυάρι κι άρχισε να το σκεπάζει με
βιάση. Τα δάκρυά του λάσπιαζαν ψιχαλιστά το φρεσκοσκαμμένο χώμα.
Μόλις νετάρισε, σηκώθηκε, τέντωσε το κορμί του και βάλθηκε να
ξεμπλέκει τα σκοινιά της σημαίας από τη σιδεριά. Η γαλανόλευκη ανέμιζε
στην κορφή και το ράσο στη βάση του ιστού. Με δυο κινήσεις την
κατέβασε ίσαμε τη μέση. Έτσι θα μείνει για τρεις μέρες, Σίσσυ μου, της
είπε ρουφώντας τα εκκρίματα του προσώπου του, που τρέχανε δίχως
σταματημό, το μοναστήρι πενθεί για σένα, φώναζε για ν’ ακουστεί απ’ τη
βουή του αέρα καθώς έπλεκε πάλι τα τεντωμένα σκοινιά στη σιδερωσιά. Οι
γλάροι απομακρύνθηκαν, πετούσανε τώρα πιο νότια κι οι κραυγές τους ίσα
που φτάνανε στ’ αυτιά του. Πήγε δυο βήματα πίσω και στάθηκε με
ευλάβεια σα φουσκωμένος κατάμαυρος διάνος. Τα μάτια του είχανε
στερέψει πια και ο αέρας του ’χε στεγνώσει το πρόσωπο. Μόνο ξερά
ρυάκια αυλακώνανε τα μάγουλά του ανάμεσα στις τρίχες. Τα ’νιωθε να
τραβούνε και ν’ αγκυλώνουνε το λιανό του δέρμα. Σταυροκοπήθηκε
σκύβοντας με ευλάβεια κατά τη γη, ξανάβαλε το σκουφί στο κεφάλι του και
πήρε τα σκαφτικά στον ώμο. Μπήκε ήσυχα στο μοναστήρι κι έκλεισε την
πορτάρα πίσω του.
5
ΚΑΘΕ ΑΠΟΓΕΜΑ Βικέντιος έβγαινε να μαζέψει τριφύλλια για να φάνε
οι όρνιθες. Χουφτάλιαζε δυο μεγάλες μπλε σακούλες και τραβούσε τα
σερνάμενα βήματά του κατά το μονοπάτι της θάλασσας. Άφηνε το πόρτεγο
στην πύλη του μοναστηριού μισάνοιχτο μπας και φανεί κάνας χριστιανός
να προσκυνήσει, κι εκείνος κατηφόριζε αργά το νεροφάγωμα. Ζωσμένος
σφιχτά κι εκείνο τ’ απόγεμα, με τη μάλλινη φανέλα και το γελέκο, ανέμιζε
το αντερί του ανάμεσα στ’ ανθισμένα δεντρολίβανα και τα τριφύλλια, που
’χανε στρωθεί σαν πράσινο χιόνι κι αγκαλιάζανε τη γη, σκεπάζανε ως
απάνω τις ξερολιθιές στις πεζούλες. Περπατούσε με τα πόδια μισάνοιχτα
σα ναυτικός. Πατούσε πάνω στους ξεπλυμένους από τις βροχές μελανούς
βράχους, που ξεφυτρώνανε εδώ κι εκεί και μαρτυρούσανε τη φλέβα του
κάρβουνου, μαύρος κι αυτός, καλόγερος στην όψη με την ψυχή κατράμι.
Τραβούσε για τα πιο μακρινά μετόχια. Άφηνε τούτα τα τριφύλλια γύρω του
γι’ αργότερα, σα θα ’ρχόντανε οι χιονιές κι οι παγωνιές του Μάρτη. Ήξερε
πια, εδώ Φλεβάρης και Μάρτης ήτανε του φόβου. Κατηφόριζε ανάμεσα
στα πεύκα, με τις σακούλες να χρατσαλίζουνε ανάμεσα στα παγωμένα του
δάχτυλα και τα βήματά του να σκάβουνε λακκάκια στα νοτισμένα
πευκατσίγγανα. Σαν έφτασε στο σταύρωμα των μονοπατιών, έκοψε δεξιά
και πήρε να τραβά ψηλά, παράλληλα με τη βραχώδη ακτή δεν κατέβηκε
στην παραλία. Σε κείνο το σημείο συνήθιζε κάθε απόγεμα να ξαλαφρώνει η
σκυλίτσα του. O νους του δεν ξέφευγε απ’ αυτήν. Μέχρι χτες η Σίσσυ
έτρεχε πάντα πίσω του κι έψαχνε χώρο ανάμεσα στο ράσο και την
ξερολιθιά για να περάσει μπροστά, του ξεγελούσε πού και πού τα βήματα
και χωνότανε, περνούσε, καμιά φορά τον έκανε να παραπατά, να πιάνεται
από κλαδιά, ν’ ακουμπά στις ξερολιθιές. Θα με ρίξεις κάτω, βρε Σισσάκι,
της έλεγε γλυκά κι εκείνη έτρεχε χαρωπή κουνώντας τα μεριά της με νάζι,
μύριζε εδώ κι εκεί τις πρασινάδες κι είχε ένα συνήθειο, ν’ ανασηκώνει κάθε
τόσο το δεξί της πισινό ποδαράκι σα ν’ αλλάζει βήμα στην παρέλαση.
Όποτε το ’βλεπε αυτό ο Βικέντιος, χαμογελούσε, θυμότανε τα παιδικά του
χρόνια στο σκολειό, τότε που τους έβγαζε ο γυμναστής στην πρόβα,
παραμονές των εθνικών γιορτών μέσα στο γήπεδο κι αντιλαλούσε το
μικρονήσι από τα σφυρίγματα και τις παραγγελιές του. Ένα δύο, εν δυο,
σιγοφώναζε κι αυτός χαμογελώντας στη σκυλίτσα, που είχε μάθει πια και
στεκότανε, τον κοιτούσε κατάματα και περίμενε να φτάσει δίπλα της το
ράσο για να τιναχτεί πάλι μπρος.
Ένα δύο, εν δυο, έλεγε κι εκείνο το απόγεμα ασυναίσθητα μέσα του και
τα μάτια του βουρκώνανε στη θύμησή της και στης ψυχής του τα τράβαλα.
Το ξεροβόρι είχε κόψει λίγο την παγερή του πνοή, μα του στέγνωνε αμέσως
τα δάκρυα κι εκείνος έψαχνε με το βλέμμα ολόγυρα, μέσα στα
δεντρολίβανα κι απάνω στις σκαλόπετρες που ’τανε σφηνωμένες στην
ξερολιθιά. Δεν έβλεπε όμως τίποτα. Περπατούσε μόνος κι έρμος κι είχε το
νου του στον αχό της θάλασσας, που έσκαγε τα κύματά της από κάτω, στη
βοτσαλωτή παραλία και πιο πέρα, στα απότομα μαύρα βράχια. Αν ήτανε
αλλιώς τα πράματα, θα είχε σταματήσει εκεί και θα ξερίζωνε χορταράκια,
μα τώρα όλο πήγαινε. O νους του έτρεχε πίσω, κι εκείνος όλο και πιο
μπρος. Έβλεπε τα τριφύλλια λαχταριστά, με τα φυλλαράκια τους σηκωμένα
κατά τον Θεό, να λικνίζονται στου ράσου του τ’ ανέμισμα, μα τ’ άφηνε και
περπατούσε παρακάτω, γι’ άλλα χωράφια. Πέρασε το χέρσο πια κηπάρι, με
τη στέρνα που ’χε κάποτε γεμάτη χρυσόψαρα ο Γεράσιμος, πέρασε και το
’ρειπωμένο ντάμι, που ’σφυζε εκείνα τα χρόνια από ζωή. Εργαλεία,
γεννήματα και καλογέροι ξαποσταίνανε τα κρύα πρωινά και τα
τσουρουφλισμένα μεσημέρια. Κοντοστάθηκε κι αγνάντεψε με νοσταλγία
ένα γύρο. Όπου κι αν γυρνούσε το κεφάλι του, νόμιζε πως έβλεπε τη Σίσσυ
ν’ αγκομαχεί ανάμεσα στα ψηλά χορτάρια, με την κοιλιά της τούμπανο και
τα τοσοδούλικα ποδαράκια της να πασπατεύουνε τρεχαλιστά τα μονοπάτια.
Έφτασε στο τέρμα του μετοχιού και σταμάτησε μπρος στις λυγερές
καλαμιές, που αγκομαχούσανε μάταια να βαστήξουν όρθιες τις σταρένιες
κορφές τους, ν’ αντισταθούνε στο βοριά. Κοίταξε τα παγερά σύννεφα στον
ουρανό. O ήλιος τραβούσε γοργά κατά τη δύση. Χνότισε τα σώχουφτά του
κι έσκυψε. Ξερίζωσε την πρώτη χουφτιά για ν’ απασχολήσει το μυαλό του,
να ξεχάσει. Έτσι θα ’πρεπε να κάνει από δω και μπρος. Να καταπίνει
υπομονετικά τα φαρμάκια του, να ξεχνά, να περνά ο καιρός και ν’
ανασταίνει τα μωρά της. Όλο το μεσημέρι είχε αφοσιωθεί σ’ αυτά. Τα
σήκωσε ανάσκελα μες στην παλάμη του κι εξέτασε τ’ αποκατινά τους. Ένα
θηλυκό και δυο σερνικά τού άφησε αμανάτι η χαροπαρμένη μάνα, όλα
άσπρα με μαύρες πινελιές, σαν εκείνη. Το κοριτσάκι φορούσε ένα μαύρο
μενταγιόν στο στέρνο, που σαν τέτοιο δεν είχε η μάνα του. Το ένα σερνικό
είχε μαύρη την ουρίτσα, φτυστή η Σίσσυ του, και τ’ άλλο δυο καλτσάκια
μαύρα στα μπροστινά του πόδια. Έκατσε στο κρεβάτι και τα περιεργάστηκε
κάμποση ώρα έτσι που σέρνανε τις τουρλωτές κοιλίτσες τους πάνω στις
κουβέρτες. Τα ’πιασε στις χούφτες του και τα τρία μαζί, τα ζούπηξε πάνω
στα τριχωτά του μάγουλα, τα χάιδεψε με το πιγούνι και τα ζέστανε με το
χνότο του. Ύστερα τ’ άφησε στη φωλίτσα της μπατανίας κι έπιασε να τα
σηκώνει ένα ένα. Το πασπάτευε με όλα του τα δάχτυλα, έτριβε τη μύτη, τα
γένια, το μέτωπό του πάνω στο τρεμάμενο κορμάκι που κλαψούριζε
ασταμάτητα, το φιλούσε από την ουρά ως το κεφαλάκι και του ’λεγε
λογάκια διάφορα, γλυκά και τρυφερά. Τα μωρουδιακά τους πατουσάκια
πασπατεύανε τη νέα ζωή, ψηλαφίζανε με αγωνία τον κόσμο, που απλώθηκε
κρύος ξαφνικά γύρω τους. Τα δάγκωνε εκείνος απαλά, έχωνε μες στο στόμα
του ολόκληρο το τρυφερό ποδαράκι, γρατζουνούσε με τα ολόφρεσκα
νυχάκια τους τα χείλη του και σούφρωνε τα μάτια μουρμουρίζοντας μπρος
στην ανήμπορη ψυχή, που έβγαζε κι αυτή στριγκιές φωνούλες. Όταν τα
χόρτασε με τα χάδια του, τα στοίχισε μπρος του κι άρχισε να τους μιλάει σα
να ’τανε παιδιά. Παρατήρησε ότι αυτό με τα μαύρα καλτσάκια ήτανε πιο
γεροδεμένο, πιο μεγαλόσωμο και ζωηρό. Μυξόκλαιγε με πιότερη μανία από
τ’ άλλα και πάσκιζε να σκαρφαλώσει στο τείχος της κουβέρτας, να βγει από
τη φωλιά. Α, εσύ θα γίνεις εξερευνητής, του ψιθύρισε ο Βικέντιος και
χάιδεψε με τη ρώγα του δαχτύλου του το γυμνό κεφαλάκι. Δεν πιστεύω
άμα μεγαλώσεις να θες να μου σαρτάς απ’ το μαντρότοιχο και να σε
ψάχνω; το ρώτησε και αμέσως ο νους του πέταξε στην αγαπημένη του
Σίσσυ, που έφυγε τόσο πρόωρα μα φρόντισε να του αφήσει τους διαδόχους
της για παρέα. Αναστέναξε με πίκρα. Άραγε θα ζήσει κανένα από τούτα τα
άμοιρα πλάσματα, σκέφτηκε, και βάλθηκε να γεμίζει τη σύριγγα με το γάλα
που ’χε αδειάσει σ’ ένα τσίγκινο φλιτζάνι. Του ’χε αφήσει βαριά
κληρονομιά η καλή του κι έπρεπε τώρα σα μάνα ν’ αναστήσει τα παιδιά
της. Ξεκίνησε απ’ τον εξερευνητή. Πίεσε λίγο τη σύριγγα και, μόλις η
σταγόνα άρχισε να λικνίζεται ολοστρόγγυλη και τροφαντή, πλησίασε με το
τρεμάμενο χέρι του το στόμα του μικρού. Η καρδιά του πήγαινε κι
ερχότανε και κρατούσε την αναπνοή του από την αγωνία. Το νεογνό, μόλις
ένιωσε τη μυρωδιά και το υγρό ν’ αγγίζει το τρυφερό του μουσούδι, άνοιξε
μεμιάς το στόμα του και αγκάλιασε τη ζωοδόχο πηγή με λαιμαργία. Ένα
θριαμβευτικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Βικέντιου, που,
όσο έβλεπε το νεογέννητο ν’ αγκομαχεί βυζαίνοντας το πλαστικό της
σύριγγας, τόσο πίεζε, ολοένα και πιο θαρρετά με το δάχτυλο, αφήνοντας
περισσότερο γάλα να στάξει. Άκουγε το πλατάγισμα της γλωσσίτσας του κι
ένιωθε την ευτυχία να τον τυλίγει σύγκορμο. Είχε απλώσει και τα
μπροστινά του ποδαράκια, αυτά με τις μαύρες καλτσούλες, να πιάσει το
βυζί, κι έβαλε ο Βικέντιος το άλλο του δάχτυλο εκεί, να τ’ αγκαλιάζει ο
μικρός, να νιώθει τη ζέστα της μάνας. Ρουθούνιζε και τρέχανε τα γάλατα
από το πλημμυρισμένο λαίμαργο στοματάκι του, μα δεν είχε σταματημό,
σα να ’θελε να το πιει όλο με τη μία. Καλά είναι, βρε λαίμαργο πλάσμα,
είπε σε λίγο τρυφερά ο μοναχός, να φάνε και τ’ αδερφάκια σου, θα μου το
πιεις όλο. Μα είχε μέσα του μεγάλη χαρά. Τούτο το κουτάβι φαινότανε από
τώρα, πριν πάρει ακόμα ο ήλιος της ζωής του μια βόλτα τη γη, πως είχε
σκοπό να ζήσει. Ξεφύσησε ανακουφισμένος και ξαναγέμισε τη σύριγγα. Τ’
άφησε να ψαχουλεύει στα τυφλά το βυζί γρυλίζοντας με ανυπομονησία, και
πήγε στ’ άλλα. Το θηλυκό ήτανε πολύ ήσυχο. Ανόρεχτο και μαζεμένο σε
μια γωνιά της φωλιάς, δεν έδειχνε καμιά διάθεση να γνωρίσει τον κόσμο.
Κούνησε ο καλόγερος το κεφάλι του προβληματισμένος και πλησίασε τη
σταγόνα στο μουσούδι του. Καμιά ενστικτώδης αντίδραση. Α, εσύ είσαι
δύσκολη, καλή μου, της είπε και έβαλε το χέρι του μέσα στη φωλίτσα. Την
πήρε στη χούφτα του και τη σήκωσε μπρος στο πρόσωπό του. O λαίμαργος
από κάτω έσκουζε και μπουσουλούσε σαν ερπετό που έχει ανασηκωμένο το
κεφάλι περισκόπιο και ψάχνει, κι ο άλλος, με τη μαύρη ουρίτσα, έστεκε στο
κέντρο της φωλιάς, άκουγε τις φωνές και έκλαιγε κι αυτός δίχως να ξέρει το
λόγο. Ακούμπησε ο καλόγερος τη μικρή πάνω στην ποδιά του και με
δυσκολία κατάφερε ν’ ανοίξει το στόμα της και να χώσει μέσα τη σύριγγα.
Ζήτημα ήτανε όμως αν κατέβασε στην κοιλίτσα της μια σταγόνα απ’ όλη
τη γουλιά. Τρέξανε τα γάλατα πάνω στο αντερί, τα σφούγγιξε με το
ρασομάνικο και ανακάθισε. Σούφρωσε τα χείλη του απογοητευμένος και
την απόθεσε ξανά στη θέση της. Ίσως να μην είναι η ώρα σου, σκέφτηκε,
ας δούμε και αργότερα, μα το ’χε μέσα του σίγουρο πως δε θα τα
κατάφερνε εκείνο το κουτάβι. O τελευταίος έφαγε. Όχι σαν τον πρώτο,
ορεξάτα και λαίμαργα, μα έφαγε. Του πήρε κάμποση ώρα ώσπου να
καταλάβει πως αυτό που μοσκομυρίζει μάνα και υγραίνει το μουσούδι του
είναι ανάσταση, μα το κατάλαβε κι έπιανε να πιπιλά ανόρεχτα μόλις του
’χωνε ο Βικέντιος τη σταγόνα στο στόμα. Η μικρή ξεράθηκε. O
εξερευνητής ακόμα γρύλιζε κι έψαχνε. Μόλις έφαγε και το τρίτο κουτάβι,
έβαλε ο Βικέντιος μια περισσεμένη σταγόνα πάνω στη ρώγα του δαχτύλου
του και πλησίασε το τυφλό περισκόπιο που μύριζε τον αέρα ολόγυρα. Την
έφερε μπρος στο στόμα του κι εκείνο άνοιξε μεμιάς κι άρχισε να βυζαίνει με
μανία το δάχτυλο. Η ουρίτσα του έτρεμε χαρωπή από πίσω και τα τρυφερά
του ούλα σκόρπισαν ευτυχία μέχρι τη ραχοκοκαλιά του μοναχού. Πνιχτά
αγκομαχητά βγαίνανε από το μπουκωμένο του στόμα. Χάιδεψε το κορμάκι
του, το έπιασε απαλά και το ’φερε στο κέντρο της φωλιάς μαζί με τ’ άλλα.
Ξανάφτιαξε ψηλές και κρεμαστές από πάνω τους τις πτυχές της κουβέρτας
να ζεσταίνονται, κι εκείνα το ’ριξαν αμέσως στον ύπνο αγκαλιασμένα. O
ύπνος θρέφει τα μωρά, ψιθύρισε μες στα δόντια του κι έκανε να
απομακρυνθεί χαμογελώντας. Είχε ξεφύγει λίγο το μυαλό του από το
θανατικό, τα νεογνά απαλύνανε για μια στιγμή τον πόνο του. Για να δούμε,
θα ζήσουνε; σκέφτηκε άλλη μια φορά καθώς έπαιρνε τις σακούλες στο χέρι
και κινούσε για το βουνό φανερά πιο ανάλαφρος.
Για να δούμε, θα ζήσουνε; μονολογούσε κι εκείνη την ώρα σκυμμένος
μπρος στις καλαμιές ξεφυσώντας. Ξεμάλλιαζε τις πράσινες τρίχες της γης.
Τα σκελετωμένα του δάχτυλα χουφτιάζανε μια τούφα τριφύλλια και τα
τραβούσανε από τη ρίζα. Τα τίναζε να φύγει το χωματάκι και τα ζουπούσε
μέσα στη σακούλα να κάτσουνε. Χνότιζε πάλι τα παγωμένα του χέρια, τα
’τριβε στο αντερί και ξανάσκυβε. Τα νύχια του πρασινίσανε και τα μάτια
του ήτανε ακόμα κατακόκκινα και σα γεμάτα πέτρες. Ξεφυσούσε με θλίψη
ανείπωτη που δεν ένιωθε τριγύρω του τη Σίσσυ να μπλέκεται μες στα ράσα
του, μετά ν’ απομακρύνεται και να τον καλεί σε τόπους που ’χει πιότερο
τριφύλλι μαζεμένο. Του ’ρχονταν και στο νου τα βάσανά του, ανέβαινε
πάλι μεμιάς το παράπονο στα μάτια του, φούσκωνε και ξεφούσκωνε, μα
ήτανε μονάχος. Ήθελε να μιλήσει, ν’ ανοίξει την καρδιά του, στην ανάγκη
να φωνάξει, μα κατάπινε τις λέξεις και τους λογισμούς. Την ίδια στιγμή
όμως, ο νους του πήγαινε στη φωλίτσα του κρεβατιού και στέναζε
ανακουφισμένος, μα και με λαχτάρα, για το τι θα ξημερώσουνε οι μέρες
που θα ’ρχόντανε. Θα μείνει άραγε κανένα από τα τρία να τον συντροφεύει;
Τρεις ευκαιρίες του ’δωσε η μάνα τους. Θα καταφέρει ν’ αναστήσει έστω
κι ένα; Να το ’χει συντροφιά στα καλογερικά του μονοπάτια; Με τούτες τις
γλυκόπικρες σκέψεις δεν κατάλαβε για πότε γεμίσανε ως πάνω οι σακούλες
του. Τις σήκωσε σαν κάθε μέρα με δυσκολία, μια από το ’να χέρι και μια
από τ’ άλλο, και πήρε να γυρίζει πάλι στο μοναστήρι, πιο ανυπόμονα
εκείνο το σούρουπο. Η φωλίτσα με τα μικρά μαγνήτιζε τα βασανισμένα του
βήματα.
Σαν έφτασε πίσω στο μοναστήρι, πέρασε μπρος απ’ τη σημαία και
κοντοστάθηκε για ένα λεπτό πλάι της φορτωμένος. Την κοίταξε από πάνω
ως κάτω, στο μνημούρι, κι ύστερα πέταξε τη ματιά του πέρα στην άγρια
θάλασσα. Άφησε κάτω μαλακά τη δεξιά σακούλα κι έβγαλε το σκούφο του
να σταυροκοπηθεί. Ένας βαθύς στεναγμός πλανήθηκε στον τόπο της ταφής.
Ξαναφόρεσε το σκουφί και σήκωσε το φορτίο του, πήγε σκυφτά, σα να ’χε
στους ώμους του όλο το βάρος της γης, κατά την πορτάρα. Μόλις
δρασκέλισε το κατώφλι, είδε ένα
ζευγάρι μεσήλικους προσκυνητές να περιδιαβαίνουνε τον αυλόγυρο
τυλιγμένοι μες στα παλτά τους. Είχανε βρει ανοιχτό το πόρτεγο του
μοναστηριού μα κλειστή την εκκλησιά, και περιμένανε πότε θα φανεί ο
καλόγερος για ν’ αφήσουνε τα πρόσφορά τους στην Παναγία και να
προσκυνήσουν. Τον καλησπερίσανε κι είχανε στο βλέμμα τους προσμονή
και θλίψη, στα χείλη τους ζωγραφισμένο τον πόνο του θανάτου.
Καλησπέρισε κι εκείνος μ’ ένα σφιγμένο χαμόγελο και κατευθύνθηκε προς
το μαγειρειό. Τα κοκόρια χαλούσανε τον κόσμο από το κοτέτσι, ξέρανε πως
είχε έρθει η ώρα για το βραδινό χορταράκι τους και βάζανε στη σειρά τις
όρνιθες. Απόθεσε τις σακούλες του έξω από το μαγειρειό και ξεμαντάλωσε.
Κατέβηκε τα τρία σκαλιά και το μάτι του έπεσε αμέσως απέναντι, έξω από
το παραθύρι, στην τρικυμισμένη θάλασσα και στους σταυρούς της
πεζούλας. Μόρφασε στιγμιαία τον πόνο του. Παραδίπλα η γάτα ήτανε στη
γνωστή της θέση, μπρος στη φλόγα, που ’χε χωνέψει μα πύρωνε ακόμα τα
τσιμέντα της στόφας, είχε καρφωμένα τα μάτια της μπροστά και τ’
ανοιγόκλεινε βαριεστημένα. Ποιος ξέρει τι οράματα έβλεπε μες στα
σταχτιά κάρβουνα. Ούτε που γύρισε να κοιτάξει τον καλόγερο που μπήκε.
Κίνησε εκείνος προς το μέρος της κι έβαλε σβέλτα δυο ξύλα και κάμποσα
χαρτιά στην εστία, φύσηξε κάνα δυο φορές στα κάρβουνα να πάρουνε και
χάιδεψε το πυρωμένο της κεφάλι, που νιαούρισε με ευχαρίστηση. Ο άντρας
πλησίασε κι αυτός, μα δεν μπήκε στο μαγειρειό, ακροστάθηκε στο
κατώφλι, ψηλά στην μπασιά, και σκυφτός έβλεπε μέσα με περιέργεια κι ένα
χαμόγελο ευφορίας στο στόμα. Το γλυκόφωτο δώμα του ’χε γαληνέψει την
ψυχή. O μοναχός κατευθύνθηκε προς το μέρος του, ξεκρέμασε το μεγάλο
κλειδί από το καρφί και, βαστώντας το, ανέβηκε τα σκαλιά, μέριασε ο
άλλος και τον άφησε να βγει στον αυλόγυρο. Τράβηξαν, μπρος ο Βικέντιος
σερνάμενος με ανοιχτά τα πόδια ως πάντα και πίσω οι προσκυνητές, κατά
την εκκλησιά. Μόλις άνοιξε την πόρτα, τους άφησε να μπούνε κι έκανε
μεταβολή, πήγε γοργά κατά το δώμα του. Λαφροπατώντας, μπήκε και
πλησίασε το κρεβάτι. Τα μικρά χαρχαλεύανε μες στη φωλίτσα σιωπηλά· το
ένα, ξέμακρα από τ’ άλλα δυο, πάσχιζε να εξερευνήσει το χώρο.
Χαμογέλασε με ευχαρίστηση κι έφυγε πίσω δίχως να τα ενοχλήσει· δίχως
να τα ξεσηκώσει και πιάσουνε το κλάμα. Σε λίγο θα ξαναρχότανε με το
γαλατάκι για το τάισμα.
Χάσαμε τον πνευματικό μας πατέρα, του είπε με συντριβή ο άντρας
μόλις τον είδε να μπαίνει στη μισοσκότεινη εκκλησιά. Ασπάστηκε ο
Βικέντιος, δίχως να μιλήσει, την Παναγία και τον Επιτάφιο και τράβηξε να
κάτσει στη γνωστή του θέση. Είχε αραδιασμένες μια σειρά καρέκλες στο
νάρθηκα, που βλέπανε όλες κατά την ανατολή, κι εκεί καθότανε
υπομονετικά κάθε απόγεμα προσμένοντας τους πιστούς του μοναστηριού,
μετρώντας τους χτύπους του ρολογιού, που ήτανε κρεμασμένο στον τοίχο.
O μοναδικός ήχος. Τικ τακ, τικ τακ, μετρούσε τη ζωή που φεύγει. Η
γυναίκα γυρνούσε γύρω γύρω τα κονίσματα, έχωνε από ’να σβηστό κερί
στην άμμο των μανουαλιών, έσκυβε και ασπαζότανε συνεπαρμένη.
Σιγοψιθύριζε προσευχές και ακουγότανε πού και πού ένα ανεπαίσθητο
σφύριγμα από τα χείλη της. Τα καντηλάκια τρεμοπαίζανε τις φλογίτσες
τους ψηλά, κρεμασμένα από τις σιδεριές του θόλου, λαμπυρίζανε τα
τζαμωτά και τ’ ασήμια στα κονίσματα. Ναι, ο Θεός να τον αναπαύσει,
ξεφύσησε βασανισμένα μετά από λίγο ο Βικέντιος κι έκατσε κουνώντας το
κεφάλι του με θλίψη. O νους του ταξίδευε στη βάση της σημαίας, στο
φρεσκοσκαμμένο μνημούρι. Βασανίστηκε όμως πολύ, ξανάπε ο άντρας με
τον πόνο ζωγραφισμένο στα χείλη του, οχτώ μήνες, έκανε πως μετρά με τα
δάχτυλα, και σκέψου τι πόνους αφόρητους είχε, μα στάθηκε παλικάρι ως
την τελευταία του ώρα. Έδωσε μαθήματα αξιοπρέπειας σ’ όλους μας,
κούνησε το δάχτυλό του με ύφος τηλεπαρουσιαστή. Το μυαλό του
Βικέντιου γύρισε στους πόνους της πρωτόστερνης γέννας, οχτώ ώρες θα
κρατήσανε κι αυτοί απάνω κάτω, καημένο Σισσάκι τι τράβηξες κι εσύ σε
τούτο τον μάταιο κόσμο. Δε μιλούσε. Μόνο ένευε, με τα μάτια
τσιγκλωμένα και τη γλώσσα καρουλιασμένη μες στα χείλη του, πως
συμφωνεί με όσα άκουγε. Είχε σταυρώσει και τα χέρια βαστώντας το
μεγάλο σιδερένιο κλειδί της εκκλησιάς ανάμεσα στα σκέλια του, που
ανοιγοκλείνανε νευρικά, ανάσαινε με πίκρα και είχε το βλέμμα του
καρφωμένο μπροστά, στο ιερό. Η γυναίκα πιο κει είχε γονατίσει μπρος
στην Παναγιά. O άντρας της έκατσε δειλά πλάι στον καλόγερο, σταύρωσε
κι αυτός τα χέρια του και τον κοιτούσε αμίλητος, με κατήφεια, πρόσμενε
μια κουβέντα του. Ξεφύσησε ο Βικέντιος με στεναχώρια, τον κοίταξε
πεταχτά με την άκρη του ματιού του κι ένιωσε πως κάτι έπρεπε να πει, αυτό
ήτανε το θέλημα του Μεγαλοδύναμου, ψέλλισε μες στο στεναγμό του, τι να
κάμεις, κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από το θέλημά Του.
Σταυροκοπήθηκε πάλι κι έσκυψε ανεπαίσθητα το κορμί του στο κάθισμα. O
άλλος αναθάρρησε, είχε νομίσει για μια στιγμή πως είναι αγιάτρευτος ο
πόνος του καλόγερου για το χαμό του Αρχιεπισκόπου και πως δε θα ’βγαζε
άχνα από το στόμα του, θα τέλειωνε η κουβέντα τους προτού καν αρχινίσει.
Είδα πως κατέβασες κι εσύ τη σημαία μεσίστια, ε; η φωνή του βγήκε
γεμάτη ευχαρίστηση, σχεδόν ενθουσιασμένη. Τι να κάμω, έτσι είναι το
σωστό, απάντησε ο μοναχός και τον κοίταξε ίσια στα μάτια. Όλος ο κόσμος
πενθεί, όλοι οι χριστιανοί είναι συντετριμμένοι, πήρε φόρα ο άλλος, δεν
είναι συγκινητικό όμως να πεθαίνεις και να στέκουνε οι σημαίες πένθιμα σ’
όλη την επικράτεια, ως και σε τούτονε το βράχο, που ’ναι τόσο μακριά απ’
τον κόσμο; Είχε πάρει το μάτι του μια θριαμβευτική γυαλάδα καθώς
κοιτούσε τον καλόγερο, που κουνούσε συνεχώς θλιμμένα το κεφάλι κι
έπαιζε τα σκελετωμένα του δάχτυλα με το κλειδί και τις ζάρες του αντεριού
ανάμεσα στα πόδια του. Θα τον κηδέψουνε με τιμές αρχηγού κράτους,
συνέχισε συνεπαρμένος, εν ενεργεία, συμπλήρωσε κατόπιν με νόημα,
ανοίγοντας διάπλατα τα βλέφαρά του, τριήμερο εθνικό πένθος, το σκήνωμά
του μπήκε στη Μητρόπολη Αθηνών, στολισμένο με τη χρυσοποίκιλτη
στολή του και τη μίτρα, για λαϊκό προσκύνημα, να δεις τι κόσμος έχει να
περάσει από κει, ήδη από τώρα, με τόσο κρύο, και οι ουρές έξω από το ναό
είναι ατέλειωτες, τα είδα στην τηλεόραση πριν έρθουμε. Όλοι θα
περάσουνε για τον τελευταίο ασπασμό. Μιλούσε ακατάπαυστα πια. O
Βικέντιος κάρφωσε πάλι τη ματιά του ίσια στο τέμπλο και κουνούσε
ανεπαίσθητα ολόκληρο το κορμί του μπρος πίσω σα να κρύωνε. Όση ώρα
έλεγε ο άλλος, ο νους του έτρεχε στην πρωινή πάλη με τον Μάρκο και στο
νεκρό κορμάκι που πρόλαβε ίσα ίσα να το αρπάξει από τα χέρια του, να
μην το πάρουν τα μανιασμένα κύματα, μα να το θάψει με τιμή, όπως άξιζε
στου μοναχού τη συντροφιά. O άλλος ακόμα έλεγε. Η Διαρκής Ιερά
Σύνοδος συνεδρίασε το μεσημέρι, το άκουσες; Δεν περίμενε απάντηση.
Είπανε πως θα γίνει η κηδεία την τέταρτη μέρα και η εκλογή του διαδόχου
σε έντεκα μέρες από σήμερα, στις εφτά του Φλεβάρη. Για να δούμε ποιόνε
θα βγάλουνε, αναστέναξε, μα, όποιος και να βγει, ιεράρχης σαν τον
συχωρεμένο δε ματαγίνεται, συμπλήρωσε με σιγουριά κι έναν τόνο
απελπισίας στη φωνή του. O Θεός να τον αναπαύσει, σταυροκοπήθηκε μ’
ένα στεναγμό. Δε ματαγίνεται, στέναξε κι ο Βικέντιος κουνώντας με καημό
το κεφάλι του, και πήρε να σηκώνεται. Η κυρά είχε τελειώσει με το
προσκύνημα και πλησίαζε με βήμα ταπεινό προς το μέρος τους. Την είδε κι
ο σύζυγός της και εγέρθηκε κι αυτός. Πάμε; τη ρώτησε ψιθυριστά. Εκείνη
είπε ναι δίχως να μιλήσει και στερέωσε καλύτερα την τσάντα της στον ώμο.
Έριξε μια τελευταία ματιά στην Παναγιά κι έκανε το σταυρό της. O
Βικέντιος πλησίασε τον Επιτάφιο και ασπάστηκε το κέντρο της σκαλιστής
του οροφής, τράβηξε με βιάση τα βήματά του πίσω τους και βγήκανε από
την εκκλησιά. Βοήθειά σας, τους ευχήθηκε καθώς τριπλοκλείδωνε, κι
ύστερα τους συνόδεψε ως την πορτάρα του αυλόγυρου. Κρύο πολύ,
μονολόγησε η κυρά και χώθηκε μέσα στο πανωφόρι της. Πού ήτανε
κρυμμένος ο καιρός τούτος; επιβεβαίωσε τα λόγια της ανόρεχτα ο μοναχός,
εμένα μου θύμισε τη νύχτα που έφυγε ο γέροντας, της είπε δείχνοντας κατά
την πόρτα της εκκλησιάς, στο μνήμα του ηγούμενου. Για σκέψου,
αναφώνησε πάλι ο άντρας σχεδόν ενθουσιασμένος, αυτά είναι σημάδια του
Θεού, για να βλέπουνε οι άπιστοι, κούνησε το κεφάλι του με υστεροβουλία
και κούμπωσε ως απάνω το αμπέχονό του. Πόσα χρόνια πάνε από τότε; τον
ρώτησε η κυρά. Δεκατρία, είπε δίχως δεύτερη σκέψη ο καλόγερος, κι
ακόμα είναι μες στο μνήμα τα οστά του, ξανάδειξε προς τα κει, ο Δεσπότης
δε δίνει άδεια να γίνει ανακομιδή, να μπει κι εκείνος μες στο ιερό μαζί με
τους άλλους. Άμα θα γυρίσει ο Δεσπότης από την κηδεία του
Αρχιεπισκόπου, να του το πούμε, στράφηκε ο άντρας προς τη γυναίκα του
με ύφος παράγοντα, και την πήρε από το μπράτσο. Σταυροκοπήθηκαν κι οι
δυο βγαίνοντας από τον αυλόγυρο και αναστενάξανε από τα βάθη της
καρδιάς τους. Σταθήκανε απέξω και κοίταξαν με συστολή προς την
εκκλησιά και κατόπιν τον ουρανό, πάνω από την πύλη και το καμπαναριό.
Ασπάστηκαν και το χέρι του καλόγερου, που πρόβαλε στην πορτάρα.
Καληνύχτα και ζωή σε λόγου μας, μην το παίρνεις τόσο πολύ κατάκαρδα,
του είπε ο άντρας, ο Θεός θα τον αναπάψει, τώρα ας προσευχηθούμε όλοι
μαζί για να πάει στον Παράδεισο. Ένεψε συμφωνώντας ο Βικέντιος,
καληνύχτισε σιωπηλά σηκώνοντας το χέρι του και κοίταξε, μόλις γύρισαν
πλάτη, κατά τη σημαία που χτυπολογούσε μεσίστια στον αέρα. Κατέβασε
το βλέμμα του χαμηλά ως τη βάση του ιστού, στο σημείο που το χώμα
ήτανε ακόμα φρέσκο, κι έκλεισε τα μάτια του με ευλάβεια. Στέναξε και
έκανε ένα βήμα πίσω. Αμπάρωσε από μέσα την πορτάρα, μαντάλωσε και το
κούντρο στη σιδεριά του τοίχου.
6

ΑΠΟ THN ΕΠΟΜΕΝΗ άρχισε να καλοσυνεύει, ώσπου τη μέρα της


αρχιεπισκοπικής κηδείας έγινε μια λιακάδα λαμπερή σαν άνοιξη. Ο
Βικέντιος είχε αλλάξει λιγάκι το πρόγραμμα του καθημερινού μοναχικού
του βίου. Ξυπνούσε το πρωί σταθερά στις έξι, αν και αποβραδίς δεν
κοιμότανε ήσυχα, σηκωνότανε κάθε τόσο να ταΐσει τα δυο σερνικά, που
κλαψουρίζανε στο πλάι του μες στις κουβέρτες. Το θηλυκό δεν άντεξε.
Ήτανε μάλλον από κείνα που ’ναι αρρωστιάρικα από γεννησιμιού τους και
που οι μανάδες τους τα ξεκολλούνε από το βυζί, τα βάζουνε στην μπάντα
να μην κολλήσουνε και τ’ άλλα, κι οι άνθρωποι τις λένε σκληρές και
άπονες και πως δε θένε τα μωρά που βγάλανε απ’ τα σπλάχνα τους. Αυτό
το ένστικτο της μάνας δεν το ’χε ο καλόγερος. Πού να ξέρει από γέννες και
θρέμματα, πώς να νιώσει το κακό που ’χε μέσα του το νιογέννητο; Το
’νιωσε όμως η γάτα. Σαν πήγε τη δεύτερη μέρα ο μοναχός να ρίξει το
τριφύλλι που ’χε μαζεμένο αποσπερίς στις όρνιθες, τον είχε πάρει η ώρα με
τα ταΐσματα των κουταβιών και άργησε· οι κοκόροι ξελαρυγγιάζονταν για
να τον κάνουν να θυμηθεί το χρέος του κι εκείνος έτρεξε μεμιάς, δίχως να
πάει στο μαγειρειό ν’ ανάψει τη στόφα, πήδηξε η γάτα στη μπετούγια του
κελιού του και τράβηξε μια και δυο να κουρνιάσει μες στις ζεστές του
μπατανίες. Γυρνώντας ο καλόγερος από το κοτέτσι με τ’ αυγά στις χούφτες,
απόμεινε μαρμαρωμένος σαν είδε μπρος στο μαγειρειό το γατί να βαστάει
το θηλυκό κουτάβι στο στόμα του και να ’ρχεται να τ’ αφήνει στα πόδια
του. Ανέβηκε το αίμα του στο κεφάλι. Μπήκε τσιρίζοντας, παράτησε στα
γρήγορα τ’ αυγά μες στο τσίγκινο χαρανί και σάλταρε πάλι έξω, μάζεψε το
άμοιρο κουτάβι κι έπιασε να το τρίβει μαλακά, να το ζεσταίνει μες στις
χούφτες του και να το χνοτίζει. Χτύπησε στα τσιμέντα της αυλής το ποδάρι
του με δύναμη για να τρομάξει την πανούργα γάτα, που στάθηκε παρέκει
και τον κοίταζε ανέκφραστη, της κούνησε το δάχτυλο αυστηρά κι έτρεξε
γρήγορα κατά το κελί να τ’ αποθέσει απαλά δίπλα στ’ αδερφάκια του, που
κοιμόντανε μακάρια μετά το γεύμα της ανατολής. Κείνο όμως το πρωί, το
δεύτερο της ζωής του, ήτανε και το τελευταίο του. Σε δυο ώρες η πνοούλα
του στέρεψε. Γύρισε ο Βικέντιος από τα καντήλια και το πρωινό του τσάι,
και το βρήκε ανάσκελα μες στη φωλιά, με τα ποδαράκια ψηλά, άκαμπτα, να
’χει κιόλας παγώσει. Δεν πρόκαμε ν’ ανοίξει τα ματάκια του να δει τον
κόσμο τούτο, σκέφτηκε καθώς το ’παιρνε στα παγωμένα του χέρια. Κι
έριξε βέβαια όλη την ευθύνη στη γάτα.
Που το ’χε βγάλει απ’ τη φωλιά και ψοφολόγησε μες στο κρύο του Γενάρη
το άμοιρο το κουτάβι. Τ’ αδερφάκια του είχανε ξυπνήσει και το μυρίζανε,
κλαψουρίζανε κι είχανε θλίψη και τρόμο οι φωνούλες τους καθώς ηχούσανε
στ’ αυτιά του μοναχού. Πήγε και το κατάχωσε σ’ ένα τόσο δα λακκάκι πλάι
στη μάνα του. Σιγά σιγά θα σου τα φέρω όλα, Σίσσυ μου, μονολογούσε
απελπισμένος και αναστέναζε με καημό καθώς έσκαβε. Δεν πρόκειται ν’
αντέξουνε τα παιδάκια σου. Ήτανε σίγουρος πως θ’ απομείνει μονάχος του
πάλι στο μοναστήρι. Το σκέπασε και πατίκωσε το χώμα με τα παπούτσια
του, μονάχος μου θα μείνω τελικά, αυτό είναι το θέλημά Του, μονολόγησε
καθώς έβγαζε το σκούφο του να σταυροκοπηθεί. Έκανε δυο βήματα πίσω
και στάθηκε να προσευχηθεί μπροστά στη μεσίστια, σφίγγοντας με τα δυο
του χέρια το σκουφί στο στήθος του. Ύστερα τράβηξε σβέλτα κατά το κελί
και, σαν είδε την πόρτα κλειστή, ξεφύσησε ανακουφισμένος. Η γάτα δεν
πήγε να πάρει άλλο σκυλάκι όση ώρα εκείνος έθαβε το νεκρό. Έριξε μια
ματιά ολόγυρα μπας και τη δει και κοντοστάθηκε σκεφτικός μπροστά στο
τοιχογύρι της θάλασσας. Ένα βαπόρι που περνούσε ανοιχτά τού ρούφηξε
την προσοχή. Είχε σχεδόν την ίδια ταχύτητα με τα ήρεμα κύματα και
συνεπήρε το βλέμμα του. Ήτανε σαν κάποιος να τραβούσε ολόκληρη την
εικόνα μ’ ένα σπάγκο, να την έσερνε αργά αργά από μπρος του, τη
θάλασσα μαζί με το καράβι, κι εκείνη πάλι γέμιζε από πίσω με νερό, που το
τραβούσε κι αυτό ο αόρατος σπάγκος. Μόνο οι απέναντι στεριές μένανε
ακίνητες και πρόδιναν την οφθαλμαπάτη. O ήλιος είχε ανέβει ψηλά και
ζέσταινε τα μαύρα του φορέματα, και τα πουλιά είχανε στήσει πανηγύρι
μες στα ψωριασμένα κλαριά των κυπαρισσιών της πεζούλας. Τίναξε το
κεφάλι του και ξύπνησε απ’ το λήθαργο, άνοιξε μεμιάς την πόρτα και
μπήκε αποφασιστικά. Πήρε τα κουτάβια από την κουβέρτα και τα ’χωσε
και τα δυο στη δεξιά τσέπη του ράσου. Αριστερά είχε τον ξύλινο σταυρό.
Από δω και πέρα θα σας έχω μαζί μου όπου πηγαίνω, μουρμούρισε, κι
εκείνα αρχίσανε να χαρχαλεύουνε και να γκρινιάζουνε τσιριχτά μέσα στη
μαύρη και στεγνή μήτρα. Έχωνε πού και πού ο Βικέντιος το χέρι του μέσα
στην τσέπη και τα χάιδευε σαν τα ’νιωθε ανήσυχα, μα, άμα κοιμόντανε,
πολεμούσε να μην κουνιέται πολύ και τα ξυπνήσει. Εκείνο τ’ απόγεμα
πήγανε μαζί για τριφύλλια. Και, σα γυρίσανε, κάτσανε ήσυχα στις καρέκλες
του νάρθηκα να προσμένουνε στο μισοσκόταδο μπας και φανεί κανένας
πιστός ν’ ανάψει το κερί του.
Έτσι καθισμένο, να βλέπει προς το ιερό, με τα μάτια κλειστά και τη
γλώσσα να εξέχει ανάμεσα στα χείλη μετρώντας τα τικ τακ του ρολογιού
που ροκανίζανε τη νέκρα της εκκλησιάς, τον βρήκε η σεμνοντυμένη νεαρή
μάνα με τα δυο αγοράκια της, που μπήκανε να προσκυνήσουν. Καλώς τα,
καλησπέρα, τους καλοδέχτηκε ανοίγοντας τα μάτια του κι ένα πικρό
χαμόγελο ανέβηκε ως το στόμα του. Καλησπέρα, πάτερ, ζωή σε λόγου μας,
κινήθηκε με βιάση η μάνα σκυφτή και φίλησε το χέρι του. Τα παιδιά, που
φορούσανε δυο όμοια παλτουδάκια φουσκωτά, σταθήκανε φοβισμένα πιο
πίσω. Κοιτούσανε με δέος μια τον καλόγερο και μια τα τζαμωτά, που
ρίχνανε τις τελευταίες αχνές κόκκινες και γαλαζοπράσινες αχτίνες της
μέρας μέσα στη βαριά ατμόσφαιρα του ναού. Ζωή σε λόγου μας, απάντησε
κι ο Βικέντιος κουρασμένα, κι έτρεξε αμέσως το μυαλό του στα δυο
θανατικά που τον βρήκανε το ένα πάνω στ’ άλλο. Ίσιωσε λίγο με την
παλάμη του τον καλογερόσκουφο κι έφερε τον αμελητέο κόκκινο σταυρό
στο κέντρο του μετώπου. Ανακάθισε. Ήτανε ο καλύτερος ιεράρχης,
ψιθύρισε η μάνα κι έκανε δυο βήματα πίσω, έγιανε τη νεολαία από τα
ναρκωτικά και τις καφετέριες, τους έφερε στο δρόμο της εκκλησίας. Να
δείτε τι κόσμος στέκεται στην ουρά για να τον προσκυνήσει! Κι όλο νέοι
άνθρωποι. Γύρισε και κοίταξε τα βλαστάρια της με βλέμμα μεστωμένο. O
καλόγερος συμφώνησε μ’ ένα νεύμα στα ψιθυριστά της λόγια. Τα παιδιά
γραπώθηκαν από τη φούστα της μόλις ξαναστάθηκε πλάι τους και κρύψανε
τα μουτράκια τους μες στο ύφασμα. Τον κοιτούσανε κλεφτά με στόματα
ορθάνοιχτα, καθώς κουνούσε το κεφάλι του θλιμμένος. Τα ματάκια τους
ήτανε εκστασιασμένα από την υποβλητική ατμόσφαιρα της εκκλησιάς και
την ασκητική του φιγούρα, που δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση της.
Δίχως να χάσει χρόνο, η μάνα έριξε στο παγκάρι τον οβολό της και πήρε
τρία κεριά. Τα μοίρασε στα χεράκια τους, κράτησε το ένα εκείνη και
πήγανε όλοι μαζί μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς. Άναψε το δικό της
και βοήθησε τα αγοράκια να τεντώσουν το κορμί
τους και ν’ ανάψουν τα άλλα δυο. Ύστερα τα σήκωσε από τη μέση ένα
ένα να φιλήσουνε το εικόνισμα. Μόλις τελειώσανε με τους ασπασμούς, τα
κράτησε από το χέρι και σταθήκανε μπροστά στον καλόγερο. Ξέρετε,
πάτερ, ήρθαμε για τις μυρμηγκιές, είπε με δισταγμό κι ελπίδα στη φωνή
της. Καλά κάματε, είπε σιγανά ο Βικέντιος και σηκώθηκε αργά,
βασανισμένα, ίσως και για να μην ξυπνήσει τα μικρά, που δεν κουνιόντανε
καθόλου μες στην τσέπη του. Πλησίασε τα παιδιά, που ενστικτωδώς
χωθήκανε πάλι στη φούστα, και χάιδεψε τα κεφαλάκια τους. Πού τις
έχουμε τις μυρμηγκιές; ρώτησε γλυκά, μα η απάντηση ήρθε από τη μάνα.
Και οι δυο τις έχουνε στην αριστερή πατούσα. Τα πιτσιρίκια δεν ήτανε
παραπάνω από έξι εφτά χρονών και είχανε αρχίσει να τρέμουνε σαν είδαν
τον καλόγερο όρθιο με το γερτό του σώμα να βαδίζει συρτά μες στο
σκοτάδι ολόγυρά τους. Το ρολόι του τοίχου χτύπησε πεντέμιση μ’ εκείνο
τον απόκοσμο μεταλλικό του ήχο και αντιλάλησε η εκκλησιά. Σφιχτήκανε
κι άλλο πάνω στη φούστα. Η καρδούλα τους έτρεμε στην άγνοια των
στιγμών που θα ακολουθούσαν. Ας καθίσουνε τα παιδιά εκεί, έδειξε τις
καρέκλες ο Βικέντιος, ας βγάλουνε και τα παπουτσάκια τους. Λίγο έλειψε
να κατέβει η φούστα της μάνας στο άκουσμα της παραγγελιάς. Με μια
ενστικτώδη κίνηση αντιστάθηκε εκείνη στα χεράκια τους, τα ’βαλε να
καθίσουνε εκεί που υπέδειξε ο μοναχός, έκατσε κι αυτή στους μηρούς της
μπρος τους κι έπιασε να τα ηρεμεί, να τους λέει πως δεν είναι τίποτα και
πως σε λίγο όλα θα περάσουνε, λύνοντας τους με κινήσεις γοργές τα
κορδόνια. O Βικέντιος κατευθύνθηκε προς το ντουλαπάκι που ήτανε δίπλα
στο εικόνισμα της Παναγιάς, μπροστά στο παράθυρο. Εκεί έκρυβε τα
σύνεργα του γητέματος. Άνοιξε κι έβγαλε ένα μπουκάλι γεμάτο κίτρινο
υγρό κι ένα σύρμα. Καθίστε, παιδιά, και να δείτε τι έχω εγώ μέσα στην
τσέπη μου για σας, είπε θωρώντας τα τρομαγμένα και η φωνή του έσταξε
γλύκα ακατέργαστη, καλογερική. Αυτά είχανε λάβει τις θέσεις τους στις
αραδιασμένες καρέκλες, το ένα δίπλα στ’ άλλο, με ένα κάθισμα κενό
ανάμεσά τους, και είχανε το αριστερό τους ποδαράκι ξεκάλτσωτο,
ανεβασμένο πάνω στο δεξιό γόνατο. Με τα χεράκια τους στις τσέπες του
παλτού και τα μουτράκια τους χωμένα μέσα στους γιακάδες, φαινόντανε
μόνο τα έντρομα μάτια τους να ερευνούν το χώρο. Πλησίασε κοντά τους.
Άφησε τα σύνεργα πάνω στο παγκάρι, δίπλα στα κεριά, και έκανε δυο
βήματα. Έφτασε πλάι τους. Η μάνα αποτραβήχτηκε σα σκιαγμένη και
στάθηκε μπρος στον Επιτάφιο με το βλέμμα χαμηλά και τα χέρια
σταυρωμένα μπροστά στο κορμί της. Τα παιδιά της την κοιτούσανε για να
πάρουν θάρρος, αλλά η συστολή και το δέος στα μάτια της τα ’καναν να
φοβούνται ακόμα περισσότερο. Κουνούσανε νευρικά τα κορμάκια τους
μπρος πίσω στο κάθισμα και ήτανε έτοιμα να τιναχτούν και να τρέξουνε
προς την έξοδο, όταν ξάφνου ο καλόγερος έχωσε το χέρι του μέσα στη
βαθιά δεξιά τσέπη του ράσου κι ένα γρύλισμα έσπασε τον νεκρικό ρυθμό
του λεπτοδείκτη. Τα παιδιά σκιρτήσανε. Γύρισαν και τον κοιτάξανε για
πρώτη φορά δίχως την προστασία της μάνας. Έσκυψε εκείνος μπροστά
τους, για δείτε τι σας έχω εγώ, τους είπε γλυκότροπα και απόθεσε από ένα
κουτάβι πάνω στα ποδαράκια τους. Εκείνα ξαφνιαστήκανε και κάνανε μια
κίνηση ν’ αμυνθούνε, μα αμέσως χαμογέλασαν και γυρίσανε προς τη μάνα
τους σα να μην το πιστεύουν. Χαμογελούσε σφιγμένα κι εκείνη, μα δεν
έβγαζε λέξη απ’ το στόμα της. Φαινότανε ικανοποιημένη που, έστω κι έτσι,
με τόσα μικρόβια πάνω στα παιδιά, ο μοναχός είχε βρει τον τρόπο να
κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. O νους της έτρεχε στο οινόπνευμα που θα
τα πασάλειβε κατόπιν για απολύμανση, και άρχισε ασυναίσθητα να τρίβει
τα δάχτυλα στα σταυρωμένα της χέρια. Τα παιδιά, αμίλητα, έπιασαν να
χαϊδολογούν δειλά τα κουτάβια, που μπουσουλούσανε αγουροξυπνημένα
πάνω στα παντελονάκια τους. Πέρασε τότε ο Βικέντιος στο λαιμό του το
πετραχήλι, που το ’χε μόνιμα διπλωμένο πάνω στο παγκάρι, κι έβγαλε τον
ξύλινο σταυρό από την άλλη του τσέπη. Πήγε από πάνω τους και άρχισε να
τον κουνάει φτιάχνοντας νοερούς σταυρούς μπροστά στις γυμνές τους
πατούσες, μουρμούριζε μες στο στόμα του και μια προσευχή. Ευλογητός ό
Θεός ημών, πάντοτε. Μασούσε τα μισά λόγια. Του Κυρίου δεηθώμεν.
Μουρμούριζε ακατανόητα. Κύριε, βοήθησον τόν δούλον σου και στερέωσον
και ευλόγησον και θεράπευσον και απάλλαξον από τους σκώληκας και από
τους μύκητας. Τα λόγια τούτα τα ’πε καθαρά για να πιάσει το ξόρκι. Ταις
πρεσβείαις της Άγιας Θεοτόκου και πάντων των Αγίων. Αμήν. Τα παιδιά
αρχίσανε να ξεθαρρεύουν με τα κουτάβια. Το ένα μάλιστα το σήκωσε και
το ’φερε κοντά στο πρόσωπό του. Η μάνα από απέναντι, στην πλάτη του
καλόγερου, έγνεφε τρομοκρατημένη, μη, μη, όχι εκεί, κατέβασέ το, μα ο
μικρός είχε ήδη αρχίσει να το τρίβει στο μαγουλάκι του. Έβαλε ο Βικέντιος
το σταυρό πίσω στην τσέπη και έπιασε το μπουκάλι με το υγρό. Άρχισε να
το ταράζει με μανία. Αυτή είναι η γιατρειά που μου παράδωσε ο γέροντας,
Θεός σχωρέσ’ τονε. Την τελευταία του ώρα με φώναξε και μου ’δωσε
παραγγελιά να μάθω να φτιάχνω το φάρμακο και να γιατρεύω τα παιδάκια,
είπε στη μάνα καθώς τάραζε, κι εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι χαμογελώντας
σφιγμένα και σταυροκοπήθηκε. O Θεός να σας έχει καλά, πάτερ, ψέλλισε.
Κι εγώ πάλι θα το παραδώσω σ’ όποιονε συνεχίσει το μοναστήρι άμα
πεθάνω, είπε ο Βικέντιος κι έπιασε να ξεβιδώνει την τάπα. Θα ’χω το νου
μου να ’ναι το τελευταίο πράμα που θα πω μόλις έρθει η ώρα μου να
μετοικήσω στους ουρανούς. Θα καλέσω τον επόμενο και θα του πω τη
συνταγή του γιατρικού. Όπως το ’πε και σε μένα ο γέροντας προτού
πεθάνει. Μιλούσε αργά και σιγανά καθώς έστριβε ένα κόμπο μπαμπάκι
πάνω στη μύτη του σύρματος. Για όλα έρχονται εδώ οι άνθρωποι, συνέχισε
να μιλάει μόνος του αναστενάζοντας. Γ ια τη γλωσσοφαγιά, για το μάτι, για
τη ζαφράνα, μα πιο πολύ για τις μυρμηγκιές. Σ’ αυτές είναι ειδικό το
μοναστήρι. Η μάνα κουνούσε το κεφάλι της και σφιγγογέλασε, με φανερή
όμως ικανοποίηση στο άκουσμα της ειδικότητας. Ένιωσε σιγουριά πως θα
γιατρευτούνε τα τέκνα της. Τους κόβω και τη ζαφράνα, έκανε ξαφνικά ο
Βικέντιος καθώς πλησίαζε να κάτσει κοντά στα παιδιά, κι εκείνα
σκιρτήσανε πάλι τρομαγμένα. Τον είχε πιάσει μια ακατάσχετη
λογοδιάρροια, άλλα όμως ήθελε η ψυχή του να πει, μα δε βγαίνανε. Στο ένα
χέρι κρατούσε το μπουκάλι και στο άλλο το σύρμα με το μπαμπάκι.
Στάθηκε και γύρισε προς τη μάνα με ύφος δασκαλικό. Όταν τρομάξουνε,
γίνεται συνήθως η ζαφράνα. Μετά από ένα μεγάλο φόβο ή από κανένα
ατύχημα δημιουργείται αυτό το πετσάκι, το άσπρο, κάτω από δω.
Ακούμπησε το μπουκάλι στην καρέκλα, σήκωσε με το ένα χέρι το
πανώχειλό του και έδειξε με το σύρμα και το μπαμπάκι το σημείο επαφής
χείλους και ούλων. Αυτό σε πάει στο κακό. Μπορεί να πάθεις την κακιά
αρρώστια όταν έχεις αυτό το πετσάκι. Η μάνα κουνήθηκε από τη θέση της.
Και πρέπει να το κόβεις, συνέχισε εκείνος την ορμηνιά. Έρχονται εδώ
πολλοί και τους λέω την ευχή. Παίρνω το ψαλιδάκι και, τσακ, το κόβω.
Έκανε την κίνηση με τα δυο δάχτυλα σαν ψαλίδι κάτω από το πανώχειλό
του. Και δεν παθαίνουνε πια τίποτα. Να το ξέρεις κι εσύ, άμα τρομάξουνε
καμιά φορά πολύ τα παιδιά, να τα φέρεις. Τα αγοράκια είχανε στα χέρια
τους τα κουτάβια και τον κοιτούσανε έντρομα, κι η μάνα κουνούσε το
κεφάλι της συμφωνώντας, είχε στεγνώσει το στόμα της και τα χέρια της
παίζανε νευρικά, σταυρωμένα μπρος στο κορμί της. Και για σένα το λέω
αυτό, δεν είναι μόνο για τα παιδιά, συμπλήρωσε ο Βικέντιος και ξαναπήρε
το μπουκάλι στο χέρι. Έκατσε δίπλα στο ένα αγόρι. Βούτηξε μέσα στο υγρό
του μπουκαλιού το σύρμα κι έπιασε να το ανεβοκατεβάζει με κοφτές
κινήσεις για να ποτίσει καλά το μπαμπάκι. Έρχονται και μεγάλοι άνθρωποι
εδώ, στράφηκε πάλι προς τη μάνα, τους διαβάζω την ευχή, τους δίνω δίαιτα
για τρεις μέρες, όχι τηγανητά, όχι καφέ, όχι τσιγάρο, και στις τρεις μέρες
απάνω ξανάρχονται και τους κόβω τη ζαφράνα. Έλεγξε το μπαμπακάκι αν
είχε μουσκέψει καλά, το πίεσε λίγο απ’ όλες τις μεριές στα εσωτερικά
τοιχώματα του μπουκαλιού και το έβγαλε έξω. Το φάρμακο άχνιζε. Έσκυψε
πάνω από το γυμνό πατουσάκι και πασπάλισε τριφτά τη μυρμηγκιά με το
υγρό. Σε τσούζει; ρώτησε το αγόρι, κι εκείνο κοίταξε τη μάνα του
βαστώντας ακόμα πιο σφιχτά στην αγκαλιά του το κουτάβι, που έσκουζε.
Μούδιασες καθόλου; ξαναρώτησε ο καλόγερος και η μάνα έγνεφε από
απέναντι στο παιδί της να απαντήσει. Εκείνο έβγαλε έναν ήχο οδοντικό από
το στοματάκι του, όχι. Ε, θα σου περάσει, χαμογέλασε ο Βικέντιος και
σκούπισε μ’ ένα άλλο κομμάτι μπαμπάκι τα ζουμιά που τρέξανε στην
πατούσα. Σηκώθηκε. Βούτηξε ξανά το σύρμα στο μπουκάλι κι έκατσε στην
άλλη καρέκλα, ανάμεσα στα παιδιά. Έκανε τα ίδια και στο άλλο αγόρι.
Εντάξει, αναφώνησε σε λίγο, τελειώσαμε, βάλτε τώρα τις κάλτσες σας και
θα πάμε καλά, πήγε στο παγκάρι να ταπώσει το μπουκάλι. Τώρα θα ’ρθετε
πάλι... κοντοστάθηκε να υπολογίσει. Σήμερα είναι Τρίτη; ρώτησε
κοιτάζοντας τη μάνα κι εκείνη έγνεψε ναι. Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή,
Σαββάτο, Κυριακή, Δευτέρα, έπιασε να μετράει με τα δάχτυλα βαστώντας
και τα σύνεργα. Τώρα θα ξανάρθετε Δευτέρα, εντάξει; Κοίταξε τα παιδιά
με χαμόγελο και η μάνα έσπευσε αμέσως να τους φορέσει τα καλτσάκια και
τα παπούτσια τους. Εκείνα είχανε το νου τους στα κουτάβια. Έκαψε ο
καλόγερος το χρησιμοποιημένο μπαμπακάκι μ’ ένα κερί και το έθαψε μες
στην άμμο του μανουαλιού σκάβοντας με το σύρμα, σφράγισε ύστερα τα
σύνεργά του στο ντουλάπι, έβγαλε και το πετραχήλι και πλησίασε ξανά.
Άντε, δώστε τα σκυλάκια στον πάτερ να φύγουμε, είπε η μάνα, και τα
παιδιά σηκωθήκανε αμέσως από το κάθισμα. Πήρε ο Βικέντιος τα κουτάβια
μαλακά από τα χεράκια τους και τα έχωσε ξανά στην τσέπη του ράσου. Του
φιλήσανε όλοι στη σειρά το χέρι με πρώτη τη μάνα. Έκαναν το σταυρό
τους, ασπαστήκανε ξανά με ευλάβεια το εικόνισμα της Παναγιάς,
ευχαρίστησαν το μοναχό για τη γητειά και πήραν να φεύγουνε ήσυχα.
Καληνύχτα, τίποτα, στο καλό να πάτε, περαστικά, τους ξεπροβόδισε
εκείνος κι έχωσε το χέρι του μες στην τσέπη να χαϊδέψει τους δυο άξιους
βοηθούς του, που τους είχε κόψει η λόρδα κι αρχίσανε να γκρινιάζουνε με
μανία.
7
ΠΕΡΑΣΕ ENA AKOMA μερόνυχτο, το πρώτο δίχως θανατικό, και, πάνω
που αναπτερώθηκαν οι ελπίδες του Βικέντιου πως θα τα καταφέρουνε οι
ψυχούλες που ’χε μες στη δεξιά τσέπη του ράσου, ξημέρωσε ο Θεός τη
λαμπερή μέρα της κηδείας και ξεψύχησε το κουτάβι με τη μαύρη ουρίτσα.
Ήτανε λίγο μετά το μεσημέρι. Από τα χτες έδειχνε πως κάτι δεν πάει καλά.
Σερνότανε μες στην κουβέρτινη φωλιά και γκρίνιαζε συνέχεια. Και τι δεν
έκανε ο καλόγερος για να φάει μια σταλιά, όλη τη νύχτα πάλευε με τη
σύριγγα, μα τίποτα. Άρχισε να κακοβάζει ο νους του. Πάει, δε θ’
αντέξουνε, ένα ένα θα πάνε να βρουν τη μάνα τους, δε θα μπορέσω ν’
αναστήσω κανένα από τα τρία που μου άφησε για συντροφιά η Σίσσυ μου,
σκεφτότανε, μα έβλεπε και τ’ άλλο που κοιμούνταν ήσυχο παραδίπλα,
ανεβοκατέβαινε η ξέτουρλη κοιλίτσα του στο ρυθμό της ανάσας και
αναθάρρευε. Στο τέλος τον πήρε ο ύπνος κατάκοπο, προχωρημένη ώρα, με
τα ράσα, και τα χαράματα τον ξύπνησε πάλι το γοερό του κλάμα. Πήρε
ξανά τη σύριγγα και το κιούπι και κάθισε πλάι τους στο κρεβάτι.
Προσπάθησε να του ανοίξει το στόμα και να στάξει μέσα λίγο γάλα, αλλά
μάταια. Σα να ’χε φράξει ο καταπιώνας του, όλο χυνότανε έξω κι έστυβε
την μπατανία. Εκείνο μόνο έσκουζε. Απελπισία άρχισε να τον κυριεύει.
Από την αρχή δεν έτρωγε βέβαια όπως το αδερφάκι του, μουρμούριζε μπας
και δώσει στον εαυτό του ελπίδα, μα έστω και με το ζόρι κατέβαζε στην
κοιλίτσα του κάμποσες στάλες γάλα. Εδώ και κάμποσες ώρες όμως δεν
πάει κάτω τίποτα, προβληματίστηκε σφοδρά κι έκατσε σταυροπόδι στο
κρεβάτι να το παρατηρήσει. Το κουτάβι γκρίνιαζε και μπουσουλούσε με
κόπο γύρω από τον εαυτό του, τα ποδαράκια του μάταια πολεμούσαν να
φέρουνε βόλτα τη μάλλινη κουβέρτα. Ευτυχώς, το άλλο φαινότανε υγιές.
Ξύπνησε κι έπιασε να χασμουριέται από τα φυλλοκάρδια του και να
γρυλίζει λιμασμένο. Είχε πάρει και λίγο μπόι. Έτσι του φάνηκε
τουλάχιστον του Βικέντιου και σπαρτάρισε η καρδιά του στη σκέψη πως
αυτό μπορεί και να τη βγάλει. Έπιασε να το ταΐζει με τη ρώγα του
δαχτύλου του. Έβαζε δυο στάλες γάλα πάνω και το ’φερνε κοντά στο
ανυπόμονο μουσούδι. Εκείνο βύζαινε με μανία, κι έσκουζε σαν τέλειωνε το
μπάλσαμο κι απομάκρυνε ο καλόγερος το χέρι του για να ξαναγεμίσει.
Χαμογελούσε με ευχαρίστηση στη βουλιμία του και απόδιωχνε τον πόνο
του για το κακότροπο, που δεν έλεγε να βάλει γουλιά στο στόμα. Σε λίγο
βρήκε άλλο τρόπο για να μην αργεί στο γέμισμα. Βουτούσε ολόκληρη τη
φάλαγγα του δάχτυλου του στο κιούπι και την έχωνε μεμιάς στο στόμα του
μικρού φαγά δίχως να στάξει στάλα στα σκεπάσματα. Πιπιλούσε εκείνος με
μεγάλη όρεξη, αγκομαχούσε ευχαριστημένος, τρεφότανε, λες, απ’ τους
χυμούς του καλόγερου, μέχρι που τούρλωσε η κοιλίτσα του ολόγιομη και
το ξανάριξε σε ήσυχο ύπνο δίπλα στο άλλο, που έσκουζε συνέχεια. Αυτή η
δουλειά του ταΐσματος γινότανε σχεδόν κάθε δυο ώρες κείνο το πρωί και
κράτησε μέχρι κοντά στο μεσημέρι, που νετάρισε ο καλόγερος από τα
συγυρίσματα και μπήκε στο κελί του να τα ματαδεί. Άναψε και το
ραδιόφωνο ν’ ακούει την κηδεία. Δεν είχε αρχίσει ακόμα η εκφορά. O
Οικουμενικός Πατριάρχης διάβαζε τον επικήδειο μέσα στην εκκλησία. Ό
αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος, καίπερ τελών εν γονίμω και ζωηρώ διαλόγω διά
τα προκύπτοντα προβλήματα μετά τής Μητρός Αγίας τού Χριστού Μεγάλης
Εκκλησίας, εγγύς ενίοτε συγκρούσεων, κατά βάθος εσέβετο τον θεσμόν τού
Οικουμενικού Θρόνου και προσέβλεπεν εις τήν Μητέρα Εκκλησίαν τής
Κωνσταντινουπόλεως ώς προς τήν κιβωτόν και τήν ευσεβή πηγήν του
Γένους, εκτιμών τήν μακραίωνα ιστορίαν και πολύτιμον οικουμενικήν
προσφοράν αυτής. Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι είχε στο νου του τη μορφή του
Πατριάρχη. Ακούμπησε στο κεφαλάρι να βλέπει έξω από το παράθυρο την
ήρεμη θάλασσα, που λαμπύριζε καλμαρισμένη στη χειμωνιάτικη λιακάδα.
Η συναυλία που ’χανε στήσει τα πουλιά πάνω στα ψωριασμένα κυπαρίσσια
των αποθαμένων αντιλαλούσε ως μέσα στο μοναχικό δώμα. Αφέθηκε στη
μαγεία της και στο γουργουρητό της ζωντανής μετάδοσης από τη
Μητρόπολη Αθηνών. Έβαλε και τα κουτάβια πάνω στο στήθος του. Το ένα
ψαχούλευε με τα μαύρα καλτσάκια το στέρνο του, ανέβαινε όλο και πιο
ψηλά, ανοιγόκλεινε το στόμα και πιπιλούσε ένα κόμπο τρίχες από τα γένια
του, έμπλεκε μέσα και τις τραβούσε εδώ κι εκεί κουνώντας απεγνωσμένα
το κεφαλάκι του. Ένιωθε ο Βικέντιος τις τσιμπιές στο πρόσωπό του και
γελούσε. Μα έβλεπε ύστερα με την άκρη του ματιού του το άλλο, που ’χε
σταματήσει το κλάμα και κείτονταν λαχανιασμένο πάνω στην κοιλιά του,
και λυπότανε πολύ, σούφρωνε τα χείλη του στο θανατικό που πλησίαζε
ξανά, έφτιαχνε ασυναίσθητα με τη χούφτα του ασπίδα και σκέπαζε το υγιές,
να μη νιώσει και κακοφορμίσει κι εκείνο. Ώσπου ήρθε η ύστατη ώρα.
Ξενυχτισμένος καθώς ήτανε με τα ταΐσματα, τον ξέκλεψε ένας λαφρύς
ύπνος. Το ραδιόφωνο μετάδινε τη νεκρώσιμη πομπή που κατευθυνόταν στο
Πρώτο Νεκροταφείο, όταν παράδωσε το μικρό την πνοούλα του πάνω στο
στήθος του μοναχού. Μέσα στη γλύκα του ύπνου ο Βικέντιος δεν πήρε
χαμπάρι την ανάλαφρη ψυχή που γλίστρησε από πάνω του και πέταξε προς
τον ουρανό. Άκουγε μονάχα, σαν από άλλο κόσμο, την περιγραφή του
εκφωνητή κι έβλεπε κάτω από τα κλειστά του βλέφαρα τις εικόνες σαν
όνειρο. Χιλιάδες άνθρωποι είναι μαζεμένοι γύρω από την είσοδο του
νεκροταφείου. Είναι ο λαός του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου, ο δικός του
κόσμος. Οι άνθρωποι που από την πρώτη στιγμή τάχθηκαν μαζί του. Ό,τι
και αν έλεγε, ό,τι κι αν έκανε. O λόγος του ήταν κάτι σα βιταμίνη για την
πίστη τους. Γι’ αυτό στέκονται όλοι τους σιωπηλοί, όπως είναι οι Έλληνες
σε κάθε κηδεία. Σχεδόν αμίλητοι, φανερά πενθούντες, με κλεφτές ματιές
στους συγγενείς και τους παρευρισκομένους. Ύστερα πήρε να ταξιδεύει
άξαφνα σ’ άλλο μισοζώντανο όνειρο. Στη μέρα της κουράς του. Το
μοναστήρι ήτανε φωτερό σε μια φθινοπωρινή λιακάδα, γεμάτο κόσμο, κι ο
Δέσποτας στεκότανε στην πύλη με περιβολή γιορταστική, βαστώντας την
ποιμαντορική του ράβδο. Εκείνος, σχεδόν αμούστακος ακόμα, με τα πόδια
τρεμάμενα μέσα στον λευκό χιτώνα, έστεκε μπροστά του κι είχε στην
πλάτη όλο το ποίμνιο, που κρατούσε την ανάσα του. Ήταν κι η μάνα του,
έβλεπε, ανάμεσα στους πιστούς, γύριζε πού και πού και της έριχνε λοξές
ματιές, μεστές, ανάκατα καμάρι και τύψη. Εκούσια σου τή γνώμη προσέρχη
τω Κυρίω; ακούστηκε η βροντερή φωνή του Δεσπότη και το βλέμμα του
τον σάρωσε αυστηρό από πάνω ως κάτω, χτύπησε και τη ράβδο του μια
φορά στο μάρμαρο του Βήματος. Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε Πάτερ,
αποκρίθηκε εκείνος με σιγουριά και γύρισε κατά τη μάνα, που ’χε
κρυμμένο το πρόσωπό της μες στις χούφτες και τρανταζότανε από τους
λυγμούς. O πατέρας πιο δίπλα την κοιτούσε με έγνοια. Το ποίμνιο ξέσπασε
σε ζητωκραυγές, ’Άξιος, Άξιος. Από απέναντι ο γέροντάς του
κρυφογελούσε ικανοποιημένος κι έτριβε τα σώχουφτά του. Εκείνη τη
στιγμή τινάχτηκε απ’ το όνειρο· μια σκιά θανάτου πέρασε μπρος απ’ τα
κλειστά του βλέφαρα και τον ξύπνησε μ’ ένα τρεμούλιασμα στο στήθος.
Είδε τα δυο κουτάβια να κοιμούνται πάνω του. Το ένα στο στέρνο του και
τ’ άλλο πιο χαμηλά, στην κοιλιά του. Κράτησε την ανάσα του και, δίχως να
κουνηθεί, κάρφωσε τη ματιά του στις κοιλίτσες τους. Κατάλαβε πως το
άρρωστο δεν είχε πια πνοή. Φούσκωσε τα στήθια του με θλίψη και άφησε
το στεναγμό να ξεχυθεί σαν ποταμός από μέσα του. Μάζεψε στη χούφτα
του το στεγνό κορμάκι κι έγειρε απαλά το σώμα του δεξιά, άφησε τ’ άλλο
κουτάβι να κατρακυλήσει κοιμισμένο στην κουβέρτα. Αυτό δεν ξύπνησε,
δεν ένιωσε τίποτα από τη μοναξιά που το τύλιξε άξαφνα, συνέχισε να
κοιμάται μακάρια, δίχως να συναισθάνεται το χρέος που του ξημέρωσε
ασήκωτο εκείνη η μέρα. Να ζήσει, να συντροφεύει τον μοναχό. O
Βικέντιος σηκώθηκε και βγήκε σερνάμενος από το κελί με το νεκρό
κουτάβι στο ένα χέρι. Ξέχασε την πόρτα ανοιχτή και το ραδιόφωνο
ακούγονταν στο μπαλκόνι της θάλασσας. Είναι λίγα λεπτά μετά τη μία και,
ενώ ο ήλιος περιμένει τον κιλλίβαντα, τα πρώτα στρατιωτικά αγήματα
αρχίζουν να φτάνουν από την οδό Αναπαύσεως, με την μπάντα του
Πολεμικού Ναυτικού μπροστά. Και σταματούν όλοι ό,τι και αν κάνουν, ό,τι
κι αν λένε. Και περιμένουν να δουν το ανοιχτό φέρετρο, πάνω στον
κιλλίβαντα και κάτω από τον δυνατό ήλιο. Πολλοί είναι αυτοί που
διακριτικά σέρνουν την κλειστή τους παλάμη πάνω στα μάγουλά τους.
Φωνές ακούγονται από διάφορα σημεία, Αθάνατος, "Αθάνατος. Το
σκήνωμα περνάει από μπροστά τους. Απανωτά χειροκροτήματα. O
Βικέντιος απομακρύνθηκε και έσβησε η φωνή του εκφωνητή στ’ αυτιά του.
Πήγε στην αποθήκη, πήρε για άλλη μια φορά το τσαπί του και βγήκε.
Κατάχωσε και το δεύτερο παιδί της νεκρής σκυλίτσας πλάι της, κάτω από
τη σημαία, που κυμάτιζε ήρεμα στη μέση του ιστού της για μια ακόμα
μέρα. Ένα μού έμεινε, μικρή μου, ένα, για να δούμε, θα τα καταφέρω ν’
αναστήσω το διάδοχό σου; Έμεινε πάλι για λίγο εκεί ν’ αποθαυμάζει τη
θάλασσα, ώσπου ξαφνικά αναπήδησε αλαφιασμένος. Κρύος ιδρώτας τον
έλουσε κι άρχισε να τρέχει τα σερνάμενα πόδια του στο χώμα σήκωνε και
τα ράσα βαστώντας στο ένα χέρι το τσαπί. Θυμήθηκε πως είχε αφήσει
ανοιχτή την πόρτα του κελιού του κι ήρθανε στο μυαλό του εικόνες με τη
γάτα να κρατάει τον τελευταίο διάδοχο στα δόντια της και να παίζει πάνω
στα κρύα τσιμέντα της αυλής. Ξεφύσησε με ανακούφιση σαν έφτασε και
είδε το σκυλάκι στο κρεβάτι να προσπαθεί ν’ ανέβει στο μαξιλάρι και να
πέφτει ανάσκελα κουνώντας πέρα δώθε τα ποδαράκια του, γρυλίζοντας με
αγκομαχητό. Το ραδιόφωνο μετάδινε δηλώσεις διαφόρων ιεραρχών μετά το
τέλος της ταφής. Ήταν ένα υπέρλαμπρο αστέρι, έλεγε ο Μητροπολίτης στο
μικρόφωνο, τώρα ο Θεός να μας βοηθήσει να εκλέξουμε το διάδοχό του,
που πρέπει να είναι όσιος, άκακος και αμόλυντος. Αχνογέλασε ο Βικέντιος,
του ’ρθανε πάλι αστραπιαία στο μυαλό τα όσα τράβηξε από τα δεκαεφτά
του χρόνια, απόδιωξε τη σκέψη γρήγορα και πήρε το κουτάβι στα χέρια
του. Εσύ μονάχα είσαι όσιο, άκακο και αμόλυντο, μικρό μου. Δε θα σ’
αφήσω να μου φύγεις εσύ. Πάτησε το κουμπί του ραδιόφωνου και το
’κλεισε. Έμπασε και το κουτάβι στη δεξιά του τσέπη και βγήκε να πάει στο
μαγειρειό. Έπρεπε να βάλει κι αυτός μια μπουκιά στο πικραμένο του
στόμα.
Εκείνο το απόγεμα δεν πήγε για τριφύλλια. Δεν είχε όρεξη. Άσε που
πλακώσανε κι από νωρίς οι πιστοί στο μοναστήρι, επηρεασμένοι από το
πένθιμο κλίμα της μέρας, ν’ ανάψουνε τα κεριά τους στην Παναγιά τ’
Ακρωτηριού, να μνημονέψουνε αποθαμένα και να δεηθούνε υπέρ υγείας
των ζωντανών τους. Άλλος μ’ ένα μπουκάλι λάδι, άλλος μ’ ένα πρόσφορο
στο χέρι, άλλος μ’ ένα πιατάκι στάρι κι άλλος ακόμα με ξηροκάρπια και με
λουκούμια για να κερνά ο μοναχός τους επισκέπτες, φτάσανε στο
μοναστηράκι. Κατάφτασε κι ο Μάρκος αλάλητος και πήγε κι έκατσε μες
στο μαγειρειό, έβαλε πάνω το μεγάλο μπρίκι να ψήσει τον καφέ του. Έριξε
και δυο ξύλα στη στόφα δίχως να χαϊδέψει το γατί, που κοιμότανε
κουλουριασμένο στη γνωστή του θέση και δεν κούνησε.
O Βικέντιος καθότανε κι αυτός στην καρέκλα του νάρθηκα, στη μια
τσέπη είχε το σταυρό και το κλειδί της εκκλησιάς σαν κάθε μέρα, και στην
άλλη το διάδοχο να κοιμάται μακάριος. Του είχε κουλουριάσει μαζί κι ένα
ζευγάρι μεγάλες μάλλινες κάλτσες για να τον ζεσταίνουνε κι η τσέπη
φούσκωνε σαν την κοιλίτσα της μακαρίτισσας πριν από πέντε μέρες.
Καθότανε λοιπόν αλάλητος κι η γλώσσα του μαστόρευε συνέχεια το Κύριε
ημών Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε τού Θεού, τα μάτια του ήτανε γλαρά από
την κούραση της μέρας. Κόντευε πια να βασιλέψει ο ήλιος και μες στην
εκκλησιά γυροφέρνανε μονάχα δυο νεαροί, που ’χανε από μια
φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό τους. Σταθήκανε με πλάτη
στον καλόγερο και διαβάζανε συλλαβίζοντας τις επιγραφές ψηλά στο
μαρμαρένιο τέμπλο. Ώς φοβερός ό τόπος ούτος, ούκ έστι τούτο, άλλ’ οίκος
Θεού και αύτη η πύλη τού ουρανού. Το ρολόι μετρούσε τα λεπτά ανάμεσα
στις λέξεις τους, που έβγαιναν κομπιαστές, Άγιος ό Θεός, Άγιος Κύριος
Σαβαώθ, πλήρης ο ούρανός και η γη τής δόξης σου. Στώμεν καλώς, στώμεν
εύλαβώς, στώμεν μετά φόβου Θεού και κατανύξεως, άλλως σχώμεν νουν και
καρδίαν, βοήθησε την ανάγνωση μεγαλόφωνα ο Βικέντιος και γυρίσανε
προς το μέρος του έκπληκτοι, σα να μην τον είχανε προσέξει πρωτύτερα.
Πλησίασαν θαρρετά και ασπάστηκαν το χέρι του. Είναι ωραίο το
μοναστήρι, είπε ο ένας και κοίταξε ολόγυρα στο μισοσκόταδο. Εμένα μου
λες; έκανε ο καλόγερος, ένιωσε πως είναι ξενόφερτοι και βγήκε αυθόρμητο
το παράπονο από μέσα του. Ερείπιο είναι, μα τι να κάμω, και αυτά που
κάνω είναι πάρα πολλά. Λεφτά μπορεί να μη σας αφήσω, έλεγε ο γέροντας
σαν ήτανε να πεθάνει, αλλά στο μοναστήρι δε θα χρειαστεί να βάλετε ούτε
καρφί. Εμένα μου λες; Καμιά μέρα σκέφτομαι πως θα πάω στη θάλασσα
μαζί με το κελί μου, μια γκριμάτσα φόβου ζωγραφίστηκε στα χείλη του,
εσείς από πού είσαστε; Χαμογέλασαν σφιγμένα οι δυο νέοι και
συστήθηκαν. Σέργιος και Νίκος. O πρώτος ήτανε ψηλός, γεροδεμένος και
λιγομίλητος, με ένα βλέμμα ερευνητικό, που πρόδινε πως κάθε στιγμή κάτι
μηχανεύεται, κι ο άλλος λιανός και κοντούλης, όλο χαμόγελο και όρεξη για
κουβέντα. Χειμωνιάτικοι επισκέπτες στο νησί, γυρίζανε τα αξιοθέατα και
φτάσανε τυχαία στο μοναστηράκι του βράχου. Μόνος σας είστε εδώ; τον
ρώτησε μετά από λίγο ο Νίκος. Μονάχος, αναστέναξε κι άφησε
ασυναίσθητα το χέρι του να κρεμαστεί, να φτάσει στο ύψος της τσέπης· την
άγγιξε ανεπαίσθητα με τις άκρες των δαχτύλων του από την εξωτερική
μεριά. Είκοσι τρία χρόνια είμαι δω μέσα, μα το μόνο που δεν περίμενα
ήτανε πως θ’ απομείνω μονάχος μου, αναστέναξε πάλι βαριά και
σηκώθηκε. Πήγε κατά το παγκάρι κι έπιασε να ξετυλίγει τα πρόσφορα και
τα μπουκάλια που ’χανε φέρει οι πιστοί. Άρχισε να διαβάζει μουρμουριστά
τα σημειώματα υπέρ αναπαύσεως και υπέρ υγείας που του ’χαν εσωκλείσει,
τα δίπλωνε ένα ένα με προσοχή και τα ’βαζε κι αυτά στην αριστερή του
τσέπη. Σαν ήρθα ήτανε οχτώ καλογέροι, μα πεθάνανε όλοι, όλους τούς
γιατροπόρεψα, μίλησε δίχως να γυρίσει κατά το μέρος τους. Οι επισκέπτες
εξερευνούσανε με τα μάτια το χώρο. Ένα κρεμασμένο πετραχήλι στην
είσοδο του ναού τράβηξε την προσοχή του Σέργιου. Πήγε κοντά και το
πασπάτεψε σκύβοντας στο ημίφως να δει καλύτερα τις χρυσές του κεντιές.
Ο Βικέντιος τον είδε. Είναι του γέροντα, ο Θεός ν’ αναπάψει την ψυχή του,
εκείνος ήτανε η καταστροφή του μοναστηριού. Με την παραξενιά του δε
στέριωσε κανένας εδώ μέσα. Τέλος πάντων, ξεφύσησε, έκοψε την κουβέντα
του σα να μετάνιωσε, γύρισε πάλι το λόγο του στο πετραχήλι. Το βρήκα σ’
ένα μπαούλο και το ’βαλα εδώ να το βλέπουνε οι πιστοί, είναι παμπάλαιο,
κόμπιασε. Εύλαλη σιωπή πλανήθηκε μες στην εκκλησιά. Ήτανε σκληρός
άνθρωπος ο γέροντας, είπε σε λίγο πάλι, και ιδιότροπος, ξεχείλισε ξαφνικά
η διάθεση που ’χε εδώ και μέρες, να βγάλει από μέσα του τα βάσανα της
ψυχής του. Σώπασε ξανά. Έπιασε να ντανιάζει τα πρόσφορα για να τα
μεταφέρει. Μα γρήγορα ξαναμίλησε. Πιο εύκολα ανοίγει κανείς την καρδιά
του καμιά φορά σ’ έναν ξένο παρά στον αδερφό του. Το γέροντα που ’χα
εγώ δεν μπορούσε να τον αντέξει κανένας, η φωνή του βγήκε αργή και
καθαρή, πόσοι και πόσοι δε φύγανε απ’ εδώ, πήρε στα χέρια του τα ψωμιά
και τράβηξε με το γνωστό του βήμα κατά το ιερό. Οι νεαροί τον
ακολουθήσανε αμίλητοι. Χάθηκε πίσω από την Ωραία Πύλη κι ακουγότανε
η μουρμούρα του να πλανιέται στο χώρο μαζί με το γλωσσίδι του ρολογιού,
που μετρούσε τα δευτερόλεπτα. Για να ’τανε άλλος, δε θα στεκότανε ούτε
για ζωγραφιά εδώ μέσα, είπε σε μια στιγμή φωναχτά. Αλλά εγώ ήθελα να
γίνω καλόγερος, μ’ αρέσει και δεν το μετάνιωσα, αλλά δεν ήξερα ότι θα
μείνω μόνος μου, πρόβαλε πάλι και ακροστάθηκε στα σκαλιά του βήματος,
θωρώντας τους από ψηλά καθώς ψαχούλευε μες στην αριστερή του τσέπη.
Έβγαλε το κλειδί. Οι νεαροί στεκόντανε αλάλητοι και αμήχανοι μπροστά
στην ξομολόγηση του μοναχού. Είδατε σήμερα την κηδεία του
Μακαριστού; τον ρώτησε σε μια στιγμή ο ένας για ν’ αλλάξει την
ατμόσφαιρα.
Πού να τη δω, δεν έχω τηλεόραση, απαγορεύεται. Μόνο ράδιο. Άκουσα
λίγο, είχε πάρα πολύ κόσμο, ε; Κουνήσανε και οι δυο τα κεφάλια τους σε
απάντηση. Υπήρχαν εκεί αντιπροσωπείες από όλες τις εκκλησίες και από
όλες τις θρησκείες του κόσμου, μέχρι και οι μουσουλμάνοι είχανε στείλει
τους δικούς τους, τον ενημέρωσε με ενθουσιασμό η νεαρή φωνή. Ήτανε
γνωστός σε όλο τον κόσμο και αγαπητός από όλους τους Έλληνες, να
βλέπατε νεολαία που ακολούθησε την εκφορά. Καλός ήτανε, αναστέναξε ο
Βικέντιος και κοίταξε αόριστα προς το θόλο της εκκλησιάς, είχε έρθει κι
εδώ δυο φορές, πήρε ν’ αναθυμάται, μια πριν γίνει αρχιεπίσκοπος κι άλλη
μια μετά. Ήτανε ένα απόγεμα και έφτασε εδώ δίχως συνοδεία, μόνο με
έναν παπά, καλή ώρα σαν εσάς, και μου λέει, έκαμες εσπερινό; Του λέω,
ακόμα. Μου λέει, κάμε τον κι εμείς θα κάτσουμε εδώ να σε ακούμε, ήτανε
πολύ καλός, Θεός σχωρέσ’ τονε, σταυροκοπήθηκε και ασπάστηκε το
εικόνισμα της Παναγιάς. Ύστερα πήγε στον Επιτάφιο, Θε μου βοήθα τον
κόσμο σου, ψέλλισε μες στο στεναγμό του και φίλησε το σκαλιστό του
ξύλο. Τα καντήλια τρεμοπαίζανε κρεμασμένα κι όσο έπεφτε η νύχτα η
φλογίτσα τους φώτιζε πιο πολύ. Πάμε; ρώτησε τους επισκέπτες, που είχαν
απομείνει κοντά στην πόρτα και τον κοιτούσαν. Πάμε, συγκατένευσαν και
οι δυο μαζί, κάνανε το σταυρό τους και βγήκανε στον αυλόγυρο.
Δρασκέλισε το σκαλί κι ο Βικέντιος πίσω τους, και γύρισε το κλειδί τρεις
φορές στην πόρτα. Ποιος είναι εδώ; τον ρώτησε ο ψηλός κοφτά δείχνοντας
τον τάφο πλάι στην είσοδο της εκκλησίας. O γέροντας μου, απάντησε ο
μοναχός. O άλλος έσκυψε κι άρχισε με δυσκολία να διαβάζει συλλαβιστά
την ταφόπλακα: Ενθάδε κείται Αρχιμανδρίτης Χριστόφορος, έγκαταβιώσας
έν τή ιερά μονή ταύτη από του 1914 και ήγουμενεύσας έν αύτή από του 1948.
Έγεννήθη έν έτει 1902 και έκοιμήθη τή 20ή Νοεμβρίου 1994. Ογδόντα
χρόνια καλόγερος, διαπίστωσε με θαυμασμό στη φωνή του, τελειώνοντας
την ανάγνωση. Ο Βικέντιος είχε ήδη στρέψει και βάδιζε κατά το μαγειρειό
μουρμουρίζοντας. Ελάτε να σας φτιάξω ένα τσάι μέρα που είναι να
συχωρέσετε, είπε στους επισκέπτες του, κι εκείνοι τον ακολούθησαν με
χαμόγελο κοιτάζοντας ολόγυρα τα πορτοπαράθυρα, που στραβοστέκανε
θεόκλειστα σ’ όλες τις πτέρυγες. Ο αυλόγυρος ήτανε γαλήνιος εκείνο το
μούχρωμα. Τα κοκόρια είχανε βάλει τις υποταχτικές τους για ύπνο και
είχανε πιάσει κι εκείνα τα ψηλά κλαριά στα ξερόδεντρα, πίσω απ’ τα κελιά,
στο κοτέτσι. Η πνοή της θάλασσας δεν ακουγότανε καθόλου, ούτε ο αέρας,
που ως προχτές φυσούσε μανιασμένα. Σαν κατεβήκανε τα σκαλιά του
μαγειρειού, είδανε τον Μάρκο να κάθεται σε μια καρέκλα μπροστά στην
αναμμένη στόφα και να καπνίζει. Η γάτα πίσω του κοιτούσε τη φωτιά που
τρεμόπαιζε, καθισμένη στα τέσσερα, και είχε κρύψει τα μπροστινά της
δάχτυλα με σπουδή κάτω από τη γούνα του κορμιού της. Καλησπέρισαν οι
νιοφερμένοι και κοιτάξανε ολόγυρα το δώμα, που ανάδυε κι αυτό μια
γαλήνη πρωτόγνωρη για ψυχές που δεν ξέρουνε και πολλά από την ησυχία
της άσκησης μακριά απ’ τον κόσμο. Μια αχνή καλησπέρα πετάχτηκε από
το άκαμπτο κορμί του χωρικού και σκορπίστηκε στο χώρο σα να βγήκε
μέσα από τη μουτζαλωμένη καμινάδα της στόφας. O Βικέντιος τους
πρόσφερε δυο καρέκλες και κάθισαν. Έβαλε στο καμινέτο ένα μπρίκι κι
έπιασε να ξεταπώνει τις γυάλες με το τσάι και τη ζάχαρη. Άνοιξε και μια
σακούλα με καλούδια, ξηροκάρπια, λουκούμια και παστέλια, που του ’χανε
φέρει πεσκέσι οι πιστοί. Όλοι καθόντανε αμίλητοι. O Σέργιος περιέφερε τη
ματιά του πάνω στις γαλαζοπράσινες ξύλινες πιατοθήκες, μετρούσε, λες, τα
τρυπητά και τα χαρανιά, τα πιάτα και τις τσίγκινες κούπες. O Μάρκος
κοιτούσε ευθεία μπροστά σα βαλσαμωμένος και ο Νίκος σηκώθηκε.
Στάθηκε μπρος στο νεροχύτη, πέρασε το δάχτυλό του απαλά πάνω από το
πιτσιλωτό του μάρμαρο κι έφερε ύστερα τη χούφτα του αντήλιο στο
παράθυρο, να μη γυαλίζει από το φως του ηλεκτρικού, για να κοιτάξει έξω
κατά τη θάλασσα. Δεν μπόρεσε να διακρίνει πολλά, η νύχτα είχε ήδη ρίξει
τα πέπλα της. Ξαναπήγε στη θέση του μ’ ένα χαμόγελο ευχαρίστησης στο
στόμα και έγνεψε στο σύντροφό του να δει τη γάτα. Αυτή θα γίνει ψητή,
έσπασε την αμηχανία εκείνη τη στιγμή γυρνώντας προς τον Βικέντιο, που
σούρωνε το τσάι στα φλιτζάνια. Εκεί είναι η θέση της, εκεί της αρέσει να
κάθεται, τι να κάμω, άμα πας τώρα κοντά και την πιάσεις, το κεφάλι της
ζεματάει, αλλά αφού της αρέσει; Τους πρόσφερε τις κούπες τους κι έβαλε
το γυαλάκι με τη ζάχαρη στη μέση του τραπεζιού να πάρουν όση θέλουνε.
Χασκογέλασαν οι επισκέπτες και τον ευχαριστήσανε πιάνοντας τα
κουτάλια. Κοιτούσανε με λοξές ματιές τον ανέκφραστο χωρικό κι
αντάλλαζαν κατόπιν κοφτά, παραξενεμένα βλέμματα. Έκατσε και ο
Βικέντιος με την πλάτη στη στόφα, δίπλα στον Μάρκο, αναστενάζοντας
κουρασμένος και προσέχοντας να μην πλακώσει τη δεξιά του τσέπη. Το
σκυλάκι ήτανε ήσυχο για πάνω από δυο ώρες. Περίεργο, σκέφτηκε όση
ώρα τα κουτάλια ντιντίνιζαν μέσα στα τσίγκινα κιούπια ανακατεύοντας το
βραστικό, κι έβαλε το χέρι του ψαχουλευτά στον πάτο της
παραφουσκωμένης του τσέπης. Η παροστιά από πίσω του τσιτσίριζε με
μανία, είχε βρει φαΐ από πευκόξυλο και κάπνιζαν τα ρετσίνια. Η γάτα
ανοιγόκλεινε τα μάτια της ευχαριστημένη. Δε μου λέτε, πάτερ, αποφάσισε
να μιλήσει πάλι ο Νίκος, με τη μίτρα και τη ράβδο τον έθαψαν τον
Μακαριστό; Όχι, είπε συρτά ο καλόγερος, αυτά τα βγάζουνε, τα παίρνει ο
διάδοχος, μιλούσε μα φαινότανε πως το μυαλό του ταξίδευε αλλού,
ξανάπιασε την τσέπη. Είχε μια ανησυχία και την ταρακούνησε με
παραπανίσια δύναμη. Ένα γρύλισμα ενοχλημένο ακούστηκε και όλοι
κοιτάξανε κατά τη στόφα, ακόμα και ο βαλσαμωμένος έστρεψε σύγκορμος,
να δει από πού ακούστηκε το κλαψούρισμα, αλλά η γάτα κοιμότανε
μακάρια. Και το ευαγγέλιο το βγάζουνε, έσπευσε να καλύψει το κενό ο
Βικέντιος, και βάζουνε ένα άλλο, απλό. Του φοράνε το πανωκαλήμαυχό
του, μια απλή πατερίτσα, έναν ξύλινο σταυρό και ένα απλό ευαγγέλιο. Το
κουτάβι ξαναγρύλισε παρατεταμένα αυτή τη φορά κι έπιασε να σαλεύει
μέσα στην τσέπη. Του βάζουνε και τον αγέρα του, είπε σα να ξέχασε κάτι
σημαντικό ο Βικέντιος, μα όλοι είχανε πια καταλάβει πως υπήρχε κι άλλη
ψυχή στην παρέα τους. O Μάρκος σηκώθηκε από τη θέση του κι έκανε πως
ψάχνει κάτω από τη στοίβα των καυσόξυλων δίχως να σκύψει το κορμί του.
O καλόγερος δεν μπόρεσε να κρύψει άλλο το μυστικό του. Έχωσε το χέρι
του μέσα στο ράσο και έβγαλε το κουλούκι, που έσκουξε μόλις ήρθε σε
επαφή με την κρύα ατμόσφαιρα. Οι επισκέπτες ξετρελάθηκαν κι αφήσανε
επιφωνήματα έκπληξης να πλανηθούν στο χώρο. Ο Μάρκος ανέκφραστος
ξανάκατσε, τρελάθηκες παπά, το καγκουρό κάνεις; βγήκε πάλι η πέτρινη
φωνή του και άναψε άλλο ένα ολόλευκο τσιγάρο. Αυτός είναι ο διάδοχος
της Σίσσυς μου, σύστησε το μικρό στους επισκέπτες ο καλόγερος δίχως να
ρίξει ματιά στον διπλανό του. Είχε σηκώσει ψηλά το κουτάβι και καμάρωνε
την ξέτουρλη κοιλίτσα που αχνανάσαινε μέσα στη χούφτα του. Ύστερα το
έστρεψε και, με περασμένο το δείκτη του χεριού του ανάμεσα στα δυο
μπροστινά ποδαράκια, ανασήκωσε το κεφαλάκι του για να βλέπει τους
ξένους με τα τυφλά του ματάκια. Πώς το λένε; ρώτησε ο ένας. Δεν έχει
ακόμα όνομα. Κάτσε να ζήσει πρώτα, να φέξουνε τα ματάκια του και μετά
έχει ο Θεός, σταυροκοπήθηκε ο Βικέντιος σηκώνοντας το βλέμμα του στον
ουρανό. Και η μαμά του πού είναι; ρώτησε ο λιγόλογος. Πέθανε η
κακομοίρα η Σίσσυ μου, απάνω στη γέννα έφυγε το πουλάκι μου, στέναξε ο
μοναχός και έβγαλαν ένα επιφώνημα απογοήτευσης οι δυο ξένοι. O
Μάρκος σηκώθηκε μονοκόμματος κουνώντας το κεφάλι, μαζί και τον
κορμό του, βαρύθυμα, και έσυρε τα βήματά του κατά τα σκαλιά της
εξόδου. Ανεβαίνοντας καληνύχτισε. Η φωνή του αντήχησε σα να
ξεκόλλησε ένας βράχος απ’ το βουνό κι έπεσε στη θάλασσα. Τον
καληνύχτισαν όλοι μαζί και σωπάσανε μεμιάς. Καλός άνθρωπος είναι, αλλά
κομμάτι παράξενος, είπε ο καλόγερος μόλις εξαφανίστηκε ο χωρικός στα
σκοτάδια του αυλόγυρου, έβαλε το σκυλάκι πάνω στα πόδια του κι έπιασε
να χαϊδεύει με αγάπη το κεφαλάκι του. Σε λίγο θα πάμε να φάμε, του
γλυκομίλησε, κάνε υπομονή. Οι επισκέπτες κάνανε να σηκωθούνε. Καθίστε
παιδιά, μην ανησυχείτε, δεν είναι ακόμα η ώρα του, καθίστε να μου κάνετε
λίγη παρέα, μέρα που είναι, τους πρότρεψε ο καλόγερος και ξανακάθισαν.
Είχε περίεργη όρεξη για παρέα εκείνη τη βραδιά. Δεν έβλεπε συχνά
ξενόφερτους, κυρίως τους χειμώνες, και στους χωριανούς ή στους πιστούς
που φτάνανε εκεί από τη Χώρα δεν ήθελε να μιλήσει. Γι’ αυτό και το
φευγιό του χωρικού από την παρέα τους αλάφρωσε την ψυχή του. Ίσως
έτσι έπρεπε να γίνει εκείνο το απόγεμα. Να ξεφορτώσει την κουρασμένη
του ψυχή και να τραβήξει πάλι με καινούργια δύναμη μπρος, κατά την
πεζούλα με τους σταυρούς και τα κυπαρίσσια. Οι δυο νεοφερμένοι δεν
είχανε καμιά διάθεση να φύγουν. Κοιτούσανε ακόμα ολόγυρα με
ζωγραφισμένη την ευφορία στα πρόσωπά τους. Η ατμόσφαιρα του
μοναστηριού τούς είχε συνεπάρει και το παλιό μαγειρειό, με τα κάθε λογής
σκεύη αραδιασμένα στις πιατοθήκες, το δάπεδο με τις ακανόνιστες
ζωγραφισμένες πλάκες, τη ζεστασιά της στόφας και την κρυάδα της
μοναχικής βρύσης πάνω στον μαρμαρένιο νεροχύτη, τους γέμιζε την ψυχή
μ’ αισθήματα πρωτόγνωρα. Χαμογελούσανε συνέχεια κι ακόμα πιο πολύ
από τη στιγμή που εμφανίστηκε το κουτάβι. Πόσων μερών είναι; ρωτήσανε
κι οι δυο μ’ ένα στόμα και γέλασαν. Τεσσάρων, απάντησε ο μοναχός. Το
ξημέρωμα που πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος, γεννήθηκε αυτό. Να του δώσεις το
όνομα του νέου Αρχιεπίσκοπου τότε, είπε με γέλιο ο Σέργιος. Ήταν η
πρώτη φορά που ένας απ’ τους δυο μίλησε με οικειότητα στον Βικέντιο.
Κάτσε να ζήσει, να το δω ν’ ανάβουνε τα ματάκια του, ξανάπε εκείνος.
Αυτή τη στιγμή περίμενε, και τι στον κόσμο. Είχε και δυο αδερφάκια, μα
δεν αντέξανε, συμπλήρωσε απογοητευμένος και στερέωσε στο κεφάλι του
το σκουφί, που είχε κυλήσει στο μέτωπό του από τις φιγούρες που ’κανε
στο ζωάκι. Θ’ αντέξει, δεν το βλέπεις που είναι όλο ζωή, φτου, φτου να μην
το ματιάσω, διαπίστωσε γελαστός κι ο Νίκος. O πάγος είχε πλέον σπάσει.
O Βικέντιος το σταυροκόπησε και το ’φτυσε κι αυτός τρεις φορές. Μακάρι,
ψέλλισε, μακάρι. Η ησυχία ξαναγύρισε άπλετη στο χώρο. Σε μια στιγμή ο
ψηλός με την ερευνητική ματιά έστρεψε το κορμί του κι έδειξε την κλειστή
γαλάζια πόρτα πίσω του. Από κει πού πάει; ρώτησε. O Βικέντιος, σα να μην
περίμενε άλλη αφορμή, πήρε αγκαλιά το σκυλάκι και σηκώθηκε,
περπάτησε κατά κει. Ελάτε να σας δείξω, είπε, κι εκείνοι τον ακολούθησαν.
Άνοιξε την πόρτα και βρέθηκαν στην μπασιά ενός στενόμακρου δώματος
με τρία παράθυρα απ’ τη μεριά της θάλασσας κι ένα μακρύ χτιστό σοφρά,
που το παράτρεχε πέρα για πέρα. Εδώ είναι η τράπεζα, αναστέναξε καθώς
έμπαινε. Στάθηκε παράμερα από την πόρτα και άναψε την ηλεκτρική
λάμπα. Μπήκανε και οι δυο πίσω του. Μεγάλα εικονίσματα κρεμόντανε
από παντού καντρωμένα και τα τζάμια τους γυαλίζανε στο φως. Στο μέσο
του δυτικού τοίχου ένας μικρός άμβωνας και ολόγυρα κούτες ντανιασμένες.
Μάλλον για αποθήκη χρησίμευε πια, από τη μέρα που στο τραπέζι πάψανε
να αραδιάζονται πεινασμένοι καλόγεροι. Να, εδώ τρώγαμε, έδειξε το
σοφρά ο Βικέντιος, ο καθένας είχε τη θέση του, το συρτάρι του, το πιάτο
του, το κουτάλι του, έσυρε καθώς μιλούσε το χέρι του πάνω στο
μακρυσκάμνι. Εμένα με είχανε υπεύθυνο για την κουζίνα, τραπεζάρης
ήμουνα στα τελευταία, μαζί με ένα γέρο καλόγερο. Τους σερβιρίζαμε το
φαΐ και γινότανε ο άμβωνας. Εκεί είναι ο άμβωνας, έδειξε. Τα βλέμματα
των νεαρών ακολουθούσανε τις κινήσεις του. Το κουτάβι στην αγκαλιά του
πάσχιζε ν’ ανέβει ψηλά στο λαιμό του, αγκομαχούσε και γρύλιζε μες στη
χούφτα του. Εκείνος όλο το κατέβαζε πιο κάτω και το πρόσεχε μην πέσει.
Εκεί ανέβαινε ο αναγνώστης και διάβαζε όση ώρα τρώγαμε. O Συμεών
ήτανε ο αναγνώστης, αναστέναξε με πίκρα. Αυτός πέθανε τελευταίος προ
πέντε χρόνια. Ζήσαμε πολλά χρόνια μαζί. Ήτανε μοναχός εν χηρεία, πέθανε
η γυναίκα του κι έγινε καλόγερος στα Ιεροσόλυμα, είπε κομπιαστά.
Σταμάτησε για λίγο την αφήγηση και σκούπισε τα μάτια του. Κι εδώ
καθότανε ο γέροντας, έδειξε κατεβάζοντας το χέρι ακριβώς μπροστά στους
επισκέπτες του, που είχανε σταθεί στο κεφάλι του σοφρά. Κι ύστερα έπιασε
να ονοματίζει μια μια τις θέσεις. O Γεράσιμος, ο Γρηγόριος, ο Ιάκωβος, ο
Πέτρος, η Άννα κι εγώ. Κάθε χρόνο έφευγε κι ένας, αναστέναξε με
νοσταλγία, μα το βλέμμα του σκλήρυνε αμέσως. O γέροντας είχε δίπλα του
το καμπανάκι, ξαναγύρισε ο νους του στην κρύα αίθουσα. Μόλις ήτανε να
χτυπήσει το καμπανάκι, είτε είχες προλάβει να φας είτε δεν είχες, τελείωνε.
Μόλις σηκωνότανε ο γέροντας, σηκωνόμαστε όλοι. Να συμμαζέψουμε και
να πάμε στα κελιά μας. Ήτανε αυστηρός, πολύ αυστηρός. Οι επισκέπτες δε
βγάζανε άχνα όση ώρα έλεγε, μόνο κοιτούσανε το χώρο με συστολή κι
εκείνονε με έκπληξη. Έκανε ένα βήμα πίσω και καταλάβανε ότι ήθελε να
βγουν από την τράπεζα. Βγήκανε πρώτοι. Του ’κανα υπακοή, έλεγε θα γίνει
αυτό, θα γίνει εκείνο, κι εγώ τα ’κανα όλα, είπε ο καλόγερος καθώς έκλεινε
πάλι την πόρτα· ο νους του ήτανε ακόμα στο γέροντα, αστέρευτο το
παράπονο που ’χε φωλιάσει από τότε στην παιδική ψυχή του. Πήγε πάλι
στη θέση του μπροστά στη στόφα. Το πρωί μπαίναμε τρεις η ώρα στην
εκκλησιά. Όλοι. Και οι οχτώ. Και βγαίναμε στις πεντέμιση, έπιασε να
θυμάται. Δυο η ώρα σηκωνόμαστε, κάναμε τον κανόνα μας, τρεις η ώρα
μπαίναμε στη λειτουργία, πεντέμιση βγαίναμε, τα είπε ξανά από την αρχή
για να δώσει έμφαση. Μετά είχε πρωινό, τσάι με ελιές και ψωμί ή παξιμάδι.
Τον καιρό που τρώγαμε είχε τυρί και μετά πηγαίναμε στα διακονήματα.
Κρέας δεν έμπαινε μέσα. Το γάλα το πίναμε τις μέρες που ’πρεπε. Μόνο
όταν ήτανε αγίου κι έπεφτε Τετάρτη τρώγαμε λάδι, μα μόνο το μεσημέρι,
αλλιώς νερόβραστο. Δώδεκα η ώρα είχε τράπεζα και το βράδυ ό,τι
περίσσευε από το μεσημέρι. Τι τράβηξα εδώ μέσα από δεκαεφτά χρονών...
Είχε πέσει σε παραλήρημα. Αναστέναξε σε μια στιγμή με βάρος, τα μάτια
του ήτανε καρφωμένα στην πόρτα της τράπεζας και το κεφάλι του
σιγοκουνούσε, παίζανε τα χείλη του μες στο στόμα. Ταξίδευε ο νους του
πίσω και βγαίνανε τα λόγια του ακατέργαστα. Οι αυτήκοοι μάρτυρες της
εξομολόγησής του δε σάλευαν από τη θέση τους. Είχανε γείρει τα κορμιά
τους και ακουμπούσανε τους αγκώνες πάνω στα γόνατα. Προσπαθούσανε
να μην ακούγεται ούτε η ανάσα τους, για να μην τον αποσπάσει. Το
σκυλάκι μόνο χαρχάλευε μες στην αγκαλιά του, πασπάτευε τα μούσια του,
πού και πού έβγαζε έναν κοφτό κλαυθμυρισμό. Η μεγάλη σαρακοστή ήτανε
πολύ αυστηρή, είπε ο Βικέντιος, κάναμε και τριήμερα. Δεν τρώγαμε τίποτα
τρεις μέρες, μόνο νερό. Καθαρά Δευτέρα, Καθαρά Τρίτη, μέχρι την
Καθαρά Τετάρτη, που ήτανε η πρώτη Προηγιασμένη. Και μόλις τελούσαμε
την πρώτη Προηγιασμένη, βάζαμε πάνω μια σούπα νερόβραστη, έδειξε
κατά τη στόφα πίσω του. Γινόντανε οι Χαιρετισμοί, και μετά, τη δεύτερη
βδομάδα των νηστειών, τρώγαμε λάδι, εκτός Τετάρτη και Παρασκευή
βέβαια. Και άντεχες να μην τρως και να κάνεις τα διακονήματα;
μουρμούρισε σε μια στιγμή εκστασιασμένος ο Σέργιος. Άντεχα λέει; Άμα
μπορούσα ας έκανα κι αλλιώς, που ήτανε όλοι γέροι και ο γέροντας
σκληρός. Το τι τράβηξα εγώ μέσα δω δεν μπορεί να το βάλει ο νους σου.
Ήμουνα εκκλησάρης κι έπρεπε ν’ ανοίξω το πρωί, ν’ ανάψω τα καντήλια,
να ετοιμάσω το πρόγραμμα το πρωινό, ήμουνα ύστερα μάγειρας και
διακονητής στα ζώα και στους κήπους. Πήγαινα με τον Ιάκωβο και τον
Γεράσιμο να πάρουμε νερό, να φυτέψουμε, είχαμε και ψάρια εκεί, στη
στέρνα, βάζαμε κουκιά, βάζαμε κρεμμύδια, μελιτζάνες, τα πάντα,
λουλούδια είχαμε πολλά, αλλά βγήκε η ψυχή μου μέσα δω. Τυραννήθηκα
πολύ και τυραννιέμαι ακόμα. Είκοσι τρία χρόνια. Αναστέναξε και
σταμάτησε. Χάιδευε το σκυλάκι και τους κοιτούσε κουρασμένα. Από το
λειτούργημα που έχω, που είμαι καλόγερος, αισθάνομαι τη μεγαλύτερη
χαρά, ξανάπε σε λίγο. Δεν έχω μετανιώσει ποτέ στη ζωή μου, το νιώθω
αυτό που κάνω, το αγαπώ, αλλά με στεναχωρεί η μοναξιά. Γιατί δεν το
περίμενα ότι θα μείνω μόνος. Το βράδυ είμαι σαν τον κούκο. Δε νιώθω μιαν
αναπνοή, δε νιώθω έναν άνθρωπο να ’ναι μέσα, φοβούμαι. Λαγοκοιμούμαι.
Πήρε μια βαθιά ανάσα από τα φυλλοκάρδια του κι έκλεισε τα μάτια. Τώρα
δεν έχω και τη Σίσσυ μου, Θεός σχωρέσ’ τηνε, να φωνάζει, ψέλλισε. Και με
τους πειρασμούς τι κάνεις; ξεθάρρεψε λίγο λίγο ο Νίκος, αυτοί είναι πιο
επικίνδυνοι από τους κλέφτες. Οι πειρασμοί είναι πειρασμοί, είπε ο
καλόγερος στητά. Όταν είσαι παλικάρι, στη ζωή σου μπορείς να
αντιμετωπίσεις όλες τις καταστάσεις. Ό,τι διαλογισμός κι αν μου ’ρθει,
αμέσως, αστραπιαίως, λέω την προσευχή. Όταν σκουπίζω, όταν πολεμώ,
ό,τι κι αν κάνω, και τώρα που κουβεντιάζουμε, μέσα μου λέω την
προσευχή. Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε τού Θεού, ελέησόν με τον
αμαρτωλό. Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς. Συνέχεια. Αδειαλείπτως. Όλη
μέρα.

Έπεσε σιωπή. Τον κοιτούσανε με βλέμματα γεμάτα ανάκατο πόνο και


θαυμασμό. Από την προηγούμενή σου ζωή τι θυμάσαι; τον ρώτησε σιγανά
ο Νίκος και τα μάτια του προδίνανε μεγάλο ενδιαφέρον. Τι να θυμηθώ; Η
ζωή μου ήτανε σχολείο, δουλειά στο καΐκι και εκκλησία. Τρία πράματα.
Αυτά ήτανε η παιδική μου ζωή πριν βάλω το ράσο. Φιλίες έκανα βέβαια με
πολλά παιδιά, σε γάμους πήγαινα, σε χορούς πήγαινα, είχα φίλους,
φιλενάδες, συζητούσαμε, αλλά δε με ενδιαφέρανε πολλά πράματα, εγώ
ήθελα να γίνω καλόγερος. Καλά είναι, σταυροκοπήθηκε, δόξα να ’χει ο
Μεγαλοδύναμος.
Δηλαδή εσύ δεν είχες καμιά ερωτική σχέση; τόλμησε την υπέρβαση ο
Σέργιος και ο σύντροφός του τον κοίταξε αυστηρά και με έκπληξη. Όχι,
εγώ δεν είχα τέτοια πράματα, απάντησε ο Βικέντιος ψύχραιμα, δάγκωσε τα
χείλη του κι έκλεισε τα μάτια ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι κατά τον
ουρανό. Μάλλον έλεγε μέσα του την προσευχή. Το χέρι του κατέβασε
ασυναίσθητα το σκυλάκι, που ’χε φτάσει κούτσα κούτσα ως τα γένια. Το
ξανάφερε μες στην ποδιά του. Τότε μπορείς να γίνεις και αρχιεπίσκοπος μια
μέρα, είπε γελαστά ο ίδιος για να διορθώσει όσο γινότανε την ασεβή
ερώτηση. Μπα, δε θέλω. Έφτασα μέχρι αρχιμανδρίτης, δε θέλω να πάω
παραπάνω, θα μείνω μέχρι εδώ, καλά είμαι. Μιλούσε με κλειστά τα μάτια
και το κεφάλι λίγο υψωμένο. Ξεκίνησα από ρασοευχή, έγινα μικρόσχημος
μοναχός, πήρα το μικρό αγγελικό σχήμα δηλαδή, μετά έγινα ιεροδιάκονος,
ιερέας, καλογερόπαπας, αρχιμανδρίτης, μετρούσε ανοίγοντας ένα ένα τα
δάχτυλα του δεξιού χεριού του. Πέντε οφίκια έχω, άνοιξε και τα μάτια του
στο τέλος και τους κοίταξε ολόισια, καλά είμαι ως εδώ.
Αλήθεια, τώρα να δούμε τι θα γίνει με τη διαδοχή, έκανε
προβληματισμένος ο Νίκος, ακόμα δεν τον θάψανε και βγήκανε τα
μαχαίρια από τους επίδοξους. Τώρα είναι που θα σκυλοφαγωθούνε,
κούνησε το κεφάλι του με νόημα κι ο Σέργιος και κοίταξε τα χέρια του
Βικέντιου, που ’χανε καλύψει ολόκληρο το μικρό κορμάκι σα να το
προστατεύανε από κάτι κακό που πλανιότανε τριγύρω. Τώρα θ’ αρχίσει η
λογοτριβή, συμπλήρωσε ήρεμα ο μοναχός, αλλά, πού θα πάει, θα τους
φωτίσει το Άγιο Πνεύμα και θα βγάλουνε τον καλύτερο, είπε με καρτερία
στη φωνή.
Το σκυλάκι έπιασε να κλαίει γοερά και ο καλόγερος εδώ και κάμποση
ώρα δεινοπαθούσε να το φέρει βόλτα πάνω στο ράσο. Η νύχτα έξω είχε
πέσει για τα καλά, πλησίαζε οχτώ, βράδυ χειμώνα, το μικρό έπρεπε ήδη να
έχει φάει από τις έξι, που καθημερινά έκλεινε το μοναστήρι. Μα, μέρα που
ήτανε, κράτησε ο μοναχός τους επισκέπτες του λίγο παραπάνω, να
μνημονέψουνε τον πεθαμένο και να μερώσουνε όσο μπορούσανε την άγρια
νύχτα του. Ήτανε και το παράπονο πολύ και βρήκε την ψυχή του λάσκα. O
Νίκος κοίταξε το ρολόι του. Αύριο είναι πρωτομηνιά, Φλεβάρης, είπε
καθώς σηκωνότανε από το κάθισμά του. Πρωτομηνιά, επανέλαβε κι ο
καλόγερος τραγουδιστά, ύστερα της Υπαπαντής και μετά του Αγίου
Συμεών, μέτρησε μια μια τις μέρες μες στο στόμα του. Σηκώθηκε κι ο
Σέργιος. Τον ευχαριστήσανε για τη φιλοξενία και σκύψανε κι οι δυο από
πάνω του, να χαιρετήσουν το ανήσυχο κουτάβι. Το γύρισε πρόσωπο ο
Βικέντιος και το πρόσφερε στο χάδι τους. Ύστερα το ’χωσε πάλι στη δεξιά
τσέπη του ράσου και σηκώθηκε να τους ξεπροβοδίσει ως την πορτάρα, ενώ
αυτό κλαψούριζε τρυπώντας με τη στριγκιά φωνούλα του την ήσυχη νύχτα
του αυλόγυρου.
8

H ΠΡΩΤΟΜΗΝΙΑ ξημέρωσε ολόφωτη. Ήτανε πια δυο πιθαμές πάνω από


τη θάλασσα ο ήλιος, κι έμπαινε μέσα από το παραθύρι σαν άνοιξε τα μάτια
του ο Βικέντιος. Μικρά λαμπερά συννεφάκια στολίζανε τον ορίζοντα και
μια ζεστή δεσμίδα φως έπεφτε κατευθείαν πάνω στις μπατανίες. Άλλη μια
νύχτα δεν είχε κοιμηθεί καλά, ξυπνούσε κάθε τόσο για να ταΐσει το
κουτάβι, ώσπου, πολύ αργά πια, σαν αρχίσανε να λαλούνε τα κοκόρια στο
κοτέτσι, βυθίστηκε σε ύπνο ταραγμένο. Τα άκουγε μες στην πρωινή του
γλύκα να υποδέχονται την αυγή και νόμιζε πως ήτανε ήδη ξυπνητός,
ονειροβατούσε ανάλαφρα στο κοτέτσι κι έκανε τα καθημερινά. Γι’ αυτό,
σαν ένιωσε και είδε πως βρίσκεται ακόμα στο κρεβάτι, πετάρισε η καρδιά
του κι έψαξε με το βλέμμα ολόγυρα σαστισμένος. Είδε το σκυλάκι που
κοιμότανε ήσυχο πλάι στο προσκεφάλι του κι ένα χαμόγελο ανακούφισης
διαγράφτηκε στα χείλη του. Πάτησε το κουμπί του ραδιοφώνου κι έπεσε
πάνω σε τίτλους ειδήσεων. Η επόμενη μέρα. Τα μυστικά δείπνα των
εκλεκτόρων Μητροπολιτών στα σπίτια των υποψηφίων. Συνεννοήσεις και
διεργασίες για την ανακήρυξη του διαδόχου του αρχιεπισκοπικού θρόνου.
Ποιοι στηρίζουν ποιους. Το ’κλεισε αμέσως και σηκώθηκε. Ήτανε
ανάλαφρος και πήρε να προσεύχεται γονατιστός στα σανίδια, κάτω από τα
εικονίσματα. Σα να ’χε αδειάσει η ψυχή του, σα να ’χε ξομολογηθεί ένιωθε,
έκανε το σταυρό του κι ευχαρίστησε τον Θεό για τη νέα μέρα που
ξημέρωσε δίχως κακά μαντάτα. Με μια γλυκιά κίνηση έπιασε το μικρό και
το ’χωσε, κοιμισμένο όπως ήτανε, στην τσέπη του. Φόρεσε τη χοντρή
φανέλα και το γελέκο και βγήκε από το δώμα, πήγε ίσια στο κοτέτσι να
ταχτοποιήσει τα πρωινά του χρέη. Τα κοκόρια τον καρτερούσανε στο
συρματόπλεγμα, είχανε ψηλολαιμιάσει και διαμαρτυρόντανε έντονα γι’
αυτή του την αργοπορία. Από πίσω τους οι όρνιθες κακαρίζανε πνιχτά μες
στις σγάρες τους και τσιμπολογούσαν πεταχτά ανάμεσα στις πέτρες. Σαν
πλουμιστοί μητροπολίτες που περιμένανε όλοι μαζί τον υποψήφιο να διαβεί
και να μοιράσει υποσχέσεις τού φάνηκαν καθώς λαμποκοπούσανε τα φτερά
τους στον ήλιο. Ήμαρτον, Θε μου, σταυροκοπήθηκε και πήρε να λέει μέσα
του την προσευχή, ν’ απαλλαγεί από το λογισμό της αμαρτίας. Ησυχάστε
βρε, θα μου ξυπνήσετε το κουλούκι, κοιτούσε τους κοκόρους αυστηρά και
σήκωνε συνέχεια το δάχτυλό του σιωπή στα χείλη, αλλά εκείνοι δε βάζανε
γλώσσα μέσα. Πήγε στο βαρέλι με το καλαμπόκι, τριφυλλάκι δροσερό δεν
είχε κείνο το πρωί, το ξεκαπάκωσε κι έσκυψε ολόκληρος μέσα να γεμίσει
ένα μεγάλο ταβά. Πήρε να περπατά φωνάζοντας πλι πλι πλι με τον ταβά
στην αγκαλιά κι οι κότες μαζευτήκανε στη στιγμή όλες ξοπίσω του
κακαριστά, τσιμπολογούσανε με ευχαρίστηση τα σπόρια από το χώμα.
Έσπερνε με το ’να χέρι στη γη το καλαμπόκι και πήγαινε· έκανε κύκλους
στο βοσκημένο χώμα και το βήμα του είχε ζωντάνια. Το ίδιο και η ψυχή
του. Σε καλό να μου βγει όλη τούτη η όρεξη σήμερα, μονολόγησε, αμέσως
το μυαλό του πήδηξε στο κακό, άδειασε τη χούφτα του από τα σπυριά και
την έβαλε στην τσέπη. Ένιωσε τη ζέστα απ’ την αναπνοή του μικρού και
σταυροκοπήθηκε κοιτώντας ψηλά, τον πεντακάθαρο ουρανό. Σαν τέλειωσε
με το τάισμα, γέμισε καθαρό νερό τις ποτίστρες και στάθηκε παράμερα να
χαζέψει για λίγο τις όρνιθες, που πίνανε και σηκώνανε το κεφάλι τους στον
Θεό, να του πουν ευχαριστώ για κάθε γουλιά. Χαμογελούσε. Ήτανε σχεδόν
ευτυχισμένος εκείνο το λαμπερό πρωινό, το πρώτο του Φλεβάρη. Ύστερα
χώθηκε στις γνωστές φωλιές, έπιασε τ’ αυγά και τράβηξε να τ’ αφήσει στο
μαγειρειό, ν’ ανάψει και τη στόφα για το γατί, που τον περίμενε κι αυτό
έξω απ’ το κοτέτσι. Νιαούριζε σα δαιμονισμένο κι έτρεχε πέρα δώθε
κυνηγώντας τη σκιά του.
Σαν κατέβηκε τα σκαλιά του μαγειρειού, τον χτύπησε η αποφορά της
συντροφιάς, έφερε στο μυαλό του όλη τη χτεσινή συζήτηση με τους δυο
ξένους, ανάτρεξε στα πεταχτά σε κάθε κουβέντα που ’φυγε απ’ το στόμα
του. Μαγκώθηκε η καρδιά του για μια στιγμή, μα αμέσως πάλι ευθύμησε,
δεν είπα και τίποτα κακό, σκέφτηκε μεγαλόφωνα, τον πόνο μου τους είπα
μοναχά. Έβαλε πάλι ασυναίσθητα το χέρι του στην εξωτερική μεριά της
τσέπης κι ένιωσε τη ζέστα του μικρού κορμιού, που δε σάλευε διόλου. O
διάδοχος κοιμότανε μακάριος σαν κλωσόπουλο μες στα φτερά της
πουλάδας και συνεπήρε το νου του. Αυτό θα ζήσει, σκέφτηκε γελαστός,
μονάχα λίγο ακόμα κουράγιο πρέπει να κάμω, μια να φέξουνε τα ματάκια
του είναι, ύστερα θα μ’ ανταμείψει για τα νυχτέρια και την αγωνία που
περνώ, έδωσε θάρρος στον εαυτό του. Η ελπίδα είχε φουντώσει πια για τα
καλά μέσα του. Δεν ήτανε μόνο που το ’βλεπε πως έχει πείσμα για ζωή,
ούτε που του φαινότανε πως κάθε μέρα έπαιρνε μπόι και δύναμη, μα ήτανε
και η φύση ολόγυρα που ζέστανε ξαφνικά, λες κι ήθελε να συμμετέχει στα
θρέμματα, να κάμει τη γη θερμοκήπιο που μέσα θ’ αναστήσει ο μοναχός το
διάδοχο της Σίσσυς. Άναψε μ’ ένα στεναγμό ανακούφισης τη φωτιά και
τράβηξε για την εκκλησιά. Πρωτομηνιά κι είχε να κάνει αγιασμό. Είναι και
του αγίου Τρύφου σήμερα, μονολόγησε και θυμήθηκε τα χρόνια τα παλιά,
τότε που σπέρνανε κι είχανε αμπέλια και κουκιά στις πεζούλες. Κάθε χρόνο
τέτοια μέρα βγαίνανε όλοι μαζί, μπροστά ο γέροντας με τον αγιασμό, πίσω
αυτός -σαν πιο μικρός, βαστούσε τον άγιο Τρύφο, και παραπίσω οι
καλόγεροι με τ’ άλλα τα κονίσματα, αγιάζανε τον τόπο. Σπαρτά, κηπάρια,
αμπέλια, περνούσανε απ’ όλα τα χτήματα και ραντίζανε τη γη και τα φυτά.
Σκυφτές φιγούρες κατάμαυρες απάνω στις πεζούλες, αντιλαλούσε το βουνό
με τα τροπάριά τους. Καμιά φορά ερχόντανε και χωριανοί με πήλινα και
τσίγκινα σταμνιά, να πάρουνε κι εκείνοι ευλογιά, να την πάνε στους δικούς
τους κήπους. O άγιος διώχνει τα ζούδια και τα ποντίκια απ’ τα σπαρτά, τα
κάνει να θεριεύουνε και να καρπίζουνε σαν έρθει η ώρα τους. Έψελνε μες
στην εκκλησιά τον μικρό αγιασμό, ζωσμένος το πετραχήλι του, κι είχε
μπροστά του το μπακιρένιο τάσι, εκείνο το παμπάλαιο, του γέροντα,
γεμάτο νερό. Το βλογούσε με το σταυρό μουρμουρίζοντας ευχές και το
μυαλό του ξεστράτιζε συνέχεια στα χρόνια εκείνα. Θυμήθηκε τον
Γεράσιμο, που είχε ένα έθιμο από πατρίδα μακρινή, ούτε θυμότανε από
πού, έπαιρνε ο γερο-μοναχός ένα πρόσφορο μαζί στη λιτανεία του
αγιασμού και το κυλούσε μες στ’ αμπέλια και τα σπαρτά σαν το τσέρκι που
παίζανε μικροί στη γειτονιά, για να κάμει τη γη γόνιμη, θρεφτική σαν τον
άρτο. Έβαζε και το κλαδευτήρι στην τσέπη του αντεριού του εκείνη τη
μέρα και το ’χε μόνιμα μαζί να κουτσουρεύει τ’ αμπελάκια απ’ όπου
διάβαινε, να πάρουνε μπόι. Φλεβάρη μήνα κλάδευε, το λίγος μη γυρεύεις,
μουρμούριζε ολημερίς σαν προσευχή ο Γεράσιμος. Αυτά αναθυμότανε, κι
ένα γλυκό, νοσταλγικό χαμόγελο ήτανε καρφωμένο στα χείλη του καθώς
βουτούσε τον ξύλινο σταυρό του στο τάσι ν’ αγιάσει το νεράκι. Το κουτάβι
δεν έλεγε ακόμα να ξυπνήσει. Γύρισε το κεφάλι του ο Βικέντιος και κοίταξε
έξω από τα τζαμωτά τον ζωοδότη ήλιο. Ήτανε μια άνοιξη πρόωρη και
σίγουρα μικρή ύστερα από τη βαρυχειμωνιά με τα κακά μαντάτα. Έβγαλε
αμέσως την απόφαση. Δεν ήθελε και πολύ. Σήκωσε το τάσι από το
ξεχαρβαλωμένο χερούλι, το πέρασε στο μπράτσο του και βγήκε με βήμα
σίγουρο από την εκκλησιά. Δρασκέλισε το κατώφλι της πορτάρας και
τράβηξε για τα, αγριεμένα πια, κηπάρια. Το πετραχήλι του κουνιότανε πέρα
δώθε σε κάθε βήμα και αστράφτανε οι ασημοκεντιές του στη λιακάδα.
Σταμάτησε κάτω από τη σημαία, που λικνιζότανε με χάρη στο λίγο αεράκι,
κι άφησε στο χώμα το τάσι, έβαλε και το σταυρό μες στο νερό. Με δυο
κινήσεις ξέμπλεξε τα σκοινιά και την ανέβασε πάλι ψηλά, κατάκορφα στον
ιστό. Χαμογέλασε κοιτώντας τον ουρανό κι έσκυψε ύστερα τα μάτια του
στο χώμα. Το μικρό μνημούρι είχε πάρει να γίνεται ένα με την υπόλοιπη γη
ολόγυρα. Σα να μην είχε σκαφτεί ποτέ ο λάκκος εκεί κάτω. Έκαμε πάλι το
σταυρό του και ευχαρίστησε τον Θεό, έβαλε και τη χούφτα του απαλά να
νιώσει ξανά τη ζέστα της τσέπης του. Το σκυλάκι σάλεψε και μουρμούρισε.
Ξύπνησες, μικρέ μου; του μίλησε γλυκά ο καλόγερος, έλα να δεις το φως
της μέρας, έλα να πάμε μαζί ν’ αγιάσουμε τα χωράφια. Έχωσε το χέρι του
στην τσέπη και το ανασήκωσε, έβγαλε τα μπροστινά του ποδαράκια έξω
και πέρασε το τσεπόχειλο κάτω από τις μασκαλίτσες του. Απόμεινε αυτό
να, κρεμάμενο, με το κορμάκι του μέσα στην τσέπη και τα τυφλά ματάκια
του κατάφατσα στον πρωινό ήλιο. Έσκουζε απεγνωσμένα. Πέρασε πάλι ο
καλόγερος το τάσι στο μπράτσο του κι έπιασε να περπατά έτσι, με το
κουτάβι ν’ αρμενίζει σε κάθε του βήμα, μα γρήγορα το λυπήθηκε. Στάθηκε
και το ξεκρέμασε. Το πήρε στη χούφτα του και το ’στρεψε να βλέπει μπρος,
κατά το μονοπάτι. Τέντωσε και το χέρι του μπροστά, με το μπακίρι να
κρέμεται από κάτω, και μπήκε ψέλνοντας έξω φωνή στη νεροδιαβασιά, σα
μαύρη σκούνα που αρμένιζε στο βουνό μ’ ακρόπρωρο το κουτάβι. Στ’ άλλο
χέρι βαστούσε το σταυρό μαζί μ’ ένα κλωνάρι δεντρολίβανο και δυο
δροσάτα ζουμπούλια, που ’κοψε από τη ρίζα της ξερολιθιάς. Πήρε να
περπατά κατά τα χτήματα και να ραντίζει τον τόπο γύρω. Τα πουλιά
φτερουγίζανε μέσα από τ’ αγριόδεντρα, πετούσανε μακριά, τρομαγμένα
από το πρωινό συναπάντημα, που ανέμιζε ολόμαυρο και τραγουδιστό
ανάμεσα στα κλαριά. Κοιτούσε ο Βικέντιος κατά τη θάλασσα και νότιζε με
τα κλωνάρια του τη γη, μα άξαφνα, κει που πήγαινε, του ’ρθε από τα παλιά
ένα τροπάρι του άγιου Τρύφου. Έπιασε να το σιγοψέλνει. Τρυφήν την
άκήρατον ιχνηλατών, έκ παιδός βασάνους ύπήνεγκας υπέρ Χριστού του Θεού
και ήθλησας άριστα. Όθεν την των θαυμάτων κομισάμενος χάριν, λύτρωσαι
πάσης βλάβης και παντοίας άνάγκης, Τρύφων μεγαλομάρτυς, τους σέ
μακαρίζοντας. Ενθουσιάστηκε που το θυμότανε ολόκληρο και άρχισε να
ραντίζει πανηγυρικά τους πεύκους, τα δεντρολίβανα, τις ελιές, τις καλαμιές,
τις μυγδαλιές, που ’χαν αρχίσει πια ν’ ανοίγουνε πιο θαρρετά τ’ άσπρα και
ροζ ανθάκια τους, να δίνουνε χρώμα στο καφεπράσινο βουνό. Το
σερνάμενο βήμα του έγινε πιο πεταχτό, πατούσε πάνω στους μελανούς
βράχους και ανέβαινε τις σκαλόπετρες πηδηχτά από πεζούλα σε πεζούλα.
Έψελνε ξανά και ξανά το τροπάρι με όλη τη δύναμη της φωνής του,
λύτρωσαι πάσης βλάβης και πανόσιας άνάγκης, έλεγε και ξανάλεγε ανάμεσα
στα γυρίσματα κι ανέμιζε το ρασομάνικο πετώντας στάλες αγιασμού και
ακανόνιστες σκιές στο χώμα, στ’ αγριόθαμνα, στις πέτρες. Το σκυλάκι
τσίριζε κι αυτό γοερά στην πλώρη και το κρεμασμένο τάσι κλυδωνιζότανε
στο ρυθμό του κορμιού του, πότιζε τη γη με τις άγιες στάλες του. Πέρασε
πάνω από τη στέρνα και ράντισε τα χρυσόψαρα, που ’χανε περισσέψει εκεί
από τα χρόνια του Γεράσιμου. Έφτιαχνε πιτσιλωτούς κύκλους ο αγιασμός
πάνω στα πράσινα νερά της. Ράντισε και το ’ρειπωμένο παράσπιτο, ράντισε
από κάτω και την απέραντη θάλασσα. Σε μια στιγμή λάφαξε κι έκατσε να
ξαποστάσει στο πέτρινο πεζούλι του υποστατικού, εκεί που καθόντανε
παλιά οι διακονητές και αγναντεύανε τον κήπο να καρπίζει. Το ράσο του
ρουφούσε τις ζεστές αχτίνες και αναγάλλιαζε το είναι του. Ακούμπησε τα
σύνεργα της τελετής πλάι του και άρχισε να ταχταρίζει το σκυλάκι με τα
δυο του χέρια, να το σηκώνει ψηλά και να το κατεβάζει ως τη μύτη του, να
του τραγουδάει λογάκια μωρουδιακά δίπλα στ’ αυτί και να του φιλά το
μουσούδι. Λύτρωσέ το από πάσης βλάβης, άγιε μου Τρύφωνα, αναφώνησε
σε λίγο και του ’δωσε μια με τα βρεμένα κλωνάρια και το σταυρό
κατακούτελα. Το μωρό ξεφώνιζε ασταμάτητα κι έβγαλε ένα τσίριγμα
διαπεραστικό στην αίσθηση του νερού. Γέλασε ο καλόγερος και τ’ απόθεσε
γλυκά πάνω στο πυρωμένο του ράσο. Καθίσανε έτσι κι οι δυο, με τα μάτια
κλειστά για κάμποση ώρα. O Βικέντιος έγειρε το κεφάλι του πίσω,
ακούμπησε στον τοίχο του πετροκάλυβου και αφέθηκε στο ζεστό χάδι του
ήλιου, στους ήχους της φύσης, που γιόρταζε. Το κουτάβι αποκοιμήθηκε.
Μόλις άνοιξε τα βλέφαρά του και το είδε, το έπιασε απαλά και το ’βαλε
πάλι στην τσέπη. Μάζεψε τα συμπράγκαλα του αγιασμού και, μια και δυο,
τράβηξε αργά αργά πίσω για το μοναστήρι.
Το ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο, στο χρώμα της θάλασσας, ήτανε
αραγμένο στο ίσιωμα, μπροστά ακριβώς στην πύλη του μοναστηριού. O
Βικέντιος το είδε σαν πρόβαλε από τη νεροδιαβασιά και πάτησε
λαχανιασμένος στο ξέφωτο, κάτω από τη σημαία. Εκείνη την ώρα
δρασκελούσανε το πόρτεγο σκυφτοί τρεις άνθρωποι, ο νεαρός και οι γονείς
του, που είχανε μπει μέσα για να τον βρουν, μα βγαίνανε άπρακτοι.
Κοντοστάθηκαν σαν τον είδανε να ’ρχεται απ’ τη μεριά των χωραφιών με
το σταυρό και τα κλωνάρια στο χέρι. Καλημέρα, καλό μήνα, του φώναξε η
μάνα από μακριά και αραδιαστήκανε όλοι μαζί στο πλάι της πορτάρας. Για
σας ήρθαμε, πάτερ, ξανάπε με λαχτάρα στη φωνή η κυρά, έκανε το σταυρό
της και του φίλησε το χέρι σαν ήρθε κοντά. Εκείνος αντιχαιρέτισε και
χτύπησε με τα βρεμένα κλωνιά το σκυμμένο της κεφάλι. Πήρε καινούργιο
αυτοκίνητο το παιδί και είπαμε να πάρουμε την ευλογία σας, να μας
αγιάσετε σήμερα, μέρα που είναι, πρωτομηνιά, έδειξε τον κανακάρη της
και μετά το όχημα. Γιος και πατέρας στέκανε αμίλητοι, με σταυρωμένα τα
χέρια και τα κεφάλια σκυφτά. Καλά κάματε, αποκρίθηκε ο Βικέντιος
γελαστός και ακούμπησε δίχως να το πολυσκεφτεί το μπακιρένιο τάσι πάνω
στο γυαλιστερό καπό του αυτοκινήτου. Το πρόσωπο του νεαρού
συσπάστηκε στιγμιαία. Η μάνα στριφογύρισε το όχημα και άνοιξε όλες τις
πόρτες. Στάθηκε έπειτα πλάι στη θέση του συνοδηγού σαν παγόνα. Από το
ραδιόφωνο, που έπαιζε ξεχασμένο, ακουγόντανε οι ειδήσεις. Μητροπολίτης
κατάγγειλε εκβιασμό από το περιβάλλον άλλου Μητροπολίτη, υποψήφιου
για τη διαδοχή του αρχιεπισκοπικού θρόνου. O εισαγγελέας θα στείλει
κλήσεις στους εμπλεκομένους, να καταθέσουν για τη διαλεύκανση της
υπόθεσης. O καλόγερος ξεφύσησε με αγανάκτηση κι έφερε μεμιάς το χέρι
του στη δεξιά του τσέπη. Έκλεισε αμέσως τα μάτια με ευχαρίστηση. Η
μάνα δυσανασχέτησε και κοίταξε το γιο της, που μ’ ένα σάλτο χώθηκε στο
όχημα και γύρισε το κλειδί, το ραδιόφωνο έπαψε, πήρε έπειτα τη θέση του
πλάι στον μοναχό. O πατέρας έκανε τρία βήματα πίσω, να ’χει τη γενική
εποπτεία της τελετής. Και ήρθατε την πιο κατάλληλη ώρα, είπε με καθάρια
φωνή ο Βικέντιος, σα να συνέχιζε μια φράση που είχε κόψει στη μέση
καθώς ίσιωνε το πετραχήλι στο λαιμό του. Τώρα δα έκανα αγιασμό στα
χωράφια, έδειξε κατά πέρα. O γέροντας, ο Θεός να τον αναπαύει, το είχε
έθιμο από παλιά. Είχε και τ’ όνομα του αγίου Χριστοφόρου, του προστάτη
των οδηγών, κι όλοι εδώ ερχόντανε σαν παίρνανε αυτοκίνητο, για να τους
το αγιάσει και να ’ναι βλογημένοι. Η μάνα το θυμότανε αυτό, είχε βάλει
και τον άντρα της να περάσει από το πετραχήλι του γέροντα πριν πολλά
χρόνια και κουνούσε το κεφάλι της ευχαριστημένη. Ένα σπασμένο
χαμόγελο ήτανε ζωγραφισμένο στα χείλη της και κοιτούσε μια τον μοναχό
και μια το σύζυγό της, που θωρούσε τα πάντα ανέκφραστος. O υιός τα είχε
χαμένα. Έβλεπε με δέος ολόγυρα παίζοντας νευρικά τα σταυρωμένα του
δάχτυλα και χαμογελούσε αμήχανα κάθε που έπεφτε πάνω του το βλέμμα
του καλόγερου. Ανακάτεψε ο Βικέντιος, με το σταυρό και τα κλωνάρια, το
νερό μέσα στο τάσι, πιτσίλισαν σταγόνες το καπό και άρχισε να
μουρμουρίζει. 'Ότι έλεήμων γάρ και φιλάνθρωπος Θεός υπάρχεις, και σοι
την δόξαν άναπέμπομεν, τω Πατρί και τω Υίώ και τω Άγίω Πνεύματι, νυν και
άεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Τριγύρω η φύση έλαμπε και οι αχτίνες
του ήλιου αντανακλούσανε πάνω στα πεντακάθαρα τζάμια του
αυτοκινήτου. Του Κυρίου δεηθώμεν. Κύριε, έλέησον, Κύριε ό Θεός ημών, ό
καταξιώσας και όδηγήσας και θριαμβεύσας. Αυτός, εύλόγησον και τό όχημα
και τους συνοδηγούντας και κραταίωσον και όδήγησον και στερέωσον.
Έτρωγε τα μισά λόγια και σταύρωνε συνέχεια με τα κλωνάρια το
αυτοκίνητο και τον οδηγό. Βαριά μυρωδιά αποσμητικού αναδυότανε από
τις ανοιχτές πόρτες. Η μάνα σταυροκοπιότανε συνεχώς κοιτώντας μπροστά,
κατά τη θάλασσα. Πρεσβείαις του Άγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου και
προστάτου τών οδηγών. Ότι συ ό εύλογών και άγιάζων και οδηγών εις τους
αιώνας τών αιώνων. Άμήν. Βούτηξε το σταυρό και το ματσάκι με τα
δεντρολίβανα και τα ζουμπούλια μέσα στο τάσι και άρχισε να ψέλνει
χαρμόσυνα.
Πηγήν ιαμάτων έχοντες, Άγιοι Ανάργυροι, τάς ίάσεις παρέχετε πάσι τοις
δεομένοις, δωρεάν έλάβετε, δωρεάν δότε ημίν, ράντιζε συνεχώς στο
εσωτερικό του αυτοκινήτου και επαναλάμβανε το τροπάριο. Όλοι στέκανε
με ευλάβεια, είχανε μισοσκύψει τα κεφάλια και ρίχνανε κλεφτές ματιές, με
σηκωμένα μόνο τα τσίνορα, στην κορύφωση του αγιασμού. Δι’ ευχών των
Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ό Θεός, έλέησον και σώσον ημάς,
καλορίζικο να ’ναι και καλή οδήγηση, είπε στα ξαφνικά ο καλόγερος κι
έκοψε τη μικρή τελετή. Η μάνα εκστασιασμένη έκανε τον κύκλο του
αυτοκινήτου και στήθηκε με το κεφάλι γερμένο μπροστά του. Ασπάστηκε
τη δεξιά του και δέχτηκε με ικανοποίηση και μάτια μισόκλειστα την
αγιαστούρα στην κορφή της. Κατόπιν έκανε δυο βήματα πίσω και γύρισε
κοιτώντας με προτροπή τους άλλους δυο. Πλησίασε κι ο νεαρός να
αγιαστεί, πλησίασε σε λίγο κι ο πατέρας. Καλορίζικο και καλή οδήγηση,
έλεγε και ξανάλεγε ο Βικέντιος όση ώρα διαρκούσε ο αγιασμός των
κεφαλών. Ευχαριστούμε πολύ, ευχαριστούμε πολύ, απαντούσε συνεχώς η
μάνα για λογαριασμό όλων. Ράντισε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου με
τρεις πεταχτές κινήσεις όσες σταγόνες είχανε απομείνει πάνω στο ματσάκι,
έβγαλε το πετραχήλι του και το δίπλωσε κάμποσες φορές ευχόμενος
συνέχεια τα ίδια και τα ίδια, σήκωσε και το τάσι του από το καπό. Έκανε
μεταβολή και μπήκε στο μοναστήρι. Σε λίγο ακουστήκανε οι πόρτες του
αυτοκινήτου να κλείνουν και το κροτάλισμα της μηχανής να σπάει τη
μονοτονία
9
ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ο Βικέντιος χτυποκάρδισε. Το μοναστήρι
ήτανε αδελφάτο και κάθε χρόνο τέτοια μέρα μαζευόντανε οι χωριανοί και
κάνανε λειτουργία μετά αρτοκλασίας. Ύστερα πίνανε καφέδες στο
μαγειρειό και λέγανε τα νέα της οικουμένης όλης. Τον πέταξε από το
κρεβάτι του η δυνατή φωνή του Μάρκου, που απ’ τις έξι το πρωί έφτασε
κάτω από το παραθύρι του και ξεφώνιζε να σηκωθεί, ν’ ανοίξει την πύλη.
Κάθε φορά που είχε λειτουργιά, τα ίδια έκανε. Ερχότανε αξημέρωτα και
κάθιζε μες στο μαγειρειό. Έπινε καφέδες και κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω
στ’ άλλο κουλουριασμένος σαν τη γάτα μπρος στη στόφα. Τα καλοκαίρια
καθότανε έξω, στο υπαίθριο σανιδένιο καθιστικό, που ’χε δροσιά ακόμα,
προφυλαγμένο καθώς ήτανε από τον ήλιο της ανατολής. Άκουε τους
ψαλμούς του παπά από το ανοιχτό πόρτεγο του ιερού κι είχε το νου του
πότε θα πει τα σα εκ των σων για να του πάει το ζέον. Ήτανε αυτή η μόνη
του δουλειά από τότε που βαρέθηκε να τον ακολουθεί καταπόδας
σηκώνοντας ξεφτέρια. Σιγόβραζε το νερό για ώρες σ’ ένα ξέχειλο χαρανί
πάνω στο γκάζι, έσβηνε τη φλόγα σαν έβραζε του μπουμπουνητού κι ήτανε
να χυθεί, και πάλι την ξανάναβε, άλλη δουλειά δεν είχε. Και σαν έφτανε η
κατάλληλη ώρα, βουτούσε ένα μπρίκι μέσα στο χαρανί που χοχλάκιζε κι
έβγαζε μια δόση μόνο, ίσα για τη μεταλαβιά. Τ’ άλλο νερό το άφηνε εκεί,
να βαστάει θερμοκρασία ίσαμε την απόλυση, για να ετοιμάσει κατόπιν πιο
γρήγορα τους καφέδες. Βαστώντας το μπρίκι κινούσε με βήμα αργό,
βασανισμένο, στο ιερό, να το παραδώσει στον καλόγερο να κάμει το
κουμάντο. Ήτανε η μοναδική φορά που έμπαινε στην εκκλησιά, κι έμενε
ορθός δίπλα στην Άγια Πρόθεση όσο για να μεταγγιστεί το μπρίκι στο
δισκοπότηρο. Γι’ αυτή την ιστορία κατάφτασε κι εκείνο το πρωί αξημέρωτα
και ξεφώνιζε με τη βράχινη φωνή του απέξω.
O Βικέντιος σηκώθηκε από το κρεβάτι κουρασμένος, του ’γνεψε εντάξει
από το παραθύρι και πήγε βαριά κατά την πορτάρα, να βγάλει το κούντρο
και να ξαμπαρώσει. O διάδοχος ήτανε ανήσυχος, κλαψούριζε συνέχεια και
γυρόφερνε ψαχτά πάνω στην μπατανία. Ξεφύσησε ανήσυχα κι ο καλόγερος
βλέποντάς τον, είχε ένα κακό προαίσθημα εκείνο το πρωί. Δεν είναι τίποτα,
ίσως με τρώνε τύψεις επειδή χτες ήμουνα πολύ χαρούμενος, πολεμούσε με
τέτοιες σκέψεις να καθησυχάσει τον εαυτό του. Οι χαρές δεν ταιριάζουνε
στους καλόγερους. Ξεπέταξε ο νους του στο γέροντα. Οι μοναχοί πρέπει να
πονούνε και να ’ναι αφοσιωμένοι στον Θεό και την προσευχή, έλεγε και
ξανάλεγε μέσα του, κατάκρινε τον εαυτό του κι έπιασε να σιγοψιθυρίζει το
Κύριε ημών Ιησού Χριστέ. Μα έλα που τα γέλια και οι χαρές τις πιότερες
φορές βγαίνουνε ξινά, ήρθε σε λίγο ο λογισμός και τον πλάκωσε.
Ακαθόριστος φόβος και αγωνία ένιωσε να κατατρέχουν το είναι του.
Άνοιξε την πόρτα με πρόσωπο σφιγμένο σα να ’χε κρύο τσουχτερό, παρόλη
την πρωινή γλύκα, και ο χωρικός δεν του ’ριξε ούτε βλέφαρο. Πήγε
ολόισια, μουρμουρίζοντας ακατανόητα μες στο στόμα του, κατά το
μαγειρειό, να βάλει πάνω τον καφέ. Η γάτα περίμενε στην πόρτα και χίμηξε
μέσα κι αυτή, με τρεις σάρτους έφτασε στη σβησμένη στόφα και πήρε τη
θέση της. O Βικέντιος χώθηκε ξανά στο κελί του, δεν έβγαλε κουβέντα.
Έπιασε να ταΐσει το μικρό, μα το δάχτυλο απόμενε αβύζαχτο, το γάλα
έκανε κόμπους πάνω στη ρώγα κι έσταζε στα σκεπάσματα. Έκλαιγε εκείνο
συνέχεια, αχνά και τσιριχτά, και ησυχασμό δεν είχε, κουνούσε το τυφλό
του κεφαλάκι εδώ κι εκεί κι είχε μια έκφραση πόνου και αγωνίας το
μουτράκι του. O ανεστάτης του έπεσε σε βαθιά περισυλλογή, γύρισε πάλι ο
νους του στα θανατικά, που τον είχανε βρει μαζεμένα σαν τις χιονιές που
χτυπάνε τις βουνοκορφές η μια μετά την άλλη τους χειμώνες. Ανατρίχιασε
σύγκορμος στη σκέψη κι άλλου κακού μαντάτου, ο τρόμος τον κυρίεψε σαν
πέρασε απ’ το νου του πως ήρθε η ώρα κι αυτουνού να πάει να βρει τα
άλλα. Έπιασε να στριφογυρίζει, πανικόβλητος σχεδόν, μες στο δώμα.
Μουρμούριζε και σταυροκοπιότανε. Η μέρα απέξω φαινότανε πάλι
λαμπερή και ζεστή σαν τη χτεσινή. Έβλεπε απ’ το παραθύρι τον ήλιο να
λαμπυρίζει πάνω στην ήρεμη θάλασσα κι ο νους του έτρεχε στη λιτανεία
των αγρών, μα δεν μπορούσε ν’ αλαφρώσει. Αντίθετα, βάραινε ακόμα
περισσότερο στη σκέψη πως ίσως το παράκανε, πως μες στην ευφορία του
εξέθεσε το διάδοχο της Σίσσυς του στο κρύο και τον αρρώστησε. Πήγε ο
νους του στο πρώτο, το θηλυκό που ψοφολόγησε από τα παιχνίδια της
γάτας, και δεν άντεξε, ανατρίχιασε ολάκερος. Έπιασε να σκέφτεται μια
προς μια τις στιγμές που έτρεχε σαν αερικό πάνω κάτω στις πεζούλες κι
άγιαζε, με το χέρι ίσια μπροστά και το σκυλάκι στη χούφτα. Πολεμούσε να
θυμηθεί αν ένιωθε έστω και την παραμικρή κρυάδα απ’ τον καιρό στα
δάχτυλά του, αν ήτανε επίφοβο που το ’χε τόση ώρα εκτεθειμένο έξω. Μα
όχι, τίποτα επιλήψιμο δεν ερχότανε στο νου του. Ξαναγύρισε νοερά στο
υπαίθριο καθιστικό του ερείπιου, κάτω από τον ζεστό ήλιο, με το σκυλάκι
πάνω στα ράσα του, και ζουλούσε το μυαλό του να νιώσει μπας και κρύωνε
ο πισινός του που καθότανε στο πετροπέζουλο. Άκρη δεν έβγαζε. Όλα τού
φαινόντανε ζεστά και θαλερά, μα πάλι έριχνε τις ευθύνες πάνω του, πως τα
θυμάται έτσι για ν’ αποδιώξει το φόβο του θανάτου, έλεγε. Ώσπου μάγκωσε
η ψυχή του. Είδε πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα, που αγναντεύανε
τυφλά μπρος στο παραθύρι την αντηλιά, τον εαυτό του να πιάνει τα
βρεμένα κλαράκια και να ραντίζει το κεφάλι του μικρού. Εκείνο να βγάζει
μια τσιριχτή φωνή κι αυτός να γελάει. Σκίρτησε, και η καρδιά του έπιασε
να χτυπά δυνατά.
Άγιε μου Τρύφε, σταυροκοπήθηκε, για καλό το αγίασα το πλασματάκι μου
με τον αγιασμό σου, για να το σώσεις, μη μου τ’ αφήσεις να χαθεί. Ήτανε
πλέον σίγουρος πως το μικρό αρρώστησε απ’ την απερισκεψία του εκείνη.
Πλησίασε ξανά στο κρεβάτι έντρομος. Ακόμα κλαψούριζε κοφτά, αδύναμα.
Κοβότανε η ανάσα του και δεν μπορούσε να σταθεί ακίνητο σε μια θέση.
Είχε λερώσει με υγρά και τις μπατανίες. Με την καρδιά του μαύρη, το
έχωσε απαλά στην τσέπη και βγήκε. Δεν μπορούσε να παραμείνει άλλο
μέσα. Έπρεπε να περάσει στα γρήγορα από το κοτέτσι και ύστερα να μπει
στην εκκλησιά για τη λειτουργία. Η ώρα ήτανε πια περασμένη και οι
χωριανοί είχανε ήδη αρχίσει να ’ρχονται.
Εκείνη η λειτουργία της Υπαπαντής στην Παναγιά τ’ Ακρωτηριού είχε
και ψάλτη. Δεξιό. Είχε το αναλόγιό του μες στη δεξιά τσέπη του ράσου κι
έψελνε, με κείνο το αδύναμο τσιριχτό του κλάμα κρατούσε το ίσο. Οι
πιστοί δε νιώσανε την παρουσία του. Φρόντιζε ο Βικέντιος να ψέλνει πιο
δυνατά εκείνη τη μέρα. Και σαν έβγαινε από το ιερό για να θυμιάσει, για το
Σοφία ορθοί και για το Ευαγγέλιο, τον έβγαζε απ’ την τσέπη και τον
ακουμπούσε πάνω στην Άγια Πρόθεση, δίπλα στο δισκοπότηρο και το
ψωμάκι της μεταλαβιάς. Τον σκέπαζε και με τον αγέρα, να ζεσταίνεται
αλλά και για να πνίγει πιο πολύ το σιγανό του κλάμα. Του χάιδευε το
μουσούδι με το δάχτυλο κι έβγαινε. Σα βγήκε όμως να κάμει αρτοκλασία,
είχε ησυχάσει ο μικρός, ξεχάστηκε ο καλόγερος και τελευταία στιγμή
γύρισε πίσω από το ιερό βήμα και τον απόθεσε πάνω στην Άγια Τράπεζα,
μισοζαλισμένο από τα λιβάνια του θυμιατού. Στεκότανε στο κέντρο της
εκκλησιάς κι ευλογούσε τους άρτους και είχε το νου του μες στο ιερό, μην
ακουστεί καμιά κλαψιά, να την καλύψει ψέλνοντας πιο δυνατά εκείνος. Το
μικρό ήτανε όμως ήσυχο, πνιχτές φωνούλες έβγαζε πού και πού, που τις
άκουγε μόνο ο καλόγερος. Γυρόφερνε πάνω στα γλιστερά καλύμματα της
Τράπεζας και μπουσουλούσε εδώ κι εκεί, ώσπου, την ώρα που ’ψελνε
απέξω ο Βικέντιος πλούσιοι έπτώχευσαν και έπείνασαν, έφτασε αυτό στην
πίσω κόγχη της Τράπεζας κι έπεσε με μια βουτιά στα κρύα μάρμαρα, δίπλα
στην τσιμεντένια βάση του Εσταυρωμένου. Τσίριξε μια δυνατή κλαψιά,
έβαλε κι ο Βικέντιος όλη τη δύναμη της φωνής του καθώς περιστρεφότανε
γύρω από τους άρτους, οί δε έκζητούντες τον Κύριον ούκ έλαττωθήσονται
παντός άγαθού. Είδε στα μάτια μερικών πιστών ζωγραφισμένη την απορία,
μα έπραξε σα να μην έχει γίνει τίποτα. Οι περισσότεροι δεν είχανε
καταλάβει. Κάποιες κυράδες σχηματίζανε μπροστά τους θεόρατους
σταυρούς και αναστενάζανε με ανάμεικτη ανακούφιση, ελπίδα και καημό,
υποκλινόμενες, απορροφημένες από το νόημα του ψαλμού. Ο Κύριος ορά
και πράττει με σοφία, αφαιρεί τα πλούτη και τα παλάτια από τους ασεβείς,
και τους πιστούς τους καθιστά κατόχους όλων των αγαθών της ζωής. Το
μικρό, μετά από το τσίριγμα, ησύχασε μια για πάντα. Γύρισε άρον άρον στο
ιερό ο καλόγερος σαν τέλειωσε με την αρτοκλασία και, ψάχνοντας με το
βλέμμα του, κατάλαβε τι συνέβη. Πήγε πίσω απ’ την Άγια Τράπεζα και το
περιμάζεψε έντρομος από το κρύο δάπεδο. Ζούσε, μα ήτανε τόσο
τρομαγμένο, που δεν είχε κουράγιο ούτε να κλαψουρίσει. Ανάπνεε μονάχα
βαριά και δε σάλευε διόλου. Έψελνε κι εκείνος, κρυμμένος πίσω από το
τέμπλο και το ζέσταινε μες στις χούφτες του, το πασπάτευε σ’ όλο του το
κορμάκι και του ’κανε εντριβές μετρώντας έναν ένα τους χόνδρους που είχε
αντί για κόκαλα. Ευτυχώς, ευτυχώς, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του μ’ ελπίδα
καθώς έψελνε το τυπικό της μέρας. Σαράντα μερών βρέφος ήτανε ο
Χριστός όταν τον πήγανε οι γονείς του στην εκκλησία για να τον τάξουνε
στον Θεό, την ηλικία του Χριστού έχει κι αυτό, σκεφτότανε, έτσι δε λένε,
πως μια μέρα του σκύλου είναι εφτά ανθρώπινες; Δέχου, ώ Συμεών, η
Πάναγνος έβόα, έν άγκάλαις ως βρέφος, έλεγε και ο νους του έτρεξε στον
αγαπημένο του Συμεών, που ’φυγε τελευταίος για την πεζούλα με τους
σταυρούς. Αύριο, που ’ναι η γιορτή σου, θα ’ρθουμε μαζί στο μνήμα να
σου κάνουμε τρισάγιο, του έλεγε νοερά, μα μιλούσε στο κουτάβι, που το
’χε υψωμένο μπρος στο πρόσωπό του και το ’βλεπε απ’ όλες τις μεριές. Μα
εκεί ψηλά που βρίσκεσαι, πες στον άγιο Συμεών τον Θεοδόχο, μεγάλη να
’ναι η χάρη Του, να δεχτεί και τούτο το άμοιρο πλάσμα στην αγκαλιά του,
να ’ναι ταμένο στον Θεό, να μείνει κοντά μου στο μοναστήρι,
σταυροκοπήθηκε και δυο δάκρυα κυλήσανε απ’ τα μάτια του.
Σαν έφτασε η ώρα να φέρει ο Μάρκος από το μαγειρειό το ζέον, το κουτάβι
αποκοιμήθηκε. Το ’χωσε ξανά ο Βικέντιος στην τσέπη, κοινώνησε τους
χωριανούς κι αποτέλειωσε τη λειτουργιά δίχως ψάλτη.
Μαζευτήκανε οι πιστοί κατόπιν μες στο μαγειρειό, γύρω από το τραπέζι
και τη στόφα, να πιούνε τον καφέ τους, ανοίξανε και τα κουτιά με τα
βουτήματα οι κυράδες και κάτσανε στη σειρά, πλάτη στο παραθύρι.
Πιάσανε όλοι μαζί τις κουβέντες φωναχτά. Λέγανε για την κηδεία, για το
λαό που προσκύνησε το σκήνωμα οι γυναίκες, και για τα προεκλογικά
τερτίπια των παπάδων οι άντρες τους. Είχανε στη φωνή τους πίστη μα και
δυσπιστία. Μια φανερή πονηριά στεφάνωνε τα λόγια τους. Τα μυστικά τα
δείπνα, οι εκβιασμοί, κάτι Μητροπολίτες που βγαίνανε στα κανάλια και
λέγανε το μακρύ και το κοντό τους, μα και τα πρόσφατα σκάνδαλα είχανε
κλονίσει την εμπιστοσύνη τους στους λειτουργούς του Θεού. Η πίστη όμως
στον Χριστό παράμενε ακλόνητη και τους κρατούσε σε συστολή. Ιδίως τις
γυναίκες. Κρεμόντανε από πάνω τους η απειλή της αμαρτίας και ό,τι δεν
είχανε δει με τα μάτια τους το σχολιάζανε επιφυλακτικά και μετά φόβου
Θεού. Αποφεύγανε να λένε κουβέντες. Τσιμπολογούσανε τα μεριά των
αντρών τους να σταματήσουνε κι αυτοί, να μη λένε μεγάλα λόγια και
αμαρτάνουνε. O Βικέντιος τους είπε εξαρχής πως δεν ένιωθε καλά. Το
σκυλάκι κοιμότανε στη θέση του κι εκείνος έκατσε κοντά στη στόφα, ήπιε
ένα βραστικό με το χέρι πάντα κρεμασμένο να προστατεύει τη φουσκωμένη
του τσέπη και άκουγε δίχως να σταυρώνει κουβέντα. Τρεις είναι οι βασικοί
υποψήφιοι για τη διαδοχή, λέγανε, ο άλλος, το πνευματικό τέκνο του
Μακαριστού, ακούγεται, μα δεν έχει κουράγια. Τρεις ήτανε και οι
υποψήφιοι διάδοχοι της Σίσσυς μου, σκεφτότανε ο καλόγερος και ο νους
του αρμένιζε πίσω, στις μέρες των θανατικών. Τώρα θα σκυλοφαγωθούνε
αυτοί για την καρέκλα, είπε χολιασμένα ένας κουνώντας τα χέρια του
πληθωρικά και σκίρτησε ο Βικέντιος. Αυτή την κουβέντα την είχε
ξανακούσει προχτές, από τους επισκέπτες, μόρφασε με έκπληξη, ποτέ του
δε θα είχε δώσει σημασία σε τούτη τη λέξη αν ήτανε αλλιώς τα πράματα. Τι
έχουμε ν’ ακούσουμε ίσαμε την Πέμπτη, συμπλήρωσε συμφωνώντας
κάποιος και, ο Θεός να φυλάει, να μη βγάλουνε τίποτα άπλυτα στη φόρα
πάλι για τον καθένανε και μαγαρίσουνε τη θρησκεία, σταυροκοπήθηκε μια
κυρά, κοίταξε κατά τον Θεό με βλέμμα παρακλητικό. O ένας έχει είκοσι
τέσσερις ψήφους λέει, ο άλλος λέει είκοσι εφτά, τι σόι επιφοίτηση από το
Άγιο Πνεύμα θα λάβουνε μες στη Μητρόπολη αφού αποφασίζουνε απέξω,
γέλασε κι ένας χωριανός και ρούφηξε με θόρυβο μια καυτή γουλιά από τον
καφέ που του σερβίρισε ο Μάρκος. Κάνε μου τον τάδε δικό μου
Αρχιμανδρίτη, να σου δώσω την ψήφο μου, βάλε τον τάδε δικό μου στην
τάδε ενορία, που είναι πιο πλούσια, να λάβεις τη δικιά μου, έτσι γίνονται τα
πράματα, έτσι φωτίζει τους αρχιερείς το Άγιο Πνεύμα, μίλησε κι ο
αλάλητος και τράβηξε μονοκόμματος ν’ αφήσει το μεγάλο μπρίκι στο
νεροχύτη.
O Βικέντιος ένιωθε το στομάχι του ν’ αναποδογυρίζει, του ’ρχότανε να
κάνει εμετό εκεί μπροστά σε όλους,
άφησε την κούπα του στο τραπέζι και σηκώθηκε. Τους είπε κατάχλομος να
τον συγχωρούνε και πως θα πάει να ξαπλώσει γιατί δεν αισθάνεται καλά.
Κάποιες γυναίκες ενδιαφερθήκανε να τον γιατροπορέψουνε, μα τους το
ξέκοψε μεμιάς.
Έμεινε όλη τη μέρα κλεισμένος στο κελί του να προσεύχεται, πότε
γονατιστός κάτω από τα εικονίσματα και πότε όρθιος στο παραθύρι, να
κοιτά το σταυρό του Συμεών και πέρα το καταγάλανο πέλαγος. Το κουτάβι
κάθε τόσο ξυπνούσε κι έκλαιγε. Προσπαθούσε να το δελεάσει με το
δάχτυλο ολόγιομο μοσκομυριστό γαλατάκι, το παρακαλούσε με γλυκά
λογάκια να καταπιεί μια στάλα, μα εκείνο τίποτα. Ξεκαμωμένο ύστερα από
ώρα, με τόσο κλάμα γοερό, ξεραινότανε στον ύπνο, έβγαζε πού και πού,
βαριανασαίνοντας, κοφτές κραυγούλες σα να ψυχομαχεί, έβλεπε μάλλον
όνειρα τρομακτικά λίγων μερών ψυχούλα. O Βικέντιος ξαγρύπνησε σχεδόν
από πάνω του. Μόνο κατά το χάραμα τον ξέκλεψε ο ύπνος έτσι πικραμένο
και βυθίστηκε σ’ ένα παράξενο όνειρο. Ήτανε καλοκαίρι, το μοναστήρι
αδειανό πια από καλόγερους. Μονάχα αυτός κι ο Συμεών είχανε απομείνει.
Ήτανε τότε που ο γερο-μοναχός, στα τελευταία του, υπόφερε πολύ.
Φροκάλιζε κάθε πρωί σκυμμένος τον αυλόγυρο και βογκούσε. Τα πόδια του
ήτανε γιομάτα πληγές ανοιχτές και σήκωνε το ζωστικό, τις έδειχνε στον
Βικέντιο κι έκλαιγε από τους πόνους. Εκείνο το καλοκαιριάτικο πρωινό
είδε τον εαυτό του να στέκει έξω από το γυροτοίχι, δίπλα στη σημαία, και
ν’ αγναντεύει από κάτω την ακροθαλασσιά. Ξάφνου, μέσα από τα πεύκα
φάνηκε ο Συμεών. Περπάτησε με δυσκολία πάνω στα βότσαλα της
παραλίας και στάθηκε μπρος στο θαλασσάκι, που χάιδευε την ακτή.
Έσκυψε, έβγαλε τα ξυλοπάπουτσά του και σήκωσε το αντερί ως πάνω, το
’ζωσε σφιχτά στη μέση του. Έπειτα μπήκε στο νερό μέχρι τα γόνατα. O
Βικέντιος από ψηλά τον έβλεπε με μάτια γουρλωμένα, ήτανε έτοιμος να
τρέξει κάτω και να τον πιάσει, μα μια αόρατη δύναμη τον κρατούσε
καρφωμένο στη θέση του. Μετά από λίγο η θάλασσα γύρω από τον Συμεών
βάφτηκε ολοκόκκινη. Οι ανοιχτές πληγές του ξαίμαζαν μέσα στο νερό κι
εκείνος είχε το κεφάλι σηκωμένο ψηλά, κατά το θόλο του πελάγους, κι
έβλεπε. Η θάλασσα πήρε να κοκκινίζει ολόκληρη. Ο Βικέντιος δεν πίστευε
στα μάτια του, έκανε συνέχεια το σταυρό του κι έπιασε να ψέλνει φωναχτά
το Κύριε των Δυνάμεων. Η θάλασσα κοκκίνισε ως μέσα, ώσπου έγινε
ολόκληρη μια ανοιχτή πληγή μέχρι την απέναντι ακτή, κατακόκκινη και
γαλήνια σα σκοτωμένη λίμνη. Έψελνε εκείνος από ψηλά ολοένα και πιο
δυνατά, ώσπου, τη στιγμή που το αίμα έβαφε τις φλέβες των πηγών που
πέφτανε στη θάλασσα κι ανέβαινε η κοκκινιά κατά το βουνό να πνίξει τα
σπαρτά και τα δέντρα, ο Συμεών από κάτω άκουσε τους ψαλμούς και
γύρισε το κεφάλι του κατά πάνω, τον κοίταξε με ένα βλέμμα λυτρωμένο,
άφησε το αντερί λυτό, να πέσει μέσα στο αίμα, και σήκωσε τα χέρια του
ψηλά, ανοιχτά, σα να τον καλεί στην αγκαλιά του γελώντας γαληνεμένα.
Τινάχτηκε ο Βικέντιος, με την καρδιά του ν’ ακούγεται σαν το ρολόι της
εκκλησιάς. Το κουτάβι κοιμότανε ήσυχο πλάι του. Ανεβοκατέβαινε η
κοιλίτσα του ήρεμα. Το κοιτούσε και πολεμούσε να συνεφέρει από το
παράξενο όνειρο. Τι ήθελε άραγε να του πει ο γερο-καλόγερος; Πως θα το
χάσει κι αυτό; Πως θα ματώσει η καρδιά του από τη μοναξιά και θα βάψει
την πλάση ολόγυρα; Για μήπως ήτανε χαρά, ελπίδα; Μήπως τα χέρια του,
που άνοιξε στο τέλος να τον δεχτεί, ήτανε το σημάδι; Σαν τον προφήτη, τον
Θεοδόχο, που δέχτηκε τον Χριστό στην εκκλησιά, τον έβαλε στη ζωή και
στο δρόμο του Θεού; Και εκείνο το λυτρωμένο γέλιο του; Αυτό μπας κι
ήταν το σημάδι;
Σηκώθηκε με κόπο απ’ το κρεβάτι κι έκατσε στο παράθυρο σα να
περίμενε απαντήσεις. Αγνάντευε από κάτω το μνημούρι του γερο-
καλόγερου και τη μαύρη θάλασσα, ώσπου, λίγο μετά το χάραμα, ξύπνησε
το κουτάβι.
10

O ΣΤΡΑΤΗΣ ήτανε γεννημένος το ’15 στ’ απέναντι χώματα, μα του ’χε


σημαδεμένη τη ζωή ετούτο τ’ ακρωτήρι. Εδώ τον ξέβρασε η βάρκα με τους
άμοιρους, εφτά χρονών παιδάκι στο διωγμό, δίχως πατέρα και μάνα.
Βρέθηκε άξαφνα στην έρημη ακρογιαλιά κι οι μαύρες γαλαρίες του
κάρβουνου ήτανε η πρώτη εικόνα π’ αντίκρισε, η μοναδική του θύμηση στα
χρόνια τα κατοπινά. Απ’ εδώ ξανάφυγε είκοσι χρόνια αργότερα, ανάποδη
ρότα, παλικάρι στα ντουζένια του, για να γλιτώσει από την πείνα που ’χανε
φέρει μαζί τους οι Γερμανοί. Φλεβάρης ήτανε του ’42, τέτοια εποχή, μα
κρύο και φουρτούνα σαν έφτασε μια νύχτα θεοσκότεινη ξανά στην
παραλία. Οι μαύρες τρύπες χάσκανε πρόσφατα ερημωμένες και η Αυγή
-αυτό ήτανε το τσούκλι του βαρκάρη-, που ’χε εκεί κρυμμένη τη
σαπιόβαρκα, την τράβηξε στα γρήγορα απ’ του βουνού τα σπλάχνα. Καμιά
δεκαπενταριά απελπισμένοι είχανε μαζευτεί στην παραλία με τη ματιά και
την ελπίδα στραμμένη στην απέναντι μεριά και η Αυγή τούς φώναζε πως δε
χωράνε όλοι. Πως θα αναγκαστεί ν’ αφήσει κάμποσους εδώ, να φύγουν τ’
άλλο βράδυ. Μα εκείνοι δε μιλούσανε, περίμεναν να κολυμπήσει πρώτα η
βάρκα στα ρηχά για να πηδήξουν μέσα. Ήτανε και μια λυγερή, φασκιωμένη
ως απάνω με τα μαύρα, κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά, είχε σταθεί παράμερα
κι έβαζε μες στη θάλασσα κονίσματα για να τη γαληνέψει. Πλησίασε ο
Στρατής κι έκανε το σταυρό του σιμά της, την παρηγόρησε και σκούπισε τα
μάτια της με το αμπέχονό του. Ύστερα την πήρε από το μπράτσο και
μπήκανε μαζί στο πλεούμενο. Κάτσανε κατάπλωρα, ο ένας σφιχτά στον
άλλο, κουκουλωμένοι ως την κορφή να πιάσουνε το κρύο, μα το κύμα
έμπαινε μέσα ζωντανό και τρέμανε σύγκορμοι. Δώδεκα ανθρώπους
μετάφερε εκείνη τη νύχτα απέναντι η Αυγή, δεν είχε χώρο η κουπαστή ούτε
για να περάσει τα κουπιά στους αρμούς. Αφήσανε έξω τρεις, πήρανε αυτοί
γοργά τη νεροδιαβασιά ν’ ανέβουνε για το χωριό φωνάζοντας κι έπιασε ο
βαρκάρης τα κουπιά να πάει και να ’ρθει γρήγορα μην τον προδώσει
κάποιος. Οι Γερμανοί δεν κάνανε αστεία με τέτοια πράματα, τους στήνανε
στον τοίχο. Μα ευτυχώς η καταδίωξη η γερμανική δεν είχε βγει περίπολο
κείνη τη μαύρη νύχτα. Με τα πολλά φτάσανε απέναντι πριν απ’ το χάραμα.
Μαύρα βουνά και μια ακτή γεμάτη ξέρες. Τίποτ’ άλλο. Πηδάτε στη
θάλασσα να φεύγω, έκραξε η Αυγή κι έπιασε να τους σπρώχνει. Βούτηξε ο
Στρατής ως το λαιμό μες στο νερό, πήρε και τη λυγερή στα χέρια. Όταν
πατήσανε στεριά, χτυπούσανε τα δόντια τους. Μάζωξε φύκια και καλαμιές
κι έπιασε ν’ ανάβει μια φωτιά να κάτσουνε όλοι γύρω. Φωνάζανε οι πιο
δειλοί πως θα ’ρθουνε τα τούρκικα καρακόλια, μα δεν άκουε κανέναν,
μάζωξε και στεγνά φύκια και τα ’δωσε στην κοπελιά να χώσει μες στα
ρούχα της, που ήτανε βρεμένα. Η φωτιά θέριεψε στην ακρογιαλιά κι έτσι
τους βρήκε ο ήλιος. Σαν ξημέρωσε, ήρθε κοντά το απόσπασμα. Δυο
τουρκοφάνταρα λιανά, της λύπησης, με τα όπλα περασμένα στους ώμους.
Γκελ, γκελ, τους λέγανε, μα όχι με κακία. Τους δώσανε και τσιγάρα να
καπνίσουνε οι άντρες. Πώς τα θυμότανε τα φανταράκια ο φουκαράς ο
Στρατής. Ποτέ δεν τα ’βγαλε απ’ το νου του ίσαμε την τελευταία του ώρα.
Τους πήγανε σ’ ένα φυλάκιο κι από κει με καμιόνια στη Σμύρνη. Ήτανε κι
άλλοι πολλοί. Χιλιάδες πρόσφυγες. Γεμίσανε καΐκια και βάλανε πλώρη την
Κύπρο, γεμίσανε και τρένα που φτάσανε ως τον Λίβανο. O Στρατής κι η
λυγερή βγήκανε στο Βερούτι. Μπήκε εκείνη σε καταυλισμό κι εκείνος
κατατάχτηκε ναύτης μες στο Αβέρωφ. Πηγαίνανε κι ερχόντανε με το
θωρηκτό ανάμεσα στις νάρκες, εφοδιάζανε τον ελληνικό στρατό της Μέσης
Ανατολής, που πολεμούσε ηρωικά μαζί με τους συμμάχους στο Αλαμέιν
και, σα φτάνανε πίσω στη βάση, έπαιρνε αυτός την άδεια του κι έτρεχε να
τη δει. Στη δεύτερη επίσκεψη βάλανε το στεφάνι. Μες στη σκηνή που ’χανε
για εκκλησιά οι πρόσφυγες έγινε η τελετή. Αυτός ήτανε γαμπρός με τη
στολή του ναύτη κι εκείνη νύφη μ’ ένα φόρεμα δανεικό, που βάζανε στη
σειρά όλες οι νύφες τότε. Γίνηκαν κι άλλοι γάμοι μέσα κει, η ζωή δεν
τελείωσε με τον πόλεμο και την προσφυγιά, μα κανένας δεν ήτανε σαν
αυτόνε. Λίγο μετά το Πάσχα του ’42 θα ’τανε, με καλεσμένους όλο τον
καταυλισμό και τον μοναδικό παπά, που ήτανε εκατό χρονών και δε
θυμότανε να πει ούτε τον Ησαΐα. Μα η ζωή τα ’φερε έτσι που έλαχε κείνο
το πρωί να επισκεφτεί τους πρόσφυγες ο Αρχιεπίσκοπος Ενόπλων
Δυνάμεων Παντελεήμων Φωστίνης και πήρε τα ηνία απ’ τον παπά, τους
πάντρεψε εκείνος. Έψελνε κι ανεμίζανε οι μουσαμάδες του τσαντιριού. Τι
τυχεροί η νύφη κι ο γαμπρός, λέγανε όλοι ψιθυριστά πίσω απ’ τις χούφτες
τους, ζηλέψανε πολλές της λυγερής το γάμο. O Στρατής όμως ξανάφυγε την
ίδια μέρα· μετά το γλέντι που ’γινε στην αυλή της τσαντιρένιας εκκλησιάς.
Φίλησε την καλή του και πήγε πάλι στο βαπόρι. Το θωρηκτό σαλπάριζε για
την Αίγυπτο, δεν ήξερε από γάμους και τέτοια. Έτσι περάσανε οι μήνες
τους οι νιόνυφοι, ζήτημα ήτανε αν πλαγιάσανε μαζί μες στη σκηνή δέκα
νύχτες όλες κι όλες. Τη λυγερή του την ξανάδε ύστερα από πολύν καιρό, σα
γύρισε από τις νηοπομπές που πηγαίνανε στρατό ίσα με το Μαρόκο. Σαν
πιάσανε λιμάνι και βγήκε ανυπόμονος να τρέξει στη σκηνή της, του
πρόφτασε ένας πατριώτης τα μαντάτα απ’ το δρόμο. Η γυναίκα του
περίμενε παιδί, ήτανε ήδη τριών μηνών, κι εκείνος πέταξε το δίκοχο
μεσοούρανα από τη χαρά του. Αγόρασε γλυκά απ’ το παζάρι και πιοτά, σ’
όλο το δρόμο έπινε, και μπήκε στον καταυλισμό μισοζαλισμένος. Πήγε
πρώτα και τη φίλησε κι ύστερα έκανε γύρα τις σκηνές και κέρασε τον
κόσμο. Μα η χαρά του κόπηκε ύστερα από έξι μήνες. Η γέννα ήτανε
δύσκολη κι η λυγερή του χάθηκε εκεί, μες στο τσαντίρι. Ούτε το
νεογέννητο δε σώσανε οι γιατροί. Το ’μαθε ο άμοιρος κλεισμένος μες στα
σύρματα. Ντεκαμερέ. Στα ορεινά της Αβησσυνίας τούς φυλακίσανε οι
Εγγλέζοι ύστερα από το Κίνημα. Κάνανε ρεσάλτο ένα βράδυ στο Αβέρωφ,
εκεί που ήτανε δεμένο στο λιμάνι της Αλεξάντρας, και χωρίσανε τα ρίφια
από τα πρόβατα. Πήρανε τον Στρατή μαζί με τους αριστερούς, τους βάλανε
στο σύρμα. Πέρασε δυόμισι χρόνια μες στη φυλακή μ’ έναν αγιάτρευτο
καημό να τρώει τα σωθικά του. Τη λυγερή του δε θα την ξανάβλεπε ποτέ,
μα είχε την εικόνα της ολοζώντανη μέσα στο νου του κι έκλαιγε
απαρηγόρητος κάθε νύχτα. Κι ήρθε καμιά φορά ο καιρός που τελειώσανε
τα βάσανα της πατρίδας. Τέλειωσε ο πόλεμος. Ο Άξονας νικήθηκε απ’ τις
συμμαχικές δυνάμεις και οι εξορισμένοι λευτερωθήκανε, γεμίσανε τα
ποταμόπλοια του Νείλου με Έλληνες ταλαίπωρους φαντάρους που
κινούσανε για πάνω, για την Αίγυπτο, κι από κει για την ελεύθερη πατρίδα.
Έβγαλε κι ο Στρατής την μπλε στολή, μα έβαλε τη μαύρη. Είχε πάρει την
απόφαση από το σύρμα ακόμα. Δε γύρισε στην πατρίδα με όλους τους
πρόσφυγες. Έμεινε εκεί, κοντά στον τάφο της. Πήγε στα Ιεροσόλυμα και
ντύθηκε καλόγερος. Εκεί έγινε Συμεών κι απόμεινε κοντά μισόν αιώνα.
Μα, αν η καρδιά η πλανεύτρα ξεχνά, το κορμί θυμάται. Τα χώματα είναι
ζωντανά και το τραβάνε πίσω. Μια μέρα τ’ αποφάσισε, μάζεψε τα
υπάρχοντά του και πήρε την ευχή του γέροντα. Γύρισε στο νησί καλόγερος
κι ήρθε στ’ ακρωτήρι να βλέπει ίσια απέναντι να του γιατρευτεί ο πόνος.
Καθότανε τις νύχτες του χειμώνα μπρος στη στόφα, με τη ματιά του
καρφωμένη στα φώτα της απέναντι ακτής και διηγιότανε όλα τούτα κι άλλα
τόσα στον Βικέντιο, που ήταν παιδί ακόμα. Τον άκουγε αυτός με το στόμα
ανοιχτό σα να ’ταν παραμύθι κι έσφιγγε μες στα χέρια του τον ξύλινο
σταυρό από την αγωνία.
Αυτά αναθυμότανε κι εκείνο το λαμπρό πρωί. Καθότανε στη ρίζα του
ψωραλέου κυπαρισσιού κι έβλεπε το ξύλινο καγκελωτό που όριζε το
μνημούρι. Είχε λυγίσει όλο μαζί από τους αέρηδες κι ήτανε σα γονατιστό
μ’ ευλάβεια μπρος στον πόνο του θαμμένου. Πάνω στον μαύρο του σταυρό
έγραφε μ’ άσπρα γράμματα Ιερομόναχος Συμεών, σκέτο, δίχως χρονιές και
παύλα. Άραγε όλη η ζωή είναι μια παύλα στο μνήμα; είχε αναρωτηθεί ο
Βικέντιος τότε που το ’φτιαχνε, στεκότανε με το πινέλο στο χέρι να στάζει
άσπρη μπογιά στο φρεσκοσκαμμένο χώμα και πήρε την απόφαση να μη
γράψει τίποτ’ άλλο πάνω στο σταυρό. Ιερομόναχος Συμεών. Σκέτο. Τι
ιστορία θα ’κρυβε αυτή η παύλα μέσα της, στέναξε και μάζεψε
ασυναίσθητα τα πόδια του μες στο αντερί. Τα θαλερά τριφυλλάκια
λαμποκοπούσανε τοπιές τοπιές ανάμεσα στα μνήματα κι η θάλασσα από
κάτω δεν έβγαζε μιλιά. Μονάχα τα πουλιά ακουγόντανε να χαίρονται τον
ήλιο. Πού και πού κι η μουρμούρα του, καθώς αναθυμότανε φωναχτά, τα
’λεγε στο κουτάβι του, που ’χε ξυπνήσει ολοζώντανο εκείνο το πρωί και
του ’διώξε τον πόνο από τα φυλλοκάρδια. Είχε φάει πολύ, λες κι ήθελε να
κερδίσει όλα όσα δε γεύτηκε την περασμένη μέρα. Απ’ τη χαρά του ο
καλόγερος βουτούσε ολόκληρο το δάχτυλο μες στο γάλα και το ’χώνε στο
στόμα του, που πιπιλούσε λιμασμένο, έγλειφε και τα τρεχούμενα πάνω στις
μπατανίες. Γελούσε ο Βικέντιος ευχαριστημένος με την πείνα του, του
’κανε παιχνιδάκια κι έπιασε σε μια στιγμή να τρίβει ένα κόμπο στην άκρη
του γενιού του. Τη βούτηξε στο κιούπι κι έφερε το διάδοχο μπρος του να τη
μυρίσει. Έγλειφε αυτός τα γένια του γρυλίζοντας χαρούμενα, φτερνιζότανε
ανεπαίσθητα καθώς του γαργαλούσανε οι τρίχες το μουσούδι, ξεφώνιζε κι
ο μοναχός ευχαριστώ στον Παντοδύναμο. Ύστερα το ’βαλε απέναντι, στα
πόδια του κρεβατιού, και το κοιτούσε. Του φαινότανε πως μεγάλωσε μέσα
σε μια νύχτα, πως είχε πάρει μπόι και βάρος, το ζύγιαζε στη χούφτα.
Έβλεπε πως τα ποδαράκια του αντρέψανε κι ήθελε πια λίγο για να σηκωθεί,
να τα πατήσει στέρεα. Φτερούγισε η ψυχή του και, σαν τελειώσανε με το
φάΐ, τον πήρε μες στην τσέπη, τον φάσκιωσε και με τις κάλτσες, και
βγήκανε για τις δουλειές. Κάνανε την κυριακάτικη λειτουργία μόνοι τους
εκείνη την ημέρα. Οι πιστοί είχανε έρθει όλοι χτες. Κι αφού απολύσανε,
πήγανε γραμμή στην πεζούλα. Να δούνε τον γερο-Συμεών, που είχε στείλει
αποβραδίς όνειρο χαρούμενο, να του πούνε τα καθέκαστα.
11

ΑΠΟ KEINO TO ΠΡΩΙ το κουτάβι έδειχνε κάθε ξημέρωμα και πιο


ζωντανό, πιο δυνατό και πιο ορεξάτο. Δεν ξανακαρδιοχτύπησε τον αφέντη
του. Οι μέρες επιμένανε να ’ναι λαμπερές και ζεστές κι οι μυγδαλιές
γινήκανε ολάνθιστες, λάμπανε τα κλαριά τους ανάμεσα στ’ αγριόδεντρα
του βουνού. Ο Βικέντιος ξεθάρρεψε, του ’φυγε μια και καλή απ’ την ψυχή
ο τρόμος του θανάτου. Έκανε τα καθημερινά του με όρεξη κι είχε στην
τσέπη μόνιμα τον νέο του σύντροφο. Γαληνεμένος πήγαινε κι ερχότανε στα
τριφύλλια, με κέφι και χαμόγελο έμπαινε κάθε χαραυγή, αλλά και σα
σουρούπωνε, μέσα στο κοτέτσι. Δεν είχε άλλη έγνοια στο κεφάλι του από
το πότε θ’ ανοίξει ο μικρός τα μάτια να τον δει. Το ραδιόφωνο κι οι
επισκέπτες τού θυμίζανε μοναχά πως είχε κι η εκκλησία τις έγνοιες της,
πως έφτανε η ώρα να διαλέξουνε οι αρχιερείς τον πρώτο ανάμεσά τους.
Σαν ήρθε εκείνη η μέρα, ο Βικέντιος βγήκε το πρωί να πάει για τριφύλλια.
Μόλις ξεμπέρδεψε απ’ τα καντήλια και τις όρνιθες, διάβηκε την πορτάρα.
Πορεύτηκε στο ίσιωμα μπροστά στη γαλανόλευκη, που στεκότανε στο
ύψος της άπνοη, κι έβγαλε τον μικρό από την τσέπη. Ήτανε ξυπνητός μα
δεν γκρίνιαζε. Τον άφησε μες στη χούφτα του να μυρίζει ολόγυρα και
κοίταξε κατά το μνήμα της σκυλίτσας, που δεν ξεχώριζε καθόλου πια από
το γύρω χώμα. Δεν άφησε ούτε στιγμή τη ματιά του να σταθεί εκεί, μόνο
πήρε να φεύγει γρήγορα κατά τη νεροδιαβασιά. Σα γέμισε τις σακούλες του
με φρέσκα χορταράκια, τις άφησε στο σταύρωμα των μονοπατιών και
κατέβηκε στην παραλία. Το όνειρο με τον Συμεών ήτανε ακόμα
ολοζώντανο μες στα μάτια του. Άρχισε να περπατά πάνω στα βότσαλα και
κοίταζε ψηλά κατά το πευκοπλάγι και το μοναστήρι. Οι γαλανοί του
τρούλοι φαινόντανε μοναχά, σα ν’ ακουμπάνε το στερέωμα. Τι όνειρο
ήτανε αυτό, στέναξε καθώς κάθιζε σ’ ένα μελανό βράχο μπροστά στις
μισομπαζωμένες γαλαρίες του κάρβουνου, κι έστρεψε το βλέμμα του κατά
τη γαληνεμένη θάλασσα. Μα ήτανε καλό σημάδι τελικά, ο Συμεών μού
έστειλε την ευχή του, ψέλλισε και ανατρίχιασε ολάκερος με ευχαρίστηση.
Ο ήλιος τού ζέσταινε το κορμί κι έβγαλε το γελέκο και τη φανέλα, τ’
ακούμπησε πλάι του. Μια άσπρη βάρκα μποτζάριζε γλυκά μες στο νερό κι
ο ψαράς με την κίτρινη νιτσεράδα άνοιγε τα χέρια ψηλά, γυαλίζανε τα
ντενεκάκια της σαλαγκιάς καθώς πέφτανε ένα ένα στη θάλασσα. Ο
Βικέντιος μετακουνήθηκε για να βρει περισσότερη βολή το κορμί του.
Έκατσε στα βότσαλα και ακούμπησε πίσω, στο βραχάκι. Το μικρό δε
σάλευε καθόλου μες στην τσέπη του, μάλλον το ’χε ρίξει στον ύπνο
ζαβλακωμένο από την πυράδα του ράσου. Πόσον καιρό είχε να κατέβει
στην παραλία αλήθεια; Μπορεί και χρόνια. Τα καλοκαίρια δεν της έριχνε
ούτε βλέφαρο, ήτανε γεμάτη μισόγυμνους ολόκληρη τη μέρα.
Κατασκηνώνανε κιόλας κάτω απ’ τα πεύκα τις νυχτιές. Τους χειμώνες τη
θωρούσε μονάχα από ψηλά, να τη δέρνει η θάλασσα. Έκλεισε τα μάτια του
και ταξίδεψε στις πρώτες του μέρες. Στον καιρό που ήτανε δόκιμο
καλογεροπαίδι, όταν δεν είχε γίνει ακόμα η κουρά του, κατέβαινε στην
ακρογιαλιά συνέχεια και μάζευε κοχύλια. Ήτανε κάτι κοχυλάκια τόσα δα,
τα ’βλεπε ολοζώντανα, σαν τότε, μες στα κλειστά του μάτια, τα πιότερα
όμοια, να αναπαύονται ανάμεσα στα βότσαλα. Ήθελε υπομονή και τέχνη
να τα δεις, μα το ’κανε για άσκηση. Γέμιζε μια φούχτα από δαύτα κάθε
μέρα, κι όταν γυρνούσε στο κελί του τα φύλαγε μέσα σ’ ένα μπουκάλι. Το
γέμισε ως απάνω κάποτε και κάθε που είχε τις μαύρες του, για όποτε τον
ζώνανε οι πειρασμοί, τα άδειαζε όλα μαζί πάνω στο σανιδοκρέβατό του κι
έπιανε να τα μετρά με τις ώρες. Η προσευχή των κοχυλιών γαλήνευε το
είναι του. Αποξεχνιότανε. Ήτανε κοντά στα χίλια, θυμήθηκε, και
αχνογέλασε με κλειστά ακόμα τα μάτια. Πού να ’ναι τώρα εκείνο το
μπουκάλι άραγε; Μια μέρα τού το πέταξε ο γέροντας απ’ το μπαλκόνι του
αυλόγυρου στη θάλασσα. Οι καλόγεροι δεν έχουνε συλλογές και τέτοιες
αηδίες, του ’χε πει πριν χωθεί νευριασμένος μες στο κελί του. Το κελί που
έχει τώρα αυτός. Τίποτα δε μένει στον άνθρωπο παντοτινά, κούνησε το
κεφάλι του με λύπηση για το γέροντα. Θυμήθηκε μ’ όλα τούτα και τον
Μάρκο, που ’θελε να πετάξει και τη νεκρή σκυλίτσα του στη θάλασσα, να
πάει κι αυτή να βρει το μπουκάλι, ένιωσε στο κορμί του ξανά την πάλη που
’κανε μαζί του ώσπου να του την πάρει απ’ τα χέρια. Σκίρτησε νευρικά και
ανακάθισε στα βότσαλα, άνοιξε και τα μάτια του. Κατόπιν ήρθανε στο νου
του τα δυο μικρά που δεν αντέξανε δίχως μάνα. Δεν είχε προλάβει καλά
καλά ούτε να τ’ αποτυπώσει μες στα μάτια του. Ένιωθε την εικόνα τους
θολή και άχρωμη. Σκέφτηκε το άλλο, που ακόμα ζούσε, έβαλε το χέρι στην
τσέπη κι ένιωσε την αναπνοή του πιο ζωηρή από ποτέ. Απ’ την πρώτη ώρα
έδειχνε αυτό πως έχει κουράγιο για ζωή. Τι όνομα να σου δώσω άραγε,
αναρωτήθηκε φωναχτά, μα αφαιρέθηκε αμέσως. Τα μάτια του θυμήθηκαν
την παλιά τους τέχνη κι έψαχναν από μόνα τους ολόγυρα για κανένα
κοχυλάκι. Έτσι τα ’βρισκε και τότε, δίχως ν’ ανασκαλίζει τις πετρούλες.
Πεσμένα σα διαμαντάκια ανάμεσα στο ψιλό βότσαλο, πάνω πάνω, στον
αφρό του. Σα να τα ’χε ξεβράσει η θάλασσα εκείνη τη στιγμή. Κι αν έβλεπε
ένα, θυμήθηκε, έβλεπε εκεί τριγύρω κι άλλα. Οι γειτονιές των κοχυλιών
ανάμεσα στις πέτρες, έτσι τις έλεγε, κι έθετε στον εαυτό του όριο. Να βρει
πενήντα κι ύστερα να γυρίσει πίσω στο μοναστήρι. Αυτή ήτανε και η
αφορμή που του τα πέταξε ο γέροντας. Τον έπιανε μανία να μαζέψει όσο
πιότερα μπορεί, κι αργούσε να γυρίσει.
Εκείνο το πρωί δε βρήκε όμως κανένα. Μάζεψε το γελέκο και τη φανέλα
του και πήρε να σηκώνεται. O ήλιος είχε φτάσει μεσοούρανα. Δεν είχε πια
κανένανε να μετρά πόση ώρα έκατσε στην παραλία, μα ήθελε να γυρίσει.
Κάτι τον έσπρωχνε. Σκέφτηκε να πάει στο δώμα του και να βάλει το
ραδιόφωνο, ν’ ακούσει ποιον εκλέξανε τελικά οι Μητροπολίτες. Ήτανε ώρα
πια να τελειώσει η ψηφοφορία. Είχανε κλειστεί μες στη Μητρόπολη από το
πρωί και δε θα βγαίνανε έξω δίχως Αρχιεπίσκοπο. Τράβηξε με βήμα
γρήγορο κατά το μονοπάτι, πήρε τις σακούλες του από το σταύρωμα και
ανέβηκε τη νεροδιαβασιά. Οι ρίζες των πεύκων, που διακλαδιζόντανε στον
πάτο της σα φλέβες του βουνού, του φανήκανε να σαλεύουν.
Σταυροκοπήθηκε με δέος και άνοιξε το βήμα του.
Σαν μπήκε στο κελί του, έπεσε ανάσκελα μεμιάς πάνω στο στρωμένο
κρεβάτι, να ισιώσει λιγάκι τη μέση του, να ξαποστάσει. Έβγαλε και το
μικρό από την τσέπη και τ’ ακούμπησε κοιμισμένο στο στήθος του, με το
κεφαλάκι γυρισμένο μπροστά, να το βλέπει κατάφατσα. Γύρισε το κουμπί
του ραδιοφώνου κι έτσι, σε ζωντανή σύνδεση με τη Μητρόπολη, θωρούσε
τον ολογάλανο ουρανό έξω από το παράθυρο. Ο δημοσιογράφος έδινε
πληροφορίες για τον κόσμο που είχε μαζευτεί έξω από το ναό, για την
πρώτη ψηφοφορία, που ήταν, όπως το περίμεναν όλοι, άκαρπη, για τη
διαδικασία που θα τέλειωνε πιο γρήγορα απ’ ό,τι υπολογίζανε, αφού ο
Ιερώνυμος ήτανε κοντά στην εκλογή από τον πρώτο γύρο. Πέρασε έτσι
κάμποση ώρα, γλαρώσανε τα μάτια του και
κόντευε να παραδοθεί στη γλύκα του ζεστού κελιού, μα τον συνέφερε το
μικρό, που έπιασε να χαρχαλεύει πάνω στο στήθος του. Άνοιξε τα βλέφαρά
του και είδε ξάφνου εμπρός του δυο μεγάλα φεγγερά μάτια να τον κοιτούνε
περίεργα, ορθάνοιχτα ανοιγμένα. Το κεφαλάκι του γυρνούσε με αγωνία εδώ
κι εκεί, ερευνούσε τη ζωή και το φως της μέρας. Τα μαύρα του καλτσάκια
ζυμώνανε τη μάλλινη φανέλα του καλόγερου και η ουρίτσα πίσω
τρεμόπαιζε στητή. Σκίρτησε η καρδιά του Βικέντιου, τα μάτια του φέξανε
μεμιάς, τινάχτηκε πάνω κρατώντας το κουτάβι στα χέρια και φώναζε με
όλη τη δύναμη της ψυχής του ευχαριστώ στον Θεό που τον αξίωσε να ζήσει
αυτή τη μέρα. Σήκωνε το σκυλάκι ψηλά και το ’βλεπε μες στα μάτια,
ύστερα το κατέβαζε και του ’δινε φιλάκια στο μουσούδι, γελούσε κι
έκλαιγε μαζί, χοροπηδούσε στα σανίδια κι έπεφτε σα μικρό παιδί με ορμή
πάνω στο κρεβάτι. Κράτησε ώρα αυτή η χαρά, μα, σα συνήλθε λίγο από
την έκπληξη, έκατσε στο στρώμα του και το ’στησε απέναντι να το
παρατηρήσει. Απ’ το ραδιόφωνο ακουστήκανε τότε χαρμόσυνες καμπάνες
να χτυπούν και ο δημοσιογράφος φώναζε μέσα από τους αλαλαγμούς του
ποιμνίου, που είχανε δει κι αυτοί το φως της πίστης να φέγγει, πως ο
φανοστάτης της Μητρόπολης άναψε και πως από τούτη τη στιγμή η
εκκλησία έχει νέο Αρχιεπίσκοπο. Οι πιστοί άρχισαν να συνωθούνται
χαρούμενοι γύρω από το ναό και να κραυγάζουνε ’Άξιος, Άξιος. Οι πόρτες
ανοίξανε μεμιάς και χωθήκανε όλοι μέσα. Ξάπλωσε ευτυχισμένος ο
Βικέντιος, σήκωσε το κουτάβι ψηλά και κοίταξε με αγάπη μες στα μάτια
του. Σε λίγο, έτσι ανάσκελα στο κρεβάτι, με τα χέρια τεντωμένα ψηλά να
τον μετεωρίζουν, έπιασε κι αυτός χαρούμενος να ψέλνει ξανά και ξανά,
μαζί με τους Μητροπολίτες στο ραδιόφωνο, τη φήμη του διαδόχου:
Ιερωνύμου του Μακαριωτάτου και θεοπροβλήτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών
και πάσης Ελλάδος, ημών τε πατρός και ποιμενάρχου, πολλά τα έτη.
Ιερωνύμου του Μακαριωτάτου και θεοπροβλήτου... Ιερωνύμου του
Μακαριωτάτου... Ιερωνύμου... Ιερωνύμου... Ιερωνύμου...
12
ΡΩΝΥ, ΡΩΝΥ, έλα κοντά μου, έλα, έλα κι έρχεται το βαπόρι, φώναζε
γλυκότροπα ο μοναχός καθώς έστεκε στο ίσιωμα έξω από το μοναστήρι.
Έπιασε τα σκοινιά του σήμαντρου και γύρισε κατά το πέλαγος. O ήλιος είχε
γείρει πριν λίγο πίσω από το μελανό βουνό. Ήτανε η πρώτη μέρα των
διακοπών μου στο νησί και είχα μόλις ανηφορίσει, μετά το εναρκτήριο
θαλασσινό μου μπάνιο, το μονοπάτι που οδηγεί από την ακρογιαλιά στο
μοναστήρι. Ένα μικροκαμωμένο ασπρόμαυρο σκυλί έτρεξε παιχνιδιάρικα
κοντά στον καλόγερο και τρίφτηκε χαρούμενα στο ράσο του. Πιο δίπλα η
γαλανόλευκη κυμάτιζε στη θαλασσινή αύρα του δειλινού. Οι δεκοχτούρες
είχανε πιάσει να κλωθογυρίζουνε στις κούρνιες τους, στα κλαριά των πιο
ψηλών δέντρων, και να γουργουρίζουνε νυσταλέα, κι εγώ ένιωθα
τυλιγμένος από τη μακάρια αταραξία του βράχου. Έστρεψα το νοτισμένο
μου κεφάλι κατά τη θάλασσα. Ένα πλοίο με κόκκινη τσιμινιέρα ερχότανε
ολοταχώς αφήνοντας πίσω του μια φαρδιά αφρογραμμή. Σε λίγο άκουσα τα
τρία του μακρόσυρτα σφυρίγματα και κατόπιν την καμπάνα που χτυπούσε
τ’ αντιχαιρέτισμα. Ένιωσα πολύ τυχερός. Όμορφα πράγματα.

You might also like