Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 190

TA BIBΛIA ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

ΣTIΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Ονειρεύτηκα το δολοφόνο σου, μυθιστόρημα, 2012


Θάνατος με χείλη κόκκινα, μυθιστόρημα, 2013
Έρωτας φονιάς, μυθιστόρημα, 2016
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

Έρωτας φονιάς

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΕ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Γεγονότα πραγματικά έδωσαν την έμπνευση για τη
μυθοπλασία αυτού του βιβλίου. Ονόματα προσώπων και
τοπωνύμια είναι φανταστικά.

© Copyright Αγγελική Νικολούλη – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε.,


Αθήνα 2016

Έτος 1ης έκδοσης: 2016

Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του


παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με
οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή ή
εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής
έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.
2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης- Παρισιού,
που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η
αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του
εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης
του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε
άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.


ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
T: 210-330.12.08 – 210-330.13.27 F: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
στη Μαρία – την αδελφή μου σε όλα
ΑΘΗΝΑ, 2015

Το σημάδι του Διαβόλου

ΤΟ ΜΑΥΡΟ πούρο είχε ξεχαστεί στο μακρόστενο τασάκι. Το


άναψε πάλι με τον χρυσό του αναπτήρα και τράβηξε μια
βαθιά ρουφηξιά.
Ξαναγέμισε το κρυστάλλινο ποτήρι με talisker 10άρι, το
αγαπημένο του ουίσκι, και ο συνδυασμός των ξεχωριστών
αυτών γεύσεων πλημμύρισε απολαυστικά τον ουρανίσκο του.
Η θέα της μεγαλούπολης από το άνετο μπαλκόνι του
ενδέκατου ορόφου και τα φώτα που τρεμόπαιζαν τον
ταξίδευαν στη φθινοπωρινή νύχτα. Στην παραζάλη του
έβλεπε την Αθήνα ξαπλωμένη ξεδιάντροπα μπρος στα πόδια
του να τον προκαλεί. Σαν ιερόδουλη που έστελνε μηνύματα
στους κυνηγούς του έρωτα με κόκκινα φωτάκια.
Στεκόταν πάνω από μισή ώρα στον ίδιο χώρο και η υγρασία
της νύχτας τον πότιζε για τα καλά, αλλά δεν έσβηνε τη φωτιά
που τον έκαιγε. Ποθούσε απόψε μια γυναίκα χωρίς αναστολές,
ένα θηλυκό για δυνατές συγκινήσεις – και θα πλήρωνε αδρά
για να το έχει.
Έσυρε τη φαρδιά τζαμαρία κι ένα ζεστό κύμα τον τύλιξε
ευχάριστα μπαίνοντας στη σουίτα του ακριβού ξενοδοχείου.
Περιέφερε με ικανοποίηση το βλέμμα του στην πολυτέλεια
γύρω του. Οι απαλοί χρωματισμοί στους τοίχους και στους
καναπέδες έδεναν αρμονικά με τα πολύχρωμα μαξιλάρια και
τα ανατολίτικα χαλιά στις κόκκινες και μαύρες αποχρώσεις.
8 ΑΓΓΕΛΙΚΗ
_ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

Τα κρυστάλλινα φωτιστικά δαπέδου και οι πίνακες του


Μόραλη και του Τσαρούχη ήταν οι πινελιές χλιδής στο χώρο
που είχε επιλέξει για να απολαύσει χίλιες και μια νύχτες.
Κοίταξε την ώρα. Περασμένα μεσάνυχτα.
«Μα τι διάβολο», μουρμούρισε. «Έπρεπε να είναι εδώ».
Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου για να καλέσει στη
ρεσεψιόν, όταν άκουσε το διακριτικό κουδούνισμα στην
πόρτα.
Το πολύχρωμο ανθοδοχείο μουράνο με μια ντουζίνα λευκά
κρίνα ήταν η πρώτη εικόνα που αντίκρισε με το που άνοιξε.
«Συγγνώμη, κύριε, για την καθυστέρηση».
Η καλοσυνάτη καμαριέρα με το συνεσταλμένο χαμόγελο,
κρατώντας προσεκτικά το βάζο, παραμέρισε για να περάσει
ο καστανός, ψηλόλιγνος σερβιτόρος που έσπρωχνε το τρόλεϊ
σερβιρίσματος.
Ο νεαρός τράβηξε με το γαντοφορεμένο χέρι του το
μεταλλικό καπάκι από το πρώτο φαρδύ πιάτο και τα
ρουθούνια του τρεμόπαιξαν.
«Ρολάκια γλώσσας με σπαγγέτι λαχανικών». Σταθεροποίησε
τη φωνή και το βλέμμα του και ξεσκέπασε με χάρη τα
υπόλοιπα πιάτα. «Καρπάτσο τόνου με αχινό και το μαύρο
χαβιάρι για τη σαμπάνια σας».
Έστρωσε το λευκό τραπεζομάντιλο στη μεγάλη τραπεζαρία
από ξύλο καρυδιάς και άπλωσε τα υπέροχα σερβίτσια.
Η ιεροτελεστία της προετοιμασίας του δείπνου απορρόφησε
την προσοχή του. Όταν η λευκή λινή πετσέτα της σαμπανιέρας
έπεσε και η καμαριέρα έσκυψε, το μάτι του γλίστρησε στα
όρθια, σφιχτά οπίσθια που ξεχώρισαν μέσα από την
ασπρόμαυρη στολή της. Εκείνη ένιωσε πάνω της το πύρινο
βλέμμα του γοητευτικού άντρα, κοκκίνισε σαν παπαρούνα και
ξεροκατάπιε. Της έδειξε μ’ ένα νεύμα την τραπεζαρία και η
κοπέλα τοποθέτησε εκεί τη σαμπανιέρα και το βάζο με τα
κρίνα. Βγήκε αθόρυβα από τη σουίτα, για να επιστρέψει μ’ ένα
ακόμα ανθοδοχείο, διάφανο, γεμάτο κόκκινα τριαντάφυλλα.
Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και τα ακούμπησε στο
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ _9

μαρμάρινο έπιπλο κάτω απ’ τον μεγάλο χρυσοποίκιλτο


καθρέφτη.
«Είναι είκοσι πέντε, όπως ζητήσατε. Τα μέτρησα», του είπε
μ’ ένα γλυκό χαμόγελο. «Επιθυμείτε κάτι άλλο;»
Αντί για απάντηση της έδωσε ένα φιλοδώρημα αντάξιο της
εικόνας του και στράφηκε στον ατσαλάκωτο νέο που
παραήταν της λεπτομέρειας.
«Είμαστε εντάξει. Ευχαριστώ. Μπορείτε να πηγαίνετε».
Ο σερβιτόρος αποχώρησε με βαθιά υπόκλιση, ρίχνοντας μια
κλεφτή ματιά στο πουρμπουάρ του πλούσιου πελάτη.
Χαμογέλασε με ευχαρίστηση βλέποντας το ρομαντικό
σκηνικό που είχε στηθεί μέσα σε λίγα λεπτά για το
ραντεβού που θα ακολουθούσε. Επέλεξε το σιντί του πάθους
με την Τζέιν Μπίρκιν και τον Σερζ Γκένσμπουργκ στο
κλασικό «Je t’aime» και χαμήλωσε το φωτισμό. Ο ερωτισμός
ήταν διάχυτος σε όλο το χώρο. Η μικρή θα πάθαινε πλάκα
με το που θα έμπαινε στη σουίτα. Θα την επηρέαζε η
αλάνθαστη συνταγή του.
Ειδυλλιακό περιβάλλον κι ένας άντρας σωστός ιππότης γι’
αυτήν. Για την πόρνη πολυτελείας. Ούτε στα πιο τρελά της
όνειρα τέτοια υποδοχή. Σίγουρα θα έκανε ό,τι της ζητούσε
για να τον ευχαριστήσει. Τα πάντα, για την υπέρτατη ηδονή
που ήθελε να νιώσει.
Ξεντύθηκε, έβαλε τη μαύρη μεταξωτή ρόμπα του και πήγε
στο άνετο μπάνιο. Χτένισε προσεκτικά την καστανόξανθη
περούκα που φορούσε και τις τρίχες στο μούσι του που
πετούσαν. Το πίεσε για να κολλήσει καλύτερα. Ίσιωσε τα
γυαλιά του με τον λεπτό χρυσό σκελετό και έμεινε να
χαζεύει στον καθρέφτη το νέο του είδωλο. Είχε περάσει τα
πενήντα και ήταν καλύτερος από ποτέ. Αρσενικό με
μυστήριο και γοητεία. Το κορμί του δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλό,
αλλά ήταν γεροδεμένο, χωρίς στομάχια και κοιλιές να
περισσεύουν. Η εξαντλητική γυμναστική στο χώρο όπου για
χρόνια ζούσε είχε αποτέλεσμα. Η άσκηση εκεί μέσα ήταν η
εκτόνωσή του.
10 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

Οι μύες του κινήθηκαν ακούσια, στη σκέψη των χρόνων


που είχαν περάσει. Το παρελθόν σκοτείνιασε το βλέμμα του.
Τα δόντια του έτριξαν. Έσκυψε πάνω απ’ το νιπτήρα
χτυπώντας με λύσσα τις γροθιές του στο μάρμαρο. Θα ζούσε
όπως γούσταρε τις μέρες του, τα χρόνια του, αν δεν
εμφανιζόταν μπροστά του αυτή η ρεπόρτερ. Αν δεν
μπερδευόταν στα πόδια του αυτός ο σατανάς που του
χάλασε τα σχέδια και ανέτρεψε τη ζωή του.
Τινάχτηκε με το ξαφνικό κουδούνισμα στην πόρτα. Πήρε
βαθιές ανάσες για να χαλαρώσει, έσφιξε τη ζώνη της ρόμπας
του, και πριν ανοίξει έριξε μια ματιά ακόμα στον καθρέφτη
του σαλονιού. Τα μαύρα μάτια του γυάλιζαν σαν τα
κρύσταλλα της σουίτας και στο χαμόγελό του ο Διάβολος
άφηνε το σημάδι του.

Ήταν έξι το απόγευμα και η υπηρεσία καθαριότητας δεν


είχε ειδοποιηθεί για την κεντρική σουίτα του ενδέκατου
ορόφου. Στο πόμολο της βαριάς πόρτας υπήρχε η καρτέλα
«μην ενοχλείτε». Ο ένοικος δεν είχε καλέσει το room service
για πρωινό ή έστω για καφέ.
«Θα περιμένουμε λίγο ακόμα και θα χτυπήσεις. Αν δεν
απαντήσει, θα ανοίξεις εσύ με το master key.
Μπορεί να έπαθε κάτι ο άνθρωπος», είπε η υπεύθυνη
βάρδιας στη μία από τις δύο καμαριέρες που είχαν αναλάβει
τον καθαρισμό της σουίτας.
Η Ελένη Αντωνίου, μια ξύπνια σαραντάρα, ήταν η πιο
έμπειρη στο ξενοδοχείο και γνώριζε καλά πώς να αντιδράσει
σε απρόσμενες καταστάσεις. Η ψυχραιμία της ήταν
μνημειώδης, γι’ αυτό και την επέλεγαν στα δύσκολα.
Όταν η ώρα πήγε εξίμισι, χτύπησε το κουδούνι.
Καμία απάντηση. Ξαναχτύπησε. Τίποτα. Στον τρίτο και
τέταρτο χτύπο έστησε αφτί μήπως ακούσει κουβέντες ή
κάποιο θόρυβο που να προδίδει κίνηση. Νέκρα. Έβγαλε από
την τσέπη της γαλάζιας ρόμπας της την κάρτα και την
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 11
_

πέρασε στη σχισμή της ηλεκτρονικής κλειδαριάς. Το πράσινο


φως άναψε. Έσπρωξε απαλά την πόρτα και κοίταξε στο
εσωτερικό. Οι βαριές σκιερές κουρτίνες ήταν τραβηγμένες
και το σαλόνι σκοτεινό.
«Υπηρεσία καθαριότητας. Μπορούμε να περάσουμε;»
φώναξε όσο πιο ευγενικά μπορούσε, αλλά απάντηση δεν
πήρε.
Πάτησε το διακόπτη και ο χώρος φωτίστηκε. Στο σαλόνι και
στην τραπεζαρία υπήρχαν τα απομεινάρια του χτεσινού
δείπνου και η μυρωδιά από τα θαλασσινά έπνιγε τον κλειστό
χώρο. Ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι ήταν πεταμένο στο χαλί κι
ένα γύρω ποτήρια σπασμένα. Όταν το μάτι της έπεσε στον
καναπέ, ένιωσε μια αδιόρατη ανησυχία. Μια μαύρη
μικροσκοπική κιλότα από δαντέλα ήταν μπερδεμένη σε μια
κόκκινη ψηλοτάκουνη γόβα, σαν να είχαν τραβηχτεί απότομα
από τη γυναίκα που τα φορούσε. Μια κομψή μαύρη τσάντα
βρισκόταν στο πάτωμα και το περιεχόμενό της σκόρπιο. Μια
ατζέντα με τηλέφωνα και σημειώσεις ανοιγμένη, απ’ όπου
κάποια σελίδα είχε σκιστεί βιαστικά. Μια βούρτσα για τα
μαλλιά, τσαντάκι καλλυντικών κι ένα λευκό δερμάτινο
πορτοφόλι ανοιχτό. Ασυναίσθητα έσκυψε να δει τα στοιχεία
της ταυτότητας που εξείχε μαζί με μερικές κάρτες. Ανήκε σε
μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα είκοσι πέντε χρόνων,
γεννημένη σε νησί του Ιονίου.
Τότε πρόσεξε τα κρίνα. Σχημάτιζαν έναν ολόλευκο στενό
διάδρομο που οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο. Τον ακολούθησε
κρατώντας την αναπνοή της. Στην είσοδο του κλειστού
δωματίου το ολάνθιστο στενό χαλί άλλαζε χρώμα. Κοκκίνιζε
σαν αίμα από πυκνά ροδοπέταλα. Με την καρδιά να χορεύει
στο στήθος της, η Ελένη έσυρε τη δίφυλλη πόρτα. Κι εδώ
σκοτεινά. Το φως που έφτανε από το σαλόνι έδειχνε την
αναστάτωση του χώρου.
Καρέκλες, φωτιστικά, ανθοδοχείο και γυναικεία ρούχα,
πεταμένα κάτω άτσαλα. Τα μαδημένα τριαντάφυλλα και τα
κρίνα οδηγούσαν στο διπλό κρεβάτι. Τα λευκά σεντόνια είχαν
12 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

γίνει δίχρωμα και τα κρίνα κατακόκκινα.


Η κραυγή έσκισε το λαιμό της. Την έπνιξε αστραπιαία με την
παλάμη της σφιχτά στο στόμα, πριν ακουστεί στον όροφο.
Τα γόνατά της λύγισαν και στηρίχτηκε στη μισάνοιχτη
πόρτα για να μην πέσει. Τα μάτια της καρφώθηκαν στο
γυμνό κορμί που κείτονταν ανάσκελα στο κρεβάτι. Άναψε
τρέμοντας το φως και έμεινε στήλη άλατος. Η κοπέλα ήταν
φιμωμένη με τα ίδια της τα πυκνά μαλλιά. Μαύρα, μακριά,
πλεγμένα σε φαρδιά κοτσίδα, που τύλιγε χαμηλά το
πρόσωπο περνώντας μέσα απ’ το στόμα της. Στον μακρύ
λαιμό της ήταν περασμένο μεταλλικό περιλαίμιο κι από τον
κρίκο του κρεμόταν δερμάτινο λουρί. Το πλούσιο στήθος της
ήταν στολισμένο με κρίνα, ποτισμένα στο αίμα από πληγές
που δεν διακρίνονταν. Τα χέρια της κοπέλας πρέπει να ήταν
πισθάγκωνα δεμένα. Ένα άδειο μπουκάλι σαμπάνιας,
ματωμένο κι αυτό στο στόμιο, ήταν πεταμένο στην άκρη του
κρεβατιού. Η Ελένη Αντωνίου έκλεισε τα μάτια για να
σβήσει από μπροστά της τη φρίκη που αντίκριζε. Όταν τα
άνοιξε, πρόσεξε το κόκκινο γοβάκι που κάλυπτε το
ματωμένο εφήβαιο της γυναίκας. Το τακούνι δεν φαινόταν.
H Eλένη δεν είχε λαλιά ούτε ανάσα. Πνιγόταν. Ήθελε να
τρέξει, να ουρλιάξει, να την χτυπήσει ο αέρας, να βγει από
αυτό τον εφιάλτη, να εξαφανιστεί από αυτό το σκηνικό της
διαστροφής. Συγκρατήθηκε και το μόνο που έκανε,
δικαιώνοντας τη φήμη της στο ακριβό ξενοδοχείο, ήταν να
ενημερώσει διακριτικά τους υπεύθυνους, για να αποφευχθεί
το σκάνδαλο της ματωμένης σουίτας.
Ο γιατρός που συνεργαζόταν χρόνια με τον πολυτελή χώρο
έφτασε αμέσως, ταυτόχρονα με τους αξιωματικούς της
Ασφάλειας Αθηνών που κλήθηκαν αθόρυβα. Έριξε μια ματιά
στο θύμα και ανάσανε με ανακούφιση.
«Ζει, αν και έχει χάσει πολύ αίμα. Πρέπει να την
μεταφέρουμε γρήγορα σε ιδιωτική κλινική για να αποφύγουμε
τον ντόρο».
Οι αστυνομικοί φόρεσαν τα ελαστικά εξεταστικά γάντια
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 13
_

και ξεκίνησαν την έρευνα. Τα υπολείμματα της λευκής


κρυσταλλικής σκόνης στο ένα από τα δύο κομοδίνα
μαρτυρούσαν τα όσα είχαν προηγηθεί του σεξουαλικού
εγκλήματος.
«Κοκαΐνη».
Αναζήτησαν τον ένοικο της σουίτας. Άφαντος. Τίποτα δικό
του δεν υπήρχε στο χώρο. Τα στοιχεία που είχε αφήσει στη
ρεσεψιόν ήταν πλαστά. Ο Αλέξανδρος Μάρδας,
επιχειρηματίας, κάτοικος Λονδίνου, δεν υπήρχε.
Το μόνο υπαρκτό ήταν τα αποτυπώματα που βρέθηκαν στον
τόπο του βασανισμού και «μίλησαν» στα εγκληματολογικά
εργαστήρια. Οι αξιωματικοί που τα «διάβασαν» πάγωσαν και
σήμαναν συναγερμό στην ΕΛΑΣ.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2001

Ματίνα

Σ ΤΟ ΕΠΙΒΑΤΗΓΟ καράβι που αναχώρησε από Πειραιά για


Πάρο – Νάξο – Σαντορίνη υπήρχε κοσμοπλημμύρα. Αύγουστος
και η ζέστη αφόρητη. Στα οικονομικά κλιματιζόμενα σαλόνια
επικρατούσε εκνευρισμός από επιβάτες που μπέρδευαν τις
θέσεις τους και στο κατάστρωμα έπεφτε ο ένας πάνω στον
άλλον, ψάχνοντας για καθίσματα στη σκιά. Ανέμελοι ήταν οι
τουρίστες που ξάπλωναν πάνω στα σακίδιά τους ή έμεναν
στον ήλιο με τις ώρες, για να θαυμάσουν το απέραντο
γαλάζιο του Αιγαίου.
Η όμορφη νεαρή γυναίκα με τα μακριά, καστανόξανθα
μαλλιά είχε φροντίσει να ανέβει από τους πρώτους στο
πλοίο. Πήγε στο σαλόνι της Πρώτης θέσης, όπου η
κατάσταση φαινόταν σαφώς καλύτερη, αλλά στο πρώτο
τέταρτο ένιωσε να πνίγεται με τα πιτσιρίκια που αλώνιζαν
φωνάζοντας, χωρίς κανείς να τα μαζεύει. Το μόνο που δεν
άντεχε σήμερα ήταν η βαβούρα. Βγήκε στο κατάστρωμα και
ξάπλωσε στο μοναδικό ξύλινο παγκάκι που βρήκε ελεύθερο.
Τα μαύρα γυαλιά ηλίου κάλυπταν τα κλαμένα μάτια της και
την προστάτευαν από τα αδιάκριτα βλέμματα των επιβατών.
Έβγαλε από την τσάντα το βιβλίο της, το άνοιξε και κόλλησε
για ώρα στην ίδια σελίδα. Το έκλεισε και έμεινε να κοιτάζει
κατάματα τον καταγάλανο ουρανό, μήπως και αδειάσει το
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 15
_

μυαλό της από τις μαύρες σκέψεις. Τα παράξενα σχήματα με


την αέναη κίνηση που έπαιρναν τα σύννεφα τα γνώριζε
καλά σαν αεροσυνοδός. Οι σωρείτες, τα στρώματα, ή όπως
αλλιώς τα λένε, γελούσαν κι έκλαιγαν – και εκείνη είχε
μάθει να τα ακούει όταν οι ώρες της ήταν άδειες. «Αυτά που
βλέπεις είναι η μαρέγκα του Θεού.
Μας γλυκαίνει, αν και θα ’πρεπε να θυμώνει που τολμάμε και
μπαίνουμε στα χωράφια του», της είχε πει μια συνάδελφος
όταν πέταξε για πρώτη φορά στα 25.000 πόδια, πάνω από το
ατελείωτο λευκό στρώμα. Θυμόταν ότι άπλωσε το χέρι της
σαν μικρό παιδί, με την ψευδαίσθηση ότι θα το αγγίξει. Το
ουράνιο βαθύ μπλε με τον λευκό αφρό που έβλεπε να
κυματίζει στις άκρες του την μπέρδευε όταν κουραζόταν
στην πτήση και νόμιζε ότι ταξίδευε στη θάλασσα. «Εσύ,
κοριτσάκι μου, είσαι τόσο ρομαντική, που πετάς
κυριολεκτικά στα σύννεφα. Γι’ αυτό χρειάζεσαι εμένα να σε
προσγειώνω στην αγκαλιά μου», την πείραζε ο πιλότος της, ο
άντρας της... Ο άντρας που την πρόδωσε. Αυτό το κάθαρμα.
Ούτε το όνομά του δεν ήθελε πλέον να προφέρει. Στη σκέψη
του και μόνο τινάχτηκε με οργή και ανακάθισε στο παγκάκι
της.
Και τότε είδε πάλι εκείνον. Τον άντρα που την βοήθησε να
βάλει τη βαριά βαλίτσα της στο χώρο των αποσκευών χωρίς
να της πει κουβέντα, και όταν τον ευχαρίστησε,
περιορίστηκε σ’ ένα τυπικό χαμόγελο. Ήταν ακουμπισμένος
στην κουπαστή και ένιωθε το βλέμμα του πίσω από τα
γυαλιά ηλίου καρφωμένο πάνω της. Κάπνιζε πούρο με τον
αέρα των φραγκάτων και τα κάζουαλ ρούχα του έδειχναν
ακριβά. Εντύπωση της έκαναν τα μακριά καστανόξανθα
μαλλιά του.
Αρρενωπός άντρας, με αδρά χαρακτηριστικά, γύρω στα
σαράντα. Την χαιρέτησε με μια κίνηση του χεριού κι εκείνη
ανταπέδωσε κάπως ψυχρά το χαιρετισμό, γιατί δεν είχε
καμία διάθεση για κουβέντα. Ξάπλωσε πάλι στο παγκάκι της
και προσπάθησε να βολευτεί στη σκληρή του επιφάνεια.
16 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

Γύρισε στο πλάι, μαζεύτηκε σε στάση εμβρύου, σαν να ’θελε


να προστατευθεί σε δανεική μήτρα, και βυθίστηκε πάλι στις
ζοφερές θύμησες του πρόσφατου χωρισμού της.
Πέντε χρόνια ήταν παντρεμένη και τυφλή, αφού δεν
έβλεπε τι νάρκισσο αγάπησε. Παιδί δεν ήθελε ο τύπος, για
να μη χάσει το όμορφο κορμί της τις γραμμές της ηδονής.
Έτσι της έλεγε, κι εκείνη δεν αντιδρούσε, κι ας
διαμαρτύρονταν οι γονείς της. Είχαν καταλάβει τι σόι άντρα
παντρεύτηκε η αγαπημένη τους κορούλα.
Στη σκέψη τους συγκινήθηκε. Την περίμεναν με αγάπη στο
νησί τους, τη Σαντορίνη. Ήθελε να μείνει εκεί, στο πατρικό
της, να ξεχάσει κοντά τους και με την παρέα της αδελφής
της όλα αυτά που έζησε. Της τα ’λεγε συνέχεια η έμπειρη και
αθυρόστομη Βάλια, που είχε δύο γάμους στο ενεργητικό της.
«Αυτός δεν σ’ αγαπάει, αδελφούλα. Βολεύτηκε μ’ εσένα, το
ρομαντικό θύμα, και καλοπερνάει. Σταμάτα να τρως το
κουτόχορτο που σε ταΐζει. Αφού σε κερατώνει ο μαλάκας
τόσα χρόνια, γιατί δεν τον στέλνεις στο διάβολο; Φοβάσαι
μήπως δεν βρεις άλλον; Με τέτοια ομορφιά τον καλύτερο θα
έχεις». Αυτή όμως εκεί, πιστή στον άπιστο. Μέχρι εκείνη τη
νύχτα της κακοκαιρίας. Το ταξίδι της στο Λονδίνο
ματαιώθηκε και επέστρεψε σπίτι τους χωρίς να τον
ενημερώσει. «Έκπληξη!» φώναξε με το που γύρισε το κλειδί
στην πόρτα της μονοκατοικίας τους στα βόρεια προάστια.
Δυο βήματα έκανε στο σαλόνι και κοκκάλωσε. Ο αγαπημένος
της έπαιρνε την γκόμενα με θέα το τζάκι και τα κεριά
αναμμένα στη σειρά, λες και είχε ο αθεόφοβος ανάσταση.
Και σιγά τη γυναίκα.
Εκείνη μπροστά της ήταν θεά και μικρή, είκοσι οκτώ
χρονών, ενώ η ερωμένη τα σαράντα τα είχε περάσει προ
πολλού.
Ανακατεύτηκε. Το στομάχι της έφτασε στο στόμα της,
όπως και τότε. Σηκώθηκε να περπατήσει λίγο, να την
μαστιγώσει ο αέρας μήπως και συνέλθει. Παραμονή του
ταξιδιού της ο δικηγόρος της την ενημέρωσε ότι ο γάμος της
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 17
_

λύθηκε και επίσημα. Το διαζύγιο είχε βγει.


Βούρκωσε. Πόσο εύκολο είναι να ανατρέψεις σε λίγη ώρα
μια ζωή που σου πήρε χρόνια για να την χτίσεις.
Το πλοίο πλησίαζε στην Πάρο, αγαπημένο νησί όπου
πήγαιναν οι δυο τους. Έβγαλε από την τσάντα της το πακέτο
με τα τσιγάρα της, αλλά δεν έβρισκε τον αναπτήρα. Τον
έψαχνε, όταν είδε μπροστά της να ανάβει η φλόγα κάποιου
άλλου.
«Μου επιτρέπετε, δεσποινίς;» την ρώτησε ο ταξιδιώτης
που την παρακολουθούσε και της άναψε το τσιγάρο χωρίς
να περιμένει απάντηση.
Σκέφτηκε να τον αποφύγει πάλι και να μείνει μόνη, αλλά
την αφόπλισε με το σαγηνευτικό του χαμόγελο.
«Να υποθέσω ότι πάτε Σαντορίνη; Μαγικό νησί. Είναι και
δικός μου προορισμός».
Η ευγένεια και η γοητεία του μαλάκωσαν κάπως τη
διάθεσή της. Κοίταξε τους κάτασπρους οικισμούς της Πάρου
που διακρίνονταν στο βάθος και εισέπνευσε αργά,
χαλαρωτικά, το θαλασσινό αεράκι. Ο τύπος ζητούσε
γνωριμία. Ήταν ολοφάνερο. Εκείνη τι στην ευχή ήθελε;
«Ναι, είναι το νησί μου. Εκεί γεννήθηκα», του απάντησε
και απόρησε με την ξαφνική της άνεση.
«Δημήτρης Μακρής, επιχειρηματίας, κάτοικος Παρισιού»,
της συστήθηκε, απλώνοντας το χέρι του για να σφίξει το
δικό της.
«Ματίνα Ράλλη, αεροσυνοδός», του είπε, νιώθοντας τη
δύναμη και τη θέρμη της φαρδιάς παλάμης του.
«Θα στοιχημάτιζα ότι το όνομά σας είναι Θηρασία».
Σάστισε και τον κοίταξε περίεργα. Τι είδους προσέγγιση
αρσενικού σε θηλυκό ήταν αυτή;
«Θα μπορούσατε να είστε η κόρη του βασιλιά της Θήρας»,
συνέχισε απτόητος εκείνος. «Από αυτήν δεν πήρε το όνομά
της η Θηρασιά, αυτό το πανέμορφο νησάκι που αποκόπηκε
στην ηφαιστειακή έκρηξη του 1600;»
Η Ματίνα χαμογέλασε. «Από τη Στρογγύλη αποκόπηκε.
18 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

Βλέπω γνωρίζετε πολλά για τη Σαντορίνη και την ιστορία


της. Χαίρομαι γιατί υπάρχουν ταξιδιώτες που μόνο το
ηλιοβασίλεμα ξέρουν».
Όσο μιλούσαν τόσο η Ματίνα άδειαζε από ένταση και θλίψη
και χαλάρωνε. Αυτός ο άντρας είχε κάτι γαλήνιο στο λόγο
του. Μια θετική αύρα. Είχε αυτοπεποίθηση και ήταν σίγουρα
μορφωμένος. Τον περνούσε στο ύψος, αλλά το σώμα του
φαινόταν γεροδεμένο. Όταν κάποια στιγμή έβγαλε τα γυαλιά
ηλίου και την κοίταξε, βυθίστηκε άθελά της στα υγρά μαύρα
μάτια του.
«Αν συμφωνείς, θα ήθελα να μιλάμε στον ενικό», της είπε
μετά από κάμποση ώρα τυπικού διαλόγου. «Πάμε στο μπαρ
να πιούμε κάτι;»
Τον ακολούθησε παρατηρώντας τον προσεκτικά. Κύριος σε
όλα του. Στο πώς περίμενε με υπομονή να εξυπηρετηθεί,
στον τρόπο που απευθυνόταν στον μπάρμαν, στο
πουρμπουάρ που άφησε. Μέχρι και η γλώσσα του σώματός
του την ηρεμούσε. Όταν κάθισε δίπλα της σ’ ένα από τα
τραπεζάκια του μπαρ, της μιλούσε αργά, απαντώντας στις
ερωτήσεις της.
«Στη Σαντορίνη πάω να ηρεμήσω και να πάρω τις αποφάσεις
μου. Σκέφτομαι να εγκατασταθώ στην Ελλάδα και να στήσω
μια επιχείρηση που να σχετίζεται με τον τουρισμό. Δεν θέλω
να λιμνάσω στα πρέπει αλλά να ακολουθήσω τα θέλω μου».
«Εξαρτάται κι από τις υποχρεώσεις που έχεις. Από τις
δεσμεύσεις».
«Χώρισα πριν από χρόνια, Ματίνα, και η κόρη μου ζει με
τη μητέρα της στην Αυστρία. Εσύ;»
Τι να του έλεγε; Ότι για χρόνια έτρωγε το κέρατο με το
κουτάλι και δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα;
«Εγώ... Τα ίδια. Χωρισμένη πρόσφατα, χωρίς παιδιά».
Ήπιε μια γουλιά από το λευκό δροσερό κρασί που την
κέρασε, ρίχνοντάς του κλεφτές ματιές μήπως εντοπίσει κι
άλλα στοιχεία αυτής της προσωπικότητας. Αν και
προτιμούσε, όπως της είπε, ουίσκι συγκεκριμένης μάρκας,
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 19
_

έπινε το ίδιο μ’ εκείνη σαντορινιό κρασί για να νιώσει τη


γεύση του νησιού. Κάτι της έλεγε μέσα της να μην είναι τόσο
σφιγμένη. Να αφεθεί. Το είχε ανάγκη. Μια καινούργια
γνωριμία δεν είναι το φάρμακο για να θεραπεύσεις την
αρρώστια της παλιάς; Έτσι δεν λένε όσοι χωρίζουν;
Της μιλούσε με τρυφερότητα για τα παιδιά, για τους
ανθρώπους, για τις γυναίκες, και της άρεσε ο τρόπος που
έβλεπε τη ζωή. Είχε μια ποιητική ματιά στα πράγματα, κι
αυτό δύσκολα το συναντά μια γυναίκα σ’ έναν άντρα.
Χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να του μιλά για τον εαυτό
της, για τη δουλειά της, για το γάμο της. Δεν του είπε πολλά,
αυτός όμως, λες και μάντεψε τα υπόλοιπα, σταμάτησε την
κουβέντα για να μην την στεναχωρήσει.
Η ανακοίνωση από τα μεγάφωνα του πλοίου την
ξάφνιασε. Μα πώς πέρασαν τόσες ώρες; Πότε έφτασαν
Σαντορίνη; Πλησίασε στην κουπαστή και έμεινε εκεί
εκστασιασμένη να αγναντεύει το νησί της. Είχε καιρό να
έρθει γιατί ο άντρας της δεν συμπαθούσε την οικογένειά
της.
Τι ομορφιά. Πουθενά στον κόσμο δεν είχε δει παρόμοια.
Δεν χόρταινε να κοιτάζει το κοιμισμένο ηφαίστειο, τον
ουρανό που αγκάλιαζε τη θάλασσα και την έντυνε με
εντυπωσιακά χρώματα που κάθε λίγο άλλαζαν. Στην
καλντέρα τα σπίτια έδειχναν σαν να κατρακυλούσαν στα
γκρεμνά, αλλά παρέμεναν σταθερά τόσα χρόνια που τα
ήξερε.
Εκείνος δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της. Την
έβλεπε συγκινημένη και δεν μιλούσε.
«Αν θέλεις μπορώ να σε ξεναγήσω», του είπε κάποια
στιγμή. «Αξίζει να μείνεις σε υπόσκαφο, να δεις και τα
Καστέλια, τους οικισμούς με τα σπίτια κολλημένα το ένα
δίπλα στο άλλο. Στον Πύργο και στο Εμπορειό έχει πολλά. Το
πατρικό μου εκεί είναι. Έχει και μεγάλη αυλή».
Με μια ιπποτική κίνηση πήρε το χέρι της και το φίλησε. Τα
χείλη του ήταν σχηματισμένα όμορφα, σαρκώδη, απαλά.
20 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

«Θα ήταν χαρά μου. Πού αλλού θα βρω τόσο υπέροχη


ξεναγό; Νιώθω τυχερός με τη γνωριμία μας».
Το πλοίο έδεσε στο λιμάνι του Αθηνιού και οι επιβάτες
άρχισαν να κατεβαίνουν. Τα πρώτα αυτοκίνητα ανηφόριζαν
ήδη αργά στον στενό ελικοειδή δρόμο που οδηγούσε
αριστερά στα Φηρά και στην Οία και δεξιά στο Ακρωτήρι,
στο Εμπορειό, στον Περίβολο και στην Περίσσα.
Η Ματίνα απορούσε με τον εαυτό της. Πώς ξανοίχτηκε έτσι
εύκολα σ’ έναν άγνωστο που ήθελε να ζήσει μια καλοκαιρινή
περιπέτεια; Γιατί αυτό ήταν το πιθανότερο. Τον άντρα της
τον γνώρισε ταξιδεύοντας με αεροπλάνο και ο χωρισμός
ήταν νωπός. Τώρα στο πλοίο ένας άλλος άντρας από το
πουθενά ήθελε να την παρασύρει με μαεστρία ξανά στον
έρωτα και εκείνη μόνο αρνητική δεν ήταν. Κοίταξε την
άγκυρα στο λιμάνι και ένιωσε ότι μαζί με το πλοίο έδεσε
και κάτι καινούργιο στη ζωή της.
ΑΘΗΝΑ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2005

Στον κόσμο του μυστηρίου

Α ΓΓΕΛΙΚΗ, πάρε τη γραμμή δύο. Είναι κάποιος που


επιμένει να σου μιλήσει. Δεν μου δίνει τα στοιχεία του και
καλεί από απόρρητο τηλέφωνο».
«Σου είπε για ποιο θέμα με θέλει;»
«Για την υπόθεση της σαραντάχρονης που αγνοείται στη
Λαμία. Ισχυρίζεται ότι έχει κάτι σημαντικό να σου πει».
Η Μαρία, χρόνια συνεργάτις μου στην εκπομπή, που
βοηθάει στο συντονισμό του ρεπορτάζ, περνά στην
τηλεφωνική μου συσκευή τη γραμμή και έρχεται στο
γραφείο μου.
«Παρακαλώ».
«Είσαι η Νικολούλη;»
Μιλάει ψιθυριστά και πρέπει να έχει κολλήσει το
ακουστικό στο στόμα του.
«Με ζητήσατε για κάτι σημαντικό. Σας ακούω».
«Να μετράς τις ώρες σου, μωρή, γιατί αν ξανακάνεις
εκπομπή γι’ αυτή την πουτάνα, πέθανες. Άκουσες τι σου ’πα,
καριόλα; Σταμάτα γιατί θα ψάχνουνε κι εσένα και δεν θα
βρούνε ούτε τα κομμάτια σου».
Το τηλέφωνο κλείνει με δύναμη και μένω ξαφνιασμένη με
το ακουστικό στο αφτί. Τι ακούω η ρεπόρτερ όλα αυτά τα
χρόνια όταν η έρευνα ενοχλεί κάποιους; Τι κοσμητικά
22 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

επίθετα; Πώς εμπνέω έτσι τα κακοποιά στοιχεία; Μου λένε


ότι φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν και κοιτάνε πώς να
με θερίσουν. Αντί να τα χάσω και να μπλοκάρω από το
φόβο μου, όπως θα ήθελε ο άγνωστος άντρας, πεισμώνω
απίστευτα. Για να προσπαθεί με απειλές να σταματήσει τη
δεύτερη στη σειρά εκπομπή αναζήτησης της ερχόμενης
Παρασκευής, σίγουρα κάτι φοβάται.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κάνω τράκα τσιγάρο από την
Ελίζα, τη συνεργάτιδά μου, γιατί δεν καπνίζω συστηματικά.
Όταν έχω σε κάνα συρτάρι πακέτο για τις δύσκολες ώρες,
το εξαφανίζω μέσα σε δύο μέρες. Ανοίγω πάνω στο γραφείο
μου το φάκελο της αγνοούμενης Φωτεινής από τη Λαμία.
Χαμογελαστή γυναίκα, καλοκάγαθη, με έξυπνα γαλανά μάτια
και μαύρα καρέ μαλλιά. Από την πρώτη εκπομπή, που δεν
βρέθηκε ούτε ίχνος της, μου μύρισε δολοφονία, με πρώτο
ύποπτο τον ζηλιάρη σύζυγο που την κακοποιούσε.
Μεγαλύτερός της κοντά είκοσι πέντε χρόνια, τσιγκούνης, αν
και πλούσιος, και άξεστος. Η Φωτεινή είχε χηρέψει χωρίς
παιδιά και με πολλά χρέη από τον άντρα της.
Αυτός είχε από τον πρώτο του γάμο τρεις γιους, που δεν
έκρυβαν την αντιπάθειά τους για τη γυναίκα και έβαζαν
λόγια στον πατέρα τους για την ηθική της. Τον πρώτο καιρό
της γνωριμίας τους το ’παιζε τζέντλεμαν και την βοηθούσε
οικονομικά για να ξελασπώσει. Όταν την στεφανώθηκε,
άλλαξε πρόσωπο. Την απομόνωσε απ’ όλους, της έκρυψε
ακόμα και το κινητό της τηλέφωνο για να μη μιλά με τις
φίλες της. Μέχρι στο νοσοκομείο την έστειλε με σπασμένα
πλευρά απ’ το ξύλο, και η καημένη έλεγε ότι έπεσε στις
σκάλες.
«Τι αγροίκος, Θεέ μου. Αυτός πρέπει να ήταν στο
τηλέφωνο», λέω. «Αν και έκανε προσπάθεια να αλλοιώσει
τη φωνή του, ξεχώριζε από την προφορά του».
«Απείλησε και τον αδελφό της αγνοούμενης να μην
εμφανιστεί στη δεύτερη εκπομπή που θα κάνουμε, γιατί τον
εκθέτει, και ο άνθρωπος τα ’χει χαμένα.
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 23
_

Αναρωτιέται αν όντως η Φωτεινή έφυγε με γκόμενο, όπως


ισχυρίζεται ο άντρας της», μου λέει η Μαρία. «Τι λες,
αφήνουμε την υπόθεση στην άκρη για λίγο, να ηρεμήσουν τα
πνεύματα, και προχωράμε με κάποια άλλη;»
Τινάζομαι λες και με χτύπησε ρεύμα.
«Ούτε να το σκέφτεσαι. Με την ίδια θα πάμε. Κάτι μου
λέει ότι θα την βρούμε τελικά την άκρη. Η γυναίκα δεν ζει.
Μακάρι να διαψευστώ, αλλά πρέπει να την σκότωσε αυτός
πάνω σε καβγά».
Ήμουν σίγουρη ότι εκείνη η παλιά αποθήκη του ερημικού
εξοχικού τους, απ’ όπου χάθηκε η Φωτεινή, κάτι έκρυβε.
Όταν πήγαν οι συνεργάτες μου για έρευνα, ήταν κλειδωμένη
με λουκέτο και χοντρή αλυσίδα, ενώ οι διπλανές ήταν
κλεισμένες με μάνταλο. Την είδα στο μοντάζ, στα πλάνα που
κατέγραψε η κάμερα, και ένιωσα ανατριχίλα. Διαισθάνθηκα
ότι η γυναίκα ίσως να βρίσκεται εκεί θαμμένη. Την
παραμονή της εξαφάνισης, τη νύχτα, ένα αχνό φως
τρεμόπαιζε στο χώρο, όπως καταφέραμε να μάθουμε από
κάποιο χωριανό. Η αποθήκη αυτή έπρεπε με κάθε τρόπο να
ερευνηθεί.

Η δεύτερη εκπομπή έγινε τελικά, παρουσία και άλλων


συγγενών της αγνοούμενης, και η συγκεκριμένη αποθήκη
υποδείχθηκε από ανώνυμο μάρτυρα. Είδε νύχτα κάτι το
ύποπτο εκεί και οι συγγενείς ζητούσαν επίμονα να
ερευνηθεί. Την επόμενη μέρα οι αστυνομικοί υποχρεώθηκαν
από τον εισαγγελέα να την ανοίξουν.
Πρώτα βρήκαν τις ματωμένες παντόφλες της Φωτεινής και
μετά ένα σεντόνι βουτηγμένο στο αίμα. Στο χώμα, κάτω από
τα ξύλα, ήταν θαμμένη η άτυχη γυναίκα.
Δολοφόνος ο σύζυγος.
Μετά την πολύωρη ζωντανή έρευνα της Παρασκευής και τις
εξελίξεις που ακολούθησαν, δεν μπορούσα να ηρεμήσω.
Ήμουν σε υπερένταση και με ερωτήματα καυτά. Οι
24 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

περισσότερες υποθέσεις εξαφανίσεων που ερευνούμε


τελευταία κρύβουν καλοστημένες δολοφονίες. Τα θύματα
στην πλειοψηφία τους είναι γυναίκες που ζουν σε κλειστές
κοινωνίες και δράστες είναι οι σύζυγοι ή οι εραστές. Μα
γιατί δεν αντιδρούν οι γυναίκες όταν κακοποιούνται; Γιατί
δεν φεύγουν μακριά από τον βάναυσο σύντροφο; Γιατί
ρισκάρουν τη ζωή τους από τη στιγμή που έχει αποδειχτεί
τόσες φορές ότι η κακοποίηση οδηγεί στο φόνο; Να με
χτυπούσε άντρας και να καθόμουν; Όσο και να τον
αγαπούσα, και παιδιά να είχα, θα τον έστελνα στον
αγύριστο. Και βοήθεια να μην έβλεπα από συγγενείς, δεν θα
έμενα μόνη. Τόσα κέντρα υπάρχουν για κακοποιημένες
γυναίκες, που λειτουργούν στη βάση του απορρήτου. Θα
έβρισκα καταφύγιο εκεί και θα αγωνιζόμουν για να αλλάξω
τη ζωή μου.
Ο άντρας μου και ο μοναχογιός μου λείπουν σε αθλητική
εκδήλωση και το σπίτι μού φαίνεται άδειο κυριακάτικα. Αν
τώρα μοιάζει έτσι, πώς θα είναι άραγε όταν το παιδί φύγει
για τις σπουδές που θέλει στο εξωτερικό; σκέφτομαι και
συννεφιάζω. Ο καιρός είναι κρύος και μουντός, το πάει για
βροχή. Πήρε μπουφάν ο γιος μου ή έφυγε με τη φόρμα;
Σηκώνω το ακουστικό του τηλεφώνου για να τον ρωτήσω στο
κινητό του άντρα μου, αλλά σκέφτομαι την αντίδρασή του,
αυτήν που έχουν οι περισσότεροι έφηβοι με τις
προστατευτικές μητέρες, και το κλείνω.
Αναζητώ την παρέα του Βαν και της Κάρμεν, των δυο
λυκόσκυλων που λατρεύουμε όλοι και πιο πολύ ο γιος μου.
Του τα έδωσαν νεογέννητα, όταν βγήκαν από τα ερείπια
πολυκατοικίας στον καταστροφικό σεισμό του 1999 στην
Πάρνηθα. Από τους χειρότερους φονικούς σεισμούς που έζησε
τα τελευταία χρόνια η χώρα.
Φαίνεται πως κάτι τραυματικό έμεινε από τότε στη
θηλυκιά με το πυκνό μαύρο τρίχωμα, γιατί όταν έχει
κακοκαιρία και αστράφτει, κλαίει τρομαγμένη και κρύβεται
όπου βρει. Ο Βαν, με το αδύνατο, νευρώδες κορμί και την
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 25
_

καφετιά τρίχα, όταν την βλέπει έτσι, την γλείφει και


κάθεται δίπλα της να την ηρεμήσει.
Πανέξυπνο σκυλί. Του μιλάς και σου δίνει την αίσθηση ότι
θα σου απαντήσει.
Ξαπλώνω στον καναπέ και οι τετράποδοι φίλοι μου στην
άκρη του. Στην παρέα μας και ο Αντρέα Καμιλέρι, ο
Σιτσιλιάνος συγγραφέας που με ταξιδεύει αυτό τον καιρό
στον κόσμο του μυστηρίου. Με τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο
έχουμε σαν βάση το ίδιο σκεπτικό για τη λύση ενός γρίφου.
Αναλύεις το προφίλ του θύματος, σκέφτεσαι με το μυαλό
του πιθανού δολοφόνου και ξεσκονίζεις κυριολεκτικά τα
λιγοστά σημάδια που μπορεί να σου αφήνει. Η απαραίτητη
τεχνική, σε συνδυασμό με την πονηριά και τη μαεστρία του
ερευνητή, βοηθούν για να πέσει στο τέλος ο εγκληματίας στη
φάκα.
Δεν καταφέρνω να φτάσω στη λύση του ιταλικού
μυστηρίου. Η κούραση με στέλνει για ύπνο πάνω που ο
Μονταλμπάνο αρχίζει τον γνωστό καβγά με την αιώνια
αρραβωνιαστικιά του, τη Λίβια.
Βρισκόμουν σίγουρα στο δεύτερο όνειρο, όταν άρχισαν να
χτυπούν επίμονα τα τηλέφωνα το ένα μετά το άλλο.
Σηκώνω το επαγγελματικό κινητό που βρίσκω δίπλα μου και
ακούω τη Μαρία, τη συνεργάτιδά μου, που είναι σε
ετοιμότητα και τα Σαββατοκύριακα.
«Σόρι. Φαντάστηκα ότι θα ’σαι ξύπνια έξι η ώρα το
απόγευμα. Έχουμε κάτι σοβαρό που δεν μπορεί να
περιμένει».
Στις σοβαρές περιπτώσεις, και σε λήθαργο να είμαι,
ξυπνάω απότομα λες και μου ρίχνουν παγωμένο νερό μες
στο καταχείμωνο.
«Στο τηλεφωνικό κέντρο του καναλιού κάλεσε μια κυρία
από τη Σαντορίνη, την πήρα και της μίλησα στο τηλέφωνο
που άφησε. Δεν μου είπε πολλά γιατί ήταν αναστατωμένη.
Αγνοείται η αδελφή της από Αθήνα κοντά ένα μήνα».
«Έτσι που μου τα ’πες, βρε Μαρία, νόμισα πως έγινε κάτι
26 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

σήμερα. Το μυαλό μου πήγε σε κάνα αγνοούμενο παιδί και


τρόμαξα. Ένα μήνα εξαφανισμένη, τώρα το θυμήθηκαν; Τόσο
καιρό τι έκαναν; Γιατί δεν την αναζήτησαν;»
«Ξέρεις πού είναι το επείγον; Η κυρία που μας κάλεσε είδε
την υπόθεση της Φωτεινής και την εξέλιξη που είχε και
ταράχτηκε. Η εκπομπή της Παρασκευής την ώθησε να
αναζητήσει την αδελφή της. Είναι πολύπλοκη ιστορία απ’ ό,τι
κατάλαβα, από τα λίγα που μου είπε, γιατί θέλει να μιλήσει
μ’ εσένα».
«Πιθανότατα να είδε κοινά σημεία στις δύο υποθέσεις, γι’
αυτό ταράχτηκε. Θα μιλήσω με τη γυναίκα, αλλά να ξέρω
από πριν κάποια βασικά στοιχεία. Ηλικία, επάγγελμα,
οικογένεια».
«Είναι αεροσυνοδός, τριάντα δύο χρονών, από τη
Σαντορίνη, αλλά μένει στην Αθήνα».
«Αεροσυνοδός; Και πώς χάθηκε, από πού;»
«Δεν μου είπε λεπτομέρειες η γυναίκα. Γράψε το τηλέφωνο.
Περιμένει να την πάρεις».
Σηκώνομαι να ετοιμάσω καφέ και τα δυο σκυλιά μου
τινάζονται έτοιμα για παιχνίδια. Μπερδεύονται στα πόδια μου,
ο Βαν αρπάζει το πλεκτό μποτάκι που προσπαθώ να
φορέσω και τρέχει να το κρύψει. Το τραβάω από τα δόντια
του και μου μένει στα χέρια η φούντα του. Φορώντας μόνο
το ένα και με γυμνό το άλλο πόδι, βάζω στην καφετιέρα το
φίλτρο για φρέσκο καφέ. Ευτυχώς που δεν κάνω
κατάχρηση αυτού του μαύρου τονωτικού υγρού και
προστατεύω κάπως την ισορροπία του νευρικού μου
συστήματος. Οι άντρες της οικογένειας τηλεφώνησαν ότι θα
καθυστερήσουν. Αυτό με βοηθά για να συγκεντρωθώ στη
νέα υπόθεση που χτύπησε την πόρτα του «Τούνελ».
Καλώ την αδελφή της αγνοούμενης στο σταθερό τηλέφωνο
του σπιτιού της. Απαντά στον δεύτερο χτύπο.
«Η κυρία Βάλια Ράλλη;»
«Η ίδια. Κυρία Νικολούλη, εσείς; Σας κατάλαβα αμέσως.
Χαίρομαι που σας μιλάω γιατί είστε η αδυναμία μου. Δεν
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 27
_

χάνω εκπομπή σας».


«Να ’στε καλά. Μου είπε η συνεργάτις μου ότι αγνοείται η
αδελφή σας».
«Σκεφτόμουν να σας καλέσω για να βοηθήσω στο “Τούνελ”
σαν εθελόντρια, εδώ στο νησί. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα
σας ζητούσα να ψάξετε δικό μου άνθρωπο».
Η φωνή της ραγίζει από τη συγκίνηση. Περιμένω να
ηρεμήσει.
«Γιατί ανησυχείτε τόσο πολύ; Είναι νέα γυναίκα. Μπορεί να
έφυγε για λίγο, να ξεφύγει από υποχρεώσεις και
προβλήματα».
«Εμάς μπορεί να μας άφηνε γιατί μας βαρέθηκε. Να πω
ότι δεν μας θέλει πλέον; Εντάξει. Αλλά το παιδί της; Αυτόν
τον άγγελο που είναι όλη της η ζωή;»
Ξαφνιάζομαι. Δεν είχε πει στη Μαρία τίποτα για παιδί.
«Είναι παντρεμένη; Πώς χάθηκε; Δώστε μου μια εικόνα να
καταλάβω τι συμβαίνει».
«Συζούσε με κάποιον εκεί στην Αθήνα, στη Γλυφάδα, και
έχουν ένα αγοράκι τριών χρονών».
«Αυτός τι σας λέει; Συγγνώμη, αλλά μιλάμε για την αδελφή
σας και δεν μου είπατε το όνομά της».
«Ματίνα Ράλλη. Ένα ευαίσθητο κορίτσι, ένας καλός
άνθρωπος που δεν πείραξε ποτέ κανέναν. Είναι ψυχούλα η
αδελφή μου, κυρία Αγγελική, και κούκλα ζωγραφιστή.
Περπατάει και αναστενάζουνε κι οι πέτρες».
Ξεσπάει σε κλάματα. Καταλαβαίνω ότι στο σπίτι υπάρχουν
κι άλλα άτομα. Την ακούνε που κλαίει και αντιδρούν. Μια
γυναίκα φωνάζει. Της λέει για μένα.
«Η μητέρα μου σας στέλνει την αγάπη της και σας
παρακαλεί πολύ να μας βοηθήσετε. Σ’ εσάς ελπίζουμε για να
μάθουμε κάτι, γιατί η αστυνομία δεν την ψάχνει την
υπόθεση».
«Να πείτε στη μητέρα σας να μη στενοχωριέται. Θα
κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να βρούμε τη Ματίνα της».
Μόλις η Βάλια συνέρχεται από το κλάμα, την ρωτάω πάλι
28 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

για το σύντροφο της αδελφής της και τις συνθήκες κάτω


από τις οποίες αυτή χάθηκε.
«Κυρία Αγγελική, είναι κάποια πράγματα σοβαρά που δεν
λέγονται από το τηλέφωνο. Θα έρθω αύριο στην Αθήνα να
μιλήσουμε και θα καταλάβετε γιατί μ’ έχουν ζώσει τα φίδια».
«Σας περιμένω. Φέρτε μου ό,τι στοιχεία έχετε που μπορεί να
μας βοηθήσουν στην έρευνα, και το βασικότερο, φέρτε μου
φωτογραφίες. Θα σας πάρουν τηλέφωνο οι συνεργάτες μου να
σας πουν πώς θα έρθετε στο κανάλι. Εντάξει;»
Δεν μου απαντά. Μήπως έπεσε η γραμμή;
«Βάλια;»
«Μισό λεπτό να βγω έξω γιατί δεν θέλω να καταλάβουν οι
γονείς μου».
Περνούν λίγα λεπτά και μου μιλάει σχεδόν ψιθυριστά. Μου
φαίνεται φοβισμένη.
«Με ακούτε; Συμβαίνει κάτι πολύ περίεργο, που το
σκέφτομαι και μου κόβεται η ανάσα. Όταν εξαφανίστηκε η
Ματίνα, έψαξα στο σπίτι όπου έμεναν εδώ στο νησί, σε μια
αποθήκη παλιά που είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. Σκέφτηκα
μήπως βρω κάτι δικό της που θα με βοηθήσει να καταλάβω
τι συνέβη. Αν σας πω τι ανακάλυψα σ’ ένα μαύρο βαλιτσάκι,
δεν θα με πιστέψετε, θα πείτε “Καλά, αυτή είναι τρελή,
πολλές ταινίες μυστηρίου βλέπει”».
Της ζητάω να μου δώσει μια εικόνα για το περιεχόμενο της
βαλίτσας και μένω άφωνη μ’ αυτά που ακούω. Λες και με
χτύπησε αστροπελέκι. Αναρωτιέμαι μήπως έχω μπερδέψει
τον ύπνο με τον ξύπνο μου, αφού όταν με κάλεσε η Μαρία
κοιμόμουν, και μάλιστα βαθιά.
Όταν ο Βαν αφήνει μπρος στα πόδια μου το
μισοφαγωμένο μποτάκι μου, συνειδητοποιώ όλα όσα
συνέβησαν μέσα σε λίγη ώρα, αλλά κι αυτά που πρόκειται
να ακολουθήσουν.
ΑΘΗΝΑ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2005

Το μυστικό της αποθήκης

Τ Ο ΡΑΝΤΕΒΟΥ μου με την αδελφή της αγνοούμενης είναι σε


μισή ώρα στο γραφείο μου και τρέχω με εκατόν σαράντα
στην Εθνική οδό για να προλάβω. Ευτυχώς που τέτοια ώρα,
έντεκα το πρωί, δεν έχει μεγάλη κίνηση και θα φτάσω
εγκαίρως στο κανάλι, αρκεί βέβαια να βρω τη σωστή έξοδο
για Περιστέρι. Αν απαντήσω στο κινητό τηλέφωνο που χτυπά
και προσπεράσω, ένα είναι σίγουρο: θα χαθώ στις επόμενες
εξόδους και δεν θα με βρουν σύντομα ούτε οι συνεργάτες μου.
«Φεύγεις για τα ραντεβού σου κυριολεκτικά στο παρά πέντε
και ταλαιπωρείσαι. Να ξεκινάς νωρίτερα», μου λέει η Λίζα, η
παραγωγός μου. Παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που
καταβάλλω όμως, πάντα κάτι μου τυχαίνει τελευταία στιγμή
και καθυστερώ. Αλλά σήμερα δεν θέλω να συμβεί το ίδιο και
γκαζώνω.
Η Μαρία, ο Τάκης και η Μάτα, οι συνεργάτες μου στην
πρωινή βάρδια, μιλάνε στα τηλέφωνα. Τους εύχομαι καλή
εβδομάδα και μου απαντούν με νεύματα και χαμόγελα.
Βολεύομαι στο γραφείο μου και το Ματάκι, όπως την λέω
χαϊδευτικά, μου φέρνει τον καφέ μου, τις εφημερίδες και τη
λίστα με τις κοινωνικές υποχρεώσεις της εβδομάδας.
Η Μαρία κλείνει το τηλέφωνο και έρχεται φουριόζα. Της
είπα από χτες να ψάξει στην αστυνομία για την υπόθεση
30 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

της αγνοούμενης.
«Μιλούσα με το τμήμα ασφαλείας της Γλυφάδας όπου
έμενε η κοπέλα και με παρέπεμψαν στα κεντρικά. Υπάρχει
δήλωση εξαφάνισης για τη Ματίνα Ράλλη, αλλά ξέρεις ποιο
είναι το περίεργο; Δηλώθηκε δεκατρείς μέρες μετά την
εξαφάνιση και όχι από το σύντροφό της».
«Αλλά από ποιον;»
«Από τους γονείς της».
Ο άνθρωπος με τον οποίο συζούσε, ο πατέρας του παιδιού
της, δεν ανησύχησε για την εξαφάνισή της; Δεν έτρεξε στην
αστυνομία; Παράξενο.
«Έμαθες τι αναφέρουν οι γονείς της κοπέλας στη δήλωσή
τους;»
«Μεταφέρουν όσα τους είπε ο γαμπρός τους. Ότι η Ματίνα
ήθελε να χωρίσουν επειδή γνώρισε κάποιον άλλον και ότι
έφυγε γύρω στα μεσάνυχτα της Πέμπτης 13 Οκτωβρίου από
το σπίτι τους μ’ αυτόν τον άγνωστο άντρα που την περίμενε
σ’ ένα σκούρο αυτοκίνητο. Δεν τους ενημέρωσε γιατί πίστευε
ότι ήταν μια τρέλα της και θα γυρνούσε πίσω στο παιδί
τους».
Απίστευτο. Αυτή την ιστορία την έχω ξανακούσει και σε
άλλες εξαφανίσεις γυναικών. Καρμπόν. Μα καμία
πρωτοτυπία; Φεύγεις, κυρία μου, με τον εραστή σου και δεν
φροντίζεις να το στήσεις σωστά; Έξω από το σπίτι σου,
κάτω απ’ τη μύτη του άντρα σου και με τα παιδιά να
κλαίνε ή να κοιμούνται; Και ο άντρας σου αντί να
αντιδράσει σαν πληγωμένο αρσενικό, σαν γνήσιος
Ελληνάρας, σκύβει το κεφάλι για να του φορέσεις καλύτερα
τα κέρατα;
«Σου θυμίζει κάτι αυτό το σκηνικό;» με ρωτάει με νόημα η
Μαρία, αλλά δεν της απαντώ γιατί με καλούν από την
ασφάλεια της εισόδου. Είναι ο Γιώργος ο σεκιουριτάς, που
με ενημερώνει ότι η αδελφή της αγνοούμενης, η Βάλια Ράλλη,
ανεβαίνει με το ασανσέρ για τα γραφεία μας.
Η κομψή γυναίκα που εμφανίζεται σε λίγα λεπτά μπροστά
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 31
_

μου με ένα μαύρο βαλιτσάκι, με το καλημέρα σας και την


εγκάρδια χειραψία αποπνέει δυναμισμό και
αποφασιστικότητα. Είναι καστανή, μετρίου αναστήματος και
λεπτή. Γλυκιά γυναίκα, με σκούρο δέρμα και έντονα
καστανοπράσινα μάτια. Ζητάει στιγμιαίο καφέ μέτριο και
στρίβει τσιγάρο. Τα χέρια της τρέμουν ελαφρά.
«Όλοι περιμένουν από μένα τη δυνατή να βρω την άκρη»,
μου λέει και τα μάτια της βουρκώνουν.
«Βλέπετε όμως ότι τα φαινόμενα απατούν».
Είναι πολύ αγχωμένη και σκέφτομαι με κάποιον τρόπο να
την ηρεμήσω, γιατί νιώθω ότι ο δρόμος που ανοίγεται
μπροστά μας είναι μακρύς και δύσβατος.
Μιλάμε στον ενικό και την ρωτάω για τη Σαντορίνη και για
την ίδια. Έμενε πολλά χρόνια στην Αθήνα και συνεργαζόταν
με γνωστό σχεδιαστή μόδας. Μετά τη διάλυση του δεύτερου
γάμου της, μετοίκησε με την έφηβη κόρη της στο νησί και
άνοιξε μπουτίκ με γυναικεία ρούχα στα Φηρά. Είναι δέκα
χρόνια μεγαλύτερη από την αγνοούμενη αδελφή της.
Στη σκέψη της Ματίνας αναστατώνεται. Παίρνει μια βαθιά
ανάσα, σβήνει το τσιγάρο και βγάζει από την τσάντα της
έναν λευκό φάκελο.
«Θέλω να δεις την αδελφή μου και πιστεύω ότι θα
καταλάβεις πολλά. Μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις. Εδώ είναι οι
φωτογραφίες που βρήκα στο σπίτι της στο νησί, στο δικό μου
και στων γονιών μας».
Παίρνω την πρώτη φωτογραφία της αγνοούμενης στα χέρια
μου και τα μάτια μου βυθίζονται στα δικά της τα
εκφραστικά. Μαύρα και αμυγδαλωτά, με μια αθωότητα
έφηβης. Όμορφο πρόσωπο σε οβάλ σχήμα, με γαλλική
μυτούλα και απαλά χείλη. Τα καστανόξανθα μακριά μαλλιά
της πέφτουν κυματιστά στους ώμους της. Σε μια άλλη
φωτογραφία φορά την μπλε στολή της αεροσυνοδού με τις
κόκκινες λεπτομέρειες και τα μαλλιά της είναι πιασμένα σε
κότσο. Είναι όρθια και διακρίνεται το ψηλό, καλλίγραμμο
κορμί της. Ρωτάω την αδελφή της για το ύψος της και μου
32 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

απαντά ότι είναι 1,71.


«Είναι ψηλότερη από τον Δημήτρη, το σύντροφό της, κι αυτός
ένιωθε κομπλεξικά. Όταν έβγαιναν μαζί δεν την άφηνε να
φορά τακούνια. Και δεν ήταν το μόνο που της απαγόρευε»,
μου λέει η Βάλια και μου δείχνει μια άλλη φωτογραφία με το
ζευγάρι.
Εκείνη δίπλα του φαίνεται μικρότερη, ανέμελη και
χαρούμενη. Ακουμπά το κεφάλι της στον ώμο του τρυφερά,
σαν να ζητά προστασία από αυτόν τον έμπειρο και
γοητευτικό άντρα με τα καστανόξανθα μακριά μαλλιά.
Εκείνος κοιτάζει το φακό με το δυνατό βλέμμα του
κατακτητή. Τα μάτια του είναι μαύρα και όμορφα. Τα χείλη
του σαρκώδη. Με το ένα χέρι την αγκαλιάζει και με το άλλο
κρατά επιδεικτικά ένα μαύρο πούρο.
«Αυτή είναι από τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους, που
ήταν όλα ρόδινα. Δες μετά πώς αποτυπώνεται στο
προσωπάκι της η στεναχώρια, η απογοήτευση. Σ’ αυτήν εδώ
είναι έγκυος στον πέμπτο μήνα, κι όμως δεν είναι
χαρούμενη».
Στις επόμενες φωτογραφίες που μου δείχνει, το χαμόγελο
της Ματίνας χάνεται σταδιακά και η θλίψη είναι έκδηλη.
Στη φωτογραφία όπου είναι έγκυος, αυτός την αγκαλιάζει με
μια έκφραση ικανοποίησης και αυτοπεποίθησης ενώ αυτή
είναι σφιγμένη.
«Την ζήλευε παθολογικά. Πίστευε ότι στα ταξίδια της θα
γνώριζε κάποιον άλλον άντρα και θα την έχανε, και για το
λόγο αυτόν απαίτησε να παραιτηθεί από αεροσυνοδός από
τον δεύτερο μήνα της γνωριμίας τους».
«Έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας;» ρωτάω τη Βάλια.
«Δώδεκα χρόνια, αλλά φαίνεται μεγαλύτερος. Δες το
αγοράκι της. Ένας άγγελος κυριολεκτικά. Και στο όνομα και
στην όψη».
Το ξανθό αγοράκι με τα μαύρα μάτια γελάει χαρούμενο
στην αγκαλιά της μανούλας του και εκείνη λάμπει. Και στις
άλλες τρεις φωτογραφίες που βλέπω τη μητέρα με το γιο,
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 33
_

καταλαβαίνω τη χαρά που της έδινε αυτό το παιδί. Λες και


ρουφούσε από τα μαγουλάκια που φιλούσε την ίδια τη ζωή.
Σε μια άλλη φωτογραφία, πρόσφατη, που είναι οι τρεις τους
πάνω από μια τούρτα γενεθλίων με τρία κεράκια, η εικόνα
διαφέρει κατά πολύ. Η μάνα κοιτάζει με σβησμένο βλέμμα
το φακό, το παιδί δείχνει απορημένο και ο μόνος που γελά
πλατιά, με μια δόση ειρωνείας, είναι ο πατέρας.
Μιλάμε για την αγνοούμενη και δεν ρωτάω ακόμα τις
λεπτομέρειες της εξαφάνισής της, λες και ξέρω τι θα
ακούσω. Η Βάλια, σαν να διάβασε τη σκέψη μου, πήρε πάλι
το λόγο.
«Η αδελφή μου εξαφανίστηκε και η οικογένειά μου δεν
είχε ιδέα. Τηλεφωνούσαμε για να δούμε τι κάνουν η Ματίνα
και το παιδί και τα κινητά του ζευγαριού ήταν κλειστά.
Έμεναν σε μονοκατοικία στη Γλυφάδα και δεν ξέραμε ποιον
γείτονα να βρούμε για να μάθουμε κάτι. Από τις φίλες της
την είχε απομονώσει, συγγενείς δεν την άφηνε να δει, ποιον
να ρωτούσα; Αποφασίσαμε με τους γονείς μου να έρθουμε
στην Αθήνα και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με πολύ
δυσάρεστες εκπλήξεις».
Στρίβει το τρίτο στη σειρά τσιγάρο και βγάζει από την
τσάντα της ένα μπουκαλάκι νερό. Δεν θέλω να την διακόψω με
ερωτήσεις. Την αφήνω να μου πει τα γεγονότα με τη σειρά
που τα έζησε.
«Το σπίτι τους ήταν κλειστό και από τη γειτονιά μάς
είπαν ότι είχαν να τους δουν πάνω από μια εβδομάδα.
Ξέραμε ότι τελευταία ζούσαν στα Γιάννενα η μητέρα του
και η διαζευγμένη αδελφή του με τα δυο παιδιά της. Δεν
είχαμε επαφές, αλλά βρήκα το τηλέφωνο της Γιάννας, έτσι
λένε την αδελφή του, σε μια ατζέντα που υπήρχε στο σπίτι
στο νησί και την είχα μαζί μου. Όταν την κάλεσα,
διαπίστωσα ότι αυτός βρισκόταν εκεί μαζί με το παιδί.
Θεώρησα σίγουρο ότι θα ήταν και η Ματίνα εκεί και ζήτησα
να της μιλήσω. Τότε η αδελφή του, μια γλωσσοκοπάνα, μου
επιτέθηκε με κακία. Μου είπε να πάω να την βρω εκεί που
34 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

γλεντάει με τον γκόμενό της. Ότι εγώ ξέρω με ποιον το


έσκασε, την καλύπτω και θα ’πρεπε να ντρέπομαι. Τα ’χασα.
Με έπιασε ταχυκαρδία. Επέμενα να μιλήσω με τον Δημήτρη,
οπότε κάποια στιγμή ήρθε αυτός στο τηλέφωνο.
“Τρελαθήκατε όλοι;” του είπα. “Τι είναι αυτά που ακούω;
Πού είναι η αδελφή μου;” Μου απάντησε ψυχρά, ότι τον
άφησε και έφυγε με κάποιον άλλον, χωρίς να σκεφτεί το
παιδί της. Του λέω, “Πας καλά, άνθρωπέ μου; Η Ματίνα, που
είχε μάτια μόνο για σένα, την έκανε με άλλον;” Δεν μου
απάντησε, και όταν τον ρώτησα γιατί δεν μας ειδοποίησε
αμέσως, μου είπε μια μαλακία – σόρι για την έκφραση.
Θέλαμε να πάμε εκεί να μιλήσουμε από κοντά, να δούμε το
παιδί, αλλά δεν μας άφησαν. Μετά απ’ αυτό οι γονείς μου
δήλωσαν την εξαφάνισή της».
«Πόσα χρόνια ήταν μαζί;»
«Γύρω στα τέσσερα. Τον γνώρισε στο καράβι, όταν επέστρεφε
στο νησί μετά το διαζύγιο από τον πρώτο της άντρα, τον
Παύλο, έναν πιλότο με τον οποίο δεν είχε παιδιά. Όπως
καταλαβαίνεις, ήταν συναισθηματικά ευάλωτη. Σαν
χαρακτήρας η αδελφή μου είναι αδύναμη και ευκολόπιστη,
αυτό που λέμε εύκολο θύμα».
Η φωνή της πάλλεται και σταματάει. Σκύβει το κεφάλι για
να κρύψει τη συγκίνησή της, παίρνει δυο βαθιές ανάσες και
συνεχίζει:
«Στην αρχή της συμβίωσής τους πήγαιναν όλα μέλι γάλα.
Τους ζήσαμε από κοντά γιατί έμεναν στο σπίτι της στο
Εμπορειό. Αυτός ήταν γερά ματσωμένος και άνοιξε
ξενοδοχείο στο Ημεροβίγλι και τουριστικό γραφείο στα
Φηρά. Πήγαινε καλά γιατί είχε εμπειρία από τέτοιες
επιχειρήσεις, και στην Αυστρία όπου ζούσε χρόνια, αλλά και
στη Γαλλία τελευταία, απ’ ό,τι τουλάχιστον μας έλεγε, γιατί
δεν ξέρουμε αν είναι αλήθεια. Αν εξαιρέσεις κάτι περίεργα
ξεσπάσματα χωρίς λόγο που είχε ώρες ώρες και τον έκαναν
άλλον άνθρωπο, ήταν εντάξει με όλους μας, ευγενής, δοτικός,
και έδειχνε ερωτευμένος με την αδελφή μου. Αφού λέγαμε τι
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 35
_

λαχείο ήταν αυτό για το κορίτσι μας. Της χάριζε κοσμήματα


γνωστών οίκων, όλα σε χρυσό και πλατίνα. Στο σπίτι τους
υπήρχαν πάντα ανθοδέσμες με λευκά κρίνα και
τριαντάφυλλα. Όταν την έβλεπα να ενθουσιάζεται σαν
μικρό παιδί, την πείραζα και της έλεγα πως αυτός ο σπάνιος
στις μέρες μας ιπποτισμός οφείλεται στο περιβάλλον της
Αυστρίας όπου έζησε χρόνια. Ότι ο γαμπρός που κάναμε
είναι γόνος κάποιας αριστοκρατικής οικογενείας και δεν μας
το λέει».
Χαμογελάει ειρωνικά και πίνει λίγο νερό από το
μπουκαλάκι της.
«Λίγους μήνες μετά τη γνωριμία τους έμεινε έγκυος και
όλοι χαρήκαμε. Η Ματίνα ήθελε πολύ ένα μωρό, έπλεε σε
πελάγη ευτυχίας. Εκείνος έκανε σαν παλαβός, σίγουρος ότι
το παιδί θα είναι ο γιος που περίμενε.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης πρέπει να συνέβαιναν
διάφορα στο σπίτι τους, γιατί ακούγονταν καβγάδες στη
γειτονιά. Μια φορά είδα αμυχές στα χέρια της και μελανιές
στο πρόσωπο. Μου είπε ότι χτύπησε σ’ ένα ντουλάπι της
κουζίνας κι ότι ένας σκύλος την γρατσούνισε. Όταν η
αδελφούλα μου γέννησε αφοσιώθηκε στον Άγγελο, κόλλησε
πάνω του και άρχισαν τα σοβαρά προβλήματα. Ο Δημήτρης
τη μια έλεγε ότι ήταν τυχερός που είχε αυτό τον όμορφο γιο
και την άλλη δημιουργούσε άγριες σκηνές. Της φώναζε ότι το
παιδί δεν ήταν δικό του, ότι τα ξανάφτιαξε με τον πρώτο
της άντρα και ότι είχε μείνει έγκυος από αυτόν».
«Και η Ματίνα τι έκανε; Δεν αντιδρούσε;»
«Τα κατάπινε όλα και δεν έλεγε λέξη σε κανέναν. Είδα ότι
κάτι δεν πήγαινε καλά και την πίεσα να μου μιλήσει. Ξέρεις
τι της έκανε όταν σαράντισε; Την υποχρέωσε κρυφά απ’
όλους μας να έρθει στην Αθήνα και να κάνουν στο παιδί
τεστ DNA. Όταν βγήκε θετικό έδειξε να ηρεμεί, αλλά δεν
προχώρησε στην αναγνώριση του Άγγελου. Τώρα που η
αδελφή μου χάθηκε, η μάνα του μας είπε ότι θα το
τακτοποιήσει το θέμα. Αν είναι δυνατόν».
36 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

«Γιατί δεν την παντρεύτηκε;»


«Της έλεγε ότι δεν έχει λυθεί ο πρώτος του γάμος στην
Αυστρία. Ότι η πρώην γυναίκα του του ζητούσε συνέχεια
χρήματα, και ότι μόλις θα καθάριζε μαζί της, θα την
παντρευόταν. Η αλήθεια είναι ότι η αδελφή μου τον πίεζε για
στεφάνι και για αναγνώριση του παιδιού. Την συμβούλευα να
μην το κάνει αυτό γιατί τον έπνιγε, αλλά δεν με άκουγε».
«Στη Γλυφάδα πότε μετακόμισαν και γιατί;»
«Δεν τον σήκωνε άλλο η Σαντορίνη, Αγγελική. Είχε γκόμενες
στο ξενοδοχείο και τα μαθαίναμε από τους υπαλλήλους.
Χανόταν για μέρες και έλεγε ότι είχε δουλειές στο
εξωτερικό, ότι πήγαινε στη Βιέννη να δει την κόρη που είχε
με την Αυστριακή. Εγώ είμαι σίγουρη πως κάτι άλλο
συνέβαινε. Πρέπει να ήταν μπερδεμένος σε βρόμικες
δουλειές, γιατί κατά καιρούς εμφανίζονταν στο ξενοδοχείο
κάτι τύποι του υποκόσμου. Την δούλευε ψηλό γαζί τη
Ματίνα κι αυτή τον πίστευε και μου έλεγε να μη μιλάω
άσχημα γι’ αυτόν γιατί τον αγαπούσε. Την χτυπούσε
μπροστά στο παιδί κι ο μικρός μάς τα έλεγε. Οι γονείς μου
αγανάκτησαν και του ζήτησαν το λόγο.
Εγώ του έτριξα τα δόντια. Πριν από έξι μήνες περίπου
πούλησε τις επιχειρήσεις του και έφυγαν νύχτα για την
Αθήνα. Από τότε δεν την ξαναείδαμε τη Ματίνα μας.
Μιλάγαμε αλλά κρυφά, γιατί της απαγόρευε να έχει επαφές
μαζί μας».
Η Βάλια ήταν αρκετά κατατοπιστική και απ’ ό,τι
κατάλαβα αντικειμενική. Με αυτά που μου αφηγήθηκε
προσέγγισα σε πρώτη φάση το προφίλ και των δύο.
Μου έλειπαν όμως τα ντοκουμέντα της βαλίτσας που μου
έφερε, για να δέσω την εικόνα του συντρόφου της
αγνοούμενης και να ξέρω με ποιον έχω να κάνω. Είναι
βασικό πρόσωπο στην υπόθεση και ο τελευταίος άνθρωπος
που την είδε πριν χαθεί.
«Βάλια, θέλω να δω τα στοιχεία που βρήκες στην αποθήκη
του σπιτιού τους στο νησί».
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 37
_

Ανοίγει το μαύρο βαλιτσάκι και μένω κόκκαλο. Στη


χθεσινή μας επικοινωνία μου μίλησε μόνο για τα διαβατήρια
που βλέπω τώρα μπροστά μου, για τις ταυτότητες, τα
έγγραφα και τα συμβόλαια, στην πλειοψηφία τους πλαστά.
Εδώ υπάρχουν και περούκες, μουστάκια, φρύδια, μούσια σε
διαφορετικά χρώματα, γυαλιά οράσεως, κινητά τηλέφωνα
και κάρτες. Ό,τι χρειάζεται δηλαδή κάποιος που κινείται
στην παρανομία. Ψάχνω τη βαλίτσα και ανακαλύπτω και
δεύτερο πάτο. Τον ανοίγω και βρίσκω χειρόγραφες
σημειώσεις με αριθμούς τηλεφώνων, ονόματα, διευθύνσεις,
κωδικοποιημένα μηνύματα. Στις πλαστές ταυτότητες,
παρατηρώντας με προσοχή, αναγνωρίζω το σύντροφο της
αγνοούμενης, αλλά με εντελώς διαφορετική εικόνα σε κάθε
μία. Το ίδιο και στα διαβατήρια.
Ζαλίζομαι και κρατώ σημειώσεις με τα στοιχεία που
βλέπω για να μην μπερδευτώ. Σε μία εμφανίζεται σαν Φάνης
Απέργης με διαφορά μόνο στο χρώμα των μαλλιών, που είναι
καστανά. Σε άλλη σαν Ιωάννης Μπάτης με μαύρα κοντά
μαλλιά, μούσι και μαύρο μουστάκι. Σε μια τρίτη βλέπω έναν
Τζορτζ Δαβίδ με κατσαρά καστανόξανθα μαλλιά μέχρι τον
ώμο, μούσι και γυαλιά. Στην τέταρτη είναι ο Σπυρίδων
Ηλιόπουλος με γκρίζα κοντοκουρεμένα μαλλιά, μούσι και
φρύδια στην ίδια απόχρωση.
«Το πραγματικό όνομα αυτού του τύπου μπορείς να μου
πεις ποιο είναι; Γιατί με τόσα που είδα θόλωσα».
«Εμείς τον ξέρουμε σαν Δημήτρη Μακρή, σαράντα
τεσσάρων ετών. Μας έλεγε ότι γεννήθηκε στη Γερμανία από
Έλληνες γονείς και ζούσε στην Αυστρία και στη Γαλλία.
Τώρα, αν είναι τα πραγματικά του στοιχεία, θα σε γελάσω.
Οι επιχειρήσεις του πάντως ήταν στο όνομα ενός συνεταίρου
που είχε, αλλά όλοι ξέραμε ότι τα χρήματα ήταν δικά του κι
αυτός έκανε κουμάντο. Όταν μια φορά τον ρώτησα γιατί
δεν βγαίνει μπροστά στις δουλειές του, μου απάντησε ότι
ενεργούσε μ’ αυτό τον τρόπο για να αποφύγει τις παράλογες
οικονομικές απαιτήσεις της πρώην συζύγου του. Ότι αν τον
38 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

έβλεπε με περιουσία, θα του τα έπαιρνε όλα».


«Πρέπει να είναι μεγάλος απατεώνας, το λιγότερο που
μπορώ να πω. Γιατί με τόσα πλαστά στοιχεία μάλλον θα
είναι και αλλού μπλεγμένος, αφού ζούσε στο εξωτερικό και
ταξίδευε συνέχεια. Ένα πράγμα δεν καταλαβαίνω. Γιατί τα
κρατούσε όλα αυτά στην αποθήκη του σπιτιού όπου έμεναν,
με κίνδυνο να τα βρει η αδελφή σου;»
«Το ίδιο αναρωτήθηκα κι εγώ. Αν έβλεπες όμως πού τα είχε
θάψει. Σ’ ένα ξεχασμένο κατώγι υπόσκαφου όπου φυλάγαμε
παλιά τα τρόφιμα, αφού το σπίτι τους είναι παραδοσιακό.
Ίσως να τα χρησιμοποιούσε, γιατί απουσίαζε, όπως σου είπα,
συχνά για μέρες. Αν τα έπαιρνε όταν έφυγαν από το νησί, θα
τα έβλεπε η Ματίνα. Μπορεί να σχεδίαζε να τα εξαφανίσει
νύχτα, σε κάποιο αιφνιδιαστικό ταξίδι του στο νησί».
«Στον ένα μήνα που αγνοείται η αδελφή σου, μάθατε
τίποτα παραπάνω γι’ αυτόν τον άνθρωπο; Για το παρελθόν
του;»
«Κανείς δεν γνώριζε λεπτομέρειες γιατί δεν είχε παρέες,
απέφευγε τις κοινωνικές εκδηλώσεις και τις φωτογραφίσεις
και δεν ήθελε να μιλάει για τη ζωή του. Σκοτεινός άνθρωπος,
και απορώ πώς δεν τον κατάλαβα από την αρχή. Αν τον
υποψιαζόμουν, δεν θα φτάναμε εδώ που είμαστε σήμερα».
Με όλα τούτα τα σοκαριστικά που ξεδιπλώθηκαν μέσα σε
λίγη ώρα, συνειδητοποιώ τη σοβαρότητα της υπόθεσης, αλλά
και την επιτακτική ανάγκη να κινηθούμε ταχύτατα για να
μη χαθεί κι άλλος πολύτιμος χρόνος. Να βγούμε στον αέρα
την Παρασκευή με την αναζήτηση της Ματίνας. Η Βάλια
συμφωνεί μαζί μου.
Πρέπει όμως να πάμε με την κάμερα στο σπίτι απ’ όπου
χάθηκε. Να μιλήσουμε με γείτονες, με το σύντροφό της. Να
κάνουμε την απαραίτητη έρευνα, όπως το συνηθίζουμε.
«Αυτό δεν πρέπει να γίνει, Αγγελική, γιατί ο Δημήτρης θα
αγριέψει με τη μεγάλη δημοσιότητα και θα εξαφανίσει το
παιδί. Θα ξεσπάσει πάνω του για να μας τιμωρήσει. Θέλουμε
να έχουμε επαφή με τον Άγγελο, και αν χρειαστεί, με νόμιμο
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 39
_

τρόπο, να τον πάρουμε από τα χέρια του».


«Καταλαβαίνω, αλλά πώς θα γίνει η έρευνα σε μια τόσο
ιδιαίτερη υπόθεση;»
Η Βάλια μου προτείνει αυτό που σκέφτομαι κι εγώ να της
πω.
«Είπαμε με τους γονείς μου να κάνεις πρώτα μια αναφορά
της εξαφάνισης στην εκπομπή, δείχνοντας συνέχεια τις
φωτογραφίες της, για να δούμε τι θα προκύψει. Πιστεύουν ότι
το κορίτσι μας θόλωσε από την άσχημη ζωή που ζούσε
τελευταία και έφυγε για κάπου μακριά να ηρεμήσει.
Αεροσυνοδός ήταν, γνώριζε από εξωτερικό και είχε επαφές με
κόσμο. Εγώ δεν το δέχομαι αυτό, γιατί τη Ματίνα την διάβαζα
σαν ανοιχτό βιβλίο. Είναι στιγμές όμως που σκέφτομαι ότι η
ψυχή του ανθρώπου είναι άβυσσος, ειδικά της γυναίκας.
Μήπως το ’σκασε πράγματι και θα επιστρέψει να πάρει το
παιδί της, άρα άδικα τα βάζω μ’ αυτόν; Τώρα σου μιλάω για
μια πιθανότητα στις χίλιες, αλλά ειδικά η μητέρα μου θέλει
να την εξαντλήσουμε κι αυτήν».
«Βάλια, μην ξεχνάς ότι πέρασε ένας μήνας χωρίς
επικοινωνία. Ακόμα σκέφτεται πώς θα πάρει το παιδί της;
Τελοσπάντων. Τα προσωπικά της στοιχεία, ταυτότητα,
διαβατήριο, βρέθηκαν;»
«Αυτός σίγουρα θα ξέρει τι πήρε μαζί της εκείνη τη νύχτα
που χάθηκε, αλλά δεν μας λέει. Είμαστε κυριολεκτικά στο
σκοτάδι».
«Ας ξεκινήσουμε όπως λένε οι γονείς σου. Πρέπει όμως να
έρθεις στο στούντιο, γιατί ζωντανή εκπομπή είναι και
μπορεί να σε χρειαστούμε. Θα έχω και κάποια άλλη
αναζήτηση αγνοούμενου, παράλληλα με της Ματίνας. Να
ξέρεις όμως το εξής. Αν δεν εντοπίσουμε τα ίχνη της, θα
συνεχίσουμε με τη βαθιά έρευνα που σου είπα, μέχρι να
βρούμε την άκρη».
Η Βάλια συμφωνεί και δίνουμε ραντεβού την Παρασκευή,
στο στούντιο της ζωντανής εκπομπής.
ΑΘΗΝΑ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2005

Έρευνα στην ομίχλη

Τ Ο «ΦΩΣ στο Τούνελ» ξεκινάει στις έντεκα το βράδυ το


ταξίδι του στον κόσμο του μυστηρίου, με συνταξιδιώτες τους
τηλεθεατές, που το ακολουθούν πιστά πάνω από δέκα
χρόνια. Άγνωστη απόψε η διαδρομή μας, όπως και οι
σταθμοί της έρευνας για τους δύο αγνοούμενους. Στον
καναπέ της εκπομπής κάθονται ανήσυχοι η Βάλια και οι
συγγενείς ενός τριαντάχρονου άντρα που χάθηκε οδηγώντας
το αυτοκίνητό του στη Θεσσαλονίκη. Έχω αγωνία και για
τους δύο, μα πιο πολύ για τη Ματίνα Ράλλη. Για τον νεαρό
οδηγό υποψιάζομαι ατύχημα, γιατί δεν είχε λόγους να
εξαφανιστεί οικειοθελώς. Οι γονείς του, ο αδελφός του κι
εγώ απευθύνουμε έκκληση σε διερχόμενους οδηγούς να μας
βοηθήσουν, δίνοντας συνεχώς στον αέρα τα στοιχεία του
αυτοκινήτου και την πιθανή πορεία του.
Όταν οι φωτογραφίες της Ματίνας με το παιδί της και με
το σύντροφό της εμφανίζονται στους τηλεοπτικούς δέκτες,
τα τηλέφωνα στο κέντρο του «Τούνελ» παίρνουν φωτιά. Οι
γνωστοί και οι φίλοι τους πέφτουν απ’ τα σύννεφα. Κανείς
δεν γνώριζε ότι η γυναίκα εξαφανίστηκε.
Η διαίσθηση που με καθοδηγεί όλα αυτά τα χρόνια χτυπάει
καμπανάκια από την ώρα που είδα ξανά τις φωτογραφίες
του ζευγαριού στην οθόνη. Αισθάνομαι παράξενα. Είμαι
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 41
_

σίγουρη ότι κάτι θα ακούσουμε απόψε, και για τα δύο


πρόσωπα, που θα προκαλέσει ανατροπές. Κάτι θα συμβεί. Και
καλά για τη Ματίνα που είναι αγνοούμενη. Για το σύντροφό
της όμως, γιατί; Έτσι όπως τον παρατηρώ προσεκτικά στη
φωτογραφία, νιώθω μια απειλή στο βλέμμα του. Ανατριχιάζω
και παγώνω. Τρέμω σύγκορμη και γι’ αυτό δεν φταίει το
σκοτεινό μάτι του συγκεκριμένου τύπου, αλλά το διαβολεμένο
αιρκοντίσιον που με χτυπά στο πρόσωπο. Κανένας τεχνικός
δεν μπορεί τόσα χρόνια να το διορθώσει, αφού το πλατό δεν
έχει το ύψος που απαιτείται. Αν αλλάξουν θέσεις στους
αεραγωγούς ή χαμηλώσουν την ψύξη, θα κολυμπήσουμε όλοι
στον ιδρώτα μας, γιατί ο χώρος υπερθερμαίνεται με τα
δυνατά φώτα της οροφής και το στούντιο μετατρέπεται σε
καμίνι. Αποτέλεσμα, να ψάχνω κάθε Παρασκευή σ’ ένα
περιβάλλον Σιβηρίας για φως στο τούνελ και να βρίσκω προς
κατανάλωση τις αντιβιώσεις που κυκλοφορούν στα
φαρμακεία, αφού είμαι κάθε τρεις και λίγο με πρόβλημα.
Απομακρύνω το ψύχος από τη σκέψη και το σώμα μου
κόβοντας βόλτες στο πρώτο διάλειμμα και τρίβοντας τα
μελανά μου χέρια. Όταν επιστρέφουμε στο στούντιο,
συγκεντρώνομαι στη σοβαρή έρευνά μου. Οι συνεργάτες μου
με ενημερώνουν ότι μια αεροσυνοδός, υπεύθυνη πτήσεων,
θέλει να μιλήσει στον αέρα της εκπομπής για «το κορίτσι με
το αγγελικό χαμόγελο». Την ακούμε.
«Αυτό που βλέπω απόψε για τη Ματίνα μας θέλω να
πιστεύω ότι είναι μια κακόγουστη φάρσα. Εύχομαι να
βρίσκεται κάπου από δική της επιλογή και να μη συμβαίνει
κάτι δυσάρεστο. Δεν ξέρετε για τι χαρακτήρα μιλάμε.
Διαμάντι, σπάνιο παιδί, ευαίσθητο, με συνέπεια και
υπευθυνότητα. Παραιτήθηκε από την εταιρεία μας επειδή ο
σύντροφός της, απ’ ό,τι μου είχε πει, δεν την ήθελε
αεροσυνοδό, αλλά στο σπίτι τους νοικοκυρά και καλή
μητέρα. Με έπαιρνε τηλέφωνο και μιλούσαμε, γιατί της
έλειπε η δουλειά της. Τους τελευταίους τρεις μήνες όμως την
είχα χάσει».
42 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

«Είχε σχέσεις με άλλες κοπέλες από την εταιρεία σας;»


ρωτάω. «Μήπως κάποια την είδε ή της μίλησε πρόσφατα
και μας βοηθήσει να εντοπίσουμε τα ίχνη της».
«Γι’ αυτόν το λόγο βγήκα στον αέρα της εκπομπής σας, για
να ζητήσω να έρθουν σε επαφή η μία με την άλλη, μήπως το
μάθουν και βοηθήσουν. Είμαι σίγουρη πως δεν γνωρίζουν την
εξαφάνισή της. Αν το ήξεραν, θα είχαν μιλήσει ήδη με την
οικογένειά της».
Οι μαρτυρίες τηλεθεατών για γυναίκες που έχουν κοινά
χαρακτηριστικά με τη Ματίνα και κυκλοφορούν σε
διάφορους χώρους είναι δεκάδες, κι αυτό είναι συνηθισμένο
φαινόμενο στις αναζητήσεις. Οφείλουμε να τις
διασταυρώσουμε όλες με προσοχή, γιατί κάποια από αυτές
μπορεί να οδηγήσει στα ίχνη του προσώπου που
αναζητούμε. Τις ερευνούμε με τους εξωτερικούς ρεπόρτερ
που κινούνται στους δρόμους της Αθήνας, αλλά και με τους
ανταποκριτές μας σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Στο
εξωτερικό μάς βοηθούν Έλληνες εθελοντές, κυρίως φοιτητές.
Όσο η διασταύρωση των στοιχείων είναι σε εξέλιξη, τόσο
ζωντανεύει και η ελπίδα της Βάλιας και των συγγενών της,
που παρακολουθούν στο νησί την εκπομπή. Μετά από λίγη
ώρα που οι ρεπόρτερ του «Τούνελ» μεταφέρουν τις
απαντήσεις των ερευνών, τους παρακολουθούν με την
ανάσα κομμένη. Περιμένουν να ακούσουν ότι η Ματίνα τους
εντοπίστηκε κάπου.
Κανένα όμως αποτέλεσμα. Οι πρώτες πληροφορίες
στηρίζονταν σε ομοιότητα.
Η μητέρα της αγνοούμενης, η κυρία Αρτεμισία, τηλεφωνεί
από τη Σαντορίνη και ζητάει να μιλήσει στην εκπομπή.
Πιστεύει ότι η κόρη της ζει και κρύβεται από το σύντροφό
της. Καταθέτει στον τηλεοπτικό αέρα την ίδια της την ψυχή,
προκαλώντας ρίγη συγκίνησης.
«Κοριτσάκι μου αγαπημένο, πάρε με ένα τηλέφωνο. Ο
Αγγελάκος ζητάει τη μανούλα του, ο πατέρας σου κοιτάει την
πόρτα μήπως και φανείς. Μετράμε τις μέρες που ’χεις χαθεί
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 43
_

και τις νύχτες τα μαξιλάρια μας μουσκεύουν από τα δάκρυα


και τον ιδρώτα της αγωνίας μας. Να ακούσω τη φωνή σου,
κόρη μου, κι ας πεθάνω...»
Η φωνή της σπάει από τη συγκίνηση και της ζητάω να
διακόψουμε, αλλά εκείνη συνεχίζει. Νιώθει ότι η Ματίνα την
βλέπει και την ακούει και θέλει να κρατήσει ζωντανή αυτή
την επαφή. Της λέω ότι θα ψάξουμε παντού για να την
βρούμε και ότι μας βοηθάει ο κόσμος σ’ αυτή την προσπάθεια.
«Παρακαλώ όσους την έχουν δει και ξέρουν τι απέγινε να
λυπηθούν το παιδί της. Βοηθήστε μας και μακάρι να ’χετε
όλα τα καλά του Θεού».
Το τηλέφωνο κλείνει και ο κόσμος στο στούντιο έχει
βουρκώσει. Η Βάλια ζητά να βγει για λίγο έξω και την
συνοδεύει η Αλεξάνδρα, η βοηθός παραγωγής.
Προσπαθούσε να συγκρατηθεί όσο μίλαγε η μητέρα της, αλλά
στο τέλος δεν άντεξε.
Μετά τα μεσάνυχτα η πυκνή ομίχλη αρχίζει σιγά σιγά να
διαλύεται. Τηλεφωνούν αεροσυνοδοί που ήταν γνωστές αλλά
και φίλες της Ματίνας και δεν γνώριζαν αυτή την εξέλιξη.
Μας δίνουν πληροφορίες χρήσιμες για την έρευνα που
γίνεται. Καμία όμως δεν την έχει δει το διάστημα που
αγνοείται, ούτε έχει ακούσει κάτι γι’ αυτήν.
Κάποια στιγμή ο συνεργάτης μου ο Νίκος με ενημερώνει ότι
τηλεφώνησε μια κυρία από τη γειτονιά της στη Σαντορίνη.
Άφησε τα στοιχεία της και ζήτησε να την καλέσουμε εμείς,
γιατί είχε δει κάτι παράξενο που ίσως να μας ενδιαφέρει.
Τότε δεν είχε δώσει σημασία, αλλά τώρα που έμαθε για την
εξαφάνιση της Ματίνας πιστεύει ότι πρέπει να ερευνηθεί.
Ρωτάω τη Βάλια αν γνωρίζει τη γυναίκα αυτή στο νησί. Την
ξέρει και απ’ ό,τι μας λέει είναι πρόσωπο σεβαστό στο
Εμπορειό. Της τηλεφωνώ την ώρα που παίζει στον αέρα ένα
βίντεο με λεπτομέρειες για την υπόθεση του νεαρού οδηγού
που αναζητούμε παράλληλα.
«Αγγελική μου, άκουσα τη μάνα της Ματίνας στο τηλέφωνο
και ράγισε η καρδιά μου. Δεν γνώριζα ότι έχει χαθεί. Αν το
44 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

’ξερα, θα πήγαινα να της τα πω. Θέλω όμως να μεταφέρετε


εσείς τη μαρτυρία μου στη Βάλια την αδελφή της. Κι αν θέλει,
ας έρθει σπίτι μου για λεπτομέρειες».
«Εσείς τι είδατε και πότε;»
«Περίπου ένα μήνα πριν μετακομίσει η Ματίνα από το
νησί για την Αθήνα. Είμαι μεγάλη γυναίκα, έχω πρόβλημα με
τη μέση μου και την καρδιά μου και δεν μπορούσα να
κοιμηθώ. Θυμάμαι ότι ήταν άνοιξη, ξημέρωμα καθημερινής
μέρας, μπορεί και τέσσερις το πρωί, και καθόμουν στην
αυλή μου χωρίς ν’ ανάψω το φως. Κοντά στο σπίτι μου έχει
μια μικρή αλάνα που παρκάρουν οι ντόπιοι και υπάρχει εκεί
κολόνα της ΔΕΗ. Είδα λοιπόν ένα αυτοκίνητο μικρό, λευκό, με
γυναίκα στο τιμόνι, να πηγαίνει προς τα κει με σβηστά τα
φώτα. Αυτή είχε κοντά μαλλιά, ανοιχτόχρωμα, και την
πέρασα στην αρχή για αρσενικό. Μετά από λίγο έφτασε κι ο
άντρας της Ματίνας μ’ ένα βαλιτσάκι στο χέρι, μπήκε μέσα
και φιλήθηκαν. Βρε τον μπαγάσα, λέω. Κοιμάται η γυναίκα
του και το παιδί του και το ’σκασε για ν’ ανταμώσει την
γκόμενα. Ξέρεις ποιο είναι όμως το παράξενο; Μετά τα
σιρόπια τους, είδα αυτόν να φοράει περούκα κι αυτήν να
τον βοηθάει να την στρώσει καλά. Έβαλε και γυαλιά και
έφυγαν μαζί χωρίς ν’ ανάψουν τα φώτα του αυτοκινήτου».
Η μαρτυρία της είναι σημαντική για μένα και τη Βάλια,
που γνωρίζουμε για τη μαύρη βαλίτσα με τις πλαστές
ταυτότητες και τις περούκες. Άρα η μάρτυρας λέει την
αλήθεια χωρίς υπερβολές. Κι όλα αυτά έγιναν περίπου τον
Απρίλιο, που σημαίνει ότι η παράνομη δράση του Δημήτρη
Μακρή δεν ανήκε μόνο στο παρελθόν του. Ήταν σε εξέλιξη
και στο νησί όπου ζούσε με τη Ματίνα, και απ’ ό,τι φαίνεται
και μετά, που μετοίκησαν στη Γλυφάδα.
Σημαντικές οι πληροφορίες που συλλέγουμε σ’ αυτή την
πρώτη προσπάθεια αναζήτησης της Ματίνας. Δεν υπάρχει
όμως η μαρτυρία που θα μας οδηγήσει στα ίχνη της. Να
βρούμε ένα σημάδι της, βρε αδερφέ, ότι κυκλοφορεί κάπου
στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Να αφήσει ένα στοιχείο, όπως
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 45
_

συμβαίνει με άλλους εξαφανισμένους που εντοπίζονται.


Στη δεύτερη υπόθεση –του αγνοούμενου οδηγού– που μας
απασχολεί αυτή τη νύχτα δεν υπάρχουν εξελίξεις και οι
συγγενείς φοβούνται τα χειρότερα. Με τη βοήθεια
τηλεθεατών, εθελοντών, θα ξεκινήσουν πάλι έρευνα από
αύριο κατά μήκος των δρόμων όπου πιθανότατα κινήθηκε,
μήπως εντοπίσουν το αυτοκίνητο και τον ίδιο.
Η ώρα είναι μία και μισή, όταν στο τηλεφωνικό κέντρο
έρχονται τα πάνω κάτω. Βλέπω τους ρεπόρτερ της πρώτης
σειράς να σηκώνονται ο ένας μετά τον άλλον με θόρυβο, να
γυρνούν την πλάτη στο φακό και να στέκονται με αγωνία
στον πάγκο της δεύτερης σειράς με τους συναδέλφους.
Κοιτάζουν τον Τάκη, που μιλάει με κάποιον τηλεθεατή και
έχει αλλάξει χρώμα.
Παράλληλα γράφει σ’ ένα χαρτί δυο λόγια συνθηματικά για
μένα, για να μην ακουστεί στον αέρα. Τον πλησιάζω και
καταλαβαίνω ότι ο άντρας που ζήτησε εχεμύθεια είναι
αστυνομικός και υπηρετούσε πριν από χρόνια στα Επτάνησα.
Θέλει να ξαναδεί τις φωτογραφίες του ζευγαριού, για να πει
κάτι όχι για τη Ματίνα, αλλά για το σύντροφό της. Όταν τις
βλέπει, ζητάει να μου μιλήσει.
«Κυρία Νικολούλη, δεν μπορώ να πω και πολλά υπ’ αυτές
τις συνθήκες. Αρκεί όμως ένα και σημαντικό για να
καταλάβετε εσείς τι γίνεται. Ο άντρας της αγνοούμενης δεν
είναι αυτός που παρουσιάζεται».
Η πρώτη καμπάνα ήχησε στα αφτιά μου, αλλά κρατώ την
ψυχραιμία μου.
«Μπορείτε να μου εξηγήσετε για να καταλάβω;»
«Δημήτρης Μακρής ισχυρίζεται ότι λέγεται;»
«Ναι».
«Και ότι είναι επιχειρηματίας εξωτερικού;»
«Ναι».
«Ε, λοιπόν, σας πληροφορώ μετά βεβαιότητος ότι τα στοιχεία
του αυτά είναι πλαστά και ότι ζούσε μέχρι και πριν από λίγα
χρόνια σε νησί του Ιονίου. Υπάρχουν και άλλα σοβαρά για το
46 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

άτομο αυτό, αλλά θέλω να κάνω την έρευνά μου και να σας
πω τις λεπτομέρειες όταν θα τις έχω. Μη μάθει κανείς τίποτα.
Κρατήστε τα στοιχεία μου και να μιλήσουμε από βδομάδα».
Γράφω τα πάντα που τον αφορούν, τον ευχαριστώ και
κλείνω το τηλέφωνο με μια απίστευτη ψυχραιμία, που
ξαφνιάζει κι εμένα την ίδια. Αυτή η υπόθεση αρχίζει και
παίρνει τις διαστάσεις που φοβόμουν κι ένας Θεός ξέρει πού
θα μας οδηγήσει. Πάντως όχι σε καλό.
Οι τηλεθεατές δεν πρέπει να κατάλαβαν τίποτα από αυτό το
τηλεφώνημα γιατί απαντούσα μονολεκτικά.
Έτσι νόμιζα. Διότι αν κρίνω από το τι ακολούθησε στο
διάλειμμα, σίγουρα κάποιος που έχει λόγους να ανησυχεί
αντιλήφθηκε τι παιζόταν. Του μιλάω στο τηλέφωνο και νιώθω
την προσπάθεια που καταβάλλει να αλλάξει τη φωνή του και
να γίνει πιστευτός. Καλεί και από απόρρητο τηλέφωνο.
«Κυρία μου, έλεγα να μη σας τηλεφωνήσω, αλλά δεν μπορώ
να ακούω τόσα ψέματα. Μη σας παραμυθιάζουν οι φίλες και
οι συγγενείς ότι η Ματίνα ήταν πιστή σύντροφος και καλή
μητέρα. Τον κεράτωνε τον Δημήτρη και για το παιδί της δεν
νοιαζόταν καθόλου. Το άφηνε στον παιδικό σταθμό και σε μια
γυναίκα τα απογεύματα, και γυρνούσε από δω κι από κει μ’
αυτόν τον γκόμενο που έφυγε μαζί του. Τους έβλεπαν στη
γειτονιά. Μην εμφανίζουν στην εκπομπή σας παναγία τη
Ματίνα, γιατί θα τρελαθούμε εντελώς».
«Κι εσείς, κύριε, πώς τα ξέρετε όλα αυτά;»
«Τα ξέρω γιατί μένω στη γειτονιά τους στη Γλυφάδα. Τα
σπίτια μας είναι κοντινά και γνωρίζω το σύντροφό της τον
Δημήτρη Μακρή. Καλό παιδί, κύριος με τα όλα του. Την
αγαπούσε και την πρόσεχε, αλλά αυτή δεν ήταν για
οικογένεια. Η γυναίκα μου η Κατερίνα την είδε εκείνη τη
νύχτα που χάθηκε να μπαίνει στο σκούρο αυτοκίνητο που
την περίμενε. Δεν πρόσεξε όμως τον οδηγό».
«Μήπως θυμάται τον τύπο του αυτοκινήτου; Τα στοιχεία
του τα συγκράτησε;»
«Mercedes τετράθυρο. Η πινακίδα τής φάνηκε σαν ξένη,
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 47
_

αλλά δεν θυμάται αριθμό».


«Και πώς ξέρω εγώ ότι αυτά που μου λέτε είναι αλήθεια
και δεν σας τα υπαγόρευσε κάποιος; Δώστε μου τα στοιχεία
σας και δεν πρόκειται να τα γνωστοποιήσω».
Σκέφτεται για λίγο και μου δίνει ονοματεπώνυμο και κινητό
τηλέφωνο. Ένας συνεργάτης μου στο τηλεφωνικό κέντρο
παίρνει τα στοιχεία για να τα ελέγξει με τις πηγές του. Το
τηλέφωνο ανήκει κοντά ένα χρόνο σε άλλον κάτοχο, που δεν
γνωρίζει ούτε έχει ακούσει το όνομα του τύπου που μας
τηλεφώνησε. Παρ’ όλα αυτά ζητάω από το συνεργάτη μου
που ερευνά στο διαδίκτυο να μου βρει στη σελίδα της
αντιπροσωπείας ένα σκούρο Mercedes ίδιου τύπου και να το
δείχνουμε στον αέρα. Αν λέμε συχνά και τη διεύθυνση απ’
όπου χάθηκε η Ματίνα στη Γλυφάδα και δείχνουμε τη
φωτογραφία της, μπορεί να βρεθεί μάρτυρας που να
πρόσεξε κάτι σχετικό με το αυτοκίνητο.
Κατά την αστυνομία, η επικρατέστερη εκδοχή για την
εξαφάνιση της Ματίνας είναι αυτή της φυγής της γύρω στα
μεσάνυχτα της 13ης Οκτωβρίου με κάποιον άγνωστο εραστή
που οδηγούσε ένα σκούρο αυτοκίνητο. Κανένας ένστολος
όμως δεν ερεύνησε βαθύτερα την υπόθεση. Την περασμένη
Δευτέρα που συναντηθήκαμε με τη Βάλια, την παρότρυνα
να πάμε μαζί στο αρμόδιο Τμήμα και να παραδώσουμε τη
βαλίτσα που είχε βρει με τα ντοκουμέντα, αφού πρώτα
έβγαζα αντίγραφα.
Ήθελα να κάνω τη δική μου έρευνα, πέρα από αυτήν των
αστυνομικών. Ο διοικητής του Τμήματος Ασφαλείας που
παρέλαβε τη βαλίτσα με ρωτούσε λεπτομέρειες για την
εξαφάνιση και για το τι θα βγάλω στην εκπομπή.
Τώρα –ένα μήνα μετά– θα πάρουν καταθέσεις από τους
γονείς της και από το σύντροφό της, αν βέβαια τον
εντοπίσουν.
Η εικόνα του σκούρου αυτοκινήτου προβάλλεται στις
οθόνες, ωστόσο δεν εμφανίζονται μάρτυρες για να πουν ότι
το είδαν εκείνη τη νύχτα ή οποιαδήποτε άλλη μέρα εκεί στη
48 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

γειτονιά. Δεν ήταν βαρύς χειμώνας για να έχουν κλειστεί


στα σπίτια τους. Όλο και κάποιος θα κυκλοφορούσε
τριγύρω. Τελικά μας τηλεφωνεί μια κυρία που μένει κοντά
στο σπίτι της Ματίνας στη Γλυφάδα και ζητάει να μου
μιλήσει. Την ακούω.
«Είμαι παθολόγος στο νοσοκομείο της Βούλας. Εκείνη τη
νύχτα που χάθηκε η κοπέλα επέστρεφα από τη δουλειά μου
και δεν είδα το αυτοκίνητο που λένε. Το σπίτι μου είναι
διώροφο, απέναντι ακριβώς από την είσοδό τους, και
αφήνω λίγο ανοιχτή την μπαλκονόπορτα του υπνοδωματίου
μου στον επάνω όροφο. Δεν άκουσα αυτοκίνητο και θυμάμαι
ότι η μονοκατοικία τους ήταν σκοτεινή και κλειστή.
Επικοινώνησα και με άλλους γείτονες που ξέρω ότι σας
παρακολουθούν και κανείς δεν είδε το σκούρο Mercedes.
Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα».
«Ξέρετε κάτι που πρέπει να μάθουμε;»
«Κυρία Αγγελική, δεν λέγονται όλα από το τηλέφωνο σε
μια ζωντανή εκπομπή. Και πιστέψτε με, είναι ιδιαίτερα
σημαντικά. Ελάτε εδώ για έρευνα και θα σας βοηθήσουμε. Το
σπίτι όπου έμεναν είναι τώρα ξενοίκιαστο, αλλά ο
ιδιοκτήτης είναι φίλος μου.
Κρατήστε το όνομα και το τηλέφωνό μου».
Η γυναίκα ακούγεται σοβαρή και φαίνεται να γνωρίζει
πρόσωπα και πράγματα. Σκέφτομαι να την ρωτήσω και για
τον τύπο που πριν από λίγο μου περιέγραψε με τα πιο
μελανά χρώματα την αγνοούμενη Ματίνα και αναφέρθηκε
στο σκούρο αυτοκίνητο. Είναι ώρα για διάλειμμα και αυτό
με διευκολύνει. Της λέω το ονοματεπώνυμο που μου άφησε
και η απάντηση είναι άμεση. Δεν υπάρχει στη γειτονιά τους
κάτοικος μ’ αυτό το όνομα και με σύζυγο που την λένε
Κατερίνα. Ο άντρας που μου τηλεφώνησε φαίνεται ότι είχε
λόγους να αποπροσανατολίσει την έρευνα και οι υποψίες
μου στρέφονται σε συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ο σύντροφος της αγνοούμενης –ο Δημήτρης Μακρής ή όπως
αλλιώς τον λένε– και οι συγγενείς του δεν πήραν τηλέφωνο
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 49
_

στην εκπομπή. Δεν απάντησαν στα κινητά και στα σταθερά


όπου τους καλέσαμε εμείς και η Βάλια.
Αφήσαμε και μηνύματα σε τηλεφωνητές ώστε να
επικοινωνήσουν μαζί μας για κάποιες διευκρινίσεις στην όλη
υπόθεση, αλλά τίποτα.
Λίγο πριν το τέλος της εκπομπής η Βάλια νιώθει την
ανάγκη να απευθύνει έκκληση στην αδελφή της. Της ζητάει,
αν την ακούει, να την πάρει τηλέφωνο ή να της στείλει ένα
μήνυμα ότι είναι ζωντανή, για να μη λειώνουν όλοι στην
αγωνία. Την ώρα που μιλάει συγκινημένη κοιτάζοντας την
κάμερα, η Μαρία μου κάνει νόημα να πάω στο τηλεφωνικό
κέντρο. Μια φίλη της Ματίνας, που δεν επιθυμεί κι αυτή να
ακουστεί στον αέρα, θέλει να μου μιλήσει. Επέστρεψε σπίτι
της αργά, άνοιξε την τηλεόραση και έπαθε σοκ, γιατί δεν
γνώριζε την εξαφάνιση.
Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, η Λένα, «η
κολλητή της Ματίνας» όπως μου συστήνεται, είναι
αναστατωμένη και προσπαθώ να την ηρεμήσω. Είναι
υπάλληλος γνωστής αεροπορικής εταιρείας και μου δίνει
εμπιστευτικά τα στοιχεία της, για να ξέρω με ποια μιλάω.
«Με τη Ματίνα είμαστε σαν αδελφές», μου λέει η Λένα και
η φωνή της τρέμει. «Ο Δημήτρης της απαγόρευε την επαφή
μαζί μου και με τις άλλες φίλες μας, γιατί φοβόταν μην την
ξεμυαλίσουμε και γνωρίσει στην παρέα μας κάποιον άλλον
άντρα. Τόσο κτητικός και ζηλιάρης ήταν. Βρίσκαμε όμως
τρόπους με το Ματινάκι να συναντιόμαστε και τα λέγαμε
συχνά».
«Πότε την είδες τελευταία φορά;»
«Άκουσα τώρα ότι χάθηκε πριν από έναν περίπου μήνα.
Είχαμε πιει καφέ στη Γλυφάδα λίγες μέρες πριν. Όσες φορές
την πήρα μετά τηλέφωνο, το κινητό της ήταν κλειστό και
φαντάστηκα ότι θα ήταν αυτός στο σπίτι, γιατί συνήθιζε να
το κλείνει για να μην τον εκνευρίζει. Έμπλεξα κι εγώ με
δουλειές και δεν επέμεινα να την βρω».
«Μήπως σου είπε τίποτα ιδιαίτερο που τότε δεν έδωσες
50 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

σημασία και τώρα με τις εξελίξεις σε ανησυχεί;»


«Γι’ αυτό σας πήρα τηλέφωνο. Έγινε κάτι...»
Η Λένα πνίγεται σε αναφιλητό. Εκφράζει φόβους για τη ζωή
της φίλης της και τα βάζει με τον εαυτό της που δεν μίλησε
νωρίτερα στην αδελφή της τη Βάλια. Αυτό που πρόκειται να
μου αποκαλύψει είναι σοβαρό και δεν πρέπει να καταλάβει
κανείς το παραμικρό από τις αυθόρμητες αντιδράσεις μου
στον αέρα. Ζητάω από τον σκηνοθέτη μου να περάσουμε σ’
ένα ολιγόλεπτο βίντεο που έχουμε μοντάρει με την εξέλιξη
μιας άλλης υπόθεσης στο «Τούνελ». Μόλις το βλέπει στον
δέκτη της, η Λένα χαλαρώνει κάπως και μου μιλάει
ελεύθερα.
«Η Ματίνα γνώριζε ότι κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτόν τον
άνθρωπο από τότε που ζούσαν στη Σαντορίνη.
Πίστευε ότι κάτι σοβαρό της έκρυβε κι εγώ αναρωτιόμουν
πώς ήταν δυνατόν να ζει με κάποιον που είχε ένοχα
μυστικά. Μάλιστα την πείραζα ότι σταμάτησε τη δουλειά
και βρήκε ενδιαφέροντα σε ταινίες θρίλερ. Μου έλεγε στο
τηλέφωνο που μιλούσαμε ότι όταν αυτός έλειπε σε ταξίδια,
εκείνη έψαχνε στα πράγματά του και σε διάφορους χώρους
του σπιτιού της στο νησί μήπως βρει κάτι».
«Βρήκε;» την ρωτάω με αδύναμη φωνή.
«Ανακάλυψε σε μια παλιά αποθήκη κάποια περίεργα
στοιχεία και διάφορα έγγραφα. Δεν θέλησε να επεκταθεί σε
λεπτομέρειες όσο κι αν επέμεινα, αλλά κατάλαβα ότι αυτά
που είδε την σόκαραν. Όταν μετακόμισαν στη Γλυφάδα, μου
είπε ότι ξεκίνησε προσεκτικά μια έρευνα. Δεν ξέρω πώς
τόλμησε κάτι τέτοιο χωρίς να την καταλάβει αυτός ο
αγροίκος».
Άκουσα αυτό που φοβόμουν. Η αγνοούμενη γνώριζε το
μυστικό της αποθήκης και είχε αρχίσει να ψάχνει.
«Τελευταία μού είχε αναφέρει ότι ερευνούσε κάτι στα
Επτάνησα, αν δεν κάνω λάθος, και σύντομα θα είχε
απαντήσεις», συνεχίζει η Λένα. «Φοβόταν όμως ότι κάτι κακό
θα συνέβαινε, έτσι όπως σκάλιζε τη ζωή του. Της είπα να
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 51
_

μην τα βάζει μαζί του, γιατί ξέραμε πόσο απρόβλεπτος ήταν.


Της ζήτησα να σταματήσει, να μιλήσει στην αδελφή της, και
μου είπε ότι κάτι θα έκανε. Έμεινα με την εντύπωση ότι
ενημέρωσε για όλα αυτά τη Βάλια».
Το βίντεο που έπαιζε όση ώρα μιλούσαμε έχει τελειώσει
και η κάμερα με βρίσκει αναστατωμένη να μιλάω με την
τηλεθεάτρια. Την ευχαριστώ για τη βοήθεια και της ζητάω
να βρεθούμε από Δευτέρα.
Η ώρα είναι περασμένες δύο τα ξημερώματα και η
εκπομπή πρέπει να κλείσει. Ανανεώνω το ραντεβού με τους
τηλεθεατές για την ερχόμενη Παρασκευή, με την υπόσχεση
ότι η έρευνα για τους αγνοούμενους, τον οδηγό και τη
μητέρα, θα συνεχιστεί. Την ώρα που πέφτει το σήμα του
τέλους, βλέπω στο βλέμμα της Βάλιας τον πόνο και την
αγωνία.
Τι να της πω; Ότι η αδελφή της ζούσε τέσσερα χρόνια με
έναν άγνωστο; Ότι κανείς τους δεν κατάλαβε την απάτη;
Ότι γνώριζε τελικά το περιεχόμενο της μαύρης βαλίτσας;
Ότι έψαχνε στοιχεία για να ρίξει φως σ’ αυτή τη σκοτεινή
ζωή; Ότι πιθανότατα κάτι ανακάλυψε και γι’ αυτό την
εξαφάνισαν;
ΑΘΗΝΑ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2005

Ο άντρας που ήρθε από το άγνωστο

Τ Ο ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟ συνεργείο με τον κάμεραμαν, τον ηχολήπτη


και το σκηνοθέτη μου ετοιμάζεται και σε λίγη ώρα ξεκινάμε
για τη Γλυφάδα, για μια βαθιά έρευνα στο σπίτι όπου
παίχθηκε το θρίλερ με τη νεαρή μητέρα. Είναι Δευτέρα και
τα τηλέφωνα στο γραφείο του «Τούνελ» δεν σταματούν να
χτυπούν, από τηλεθεατές που θέλουν να βοηθήσουν,
ευαισθητοποιημένοι από την εκπομπή της περασμένης
Παρασκευής. Ο οδηγός που αναζητούσαμε παράλληλα με τη
Ματίνα εντοπίστηκε νεκρός σε γκρεμό, μέσα στο αυτοκίνητό
του. Έτρεχε και ξέφυγε από την πορεία του. Δυστυχώς.
Ρίχνω μια τελευταία ματιά στις επαφές που πρέπει να κάνω
με μάρτυρες στην περιοχή, όταν βλέπω τη Χαρά, τη
συνεργάτιδά μου, να μπαίνει λαχανιασμένη στο γραφείο
μου. Είναι ετοιμόλογη, με πηγαίο χιούμορ και αισιοδοξία που
ανεβάζει την ομάδα στις δύσκολες ώρες της
καθημερινότητας.
«Τηλεφώνησε ένας κύριος από τα Γιάννενα που μένει στην
ίδια πολυκατοικία με την αδελφή του συντρόφου της
Ματίνας. Άφησε και τα στοιχεία του, αλλά δεν θέλει
μπερδέματα μ’ αυτή την τρελο-οικογένεια. Σου το μεταφέρω
όπως ακριβώς μου το είπε».
«Πρέπει να σου είπε κάτι σημαντικό, αν κρίνω δηλαδή
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 53
_

από το ύφος σου».


«Άσ’ τα. Με την πρωινή ψαριά έβγαλα λαυράκι. Ο
μάρτυρας ισχυρίζεται ότι τη νύχτα της εκπομπής, την
περασμένη Παρασκευή, είδε τον Δημήτρη Μακρή να βγαίνει
από την πολυκατοικία, που βρίσκεται κοντά στη Νομαρχία».
«Ε, και;»
«Το ζουμί της πληροφορίας είναι στο πώς τον είδε. Ο
Μακρής είχε αλλάξει την εμφάνισή του. Μάλιστα ο
τηλεθεατής ξαφνιάστηκε γιατί τον γνώριζε. Φορούσε ένα
σκούρο τζάκετ με το γιακά σηκωμένο, περούκα με λευκά
κατσαρά μαλλιά και γυαλιά. Φαίνεται πως εγκατέλειπε το
διαμέρισμα της αδελφής του, γιατί κρατούσε έναν
ταξιδιωτικό σάκο. Πέρασε από μπροστά του με σκυφτό
κεφάλι, μπήκε βιαστικά σ’ ένα μαύρο τζιπ με οδηγό μια
γυναίκα και έφυγαν από τη Δωδώνης, που είναι κεντρική
οδός, με κατεύθυνση προς Αθήνα».
«Τι ώρα περίπου τον είδε;»
«Τα μεσάνυχτα που επέστρεφε σπίτι του».
Γύρω στις εντεκάμισι προβλήθηκαν στο «Τούνελ» οι
φωτογραφίες της Ματίνας και του συντρόφου της και η Βάλια
ανέφερε το όνομά του. Άρα κάτι φοβήθηκε ο φιλαράκος μας
για να εξαφανιστεί μες στη νύχτα.
«Ο μάρτυρας τι λέει για την οδηγό; Πρόσεξε κάτι;»
«Είχε κοντοκουρεμένα μαλλιά. Ανοιχτόχρωμα».
Η περιγραφή αυτή ταιριάζει μ’ εκείνην της γυναίκας που τον
περίμενε ξημερώματα πριν από μερικούς μήνες στην αλάνα
της Σαντορίνης, όπως μας είπε στην εκπομπή η νησιώτισσα
που τους είδε. Με παραξενεύει όμως η συμπεριφορά της
αδελφής του. Για κάποιους λόγους τον καλύπτει, αφού
γνωρίζει ότι το όνομα Δημήτρης Μακρής είναι ψεύτικο. Ξέρει
ότι ο αδελφός της κυκλοφορεί με πλαστά στοιχεία όλα αυτά
τα χρόνια και μεταμφιέζεται για να μην τον αναγνωρίζουν.
Η ίδια μιλούσε κάποιες φορές στο τηλέφωνο με τη Ματίνα
για τον Δημήτρη και με το ίδιο όνομα τον δεχόταν όταν οι
συγγενείς της ρωτούσαν λεπτομέρειες μετά την εξαφάνιση.
54 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

Ο μάρτυρας τον είδε με περούκα.


Και οι άλλες στο μαύρο βαλιτσάκι; Έτσι όπως το πάει ο
ψευτο-Δημητράκης, τον βλέπω να ανοίγει πρατήριο με
αξεσουάρ για μασκαρέματα.
«Τελικά τι παίζει εδώ, βρε Χαρά; Τι διάβολο γίνεται;»
«Μου μυρίζει άσχημα αυτή η ιστορία. Εγώ δεν θυμάμαι στο
“Τούνελ” παρόμοια υπόθεση».
«Είχαμε τη μαφία του Κράμπη με θύματα τον Νικολαΐδη και
την Καλαθάκη. Μια τραγωδία. Δεν ήσουν τότε στην ομάδα
μας. Και εκεί μπερδεύαμε τις υπογραφές, τις πιστωτικές
κάρτες, τις περούκες, τις πλαστές ταυτότητες και τα
πρόσωπα, που τελικά ήταν ένα. Του Κράμπη. Αλλά εδώ κάτι
άλλο συμβαίνει και δεν νομίζω ότι έχει να κάνει μόνο με τη
Ματίνα. Δεν θα άλλαζε τόσα πρόσωπα ο τύπος, και δεν θα
εξαφανιζόταν όπως μας λένε μες στη νύχτα, μόνο για μια
γυναίκα, που στο κάτω κάτω της γραφής έφυγε από μόνη
της, όπως λέει ο ίδιος».
Η αίσθηση αυτή μου δημιουργήθηκε από τη μαρτυρία του
αστυνομικού στην εκπομπή. Μου ανέφερε ούτε λίγο ούτε
πολύ ότι έχουμε να κάνουμε με έναν άντρα δίχως πρόσωπο,
κι αυτό με έχει σοκάρει. Ρώτησα για τον συγκεκριμένο
μάρτυρα και βεβαιώθηκα ότι βρισκόταν σε νευραλγικό
πόστο της αστυνομίας στα Επτάνησα.
Περιμένω τα αποτελέσματα της έρευνάς του και είμαι
σίγουρη ότι θα τρίβουμε τα μάτια μας. Σκεφτόμουν το
Σαββατοκύριακο τα όσα μου αποκάλυψε και δεν μπορούσα
να ηρεμήσω. Πώς είναι δυνατόν ένας άντρας να κοιμάται
και να ξυπνάει δίπλα στην αγαπημένη του και μητέρα του
παιδιού του, επί τέσσερα χρόνια, φορώντας μια μάσκα; Εδώ
ένα ψέμα λένε μερικοί και πιάνονται στα πράσα. Τι στην
ευχή είναι ο τύπος; Κατάσκοπος, τρομοκράτης; Από πού μας
ήρθε; Από το άγνωστο; Είδα και τα πλαστά στοιχεία της
βαλίτσας και αλληθώρισα. Ο άγραφος νόμος των παρανόμων
λέει να εξαφανίζουν ό,τι τους ενοχοποιεί, όχι να το κρατούν
για ενθύμιο. Αυτός γιατί τα έκρυβε; Για να τα
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 55
_

χρησιμοποιήσει με την πρώτη ευκαιρία; Τον τύφλωνε η


αλαζονεία του και πίστευε ότι κανείς δεν θα τον βρει με τα
ψεύτικα χαρτιά του; Μήπως πρόκειται για άτομο ψυχικά
διαταραγμένο; Και τα γνωρίζουν όλα αυτά, ή έστω κάποια
από αυτά, η μάνα του και η αδελφή του, και κοροϊδεύουν
την άτυχη Ματίνα και τους συγγενείς της;
Χωρίς δεύτερη σκέψη ζητάω από τη Χαρά να μου βρει από
το φάκελο το τηλέφωνο της αδελφής του για να
επικοινωνήσω μαζί της τώρα, πριν μπλέξω με τη δύσκολη
έρευνα στη Γλυφάδα.
Καλώ τη Γιάννα Λαζαράκου, που εργάζεται σε δημόσια
υπηρεσία στα Γιάννενα, δίχως να αναφέρω το παραμικρό απ’
όσα ξέρω γι’ αυτό το θέατρο του παραλόγου στο οποίο παίζει
και η ίδια σημαντικό ρόλο. Απαντά στην κλήση και όταν
ακούει ποια είμαι, ξαφνιάζεται. Προσπαθεί έξυπνα να με
αποφύγει αλλά επιμένω. Της λέω ότι βρίσκομαι στα Γιάννενα
και θέλω να της μιλήσω, για να δω την αντίδρασή της. Μου
απαγορεύει να πάω στο γραφείο της, στο σπίτι της ή σ’ αυτό
της μητέρας της. Με απειλεί να μην τολμήσω να πλησιάσω τη
γιαγιά και το παιδί. Στην πορεία της κουβέντας μας αλλάζει
τακτική και δέχεται να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις μου
«για την υπόθεση αυτή, που τους έχει όλους αναστατώσει»
και να πει δυο λόγια «για το παιδί τους», όπως μου λέει
χαρακτηριστικά.
«Ο Άγγελος περνάει καλά μ’ εμάς. Είναι συνέχεια με τον
πατέρα του που τον λατρεύει. Είμαστε όλοι κοντά του γιατί
τον αγαπάμε, κι εγώ που έχω δύο κόρες τον βλέπω ήδη σαν
στερνοπαίδι μου. Αυτό να ακουστεί στην εκπομπή σας».
«Μα αν δεν κάνω λάθος, εσείς και η μητέρα σας γνωρίσατε
το παιδί μετά την εξαφάνιση της Ματίνας. Ο πατέρας του,
που τώρα θέλει να το αναγνωρίσει σαν δικό του,
πληροφορήθηκα ότι έχει φύγει από τα Γιάννενα για
δουλειές. Άρα ο μικρός βρίσκεται σε άγνωστο περιβάλλον.
Δεν μπορεί να μην έχει επηρεαστεί αρνητικά».
Βλέπει ότι γνωρίζω αρκετά και δεν απαντάει σ’ αυτά που
56 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

της λέω.
«Κυρία μου, υπήρξα σαφής. Δεν έχω να σας πω τίποτ’
άλλο».
«Μισό λεπτό. Πώς είστε τόσο σίγουρη ότι η Ματίνα δεν θα
βρεθεί;»
«Δεν είπα κάτι τέτοιο».
«Μου λέτε ότι ο Άγγελος είναι σαν στερνοπαίδι σας. Να σας
θυμίσω ότι έχει μάνα που μπορεί να εντοπιστεί με την έρευνα
που ξεκίνησαν οι συγγενείς της. Αν βέβαια έχει φύγει με
εραστή, όπως λέτε κι εσείς».
«Έχω δουλειά και με απασχολείτε».
«Να σας ρωτήσω κάτι τελευταίο. Το παιδί άκουσε εκείνη
τη νύχτα κάτι; Είναι έξυπνο απ’ ό,τι ξέρω και
αντιλαμβάνεται πολλά. Το ρωτήσατε φαντάζομαι κι εσείς,
γιατί θα έχετε την απορία τι συνέβη στο σπίτι. Έτσι δεν
είναι;»
Η σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής τραβάει σε μάκρος.
«Με ακούτε, κυρία Γιάννα;»
«Τι περιμένετε να πει ένα αγοράκι τριών χρονών που
κοιμόταν όταν η μητέρα του το ’σκαγε από την οικογενειακή
εστία με το φίλο της;»
«Μπορεί να πει αυτά που είδε ή άκουσε, γιατί σίγουρα θα
ξύπνησε, πιθανότατα από τις φωνές τους».
«Η συζήτηση απ’ ό,τι βλέπω ξέφυγε. Δεν έχουμε να πούμε
τίποτ’ άλλο».
«Όλοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τη νύφη σας. Τον
αγαπούσε τον αδελφό σας και δεν θα άφηνε ποτέ και για
κανένα λόγο το παιδί της. Εσείς δεν ανησυχείτε για την
τύχη της;»
Πάλι σιωπή και μετά το τηλέφωνο κλείνει απότομα. Την
ξανακαλώ αλλά δεν απαντά. Το σίγουρο είναι ότι
θορυβήθηκε με τις ερωτήσεις και θα ενημερώσει αμέσως τον
αδελφό της. Πρέπει να προλάβω να του μιλήσω πριν τον
βρει η ίδια.
Από το απόρρητο τηλέφωνο του γραφείου σχηματίζω τον
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 57
_

αριθμό του κινητού του. Καλεί αλλά δεν το σηκώνει. Επιμένω


ενώ σκέφτομαι αν πρέπει να του αναφέρω όσα ξέρω για τη
δράση του, για τα ψεύτικα στοιχεία που χρησιμοποιεί. Αν
είναι σωστό στην παρούσα φάση να φανερώσω τους άσους
που κρατώ. Καλύτερα όχι. Είμαστε στην αρχή της έρευνας,
δεν ξέρω με ποιον έχω να κάνω και είναι προτιμότερο να
πάω με τα νερά του. Κάποια στιγμή απαντά στην κλήση. Να
ρωτήσω αν είναι ο Δημήτρης Μακρής; Θα μου απαντήσει
σίγουρα όχι, ότι κάνω κάποιο λάθος και θα μου το κλείσει.
«Παρακαλώ».
«Τι κάνετε, κύριε Μακρή; Χαίρομαι που σας ακούω».
«Ποια είστε;»
«Η Νικολούλη από το “Φως στο Τούνελ” που ερευνώ την
εξαφάνιση της Ματίνας. Δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να
μιλήσουμε, αν και σας αναζήτησα την Παρασκευή, για να
έχω και τη δική σας άποψη στην ιστορία αυτή».
Στην άλλη άκρη της γραμμής δεν ακούγεται το παραμικρό.
«Τα όσα βιώνατε στο σπίτι σας με τη σύντροφό σας δεν
μπορούν να τα γνωρίζουν οι απέξω και δεν είναι σωστό να
μιλά μόνο η μια πλευρά. Καταλαβαίνετε ότι δημιουργούνται
εντυπώσεις».
«Κι εγώ χαίρομαι που σας ακούω και θέλω να ξέρετε ότι
σας παρακολουθώ. Σας τηλεφώνησα σήμερα το πρωί να
μιλήσουμε, αλλά οι συνεργάτες σας μου είπαν ότι δεν
μπορούν να σας βρουν. Δεν ενημερωθήκατε;»
«Είπατε ποιος είστε; Γιατί σ’ αυτή την περίπτωση θα με
έβρισκαν και θα σας καλούσα εγώ με την πρώτη ευκαιρία.
Να είστε σίγουρος».
«Και βέβαια το είπα. Θα μίλησα φαίνεται με κάποιον
αφηρημένο του γραφείου σας».
Ο τύπος δεν παίζεται. Ανακατεύει τους συνεργάτες μου, για
να με πείσει ότι το ψέμα του είναι και η αλήθεια και να
αμφιβάλλω για την αξιοπιστία τους.
«Καταλαβαίνω ότι θα έγινε κάποιο μπέρδεμα. Θέλω να
βρεθούμε και να τα πούμε από κοντά. Να έρθω στα Γιάννενα,
58 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

να δω λίγο και τον μικρό Άγγελο;»


«Το θέλω κι εγώ, πιστέψτε με, αλλά δεν έχω καθόλου
χρόνο».
«Δεν θα αφιερώσετε λίγη ώρα και για μένα; Ξέρω πόσο
ευγενής είστε με τις γυναίκες».
«Μα τι λέτε. Ευχαρίστως. Αφήστε να δω πώς θα ρυθμίσω
κάποιες υποχρεώσεις και θα σας καλέσω εγώ».
«Δυστυχώς, κύριε Μακρή, δεν μπορώ να περιμένω γιατί η
έρευνα είναι σε εξέλιξη. Μου είπαν ότι βρίσκεστε στην
Αθήνα. Προτείνω να συναντηθούμε σήμερα στη Γλυφάδα,
στο σπίτι όπου μένατε με την οικογένεια σας. Τι ώρα να
δώσουμε εκεί ραντεβού;»
Βουβαμάρα. Δεν μιλάω, περιμένω την αντίδρασή του.
«Λάθος σάς πληροφόρησαν, δεν είμαι στην Αθήνα. Αλλά και
να μπορούσα να έρθω, όσο κι αν επιμείνετε, δεν βλέπω το
λόγο να βρεθώ σ’ αυτό το σπίτι. Το έχω ξενοικιάσει. Σας
είπα, θα σας καλέσω εγώ».
Η φωνή του, αν και ευγενική, γίνεται ξαφνικά σκληρή.
Πρέπει να μάθω κάτι παραπάνω τώρα που τον εντόπισα,
γιατί κάτι μου λέει ότι στη συνέχεια θα αλλάξει τηλέφωνα
και θα εξαφανιστεί. Τον ρωτάω για τη Ματίνα, για να
μεταφέρω και τη δική του άποψη στην εκπομπή γι’ αυτά
που έγιναν, αφού είναι ο βασικός μάρτυρας. Σκέφτεται λίγο
και με ξαφνιάζει με τη χολή που βγάζει για τη μητέρα του
παιδιού του που αγνοείται. Καμία διπλωματία, έστω και για
τους τύπους, λες και θέλει να την ρεζιλέψει και να την
τιμωρήσει. Με εντυπωσιάζει που την βρίζει χωρίς
ξεσπάσματα, με έναν λόγο ήρεμο και αργό. Αποφεύγει να
πει το όνομά της και αναφέρεται σ’ αυτήν αόριστα. Μου
λέει ότι τον ξεγέλασε, ότι δεν ήταν η γυναίκα που
ερωτεύτηκε, ότι η κοπέλα αυτή δεν έκανε για οικογένεια,
ότι αδιαφορούσε για το ίδιο της το παιδί και το χτυπούσε,
ότι κατά βάση ήταν ένα ανήθικο στοιχείο. Δεν βλέπει λοιπόν
το λόγο να την αναζητήσει, αφού τον πρόδωσε. Μου
αναφέρει το σκούρο αυτοκίνητο με τον άγνωστο εραστή της
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 59
_

που την περίμενε κοντά στο σπίτι τους εκείνη τη νύχτα. Δεν
είδε ποιος ήταν, ούτε συγκράτησε τον αριθμό του, αλλά το
πρόσεξε η σύζυγος του γείτονα στη Γλυφάδα, η Κατερίνα.
Μου επαναλαμβάνει όλα όσα μου μετέφερε στην εκπομπή ο
τύπος που ήθελε να με αποπροσανατολίσει. Μόνο που δεν
ακούστηκε η συνομιλία μας στον αέρα, για να γνωρίζει
αυτός το περιεχόμενό της. Με παροτρύνει μάλιστα να πάω
στη γειτονιά και να βρω την Κατερίνα, τη μάρτυρα που την
είδε να φεύγει με το σκούρο Mercedes. Τι να του πω, ότι
είναι πρόσωπο ανύπαρκτο που το επινόησε ο ίδιος και ότι
αυτός τελικά είναι ο άγνωστος που μου μίλησε στην
εκπομπή με αλλοιωμένη φωνή; Του ζητάω κάποια στιγμή να
μιλάμε αν το επιθυμεί στον ενικό, αλλά συνεχίζει την
κουβέντα όπως την ξεκινήσαμε. Τυπική.
«Θα την βρω και θα της μιλήσω, κύριε Δημήτρη, αφού είναι
τόσο σημαντική μάρτυρας, όπως μου λέτε. Να ρωτήσω κάτι;
Όταν καταλάβατε ότι η Ματίνα σας απατά, δεν
προσπαθήσατε να μάθετε με ποιον; Ποιος ήταν ο άντρας
που ήθελε να γκρεμίσει την οικογένεια που χτίσατε με
αγάπη; Δεν διεκδικήσατε τη γυναίκα σας;»
«Να βρω τον εραστή της; Όχι βέβαια. Μίλησα στην ίδια,
προσπάθησα να την συνεφέρω, αλλά δεν άκουγε. Η κοπέλα
είχε πάρει τις αποφάσεις της και ήθελε να ζήσει μ’ έναν
άντρα μικρότερο από μένα».
«Πώς ξέρατε ότι ήταν μικρότερος;» Σιωπή ολιγόλεπτη και
μετά η απάντηση.
«Μου το είπε η ίδια».
«Όταν εκείνη τη νύχτα την είδατε να εγκαταλείπει εσάς και
το παιδί σας για κάποιον άλλον, δεν αντιδράσατε αφού
νιώσατε προδομένος;»
Γελάει ειρωνικά.
«Δηλαδή, κυρία μου, τι να έκανα; Να έπεφτα στα πόδια
της για να την συγκινήσω; Δεν είναι, ξέρετε, του χαρακτήρα
μου. Λατρεύω τις γυναίκες που με αγαπούν και φροντίζω
να περνάνε καλά μαζί μου. Είμαι κύριος, κι αυτό δεν το λέω
60 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

εγώ, αλλά αυτές που με ξέρουν. Δεν τρέφω όμως τα ίδια


αισθήματα για όσες με προδίδουν».
«Έτσι όπως μου τα λέτε, αντιλαμβάνομαι ότι είναι πολλές
οι γυναίκες που σας πρόδωσαν στη ζωή σας. Εκτός κι αν
έχετε τραυματική εμπειρία από μία γυναίκα και τις βλέπετε
όλες ίδιες».
Δεν απαντά. Στις επίμονες ερωτήσεις μου λέει κάποια
στιγμή ότι η Ματίνα είχε σχεδιάσει τη φυγή της. Δεν γνωρίζει
αν πήρε μαζί της ταυτότητα και διαβατήριο και το κινητό
της τηλέφωνο, αλλά την είδε να φεύγει με την τσάντα της
και μια βαλίτσα. Τον ρωτάω για το παιδί, αν είδε ή άκουσε
κάτι εκείνη τη νύχτα, σε τι κατάσταση είναι σήμερα κι αν
ζητάει τη μητέρα του.
«Τι ερώτηση είναι αυτή; Πού θέλετε να ήταν ένα αγοράκι
τριών χρονών; Κοιμόταν στο δωμάτιό του. Ο Άγγελος τώρα
βρίσκεται σε καλά χέρια και είναι ήρεμος».
«Να σας ρωτήσω κάτι άλλο, κι αν θέλετε μου απαντάτε.
Το παιδί σας γιατί δεν το αναγνωρίζατε τόσο καιρό, αφού
είχατε βεβαιωθεί με τεστ DNA ότι είναι δικό σας;»
«Ποιος τα λέει αυτά; Η αδελφή της η... – ας μην εκφραστώ
καλύτερα. Της άλλαξε τα μυαλά και την έκανε ίδια μ’ αυτήν.
Εσείς που την είδατε τι συμπέρασμα βγάλατε; Σας ρωτάω
γιατί είστε έξυπνη γυναίκα. Δεν μοιάζει με μάγισσα; Δεν
είναι διπρόσωπη; Τελοσπάντων. Θα ασχοληθούν με την
ψεύτρα οι δικηγόροι μου, γιατί δεν πρόκειται να την αφήσω
σε ησυχία. Αυτή τα άρχισε όλα και τώρα έμπλεξε στα πόδια
μας και την τηλεόραση. Και για να ξέρετε, έχω από καιρό
βάλει μπροστά τη διαδικασία της αναγνώρισης. Ο Άγγελος
είναι δικός μου και δεν θα μου τον πάρει κανείς».
Η μητέρα του στους συγγενείς της Ματίνας ανέφερε ότι
τώρα, μετά την εξαφάνισή της, το αποφάσισε. Δεν του το
λέω όμως, γιατί μπορεί να κλείσει το τηλέφωνο.
«Δημήτρη, σκεφτήκατε μήπως η Ματίνα έμπλεξε με λάθος
άνθρωπο, έγινε κάτι μεταξύ τους και την έβλαψε με κάποιον
τρόπο; Εσείς τι πιστεύετε ότι έχει συμβεί; Ανησυχείτε για
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 61
_

την τύχη της; Μητέρα του παιδιού σας είναι. Την αγαπήσατε,
και απ’ ό,τι ξέρω κι εκείνη ήταν ερωτευμένη μαζί σας. Μου
μεταφέρουν όσοι την ξέρουν ότι δεν είχε μάτια για άλλον
άντρα».
Δεν μου απαντά και τον ξαναρωτάω.
«Όχι, δεν ανησυχώ. Όπως έστρωσε θα κοιμηθεί, έτσι δεν
λέει ο σοφός λαός μας;»
«Μιλάτε από την αρχή για τη Ματίνα σαν να μην υπάρχει.
Αν με την έρευνα που κάνουμε βρεθεί και επιστρέψει, θα
την δεχτείτε; Θα της δώσετε το παιδί;»
Καμία αντίδραση. Κάποια στιγμή δίνει την απάντησή του.
«Το τι θα κάνω αφορά εμένα. Εσείς σκεφτήκατε ότι της
δημιουργείτε πρόβλημα με την προβολή και μπορεί να
ντρέπεται να εμφανιστεί; Για δείτε αυτό που σας λέω. Η
δημοσιότητα της χαλάει τα σχέδια. Ενήλικη είναι και
αποφασίζει η ίδια για τη ζωή της. Δεν έχουν κανένα
δικαίωμα οι γονείς και αυτή η αδελφή να την αναζητούν».
Του εξηγώ το αυτονόητο. Ότι όλοι ανησυχούν και
φοβούνται τα χειρότερα, γιατί γνωρίζουν καλά τη Ματίνα.
Δεν θα τους βύθιζε ποτέ στην αγωνία και στην απόγνωση.
Και αν επέλεγε μια αλλαγή στη ζωή της, θα τους ενημέρωνε.
«Να είστε σίγουρη ότι δεν έχει πάθει τίποτα. Κρύβεται με
τον εραστή της η κοπέλα και καλοπερνάει. Δικαίωμά της.
Λοιπόν, επειδή η μπαταρία του κινητού μου εξαντλήθηκε, θα
σας πάρω εγώ. Αν και νομίζω ότι δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να
πούμε. Σας βοήθησα και με το παραπάνω. Σας χαιρετώ,
κυρία μου, και ομολογώ ότι χάρηκα που σας γνώρισα, έστω
κι απ’ το τηλέφωνο. Δηλώνω θαυμαστής σας».
Η συνομιλία ολοκληρώθηκε κι εγώ μένω ήρεμη, σιωπηλή,
κοιτώντας τη φωτογραφία της Ματίνας. Οι συνεργάτες μου,
που από την αρχή της συζήτησης είχαν έρθει στο γραφείο
μου, δείχνουν να απορούν. Κάποιος ελέγχει την καταγραφή
του διαλόγου και μου λέει ότι είναι εντάξει.
«Τι τυπικότης... Με το σεις και με το σας τον πήγα. Να
ξέρω τόσα γι’ αυτόν, κι όμως να αγνοώ τα βασικότερα. Να
62 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

παραμένει ένα μυστήριο για όλους, λες και μας ήρθε από
άλλον πλανήτη, να τον έχω στην άλλη άκρη της γραμμής και
να μην τον ρωτάω αυτά που θέλω να μάθω. Του έστρωσα
χαλί για να πατήσει, αυτή την εντύπωση θα έχει. Θα
πιστεύει ότι με ξεγέλασε».
«Καλά, εμείς που σε ακούγαμε πάθαμε», μου λέει η Χαρά.
«Λέγαμε, τώρα θα τον στριμώξει και θα του πει για τις
περούκες και τα ψεύτικα στοιχεία».
«Ακούστε με προσεκτικά. Η υπόθεση αυτή είναι πολύ
σοβαρή και απαιτεί μελετημένες κινήσεις, γιατί οι βιαστικές
θα προκαλέσουν ανατροπές. Μπορεί άθελά μας να κάνουμε
ζημιά στην έρευνα της αστυνομίας που επιτέλους ξεκίνησε,
γι’ αυτό δεν θέλω καμία διαρροή. Θα τον ξαναβρώ τον τύπο
κάτω από άλλες συνθήκες, να είστε σίγουροι».
Ο σκηνοθέτης μου ο Σπαθάρης, μαζί με το συνεργείο μας, με
περιμένουν στο βανάκι της αποστολής έξω από το κανάλι.
Πρέπει να φύγουμε για Γλυφάδα. Καλώ το ασανσέρ για το
ισόγειο, όταν ακούω να με φωνάζει η Ελίζα. Γυρίζω και την
βλέπω να τρέχει στο διάδρομο για να με προλάβει.
«Έλα γρήγορα! Σε πήρε ο αστυνομικός που λέγαμε. Έχει
βρει στοιχεία και σε περιμένει στο τηλέφωνο».
Το ένα πίσω από το άλλο σήμερα. Αυτή η Δευτέρα
φαίνεται ότι είναι η μέρα των αποκαλύψεων.
«Καλημέρα, τι κάνετε; Μόλις που με προλάβατε, έφευγα
για έρευνα».
«Έκανα κι εγώ τη δική μου, όπως σας υποσχέθηκα. Τα όσα
έμαθα γι’ αυτόν είναι ιδιαίτερα και ομολογώ ότι δεν
περίμενα τέτοια εξέλιξη. Στην Ιθάκη βρήκα τα στοιχεία που
έψαχνα».
Πρέπει να έχει περάσει τουλάχιστον μισή ώρα κι εγώ
είμαι ακόμα εκεί, στο γραφείο μου, μιλάω στο τηλέφωνο και
κρατώ σημειώσεις με κομμένη την ανάσα. Οι συνεργάτες μου
έχουν κλείσει την πόρτα και κρέμονται κυριολεκτικά από τα
χείλη μου και από τις αντιδράσεις μου για να καταλάβουν
τι συμβαίνει. Πίνω συνέχεια νερό και η Μάτα δεν κάνει
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 63
_

άλλη δουλειά, γεμίζει το μπουκάλι που αδειάζει. Όλα όσα


μαθαίνω είναι άγρια και μου παγώνουν το αίμα. Μιλάω και
δεν ακούω ούτε εγώ τη φωνή μου. Κάποια στιγμή ρωτάω
τον αστυνομικό:
«Ξέρω ότι η αγνοούμενη είχε αντιληφθεί τελευταία τι
παιζόταν με το σύντροφό της και η έρευνα που έκανε την
οδήγησε σ’ ένα νησί. Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι τώρα, είναι η
Ιθάκη. Μπορούμε να μάθουμε αν επικοινώνησε πριν από
λίγους μήνες με κάποιον εκεί στην αστυνομία και αν του
ζήτησε κάτι;»
Ο Κώστας, ο αστυνομικός, που αποδεικνύεται σημαντική
και έγκυρη πηγή πληροφόρησης, μου λέει ότι θα το ψάξει και
θα επικοινωνήσει ο ίδιος πάλι μαζί μου.
Πρέπει να φύγω για την έρευνά μου, έχω αργήσει.
Βγαίνοντας από το γραφείο απευθύνομαι στους ρεπόρτερ της
ομάδας μου.
«Αγάπες, θέλω μέχρι αύριο να έχετε μια ξεκάθαρη εικόνα
από τα πλαστά στοιχεία της μαύρης βαλίτσας που μου έφερε
η Βάλια και απαντήσεις στα ερωτήματα που υπάρχουν».
ΙΘΑΚΗ, 1998

Μαρλέν

Ο Ι ΚΟΚΚΙΝΕΣ βουκαμβίλιες είχαν αναρριχηθεί στον τοίχο


του νεοκλασικού δίπατου αρχοντικού και έδεναν αρμονικά
με τα λευκά γεράνια και τους έρωτες στις ζαρντινιέρες και
στα παρτέρια. Οι σκιερές γωνιές στον κήπο, κάτω από τα
γέρικα πεύκα και την αριά, δρόσιζαν τους τουρίστες που
επέλεγαν το πιάνο-μπαρ «Πηνελόπη» τις ζεστές ώρες της
ημέρας. Αντί για τραπεζάκια υπήρχαν παλιά βαρέλια κρασιού
κατάλληλα διαμορφωμένα, που ταίριαζαν με τα ψηλά ξύλινα
σκαμπό και τις αντίστοιχες καρέκλες. Τα μικρά φαναράκια
ήταν διάσπαρτα στο χώρο και άλλαζαν τη νύχτα απαλά
χρώματα. Η μουσική στο πιάνο-μπαρ ήταν ρομαντική και η
θέα στο Βαθύ, το φυσικό λιμάνι του νησιού, ταξιδιάρικη.
Το κοριτσάκι καθόταν σ’ ένα πεζούλι στην άκρη του κήπου
και έπαιζε με τις κούκλες του, χωρίς να ενοχλεί τους
πελάτες που χαλάρωναν απολαμβάνοντας το ποτό τους και
τη μουσική. Τα ξανθά μαλλάκια της μικρής ήταν πλεγμένα σε
δυο κοτσίδες και τα πράσινα μάτια της έδεναν αρμονικά με
το ολόλευκο προσωπάκι και τα ροδαλά μάγουλα. Φορούσε
ένα ιβουάρ δαντελένιο φόρεμα με μια κόκκινη φαρδιά ζώνη
που έδενε πίσω σε φιόγκο.
Η Μαρλέν Φίσερ, η πιανίστα με τα κοντά ξανθά μαλλιά,
παρακολουθούσε το παιδί με την άκρη του ματιού, ενώ
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 65
_

έπαιζε το «Πρελούδιο αριθμός 1» του Μπαχ που της είχε


ζητήσει μια παρέα. Φορούσε ένα εντυπωσιακό κόκκινο
καφτάνι, που τόνιζε την ανοιχτόχρωμη ομορφιά της.
Όσο μεγαλώνει μοιάζει περισσότερο σ’ εμένα, κι ας λέει ο
πατέρας της το αντίθετο, σκέφτηκε και χαμογέλασε γλυκά
στη Μαιρούλα της. Η μονάκριβη κόρη της είχε πάρει το όνομά
της από την πεθερά της, τη Μαίρη. Την βάπτισαν με τα
ελληνικά έθιμα, όταν εγκαταστάθηκαν πριν από δύο χρόνια
στην Ιθάκη. Τότε η πριγκίπισσά της, η Σίσσυ, όπως την φώναζε
χαϊδευτικά, ήταν δύο χρονών. Και σε λίγους μήνες θα
συμπλήρωνε τα τέσσερα.
Ήταν Ιούνιος και το νησί είχε κόσμο και πολλά ιδιωτικά
σκάφη. Όλα έδειχναν ότι αυτό το καλοκαίρι η Ιθάκη θα είχε
αυξημένο τουρισμό και οι δουλειές τους θα πήγαιναν τέλεια
στο πιάνο-μπαρ, αλλά και στο ρεστοράν με τις ντόπιες
γεύσεις που διέθεταν στην ίδια γειτονιά, στο Βαθύ. Στην
Ιθάκη τα μπαράκια του Μύλου ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Ο
άντρας της όμως αναζητούσε έναν ιδιαίτερο χώρο με θέα.
Τον βρήκε και τον διαμόρφωσε με σεβασμό στην παράδοση
και στην ιστορία του νησιού. Στο εσωτερικό του μπαρ η
διακόσμηση ήταν διαφορετική, με λεπτομέρειες από πέτρα
στους τοίχους. Είχαν κρατήσει ρυθμούς χαλαρούς, χωρίς
ξεφαντώματα μέχρι πρωίας, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων,
και η πελατεία τους ήταν ποιοτική.
Όταν της πρότεινε ο Φάνης να αφήσουν την πατρίδα της
την Αυστρία και να μετοικήσουν στην Ελλάδα, δεν σκέφτηκε
την καριέρα της ως μουσικού αλλά την κόρη τους. Πώς θα
μεγάλωνε στο νησί, τι επιλογές θα είχε με τα σχολεία; Στη
Βιέννη όπου ζούσαν η εκπαίδευση μπορεί να ήταν δημόσια,
αλλά ήταν ανώτερη από αυτήν της ελληνικής περιφέρειας.
Βέβαια το παιδί τους ήταν νήπιο και θα μπορούσε να
προσαρμοστεί με τα χρόνια.
Με τα χρόνια... Της άρεσε το νησί και πίστευε ότι θα
γινόταν ο παράδεισός τους, αλλά εδώ θα ρίζωναν;
Στο πιάνο έπαιζε τώρα την «Καβατίνα» του Στάνλεϋ
66 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

Μάγιερς και ταξίδευε νοερά στη Βιέννη όπου γνώρισε τον


Έλληνα θεό της, τον Φάνη Απέργη. Αυτό το κομμάτι είχε
επιλέξει όταν ζήτησε δουλειά στο πιάνο-μπαρ που είχε ο
Απέργης συνεταιρικά με έναν Γερμανό στην Ίνερε Σταντ και
θεωρούνταν από τα πιο καλά της περιοχής, με ξεχωριστή
πελατεία. Εκείνος ήταν τριάντα δύο χρονών, κι εκείνη είκοσι
εννέα. Ξύπνιο επιχειρηματικό μυαλό ο Φάνης και έμπειρο για
την ηλικία του. Οι πελάτες προτιμούσαν το ψαγμένο
μπαράκι του κυρίως γι’ αυτόν, για τον αριστοκράτη Έλληνα
με την ευγένεια και το λεπτό χιούμορ. Ερωτεύτηκαν και η
συμβίωσή τους ήταν όμορφη. Ο Φάνης ήταν ο ιδανικός
άντρας που πολλές γυναίκες ονειρεύονταν να έχουν. Της
χάριζε ακριβά κοσμήματα και ρούχα, ταξίδευαν συχνά σε
άλλες χώρες και την έκανε να νιώθει μοναδική. Σε λίγους
μήνες παντρεύτηκαν στο αγαπημένο τους Χάλστατ με τη
μαγευτική λίμνη, εκεί στα βουνά των Άλπεων. Στην άκρη του
χωριού, πάνω από το δρόμο για το Όμπερτράουν, στο
ρομαντικό εκκλησάκι του Γολγοθά, αντάλλαξαν όρκους
αγάπης και πίστης. Ο Φάνης το είχε στολίσει με τα
εντελβάις που λάτρευε και την περίμενε με μια ίδια,
πελώρια ανθοδέσμη. Οι μέρες που ακολούθησαν στο
ειδυλλιακό χωριό ήταν βγαλμένες από όνειρο. Την κοίταζε με
τα υγρά μαύρα μάτια του και έλειωνε από έρωτα. Έπαιζε
κι αυτός πιάνο και ήξερε πολλά από μουσική. Λάτρευαν να
ακούν τους σημαντικότερους εκπροσώπους του βιεννέζικου
κλασικισμού, Μότσαρτ, Χάυντν, Μπετόβεν. Η ζωή μαζί του
ήταν ποιοτική και έγινε ακόμα πιο ενδιαφέρουσα όταν
γεννήθηκε η κόρη τους. Κάθονταν πάνω από την κούνια της
μικρής τους πριγκίπισσας και ο Φάνης μιλούσε με αγάπη και
θαυμασμό για τις δυο γυναίκες της ζωής του. Οι φίλοι τούς
καμάρωναν, έτσι ταιριαστοί και αγαπημένοι που ήταν, και
κάποιοι τους ζήλευαν.
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά το γάμο τους, η φλόγα του
έρωτα τρεμόσβηνε σαν κερί και μαγικές στιγμές ζούσε μόνο
στις αναμνήσεις της. Υπήρχε βέβαια αγάπη και ενδιαφέρον,
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 67
_

αλλά ο Φάνης είχε εμφανίσει κάποιες άγνωστες πλευρές που


την προβλημάτιζαν. Από την αρχή έβλεπε τις παράξενες
αντιδράσεις που είχε χωρίς σοβαρό λόγο, αλλά δεν έδινε την
πρέπουσα βαρύτητα. Πίστευε ότι της προκαλούσε η ίδια
άθελά της.
Εξαφανιζόταν για μέρες σε επαγγελματικά ταξίδια, όπως της
έλεγε, και ξεχνούσε βασικές επετείους, όπως αυτή του γάμου
τους, που ο ίδιος επέμενε να γιορτάζουν στο Χάλστατ.
Τελευταία υπήρχαν ώρες που νόμιζε πως ζούσε με έναν
άγνωστο. Όταν σήκωνε το βαρύ χέρι του πάνω της, της
έφευγε η ψυχή. Του ζήτησε να επισκεφθούν ψυχολόγο,
κάποιο σύμβουλο γάμου στην Αθήνα, αλλά αρνήθηκε. Της
είπε ότι εκείνη είχε ανάγκη τέτοιου είδους συμβουλές, όχι
αυτός.
Η μητέρα της η Χίλντα, μια αυταρχική Γερμανίδα, όταν
ερχόταν στο νησί για διακοπές, δεν παρέλειπε να της
θυμίζει πόσο τυχερή ήταν που είχε τέτοιο γαλαντόμο άντρα,
τόσο τρυφερό πατέρα για το παιδί της. «Μη μελαγχολείς,
αγάπη μου. Πρέπει να καταλάβεις ότι ο έρωτας δεν κρατά
για πάντα. Και είναι στο φυσικό των αρσενικών να δίνουν
χαστούκια στη γυναίκα για να επιβληθούν». Ωραία μητρική
συμβουλή. Μην ξεχάσει να την δώσει και στη δική της κόρη.
Έκλεισε τα μάτια για να απολαύσει την «Καβατίνα», που
την έπαιζε δεύτερη φορά μετά από παρότρυνση μιας παρέας.
Στο μπαράκι τους ερχόταν το πρωί, που άφηνε τη μικρή σε
ιδιωτικό παιδότοπο, αλλά και τα απογεύματα, για να παίξει
χαλαρά στο πιάνο τα αγαπημένα της κομμάτια. Τη νύχτα ο
Φάνης είχε άλλον πιανίστα, γιατί δεν ήθελε η γυναίκα του να
ξενυχτάει με πελάτες.
Οι τελευταίες νότες της καλύφθηκαν από το ζεστό
χειροκρότημα των θαμώνων. Παλαμάκια χτυπούσε και η
κορούλα της, που την κοίταζε γελώντας, όλο αγάπη.
Πλησίαζε η νύχτα και οι πελάτες θα πύκνωναν. Έπρεπε να
φύγει με τη μικρή για το σπίτι, γιατί αν την έβλεπε ο
άντρας της τέτοια ώρα στο μπαρ θα εκνευριζόταν.
68 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

Της είχε αδυναμία της Μαιρούλας και την προστάτευε με


έναν τρόπο που δεν την έβρισκε σύμφωνη.
Πήγε στο γραφείο που είχαν στο κτήριο για να πάρει την
τσάντα της και τον είδε να μπαίνει από την πίσω πόρτα.
Ήταν ηλιοκαμένος, φρέσκος από τον ύπνο και όμορφος. Τα
καστανά σπαστά μαλλιά του είχαν μακρύνει και του έδιναν
άλλη χάρη, όπως και το κάζουαλ ντύσιμο σε ανοιχτά
χρώματα που προτιμούσε. Πρόσεχε πάντα την εμφάνισή του
και ήθελε να βλέπει το θαυμασμό στα μάτια των γυναικών.
Με ένα κομπλιμέντο στα γερμανικά κι ένα γλυκό χαμόγελο,
προσπάθησε να τον μαλακώσει για να σταματήσει το
μπουρίνι που φοβόταν ότι θα ξεσπούσε.
«Εδώ είσαι ακόμα; Η Μαιρούλα πού είναι;» την ρώτησε
και τα πρώτα σύννεφα φάνηκαν.
«Μια φίλη στην παρέα του Κυριάκου του εφοπλιστή έχει
γενέθλια και μου ζήτησαν να παίξω κάποια κομμάτια
παραπάνω, γι’ αυτό καθυστέρησα. Την παίρνω τώρα, μωρό
μου, και φεύγουμε. Μην ανησυχείς. Όλα εδώ είναι εντάξει».
«Την άφησες τέτοια ώρα έξω με τους πελάτες; Τι σου έχω
πει; Γιατί δεν μ’ ακούς;»
Τα μάτια του στένεψαν από την οργή και τα ήρεμα
χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν. Τι μεταμόρφωση ήταν
αυτή από τη μια στιγμή στην άλλη; Χθες τα ξημερώματα που
επέστρεψε σπίτι από το μπαρ, την ξύπνησε με φιλιά και
χάδια και μπήκε μέσα της με αγάπη, και τώρα θα την
έβγαζε έξω με ξύλο; Τον είδε να κλείνει την πόρτα του
γραφείου για να μην τον ακούσουν και ασυναίσθητα έβαλε
το χέρι στο πρόσωπό της για να προστατευτεί. Η βαριά
παλάμη του έσκασε με δύναμη σε χέρι και πρόσωπο και την
πόνεσε.
«Πάρε το παιδί και φύγε και φρόντισε να μην ξανασυμβεί
αυτό, γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει», της είπε και την
πέταξε κυριολεκτικά πάνω στην πόρτα.
Η γυναίκα δεν έβγαλε μιλιά. Δεν έχυσε δάκρυ. Έστρωσε
βιαστικά τα μαλλιά της και βγήκε φορώντας τα σκούρα
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 69
_

γυαλιά, για να μην την καταλάβουν προσωπικό και πελάτες.


Πήρε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε την κόρη της από το χέρι
και περπάτησαν αργά στο λιμάνι για να φτάσουν σπίτι
τους. Έβγαλε τα μεγάλα γυαλιά για να νιώσει στο πρόσωπο
το θαλασσινό αεράκι και να της φύγει ο πόνος. Η βόλτα
κοντά στη θάλασσα της έκανε πάντα καλό και βοηθούσε να
κοπάσουν τέτοιες φουρτούνες που την έπνιγαν. Ήταν ένας
τρόπος χαλάρωσης για εκείνη να βλέπει το γραφικό Βαθύ με
τις ενετικές επιρροές αμφιθεατρικά στο λιμάνι. Την μετέφερε
αυτή η εικόνα στο λατρεμένο της μπαρόκ χωριό, το Χάλστατ,
που της έλειπε όσο ποτέ άλλοτε.
Ήταν απορροφημένη από τον πόνο και τις σκέψεις και δεν
άκουσε που φώναζαν το όνομά της. Τινάχτηκε όταν ένιωσε
ένα χέρι να την ακουμπά.
«Μαρλέν, πού ταξιδεύεις, γλυκιά μου;» την ρώτησε στα
γερμανικά μια γοητευτική νεαρή. Ήταν πιο κοντή απ’ αυτήν,
μικροσκοπική και λεπτή, με σαντρέ μαλλί κουρεμένο σε
ανδρικό στυλ, μεγάλα καστανά μάτια και σαρκώδη χείλη με
σκουλαρικάκι στην άκρη τους.
Φορούσε ένα τζιν σορτς που άφηνε εκτεθειμένα τα όμορφα
πόδια της, πέδιλα και μια λευκή μπλούζα που κολλούσε στο
μικρό στητό της στήθος. Όταν συνειδητοποίησε ποια ήταν, η
Μαρλέν ξαφνιάστηκε.
«Η Έρικα Μάγιερ. Δεν το πιστεύω! Τι ευχάριστη έκπληξη
είναι αυτή; Πώς άλλαξες έτσι;»
«Καλοκαιράκι στην Ελλάδα και δεν θ’ αλλάξω;»
Η Μαρλέν αγκάλιασε το γλυκό τρελοκόριτσο, όπως την έλεγε,
και την φίλησε, γιατί της έφερε ξαφνικά στην Ιθάκη την
πατρίδα τους την Αυστρία, σε μια δύσκολη μάλιστα στιγμή
της. Η Έρικα δεν ήταν πάνω από είκοσι τριών χρονών.
Είχαν γνωριστεί από τις μητέρες τους, που ήταν φίλες και
έμεναν στη Βιέννη. Πριν από περίπου δύο χρόνια είχε
μεσολαβήσει για να προσληφθεί σαν σερβιτόρα στο πιάνο-
μπαρ του άντρα της, γιατί δεν ήθελε να σπουδάσει. Όταν
εκείνοι μετοίκησαν στην Ελλάδα, χάθηκαν. Από τη μητέρα
70 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

της έμαθε ότι είχε μείνει στο μπαρ για λίγο και στη
συνέχεια έφυγε κι αυτή για την Ελλάδα, για να εργαστεί σε
νησιά.
«Αυτή η μικρή είναι κούκλα. Και είναι η κόρη σου, ε; Την
θυμάμαι μωρό, πριν μας φύγετε για Ιθάκη».
Πήρε τη Μαίρη στην αγκαλιά της και την χόρευε βαλς
γελώντας δυνατά. Η Μαρλέν είδε τις αποσκευές της, δύο
μεγάλες σπορ τσάντες, και πρόσεξε το καράβι από
Κεφαλονιά που είχε δέσει στο λιμάνι.
«Γιατί δεν τηλεφώνησες να πεις ότι θα έρθεις, να σου βρω
δωμάτιο;»
Η Έρικα την κοίταξε περίεργα.
«Δεν σου είπε ο Φάνης;»
Η Μαρλέν σάστισε, αλλά προτίμησε να μην απαντήσει.
«Θα εργαστώ σ’ εσάς, στο μπαράκι. Με βρήκε στη Μύκονο
και μου έκανε καλή προσφορά. Έχει κλείσει και δωμάτιο να
μείνω κοντά στο Βαθύ».
Τα ’χασε. Πήρε τέτοια πρωτοβουλία ο άντρας της και δεν
την ενημέρωσε; Γνώριζε ότι έψαχνε για έμπειρο προσωπικό,
αλλά θα μπορούσε να της πει ότι έκλεισε την Έρικα, από τη
στιγμή που η ίδια του την είχε συστήσει. Βρήκε μια
δικαιολογία να πει, γιατί δεν ήθελε να της δώσει
δικαιώματα και να ξέρει τι γίνεται στην οικογένειά της.
«Χαίρομαι που θα είσαι μαζί μας και θέλω να φανείς
προσεκτική στη δουλειά σου, γιατί έχουμε πολύ καλό κόσμο.
Ο άντρας μου είναι στο μπαρ. Εγώ πάω σπίτι, είναι αργά
για τη μικρή. Τα λέμε αύριο».
Η Έρικα της υποσχέθηκε ότι θα κάνει το καλύτερο στη
δουλειά της και την χαιρέτησε. Η Μαρλέν πήρε την κόρη της
αγκαλιά και άνοιξε το βήμα της για το σπίτι. Απόψε ήθελε
να μείνει μόνη και να πιει τα ποτά που δεν τολμούσε να
καταναλώσει στο δικό της πιάνο-μπαρ.

Στους τρεις μήνες της τουριστικής περιόδου που ακολούθησαν


ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 71
_

δεν υπήρξαν ακραίες καταστάσεις μεταξύ τους. Ο Φάνης είχε


τις εντάσεις του, αλλά της ζητούσε συγγνώμη και γινόταν
τρυφερός μαζί της. Κι αυτή φρόντιζε να μην μπλέκεται στα
πόδια του. Είχαν και αρκετή δουλειά. Έτρεχαν όλη μέρα και
όλη νύχτα στο ρεστοράν και στο μπαρ και αναγκάστηκαν να
προσλάβουν κι άλλα άτομα για να τους βοηθούν, κυρίως τα
Σαββατοκύριακα. Η Έρικα ήταν πάντα πρόσχαρη, ευγενική
και γρήγορη στο σερβίρισμα και οι πελάτες την προτιμούσαν.
Βοηθούσε και στο ρεστοράν όταν υπήρχε δουλειά τα
μεσημέρια. Απ’ ό,τι έβλεπε, και ο Φάνης της φερόταν με
ωραίο τρόπο, ενώ με άλλες σερβιτόρες ήταν απαιτητικός και
απότομος. Κάποιες εργαζόμενες και στις δύο επιχειρήσεις
τους την χαρακτήριζαν αδίστακτη και διπρόσωπη, αλλά δεν
ήθελαν να επεκταθούν σε λεπτομέρειες όταν τις ρωτούσε η
Μαρλέν.
«Μη μας μπλέκετε μ’ αυτήν γιατί είναι ικανή για όλα», της
είπε ένα μεσημέρι η Μαρία, μια έμπειρη νησιώτισσα που
βοηθούσε στην κουζίνα του ρεστοράν.
«Δεν πιάνεται φίλη. Φίδι κολοβό στον κόρφο σας είναι και να
’χετε το νου σας, γιατί εσείς είστε καλός άνθρωπος και το
προσωπικό σάς εκτιμάει».
Η Μαρλέν απέφευγε γενικά τις οικειότητες με την Έρικα,
γιατί δεν της άρεσε ο τρόπος που είχε χειριστεί το θέμα της
πρόσληψής της. Θα μπορούσε να βρει το τηλέφωνό της από
τη μητέρα της και να την ενημερώσει, έστω τυπικά. Όλα
αυτά όμως που έλεγαν εναντίον της, τώρα που τελείωνε η
καλοκαιρινή σεζόν, την είχαν προβληματίσει.
«Σωθήκαμε με την Έρικα. Ήταν η καλύτερη επιλογή του
καλοκαιριού», της είπε ένα μεσημέρι ο άντρας της.
Εκείνη δεν μίλησε.
«Σκέφτομαι να την κρατήσω, γιατί αν φύγει γι’ άλλο νησί
δεν την βλέπω να ξανάρχεται».
Το χειμώνα το ρεστοράν έκλεινε και έμενε ανοιχτό το πιάνο-
μπαρ. Τους έφταναν τα τέσσερα άτομα από το νησί που
είχαν και γνώριζαν καλά τη δουλειά. Η Έρικα δεν υπήρχε
72 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

ανάγκη να παραμείνει. Του είπε τη σκέψη της κι εκείνος


αγρίεψε. Πέταξε την καρέκλα όπου καθόταν και έφυγε από το
σπίτι χτυπώντας πίσω του την πόρτα.

Ο επάνω όροφος του ψηλοτάβανου αρχοντικού, με τα


μακρόστενα παράθυρα και τους τοίχους στο χρώμα της
ώχρας, χρησίμευε για αποθήκη του πιάνο-μπαρ.
Συνδεόταν με το ισόγειο με μια εσωτερική μαρμάρινη σκάλα
με ξύλινη σκαλιστή κουπαστή. Σ’ αυτόν τον όροφο είχαν
τοποθετήσει και κάποια παλιά έπιπλα του σπιτιού που δεν
ταίριαζαν με τη δική τους διακόσμηση. Η Έρικα ανέβαινε
συχνά εκεί για δουλειές, όπως τώρα, που έψαχνε για σκαμπό
στα στοιβαγμένα αντικείμενα. Το τρίξιμο του σανιδένιου
παλιού πατώματος που άκουσε ξαφνικά την έκανε να
αναπηδήσει. Γύρισε και τον είδε στην είσοδο, να στέκεται
ξαναμμένος και να την κοιτάζει. Έκλεισε με θόρυβο την
πόρτα πίσω του και την πλησίασε. Τα μάτια της έλαμψαν
από πόθο και άνοιξε την αγκαλιά της για να τον κλείσει
μέσα.
Εκείνος την τράβηξε πάνω του και την φίλησε λυσσασμένα
στα μάτια, στο πρόσωπο, στο στόμα. Της έβγαλε την
μπλούζα, ρούφηξε τα γυμνά της στήθη και έχωσε το χέρι του
βαθιά μέσα της. Η μικρή βογγούσε από ηδονή. Ο κρυφός
έρωτας που ζούσε τον τελευταίο καιρό με τον Φάνη ήταν
πρωτόγνωρος. Την έπαιρνε όπου μπορούσε. Στις τουαλέτες
του μπαρ τις νύχτες, στο αυτοκίνητο, στις ερημικές παραλίες
του νησιού ξημερώματα, στο δωμάτιο όπου έμενε, και τώρα
στην αποθήκη. Αυτό βέβαια που έκαναν ήταν πολύ
επικίνδυνο, γιατί θα μπορούσε κάποιος να τους δει, αλλά
δεν νοιάζονταν διόλου. Καίγονταν τόσο πολύ απ’ τη φλόγα
τους, που το μόνο που άκουγαν εκείνη τη στιγμή ήταν τα
βογγητά τους και όχι ο θόρυβος της ξύλινης πόρτας που
άνοιγε σιγά σιγά. Η κραυγή της γυναίκας ήταν πονεμένη,
δυνατή, σπαραχτική, και τους ταρακούνησε. Γύρισαν κι οι
δυο απορημένοι και είδαν εκεί στην είσοδο της αποθήκης τη
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 73
_

Μαρλέν, παγωμένη σαν άγαλμα.

Η κακοποιημένη γυναίκα που μεταφέρθηκε αιμόφυρτη στο


κέντρο υγείας του νησιού μέρα μεσημέρι δεν έδινε καμία
εξήγηση για το ποιος και πώς της επιτέθηκε. Το ίδιο και οι
υπάλληλοι ενός πιάνο-μπαρ που την συνόδευαν. Ο
νοσηλευτής που βρισκόταν εκείνη την ώρα στο κέντρο
ειδοποίησε την αστυνομία αλλά και τον γιατρό που έκανε το
αγροτικό του εκεί και εφημέρευε. Ο διευθυντής τους, ένας
έμπειρος παθολόγος που ενημερώθηκε σχετικά, κατάλαβε ότι
πρόκειται για τη γυναίκα του ιδιοκτήτη του μπαρ Φάνη
Απέργη, που ήταν και φίλος του.
«Κανείς δεν με χτύπησε. Ζαλίστηκα και έπεσα από τις
σκάλες του μαγαζιού. Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον
σας», είπε με τα πολλά η Μαρλέν στους αστυνομικούς και
στο διευθυντή, και όταν αυτοί έφυγαν, ξέσπασε σε λυγμούς.
Δεν ήθελε να θυμάται τα όσα έγιναν σ’ εκείνη την αποθήκη,
πόσω μάλλον να τα συζητάει με τρίτους. Έπρεπε να πείσει
τον εαυτό της ότι αυτό που έζησε εκεί μέσα ήταν ένας
εφιάλτης.
Διαγνώστηκε με διάσειση, θλάση στα πλευρά και τραύματα
που την κράτησαν στο σπίτι κοντά τρεις εβδομάδες. Την
βοήθησαν κάποιες φίλες που είχε στο νησί, αλλά και
υπάλληλοι του μπαρ που την συμπαθούσαν. Ο άντρας της
μετακόμισε προσωρινά στο δωμάτιο της ερωμένης του. Όταν
μπόρεσε να σταθεί στα πόδια της, μάζεψε τα πράγματά της,
πήρε την τρομαγμένη κορούλα της και έφυγε με αξιοπρέπεια
για την πατρίδα της την Αυστρία, χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Ήταν Οκτώβρης και η Μαιρούλα είχε γενέθλια, αλλά ο πατέρας
της, που υποτίθεται ότι την αγαπούσε, δεν της ευχήθηκε, ούτε
και νοιάστηκε για τη φυγή της. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι
λίγες μέρες πριν έβγαλε τη ζώνη από το παντελόνι του και
χτύπησε μ’ αυτήν το παιδί στον ποπό και στα πόδια. Αν δεν
έτρεχε η καθαρίστρια του μπαρ να αρπάξει τη μικρή από τα
74 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

χέρια του, θα την έκανε μαύρη στο ξύλο, τόσο πολύ είχε
αγριέψει. Κι ο λόγος του ξυλοδαρμού; Τον κλότσησε το
παιδάκι κλαίγοντας γιατί δεν πήγαινε σπίτι τους, κοντά στη
μαμά που ήταν άρρωστη.
Η όμορφη και αγαπημένη μέχρι πριν λίγα χρόνια οικογένεια
διαλύθηκε με τη φυγή της τραυματισμένης μητέρας και της
κόρης της. Ο Φάνης Απέργης κατάφερε με τη γνωστή του
διπλωματία να κλείσει τα στόματα κάποιων φλύαρων
σερβιτόρων. Διέδωσαν στο νησί ότι δεν τα πήγαιναν καλά με
τη γυναίκα του, ότι της ζήτησε να χωρίσουν κι εκείνη για να
τον συγκινήσει έπεσε από τις σκάλες. Βέβαια τα
κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν, αλλά δεν άγγιζαν το
ερωτοχτυπημένο ζευγάρι. Η Έρικα δεν ένιωθε ενοχές που
πήρε, όπως της έλεγαν κάποιοι, τον άντρα της Μαρλέν. Ούτε
και για τα όσα έγιναν εκεί στην αποθήκη. Πίστευε ότι αξίζει
κανείς να πολεμά για να κερδίσει τέτοιους δυνατούς έρωτες
σαν αυτόν που ζούσε με τον Φάνη. Εξάλλου ο γάμος τους
έτριζε, όπως της έλεγε ο εραστής της, και ο ίδιος ήταν
δυστυχισμένος σ’ αυτόν. Τώρα που το πεδίο ήταν ελεύθερο,
θα ζούσαν οι δυο τους όπως γούσταραν, σ’ έναν δικό τους
κόσμο, χωρίς αναστολές.
ΙΘΑΚΗ, 1998

Έρικα

Λ ΕΝΕ ΠΟΛΛΟΙ πως η ευτυχία είναι ουτοπία, αλλά υπάρχουν


και άλλοι που σε στέλνουν σε στιγμές της καθημερινότητας
για να την βρεις και να την γευτείς. Η Έρικα δεν είχε και
μεγάλη εμπειρία από τη ζωή. Είκοσι τριών χρόνων ήταν και
είχε μάθει να δίνει έμφαση σε άλλες απολαύσεις. Δεν
ασπαζόταν το ρομαντισμό και ειρωνευόταν τις φίλες της
που ταξίδευαν στ’ αστέρια. Αυτό όμως που ζούσε από τον
Ιούνιο που πάτησε το πόδι της στην Ιθάκη πρέπει να ήταν
σίγουρα η ευτυχία ολοκάθαρη. Τον Φάνη Απέργη τον
γούσταρε σαν άντρα από τότε που συνεργάστηκαν στη
Βιέννη. Η αυτοπεποίθηση που είχε, η οικονομική του άνεση
και η γοητεία του την τραβούσαν σαν μαγνήτης, αλλά δεν
πρόλαβε να του δείξει το ερωτικό της ενδιαφέρον γιατί
έφυγε οικογενειακώς για την Ελλάδα. Κατάλαβε ότι κι αυτή
του άρεσε σαν θηλυκό από την πρώτη εβδομάδα που έπιασε
δουλειά στο νέο μπαράκι του στην Ιθάκη. Μπορεί να ήταν
παντρεμένος με τη γνωστή της, γιατί φίλη δεν θα την έλεγε,
αλλά δεν είχε τέτοιου είδους αναστολές και άδραξε την
ευκαιρία χωρίς δεύτερη σκέψη. Τώρα που η γυναίκα του τα
μάζεψε κι έφυγε, ζούσαν ελεύθεροι τον έρωτά τους.
Όπως ακριβώς τον φανταζόταν από έναν έμπειρο άντρα.
Ήταν αρκετά μεγαλύτερός της, αλλά αυτό δεν την ένοιαζε,
76 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

αντίθετα την γοήτευε. Οι προηγούμενες σχέσεις που είχε με


μικρή διαφορά ηλικίας ή με συνομήλικους ήταν ξενέρωτες σε
σύγκριση μ’ αυτήν. Ο Φάνης ήταν σούπερ αρσενικό στο
κρεβάτι και την πρόσεχε σαν μικρό παιδί, της μαγείρευε, της
πήγαινε το πρωινό στο κρεβάτι και της έδειχνε την αγάπη
του με κάθε τρόπο. Με ακριβά δώρα, λουλούδια, ταξίδια
στα γειτονικά νησιά με σκάφη που νοίκιαζε. Κι εκείνη είχε
αφεθεί στο δυνατό πάθος αυτού του άντρα, που πολλές
γυναίκες θα τον ήθελαν στο κρεβάτι τους και στη ζωή τους.
Ο Δεκέμβρης ήταν βροχερός αλλά ήπιος. Μπορεί η Ιθάκη το
χειμώνα να μην είχε την πολυκοσμία του καλοκαιριού, όπως
και όλα τα νησιά, αλλά οι ώρες γέμιζαν ευχάριστα στο πιάνο-
μπαρ «Πηνελόπη» που ήταν ανοιχτό από το πρωί μέχρι αργά
τη νύχτα. Οι πελάτες τους αυτή την εποχή ήταν κυρίως
ντόπιοι επιχειρηματίες και επιστήμονες που εργάζονταν στο
νησί ή έρχονταν από την Κεφαλονιά. Κάποιοι τολμηροί
θαλασσόλυκοι, ανάμεσά τους και γνωστοί εφοπλιστές,
έφταναν Σαββατοκύριακα με τα σκάφη τους και άραζαν στο
αρχοντικό με το αναμμένο τζάκι και την ευχάριστη μουσική
στο πιάνο, που έπαιζε ανάλογα με τη διάθεσή του και ο
Φάνης.
Μετά τα επεισοδιακά γεγονότα του Οκτώβρη, ο Φάνης της
ζήτησε να μείνουν στο ίδιο σπίτι όπου ζούσε με την οικογένειά
του, γιατί ήταν κοντά στο μπαρ.
Εκείνη ήθελε μια νέα ερωτική φωλιά, αλλά στο τέλος
υποχώρησε. Φοβήθηκε μήπως επηρεαζόταν από τις
αναμνήσεις του σπιτιού και άλλαξε το παιδικό δωμάτιο σε
καθιστικό. Φρόντισε να εξαφανίσει και τα προσωπικά
αντικείμενα της γυναίκας του που δεν πήρε μαζί της
φεύγοντας για την Αυστρία. Απ’ ό,τι έβλεπε όμως, ο Φάνης
δεν αναφερόταν καθόλου στη Μαιρούλα και στη Μαρλέν. Με
το παιδί δεν είχε μιλήσει στο τηλέφωνο, και η μητέρα του,
που έμενε στα Γιάννενα, τον πίεζε να βάλει δικηγόρο και να
ζητήσει επαφή με την κορούλα του.
«Μάνα, όλα θέλουν το χρόνο τους. Θα γίνει κι αυτό όταν εγώ
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 77
_

το αποφασίσω. Μην ασχολείσαι και πάψε να με ζαλίζεις με το


ίδιο θέμα», της είπε κάποια στιγμή και η γυναίκα περιόρισε
τα τηλεφωνήματα. Με την ίδια δεν μιλούσε, γιατί ήταν,
όπως έλεγε, η πέτρα του σκανδάλου.
Η Έρικα δεν ήθελε ανακατέματα στα οικογενειακά του, που
ειδικά τον πρώτο καιρό, όταν η γυναίκα του τους έπιασε
στην αποθήκη, είχαν πολλή ένταση. Αυτό που την ενδιέφερε
ήταν να περνάει καλά μαζί του και να απολαμβάνει τον
έρωτά τους, που ήταν το ίδιο φλογερός όπως στην αρχή. Το
μόνο που την ενοχλούσε ώρες ώρες ήταν η παθολογική ζήλια
του. Ένα βράδυ που εμφανίστηκε στο μπαρ με κοντό
μπλουζάκι και την κοιλιά γυμνή, την έσυρε στην τουαλέτα
και της τράβηξε τα σκουλαρίκια από τον αφαλό και το
χείλος, προκαλώντας της πόνο.
«Αυτά, μωρό μου, κομμένα! Δεν θα έρχεσαι εδώ με
προκλητικά ρούχα και δεν θα σερβίρεις τους πελάτες. Η
δική μου η γυναίκα είναι αρχόντισσα, δεν θα εμφανίζεται
σαν τσουλάκι για να την τρώνε με τα μάτια τους τα
λιγούρια. Θα έχεις υπεύθυνο ρόλο εδώ», της είπε με μια
αγριάδα που την αναστάτωσε, αλλά την απέδωσε στην
αγάπη που της είχε. Την ήθελε κυρία δίπλα του, άρα την
έβλεπε σοβαρά κι αυτό της αρκούσε.

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και το μπαράκι είχε κόσμο


γιατί το πρόγραμμα ήταν εορταστικό, με καλό φαγητό σε
μπουφέ και επιλεγμένη μουσική. Τον πιανίστα συνόδευαν
δυο νέοι με κιθάρα και μπουζούκι, που τραγουδούσαν
έντεχνα αλλά και λαϊκά για το τσακίρ κέφι. Η Έρικα φόρεσε
για το ρεβεγιόν μια μακριά μαύρη τουαλέτα με βαθιά
ανοίγματα στο ντεκολτέ και στην πλάτη. Στόλισε τα αφτιά
της με τα μακριά χρυσά σκουλαρίκια που της αγόρασε ο
Φάνης από γνωστό οίκο κοσμημάτων της Αθήνας και ήταν
πανέμορφη. Και εκείνος σωστός αριστοκράτης με το μαύρο
κοστούμι και το κόκκινο παπιγιόν του. Όταν την είδε με τα
78 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

αποκαλυπτικά σκισίματα της είπε να αλλάξει εμφάνιση, αλλά


στη σκέψη του θαυμασμού που θα προκαλούσε στο δικό του
πλευρό και της ζήλιας των αντρών, την φίλησε και την
δέχτηκε όπως ήταν.
Περνούσαν όμορφα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν
ένας πελάτης τους, γνωστός έμπορος του νησιού, ζαλισμένος
από το ποτό, άρπαξε από τη μέση την Έρικα, την αγκάλιασε
σφιχτά και την χόρευε στους ρυθμούς του μπλουζ με το
πρόσωπο του κολλημένο στο δικό της. Η μικρή αφέθηκε
γελώντας γιατί ο καβαλιέρος της ήταν φίλος τους και έκανε
καλή παρέα με τον Φάνη. Είχε πιει και άφθονη σαμπάνια
και ήταν σε ευφορία. Όταν ο χορός τελείωσε, ένιωσε ένα
χέρι να σφίγγει το μπράτσο της σαν τανάλια και να την
τραβά μέσα στον κόσμο προς το γραφείο, στο πίσω μέρος
του μπαρ. Πριν προλάβει να αντιδράσει ένα χαστούκι
έσκασε στη μύτη της με τόση δύναμη, που νόμισε πως θα
σπάσει. Ζαλίστηκε και έπεσε στο πάτωμα. Είδε από πάνω
της έναν Φάνη αγνώριστο να την κλοτσά λυσσασμένος. Το
αίμα έτρεχε από τη μύτη της και πονούσε πολύ στο
πρόσωπο και στο σώμα. Προσπάθησε να σηκωθεί, να
αντιδράσει, αλλά έχασε τις αισθήσεις της. Όταν συνήλθε,
βρισκόταν ξαπλωμένη στον καναπέ του γραφείου με τα
πόδια ακουμπισμένα σε ψηλά μαξιλάρια. Μια σερβιτόρα του
μπαρ τής έβαζε πάγο στο πρόσωπο, ενώ ο Νάσος Γεωργίου, ο
αθυρόστομος γιατρός του νησιού, που ήταν και κολλητός
φίλος του Φάνη, έπαιρνε το σφυγμό της. Η πόρτα ήταν
κλειστή, αλλά έφταναν μέχρι εκεί τα τραγούδια, οι
κουβέντες και τα γέλια των θαμώνων. Η κοπέλα ένιωσε τα
σωθικά της να ανακατεύονται και το στομάχι να φτάνει
στο στόμα της. Την ανασήκωσαν και ο εμετός της
εκτοξεύτηκε απέναντι στον τοίχο.
«Μην ανησυχείς, δεν φαίνεται να έχεις κάτι σοβαρό, αλλά θα
σε πάμε στο κέντρο υγείας για να σε εξετάσω καλύτερα. Θα
βγούμε από την πίσω πόρτα και δεν θα καταλάβει κανείς
τίποτα», της είπε ο γιατρός και της χάιδεψε το μέτωπο,
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 79
_

βρίζοντας παράλληλα τον Φάνη. «Ο μαλάκας ο άντρας σου


έχει πιει και θόλωσε που σε είδε να χορεύεις στην αγκαλιά
αυτού του γόη του Ραυτόπουλου. Τον ηρέμησα με τα πολλά
και είναι μέσα, με τον κόσμο».
Στο κέντρο υγείας η Έρικα δεν συνερχόταν. Ζαλιζόταν και
έκανε συνέχεια εμετό. Δεν είχε σπάσει τίποτα, κι ένα
σκίσιμο που είχε στο χέρι αντιμετωπίστηκε με τρία
ράμματα. Ο Νάσος την εξέτασε προσεκτικά, και όταν
τελείωσε την ρώτησε κοιτάζοντάς την κατάματα:
«Μικρή, μήπως μου κρύβεις κάτι;»
Η Έρικα απέφυγε το βλέμμα του ανασαίνοντας βαριά.
«Έχεις καθυστέρηση στην περίοδό σου;» Η κοπέλα άρχισε
να κλαίει σιωπηλά.
«Πότε είχες τελευταία;»
«Πριν από ενάμιση μήνα περίπου».
Ο Νάσος τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα της. Της
έπιασε το χέρι απαλά.
«Αυτός ο μαλάκας ο φίλος μου το ξέρει;» Η Έρικα κούνησε
το κεφάλι αρνητικά.
«Γιατί δεν του το είπες;»
«Ήθελα να σιγουρευτώ. Θα ερχόμουν για τεστ μετά τα
Χριστούγεννα».
Χωρίς δεύτερη κουβέντα ο γιατρός ειδοποίησε ένα γνωστό
του, ιδιοκτήτη σκάφους, που ήταν στο ίδιο πάρτι του μπαρ,
και την μετέφεραν ξημερώματα Χριστουγέννων στο
νοσοκομείο της Κεφαλονιάς, στο Αργοστόλι. Είχε ήδη
τηλεφωνήσει στο γυναικολόγο και φίλο του, τον Νίκο Μαντά,
που τους περίμενε αγουροξυπνημένος στα επείγοντα. Ο
συνάδελφός του της έκανε υπέρηχο στην κοιλιά, επειδή το
τράνταγμα από το ξύλο ήταν δυνατό και έπρεπε να
αποκλείσουν τα χειρότερα. Ο ίδιος ο Νάσος είχε δει τη σκηνή
της ζηλοτυπίας στο μπαρ και ακολούθησε τον Φάνη μέχρι το
γραφείο του κτηρίου, γιατί φοβήθηκε το ξέσπασμά του.
Αυτός τον τράβηξε με δυσκολία μακριά από την Έρικα.
«Κοπέλα μου, είσαι στην έβδομη εβδομάδα της κύησης και
80 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

όλα φαίνονται καλά. Θα μείνεις όμως απόψε για


παρακολούθηση, κι αν έχεις πόνους ή δεις αίμα, θα με
ειδοποιήσουν αμέσως. Θέλεις ν’ ακούσεις την καρδούλα του;»
την ρώτησε ο γυναικολόγος.
Τον κοίταζε αποσβολωμένη, αν και περίμενε αυτή την
εξέλιξη με την καθυστέρηση που είχε. Προσπαθούσε μέσα
από την οθόνη του υπερήχου να διακρίνει με τη βοήθεια του
γιατρού τη νέα ζωή που κυοφορούσε. Τα μάτια της
βούρκωσαν όταν άκουσε τους χτύπους της αγέννητης
καρδιάς στα σπλάχνα της. Ενώθηκαν με τους χτύπους της
δικής της καρδιάς, μιας καρδιάς τραυματισμένης που νόμιζε
πως θα σπάσει. Ο εραστής της ήθελε να γεύεται τους
χυμούς της και δεν έπαιρναν προφυλάξεις που τον
ξενέρωναν, όπως της έλεγε χαρακτηριστικά. Για να
καρποφορήσει τόσο σύντομα αυτός ο έρωτας ήταν πράγματι
δυνατός ή αυτή τον μεγέθυνε τυφλωμένη από το πάθος;
«Θα δεις που όλα θα διορθωθούν», την παρηγόρησε ο Νάσος,
όταν την μετέφεραν σε θάλαμο της μαιευτικής κλινικής του
νοσοκομείου. «Ο φίλος μου θα ταρακουνηθεί με τον ερχομό
του παιδιού σας. Κι αν είναι ο γιος που περιμένει, βασίλισσα
θα σ’ έχει. Κι εσύ, κοριτσάκι μου, μην προκαλείς τη ζήλια του,
αφού ξέρεις ότι σ’ αγαπάει και φοβάται μη σε χάσει».
Η Έρικα έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι με άδειο βλέμμα.
Θυμήθηκε τη σκηνή στην αποθήκη του μπαρ, όπου ο Φάνης
επιτέθηκε με την ίδια λύσσα στη γυναίκα του και μητέρα
του παιδιού του γιατί τους διέκοψε πάνω στο σεξ. Την
χτυπούσε με ένα ξύλο που βρήκε εκεί γύρω, κι αν δεν
έμπαινε στη μέση ένας σερβιτόρος που τους άκουσε, θα την
σακάτευε. Κι εκείνη τραυματισμένη κατέληξε στο κέντρο
υγείας, χωρίς καν να τον προκαλέσει. Ο ίδιος γιατρός
μάλιστα την είχε κουράρει, αλλά δεν είπε τίποτα γιατί ήταν
φίλος του. Η ίδια δεν βοήθησε τη Μαρλέν, δεν της έδωσε
σημασία, κι ας ζητούσε βοήθεια. Την άφησε στα χέρια του
Φάνη, επειδή πίστευε ότι αντέδρασε βίαια μόνο και μόνο για
να προστατέψει εκείνην από την οργή της γυναίκας του.
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 81
_

Τώρα που κάτι έσπασε μέσα της, μήπως έπρεπε να δει


αλλιώς αυτές τις περίεργες συμπτώσεις; Πώς γίνεται ένας
δοτικός και έμπειρος άντρας να μεταλλαχθεί μέσα σε λίγη
ώρα σε δυνάστη; Τον αγαπούσε τόσο πολύ, ώστε να μείνει
δίπλα του με την όποια συμπεριφορά του και να γεννήσει
το παιδί του; Ήθελε σ’ αυτή την ηλικία τέτοιες δεσμεύσεις;
Κι αν αύριο του γυάλιζε μια άλλη Έρικα, θα την πέταγε μαζί
με το παιδί της, όπως πέταξε τη γυναίκα και την κόρη του;
Αναστέναξε βαθιά και κοίταξε ικετευτικά το γιατρό.
«Νάσο, θέλω να κάνεις κάτι για μένα».
«Αν μπορώ, πολύ ευχαρίστως».
«Να μου υποσχεθείς ότι δεν θα του πεις τίποτα για την
εγκυμοσύνη. Μου δίνεις το λόγο σου;»
Ο γιατρός έμεινε σιωπηλός και η Έρικα ταράχτηκε στη
σκέψη και μόνο της άρνησής του.
«Θέλω να του το πω εγώ όταν ηρεμήσουμε. Δεν έχω αυτό
το δικαίωμα;»
«Μείνε ήσυχη, δεν θα πω λέξη. Θα μιλήσω και με το
γυναικολόγο. Πιθανότατα ο Φάνης θα θέλει να έρθει εδώ για
να σε δει, αλλά θα τον εμποδίσω. Εσύ όμως πρέπει να
σκεφτείς τι θα κάνεις και να πάρεις γρήγορα τις αποφάσεις
σου».
Ο Νάσος την φίλησε στο μέτωπο, της ευχήθηκε για τα
Χριστούγεννα και έκλεισε απαλά την πόρτα του θαλάμου.
Όταν έμεινε μόνη, άρχισε επιτέλους να σκέφτεται σοβαρά
και να σχεδιάζει τις επόμενες κινήσεις της.

Η επιστροφή της στο σπίτι έγινε μετά βαΐων και κλάδων. Ο


Φάνης την περίμενε εκεί μετανιωμένος, δίνοντάς της μια
μεγάλη ανθοδέσμη με κρίνα, ενώ εκείνη απορούσε με το
θράσος του. Την υποδέχτηκε λες κι επέστρεφε από μακρινό
ταξίδι κι όχι από το κοντινό νοσοκομείο όπου την έστειλε η
αγριότητά του. Της ζητούσε συγγνώμη κλαίγοντας και την
φιλούσε τρυφερά στο πρόσωπο, στο λαιμό, στα χέρια. Δεν
82 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

πήγε στο μπαρ για να μείνει δίπλα της και να την προσέχει,
κι εκείνη δεχόταν σιωπηλά τα χάδια του, αποφεύγοντας να
τον κοιτάξει στα μάτια.
Όταν έφυγε για τη δουλειά του και έμεινε μόνη, πήρε
τηλέφωνο τη μητέρα της, τη Σάρα Μάγιερ, στη Βιέννη. Η
γυναίκα, θορυβημένη απ’ όσα είχαν συμβεί τον περασμένο
Οκτώβριο, δεν είχε επαφή μαζί της, γιατί την θεωρούσε
υπεύθυνη που διέκοψε μια φιλία πολλών χρόνων με τη
μητέρα της Μαρλέν.
«Γιατί το ’κανες αυτό; Δεν μπορούσες να την πέσεις σε
άλλον ώριμο και πλούσιο; Το γαμπρό της φίλης μου βρήκες;
Η Χίλντα ήταν καλύτερη κι από αδελφή μου και τώρα δεν
μου μιλάει γιατί η κόρη της και η εγγονή της υποφέρουν
εξαιτίας σου. Το ’χεις καταλάβει ότι διέλυσες μια
οικογένεια;»
Με συγγνώμες και με κλάματα της είπε γιατί την κάλεσε,
εκλιπαρώντας την να πει το ναι σ’ αυτό που της ζητούσε. Η
μάνα συμφώνησε με τα πολλά να βοηθήσει το άμυαλο κορίτσι
της. Πατέρας δεν υπήρχε. Την είχε εγκαταλείψει πριν από
χρόνια, με δυο μικρά κορίτσια, για να ακολουθήσει κι εκείνος
την ερωμένη του στη Γαλλία, κι από τότε δεν τον ξαναείδαν.
Ευτυχώς που είχε χρήματα και μια καλή δουλειά σε τράπεζα
και τα έβγαλε πέρα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Η μεγάλη
της κόρη ήταν νομικός και συζούσε με έναν συνάδελφό της.
Αυτή η μικρή ήταν ο μόνιμος πονοκέφαλός της, έτσι ατίθαση
που ήταν.
Όταν ο Φάνης επέστρεψε σπίτι, την βρήκε στο κρεβάτι να
κλαίει σιωπηλά.
«Τι έχει το μωράκι μου; Μήπως πονάς, να φωνάξω τον
Νάσο;»
«Η μητέρα μου μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο στη Βιέννη σε
ειδική μονάδα με πρόβλημα στην καρδιά. Μου τηλεφώνησε η
αδελφή μου», του είπε και ξέσπασε σε λυγμούς.
«Εντάξει, συμβαίνουν αυτά, αγαπούλα μου. Μη σκέφτεσαι
τα χειρότερα. Όλα καλά θα πάνε, θα δεις».
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 83
_

«Φάνη, νιώθω υπεύθυνη γιατί την στεναχώρησα με όσα


συνέβησαν και πρέπει να επανορθώσω».
«Πες μου τι θέλεις, πώς μπορώ να βοηθήσω; Χρειάζονται
χρήματα;»
«Αγάπη μου, δεν κατάλαβες; Πρέπει να φύγω αμέσως για
Αυστρία».
Ο Φάνης ξαφνιάστηκε. Τώρα που προσπαθούσε να την
ξανακερδίσει μετά το λάθος που έκανε, θα την έχανε; Αν
εμπόδιζε το ταξίδι της και η μητέρα της πέθαινε, δεν θα τον
συγχωρούσε ποτέ. Ούτε να την συνοδέψει στη Βιέννη
μπορούσε, γιατί το κλίμα εκεί μύριζε μπαρούτι. Βέβαια η
Μαρλέν και η κόρη του είχαν μετοικήσει απ’ ό,τι είχε μάθει
στο Χάλστατ, αλλά δεν ήθελε προβλήματα με συγγενείς και
φίλους.
«Δεν μπορείς να περιμένεις, να δούμε την πορεία της
υγείας της και φεύγεις μετά;»
«Με ζητάει κοντά της. Θέλει να με δει».
«Οκέι. Τι να πω. Αφού είναι ανάγκη, να πας. Θα μείνεις
καιρό;»
«Άσε να πάω πρώτα, να δω τι γίνεται και θα σου πω».
Την βοήθησε να κλείσει εισιτήρια, να φτιάξει τις αποσκευές
της και την συνόδεψε την άλλη μέρα το πρωί στο λιμάνι.
Φρόντισε να πάρει και ο ίδιος τηλέφωνο την αδελφή της
κρυφά, για να δει αν του λέει αλήθεια. Απ’ ό,τι κατάλαβε, η
κατάσταση της μητέρας τους ήταν όντως σοβαρή. Την έσφιξε
στην αγκαλιά του με λόγια αγάπης και προσμονής του
γυρισμού της και την αποχαιρέτησε.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το μπαρ είχε πάλι κόσμο,


αλλά ο Φάνης δεν είχε διάθεση για γλέντι. Στην παρέα του
ήταν ο κολλητός του ο Νάσος και τα έπιναν.
Ο γιατρός απόρησε που η Έρικα δεν ήταν εκεί για το
ρεβεγιόν και τον ρώτησε αν είναι καλά. Ο Φάνης του εξήγησε
τι συνέβη στη Βιέννη, ότι μιλάνε στο τηλέφωνο συνέχεια και
84 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

ότι η μητέρα της είναι στην ίδια κατάσταση. Ο Νάσος τον


άκουγε σιωπηλός.
«Ξέρεις τι φοβάμαι, φιλαράκο; Ότι θα βρει εκεί τον παλιό
της τον γκόμενο, που ήταν κολλημένη μαζί του, κι εμένα θα με
ξεχάσει».
«Μη λες μαλακίες, είναι καψούρα κι ας την σακάτεψες στο
ξύλο».
«Πάμε στοίχημα όσο θέλεις, ρε Νάσο, ότι θα μου την κάνει
μ’ αυτόν το φλώρο; Λες και δεν τις ξέρω καλά τις γυναίκες».
Ο γιατρός τού έλεγε κι άλλα της παρηγοριάς, αλλά μίλαγε
στον αέρα, αφού ο φίλος του δεν καταλάβαινε από το πολύ
ποτό κι από τις εμμονές του που τον τύφλωναν. Κάποια
στιγμή, εκεί που άλλαζε ο χρόνος κι όλοι έδιναν ευχές και
φιλιά, ο Νάσος τον είδε να κλαίει σαν μωρό. Τον λυπήθηκε.
Ήταν και το ουίσκι που είχε πιει κι αυτός, και ο λόγος που
είχε δώσει στην Έρικα ξεχάστηκε.
«Μην κάνεις έτσι, ρε φίλε. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε
κερατώσει η μικρή. Και ξέρεις γιατί;»
Ο Φάνης τον κοίταξε με ένα ερωτηματικό στο θολωμένο
του βλέμμα.
«Γιατί είναι έγκυος στο παιδί σου».
Νόμισε ότι ο φίλος του κάτι έπαθε έτσι όπως κοκκάλωσε.
Τον σκούντησε, κι εκείνος του ζήτησε να επαναλάβει αυτό
που του είπε. Όταν το ξανάκουσε δυο και τρεις φορές, άλλαξε
χρώμα και τα μάτια του σαν να χάθηκαν στις κόγχες τους.
«Η Έρικα είναι έγκυος και δεν μου είπε λέξη;»
«Δεν ήθελε να το μάθεις από μένα, για να σου κάνει
έκπληξη. Εγώ πίστευα ότι το ήξερες», δικαιολογήθηκε ο
Νάσος.
«Έχει το δικό μου παιδί κι εγώ ο πατέρας δεν έχω ιδέα;»
«Ξέρεις τι φοβάμαι; Μην πάει και το ρίξει εκεί που είναι».
«Ένα τσουλί του κερατά θα σκοτώσει το γιο του Φάνη
Απέργη;»
Όσο δούλευε στο θολωμένο από το αλκοόλ μυαλό του την
αποκάλυψη του φίλου του, τόσο άλλαζε μορφή και πλησίαζε
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 85
_

αυτήν του αρπαχτικού.


«Είναι άρρωστη η μάνα της; Με φλόμωσαν στο ψέμα! Όλες
οι πουτάνες στο κόλπο για να φάω φτύσιμο.
Ποιος; Εγώ. Κι από ποια; Μια φτηνή γκαρσόνα!» Χτύπησε με
την παλάμη του το μέτωπό του και κούνησε το κεφάλι του
πέρα δώθε. «Μου την έφεραν, φίλε, αλλά θα την βρω όπου
κι αν την κρύψουν. Θα ξεράσει το γάλα που βύζαξε με αίμα.
Θα την κάνω να μετανιώσει την ώρα που γεννήθηκε».
Ο γιατρός κατάλαβε το λάθος του όταν είδε το σκοτεινό
βλέμμα του Φάνη, αλλά ήταν πια αργά για να επανορθώσει.
ΒΙΕΝΝΗ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1999

Ο εφιάλτης

Τ Α ΓΕΛΙΑ των ανέμελων επιβατών του ποταμόπλοιου και οι


μαγευτικοί ήχοι από τα τσιγγάνικα βιολιά των μουσικών
ακούγονταν καθαρά στην περιοχή του Πράτερ. Ήταν ένα
γλυκό μεσημέρι του Γενάρη, χωρίς δυνατό αέρα, και η βόλτα
στο πάρκο κατά μήκος του παραπόταμου του Δούναβη
απολαυστική.
Η Έρικα χάζευε τα ζευγαράκια και τους μοναχικούς
τύπους που χαλάρωναν στο γρασίδι ρίχνοντας στον ποταμό
ό,τι αρνητικό τους ταλαιπωρούσε, για να το παρασύρει με
το ρεύμα του. Θα μπορούσε να είχε πάρει το λάιτ μετρό ή
το διώροφο λεωφορείο για πιο σύντομη διαδρομή, αλλά
προτίμησε το ποδήλατο για να την χτυπήσει το αεράκι και
να καθαρίσει τις σκέψεις της. Είχαν περάσει δεκαπέντε μέρες
από τότε που έφυγε από την Ιθάκη επιστρέφοντας στη
Βιέννη και ταλαντευόταν με την απόφασή της να
εγκαταλείψει τον Φάνη. Την πάτησε μαζί του και της έλειπε
ο παθιασμένος τους έρωτας, αλλά η σκηνή του άγριου
ξυλοδαρμού της την φρέναρε. Τώρα που απομακρύνθηκε
από κοντά του, ζωντάνευαν στη μνήμη της κι άλλες ακραίες
φάσεις από την αρρωστημένη ζήλια του, στις οποίες δεν
έδινε σημασία κι ας την φόβιζαν. Εκείνος της τηλεφωνούσε
συχνά, ανήσυχος για την υγεία της μητέρας της. Το ψέμα
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 87
_

που αναγκάστηκε να του πει για την εισαγωγή της στο


νοσοκομείο, μπερδεύοντας σ’ αυτό και την αδελφή της,
φαίνεται πως είχε πιάσει και τον μαλάκωσε.
Απορροφημένη στις σκέψεις της, λίγο έλειψε να πέσει με το
ποδήλατο πάνω σ’ ένα ζευγάρι πεζών που έσπρωχνε το
καρότσι του μωρού τους. Ζήτησε συγγνώμη μετά τις έντονες
παρατηρήσεις τους και σταμάτησε να ξεκουραστεί σ’ ένα
παγκάκι, με θέα τον ταξιδιάρη Δούναβη. Για άλλους τα
παιδιά είναι ευτυχία, ενώ για εκείνη ανατροπή ζωής. Θα
τελείωνε με το πρόβλημα αυτό αύριο το πρωί που θα έκανε
την έκτρωση.
Το κινητό της τηλέφωνο χτύπησε και ήταν ο Φάνης. Δεν είχε
καμία διάθεση να ακούσει τα ίδια ερωτόλογα και τη μία και
βασική ερώτηση. Πότε θα γυρνούσε στην Ιθάκη. Αυτός δεν
υπήρχε περίπτωση να έρθει στη Βιέννη, γιατί δεν ήθελε να
πέσει πάνω σε γνωστούς και συγγενείς της Μαρλέν, που
τυπικά ήταν ακόμα γυναίκα του. Ζούσε χρόνια εδώ και με
το πιάνο-μπαρ του είχε απίστευτες γνωριμίες σε όλους τους
χώρους, ακόμα και στον υπόκοσμο, όπως είχε μάθει
πρόσφατα από ένα φιλαράκι της, επίσης ιδιοκτήτη μπαρ.
Κατάλαβε απ’ όσα της είπε ότι η συνεργασία του με τον
Γερμανό στην Ίνερε Σταντ δεν ήταν τυχαία. Ο Φάνης με το
αριστοκρατικό του στυλ και τις γνώσεις του ήταν η βιτρίνα
και ο Γερμανός που δεν εμφανιζόταν και πολύ ήταν για τις
βρόμικες δουλειές.
Όταν έμαθε για τη σκοτεινή πλευρά του, δεν ξαφνιάστηκε,
γιατί είχε καταλάβει και η ίδια ότι κάτι περίεργο συνέβαινε.
Θυμήθηκε αυτό που είχε γίνει στο νησί ένα μήνα πριν, όταν
έκλεισαν το μπαρ χαράματα. Αντί να την ακολουθήσει στο
σπίτι, τον είδε να κατευθύνεται στην άκρη του λιμανιού, σ’
ένα φουσκωτό όπου τον περίμεναν δυο τύποι. Αν και τους
παρακολουθούσε από απόσταση, διέκρινε ότι οι φάτσες
τους ήταν άγριες και παρέπεμπαν σε μπράβους της νύχτας.
Τον οδήγησαν σ’ ένα ιστιοφόρο που είχε αράξει σε κοντινό
απάνεμο λιμανάκι και μετά από λίγα λεπτά σήκωσε άγκυρα
88 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

και χάθηκε. Στο σπίτι τους γύρισε το απόγευμα χωρίς πολλά


λόγια. Ήταν κατάκοπος και δεν της έδινε τις εξηγήσεις που
ζητούσε. Όλους αυτούς τους μήνες αναρωτιόταν πού έβρισκε
τα τεράστια ποσά που ξόδευε, αφού οι επιχειρήσεις του δεν
απέδιδαν τόσο πολλά, ούτε και η προσωπική του περιουσία.
Ήταν τελικά μπλεγμένος σε διακίνηση ναρκωτικών στην
Ευρώπη, όπως ψιθύριζαν κάποιοι ανταγωνιστές του στο
νησί;
Το κρύο δυνάμωνε και δεν άντεχε άλλο στο πάρκο.
Ανέβηκε στο ποδήλατό της και πήρε αργά το δρόμο της
επιστροφής για το σπίτι της. Έμενε προσωρινά στο όμορφο
διαμέρισμα της μητέρας της σε μια μπαρόκ πολυκατοικία
στο Λέοπολντστατ, στην περιοχή δύο της Βιέννης. Μια
κεντρική αστική συνοικία, δίπλα στον Δούναβη. Ήθελε πάνω
από μισή ώρα για να φτάσει εκεί, γιατί πήγαινε αργά,
χαζεύοντας τις ξεχωριστές εικόνες του πάρκου. Οι δύο νέοι
στη Σούτελστρασε ανταποκρίθηκαν με νεύματα στο
χαιρετισμό της και συνέχισαν το εντυπωσιακό, πολύχρωμο
γκράφιτι στον τοίχο. Βγήκε από τον παραποτάμιο δρόμο και
έστριψε δεξιά στην πολύβουη λεωφόρο. Στο σπίτι δεν την
περίμενε κανείς. Η μητέρα της έλειπε σε προγραμματισμένο
ταξίδι με την αδελφή της εκτός Αυστρίας. Θα τηλεφωνούσε
αργότερα στην κολλητή της φίλη για να μείνουν μαζί και να
την συνοδέψει αύριο στο μαιευτήριο.
Έδεσε το ποδήλατό της με αλυσίδα στον ειδικό χώρο που
είχαν στην πολυκατοικία και ξεκλείδωσε την ξύλινη βαριά
εξώπορτα. Θα ανέβαινε στον τέταρτο όροφο από τη φαρδιά
μαρμάρινη σκάλα με την περίτεχνη σιδερένια κουπαστή,
αλλά ένιωθε κουρασμένη και κάλεσε το ασανσέρ. Με την
πρόσφατη ανακαίνιση στην πολυκατοικία, το άλλαξαν και
ήταν σύγχρονο, αν και σχετικά μικρό. Άναψε το φως στο
διάδρομο και άνοιξε την πόρτα του άνετου ψηλοτάβανου
διαμερίσματος. Κρέμασε το μπουφάν και το καπέλο της στην
είσοδο, προχώρησε προς το καθιστικό και η καρδιά της
τινάχτηκε από τον τρόμο.
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 89
_

Ένας άντρας καθόταν στην καφέ δερμάτινη πολυθρόνα με


την πλάτη γυρισμένη σ’ εκείνη. Τον έβλεπε στον μεγάλο
καθρέφτη με τη χρυσή σκαλιστή κορνίζα που βρισκόταν
απέναντί του, να πίνει ουίσκι και το μπουκάλι δίπλα του να
έχει αδειάσει. Πώς βρέθηκε σπίτι της και τι ζητούσε; Μήπως
ήταν φίλος της μητέρας της και δεν γνώριζε ότι λείπει; Είχε
καστανόξανθα κατσαρά μαλλιά, μούσι, και φορούσε γυαλιά
οράσεως με μαύρο σκελετό.
«Άργησες, μωρό μου, αλλά σε περίμενα γιατί ήξερα πως θα
έρθεις. Όπως ήξερα ότι είσαι μόνη σου εδώ».
Στο άκουσμα της φωνής του το αίμα της πάγωσε στις
φλέβες της και η ανάσα της κόπηκε. Ήταν εκείνος. Ο Φάνης
Απέργης μεταμφιεσμένος. Το βλέμμα του γυάλιζε επικίνδυνα.
Κάθε φορά που έπαιρνε κόκα κι έπινε, την ίδια εικόνα είχε
και γινόταν ο Φάνης που φοβόταν. Δεν θυμόταν να του είχε
δώσει κλειδιά του διαμερίσματος, γιατί απλούστατα δεν είχε
έρθει ποτέ εδώ. Αλλά προφανώς δεν ήταν δύσκολο κάποιος
από τις περίεργες παρέες του να βρει τη διεύθυνσή της και
να την παρακολουθήσει. Πώς μπήκε όμως μέσα;
Αυτός, λες και διάβασε τη σκέψη της, της είπε ειρωνικά:
«Πώς τρύπωσα στο σπιτάκι σου; Αυτό σε καίει; Είχα
καταλάβει τι πουτανάκι είσαι κι ότι θα μου την κάνεις και
έβγαλα αντικλείδια στο νησί απ’ όλα τα κλειδιά σου. Τα
υπόλοιπα ήταν εύκολα. Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις, μωρό
μου; Δεν θα φιλήσεις τον πατέρα του παιδιού σου;»
Η Έρικα έχασε το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια της και
σωριάστηκε στον καναπέ. Ώστε τα ήξερε όλα και την έπαιζε
όλον αυτό τον καιρό από το τηλέφωνο, για να οργανώσει τα
σχέδιά του. Για να την αιφνιδιάσει.
Τον είδε να σηκώνεται αργά, να έρχεται καταπάνω της και
να χύνει το ποτό του στο πρόσωπό της. Τα μάτια της την
έτσουξαν και προσπάθησε να τα σκουπίσει με το μανίκι του
φούτερ της, αλλά την τράβηξε άγρια από το χέρι και την
πέταξε στον τοίχο. Ένιωσε έναν δυνατό πόνο στην πλάτη και
διπλώθηκε στο πάτωμα. Βρέθηκε από πάνω της κι εκείνη τον
90 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

κοίταξε ικετευτικά. Την κλότσησε στα πόδια, την άρπαξε από


τα μαλλιά και χτύπησε το κεφάλι της χάμω.
«Θα σε πατούσα στην κοιλιά, σκρόφα, αλλά δεν θέλω να
πάθει τίποτα ο γιος μου».
Την σήκωσε και την έριξε στον καναπέ. Τράβηξε μια
καρέκλα και κάθισε απέναντί της ανάβοντας το πούρο του.
«Σε ακούω. Πότε θα πάμε στο γιατρό για εξετάσεις; Θέλω
το παιδί μου να γεννηθεί γερό και δυνατό σαν ταύρος».
Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να ανασάνει βαθιά,
αλλά οι πόνοι στα πλευρά της δυνάμωσαν. Να τον
κορόιδευε; Να του έλεγε ότι ήρθε στη Βιέννη για να σκεφτεί
ήρεμα και υπεύθυνα το μέλλον τους, επειδή δεν περίμενε μια
εγκυμοσύνη στα είκοσι τρία της χρόνια; Όχι. Εδώ που
έφτασαν, καλύτερα να του μιλήσει στα ίσια. Να τελειώνει μ’
αυτόν τον ψυχάκια μια και καλή.
«Έφυγα λέγοντας ψέματα γιατί ήθελα να σκεφτώ τι θέλω
από τη ζωή μου. Κατάλαβα ότι δεν το ’χω, βρε παιδί μου, όλο
αυτό με την εγκυμοσύνη και τη γέννα. Δεν είμαι εγώ για
παιδιά, ρε Φάνη, ενώ εσύ τα θέλεις. Αύριο έχω ραντεβού για
έκτρωση».
Εκείνος κοίταξε ατάραχος την καύτρα στο πούρο του και
χωρίς δεύτερη σκέψη την πίεσε στο πόδι της. Η φόρμα της
κάηκε, μαζί και το δέρμα της. Το ουρλιαχτό της πνίγηκε στην
παλάμη του καθώς της έκλεισε το στόμα. Τον είδε να
σηκώνεται και να βγάζει από ένα σακβουαγιάζ που είχε μαζί
του σχοινί, μαχαίρι και μια πλαστική σακούλα. Θα την
βασάνιζε κι άλλο; Θα την σκότωνε; Τον παρακαλούσε
κλαίγοντας να την λυπηθεί, αλλά εκείνος παρέμενε σιωπηλός,
ασυγκίνητος. Πέρασε τη σακούλα στο κεφάλι της και την
έσφιξε χαμηλά στο λαιμό της. Τον χτυπούσε με τα πόδια της
με όση δύναμη είχε, ενώ με τα χέρια της προσπαθούσε να
λύσει τον κόμπο της σακούλας που την έπνιγε. Την έβαλε να
καθίσει στην καρέκλα και με το σχοινί τής έδεσε τα πόδια
και τα χέρια πισθάγκωνα. Έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό της
και κόλλησε το στόμα του στο αφτί της.
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 91
_

«Θα σε λύσω μόνο αν αλλάξεις γνώμη. Αλλιώς θα σκοτώσω


εσένα και το παιδί μας και θ’ αυτοκτονήσω».
Η Έρικα, με τα μάτια ορθάνοιχτα από τον τρόμο, κουνούσε
αρνητικά το κεφάλι προσπαθώντας να δαγκώσει τη σακούλα
για να ανοίξει τρύπα να ανασάνει. Εκείνος τράβηξε την
καρέκλα προς το ψηλό παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο και
το άνοιξε.
«Σου δίνω μια ακόμα ευκαιρία. Αν πεις όχι, θα σε
κρεμάσω με την καρέκλα από αυτό εδώ το παράθυρο. Το
σχοινί δεν θ’ αντέξει για πολύ το βάρος σου. Λέγε. Θα
κρατήσεις το παιδί;»
Τον κοίταζε με μάτια θολά. Η έλλειψη οξυγόνου και ο
τρόμος την λύγιζαν. Ένιωθε ότι χανόταν, έσβηνε. Αυτή ήταν η
ζωή της; Τόσο λίγη, ρε γαμώτο; Την έκοβε με το έτσι θέλω
ένας μαλάκας; Όχι, ρε συ... Η ζωή μου μου ανήκει... Θα... Οι
αισθήσεις της την εγκατέλειψαν τη στιγμή που ο δήμιός της
την σήκωνε στον αέρα με την καρέκλα.

Συνήλθε μετά από ώρες και ήταν ξαπλωμένη στο σιδερένιο


της κρεβάτι γυμνή, με τα χέρια δεμένα στα κάγκελα. Ο
επίδοξος δολοφόνος της ήταν πεσμένος πάνω της και την
πήδαγε μουγκρίζοντας σαν ζώο.
Προσπάθησε να θυμηθεί τον εφιάλτη που προηγήθηκε, και
όταν κατάλαβε ότι ήταν ακόμα ζωντανή, λύθηκε σε κλάματα
και γέλια. Εκείνος νόμισε ότι με το πήδημα που της έκανε
την έριξε και ότι θα άλλαζε τελικά γνώμη. Της έδωσε το
τηλέφωνο για να καλέσει τη φίλη της και τον γιατρό της και
να ακυρώσει με πειστική δικαιολογία το αυριανό ραντεβού
της έκτρωσης. Η Έρικα ξαφνιάστηκε. Πώς ήξερε ότι η
κολλητή της θα την συνόδευε στο μαιευτήριο; Την βρήκε και
την απείλησε να του μιλήσει;
Οι επόμενες μέρες ήταν ένας ζωντανός εφιάλτης για την
Έρικα, αφού ζούσε αιχμάλωτη του Φάνη Απέργη – ή του
Τζορτζ Δαβίδ, όπως εμφανιζόταν στο πλαστό διαβατήριο που
92 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

χρησιμοποιούσε. Το τηλέφωνό της το κρατούσε αυτός, και


σαν να μην συνέβαινε τίποτα την πήγαινε σε ρεστοράν και
θέατρα και την συνόδευε παντού, για να μην του ξεφύγει
και κάνει κρυφά έκτρωση. Όταν έβγαιναν ήταν πάντα
μεταμφιεσμένος.
Στο σπίτι τής φερόταν τρυφερά, ζητώντας της συγγνώμη για
την τρέλα εκείνων των ωρών. Η Έρικα προσπαθούσε να βρει
τρόπους να το σκάσει από αυτόν τον ψυχασθενή, με τη
μόνιμη απειλή να αιωρείται πάνω απ’ το κεφάλι της. Αν
τολμούσε να του την κάνει, θα την έβρισκε και θα την
σκότωνε χωρίς οίκτο.
Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι η μητέρα της και η
αδελφή της θα επέστρεφαν από το ταξίδι τους και έπρεπε
να εγκαταλείψουν το σπίτι. Όταν ήρθε να την πάρει με το
νοικιασμένο αυτοκίνητο για να μεταφερθούν στο διαμέρισμα
που είχε βρει, σκέφτηκε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία που
έψαχνε. Δεν της έλεγε σε ποιο δρόμο ήταν το σπίτι, για να
μην αφήσει σημείωμα στη μητέρα της και τους εντοπίσει.
Μάζεψε τα πράγματά της και τον ακολούθησε, με το μυαλό
της να αναπτύσσει ταχύτητες. Στη διαδρομή έπρεπε με
κάποιον τρόπο να του ξεφύγει.
Κινήθηκαν στο ίδιο κεντρικό διαμέρισμα, στο
Λέοπολντστατ. Όταν βρέθηκαν στο εμπορικό κέντρο,
θυμήθηκε ότι κάπου εκεί γύρω έμενε μια δικηγόρος, φίλη και
συνάδελφος της αδελφής της. Την γνώριζε και θυμόταν τη
διεύθυνσή της, γιατί την είχε βοηθήσει σαν σερβιτόρα σ’ ένα
μεγάλο πάρτι που έκανε. Στην οδό Καρμελίτεργκασε είδε το
μπιστρό που είχε σαν αναγνωριστικό σημάδι και σκέφτηκε
ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να προκαλέσει την τύχη
της.
Θυμόταν ότι είχε κι άλλη είσοδο στον παράλληλο δρόμο, όπου
βρισκόταν η πολυκατοικία της φίλης που ήθελε.
Του ζήτησε να σταματήσουν για καφέ και για να πάει στην
τουαλέτα, και εκείνος συμφώνησε. Επέλεξε ένα τραπεζάκι
στην αντίθετη γωνία, και όταν έδωσαν την παραγγελία τους,
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 93
_

κατευθύνθηκε προς τις τουαλέτες μόνο με το μικρό τσαντάκι


που κρατούσε, για να μην την υποψιαστεί. Οι ξύλινες πόρτες
σε στυλ σαλούν ήταν ψηλές και οι πελάτες δεν είχαν
ορατότητα στους βοηθητικούς χώρους. Ανάμεσα στην κουζίνα
και στις τουαλέτες υπήρχε ένας διάδρομος με ντουλάπες και
ράφια και στο βάθος η πόρτα που εξυπηρετούσε την
τροφοδοσία του καταστήματος. Σίγουρα θα ήταν κλειδωμένη
με το κλειδί στην κλειδαριά ή σε διπλανό ράφι για άμεση
εξυπηρέτηση των σερβιτόρων. Όταν το είδε πάνω στην
πόρτα, ανάσανε με ανακούφιση. Την ξεκλείδωσε και έβαλε
φτερά στα πόδια της για να περάσει απέναντι, στην τρίτη
στη σειρά πολυκατοικία. Τέτοια ώρα θα ήταν στο
διαμέρισμα η οικιακή βοηθός που την γνώριζε. Αν της άνοιγε
γρήγορα, θα είχε σωθεί. Αν όχι...
Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε με την ψυχή στο στόμα
από την αγωνία και με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα του
μπιστρό που παρέμενε κλειστή. Καμία απάντηση.
Ξαναχτύπησε επίμονα. Αν είχε ρεπό η οικιακή βοηθός, τι θα
έκανε; Αν χτυπούσε τα κουδούνια άλλων ενοίκων, δεν θα
της άνοιγαν ό,τι κι αν έλεγε. Αν έτρεχε να κρυφτεί σε
κάποιο κατάστημα, θα προλάβαινε ή θα βρισκόταν αυτός
πίσω της σαν αρπαχτικό;
Το θυροτηλέφωνο άνοιξε και η Έρικα άκουσε τη φωνή της
οικιακής βοηθού. Της είπε γρήγορα ποια είναι και της ζήτησε
να ανοίξει. Τη στιγμή που περνούσε με τα γόνατα κομμένα
το κατώφλι της ελευθερίας της και η βαριά ξύλινη πόρτα
της πολυκατοικίας έκλεινε, άνοιγε η άλλη του μπιστρό και ο
Φάνης έβγαινε σαν τρελός στο δρόμο για να την βρει.
ΓΚΡΑΤΣ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1999

Χωρίς οίκτο

Τ Ο ΑΠΑΛΟ γυναικείο χέρι χάιδευε το μέτωπο και τα μαλλιά


της και οι θολές εικόνες του θαλάμου ξεκαθάριζαν σιγά σιγά.
Η Έρικα κατάφερε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά και
να δει τα καταπράσινα μάτια της αδελφής της που την
κοιτούσαν με αγάπη. Η νάρκωση διαλυόταν και το μυαλό της
καθάριζε. Ήρθε στην κλινική για άμβλωση το πρωί μετά από
μακρύ ταξίδι και τώρα συνερχόταν σε θάλαμο ανάνηψης, με
την Έμα να κάθεται δίπλα της στο κρεβάτι.
«Τέλειωσαν όλα, αγάπη μου. Σε λίγο θα φύγουμε. Μη
φοβάσαι, γιατί δεν πρόκειται να σε βρει. Θα φροντίσουμε
όλοι γι’ αυτό».
Δεν θα την βρει; Αυτός είναι ο Διάβολος μεταμορφωμένος.
Πώς θα του ξέφευγε; Πριν πέντε μέρες κατάφερε να τον
ξεγελάσει φεύγοντας από την πίσω πόρτα του μπιστρό. Τώρα
που έριξε το παιδί του, τι θα γινόταν αν την εντόπιζε; Θα
ολοκλήρωνε σαν σκηνοθέτης θανάτου το έργο που άφησε
στη μέση εκείνο το μεσημέρι στη Βιέννη, στο σπίτι της
μητέρας της;
«Πάψε να ανησυχείς. Μιλήσαμε πολύ με τη μαμά και τη Χάνα
και βρήκαμε λύση. Η Χάνα έχει διασυνδέσεις στο Γκρατς και
θα μας βοηθήσουν από αύριο».
Η Χάνα ήταν η δικηγόρος και φίλη της αδελφής της που την
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 95
_

έσωσε εκείνο το πρωί της απόδρασής της, όταν βρέθηκε με την


ψυχή στο στόμα στην πολυκατοικία της. Η Ουγγαρέζα
παραδουλεύτρα της άνοιξε αμέσως την πόρτα και
προσπάθησε να την συνεφέρει. Μετά τηλεφώνησε στην κυρά
της, που άφησε το γραφείο της και βρέθηκε γρήγορα κοντά
της. Η Έρικα της είπε κλαίγοντας τα όσα συνέβησαν, κι εκείνη
την προστάτεψε, την φιλοξένησε και όταν η αδελφή της
επέστρεψε στη Βιέννη από το ταξίδι της, οργάνωσαν μαζί το
σχέδιο διαφυγής της. Δικηγόροι και οι δύο, ήξεραν πώς να την
μεταφέρουν με ειδικά μέτρα ασφαλείας στο Γκρατς, κοντά
στα σύνορα Ουγγαρίας – Σλοβενίας. Δεν ήταν πολύ μακριά από
τη Βιέννη, εκατόν ενενήντα εννιά χιλιόμετρα απόσταση, αλλά
σ’ αυτή τη μεγάλη πόλη σίγουρα θα έχανε τα ίχνη της ο
φίλος της. Πρώτα όμως έπρεπε να τελειώσει με την
ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της, και όχι στον γιατρό της στη
Βιέννη, αλλά εκεί, στην ίδια πόλη. Στο Γκρατς θα άλλαζε τη
ζωή της και θα ξεκινούσε από την αρχή. Έτσι της είπαν,
αλλά τώρα ένιωθε περισσότερο ευάλωτη και τρομαγμένη.
«Τι θα κάνω, Έμα; Πώς θα ζήσω εδώ με το φόβο του,
χωρίς φίλους και δουλειά, μακριά από εσάς;»
Έτρεμε, και η αδελφή της την κοίταζε με συμπόνια. Πώς
άλλαξε έτσι η Έρικα; Πώς έχασε την αυτοπεποίθηση και το
δυναμισμό της; Παλιότερα δεν ήθελε ούτε να ακούει για τη
μητέρα τους και για την ίδια, και η ισορροπία της σχέσης
τους είχε διαταραχθεί. Έφυγε για να ζήσει μόνη της στην
Ελλάδα, μες στη νύχτα και στα μπαρ. Ανέμελη, ασυμβίβαστη.
Και από τότε που έμπλεξε μ’ αυτόν τον άνθρωπο,
ανατράπηκαν τα πάντα. Ανησυχούσε και η ίδια για την τύχη
της, αλλά δεν ήθελε να της το δείξει. Έπρεπε να την
βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της και να ξεφύγει από το
δυνάστη της.
«Απόψε, κοριτσάκι μου, θα μείνουμε σ’ ένα ξενοδοχείο, να
συνέλθεις εντελώς από την άμβλωση, και αύριο θα
επισκεφθούμε το σπίτι της οργάνωσης. Έμαθα λεπτομέρειες
γι’ αυτήν και συμφωνώ με το πρόγραμμα προστασίας που
96 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

έχουν. Θα το δούμε αναλυτικά μαζί, και αν δεν σου αρέσει


κάτι, θα βρούμε άλλο, εναλλακτικό. Εντάξει;»
Η Έρικα γνώριζε ότι τον πρώτο καιρό θα ζούσε σε κάποιο
μυστικό καταφύγιο για κακοποιημένες γυναίκες, χωρίς
ταυτότητα και ελευθερία. Θα ήταν υποχρεωμένη, για την
ασφάλειά της, να ακολουθεί τα δικά τους πρέπει και όχι τα
δικά της θέλω. Είχαν έρθει ήδη σε επαφή με κοινωνική
λειτουργό της οργάνωσης και τις περίμενε.
Η ανάρρωση από την άμβλωση κύλησε ομαλά, χωρίς
επιπλοκές, και την επόμενη μέρα νοίκιασαν ένα αυτοκίνητο
και έφυγαν για το Ούντερπριμστέτεν, μια κωμόπολη έντεκα
χιλιόμετρα νότια του Γκρατς.
Διέσχισαν τον κεντρικό δρόμο ανάμεσα στο δάσος με τα
έλατα και μπήκαν στον οικισμό με τις αγροτικές
καλλιέργειες. Πριν τα τελευταία σπίτια σταμάτησαν στην
άκρη ενός αμπελώνα και είδαν το αγροτικό αυτοκίνητο με
τη μεσήλικη, ξερακιανή οδηγό. Την κάλεσαν στον αριθμό
τηλεφώνου που είχαν, και μόλις βεβαιώθηκε ότι ήταν οι
αδελφές που περίμενε, τους είπε να την ακολουθήσουν.
Μετά από δέκα λεπτά οδήγησης σε στενούς αγροτικούς
δρόμους με μοναχικά αγροτόσπιτα και καλλιέργειες χρένου
και καλαμποκιού, βρέθηκαν σ’ ένα αδιέξοδο με μια πελώρια
μάντρα. Με το κοντρόλ της η οδηγός άνοιξε τη μεγάλη
σιδερένια πόρτα και μπήκαν στο εσωτερικό του
αγροκτήματος, ενώ τα τρία δεμένα λυκόσκυλα γαβγίζαν
ασταμάτητα. Άφησαν τα αυτοκίνητα σ’ ένα μεγάλο ανοιχτό
γκαράζ, όπου υπήρχαν κι άλλα, και η γυναίκα, χωρίς πολλά
λόγια, τους έδειξε το δίπατο σπίτι με το μεγάλο πεύκο και
τα παρτέρια με εντελβάις στην είσοδό του. Πήραν το
πλακόστρωτο μονοπάτι ανάμεσα σε κηπευτικά, ανέβηκαν
πέντε φαρδιά σκαλοπάτια και χτύπησαν την παλιά ξύλινη
πόρτα. Τους άνοιξε μια κοπέλα γύρω στα τριάντα που
πρέπει να έβαφε, γιατί φορούσε φόρμα μπογιατζή και τα
μαλλιά της ήταν καλυμμένα με μαντίλι. Τις οδήγησε στο
γραφείο, στην υπεύθυνη του σπιτιού, μια εύσωμη, ευγενική
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 97
_

Γερμανίδα γύρω στα πενήντα, που τις περίμενε. Τους έδειξε


τις βαθιές πολυθρόνες από πράσινο βελούδο και κάθισαν,
γεμίζοντας τα ποτήρια τους με τη φρέσκια πορτοκαλάδα που
υπήρχε στην κανάτα πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι. Στον τοίχο,
εκτός από τους παλιούς πίνακες με τα τοπία, ήταν
καρφωμένες με πολύχρωμες πινέζες και φωτεινές ζωγραφιές
παιδιών, που φιλοξενούνταν στο χώρο με τις κακοποιημένες
μητέρες τους. Το κτήμα με το μεγάλο σπίτι και άλλα τρία
βοηθητικά ανήκε σε μια εύπορη γερόντισσα, που το δώρισε
στην οργάνωση πριν πεθάνει. Η υπεύθυνη τους μίλησε για
τα μέτρα ασφαλείας, για τη σύνδεση του καταφυγίου με την
αστυνομία και για το σχέδιο εκτάκτου ανάγκης, σε
περίπτωση που κάποιος εισβάλλει στο χώρο τους για να
επιτεθεί σε γυναίκα που προστατεύεται.
«Η τοποθεσία είναι μυστική και όλοι οι γείτονες
ενημερωμένοι, για να μην αποκαλύψουν σε κανέναν το
παραμικρό», τους τόνισε η διευθύντρια. «Πέρα όμως από
αυτό το αγρόκτημα, διαθέτουμε και μυστικά διαμερίσματα
στην πόλη, σαν προσωρινές στέγες. Μόνο που σ’ αυτά δεν
υπάρχουν μέρα νύχτα κοινωνικοί λειτουργοί όπως εδώ».
Η Έρικα δεν μιλούσε, απλώς άκουγε την αδελφή της που
ρωτούσε διάφορα και την υπεύθυνη που της τα εξηγούσε.
Πνιγόταν ήδη εκεί μέσα και ήθελε αέρα.
Βγήκαν έξω στον κήπο με την Έμα και χωρίς δεύτερη
κουβέντα τής απέκλεισε το ενδεχόμενο να μείνει σ’ αυτό το
σπίτι.
«Να δούμε τη λύση της προσωρινής στέγης, κι αν δεν σου
αρέσει κι εκεί, να σκεφτούμε κάτι άλλο;»
«Το διαμέρισμα στην πόλη μού ακούγεται καλύτερο. Αν
μείνω εδώ θα πάθω κατάθλιψη, σου το λέω».
Η αδελφή της συμφώνησε και μπήκαν πάλι στο γραφείο,
για να μιλήσουν αυτή τη φορά με την κοινωνική λειτουργό.
Η Έρικα έμεινε μόνη μαζί της και απάντησε σε όλα τα
ερωτήματα που της έθεσε, προφορικά και γραπτά. Στην
ερώτηση αν ο Έλληνας φίλος της που την τρομοκρατεί
98 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

οπλοφορεί, έδωσε θετική απάντηση. Τις μέρες που την


κρατούσε όμηρο στη Βιέννη, φρόντισε να της δείξει το
περίστροφο που είχε πάντα μαζί του.

Η Έρικα έμενε ήδη ένα μήνα στο διαμέρισμα της οργάνωσης


στο κέντρο του Γκρατς, σε μια μπαρόκ πολυκατοικία που
βρισκόταν σε κάθετο δρόμο της λεωφόρου Κέπλερστράσε.
Εκεί δίπλα δεν υπήρχαν καταστήματα απ’ όπου θα μπορούσε
κάποιος να πάρει πληροφορίες. Μόνο πολυκατοικίες της ίδιας
αρχιτεκτονικής, με σπίτια και γραφεία. Η διεύθυνση ήταν
μυστική και δεν την γνώριζε ούτε η μητέρα της. Η Έμα, που
την επισκεπτόταν συχνά, έπαιρνε τις απαραίτητες
προφυλάξεις, αλλάζοντας αυτοκίνητα και εμφάνιση. Η Έρικα
δεν είχε δικό της τηλέφωνο αλλά της οργάνωσης, και
απαγορευόταν να το δώσει ακόμα και στις κολλητές της φίλες.
Στους δρόμους της πόλης κυκλοφορούσε μόνο την ημέρα και
φορούσε πάντα περούκα και μεγάλα γυαλιά. Τα μαλλιά της
ήταν μακριά και μαύρα και δύσκολα την αναγνώριζε κάποιος.
Τα στοιχεία της δεν έπρεπε να τα αφήσει σε κανέναν και είχε
αλλάξει το όνομά της. Τώρα την φώναζαν Μαρί. Στην αρχή
δυσκολεύτηκε, αλλά μετά το συνήθισε. Στο δυαράκι στον τρίτο
όροφο της πενταώροφης παλιάς πολυκατοικίας έμενε με μια
άλλη κοπέλα, μικρότερή της, από την Κολωνία. Αυτή έφτασε
να αλλάξει και χώρα για να προστατευθεί από τον βάναυσο
φίλο της, που την κακοποιούσε και απειλούσε να την
σκοτώσει. Δύο φορές την εβδομάδα η κοινωνική λειτουργός
που τις είχε αναλάβει τις επισκεπτόταν στο διαμέρισμα και
μιλούσαν.
Το στρατιωτικό πρόγραμμα που ακολουθούσε δεν της
ταίριαζε. Η όλη κατάσταση που ζούσε της στερούσε την
ελευθερία της και την είχε επηρεάσει αρνητικά. Παρά τα
μέτρα ασφαλείας, νόμιζε ότι την παρακολουθούσαν παντού
άνθρωποι του Φάνη. Τις νύχτες πεταγόταν στον ύπνο της
από τους εφιάλτες που έβλεπε. Τον άκουγε να της λέει πως
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 99
_

θα την βρει όπου κι αν κρυφτεί και θα την σκοτώσει επειδή


δεν δίστασε να δολοφονήσει το παιδί τους. Ότι θα την
πληρώσει με το ίδιο νόμισμα. Αδυνάτισε αφού δεν έτρωγε
συχνά και τα μάτια της από την αγρύπνια είχαν γύρω
μαύρους κύκλους. Η αδελφή της ανησύχησε και ζήτησε από
την ψυχίατρο της οργάνωσης να την δει και να της δώσει
ηρεμιστικά για να μπορέσει να συνέλθει. Προσπαθούσε να
βρει κάποια άλλη λύση που θα ήταν ασφαλής για να την
βοηθήσει, αλλά οι επιλογές της έκρυβαν μεγάλους κινδύνους.
Ο Φάνης Απέργης ήταν δικτυωμένος στον υπόκοσμο που τον
κάλυπτε και λειτουργούσε σαν φαντομάς.

Η νύχτα της Παρασκευής 26 Φεβρουαρίου του 1999 ήταν


παγωμένη και βροχερή στο Γκρατς. Η Έρικα είχε ανάγκη να
βγει και να περπατήσει, αλλιώς θα τρελαινόταν κλεισμένη
μες στους προστατευτικούς τοίχους του παλιού, ψυχρού
διαμερίσματος. Το είχαν στολίσει με τη συγκάτοικό της με
αφίσες αγαπημένων τραγουδιστών και ταινιών, είχαν βάλει
χρωματιστά χαλιά, αλλά στα μάτια της έμοιαζε φυλακή. Η
μικρή Γερμανίδα είχε αντιρρήσεις. Δεν την άφηνε να βγει και
της είπε ότι θα τηλεφωνούσε στη διευθύντρια. Η Έρικα την
αγνόησε, ντύθηκε ζεστά με μπουφάν, σκούφο και γάντια,
φόρεσε μπότες κι ένα κίτρινο μακρύ αδιάβροχο και
κατηφόρισε προς την Κέπλερστράσε. Περπάτησε αρκετά,
αδιαφορώντας για τη βροχή, και βρέθηκε στη Λεντπλάτς,
χαζεύοντας τις φωτεινές βιτρίνες. Κάθισε σ’ ένα ρεστοράν,
παρήγγειλε λουκάνικα, πατάτες και αβγά και ήπιε μόνη της
ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Βγαίνοντας αγόρασε και τις
σοκολάτες που της άρεσαν και τις έτρωγε με τη λαιμαργία
παιδιού. Μια μουσικός, κάτω από το υπόστεγο ενός
καταστήματος, έπαιζε τον «Γαλάζιο Δούναβη» του Στράους.
Η μαγεία του βιολιού παρέσυρε τη ζαλισμένη από το κρασί
Έρικα σε χορευτικές φιγούρες μες στο ψιλόβροχο. Με
κλειστά μάτια ταξίδευε νοερά στον Δούναβη και ένιωθε
100 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

ελεύθερη, χωρίς φόβους να της πλακώνουν την ψυχή.


Κάποια στιγμή αποφάσισε πως έπρεπε πια να επιστρέψει,
χορτασμένη από τις εικόνες της νύχτας που τόσο της είχαν
λείψει. Ήταν περασμένες οκτώ, η βροχή δυνάμωνε και οι
δρόμοι ερήμωναν σιγά σιγά. Άνοιξε το βήμα της γιατί δεν
άντεχε και το κρύο, που είχε πέσει στους μείον δύο βαθμούς.
Στο δρόμο για το σπίτι της δεν κυκλοφορούσε ψυχή.
Πλησίαζε στην πολυκατοικία και το μόνο που άκουγε ήταν
τα βήματά της και η βροχή που έσκαγε με δύναμη στο
πλακόστρωτο. Είχε κατεβάσει χαμηλά την κουκούλα του
αδιάβροχου και έσκυβε το κεφάλι για να προστατευτεί, με
αποτέλεσμα να μη βλέπει γύρω της. Δεν έλεγχε για ύποπτες
κινήσεις στη γειτονιά της όπως άλλες φορές. Δεν είδε το
μαύρο σταματημένο αυτοκίνητο με τα σβηστά φώτα και την
αγριευτική φάτσα του οδηγού. Δεν κατάλαβε ότι βρισκόταν
εκεί για εκείνη. Ότι την παρακολουθούσε και μόλις την είδε
να πλησιάζει μίλησε με κάποιον στο κινητό τηλέφωνο.
Έφτασε στην είσοδο, έβγαλε από την τσέπη τα κλειδιά της
και άνοιξε τη βαριά σιδερένια πόρτα. Το φως ήταν
αναμμένο και στην πολυκατοικία επικρατούσε νεκρική σιγή.
Λες και δεν έμενε κανείς πια εκεί. Κάλεσε το παλιό
σιδερένιο ασανσέρ από τον πέμπτο όροφο όπου ήταν
σταματημένο και περίμενε.
Ένας ξαφνικός θόρυβος από αριστερά της την έκανε να
τιναχτεί. Κάποιος κατέβαινε γρήγορα τα σκαλιά από τον
πρώτο όροφο. Η καρδιά της φτερούγισε και έμεινε
παγωμένη να κοιτάζει με άδειο βλέμμα στην άκρη της
σκάλας, σαν να ήξερε τι θα αντικρίσει. Και τότε τον είδε.
Στάθηκε εκεί μπροστά της, μεταμφιεσμένος. Ήταν σε
απόσταση αναπνοής από εκείνη και την κοίταζε με το
βλέμμα του Σατανά που έβλεπε τις νύχτες στους εφιάλτες
της.
«Αγάπη μου, αυτό είναι για το γιο μας που σκότωσες», της
είπε και έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν του το
περίστροφο.
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 101
_

Η Έρικα έκανε ένα βήμα πίσω και το μόνο που πρόλαβε


να φωνάξει ήταν «Όχι! Όχι!» όταν ο δήμιος έστρεψε την
κάννη του όπλου πάνω της και την πυροβόλησε τρεις φορές.
Έπεσε αιμόφυρτη μπρος στα πόδια του, αλλά ζωντανή.
Σύρθηκε, τον άγγιξε και τον κοίταξε με το βλέμμα του
ετοιμοθάνατου που ικετεύει για ζωή. Εκείνος κάρφωσε το
περίστροφο στον κρόταφο της γυναίκας που μέχρι χθες
ζωντάνευε τη ζωή του με τον έρωτά της. Πάτησε τη
σκανδάλη δίνοντάς της τη χαριστική βολή, κι έπειτα βγήκε
από την πολυκατοικία ατάραχος και χάθηκε μες στη νύχτα.
ΑΘΗΝΑ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

Στο υπόγειο του τρόμου

Η ΚΙΝΗΣΗ στην παραλιακή λεωφόρο είναι πυκνή για Δευτέρα


και η διαδρομή από Περιστέρι για Γλυφάδα μέσω Κηφισού
πλησιάζει τα ενενήντα λεπτά. Η γκρίνια του σκηνοθέτη μου,
του Σωτήρη Σπαθάρη, που την χρονομετρώ, ξεπέρασε τα
δέκα.
«Σου είπα να ξεκινήσουμε νωρίτερα για το γύρισμα, να
έχουμε τη μέρα μπροστά μας, αλλά δεν ακούς.
Έντεκα πήγε η ώρα και σε περιμέναμε στο κανάλι από τις
εννιά. Βγάλ’ τα πέρα εσύ, μωρό μου, με την παραγωγή, για
τις υπερωρίες του συνεργείου που θα πρέπει να πληρώσει...»
Τον αφήνω να λέει για να ξεθυμάνει. Τόσα σοβαρά
γεγονότα προέκυψαν στο γραφείο με τους μάρτυρες που
τηλεφώνησαν για το θρίλερ της Ματίνας. Θα σφύριζα
αδιάφορα ώστε να προλάβει το φως της μέρας ο Σωτηράκης
για τα πλάνα που θέλει να κάνει; Όσο για τις βάρδιες, μία
από τα ίδια τόσα χρόνια. Ξεκινάμε για οκτάωρο και
καταλήγουμε να μαζεύουμε κάμερα, φώτα και μικρόφωνα
μετά από δεκαπέντε ώρες έρευνας, μπορεί και περισσότερο.
Ενδιάμεσα παίρνουμε λίγες ανάσες, κάνα σάντουιτς και
καφέδες. Όταν τελειώσει η δουλειά, θα βρεθούμε κατάκοποι
σε κάποιο κουτουκάκι, όπου πάλι για την έρευνα θα μιλάμε.
Και εκεί, μεταξύ μπεκρή μεζέ και κρασιού, θα κατέβουν οι
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 103
_

πιο γόνιμες ιδέες.


Ο Γιώργος, ο κάμεραμαν, ρωτάει τι ακριβώς θα κάνουμε
στη μονοκατοικία όπου πάμε, και ο Σωτήρης δεν χάνει
ευκαιρία.
«Ρώτα την Άντζελα να σου πει τι θέλει να γράψει η κάμερα
σ’ ένα άδειο σπίτι, γιατί εγώ δεν έχω καταλάβει. Θα μας
τρελάνει σήμερα».
«Μην αγχώνεστε, χρυσά μου. Θα το κάνουμε εμείς το σπίτι
να μιλήσει. Εσείς να με καλωδιώσετε και να έχετε το
μικρόφωνό μου ανοιχτό. Τα υπόλοιπα αφήστε τα σ’ εμένα».
Το βανάκι στρίβει αριστερά στο φανάρι της παραλιακής
λεωφόρου και μπαίνει στη Γρηγορίου Λαμπράκη. Ο Γιώργος
καθοδηγεί με το GPS τον Σπαθάρη που οδηγεί, ενώ ο Φίλιππος
ο ηχολήπτης ετοιμάζει το κρυφό μικρόφωνο για μένα, να το
φορέσω πριν φτάσουμε στη γειτονιά του ρεπορτάζ μας.
Βρίσκουμε την οδό που ψάχνουμε με τα δεκαπέντε περίπου
κτήρια, κυρίως τετραώροφες πολυκατοικίες και διώροφα με
κήπους. Το σπίτι από το οποίο εξαφανίστηκε η Ματίνα είναι
στον αριθμό 13. Μια λευκή μονοκατοικία με κόκκινα
κεραμίδια, στη μέση ενός μικρού κήπου με γκαζόν και
τριανταφυλλιές. Στην αριστερή πλευρά της υπάρχει ένα
ανοιχτό γκαράζ και όλος ο χώρος είναι περιφραγμένος με
χαμηλή μάντρα και μαύρα κάγκελα. Στέκομαι απ’ έξω και την
κοιτάζω προσεκτικά, προσπαθώντας να μαντέψω τα μυστικά
που κρύβει πίσω από τις σφαλιστές πόρτες.
Η φίλη του «Τούνελ», η παθολόγος που τηλεφώνησε στη
διάρκεια της εκπομπής της περασμένης Παρασκευής για να
βοηθήσει στην έρευνα, μας περιμένει σπίτι της, απέναντι
από αυτό της αγνοούμενης. Λέγεται Χριστίνα Γιάννου και
είναι μια γλυκιά και κομψή γυναίκα γύρω στα πενήντα. Ο
σύζυγός της βρίσκεται στο φαρμακείο του, και ο γιος της,
φοιτητής στο Πολυτεχνείο, κοιμάται. Δεν επιθυμεί να μιλήσει
στην κάμερα, αλλά θα μας πει όλα όσα ξέρει και αυτά που
έμαθε από γείτονες. Την ρωτάω αν ο ιδιοκτήτης της
μονοκατοικίας θα έρθει για να μας ανοίξει το σπίτι.
104 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

«Δυσκολεύτηκα να τον πείσω, γιατί είναι λίγο περίεργος


και δεν τα πάει καλά με τη δημοσιότητα, αλλά μου
υποσχέθηκε ότι σε μισή ώρα θα είναι εδώ».
«Εσείς, κυρία Χριστίνα, τι βλέπατε όλους αυτούς τους μήνες
που το ζευγάρι έμενε απέναντι;»
«Δεν αρμόζει στο χαρακτήρα μου να παρακολουθώ και να
στήνω αφτί, αλλά ήταν κραυγαλέα όλα όσα συνέβαιναν. Οι
φωνές τους όταν καβγάδιζαν ήταν πολύ δυνατές και
ακούγονταν, ιδιαίτερα τις νύχτες. Εγώ απορούσα με το
παιδάκι. Με τέτοια φασαρία αποκλείεται να κοιμόταν. Την
τελευταία εβδομάδα πριν χαθεί η κοπέλα η κατάσταση
έδειχνε να έχει ξεφύγει. Αυτός φώναζε σαν υστερικός και
πρέπει να έσπαγε έπιπλα, οι θόρυβοι τουλάχιστον έτσι
έμοιαζαν.
Πιθανότατα την χτυπούσε, γιατί η Ματίνα έκλαιγε και τον
παρακαλούσε να σταματήσει. Ένα βράδυ που επέστρεφα
σπίτι, είχα κόψει ταχύτητα για να μπω στο γκαράζ μου και
το παράθυρο του αυτοκινήτου μου ήταν ανοιχτό. Άκουσα πάλι
καβγά και είδα το αγοράκι της στη βεράντα να κρατά την
πόρτα ανοιχτή και να φωνάζει κλαίγοντας “φύγε, μαμά,
φύγε”. Σας το λέω και ανατριχιάζω. Κατέβηκα και ρώτησα
από το δρόμο τη Ματίνα αν θέλει να την βοηθήσω σε κάτι».
«Κι εκείνη τι έκανε; Σας μίλησε;»
«Δεν αντέδρασε. Σταμάτησαν ξαφνικά οι φωνές και είδα
αυτόν ν’ αρπάζει το παιδάκι απ’ το χέρι, να το τραβά μέσα
και να κλείνει το πατζούρι. Στην πρόσοψη του σπιτιού είναι το
καθιστικό. Εκεί κάθονταν συνήθως, γι’ αυτό ακούγονταν».
«Την βλέπατε την ημέρα, της είχατε μιλήσει για όλα αυτά;»
«Δεν έμενε πολύ καιρό εδώ. Την άνοιξη είχαν έρθει. Μια
μέρα που ανταμώσαμε μετά από παρόμοιο καβγά, έδειχνε
χτυπημένη στο πρόσωπο, αν και φορούσε γυαλιά ηλίου. Την
ρώτησα αν χρειάζεται κάτι και μου απάντησε αρνητικά. Της
είπα ότι είμαι γιατρός και αν θελήσει βοήθεια να μου
χτυπήσει στο σπίτι ή να με καλέσει στο νοσοκομείο. Της
έδωσα το τηλέφωνό μου, με ευχαρίστησε και έφυγε χωρίς
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 105
_

πολλά λόγια. Ήταν ευγενική και χαμηλών τόνων. Δεν είχε


δώσει δικαιώματα η ίδια εδώ, ούτε μπαινόβγαιναν σπίτι τους
άλλα άτομα, όπως μου είπαν οι γείτονες».
«Εδώ γύρω υπάρχει κάποιος που να είδε κάτι τη νύχτα που
χάθηκε η Ματίνα;»
Η γιατρός μού δείχνει από την μπαλκονόπορτα τον πρώτο
όροφο της απέναντι πολυκατοικίας.
«Εκεί μένει η κυρία Αριστέα. Θέλει να μιλήσει και σας
περιμένει. Πηγαίνετε να την βρείτε και μετά τα ξαναλέμε».
Η κυρία Αριστέα βλέπει από τη βεράντα της τη διπλανή
μονοκατοικία της αγνοούμενης. Μου δείχνει το χώρο και
θυμάται τη Ματίνα να παίζει τα απογεύματα στον κήπο με το
γιο της.
«Το πρόσεχε το αγοράκι της και το αγαπούσε. Της μιλούσα
από δω πάνω και με χαιρετούσε πάντα με χαμόγελο. Αυτόν
δεν τον είχα δει ποτέ με το παιδί όσο καιρό ήταν εδώ».
«Εσείς παρατηρήσατε εκείνη τη νύχτα τίποτα ιδιαίτερο;»
Την έχω απέναντί μου, με την πλάτη γυρισμένη στην
ανοιχτή κάμερα, και βλέπω ξαφνικά στα μάτια της το φόβο.
«Παρακολουθούσα μια ταινία, και γύρω στις τρεις το
πρωί που τελείωσε βγήκα στη βεράντα να πετάξω κάτι
στον κάδο με τα σκουπίδια. Είδα έναν άντρα να βγαίνει απ’
το σπίτι και να ανοίγει το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου που
ήταν σταθμευμένο στο γκαράζ. Έμοιαζε με τον άντρα της
κοπέλας σε όλα, εκτός από τα μαλλιά».
«Τι εννοείτε;»
«Αυτός είχε καστανόξανθα μαλλιά, λίγο μακριά, ενώ o
άντρας που είδα εκείνη τη νύχτα ήταν ασπρομάλλης».
«Θα μπορούσε να φοράει περούκα;» Η μάρτυρας ξαφνιάζεται.
«Και βέβαια, πώς δεν το σκέφτηκα! Η περιοχή εδώ
φωτίζεται τις νύχτες και πρόσεξα ότι φορούσε και γυαλιά».
«Τον είδατε να βάζει κάτι στο πορτμπαγκάζ;»
«Βγήκε από την πόρτα της κουζίνας, που βλέπει στο δικό
μας κτήριο, κρατώντας δυο σακούλες που έμοιαζαν μ’ αυτές
των σκουπιδιών. Τις έβαλε στο αυτοκίνητο και έφυγε.
106 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

Σκέφτηκα πως θα φιλοξενούσαν κάνα συγγενή τους και πήγε


να πετάξει τα σκουπίδια, αν και εδώ κοντά έχει μεγάλους
κάδους. Βέβαια απόρησα με την ώρα, αλλά δεν έδωσα
μεγαλύτερη σημασία. Όταν είδα στην εκπομπή σας πως η
κοπέλα χάθηκε εκείνη τη νύχτα, θεώρησα σκόπιμο να σας
αναφέρω το περιστατικό».
Η γυναίκα εξακολουθεί να μιλάει, αλλά δεν καταλαβαίνω
τι λέει γιατί τα αφτιά μου βουίζουν μ’ αυτά που άκουσα.
Βλέπω την πόρτα της κουζίνας του διπλανού σπιτιού και το
άδειο γκαράζ, και η σκηνή που μου περιέγραψε η μάρτυρας
ζωντανεύει μπροστά μου.
Ο άντρας με τα λευκά μαλλιά κινείται αργά, με το κεφάλι
σκυφτό. Μόνο που δεν είναι ο Δημήτρης Μακρής, αλλά ο
ιδιοκτήτης της μονοκατοικίας που έχει έρθει και μας
περιμένει. Ρωτάω την κυρία Αριστέα αν γύρω στα
μεσάνυχτα εκείνης της ημέρας η ίδια ή κάποια άλλη γυναίκα
είδε ένα σκούρο αυτοκίνητο να περιμένει στο δρόμο τους.
Μου απαντάει αρνητικά. Το άκουσαν οι γείτονες στην
εκπομπή και ο ένας ρώτησε τον άλλον, αλλά δεν βρέθηκε
κανείς να πει ότι πρόσεξε κάτι σχετικό. Ούτε κι αυτοί που
επέστρεφαν σπίτια τους τέτοια ώρα. Μου επιβεβαιώνει τους
καβγάδες του ζευγαριού και τις φωνές της κοπέλας, που
έγιναν πιο έντονες λίγες ημέρες πριν χαθεί. Σκεφτόταν
μάλιστα να της μιλήσει για να την βοηθήσει.
Την ευχαριστώ για την πολύτιμη συμβολή της στην έρευνα
και φεύγω. Οι συνεργάτες μου με κοιτάνε παράξενα και
είμαι σίγουρη ότι σκεφτόμαστε και οι τέσσερις το ίδιο
σενάριο. Τόσα χρόνια μαζί στις δύσκολες αποστολές,
διαβάζουμε και τις σκέψεις ο ένας του άλλου. Τους λέω ότι
είναι ώρα να ερευνήσουμε τη μονοκατοικία και
κατευθύνομαι προς τα εκεί, όταν βλέπω μια γυναίκα να
βγαίνει από ένα κοντινό τριώροφο σπίτι και να μου κάνει
νόημα. Φοράει φόρμα γυμναστικής, είναι ιδρωμένη και στο
λαιμό της έχει μια πετσέτα. Την πλησιάζω, ενώ με
ακολουθούν και οι δικοί μου. Μας είδε, λέει, από την
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 107
_

τζαμαρία του σπιτιού της ενώ γυμναζόταν και κατέβηκε


γρήγορα για να μας προλάβει. Έχει κι αυτή μια μαρτυρία να
καταθέσει.
«Την επομένη της εξαφάνισης, γύρω στις δύο το μεσημέρι,
περνούσα έξω απ’ το σπίτι της αγνοούμενης και πρόσεξα
τον άντρα της να βάζει μια βαλίτσα στο αυτοκίνητό του.
Έπειτα έβγαλε απ’ το σπίτι με το ζόρι το αγοράκι, που
κρατούσε έναν αρκούδο και έκλαιγε. Κλείδωσε την πόρτα,
έβαλε το παιδί στο πίσω κάθισμα και έφυγε. Από τότε δεν
τον ξαναείδαμε εδώ στη γειτονιά, ούτε αυτόν ούτε και την
κοπέλα».
Άλλη μια σημαντική πληροφορία, που ενώνει τα κομμάτια
αυτού του παζλ. Την ευχαριστώ, σπρώχνω τη βαριά
σιδερένια πόρτα του κήπου που είναι ανοιχτή, και πριν
ανέβω τα λιγοστά σκαλοπάτια για να χτυπήσω το κουδούνι,
βλέπω τον ιδιοκτήτη να έρχεται από το απέναντι σπίτι της
γιατρίνας, όπου είχε πάει στο μεταξύ. Είναι γύρω στα εξήντα,
ψηλός και λεπτός. Μας χαιρετάει έναν έναν τυπικά, ενώ
παράλληλα μας συστήνεται.
«Ηλίας Νικολόπουλος, χαίρομαι που σας γνωρίζω. Πείτε
μου πώς μπορώ να βοηθήσω».
Του εξηγώ ότι θέλουμε να μπούμε στο σπίτι παρουσία του
και να μιλήσουμε για τους ενοικιαστές του. Δέχεται αλλά δεν
θέλει την κάμερα και για να τον πείσω μάλλιασε η γλώσσα
μου. Καταλήξαμε ότι θα μας μιλάει όσο εγώ θα ερευνώ τους
χώρους, χωρίς ο ίδιος να φαίνεται. Μετά θα αλλοιώσουμε τη
φωνή του και δεν θα αναφέρουμε τα στοιχεία του στην
εκπομπή.
Ξεκλειδώνει την ξύλινη εξώπορτα και παραμερίζει για να
περάσουμε. Μπαίνω τελευταία στο άνετο χολ και μένω εκεί,
να κοιτάζω στο βάθος του σπιτιού, αποσβολωμένη. Ο
σκηνοθέτης μου ρωτάει πώς θέλω να ξεκινήσουμε και δεν
μπορώ να αρθρώσω λέξη. Νιώθω περίεργα, χωρίς να
εντοπίζω το λόγο, και πρέπει να έχω χλομιάσει γιατί ο
Σωτήρης μου λέει να βάλω ρουζ κι ένα απαλό κραγιόν για
108 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

να γράψω καλά στην κάμερα. Με μηχανικές κινήσεις


βάφομαι, χωρίς να με βλέπω σε καθρέφτη. Το μικρόφωνό
μου είναι ανοιχτό.
Φοράνε και στον ιδιοκτήτη ένα κι αρχίζει να μας μιλάει για
τη Ματίνα και το σύντροφό της, ενώ μπαίνουμε στο
δωμάτιο που βρίσκεται δεξιά μας και το χρησιμοποιούσαν
σαν γραφείο. Η ντουλάπα είναι άδεια και τα φύλλα της
ανοιχτά. Η λευκή λεία επιφάνεια παρατηρώ ότι σκουραίνει
σε κάποια σημεία. Πλησιάζω και διακρίνω τη μαύρη σκόνη
με βάση το αλουμίνιο που απλώνουν με πινέλο οι άντρες της
Σήμανσης για τον εντοπισμό αποτυπωμάτων. Ο ιδιοκτήτης
μού δίνει την εξήγηση.
«Ήρθαν από τα εγκληματολογικά και έψαξαν». Τον κοιτάζω
απορημένη.
«Η πρώτη έρευνα έγινε την περασμένη Πέμπτη, μία μέρα
πριν την εκπομπή σας, και η δεύτερη σήμερα, στις οκτώ το
πρωί».
Η δημοσιότητα έκανε πάλι το θαύμα της. Επί ένα μήνα
κανείς δεν νοιαζόταν για την υπόθεση, και όταν το «Τούνελ»
ασχολήθηκε με την εξαφάνιση της Ματίνας,
ταρακουνήθηκαν. Και προφανώς έπαιξε ρόλο και η μαύρη
βαλίτσα με τα στοιχεία που παραδώσαμε στην αστυνομία με
τη Βάλια.
Προχωράμε προς το καθιστικό, που το χωρίζει από την
κουζίνα ένας ξύλινος πάγκος με τρία ψηλά σκαμπό. Τα
ντουλάπια είναι κι εδώ άδεια και ανοιχτά για να αερίζονται
και στο δωμάτιο υπάρχει μόνο ένα ξύλινο τραπέζι κουζίνας
με τέσσερις καρέκλες. Ανοίγω τα συρτάρια, τα βγάζω και
ψάχνω παντού, μήπως βρω κάποιο στοιχείο κρυμμένο.
«Τα έπιπλα ήρθε η αδελφή του Μακρή και τα πήρε μ’ ένα
φορτηγό δέκα μέρες μετά την εξαφάνιση της γυναίκας, για
την οποία δεν ήξερα τίποτα τότε», μας λέει ο Νικολόπουλος.
«Μου τηλεφώνησε αφού είχε αδειάσει το σπίτι και το μόνο
που μου είπε ήταν ότι η οικογένεια του αδελφού της
μετακόμισε στα Γιάννενα. Την ρώτησα γιατί δεν με
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 109
_

ενημέρωσε νωρίτερα ο ίδιος που το είχε νοικιάσει και μου


απάντησε ότι είχε επείγουσες δουλειές και έφυγε ταξίδι. Από
τους αστυνομικούς έμαθα ότι αγνοείται η Ματίνα και απ’
όσα ακούσαμε στην εκπομπή σας την Παρασκευή. Η γυναίκα
μου κι εγώ δεν μπορούμε να συνέλθουμε, γιατί ήταν καλή κι
ευγενική κοπέλα. Εμείς μένουμε στη Βούλα, αλλά όταν
ερχόμουν για να εισπράξω το ενοίκιο, ήταν πάντα με το
χαμόγελο και πρόθυμη να με κεράσει ό,τι είχε. Εκείνον μια
φορά τον είδα, όταν συμφωνήσαμε για το σπίτι, και δεν
είχαμε πολλά λόγια».
Η αδελφή του κι εδώ ανακατεύτηκε; Άδειασε το σπίτι χωρίς
να περιμένει μήπως μετανιώσει η νύφη της και επιστρέψει,
αφού υπάρχει στην οικογένεια ένα παιδί;
«Το σπίτι ποιος το καθάρισε, κύριε Ηλία;»
«Αυτός; Η αδελφή του; Δεν ξέρω να σας πω. Εγώ όταν
μπήκα μετά το βρήκα καθαρό, εκτός απ’ τον τοίχο του
καθιστικού που ήταν χάλια και τον έβαψα, γιατί θέλω να το
νοικιάσω».
«Όταν λέτε χάλια, τι εννοείτε;»
«Τον είχαν πλύνει με χλωρίνη μάλλον, με αποτέλεσμα να έχει
ξεβάψει σε κάποια σημεία και να υπάρχουν μπαλώματα».
«Εδώ πρέπει να είχαν τον καναπέ».
«Ναι, και από πάνω είχαν βρομίσει τον τοίχο».
Φεύγω από το καθιστικό αργά, ελέγχοντας τα πάντα στην
πορεία μου, και κατευθύνομαι στην πίσω πλευρά του
σπιτιού, με τα δύο υπνοδωμάτια, το παιδικό και του
ζευγαριού. Το πρώτο είναι καθαρό και δεν κρύβει τίποτα
περίεργο. Στο δεύτερο το ένα φύλλο της λευκής ντουλάπας
έχει βουλιάξει και έχει μια ρωγμή, λες και πέταξαν με
δύναμη κάτι πάνω του. Ανοίγω τα συρτάρια και ένα
διαλύεται στα χέρια μου, παραλίγο να κοπώ από τον
σπασμένο πάτο του. Υπάρχει κι εδώ η μαύρη σκόνη της
Σήμανσης.
«Έτσι τα βρήκα», μου λέει ο ιδιοκτήτης. «Έχω ειδοποιήσει
μαραγκό να μου τα αλλάξει, αλλά ακόμα να έρθει».
110 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

Στην άκρη της ανοιχτής πόρτας, και σ’ ένα άλλο σημείο


κοντά στο κρεβάτι που υπήρχε, το πάτωμα είναι σπασμένο
και οι φθορές έγιναν μετά την ενοικίαση. Τι στην ευχή
συνέβαινε εδώ μέσα; Μάχες δίνονταν;
Ανοίγω την μπαλκονόπορτα για να δω αν κάποιος από
γειτονικό σπίτι έχει οπτικό και ακουστικό πεδίο.
Υπάρχει μια διπλοκατοικία με πρόσοψη στον παράλληλο
δρόμο, αλλά δείχνει εγκαταλειμμένη.
«Οι ιδιοκτήτες μένουν στο εξωτερικό και δεν έρχονται
συχνά», μου λέει ο Νικολόπουλος.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο, το μάτι μου πέφτει στη
σκουρόχρωμη πόρτα και στις βυσσινί στάμπες σαν πιτσιλιές
που έχει. Ο ιδιοκτήτης λέει ότι είναι χρώμα από παλιά, όταν
προσπάθησε να την βάψει.
«Πόσο παλιά;»
«Πριν ένα χρόνο περίπου».
Ξύνω τις σκούρες πιτσιλιές και είναι τόσο μαλακές, που
κολλάνε στα νύχια μου. Πηγαίνω στο μπάνιο για να πλύνω
τα χέρια μου και παρατηρώ ότι τρία πλακάκια στο δάπεδο
είναι σπασμένα, σαν να χτυπήθηκαν με βαρύ αντικείμενο. Το
ίδιο και η μπανιέρα στο εσωτερικό της.
«Κι αυτές οι ζημιές μετά έγιναν και πρέπει να με
πληρώσουν για όλες, αλλά δεν βρίσκω ούτε αυτόν ούτε την
αδελφή του. Νοικιάζεις σπίτια και τα λεφτά που παίρνεις,
αν τελικά τα εισπράξεις, τα δίνεις στις φθορές που σου
προκαλούν», μουρμουρίζει ο κύριος Ηλίας.
Ψάχνω εξονυχιστικά το χώρο, αλλά δεν παρατηρώ τίποτ’
άλλο ιδιαίτερο. Βγαίνουμε από το μπάνιο και τότε προσέχω
στα αριστερά μου την κλειστή λευκή πόρτα. Γυρίζω το
πόμολο, είναι όμως κλειδωμένη.
«Οδηγεί στο υπόγειο, που το έχω για αποθηκευτικό χώρο».
«Μπορούμε να ανοίξουμε;»
«Α, όχι».
«Γιατί;»
«Είναι βρόμικα κάτω και δεν θέλω να φανεί η αποθήκη
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 111
_

στην τηλεόραση. Μπήκαν από τη Σήμανση και έψαξαν, αλλά


αυτοί δεν είχαν κάμερα».
Προσπαθώ να τον πείσω να μου ανοίξει, μα δεν ακούει
τίποτα. Αρχίζει και εκνευρίζεται. Βγαίνουμε έξω στον κήπο
και ψάχνουμε για τυχόν παρεμβάσεις στο χώρο, μήπως
έσκαψαν και άλλαξαν κάτι, αλλά ο ιδιοκτήτης λέει πως είναι
όλα εντάξει.
Ο Σωτήρης με ρωτάει αν θέλω κάτι άλλο, για να
απομακρυνθεί με το συνεργείο για πλάνα στη γειτονιά.
Σκέφτομαι πού αλλού θα μπορούσαμε να ερευνήσουμε, όταν
βλέπω τη γιατρίνα να έρχεται προς το μέρος μας ανάστατη,
μαζί με έναν αγουροξυπνημένο νεαρό.
«Αγγελική, ο γιος μου ο Μηνάς έχει κάτι να σας πει. Δεν
γνώριζε ότι η ένοικος του σπιτιού έχει εξαφανιστεί. Τώρα
που ξύπνησε, του είπα ότι είστε εδώ και ψάχνετε, και
θυμήθηκε κάτι που ομολογώ ότι εμένα προσωπικά με
σόκαρε».
Κοιτάμε όλοι με ενδιαφέρον το νεαρό, που δείχνει να τα
’χει χαμένα.
«Τη νύχτα που λέτε ότι εξαφανίστηκε η κοπέλα είχα βγάλει
βόλτα το σκύλο μου. Θα ήταν περίπου δέκα η ώρα.
Περνούσα από δω κι άκουσα μια γυναίκα να μιλάει
οργισμένη. Πώς τα ρίχνουμε, βρε παιδί μου, όταν
νευριάζουμε; Έτσι. Αν θυμάμαι καλά, γιατί πάει κι ένας
μήνας από τότε, έλεγε ότι τα ξέρει όλα και ότι θα μιλήσει
εκεί που πρέπει, κάτι τέτοια. Ένας άντρας φώναζε
“Βούλωσ’ το! Βούλωσ’ το!” και πρέπει κάτι να της πέταξε
γιατί ακούστηκε ένας θόρυβος. Μετά ακούστηκε μια κραυγή
και η γυναίκα ρώτησε “Τι θα κάνεις, κτήνος; Θα με σκοτώσεις
κι εμένα όπως εκείνη;” Ένα παιδάκι έκλαιγε και μετά ησυχία.
Εντάξει, κόμπλαρα. Τι να ’κανα;»
«Να μου το έλεγες, αγόρι μου, εκείνο το βράδυ. Θα
μπορούσαμε να βοηθήσουμε».
«Μάνα, τώρα τα βλέπετε έτσι. Αν συνέχιζαν οι φωνές
τους, οκέι. Αλλά ησύχασαν και έφυγα».
112 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

Η μητέρα κάνει παρατηρήσεις στο γιο, κι εμείς οι τέσσερις


στεκόμαστε άφωνοι, σαν να έχουμε πάθει ομαδική
παράλυση. Τελικά συνέρχομαι και ρωτάω το νεαρό:
«Την άκουσες να του λέει ότι θα την σκοτώσει όπως κι
εκείνη; Είσαι σίγουρος;»
«Από την κοιλιά μου δεν θα έβγαζα τέτοια ατάκα. Την
θυμάμαι γιατί με ξάφνιασε».
Ο σκηνοθέτης μου ζητάει από τον νεαρό μάρτυρα να μου
μιλήσει και στην κάμερα, και αυτός συμφωνεί, παρά τις
αντιρρήσεις της μητέρας του. Επαναλαμβάνει όλα όσα μας
είπε, από το ίδιο σημείο του δρόμου όπου βρισκόταν εκείνη τη
νύχτα.
Μόλις τελειώνει φεύγουν με τη μητέρα του κι εγώ κόβω
βόλτες πάνω κάτω στον κήπο, ενώ οι συνεργάτες μου μιλάνε
με τον ιδιοκτήτη. Προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη τα
γεγονότα, όπως τα μετέφεραν οι μάρτυρες. Σ’ αυτό το σπίτι
κάτι έγινε εκείνη τη νύχτα. Εδώ γύρω πρέπει να υπάρχουν
ίχνη της Ματίνας που δεν τα βρήκαμε. Είμαι πλέον σίγουρη.
Όλους τους χώρους τούς ψάξαμε, εκτός από έναν. Ταράζομαι
και τα μηνίγγια μου χτυπάνε δυνατά. Πλησιάζω
αποφασισμένη τον ιδιοκτήτη.
«Κύριε Ηλία, πρέπει ν’ ανοίξουμε την αποθήκη. Όχι για
μένα και την κωλοκάμερα, συγγνώμη για την έκφραση, αλλά
γι’ αυτή την κοπέλα που δεν ξέρουμε τι απέγινε. Μπορεί να
μη βγει τίποτα, αλλά αξίζει να προσπαθήσουμε. Σας
παρακαλώ».
Ο ιδιοκτήτης με κοιτάζει αμίλητος. Μπαίνει ξανά στο σπίτι
και τον ακολουθούμε. Έξω από την πόρτα της αποθήκης
βγάζει από την τσέπη του μια αρμαθιά κλειδιά, ξεχωρίζει
ένα και την ανοίγει. Πατάει το διακόπτη κι ένα αδύναμο
φως ραγίζει το σκοτάδι του υπογείου. Κατεβαίνουμε
προσεκτικά τα δεκατέσσερα σκαλιά, ο ένας πίσω απ’ τον
άλλον. Η μούχλα και η παγωνιά του χώρου μάς τυλίγουν.
Ανατριχιάζω στη σκέψη ότι εδώ μέσα μπορεί να κρύβεται το
μυστικό της άτυχης Ματίνας. Βλέπουμε ένα ενιαίο δωμάτιο
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 113
_

πέντε επί πέντε, γεμάτο κούτες, παλιά αντικείμενα και ρούχα,


έπιπλα, ντουλάπια και εργαλεία. Τι να πρωτοψάξεις; Από πού
να ξεκινήσεις; Στέκομαι για λίγο στο κέντρο της αποθήκης και
ρίχνω μια ερευνητική ματιά. Με υπομονή ανοίγω ένα ένα τα
συρτάρια, ενώ οι άντρες τραβούν τα πιο βαριά έπιπλα. Η
σκόνη μού προκαλεί αλλεργία και φτερνίζομαι κάθε τρεις
και λίγο.
Δυσκολεύομαι. Να κρατώ το χαρτομάντιλο στη μύτη ή να
ψάχνω; Ρωτάω τον κύριο Ηλία αν υπάρχουν εδώ μέσα
πράγματα των ενοικιαστών και μου απαντάει καταφατικά.
«Δεν τα πήραν όλα;»
«Άφησε κάτι κούτες αυτός. Νόμιζα πως θα τις πάρει, αλλά
δεν μπορώ να συνεννοηθώ αφού δεν τον βρίσκω. Πρέπει να
μου δώσει και τα κλειδιά, γιατί η αδελφή του φεύγοντας τα
πήρε μαζί της».
Κούτες δικές του στην αποθήκη και τα κλειδιά του σπιτιού
στα χέρια του; Μήπως σχεδίαζε να επιστρέψει για να
εξαφανίσει κάτι από εδώ μέσα; Προφανώς πίστευε μέχρι
και λίγες μέρες πριν ότι κανείς δεν θα αναζητήσει τη
Ματίνα και πιθανότατα κρύβει σ’ αυτόν το χώρο πράγματα
της αγνοούμενης.
«Γιατί δεν αλλάξατε τις κλειδαριές;»
«Μου είπε η αδελφή του ότι θα με πάρει αυτός τηλέφωνο
για να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες που έχουμε, αλλά απ’
ό,τι φαίνεται θα τις αλλάξω τελικά».
Του ζητάω να μου δείξει τις κούτες του ενοικιαστή του.
Όλες είναι κλειστές με καφέ ταινία. Ανοίγω τη μεγαλύτερη
και βλέπω γυναικεία ρούχα, μοντέρνα και ακριβά, που είναι
ολοφάνερο ότι ανήκουν στη Ματίνα. Τα ψάχνω ένα ένα και
στις τσέπες, αλλά δεν υπάρχει τίποτα. Σε μια άλλη βρίσκω
παπούτσια και τσάντες. Τις ανοίγω προσεκτικά και στη
φόδρα μιας μαύρης σπορ τσάντας κάτι υπάρχει. Μου
φωτίζει ο Γιώργος με την κάμερα και βλέπω ότι η φόδρα
είναι ξηλωμένη. Την τραβάω, την γυρνάω ανάποδα και στο
δάπεδο πέφτει ένα διαβατήριο. Είναι της αγνοούμενης και
114 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

λήγει σε πέντε χρόνια. Να το έκρυψε η ίδια στη φόδρα


απίθανο μου φαίνεται. Μάλλον κάποιο άλλο χέρι το έβαλε
εδώ, για να μη βρεθεί.
Βγάζω τις γόβες και τις μπότες έξω από την κούτα για να
ψάξω καλύτερα. Στις ψηλές μπότες χώνω τα χέρια μου μέσα
χωρίς γάντια –κακή συνήθεια–, μήπως ανακαλύψω και
κάποιο άλλο στοιχείο, και βγάζω τελικά λαγό. Την ταυτότητα
της Ματίνας. Έφυγε και την άφησε κρυμμένη εδώ; Απορώ
με τους άντρες της Σήμανσης. Αυτά δεν τα έψαξαν; Ρωτάω
τον ιδιοκτήτη.
«Ήμουν εδώ όταν ερευνούσαν, γιατί μου το ζήτησαν οι
ίδιοι. Η αλήθεια είναι ότι μέσα στα παπούτσια και στις
φόδρες δεν έψαξαν».
«Πήραν κάτι από δω μέσα;»
Τον βλέπω ότι διστάζει να μιλήσει. Τον ρωτάει κι ο
Σωτήρης και τελικά μας λέει ότι βρήκαν σ’ ένα παλιό
ντουλάπι, μέσα σε μια σακούλα σκουπιδιών, μια στολή δύτη.
«Ξέρεις αν ο Μακρής είναι δύτης;» με ρωτάει ο
σκηνοθέτης μου.
Όχι, αυτό δεν το ξέρω. Εκείνο που ξέρω όμως είναι ότι
πρόκειται για εύρημα πολύ σημαντικό, αφού στο βυθό της
θάλασσας άνετα εξαφανίζεις και ανθρώπους, με τσιμέντο ή
άλλο βάρος στα πόδια τους. Αυτή η σκέψη μού φέρνει ρίγος.
Νιώθω πάλι παράξενα, γιατί όσο προχωράει η έρευνα και
βρίσκουμε κρυμμένα στοιχεία της κοπέλας, καταλαβαίνω ότι
εδώ, κάτω απ’ την επιφάνεια της γης, είναι θαμμένο κάποιο
μυστικό.
«Πήραν κι ένα μεγάλο μαχαίρι με σπασμένη λάμα από εκείνη
εκεί την ντουλάπα».
Κοιτάμε τον Νικολόπουλο ξαφνιασμένοι. Μας έδωσε την
πληροφορία με τέτοια άνεση, λες και μίλαγε για τον καιρό,
ενώ εμείς έχουμε παγώσει. Βλέπουμε την παλιά μεταλλική
ντουλάπα που μας δείχνει, και ο Σωτήρης την ανοίγει
προσεκτικά.
«Άντζελα, κάτι υπάρχει εδώ μέσα, πρέπει να ψάξουμε
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 115
_

καλύτερα».
«Με τέτοιο εύρημα θα την έκανε φύλλο και φτερό η
Σήμανση, αλλά δες κι εσύ».
Ο Σωτήρης ερευνά με ένα φακό τα συρτάρια και τα
ράφια της ντουλάπας, ενώ εγώ ανοίγω ένα ξεχαρβαλωμένο
ξύλινο μπαούλο. Ανασηκώνω τα παλιά ρούχα που έχει μέσα
και βρίσκω τυλιγμένο σε μια πετσέτα ένα μαύρο πλαστικό
μπιτόνι μισογεμάτο με υγρό.
«Παίδες, για ρίξτε φως εδώ».
Ο Γιώργος φέρνει την κάμερα και φωτίζει την ετικέτα.
«Θειικό οξύ. Χριστός κι απόστολος!»
Ο ιδιοκτήτης το βλέπει, τα χάνει και επαναλαμβάνει τρεις
τέσσερις φορές ότι δεν είναι δικό του. Άλλος εδώ δεν έχει
πράγματα για φύλαξη, άρα είναι του ενοικιαστή. Του Δημήτρη
Μακρή. Τι διάβολο το έκανε το υπόλοιπο μισό καυστικό υγρό
που λείπει;
«Ρε σεις, λέτε να την έλειωσε την κοπέλα εδώ μέσα με το
οξύ;» ρωτάει σιγά ο κάμεραμαν.
Ο ηχολήπτης τον κοιτάει με τα μάτια έτοιμα να πεταχτούν
έξω απ’ τις κόγχες. Λίγο ακόμα και θα βγάλει τα ακουστικά
με τα οποία ελέγχει τον ήχο και θα φύγει τρέχοντας.
«Όχι τέτοια σχόλια, γιατί έχω ήδη αγριέψει εδώ κάτω», λέει.
Η κάμερα είναι ανοιχτή και καταγράφει τα πάντα, ο
Σωτήρης βοηθά στο ψάξιμο και ο ιδιοκτήτης έχει αλλάξει
δέκα χρώματα μ’ αυτά που βλέπει μες στο σπίτι του. Κάποια
στιγμή, με το δυνατό φως της κάμερας, παρατηρώ ότι τα
πλακάκια του δαπέδου είναι πεντακάθαρα, σε αντίθεση με τα
περισσότερα έπιπλα που είναι μες στη σκόνη και τη βρόμα. Το
ίδιο και ο τοίχος σε μια μεγάλη επιφάνεια. Σαν κάποιος να τα
έπλυνε πρόσφατα.
«Κύριε Ηλία, μήπως σφουγγαρίσατε το δάπεδο και πλύνατε
τον τοίχο μετά την πρώτη έρευνα της Σήμανσης;»
«Όχι. Τα άφησα όπως τα είχαν, γιατί μου είπαν ότι μπορεί
να ξανάρθουν και να μην πειράξω τίποτα... Α, τώρα που το
λέτε αυτό, θυμήθηκα ότι οι αστυνομικοί, εκτός από τη στολή
116 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

και το μαχαίρι, πήραν μαζί τους κι έναν κουβά με δύο


σφουγγαρίστρες που βρήκαν εδώ».
Στο υπόγειο επικρατεί νεκρική σιγή. Μόνο οι ανάσες μας
ακούγονται, κι αυτές βαριές. Είμαστε πέντε άνθρωποι εδώ
κάτω και οι τέσσερις τουλάχιστον δείχνουμε να φοβόμαστε
και τη σκιά μας. Με το τρίξιμο των μεταλλικών ντουλαπιών
που ανοίγουν τιναζόμαστε τρομαγμένοι, λες και θα πεταχτεί
μπροστά μας κάνα φάντασμα ή θα δούμε τη Ματίνα νεκρή,
κάτω από τις κουβέρτες και τα νάιλον.
«Λίγο αέρα, βρε παιδιά, πνίγομαι...» λέει ο ηχολήπτης και
αναζητάμε το παράθυρο που δεν υπάρχει.
Ο ιδιοκτήτης ανεβαίνει τις σκάλες, ανοίγει την πόρτα του
υπογείου που είχε κλείσει και έρχεται πάλι κοντά μας. Η
αγωνία και η θλίψη γι’ αυτό που διαισθάνομαι ότι έχει
συμβεί εδώ μέσα με λυγίζει. Νιώθω κουρασμένη και ψάχνω
κάπου να καθίσω. Βλέπω μια χαμηλή ξύλινη συρταριέρα και
κάθομαι στις άκρες της. Δεν κεντράρω όμως σωστά το
βάρος μου, χάνω την ισορροπία μου και πέφτοντας
παρασύρω το έπιπλο. Προσπαθώ να σηκωθώ με τη βοήθεια
του ιδιοκτήτη και το μάτι μου καρφώνεται στο δάπεδο. Μια
κραυγή ακούγεται και είναι η δική μου. Στα πλακάκια κάτω
από το αναποδογυρισμένο έπιπλο, αποκαλύφθηκαν μικρά
σκούρα τεμάχια ακανόνιστου σχήματος, που στα μάτια μου
μοιάζουν ανθρώπινα. Το αίμα μου παγώνει και η καρδιά μου
χτυπάει σαν ταμπούρλο. Ζητάω αλαφιασμένη από τον
Γιώργο να φωτίσει το σημείο.
«Σιγά, πώς κάνετε έτσι», λέει ο Νικολόπουλος και σκουπίζει
με τα χέρια του τα κομμάτια. «Βρομιά και σκουριά είναι».
Ο κάμεραμαν καταγράφει τη σκηνή, κατακίτρινος σαν το
μπουφάν που φοράει.
«Δεν είναι τίποτα», επιμένει ο ιδιοκτήτης και προσπαθεί
να διαλύσει με το χέρι του κι άλλα κομμάτια, αλλά δεν
ξεκολλάνε από τα πλακάκια.
Δίπλα ακριβώς από τη συρταριέρα υπάρχει κι ένα παλιό
κομοδίνο. Ο Γιώργος εστιάζει στο σημείο με την κάμερα και
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 117
_

ζητά να το σηκώσουν. Όταν ο Νικολόπουλος υπακούει,


αποκαλύπτονται κι άλλες σκουρόχρωμες φολίδες.
«Μην τα αγγίζετε!» φωνάζει ο Σωτήρης στον ιδιοκτήτη.
Βγάζει από την τσέπη του τη ζελατίνα που χρησιμεύει για
θήκη της αστυνομικής του ταυτότητας.
Σκύβει και βάζει προσεκτικά σ’ αυτήν τα κομμάτια και τα
ξύσματα που έβγαλε από τα πλακάκια με έναν μικρό σουγιά.
Και τι δεν έχουν αυτές οι τσέπες του υπηρεσιακού, όπως το
λέει, μπουφάν του. Και όλα χρήσιμα. Χωρίς λέξη παίρνει τα
ευρήματα και βγαίνει από το υπόγειο. Τον ακολουθώ με
τρεμάμενα πόδια και την ψυχή κυριολεκτικά στο στόμα. Τον
βρίσκω στη βεράντα του υπνοδωματίου, να κοιτάζει στο
φως του ήλιου τα κομμάτια στη ζελατίνα του. Τα βλέπω κι
εγώ. Είναι κόκκινα. Σαν ξεραμένο αίμα με ιστό. Ανθρώπινο
ιστό.
ΑΘΗΝΑ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

Κυκλώνας αποκαλύψεων

Η ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ακολουθεί την άλλη. Η εξαφάνιση της


Ματίνας παίρνει πλέον νέες διαστάσεις. Η πρώτη εκπομπή
και οι φωτογραφίες της με το σύντροφό της άνοιξαν το
δρόμο για την αλήθεια. Κάτοικοι της Ιθάκης επικοινώνησαν
μαζί μας, γιατί στο ψεύτικο πρόσωπο του Δημήτρη Μακρή
αναγνώρισαν αυτό του Φάνη Απέργη που είχε επιχειρήσεις
στο νησί τους πριν από χρόνια. Το παρελθόν του βγαίνει
από το σκοτάδι και έρχεται στο φως προκαλώντας
ανατριχίλα.
Μετά την έρευνα στη μονοκατοικία της Γλυφάδας νιώθω
ράκος και θέλω να ηρεμήσω σπίτι μου. Η σκέψη ότι σ’ εκείνο
το υπόγειο έστησε χορό νυχτιάτικα η φρίκη μού ανακατεύει
τα σωθικά και μου προκαλεί ημικρανία. Οι εξελίξεις όμως,
που τρέχουν αλματωδώς, με υποχρεώνουν να επιστρέψω
στο κανάλι. Μπαίνω σέρνοντας τα βήματά μου και πηγαίνω
αμέσως στο μπάνιο να πλυθώ. Οι συνεργάτες μου, από την
τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε, γνωρίζουν για τα
ευρήματα, κι έτσι δεν πέφτουν πάνω μου με ερωτήσεις. Με
βλέπουν και λειώμα και με αφήνουν μόνη στο γραφείο μου.
Από τις δεκάδες κλήσεις τηλεθεατών που δέχονται
ξεχωρίζουν εκείνες που μας δίνουν τα στοιχεία που
χρειαζόμαστε, για να προχωρήσουμε προς την έξοδο του
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 119
_

τούνελ. Η Ελίζα, με το που απλώνω τα πόδια μου στην


καρέκλα, αρχίζει να μου λέει για μια κυρία που μας
τηλεφώνησε από Ιθάκη.
«Να πάρω πρώτα μια ανάσα, γλυκιά μου, και θα μου τα
πείτε όλα. Λίγο νερό να πιω, γιατί στέγνωσα τόσες ώρες».
«Εντάξει, αλλά η γυναίκα αυτή είναι η σύζυγος του
γιατρού του νησιού και ξέρει πολλά. Ο άντρας της ήταν
φίλος του συντρόφου της Ματίνας».
«Α, για λέγε, τι σου είπε;»
«Θα έρθω μετά. Πάρε μια ανάσα».
«Εντάξει είμαι. Πες μου».
«Ο Απέργης είχε ρεστοράν και πιάνο-μπαρ στο νησί για δύο
περίπου χρόνια. Εμφανιζόταν σαν κοσμικός και τζέντλεμαν
με πολλά χρήματα, αλλά ήταν βίαιος και κόντεψε να
σκοτώσει τη γυναίκα του, μια Αυστριακή, όταν τον έπιασε
στα πράσα με τη σερβιτόρα ερωμένη του. Μετά την επίθεση,
που κρατήθηκε κρυφή, η σύζυγος, μια σωστή κυρία και
εξαίρετη μουσικός, τον εγκατέλειψε και έφυγε για την
πατρίδα της με την κόρη τους. Ο Απέργης έμεινε στο νησί με
τη νεαρή ερωμένη του, επίσης Αυστριακή. Η κοπέλα, όταν
κατάλαβε ότι ήταν έγκυος, το ’σκασε για τη Βιέννη γιατί δεν
άντεχε τη ζήλια του και το άγριο ξύλο που έτρωγε. Αυτός
δεν ήξερε για την εγκυμοσύνη και όταν το έμαθε απείλησε
να την εκδικηθεί».
Με μια ανάσα η Ελίζα μου τα είπε όλα.
«Ποιος τον άκουσε να απειλεί;»
«Ο σύζυγος της κυρίας, ο γιατρός. Ένα βράδυ που ο
Απέργης ήταν μεθυσμένος του είπε πως θα την βρει όπου κι
αν κρυφτεί και θα μετανιώσει την ώρα που γεννήθηκε.
Μετά από μέρες έφυγε για τη Βιέννη με άγριες διαθέσεις και
από τότε δεν τον ξαναείδαν, ούτε επικοινώνησε με το γιατρό,
αν και ήταν κολλητοί. Είδε τη φωτογραφία του στην
εκπομπή και τα ψεύτικα στοιχεία που χρησιμοποιούσε και
πήρε να μας ενημερώσει για να μας βοηθήσει στην έρευνα,
ζητώντας εχεμύθεια γιατί τον φοβάται».
120 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

Η ομίχλη διαλύεται και το τοπίο ξεκαθαρίζει. Ο Κώστας, ο


αστυνομικός και φίλος της εκπομπής που πραγματοποίησε μια
ιδιαίτερη έρευνα για μας σε ευαίσθητες υπηρεσίες,
ανακάλυψε πολλά και σοκαριστικά για το σύντροφο της
αγνοούμενης Ματίνας. Πρώτον, ότι το πραγματικό του όνομα
είναι αυτό που λένε οι νησιώτες: Φάνης Απέργης. Δεύτερον, ότι
έχει καταδικαστεί ερήμην σε φυλάκιση τεσσάρων ετών για
διάφορες παραβάσεις και για σωματικές βλάβες, που σημαίνει
ότι ήταν επιθετικός και με άλλους. Τρίτον, και σοβαρότερο
όλων, που όταν μου το είπε έχασα τη γη κάτω απ’ τα πόδια
μου, ότι καταζητείται τα τελευταία έξι χρόνια για
ανθρωποκτονία.
«Ελίζα μου, η κυρία που μας τηλεφώνησε λέει αλήθεια. Ο
άντρας που ερωτεύτηκε με κλειστά μάτια η Ματίνα φέρεται
να είναι ψυχρός δολοφόνος. Μου το είπε ο αστυνόμος πριν
φύγω για τη Γλυφάδα και από κείνη την ώρα δεν μπορώ να
συνέλθω».
«Ποια σκότωσε; Την έγκυο κοπέλα που τον παράτησε και
έφυγε;» ρωτάει φωνάζοντας η Ελίζα.
Οι συνάδελφοι που δεν έχουν μάθει ακόμα γι’ αυτή την
εξέλιξη μαζεύονται στο γραφείο μου. Είναι και μικρό, και ο
ένας στέκεται κολλημένος πλάι στον άλλον. Η αποκάλυψη ότι
ο σύντροφος της νεαρής μητέρας που αναζητούμε
καταζητείται για φόνο τούς αναστατώνει όλους.
«Θύμα είναι η έγκυος φίλη του που μας είπε η σύζυγος του
γιατρού από την Ιθάκη. Την σκότωσε στην Αυστρία και έχει
εκδοθεί εναντίον του διεθνές ένταλμα σύλληψης. Τα δικά
μας τα σαΐνια υποτίθεται ότι τον ψάχνουν τόσα χρόνια για
να τον συλλάβουν. Ήταν κυριολεκτικά κάτω απ’ τη μύτη
τους και τα λαγωνικά που έβαλαν για να τον βρουν δεν
μύρισαν ούτε τα ίχνη του», τους λέω τρέμοντας από οργή.
Η Μάτα μου φέρνει έναν δυνατό καφέ. Πίνω μια γερή
γουλιά και η γλώσσα μου που είχε στεγνώσει πάει ροδάνι.
«Ξέρετε ποιο είναι το ανατριχιαστικό; Εξαφανίστηκε και η
τωρινή του σύντροφος και η υπόθεση δεν δείχνει γκόμενο,
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 121
_

όπως έλεγαν οι αστυνομικοί, κραυγάζει δολοφονία. Αν τα


κομμάτια που ανακαλύψαμε στην αποθήκη της
μονοκατοικίας όπου έμεναν είναι της αγνοούμενης, τότε θα
βρεθούμε αντιμέτωποι με μια συγκλονιστική αποκάλυψη.
Αυτήν του αιμοσταγούς δολοφόνου που σκοτώνει τις
γυναίκες με τις οποίες συζεί και κάποιες τις εξαφανίζει. Ο
power-control killer, που λένε κι οι εγκληματολόγοι. Ο
εξουσιαστής δολοφόνος».
«Τα κομμάτια που βρήκατε τα κατέθεσε τελικά ο
Σπαθάρης στο Ανθρωποκτονιών; Γιατί μου έλεγε στο
τηλέφωνο ότι δεν τα δέχονταν», με ρωτάει η Μαρία.
«Πήρα το διοικητή της Ασφάλειας και του είπα ότι αν δεν
τα ελέγξουν στα εγκληματολογικά εργαστήρια, θα ξεσπάσει
σκάνδαλο. Επειδή δεν τα βρήκε η Σήμανση αλλά μια
εκπομπή έρευνας, δεν αποτελούν στοιχεία;
Του έδωσα και τηλέφωνα του κέντρου γενετικής όπου
υπάρχει το DNA της Ματίνας, από τότε που έκανε τεστ για
το παιδί. Ο Σωτήρης έδωσε τελικά κατάθεση πριν από λίγο».
Η πηγή μας πληροφόρησης, ο αστυνόμος, εντόπισε και τις
κινήσεις της άτυχης Ματίνας πριν χαθεί. Ενημέρωσε τους
συνεργάτες μου νωρίτερα ότι θα με καλέσει σε λίγο, με την
πρώτη ευκαιρία.
Σχεδιάζουμε το πλάνο για τη δεύτερη εκπομπή της
ερχόμενης Παρασκευής, με το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ στο
σπίτι και στη γειτονιά της Ματίνας, με τη συνομιλία μου με το
σύντροφό της και την αδελφή του, αλλά και με τις εξελίξεις
που φτάνουν συνεχώς. Κάποια στιγμή η Χαρά μου λέει ότι
στην τηλεφωνική γραμμή δύο είναι ο αστυνόμος που
περιμένω.
«Τι κάνεις, Κώστα; Τελικά ανακάλυψες τις επαφές της
αγνοούμενης στην Ιθάκη;»
«Ναι. Βρήκα τον υπεύθυνο αξιωματικό που μίλησε με τη
Ματίνα Ράλλη πριν από δύο περίπου μήνες. Κάλεσε η ίδια
στην αστυνομία του νησιού από απόρρητο τηλέφωνο και
ζήτησε πληροφορίες για τον Φάνη Απέργη που είχε πριν από
122 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

χρόνια το μπαρ “Πηνελόπη”. Όταν είπε ότι πρόκειται για


κάτι σοβαρό, την συνέδεσαν με το διοικητή. Του ανέφερε ότι
μένει στην Αθήνα, ότι ανησυχεί και θέλει να βεβαιωθεί αν ο
άντρας με τον οποίο συζεί και έχουν ένα παιδί είναι ο
Δημήτρης Μακρής όπως εμφανίζεται ή ο Φάνης Απέργης που
ζούσε στην Ιθάκη, γιατί είχε βρει κάποια σχετικά έγγραφα
στην κατοχή του».
«Έψαχνε τελικά για την πραγματική του ταυτότητα η
Ματίνα».
«Ο διοικητής, που γνώριζε ότι υπάρχει ένταλμα σύλληψης
για τον Απέργη, της είπε να του στείλει διακριτικά μια
φωτογραφία του και να τον καλέσει πάλι η ίδια, αφού δεν
δεχόταν με τίποτα να του αφήσει τηλέφωνο. Όταν την
έλαβε, είδε ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο και της
ζήτησε να ενημερώσει την αστυνομία της περιοχής της. Η
Ματίνα επέμενε να μάθει το λόγο και ο συνάδελφος της είπε
ότι ο σύντροφός της καταζητείται για το φόνο της φίλης του
στην Αυστρία».
«Η Ματίνα πώς αντέδρασε σ’ αυτή την αποκάλυψη;»
«Τρομοκρατήθηκε, έκλαιγε και ο διοικητής προσπάθησε να
την ηρεμήσει. Ζήτησε τη διεύθυνσή της για να ειδοποιήσει
αυτός στα κεντρικά στην Αθήνα, αλλά εκείνη αρνήθηκε να
την δώσει επειδή φοβόταν. Του είπε ότι ο Απέργης
κακοποιούσε και την ίδια αλλά και το γιο τους και ότι τον
έτρεμε. Ο διοικητής την παρότρυνε να πάρει το παιδί και να
εγκαταλείψει το σπίτι χωρίς να την αντιληφθεί ο Απέργης
και μετά να ενημερώσει την αστυνομία για να τον
συλλάβουν. Τον διαβεβαίωσε ότι θα φύγει πρωινή ώρα, που
πήγαινε το αγοράκι της στον παιδικό σταθμό. Από τις
σημειώσεις του είδε ότι μίλησαν τελευταία φορά τις
παραμονές που χάθηκε».
«Βρε Κώστα, με κάτι τέτοια μου ανάβουν τα λαμπάκια και
μετά λένε στην αστυνομία ότι τους κράζω στον αέρα της
εκπομπής. Ο διοικητής μετά την πρώτη κουβέντα τους, όταν
είδε ότι πρόκειται για τόσο σοβαρή υπόθεση, γιατί δεν
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 123
_

ζήτησε να εντοπιστεί το τηλέφωνό της; Να μάθει τη


διεύθυνση του επικίνδυνου καταζητούμενου;»
«Τι να σου πω, δεν ξέρω».
«Με τη δημοσιοποίηση της εξαφάνισης στο “Τούνελ” πήρε
τους συναδέλφους του στο Τμήμα της Γλυφάδας όπου έγινε
η σχετική δήλωση ή στα κεντρικά;»
«Νομίζω ότι ενημέρωσε τη Γλυφάδα».
Αυτή η συνομιλία της αγνοούμενης με το διοικητή του
νησιού τα λέει όλα. Δίνει απαντήσεις στα βασικότερα
ερωτήματα. Η Ματίνα γνώριζε πλέον ότι συζούσε με έναν
αδίστακτο δολοφόνο που κυκλοφορούσε με πολλά πρόσωπα.
Πρέπει να του είπε ότι το μυστικό του αποκαλύφθηκε, σ’
εκείνον τον νυχτερινό καβγά που άκουσε ο γιος της
παθολόγου. Τη νύχτα που τον ρώτησε αν θα την σκοτώσει κι
αυτήν όπως εκείνη. Τη μοιραία νύχτα που άνοιξε η γη και
την κατάπιε. Γιατί δεν βρήκε τη δύναμη να φύγει με το
παιδί της, όπως την συμβούλεψε ο διοικητής; Γιατί έμεινε
στη φωλιά του λύκου και προκάλεσε την τύχη της; Πίστευε
ότι σ’ αυτήν θα φερόταν διαφορετικά, επειδή ήταν η μητέρα
του γιου του;
Σκέφτομαι τη μαύρη βαλίτσα και τα ντοκουμέντα που
οδήγησαν τη Ματίνα στην έρευνα στην Ιθάκη. Ζήτησα από
τους συνεργάτες μου να μελετήσουν τα αντίγραφα που
κρατήσαμε, μήπως ανακαλύψουμε κι άλλα σοβαρά στοιχεία.
Τους φωνάζω και έρχονται πάλι στο γραφείο μου με τις
απαντήσεις και τις σημειώσεις τους.
«Τα συμβόλαια που βρήκαμε δεν ήταν πλαστά.
Αφορούσαν την πώληση των δύο επιχειρήσεων που
διατηρούσε στην Ιθάκη», μου λέει ο Τάκης.
«Επικοινωνήσαμε με τον καινούργιο ιδιοκτήτη, ο οποίος είχε
δει την εκπομπή και αναγνώρισε στο πρόσωπο του Δημήτρη
Μακρή που δείχναμε τον Φάνη Απέργη.
Μάλιστα ξαφνιάστηκε με την πλαστή του ταυτότητα.
Μας είπε ότι ο Απέργης έψαχνε από καιρό να πουλήσει το
ρεστοράν και το πιάνο-μπαρ στο Βαθύ και ότι ο ίδιος
124 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

ενδιαφερόταν σοβαρά, γιατί και οι δύο επιχειρήσεις είχαν


δουλειά και καλή πελατεία. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1999
του ζήτησε να γίνει άμεσα η αγοραπωλησία».
«Γιατί τόση βιασύνη, δεν τον ρώτησε;»
«Τον ρώτησε. Του απάντησε ότι η φίλη του, που ζούσε στη
Βιέννη, ήταν έγκυος στο γιο του, ότι θα παντρευόντουσαν
και θα έμεναν μόνιμα στο εξωτερικό».
«Για μισό λεπτό να δω τις σημειώσεις μου. Βέβαια, ένα
μήνα μετά λένε ότι την δολοφόνησε στην Αυστρία. Φαίνεται
πως η κοπέλα έκανε άμβλωση κρυφά από αυτόν και την
σκότωσε για να την εκδικηθεί. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, το γιο
τον έβλεπε στα όνειρά του, προφανώς για επιβεβαίωση του
ανδρισμού του. Δεν μπορεί να ήξερε τι παιδί είχε, γιατί η
φίλη του μόλις τότε έμαθε για την εγκυμοσύνη της, όπως
μας είπε η μάρτυρας από το νησί».
Τις χειρόγραφες σημειώσεις που είχα βρει στον διπλό
πάτο της βαλίτσας τις εξέτασαν η Ελίζα και ο Νίκος.
«Σ’ αυτές που είδα εγώ υπάρχουν τρεις διευθύνσεις στη
Βιέννη και στο Γκρατς της Αυστρίας», μου λέει η Ελίζα.
«Στην πρώτη έγραφε πάνω “πουτάνα νούμερο 1” και στη
δεύτερη “πουτάνα νούμερο 2”. Η τρίτη στο Γκρατς είχε με
πιο μικρά γράμματα τη λέξη “Γερμανός”.
Υπήρχαν στη βαλίτσα κι άλλες διευθύνσεις με ονόματα
αλλοδαπών και δίπλα τηλέφωνα άλλων χωρών».
«Εσύ, Νίκο, έβγαλες άκρη μ’ εκείνες τις ακαταλαβίστικες
σημειώσεις;»
«Πιστεύω ότι είναι γραμμένες με κωδικούς, για ευνόητους
λόγους. Τις κρατάει στη βαλίτσα του πιθανότατα για να
θυμηθεί ονόματα, ημέρες και τραπεζικούς λογαριασμούς. Έχω
κυκλώσει κάποιες ατάκες-κλειδιά, κατά τη γνώμη μου».
«Για λέγε».
«Διάβασα κάτι για νησί, ότι θα πέσει χιόνι το χειμώνα, και
έχει έναν αριθμό τραπεζικού λογαριασμού σε κάποια άλλη
ατάκα, άσχετη. Αλλού μιλάει για το μαλλί που είναι κοντό
και δεν του πάει. Γράφει για έναν Σαμ ότι είναι κέρατο
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 125
_

βερνικωμένο. Και κάπου σε όλα αυτά διακρίνεται το νούμερο


200, πιθανότατα χρηματικό ποσό, χωρίς τα μηδενικά. Σε
άλλες μπερδεμένες ατάκες ξεχώρισα τον Τάι που θα πάει
διακοπές και τον χοντρό που ξεκίνησε δίαιτα γιατί από τη
μάσα έχει ξεφύγει».
Σημειώνω κι εγώ τις λέξεις, που ηχούν στα αφτιά μου σαν
καμπάνες. Το κέρατο στη γλώσσα των τύπων που
ανακατεύονται με τα ναρκωτικά είναι το χασίς. Το χιόνι
παραπέμπει στην κόκα, ενώ το μαλλί στα χρήματα. Ο Τάι
στην ταϊλανδέζικη ηρωίνη και ο χοντρός στον μεγάλο
λαθρέμπορο. Βέβαια αλλάζουν τους κωδικούς κατά καιρούς,
γιατί εντοπίζονται από τους διώκτες τους.
Η Βάλια και ο αστυνόμος Κώστας μου μίλησαν για ύποπτες
συναλλαγές του Απέργη με τον υπόκοσμο και τα άλλα
ευρήματα στη μαύρη βαλίτσα που παραδώσαμε στην
αστυνομία αυτό μαρτυρούν. Οι συσκευές κινητών
τηλεφώνων, οι κάρτες, οι περούκες και τα συναφή, και
κυρίως τα πλαστά διαβατήρια και οι αστυνομικές
ταυτότητες, ελέγχονται από τα αρμόδια τμήματα της
Ασφάλειας, μήπως χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς σε
παράνομες ενέργειες.
Ο αστυνόμος είπε ότι η δολοφονία της ερωμένης του
Απέργη έγινε στο Γκρατς της Αυστρίας και μου έδωσε τα
στοιχεία που υπήρχαν στο σήμα της Ιντερπόλ. Εκεί θα
βρούμε τις απαντήσεις που ψάχνουμε για να φωτίσουμε τα
σκοτεινά σημεία της έρευνάς μας. Αν επικοινωνήσουμε με τις
τοπικές Αρχές, μπορεί κάποιος υπεύθυνος να δεχτεί να μας
μιλήσει.
«Παίδες, πάρτε στο τμήμα του διεθνούς ρεπορτάζ, κι αν
έχει βάρδια η συνάδελφος που μιλάει άπταιστα τα
γερμανικά, να έρθει αμέσως».
Η Άννα, η Γερμανίδα όπως την φωνάζουμε, ανεβαίνει στα
γραφεία μας, της εξηγώ τι θέλω και καλεί τα τηλέφωνα
στην αστυνομία του Γκρατς. Πρέπει να βρούμε τον
υπεύθυνο επιθεωρητή που είχε αναλάβει την έρευνα για τη
126 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

δολοφονία της εικοσιτριάχρονης Έρικα Μάγιερ τον


Φεβρουάριο του 1999. Μετά από πολλές προσπάθειες,
καταλήγουμε σ’ έναν επίσημο εκπρόσωπο που ακούει
προσεκτικά το αίτημά μας. Έχω δώσει από πριν στην Άννα
τα βασικά ερωτήματα, και της λέω να αναφέρει με έμφαση
το λόγο για τον οποίο ζητάμε πληροφορίες. Πρέπει να
μάθουν στην αυστριακή αστυνομία ότι η Ελληνίδα
σύντροφος του Φάνη Απέργη και μητέρα του παιδιού του
αγνοείται και κατά πάσα πιθανότητα ευθύνεται ο ίδιος για
την εξαφάνισή της. Όταν το ακούει αυτό ο εκπρόσωπος,
γίνεται αμέσως πολύ συνεργάσιμος. Μας ενημερώνει ότι
υπεύθυνος στην έρευνα για τη δολοφονία της κοπέλας και
στις επαφές με τις ελληνικές Αρχές είναι ένας επιθεωρητής
ελληνικής καταγωγής, ο Στέφαν Σνάιντερ, που θα
επικοινωνήσει σε λίγο μαζί μας.
Μισή ώρα μετά ο Σνάιντερ μας τηλεφωνεί και μιλάμε
άνετα, σαν να γνωριζόμασταν από παλιά. Είναι σαράντα
πέντε ετών, από μητέρα Ελληνίδα και πατέρα Αυστριακό.
Μιλάει καλά τα ελληνικά, και αυτός ήταν ένας από τους
βασικούς λόγους που τον επέλεξαν για την έρευνα της
απίστευτης αυτής υπόθεσης. Όταν τον ρωτάω γιατί αυτός ο
χαρακτηρισμός, μου δίνει την εξής απάντηση.
«Γιατί ο δράστης κατάφερε μεταμφιεσμένος και με πλαστά
στοιχεία να κινηθεί άνετα στο Γκρατς και να εντοπίσει το
θύμα του σε καταφύγιο κακοποιημένων γυναικών, όπου είχε
ζητήσει προστασία».
«Αν είναι δυνατόν! Αυτοί οι χώροι είναι μυστικοί. Πώς
μπήκε εκεί; Και πώς ξέρουμε ότι ήταν αυτός, αφού είχε
μεταμφιεστεί;»
«Τα στοιχεία του είχαν δοθεί από το ίδιο το θύμα στην
κοινωνική λειτουργό της οργάνωσης. Η Έρικα Μάγιερ ανέφερε
ότι είχε κάνει άμβλωση χωρίς την άδειά του κι αυτός την
αναζητούσε για να την εκτελέσει. Την είχε βρει στο
διαμέρισμα της μητέρας της στη Βιέννη και την είχε βασανίσει
άγρια. Αν δείτε την κατάθεση της κοπέλας, θα νιώσετε
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 127
_

αποτροπιασμό.
Θα την κρεμούσε έγκυο από το παράθυρο του τετάρτου
ορόφου, δεμένη σε καρέκλα».
Ακούω τις περιγραφές του επιθεωρητή και το αίμα μου
παγώνει.
«Την κρατούσε αιχμάλωτη, αλλά του ξέφυγε και βρέθηκε
στο καταφύγιο. Να ξέρετε ότι τα πάντα σ’ αυτούς τους
χώρους λειτουργούν με απόλυτη ασφάλεια και μυστικότητα,
κι όμως ο Απέργης κινήθηκε σαν φαντομάς.
Πληροφορηθήκαμε ότι είχε ύποπτες συναλλαγές με τον
υπόκοσμο και εντοπίσαμε το συνεργό του στη δολοφονία».
Ζητάει, πριν επεκταθεί στις λεπτομέρειες που μπορεί να μας
αναφέρει, να μάθει τι ακριβώς έχει συμβεί με την Ελληνίδα
σύντροφό του που αγνοείται. Του δίνω τα στοιχεία της
αναζήτησής μας και μένει κατάπληκτος που η ελληνική
αστυνομία δεν ασχολήθηκε από την αρχή με την εξαφάνιση
της Ματίνας Ράλλη και δεν εντόπισε τον Φάνη Απέργη, ενώ
όλα αυτά τα έκανε με σοβαρότητα μια τηλεοπτική εκπομπή
έρευνας.
«Εσείς πώς ενεργήσατε εδώ στην Ελλάδα;»
«Με τα στοιχεία σε βάρος του που προέκυψαν, οι
ανακριτικές Αρχές ζήτησαν τη δικαστική συνδρομή της
Ελλάδας για τη σύλληψή του ως κυρίου υπόπτου στη
δολοφονία της Μάγιερ. Η ανακρίτρια εκεί στην Αθήνα
προχώρησε στην έκδοση εντάλματος σύλληψης σε βάρος του
για ανθρωποκτονία από πρόθεση».
Μου κάνει εντύπωση όσο μιλάμε το πόσο άψογα χειρίζεται ο
επιθεωρητής την ελληνική γλώσσα, και το σχολιάζω. Μου λέει
ότι έρχεται συχνά στην Ελλάδα και επισκέπτεται τη
Θεσσαλονίκη, απ’ όπου κατάγεται η μητέρα του. Τον ρωτάω
πώς κατάφερε ο Απέργης να εντοπίσει το θύμα του, τον τρόπο
με τον οποίο κινήθηκε, και μου απαντά ότι διέμενε σε
διαφορετικά σπίτια ατόμων με ύποπτη δράση. Ένας από
αυτούς, γερμανικής υπηκοότητας, που είχε τότε
αποφυλακιστεί πρόσφατα μετά από καταδίκη για εμπόριο
128 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

ναρκωτικών, τον βοήθησε τη νύχτα της δολοφονίας


κρατώντας τσίλιες στο αυτοκίνητο έξω από την
πολυκατοικία».
«Αυτός μίλησε; Σας έδωσε λεπτομέρειες για τη μέθοδο του
Απέργη;»
«Μας είπε ότι ο δράστης παρακολουθούσε την αδελφή της
Έρικα, κι έτσι κατάφερε να εντοπίσει το χώρο όπου
κρυβόταν. Δεν είχε κανέναν ενδοιασμό, του έλεγε μάλιστα
ότι της αξίζει ο θάνατος, από τη στιγμή που η ίδια δεν
άφησε να γεννηθεί το παιδί τους.
Πίστευε ότι δεν θα τιμωρηθεί ποτέ, γιατί απένειμε
δικαιοσύνη».
Ο Σνάιντερ λέει ότι είχαν εντοπίσει στο Χάλστατ και τη
σύζυγο του Φάνη Απέργη, τη μουσικό Μαρλέν Φίσερ, που
τους έδωσε πληροφορίες για τις επιχειρήσεις του στην
Ιθάκη, αλλά και για τους συγγενείς του στα Γιάννενα. Η ίδια
είχε καταθέσει αίτηση διαζυγίου, αναφέροντας ότι αυτή και
η κόρη της ήταν θύματα συχνής κακοποίησης από τον άντρα
της. Εξέφρασε τη λύπη της για τη δολοφονία της Έρικα και
τους ενημέρωσε ότι θα αλλάξει πόλη, γιατί έτρεμε την
αντίδρασή του επειδή μίλησε στην αστυνομία εναντίον του.
Τα στοιχεία των αυστριακών Αρχών είναι ιδιαίτερα σοβαρά
και αποκαλύπτουν το δολοφονικό προφίλ του συντρόφου
της Ματίνας. Μια σαδιστική προσωπικότητα με βαθιά
διαστροφή, ένας άντρας που έχει πρόβλημα με τις γυναίκες,
που αντλεί ικανοποίηση από το βασανισμό των θυμάτων
του. Ο επιθεωρητής συμφωνεί μ’ αυτή την εικόνα του
Απέργη, γιατί έτσι τον περιγράφει και ο ειδικός ψυχολόγος
τους που τον εξέτασε. Τον εντόπισαν στο σπίτι του
Γερμανού συνεργού του, τον ανέκριναν, αλλά παρουσίασε
άλλοθι για τη νύχτα της δολοφονίας, το οποίο βέβαια στην
πορεία καταρρίφθηκε. Του ζήτησαν να μην απομακρυνθεί
από την Αυστρία όσο διαρκούσαν οι ανακρίσεις, αυτός όμως
κατάφερε να περάσει στη Γερμανία και από εκεί στην
Ελλάδα, πιθανότατα με τα πλαστά στοιχεία Τζορζ Δαβίδ που
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 129
_

χρησιμοποιούσε από την πρώτη φορά που εντόπισε την


Έρικα στη Βιέννη.
Αυτό το όνομα κάτι μου θυμίζει. Ψάχνω στα αντίγραφα της
μαύρης βαλίτσας και το βλέπω σ’ ένα από τα πλαστά
διαβατήρια. Ο Σνάιντερ ζητάει να το σκανάρω και να του το
στείλω με μέιλ. Θέλει να δει και τις σημειώσεις που βρήκαμε
με διευθύνσεις, ονόματα και τηλέφωνα στην Αυστρία. Αυτές
με τους χαρακτηρισμούς «πουτάνα 1» και «πουτάνα 2» μου
λέει ότι ανήκουν στη μητέρα και στην αδελφή της
δολοφονημένης φίλης του, που τις θεωρούσε υπεύθυνες για
το χωρισμό τους. Η τρίτη διεύθυνση είναι του Γερμανού
συνεργού του.
«Κύριε Σνάιντερ, αυτά που μου είπατε είναι αποκαλυπτικά
και θα ήθελα, αν συμφωνείτε, να ακουστούν στον αέρα της
εκπομπής μας».
«Πρέπει να ακουστούν για έναν βασικό λόγο. Για να
πιεστούν οι ελληνικές Αρχές να κάνουν επιτέλους σωστά τη
δουλειά τους και να συλληφθεί ο Φάνης Απέργης. Είναι
καιρός να τιμωρηθεί για το αποτρόπαιο έγκλημα που
διέπραξε στη χώρα μας. Μετά απ’ όσα θα αποκαλυφθούν
στην εκπομπή σας, να είστε σίγουρη ότι θα βγει στο φως
και η αλήθεια για την Ελληνίδα αγνοούμενη».
Κλείνω το τηλέφωνο ταραγμένη. Το κεφάλι μου πάει να
σπάσει. Έξι χρόνια και να μην τον βρίσκουν οι δικοί μας; Θα
είχαν σωθεί ίσως κι άλλες γυναίκες, γιατί εμείς για τη
Ματίνα και την Αυστριακή ξέρουμε. Αν υπάρχει κι άλλη, που
δεν την αναζήτησε κανείς;
Η Μαρία μου λέει ότι με καλεί η Βάλια και θέλει να μου
μιλήσει επειγόντως. Η οικογένεια της Ματίνας βλέπει ότι η
υπόθεση δεν θα έχει καλή κατάληξη και είναι όλοι τους σε
άσχημη κατάσταση.
«Έλα, κοπέλα μου, πώς είσαι; Απ’ ό,τι φαίνεται, θα έχουμε
εξελίξεις μέχρι την Παρασκευή και θα έρθεις πάλι στο
στούντιο».
«Μάλλον θα ταξιδέψεις εσύ νωρίτερα για Σαντορίνη».
130 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

«Γιατί, τι συνέβη;»
«Πήραμε επιτέλους με ασφαλιστικά μέτρα την επιμέλεια του
Άγγελου. Είχαμε κάνει ενέργειες από τότε που μάθαμε για την
εξαφάνιση. Βοήθησε και η εκπομπή σ’ αυτή την απόφαση και
σας ευχαριστούμε».
«Χαίρομαι, Βάλια μου, γιατί το παιδάκι θέλει ιδιαίτερη
μεταχείριση και από ανθρώπους που το αγαπάνε όπως
εσείς».
«Ήρθα στα Γιάννενα και τον πήρα με δικαστικό
επιμελητή από την αδελφή του. Τη νύχτα θα είμαστε στο
νησί. Αν μπορείς, έλα αύριο να μιλήσεις εσύ με το παιδί.
Θέλουν να πουν δυο λόγια στην κάμερα και οι γονείς μου».
«Εντάξει, θα έρθω. Θα σε ενημερώσω για την ώρα που θα
φτάσουμε. Να μου φιλήσεις τον μικρό και να έχετε καλό
ταξίδι».
Το παιδί είδε τι έγινε εκείνη τη νύχτα με τη μητέρα του. Το
σπαρακτικό του κλάμα που ακούστηκε στη γειτονιά λέει
πολλά. Και χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να μπορέσει να
βγάλει από την ψυχούλα του τη σκηνή που αντίκρισαν τα
αθώα του μάτια.
ΑΘΗΝΑ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

Σε αναμμένα κάρβουνα

Σ ΤΟΝ ΔΕΚΑΤΟ όροφο του επιβλητικού κτηρίου της


λεωφόρου Αλεξάνδρας μυρίζει από το πρωί μπαρούτι. Ο
υπασπιστής δεν προωθεί τηλέφωνα στο γραφείο του
διοικητή, υποστρατήγου Γιώργου Σιμονέτου, ούτε επιτρέπει
σε αξιωματικούς να του χτυπήσουν την πόρτα. Ο μόνος που
έχει ελευθέρας και περνά στο ναρκοπέδιο είναι ο
προϊστάμενος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, ο Πέτρος
Δεμερτζής, ένας έμπειρος και με επιτυχίες στο ενεργητικό
του αξιωματικός.
Ο υποστράτηγος κόβει βόλτες πάνω κάτω σαν θηρίο σε
κλουβί. Τα κιλά που έχει πάρει τελευταία τον βαραίνουν και
έχει χαλαρώσει τη ζώνη στο παντελόνι του. Το πήρε
απόφαση. Θα μπει σε πρόγραμμα και θα κόψει τη μάσα τα
βράδια, για να μπορέσει να συνέλθει γιατί δεν πάει άλλο.
Δεν έχει και μεγάλο μπόι, και το πάχος τον στρογγυλεύει
και του χαλάει την εικόνα.
Αυτή η υπόθεση της αγνοούμενης έχει κάνει τον Σιμονέτο
να χάσει τον ύπνο του. Από τη μια η έρευνα για την
εξαφάνισή της που δεν ξεκίνησε σωστά από τη Γλυφάδα και
απ’ ό,τι φαίνεται οδηγείται σε δολοφονία. Από την άλλη ο
γκόμενός της που καταζητείται ήδη για άλλο φόνο εδώ και
έξι χρόνια στην Αυστρία. Οι ξένοι πιέζουν και με το δίκιο
132 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

τους για τη σύλληψή του. Και όπως έμαθε, μίλησαν στη


Νικολούλη και θα βγουν όλα στον αέρα του «Τούνελ» την
Παρασκευή.
«Γαμώ το φελέκι μου, πάλι αυτή μπροστά μου; Ήταν
ανάγκη με το καλημέρα σας να με ξεχέσει ο αρχηγός για
πάρτη της; Πάλι θα μας τρέχουν απ’ το υπουργείο;»
Ο Πέτρος Δεμερτζής κάθεται στην αναπαυτική δερμάτινη
πολυθρόνα κι ακουμπάει στο γραφείο του διοικητή του το
φάκελο της υπόθεσης «Ματίνα Ράλλη – Φάνης Απέργης». Τα
’χει πάρει ο υποστράτηγος με τη δημοσιογράφο, αλλά αυτή
τους βοήθησε και με το παραπάνω, η αλήθεια να λέγεται.
«Να σου πω, δεν μας ανακάτεψε η Νικολούλη, οι δικοί μας
έκαναν μαλακίες. Η βαλίτσα που μας παρέδωσε αυτή και η
αδελφή της αγνοούμενης είχε βαρβάτα στοιχεία, τρίβαμε τα
μάτια μας. Από κει καταλάβαμε με ποιον επικίνδυνο
εγκληματία έχουμε να κάνουμε».
«Πού διάβολο τα βρίσκει, ρε Πέτρο, αυτή; Η κωλοφαρδία
της δεν παίζεται. Θα μου πεις ότι την βοηθάει ο κόσμος, που
δεν πάει στην αστυνομία γιατί φοβάται. Ωραία λοιπόν, να
δούμε κι εμείς μέσα από μια μελέτη πώς θα καταφέρουμε να
κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του πολίτη. Δεν είναι όμως αυτό
το θέμα μας τώρα. Άλλα με τρώνε εμένα».
Από την ημέρα που η εκπομπή παρέδωσε στα
εγκληματολογικά εργαστήρια τα δικά της ευρήματα από το
σπίτι της αγνοούμενης, ο Σιμονέτος περπατάει ξυπόλητος σε
αναμμένα κάρβουνα σαν τους αναστενάρηδες. Ούτε να
σκεφτεί δεν θέλει το ενδεχόμενο να βρήκε το «Τούνελ» αυτά
που έψαχναν οι δικοί του της Σήμανσης.
Κάθεται στην ψηλή δερμάτινη πολυθρόνα του, που είναι
σετάκι με τα υπόλοιπα έπιπλα. Τα στόρια στα παράθυρα
είναι κατεβασμένα γιατί το δυνατό φως τον ενοχλεί. Πρέπει
να πάει και σε οφθαλμίατρο να ελέγξει τα μάτια του που τον
ταλαιπωρούν. Άμα μεγαλώνει ο άνθρωπος, γάμησέ τα...
Ο Δεμερτζής έχει καταστρώσει ήδη το πλάνο του για τη
σύλληψη αυτού του επικίνδυνου ψυχάκια, του Απέργη, πριν
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 133
_

φάει κι άλλες γυναίκες. Η αδελφή του έσπασε επιτέλους και


είπε στην αστυνομία τις αλήθειες που έκρυβε. Όλα όσα είδε
μπαίνοντας στο σπίτι της Γλυφάδας για να πάρει τα έπιπλα,
αλλά και όσα της αποκάλυψε ο ίδιος ο καταζητούμενος όταν
πήγε σπίτι της με το παιδί. Έχει μπροστά του την κατάθεση
που της πήραν στην Ασφάλεια Ιωαννίνων, με τις ερωτήσεις
που τους έστειλε.
«Πες μου την ουσία, Πέτρο, μη μου την διαβάσεις όλη, γιατί
περιμένω τον Ορέστη από τα εγκληματολογικά με τις
απαντήσεις και ο Θεός βοηθός...»
Ο Σιμονέτος αγωνιά για τα ευρήματα του «Τούνελ» και ο
Δεμερτζής το ξέρει, γιατί ο ίδιος τα παρέλαβε. Οι δικοί του
στο Ανθρωποκτονιών πήραν κατάθεση από τον σκηνοθέτη
της εκπομπής. Πώς έγινε και δεν βρήκαν τα ιστοτεμάχια οι
συνάδελφοι από τη Σήμανση, είναι απορίας άξιο.
«Ξέρεις ποιο είναι το άσχημο με την κατάθεση της αδελφής
του; Ότι τα είπε όλα και μετά αρνήθηκε να την υπογράψει.
Σίγουρα θα εμφανιστεί πάλι στην Ασφάλεια, θα δώσει
διαφορετική κατάθεση και θα αναιρέσει την πρώτη,
πιπιλίζοντας τη γνωστή καραμέλα ότι δήθεν πιέστηκε από
τους αστυνομικούς. Είναι αμφίβολο αν θα σταθεί αυτή σε
δικαστήριο, έτσι ανυπόγραφη».
«Ο αξιωματικός που της πήρε την κατάθεση δεν σημειώνει
ότι η μάρτυρας την έδωσε αυθόρμητα, και στο τέλος, όταν
της ζήτησε να την υπογράψει μπροστά του, αρνήθηκε;»
«Και βέβαια».
«Εντάξει, θα μετρήσει αυτό. Φοβήθηκε φαίνεται τον αδελφό
της και έκανε πίσω. Για πες τι λέει».
«Περιγράφει σαν βομβαρδισμένο τοπίο το καθιστικό, την
κρεβατοκάμαρα και το μπάνιο, και λέει ότι όλη η
μονοκατοικία μύριζε πολύ άσχημα, σαν να είχε μέσα
ψοφίμι».
«Για να βρομάει έτσι, καταλαβαίνεις τι έγινε».
«Τα έπιπλα ήταν άνω κάτω, αναποδογυρισμένα, και στον
τοίχο πάνω απ’ τον καναπέ βρήκε ξεραμένο φαγητό που
134 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

είχε πεταχτεί μαζί με την κατσαρόλα.


Φαίνεται ότι καθόταν εκεί η κοπέλα και την έριξε πάνω της.
Μουχλιασμένο μαγειρεμένο κρέας υπήρχε σε δύο πιάτα στο
τραπέζι, που σημαίνει ότι δεν πρόλαβαν να φάνε, γιατί
καβγάδισαν άγρια».
«Και ποιος καθάρισε εκεί μέσα;»
«Η Λαζαράκου, η αδελφή του. Λέει ότι καθάριζε με τις
ώρες και έβαλε χλωρίνη παντού. Όπως καταλαβαίνεις,
μάλλον μας κατέστρεψε τα στοιχεία που υπήρχαν στο χώρο
και δεν νομίζω να βρουν κάτι στα εγκληματολογικά».
«Θα μάθουμε σε λίγο. Μη μου το θυμίζεις, γιατί θα πάθω
τίποτα και είμαι σε ηλικία επικίνδυνη».
«Στην αποθήκη δεν χρειάστηκε να κάνει πολλά γιατί ήταν
ήδη πλυμένη, και αυτό της έκανε εντύπωση. Αλλά και να
υπήρχε κάτι για καθάρισμα, δεν μπορούσε να μείνει πολύ
εκεί γιατί την έπνιγε η μπόχα».
«Μάλιστα. Φως φανάρι ότι όλα έγιναν εκεί μες στη νύχτα
και η κοπέλα δεν πρόλαβε να φύγει. Δεν μου λες, αυτός τι
είπε στην αδελφή του όταν εμφανίστηκε στο σπίτι της με το
παιδί;»
«Στην αρχή τίποτα. Αλλά η Λαζαράκου λέει ότι ο μικρός τις
πρώτες μέρες δεν έτρωγε και έκλαιγε συνέχεια. Τις νύχτες
πεταγόταν στον ύπνο του και φώναζε “Φύγε, μαμά, φύγε”.
Δεν πλησίαζε τον πατέρα του και όταν αυτός τον έπαιρνε
αγκαλιά τον κλοτσούσε. Κατάλαβε ότι κάτι έγινε και
επέμενε να μάθει. Ένα βράδυ ο αδελφός της ήταν τύφλα στο
μεθύσι και της είπε κλαίγοντας ότι την έφαγε τη Ματίνα».
«Άρα το ομολόγησε».
«Σύμφωνα με την αδελφή του, ναι. Όταν τον ρώτησε γιατί,
της είπε ότι ανακατευόταν εκεί που δεν έπρεπε και ότι ήθελε
να τον εγκαταλείψει μαζί με το παιδί.
Αυτή επέμενε και του είπε, “Την σκότωσες δηλαδή για το
τίποτα; Πού την έχεις, να την βρούμε;”»
«Της απάντησε;»
«Της είπε να μην κάνει χαζές ερωτήσεις, γιατί δεν
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 135
_

πρόκειται να την βρουν ποτέ. Θα λένε ότι η Ματίνα έφυγε


με γκόμενο και τίποτ’ άλλο».
«Όχι, ρε γαμώτο! Την πετσόκοψε την κακομοίρα εκεί στην
αποθήκη και πέταξε τα κομμάτια της στη θάλασσα. Γι’ αυτό
και η στολή του δύτη. Κρίμα την κοπέλα...»
«Αυτό βλέπω κι εγώ. Πολύ φοβάμαι ότι η έρευνα δεν θα έχει
αποτέλεσμα και δεν θα βρούμε πτώμα.
Φαίνεται ότι την χτυπούσε άγρια στο καθιστικό, στο
υπνοδωμάτιο και στο μπάνιο και μετά την έσυρε στην
αποθήκη. Δεν θέλω ούτε να σκεφτώ ότι την τεμάχισε ζωντανή.
Το πιο πιθανό είναι ότι του έμεινε στα χέρια με τόσα
χτυπήματα, και αφού βεβαιώθηκε ότι πέθανε, την κομμάτιασε
με την ησυχία του τη νύχτα. Στη γειτονιά πρέπει κάτι να
είδαν, έχω στείλει τους δικούς μου να μάθουν. Απ’ ό,τι μου
είπαν, ήταν και η Νικολούλη εκεί, μίλησε με μάρτυρες και θα
τους βγάλει την Παρασκευή στην εκπομπή. Θα την δούμε κι
εμείς, μήπως προκύψει κάτι παραπάνω, γιατί αλλιώς μιλάνε
σε δημοσιογράφο που εμπιστεύονται και αλλιώς σε
αστυνομικό».
«Κοιτάξτε στον Δήμο Γλυφάδας και στους γειτονικούς πού
καταλήγουν τα σκουπίδια της περιοχής. Δυο μήνες έχουν
περάσει, ίσως δεν έχουμε μεγάλο όγκο σε χωματερή και
γίνει εκεί μια έρευνα».
«Λες να εξαφάνιζε τη νύχτα σε διαφορετικούς κάδους τα
κομμάτια της και να μην τα πέταξε στη θάλασσα; Αν και,
όπως καταλαβαίνεις, δεν είναι εύκολο αυτό το ψάξιμο».
«Για τα δύσκολα είμαστε εμείς εδώ, ρε Πέτρο, μην το
ξεχνάμε. Δεν μου λες, το αγοράκι τους εκείνη τη νύχτα στο
σπίτι δεν ήταν;»
«Ναι, αλλά φαντάζομαι θα κοιμόταν. Δεν μπορεί να την
σκότωσε μπροστά στο παιδί».
«Μπορούμε να μιλήσουμε στον μικρό; Να τον εξετάσει μια
ψυχολόγος μας; Ξέρουν αυτές, κάτι θα βγάλουν. Ποιος το
έχει τώρα το παιδί;»
«Πήραν την επιμέλεια οι γονείς της αγνοούμενης, που
136 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

μένουν Σαντορίνη».
«Ε, ωραία. Κανονίστε να πάει μια δικιά μας εκεί, για να
μην το φέρνουμε το παιδάκι εδώ. Κι αυτόν τον πούστη
πρέπει να τον πιάσουμε, που ο κόσμος να ’ρθει τούμπα.
Έτσι και καταφέρει να μας ξεφύγει, βλέπω να μας στέλνουν
οριστικά στα σπίτια μας, για μόνιμες διακοπές».
Το χτύπημα στην πόρτα τούς διέκοψε. Η μπάσα φωνή του
διοικητή έδωσε το οκέι για να ανοίξει και εμφανίστηκε
μουδιασμένος μπροστά τους ο υπεύθυνος των
εγκληματολογικών εργαστηρίων, ο Ορέστης Πάντος.
Αξιωματικός με άρτια εκπαίδευση στην Αμερική και με
όνειρα να εγκαταστήσει τις σύγχρονες μεθόδους του FBI
στην Αθήνα.
«Μπορώ να περάσω, κύριε διοικητά;»
«Μπες, κλείσε την πόρτα και λέγε τι βρήκατε».
«Δεν προκύπτει τίποτα, είχαν πλυθεί τα πάντα με χλωρίνη.
Πιστεύαμε ότι θα είχαμε ίχνη αίματος στις σφουγγαρίστρες,
αλλά δεν βρήκαμε. Η στολή του δύτη δεν έδωσε γενετικό
υλικό, γιατί με την επαφή με το νερό χάνεται. Ούτε στο
μαχαίρι ανιχνεύσαμε αίμα».
«Από τα δείγματα του “Τούνελ”;»
Ο Πάντος ξερόβηξε σαν να ήθελε να καθαρίσει το λαιμό του
και κοίταξε τις μύτες των παπουτσιών του.
«Κουφάθηκες, Ορέστη; Να σου το ξαναπώ;»
«Δείτε εδώ στο έγγραφο. Τα πειστήρια νούμερο δέκα που
προσκόμισε το “Φως στο Τούνελ” –»
«Χέστηκα, ρε, για τα νούμερα! Πες μου με μια κουβέντα.
Αυτά που βρήκε η Νικολούλη τι είναι;»
«Είναι θετικά, κύριε διοικητά. Ταυτοποιήθηκαν με το
δείγμα DNA της αγνοούμενης Ματίνας Ράλλη».
Ο προϊστάμενος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών έγειρε
αργά το κεφάλι προς τα πίσω, στην πλάτη της πολυθρόνας,
και έλυσε τη ριγέ γραβάτα του. Δεν ήθελε να δει την
έκφραση του διοικητή. Την φανταζόταν.
Κοίταζε την οροφή του γραφείου, που έμοιαζε
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 137
_

φρεσκοβαμμένη, ενώ στο δικό του είχε βγάλει υγρασία.


Πέρασε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού ανάμεσα στα
γκρίζα του μαλλιά και συνειδητοποίησε πως ήθελε κούρεμα.
Η παρατεταμένη σιωπή στο χώρο τού φάνηκε αφύσικη. Είδε
τον Σιμονέτο να στέκεται όρθιος πίσω απ’ το μεγάλο
γραφείο του, έτοιμος να καταρρεύσει, με τα αετήσια μάτια
του καρφωμένα στο κενό απέναντί του. Στον τοίχο ο Χριστός
ευλογούσε το ποίμνιό του και δίπλα ο συνάδελφος από τα
εγκληματολογικά εργαστήρια κοίταζε την εικόνα με βλέμμα
όλο ικεσία, σαν να ήθελε να πέσει στα γόνατα για
προσευχή.
«Πήγε η Σήμανση και μάζεψε τις σφουγγαρίστρες και τους
κουβάδες, και η Μις Μαρπλ μ’ ένα τυχαίο πέσιμο που είχε
στην αποθήκη βρήκε τα κομμάτια της αγνοούμενης;»
βρόντηξε ο Σιμονέτος.
Κανείς δεν μιλούσε, μόνο άκουγαν τις αστραπές που
έπεφταν πριν απ’ τη θύελλα.
«Και να πω ότι τα σαΐνια μας πήγαν μόνο μια φορά;
Χρειάστηκαν δύο επιτόπιες έρευνες με όλο τον εξοπλισμό
μας για να κάνουμε μια τρύπα στο νερό! Ε, όχι, ρε πούστη
μου!»
Κάποια στιγμή, αφού τον άκουσε όλος ο δέκατος όροφος,
τους έδιωξε και έμεινε μόνος να ηρεμήσει και να σκεφτεί
πώς θα αντιμετώπιζε την οργή των ανωτέρων του. Ήταν
πολλοί οι αδέξιοι χειρισμοί, και σε μια τόσο σοβαρή υπόθεση,
για να περάσουν απαρατήρητοι και ατιμώρητοι.
ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

Ζωγραφίζοντας ένα έγκλημα

Τ Ο ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ, μετά από πορεία μεθυσμένου στον


αεροδιάδρομο της Σαντορίνης, ισορρόπησε και σταμάτησε.
Κατεβαίνοντας με τον Σπαθάρη και τα παιδιά του
συνεργείου νιώθουμε τον παγωμένο αέρα και την πρωινή
υγρασία του νησιού να μας τρυπάνε τα κόκκαλα, ενώ τα
δόντια μας χτυπάνε καστανιέτες.
Η Βάλια μας περιμένει στο αυτοκίνητό της. Πήρε αρκετές
δόσεις χαράς μες στη στεναχώρια της από χθες που ο
μικρός Άγγελος είναι πια κοντά τους. Μπαίνουμε στο αμάξι
και κατευθυνόμαστε προς το Εμπορειό, όπου βρίσκεται το
πατρικό τους. Την ενημερώνω για τις εξελίξεις που έχουμε,
για τα πραγματικά στοιχεία του γαμπρού της, αλλά και για τη
δολοφονία της Αυστριακής ερωμένης του. Στο άκουσμα της
τελευταίας είδησης, παραλίγο να χάσει τον έλεγχο του
αυτοκινήτου. Σταματάει στην άκρη του κεντρικού δρόμου
και ρωτάει λεπτομέρειες σοκαρισμένη, κάνοντας το σταυρό
της.
«Παναγιά μου, πάει το κορίτσι μας, το ’φαγε ο αλήτης! Αφού
σκότωσε τη μία, σίγουρα σκότωσε και την αδελφούλα μου. Αχ,
τι θα πω στους γονείς μου; Τι θα πω στο παιδάκι της;»
Η Βάλια κλαίει σπαρακτικά κι εμείς προσπαθούμε να την
συνεφέρουμε. Της λέμε ότι δεν θα πούμε ακόμα τίποτα στους
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 139
_

γονείς της, αλλά κάπως θα πρέπει να τους προετοιμάσει,


γιατί θα αποκαλυφθούν τα περισσότερα στην εκπομπή και θα
υποστούν μεγάλο σοκ αν τα ακούσουν από την τηλεόραση ή
από ανακοινώσεις της αστυνομίας. Συμφωνεί και βάζει πάλι
μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου. Μου μιλάει για το παιδί
και για την ταλαιπωρία τους όλο αυτό το διάστημα, μέχρι
να πάρουν την επιμέλεια.
«Βάλια, ο Άγγελος χρειάζεται παιδοψυχολόγο και
περιβάλλον χαρούμενο. Αν βλέπει από το πρωί μέχρι το
βράδυ τη γιαγιά και τον παππού μες στη θλίψη, θα
μελαγχολήσει».
«Θα το φροντίσω, Αγγελική, γιατί κι εγώ το καταλαβαίνω.
Ξέρεις όμως πόσο καλό τούς έχει κάνει ο μικρός; Επιτέλους
γέλασαν λίγο, γιατί στο πρόσωπό του βλέπουν και τη
Ματίνα μας».
«Ο μικρός αλήθεια πώς είναι;»
«Τι να σου πω... Χθες το βράδυ, με το που μπήκε στο σπίτι,
είδε τις φωτογραφίες πάνω στον μπουφέ, ξεχώρισε μία που
είναι ο ίδιος με τη μητέρα του χαρούμενη και την πήρε στα
χεράκια του γελώντας.
Μια άλλη της Ματίνας με τον πατέρα του την άρπαξε και
την πέταξε στο πάτωμα».
«Αχ, το πουλάκι μου! Αυτή η αντίδραση λέει πολλά».
Ανεβαίνουμε από τον κεντρικό δρόμο την πλακόστρωτη
ανηφόρα του ταχυδρομείου και η Βάλια αφήνει το
αυτοκίνητο στη μικρή αλάνα. Στο Εμπορειό δεν μπαίνει
όχημα και κινείσαι με τα πόδια. Παίρνουμε το στενό λευκό
σοκάκι ο ένας πίσω από τον άλλον και βλέπουμε την
εκκλησία του Σωτήρος, γνωστή στους νησιώτες ως εκκλησία
του Χριστού. Αριστερά το δρομάκι οδηγεί στο κάστρο και
πριν φτάσουμε σ’ αυτό είναι το πατρικό της Ματίνας. Η
Βάλια ανοίγει την ξύλινη πόρτα της μάντρας και μπαίνουμε
σε μια όμορφη αυλή γεμάτη ιβίσκους, λεμονιές, βουκαμβίλιες
και στη μέση μια κουκουναριά. Ο ξανθός Άγγελος τρέχει και
αγκαλιάζει τη θεία του, που τον φιλάει συγκινημένη. Με
140 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

κοιτάζει με ενδιαφέρον με τα μαύρα ματάκια του και


ρωτάει πώς με λένε.
«Έχουμε το ίδιο όνομα, μικρέ μου. Άγγελος εσύ που είσαι
αγοράκι, Αγγελική εγώ που είμαι γυναίκα. Θέλεις να πάμε
μέσα στο σπίτι, γιατί κάνει πολύ κρύο και θα παγώσουμε;»
Μου γνέφει καταφατικά και απλώνει το χεράκι του να
πιάσει το δικό μου.
Το σπίτι είναι το χαρακτηριστικό υπόσκαφο, με τα ξύλινα
μπαούλα, τα κεντητά μαξιλάρια στους ξύλινους καναπέδες,
τα χαλιά και το αναμμένο τζάκι. Η οικογένεια έχει στολίσει
κιόλας το χριστουγεννιάτικο δέντρο για να χαίρεται το παιδί
και έχει απλώσει στη βάση του τα παιχνίδια του. Η μητέρα
της αγνοούμενης, η κυρία Αρτεμισία, δείχνει νεότερη από την
ηλικία της και είναι λεπτή και περιποιημένη. Ο πόνος έχει
φωλιάσει στα μάτια της και στο χαμόγελο η πίκρα
ξεχωρίζει. Ο πατέρας, ο κύριος Νίκος, έμπορος γνωστός στο
νησί, είναι πιο μεγάλος και βαρύς, μαθημένος να πνίγει τα
συναισθήματά του. Και οι δυο μάς καλοδέχονται εκεί στο
σαλόνι με το σταυροθόλι πάνω, κερνώντας μας
παραδοσιακά γλυκά, μελετίνια από ζυμάρι και μυζήθρα και
ντοματίνια με κανέλα και αμύγδαλα, ενώ ψήνουν και καφέ
στη θράκα. Βγάζω το τηλεκατευθυνόμενο τρενάκι με τις
ράγες που πήρα από το αεροδρόμιο για τον Άγγελο και το
στήνουμε στο πάτωμα. Το παιδί χαίρεται απίστευτα και με
φιλάει. Παίζουμε και η γιαγιά του μας βλέπει και κλαίει
σιωπηλά.
«Αχ, και η κόρη μου έτσι γινόταν παιδί και έπαιζε με το
αγοράκι της. Και τώρα χάθηκαν όλα...»
Ο Σωτήρης μου προτείνει να στήσουν εκεί την κάμερα, στο
σαλόνι, και να πούμε δυο λόγια με τους γονείς της
αγνοούμενης, αλλά σκέφτομαι το παιδί που θα ακούει και
μεταφερόμαστε στο δωμάτιο της Ματίνας. Είναι όπως
ακριβώς το άφησε πριν φύγει για Αθήνα να εκπαιδευτεί ως
ιπτάμενη συνοδός. Η μητέρα της μου δείχνει τα προσωπικά
της αντικείμενα και μιλάει με συγκίνηση και τρυφερότητα
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 141
_

για τη χαμένη της κόρη.


«Έγινε αεροσυνοδός στα είκοσι τρία της, με πτυχία στα
αγγλικά και στα γερμανικά. Εγώ φοβόμουν τα ατυχήματα.
Δεν την ήθελα αυτή τη δουλειά για τη Ματίνα μου. Κάθε
φορά που είχε μακρινή πτήση και έλειπε για μέρες, έτρεμε
το φυλλοκάρδι μου μέχρι να την ακούσω. Τόσο καιρό που
δεν έχουμε νέα της, παρακαλάω τον Θεό να μην την έχασα
για πάντα...»
Ο σύζυγός της την παρακολουθεί βουβός και κάποια στιγμή
πιάνει το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Τον ρωτάει
ανήσυχη αν είναι καλά, αν χρειάζεται κάτι.
«Μια χαρά είμαι εγώ, η Ματίνα μου δεν ξέρω αν ζει. Πολύ
φοβάμαι ότι αυτό το τέρας, γιατί δεν μιλάμε για άνθρωπο,
κάτι κακό τής έκανε εκείνη τη νύχτα.
Παρακαλώ θερμά, όποιος είδε ή γνωρίζει τι έγινε, να μιλήσει,
έστω και ανώνυμα».
«Να πάρουμε μια απάντηση. Να βρούμε το παιδί μας, όπως
και να ’ναι», συμπληρώνει η μητέρα.
Ο Άγγελος μπαίνει στο δωμάτιο και βλέπει τη γιαγιά που
κλαίει με τη φωτογραφία της μητέρας του στα χέρια. Της
κάνω νόημα να σταματήσει, αλλά ο πόνος δεν την αφήνει.
Παίρνω τον μικρό και πάμε στο σαλόνι. Τον ρωτάω αν θέλει
να παίξουμε πάλι με το τρενάκι και μου λέει ότι θέλει πόλεμο.
Βγάζει από το καλάθι με τα παιχνίδια του τρία πιστόλια και
δίνει σ’ εμένα το ένα. Κρατάει τα δύο και μου επιτίθεται
άγρια, με τα δοντάκια του να τρίζουν από το σφίξιμο.
«Θέλεις να παίξουμε με το παζλ; Να βάλουμε σωστά τα
κομμάτια και να δούμε τις φιγούρες των ηρώων;»
«Όχι».
«Βλέπω ότι έχεις τον σούπερμαν και τον σπάιντερμαν.
Κράτησε εσύ τον έναν κι εγώ τον άλλον».
Παίρνει τον σούπερμαν και χτυπάει τον δικό μου. Μετά
τον αρπάζει από τα χέρια μου και τον πετάει στον τοίχο.
«Κάποιο πουλάκι μού είπε ότι ζωγραφίζεις πολύ ωραία.
Θέλεις να κάνεις κάτι για μένα; Θα το πάρω μαζί μου και θα
142 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

λέω ότι αυτό είναι από το φιλαράκι μου τον Άγγελο, που
ζωγραφίζει σούπερ. Τι θα ’θελες να μου ζωγραφίσεις;»
Με κοιτάζει έντονα με τα θλιμμένα μαύρα μάτια του.
Παίρνει το μπλοκ ζωγραφικής και το κουτί με τις
ξυλομπογιές, κάθεται στο χαλί και μου γυρνάει την πλάτη.
Τον βλέπω να διαλέγει τα σκούρα χρώματα και να
σπρώχνει μακριά τα φωτεινά. Όταν τελειώνει, δεν κοιτάζει
το σχέδιό του. Μου το δίνει χωρίς να μου πει λέξη.
Το παίρνω στα χέρια μου, το βλέπω και η ψυχή μου μαυρίζει.
Έχει ζωγραφίσει ένα σπίτι και μέσα δύο ανθρωπάκια. Το ένα
είναι πεσμένο με τα χέρια ανοιχτά και το άλλο από πάνω του
όρθιο κάτι κρατάει.
«Α, εσύ έχεις ταλέντο. Εδώ είναι ο αρκούδος που σου
έπεσε;»
«Όχι, η μαμά μου είναι. Δεν την βλέπεις; Παίζει με τον
μπαμπά κυνηγητό. Την έπιασε και η μαμά έπεσε».
«Και μετά σηκώθηκε και έπαιξε μ’ εσένα;»
«Όχι», μου απαντάει έντονα και χτυπάει το ποδαράκι του
στο χαλί. «Η μαμά κοιμάται».
«Κι αυτό, αγάπη μου, είναι το σπίτι σας;»
Μου γνέφει καταφατικά και κοιτάζει το σχέδιο. Δεν υπάρχει
χρώμα πουθενά, μόνο μαυρίλα.
«Να βάλουμε στα κεραμίδια κόκκινο χρώμα;»
«Όχι».
«Κι εσύ, Αγγελάκο μου, πού είσαι; Κάπου εδώ γύρω και
δεν σε βλέπω;»
Κοιτάζει τη ζωγραφιά του και μου δείχνει με το δάχτυλο
κάπου αριστερά, στο κενό.
«Κοιμάσαι στο δωμάτιό σου, γι’ αυτό δεν φαίνεσαι;»
«Όχι, κοιμήθηκα με τον μπαμπά γιατί έκλαιγα».
«Και γιατί έκλαιγε το όμορφο αγοράκι μου;» ρωτάω και του
χαϊδεύω το ξανθό του κεφαλάκι.
Σηκώνει τους ώμους του και στο προσωπάκι του
ζωγραφίζεται η απορία, σαν να μην ξέρει.
«Κι όταν ξυπνήσατε, τι σου είπε η μανούλα; Ήθελε να
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 143
_

παίξετε μαζί;»
«Όχι, η μαμά δεν ξύπνησε. Κοιμάται ακόμα».
Λένε οι ειδικοί πως με μια ζωγραφιά το παιδί τα λέει όλα
κι εγώ νιώθω ότι ο μικρός Άγγελος μου είπε σήμερα πολλά.
Στα τρία του χρόνια φαίνεται ότι έγινε μάρτυρας
εγκλήματος. Θύμα η ίδια του η μανούλα και φονιάς της ο
άντρας που είχε σαν πρότυπο. Ο πατέρας του. Θέλω να τον
βγάλω από εκείνη τη μαύρη νύχτα που θα σημαδέψει για
πάντα την ψυχούλα του και τον παίρνω τρυφερά στην
αγκαλιά μου. Τα μάτια μου βουρκώνουν και η καρδιά μου
βουλιάζει όταν τυλίγει τα χεράκια του γύρω από το λαιμό
μου και ακουμπάει το κεφαλάκι του στο στήθος μου. Φιλάω
τα μαλάκια του και τον κουνάω απαλά, ρυθμικά, σαν να τον
νανουρίζω. Κλείνει τα ματάκια του και μένει στην αγκαλιά
μου ακίνητος και σιωπηλός.
ΑΘΗΝΑ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

Πρόσκληση από το δολοφόνο

ΜΕ ΚΟΜΜΕΝΗ την ανάσα παρακολουθούν οι τηλεθεατές τις


εξελίξεις στην πολύκροτη υπόθεση της Γλυφάδας. Όλοι
γνώριζαν από το «Τούνελ» για μια γυναίκα που αγνοείται και
απόψε μαθαίνουν –από τα επίσημα χείλη εκπροσώπου της
αυστριακής αστυνομίας– ότι υπάρχει κι άλλη που έχει
δολοφονηθεί. Αντιδρούν με αρνητικά σχόλια για το γεγονός
ότι ο άντρας που συνδεόταν και με τις δύο κυκλοφορούσε
ελεύθερος, παρότι υπήρχε εις βάρος του ένταλμα σύλληψης
για ανθρωποκτονία.
Η νύχτα αυτής της Παρασκευής φαντάζει απειλητική και
τα ρεπορτάζ που βλέπουμε παγώνουν το αίμα.
Φοράω το γνωστό κόκκινο σακάκι μου, με τζιν παντελόνι και
άνετες γόβες για να μη με στενεύουν, και είμαι σε ένταση.
Απόψε παίζουμε με τη φωτιά, και για να μην καούμε πρέπει
να τηρηθεί ισορροπία στις αποκαλύψεις, αλλά και στην
αναζήτηση του επικίνδυνου καταζητούμενου.
Στο στούντιο της εκπομπής βρίσκεται πάλι η Βάλια
καταβεβλημένη και δίπλα της η έμπειρη ψυχολόγος Κάτια
Θηβαίου. Ο εγκληματολόγος Πάνος Σωτηρίου και ο πρώην
αστυνομικός διευθυντής Σάββας Πετράκης, που βοηθούν στις
έρευνες, κρατούν συνέχεια σημειώσεις με όσα
αποκαλύπτονται από τους μάρτυρες.
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 145
_

Στο βίντεο με τα στοιχεία της αυστριακής αστυνομίας


ακούμε τη βαριά, σταθερή φωνή του επιθεωρητή με την
ελληνική καταγωγή. Μιλώντας άπταιστα τα ελληνικά, ο
Σνάιντερ μας μεταφέρει την εικόνα που αντίκρισαν οι
αστυνομικοί στην είσοδο της πολυκατοικίας η οποία
αποτελούσε καταφύγιο για τις κακοποιημένες γυναίκες.
«Η Έρικα Μάγιερ, είκοσι τριών ετών, βρισκόταν νεκρή
μέσα σε μια λίμνη αίματος, και με τη δεξιά πλευρά του
κρανίου της πολτοποιημένη, από τις βολές που είχε δεχτεί
από κοντινή απόσταση. Για να αντιληφθείτε περί τίνος
ψυχρού εγκληματία πρόκειται, θα σας διαβάσω ένα
χαρακτηριστικό απόσπασμα από το φάκελο της υπόθεσης. “Ο
δράστης, προφανώς τελώντας σε ψυχική ηρεμία, αποφάσισε,
σχεδίασε και εκτέλεσε με βάναυση αγριότητα την πράξη
του, με τρόπο ιδιαζόντως ειδεχθή”».
Η περιγραφή της δολοφονίας της νεαρής κοπέλας μέσα στο
μυστικό καταφύγιο προκαλεί αποτροπιασμό στον κόσμο που
μας παρακολουθεί. Ο εγκληματολόγος Σωτηρίου σχολιάζει τον
τρόπο της επίθεσης του φαντομά, που δείχνει πόσο μεθοδικός
και αδίστακτος είναι. Όταν μετά ακούμε τον ίδιο τον
Απέργη, στην τηλεφωνική συνομιλία που είχαμε, να μας
μιλάει με απάθεια και ειρωνεία για την αγνοούμενη μητέρα
του παιδιού του, η οργή του κόσμου ξεχειλίζει. Ο αστυνόμος
Πετράκης απευθύνεται στους τηλεθεατές μας:
«Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο άνθρωπος αυτός
επέλεξε να κάνει αυτό που ξέρει καλά. Να εξαφανιστεί. Τον
αναζητούν οι Αρχές και δεν κατορθώνουν να τον
εντοπίσουν, διότι αλλάζει συνεχώς ταυτότητα και πρόσωπο.
Αν κάποιος τηλεθεατής γνωρίζει πού βρίσκεται, ας βοηθήσει
ανώνυμα».
«Θα ήθελα να απευθυνθώ στον ίδιο αν μας ακούει»,
παρεμβαίνω εγώ, «γιατί μου έλεγε ότι δεν χάνει εκπομπή.
Μπορεί να μας καλέσει και να δώσει τις απαντήσεις του για
όλα όσα προέκυψαν μετά τη συνομιλία που είχαμε. Φάνη, εδώ
είμαι και σε περιμένω».
146 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

Η συμμετοχή των τηλεθεατών ξεπερνάει κάθε


προηγούμενη. Κάποιοι δηλώνουν εθελοντές και βγαίνουν μες
στη νύχτα να ψάξουν στα σημεία που οι πληροφορίες λένε
ότι ίσως να κυκλοφορεί ο Απέργης.
Δύσκολα όμως μπορείς να αναγνωρίσεις κάποιον που
αλλάζει εμφάνιση με τέτοια ευκολία. Το σίγουρο είναι ότι θα
έχει λουφάξει σε χώρο προστατευόμενο και με ανθρώπους
που τον καλύπτουν.
Ένας χαρτοπαίκτης σε κρυφή λέσχη της Αχαρνών, που
επέστρεψε σπίτι του νωρίς λόγω χασούρας, βλέπει στην
τηλεόραση την εικόνα του, τηλεφωνεί διακριτικά στην
εκπομπή και μιλάει με τον Νίκο.
«Αγόρι μου, αυτός πρέπει να είναι που είδα να μπαίνει στη
λέσχη μετά τα μεσάνυχτα που έφευγα. Είχε πυκνά μαύρα
μαλλιά, φορούσε γυαλιά και είχε το γιακά του μπουφάν του
σηκωμένο. Όταν με είδε, έσκυψε το κεφάλι και μπήκε μέσα
γνωρίζοντας το σύνθημα της πόρτας».
Η πληροφορία, που ταιριάζει πολύ με την εικόνα του
Απέργη, σήμανε συναγερμό στην Ασφάλεια. Δώσαμε τη
διεύθυνση και το σύνθημα της εισόδου που μας αποκάλυψε
ο μάρτυρας, για να μάθουμε αργότερα ότι οι έρευνες στο
σημείο απέβησαν άκαρπες.
Μετά τη μία, όσο η Βάλια μιλάει με την ψυχολόγο για τις
ζωγραφιές του μικρού Άγγελου, με φωνάζουν ο Τάκης και η
Μαρία να πάω γρήγορα στο τηλεφωνικό κέντρο. Τους
παρατηρώ και καταλαβαίνω από τις αντιδράσεις τους ότι
πρόκειται για κάτι ιδιαίτερο. Μου λένε ότι ένας κύριος θέλει
να μιλήσει μόνο σ’ εμένα για τον καταζητούμενο Φάνη
Απέργη και μου δίνουν το τηλέφωνο. Ακούω στην άλλη άκρη
της γραμμής μια φωνή ξενύχτη, μπάσα και μάγκικη.
«Αγγελική, μη γίνει κάνα λάθος και ακουστώ στον αέρα.
Εντάξει;»
Του λέω ότι μόνο εγώ ακούγομαι και ζητάω να μου πει το
λόγο που με κάλεσε.
«Απόψε, άμα θέλεις, μπορείς να συναντήσεις αυτόν που
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 147
_

ψάχνεις».
«Ποιον;»
«Μην κάνεις τη χαζή. Για τον Φάνη σου μιλάω. Αν μου πεις
ότι θα ακολουθήσεις τους δικούς μας κανόνες ασφαλείας, θα
έρθω εγώ να σε πάρω όταν τελειώσεις και θα σε φέρω σε
επαφή μαζί του».
Με δυο λόγια, ορθά κοφτά, μου δίνει αυτό που περίμενα.
Να βρω το φαντομά. Τα χάνω, αλλά δεν το δείχνω.
«Αν κάνεις πλάκα, φίλε μου, έπεσες σε λάθος εκπομπή».
«Σημείωσε τα στοιχεία μου και το τηλέφωνό μου, που είναι
μόνο για σένα και όχι για τους μπάτσους. Σε μισή ώρα θα
είμαι στο κανάλι και θα δεις αν κάνω πλάκα ή όχι. Να μην
καταλάβει κανείς τίποτα.
Συνεννοηθήκαμε;»
Κλείνει το τηλέφωνο κι εγώ συνειδητοποιώ ότι απέκτησα
ξαφνικά τρέμουλο στα πόδια. Κοιτάζω τα στοιχεία του και
καλώ αυθόρμητα το κινητό που μου άφησε.
«Μην ψάχνεις για πλακατζή. Δικό μου είναι το κινητό και
ισχύει αυτό που σου είπα. Σε λίγο θα είμαι εκεί και θα λύσω
τις απορίες σου».
Όσο σκέφτομαι τι μου είπε, τόσο δυναμώνει το τρέμουλο
και απλώνεται από τα πόδια στα χέρια. Νιώθω και την
καρδιά μου τώρα να χορεύει σαν τρελή. Θα βρω τούτη τη
νύχτα το δολοφόνο αυτών των γυναικών; Δεν μπορώ να το
πιστέψω, ούτε και να πω λέξη στον αέρα. Αυτό που
συνειδητοποιώ όμως είναι ότι θέλω να ρισκάρω, να δω αν
ισχύουν όσα μου είπε ο τύπος. Πρέπει να οργανωθώ με το
σκηνοθέτη και την παραγωγή μου και να φύγουμε αμέσως
μόλις κλείσει η εκπομπή.
Ζητάω να πάμε στο επόμενο βίντεο, με την έρευνα στη
μονοκατοικία της Ματίνας, και μιλάω με τους συνεργάτες μου,
οι οποίοι είναι επιφυλακτικοί. Θα περιμένουν να δουν πρώτα
τον τύπο, μήπως έχει άλλο σκοπό και μας παγιδέψει, και μετά
θα ρυθμίσουμε τα υπόλοιπα.
Το βίντεο στην αποθήκη του τρόμου προκαλεί σοκ και
148 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

ανατριχίλα. Η Βάλια έχει κυριολεκτικά παγώσει και ζητάει


την παραδειγματική τιμωρία του.
«Πρέπει να πιεστεί και να αποκαλύψει πού εξαφάνισε τη
Ματίνα μας. Να την βρούμε, όπως και να ’ναι».
Οι ειδικοί που έχουμε στο στούντιο τα βάζουν με τη
Σήμανση που δεν εντόπισε στην έρευνά της τα στοιχεία
αυτά. Στο μεταξύ λαμβάνουμε εκατοντάδες τηλεφωνήματα
και μηνύματα στο διαδίκτυο. Η αντίδραση του κόσμου είναι
πρωτοφανής. Η συγκίνηση για τη νεαρή μητέρα, που χάθηκε
τόσο άδικα, μεγάλη. Ραγδαίες είναι και οι εξελίξεις από την
πλευρά των Αρχών, που μας τις μεταφέρει ο αστυνομικός
μας συντάκτης.
«Εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Φάνη Απέργη
και για το φόνο της Ματίνας Ράλλη, παρότι δεν έχει βρεθεί
μέχρι στιγμής το πτώμα της. Ήδη γνωρίζουμε ότι τα
ευρήματα της εκπομπής στην αποθήκη που παραδόθηκαν στα
εγκληματολογικά εργαστήρια ταυτοποιήθηκαν με το DNA της
αγνοούμενης».
Στο στούντιο επικρατεί παγωμάρα. Βουβά πρόσωπα μπρος
και πίσω από τις κάμερες. Έχουμε μείνει άναυδοι ακόμα κι
εμείς, που τα περιμέναμε αυτά τα νέα. Ο σκηνοθέτης ζητάει
διάλειμμα, και όταν το παίρνει, βλέπω το φύλακα της
αποψινής βάρδιας να έρχεται προς το μέρος μου.
«Κυρία Αγγελική, ήρθε ο μάρτυρας που μου είπατε.
Δέχτηκε να τον ελέγξω και είναι εντάξει. Περιμένει έξω».
Ενημερώνω τον Σπαθάρη και εκείνος με τη σειρά του το
τηλεοπτικό συνεργείο. Συμπτωματικά είναι οι ίδιοι με τους
οποίους ερευνήσαμε το σπίτι της Ματίνας, ο κάμεραμαν ο
Γιώργος και ο ηχολήπτης ο Φίλιππος.
Πρώτα βγαίνω εγώ στο σαλόνι υποδοχής έξω από το
στούντιο, για να μιλήσω στον φίλο του Απέργη. Με βλέπει
και σηκώνεται να με χαιρετήσει. Είναι γύρω στα πενήντα,
ψηλός, εύσωμος, με κοστούμι κι από πάνω χοντρό μπλε τζάκετ.
Τα μαλλιά του είναι καστανά, πιασμένα σε μικρή κοτσίδα.
Έχει μια αγριάδα που παραπέμπει σε άνθρωπο της νύχτας.
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 149
_

Μου μιλάει στον ενικό κι όταν μου χαμογελάει


αποκαλύπτονται τα κιτρινισμένα δόντια του φανατικού
καπνιστή.
Παρατηρώ και τα καστανά μάτια του που κοκκινίζουν, λες
κι έχει να κοιμηθεί τρία εικοσιτετράωρα.
«Μάρκος Αυγερινός, φίλος του Φάνη».
Τέτοιο εκλεπτυσμένο όνομα; Μήπως είναι ψεύτικο, να του
ζητήσω ταυτότητα; Αλλά με τον Απέργη δεν κάνει παρέα;
Με τέτοιο δάσκαλο αν καθίσεις, τα ίδια πρόσωπα θα
αλλάζεις.
«Τον έπεισα να σε δει και να μιλήσετε για όλα όσα τον
κατηγορούν. Δεν είναι εύκολη συνάντηση και θα γίνει σε
κάποιο μπαρ σε περιοχή του Πειραιά που θα σου πω στη
διαδρομή. Καταλαβαίνεις ότι πρέπει να λάβω τα μέτρα μου».
«Ο Φάνης δεν νομίζω ότι ανήκει στην κατηγορία των
ανθρώπων που πείθονται εύκολα από άλλους. Για να θέλει
να με συναντήσει, σίγουρα θα έχει το λόγο του. Εσύ τι
όφελος έχεις από αυτή την ιστορία;»
Με κοιτάζει έντονα με τα καστανοκόκκινα μάτια του.
«Αν σου πω ότι αμείβομαι για τις συμβουλές που του
παρέχω, είσαι οκέι;»
Έτσι όπως τον παρατηρώ, δεν μου κάνει για νομικός
σύμβουλος ούτε για οικονομικός. Περισσότερο για λαμόγιο με
διασυνδέσεις στον υπόκοσμο. Σαν να διάβασε τις σκέψεις
μου, μου λέει:
«Νομίζω ότι δεν πρέπει να σε ενδιαφέρω εγώ, αλλά ο
Φάνης. Αυτόν θα συναντήσεις και γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ».
Του εξηγώ ότι δεν μπορώ να τον ακολουθήσω μόνη μου,
πρέπει να έχω τους συνεργάτες μου για να καταγραφεί η
συνομιλία μας.
«Κανένα πρόβλημα. Το καταλαβαίνει και ο ίδιος ότι θέλεις
να έχεις κάμερα. Μακριά όμως από μπάτσους. Μην κάνετε
κανένα αστείο και τους ειδοποιήσετε, γιατί δεν μπορώ να
εγγυηθώ για τίποτα. Θα έχουμε άσχημα μπερδέματα».
Ο σκηνοθέτης μου και οι τεχνικοί που έρχονται τον ρωτούν
150 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

για τις συνθήκες του χώρου όπου θα πάμε, αν είναι


επικίνδυνα. Τους λέει ότι δεν θα συμβεί τίποτα άσχημο,
αρκεί κι εμείς να μην είμαστε προκλητικοί. Επιμένουν να
ξέρουν από τώρα σε ποια περιοχή θα πάμε. Με τα πολλά,
τους απαντά.
«Στην Τρούμπα, σ’ ένα μπαρ».
Ο κάμεραμαν και ο ηχολήπτης αντιδρούν έντονα.
«Στην Τρούμπα μες στην άγρια νύχτα; Πάτε καλά όλοι;
Τέτοια ώρα μαζεύεται εκεί κάθε καρυδιάς καρύδι, και θα
εμφανιστούμε εμείς σαν κύριοι με την κάμερα στον ώμο; Θα
μας την σπάσουνε».
Ο Σωτήρης προσπαθεί να βρει μια λύση. Δεν αφήνεις
τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη. Ο υπ’ αριθμόν ένα
καταζητούμενος δολοφόνος αυτή την περίοδο, που τον
ψάχνουν Έλληνες και ξένοι, ζητάει να μας συναντήσει με
άκρα μυστικότητα, κι εμείς το σκεφτόμαστε;
«Θα πάμε με τη δική μου τη μικρή κάμερα, που δεν βγάζει
μάτι όπως η μεγάλη του καναλιού. Εσείς θα μπείτε σ’ ένα άλλο
αυτοκίνητο, που να μην είναι κράχτης όπως το βαν, και θα
σταματήσετε σε απόσταση ασφαλείας, μήπως σας
χρειαστούμε».
Με τα πολλά συμφωνούν και μπαίνω πάλι στο στούντιο
γιατί το διάλειμμα ολοκληρώνεται. Η εκπομπή πλησιάζει στο
τέλος της και οι καλεσμένοι μιλάνε για τα αποκαλυπτικά
στοιχεία της δημοσιογραφικής έρευνας που ήρθαν απόψε
στο φως. Απαιτούν τη σύλληψη του επικίνδυνου
καταζητούμενου, για να μην έχουμε κι άλλα θύματα. Όταν
πέφτει το σήμα τέλους του «Τούνελ», μετά το μεγάλο
ευχαριστώ στον κόσμο για τη βοήθειά του και την
καληνύχτα, νιώθω να αγχώνομαι. Τρέχω στο καμαρίνι μου
για να αλλάξω και τηλεφωνώ στον προϊστάμενο του
τμήματος ανθρωποκτονιών. Του λέω να είναι σε ετοιμότητα,
γιατί απόψε μάλλον θα υπάρξουν εξελίξεις. Επιμένει να μάθει
λεπτομέρειες, αλλά δεσμεύομαι να του τις δώσω αργότερα.
«Θέλω να ξέρετε ότι περιμένω να με καλέσει ο
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 151
_

καταζητούμενος για να τον συναντήσω, και αν γίνει αυτό,


θα σας ενημερώσω».
«Θα είσαι στο κανάλι το επόμενο εικοσάλεπτο, μήπως
χρειαστώ κάτι;»
«Απ’ ό,τι βλέπω, ναι».
Η αγωνία με κυριεύει. Πού πάω να μπλέξω; Κι αν γίνει
καμιά στραβή και πάθουν κάτι οι συνεργάτες μου;
Στην Τρούμπα θα πάμε, σε κωλόμπαρο που κρύβει έναν
επικίνδυνο κακοποιό, όχι σε κέντρο διασκέδασης. Κι αυτός
πώς θα είναι; Θα μου αποκαλύψει πού εξαφάνισε τη Ματίνα
ή θα τραβήξει κάνα πιστόλι και δεν θα προλάβουμε να
δούμε το ξημέρωμα; Μήπως μας στήνει παγίδα επειδή ψάξαμε
βαθιά τις παρανομίες του; Να ενημερώσω την αστυνομία για
την ασφάλειά μας; Κι αν μπουκάρουν στο μπαρ και έχουμε
χειρότερα; Ελπίζω από αυτά που του είπα ο προϊστάμενος του
ανθρωποκτονιών να κατάλαβε τι υπονοούσα και να κινηθεί
ανάλογα.
Με την καρδιά να χοροπηδάει στο στήθος μου, κατεβαίνω
στο στούντιο και βρίσκω τους καλεσμένους μου. Μιλάμε με
τη Βάλια και με την ψυχολόγο για το παιδί και κάποια
στιγμή τους λέω ότι πρέπει να φύγω. Οι συνεργάτες μου με
περιμένουν έξω από το κανάλι και ο Σωτήρης μου κάνει
νόημα για να μου μιλήσει.
«Τον ψάρεψα με τρόπο τον τύπο και μου φαίνεται εντάξει,
αλλά πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα».
Μπαίνουμε στο μικρό Fiat του Μάρκου και πίσω ακολουθεί
το τηλεοπτικό συνεργείο με ένα απλό αυτοκίνητο του
καναλιού. Τέτοια ώρα, τρεις τα ξημερώματα, δεν υπάρχει
κίνηση, έτσι φτάνουμε σύντομα στη Δημητρίου Γούναρη, την
κεντρική οδό του Πειραιά. Ο αέρας έχει δυναμώσει και τα
δέντρα στο δρόμο χτυπιούνται πέρα δώθε. Οι πρώτες
χοντρές στάλες της βροχής σκάνε με δύναμη στο παρμπρίζ
και ο οδηγός μας βάζει μπρος τους υαλοκαθαριστήρες.
Απορώ με την ψυχραιμία μου. Μέχρι πριν λίγο ανησυχούσα
για τις εξελίξεις και μου έκαιγαν το μυαλό ο Απέργης και η
152 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

επικίνδυνη Τρούμπα της νύχτας. Τώρα που πλησιάζουμε


νιώθω χαλαρή και δεν με απασχολεί τίποτα. Σκέφτομαι την
τύπισσα με τα κοντοκουρεμένα ανοιχτόχρωμα μαλλιά που
εμφανίστηκε οδηγώντας διαφορετικά αυτοκίνητα σε
Σαντορίνη και Γιάννενα και πήρε μεταμφιεσμένο τον
Απέργη. Μου μίλησε κι άλλος τηλεθεατής απόψε γι’ αυτήν
και τον ύποπτο ρόλο της και ρωτάω τον Μάρκο αν την
ξέρει.
«Για τη Ρόζα λες. Δεν είναι τυχαία γυναίκα. Σκληρή και
δικτυωμένη στη νύχτα, και ο Φάνης την έχει για άγριο σεξ
και για να του κάνει τον ντίλερ. Αυτή του προσφέρει
καταφύγιο στα μπαρ τώρα που τον κυνηγούν. Στη “Χαβάη”
που θα πάμε η Ρόζα καθάρισε γι’ απόψε, αλλά δεν θα την
δεις εκεί μέσα. Τις μπίζνες τις κάνει αθόρυβα και λίγοι την
ξέρουν. Μην πεις λέξη για τη μαντάμ εκεί, γιατί και οι τοίχοι
έχουν αφτιά.
Και το βασικότερο, μη με μπλέξεις με τον Φάνη. Σύμφωνοι;»
Του γνέφω καταφατικά και σκέφτομαι ότι αν και φίλος
του μου τους δίνει ανοιχτά και τους δύο. Μήπως τα ’χουν
σπάσει για κάποιο λόγο Μάρκος και Φάνης και χρησιμοποιεί
εμάς για να γίνει απόψε της Τρούμπας;
«Βρε Μάρκο, πώς και θέλησε να με δει; Εγώ πίστευα ότι
θα την έχει κάνει για εξωτερικό, για να μην τον βρουν
ποτέ».
«Νομίζεις δεν το προσπάθησε; Δεν είναι εύκολο με τόση
δημοσιότητα. Άσε που οι κολλητοί του δεν δέχονταν να τον
βοηθήσουν από τον φόβο των μπάτσων. Όσο για τη
συνάντηση, σου είπα. Έβαλα κι εγώ το χεράκι μου».
«Γιατί;»
«Γιατί σε πάω με χίλια, είσαι ξηγημένο αντράκι. Πρέπει ο
κόσμος ν’ ακούσει από την εκπομπή σου και τη δική του
θέση. Λέει ότι έχει απαντήσεις για όλα».
Ε, όχι κι αντράκι, Μάρκο μας! Θηλυκό με τα όλα του. Αλλά
με τέτοια θέματα που ασχολούμαι, πού να το καταλάβεις κι
εσύ και όσοι λένε τα ίδια μ’ εσένα.
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 153
_

Η βροχή έχει δυναμώσει και βλέπουμε με δυσκολία τους


δρόμους. Στρίβουμε προσεκτικά δεξιά και βγαίνουμε στη
Νοταρά. Περνάμε τη λεωφόρο 2ας Μεραρχίας και είμαστε
στην Τρούμπα. Παλιά γινόταν τέτοια ώρα εδώ απίστευτο
παζάρι λευκής σάρκας και ναρκωτικών. Τα μαχαιρώματα
στα κακόφημα μπαρ, στα καμπαρέ και στους οίκους με τα
κόκκινα φωτάκια ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Από τη
στιγμή που η αστυνομία και ο δήμος αποφάσισαν να
επέμβουν δυναμικά, η περιοχή καθάρισε. Η σκούπα, όπως
λέμε στο αστυνομικό, είχε αποτέλεσμα και οι σκληροί την
έκαναν για άλλες περιοχές. Θυμάμαι, νεαρή ρεπόρτερ στην
Απογευματινή, που είχα καλύψει τέτοια έφοδο της Ασφάλειας
στη νύχτα της Τρούμπας. Και τι δεν είδαν τα ματάκια μου
τότε. Μέχρι ανήλικες και έγκυες στα κρεβάτια του αγοραίου
έρωτα, να τα δίνουν όλα για λίγες δραχμές.
«Λίγο πιο κάτω είναι η “Χαβάη”. Εδώ είναι καλά ν’
αφήσουν το αυτοκίνητο οι δικοί σας. Εγώ θα παρκάρω
κοντά στο μπαρ γιατί με ξέρουν», μας λέει ο Μάρκος.
Ο Σωτήρης ενημερώνει με τον ασύρματο τους συνεργάτες
μας και τους βλέπει που παρκάρουν και σβήνουν τα φώτα.
Εμείς συνεχίζουμε αργά. Ο δρόμος γυαλίζει από τα μεγάλα
φώτα του αυτοκινήτου, και η βροχή, που τώρα πέφτει
καταρρακτωδώς, αγριεύει ακόμα περισσότερο τη σκοτεινή
γειτονιά του μπαρ.
ΤΡΟΥΜΠΑ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

Άγρια νύχτα στη «Χαβάη»

Η ΤΑΜΠΕΛΑ με τον φωτεινό φοίνικα δίπλα στην πολύχρωμη


«Χαβάη» δείχνει ότι φτάσαμε στον προορισμό μας. Το
καταλαβαίνω και από τις τρεις αγριόφατσες που φυλάνε
την είσοδο. Είναι οι φουσκωτοί που σε σηκώνουν στον αέρα
και σε σκάνε κάτω σαν καρπούζι έτσι και κουνηθείς
περίεργα. Ο Μάρκος τους χαιρετάει και εκείνοι του δείχνουν
πού να παρκάρει. Ο πιο ψηλός και γεμάτος μπράβος με το
ξυρισμένο κεφάλι, κρατώντας μια ομπρέλα, μου ανοίγει τον
πόρτα με υπόκλιση και με χαιρετισμό δημοσιοσχεσίτη. Με
καλύπτει με το σώμα του από αριστερά που είμαι
εκτεθειμένη στο δρόμο και με συνοδεύει στο μπαρ. Ανοίγει
την ξύλινη πράσινη πόρτα και μπαίνουμε σ’ έναν μικρό
χώρο όπου στέκονται άλλοι δύο του ιδίου στυλ, με τα πόδια
ανοιχτά. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνιχτική. Η πράσινη μοκέτα
μες στη βρόμα και οι τοίχοι βαμμένοι μαύροι, προφανώς από
άποψη. Κατεβαίνουμε τα δώδεκα στενά σκαλοπάτια, ντυμένα
με την ίδια μοκέτα, και μας πνίγει μια μυρωδιά υγρασίας
ανακατεμένης μ’ αυτήν της μούχλας και της νικοτίνης.
Το υπόγειο θυμίζει κλαμπάκι της δεκαετίας του ’80.
Η ντισκομπάλα, με τα μικρά τετράγωνα κομμάτια από
καθρέφτη, αντανακλά τα πολύχρωμα φώτα από τα σποτ και
τα τραγούδια σε ένταση είναι βαριά λαϊκά. Στη στρογγυλή
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 155
_

μικρή πίστα μια αλλοδαπή κάποιας ηλικίας με μακριά ξανθά


μαλλιά λικνίζεται αργά στους ρυθμούς του ανατολίτικου,
χαϊδεύοντας το γεμάτο κορμί της. Τα βυζιά της ξεχειλίζουν
από την εφαρμοστή μαύρη μπλούζα με τα στρας και το
στομάχι της διπλώνει γυμνό. Η κοντή φούστα από κόκκινο
σατέν κολλάει στα φαρδιά της καπούλια και τονίζει τα
παχουλά της πόδια. Το διχτυωτό μαύρο καλσόν και η χρυσή
ψηλοτάκουνη γόβα ολοκληρώνουν την εικόνα του κιτς.
Παρόμοια εικόνα παρουσιάζουν και οι γυναίκες που
κάθονται στα τραπεζάκια με τους ματσωμένους πελάτες που
ρουφάνε σαν νερό 12άρι Johnnie Walker. Κάποιοι, με τις
χρυσές αλυσίδες στο λαιμό και στα χέρια, δείχνουν να
κατέβηκαν από τα βουνά για να ξοδέψουν με τις μπαρόβιες
τις εισπράξεις μιας εβδομάδας. Όλοι μαζί οι πελάτες στα
μαύρα τραπεζάκια και στα ψηλά σκαμπό του μπαρ είναι γύρω
στους είκοσι, σ’ ένα υπόγειο που χωράει άλλους τριάντα.
Παρατηρώ τον τοίχο απέναντι απ’ το μπαρ με την αφίσα
που βγάζει μάτι και σε στέλνει ζαλισμένο για τρέλες στη
Χαβάη. Τέσσερις φοίνικες γέρνουν με χάρη για να αγγίξουν
τη χρυσή άμμο της ονειρικής παραλίας με τα τιρκουάζ νερά.
Ένα εξωτικό θηλυκό είναι ξαπλωμένο στην αιώρα που
στηρίζεται στους κορμούς των δύο δέντρων και παίζει την
κιθάρα της. Καλύπτει τη γύμνια της με μικροσκοπικό
διάφανο παρεό και το ένα από τα δίμετρα πόδια της
ακουμπάει στην άμμο.
Ψάχνω με το βλέμμα για τον καταζητούμενο Απέργη, όπως
τον ξέρω από τις φωτογραφίες που έχω δει, αλλά δεν τον
βλέπω εκεί μέσα. Γυρνάω στον Μάρκο με απορία. Μου
δείχνει μ’ ένα νεύμα τον άντρα που κάθεται στο μπαρ με
γυρισμένη την πλάτη. Ο χοντρός μπάρμαν που σκουπίζει τα
ποτήρια σκύβει και κάτι του λέει. Εκείνος γυρίζει αργά προς
το μέρος μας και μου χαμογελάει ειρωνικά. Καμία σχέση με
τον αριστοκράτη στις φωτογραφίες. Το μόνο κοινό τους
είναι το μεγάλο μαύρο πούρο. Όλα τα άλλα διαφέρουν. Η
περούκα του είναι μαύρη με σπαστά μαλλιά μέχρι τον ώμο,
156 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

το μούσι του μαύρο και κοντό και τα γυαλιά του λεπτά και
χρυσά. Φοράει μαύρο σακάκι και τζιν παντελόνι με μαύρα
μποτάκια, που, όπως κάθεται, διακρίνονται καλογυαλισμένα.
Στο λευκό του πουκάμισο τα δυο πρώτα κουμπιά είναι
ανοιχτά κι ένα κόκκινο μαντίλι ξεχωρίζει από το τσεπάκι
στο σακάκι του. Ο φαντομάς, ο βασανιστής των γυναικών
που έζησαν μαζί του, ο δολοφόνος με τα πολλά πρόσωπα,
βρίσκεται στα δύο μέτρα από μένα. Νιώθω οργή αλλά και
περιέργεια για το αληθινό προφίλ αυτού του άντρα που έχει
άχτι τις γυναίκες και βάλθηκε να τις κομματιάζει και να τις
εξαφανίζει.
Η μελαχρινή με τη μίνι φούστα και το έντονο μακιγιάζ που
κάθεται σταυροπόδι δίπλα του σηκώνεται απότομα μόλις μας
βλέπει, σβήνει το τσιγάρο της και φεύγει προς την πίσω
πλευρά του μπαρ. Ο Απέργης έρχεται προς το μέρος μου για
να με χαιρετήσει και μετράω το ύψος του με το μάτι. Είναι
κανονικό και το σώμα του φαίνεται γυμνασμένο. Με
κοιτάζει έντονα με τα υγρά του μαύρα μάτια και σκύβει
ιπποτικά για χειροφίλημα. Δεν κρατιέμαι και του λέω
ειρωνικά:
«Πάντα ιππότης ο Φάνης, ακόμα και τώρα στα δύσκολα,
με τις αστυνομίες δύο χωρών να τον κυνηγούν...»
Εκείνος, ετοιμόλογος και το ίδιο ειρωνικός, μου δίνει την
απάντηση χαμηλόφωνα:
«Γιώργος, αγαπητή μου, δεν κάνουμε τέτοια λάθη εδώ
μέσα. Όσο για το κυνηγητό, εσύ έβαλες το χεράκι σου. Είσαι,
για να σ’ το πω γλυκά, ο θηλυκός μου διώκτης. Και ομολογώ
ότι πολύ το γουστάρω τώρα που σε βλέπω από κοντά».
Είμαι έτοιμη να του απαντήσω ότι τα εγκλήματα που
διέπραξε έβαλαν το χεράκι τους, αλλά με προλαβαίνει
γυρίζοντας προς το σκηνοθέτη μου:
«Αυτή, βρε, είναι κοριτσάκι, και μάλιστα όμορφο. Πώς την
βγάζετε έτσι μεγάλη και σκληρή στην τηλεόραση; Της χαλάτε
την εικόνα».
Ο Σωτήρης χαμογελάει αμήχανα, του συστήνεται και
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 157
_

προτείνει να πάμε κάπου ήσυχα να μιλήσουμε, γιατί ο


θόρυβος της μουσικής θα τον δυσκολέψει. Ο Απέργης κοιτάζει
με νόημα τον Μάρκο και εκείνος εξαφανίζεται στην πίσω
πλευρά του μπαρ. Μετά από λίγα λεπτά μάς κάνει νόημα να
τον ακολουθήσουμε. Παραμερίζουμε μια μεγάλη καλαμένια
κουρτίνα και μπαίνουμε σ’ έναν στενό διάδρομο με χαμηλό
φωτισμό, όπου η μυρωδιά της μούχλας και του τσιγάρου
είναι πιο έντονη. Στους μαύρους τοίχους κρέμονται παλιές
κρυστάλλινες απλίκες και υπάρχουν πόρτες και από τις δυο
πλευρές καλυμμένες με ταπετσαρία σε ασπρόμαυρα σχέδια. Η
μελαχρινή που έκανε πριν παρέα στον Απέργη βγαίνει από
ένα δωμάτιο μαζί με κάποιον που καπνίζει πούρο και μοιάζει
με πελάτη. Παραμερίζουν για να περάσουμε και χάνονται σ’
έναν άλλο χώρο ανοίγοντας μια πόρτα. Ο Σωτήρης με
κοιτάζει με νόημα κι εγώ σφυρίζω αδιάφορα.
Ο Μάρκος ανοίγει μια πόρτα στο βάθος του διαδρόμου και
μπαίνουμε σ’ ένα μικρό δωμάτιο. Το πάτωμα είναι παλιό,
ξύλινο, και τρίζει κάτω απ’ το βάρος μας. Απέναντι ο τοίχος
είναι κόκκινος, σε αντίθεση με το μαύρο ένα γύρω. Υπάρχει
εκεί ένα μικρό γραφείο από φτηνό καφέ ξύλο, με ένα
πράσινο φωτιστικό από γυαλί κι ένα μαύρο σταχτοδοχείο
με τη φίρμα μιας εταιρείας. Ο Αλ Πατσίνο στον Σημαδεμένο
–με το πιστόλι στο γερό δεξί του χέρι – το αριστερό του
κρέμεται μπανταρισμένο–, μας σημαδεύει με το που πατάμε
το πόδι στο δωμάτιο. Είναι αραχτός στην πολυθρόνα πίσω
απ’ το γραφείο με το τσιγάρο στα χείλη και το λευκό
πουκάμισο ανοιχτό στα πρώτα κουμπιά. Στο γαλάζιο σακάκι
του, το λευκό μαντίλι στο τσεπάκι έχει γίνει κόκκινο απ’ το
αίμα του. Πίσω του οι φοίνικες στέκονται αγέρωχοι,
τιμώντας το μαγικό ηλιοβασίλεμα της Χαβάης. «Κάθε σκυλί
έχει τη μέρα του» λέει η αφίσα και μου ’ρχεται να
προσθέσω δίπλα «και τη νύχτα του».
Κάτι στην εικόνα του Απέργη με παραπέμπει σ’ αυτήν του
Αλ και τον παρατηρώ με ενδιαφέρον. Είναι το λευκό
πουκάμισο και το κόκκινο μαντίλι στο τσεπάκι. Με το
158 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

στυλάκι του σταρ κι ο δικός μας.


Ο Σωτήρης ακουμπάει την κάμερα στο ξύλινο τραπεζάκι
μπροστά από τον καπιτονέ δερμάτινο καναπέ, που είναι
ξεθωριασμένος από τη χρήση. Εγώ κάθομαι στην παλιά
πολυθρόνα του γραφείου που μοιάζει με τον καναπέ, και
έχω στην πλάτη μου το πιστόλι του Αλ. Ευτυχώς που ο
Απέργης δεν προσέχει αυτή τη λεπτομέρεια και δεν
κινδυνεύω να την μιμηθεί. Παρατηρεί με αποστροφή το
δωμάτιο απ’ άκρη σ’ άκρη και σχολιάζει:
«Δεν με αντιπροσωπεύει αυτός ο χώρος, αλλά έτσι όπως
ήρθαν τα πράγματα, φαίνεται να είναι ο κατάλληλος για
τέτοια συνάντηση. Δεν σας ρώτησα αν θα πιείτε κάτι. Μάρκο,
κέρασε τα παιδιά», διατάζει το φίλο του.
Αλλά εμείς δεν θέλουμε ποτά, λέμε να ξεκινήσουμε την
καταγραφή της κουβέντας. Το κρύο είναι διαπεραστικό στο
χώρο και μένουμε με τα τζάκετ που φοράμε. Ο Σωτήρης
διαμαρτύρεται για τον χαμηλό φωτισμό από την απλίκα στον
τοίχο, αλλά του Απέργη του αρέσει, του προσθέτει, λέει,
μυστήριο.
«Γιατί βιάζεστε τόσο; Ας γνωριστούμε λίγο καλύτερα, δεν
μας κυνηγάει κανείς».
Η φωνή του είναι βραχνή, σταθερή, χρωματισμένη με
ειρωνεία, και όλως περιέργως φαίνεται ξεκούραστος και
περιποιημένος, ακόμα και στα νύχια των χεριών του.
Κάθεται σταυροπόδι και με άνεση στην ξύλινη καρέκλα
μπροστά από το γραφείο, λες και θέλει να επιβάλει στο
χώρο την παρουσία του, όπως ο Πατσίνο στην αφίσα.
Ανάβει το σβησμένο πούρο του με ένα μακρύ σπίρτο και
πίνει από το ποτήρι που του έφερε ο Μάρκος το ουίσκι του.
Αρχίζει να λέει κάτι αστειάκια και γελάει μόνος του. Κάποια
στιγμή που παγώνουν κι αυτά, μου λέει ότι ήθελε να με δει
από κοντά, αλλά δεν έβρισκε τον τρόπο. Τον βοήθησε λοιπόν
ο Μάρκος που είναι δικηγόρος και κρίνει απαραίτητη αυτή
τη συζήτηση, για να ακουστεί και η δική του εκδοχή.
Κοιτάζω ξαφνιασμένη τον Μάρκο, που κάθεται στην άκρη
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 159
_

του μαύρου καναπέ και καπνίζει σαν φουγάρο. Δικηγόρος


και δεν μου το είπε;
«Έχω τελειώσει τη Νομική αλλά δεν ασκώ το επάγγελμα.
Συμβουλές δίνω μόνο σε όποιον τις χρειάζεται», μου λέει με
νόημα.
Ο Απέργης, που δείχνει κυρίαρχος του παιχνιδιού γάτα –
ποντίκι, παρεμβαίνει στην κουβέντα, τονίζοντας τις λέξεις με
στόμφο:
«Δικηγόρος είσαι και δεν γουστάρεις να το λες. Εγώ όμως,
Αγγελική, δεν έχω ν’ απολογηθώ για τίποτα. Μια παρεξήγηση
είναι όλα, από την κακή δημοσιότητα που δόθηκε στη φυγή της
κυρίας, και θα ξεκαθαρίσει σύντομα αυτή η ιστορία, όταν
αποφασίσει να εμφανιστεί. Θα το δείτε όλοι και θα μου
ζητάτε συγγνώμη. Ταλαιπωρούμαι άδικα με λίγα λόγια,
κατάλαβες;»
Καταλαβαίνω αμέσως ότι ο τύπος με έφερε νυχτιάτικα
στην Τρούμπα για να δώσει διάλεξη.
«Αν μου επιτρέπεις, Φάνη, θέλω να σου θυμίσω, γιατί
φαίνεται το έχεις ξεχάσει, ότι καταζητείσαι έξι χρόνια τώρα
για το φόνο της φίλης σου της Έρικα στην Αυστρία».
«Ποια, τη σερβιτόρα; Έλα, μωρέ, και σ’ έχω για σοβαρή
δημοσιογράφο. Αν έκανες σωστά την έρευνά σου, θα
έβρισκες ότι αυτή η κοπέλα ήταν μπλεγμένη σε ναρκωτικά
και κάποιος από την παρέα της την σκότωσε. Εγώ ήμουν
στην Ιθάκη τότε, καμία σχέση με την Αυστρία».
Του λέω ότι πούλησε τις επιχειρήσεις του και με πλαστά
στοιχεία πήγε στη Βιέννη για να την εμποδίσει να κάνει
άμβλωση. Του παρουσιάζω τα ντοκουμέντα που έχω, και όσο
του μιλάω τον βλέπω να σκοτεινιάζει. Όταν του αναφέρω
το πλαστό διαβατήριο του Τζορτζ Δαβίδ που βρήκα μαζί με
άλλα στη μαύρη βαλίτσα, του φεύγει η μαγκιά. Το βλέμμα
του χάνεται στον τουρλωτό κώλο ενός γυμνού μαύρου
μοντέλου που τον προκαλεί με επίκυψη από μια μεγάλη
αφίσα. Σφίγγει την γροθιά του στο γραφείο και ο Σωτήρης με
την κάμερα εστιάζει στο πλάνο. Τον αγριοκοιτάζει και πίνει
160 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

δυο γερές γουλιές ουίσκι.


«Όλα είναι στημένα σε βάρος μου από το κύκλωμα των
ναρκωτικών όπου ήταν μπλεγμένη αυτή, η αδελφή της και η
μάνα της. Έχω αποδείξεις για όσα λέω και θα τις
παρουσιάσουν οι δικηγόροι μου όταν έρθει η ώρα».
«Φάνη, απ’ ό,τι ξέρω η κοπέλα σ’ αγαπούσε όπως και η
Ματίνα. Έμειναν στη ζωή σου για κάποια χρόνια και την
ομόρφυναν. Τώρα που μιλάμε γι’ αυτές, τι συναισθήματα
νιώθεις; Γιατί δεν είσαι από μάρμαρο, έτσι δεν είναι;»
Με κοιτάζει αδιάφορα και αντί να απαντήσει σκύβει να
ισιώσει τα μπατζάκια του.
Θέλω να τον βγάλω για λίγο από τα θύματά του και να
τον μεταφέρω στη ζωή του στη Γερμανία, με τους
μετανάστες γονείς και την αδελφή του. Να μιλήσουμε για τις
σχέσεις που είχε μαζί τους και κυρίως με τη μητέρα του.
«Μια χαρά ήταν όλα κι εγώ φυσιολογικός. Τι ψάχνεις να
βρεις; Αν είχα πρόβλημα με τις γυναίκες του σπιτιού μου
που μου άφησε κουσούρι;»
Γελάει δυνατά και φαίνονται τα γερά λευκά του δόντια.
Κοιτάζει το φίλο του τον Μάρκο.
«Εξήγησε, δικέ μου, στην κυρία τι κατακτήσεις έχω και
πόσο ευγενικός είμαι με τις γυναίκες, γιατί λογικό είναι να
μην ξέρει».
Ο Μάρκος γνέφει καταφατικά και επικροτεί τα λόγια του με
σχετικό κούνημα του χεριού.
«Είδα το γιο σου τον Άγγελο στη Σαντορίνη και μου
ζωγράφισε τη νύχτα εκείνη που χάθηκε η μητέρα του».
Με κοιτάζει ξαφνιασμένος και με ρωτάει τι εννοώ. Του
περιγράφω τη σκηνή με τη ζωγραφιά και δεν τα χάνει. Η
απάντηση είναι άμεση.
«Παιδάκι είναι, τι περιμένεις τώρα; Ό,τι ακούει από αυτούς
τους βλαμμένους που μου τον πήραν το ζωγραφίζει. Αλλά θα
τον διεκδικήσω και θα τον κερδίσω. Δεν μπορεί ένα παιδάκι
να μεγαλώνει με δυο γέρους. Γιατί θα γεράσουν σύντομα».
«Και θα ζει μ’ έναν καταζητούμενο πατέρα που θα
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 161
_

κρύβεται συνέχεια; Γιατί δεν εμφανίζεσαι στις Αρχές αφού


έχεις απαντήσεις για όλα όσα σε κατηγορούν;»
«Θα γίνει κι αυτό, αλλά όχι τώρα. Όταν θα το αποφασίσω
εγώ».
Καρφώνει έντονα τα αγριεμένα μάτια του αρπαχτικού στα
δικά μου, για να με τρομάξει υποθέτω, αλλά δεν μασάω. Του
μιλάω για τη Ματίνα.
«Η Ματίνα δεν βρίσκεται και η αστυνομία πιστεύει ότι
την σκότωσες εκείνη τη νύχτα στο σπίτι μετά από καβγά.
Γιατί μαλώσατε τόσο άσχημα;»
«Φαντάζεσαι κάθε γυναίκα με την οποία καβγάδιζα να την
σκότωνα; Θα ήταν στρωμένος με πτώματα ωραίων θηλυκών
όλος ο Πειραιάς. Όχι, γλυκιά μου, δεν είμαι ο μανιακός
δολοφόνος που θέλουν να παρουσιάσουν. Η κοπέλα ήταν
μπλεγμένη μ’ έναν τύπο και την έκαναν για το εξωτερικό.
Τόσο απλά».
«Ταξίδεψε ενώ η ταυτότητά της ήταν κρυμμένη στις
μπότες της και το διαβατήριό της στη φόδρα της τσάντας
της, στην αποθήκη του σπιτιού σας;»
Δαγκώνει το πούρο και το κρατάει σφιχτά στο στόμα του.
Πιάνει το μούσι του και νομίζω ότι θα το ξεκολλήσει έτσι
όπως το τραβάει. Δεν μου απαντά και συνεχίζω:
«Καβγαδίσατε γιατί ανακάλυψε τα πλαστά χαρτιά που
είχες και ότι κατηγορείσαι για το φόνο της πρώην σου».
«Κυκλοφορούσα με πλαστά χαρτιά γιατί είχα καταδίκες
ερήμην μου για μικροπαραβάσεις και δεν γούσταρα
μπερδέματα με τις Αρχές. Νομίζω όμως ότι το κουράσαμε το
πράμα και δεν βγαίνει και τίποτα για σένα. Το λαυράκι
δηλαδή που θέλεις. Λάθος άνθρωπο βρήκες, Αγγελική μου. Να
ψάξεις αλλού για δολοφόνους».
Σηκώνεται, πίνει το υπόλοιπο ουίσκι του μονορούφι και
χτυπάει με δύναμη το ποτήρι στο γραφείο.
«Εκείνη τη νύχτα στη Γλυφάδα βγήκες μεταμφιεσμένος για
να πετάξεις σκουπίδια. Ήταν το πτώμα της Ματίνας που
τεμάχισες;»
162 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

Κοιτάζει το πάτωμα στη γωνία που έχει σπάσει και τα


ξύλα έτσι και τα πατήσεις θα σε καρφώσουν.
Βγάζει αργά τα γυαλιά και τα σκουπίζει μ’ ένα χαρτομάντιλο
που βρίσκει στην τσέπη του. Τα ξαναφοράει και παρατηρεί
με άγριο βλέμμα τον Μάρκο που δείχνει σαν χαμένος.
«Βρήκαμε στο υπόγειο του σπιτιού σας ξεραμένα μικρά
ιστοτεμάχια, που σύμφωνα με τα εγκληματολογικά
εργαστήρια ανήκουν στην άτυχη μητέρα του παιδιού σου.
Κατηγορείσαι πλέον και για το φόνο της Ματίνας, Φάνη. Θα
μου πεις πού την πέταξες;» του λέω με φωνή σβησμένη από
τη συγκίνηση.
Μου ρίχνει μια φονική ματιά και σε δευτερόλεπτα αλλάζει
ύφος και με κοιτάζει με απορία.
«Πώς θα κατηγορηθώ για φόνο τη στιγμή που δεν υπάρχει
πτώμα; Κάποιο λάθος έχει γίνει. Για ψάξ’ το λίγο καλύτερα.
Και τώρα θα μου επιτρέψετε...»
Γυρνάει την πλάτη και βγαίνει γρήγορα από το γραφείο. Ο
Μάρκος τον ακολουθεί με το κεφάλι σκυφτό. Ο Σωτήρης μου
λέει να φύγουμε ήσυχα γιατί τα πράγματα αγριεύουν.
«Τι αλαζόνας, Θεέ μου. Αυτός εκτός των άλλων πρέπει να
πάσχει και από ναρκισσιστική διαταραχή. Τι νόμιζε; Ότι θα
ερχόμουν εδώ για ν’ ακούσω το παραμυθάκι του;»
Μαζεύει την κάμερά του με ευλάβεια και προσπαθεί να
μιλήσει στον ασύρματο με το συνεργείο, αλλά δεν έχει σήμα.
Εκνευρίζεται και αρχίζει την γκρίνια.
«Να γιατί έχω ζητήσει ασύρματους VHF, για κάτι τέτοιες
δουλειές. Αλλά η παραγωγή με το πάσο της».
«Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Τελείωσες με την κάμερα να
πηγαίνουμε γιατί πάγωσα; Γκόμενα να ήταν, δεν θα την
πρόσεχες τόσο».
Σηκώνομαι από την καρέκλα του γραφείου και τότε
παρατηρώ το μάτι της κάμερας απέναντί μου, πάνω από την
πόρτα. Τόση ώρα μάς παρακολουθούσαν για να έχουν τον
απόλυτο έλεγχο; Μπα, μάλλον για μόνιμη εγκατάσταση μου
φαίνεται. Τι διάβολο γίνεται σ’ αυτό το δωμάτιο; Σε τι
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 163
_

χρησιμεύει;
Βγαίνουμε ακολουθώντας τον στενό διάδρομο και
βρισκόμαστε πάλι στο μπαρ. Δυο παρέες πελατών έχουν
απομείνει και τα πίνουν, και οι γυναίκες έχουν εξαφανιστεί.
Ο Απέργης κάθεται στην ίδια θέση στο μπαρ με την πλάτη
γυρισμένη σ’ εμάς και ο Μάρκος δίπλα του όρθιος κάτι του
λέει με απολογητικό ύφος. Υπάρχει ένταση στην κουβέντα
τους, γιατί εκείνος βαράει το χέρι του στον πάγκο και στο
βλέμμα του φίλου του εμφανίζεται ο φόβος. Βλέπω τον
Μάρκο να τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη προσπαθώντας να
γελάσει και τον Απέργη να του αρπάζει το χέρι και να το
τινάζει μακριά του. Όταν μας βλέπει, έρχεται μουδιασμένος
προς το μέρος μας, και αυτός του φωνάζει αγριεμένος,
χτυπώντας το σκαμπό δίπλα του.
«Πού πας; Κάτσε εδώ!»
«Πρέπει να συνοδέψω τα παιδιά έξω και θα ξανάρθω. Δεν
είναι σωστό», του απαντά και μας ακολουθεί.
«Εμείς οι δυο θα τα ξαναπούμε, γιατί αφήσαμε κάτι στη
μέση», μου λέει ο Απέργης χωρίς να με κοιτάξει.
Βγαίνουμε έξω στο δρόμο και παίρνουμε βαθιές ανάσες. Η
βροχή έχει σταματήσει, αλλά ο παγωμένος αέρας φυσά
αγριεμένος. Οι μπράβοι αυτή τη φορά μάς κόβουν άγρια
από πάνω μέχρι κάτω. Εκείνος που πριν από δυο ώρες με
συνόδευε με ευγένεια ανοίγει τώρα με τρόπο το μπουφάν
του για να δω το σιδερικό στη ζώνη του. Τον αγνοώ και
τους καλημερίζουμε, γιατί η ώρα είναι περασμένες πέντε. Ο
Μάρκος με πιάνει από το μπράτσο αναστατωμένος, με
τραβάει σε απόσταση από αυτούς και μου λέει σιγά:
«Έπινε από νωρίς και είναι τύφλα. Αγρίεψε μαζί μου γιατί
δεν τον απέτρεψα απ’ αυτή τη συνάντηση. Δεν έχει μάθει να
χάνει, ειδικά από γυναίκες».
«Θα τα βρείτε εσείς, είστε φιλαράκια. Μην ανησυχείς».
«Μου είπε και κάτι σοβαρό που σε αφορά».
«Όπως;»
«Ότι θα σε πετάξει στα σκουπίδια, όπως έκανε με τη
164 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

Ματίνα».
Τον κοιτάζω σοκαρισμένη με το στόμα ανοιχτό, ενώ ο
Σωτήρης, που δεν έχει ακούσει τη συζήτηση, μου φωνάζει να
φύγουμε. Ο Μάρκος επιμένει και με κρατά εκεί.
«Σου μιλάω μπέσα, έχω πάθει με την ομολογία του και θα
σκεφτώ τι θα κάνω. Μ’ αυτά που του είπες ότι βρήκες για
τις δυο γυναίκες, κατάλαβα τελικά πόσο επικίνδυνος είναι».
«Μίλα με την Ασφάλεια, ρε Μάρκο. Αν δεν σε δένει κάτι
άλλο μαζί του, κάν’ το, ρε γαμώτο μου! Για την ψυχή αυτής
της γυναίκας, μήπως βρεθεί και γαληνέψει».
Με κοιτάει έντονα με τα θολά του μάτια και με χαιρετάει.
«Να προσέχεις».
Ο θόρυβος από τον ασύρματο που καλεί επίμονα με
επαναφέρει στην πραγματικότητα, γιατί έχω θορυβηθεί μ’
αυτά που άκουσα από το φίλο του καταζητούμενου κι από
τον τρόπο που μου τα είπε. Η διακεκομμένη λόγω παρεμβολών
συνομιλία είναι κουραστική αλλά αποκαλυπτική.
«Σωτήρη, μ’ ακούς;»
«Έλα, Γιώργο, ερχόμαστε. Όλα καλά εκεί;» τον ρωτάει ο
Σωτήρης και τρέχει για να μην τον ακούσουν άλλοι
περίεργοι.
«Κάτι γίνεται εδώ, μεγάλε. Μάλλον ετοιμάζουν ντου στο
μπαρ για να τον συλλάβουν. Πέρασε ένα αυτοκίνητο της
Ασφάλειας με συμβατικά νούμερα και μας έκανε έλεγχο. Ο
αξιωματικός με ρώτησε τι περιμένουμε. Είπα ότι είμαστε σε
αποστολή για το “Τούνελ” και ήθελε να μάθει αν είναι και η
Αγγελική μαζί. Είπα την αλήθεια».
«Το κατάλαβαν οι μπάτσοι ότι κάτι κινείται με τον
καταζητούμενο και μας ακολούθησαν. Πώς δεν τους πήραμε
χαμπάρι; Τρέξε, Άντζελα, γιατί θα ’χουμε ιστορίες εδώ και δεν
παίζουμε μ’ αυτά».
Φτάνουμε γρήγορα στο αυτοκίνητο του συνεργείου και
μπαίνουμε μέσα την ώρα που δυο σκούρα αυτοκίνητα της
ασφάλειας και ένα ασημί περνούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα από
μπροστά μας. Ο Σωτήρης παίρνει κάποια πλάνα από το
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 165
_

ανοιχτό παράθυρο. Ο Γιώργος βάζει μπρος, και τη στιγμή που


απομακρυνόμαστε από το δρόμο, ακούμε τον πρώτο
πυροβολισμό και αμέσως μετά τον δεύτερο.
ΑΘΗΝΑ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2015

Δέκα χρόνια μετά

Α ΠΟ ΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ πατζούρια του υπνοδωματίου μου


μπαίνει το φως του ήλιου εκτυφλωτικό. Αυτοί οι ρυθμοί
ζωής δεν παίζονται. Να κοιμάμαι πρωί και να ξυπνάω
μεσημέρι. Ευτυχώς που δεν συμβαίνει συχνά, παρά μόνο τις
μέρες της εκπομπής. H ώρα πήγε δύο, πρέπει να σηκωθώ, να
πιω έναν καφέ για να συνέλθω από το ξενύχτι, αλλά μια
αδιόρατη ανησυχία με καθηλώνει στο κρεβάτι. Έχω ένα
προαίσθημα ότι σήμερα κάτι θα συμβεί. Η χθεσινή εκπομπή
ήταν σκληρή, με ανατροπές και μεγάλη ένταση, τι εξελίξεις
όμως θα έχει; Γιατί αυτή η αγωνία;
Ο φιλήσυχος νεαρός που αναζητούσαμε στη Σαντορίνη, ο
Παναγιώτης, παραμένει αγνοούμενος μήνες τώρα. Από την
αρχή κάτι δεν μου έδενε με τον κολλητό του φίλο, τον
Βασίλη. Μάρτυρας έλεγε ότι τον είδε να μεταφέρει με τη
μηχανή του τον άτυχο νέο, κι αυτός το αρνιόταν πεισματικά.
Το πώς τον πιάσαμε μετά τα μεσάνυχτα στον αέρα να λέει
ψέματα είναι ασύλληπτο. Προσπαθούσε να πουλήσει μέσω
διαδικτύου τη μηχανή του και τον τσάκωσε ο συνεργάτης
μου που παρακολουθεί τις κινήσεις του κυβερνοχώρου. Λίγα
λεπτά πριν ο Βασίλης μου έλεγε στο τηλέφωνο, ζωντανά
στην εκπομπή, ότι τη μηχανή δεν την δίνει σε κανέναν, γιατί
είναι η αγαπημένη του, η γκόμενά του. Για να την πουλάς,
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 167
_

βρε παιδάκι μου, κρυφά, κάτι θέλεις να κρύψεις. Μήπως το


γενετικό υλικό του αγνοούμενου που μετέφερες και
εξαφάνισες; Η συμπεριφορά του, η δράση του και το προφίλ
του μαρτυρούσαν τα ψεύτικα σενάρια που έλεγε στις Αρχές
του νησιού και στη μητέρα του φίλου του.
Αναστενάζω βαθιά με τη διαπίστωση της πικρής αλήθειας. Ο
τύπος, αλλοδαπός και σκληρό καρύδι, είπε τελικά στους
αστυνομικούς ότι ο φίλος του τραυματίστηκε θανάσιμα σ’
έναν καβγά που είχαν, και για να μην μπλέξει, τον πέταξε
στη χωματερή όπου καταλήγουν τα σκουπίδια του νησιού.
Μετά άλλαξε την κατάθεσή του, γιατί τάχαμου έκανε
πλάκα, και επέμενε ότι το φιλαράκι του ζει και είναι με
γκόμενα στο εξωτερικό, εκδοχή που ερευνήσαμε και έπεσε
στο κενό.
Με τα στοιχεία που βρήκαμε χθες, και με όσα έχουν
συγκεντρώσει οι Αρχές, βλέπω να τον τυλίγουν γρήγορα,
αλλά αν έκρυψε το πτώμα του Παναγιώτη στη χωματερή,
δεν θα βρεθεί ποτέ. Τι αγριότητα, Θεέ μου. Πώς πετάνε έτσι
στα σκουπίδια μια ανθρώπινη ζωή;
Σηκώνομαι με το ζόρι από το κρεβάτι και με τη σκέψη του
γλυκού αγοριού της Σαντορίνης να με βαραίνει. Όσο περνούν
τα χρόνια στο «Τούνελ», συνειδητοποιώ ότι πολλές
υποθέσεις έχουν κοινά στοιχεία με άλλες πολύκροτες. Λες
και κάποια αρρωστημένα μυαλά τις αντιγράφουν και τις
επαναλαμβάνουν. Από τη Σαντορίνη ξεκίνησε πριν από δέκα
χρόνια και η απίστευτη ιστορία της Ματίνας Ράλλη, της
νεαρής μητέρας που την κομμάτιασε και την εξαφάνισε ο
σύντροφός της στη Γλυφάδα. Ούτε το δικό της πτώμα
βρέθηκε ποτέ, αλλά αυτός καταδικάστηκε σε ισόβια
κάθειρξη. Σε άλλο δικαστήριο που έγινε εδώ στην Ελλάδα,
του επιβλήθηκε η ίδια ποινή και για την Αυστριακή σύντροφό
του Έρικα Μάγιερ, που την είχε εκτελέσει στο Γκρατς. Δεν
παραδέχτηκε τις δολοφονίες των δύο γυναικών του και δεν
είπε ούτε μία λέξη συμπάθειας γι’ αυτές.
Φοράω μια άνετη φόρμα και τα ζεστά μποτάκια μου και
168 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

κατεβαίνω στην κουζίνα. Στη σκέψη μου ζωντανεύει η


περιπετειώδης νύχτα στο μπαρ της Τρούμπας, όπου
συνάντησα εκείνον τον σκληρό κακοποιό, τον Φάνη Απέργη.
Όταν φύγαμε, έπεσε πιστολίδι στο καταγώγιο. Ο
προϊστάμενος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών είχε καταλάβει
ότι θα συναντούσα τον καταζητούμενο δολοφόνο μετά την
εκπομπή. Μας ακολούθησε με τους άντρες του διακριτικά,
και στις δύο ώρες που κράτησε η συνέντευξη έστησε μια
επιχείρηση αιφνιδιασμού. Οι μπράβοι του μαγαζιού
πυροβόλησαν για να καθυστερήσουν τους αστυνομικούς
ώστε να φυγαδεύσουν τον Απέργη. Οι άντρες της Ασφάλειας
όμως ήταν προετοιμασμένοι κατάλληλα. Είχαν κυκλώσει το
τετράγωνο και όταν ο Απέργης προσπάθησε να διαφύγει με
αυτοκίνητο από το υπόγειο γκαράζ, τον έκλεισαν και υπό
την απειλή των όπλων τον ανάγκασαν να βγει. Ο φαντομάς,
βλέποντας ότι παγιδεύτηκε σαν τον ποντικό στη φάκα,
έβγαλε την περούκα και ό,τι άλλο ψεύτικο είχε πάνω του
και παραδόθηκε με σκυφτό κεφάλι. Ευτυχώς που δεν
υπήρξαν θύματα από την ανταλλαγή πυροβολισμών.
«Κυρία Αγγελική, εγώ θα φύγω. Όλα είναι εντάξει και το
φαγητό στο φούρνο».
Η Λίντι, η γυναίκα που με βοηθάει εδώ και χρόνια, παίρνει
το ρεπό της και εγώ θα μείνω μόνη στο άδειο σπίτι. Τόσο
καιρό χωρισμένη και δεν έτυχε να ξαναφτιάξω, όπως μου
λένε όλοι, τη ζωή μου. Πόσο κουραστικό είναι να σου
ζαλίζουν οι απέξω συνέχεια τα αφτιά με το ίδιο τροπάριο.
«Περνάω και μόνη μου καλά και δεν γουστάρω να με
πρήζετε με το ίδιο θέμα», τόνισα αμέτρητες φορές στους
δικούς μου, μέχρι που το πήραν απόφαση και σταμάτησαν
το κήρυγμα. Από τότε που χώρισα το μόνο που άλλαξα είναι
το σπίτι όπου ζω μόνη, αφού ο γιος μου μετά τις σπουδές
του παρέμεινε στην Αμερική για να εργαστεί σαν
σκηνοθέτης κινηματογράφου.
«Ο Βαν δεν έφαγε. Κάθεται στον κήπο, κάτω από το
δέντρο. Προσπαθώ να τον βάλω μέσα γιατί έχει πολύ κρύο,
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 169
_

μα δεν έρχεται».
Το αγαπημένο μου λυκόσκυλο, το ένα από τα δύο που με
συντροφεύουν χρόνια τώρα στις μοναχικές ώρες, είναι
άρρωστο από το καλοκαίρι. Καταφέραμε με χειρουργείο να
τον συνεφέρουμε, αλλά με το που έπιασαν τα κρύα βάρυνε
πάλι.
«Θα τον φροντίσω εγώ, γλυκιά μου, φύγε εσύ. Καλή
ξεκούραση».
Με την κούπα του αχνιστού καφέ στο χέρι, βγαίνω στον
κήπο. Η Κάρμεν, η σύντροφος του Βαν, τον παρακολουθεί
λυπημένη από μακριά. Τον πλησιάζω, χαϊδεύω το καφετί
του τρίχωμα και του μιλάω τρυφερά. Καμία αντίδραση.
Προσπαθώ να του δώσω το φαγητό του και ο μέχρι χθες
φαγάνας σκύλος ούτε το βλέπει. Τον τραβάω προσεκτικά
και με δυσκολία προς το σαλόνι, κοντά στο αναμμένο τζάκι,
κάθομαι απέναντί του στο χαλί και με κοιτάζει με μια
απέραντη θλίψη. Παίρνω τηλέφωνο τον κτηνίατρο και ζητάω
απεγνωσμένα τις συμβουλές του. Τις ακολουθώ πιστά και τον
βλέπω να παίρνει τα πάνω του. Η Κάρμεν μπαίνει μέσα,
κάθεται δίπλα του και με τα μπροστινά της πόδια τον
αγκαλιάζει. Σκύβει πάνω του και μένει εκεί ακίνητη. Σηκώνει
το κεφάλι και την κοιτάζει με το ίδιο θλιμμένο βλέμμα και
μετά χώνει τη μουσούδα του μπρος στα απλωμένα του πόδια.
Συγκινούμαι από την εικόνα που βλέπω. Δεκαέξι χρόνια μαζί.
Ζευγάρωσαν, γέννησε τα κουτάβια του και ήταν πάντα η
σκιά του. Μπροστά ο Βαν ο αρχηγός και πίσω η αθόρυβη
σύντροφος. Η Κάρμεν τον αφήνει, με κοιτάζει με πόνο και
βγαίνει πάλι έξω αργά και με σκυφτό κεφάλι.
Μένω μόνη με το σκύλο μου και την αγαπημένη μου
συγγραφέα Π. Ντ. Τζέιμς στην Αίθουσα Φόνων. Κάποια
στιγμή ο Βαν τινάζεται, σηκώνεται και ξαπλώνει στα πόδια
μου.
«Μπράβο το αγόρι μου. Τι δυνατός που είναι ο Βανάκος
μου», του λέω και τον χαϊδεύω.
Ανοίγει τα μάτια του, με κοιτάζει με λατρεία και μετά τα
170 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

κλείνει. Μου παίρνει κάμποσο για να καταλάβω ότι αυτά τα


έξυπνα και παιχνιδιάρικα μάτια σφάλισαν για πάντα.
«Βαν, κόψε την πλάκα», του λέω ενώ τον σκουντάω λες
και απευθύνομαι σε άνθρωπο. Τα χάνω. Μουδιάζω.
«Πάει ο μάγκας μου. Έφυγε», μονολογώ κλαίγοντας, για να
μπορέσω να το συνειδητοποιήσω.
Έμεινα εκεί στον καναπέ ακίνητη, με τις φλόγες στο τζάκι
να σιγοσβήνουν και τον τετράποδο φίλο μου νεκρό, μπρος
στα πόδια μου. Στο γιο μου, που του είχε μεγάλη αδυναμία,
μετέφερα την είδηση της απώλειας κλαίγοντας, και ο ήχος
της σιωπής του ήταν εκκωφαντικός.
Η Κάρμεν, από εκείνη τη νύχτα του Σαββάτου που ένιωσε
ότι ο σύντροφός της έφυγε, βυθίστηκε στη θλίψη και λίγους
μήνες μετά πέθανε κι αυτή. Με το χωρισμό μου, τη φυγή του
παιδιού μου στο εξωτερικό και το θάνατο των δύο
τετράποδων της οικογένειας, το ένιωσα βαθιά πόσο γρήγορα
και επώδυνα έκλεισε ένας κύκλος.

Μια μέρα μετά το θάνατο του Βαν, Κυριακή απόγευμα, δεν


ήθελα ούτε να δω ούτε να ακούσω άνθρωπο. Με έψαχναν
όμως με επιμονή στα τηλέφωνα και αναγκάστηκα κάποια
στιγμή να απαντήσω. Ο Τάκης, ο συνεργάτης μου, με ρώτησε
ανήσυχος αν είμαι καλά.
«Πέθανε ο Βαν μου. Και αν δεν είναι κάτι σοβαρό, άσε
καλύτερα να τα πούμε αύριο».
«Ωχ, λυπάμαι, αλλά πρόκειται για κάτι ιδιαίτερο».
«Πες μου».
«Θυμάσαι εκείνον τον τύπο που σε πήγε τη νύχτα της
εκπομπής στο μπαρ της Τρούμπας; Σε γυρίζω δέκα χρόνια
πίσω τώρα, στην υπόθεση της Ματίνας Ράλλη».
«Είναι δυνατόν να μη θυμάμαι; Χθες την σκεφτόμουν, με
αφορμή το νέο θρίλερ της Σαντορίνης. Λες για το φίλο του
Απέργη. Να δεις πώς τον έλεγαν...»
«Μάρκο. Μάρκο Αυγερινό».
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 171
_

«Ναι, αυτός. Γιατί ρωτάς;»


Σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Συμβαίνει κάτι;»
«Μεταφέρθηκε σοβαρά τραυματισμένος στο Κρατικό
Αθηνών».
«Πώς χτύπησε; Κι εσύ από πού το έμαθες;»
Δεύτερη παύση του Τάκη, που δείχνει ότι κάτι δεν πάει
καλά.
«Δέχτηκε επίθεση νύχτα, ενώ έμπαινε στην πολυκατοικία
όπου μένει, στα Πατήσια. Τον χτύπησαν δυο άντρες με
μαχαίρι και λοστό».
«Α, τον καημένο. Κρίμα. Μακάρι να πάει καλά. Δεν είναι
κακός άνθρωπος, και βοήθησε πολύ σ’ εκείνη την ιστορία. Οι
παρέες που έκανε ήταν κακές, με πρώτο και καλύτερο τον
Απέργη. Αν και τελευταία τα ’χαν σπάσει επειδή κατέθεσε
στην Ασφάλεια εναντίον του».
«Δεν έχει συνέλθει για να πει ποιοι τον χτύπησαν, αλλά
υπάρχει υλικό από κάμερες της γειτονιάς και το εξετάζει η
αστυνομία».
«Τα Πατήσια είναι πυκνοκατοικημένη περιοχή. Δεν βρέθηκε
κάνας μάρτυρας να πει αν είδε ή άκουσε κάτι;»
«Υπάρχει κάποιος που βρισκόταν στο μπαλκόνι του στον
πρώτο όροφο εκείνη την ώρα. Λέει ότι άκουγε τον έναν από
τους δυο να του μιλάει ενώ τον μαχαίρωνε».
«Τι του έλεγε;»
Πάλι σιωπή. Ο Τάκης παίζει με τον πόνο μου σήμερα.
«Αν άκουσε καλά ο μάρτυρας, του είπε “Πάρε κι αυτή. Σου
τη χρωστάμε από τότε που μας κάρφωσες στην τηλεόραση
σ’ εκείνη τη βρόμα».
Βουβαμάρα, από την πλευρά μου αυτή τη φορά. Παγωνιά.
Μάλλον ξέχασα να ανάψω τη θέρμανση.
«Οι αστυνομικοί στα Πατήσια δείχνουν βέβαιοι ότι το
οργάνωσε ο Απέργης μέσα από τις φυλακές, γιατί τον είχε
απειλήσει. Ήταν φίλοι παλιά και είχαν διαφορές».
Πρέπει να μιλήσω, να πω κάτι, να με ακούσω.
172 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

«Μου είχε κάνει εντύπωση που στη διαδρομή για το μπαρ,


εκείνη τη νύχτα, μου τον είχε δώσει ανοιχτά. Τον είχε
κατηγορήσει και για εμπόριο ναρκωτικών, με ντίλερ εκείνη
την τύπισσα, τη Ρόζα, που δεν κατάφεραν να την
συλλάβουν».
«Πέρα απ’ αυτό, τι άλλο σου είχε πει τότε που το έμαθε ο
Απέργης και το θεώρησε βαρύ κάρφωμα; Θυμάσαι;»
Αν θυμάμαι με ρωτάει. Ξεχνιέται αυτό; Ακόμα ηχεί στα
αφτιά μου η φωνή του Μάρκου, έξω από εκείνο το
καταγώγιο, να μου λέει «Πρόσεχε, γιατί ο Απέργης μου είπε
ότι θα σε πετάξει στα σκουπίδια, όπως έκανε με τη Ματίνα».
Φέρθηκε αντρίκεια πάντως. Πήγε στην αστυνομία και το
κατέθεσε χωρίς να το γνωρίζω, και τον πήρα αργότερα
τηλέφωνο να τον ευχαριστήσω.
«Αφού ξέρεις, βρε Τάκη, και το ξέρει και η Ασφάλεια που
του έτριξε τα δόντια τότε του Απέργη. Τον στρίμωξαν άγρια
με τη μαρτυρία για τη Ματίνα και τα σκουπίδια, που δεν
παραδέχτηκε ότι το είπε, όπως και για τις απειλές εναντίον
μου. Αλλά πέρασαν δέκα χρόνια. Τώρα το θυμήθηκε ότι ο
Μάρκος τον κάρφωσε; Είναι δυνατόν να έχει ο Απέργης
μπράβους μέσα από τις φυλακές; Γιατί δεν τον ψάχνουν;»
«Ε, κάτι κάνουν φαντάζομαι».
«Να σου πω... γιατί τα πήρα τώρα. Ψάξε εσύ να δεις σε
ποιες φυλακές είναι. Νομίζω στον Κορυδαλλό βρισκότανε,
γιατί τον είχα πάρει τηλέφωνο μήπως μου έλεγε μετά από
τόσα χρόνια πού είχε πετάξει τη Ματίνα. Θυμάσαι πέρσι που
ξανακάναμε ρεπορτάζ για το παιδί της και την οικογένειά
της;»
«Ναι, θυμάμαι. Και αν τον βρω, τι να του πω;»
«Να τον ρωτήσεις ανοιχτά αν έχει σχέση με την επίθεση
στον Μάρκο, όπως πιστεύει η αστυνομία».
«Σιγά μη μιλήσει».
«Χάνουμε κάτι; Όχι. Ψάξε και πες μου».
Η νύχτα πέφτει βαριά και παγωμένη και με βρίσκει
φορτωμένη με πολλές και βασανιστικές σκέψεις. Μια ζωή
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 173
_

στο κυνήγι του εγκλήματος, στην εξιχνίαση μυστηρίων και


στην αναζήτηση αγνοουμένων. Ξεκίνησα νεαρή για την
πλάκα μου, πλέκοντας μυστήρια με τη φαντασία μου και
λύνοντας γρίφους στις παρέες, και κατέληξα στο «Τούνελ»,
να απειλούμαι ανοιχτά από εγκληματίες. Πόσες φορές δεν
σκέφτηκα να ρίξω νερό αντί για λάδι στη φωτιά, να τα
παρατήσω και να φύγω, να ξενιτευτώ όπως ο γιος μου. Να
αναζητήσω άλλη ζωή, να περιπλανηθώ σε δρόμους
φωτεινούς, χωρίς σκοτεινά τούνελ. Είναι πολλές οι
αρρώστιες και ανοιχτά τα τραύματα των ανθρώπων.
Γιατρεύονται τα αγιάτρευτα; Κι όμως, δεν φεύγω. Μένω
πιστή, υποτάσσοντας τα όνειρά μου στο ασίγαστο πάθος μου
για απόδοση δικαίου, για προσφορά στο συνάνθρωπο που
αγωνιά και υποφέρει.
Ξαπλώνω στον καναπέ να ηρεμήσω και τυλίγομαι με μια
ζεστή κουβέρτα. Προσπαθώ να αδειάσω από τα αρνητικά
που με πνίγουν και να χαλαρώσω. Βάζω το cd με τις
αγαπημένες Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι και κλείνω απαλά
τα μάτια.

Τι βροχή είναι αυτή που έπιασε ξαφνικά; Πώς μου ’ρθε να


πάω στα μαγαζιά τόσο αργά, χωρίς ομπρέλα, αφού έβλεπα
από νωρίς τα σύννεφα να μαυρίζουν; Δεν μπορούσα να
παρκάρω πιο κοντά; Θα γίνω παπί μέχρι να φτάσω στο
αυτοκίνητο.
Ψάχνω γύρω μου κάνα υπόστεγο να προστατευτώ και
βλέπω το κόκκινο φως μιας πινακίδας να αναβοσβήνει μες
στην καταιγίδα, σαν να μου στέλνει ένα σήμα που αδυνατώ να
ερμηνεύσω. Πλησιάζω και διαβάζω στην ταμπέλα, «Ο τρίτος
άνθρωπος». Δίπλα στα γράμματα είναι σχεδιασμένη μια
σκοτεινή ανδρική φιγούρα με καμπαρντίνα και καπέλο. Είναι
ένα μπαράκι που μοιάζει απόκοσμο, όλο μαύρο ξύλο και ψηλά
τζάμια που έχουν θολώσει και με εμποδίζουν να δω μέσα.
Ανοίγω την πόρτα και κάτι με τραβάει στο εσωτερικό του σαν
174 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

μαγνήτης. Βγάζω τη βρεγμένη καμπαρντίνα μου και την


ακουμπάω στην ψηλή ξύλινη καρέκλα δίπλα στο αναμμένο
τζάκι για να στεγνώσει. Κάθομαι στο μαύρο σκαμπό με το
κόκκινο βελουδένιο κάθισμα, για να παραγγείλω ένα διπλό
ουίσκι, αν και ξέρω ότι θα με ζαλίσει. Από την τζαμαρία
χαζεύω το νερό της βροχής και ακούω τον ήχο της που όσο
πάει και αγριεύει. Ψυχή δεν κυκλοφορεί έξω, ούτε καν
αυτοκίνητο. Ο εμπορικός δρόμος έχει νεκρώσει από τον
κατακλυσμό. Στο απέναντι κατάστημα η βιτρίνα σκοτεινιάζει.
Και στο διπλανό το ίδιο. Κλείνουν και τα δυο. Τινάζομαι με
τρόμο από τον κεραυνό που σκάει στο τζάμι δίπλα στη
σκοτεινή πόρτα και την φωτίζει. Έχω ανάγκη το δυνατό
ποτό μου, αλλά ο μπάρμαν είναι άφαντος. Τον ψάχνω
κοιτώντας τριγύρω μα δεν τον βρίσκω. Δεν υπάρχει
κανένας πελάτης στο μπαρ.
Κλειστό κι αυτό; Πώς δεν το πρόσεξα όταν μπήκα; Και τότε
η πόρτα πώς άνοιξε;
Οι νότες από το κλασικό Für Elise του Μπετόβεν
πλημμυρίζουν ξαφνικά το χώρο απομακρύνοντας τον
τρομακτικό ήχο της καταιγίδας. Κλείνω τα μάτια και
χαλαρώνω για να νιώσω μέσα μου τη μουσική, και όταν τα
ανοίγω, βλέπω τον πιανίστα να παίζει απαλά, με γυρισμένη
την πλάτη σ’ εμένα. Τα καστανά μαλλιά του ακουμπούν
ατημέλητα στους ώμους του. Πάνω στο πιάνο υπάρχει ένα
μακρύ κρυστάλλινο τασάκι μ’ ένα αναμμένο πούρο. Η
μουσική τελειώνει το ίδιο όμορφα όπως ξεκίνησε και ο
πιανίστας γυρίζει αργά προς το μέρος μου. Μου χαμογελάει
με μια ελαφριά υπόκλιση ευγενή. Φοράει λευκό πουκάμισο
με κόκκινο μαντίλι στο λαιμό και είναι γοητευτικός. Είμαι
σίγουρη ότι κάπου τον ξέρω και προσπαθώ να θυμηθώ.
Θέλω να τον ρωτήσω, αλλά ενώ μιλάω η φωνή μου δεν
ακούγεται.
Σηκώνεται αργά και με πλησιάζει, και ξαφνικά το μπαρ
σείεται από διαφορετικές έντονες μελωδίες που ακούγονται
όλες μαζί. Εκείνος φτάνει σ’ εμένα, το χαμόγελό του χάνεται
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 175
_

και τα υγρά μαύρα μάτια του σκοτεινιάζουν. Κάτι κρατά στα


χέρια του, όμως δεν διακρίνω τι είναι. Τον θυμήθηκα. Ο
άντρας των νεκρών γυναικών που βρήκαν δικαίωση με τους
αγώνες που δώσαμε. Βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από
μένα, κρατά πιστόλι και με σημαδεύει. Ξαφνικά ακούγεται
ένας εκκωφαντικός θόρυβος και η πόρτα του μπαρ ανοίγει
μ’ ένα δυνατό ρεύμα. Δυο λευκές γυναικείες φιγούρες, αχνές
σαν αερικά, στροβιλίζονται και πέφτουν πάνω του.
Προσπαθώ να διακρίνω στο τρεμάμενο χαμηλό φως τις
αέρινες υπάρξεις που τον σπρώχνουν μακριά μου, αλλά δεν
μπορώ. Χάνονται μέσα από το τζάμι, παίρνοντας μαζί τους
και τον σκοτεινό πιανίστα. Η βροχή τώρα σταματά, ο
δρόμος ζωντανεύει, τα μαγαζιά φωτίζονται και το μπαρ
γεμίζει χαρούμενους θαμώνες. Οι μελωδίες εξακολουθούν να
ακούγονται δυνατές.

Είναι τα τηλέφωνα δίπλα μου που χτυπούν το ένα μετά το


άλλο και το cd με τις Τέσσερις Εποχές που τώρα παίζει το
«Καλοκαίρι». Τι σημαδιακό όνειρο ήταν αυτό; Να είναι από τα
γνωστά που βλέπω κατά καιρούς και προμηνύουν διάφορα
γεγονότα ή επηρεάστηκα από τα νέα που άκουσα πριν;
Πίνω μια γουλιά από τον καφέ μου που έχει κρυώσει και
απαντώ στο τηλέφωνο του σπιτιού που εξακολουθεί να
χτυπάει. Είναι πάλι ο Τάκης και ακούγεται ταραγμένος.
«Σε ξύπνησα; Με συγχωρείς, αλλά είναι κάτι επείγον και
σοβαρό».
«Τον βρήκες;»
«Με τα τηλεφωνήματα από τον ένα χώρο στον άλλον
ανακάλυψα κάτι εξοργιστικό, που δείχνει πόσο ξέφραγα
αμπέλια είναι οι φυλακές μας και πόσο ανεύθυνοι κάποιοι
αστυνομικοί σε νευραλγικές υπηρεσίες».
«Λέγε, παιδί μου, και μη με σκας».
«Ο Φάνης Απέργης απέδρασε».
Με το ξάφνιασμα και μια απότομη κίνηση που κάνω, μου
176 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

πέφτει το τηλέφωνο από το χέρι και σκύβω να το πιάσω


παρασύροντας την κούπα του καφέ, που χύνεται στον λευκό
καναπέ μου.
«Να πάρει και να σηκώσει! Τι μου είπες, βρε Τάκη;»
«Ότι απέδρασε ο Απέργης».
«Και πώς την πετάς, αγόρι μου, τέτοια βόμβα έτσι ξαφνικά;»
«Γιατί, πώς ήθελες να σ’ το πω;»
«Είναι γεγονός; Είσαι σίγουρος;»
«Έχει αποδράσει εδώ κι ένα μήνα».
«Α, τόσο καλά...»
«Η αστυνομία το γνωρίζει, και αντί να σε ενημερώσει να
λάβεις τα μέτρα σου, το κρύβει πιστεύοντας ότι θα τον
πιάσει αθόρυβα. Ήταν ο ένας από τους δύο που επιτέθηκαν
στον Μάρκο. Τον κατέγραψε μια κάμερα και τον
αναγνώρισαν, αν και ήταν μεταμφιεσμένος. Και δεν είναι
μόνο αυτή η επίθεση».
«Έχει κι άλλη;»
«Σε μια πουτάνα πολυτελείας σε σουίτα κεντρικού
ξενοδοχείου στην Αθήνα, που σώθηκε από θαύμα. Την
βασάνισε την κοπέλα και άκου ανωμαλία. Την στόλισε με
λευκά κρίνα. Και σ’ αυτή την επίθεση χρησιμοποίησε πλαστά
στοιχεία και έγινε καπνός».
«Και πώς τον εντόπισαν;»
«Από τα αποτυπώματα».
Δέκα χρόνια μετά, και είναι σαν να γυρνάμε πίσω στην
αρχή, έξω από το μπαρ «Χαβάη» της Τρούμπας. Εκεί που ο
φίλος του Απέργη με προειδοποίησε για τις προθέσεις του.
Ο ήχος του τηλεφώνου με βγάζει από το ταξίδι στο χρόνο.
Είναι το προσωπικό μου και με καλούν με απόκρυψη. Να το
σηκώσω;
«Παρακαλώ».
Το τηλεφώνημα είναι βουβό.
«Λέγετε;»
Κανείς δεν απαντά. Στήνω το αφτί καλύτερα και ακούω μια
βαριά ανάσα από την άλλη πλευρά της γραμμής. Πιάνω και
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 177
_

εξωτερικούς ήχους. Ένα αυτοκίνητο που περνά και δυνατό


αέρα. Είναι σε δρόμο αυτός που καλεί, από καρτοτηλέφωνο
ή από κινητό. Εξακολουθώ να ρωτάω ποιος είναι και
παρακολουθώ τις κάμερες ασφαλείας. Βλέπω δυο άντρες να
κόβουν βόλτες έξω απ’ το σπίτι μου. Ο ένας, που φοράει
σκούφο και έχει σηκώσει το γιακά του μπουφάν του,
πλησιάζει προς την πόρτα μου. Έχει το ύψος του δραπέτη και
το σουλούπι του είναι ίδιο. Κλείνω το κινητό και παίρνω το
πιστόλι μου. Το απασφαλίζω με απίστευτη ψυχραιμία και με
τα μάτια κολλημένα στην κάμερα, ενώ παράλληλα
ετοιμάζομαι να πατήσω το σήμα κινδύνου. Ο άντρας με το
σκούφο σηκώνει το κεφάλι, κοιτάζει την κάμερα και με
χαιρετάει χαμογελώντας. Είναι ο αστυνομικός της ομάδας
που ανέλαβε πρόσφατα τη φύλαξή μου. Αυτό έγινε μετά
από επιμονή άλλων, και κυρίως του γιου μου, γιατί εγώ δεν
ήθελα μέτρα ασφαλείας. Με το χαιρετισμό μού έδωσε σήμα
ότι ξεκίνησε τη βάρδια του. Ανασαίνω με ανακούφιση, αλλά
νιώθω πολύ θυμωμένη από τις αρνητικές εξελίξεις με τον
επικίνδυνο κακοποιό. Τέτοιος σκληρός αγώνας για να
συλληφθεί, και να δραπετεύσει με τόση ευκολία,
συνεχίζοντας ανενόχλητος την εγκληματική του δράση; Ε,
όχι! Αυτό δεν πρόκειται να το αφήσω έτσι.
ΑΘΗΝΑ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2015

Αυλαία

Ο ΚΟΣΜΟΣ πληροφορήθηκε την απόδραση του Απέργη από


την εκπομπή και ξεσηκώθηκε. Η κινητοποίηση των
τηλεθεατών δεν περιγράφεται. Όταν έμαθαν και για τις
απειλές εναντίον μου, εξέφρασαν την ανησυχία τους και
ήθελαν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν. Το συγκινητικό
ενδιαφέρον των απλών ανθρώπων με όπλισε με δύναμη, για
να παλέψω μέχρι τέλους αυτή την αδικία.
Οι μαρτυρίες που φτάνουν στο «Τούνελ» για το δραπέτη
είναι πολλές και για όλες ενημερώνουμε την Ασφάλεια, που
εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό. Επιτέλους. Έπρεπε να γίνει
γνωστή η απόδραση για να κινηθούν δυναμικά. Η εικόνα που
μας μεταφέρουν άτομα που τον γνωρίζουν δείχνει έναν
προκλητικό Απέργη, που πιστεύει ότι κανείς πλέον δεν
μπορεί να τον τιμωρήσει. Προκαλεί και τους αστυνομικούς.
Κυκλοφορεί στα στέκια τους, για να αποδείξει ότι δεν θα
αναγνωρίσουν τον κακοποιό και θα αποδεχτούν τον
επιχειρηματία που τους συστήνεται με τον αέρα και το
προφίλ του ευγενή.
Ένας φίλος του, «πρώην αμαρτωλός» όπως μου
παρουσιάζεται, που αποφυλακίστηκε πρόσφατα, τον
φιλοξένησε στην Αίγινα. Ο Απέργης του έκρυψε την
απόδραση και του είπε ότι βγήκε με άδεια «γιατί ήταν καλό
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 179
_

παιδί» και η διεύθυνση των φυλακών τον συμπαθούσε. Μου


μεταφέρει όσα του είπε ο ίδιος για μια γνωριμία που έκανε
στην Αθήνα και συνειδητοποιώ για τι θράσος μιλάμε.
«Γνώρισε τη γυναίκα ενός αστυνομικού που υπηρετεί στην
Ασφάλεια και έκαναν παρέα».
«Παντρεμένη αυτή ή σε διάσταση;»
«Μου έλεγε ότι είναι παντρεμένη, αλλά, να σου πω την
αλήθεια, δεν τον πίστευα. Κοκορευόταν ότι είναι και φίλος με
τον άντρα της, ότι μπερδεύεται στα πόδια των μπάτσων και
δεν τον παίρνουν χαμπάρι. Μη νομίζεις ότι κυκλοφορεί και
μεταμφιέζεται όπως παλιά. Η φάτσα του δεν είναι η ίδια που
ξέραμε από τις φωτογραφίες. Μετά από δέκα χρόνια στη
στενή έχει αλλάξει».
Ένας συγγενής του, από την πλευρά της μητέρας του,
τηλεφώνησε για να μου πει ότι τον αναζήτησε ο Απέργης και
του είπε ψέματα πως αποφυλακίστηκε.
Ζήτησε μάλιστα τη βοήθειά του, «για να ξαναχτίσει τη ζωή
που του γκρέμισαν».
«Ήθελε να μεσολαβήσω για να πουλήσει την περιουσία του
στα Γιάννενα, γιατί με την αδελφή του δεν έχει σχέσεις από
χρόνια. Οι γονείς του πέθαναν και μόνο εγώ τον βοηθάω.
Έμεινε στο σπίτι λίγες μέρες και μου έλεγε ότι σκοπεύει να
ασχοληθεί πάλι με τουριστικές επιχειρήσεις».
«Σας είπε πού θα πήγαινε όταν θα έφευγε από σας;»
«Ξέρω ότι πριν από δέκα μέρες ήταν στη Σαντορίνη».
Στο νησί όπου μένουν οι γονείς και η αδελφή του δεύτερου
θύματος μαζί με το παιδί. Τη Βάλια είχα καταλάβει ότι την
μισούσε. Τι πήγε να κάνει εκεί;
«Μου είπε ότι ήθελε να πλησιάσει το παιδί του, τον
Άγγελο. Τον παρακολουθούσε στο γυμνάσιο, στο
φροντιστήριο, αλλά δεν μπόρεσε τελικά να το ξεμοναχιάσει,
γιατί συνοδευόταν πάντα από κάποιον. Στο σπίτι των
παππούδων ήταν αδύνατον να στηθεί, γιατί θα τον έπαιρνε
χαμπάρι η γειτονιά. Γύρισε αποφασισμένος να βρει άλλον
τρόπο για να τον προσεγγίσει».
180 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

«Ποιον; Σας είπε;»


«Θα του έγραφε γράμμα και θα φρόντιζε να φτάσει στα
χέρια του μέσω δικηγόρου. Μετά τον έχασα και δεν ξέρω τι
έκανε. Από εσάς έμαθα ότι δραπέτευσε και άρχισε πάλι τις
επιθέσεις».
Τα τηλέφωνα στο γραφείο χτυπούν το ένα μετά το άλλο
και οι συνεργάτες μου δεν προλαβαίνουν να απαντούν και
να σημειώνουν διευθύνσεις σε διάφορες πόλεις, όπου
κυκλοφορούν άντρες που μοιάζουν στο δραπέτη. Οι
περισσότερες πληροφορίες διασταυρώνονται από τις κατά
τόπους Αρχές, αλλά και από τα κεντρικά της Αθήνας, χωρίς
όμως αποτέλεσμα. Απογοητεύομαι. Άπιαστο πουλί ο Απέργης;
Θα ξεφεύγει μέχρι να ξαναχτυπήσει; Ποιο θα είναι το
επόμενο θύμα του;
Την πέμπτη μέρα από τη δημοσιοποίηση της απόδρασης,
και ενώ όλοι στο γραφείο είμαστε πεσμένοι από τα
αρνητικά αποτελέσματα των ερευνών, χτυπάει το τηλέφωνο
και το σηκώνει η Χαρά. Την βλέπω να τινάζεται
αλαφιασμένη, να ρίχνει την καρέκλα της στο πάτωμα και να
έρχεται τρέχοντας στο γραφείο μου.
«Είναι στο τηλέφωνο μια κυρία από τη γειτονιά σου και
λέει ότι ο Απέργης βρίσκεται εκεί. Είναι τρομοκρατημένη και
θέλει να σου μιλήσει».
Μου ’ρχεται ταμπλάς. Μόνο αυτό δεν περίμενα.
«Τι πράγμα; Στη γειτονιά μου; Έχει γούστο να μπει και στο
σπίτι μου. Πέρασέ μου τη γραμμή γρήγορα».
«Αγγελική, γεια σου, είμαι η Σοφία. Μένω απέναντι από
την παιδική χαρά, στη γειτονιά σου».
Προσπαθώ να θυμηθώ ποια είναι η Σοφία, αλλά δεν μου
λέει τίποτα το όνομα.
«Δεν έχει τύχει να γνωριστούμε. Άκου όμως γιατί σε
παίρνω. Ο τύπος που ψάχνεις, αυτός ο δραπέτης, είναι
εδώ».
Μου δίνει την πληροφορία λαχανιασμένη, φοβισμένη.
«Όταν λες εδώ, πού ακριβώς;»
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 181
_

«Στην παιδική χαρά. Κάθεται σ’ ένα παγκάκι αραχτός και


διαβάζει εφημερίδα. Είχα βγάλει την κόρη μου βόλτα και
νόμισα στην αρχή πως είναι πατέρας κάποιου παιδιού. Μετά
τον πρόσεξα καλά και τον αναγνώρισα. Έκανε πως διάβαζε
και παρατηρούσε το σπίτι σου. Είναι αυτός, δεν κάνω λάθος.
Χριστούλη μου, παίζουν και παιδάκια τώρα εκεί. Τι να
κάνω, να πάρω την Άμεση Δράση;»
«Ηρέμησε, κοπέλα μου. Μη φοβάσαι. Θα τους ενημερώσω
εγώ. Πρόσεξες πώς είναι, τι φοράει;»
«Έχει κοντά άσπρα μαλλιά και φοράει γυαλιά. Μαύρο
παντελόνι και μπουφάν δερμάτινο καφέ, κλειστό μέχρι το
λαιμό. Είμαι σίγουρη γιατί έχω παρατηρητικότητα».
«Πόση ώρα είναι εκεί;»
«Έχει κάνα μισάωρο. Από τις τέσσερις και μισή. Πήγα προς
το σπίτι σου δήθεν για βόλτα, για να ενημερώσω τον
αστυνομικό που έχεις, αλλά δεν τον είδα».
«Είναι μαζί μου. Εντάξει, Σοφία, σ’ ευχαριστώ πολύ για το
ενδιαφέρον σου και θα τα πούμε από κοντά. Να ’σαι καλά,
γλυκιά μου».
Κλείνω το τηλέφωνο και σχηματίζω αμέσως τον αριθμό του
προϊσταμένου στο Τμήμα Αναζητήσεων. Του μεταφέρω και
αυτή την πληροφορία και δείχνει να την αξιολογεί ως
σοβαρή.
«Κοίτα μην κάνεις τίποτα εσύ προς τα κει με κάμερες και
ιστορίες...»
Μου μιλάει με τη βροντώδη φωνή του και τον ακούω να
φωνάζει παράλληλα τον στενό συνεργάτη του:
«Μάκη, μάζεψέ τους όλους κι έλα εδώ γρήγορα!»
Απευθύνεται πάλι σ’ εμένα:
«Εντάξει; Είπαμε. Εσύ δεν κάνεις καμία κίνηση. Άσ’ το σ’
εμάς και θα σε ενημερώσω».

Ο Θωμάς Σίσκος, ένας πανύψηλος και αδύνατος άντρας,


φωνακλάς, αθυρόστομος, κάποιες φορές και με χιούμορ,
182 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

πετάγεται από το γραφείο του με τη σκαλιστή πίπα στο


στόμα για να οργανώσει τους δικούς του. Το να πιάσει τον
Απέργη είναι πλέον προσωπικό στοίχημα. Ενάμιση μήνα
έχουν λειώσει στο ψάξιμο. Από την ώρα που το «Τούνελ»
δημοσιοποίησε την απόδραση που την κρατούσαν κρυφή και
τις νέες επιθέσεις του, τους έχει ταράξει ο αρχηγός στην
πίεση. Εδώ ο Απέργης, εκεί ο Απέργης, πού είναι ο μαλάκας;
Έχουν οργώσει όλη την Ελλάδα, όπου τους στέλνουν οι
πληροφορίες, και έχουν στείλει και σήμα στην Ιντερπόλ
γιατί λένε ότι μπορεί να διέφυγε στη Γερμανία. Είναι και η
απειλή του εναντίον της δημοσιογράφου ανοιχτή από παλιά
και τα ’χουν κάνει πάνω τους στο υπουργείο. Δεν έχουν κι
άδικο. Είναι να παίρνεις αψήφιστα τέτοιον επικίνδυνο
ψυχάκια; Πώς κατάφερε να τους ξεγελάσει στις φυλακές
και να τους την κάνει κάτω απ’ τη μύτη τους, δεν μπορεί να
το χωνέψει. Τον έβγαλαν με άδεια για μια μικροεπέμβαση σε
νοσοκομείο και απέδρασε πριν μπει στο χειρουργείο.
Εμπιστεύεστε, βρε ζώα, τέτοιο φονιά με τόσο σατανικό
μυαλό; Αλλά βέβαια, δεν τρέχετε εσείς τώρα. Εμάς θα φύγει ο
κώλος για να βγάλουμε το φίδι απ’ την τρύπα. Σήμερα το
πρωί επιβεβαίωσαν μέσα από τις φυλακές την πληροφορία
ότι σκόπευε να αποδράσει, για να εκδικηθεί το φίλο του που
τον κάρφωσε και την παρουσιάστρια του «Τούνελ». Ο
πρώτος συνέρχεται στο νοσοκομείο και τώρα έχουμε
μάρτυρα που είπε στη δημοσιογράφο ότι είναι στη γειτονιά
της. Γαμώ τη φωτιά που μας άναψε το παλαβό καθίκι!
«Τρέξτε γρήγορα στο σπίτι της Νικολούλη. Ο Απέργης έχει
στήσει καραούλι στη γειτονική παιδική χαρά.
Πάρτε την τοπική Ασφάλεια να έχει το νου της μέχρι να
φτάσετε. Μάκη, θέλω επιχείρηση δυνατή. Οργάνωσε οκτώ
ομάδες από τρεις άντρες η κάθε μια και καλύψτε το
τετράγωνο του παιδότοπου και κυρίως τις εξόδους.
Σε κάθε δρόμο θέλω από δύο ομάδες. Σε απόσταση ένα
γύρω να υπάρχουν αυτοκίνητα και μηχανές να ελέγχουν για
τυχόν συνεργούς. Και πρόσεχε μη σας πάρει χαμπάρι, γιατί
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 183
_

έχουμε να κάνουμε με πολύ επικίνδυνο ψυχάκια. Δεν θ’


ανοίξει μύτη στην παιδική χαρά. Θα τον κυκλώσετε μόνο όταν
απομακρυνθεί. Με το που πάει να κουνηθεί, ξέρετε εσείς. Και
να με πάρετε να μου πείτε ότι τον μπαγλαρώσατε,
’ξηγηθήκαμε; Πιάστε τον τον πούστη, που μας έχει ξεσκίσει
ενάμιση μήνα τώρα...»
Ο Μάκης, ένας νέος και πολλά υποσχόμενος αξιωματικός, σε
όλη τη διαδρομή είναι σε διαρκή επικοινωνία με τους
αστυνομικούς του τοπικού τμήματος Ασφαλείας που
βρίσκονται στο σημείο. Τον ενημερώνουν ότι ο ύποπτος
παραμένει στην περιοχή, και μάλιστα κόβει βόλτες και γύρω
από το σπίτι της δημοσιογράφου. Είναι σίγουρα ο Απέργης
και χωρίς ιδιαίτερη μεταμφίεση, γιατί τον αναγνώρισαν από
τις πρόσφατες φωτογραφίες του που έχουν όλα τα Τμήματα
της χώρας. Απ’ ό,τι βλέπουν είναι μόνος, αλλά μιλάει
συνέχεια στο κινητό του τηλέφωνο.
Όταν φτάνουν μετά από μισή ώρα, μοιράζονται αθόρυβα
γύρω από το στόχο τους και καλύπτονται από τα δέντρα και
το πυκνό πράσινο που υπάρχει τριγύρω.
Οι συνάδελφοί τους, που βρίσκονται αθέατοι στα σημεία
των τριών εξόδων της παιδικής χαράς, τους ενημερώνουν με
τον ασύρματο.
«Έχει μείνει στο χώρο μια παρέα από τέσσερις μητέρες με
έξι παιδιά. Ο τύπος κάθεται τώρα σε παγκάκι από την
πλευρά του δρόμου των ομάδων επτά και οκτώ».
Σουρουπώνει και το κρύο δυναμώνει. Η γειτονιά δεν έχει
ιδιαίτερη κίνηση, και αυτό διευκολύνει την αστυνομική
επιχείρηση.
«Μάκη, εδώ Στέλιος. Οι μητέρες με τα παιδιά αποχωρούν.
Δεν υπάρχει κανείς άλλος στην παιδική χαρά, μόνο αυτός,
που μιλάει στο κινητό του. Τι λες να κάνουμε;»
«Να περιμένουμε λίγο ακόμα».
Ο επικεφαλής της επιχείρησης στέλνει μια έμπειρη ομάδα
να ελέγξει με προσοχή την περιοχή, μήπως υπάρχουν
συνεργοί του δραπέτη για κάλυψη. Μετά από λίγο τον
184 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

ενημερώνουν ότι όλα είναι εντάξει.


Όταν πέφτει το σκοτάδι και ανάβουν τα φώτα του
παιδότοπου, ο δραπέτης σηκώνεται και οι ασύρματοι των
αστυνομικών παίρνουν φωτιά.
«Σε ετοιμότητα όλες οι ομάδες. Ο στόχος κινείται».
«Θα βγει από την έξοδο ένα που οδηγεί στον κεντρικό δρόμο.
Ομάδες ένα και δύο, έρχεται σ’ εσάς».
«Άκυρο. Σταμάτησε και μιλάει πάλι στο κινητό. Φοράει
ένα σκούφο και επιστρέφει στο κέντρο του χώρου. Προσοχή,
αλλάζει κατεύθυνση. Ομάδες πέντε και έξι, θα βγει στην
έξοδο δύο, στον δικό σας δρόμο».
«Μεταβείτε όλοι στην έξοδο δύο και γρήγορα».
Ο Μάκης και οι συνάδελφοί του τον περιμένουν με τα όπλα
προτεταμένα και το δάχτυλο στη σκανδάλη.
«Να το το πουλάκι μου, βγαίνει με το κεφάλι σκυφτό».
Ο δραπέτης τούς αντιλαμβάνεται, αιφνιδιάζεται, αλλά δεν
τα χάνει. Βάζει το χέρι στην τσέπη του μπουφάν του για να
τραβήξει όπλο.
«Ψηλά τα χέρια, φίλε, να τα βλέπουμε. Και μείνε ακίνητος
γιατί σ’ την ανάψαμε. Κομμένες οι μαγκιές».
Οι δύο μηχανές και τα τρία αυτοκίνητα της Ασφάλειας
κυκλώνουν τον κακοποιό και οι άντρες πετάγονται μπροστά
του με τα περίστροφα να τον σημαδεύουν.
Ο Απέργης καταλαβαίνει ότι δεν τον παίρνει για
ηρωισμούς και σηκώνει τα χέρια ψηλά.
«Οκέι, παιδιά, κανένα πρόβλημα», τους λέει ψύχραιμα και με
σταθερή φωνή. «Παραδίνομαι».

Η αγωνία στο «Τούνελ» έχει χτυπήσει κόκκινο. Οι


αστυνομικοί που με συνοδεύουν δεν με αφήνουν να φύγω
για το σπίτι, με κρατούν στο γραφείο μέχρι νεωτέρας. Τι να
γίνεται τώρα στη γειτονιά μου; Μήπως αναστάτωσαν τους
κατοίκους; Τον έπιασαν ή τους ξέφυγε και θα ’χουμε πάλι
τα ίδια; Τηλεφωνώ στο σπίτι και το σηκώνει ήρεμα η Λίντι.
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 185
_

Ευτυχώς που κανείς δεν την ενόχλησε και δεν αντιλήφθηκε


το παραμικρό.
Κάποια στιγμή χτυπάει το κινητό μου. Είναι ο
προϊστάμενος του Τμήματος Αναζητήσεων.
«Έλα, ρε μεγάλη. Είδες που σου είπα να μην πας στο
σημείο με κάμερα και με άκουσες; Δεν μπλέχτηκες στα πόδια
μας και πήγαν όλα καλά».
«Δηλαδή;»
«Μου τον έφεραν πακέτο τον σκληρό άντρα. Σαν βρεγμένη
γάτα ήρθε στην Αλεξάνδρας ο δικός σου».
«Αχ, μπράβο, Θωμά! Επιτέλους, τον πιάσατε. Να
ανασάνουμε».
Σωριάζομαι στην πολυθρόνα μου με βαθύ αναστεναγμό και
μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο ικανοποίησης. Οι συνεργάτες μου,
που περιμένουν με αγωνία, αντιδρούν με επιφωνήματα
ενθουσιασμού.
«Σιγά το γόη που οι γυναίκες έκαναν ουρά για να
πηδηχτούν μαζί του. Ένας μαλάκας και μισός είναι.
Φαφλατάς ο πούστης. Μου ’χει ζαλίσει τα αφτιά τόση ώρα».
«Τις σκότωνε, Θωμά. Τις βασάνιζε και τις σκότωνε, ενώ
τον αγαπούσαν, μην το ξεχνάς. Πάντως τέλεια δουλειά
κάνατε όλοι εκεί στην ομάδα. Να ’στε καλά. Και τώρα τι θα
γίνει;»
«Θα πάει αύριο εισαγγελέα, γιατί εκτός από τις παλιές, έχει
και νέες βαριές κατηγορίες. Πέρα από την απειλή σ’ εσένα,
αποπειράθηκε να σκοτώσει δύο άτομα: την πουτάνα στο
ξενοδοχείο και το φίλο του.
Μετά θα σου τον στείλω σε άλλες φυλακές και θα βγει από κει
μέσα χούφταλο ο παιχταράς μου. Αν σου πω τι μαλακίες μου
’λεγε για σένα... Αυτός, Αγγελικούλα μου, σ’ έχει καψουρευτεί».
Αυτή την ώρα δεν έχω καμία διάθεση να ακούσω για την
καψούρα του δολοφόνου και για τις φιλοσοφίες του.
Ευχαριστώ τον προϊστάμενο για την όλη προσπάθεια και
τον χαιρετώ τη στιγμή που έχει αρχίσει πάλι τα μπινελίκια.
Λέω στους συνεργάτες μου να ενημερώσουν για τη σύλληψη
186 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_

τη Βάλια και τους γονείς της στη Σαντορίνη ώστε να


ησυχάσουν και κλείνω τον ανοιχτό φάκελο του επικίνδυνου
κακοποιού.
Πάνω στο γραφείο μου βρίσκεται άθικτος ένας άλλος
φάκελος. Τον ανοίγω και μελετώ τα στοιχεία της νέας
υπόθεσης που έφτασε στο «Τούνελ» με αγνοούμενο έναν
επιχειρηματία. Αυτή η ιστορία θα εξελιχθεί σε μεγάλο θρίλερ.
Το διαισθάνομαι.
Λίγα λόγια για την συγγραφέα
Αγγελική Νικολούλη

Η Αγγελική Νικολούλη γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας. Είναι


δημοσιογράφος-ερευνήτρια και έχει εργαστεί στην
τηλεόραση (MEGA, ΣΚΑΪ, ALTER, ALPHA), στις εφημερίδες
(Απογευματινή, Ελεύθερος Τύπος, Έθνος κ.ά.) και στα περιοδικά
(Εικόνες, Επίκαιρα). Με το σκληρό αστυνομικό ρεπορτάζ
ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία και έγινε η πρώτη γυναίκα
αστυνομικός ρεπόρτερ στην Ελλάδα. Μεγάλες επιτυχίες της
ήταν: η αποκάλυψη της δράσης του «δράκου» Κυριάκου
Παπαχρόνη (Θεσσαλονίκη και Δράμα) και η συνέντευξη που
της έδωσε μετά τη σύλληψή του στα κρατητήρια της
Ασφάλειας· η συμβολή της στον εντοπισμό και στη σύλληψη
του «δράκου» των νοτίων και βορείων προαστίων Σπύρου
Μπέσκου· η αποκάλυψη της υπόθεσης των υποκλοπών που
γίνονταν στην ΕΥΠ με θύματα πολιτικούς και παράγοντες της
χώρας και η κατάθεσή της στην επιτροπή της Βουλής των
Ελλήνων. Τα σύνορα της χώρας πέρασαν οι αποκαλύψεις
της για κατασκοπεία, αεροπειρατεία και τρομοκρατία.
Από το 1995 παρουσιάζει στην τηλεόραση την εκπομπή
αναζήτησης αγνοουμένων «Φως στο Τούνελ» (τα τελευταία
χρόνια στον ALPHA), με πολύ υψηλά ποσοστά τηλεθέασης,
που έχουν αγγίξει και το 70%. Έχει συμβάλει σημαντικά
στην εξιχνίαση είκοσι τριών δολοφονιών. Συνεργάζεται με έξι
χώρες, που έχουν κάνει εκτενή αφιερώματα στην εκπομπή
της. Οι Ιάπωνες επέλεξαν από σαράντα χώρες το «Φως στο
Τούνελ» ως μια ξεχωριστή εκπομπή με κοινωνική προσφορά.
Η Αγγελική Νικολούλη έχει τιμηθεί με είκοσι πέντε βραβεία
από κοινωνικούς φορείς, από ανώτατους αξιωματικούς της
ΕΛΑΣ, καθώς και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για την
προσφορά της στο κοινωνικό σύνολο χρίστηκε Πρέσβειρα
Καλής Θελήσεως από τον κυβερνήτη του Τενεσί των ΗΠΑ
Μπιλ Χάσλαμ. Επίσης έχει συμπεριληφθεί δύο φορές στο
βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες.
Η πολύχρονη, καθημερινή επαφή της με το κέντρο της
Άμεσης Δράσης, το γνωστό «100», της έδωσε, πέρα από τις
σοβαρές ειδήσεις, πιπεράτες ιστορίες, που τις ζωντάνεψε με
χιούμορ στην προσωπική στήλη που διατηρούσε στον
Ελεύθερο Τύπο. Ο Αλέκος Σακελλάριος την βοήθησε να τις
μεταφέρει το 1990 σε ένα χιουμοριστικό βιβλίο με τίτλο Τα
πιπεράτα του 100.
To 2012 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη το
βιβλίο της Ονειρεύτηκα το δολοφόνο σου και το 2013 από τις
ίδιες εκδόσεις το βιβλίο Θάνατος με χείλη κόκκινα – και τα δύο
βασισμένα σε αληθινές ιστορίες.
Έχει ένα γιο, τον Κωνσταντίνο, που σπούδασε σκηνοθεσία
κινηματογράφου στην Αγγλία και στην Αμερική, όπου και
παραμένει, ακολουθώντας το επάγγελμα που επέλεξε. Το
όνομα Κωνσταντίνος τού το έδωσε ο νονός του, ο αείμνηστος
πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θάνατος με χείλη κόκκινα


Βασισμένο σε αληθινή ιστορία

Μια άγρια νύχτα του χειμώνα, σ’ ένα ερημικό ορεινό χωριό,


μια νεαρή γυναίκα διαπράττει αποτρόπαιο έγκλημα. Με
δαιμονικό σχέδιο καλύπτει το φόνο και μπαίνει σε δρόμο
χωρίς επιστροφή. Λίγα χρόνια μετά, ένας μάρτυρας βλέπει μια
λεπτή σιλουέτα να σκάβει βαθιά στο σκοτάδι και το αίμα του
παγώνει...
Η Αθήνα ζει στους ρυθμούς των Χριστουγέννων. Μια
δημοσιογράφος δέχεται μεταμεσονύχτιο τηλεφώνημα από
δικηγόρο. Της αποκαλύπτει την εξαφάνιση ενός νέου και
δυναμικού επιχειρηματία και ζητά να την ερευνήσει. Μαύρο
σύννεφο καλύπτει το παρελθόν του γοητευτικού άντρα. Μια
ομίχλη μυστηρίου που πυκνώνει συνεχώς γύρω από
ατιμώρητα εγκλήματα. Η έρευνα ξεκινά και οι ιστορίες
μπλέκονται και γίνονται μία. Οι παίκτες εναλλάσσονται σ’ ένα
παιχνίδι θανάτου όπου όλα είναι ανοιχτά.

Μια αληθινή περιπέτεια που ξεπερνά τη φαντασία. Μια


αγωνιώδης αναζήτηση, με καλοστημένες παγίδες και
ανατροπές που κόβουν την ανάσα. Ένα βιβλίο για τα
λυσσαλέα πάθη και τα άγρια ένστικτα.
Από τη συγγραφέα του μπεστ σέλερ Ονειρεύτηκα το
δολοφόνο σου.
Ονειρεύτηκα το δολοφόνο σου
Βασισμένο σε αληθινή ιστορία

Μια νεαρή και όμορφη κοπέλα εξαφανίζεται μες στη νύχτα.


Στη μικρή επαρχιακή πόλη, αστυνομία και ντόπιοι λένε ότι
χάθηκε στο δρόμο του εύκολου χρήματος. Μια
δημοσιογράφος-ερευνήτρια αναχωρεί αμέσως για το ταξίδι της
αναζήτησης. Με οδηγό τη διαίσθηση, ξεκινά από ένα παράξενο
όνειρο για να φτάσει αργότερα σε μιαν απίστευτη
αποκάλυψη. Μπαίνει σ’ ένα παρασκήνιο με υπόπτους, όπου ο
ένας οδηγεί στον άλλο και όλοι μαζί συμμετέχουν σε μια τρελή
ιστορία με γρίφους και αινίγματα. Αναζητά τον ένοχο απ’ τα
σημάδια του. Παίζει μαζί του «τη γάτα με το ποντίκι». Μια
αλλόκοτη σχέση την δένει με το δράστη. Η παράσταση δείχνει
να μην έχει τέλος.
Μια πόλη-μυστήριο, με ανθρώπους που λένε λίγα αλλά ξέρουν
πολλά. Ένα κρυμμένο ημερολόγιο, με αμαρτίες από το
παρελθόν και προφητείες για το μέλλον. Ίντριγκες, έρωτες και
πάθη, σε έντονους, κινηματογραφικούς ρυθμούς, με την
αγωνία να μην εγκαταλείπει ποτέ τον αναγνώστη. Μια
συναρπαστική περιπέτεια, ένα σενάριο από εκείνα που μόνο η
ζωή ξέρει να γράφει.

You might also like