Professional Documents
Culture Documents
Έρωτας φονιάς
Έρωτας φονιάς
Έρωτας φονιάς
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Γεγονότα πραγματικά έδωσαν την έμπνευση για τη
μυθοπλασία αυτού του βιβλίου. Ονόματα προσώπων και
τοπωνύμια είναι φανταστικά.
Ματίνα
της αγνοούμενης.
«Μιλούσα με το τμήμα ασφαλείας της Γλυφάδας όπου
έμενε η κοπέλα και με παρέπεμψαν στα κεντρικά. Υπάρχει
δήλωση εξαφάνισης για τη Ματίνα Ράλλη, αλλά ξέρεις ποιο
είναι το περίεργο; Δηλώθηκε δεκατρείς μέρες μετά την
εξαφάνιση και όχι από το σύντροφό της».
«Αλλά από ποιον;»
«Από τους γονείς της».
Ο άνθρωπος με τον οποίο συζούσε, ο πατέρας του παιδιού
της, δεν ανησύχησε για την εξαφάνισή της; Δεν έτρεξε στην
αστυνομία; Παράξενο.
«Έμαθες τι αναφέρουν οι γονείς της κοπέλας στη δήλωσή
τους;»
«Μεταφέρουν όσα τους είπε ο γαμπρός τους. Ότι η Ματίνα
ήθελε να χωρίσουν επειδή γνώρισε κάποιον άλλον και ότι
έφυγε γύρω στα μεσάνυχτα της Πέμπτης 13 Οκτωβρίου από
το σπίτι τους μ’ αυτόν τον άγνωστο άντρα που την περίμενε
σ’ ένα σκούρο αυτοκίνητο. Δεν τους ενημέρωσε γιατί πίστευε
ότι ήταν μια τρέλα της και θα γυρνούσε πίσω στο παιδί
τους».
Απίστευτο. Αυτή την ιστορία την έχω ξανακούσει και σε
άλλες εξαφανίσεις γυναικών. Καρμπόν. Μα καμία
πρωτοτυπία; Φεύγεις, κυρία μου, με τον εραστή σου και δεν
φροντίζεις να το στήσεις σωστά; Έξω από το σπίτι σου,
κάτω απ’ τη μύτη του άντρα σου και με τα παιδιά να
κλαίνε ή να κοιμούνται; Και ο άντρας σου αντί να
αντιδράσει σαν πληγωμένο αρσενικό, σαν γνήσιος
Ελληνάρας, σκύβει το κεφάλι για να του φορέσεις καλύτερα
τα κέρατα;
«Σου θυμίζει κάτι αυτό το σκηνικό;» με ρωτάει με νόημα η
Μαρία, αλλά δεν της απαντώ γιατί με καλούν από την
ασφάλεια της εισόδου. Είναι ο Γιώργος ο σεκιουριτάς, που
με ενημερώνει ότι η αδελφή της αγνοούμενης, η Βάλια Ράλλη,
ανεβαίνει με το ασανσέρ για τα γραφεία μας.
Η κομψή γυναίκα που εμφανίζεται σε λίγα λεπτά μπροστά
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 31
_
άτομο αυτό, αλλά θέλω να κάνω την έρευνά μου και να σας
πω τις λεπτομέρειες όταν θα τις έχω. Μη μάθει κανείς τίποτα.
Κρατήστε τα στοιχεία μου και να μιλήσουμε από βδομάδα».
Γράφω τα πάντα που τον αφορούν, τον ευχαριστώ και
κλείνω το τηλέφωνο με μια απίστευτη ψυχραιμία, που
ξαφνιάζει κι εμένα την ίδια. Αυτή η υπόθεση αρχίζει και
παίρνει τις διαστάσεις που φοβόμουν κι ένας Θεός ξέρει πού
θα μας οδηγήσει. Πάντως όχι σε καλό.
Οι τηλεθεατές δεν πρέπει να κατάλαβαν τίποτα από αυτό το
τηλεφώνημα γιατί απαντούσα μονολεκτικά.
Έτσι νόμιζα. Διότι αν κρίνω από το τι ακολούθησε στο
διάλειμμα, σίγουρα κάποιος που έχει λόγους να ανησυχεί
αντιλήφθηκε τι παιζόταν. Του μιλάω στο τηλέφωνο και νιώθω
την προσπάθεια που καταβάλλει να αλλάξει τη φωνή του και
να γίνει πιστευτός. Καλεί και από απόρρητο τηλέφωνο.
«Κυρία μου, έλεγα να μη σας τηλεφωνήσω, αλλά δεν μπορώ
να ακούω τόσα ψέματα. Μη σας παραμυθιάζουν οι φίλες και
οι συγγενείς ότι η Ματίνα ήταν πιστή σύντροφος και καλή
μητέρα. Τον κεράτωνε τον Δημήτρη και για το παιδί της δεν
νοιαζόταν καθόλου. Το άφηνε στον παιδικό σταθμό και σε μια
γυναίκα τα απογεύματα, και γυρνούσε από δω κι από κει μ’
αυτόν τον γκόμενο που έφυγε μαζί του. Τους έβλεπαν στη
γειτονιά. Μην εμφανίζουν στην εκπομπή σας παναγία τη
Ματίνα, γιατί θα τρελαθούμε εντελώς».
«Κι εσείς, κύριε, πώς τα ξέρετε όλα αυτά;»
«Τα ξέρω γιατί μένω στη γειτονιά τους στη Γλυφάδα. Τα
σπίτια μας είναι κοντινά και γνωρίζω το σύντροφό της τον
Δημήτρη Μακρή. Καλό παιδί, κύριος με τα όλα του. Την
αγαπούσε και την πρόσεχε, αλλά αυτή δεν ήταν για
οικογένεια. Η γυναίκα μου η Κατερίνα την είδε εκείνη τη
νύχτα που χάθηκε να μπαίνει στο σκούρο αυτοκίνητο που
την περίμενε. Δεν πρόσεξε όμως τον οδηγό».
«Μήπως θυμάται τον τύπο του αυτοκινήτου; Τα στοιχεία
του τα συγκράτησε;»
«Mercedes τετράθυρο. Η πινακίδα τής φάνηκε σαν ξένη,
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 47
_
της λέω.
«Κυρία μου, υπήρξα σαφής. Δεν έχω να σας πω τίποτ’
άλλο».
«Μισό λεπτό. Πώς είστε τόσο σίγουρη ότι η Ματίνα δεν θα
βρεθεί;»
«Δεν είπα κάτι τέτοιο».
«Μου λέτε ότι ο Άγγελος είναι σαν στερνοπαίδι σας. Να σας
θυμίσω ότι έχει μάνα που μπορεί να εντοπιστεί με την έρευνα
που ξεκίνησαν οι συγγενείς της. Αν βέβαια έχει φύγει με
εραστή, όπως λέτε κι εσείς».
«Έχω δουλειά και με απασχολείτε».
«Να σας ρωτήσω κάτι τελευταίο. Το παιδί άκουσε εκείνη
τη νύχτα κάτι; Είναι έξυπνο απ’ ό,τι ξέρω και
αντιλαμβάνεται πολλά. Το ρωτήσατε φαντάζομαι κι εσείς,
γιατί θα έχετε την απορία τι συνέβη στο σπίτι. Έτσι δεν
είναι;»
Η σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής τραβάει σε μάκρος.
«Με ακούτε, κυρία Γιάννα;»
«Τι περιμένετε να πει ένα αγοράκι τριών χρονών που
κοιμόταν όταν η μητέρα του το ’σκαγε από την οικογενειακή
εστία με το φίλο της;»
«Μπορεί να πει αυτά που είδε ή άκουσε, γιατί σίγουρα θα
ξύπνησε, πιθανότατα από τις φωνές τους».
«Η συζήτηση απ’ ό,τι βλέπω ξέφυγε. Δεν έχουμε να πούμε
τίποτ’ άλλο».
«Όλοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τη νύφη σας. Τον
αγαπούσε τον αδελφό σας και δεν θα άφηνε ποτέ και για
κανένα λόγο το παιδί της. Εσείς δεν ανησυχείτε για την
τύχη της;»
Πάλι σιωπή και μετά το τηλέφωνο κλείνει απότομα. Την
ξανακαλώ αλλά δεν απαντά. Το σίγουρο είναι ότι
θορυβήθηκε με τις ερωτήσεις και θα ενημερώσει αμέσως τον
αδελφό της. Πρέπει να προλάβω να του μιλήσω πριν τον
βρει η ίδια.
Από το απόρρητο τηλέφωνο του γραφείου σχηματίζω τον
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 57
_
που την περίμενε κοντά στο σπίτι τους εκείνη τη νύχτα. Δεν
είδε ποιος ήταν, ούτε συγκράτησε τον αριθμό του, αλλά το
πρόσεξε η σύζυγος του γείτονα στη Γλυφάδα, η Κατερίνα.
Μου επαναλαμβάνει όλα όσα μου μετέφερε στην εκπομπή ο
τύπος που ήθελε να με αποπροσανατολίσει. Μόνο που δεν
ακούστηκε η συνομιλία μας στον αέρα, για να γνωρίζει
αυτός το περιεχόμενό της. Με παροτρύνει μάλιστα να πάω
στη γειτονιά και να βρω την Κατερίνα, τη μάρτυρα που την
είδε να φεύγει με το σκούρο Mercedes. Τι να του πω, ότι
είναι πρόσωπο ανύπαρκτο που το επινόησε ο ίδιος και ότι
αυτός τελικά είναι ο άγνωστος που μου μίλησε στην
εκπομπή με αλλοιωμένη φωνή; Του ζητάω κάποια στιγμή να
μιλάμε αν το επιθυμεί στον ενικό, αλλά συνεχίζει την
κουβέντα όπως την ξεκινήσαμε. Τυπική.
«Θα την βρω και θα της μιλήσω, κύριε Δημήτρη, αφού είναι
τόσο σημαντική μάρτυρας, όπως μου λέτε. Να ρωτήσω κάτι;
Όταν καταλάβατε ότι η Ματίνα σας απατά, δεν
προσπαθήσατε να μάθετε με ποιον; Ποιος ήταν ο άντρας
που ήθελε να γκρεμίσει την οικογένεια που χτίσατε με
αγάπη; Δεν διεκδικήσατε τη γυναίκα σας;»
«Να βρω τον εραστή της; Όχι βέβαια. Μίλησα στην ίδια,
προσπάθησα να την συνεφέρω, αλλά δεν άκουγε. Η κοπέλα
είχε πάρει τις αποφάσεις της και ήθελε να ζήσει μ’ έναν
άντρα μικρότερο από μένα».
«Πώς ξέρατε ότι ήταν μικρότερος;» Σιωπή ολιγόλεπτη και
μετά η απάντηση.
«Μου το είπε η ίδια».
«Όταν εκείνη τη νύχτα την είδατε να εγκαταλείπει εσάς και
το παιδί σας για κάποιον άλλον, δεν αντιδράσατε αφού
νιώσατε προδομένος;»
Γελάει ειρωνικά.
«Δηλαδή, κυρία μου, τι να έκανα; Να έπεφτα στα πόδια
της για να την συγκινήσω; Δεν είναι, ξέρετε, του χαρακτήρα
μου. Λατρεύω τις γυναίκες που με αγαπούν και φροντίζω
να περνάνε καλά μαζί μου. Είμαι κύριος, κι αυτό δεν το λέω
60 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
την τύχη της; Μητέρα του παιδιού σας είναι. Την αγαπήσατε,
και απ’ ό,τι ξέρω κι εκείνη ήταν ερωτευμένη μαζί σας. Μου
μεταφέρουν όσοι την ξέρουν ότι δεν είχε μάτια για άλλον
άντρα».
Δεν μου απαντά και τον ξαναρωτάω.
«Όχι, δεν ανησυχώ. Όπως έστρωσε θα κοιμηθεί, έτσι δεν
λέει ο σοφός λαός μας;»
«Μιλάτε από την αρχή για τη Ματίνα σαν να μην υπάρχει.
Αν με την έρευνα που κάνουμε βρεθεί και επιστρέψει, θα
την δεχτείτε; Θα της δώσετε το παιδί;»
Καμία αντίδραση. Κάποια στιγμή δίνει την απάντησή του.
«Το τι θα κάνω αφορά εμένα. Εσείς σκεφτήκατε ότι της
δημιουργείτε πρόβλημα με την προβολή και μπορεί να
ντρέπεται να εμφανιστεί; Για δείτε αυτό που σας λέω. Η
δημοσιότητα της χαλάει τα σχέδια. Ενήλικη είναι και
αποφασίζει η ίδια για τη ζωή της. Δεν έχουν κανένα
δικαίωμα οι γονείς και αυτή η αδελφή να την αναζητούν».
Του εξηγώ το αυτονόητο. Ότι όλοι ανησυχούν και
φοβούνται τα χειρότερα, γιατί γνωρίζουν καλά τη Ματίνα.
Δεν θα τους βύθιζε ποτέ στην αγωνία και στην απόγνωση.
Και αν επέλεγε μια αλλαγή στη ζωή της, θα τους ενημέρωνε.
«Να είστε σίγουρη ότι δεν έχει πάθει τίποτα. Κρύβεται με
τον εραστή της η κοπέλα και καλοπερνάει. Δικαίωμά της.
Λοιπόν, επειδή η μπαταρία του κινητού μου εξαντλήθηκε, θα
σας πάρω εγώ. Αν και νομίζω ότι δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να
πούμε. Σας βοήθησα και με το παραπάνω. Σας χαιρετώ,
κυρία μου, και ομολογώ ότι χάρηκα που σας γνώρισα, έστω
κι απ’ το τηλέφωνο. Δηλώνω θαυμαστής σας».
Η συνομιλία ολοκληρώθηκε κι εγώ μένω ήρεμη, σιωπηλή,
κοιτώντας τη φωτογραφία της Ματίνας. Οι συνεργάτες μου,
που από την αρχή της συζήτησης είχαν έρθει στο γραφείο
μου, δείχνουν να απορούν. Κάποιος ελέγχει την καταγραφή
του διαλόγου και μου λέει ότι είναι εντάξει.
«Τι τυπικότης... Με το σεις και με το σας τον πήγα. Να
ξέρω τόσα γι’ αυτόν, κι όμως να αγνοώ τα βασικότερα. Να
62 ΑΓΓΕΛΙΚΗ_ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
παραμένει ένα μυστήριο για όλους, λες και μας ήρθε από
άλλον πλανήτη, να τον έχω στην άλλη άκρη της γραμμής και
να μην τον ρωτάω αυτά που θέλω να μάθω. Του έστρωσα
χαλί για να πατήσει, αυτή την εντύπωση θα έχει. Θα
πιστεύει ότι με ξεγέλασε».
«Καλά, εμείς που σε ακούγαμε πάθαμε», μου λέει η Χαρά.
«Λέγαμε, τώρα θα τον στριμώξει και θα του πει για τις
περούκες και τα ψεύτικα στοιχεία».
«Ακούστε με προσεκτικά. Η υπόθεση αυτή είναι πολύ
σοβαρή και απαιτεί μελετημένες κινήσεις, γιατί οι βιαστικές
θα προκαλέσουν ανατροπές. Μπορεί άθελά μας να κάνουμε
ζημιά στην έρευνα της αστυνομίας που επιτέλους ξεκίνησε,
γι’ αυτό δεν θέλω καμία διαρροή. Θα τον ξαναβρώ τον τύπο
κάτω από άλλες συνθήκες, να είστε σίγουροι».
Ο σκηνοθέτης μου ο Σπαθάρης, μαζί με το συνεργείο μας, με
περιμένουν στο βανάκι της αποστολής έξω από το κανάλι.
Πρέπει να φύγουμε για Γλυφάδα. Καλώ το ασανσέρ για το
ισόγειο, όταν ακούω να με φωνάζει η Ελίζα. Γυρίζω και την
βλέπω να τρέχει στο διάδρομο για να με προλάβει.
«Έλα γρήγορα! Σε πήρε ο αστυνομικός που λέγαμε. Έχει
βρει στοιχεία και σε περιμένει στο τηλέφωνο».
Το ένα πίσω από το άλλο σήμερα. Αυτή η Δευτέρα
φαίνεται ότι είναι η μέρα των αποκαλύψεων.
«Καλημέρα, τι κάνετε; Μόλις που με προλάβατε, έφευγα
για έρευνα».
«Έκανα κι εγώ τη δική μου, όπως σας υποσχέθηκα. Τα όσα
έμαθα γι’ αυτόν είναι ιδιαίτερα και ομολογώ ότι δεν
περίμενα τέτοια εξέλιξη. Στην Ιθάκη βρήκα τα στοιχεία που
έψαχνα».
Πρέπει να έχει περάσει τουλάχιστον μισή ώρα κι εγώ
είμαι ακόμα εκεί, στο γραφείο μου, μιλάω στο τηλέφωνο και
κρατώ σημειώσεις με κομμένη την ανάσα. Οι συνεργάτες μου
έχουν κλείσει την πόρτα και κρέμονται κυριολεκτικά από τα
χείλη μου και από τις αντιδράσεις μου για να καταλάβουν
τι συμβαίνει. Πίνω συνέχεια νερό και η Μάτα δεν κάνει
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 63
_
Μαρλέν
της έμαθε ότι είχε μείνει στο μπαρ για λίγο και στη
συνέχεια έφυγε κι αυτή για την Ελλάδα, για να εργαστεί σε
νησιά.
«Αυτή η μικρή είναι κούκλα. Και είναι η κόρη σου, ε; Την
θυμάμαι μωρό, πριν μας φύγετε για Ιθάκη».
Πήρε τη Μαίρη στην αγκαλιά της και την χόρευε βαλς
γελώντας δυνατά. Η Μαρλέν είδε τις αποσκευές της, δύο
μεγάλες σπορ τσάντες, και πρόσεξε το καράβι από
Κεφαλονιά που είχε δέσει στο λιμάνι.
«Γιατί δεν τηλεφώνησες να πεις ότι θα έρθεις, να σου βρω
δωμάτιο;»
Η Έρικα την κοίταξε περίεργα.
«Δεν σου είπε ο Φάνης;»
Η Μαρλέν σάστισε, αλλά προτίμησε να μην απαντήσει.
«Θα εργαστώ σ’ εσάς, στο μπαράκι. Με βρήκε στη Μύκονο
και μου έκανε καλή προσφορά. Έχει κλείσει και δωμάτιο να
μείνω κοντά στο Βαθύ».
Τα ’χασε. Πήρε τέτοια πρωτοβουλία ο άντρας της και δεν
την ενημέρωσε; Γνώριζε ότι έψαχνε για έμπειρο προσωπικό,
αλλά θα μπορούσε να της πει ότι έκλεισε την Έρικα, από τη
στιγμή που η ίδια του την είχε συστήσει. Βρήκε μια
δικαιολογία να πει, γιατί δεν ήθελε να της δώσει
δικαιώματα και να ξέρει τι γίνεται στην οικογένειά της.
«Χαίρομαι που θα είσαι μαζί μας και θέλω να φανείς
προσεκτική στη δουλειά σου, γιατί έχουμε πολύ καλό κόσμο.
Ο άντρας μου είναι στο μπαρ. Εγώ πάω σπίτι, είναι αργά
για τη μικρή. Τα λέμε αύριο».
Η Έρικα της υποσχέθηκε ότι θα κάνει το καλύτερο στη
δουλειά της και την χαιρέτησε. Η Μαρλέν πήρε την κόρη της
αγκαλιά και άνοιξε το βήμα της για το σπίτι. Απόψε ήθελε
να μείνει μόνη και να πιει τα ποτά που δεν τολμούσε να
καταναλώσει στο δικό της πιάνο-μπαρ.
χέρια του, θα την έκανε μαύρη στο ξύλο, τόσο πολύ είχε
αγριέψει. Κι ο λόγος του ξυλοδαρμού; Τον κλότσησε το
παιδάκι κλαίγοντας γιατί δεν πήγαινε σπίτι τους, κοντά στη
μαμά που ήταν άρρωστη.
Η όμορφη και αγαπημένη μέχρι πριν λίγα χρόνια οικογένεια
διαλύθηκε με τη φυγή της τραυματισμένης μητέρας και της
κόρης της. Ο Φάνης Απέργης κατάφερε με τη γνωστή του
διπλωματία να κλείσει τα στόματα κάποιων φλύαρων
σερβιτόρων. Διέδωσαν στο νησί ότι δεν τα πήγαιναν καλά με
τη γυναίκα του, ότι της ζήτησε να χωρίσουν κι εκείνη για να
τον συγκινήσει έπεσε από τις σκάλες. Βέβαια τα
κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν, αλλά δεν άγγιζαν το
ερωτοχτυπημένο ζευγάρι. Η Έρικα δεν ένιωθε ενοχές που
πήρε, όπως της έλεγαν κάποιοι, τον άντρα της Μαρλέν. Ούτε
και για τα όσα έγιναν εκεί στην αποθήκη. Πίστευε ότι αξίζει
κανείς να πολεμά για να κερδίσει τέτοιους δυνατούς έρωτες
σαν αυτόν που ζούσε με τον Φάνη. Εξάλλου ο γάμος τους
έτριζε, όπως της έλεγε ο εραστής της, και ο ίδιος ήταν
δυστυχισμένος σ’ αυτόν. Τώρα που το πεδίο ήταν ελεύθερο,
θα ζούσαν οι δυο τους όπως γούσταραν, σ’ έναν δικό τους
κόσμο, χωρίς αναστολές.
ΙΘΑΚΗ, 1998
Έρικα
πήγε στο μπαρ για να μείνει δίπλα της και να την προσέχει,
κι εκείνη δεχόταν σιωπηλά τα χάδια του, αποφεύγοντας να
τον κοιτάξει στα μάτια.
Όταν έφυγε για τη δουλειά του και έμεινε μόνη, πήρε
τηλέφωνο τη μητέρα της, τη Σάρα Μάγιερ, στη Βιέννη. Η
γυναίκα, θορυβημένη απ’ όσα είχαν συμβεί τον περασμένο
Οκτώβριο, δεν είχε επαφή μαζί της, γιατί την θεωρούσε
υπεύθυνη που διέκοψε μια φιλία πολλών χρόνων με τη
μητέρα της Μαρλέν.
«Γιατί το ’κανες αυτό; Δεν μπορούσες να την πέσεις σε
άλλον ώριμο και πλούσιο; Το γαμπρό της φίλης μου βρήκες;
Η Χίλντα ήταν καλύτερη κι από αδελφή μου και τώρα δεν
μου μιλάει γιατί η κόρη της και η εγγονή της υποφέρουν
εξαιτίας σου. Το ’χεις καταλάβει ότι διέλυσες μια
οικογένεια;»
Με συγγνώμες και με κλάματα της είπε γιατί την κάλεσε,
εκλιπαρώντας την να πει το ναι σ’ αυτό που της ζητούσε. Η
μάνα συμφώνησε με τα πολλά να βοηθήσει το άμυαλο κορίτσι
της. Πατέρας δεν υπήρχε. Την είχε εγκαταλείψει πριν από
χρόνια, με δυο μικρά κορίτσια, για να ακολουθήσει κι εκείνος
την ερωμένη του στη Γαλλία, κι από τότε δεν τον ξαναείδαν.
Ευτυχώς που είχε χρήματα και μια καλή δουλειά σε τράπεζα
και τα έβγαλε πέρα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Η μεγάλη
της κόρη ήταν νομικός και συζούσε με έναν συνάδελφό της.
Αυτή η μικρή ήταν ο μόνιμος πονοκέφαλός της, έτσι ατίθαση
που ήταν.
Όταν ο Φάνης επέστρεψε σπίτι, την βρήκε στο κρεβάτι να
κλαίει σιωπηλά.
«Τι έχει το μωράκι μου; Μήπως πονάς, να φωνάξω τον
Νάσο;»
«Η μητέρα μου μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο στη Βιέννη σε
ειδική μονάδα με πρόβλημα στην καρδιά. Μου τηλεφώνησε η
αδελφή μου», του είπε και ξέσπασε σε λυγμούς.
«Εντάξει, συμβαίνουν αυτά, αγαπούλα μου. Μη σκέφτεσαι
τα χειρότερα. Όλα καλά θα πάνε, θα δεις».
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 83
_
Ο εφιάλτης
Χωρίς οίκτο
καλύτερα».
«Με τέτοιο εύρημα θα την έκανε φύλλο και φτερό η
Σήμανση, αλλά δες κι εσύ».
Ο Σωτήρης ερευνά με ένα φακό τα συρτάρια και τα
ράφια της ντουλάπας, ενώ εγώ ανοίγω ένα ξεχαρβαλωμένο
ξύλινο μπαούλο. Ανασηκώνω τα παλιά ρούχα που έχει μέσα
και βρίσκω τυλιγμένο σε μια πετσέτα ένα μαύρο πλαστικό
μπιτόνι μισογεμάτο με υγρό.
«Παίδες, για ρίξτε φως εδώ».
Ο Γιώργος φέρνει την κάμερα και φωτίζει την ετικέτα.
«Θειικό οξύ. Χριστός κι απόστολος!»
Ο ιδιοκτήτης το βλέπει, τα χάνει και επαναλαμβάνει τρεις
τέσσερις φορές ότι δεν είναι δικό του. Άλλος εδώ δεν έχει
πράγματα για φύλαξη, άρα είναι του ενοικιαστή. Του Δημήτρη
Μακρή. Τι διάβολο το έκανε το υπόλοιπο μισό καυστικό υγρό
που λείπει;
«Ρε σεις, λέτε να την έλειωσε την κοπέλα εδώ μέσα με το
οξύ;» ρωτάει σιγά ο κάμεραμαν.
Ο ηχολήπτης τον κοιτάει με τα μάτια έτοιμα να πεταχτούν
έξω απ’ τις κόγχες. Λίγο ακόμα και θα βγάλει τα ακουστικά
με τα οποία ελέγχει τον ήχο και θα φύγει τρέχοντας.
«Όχι τέτοια σχόλια, γιατί έχω ήδη αγριέψει εδώ κάτω», λέει.
Η κάμερα είναι ανοιχτή και καταγράφει τα πάντα, ο
Σωτήρης βοηθά στο ψάξιμο και ο ιδιοκτήτης έχει αλλάξει
δέκα χρώματα μ’ αυτά που βλέπει μες στο σπίτι του. Κάποια
στιγμή, με το δυνατό φως της κάμερας, παρατηρώ ότι τα
πλακάκια του δαπέδου είναι πεντακάθαρα, σε αντίθεση με τα
περισσότερα έπιπλα που είναι μες στη σκόνη και τη βρόμα. Το
ίδιο και ο τοίχος σε μια μεγάλη επιφάνεια. Σαν κάποιος να τα
έπλυνε πρόσφατα.
«Κύριε Ηλία, μήπως σφουγγαρίσατε το δάπεδο και πλύνατε
τον τοίχο μετά την πρώτη έρευνα της Σήμανσης;»
«Όχι. Τα άφησα όπως τα είχαν, γιατί μου είπαν ότι μπορεί
να ξανάρθουν και να μην πειράξω τίποτα... Α, τώρα που το
λέτε αυτό, θυμήθηκα ότι οι αστυνομικοί, εκτός από τη στολή
116 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_
Κυκλώνας αποκαλύψεων
αποτροπιασμό.
Θα την κρεμούσε έγκυο από το παράθυρο του τετάρτου
ορόφου, δεμένη σε καρέκλα».
Ακούω τις περιγραφές του επιθεωρητή και το αίμα μου
παγώνει.
«Την κρατούσε αιχμάλωτη, αλλά του ξέφυγε και βρέθηκε
στο καταφύγιο. Να ξέρετε ότι τα πάντα σ’ αυτούς τους
χώρους λειτουργούν με απόλυτη ασφάλεια και μυστικότητα,
κι όμως ο Απέργης κινήθηκε σαν φαντομάς.
Πληροφορηθήκαμε ότι είχε ύποπτες συναλλαγές με τον
υπόκοσμο και εντοπίσαμε το συνεργό του στη δολοφονία».
Ζητάει, πριν επεκταθεί στις λεπτομέρειες που μπορεί να μας
αναφέρει, να μάθει τι ακριβώς έχει συμβεί με την Ελληνίδα
σύντροφό του που αγνοείται. Του δίνω τα στοιχεία της
αναζήτησής μας και μένει κατάπληκτος που η ελληνική
αστυνομία δεν ασχολήθηκε από την αρχή με την εξαφάνιση
της Ματίνας Ράλλη και δεν εντόπισε τον Φάνη Απέργη, ενώ
όλα αυτά τα έκανε με σοβαρότητα μια τηλεοπτική εκπομπή
έρευνας.
«Εσείς πώς ενεργήσατε εδώ στην Ελλάδα;»
«Με τα στοιχεία σε βάρος του που προέκυψαν, οι
ανακριτικές Αρχές ζήτησαν τη δικαστική συνδρομή της
Ελλάδας για τη σύλληψή του ως κυρίου υπόπτου στη
δολοφονία της Μάγιερ. Η ανακρίτρια εκεί στην Αθήνα
προχώρησε στην έκδοση εντάλματος σύλληψης σε βάρος του
για ανθρωποκτονία από πρόθεση».
Μου κάνει εντύπωση όσο μιλάμε το πόσο άψογα χειρίζεται ο
επιθεωρητής την ελληνική γλώσσα, και το σχολιάζω. Μου λέει
ότι έρχεται συχνά στην Ελλάδα και επισκέπτεται τη
Θεσσαλονίκη, απ’ όπου κατάγεται η μητέρα του. Τον ρωτάω
πώς κατάφερε ο Απέργης να εντοπίσει το θύμα του, τον τρόπο
με τον οποίο κινήθηκε, και μου απαντά ότι διέμενε σε
διαφορετικά σπίτια ατόμων με ύποπτη δράση. Ένας από
αυτούς, γερμανικής υπηκοότητας, που είχε τότε
αποφυλακιστεί πρόσφατα μετά από καταδίκη για εμπόριο
128 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_
«Γιατί, τι συνέβη;»
«Πήραμε επιτέλους με ασφαλιστικά μέτρα την επιμέλεια του
Άγγελου. Είχαμε κάνει ενέργειες από τότε που μάθαμε για την
εξαφάνιση. Βοήθησε και η εκπομπή σ’ αυτή την απόφαση και
σας ευχαριστούμε».
«Χαίρομαι, Βάλια μου, γιατί το παιδάκι θέλει ιδιαίτερη
μεταχείριση και από ανθρώπους που το αγαπάνε όπως
εσείς».
«Ήρθα στα Γιάννενα και τον πήρα με δικαστικό
επιμελητή από την αδελφή του. Τη νύχτα θα είμαστε στο
νησί. Αν μπορείς, έλα αύριο να μιλήσεις εσύ με το παιδί.
Θέλουν να πουν δυο λόγια στην κάμερα και οι γονείς μου».
«Εντάξει, θα έρθω. Θα σε ενημερώσω για την ώρα που θα
φτάσουμε. Να μου φιλήσεις τον μικρό και να έχετε καλό
ταξίδι».
Το παιδί είδε τι έγινε εκείνη τη νύχτα με τη μητέρα του. Το
σπαρακτικό του κλάμα που ακούστηκε στη γειτονιά λέει
πολλά. Και χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να μπορέσει να
βγάλει από την ψυχούλα του τη σκηνή που αντίκρισαν τα
αθώα του μάτια.
ΑΘΗΝΑ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005
Σε αναμμένα κάρβουνα
μένουν Σαντορίνη».
«Ε, ωραία. Κανονίστε να πάει μια δικιά μας εκεί, για να
μην το φέρνουμε το παιδάκι εδώ. Κι αυτόν τον πούστη
πρέπει να τον πιάσουμε, που ο κόσμος να ’ρθει τούμπα.
Έτσι και καταφέρει να μας ξεφύγει, βλέπω να μας στέλνουν
οριστικά στα σπίτια μας, για μόνιμες διακοπές».
Το χτύπημα στην πόρτα τούς διέκοψε. Η μπάσα φωνή του
διοικητή έδωσε το οκέι για να ανοίξει και εμφανίστηκε
μουδιασμένος μπροστά τους ο υπεύθυνος των
εγκληματολογικών εργαστηρίων, ο Ορέστης Πάντος.
Αξιωματικός με άρτια εκπαίδευση στην Αμερική και με
όνειρα να εγκαταστήσει τις σύγχρονες μεθόδους του FBI
στην Αθήνα.
«Μπορώ να περάσω, κύριε διοικητά;»
«Μπες, κλείσε την πόρτα και λέγε τι βρήκατε».
«Δεν προκύπτει τίποτα, είχαν πλυθεί τα πάντα με χλωρίνη.
Πιστεύαμε ότι θα είχαμε ίχνη αίματος στις σφουγγαρίστρες,
αλλά δεν βρήκαμε. Η στολή του δύτη δεν έδωσε γενετικό
υλικό, γιατί με την επαφή με το νερό χάνεται. Ούτε στο
μαχαίρι ανιχνεύσαμε αίμα».
«Από τα δείγματα του “Τούνελ”;»
Ο Πάντος ξερόβηξε σαν να ήθελε να καθαρίσει το λαιμό του
και κοίταξε τις μύτες των παπουτσιών του.
«Κουφάθηκες, Ορέστη; Να σου το ξαναπώ;»
«Δείτε εδώ στο έγγραφο. Τα πειστήρια νούμερο δέκα που
προσκόμισε το “Φως στο Τούνελ” –»
«Χέστηκα, ρε, για τα νούμερα! Πες μου με μια κουβέντα.
Αυτά που βρήκε η Νικολούλη τι είναι;»
«Είναι θετικά, κύριε διοικητά. Ταυτοποιήθηκαν με το
δείγμα DNA της αγνοούμενης Ματίνας Ράλλη».
Ο προϊστάμενος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών έγειρε
αργά το κεφάλι προς τα πίσω, στην πλάτη της πολυθρόνας,
και έλυσε τη ριγέ γραβάτα του. Δεν ήθελε να δει την
έκφραση του διοικητή. Την φανταζόταν.
Κοίταζε την οροφή του γραφείου, που έμοιαζε
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 137
_
λέω ότι αυτό είναι από το φιλαράκι μου τον Άγγελο, που
ζωγραφίζει σούπερ. Τι θα ’θελες να μου ζωγραφίσεις;»
Με κοιτάζει έντονα με τα θλιμμένα μαύρα μάτια του.
Παίρνει το μπλοκ ζωγραφικής και το κουτί με τις
ξυλομπογιές, κάθεται στο χαλί και μου γυρνάει την πλάτη.
Τον βλέπω να διαλέγει τα σκούρα χρώματα και να
σπρώχνει μακριά τα φωτεινά. Όταν τελειώνει, δεν κοιτάζει
το σχέδιό του. Μου το δίνει χωρίς να μου πει λέξη.
Το παίρνω στα χέρια μου, το βλέπω και η ψυχή μου μαυρίζει.
Έχει ζωγραφίσει ένα σπίτι και μέσα δύο ανθρωπάκια. Το ένα
είναι πεσμένο με τα χέρια ανοιχτά και το άλλο από πάνω του
όρθιο κάτι κρατάει.
«Α, εσύ έχεις ταλέντο. Εδώ είναι ο αρκούδος που σου
έπεσε;»
«Όχι, η μαμά μου είναι. Δεν την βλέπεις; Παίζει με τον
μπαμπά κυνηγητό. Την έπιασε και η μαμά έπεσε».
«Και μετά σηκώθηκε και έπαιξε μ’ εσένα;»
«Όχι», μου απαντάει έντονα και χτυπάει το ποδαράκι του
στο χαλί. «Η μαμά κοιμάται».
«Κι αυτό, αγάπη μου, είναι το σπίτι σας;»
Μου γνέφει καταφατικά και κοιτάζει το σχέδιο. Δεν υπάρχει
χρώμα πουθενά, μόνο μαυρίλα.
«Να βάλουμε στα κεραμίδια κόκκινο χρώμα;»
«Όχι».
«Κι εσύ, Αγγελάκο μου, πού είσαι; Κάπου εδώ γύρω και
δεν σε βλέπω;»
Κοιτάζει τη ζωγραφιά του και μου δείχνει με το δάχτυλο
κάπου αριστερά, στο κενό.
«Κοιμάσαι στο δωμάτιό σου, γι’ αυτό δεν φαίνεσαι;»
«Όχι, κοιμήθηκα με τον μπαμπά γιατί έκλαιγα».
«Και γιατί έκλαιγε το όμορφο αγοράκι μου;» ρωτάω και του
χαϊδεύω το ξανθό του κεφαλάκι.
Σηκώνει τους ώμους του και στο προσωπάκι του
ζωγραφίζεται η απορία, σαν να μην ξέρει.
«Κι όταν ξυπνήσατε, τι σου είπε η μανούλα; Ήθελε να
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 143
_
παίξετε μαζί;»
«Όχι, η μαμά δεν ξύπνησε. Κοιμάται ακόμα».
Λένε οι ειδικοί πως με μια ζωγραφιά το παιδί τα λέει όλα
κι εγώ νιώθω ότι ο μικρός Άγγελος μου είπε σήμερα πολλά.
Στα τρία του χρόνια φαίνεται ότι έγινε μάρτυρας
εγκλήματος. Θύμα η ίδια του η μανούλα και φονιάς της ο
άντρας που είχε σαν πρότυπο. Ο πατέρας του. Θέλω να τον
βγάλω από εκείνη τη μαύρη νύχτα που θα σημαδέψει για
πάντα την ψυχούλα του και τον παίρνω τρυφερά στην
αγκαλιά μου. Τα μάτια μου βουρκώνουν και η καρδιά μου
βουλιάζει όταν τυλίγει τα χεράκια του γύρω από το λαιμό
μου και ακουμπάει το κεφαλάκι του στο στήθος μου. Φιλάω
τα μαλάκια του και τον κουνάω απαλά, ρυθμικά, σαν να τον
νανουρίζω. Κλείνει τα ματάκια του και μένει στην αγκαλιά
μου ακίνητος και σιωπηλός.
ΑΘΗΝΑ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005
ψάχνεις».
«Ποιον;»
«Μην κάνεις τη χαζή. Για τον Φάνη σου μιλάω. Αν μου πεις
ότι θα ακολουθήσεις τους δικούς μας κανόνες ασφαλείας, θα
έρθω εγώ να σε πάρω όταν τελειώσεις και θα σε φέρω σε
επαφή μαζί του».
Με δυο λόγια, ορθά κοφτά, μου δίνει αυτό που περίμενα.
Να βρω το φαντομά. Τα χάνω, αλλά δεν το δείχνω.
«Αν κάνεις πλάκα, φίλε μου, έπεσες σε λάθος εκπομπή».
«Σημείωσε τα στοιχεία μου και το τηλέφωνό μου, που είναι
μόνο για σένα και όχι για τους μπάτσους. Σε μισή ώρα θα
είμαι στο κανάλι και θα δεις αν κάνω πλάκα ή όχι. Να μην
καταλάβει κανείς τίποτα.
Συνεννοηθήκαμε;»
Κλείνει το τηλέφωνο κι εγώ συνειδητοποιώ ότι απέκτησα
ξαφνικά τρέμουλο στα πόδια. Κοιτάζω τα στοιχεία του και
καλώ αυθόρμητα το κινητό που μου άφησε.
«Μην ψάχνεις για πλακατζή. Δικό μου είναι το κινητό και
ισχύει αυτό που σου είπα. Σε λίγο θα είμαι εκεί και θα λύσω
τις απορίες σου».
Όσο σκέφτομαι τι μου είπε, τόσο δυναμώνει το τρέμουλο
και απλώνεται από τα πόδια στα χέρια. Νιώθω και την
καρδιά μου τώρα να χορεύει σαν τρελή. Θα βρω τούτη τη
νύχτα το δολοφόνο αυτών των γυναικών; Δεν μπορώ να το
πιστέψω, ούτε και να πω λέξη στον αέρα. Αυτό που
συνειδητοποιώ όμως είναι ότι θέλω να ρισκάρω, να δω αν
ισχύουν όσα μου είπε ο τύπος. Πρέπει να οργανωθώ με το
σκηνοθέτη και την παραγωγή μου και να φύγουμε αμέσως
μόλις κλείσει η εκπομπή.
Ζητάω να πάμε στο επόμενο βίντεο, με την έρευνα στη
μονοκατοικία της Ματίνας, και μιλάω με τους συνεργάτες μου,
οι οποίοι είναι επιφυλακτικοί. Θα περιμένουν να δουν πρώτα
τον τύπο, μήπως έχει άλλο σκοπό και μας παγιδέψει, και μετά
θα ρυθμίσουμε τα υπόλοιπα.
Το βίντεο στην αποθήκη του τρόμου προκαλεί σοκ και
148 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_
το μούσι του μαύρο και κοντό και τα γυαλιά του λεπτά και
χρυσά. Φοράει μαύρο σακάκι και τζιν παντελόνι με μαύρα
μποτάκια, που, όπως κάθεται, διακρίνονται καλογυαλισμένα.
Στο λευκό του πουκάμισο τα δυο πρώτα κουμπιά είναι
ανοιχτά κι ένα κόκκινο μαντίλι ξεχωρίζει από το τσεπάκι
στο σακάκι του. Ο φαντομάς, ο βασανιστής των γυναικών
που έζησαν μαζί του, ο δολοφόνος με τα πολλά πρόσωπα,
βρίσκεται στα δύο μέτρα από μένα. Νιώθω οργή αλλά και
περιέργεια για το αληθινό προφίλ αυτού του άντρα που έχει
άχτι τις γυναίκες και βάλθηκε να τις κομματιάζει και να τις
εξαφανίζει.
Η μελαχρινή με τη μίνι φούστα και το έντονο μακιγιάζ που
κάθεται σταυροπόδι δίπλα του σηκώνεται απότομα μόλις μας
βλέπει, σβήνει το τσιγάρο της και φεύγει προς την πίσω
πλευρά του μπαρ. Ο Απέργης έρχεται προς το μέρος μου για
να με χαιρετήσει και μετράω το ύψος του με το μάτι. Είναι
κανονικό και το σώμα του φαίνεται γυμνασμένο. Με
κοιτάζει έντονα με τα υγρά του μαύρα μάτια και σκύβει
ιπποτικά για χειροφίλημα. Δεν κρατιέμαι και του λέω
ειρωνικά:
«Πάντα ιππότης ο Φάνης, ακόμα και τώρα στα δύσκολα,
με τις αστυνομίες δύο χωρών να τον κυνηγούν...»
Εκείνος, ετοιμόλογος και το ίδιο ειρωνικός, μου δίνει την
απάντηση χαμηλόφωνα:
«Γιώργος, αγαπητή μου, δεν κάνουμε τέτοια λάθη εδώ
μέσα. Όσο για το κυνηγητό, εσύ έβαλες το χεράκι σου. Είσαι,
για να σ’ το πω γλυκά, ο θηλυκός μου διώκτης. Και ομολογώ
ότι πολύ το γουστάρω τώρα που σε βλέπω από κοντά».
Είμαι έτοιμη να του απαντήσω ότι τα εγκλήματα που
διέπραξε έβαλαν το χεράκι τους, αλλά με προλαβαίνει
γυρίζοντας προς το σκηνοθέτη μου:
«Αυτή, βρε, είναι κοριτσάκι, και μάλιστα όμορφο. Πώς την
βγάζετε έτσι μεγάλη και σκληρή στην τηλεόραση; Της χαλάτε
την εικόνα».
Ο Σωτήρης χαμογελάει αμήχανα, του συστήνεται και
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 157
_
χρησιμεύει;
Βγαίνουμε ακολουθώντας τον στενό διάδρομο και
βρισκόμαστε πάλι στο μπαρ. Δυο παρέες πελατών έχουν
απομείνει και τα πίνουν, και οι γυναίκες έχουν εξαφανιστεί.
Ο Απέργης κάθεται στην ίδια θέση στο μπαρ με την πλάτη
γυρισμένη σ’ εμάς και ο Μάρκος δίπλα του όρθιος κάτι του
λέει με απολογητικό ύφος. Υπάρχει ένταση στην κουβέντα
τους, γιατί εκείνος βαράει το χέρι του στον πάγκο και στο
βλέμμα του φίλου του εμφανίζεται ο φόβος. Βλέπω τον
Μάρκο να τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη προσπαθώντας να
γελάσει και τον Απέργη να του αρπάζει το χέρι και να το
τινάζει μακριά του. Όταν μας βλέπει, έρχεται μουδιασμένος
προς το μέρος μας, και αυτός του φωνάζει αγριεμένος,
χτυπώντας το σκαμπό δίπλα του.
«Πού πας; Κάτσε εδώ!»
«Πρέπει να συνοδέψω τα παιδιά έξω και θα ξανάρθω. Δεν
είναι σωστό», του απαντά και μας ακολουθεί.
«Εμείς οι δυο θα τα ξαναπούμε, γιατί αφήσαμε κάτι στη
μέση», μου λέει ο Απέργης χωρίς να με κοιτάξει.
Βγαίνουμε έξω στο δρόμο και παίρνουμε βαθιές ανάσες. Η
βροχή έχει σταματήσει, αλλά ο παγωμένος αέρας φυσά
αγριεμένος. Οι μπράβοι αυτή τη φορά μάς κόβουν άγρια
από πάνω μέχρι κάτω. Εκείνος που πριν από δυο ώρες με
συνόδευε με ευγένεια ανοίγει τώρα με τρόπο το μπουφάν
του για να δω το σιδερικό στη ζώνη του. Τον αγνοώ και
τους καλημερίζουμε, γιατί η ώρα είναι περασμένες πέντε. Ο
Μάρκος με πιάνει από το μπράτσο αναστατωμένος, με
τραβάει σε απόσταση από αυτούς και μου λέει σιγά:
«Έπινε από νωρίς και είναι τύφλα. Αγρίεψε μαζί μου γιατί
δεν τον απέτρεψα απ’ αυτή τη συνάντηση. Δεν έχει μάθει να
χάνει, ειδικά από γυναίκες».
«Θα τα βρείτε εσείς, είστε φιλαράκια. Μην ανησυχείς».
«Μου είπε και κάτι σοβαρό που σε αφορά».
«Όπως;»
«Ότι θα σε πετάξει στα σκουπίδια, όπως έκανε με τη
164 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_
Ματίνα».
Τον κοιτάζω σοκαρισμένη με το στόμα ανοιχτό, ενώ ο
Σωτήρης, που δεν έχει ακούσει τη συζήτηση, μου φωνάζει να
φύγουμε. Ο Μάρκος επιμένει και με κρατά εκεί.
«Σου μιλάω μπέσα, έχω πάθει με την ομολογία του και θα
σκεφτώ τι θα κάνω. Μ’ αυτά που του είπες ότι βρήκες για
τις δυο γυναίκες, κατάλαβα τελικά πόσο επικίνδυνος είναι».
«Μίλα με την Ασφάλεια, ρε Μάρκο. Αν δεν σε δένει κάτι
άλλο μαζί του, κάν’ το, ρε γαμώτο μου! Για την ψυχή αυτής
της γυναίκας, μήπως βρεθεί και γαληνέψει».
Με κοιτάει έντονα με τα θολά του μάτια και με χαιρετάει.
«Να προσέχεις».
Ο θόρυβος από τον ασύρματο που καλεί επίμονα με
επαναφέρει στην πραγματικότητα, γιατί έχω θορυβηθεί μ’
αυτά που άκουσα από το φίλο του καταζητούμενου κι από
τον τρόπο που μου τα είπε. Η διακεκομμένη λόγω παρεμβολών
συνομιλία είναι κουραστική αλλά αποκαλυπτική.
«Σωτήρη, μ’ ακούς;»
«Έλα, Γιώργο, ερχόμαστε. Όλα καλά εκεί;» τον ρωτάει ο
Σωτήρης και τρέχει για να μην τον ακούσουν άλλοι
περίεργοι.
«Κάτι γίνεται εδώ, μεγάλε. Μάλλον ετοιμάζουν ντου στο
μπαρ για να τον συλλάβουν. Πέρασε ένα αυτοκίνητο της
Ασφάλειας με συμβατικά νούμερα και μας έκανε έλεγχο. Ο
αξιωματικός με ρώτησε τι περιμένουμε. Είπα ότι είμαστε σε
αποστολή για το “Τούνελ” και ήθελε να μάθει αν είναι και η
Αγγελική μαζί. Είπα την αλήθεια».
«Το κατάλαβαν οι μπάτσοι ότι κάτι κινείται με τον
καταζητούμενο και μας ακολούθησαν. Πώς δεν τους πήραμε
χαμπάρι; Τρέξε, Άντζελα, γιατί θα ’χουμε ιστορίες εδώ και δεν
παίζουμε μ’ αυτά».
Φτάνουμε γρήγορα στο αυτοκίνητο του συνεργείου και
μπαίνουμε μέσα την ώρα που δυο σκούρα αυτοκίνητα της
ασφάλειας και ένα ασημί περνούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα από
μπροστά μας. Ο Σωτήρης παίρνει κάποια πλάνα από το
ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ 165
_
μα δεν έρχεται».
Το αγαπημένο μου λυκόσκυλο, το ένα από τα δύο που με
συντροφεύουν χρόνια τώρα στις μοναχικές ώρες, είναι
άρρωστο από το καλοκαίρι. Καταφέραμε με χειρουργείο να
τον συνεφέρουμε, αλλά με το που έπιασαν τα κρύα βάρυνε
πάλι.
«Θα τον φροντίσω εγώ, γλυκιά μου, φύγε εσύ. Καλή
ξεκούραση».
Με την κούπα του αχνιστού καφέ στο χέρι, βγαίνω στον
κήπο. Η Κάρμεν, η σύντροφος του Βαν, τον παρακολουθεί
λυπημένη από μακριά. Τον πλησιάζω, χαϊδεύω το καφετί
του τρίχωμα και του μιλάω τρυφερά. Καμία αντίδραση.
Προσπαθώ να του δώσω το φαγητό του και ο μέχρι χθες
φαγάνας σκύλος ούτε το βλέπει. Τον τραβάω προσεκτικά
και με δυσκολία προς το σαλόνι, κοντά στο αναμμένο τζάκι,
κάθομαι απέναντί του στο χαλί και με κοιτάζει με μια
απέραντη θλίψη. Παίρνω τηλέφωνο τον κτηνίατρο και ζητάω
απεγνωσμένα τις συμβουλές του. Τις ακολουθώ πιστά και τον
βλέπω να παίρνει τα πάνω του. Η Κάρμεν μπαίνει μέσα,
κάθεται δίπλα του και με τα μπροστινά της πόδια τον
αγκαλιάζει. Σκύβει πάνω του και μένει εκεί ακίνητη. Σηκώνει
το κεφάλι και την κοιτάζει με το ίδιο θλιμμένο βλέμμα και
μετά χώνει τη μουσούδα του μπρος στα απλωμένα του πόδια.
Συγκινούμαι από την εικόνα που βλέπω. Δεκαέξι χρόνια μαζί.
Ζευγάρωσαν, γέννησε τα κουτάβια του και ήταν πάντα η
σκιά του. Μπροστά ο Βαν ο αρχηγός και πίσω η αθόρυβη
σύντροφος. Η Κάρμεν τον αφήνει, με κοιτάζει με πόνο και
βγαίνει πάλι έξω αργά και με σκυφτό κεφάλι.
Μένω μόνη με το σκύλο μου και την αγαπημένη μου
συγγραφέα Π. Ντ. Τζέιμς στην Αίθουσα Φόνων. Κάποια
στιγμή ο Βαν τινάζεται, σηκώνεται και ξαπλώνει στα πόδια
μου.
«Μπράβο το αγόρι μου. Τι δυνατός που είναι ο Βανάκος
μου», του λέω και τον χαϊδεύω.
Ανοίγει τα μάτια του, με κοιτάζει με λατρεία και μετά τα
170 ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ
_
Αυλαία