Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 53

ΑΕΦ 105 ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Θεόκριτος Εἰδύλλια

Διδ. Ε. Σιστάκου
Τμήμα Φιλολογίας Α.Π.Θ.

1
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΓΕΝΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

ΛΕΞΙΚΑ
• An Intermediate Greek-English Lexicon, founded upon the seventh edition of Liddell and Scott's Greek-
English Lexicon. [1889] 1995. Οξφόρδη: Oxford University Press. (=διαδικτυακά στο
http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.04.0058)
• Liddell, H.G.-Scott, R. 1996. Greek-English Lexicon. 9η έκδ. με αναθεωρημένο Συμπλήρωμα.
Οξφόρδη. (=http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.04.0057)
• Montanari, F. [1995] 2004. Vocabolario della lingua greca; con la collaborazione di Ivan Garofallo e
Daniela Manetti; fondato su un progetto di Nino Marinone. Seconda edizione con CD-ROM. Contiene
la Guida all' uso del Vocabolario e Lessico di base. Τορίνο: Loescher.
• Μόσχος, Ξ.-Μ. Κωνσταντινίδης. 1901-1904. Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Ι-IV.
Αθήνα: Ι. Σιδέρης. Ανατύπωση με συμπλήρωμα από τους Γεωργούλη, Κ. και Π.
Γεωργούντζο. 1972-1977. I-II. Αθήνα. [Μετάφραση της 8ης εκδ. (1897) του Greek-English
Lexicon με συμπληρώσεις και προσθήκες].
ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΕΣ
• Easterling P.E. - Knox B.M.W. 1990. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Ν. Κονομής
- Χ. Γρίμπα - Μ. Κονομή (μτφρ.). Αθήνα: Παπαδήμας.
• Lesky A. 1981. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Α. Τσοπανάκης (μτφρ.).
Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
• F. Montanari. 2008. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Δ. Ιακώβ & Α. Ρεγκάκος
(επιμ.). Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
• Cancik, H. & Η. Schneider & Μ. Landfester (επιμ.). 1996-2002. Der Neue Pauly. Enzyklopädie der
Antike (NP). Στουτγάρδη & Βαϊμάρη.=The New Pauly (και σε ηλεκτρονική μορφή)
• Grimal, P. 1991. Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας. Β. Άτσαλος (επιμ.).
Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
• Hornblower, S. & A. Spawforth. 2003. The Oxford Classical Dictionary. Οξφόρδη.
• Howatson, M. C. 1996. Εγχειρίδιο Κλασικών Σπουδών. The Oxford Companion to Classical
Literature. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
• Kroh, P. 1996. Λεξικό Αρχαίων Συγγραφέων. Ελλήνων και Λατίνων. Θεσσαλονίκη:
University Studio Press.
• Preminger, A.-T. Brogan. 1993. The New Princeton Encyclopaedia of Poetry and Poetics. Princeton.

ΕΙΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
• Fantuzzi, M.-R. Hunter. 2002. Muse e modelli. La poesia ellenistica da Allessandro Magno ad
Augusto. Ρώμη & Bari.=Αγγλική μετάφραση: 2004. Tradition and Innovation in Hellenistic
Poetry. Cambridge.=Ελληνική μετάφραση: 2005. Ο Ελικώνας και το Μουσείο. Επιμέλεια
Θ.Δ. Παπαγγελής-Α. Ρεγκάκος. Αθήνα: Πατάκης.
• Goldhill, S. 1991. The Poet’s Voice. Cambridge.
• Gutzwiller, K. 2007. A Guide to Hellenistic Literature. Malden, MA.
• Hopkinson, N. 1988. A Hellenistic Anthology. Cambridge.=Ελληνική μετάφραση: 2006.
Ανθολογία Ελληνιστικής Ποίησης. Αθήνα: Πατάκης.
• Hutchinson, G.O. 1988. Hellenistic Poetry. Οξφόρδη.=Ελληνική μετάφραση: 2007
• Παπαγγελής, Θ.Δ. 1994. Η ποιητική των Ρωμαίων "νεωτέρων". Αθήνα: ΜΙΕΤ.
• Zanker, G. 1987. Realism in Alexandrian Poetry. A Literature and its Audience. Λονδίνο.
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
• Bernand, A. 1997. Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων. Αθήνα.
• Fraser, P.M. 1972. Ptolemaic Alexandria. Οξφόρδη.
• Gehrke, H.-J. 2000. Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου. Αθήνα: ΜΙΕΤ.
• Long, A. A. 1997. Η ελληνιστική φιλοσοφία. Αθήνα: ΜΙΕΤ.
• Pollitt, J. J. 1999. Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή. Αθήνα: Παπαδήμας.
• Webster, T.B.L. 1964. Hellenistic Poetry and Art. Λονδίνο.

2
• Zanker, G. 2003. Modes of Viewing in Hellenistic Poetry and Art. Wisconsin.
ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ
• Burton, J. B. 1995. Theocritus’ Urban Mimes: Mobility, Gender and Patronage. Berkeley.
• Cholmeley, R.-J. 1931. The Idylls of Theocritus. Λονδίνο.
• Crump, M. M. 1931. The epyllion from Theocritus to Ovid. Οξφόρδη.
• Dover, K. J. 1971. Theocritus. Λονδίνο.
• Edmonds, J. M. 1928. The Greek Bucolic Poets. Cambridge, Mass.
• Effe, B. 1986. Theokrit und die griechische Bukolik. Darmstadt.
• Fantuzzi, M.- Papanghelis, Th. 2006. Brill’s Companion to Greek and Latin Pastoral. Amsterdam.
• Gieben, J. C. 1990. The Echoing Woods: Bucolic and Pastoral from Theocritus to Wordsworth.
Amsterdam.
• Gow, A. S. F. 1952. Bucolici Graeci. Οξφόρδη.
• Gow, A. S. F. 1952. Theocritus I-II. Cambridge.
• Gutzwiller, K. J. 1981. Studies in the Hellenistic Epyllion. Königstein.
• Gutzwiller, K. J. 1991. Theocritus’ Pastoral Analogies. Madison.
• Harder, M. A.-R. F. Wakker. 1995. Theocritus. Groningen.
• Hunter, R. L. 1996. Theocritus and the Archaeology of Greek Poetry. Cambridge.
• Hunter, R. L. 1998. Theocritus. A Selection. Cambridge.
• Hunter, R. L. 2003. Encomium of Ptolemy Philadelphus. Berkeley.
• Legrand, Ph.-E. 1968. Etude sur Theocrite. Παρίσι.
• Παπαγγελής, Θ. Δ. 1995. Από τη βουκολική ευτοπία στην πολιτική ουτοπία. Αθήνα: ΜΙΕΤ.
• Rosenmeyer, T. G.. 1969 [2004]. The Green Cabinet. Berkeley/ Los Angeles.
• Rumpel, J. 1961. Lexicon Theocriteum. Hildesheim.
• Segal, C. P. 1981. Poetry and Myth in Ancient Pastoral. Princeton.
• Σιστάκου, Ε. 1998. Θεοκρίτου Θύρσις ή Ωιδή. Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.
• Stanzel, K.-H. 1995. Liebende Hirten: Theokrits Bukolik und die alexandrinische Dichtung.
Στουτγάρδη.
• C. Wendel. 1914. Scholia in Theocritum Vetera. Λιψία.
• Wilamowitz-Moellendorf, U.von. 1905. Bucolici Graeci. Οξφόρδη.
• Χατζηκώστα, Σ. Γ. 2005. Θεόκριτος Ειδύλλια Ι-VII. Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια. Αθήνα:
Καρδαμίτσα.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
• Νικολάου, Ν. -Β. Μανδηλαράς. 1995. Θεόκριτος Άπαντα. Αθήνα: Κάκτος.
• Φωτιάδης, Α. χ.χ. Θεόκριτος Ειδύλλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

ΥΛΙΚΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ


• Perseus
Ψηφιακή βιβλιοθήκη για την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Περιλαμβάνει κείμενα και μεταφράσεις,
βιβλιογραφία για τη γλώσσα και τη γραμματεία, λεξικά και λεξικογραφικά εργαλεία, καθώς και
πλούσιο εικονογραφικό υλικό.
Θεόκριτος: http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.01.0228
Σχόλια (R.J. Cholmeley 1901): http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.04.0069

Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα


• Μνημοσύνη-Θεόκριτος -Μετάφραση Ι. Πολέμη
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/index.html?author_id=158
• Μνημοσύνη-Αριάδνη-Μυθολογικός Οδηγός
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/mythology/lexicon/index.html
• Μνημοσύνη-Εγκυκλοπαιδικός οδηγός-Ελληνιστική Γραμματεία
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/encyclopedia/hellenistic/index.html

3
ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

Γενικά χαρακτηριστικά
Διατήρηση του δωρικού ᾱ αντί για η (ἁμῖν αντί ἡμῖν)
Χρήση του σδ αντί για το ζ (συρίσδες αντί συρίζεις)
Στα επιρρήματα η κατάληξη είναι –κα αντί –τε (ποκα εντί ποτε, ενίοτε με διπλό κ όπως στο ὅκκα)
Το κα εμφανίζεται αντί για το αττικό δυνητικό ἄν.
Ο υποθετικός σύνδεσμος είναι αἰ αντί για εἰ.
Η πρόθεση ποτί αντί για πρός.
Προσωπική αντωνυμία β’προσώπου ον. τύ, γεν. τευ και τεῦς, δοτ. τιν και τοι, αιτ. τέ.
Προσωπική αντωνυμία γ’ προσώπου σε αιτιατική ενικού μιν ή νιν
Ορισμένες συνήθεις αποκλίσεις: τηνεῖ = ἐκεῖ και τῆνος = ἐκεῖνος.

Ουσιαστικά
Στην πρώτη κλίση εμφανίζεται κανονικά το ᾱ αντί για η. Στα αρσενικά η γενική ενικού είναι σε ᾱ.
Στη γενική πληθυντικού έχουμε κανονικά –ᾶν.
Στη δεύτερη κλίση η γενική ενικού είναι κανονικά –ω και η αιτιατική πληθυντικού –ως (Πίνδω αντί
Πίνδου).

Ρήματα
Στα ρήματα το σύμπλεγμα ευ παρουσιάζεται ως εο (ἵκεο αντί ἵκευ)
β’ενικό –ες αντί για –εις (ἀείδες αντί ἀείδεις)
α’ πληθ. –μες αντί για –μεν (δεδοίκαμες αντί δεδοίκαμεν)
γ’πληθ. –οντι αντί –ουσι (μοχθίζοντι αντί μοχθίζουσι)
Ο μέλλοντας γενικά είναι συνηρημένος (ἀξῶ αντί για ἄξω)
Τα ρήματα σε –μι έχουν γ’ ενικό σε –τι και γ’πληθ. σε –αντι, -εντι, -οντι (προίητι, ᾠδήκαντι,
γελᾶντι, τρομέοντι).
Απαρέμφατο σε –εν αντί για –ειν (συρίσδεν αντί συρίζειν)
Απαρέμφατο εἶμεν αντί για το εἶναι.
Μετοχή θηλυκού –οισα αντί –ουσα (τεύχοισα αντί τεύχουσα)

Δείγματα κειμένου (Ειδ. 1, 1-6 και 2, 1-16)


-Ἁδύ τι τὸ ψιθύρισμα καὶ ἁ πίτυς, αἰπόλε, τήνα,
ἁ ποτὶ ταῖς παγαῖσι, μελίσδεται, ἁδὺ δὲ καὶ τύ
συρίσδες· μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ.
αἴ κα τῆνος ἕλῃ κεραὸν τράγον, αἶγα τὺ λαψῇ·
αἴ κα δ᾽ αἶγα λάβῃ τῆνος γέρας, ἐς τὲ καταρρεῖ
ἁ χίμαρος· χιμάρω δὲ καλὸν κρέας, ἔστε κ᾽ ἀμέλξῃς.

-Πᾷ μοι ταὶ δάφναι; φέρε, Θεστυλί. πᾷ δὲ τὰ φίλτρα;


στέψον τὰν κελέβαν φοινικέῳ οἰὸς ἀώτῳ,
ὡς τὸν ἐμὸν βαρὺν εὖντα φίλον καταδήσομαι ἄνδρα,
ὅς μοι δωδεκαταῖος ἀφ᾽ ὧ τάλας οὐδὲ ποθίκει,
οὐδ᾽ ἔγνω πότερον τεθνάκαμες ἢ ζοοὶ εἰμές,
οὐδὲ θύρας ἄραξεν ἀνάρσιος. ἦ ῥά οἱ ἀλλᾷ
ᾤχετ᾽ ἔχων ὅ τ᾽ Ἔρως ταχινὰς φρένας ἅ τ᾽ Ἀφροδίτα.
βασεῦμαι ποτὶ τὰν Τιμαγήτοιο παλαίστραν
αὔριον, ὥς νιν ἴδω, καὶ μέμψομαι οἷά με ποιεῖ.
νῦν δέ νιν ἐκ θυέων καταδήσομαι. ἀλλά, Σελάνα,
φαῖνε καλόν· τὶν γὰρ ποταείσομαι ἅσυχα, δαῖμον,
τᾷ χθονίᾳ θ᾽ Ἑκάτᾳ, τὰν καὶ σκύλακες τρομέοντι
ἐρχομέναν νεκύων ἀνά τ᾽ ἠρία καὶ μέλαν αἷμα.
χαῖρ᾽, Ἑκάτα δασπλῆτι, καὶ ἐς τέλος ἄμμιν ὀπάδει,
φάρμακα ταῦτ᾽ ἔρδοισα χερείονα μήτε τι Κίρκας
μήτε τι Μηδείας μήτε ξανθᾶς Περιμήδας.

4
ΜΕΤΡΟ
ΠΡΟΣΩΔΙΑ

ΣΥΜΒΟΛΑ ΠΡΟΣΩΔΙΑΣ

μακρό – βραχύ ∪ άλογο ή αδιάφορο στοιχείο Χ brevis in longo


τομή | διαίρεση ‖ ζεύγμα

ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΡΟΣΩΔΙΑΣ


Διάκριση των φωνηέντων κατά τη γραμματική σε μακρά, βραχέα και δίχρονα (τα οποία όμως είναι
μόνο και πάντοτε είτε μακρά είτε βραχέα στην εκάστοτε λέξη).

Λόγω της μετρικής συνάφειας το φωνήεν δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από τα άλλα
φωνήεντα ή σύμφωνα που ακολουθούν στο πλαίσιο ενός στίχου. Έτσι:

1) Μια συλλαβή θεωρείται βραχεία για το μέτρο (φύσει βραχεία) όταν καλύπτεται από ένα
βραχύχρονο φωνήεν (ε, ο, ᾰ, ῐ, ῠ) και ακολουθείται από ένα απλό σύμφωνο (όλα δηλαδή τα
σύμφωνα εκτός από τα διπλά).

2) Μια συλλαβή θεωρείται μακρά για το μέτρο (φύσει μακρά) όταν καλύπτεται από ένα
μακρόχρονο φωνήεν (η, ω, ᾱ, ῑ, ῡ) ή δίφθογγο (αι, οι, ει, υι, ῳ, ῃ).

3) Μια συλλαβή θεωρείται επίσης μακρά για το μέτρο (θέσει μακρά) όταν καλύπτεται από ένα
βραχύχρονο φωνήεν αλλά ακολουθείται (στην ίδια ή στην επόμενη λέξη) από δύο απλά σύμφωνα
ή από ένα διπλό (ζ, ξ, ψ).

4) Μονοσυμφωνική αξία μπορεί να έχει το σύμπλεγμα άφωνο+υγρό (muta cum liquida). Το


φαινόμενο είναι συνηθισμένο στους Αττικούς ποιητές γι αυτό και ονομάζεται Αττική βράχυνση
(correptio Attica). Άλλα συμπλέγματα με μονοσυμφωνική αξία μπορεί να είναι το άφωνο+ένρινο,
και τα σκ, σπ, πτ, νδρ, ακόμη και το ζ.

5) Διπλοσυμφωνική αξία μπορεί να έχουν τα εξακολουθητικά σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ και F (το


δίγαμμα δεν σημειώνεται από τους εκδότες).

6) Ένα από τα φαινόμενα που αποφεύγονται στην αρχαία ελληνική ποίηση είναι η χασμωδία, η
συνάντηση δηλαδή φωνηέντων μεταξύ λέξεων ή στο εσωτερικό μιας λέξης.
Όταν τα φωνήεντα συναντιούνται μεταξύ λέξεων, τότε μπορεί να γίνει έκθλιψη (οὐκ οἶδ’
ὅπως), αφαίρεση (μὴ ‘κεῖνον), κράση (τοὔπος) ή συναλοιφή (συμπροφορά που σημειώνουμε εμείς
στο μέτρο, π.χ. ἐπεί οὐ).
Όταν τα φωνήεντα συναντιούνται στο εσωτερικό μιας λέξης, τότε μπορεί να γίνει συναίρεση
(τιμῶμεν) ή συνίζηση (εἰδέω).

ΔΑΚΤΥΛΙΚΟΣ ΕΞΑΜΕΤΡΟΣ

Κύρια μορφή

1– ∪∪ 2– ∪∪ 3– ∪∪ 4– ∪∪ 5– ∪∪ 6– –

Γενικές παρατηρήσεις:
1. Το μέτρο αποτελείται από έξι δακτυλικούς «πόδες», ο τελευταίος από τους οποίους είναι
καταληκτικός.
2. Κάθε δίβραχυ μπορεί να αντικατασταθεί από ένα μακρό: σε αυτή την περίπτωση ο πόδας
– – ονομάζεται σπονδείος. Αναλόγως ο στίχος ονομάζεται ολοδάκτυλος, ολοσπόνδειος ή
σπονδειάζων όταν έχει δισύλλαβο τον 5. πόδα.
3. Ο έκτος πόδας είναι πάντοτε δισύλλαβος με το τελευταίο στοιχείο αδιάφορο (δηλαδή
μπορεί να καλύπτεται είτε από μακρά είτε από βραχεία συλλαβή-brevis in longo).

5
4. Βραχέα φωνήεντα μπορεί να εκληφθούν ως μακρά χάριν του μέτρου (μετρική έκταση π.χ.
Ὄλυμπον>Οὔλυμπον).

Πρόσθετοι κανόνες προσωδίας


1. Το σύμπλεγμα άφωνο και υγρό αφήνει κανονικά την προηγούμενη συλλαβή μακρά.
2. Κατά τη συνάντηση δύο μακρόχρονων φωνηέντων μπορεί να συμβεί α) είτε συναλοιφή
μεταξύ λέξεων, β) είτε συνίζηση στο εσωτερικό λέξης, γ) είτε να βραχυνθεί το πρώτο από
τα δύο φωνήεντα (χασμωδική βράχυνση).
3. Μία φύσει βραχεία συλλαβή μπορεί στο επος να εκληφθεί ως μακρά. Στις περισσότερες
περιπτώσεις παρεμβαλλόταν το δίγαμμα (βλ. κατάλογο λέξεων στον West).

ΤΟΜΗ (|)
Τομή ονομάζεται η παύση μετά το τέλος λέξης που βρίσκεται στο εσωτερικό μιας μετρικής
ενότητας. Προκλιτικές και εγκλιτικές λέξεις, προθέσεις, μόρια κλπ. δεν θεωρούνται ότι δίνουν
τέλος λέξης, διότι συνανήκουν στενά με την προηγούμενη ή την επόμενη λέξη.
Τομές του εξαμέτρου (κατά σειρά συχνότητας):
1. Κατά τρίτον τροχαίον (μετά το πρώτο βραχύ του 3. δακτύλου)
2. Πενθημιμερής (ύστερα από το 3. μακρό)
3. Εφθημιμερής (ύστερα από το 4. μακρό)
4. Τριημιμερής (ύστερα από το 2. μακρό)

ΔΙΑΙΡΕΣΗ (‖)
Διαίρεση ονομάζεται η παύση μετά από τέλος λέξης που συμπίπτει με τα όρια μιας μετρικής
ενότητας. Για το τέλος λέξης ισχύει ό,τι και παραπάνω.
Βουκολική διαίρεση έχουμε όταν το τέλος λέξης συμπίπτει με το τέλος του 4. πόδα.

ΖΕΥΓΜΑ
Ζεύγμα ονομάζεται η θέση μέσα σε έναν στίχο όπου αποφεύγεται να υπάρχει τέλος λέξης, δηλαδή
η προηγούμενη και η επόμενη συλλαβή πρέπει να ανήκουν στην ίδια λέξη. Όταν βρίσκουμε τέλος
λέξης, τότε έχουμε παράβαση του ζεύγματος.
1. Ζεύγμα του Hermann (αν ο 4. πόδας καλύπτεται από μακρό και δίβραχυ, αποφεύγεται η
κατά τέταρτον τροχαίον τομή)
2. Ζεύγμα της βουκολικής διαίρεσης (αν ο 4. πόδας είναι σπονδείος, τότε αποφεύγεται μετά
από αυτόν η βουκολική διαίρεση)
Όπως είναι εύλογο μπορεί να ισχύει σε κάθε περίπτωση μόνο ένα από τα δύο ζεύγματα.

ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ

οὐ θέμις ὦ ποιμὴν τὸ μεσαμβρινόν, οὐ θέμις ἄμμιν

συρίσδεν. τὸν Πᾶνα δεδοίκαμες: ἦ γὰρ ἀπ᾽ ἄγρας

τανίκα κεκμακὼς ἀμπαύεται: ἔστι δὲ πικρός,

καί οἱ ἀεὶ δριμεῖα χολὰ ποτὶ ῥινὶ κάθηται.

ἀλλὰ τὺ γὰρ δὴ Θύρσι τὰ Δάφνιδος ἄλγε᾽ ἀείδες

καὶ τᾶς βουκολικᾶς ἐπὶ τὸ πλέον ἵκεο μοίσας,

δεῦρ᾽ ὑπὸ τὰν πτελέαν ἑσδώμεθα, τῶ τε Πριήπω

καὶ τᾶν Κραναιᾶν κατεναντίον, ᾇπερ ὁ θῶκος

τῆνος ὁ ποιμενικὸς καὶ ταὶ δρύες. αἰ δέ κ᾽ ἀείσῃς

6
ὡς ὅκα τὸν Λιβύαθε ποτὶ Χρόμιν ᾆσας ἐρίσδων,

αἶγα δέ τοι δωσῶ διδυματόκον ἐς τρὶς ἀμέλξαι,

ἃ δύ᾽ ἔχοισ᾽ ἐρίφως ποταμέλγεται ἐς δύο πέλλας,

καὶ βαθὺ κισσύβιον κεκλυσμένον ἁδέι κηρῷ,

ἀμφῶες, νεοτευχές, ἔτι γλυφάνοιο ποτόσδον.

τῶ περὶ μὲν χείλη μαρύεται ὑψόθι κισσός,

κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος: ἁ δὲ κατ᾽ αὐτὸν

καρπῷ ἕλιξ εἱλεῖται ἀγαλλομένα κροκόεντι.

7
Κ.Π. Καβάφης
Το πρώτο σκαλί
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ' ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν' υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ' το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ' αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Ειπ' ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ' ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι. Oscar Wilde
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι Theocritus: A Villanelle
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν. O singer of Persephone!
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας In the dim meadows desolate
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης. Dost thou remember Sicily?
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι· Still through the ivy flits the bee
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα». Where Amaryllis lies in state;
O Singer of Persephone!
Simatha calls on Hecate
And hears the wild dogs at the gate;
Dost thou remember Sicily?
Still by the light and laughing sea
Poor Polypheme bemoans his fate:
O Singer of Persephone!
And still in boyish rivalry
Young Daphnis challenges his mate:
Dost thou remember Sicily?
Slim Lacon keeps a goat for thee,
For thee the jocund shepherds wait;
O Singer of Persephone!
Dost thou remember Sicily?

8
ΒΙΟΣ ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ

(1) Σουίδας, Θεόκριτος, υἱὸς Πραξαγόρου καὶ Φιλίνης(οἱ δὲ Σιμίχου) Συρακούσιος: οἱ δὲ φασὶ
Κῷον: μετῴκησε δὲ ἐς Συρακούσας.

(2) Βίος.
Θεόκριτος, ὁ τῶν βουκολικῶν ποιητής, Συρακούσιος ἦν τὸ γένος, πατρὸς Σιμιχίδου (Σιμίχου
Ahrens) ὡς αὐτός φησι:

Σιμιχίδα, πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις; (vii. 21),

ἔνιοι δὲ τὸ Σιμιχίδας ἐπώνυμον εἶναι λέγουσι: δοκεῖ γὰρ σιμὸς εἶναι τὴν πρόσοψιν, πατέρα δ᾽
ἐσχηκέναι Πραξαγόραν καὶ μήτερα Φιλίναν1: ἀκουστὴς δὲ γέγονε Φιλητᾶ καὶ ᾿Ασκληπιάδου ὧν
μνημονεύει: ἤκμασε δὲ κατὰ τὸν Πτολεμαῖον τὸν ἐπικληθέντα Λαγωὸν (Λάγον k. marg.), περὶ δὲ
τὴν τῶν βουκολικῶν ποίησιν εὐφυὴς γενόμενος πολλῆς δόξης ἐπέτυχε: κατὰ γοῦν τινὰς Μόσχος
καλούμενος Θεόκριτος ὠνομάσθη (so k., other MSS. add) ἰστέον δὲ ὅτι ὁ Θεόκριτος ἐγένετο
ἰσόχρονος τοῦ τε ᾿Αράτου καὶ τοῦ Καλλιμάχου καὶ τοῦ Νικάνδρου: ἐγένετο δὲ ἐπὶ τῶν χρόνων
Πτολεμαίου τοῦ Φιλαδέλφου, κ.τ.λ.

(3) Argument, Id. iv: ὁ Θεόκριτος ὥσπερ ἐδείξαμεν κατὰ τὴν ῥκδ᾽ ᾿Ολυμπιάδα ἤκμαζεν (=Ol.
124=B.C. 284-280).

(4) Arg., Id. vii: ἐπιδημήσας γὰρ τῇ νήσῳ (Cos) ὁ Θεόκριτος, ὅτε εἰς ᾿Αλεξάνδρειαν πρὸς Πτολεμαῖον
ἀπῄει, φίλος κατέστη Φρασιδάμῳ καὶ ᾿Αντιγένει.

(5) Arg., Id. xi: προσδιαλέγεται ὁ Θεόκριτος ἰατρῷ Νικίᾳ Μιλησίῳ τὸ γένος, ὃς συμφοιτητὴς γέγονεν
᾿Ερασιστράτου ἰατροῦ ὄντος καὶ αὐτοῦ.

(6) Arg., Id. xvi: τοῦτο τὸ εἰδύλλιον γέγραπται εἰς ῾Ιέρωνα τὸν ῾Ιεροκλέους τὸν ἔσχατον Σικελίας
τύραννον. κατέσχε δὲ τὴν ἀρχὴν στρατηγὸς ἀποδειχθεὶς ὑπὸ τῶν πολιτῶν καὶ φθείρας τὰς
δυνάμεις ὥστε τύραννον αὐτὸν ἀναγορευθῆναι. μηδὲν οὖν εἰληφὼς παρὰ τοῦ ῾Ιέρωνος ὁ Θεόκριτος
διὰ τοῦτο Χάριτας τὸ εἰδύλλιον τοῦτο ἐπέγραψε.

(7) Arg., Id. xvii: ἁμαρτάνει ὁ Μούνατος εἰς τοὺς χρόνους ἀναβιβάζων τοῦ Θεοκρίτου τὸν
Φιλοπάτορα (Ptol. iv) οὐ συνιδὼν τοσούτου χρόνου διάστημα μαχόμενον.

(8) Scholiast. vii. 21: Σιμιχίδα: οἱ μὲν αὐτόν φασι Θεόκριτον: καθὸ Σιμιχίδου (Σιμίχου schol. Gen.) ἦν
υἱός, ἢ καθὸ σιμὸς ἦν (cf. Schol. iii. 8) οἱ δὲ ἕτερόν τινα τῶν σὺν αὐτῷ καὶ οὐ Θεόκριτον διὰ τὸ
"Σιμιχίδᾳ μὲν ῎Ερωτες ἐπέπταρον" (vii. 96) φασὶ δὲ τὸν τοιοῦτον ἀπὸ πατρίου (so Vulgo, see infra, p.
24) κληθῆναι, ἀπὸ Σιμιχίδου τοῦ Περικλέους τῶν ᾿Ορχομενίων, οἵτινες πολιτείας παρὰ Κῴοις
τετυχήκασιν.

(9) Schol. vii. 40: ᾿Ασκληπιάδην φησὶ τὸν ἐπιγραμματογράφον: ὥσπερ γὰρ Σιμιχίδαν ἑαυτὸν καλεῖ ὁ
Θεόκριτος πατρωνυμικῶς ὡς υἱὸν Σιμιχίδα, οὕτως καὶ νῦν Σικελίδαν ὀνομάζει τὸν ᾿Α. τὸν Σάμιον
ὡς υἱὸν Σικελίδα οὗ δοκεῖ ἀκουστὴς γεγονέναι.

(10) Choeroboscus: Φιλήτας ὁ διδάσκαλος Θεοκρίτου.

(11) Επίγραμμα—
Ἄλλος ὁ Χῖος: ἐγὼ δὲ Θεόκριτος ὃς τάδ᾽ ἔγραψα
εἷς ἀπὸ τῶν πολλῶν εἰμὶ Συρακοσίων:
υἱὸς Πραξαγόραο, περικλειτῆς τε Φιλίνης.

9
ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Α) Ο ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

10
ΧΙ. ΚΥΚΛΩΨ

οὐδὲν πὸτ τὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο


Νικία οὔτ᾽ ἔγχριστον, ἐμὶν δοκεῖ, οὔτ᾽ ἐπίπαστον,
ἢ ταὶ Πιερίδες: κοῦφον δέ τι τοῦτο καὶ ἁδὺ
γίνετ᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώποις, εὑρεῖν δ᾽ οὐ ῥᾴδιόν ἐστι.
γινώσκειν δ᾽ οἶμαί τυ καλῶς ἰατρὸν ἐόντα 5
καὶ ταῖς ἐννέα δὴ πεφιλάμενον ἔξοχα Μοίσαις.
οὕτω γοῦν ῥάιστα διᾶγ᾽ ὁ Κύκλωψ ὁ παρ᾽ ἁμῖν,
ὡρχαῖος Πολύφαμος, ὅκ᾽ ἤρατο τᾶς Γαλατείας,
ἄρτι γενειάσδων περὶ τὸ στόμα τὼς κροτάφως τε.
ἤρατο δ᾽ οὐ μάλοις οὐδὲ ῥόδῳ οὐδὲ κικίννοις, 10
ἀλλ᾽ ὀρθαῖς μανίαις, ἁγεῖτο δὲ πάντα πάρεργα.
πολλάκι ταὶ ὄιες ποτὶ ταὐλίον αὐταὶ ἀπῆνθον
χλωρᾶς ἐκ βοτάνας: ὁ δὲ τὰν Γαλάτειαν ἀείδων
αὐτόθ᾽ ἐπ᾽ ἀιόνος κατετάκετο φυκιοέσσας
ἐξ ἀοῦς, ἔχθιστον ἔχων ὑποκάρδιον ἕλκος 15
Κύπριδος ἐκ μεγάλας, τό οἱ ἥπατι πᾶξε βέλεμνον.
ἀλλὰ τὸ φάρμακον εὗρε, καθεζόμενος δ᾽ ἐπὶ πέτρας
ὑψηλᾶς ἐς πόντον ὁρῶν ἄειδε τοιαῦτα.
̓̂Ω λευκὰ Γαλάτεια, τί τὸν φιλέοντ᾽ ἀποβάλλῃ;
λευκοτέρα πακτᾶς ποτιδεῖν, ἁπαλωτέρα ἀρνός, 20
μόσχω γαυροτέρα, σφριγανωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς.
φοιτῇς δ᾽ αὖθ᾽ οὑτῶς, ὅκκα γλυκὺς ὕπνος ἔχῃ με,
οἴχῃ δ᾽ εὐθὺς ἰοῖσ᾽, ὅκκα γλυκὺς ὕπνος ἀνῇ με,
φεύγεις δ᾽ ὥσπερ ὄις πολιὸν λύκον ἀθρήσασα.
ἠράσθην μὲν ἔγωγα τεοῦς κόρα, ἁνίκα πρᾶτον 25
ἦνθες ἐμᾷ σὺν ματρὶ θέλοισ᾽ ὑακίνθινα φύλλα
ἐξ ὄρεος δρέψασθαι, ἐγὼ δ᾽ ὁδὸν ἁγεμόνευον.
παύσασθαι δ᾽ ἐσιδών τυ καὶ ὕστερον οὐδέ τί πᾳ νῦν
ἐκ τήνω δύναμαι: τὶν δ᾽ οὐ μέλει, οὐ μὰ Δί᾽ οὐδέν.
γινώσκω χαρίεσσα κόρα, τίνος ὥνεκα φεύγεις: 30
ὥνεκά μοι λασία μὲν ὀφρῦς ἐπὶ παντὶ μετώπῳ
ἐξ ὠτὸς τέταται ποτὶ θὥτερον ὦς μία μακρά,
εἷς δ᾽ ὀφθαλμὸς ἔπεστι, πλατεῖα δὲ ῥὶς ἐπὶ χείλει.
ἀλλ᾽ οὗτος τοιοῦτος ἐὼν βοτὰ χίλια βόσκω,
κἠκ τούτων τὸ κράτιστον ἀμελγόμενος γάλα πίνω: 35
τυρὸς δ᾽ οὐ λείπει μ᾽ οὔτ᾽ ἐν θέρει οὔτ᾽ ἐν ὀπώρᾳ,
οὐ χειμῶνος ἄκρω: ταρσοὶ δ᾽ ὑπεραχθέες αἰεί.
συρίσδεν δ᾽ ὡς οὔτις ἐπίσταμαι ὧδε Κυκλώπων,
τὶν τὸ φίλον γλυκύμαλον ἁμᾷ κἠμαυτὸν ἀείδων
πολλάκι νυκτὸς ἀωρί. τρέφω δέ τοι ἕνδεκα νεβρὼς 40
πάσας μηνοφόρως καὶ σκύμνως τέσσαρας ἄρκτων.
ἀλλ᾽ ἀφίκευσο ποθ᾽ ἁμέ, καὶ ἑξεῖς οὐδὲν ἔλασσον,
τὰν γλαυκὰν δὲ θάλασσαν ἔα ποτὶ χέρσον ὀρεχθεῖν.
ἅδιον ἐν τὤντρῳ παρ᾽ ἐμὶν τὰν νύκτα διαξεῖς.
ἐντὶ δάφναι τηνεῖ, ἐντὶ ῥαδιναὶ κυπάρισσοι, 45

11
ἔστι μέλας κισσός, ἔστ᾽ ἄμπελος ἁ γλυκύκαρπος,
ἔστι ψυχρὸν ὕδωρ, τό μοι ἁ πολυδένδρεος Αἴτνα
λευκᾶς ἐκ χιόνος ποτὸν ἀμβρόσιον προΐητι.
τίς κα τῶνδε θάλασσαν ἔχειν καὶ κύμαθ᾽ ἕλοιτο;
αἰ δέ τοι αὐτὸς ἐγὼ δοκέω λασιώτερος ἦμεν, 50
ἐντὶ δρυὸς ξύλα μοι καὶ ὑπὸ σποδῷ ἀκάματον πῦρ.
καιόμενος δ᾽ ὑπὸ τεῦς καὶ τὰν ψυχὰν ἀνεχοίμαν
καὶ τὸν ἕν᾽ ὀφθαλμόν, τῶ μοι γλυκερώτερον οὐδέν.
ὤμοι, ὅ τ᾽ οὐκ ἔτεκέν μ᾽ ἁ μάτηρ βραγχί᾽ ἔχοντα,
ὡς κατέδυν ποτὶ τὶν καὶ τὰν χέρα τευς ἐφίλασα, 55
αἰ μὴ τὸ στόμα λῇς, ἔφερον δέ τοι ἢ κρίνα λευκὰ
ἢ μάκων᾽ ἁπαλὰν ἐρυθρὰ πλαταγώνι᾽ ἔχοισαν.
ἀλλὰ τὰ μὲν θέρεος, τὰ δὲ γίνεται ἐν χειμῶνι,
ὥστ᾽ οὐκ ἄν τοι ταῦτα φέρειν ἅμα πάντ᾽ ἐδυνάθην.
νῦν μὰν ὦ κόριον, νῦν αὐτόγα νεῖν κε μάθοιμι, 60
αἴκά τις σὺν ναῒ πλέων ξένος ὧδ᾽ ἀφίκηται,
ὡς εἰδῶ, τί ποθ᾽ ἁδὺ κατοικεῖν τὸν βυθὸν ὔμμιν.
ἐξένθοις Γαλάτεια καὶ ἐξενθοῖσα λάθοιο
ὥσπερ ἐγὼ νῦν ὧδε καθήμενος οἴκαδ᾽ ἀπενθεῖν.
ποιμαίνειν δ᾽ ἐθέλοις σὺν ἐμὶν ἅμα καὶ γάλ᾽ ἀμέλγειν 65
καὶ τυρὸν πᾶξαι τάμισον δριμεῖαν ἐνεῖσα.
ἁ μάτηρ ἀδικεῖ με μόνα, καὶ μέμφομαι αὐτᾷ:
οὐδὲν πήποχ᾽ ὅλως ποτὶ τὶν φίλον εἶπεν ὑπέρ μευ,
καὶ ταῦτ᾽ ἆμαρ ἐπ᾽ ἆμαρ ὁρεῦσά με λεπτὸν ἐόντα.
φασῶ τὰν κεφαλὰν καὶ τὼς πόδας ἀμφοτέρως μευ 70
σφύζειν, ὡς ἀνιαθῇ, ἐπεὶ κἠγὼν ἀνιῶμαι.
ὦ Κύκλωψ Κύκλωψ, πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι;
αἴκ᾽ ἐνθὼν θαλάρως τε πλέκοις καὶ θαλλὸν ἀμάσας
ταῖς ἄρνεσσι φέροις, τάχα κα πολὺ μᾶλλον ἔχοις νῶν.
τὰν παρεοῖσαν ἄμελγε. τί τὸν φεύγοντα διώκεις; 75
εὑρησεῖς Γαλάτειαν ἴσως καὶ καλλίον᾽ ἄλλαν.
πολλαὶ συμπαίσδέν με κόραι τὰν νύκτα κέλονται,
κιχλίζοντι δὲ πᾶσαι, ἐπεί κ᾽ αὐταῖς ὑπακούσω
δῆλον ὅ τ᾽ ἐν τᾷ γᾷ κἠγώ τις φαίνομαι ἦμεν.
οὕτω τοι Πολύφαμος ἐποίμαινεν τὸν ἔρωτα 80
μουσίσδων, ῥᾷον δὲ διᾶγ᾽ ἢ εἰ χρυσὸν ἔδωκεν.

12
Τον έρωτα, Νικία, με έμπλαστρα και αλοιφές να τον γιατρέψεις δεν μπορείς' οι Μούσες είναι το
μόνο γιατρικό' γλυκά αλαφρώνουν τους ανθρώπους' μα να τις εύρεις εύκολο δεν είναι. Το ξέρεις
σίγουρα εσύ, γιατρός συνάμα και των Μουσών γλυκός αγαπημένος. Το ίδιο έκανε κι ο Κύκλωπας,
ο γεννημένος στο νησί μας, ο αρχαίος Πολύφημος' μ' αυτό πιο εύκολα τις μέρες του περνούσε, σαν
την Γαλάτεια αγάπησε, με το χνούδι μόλις να σκεπάζει ολόγυρα το στόμα, τους κροτάφους. Μα
δεν αγάπησε ούτε με μήλα, με ρόδα ή με μαλλιά πλεξίδες, αλλά με πάθος τρελό' τα άλλα πάρεργα
τα νόμιζε. Συχνά, οι προβατίνες μόνες στη μάντρα γυρίζαν από το χλωρό χορτάρι' κι εκείνος την
Γαλάτεια τραγουδώντας, μονάχος του στην αμμουδιά έλιωνε τη φυκόστρωτη- απ' την αυγή' κάτω
από την καρδιά του έκαιγε η άτιμη πληγή, στα σπλάχνα του, εκεί όπου μεγαλοδύναμη τον λάβωσε
η Αφροδίτη. Αλλά το φάρμακο βρήκε' καθισμένος σε βράχο ψηλό, αγναντεύοντας το πέλαγος,
τέτοια τραγούδαγε'

Ω, λευκή Γαλάτεια, γιατί διώχνεις αυτόν που σε αγαπά, εσύ που στα μάτια μου λευκότερη από
τυρόγαλα φαντάζεις, από αρνί απαλότερη, από μοσχάρι πιο ερωτιάρα, πιο λαμπερή από τη ρώγα
το σταφύλι; Eυθύς, μόλις ο ύπνος ο γλυκός με πάρει, σιμά μου έρχεσαι, ευθύς, μόλις ο ύπνος ο
γλυκός μ'εγκαταλείψει, γρήγορα χάνεσαι και φεύγεις, σαν αρνάκι που αντίκρυσε γκρίζο λύκο.
Σ'αγάπησα, κοπέλα μου, όταν πρωτόρθες με τη μάνα σου, υακίνθινα θέλοντας φύλλα να μαζέψεις
απ' το βουνό, κι εγώ σου έδειχνα το δρόμο. Σε πρωτόδα κι έπειτα σε ξαναείδα, μα να ησυχάσω από
τότε δεν μπορώ' κι εσένα- μα την πίστη μου- ούτε σε μέλλει διόλου. Ξέρω, κορίτσι μου γλυκό, γιατί
με αποφεύγεις' γιατί το φρύδι μου δασύτριχο, σα μια γραμμή μακριά, σε όλο το μέτωπο
απλώνεται, απ'το ένα αυτί ως τ'άλλο, από κάτω ένα μάτι έχω μονάχα, πλατσουκωτή είναι η μύτη
μου στο πάνω το αχείλι. Αλλά και τέτοιος που είμαι, χίλια πρόβατα βόσκω, κι αυτά αρμέγοντας
άριστο γάλα πίνω' τυρί δε μου λείπει ούτε καλοκαίρι ούτε φθινόπωρο, ούτε και μες στο
καταχείμωνο' πάντα βαρυφορτωμένα είναι τα καλάθια μου. Να παίζω ξέρω τον αυλό όσο
Κύκλωπας κανείς, όταν για χάρη σου, γλυκό μου μηλαράκι, και για λόγου μου μέσα στη νύχτα
τραγουδώ. Για σένα μεγαλώνω έντεκα ελαφάκια, με αστεράκι στο μέτωπο, και τέσσερα
αρκουδάκια. Ελα επιτέλους κοντά μου, κι όλα χάρισμα σου' άφησε το γλαυκό κύμα με πάταγο να
σκάει στην ακρογιαλιά' τη νύχτα πιο γλυκά στο άντρο μαζί μου θα περάσεις. Έχει δάφνες εκεί,
κυπαρισσάκια λιγερόκορμα, έχει μαύρο κισσό, γλυκύκαρπα αμπέλια, έχει και δροσερό νερό,
εξαίσιο, θεϊκό, που- για χάρη μου-χύνει από το λευκό χιόνι η πολύδενδρη Αίτνα. Ποιος θα'στεργε
αντί γι αυτά, τη θάλασσα, το κύμα να κατέχει; Κι αν μαλλιαρώτερος σου φαίνομαι απ'το κανονικό,
έχω σπίτι ξύλα ξερά, φλόγα ακοίμητη κρυμμένη μες στη στάχτη' όμως θα άντεχα και την καρδιά
και το μάτι το μονάχο, το πιο ακριβό που έχω στον κόσμο, με τη φωτιά σου να μου κάψεις.
Αλοίμονο! η μάνα μου με βράγχια δεν με γέννησε, στο πλάι σου να βυθιζόμουν, τα χέρια σου να
φίλαγα- αν στο στόμα δεν ήθελες φιλί-, κρίνα λευκά ή τρυφερή παπαρούνα με πλατιά, κόκκινα
πέταλα να σου'φερνα' το πρώτο ανθίζει καλοκαίρι, τα άλλα το χειμώνα, και δεν μπορώ αντάμα να
τα φέρω. Τώρα, κόρη, τώρα αμέσως να κολυμπώ θα μάθω, μήπως φανεί ξένος καραβοκύρης, για
να μάθω επιτέλους, τι γλυκό κρύβει ο βυθός για σένα. Να αναδυόσουν, Γαλάτεια, στη στεριά να
λησμονούσες σπίτι σου να γυρίσεις- όπως κι εγώ που κάθομαι εδωπέρα. Να ήθελες μαζί μου να
βόσκεις πρόβατα, να αρμέγεις γάλα, να φτιάχνεις τυρί με καυστική πυτιά. Η μάνα μου μονάχα
άδικη είναι και την κακίζω' με βλέπει να αδυνατίζω, μέρα τη μέρα, και μια κουβέντα δεν σου λέει
φιλική για μένα. Μα εγώ θα της πω πως μου πονάνε το κεφάλι και τα δυο μου πόδια, για να
στεναχωρηθεί όπως στενοχωριέμαι εγώ. Κύκλωπα, Κύκλωπα πού πέταξε ο νους σου; Πλέξε
καλάθια για τυρί, μάζεψε λίγα βλαστάρια για τα πρόβατα, σιμά σου να τα έχεις στην ανάγκη.
Άρμεξε αυτήν που είναι κοντά σου' τι αναζητείς αυτήν που φεύγει μακριά σου; Γαλάτεια θα'βρεις
άλλη- ίσως και καλύτερη. Πολλά κορίτσια, σαν βραδιάσει, σε παιχνίδι με καλούν, και- αν τυχόν
πάω κοντά- τρελαίνονται στα γέλια' στη στεριά είμαι κάποιος τελοσπάντων.

Έτσι που λες ο Πολύφημος τον έρωτα ξεγέλασε με το τραγούδι, κι ήταν πιο ευτυχισμένος απ'ότι
αν ξόδευε χρυσάφι.

(ελεύθερη μετάφραση Ε. Σιστάκου)

13
ΚΥΚΛΩΨ-ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΧΩΡΙΑ
Καλλίμαχος Επίγραμμα 46
Ὡς ἀγαθὰν Πολύφαμος ἀνεύρατο τὰν ἐπαοιδάν
τὠραμένῳ· ναὶ Γᾶν, οὐκ ἀμαθὴς ὁ Κύκλωψ·
αἱ Μοῖσαι τὸν ἔρωτα κατισχναίνοντι, Φίλιππε·
ἦ πανακὲς πάντων φάρμακον ἁ σοφία.
τοῦτο, δοκέω, χἀ λιμὸς ἔχει μόνον ἐς τὰ πονηρά
τὠγαθόν· ἐκκόπτει τὰν φιλόπαιδα νόσον.
ἔσθ᾽ ἁμὶν †χ᾽ακαστας ἀφειδέα ποττὸν Ἔρωτα
τοῦτ᾽ εἶπαι· "κείρευ τὰ πτερά, παιδάριον,
οὐδ᾽ ὅσον ἀττάραγόν τυ δεδοίκαμες· αἱ γὰρ ἐπῳδαί
οἴκοι τῶ χαλεπῶ τραύματος ἀμφότεραι."

Οδύσσεια 9.181-192
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὸν χῶρον ἀφικόμεθ᾽ ἐγγὺς ἐόντα,
ἔνθα δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχατιῇ σπέος εἴδομεν ἄγχι θαλάσσης,
ὑψηλόν, δάφνῃσι κατηρεφές· ἔνθα δὲ πολλὰ
μῆλ᾽, ὄϊές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον· περὶ δ᾽ αὐλὴ
ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίθοισι
μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν.
ἔνθα δ᾽ ἀνὴρ ἐνίαυε πελώριος, ὅς ῥα τὰ μῆλα
οἶος ποιμαίνεσκεν ἀπόπροθεν· οὐδὲ μετ᾽ ἄλλους
πωλεῖτ᾽, ἀλλ᾽ ἀπάνευθεν ἐὼν ἀθεμίστια ᾔδη.
καὶ γὰρ θαῦμ᾽ ἐτέτυκτο πελώριον, οὐδὲ ἐῴκει
ἀνδρί γε σιτοφάγῳ, ἀλλὰ ῥίῳ ὑλήεντι
ὑψηλῶν ὀρέων, ὅ τε φαίνεται οἶον ἀπ᾽ ἄλλων.

Φτάναμε πια στην κοντινή εκείνη ακτή, όταν το μάτι μας σταμάτησε σε μια σπηλιά, ολότελα στην
άκρη, προς τη θάλασσα’ ήταν ψηλή και σκεπασμένη από τις δάφνες. Εδώ τη νύχτα ησύχαζαν
πολλά κοπάδια, πρόβατα και γίδες’ τριγύρω επίσης η αυλή ψηλή, χτισμένη με τις πέτρες της στη
γη βαθιά χωμένες’ τα πεύκα σηκωμένα και φουντωμένες οι βαλανιδιές κυμάτιζαν στα ύψη. Εκεί
τις νύχτες του περνούσε ένας πελώριος άντρας’ μοναχός κι απόμακρος ποίμαινε το κοπάδι του, μ’
άλλους δεν σύχναζε, και ζώντας ολομόναχος βρισκόταν έξω απ’τον κάθε νόμο. Σ’ έπιανε δέος να
τον δεις θεόρατο, δεν θύμιζε καθόλου θνητό που τρέφεται με στάρι’ μάλλον με δασωμένο
ακρωτήρι φάνταζε που ξεχωρίζει μόνο του επάνω στα ψηλά βουνά από τις άλλες κορυφές.
Δ. Ν. Μαρωνίτης

Οδύσσεια 5.149-158
ἡ δ᾽ ἐπ᾽ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα πότνια νύμφη
ἤϊ᾽, ἐπεὶ δὴ Ζηνὸς ἐπέκλυεν ἀγγελιάων.
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ ἀκτῆς εὗρε καθήμενον· οὐδέ ποτ᾽ ὄσσε
δακρυόφιν τέρσοντο, κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν
νόστον ὀδυρομένῳ, ἐπεὶ οὐκέτι ἥνδανε νύμφη.
ἀλλ᾽ ἦ τοι νύκτας μὲν ἰαύεσκεν καὶ ἀνάγκῃ
ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι παρ᾽ οὐκ ἐθέλων ἐθελούσῃ·
ἤματα δ᾽ ἂμ πέτρῃσι καὶ ἠϊόνεσσι καθίζων
[δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων]
πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.

Κι εκείνη, σεβαστή νεράιδα, πήγε να βρει τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα, στην προσταγή του Δία
υπάκουη. Τον βρήκε εκεί να κάθεται στο περιγιάλι, ούτε στιγμή δεν στέγνωναν τα μάτια του απ’το
κλάμα, έλιωνε η γλυκιά ζωή του απ’τον καημό του γυρισμού, κι οδύρονταν, αφού καμιά χαρά δεν
του έδινε τώρα η νεράιδα. Τις νύχτες αν κοιμότανε μαζί της στο βάθος της σπηλιάς, το’κανε από
ανάγκη’ το’θελε εκείνη, εκείνος όχι. Τις μέρες όμως τις περνούσε κρεμασμένος σε βράχια κι
ακρωτήρια, τα σωθικά του τρώγοντας με δάκρυα, στεναγμούς και λύπες, με μάτια βουρκωμένα,
στυλωμένα πάντα στο άκαρπο πέλαγος.
Δ. Ν. Μαρωνίτης

14
Οδύσσεια 5.57-74
ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη
ναῖεν ἐϋπλόκαμος· τὴν δ᾽ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν.
πῦρ μὲν ἐπ᾽ ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόσε δ᾽ ὀδμὴ
κέδρου τ᾽ εὐκεάτοιο θύου τ᾽ ἀνὰ νῆσον ὀδώδει
δαιομένων· ἡ δ᾽ ἔνδον ἀοιδιάουσ᾽ ὀπὶ καλῇ
ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ᾽ ὕφαινεν.
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ᾽ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.
ἔνθα δέ τ᾽ ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,
σκῶπές τ᾽ ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.
ἡ δ᾽ αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο
ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι.
κρῆναι δ᾽ ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
θήλεον. ἔνθα κ᾽ ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν
θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.

Πλησίασε προς την ευρύχωρη σπηλιά όπου η καλλίκομη νεράιδα


κατοικούσε. Τη βρήκε μέσα. Κόρωνε στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη,
και μοσκοβόλαγε ένα γύρο το νησί,
που καίγονταν ο κέδρος ο καλόσχιστος κι η θούγια.
Εκείνη εκεί: να τραγουδά με την ωραία φωνή της,
υφαίνοντας στον αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα.
Γύρω από τη σπηλιά θρασομανούσε δάσος με λεύκες, σκλήθρες,
κυπαρίσσια μυριστά. Πουλιά με τα φτερά τους τεντωμένα,
τώρα πάνω στους κλώνους κούρνιαζαν: γεράκια,
κουκουβάγιες και μακρύγλωσσες θαλασσινές κουρούνες,
που ξόδεψαν τη μέρα τους στη θάλασσα.
Κι εκεί μπροστά να περιβάλλει τη βαθιά σπηλιά
μια νιούτσικη και καρπερή κληματαριά, σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερις κρήνες στη σειρά να τρέχουν, στο πλάι η μια της αλληνής,
κι όμως η καθεμιά αλλού το γάργαρο νερό της να ξεδίνει.
Στις δυο μεριές λιβάδια μαλακά μ᾽ άγριες βιολέτες
κι άγρια σέλινα. Κι ένας θεός αν έρχονταν εδώ,
κοιτάζοντας αυτό της ομορφιάς το θαύμα, θα γέμιζε
αγαλλίαση η ψυχή του.
Μτφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτης

15
Gustave Moreau Galatea

Arnold Boecklin Odysseus and Calypso (1883)

16
ΧΙΙΙ. ΥΛΑΣ

οὐχ ἁμῖν τὸν ῎Ερωτα μόνοις ἔτεχ᾽, ὡς ἐδοκεῦμες,


Νικία, ᾧ τινι τοῦτο θεῶν ποκα τέκνον ἔγεντο.
οὐχ ἁμῖν τὰ καλὰ πράτοις καλὰ φαίνεται εἶμεν,
οἳ θνατοὶ πελόμεσθα, τὸ δ᾽ αὔριον οὐκ ἐσορῶμες:
ἀλλὰ καὶ ὡμφιτρύωνος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός, 5
ὃς τὸν λῖν ὑπέμεινε τὸν ἄγριον, ἤρατο παιδός,
τῶ χαρίεντος ῞Υλα, τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος,
καί νιν πάντ᾽ ἐδίδαξε πατὴρ ὡσεὶ φίλον υἱέα,
ὅσσα μαθὼν ἀγαθὸς καὶ ἀοίδιμος αὐτὸς ἔγεντο:
χωρὶς δ᾽ οὐδέποκ᾽ ἦς, οὔτ᾽ εἰ μέσον ἆμαρ ὄροιτο, 10
οὔτ᾽ ἄρ᾽ ὅχ᾽ ἁ λεύκιππος ἀνατρέχοι ἐς Διὸς ᾿Αώς,
οὐδ᾽ ὁπόκ᾽ ὀρτάλιχοι μινυροὶ ποτὶ κοῖτον ὁρῷεν,
σεισαμένας πτερὰ ματρὸς ἐπ᾽ αἰθαλόεντι πετεύρῳ,
ὡς αὐτῷ κατὰ θυμὸν ὁ παῖς πεποναμένος εἴη,
αὐτῷ δ᾽ εὖ ἕλκων ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ᾽ ἀποβαίη. 15
ἀλλ᾽ ὅτε τὸ χρύσειον ἔπλει μετὰ κῶας ᾿Ιήσων
Αἰσονίδας, οἱ δ᾽ αὐτῷ ἀριστῆες συνέποντο
πασᾶν ἐκ πολίων προλελεγμένοι, ὧν ὄφελός τι,
ἵκετο χὡ ταλαεργὸς ἀνὴρ ἐς ἀφνειὸν ᾿Ιωλκόν,
᾿Αλκμήνης υἱὸς Μιδεάτιδος ἡρωίνης, 20
σὺν δ᾽ αὐτῷ κατέβαινεν ῞Υλας εὔεδρον ἐς ᾿Αργώ,
ἅτις κυανεᾶν οὐχ ἥψατο συνδρομάδων ναῦς,
ἀλλὰ διεξάιξε--βαθὺν δ᾽ εἰσέδραμε Φᾶσιν--
αἰετὸς ἐς μέγα λαῖτμα: ἀφ᾽ οὗ τότε χοιράδες ἔσταν.
ἆμος δ᾽ ἀντέλλοντι Πελειάδες, ἐσχατιαὶ δὲ 25
ἄρνα νέον βόσκοντι, τετραμμένου εἴαρος ἤδη,
τᾶμος ναυτιλίας μιμνάσκετο θεῖος ἄωτος
ἡρώων, κοίλαν δὲ καθιδρυνθέντες ἐς ᾿Αργὼ
῾Ελλάσποντον ἵκοντο νότῳ τρίτον ἆμαρ ἀέντι,
εἴσω δ᾽ ὅρμον ἔθεντο Προποντίδος, ἔνθα Κιανῶν 30
αὔλακας εὐρύνοντι βόες τρίβοντες ἄροτρα.
ἐκβάντες δ᾽ ἐπὶ θῖνα κατὰ ζυγὰ δαῖτα πένοντο
δειελινοί, πολλοὶ δὲ μίαν στορέσαντο χαμεύναν.
λειμὼν γάρ σφιν ἔκειτο, μέγα στιβάδεσσιν ὄνειαρ,
ἔνθεν βούτομον ὀξὺ βαθύν τ᾽ ἐτάμοντο κύπειρον. 35
κᾤχεθ᾽ ῞Υλας ὁ ξανθὸς ὕδωρ ἐπιδόρπιον οἰσῶν
αὐτῷ θ᾽ ῾Ηρακλῆι καὶ ἀστεμφεῖ Τελαμῶνι,
οἳ μίαν ἄμφω ἑταῖροι ἀεὶ δαίνυντο τράπεζαν,
χάλκεον ἄγγος ἔχων. τάχα δὲ κράναν ἐνόησεν
ἡμένῳ ἐν χώρῳ: περὶ δὲ θρύα πολλὰ πεφύκει, 40
κυάνεόν τε χελιδόνιον χλωρόν τ᾽ ἀδίαντον
καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἰλιτενὴς ἄγρωστις.
ὕδατι δ᾽ ἐν μέσσῳ Νύμφαι χορὸν ἀρτίζοντο,
νύμφαι ἀκοίμητοι, δειναὶ θεαὶ ἀγροιώταις,

17
Εὐνίκα καὶ Μαλὶς ἔαρ θ᾽ ὁρόωσα Νύχεια, 45
ἤτοι ὁ κοῦρος ἐπεῖχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσὸν
βάψαι ἐπειγόμενος, ταὶ δ᾽ ἐν χερὶ πᾶσαι ἔφυσαν:
πασάων γὰρ ἔρως ἁπαλὰς φρένας ἐξεσόβησεν
᾿Αργείῳ ἐπὶ παιδί: κατήριπε δ᾽ ἐς μέλαν ὕδωρ
ἀθρόος, ὡς ὅτε πυρσὸς ἀπ᾽ οὐρανοῦ ἤριπεν ἀστὴρ 50
ἀθρόος, ἐν πόντῳ, ναύταις δέ τις εἶπεν ἑταίροις:
‘κουφότερ᾽ ὦ παῖδες ποιεῖσθ᾽ ὅπλα: πνευστικὸς οὖρος.’
νύμφαι μὲν σφετέροις ἐπὶ γούνασι κοῦρον ἔχοισαι
δακρυόεντ᾽ ἀγανοῖσι παρεψύχοντ᾽ ἐπέεσσιν.
᾿Αμφιτρυωνιάδας δὲ ταρασσόμενος περὶ παιδὶ 55
ᾤχετο, μαιωτιστὶ λαβὼν εὐκαμπέα τόξα
καὶ ῥόπαλον, τό οἱ αἰὲν ἐχάνδανε δεξιτερὴ χείρ.
τρὶς μὲν ῞Υλαν ἄυσεν, ὅσον βαρὺς ἤρυγε λαιμός:
τρὶς δ᾽ ἄρ᾽ ὁ παῖς ὑπάκουσεν, ἀραιὰ δ᾽ ἵκετο φωνὰ
ἐξ ὕδατος, παρεὼν δὲ μάλα σχεδὸν εἴδετο πόρρω. 60
ὡς δ᾽ ὁπότ᾽ ἠυγένειος ἀπόπροθι λῖς ἐσακούσας†,
νεβροῦ φθεγξαμένας τις ἐν οὔρεσιν ὠμοφάγος λῖς
ἐξ εὐνᾶς ἔσπευσεν ἑτοιμοτάταν ἐπὶ δαῖτα:
῾Ηρακλέης τοιοῦτος ἐν ἀτρίπτοισιν ἀκάνθαις
παῖδα ποθῶν δεδόνητο, πολὺν δ᾽ ἐπελάμβανε χῶρον. 65
σχέτλιοι οἱ φιλέοντες: ἀλώμενος ὅσσ᾽ ἐμόγησεν
οὔρεα καὶ δρυμούς, τὰ δ᾽ ᾿Ιήσονος ὕστερα πάντ᾽ ἦς.
ναῦς γέμεν ἄρμεν᾽ ἔχοισα μετάρσια τῶν παρεόντων,
ἱστία δ᾽ ἡμίθεοι μεσονύκτιον ἐξεκάθαιρον
῾Ηρακλῆα μένοντες. ὁ δ᾽ ᾇ πόδες ἆγον ἐχώρει 70
μαινόμενος: χαλεπὸς γὰρ ἔσω θεὸς ἧπαρ ἄμυσσεν.
οὕτω μὲν κάλλιστος ῞Υλας μακάρων ἀμιθρεῖται:
῾Ηρακλέην δ᾽ ἥρωες ἐκερτόμεον λιποναύταν,
οὕνεκεν ἠρώησε τριακοντάζυγον ᾿Αργώ,
πεζᾷ δ᾽ ἐς Κόλχους τε καὶ ἄξενον ἵκετο Φᾶσιν. 75

18
Για μας μονάχα δε γέννησε τον Έρωτα -όπως πιστέψαμε-, Νικία, όποιος και να τον γέννησε θεός'
ούτε σε μας πρώτους το όμορφο όμορφο πως είναι φάνηκε, εμείς που θνητοί είμαστε και το αύριο
να δούμε δε μπορούμε' αλλά και του Αμφιτρύωνα του με τη χάλκινη καρδιά ο γιος -αυτός που το
λιοντάρι το ανήμερο υπέμεινε- αγάπησε αγόρι, τον χαριτωμένο Ύλα, που είχε τα μαλλιά σγουρά,
και όλα του τα δίδασκε, σαν πατέρας τον αγαπημένο γιο, όσα μαθαίνοντας πια σωστός και
δοξασμένος έγινε' μακριά του ούτε στιγμή δεν έμενε, ούτε όταν ξεκινούσε το καταμεσήμερο, ούτε
όταν η λεύκιππος Ηώς κατά τον Δία τρέχει, ούτε όταν τα πουλάκια παραπονιάρικα την κλίνη τους
κοιτάζουν, σαν η μάνα τους τις φτερούγες της σέρνει στην καπνισμένη στέγη -ώστε το αγόρι να
πλαστεί με τις δικές του αρχές και ... αληθινός άντρας να γίνει. Όταν λοιπόν για το χρυσό το δέρας
στη θάλασσα ξανοίχτηκε ο Αισονίδης Ιάσων, και τον ακολουθούσαν οι οι άριστοι, από τις πόλεις
όλες διαλεγμένοι, όσοι σε κάτι είχαν να ωφελήσουν, ήρθε και ο πολυβασανισμένος άντρας στην
πλούσια Ιωλκό, της Αλκμήνης ο γιος, της Μιδεάτιδος βασίλισσας, και μαζί του κατέβαινε ο Ύλας
στην Αργώ με τα ωραία καθίσματα, το πλοίο που δεν άγγιξε τις μαύρες συμπληγάδες πέτρες αλλά
τις διέσχισε και εισέβαλλε στο βαθύ Φάσι, σαν αετός, στο μέγα άνοιγμα της θάλασσας, κι από τότε
οι πέτρες έμειναν στηλωμένοι ύφαλοι. Όταν ανατέλλουν οι Πελειάδες, και οι εσχατιές της γης
βόσκουν το αρνάκι, σαν έχει πια στραφεί να φύγει η άνοιξη, τότε τη θάλασσα θυμήθηκε η θεία
φύτρα των ηρώων, και καθισμένοι στην κοίλη Αργώ στον Ελλήσποντο έφτασαν την τρίτη μέρα
που φύσαγε νοτιάς, και άραξαν στην Προποντίδα μέσα, όπου των Κιανών τα βόδια τα άροτρα
συνθλίβουν αυλάκια πλατιά ανοίγοντας. Μόλις στο ακρογιάλι βγήκανε δυό-δυό το δείπνο
ετοιμάζαν, εσπερινοί, πολλοί όμως κοινό στρώσανε στο χώμα ένα κρεββάτι, γιατί ένα λιβάδι
κείτονταν, χρήσιμο άφθονα για τα στρωσίδια τους, από όπου οξύ βουτόμο και βαθύ έκοψαν
κύπειρο. Και πήγε ο Ύλας ο ξανθός νερό να φέρει επιδόρπιο -για τον Ηρακλή και τον στέρεο
Τελαμώνα, αφού οι δύο σύντροφοι πάντοτε ένα τραπέζι μοιραζόνταν,- κρατώντας χάλκινο δοχείο.
Γρήγορα ανακάλυψε πηγή σε τόπο χαμηλό' γύρω βρύα φύτρωναν πολλά, κυανόχρωμο χελιδόνιο,
χλωρός αδίαντος και θάλλοντα σέλινα και ελόβια αγριάδα. Μες στα νερά οι Νύμφες έστηναν
χορό, οι Νύμφες οι ακοίμητες, θεές φοβερές για τους αγρότες, η Ευνίκα και η Μαλίς και η με την
άνοιξη στο βλέμμα Νύχεια. Έτσι, το αγόρι στην πηγή άγγιζε την ευρύχωρη υδρία -βιαζόταν
βλέπεις με νερό να τη γεμίσει' όμως εκείνες κόλλησαν στο χέρι του' γιατί ολονών ο έρωτας τάραξε
τις τρυφερές καρδιές για το Αργίτικο αγόρι. Γκρεμίστηκε στο μαύρο νερό μεμιάς, όπως όταν
πυρωμένο άστρο βουτάει στο πέλαγος, και ένας ναύτης λέει στους συντρόφους "Χαλαρώστε τα
άρμενα, παιδιά' πρίμο και ούριο είναι το αγέρι". Οι Νύμφες στα γόνατα τους κρατώντας το αγόρι,
στα δάκρυα καθώς πλάνταζε, με γλυκόλογα παρηγορούν' ο Αμφιτρυωνιάδης όμως, ανήσυχος για
το αγόρι έφυγε, στο χέρι έχοντας το τόξο το εύκαμπτο το Μαιωτικό και το ρόπαλο, που πάντα
κράταγε στο δεξί του χέρι. Τρις φώναξε τον Ύλα όσο βαθιά από το λαρύγγι του έβγαινε φωνή, τρις
το αγόρι αποκρίθηκε, μα αδύναμη έβγαινε η φωνή του από το νερό, και ενώ ήταν πολύ κοντά,
έμοιαζε μακρυσμένος. [...] Σαν όταν ελαφίνας η κραυγή επάνω στα βουνά σαρκοφάγο λιοντάρι
από τη φωλιά του ξεσηκώνει σε έτοιμο γεύμα προσκαλεί' τέτοιος και ο Ηρακλής στα απάτητα
αγκάθια, το αγόρι του ποθώντας, τινάζονταν, δονούνταν, την περιοχή όλόγυρα γυρνούσε.
Δύστυχοι όσοι αγαπούν, τόσο που μόχθησε γυρνώντας βουνά και δρυμούς -του Ιάσονα όλες οι
εντολές έρχονταν δεύτερες. Του πλοίου τα πανιά, που ήταν φορτωμένο επιβάτες,τα κατέβασαν οι
ημίθεοι τα μεσάνυχτα τον Ηρακλή αναμένοντας. Κι εκείνος όπου τα πόδια τον επήγαιναν
προχωρούσε αλλοπαρμένος' 'τί ένας μέσα του θεός με μίσος του κένταγε τα σπλάχνα. Από τότε ο
Ύλας ο πανέμορφος μακάριος λογίζεται' τον Ηρακλή όμως οι ήρωες περιγελούσαν ως λιποναύτη,
επειδή εγκατέλειψε την τριακοντάζυγη Αργώ, και πεζός πια στους Κόλχους και στον αφιλόξενο
έφτασε Φάσι.

(ελεύθερη μετάφραση Ε. Σιστάκου)

19
ΥΛΑΣ-ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΧΩΡΙΑ

Απολλ. Ρόδιος Αργοναυτικά 1.1207-1239


Τόφρα δ᾽ Ὕλας χαλκέῃ σὺν κάλπιδι νόσφιν ὁμίλου
δίζητο κρήνης ἱερὸν ῥόον, ὥς κέ οἱ ὕδωρ
φθαίη ἀφυσσάμενος ποτιδόρπιον, ἄλλα τε πάντα
ὀτραλέως κατὰ κόσμον ἐπαρτίσσειεν ἰόντι.
δὴ γάρ μιν τοίοισιν ἐν ἤθεσιν αὐτὸς ἔφερβε,
νηπίαχον τὰ πρῶτα δόμων ἐκ πατρὸς ἀπούρας,
δῄου Θειοδάμαντος, ὃν ἐν Δρυόπεσσιν ἔπεφνεν
νηλειῆ, βοὸς ἀμφὶ γεωμόρου ἀντιόωντα.
ἤτοι ὁ μὲν νειοῖο γύας τέμνεσκεν ἀρότρῳ
Θειοδάμας †ἀνίῃ βεβολημένος· αὐτὰρ ὁ τόνγε
βοῦν ἀρότην ἤνωγε παρασχέμεν, οὐκ ἐθέλοντα
ἵετο γὰρ πρόφασιν πολέμου Δρυόπεσσι βαλέσθαι
λευγαλέην, ἐπεὶ οὔ τι δίκης ἀλέγοντες ἔναιον.
ἀλλὰ τὰ μὲν τηλοῦ κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς·
αἶψα δ᾽ ὅγε κρήνην μετεκίαθεν ἣν καλέουσιν
Πηγὰς ἀγχίγυοι περιναιέται. οἱ δέ που ἄρτι
νυμφάων ἵσταντο χοροί· μέλε γάρ σφισι πάσαις
ὅσσαι κεῖν᾽ ἐρατὸν νύμφαι ῥίον ἀμφενέμοντο
Ἄρτεμιν ἐννυχίῃσιν ἀεὶ μέλπεσθαι ἀοιδαῖς.
αἱ μέν, ὅσαι σκοπιὰς ὀρέων λάχον ἢ καὶ ἐναύλους
αἵ γε μὲν ὑλήωροι, ἀπόπροθεν ἐστιχόωντο·
ἡ δὲ νέον κρήνης ἀνεδύετο καλλινάοιο
νύμφη ἐφυδατίη. τὸν δὲ σχεδὸν εἰσενόησεν
κάλλεϊ καὶ γλυκερῇσιν ἐρευθόμενον χαρίτεσσιν,
πρὸς γάρ οἱ διχόμηνις ἀπ᾽ αἰθέρος αὐγάζουσα
βάλλε σεληναίη· τῆς δὲ φρένας ἐπτοίησεν
Κύπρις, ἀμηχανίῃ δὲ μόλις συναγείρατο θυμόν.
αὐτὰρ ὅγ᾽ ὡς τὰ πρῶτα ῥόῳ ἔνι κάλπιν ἔρεισε
λέχρις ἐπιχριμφθείς, περὶ δ᾽ ἄσπετον ἔβραχεν ὕδωρ
χαλκὸν ἐς ἠχήεντα φορεύμενον, αὐτίκα δ᾽ ἥγε
λαιὸν μὲν καθύπερθεν ἐπ᾽ αὐχένος ἄνθετο πῆχυν,
κύσσαι ἐπιθύουσα τέρεν στόμα, δεξιτερῇ δὲ
ἀγκῶν᾽ ἔσπασε χειρί· μέσῃ δ᾽ ἐνὶ κάββαλε δίνῃ.

Meantime Hylas with pitcher of bronze in hand had gone apart from the throng, seeking the sacred flow
of a fountain, that he might be quick in drawing water for the evening meal and actively make all things
ready in due order against his lord's return. For in such ways did Heracles nurture him from his first
childhood when he had carried him off from the house of his father, goodly Theiodamas, whom the
hero pitilessly slew among the Dryopians because he withstood him about an ox for the plough.
Theiodamas was cleaving with his plough the soil of fallow land when he was smitten with the curse;
and Heracles bade him give up the ploughing ox against his will. For he desired to find some pretext for
war against the Dryopians for their bane, since they dwelt there reckless of right. But these tales would
lead me far astray from my song. And quickly Hylas came to the spring which the people who dwell
thereabouts call Pegae. And the dances of the nymphs were just now being held there; for it was the
care of all the nymphs that haunted that lovely headland ever to hymn Artemis in songs by night. All
who held the mountain peaks or glens, all they were ranged far off guarding the woods; but one, a
water-nymph was just rising from the fair-flowing spring; and the boy she perceived close at hand with
the rosy flush of his beauty and sweet grace. For the full moon beaming from the sky smote him. And
Cypris made her heart faint, and in her confusion she could scarcely gather her spirit back to her. But as
soon as he dipped the pitcher in the stream, leaning to one side, and the brimming water rang loud as it
poured against the sounding bronze, straightway she laid her left arm above upon his neck yearning to
kiss his tender mouth; and with her right hand she drew down his elbow, and plunged him into the
midst of the eddy.

20
Απολλόδωρος Βιβλιοθήκη 1.116-118
καὶ μετὰ τὴν ταφὴν πλεύσαντες Μυσίᾳ προσίσχουσιν. ἐνταῦθα δὲ Ἡρακλέα καὶ Πολύφημον
κατέλιπον. Ὕλας γὰρ ὁ Θειοδάμαντος παῖς, Ἡρακλέους δὲ ἐρώμενος, ἀποσταλεὶς ὑδρεύσασθαι διὰ
κάλλος ὑπὸ νυμφῶν ἡρπάγη. Πολύφημος δὲ ἀκούσας αὐτοῦ βοήσαντος, σπασάμενος τὸ ξίφος
ἐδίωκεν, ὑπὸ λῃστῶν ἄγεσθαι νομίζων. καὶ δηλοῖ συντυχόντι Ἡρακλεῖ. ζητούντων δὲ ἀμφοτέρων
τὸν Ὕλαν ἡ ναῦς ἀνήχθη, καὶ Πολύφημος μὲν ἐν Μυσίᾳ κτίσας πόλιν Κίον ἐβασίλευσεν, Ἡρακλῆς
δὲ ὑπέστρεψεν εἰς Ἄργος. Ἡρόδωρος δὲ αὐτὸν οὐδὲ τὴν ἀρχήν φησι πλεῦσαι τότε, ἀλλὰ παρ᾽
Ὀμφάλῃ δουλεύειν. Φερεκύδης δὲ αὐτὸν ἐν Ἀφεταῖς τῆς Θεσσαλίας ἀπολειφθῆναι λέγει, τῆς
Ἀργοῦς φθεγξαμένης μὴ δύνασθαι φέρειν τὸ τούτου βάρος. Δημάρατος δὲ αὐτὸν εἰς Κόλχους
πεπλευκότα παρέδωκε· Διονύσιος μὲν γὰρ αὐτὸν καὶ ἡγεμόνα φησὶ τῶν Ἀργοναυτῶν γενέσθαι.

Καλλίμαχος Επίγραμμα 22
Ἀστακίδην τὸν Κρῆτα τὸν αἰπόλον ἥρπασε Νύμφη
ἐξ ὄρεος, καὶ νῦν ἱερὸς Ἀστακίδης.
οὐκέτι Δικταίῃσιν ὑπὸ δρυσίν, οὐκέτι Δάφνιν
ποιμένες, Ἀστακίδην δ᾽ αἰὲν ἀεισόμεθα.

Παλατινή Ανθολογία 12.98 Ποσείδιππος


Τὸν Μουσῶν τέττιγα Πόθος δήσας ἐπ᾽ ἀκάνθαις
κοιμίζειν ἐθέλει πῦρ ὑπὸ πλευρὰ βαλών·
ἡ δὲ πρὶν ἐν βύβλοις πεπονημένη ἄθλια τρίζει
ψυχὴ ἀνιηρῷ δαίμονι μεμφομένη.

Αντωνίνος Λιβεράλις
καὶ ὁ μὲν Ὕλας ἀφανὴς ἐγένετο, Ἡρακλῆς δ᾽, ἐπεὶ αὐτῷ οὐκ ἐνόστει καταλιπὼν τοὺς ἥρωας
ἐξερευνᾷ πανταχοῖ τὸν δρυμὸν καὶ ἐβόησε πολλάκις τὸν Ὕλαν. νύμφαι δὲ δείσασαι τὸν Ἡρακλέα,
μὴ αὐτὸν εὕροι κρυπτόμενον παρ᾽ αὐταῖς, μετέβαλον τὸν Ὕλαν καὶ ἐποίησαν ἠχὼ καὶ πρὸς τὴν
βοὴν πολλάκις ἀντεφώνησεν Ἡρακλεῖ.

Στράβων Γεωγραφικά 12.4


ἣν οἱ μὲν πρότερον ἐκάλουν μικρὰν Φρυγίαν, ἐκεῖνοι δ᾽ ἐπίκτητον ὠνόμασαν· ὑπέρκειται δὲ τῆς
Προυσιάδος ὄρος ὃ καλοῦσιν Ἀργανθώνιον. ἐνταῦθα δὲ μυθεύουσι τὸν Ὕλαν ἕνα τῶν Ἡρακλέους
ἑταίρων συμπλεύσαντα ἐπὶ τῆς Ἀργοῦς αὐτῷ ἐξιόντα δὲ ἐπὶ ὑδρείαν ὑπὸ νυμφῶν ἁρπαγῆναι· Κίον
δὲ καὶ τοῦτον Ἡρακλέους ἑταῖρον καὶ σύμπλουν ἐπανελθόντα ἐκ Κόλχων αὐτόθι καταμεῖναι καὶ
κτίσαι τὴν πόλιν ἐπώνυμον αὐτοῦ. καὶ νῦν δ᾽ ἔτι ἑορτή τις ἄγεται παρὰ τοῖς Προυσιεῦσιν καὶ
ὀρειβασία θιασευόντων καὶ καλούντων Ὕλαν, ὡς ἂν κατὰ ζήτησιν τὴν ἐκείνου πεποιημένων τὴν
ἐπὶ τὰς ὕλας ἔξοδον.

Ο Ύλας στη λατινική ποίηση


Vergilius Eclogae 6,43-44
his adiungit, Hylan nautae quo fonte relictum
clamassent, ut litus 'Hyla, Hyla' omne sonaret
Propertius 1.20.49-50
cui procul Alcides ter 'Hyla!' respondet: at illi
nomen ab extremis montibus aura refert

21
John William Waterhouse - Hylas and the Nymphs (1896)

John Gibson Hylas Surprised by the Nymphs (1826)

22
ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Β) Ο ΑΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

23
Κ.Π. Καβάφης, Οι Μιμίαμβοι του Ηρώδου

Επί αιώνας μένοντες κρυμμένοι


εντός του σκότους Αιγυπτίας γης
μέσω τοιαύτης απελπιστικής σιγής
έπληττον οι μιμίαμβ' οι χαριτωμένοι·

αλλά επέρασαν εκείν' οι χρόνοι,


έφθασαν από τον Βορρά σοφοί
άνδρες, και των ιάμβων έπαυσ' η ταφή
κ' η λήθη. Οι ευτράπελοί των τόνοι

μας επανέφεραν τας ευθυμίας


ελληνικών οδών και αγορών·
κ' εμβαίνομεν μαζύ των εις τον ζωηρόν
βίον μιας περιέργου κοινωνίας.-

Μας απαντά ευθύς πονηροτάτη


μεσήτρια που σύζηγον πιστήν
ζητεί να διαφθείρη! Πλην την αρετήν
γνωρίζει η Μητρίχη να φυλάττη.

Άλλον κατόπιν βλέπωμεν αχρείον


όστις κατάστημά τι συντηρεί
και άνδρα Φρύγα εμμανώς κατηγορεί
ως βλάψαντα το - παρθεναγωγείον.

Δύο πολύλογοι, κομψαί κυρίαι


επίσκεψιν εις τον Ασκληπιόν
κάμνουν· φαιδρύνουν δε μεγάλως τον ναόν
αι νοστιμώταταί των ομιλίαι.

Εις μέγα εργοστάσιον σκυττέως


εμβαίνομεν με την καλήν Μητρώ.
Ωραία πράγματα εδώ κείντ' εν σωρώ
εδώ ευρίσκετ' ο συρμός ο τελευταίος.

Πλην πόσα έλλειψαν εκ των παπύρων·


πόσον συχνά των μιαρών σηρών βορά
έγινεν ίαμβος λεπτός και είρων!
Ο ατυχής Ηρώδης, καμωμένος
δια τα σκώμματα και δια τα φαιδρά,
τι σοβαρά μας ήλθε πληγωμένος!

24
II. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑ

πᾷ μοι ταὶ δάφναι; φέρε Θεστυλί: πᾷ δὲ τὰ φίλτρα;


στέψον τὰν κελέβαν φοινικέῳ οἰὸς ἀώτῳ,
ὡς τὸν ἐμὸν βαρὺν εὖντα φίλον καταθύσομαι ἄνδρα,
ὅς μοι δωδεκαταῖος ἀφ᾽ ὧ τάλας οὐδέποθ᾽ ἵκει,
οὐδ᾽ ἔγνω πότερον τεθνάκαμες ἢ ζοοὶ εἰμές. 5
οὐδὲ θύρας ἄραξεν ἀνάρσιος. ἦ ῥά οἱ ἀλλᾷ
ᾤχετ᾽ ἔχων ὅ τ᾽ ῎Ερως ταχινὰς φρένας ἅ τ᾽ ᾿Αφροδίτα;
βασεῦμαι ποτὶ τὰν Τιμαγήτοιο παλαίστραν
αὔριον, ὥς νιν ἴδω, καὶ μέμψομαι οἷά με ποιεῖ.
νῦν δέ νιν ἐκ θυέων καταθύσομαι. ἀλλὰ Σελάνα, 10
φαῖνε καλόν: τὶν γὰρ ποταείσομαι ἅσυχα, δαῖμον,
τᾷ χθονίᾳ θ᾽ ῾Εκάτα, τὰν καὶ σκύλακες τρομέοντι
ἐρχομέναν νεκύων ἀνά τ᾽ ἠρία καὶ μέλαν αἷμα.
χαῖρ᾽ ῾Εκάτα δασπλῆτι, καὶ ἐς τέλος ἄμμιν ὀπάδει.
φάρμακα ταῦτ᾽ ἔρδοισα χερείονα μήτέ τι Κίρκης 15
μήτέ τι Μηδείας μήτε ξανθᾶς Περιμήδας.

῏Ιυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.

ἄλφιτά τοι πρᾶτον πυρὶ τάκεται: ἀλλ᾽ ἐπίπασσε


Θεστυλί. δειλαία, πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι;
ἦ ῥά γε τρισμυσαρὰ καὶ τὶν ἐπίχαρμα τέτυγμαι; 20
πάσσ᾽ ἅμα καὶ λέγε ταῦτα: ‘τὰ Δέλφιδος ὀστία πάσσω.’

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.

Δέλφις ἔμ᾽ ἀνίασεν: ἐγὼ δ᾽ ἐπὶ Δέλφιδι δάφναν


αἴθω: χὡς αὕτα λακεῖ μέγα καππυρίσασα
κἠξαπίνας ἅφθη, κοὐδὲ σποδὸν εἴδομες αὐτᾶς, 25
οὕτω τοι καὶ Δέλφις ἐνὶ φλογὶ σάρκ᾽ ἀμαθύνοι.

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.

νῦν θυσῶ τὰ πίτυρα. τὺ δ᾽ ῎Αρτεμι καὶ τὸν ἐν ῞Αιδα


κινήσαις ἀδάμαντα καὶ εἴ τί περ ἀσφαλὲς ἄλλο.
Θεστυλί, ταὶ κύνες ἄμμιν ἀνὰ πτόλιν ὠρύονται. 30
ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι: τὸ χαλκίον ὡς τάχος ἄχει.

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.

ἠνίδε σιγῇ μὲν πόντος, σιγῶντι δ᾽ ἀῆται:


ἁ δ᾽ ἐμὰ οὐ σιγῇ στέρνων ἔντοσθεν ἀνία,
ἀλλ᾽ ἐπὶ τήνῳ πᾶσα καταίθομαι, ὅς με τάλαιναν 35
ἀντὶ γυναικὸς ἔθηκε κακὰν καὶ ἀπάρθενον ἦμεν.

25
ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.

ὡς τοῦτον τὸν κηρὸν ἐγὼ σὺν δαίμονι τάκω,


ὣς τάκοιθ᾽ ὑπ᾽ ἔρωτος ὁ Μύνδιος αὐτίκα Δέλφις.
χὡς δινεῖθ᾽ ὅδε ῥόμβος ὁ χάλκεος ἐξ ᾿Αφροδίτας, 40
ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ᾽ ἁμετέραισι θύραισιν.

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.

ἐς τρὶς ἀποσπένδω καὶ τρὶς τάδε πότνια φωνέω:


εἴτε γυνὰ τήνῳ παρακέκλιται εἴτε καὶ ἀνήρ,
τόσσον ἔχοι λάθας, ὅσσόν ποκα Θησέα φαντὶ 45
ἐν Δίᾳ λασθῆμεν ἐυπλοκάμω ᾿Αριάδνας.

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.

ἱππομανὲς φυτόν ἐστι παρ᾽ ᾿Αρκάσι: τῷ δ᾽ ἐπὶ πᾶσαι


καὶ πῶλοι μαίνονται ἀν᾽ ὤρεα καὶ θοαὶ ἵπποι.
ὣς καὶ Δέλφιν ἴδοιμι, καὶ ἐς τόδε δῶμα περάσαι 50
μαινομένῳ ἴκελος λιπαρᾶς ἔκτοσθε παλαίστρας.

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.

τοῦτ᾽ ἀπὸ τᾶς χλαίνας τὸ κράσπεδον ὤλεσε Δέλφις,


ὡγὼ νῦν τίλλοισα κατ᾽ ἀγρίῳ ἐν πυρὶ βάλλω.
αἰαῖ ῎Ερως ἀνιηρέ, τί μευ μέλαν ἐκ χροὸς αἷμα 55
ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις ἅπαν ἐκ βδέλλα πέπωκας;

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.

σαύραν τοι τρίψασα ποτὸν κακὸν αὔριον οἰσῶ.


Θεστυλί, νῦν δὲ λαβοῖσα τὺ τὰ θρόνα ταῦθ᾽ ὑπόμαξον
τᾶς τήνω φλιᾶς καθ᾽ ὑπέρτερον, ἇς ἔτι καὶ νύξ, 60
--------------------------------------------------------------------
καὶ λέγ᾽ ἐπιφθύζοισα: ‘τὰ Δέλφιδος ὀστία μάσσω.’

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.

νῦν δὴ μώνα ἐοῖσα πόθεν τὸν ἔρωτα δακρύσω;


ἐκ τίνος ἄρξωμαι; τίς μοι κακὸν ἄγαγε τοῦτο; 65
ἦνθ᾽ ἁ τῶὐβούλοιο κανηφόρος ἄμμιν ᾿Αναξὼ
ἄλσος ἐς ᾿Αρτέμιδος, τᾷ δὴ τόκα πολλὰ μὲν ἄλλα
θηρία πομπεύεσκε περισταδόν, ἐν δὲ λέαινα.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

26
καί μ᾽ ἁ Θευχαρίδα Θρᾷσσα τροφὸς ἁ μακαρῖτις 70
ἀγχίθυρος ναίοισα κατεύξατο καὶ λιτάνευσε
τὰν πομπὰν θάσασθαι: ἐγὼ δέ οἱ ἁ μεγάλοιτος
ὡμάρτευν βύσσοιο καλὸν σύροισα χιτῶνα,
κἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.


75
ἤδη δ᾽ εὖσα μέσον κατ᾽ ἀμαξιτόν, ᾇ τὰ Λύκωνος,
εἶδον ὁμοῦ Δέλφιν τε καὶ Εὐδάμιππον ἰόντας.
τοῖς δ᾽ ἦν ξανθοτέρα μὲν ἑλιχρύσοιο γενειάς,
στήθεα δὲ στίλβοντα πολὺ πλέον ἢ τὺ Σελάνα,
ὡς ἀπὸ γυμνασίοιο καλὸν πόνον ἄρτι λιπόντων. 80

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

χὡς ἴδον, ὡς ἐμάνην, ὥς μευ πέρι θυμὸς ἰάφθη


δειλαίας: τὸ δὲ κάλλος ἐτάκετο, κοὔτέ τι πομπᾶς
τήνας ἐφρασάμαν, οὐδ᾽ ὡς πάλιν οἴκαδ᾽ ἀπῆνθον
ἔγνων: ἀλλά μέ τις καπυρὰ νόσος ἐξεσάλαξε, 85
κείμαν δ᾽ ἐν κλιντῆρι δέκ᾽ ἄματα καὶ δέκα νύκτας.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

καί μευ χρὼς μὲν ὁμοῖος ἐγίνετο πολλάκι θάψῳ,


ἔρρευν δ᾽ ἐκ κεφαλᾶς πᾶσαι τρίχες, αὐτὰ δὲ λοιπὰ
ὀστί᾽ ἔτ᾽ ἦς καὶ δέρμα. καὶ ἐς τίνος οὐκ ἐπέρασα 90
ἢ ποίας ἔλιπον γραίας δόμον, ἅτις ἐπᾷδεν;
ἀλλ᾽ ἦς οὐδὲν ἐλαφρόν: ὁ δέ χρόνος ἄνυτο φεύγων.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

χοὕτω τᾷ δούλᾳ τὸν ἀλαθέα μῦθον ἔλεξα:


‘εἰ δ᾽ ἄγε Θεστυλί μοι χαλεπᾶς νόσω εὑρέ τι μῆχος. 95
πᾶσαν ἔχει με τάλαιναν ὁ Μύνδιος: ἀλλὰ μολοῖσα
τήρησον ποτὶ τὰν Τιμαγήτοιο παλαίστραν:
τηνεῖ γὰρ φοιτῇ, τηνεῖ δέ οἱ ἁδὺ καθῆσθαι.’

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

‘κἠπεί κά νιν ἐόντα μάθῃς μόνον, ἅσυχα νεῦσον, 100


κεἴφ᾽ ὅτι Σιμαίθα τυ καλεῖ, καὶ ὑφαγέο τᾷδε.’
ὣς ἐφάμαν: ἁ δ᾽ ἦνθε καὶ ἄγαγε τὸν λιπαρόχρων
εἰς ἐμὰ δώματα Δέλφιν: ἐγὼ δέ νιν ὡς ἐνόησα
ἄρτι θύρας ὑπὲρ οὐδὸν ἀμειβόμενον ποδὶ κούφῳ--

27
φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα-- 105

πᾶσα μὲν ἐψύχθην χιόνος πλέον, ἐν δὲ μετώπῳ


ἱδρώς μευ κοχύδεσκεν ἴσον νοτίαισιν ἐέρσαις,
οὐδέ τι φωνᾶσαι δυνάμαν, οὐδ᾽ ὅσσον ἐν ὕπνῳ
κνυζεῦνται φωνεῦντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα:
ἀλλ᾽ ἐπάγην δαγῦδι καλὸν χρόα πάντοθεν ἴσα. 110

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

καί μ᾽ ἐσιδὼν ὥστοργος, ἐπὶ χθονὸς ὄμματα πήξας


ἕξετ᾽ ἐπὶ κλιντῆρι καὶ ἑζόμενος φάτο μῦθον:
ἦ ῥά με Σιμαίθα τόσον ἔφθασας, ὅσσον ἐγώ θην
πρᾶν ποκα τὸν χαρίεντα τρέχων ἔφθασσα Φιλῖνον, 115
ἐς τὸ τεὸν καλέσασα τόδε στέγος ἤ με παρῆμεν.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

ἦνθον γάρ κεν ἐγώ, ναὶ τὸν γλυκὺν ἦνθον ῎Ερωτα,


ἢ τρίτος ἠὲ τέταρτος ἐὼν φίλος αὐτίκα νυκτός,
μᾶλα μὲν ἐν κόλποισι Διωνύσοιο φυλάσσων, 120
κρατὶ δ᾽ ἔχων λεύκαν, ῾Ηρακλέος ἱερὸν ἔρνος,
πάντοθε πορφυρέαισι περὶ ζώστραισιν ἑλικτάν.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

καί μ᾽ εἰ μέν κ᾽ ἐδέχεσθε, τάδ᾽ ἦς φίλα: καὶ γὰρ ἐλαφρὸς


καὶ καλὸς πάντεσσι μετ᾽ ἠιθέοισι καλεῦμαι: 125
εὗδόν τ᾽, εἴ κε μόνον τὸ καλὸν στόμα τεῦς ἐφίλασα:
εἰ δ᾽ ἀλλᾷ μ᾽ ὠθεῖτε καὶ ἁ θύρα εἴχετο μοχλῷ,
πάντως καὶ πελέκεις καὶ λαμπάδες ἦνθον ἐφ᾽ ὑμέας.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

νῦν δὲ χάριν μὲν ἔφαν τᾷ Κύπριδι πρᾶτον ὀφείλειν, 130


καὶ μετὰ τὰν Κύπριν τύ με δευτέρα ἐκ πυρὸς εἵλευ
ὦ γύναι ἐσκαλέσασα τεὸν ποτὶ τοῦτο μέλαθρον
αὔτως ἡμίφλεκτον: ῎Ερως δ᾽ ἄρα καὶ Λιπαραίω
πολλάκις ῾Ηφαίστοιο σέλας φλογερώτερον αἴθει.

φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα. 135

‘σὺν δὲ κακαῖς μανίαις καὶ παρθένον ἐκ θαλάμοιο


καὶ νύμφαν ἐφόβησ᾽ ἔτι δέμνια θερμὰ λιποῖσαν
ἀνέρος.’ ὣς ὁ μὲν εἶπεν: ἐγὼ δέ οἱ ἁ ταχυπειθὴς
χειρὸς ἐφαψαμένα μαλακῶν ἔκλιν᾽ ἐπὶ λέκτρων.

28
καὶ ταχὺ χρὼς ἐπὶ χρωτὶ πεπαίνετο, καὶ τὰ πρόσωπα 140
θερμότερ᾽ ἦς ἢ πρόσθε, καὶ ἐψιθυρίσδομες ἁδύ:
χὥς κά τοι μὴ μακρὰ φίλα θρυλέοιμι Σελάνα,
ἐπράχθη τὰ μέγιστα, καὶ ἐς πόθον ἤνθομες ἄμφω.
κοὔτέ τι τῆνος ἐμὶν ἐπεμέμψατο μέσφα τό γ᾽ ἐχθές,
οὔτ᾽ ἐγὼ αὖ τήνῳ. ἀλλ᾽ ἦνθέ μοι ἅ τε Φιλίστας 145
μάτηρ τᾶς ἀλαᾶς αὐλητρίδος ἅ τε Μελιξοῦς
σάμερον, ἁνίκα πέρ τε ποτ᾽ ὠρανὸν ἔτρεχον ἵπποι
᾿Αῶ τὰν ῥοδόπαχυν ἀπ᾽ ᾿Ωκεανοῖο φέροισαι.
κεἶπέ μοι ἄλλά τε πολλὰ καὶ ὡς ἄρα Δέλφις ἐρᾶται,
κεἴτέ νιν αὖτε γυναικὸς ἔχει πόθος εἴτε καὶ ἀνδρός, 150
οὐκ ἔφατ᾽ ἀτρεκὲς ἴδμεν, ἀτὰρ τόσον: αἰὲν ῎Ερωτος
ἀκράτω ἐπεχεῖτο καὶ ἐς τέλος ᾤχετο φεύγων,
καὶ φάτο οἱ στεφάνοισι τὰ δώματα τῆνα πυκάσδειν.
ταῦτά μοι ἁ ξείνα μυθήσατο: ἔστι δ᾽ ἀλαθής:
ἦ γάρ μοι καὶ τρὶς καὶ τετράκις ἄλλοκ᾽ ἐφοίτη, 155
καὶ παρ᾽ ἐμὶν ἐτίθει τὰν Δωρίδα πολλάκις ὄλπαν:
νῦν δέ τε δωδεκαταῖος ἀφ᾽ ὧτέ νιν οὐδὲ ποτεῖδον.
ἦ ῥ᾽ οὐκ ἄλλό τι τερπνὸν ἔχει, ἁμῶν δὲ λέλασται;
νῦν μὲν τοῖς φίλτροις καταθύσομαι: αἰ δ᾽ ἔτι κἠμὲ
λυπῇ, τὰν ᾿Αίδαο πύλαν ναὶ Μοίρας ἀραξεῖ. 160
τοῖά οἱ ἐν κίστᾳ κακὰ φάρμακα φαμὶ φυλάσσειν,
᾿Ασσυρίω δέσποινα παρὰ ξείνοιο μαθοῖσα.
ἀλλὰ τὺ μὲν χαίροισα ποτ᾽ ᾿Ωκεανὸν τρέπε πώλους,
πότνι᾽: ἐγὼ δ᾽ οἰσῶ τὸν ἐμὸν πόνον ὥσπερ ὑπέσταν.
χαῖρε Σελαναία λιπαρόχροε, χαίρετε δ᾽ ἄλλοι 165
ἀστέρες, εὐκήλοιο κατ᾽ ἄντυγα Νυκτὸς ὀπαδοί.

29
Που μου έχεις τις δάφνες; Γρήγορα, Θεστυλίδα! Τα ερωτικά τα φίλτρα που είναι; Σκέπασε τον
λέβητα με πορφυρό μαλλί, ξεδιαλεγμένο' ανυπόφορο στ' αλήθεια είναι το αγόρι μου που εγώ με
μάγια θε να δέσω' δώδεκα μέρες έχει να φανεί -ο ελεεινός-, ούτε που ήρθε απέναντι να δει, να
μάθει, πεθάναμε ή ζούμε, καλέ ούτε την πόρτα μας που χτύπησε ο αχρείος! Αλλού τον πήγε ο
Έρωτας, ο άστατος, και η Αφροδίτη. Αύριο κιόλας στου Τιμαγήτου την παλαίστρα θα πάω, για να
τον δω, το λόγο για τις πράξεις να ζητήσω. Μα τώρα - με θυμίαμα μαγικό μαζί μου θα τον δέσω.
Σελήνη μου, καθάρια φέγγε' σε σένα τα ξόρκια μου ψιθυριστά θα τραγουδήσω, θεά δαιμονική, σε
σένα και στη χθόνια Εκάτη, που και οι σκύλες τρέμουν, σαν πλησιάζει τους τάφους και των
νεκρών το μαύρο αίμα. Τρομερή Εκάτη, χαίρε κι είθε μαζί μας ως το τέλος να' σαι' τα μαγικά μου
χειρότερα ας μην είναι μήτε από της Κίρκης μήτε από της Μήδειας μήτε από της ξανθομάλλας
Περιμήδας.
Μαγικό πουλί, σύρε εκείνον στο σπίτι μου τον άντρα.
Για λόγου σου πρώτα άλευρα μες στη φωτιά θα λιώσω. Ε, πασπάλιζε τα, Θεστυλίδα -που τρέχει το
μυαλό σου, κακομοίρα; Σιχαμένη, με κοροϊδεύεις λοιπόν; Πασπάλιζε και λέγε ταυτόχρονα "του
Δέλφη τα κόκκαλα τρίβω".
Μαγικό πουλί, σύρε εκείνον στο σπίτι μου τον άντρα.
Με πίκρανε ο Δέλφης' η δάφνη που καίω το Δέλφη ας μαγέψει' κι ως τσιτσιρίζει αυτή, με δυνατή τη
φλόγα, και ξάφνου ανάβει και κορώνει, κι ούτε τη στάχτη της προκάνουμε να δούμε -έτσι κι ο
Δέλφης στη φωτιά τη σάρκα του να λιώσει.
Μαγικό πουλί, σύρε εκείνον στο σπίτι μου τον άντρα.
Τώρα τα πίτουρα θυσία στη φλόγα κάνω. Συ όμως, Άρτεμη, που τις ατσάλινες πύλες του Άδη
κινείς κι ό,τι άλλο ακλόνητο είναι -Θεστυλίδα, οι σκύλες για μας σ' όλη την πόλη ουρλιάζουν' να, η
θεά στα τρίστρατα -το χάλκωμα χτύπα, γρήγορα!
Μαγικό πουλί, σύρε εκείνον στο σπίτι μου τον άντρα.
Και να! σιγά το πέλαγος, σιγήσαν οι ανέμοι' μόνο στα στήθη ο πόνος μου δεν λέει να ησυχάσει, μα
σύγκορμη φλογίζομαι για εκείνον, που αντί γυναίκα να με πάρει, με πλάνεψε κι απάρθενη -την
άμοιρη- μ' αφήνει.
Μαγικό πουλί, σύρε εκείνον στο σπίτι μου τον άντρα.
Όπως εγώ αυτό το κερί με τη θεά στο πλάϊ μου λιώνω, έτσι ευθύς από έρωτα να λιώσει ο Μύνδιος
Δέλφης. Κι όπως η σβούρα η χάλκινη στροβιλίζεται, με εύνοια της Αφροδίτης, έτσι κι εκείνος να
κλωθογυρνά στις πόρτες τις δικές μου.
Μαγικό πουλί, σύρε εκείνον στο σπίτι μου τον άντρα.
Θεά παρθένα, χύνω από τρεις φορές κρασί και τρεις αυτά φωνάζω: αν στο κρεββάτι βρίσκεται με
γυναίκα ή με άντρα, να τονε λησμονήσει, σαν ο Θησέας κάποτε -λένε- στην Δία την Αριάδνη
ξέχασε την ομορφομαλλούσα.
Μαγικό πουλί, σύρε εκείνον στο σπίτι μου τον άντρα.
Ιππομανές φυτό στην Αρκαδία υπάρχει, για αυτό επάνω στα βουνά τρελαίνονται οι γρήγορες
φοράδες, τα πουλάρια' έτσι να δω τον Δέλφη - σαν θα' βγει από τη λιπαρή παλαίστρα, στο σπίτι
αυτό σα μανιασμένος να' μπει.
Μαγικό πουλί, σύρε εκείνον στο σπίτι μου τον άντρα.
Ένα κομμάτι έχασε ο Δέλφης απ' το ρούχο του, θα το μαδήσω, μες στην άγρια φλόγα να λιώσει.
Αλίμονο, Έρωτα πικρέ,γιατί το μαύρο αίμα από το σώμα μου μέχρι το τέλος ήπιες, στο δέρμα μου
κολλώντας, βδέλλα λιμναία;
Μαγικό πουλί, σύρε εκείνον στο σπίτι μου τον άντρα.
Σαύρα τριμμένη αύριο να πιείς -για εκδίκηση- θα φέρω. Θεστυλίδα, αυτά τα βοτάνια πάρε, στο
κατώφλι του λαθραία πασάλειψε τα -όσο βαστάει η νύχτα- και λέγε μουρμουρίζοντας "του Δέλφη
τα κόκκαλα ζυμώνω".
Μαγικό πουλί, σύρε εκείνον στο σπίτι μου τον άντρα.
Τώρα πια, μονάχη, από που να κλάψω τον έρωτα μου; Από που να αρχίσω; Ποιος το κακό αυτό μου
έστειλε; Με καλαθάκι μας ήρθε η Αναξώ -του Ευβούλου η κόρη- στο ιερό της Άρτεμης , όταν πομπή
ολόγυρα έκαναν άγρια θηρία για τη θεά -κι ανάμεσα τους ήτανε το λιοντάρι.
Άκου με από πού ήρθε ο έρωτας, σεβαστή Σελήνη.
Και εμένα, της Θευμαρίδας η κόρη, η θρακιώτισσα τροφός -η μακαρίτισσα, στη διπλανή την πόρτα
που έμενε- με παρακάλεσε θερμά, μου ζήτησε με ζέση, να ακολουθήσω την πομπή' κι εγώ η
βαριόμοιρη, ακολουθούσα, όμορφο, βυσσινί χιτώνα σέρνοντας πίσω μου, στους ώμους έχοντας το
σάλι της Κλεαρίστης.
Άκου με από πού ήρθε ο έρωτας, σεβαστή Σελήνη.

30
Ήδη βρισκόμουν στα μισά του δρόμου -στου Λύκωνα τα μέρη- όταν το Δέλφη αντίκρισα και τον
Ευδάμιππο μαζί να προχωρούν' πιο ξανθά κι από άνθη ελίχρυσου είχανε τα γένεια, τα στήθη τους
γυάλιζαν, πιότερο και από σένα, Σελήνη, σαν τώρα της παλαίστρας τον όμορφο να άφηναν
αγώνα.
Άκου με από πού ήρθε ο έρωτας, σεβαστή Σελήνη.
Τον είδα και τρελάθηκα, μια φλόγα εκένταγε τα δόλια σωθικά μου, μεμιάς εσβήστηκε η ομορφιά
μου. Κι ούτε που πρόσεξα πια εκείνη την πομπή, ούτε πως πίσω σπίτι γύρισα ένιωσα, μόνο μια
αρρώστια με ξέρανε, με ρήμαξε' και στο κρεββάτι έλιωνα δέκα μερόνυχτα.
Άκου με από πού ήρθε ο έρωτας, σεβαστή Σελήνη.
Το πρόσωπο μαράθηκε, κιτρίνησε σαν θάψος, χυθήκανε τα πλούσια μαλλιά απ' το κεφάλι, πετσί
και κόκκαλο έμεινα. Και που δεν πήγα! Γριά μάγισσα δεν έμεινε να μην την ερωτήσω! Γιατρικό
όμως δεν έβρισκα,να με αλαφρώσει' κι ο χρόνος έφευγε με βιάση.
Άκου με από πού ήρθε ο έρωτας, σεβαστή Σελήνη.
Έτσι στη δούλα είπα λόγο αληθινό: "Σύρε, Θεστυλίδα, στην σκληρή αρρώστεια γιατρικό κάποιο να
φέρεις. Ολόκληρη -την δύστυχη- ο Μύνδιος με κατέχει' του Τιμαγήτου την παλαίστρα φύλαξε' τι
εκεί συχνοπηγαίνει, γλυκό το κάθισμα έχει εκεί.
Άκου με από πού ήρθε ο έρωτας, σεβαστή Σελήνη.
Κι όταν μόνος του αισθανθείς πως είναι, κρυφά νεύσε, πες του "Η Σιμαίθα σε καλεί" και οδήγησε
τον εδωπέρα". Έτσι μίλησα' κι εκείνη πήγε και τον έφερε -τον λαμπροφόρο- στο σπίτι μου τον
Δέλφη' κι εγώ, ευθύς μόλις τον ένιωσα, της θύρας το κατώφλι να περνά, με βάδισμα ανάερο-
Άκου με από πού ήρθε ο έρωτας, σεβαστή Σελήνη.
πάγωσα ολόκληρη, από το χιόνι πιο πολύ, από το μέτωπο ο ιδρώτας μου ποτάμι έτρεχε, σαν
δρόσος νοτισμένη, μήτε φωνή να βγάλω μπόραγα, μήτε στον ύπνο όσο ψελλίζουν τα μικρά που
θέλουν τη μαμά τους' κέρωσα σαν κούκλα.
Άκου με από πού ήρθε ο έρωτας, σεβαστή Σελήνη.
Με αντίκρυσε ο άστοργος, τα μάτια κάρφωσε στη γη, στην κλίνη μου κάθησε και καθιστός τούτα
τα λόγια είπε: "Αληθινά, Σιμαίθα, το κάλεσμα σου πρόλαβε τον δικό μου ερχομό -τόσο μόνο, όσο κι
εγώ στο τρέξιμο πρωτύτερα τον χαριτωμένο πέρασα Φιλίνο.
Άκου με από πού ήρθε ο έρωτας, σεβαστή Σελήνη.
Γιατί κι εγώ θα' ρχόμουν, μα τον γλυκό τον Έρωτα θα ερχόμουν -με δύο ή με τρεις παρέα, σαν θα'
πεφτε η νύχτα, τα μήλα του Διονύσου θα κράταγα στην αγκαλιά, στεφανωμένος λεύκα -του
Ηρακλή ιερό βλαστάρι- ολόγυρα ζωσμένη πορφυρές κορδέλες.
Άκου με από πού ήρθε ο έρωτας, σεβαστή Σελήνη.
Έπειτα αν με καλοδεχόσουν, θα ήμουν φιλικός (σ' όλα τα παλλικάρια είμαι γνωστός για κάλλη και
ιπποτισμό): στο κρεββάτι μου θα πήγαινα μόνο αν φίλαγα το όμορφο σου στόμα' αν όμως μ'
έσπρωχνες μακριά σου, αν σφάλιζες την πόρτα με αμπάρα -με τσεκούρια και δαδιά θα ερχόμουν
να σε πάρω -διόλου μην αμφιβάλλεις.
Άκου με από πού ήρθε ο έρωτας, σεβαστή Σελήνη.
Πρώτα λοιπόν στην Κύπριδα - έλεγα μέσα μου- χρωστώ ευγνωμοσύνη, όμως μετά την Κύπριδα,
εσύ, γυναίκα, δεύτερη απ' τη φωτιά με πήρες, όταν στο δώμα σου με κάλεσες να' ρθω, σχεδόν
μισοκαμένο' μα την αλήθεια, ο Έρωτας -και από τον Ήφαιστο τον Λιπαραίο πιότερο ακόμη- συχνά
πιο φλογερά ανάβει και κορώνει.
Άκου με από πού ήρθε ο έρωτας, σεβαστή Σελήνη.
Με μανία κακή, τρελή οδήγησε έξω από την κάμαρη της την παρθένα, την νιόνυμφη έκανε το
στρώμα ακόμα το ζεστό του άντρα της να αφήσει". Τέτοια μου είπε' κι εγώ -απονήρευτη- τον
πίστεψα, το χέρι του' πιασα και στο μαλακό το στρώμα τον επλάγιασα' γρήγορα η σάρκα με τη
σάρκα ωρίμασε, τα πρόσωπα ανάψανε, δεν ήταν σαν και πρώτα, και ψιθυρίζαμε γλυκά. Μα λόγια
δεν χρειάζονται πολλά, Σελήνη μου καλή' τα μέγιστα εγίνανε, στον πόθο φτάσαμε κι οι δυο.
Ψεγάδι δεν μου έβρισκε -μέχρι εχθές- κανένα, μήτε κι εγώ σε κείνον. Μα σήμερα μου ήρθε της
Φιλίστης -της αυλητρίδας μου- και της Μελιξώς η μάνα, την ώρα που στον ουρανό φοράδες
έτρεχαν απ' τον ωκεανό την ρόδινη να φέρουνε Αυγούλα' πολλά μου είπε, κι ότι ο Δέλφης
ερωτευμένος είναι' δεν καλοήξερε να πει άμα γυναίκα πόθησε ή όμορφο αγόρι' για ένα ήταν
σίγουρη' πως έκανε συνέχεια σπονδή -με ανέρωτο κρασί- στον Έρωτα, στο τέλος σηκωνότανε να
φύγει, κι έλεγε τα δώματα εκείνα με στέφανο πως θα σκεπάσει. Τέτοια μου μήνυσε η ξένη, και
ψέματα δεν λέει. Γιατί παλιά ερχότανε, τρεις-τέσσερις φορές στο σπιτικό μου ο Δέλφης, να αφήσει
το δωρικό φλασκί του' έντεκα μέρες τώρα κι ούτε που τον αντίκρυσα. Δεν είναι νέα ηδονή που να
μας ξεχάσει τον έκανε; Τώρα με φίλτρα μαγικά μαζί μου θα τον δέσω' κι αν πόνο συνεχίσει να μου

31
δίνει, την πύλη του Άδη -το ορκίζομαι στις Μοίρες- σύντομα θα χτυπήσει' για λόγου του μες στο
κουτί -δεν τ' αρνιέμαι- κακό βοτάνι κρύβω, δέσποινα, το έμαθα από έναν ξένο, Ασσύριο. Σεβαστή
θεά, σε χαιρετώ' προς τον ωκεανό τα άλογα σου στρέψε' τον πόθο μου θα αντέξω, όπως ως τώρα.
Χαίρε, Σελήνη με τον λαμπρό τον θρόνο, χαίρετε τ' άλλα αστέρια, της Νύχτας της γαλήνιας στο
άρμα οπαδοί.

(ελεύθερη μετάφραση Ε. Σιστάκου)

32
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑ-ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΧΩΡΙΑ

Σώφρων ΤΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΙ ΤΑΝ ΘΕΟΝ ΦΑΝΤΙ ΕΞΕΛΑΝ


5 πεῖ γὰρ ἁ ἄσφαλτος; πῦς, Θεστυλί, σκοπῆι τύ;
6* κύων πρὸ μεγαρέων μέγα ὑλακτέων.

Ἶυγξ
Scholia in Theocritum 2.17
• ὄρνεον Ἀφροδίτης, ὃ αἱ φαρμακίδες συνεργὸν ἔχουσι πρὸς τὰς μαγείας. εἰς γὰρ τροχὸν
κήρινον ἐμβαλοῦσαι καὶ διὰ ἱμάντος ἑκατέρωθεν ἀνάψασαι τοῦτο, περιστρέφουσαι
ῥομβοῦσι τὸν κυκλίσκον ὑπὲρ πυρᾶς ἐπᾴδουσαι ὃ βούλονται· ὁ δὲ ἀναδινούμενος ἡσύχως
τήκεται. ἐπιλέγουσι δὲ αὐτῷ εἰ τύχοι· ὡς οὗτος τήκεται ὁ ῥόμβος, οὕτω καὶ ὁ ἐμοῦ ἐρῶν
τακείη. λέγουσι δὲ καὶ αὐτὸν τὸν ἔρωτα ἀπὸ τοῦ ἐνόντος ζῴου ἴυγγα, ὥς φησι καὶ
Πίνδαρος. <...>
• καθά φησιν Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων μικρῷ μεῖζον σπίζης αὐτὸ λέγων· ἢ κιναίδιον ἢ
φερωνύμως σεισοπυγὶς καλεῖται διὰ τὸ πανταχοῦ στρέφειν καὶ λυγίζειν [τὸν αὐχένα ἢ]
τὴν πυγήν. ἢ <παρὰ> τὴν Ἴυγγα, ἥν φησι Καλλίμαχος Ἠχοῦς θυγατέρα, φαρμακεύειν δὲ
τὸν Δία, ὅπως ἂν αὐτῇ μιχθῇ· ὅθεν ὑπὸ ῞Ηρας εἰς ὀρνιθάριον αὐτὴν μεταβληθῆναι καὶ
συνεργεῖν ταῖς φαρμακείαις.
Εκάτη
• Scholia in Theocritum 2.11/12c τᾷ χθονίᾳ Ἑκάτᾳ: Καλλίμαχος κατὰ λέξιν ὧδέ φησιν· "τῇ
Δήμητρι μιχθεὶς ὁ Ζεὺς τεκνοῖ Ἑκάτην διαφέρουσαν ἰσχύϊ καὶ μεγέθει τῶν θεῶν". ἣν ὑπὸ
γῆν πεμφθῆναι ὑπὸ τοῦ πατρὸς πρὸς Περσεφόνης ζήτησιν <... διὸ> καὶ νῦν Ἄρτεμις
καλεῖται καὶ Φύλαξ καὶ Δᾳδοῦχος καὶ Φωσφόρος καὶ Χθονία.

Η παθολογία του έρωτα


• Scholia in Theocritum 2.10c
ταῖς ἔρωτι κατεχομέναις τὴν Σελήνην ἀνακαλεῖσθαι σύνηθες, ὡς καὶ Εὐριπίδης ποιεῖ τὴν Φαίδραν
ἐν τῷ Καλυπτομένῳ Ἱππολύτῳ. παρ᾽ ἣν δὲ αἰτίαν τοῦτο ἔπραττον, ἔνιοί φασιν, ὅτι ἐπειδὴ σιγηλὴ ἡ
νύξ, δεῖ δὲ τοῖς κλεπτομένοις ἔρωσι σιγῆς καὶ νυκτός. Μένανδρος· "ὦ νύξ, σὺ γὰρ δὴ πλεῖστον
Ἀφροδίτης". ἢ ὅτι καὶ ἡ Σελήνη περὶ ἐρωτικά τινα ἐνενοσήκει, παρὸ καὶ ταῖς τῷ αὐτῷ πάθει
κεχρημέναις συμπράσσει· τὰ γὰρ περὶ Ἐνδυμίωνα πρόδηλα.

Αλκμάν απ. 89
εὕδουσι δ᾽ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
πρώονές τε καὶ χαράδραι
φῦλά τ᾽ ἑρπέτ᾽ ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖα
θῆρές τ᾽ ὀρεσκώιοι καὶ γένος μελισσᾶν
καὶ κνώδαλ᾽ ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλός·
εὕδουσι δ᾽ οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων.

Σαπφώ 1 Ωδή στην Αφροδίτη


ποικιλόθρον' ἀθανάτ' Ἀφρόδιτα,
παῖ Δίος δολόπλοκε, λίσσομαί σε·
μή μ' ἄσαισι μηδ' ὀνίαισι δάμνα,
πότνια, θῦμον,
ἀλλὰ τυίδ' ἔλθ', αἴ ποτα κἀτέρωτα
τὰς ἔμας αὔδας ἀίοισα πήλοι
ἔκλυες, πάτρος δὲ δόμον λίποισα
χρύσιον ἦλθες
ἄρμ' ὐπασδεύξαισα· κάλοι δέ σ' ἆγον
ὤκεες στροῦθοι περὶ γᾶς μελαίνας
πύκνα δίννεντες πτέρ' ἀπ' ὠράνω ἴθε-
ρος διὰ μέσσω·
αἶψα δ' ἐξίκοντο· σὺ δ', ὦ μάκαιρα,
μειδιαίσαισ' ἀθανάτωι προσώπωι
ἤρε' ὄττι δηὖτε πέπονθα κὤττι

33
δηὖτε κάλημμι
κὤττι μοι μάλιστα θέλω γένεσθαι
μαινόλαι θύμωι· τίνα δηὖτε πείθω
.. σάγην ἐς σὰν φιλότατα; τίς σ', ὦ
Ψάπφ', ἀδικήει;
καὶ γὰρ αἰ φεύγει, ταχέως διώξει,
αἰ δὲ δῶρα μὴ δέκετ', ἀλλὰ δώσει,
αἰ δὲ μὴ φίλει, ταχέως φιλήσει
κoὐκ ἐθέλοισα.
ἔλθε μοι καὶ νῦν, χαλέπαν δὲ λῦσον
ἐκ μερίμναν, ὄσσα δέ μοι τέλεσσαι
θῦμος ἰμέρρει, τέλεσον, σὺ δ' αὔτα
σύμμαχος ἔσσο.

τι επιθυμεί πιο πολύ η τρελή καρδιά μου. «Ποιο αγαπημένο


πρόσωπο πρέπει η πειθώ να φέρει τώρα στην αγάπη σου;
Πες μου, Σαπφώ, ποιος σε αδικεί;
Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια. Δε δέχεται
δώρα; Θα σου προσφέρει η ίδια. Δε σ' αγαπά; Σύντομα θα
σ' αγαπήσει, ακόμη και παρά τη θέλησή της.» Έλα και τώρα
και λύτρωσέ με από το βαρύ μαράζι. Eκπλήρωσε αυτό που
η καρδιά μου ποθεί να γίνει και γίνε σύμμαχός μου.
Μετάφρ. Δ. Iακώβ

Ξενοφών Εφέσιος, Εφεσιακά 1.2-1.3


῎Ηγετο δὲ τῆς Ἀρτέμιδος ἐπιχώριος ἑορτὴ ἀπὸ τῆς πόλεως ἐπὶ τὸ ἱερόν· στάδιοι δέ εἰσιν ἑπτά· ἔδει
δὲ πομπεύειν πάσας τὰς ἐπιχωρίους παρθένους κεκοσμημένας πολυτελῶς καὶ τοὺς ἐφήβους, ὅσοι
τὴν αὐτὴν ἡλικίαν εἶχον τῷ Ἁβροκόμῃ. ῏Ην δὲ αὐτὸς περὶ τὰ ἓξ καὶ δέκα ἔτη καὶ τῶν ἐφήβων
προσήπτετο καὶ ἐν τῇ πομπῇ τὰ πρῶτα ἐφέρετο. Πολὺ δὲ πλῆθος ἐπὶ τὴν θέαν, πολὺ μὲν ἐγχώριον,
πολὺ δὲ ξενικόν· καὶ γὰρ ἔθος ἦν ἐκείνῃ τῇ πανηγύρει καὶ νυμφίους ταῖς παρθένοις εὑρίσκεσθαι
καὶ γυναῖκας τοῖς ἐφήβοις. Παρῄεσαν δὲ κατὰ στίχον οἱ πομπεύοντες· πρῶτα μὲν τὰ ἱερὰ καὶ δᾷδες
καὶ κανᾶ καὶ θυμιάματα· ἐπὶ τούτοις ἵπποι καὶ κύνες καὶ σκεύη κυνηγετικὰ ὧν <τὰ μὲν> πολεμικά,
τὰ δὲ πλεῖστα εἰρηνικά. Ἑκάστη δὲ αὐτῶν οὕτως ὡς πρὸς ἐραστὴν ἐκεκόσμητο. Ὡς οὖν ἐτετέλεστο
ἡ πομπή, ἦλθον δὲ εἰς τὸ ἱερὸν θύσοντες ἅπαν τὸ πλῆθος καὶ ὁ τῆς πομπῆς κόσμος ἐλέλυτο, ᾔεσαν
δὲ ἐς ταὐτὸν ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἔφηβοι καὶ παρθένοι, ἐνταῦθα ὁρῶσιν ἀλλήλους, καὶ ἁλίσκεται
Ἀνθία ὑπὸ τοῦ Ἁβροκόμου, ἡττᾶται δὲ ὑπὸ Ἔρωτος Ἁβροκόμης καὶ ἐνεώρα τε συνεχέστερον τῇ
κόρῃ καὶ ἀπαλλαγῆναι τῆς ὄψεως ἐθέλων οὐκ ἐδύνατο· κατεῖχε δὲ αὐτὸν ἐγκείμενος ὁ θεός.

34
Χαρίτων, Χαιρέας και Καλλιρόη 1.1.4-1.1.6
Ἀφροδίτης ἑορτὴ δημοτελής, καὶ πᾶσαι σχεδὸν αἱ γυναῖκες ἀπῆλθον εἰς τὸν νεών. τέως δὲ μ̣ὴ̣
π̣ρο ̣ ϊοῦσαν τὴν Καλλιρ̣ό̣ην προήγαγεν ἡ μήτηρ, <τοῦ πατρὸς> κελεύσαντος̣ προσκυνῆσαι τὴν θεό̣ν̣.
τότ̣ε̣ δ̣ὲ̣ Χαιρέας ἀπὸ τῶν γ̣υ̣μ̣νασίων ἐβάδι̣ζ̣ε̣ν̣ οἴκαδε στίλβων ὥσπερ ἀστήρ…ἐπήνθει γὰρ αὐτοῦ
τῷ λαμπρῷ τοῦ προσώπου τὸ ἐρύθημ̣α̣ τῆς παλαίστρας ὥσπερ ἀργύρῳ χρυσός. ἐκ τύχης οὖν περί
τι̣να ̣ ̣ καμπὴν στενοτέραν συναντῶντες περιέπεσον ἀλλήλοις, τοῦ θεοῦ πολιτευσαμένου τήνδε τὴν
<συνοδίαν> ἵνα ἑκά<τερος τῷ> ἑ̣τ̣έ̣ρ<̣ ῳ> ὀ̣φ̣θ̣ῇ̣. ταχέως οὖν πάθος ἐρωτικὸν ἀντέδωκαν ἀλλήλοις
....... το̣ῦ̣ κάλλο̣υ̣ς̣ <τῇ εὐ>γενεί<ᾳ> συνελθόντο̣ς.̣

Απολλώνιος Αργοναυτικά 3.275-298


Τόφρα δ᾽ Ἔρως πολιοῖο δι᾽ ἠέρος ἷξεν ἄφαντος,
τετρηχὼς οἷόν τε νέαις ἐπὶ φορβάσιν οἶστρος
τέλλεται, ὅν τε μύωπα βοῶν κλείουσι νομῆες.
ὦκα δ᾽ ὑπὸ φλιὴν προδόμῳ ἔνι τόξα τανύσσας,
ἰοδόκης ἀβλῆτα πολύστονον ἐξέλετ᾽ ἰόν.
ἐκ δ᾽ ὅγε καρπαλίμοισι λαθὼν ποσὶν οὐδὸν ἄμειψεν
ὀξέα δενδίλλων· αὐτῷ δ᾽ ὑπὸ βαιὸς ἐλυσθείς
Αἰσονίδῃ, γλυφίδας μέσσῃ ἐνικάτθετο νευρῇ,
ἰθὺς δ᾽ ἀμφοτέρῃσι διασχόμενος παλάμῃσιν
ἧκ᾽ ἐπὶ Μηδείῃ. τὴν δ᾽ ἀμφασίη λάβε θυμόν·
αὐτὸς δ᾽ ὑψορόφοιο παλιμπετὲς ἐκ μεγάροιο
καγχαλόων ἤιξε, βέλος δ᾽ ἐνεδαίετο κούρῃ
νέρθεν ὑπὸ κραδίῃ φλογὶ εἴκελον. ἀντία δ᾽ αἰεί
βάλλεν ἐπ᾽ Αἰσονίδην ἀμαρύγματα, καί οἱ ἄηντο
στηθέων ἐκ πυκιναὶ καμάτῳ φρένες, οὐδέ τιν᾽ ἄλλην
μνῆστιν ἔχεν, γλυκερῇ δὲ κατείβετο θυμὸν ἀνίῃ·
ὡς δὲ γυνὴ μαλερῷ περὶ κάρφεα χεύατο δαλῷ
χερνῆτις, τῇπερ ταλασήια ἔργα μέμηλεν,
ὥς κεν ὑπωρόφιον νύκτωρ σέλας ἐντύναιτο,
ἄγχι μάλ᾽ †ἐγρομένη· τὸ δ᾽ ἀθέσφατον ἐξ ὀλίγοιο
δαλοῦ ἀνεγρόμενον σὺν κάρφεα πάντ᾽ ἀμαθύνει—
τοῖος ὑπὸ κραδίῃ εἰλυμένος αἴθετο λάθρῃ
οὖλος ἔρως, ἁπαλὰς δὲ μετετρωπᾶτο παρειάς
ἐς χλόον, ἄλλοτ᾽ ἔρευθος, ἀκηδείῃσι νόοιο.

Meantime Eros passed unseen through the grey mist, causing confusion, as when against grazing
heifers rises the gadfly, which oxherds call the breese. And quickly beneath the lintel in the porch he
strung his bow and took from the quiver an arrow unshot before, messenger of pain. And with swift
feet unmarked he passed the threshold and keenly glanced around; and gliding close by Aeson's son he
laid the arrow-notch on the cord in the centre, and drawing wide apart with both hands he shot at
Medea; and speechless amazement seized her soul. But the god himself flashed back again from the
high-roofed hall, laughing loud; and the bolt burnt deep down in the maiden's heart like a flame; and
ever she kept darting bright glances straight up at Aeson's son, and within her breast her heart panted
fast through anguish, all remembrance left her, and her soul melted with the sweet pain. And as a poor
woman heaps dry twigs round a blazing brand -- a daughter of toil, whose task is the spinning of wool,
that she may kindle a blaze at night beneath her roof, when she has waked very early -- and the flame
waxing wondrous great from the small brand consumes all the twigs together; so, coiling round her
heart, burnt secretly Love the destroyer; and the hue of her soft cheeks went and came, now pale, now
red, in her soul's distraction.

Σαπφώ 31 καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν,


φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν ὠς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽ ὤς με φώναι-
ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι σ᾽ οὐδ᾽ ἒν ἔτ᾽ εἴκει,
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί- ἀλλ᾽ ἄκαν μὲν γλῶσσα †ἔαγε λέπτον
σας ὐπακούει δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμηκεν,
καὶ γελαίσας ἰμέροεν, τό μ᾽ ἦ μὰν ὀππάτεσσι δ᾽ οὐδ᾽ ἒν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-

35
βεισι δ᾽ ἄκουαι, η γλώσσα μου κομμάτια.
†έκαδε μ᾽ ἴδρως ψῦχρος κακχέεται† τρόμος Θολά τα πάντα γύρω μου θωρώ
δὲ για να σε δω δεν έχω μάτια.
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας Και μια λεπτή -λεπτή φωτιά διαπερνά το
ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης δέρμα,
φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται βόμβος ηχεί στα αυτιά μου δυνατός,
‘Ο άνδρας αυτός είναι ίδιος με θεό (στις φλέβες μου επάγωσε το αίμα)
αυτός που και σε θωρεί γλυκά και σύγκορμη με περιλούει ο ιδρός,
καθώς κι εσύ γερτή του ψιθυρίζεις τρεμούλα μ’ έχει πάρει
και του γελάς ερωτικά. γίνομαι τότε πιο χλωμή κι απ’ το χλωρό
όμως εμέ, στα στήθη μου η καρδιά χορτάρι
σπαράζει (ορφανή) και φαίνομαι απ’ το θάνατο ελάχιστα ν’
και, όταν σε βλέπω, απότομα απέχω.
μου χάνεται η φωνή.
Ν’ αρθρώσω λέξη δε μπορώ

Ασκληπιάδης Παλατινή Ανθολογία 5.145


Αὐτοῦ μοι, στέφανοι, παρὰ δικλίσι ταῖσδε κρεμαστοὶ
μίμνετε, μὴ προπετῶς φύλλα τινασσόμενοι,
οὓς δακρύοις κατέβρεξα· κάτομβρα γὰρ ὄμματ᾽ ἐρώντων.
ἀλλ᾽ ὅταν οἰγομένης αὐτὸν ἴδητε θύρης,
στάξαθ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς ἐμὸν ὑετόν, ὡς ἂν ἄμεινον
ἡ ξανθή γε κόμη τἀμὰ πίῃ δάκρυα.

Στράτων Παλατινή Ανθολογία 12.252


Ἐμπρήσω σέ, θύρη, τῇ λαμπάδι, καὶ τὸν ἔνοικον
συμφλέξας μεθύων εὐθὺς ἄπειμι φυγάς,
καὶ πλώσας Ἀδριανὸν ἐπ᾽ οἴνοπα πόντον ἀλήτης
φωλήσω γε θύραις νυκτὸς ἀνοιγομέναις.

36
Γυναίκες που κουτσομπολεύουν (The British Museum)

Η Χορεύτρια Η γερόντισσα στην αγορά

37
ΧΙΙΙ. ΕΡΑΣΤΗΣ

Ένας άντρας δοσμένος στα φίλτρα του έρωτα πόθησε έναν άσπλαχνο έφηβο, στην όψη όμορφο, μα
οι τρόποι του καθόλου τέτοιοι' μισούσε αυτόν που τον ποθούσε καμιά δεν είχε τρυφερότητα για
αυτόν ούτε ήξερε ο Έρωτας ποιος ήτανε θεός, πόσο μεγάλα τόξα στα χέρια του κρατάει, πως
πικρά τα βέλη του μπήγει στην καρδιά' σε όλα του, και λόγια και κουβέντες, άκαμπτος. Ούτε καμιά
της φλόγας παρηγοριά ούτε ένα τρέμισμα στα χείλη ούτε στα μάτια λαμπερή φωτιά ούτε ρόδα στα
μάγουλα ούτε λόγος ούτε φιλί που ανακουφίζει τον έρωτα. Όπως το αγρίμι του βουνού τους
κυνηγούς λοξοκοιτάζει, έτσι [έβλεπε τον εραστή]' άγρια τα χείλη του, το βλέμμα τρομερό [...]' με τη
χολή το πρόσωπο του άλλαζε, το χρώμα του έχανε με το θρασύ θυμό. Αλλά και έτσι ήταν όμορφος'
με την οργή του ερέθιζε μάλλον τους εραστές. Τέλος δεν άντεξε τόση τη φλόγα της Κυθέρειας,
αλλά πήγε και έκλαψε στο ανελέητο σπίτι, φίλησε το κατώφλι και τέτοια ύψωσε φωνή:
"Άγριο και άσπλαχνο αγόρι, θρέμμα άγριας λέαινας, πέτρινε στην καρδιά, ανάξιε του έρωτα μου,
τα δώρα τούτα τα έσχατα ήρθα να σου προσφέρω, τον βρόχο μου' γιατί πια, αγόρι μου, δε θέλω με
την παρουσία μου να σε θλίβω, αλλά βαδίζω το δρόμο που εσύ με καταδίκασες να πάρω, όπου -
λένε- κοινό για την αρρώστεια των ερωτευμένων είναι φάρμακο, όπου η λήθη είναι. Αλλά, ακόμα
και όλο να το πάρω μέχρι τέλους να το ρουφήξω, ούτε και έτσι θα σβήσω τον πόθο μου. Τώρα
μόλις να χαίρομαι αρχίζω στην πόρτα τη δική σου. Ξέρω το μέλλον. Και το ρόδο όμορφο και ο
χρόνος το μαραίνει' και τα ία όμορφα την άνοιξη και γρήγορα γερνάνε' [λευκό είναι το κρίνο,
μαραίνεται σαν πέσει' και το χιόνι λευκό και λιώνει όταν...]'και η ομορφιά όμορφη είναι η παιδική,
όμως δε ζει πολύ. Θα'ρθει ο καιρός εκείνος όταν και εσύ θα αγαπήσεις, όταν στην καρδιά ψημένος,
πικρά θα κλάψεις. Όμως εσύ, αγόρι μου, αυτό το ύστατο κάνε μου χατίρι' όταν βγεις έξω και
κρεμασμένο στα πρόθυρα τα δικά σου δεις τον δυστυχισμένο, μη με προσπεράσεις, στάσου και
κλάψε με μια στάλα, το δάκρυ σου δίνοντας σπονδή λύσε με από το σκοινί και ντύσε με από τα
μέλη σου φορέματα και κρύψε με, για τελευταία φορά ύστατο δος μου φιλί. Αν και νεκρό, χάρισε
μου τα χείλη σου. Μη με φοβηθείς' να σε βλάψω δεν μπορώ' θα απαλλαγείς με ένα φιλί. Χώμα
σκάψε για μένα, τον έρωτα μου για να θάψει, και πριν φύγεις, αυτό τρις φώναξε μου' "Αγαπημένε,
είσαι νεκρός' " αν θέλεις πάλι και αυτό' "Χάθηκε ο όμορφος μου σύντροφος." Γράψε και αυτή την
επιγραφή που στους τοίχους σου χαράζω'
ΤΟΥΤΟΝ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΚΟΤΩΣΕ' ΟΔΟΙΠΟΡΕ, ΜΗΝ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΕΙΣ
ΣΤΑΣΟΥ ΚΑΙ ΠΕΣ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥΤΑ: "ΑΚΑΡΔΟ ΕΙΧΕ ΣΥΝΤΡΟΦΟ".
Αυτά είπε και σήκωσε μια πέτρα +και την έβαλε στην πόρτα από όπου κρεμάστηκε+ πέτρα φοβερή,
από αυτήν έδεσε λεπτό σχοινί, το βρόχο άρμοσε γύρω στο λαιμό, το στήριγμα κύλισε κάτω από το
πόδι του κρεμάστηκε νεκρός. Εκείνος άνοιξε την πόρτα είδε το νεκρό στην αυλόπορτα του τον
κρεμασμένο -ούτε που λύγισε η καρδιά του ούτε που έκλαψε τον καινούργιο φόνο, αλλά στο νεκρό
τα φορέματα του όλα τα μίανε τα εφηβικά και πήγαινε στα αθλήματα του γυμνασίου,
ασυγκίνητος τα αγαπημένα λουτρά ποθούσε, τέλος στο θεό έφτασε που ατίμασε' από το πέτρινο
πετάχτηκε κατώφλι στα νερά' επάνω του ρίχτηκε και το άγαλμα φόνεψε τον άθλιο έφηβο' το νερό
βάφτηκε κόκκινο, με του παιδιού πλημμύρισε τη φωνή' "Να χαίρεστε, ερωτευμένοι, ο που μισούσε
φονεύτηκε' αγαπάτε εσείς που μισείτε, γιατί ο θεός ξέρει να κρίνει."

(ελεύθερη μετάφραση Ε. Σιστάκου)

38
ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Γ) Ο ΒΟΥΚΟΛΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

39
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΟΥΚΟΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
(ΑΡΧΑΙΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟΚΡΙΤΟ)

proleg.C a Τὰ δὲ βουκολικὰ ἔχει <κατὰ> διαφορὰν τὴν τῶν ποιημάτων ἐπιγραφήν· καὶ γὰρ
αἰπολικά ἐστι καὶ ποιμενικὰ καὶ μικτά. τὴν μέντοι ἀπὸ τῶν βοῶν εἴληφεν ἐπιγραφὴν <ὡς>
κρατιστεύοντος τοῦ ζῴου· διὸ καὶ βουκολικὰ λέγονται πάντα. εἴρηται δὲ βουκόλος παρὰ τὸ τὰς
βόας <κέλλειν καὶ> ἐλαύνειν ἢ ἀπὸ τοῦ τὰς βόας κολούειν ἀτιμαγελώσας ἢ τῶν βοῶν κομεῖν καὶ
ἐπιμελεῖσθαι τροπῇ τοῦ ἀμεταβόλου εἰς ἀμετάβολον.
proleg.C [b] σημείωσαι· ἐπὶ αἰγῶν αἰπόλια, ἐπὶ βοῶν βουκόλια, ἐπὶ προβάτων ποίμνια, ἐπὶ συῶν
συβόσια.
proleg.C [c] πῶς βουκολικὰ ὑπεγράφησαν καίτοι μὴ ὄντων ὅλων βουκολικῶν, ἀλλὰ καὶ ποιμενικῶν
καὶ αἰπολικῶν; ἐκ τοῦ κρείττονος μέρους ταῦτα τῶν τετραπόδων ὑπεγράφησαν.

proleg.D Πᾶσα ποίησις τρεῖς ἔχει χαρακτῆρας, διηγηματικόν, δραματικὸν καὶ μικτόν. τὸ δὲ
βουκολικὸν ποίημα μῖγμά ἐστι παντὸς εἴδους καθάπερ συγκεκραμένον· διὸ καὶ χαριέστερον τῇ
ποικιλίᾳ τῆς κράσεως, ποτὲ μὲν συγκείμενον ἐκ διηγηματικοῦ, ποτὲ δὲ ἐκ δραματικοῦ, ποτὲ δὲ ἐκ
μικτοῦ, ἤγουν διηγηματικοῦ καὶ δραματικοῦ, ὁτὲ δὲ ὡς ἂν τύχῃ. εἰς ὅσον δ᾽ οἷόν τέ ἐστι, τὰ τῶν
ἀγροίκων ἤθη ἐκμάσσεται αὕτη ἡ ποίησις, τερπνῶς πάνυ τοὺς τῇ ἀγροικίᾳ σκυθρωποὺς κατὰ τὸν
βίον χαρακτηρίζουσα· ἐκπέφευγε δὲ τὸ ἄγαν ἁδρὸν καὶ ὑπέρογκον τῆς ποιήσεως.

proleg.E a Ἰστέον δέ, ὅτι εἰδύλλιον λέγεται τὸ μικρὸν ποίημα ἀπὸ τοῦ εἶδος ἡ θεωρία, οὐχ ἡδύλλιον
παρὰ τὸ ἥδω τὸ εὐφραίνω.
proleg.E [b] εἰδύλλιον λέγεται, ὅτι εἶδός ἐστι λόγου· ὑποκοριστικῶς δὲ εἴρηται εἰδύλλιον.
proleg.E [c] εἰδύλλια λέγονται ταῦτα ἀπὸ τοῦ εἴδω τὸ ὁμοιῶ· ἐοικότες γὰρ τοῖς προσώποις εἰσὶν οἱ
λόγοι.

proleg.E [d] πῶς οὐχ ὑπογράφονται ταῦτα τὰ ποιήματα διάλογοι —διαλέγεται γὰρ ἔν τισι τούτων
πρόσωπα—ὡς καὶ τὰ τοῦ Λουκιανοῦ; οὐκ ἤθελεν ὁ ποιητὴς θεῖναι ἀλλοίας καὶ ἀλλοίας
ὑπογραφάς, ἀλλὰ μίαν ἁρμόζουσαν πᾶσι τοῖς ποιήμασιν αὐτοῦ. εἶδος γὰρ λόγου ἐστὶ καὶ τὸ
διηγηματικὸν καὶ τὸ δραματικὸν καὶ τὸ μικτόν, καὶ διὰ τοῦτο ὑπεγράφησαν εὐδύλλια.

proleg.F a Δωρίδι δὲ καὶ Ἰάδι διαλέκτῳ κέχρηται Θεόκριτος, μάλιστα δὲ ἀνειμένῃ καὶ χθαμαλῇ
Δωρίδι παρὰ τὴν Ἐπιχάρμου καὶ Σώφρονος· οὐ μὴν δὲ ἀπολιμπάνεται καὶ Αἰολίδος.

proleg.G a Ἀρτεμιδώρου γραμματικοῦ ἐπὶ τῇ ἀθροίσει τῶν βουκολικῶν ποιημάτων·


Βουκολικαὶ μοῖσαι σποράδες ποκά, νῦν δ᾽ ἅμα πᾶσαι
ἐντὶ μιᾶς μάνδρας, ἐντὶ μιᾶς ἀγέλας.

40
Η ΒΟΥΚΟΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΡΕΥΝΑ

Το βουκολικό ειδύλλιο είναι ένα μετα-είδος, εννοώντας ότι συνδυάζει ελεύθερα ειδολογικές
συμβάσεις και βρίσκεται σε διακειμενικό διάλογο με κλασικά είδη, κυρίως το έπος και τον μίμο. Το
κύριο ερώτημα που από την όψιμη αρχαιότητα ως σήμερα απασχολεί έντονα τους μελετητές του
Θεοκρίτου είναι με βάση ποια ειδολογικά και υφολογικά κριτήρια διακρίνονται τα βουκολικά από
τα υπόλοιπα ειδύλλια. Ως διακριτικό τους γνώρισμα προτείνεται συνήθως η ποιμενική θεματική. Η
σύγχρονη έρευνα όμως διαπίστωσε την ανεπάρκεια αυτής της θεωρίας και δοκίμασε να
προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τον συνεκτικό δεσμό του βουκολισμού.
Σύμφωνα με παλαιότερες θεωρίες, ο βουκολισμός σχετίζεται με εξωκειμενικούς
παράγοντες, καθώς φαίνεται να αποτελεί εξέλιξη σικελικών τραγουδιών με λατρευτικές
καταβολές. Ο REITZENSTEIN διερεύνησε τη σχέση λαϊκών βουκολικών τραγουδιών με τη λατρεία της
Αρτέμιδος και του Διονύσου. Επιπλέον, παρατήρησε ότι βουκόλοι ονομάζονταν στην ορφική
τελετουργία οι μυημένοι, ενώ διονυσιακή προέλευση έχουν οι αρχιβουκόλοι Ιππόλυτος και
Δάφνις. Στο θρησκευτικό περιβάλλον της Κω συστήθηκε μια ποιητική κοινότητα, της οποίας τα
μέλη μεταμφιεσμένα σε βουκόλους και με ποιμενικά ψευδώνυμα, συνέγραφαν ποίηση. Η θεωρία
της ύπαρξης ενός τέτοιου κύκλου ποιητών που χρησιμοποιούσε συστηματικά ποιμενικά
προσωπεία δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από την έρευνα. Ωστόσο η σύνδεση βουκολισμού-
τελετουργίας υποστηρίχθηκε πιο πρόσφατα και από τον HATHORN, που εντόπισε την καταγωγή
του βουκολισμού σε τελετές γονιμότητας προς τιμήν θεών της βλάστησης, οι οποίες διεξάγονταν
στις Συρακούσες και τις οποίες παρακολούθησε ο Θεόκριτος. Συστηματικότερα διερεύνησε τις
διονυσιακές παραμέτρους του βουκολισμού ο WOJACZEK, ο οποίος επανήλθε ουσιαστικά στη
θεωρία REITZENSTEIN, καθώς ενέταξε τη βουκολική ποιητική στο πλαίσιο ενός μυστικιστικού
«θιάσου» λογίων στην Κω. Η διονυσιακή λατρεία είναι προφανής στους Γρίφους και τα
Τεχνοπαίγνια , αλλά και στα ειδύλλια Θύρσις ή Ωιδή , Θαλύσια και Λήναι ή Βάκχαι με τον πυκνό
διονυσιακό συμβολισμό.
Παραλλαγή αυτής της θεωρίας αποτελεί η λεγόμενη «ανατολίζουσα», αυτή δηλαδή που
ανάγει την γένεση του ποιμενισμού σε ανατολικές λατρείες. Προσφάτως υποστηρίχθηκε από τον
GRIFFIN ότι τα κυριότερα μοτίβα του θεοκρίτειου βουκολισμού, όπως η μουσική, ο έρωτας, ο
ποιμενικός θρήνος και η προσωποποίηση της φύσης, προέρχονται από την προομηρική παράδοση
της Μικράς Ασίας. Την παράδοση αυτή προσλαμβάνει ο Θεόκριτος μέσω της Ιλιάδας και του
ομηρικού ύμνου στην Αφροδίτη και τη μετασχηματίζει σε βουκολική ποίηση.
Πιο εύλογη εμφανίζεται η θεωρία του DOVER, σύμφωνα με τον οποίο ο έντεχνος
βουκολισμός του Θεοκρίτου έχει στενούς δεσμούς με ποιμενικά τραγούδια της Σικελίας.
Συγκεκριμένα, η τεχνική της συμμετρικής επανάληψης, η τυπολογία του μουσικού αγώνα αλλά
και η κοινή αντίληψη ότι μυθικοί βουκόλοι, όπως ο Αγχίσης και ο Πάρις, υπήρξαν εξαίρετοι
τραγουδιστές, μαρτυρούν λαϊκές καταβολές των θεοκρίτειων ειδυλλίων. Πράγματι, σε ό,τι αφορά
την τεχνική του βουκολικού ειδυλλίου, ο Θεόκριτος αξιοποίησε τη λαϊκή μουσική παράδοση της
Σικελίας. Όμως το καίριο ερώτημα είναι ποιες αισθητικές αρχές υπαγόρευσαν στον Θεόκριτο την
επιλογή του αυτή.
Άλλοι μελετητές προσδιόρισαν τον βουκολισμό με βάση θεματικά κριτήρια. Πιο πρόσφατα,
ο SEGAL αμφισβήτησε ως διακριτικό γνώρισμα του βουκολισμού την ποιμενική θεματογραφία,
εισάγοντας τη θεωρία της θεματικής συνάφειας. Ο SEGAL διέκρινε δώδεκα μοτίβα που
επανέρχονται στα γνήσια βουκολικά ειδύλλια της συλλογής (τα I, III, IV, V, VI, VII και XI) και που
αποτελούν ένδειξη της παραπληρωματικής σύνθεσης τους: 1. Αλήθεια 2. Σύριγξ και Αυλός 3.
Μνήμη 4. Μεσημβρινή Ώρα 5. Θάλασσα 6. Βουνά 7. Δροσερό Νερό 8. Σπηλιά 9. Τέττιγες και
Ακρίδες 10. Μάγισσα 11. Δέντρα 12. Άνθη και Φυτά. Είναι προφανές όμως, ότι το θεματικό
κριτήριο είναι επισφαλές, καθώς εξαρτάται από το υποκειμενικό αισθητήριο του κάθε μελετητή.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι θεωρίες που προτείνουν ως ενοποιητικό στοιχείο
των βουκολικών ειδυλλίων το ιδεολογικό τους υπόβαθρο. Από την μετακλασική αρχαιότητα, αλλά
και ως την κριτική της Αναγέννησης και του Ρομαντισμού, ο ποιμενισμός αντιμετωπίζονταν ως
νοσταλγική αντίδραση του πολιτισμένου ανθρώπου που ήθελε να επιστρέψει στη φυσική ζωή.
Ειδικότερα την πνευματική διάσταση του θεοκρίτειου βουκολισμού μελέτησε ο LAWALL (1967). Σε
μια σύντομη μελέτη του υποστήριξε ότι ο βουκολισμός ενσαρκώνει για τον Θεόκριτο τη σύγκρουση
μεταξύ της εξωτερικής πραγματικότητας και του εσωτερικού πνευματικού τοπίου της φαντασίας
και των ονείρων. Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί βουκολικά μόνο τα ειδύλλια Ι-VII και με κριτήριο τη

41
συμμετρική διάταξή τους τα εντάσσει σε μια αυτόνομη συλλογή. Την ποιητική αυτή συλλογή
ονομάζει «Ποιμενικά της Κω» (Coan Pastorals) και ως ιδιαίτερα γνωρίσματά της διακρίνει την
αγροτική θεματική, το ερωτικό στοιχείο, τα φανταστικά πρόσωπα και τη διαλεκτική πόλης-
υπαίθρου.
Φιλοσοφική διάσταση προσδίδει στην βουκολική ποίηση η ROSENMEYER που προτείνει ως
ενοποιητικό της στοιχείο τον επικουρισμό και επισημαίνει ως πρωταρχικές βουκολικές αξίες την
απλότητα, την αργία, την ελευθερία, τη μουσική, την απόλαυση, έννοιες-κλειδιά για κάθε
σύγχρονη προσέγγιση του βουκολικού είδους. Η μετα-θεοκρίτεια ποιμενική ποίηση προβάλλει
βεβαίως ιδεολογικά αιτήματα, τονίζοντας το χάσμα μεταξύ της σύγχρονης πραγματικότητας και
του οράματος της Χρυσής Εποχής. Όμως ο Θεόκριτος, με την αποσπασματική εικόνα του κόσμου
που προσφέρει, δεν θεωρητικολογεί ούτε οραματίζεται, απλώς υποβάλλει τον επικούρειο ηδονισμό
μέσω της καθημερινής πραγμάτωσής του στον βουκολικό κόσμο.
Νεότεροι μελετητές επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους όχι τόσο στην προέλευση ή το
ιδεολογικό πλαίσιο, αλλά στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των βουκολικών ειδυλλίων του
Θεοκρίτου. Κοινός παρονομαστής αυτών των θεωριών είναι η άποψη πως ο Θεόκριτος με τον
βουκολισμό δεν εισηγήθηκε ένα καινούργιο είδος. Το βουκολικό είδος που εσφαλμένα
περιορίζουμε στην ποιμενική θεματική είναι ευρεσιτεχνία των μιμητών του Θεοκρίτου.
Ορόσημο στη θεώρηση του βουκολισμού σημειώνουν ο VAN SICKLE και ο HALPERIN. Κατά τον
VAN SICKLE στο βουκολικό ειδύλλιο συναιρούνται μορφολογικά και υφολογικά γνωρίσματα του
έπους και του μίμου, αλλά και άλλων ποιητικών ειδών. Ωστόσο, ο ίδιος ο Θεόκριτος συνέλαβε το
ειδύλλιο ως υποκατηγορία του αντι-ομηρικού έπους, προβάλλοντας ως πρότυπό του τον Ησίοδο.
Όσο για τον ειδολογικό όρο βουκολικός , αυτός πρέπει να αποτελεί απόληξη μιας μακρόχρονης
παράδοσης που ανάγεται στον Αρτεμίδωρο.
Αφετηρία της θεωρίας του HALPERIN αποτελεί η διαπίστωση πως από την ελληνιστική
περίοδο και εξής το μέτρο ήταν διακριτικό γνώρισμα του είδους, και με την έννοια αυτή, ο
Θεόκριτος συνέγραψε βουκολικά έπη. Αμφισβητώντας μάλιστα οποιοδήποτε θεματικό κριτήριο,
χαρακτήρισε βουκολικά όλα τα εξαμετρικά ειδύλλια, ανεξάρτητα από το αν έχουν ποιμενικό,
αστικό, ερωτικό ή μυθολογικό θέμα. Ο όρος βουκολικός κατά τον HALPERIN δεν περιγράφει το
περιεχόμενο της θεοκρίτειας ποίησης. Ο βουκόλος είναι το προσωπείο του ίδιου του ποιητή. Ο
Θεόκριτος λοιπόν αξιοποιεί το ηρώο μέτρο για να διαλεχθεί με τους μόνους γνήσιους προκατόχους
του είδους, τον Ησίοδο και τον Όμηρο της Οδύσσειας. Ο διάλογος αυτός με την παράδοση
επιτυγχάνεται με δύο κυρίως τεχνικές: αφενός με τη μεταφορά ενός παραδοσιακού επικού
θέματος σε αντιηρωικά συμφραζόμενα και τη συνακόλουθη ειρωνική τους αντίστιξη και αφετέρου
με την λογοτεχνική και μυθολογική επένδυση των ποιμενικών χαρακτήρων ώστε να προσεγγίζουν
τους τυπικούς επικούς ήρωες.
Το ύφος προέβαλε ως ειδολογικό γνώρισμα του βουκολικού ειδυλλίου ο FABIANO. Η
στρατηγική της υφολογικής διακύμανσης, δηλαδή η συστηματική αντιπαράθεση ομηρισμών και
δωρικού ιδιώματος, γλωσσικής επιτήδευσης και τύπων της καθομιλουμένης, προσωπικού ύφους
και λογοτεχνικών αναμνήσεων, έχει δύο κυρίως λειτουργίες. Αφενός ικανοποιεί το αίτημα για
ποικιλία , αφετέρου σηματοδοτεί την αντίστιξη με κλασικά ποιητικά είδη. Ωστόσο η θεωρία του
FABIANO ισχύει για το σύνολο της θεοκρίτειας ποίησης και όχι μόνο για την κατηγορία των
βουκολικών.
Στην τελευταία κατηγορία εντάσσονται οι θεωρίες που επιχειρούν να ορίσουν το βουκολικό
ειδύλλιο με βάση τη δομή του. O OTT ονόμασε τον βουκολισμό τέχνη της αντίστιξης . Η τυπολογία
του μουσικού ανταγωνισμού βρίσκεται στη βάση κάθε βουκολικού ειδυλλίου, ενώ δευτερεύοντα
χαρακτηριστικά του είδους είναι η μορφή του μίμου, η σκηνογραφία της υπαίθρου, η αντίθεση
μεταξύ τέχνης και απλοϊκότητας των ποιμένων, και η ερωτική θεματογραφία. Τη θεωρία της
αντιθετικής σύνθεσης διεύρυνε ο PRETAGOSTINI. Σύμφωνα με τον PRETAGOSTINI, όλα τα ειδύλλια
έχουν μια κοινή δομή: α) Αποτελούνται από δύο συνθετικά (παρόν-παρελθόν, διάλογος-τραγούδι,
ζωή-μύθος) και β) Το ένα από τα δύο αυτά συνθετικά διχοτομείται και συμπεριλαμβάνει στο
εσωτερικό του το άλλο, ούτως ώστε να έχουμε μια δομή πλαισίωσης .
O GOLDHILL εισήγαγε δύο όρους προκειμένου να περιγράψει τη δομή του θεοκρίτειου
ειδυλλίου: την πλαισίωση και την πολυφωνία . Ο Θεόκριτος χρησιμοποιεί το ποιμενικό περιβάλλον,
που εικονοποιείται ως locus amoenus, για να ελέγξει τη βουκολική ωδή και να δημιουργήσει
ειρωνική απόσταση ανάμεσα στα δραματικά πρόσωπα και την ποιητική φωνή. Πολυφωνία
ονομάζει ο GOLDHILL τη διάχυση της φωνής μέσω των πλασματικών προσώπων, η οποία καταργεί
την ποιητική αυθεντία και πολλαπλασιάζει τις οπτικές γωνίες. Με αυτές τις τεχνικές ο Θεόκριτος

42
αποστασιοποιείται από τον πλασματικό κόσμο του και επιπλέον κατευθύνει ελεύθερα
λογοτεχνικές συμβάσεις.
Προσφάτως η GUTZWILLER ερμήνευσε με τη θεωρία του δομισμού το βουκολικό είδος ως
έκφραση μια βαθύτερης δομής. Μια σχέση αναλογίας διέπει τόσο τη μορφή και τη δομή όσο και το
περιεχόμενο των ειδυλλίων. Τα βουκολικά ειδύλλια παρουσιάζουν εσωτερικές αναλογίες, με την
έννοια ότι παρουσιάζουν συμμετρία στη μορφή και βασίζονται στην αντιπαράθεση τραγουδιών
και διαλόγων. Εξωτερικά η αναλογία έγκειται στην αλληγορική ερμηνεία του ποιμενικού κόσμου
ως συμβόλου για μια πνευματική ουτοπία. Επιπλέον στα ειδύλλια του Θεοκρίτου εναρμονίζονται
δύο αναγνώσεις: η μιμητική (όπου λόγια και πράξεις αποδίδονται στους χαρακτήρες και
ερμηνεύονται από την αθωότητά τους) και η αναλογική (όπου τα λόγια και οι πράξεις αποδίδονται
τόσο στον χαρακτήρα όσο και στον ποιητή και δημιουργείται έτσι ειρωνεία).

43
Ι. ΘΥΡΣΙΣ Η ΩΙΔΗ

Θύρσις
῾Αδύ τι τὸ ψιθύρισμα καὶ ἁ πίτυς αἰπόλε τήνα,
ἃ ποτὶ ταῖς παγαῖσι μελίσδεται, ἁδὺ δὲ καὶ τὺ
συρίσδες: μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ.
αἴκα τῆνος ἕλῃ κεραὸν τράγον, αἶγα τὺ λαψῇ.
αἴκα δ᾽ αἶγα λάβῃ τῆνος γέρας, ἐς τὲ καταρρεῖ 5
ἁ χίμαρος: χιμάρῳ δὲ καλὸν κρέας, ἕστέ κ᾽ ἀμέλξῃς.

Αἰπόλος
῞Αδιον ὦ ποιμὴν τὸ τεὸν μέλος ἢ τὸ καταχὲς
τῆν᾽ ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὑψόθεν ὕδωρ.
αἴκα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἰίδα δῶρον ἄγωνται,
ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας: αἰ δέ κ᾽ ἀρέσκῃ 10
τήναις ἄρνα λαβεῖν, τὺ δὲ τὰν ὄιν ὕστερον ἀξῇ.

Θύρσις
λῇς ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν, λῇς αἰπόλε τεῖδε καθίξας,
ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλοφον αἵ τε μυρῖκαι,
συρίσδεν; τὰς δ᾽ αἶγας ἐγὼν ἐν τῷδε νομευσῶ.

Αἰπόλος
οὐ θέμις ὦ ποιμὴν τὸ μεσαμβρινόν, οὐ θέμις ἄμμιν 15
συρίσδεν. τὸν Πᾶνα δεδοίκαμες: ἦ γὰρ ἀπ᾽ ἄγρας
τανίκα κεκμακὼς ἀμπαύεται: ἔστι δὲ πικρός,
καί οἱ ἀεὶ δριμεῖα χολὰ ποτὶ ῥινὶ κάθηται.
ἀλλὰ τὺ γὰρ δὴ Θύρσι τὰ Δάφνιδος ἄλγε᾽ ἀείδες
καὶ τᾶς βουκολικᾶς ἐπὶ τὸ πλέον ἵκεο μοίσας, 20
δεῦρ᾽ ὑπὸ τὰν πτελέαν ἑσδώμεθα, τῶ τε Πριήπω
καὶ τᾶν Κραναιᾶν κατεναντίον, ᾇπερ ὁ θῶκος
τῆνος ὁ ποιμενικὸς καὶ ταὶ δρύες. αἰ δέ κ᾽ ἀείσῃς
ὡς ὅκα τὸν Λιβύαθε ποτὶ Χρόμιν ᾆσας ἐρίσδων,
αἶγα δέ τοι δωσῶ διδυματόκον ἐς τρὶς ἀμέλξαι, 25
ἃ δύ᾽ ἔχοισ᾽ ἐρίφως ποταμέλγεται ἐς δύο πέλλας,
καὶ βαθὺ κισσύβιον κεκλυσμένον ἁδέι κηρῷ,
ἀμφῶες, νεοτευχές, ἔτι γλυφάνοιο ποτόσδον.
τῶ περὶ μὲν χείλη μαρύεται ὑψόθι κισσός,
κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος: ἁ δὲ κατ᾽ αὐτὸν 30
καρπῷ ἕλιξ εἱλεῖται ἀγαλλομένα κροκόεντι.
ἔντοσθεν δὲ γυνά, τί θεῶν δαίδαλμα τέτυκται,
ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι. πὰρ δέ οἱ ἄνδρες
καλὸν ἐθειράζοντες ἀμοιβαδὶς ἄλλοθεν ἄλλος
νεικείουσ᾽ ἐπέεσσι. τὰ δ᾽ οὐ φρενὸς ἅπτεται αὐτᾶς: 35
ἀλλ᾽ ὁκὰ μὲν τῆνον ποτιδέρκεται ἄνδρα γελᾶσα,
ἄλλοκα δ᾽ αὖ ποτὶ τὸν ῥιπτεῖ νόον. οἱ δ᾽ ὑπ᾽ ἔρωτος

44
δηθὰ κυλοιδιόωντες ἐτώσια μοχθίζοντι.
τοῖς δὲ μετὰ γριπεύς τε γέρων πέτρα τε τέτυκται
λεπράς, ἐφ᾽ ᾇ σπεύδων μέγα δίκτυον ἐς βόλον ἕλκει 40
ὁ πρέσβυς, κάμνοντι τὸ καρτερὸν ἀνδρὶ ἐοικώς.
φαίης κεν γυίων νιν ὅσον σθένος ἐλλοπιεύειν:
ὧδέ οἱ ᾠδήκαντι κατ᾽ αὐχένα πάντοθεν ἶνες
καὶ πολιῷ περ ἐόντι, τὸ δὲ σθένος ἄξιον ἅβας.
τυτθὸν δ᾽ ὅσσον ἄπωθεν ἁλιτρύτοιο γέροντος 45
πυρναίαις σταφυλαῖσι καλὸν βέβριθεν ἀλωά,
τὰν ὀλίγος τις κῶρος ἐφ᾽ αἱμασιαῖσι φυλάσσει
ἥμενος: ἀμφὶ δέ νιν δύ᾽ ἀλώπεκες ἁ μὲν ἀν᾽ ὄρχως
φοιτῇ σινομένα τὰν τρώξιμον, ἁ δ᾽ ἐπὶ πήρᾳ
πάντα δόλον κεύθοισα τὸ παιδίον οὐ πρὶν ἀνησεῖν 50
φατὶ πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ.
αὐτὰρ ὅγ᾽ ἀνθερίκοισι καλὰν πλέκει ἀκριδοθήραν
σχοίνῳ ἐφαρμόσδων: μέλεται δέ οἱ οὔτέ τι πήρας
οὔτε φυτῶν τοσσῆνον, ὅσον περὶ πλέγματι γαθεῖ.
παντᾷ δ᾽ ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος: 55
αἰολικόν τι θέαμα, τέρας κέ τυ θυμὸν ἀτύξαι.
τῶ μὲν ἐγὼ πορθμεῖ Καλυδωνίῳ αἶγά τ᾽ ἔδωκα
ὦνον καὶ τυρόεντα μέγαν λευκοῖο γάλακτος:
οὐδέ τί πω ποτὶ χεῖλος ἐμὸν θίγεν, ἀλλ᾽ ἔτι κεῖται
ἄχραντον. τῷ καί τυ μάλα πρόφρων ἀρεσαίμαν, 60
αἴκά μοι τὺ φίλος τὸν ἐφίμερον ὕμνον ἀείσῃς.
κοὔτί τυ κερτομέω. πόταγ᾽ ὦγαθέ: τὰν γὰρ ἀοιδὰν
οὔτί πᾳ εἰς ᾿Αίδαν γε τὸν ἐκλελάθοντα φυλαξεῖς.

Θύρσις
῎Αρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι φίλαι ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

Θύρσις ὅδ᾽ ὡξ Αἴτνας, καὶ Θύρσιδος ἁδέα φωνά. 65


πᾷ ποκ᾽ ἄρ᾽ ἦσθ᾽, ὅκα Δάφνις ἐτάκετο, πᾷ ποκα Νύμφαι;
ἢ κατὰ Πηνειῶ καλὰ τέμπεα; ἢ κατὰ Πίνδω;
οὐ γὰρ δὴ ποταμοῖο μέγαν ῥόον εἴχετ᾽ ᾿Ανάπω,
οὐδ᾽ Αἴτνας σκοπιάν, οὐδ᾽ ῎Ακιδος ἱερὸν ὕδωρ.

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι φίλαι ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς. 70

τῆνον μὰν θῶες, τῆνον λύκοι ὠρύσαντο,


τῆνον χὡκ δρυμοῖο λέων ἔκλαυσε θανόντα.

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι φίλαι ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

πολλαί οἱ πὰρ ποσσὶ βόες, πολλοὶ δέ τε ταῦροι,


πολλαὶ δ᾽ αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὠδύραντο. 75

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι φίλαι ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

45
ἦνθ᾽ ῾Ερμῆς πράτιστος ἀπ᾽ ὤρεος, εἶπε δέ: ‘Δάφνι,
τίς τυ κατατρύχει; τίνος ὦγαθὲ τόσσον ἐρᾶσαι;’

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι φίλαι ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

ἦνθον τοὶ βοῦται, τοὶ ποιμένες, ᾡπόλοι ἦνθον: 80


πάντες ἀνηρώτευν, τί πάθοι κακόν. ἦνθ᾽ ὁ Πρίηπος
κἤφα: ‘Δάφνι τάλαν, τί τὺ τάκεαι, ἁ δέ τε κώρα
πάσας ἀνὰ κράνας, πάντ᾽ ἄλσεα ποσσὶ φορεῖται--

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι φίλαι ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶσ--

ζάτεισ᾽; ἆ δύσερώς τις ἄγαν καὶ ἀμήχανος ἐσσί. 85


βούτας μὰν ἐλέγευ, νῦν δ᾽ αἰπόλῳ ἀνδρὶ ἔοικας.
ᾡπόλος ὅκκ᾽ ἐσορῇ τὰς μηκάδας οἷα βατεῦνται,
τάκεται ὀφθαλμώς, ὅτι οὐ τράγος αὐτὸς ἔγεντο.

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι φίλαι ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

καὶ τὺ δ᾽ ἐπεί κ᾽ ἐσορῇς τὰς παρθένος οἶα γελᾶντι, 90


τάκεαι ὀφθαλμώς, ὅτι οὐ μετὰ ταῖσι χορεύεις.’
τὼς δ᾽ οὐδὲν ποτελέξαθ᾽ ὁ βουκόλος, ἀλλὰ τὸν αὐτῶ
ἄνυε πικρὸν ἔρωτα, καὶ ἐς τέλος ἄνυε μοίρας:

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι πάλιν ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

ἦνθέ γε μὰν ἁδεῖα καὶ ἁ Κύπρις γελάοισα, 95


λάθρια μὲν γελάοισα, βαρὺν δ᾽ ἀνὰ θυμὸν ἔχοισα,
κεἶπε: ‘τύ θην τὸν ῎Ερωτα κατεύχεο Δάφνι λυγιξεῖν:
ἦ ῥ᾽ οὐκ αὐτὸς ῎Ερωτος ὑπ᾽ ἀργαλέω ἐλυγίχθης;’

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι πάλιν ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

τὰν δ᾽ ἄρα χὡ Δάφνις ποταμείβετο: ‘Κύπρι βαρεῖα, 100


Κύπρι νεμεσσατά, Κύπρι θνατοῖσιν ἀπεχθής:
ἤδη γὰρ φράσδῃ πάνθ᾽ ἅλιον ἄμμι δεδύκειν:
Δάφνις κἠν ᾿Αίδα κακὸν ἔσσεται ἄλγος ῎Ερωτι.

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι πάλιν ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

οὐ λέγεται τὰν Κύπριν ὁ βουκόλος;--ἕρπε ποτ᾽ ῎Ιδαν, 105


ἕρπε ποτ᾽ ᾿Αγχίσην. τηνεῖ δρύες, ἔνθα κύπειρος:
αἱ δὲ καλὸν βομβεῦντι ποτὶ σμάνεσσι μέλισσαι.

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι φίλαι ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

46
ὡραῖος χὥδωνις, ἐπεὶ καὶ μᾶλα νομεύει.
καὶ πτῶκας βάλλει καὶ θηρία πάντα διώκει. 110

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι φίλαι ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

αὖθις ὅπως στασῇ Διομήδεος ἆσσον ἰοῖσα,


καὶ λέγε: τὸν βούταν νικῶ Δάφνιν, ἀλλὰ μάχευ μοι.’

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι πάλιν ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

ὦ λύκοι, ὦ θῶες, ὦ ἀν᾽ ὤρεα φωλάδες ἄρκτοι, 115


χαίρεθ᾽. ὁ βουκόλος ὔμμιν ἐγὼ Δάφνις οὐκέτ᾽ ἀν᾽ ὕλαν,
οὐκέτ᾽ ἀνὰ δρυμώς, οὐκ ἄλσεα. χαῖρ᾽ ᾿Αρέθοισα,
καὶ ποταμοί, τοὶ χεῖτε καλὸν κατὰ Θύμβριδος ὕδωρ.

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι πάλιν ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

Δάφνις ἐγὼν ὅδε τῆνος ὁ τὰς βόας ὧδε νομεύων, 120


Δάφνις ὁ τὼς ταύρως καὶ πόρτιας ὧδε ποτίσδων.

ἄρχετε βουκολικᾶς Μοῖσαι πάλιν ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

ὦ Πὰν Πάν, εἴτ᾽ ἐσσὶ κατ᾽ ὤρεα μακρὰ Λυκαίω,


εἴτε τύ γ᾽ ἀμφιπολεῖς μέγα Μαίναλον, ἔνθ᾽ ἐπὶ νᾶσον
τὰν Σικελάν, ῾Ελίκας δὲ λίπ᾽ ἠρίον αἰπύ τε σᾶμα 125
τῆνο Λυκαονίδαο, τὸ καὶ μακάρεσσιν ἀγητόν.

λήγετε βουκολικᾶς Μοῖσαι ἴτε λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.

ἔνθ᾽ ὦναξ καὶ τάνδε φέρευ πακτοῖο μελίπνουν


ἐκ κηρῶ σύριγγα καλάν, περὶ χεῖλος ἑλικτάν.
ἦ γὰρ ἐγὼν ὑπ᾽ ἔρωτος ἐς ῞Αιδαν ἕλκομαι ἤδη. 130

λήγετε βουκολικᾶς Μοῖσαι ἴτε λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.

νῦν δ᾽ ἴα μὲν φορέοιτε βάτοι, φορέοιτε δ᾽ ἄκανθαι,


ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ᾽ ἀρκεύθοισι κομάσαι:
πάντα δ᾽ ἔναλλα γένοιτο, καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι.
Δάφνις ἐπεὶ θνάσκει: καὶ τὼς κύνας ὥλαφος ἕλκοι, 135
κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο.

λήγετε βουκολικᾶς Μοῖσαι ἴτε λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.

χὡ μὲν τόσσ᾽ εἰπὼν ἀπεπαύσατο: τὸν δ᾽ ᾿Αφροδίτα


ἤθελ᾽ ἀνορθῶσαι: τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει

47
ἐκ Μοιρᾶν, χὡ Δάφνις ἔβα ῥόον. ἔκλυσε δίνα 140
τὸν Μοίσαις φίλον ἄνδρα, τὸν οὐ Νύμφαισιν ἀπεχθῆ.

λήγετε βουκολικᾶς Μοῖσαι ἴτε λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.

καὶ τὺ δίδου τὰν αἶγα τό τε σκύφος, ὥς κεν ἀμέλξας


σπείσω ταῖς Μοίσαις. ὦ χαίρετε πολλάκι Μοῖσαι,
χαίρετ᾽: ἐγὼ δ᾽ ὔμμιν καὶ ἐς ὕστερον ἅδιον ᾀσῶ. 145

Αἰπόλος
πλῆρές τοι μέλιτος τὸ καλὸν στόμα Θύρσι γένοιτο,
πλῆρές τοι σχαδόνων, καὶ ἀπ᾽ Αἰγίλω ἰσχάδα τρώγοις
ἁδεῖαν, τέττιγος ἐπεὶ τύγα φέρτερον ᾁδεις.
ἠνίδε τοι τὸ δέπας: θᾶσαι φίλος, ὡς καλὸν ὄσδει:
῾Ωρᾶν πεπλύσθαί νιν ἐπὶ κράναισι δοκησεῖς. 150
ὧδ᾽ ἴθι Κισσαίθα, τὺ δ᾽ ἄμελγέ νιν. αἱ δὲ χίμαιραι,
οὐ μὴ σκιρτασεῖτε, μὴ ὁ τράγος ὔμμιν ἀναστῇ.

48
ΘΥΡΣΙΣ: Γλυκό είναι το ψιθύρισμα, γιδοβοσκέ, και η κουκουναριά. Κοντά στην πηγή εκεί
τραγουδά, γλυκά και συ τη σύριγγα παίζεις. Πρώτος ο Πάνας! Εσύ το άλλο άθλο θα σηκώσεις. Αν
πάρει εκείνος τράγο κερασφόρο, αίγα θα πάρεις κι εσύ. Αν τιμηθεί εκείνος μ΄ αίγα, στο μερτικό
σου πέφτει το μικρό της θηλυκό. Ώσπου να κατεβάσει γάλα έχει το κρέας τρυφερό.
ΑΙΠΟΛΟΣ: Γλυκύτερο, βοσκέ, είναι το τραγούδι σου, απ' το κελαρυστό νερό, σαν χύνεται
σταλάζοντας ψηλά απ΄ το βράχο. Την προβατίνα θένε για δώρο τους οι Μούσες; Εσένα θα
τιμήσουν με αρνάκι βυζανιάρικο. Αν πάλι κείνες πάρουνε το αρνάκι, σε εσένα θε να δώσουν
προβατίνα.
ΘΥΡΣΙΣ: Θα το ΄θελες, γιδοβοσκέ, για χάρη των Νυμφών, στον κατηφορικό λοφίσκο, κάτω από τις
μυρίκες, τη σύριγγα να παίξεις; Τις γίδες σου στο μεταξύ θα βόσκω εγώ.
ΑΙΠΟΛΟΣ: Όχι, γιδοβοσκέ, μεσημεριάτικα δεν το ΄χουμε να παίζουμε αυλό. Φοβόμαστε τον Πάνα!
Απ΄το κυνήγι αποκαμωμένος τότε ζητά γαλήνη. Είν΄όμως μοχθηρός, απότομα ανάβει και κορώνει.
Μα, ΄σύ Θύρσι, ξέρεις τα βάσανα του Δάφνι πώς να ψάλλεις, τεχνίτης άριστος εσύ της Μούσας της
βουκολικής. Να! εδώ ας καθήσουμε, στη σκιά της φτελιάς, απέναντι στον Πρίαπο, στη βρύση,
όπου ο θρόνος ο ποιμενικός και οι πυκνές βαλανιδιές. Κι αν τραγουδήσεις, σαν και τότε που με τον
Λίβυο Χρόμι παράβγαινες, γίδα θα σου δώσω διδυμότοκη, τρεις φορές να την αρμέξεις. Με τα
μικρά της ξεχειλίζει δυο καρδάρες γάλα. Κι ακόμη, κούπα από κισσό, βαθιά, στρωμένη με γλυκό
κερί, με δυο λαβές- ολοκαίνουργια, μυρίζει ακόμη από τη σμίλη. Τα χείλη της τυλίγει από ψηλά
κισσός, κισσός με ελίχρυσο πασπαλισμένος' επάνω του ελίσσεται βλαστός, που αγάλλεται με
κρόκινο καρπό. Μέσα σμιλεύτηκε γυναίκα -έργο θεϊκό- με ταινία και πέπλο στολισμένη. Δίπλα
της δυο άντρες, όμορφοι μακρυμάλληδες, αμοιβαία φιλονικούν με λόγια. Μα ετούτα δεν αγγίζουν
την καρδιά της. Άλλοτε τον ένα κοιτάζει μειδιώντας, άλλοτε στον δεύτερο ρίχνεται με το νου της.
Εκείνοι, ρυτιδιασμένοι από τον έρωτα, μάταια κοπιάζουν. Έπειτα, ένας ψαράς σεβάσμιος και μια
πέτρα σμιλεύτηκε τραχειά. Στο βράχο σέρνει ο γέροντας με βιάση μέγα δίχτυ -φαίνεται που μοχθεί
σκληρά. Θαρρείς ψαρεύει με όλο το σθένος των χεριών του, έτσι πρήζονται στον αυχένα ολόγυρα
τα νεύρα του. Δύναμη έχει νεανική, κι ας είναι ασπρομάλλης. Λίγο παραδίπλα από τον
θαλασσόδαρτο γέροντα, μαυριδερά σταφύλια όμορφα βαραίνουν σ΄έν΄ αμπέλι. Ένα αγοράκι τα
φυλάγει σε ξερολίθι απάνω καθισμένο. Το γυροφέρνουν δυο αλεπούδες, η μια ορέγεται ώριμα
σταφύλια, η άλλη δόλους πλέκει για το ταγάρι του -λέει πως θέλει να του πάρει το προσφάι. Μα
΄κείνο πλέκει όμορφη παγίδα για ακρίδες, με ασφόδελο και σχοίνο. Ούτε που νοιάζεται για
ταγάρια και σταφύλια -ούτε τοσοδά, όσο μ΄αυτό που πλέκει χαίρεται. Παντού, ολόγυρα στην
κούπα πετούν αγκάθια τρυφερά- χάρμα οφθαλμών για τους αιπόλους. Θέαμα φοβερό! Για
αντάλλαγμά της έδωσα σε ναύτη Καλύδνιο μια γίδα και ένα μεγάλο κομμάτι ολόλευκο τυρί. Μα
τούτη ακόμα δεν άγγιξε τ'αχείλι μου, άχραντη την κρατώ. Δική σου είναι, φίλε μου, αν ερωτικά
μου πεις τραγούδια. Δεν αστειεύομαι. Εμπρός, παλικάρι μου΄ γιατί το τραγούδι σου δεν θα
γλιτώσει τη λήθη του Άδη.
ΘΥΡΣΙΣ
Αρχίστε το βουκολικό, αρχίστε, Μούσες φίλες, το τραγούδι.
Ιδού ο Θύρσις απ΄την Αίτνα, του Θύρσι ακούτε τη γλυκιά φωνή.
Πού ήσαστε, σαν έλιωνε ο Δάφνις, πού ήσαστε, ω Νύμφες;
Μήπως στου Πηνειού τις όμορφες κοιλάδες ή τάχα στης Πίνδου;
Μήτε το ρεύμα το μεγάλο κατείχατε του Ανάπου
μήτε της Αίτνας τις κορφές μήτε του Άκιδος το άγιο νάμα.
Αρχίστε το βουκολικό, αρχίστε, Μούσες φίλες, το τραγούδι.
Εκείνον τον θρηνήσανε τσακάλια, τον θρηνήσανε λύκοι,
εκείνον και το λιοντάρι απ'τον βαθύ δρυμό τον έκλαψε νεκρό.
Αρχίστε το βουκολικό, αρχίστε, Μούσες φίλες, το τραγούδι.
Πολλά τα γελάδια σιμά του, πολλοί κι οι ταύροι,
πολλές και οι δαμάλες με τα μικρά τους θρηνολογούσαν.
Αρχίστε το βουκολικό, αρχίστε, Μούσες φίλες, το τραγούδι.
Πρώτος απ΄το βουνό κατέβηκε ο Ερμής κι είπε «Δάφνι,
ποιος πόνος σου τρώει τα σωθικά; Ποιαν, παλικάρι, τόσο ποθείς;»
Αρχίστε το βουκολικό, αρχίστε, Μούσες φίλες, το τραγούδι.
Ήρθαν οι βουκόλοι, οι ποιμένες, οι γιδοβοσκοί'
όλοι ρωτούσαν ποια τάχα τον βρήκε συμφορά. Ήρθε ο Πρίαπος
κι είπε «Καϋμένε, Δάφνι, τί λιώνεις ζωντανός;
Η κόρη σε βρυσούλες, σε δάση τριγυρνάει-

49
Αρχίστε το βουκολικό, αρχίστε, Μούσες φίλες, το τραγούδι-
εσένα ψάχνει. Δυστυχισμένος είσαι στον έρωτα, αδέξιος.
Βουκόλο σε λέγανε, μα με γιδοβοσκό πιότερο μοιάζεις.
Σαν βλέπει ο γιδοβοσκός τις δαμάλες να βατεύονται,
το μάτι του θολώνει που τράγος δεν εγεννήθη.
Αρχίστε το βουκολικό, αρχίστε, Μούσες φίλες, το τραγούδι.
Κι εσύ, σαν βλέπεις τα κορίτσια να γελάνε,
το μάτι σου θολώνει που δεν χορεύεις μαζί τους.»
Ο βουκόλος δεν αποκρίθηκε, αλλά υπόμενε
τον πικρό του έρωτα, τον υπόμενε ως το μοιραίο τέλος του.
Αρχίστε, Μούσες, πάλι αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.
Ήρθε όμως η Κύπριδα, γλυκά χαμογελώντας-
ψευτογελώντας, με την καρδιά βαριά στα στήθια, κι είπε΄
«Δάφνι, ορκιζόσουν τον Έρωτα πως θα λυγίσεις.
Μα Έρωτας σκληρός δε λύγισε εσένα;»
Αρχίστε, Μούσες, πάλι αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.
Ο Δάφνις αποκρίθηκε: «Κύπριδα αβάσταχτη,
Κύπριδα άπονη, Κύπριδα μισητή στους θνητούς,
θαρρείς κιόλας πως έδυσε ο ήλιος της ζωής μου;
Ο Δάφνις, κι απ΄ τον Άδη, κακό ΄ναι βάσανο για τον Έρωτα.
Αρχίστε, Μούσες, πάλι αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.
Δε λένε ότι την Κύπριδα ο βουκόλος-; Πήγαινε στην Ίδη,
τράβα στον Αγχίση' έχει εκεί βαλανιδιές, κυπείρους,
οι μέλισσες γλυκά σε σμήνη βομβίζουν.
Αρχίστε, Μούσες, πάλι αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.
Ωραίος κι ο Άδωνις, αυτός που βόσκει πρόβατα,
σαϊτεύει λαγούς και κυνηγάει θεριά.
Αρχίστε, Μούσες, πάλι αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.
Πλησίασε και πάλι τον Διομήδη, πες του
«τον βουκόλο νίκησα τον Δάφνι, μα εσύ πολέμησε με.»
Αρχίστε, Μούσες, πάλι αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.
Λύκοι, τσακάλια, αρκούδες που στα βουνά φωλιάζετε, έχετε γεια.
Εγώ, ο Δάφνις, ο βουκόλος, δεν θα' μαι πια μαζί σας στα δάση,
δεν θα' μαι στους δρυμούς, μήτε στα άλση. Χαίρε, Αρέθουσα
και ποταμοί που χύνετε νερό καθάριο από τον Θύβρι κάτω.
Αρχίστε, Μούσες, πάλι αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.
Ο Δάφνις είμαι 'γω, εκείνος που τα γελάδια έβοσκε εδώ,
ο Δάφνις, αυτός που τους ταύρους και τις νεαρές δαμάλες πότιζε.
Αρχίστε, Μούσες, πάλι αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.
Ω Παν Παν, μην είσαι στα ψηλά βουνά του Λυκαίου,
μην πλανιέσαι τάχα στο μεγάλο Μαίναλο; Έλα, στο νησί
της Σικελίας, άφησε της Ελίκης την κορφή και τον απόκρημνο
του Λυκονίδη τύμβο, που οι μακάριοι θεοί ζηλεύουν.
Πάψτε το βουκολικό, Μούσες, εμπρός πάψτε το τραγούδι.
Φέρε μαζί σου, άρχοντα, τη σύριγγα, τη με κερί συναρμοσμένη,
την που μέλι αποπνέει, τη γυριστή στα όμορφα χείλη.
Εμένα- αλήθεια- ο Έρωτας στον Άδη με σέρνει κιόλας.
Πάψτε το βουκολικό, Μούσες, εμπρός πάψτε το τραγούδι.
Τώρα τα κρίνα ανθίστε βάτοι, κι εσείς αγκαθιές κρίνα ανθίστε,
κι ο όμορφος νάρκισσος στους κέδρους ας κυματίσει,
όλα να αλλάξουνε μεμιάς, οι κουκουναριές απίδια να καρπίσουν.
Πεθαίνει ο Δάφνις! Το ελάφι να σπαράσσει τα σκυλιά,
κι οι κουκουβάγιες στα βουνά να παραβγαίνουν με τ' αηδόνια.»
Πάψτε το βουκολικό, Μούσες, εμπρός πάψτε το τραγούδι.
Ύστερα σώπασε. Η Αφροδίτη ήθελε να τον αναστήσει,
μα ο Δάφνις άφησε πίσω του το νήμα της ζωής,
της Μοίρας το γραμμένο και μπήκε στο ποτάμι. Μια δίνη τύλιξε

50
τον χαϊδεμένο των Μουσών, τον λατρευτό στις Νύμφες.
Πάψτε το βουκολικό, Μούσες, εμπρός πάψτε το τραγούδι.
Δος μου τη γίδα και την ξύλινη την κούπα, αρμέγοντας σπονδή
να κάνω για τις Μούσες. Γεια και χαρά σας, Μούσες.
Για το χατίρι σας άλλη φορά γλυκύτερα θα ψάλλω.
ΑΙΠΟΛΟΣ: Είθε από μέλι το όμορφο στόμα σου, Θύρσι, να ξεχειλίσει, να γίνει σαν κυψέλη, κι από
τον Αίγιλο να τρως σύκα ολόγλυκα. Αλήθεια κι από τέττιγα καλύτερα τραγουδάς. Ορίστε η κούπα
σου! Για κοίτα, σύντροφε, πόσο ωραία μυρίζει΄ θαρρείς την έπλυνες στη βρύση των Ωρών.
Κισσαίθα, έλα δω. Εσύ, άρμεγε την. Εεεε, κατσικούλες, πώς πηδάτε έτσι -θα ξεσηκώσετε τον τράγο.

(ελεύθερη μετάφραση Ε. Σιστάκου)

51
ΙΙΙ. ΚῶΜΟΣ

Ερωτικό τραγούδι λέω στην πόρτα της Αμαρυλλίδας, ενώ οι γίδες μου βόσκουν στο βουνό, και ο
Τίτυρος τις οδηγεί. Τίτυρε, που τόσο σ'αγαπώ, βόσκε τις γίδες, στην βρύση οδήγησε τις, Τίτυρε' και
τον μονόρχη, τον κιτρινιάρη τράγο απ'τη Λιβύη, φεύγε, να μην σε κερατίσει.

Ω, ολόχαρη Αμαρυλλί, 'τι στην πόρτα προβάλλοντας στο άντρο σου δεν με καλείς, τον ερωτύλο;
Είναι λοιπόν αλήθεια πως τόσο με μισείς; Πως πλατσουκομύτης σου φαίνομαι, όταν σε πλησιάζω,
νύμφη, και με γενειάδα μυτερή; Θέλεις να με στείλεις στην κρεμάλα; Να, δέκα μήλα σου φέρνω'
από εκεί, ως με πρόσταξες, με κόπο τα κατέβασα, κι αύριο άλλα θα σου φέρω. Μια ματιά μόνο
ζητώ. Ο πόνος μου πνίγει την καρδιά. Ας ήταν να'μουν μέλισσα , βομβώντας στο άντρο σου
να'ρχόμουν, τον κισσό και τη φτέρη να διασχίσω, που σε σκεπάζουν. Τώρα ένιωσα τον Έρωτα'
βαρύς θεός' πράγματι, λέαινας μαστό θήλαζε, στο δρυμό τον έθρεφε η μάνα του, αυτόν που βαθιά
με καίει, ως το μεδούλι με λιώνει. Eσύ που βλέπεις ομορφιά, ολόκληρη ένας βράχος, νύμφη
μαυρόφρυδη, αγκάλιασέ με τον γιδοβοσκό να σε φιλήσω. Βρίσκεται και στ'αδειανά φιλήματα
γλυκιά ηδονή. Το στεφάνι να μαδήσω, φύλλο-φτερό, όπου να'ναι θα με κάνεις, αυτό που εγώ για
σένα, γλυκιά Αμαρυλλί, από κισσό έχω φυλαγμένο, πλεγμένο με μπουμπούκια και εύοσμο σέλινο.

Αλί μου, τι θα απογίνω ο έρμος; Δεν αποκρίνεσαι.

Την προβιά μου ξεντυμένος, στα κύματα θα ριχτώ από ψηλά, από 'κει που τους θύννους
παραφυλάει ο Όλπης ο ψαράς' κι αν πια χαθώ, πόσο θα το χαρείς! Το'ξερα από παλιά, όταν,
ζητώντας να μάθω αν μ'αγαπάς, η μαργαρίτα δεν κόλλησε με πάταγο στη φούχτα μου, μόνο
μαράθηκε στο απαλό μου δέρμα. Αλήθεια τα προφήτευσε όλα κι η Αγροιώ, η κοσκινομάντισσα,
αυτή που σταχυολογούσε, παρακολουθώντας τους θεριστάδες -μου'πε, σε σένα πως ολόκληρος
είμαι παραδομένος, εσύ όμως ούτε με λογαριάζεις. Μα για σένα φυλάγω μια λευκή, διδυμότοκο
γίδα, που μου τη ζητάει κι η δούλα του Μέρμνωνα, η μελαχροινή' σε 'κείνη θα τη δώσω, γιατί εσύ
μου κάνεις νάζια. Παίζει το μάτι το δεξί' άραγε θα την αντικρύσω; Θα τραγουδήσω στην πιτυά εδώ
χάμω ξαπλωμένος, κι ίσως μου ρίξει μια ματιά- δεν είναι κι από πέτρα.

Ο Ιππομένης, σαν ήθελε τη νεαρή παρθένα να πλαγιάσει, στην αγκαλιά έχοντας μήλα, δρόμο
πήρε' κι η Αταλάντη σαν τον είδε, ευθύς σάλεψε, ευθύς σε βαθύ όρμησε έρωτα. Την αγέλη κι ο
μάντης Μελάμπους, από την Όθρη οδήγησε στην Πύλο' στην αγκαλιά όμως του Βίαντα πλάγιασε
η μάνα η ολόχαρη της συνετής Αλφεσίβοιας. Την όμορφη άλλωστε Κυθέρεια, στα βουνά τα
πρόβατα βόσκοντας, έτσι δεν την ξελόγιασε κι ο Άδωνις -την έκανε να τον ποθεί με τόση λύσσα,
ώστε ούτε νεκρό πια δεν τον ξεκολλούσε απ'τον μαστό της; Ζηλεύω τον που άτροπο ύπνο
κοιμήθηκε τον Ενδυμίωνα' ζηλεύω όμως, αγαπημένη, και τον Ιασίωνα που τόσο ευτύχησε, όσο να
αντιληφθείτε δεν μπορείτε, βέβηλοι.

Πονά μου το κεφάλι, μα δεν σε μέλλει. Δεν τραγουδώ πια, νεκρός θα σωριαστώ, οι λύκοι έτσι θα με
καταβροχθίσουν. Μέλι να σου γίνει ο χαμός μου γλυκό στο στόμα.

(ελεύθερη μετάφραση Ε. Σιστάκου)

52
Pan, Aphrodite and Eros (100 π.X.)

Nicholas Poussin Et in Arcadia ego (1637)

53

You might also like