ΑΠ 58.2001

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 2

ΑΠ 58/2001

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Διονύσιο Κατσιρέα, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Παπαδημητρίου,


Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη και Ανδρέα Μοσχανδρέου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Οκτωβρίου 2000, με την παρουσία
και της γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. θυγ. Ι. Κ., ήδη συζύγου Γ. Δ., κατοίκου Σαλαμίνας και 2) Γ. Μ. Σ., κατοίκου
Περάματος, δι' εαυτόν ατομικώς και ως ασκούντος τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας του Η.
Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Κουτούβαλη.

Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Π. Κ., κατοίκου Κερατσινίου. Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του
Παναγιώτη Παπανικολάου.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 27 Απριλίου 1990 και 11 Ιουνίου 1992 αγωγές του ήδη
αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
3392/1998 του ίδιου Δικαστηρίου, 797/1999 και 112/2000 του Εφετείου Πειραιά. Την αναίρεση των
παραπάνω εφετειακών αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15 Απριλίου 2000 αίτησή
τους.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν,
όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Μοσχανδρέου ανέγνωσε την από 2
Οκτωβρίου 2000 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως
αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο
πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη
δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, ναι μεν κατά το γράμμα του άρθρου 1477 ΑΚ, πέρα από τα εις αυτό αναφερόμενα
πρόσωπα, που μπορούν να προσβάλουν την εκούσια αναγνώριση εξώγαμου τέκνου, από κάποιον,
ως δικό του παιδί, δεν περιλαμβάνεται και ο ισχυριζόμενος, ότι είναι ο αληθινός πατέρας του παιδιού
αυτού, πλην, όμως, ο τελευταίος δικαιούται να προσβάλει, με αγωγή, την εκούσια αυτή αναγνώριση,
κατ' ανάλογη εφαρμογή, συνεπεία της ταυτότητας του νομοθετικού λόγου, της διάταξης του άρθρου
1469 εδ. 5 ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 1α' του ν. 2521/1-9-1997, που ίσχυε κατά
τον χρόνο δημοσίευσης της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης (υπ' αρ. 3392/2-5-1998) και
εφαρμόζεται και σε τέκνα που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου τούτου κατά την 1-
9-1997 (άρθρο 19 παρ. 1δ'), με την οποία και ο άνδρας, με τον οποίο η μητέρα, ευρισκόμενη σε
διάσταση με τον σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της
σύλληψης, ως αληθινός πατέρας του παιδιού, μπορεί να προσβάλει, με αγωγή, την πατρότητα του
τέκνου του, που καλύπτεται από το τεκμήριο του άρθρου 1465 ΑΚ ως προς άλλον άνδρα, αφού,
προφανώς εκ παραδρομής και όχι ηθελημένως ο νομοθέτης του ανωτέρω άρθρου 19 παρ. 1α' του ν.
2521/1997 δεν επεξέτεινε την ρύθμισή του και στην, παρόμοια προς την προσβολή της πατρότητας,
περίπτωση της προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο, με την
προσβαλλόμενη οριστικής απόφασή του, δέχθηκε, ότι ο αναιρεσίβλητος, ισχυριζόμενος, με την
αγωγή του, ότι αυτός είναι ο αληθινός πατέρας της εξώγαμης ανήλικης Η., που γεννήθηκε στις 9-2-
1990, ήτοι, πριν από την 1-9-1997, από την πρώτη των αναιρεσειόντων, με την οποία διατηρούσε
μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της συλλήψεως, εδικαιούτο να
προσβάλει την στις 27-2-1991 γενομένη εκούσια αναγνώριση της παραπάνω ανήλικης από τον
δεύτερο των αναιρεσειόντων, για τον λόγο, ότι ο τελευταίος, που δηλώθηκε ως πατέρας της, δεν
ήταν ο πραγματικός ορθά έκρινε στο σημείο αυτό, αν και με άλλο αιτιολογικό, που αντικαθίσταται
από το προαναφερόμενο, αφού δεν συντρέχει περίπτωση ύπαρξης εννόμου συμφέροντος προς
αποτροπή δεδικασμένου (άρθρο 578 ΚΠολΔ) και δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1477,
174, 178, 281 ΑΚ, 17 του ν. 1329/1983, 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, γι' αυτό και πρέπει ν'
απορριφθούν οι από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος
(περιέχων, κατ' ορθή εκτίμησή του αιτίαση μόνον εκ του αρ. 1, όχι δε και εκ του αρ. 12, του άρθρου
559 ΚΠολΔ), πέμπτος και έκτος αναιρετικοί λόγοι, από μεν τον αρ. 1, ως αβάσιμοι, από δε τον αρ.
19, ως απαράδεκτοι, καθόσον το Εφετείο δεν προέβη, στο σημείο αυτό, σε ουσιαστική έρευνα, ώστε
να υπάρχουν ελλείψεις, στην προσβαλλόμενη απόφασή του, περί την περιγραφή της εμπειρικής
πραγματικότητας, αλλά έκρινε, με βάση το περιεχόμενο της αγωγής του, ότι ο αναιρεσίβλητος είχε
έννομο συμφέρον προς άσκησή της. Επειδή, ο έβδομος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο το
Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε το άρθρο 1478 ΑΚ, γιατί προσμέτρησε την προβλεπόμενη από την
διάταξη αυτή τρίμηνη αποκλειστική προθεσμία από την 16-3-1992, που, κατ' αυτό, ο αναιρεσίβλητος
πληροφορήθηκε την επίδικη εκούσια αναγνώριση, ενώ το αληθές είναι, ότι αυτός, από την γέννηση
της ανήλικης στις 9-2-1990, γνώριζε τα πάντα, πρέπει, ως απαράδεκτος, ν' απορριφθεί, αφού, υπό
την επίκληση της από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλειας, πλήσσει την ανέλεγκτη κρίση του
Εφετείου περί την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).-

Επειδή, ο από το άρθρο 559 αρ. 11, 12 και 13 ΚΠολΔ όγδοος αναιρετικός λόγος, σύμφωνα με τον
οποίο το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι, στο κρίσιμο διάστημα της συλλήψεως, η πρώτη των
αναιρεσειόντων συζούσε με τον αναιρεσίβλητο, χωρίς να καθορίζεται από πού προέκυψαν οι
σχετικές αποδείξεις, τυγχάνει απορριπτέος, κατά μεν το μέρος του από τον αρ. 11, ως αόριστος,
διότι, δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο, ποια είναι τα παραδεκτώς επικληθέντα και προσαχθέντα
αποδεικτικά μέσα, τα οποία, παρά το νόμο, έλαβε ή δεν έλαβε υπόψη του Εφετείο και ποιο το
περιεχόμενο αυτών, κατά δε το μέρος του από τους αρ. 12 και 13, ως απαράδεκτος, καθόσον, υπό
την επίκληση των πλημμελειών από τις διατάξεις αυτές, πλήσσεται η ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου
περί την εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).-

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την από 15-4-2000 αίτηση των 1) Ι. Κ., ήδη συζύγου Γ. Δ. και 2) Γ. Σ., για αναίρεση των
797/1999 και 112/2000 και αποφάσεων του Εφετείου Πειραιώς.- Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε
δραχμές διακόσιες ογδόντα χιλιάδες (280.000).-

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2000. Και

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουαρίου 2001.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

You might also like