Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 57

Πλησ■ασ■ µε A L Jackson

Visit to download the full and correct content document:


https://ebookstep.com/download/ebook-44965654/
More products digital (pdf, epub, mobi) instant
download maybe you interests ...

Ce royaume tissé tome 1 Tahereh Mafi

https://ebookstep.com/product/ce-royaume-tisse-tome-1-tahereh-
mafi/

Qu est ce que la féodalité 1st Edition François L


Ganshof

https://ebookstep.com/product/qu-est-ce-que-la-feodalite-1st-
edition-francois-l-ganshof/

Qu est ce qu une vie accomplie French Edition Galichet

https://ebookstep.com/product/qu-est-ce-qu-une-vie-accomplie-
french-edition-galichet/

Ce qu il nous reste 1st Edition Erik J Brown

https://ebookstep.com/product/ce-qu-il-nous-reste-1st-edition-
erik-j-brown/
Sommes nous ce que nous lisons 1st Edition George
Orwell

https://ebookstep.com/product/sommes-nous-ce-que-nous-lisons-1st-
edition-george-orwell/

Le ciel était bleu ce jour là 1st Edition Claudine


Faivre

https://ebookstep.com/product/le-ciel-etait-bleu-ce-jour-la-1st-
edition-claudine-faivre/

Qu est ce qu un homme sans moustache 1st Edition Ante


Tomi■

https://ebookstep.com/product/qu-est-ce-qu-un-homme-sans-
moustache-1st-edition-ante-tomic/

Ce qui reste après les tempêtes Confluence 2 1st


Edition Sylvie Poulain

https://ebookstep.com/product/ce-qui-reste-apres-les-tempetes-
confluence-2-1st-edition-sylvie-poulain/

Zbucium ■i Rost sau de ce Reducerea Suferin■ei este


Prioritar■ Per Sona

https://ebookstep.com/product/zbucium-si-rost-sau-de-ce-
reducerea-suferintei-este-prioritara-per-sona/
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: COME TO ME SOFTLY
Aπό τις Εκδόσεις New American Library, Νέα Υόρκη 2014
ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Πλησίασέ με
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: A. L. Jackson
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Μιχάλης Μακρόπουλος
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Daniela Medina
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Έλενα Ντούβου
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Ραλλού Ρουχωτά
© A. L. Jackson, 2014
This edition published by arrangement with NAL Signet, a member
of Penguin Group (USA) LLC, a Penguin Random House Company.
© Φωτογραφίας εξωφύλλου: FMB Photo/Getty images
© EKΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥΛΙΠΑ, Αθήνα 2015

Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση: Ιούνιος 2015

ISBN 978-618-5044-23-7

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥΛΙΠΑ
Τ.Θ. 520 81
Τ.Κ. 144 10, Μεταμόρφωση Αττικής
Τηλ.: 801-700-7570
www.ekdoseistoulipa.gr
e-mail: info@ekdoseistoulipa.gr

TOULIPA PUBLICATIONS
P.O. Box 520 81
144 10, Metamorfossi, Greece
Tel.: 801-700-7570
www.ekdoseistoulipa.gr
e-mail: info@ekdoseistoulipa.gr

Εάν έχετε αγοράσει το παρόν βιβλίο, σας ευχαριστούμε. Συμβάλλετε στο να ακολουθήσουν πολλά
βιβλία ακόμη. Εάν το έχετε κατεβάσει ηλεκτρονικά χωρίς να το πληρώσετε, πρόκειται για πειρατικό
αντίτυπο. Στην περίπτωση αυτή, ούτε οι συγγραφείς, ούτε ο εκδότης, ούτε οι υπάλληλοι ή
συνεργάτες του, έχουν λάβει οποιοδήποτε αντίτιμο για το αντίτυπο. Σας παρακαλούμε να μην
προβαίνετε στην προμήθεια τέτοιων αντιτύπων και να αναφέρετε οποιοδήποτε παρόμοιο περιστατικό
πειρατείας ή πώλησης πειρατικών αντιτύπων στον εκδότη. Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τις
συνέπειες της παράνομης διανομής περιεχομένου, επισκεφθείτε την παρακάτω
σελίδα: www.ekdoseistoulipa.gr/itallcomesbacktoyou
Στη μητέρα μου, που είναι πάντα στο πλευρό μου, σε κάθε έκφανση της ζωής μου. Μακάρι να
υπήρχε τρόπος να σου πω πόσο σε αγαπώ και σε εκτιμώ, αλλά δεν υπάρχουν λόγια. Είσαι η
καλύτερη.
ΕΝΑ

Τζάρεντ
Γαλήνη. Πόσα χρόνια είχα περάσει χωρίς αυτή! Χρόνια που έμοιαζαν σαν να υπήρχε μέσα μου μια
τρύπα που ικέτευε να γεμίσει με οτιδήποτε. Όπως όταν λιμοκτονείς και το σώμα σου στεγνώνει από
την πείνα, ψάχνοντας να χορτάσει από τις ίδιες σου τις σάρκες, ενώ δεν υπάρχει διόλου τροφή. Η
ιδέα αυτής της γαλήνης είχε γίνει μια ασαφής μνήμη που με βασάνιζε και μόνο στη θύμηση αυτού
που δεν μπορούσα πια να έχω. Με κορόιδευε μέσα στη μοναξιά και τη θλίψη μου, υπενθυμίζοντάς
μου συνεχώς πως είχα χάσει το δικαίωμα να θέλω να αγαπηθώ από κάποιον.
Αφήνοντάς με ένα κουφάρι. Γιατί, χωρίς την αγάπη, τι άλλο απέμενε; Τίποτε. Ένα τίποτε είχα γίνει
κι εγώ. Και το είχα αποδεχτεί, γιατί το άξιζα. Η ζωή μου ήταν μια καταδίκη. Μια τιμωρία.
Μέσα στο μουντό φως του πρωινού, ανάσανα τη μυρωδιά της ινδικής καρύδας, του έρωτα και του
κοριτσιού. Βυθίστηκα στη ζέστη της, χάθηκα μέσα στην απόλαυση που μου έδινε το τέλειο κορμί
της Άλι κάτω από το δικό μου.
Γαλήνη. Τώρα με αγκάλιαζε από παντού.
Χάιδεψα με τα δάχτυλά μου τις μεταξένιες τούφες των μακριών σχεδόν μαύρων μαλλιών της,
μέσα στις σκιές που δημιουργούσε το απαλό φως του πρωινού καθώς έμπαινε από το παράθυρο της
κρεβατοκάμαρας.
Την άξιζα αυτήν τη γαλήνη; Δεν είχα την παραμικρή ιδέα.
Στην πραγματικότητα το μόνο που ήξερα ήταν αυτό: Αγαπούσα τούτο το κορίτσι. Ήμουν
ερωτευμένος με την Αλίνα Μουρ. Τώρα που το παραδεχόμουν επιτέλους, ήταν το μόνο που υπήρχε
για εμένα.
Ήθελα να τιναχτώ από το κρεβάτι και ν’ αρπάξω το ημερολόγιό μου. Τα δάχτυλά μου με έτρωγαν
από την επιθυμία να γεμίσω τις σελίδες με λέξεις που θα έδιναν διέξοδο στο μπέρδεμα που ένιωθα,
που θα έδιναν διέξοδο στο χάος που επικρατούσε στο μυαλό μου. Όμως από την άλλη, πώς ν’
αφήσω το κρεβάτι της Άλι; Δεν είχα σκοπό να το κουνήσω από εδώ με τίποτε.
Ένας απαλός αναστεναγμός ξέφυγε από τα μισάνοιχτα χείλη της κι ένα μικρό βογκητό
ικανοποίησης βγήκε από το στόμα της, καθώς το κορμί της χωνόταν πιο βαθιά στην ασφάλεια της
αγκαλιάς μου. Αυτός ο μικρός ήχος έκανε όλα μου τα νεύρα να τεντωθούν.
Έσφιξα δυνατά το απαλό της κορμί και κόλλησα πάνω στο λευκό δέρμα της πλάτης της.
Ναι… Ήμουν ερωτευμένος μέ τούτο το κορίτσι. Και δεν είχα σκοπό να την αφήσω να φύγει από
κοντά μου.
Ποτέ. Οι ημέρες χωρίς την Άλι ήταν μια συνεχής σκοτεινιά κι εγώ είχα αποφασίσει να τελειώσω με
όλα αυτά, με τη δυστυχία που πάντα με ακολουθούσε. Δε θα ήμουν πια αυτοκαταστροφικός. Η ζωή
μου δε θα ήταν πια ένας όλεθρος, γιατί είχα τελικά αποδεχτεί το γεγονός πως η Άλι ήταν η ζωή μου.
Βρισκόμουν στο κρεβάτι της, ξαπλωμένος γυμνός, εδώ και ώρες. Την παρακολουθούσα να
κοιμάται και απλώς σκεφτόμουν. Προσπαθούσα να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά. Η ενοχή
τρεμούλιαζε στις παρυφές της συνείδησής μου. Με πίεζε. Όλη τη νύχτα αναρωτιόμουν αν είχα κάνει
λάθος που είχα επιστρέψει κοντά της.
Μήπως αυτή και το μωρό μας θα ήταν καλύτερα χωρίς εμένα; Μήπως ακόμη έπαιρνα αυτό που δεν
είχα δικαίωμα να πάρω; Μήπως λέρωνα αυτό το υπέροχο κορίτσι που ήταν κουλουριασμένο στην
αγκαλιά μου; Μήπως είχα μολύνει την καλοσύνη της βάζοντας κάτι δικό μου μέσα της; Μήπως την
οδηγούσα στην καταστροφή;
Πριν ήμουν σίγουρος πως αυτό έκανα. Τώρα δεν ήξερα τι να πιστέψω. Γιατί η Άλι είχε ανατρέψει
όλα όσα πίστευα.
Χθες, καθώς επέστρεφα στο Φοίνιξ, ένιωθα τρομοκρατημένος. Δεν είχα ιδέα ούτε τι έπρεπε να
περιμένω, ούτε τι θα έβρισκα. Το μόνο που ένιωθα ήταν μια έντονη ανάγκη να προχωρήσω, να
ξανακερδίσω το κορίτσι μου. Ή ίσως να την κερδίσω τώρα, πρώτη φορά.
Το περασμένο καλοκαίρι, όσον καιρό έμενα με την Άλι και τον αδερφό της, αμέτρητες νύχτες είχα
γλιστρήσει κρυφά στο δωμάτιό της, όμως η αλήθεια είναι πως και για μένα και γι’ αυτήν ήταν σαν
όνειρο. Είχαμε παραδοθεί στη φαντασίωσή μας. Σκεφτόμουν ότι, αν δεν μπορούσα να την έχω,
τουλάχιστον μπορούσα να προσποιηθώ πως ήταν δική μου. Ήθελα να πάρω κάτι, πριν τα χάσω όλα,
πριν και η Άλι γίνει άλλη μια οδυνηρή ανάμνηση.
Τελικά, όμως, αποδείχτηκε πως πάντοτε ήταν δική μου.
Απλώς ήμουν πολύ ηλίθιος για να καταφέρω να δω καθαρά αυτό που πραγματικά σήμαινε ο ένας
για τον άλλον.
Η Άλι κι εγώ είχαμε μεγαλώσει μαζί. Ήταν κοντά μου όλη μου τη ζωή. Μεγαλώσαμε στην ίδια
γειτονιά, τα σπίτια μας ήταν απέναντι το ένα από το άλλο. Ο Κρίστοφερ, ο αδερφός της, ήταν ο
καλύτερος φίλος μου, οι μητέρες μας ήταν κολλητές. Ήταν σαν οι δύο οικογένειες να ήταν μία.
Μέχρι την ημέρα που έγινα δεκαέξι χρόνων… Πόσο επιπόλαιος είχα φανεί! Πόσο απερίσκεπτος.
Ξαφνικά, ένιωσα το στήθος μου να σφίγγεται, καθώς εικόνες άρχισαν να περνούν γρήγορα μπροστά
από τα μάτια μου. Η ενοχή μ’ έπνιξε και μου φάνηκε σαν όλο το οξυγόνο να χάθηκε μεμιάς από το
δωμάτιο.
Εκείνη την ημέρα σκότωσα τη μητέρα μου σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
Είχαμε πάει να πάρουμε το δίπλωμα οδήγησης και επιστρέφαμε. Οδηγούσα εγώ. Ύστερα από
εκείνη την ημέρα, η ζωή μου πήρε την κατιούσα. Βυθίστηκα στα ναρκωτικά και το αλκοόλ,
ελπίζοντας να θάψω βαθιά τις τύψεις που μ’ έπνιγαν γι’ αυτό που είχα κάνει. Όμως ακόμα κι έτσι
δεν μπορούσα να πνίξω την ντροπή που όλο μεγάλωνε μέσα μου. Δυο μήνες μετά το θάνατο της
μητέρας μου, προσπάθησα ν’ αυτοκτονήσω. Αλλά η Άλι, τούτο εδώ το κορίτσι, ήταν εκεί. Και με
είχε σώσει.
Αυτή μου η πράξη με είχε στείλει στις φυλακές ανηλίκων, μέχρι την ημέρα που έγινα δεκαοχτώ
χρόνων. Ο πατέρας μου μου είχε γυρίσει την πλάτη και πίστευα πως δε μου είχε απομείνει τίποτε
στο Φοίνιξ. Έτσι, μόλις αποφυλακίστηκα, το έβαλα στα πόδια. Πήγα όσο πιο μακριά μπορούσα κι
έζησα τέσσερα χρόνια στο Νιου Τζέρσεϊ. Όμως, κάτι με τράβηξε πίσω. Θα έπρεπε να το ξέρω πάντα
πως αυτό το κάτι ήταν η Άλι, πως ήμαστε δεμένοι με τρόπο που εγώ δεν καταλάβαινα.
Πριν από έξι μήνες, γύρισα στο Φοίνιξ κι έπεσα πάνω στον Κρίστοφερ, που με πήρε σπίτι του, να
με φιλοξενήσει. Έμενε με την Άλι. Και τότε ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνη γεννήθηκε κάτι τόσο
δυνατό, ώστε γρήγορα έπιασα τον εαυτό μου να πασχίζει να μην την ερωτευτεί. Όμως δεν τα
κατάφερα. Την ερωτεύτηκα και μάλιστα παράφορα.
Αυτό που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά μας το κρατήσαμε κρυφό, κυρίως γιατί εγώ δεν μπορούσα
να αποδεχτώ ούτε αυτό που ήμαστε ούτε αυτό που ένιωθα. Μου είχε καρφωθεί η ιδέα πως δε μου
άξιζε ν’ αγαπηθώ. Πώς δε μου άξιζε να βρω την ευτυχία. Όμως, υπήρχε κι άλλος λόγος που το
κρύβαμε· ο αδερφός της, που ήξερε -όσο καλά το ήξερα κι εγώ- πως η αδερφή του άξιζε κάτι
καλύτερο. Όταν, λοιπόν, μας έπιασε και αποκαλύφθηκαν όλα, έκανα το μόνο πράγμα που ξέρω να
κάνω καλά· το έβαλα στα πόδια. Γύρισα την πλάτη μου σε όλα όσα δεν μπορούσα ν’ αντιμετωπίσω
και κατέληξα να ζω στο Λας Βέγκας τους τρεις τελευταίους μήνες, προσπαθώντας άλλη μια φορά να
εξαφανίσω τον πόνο που μου προκαλούσε η ίδια η ζωή.
Πίστευα πως θα μπορούσα συνεχώς να το βάζω στα πόδια, μέχρι που χτύπησα με τη μηχανή μου
πριν από τρεις εβδομάδες. Σε μια στιγμιαία αναλαμπή, ένα δευτερόλεπτο πριν σκάσω στην άσφαλτο,
σ’ εκείνη τη μία και μοναδική στιγμή, πρώτη φορά, από την ημέρα που έγινα δεκαέξι χρόνων,
συνειδητοποίησα πως δεν ήθελα να πεθάνω.
Και κατάλαβα πως αυτό το χρωστούσα στην Άλι. Ακόμα κι αν έπρεπε να ζω με τις τύψεις όλη μου
τη ζωή, εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως έπρεπε να γυρίσω κοντά της. Και, τελικά, το κατάφερα το
περασμένο βράδυ.
Τώρα ένιωθα την πλάτη της να καίει το στέρνο μου. Γλίστρησα το χέρι μου χαμηλά στην κοιλιά
της και η ανάσα μου φυλακίστηκε στο στήθος μου. Φόβος και μια ανάγκη που δεν καταλάβαινα
καλά με συνεπήραν. Η παλάμη μου κόλλησε πάνω στην επίπεδη κοιλιά της, στο μέρος όπου
φώλιαζε μια από τις μεγαλύτερες αγωνίες της ζωής μου.
Κάτω από το άγγιγμά μου, η κοιλιά της Άλι ανεβοκατέβαινε αργά και ρυθμικά, ενώ η ανάσα της
ήταν ήρεμη μέσα στον βαθύ της ύπνο.
Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και προσπάθησα να φανταστώ τι συνέβαινε μέσα της, να φέρω στο
μυαλό μου αυτή τη μικρή ζωή που δεν ήξερα τι να την κάνω.
Το τελευταίο πράγμα που περίμενα στη ζωή μου ν’ ακούσω ήταν τα νέα που μου φανέρωσε η Άλι
χθες τη νύχτα, που τα βρήκα να με περιμένουν στο Φοίνιξ και τα ένιωθα σαν ένα επιπλέον βάρος
στους ήδη φορτωμένους μου ώμους.
Ναι, βάρος. Το παραδέχομαι. Ποτέ δεν ήμουν ο τύπος του άντρα που ήθελε να γίνει πατέρας και
στην ιδέα αυτή ένιωθα κυριολεκτικά να τρομοκρατούμαι.
Όμως, τούτο το βάρος δε με έπνιγε και μια παντοδύναμη αίσθηση χρέους γέμιζε με νέα ορμή τις
φλέβες μου. Ήταν κάτι που με συγκλόνιζε. Κάτι που ήταν πέρα για πέρα σωστό.
Η Άλι με έκανε να θέλω να γίνομαι καλύτερος.
Πίεσα κι άλλο το χέρι μου πάνω στην κοιλιά της.
Αυτό με έκανε να θέλω να γίνομαι καλύτερος.
Την προηγούμενη νύχτα προειδοποίησα την Άλι πως ήμουν καμένο χαρτί. Και αυτό ποτέ δε θα
άλλαζε. Ένιωθα μέσα μου ποιος αλήθεια ήμουν.
Και, να πάρει και να σηκώσει, ήμαστε κι οι δυο πολύ νέοι. Η Άλι ήταν είκοσι χρόνων κι εγώ είκοσι
δύο. Ήξερα πως αυτό έκανε τα πράγματα μεταξύ μας ακόμα πιο πολύπλοκα.
Έβαλα τη μύτη μου στα μαλλιά της και την έσφιξα πάνω μου. Ίσως η αγάπη μου γι’ αυτή να
αποδεικνυόταν δυνατότερη απ’ όλα αυτά τα προβλήματα… Ίσως.
Μακάρι να ήταν έτσι.
Έπρεπε να γίνω καλύτερος, γιατί, δίχως αμφιβολία, αυτά τα δύο πλάσματα με είχαν ανάγκη.
Εκείνο που με τρόμαζε πάνω απ’ όλα ήταν πόσο μεγάλη ανάγκη τα είχα κι εγώ.
Η Άλι αναστέναξε και κάτι μουρμούρισε βγάζοντας τους ίδιους πνιχτούς ήχους όπως εκείνη την
παράξενη νύχτα, όταν είχε κρύψει το πρόσωπό της στο στήθος μου.
Της δάγκωσα παιχνιδιάρικα τ’ αυτί και της μίλησα γλυκά μέσα στον ύπνο της.
«Μωρό μου», της ψιθύρισα. Ήθελα να δω το πρόσωπό της, να της μιλήσω, να σιγουρευτώ πως
όλα ήταν το ίδιο αληθινά με αυτό που ζήσαμε χθες τη νύχτα. «Έλα εδώ».
Γύρισε αργά στην αγκαλιά μου για να μπορεί να με κοιτάει στα μάτια και τα βλέφαρά της άνοιξαν
μ’ ένα πετάρισμα. Το σμαραγδένιο της βλέμμα γλίστρησε πάνω στο πρόσωπό μου λαίμαργα,
ψάχνοντας στις σκιές, σαν να χρειαζόταν κι αυτή την ίδια επιβεβαίωση.
Σήμερα ήταν μια αρχή για εμάς. Πρώτη φορά ξυπνούσα δίπλα της αντί να έχω ήδη φύγει κλεφτά
από το δωμάτιό της μέσα στη νύχτα, σαν κρετίνος, κρύβοντας τη σχέση μας και ντροπιάζοντάς την.
Τα τέλεια χείλη της σχημάτισαν ένα αμυδρό χαμόγελο. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και να μην
το σκεπάσω με το δικό μου, φιλώντας το κορίτσι που είχε καταφέρει να ξεκλειδώσει την καρδιά
μου.
Το στήθος μου φούσκωσε. Όλους αυτούς τους μήνες που έλειπα δεν ήξερα τι να κάνω με όλο
αυτό που ένιωθα για την Άλι. Με το τι πραγματικά σήμαινε για εμένα, παρόλο που για καιρό
πολεμούσα να μην το δω. Τώρα αυτό το συναίσθημα με είχε κυριέψει και μου υπενθύμιζε την
ύπαρξή του σε κάθε χτύπο της καρδιάς μου.
«Γεια», μου είπε ήρεμα.
Ανασηκώθηκα, έβαλα το ένα μου γόνατο ανάμεσα στα πόδια της και έγειρα πάνω της. Ήταν το πιο
όμορφο πλάσμα που είχα δει ποτέ! Εκείνη με κοιτούσε με τα μάτια ορθάνοιχτα. Το βελούδινο δέρμα
της ήταν απαλό και χωρίς κανένα ψεγάδι, ενώ τα ψηλά της ζυγωματικά διαγράφονταν καθαρά.
Κι όμως όλα πάνω της ήταν τόσο απαλά.
Τόσο υπέροχα.
Έκλεισα στις παλάμες μου αυτό το καθαρό πρόσωπο.
«Καλημέρα, ομορφιά μου!»
Πόσο υπέροχα ένιωθα να ξυπνώ δίπλα της!
Τα απαλά της ακροδάχτυλα χάιδεψαν το σαγόνι μου. Μέσα στα μάτια της τρεμόπαιζε κάτι
απίστευτα δυνατό.
«Έμεινες». Τα λόγια έμοιαζαν να ξεπηδούν από κάπου βαθιά μέσα της αποκαλύπτοντάς μου τον
φόβο που φώλιαζε ακόμη στην καρδιά της.
Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται, γιατί ήθελα να πάρω αυτόν της τον φόβο και να τον
εξαφανίσω, όπως και τον πόνο που είχε νιώσει όλους αυτούς τους μήνες που ήμουν μακριά. Για μια
ατέλειωτη στιγμή έμεινα σκυμμένος πάνω της να την κοιτώ με βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις.
«Μωρό μου, σου το είπα και πριν. Δεν πρόκειται να φύγω ούτε λεπτό από εδώ».
Έσφιξα κι άλλο τα μάγουλά της κι έφερα το πρόσωπό μου πιο κοντά στο δικό της. Μέσα μου
ήξερα ήδη την απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις που με καταδίωκαν.
Η Άλι με είχε ανάγκη.
Άφησα λίγο από το βάρος μου να πέσει πάνω της προσεκτικά για να μην την πονέσω, γιατί είχα
αποφασίσει να μην της προκαλέσω ποτέ ξανά πόνο. Έσκυψα κοντά στο αυτί της.
«Πρέπει να με πιστέψεις. Ναι, έχουμε αρκετά προβλήματα μπροστά μας, αλλά θα τα
αντιμετωπίσουμε μαζί. Εντάξει;» της ψιθύρισα.
Έγειρα πίσω κι άφησα τον εαυτό μου να χαθεί στο βλέμμα της, που έκρυβε τόσες ελπίδες.
Αυθόρμητα, τύλιξα μια τούφα από τα μαλλιά της γύρω από το δάχτυλό μου. Ήταν ένας δυνατός
δεσμός. Ήταν το σπίτι μου.
Δεν το κουνάω από εδώ.
Η Άλι ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να χωνέψει καλά αυτό που της έλεγα. Έπλεξε τα μπράτσα της
γύρω από τον λαιμό μου και έβαλε το πρόσωπό της μέσα. Οι λέξεις κύλησαν ελαφριά και φίλησαν
το δέρμα κάτω ακριβώς από το αυτί μου.
«Σε πιστεύω, Τζάρεντ. Πάντα σε πίστευα».
Ένιωσα τη στοργή να φουσκώνει μέσα μου. Αυτό το κορίτσι με καταλάβαινε έτσι όπως κανένας
άλλος δεν μπορούσε κι αυτό ήταν υπέροχο.
«Σ’ ευχαριστώ». Άρπαξα το πρόσωπό της με τα χέρια μου και χάιδεψα με τα χείλη μου τα δικά
της. «Σ’ ευχαριστώ που είδες μέσα μου κάτι που δεν ήξερα πως υπήρχε».
Τη φίλησα με πάθος. Η γλώσσα μου μπήκε πεινασμένα στο στόμα της για να γευτεί τη γλύκα και
την ομορφιά της. Η γλώσσα της Άλι, απαλή, με καλοδέχτηκε.
Αυτή η ελάχιστη επαφή έκανε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου να σκληρύνει.
Γαμημένη διέγερση.
Εδώ και πολύ καιρό επέλεγα να τη βλέπω με αυτόν τον τρόπο, προσπαθώντας να καταπνίξω τα
αισθήματα που πίστευα πως δεν είχα το δικαίωμα να νιώθω. Τελικά, αποδείχτηκε πως αυτό που
ήθελα από την Άλι ήταν κάτι πολύ πιο βαθύ.
Ακούστηκε μια πόρτα να χτυπά μέσα στο σπίτι τόσο δυνατά που οι τοίχοι στο δωμάτιο της Άλι
σείστηκαν.
Παγώσαμε κι οι δυο μας και μείναμε να κοιταζόμαστε με γουρλωμένα μάτια. Μετά, η προσοχή
μας στράφηκε στην κλειστή πόρτα. Εδώ και πολλούς μήνες αυτή η πόρτα έκρυβε τις συνευρέσεις
μας, σαν να ήταν κάποιου είδους άρρωστο κι αμαρτωλό μυστικό. Αυτό που έπρεπε να είχα κάνει
από την αρχή ήταν να φωνάξω σε όλον τον κόσμο τι σήμαινε αυτό το κορίτσι για εμένα.
Αλλά δεν το έκανα. Τόσο μπερδεμένος ήμουν. Όμως, ποτέ δεν ισχυρίστηκα πως ήξερα ακριβώς τι
μου γινόταν. Το αντίθετο, μάλιστα. Είχα πιστέψει πως στην ουσία τής έκανα χάρη κρατώντας την
υπόληψή της καθαρή. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι την ντρόπιαζα με τις επιλογές μου.
Ακούστηκαν βαριά βήματα να διασχίζουν τον διάδρομο και τα μάτια της Άλι γέμισαν ανησυχία.
Μια σκιά φάνηκε κάτω από την πόρτα. Ο αδερφός της είχε περάσει απ’ έξω.
Ακούμπησα το μέτωπό μου στο δικό της κι έπνιξα το βογκητό που ανέβηκε στον λαιμό μου.
Στον διάβολο.
Ποιος μπορούσε να με κατηγορήσει που δεν πετούσα από τη χαρά μου να βρεθώ πρόσωπο με
πρόσωπο με τον αδερφό της Άλι, τον Κρίστοφερ; Δε νομίζω πως θα χαιρόταν και πολύ να με βρει
εδώ. Όμως, η συνάντησή μας ήταν αναπόφευκτη.
Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει τώρα, σκέφτηκα, αυτοσαρκάζοντας. Άδραξε τη μέρα και τα σχετικά.
Το σίγουρο ήταν πως ο Κρίστοφερ, μόλις θα μ’ έβλεπε, θα μου έσπαγε το κεφάλι.
Την περασμένη νύχτα, η Άλι μου είχε πει πως του είχε εξομολογηθεί για το μωρό και μου είχε
τονίσει πόσο σημαντικό ήταν γι’ αυτήν που ο αδερφός της ήταν στο πλάι της όσο εγώ έλειπα.
«Νομίζω πως πρέπει να τακτοποιήσω κάτι. Γιατί δεν κάνεις ένα ντουζάκι όσο εγώ θα μιλάω με τον
αδερφό σου;» της ψιθύρισα απαλά κι έβαλα ένα τσουλούφι από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της.
Ήταν περισσότερο παράκληση παρά ερώτηση.
Ήμουν ειδικός στο να δημιουργώ φασαρίες και, όταν έφταναν στη χειρότερη φάση τους, να το
βάζω στα πόδια. Γι’ αυτό δεν ήθελα να υποβάλω την Άλι σε μια ακόμα δοκιμασία. Ήθελα να μείνει
εδώ, προστατευμένη από ό,τι θα λεγόταν εκεί έξω. Ή μπορεί να μην ήθελα ν’ ακούσει αυτά που θα
έλεγε ο Κρίστοφερ, γιατί σίγουρα θα ήταν η καθαρή αλήθεια.
Η Άλι μόρφασε, σαν να την είχα πονέσει. Κούνησα το κεφάλι μου γιατί κατάλαβα τι ακριβώς
σκέφτηκε.
«Δώσε μου δέκα λεπτά, μωρό μου, και σου υπόσχομαι πως θα γυρίσω και θα περάσουμε όλη την
ημέρα στο κρεβάτι. Μόνο οι δυο μας».
Η ματιά της καρφώθηκε πάνω μου. Ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε.
«Μην αρχίζεις να κρύβεσαι, Τζάρεντ. Εγώ κι εσύ είμαστε μαζί τώρα», μου τόνισε. «Και μαζί
πρέπει να το αντιμετωπίσουμε».
Ένας παλιός πόνος έκανε τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου να συσπαστούν και τραβήχτηκα
λίγο. Είχα συνηθίσει να διαχειρίζομαι μόνος μου τα προβλήματά μου, να τα αφήνω στην άκρη για να
μπορώ να κρατηθώ στην επιφάνεια, γιατί διαφορετικά θα με έπνιγαν.
Και τώρα ερχόταν αυτή η κοπέλα και μου υποσχόταν πως θα στεκόταν πλάι μου και θα με
βοηθούσε να κρατηθώ στην επιφάνεια.
Βρήκα το χέρι της και πίεσα την παλάμη της πάνω στο πρόσωπό μου. Έλπιζα να μπορούσε να
νιώσει την ειλικρίνεια που είχαν τα λόγια μου.
«Δεν είναι πως θέλω να σε κρύψω, Άλι. Όμως, πρέπει να το κάνω μόνος μου. Εγώ είμαι αυτός που
τα θαλάσσωσε κι εγώ πρέπει να τα διορθώσω. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο μ’ εμένα και μ’ εσένα.
Γνωρίζομαι με τον αδερφό σου εδώ και πάρα πολλά χρόνια».
Πριν φύγω, είχα χάσει τον έλεγχο και με μυαλό θολωμένο από τον θυμό και την αγωνία, είχα
πιαστεί στα χέρια με τον πιο παλιό μου φίλο. Ήταν τη νύχτα εκείνη που είχε σπάσει την πόρτα του
δωματίου της Άλι και μας είχε πιάσει μαζί. Το φέρσιμό του ήταν απότομο και βίαιο και έτσι
αρπαχτήκαμε. Δεν είχα καταλάβει πόσο το είχα τραβήξει, μέχρι που, κάποια στιγμή, συνήλθα και
συνειδητοποίησα πως το κορμί του ήταν σωριασμένο στο πάτωμα στην κρεβατοκάμαρα της Άλι.
Ύστερα από αυτό που είχα κάνει, δεν είχα την παραμικρή ιδέα αν θα μπορούσα να επανορθώσω κι
αν εκείνος θα μου έδινε αυτή την ευκαιρία. Όχι πως το άξιζα. Όμως, για χάρη της Άλι έπρεπε να
προσπαθήσω. Να τον αντιμετωπίσω. Να αναλάβω την ευθύνη, παρόλο που δεν ήμουν καθόλου
σίγουρος πως μπορούσα να ελέγξω τη συμπεριφορά μου.
Χάιδεψα τα μαλλιά της.
«Άσε με να του μιλήσω. Πρέπει να έρθω αντιμέτωπος με τις υποχρεώσεις μου κάποτε. Άρχισα
μαζί σου χθες, όταν γύρισα κοντά σου. Τώρα πρέπει να δοκιμάσω και μαζί του. Δεν μπορώ να το
βάζω συνεχώς στα πόδια, ούτε να σηκώνω τείχη και να κρύβομαι. Σε παρακαλώ, κατάλαβέ με».
«Σε καταλαβαίνω, Τζάρεντ. Όμως πρέπει κι εσύ να καταλάβεις πως δεν είσαι πια μόνος». Τα
τρυφερά της δάχτυλα έκαψαν το δέρμα μου έτσι όπως γλίστρησαν πάνω στο σαγόνι μου. «Θέλω να
είμαι δίπλα σου σε οτιδήποτε έχεις ν’ αντιμετωπίσεις, τώρα και στο μέλλον».
Τα λόγια της στάλαξαν σαν βάλσαμο στην ψυχή μου και με πλημμύρισε μια γαλήνη που ένιωσα
να μην αξίζω. Όμως, δεν υπήρχε τρόπος να κάνω πίσω. Της έδωσα ένα πεταχτό φιλί στο στόμα και
μετά πλησίασα τα χείλη μου στο απαλό της αυτί.
«Εσύ είσαι η ζωή μου… το μέλλον μου», της ψιθύρισα.
Γιατί χωρίς αυτήν ποτέ δεν είχα ούτε ζωή, ούτε μέλλον.
Τα δάχτυλα της Άλι σφίχτηκαν πάνω στον λαιμό μου καθώς δεχόταν τα λόγια μου, σαν νερό που
στάλαζε κατευθείαν από την καρδιά μου. Κι εγώ τα ένιωθα να περνούν στο αίμα της και να
πλημμυρίζουν την ύπαρξή της. Ναι… Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον.
Το αναθεματισμένο αυτό παζλ αποκτούσε επιτέλους κάποιο νόημα.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι της απρόθυμα. Άρπαξα τα ρούχα μου, που βρίσκονταν στο πάτωμα.
Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα χαμόγελο βλέποντάς τη να με παρακολουθεί να ντύνομαι. Τα
μάτια της με κοιτούσαν πεινασμένα. Μου φαινόταν εκπληκτικό που αυτή η κοπέλα με ήθελε το ίδιο
παθιασμένα όσο την ήθελα κι εγώ.
Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα, μου άπλωσε το χέρι. Εγώ την πλησίασα ξανά και της
φίλησα τα ακροδάχτυλα.
«Το εννοώ, Άλι».
«Το ξέρω», μου είπε με μάτια που έλαμψαν εκπέμποντας ένα φως που ποτέ δεν πίστευα πως θα
μπορούσα εγώ να έχω πυροδοτήσει.
Μετά, στράφηκα και άνοιξα την πόρτα. Αθόρυβα, την έκλεισα πίσω μου.
Απομακρύνθηκα από το άσυλο που μου πρόσφερε το δωμάτιο της Άλι. Μέσα σε μια στιγμή όλα
μου τα νεύρα είχαν τεντωθεί. Το στήθος μου φούσκωσε και στ’ αυτιά μου αντηχούσε το
σφυροκόπημα του σφυγμού μου. Η κλιμακούμενη ένταση δημιουργούσε δίνη μέσα μου.
Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρά μου και μισόκλεισα τα μάτια μου για να προσαρμοστώ στο λαμπρό φως
της ημέρας, που ξεχυνόταν στο καθιστικό από το τζάμι της συρόμενης πόρτας της βεράντας.
Δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι θα μπορούσα να περιμένω από τον Κρίστοφερ, όμως ήμουν
απόλυτα σίγουρος πως δεν ήθελα να επαναληφθούν όσα είχαν γίνει την τελευταία φορά που βγήκα
από την πόρτα της Άλι.
Μερικά πράγματα δε γινόταν να συγχωρεθούν. Όσα ελεεινά λάθη έκανα θα με στοίχειωναν σε όλη
μου τη ζωή. Έστρωσα νευρικά τα μαλλιά μου με το χέρι μου. Οπωσδήποτε το ότι μπλέχτηκα σε
καβγά και χτύπησα τον φίλο μου ήταν ένα από αυτά. Και σίγουρα ούτε και το ότι άφησα την αδερφή
του έγκυο θα του άρεσε.
Πήρα βαθιά ανάσα και άφησα στην άκρη όλες αυτές τις σκέψεις.
Δεν είχε σημασία. Όταν ήρθα εδώ, είχα πάρει μια απόφαση. Τέρμα το κρυφτούλι.
Ακροπατώντας, διέσχισα αργά τον διάδρομο, καθυστερώντας μήπως και ακούσω κάποια του
κίνηση.
Τον είδα πίσω από το μπαρ που χώριζε το κεντρικό δωμάτιο από την κουζίνα ν’ ανοίγει τα
ντουλάπια και να τα κλείνει με θόρυβο. Τον κοίταξα καλά καλά καθώς συνέχισα να περπατώ.
Τα μαύρα του μαλλιά ήταν σε κακή κατάσταση και αρκετούς πόντους πιο μακριά από την
τελευταία φορά που τον είχα δει. Φορούσε μόνο ένα τζιν παντελόνι. Η πλάτη και τα μπράτσα του
είχαν πολύπλοκα τατουάζ, που σχημάτιζαν πανέμορφες εικόνες στο δέρμα του, τόσο διαφορετικές
από τις φριχτές εικόνες που είχα εγώ.
Όμως, δε μου διέφυγε ο τρόπος με τον οποίο οι μύες της πλάτης του σφίχτηκαν και όλο του το
σώμα πήρε εχθρική στάση. Οι κινήσεις του έγιναν βίαιες. Συνέχισε να χτυπάει τα πράγματα γύρω
του, έντονα εκνευρισμένος κι έτοιμος να ξεσπάσει. Έβαλε δυο φέτες ψωμί στη φρυγανιέρα, ενώ οι
κινήσεις του ήταν όλο νευρικότητα.
Και οι δυο μας αντιλαμβανόμασταν την παρουσία του άλλου. Η ατμόσφαιρα ανάμεσά μας ήταν
πολύ φορτισμένη, σαν εκτεθειμένο ηλεκτροφόρο καλώδιο που περιμένει μια σπίθα, μια μικρή
κίνηση για να τιναχτεί στον αέρα.
Με το στομάχι μου σφιχτά δεμένο, έκανα τον γύρο του μπαρ, αλλά σταμάτησα διστακτικά
ανάμεσα στον πάγκο της κουζίνας και το στρογγυλό τραπεζάκι στο οποίο τρώγαμε. Εκείνος
συνέχισε να μου έχει γυρισμένη την πλάτη, λες και για εκείνον ήμουν νεκρός, έτσι ακριβώς όπως θα
έπρεπε να είμαι.
Μέχρι να φύγω, θα μ’ έχει μισήσει…
Πόσες φορές δεν είχε δώσει το μυαλό μου αυτή τη σιωπηρή υπόσχεση; Αρκετές για να ξέρω πως
ήταν αληθινή.
Τελικά, τράβηξα μια καρέκλα από το τραπεζάκι, τη γύρισα από την άλλη και κάθισα έτσι ώστε να
τον έχω μπροστά μου. Έγειρα μπροστά κι ακούμπησα τους αγκώνες μου στα γόνατά μου. Σκούπισα
με το χέρι μου το πρόσωπό μου και το πιγούνι μου, λες κι αυτή η κίνηση μπορούσε να με απαλλάξει
από όσα είχα ν’ αντιμετωπίσω.
Ο Κρίστοφερ ήταν ο καλύτερος μου φίλος σε όλη την παιδική μου ηλικία. Ήμαστε πάρα πολύ
κοντά ο ένας στον άλλον, περισσότερο κι από αδέρφια. Όταν είχα επιστρέψει στο Φοίνιξ, το
περασμένο καλοκαίρι, εκείνος, χωρίς να μου κάνει καμία ερώτηση και παραβλέποντας όλες μου τις
εγκληματικές πράξεις, που με είχαν στείλει φυλακή, μου είχε ανοίξει το σπίτι του.
Κι εγώ τι είχα κάνει για να ξεπληρώσω την καλοσύνη του; Τον είχα γεμίσει ψέματα κι είχα
εκμεταλλευτεί τη θέση μου –και την αδερφή του– στην πρώτη ευκαιρία.
Ένιωθα ντροπή. Ήμουν απαράδεκτος. Μ’ έπνιγε. Μισούσα αυτό που είχα κάνει, έτσι όπως το είχα
κάνει, αλλά και το πού είχαν καταλήξει τα πράγματα όταν αποκαλύφθηκαν όλα. Και το πιο
αδιανόητο ήταν πως από την αρχή ήξερα πού θα κατέληγε όλο αυτό. Ήταν ολοφάνερο πού πήγαινε
το πράγμα, όμως εγώ συνέχιζα, μέχρι που όλα τινάχτηκαν στον αέρα.
Η αιτία, όμως, ήταν η Άλι. Γιατί εξαιτίας της δεν είχα μπορέσει να φύγω, όταν έπρεπε. Και εξαιτίας
της βρισκόμουν καθισμένος σε αυτήν την καρέκλα σήμερα.
Ο Κρίστοφερ συνέχισε να μου έχει γυρισμένη την πλάτη. Το ψωμί πετάχτηκε από τη φρυγανιέρα
κι εκείνος πήρε ένα πιάτο από το ντουλάπι. Τα κουταλοπίρουνα χτύπησαν μεταξύ τους, όταν
τράβηξε απότομα το συρτάρι για να πάρει ένα μαχαιράκι για το βούτυρο.
Εγώ συνέχισα να κάθομαι στη θέση μου και να περιμένω. Του έδινα χρόνο να εξωτερικεύσει αυτό
που έβραζε μέσα του.
Όταν μίλησε τελικά, η φωνή του ήταν σφιγμένη. Ο τόνος του ήταν ειρωνικός, ενώ διέκρινα μια
απέχθεια στο βάθος.
«Μπα, μπα, μπα… Καλώς τον διαβόητο Τζάρεντ Χολτ. Το περίμενα πως θα έβλεπα τα θλιμμένα
σου μούτρα σήμερα το πρωί. Όταν γύρισα σπίτι χθες τη νύχτα, είδα το σαράβαλό σου παρκαρισμένο
στη γνωστή θέση. Μετά, μπήκα σπίτι και η πόρτα της κρεβατοκάμαρας της αδερφούλας μου ήταν
διπλοκλειδωμένη».
Στράφηκε για να με δει κι εγώ έβγαλα μια καυτή ανάσα από τα πνευμόνια μου κι έκανα το κεφάλι
μου στο πλάι, όταν αντίκρισα την περιφρόνηση στο βλέμμα του. Σταύρωσε τα μπράτσα του πάνω
στο στήθος του κι οπισθοχώρησε προς τον πάγκο.
«Πώς είσαι, φιλάρα;» ρώτησε σαρκαστικά. «Μια στιγμή, όμως, να σου πω πρώτα τι τρέχει εδώ
πέρα».
«Κρίστοφερ…»
«Δεν το βουλώνεις για ν’ ακούσεις τι έχω να σου πω; Ή μήπως αισθάνεσαι την υποχρέωση να με
γεμίσεις μ’ ένα σωρό ψέματα;»
Έγειρα στην πλάτη της καρέκλας και κοίταξα το φαρμάκι που έσταζε η ματιά του, καλωσορίζοντάς
το, γιατί ήξερα πως μου άξιζε. Δεν ήθελα να δικαιολογηθώ γιατί γνώριζα πολύ καλά τι είχα κάνει.
«Λοιπόν, πώς ήταν χθες τη νύχτα; Βρήκες εύκολα τον δρόμο για το κρεβάτι της αδερφούλας μου;»
Μπροστά σε αυτό το κατηγορητήριο, το σαγόνι μου σφίχτηκε και τα χείλη μου έγιναν μια λεπτή
γραμμή, για να μην αφήσουν να ξεφύγει κάποια άστοχη κουβέντα. Ο κόπανος ήξερε και με
χτυπούσε εκεί όπου πονούσα περισσότερο. Κούνησα δυνατά το κεφάλι μου γιατί ένιωσα ν’
ανακατεύομαι. Εκείνος με αγριοκοίταξε σαν να ήμουν κανένας σιχαμένος προδότης. Ίσως και να
ήμουν, όμως δεν άντεχα να με αντιμετωπίζει έτσι, να σκέφτεται πως εκμεταλλεύτηκα την Άλι. Σαν
να παραγνώριζε ότι για εμένα ήταν το πιο σημαντικό πλάσμα στον κόσμο. Για εκείνον, το μόνο που
μ’ ένοιαζε ήταν να πηδήξω την αδερφή του.
«Έλα τώρα, φίλε», μουρμούρισα. Έκανα πίσω τα μαλλιά μου με χέρι που έτρεμε και στύλωσα τα
μάτια μου στον τοίχο, πριν βρω το κουράγιο να τα γυρίσω πάνω του. «Ποτέ δεν ήταν έτσι».
«Α, μπα!» είπε και η φράση στάλαξε σαν φαρμάκι από το ζαρωμένο του στόμα.
«Αλήθεια». Η λέξη, φορτισμένη από τις ενοχές μου, έξυσε το λαρύγγι μου, ενώ το γόνατό μου
άρχισε να ανεβοκατεβαίνει νευρικά, γιατί δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ την κουβέντα. Το παλιό
σήμα κίνδυνου άναψε πάλι μέσα μου, παρακινώντας με να τα μαζεύω και να φεύγω, όμως το πίεσα
να σταματήσει, γιατί τίποτε πια δεν μπορούσε να με πάρει μακριά από την Άλι.
Ο Κρίστοφερ τράβηξε το βλέμμα του και κοίταξε το πάτωμα. Κρατήθηκε από τον πάγκο καθώς
σκεφτόταν κάτι και μετά σήκωσε το πιγούνι του.
«Σου το είπε;»
Έγνεψα ελαφρά, καταλαβαίνοντας αμέσως τι εννοούσε.
«Ναι», είπα και κρέμασα το κεφάλι από ντροπή, ενώ με πλημμύρισε ένα νέο κύμα ενοχών. Μακάρι
να μην είχα φύγει. Μακάρι να ήμουν ο πρώτος που θ’ άκουγε αυτό το νέο. Μακάρι να μη χρειαζόταν
να κρεμαστεί πάνω του. Κι όμως, πάλι καλά που τον είχε πλάι της.
Ο Κρίστοφερ προχώρησε. Κάθε του βήμα ήταν υπολογισμένο και βαρύ από οργή, μίσος και
επιθετικότητα. Καθώς με πλησίαζε, έσφιξε τις γροθιές του. Στο κάθε του βήμα το κεφάλι μου
σηκωνόταν λίγο, μέχρι που ήρθε και στάθηκε ακριβώς απέναντι από το πρόσωπό μου.
«Νομίζεις πως μπορείς, όποτε σου αρέσει, να γυρίζεις και να φέρεσαι σαν να μην τρέχει τίποτε;
Σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε; Ε, λοιπόν, ένα έχω να σου πω, παλιομαλάκα. Τίποτε δεν είναι το
ίδιο».
Ένιωσα την επιθετικότητα μέσα μου να ξυπνά και να χτυπά το στομάχι μου. Ένα ρίγος από την
ίδια τρέλα που με βασάνιζε εδώ και χρόνια διαπέρασε το κορμί μου. Οι γροθιές μου έσφιξαν και
αγωνίστηκα να μη χάσω την αυτοκυριαρχία μου. Ο Κρίστοφερ απέπνεε πικρία, που με τύλιξε σαν
σύννεφο. Δαγκώθηκα για να μην του την αντιγυρίσω βίαια.
Μετά, γέλασε, σαν να επιβεβαιώνονταν οι σκέψεις του.
«Μήπως σου τη δίνει που σου τα λέω κατάμουτρα, Τζάρεντ; Μήπως θέλεις ξανά να με χτυπήσεις;
Να χάσεις μια ακόμα φορά τον έλεγχο; Θα νιώσεις καλύτερα;» είπε μα χαμηλή φωνή.
Με προκαλούσε και το ήξερα. Κι ίσως αυτό να με εκνεύριζε ακόμα περισσότερο. Έσφιξα τα
δόντια και στριφογύρισα νευρικά κάτω από το θυμωμένο βλέμμα αυτών των καταπράσινων ματιών,
που έμοιαζαν τόσο με της Άλι.
Διέκρινα κάτι σαν φόβο πίσω από τα λόγια του.
«Και τι θα γίνει όταν κάποια μέρα θα σε εκνευρίσει η Άλι; Μήπως θα τη χτυπήσεις κι αυτήν; Και τι
θα γίνει αν κάποια στιγμή το μωρό σε βγάλει εκτός εαυτού;»
Κάθε νεύρο στο κορμί μου τεντώθηκε κι άρχισε να πάλλεται προκαλώντας μου απίστευτο πόνο.
«Ποτέ», είπα και ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. Έπιασα σφιχτά τα μαλλιά μου και πνίγηκα
προσπαθώντας να μιλήσω. «Πού να σε πάρει, Κρίστοφερ. Ποτέ δε θα πείραζα την Άλι και το μωρό».
Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω, συνεχίζοντας να με αγριοκοιτάζει με περιφρόνηση, όπως μου άξιζε.
«Ναι… Κι εγώ ήμουν ο κολλητός σου, όμως δε φάνηκε να μέτρησε μέσα σου αυτό, όταν σου ήρθε
να ξεσπάσεις σε κάποιον».
Με κοίταξε προκλητικά, όμως το βλέμμα του ήταν ερωτηματικό, ανήσυχο, πληγωμένο.
Οι τύψεις μ’ έπνιξαν και με δυσκολία προσπάθησα να του εξηγήσω τι με είχε βγάλει εκτός εαυτού
εκείνη τη νύχτα.
«Ξέρω πως δεν το ήθελες, όμως την πόνεσες κι αυτό μ’ έκανε να χάσω τον έλεγχο, φίλε. Στη
σκέψη πως κάποιος μπορεί να της κάνει κακό, τρελαίνομαι».
Αμέσως η έκφραση του προσώπου του άλλαξε, δείχνοντας πως καταλάβαινε, όμως μετά
σκοτείνιασε πάλι. Ο θυμός είχε δώσει τη θέση του στην απογοήτευση.
«Ναι, αλλά ξέρεις κάτι, Τζάρεντ; Κι εσύ την πόνεσες. Θέλεις να μάθεις τι έγινε όταν έφυγες; Όταν
δεν ήξερε ούτε πού είχες πάει, ούτε αν θα γύριζες; Θέλεις να σου πω πόσο πόνεσε; Και μάντεψε
ποιος ήταν εδώ να τη φροντίζει όταν για τρεις συνεχόμενους μήνες ξερνούσε. Μάντεψε σε ποιου την
αγκαλιά έκλαιγε κι αναρωτιόταν πώς θα τα έβγαζε πέρα. Εγώ ήμουν στο πλάι της, Τζάρεντ. Και
τώρα δεν πρόκειται να κάνω στην άκρη και να σε αφήσω να την καταστρέψεις. Όχι ύστερα από όλα
όσα πέρασε».
Ό,τι πιάνω το καταστρέφω.
Αυτή η σκέψη ήταν σαν κλοτσιά στο στομάχι. Πήρα βαθιά ανάσα μέσα από τα σφιγμένα μου
δόντια και προσπάθησα να τη στείλω στους πνεύμονές μου. Αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να μάθω να
αποδέχομαι· το γεγονός πως δεν είχα ιδέα τι είχε περάσει η Άλι, όσο εγώ έλειπα. Το μόνο που
γνώριζα ήταν τον δικό μου πόνο, την καθημερινή δυστυχία που ένιωθα όλον αυτόν τον καιρό.
Καθημερινά προσευχόμουν να με ξεπεράσει, να με ξεχάσει, μη ξέροντας πως, όταν την εγκατέλειψα,
της άφησα την πιο επιτακτική υπενθύμιση που θα μπορούσε να έχει.
Όμως, ακόμα κι αν δεν την είχα εγκαταλείψει μ’ ένα μωρό στα σπλάχνα, θα έπρεπε να ήμουν
εντελώς βλάκας για να πιστέψω πως θα μπορούσε ποτέ να με ξεχάσει. Αφού είχα νιώσει την
ειλικρίνεια στο άγγιγμά της και την αλήθεια στο βλέμμα της.
Η Άλι με αγαπούσε.
Τινάχτηκα απότομα. Ξαφνιασμένος, ο Κρίστοφερ έκανε πίσω. Εγώ άρχισα να πηγαινοέρχομαι.
Κάποια στιγμή στράφηκα προς το μέρος του, ελπίζοντας πως θα ένιωθε την αλήθεια στα λόγια μου.
«Την αγαπάω. Εντάξει; Μπορεί να είμαι ρεμάλι. Το παραδέχομαι. Όμως, αυτό δεν αλλάζει όσα
νιώθω για την αδερφή σου». Μιλούσα κι η καρδιά μου μάτωνε. Αυτό το κορίτσι που ήταν
ξαπλωμένο στο δωμάτιό του στο τέρμα του διαδρόμου ήταν η αλήθεια μου.
«Κοίτα, Κρίστοφερ. Μπορείς να με μισείς, μπορείς να με κατηγορείς, γιατί το λάθος είναι δικό
μου. Αποκλειστικά. Όμως, δεν έχει σημασία τι λες. Εγώ δεν το κουνάω από εδώ». Η φωνή μου
χαμήλωσε, όπως και το πρόσωπό μου και βρέθηκα να κοιτώ τα δάχτυλα των ποδιών μου. «Πριν
επιστρέψω πρώτη φορά, το μόνο που ένιωθα εδώ και χρόνια ήταν καθαρό μίσος. Το ίδιο
αισθανόμουν κι εκείνο το βράδυ που με βρήκες σ’ εκείνο το μπαρ και με προσκάλεσες στο
διαμέρισμά σου, όπου την είδα ύστερα από τόσο καιρό. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα κάτι πολύ δυνατό
για την Άλι». Ήταν κάτι τρομαχτικό και απίστευτα καλό. «Με άλλαξε. Και αφού πέρασες τόσο
χρόνο μαζί της τους τελευταίους μήνες, ξέρω πως κατάλαβες ότι εγώ κι η Άλι είμαστε προορισμένοι
ο ένας για τον άλλον. Τίποτε άλλο δε μετράει. Τίποτε, πέρα από εκείνη και το μωρό». Τον κοίταξα
κατάματα. «Εγώ κι εσύ, Κρίστοφερ, αφήσαμε να συμβούν μεταξύ μας πολλά. Το ξέρω πως τα έκανα
μούσκεμα και μ’ εσένα και με την αδερφή σου. Λυπάμαι γι’ αυτό. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω
τον χρόνο και να τα κάνω όλα διαφορετικά. Όμως, δεν μπορώ».
Είδα στο βάθος των οργισμένων του ματιών πόσο πολύ είχε πληγωθεί. Κούνησε το κεφάλι του και
κοίταξε τον τοίχο.
«Μου είπες ψέματα, Τζάρεντ. Με κορόιδεψες μπροστά στα μάτια μου, όταν σε ρώτησα στα ίσια αν
εσύ κι η αδερφή μου σκαρώνατε κάτι πίσω από την πλάτη μου».
«Ναι. Σου είπα ψέματα. Όμως, εσύ δε με ρώτησες απλώς αν έτρεχε κάτι μ’ εμένα και την Άλι.
Μου δήλωσες κατηγορηματικά πως δεν έπρεπε να συμβεί κάτι μεταξύ μας. Εγώ κι η Άλι… Τίποτε
δεν μπορούσε να μας σταματήσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην είμαστε μαζί». Ξεροκατάπια. «Να
ξέρεις πως ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν που δεν μπορούσα να συγκρατηθώ και να μην πηγαίνω να τη
βρίσκω. Νομίζεις πως δεν ήξερα πως έπρεπε να μείνω μακριά της;» Έπιασα το στήθος μου. «Το
ήξερα. Όμως δεν μπορούσα να το κάνω. Το ότι στο κράτησα μυστικό ήταν ύπουλο κι άτιμο. Ήταν
λάθος. Όμως, δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Δεν ήθελα να νιώσει η Άλι την ντροπή που ένιωθα εγώ και
σκέφτηκα πως, κρατώντας τις συναντήσεις μας κρυφές, με κάποιον τρόπο την προστάτευα. Κι αυτό
το λάθος είναι αποκλειστικά δικό μου».
Κοίταξα τον πιο παλιό μου φίλο καθώς του άνοιγα την ψυχή μου.
«Την πρώτη νύχτα που μπήκα κρυφά στο δωμάτιό της, ήξερα πως θα την πλήγωνα, Κρίστοφερ. Το
ήξερα, γιατί δεν ένιωθα καλά με τον εαυτό μου. Κι αυτό ποτέ δεν πρόκειται να διορθωθεί. Κι εσύ,
όπως κι εγώ, το ξέρουμε καλά αυτό. Έχω επιτρέψει την καταστροφή τόσων πραγμάτων…»
Άφησα το βλέμμα μου να χαμηλώσει και να περιπλανηθεί, ενώ κουνούσα το κεφάλι μου.
«Όμως η Άλι… Πάντοτε θα την αγαπώ. Είμαι σίγουρος πως την αγαπούσα από τότε που ήμαστε
μικρά παιδιά και μεγαλώναμε όλοι μαζί. Μπορείς να με μισείς, αν το θέλεις, αλλά αυτό που σου
ζητάω είναι να συνηθίσεις να βλέπεις τα μούτρα μου στο σπίτι, γιατί δεν πρόκειται να φύγω από
εδώ. Αλλά, ακόμα κι αν φύγω, θα πάρω και την Άλι μαζί μου».
Την προσοχή μου τράβηξε μια κίνηση στο τέλος του διαδρόμου. Εκεί στεκόταν η Άλι, κολλημένη
πάνω στον τοίχο, και άκουγε. Τα σκούρα της μαλλιά σκέπαζαν τους ώμους της και τα τελευταία μου
λόγια έκαναν τα μάτια της να λάμπουν. Το κορίτσι με κοιτούσε σαν να ήμουν το φως των ματιών
της.
Ξεροκατάπια.
Ήταν δική μου.
Πόσο με πονούσε να σκέφτομαι και να μιλάω για όλα όσα είχα κάνει, για το παρελθόν που δεν
μπορούσα να ξεπεράσω, για τα μεγάλα λάθη μου, για τα συντρίμμια που άφηνα στο πέρασμά μου.
Όμως, εκείνη ήταν εδώ και τα μάτια της πλημμύριζαν από τον έρωτά της για εμένα.
Άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος της και της έγνεψα να πλησιάσει. Εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι,
προχώρησε μπροστά και χώθηκε στην αγκαλιά μου.
«Σ’ αγαπώ», μουρμούρισε έχοντας το πρόσωπό της στην άκρη του στήθους μου.
Φίλησα την κορυφή του κεφαλιού της και τη χάιδεψα με το χέρι μου. Την έσφιξα πάνω μου
κοιτάζοντας τον Κρίστοφερ. Εκείνος μας κοιτούσε με βλέμμα που είχε ανακούφιση μαζί όμως με
τόση δυσπιστία, που δεν ήμουν σίγουρος αν θα μπορούσα ποτέ να εξαφανίσω.
Ναι… Ήθελα να διορθώσω το κακό που είχα κάνει. Στο κάτω κάτω, ο Κρίστοφερ ήταν ο
καλύτερός μου φίλος. Κάποτε ήταν όλη μου η ζωή.
Και το κορίτσι στην αγκαλιά μου;
Αυτή ήταν το μόνο πρόσωπο που είχε πραγματικά σημασία, που για χάρη της έπρεπε να διορθώσω
τα πράγματα και που θα αγαπούσα μέχρι το τέλος της ζωής μου.
ΔYO

Αλίνα
Ένιωσα τη ζεστασιά να τυλίγει το κορμί μου. Η δήλωση του Τζάρεντ έφτασε σαν βάλσαμο στην
ψυχή μου. Έφτασε μέχρι τις ουλές που είχε αφήσει η απουσία του, σε μέρη που πονούσαν από την
εγκατάλειψη και τον φόβο πως έπρεπε να τ’ αντιμετωπίσω όλα μόνη μου.
Όπως ρουφά η ξεραμένη γη το νερό, έτσι δέχτηκα τη ζεστασιά αυτή που με πλημμύρισε κι έδωσε
ζωή σ’ ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα μέσα μου, στην περηφάνια.
Ήμουν περήφανη γι’ αυτόν, γιατί ήξερα πόσο δύσκολο του ήταν να σταθεί μπροστά στον αδερφό
μου και να πει αυτά που είπε, να παραδεχτεί όλα αυτά.
Κρύφτηκα βαθιά στην αγκαλιά του γιατί τα λόγια του με γλύκαναν και με ηρέμησαν, μου έδωσαν
αυτό που χρειαζόμουν.
«Σ’ ευχαριστώ… που γύρισες κοντά μου. Σε χρειάζομαι… Αυτό το χρειάζομαι», μουρμούρισα
χωρίς να είμαι και πολύ σίγουρη για το τι ακριβώς έλεγα. Μόλις οι λέξεις ελευθερώθηκαν από μέσα
μου, σκόρπισαν ανεξέλεγκτες. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολύ σ’ ευχαριστώ».
«Άλι!» είπε ο Τζάρεντ σαν να με μάλωνε, ταραγμένος από την εξομολόγησή μου. «Μωρό μου,
εγώ είμαι αυτός που πρέπει να σε ευχαριστήσει. Χωρίς εσένα, δεν έχω τίποτε. Εσύ μου έδωσες τα
πάντα».
«Εδώ κάνεις λάθος, Τζάρεντ. Κι εγώ σε χρειάζομαι».
Το δέρμα του ήταν καυτό κι απαλό, απέπνεε τον ίδιο πόθο που είχε αφήσει να σιγοκαίει μέσα μου
από το περασμένο βράδυ. Κάθε του κίνηση εξέπεμπε δύναμη, ενώ οι γραμμωτοί μύες του ήταν
λεπτοί και σφιχτοί.
Ο Τζάρεντ ήταν τραχύς. Ήταν σκληρός. Οι αδρές γραμμές του πιγουνιού του ήταν σκεπασμένες με
άγριες τρίχες, ενώ τα καταγάλανα μάτια του θύμιζαν θάλασσα τρικυμισμένη.
Όμως, με κρατούσε λες κι ήμουν κάποιο εύθραυστο αντικείμενο, κάποιο δώρο που μόλις είχε
πάρει, ο πιο πολύτιμος θησαυρός του, που έπρεπε να διαφυλάξει έστω και με κίνδυνο τη ζωή του.
Υπήρχε κάτι δυνατό αλλά και απίστευτα ευγενικό στο κράτημά του, που με γέμιζε ασφάλεια.
Παρόλο που ήξερα πως ο πανέμορφος αυτός άντρας ήταν βαριά πληγωμένος, για εμένα ήταν
τέλειος.
Σχεδόν ενστικτωδώς τα δάχτυλά μου σύρθηκαν πάνω από τη λυγερή του μέση, προς στο σημείο
όπου μια στοιχειωμένη απόδοση των ματιών μου ήταν ανεξίτηλα ζωγραφισμένη πάνω στο δέρμα
του. Δύο σμαραγδένια μάτια κοιτούσαν ανάμεσα από δυο πέταλα, που έπεφταν από το
τριαντάφυλλο το οποίο φυλλορροούσε στο κέντρο του στήθους του. Αυτό το τριαντάφυλλο πάντοτε
μου έδινε την αίσθηση πως μου έγνεφε. Πως ήταν ενός είδους κλειδί.
Σχεδόν κάθε σπιθαμή στον κορμό και τα μπράτσα του Τζάρεντ ήταν σκεπασμένη από ζωγραφιές
με χρώματα που έδειχναν να χορεύουν και από συγκλονιστικές εικόνες φτιαγμένες με μαύρο και
γκρι μελάνι, που έφερναν στην επιφάνεια όλο τον πόνο του και αποτύπωναν την αγωνία του πάνω
στο δέρμα του.
Όμως, αυτό το τριαντάφυλλο στο κέντρο του στήθους του που αντιπροσώπευε τη μητέρα του
ξεχώριζε, μια και έδειχνε την αγάπη του για εκείνη και όλα όσα πίστευε πως είχε χάσει με τον
θάνατό της.
Όταν ανακάλυψα πως με είχε βάλει κι εμένα σε αυτή τη ζωγραφιά, είχα νιώσει τα πόδια μου να
κόβονται από τη συγκίνηση. Λες κι η στιγμή που τον είχε καθορίσει είχε καθορίσει κι εμένα μαζί.
Και τώρα μου είχε επιτρέψει να συμμετάσχω κι εγώ σε αυτή τη στιγμή. Όμως, συνέχιζα να πονώ για
εκείνον, γιατί ήξερα πως ήταν ένας τσακισμένος άνθρωπος. Χθες τη νύχτα, είχαμε μείνει ξαπλωμένοι
και γυμνοί ώρες στη σιωπή. Εγώ είχα κρυφτεί στην αγκαλιά του και εκείνος κοίταζε το ταβάνι
προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει όλα όσα του είχα αποκαλύψει. Μου είχε μουρμουρίσει, με το
πρόσωπο κρυμμένο στα μαλλιά μου, πως ποτέ δε θα θεωρούσε τον εαυτό του άξιο για εμένα, αλλά
πως θα περνούσε όλη του τη ζωή προσπαθώντας να γίνει. Μου είχε πει πως του ήταν πολύ πιο
εύκολο να παραδεχτεί πως με αγαπούσε παρά να δεχτεί πως εγώ αγαπούσα αυτόν.
Ήξερα πως ακόμη ένιωθε πως δεν άξιζε την αγάπη μου.
Όμως, εγώ τον αγαπούσα με όλο μου το είναι.
Κι αυτή η αγάπη ήταν ικανή να με συντρίψει.
Το κατάλαβα βιώνοντας όλον αυτόν τον πόνο τους μήνες που βρισκόταν μακριά μου και το
συνειδητοποίησα απόλυτα όταν τον βρήκα χθες το βράδυ να κάθεται στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού
μου και να με περιμένει. Η ανακούφιση που ένιωσα τότε ήταν τόσο έντονη ώστε μου έκοψε την
ανάσα.
Και πόσο φοβόμουν να του πω για το μωρό! Όμως έπρεπε να το μάθει, παρόλο που ήξερα πως
αυτό μπορούσε να τον κάνει να το βάλει ξανά στα πόδια.
Τώρα δε μιλούσαμε πια μόνο για τον Τζάρεντ και εμένα. Είχα κι ένα μωρό που έπρεπε να σκεφτώ.
Και καταλάβαινα πως το να δεχτώ πίσω τον Τζάρεντ ήταν ρίσκο. Αυτό με έκανε να νιώθω τρομερά
τρωτή.
Μου είχε λείψει απίστευτα και δεν ήμουν σίγουρη πως θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα, αν με
άφηνε άλλη μια φορά.
Αλλά υπήρχε και κάτι περισσότερο. Αυτή η μικρή ζωή που μεγάλωνε μέσα μου με γέμιζε φόβο και
άγχος. Όμως, ακόμα πιο μεγάλη ήταν αυτή η πρωτόγνωρη προσμονή, που με γέμιζε λαχτάρα αλλά
και ανησυχία για την απρόσμενη τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα και η ζωή μου μαζί.
Αμέτρητες νύχτες, μέσα στο σκοτάδι, προσευχόμουν και παρακαλούσα να γυρίσει ο Τζάρεντ ή
ζωγράφιζα ξανά και ξανά το πρόσωπό του στο μπλοκ της ζωγραφικής μου. Αυτές οι εικόνες ήταν το
μόνο που είχα από εκείνον. Μέχρι την περασμένη νύχτα, δεν είχα δείξει σε κανέναν τις ζωγραφιές
μου, που τις κρατούσα καλά κρυμμένες. Ήταν τόσο πολύτιμες για εμένα, που δεν πίστευα ότι κανείς
θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει πόσο σημαντικά θεωρούσα τα πρόσωπα που ζωγράφιζα. Φοβόμουν
πως οι άλλοι θα υποτιμούσαν τη ματιά μου, τον τρόπο με τον οποίο μετέφερα στο χαρτί τα πρόσωπα
εκείνων που αγαπούσα. Όμως, την προηγούμενη νύχτα τις είχα δείξει στον Τζάρεντ, γιατί ήθελα να
ξέρει, να καταλάβει πόσο σημαντικός ήταν για εμένα. Από την πρώτη φορά που έπιασα στο χέρι
σχεδιαστικό κάρβουνο στη ζωή μου, τότε που ήμουν ακόμη μικρό κοριτσάκι, είχε γίνει σταθερό
θέμα των σχεδίων μου.
Πως από τότε ήθελα απεγνωσμένα να είναι μέρος της ζωής μου.
Πως πάντα το ήθελα. Όμως, δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο λαχταρούσα να ήταν μέρος και της
ζωής του παιδιού μας.
Πίστευα με όλη μου την ψυχή σε αυτό που είχαμε δημιουργήσει μαζί. Στην ομορφιά που είχε το
δημιούργημά μας.
Την περασμένη νύχτα δεν είχαμε μιλήσει πολύ γι’ αυτό. Όμως, η στοργή που είχε το άγγιγμα του
Τζάρεντ, ο τρόπος με τον οποίο φιλούσε την κοιλιά μου και με κοίταζε, ο φόβος κι ο θαυμασμός
που διέκρινα στα μάτια του μου έλεγαν πολλά.
Έψαξα να βρω το αριστερό του χέρι και το έφερα στο στόμα μου. Χάιδεψα με τα χείλη μου το
δέρμα του, εκεί όπου ήταν γραμμένη η χρονιά που ο Τζάρεντ είχε πιστέψει πως είχε τελειώσει η ζωή
του: 2006.
Από τότε και για πολλά χρόνια ο Τζάρεντ πάσχιζε να ξεφύγει από το παρελθόν του.
Σκέφτηκα το δεξί του χέρι, εκεί όπου πάνω στους κόμπους των δαχτύλων του ήταν γραμμένη η
χρονιά της γέννησής του: 1990.
Κάποτε πίστευε πως αυτά τα δεκαέξι χρόνια που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στις δύο ημερομηνίες
ήταν τα μόνα που είχε ζήσει πραγματικά.
Όμως είχε επιστρέψει, γιατί με κάποιον τρόπο και μέσα από όλα αυτά είχε πιστέψει πως μπορούσε
να έχει μέλλον μαζί μου. Είχε δει τη ζωή να συνεχίζεται και πέρα από την ημερομηνία που πίστευε
πως έπρεπε να είχε πεθάνει στη θέση της μητέρας του.
Επέλεγα να τον πιστεύω, γιατί δεν ήξερα τίποτε άλλο πιο αληθινό.
Επέλεγα να πιστεύω την αγάπη του, όσο εύθραυστη κι αν ήταν.
Επέλεγα να πιστεύω πως θα στεκόταν με δύναμη απέναντι στους δαίμονες που τον στοίχειωναν
και μόλυναν την καλοσύνη της ψυχής του· αυτούς που είχε προσπαθήσει να ζωγραφίσει πάνω στο
δέρμα του, δίνοντάς τους τρομακτικά πρόσωπα, αυτούς που του προκαλούσαν κάθε βράδυ
εφιάλτες.
Ο Τζάρεντ ήταν για εμένα ένα ρίσκο που έπρεπε να πάρω. Και τα ρίσκα πάντοτε κρύβουν μέσα
τους τον κίνδυνο. Όμως, ο μόνος κίνδυνος που διαισθανόμουν πως μπορούσε να προέλθει από
εκείνον ήταν να σταματήσει να είναι κοντά μου. Αυτή ήταν μια μοίρα που αρνιόμουν να σκεφτώ.
Ο αγαπημένος μου άλλαξε θέση, πήρε το πρόσωπό μου στα χέρια του και το έφερε κοντά στο δικό
του πρόσωπο. Κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου, απαλά κι όμως δυνατά, σχεδόν απελπισμένα. Τα
δάχτυλά του χώθηκαν στα μαλλιά μου, στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Ένιωσα ν’ ανατριχιάζω
μέχρι τα κατάβαθα του είναι μου.
«Σ’ αγαπώ, Άλι». Η φωνή του ήταν χαμηλή, βαριά από υποσχέσεις, που ίσως ήθελε να
υπενθυμίσει στον εαυτό του. Τα γαλάζια του μάτια έκαιγαν καθώς τράβηξε το πρόσωπό του και με
κοίταξε κατάματα. Εδώ και καιρό έβλεπα την αγάπη στα μάτια του.
Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο λάθους. Ήταν υπέροχο που δεν προσπαθούσε πια να την κρύβει.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ… τόσο πολύ», του ψιθύρισα με τη σειρά μου.
«Να πάρει!» ακούστηκε να λέει ο Κρίστοφερ πίσω μας, με φωνή που έδειχνε ταυτόχρονα
αποστροφή αλλά και αποδοχή.
Αυτούς τους τελευταίους μήνες είχα κυριολεκτικά τρομοκρατήσει τον αδερφό μου. Το ήξερα
αυτό. Το διάβαζα στο πρόσωπό του κάθε φορά που με έβλεπε κουλουριασμένη στον καναπέ. Είχα
δει την ανησυχία στο βλέμμα του και τη σύγχυσή του όταν δεν ήξερε ούτε τι χρειαζόμουν ούτε πώς
μπορούσε να με βοηθήσει.
Όμως, τα είχε καταφέρει. Είχε σταθεί στο πλάι μου και με στήριζε κι αυτό ήταν η μεγαλύτερη
βοήθεια που μπορούσε να μου δώσει. Μέχρι και την περασμένη νύχτα, που είχα πει στον Τζάρεντ
πως ο Κρίστοφερ ήταν ο μόνος που γνώριζε για την εγκυμοσύνη μου. Δεν είχα τολμήσει να το
εκμυστηρευτώ στους γονείς μου, που ζούσαν αρκετά κοντά μας. Δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει χωρίς
τη συμπαράσταση του αδερφού μου.
Είχα ακόμη το πρόσωπό μου κρυμμένο στην ασφάλεια που μου πρόσφερε το στήθος του Τζάρεντ,
όμως καταλάβαινα πως αυτός και ο αδερφός μου συνέχιζαν ν’ αγριοκοιτάζονται. Να ζυγιάζουν ο
ένας τον άλλον. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη και τόσο βαριά, που σχεδόν άκουγα τον Κρίστοφερ
να ξεροκαταπίνει.
«Θέλεις να μείνεις εδώ, μαζί της;» Απαίτησε, τελικά, ο Κρίστοφερ να μάθει. «Και εννοώ μόνιμα.
Ξέρεις πως τα πράγματα πια δεν είναι παιχνίδι».
Ο Τζάρεντ ακούμπησε το ζεστό του χέρι στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, σαν να προσπαθούσε
να με προστατέψει. «Ποτέ δεν ήταν παιχνίδι, Κρίστοφερ. Σου το είπα αυτό και πριν».
Χάιδεψε με τα δάχτυλά του τα μαλλιά μου κι εγώ ανασηκώθηκα και κοίταξα πίσω μου τον αδερφό
μου.
«Νομίζω πως το ξέρεις ήδη αυτό», συνέχισε ο Τζάρεντ. «Αλλιώς δε θα ήμουν τώρα εδώ».
Το στόμα του Κρίστοφερ συσπάστηκε κάνοντας μια γκριμάτσα κι ο αδερφός μου κοίταξε ξανά
τον τοίχο απέναντί του. Μετά ξεφύσηξε βαριά.
«Νομίζω πως θα πρέπει να συνηθίσω στην ιδέα πως εσείς οι δύο είστε μαζί».
Το αυτί μου ήταν κολλημένο στο στήθος του Τζάρεντ κι άκουσα την καρδιά του να χτυπά δυνατά.
«Ναι, θα πρέπει να συνηθίσεις», είπε ο Τζάρεντ και ακούμπησε το στόμα του στην κορυφή του
κεφαλιού μου. Κατάλαβα πως τα λόγια που ψιθύρισε απευθύνονταν σ’ εμένα. «Γιατί δεν υπάρχει
περίπτωση να την αφήσω από τα χέρια μου».
«Άντε, πήγαινε», μουρμούρισε ο Τζάρεντ πάνω στο στόμα μου και με έσπρωξε, ενώ τα δυνατά του
μπράτσα με κρατούσαν καθώς με φιλούσε άλλη μια φορά.
«Δε θέλω», διαμαρτυρήθηκα κατσουφιάζοντας και γαντζώθηκα από τον λαιμό του.
Δεν ήθελα καθόλου.
Το μόνο που λαχταρούσα ήταν να μείνω εδώ.
Στην ασφάλεια της αγκαλιάς του.
Πάντα.
Μέσα σε αυτή την αγκαλιά που μου υποσχόταν το μέλλον μου, που μου έλεγε πως είχα λείψει στο
αγόρι μου τόσο όσο κι εκείνο είχε λείψει σ’ εμένα.
Όλη την περασμένη εβδομάδα πάσχιζα να μελετήσω για ένα διαγώνισμα στο οποίο έπρεπε να
γράψω καλά για να περάσω την τάξη. Όμως, ξαφνικά μου φαινόταν εντελώς ασήμαντο.
Στη σκέψη πως θα τον άφηνα, πονούσε όλο μου το κορμί.
Εκείνος τραβήχτηκε. Το σαρκώδες του στόμα χαμογέλασε σαρδόνια.
«Νομίζεις πως εγώ θέλω να σε αφήσω από τα μάτια μου;» Με κοίταξε τρυφερά και παιχνιδιάρικα
και πλησίασε τ’ αυτί μου. «Με καμιά δύναμη, Άλι. Το μόνο που θέλω είναι να περάσω όλη μου τη
ζωή τυλιγμένος γύρω σου, τυλιγμένος γύρω από αυτό το κορμί που δεν παύω να ποθώ. Αυτό που
λαχταράω είναι να σε τραβήξω στο δωμάτιό σου και να σου δείξω έμπρακτα πόσο πολύ δε θέλω να
φύγεις. Πόσο πολύ μου λείπεις». Η έκφρασή του έγινε ξαφνικά σοβαρή. «Όμως, έχεις μια δουλειά
να κάνεις και δεν έχω σκοπό να σταθώ εμπόδιο».
Έγνεψα καταφατικά δείχνοντάς του πως καταλάβαινα. Αλλά ήταν και άλλο που καταλάβαινα· η
καλοσύνη της καρδιά του που ήμουν σίγουρη ότι ο Τζάρεντ δεν μπορούσε να παραδεχτεί.
«Εντάξει. Αλλά να το ξέρεις. Δεν είναι καθόλου κακή ιδέα να με σύρεις πίσω στο δωμάτιό μου».
Η καρδιά μου τον λαχταρούσε. Ψιθύριζε τ’ όνομά του. Όλο μου το κορμί πονούσε γι’ αυτόν.
Το γέλιο του Τζάρεντ σκέπασε έναν αναστεναγμό του κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο
γοητευτικό στόμα του. Βλέποντας την έκφραση που πήρε το πρόσωπό του, τη λατρεία που
ζωγραφίστηκε στα γαλάζια του μάτια, καθώς ταξίδευαν στο πρόσωπό μου, ρίγη διαπέρασαν το
κορμί μου. Εκείνος χάιδεψε το μάγουλό μου με το δάχτυλό του.
«Μωρό μου, θα σου κάνω έρωτα όλη μου τη ζωή. Μην ανησυχείς. Πήγαινε τώρα στο μάθημά σου
και στη δουλειά σου κι εγώ θα φροντίσω να σε αποζημιώσω αργότερα».
Η φωνή του, χαμηλή και γεμάτη υποσχέσεις, έκανε το στομάχι μου να σφιχτεί. Τον κοίταξα
ζαλισμένη.
«Άντε», με διέταξε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί.
«Εντάξει… Φεύγω». Τακτοποίησα καλύτερα το λουρί της τσάντας στον ώμο μου και τον
προσπέρασα για ν’ ανοίξω την εξώπορτα. Σηκώνοντας το κεφάλι μου, τον κοίταξα. Στάθηκα εκεί,
στο κατώφλι, αιχμάλωτη των χιλιάδων συναισθημάτων που είδα να διαγράφονται στην όψη του.
Αυτά τα ίδια συναισθήματα ήμουν σίγουρη πως καθρεφτίζονταν και στο δικό μου πρόσωπο.
Νομίζω πως και οι δυο το είχαμε καταλάβει πια. Κανείς από τους δυο μας δεν ενδιαφερόταν για
τίποτε άλλο εκτός από το γεγονός πως ο άλλος ήταν εκεί.
Την περασμένη νύχτα, αυτά που είχαμε ανακαλύψει ήταν τόσο βαθιά, ώστε θα άλλαζαν τη ζωή
μας. Δεν είχαμε επεκταθεί σε λεπτομέρειες και δεν είχα την παραμικρή ιδέα πώς θα καταφέρναμε να
τα βγάλουμε πέρα με όλα αυτά. Πώς θα ενώναμε τις ζωές μας και θα τις φτιάχναμε μια κοινή ζωή.
Όμως τώρα, έτσι όπως στεκόμουν και τον κοιτούσα, ήξερα ότι θα τα καταφέρναμε.
«Θα σε σκέφτομαι», μου υποσχέθηκε.
«Κι εγώ», του ψιθύρισα. Βγήκα κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
Το φως του ήλιου, ζεστό, χάιδευε το δέρμα μου. Χθες, όταν είχα φύγει για το μάθημά μου, ο ήλιος
ήταν το ίδιο ζεστός, όμως για εμένα ήταν διαφορετικός. Στην ανατολή του είχα διακρίνει ήδη τη
δύση του, το τέλος άλλης μια μοναχικής ημέρας που θα έδινε τη θέση της σε άλλη μια μοναχική
νύχτα. Όταν μπήκα χθες στο αυτοκίνητό μου, ούτε μια στιγμή δε μου πέρασε από τον νου πως μέσα
σε λίγες ώρες όλα θα ανατρέπονταν, πως άλλη μια φορά η επιστροφή του Τζάρεντ θα ερχόταν να
ταράξει τη ζωή μου. Να φέρει τα πάνω κάτω. Όμως, αυτή την αναστάτωση την ποθούσα με όλη μου
την καρδιά.
Σήκωσα το πρόσωπό μου προς τον ζεστό ουρανό. Τα σύννεφα, λεπτές κορδέλες, ταξίδευαν με τ’
αεράκι και κυμάτιζαν απαλά.
«Σ’ ευχαριστώ», είπα σιγά, σχεδόν αθόρυβα.
Τότε μου ήρθε στο μυαλό η Έλεν, η μητέρα του Τζάρεντ. Και σκέφτηκα πως ίσως… ίσως κι αυτή
να χαιρόταν αυτή τη στιγμή. Ίσως να με είχε ακούσει.
Ήξερα πως η Έλεν θα ήθελε να έρθουν τα πράγματα κάπως έτσι, να σμίξουμε εγώ κι ο Τζάρεντ.
Εξάλλου, είχε δει ν’ αναπτύσσεται κάτι μεταξύ μας πολύ πριν εγώ κι ο Τζάρεντ καταλάβουμε τι
σήμαινε αυτός ο δεσμός που είχαμε καλλιεργήσει ως παιδιά. Διέσχισα τον ακάλυπτο χώρο, εκεί
όπου ήταν παρκαρισμένο το άσπρο μου αυτοκίνητο.
Ξαφνικά, ένιωσα χέρια να τυλίγονται γύρω μου κι έλιωσα κυριολεκτικά όταν ο Τζάρεντ έβαλε το
πρόσωπό του στην κόγχη του λαιμού μου. Με στριφογύρισε και με πίεσε πάνω στο κρύο μέταλλο
της πόρτας του αυτοκινήτου. Τα χέρια του βρέθηκαν στο πρόσωπό μου, στα μαλλιά μου,
γλίστρησαν στα πλευρά μου, πριν τ’ ανεβάσει πάλι και με υποχρεώσει να τον κοιτάξω.
«Σ’ ευχαριστώ», είπε και η απόγνωση ξεχείλιζε από μέσα του. Με έσφιγγε καθώς κοιτούσε την
ταραχή που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό μου. «Σ’ ευχαριστώ που πιστεύεις σ’ εμένα, Άλι. Σ’
ευχαριστώ που με δέχεσαι».
Μια φλόγα φόβου φώτισε το πρόσωπό του. Ή ίσως ήταν τύψεις. Ξεροκατάπιε και η φωνή του
έγινε τραχιά από τη συγκίνηση.
«Φοβάμαι ν’ αναλογιστώ πού θα βρισκόμουν αυτή τη στιγμή, αν δεν ήσουν εσύ».
Ο φόβος στο πρόσωπό του φώλιασε μέσα μου. Όχι… Ούτε εγώ ήξερα πού θα βρισκόταν. Δεν είχα
ιδέα μέχρι πού είχε φτάσει αυτούς τους τρεις τελευταίους μήνες. Πόσο μακριά, πόσο χαμηλά. Δεν
ήμουν σίγουρη πως ήθελα να ξέρω.
Εκείνος μόρφασε. Άρπαξε το πρόσωπό μου, έγειρε και με φίλησε παθιασμένα και διεκδικητικά.
Δεν υπήρχε τρυφερότητα σε αυτό το φιλί, ούτε παιχνιδιάρική διάθεση. Αυτό το φιλί ήταν μια
επισφράγιση. Παραπατώντας έκανε πίσω. Μέσα στα γαλάζια του μάτια λυσσομανούσε μια θύελλα.
«Μη νομίζεις πως δε βλέπω όλες αυτές τις ερωτήσεις που βρίσκονται στο μυαλουδάκι σου, Άλι.
Ίσως να μην έχω όλες τις απαντήσεις αυτή τη στιγμή, όμως θα τις βρούμε μαζί. Με ακούς; Σου το
υπόσχομαι».
Τα μάτια του έδειχναν τα πάντα. Ό,τι βασάνιζε τον πανέμορφο αυτόν άντρα που είχε χάσει τον
προορισμό του και απελπισμένα έψαχνε να βρει τον δρόμο του για να γυρίσει σπίτι του.
«Δε φοβάμαι», του υποσχέθηκα χωρίς να διστάσω.
Ένα μελαγχολικό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.
Το μόνο που με φόβιζε ήταν ο τρόμος ο δικός του.
Αγχωμένη, κοίταξα το μεγάλο, στρογγυλό ρολόι που κρεμόταν ψηλά στον τοίχο. Στο διαγώνισμα
τα είχα πάει όσο καλά περίμενα, ίσως και καλύτερα, ενώ η κίνηση που είχε η μεσημεριανή βάρδια
στο εστιατόριο που δούλευα τα τελευταία δύο χρόνια με κρατούσε συνεχώς απασχολημένη. Όμως, η
ημέρα δεν περνούσε με τίποτε. Οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα περνούσαν βασανιστικά γιατί
ανυπομονούσα να ξαναδώ τον Τζάρεντ.
Τον είχα ανάγκη.
Τον χρειαζόμουν.
Για να μου επιβεβαιώσει πως όλα ήταν πραγματικά.
Από τη στιγμή που τον άφησα να με κοιτάζει στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας καθώς έφευγα
σήμερα το πρωί, ένιωθα τον φόβο του να με κυνηγάει. Να βρίσκεται ακριβώς πίσω μου.
Πώς, στο καλό, θα τα βγάζαμε πέρα έτσι;
Η μόνη μου επιθυμία ήταν να γυρίσει πάλι κοντά μου.
Ποτέ δε σκέφτηκα σοβαρά το μετά.
Αυτό που έβλεπα και ήθελα ήταν ξεκάθαρο: μια οικογένεια. Ο Τζάρεντ, εγώ και το μωρό μας, όλοι
μαζί, σαν μια φωτογραφία από το παρελθόν μας, τότε που εγώ κι ο Τζάρεντ μεγαλώναμε σε
οικογένειες γεμάτες αγάπη, υποστήριξη και ενθάρρυνση.
Όμως, με ποιον τρόπο έβλεπε πια ο Τζάρεντ την οικογένεια; Τι απ’ όλα αυτά θα άντεχε να νιώσει;
Δεν του έλεγα ψέματα όταν του δήλωσα πως πίστευα σε αυτόν. Το έκανα γιατί πίστευα στην αγάπη
που ένιωθα να εκπέμπει. Ίσως η οικογένειά μας να ήταν κάτι που θα έπρεπε να ορίσουμε μόνοι μας.
Επιτέλους, έφτασε τρεις η ώρα. Έβαλα την ποδιά μου στην τσάντα μου, όταν τέλειωσα. Το
στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος από την προσμονή. Δεν έβλεπα την ώρα να φύγω από εδώ μέσα.
«Κάποια είναι πολύ βιαστική». Η Κλάρα, μια συνάδελφος σερβιτόρα, διέκοψε τις σκέψεις μου.
Παρόλο που φαινομενικά δεν ταιριάζαμε καθόλου, με τον καιρό είχε γίνει μια από τις πιο στενές
μου φίλες. Με περνούσε περίπου δέκα χρόνια, ήταν φωνακλού, δραστήρια, μια μητέρα που
μεγάλωνε μόνη το παιδί της και δε δίσταζε να πει τη γνώμη της ελεύθερα.
Σήκωσε τα φρύδια της περιπαικτικά και μου χαμογέλασε πονηρά από την αριθμομηχανή, όπου
χτυπούσε τις παραγγελίες της ημέρας.
«Από τη στιγμή που πέρασες αυτήν την πόρτα, εδώ και τρεις ώρες, δεν μπορείς να σταθείς σε μια
μεριά. Άσε που συνεχώς αλλάζεις εκφράσεις και τη μια χαμογελάς και την άλλη κατσουφιάζεις.
Μπορείς να μου πεις τι τρέχει;»
«Αχ, Κλάρα! Κλειστό βιβλίο διαβάζεις!» της είπα και γέλασα σιγά.
Η Κλάρα πάντοτε καταλάβαινε πότε έτρεχε κάτι. Είχε διαίσθηση και αντιλαμβανόταν πολύ εύκολα
τις αλλαγές. Μπορεί να είχα εκμυστηρευτεί την εγκυμοσύνη μου μόνο στον Κρίστοφερ και τον
Τζάρεντ, όμως η Κλάρα το είχε καταλάβει.
Πριν από έξι εβδομάδες είχα μείνει άναυδη.
«Σε ποια εβδομάδα βρίσκεσαι;» με ρώτησε χωρίς περιστροφές. Είχε στραμμένη όλη της την
προσοχή σε δύο σαλάτες που ετοίμαζε, αποφεύγοντας να με κοιτάξει στο πρόσωπο, για να μου
δώσει χρόνο να προετοιμάσω την απάντησή μου. Αυτό είχε συμβεί πριν καν αποφασίσω ν’ αγοράσω
κάποιο τεστ εγκυμοσύνης. Τότε προσπαθούσα ακόμη να πείσω τον εαυτό μου πως ο αποχωρισμός
μου από τον Τζάρεντ ήταν αυτό που είχε απορυθμίσει τον οργανισμό μου, αν και βαθιά μέσα μου
γνώριζα την αλήθεια. Το ίδιο καθαρά γνώριζε την αλήθεια και η Κλάρα, όταν τελικά σήκωσε το
κεφάλι της και με κοίταξε με νόημα.
Το ίδιο απόγευμα, γυρίζοντας σπίτι, είχα σταματήσει σ’ ένα φαρμακείο, αγόρασα το τεστ και το
έκανα μόλις έφτασα.
Στη μέση της νύχτας, ο Κρίστοφερ με βρήκε να κλαίω. Μόνο αυτό. Να κλαίω.
Γιατί μέσα στη θλίψη μου δεν μπορούσα να το δω διαφορετικά. Δεν μπορούσα να νιώσω τίποτε
άλλο πέρα από πόνο κι εγκατάλειψη. Με πονούσε τόσο να ξέρω πως ο Τζάρεντ με είχε αφήσει και
πως δε θα τον είχα κοντά μου σε αυτό.
Εκείνη τη στιγμή το λαχτάρησα και το μίσησα ταυτόχρονα αυτό το παιδί.
Ο Κρίστοφερ με είχε πάρει αγκαλιά, καθώς εγώ του τα αποκάλυπτα όλα. Με παρηγόρησε πολλή
ώρα λέγοντάς μου πως όλα θα πάνε καλά. Μετά, βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιό μου και επέστρεψε
στο δικό του. Λίγες στιγμές αργότερα, τινάχτηκα κι ανακάθισα στο κρεβάτι μου ξαφνιασμένη από
τους ήχους που ακούστηκαν, από τις βρισιές του Κρίστοφερ, από την καρέκλα που χτύπησε με
δύναμη στον τοίχο κι από τις κλοτσιές που ακολούθησαν. Ο αδερφός μου ξεσπούσε τον θυμό του
στο δωμάτιό του.
Μου ήρθε να βάλω τα γέλια. Ο Τζάρεντ και ο Κρίστοφερ έμοιαζαν τόσο, παρόλο που κανείς τους
δεν μπορούσε να το δει. Ήταν βίαιοι. Παθιασμένοι. Προστατευτικοί. Ο καθένας με τον δικό του
τρόπο.
Τώρα η Κλάρα μου χαμογέλασε καθώς έβαζε τις παραγγελίες σε μια σειρά και τις έπιανε με
συρραπτικό.
«Μπα… Απλώς το ταλέντο μου είναι να διαβάζω τους άλλους. Σε βλέπω εδώ και τρεις μήνες κάθε
ημέρα να μην μπορείς να πάρεις τα πόδια σου και ξαφνικά σήμερα έχεις τόση ενέργεια που
σκέφτομαι σοβαρά ν’ αρχίσω να πηγαίνω στο γυμναστήριο πρώτη φορά εδώ και πέντε χρόνια».
Σήκωσε το κεφάλι της ερωτηματικά, όμως ήταν φανερό πως είχε ήδη καταλάβει. Εγώ χαμήλωσα
τα μάτια μου στο βρόμικο πάτωμα.
«Επέστρεψε χθες τη νύχτα», παραδέχτηκα με σιγανή φωνή.
Της έριξα μια κλεφτή ματιά, για να δω την αντίδρασή της. Με τον καιρό είχα αρχίσει να εκτιμώ τη
γνώμη της. Είχε περάσει πολλές δυσκολίες κι αυτό την είχε κάνει σοφή.
Έμεινε μια στιγμή ακίνητη και μετά έβαλε τις παραγγελίες στην τσέπη της ποδιάς της κι έγειρε
πάνω στον πάγκο.
«Επέστρεψε στο Φοίνιξ ή επέστρεψε κοντά σου;»
Στην ερώτησή της δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω.
«Κοντά μου… Επέστρεψε κοντά μου. Εγώ…» Σήκωσα τους ώμους μου, ψάχνοντας να βρω τις
σωστές λέξεις. «Αυτό που ένιωσα χθες τη νύχτα, αυτή η ανακούφιση ήταν απίστευτη». Ήταν κάτι
τόσο τρομαχτικό όσο και τέλειο. «Ανησυχούσα τόσο για εκείνον. Δεν ήξερα πού είχε πάει και αν θα
τον ξανάβλεπα ποτέ. Και ξαφνικά, όταν γύρισα από το μάθημά μου, χθες βράδυ, τον είδα εκεί, να
κάθεται και να με περιμένει».
«Του το είπες;» με ρώτησε η Κλάρα.
Δάγκωσα το χείλος μου και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
«Ναι».
«Κι έμεινε;» Η ερώτηση ειπώθηκε με μεγάλη σοβαρότητα.
«Στην αρχή, φρίκαρε και το έβαλε στα πόδια. Όμως, ήξερα πως θα γυρίσει. Απλώς χρειαζόταν λίγο
χρόνο να το χωνέψει».
Κι εγώ ήμουν σοκαρισμένη από το βάρος ενός πράγματος που δεν ήξερα πώς θα αντέξω. Ήξερα
πόσο θα τάραζε τον Τζάρεντ, την αναστάτωση που θα του προκαλούσε, όμως, όταν τελικά
επέστρεψε, κατάλαβα πως οι ζωές μας είχαν αλλάξει γιατί ακολουθούσαν πλέον την ίδια πορεία.
Ο Τζάρεντ τελικά κατάλαβε τι σήμαινε για εμένα.
Θυμήθηκε.
Εμένα θυμήθηκε.
Η χαρά και η συμπόνια έκαναν το πρόσωπό της τρυφερό.
«Χαίρομαι πολύ για σένα. Το ξέρεις αυτό, άλλωστε». Ο τόνος της φωνής της άλλαξε, έγινε πιο
σκληρός και κατάλαβα πως ήταν έτοιμη να μου δώσει μια συμβουλή που ίσως να μην ήθελα ν’
ακούσω.
«Να το χαρείς, Άλι. Κι αυτόν να τον χαρείς. Όμως ποτέ να μην ξεχάσεις αυτούς τους τελευταίους
μήνες. Ποτέ να μην ξεχάσεις πως τα κατάφερες, όταν πίστευες πως δε θα μπορούσες να τα βγάλεις
πέρα. Να μην ξεχάσεις πως είσαι δυνατή και πως ξέρεις τι θέλεις από τη ζωή». Απαλά έσκυψε το
κεφάλι της κι έδειξε προς την κοιλιά μου. «Και ποτέ μην ξεχάσεις αυτό που εξαρτάται απολύτως από
εσένα».
Ξαφνικά, ένιωσα ανησυχία. Το χέρι μου ακούμπησε την κοιλιά μου.
«Ξέρω τι έχει προτεραιότητα, Κλάρα».
«Το ξέρω πως το ξέρεις, Άλι». Η φωνή της μαλάκωσε, όπως κι η ματιά της. «Φαντάζομαι πως τα
πράγματα θ’ αλλάξουν μεταξύ σας, τώρα. Όμως, μπορεί να είναι για το καλύτερο αλλά και για το
χειρότερο. Απλώς, φρόντισε να σου συμπεριφέρεται όπως το αξίζεις».
Αυτό ήταν κάτι που δε γνώριζε για τον Τζάρεντ. Εκείνη έβλεπε τον όμορφο μα επικίνδυνο άντρα.
Αυτόν που είχε όλο το σώμα του καλυμμένο από φριχτά τατουάζ, τα οποία καθρέφτιζαν τον
απίστευτο πόνο που λυσσομανούσε μέσα στα καταγάλανα μάτια του. Έβλεπε έναν άντρα που τον
καταδίωκαν οι δαίμονές του και το μόνο που ήξερε ήταν να το βάζει στα πόδια μπροστά τους.
Ήξερα πως οι άλλοι αυτό έβλεπαν.
Όμως, εγώ έβλεπα πιο βαθιά από όλους αυτούς. Ήξερα την καλοσύνη που κρυβόταν κάτω από το
προσωπείο του σκληρού άντρα.
Όχι. Δεν ανησυχούσα καθόλου για το πώς θα μου συμπεριφερόταν ο Τζάρεντ Αυτό που με
ανησυχούσε ήταν πώς θα συμπεριφερόταν στον εαυτό του. Όμως, υποσχέθηκα στην Κλάρα αυτό
που μου ζητούσε.
«Εντάξει», της είπα, γιατί ήξερα πως η φίλη μου με νοιαζόταν και πως ένα μεγάλο μέρος των
φόβων της είχε να κάνει με τη δική της ανασφαλή κατάσταση. Μπορεί οι ιστορίες μας να είχαν
κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Το αγόρι της είχε εγκαταλείψει αυτήν και το αγοράκι τους κι η Κλάρα
δεν είδε ποτέ ξανά τον πατέρα του παιδιού της. Και οι δυο μας ξέραμε πως ήταν πιθανό η ιστορία
μου να πάρει τον ίδιο δρόμο. Όμως, είχα εμπιστοσύνη στον Τζάρεντ και πίστευα πως η δική μου
κατάληξη θα ήταν διαφορετική από τη δική της.
«Ε, λοιπόν, τι περιμένεις; Φύγε αμέσως από εδώ πέρα. Πήγαινε βρες τον καλό σου». Η Κλάρα
χαμογέλασε για να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα
Την πλησίασα και την αγκάλιασα σφιχτά.
«Σ’ ευχαριστώ, Κλάρα. Θέλω να ξέρεις πως εκτιμώ πολύ όλα όσα έκανες για μένα αυτούς τους
τελευταίους μήνες».
«Πρέπει να βοηθάμε η μια την άλλη. Σωστά;» Μου χαμογέλασε ελαφρά καθώς επαναλάμβανε τη
συνηθισμένη της φράση, δηλώνοντάς μου έτσι πως, ό,τι κι αν συνέβαινε, εκείνη θα ήταν πάντα στο
πλάι μου.
Πραγματικά, δεν ξέρω πόσοι είχαν αντιληφθεί πόσο έξυπνη και αξιόλογη ήταν αυτή η γυναίκα,
που μεγάλωνε χωρίς σύντροφο το παιδί της, κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά για να καταφέρει να τα
βγάλει πέρα. Κατευθύνθηκα προς την πόρτα, νιώθοντας γι’ αυτήν απεριόριστο θαυμασμό.
«Περιμένω λεπτομέρειες», φώναξε πίσω μου, «από τη ζωή με τον γοητευτικό άντρα που πήγες και
βρήκες».
Γέλασα. Ήξερα πως αυτός ήταν ο τρόπος της Κλάρας. Σαν εκκρεμές, περνούσε από τη μια
υπερβολή στην άλλη, από την κατήχηση στο πείραγμα που σ’ έβγαζε από τα ρούχα σου.
Της έριξα μια ματιά πάνω από τον ώμο μου, καθώς άνοιγα την πόρτα.
«Ούτε να το συζητάς», της φώναξα.
Εκείνη ξέσπασε γελώντας δυνατά.
«Σχόλασα», φώναξα στην αφεντικίνα μου, καθώς έφευγα. «Τα λέμε το Σαββατοκύριακο».
«Να περάσεις καλά τη Γιορτή των Ευχαριστιών, Άλι», είπε εκείνη, σηκώνοντας το κεφάλι της απο
το ταμείο και χαμογελώντας ελαφρά.
«Κι εσύ το ίδιο», είπα, καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω μου.
Ένα ψυχρό αεράκι με χτύπησε σαν βγήκα στη δροσερή φθινοπωρινή ημέρα. Ο ήλιος χάραζε το
πυρωμένο του μονοπάτι προς τη δύση του σκίζοντας με τις απογευματινές του ακτίνες τη γαλάζια
επιφάνεια του ουρανού, χαρίζοντάς του ζεστασιά και την υπόσχεση ενός ήπιου επερχόμενου
χειμώνα. Σήκωσα το πρόσωπό μου προς το μέρος του και μετά, κοιτώντας το πεζοδρόμιο και τον
χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων των εργαζομένων, πήρα βαθιά ανάσα.
Όμως, η ανάσα φυλακίστηκε στο στήθος μου, σαν τον είδα ξαφνικά, να στέκεται ακουμπισμένος
στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου. Η μηχανή του ήταν στο πλάι πίσω του. Κοντά τσουλούφια
από τα ξανθά του μαλλιά ανέμιζαν στον αέρα κι όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη σε μια τρύπα,
στο σπασμένο πεζοδρόμιο, που την κλοτσούσε με τη μύτη της μπότας του. Εντελώς χαμένος στις
σκέψεις του, δε με κατάλαβε που τον πλησίαζα.
Εγώ βρήκα την ευκαιρία να τον μελετήσω. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο πιγούνι του, αργά
ανέβηκε στα χείλη του, κατέβηκε στον λαιμό του και στη δύναμη που κρυβόταν κάτω από το
εφαρμοστό μαύρο μπλουζάκι του. Εκείνος έφερε το τσιγάρο του στο στόμα. Το πλατύ του στέρνο
φούσκωσε κι άλλο. Τώρα το βλέμμα μου καρφώθηκε στα χέρια του, στους αριθμούς που ήταν
χαραγμένοι πάνω στα μακριά, δυνατά δάχτυλά του.
Ο Τζάρεντ σήκωσε αργά το πρόσωπό του. Τα καταγάλανα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου.
Πάγωσα, ανίκανη να κάνω βήμα.
Ένιωσα να αναστατώνομαι.
Ήταν ένα πανίσχυρο συναίσθημα.
Αυτός ο άντρας ήταν δικός μου.
Ήταν το μέλλον μου.
Πέταξε το τσιγάρο του και το πάτησε με τη μπότα του. Σήκωσε το κεφάλι του, σούφρωσε το
στόμα του και φύσηξε προς τα πάνω. Ο καπνός στριφογύρισε πάνω από το κεφάλι του και υψώθηκε
προς τον ουρανό, όπου και διαλύθηκε.
Ένα κομμάτι μου ήθελε να παραγκωνίσει τα έντονα συναισθήματα που μου γεννούσε η ομορφιά
του, τον πόθο που ξυπνούσε μέσα μου απλώς και μόνο η παρουσία του εκεί όπου βρισκόμουν.
Εκείνος με κοίταξε ξανά. Η μια άκρη του στόματός του σηκώθηκε προς τα πάνω, σ’ ένα λάγνο
χαμόγελο.
Άραγε ήξερε τι μου προκαλούσε με αυτό του το βλέμμα; Αυτό που ένιωθα ήταν απίστευτο!
Σταυρώνοντας τα χέρια του πάνω στο δυνατό του στήθος, ακούμπησε καλύτερα την πλάτη του
πάνω στο αυτοκίνητό μου, χαμογελώντας μου τώρα περιπαικτικά.
Κούνησα το κεφάλι μου συλλογισμένη. Μάλλον ήξερε.
«Γιατί καθυστερείς ενώ θα έπρεπε ήδη να βρίσκεσαι κοντά μου;» Η φωνή του έφτασε βραχνή στ’
αυτιά μου, κάνοντας τις προθέσεις του ολοφάνερες.
Ακούγοντας τα λόγια του, συγκλονίστηκα. Τα μάγουλά μου, κρύα από τη δροσερή αύρα, ξαφνικά
πήραν φωτιά. Χαμήλωσα το κεφάλι, προσπαθώντας να κρατηθώ και να μη χαμογελάσω, καθώς τον
πλησίασα βιαστικά, όμως δεν άντεξα. Σταμάτησα λίγο πιο μπροστά του, σηκώθηκα στις μύτες των
ποδιών μου και σφράγισα το στόμα του με το δικό μου.
Τι ωραίο που ήταν να μη χρειάζεται να κρυβόμαστε από κανέναν!
«Γεια», του ψιθύρισα. «Τι κάνεις εδώ;»
«Δεν άντεχα να περιμένω άλλο». Έφερε το χέρι του στο μάγουλό μου και ο ανάλαφρος τόνος του
υποχώρησε. Τώρα και το πρόσωπό του ήταν σοβαρό. «Μου έχεις λείψει τόσο καιρό, Άλι Μουρ.
Αρκετά πια. Όχι, άλλο, μωρό μου. Δεν το θέλω αυτό για εμάς πλέον». Έστρεψε το βλέμμα στο
έδαφος και μετά ξανασήκωσε τα μάτια του στο πρόσωπό μου. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν
μπορούσα να μείνω μακριά σου, γιατί ήθελα να σιγουρευτώ πως αυτό που ζω είναι αληθινό. Ακόμη
νιώθω σαν να ονειρεύομαι».
Τον έπιασα από τον καρπό του χεριού του και εκείνος χάιδεψε με το δάχτυλό του το μάγουλό μου
κάτω ακριβώς από το μάτι μου.
«Είναι αληθινό, Τζάρεντ. Όπως κι εμείς. Όλα είναι αληθινά».
«Ναι;» με ρώτησε.
Το γεγονός πως χρειαζόταν τη διαβεβαίωσή μου, πως ένιωσε την ανάγκη να έρθει μέχρι εδώ για να
του τη δώσω έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί.
Και δυστυχώς χρειαζόμουν κι εγώ την ίδια διαβεβαίωση.
«Ναι», του υποσχέθηκα.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του, σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά του.
«Μου φαίνεται απίστευτο που είμαι εδώ, Άλι. Μου φαίνεται απίστευτο που εξακολουθείς να με
θέλεις ύστερα από όλα αυτά τα προβλήματα που σου δημιούργησα».
Έγειρα μπροστά, για να έρθουμε πιο κοντά, και σήκωσα το κεφάλι μου για να τον αντικρίζω
κατάματα.
«Νομίζεις πως δεν καταλαβαίνω γιατί έφυγες; Πραγματικά, νομίζεις πως όλες αυτές τις φορές που
κρυβόμασταν μαζί στο δωμάτιό μου δε σε καταλάβαινα;» είπα και του έσφιξα τον καρπό. Ο
σφυγμός του σφυροκοπούσε στην παλάμη μου. «Σε καταλάβαινα. Σε ξέρω, Τζάρεντ. Ήμουν κι εγώ
εκεί. Είδα αυτό που σου συνέβη. Ποτέ δε θα ισχυριστώ πως καταλαβαίνω απόλυτα όλα όσα περνάς,
όμως σου υπόσχομαι ότι σε καταλαβαίνω και ότι πάντα θα είμαι εδώ για εσένα».
Η τρεμουλιαστή του ανάσα πρόδωσε την ανακούφισή του.
«Αχ, Άλι. Τι καλό έχω κάνει στη ζωή μου για να κερδίσω ένα πλάσμα σαν κι εσένα;»
Κόλλησα πάνω του, πάνω στο υπέροχο κορμί του και με τύλιξε η δύναμη που ακτινοβολούσε η
ψυχή του. Ένιωσα ζεστασιά σε όλο μου το κορμί.
«Δεν πάει έτσι. Δεν την κερδίζουμε την αγάπη… Είναι ένα δώρο που μας δίνεται».
Τραβήχτηκε πίσω. Με τα δάχτυλά του χάιδεψε τα μαλλιά μου και τύλιξε μια τούφα γύρω από το
ένα του δάχτυλο.
«Κι αν εγώ θέλω ν’ ανταποδώσω αυτό το δώρο;» μου ψιθύρισε στ’ αυτί. «Να δώσω κι εγώ;»
«Ήδη το έχεις κάνει», του είπα και έσφιξα με το χέρι μου το μπλουζάκι του.
Κούνησε το κεφάλι του. Ένα μικρό γέλιο ξεχύθηκε από μέσα του.
«Βλέπεις; Είχα δίκιο εξαρχής… Ποτέ δε θα γίνω αντάξιός σου». Μου τράβηξε παιχνιδιάρικα τα
μαλλιά. «Αχ… Τέλειο κορίτσι μου… Ποτέ δε θα δεις τον εαυτό σου με τον τρόπο με τον οποίο σε
βλέπω εγώ».
Δίστασα. Έσφιξα κι άλλο το μπλουζάκι του από την αναστάτωση που μου προκάλεσαν τα λόγια
του. Γιατί ήθελα κάτι από αυτόν. Ή μάλλον, το ήθελα γι’ αυτόν… Για εμάς.
«Ξέρεις τι ημέρα είναι αύριο;» τόλμησα να τον ρωτήσω, παίρνοντας το ρίσκο, ενώ τον έσπρωξα
απαλά. Ήξερα πως έμπαινα σε αχαρτογράφητα νερά; Ναι. Όμως, ήξερα επίσης πως δεν μπορούσαμε
να συνεχίσουμε όπως ήμαστε πριν. Δεν μπορούσαμε να θάβουμε ό,τι είχε σημασία.
Ο Τζάρεντ σφίχτηκε. Τα νεύρα του τεντώθηκαν και ξεφύσηξε βαριά. Με χέρι που έτρεμε έκανε τα
μαλλιά του προς τα πίσω.
«Ναι, ξέρω τι ημέρα είναι αύριο».
Η Γιορτή των Ευχαριστιών.
Είχα περάσει αυτούς τους τελευταίους μήνες μέσα σε μια θολούρα, αποφεύγοντας να σκεφτώ τις
γιορτές που πλησίαζαν. Μάλλον φοβόμουν να τις σκεφτώ. Το ήξερα πως κάποτε έπρεπε να το
αντιμετωπίσω, πως στις γιορτές έπρεπε ν’ αποκαλύψω τα πάντα στους δικούς μου. Πριν από την
επιστροφή του Τζάρεντ, είχα αποφασίσει ν’ αποκαλύψω αύριο τ’ όνομά του και να τα παραδεχτώ
όλα, να τους πω ότι ήμουν έγκυος και ότι δεν είχα ιδέα πού βρισκόταν ο Τζάρεντ. Θα το έκανα χωρίς
να ντραπώ καθόλου. Παρόλο που η ντροπή του Τζάρεντ τον είχε κάνει να το βάλει στα πόδια, ήξερα
πως δεν είχε τη δύναμη να ακυρώσει αυτό που είχαμε μοιραστεί. Όποιες κι αν ήταν οι συνθήκες, τον
αγαπούσα κι ήξερα πως με αγαπούσε κι αυτός.
Όμως ήξερα πως, όταν θα μιλούσα στους γονείς μου, ο θυμός κι η απογοήτευσή τους θα ήταν
δεδομένα. Δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. Θα θύμωναν για τη θέση μου. Θα απογοητεύονταν γιατί
θα θεωρούσαν αυτό που έκανα εντελώς ανεύθυνο. Όπως ήξερα, επίσης, πως το μεγαλύτερο βάρος
του θυμού τους θα έπεφτε πάνω στον Τζάρεντ.
Ο πατέρας μου πάντα με είχε ψηλά και για εκείνον ποτέ δεν έφταιγα εγώ. Εγώ ήμουν αγνή, αθώα.
Αυτός ήταν ο τρόπος σκέψης του. Για εκείνον, όλα ήταν ή μαύρα ή άσπρα. Έτσι, δεν είχα αμφιβολία
πως θα έριχνε όλο το φταίξιμο στον Τζάρεντ. Τώρα που ο Τζάρεντ επέστρεψε, έλπιζα πως ο χρόνος
θα διέψευδε τον πατέρα μου.
Αύριο εγώ κι ο Τζάρεντ είχαμε μια ευκαιρία ν’ αρχίσουμε να βάζουμε τη σχέση μας στον σωστό
δρόμο.
«Εγώ θα πάω στους δικούς μου», του είπα με νόημα.
Το πρόσωπο του Τζάρεντ σκοτείνιασε.
Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος. Πονούσα γι’ αυτόν. Πάντα του έλεγα πως, αν με άφηνε να
σηκώσω λίγο από το βάρος του, θα το έκανα πρόθυμα. Έλπιζα πως αυτό έκανα και τώρα.
«Είσαι κι εσύ δικός μου άνθρωπος πια, ξέρεις». Η φωνή μου έγινε ψίθυρος και τα χέρια μου
έσφιξαν το μπλουζάκι του και τον τράβηξαν κοντά μου. «Είσαι της οικογένειας, Τζάρεντ. Έλα μαζί
μου αύριο. Μοιράσου το μαζί μου».
«Το ξέρουν;» ρώτησε και ξεροκατάπιε.
Κούνησα ανεπαίσθητα το κεφάλι μου έχοντας το πρόσωπό μου τόσο κοντά στο δικό του, που
σχεδόν ακούμπησαν οι μύτες μας. Σφίχτηκα κι άλλο πάνω του.
«Αύριο σκόπευα να τους μιλήσω για την εγκυμοσύνη μου». Ένιωσα τη συγκίνηση να με πνίγει.
«Θέλω να είσαι κι εσύ εκεί, Τζάρεντ. Να βρίσκεσαι στο πλάι μου όταν θα το κάνω».
«Ξέρουν για εμένα; Για εμάς;»
Οι λέξεις κόλλησαν στον λαιμό μου. Πάσχισα να μιλήσω.
«Μόνο η μητέρα μου. Της μίλησα για εμάς το περασμένο Σάββατο».
Ο Τζάρεντ κούνησε το κεφάλι του κι έπιασε τον σβέρκο του, στρέφοντας το βλέμμα του στον
ουρανό.
«Να πάρει και να σηκώσει», ξεφύσηξε με κρυφό φόβο για την επόμενη πρόκληση που είχαμε ν’
αντιμετωπίσουμε. Έστρεψε πάλι το βλέμμα του προς το μέρος μου. «Είναι όλο λάθος, Άλι. Από την
αρχή ήταν λάθος».
«Μα τι κάθεσαι και λες;»
Ένα πικρό γέλιο ξεχύθηκε από μέσα του, σαν να σάρκαζε τον εαυτό του.
«Το κάνω ανάποδα, Άλι. Εντελώς ανάποδα. Θα έπρεπε να είχα μείνει και να τους είχα πει τι νιώθω
για εσένα. Θα έπρεπε να τους είχα πει πως σ’ αγαπώ, αντί να εμφανιστώ ξαφνικά, ενώ ο πατέρας σου
δεν έχει την παραμικρή ιδέα, και να τους ξεφουρνίσω πως σε άφησα έγκυο. Είμαι σίγουρος πως κάτι
τέτοιο θα είναι καταστροφή».
Η πίκρα στάλαζε από την κάθε του λέξη καθώς κουνούσε έντονα τα χέρια του, για να τονίσει όσα
έλεγε. Στη φωνή του διέκρινα απέχθεια.
«Αυτό που θέλω να σου πω… Να… Κοίτα πώς είμαι».
Πήρα το πρόσωπό του στα χέρια μου και διέκρινα τη θλίψη που σκέπασε τη ζεστασιά που είχε
πριν η ματιά του.
«Μην το κάνεις αυτό! Εντάξει; Αυτό που έχει σημασία είναι τι βλέπω εγώ όταν σε κοιτάζω και τι
βλέπεις εσύ όταν κοιτάζεις εμένα. Δεν το καταλαβαίνεις; Το ξέρω πως θα είναι δύσκολο να
μιλήσουμε για εμάς… και στους δυο γονείς μου».
Για τον Τζάρεντ, το να επιστρέψει στην παλιά γειτονιά θα ήταν μεγάλη δοκιμασία. Τρεις μήνες
πριν, όταν είδε μπροστά του τη μητέρα μου, που μας είχε επισκεφτεί απρόοπτα, δε δίστασε να με
αφήσει και να πάει στο Λας Βέγκας. Και μόνο η παρουσία της τον έκανε να χάσει τον έλεγχο, να
γκρεμίσει τα τείχη μέσα στα οποία κρυβόταν και να ξεστομίσει όλα όσα κρατούσε κρυμμένα μέσα
του. Όλο αυτό τον είχε κάνει να το βάλει στα πόδια. Ήταν σαν κάτι μέσα του να έβραζε κι η
παρουσία της μητέρας μου να ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Δεν ήμουν τόσο χαζή για να πιστέψω πως ήταν εύκολο για εκείνον, όμως ήξερα πως έπρεπε να το
κάνει, αν θέλαμε να τα καταφέρουμε, αν ο Τζάρεντ κι εγώ θέλαμε να έχουμε μια ευκαιρία να
φτιάξουμε τη ζωή μας μακριά από τα ερείπια του παρελθόντος του.
«Σε χρειάζομαι δίπλα μου, Τζάρεντ. Ακόμα κι αν εσύ δεν πεις λέξη, η παρουσία σου θα τα έχει πει
όλα».
Ο Τζάρεντ ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό μου, έκλεισε τα μάτια του και τα χέρια του με
έπιασαν από τη μέση. Με τράβηξε κοντά του.
«Ποτέ δε θέλησα να σε καταστρέψω».
Μόλις που κατάλαβα τι έλεγε, τόσο σιγά που μίλησε. Όμως, τα λόγια του τρύπησαν την καρδιά
μου.
«Αλήθεια το πιστεύεις αυτό;» τον ρώτησα πληγωμένη, μην πιστεύοντας στ’ αυτιά μου. «Πως μ’
έχεις καταστρέψει; Ξέρεις πόση χαρά μού έχεις δώσει; Ποτέ δεν πίστευα πως θα έβρισκα την αγάπη,
Τζάρεντ, γιατί η καρδιά μου σου ανήκε πάντα. Και, παρόλο που με πλήγωσες όταν έφυγες, ποτέ δε
μετάνιωσα για τις νύχτες που περάσαμε μαζί».
Εκείνος ξεφύσηξε. Με τράβηξε για μια ακόμα φορά στην αγκαλιά του κι έβαλε το πρόσωπό του
στον λαιμό μου. Ανάσανε τη μυρωδιά μου και μ’ έσφιξε πάνω του.
«Το μόνο που θέλω είναι να είσαι ευτυχισμένη, μωρό μου. Να κάνω αυτό που είναι καλό για
εσένα». Το χέρι του κατέβηκε στην κοιλιά μου. Ένιωσα την παλάμη του να τρέμει. «Να κάνω το
καλό για εσάς».
«Ήδη το έχεις κάνει», τον διαβεβαίωσα.
Εκείνος γέλασε ελαφρά. Η καταιγίδα πέρασε και το πρόσωπο του Τζάρεντ φωτίστηκε, όπως κάθε
φορά που χαιρόταν με κάτι.
«Τουλάχιστον με δέχτηκαν πίσω στη δουλειά μου».
«Αλήθεια;»
«Σήμερα, πριν έρθω από εδώ, πήγα να βρω το παλιό μου αφεντικό. Πίστευα πως θα μου έδινε τα
παπούτσια στο χέρι, όμως με το που μπήκα, μου είπε πως πρώτη φορά στη ζωή του χαιρόταν τόσο
που έβλεπε κάποιον. Ήταν σε αδιέξοδο και με χρειαζόταν. Μου ανάθεσε κάτι παρόμοιο με αυτό που
έκανα στο Νιου Τζέρσεϊ. Θα επιβλέπω κάποια συνεργεία και επιπλέον θα κάνω και κάποια
μαστορέματα εδώ κι εκεί. Αρχίζω τη Δευτέρα».
Έπλεξα τα δάχτυλά μου στα δικά του κι έφερα τα χέρια μας ανάμεσα στα κορμιά μας.
«Βλέπεις; Θα τα καταφέρουμε».
Εκείνος έγνεψε καταφατικά και φίλησε τη μύτη μου.
«Ναι, θα τα καταφέρουμε». Μετά, μου χαμογέλασε. «Έλα, να σε πάω σπίτι».
Έκανα ένα βήμα πίσω και κούνησα τα σφιχτοπλεγμένα μας χέρια. Ίσως ήταν ανόητο αλλά δεν
ήθελα να ελευθερωθώ από το κράτημά του.
Μου έσκασε ένα λοξό χαμόγελο με τα αισθησιακά χείλη του. Φαινόταν απρόθυμος να με αφήσει
να φύγω, αλλά το ίδιο ήμουν κι εγώ. Τελικά, με άφησε, σήκωσε το πόδι του για να καβαλήσει τη
μηχανή του και πάτησε τη μίζα.
Τέντωσε τα πόδια του προς τα έξω κρατώντας τη μηχανή ανάμεσα στα σκέλια του. Μάρσαρε μια
φορά και με αγκάλιασε με το βλέμμα του.
Στεκόμουν εκεί όπου με άφησε, με κομμένη την ανάσα. Η επιθυμία και η λαχτάρα μου γι’ αυτόν
με είχαν παραλύσει.
Τον αγαπούσα. Αγαπούσα την ομορφιά του και την καρδιά του, όπως αγαπούσα και το παραμικρό
του ελάττωμα.
Πίεσα τον εαυτό μου να στραφεί από την άλλη, μπήκα στο αυτοκίνητό μου κι έβαλα μπροστά, ενώ
ο Τζάρεντ έσπρωχνε τη μηχανή του. Πήγα πίσω του και τον ακολούθησα καθώς βγήκε γρήγορα
στον δρόμο. Το μπλουζάκι ανέμιζε στην πλάτη του, τα μαλλιά του, χρυσά στο φως του ήλιου,
έλαμπαν, οι γραμμές στα μπράτσα του διαγράφονταν καθαρά, καθώς έβαζε δύναμη για να ελέγξει τη
μηχανή του.
Τι όμορφος που ήταν!
Τον ακολουθούσα από κοντά. Τον εμπιστευόμουν, όμως ήμουν ανήσυχη. Καταλάβαινα τους
ενδοιασμούς του και κάποιους τους συμμεριζόμουν κι εγώ. Εντούτοις, ήταν καιρός να
αντιμετωπίσουμε τα πράγματα. Πήρα το κινητό μου κι ένιωσα ένα τρέμουλο από την ένταση.
«Ναι;» Η μητέρα μου απάντησε σχεδόν αμέσως. Στο βάθος ακουγόταν ένας απίστευτος θόρυβος.
Από το Σάββατο που της είχα μιλήσει για εμένα και τον Τζάρεντ με είχε πάρει κάμποσα
τηλεφωνήματα. Ήταν πολύ ανήσυχη και κάθε τόσο μ’ έπαιρνε να μου πει πως όλα θα πήγαιναν
καλά.
Μάλλον κάτι περισσότερο ήξερε από εμένα.
«Γεια σου, μαμά».
«Γεια σου, καλή μου. Τι κάνεις;»
«Είμαι μια χαρά», της είπα την αλήθεια πρώτη φορά εδώ και μήνες. «Πού είσαι;» Φωνές
ακούγονταν από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Βγήκα να ψωνίσω και στέκομαι σε μια απερίγραπτη ουρά λόγω της Γιορτής των Ευχαριστιών.
Μάλιστα νομίζω πως τσακώνονται στον διάδρομο για το τελευταίο βαζάκι μαρμελάδας». Ο τόνος
της ήταν ανάλαφρος και εύθυμος, όπως ανάλαφρη και εύθυμη ήταν πάντα η μητέρα μου.
Χαμογέλασα καθώς τη φαντάστηκα να τρέχει εδώ κι εκεί, προσπαθώντας να κάνει σε μια ημέρα
όσα δεν έκανε τις προηγούμενες πέντε, για να ετοιμάσει το εορταστικό τραπέζι γι’ αύριο.
«Όλα καλά;» με ρώτησε. «Μου ακούγεσαι κάπως… διαφορετική».
«Ναι, μια χαρά. Μόνο που πρέπει να σου μιλήσω ή, μάλλον, να σου πω…». Δίστασα.
Η μητέρα μου στην άλλη άκρη της γραμμής δε μίλησε, περιμένοντας τη συνέχεια.
Ο Τζάρεντ πήγαινε μπροστά μου κι εγώ τον ακολουθούσα, γιατί πάντα αυτός ήταν ο προορισμός
μου. Ο καλύτερός μου φίλος κι ο κύριος των λογισμών μου, αυτός που πάντα ποθούσα, από τότε
ακόμη που ήμουν τόσο μικρή ώστε δεν μπορούσα να καταλάβω τι σημαίνει να ποθείς κάποιον.
«Θα τον φέρω κι εκείνον μαζί μου στο τραπέζι αύριο».
Δε χρειάστηκε καν ν’ αναφέρω τ’ όνομά του, γιατί όλα όσα σήμαινε ο Τζάρεντ για εμένα
συμπεριλαμβάνονταν σε αυτή την απλή ανακοίνωση. Ήταν μια δήλωση.
Η σιωπή έγινε πιο βαθιά. Η ανάσα της μητέρας μου έγινε πιο αργή, καθώς συνειδητοποιούσε τι της
έλεγα, και μετά πιο γρήγορη, από την ανακούφιση.
«Το ήξερα πως θα ξαναγύριζε κοντά σου», μου είπε τρυφερά.
Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα ευγνωμοσύνης. Ευγνωμοσύνη για τη μητέρα μου, για την καλοσύνη
της, για την υποστήριξη που ήξερα πως πάντα θα είχα από εκείνην. Ευγνωμοσύνη για τον Τζάρεντ.
«Θέλω να είμαι εγώ αυτή που θα πει στον μπαμπά για εμένα και τον Τζάρεντ, όμως νομίζω πως θα
ήταν καλή ιδέα να του πεις πως έχει γυρίσει στην πόλη, για να τον προετοιμάσεις».
Αύριο ο πατέρας μου θα μάθαινε το σοκαριστικό νέο. Τουλάχιστον ας ήταν προετοιμασμένος ότι
θα έβλεπε ξανά τον Τζάρεντ.
«Ναι, καλή μου. Νομίζω πως έχεις δίκιο», μου απάντησε και το ύφος της σοβάρεψε.
Τρία

Τζάρεντ
Αυτή η γυναίκα μπορούσε να μου κάνει πράγματα απίστευτα!
Πηγαινοερχόμουν στον διάδρομο έξω από το μπάνιο νιώθοντας εντελώς εξαρτημένος από εκείνην.
Άκουσα την Άλι ν’ ανοίγει το ντους και τους κρίκους της πλαστικής κουρτίνας του μπάνιου να
τρίζουν πάνω στο μέταλλο, καθώς την τραβούσε για να κλείσει. Και μετά ακούστηκε ο ήχος του
νερού που έπεφτε με δύναμη στην άδεια μπανιέρα.
Πριν από πέντε λεπτά με είχε φιλήσει στο κατώφλι της πόρτας.
«Δώσε μου δυο λεπτά να κάνω ένα μπάνιο», μου είπε.
Από το μπάνιο άκουσα τον ήχο από τα ρούχα της καθώς τα έβγαζε. Είχε γδυθεί. Το ήξερα. Τη
φαντάστηκα να ξεκουμπώνει το άσπρο της πουκάμισο, που φορούσε πάντα στη δουλειά, να
κατεβάζει το φερμουάρ του παντελονιού της και να βγάζει τα δαντελένια, μεταξωτά εσώρουχά της.
Δεν ήταν μόνο τα χέρια μου που δεν ήξερα τι να κάνω.
Γέλασα σιγά. Ναι, το είχα κάνει μερικές φορές και στο παρελθόν. Της είχα σκίσει πάνω στην ορμή
μου μερικά από τα ρούχα της δουλειάς, τότε που κρυβόμασταν για να μη μας δουν και εγώ
καταριόμουν τον εαυτό μου κάθε φορά που κλείδωνα την πόρτα πίσω μας, επειδή απολάμβανα αυτό
που ποτέ δεν έπρεπε να έχω.
Η ενοχή ξεπήδησε ξανά από τα βάθη της συνείδησής μου και μπλέχτηκε με τα υπολείμματα των
αμφιβολιών μου, που ήταν αρκετά προφανή.
Πια δεν ήξερα τι ήταν σωστό και τι λάθος. Είχα περάσει τόσο καιρό να τα βάζω με τον εαυτό μου
επειδή την ήθελα, ώστε τώρα μου φαινόταν σχεδόν λάθος που μπορούσα να την έχω.
Βημάτισα λίγο ακόμη πριν αναγκάσω τον εαυτό μου να καθίσει στον καναπέ. Ή αυτό θα έκανα ή
θα έσπαγα την πόρτα του μπάνιου. Όμως, είχα ήδη σπάσει αρκετές πόρτες εδώ μέσα.
Κάπου δέκα λεπτά αργότερα, άκουσα επιτέλους το ντους να κλείνει. Πίσω από τους τοίχους
έρχονταν συγκεχυμένοι ήχοι, το κλείσιμο ενός ντουλαπιού, το άνοιγμα μιας βρύσης, ο γδούπος ενός
συρταριού που έκλεινε, όλα ήταν από την κοπέλα μου, που με είχε αφήσει μόνο μου εδώ έξω να
υποφέρω αρκετά λεπτά.
Πόσο την ήθελα! Από τότε που έφυγα, είχαν αλλάξει πολλά πράγματα, όμως ένα ήταν σίγουρα το
ίδιο. Αυτή η κοπέλα με τρέλαινε. Και κάτι παραπάνω.
Είχα αρχίσει να χάνω κάθε έλεγχο από τον πόθο, το μπέρδεμα που βίωνα και από κάθε
αναθεματισμένη ανάποδη σκέψη που περνούσε από το μυαλό μου.
Άκουσα την πόρτα του μπάνιου ν’ ανοίγει.
Υποτίθεται πως ποτέ δε θα έπρεπε να είναι δική μου. Κι όμως στεκόταν μπροστά μου, καθόταν
εκεί, στο τέρμα του διαδρόμου κι είχε τα μάτια της πάνω μου.
Ήταν δική μου. Ήταν η ευθύνη μου, η ζωή μου.
Τα νεύρα μου κόντευαν να σπάσουν από την ένταση.
Ακόμη δεν μπορούσα να καταλάβω καλά καλά τι είχε συμβεί. Σκεφτόμουν όλα αυτά που είχαν
αποκαλυφθεί χθες τη νύχτα.
Εκείνη κουνήθηκε νευρικά ενώ με παρακολουθούσε με τα μάτια της, ψάχνοντας, δίνοντας την
εντύπωση ότι ήταν διατεθειμένη να δώσει τα πάντα για να διαβάσει τις σκέψεις μου, να μάθει τι
ένιωθα. Η έκφραση του προσώπου της μαλάκωσε.
Και τότε εγώ σκέφτηκα… Όχι, ίσως αυτό που θα την ικανοποιούσε να ήταν να μπει μέσα μου, να
χωθεί μέχρι το βάθος της ύπαρξής μου και να εγκατασταθεί στο μέρος όπου θα είχα προετοιμάσει
για εκείνη. Όμως, έτσι κι αλλιώς ήταν ήδη εκεί.
Στην πραγματικότητα, ήταν παντού. Στις φλέβες μου κυλούσε η δική της ζωή, γιατί κι εκείνη
ανάσαινε την ανάσα μου. Όλο μου το είναι τής ανήκε, αφού πριν από εκείνη ήμουν ένα τίποτε. Δεν
υπήρχα. Τώρα η ύπαρξή μου είχε αξία για κάποιον. Για κάποιον που στηριζόταν πάνω μου. Μόλις το
συνειδητοποίησα, μου κόπηκαν τα πόδια από τον φόβο.
Άπλωσα το χέρι μου κι εκείνη με πλησίασε. Το πρόσωπό της γέμισε ανείπωτη χαρά. Δεν μπόρεσα
να μην της χαμογελάσω κι εγώ. Είχε χτενίσει τα υγρά της μαλλιά που έπεφταν σαν μαύρα κύματα
στην πλάτη της. Υγρά τσουλούφια είχαν κολλήσει στους γυμνούς της ώμους. Φορούσε ένα
μπουστάκι και φυσικά το κλασικό της σορτσάκι για τον ύπνο.
Αναρωτήθηκα αν ήξερε… Αν το φορούσε σκόπιμα, γιατί διάβαζε το μυαλό μου, παρακολουθούσε
τις σκέψεις μου να λοξοδρομούν, να παρεκτρέπονται και να καταλήγουν στον πόθο, που
πλημμύριζε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου.
Την τράβηξα προς το μέρος μου και πέσαμε μαζί στον καναπέ.
Η Άλι έβγαλε μια μικρή κραυγή και γέλασε. Ήμουν πια σίγουρος πως ήξερε τι πάθαινα με αυτό το
μικροσκοπικό σορτς.
Το γέλιο που βγήκε από τα χείλη της με γέμισε χαρά και με πλημμύρισε ζεστασιά. Έτσι όπως την
κρατούσα πάνω μου, το βάρος της μου χάρισε την ίδια αίσθηση ασφάλειας που ένιωσα και σήμερα
το πρωί όταν ξύπνησα.
Οι αισθήσεις μου κατακλύσθηκαν από το άρωμα καρύδας, από την ικανοποίηση και από το ίδιο το
κορίτσι μου.
Θεέ μου! Πόσο μου είχε λείψει όλο αυτό! Πόσο μου είχε λείψει αυτή!
Δεν υπήρχε τρόπος να μετρηθεί τι σήμαινε για εμένα αυτή η κοπέλα, γιατί ήταν πάνω και πέρα από
κάθε υπολογισμό. Ήταν πέρα από κάθε λογική.
Ο φόβος με συνεπήρε. Ξαφνικά, ένιωσα να γεμίζει δηλητήριο το στόμα μου. Αν την έχανα, δεν
ξέρω τι θα έκανα.
Όταν θα την έχανα.
Σε αυτή τη σκέψη, το στομάχι μου δέθηκε κόμπος κι ένιωσα ναυτία. Προσπαθώντας να πάρω
ανάσα, ξεροκατάπια κι έβαλα το πρόσωπό μου στα μαλλιά της. Δεν ήθελα να το σκέφτομαι αυτό.
Δεν μπορούσα.
«Μωρό μου», της είπα με φωνή τραχιά από τη συγκίνηση, προσπαθώντας να θάψω βαθιά μέσα
μου αυτούς τους φόβους εκεί όπου ανήκαν. Όχι… Θα το διόρθωνα αυτό. Θα το διόρθωνα για χάρη
της.
«Ναι», μουρμούρισε κι εκείνη πάνω στον λαιμό μου και τα χείλη της, σαν απαλό χάδι, φίλησαν το
σαγόνι μου.
Ξαφνικά, ένιωσα μια σεξουαλική πείνα. Την τράβηξα πάνω μου κι άφησα το χέρι μου που ήταν
ελεύθερο να χωθεί κάτω από το σορτς της. Αυτό μου έκανε πάντα. Μου θόλωνε τον νου. Έσφιξα το
σφιχτό της μπούτι.
«Ξέρεις πολύ καλά τι μου κάνει αυτό το σορτσάκι σου, ε;»
Η Άλι χαζογέλασε αυτάρεσκα και γλυκά και, καθώς την αγκάλιαζα σφιχτά, έβαλε τα μπράτσα της
ανάμεσα στα κορμιά μας, σαν να ήθελε να βρεθεί ολόκληρη μέσα στην αγκαλιά μου.
«Μου αρέσει αυτό που βλέπω στα μάτια σου, όταν με αντικρίζεις έτσι ντυμένη». Η φωνή της
ακούστηκε ντροπιασμένη, καθώς το παραδεχόταν σιγανά, με το στόμα της κολλημένο στο στήθος
μου. Μου έριξε ένα ντροπαλό βλέμμα και το πιγούνι της χώθηκε στο στέρνο μου. «Από τότε που
ήμουν μικρό κοριτσάκι με θυμάμαι ν’ αναζητώ πάντα την προσοχή σου. Όμως, όταν έγινα πια
δεκατριών χρόνων, αυτό που ήθελα ήταν να με κοιτάζεις πραγματικά». Το πρόσωπό της έγινε
κατακόκκινο και τα μάγουλά της πύρωσαν, όμως η φωνή της ήταν πολύ σοβαρή. «Το ξέρω πως
ήταν ανόητο… γελοίο να πιστεύω πως μπορούσες να με προσέξεις. Όμως, πάντα το ήθελα».
Γέλασα σιγά, έφερα το χέρι μου στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και κόλλησα τον μηρό της
πάνω μου.
«Αν σε είχα προσέξει με αυτόν τον τρόπο τότε, θα είχες πολύ σοβαρό πρόβλημα».
Ασυναίσθητα το στόμα μου σχημάτισε ένα χαμόγελο, τόσο τρυφερό, που μόνο σε αυτή θα
μπορούσε ν’ απευθύνεται. Γιατί ήταν το δικό της χέρι που με είχε γαληνέψει, η δική της καρδιά που
είχε καταφέρει να κατευνάσει την οργή, που αλλιώς θα σιγόκαιγε πάντα στην ψυχή μου. Σήκωσα με
το δάχτυλό μου το πιγούνι της για να μην κρύβει άλλο αυτό το πανέμορφο πρόσωπο.
«Όμως χρειάστηκε πολύς καιρός για να συμβεί».
Η Άλι τράβηξε κι ελευθέρωσε το ένα της χέρι. Απαλά χάιδεψε με τα δάχτυλά της τις βλεφαρίδες
μου και μετά τα πίεσε πάνω στα χείλη μου.
Η συγκίνηση έγινε κόμπος στον λαιμό μου, ακριβώς εκεί όπου είχε συγκεντρωθεί η πίκρα όλων
όσων είχα νιώσει στο κατρακύλημά μου, την οποία το άγγιγμα της Άλι διέλυε σιγά σιγά.
Να πάρει! Αυτό το κορίτσι με είχε δέσει στο μικρό της δαχτυλάκι.
«Ίσως δε συνέβη τυχαία, Τζάρεντ. Ίσως ήταν μοιραίο να συμβεί. Ίσως όταν ο Κρίστοφερ σε
συνάντησε εκείνο το βράδυ στο μπαρ, την πρώτη φορά που είχες επιστρέψει στο Φοίνιξ… Μπορεί
αυτή η συνάντηση να ήταν μοιραία, για να συμβούν έπειτα κι όλα τ’ άλλα. Γιατί, με τον έναν ή τον
άλλον τρόπο, πρέπει να είμαστε μαζί. Ίσως τα πράγματα τώρα να είναι μπερδεμένα, όμως ποιος
μπορεί να πει πως όλο αυτό είναι λάθος;»
Ξέφυγε από την αγκαλιά μου και, πριν καλά καλά το καταλάβω, μ’ έσφιξε μέσα στη δική της. Τα
δάχτυλά της γαντζώθηκαν από τους ώμους μου.
«Εγώ πάντως δεν πιστεύω τίποτε άλλο παρά πως είναι γραφτό να βρίσκεσαι εδώ, μαζί μου. Ό,τι κι
αν περάσουμε, ό,τι κι αν αντιμετωπίσουμε στο μέλλον, αυτή η πεποίθησή μου δεν πρόκειται ν’
αλλάξει».
Τα σμαραγδένια της μάτια γέμισαν ανησυχία, καθώς κοιτούσε με λαχτάρα το πρόσωπό μου,
ψάχνοντας κάτι. Τι ήταν αυτό, δεν το ήξερα.
«Δε θα είναι εύκολο», μου είπε. «Το ξέρεις αυτό, δεν το ξέρεις;» Τα νύχια της βυθίστηκαν στο
κορμί μου, απαιτώντας την αμέριστη προσοχή μου. Μέσα στα λόγια της κρυβόταν φόβος. «Θέλω να
μου υποσχεθείς πως δε θα το βάλεις στα πόδια, όταν τα πράγματα πάρουν άσχημη τροπή, Τζάρεντ.
Γιατί η ζωή έχει και τέτοια· και δεν αντέχω στη σκέψη πως μπορεί να ζήσω χωρίς εσένα».
«Έλα…» της είπα απαλά, θέλοντας να την καθησυχάσω. «Το ξέρω αυτό, Άλι. Μη νομίζεις πως
μου ήταν εύκολο να επιστρέψω εδώ. Όμως το έκανα».
Πίστευα πως δεν μπορούσε να καταλάβει πραγματικά πόσο δύσκολο ήταν για εμένα ν’ ανεβώ τα
σκαλοπάτια στο σπίτι της χθες το βράδυ και να συνειδητοποιήσει τις εσωτερικές μου συγκρούσεις.
Από τη μια, υπήρχε η επιθυμία μου να μείνω πιστός στη μητέρα μου κι από την άλλη η αγάπη μου
για την Άλι. Αυτές οι δύο δυνάμεις αντιμάχονταν η μία την άλλη, σ’ έναν συνεχή πόλεμο ανάμεσα
στους δαίμονες που είχαν καταλάβει την ψυχή μου και σ’ εκείνο το μέρος της που είχε ελευθερωθεί
από την Άλι.
«Κι εδώ θέλω να μείνεις», μου είπε. Η απαλή της ανάσα χάιδεψε το πρόσωπό μου.
Γλίστρησα το χέρι μου στον λαιμό της και την τράβηξα προς το μέρος μου.
«Το ξέρω, μωρό μου!» της ψιθύρισα στ’ αυτί.
Η Άλι κάτι μουρμούρισε.
Πραγματικά, αυτή η κοπέλα μ’ έφερνε στο όριο της τρέλας. Και λίγο παραπέρα. Αναμφίβολα,
εκείνο το ατύχημα στο Λας Βέγκας είχε συμβεί όταν τελικά είχα πιάσει πάτο και ξαφνικά
συνειδητοποίησα πράγματα που ποτέ δε σκέφτηκα πως ήταν αλήθεια. Πως ίσως… Ίσως… υπήρχε
κάτι σε αυτόν τον αναθεματισμένο κόσμο για το οποίο θα άξιζε να ζήσω. Την περασμένη νύχτα είχα
απλώς επιβεβαιώσει αυτήν την ελπίδα. Ναι… Ζούσα για την Άλι.
Τα δάχτυλά της τυλίχτηκαν στην μπλούζα μου. Κρεμάστηκε πάνω μου και σήκωσε το κεφάλι της
όσο χρειαζόταν για να με κοιτάξει στα μάτια.
«Εδώ», μου ψιθύρισε βγάζοντας έναν αναστεναγμό.
Εγώ βόγκηξα. Έπιασα τον πισινό της και τον έσφιξα.
«Εδώ», απάντησα με βαθιά φωνή και κόλλησα το στόμα μου στο στόμα της, σ’ ένα άγριο φιλί,
απαιτητικό.
Η Άλι βόγκηξε κι άνοιξε τα χείλη της. Η γλώσσα της μπλέχτηκε με τη δική μου, που γέμισε το
στόμα της. Τα χέρια μου βούτηξαν στον καταρράχτη των μαλλιών της, πριν κατεβούν στη
ραχοκοκαλιά της κι από εκεί στον υπέροχο πισινό της, που με είχε μαγέψει από την αρχή.
Ακούστηκε το κλειδί στην κλειδαριά κι η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Πάγωσα. Βαριά βήματα
ακούστηκαν στο πάτωμα, καθώς ο Κρίστοφερ μπήκε στο σπίτι. Από εδώ που ήμουν δεν τον έβλεπα.
Όλο το οπτικό μου πεδίο το είχε καταλάβει η Άλι, τα χέρια της, τα μαλλιά της, κάθε σπιθαμή του
τέλειου κορμιού της. Όμως, τον ένιωσα να κοκαλώνει στο πλάι του καναπέ, όπου η Άλι ήταν
απλωμένη πάνω στο κορμί μου.
«Πού να πάρει… Με δουλεύετε;»
Σίγουρα τον είχε ακούσει κι εκείνη.
Προσπάθησα να κάνω στην άκρη την Άλι, όμως εκείνη γελώντας μ’ έσφιξε πάνω της και δε με
άφησε.
Αντίθετα, ανακάθισε λίγο για να μπορέσει να βλέπει τον αδερφό της πάνω από τον ώμο της. Τα
μαλλιά της έπεφταν γύρω μου καθώς του έστελνε ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο.
«Τώρα ξέρεις πώς είναι», του είπε. «Τουλάχιστον εσύ δε χρειάζεται να δεις τον πισινό μου
ξεβράκωτο πάνω από κάποιον άγνωστο τύπο, ξαπλωμένο στον καναπέ».
Κουνήθηκα κι έκανα πίσω τα μαλλιά της, για να μπορώ να βλέπω πάνω από την πλάτη της. Ο
Κρίστοφερ έσκασε ένα χαμόγελο. Σήκωσε τον ώμο του αδιάφορα, όμως ήμουν σίγουρος πως με
δυσκολία κρατιόταν να μην ξεσπάσει σε γέλια.
«Έλα, τώρα, Άλι. Αυτό δεν είναι δίκαιο. Ξέρεις πως αυτό έγινε μόνο μία φορά και ήμουν αρκετά
ευγενικός ώστε να σου τη συστήσω».
Κουνώντας το κεφάλι της, η Άλι κάγχασε σαρκαστικά, όμως στο βάθος διέκρινα όλη την
τρυφερότητα που ένιωθε για τον αδερφό της.
«Και δε σου περνά καθόλου από το μυαλό πόσο άβολα ένιωσα εγώ εκείνη τη στιγμή; Αλήθεια σου
το λέω… Δε θέλω να το ξαναπεράσω ποτέ στη ζωή μου!»
Προσπάθησα να συγκρατήσω τα γέλια μου, όμως ήταν αδύνατο, γιατί αυτό το κορίτσι ήταν τόσο
γλυκό και τόσο αστείο μαζί. Αλλά και τόσο έξυπνο, επίσης.
Another random document with
no related content on Scribd:
of infamous crime, person unable to read Constitution
in English, and to write his name.

COLORADO.
Citizen or alien, male or female, who has declared intention 4
months prior to election.

Under guardianship, insane, idiots, or imprisoned.

CONNECTICUT.
Citizen of United States.

Convicted of felony or theft, unless pardoned.


Person unable to read Constitution or statutes.

DELAWARE.
Citizen who has paid registration fee of $1.

Idiots, insane, paupers, felons. Person who can not


read the English language and write his name.

FLORIDA.
Citizen of United States.

Insane, under guardianship, convicted of felony or any


infamous crime.

GEORGIA.
Citizen of the United States who has paid all
his taxes since 1877.

Idiots, insane, convicted of crime punishable by imprisonment


until pardoned, failure to pay taxes.

IDAHO.
Citizen of the United States, male or female.
Under guardianship, idiots, insane, convicted of felony,
treason, or embezzlement of public funds, polygamist or
bigamist.

ILLINOIS.
Citizen of the United States.

Convicted of felony.

INDIANA.
Citizen of United States, or alien who has declared intention
and resided 1 year in United States and 6 months in State.

Convicted of crime and disfranchised by judgment of the court,


United States soldiers, sailors, and marines.

IOWA.
Citizen of the United States.

Idiots, insane, convicted of infamous crime.

KANSAS.
Citizen of United States, alien who has declared intention, or
[under] treaties with Mexico.

Felons, insane, duelists, rebels, not restored to


citizenship, under guardianship, public embezzlers,
offering or accepting a bribe.

KENTUCKY.
Citizen of the United States.

Treason, felony, bribery at election.

LOUISIANA.
Citizen of United States or alien who has declared intention.
Idiots, insane, convicted of treason, embezzlement of public
funds, all crime punishable by imprisonment in penitentiary,
persons unable to read and write, and not owning property in
the State assessed at $300, or not the son or grandson of a
citizen of the United States prior to January 1, 1867, person
who has not paid pool tax.

MAINE.
Citizen of the United States.

Paupers, persons under guardianship, Indians not taxed, and in


1893 all new voters who can not read the Constitution or write
their own names in English.

MARYLAND.
Citizen of the United States.

Convicted of larceny or other infamous crime, unless pardoned,


persons convicted of bribery.

MASSACHUSETTS.
Citizen of the United States.

Paupers and persons under guardianship, person who can not


read Constitution in English and write his name.

MICHIGAN.
Citizen or inhabitant who has declared intention under United
States laws 6 months before election and lived in State
2½ years.

Indians, duelists, and accessories.

MINNESOTA.
Citizen of United States or alien who has declared intention,
and civilized Indians.
Convicted of treason or felony, unless pardoned, persons
under guardianship or insane.

MISSISSIPPI.
Citizen of the United States.

Insane, idiots, Indians not taxed, felons, persons who have


not paid taxes, persons who can not read or understand
Constitution.

Missouri.
Citizen of United States or alien who has declared intention
not less than 1 year or more than 5 before offering to vote.

United States soldiers and marines, paupers, criminals


convicted once until pardoned, felons and violators of
suffrage laws convicted a second time.

MONTANA.
Citizen of the United States.

Felons, unless pardoned, idiots, insane, United States


soldiers, seamen, and marines, Indians.

NEBRASKA.
Citizen of United States or alien who has declared intention.

Convicts.

NEVADA.
Citizen of the United States.

Idiots, insane, unpardoned convicts, Indians, Chinese.

NEW HAMPSHIRE.
Citizen of United States.
Paupers (except honorably discharged United States soldiers
and sailors), persons excused from paying taxes at their own
request,

NEW JERSEY.
Citizen of the United States or alien who has declared
intention 30 days prior to election.

Idiots, insane paupers, persons convicted of crimes (unless


pardoned) which exclude them from being witnesses.

NEW YORK.
Citizen who shall have been a citizen for 90 days.

Convicted of bribery or any infamous crime, Indians under


tribal relations.

NORTH CAROLINA.
Citizen of the United States.

Convicted of felony or other infamous crime, idiots,


lunatics, persons unable to read or write, unless lineal
descendant of citizen of United States prior to January 1,
1867, nonpayment of poll tax.

NORTH DAKOTA.
Citizen of the United States, alien who has declared
intention 1 year, and civilized Indian.

Under guardianship, persons non compos mentis, or convicted


of felony and treason, unless restored to civil rights.

OHIO.
Citizen of the United States.

Felony until pardoned, idiots, insane, United States


soldiers and sailors.
{677}

OREGON.
Citizen of Unite States or alien who
has declared intention 1 year preceding election.

Idiots, insane, convicted of felony, United States soldiers


and sailors, Chinese.

PENNSYLVANIA.
Citizen of the United States at least 1 month, and if 22 years
old or more, must have paid tax within 2 years.

Convicted of some offense whereby right of suffrage is


forfeited, non taxpayers.

RHODE ISLAND.
Citizen of the United States.

Paupers, lunatics, persons non compos mentis, convicted


of bribery or infamous crime until restored to right to
vote under guardianship.

SOUTH CAROLINA.
Citizen of the United States.

Convicted of treason, murder, or other infamous crime,


dueling, paupers, insane, idiots, person who has not
paid poll tax, who can not read an write any section of
the State constitution, or can show that he has paid all
taxes on property within the State assessed at $300.

SOUTH DAKOTA.
Citizen of the United States or alien
who has declared intention.
Under guardianship, idiots, insane, convicted of treason
or felony, unless pardoned.

TENNESSEE.
Citizen of the United States who has paid poll tax of
preceding year.

Convicted of bribery or other infamous offense.

TEXAS.
Citizen of the United States or alien who has declared
intention.

Idiots, lunatics, paupers, convicted of felony, United


States soldiers and seamen.

UTAH.
Citizen, male and female.

Idiots, insane, convicted of treason or violation of


election laws.

VERMONT.
Citizen of the United States.

Those who have not obtained the approbation of the board of


civil authority of the town in which they reside.

VIRGINIA.
Citizen of the United States.

Idiots, lunatics, convicted of bribery at election,


embezzlement of public funds, treason, felony and petty
larceny, duelists and abettors unless pardoned by legislature.

WASHINGTON.
Citizen of the United States.
Indians not taxed, idiots, insane, persons convicted of
infamous crimes.

WEST VIRGINIA.
Citizen of the State.

Paupers, idiots, lunatics, convicted of treason, felony, or


bribery at elections.

WISCONSIN.
Citizen of the United States or alien who has declared
intention.

Insane, under guardianship, convicted of treason or felony,


unless pardoned, Indians having tribal relations.

WYOMING.
Citizen of the United States, male and female.

Idiots, insane, persons convicted of infamous crimes unless


restored to civil rights, unable to read State constitution.

Congressional Record, January 4-5, 1901,


pages 618-20, and 662-5.

The resolutions of Mr. Olmsted were not adopted. The


reapportionment was made on the basis of the totals of the
census returns, with no reckoning of any denials of the right
to vote. The following is the text of the Act, as passed and
approved January 16:

"Be it enacted by the Senate and House of Representatives of


the United States of America in Congress assembled, That after
the third day of March, nineteen hundred and three, the House
of Representatives shall be composed of three hundred and
eighty-six members [the existing number being 357] to be
apportioned among the several States as follows:

Alabama, nine;
Arkansas, seven;
California, eight;
Colorado, three;
Connecticut, five;
Delaware, one;
Florida, three;
Georgia, eleven;
Idaho, one;
Illinois, twenty-five;
Indiana, thirteen;
Iowa, eleven;
Kansas, eight;
Kentucky, eleven;
Louisiana, seven;
Maine, four;
Maryland, six;
Massachusetts, fourteen;
Michigan, twelve;
Minnesota, nine;
Mississippi, eight;
Missouri, sixteen:
Montana, one;
Nebraska, six;
Nevada, one;
New Hampshire, two;
New Jersey, ten;
New York, thirty-seven;
North Carolina, ten;
North Dakota, two;
Ohio, twenty-one:
Oregon, two;
Pennsylvania, thirty-two;
Rhode Island, two;
South Carolina, seven;
South Dakota, two;
Tennessee, ten:
Texas, sixteen:
Utah, one;
Vermont, two;
Virginia, ten;
Washington, three;
West Virginia, five;
Wisconsin, eleven; and
Wyoming, one.

"SECTION 2.
That whenever a new State is admitted to the Union the
Representative or Representatives assigned to it shall be in
addition to the number three hundred and eighty-six.

"SECTION 3.
That in each State entitled under this apportionment, the
number to which such State may be entitled in the Fifty-eighth
and each subsequent Congress shall be elected by districts
composed of contiguous and compact territory and containing as
nearly as practicable an equal number of inhabitants. The said
districts shall be equal to the number of the Representatives
to which such State may be entitled in Congress, no one
district electing more than one Representative.

"SECTION 4.
That in case of an increase in the number of Representatives
which may be given to any State under this apportionment such
additional Representative or Representatives shall be elected
by the State at large, and the other Representatives by the
districts now prescribed by law until the legislature of such
State in the manner herein prescribed, shall redistrict such
State; and if there be no increase in the number of
Representatives from a State the Representatives thereof shall
be elected from the districts now prescribed by law until such
State be redistricted as herein prescribed by the legislature
of said State; and if the number hereby provided for shall in
any State be less than it was before the change hereby made,
then the whole number to such State hereby provided for shall
be elected at large, unless the legislatures of said States
have provided or shall otherwise provide before the time fixed
by law for the next election of Representatives therein.

"SECTION 5.
That all Acts and parts of Acts inconsistent with this Act are
hereby repealed."

No existing State quota was reduced by the new apportionment,


and the gains were as follows:
Illinois, New York and Texas, 3;
Minnesota, New Jersey and Pennsylvania, 2;
Arkansas, California, Colorado, Connecticut, Florida,
Louisiana, Massachusetts, Mississippi, Missouri, North
Carolina, North Dakota, Washington, West Virginia and
Wisconsin, 1.

{678}

That clause of the third section which requires districts to


be "composed of contiguous and compact territory" is intended
to be a bar to the partisan trick called "gerrymandering." The
vote on the bill in the House (165 against 102) was singularly
non-partisan. The minority was said to be composed of exactly
the same number of Republicans and Democrats, 51 of each, and
in the majority vote there were included 84 Republicans and 81
Democrats. The vote was also non-sectional, except that New
England voted almost solidly for the measure. East, South and
West the State delegations were almost equally divided.

UNITED STATES OF AMERICA: A. D. 1901 (February).


Act to increase the standing army of the nation to 100,000 men.

In his annual Message to Congress, December 3, 1900, the


President set forth the military needs of the country, created
by its new policy of imperial expansion, and recommended that
the permanent army be raised to 100,000 in number, from 45,000
to 60,000 of which would be required in the Philippine Islands
until their people were made submissive to the authority of
the United States. In accord with the executive
recommendation, Congress passed "an Act to increase the
efficiency of the permanent military establishment of the
United States," which became law by the President's signature
on the 2d of February, 1901. Its first section provides that
"from and after the approval of this Act the Army of the
United States, including the existing organizations, shall
consist of fifteen regiments of cavalry, a corps of artillery,
thirty regiments of infantry, one Lieutenant-General, six
major-generals, fifteen brigadier-generals, an
Adjutant-General's Department, an Inspector-General's
Department, a Judge-Advocate-General's Department, a
Quartermaster's Department, a Subsistence Department, a
Medical Department, a Pay Department, a Corps of Engineers, an
Ordnance Department, a Signal Corps, the officers of the
Record and Pension Office, the chaplains, the officers and
enlisted men of the Army on the retired list, the professors,
corps of cadets, the army detachments and band at the United
States Military Academy, Indian scouts as now authorized by
law, and such other officers and enlisted men as may
hereinafter be provided for." A subsequent section enacts that
the total enlisted force of the line of the army shall not exceed
at any one time 100,000.

Section 2 provides that "each regiment of cavalry shall


consist of one colonel, one lieutenant-colonel, three majors,
fifteen captains, fifteen first lieutenants, and fifteen
second lieutenants; two veterinarians, one sergeant-major, one
quartermaster-sergeant, one commissary-sergeant, three
squadron sergeants-major, two color-sergeants with rank, pay,
and allowances of squadron sergeant-major, one band, and
twelve troops organized into three squadrons of four troops
each. … Each troop of cavalry shall consist of one captain,
one first lieutenant, one second lieutenant, one first
sergeant, one quartermaster-sergeant, six sergeants, six
corporals, two cooks, two farriers and blacksmiths, one
saddler, one wagoner, two trumpeters, and forty-three
privates; the commissioned officers to be assigned from among
those hereinbefore authorized."

Sections 3-9, relating to the Artillery, are, in part, as


follows:

"That the regimental organization of the artillery arm of the


United States Army is hereby discontinued, and that arm is
constituted and designated as the Artillery Corps. It shall be
organized as hereinafter specified and shall belong to the
line of the Army. That the Artillery Corps shall comprise two
branches—the coast artillery and the field artillery. The
coast artillery is defined as that portion charged with the
care and use of the fixed and movable elements of land and
coast fortifications, including the submarine mine and torpedo
defenses; and the field artillery as that portion accompanying
an army in the field, and including field and light artillery
proper, horse artillery, siege artillery, mountain artillery,
and also machine-gun batteries: Provided, That this shall not
be construed to limit the authority of the Secretary of War to
order coast artillery to any duty which the public service
demands or to prevent the use of machine or other field guns
by any other arm of the service under the direction of the
Secretary of War. … That the Artillery Corps shall consist of
a Chief of Artillery, who shall be selected and detailed by
the President from the colonels of artillery, to serve on the
staff of the general officer commanding the Army, and whose
duties shall be prescribed by the Secretary of War: fourteen
colonels, one of whom shall be the Chief of Artillery;
thirteen lieutenant-colonels, thirty-nine majors, one hundred
and ninety-five captains, one hundred and ninety-five first
lieutenants, one hundred and ninety-five second lieutenants;
and the captains and lieutenants provided for in this section
not required for duty with batteries or companies shall be
available for duty as staff officers of the various artillery
garrisons and such other details as may be authorized by law
and regulations; twenty-one sergeants-major, with the rank,
pay, and allowances of regimental sergeants-major of infantry;
twenty-seven sergeants-major, with the rank, pay, and
allowances of battalion sergeants-major of infantry; one
electrician sergeant to each coast artillery post having
electrical appliances; thirty batteries of field artillery,
one hundred and twenty-six batteries of coast artillery, and
ten bands organized as now authorized by law for artillery
regiments: Provided, That the aggregate number of enlisted men
for the artillery, as provided under this Act, shall not
exceed eighteen thousand nine hundred and twenty, exclusive of
electrician sergeants." Concerning the Infantry it is
provided, in Section 10, that "each regiment of infantry shall
consist of one colonel, one lieutenant colonel, three majors,
fifteen captains, fifteen first lieutenants, and fifteen
second lieutenants; one sergeant-major, one
quartermaster-sergeant, one commissary-sergeant, three
battalion sergeants-major, two color sergeants, with rank,
pay, and allowances of battalion sergeants-major, one band,
and twelve companies, organized into three battalions of four
companies each. Of the officers herein provided, the captains
and lieutenants not required for duty with the companies shall
be available for detail as regimental and battalion staff
officers and such other details as may be authorized by law or
regulations. … Each infantry company shall consist of one
captain, one first lieutenant, one second lieutenant, one
first sergeant, one quartermaster-sergeant, four sergeants,
six corporals, two cooks, two musicians, one artificer, and
forty-eight privates, the commissioned officers to be assigned
from those hereinbefore authorized."

{679}
Section 11 provides that "the enlisted force of the Corps of
Engineers shall consist of one band and three battalions of
engineers. … Each battalion of engineers shall consist of one
sergeant-major, one quartermaster-sergeant, and four
companies. Each company of engineers shall consist of one
first sergeant, one quartermaster-sergeant, with the rank,
pay, and allowances of sergeant, eight sergeants, ten
corporals, two musicians, two cooks, thirty-eight first-class
and thirty-eight second-class privates."

Section 12 relates to the appointment of army chaplains—one


for each regiment of cavalry and infantry, and twelve for the
corps of artillery—no person to be appointed who has passed
the age of forty years. The office of post chaplain is
abolished. Sections 13 to 27 relate mainly to the organization
of the several Departments, of the Adjutant-General,
Inspector-General, Judge-Advocate-General,
Quartermaster-General, Commissary-General, Surgeon-General,
Paymaster-General, Chief of Engineers, Chief of Ordnance, etc.

Section 28, prescribing the rules of promotion and


appointment, is as follows: "That vacancies in the grade of
field officers and captain, created by this Act, in the
cavalry, artillery, and infantry shall be filled by promotion
according to seniority in each branch, respectively. Vacancies
existing after the promotions have been made shall be provided
for as follows: A sufficient number shall be reserved in the
grade of second lieutenant for the next graduating class at
the United States Military Academy. Persons not over forty
years of age who shall have at any time served as volunteers
subsequent to April twenty-first, eighteen hundred and
ninety-eight, may be ordered before boards of officers for
such examination as may be prescribed by the Secretary of War,
and those who establish their fitness before these examining
boards may be appointed to the grades of first or second
lieutenant in the Regular Army, taking rank in the respective
grades according to seniority as determined by length of prior
commissioned service; but no person appointed under the
provisions of this section shall be placed above another in
the same grade with longer commissioned service, and nothing
herein contained shall change the relative rank of officers
heretofore commissioned in the Regular Army. Enlisted men of
the Regular Army or volunteers may be appointed second
lieutenants in the Regular Army to vacancies created by this
Act, provided that they shall have served one year, under the
same conditions now authorized by law for enlisted men of the
Regular Army."

Important provisions are embodied in Sections 35 and 36, as


follows:

"SECTION 35. That the Secretary of War be, and he is hereby,


authorized and directed to cause preliminary examinations and
surveys to be made for the purpose of selecting four sites
with a view to the establishment of permanent camp grounds for
instruction of troops of the Regular Army and National Guard,
with estimates of the cost of the sites and their equipment
with all modern appliances, and for this purpose is authorized
to detail such officers of the Army as may be necessary to
carry on the preliminary work; and the sum of ten thousand
dollars is hereby appropriated for the necessary expense of
such work, to be disbursed under the direction of the
Secretary of War: Provided, That the Secretary of War shall
report to Congress the result of such examination and surveys,
and no contract for said sites shall be made nor any
obligation incurred until Congress shall approve such
selections and appropriate the money therefor.

"SECTION 36. That when in his opinion the conditions in the


Philippine Islands justify such action the President is
authorized to enlist natives of those islands for service in
the Army, to be organized as scouts, with such officers as he
shall deem necessary for their proper control, or as troops or
companies, as authorized by this Act, for the Regular Army.
The President is further authorized, in his discretion, to
form companies, organized as are companies of the Regular
Army, in squadron's or battalions, with officers and
non-commissioned officers corresponding to similar
organizations in the cavalry and infantry arms. The total
number of enlisted men in said native organizations shall not
exceed twelve thousand, and the total enlisted force of the
line of the Army, together with such native force, shall not
exceed at any one time one hundred thousand. … When, in the
opinion of the President, natives of the Philippine Islands
shall, by their services and character, show fitness for
command, the President is authorized to make provisional
appointments to the grades of second and first lieutenants
from such natives, who, when so appointed, shall have the pay
and allowances to be fixed by the Secretary of War, not
exceeding those of corresponding grades of the Regular Army."

Section 38 abolishes the so-called "Army Canteen," in


compliance with strenuous demands from temperance
organizations in the country, notwithstanding much testimony
favorable to the canteen system from well-informed and
conscientious witnesses. The language of the section is as
follows: "The sale of or dealing in beer, wine, or any
intoxicating liquors, by any person in any post exchange or
canteen or army transport, or upon any premises used for
military purposes by the United States, is hereby prohibited.
The Secretary of War is hereby directed to carry the
provisions of this section into full force and effect." Prompt
obedience to this command of law was given by the War
Department, which issued the required general order February
4th.

The following amendment, proposed by Senator Hoar for addition


to the Act, was voted down: "Provided, That no further
military force shall be used in the Philippine Islands, except
such as may be necessary to keep order in places there now
actually under the peaceable control of the United States and
to protect persons or property to whom, in the judgment of the
President, protection may be due from the United States, until
the President shall have first proclaimed an amnesty for all
political offenses committed against the United States in the
Philippine Islands, and shall have, if in his power, agreed
upon an armistice with persons now in hostility to the United
States, and shall have invited such number, not less than 10,
as he shall think desirable of the leaders or representatives
of the persons now hostile to the United States there to come
to the United States and state their wishes and the condition,
character, and wishes of the people of the Philippine Islands
to the Executive and Congress, and shall have offered to
secure to them safe conduct to come, abide, and return, and
shall have provided at the public charge for the expenses of
their transportation both ways and their stay in this country
for a reasonable and sufficient time for such purpose."

{680}

UNITED STATES OF AMERICA: A. D. 1910 (February).


The Russian sugar question.
United States countervailing duty and Russian retaliation.

See (in this volume)


SUGAR BOUNTIES.

UNITED STATES OF AMERICA: A. D. 1901 (February-March).


Adoption of the so-called "Spooner Amendment" to
the Army Appropriation Bill empowering the President to
establish a civil government in the Philippines.

See (in this volume)


PHILIPPINE ISLANDS: A. D. 1901 (FEBRUARY-MARCH).

UNITED STATES OF AMERICA: A. D. 1901 (February-March).


Adoption of the "Platt Amendment," prescribing conditions on
which the President is authorized to "leave the government and
control of the island of Cuba to its people."

See (in this volume)


CUBA: A. D. 1901 (FEBRUARY-MARCH).

UNITED STATES OF AMERICA: A. D. 1901 (March).


Reinauguration of President McKinley for a second term in the
executive office. His inaugural address.

The reinauguration of President McKinley, for the second term


of office to which he had been elected, was performed with the
customary ceremonies, at the capitol, in Washington, on the
4th of March, 1001. His inaugural address upon the occasion is
especially interesting, for the reason that it indicates the
understanding with which the President received his
re-election, and the interpretation which he has put upon it
as an expression of the national will on questions of
extraordinary moment. He spoke as follows:

"My Fellow Citizens: When we assembled here on March 4, 1897,


there was great anxiety with regard to our currency and
credit. None exists now. Then our treasury receipts were
inadequate to meet the current obligations of the government.
Now they are sufficient for all public needs, and we have a
surplus instead of a deficit. Then I felt constrained to
convene the Congress in extraordinary session to devise
revenues to pay the ordinary expenses of the government. Now I
have the satisfaction to announce that the Congress just
closed has reduced taxation in the sum of $41,000,000. Then
there was deep solicitude because of the long depression in
our manufacturing, mining, agricultural and mercantile
industries, and the consequent distress of our laboring
population. Now every avenue of production is crowded with
activity, labor is well employed and American products find
good markets at home and abroad. Our diversified productions,
however, are increasing in such unprecedented volume as to
admonish us of the necessity of still further enlarging our
foreign markets by broader commercial relations. For this
purpose reciprocal trade arrangements with other nations
should in liberal spirit be carefully cultivated and promoted.

"The national verdict of 1896 has for the most part been
executed. Whatever remains unfulfilled is a continuing
obligation resting with undiminished force upon the Executive
and the Congress. But fortunate as our condition is, its
permanence can only be assured by sound business methods and
strict economy in national administration and legislation. We
should not permit our great prosperity to lead us to reckless
ventures in business or profligacy in public expenditures.
While the Congress determines the objects and the sum of
appropriations, the officials of the executive departments are
responsible for honest and faithful disbursement, and it
should be their constant care to avoid waste and extravagance.
Honesty, capacity and industry are nowhere more indispensable
than in public employment. These should be fundamental
requisites to original appointment and the surest guarantees
against removal.

"Four years ago we stood on the brink of war without the


people knowing it and without any preparation or effort at
preparation for the impending peril. I did all that in honor
could be done to avert the war, but without avail. It became
inevitable, and the Congress at its first regular session,
without party division, provided money in anticipation of the
crisis and in preparation to meet it. It came. The result was
signally favorable to American arms and in the highest degree
honorable to the government. It imposed upon us obligations
from which we cannot escape, and from which it would be
dishonorable to seek to escape. We are now at peace with the
world, and it is my fervent prayer that if differences arise
between us and other powers they may be settled by peaceful
arbitration, and that hereafter we may be spared the horrors
of war.

You might also like