Professional Documents
Culture Documents
Victor Hugo - Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΙΤΗ
Victor Hugo - Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΙΤΗ
Victor Hugo - Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΙΤΗ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΗΜΕΡΑ
ΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΙΤΗ
1
Φυλακή Μπισέτρ
Καταδικασμένος σε θάνατο!
Πάνε πέντε εβδομάδες που συγκατοικώ μ’ αυτήν τη σκέψη,
πάντα μόνος μαζί της, πάντα παγωμένος από την παρουσία της,
πάντα λυγισμένος κάτω από το βάρος της!
Κάποτε, διότι μου φαίνεται σαν να έχουν περάσει χρόνια κι
όχι εβδομάδες, ήμουν ένας άνθρωπος σαν τους άλλους
ανθρώπους. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό είχα και μια
διαφορετική σκέψη. Το πνεύμα μου, νεανικό και πλούσιο, ήταν
γεμάτο ονειροφαντασίες. Με διασκέδαζε ξετυλίγοντάς τες τη μία
μετά την άλλη, χωρίς τάξη και χωρίς τέλος, κεντώντας με
ανεξάντλητα αραβουργήματα αυτό το τραχύ και τριμμένο
ύφασμα της ζωής. Σκεφτόμουν κορίτσια, βαρύτιμα άμφια
επισκόπων, κερδισμένες μάχες, θέατρα γεμάτα θόρυβο και φώτα,
κι ύστερα πάλι κορίτσια και μελαγχολικούς νυχτερινούς
περιπάτους κάτω από τις καστανιές με τα απλωτά κλαδιά. Η
φαντασία μου είχε πάντα γιορτή. Μπορούσα να σκέφτομαι ό,τι
ήθελα, ήμουν ελεύθερος.
Τώρα είμαι αιχμάλωτος. Το σώμα μου είναι σιδηροδέσμιο
μέσα σ’ ένα κελί, το πνεύμα μου φυλακισμένο μέσα σε μια
σκέψη. Μια φρικτή, μια αιματηρή, μια αμείλικτη σκέψη! Μου
έχει απομείνει πια μόνο μία ιδέα, μόνο μία πεποίθηση, μόνο μία
βεβαιότητα: καταδικασμένος σε θάνατο!
Ό,τι κι αν κάνω, αυτή η κολασμένη σκέψη είναι πάντα
παρούσα, σαν ένας μολυβένιος ίσκιος πάνω μου, μοναχική και
ζηλόφθονη, αποκλείοντας κάθε άλλη σκέψη. Στέκεται απέναντί
μου αντικατοπτρίζοντας τη δυστυχία μου και με τραντάζει με τα
δυο παγωμένα χέρια της, αν θελήσω να αποστρέψω το πρόσωπό
μου ή να κλείσω τα μάτια μου. Μαντεύει όλα τα τεχνάσματα που
επινοεί ο νους μου για να την αποφύγεί, παρεισφρέει σαν φρικτό
ρεφρέν σ’ όλα τα λόγια που μου απευθύνουν, κολλάει μαζί μου
στα αποκρουστικά κάγκελα του κελιού μου· με βασανίζει όσο
είμαι ξύπνιος, καραδοκεί στο σπασμωδικό μου ύπνο και
εμφανίζεται πάλι στα όνειρά μου με τη μορφή ενός μαχαιριού.
Πριν από λίγο τινάχτηκα από τον ύπνο μου, κυνηγημένος απ’
αυτήν τη σκέψη και είπα μέσα μου: — Α! ήταν μόνο ένα όνειρο!
Ε λοιπόν, πριν ακόμα προφτάσουν τα βαριά μου βλέφαρα ν’
ανοίξουν αρκετά για να δουν αυτήν τη μοιραία σκέψη γραμμένη
στη φρικτή πραγματικότητα που με περιβάλλει, στους τοίχους
του υγρού κελιού μου που στάζουν νερά, στις χλομές ακτίνες της
λάμπας μου, στην τραχιά ύφανση των ρούχων μου, στο
σκυθρωπό ίσκιο του φρουρού μου που η παλάσκα του γυαλίζει
μέσ’ από τα κάγκελα του κελιού μου, μου φαίνεται πως ήδη μια
φωνή ψιθυρίζει στο αυτί μου:
— Καταδικασμένος σε θάνατο!
2
Καταδικασμένος σε θάνατο!
Και λοιπόν, γιατί όχι; Οι ανθρώποι, θυμάμαι πως το είχα
διαβάσει δεν ξέρω σε ποιο βιβλίο, κι αυτό ήταν το καλύτερό του,
οι άνθρωποι είναι όλοι θανατοποινίτες με επ’ αόριστον αναστολή.
Τι το τόσο διαφορετικό υπάρχει λοιπόν στην περίπτωσή μου;
Από την ώρα που μου διάβασαν την ποινή μου, πόσοι δεν
έχουν πεθάνει, ενώ προετοιμάζονταν για μια μακρά ζωή! Πόσοι
δεν προηγήθηκαν που, νέοι, ελεύθεροι και υγιείς, σκόπευαν να
πάνε μια μέρα να δούνε το κεφάλι μου να πέφτει στην πλατεία
Γκρεβ! Πόσοι ίσως απ’ αυτούς εδώ που βαδίζουν κι ανασαίνουν
τον ελεύθερο αέρα, που μπαίνουν και βγαίνουν όπως θέλουν, δεν
θα προηγηθούν ακόμα από σήμερα μέχρι τότε!
Κι ύστερα, τι το τόσο επιθυμητό έχει πια η ζωή για μένα;
Στην πραγματικότητα, τα μόνα σχεδόν αγαθά που μπορεί να μου
στερήσει ο δήμιος είναι τη σκοτεινιά και το μαύρο ψωμί της
φυλακής, τη μερίδα του ζωμού από το καζάνι των καταδίκων, να
υφίσταμαι, εγώ, ένας άνθρωπος εκλεπτυσμένος χάρη στη
μόρφωσή μου, τη βαναυσότητα των φρουρών και των
χωροφυλάκων να μην υπάρχει άνθρωπος που να με θεωρεί άξιο
για μια κουβέντα και στον οποίο να την ανταποδίδω, να τρέμω
αδιάκοπα τόσο γι’ αυτό που έκανα όσο και γι’ αυτό που θα μου
κάνουν.
Α! Σε κάθε περίπτωση, είναι φρικτό!
4
10
11
12
13
14
15
Με πατούμενα ακριβά,
Συμφορά.
Μα ο άρχοντας θυμώνει,
Μαύρη τύχη, συμφορά.
Λέει: — Μά το στέμμα μου, κυρά,
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Θα σ’ τον κάνω να χορέψει,
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Στον αέρα μια χαρά,
Μαύρη τύχη, συμφορά.
19
23
24
26
27
28
29
30
Ο ιερέας ξανάρθε.
Έχει άσπρα μαλλιά, πολύ μειλίχιους τρόπους, ένα
καλοσυνάτο και σεβάσμιο πρόσωπο· είναι πράγματι ένας
εξαίρετος και συμπονετικός άνθρωπος. Σήμερα το πρωί, τον είδα
ν’ αδειάζει το πουγκί του στα χέρια των φυλακισμένων. Γιατί
λοιπόν η φωνή του δεν απηχεί κανένα συναίσθημα, ούτε ξυπνάει
κανένα; Γιατί ως τώρα δεν μου έχει πει τίποτα που ν’ αγγίζει το
μυαλό ή την καρδιά μου;
Σήμερα το πρωί, ήμουν σαν χαμένος. Μόλις που άκουσα
αυτά που μου έλεγε. Τα λόγια του μου φαίνονταν ανώφελα και
παρέμεινα αδιάφορος: γλίστρησαν όπως αυτή η ψυχρή βροχή
πάνω σ’ αυτό το παγωμένο τζάμι.
Παρ’ όλα αυτά, πριν από λίγο που γύρισε κοντά μου, η
παρουσία του μου έκανε καλό. «Ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους
ανθρώπους είναι ο μοναδικός που είναι ακόμα άνθρωπος για
μένα», είπα μέσα μου. Και μ’ έπιασε μια έντονη δίψα για καλά
και παρηγορητικά λόγια.
Καθίσαμε, εκείνος στην καρέκλα, εγώ στο κρεβάτι. Μου
είπε:
— Τέκνον μου...
Αυτή η λέξη μού ζέστανε την καρδιά. Συνέχισε:
— Τέκνον μου, πιστεύετε στο Θεό;
— Μάλιστα, πάτερ μου, του απάντησα.
— Πιστεύετε στην Αγία Ρωμαϊκή Αποστολική και Καθολική
Εκκλησία;
— Απολύτως, του είπα.
— Τέκνον μου, ξανάπε, δείχνετε ν’ αμφιβάλλετε.
Κι άρχισε να μιλάει. Μίλησε πολλή ώρα· είπε πολλά λόγια·
ύστερα, όταν θεώρησε ότι είχε τελειώσει, σηκώθηκε και με
κοίταξε για πρώτη φορά από τότε που είχε αρχίσει την ομιλία
του. Με ρώτησε:
— Λοιπόν;
Πρέπει να πω ότι αρχικά τον άκουγα με λαχτάρα, ύστερα με
προσοχή, ύστερα με αφοσίωση.
Σηκώθηκα κι εγώ.
— Κύριε, του είπα, αφήστε με μόνο, σας παρακαλώ.
Με ρώτησε:
— Πότε να ξαναγυρίσω;
— Θα σας ειδοποιήσω.
Τότε βγήκε χωρίς οργή, αλλά κουνώντας το κεφάλι, σαν να
έλεγε από μέσα του:
«Ένας ασεβής!»
Όχι, όσο χαμηλά κι αν έχω πέσει, δεν είμαι ασεβής και
μάρτυς μου ο Θεός ότι πιστεύω. Όμως τι μου είπε αυτός ο
γέροντας; Τίποτα που να το αισθάνεται, τίποτα που να τον
συγκινεί, τίποτα που να τον κάνει να κλάψει, τίποτα βγαλμένο
από την ψυχή, τίποτα που να βγαίνει από την καρδιά του και να
φτάνει στη δική μου, τίποτα δικό του που να μπορεί να γίνει δικό
μου. Αντίθετα, τα λόγια του είχαν κάτι το αόριστο, το άτονο, σαν
ν’ αναφέρονταν στους πάντες και στα πάντα· εμφατικά εκεί που
χρειαζόταν βάθος, επίπεδα εκεί που θα έπρεπε να είναι απλά·
ένα μελοδραματικό κήρυγμα, μια θεολογική ελεγεία. Πότε πότε
ένα χωρίο στα λατινικά. Άγιος Αυγουστίνος, Άγιος Γρηγόριος,
ποιος ξέρει; Κι ήταν σαν να έλεγε ένα μάθημα που το είχε ήδη
πει είκοσι φορές, σαν να επαναλάμβανε ένα θέμα που το ήξερε
απέξω κι ανακατωτά. Χωρίς βλέμμα στα μάτια, χωρίς τόνο στη
φωνή, χωρίς κίνηση στα χέρια.
Και πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς; Αυτός ο παπάς είναι ο
επίσημος εφημέριος της φυλακής. Είναι το επάγγελμά του να
παρηγορεί και να προτρέπει σε μετάνοια, και απ’ αυτό ζει.
Αρμοδιότητά του είναι οι βαρυποινίτες κι οι θανατοποινίτες.
Τους εξομολογεί και τους συμπαραστέκεται επειδή αυτή είναι η
δουλειά του. Έχει γεράσει οδηγώντας ανθρώπους στο θάνατο.
Αυτός έχει προ πολλού συνηθίσει αυτό που κάνει τους άλλους ν’
ανατριχιάζουν τα μαλλιά του, πουδραρισμένα και λευκά, δεν
ανορθώνονται πια· τα κάτεργα και το ικρίωμα είναι
καθημερινότητες γι’ αυτόν. Είναι μπουχτισμένος. Πιθανώς έχει
το τεφτέρι του· τάδε σελίδα οι καταδικασμένοι στις γαλέρες,
τάδε σελίδα οι καταδικασμένοι σε θάνατο. Τον ειδοποιούν από
την παραμονή ότι θα έχει κάποιον να παρηγορήσει την επομένη,
την τάδε ώρα· ρωτάει τι είναι, βαρυποινίτης ή μελλοθάνατος;
Και ξαναδιαβάζει τη σελίδα· κι ύστερα έρχεται. Έτσι, εκείνοι
που πάνε στην Τουλόν κι εκείνοι που πάνε στην Γκρεβ είναι
συνηθισμένες περιπτώσεις γι’ αυτόν, κι ο ίδιος είναι
συνηθισμένη περίπτωση γι’ αυτούς.
Ωχ! Ας πήγαιναν λοιπόν, αντί γι’ αυτό το πράγμα, να μου
βρούνε κανένα νεαρό διάκονο, κανένα γέροντα εφημέριο, στην
τύχη, στην πρώτη ενορία που θα συναντούσαν, να τον πάρουν
μπροστά από το τζάκι του όπου θα διαβάζει το βιβλίο του χωρίς
να υποψιάζεται ότι θα ζητηθούν οι υπηρεσίες του, κι ας του
πουν:
— Υπάρχει ένας άνθρωπος που πρόκειται να πεθάνει κι εσείς
πρέπει να τον παρηγορήσετε. Πρέπει να βρίσκεστε εκεί όταν θα
του δένουν τα χέρια, όταν θα του κόβουν τα μαλλιά· να ανέβετε
μαζί του στο κάρο, με τον Εσταυρωμένο σας, για να του κρύβετε
το δήμιο· να τρανταχτείτε μαζί του στο λιθόστρωτο μέχρι την
Γκρεβ: να περάσετε μαζί του μέσ’ από το απαίσιο αιμοβόρο
πλήθος· να τον αγκαλιάσετε κάτω από το ικρίωμα, και να
μείνετε εκεί ώσπου το κεφάλι να πέσει από εδώ και το σώμα από
εκεί.
Αυτόν λοιπόν ας μου τον φέρουν, παλλόμενο και τρεμάμενο
από την κορυφή ως τα νύχια· ας με ρίξουν στην αγκαλιά του,
στα γόνατά του· και θα κλάψει, και θα κλάψουμε μαζί, και θα
μου μιλήσει όμορφα, και θα με παρηγορήσει, κι η καρδιά μου θα
ξαλαφρώσει αδειάζοντας στη δική του καρδιά, και θα πάρει την
ψυχή μου, κι εγώ θα πάρω το Θεό του.
Όμως τούτος ο καλός γέροντας τι είναι για μένα; Τι είμαι εγώ
γι’ αυτόν; Ένα άτομο από κείνους τους άμοιρους, ένας ίσκιος
σαν τους τόσους άλλους που έχει δει, μια μονάδα που θα την
προσθέσει στον αριθμό των εκτελέσεων.
Ίσως έχω άδικο που τον απορρίπτω έτσι· αυτός είναι ο καλός
κι εγώ ο κακός. Αλίμονο! Δεν φταίω εγώ. Η ανάσα του
μελλοθανάτου καταστρέφει και μαραίνει τα πάντα.
Μου έφεραν φαγητό. Νομίζουν πως ίσως το χρειάζομαι. Ένα
εκλεκτό και επιτηδευμένο γεύμα, ένα κοτόπουλο, μου φαίνεται,
και κάτι άλλο ακόμα. Ε λοιπόν! Δοκίμασα να φάω· αλλά, με την
πρώτη μπουκιά, το φαγητό μού έπεσε από το στόμα, τόσο πικρό
και δύσοσμο μου φάνηκε!
31
33
34
Ένα ρολόι σήμανε την ώρα. Δεν ξέρω ποια ώρα, δεν ακούω
καλά τους χτύπους. Μου φαίνεται σαν να έχω τους ήχους ενός
εκκλησιαστικού οργάνου στα αυτιά μου. Είναι ο βόμβος των
τελευταίων μου σκέψεων.
Αυτή την ύψιστη στιγμή που καταφεύγω στις αναμνήσεις
μου, σκέφτομαι το έγκλημά μου με φρίκη· αλλά θα ήθελα να
δείξω ακόμα περισσότερη μεταμέλεια. Πριν από την καταδίκη
μου, δεν είχα τύψεις· από τότε, φαίνεται πως μέσα μου υπάρχει
πια μόνο χώρος για σκέψεις θανάτου. Κι όμως, θα ήθελα πολύ
να δείξω πολλή μεταμέλεια.
Αφού ονειροπόλησα για λίγα λεπτά της ώρας το παρελθόν
της ζωής μου, σκέφτομαι και πάλι την τσεκουριά που θα την
τερματίσει σε λίγο και ανατριχιάζω σαν να ήταν κάτι το
καινούργιο. Τα ωραία παιδικά μου χρόνια! Τα όμορφα νιάτα
μου! Χρυσοκέντητο ύφασμα βαμμένο στο αίμα. Ανάμεσα στο
τότε και στο σήμερα, υπάρχει ένας ποταμός από αίμα, το αίμα
του άλλου ανθρώπου και το δικό μου.
Αν κάποτε διαβάσουν την ιστορία μου, δεν θα μπορούν να
πιστέψουν ότι, ύστερα από τόσα χρόνια αθωότητας και ευτυχίας,
ήρθε αυτή η απαίσια χρονιά, που άρχισε μ’ ένα έγκλημα και θα
τελειώσει με μια εκτέλεση· θα τους φανεί παράταιρο.
Κι ωστόσο, άθλιοι νόμοι και άθλιοι άνθρωποι, δεν ήμουν
κακός!
Ω! Πώς να πεθάνω σε λίγες ώρες και να σκέφτομαι ότι πριν
από ένα χρόνο, την ίδια ημέρα, ήμουν ελεύθερος και αγνός, ότι
έκανα τους φθινοπωρινούς μου περιπάτους, ότι περπατούσα
κάτω από τα δέντρα, ότι βάδιζα πάνω στα πεσμένα φύλλα!
35
37
39
Λένε πως δεν είναι τίποτα, πως δεν υποφέρει κανείς, πως είναι
ένα ήρεμο τέλος, ότι με τον τρόπο αυτόν ο θάνατος
απλουστεύεται εντελώς.
Ε! Τότε τι είναι λοιπόν αυτή η αγωνία των έξι εβδομάδων κι
ο ανελέητος ρόγχος μιας ολόκληρης ημέρας; Τι είναι τα άγχη
αυτής της αμείλικτης ημέρας, που κυλάει τόσο αργά και τόσο
γρήγορα; Τι είναι αυτή η κλιμάκωση των μαρτυρίων που
καταλήγει στο ικρίωμα;
Προφανώς αυτά δεν είναι πόνος.
Δεν είναι οι ίδιοι επιθανάτιοι σπασμοί, όταν το αίμα
εξαντλείται σταγόνα τη σταγόνα, όταν η νόηση σβήνει σκέψη τη
σκέψη;
Κι ύστερα, λένε πως δεν πονάει, είναι βέβαιοι; Ποιος τους το
έχει πει; Ισχυρίζονται ότι κάποιο κομμένο κεφάλι βγήκε κάποτε
αιμόφυρτο από το πανέρι του, και φώναξε στο πλήθος: Δεν
πονάει καθόλου!
Υπάρχουν μήπως θανατωμένοι μ’ αυτόν τον τρόπο που
γύρισαν πίσω για να τους ευχαριστήσουν και να τους πουν:
Μπράβο, είναι μια έξυπνη εφεύρεση. Διατηρήστε την. Ο
μηχανισμός είναι σπουδαίος.
Μήπως γύρισε ο Ροβεσπιέρος; Μήπως ο Λουδοβίκος 16ος;...
Όχι, δεν είναι τίποτε! Λιγότερο από ένα λεπτό, λιγότερο από
ένα δευτερόλεπτο, και το πράγμα έχει τελειώσει. — Βρέθηκαν
ποτέ, έστω και μόνο με τη σκέψη, στη θέση εκείνου που είναι
εκεί, τη στιγμή που η βαριά, κοφτερή λεπίδα πέφτει και
δαγκώνει τη σάρκα, κόβει τα νεύρα, συντρίβει τους
σπονδύλους;... Μα τι λέμε τώρα! Μισό δευτερόλεπτο! Ο πόνος
εξαφανίζεται... Φρίκη!
40
43
44
46
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ*
* Σημείωση του εκδότη. - Δεν βρήκαμε μέχρι σήμερα τις
σελίδες που ακολουθούσαν αυτόν τον τίτλο. Ίσως, όπως φαίνεται
να υποδηλώνουν οι σελίδες που ακολουθούν, ο κατάδικος δεν
πρόφτασε να τις γράφει. Ήταν αργά όταν του ήρθε αυτή η ιδέα.
48
49
ΤΕΣΣΕΡΙΣ Η ΩΡΑ