Victor Hugo - Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΙΤΗ

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 112

VICTOR HUGO

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΗΜΕΡΑ
ΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΙΤΗ
1

Φυλακή Μπισέτρ
Καταδικασμένος σε θάνατο!
Πάνε πέντε εβδομάδες που συγκατοικώ μ’ αυτήν τη σκέψη,
πάντα μόνος μαζί της, πάντα παγωμένος από την παρουσία της,
πάντα λυγισμένος κάτω από το βάρος της!
Κάποτε, διότι μου φαίνεται σαν να έχουν περάσει χρόνια κι
όχι εβδομάδες, ήμουν ένας άνθρωπος σαν τους άλλους
ανθρώπους. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό είχα και μια
διαφορετική σκέψη. Το πνεύμα μου, νεανικό και πλούσιο, ήταν
γεμάτο ονειροφαντασίες. Με διασκέδαζε ξετυλίγοντάς τες τη μία
μετά την άλλη, χωρίς τάξη και χωρίς τέλος, κεντώντας με
ανεξάντλητα αραβουργήματα αυτό το τραχύ και τριμμένο
ύφασμα της ζωής. Σκεφτόμουν κορίτσια, βαρύτιμα άμφια
επισκόπων, κερδισμένες μάχες, θέατρα γεμάτα θόρυβο και φώτα,
κι ύστερα πάλι κορίτσια και μελαγχολικούς νυχτερινούς
περιπάτους κάτω από τις καστανιές με τα απλωτά κλαδιά. Η
φαντασία μου είχε πάντα γιορτή. Μπορούσα να σκέφτομαι ό,τι
ήθελα, ήμουν ελεύθερος.
Τώρα είμαι αιχμάλωτος. Το σώμα μου είναι σιδηροδέσμιο
μέσα σ’ ένα κελί, το πνεύμα μου φυλακισμένο μέσα σε μια
σκέψη. Μια φρικτή, μια αιματηρή, μια αμείλικτη σκέψη! Μου
έχει απομείνει πια μόνο μία ιδέα, μόνο μία πεποίθηση, μόνο μία
βεβαιότητα: καταδικασμένος σε θάνατο!
Ό,τι κι αν κάνω, αυτή η κολασμένη σκέψη είναι πάντα
παρούσα, σαν ένας μολυβένιος ίσκιος πάνω μου, μοναχική και
ζηλόφθονη, αποκλείοντας κάθε άλλη σκέψη. Στέκεται απέναντί
μου αντικατοπτρίζοντας τη δυστυχία μου και με τραντάζει με τα
δυο παγωμένα χέρια της, αν θελήσω να αποστρέψω το πρόσωπό
μου ή να κλείσω τα μάτια μου. Μαντεύει όλα τα τεχνάσματα που
επινοεί ο νους μου για να την αποφύγεί, παρεισφρέει σαν φρικτό
ρεφρέν σ’ όλα τα λόγια που μου απευθύνουν, κολλάει μαζί μου
στα αποκρουστικά κάγκελα του κελιού μου· με βασανίζει όσο
είμαι ξύπνιος, καραδοκεί στο σπασμωδικό μου ύπνο και
εμφανίζεται πάλι στα όνειρά μου με τη μορφή ενός μαχαιριού.
Πριν από λίγο τινάχτηκα από τον ύπνο μου, κυνηγημένος απ’
αυτήν τη σκέψη και είπα μέσα μου: — Α! ήταν μόνο ένα όνειρο!
Ε λοιπόν, πριν ακόμα προφτάσουν τα βαριά μου βλέφαρα ν’
ανοίξουν αρκετά για να δουν αυτήν τη μοιραία σκέψη γραμμένη
στη φρικτή πραγματικότητα που με περιβάλλει, στους τοίχους
του υγρού κελιού μου που στάζουν νερά, στις χλομές ακτίνες της
λάμπας μου, στην τραχιά ύφανση των ρούχων μου, στο
σκυθρωπό ίσκιο του φρουρού μου που η παλάσκα του γυαλίζει
μέσ’ από τα κάγκελα του κελιού μου, μου φαίνεται πως ήδη μια
φωνή ψιθυρίζει στο αυτί μου:
— Καταδικασμένος σε θάνατο!
2

Ήταν ένα όμορφο αυγουστιάτικο πρωινό.


Η δίκη μου είχε αρχίσει πριν από τρεις μέρες κι αυτές τις
τρεις μέρες, κάθε πρωί, το όνομά μου και το έγκλημά μου
έφερναν στο δικαστήριο ένα πλήθος από θεατές, που
καιροφυλακτούσαν στους πάγκους της αίθουσας όπως τα
κοράκια γύρω από ένα πτώμα. Επί τρεις μέρες όλος εκείνος ο
φανταστικός θίασος, δικαστές, μάρτυρες, συνήγοροι, βασιλικοί
επίτροποι, περνούσε και ξαναπερνούσε από μπροστά μου, πότε
γελοίος, πότε αιμοδιψής, πάντα ζοφερός και ολέθριος. Τις δύο
πρώτες νύχτες, από ανησυχία και από φόβο, δεν μπόρεσα να
κλείσω μάτι. Την τρίτη, από ανία και από κούραση κατάφερα να
κοιμηθώ. Ήταν μεσάνυχτα κι είχα αφήσει τους ενόρκους να
συσκέπτονται. Με είχαν οδηγήσει στο αχυρόστρωμα του κελιού
μου κι είχα βυθιστεί αμέσως σ’ ένα βαρύ ύπνο, έναν ύπνο
λησμονιάς. Ήταν οι πρώτες μου ώρες ανάπαυσης ύστερα από
αρκετές μέρες.
Ήμουν ακόμα βυθισμένος σ’ εκείνον το βαρύ ύπνο, όταν
ήρθαν να με ξυπνήσουν. Τούτη τη φορά δεν με είχε ενοχλήσει το
βαρύ βήμα και τα ενισχυμένα με σίδερα παπούτσια του
δεσμοφύλακα, το κουδούνισμα της αρμαθιάς με τα κλειδιά του,
το βραχνό τρίξιμο που έκαναν οι σύρτες· για να βγω από το
λήθαργό μου, χρειάστηκε η τραχιά φωνή του φύλακα στο αυτί
μου καί το τραχύ χέρι του πάνω στο μπράτσο μου: —Σηκωθείτε
λοιπόν!— Άνοιξα τα μάτια μου, και ανακάθισα τρομαγμένος.
Εκείνη τη στιγμή, από το μακρόστενο παράθυρο του κελιού μου,
είδα στην οροφή του εξωτερικού διαδρόμου, στο μόνο ουρανό
που είχα τη δυνατότητα να βλέπω, μια κίτρινη ανταύγεια. Τα
μάτια μου, συνηθισμένα στα σκοτάδια της φυλακής, ξέρουν πως
αυτή η ανταύγεια σημαίνει πως έξω έχει ήλιο. Τον αγαπώ τον
ήλιο.
— Ωραία μέρα, είπα στο δεσμοφύλακα.
Απόμεινε για μια στιγμή χωρίς να μου απαντήσει, σαν να
σκεφτόταν αν άξιζε τον κόπο να σπαταλήσει μια κουβέντα·
ύστερα, με κάποια προσπάθεια, μουρμούρισε απότομα:
— Μπορεί.
Έμενα ακίνητος, με το μυαλό μου μισοκοιμισμένο, με το
στόμα μου χαμογελαστό, με τα μάτια μου καρφωμένα στη
χρυσαφιά ανταύγεια που έβαφε πολύχρωμη την οροφή.
— Τι ωραία μέρα, επανέλαβα.
— Ναι, μου απάντησε ο άντρας. Σας περιμένουν.
Αυτές οι ελάχιστες λέξεις, όπως ο ιστός της αράχνης που
ανακόπτει την πτήση ενός εντόμου, με επανέφεραν βίαια στην
πραγματικότητα. Είδα ξαφνικά και πάλι, όπως στο φως μιας
αστραπής, τη σκοτεινή αίθουσα του δικαστηρίου, το ημικύκλιο
των δικαστών με τις κόκκινες —σαν αίμα- τηβέννους, τις τρεις
σειρές των μαρτύρων με τα ηλίθια πρόσωπα, τους δύο
χωροφύλακες στις δυο άκρες του πάγκου μου, τις μαύρες ρόμπες
να πηγαινοέρχονται, και τα κεφάλια του πλήθους στο βάθος να
συνωθούνται στη σκιά, και πάνω μου το ακίνητο και
προσηλωμένο βλέμμα αυτών των δώδεκα ενόρκων που είχαν
ξαγρυπνήσει ενόσω εγώ κοιμόμουν!
Σηκώθηκα· τα δόντια μου χτυπούσαν, τα χέρια μου έτρεμαν
και δεν ήξεραν πού να βρουν τα ρούχα μου, τα πόδια μου ήταν
κομμένα. Στο πρώτο βήμα που έκανα, παρα πάτησα σαν
αχθοφόρος με υπερβολικά βαρύ φορτίο. Ωστόσο ακολούθησα το
δεσμοφύλακα.
Οι δυο χωροφύλακες με περίμεναν στην πόρτα του κελιού.
Μου ξαναπέρασαν τις χειροπέδες. Είχαν μια μικρή πολύπλοκη
κλειδαριά που την ασφάλισαν με προσοχή. Δεν αντιστάθηκα:
ήταν κι αυτοί ένα εξάρτημα της μηχανής.
Διασχίσαμε μια εσωτερική αυλή. Ο δροσερός πρωινός αέρας
με ζωντάνεψε. Σήκωσα το κεφάλι. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος, και
οι ζεστές ηλιαχτίδες, διακοπτόμενες από τις ψηλές καμινάδες,
σχεδίαζαν μεγάλες φωτεινές γωνίες στις κορυφές των ψηλών και
σκούρων τοίχων της φυλακής. Ήταν πράγματι μια ωραία μέρα.
Ανεβήκαμε μια ελικοειδή σκάλα. Περάσαμε ένα διάδρομο,
μετά έναν άλλο, μετά έναν τρίτο· ύστερα άνοιξε μια χαμηλή
πόρτα. Ένας ζεστός αέρας, ανάμεικτος με θόρυβο, με χτύπησε
στο πρόσωπο. Ήταν η ανάσα του πλήθους μέσ’ από την αίθουσα
του δικαστηρίου. Μπήκα.
Η εμφάνισή μου προκάλεσε μεταλλικούς ήχους από όπλα,
φωνές, θορυβώδεις μετατοπίσεις πάγκων και τριξίματα από τα
χωρίσματα. Και, καθώς διέσχιζα τη μακρόστενη αίθουσα,
ανάμεσα σε δυο μάζες λαού που τις συγκρατούσαν οι
χωροφύλακες, μου φάνηκε πως ήμουν το κέντρο απ’ όπου
ξεκινούσαν τα νήματα τα οποία κινούσαν όλα αυτά τα
προτεταμένα πρόσωπα με τ’ ανοιχτά στόματα.
Εκείνη τη στιγμή, πρόσεξα πως ήμουν χωρίς χειροπέδες·
όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ πότε ή πού μου τις είχαν βγάλει.
Τότε έπεσε μια μεγάλη σιωπή. Είχα φτάσει στη θέση μου. Τη
στιγμή που σταμάτησε η αναταραχή στο πλήθος, σταμάτησε και
στο μυαλό μου. Ξαφνικά κατάλαβα με σαφήνεια αυτό που μέχρι
τότε διαισθανόμουν συγκεχυμένα, ότι η κρίσιμη στιγμή είχε
φτάσει και ότι βρισκόμουν εκεί για ν’ ακούσω την ετυμηγορία.
Ας το εξηγήσει όποιος μπορέσει, πάντως έτσι όπως μου ήρθε
αυτή η σκέψη δεν μου προκάλεσε τρόμο. Τα παράθυρα ήταν
ανοιχτά· ο αέρας κι ο θόρυβος της πόλης έφταναν ελεύθερα
απέξω: η αίθουσα ήταν φωτεινή σαν να επρόκειτο να γίνει
κανένας γάμος· οι χαρούμενες ηλιαχτίδες σχεδίαζαν εδώ κι εκεί
τα φωτεινά σχήματα των παραθύρων, αλλού απλωμένα στο
πάτωμα, αλλού ανεπτυγμένα πάνω στα γραφεία, αλλού
παραμορφωμένα στις γωνίες των τοίχων κι απ’ αυτούς τους
λαμπερούς ρόμβους των παραθύρων, κάθε αχτίδα σχημάτιζε
στον αέρα ένα μεγάλο πρίσμα από χρυσή σκόνη.
Οι δικαστές, στο βάθος της αίθουσας, φαίνονταν ευχαρι-
στημένοι, πιθανώς χαίρονταν που σε λίγο θα τελείωναν. Το
πρόσωπο του προέδρου, φωτισμένο γλυκά από την αντανάκλαση
ενός τζαμιού, έμοιαζε ήρεμο και καλοσυνάτο· και ένας νεαρός
πάρεδρος, τσαλακώνοντας το γιακά του, κουβέντιαζε σχεδόν
χαρούμενα με μια ωραία κυρία με ροζ καπέλο, που είχε
εξασφαλίσει με κάποιο μέσο μια θέση πίσω του.
Μόνο οι ένορκοι ήταν ωχροί και καταβεβλημένοι, όμως αυτό
απ’ ό,τι φαίνεται ήταν από την κούραση, που είχαν μείνει άυπνοι
όλη τη νύχτα. Μερικοί χασμουριόνταν. Τίποτε στην έκφρασή
τους δεν έδειχνε ανθρώπους που είχαν μόλις αποφασίσει μια
θανατική ποινή· το μόνο που διέκρινα στα πρόσωπα αυτών των
καλών αστών ήταν μια μεγάλη επιθυμία να κοιμηθούν.
Απέναντί μου, ένα παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο. Άκουγα το
γέλιο των γυναικών που πουλούσαν λουλούδια στην αγορά της
αποβάθρας· και, στην άκρη του παραθύρου, σε μια σχισμή της
πέτρας, ένα όμορφο μικρό κίτρινο λουλούδι, λουσμένο από μια
ηλαχτίδα, έπαιζε με τον άνεμο.
Πώς θα μπορούσε μια ζοφερή σκέψη να εισχωρήσει ανάμεσα
σε τόσες χαριτωμένες εντυπώσεις; Πλημμυρισμένος από αέρα
και από ήλιο, μου ήταν αδύνατο να σκεφτώ τίποτε άλλο από την
ελευθερία· η ελπίδα ήρθε κι ακτινοβόλησε μέσα μου όπως η
μέρα γύρω μου· και περίμενα γεμάτος εμπιστοσύνη την
απόφαση, όπως περιμένει κανείς τη λύτρωση και τη ζωή.
Ωστόσο εμφανίστηκε ο δικηγόρος μου. Τον περιμέναμε. Είχε
πάει για φαγητό, είχε φάει πλουσιοπάροχα και με πολλή όρεξη.
Όταν έφτασε στη θέση του, έσκυψε προς το μέρος μου μ’ ένα
χαμόγελο.
— Έχω ελπίδες, μου είπε.
— Ώστε έτσι; του απάντησα ανάλαφρα και χαμογελώντας κι
εγώ.
— Ναι, είπε. Δεν ξέρω ακόμα την ετυμηγορία τους, αλλά
ασφαλώς θα έχουν απορρίψει την προμελέτη, οπότε θα έχουμε
μόνο ισόβια καταναγκαστικά έργα.
— Τι λέτε τώρα, κύριε; του είπα αγανακτισμένος. Χίλιες φορές
καλύτερα ο θάνατος!
Ναι, ο θάνατος! Άλλωστε, δεν ξέρω ποια εσωτερική φωνή
μού επαναλάμβανε, τι διακινδυνεύω λέγοντας κάτι τέτοιο;
Ζητήθηκε ποτέ θανατική καταδίκη άλλη ώρα από τα μεσάνυχτα,
στο φως των πυρσών, σε μια σκοτεινή και μαύρη αίθουσα, μια
κρύα και βροχερή νύχτα του χειμώνα; Όμως μήνα Αύγουστο,
στις οχτώ το πρωί, μια τόσο όμορφη μέρα, με αυτούς τους
καλοσυνάτους ενόρκους, είναι αδύνατον! Και τα μάτια μου
ξαναγύρισαν και προσηλώθηκαν στο όμορφο κίτρινο λουλούδι
στον ήλιο.
Ξαφνικά, ο πρόεδρος που περίμενε πότε θα έφτανε ο
δικηγόρος, με κάλεσε να σηκωθώ. Οι φρουροί παρουσίασαν
όπλα· σαν να το διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα, σύσσωμο το
ακροατήριο σηκώθηκε ταυτόχρονα όρθιο. Ένας ασήμαντος
ανθρωπάκος καθισμένος σ’ ένα γραφείο κάτω από τους
δικαστές, νομίζω ο γραμματέας του δικαστηρίου, πήρε το λόγο
και διάβασε την ετυμηγορία που είχαν βγάλει οι ένορκοι εν
απουσία μου. Κρύος ιδρώτας με έλουσε· ακούμπησα στον τοίχο
για να μην πέσω.
— Κύριε συνήγορε, έχετε να πείτε τίποτε σχετικά με την
επιβολή της ποινής; ρώτησε ο πρόεδρος.
Εγώ θα είχα να πω τα πάντα, όμως δεν μου έβγαινε τίποτε. Η
γλώσσα μου ήταν κολλημένη στον ουρανίσκο μου.
Ο υπερασπιστής μου σηκώθηκε.
Κατάλαβα ότι προσπαθούσε να ελαφρύνει την ετυμηγορία
των ενόρκων και να ζητήσει, αντί για την ποινή που επέσυρε
αυτή η ετυμηγορία, την άλλη ποινή, εκείνη που με είχε πληγώσει
τόσο πολύ όταν μου είχε πει ότι την ελπίζει.
Η αγανάκτησή μου θα πρέπει να ήταν πολύ έντονη, γιατί
υπερίσχυε ανάμεσα στα χιλιάδες συναισθήματα που μάχονταν
στο μυαλό μου. Ήθελα να επαναλάβω μεγαλόφωνα αυτό που
είχα ήδη πει: Χίλιες φορές καλύτερα ο θάνατος! Όμως μου
έλειπε η ανάσα, και το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να
τραβήξω απότομα το δικηγόρο από το μπράτσο, φωνάζοντας με
μια σπασμωδική δύναμη: Όχι!
Ο εισαγγελέας αντέκρουσε το συνήγορο, κι εγώ τον άκουγα
με ηλίθια ικανοποίηση. Ύστερα οι δικαστές βγήκαν, ύστερα
ξαναμπήκαν, και ο πρόεδρος μού διάβασε την απόφαση.
− Εις θάνατον! μουρμούρισε το πλήθος· και καθώς μ’
έπαιρναν, όλος εκείνος ο λαός ακολούθησε τα βήματά μου με
τον πάταγο ενός κτιρίου που γκρεμίζεται. Εγώ, βάδιζα,
μεθυσμένος και αποσβολωμένος. Μια επανάσταση είχε
συντελεστεί μέσα μου. Μέχρι τη θανατική καταδίκη,
αισθανόμουν να ανασαίνω, να πάλλομαι, να ζω στο ίδιο
περιβάλλον με τους άλλους ανθρώπους· τώρα διέκρινα καθαρά
κάτι σαν φράγμα ανάμεσα στον κόσμο και σ’ εμένα. Τίποτε δεν
μου φαινόταν πια όπως πριν. Αυτά τα μεγάλα φωτεινά
παράθυρα, αυτός ο ωραίος ήλιος, αυτός ο πεντακάθαρος
ουρανός, αυτό το όμορφο λουλούδι, όλα αυτά φάνταζαν λευκά
και χλομά, είχαν πάρει το χρώμα του σάβανου. Αυτοί οι άντρες,
αυτές οι γυναίκες, αυτά τα παιδιά που συνωστίζονταν στο
πέρασμά μου, έβρισκα πως έμοιαζαν με φαντάσματα.
Στο κάτω μέρος της σκάλας, με περίμενε ένα βρώμικο
καγκελόφραχτο αμάξι. Τη στιγμή που ανέβαινα, κοίταξα τυχαία
προς την πλατεία. — Καταδικασμένος σε θάνατο! φώναζαν οι
διαβάτες τρέχοντας προς το αμάξι. Μέσα από το σύννεφο που
μου φαινόταν ότι είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στα πράγματα και
σ’ εμένα, διέκρινα δυο κοπέλες που με ακολουθούσαν με
άπληστα μάτια. - Ωραία, είπε η μικρότερη χτυπώντας τα χέρια
της, θα γίνει σε έξι εβδομάδες!
3

Καταδικασμένος σε θάνατο!
Και λοιπόν, γιατί όχι; Οι ανθρώποι, θυμάμαι πως το είχα
διαβάσει δεν ξέρω σε ποιο βιβλίο, κι αυτό ήταν το καλύτερό του,
οι άνθρωποι είναι όλοι θανατοποινίτες με επ’ αόριστον αναστολή.
Τι το τόσο διαφορετικό υπάρχει λοιπόν στην περίπτωσή μου;
Από την ώρα που μου διάβασαν την ποινή μου, πόσοι δεν
έχουν πεθάνει, ενώ προετοιμάζονταν για μια μακρά ζωή! Πόσοι
δεν προηγήθηκαν που, νέοι, ελεύθεροι και υγιείς, σκόπευαν να
πάνε μια μέρα να δούνε το κεφάλι μου να πέφτει στην πλατεία
Γκρεβ! Πόσοι ίσως απ’ αυτούς εδώ που βαδίζουν κι ανασαίνουν
τον ελεύθερο αέρα, που μπαίνουν και βγαίνουν όπως θέλουν, δεν
θα προηγηθούν ακόμα από σήμερα μέχρι τότε!
Κι ύστερα, τι το τόσο επιθυμητό έχει πια η ζωή για μένα;
Στην πραγματικότητα, τα μόνα σχεδόν αγαθά που μπορεί να μου
στερήσει ο δήμιος είναι τη σκοτεινιά και το μαύρο ψωμί της
φυλακής, τη μερίδα του ζωμού από το καζάνι των καταδίκων, να
υφίσταμαι, εγώ, ένας άνθρωπος εκλεπτυσμένος χάρη στη
μόρφωσή μου, τη βαναυσότητα των φρουρών και των
χωροφυλάκων να μην υπάρχει άνθρωπος που να με θεωρεί άξιο
για μια κουβέντα και στον οποίο να την ανταποδίδω, να τρέμω
αδιάκοπα τόσο γι’ αυτό που έκανα όσο και γι’ αυτό που θα μου
κάνουν.
Α! Σε κάθε περίπτωση, είναι φρικτό!
4

Το μαύρο αμάξι μ’ έφερε εδώ, σ’ ετούτο το απαίσιο Μπισέτρ.


Όταν το βλέπεις από μακριά, το κτίριο έχει κάποια
μεγαλοπρέπεια. Εκτείνεται στον ορίζοντα, μπροστά σ’ ένα λόφο,
κι από κάποια απόσταση εξακολουθεί να έχει κάτι από το παλιό
μεγαλείο του, κάτι από βασιλικό ανάκτορο. Όμως όσο
πλησιάζετε, το παλάτι γίνεται τρώγλη. Τα κακοσυντηρημένα
αετώματα πληγώνουν το μάτι. Η ντροπή κι η φτώχεια λεκιάζουν
αυτές τις βασιλικές προσόψεις· θα έλεγε κανείς ότι οι τοίχοι
είναι λεπροί. Δεν υπάρχουν πια ούτε βιτρό, ούτε τζάμια στα
παράθυρα· υπάρχουν όμως συμπαγή σταυρωτά κάγκελα,
ανάμεσα στα οποία, εδώ κι εκεί, κολλάει το χλομό πρόσωπο ενός
φυλακισμένου ή ενός τρελού.
Είναι η ίδια η ζωή ιδωμένη από κοντά.

Πριν καλά καλά φτάσω, σιδερένια χέρια με άρπαξαν.


Πολλαπλασίασαν τις προφυλάξεις: ούτε μαχαίρι, ούτε πιρούνι
για τα γεύματά μου: ο ζουρλομανδύας, κάτι σαν σάκος από
καραβόπανο, αιχμαλώτισε τα χέρια μου· ήταν υπεύθυνοι για τη
ζωή μου. Είχα κάνει έφεση. Η διαδικασία θα μπορούσε να
κρατήσει έξι ή επτά εβδομάδες, και ήταν σημαντικό να με
διατηρήσουν σώο και αβλαβή για την πλατεία Γκρεβ.
Τις πρώτες μέρες μού φέρονταν με μια μειλιχιότητα που ήταν
φρικτή για μένα. Οι εκδηλώσεις σεβασμού του δεσμοφύλακα
μύριζαν ικρίωμα. Ευτυχώς, ύστερα από λίγες μέρες, όλα
ξανάγιναν συνήθεια· με μπέρδευαν με τους άλλους
φυλακισμένους, δείχνοντάς μου την ίδια βαναυσότητα, και δεν
με αντιμετώπιζαν πια μ’ εκείνη την ασυνήθιστη ευγένειά που
μου έφερνε αδιάκοπα στο μυαλό το δήμιο. Δεν ήταν η μόνη
βελτίωση. Το νεαρόν της ηλικίας μου, η υποταγή μου, οι
φροντίδες του εφημέριου της φυλακής και, προπαντός, μερικές
λέξεις στα λατινικά που απη- ύθυνα προς τον αρχιδεσμοφύλακα,
ο οποίος φυσικά δεν τις καταλάβαινε, μου έδωσαν τη
δυνατότητα να βγαίνω μια φορά την εβδομάδα για προαυλισμό
μαζί με τους άλλους φυλακισμένους, και εξαφάνισαν το
ζουρλομανδύα που με παρέλυε. Ύστερα από πολλούς
δισταγμούς, μου έδωσαν επίσης μελάνι, χαρτί, πένες, και μια
λάμπα για τη νύχτα.
Κάθε Κυριακή, μετά τη λειτουργία, με βγάζουν στο προαύλιο
για μια ώρα αναψυχής. Εκεί, κουβεντιάζω με τους
φυλακισμένους: είμαι υποχρεωμένος να το κάνω. Είναι καλοί
άνθρωποι, οι δύστυχοι. Μου διηγούνται τα κατορθώματά τους,
με σκοπό να με τρομοκρατήσουν, όμως εγώ ξέρω ότι
κοκορεύονται. Μου μαθαίνουν να μιλάω αργκό, να παρλάρω
μάγκικα, όπως λένε. Είναι μια ολόκληρη γλώσσα ριζωμένη στην
κοινή γλώσσα σαν ένα απεχθές σάρκωμα, σαν μια κρεατοελιά.
Μερικές φορές έχει μια παράξενη δύναμη, μια τρομακτική
γραφικότητα: Υπάρχει σταφυλόζουμο στη στράτα (αίμα στο
δρόμο), με παντρεύουν με τη χήρα (με απαγχονίζουν), λες και το
σκοινί της αγχόνης ήταν η χήρα όλων των απαγχονισμένων. Το
κεφάλι ενός κλέφτη έχει δύο ονόματα: όταν σκέφτεται,
προγραμματίζει και σχεδιάζει το έγκλημα, το λένε Σορβόνη,
όταν του το κόβει ο δήμιος, κούτσουρο. Μερικές φορές θυμίζει
κωμειδύλλιο: ψάθινο σαμάρι (το πανέρι που κουβαλάει στην
πλάτη του ο ρακοσυλλέκτης), ψεύτρα (η γλώσσα). Κι ύστερα
παντού, και κάθε στιγμή, λέξεις παράδοξες, μυστηριώδεις,
κακόηχες και απεχθείς, άγνωστης προέλευσης: ο λαμαρίνας (ο
δήμιος), ο κουβάς (ο θάνατος), η ξεφτίλα (η πλατεία των
εκτελέσεων). Γλώσσα γεμάτη βατράχους και αράχνες. Όταν
ακούτε να μιλούν αυτήν τη γλώσσα, είναι σαν κάτι βρώμικο και
σκονισμένο, σαν ένας σωρός κουρέλια που τα τινάζουν μπροστά
σας.
Τουλάχιστον, αυτοί οι άνθρωποι με λυπούνται, είναι οι
μόνοι. Οι δεσμοφύλακες, οι φρουροί — δεν τους παρεξηγώ—,
κουβεντιάζουν και γελούν, και μιλούν για μένα, μπροστά μου,
σαν να ήμουν ένα άψυχο πράγμα.

Είπα στον εαυτό μου:


— Αφού έχω τη δυνατότητα να γράψω, γιατί να μην το κάνω;
Όμως τι να γράψω; Είμαι αιχμάλωτος ανάμεσα σε τέσσερις
τοίχους από γυμνές και ψυχρές πέτρες, χωρίς ελευθερία για τα
βήματά μου, χωρίς ορίζοντα για τα μάτια μου, με μοναδική
ψυχαγωγία να παρακολουθώ μηχανικά όλη την ημέρα την αργή
μετατόπιση ενός ασπριδερού τετραγώνου που σχηματίζει ο
φεγγίτης της πόρτας μου απέναντι, πάνω στο σκούρο τοίχο, και,
όπως έλεγα προηγουμένως, μόνος με τον εαυτό μου με μια
σκέψη, τη σκέψη του εγκλήματος και της τιμωρίας, του φόνου
και του θανάτου! Άραγε θα μπορούσα να έχω κάτι να πω, εγώ
που δεν έχω τίποτα πια να κάνω μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο; Και
τι θα έβρισκα μέσα σ’ αυτόν το μαραζωμένο και άδειο εγκέφαλο
που ν’ αξίζει τον κόπο να γραφτεί;
Γιατί όχι; Αν όλα, γύρω μου, είναι μονότονα και άχρωμα, δεν
υπάρχει μέσα μου μια καταιγίδα, μια μάχη, μια τραγωδία; Αυτή
η επίμονη ιδέα που με διακατέχει δεν μου παρουσιάζεται κάθε
ώρα, κάθε στιγμή, με μια νέα μορφή, πάντα πιο αποκρουστική
και πιο αιματηρή, όσο το τέλος πλησιάζει; Γιατί να μην
προσπαθήσω να διηγηθώ στον εαυτό μου όλα αυτά τα σφοδρά
και πρωτόγνωρα πράγματα που αισθάνομαι μέσα στην
απομόνωσή μου; Το υλικό είναι ασφαλώς πλούσιο· και, όσο κι
αν η ζωή μου έχει συντομευτεί, μέσα στις αγωνίες, στους
τρόμους, στα μαρτύρια που θα τη γεμίζουν από δω και μπρος, θα
πρέπει να υπάρχει παρ’ όλα αυτά ακόμα κάτι που να μπορεί να
φθείρει αυτή την πένα και ν’ αδειάσει αυτό το μελανοδοχείο. —
Άλλωστε, ο μόνος τρόπος για να υποφέρω λιγότερο απ’ αυτές τις
αγωνίες, είναι να τις παρατηρώ, και ίσως να ανακουφιστώ αν τις
περιγράφω.
Κι έπειτα, αυτό που θα γράψω ίσως να μην είναι άχρηστο.
Αυτό το ημερολόγιο της οδύνης μου, ώρα την ώρα, λεπτό το
λεπτό, μαρτύριο το μαρτύριο, αν βρω τη δύναμη να το
συμπληρώνω ως τη στιγμή που θα μου είναι σωματικά αδύνατο
να συνεχίσω, αυτή η ιστορία, αναγκαστικά ημιτελής, αλλά όσο
το δυνατόν πιο πλήρης, η ιστορία των συναισθημάτων μου, δεν
θα εμπεριέχει άραγε ένα μεγάλο και σοβαρό μάθημα; Μέσα σ’
αυτά τα πρακτικά της σκέψης που ψυχορραγεί, σ’ αυτήν τη
διαρκώς αυξανόμενη ένταση του πόνου, σ’ αυτό το είδος της
πνευματικής νεκροψίας ενός θανατοποινίτη, δεν θα υπάρχει κάτι
σαν μάθημα γι’ αυτούς που καταδικάζουν; Ίσως αυτό το
ανάγνωσμα να κάνει ελαφρύτερο το χέρι τους, την επόμενη φορά
που θα πρόκειται να ζυγίσουν, σ’ αυτό που αποκαλούν ζυγαριά
της δικαιοσύνης, ένα σκεπτόμενο κεφάλι, το κεφάλι ενός
ανθρώπου. Ίσως να μην έχουν ποτέ αναλογιστεί, οι δύστυχοι,
αυτή την αργή αλληλουχία μαρτυρίων την οποία συνεπάγεται η
επιπόλαιη απαγγελία μιας θανατικής ποινής. Στάθηκαν άραγε
ποτέ στην οδυνηρή σκέψη ότι ο άνθρωπος που θανατώνουν έχει
μια νόηση, μια νόηση που είχε υπολογίσει στη ζωή, μια ψυχή
που δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη για το θάνατο; Όχι. Σε
όλα αυτά βλέπουν μόνο την κατακόρυφη πτώση ενός μαχαιριού,
και αναμφίβολα πιστεύουν ότι για τον καταδικασμένο δεν
υπάρχει τίποτε πριν, τίποτε μετά.
Τούτες οι σελίδες θα τους βγάλουν από την πλάνη τους. Αν
δημοσιευτούν κάποια μέρα, ίσως κάνουν για λίγο το νου των
δικαστών να σταθεί στα μαρτύρια του μυαλού, διότι ειδικά αυτά
ούτε καν τα υποψιάζονται. Καυχώνται ότι μπορούν και
σκοτώνουν χωρίς να προκαλούν σχεδόν κανέναν πόνο στο σώμα.
Ε! Ακριβώς γι’ αυτό πρόκειται! Τι είναι ο σωματικός πόνος σε
σύγκριση με τον ηθικό πόνο! Φρίκη και έλεος, είναι δυνατόν να
υπάρχουν τέτοιοι νόμοι; Ίσως έρθει μια μέρα που, αυτές οι
αναμνήσεις, οι τελευταίες εξομολογήσεις ενός δυστυχισμένου,
θα συμβάλλουν...—
Εκτός κι αν, μετά το θάνατό μου, ο άνεμος έρθει να παίξει
στο προαύλιο με τούτα τα χαρτιά, λερωμένα από τη λάσπη,
εκτός κι αν σαπίσουν στη βροχή, κολλημένα σε σχήμα αστεριού
στο σπασμένο τζάμι κάποιου δεσμοφύλακα.
7

Θα ήθελα αυτά που γράφω εδώ να μπορέσουν μια μέρα να


χρησιμεύσουν σε άλλους, να σταματήσουν το δικαστή που είναι
έτοιμος να καταδικάσει, να σώσουν κάποιους δυστυχισμένους,
αθώους ή ενόχους, από την αγωνία στην οποία καταδίκασαν
εμένα. Όμως γιατί; Σε τι θα με ωφελήσει εμένα αυτό; Τι σημασία
έχει; Όταν το κεφάλι μου θα έχει κοπεί, τι με νοιάζει αν θα
κοπούν τα κεφάλια των άλλων; Αλήθεια μπόρεσα να σκεφτώ
αυτές τις ανοησίες; Πώς μπορώ να γκρεμίσω το ικρίωμα στο
οποίο θα μ’ έχουν ήδη ανεβάσει; Σας ρωτώ σε τι θα με ωφελήσει
αυτό.
Τι! Ο ήλιος, η άνοιξη, τα ολάνθιστα λιβάδια, τα πουλιά που
ξυπνούν το πρωί, τα σύννεφα, τα δέντρα, η φύση, η ελευθερία, η
ζωή, όλα αυτά δεν είναι πια για μένα!
Α! Τον εαυτό μου θα έπρεπε να σώσω! Είναι πράγματι
αλήθεια ότι αυτό είναι αδύνατον, ότι οπωσδήποτε θα πεθάνω
αύριο, σήμερα ίσως, ότι έτσι είναι; Ω Θεέ μου! Η φρικτή σκέψη
με ωθεί να σπάσω το κεφάλι μου στον τοίχο του κελιού μου!

Ας μετρήσουμε τι μου απομένει:


Τρεις μέρες προθεσμία μετά την απαγγελία της ποινής για να
γίνει έφεση.
Οχτώ μέρες λησμονημένος στο κελί του κακουργιοδικείου,
ώσπου τα χαρτιά, όπως τα λένε, να σταλούν στον υπουργό.
Δεκαπέντε μέρες αναμονής στο γραφείο του υπουργού, ο
οποίος ούτε καν ξέρει ότι αυτά τα χαρτιά υπάρχουν, και ο οποίος
ωστόσο είναι υποχρεωμένος, αφού τα εξετάσει, να τα
μεταβιβάσει στο εφετείο.
Εκεί, ταξινόμηση, αρίθμηση, εγγραφή: διότι η λαιμητόμος
είναι κορεσμένη, και ο καθένας πρέπει να πηγαίνει με τη σειρά
του.
Δεκαπέντε μέρες για να είναι βέβαιο ότι δεν θα υπάρξει
καμιά άνωθεν παρέμβαση.
Τέλος, το εφετείο συνεδριάζει, συνήθως μια Πέμπτη,
απορρίπτει μαζικά είκοσι εφέσεις, και ξαναστέλνει τα έγγραφα
στον υπουργό, ο οποίος τα ξαναστέλνει στο γενικό εισαγγελέα, ο
οποίος τα ξαναστέλνει στο δήμιο. Τρεις μέρες.
Το πρωί της τέταρτης μέρας, ο αναπληρωτής γενικός
εισαγγελέας μονολογεί, καθώς δένει τη γραβάτα του: — Κι
όμως, πρέπει να τελειώνει πια αυτή η υπόθεση. Έτσι, αν ο
αναπληρωτής γραμματέας του δικαστηρίου δεν έχει κανονίσει
κάποιο γεύμα με φίλους που να τον εμποδίσει, η διαταγή της
εκτέλεσης καθορίζεται, συντάσσεται, καθαρογράφεται,
αποστέλλεται, και, τα ξημερώματα της επόμενης μέρας
ακούγονται στην πλατεία Γκρεβ οι χτύποι του σφυριού, καθώς
στήνεται η εξέδρα, και στα σταυροδρόμια αρχίζουν να
ουρλιάζουν με όλη τους τη δύναμη οι βραχνοί κράχτες.
Συνολικά έξι εβδομάδες. Η κοπέλα είχε δίκιο.
Όμως πάνε κιόλας τουλάχιστον πέντε εβδομάδες, μπορεί και
έξι, δεν τολμώ να μετρήσω, που βρίσκομαι σε τούτο το κελί του
Μπισέτρ, και μου φαίνεται πως εδώ και τρεις μέρες ήταν
Πέμπτη.

Έγραψα τη διαθήκη μου.


Για ποιο λόγο; Είμαι καταδικασμένος να πληρώσω τις
δαπάνες, και όλη μου η περιουσία είναι ζήτημα αν θα φτάσει. Η
λαιμητόμος είναι πολύ ακριβή.
Αφήνω μια μητέρα, αφήνω μια γυναίκα, αφήνω ένα παιδί.
Ένα κοριτσάκι τριών χρονών, γλυκό, ροδαλό, ντελικάτο, με
μεγάλα μαύρα μάτια και μακριά καστανά μαλλιά.
Όταν την είδα για τελευταία φορά, ήταν δύο χρονών κι ενός
μηνός.
Έτσι, μετά το θάνατό μου, τρεις γυναίκες θα μείνουν χωρίς
γιο, χωρίς σύζυγο, χωρίς πατέρα· τρεις ορφανές διαφορετικού
είδους η καθεμιά· τρεις χήρες για χάρη του νόμου.
Παραδέχομαι ότι εγώ τιμωρήθηκα δίκαια· αυτές οι αθώες
όμως τι έκαναν; Δεν έχει σημασία: τις ατιμάζουν, τις
καταστρέφουν. Αυτή είναι η δικαιοσύνη.
Δεν ανησυχώ για τη δύστυχη γριά μητέρα μου· είναι εξήντα
τριών χρονών, θα πεθάνει από το χτύπημα. Ή, αν ζήσει λίγες
μέρες ακόμα, φτάνει να έχει λίγη ζεστή στάχτη για να θερμαίνει
τα πόδια της, δεν θα πει τίποτα.
Δεν ανησυχώ ούτε για τη γυναίκα μου· έχει ήδη κακή υγεία
και λίγο μυαλό. Κι αυτή θα πεθάνει.
Εκτός κι αν τρελαθεί. Λένε ότι η τρέλα μακραίνει τη ζωή·
αλλά τουλάχιστον το μυαλό δεν υποφέρει· κοιμάται, είναι σαν
νεκρό.
Όμως η κόρη μου, το παιδί μου, η δύστυχη μικρή Μαρί μου,
που γελάει, που παίζει, που τραγουδάει τούτη την ώρα και δεν
σκέφτεται τίποτε, αυτή είναι που με πονάει!

10

Να περιγράφω το κελί μου:


Οχτώ τετραγωνικά πόδια. Τέσσερις τοίχοι από πελεκητές
πέτρες που σχηματίζουν ορθή γωνία με το πλακόστρωτο
πάτωμα. Το κελί μου είναι ένα σκαλοπάτι ψηλότερα από τον
εξωτερικό διάδρομο.
Στα δεξιά της πόρτας, μπαίνοντας, ένα είδος εσοχής που
χρησιμεύει και ως κρεβάτι. Ρίχνουν εκεί ένα δεμάτι άχυρα, όπου
υποτίθεται ότι ο φυλακισμένος κοιμάται ή ξεκουράζεται,
ντυμένος χειμώνα καλοκαίρι μ’ ένα παντελόνι από καραβόπανο
κι ένα ντρίλινο σακάκι.
Πάνω από το κεφάλι μου, παίζει το ρόλο του ουρανού ένας
μαύρος γοτθίκος θόλος, απ’ όπου κρέμονται σαν κουρέλια
πυκνοί ιστοί από αράχνες.
Κατά τα άλλα, ούτε παράθυρο, ούτε καν φεγγίτης. Μια
ξύλινη πόρτα καλυμμένη με σίδερο.
Κάνω λάθος: στο κέντρο της πόρτας, προς τα πάνω, ένα
άνοιγμα είκοσι επί είκοσι πόντους, κλεισμένο μ’ ένα σταυρωτό
κάγκελο, και το οποίο ο δεσμοφύλακας τη νύχτα μπορεί να
κλείνει.
Απέξω, ένας αρκετά μακρύς διάδρομος που φωτίζεται και
αερίζεται από στενούς φεγγίτες στο πάνω μέρος του τοίχου,
χωρισμένος σε χτιστά διαμερίσματα που επικοινωνούν μεταξύ
τους με μια σειρά από χαμηλές, τοξωτές πόρτες· καθένα απ’
αυτά τα διαμερίσματα χρησιμεύει κατά κάποιον τρόπο ως
προθάλαμος για ένα κελί παρόμοιο με το δικό μου. Μέσα σ’
αυτά τα κελιά βάζουν τους φυλακισμένους τους οποίους ο
διευθυντής της φυλακής έχει καταδικάσει σε πειθαρχικές ποινές.
Τα τρία πρώτα κελιά είναι για τους θανατοποινίτες, επειδή
βρίσκονται πιο κοντά στην αίθουσα των δεσμοφυλάκων και
επομένως είναι πιο βολικά για τον αρχιφύλακα.
Αυτά τα κελιά είναι το μόνο πράγμα που έχει απομείνει από
τον αρχαίο πύργο του Μπισέτρ, χτισμένος κατά το δέκατο
πέμπτο αιώνα από τον καρδινάλιο του Ουίντσεστερ, ο ίδιος που
έστειλε στην πυρά τη Ζαν Ντ’ Αρκ. Άκουσα που το έλεγαν σε
κάποιους περίεργους που ήρθαν τις προάλλες στο προθάλαμο
μου για να με δουν, και οι οποίοι με χάζευαν από απόσταση σαν
ζώο σε ζωολογικό κήπο. Έδωσαν στο δεσμοφύλακα ένα
πεντόφραγκο.
Ξέχασα να πω ότι στην πόρτα του κελιού μου υπάρχει νύχτα
μέρα ένας φρουρός, και ότι τα μάτια μου δεν μπορούν να
κοιτάξουν προς το τετράγωνο άνοιγμα χωρίς να συναντήσουν τα
δυο ακίνητα, πάντα ανοιχτά μάτια του.
Κατά τα άλλα, υποθέτει κανείς ότι μέσα σ’ αυτό το πέτρινο
κουτί μπαίνει αέρας και φως.

11

Αφού δεν έχει ξημερώσει ακόμα, πώς να περάσω τη νύχτα μου;


Μου ήρθε μια ιδέα. Σηκώθηκα και φώτισα με τη λάμπα μου τους
τέσσερίς τοίχους του χελιού μου. Είναι γεμάτοι λέξεις, σχέδια,
παράξενα σχήματα, ονόματα που μπερδεύονται και σβήνονται το
ένα μέσα στο άλλο. Φαίνεται πως κάθε κατάδικος θέλησε ν’
αφήσει τα ίχνη του, τουλάχιστον εδώ. Με μολύβι, με κιμωλία, με
κάρβουνο, γράμματα μαύρα, άσπρα, γκρίζα, συχνά χαραγμένα
βαθιά μέσα στην πέτρα, εδώ κι εκεί γράμματα στο χρώμα της
σκουριάς που θα έλεγε κανείς ότι έχουν γραφτεί με αίμα.
Ασφαλώς, αν το μυαλό μου ήταν πιο ελεύθερο, θα ενδιαφε-
ρόμουν γι’ αυτό το παράξενο βιβλίο που ξετυλίγεται σελίδα τη
σελίδα μπροστά στα μάτια μου, πάνω σε κάθε πέτρα αυτού του
κελιού. Θα μου άρεσε να ανασυνθέσω το σύνολο αυτών των
αποσπασματικών σκέψεων, σκόρπιες πάνω στην πλάκα· ν’
ανακαλύψω κάθε άνθρωπο κάτω από κάθε όνομα· να ξαναδώσω
νόημα και ζωή σ’ αυτές τις ακρωτηριασμένες επιγραφές, σ’
αυτές τις διαμελισμένες φράσεις, σ’ αυτές τις κολοβωμένες
λέξεις, ακέφαλα σώματα όπως εκείνοι που τις έγραψαν.
Στο ύψος του προσκεφάλου μου, υπάρχουν δυο φλεγόμενες
καρδιές, διαπερασμένες από ένα βέλος, κι από πάνω: Ισόβια
αγάπη. Ο δύστυχος, δεν δεσμευόταν για πολύν καιρό.
Δίπλα, κάτι σαν τρίκωχο καπέλο με ένα ανθρωπάκι
σχεδιασμένο αδέξια από κάτω, και αυτές οι λέξεις: Ζήτω ο
Αυτοκράτορας! 1824.
Και πάλι φλεγόμενες καρδιές με την εξής επιγραφή,
χαρακτηριστική για μια φυλακή: Αγαπώ και λατρεύω τον Ματιέ
Ντανβέν. ΖΑΚ.
Στον απέναντι τοίχο διαβάζει κανείς το όνομα: Παπαβουάν.
Το κεφαλαίο Π είναι κεντημένο με αραβουργήματα, στολισμένο
με φροντίδα.
Ένα δίστιχο από ένα άσεμνο τραγούδι.
Ο σκούφος της ελευθερίας, χαραγμένος αρκετά βαθιά μέσα
στην πέτρα, με το εξής από κάτω: - Μπόρις - Η Δημοκρατία.
Ήταν ο ένας από τους τέσσερις υπαξιωματικούς της Λα Ροσέλ.
Καημένο παλικάρι! Τι αποκρουστικές που είναι οι δήθεν
πολιτικές αναγκαιότητές τους! Για μια ιδέα, για ένα όραμα, για
μια αφηρημένη σκέψη, αυτή η φρικτή πραγματικότητα που
ονομάζεται λαιμητόμος! Κι εγώ που παραπονιόμουν, εγώ, ο
άθλιος, που διέπραξα ένα πραγματικό έγκλημα, που έχυσα αίμα!
Δεν θα προχωρήσω άλλο στην έρευνά μου. — Μόλις είδα,
σχεδιασμένη με κιμωλία στη γωνία του τοίχου, μια τρομακτική
εικόνα, το σχήμα αυτού του ικριώματος που, αυτή την ώρα,
μπορεί να στήνεται για μένα. - Παραλίγο να μου πέσει η λάμπα
από το χέρια.

12

Γύρισα και κάθισα βιαστικά στο αχυρόστρωμά μου, με το


κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατά μου. Σε λίγο, ο παιδιάστικος
τρόμος μου διαλύθηκε και μ’ έπιασε μια παράξενη περιέργεια να
συνεχίσω την ανάγνωση των τοίχων.
Δίπλα στο όνομα του Παπαβουάν, καθάρισα έναν τεράστιο
ιστό αράχνης, στερεοποιημένο από τη σκόνη κι απλωμένο στη
γωνία του τοίχου. Κάτω απ’ αυτόν τον ιστό υπήρχαν τέσσερα
πέντε απολύτως ευανάγνωστα ονόματα, ανάμεσα σε άλλα από τα
οποία απόμενε μόνο ένας λεκές στον τοίχο. - ΝΤΟΤΕΝ, 1815. -
ΠΟΤΛΕΝ, 1818. - ΖΑΝ ΜΑΡΤΕΝ, 1821. - ΚΑΣΤΕΝΓΚ, 1823.
Διάβασα αυτά τα ονόματα, και μου ήρθαν θλιβερές αναμνήσεις:
Ντοτέν, αυτός που είχε κόψει τον αδελφό του κομμάτια και
βγήκε τη νύχτα στο Παρίσι για να ρίξει το κεφάλι σ’ ένα
σιντριβάνι και τον κορμό σ’ έναν οχετό· Πουλέν, αυτός που είχε
σκοτώσει τη γυναίκα του· Ζαν Μαρτέν, αυτός που είχε
πυροβολήσει τον πατέρα του τη στιγμή που ο γέροντας άνοιγε
ένα παράθυρο· Καστένγκ, αυτός ο γιατρός που είχε
δηλητηριάσει το φίλο του, και ο οποίος, για να τον θεραπεύσει
απ’ αυτή την τελευταία αρρώστια που του είχε ο ίδιος
προκαλέσει, του ξανάδωσε δηλητήριο αντί για φάρμακο· και
κοντά σ’ αυτούς, ο Παπαβουάν, ο απαίσιος τρελός που σκότωνε
παιδιά μαχαιρώνοντάς τα στο κεφάλι!
Ορίστε, έλεγα στον εαυτό μου, κι ένα ρίγος πυρετού διέτρεχε
τη ραχοκοκαλιά μου, ορίστε ποιοι ήταν πριν από μένα οι
φιλοξενούμενοι αυτού του κελιού. Αυτοί οι άνθρωποι του φόνου
και του αίματος, έκαναν τις τελευταίες τους σκέψεις εδώ, πάνω
στο ίδιο αυτό πάτωμα όπου στέκομαι! Κατά μήκος αυτών των
τοίχων, μέσα σ’ αυτό το στενάχωρο τετράγωνο, έκαναν τα
τελευταία τους βήματα στριφογυρίζοντας σαν άγρια θηρία.
Διαδέχονταν ο ένας τον άλλο σε σύντομα διαστήματα· φαίνεται
πως τούτο το κελί δεν μένει ποτέ άδειο. Άφησαν τη θέση τους
ζεστή, και την άφησαν σ’ εμένα. Κι εγώ θα πάω με τη σειρά μου
να τους συναντήσω στο νεκροταφείο του Κλαμάρ, όπου
φυτρώνει τόσο ψηλό το χορτάρι!
Δεν είμαι ούτε αλαφροΐσκιωτος, ούτε προληπτικός. Είναι
πιθανόν αυτές οι σκέψεις να μου ανέβαζαν λίγο πυρετό· αλλά
καθώς ονειροπολούσα έτσι, μου φάνηκε ξαφνικά ότι αυτά τα
μοιραία ονόματα ήταν γραμμένα με φωτιά πάνω στο μαύρο
τοίχο· ένα όλο και πιο δυνατό βουητό ξέσπασε στα αυτιά μου·
μια κόκκινη λάμψη πλημμύρισε τα μάτια μου· κι ύστερα μου
φάνηκε ότι το κελί ήταν γεμάτο ανθρώπους, παράξενους
ανθρώπους που κρατούσαν το κεφάλι τους με το αριστερό τους
χέρι, και το κρατούσαν από το στόμα, επειδή δεν είχε μαλλιά.
Όλοι με απειλούσαν με την άλλη τους γροθιά, εκτός από τον
πατροκτόνο.
Έκλεισα τα μάτια μου από φρίκη, όμως τότε τα είδα όλα
ακόμα πιο καθαρά.
Όνειρο, όραμα ή πραγματικότητα, θα είχα παραφρονήσει, αν
μια ξαφνική αίσθηση δεν με ξυπνούσε εγκαίρως. Ήμουν έτοιμος
να σωριαστώ ανάσκελα, όταν ένιωσα κάτι ψυχρό και χνουδωτό
να σέρνεται στα πόδια μου· ήταν η αράχνη, που την είχα
ενοχλήσει και προσπαθούσε να ξεφύγει.
Αυτό με συνέφερε. —Ω, τα φρικιαστικά φαντάσματα!— Όχι,
ήταν ένας καπνός, μια φαντασία του άδειου και ταραγμένου
εγκεφάλου μου. Χίμαιρα αλά Μάκβεθ! Οι νεκροί είναι νεκροί·
ιδιαίτερα αυτοί εδώ. Είναι καλά σφραγισμένοι μέσα στα φέρετρά
τους. Αυτή εδώ δεν είναι μια φυλακή από την οποία μπορεί
κανείς να δραπετεύσει. Πώς γίνεται λοιπόν να τρόμαξα έτσι;
Η πόρτα του τάφου δεν ανοίγει από μέσα.

13

Τις προάλλες, είδα κάτι το αποκρουστικό.


Είχε μόλις ξημερώσει κι η φυλακή ήταν γεμάτη θορύβους.
Άκουγες τις βαριές πόρτες ν’ ανοιγοκλείνουν, τους σιδερένιους
σύρτες να τρίζουν, τα λουκέτα και τις αρμαθιές τα κλειδιά στις
ζώνες των δεσμοφυλάκων να κουδουνίζουν, τις σκάλες κάτω
από βιαστικά βήματα να τρέμουν, και φωνές να καλούν και ν’
απαντούν από τις δυο άκρες των ατέλειωτων διαδρόμων. Οι
γείτονές μου στα κελιά τους, οι κρατούμενοι της απομόνωσης,
ήταν πιο εύθυμοι απ’ ό,τι συνήθως. Όλο το Μπισέτρ ήταν σαν να
γελούσε, να τραγουδούσε, να έτρεχε, να χόρευε.
Εγώ, ο μόνος σιωπηλός μέσα σ’ αυτόν το θόρυβο, ο μόνος
ακίνητος μέσα σ’ αυτήν την αναταραχή, έκπληκτος και
προσεκτικός, αφουγκραζόμουν.
Ένας δεσμοφύλακας πέρασε.
Τόλμησα να τον φωνάξω και να τον ρωτήσω αν γινόταν
καμιά γιορτή στη φυλακή.
— Μπορείτε να το πείτε και γιορτή! μου απάντησε. Σήμερα
αλυσοδένουν τους καταδίκους που πρέπει να φύγουν αύριο για
την Τουλόν, για τα κάτεργα. Αν θέλετε να δείτε, θα σας
διασκεδάσει.
Για ένα μοναχικό έγκλειστο, ένα θέαμα, όσο αποκρουστικό
κι αν ήταν, αποτελούσε πράγματι μια καλή ευκαιρία.
Αποδέχτηκα την ψυχαγωγία.
Ο δεσμοφύλακας πήρε τις συνηθισμένες προφυλάξεις για να
σιγουρευτεί για μένα κι ύστερα με οδήγησε σ’ ένα μικρό άδειο
κελί, εντελώς γυμνό, που είχε ένα καγκελόφραχτο παράθυρο,
αλλά ένα πραγματικό παράθυρο, σε ύψος που μπορούσες να
ακουμπήσεις τους αγκώνες σου, και μέσ’ από το οποίο έβλεπες
πραγματικά τον ουρανό.
— Ορίστε, μου είπε. Από δω θα βλέπετε και θ’ ακούτε. Θα είστε
μόνος στο θεωρείο σας, όπως ο βασιλιάς.
Ύστερα βγήκε και με κλείδωσε με κλειδαριές, λουκέτα και
σύρτες.
Το παράθυρο έβλεπε σε μια αρκετά μεγάλη τετράγωνη αυλή,
γύρω από την οποία ορθωνόταν κι από τις τέσσερις πλευρές της,
σαν τείχος, ένα μεγάλο εξαώροφο κτίριο από λαξευτή πέτρα. Δεν
είχα ξαναδεί τίποτε πιο αποκαρδιωτικό, πιο γυμνό, πιο θλιβερό
απ’ αυτή την τετραπλή πρόσοψη, διάτρητη από ένα πλήθος
καγκελόφραχτα παράθυρα όπου συνωστίζονταν, από κάτω ως
πάνω, τα αδύνατα και ωχρά πρόσωπα των κρατουμένων,
κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, όπως οι πέτρες ενός τοίχου,
και όλα κατά κάποιον τρόπο πλαισιωμένα από τα
διασταυρούμενα σιδερένια κάγκελα. Ήταν οι φυλακισμένοι,
θεατές της παράστασης που περίμεναν τη σειρά τους για να
μετατραπούν σε ηθοποιούς. Θύμιζαν τιμωρημένες ψυχές στους
φεγγίτες του καθαρτηρίου που βλέπουν προς την κόλαση.
Κοίταζαν όλοι σιωπηλοί την αυλή, άδεια ακόμα. Ανάμεσα σ’
αυτά τα ξεθωριασμένα και μελαγχολικά πρόσωπα, εδώ κι εκεί
έλαμπαν μερικά μάτια, διαπεραστικά και ζωηρά σαν σπίθες
φωτιάς.
Το τετράγωνο των φυλακών που περικλείει την αυλή δεν
είναι εντελώς κλειστό. Μία από τις τέσσερις πλευρές του κτιρίου
(εκείνη που βλέπει προς την ανατολή) κόβεται κάπου στη μέση
από μια σιδερένια καγκελόπορτα που βγάζει στη διπλανή
πτέρυγα. Αυτή η καγκελόπορτα οδηγεί σε μια δεύτερη αυλή, πιο
μικρή από την πρώτη και, όπως κι εκείνη, κλεισμένη από
μαυριδερούς τοίχους και αετώματα.
Κατά μήκος των τοίχων της κύριας αυλής υπάρχουν χτιστοί
πάγκοι. Στη μέση ορθώνεται ένας καμπυλωτός σιδερένιος
στύλος, φτιαγμένος για να κρεμιέται εκεί ένα φανάρι.
Σήμανε μεσημέρι. Μια πύλη, κρυμμένη σε μια εσοχή, άνοιξε
απότομα. Ένα κάρο, συνοδευόμενο από μερικούς βρώμικους και
σκυθρωπούς στρατιώτες, με μπλε στολές, κόκκινες επωμίδες και
κίτρινους αορτήρες, μπήκε βαριά στην αυλή μ’ ένα θόρυβο από
σιδερικά. Ήταν οι αλυσίδες και οι φρουροί των καταδίκων που
θα μεταφέρονταν στις γαλέρες.
Την ίδια στιγμή, λες κι αυτός ο θόρυβος ξύπνησε όλους τους
θορύβους της φυλακής, οι θεατές στα παράθυρα, που μέχρι τότε
ήταν σιωπηλοί κι ακίνητοι, ξέσπασαν σε εύθυμες κραυγές, σε
τραγούδια, σε απειλές, σε κατάρες ανακατεμένες με
σπαραξικάρδια γέλια. Νόμιζε κανείς πως έβλεπε δαιμονικές
μάσκες. Πάνω σε κάθε πρόσωπο ζωγραφίστηκε μια γκριμάτσα,
όλες οι γροθιές βγήκαν από τα κάγκελα, όλες οι φωνές
ούρλιαξαν, όλα τα μάτια άστραψαν, και τρόμαξα βλέποντας
τόσες σπίθες να βγαίνουν άξαφνα μέσ’ από κείνες τις στάχτες.
Ωστόσο οι φρουροί, ανάμεσα στους οποίους διακρίνονταν,
από τα καθαρά ρούχα τους κι από την τρομάρα τους, μερικοί
περίεργοι που είχαν έρθει για το θέαμα από το Παρίσι, οι
φρουροί λοιπόν άρχισαν ήσυχα να κάνουν τη δουλειά τους. Ο
ένας από αυτούς ανέβηκε πάνω στο κάρο κι άρχισε να ρίχνει
στους συναδέλφους του τις αλυσίδες, τα περιλαίμια του ταξιδιού,
και τις δεσμίδες με τα παντελόνια από καραβόπανο. Ύστερα
μοίρασαν τη δουλειά· μερικοί πήγαν ν’ απλώσουν σε μια γωνιά
της αυλής τις μακριές αλυσίδες που στη διάλεκτό τους
ονομάζουν κορδόνια: άλλοι άπλωναν στο λιθόστρωτο τους
ταφτάδες, τα πουκάμισα και τα παντελόνια· ενώ οι πιο έμπειροι
εξέταζαν ένα ένα, κάτω από τα μάτια του διοικητή τους, ενός
κοντόχοντρου γέροντα, τους σιδερένιους χαλκάδες, που στη
συνέχεια τους δοκίμαζαν χτυπώντας τους στο λιθόστρωτο και
κάνοντάς τους να βγάζουν σπίθες. Όλα αυτά κάτω από τις
χλευαστικές επευφημίες των φυλακισμένων, τις φωνές των
οποίων κάλυπταν μόνο τα θορυβώδη γέλια των καταδίκων σε
καταναγκαστικά έργα. Γι’ αυτούς γίνονταν αυτές οι ετοιμασίες,
και τους έβλεπες συγκεντρωμένους στα παράθυρα της παλιάς
φυλακής που βλέπει στη μικρή αυλή.
Όταν ολοκληρώθηκαν οι ετοιμασίες, ένας κύριος με
ασημοκέντητα ρούχα, που τον φώναζαν κύριο επιθεωρητή,
έδωσε μια διαταγή στο διευθυντή της φυλακής· και την επόμενη
στιγμή, να που δυο τρεις χαμηλές πόρτες ξέρασαν σχεδόν
ταυτόχρονα, και σαν σε κύματα, μες στην αυλή ένα πλήθος από
βρωμερούς, κουρελιάρηδες ανθρώπους που ούρλιαζαν. Ήταν οι
κατάδικοι που θα πήγαιναν στις γαλέρες.
Η είσοδός τους διπλασίασε την ευθυμία στα παράθυρα.
Κάποιους από αυτούς, τα μεγάλα ονόματα της φυλακής, τους
χαιρέτιζαν με επευφημίες και χειροκροτήματα κι αυτοί τα
δέχονταν μ’ ένα είδος σεμνής περηφάνιας. Οι περισσότεροι
φορούσαν κάτι σαν καπέλα, πλεγμένα απ’ τα ίδια τους τα χέρια
με το άχυρο των κελιών τους, όλα σε παράξενα σχήματα, έτσι
ώστε στις πόλεις απ’ όπου θα περνούσε το καπέλο οι διαβάτες ν’
αναγκάζονται να προσέξουν το κεφάλι. Αυτοί χειροκροτήθηκαν
ακόμα περισσότερο. Ένας, ιδιαίτερα, προκάλεσε κύματα
ενθουσιασμού: ένας νεαρός περίπου δεκαεφτά χρονών, με
κοριτσίστικο πρόσωπο. Έβγαινε από το μπουντρούμι, όπου ήταν
σε απομόνωση εδώ κι οχτώ μέρες· από το αχυρόστρωμά του είχε
φτιάξει κάτι σαν ρούχο που τον κάλυπτε από την κορυφή ως τα
νύχια, και μπήκε στην αυλή κάνοντας τούμπες με φιδίσια
ευλυγισία. Ήταν ένας σαλτιμπάγκος καταδικασμένος για κλοπή.
Έγινε πανδαιμόνιο από χειροκροτήματα και χαρούμενες
κραυγές. Οι κατάδικοι που θα έφευγαν ανταποκρίθηκαν, και είχε
κάτι το τρομακτικό αυτή η ανταλλαγή φιλοφρονήσεων ανάμεσα
σε νυν και μέλλοντες κωπηλάτες. Μπορεί η κοινωνία να ήταν
παρούσα, εκπροσωπημένη από τους φρουρούς και τους
τρομοκρατημένους περίεργους, όμως το έγκλημα τη χλεύαζε
ανοιχτά, και μετέτρεπε αυτήν τη φριχτή τιμωρία σε μια
οικογενειακή γιορτή.
Καθώς έρχονταν, τους έσπρωχναν, ανάμεσα σε δυο σειρές
φρουρούς, μέχρι τη μικρή καγκελόφραχτη αυλή όπου τους
περίμεναν οι γιατροί για να τους εξετάσουν. Εκεί έκαναν όλοι
μια τελευταία απόπειρα για ν’ αποφύγουν το ταξίδι,
προφασιζόμενοι κάποιο πρόβλημα υγείας, τα άρρωστα μάτια, το
κουτσό πόδι, το ακρωτηριασμένο χέρι. Όμως σχεδόν όλους τους
έβρισκαν ικανούς για κωπηλάτες· και τότε εκείνοι υποτάσσονταν
με αμεριμνησία, ξεχνώντας μέσα σε λίγα λεπτά την αναπηρία
από την οποία δήθεν έπασχαν σ’ όλη τους τη ζωή.
Η καγκελόπορτα της μικρής αυλής άνοιξε. Ένας φρουρός
διάβασε το προσκλητήριο κατ’ αλφαβητική σειρά· άρχισαν να
βγαίνουν ένας ένας, και ο κάθε κατάδικος πήγαινε να σταθεί
όρθιος σε μια γωνία της μεγάλης αυλής, δίπλα σ’ ένα σύντροφο
που του είχε επιβληθεί τυχαία από το αρχικό γράμμα του
ονόματός του. Έτσι κάθε κατάδικος περιορίζεται στον εαυτό του,
αλυσοδεμένος με τον εαυτό του, πλάι πλάι μ’ έναν άγνωστο· και
αν κατά τύχη ένας κατάδικος έχει κάποιο φίλο, η αλυσίδα τους
χωρίζει. Η έσχατη δυστυχία!
Βγήκαν περίπου τριάντα και η καγκελόπορτα έκλεισε. Ένας
φρουρός τους έβαλε στη γραμμή με το ραβδί του, πέταξε
μπροστά στον καθέναν από αυτούς ένα πουκάμισο, ένα σακάκι
κι ένα παντελόνι από χοντρό καραβόπανο κι ύστερα, μ’ ένα του
νεύμα, άρχισαν όλοι να γδύνονται. Έτυχε όμως ένα
απροσδόκητο συμβάν, σαν να έγινε επίτηδες, που μετέτρεψε
αυτή την ταπείνωση σε βασανιστήριο.
Μέχρι τότε ο καιρός ήταν αρκετά καλός, και, αν ο βοριάς του
Οκτώβρη ψύχραινε την ατμόσφαιρα, πότε πότε άνοιγε επίσης
εδώ κι εκεί σχισμές στα γκρίζα σύννεφα του ουρανού απ’ όπου
περνούσαν μερικές ηλιαχτίδες. Όμως μόλις οι κατάδικοι έβγαλαν
τα κουρέλια της φυλακής, τη στιγμή που ήταν εκτεθειμένοι
όρθιοι και γυμνοί στην καχύποπτη επιθεώρηση των φρουρών,
και στα περίεργα βλέμματα των ξένων που γύριζαν γύρω τους
για να ελέγξουν τους ώμους τους, ο ουρανός μαύρισε, μια κρύα
φθινοπωρινή μπόρα ξέσπασε ξαφνικά, και εκτονώθηκε σαν
καταρράκτης στην τετράγωνη αυλή, πάνω στα ξέσκεπα κεφάλια,
πάνω στα γυμνά μέλη των καταδίκων, πάνω στα άθλια ρούχα
τους που ήταν απλωμένα πάνω στο λιθόστρωτο.
Αστραπιαία το προαύλιο άδειασε απ’ όλους αυτούς που δεν
ήταν φρουροί ή κατάδικοι. Οι περίεργοι από το Παρίσι έτρεξαν
να προφυλαχτούν στις πόρτες, κάτω από τα στέγαστρα.
Ωστόσο η βροχή έπεφτε κατακλυσμιαία. Στην αυλή δεν
έβλεπες πια παρά τους καταδίκους γυμνούς και μουσκεμένους
πάνω στο πλημμυρισμένο με νερό λιθόστρωτο. Μια πένθιμη
σιωπή είχε διαδεχτεί τα θορυβώδη νταηλίκια τους.
Τουρτούριζαν, τα δόντια τους κροτάλιζαν· οι αδυνατισμένες
γάμπες τους, τα κοκαλιάρικα γόνατά τους χτυπούσαν μεταξύ
τους: λυπόσουν να τους βλέπεις να φορούν στα μελανιασμένα
από το κρύο μέλη τους εκείνα τα μουσκεμένα πουκάμισα, εκείνα
τα σακάκια, εκείνα τα παντελόνια που έσταζαν βροχή. Η γύμνια
θα ήταν προτιμότερη.
Μόνο ένας ηλικιωμένος είχε διατηρήσει κάποια ευθυμία.
Καθώς προσπαθούσε να σκουπιστεί με το βρεγμένο πουκάμισό
του, φώναξε ότι αυτό δεν ήταν μες στο πρόγραμμα· ύστερα έβαλε
τα γέλια δείχνοντας με τη γροθιά του προς τον ουρανό.
Μόλις φόρεσαν τα ρούχα του ταξιδιού, τους οδήγησαν κατά
ομάδες των είκοσι ή τριάντα στην άλλη άκρη της αυλής, όπου
τους περίμεναν, απλωμένα καταγής, τα κορδόνια. Αυτά τα
κορδόνια είναι μακριές και γερές αλυσίδες, που κάθε εξήντα
πόντους συνδέονται με άλλες, πιο κοντές, στην άκρη των οποίων
κρέμεται ένας τετράγωνος χαλκάς, ο οποίος ανοίγει στη μέση μ’
ένα μεντεσέ προσαρμοσμένο στη μία του γωνία και κλείνει με
ένα σιδερένιο μπουλόνι, που παραμένει σφιγμένο στο λαιμό του
καταδίκου όσο διαρκεί το ταξίδι. Όταν αυτά τα κορδόνια είναι
απλωμένα στο έδαφος, μοιάζουν πολύ μ’ ένα μεγάλο
ψαροκόκαλο.
Οι φρουροί ανάγκασαν τους καταδίκους να καθίσουν μέσα
στη λάσπη, πάνω στο πλημμυρισμένο λιθόστρωτο· τους
δοκίμασαν τους χαλκάδες· ύστερα, δυο σιδεράδες του Ναυτικού,
οπλισμένοι με φορητά αμόνια, τους στερέωσαν πάνω τους
ατάραχοι, καρφώνοντας με τα μεγάλα σφυριά τους. Είναι μια
φρικτή στιγμή, που κάνει και τους πιο τολμηρούς να χάνουν το
χρώμα τους. Κάθε δυνατή σφυριά πάνω στο αμόνι που
ακουμπάει στην πλάτη του καταδίκου, κάνει ν’ αναπηδά το
σαγόνι του: η παραμικρή κίνηση προς τα πίσω θα του έσπαζε το
κρανίο σαν καρυδότσουφλο.
Ύστερα κι απ’ αυτή την επιχείρηση, όλοι μελαγχόλησαν. Δεν
ακουγόταν πια παρά το κουδούνισμα των αλυσίδων και κατά
διαστήματα μια κραυγή κι ο υπόκωφος ήχος από το ραβδί των
φρουρών πάνω στα μέλη των απείθαρχων. Υπήρχαν κάποιοι που
έκλαιγαν: οι πιο ηλικιωμένοι έτρεμαν και δάγκωναν τα χείλη.
Κοίταζα με φρίκη όλες εκείνες τις θλιβερές προσωπογραφίες
μέσα στις σιδερένιες κορνίζες τους.
Έτσι, μετά την εξέταση των γιατρών, η εξέταση των
δεσμοφυλάκων μετά την εξέταση των δεσμοφυλάκων, το
αλυσόδεμα. Μια παράσταση σε τρείς πράξεις.
Ξαναφάνηκε μια ηλιαχτίδα. Θα έλεγε κανείς ότι έβαλε φωτιά
σ’ όλους εκείνους τους εγκεφάλους. Οι κατάδικοι σηκώθηκαν
συγχρόνως, με μια σπασμωδική κίνηση. Δεμένοι στα πέντε
κορδόνια, πιάστηκαν από τα χέρια και ξαφνικά σχημάτισαν έναν
τεράστιο κύκλο γύρω από το φανοστάτη. Άρχισαν να γυρίζουν
γύρω του τόσο γρήγορα που κουραζόσουν να τους κοιτάς.
Τραγουδούσαν ένα τραγούδι της φυλακής, μια ρομάντζα στην
αργκό, με μια μελωδία πότε παραπονιάρικη, πότε οργισμένη και
εύθυμη· κατά διαστήματα ακούγονταν διαπεραστικές κραυγές,
διακεκομμένα και λαχανιασμένα γέλια που μπερδεύονταν με τα
αινιγματικά λόγια του τραγουδιού, μετά έξαλλες ζητωκραυγές·
και οι αλυσίδες κουδούνιζαν ρυθμικά συνοδεύοντας σαν
ορχήστρα αυτό το τραγούδι, πιο βραχνό από το θόρυβό τους. Αν
ήθελα να περιγράφω μια μαγική τελετή, δεν θα έβρισκα τίποτε
καλύτερο ή χειρότερο απ’ αυτόν το χορό και απ’ αυτό το
τραγούδι.
Έφεραν στο προαύλιο ένα μεγάλο καζάνι. Οι φρουροί
διέκοψαν με ραβδιές το χορό των καταδίκων, και τους οδήγησαν
στο καζάνι, όπου έβλεπες να επιπλέουν δεν ξέρω τι είδους
χορταρικά μέσα σ’ ένα αχνιστό και βρώμικο υγρό. Έφαγαν.
Μόλις έφαγαν, πέταξαν στο λιθόστρωτο ό,τι είχε απομείνει
από τη σούπα τους και το μαύρο τους ψωμί και ξανάρχισαν να
τραγουδούν και να χορεύουν. Φαίνεται πως τους παραχωρούν
αυτή την ελευθερία την ημέρα που τους αλυσοδένουν και τη
νύχτα που ακολουθεί.
Παρακολουθούσα αυτό το παράξενο θέαμα με μια περιέργεια
τόσο λαίμαργη, παλλόμενη, ζωηρή, που είχα ξεχάσει τον εαυτό
μου. Ένα βαθύ αίσθημα συμπόνιας με συγκλόνιζε μέχρι τα
σωθικά, και τα γέλια τους μ’ έκαναν να κλαίω.
Άξαφνα, μέσ’ απ’ τη βαθιά ονειροπόληση όπου είχα πέσει,
είδα τον αλλαλάζοντα κύκλο να σταματάει και να μένει
σιωπηλός. Όλα τα μάτια στράφηκαν προς το παράθυρό μου: —
Ο θανατοποινίτης! Ο θανατοποινίτης! άρχισαν να φωνάζουν
όλοι δείχνοντάς με με το δάχτυλο· και οι εκρήξεις ευθυμίας
ξανάρχισαν.
Έμεινα πετρωμένος.
Αγνοώ από πού με γνώριζαν και πώς με είχαν αναγνωρίσει.
— Καλημέρα! Καληνύχτα! μου φώναζαν με το φρικτό
χαχάνισμα τους. Ένας από τους πιο νέους, καταδικασμένος
ισόβια στις γαλέρες, με πρόσωπο γυαλιστερό και ωχρό, με
κοίταξε με μια έκφραση φθόνου λέγοντας: — Είναι τυχερός! Θα
τον κουτσουρέψουνε! Αντίο, σύντροφε!
Δεν μπορώ να περιγράφω τι γινόταν μέσα μου. Ήμουν
πραγματικά σύντροφός τους. Η πλατεία Γκρεβ είναι αδελφή της
Τουλόν. Βρισκόμουν μάλιστα σε χειρότερη θέση απ’ αυτούς:
μου απέδιδαν τιμές. Ρίγησα.
Ναι, σύντροφός τους! Και λίγες μέρες αργότερα, αν δεν
έφευγαν, θα μπορούσα κι εγώ, επίσης να γίνω θέαμα γι’ αυτούς.
Είχα παραμείνει στο παράθυρο, ακίνητος, ανήμπορος,
παραλυμένος. Όμως, όταν είδα τις πέντε αλυσοδεμένες ομάδες
να προχωρούν, να τρέχουν προς το μέρος μου με εκφράσεις μιας
κολασμένης εγκαρδιότητας, όταν άκουσα τον εκκωφαντικό
θόρυβο των αλυσίδων τους, τα ουρλιαχτά τους, τα πόδια τους να
χτυπούν κάτω από το παράθυρό μου, φαντάστηκα πως αυτό το
κοπάδι των δαιμόνων σκαρφάλωνε μέχρι το άθλιο κελί μου·
έβγαλα μια κραυγή, έπεσα πάνω στην πόρτα τόσο βίαια, σαν να
’θελα να τη σπάσω· αλλά δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγω. Οι
σύρτες ήταν κλεισμένοι απέξω. Χτύπησα, φώναξα με λύσσα.
Τότε μου φάνηκε ότι άκουσα από ακόμα πιο κοντά τις
τρομακτικές φωνές των καταδίκων. Νόμισα πως είδα τα
κακάσχημα πρόσωπά τους να εμφανίζονται ήδη στο παράθυρό
μου· έβγαλα μια δεύτερη κραυγή αγωνίας, και λιποθύμησα.

14

Όταν συνήλθα, ήταν νύχτα. Βρισκόμουν ξαπλωμένος σ’ ένα


παλιοκρέβατο· ένα φανάρι που κρεμόταν από την οροφή με
βοήθησε να δω κι άλλα παλιοκρέβατα στη σειρά, δεξιά κι
αριστερά από το δικό μου. Κατάλαβα ότι με είχαν μεταφέρει στο
νοσοκομείο της φυλακής.
Έμεινα για λίγο ξύπνιος, αλλά χωρίς σκέψη και χωρίς μνήμη,
πλημμυρισμένος από την ευτυχία τού να είμαι ξαπλωμένος σ’
ένα κρεβάτι. Σίγουρα, άλλοτε, ένα τέτοιο κρεβάτι σε νοσοκομείο
φυλακής θα με γέμιζε αηδία και οίκτο· αλλά δεν ήμουν πια ο
ίδιος άνθρωπος. Τα σεντόνια ήταν γκρίζα και τραχιά στην αφή, η
κουβέρτα ψιλή και κατατρυπημένη· αισθανόμουν το άχυρο μέσ’
από το στρώμα· τι σημασία είχε! Τα μέλη μου μπορούσαν να
χαλαρώσουν ανάμεσα σ’ αυτά τα τραχιά σεντόνια· κάτω από
αυτή την κουβέρτα, όσο ψιλή κι αν ήταν, ένιωθα να διαλύεται
σιγά σιγά εκείνο το φρικτό κρύο που είχα συνηθίσει τόσον καιρό
να με περονιάζει ως το μεδούλι. Ξανακοιμήθηκα.
Με ξύπνησε ένας δυνατός θόρυβος· ήταν χαράματα. Ο
θόρυβος ερχόταν απέξω· το κρεβάτι μου ήταν δίπλα στο
παράθυρο, και ανακάθισα για να δω τι ήταν.
Το παράθυρο έβλεπε στη μεγάλη αυλή του Μπισέτρ. Αυτή η
αυλή ήταν γεμάτη κόσμο· δυο σειρές από βετεράνους
προσπαθούσαν να κρατήσουν ελεύθερο, μέσα σ’ εκείνο το
πλήθος, ένα στενό διάδρομο κατά μήκος της αυλής. Ανάμεσα σ’
αυτήν τη διπλή σειρά από στρατιώτες προχωρούσαν αργά,
αναπηδώντας σε κάθε πέτρα του λιθόστρωτου, πέντε
μακρόστενα κάρα φορτωμένα ανθρώπους· ήταν οι κατάδικοι που
έφευγαν.
Τα κάρα ήταν ξέσκεπα. Κάθε αλυσοδεμένη ομάδα είχε το
δικό της. Οι κατάδικοι ήταν καθισμένοι στις δύο πλευρές, πλάτη
με πλάτη, χωρισμένοι από την κοινή τους αλυσίδα, απλωμένη
κατά μήκος του κάρου, και στην άκρη του στεκόταν ένας
φρουρός με το όπλο του προτεταμένο. Σε κάθε τράνταγμα του
κάρου, οι αλυσίδες κουδούνιζαν, τα κεφάλια των καταδίκων
αναπηδούσαν και τα κρεμάμενα πόδια τους χτύπαγαν μεταξύ
τους.
Μια ψιλή και επίμονη βροχή πάγωνε τον αέρα και κολλούσε
πάνω στα γόνατά τους τα πάνινα παντελόνια τους, που από
γκρίζα είχαν γίνει μαύρα. Οι μακριές γενειάδες τους, τα κοντά
τους μαλλιά, έσταζαν· τα πρόσωπά τους ήταν μελανιασμένα·
τους έβλεπες να τουρτουρίζουν, και τα δόντια τους έτριζαν από
την οργή και από το κρύο. Άλλωστε, δεν είχαν τη δυνατότητα να
κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Από τη στιγμή που σε δένουν σ’
αυτή την αλυσίδα, αποτελείς πια απλώς ένα τμήμα αυτού του
αποκρουστικού συνόλου που ονομάζεται κορδόνι, και το οποίο
κινείται σαν ένας και μόνος άνθρωπος. Το μυαλό καταργείται, ο
χαλκάς του κάτεργου το καταδικάζει σε θάνατο· όσο για τη
ζωώδη πλευρά, το άτομο δεν μπορεί πια να έχει ανάγκες και
ορέζεις παρά μόνο σε καθορισμένες ώρες. Έτσι,
ακινητοποιημένοι, μισόγυμνοι οι περισσότεροι, με τα κεφάλια
ξέσκεπα και τα πόδια κρεμάμενα, άρχιζαν το ταξίδι των είκοσι
πέντε ημερών, φορτωμένοι πάνω στα ίδια κάρα, φορώντας τα
ίδια ρούχα είτε κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιουλίου είτε κάτω
από τις κρύες βροχές του Νοέμβρη. Θα έλεγε κανείς ότι οι
άνθρωποι θέλουν να κάνουν τον ουρανό να συνεργεί στη
δουλειά του δημίου τους.
Ανάμεσα στο πλήθος που παρακολουθούσε και στους
καταδικασμένους είχε ξεκινήσει ένας απίστευτα φρικτός
διάλογος: βρισιές από τη μια πλευρά, νταηλίκια από την άλλη,
κατάρες κι από τις δύο πλευρές· όμως, μ’ ένα νεύμα του
επικεφαλής, τα ραβδίσματα άρχισαν να πέφτουν βροχηδόν και
αδιακρίτως στα κεφάλια και στους ώμους των καταδίκων, και
όλα επανήλθαν σ’ αυτό το είδος της επιφανειακής ηρεμίας που
αποκαλείται τάξη. Ωστόσο τα μάτια ήταν γεμάτα
εκδικητικότητα, και οι γροθιές των δυστυχισμένων σφίγγονταν
πάνω στα γόνατά τους.
Τα πέντε κάρα, συνοδευόμενα από έφιππους χωροφύλακες
και πεζούς στρατιώτες, εξαφανίστηκαν το ένα μετά το άλλο
κάτω από την ψηλή θολωτή πύλη του Μπισέτρ· τα ακολούθησε
ένα έκτο, μέσα στο οποίο ήταν σωριασμένα φύρδην μίγδην τα
καζάνια, οι χάλκινες καραβάνες και οι εφεδρικές αλυσίδες.
Μερικοί φρουροί της συνοδείας που είχαν καθυστερήσει στην
καντίνα βγήκαν τρέχοντας για να σμίξουν με την ομάδα. Το
πλήθος διαλύθηκε. Όλο αυτό το θέαμα εξαφανίστηκε σαν μια
φαντασμαγορία. Ο θόρυβος από τις ρόδες και τα πέταλα των
αλόγων πάνω στο λιθόστρωτο έσβηνε αργά στο δρόμο για το
Φοντενεμπλό, όπως και το πλατάγισμα των μαστιγίων, το
κουδούνισμα των αλυσίδων, και τα ουρλιαχτά του όχλου που
καταριόταν το ταξίδι των καταδίκων.
Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή γι’ αυτούς!
Τι μου έλεγε λοιπόν ο δικηγόρος; Οι γαλέρες; Α! Ναι, χίλιες
φορές καλύτερα ο θάνατος! Καλύτερα το ικρίωμα παρά το
κάτεργο, καλύτερα το τίποτα παρά η κόλαση· καλύτερα να
προσφέρω το λαιμό μου στο μαχαίρι του Γκιγιοτέν παρά στο
χαλκά του κωπηλάτη. Οι γαλέρες, Θεέ και Κύριε!

15

Δυστυχώς δεν ήμουν άρρωστος. Την επομένη μ’ έβγαλαν από το


νοσοκομείο. Με ξανακέρδισε το κελί.
Δεν ήμουν άρρωστος! Πράγματι, είμαι νέος, υγιής και
δυνατός. Το αίμα κυλά ελεύθερα στις φλέβες μου· όλα μου τα
μέλη υπακούουν στις θελήσεις μου· είμαι γερός στο σώμα και
στο πνεύμα, φτιαγμένος για μια μακρά ζωή· ναι, όλα αυτά είναι
αλήθεια· κι ωστόσο έχω μια αρρώστια, μια θανάσιμη αρρώστια,
μια αρρώστια καμωμένη από ανθρώπινο χέρι.
Από τότε που βγήκα από το νοσοκομείο, μου ήρθε μια
οδυνηρή ιδέα, μια ιδέα που μπορεί να με τρελάνει, δηλαδή ότι θα
μπορούσα ίσως να δραπετεύσω αν με είχαν αφήσει κι άλλο εκεί.
Εκείνοι οι γιατροί, εκείνες οι αδελφές του ελέους, έδειχναν να
ενδιαφέρονται για μένα. Να πεθάνει κάποιος τόσο νέος και με
τέτοιο θάνατο! Θα έλεγε κανείς πως με συμπονούσαν, τόσο ζήλο
έδειχναν γύρω από το προσκέφαλό μου. Μπα! Απλώς
περιέργεια! Άλλωστε, αυτοί οι άνθρωποι που θεραπεύουν,
μπορούν ίσως να σας θεραπεύσουν από έναν πυρετό, όχι όμως κι
από μια θανατική ποινή. Ωστόσο, θα τους ήταν τόσο εύκολο!
Μια ανοιχτή πόρτα! Τι θα τους στοίχιζε;
Δεν έχω καμιά τύχη πια! Η έφεσή μου θα απορριφθεί, επειδή
όλα έχουν γίνει νόμιμα· οι μάρτυρες κατέθεσαν καλά, οι
δικηγόροι αγόρευσαν καλά, οι δικαστές δίκασαν καλά. Δεν το
περιμένω, εκτός κι αν... Όχι, είναι τρέλα! Δεν υπάρχει πια καμιά
ελπίδα! Η έφεση είναι ένα σκοινί που σε κρατάει κρεμασμένο
πάνω από την άβυσσο, και που το ακούς να τρίζει αδιάκοπα,
μέχρι να σπάσει. Είναι σαν να χρειάζονταν έξι βδομάδες για να
πέσει το μαχαίρι της λαιμητόμου.
Κι αν μου απένειμαν χάρη; — Να μου απονείμουν χάρη! Μα
ποιος; και γιατί; και πώς; Είναι αδύνατο να μου απονείμουν
χάρη. Προς παραδειγματισμόν, όπως λένε.
Τώρα πια δεν έχω παρά να κάνω τρία βήματα: το Μπισέτρ, η
Κονσιερζερί, η Γκρεβ.
16

Τις λίγες ώρες που πέρασα στο νοσοκομείο, καθόμουν δίπλα σ’


ένα παράθυρο, στον ήλιο — είχε ξαναβγεί—, ή τουλάχιστον
έπαιρνα όσον ήλιο άφηναν να περνάει τα κάγκελα του
παραθύρου.
Ήμουν εκεί, με το κεφάλι μου βαρύ και πυρωμένο μες στα
δυο μου χέρια, που σχεδόν δεν άντεχαν το βάρος του, με τους
αγκώνες μου πάνω στα γόνατά μου, με τα πόδια μου πάνω στην
τραβέρσα μιας καρέκλας· διότι η κατάπτωση μ’ έκανε να λυγίζω
και να κουλουριάζομαι, σαν να μην είχαν πια τα μέλη μου
κόκαλα ούτε η σάρκα μου μυώνες.
Η οσμή κλεισούρας της φυλακής μ’ έπνιγε περισσότερο από
ποτέ, είχα ακόμα στα αυτιά μου όλον εκείνο το θόρυβο από τις
αλυσίδες των καταδίκων που είχαν φύγει, αισθανόμουν τρομερά
κουρασμένος από το Μπισέτρ. Σκεφτόμουν ότι ο καλός Θεός θα
έπρεπε να με λυπηθεί και να μου στείλει τουλάχιστον ένα
πουλάκι για να μου κελαηδήσει, εκεί, απέναντι, στην άκρη της
σκεπής.
Δεν ξέρω αν με εισάκουσε ο καλός Θεός ή ο διάβολος·
πάντως, σχεδόν την ίδια στιγμή, άκουσα να υψώνεται κάτω από
το παράθυρό μου μια φωνή, όχι εκείνη ενός πουλιού, αλλά κάτι
πολύ καλύτερο: η καθαρή, δροσερή, βελούδινη φωνή ενός
δεκαπεντάχρονου κοριτσιού. Σήκωσα το κεφάλι αναπηδώντας,
για ν’ αφουγκραστώ με λαχτάρα το τραγούδι που τραγουδούσε.
Ήταν μια αργή και παθιάρικη μελωδία, κάτι σαν λυπητερός και
πένθιμος θρήνος· ορίστε τα λόγια:
Κάποια μέρα μες στη στράτα
Μου τη στήσανε,
Συμφορά,
Τρεις αλήτες σταυρωτήδες,
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Μου ριχτήκαν από πίσω,
Μαύρη τύχη, συμφορά.

Θα μου ήταν αδύνατο να περιγράψω πόσο πικρή ήταν η


απογοήτευσή μου. Η φωνή συνέχισε:

Μου ριχτήκαν από πίσω,


Συμφορά,
Μου φόρεσαν τα βραχιόλια,
Μαύρη τύχη, συμφορά.
Ο χαφιές έκοψε λάσπη,
Μαύρη τύχη, συμφορά.
Κι όπως με τραβάν δεμένο,
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Βλέπω γειτονάκο κλέφτη,
Μαύρη τύχη, συμφορά.

Βλέπω γειτονάκο κλέφτη,


Συμφορά.
Άντε πες το στην κυρά μου,
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Πως με σιδερώσανε,
Μαύρη τύχη, συμφορά.
Η κυρά μου όλο τσατίλα,
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Μου λέει: Τι σκάρωσες, βρε, πάλι;
Μαύρη τύχη, συμφορά.

Μου λέει: Τι σκάρωσες, βρε πάλι;


Συμφορά.
Εκαθάρισα ένα μούτρο,
Μαύρη τύχη, συμφορά
Και του πήρα τα ψιλά,
Μαύρη τύχη συμφορά,
Τα ψιλά και το ρολόι,
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Και τις ασημένιες πόρπες,
Μαύρη τύχη, συμφορά.

Και τις ασημένιες πόρπες,


Συμφορά.
Η κυρά πάει στις Βερσάγιες,
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Προσκυνάει το βασιλιά.
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Του πασέρνει χαρτομάνι,
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Για να με ξεσιδερώσει,
Μαύρη τύχη, συμφορά.
Για να με ξεσιδερώσει,
Συμφορά.
− Αχ! Κι αν με ξεσιδερώσει,
− Μαύρη τύχη, συμφορά,
Την κυρά μου θα χρυσώσω,
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Στα μετάξια θα την ντύσω,
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Με πατούμενα ακριβά,
Μαύρη τύχη, συμφορά.

Με πατούμενα ακριβά,
Συμφορά.
Μα ο άρχοντας θυμώνει,
Μαύρη τύχη, συμφορά.
Λέει: — Μά το στέμμα μου, κυρά,
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Θα σ’ τον κάνω να χορέψει,
Μαύρη τύχη, συμφορά,
Στον αέρα μια χαρά,
Μαύρη τύχη, συμφορά.

Δεν άκουσα και δεν θα μπορούσα ν’ ακούσω παραπάνω. Το


νόημα, εν μέρει κατανοητό, εν μέρει με κρυφά νοήματα, αυτού
του φρικτού θρήνου, αυτής της πάλης του ληστή με το χαφιέ,
αυτού του κλέφτη τον οποίο συναντά και τον οποίο στέλνει στη
γυναίκα του μ’ αυτό το τρομακτικό μήνυμα: Δολοφόνησα έναν
άνθρωπο και μ’ έχουν συλλάβει, εκαθάρισα ένα μούτρο και με
σιδερώσανε· αυτή η γυναίκα που τρέχει στις Βερσαλίες με την
αίτηση χάριτος, κι η Αυτού Μεγαλειότης που αγανακτεί και
απειλεί τον ένοχο ότι θα τον κάνει να χορέψει στον αέρα· κι όλα
αυτά τραγουδισμένα πάνω στην πιο γλυκιά μελωδία και με την
πιο γλυκιά φωνή που νανούρισε ποτέ ανθρώπινο αυτί!... Είχα
απομείνει καταστενοχωρημένος, παγωμένος, εξουθενωμένος.
Ήταν αποκρουστικά όλα εκείνα τα τερατώδη λόγια, όπως
έβγαιναν από κείνο το ροδοκόκκινο και νεανικό στόμα. Ήταν
σαν το σάλι ο του σαλιγκαριού πάνω σ’ ένα τριαντάφυλλο.
Δεν θα μπορούσα να περιγράφω αυτό που ένιωσα· ήταν σαν
να με είχαν τραυματίσει και ταυτόχρονα να με είχαν χαϊδέψει. Η
τοπική διάλεκτος των σπηλαίων και των κατέργων, αυτή η
ματωμένη και γελοία γλώσσα, αυτή η αποκρουστική αργκό
συνδυασμένη με μια κοριτσίστικη φωνή, στο χαριτωμένο
μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στη φωνή ενός παιδιού και στη
φωνή μιας γυναίκας! Όλες αυτές οι δύσμορφες και
κακοσχηματισμένες λέξεις, τραγουδισμένες, ρυθμικές,
μαργαριταρένιες!
Αχ! Τι άτιμο πράγμα που είναι η φυλακή! Έχει ένα
δηλητήριο που όλα τα βρωμίζει. Όλα τα διαφθείρει, ακόμα και
το τραγούδι ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού! Βρίσκεις ένα
πουλί, έχει λάσπη στη φτερούγα του· κόβεις ένα λουλούδι, το
μυρίζεις: βρωμάει.
17

Ω! Αν δραπέτευα, πώς θα έτρεχα μες στα χωράφια!


Όχι, δεν θα έπρεπε να τρέχω. Το τρέξιμο τραβάει την
προσοχή και γεννά υποψίες. Αντίθετα, θα περπατούσα αργά, με
το κεφάλι ψηλά, τραγουδώντας. Θα προσπαθούσα να βρω μια
παλιά μπλε μπλούζα με κόκκινα σχέδια. Είναι καλή μεταμφίεση.
Τέτοιες φορούν όλοι οι περιβολάρηδες των περιχώρων.
Ξέρω ένα δασάκι κοντά στο Αρκέιγ, δίπλα σ’ ένα βάλτο,
όπου, όταν ήμουν στο κολέγιο, πηγαίναμε κάθε Πέμπτη με τους
συμμαθητές μου για να πιάσουμε βατράχια. Εκεί θα κρυβόμουν
μέχρι το βράδυ.
Όταν θα έπεφτε η νύχτα, θα ξανάπαιρνα το δρόμο μου. Θα
πήγαινα στη Βενσέν. Όχι, το ποτάμι θα μ’ εμπόδιζε. Θα πήγαινα
στην Αρπαζόν. —Θα ήταν καλύτερα να πήγαινα προς την
πλευρά του Σεν-Ζερμέν και να έφτανα στη Χάβρη, και να
μπαρκάριζα για την Αγγλία. —Εντάξει! Φτάνω στο Λονδίνο.
Περνάει ένας χωροφύλακας· μου ζητάει το διαβατήριό μου...
Είμαι χαμένος!
Αχ! Δύστυχε ονειροπόλε, σπάσε λοιπόν πρώτα τον τοίχο,
τρία πόδια χοντρό, που σε φυλακίζει! Ο θάνατος! Ο θάνατος!
Όταν σκέφτομαι ότι είχα έρθει εδώ, στο Μπισέτρ, μικρό
παιδί, για να δω τη μεγάλη σήραγγα και τους τρελούς!
18

Όσο τα έγραφα όλα αυτά, η λάμπα χλόμιασε, ήρθε η αυγή, το


ρολόι από το παρεκκλήσι σήμανε έξι.
Τι σημαίνει αυτό; Ο δεσμοφύλακας της υπηρεσίας μπήκε στο
κελί μου, έβγαλε το πηλήκιο του, με χαιρέτησε, μου ζήτησε
συγγνώμη για την ενόχληση, και με ρώτησε, γλυκαίνοντας όσο
μπορούσε την τραχιά φωνή του, τι θα επιθυμούσα να φάω για
πρωινό;...
Ένα ρίγος με διαπέρασε. —Μήπως αυτό σήμαινε ότι θα ήταν
για σήμερα;

19

Είναι για σήμερα!


Ο ίδιος ο διευθυντής της φυλακής ήρθε να μου κάνει
επίσκεψη. Με ρώτησε αν θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμος ή
ευχάριστος σε κάτι, εξέφρασε την επιθυμία να μην έχω κανένα
παράπονο από τον ίδιο ή από τους υφισταμένους του, με ρώτησε
με ενδιαφέρον για την υγεία μου κι αν είχα περάσει καλά τη
νύχτα· φεύγοντας, με αποκάλεσε κύριο!
Είναι για σήμερα!
20

Αυτός ο αρχιδεσμοφύλακας δεν πιστεύει ότι έχω κανένα


παράπονο από τον ίδιο ή από τους υφισταμένους του. Έχει δίκιο.
Δεν θα ήταν σωστό για μένα να παραπονιέμαι· έκαναν τη
δουλειά τους, με φύλαξαν καλά· επίσης ήταν ευγενικοί κατά την
άφιξη και κατά την αναχώρησή μου. Δεν θα έπρεπε να είμαι
ευχαριστημένος;
Αυτός ο καλός δεσμοφύλακας, με το καλοκάγαθο χαμόγελό
του, με τα χαϊδευτικά λόγια του, με το βλέμμα του που
κολακεύει και κατασκοπεύει, με τα χοντρά και φαρδιά χέρια του,
είναι η ενσάρκωση της φυλακής, είναι το Μπισέτρ που έχει
μεταμορφωθεί σε άνθρωπο. Όλα γύρω μου είναι φυλακή·
ανακαλύπτω τη φυλακή σ’ όλες τις μορφές, στο ανθρώπινο
πρόσωπο όπως και στο σχήμα που έχουν τα κάγκελα κι οι
σύρτες. Αυτός ο τοίχος είναι η φυλακή από πέτρα· αυτή η πόρτα
είναι η φυλακή από ξύλο. Αυτοί οι δεσμοφύλακες είναι η
φυλακή από σάρκα και οστά. Η φυλακή είναι σαν ένα ον φρικτό,
πλήρες, αδιαίρετο, μισό κτίριο, μισό άνθρωπος. Εγώ είμαι η λεία
του· με περιθάλπει, με σφιχταγκαλιάζει μέσα σ’ όλες τις πτυχές
του. Με φυλακίζει μέσα στα γρανιτένια τείχη του, με κλειδώνει
με τις σιδερένιες κλειδαριές του, και με παρακολουθεί με τα
άγρυπνα μάτια των δεσμοφυλάκων του.
Αχ! Ο δύστυχος! Τι θ’ απογίνω; Τι θα με κάνουν;
21

Τώρα είμαι ήρεμος. Όλα έχουν τελειώσει, έχουν τελειώσει για τα


καλά. Ξέφυγα από το τρομερό άγχος όπου με είχε ρίξει η
επίσκεψη του διευθυντή. Διότι, το ομολογώ, θα ήλπιζα ακόμα.
Τώρα, δόξα τω Θεώ, δεν ελπίζω πια.
Νά τι συνέβη πριν από λίγο:
Τη στιγμή που το ρολόι σήμαινε εξίμισι — όχι, ήταν εφτά
παρά τέταρτο—, η πόρτα του κελιού μου άνοιξε. Μπήκε ένας
γέροντας με άσπρα μαλλιά, ντυμένος με μια καφετιά ρεντιγκότα.
Μισάνοιξε το παλτό του. Είδα από μέσα ένα ράσο, ένα
πετραχήλι. Ήταν ένας κληρικός.
Αυτός ο κληρικός ήταν ο ιερέας της φυλακής. Κακός οιωνός.
Κάθισε απέναντί μου μ’ ένα καλοσυνάτο χαμόγελο· ύστερα
κούνησε το κεφάλι και σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, δηλαδή
στο θόλο του κελιού. Τον κατάλαβα.
— Τέκνον μου, μου είπε, είστε προετοιμασμένος;
Του απάντησα με αδύναμη φωνή:
— Δεν είμαι προετοιμασμένος, όμως είμαι έτοιμος.
Ωστόσο η όρασή μου θάμπωσε, ένας παγωμένος ιδρώτας
ξεπήδησε ταυτόχρονα απ’ όλο μου το σώμα, ένιωσα τους
κροτάφους μου να φουσκώνουν και τα αυτιά μου άρχισαν να
βουίζουν.
Όσο εγώ ταλαντευόμουν στην καρέκλα μου σαν να με είχε
πάρει ο ύπνος, ο καλός γέροντας μιλούσε. Έτσι τουλάχιστον μου
φάνηκε, και νομίζω ότι θυμάμαι πως είδα τα χείλη του να
σαλεύουν, τα χέρια του να χειρονομούν, τα μάτια του να
γυαλίζουν.
Η πόρτα άνοιξε για δεύτερη φορά. Ο θόρυβος που έκαναν οι
σύρτες μάς έβγαλαν, εμένα από τη θολούρα μου, αυτόν από την
ομιλία του. Εμφανίστηκε κάποιος, ας πούμε ένας κύριος με
μαύρο φράκο, συνοδευόμενος από το διευθυντή της φυλακής,
και με χαιρέτησε με μια βαθιά υπόκλιση. Αυτός ο άνθρωπος είχε
στο πρόσωπό του κάτι από την τυπική θλίψη ενός εργολάβου
κηδειών. Κρατούσε στο χέρι του ένα έγγραφο τυλιγμένο σε
ρολό.
− Κύριε, μου είπε μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο, είμαι κλητήρας
του Βασιλικού Δικαστηρίου των Παρισίων. Έχω την τιμή να σας
φέρω ένα μήνυμα από τον κύριο Γενικό Εισαγγελέα.
Το πρώτο ξάφνιασμα είχε περάσει. Είχε επανέλθει όλη μου η
διαύγεια.
− Ο κύριος Γενικός Εισαγγελέας, του απάντησα, δεν είναι
εκείνος που ζήτησε τόσο επίμονα το κεφάλι μου; Μεγάλη μου
τιμή που μου γράφει. Ελπίζω ο θάνατός μου να του δώσει
μεγάλη χαρά! Διότι θα ήταν σκληρό για μένα να σκέφτομαι ότι,
ενώ τον ζήτησε με τόση θέρμη, του ήταν κατά βάθος αδιάφορος.
Τα είπα όλα αυτά, και συνέχισα με σταθερή φωνή:
− Διαβάστε το, κύριε!
Άρχισε να μου διαβάζει ένα μακροσκελές κείμενο,
υψώνοντας τη φωνή του στο τέλος κάθε αράδας και
κομπιάζοντας στη μέση κάθε λέξης. Ήταν η απόρριψη της
έφεσής μου.
— Η ποινή θα εκτελεστεί σήμερα στην πλατεία Γκρεβ,
πρόσθεσε όταν τελείωσε την ανάγνωση, χωρίς να σηκώνει τα
μάτια του από το έγγραφο με τις σφραγίδες. Θα αναχωρήσουμε
στις επτά και μισή ακριβώς για την Κονσιερζερί. Αγαπητέ μου
κύριε, θα είχατε την απέραντη καλοσύνη να με ακολουθήσετε;
Εδώ και λίγη ώρα δεν άκουγα πια. Ο διευθυντής κουβέντιαζε
με τον ιερέα· αυτός, είχε το βλέμμα προσηλωμένο στο έγγραφό
του· κοίταξα την πόρτα που είχε μείνει μισάνοιχτη.. .
— Αχ! Ο δύστυχος! Τέσσερις ένοπλοι φρουροί στο διάδρομο!
Ο κλητήρας επανέλαβε την ερώτησή του, κοιτάζοντάς με
αυτήν τη φορά:
— Όποτε θέλετε, του απάντησα. Είμαι στη διάθεσή σας!
Υποκλίθηκε λέγοντας:
— Θα έχω την τιμή να έρθω να σας πάρω σε μισή ώρα.
Τότε με άφησαν μόνο.
Ένας τρόπος να δραπετεύσω, Θεέ μου! Ένας οποιοσδήποτε
τρόπος! Πρέπει να αποδράσω! Πρέπει! Αμέσως! Από τις πόρτες,
από τα παράθυρα, από το σκελετό της σκεπής! Ακόμα κι αν θα
χρειαζόταν ν’ αφήσω κομμάτια από τη σάρκα μου στα δοκάρια!
Ω οργή! Δαίμονες! Κατάρα! Με καλά εργαλεία, θα
χρειάζονταν μήνες για να τρυπήσει κανείς αυτόν τον τοίχο, κι
εγώ δεν έχω ούτε ένα καρφί, ούτε μια ώρα!
22

Από την Κονσιερζερί


Νά που έγινε και η μεταγωγή, όπως λέει το πρωτόκολλο.
Όμως το ταξίδι αξίζει να το διηγηθώ.
Το ρολόι είχε σημάνει επτά και μισή όταν παρουσιάστηκε
ξανά στην είσοδο του κελιού μου ο κλητήρας. —Κύριε, μου
είπε, σας περιμένω — Αλίμονο γι’ αυτόν και για κάποιους
άλλους.
Σηκώθηκα, έκανα ένα βήμα· μου φάνηκε πως δεν θα
μπορούσα να κάνω δεύτερο, τόσο βαρύ ήταν το κεφάλι μου κι
αδύναμα τα πόδια μου. Ωστόσο συνήλθα και προχώρησα αρκετά
σταθερά. Πριν βγω από το κελί, έριξα μια τελευταία ματιά
ολόγυρα. —Το αγαπούσα το κελί μου — Φεύγοντας, το άφησα
άδειο και ανοιχτό* αυτή η εικόνα φαντάζει αλλόκοτη για ένα
κελί.
Πάντως, δεν θα μείνει έτσι για πολύ. Απόψε περιμένουν
κάποιον, έλεγαν οι δεσμοφύλακες, ένα θανατοποινίτη που τούτη
την ώρα καταδικάζεται από το κακουργιοδικείο.
Στη στροφή του διαδρόμου, μας πλησίασε ο ιερέας της
φυλακής. Είχε μόλις φάει το πρωινό του.
Καθώς έβγαινα από το κτίριο, ο διευθυντής μού έσφιξε
στοργικά το χέρι, και ενίσχυσε τη φρουρά μου με τέσσερις
στρατιώτες.
Μπροστά στην πόρτα του νοσοκομείου, ένας ετοιμοθάνατος
γέροντας μου φώναξε: Εις το επανιδείν!
Φτάσαμε στην αυλή. Πήρα μια ανάσα· αυτό μου έκανε καλό.
Δεν περπατήσαμε και πολύ στον καθαρό αέρα. Ένα αμάξι με
ταχυδρομικά άλογα ήταν σταματημένο μέσα στην πρώτη αυλή·
ήταν το ίδιο αμάξι που με είχε φέρει εδώ: ένα μακρόστενο,
σκεπαστό όχημα, χωρισμένο κατά μήκος σε δύο τμήματα από
ένα σιδερένιο πλέγμα, τόσο πυκνό σαν να ήταν φτιαγμένο με
βελόνες του πλεξίματος. Τα δύο τμήματα έχουν το καθένα από
μία πόρτα, το ένα στο μπροστινό μέρος, το άλλο στο πίσω μέρος
του αμαξιού. Και όλο το αμάξι είναι τόσο βρώμικο, τόσο μαύρο,
τόσο σκονισμένο που, σε σύγκριση, το κάρο που παίρνει τα φέ-
ρετρα των φτωχών μοιάζει με βασιλική άμαξα.
Πριν με ενταφιάσουν σ’ αυτόν το δίτροχο τάφο, έριξα μια
ματιά στην αυλή, μια από εκείνες τις απελπισμένες, τελευταίες
ματιές μπροστά στις οποίες νομίζει κανείς πως θα μπορούσαν να
γκρεμίσουν τοίχοι. Η αυλή, κάτι σαν μικρή πλατεία φυτεμένη με
δέντρα, ήταν ακόμα πιο γεμάτη με θεατές απ’ ό,τι τότε που
έφευγαν οι κατάδικοι για τις γαλέρες. Ένα πλήθος είχε ήδη
συγκεντρωθεί!
Όπως την ημέρα που έφευγαν οι κατάδικοι, έπεφτε μια
εποχική βροχή, μια ψιλή και παγωμένη βροχή που πέφτει ακόμα
και τώρα που γράφω, και που θα πέφτει ασφαλώς όλη την
ημέρα, και που θα διαρκέσει περισσότερο απ’ ό,τι εγώ.
Οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι, η αυλή γεμάτη λάσπες και
νερά. Ευχαριστήθηκα που είδα το πλήθος να τσαλαβουτάει μέσα
σ’ αυτόν το βούρκο.
Ανεβήκαμε, ο κλητήρας κι ένας χωροφύλακας, στο
μπροστινό διαμέρισμα· ο ιερέας, εγώ κι ένας χωροφύλακας στο
πίσω. Τέσσερις έφιπποι χωροφύλακες γύρω από το αμάξι. Έτσι,
χωρίς τον αμαξά, οχτώ άντρες για έναν.
Καθώς ανέβαινα, υπήρχε μια γριά με γκρίζα μάτια που έλεγε:
—Αυτό μ’ αρέσει πιο πολύ ακόμα κι από τις γαλέρες.
Το αντιλαμβάνομαι. Είναι ένα θέαμα που το προσλαμβάνει
κανείς πιο εύκολα με μια ματιά, που το βλέπει κανείς πιο
γρήγορα. Είναι το ίδιο ωραίο και πιο εύκολο. Τίποτε δεν σας
αποσπά την προσοχή. Υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος και σ’ αυτόν
τον άνθρωπο υπάρχει τόση δυστυχία όση σ’ όλους μαζί τους
καταδίκους. Και τούτο εδώ είναι λιγότερο διάχυτο· είναι ένα
συμπυκνωμένο ποτό, πολύ πιο εύ- γεστο.
Το αμάξι ξεκίνησε. Έκανε έναν υπόκωφο θόρυβο περνώντας
κάτω από την αψίδα της πύλης, ύστερα βγήκε στη λεωφόρο, και
οι βαριές πόρτες του Μπισέτρ έκλεισαν πίσω του. Αισθανόμουν
ότι με μετέφεραν, αλλά ήμουν σαν ναρκωμένος, σαν ένας
άνθρωπος που έχει πέσει σε λήθαργο και που δεν μπορεί ούτε να
κινηθεί ούτε να φωνάξει, και ο οποίος νιώθει να τον θάβουν
ζωντανό. Άκουγα αόριστα τα κουδουνάκια που κρέμονταν από
τους λαιμούς των αλόγων να χτυπούν ρυθμικά, σαν λόξιγκας, τις
ντυμένες με σίδερο ρόδες να κυλούν στο λιθόστρωτο ή να
χτυπούν στο αμάξωμα αλλάζοντας τροχιά, άκουγα τον ηχηρό
τροχασμό των αλόγων γύρω από το αμάξι, τις στράκες από το
μαστίγιο του αμαξά. Όλα αυτά μου φαίνονταν σαν ένας
ανεμοστρόβιλος που με παρέσερνε.
Μέσ’ από το συρματόπλεγμα ενός φεγγίτη απέναντί μου, τα
μάτια μου είχαν μηχανικά καρφωθεί στην επιγραφή, χαραγμένη
με χοντρά γράμματα πάνω από τη μεγάλη πύλη του Μπισέτρ:
ΑΣΥΛΟ ΓΕΡΟΝΤΩΝ.
— Ορίστε, είπα στον εαυτό μου, υπάρχουν φαίνεται και
άνθρωποι που γερνούν εδώ.
Και, όπως γίνεται όταν είμαστε μισοκοιμισμένος αυτή η
σκέψη στριφογύριζε συνεχώς στο μυαλό μου, μουδιασμένο από
τον πόνο. Ξαφνικά, καθώς το αμάξι πέρασε από τη λεωφόρο στη
δημοσιά, άλλαξε η θέα από το φεγγίτη. Οι πύργοι της Νοτρ-
Νταμ ήρθαν να τον πλαισιώσουν, γαλάζιοι και αχνοί μέσα στην
ομίχλη του Παρισιού. Αμέσως άλλαξε και η σκέψη μου. Είχα
γίνει κι εγώ μια μηχανή όπως το αμάξι. Τη σκέψη του Μπισέτρ
διαδέχτηκε η σκέψη των πύργων της Νοτρ-Νταμ.
«Όσοι θα βρίσκονται πάνω στον πύργο όπου είναι η σημαία
θα βλέπουν καλά», είπα μέσα μου χαμογελώντας ηλίθια.
Νομίζω ότι αυτή ήταν η στιγμή που ο ιερέας ξανάρχισε να
μου μιλάει. Υπομονετικά, τον άφησα να λέει. Είχα ήδη στα αυτιά
μου το θόρυβο από τις ρόδες, τον τροχασμό των αλόγων, το
μαστίγιο του αμαξά. Τα, λόγια του ήταν ένας επιπλέον θόρυβος.
Ακουγα σιωπηλός αυτόν τον καταρράκτη από μονότονες
λέξεις που νανούριζαν το μυαλό μου όπως το κελάρυσμα μιας
πηγής, και που περνούσαν από μπροστά μου, πάντα
διαφορετικές και πάντα ίδιες, όπως οι στρεβλές φτελιές της
δημοσιάς, όταν ήρθε ξαφνικά να με ταράξει η απότομη και
κοφτή φωνή του κλητήρα, που καθόταν μπροστά.
— Λοιπόν, πάτερ, έλεγε σε έναν τόνο σχεδόν εύθυμο, τι νέα
έχετε;
Μιλώντας έτσι, είχε στραφεί προς τον ιερέα.
Ο ιερωμένος, που μιλούσε συνέχεια σ’ εμένα και που ο
θόρυβος του αμαξιού τον κούφαινε, δεν του απάντησε.
— Ε! ε! ξανάπε ο κλητήρας υψώνοντας τη φωνή του για ν’
ακουστεί μέσα στο θόρυβο των τροχών. Καταραμένο αμάξι!
Καταραμένο! Πράγματι.
Και συνέχισε:
− Σίγουρα φταίει η φασαρία. Δεν ακούμε ο ένας τον άλλον. Μα
τι ήθελα να πω; Κάντε μου τη χάρη να με πληροφορήσετε τι
ήθελα να πω, πάτερ. — Α, ξέρετε το μεγάλο νέο στο Παρίσι
σήμερα;
Σκίρτησα, σαν να μιλούσε για μένα.
— Όχι, είπε ο ιερέας, που είχε επιτέλους ακούσει, δεν πρόφτασα
να διαβάσω τις εφημερίδες σήμερα το πρωί. Θα τις κοιτάξω
απόψε. Όταν είμαι έτσι απασχολημένος όλη την ημέρα, λέω στο
θυρωρό να μου κρατάει τις εφημερίδες μου, και τις διαβάζω όταν
επιστρέφω.
— Μπα! συνέχισε ο κλητήρας, είναι αδύνατο να μην το ξέρετε
αυτό. Το νέο του Παρισιού! Το σημερινό νέο!
Πήρα το λόγο:
— Νομίζω ότι το ξέρω εγώ.
Ο κλητήρας με κοίταξε.
— Εσείς! Αλήθεια; Λοιπόν, τι λέτε εσείς γι’ αυτό;
— Είστε περίεργος! του είπα.
— Γιατί, κύριε; μου είπε ο κλητήρας. Ο καθένας έχει την
πολιτική του άποψη. Σας εκτιμώ πάρα πολύ για να πιστέψω ότι
δεν έχετε κι εσείς τη δική σας. Όσο για μένα, υποστηρίζω
απολύτως την επανίδρυση της Εθνοφρουράς. Ήμουν λοχίας του
λόχου μου και, μα την πίστη μου, ήταν πολύ ευχάριστα.
Τον διέκοψα.
— Δεν είχα καταλάβει ότι επρόκειτο γι’ αυτό.
— Για ποιο άλλο; Είπατε ότι ξέρατε το νέο...
— Μιλούσα για ένα άλλο νέο, που επίσης απασχολεί το Παρίσι
σήμερα.
Ο ηλίθιος δεν κατάλαβε· ξύπνησε η περιέργειά του.
— Ένα άλλο νέο; Πώς διάβολο μπορέσατε εσείς να μάθετε τα
νέα; Ποιο είναι, να χαρείτε, κύριέ μου; Μήπως ξέρετε εσείς,
πάτερ; Είστε πιο ενημερωμένος από μένα; Πείτε μου, σας
παρακαλώ. Περί τίνος πρόκειται; — Βλέπετε, μου αρέσουν τα
νέα. Τα αναφέρω στον Κύριο Πρόεδρο, και αυτό τον
διασκεδάζει.
Κι άλλες τέτοιες ανοησίες. Στρεφόταν πότε προς τον ιερέα
και πότε προς εμένα, όμως εγώ δεν του απαντούσα,
ανασηκώνοντας τους ώμους μου αδιάφορα.
— Ελάτε! μου είπε. Τι έχετε λοιπόν στο νου σας;
— Έχω στο νου μου, του απάντησα, ότι δεν θα έχω πια τίποτε
στο νου μου απόψε.
— Α! Αυτό είναι! αποκρίθηκε. Ελάτε, μη στενοχωριέστε τόσο!
Ο κύριος Καστένγκ ήταν πιο ομιλητικός.
Μετά, ύστερα από μια σιωπή:
— Εγώ είχα συνοδεύσει και τον κύριο Παπαβουάν φορούσε το
γούνινο κασκέτο του και κάπνιζε το πούρο του. Όσο για τους
νεαρούς της Λα Ροσέλ, αυτοί μιλούσαν μόνο μεταξύ τους.
Πάντως μιλούσαν.
Έκανε άλλη μια παύση, και συνέχισε:
— Τρελοί! Ενθουσιώδεις! Έμοιαζαν να περιφρονούν όλον τον
κόσμο. Όσο για σας, σας βρίσκω πολύ σκεπτικό, νεαρέ μου.
— Νεαρός! του είπα. Είμαι μεγαλύτερός σας· κάθε τέταρτο της
ώρας που περνάει γερνάω ένα χρόνο.
Γύρισε, με κοίταξε μερικά λεπτά με μια ανόητη έκπληξη, κι
ύστερα άρχισε να γελάει σαρκαστικά.
— Ελάτε, αστειεύεστε, μεγαλύτερος από μένα! Θα μπορούσα να
είμαι παππούς σας.
— Δεν αστειεύομαι, του απάντησα σοβαρά.
Άνοιξε την ταμπακιέρα του.
— Ελάτε, αγαπητέ μου κύριε, μη θυμώνετε. Πάρτε μια πρέζα
ταμπάκο, και μη μου κρατάτε κακία.
Εκείνη τη στιγμή η ταμπακιέρα του, την οποία μου
πρόσφερε, άγγιξε το πλέγμα που μας χώριζε. Ένα τράνταγμα του
αμαξιού την έκανε να χτυπήσει αρκετά δυνατά πάνω στο πλέγμα
και να πέσει ορθάνοιχτη κάτω από τα πόδια του χωροφύλακα.
— Καταραμένο πλέγμα! φώναξε ο κλητήρας.
Γύρισε προς το μέρος μου.
— Ε, λοιπόν! Δεν είμαι άτυχος; Μου χύθηκε όλος μου ο
ταμπάκος.
— Εγώ χάνω περισσότερα απ’ ό,τι εσείς, του απάντησα
χαμογελώντας.
Προσπάθησε να μαζέψει τον ταμπάκο του, μουρμουρίζοντας
μέσ’ από τα δόντια του.
— Περισσότερα απ’ ό,τι εγώ! Εύκολο να το λέει κανείς. Χωρίς
ταμπάκο μέχρι το Παρίσι! Είναι τρομερό!
Ο ιερωμένος του είπε τότε μερικά λόγια παρηγοριάς, και δεν
ξέρω αν ήμουν αφηρημένος, αλλά μου φάνηκε πως αυτά τα
λόγια ήταν η συνέχεια του κηρύγματος η αρχή του οποίου είχε
προορισμό εμένα. Σιγά σιγά ο ιερέας κι ο κλητήρας έπιασαν την
κουβέντα· τους άφησα να μιλούν κι εγώ βυθίστηκα στις σκέψεις
μου.
Όταν φτάσαμε στα διόδια, παρ’ όλο που ήμουν
απορροφημένος, το Παρίσι μου φάνηκε πιο θορυβώδες απ’ ό,τι
συνήθως.
Το αμάξι σταμάτησε για μια στιγμή μπροστά στα διόδια. Οι
τελωνειακοί της πόλης το ήλεγξαν. Αν μετέφερε ένα πρόβατο ή
ένα βόδι για το σφαγείο, θα χρειαζόταν να τους ρίξει κανείς ένα
πουγκί χρήματα· όμως ένα ανθρώπινο κεφάλι δεν πληρώνει
δασμούς. Περάσαμε.
Αφήνοντας τη λεωφόρο, το αμάξι μπήκε με γοργό τροχασμό
σ’ εκείνους τους παλιούς, φιδωτούς δρόμους του προαστίου Σεν-
Μαρσό και της Σιτέ, που στρίβουν και διακλαδώνονται όπως οι
χίλιες στοές μιας μυρμηγκοφωλιάς. Στο λιθόστρωτο αυτών των
στενών δρόμων, το αμάξι έκανε τόσο θόρυβο και πήγαινε τόσο
γρήγορα σκαμπανεβάζοντας, ώστε δεν άκουγα πια καθόλου τους
εξωτερικούς θορύβους. Ρίχνοντας μια ματιά μέσ’ από το μικρό
τετράγωνο φεγγίτη, μου φάνηκε ότι τα πλήθη των περαστικών
σταματούσαν για να δουν το αμάξι, και ότι ομάδες παιδιών
έτρεχαν πάνω στο ίχνος που άφηνε πίσω του. Μου φάνηκε
επίσης ότι πότε πότε έβλεπα στα σταυροδρόμια, εδώ κι εκεί,
έναν ρακένδυνο άντρα ή μια γριά γυναίκα, μερικές φορές και
τους δύο μαζί, που κρατούσαν στα χέρια τους ένα μάτσο
τυπωμένα χαρτιά που διεκδικούσαν οι περαστικοί, ανοίγοντας τα
στόματά τους σαν για να βγάλουν μια δυνατή κραυγή.
Τη στιγμή που μπαίναμε στην αυλή της Κονσιερζερί, το
ρολόι του Δικαστικού Μεγάρου χτυπούσε οχτώ και μισή.
Βλέποντας εκείνη τη μεγάλη σκάλα, εκείνο το μαύρο
παρεκκλήσι, εκείνα τα θλιβερά πορτάκια, πάγωσα. Όταν το
αμάξι σταμάτησε, μου φάνηκε πως θα σταματούσαν κι οι χτύποι
της καρδιάς μου.
Συγκέντρωσα τις δυνάμεις μου· η πόρτα άνοιξε αστραπιαία·
πήδηξα έξω από το τροχήλατο κελί μου, και χώθηκα με μεγάλα
βήματα κάτω από τη θολωτή είσοδο, ανάμεσα σε δυο σειρές
στρατιώτες. Στο πέρασμά μου είχε ήδη συγκεντρωθεί ένα
πλήθος.

23

Όσο βάδιζα στις δημόσιες στοές του Δικαστικού Μεγάρου,


αισθανόμουν σχεδόν ελεύθερος και ανακουφισμένος· όμως όλο
μου το θάρρος μ’ εγκατέλειψε όταν άνοιξαν μπροστά μου
χαμηλές πόρτες, μυστικές σκάλες, εσωτερικές δίοδοι και
ατέλειωτοι ασφυκτικοί διάδρομοι, όπου δεν μπαίνουν παρά
εκείνοι που καταδικάζουν ή εκείνοι που έχουν καταδικαστεί.
Ο κλητήρας εξακολουθούσε να με συνοδεύει. Ο ιερέας με
είχε εγκαταλείψει και θα επέστρεφε σε δύο ώρες: είχε τις
δουλειές του.
Με οδήγησαν στο γραφείο του διευθυντή, στον οποίο με
παρέδωσε ο κλητήρας. Ήταν μια ανταλλαγή. Ο διευθυντής τον
παρακάλεσε να περιμένει μια στιγμή, αναγγέλλοντάς του ότι είχε
να του αναθέσει θήραμα, για να το μεταφέρει αμέσως στο
Μπισέτρ, όπου θα επέστρεφε το αμάξι. Θα είναι ο σημερινός
θανατοποινίτης ασφαλώς, αυτός που θα ξαπλώσει απόψε στο
αχυρόστρωμα που δεν πρόλαβα να φθείρω εγώ.
— Εντάξει, είπε ο κλητήρας στο διευθυντή. Θα περιμένω λίγο.
Θα φτιάξουμε και τα δύο πρωτόκολλα συγχρόνως, είναι πιο
απλό έτσι.
Στο μεταξύ, εμένα μ’ έβαλαν σ’ ένα μικρό γραφείο που
επικοινωνούσε μ’ εκείνο του διευθυντή. Εκεί με καλοκλείδωσαν
και μ’ άφησαν μόνο.
Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν, ούτε πόσην ώρα ήμουν εκεί, όταν
ένα τραχύ και δυνατό γέλιο στο αυτί μου με ξύπνησε από την
ονειροπόλησή μου.
Αναπήδησα και σήκωσα τα μάτια. Δεν ήμουν πια μόνος στο
κελί. Μαζί μου βρισκόταν ένας άνθρωπος, ένας άντρας γύρω στα
πενήντα πέντε, με μέτριο ύψος· ρυτιδωμένος, καμπουριασμένος,
με γκριζωπούς κροτάφους· με κοντόχοντρα χέρια και πόδια· με
μια ύποπτη έκφραση στα γκρίζα του μάτια, ένα πικρό γέλιο στο
πρόσωπο· βρώμικος, κουρελιασμένος, μισόγυμνος,
αποκρουστικός.
Φαίνεται πως η πόρτα είχε ανοίξει, τον είχε ξεράσει κι έπειτα
είχε ξανακλείσει χωρίς να το πάρω είδηση. Αν μπορούσε να
έρθει έτσι κι ο θάνατος!
Κοιταχτήκαμε επίμονα μερικά δευτερόλεπτα, ο άνθρωπος κι
εγώ· εκείνος εξακολουθούσε να γελάει μ’ ένα γέλιο που έμοιαζε
βρυχηθμός· εγώ ήμουν μισοέκπληκτος, μισοτρομαγμένος.
— Ποιος είστε; τον ρώτησα τελικά.
— Παράξενη ερώτηση! μου απάντησε. Ένα σφαχτό.
— Σφαχτό! Τι πάει να πει αυτό;
Αυτή η ερώτηση ενέτεινε την ευθυμία του.
— Αυτό πάει να πει, φώναξε σκάζοντας στα γέλια, ότι ο
χασάπης θα βάλει καλάθι με το τσερβέλο μου σε έξι βδομάδες,
όπως θα κάνει με το δικό σου ξερό σε έξι ώρες. Χα, χα! Φαίνεται
πως τώρα κατάλαβες.
Πραγματικά είχα χλομιάσει και είχαν σηκωθεί οι τρίχες της
κεφαλής μου. Ήταν ο άλλος θανατοποινίτης, ο καταδικασμένος
της ημέρας, αυτός που αναμενόταν στο Μπισέτρ, ο διάδοχός
μου.
Συνέχισε:
— Θες ν’ ακούσεις και την ιστορία μου; Είμαι γιος ενός
καλού κλεφτράκου· είναι κρίμα που ο Σαρλό* (*ο δήμιος) μπήκε
στον κόπο να του δέσει τη γραβάτα* (*το σχοινί). Αυτό ήταν τον
καιρό που, ελέω Θεού, βασίλευε η κρεμάλα. Στα έξι μου δεν είχα
πια ούτε πατέρα ούτε μάνα· το καλοκαίρι έκανα ρόδα μες στη
σκόνη, στις άκρες των δρόμων, για να μου πετάνε καμιά δεκάρα
από τις ταχυδρομικές άμαξές· το χειμώνα περπατούσα
ξυπόλητος μες στη λάσπη χουχουλίζοντας τα κατακόκκινα
δάχτυλά μου· μέσ’ από το τρύπιο παντελόνι μου φαίνονταν τα
μπούτια μου. Στα εννιά μου χρόνια, άρχισα να χρησιμοποιώ τα
ξερά μου, πότε πότε άδειαζα καμιά τσέπη, βουτούσα κανένα
παλτό· στα δέκα μου ήμουν πορτοφολάς. Ύστερα έχανα
γνωριμίες· στα δεκαεφτά μου ήμουν λωποδύτης. Έσπαγα
μαγαζιά, έφτιαχνα αντικλείδια. Με πιάσανε. Είχα την ηλικία, με
στείλανε να τραβάω κουπί στο ναυτικό. Το κάτεργο είναι
σκληρό πράγμα· κοιμάσαι πάνω σε μια σανίδα, πίνεις σκέτο
νερό, τρως μαύρο ψωμί, τραβολογάς στο πόδι σου μια ηλίθια
μπάλα που δεν χρησιμεύει σε τίποτα· ραβδιές και εγκαύματα απ’
τον ήλιο. Κι από πάνω σε κουρεύουνε με την ψιλή, κι εγώ είχα
ωραία καστανά μαλλιά! Ας είναι!... Έκανα τα χρονάκια μου.
Δεκαπέντε χρονάκια περνάνε! Ήμουν πια τριάντα δύο χρονών.
Ένα ωραίο πρωί μου δώσανε φύλλο πορείας και εξήντα έξι
φράγκα που είχα μαζέψει μέσα στα δεκαπέντε χρόνια που ήμουν
στις γαλέρες, δουλεύοντας δεκάξι ώρες τη μέρα, τριάντα μέρες
το μήνα, και δώδεκα μήνες το χρόνο. Κι όμως, εγώ ήθελα να
γίνω τίμιος άνθρωπος με τα εξήντα έξι μου φράγκα, και κάτω
απ’ τα κουρέλια μου είχα καλύτερη καρδιά απ’ ό,τι έχει ένας
παπάς κάτω απ’ το ράσο του. Αλλά είχα εκείνο το
κωλοδιαβατήριο! Ήταν κίτρινο, κι είχαν γράψει επάνω
αποφυλακισθείς βαρυποινίτης. Ήμουν υποχρεωμένος να το
δείχνω παντού απ’ όπου περνούσα και να παρουσιάζομαι κάθε
οχτώ μέρες στο δήμαρχο του χωριού όπου μ’ ανάγκαζαν να
μένω. Ωραίες συστάσεις! Ένας κατάδικος απ’ τις γαλέρες! Όλοι
με φοβόντουσαν, τα παιδάκια το ’βαζαν στα πόδια, και μου
έκλειναν τις πόρτες στη μούρη. Κανένας δεν ήθελε να μου δώσει
δουλειά. Έφαγα τα εξήντα έξι μου φράγκα. Κι ύστερα, έπρεπε να
ζήσω. Τους έδειχνα τα γερά μπράτσα μου που άντεχαν στη
δουλειά, αυτοί μου έκλειναν τις πόρτες. Ζήτησα να δουλεύω όλη
μέρα με δεκαπέντε δεκάρες μεροκάματο, με δέκα δεκάρες, με
πέντε δεκάρες. Τίποτα. Τι να ’κανα; Μια μέρα, πεινούσα. Έδωσα
μια αγκωνιά στο τζάμι ενός φούρναρη· άρπαξα ένα ψωμί κι ο
φούρναρης άρπαξε εμένα· δεν έφαγα το ψωμί, και μου ρίξανε
ισόβια στις γαλέρες και μου πατήσανε τρία γράμματα στον ώμο
με πυρωμένο σίδερο. —Θα σ’ τα δείξω, αν θες — Αυτήν τη
δικαισύνη τη λένε υποτροπή. Να με λοιπόν πάλι πίσω. Με
ξαναστείλανε στην Τουλόν· τούτη τη φορά με τους ισοβίτες.
Έπρεπε να το σκάσω. Για να το κάνω, έπρεπε να τρυπήσω μόνο
τρεις τοίχους, να κόψω μόνο δυο αλυσίδες κι είχα μόνο ένα
καρφί. Όμως την κοπάνησα. Έριξαν την κανονιά του
συναγερμού· βλέπεις, εμείς οι άλλοι, είμαστε σαν τους
καρδινάλιους της Ρώμης, τους κοκκινοντυμένους, ρίχνουν
κανονιές όταν φεύγουμε. Το μπαρούτι τους πήγε στα
σπουργίτια· τούτη τη φορά, ούτε κίτρινο διαβατήριο, αλλά ούτε
και λεφτά. Συνάντησα συντρόφους που είχαν κάνει κι αυτοί τα
χρονάκια τους ή είχαν σπάσει τα δεσμά τους. Ο αρχηγός τους
μου πρότεινε να γίνω δικός τους, έκαναν ληστείες στους
δρόμους. Δέχτηκα, κι άρχισα να σκοτώνω για να ζήσω. Ήταν
πότε ένα κάρο, πότε μια άμαξα, πότε ένας ζωέμπορας καβάλα σ’
ένα άλογο. Παίρναμε τα λεφτά, αφήναμε στην τύχη τους το ζώο
ή το αμάξι, και θάβαμε τον άνθρωπο κάτω από ένα δέντρο
προσέχοντας να μην εξέχουν τα πόδια του· κι ύστερα
χοροπηδούσαμε πάνω στο λάκκο, για να μη φαίνεται
φρεσκοσκαμμένο το χώμα. Έτσι γέρασα· κρυβόμουν μες στους
θάμνους, κοιμόμουν κάτω από τ’ άστρα, με κυνηγούσαν από
δάσος σε δάσος, αλλά τουλάχιστον ήμουν ελεύθερος και
ανεξάρτητος. Όλα όμως έχουν ένα τέλος και τούτο εδώ δεν είναι
χειρότερο από ένα άλλο. Μια ωραία νύχτα μας έστησαν παγίδα
οι χωροφυλάκοι. Τα φιλαράκια μου την κοπάνησαν. Όμως εγώ,
ο πιο γέρος, έμεινα στα νύχια των γάτων με τα γαλόνια στα
πηλήκια. Μ’ έφεραν εδώ. Είχα πια κατέβει όλα τα σκαλοπάτια
της σκάλας, εκτός επό ένα. Είτε είχα κλέψει ένα μαντίλι είτε είχα
σκοτώσει έναν άνθρωπο, για μένα ήταν πια ένα και το αυτό· με
δίκασαν για δεύτερη υποτροπή. Δεν μου έμενε πια παρά να
περάσω απ’ το δήμιο. Η δίκη μου ήταν σύντομη. Μα την πίστη
μου, άρχιζα να γερνάω και να μην είμαι πια άξιος για τίποτα. Ο
πατέρας μου τέλειωσε στην κρεμάλα, εγώ αποσύρομαι στην
γκιλοτίνα. — Αυτό ήταν, σύντροφε.
Είχα μείνει άναυδος ακούγοντάς τον. Ξανάρχισε να γελάει
ακόμα πιο δυνατά απ’ ό,τι στην αρχή, και θέλησε να με πιάσει
από το χέρι. Τραβήχτηκα με φρίκη.
— Φιλαράκο, μου είπε, δεν μου φαίνεσαι παλικάρι. Μη φοβάσαι
να τεζάρεις. Άκου να δεις, θα περάσεις μια ζόρικη στιγμή στην
πλατεία· αλλά θα ξεμπερδέψεις πολύ γρήγορα! Θα ’θελα να
’μουν εκεί για να σου δείξω το κόλπο. Μα το Θεό! Έτσι μου
’ρχεται να μην την κάνω την έφεση, αν ήθελαν να με θερίσουν
σήμερα μαζί σου. Θα μας εξυπηρετήσει και τους δυο ο ίδιος
παπάς· δεν με πειράζει να φάω τ’ αποφάγια σου. Βλέπεις πως
είμαι εντάξει παιδί. Ε! Λέγε, θέλεις; Φιλαράκια;
Έκανε και πάλι ένα βήμα για να με πλησιάσει.
— Κύριε, του απάντησα απωθώντας τον, σας ευχαριστώ.
Καινούργια γέλια με την απάντησή μου.
— Αχ! Αχ! Κύριε, μα εσείς είστε μαρκήσιος! Πραγματικός
μαρκήσιος!
Τον διέκοψα.
— Φίλε μου, έχω ανάγκη να συγκεντρωθώ, αφήστε με.
Η σοβαρότητα των λόγων μου τον έβαλε ξαφνικά σε
σκέψεις. Κούνησε το γκρίζο και σχεδόν φαλακρό κεφάλι του·
ύστερα, ξύνοντας με τα νύχια του το τριχωτό του στήθος, που
φάνταζε γυμνό κάτω από το ανοιχτό πουκάμισό του:
— Καταλαβαίνω, μουρμούρισε μέσ’ από τα δόντια του. Τον
έψησε, ο τραγόπαπας!...
Μετά, ύστερα από μερικά λεπτά σιωπής:
— Κοιτάξτε, μου είπε σχεδόν ντροπαλά, είστε μαρκήσιος, πάρα
πολύ ωραία· όμως βλέπω πως φοράτε μια ωραία ρεντικότα που
δεν θα σας χρησιμέψει πια και σε πολλά πράγματα! Θα την
πάρει ο χασάπης. Δώστε τή μου, θα την πουλήσω να πάρω
ταμπάκο.
Έβγαλα τη ρεντιγκότα μου και του την έδωσα. Άρχισε να
χτυπάει τα χέρια του με παιδιάστικη χαρά. Ύστερα, βλέποντας
πως είχα μείνει με το πουκάμισο και πως τουρτούριζα:
— Κρυώνετε, κύριε, φορέστε αυτό εδώ· βρέχει, και θα γίνετε
μούσκεμα* άλλωστε πρέπει να ’ναι κανείς σένιος πάνω στο
κάρο.
Και καθώς μιλούσε, έβγαλε το χοντρό γκρίζο μάλλινο σακάκι
του και με βοήθησε να το φορέσω. Το δέχτηκα.
Στη συνέχεια πήγα κι ακούμπησα στον τοίχο, κι ήταν
απίστευτο πόσο με ξάφνιαζε αυτός ο άνθρωπος. Είχε βαλθεί να
εξετάζει τη ρεντιγκότα που του είχα δώσει, και κάθε τόσο έβγαζε
κραυγές χαράς.
— Οι τσέπες είναι ολοκαίνουργιες! Ο γιακάς δεν είναι
τριμμένος! —Θα βγάλω τουλάχιστον δεκαπέντε φράγκα — Τι
ευτυχία! Καπνός για τις έξι βδομάδες μου!
Η πόρτα άνοιξε. Έρχονταν να μας πάρουν και τους δύο·
εμένα για να με πάνε στο δωμάτιο όπου οι μελλοθάνατοι
περιμένουν να έρθει η ώρα τους· εκείνον για να τον μεταφέρουν
στο Μπισέτρ. Στήθηκε γελώντας ανάμεσα στους φρουρούς που
θα τον έπαιρναν και είπε στους χωροφύλακες:
— Μην κάνετε κανένα λάθος! Αλλάξαμε ρούχα ο κύριος κι εγώ·
όμως μη μας μπερδέψετε! Διάβολε! Δεν θα με βόλευε αυτό,
τώρα που έχω ψιλά για να πάρω καπνό!

24

Αυτός ο γερο-κακούργος, μου πήρε τη ρεντιγκότα μου, διότι δεν


του την έδωσα, κι ύστερα μ’ άφησε αυτό το κουρέλι, το απαίσιο
σακάκι του. Πώς θα εμφανιστώ;
Δεν τον άφησα να μου πάρει τη ρεντιγκότα από αδιαφορία ή
από ευσπλαχνία. Όχι· αλλά επειδή ήταν πιο δυνατός από μένα.
Αν είχα αρνηθεί, θα με είχε χτυπήσει με τις χοντρές γροθιές του.
Α! ναι, μάλιστα, ευσπλαχνία! Ήμουν γεμάτος κακία. Θα
ήθελα να μπορούσα να τον στραγγαλίσω με τα ίδια μου τα χέρια
το γερο-ληστή! Να μπορούσα να τον ποδοπατήσω!
Αισθάνομαι την καρδιά μου γεμάτη οργή και πίκρα. Νομίζω
ότι ξεχείλισε η χολή μου. Ο θάνατος σε κάνει μοχθηρό.
25

Με οδήγησαν σ’ ένα κελί όπου υπάρχουν μόνο οι τέσσερις


τοίχοι, με πολλά κάγκελα στο παράθυρο και πολλούς σύρτες
στην πόρτα, αυτό εννοείται.
Ζήτησα ένα τραπέζι, μια καρέκλα, και ό,τι χρειάζεται για να
γράψω. Μου τα έφεραν όλα αυτά.
Ύστερα ζήτησα ένα κρεβάτι. Ο δεσμοφύλακας με κοίταξε μ’
ένα έκπληκτο βλέμμα που ήταν σαν να έλεγε:«Τι να το κάνεις;»
Ωστόσο έστησαν στη γωνία ένα πρόχειρο κρεβάτι. Και,
ταυτόχρονα, ένας χωροφύλακας ήρθε κι εγκαταστάθηκε σ’ αυτό
που αποκαλούν το δωμάτιό μου. Άραγε φοβούνται μήπως πνιγώ
με το στρώμα;

26

Η ώρα είναι δέκα.


Ω κακόμοιρο κοριτσάκι μου! Έξι ώρες ακόμα· και θα είμαι
νεκρός! Θα είμαι κάτι το αηδιαστικό που θα κείτεται πάνω στο
ψυχρό τραπέζι ενός αμφιθεάτρου· από τη μια ένα κεφάλι που θα
το καλουπώσουν, από την άλλη ένας κορμός που θα τον
ανατέμουν· ύστερα θα γεμίσουν το φέρετρό μου με ό,τι θα έχει
απομείνει, και θα το μεταφέρουν στο Κλαμάρ.
Νά τι θα κάνουν στον πατέρα σου, αυτοί οι άνθρωποι από
τους οποίους κανένας δεν με μισεί, όλοι με συμπονούν και όλοι
θα μπορούσαν να με σώσουν. Θα με σκοτώσουν. Το
καταλαβαίνεις αυτό, Μαρί; Θα με σκοτώσουν εν ψυχρώ,
τελετουργικά, για το καλό! Αχ! Μεγαλοδύναμε!
Καημένη μικρή! Ο πατέρας σου που σ’ αγαπούσε τόσο, ο
πατέρας σου που φιλούσε το λευκό κι αρωματισμένο λαιμουδάκι
σου, που χτένιζε αδιάκοπα με το χέρι του τις μεταξένιες
μπούκλες των μαλλιών σου, που έπαιρνε στο χέρι του το όμορφο
στρογγυλό πρόσωπό σου, που σε χόρευε στα γόνατά του, και το
βράδυ έσμιγε τα δυο σου χέρια για να κάνεις την προσευχή σου!
Ποιος θα σου τα κάνει τώρα όλα αυτά; Ποιος θα σ’ αγαπάει;
Όλα τα παιδιά της ηλικίας σου θα έχουν έναν πατέρα, εκτός από
σένα. Πώς θα ξεσυνηθίσεις, παιδί μου, την Πρωτοχρονιά, τα
δώρα, τα όμορφα παιχνιδάκια, τις καραμέλες και τα φιλιά; —
Πώς θα ξεσυνηθίσεις, δύστυχη ορφανή, να τρως και να πίνεις;
Ω! Αν την έβλεπαν τουλάχιστον οι δικαστές, την όμορφη
μικρή Μαρί μου! Θα καταλάβαιναν πως δεν πρέπει να
σκοτώσουν τον πατέρα ενός τρίχρονου παιδιού.
Κι όταν θα μεγαλώσει, αν μεγαλώσει, τι θ’ απογίνει; Ο
πατέρας της θα είναι μια από τις αναμνήσεις του παρισινού
λαού. Εκείνη θα κοκκινίζει για μένα και για τ’ όνομά μου· θα
την περιφρονούν, θα τη διώχνουν, θα την εξευτελίζουν εξαιτίας
μου, κι ας την αγαπούσα μ’ όλη την τρυφερότητα της καρδιάς
μου. Ω πολυαγαπημένη μου μικρή Μαρί! Μπορεί να είναι
αλήθεια ότι θα αισθάνεσαι ντροπή και φρίκη για μένα;
Ο δύστυχος! Τι έγκλημα διέπραξα, και τι έγκλημα αναγκάζω
την κοινωνία να διαπράξει!
Ω! Μπορεί να είναι αλήθεια ότι θα πεθάνω πριν τελειώσει η
μέρα; Μπορεί να είναι αλήθεια ότι είμαι εγώ; Αυτός ο υπόκωφος
θόρυβος από κραυγές που ακούω απέξω, αυτό το ποτάμι του
εύθυμου λαού που σπεύδει ήδη στις αποβάθρες, αυτοί οι
χωροφύλακες που ετοιμάζονται στους στρατώνες τους, αυτός ο
παπάς με το μαύρο ράσο, αυτός ο άνθρωπος με τα κόκκινα
χέρια, αυτός είναι για μένα!
Είναι για μένα που θα πεθάνω! Εγώ, ο ίδιος που είμαι εδώ,
που ζω, που κινούμαι, που αναπνέω, που είμαι καθισμένος
μπροστά σε τούτο το τραπέζι, όμοιο μ’ ένα άλλο τραπέζι, και
που θα μπορούσε να βρίσκεται κάπου άλλού· εγώ, εν τέλει, αυτό
το εγώ που αγγίζω και που αισθάνομαι, και του οποίου τα ρούχα
σχηματίζουν αυτές εδώ τις πτυχές!

27

Αν τουλάχιστον ήξερα πώς γίνεται, και με ποιον τρόπο πεθαίνει


κανείς εκεί πάνω! Όμως είναι φρικτό, δεν το ξέρω.
Το όνομα του αντικειμένου είναι τρομερό, και δεν
καταλαβαίνω πώς μπορούσα ως τώρα να το γράψω και να το
προφέρω.
Ο συνδυασμός αυτών των δέκα γραμμάτων, η όψη τους, η
φυσιογνωμία τους, όλα προορίζονται για να ζωντανεύουν μια
τρομακτική εικόνα, κι ο γιατρός της συμφοράς που επινόησε
αυτό το πράγμα είχε ένα μοιραίο όνομα.
Η εικόνα που συνδέω μ’ αυτή την απαίσια λέξη είναι
αόριστη, νεφελώδης, και γι’ αυτό ακόμα πιο ζοφερή. Κάθε
συλλαβή είναι σαν ένα εξάρτημα της μηχανής. Συναρμολογώ και
αποσυναρμολογώ ακατάπαυστα στο μυαλό μου το τερατώδες
κατασκεύασμα.
Δεν τολμώ να κάνω μια ερώτηση γι’ αυτό το ζήτημα, αλλά
είναι τρομερό να μην ξέρω πώς είναι, ούτε πώς να του
συμπεριφερθώ. Φαίνεται ότι υπάρχει κάτι σαν πλάστιγγα κι ότι
σε ξαπλώνουν μπρούμυτα... — Αχ! Τα μαλλιά μου θ’ ασπρίσουν
πριν πέσει το κεφάλι μου!

28

Ωστόσο μια φορά την πήρε το μάτι μου.


Μια μέρα, κατά τις έντεκα το πρωί, περνούσα με ένα αμάξι
από την πλατεία Γκρεβ. Ξαφνικά το αμάξι σταμάτησε.
Υπήρχε πλήθος κόσμου στην πλατεία. Έβγαλα το κεφάλι μου
από το παράθυρο του αμαξιού. Ένας όχλος γέμιζε την Γκρεβ και
την αποβάθρα, και γυναίκες, άντρες, παιδιά είχαν ανέβει στα
παραπέτα. Πάνω από τα κεφάλια φαινόταν κάτι σαν εξέδρα από
κόκκινο ξύλο, που την έστηναν τρεις άνθρωποι.
Επρόκειτο την ίδια εκείνη ημέρα να εκτελεστεί ένας
κατάδικος, και συναρμολογούσαν τη μηχανή.
Έστρεψα αλλού το κεφάλι μου πριν προφτάσω καλά καλά να
δω. Δίπλα στο αμάξι μου ήταν μια γυναίκα που έλεγε σ’ ένα
παιδί:
− Να, κοίτα! Το μαχαίρι δεν πέφτει στρωτά, θα αλείψουν τον
αρμό με κερί.
Είναι πιθανό ότι αυτό κάνουν και σήμερα. Το ρολόι σήμανε
έντεκα. Σίγουρα αλείφουν τον αρμό με κερί.
Αχ! Τούτη τη φορά, ο άμοιρος, δεν θ’ αποστρέψω το κεφάλι.

29

Ω, έλεος! Έλεός! Ίσως να μου απονείμουν χάρη. Ο βασιλιάς δεν


έχει τίποτα εναντίον μου. Να πάνε να βρουν το δικηγόρο μου!
Γρήγορα, το δικηγόρο! Δέχομαι ακόμα και τις γαλέρες. Πέντε
χρόνια στις γαλέρες, και να τελειώνουμε. — Ή είκοσι χρόνια, ή
ισόβια με το πυρακτωμένο σίδερο. Όμως ας μου χαρίσουν τη
ζωή!
Ένας κατάδικος στα κάτεργα περπατάει τουλάχιστον, πάει κι
έρχεται, βλέπει τον ήλιο.

30

Ο ιερέας ξανάρθε.
Έχει άσπρα μαλλιά, πολύ μειλίχιους τρόπους, ένα
καλοσυνάτο και σεβάσμιο πρόσωπο· είναι πράγματι ένας
εξαίρετος και συμπονετικός άνθρωπος. Σήμερα το πρωί, τον είδα
ν’ αδειάζει το πουγκί του στα χέρια των φυλακισμένων. Γιατί
λοιπόν η φωνή του δεν απηχεί κανένα συναίσθημα, ούτε ξυπνάει
κανένα; Γιατί ως τώρα δεν μου έχει πει τίποτα που ν’ αγγίζει το
μυαλό ή την καρδιά μου;
Σήμερα το πρωί, ήμουν σαν χαμένος. Μόλις που άκουσα
αυτά που μου έλεγε. Τα λόγια του μου φαίνονταν ανώφελα και
παρέμεινα αδιάφορος: γλίστρησαν όπως αυτή η ψυχρή βροχή
πάνω σ’ αυτό το παγωμένο τζάμι.
Παρ’ όλα αυτά, πριν από λίγο που γύρισε κοντά μου, η
παρουσία του μου έκανε καλό. «Ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους
ανθρώπους είναι ο μοναδικός που είναι ακόμα άνθρωπος για
μένα», είπα μέσα μου. Και μ’ έπιασε μια έντονη δίψα για καλά
και παρηγορητικά λόγια.
Καθίσαμε, εκείνος στην καρέκλα, εγώ στο κρεβάτι. Μου
είπε:
— Τέκνον μου...
Αυτή η λέξη μού ζέστανε την καρδιά. Συνέχισε:
— Τέκνον μου, πιστεύετε στο Θεό;
— Μάλιστα, πάτερ μου, του απάντησα.
— Πιστεύετε στην Αγία Ρωμαϊκή Αποστολική και Καθολική
Εκκλησία;
— Απολύτως, του είπα.
— Τέκνον μου, ξανάπε, δείχνετε ν’ αμφιβάλλετε.
Κι άρχισε να μιλάει. Μίλησε πολλή ώρα· είπε πολλά λόγια·
ύστερα, όταν θεώρησε ότι είχε τελειώσει, σηκώθηκε και με
κοίταξε για πρώτη φορά από τότε που είχε αρχίσει την ομιλία
του. Με ρώτησε:
— Λοιπόν;
Πρέπει να πω ότι αρχικά τον άκουγα με λαχτάρα, ύστερα με
προσοχή, ύστερα με αφοσίωση.
Σηκώθηκα κι εγώ.
— Κύριε, του είπα, αφήστε με μόνο, σας παρακαλώ.
Με ρώτησε:
— Πότε να ξαναγυρίσω;
— Θα σας ειδοποιήσω.
Τότε βγήκε χωρίς οργή, αλλά κουνώντας το κεφάλι, σαν να
έλεγε από μέσα του:
«Ένας ασεβής!»
Όχι, όσο χαμηλά κι αν έχω πέσει, δεν είμαι ασεβής και
μάρτυς μου ο Θεός ότι πιστεύω. Όμως τι μου είπε αυτός ο
γέροντας; Τίποτα που να το αισθάνεται, τίποτα που να τον
συγκινεί, τίποτα που να τον κάνει να κλάψει, τίποτα βγαλμένο
από την ψυχή, τίποτα που να βγαίνει από την καρδιά του και να
φτάνει στη δική μου, τίποτα δικό του που να μπορεί να γίνει δικό
μου. Αντίθετα, τα λόγια του είχαν κάτι το αόριστο, το άτονο, σαν
ν’ αναφέρονταν στους πάντες και στα πάντα· εμφατικά εκεί που
χρειαζόταν βάθος, επίπεδα εκεί που θα έπρεπε να είναι απλά·
ένα μελοδραματικό κήρυγμα, μια θεολογική ελεγεία. Πότε πότε
ένα χωρίο στα λατινικά. Άγιος Αυγουστίνος, Άγιος Γρηγόριος,
ποιος ξέρει; Κι ήταν σαν να έλεγε ένα μάθημα που το είχε ήδη
πει είκοσι φορές, σαν να επαναλάμβανε ένα θέμα που το ήξερε
απέξω κι ανακατωτά. Χωρίς βλέμμα στα μάτια, χωρίς τόνο στη
φωνή, χωρίς κίνηση στα χέρια.
Και πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς; Αυτός ο παπάς είναι ο
επίσημος εφημέριος της φυλακής. Είναι το επάγγελμά του να
παρηγορεί και να προτρέπει σε μετάνοια, και απ’ αυτό ζει.
Αρμοδιότητά του είναι οι βαρυποινίτες κι οι θανατοποινίτες.
Τους εξομολογεί και τους συμπαραστέκεται επειδή αυτή είναι η
δουλειά του. Έχει γεράσει οδηγώντας ανθρώπους στο θάνατο.
Αυτός έχει προ πολλού συνηθίσει αυτό που κάνει τους άλλους ν’
ανατριχιάζουν τα μαλλιά του, πουδραρισμένα και λευκά, δεν
ανορθώνονται πια· τα κάτεργα και το ικρίωμα είναι
καθημερινότητες γι’ αυτόν. Είναι μπουχτισμένος. Πιθανώς έχει
το τεφτέρι του· τάδε σελίδα οι καταδικασμένοι στις γαλέρες,
τάδε σελίδα οι καταδικασμένοι σε θάνατο. Τον ειδοποιούν από
την παραμονή ότι θα έχει κάποιον να παρηγορήσει την επομένη,
την τάδε ώρα· ρωτάει τι είναι, βαρυποινίτης ή μελλοθάνατος;
Και ξαναδιαβάζει τη σελίδα· κι ύστερα έρχεται. Έτσι, εκείνοι
που πάνε στην Τουλόν κι εκείνοι που πάνε στην Γκρεβ είναι
συνηθισμένες περιπτώσεις γι’ αυτόν, κι ο ίδιος είναι
συνηθισμένη περίπτωση γι’ αυτούς.
Ωχ! Ας πήγαιναν λοιπόν, αντί γι’ αυτό το πράγμα, να μου
βρούνε κανένα νεαρό διάκονο, κανένα γέροντα εφημέριο, στην
τύχη, στην πρώτη ενορία που θα συναντούσαν, να τον πάρουν
μπροστά από το τζάκι του όπου θα διαβάζει το βιβλίο του χωρίς
να υποψιάζεται ότι θα ζητηθούν οι υπηρεσίες του, κι ας του
πουν:
— Υπάρχει ένας άνθρωπος που πρόκειται να πεθάνει κι εσείς
πρέπει να τον παρηγορήσετε. Πρέπει να βρίσκεστε εκεί όταν θα
του δένουν τα χέρια, όταν θα του κόβουν τα μαλλιά· να ανέβετε
μαζί του στο κάρο, με τον Εσταυρωμένο σας, για να του κρύβετε
το δήμιο· να τρανταχτείτε μαζί του στο λιθόστρωτο μέχρι την
Γκρεβ: να περάσετε μαζί του μέσ’ από το απαίσιο αιμοβόρο
πλήθος· να τον αγκαλιάσετε κάτω από το ικρίωμα, και να
μείνετε εκεί ώσπου το κεφάλι να πέσει από εδώ και το σώμα από
εκεί.
Αυτόν λοιπόν ας μου τον φέρουν, παλλόμενο και τρεμάμενο
από την κορυφή ως τα νύχια· ας με ρίξουν στην αγκαλιά του,
στα γόνατά του· και θα κλάψει, και θα κλάψουμε μαζί, και θα
μου μιλήσει όμορφα, και θα με παρηγορήσει, κι η καρδιά μου θα
ξαλαφρώσει αδειάζοντας στη δική του καρδιά, και θα πάρει την
ψυχή μου, κι εγώ θα πάρω το Θεό του.
Όμως τούτος ο καλός γέροντας τι είναι για μένα; Τι είμαι εγώ
γι’ αυτόν; Ένα άτομο από κείνους τους άμοιρους, ένας ίσκιος
σαν τους τόσους άλλους που έχει δει, μια μονάδα που θα την
προσθέσει στον αριθμό των εκτελέσεων.
Ίσως έχω άδικο που τον απορρίπτω έτσι· αυτός είναι ο καλός
κι εγώ ο κακός. Αλίμονο! Δεν φταίω εγώ. Η ανάσα του
μελλοθανάτου καταστρέφει και μαραίνει τα πάντα.
Μου έφεραν φαγητό. Νομίζουν πως ίσως το χρειάζομαι. Ένα
εκλεκτό και επιτηδευμένο γεύμα, ένα κοτόπουλο, μου φαίνεται,
και κάτι άλλο ακόμα. Ε λοιπόν! Δοκίμασα να φάω· αλλά, με την
πρώτη μπουκιά, το φαγητό μού έπεσε από το στόμα, τόσο πικρό
και δύσοσμο μου φάνηκε!

31

Πριν από λίγο μπήκε ένας κύριος. Χωρίς να βγάλει το καπέλο


του, χωρίς να με κοιτάξει καθόλου, άνοιξε ένα ξύλινο μέτρο κι
άρχισε να μετράει από κάτω προς τα πάνω τις πέτρες του τοίχου,
μονολογώντας με πολύ δυνατή φωνή. Πότε έλεγε: «Αυτό είναι».
Και πότε: «Δεν είναι σωστό».
Ρώτησα το χωροφύλακα ποιος ήταν. Μου είπε πως είναι κάτι
σαν βοηθός αρχιτέκτονα που εργάζεται στη φυλακή.
Με τη σειρά του, ξύπνησε και η δική του περιέργεια για
μένα. Αντάλλαξε μερικά μισόλογα με το δεσμοφύλακα που τον
συνόδευε· ύστερα κάρφωσε για μια στιγμή τα μάτια του πάνω
μου, κούνησε το κεφάλι του με ανέμελο ύφος, και ξανάρχισε να
μονολογεί μεγαλόφωνα και να παίρνει μέτρα.
Όταν τελείωσε τη δουλειά του, με πλησίασε και μου είπε με
τη στεντόρεια φωνή του:
— Καλέ μου φίλε, σε έξι μήνες αυτή η φυλακή θα είναι πολύ
καλύτερη.
Και με τη χειρονομία του ήταν σαν να πρόσθετε:
«Εσείς δεν θα την απολαύσετε, είναι κρίμα».
Σχεδόν χαμογελούσε. Νόμισα ότι σε λιγάκι θα μου έλεγε
κάποιο γλυκό πείραγμα, καλοπροαίρετα, όπως πειράζουν μια
νύφη την πρώτη νύχτα του γάμου της.
Ο χωροφύλακάς μου, έμπειρος παλιός στρατιώτης,
επιφορτίστηκε να του απαντήσει:
— Κύριε, του είπε, δεν μιλούν τόσο δυνατά στο δωμάτιο ενός
πεθαμένου.
Ο αρχιτέκτονας έφυγε.
Εγώ, ήμουν εκεί, σαν μία από τις πέτρες που μετρούσε.
32

Κι ύστερα, μου συνέβη κάτι αστείο.


Ήρθαν ν’ αντικαταστήσουν τον καλό γερο-χωροφύλακά μου,
που εγώ, αχάριστος καθώς είμαι, δεν του έσφιξα καν το χέρι. Στη
θέση του έφεραν έναν άλλον· έναν άνθρωπο με συνοφρυωμένο
μέτωπο, βοϊδίσια μάτια, ηλίθιο πρόσωπο.
Δεν του έδωσα καμιά προσοχή. Είχα την πλάτη μου
γυρισμένη προς την πόρτα, καθόμουν μπροστά στο τραπέζι μου·
προσπαθούσα να δροσίσω το μέτωπό μου με το χέρι μου, και οι
σκέψεις μου μού θόλωναν το μυαλό.
Ένα ελαφρό χτύπημα στον ώμο μ’ έκανε να σηκώσω το
κεφάλι. Ήταν ο καινούργιος χωροφύλακας, με τον οποίο είχα
μείνει πια μόνος.
Νά περίπου πώς μου απηύθυνε το λόγο:
— Κύριε εγκληματία, έχετε καλή καρδιά;
— Όχι, του είπα.
Φάνηκε να τα χάνει από τον απότομο τρόπο μου. Ωστόσο,
συνέχισε διστακτικά:
— Κανένας δεν είναι κακός για να είναι κακός.
— Γιατί όχι; του αποκρίθηκα. Αν δεν έχετε τίποτε άλλο να μου
πείτε, παρατήστε με ήσυχο. Πού θέλετε να καταλήξετε;
— Συγγνώμη, κύριε εγκληματία, μου απάντησε. Δυο λόγια
μόνο. Λοιπόν: Αν μπορούσατε να κάνετε ευτυχισμένο ένα φτωχό
άνθρωπο, και χωρίς αυτό να σας κοστίσει τίποτα, δεν θα το
κάνατε;
Ανασήκωσα τους ώμους.
— Από το φρενοκομείο βγήκατε; Παράξενη πηγή διαλέξατε για
ν’ αντλήσετε ευτυχία. Εγώ, να κάνω κάποιον ευτυχισμένο!
Χαμήλωσε τη φωνή του και πήρε ένα μυστηριώδες ύφος, που
δεν ταίριαζε με το ηλίθιο πρόσωπό του.
− Ναι, κύριε εγκληματία, ναι, ευτυχία, ναι, τύχη. Όλα αυτά
μπορείτε να μου τα δώσετε εσείς. Νά πώς. Είμαι ένας φτωχός
χωροφύλακας. Η υπηρεσία είναι βαριά, ο μισθός ελαφρύς. Το
άλογό μου είναι δικό μου και μ’ έχει ρημάξει με τα έξοδά του.
Λοιπόν, για να τα φέρω βόλτα, ποντάρω στη λοταρία. Κάποιο
κόλπο πρέπει να βρει κανείς. Ως τώρα το μόνο που μου λείπει
για να κερδίσω, είναι οι σωστοί αριθμοί. Ψάχνω να βρω τους
σωστούς, αλλά πέφτω πάντα λίγο έξω. Ποντάρω στο 76, βγαίνει
το 77. Όσο κι αν τους ταϊζω, δεν βγαίνουν... —Λίγη υπομονή,
σας παρακαλώ, τελειώνω — Λοιπόν, εσείς είσαστε μια καλή
ευκαιρία για μένα. Ακούγεται, με το συμπάθιο, κύριε
εγκληματία, πως θα τα τινάξετε σήμερα. Είναι γνωστό ότι όσοι
χάνονται μ’ αυτόν τον τρόπο προφητεύουνε τη λοταρία.
Υποσχεθείτε μου ότι θα έρθετε να με βρείτε αύριο το βράδυ και
θα μου δώσετε τρεις αριθμούς, τρεις σωστούς. Δεν είναι τίποτε
σπουδαίο για σας, έτσι; —Μην ανησυχείτε, δεν φοβάμαι τους
βρικόλακες.— Ορίστε η διεύθυνσή μου: Στρατώνας Ποπενκούρ,
σκάλα Α, αριθμός 26, στο βάθος του διαδρόμου. Θα με
αναγνωρίσετε φυσικά, έτσι δεν είναι;— Ελάτε ακόμα κι απόψε,
αν σας είναι πιο βολικό.
Δεν θα καταδεχόμουν να απαντήσω σ’ αυτόν τον ηλίθιο, αν
δεν είχε περάσει από το μυαλό μου μια τρελή ελπίδα. Στην
απελπιστική θέση όπως αυτή όπου βρίσκομαι, νομίζει κανείς
μερικές φορές ότι μπορεί να σπάσει μια αλυσίδα με μια τρίχα.
— Άκου, του είπα παίζοντας θέατρο, όσο μπορεί να παίζει
θέατρο ένας ετοιμοθάνατος, θα μπορούσα πραγματικά να σε
κάνω πιο πλούσιο κι από το βασιλιά, να σε βοηθήσω να
κερδίσεις εκατομμύρια. — Μ’ έναν όρο.
Ορθάνοιξε τα ηλίθια μάτια του.
− Ποιον; Ποιον; Ό,τι θέλετε για να σας ευχαριστήσω, κύριε
εγκληματία μου.
— Αντί για τρεις αριθμούς, σου υπόσχομαι τέσσερις. Έλα όμως
ν’ αλλάξουμε ρούχα.
− Αυτό είναι όλο; φώναξε, ξεκουμπώνοντας τις πρώτες πόρπες
της στολής του.
Είχα σηκωθεί από την καρέκλα μου. Παρατηρούσα όλες του
τις κινήσεις, η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Έβλεπα ήδη της
πόρτες ν’ ανοίγουν μπροστά στη στολή του χωροφύλακα, έβλεπα
ότι άφηνα πίσω μου την πλατεία και το δρόμο του Δικαστικού
Μεγάρου!
Όμως εκείνος ξαναγύρισε προς το μέρος μου με ένα ύφος
αμφιβολίας.
− Για μια στιγμή! Δεν είναι για να βγείτε από δω; Κατάλαβα
πως όλα ήταν χαμένα. Ωστόσο έκανα μια τελευταία απόπειρα,
εντελώς ανώφελη και εντελώς παράλογη!
— Ασφαλώς, του είπα, όμως εσύ θα έχεις κάνει την τύχη σου...
Με διέκοψε.
— Α, καλά, όχι! Ορίστε μας! Κι οι αριθμοί μου; Για να είναι οι
σωστοί, πρέπει να είσαστε πεθαμένος.
Ξανακάθισα, αμίλητος και πιο απελπισμένος, ύστερα απ’
όλες εκείνες τις ελπίδες που είχα νιώσει.

33

Έκλεισα τα μάτια, τα σκέπασα με τα χέρια μου και


αποπειράθηκα να ξεχάσω, να σβήσω το παρόν μέσ’ από το
παρελθόν. Όσο ονειροπολώ, μου έρχονται μία μία οι αναμνήσεις
της παιδικής και νεανικής μου ηλικίας, γλυκιές, ήρεμες,
γελαστές, σαν ανθισμένα νησιά καταμεσής στην άβυσσο των
μαύρων και συγκεχυμένων σκέψεων που στροβιλίζονται στο
μυαλό μου.
Με ξαναβλέπω παιδί, γελαστό και άγουρο μαθητή, να παίζω,
να τρέχω, να φωνάζω μαζί με τ’ αδέλφια μου στη μεγάλη
πράσινη αλέα του άγριου κήπου όπου κύλησαν τα πρώτα μου
χρόνια. Ο κήπος ανήκε άλλοτε σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι και
από πάνω του δεσπόζει με το μολυβένιο κεφάλι του ο σκούρος
τρούλος του Βαλ-ντε- Γκρας.
Κι ύστερα, τέσσερα χρόνια αργότερα, να με πάλι, παιδί
ακόμα, όμως ήδη ονειροπόλος και παθιασμένος. Υπάρχει ένα
νεαρό κορίτσι στον έρημο κήπο.
Η μικρή Σπανιόλα, με τα μεγάλα μάτια της και τα μακριά
μαλλιά της, με το χρυσομελάχρινο δέρμα της, τα κόκκινα χείλη
της και τα ρόδινα μάγουλά της, η δεκατετράχρονη
Ανδαλουσιανή, η Πέπα.
Οι μητέρες μας μάς είχαν πει να πάμε να τρέξουμε: εμείς
πήγαμε να περπατήσουμε.
Μας είχαν πει να παίξουμε, όμως εμείς προτιμήσαμε να
κουβεντιάσουμε, παιδιά της ίδιας ηλικίας, αλλά όχι του ίδιου
φύλου.
Κι όμως, πριν από ένα μόλις χρόνο, εμείς οι δυο τρέχαμε,
παλεύαμε. Διεκδικούσα από την Πεπίτα το ωραιότερο μήλο της
μηλιάς· τη χτυπούσα για να της πάρω μια φωλιά πουλιού.
Έκλαιγε· έλεγα: Καλά σου έκανα! Και πηγαίναμε κι οι δυο μαζί
να παραπονεθούμε στις μητέρες μας, που μεγαλόφωνα μας
μάλωναν και κατά βάθος μας έδιναν δίκιο.
Τώρα εκείνη στηρίζεται στο μπράτσο μου, κι εγώ αισθάνομαι
περήφανος και κατασυγκινημένος. Περπατάμε αργά, μιλάμε
σιγανά. Αφήνει να της πέσει το μαντίλι της, της το σηκώνω. Τα
χέρια μας τρέμουν καθώς αγγίζονται. Μου μιλάει για τα
πουλάκια, για τον ήλιο που βλέπουμε πέρα μακριά, για την
κατακόκκινη δύση πίσω από τα δέντρα, ή ακόμα και για τις
φίλες της στο οικοτροφείο, για τα φουστάνια της και τις
κορδέλες της. Λέμε αθώα πράγματα, και κοκκινίζουμε κι οι δυο.
Το κοριτσάκι έχει γίνει κοπέλα.
Εκείνο το βράδυ —ήταν μια βραδιά καλοκαιριού—
βρισκόμασταν κάτω από τις καστανιές, στο βάθος του κήπου.
Ύστερα από μια μακρά σιωπή, σαν αυτές που γέμιζαν πάντα
τους περιπάτους μας, άφησε ξαφνικά το μπράτσο μου, και μου
είπε: Έλα να τρέξουμε!
Τη βλέπω ακόμα, φορούσε κατάμαυρα ρούχα, πενθούσε για
τη γιαγιά της. Της ήρθε στο μυαλό μια παιδιάστικη σκέψη, η
Πέπα ξανάγινε Πεπίτα, μου είπε: Έλα να τρέξουμε!
Κι άρχισε να τρέχει μπροστά μου, με τη λεπτή της μέση σαν
τον κορσέ μιας μέλισσας και τα μικρά της πόδια που
ανασήκωναν τη φούστα της μέχρι τη μέση της γάμπας. Την
κυνηγούσα, μου ξέφευγε. Ο άνεμος από το τρέξιμό της
ανασήκωνε στιγμές στιγμές τη μαύρη της πελερίνα, και
αποκάλυπτε τη μελαχρινή και νεανική πλάτη της.
Ήμουν αναστατωμένος. Την έφτασα κοντά στο παλιό
ερειπωμένο πηγάδι· με το δικαίωμα του νικητή, την άρπαξα απ’
τη μέση, και την ανάγκασα να καθίσει σ’ ένα χορταριασμένο
πεζούλι· δεν αντιστάθηκε. Ήταν λαχανιασμένη και γελούσε.
Εγώ, ήμουν σοβαρός, και κοίταζα τις μαύρες κόρες των ματιών
της ανάμεσα στις μαύρες βλεφαρίδες της.
— Κάθισε εδώ, μου είπε. Έχει ακόμα αρκετό φως, ας
διαβάσουμε κάτι. Έχεις μαζί σου κανένα βιβλίο;
Είχα πάνω μου το δεύτερο τόμο από τα Ταξίδια του
Σπαλαντσόνι. Άνοιξα το βιβλίο στην τύχη, την πλησίασα,
ακουμπήσαμε ώμο με ώμο, κι αρχίσαμε να διαβάζουμε, ο
καθένας για λογαριασμό του, πολύ χαμηλόφωνα, την ίδια
σελίδα. Πάντα τελείωνε πριν από μένα και με περίμενε για να
γυρίσουμε φύλλο. Το μυαλό μου ήταν πιο βραδύ από το δικό
της.
— Τέλειωσες; μου έλεγε, ενώ εγώ είχα μόλις αρχίσει. Στο
μεταξύ, τα κεφάλια μας αγγίζονταν, τα μαλλιά μας μπλέκονταν,
οι ανάσες μας πλησίαζαν λίγο λίγο και, ξαφνικά, τα στόματά
μας.
Όταν θελήσαμε να συνεχίσουμε το διάβασμα, ο ουρανός είχε
γεμίσει αστέρια.
— Ω! Μαμά, μαμά, είπε όταν γυρίσαμε, να ’ξερες πόσο
τρέξαμε!
Εγώ, έμεινα σιωπηλός.
— Εσύ δεν λες τίποτε, μου είπε η μητέρα μου, φαίνεσαι
λυπημένος.
Εγώ είχα τον παράδεισο στην καρδιά μου.
Είναι μια βραδιά που θα τη θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή. Σ’
όλη μου τη ζωή!

34

Ένα ρολόι σήμανε την ώρα. Δεν ξέρω ποια ώρα, δεν ακούω
καλά τους χτύπους. Μου φαίνεται σαν να έχω τους ήχους ενός
εκκλησιαστικού οργάνου στα αυτιά μου. Είναι ο βόμβος των
τελευταίων μου σκέψεων.
Αυτή την ύψιστη στιγμή που καταφεύγω στις αναμνήσεις
μου, σκέφτομαι το έγκλημά μου με φρίκη· αλλά θα ήθελα να
δείξω ακόμα περισσότερη μεταμέλεια. Πριν από την καταδίκη
μου, δεν είχα τύψεις· από τότε, φαίνεται πως μέσα μου υπάρχει
πια μόνο χώρος για σκέψεις θανάτου. Κι όμως, θα ήθελα πολύ
να δείξω πολλή μεταμέλεια.
Αφού ονειροπόλησα για λίγα λεπτά της ώρας το παρελθόν
της ζωής μου, σκέφτομαι και πάλι την τσεκουριά που θα την
τερματίσει σε λίγο και ανατριχιάζω σαν να ήταν κάτι το
καινούργιο. Τα ωραία παιδικά μου χρόνια! Τα όμορφα νιάτα
μου! Χρυσοκέντητο ύφασμα βαμμένο στο αίμα. Ανάμεσα στο
τότε και στο σήμερα, υπάρχει ένας ποταμός από αίμα, το αίμα
του άλλου ανθρώπου και το δικό μου.
Αν κάποτε διαβάσουν την ιστορία μου, δεν θα μπορούν να
πιστέψουν ότι, ύστερα από τόσα χρόνια αθωότητας και ευτυχίας,
ήρθε αυτή η απαίσια χρονιά, που άρχισε μ’ ένα έγκλημα και θα
τελειώσει με μια εκτέλεση· θα τους φανεί παράταιρο.
Κι ωστόσο, άθλιοι νόμοι και άθλιοι άνθρωποι, δεν ήμουν
κακός!
Ω! Πώς να πεθάνω σε λίγες ώρες και να σκέφτομαι ότι πριν
από ένα χρόνο, την ίδια ημέρα, ήμουν ελεύθερος και αγνός, ότι
έκανα τους φθινοπωρινούς μου περιπάτους, ότι περπατούσα
κάτω από τα δέντρα, ότι βάδιζα πάνω στα πεσμένα φύλλα!

35

Τούτη ακριβώς τη στιγμή, πολύ κοντά μου, μέσα σ’ αυτά τα


κτίρια που περικυκλώνουν το Δικαστικό Μέγαρο και την Γκρεβ,
παντού στο Παρίσι, οι άνθρωποι πάνε κι έρχονται,
κουβεντιάζουν και γελούν, διαβάζουν εφημερίδα, σκέφτονται τις
δουλειές τους· έμποροι πουλούν την πραμάτεια τους· κοπέλες
ετοιμάζουν τα φορέματά τους για το βραδινό χορό· μητέρες
παίζουν με τα παιδιά τους!
36

Θυμάμαι μια μέρα, όταν ήμουν παιδί, που είχα πάει να δω τη


μεγάλη βαρύτονη καμπάνα της Νοτρ-Νταμ.
Είχα ήδη ζαλιστεί ανεβαίνοντας τη σκοτεινή στριφογυριστή
σκάλα, είχα περάσει τη στενή γαλαρία που ενώνει τους δύο
πύργους, είχα δει το Παρίσι κάτω από τα πόδια μου, όταν μπήκα
στο κλουβί από πέτρα και ξύλο όπου κρέμεται η μεγάλη
βαρύτονη καμπάνα με το γλωσσίδι της, που ζυγίζει μισό τόνο.
Προχώρησα τρέμοντας πάνω στα σανίδια του δαπέδου, που
έχουν κενά μεταξύ τους, κοιτάζοντας από κάποια απόσταση
αυτή την καμπάνα, τόσο ξακουστή για τα παιδιά και το λαό του
Παρισιού, και παρατηρώντας με τρόμο ότι τα υπόστεγα,
καλυμμένα με σχιστόλιθους, που περιτριγυρίζουν το
κωδωνοστάσιο με τις επικλινείς επιφάνειές τους, βρίσκονταν στο
επίπεδο των ποδιών μου. Μέσ’ από τις χαραμάδες του δαπέδου,
έβλεπα, σαν να βρισκόμουν στον ουρανό, την πλατεία μπροστά
στην εκκλησία και τους διαβάτες σαν μυρμήγκια.
Ξαφνικά, η τεράστια καμπάνα ήχησε, μια βαθιά δόνηση
τάραξε τον αέρα και τράνταξε ολόκληρο το βαρύ πύργο. Το
δάπεδο αναπήδησε πάνω στα δοκάρια του. Ο θόρυβος παραλίγο
να με ρίξει χάμω· κλονίστηκα, έτοιμος να πέσω, έτοιμος να
κατρακυλήσω πάνω στα επικλινή πέτρινα υπόστεγα.
Πανικόβλητος, ξάπλωσα πάνω στα σανίδια, σφίγγοντάς τα
δυνατά με τα δυο μου μπράτσα, χωρίς μιλιά, χωρίς ανάσα, μ’
εκείνον τον εκκωφαντικό βόμβο στα αυτιά μου, και κάτω από τα
μάτια μου υπήρχε εκείνο το κενό, εκείνη η πλατεία, τόσο μακριά
κάτω, όπου διασταυρώνονταν τόσο αμέριμνοι οι διαβάτες. Τους
ζήλευα.
Ε λοιπόν! Μου φαίνεται ότι βρίσκομαι ακόμα στον πύργο της
μεγάλης βαρύτονης καμπάνας. Είναι ταυτόχρονα ίλιγγος και
μαγεία. Κάτι σαν ήχος καμπάνας δονεί τις κοιλότητες του
εγκεφάλου μου· και γύρω μου διακρίνω, σαν από μακριά και σαν
μέσ’ από τις χαραμάδες μιας αβύσσου, την ομαλή και ήσυχη ζωή
στην οποία εξακολουθούν να πορεύονται οι άλλοι άνθρωποι, και
την οποία εγώ έχω εγκαταλείψει για πάντα.

37

Το Δημαρχείο είναι ένα θλιβερό κτίριο.


Με τη μυτερή επικλινή στέγη του, τους αλλόκοτους
πυργίσκους του, το μεγάλο άσπρο του ρολόι, τους ορόφους του
με τις μικρές κολόνες, τα χίλια του παράθυρα, τις σκάλες του,
φθαρμένες από τα βήματα, τις δυο αψίδες του δεξιά κι αριστερά,
είναι εκεί, στο ίδιο επίπεδο με την Γκρεβ· σκοτεινό,
καταθλιπτικό, με την πρόσοψη καταφαγωμένη από την
πολυκαιρία, και τόσο μαύρο, που παραμένει μαύρο ακόμα κι
όταν το φωτίζει ο ήλιος.
Τις ημέρες των εκτελέσεων, ξερνάει απ’ όλες του τις πόρτες
χωροφύλακες και κοιτάζει τον κατάδικο με όλα του τα
παράθυρα.
Και το βράδυ, το ρολόι του, που σήμανε την ώρα, παραμένει
φωτεινό στη σκοτεινιασμένη του πρόσοψη.
38

Είναι μία και τέταρτο.


Νά τι αισθάνομαι τώρα:
Ένα δυνατό πονοκέφαλο. Η πλάτη μου είναι κρύα, το μέτωπό
μου καυτό. Κάθε φορά που σηκώνομαι ή που σκύβω, μου
φαίνεται πως μέσα στο κεφάλι μου υπάρχει ένα υγρό που
κινείται και κάνει τον εγκέφαλό μου να χτυπάει πάνω στα
τοιχώματα του κρανίου μου.
Έχω ρίγη και σπασμούς, και πότε πότε η πένα μού πέφτει
από το χέρι, σαν από μια ηλεκτρική εκκένωση.
Τα μάτια μου τσούζουν σαν να ήμουν μέσα σε καπνούς.
Πονούν οι αγκώνες μου.
Άλλες δυο ώρες και σαράντα πέντε λεπτά, και όλα αυτά θα
μου έχουν περάσει.

39

Λένε πως δεν είναι τίποτα, πως δεν υποφέρει κανείς, πως είναι
ένα ήρεμο τέλος, ότι με τον τρόπο αυτόν ο θάνατος
απλουστεύεται εντελώς.
Ε! Τότε τι είναι λοιπόν αυτή η αγωνία των έξι εβδομάδων κι
ο ανελέητος ρόγχος μιας ολόκληρης ημέρας; Τι είναι τα άγχη
αυτής της αμείλικτης ημέρας, που κυλάει τόσο αργά και τόσο
γρήγορα; Τι είναι αυτή η κλιμάκωση των μαρτυρίων που
καταλήγει στο ικρίωμα;
Προφανώς αυτά δεν είναι πόνος.
Δεν είναι οι ίδιοι επιθανάτιοι σπασμοί, όταν το αίμα
εξαντλείται σταγόνα τη σταγόνα, όταν η νόηση σβήνει σκέψη τη
σκέψη;
Κι ύστερα, λένε πως δεν πονάει, είναι βέβαιοι; Ποιος τους το
έχει πει; Ισχυρίζονται ότι κάποιο κομμένο κεφάλι βγήκε κάποτε
αιμόφυρτο από το πανέρι του, και φώναξε στο πλήθος: Δεν
πονάει καθόλου!
Υπάρχουν μήπως θανατωμένοι μ’ αυτόν τον τρόπο που
γύρισαν πίσω για να τους ευχαριστήσουν και να τους πουν:
Μπράβο, είναι μια έξυπνη εφεύρεση. Διατηρήστε την. Ο
μηχανισμός είναι σπουδαίος.
Μήπως γύρισε ο Ροβεσπιέρος; Μήπως ο Λουδοβίκος 16ος;...
Όχι, δεν είναι τίποτε! Λιγότερο από ένα λεπτό, λιγότερο από
ένα δευτερόλεπτο, και το πράγμα έχει τελειώσει. — Βρέθηκαν
ποτέ, έστω και μόνο με τη σκέψη, στη θέση εκείνου που είναι
εκεί, τη στιγμή που η βαριά, κοφτερή λεπίδα πέφτει και
δαγκώνει τη σάρκα, κόβει τα νεύρα, συντρίβει τους
σπονδύλους;... Μα τι λέμε τώρα! Μισό δευτερόλεπτο! Ο πόνος
εξαφανίζεται... Φρίκη!
40

Είναι παράξενο, αλλά σκέφτομαι συνέχεια το βασιλιά. Ό,τι κι αν


κάνω, όσο κι αν τινάζω το κεφάλι μου, υπάρχει στα αυτιά μου
μια φωνή που μου λέει διαρκώς:
− Σε τούτη εδώ την ίδια πόλη, σε τούτη την ίδια ώρα, και όχι
μακριά από εδώ, μέσα σ’ ένα άλλο μέγαρο, υπάρχει ένας
άνθρωπος που έχει κι αυτός φρουρούς σε όλες του τις πόρτες,
ένας άνθρωπος εξίσου μοναδικός όσο κι εσύ μέσα στο λαό, με
μία διαφορά, ότι αυτός βρίσκεται τόσο ψηλά όσο εσύ χαμηλά.
Ολόκληρη η ζωή του, λεπτό το λεπτό, είναι γεμάτη δόξα,
μεγαλείο, απολαύσεις, μέθη. Τον περιβάλλει μόνο αγάπη,
σεβασμός, λατρεία. Οι πιο δυνατές φωνές χαμηλώνουν όταν του
μιλούν και τα πιο περήφανα μέτωπα υποκλίνονται μπροστά του.
Τα μάτια του βλέπουν μόνο μετάξια και χρυσάφια. Αυτή την
ώρα, βρίσκεται σε μια σύσκεψη με τους υπουργούς, όπου όλοι
συμφωνούν μαζί του· ή ίσως ονειρεύεται το αυριανό κυνήγι, τον
αποψινό χορό, βέβαιος ότι η γιορτή θ’ αρχίσει στην ώρα της, και
αφήνοντας άλλους να δουλεύουν για τις επιθυμίες του. Ε λοιπόν!
Αυτός ο άνθρωπος είναι από σάρκα και οστά όπως κι εσύ! —Και
για να γκρεμιστεί τούτη τη στιγμή το φρικτό ικρίωμα, για να σου
δοθούν όλα πίσω, ζωή, ελευθερία, περιουσία, οικογένεια, θα
αρκούσε να γράψει μ’ αυτή την πένα τα έπτα γράμματα του
ονόματός του στο κάτω μέρος ενός χαρτιού, ή ίσως απλώς η
άμαξά του να συναντήσει το κάρο σου!— Και είναι καλός, και
ίσως να είχε όλη την καλή διάθεση. Όμως δεν πρόκειται να γίνει
τίποτα!
41

Ε καλά λοιπόν! Ας έχουμε θάρρος απέναντι στο θάνατο, ας


πάρουμε αυτήν τη φρικτή σκέψη στα δυο μας χέρια κι ας την
κοιτάξουμε καταπρόσωπο. Ας ρωτήσουμε το θάνατο να μας πει
τι είναι, ας μάθουμε τι θέλει από μας, ας τον δούμε απ’ όλες τις
πλευρές, ας συλλαβίσουμε το αίνιγμα, κι ας κοιτάξουμε από
τώρα στο εσωτερικό του τάφου.
Μου φαίνεται ότι, από τη στιγμή που θα κλείσουν τα μάτια
μου, θα δω μια μεγάλη λάμψη και αβύσσους φωτός όπου το
πνεύμα μου θα αιωρείται στην αιωνιότητα. Μου φαίνεται ότι ο
ουρανός θα λάμπει με το δικό του φως, ότι τα άστρα θα είναι
σκοτεινές κουκκίδες, και αντί να είναι, όπως για τα μάτια των
ζωντανών, χρυσές πούλιες πάνω σε μαύρο βελούδο, θα μοιάζουν
με μαύρους λεκέδες πάνω σε χρυσό ύφασμα.
Ή ίσως, με την κακοτυχία μου, θα είναι ένα βαθύ,
τρομακτικό βάραθρο, με τα τοιχώματά του καλυμμένα από
σκοτάδια, όπου θα πέφτω αιώνια, βλέποντας ίσκιους να
κινούνται μέσα στα σκοτάδια.
Ή ίσως, ξυπνώντας μετά το χτύπημα, να βρεθώ σε κάποιο
επίπεδο και υγρό έδαφος, όπου θα σέρνομαι μες στο σκοτάδι και
θα κατρακυλώ όπως ένα κεφάλι που πέφτει. Μου φαίνεται ότι θα
υπάρχει ένας δυνατός άνεμος που θα με παρασύρει, και ότι εδώ
κι εκεί θα συγκρούομαι με άλλα κεφάλια, που θα κατρακυλούν
κι αυτά. Σε ορισμένα σημεία θα συναντώ λακκούβες και ρυάκια
μ’ ένα άγνωστο και χλιαρό υγρό: όλα θα είναι μαύρα. Όταν,
καθώς θα περιστρέφομαι, τα μάτια μου θα στρέφονται προς τα
πάνω, δεν θα βλέπουν παρά ένα ζοφερό ουρανό, τα πυκνά
σύννεφα του οποίου θα βαραίνουν πάνω τους, και μακριά, στο
βάθος, μεγάλες αψίδες από καπνούς, πιο μαύρους από τα
σκοτάδια. Θα βλέπουν επίσης μικρούς κόκκινους σπινθήρες να
ίπτανται μέσα στη νύχτα, οι οποίοι, πλησιάζοντας, θα
μεταμορφώνονται σε πύρινα πουλιά. Κι αυτό θα συνεχίζεται
στην αιωνιότητα.
Υπάρχει επίσης το ενδεχόμενο οι νεκροί της Γκρεβ να
συγκεντρώνονται κάποιες μαύρες χειμωνιάτικες νύχτες, σε
τακτές ημερομηνίες, στη δική τους πλατεία. Θα είναι ένα χλομό
κι αιμόφυρτο πλήθος, απ’ όπου δεν θα λείπω κι εγώ. Δεν θα
υπάρχει φεγγάρι, και όλοι θα μιλούν χαμηλόφωνα. Το
Δημαρχείο θα είναι εκεί, με την ετοιμόρροπη του πρόσοψη, την
ξεχαρβαλωμένη σκεπή του, και το ρολόι του που είχε φανεί
ανελέητο για όλους εμάς. Στην πλατεία θα υπάρχει μια γκιλοτίνα
της κόλασης, όπου ένας δαίμονας θα εκτελεί ένα δήμιο: θα είναι
τέσσερις το πρωί. Με τη σειρά μας, θα συνωστιζόμαστε κι εμείς
ολόγυρά τους.
Είναι πιθανό να συμβαίνει έτσι. Όμως αν αυτοί οι νεκροί
επιστρέφουν, με ποια μορφή επιστρέφουν; Τι τους απομένει από
το σακατεμένο και ακρωτηριασμένο σώμα τους; Τι επιλέγουν;
Γίνεται φάντασμα το κεφάλι ή το σώμα;
Αλίμονο, τι κάνει ο θάνατος στην ψυχή μας; Ποια μορφή τής
επιτρέπει να πάρει; Τι της παίρνει ή τι της δίνει;
Πού την πάει; Της δίνει μερικές φορές ανθρώπινα μάτια για
να κοιτάζει τη γη και να κλαίει;
Αχ! Έναν παπά! Έναν παπά που να τα ξέρει αυτά! Θέλω έναν
παπά, και έναν Εσταυρωμένο για ν’ ασπαστώ!
Θεέ μου, πάντα ο ίδιος!
42

Τον παρακάλεσα να μ’ αφήσει να κοιμηθώ, και σωριάστηκα στο


κρεβάτι.
Πράγματι, το κεφάλι μου ήταν ένας αιμάτινος όγκος, κι αυτό
μ’ έκανε να κοιμηθώ. Είναι ο τελευταίος μου ύπνος, τουλάχιστον
αυτού του είδους.
Είδα ένα όνειρο.
Ονειρεύτηκα ότι ήταν νύχτα. Μου φάνηκε ότι ήμουν στο
γραφείο μου με δυο τρεις φίλους μου, δεν ξέρω ποιους ακριβώς.
Η γυναίκα μου είχε πάει να ξαπλώσει δίπλα, στην
κρεβατοκάμαρα, και κοιμόταν μαζί με το παιδί.
Μιλούσαμε χαμηλόφωνα, οι φίλοι μου κι εγώ, κι αυτά που
λέγαμε μας τρόμαζαν.
Ξαφνικά, μου φάνηκε πως άκουσα ένα θόρυβο κάπου στα
άλλα δωμάτια του διαμερίσματος. Έναν αδύνατο, παράξενο,
ακαθόριστο θόρυβο.
Οι φίλοι μου τον είχαν ακούσει όπως κι εγώ.
Αφουγκραστήκαμε: ήταν σαν κάποιος να ξεκλείδωνε προσεχτικά
μια κλειδαριά, ή να προσπαθούσε να πριονίσει αθόρυβα ένα
σύρτη.
Υπήρχε κάτι που μας πάγωνε: φοβόμασταν. Σκεφτήκαμε ότι
ίσως να ήταν κλέφτες που είχαν μπει στο σπίτι μου, αυτήν την
τόσο προχωρημένη ώρα της νύχτας.
Αποφασίσαμε να πάμε να δούμε τι συμβαίνει. Σηκώθηκα,
πήρα το κερί. Οι φίλοι μου με ακολούθησαν, ένας ένας.
Περάσαμε από τη διπλανή κρεβατοκάμαρα. Η γυναίκα μου
κοιμόταν με το παιδί.
Ύστερα μπήκαμε στο σαλόνι. Τίποτε. Οι προσωπογραφίες
ήταν ακίνητες μέσα στις χρυσές κορνίζες τους, πάνω στην
κόκκινη ταπετσαρία. Μου φάνηκε ότι η πόρτα ανάμεσα στο
σαλόνι και στην τραπεζαρία δεν βρισκόταν στη συνηθισμένη της
θέση.
Μπήκαμε στην τραπεζαρία· κάναμε το γύρο της. Βάδιζα
πρώτος. Η πόρτα προς τη σκάλα ήταν καλά κλεισμένη, το
παράθυρο το ίδιο. Όταν έφτασα κοντά στη σόμπα, είδα ότι το
ντουλάπι με τ’ ασπρόρουχα ήταν ανοιχτό κι η πόρτα του ήταν
σπρωγμένη προς τη γωνία του τοίχου, σαν για να τον κρύβει.
Αυτό με ξάφνιασε. Σκεφτήκαμε ότι κάποιος ήταν πίσω από
την πόρτα.
Έπιασα με το χέρι μου την πόρτα για να κλείσω το ντουλάπι·
συνάντησα αντίσταση. Έκπληκτος, τράβηξα πιο δυνατά, η πόρτα
υποχώρησε απότομα και μας αποκάλυψε μια γριούλα, με τα
χέρια της κρεμάμενα, με τα μάτια της κλειστά, ακίνητη, όρθια,
και κολλημένη στη γωνία του τοίχου.
Αυτό είχε κάτι το φρικιαστικό, και ανατριχιάζω που το
σκέφτομαι.
Ρώτησα τη γριά:
− Τι κάνετε εδώ;
Δεν μου απάντησε.
Τη ρώτησα:
— Ποια είστε;
Δεν απάντησε, δεν σάλεψε, και εξακολούθησε να κρατάει τα
μάτια της σφαλιστά.
Οι φίλοι μου είπαν:
— Είναι σίγουρα μαζί μ’ αυτούς που μπήκαν στο σπίτι για κακό
σκοπό· εκείνοι το έσκασαν ακούγοντάς μας να πλησιάζουμε·
αυτή δεν θα πρόλαβε να φύγει και κρύφτηκε εδώ.
Τη ρώτησα ξανά, έμεινε χωρίς φωνή, χωρίς κίνηση, χωρίς
βλέμμα.
Ένας από μας την έσπρωξε προς τα κάτω, η γριά έπεσε.
Έπεσε μονοκόμματη, σαν κούτσουρο, σαν κάτι νεκρό.
Τη σκουντήξαμε με το πόδι κι ύστερα δύο από μας τη
σηκώσαμε και την ακουμπήσαμε και πάλι στον τοίχο. Δεν έδινε
κανένα σημείο ζωής. Της φωνάξαμε μέσα στο αυτί, έμεινε βουβή
σαν να ήταν κουφή.
Ωστόσο, χάναμε την υπομονή μας κι ο τρόμος μας γινόταν
οργή. Κάποιος μου είπε:
— Βάλε της το κερί κάτω από το πιγούνι.
Της έβαλα τη φλόγα κάτω από το πιγούνι. Τότε μισάνοιξε το
ένα της μάτι, ένα άδειο, απλανές, απαίσιο μάτι, ένα μάτι τυφλό.
Απομάκρυνα τη φλόγα και είπα:
— Α! Επιτέλους! Θα απαντήσεις, γριά μάγισσα; Ποια είσαι;
Το μάτι ξανάκλεισε σαν από μόνο του.
— Α, μα αυτή το παρακάνει! είπαν οι άλλοι. Ξανά το κερί!
Ξανά! Έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσει.
Έβαλα πάλι το κερί κάτω από το πιγούνι της γριάς.
Τότε, άνοιξε αργά και τα δύο της μάτια, μας κοίταξε όλους,
τον ένα μετά τον άλλον, ύστερα, σκύβοντας απότομα, φύσηξε το
κερί με μια παγωμένη ανάσα. Την ίδια στιγμή ένιωσα τρία
μυτερά δόντια να χώνονται στο χέρι μου, μέσα στα σκοτάδια.
Ξύπνησα, τρέμοντας και λουσμένος σ’ έναν κρύο ιδρώτα.
Ο φιλεύσπλαχνος ιερέας ήταν καθισμένος στα πόδια του
κρεβατιού μου και διάβαζε προσευχές.
— Κοιμήθηκα πολύ; τον ρώτησα.
— Τέκνον μου, μου είπε, κοιμηθήκατε μία ώρα. Σας έχουν φέρει
το παιδί σας. Είναι εκεί, στο διπλανό δωμάτιο, και σας περιμένει.
Δεν τους άφησα να σας ξυπνήσουν.
— Ω! φώναξα, η κόρη μου, να μου φέρουν την κόρη μου!

43

Είναι δροσερή, είναι ροδαλή, έχει μεγάλα μάτια, είναι όμορφη!


Της έχουν φορέσει ένα φουστανάκι που της πάει πολύ.
Την έπιασα, τη σήκωσα στην αγκαλιά μου, την κάθισα στα
γόνατά μου, της φίλησα τα μαλλιά.
Γιατί όχι μαζί με τη μητέρα της; — Η μητέρα της είναι
άρρωστη, η γιαγιά της το ίδιο. Έχει καλώς.
Με κοίταζε με έκπληκτο ύφος· με άφηνε να τη χαϊδεύω, να
την αγκαλιάζω, να την πνίγω στα φιλιά· ρίχνοντας όμως πότε
πότε μιαν ανήσυχη ματιά στην νταντά της, που έκλαιγε στη
γωνία.
Κάποτε κατάφερα να μιλήσω.
— Μαρί! είπα, μικρή μου Μαρί!
Την έσφιξα δυνατά πάνω στο στήθος μου που φούσκωνε από
τους λυγμούς. Έβγαλε μια κραυγούλα:
— Ω! Με πονάτε, κύριε, μου είπε.
Κύριε! Έχει σχεδόν ένα χρόνο να με δει, το κακόμοιρο παιδί.
Μ’ έχει ξεχάσει, πρόσωπο, ομιλία, τόνο φωνής· κι ύστερα, ποιος
θα με αναγνώριζε με τέτοια γενειάδα, μ’ αυτά τα ρούχα κι αυτή
την ωχρότητα; Τι; Σβήστηκα κιόλας απ’ αυτήν τη μνήμη, τη
μόνη στην οποία θα ήθελα να ζήσω! Τι; Έπαψα κιόλας να ’μαι
πατέρας! Έχω καταδικαστεί να μην ξανακούσω αυτήν τη λέξη,
αυτήν τη λέξη της γλώσσας των παιδιών, τόσο γλυκιά που δεν
μπορεί να επιβιώσει στη γλώσσα των μεγάλων: μπαμπά!
Κι όμως, να την άκουγα απ’ αυτό το στόμα μια μοναδική
φορά, νά το μόνο που θα ζητούσα σε αντάλλαγμα των σαράντα
χρόνων ζωής που μου παίρνουν.
— Άκου, Μαρί, της είπα, ενώνοντας τα δυο της χέρια μέσα στα
δικά μου, δεν με γνωρίζεις καθόλου;
Με κοίταξε με τα ωραία της μάτια κι απάντησε:
− Αχ’όχι;
— Κοίταξέ με καλά, συνέχισα. Μην μου πεις ότι δεν ξέρεις
ποιος είμαι;
— Ξέρω, μου απάντησε. Ένας κύριος.
Αλίμονο! Ν’ αγαπάς τόσο θερμά μία και μοναδική ύπαρξη
στον κόσμο, να την αγαπάς με όλη σου την αγάπη, και να την
έχεις μπροστά σου, να σε βλέπει και να σε κοιτάζει, να σου
μιλάει και να σου απαντάει, αλλά να μη σε αναγνωρίζει. Να μη
θέλεις παρηγοριά από άλλον, μόνο απ’ αυτήν, κι εκείνη να είναι
η μόνη που δεν ξέρει ότι χρειάζεσαι αυτή την παρηγοριά, επειδή
θα πεθάνεις!
— Μαρί, επανέλαβα, έχεις μπαμπά;
— Μάλιστα κύριε, είπε το παιδί.
— Ε λοιπόν, πού είναι;
Σήκωσε τα μεγάλα έκπληκτα μάτια της.
— Α, μα δεν το ξέρετε; Έχει πεθάνει!
Έβγαλα μια φωνή· παραλίγο να την αφήσω να μου πέσει.
— Έχει πεθάνει! είπα. Μαρί, ξέρεις τι είναι να έχει πεθάνει
κάποιος;
— Μάλιστα, κύριε, μου απάντησε. Βρίσκεται μέσα στη γη, αλλά
και στον ουρανό.
Συνέχισε χωρίς να τη ρωτήσω:
— Κάνω την προσευχή μου γι’ αυτόν πρωί και βράδυ, στην
αγκαλιά της μαμάς.
Τη φίλησα στο μέτωπο.
— Μαρί, πες μου την προσευχή σου.
— Δεν μπορώ, κύριε. Τις προσευχές δεν τις λέμε στη μέση της
μέρας. Ελάτε το βράδυ στο σπίτι μου και θα σας την πω.
Δεν ήθελα ν’ ακούσω άλλα. Τη διέκοψα.
— Μαρί, εγώ είμαι ο μπαμπάς σου.
— Α! μου είπε.
Πρόσθεσα:
— Θέλεις να είμαι ο μπαμπάς σου;
Το παιδί γύρισε αλλού το κεφάλι του.
— Όχι, ο μπαμπάς μου ήταν πολύ πιο όμορφος.
Την έπνιξα στα φιλιά και στα δάκρυα. Προσπάθησε να
ξεφύγει από την αγκαλιά μου, φωνάζοντας:
— Με πονάτε με τα γένια σας!
Την ξανακάθισα στα γόνατά μου, τρώγοντάς τη με τα μάτια,
κι ύστερα τη ρώτησα:
— Μαρί, ξέρεις να διαβάζεις;
— Μάλιστα, μου απάντησε. Διαβάζω πολύ καλά. Η μαμά με
βάζει να διαβάζω πολύ.
— Για να δούμε, διάβασέ μου λίγο, της είπα, δείχνοντάς της ένα
χαρτί που το κρατούσε τσαλακωμένο μες στο χεράκι της.
Κούνησε αρνητικά το όμορφο κεφάλι της.
— Α, όχι! Ξέρω να διαβάζω μόνο παραμύθια.
— Για δοκίμασε. Έλα, διάβασε.
Ξεδίπλωσε το χαρτί κι άρχισε να συλλαβίζει βάζοντας το
δάχτυλό της κάτω από κάθε γράμμα:
— Κ και α, κα. Τ και α, τα. Δ και ι, δί. Κ και η, κη.
Της άρπαξα το χαρτί από τα χέρια. Μου διάβαζε τη θανατική
μου καταδίκη. Η νταντά της είχε δώσει μια δεκάρα και της είχε
αγοράσει την προκήρυξη. Εμένα μου στοίχιζε πιο ακριβά.
Δεν υπάρχουν λόγια γι’ αυτό που ένιωσα. Η βιαιότητά μου
την είχε τρομάξει· σχεδόν έκλαιγε. Ξαφνικά μου είπε:
— Δώστε μου πίσω το χαρτί μου, ελάτε! Το θέλω για να παίξω.
Την παρέδωσα στην νταντά της.
— Πάρτε την.
Και ξαναγύρισα στην καρέκλα μου, συντετριμμένος, έρημος,
απελπισμένος. Τώρα πια μπορούν να έρθουν· δεν μου μένει
τίποτε άλλο για να κρατηθώ· έχει σπάσει κι ο τελευταίος ιστός
της καρδιάς μου. Είμαι έτοιμος γι’ αυτό που θα μου κάνουν.

44

Ο παπάς είναι καλός άνθρωπος, ο χωροφύλακας επίσης. Μου


φάνηκε ότι δάκρυσαν όταν είπα να πάρουν το παιδί μου.
Τελείωσε. Τώρα πρέπει να σκληρύνω μέσα μου, και να
σκεφτώ με αποφασιστικότητα το δήμιο, το κάρο, τους
χωροφύλακες, το πλήθος πάνω στη γέφυρα, το πλήθος πάνω
στην αποβάθρα, το πλήθος στα παράθυρα, κι εκείνο που θα έχει
συγκεντρωθεί αποκλειστικά για μένα σ’ αυτήν τη μακάβρια
πλατεία Γκρεβ, που θα μπορούσε να είναι στρωμένη όχι με
λιθόστρωτο αλλά με τα κεφάλια αυτών που έχει δει να πέφτουν.
Νομίζω ότι έχω ακόμα μια ώρα για να συνηθίσω σε όλα
αυτά.
45

Όλος αυτός ο λαός θα γελάει, θα χειροκροτεί, θα ζητωκραυγάζει.


Κι ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους, ελεύθεροι και
άγνωστοι ακόμα στους χωροφύλακες, που τρέχουν όλο χαρά να
παρακολουθήσουν μιαν εκτέλεση, μέσα σ’ αυτό το πλήθος των
κεφαλιών που θα γεμίζει την πλατεία, θα υπάρχει σίγουρα πάνω
από ένα κεφάλι προορισμένο ν’ ακολουθήσει αργά ή γρήγορα το
δικό μου μες στο κόκκινο πανέρι. Πάνω από ένας που έρχεται
εδώ για μένα, θα ξανάρθει για λογαριασμό του.
Γι’ αυτά τα μοιραία πλάσματα, υπάρχει σ’ ένα ορισμένο
σημείο της πλατείας Γκρεβ ένας μοιραίος τόπος, ένα κέντρο
έλξης, μια παγίδα. Κυκλοφορούν γύρω της ώσπου να πέσουν
μέσα.

46

Μικρή μου Μαρί! — Ξαναγυρίζει στα παιχνίδια της· κοιτάζει το


πλήθος από το παράθυρο της άμαξας, και έχει κιόλας ξεχάσει
αυτόν τον κύριο.
Ίσως προφταίνω να γράψω μερικές σελίδες γι’ αυτήν, για να
τις διαβάζει μια μέρα, και να κλάψει για σήμερα, μετά από
δεκαπέντε χρόνια.
Ναι, πρέπει να ξέρει την ιστορία μου από μένα τον ίδιο, και
γιατί το όνομα που της αφήνω είναι κηλιδωμένο με αίμα.
47

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ*
* Σημείωση του εκδότη. - Δεν βρήκαμε μέχρι σήμερα τις
σελίδες που ακολουθούσαν αυτόν τον τίτλο. Ίσως, όπως φαίνεται
να υποδηλώνουν οι σελίδες που ακολουθούν, ο κατάδικος δεν
πρόφτασε να τις γράφει. Ήταν αργά όταν του ήρθε αυτή η ιδέα.

48

Από ένα δωμάτιο του Δημαρχείου


Από το Δημαρχείο!...
— Έτσι έφτασα εδώ. Η αποτρόπαια διαδρομή έγινε. Η πλατεία
είναι εδώ, και κάτω από το παράθυρο ο φρικτός όχλος που
γαβγίζει, και με περιμένει γελώντας.
Όσο κι αν προσπάθησα να σκληρύνω, να σφιχτώ, η καρδιά
μου με πρόδωσε. Όταν είδα πάνω από τα κεφάλια εκείνους τους
δύο κόκκινους βραχίονες, με το μαύρο τρίγωνο στην κορυφή,
στημένους ανάμεσα στους δύο φανοστάτες της αποβάθρας, η
καρδιά μου λιποψύχησε. Ζήτησα να κάνω μια τελευταία
δήλωση. Με άφησαν εδώ, και πήγαν να βρουν κάποιον βασιλικό
επίτροπο. Τον περιμένω, είναι κι αυτό κάποιο κέρδος.
Ορίστε:
Το ρολόι είχε σημάνει τρεις, όταν ήρθαν να με ειδοποιήσουν
ότι είχε φτάσει η ώρα. Ξαφνιάστηκα, λες και σκεφτόμουν τίποτε
άλλο τις τελευταίες έξι ώρες, τις τελευταίες έξι εβδομάδες, τους
τελευταίους έξι μήνες. Κι όμως το ένιωσα σαν κάτι το
αναπάντεχο.
Με πέρασαν από τους διαδρόμους τους και με κατέβασαν
από τις σκάλες τους. Με έσπρωξαν ανάμεσα από δύο εισόδους
στο ισόγειο, σε μια σκοτεινή, στενή, θολωτή αίθουσα, που
φωτιζόταν ελάχιστα, έτσι βροχερή και ομιχλώδης που ήταν η
μέρα. Στη μέση υπήρχε μια καρέκλα. Μου είπαν να καθίσω.
Κάθισα.
Κοντά στην πόρτα και κατά μήκος του τοίχου, στέκονταν
μερικοί άνθρωποι· εκτός από τον παπά και τους χωροφύλακες,
υπήρχαν κι άλλοι τρεις, με πολιτικά.
Ο πρώτος, ο πιο ψηλός, ο πιο μεγάλος σε ηλικία, ήταν παχύς
με κόκκινο πρόσωπο. Φορούσε μια ρεντιγκότα κι ένα
παραμορφωμένο τρίκωχο καπέλο. Ήταν αυτός.
Ήταν ο δήμιος, ο υπηρέτης της γκιλοτίνας. Οι δυο άλλοι ήταν
οι δικοί του υπηρέτες.
Μόλις κάθισα, αυτοί οι δυο με πλησίασαν από πίσω, σαν
γάτες· μετά ξαφνικά, ένιωσα στα μαλλιά μου την ψυχρότητα του
ατσαλιού κι άκουσα το ψαλίδι να τρίζει.
Τα μαλλιά μου, κομμένα όπως όπως, έπεφταν τούφες τούφες
στους ώμους μου κι ο άνθρωπος με το τρίκωχο τα καθάριζε
απαλά με το χοντρό του χέρι.
Γύρω, μιλούσαν χαμηλόφωνα.
Απέξω ακουγόταν μια δυνατή βοή, κάτι σαν παφλασμός που
δονούσε τον αέρα. Στην αρχή νόμισα ότι ήταν το ποτάμι· αλλά,
από τα γέλια που ξεσπούσαν κάθε τόσο, κατάλαβα πως ήταν το
πλήθος.
Ένας νεαρός, κοντά στο παράθυρο, που έγραφε μ’ ένα
μολύβι σ’ ένα σημειωματάριο, ρώτησε έναν από τους φρουρούς
πώς λεγόταν αυτό που μου έκαναν.
— Ο ευπρεπισμός του καταδίκου, του απάντησε αυτός.
Κατάλαβα ότι αυτό θα γραφόταν αύριο στην εφημερίδα.
Ξαφνικά, ο ένας από τους υπηρέτες μου έβγαλε το σακάκι κι
ο άλλος μου έπιασε τα δυο μου χέρια που κρέμονταν, τα τράβηξε
πίσω από την πλάτη μου, καί· ένιωσα τους κόμπους ενός
σκοινιού να σφίγγονται αργά πάνω στους ενωμένους καρπούς
μου. Ταυτόχρονα, ο άλλος μου έλυνε τη γραβάτα. Το βατιστένιο
μου πουκάμισο, το μόνο κουρέλι που μου είχε απομείνει από τον
αλλοτινό εαυτό μου, τον έκανε κάπως να διστάσει για μια
στιγμή* ύστερα άρχισε να κόβει το γιακά.
Όταν άρχισε αυτή η φρικτή προετοιμασία, τη στιγμή που
ένιωσα το ψυχρό ατσάλι ν’ αγγίζει τον αυχένα μου, αναπήδησα
και μου ξέφυγε ένα πνιχτό βογκητό. Το χέρι του δήμιου
τρεμούλιασε.
— Κύριε, είπε, συγγνώμη! Σας πόνεσα;
Αυτοί οι εκτελεστές είναι ιδιαίτερα ευγενείς.
Έξω το πλήθος ούρλιαζε πιο δυνατά.
Ο χοντρός με το σπυριάρικο πρόσωπο μου πρόσφερε ένα
μαντίλι μουσκεμένο στο ξίδι για να εισπνεύσω.
— Ευχαριστώ, του είπα με όσο δυνατότερη φωνή μπορούσα,
δεν χρειάζεται. Είμαι καλά.
Τότε ο ένας υπηρέτης έσκυψε και μου έδεσε τα πόδια μ’ ένα
λεπτό σκοινί, χαλαρά, ώστε να μπορώ να κάνω μικρά βήματα.
Αυτό το σκοινί το έδεσαν μαζί μ’ εκείνο των χεριών μου.
Ύστερα ο χοντρός μου έριξε στην πλάτη το σακάκι μου κι
έδεσε τα μανίκια στο στήθος μου. Ό,τι είχε να κάνει, το είχε
κάνει.
Τότε ο ιερέας πλησίασε με τον Εσταυρωμένο του.
— Πάμε, τέκνον μου, μου είπε.
Οι υπηρέτες μ’ έπιασαν κάτω από τις μασχάλες. Σηκώθηκα,
παραπάτησα. Τα βήματά μου ήταν ασταθή και τα πόδια μου
λύγιζαν σαν να είχα δύο γόνατα στο καθένα.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξαν και τα δύο φύλλα της εξωτερικής
πόρτας. Οι μανιασμένες κραυγές, μαζί με τον κρύο αέρα και το
λευκό φως, έφτασαν ορμητικά ως εμένα, στο μισοσκόταδο όπου
βρισκόμουν. Από το βάθος της σκιερής εισόδου, είδα ξαφνικά
και ταυτόχρονα, μέσα από τη βροχή, τα χίλια κεφάλια των
ανθρώπων που ούρλιαζαν, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον
άλλον στη ράμπα της μεγάλης σκάλας του Δημαρχείου· δεξιά,
στο επίπεδο της πλατείας, υπήρχε μια σειρά από άλογα των
χωροφυλάκων, που η χαμηλή πόρτα μου επέτρεπε να βλέπω
μόνο τα μπροστινά πόδια και το στέρνο τους· απέναντι, ένα
απόσπασμα στρατιωτών σε θέση μάχης· αριστερά, το πίσω
μέρος ενός κάρου, στο οποίο ήταν στηριγμένη, σχεδόν
κατακόρυφα, μια σκάλα. Φρικτή ζωγραφιά, ταιριαστά·
κορνιζαρισμένη από μια πόρτα φυλακής.
Γι’ αυτήν ακριβώς την τρομακτική στιγμή είχα μαζέψει όλο
μου το κουράγιο. Έκανα τρία βήματα, κι εμφανίστηκα στο
κατώφλι.
— Νά τος! Νά τος! φώναξε το πλήθος. Βγαίνει! Επιτέλους!
Αυτοί που στέκονταν πιο κοντά μου χειροκροτούσαν. Με
λιγότερο ενθουσιασμό θα υποδέχονταν ένα βασιλιά, όσο
αγαπητός κι αν ήταν.
Ήταν ένα κοινό κάρο μ’ ένα καχεκτικό άλογο κι έναν αμαξά
που φορούσε μπλούζα με κόκκινα σχέδια, όπως οι
περιβολάρηδες στα περίχωρα του Μπισέτρ.
Ο χοντρός με το τρίκωχο ανέβηκε πρώτος.
— Καλημέρα, κύριε Σαμψών! φώναξαν τα παιδιά που
κρέμονταν από τα κάγκελα.
Τον ακολούθησε ο ένας υπηρέτης.
— Μπράβο, Μαρντί! φώναξαν πάλι τα παιδιά.
Κάθισαν κι οι δυο στον μπροστινό πάγκο.
Ήταν η σειρά μου. Ανέβηκα με αρκετή σταθερότητα.
— Χαρά στο κουράγιο του! είπε μια γυναίκα δίπλα στους
χωροφύλακες.
Ο αποκρουστικός της έπαινος μου έδωσε θάρρος. Ο παπάς
ανέβηκε και κάθισε δίπλα μου. Με είχαν βάλει στον πίσω πάγκο,
με την πλάτη γυρισμένη προς το άλογο. Αυτή η τελευταία
αβροφροσύνη μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω.
Δουλεύουν με ανθρωπιά.
Θέλησα να κοιτάξω γύρω μου. Χωροφύλακες μπροστά,
χωροφύλακες πίσω. Κατά τα άλλα, πλήθος, πλήθος και πλήθος·
μια θάλασσα από κεφάλια στην πλατεία.
Ένα έφιππο τμήμα χωροφυλακής με περίμενε στην
καγκελόπορτα του Δικαστικού Μεγάρου.
Ο επικεφαλής έδωσε τη διαταγή. Το κάρο και η συνοδεία του
άρχισαν να κινούνται σαν να τους έδινε ώθηση το ουρλιαχτό του
όχλου.
Περάσαμε την καγκελόπορτα. Τη στιγμή που το κάρο
έστριψε προς τη γέφυρα Πον-ο-Σανζ, η πλατεία ξέσπασε σε
κραυγές, από το λιθόστρωτο ως τις στέγες, και οι γέφυρες και οι
αποβάθρες απάντησαν, κάνοντας τη γη να τρέμει.
Στη γέφυρα, μπήκε στην πομπή το τμήμα που περίμενε.
— Κάτω τα καπέλα! Κάτω τα καπέλα! φώναζαν χίλια στόματα
μαζί. — Όπως για το βασιλιά.
Τότε γέλασα κι εγώ μακάβρια και είπα στον παπά:
— Αυτοί τα καπέλα, εγώ το κεφάλι.
Προχωρούσαμε με ρυθμό βαδίσματος.
Η Αγορά των Λουλουδιών μοσχομύριζε· ήταν η μέρα τους.
Οι ανθοπώλισσες είχαν εγκαταλείψει τα άνθη τους για χάρη μου.
Απέναντι, λίγο πριν από τον τετράγωνο πύργο που
σχηματίζει τη γωνία του Δικαστικού Μεγάρου, υπάρχουν
ταβέρνες που οι πάνω όροφοί τους ήταν γεμάτοι θεατές,
ευχαριστημένους για τις ωραίες τους θέσεις. Κυρίως γυναίκες. Η
ημέρα θα είναι επικερδής για τους ταβερνιάρηδες.
Είχαν νοικιάσει τραπέζια, καρέκλες, σκαλωσιές, κάρα. Όλα
λύγιζαν κάτω από το βάρος των θεατών. Οι έμποροι του
ανθρώπινου αίματος διαλαλούσαν με όλη τους τη δύναμη:
— Θέσεις! Ποιος θέλει θέση;
Ήμουν γεμάτος οργή γι’ αυτόν τον κόσμο. Μου ερχόταν να
φωνάξω:
— Ποιος θέλει τη δική μου; ,
Στο μεταξύ, το κάρο προχωρούσε. Στην πορεία του, το
πλήθος αραίωνε πίσω του, και το έβλεπα με τα απλανή μου
μάτια να συγκεντρώνεται λίγο πιο πέρα, σ’ άλλα σημεία από τα
οποία θα περνούσε.
Μπαίνοντας πάνω στη γέφυρα Πον-ο-Σανζ, έριξα κατά τύχη
το βλέμμα μου προς τα πίσω, στα δεξιά μου. Τα μάτια μου
στάθηκαν στην απέναντι όχθη, πάνω από τα σπίτια, σ’ ένα
μαύρο μοναχικό πύργο, γεμάτο γλυπτά, που στην κορυφή του
έβλεπα από το πλάι δυο καθιστά πέτρινα τέρατα. Δεν ξέρω γιατί,
ρώτησα τον παπά τι ήταν αυτός ο πύργος.
— Ο Άγιος Ιάκωβος των Σφαγείων, μου απάντησε ο δήμιος.
Δεν καταλαβαίνω πώς γινόταν αυτό; Μέσα στην ομίχλη και
παρά την ψιλή και λευκή βροχή που κάλυπτε τον αέρα σαν ένα
δίκτυο από ιστούς αράχνης, δεν μου διέφευγε τίποτε απ’ όσα
συνέβαιναν γύρω μου. Καθεμιά απ’ αυτές τις λεπτομέρειες ήταν
για μένα άλλο ένα βασανιστήριο. Οι λέξεις δεν μπορούν να
περιγράψουν τα συναισθήματα.
Προς τα μισά της Πον-ο-Σανζ, που είναι πολύ φαρδιά, αλλά
είχε τόσον κόσμο ώστε δυσκολευόμασταν πολύ να την
περάσουμε, μ’ έπιασε ξαφνικά ο πανικός. Φοβήθηκα μη
λιποθυμήσω, τελευταία ματαιοδοξία! Έτσι αδρανοποίησα
σκόπιμα τον εαυτό μου για να μη βλέπω και να μην ακούω
τίποτε, εκτός από τον παπά, που μισάκουγα τα λόγια του
διακοπτόμενα από την οχλαγωγία.
Πήρα τον Εσταυρωμένο και τον ασπάστηκα.
— Λυπήσου με, είπα, ω Θεέ μου! — Και προσπάθησα να χαθώ
μέσα σ’ αυτήν τη σκέψη.
Όμως κάθε τράνταγμα του σκληρού κάρου με ξανάφερνε
στην πραγματικότητα. Ξαφνικά ένιωσα πως κρύωνα πολύ. Η
βροχή γλιστρούσε στο δέρμα του κεφαλιού μου μέσα από τα
κοντοκουρεμένα μου μαλλιά, και είχε διαπεράσει τα ρούχα μου.
— Τρέμετε από το κρύο, τέκνον μου; με ρώτησε ο παπάς.
— Ναι, του απάντησα.
Αλίμονο! Όχι μόνο από το κρύο.
Στη στροφή μετά τη γέφυρα, μερικές γυναίκες έλεγαν με
συμπόνια ότι ήμουν πολύ νέος.
Πήραμε τη μοιραία αποβάθρα. Άρχισα να μη βλέπω πια, να
μην ακούω. Όλες εκείνες οι φωνές, όλα εκείνα τα κεφάλια στα
παράθυρα, στις πόρτες, στα κάγκελα των μαγαζιών, στους
φανοστάτες: εκείνοι οι αχόρταγοι και αιμοδιψείς θεατές· εκείνο
το πλήθος όπου όλοι με γνώριζαν κι εγώ δεν γνώριζα κανέναν·
εκείνος ο δρόμος, στρωμένος και περιτοιχισμένος με ανθρώπινα
πρόσωπα... Ήμουν μεθυσμένος, αποβλακωμένος, κατηργημέ νος.
Είναι αφόρητο βάρος τόσα βλέμματα καρφωμένα πάνω σου.
Ταλαντευόμουν λοιπόν πάνω στον πάγκο μου, χωρίς να δίνω
προσοχή ούτε στον ιερέα ούτε στον Εσταυρωμένο του.
Μέσα στο βουητό που με τύλιγε, δεν ξεχώριζα πια τα
επιφωνήματα οίκτου από τις κραυγές χαράς, τα γέλια από τις
εκφράσεις λύπης, τις φωνές από το θόρυβο· όλα αυτά ήταν ένας
ενιαίος ήχος που αντηχούσε στο κεφάλι μου σαν ήχος καμπάνας.
Τα μάτια μου διάβαζαν μηχανικά τις επιγραφές των
μαγαζιών.
Μια φορά, μ’ έπιασε η παράξενη περιέργεια να στρίψω το
κεφάλι μου και να κοιτάξω προς τα πού προχωρούσα! Ήταν μια
τελευταία πράξη γενναιότητάς του μυαλού μου. Όμως το σώμα
μου δεν ήθελε· ο αυχένας μου είχε παραλύσει σαν να ήταν ήδη
νεκρός.
Μισοείδα μόνο στο πλάι, στ’ αριστερά μου, πέρα από τον
ποταμό, έναν πύργο της Νοτρ-Νταμ, που, από εκείνο το σημείο,
κρύβει τον άλλον. Ήταν αυτός που έχει τη σημαία. Πάνω του
βρισκόταν πολύς κόσμος, που ασφαλώς θα είχε υπέροχη θέα.
Και το κάρο προχωρούσε, προχωρούσε, και τα μαγαζιά
περνούσαν, και οι επιγραφές διαδέχονταν η μία την άλλη,
γραμμένες, ζωγραφισμένες, επιχρυσωμένες, ο όχλος γελούσε
τσαλαβουτώντας μες στη λάσπη, κι εγώ αφηνόμουν να πηγαίνω,
όπως αφήνονται οι κοιμισμένοι στα όνειρα.
Ξαφνικά η σειρά από μαγαζιά που απασχολούσε τα μάτια
μου διακόπηκε στη γωνία της πλατείας· η φωνή του πλήθους
γινόταν ακόμα πιο δυνατή, ακόμα πιο εκκωφαντική, ακόμα πιο
εύθυμη· το κάρο σταμάτησε απότομα, και παραλίγο να πέσω
μπρούμυτα στα σανίδια. Ο παπάς με συγκράτησε. —Κουράγιο!
μου ψιθύρισε.— Τότε έφεραν μια σκάλα στο πίσω μέρος του
κάρου· ο παπάς μου έδωσε το μπράτσο του, κατέβηκα, ύστερα
έκανα ένα βήμα, γύρισα από την άλλη για να κάνω άλλο ένα,
αλλά δεν μπόρεσα. Ανάμεσα στους δύο φανοστάτες της
αποβάθρας είχα δει ένα εφιαλτικό πράγμα.
Ω! Ήταν αλήθεια!
Σταμάτησα, σαν να είχα κιόλας δεχτεί το χτύπημα.
— Έχω μια τελευταία δήλωση να κάνω! φώναξα αδύναμα.
Με ανέβασαν εδώ!
Ζήτησα να με αφήσουν να γράψω τις τελευταίες μου
επιθυμίες. Μου έλυσαν τα χέρια, όμως το σκοινί είναι εδώ,
έτοιμο, και τα υπόλοιπα είναι κάτω.

49

Μόλις μπήκε κάποιος δικαστικός, επιθεωρητής ή άλλος


αξιωματούχος, δεν ξέρω ποιου βαθμού. Σύρθηκα στα γόνατα
σμίγοντας τα δυο μου χέρια και ζήτησα να μου απονεμηθεί χάρη.
Μου απάντησε, χαμογελώντας ψυχρά, αν είχα τίποτε άλλο να
του πω.
- Χάρη! Χάρη! του ξανάπα. Ή, έλεος, πέντε λεπτά ακόμη!
Ποιος ξέρει; Ίσως τελικά να έρθει η χάρη. Είναι τόσο φρικτό
να πεθαίνει κανείς έτσι, στην ηλικία μου! Η χάρη που
απονέμεται την τελευταία στιγμή, το έχουμε δει συχνά. Και σε
ποιον θα μπορούσε να απονεμηθεί χάρη, κύριε, αν όχι σ’ εμένα;
Αυτός ο καταραμένος δήμιος! Πλησίασε το δικαστικό για να
του πει ότι η εκτέλεση έπρεπε να γίνει μια ορισμένη ώρα, ότι η
ώρα αυτή πλησίαζε, ότι ήταν αυτός υπεύθυνος, ότι εκτός των
άλλων βρέχει και ότι υπάρχει κίνδυνος να σκουριάσει το
μηχάνημα.
— Ε, έλεος! Ένα λεπτό για να φτάσει η χάρη μου! Αλλιώς θ’
αντισταθώ! Θα δαγκώσω!
Ο δικαστικός και ο δήμιος βγήκαν. Είμαι μόνος. — Μόνος με
τους δύο χωροφύλακες.
Ω! Αυτοί οι απαίσιοι άνθρωποι που ουρλιάζουν σαν ύαινες!
— Δεν αποκλείεται να τους ξεφύγω, ποιος ξέρει; Δεν
αποκλείεται να σωθώ! Δεν αποκλείεται η χάρη... Είναι αδύνατο
να μη μου απονείμουν χάρη!
Α! Οι άθλιοι! Μου φαίνεται πως ανεβαίνουν τη σκάλα ...

ΤΕΣΣΕΡΙΣ Η ΩΡΑ

You might also like