Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 37

Β) ΤΟ ΑΔΙΚΟ:

Για τη συνέχιση της διερεύνησης του εγκλήματος ερευνάται το αν η ως


άνω πράξη ( ή παράλειψη ) πληροί την ειδική υπόσταση κάποιου
εγκλήματος. Στην ειδική υπόσταση ελέγχεται η αντικειμενική υπόσταση του
εγκλήματος ( α.υ.ε. ) και η υποκειμενική υπόσταση ( υ.υ.ε. ) κάποιου
εγκλήματος. Από πλευράς υποκειμενικής υπόστασης, στο παρόν στάδιο,
ελέγχεται η συνδρομή υποκειμενικών στοιχείων του αδίκου, σε όσα
εγκλήματα προβλέπονται, όπως ο σκοπός στα εγκλήματα σκοπού ( π.χ.
κλοπή, απάτη, πλαστογραφία κ.λπ. ). Αν η συμπεριφορά ( πράξη ή
παράλειψη ) του δράστη δεν πληροί την ειδική υπόσταση κάποιου
εγκλήματος, τότε η ποινική διερεύνηση σταματά εδώ. Αν όμως πληρούται η
ειδική υπό σταση, τό τε η πράξη είναι κατ’ αρχήν άδικη και ο έλεγχος
συνεχίζεται.
Άδικη λοιπόν είναι εκείνη η πράξη που, αντικειμενικά και απρόσωπα,
ως κοινωνικό γεγονός, βρίσκεται σε αντίθεση προς το δίκαιο, ως μια ενότητα
κανόνων και για αυτό αποδοκιμάζεται από αυτό. Όμως:
- Ως άδικη χαρακτηρίζεται η πράξη ανεξάρτητα από το πώς θα
κρίνουμε το δράστη της. Άρα μπορεί η πράξη να είναι άδικη, αλλά ο δράστης
να μην τιμωρείται γιατί δεν είναι καταλογιστός ή τιμωρητός.
- Η κρίση για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης προηγείται πάντα από
την κρίση για τον καταλογισμό. Πρώτα εξετάζεται αν η πράξη, ως συμβάν,
αντιφάσκει προς ορισμένο πρωταρχικό κανόνα δικαίου και πληροί την
αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος ( α.υ.ε. ). Σε καταφατική περίπτωση
η πράξη είναι καταρχήν άδικη. Μετά εξετάζεται αν συντρέχει στη συγκεκριμένη
περίπτωση κάποιος λόγος που αποκλείει ( αίρει ) τον άδικο χαρακτήρα της
πράξης, αν δηλαδή υπάρχει κάποιος λόγος άρσης του αδίκου ( λ.α.α. ). Σε
αρνητική περίπτωση, η πράξη είναι και τελικά άδικη.

Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ( α.υ.ε. )


Είναι το σύνολο των αντικειμενικών στοιχείων, με τα οποία
αποτυπώνεται στο νόμο το κάθε έγκλημα. Είναι γενικώς στοιχεία που
βρίσκονται στον εξωτερικό κόσμο ( όχι στο εσωτερικό του δράστη ). Στην

1
αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος περιλαμβάνονται τα ακόλουθα
στοιχεία:
Α) το υποκείμενο του εγκλήματος, δηλ. ο δράστης, ο αυτουργός του
εγκλήματος Π.χ. 299 Π.Κ.: «όποιος», 239 Π.Κ. «υπάλληλος»
Β) η εγκληματική συμπεριφορά ( μπορεί να έχει την μορφή ενέργειας
ή παράλειψης ). Π.χ. 299 Π.Κ. «σκότωσε»
Γ) το υλικό αντικείμενο, δηλ. το ενσώματο αντικείμενο ( πρόσωπο ή
πράγμα ), επί του οποίου επενεργεί ο δράστης ( Αν είναι φυσικό πρόσωπο
καλείται «θύμα». Π.χ. Υλικό αντικείμενο της κλοπής είναι το συγκεκριμένο
κινητό πράγμα που αφαιρεί ο δράστης ( Π.Κ. 372 ), της ανθρωποκτονίας ο
συγκεκριμένος άλλος άνθρωπος που θανατώνει ο δράστης ( Π.Κ. 299 ), της
αποπλάνησης ο συγκεκριμένος ανήλικος επί του οποίου ( ή ενώπιον του
οποίου ) επιχειρούνται οι γενετήσιες πράξεις ( Π.Κ. 339 ), της πλαστογραφίας
το έγγραφο που καταρτίζει ή νοθεύει ο δράστης ( ΠΚ 216 ).
Το υλικό αντικείμενο θα πρέπει να διακρίνεται από το «νομικό
αντικείμενο», δηλαδή το έννομο αγαθό που προστατεύεται από τη
συγκεκριμένη ποινική διάταξη και που αντίστοιχα πλήττεται από τη
συγκεκριμένη εγκληματική πράξη. Έννομο αγαθό λοιπόν καλείται το βιοτικό
αγαθό ή αλλιώς το σύστημα βιοτικών – κοινωνικών αγαθών που
προστατεύεται από το δίκαιο. Έτσι, νομικό αντικείμενο της κλοπής είναι η
ιδιοκτησία του κυρίου, της ανθρωποκτονίας η ζωή ως έννομο αγαθό, της
αποπλάνησης το έννομο αγαθό της απρόσκοπτης γενετήσιας ανάπτυξης του
ανηλίκου, της πλαστογραφίας η πίστη στα υπομνήματα, δηλ. στην
αποδεικτική αξία των εγγράφων.
Τα έννομα αγαθά με κριτήριο τον φορέα τους διακρίνονται σε:
α) -ατομικά: αναφέρονται και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Π.χ.
ζωή, τιμή, ιδιοκτησία, περιουσία, σωματική ακεραιότητα και
-υπερατομικά: αναφέρονται και ανήκουν στο κοινωνικό σύνολο. Π.χ.
περιβάλλον, δημόσια τάξη, ακεραιότητα χώρας, ορθή απονομή δικαιοσύνης.
β) -προσωποπαγή: συνδέονται άρρηκτα με την προσωπικότητα, δηλ. το
στενό πυρήνα του φορέα τους. Π.χ. ζωή, υγεία, τιμή, ελευθερία και
-μη προσωποπαγή (ή πραγματοπαγή): περιουσία, ιδιοκτησία, περιβάλλον
γ) -ημεδαπά: συνδέονται με την ελληνική έννομη τάξη ( Π.Κ. 134 ),
-αλλοδαπά: συνδέονται με την ξένη έννομη τάξη ( Π.Κ. 153 ) και
2
-κοινά: δεν ανήκουν σε καμία έννομη τάξη και προστατεύονται ανεξάρτητα
από τον φορέα τους. Π.χ. ανθρώπινη ζωή
Η πρακτική σημασία της διάκρισης σε νομικό και υλικό αντικείμενο
έγκειται στα εξής:
- Η πράξη που δεν προσβάλλει έννομο αγαθό δεν είναι έγκλημα.
- Η συναίνεση του παθόντος, εάν δεν υπάρχει εξουσία διάθεσης του εννόμου
αγαθού δεν οδηγεί στην άρση του αδίκου.
- Ενώ όλα τα εγκλήματα έχουν νομικό αντικείμενο, δεν έχουν όλα και υλικό.
Π.Χ. το έγκλημα της ψευδούς κατάθεσης ( Π.Κ. 224 ) έχει νομικό ( ορθή
απονομή δικαιοσύνης ), όχι όμως και υλικό αντικείμενο.
- Το έννομο αγαθό προσδιορίζει τον παθόντα.
Δ) το αποτέλεσμα του εγκλήματος, δηλαδή μία μεταβολή στον
εξωτερικό κόσμο, αντιληπτή με τις αισθήσεις ( Π.χ. ο θάνατος στην
ανθρωποκτονία Π.Κ. 299 ή 302 ).
Ε) ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος Είναι η σχέση αιτίου –
αιτιατού μεταξύ συμπεριφοράς και αποτελέσματος: άγραφο στοιχείο της α.υ.ε.
Για να υπάρχει πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης ( άρα και
έγκλημα ) απαιτείται το αποτέλεσμα να προκλήθηκε από τη συμπεριφορά του
δράστη ( ως άμεση συνέπεια αυτής ). Δηλ. απαιτείται να υπάρχει
αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ συμπεριφοράς και αποτελέσματος.
Για την ποινική ευθύνη του δράστη θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι αυτός
προκάλεσε το αποτέλεσμα και μάλιστα υπαίτια, δηλ. απαιτείται και αιτιώδης
σύνδεσμος και υπαιτιότητα ( δόλος ή αμέλεια ). Π.χ. Ο Α παρασύρει με το
αυτοκίνητό του τον Β και τον τραυματίζει. Ο Β μεταφέρεται στο νοσοκομείο,
αλλά το νοσοκομείο καταστρέφεται από πυρκαγιά και μεταξύ των θυμάτων
είναι και ο Β. Μεταξύ της πράξης του Α και του τραυματισμού του Β υπάρχει
αιτιώδης συνάφεια. Περαιτέρω, μεταξύ της πράξης του Α και του θανάτου του
Β υπάρχει επίσης αιτιώδης συνάφεια, χωρίς όμως από την ύπαρξη της
αιτιώδους συνάφειας να συνάγεται και ποινική ευθύνη του Α, αφού ελλείπει το
στοιχείο της υπαιτιότητας ( δόλος ή αμέλεια ) ως προς το αποτέλεσμα του
θανάτου.

3
Βασική έννοια της αιτιώδους συνάφειας είναι ο όρος. Όρος καλείται
κάθε προϋπόθεση, που αν θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχει, αναγκαία δεν
υπάρχει και το αποτέλεσμα.
α) Η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων
Σύμφωνα με τη νομολογία, κρατούσα θεωρία για τον αντικειμενικό
αιτιώδη σύνδεσμο, είναι η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, σύμφωνα με την
οποία «όλοι οι όροι που παρήγαγαν ένα αποτέλεσμα είναι ισοδύναμοι,
εφόσον οποιοσδήποτε από αυτούς και αν εξέλειπε, θα συναπολειπόταν κατ’
ανάγκην και το αποτέλεσμα, στο χρόνο, με τον τρόπο, την μορφή και υπό τις
περιστάσεις που τελικά επήλθε. Π.χ. Αν τελεσθεί μια ανθρωποκτονία
μπορούν να θεωρηθούν σαν όροι του αποτελέσματος και η πώληση και η
κατασκευή του όπλου. Αλλά θέμα ποινικής ευθύνης τίθεται μόνο για τα
πρόσωπα που υπαίτια προκάλεσαν το αποτέλεσμα.
Σημασία έχει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των πραγματικών
γεγονότων και του αυτού αποτελέσματος. Η πραγματική αιτιώδης διαδρομή
δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στην θέση αυτής θα μπορούσε ( έστω και με
απόλυτη βεβαιότητα ) να έχει πραγματωθεί κάποια άλλη με το ίδιο
αποτέλεσμα. Υποθετικές αιτιώδεις διαδρομές δεν λαμβάνονται υπόψη στη
θεωρία του ισοδυνάμου των όρων.
Για να εξαχθεί το συμπέρασμα αν ένα περιστατικό συνιστά όρο ενός
αποτελέσματος και συνεπώς υπάρχει αιτιώδης διαδρομή βασιζόμαστε στην
κοινή πείρα. Μια πράξη συνδέεται με προγενέστερο όρο ( οπότε ανήκει στην
ίδια αιτιώδη διαδρομή ) όταν ο προγενέστερος όρος δίδει αφορμή για την
τέλεσή της, όταν καθίσταται δυνατή εξαιτίας αυτού ή όταν ο δράστης
εκμεταλλεύεται τον προγενέστερο όρο. Στο σχηματισμό της αιτιώδους
διαδρομής συμβάλλουν τα κριτήρια αιτιότητας.
Σωρευτική αιτιότητα: Συντρέχει όταν το αποτέλεσμα παράγουν
αιτιωδώς δύο ή περισσότεροι όροι, καθένας από τους οποίους δεν είναι
ικανός από μόνος του να προκαλέσει το αποτέλεσμα, αλλά μόνο αν
συντρέξουν και οι λοιποί. Π.χ. Οι Α και Β χορηγούν από 3 γραμμάρια
δηλητηρίου στον Γ, ενώ η θανατηφόρα δόση είναι 5 γραμμάρια. Η πράξη
καθενός είναι όρος του αποτελέσματος, αν έλειπε θα έλειπε και ο θάνατος του
Β. Ευθύνονται ως συναυτουργοί ανθρωποκτονίας αν υπάρχει συναπόφαση

4
και ως παραυτουργοί απόπειρας ανθρωποκτονίας αν δεν υπάρχει
συναπόφαση.
Υπαλλακτική αιτιότητα: Εδώ συρρέουν περισσότεροι όροι και ο
καθένας μόνος του μπορεί να προκαλέσει αυτοτελώς το αποτέλεσμα. Όλοι οι
πράττοντες είναι συναυτουργοί ( ή παραυτουργοί ) τετελεσμένου εγκλήματος.
Π.χ.1: οι Α και Β, μετά από συνεννόηση ( ή χωρίς αντίστοιχα ), χορηγούν από
μία αυτοτελώς θανατηφόρα δόση δηλητηρίου στον Γ. Π.χ.2: Οι Δ και Ε
πυροβολούν τον Ζ. Η σφαίρα του Δ τον πετυχαίνει στην καρδιά και του Ε στο
κεφάλι.
Η υπερκέραση της αιτιότητας συνιστά περίπτωση διακοπής του
αιτιώδους συνδέσμου, δηλ. της αιτιότητας, με βάση τη θεωρία του ισοδυνάμου
των όρων, αφού, αν εξέλειπε η συμπεριφορά του υπό κρίσιν δράστη, το
αποτέλεσμα και πάλι θα επερχόταν κατά τον τρόπο που επήλθε. Εν
προκειμένω, ο δράστης δρομολογεί μία αιτιώδη διαδρομή που οδηγεί στο
αποτέλεσμα, παρεμβάλλεται όμως μία χρονικά μεταγενέστερη πράξη ενός
άλλου προσώπου, που θέτει σε κίνηση μια νέα αιτιώδη διαδρομή η οποία
επιφέρει το πρώτον το εν λόγω αποτέλεσμα, διακόπτοντας την αιτιώδη
διαδρομή του αρχικού δράστη. Π.χ. ο Α χορηγεί δηλητήριο στον Β για να τον
σκοτώσει. Πριν δράσει το δηλητήριο ένα τρίτο πρόσωπο, ο Γ, πυροβολεί και
σκοτώνει τον Β. Η πράξη του Α δεν υπήρξε αιτιώδης για τον θάνατο του Β,
αφού και αν ακόμη έλειπε, ο θάνατος του Β δεν θα είχε αποφευχθεί από τον
πυροβολισμό του Γ. Γι’ αυτό και ο Α θα τιμωρηθεί μόνο για απόπειρα
ανθρωποκτονίας από πρόθεση ( Π.Κ. 42, 299 § 1 ) και όχι για τετελεσμένο
έγκλημα.

β) Η θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού:


Η εν λόγω θεωρία επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα πότε το
αποτέλεσμα είναι πράγματι έργο του δράστη και όχι προϊόν της τύχης.
Το αποτέλεσμα μπορεί να καταλογισθεί αντικειμενικά στη συμπεριφορά
του δράστη όταν συνιστά πραγμάτωση του κινδύνου, εξαιτίας του οποίου είναι
άδικη η συμπεριφορά του δράστη. Απαιτείται δηλαδή αιτιώδης συνάφεια
μεταξύ πράξης και αποτελέσματος, αλλά και συνάφεια κινδύνου, δηλ.
συνάφεια του νομικά σημαντικού κινδύνου που έθεσε με τη συμπεριφορά του

5
ο δράστης και του συγκεκριμένου αποτελέσματος. Σύμφωνα με τη θεωρία του
ισοδυνάμου των όρων, πρέπει να επιλέξουμε μόνο εκείνα τα στοιχεία που
υπόκεινται στον έλεγχο του δράστη. Η εν λόγω θεωρία προϋποθέτει και
συμπληρώνει την θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, καθώς ο έλεγχος πρέπει
να γίνει σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο εφαρμόζεται η θεωρία του ισοδυνάμου
των όρων ( conditio sine qua non ). Αν με την εφαρμογή της δεν υπάρχει
αιτιώδης σύνδεσμος, ο έλεγχος σταματά, καθώς η πράξη δεν πληροί την
αντικειμενική υπόσταση. Αν όμως υπάρχει καταρχήν αιτιώδης σύνδεσμος,
στο δεύτερο επίπεδο ελέγχουμε αν η πράξη του δράστη συνιστά
πραγμάτωση ενός νομικά σημαντικού κινδύνου, εκείνου ακριβώς του
κινδύνου που έθεσε με τη συμπεριφορά του ο δράστης. Εκτός δηλαδή από
αιτιώδης συνάφεια, πρέπει να υπάρχει ( σωρευτικά ) και συνάφεια κινδύνου.
Βασικότερες περιπτώσεις, που αν και υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος,
δεν υπάρχει συνάφεια κινδύνου και επομένως ούτε αντικειμενικός
καταλογισμός, είναι οι εξής:
Ι. H εντελώς άτυπη αιτιώδης διαδρομή: Ομοίως και εδώ η επέλευση του
αποτελέσματος ακολουθεί μία αιτιώδη διαδρομή ουσιωδώς αποκλίνουσα από
εκείνη που είχε δρομολογήσει ο δράστης και καλύπτεται από το δόλο του.
Π.χ.1: ο Α τραυματίζει κατά λάθος τον Β, ο οποίος κατά την μεταφορά του στο
νοσοκομείο σκοτώνεται λόγω σύγκρουσης του ασθενοφόρου με φορτηγό.
Π.χ.2: ο Α πυροβολεί τον Β για να τον σκοτώσει, αλλά αυτός πεθαίνει στο
νοσοκομείο, λόγω πυρκαϊάς που ξέσπασε. Το αποτέλεσμα του θανάτου δεν
θα καταλογισθεί στον Α. Ευθύνεται για σωματική βλάβη εξ αμελείας ( ΠΚ 314)
και απόπειρα ανθρωποκτονίας ( Π.Κ. 299 § 1, 42 ) αντίστοιχα. Διχογνωμία
επικρατεί για το αν ο θάνατος στο παραπάνω παράδειγμα είχε επέλθει από
ιατρικό σφάλμα ή από ενδονοσοκομειακή λοίμωξη ( μικρόβιο ), αφού κατά μία
άποψη ( Ανδρουλάκης ), υπάρχει και εν προκειμένου συνάφεια κινδύνου,
καθώς «συμβαίνουν αυτά στα νοσοκομεία». Ορθότερη δείχνει η αντίθετη
άποψη ( Μυλωνόπουλος ), βάσει της οποίας υπάρχει και εν προκειμένω
διακοπή του αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου και ο θάνατος δεν θα
καταλογιστεί στον δράστη.
ΙΙ. Η αυτοδιακινδύνευση του θύματος: Π.χ. ο Α τραυματίζει ελαφρά σε
τροχαίο τον Β, ο οποίος, μετά τη διακομιδή του στο νοσοκομείο, αναχωρεί με
δική του ευθύνη και παρά τις αντίθετες ιατρικές συστάσεις. Την ίδια ημέρα
6
πεθαίνει από εσωτερική εγκεφαλική αιμορραγία που του είχε προκαλέσει το
ατύχημα και θα είχε διαγνωσθεί και αντιμετωπιστεί αν παρέμενε στο
νοσοκομείο. Αν και υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στον αρχικό
τραυματισμό και το θάνατο του Β, δεν υπάρχει συνάφεια κινδύνου και άρα
ούτε αντικειμενικός καταλογισμός, λόγω της αυτοδιακινδύνευσης του
θύματος.
ΙΙΙ. Η περιστολή του κινδύνου: Π.χ. Ο Α κινδυνεύει να χτυπηθεί από
διερχόμενο φορτηγό. Ο Β που το αντιλαμβάνεται, τον τραβά βίαια από το
χέρι με αποτέλεσμα να του προκαλέσει εξάρθρωση ωμοπλάτης . Επειδή,
αν έλλειπε η συμπεριφορά του Β, ο Α δεν θα είχε τραυματιστεί ( το γεγονός
ότι θα είχε σκοτωθεί, δεν μπορεί να εκτιμηθεί για τον αιτιώδη σύνδεσμο, ως
υποθετικό ), φαίνεται να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος με τη θεωρία του
ισοδυνάμου των όρων. Πλην όμως, επειδή ούτε προκαλείται ούτε επιτείνεται
κάποιος κίνδυνος, αντιθέτως μειώνεται δηλ. περιστέλλεται, η πράξη δεν είναι
αντικειμενικά καταλογιστή και επομένως δεν πληροί καν την αντικειμενική
υπόσταση της σωματικής βλάβης ( ΠΚ 308 επ. ).
ΙV. Η περιοχή προστασίας του κανόνα δικαίου: Π.χ. ο ιατρός Α, από
εσφαλμένη διάγνωση, επιφέρει το θάνατο του ασθενούς Β, στο άκουσμα της
είδησης του θανάτου του οποίου, η μητέρα του Μ πέθανε από την καρδιά
της. Ενώ κατά τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων ( μόνο ) υπάρχει
αιτιώδης σύνδεσμος, κατά τη θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού, το
αποτέλεσμα του θανάτου της Μ δεν είναι αντικειμενικά καταλογιστό στον Α,
γιατί βρίσκεται έξω από τον προστατευτικό σκοπό του κανόνα δικαίου, αφού ο
θάνατος της Μ δεν ανήκει στους τυπικούς - συναφείς κινδύνους της ιατρικής
αμέλειας του Α.
V. O μη νομικά σημαντικός κίνδυνος: Π.χ. Ο Α πείθει τον πλούσιο θείο του Β
να εκδράμει στην εξοχή, με την ελπίδα να τον χτυπήσει κεραυνός, πράγμα το
οποίο συμβαίνει. Ομοίως και εδώ, το αποτέλεσμα του θανάτου του Β δεν είναι
αντικειμενικά καταλογιστό στον Α, γιατί δεν παρήγαγε με τη συμπεριφορά του
κανέναν νομικά σημαντικό για τη ζωή του Β κίνδυνο.
VI. Η νόμιμη εναλλακτική συμπεριφορά: Αφορά στα εξ αμελείας εγκλήματα. Ο
αντικειμενικός καταλογισμός αποκλείεται ακόμα και αν ο δράστης είχε
συμπεριφερθεί με επιμέλεια. Π.χ. ο Α οδηγεί το Ι.Χ. του απρόσεκτα και με
ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο Β εντελώς αφηρημένος, περπατώντας παρεμβλήθηκε
7
στην πορεία του, σε απόσταση 2 μόλις μέτρων και σκοτώθηκε. Αποδεικνύεται
ότι και καθόλα νόμιμα και συνετά να οδηγούσε ο Α, και πάλι ο Β με
βεβαιότητα θα σκοτωνόταν. Ο Α δεν ευθύνεται για ΠΚ 302.
VIΙ. Όταν το βαρύτερο αποτέλεσμα δεν συνιστά πραγμάτωση του κινδύνου
που τέθηκε με το βασικό έγκλημα: αφορά στα εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενα εγκλήματα ( Π.Κ. 29 ). Π.χ. ο Α απωθεί τον Β και του αποσπά το
πορτοφόλι, εν συνεχεία δε ο Β, καταδιώκοντας τον Α, πέφτει και σκοτώνεται.
Ο Α δεν ευθύνεται για θανατηφόρο ληστεία ( 380 § 2, σε συνδ. με 29 Π.Κ. ),
αφού ο θάνατος του Β δεν αποτελεί πραγμάτωση του κινδύνου που έθεσε ο Α
με το έγκλημα της ληστείας, αλλά μόνο για βασική ληστεία ( 380 § 1 Π.Κ. ).
ΣΤ. Οι περιστάσεις της εγκληματικής πράξης ( χρόνου, τόπου,
μέσων, τρόπου κ.λπ. ). Π.χ. Π.Κ. 303: «…κατά ή μετά τον τοκετό…», Π.Κ. 380
§ 2: «…με ιδιαίτερη σκληρότητα…» κ.λπ. Γνωρίζοντας την έννοια της πράξης
και της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος μπορούμε να καθορίσουμε
τον τόπο, καθώς και το χρόνο που θεωρείται ότι τελέστηκε μια αξιόποινη
πράξη.
Σύμφωνα με το άρθρο 16 Π.Κ., «τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο
τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη
καθώς και ο τόπος που επήλθε ή, σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε να επέλθει,
σύμφωνα με την πρόθεσή του, το αποτέλεσμα».
Πρακτική σημασία έχει ο καθορισμός του τόπου τέλεσης της πράξης ενόψει
των τοπικών ορίων εφαρμογής των ελληνικών ποινικών νόμων, καθώς και για
τον καθορισμό του τοπικά αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου.
Σύμφωνα με το άρθρο 17 Π.Κ. «χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο
χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά
τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος».
Πρακτική σημασία έχει ο καθορισμός του χρόνου τέλεσης της πράξης για τα
θέματα των χρονικών ορίων εφαρμογής των ποινικών νόμων, π.χ. μη
αναδρομικότητα, για την έναρξη του χρόνου της παραγραφής, για το χρόνο
κατά τον οποίο πρέπει να υπάρχει υπαιτιότητα, ικανότητα για καταλογισμό, να
παρέχεται η συναίνεση του παθόντος κ.λπ.
Από όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία της α.υ.ε., απολύτως αναγκαία
για ένα έγκλημα είναι το υποκείμενο και η εγκληματική συμπεριφορά. Δεν
υπάρχει έγκλημα, που να μην περιγράφει τουλάχιστον αυτά τα στοιχεία. Από
8
τα υπόλοιπα, άλλα εμφανίζονται στην α.υ. ορισμένων εγκλημάτων και άλλα
όχι.
Η α.υ.ε. και η ένδειξη του αδίκου: Όταν μια πράξη αντιστοιχεί στην
αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος έχουμε μια ένδειξη ότι η πράξη αυτή
είναι άδικη ( αν βέβαια πληρούνται και τα τυχόν υποκειμενικά στοιχεία του
αδίκου εφόσον υπάρχουν, π.χ. ο απαιτούμενος σκοπός στα εγκλήματα
σκοπού ). Άρα, όταν μια συμπεριφορά συνιστά την α.υ. ενός εγκλήματος
οπωσδήποτε αποτελεί και παράβαση ενός πρωταρχικού κανόνα. Για αυτό
όταν αξιολογείται ποινικά ένα συγκεκριμένο συμβάν, αμέσως μετά τη
διαπίστωση ότι πρόκειται για πράξη, πρέπει να εξετασθεί αν η πράξη αυτή
ανταποκρίνεται στην α.υ. ενός εγκλήματος. Σε καταφατική περίπτωση
μπορούμε να διατυπώσουμε την κρίση ότι η πράξη αυτή είναι καταρχήν
άδικη.
ΛΟΓΟΙ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΑΔΙΚΟΥ
Οι κανόνες του δικαίου όμως υπόκεινται και σε εξαιρέσεις. Έτσι, μια
παράβαση πρωταρχικού κανόνα ( που αντιστοιχεί στην α.υ.ε. ), η οποία είναι
καταρχήν άδικη πράξη, μπορεί κατ’ εξαίρεση να είναι δικαιολογημένη. Π.χ. η
ανθρωποκτονία ( 299 Π.Κ. ) είναι καταρχήν άδικη, αν όμως τελεσθεί από
στρατιώτη στη διάρκεια μάχης με θύμα στρατιώτη του εχθρού γίνεται σε
εκτέλεση νόμιμου καθήκοντος και είναι δικαιολογημένη.
Οι λόγοι που αίρουν τον καταρχήν άδικο χαρακτήρα μιας πράξης ή
λόγοι δικαιολόγησης προβλέπονται σε διάφορους επιτρεπτικούς κανόνες.
Όταν συντρέχει ένας λόγος άρσης αδίκου ( λ.α.α. ), πρέπει να καταλήξουμε
στην κρίση ότι η συμπεριφορά ( πράξη ) δεν είναι τελειωτικά άδικη. Οι λόγοι
αυτοί διακρίνονται σε γενικούς, οι οποίοι τυγχάνουν εφαρμογής σε όλα τα
εγκλήματα ( 20-25 Π.Κ. ) και σε ειδικούς που τυγχάνουν εφαρμογής σε
συγκεκριμένα μόνο εγκλήματα ( ειδικό μέρος Ποινικού Κώδικα ):

ΓΕΝΙΚΟΙ Λ.Α.Α.

Α. Η ενάσκηση δικαιώματος – εκπλήρωση καθήκοντος ( άρθρο 20


Π.Κ. )

9
Σύμφωνα με το ΠΚ 20, «Εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 21, 22,
25, 304 § 4, 308 § 3, 367 και 371 § 4, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται και
όταν αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που
προβλέπε ται στο νόμο».
Σε ορισμένους κλάδους δικαίου παρέχονται δικαιώματα, τα οποία
χωρίς την ύπαρξη του Π.Κ. 20 θα παρέμεναν ανενεργά ή θα δημιουργούσαν
σύγκρουση με άλλους κλάδους δικαίου. Π.χ. ο Αστικός Κώδικας παρέχει το
δικαίωμα της αυτοδύναμης προστασίας της νομής ( Α.Κ. 985 ). Εκείνος όμως
που προβαίνει σε αυτήν την προστασία της νομής του, που απώλεσε με
επιλήψιμο τρόπο ( π.χ. κλοπή ) ενδεχομένως πληροί την αντικειμενική
υπόσταση κάποιου εγκλήματος ( π.χ. σωματική βλάβη 308 Π.Κ. ή αυτοδικία
του ΠΚ 331 ). Ο άδικος χαρακτήρας αυτής της πράξης αίρεται, κατ’
εφαρμογήν του Π.Κ. 20, το οποίο εφαρμόζεται και στην περίπτωση του Κ.Π.Δ.
275, που επιτρέπει σε οποιονδήποτε πολίτη να συλλαμβάνει δράστη
αυτοφώρου εγκλήματος, οποίος, αν και καταρχήν πληροί την α.υ. της
παράνομης κατακράτησης ( Π.Κ. 325 ), της σωματικής βλάβης ( ΠΚ 308 )
ή της παράνομης βίας ( ΠΚ 330 ), δεν πράττει τελειωτικά άδικα κατ’
εφαρμογή του Π.Κ. 20 ( αίρεται δηλαδή το άδικο της πράξης του ). Ομοίως,
κατά το άρθρο 378 Π.Κ. τιμωρείται όποιος βλάπτει ή καταστρέφει ξένο
πράγμα. Αν όμως ένας αρμόδιος ανακριτικός υπάλληλος διεξάγει κατ’ οίκον
έρευνα, σύμφωνα με το νόμο, μπορεί να παραβιάσει την κλεισμένη θύρα,
προκαλώντας έτσι και σχετικές ζημιές. Τέλος, σύμφωνα με το ΑΚ 1518 ο
γονιός έχει δικαίωμα σε λήψη των απαιτούμενων σωφρονιστικών μέτρων.
Χρησιμοποιώντας αυστηρές εκφράσεις, αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της
εξύβρισης ( ΠΚ 361 ).

Β. Προσταγή ( άρθρο 21 Π.Κ. )

Όταν σε μια δημόσια υπηρεσία, ο ιεραρχικά προϊστάμενος δώσει σε


υφιστάμενο μια προσταγή που είναι νόμιμη και ως προς τον τύπο και τις
προϋποθέσεις ( τυπικά νόμιμη ) και ως προς το περιεχόμενό της ( ουσιαστικά
νόμιμη ), η συμμόρφωση προς αυτήν αποτελεί εκπλήρωση καθήκοντος και
δεν συνιστά άδικη πράξη, σύμφωνα το άρθρο 20 ΠΚ.

10
Η τυπικά παράνομη προσταγή δεν είναι δεσμευτική και αν ο
υφιστάμενος συμμορφώθηκε δεν μπορεί να επικαλεσθεί την προσταγή και
τιμωρείται. Γι’ αυτό επιβάλλεται στον υφιστάμενο να εξετάζει πάντα αν η
προσταγή είναι τυπικά νόμιμη δηλαδή αν απευθύνεται από αρμόδιο να τη
δώσει σε αρμόδιο να την εκτελέσει και αν έχει δοθεί με τον ( τυχόν )
απαιτούμενο τύπο και την απαιτούμενη διαδικασία.
Πρόβλημα δημιουργείται αν η προσταγή είναι τυπικά νόμιμη αλλά
ουσιαστικά παράνομη. Σε αυτή την περίπτωση, εάν ο νόμος δεν επιτρέπει
στον υφιστάμενο να εξετάσει την ουσιαστική νομιμότητα της προσταγής, λόγω
του ότι το περιεχόμενό της ανάγεται στα καθήκοντά του, αλλά θα πρέπει να
την εκτελέσει, τότε η πράξη του δεν είναι ( τελικά ) άδικη, καθώς αίρεται ο
άδικος χαρακτήρας της, λόγω προσταγής ( Π.Κ 21 ). Τιμωρείται δε ως
αυτουργός ( έμμεσος ) εκείνος που έδωσε την προσταγή. Π.χ. δικαστικοί
επιμελητές, αστυνομικοί κ.λπ. εντέλλονται να εκτελέσουν δικαστικές
αποφάσεις, εντάλματα κ.ο.κ. Αν όμως ο υπάλληλος δικαιούται να εξετάσει και
την ουσιαστική νομιμότητα της αξιόποινης πράξης που του δόθηκε η εντολή
να εκτελέσει, εάν την εκτέλεσε, τότε η πράξη του είναι ( και τελικά ) άδικη. Για
να αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του προσταχθέντος, θα πρέπει
αυτός να έχει αδυναμία ελέγχου της νομιμότητας του περιεχομένου της
προσταγής, να είναι δηλ. υποχρεωμένος να την εκτελέσει. Έτσι διακρίνουμε
συνοπτικά:
α) Τυπικά νόμιμη + ουσιαστικά νόμιμη προσταγή  20 ΠΚ,
β) Τυπικά παράνομη + ουσιαστικά παράνομη προσταγή  Γενικές διατάξεις
( φυσικός αυτουργός, ηθικός αυτουργός ),
γ) Τυπικά παράνομη + ουσιαστικά νόμιμη προσταγή  μη δεσμευτική
προσταγή ( μη πλήρωση ειδικής υπόστασης εγκλήματος ή συνδρομή άλλου
λόγου άρσης αδίκου )
δ) Τυπικά νόμιμη + ουσιαστικά παράνομη προσταγή  21 ΠΚ
Με το άρθρο 21 § 2 του νέου ΠΚ, ετέθη ως πρόσθετη προϋπόθεση για
την εφαρμογή του ΠΚ 21, η χορηγηθείσα προσταγή να μην είναι προδήλως
αντισυνταγματική ή παράνομη, οπότε ο προσταχθείς οφείλει να μην την
εκτελέσει και, αν το κάνει, φέρει κανονική ευθύνη φυσικού αυτουργού και ο
προστάξας ηθικού αυτουργού.

11
Γ. Η άμυνα ( άρθρο 22 Π.Κ. )

Σύμφωνα με το Π.Κ. 22 § 1 «δεν είναι άδικη η πράξη, που τελείται σε


κατάσταση άμυνας. Ενώ, σύμφωνα με την § 2 του ίδιου άρθρου «Άμυνα
είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου, στην οποία προβαίνει το άτομο, προς
υπεράσπιση του εαυτού του ή άλλου από παρούσα και άδικη επίθεση που στρέφεται
εναντίον τους».
Το δικαίωμα της άμυνας στηρίζεται σε δύο θεμελιώδεις αρχές, την
προστασία των ατομικών εννόμων αγαθών του δεχόμενου την επίθεση
αφενός και την προστασία της αυθεντίας της έννομης τάξης αφετέρου
( υπερατομική πτυχή της άμυνας ). Έτσι η άμυνα αίρει τον άδικο χαρακτήρα
της πράξης ακόμη και όταν με την τελευταία προσβάλλεται έννομο αγαθό ίσης
ή και μεγαλύτερης σημασίας από το προστατευόμενο ( με την επιφύλαξη της
υπέρβασης των νομίμων ορίων ). Π.χ. ο Α, αμυνόμενος, φονεύει τον Β
( προσβολή ζωής ) τη στιγμή που ο Β επιχειρεί να τον ληστέψει ( προσβολή
ιδιοκτησίας - προσωπικής ελευθερίας ).
Το δικαίωμα της άμυνας θεωρείται ατομικό δικαίωμα. Η άμυνα είναι
δικαίωμα όχι καθήκον.

Οι προϋποθέσεις της άμυνας ως λόγου άρσης του αδίκου


Α) Κατάσταση άμυνας
Κατάσταση άμυνας υπάρχει όταν εκδηλωθεί παρούσα και άδικη
επίθεση στρεφόμενη κατά του υπό κρίση δράστη ή οποιουδήποτε τρίτου.
Ειδικότερα:
α) Επίθεση κατά την έννοια του άρθρου 22 ΠΚ είναι ανθρώπινη
συμπεριφορά ( πράξη ή παράλειψη ) που θέτει σε κίνδυνο έννομα αγαθά
άλλου.
Δεν υπάρχει επίθεση όταν προέρχεται από ζώο, από νομικό πρόσωπο,
από φυσικό φαινόμενο, από ανθρώπινη κίνηση μη υποκείμενη στον έλεγχο
της συνείδησης π.χ. αντανακλαστική κίνηση, πτώση κ.λπ.

12
Κατά την κρατούσα γνώμη η επίθεση δεν είναι κατ’ ανάγκη σκόπιμη,
αλλά μπορεί να οφείλεται σε αμέλεια του δράστη π.χ. ο Α κόβει ένα δέντρο
στον κήπο μην προβλέποντας πού θα πέσει.
Η «απρόσφορη απόπειρα» δεν συνιστά επίθεση ( κατ’ αυτής
εφαρμόζονται οι διατάξεις περί νομιζόμενης άμυνας ).
Επίθεση μπορεί να γίνει με παράλειψη τόσο στα μη γνήσια εγκλήματα
παράλειψης ( π.χ. ο αδελφός ασθενούς του οποίου η ζωή κινδυνεύει, ασκεί
βία κατά του μοναδικού φαρμακοποιού του χωριού, που αρνείται να πωλήσει
το απαραίτητο για τη σωτηρία της ζωής φάρμακο αποδεχόμενος τον θάνατο
του ασθενούς ), όσο και στα γνήσια εγκλήματα παράλειψης ( π.χ. ο Α
εξαναγκάζει δια της βίας τον Β, που διαθέτει τη μοναδική βάρκα, να σπεύσει
και να σώσει τον λουόμενο Γ που κινδυνεύει να πνιγεί ).
Άμυνα είναι δυνατή όχι μόνο όταν η επίθεση πλήττει ή απειλεί έννομα
αγαθά του ιδίου του αμυνόμενου ( αυτάμυνα ), αλλά και έννομα αγαθά
οιουδήποτε τρίτου, φυσικού ή νομικού προσώπου ( άμυνα υπέρ τρίτου ή
τριτάμυνα ). Όλα τα ατομικά έννομα αγαθά είναι καταρχήν δεκτικά άμυνας.
Άμυνα υπέρ τρίτου είναι δυνατή εφόσον πρόκειται για υπεράσπιση ατομικού
έννομου αγαθού ( «του εαυτού του ή άλλου» ). Κατά συνέπεια άμυνα
επιτρέπεται, όχι μόνο αν ο φορέας του ζήτησε βοήθεια ή συναινεί σε αυτήν,
αλλά και όταν ο φορέας του δεν την ζητήσει, επειδή λ.χ. δεν γνωρίζει την
επίθεση. Π.χ. ο Α επιχειρεί νύχτα να διαρρήξει ξένη οικία και ο διαβάτης Β τον
χτυπά για να τον αποτρέψει.
Όταν μάλιστα πρόκειται για έννομο αγαθό επί του οποίου δεν υπάρχει
εξουσία διάθεσης από τον φορέα του, όπως π.χ. ζωή, βαριές προσβολές της
υγείας, της προσωπικής ελευθερίας κ.λπ., άμυνα επιτρέπεται ακόμη και παρά
την αντίθετη βούληση του τρίτου.
β) Παρούσα: Η επίθεση είναι παρούσα όταν η προσβολή του εννόμου
αγαθού:
1) επίκειται άμεσα ( περιλαμβάνει και τις τελευταίες πριν την αρχή
εκτέλεσης προπαρασκευαστικές πράξεις ). Ειδικότερα: Κατά την κρατούσα
στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, η παρούσα επίθεση δεν ταυτίζεται με
την αρχή εκτέλεσης στην απόπειρα, αλλά εκτείνεται χρονικά και λίγο πριν από
αυτή. Επομένως, η έννομη τάξη δεν απαιτεί από τον αμυνόμενο να αναμένει
έως ότου ο επιτιθέμενος προβεί σε αρχή εκτέλεσης ( απόπειρα ). Μπορεί
13
να αμυνθεί και νωρίτερα, ήδη από κάποιες ( τις τελευταίες )
προπαρασκευαστικές πράξεις του επιτιθέμενου που βρίσκονται βέβαια σε
άμεση χρονική συνάφεια με την αρχή εκτέλεσης.
2) άρχισε ( υπάρχει αρχή εκτέλεσης με την προσβολή ή απειλή του
εννόμου αγαθού ) και ( σωρευτικά )
3) συνεχίζεται ακόμη χωρίς να έχει αποπερατωθεί. Π.χ. Ο Α
γρονθοκοπεί τον Β και φεύγει. Ο Β τον καταδιώκει και ανταποδίδει τα
χτυπήματα. Ο Β δεν βρίσκεται σε άμυνα, αλλά πράττει αυτοτελώς άδικα, αφού
η επίθεση του Α δεν είναι πλέον παρούσα.
Η επίθεση είναι ακόμα παρούσα, εφόσον εξελίσσεται και διαρκεί. Έτσι
και στα διαρκή εγκλήματα επιτρέπεται άμυνα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα
που διαρκεί η προσβολή του εννόμου αγαθού, έστω και αν κατά τη
συγκεκριμένη στιγμή της αμυντικής πράξης ο επιτιθέμενος δεν πράττει.
Παρούσα είναι όμως η επίθεση και όταν ο επιτιθέμενος έχει μεν
ολοκληρώσει την εγκληματική συμπεριφορά του, το αποτέλεσμα όμως δεν
έχει ακόμη επέλθει, π.χ. ο τρομοκράτης Α τοποθετεί εκρηκτικό μηχανισμό σε
κατάστημα, ο οποίος πρόκειται να εκραγεί μετά από 10 ώρες.
Παρούσα θεωρείται η επίθεση και στο στάδιο μετά την τελείωση του
εγκλήματος, μέχρι την ουσιαστική του αποπεράτωση, η οποία επέρχεται όταν
η περαιτέρω προσβολή του εννόμου αγαθού δεν είναι πλέον δυνατή ( π.χ.
στα εγκλήματα σκοπού, όπως η κλοπή ).
Η εγκατάσταση αμυντικών μηχανημάτων ( παγίδες, πυροβόλα όπλα,
ηλεκτροφόρα καλώδια ) προς απόκρουση μελλοντικής επίθεσης, θα κριθεί
από το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τη άμυνας κατά το χρόνο
ενεργοποίησης τους. Κατά συνέπεια εκείνος που τα τοποθέτησε φέρει και το
σχετικό κίνδυνο, σε περίπτωση που αυτά λειτουργήσουν υπό συνθήκες που
δεν θεμελιώνουν δικαίωμα άμυνας. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση
διατήρησης άγριων σκύλων.
Στα εγκλήματα παράλειψης η επίθεση είναι παρούσα για όσο χρόνο
διαρκεί η παράλειψη ( δηλ. η αδράνεια του υπόχρεου προς αποτροπή του
αποτελέσματος ), συνήθως δε για όσο χρόνο επίκειται η επέλευση του
αποτελέσματος. Η επίθεση εξακολουθεί να είναι παρούσα μέχρι να παύσει να
παραλείπει ο δράστης, μέχρις ότου δηλαδή αυτός ενεργήσει ή αδυνατεί πλέον
να πράξει ή το έννομο αγαθό προσβληθεί οριστικά ή σωθεί από άλλον.
14
γ) Άδικη: Η επίθεση είναι άδικη όταν: α παραβιάζει κανόνα δικαίου,
δηλ. πληροί μία α.υ.ε. και β) είναι τελικά άδικη, δηλ. δεν έχει λόγο άρσης του
αδίκου. Το άδικο θα είναι συνήθως, αλλά όχι πάντα ποινικό άδικο, δεν
απαιτείται δηλαδή με την επίθεση να παραβιάζεται πάντα διάταξη του
ποινικού νόμου, αλλά οποιουδήποτε είδους νόμου ). Π.χ. υπάρχει άμυνα και
εναντίον του paparazzi, ο οποίος, επιμένοντας να φωτογραφίζει κάποιον σε
δημόσιο χώρο, προσβάλλει την προσωπικότητά του και αδικοπραγεί σε
βάρος του ( Α.Κ. 57-59 σε συνδ. με Α.Κ. 914 επ. ).
Η επίθεση, όμως, δεν είναι άδικη όταν καλύπτεται από κάποιο λόγο
άρσης του αδίκου, π.χ. άμυνα, κατάσταση ανάγκης, προστασία
δικαιολογημένου συμφέροντος, εκπλήρωση καθήκοντος επιβεβλημένου από
το νόμο, συναίνεση του παθόντος ( όταν μπορεί να διαθέσει το
προσβαλλόμενο έννομο αγαθό του ). Είναι, όμως, άδικη η συμπεριφορά του
αμυνόμενου, όταν συντρέχει στο πρόσωπό του υπέρβαση των ορίων της
άμυνας ( 23 ΠΚ ) ή υπαίτια άμυνα ( 24 ΠΚ ). Π.χ. ο Α πυροβολεί κατά του
νεαρού Β που επιχειρεί να τον κλέψει. Ο Γ εξυβρίζει χυδαία τον Δ, έχοντας
σκοπό ο τελευταίος να του επιτεθεί για να τον γρονθοκοπήσει, έτσι ώστε
αυτός ( ο Γ ) να τον σκοτώσει με το πιστόλι που φέρει, καλυπτόμενος από την
αμυντική κατάσταση.
Εφόσον η επίθεση αρκεί να είναι ( τελικά ) άδικη, δεν απαιτείται να είναι
και καταλογιστή στον επιτιθέμενο. Ο Νομοθέτης αρκείται στον τελικά άδικο
χαρακτήρα της επίθεσης. Έτσι, επιτρέπεται άμυνα και όταν η επίθεση
προέρχεται από παράφρονες, παιδιά, πρόσωπα που τελούν σε πραγματική
πλάνη ή σε πλήρη μέθη. Π.χ. Ο θηριώδης παράφρων Α επιχειρεί να κρεμάσει
τον ανήλικο Β από νοσηρή περιέργεια για να δει πώς πεθαίνει. Ο Γ που το
βλέπει, πυροβολεί τον Α και τον σκοτώνει.
Στη θεωρία, πάντως, διατυπώνεται η άποψη ( Ανδρουλάκης ) ότι δεν
είναι «άδικη» η επίθεση ενός ακαταλόγιστου ( π.χ. ενός παράφρονα,
προφανώς μεθυσμένου, ενός μικρού παιδιού, κάποιου υπό την επήρεια
ναρκωτικών κ.λπ. ), καθώς δεν προσβάλλει την αυθεντία της έννομης τάξης.
Κατά την εν λόγω άποψη, οι εν λόγω συμπεριφορές των παραπάνω
προσώπων θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στα πλαίσια της κατάστασης
ανάγκης και όχι της άμυνας. Η άποψη όμως αυτή, κατά την κρατούσα γνώμη
σε νομολογία και θεωρία ( Μυλωνόπουλος ), συνιστά contra legem
15
ερμηνεία, επομένως, πρόκειται για επιθέσεις, κατά των οποίων μπορεί να
αντιταχθεί άμυνα. Δεδομένης όμως της κατάστασης του επιτιθέμενου,
αφενός μεν θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε πιθανή υπέρβαση των
ορίων της άμυνας, αφετέρου δε, και δεδομένου ότι η επίθεση του
ακαταλόγιστου δεν θίγει την αυθεντία της έννομης τάξης, θα πρέπει να
εφαρμοσθεί το «άλλως αναπότρεπτος» της κατάστασης ανάγκης του Π.Κ. 25,
ώστε σε περίπτωση που ο αμυνόμενος μπορεί να φύγει και να μην
συγκρουσθεί με το έννομο αγαθό του επιτιθέμενου, να του επιβάλλεται να
φύγει, άλλως δεν αίρεται το άδικο της πράξης του. Σε κάθε περίπτωση το
ζήτημα ανάγεται στην προβληματική των «κοινωνικο - ηθικών περιορισμών
της άμυνας», που θα αναπτυχθούν αμέσως παρακάτω.
Β) Η αμυντική πράξη
Η αμυντική πράξη είναι αναγκαία προσβολή των εννόμων αγαθών του
επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει ο αμυνόμενος «προς υπεράσπιση του εαυτού
του ή άλλου από παρούσα και άδικη επίθεση…». Ο αμυνόμενος δηλ. δικαιούται να
πλήξει αυτοτελώς τα έννομα αγαθά του επιτιθέμενου και δεν υποχρεούται να
αρκεσθεί σε παθητική απόκρουση της επίθεσης. Η αμυντική πράξη δυνατόν
να στρέφεται και κατά τρίτου, συμμετόχου του επιτιθέμενου, αν είναι παρών
στην επίθεση ή να πλήττει και έννομα αγαθά τρίτου, αμετόχου στην επίθεση,
αν ο επιτιθέμενος φέρει επάνω του τα έννομα αγαθά του τρίτου ( π.χ. ο Α
αμυνόμενος κατά της επίθεσης του Β, καταστρέφει το ακριβό ρολόι του Γ που
φορούσε ο Β ) ή επιτίθεται με αυτά ( π.χ. ο Β οδηγώντας το ΙΧ του αμέτοχου
Γ, το στρέφει κατά του Α για να τον σκοτώσει. Ο Α, αμυνόμενος, σπάζει το
παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Κάθε άλλη προσβολή εννόμων αγαθών τρίτου
που τελείται προς υπεράσπιση του αμυνόμενου, είτε παραμένει τελικά άδικη
είτε κρίνεται κατά τις διατάξεις για την κατάσταση ανάγκης ( ΠΚ 25 ).
Φυγή αντί άμυνας; Στο ερώτημα αν αίρεται το άδικο του αμυνομένου,
που μπορούσε να τραπεί σε φυγή και να μην συγκρουσθεί με το έννομο
αγαθό του επιτιθέμενου, παρά ταύτα παρέμεινε και αμύνθηκε, η κρατούσα
στη θεωρία άποψη απαντά καταφατικά, αφού η φυγή δεν είναι απόκρουση. Η
έννομη τάξη δεν επιβάλει στον δεχόμενο την επίθεση να υποχωρήσει
ατιμωτικά, καθώς το δίκαιο δεν πρέπει να υποχωρεί μπρος στο άδικο. Του
επιτρέπει να μείνει και να αμυνθεί, καθώς δεν υπερασπίζεται μόνο δικά του
( ατομικά ) έννομα αγαθά, αλλά και την ίδια την έννομη τάξη που διασαλεύεται
16
από την άδικη επίθεση. Σύμφωνα με τον Ανδρουλάκη, «Όταν ο αμυνόμενος
υποχωρεί ατιμωτικά, η έννομη τάξη μένει πίσω προδομένη και
αιμορραγούσα». Επομένως, το δικαίωμα προς άμυνα δεν αναιρείται, όταν ο
δεχόμενος την επίθεση μπορούσε να την αποφύγει.
Κοινωνικο-ηθικοί περιορισμοί στην άμυνα
Η προβληματική των κοινωνικο-ηθικών περιορισμών της άμυνας,
δημιουργεί διχογνωμία στη νομική επιστήμη για το ζήτημα, αν επιτρέπεται
άμυνα στην περίπτωση που η επίθεση εκδηλώνεται από παιδί, παράφρονα ή
πρόσωπο που βρίσκεται σε πλήρη μέθη, επήρεια ναρκωτικών ή άλλων
σκευασμάτων ή τελεί σε πραγματική πλάνη, ή συγγνωστή νομική πλάνη ή σε
κατάσταση ανάγκης του άρθρου 32 ΠΚ.
Όπως προαναφέρθηκε, κατά μία άποψη ( όχι κρατούσα ), δεν
επιτρέπεται άμυνα σε επίθεση των παραπάνω προσώπων, γιατί οι πράξεις
τους, αν και γενικά άδικες, δεν προσβάλλουν την αυθεντία της έννομης τάξης
ώστε να δικαιολογείται άμυνα. Στις περιπτώσεις αυτές σωστό είναι να
εφαρμόζονται οι διατάξεις της κατάστασης ανάγκης του άρθρου 25 ή έστω 32
ΠΚ. Εκείνος δε που δέχεται την επίθεση από τα παραπάνω πρόσωπα, έχει
υποχρέωση πριν από οτιδήποτε άλλο, να κάνει τα πάντα για να αποφύγει την
επίθεση των προσώπων αυτών. Επομένως, η φυγή εν προκειμένω είναι
υποχρεωτική, αφού ουδέποτε είναι ατιμωτική. Η άποψη αυτή όμως, δεν έχει
επικρατήσει, αφού συνιστά contra legem ερμηνεία, μη στηριζόμενη στο νόμο,
ο οποίος απαιτεί απλώς άδικη ( τελικά ) επίθεση, χωρίς να την εξαρτά από την
ικανότητα του επιτιθέμενου προς καταλογισμό.
Κατά την κρατούσα, λοιπόν, σε θεωρία και νομολογία άποψη,
επιτρέπεται άμυνα σε επίθεση των παραπάνω προσώπων, καθώς η έλλειψη
καταλογισμού τους δεν επηρεάζει το άδικο της πράξης τους. Έτσι, νόμιμα
προβάλλεται άμυνα εναντίον ενός θηριώδους ψυχασθενούς, ο οποίος
επιχειρεί να μαχαιρώσει ένα παιδί, ώστε να διαπιστώσει πόση ώρα θα
ψυχορραγεί. Στις περιπτώσεις, όμως, αυτές, οι περιστάσεις τέλεσης της
επίθεσης καθιστούν προφανές ότι η ανάγκη προστασίας της αυθεντίας της
έννομης τάξης ή του εννόμου αγαθού του ατόμου υποχωρεί σημαντικά, με
συνέπεια να περιορίζεται και το δικαίωμα άμυνας και αυτό συμβαίνει ιδίως
όταν ο επιτιθέμενος είναι πρόσωπο ακαταλόγιστο ή μειωμένου καταλογισμού
ή παιδί ή μεθυσμένος, όταν η επίθεση προκλήθηκε υπαίτια ( χωρίς όμως τη
17
συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 24 ΠΚ, οπότε η άμυνα είναι, όχι
μόνο περιορισμένη, αλλά πέρα για πέρα απαγορευμένη ), όταν το έννομο
αγαθό είναι του αμυνόμενου είναι ασήμαντο, όταν ο επιτιθέμενος ανήκει στον
οικογενειακό ή γενικά βιοτικό κύκλο με τον αμυνόμενο. Επομένως, δεν τίθεται
ζήτημα, αν νοείται άμυνα στις περιπτώσεις αυτές ( το δικαίωμα αυτό είναι
δεδομένο ), αλλά, χωρίς να αποκλείεται, περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο
μέτρο της αμυντικής πράξης, στο οποίο βέβαια συμπεριλαμβάνεται και η
φυγή, ο δε αμυνόμενος, θα πρέπει να κλιμακώνει σταδιακά την αμυντική του
πράξη, αν η φυγή είναι αδύνατη, σε κλήση των αρχών, ειρηνική διευθέτηση
της διαφοράς και, εν συνεχεία ελαφρές προσβολές του επιτιθέμενου.
Ειδικότερα, τώρα, ως προς το δικαίωμα άμυνας κατά στενών
συγγενών, λόγω της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης προστασίας που πηγάζει
από τις διατάξεις του οικογενειακού δικαίου, το δικαίωμα άμυνας κατά στενών
συγγενών και συζύγων περιορίζεται, με συνέπεια ο δεχόμενος την επίθεση,
π.χ. σύζυγος, να μην δικαιούται να προσβάλλει την ζωή του άλλου συζύγου
όταν μπορεί να την αποφύγει, ενώ αν δεν μπορεί και η απόκρουσή της είναι
δυνατή μόνο με θανάτωση του επιτιθέμενου συζύγου, οφείλει να ανεχτεί
ελαφρές σωματικές βλάβες όχι όμως και βαρύτερες π.χ. γρονθοκοπήματα
κ.λπ. Ορθώς, όμως παρατηρείται σχετικά, ότι, πέραν των απλών σωματικών
βλαβών, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του θύματος να παρέχει προστασία
στον επιτιθέμενο, αίρεται από τον ίδιο τον επιτιθέμενο με την επίθεσή του.
Άμυνα για την υπεράσπιση υπερατομικών εννόμων αγαθών: Αν δεν
υπάρχει ανάγκη προστασίας ατομικού έννομου αγαθού, αλλά απειλούνται
αποκλειστικώς υπερατομικά αγαθά ( εκείνα δηλ. που ανήκουν στην κοινωνική
ολότητα - π.χ. δικαιοσύνη, δημόσια τάξη κ.λπ. ), τότε δε χωρεί άρση του
αδίκου κατά ΠΚ 22. Η άμυνα είναι δικαίωμα και όχι καθήκον των πολιτών.
Συνεπώς: α) Δεν χωρεί καταρχήν άμυνα σε περίπτωση προσβολής
υπερατομικών εννόμων αγαθών που δεν «ανήκουν» σε ένα συγκεκριμένο
άτομο αλλά στην κοινωνική ολότητα ή στην Πολιτεία, ως φορέα εξουσίας
( imperium ). Π.χ. δεν χωρεί άμυνα σε περίπτωση παραχάραξης νομίσματος,
διατάραξης των ηθών ή της θρησκευτικής ειρήνης, έκδοσης ακάλυπτης
επιταγής, ψευδούς κατάθεσης, παράνομης στάθμευσης κ.λπ. β) χωρεί άμυνα
σε περίπτωση προσβολής ατομικού εννόμου αγαθού που ανήκει στο Κράτος,
ως ιδιώτη ( fiscus ). Π.χ. ο Α εισέρχεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο για να
18
κλέψει: χωρεί άμυνα σε βάρος του, αν και απειλείται η ιδιοκτησία του
Δημοσίου, γ) τέλος, χωρεί άμυνα σε περίπτωση που συρρέει επίθεση σε
ατομικό και υπερατομικό αγαθό: λ.χ. σε περίπτωση διατάραξης της ομαλής
λειτουργίας των συγκοινωνιών ( υπερατομικό ) αναγκαία θα υπάρξει και
διατάραξη των εννόμων αγαθών των οδηγών ( ατομικό ).
Εξαίρεση, όπου επιτρέπεται η άμυνα ακόμα και χωρίς να απειλείται
συγκεκριμένο ατομικό αγαθό του αμυνόμενου συνιστά η διάταξη του άρθρου
120 § 4 του Συντάγματος για την κατάλυση του πολιτεύματος, που
αναγνωρίζει δικαίωμα άμυνας ( και μάλιστα με οποιοδήποτε μέσο ) εναντίον
οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το πολίτευμα.
Άμυνα ενώπιον αστυνομικών: Η άμυνα των ιδιωτών είναι επικουρική
έναντι της κρατικής προστασίας. Επομένως η αμυντική πράξη εκ μέρους του
ιδιώτη δεν είναι αναγκαία και δεν επιτρέπεται, όταν η απόκρουση της
επίθεσης είναι εξίσου δυνατή από κρατικά όργανα, παρόντα, έτοιμα και
πρόθυμα να επέμβουν. Εξαίρεση αποτελεί η σπάνια πρακτικά περίπτωση,
κατά την οποία η αμυντική πράξη του ιδιώτη είναι ηπιότερη από εκείνη του
αστυνομικού. Π.χ. πρωταθλητής του καράτε μπορεί να αποκρούσει τον
επιτιθέμενο με απλό χτύπημα, ενώ ο παρών αστυνομικός μόνο με τη χρήση
όπλου.
Η υπέρβαση των ορίων της άμυνας ( ΠΚ 23 )
Η αμυντική συμπεριφορά του αμυνομένου θα πρέπει να είναι
αναγκαία, δηλαδή: α) πρόσφορη, δηλ. κατάλληλη να αποκρούσει την επίθεση
και β) η ηπιότερη δυνατή προς επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Ειδικότερα, με
βάση την αρχή της αναγκαιότητας, η αμυντική πράξη δεν πρέπει να ξεπερνά
κάποια όρια. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 § 3 ΠΚ, το αναγκαίο
μέτρο της άμυνας εξαρτάται από το έννομο αγαθό που απειλείται, από την
επικινδυνότητα της επίθεσης και τις λοιπές περιστάσεις.
Αν ο αμυνόμενος έχει τη δυνατότητα να αποκρούσει την επίθεση με
περισσότερους από έναν τρόπους, πρέπει να επιλέξει τον ηπιότερο, αυτόν
δηλ. που θα προκαλέσει τη μικρότερη ζημία στον επιτιθέμενο.
Όταν ο δράστης, αμυνόμενος, υπερβαίνει τα όρια που επιβάλει ο
νόμος, αποκρούει δηλ. παρούσα και άδικη επίθεση, προκαλώντας στον
επιτιθέμενο βλάβη, μη απολύτως αναγκαία ( μεγαλύτερη από την
απαιτούμενη ), δεν αίρεται το άδικο της πράξης του. Η υπέρβαση άμυνας
19
διακρίνεται σε δύο είδη: α) Εντατική, όταν με την αμυντική πράξη πλήττεται
ανώτερο κατ’ είδος έννομο αγαθό ( π.χ. ο Α επιτίθεται στον Β με γροθιές και ο
Β αμυνόμενος, τον σκοτώνει ), ή το ίδιο μεν έννομο αγαθό αλλά με
μεγαλύτερη σφοδρότητα ( π.χ. ο Α επιτίθεται στον Β με γροθιές, για να του
προκαλέσει απλή σωματική βλάβη και ο Β αμυνόμενος, τον αφήνει ανάπηρο )
και β) Εκτατική, όταν η υπέρβαση τελείται μετά τη λήξη της επίθεσης και
συνδέεται αναπόσπαστα με την αμυντική πράξη, όταν δηλαδή η καταρχήν
νόμιμη αμυντική πράξη εκτείνεται χρονικά και σε χρονικό σημείο κατά το
οποίο έχει ήδη αποκρουσθεί η επίθεση. Π.χ. ο αμυνόμενος, μετά την
απόκρουση της επίθεσης, συνεχίζει να χτυπά τον αναισθητοποιημένο και ήδη
εξουδετερωμένο επιτεθέντα.
Εάν ο αμυνόμενος ξεπεράσει το αναγκαίο μέτρο της άμυνας ( κατ’
ένταση ή κατά χρονική έκταση ), τότε τελεί σε υπέρβαση των ορίων της
άμυνας, η οποία, σύμφωνα με το Π.Κ. 23, τιμωρείται: αν μεν η υπέρβαση
έγινε εκ προθέσεως, για έγκλημα εκ προθέσεως αλλά με ποινή ελαττωμένη
( σε σχέση με εκείνη που θα του επιβαλλόταν αν δεν είχε δεχθεί καθόλου
επίθεση ), ενώ αν έγινε από αμέλεια, τιμωρείται για το οικείο έγκλημα εξ
αμελείας, αν φυσικά το συγκεκριμένο έγκλημα τιμωρείται ( και ) από αμέλεια,
με βάση τις διακρίσεις του Π.Κ. 26.
Συγγνωστή υπέρβαση άμυνας ( 23 εδ. β’ Π.Κ. ): Εάν η υπέρβαση των
νομίμων ορίων της άμυνας από πλευράς αμυνομένου, έγινε εξαιτίας του
φόβου ή της ταραχής ( του πανικού ) που του προκάλεσε η επίθεση, η
πράξη του δεν του καταλογίζεται. Η συγγνωστή λοιπόν υπέρβαση άμυνας
δεν συνιστά λόγο άρσης του αδίκου, αλλά λόγο αποκλεισμού του
καταλογισμού και ειδικότερα του δεοντολογικού στοιχείου του καταλογισμού,
δηλ. της δυνατότητας συμμόρφωσης με το δίκαιο, αφού η ψυχική πίεση του
πράττοντος είναι τόσο μεγάλη, ώστε η συμμόρφωση προς τις επιταγές της
έννομης τάξης δεν είναι ανθρωπίνως δυνατή. Π.χ. ο αστυνομικός Α
πυροβολεί και σκοτώνει τον κακοποιό Β που του είχε επιτεθεί με μαχαίρι, με
δέκα σφαίρες, ενώ με μία στα πόδια έφτανε να τον ακινητοποιήσει.
Εννοείται ότι ως ταραχή δεν μπορεί να θεωρηθεί και εκείνη που
προκαλείται από σθενικό συναίσθημα π.χ. οργή, αλλά μόνο η οφειλόμενη
στην εκ της επιθέσεως έκπληξη που δοκιμάζει ο δεχόμενος μια αιφνιδιαστική
άδικη επίθεση. Η οργή, ωστόσο, που ενδεχομένως συνοδεύει ένα, πάντως
20
υπαρκτό, ασθενικό συναίσθημα, δεν αναιρεί την εφαρμογή του άρθρου 23
ΠΚ.
Η πράξη του ευρισκομένου σε συγγνωστή υπέρβαση άμυνας, έστω
και αν τελικά δεν του καταλογίζεται, διότι κατά την έννομη τάξη είναι
δικαιολογημένη – συγχωρητή, εξακολουθεί να είναι τελικά άδικη. Τούτο
σημαίνει ότι εναντίον αυτής της συγγνωστής υπέρβασης επιτρέπεται άμυνα,
δεδομένου ότι εξακολουθεί να διατηρεί το χαρακτήρα της, ως άδικης
επίθεσης.
Η υπαίτια άμυνα ( Π.Κ. 24 )
Το ΠΚ 24 προβλέπει ότι «δεν απαλλάσσεται από την ποινή που ορίζει ο
νόμος, όποιος με πρόθεση προκάλεσε την επίθεση άλλου, για να διαπράξει εναντίον
του αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της άμυνας». Όταν ο αποδέκτης της άδικης
επίθεσης έδωσε αφορμή σε αυτή με τη συμπεριφορά του, υπάρχει άδικη
επίθεση και από μέρους του, κατά της οποίας επιτρέπεται η άμυνα του Π.Κ.
22. Κατά την κρατούσα άποψη, ο όρος «πρόθεση» ερμηνεύεται στενά ως
άμεσος δόλος α’ βαθμού, δηλ. επιδίωξη και όχι ως οποιοσδήποτε βαθμός
δόλου. Π.χ. ο Α, θέλοντας να σκοτώσει τον Β, και γνωρίζοντας το οξύθυμο
του χαρακτήρα του τελευταίου, τον εξερεθίζει με εξυβριστικές και υποτιμητικές
εκφράσεις, με σκοπό να του επιτεθεί και έτσι να τον σκοτώσει με το
πρόσχημα της άμυνας. Ο Α έχει πλήρη ευθύνη, αφού είχε σκηνοθετήσει» την
επίθεση, για να χτυπήσει τον Β ( πρόκειται για περίπτωση «πράξης
παράνομης στην αιτία της» – actio illicita in causa ).
Επομένως, για να θεμελιωθεί υποκειμενικά η υπαίτια κατάσταση
άμυνας, προσαπαιτείται πρόθεση ( γνώση του δράστη ότι η συμπεριφορά του
είναι προκλητική ) και διπλός σκοπός: α) να δημιουργήσει μια προσχηματική
κατάσταση και β) εκμεταλλευόμενος αυτή, να τελέσει αξιόποινη πράξη.
Επίσης, και ο προκληθείς επιθέμενος, αν υπερβεί τα όρια της επίθεσης, που
επεδίωκε να προκαλέσει ο αμυνόμενος, τότε παύει και αυτός να καλύπτεται
από το Π.Κ. 24 και πράττει αδίκως. Έτσι, στοιχειοθετείται και εδώ άδικη
επίθεση, κατά της οποίας επιτρέπεται άμυνα. Π.χ. ο Α καθυβρίζει τον Β για να
προκαλέσει τη χειροδικία του. Αν πράγματι ο Β επιτεθεί με γροθιές, η άμυνα
του Α θα είναι άδικη και αδικαιολόγητη πράξη. Αν, όμως, ο Β τραβήξει μαχαίρι
( υπέρβαση ορίων ), υπάρχει επίθεση και εκ μέρους του, που επιτρέπει την
άμυνα του Α.
21
Συμπερασματικά, στο ΠΚ 24 δεν υπάγονται οι περιπτώσεις, όπου ο
πράττων:
α) έδωσε αφορμή χωρίς προκλητική συμπεριφορά: π.χ. ο Α προκαλεί φθορά
σε ξένο αυτοκίνητο κατά την οδήγηση ),
β) συμπεριφέρεται ενοχλητικά, αλλά δεν υπάρχει επίθεση κατά Π.Κ. 22: π.χ. ο
Α έχει σχέση με τη γυναίκα του Β,
γ) αγνοεί παντελώς τον προκλητικό χαρακτήρα της πράξης του: π.χ.
αστεϊσμός σε περιοχή με αυστηρά ήθη,
δ) γνωρίζει ότι προκαλεί, αλλά δε θέλει να τελέσει αξιόποινη πράξη κατά του
επιτιθέμενου. Έτσι, ο πράττων διατηρεί το δικαίωμα άμυνας, ακόμη κι όταν
προβλέπει ως ενδεχόμενο ή βέβαιο ότι θα χρειαστεί να αμυνθεί. Σημειώνεται
ότι, αν ο πράττων έχει προκαλέσει υπαίτια την εναντίον του επίθεση, αλλά
χωρίς σκοπό να προσβάλλει τον άλλο με το πρόσχημα της άμυνας, τότε
δικαιούται μεν να αμυνθεί, αλλά οι αμυντικές του δυνατότητες περιορίζονται
κατά σειρά σε: 1) φυγή, 2) παθητική άμυνα, 3) κλήση της αρχής σε βοήθεια,
4) απόκρουση με λιγότερο δραστικά μέτρα.
ε) περίπτωση που, εκ του νόμου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά, που
προκάλεσε την επίθεση, είναι επιτρεπτή: π.χ. ο αστυνομικός προβλέπει ότι ο
κακοποιός, τον οποίο επιχειρεί να συλλάβει, θα προβάλλει σθεναρή
αντίσταση, με αποτέλεσμα να απαιτείται άμυνα εναντίον του.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 1 . Άμυνα στην άμυνα δεν νοείται, για τον απλό
λόγο , ότι άμυνα επιτρέπεται κατά άδικης επίθεσης, και η πρώτη άμυνα δεν
είναι τελειωτικά άδικη, ώστε να επιτρέπει άμυνα εις βάρος της.
2. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ακόμα και στην περίπτωση που ο αμυνόμενος έχει
την επιλογή της φυγής αντί της αντιμετώπισης του επιτιθέμενου, δεν
υποχρεούται να φύγει αλλά έχει το δικαίωμα να μείνει και να υπερασπιστεί
και τον εαυτό του και την έννομη τάξη, η οποία θίγεται. Αυτό ισχύει, γιατί η
δυνατότητα αποτροπής του κινδύνου με άλλα μέσα δεν αποκλείει την άμυνα,
όπως αποκλείει την κατάσταση ανάγκης.

Δ. Κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο ( άρθρο 25 Π.Κ. )

22
Σύμφωνα με το ΠΚ 25, «δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος προς
αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου, ο οποίος απειλεί το
πρόσωπο ή την περιουσία του ιδίου ή άλλου, χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η
προσβολή που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και
τη σπουδαιότητα από την προσβολή που απειλήθηκε».
Με βάση την παραπάνω διάταξη, κατάσταση ανάγκης καλείται η
κατάσταση ενός κινδύνου, παρόντος και απειλούντος ορισμένο έννομο αγαθό,
που μπορεί να αποτραπεί μόνο με την προσβολή έννομου αγαθού σημαντικά
κατώτερου από εκείνου που απειλείται με τον κίνδυνο. Π.χ. ο Α βλέπει ότι
έπιασε φωτιά το αυτοκίνητο του Β και παίρνει αυθαίρετα από την βρύση του Γ
νερό ( κλοπή ΠΚ 372 ), για να σβήσει την φωτιά.
Προϋποθέσεις
Α) «κίνδυνος»: Είναι μια κατάσταση, που επιτρέπει, κατά τους κανόνες
της κοινής πείρας, την πρόγνωση ότι η περαιτέρω εξέλιξη της καθιστά πολύ
πιθανή τη βλάβη ενός έννομου αγαθού, αν δε ληφθούν μέτρα προστασίας. Τα
πραγματικά περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη είναι εκείνα που θα
μπορούσε να αντιληφθεί ο αντικειμενικός παρατηρητής, καθώς και οι τυχόν
επιπλέον γνώσεις του υπό κρίση δράστη.
Ο κίνδυνος μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε πηγή αρκεί να μη
συνιστά άδικη επίθεση κατά την έννοια του άρθρου 22 ΠΚ διότι τότε
τυγχάνουν εφαρμογή οι διατάξεις για την άμυνα. Έτσι ο κίνδυνος μπορεί να
προέρχεται από φυσικό γεγονός ( π.χ. σεισμό, θεομηνία, πυρκαγιά,
πλημμύρα, ναυάγιο ), από συμπεριφορά ζώου ( π.χ. επίθεση σκύλου ), είτε
μπορεί να συνίσταται σε μία κατάσταση ( π.χ. ετοιμόρροπο κτίριο,
μολυσματική ασθένεια ), σε κοινωνικές ή οικονομικές περιστάσεις ( π.χ.
αιφνίδια οικονομική κατάρρευση, μεγάλη ένδεια ), σε συμπεριφορά άλλου
( π.χ. ο Α αφαιρεί από την Β το φάρμακό της που της ήταν τόσο σημαντικό,
ώστε η ίδια εν συνεχεία αναγκάστηκε να το κλέψει από το φαρμακείο ), στη
συμπεριφορά του ίδιου του πράττοντος ( π.χ. απερίσκεπτη περιπλάνηση στο
δάσος ), αλλά και σε επίθεση άλλου η οποία δεν εξικνείται μέχρι του σημείου
να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 ΠΚ ( π.χ. όταν δεν υπάρχει
παρούσα επίθεση αλλά βάσιμα πιθανολογείται ότι μελλοντικά θα εκδηλωθεί
καθώς και όταν η επίθεση έχει λήξει, αλλά προκάλεσε κινδύνους, οι οποίοι
μόνο με προσβολή εννόμων αγαθών άλλων μπορούν να αντιμετωπισθούν ).
23
Δεν έχει σημασία αν ο κίνδυνος ήταν μικρός ή μεγάλος, καθώς κι ο
βαθμός πιθανότητας επέλευσης του αποτελέσματος, λόγω της πράξης του
δράστη. Ο κίνδυνος στην κατάσταση ανάγκης είναι σχετικός. Αρκεί ,δηλαδή,
και ο κίνδυνος με μικρή δυνατότητα πραγμάτωσης.
Όπως και στην άμυνα, ο κίνδυνος θα πρέπει να απειλεί το πρόσωπο
( ζωή, υγεία, τιμή, ελευθερία κ.λπ. ) ή την περιουσία του ίδιου ή οποιουδήποτε
τρίτου, φυσικού ή νομικού προσώπου, της Πολιτείας ή του κοινωνικού
συνόλου. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αξιών που
ανήκουν σε ένα πρόσωπο και δεν αποδοκιμάζονται από το δίκαιο ( π.χ. ο
κλεπταποδόχος δεν μπορεί να επικαλεστεί κατάσταση ανάγκης, όταν
καταστρέφει πόρτα ξένου σπιτιού για να προστατεύσει τα κλοπιμαία ), καθώς
και κάθε μορφή ιδιοκτησίας ( π.χ. πνευματική ), η κυριότητα, η νομή και η
κατοχή.
Β) παρών: Ο κίνδυνος είναι παρών, όταν η επέλευση της προσβολής
άρχισε ή επίκειται άμεσα, έτσι ώστε η παραμικρή καθυστέρηση αντίδρασης να
καθιστά βέβαιη την επέλευσή της ( στιγμιαίος κίνδυνος ). Σε περίπτωση
διαρκούς κινδύνου, παρών είναι, όταν αυτός μπορεί να εξελιχθεί σε προσβολή
του εννόμου αγαθού ανά πάσα στιγμή: π.χ. σύλληψη ψυχοπαθή Ο διαρκής
κίνδυνος είναι παρών και απαιτείται άμεση ενέργεια και όταν η επέλευση της
προσβολής αναμένεται μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου: π.χ. ο Α
αφαιρεί το αυτοκίνητο του Β που λείπει σε ταξίδι, για να σωθεί από τυφώνα
που θα εκδηλωθεί σε λίγες ώρες.
Στις περιπτώσεις διαρκούς κινδύνου ανήκουν και οι
προπαρασκευαστικές πράξεις της άμυνας, καθώς και οι περιπτώσεις
«προληπτικής άμυνας». Π.χ. ο Α έχει πέσει κατ’ επανάληψη θύμα διάρρηξης
από τον Β. Ένα βράδυ αντιλαμβάνεται τον Β στο δωμάτιό του, αρπάζει το
όπλο του, ο Β αρχίζει να τρέχει και ο Α του φωνάζει να σταματήσει αλλιώς
πυροβολεί. Ο Β δεν υπακούει και ο Α τον πυροβολεί. Εδώ, σύμφωνα με το
ΠΚ 22 δεν υπάρχει παρούσα επίθεση. Όμως ο κίνδυνος που έχει θέσει ο Β
είναι διαρκής, αφού θα ξαναπροσβάλει την ιδιοκτησία του Α, με συνέπεια να
καθίσταται και παρών. Πρόκειται για αμυντική κατάσταση ανάγκης, στην
οποία εμπίπτουν οι περιπτώσεις προληπτικής άμυνας.
Γ) Αναπότρεπτος με άλλα μέσα: Ο κίνδυνος είναι άλλως
αναπότρεπτος, όταν η απειλούμενη προσβολή δεν μπορεί να αποτραπεί ( και
24
αντίστοιχα το απειλούμενο έννομο αγαθό δεν μπορεί να προστατευθεί ) με
άλλον τρόπο, παρά μόνο με τη συγκεκριμένη προσβολή του θυσιαζόμενου
εννόμου αγαθού. Το μέσο αποτροπής του κινδύνου πρέπει να είναι
κατάλληλο, το μοναδικό διαθέσιμο ή το λιγότερο ζημιογόνο ( επικουρικότητα
επαχθέστερου μέσου ). Αν, λοιπόν, υπάρχει ηπιότερο μέσο για την εξίσου
αποτελεσματική αποτροπή του κινδύνου δεν στοιχειοθετείται ο λόγος άρσης
του αδίκου του ΠΚ 25. Π.χ.1: ο επιχειρηματίας Α τελεί απάτη και
πλαστογραφία για να αποφύγει την οικονομική καταστροφή, την οποία θα
μπορούσε να αποφύγει με πιο συνετή διαχείριση. Π.χ.2: Ο οδηγός, ενώ
μεταφέρει έγκυο να γεννήσει, προκαλεί τροχαίο, το οποίο θα μπορούσε να
αποφύγει, αν οδηγούσε προσεκτικότερα. Άρα, πρέπει η υπό κρίση πράξη να
είναι αναγκαία και πρόσφορη προς αποτροπή του κινδύνου.
Ως ηπιότερος τρόπος για την αποτροπή του κινδύνου μπορεί να νοηθεί
οποιοσδήποτε, δηλαδή και η φυγή και η κλήση σε βοήθεια. Σε αντίθεση δηλ.
με τις διατάξεις περί άμυνας, εάν ο ευρισκόμενος σε κατάσταση ανάγκης έχει
τη δυνατότητα της φυγής και μη σύγκρουσης με το έννομο αγαθό του τρίτου,
θα πρέπει να επιλέξει το δρόμο της φυγής, αφού εδώ η φυγή δεν είναι
ατιμωτική, με δεδομένο ότι ο κίνδυνος δεν είναι άδικος και δεν προσβάλλει την
αυθεντία της έννομης τάξης. Π.χ. ο Α δέχεται την επίθεση του άγριου σκύλου
του Β. Αν και μπορεί με ασφάλεια να εισέλθει στο αυτοκίνητό του και να
απομακρυνθεί, πυροβολεί και σκοτώνει το σκύλο.  Αφού ο κίνδυνος που
απειλούσε τη ζωή ή υγεία του δεν ήταν «άλλως αναπότρεπτος» ( μπορούσε
να αποτραπεί δια της φυγής ), η προκληθείσα φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατά
του Β ( ΠΚ 378 ) είναι και τελικά άδικη.
Ο ευρισκόμενος σε κατάσταση ανάγκης δεν δικαιούται να προσβάλει
ξένο αγαθό, όταν δεν υπάρχει πραγματική πιθανότητα αποτροπής της
βλάβης: π.χ. ο μεθυσμένος γιατρός, που δεν είναι σε θέση να σώσει τον
κινδυνεύοντα τραυματία, δεν δικαιούται να αφαιρέσει ξένο αυτοκίνητο για να
μεταβεί στον τόπο του δυστυχήματος.
Δ) Χωρίς υπαιτιότητα: Ο κίνδυνος δηλαδή, δεν πρέπει να οφείλεται σε
υπαιτιότητα του δράστη. Αν ο δράστης προκαλέσει τον κίνδυνο για να
προσβάλει αγαθά τρίτου με το πρόσχημα της κατάστασης ανάγκης, τότε δεν
αίρεται το άδικο της πράξης του και τιμωρείται με την ποινή του εκ δόλου
εγκλήματος.
25
Π.χ. Ο Α επιθυμεί να εισέλθει στην οικία του Β και αναζητεί αφορμή. Για
να το πετύχει, προκαλεί διαρροή στους σωλήνες ύδρευσης της οικίας του Β,
οπότε, με την πρόφαση της αποτροπής της πλημμύρας, εισέρχεται στο ξένο
σπίτι. Η καταρχήν άδικη πράξη της διατάραξης οικιακής ειρήνης ( Π.Κ. 334 )
παραμένει και τελικά άδικη ( δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του
Α ), γιατί, αν και υπήρξε άλλως αναπότρεπτος κίνδυνος που απειλούσε την
περιουσία του Β, ο κίνδυνος αυτός οφειλόταν σε υπαιτιότητα ( δόλο σκοπού )
του Α. Ο Α είχε «σκηνοθετήσει» την κατάσταση ανάγκης, για να τελέσει την
αξιόποινη πράξη του ( πρόκειται για άλλη μία περίπτωση «πράξης
παράνομης στην αιτία της» – actio illicita in causa ).
Κατά την κρατούσα σε θεωρία και νομολογία άποψη, ο όρος
«υπαιτιότητα» θα πρέπει να τύχει συσταλτικής ερμηνείας, προς όφελος του
κατηγορουμένου ( in bonam partem ), ώστε να περιλαμβάνει μόνο την
επιδίωξη ( άμεσο δόλο α’ βαθμού ) και όχι όλες τις βαθμίδες του δόλου,
ούτε βέβαια την αμέλεια. Π.χ.1: ο ορειβάτης Α, μη δίνοντας σημασία σε
υποδείξεις άλλων, καταλαμβάνεται από θύελλα, και σπάζει την πόρτα μιας
οικίας για να σωθεί.  Ακόμα και αν ο Α πρόβλεπε το ενδεχόμενο να
ξεσπάσει το βράδυ θύελλα και παρά ταύτα το αποδέχθηκε και πάλι θα
βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης.
Π.χ.2: Ο Α, που προκαλεί την επίθεση σκύλου για να τον σκοτώσει με
πρόσχημα την κατάσταση ανάγκης, δεν είναι βέβαια υποχρεωμένος να
ανεχθεί να τον κατασπαράξει, είναι όμως υποχρεωμένος να ανεχθεί να
κατασπαράξει τον δικό του σκύλο ή να καταστρέψει δικά του πράγματα. Η
άποψη αυτή υπαγορεύεται από την αρχή της αναλογικότητας, κατά τη
στάθμιση των εννόμων αγαθών.
Ε) Όχι καθήκον έκθεσης στον σχετικό κίνδυνο. Οι διατάξεις της
κατάστασης ανάγκης δεν εφαρμόζονται κατά το Π.Κ. 25 § 2 για όποιον έχει
νομικό ( όχι ηθικό ή κοινωνικό ) καθήκον να εκτεθεί στον κίνδυνο που απειλεί
το έννομο αγαθό. Π.χ. ο πλοίαρχος πλοίου που ναυάγησε πρέπει να
εγκαταλείψει το σκάφος τελευταίος, αφού φροντίσει για την διάσωση των
επιβατών. Άλλως δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 25. Ο στρατιώτης δεν
μπορεί να επικαλεστεί κατάσταση ανάγκης για να δικαιολογήσει τη λιποταξία
του. Το ίδιο νομικό καθήκον έχουν και οι πυροτεχνουργοί, οι αστυνομικοί, οι
πυροσβέστες, οι γιατροί, οι νοσοκόμοι κ.ά., οι οποίοι δεν μπορούν να
26
επικαλεστούν τη διάταξη του άρθρου 25 ΠΚ, για την άρση του αδίκου της
πράξης τους.
ΣΤ) Το πληττόμενο ενν. αγαθό να είναι σημαντικά κατώτερο κατ’ είδος
και σπουδαιότητα από το απειλούμενο από τον κίνδυνο.
Το ΠΚ 25 εισάγει ένα ποιοτικό κριτήριο στάθμισης των εκατέρωθεν
συμφερόντων, την ιεράρχηση των έννομων αγαθών. Έτσι, τα προσωποπαγή
έννομα αγαθά είναι σημαντικότερα κατά το είδος από τα περιουσιακά. Επίσης,
ως προς τη βαρύτητα της βλάβης, η ελαφρά προσβολή του ίδιου έννομου
αγαθού είναι προτιμότερη από τη βαριά. Ομοίως, και η βλάβη από την
καταστροφή. Παράλληλα, η ανθρώπινη ζωή υπό οποιαδήποτε μορφή έχει την
ίδια αξία με κάθε άλλη. Γι' αυτό δεν αίρεται το άδικο της θανάτωσης ενός
ανθρώπου για να σωθούν περισσότεροι, με τη σκέψη ότι η ζωή ενός «αξίζει
λιγότερο» από τη ζωή πολλών. Ακόμη κι αν όλοι είναι καταδικασμένοι να
πεθάνουν, υπάρχει πιθανότητα αποκλεισμού μόνο του καταλογισμού.
Κατ’ είδος κατώτερο είναι το ποιοτικά κατώτερο: το αγαθό της
ιδιοκτησίας είναι ποιοτικά κατώτερο από αυτό της ζωής.
Κατά σπουδαιότητα κατώτερο είναι ένα επίσης ποιοτικά κατώτερο
αγαθό: η απλή σωματική βλάβη προσβάλλει την σωματική ακεραιότητα
ελαφρότερα από την βαριά σωματική βλάβη. Για την εξειδίκευσή της
αποβλέπουμε τόσο σε ποσοτικά όσο και ποιοτικά μεγέθη: π.χ. η οδήγηση
χωρίς δίπλωμα για να σωθεί ασθενής είναι προτιμότερη από την
πραγμάτωση του κινδύνου.
Για την άρση ή μη του αδίκου απαιτείται μια συνολική στάθμιση των
συγκρουόμενων εννόμων αγαθών. Π.χ.1: Ο Α εξαναγκάζει τον Β με βία να
δώσει αίμα για να γίνει μετάγγιση σε τραυματία τροχαίου: η βλάβη του Β είναι
σημαντικά κατώτερη, αλλά κατά την κρατούσα άποψη δεν αίρεται το άδικο,
γιατί προσεβλήθη ένα υπερατομικό αγαθό που είναι η ανθρώπινη
αξιοπρέπεια.
Π.χ.2: Η Α για να μην βραχεί η ακριβή τουαλέτα της από την ξαφνική
μπόρα αφαιρεί την ομπρέλα της κακοντυμένης Β ( επιθετική κατάσταση
ανάγκης ): η Α πράττει ( και τελικά ) άδικα, καθώς στην στάθμιση των βλαβών
παρεμβάλλεται και η προσβολή προσωπικότητας της Β.
Η σημασία του απειλούμενου αγαθού αποκτά ποιοτικό χαρακτήρα με
βάση τον συγκεκριμένο φορέα: Π.χ. η καταστροφή ενός αντικειμένου αξίας
27
500 ευρώ είναι σημαντικότερη κατά σπουδαιότητα για έναν φτωχό, παρά για
έναν πλούσιο.
Όταν ο πράττων πληροί την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος
υπό το κράτος της ψυχολογικής βίας ( δηλ. ενεργεί ως όργανο ), η εκβίαση
δεν αποκλείει την άρση του αδίκου. Αυτό συμβαίνει διότι ο νόμος δεν
ενδιαφέρεται για το ποιος προκάλεσε τον κίνδυνο· το γεγονός, όμως, ότι ο
πράττων ενήργησε ως όργανο του αδίκου θα πρέπει να συνυπολογιστεί κατά
τη στάθμιση της σπουδαιότητας της βλάβης. Κριτήριο είναι η βαρύτητα του
εγκλήματος. Π.χ.1: Ο Α εξαναγκάζει τον Β να κλέψει τα ρούχα της Γ, αλλιώς
θα του κόψει ένα δάχτυλο. Ο Β δεν πράττει τελικά άδικα και άμυνα κατ’ αυτού
δεν επιτρέπεται. Π.χ.2: Αν ο Α με την ίδια απειλή εξαναγκάσει τον Β να
ληστέψει την Γ, η βαρύτητα της πράξης του είναι τόσο μεγάλη ώστε το άδικο
δεν αίρεται. Ίσως βέβαια η πράξη του να είναι συγγνωστή, αποκλειομένου του
καταλογισμού ( ΠΚ 32 ).
Αμυντική κατάσταση ανάγκης συντρέχει όταν ο κίνδυνος προέρχεται
από τον ίδιο το φορέα του θυσιαζόμενου έννομου αγαθού. Στην περίπτωση
αυτή, δεν θεμελιώνεται άμυνα είτε διότι δεν υπάρχει καν πράξη ή επίθεση, είτε
διότι η επίθεση δεν είναι άδικη ή παρούσα π.χ. ο Β χτυπά τον επιληπτικό Α,
που έχει καταληφθεί από κρίση, ενώ οδηγεί ( όχι πράξη ), για να ανακτήσει ( ο
Β ) τον έλεγχο του αυτοκινήτου και να αποτραπεί ατύχημα.
Επιθετική κατάσταση ανάγκης υφίσταται όταν το προσβαλλόμενο
έννομο αγαθό ανήκει σε αμέτοχο τρίτο: π.χ. ο Β κλέβει το αυτοκίνητο του Α,
για να μεταφέρει τον τραυματία Γ στο νοσοκομείο.
Η διαφορά των δύο μορφών κατάστασης ανάγκης συνίσταται στο ότι
στην πρώτη, το θυσιαζόμενο έννομο αγαθό εμφανίζεται ως λιγότερο άξιο
προστασίας κατά σπουδαιότητα και, άρα, βαρύνει λιγότερο από ό,τι στη
δεύτερη.
Υπέρβαση των ορίων της κατάστασης ανάγκης ( Π.Κ. 25 § 3 )
Όπως και στην άμυνα, αντίστοιχα και εδώ, ο πράττων επέλεξε
βλαπτικότερο τρόπο αποτροπής του κινδύνου, ενώ υπήρχε άλλος ηπιότερος
και εξίσου αποτελεσματικός. Π.χ. Για να εισέλθει ο Α στο σπίτι του Β να
σβήσει την φωτιά, κατέστρεψε την πανάκριβη εξώπορτα, ενώ μπορούσε
εύκολα να σπάσει την κλειδαριά.

28
Στην περίπτωση της υπέρβασης της κατάστασης ανάγκης, η πράξη
παραμένει άδικη και επιτρέπεται άμυνα εναντίον της. Εάν έπραξε με πρόθεση
τιμωρείται με ελαττωμένη ποινή, ενώ αν έπραξε από αμέλεια, ευθύνεται κατά
τις διατάξεις της αμέλειας. Στο ως άνω παράδειγμα υπέχει μόνο αστικές
ευθύνες, αφού η φθορά ξένης ιδιοκτησίας ( Π.Κ. 378 ) δεν είναι αξιόποινη,
όταν τελείται εξ αμελείας.
Συγγνωστή υπέρβαση ορίων κατάστασης ανάγκης: Ο υπερβαίνων τα
νόμιμα όρια της κατάστασης ανάγκης, λόγω φόβου ή ταραχής που του
προκάλεσε ο κίνδυνος, απαλλάσσεται σύμφωνα με όσα ισχύουν για την
συγγνωστή υπέρβαση των ορίων της άμυνας ( Π.Κ 23 εδ. β’ ), αποκλειόμενου
δηλ. του καταλογισμού. Η πράξη του όμως εξακολουθεί να παραμένει τελικά
άδικη και συγχωρείται κατ’ αυτής άμυνα.

Ε. Σύγκρουση καθηκόντων ( άγραφος λ.α.α. )

Έννοια: Σύγκρουση καθηκόντων ανακύπτει όταν το βαρυνόμενο με


πλείονα νομικά καθήκοντα πρόσωπο περιέρχεται σε τέτοιες πραγματικές
περιστάσεις, ώστε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εκπλήρωση του ενός
καθήκοντος να είναι δυνατή μόνο με ταυτόχρονη παραβίαση ενός άλλου, που
τον βαρύνει συγχρόνως, παραβίαση η οποία συνιστά καταρχήν άδικη πράξη
( ή παράλειψη ). Π.χ. ο πατέρας μπορεί να σώσει μόνο το ένα παιδί του από
φωτιά. Για να είναι επιτρεπτή η άρση του αδίκου, ο πράττων πρέπει να
γνωρίζει ότι τελεί σε κατάσταση σύγκρουσης καθηκόντων και να θέλει την
εκπλήρωση ενός.
Προϋποθέσεις - Βασικά χαρακτηριστικά:
α) σύγκρουση καθηκόντων νοείται μόνο όταν τα δύο καθήκοντα
συμπίπτουν χρονικά ( πρέπει να εκπληρωθούν συγχρόνως ), ενώ υπό
κανονικές συνθήκες συνυπάρχουν χωρίς πρόβλημα,
β) η σύγκρουση καθηκόντων αφορά νομικά και όχι κοινωνικοηθικά
καθήκοντα ( π.χ. δεν υπάρχει σύγκρουση καθηκόντων, αν ο Α παραλείπει να
βοηθήσει τραυματία για να πάει στο γάμο του: τελικά άδικη συμπεριφορά ).
Σύγκρουση καθηκόντων και κατάσταση ανάγκης:

29
Α) Όταν τα συγκρουόμενα καθήκοντα προστατεύουν ετεροδύναμα ( όχι
ισότιμα ) έννομα αγαθά, η τυχόν άρση του αδίκου κρίνεται με βάση το ΠΚ 25
και βάσει κριτηρίων, όπως η βαρύτητα της απειλούμενης προσβολής, το
μέγεθος του κινδύνου, το αν ο κίνδυνος προκλήθηκε υπαίτια κ.λπ. Τούτο
σημαίνει ότι, αφού είναι δυνατή η ευθεία εφαρμογή γραπτού κανόνα δικαίου
( του Π.Κ. 25 ), δεν χρήζει εφαρμογής ο άγραφος της σύγκρουσης
καθηκόντων.
Β) Όταν όμως τα συγκρουόμενα καθήκοντα προστατεύουν ισοδύναμα
έννομα αγαθά, δεν δύναται να τύχει ευθείας εφαρμογής η Π.Κ. 25, οπότε, για
να μην τιμωρηθεί ο δράστης, τυγχάνει εφαρμογής ο εν λόγω άγραφος λόγος
άρσης του αδίκου και διακρίνουμε:
α) σύγκρουση καθήκοντος ενέργειας με καθήκον παράλειψης: Το
έγκλημα ενέργειας είναι βαρύτερο από το έγκλημα παράλειψης. Κατά
συνέπεια, το καθήκον παράλειψης ( δηλ. να αποφύγει ο δράστης την τέλεση
ενός εγκλήματος ενέργειας ) βαρύνει περισσότερο από το καθήκον ενέργειας
( δηλ. να ενεργήσει σώζοντας ένα έννομο αγαθό και να αποφύγει να τελέσει
ένα έγκλημα παράλειψης ) Επομένως, αν ο δράστης επιλέξει την εκπλήρωση
του καθήκοντος παράλειψης ( να μην τελέσει έγκλημα ενεργείας ), αίρεται το
άδικο της πράξης του και πάλι λόγω κατάστασης ανάγκης ( ΠΚ 25 ). Κλασσικό
παράδειγμα: «η σανίδα του Καρνεάδου». Οι Α και Β, μετά από ναυάγιο,
επιπλέουν σε σχεδία που αντέχει μόνο δύο άτομα. Κάποια στιγμή ο Α βλέπει
το ανήλικο τέκνο του να πνίγεται. Προς στιγμήν σκέφτεται να πετάξει τον
συνεπιβάτη του, Β, στη θάλασσα και να σώσει το παιδί του. Πλην όμως δεν το
κάνει και το παιδί του πνίγεται. Το καταρχήν άδικο της παράλειψής του να
σώσει το ανήλικο τέκνο του, αν και έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση,
πηγάζουσα εκ του νόμου ( Π.Κ. 15 ), αίρεται λόγω κατάστασης ανάγκης, αφού
το έγκλημα παράλειψης κρίνεται ως «σημαντικά κατώτερο» από το έγκλημα
ενεργείας. Εάν επέλεγε το αντίθετο, η πράξη του θα ήταν τελικά άδικη
( ασχέτως εάν θα του καταλογιζόταν ) και ο Α θα μπορούσε να προβάλει
άμυνα.
β) σύγκρουση δύο νομικών καθηκόντων ενέργειας, το άδικο αίρεται αν
εκπληρωθεί το ιδιαίτερο καθήκον και όχι το κοινό, και πάλι βάσει του ΠΚ 25
και όχι βάσει του άγραφου λ.α.α. Π.χ. ο Α, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο
όπου μένει με τη γυναίκα του Β, το βρίσκει τυλιγμένο στις φλόγες. Σ΄ ένα
30
παράθυρο η Β φωνάζει βοήθεια, ενώ σε άλλα παράθυρα άλλοι δύο ένοικοι
κάνουν το ίδιο. Ο Α αρπάζει μια ανεμόσκαλα, ανεβαίνει και σώζει τη γυναίκα
του, μόλις όμως έχουν κατεβεί, γκρεμίζεται η στέγη του ξενοδοχείου
σκοτώνοντας τους άλλους ενοίκους. Εδώ δημιουργείται μία μορφή
σύγκρουσης καθηκόντων: Ο Α έχει νομικό καθήκον να σώσει τη γυναίκα του
και τους άλλους ενοίκους, όμως οι συνθήκες δεν του επιτρέπουν παρά να
σώσει μόνο ένα άτομο. Άρα είναι αδύνατη η εκπλήρωση του ενός καθήκοντος
χωρίς την παράβαση του άλλου. Κάθε ζωή έχει ίση αξία με τις άλλες ζωές,
όσες και αν είναι αυτές. Στη περίπτωσή μας, αφού τα έννομα αγαθά είναι ίσης
αξίας ( ζωή με ζωή ), η «ιδιαίτερη» νομική υποχρέωση ( 15 Π.Κ., σε συνδ. με
1386 επ. Α.Κ. ) έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την γενική νομική υποχρέωση
( 307 Π.Κ. ). Αίρεται το άδικο της παράλειψης του Α, λόγω 25 ΠΚ.
γ) σύγκρουση δύο ισοτίμων καθηκόντων ενέργειας ( π.χ. σωτηρία
αμφοτέρων τέκνων από τη φωτιά ) υπάρχει αυτοτελής λόγος άρσης του
αδίκου για το καθένα. Έτσι, αίρεται το άδικο της παράλειψης του υποχρέου να
συμμορφωθεί προς τα λοιπά καθήκοντα, εφόσον εκπληρώνει το ένα. Μόνο
εδώ δύναται να τύχει εφαρμογής ο εν λόγω άγραφος ( εθιμικός ) λ.α.α.,
προκειμένου να μην τιμωρηθεί ο υπόχρεος. Η επιλογή του καθήκοντος, που
θα εκπληρωθεί, βαρύνει τον πράττοντα ( στην απόλυτη διακριτική του
ευχέρεια ) και δεν επιτρέπονται σταθμίσεις π.χ. αριθμός ή «αξία» των
προσώπων που θα σωθούν.
Τέλος, η σύγκρουση καθηκόντων δεν αίρει το άδικο, όταν ο πράττων
την προκάλεσε σκόπιμα, ώστε υπό το πρόσχημά της να τελέσει αξιόποινη
πράξη.

ΣΤ. Συναίνεση του παθόντος

Η συναίνεση του παθόντος δεν αναγνωρίζεται άμεσα στον νόμο ως


γενικός λόγος άρσης του αδίκου. Προβλέπεται καταρχήν ως ειδικός λ.α.α.
Σύμφωνα με το ΠΚ 308 § 3 «η σωματική βλάβη της παραγράφου 1 ( απλή και
όλως ελαφρά ) δεν είναι άδικη, όταν επιχειρείται με τη συναίνεση του παθόντος και
δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη». Σύμφωνα όμως με την κρατούσα στη θεωρία
άποψη, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται αναλογικά και σε εγκλήματα που

31
προσβάλλουν έννομα αγαθά ίσης ή ήσσονος βαρύτητας με την απλή
σωματική βλάβη ( π.χ. σωματική βλάβη εξ αμελείας, εξύβριση, δυσφήμιση ).
Η συναίνεση του παθόντος δε μπορεί να έχει συνέπειες ως λόγος
άρσης του αδίκου, όταν πρόκειται για έννομα αγαθά επί των οποίων ο
πράττων δεν έχει εξουσία διαθέσεως ( π.χ. στην ανθρωποκτονία ή στη βαριά
σωματική βλάβη ). Μπορεί βέβαια να επηρεάζει τη φύση του εγκλήματος
( π.χ. ανθρωποκτονία με συναίνεση ΠΚ 300 ).
Η συναίνεση επίσης δεν λειτουργεί ως λόγος άρσης του αδίκου σε κάθε
περίπτωση βαριάς προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ή της
ελευθερίας, δηλαδή όταν με την πράξη συμπροσβάλλεται στον πυρήνα της
και η ανθρώπινη αξία, την οποία δεν δικαιούται να διαθέσει ο επιμέρους
φορέας της ( π.χ. στα βασανιστήρια ). Ομοίως, δεν αίρει το άδικο εγκλημάτων
που προσβάλλουν υπερατομικά έννομα αγαθά, επί των οποίων δεν υφίσταται
εξουσία διαθέσεως από το άτομο, έστω κι όταν συμπροσβάλλεται ατομικό
έννομο αγαθό ( π.χ. στην προσβολή της ακεραιότητας της χώρας, στην ψευδή
καταμήνυση, κ.λπ. ).
Συναίνεση και συγκατάθεση
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η σύμφωνη βούληση του φορέα του
έννομου αγαθού αποκλείει τη στοιχειοθέτηση της ειδικής υπόστασης του
οικείου εγκλήματος. Έτσι, δεν τίθεται καν ζήτημα άρσης του αδίκου, αφού η
πράξη δεν είναι καν άδικη. Αυτό συμβαίνει σε τέτοιας φύσεως εγκλήματα που,
για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής τους υπόστασης απαιτείται να
τελείται η πράξη ενάντια ή χωρίς τη βούληση του παθόντος ( Π.Κ. 325, 241,
334 και 336 ).
Συγκατάθεση του προσώπου υπάρχει όταν ο ίδιος επιθυμεί την τέλεση
της ( κατά τα άλλα φερόμενης στον νόμο ως άδικης ) πράξης, ενώ η
αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος προϋποθέτει την «αντίθετη βούληση»
του φορέα του εννόμου αγαθού. Στην περίπτωση αυτή δεν γίνεται λόγος για
«συναίνεση» ως «λόγος άρσης του αδίκου», αλλά για μη πλήρωση της
αντικειμενικής υπόστασης. Δεν φτάνουμε δηλ. καν στο στάδιο διερεύνησης
του ( τελικώς ) αδίκου διότι ελλείπει ένα ( ρητό ή συναγόμενο ) στοιχείο της
α.υ.ε: η αντίθετη βούληση του φορέα. Στα εγκλήματα δηλαδή αυτά, είναι
αναπόσπαστο στοιχείο της α.υ.ε. η τέλεσή τους χωρίς τη θέληση του φορέα
του εννόμου αγαθού και προστατεύεται, όπως λόγου χάρη στο βιασμό ( 336
32
Π.Κ. ), στην παράνομη κατακράτηση ( 325 Π.Κ. ), στη διατάραξη οικιακής
ειρήνης ( 334 Π.Κ. ). Σε αυτά τα εγκλήματα η σύμφωνη βούληση του φορέα
( συγκατάθεση ) αποκλείει ήδη την πλήρωση της α.υ.ε. και επομένως δεν
υπάρχει καν ένδειξη του αδίκου. Π.χ. Ο Α προσκαλεί τον Β στο σπίτι του για
τα γενέθλιά του. Ο Β εισέρχεται στην οικία του Α. Δεν μπορεί να γίνει λόγος
για συναίνεση του Α, που αίρει το άδικο της «διατάραξης οικιακής ειρήνης» (
ΠΚ 334 ), γιατί ο Β δεν πληροί καν την α.υ. του εγκλήματος αυτού, δεδομένου
ότι εισήλθε στην οικία του Α με πρόσκληση του τελευταίου. Πρόκειται για
συγκατάθεση του Α.
Συναίνεση αντίθετα του παθόντος υπάρχει όταν καταρχήν πληρούται η
α.υ. ενός εγκλήματος και η πλήρωση αυτή καταρχήν ενδεικνύει τον άδικο
χαρακτήρα της πράξης ( Π.Κ. 308, η απλή σωματική βλάβη δεν προϋποθέτει
στην αντικειμενική της υπόσταση την ύπαρξη αντίθετης βούλησης, επομένως
ακόμα και αν υπάρχει σύμφωνη βούληση, αυτή δεν αποκλείει την πλήρωση
της α.υ.ε., αλλά αξιολογείται ως λόγος άρσης του αδίκου ). Π.χ. ο Α
στοιχηματίζει με τον Β ότι θα παραμείνει ατάραχος, ενώ ο Β θα σβήνει το
τσιγάρο του επάνω στο μπράτσο του Α.

Προϋποθέσεις συναίνεσης ως λόγου άρσης του αδίκου


1) Ικανότητα διάκρισης: Η συναίνεση δεν είναι δήλωση βουλήσεως, γι' αυτό,
για την άρση του αδίκου, αρκεί ο παθών να μπορεί να αντιληφθεί τη
σημασία της. Έτσι, οι νηφάλιοι και ψυχικά υγιείς έχουν πάντα ικανότητα
συναίνεσης. Από την άλλη, οι ανήλικοι, οι διανοητικά καθυστερημένοι, οι
ελαφρώς μεθυσμένοι και οι ψυχικά ασθενείς δεν αποκλείεται να έχουν τη
σχετική ικανότητα. Η ικανότητα προς συναίνεση αποκλείεται στη βαριά
μέθη, στη λήψη οπιούχων ή ηρωίνης και στην πρόδρομη φάση
σχιζοφρένειας. Όταν η ικανότητα προς συναίνεση ελλείπει, αναπληρώνεται
από τον έχοντα την επιμέλεια του προσώπου και μόνο εφόσον επιβάλλεται
προς το συμφέρον του ανίκανου, αλλιώς είναι ανίσχυρη.
2) Σαφής αποδοχή της προσβολής: Ο παθών θα πρέπει να αποδέχεται την
προσβολή υπό την έννοια της εσωτερικής κατάφασης και όχι της απλής
ανοχής, επειδή π.χ. πιστεύει ότι η αντίστασή του είναι μάταιη.
3) Εξωτερίκευση της συναίνεσης: Η συναίνεση δεν είναι δήλωση
βουλήσεως, γι' αυτό δεν απαιτείται τύπος ή δικαιοπρακτική ικανότητα του
33
συναινούντος. Αρκεί η εξωτερίκευσή της κατά τρόπο εξωτερικά
αναγνωρίσιμο. Δε χρειάζεται να είναι ρητή, αφού μπορεί να εκδηλώνεται
και με συμπερασματικά συναγόμενη βούληση με αναμφισβήτητο
κοινωνικό νόημα ( π.χ. ο πυγμάχος, που ανεβαίνει στο ρινγκ, συναινεί στις
τυχόν σωματικές βλάβες που θα υποστεί ). Αντίθετα, αν η βούληση έχει
αμφίσημο νόημα, τότε δεν γίνεται λόγος για συμπερασματικά συναγόμενη
συναίνεση ( π.χ. η συμμετοχή σε ράφτινγκ δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως
συναίνεση έκθεσης σε κίνδυνο ).
4) Βούληση απαλλαγμένη ελαττωμάτων: Η βούληση του παθόντα να
συναινέσει θα πρέπει να είναι ελεύθερη, γνήσια, σπουδαία και οικειοθελής.
Δε νοείται συναίνεση, αν ο παθών βρίσκεται σε πλάνη, αν έχει εξαπατηθεί
( παραπλάνηση ), απειληθεί ή εξαναγκαστεί, καθώς και αν την έδωσε
χάριν αστεϊσμού. Π.χ.1 Ο Α συναινεί στο να του χορηγηθεί ενδοφλέβια
ένεση, πειθόμενος στην ψευδή παράσταση του δράστη ότι περιέχει
υπνωτικό, ενώ περιέχει δηλητήριο. Π.χ.2 Ο φοιτητής ιατρικής Α επιχειρεί
ελαφρά επέμβαση σε ασθενή, που συναινεί σε αυτή, επειδή τον
υπολαμβάνει ως γιατρό. Π.χ.3 Ο Α παριστά ψευδώς στη Β ότι ο γιος της
υπέστη ατύχημα και χρειάζεται μεταμόσχευση κερατοειδούς, τον οποίο
προσφέρει η Β, δωρίζοντας τον δικό της με συνέπεια την τύφλωσή της
από το ένα μάτι. Ο Α είναι έμμεσος αυτουργός βαριάς σωματικής βλάβης.
Π.χ.4 Ο Α, εκμεταλλευόμενος την πλάνη της συζύγου του ότι το αρχαίο
βάζο της είναι ευτελούς αξίας, αποσπά τη συναίνεσή της να το σπάσει.
Όταν ο πράττων αγνοεί την πλάνη του συναινούντος, η συναίνεση δεν
επηρεάζεται. Π.χ. ο Α, μετά από άδεια του φίλου του Β, καταστρέφει
φιάλες κρασιού του τελευταίου, ο οποίος αγνοεί ότι είναι μεγάλης αξίας.
5) Συναίνεση ως προς τη συγκεκριμένη πράξη: Η συναίνεση πρέπει να
δίνεται ως προς τη συγκεκριμένη πράξη και το αποτέλεσμά της, εφόσον
αυτό είναι αντικειμενικά προβλεπτό. Πάντως, η συναίνεση του παθόντος
να εκτεθεί σε κινδυνώδη δραστηριότητα τρίτου δε σημαίνει λογικώς και
συναίνεση στο αποτέλεσμα. Ακόμη κι αν παρασχέθηκε σαφώς και για το
αποτέλεσμα, είναι ανίσχυρη αν ο φορέας του έννομου αγαθού δεν έχει
εξουσία διάθεσής του.
6) Συγκεκριμένος αποδέκτης.

34
7) Ύπαρξη της συναίνεσης κατά την έναρξη της πράξης και καθ' όλη τη
διάρκειά της: Δηλ. να μην έχει ανακληθεί. Στην αντίθετη περίπτωση,
προβλέπεται τιμώρηση του δράστη για απόπειρα. Εκ των υστέρων
έγκριση του αποτελέσματος από τον παθόντα είναι αδιάφορη για την άρση
του αδίκου.
8) Γνώση του δράστη, πριν την τέλεση της πράξης, ότι έχει παρασχεθεί
συναίνεση: Στην αντίθετη περίπτωση, δεν συντρέχουν τα λεγόμενα
«υποκειμενικά στοιχεία δικαιολόγησης της πράξης», οπότε ο πράττων
είναι τιμωρητέος, κατά την κρατούσα άποψη, για απόπειρα του οικείου
εγκλήματος ( π.χ. ο ανιψιός πωλεί το ρολόι, που είχε δανειστεί από το θείο
του, χωρίς να ξέρει ότι στο μεταξύ του το είχε δωρίσει με επιστολή ).
9) Μη αντίθεση στα χρηστά ήθη: ως χρηστά ήθη νοούνται οι αντιλήψεις του
μέσου ανθρώπου για τη σύμφωνη προς την κοινωνική ηθική
συμπεριφορά. Αντίθεση υπάρχει όταν η πράξη έχει καταδυναστευτικό
χαρακτήρα, δηλαδή δεσμεύει υπερβολικά την ελευθερία του προσώπου ή
τελείται σε εκμετάλλευση της ανάγκης/κουφότητας/απειρίας του. Γενικά, η
συναίνεση του παθόντα πρέπει να είναι σύμφωνη με τα χρηστά ήθη.
Πάντως, η συναίνεση είναι ισχυρή ακόμη κι όταν αυτή καθ’ εαυτή αντίκειται
στα χρηστά ήθη, εφόσον η ίδια η πράξη της σωματικής βλάβης δεν είναι
ανήθικη ( π.χ. ο Α συναινεί να γίνει αιμοδότης για μεγάλο χρηματικό ποσό,
το οποίο θα χρησιμοποιήσει για να αγοράσει ναρκωτικά ). Αντίθετα, η
συναίνεση είναι ανίσχυρη, όταν στα χρηστά ήθη αντίκειται η ίδια η πράξη
της προσβολής ( π.χ. ο παθών συναινεί να συμμετάσχει σε αγώνες
πυγμαχίας, χωρίς τήρηση των στοιχειωδών κανόνων ). Σημειώνεται, τέλος,
ότι αν υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με το αν η πράξη είναι όντως ανήθικη,
γίνεται δεκτό πως είναι ηθική και, άρα, η συναίνεση του παθόντος ισχυρή.
Εικαζόμενη συναίνεση: Το άδικο της πράξης αίρεται και στην
περίπτωση της εικαζόμενης συναίνεσης του παθόντος. Περί αυτής γίνεται
λόγος όταν ο φορέας του εννόμου αγαθού δεν έχει μεν συναινέσει στην
προσβολή του, σύμφωνα όμως με αντικειμενική εκτίμηση όλων των
περιστάσεων μπορεί με βεβαιότητα να υποτεθεί, ότι θα παρείχε τη συναίνεσή
του, αν γνώριζε την αληθή κατάσταση των πραγμάτων ή ήταν σε θέση να
εκφράσει τη βούλησή του σχετικά. Π.χ. ο Α εισέρχεται στην κατοικία του

35
απόντος γείτονα Β παραβιάζοντας την πόρτα, για να αποκαταστήσει ζημία σε
σπασμένο σωλήνα ύδρευσης, από την οποία απειλείται διαρροή.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Η συγκατάθεση μπορεί να δοθεί και από ένα παιδί ή από
κάποιον μεθυσμένο ή κάποιον που πλανάται ή ακόμα κάποιον που τελεί υπό
απειλή.
Πρακτική σημασία της διάκρισης: Στην συγκατάθεση δεν απαιτούνται οι
ως άνω προϋποθέσεις της συναίνεσης. Απαιτείται βέβαια η φυσική –
πραγματική δυνατότητα του παθόντος να παρέχει τη συγκατάθεσή του.

Ζ. Άλλοι ( άγραφοι ) λόγοι


Κατά την κρατούσα άποψη, υπάρχουν και άλλοι γενικοί και άγραφοι
λόγοι άρσης του αδίκου, όπως το «κοινωνικώς πρόσφορο» της πράξης, η
«επιτρεπτή διακινδύνευση», ο επιτρεπτός σωφρονισμός ανηλίκων κ.λπ.

ΕΙΔΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΑΔΙΚΟΥ


Οι ειδικοί λ.α.α. αποκλείουν το άδικο ορισμένων μόνο εγκλημάτων,
όπως η συναίνεση του παθόντος στην απλή σωματική βλάβη ( ΠΚ 308 § 3 ),
οι θεμιτές προσβολές της τιμής ( ΠΚ 367 ), η επιτρεπτή άμβλωση ( ΠΚ 304 §
4 ), η επιτρεπτή παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου ( ΠΚ 371 § 4 ).

Συρροή λόγων άρσης του αδίκου


Εάν συρρέουν ειδικοί και γενικοί λόγοι άρσης του αδίκου εφαρμόζεται
μόνο ο ειδικός. Π.χ. Η διάταξη του ΠΚ 304 § 4 εδ. γ’, αποκλείει την εφαρμογή
του ΠΚ 25, επειδή είναι ειδικότερη.
Εάν το άδικο αίρεται με πολλούς λόγους, χρησιμοποιείται η παράλληλη
εφαρμογή τους. Π.χ. το θύμα ληστείας μπορεί όχι μόνο να χτυπήσει τον
δράστη αμυνόμενο ( Π.Κ. 22 ), αλλά και να αναλάβει τα χρήματά του
συγχρόνως με την βία ( Α.Κ. 985 εδ. β’, σε συνδ. με ΠΚ 20 ).
Οι ειδικοί λόγοι ενδέχεται να συρρέουν με τους γενικούς. Εάν λείπει μια
προϋπόθεση του ειδικού μπορεί να εφαρμοστεί ο γενικός. Π.χ. ο γιατρός Α για

36
να σώσει την ζωή της εγκύου διενεργεί άμβλωση στο σπίτι και όχι σε
οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα. Αν και δεν συντρέχουν οι όροι του Π.Κ. 304
§ 4, το άδικο αίρεται με εφαρμογή του Π.Κ. 25.

37

You might also like