Professional Documents
Culture Documents
David Mitchell - Cloud Atlas
David Mitchell - Cloud Atlas
Τίτλος πρωτοτύπου David Mitchell, Cloud Atlas, Sceptre 2004, Sceptre 2024,
Random House 2004
ISBN 978-618-03-4074-7
Κ.Ε.Π. 50246
Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει
τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ
γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή,
εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή
άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.
Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα
τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562
metaixmio.gr • e-mail: metaixmio@metaixmio.gr
Κεντρική διάθεση
Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα
τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
• Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα
τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
• Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα
τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581
ME EΠΙΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Μαρία Ξυλούρη
Για τη Χάνα
και τους παππούδες της
Τo ημερολόγιο Eιρηνικού
του Άνταμ Γιούιν
Πέμπτη, 7 Νοεμβρίου–
Πέρα από το ινδιάνικο χωριουδάκι, σε μια ερημική ακρογιαλιά,
βρήκα ένα μονοπάτι από πρόσφατα χνάρια. Ανάμεσα σε σάπιες
κέλπιες, καρύδες & μπαμπού, τα ίχνη με οδήγησαν στον
δημιουργό τους, έναν Λευκό, με τα μπατζάκια του
παντελονιού του & τα μανίκια της πατατούκας του σηκωμένα,
με περιποιημένη γενειάδα & υπερμέγεθες καπέλο, ο οποίος
κρατούσε ένα κουταλάκι & φτυάριζε & κοσκίνιζε τη σταχτιά
άμμο τόσο διεξοδικά ώστε με πρόσεξε μονάχα αφού τον
χαιρέτησα από τα δέκα μέτρα. Έτσι έγινε & γνώρισα τον
δόκτορα Χένρι Γκους, ιατρό της λονδρέζικης αριστοκρατίας. Η
εθνικότητά του δεν με εξέπληξε. Σε κανέναν από τους χάρτες
που έχω δει δεν είναι καταγεγραμμένη αετοφωλιά τόσο
ερημωμένη, ή νήσος τόσο απομακρυσμένη ώστε να καταφύγει
εκεί κανείς δίχως να βρει έναν Άγγλο ανταγωνιστή.
Άραγε είχε χάσει κάτι ο γιατρός στη ζοφερή εκείνη ακτή;
Μπορούσα να τον συνδράμω; Ο δρ Γκους κούνησε το κεφάλι
αρνητικά, έλυσε το μαντίλι του & επέδειξε το περιεχόμενό του
με ολοφάνερη υπερηφάνεια. «Τα δόντια, κύριε, είναι τα
επισμαλτωμένα άγια δισκοπότηρα της αναζήτησης τούτης. Σε
καιρούς αλλοτινούς αυτή η αρκαδική ακρογιαλιά ήταν χώρος
κανιβαλιστικών συμποσίων, όπως το ακούτε, όπου οι δυνατοί
καταβρόχθιζαν τους αδύναμους. Tα δόντια τα έφτυναν, όπως
θα φτύναμε εμείς το κουκούτσι του κερασιού. Ετούτοι όμως
εδώ οι ευτελείς γομφίοι, κύριε, θα μεταμορφωθούν σε
χρυσάφι, & πώς άραγε; Ένας τεχνίτης στο Πικαντίλι που
κατασκευάζει οδοντοστοιχίες για την αριστοκρατία προσφέρει
γενναιόδωρη αμοιβή για ανθρώπινα δόντια. Ξέρετε την τιμή
για ένα τέταρτο της λίβρας, κύριε;»
Ομολόγησα πως όχι.
«& ούτε θα σας διαφωτίσω, κύριε, διότι πρόκειται για μυστικό
του επαγγέλματος!» Άγγιξε τη μύτη του. «Γνωρίζετε, κύριε
Γιούιν, τη μαρκησία Γκρέις του Μέιφερ; Όχι; Τόσο το καλύτερο
για εσάς, αφού δεν είναι παρά ένα ψοφίμι με μεσοφόρι. Πάνε
πέντε χρόνια που αμαύρωσε τ’ όνομά μου η σκύλα αυτή, ναι,
με κατηγορίες που οδήγησαν στον κοινωνικό εξοστρακισμό
μου». Ο δρ Γκους κοίταξε κατά τη θάλασσα. «Εκείνη τη μαύρη
ώρα άρχισαν οι περιπλανήσεις μου». Εξέφρασα τη συμπόνια
μου για τα δεινά του γιατρού.
«Σας ευχαριστώ, κύριε, σας ευχαριστώ, ετούτα όμως τα
δόντια» είπε κουνώντας το μαντίλι του «είναι οι λυτρωτές
άγγελοί μου. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω. Η μαρκησία
φορά οδοντοστοιχία κατασκευασθείσα από τον
προαναφερθέντα γιατρό. Τα Χριστούγεννα, ενώ η
παρφουμαρισμένη γαϊδάρα θα παραθέτει τη χοροεσπερίδα της,
εγώ, ο Χένρι Γκους, μάλιστα, εγώ αυτοπροσώπως, θα σηκωθώ &
θα αποκαλύψω σε όλους ότι η οικοδέσποινά μας μασουλάει με
δόντια κανίβαλων! Ο κύριος Χιούμπερτ, προβλέψιμα, θα με
προκαλέσει: “Είτε θα παρουσιάσετε τις αποδείξεις σας” θα
γρούξει το γουρούνι “είτε θα επανορθώσετε”. Θα δηλώσω
“Αποδείξεις, κύριε Χιούμπερτ; Μα, εγώ ο ίδιος συνέλεξα τα
δόντια της μητέρας σας από το πτυελοδοχείο του Νοτίου
Ειρηνικού! Ιδού, κύριε, ιδού μερικά όμοιά τους!” & θα πετάξω
τούτα δω ακριβώς τα δόντια στη σουπιέρα της από ταρταρούγα
& αυτή, κύριε, αυτή θα είναι η εκδίκησή μου! Οι φλύαρες
γλώσσες θα κράξουν την παγερή μαρκησία στις φυλλάδες τους
& σύντομα θα είναι πολύ τυχερή αν λαμβάνει καμιά πρόσκληση
σε χοροεσπερίδα πτωχοκομείου!».
Αποχαιρέτησα τον Χένρι Γκους βιαστικά. Πρόκειται για
παράφρονα, θαρρώ.
Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου–
Στο προχειροφτιαγμένο ναυπηγείο κάτω από το παράθυρό μου
οι εργασίες στο μπαστούνι συνεχίζονται, υπό τη διεύθυνση του
κυρίου Σάικς. Ο κύριος Γουόκερ, ο μοναδικός ταβερνιάρης του
Όσιαν Μπέι, είναι επίσης & ο βασικός του ξυλέμπορας &
καυχιέται για τα χρόνια που έκανε αρχιναυπηγός στο
Λίβερπουλ. (Πλέον γνωρίζω υπερβολικά καλά την αντιποδική
εθιμοτυπία για να πιστέψω τέτοιους απίθανους ισχυρισμούς.) Ο
κύριος Σάικς μου είπε ότι, για να καταστεί η Προφήτιδα
«αξιόπλοη», απαιτείται μία εβδομάδα ολόκληρη. Επτά ημέρες
μέσα στο Μουσκέτο φαίνονται ζοφερή καταδίκη, θυμούμαι
ωστόσο τα αιχμηρά δόντια της δαιμονισμένης τρικυμίας & τους
ναύτες που πνίγηκαν στη θάλασσα & η παρούσα ατυχία μου
φαντάζει λιγότερο βαριά.
Βρήκα τον δρα Γκους στη σκάλα σήμερα το πρωί &
προγευματίσαμε μαζί. Μένει στο Μουσκέτο από τα μέσα του
Οκτωβρίου, αφού ταξίδεψε ως εδώ μ’ ένα βραζιλιάνικο
εμπορικό, το Ναμοράντος, από τα Φίτζι, όπου ασκούσε την
τέχνη του σε μια ιεραποστολή. Τώρα ο γιατρός περιμένει ένα
πολύ καθυστερημένο φωκοθηρικό, τη Νέλι, για να τον
μεταφέρει στο Σίδνεϊ. Στην αποικία θα αναζητήσει μια θέση σε
επιβατηγό για να γυρίσει στη γενέτειρά του, το Λονδίνο.
Η κρίση μου για τον δρα Γκους ήταν άδικη & πρόωρη. Για να
ευημερήσει κανείς στο επάγγελμά μου, πρέπει να είναι κυνικός
όμοιος με τον Διογένη, ο κυνισμός όμως μπορεί να καταστήσει
αόρατες πιο διακριτικές αρετές. Ναι, ο γιατρός έχει τις
εκκεντρικότητές του & μετά χαράς θα τις αφηγηθεί για ένα
δράμι πορτογαλέζικο πίσκο (με μέτρο πάντα), εγγυώμαι ωστόσο
ότι είναι ο μοναδικός άλλος κύριος σε αυτό το γεωγραφικό
πλάτος ανατολικά του Σίδνεϊ & δυτικά του Βαλπαραΐσο. Ίσως
ακόμα & να του συντάξω συστατική επιστολή προς τους
Πάρτριτζ στο Σίδνεϊ, διότι ο δρ Γκους & ο αγαπητός ο Φρεντ
είναι της ίδιας πάστας.
Καθώς η κακοκαιρία εμπόδισε την πρωινή μου έξοδο,
καθίσαμε πλάι στη φωτιά μιλώντας & οι ώρες πέρασαν σαν να
ήταν λεπτά. Μίλησα επί μακρόν για την Τίλντα & τον Τζάκσον
αλλά & για τους φόβους μου για τον «πυρετό του χρυσού» στο
Σαν Φρανσίσκο. Η συζήτησή μας έπειτα πέρασε από τη
γενέτειρά μου στα πρόσφατα συμβολαιογραφικά μου
καθήκοντα στη Νέα Νότια Ουαλία, & από εκεί στους Γκίμπονς,
Μάλθους & Γκόντγουιν μέσω Βδελλών & Ατμομηχανών. Η
σοβαρή συζήτηση είναι μια ανακούφιση που μου λείπει
ιδιαίτερα στην Προφήτιδα & ο γιατρός είναι ένας γνήσιος
πολυμαθής. Επιπλέον, διαθέτει μια ωραία στρατιά σκαλιστά
πιόνια από οστό φάλαινας την οποία θα κρατήσουμε
απασχολημένη, είτε έως την αναχώρηση της Προφήτιδας είτε
έως την άφιξη της Νέλι.
Σάββατο, 9 Νοεμβρίου–
Χάραμα λαμπρό σαν ασημένιο δολάριο. Στον όρμο, η σκούνα
μας ακόμη αποτελεί θέαμα αξιοθρήνητο. Στην ακτή
καρενάρουν ένα ινδιάνικο πολεμικό κανό. Ο Χένρι & εγώ
κινήσαμε για την «Παραλία των Ομόδειπνων» με διάθεση
εορταστική, αφού χαιρετήσαμε μακάρια την υπηρέτρια που
εργάζεται για τον κύριο Γουόκερ. Η σκυθρωπή δεσποινίδα
άπλωνε ρούχα σε έναν θάμνο & δεν μας έδωσε σημασία. Έχει
μια υποψία σκούρου αίματος & θαρρώ η μητέρα της δεν πρέπει
να απέχει & πολύ από τη φάρα της ζούγκλας.
Ενώ περνούσαμε κάτω από το ινδιάνικο χωριουδάκι, ένα
«βουητό» μάς κέντρισε την περιέργεια & αποφασίσαμε να
εντοπίσουμε την προέλευσή του. Ο καταυλισμός
περιφράσσεται από πασσάλους, σε τέτοια αποσύνθεση που
μπορεί κανείς να εισβάλει από δέκα μεριές. Μια άτριχη σκύλα
σήκωσε το κεφάλι της, ήταν όμως ξεδοντιάρα & ετοιμοθάνατη
& δεν γάβγισε. Ένας εξωτερικός δακτύλιος από καλύβια πόνγκα
(κατασκευασμένα από κλαριά, χωμάτινους τοίχους & ψάθινες
οροφές) έστεκε ταπεινά στον ίσκιο «αρχοντικών» κατοικιών,
φτιαγμένων από ξύλο, με σκαλιστά ανώφλια & υποτυπώδεις
βεράντες. Στο κέντρο εκείνου του χωριού λάμβανε χώρα μια
δημόσια μαστίγωση. Ο Χένρι & εγώ ήμασταν οι μοναδικοί
Λευκοί εκεί, διακρίνονταν όμως τρεις κάστες Ινδιάνων θεατών.
Ο φύλαρχος καθόταν στον θρόνο του, φορώντας μανδύα με
φτερά, ενώ οι δερματόστικτοι ευγενείς & τα γυναικόπαιδά τους
παρακολουθούσαν όρθιοι, κάπου τριάντα στον αριθμό. Οι
σκλάβοι, πιο μελαψοί & βρόμικοι από τους καστανόχρωμους
αφέντες τους & πολύ λιγότεροι αριθμητικά, κάθονταν στις
λάσπες. Τέτοια έμφυτη, κτηνώδης αποχαύνωση!
Βλογιοκομμένοι & φουσκαλιασμένοι από το χάκι χάκι, οι άθλιοι
τούτοι κοιτούσαν την τιμωρία, χωρίς άλλη αντίδραση πέρα από
το παράξενο εκείνο βουητό που θύμιζε μελίσσι. Αν υποδήλωνε
συμπόνια ή αποδοκιμασία ο ήχος δεν το γνωρίζαμε. Ο
μαστιγωτής ήταν ένας Γολιάθ με σωματική διάπλαση η οποία
θα τρόμαζε & πυγμάχο. Σαύρες δεινές & μικρές ήταν
ζωγραφισμένες απ’ άκρη σ’ άκρη στους μυς του αγρίου – το
τομάρι του θα πουλιόταν σε καλή τιμή, αν & δεν θα
αναλάμβανα να τον απαλλάξω από δαύτο ακόμα & για όλα τα
μαργαριτάρια της Χαβάης! Ο αξιολύπητος δεσμώτης,
κάτασπρος από τα βάσανα χρόνων, ήταν γυμνός, δεμένος σε
ένα πλαίσιο σε σχήμα Α. Με κάθε άγρια καμτσικιά το σώμα του
ριγούσε, η πλάτη του μια περγαμηνή με ματωμένους ρούνους,
το αναίσθητό του όμως πρόσωπο υποδήλωνε τη γαλήνη του
μάρτυρα που έχει ήδη εναποθέσει εαυτόν εις χείρας του
Κυρίου.
Το ομολογώ, σε κάθε καμτσικιά συγκλονιζόμουν. Έπειτα
συνέβη κάτι περίεργο. Ο χτυπημένος άγριος σήκωσε το
γερμένο κεφάλι του, τα μάτια του βρήκαν τα δικά μου & μου
έριξαν ένα βλέμμα αλλόκοτο & εγκάρδιο! Θαρρείς & ηθοποιός
του θεάτρου είδε φίλο παλιό στο θεωρείο &, κρυφά από το
κοινό, του έδειξε πως τον αναγνώρισε. Ένας δερματόστικτος
Μαύρος μας πλησίασε & κούνησε το μαύρο στιλέτο του για να
δείξει ότι δεν ήμασταν ευπρόσδεκτοι. Ρώτησα για τη φύση του
εγκλήματος του δεσμώτη. Ο Χένρι, όμως, έβαλε το χέρι του
στον ώμο μου. «Πάμε, Άνταμ, οι σοφοί δεν μπαίνουν ανάμεσα
στο θεριό & την τροφή του».
Κυριακή, 10 Νοεμβρίου–
Ο κύριος Μπουρχάαβε καθόταν ανάμεσα στην κλίκα των
έμπιστων κακούργων του ωσάν Άρχοντας Όφις με τους
θαμνόφιδές του. Οι κυριακάτικοι «εορτασμοί» τους στον κάτω
όροφο είχαν ξεκινήσει προτού σηκωθώ. Βγήκα σε αναζήτηση
νερού για ξύρισμα & βρήκα την ταβέρνα γεμάτη
θαλασσόλυκους που περίμεναν τη σειρά τους για αυτές τις
καημένες τις Ινδιάνες που έχει παγιδεύσει ο κύριος Γουόκερ σ’
ένα αυτοσχέδιο μπορντέλο. (Ο Ράφαελ δεν ήταν ανάμεσα στους
έκλυτους.)
Δεν εννοώ να προγευματίσω σε πορνείο τη Μέρα του Κυρίου.
Η αποστροφή του Χένρι ήταν ισάξια της δικής μου,
παραλείψαμε λοιπόν το πρόγευμα (το δίχως άλλο, η υπηρέτρια
είχε επιστρατευτεί σε άλλου είδους υπηρεσίες) & κινήσαμε για
το παρεκκλήσι, για να εκκλησιαστούμε νηστικοί.
Ούτε διακόσιες γιάρδες δεν είχαμε προχωρήσει όταν, προς
σύγχυσή μου, θυμήθηκα τούτο το ημερολόγιο, αφημένο στο
τραπέζι του δωματίου μου στο Μουσκέτο, προσβάσιμο σε
όποιον πιωμένο ναύτη τυχόν έμπαινε. Φοβούμενος για την
ασφάλειά του (& τη δική μου, σε περίπτωση που έπεφτε στα
χέρια του), επέστρεψα για να το κρύψω πιο επιδέξια. Η
επιστροφή μου χαιρετίστηκε με πλατιά πονηρά χαμόγελα &
υπέθεσα ότι επρόκειτο για μια περίπτωση του «κατά φωνή & ο
γάιδαρος», πληροφορήθηκα όμως την πραγματική αιτία όταν
άνοιξα την πόρτα μου: όπερ σημαίνει, έπιασα επ’ αυτοφώρω τα
αρκουδίσια καπούλια του Μπουρχάαβε καβάλα στην ιδανική
του Μαυρούλα στο κρεβάτι μου! & ζήτησε τάχα συγγνώμη
εκείνος ο Ολλανδός διάολος; Κάθε άλλο! Θεώρησε εαυτόν θύμα
& φώναξε «Τσακίσου φύγε, κύριε Καλαμαροψώλη! Ειδάλλως,
μα τον Εξαποδώ, θα σου την κόψω τη γιάνκικη την παλιοπένα
σου στα δυο!».
Άρπαξα το ημερολόγιό μου & κουτρουβαλιάστηκα στον κάτω
όροφο, όπου με υποδέχτηκε μια οχλοκρατία ευθυμίας &
περίγελου από τους εκεί συγκεντρωμένους Λευκούς αγρίους.
Διαμαρτυρήθηκα στον Γουόκερ ότι πλήρωνα για ιδιαίτερο
δωμάτιο & απαιτούσα να παραμένει ιδιαίτερο ακόμα & εν τη
απουσία μου, εκείνος ο παλιάνθρωπος όμως απλώς μου
προσέφερε έκπτωση ενός τρίτου «για να καβαλικέψετε ένα
τέταρτο της ώρας την ωραιότερη φοράδα του στάβλου μου!».
Αηδιασμένος, ανταπάντησα ότι ήμουν σύζυγος & πατέρας! &
ότι κάλλιο να πεθάνω παρά να σπιλώσω την αξιοπρέπεια & την
ηθική μου με κάποια από τις συφιλιδιασμένες πουτάνες του! Ο
Γουόκερ ορκίστηκε να μου «στολίσει τα μάτια» άμα ξανάλεγα
τις ίδιες του τις αγαπημένες θυγατέρες «πουτάνες». Ένας
ξεδοντιάρης θαμνόφις είπε χλευαστικά ότι, αν ήταν αρετή το
να διαθέτεις σύζυγο & παιδί, «Ε, τότε, κύριε Γιούιν, είμαι δέκα
φορές πιο ενάρετος από του λόγου σου!» & ένα αθέατο χέρι με
κατάβρεξε με ένα κύπελλο ζύθου. Αποσύρθηκα πριν πάρει τη
θέση του υγρού κάποιο πιο στερεό βλήμα.
H καμπάνα του παρεκκλησιού καλούσε τους θεοφοβούμενους
του Όσιαν Μπέι & έτρεξα εκείθε, όπου περίμενε ο Χένρι,
προσπαθώντας να ξεχάσω τις πρόσφατες ασχήμιες που είχα
αντικρίσει στο κατάλυμά μου. Το παρεκκλήσι έτριζε σαν
παλιόβαρκα & το εκκλησίασμα ελάχιστα υπερέβαινε τα δάχτυλα
δυο χεριών σε αριθμό, πλην όμως ουδέποτε ξεδίψασε
ταξιδιώτης σε όαση της ερήμου με ευγνωμοσύνη μεγαλύτερη
αυτής με την οποία προσευχηθήκαμε ο Χένρι & εγώ ετούτο το
πρωί. Ο λουθηρανός ιδρυτής ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο του
παρεκκλησιού του πριν από δέκα χειμώνες & δεν έχει βρεθεί
ακόμη χειροτονημένος διάδοχος να αποτολμήσει να
διεκδικήσει την ηγεσία της Αγίας Τράπεζας. Το θρήσκευμά
της, επομένως, είναι ένας «αχταρμάς» χριστιανικών δογμάτων.
Διαβάστηκαν βιβλικά εδάφια από τους εγγράμματους του
εκκλησιάσματος & κληθήκαμε να διαλέξουμε & εμείς από έναν
ύμνο. Ο «επιστάτης» του δημώδους τούτου ποιμνίου, ένας
κύριος Ντ’ Άρνοκ, στεκόταν κάτω απ’ τον λιτό σταυρό &
παρακάλεσε τον Χένρι & εμένα να συμμετάσχουμε ισότιμα.
Έχοντας στον νου μου τη σωτηρία μου από την τρικυμία της
περασμένης εβδομάδας, υπέδειξα το κεφ. 8 του Κατά Λουκάν,
προσελθόντες δὲ διήγειραν αὐτὸν λέγοντες· ἐπιστάτα ἐπιστάτα,
ἀπολλύμεθα! ὁ δὲ ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ & τῷ κλύδωνι τοῦ ὕδατος,
& ἐπαύσαντο, & ἐγένετο γαλήνη.
Ο Χένρι απήγγειλε τον Ψαλμό 8 με βροντερή φωνή αντάξια
έμπειρου δραματουργού, & κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν
σου· πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ, πρόβατα & βόας ἁπάσας,
ἔτι δὲ & τὰ κτήνη τοῦ πεδίου, τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ & τοὺς ἰχθύας τῆς
θαλάσσης, τὰ διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν.
Οργανίστας δεν υπήρχε να παίξει ένα μεγαλυνάριο πέρα από
τον άνεμο στην καμινάδα, χορωδία δεν υπήρχε να τραγουδήσει
ένα Νυν απολύεις πέρα από τους μανιασμένους γλάρους, κι
ωστόσο φρονώ πως δεν δυσαρεστήθηκε ο Πλάστης. Μοιάζαμε
περισσότερο στους πρωτοχριστιανούς της Ρώμης απ’ ό,τι η
όποια μεταγενέστερη, καταστόλιστη με απόκρυφα & με
πετράδια Εκκλησία. Ακολούθησε δημόσια προσευχή. Οι
ενορίτες προσεύχονταν αυτοσχεδιαστικά για την εξάλειψη του
περονόσπορου, για την ανάπαυση της ψυχής ενός νεκρού
βρέφους, για την ευλογία ενός νέου ψαροκάικου, &λπ. Ο Χένρι
ευχαρίστησε για τη φιλόξενη υποδοχή των επισκεπτών από
τους χριστιανούς της νήσου Τσάταμ. Εξέφρασα & εγώ την
ευγνωμοσύνη μου & προσευχήθηκα για την Τίλντα, τον
Τζάκσον & τον πεθερό μου, για να είναι προστατευμένοι κατά
την παρατεταμένη απουσία μου.
Μετά τη λειτουργία, μας προσέγγισε εγκαρδιότατα, τον
γιατρό & μένα, ένας ηλικιωμένος «μέγας ιστός» του
παρεκκλησιού εκείνου, κάποιος κύριος Έβανς, που σύστησε
τον Χένρι & εμένα στην κυρία του (αμφότεροι παρέκαμπταν
την αναπηρία της κώφωσης απαντώντας μονάχα τις ερωτήσεις
εκείνες που οι ίδιοι πίστευαν ότι είχαν γίνει & αποδεχόμενοι
μονάχα τις απαντήσεις εκείνες που οι ίδιοι πίστευαν ότι είχαν
δοθεί – στρατήγημα που υιοθετούν πλήθος Αμερικανοί
δικηγόροι) & τους δίδυμους γιους τους, τον Κίγκαν & τον
Ντάβεντ. Ο κύριος Έβανς έκανε γνωστό ότι είχε συνήθεια κάθε
εβδομάδα να καλεί τον κύριο Ντ’ Άρνοκ, τον ιεροκήρυκά μας,
να δειπνήσει στο κοντινό τους σπίτι, διότι ο τελευταίος
κατοικεί στο Πορτ Χατ, ένα ακρωτήρι που απέχει κάποια μίλια.
Θα θέλαμε μήπως & εμείς να τους συντροφεύσουμε στο
κυριακάτικό τους γεύμα; Είχα ήδη ενημερώσει τον Χένρι για τα
Σόδομα & τα Γόμορα στο Μουσκέτο & καθώς ακούγαμε τα
στομάχια μας να φωνάζουν «Ανταρσία!», δεχτήκαμε την
ευγένεια των Έβανς με ευγνωμοσύνη.
Το υποστατικό των οικοδεσποτών μας, που βρισκόταν μισό
μίλι από το Όσιαν Μπέι, σε μια ανεμοδαρμένη & φιδογυριστή
κοιλάδα, αποδείχτηκε κτίσμα πενιχρό μεν, προστατευμένο δε
από εκείνες τις πεισμωμένες καταιγίδες που τσακίζουν τα
κόκαλα τόσων & τόσων δύσμοιρων σκαφών στους κοντινούς
υφάλους. Στην αίθουσα υποδοχής βρισκόταν μια τερατώδης
κεφαλή αγριόχοιρου (αλλήθωρου & με στραβωμένο σαγόνι),
που είχαν σκοτώσει οι δίδυμοι στα δέκατα έκτα γενέθλιά τους,
& ένα υπνοβατικό ρολόι με εκκρεμές (σε ασυμφωνία κάποιων
ωρών με το δικό μου ρολόι τσέπης. Πράγματι, η ακριβής ώρα
είναι μια πολύτιμη εισαγωγή από τη Νέα Ζηλανδία). Ένας
Ινδιάνος αγρεργάτης κρυφοκοίταζε απ’ το παράθυρο τους
επισκέπτες του κυρίου του. Πιο κουρελή αποστάτη δεν είχα
ξαναδεί, ο κύριος Έβανς όμως ορκιζόταν πως «δεν είχε υπάρξει
πιο σβέλτο δίποδο τσοπανόσκυλο» απ’ τον μουλάτο, τον
Μπάρναμπας. Ο Κίγκαν & ο Ντάβεντ είναι τίμια & άμαθα
παιδιά, που κατά κύριο λόγο ξέρουν από πρόβατα (η
οικογένεια διαθέτει διακόσια κεφάλια), διότι ουδείς εκ των δύο
δεν έχει πάει στη «Χώρα» (έτσι αποκαλούν τη Νέα Ζηλανδία οι
νησιώτες), μήτε έχει λάβει την όποια μόρφωση πέρα από τη
μελέτη της Βίβλου με τον πατέρα τους, χάρη στην οποία έχουν
μάθει να διαβάζουν & να γράφουν επαρκώς.
Η κυρία Έβανς είπε την προσευχή & απόλαυσα το πιο
ευχάριστό μου γεύμα (αμόλυντο από αλάτι, σκουλήκια &
βρισίδια) από το αποχαιρετιστήριο δείπνο μου με τον πρόξενο
Μπαξ & τους Πάρτριτζ στο Μπόμοντ. Ο κύριος Ντ’ Άρνοκ μας
αφηγήθηκε ιστορίες απ’ τα καράβια που έχει εφοδιάσει στα
δέκα χρόνια του στη νήσο Τσάταμ, ενώ ο Χένρι μας διασκέδασε
μιλώντας μας για ασθενείς, διάσημους αλλά & αφανείς, που
έχει ευεργετήσει σε Λονδίνο & Πολυνησία. Εγώ από την πλευρά
μου περιέγραψα τις πάμπολλες κακουχίες που υπερνίκησε ο
υποφαινόμενος Αμερικανός συμβολαιογράφος για να εντοπίσει
τον Αυστραλό κληρονόμο μιας διαθήκης εκτελεσθείσας στην
Καλιφόρνια. Συνοδεύσαμε το πρόβειο κρέας & τη μηλόπιτα με
ελαφρύ ζύθο που φτιάχνει ο κύριος Έβανς για τις συναλλαγές
του με τους φαλαινοθήρες. Ο Κίγκαν & ο Ντάβεντ έφυγαν για
να φροντίσουν τα ζωντανά τους & η κυρία Έβανς αποσύρθηκε
στα οικοκυρικά της. Ο Χένρι ρώτησε αν δρούσαν πλέον
ιεραπόστολοι στα Τσάταμ, οπότε ο κύριος Έβανς & ο κύριος
Ντ’ Άρνοκ αντάλλαξαν βλέμματα, & ο πρώτος μάς
πληροφόρησε: «Όχι, οι Μαορί δεν το βλέπουν με καλό μάτι
όταν εμείς οι Πάκεχα τους χαλάμε τους Μοριορί τους με τον
πολύ εκπολιτισμό».
Αναρωτήθηκα αν υφίστατο καν τέτοιο κακό όπως ο «πολύς
εκπολιτισμός». Ο κύριος Ντ’ Άρνοκ μου είπε: «Αν δεν υπάρχει
Θεός δυτικά του ακρωτηρίου Χορν, τότε ούτε αυτά τα Όλοι οι
άνθρωποι δημιουργούνται ίσοι του συντάγματός σας υπάρχουν,
κύριε Γιούιν».1 Τους όρους «Μαορί» & «Πάκεχα» τους γνώριζα
από την παραμονή της Προφήτιδας στο Μπέι Οβ Άιλαντς,
παρακάλεσα όμως να μάθω ποιον ή τι μπορεί να σήμαινε η
λέξη «Μοριορί». Το αίτημά μου άνοιξε ένα ιστορικό κουτί της
Πανδώρας, που κατέγραφε λεπτομερώς την παρακμή & την
πτώση των Αβοριγίνων του Τσάταμ. Ανάψαμε τις πίπες μας. Η
αφήγηση του κυρίου Ντ’ Άρνοκ συνεχιζόταν ακόμη τρεις ώρες
αργότερα, οπότε & έπρεπε να αναχωρήσει για το Πορτ Χατ πριν
κρύψει το δειλινό τα χαντάκια στον δρόμο της επιστροφής του.
Η προφορική εξιστόρησή του, κατά την άποψή μου, είναι
αντάξια της πένας ενός Ντεφόε ή ενός Μέλβιλ & θα την
καταγράψω στις σελίδες αυτές, έπειτα, Μορφέως
επιτρέποντος, από έναν καλό ύπνο.
Δευτέρα, 11 Νοεμβρίου–
Χάραμα υγρό & ανήλιαγο. Ο όρμος έχει όψη γλοιώδη, ο καιρός
όμως είναι αρκετά μαλακός ώστε να μπορούν να συνεχιστούν
οι επισκευές στην Προφήτιδα, δόξα σοι ο Ποσειδώνας. Ενώ
γράφω, τοποθετείται μια καινούργια μετζάνα.
Λίγο αργότερα, όσο προγευματίζαμε ο Χένρι & εγώ, ήρθε
ανάστατος ο κύριος Έβανς, & φορτώθηκε στον φίλο μου τον
γιατρό να εξυπηρετήσει μια μοναχική γειτόνισσα, κάποια χήρα,
την Μπράιντεν, που την έριξε το άλογό της στις πέτρες ενός
βάλτου. Τη φρόντιζε η κυρία Έβανς & φοβόταν ότι η ζωή της
χήρας ήταν σε κίνδυνο. Ο Χένρι πήρε το βαλιτσάκι του & έφυγε
δίχως χρονοτριβή. (Προσφέρθηκα να πάω μαζί, ο κύριος Έβανς
όμως με παρακάλεσε να δείξω κατανόηση, καθώς η ασθενής
είχε αποσπάσει την υπόσχεση πως μόνο γιατρός θα την έβλεπε
στην ανημπόρια της.) Ο Γουόκερ, που έτυχε να ακούσει αυτή
τη συζήτηση, μου είπε ότι κανένα μέλος του ανδρικού φύλου
δεν είχε περάσει το κατώφλι της χήρας εδώ & είκοσι χρόνια &
κατέληξε ότι «Για να αφήνει τον κομπογιαννίτη να την
πασπατέψει, πάει να πει ότι η ανέραστη η παλιοσκρόφα θα
είναι στα τελευταία της».
Οι ρίζες των Μοριορί του «Ρεκόχου» (το όνομα των ντόπιων για
το Τσάταμ) παραμένουν μυστήριο έως σήμερα. Ο κύριος Έβανς
υποστηρίζει την άποψη ότι κατάγονται από Εβραίους
διωγμένους από την Ισπανία, επικαλούμενος τις γαμψές τους
μύτες & τα στραβά τους χείλη. Το θεώρημα που προτιμά ο
κύριος Ντ’ Άρνοκ, ότι οι Μοριορί ήταν κάποτε Μαορί των
οποίων τα κανό ναυάγησαν σε αυτά εδώ τα τόσο
απομακρυσμένα νησιά, στηρίζεται σε ομοιότητες στη γλώσσα &
τη μυθολογία, & επομένως διαθέτει περισσότερα καράτια
λογικής. Το βέβαιο είναι πως, έπειτα από αιώνες ή & χιλιετίες
απομόνωσης, οι Μοριορί ζούσαν ζωή εξίσου πρωτόγονη με
τους καταρρακωμένους εξαδέλφους τους στη Γη του Βαν
Ντίμεν.2 Οι τέχνες της ναυπηγικής (πέρα από πρωτόγονες
ξύλινες σχεδίες που χρησιμοποιούν για να περάσουν τα κανάλια
ανάμεσα στα νησιά) & της ναυσιπλοΐας περιέπεσαν σε αχρησία.
Ότι η υδρόγειος σφαίρα είχε κι άλλες στεριές, όπου πατούσαν
άλλα πόδια, οι Μοριορί ούτε που το φαντάζονταν. Μάλιστα, η
γλώσσα τους δεν διαθέτει λέξη για τη «φυλή», & «Μοριορί»
σημαίνει απλώς «Άνθρωποι». Με την κτηνοτροφία δεν
ασχολούνταν, καθώς αυτά τα νησιά δεν είχαν θηλαστικά ώσπου
περαστικοί φαλαινοθήρες εσκεμμένα εγκατέλειψαν γουρούνια
εδώ για να τα βρίσκουν στα επόμενα ταξίδια τους. Στην
παρθενική τους κατάσταση, οι Μοριορί ήταν τροφοσυλλέκτες,
έπιαναν οστρακοειδή παούα, βουτούσαν για να πιάσουν
αστακούς, πλιατσικολογούσαν αυγά, λόγχιζαν φώκιες, μάζευαν
κέλπιες & σκάλιζαν για σκουλήκια & ρίζες.
Μέχρι στιγμής, οι Μοριορί δεν ήταν παρά μια ντόπια
παραλλαγή των περισσότερων παγανιστών με τις λιναρένιες
φούστες & τους φτερωτούς μανδύες στα ολοένα & λιγότερα
«τυφλά σημεία» του ωκεανού που ακόμη ο Λευκός δεν έχει
επιμορφώσει. Αν κάτι έκανε το παλιό Ρεκόχου μοναδικό,
ωστόσο, αυτό ήταν το πρωτοφανές ειρηνικό τους δόγμα. Από
αμνημονεύτων ετών, η ιερατική κάστα των Μοριορί όριζε πως
όποιος έχυνε αίμα ανθρώπου σκότωνε το ίδιο του το μάνα – την
τιμή του, την αξία του, την υπόληψή του & την ψυχή του.
Κανένας Μοριορί δεν θα πρόσφερε καταφύγιο, τροφή,
κουβέντα ή έστω ένα βλέμμα στον ανεπιθύμητο. Αν ο
εξοστρακισμένος φονιάς επιζούσε μετά τον πρώτο του
χειμώνα, η απόγνωση της μοναξιάς συνήθως τον οδηγούσε σε
μια σήραγγα του Κέιπ Γιανγκ, όπου & αυτοκτονούσε.
Σκεφτείτε το εξής, μας προέτρεψε ο κύριος Ντ’ Άρνοκ. Δυο
χιλιάδες άγριοι (τόσους λογαριάζει ο κύριος Έβανς) τιμούν το
Ου φονεύσεις λόγω & έργω & διατυπώνουν μια προφορική
«Magna Carta» για την εγκαθίδρυση μιας αρμονίας άγνωστης
σε οποιονδήποτε άλλο τόπο στους εξήντα αιώνες από τότε που
γεύτηκε ο Αδάμ τον καρπό του Δέντρου της Γνώσεως. Η
έννοια του πολέμου ήταν στους Μοριορί τόσο άγνωστη όσο το
τηλεσκόπιο στον Πυγμαίο. Η ειρήνη, όχι μια ανάπαυλα μεταξύ
πολέμων αλλά χιλιετίες αναλλοίωτης ειρήνης, επικρατεί σε
αυτά τα απόμερα νησιά. Ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί ότι το παλιό
Ρεκόχου ήταν πιο κοντά στην Ουτοπία του Μορ από ό,τι οι
Πολιτείες της Προόδου μας, που κυβερνώνται από
πολεμοχαρείς πρίγκιπες στις Βερσαλλίες & τη Βιέννη, την
Ουάσινγκτον & το Γουέστμινστερ; «Εδώ» αναφώνησε ο κύριος
Ντ’ Άρνοκ, «& μόνον εδώ, αυτά τα ασύλληπτα φαντάσματα, οι
ευγενείς άγριοι, εμφανίστηκαν με σάρκα & οστά!». (Ο Χένρι,
αργότερα, ενώ επιστρέφαμε στο Μουσκέτο, ομολόγησε: «Με
τίποτα δεν θα περιέγραφα μια φυλή αγρίων τόσο
υπανάπτυκτων που δεν μπορούν να ρίξουν ντρέτα το κοντάρι
ως “ευγενείς”».)
Όπως το γυαλί, έτσι & η ειρήνη φανερώνει την εύθραυστη
φύση της έπειτα από επανειλημμένα χτυπήματα. Το πρώτο
χτύπημα στους Μοριορί ήταν η βρετανική σημαία, που
υψώθηκε στη λάσπη του Σκίρμις Μπέι εν ονόματι του βασιλέως
Γεωργίου από τον υποπλοίαρχο Μπρόουτον του HMS Τσάταμ,
μόλις πριν από πενήντα χρόνια. Τρία χρόνια αργότερα, η
ανακάλυψη του Μπρόουτον ήταν διαθέσιμη στα χαρτογραφικά
πρακτορεία σε Σίδνεϊ & Λονδίνο & μερικοί ελεύθεροι άποικοι
(ανάμεσά τους ο πατέρας του κυρίου Έβανς), ναυαγισμένοι
ναυτικοί & «κατάδικοι σε διαφωνία με την Αποικιακή Υπηρεσία
της Νέας Νότιας Ουαλίας για τους όρους του εγκλεισμού τους»
είχαν εγκατασταθεί & καλλιεργούσαν κολοκύθες, κρεμμύδια,
αραβόσιτο & καρότα. Αυτά τα πουλούσαν σε αναγκεμένους
φωκοθήρες, το δεύτερο χτύπημα στην ανεξαρτησία των
Μοριορί, οι οποίοι διέψευσαν τις ελπίδες των ιθαγενών για
ευημερία βάφοντας ροζ τα κύματα με το αίμα απ’ τις φώκιες.
(O κύριος Ντ’ Άρνοκ παρουσίασε τα κέρδη σύμφωνα με αυτή
την αριθμητική – ένα & μόνο τομάρι απέφερε 15 σελίνια στην
Καντόνα, & αυτοί οι πρωτοπόροι φωκοθήρες μάζευαν πάνω
από δυο χιλιάδες τομάρια ανά σκάφος!) Μέσα σε λίγα χρόνια οι
φώκιες απαντούσαν μόνο σε απομακρυσμένα βράχια & οι
«φωκοθήρες» στράφηκαν & αυτοί στην καλλιέργεια πατάτας,
την προβατοτροφία & τη χοιροτροφία, σε βαθμό τέτοιο ώστε
πλέον τα Τσάταμ είναι γνωστά ως «Το Περιβόλι του
Ειρηνικού». Ετούτοι οι νεόπλουτοι αγρότες εκχερσώνουν τα
εδάφη με πυρκαγιές που σιγοκαίνε κάτω από την τύρφη για
χρόνια & αναζωπυρώνονται στις ξηρασίες για να σπείρουν
καινούργιες συμφορές.
Το τρίτο χτύπημα στους Μοριορί ήταν οι φαλαινοθήρες που
πλέον έδεναν στο Όσιαν Μπέι, το Γουαϊτάνγκι, το Ογουένα &
το Τε Γουακάρου κατά αριθμούς διόλου αμελητέους για
καρενάρισμα, ανεφοδιασμό & ανάπαυση. Οι γάτες & οι
αρουραίοι των φαλαινοθηρικών πολλαπλασιάστηκαν ωσάν τις
Πληγές του Φαραώ & έφαγαν τα πουλιά που φώλιαζαν στο
χώμα, στων οποίων τα αυγά τόσο υπολόγιζαν οι Μοριορί για τη
διατροφή τους. Τέταρτον, οι ετερόκλητες αυτές παθήσεις που
μακελεύουν τις πιο σκουρόχρωμες ράτσες όποτε τις
προσεγγίζει ο Λευκός πολιτισμός απομύζησαν περαιτέρω τον
αβοριγινικό πληθυσμό.
Οι Μοριορί, ωστόσο, όλες αυτές τις κακοτυχίες ενδεχομένως
να τις είχαν αντέξει αν δεν έφταναν στη Νέα Ζηλανδία εκείνες
οι αναφορές που απεικόνιζαν τα Τσάταμ σαν μια πραγματική
γη Χαναάν, με λιμνοθάλασσες γεμάτες χέλια, κολπίσκους
στρωμένους οστρακοειδή & κατοίκους που ούτε από μάχες
ούτε από όπλα ξέρουν. Στα αυτιά των Νάτι Τάμα & των Νάτι
Μούτουνα, δυο πατριών από το Τε Άτι Άγουα στο Ταρανάκι3 (η
γενεαλογία των Μαορί είναι, μας διαβεβαιώνει ο κύριος Ντ’
Άρνοκ, εξίσου περίπλοκη στις διακλαδώσεις της με τα
γενεαλογικά δέντρα που τόσο σέβεται η ευρωπαϊκή υψηλή
κοινωνία, & μάλιστα κάθε παιδί της αγράμματης αυτής ράτσας
ξέρει να πει στη στιγμή το όνομα του παππού του παππού του
& τη «βαθμίδα» του), οι φήμες τούτες υπόσχονταν αποζημίωση
για τις εκτάσεις των πατρογονικών περιουσιών που είχαν χαθεί
κατά τους πρόσφατους «Πολέμους των Μουσκέτων».4
Εστάλησαν κατάσκοποι για να δοκιμάσουν το σθένος των
Μοριορί παραβιάζοντας τα ταπού5 & λεηλατώντας τόπους
ιερούς. Τις προκλήσεις αυτές οι Μοριορί τις αντιμετώπισαν
κατά τις απαιτήσεις του Κυρίου μας, «γυρίζοντας & το άλλο
μάγουλο», & οι παραβάτες επέστρεψαν στη Νέα Ζηλανδία
φέρνοντας διαβεβαιώσεις για την προφανή λιποψυχία των
Μοριορί. Οι δερματόστικτοι Μαορί κονκισταδόρες βρήκαν τη
μονομελή αρμάδα τους στο πρόσωπο του Χάργουντ,
καπετάνιου στο μπρίκι Ρόντνι, ο οποίος, κατά τους τελευταίους
μήνες του 1835, συμφώνησε να μεταφέρει εννιακόσιους Μαορί
& επτά πολεμικά κανό σε δύο ταξίδια, με αντάλλαγμα σπορικές
πατάτες, πυροβόλα όπλα, γουρούνια, μεγάλη ποσότητα
ξασμένου λιναριού & ένα κανόνι. (Ο κύριος Ντ’ Άρνοκ έτυχε
πριν από πέντε χρόνια να συναντήσει τον Χάργουντ, πένητα,
σε μια ταβέρνα στο Μπέι Οβ Άιλαντς. Αρχικώς αρνήθηκε πως
ήταν ο Χάργουντ του Ρόντνι, έπειτα πήρε όρκο πως τον είχαν
εξαναγκάσει να μεταφέρει τους Μαύρους, δεν διευκρίνισε
όμως πώς του είχε επιβληθεί αυτός ο εξαναγκασμός.)
Το Ρόντνι μπαρκάρισε από το Πορτ Νίκολας τον Νοέμβριο,
όμως το φορτίο του των απίστων, πεντακόσιοι άντρες,
γυναίκες & παιδιά, στριμωγμένοι στο αμπάρι για το εξαήμερο
ταξίδι, πνιγμένοι στην κόπρο & τον εμετό & δίχως την
ελαχιστότατη επάρκεια νερού, αγκυροβόλησε στον κολπίσκο
του Γουανατέτε σε τέτοια εξασθένηση που, αρκεί να το ήθελαν,
ακόμα & οι Μοριορί θα είχαν σφαγιάσει τους φιλοπόλεμους
αδελφούς τους. Οι Καλοί Σαμαρείτες επέλεξαν όμως να
μοιραστούν τον φθίνοντα πλούτο του Ρεκόχου αντί να
καταστρέψουν το μάνα τους χύνοντας αίμα, & γιατροπόρεψαν
τους άρρωστους & τους ετοιμοθάνατους Μαορί. «Οι Μαορί
είχαν ξανάρθει στο Ρεκόχου» εξήγησε ο κύριος Ντ’ Άρνοκ, «&
ωστόσο είχαν φύγει, οπότε οι Μοριορί θεώρησαν ότι οι
αποικιστές αντίστοιχα θα τους άφηναν στην ησυχία τους».
H γενναιοδωρία των Μοριορί ανταμείφθηκε όταν επέστρεψε ο
καπετάνιος Χάργουντ από τη Νέα Ζηλανδία με τετρακόσιους
ακόμα Μαορί. Τώρα οι ξένοι ξεκίνησαν τη διεκδίκηση του
Τσάταμ διά του τακάχι, ενός τελετουργικού των Μαορί που
μεταγράφεται ως «Περπατώ στη Γη για να Κατακτήσω τη Γη».
Έτσι διαιρέθηκε το Παλιό Ρεκόχου & οι Μοριορί
πληροφορήθηκαν ότι πλέον ήταν υποτελείς των Μαορί. Στις
αρχές Δεκεμβρίου, όταν διαμαρτυρήθηκαν μερικές δεκάδες
Αβορίγινες, σφαγιάστηκαν με τσεκούρια με συνοπτικές
διαδικασίες. Οι Μαορί αποδείχτηκαν άξιοι μαθητές των Άγγλων
στις «σκοτεινές τέχνες του αποικισμού».
Η νήσος Τσάταμ περικλείει μια αχανή αλίβρεκτο
λιμνοθάλασσα, την Τε Γουάνα, που είναι σχεδόν μια ενδοχώρια
θάλασσα, πλην όμως γονιμοποιείται από τον ωκεανό που
εισχωρεί με τη φουσκονεριά από τα «χείλη» της στο Τε
Αγουαταπίκι. Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, οι άντρες Μοριορί
έκαναν συμβούλιο σ’ εκείνο τον ιερό τόπο. Τρεις μέρες
κράτησε, & στόχος του ήταν η επίλυση του εξής ζητήματος:
Εάν κάποιος έχυνε αίμα Μαορί, θα κατέστρεφε το μάνα του; Οι
νεότεροι υποστήριζαν ότι στο δόγμα της Ειρήνης δεν
συμπεριλαμβάνονταν αλλοδαποί κανίβαλοι παντελώς άγνωστοι
στους προγόνους τους. Οι Μοριορί είτε θα σκότωναν είτε θα
σκοτώνονταν. Οι γηραιότεροι προέτρεπαν προς εκτόνωση,
διότι, εφόσον οι Μοριορί διατηρούσαν το μάνα τους με τη γη
τους, οι θεοί & οι πρόγονοί τους θα λύτρωναν τη φυλή από το
κακό. «Αγκάλιασε τον εχθρό σου» προέτρεψαν οι γηραιότεροι,
«για να μη σε χτυπήσει». («Αγκάλιασε τον εχθρό σου» σχολίασε
ο Χένρι «για να νιώσεις το μαχαίρι του στους νεφρούς σου».)
Επικράτησαν οι γηραιότεροι, ελάχιστη όμως σημασία είχε.
«Όταν υστερούν αριθμητικά» μας είπε ο κύριος Ντ’ Άρνοκ, «οι
Μαορί φροντίζουν να αρπάξουν την ευκαιρία & να χτυπήσουν
πρώτοι & σκληρότερα, όπως μπορούν να επιβεβαιώσουν από
τους τάφους τους πλήθος δύσμοιροι Βρετανοί & Γάλλοι». Οι
Νάτι Τάμα & Νάτι Μούτουνα είχαν κάνει & εκείνοι τα
συμβούλιά τους. Στην επιστροφή από τη σύσκεψή τους οι
άντρες Μοριορί συνάντησαν ενέδρες & μια νύχτα πιο
επονείδιστη & απ’ τον χειρότερο εφιάλτη, νύχτα σφαγής,
πυρπολημένων χωριών, λεηλασιών, αντρών & γυναικών
ανασκολοπισμένων στη σειρά στις παραλίες, παιδιών
κρυμμένων σε τρύπες, όπου τα εντόπιζαν & τα διαμέλιζαν
λαγωνικά. Μερικοί αρχηγοί είχαν στον νου τους την επαύριον &
έσφαζαν μόνο όσο χρειαζόταν για να εμφυσήσουν στους
εναπομείναντες την υπακοή διά του τρόμου. Άλλοι αρχηγοί δεν
ήταν τόσο μετρημένοι. Στην παραλία του Γουαϊτάνγκι πενήντα
Μαορί αποκεφαλίστηκαν, φιλεταρίστηκαν, τυλίχθηκαν σε
φύλλα λιναριού, κι έπειτα ψήθηκαν στον φούρνο με γιαμ &
γλυκοπατάτες. Από τους Μοριορί που είχαν δει το στερνό
ηλιοβασίλεμα του παλιού Ρεκόχου ούτε οι μισοί δεν έζησαν να
δουν τον ήλιο των Μαορί να ανατέλλει. («Απομένουν λιγότεροι
από εκατό καθαρόαιμοι Μοριορί» είπε θλιμμένα ο κύριος Ντ’
Άρνοκ. «Στα χαρτιά το Βρετανικό Στέμμα τούς απελευθέρωσε
από τον ζυγό της σκλαβιάς πριν από χρόνια, μα οι Μαορί
αδιαφορούν για τα χαρτιά. Απέχουμε μια βδομάδα αρμένισμα
από το Σπίτι του Κυβερνήτη & η Αυτής Μεγαλειότης δεν
συντηρεί φρουρά στο Τσάταμ».)
Ρώτησα γιατί δεν είχαν εμποδίσει οι Λευκοί τους Μαορί κατά
τη σφαγή.
Ο κύριος Έβανς δεν κοιμόταν πια & ούτε ήταν κουφός, όπως
νόμιζα. « Έχετε δει ποτέ πολεμιστές Μαορί μανιασμένους για
αίμα, κύριε Γιούιν;»
Είπα ότι δεν είχα.
«Όμως έχετε δει καρχαρίες μανιασμένους για αίμα, σωστά;»
Αποκρίθηκα ότι είχα.
«Δεν έχει & μεγάλη διαφορά. Φανταστείτε ένα μοσχάρι να
αιμορραγεί & να σπαρταρά σε αβαθή γεμάτα καρχαρίες. Τι
κάνετε – μένετε μακριά από το νερό ή προσπαθείτε να κλείσετε
τα στόματα των καρχαριών; Αυτό ήταν το δίλημμά μας. Ναι,
τους ελάχιστους που μας χτύπησαν την πόρτα τούς βοηθήσαμε
–ένας απ’ αυτούς ήταν ο βοσκός μας, ο Μπάρναμπας–, αν
βγαίναμε όμως έξω εκείνη τη νύχτα, δεν θα μας ξανάβλεπε
άνθρωπος. Να σας θυμίσω ότι στο Τσάταμ δεν ήμασταν ούτε
πενήντα Λευκοί εκείνο τον καιρό. Εννιακόσιοι Μαορί στο
σύνολο. Οι Μαορί εμάς τους Πάκεχα μας υπακούνε, κύριε
Γιούιν, αλλά μας απεχθάνονται. Αυτό μην το ξεχνάτε».
Τι δίδαγμα να αντλήσω; Η ειρήνη, αν & την αγαπάει ο Κύριός
μας, είναι θεμελιώδης αρετή μόνο αν οι γείτονές σου
συμμερίζονται την ηθική σου.
Νύχτα–
Το όνομα του κυρίου Ντ’ Άρνοκ δεν χαίρει δημοφιλίας στο
Μουσκέτο. « Ένας Λευκός Μαύρος, ένα ημίαιμο μπαστάρδι
είναι» μου είπε ο Γουόκερ. «Κανείς δεν ξέρει τι είναι». Ο
Σαγκς, ένας μονόχειρας βοσκός που είναι στο μπαρ ολημερίς,
πήρε όρκο ότι ο γνωστός μας είναι βοναπαρτιστής στρατηγός
που έχει καταφύγει εδώ κρύβοντας την ταυτότητά του. Ένας
άλλος πήρε όρκο ότι ήταν Πολωνός.
Ούτε η λέξη «Μοριορί» είναι δημοφιλής. Ένας πιωμένος
Μαορί μουλάτος μού είπε ότι ολόκληρη την ιστορία των
Αβοριγίνων τη σκαρφίστηκε ο «τρελός γερο-λουθηρανός» & ο
κύριος Ντ’ Άρνοκ κηρύσσει το μοριορικό του ευαγγέλιο μόνο &
μόνο για να νομιμοποιήσει τις δικές του ψευδείς αξιώσεις επί
της γης εναντίον των Μαορί, των αληθινών ιδιοκτητών του
Τσάταμ, που πηγαινοέρχονται εδώ από αμνημονεύτων! Ο
Τζέιμς Κόφι, χοιροτρόφος, είπε ότι οι Μαορί είχαν κάνει χάρη
στον Λευκό εξοντώνοντας μια άλλη φυλή αγρίων για να μας
κάνουν χώρο, & πρόσθεσε ότι οι Ρώσοι εκπαιδεύουν Κοζάκους
για «να μαλακώσουν τα σιβηρικά τομάρια» κατά παρόμοιο
τρόπο.
Διαμαρτυρήθηκα ότι αποστολή μας θα έπρεπε να είναι να
εκπολιτίσουμε τις μαύρες φυλές διά του προσηλυτισμού, όχι της
εξολόθρευσης, καθώς & εκείνοι από τη χείρα του Θεού ήταν
πλασμένοι. Όλοι στην ταβέρνα εξαπέλυσαν μύδρους εναντίον
μου για τις «συναισθηματικές γιάνκικες τρίχες μου»! «Ακόμα &
στον καλύτερο από δαύτους αξίζει να πεθάνει σαν γουρούνι!»
φώναξε ένας. «Το μόνο ευαγγέλιο που καταλαβαίνουν οι
Μαύροι είναι το ευαγγέλιο του ανα—ένου του καμτσικιού!»
Ένας άλλος: «Εμείς οι Βρετανοί καταργήσαμε τη σκλαβιά στην
αυτοκρατορία μας – τι να μας πουν οι Αμερικάνοι!»
Η στάση του Χένρι ήταν τουλάχιστον αμφίθυμη. « Έπειτα από
χρόνια συνεργασίας με ιεραπόστολους, μπαίνω στον πειρασμό
να συμπεράνω ότι οι προσπάθειές τους απλώς παρατείνουν τον
επιθανάτιο ρόγχο μιας φυλής κατά δέκα ή είκοσι χρόνια. Ο
συμπονετικός αγρότης σκοτώνει το πιστό άλογό του όταν είναι
πια πολύ γέρικο για να δουλέψει. Δεν είναι άραγε το
φιλανθρωπικό καθήκον μας να απαλύνουμε αντίστοιχα τα
βάσανα των αγρίων επιταχύνοντας τον αφανισμό τους; Σκέψου
τους Ερυθρόδερμούς σας, Άνταμ, σκέψου τις συμφωνίες που
έχετε κατ’ εξακολούθηση καταργήσει & αθετήσει εσείς οι
Αμερικάνοι. Δεν θα ήταν πιο ανθρώπινο, σίγουρα, & πιο
έντιμο, απλώς να κοπανήσετε τους αγρίους κατακέφαλα & να
ξεμπερδεύετε;»
Καθείς & η αλήθειά του. Μερικές φορές, διακρίνω μια
αληθέστερη Αλήθεια, κρυμμένη σε ατελείς απεικονίσεις του
εαυτού της, σαν πλησιάζω όμως, ανασαλεύει & πηγαίνει ακόμα
πιο βαθιά στον ακανθώδη βάλτο της διχογνωμίας.
Τρίτη, 12 Νοεμβρίου–
Ο ευγενής μας καπετάνιος Μολινό τίμησε σήμερα το Μουσκέτο
για να παζαρέψει πέντε βαρέλια παστό κρέας με τον
σπιτονοικοκύρη μου (το ζήτημα διευθετήθηκε με μια ξέφρενη
παρτίδα τριάντα μία & νικητή τον καπετάνιο). Προς μεγάλη μου
έκπληξη, προτού επιστρέψει στο ναυπηγείο για να επιβλέψει
την πρόοδο των εργασιών, ο καπετάνιος Μολινό ζήτησε μια
κατ’ ιδίαν συζήτηση με τον Χένρι στα ιδιαίτερα του συντρόφου
μου. Η εξέταση συνεχίζεται την ώρα που γράφω. Ο φίλος μου
έχει προειδοποιηθεί για τον αυταρχισμό του καπετάνιου, &
πάλι όμως, διόλου δεν μ’ αρέσει.
Αργότερα–
O καπετάνιος Μολινό, κατά τα φαινόμενα, πάσχει από μια
ασθένεια που, δίχως αγωγή, ίσως επηρεάσει τις διάφορες
εκείνες ικανότητες τις οποίες επιβάλλει η θέση του. Ο
καπετάνιος επομένως πρότεινε στον φίλο μου τον Χένρι να
ταξιδέψει μαζί μας μέχρι τη Χονολουλού (με δωρεάν διατροφή
& ιδιωτική κουκέτα), αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα τόσο του
ιατρού του πλοίου όσο & του προσωπικού θεράποντα του
καπετάνιου Μολινό έως την άφιξή μας. Ο φίλος μου εξήγησε
ότι σκόπευε να γυρίσει στο Λονδίνο, ο καπετάνιος Μολινό
όμως ήταν πολύ επίμονος. Ο Χένρι υποσχέθηκε να σκεφτεί το
ζήτημα & να πάρει την απόφασή του μέχρι το πρωί της
Παρασκευής, η οποία έχει τώρα οριστεί ως μέρα αναχώρησης
της Προφήτιδας.
Ο Χένρι δεν κατονόμασε την αρρώστια του καπετάνιου, μήτε
τον ρώτησα, αν & δεν χρειάζεται δα να διαθέτεις & ιδιαίτερες
ιατρικές γνώσεις για να συναγάγεις ότι ο καπετάνιος Μολινό
βασανίζεται από την ποδάγρα. Η διακριτικότητα του φίλου μου
τον τιμά ιδιαίτερα. Όποιες ιδιορρυθμίες & αν παρουσιάζει ο
Χένρι Γκους ως συλλέκτης παράξενων αντικειμένων, πιστεύω
ότι ο δρ Γκους είναι υποδειγματικός θεραπευτής & ελπίζω
ολόψυχα, αν & ιδιοτελώς, ότι ο Χένρι θα δώσει καταφατική
απάντηση στην πρόταση του καπετάνιου.
Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου–
Καταφεύγω στο ημερολόγιό μου ωσάν καθολικός σε
εξομολογητή. Οι μελανιές μου επιμένουν ότι αυτές οι
αλλόκοτες πέντε τελευταίες ώρες δεν ήταν παραληρηματικό
δημιούργημα της Πάθησής μου, αλλά πραγματικά συμβάντα.
Θα περιγράψω τι με βρήκε σήμερα, μένοντας κατά το δυνατόν
πιστός στα γεγονότα.
Σήμερα το πρωί, ο Χένρι επισκέφτηκε για άλλη μια φορά την
καλύβα της χήρας Μπράιντεν για να διορθώσει τον νάρθηκά
της & να ξαναβάλει κατάπλασμα. Αντί να υποκύψω στην
αδράνεια, αποφάσισα να ανέβω έναν ψηλό λόφο βορινά του
Όσιαν Μπέι, γνωστό ως Κόνικαλ Τορ, το μεγάλο υψόμετρο του
οποίου υπόσχεται την καλύτερη θέα της «απάτητης» πλευράς
της νήσου Τσάταμ. (Ο Χένρι, άνθρωπος μεγαλύτερος στα
χρόνια, παραείναι μυαλωμένος για να πεζοπορεί σε
αχαρτογράφητα νησιά κατοικημένα από κανίβαλους.) Ο
ασθενικός χείμαρρος που ποτίζει το Όσιαν Μπέι με οδήγησε
αναπόταμα, μέσα από βαλτώδη βοσκοτόπια & πλαγιές γεμάτες
πρέμνα, σε παρθένο δάσος τόσο σάπιο, κομπιασμένο &
μπερδεμένο, που υποχρεώθηκα να αναρριχηθώ ωσάν
ουρακοτάγκος! Αίφνης άρχισε μια καταιγιστική χαλαζόπτωση,
η οποία γέμισε το δάσος με ξέφρενες τυμπανοκρουσίες &
τέλειωσε απότομα. Είδα έναν «μαυρολαίμη καλόγιαννο» του
οποίου το φτέρωμα ήταν μαύρο σαν τη νύχτα & του οποίου η
ημεράδα ελάχιστα απείχε απ’ την περιφρόνηση. Ένα αθέατο
τούι6 έπιασε το τραγούδι, η φουντωμένη φαντασία μου όμως
του έδωσε ανθρώπινη λαλιά: «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού!»
φώναζε ενώ φτερούγιζε σ’ έναν λαβύρινθο από μπουμπούκια,
κλαράκια & αγκάθια. «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού!» Έπειτα από
μια εξουθενωτική αναρρίχηση, κατέκτησα την κορυφή,
ξεσχισμένος & γρατζουνισμένος στις πού να ξέρω τι ώρα,
καθώς αμέλησα να κουρδίσω το ρολόι μου χθες βράδυ. Η
πυκνή ομίχλη που κατατρύχει τούτες τις νήσους (το
αβοριγινικό όνομα «Ρεκόχου», μας ενημερώνει ο κύριος Ντ’
Άρνοκ, σημαίνει « Ήλιος της Ομίχλης») είχε κατέλθει ενόσω
εγώ ανερχόμουν, έτσι το πολύτιμό μου πανόραμα δεν ήταν
παρά δεντροκορφές που χάνονταν στην ανασταλαγιά. Μίζερη
ανταμοιβή για τον μόχθο μου, πράγματι.
Η «κορυφή» του Κόνικαλ Τορ ήταν ένας κρατήρας, λίγες
δρασκελιές στη διάμετρο, που περικύκλωνε με κατσάβραχα μια
γούβα της οποίας ο πάτος κρυβόταν πολύ κάτω από τα πένθιμα
φυλλώματα μιας γρόσας,7 αν όχι παραπάνω, δέντρων κόπι.8 Δεν
θα ήθελα να εξερευνήσω τα βάθη της χωρίς τη βοήθεια
σχοινιών & αξίνας. Έκανα τον κύκλο του χείλους του κρατήρα,
αναζητώντας ένα πιο βατό μονοπάτι για να επιστρέψω στο
Όσιαν Μπέι, όταν ένα αναπάντεχο χρουους! με έριξε κατάχαμα:
ο νους απεχθάνεται το κενό & συνηθίζει να το γεμίζει με
φαντάσματα, επομένως πρώτα είδα έναν αγριόχοιρο να ορμάει,
έπειτα έναν Μαορί πολεμιστή, με υψωμένο το δόρυ, με το
πρόσωπό του χαραγμένο από το πατρογονικό μίσος της φυλής
του.
Ήταν απλώς ένα άλμπατρος, που έσχιζε με τα φτερά του τον
αέρα σαν ιστιοφόρο. Το κοίταζα όπως χανόταν ξανά στη
διάφανη ομίχλη. Απείχα μια γεμάτη γιάρδα από το χείλος του
κρατήρα αλλά, προς φρίκη μου, το χώμα από κάτω μου
διαλύθηκε σαν αρνίσια πέτσα – δεν στεκόμουν σε στέρεο
έδαφος αλλά σε ένα έπαρμα! Έπεσα μπρούμυτα, αρπάζοντας
κάτι χορτάρια μέσα στην απελπισία μου, αυτά όμως κόπηκαν
στα δάχτυλά μου & άρχισα να πέφτω, ανδρείκελο ριγμένο σε
πηγάδι! Θυμάμαι να στροβιλίζομαι στο κενό, να φωνάζω &
κλαριά να μου γρατζουνάνε τα μάτια, να κατρακυλώ & το
πανωφόρι μου να σκαλώνει & να σχίζεται· τη γη να ανοίγει· την
προσμονή του πόνου· μια επιτακτική, άμορφη έκκληση για
βοήθεια· έναν θάμνο να επιβραδύνει, αλλά να μη διακόπτει την
κάθοδό μου & μια απέλπιδα προσπάθεια να ανακτήσω την
ισορροπία μου –μια ολίσθηση–, τέλος μια στεριά να ορμάει
καταπάνω μου. Η πρόσκρουση με άφησε αναίσθητο.
Σε νεφελώδη παπλώματα & θερινά μαξιλάρια κειτόμουν, σε
μια κρεβατοκάμαρα στο Σαν Φρανσίσκο όμοια με τη δική μου.
Ένας νανόσωμος υπηρέτης είπε «Είσαι πολύ ανόητο παιδί,
Άνταμ». Μπήκαν η Τίλντα & ο Τζάκσον, όταν όμως έκανα να
εκφράσω την αγαλλίασή μου, από το στόμα μου δεν ξεχύθηκαν
αγγλικά, αλλά τα τραχιά γκαρίσματα μιας ινδιάνικης φυλής! Η
σύζυγος & ο γιος μου ντροπιασμένοι ανέβηκαν σε μια άμαξα.
Έτρεξα ξοπίσω τους, σε μια προσπάθεια να λύσω την
παρεξήγηση τούτη, η άμαξα όμως χάθηκε στο βάθος ώσπου
ξύπνησα σε κατάφυτο λυκόφως & μια σιωπή ηχηρή &
ακατάλυτη. Οι μελανιές, οι εκδορές, οι μύες & τα άκρα μου
γκρίνιαζαν σαν δυσαρεστημένοι διάδικοι σε δικαστήριο.
Ένα στρώμα από βρύα & χώμα, απλωμένο σ’ εκείνη τη
σκοτεινή κοιλότητα από τη δεύτερη μέρα της Δημιουργίας, μου
είχε σώσει τη ζωή. Τα μέλη μου τα φύλαξαν Άγγελοι, διότι, αν
είχα σπάσει ένα έστω χέρι ή πόδι, ακόμη εκεί θα ήμουν,
ανήμπορος να βγω, & θα περίμενα τον θάνατο απ’ τα στοιχεία
της φύσης ή τα νύχια των θεριών. Όταν ξανασηκώθηκα & είδα
πόσο είχα γλιστρήσει & πέσει (ίσα με τουρκέτο στο ύψος) χωρίς
να τραυματιστώ σοβαρά, ευχαρίστησα τον Κύριό μας για τη
σωτηρία μου, καθότι όντως, ἐν θλίψει ἐπεκαλέσω με, & ἐῤῥυσάμην
σε· ἐπήκουσά σου ἐν ἀποκρύφῳ καταιγίδος.
Τα μάτια μου συνήθισαν το μισοσκόταδο & αποκάλυψαν ένα
θέαμα αλησμόνητο, τρομακτικό & μεγαλειώδες συνάμα. Ένα
στην αρχή, έπειτα δέκα, έπειτα εκατοντάδες πρόσωπα
ξεπρόβαλαν στο αιώνιο μισόφως, σκαλισμένα από τους
ειδωλολάτρες στον φλοιό, θαρρείς πνεύματα του δάσους
μαρμαρωμένα από στυγνό γητευτή. Επίθετα να περιγράψουν
καταλλήλως τη φυλή αυτή των βασιλίσκων δεν υπάρχουν!
Μόνο τα άψυχα δύνανται τόση ζωντάνια. Διέτρεξα με τους
αντίχειρες τις φριχτές τους όψεις. Είμαι βέβαιος, ήμουν ο
πρώτος Λευκός στο μαυσωλείο εκείνο από τις προϊστορικές του
απαρχές. Το νεότερο δενδρόγλυφο είναι, μάλλον, δέκα ετών,
αλλά τα παλαιότερα, που διαστέλλονται καθώς τα δέντρα
μεγαλώνουν, είχαν χαραχτεί από απίστους των οποίων & τα
πνεύματα ακόμα έχουν προ πολλού χαθεί. Τέτοια αρχαιότητα
σίγουρα υποδείκνυε τα χέρια των Μοριορί του κυρίου Ντ’
Άρνοκ.
Περνούσε η ώρα στον στοιχειωμένο εκείνο τόπο & γύρευα
πώς να επιτύχω την απόδρασή μου, ενθαρρυμένος από τη
γνώση ότι οι δημιουργοί των «δεντρικών γλυπτών» πρέπει να
εξέρχονται τακτικά από τον ίδιο ακριβώς λάκκο. Το ένα
τοίχωμα φαινόταν λιγότερο απότομο από τα υπόλοιπα, & ινώδη
αναρριχητικά πρόσφεραν μιας λογής «αρματωσιά».
Προετοιμαζόμουν για την αναρρίχηση όταν πρόσεξα έναν
αινιγματικό «βόμβο». «Τις ει;» φώναξα (πράξη απερίσκεπτη για
άοπλο Λευκό καταπατητή παγανιστικού ναού). «Φανερώσου!»
Τις λέξεις μου & την ηχώ τους τις κατάπιε η σιωπή & με
περιγελούσε. Η Πάθησή μου σάλεψε στον σπλήνα μου. Την
πηγή του «βόμβου» την εντόπισα σε ένα σύννεφο μύγες που
περιστρέφονταν γύρω από μια προεξοχή παλουκωμένη σε ένα
σπασμένο κλαδί. Σκάλισα το εξόγκωμα με μια βέργα &
κόντεψα ν’ αναγουλιάσω, διότι ήταν κάτι βρομερά εντόσθια.
Έκανα να φύγω αλλά το καθήκον με υποχρέωνε να διαλύσω μια
σκοτεινή υποψία ότι σ’ εκείνο το δέντρο κρεμόταν μια
ανθρώπινη καρδιά. Σκέπασα τη μύτη & το στόμα μου με το
μαντίλι &, με τη βέργα μου, ακούμπησα μια αποκομμένη
κοιλία. Το όργανο παλλόταν σαν ζωντανό! & η Πάθησή μου
έστειλε ρίγη στη ραχοκοκαλιά μου! Ωσάν σε όνειρο (δεν ήταν
όμως!), μια διάφανη σαλαμάνδρα βγήκε απ’ το κουφάρι &
άρχισε να σκαρφαλώνει στη βέργα προς το χέρι μου! Πέταξα τη
βέργα πέρα & δεν είδα πού χάθηκε η σαλαμάνδρα. Στο αίμα
μου κυλούσε τρόμος & έσπευσα να επιτύχω την απόδρασή μου.
Ευκολότερο να το γράφεις από το να το κάνεις, διότι, αν είχα
γλιστρήσει & ξαναπέσει από εκείνα τα ιλιγγιώδη τοιχώματα, η
τύχη μου ίσως να μην είχε απαλύνει την πτώση μου για
δεύτερη φορά, βρήκα όμως πατήματα λαξευμένα στον βράχο &
με τη χάρη του Θεού έφτασα στο χείλος του κρατήρα δίχως
αναποδιές.
Όταν γύρισα στο ζοφερό νέφος, λαχταρούσα την παρουσία
ανθρώπων της δικής μου απόχρωσης, ναι, ακόμα & των
άξεστων ναυτών του Μουσκέτου, & κίνησα ευθύς προς νότια,
έτσι ήλπιζα, κατεύθυνση. Η αρχική μου βούληση να αναφέρω
όσα είχα δει (δεν θα έπρεπε, οπωσδήποτε, ο κύριος Γουόκερ, ο
de facto, αν όχι & de jure, πρόξενος να ενημερωθεί για την
κλοπή μιας ανθρώπινης καρδιάς;) εξασθενούσε όσο πλησίαζα
το Όσιαν Μπέι. Ακόμη δεν έχω αποφασίσει τι να αναφέρω & σε
ποιον. Η καρδιά πιθανότατα ήταν χοίρου, ή προβάτου,
οπωσδήποτε. Η προοπτική να κόψουν τα δέντρα & να
πουλήσουν τα δενδρόγλυφα σε συλλέκτες ο Γουόκερ & το
σινάφι του βαραίνει τη συνείδησή μου. Ίσως γίνομαι
υπερευαίσθητος, δεν θέλω όμως να προκαλέσω τον ύστατο
βιασμό των Μοριορί.9
Βράδυ–
Ο Σταυρός του Νότου είχε ξεπροβάλει στον ουρανό πριν
επιστρέψει ο Χένρι στο Μουσκέτο, αφού τον είχαν καθυστερήσει
& άλλοι νησιώτες που ήθελαν να συμβουλευτούν τον
«Θεραπευτή της Χήρας Μπράιντεν» για την καταρροή, την
τροπική μόρωση & την υδρωπικία τους. «Άμα ήταν δολάρια οι
πατάτες» είπε λυπημένος ο φίλος μου, «θα ήμουν πιο πλούσιος
από τον Ναβουχοδονόσορα!». Τον ανησύχησε το (κατά πολύ
λογοκριμένο) πάθημά μου στο Κόνικαλ Τορ & επέμεινε να
εξετάσει τα τραύματά μου. Νωρίτερα είχα πείσει την Ινδιάνα
υπηρέτρια να μου γεμίσει την μπανιέρα, απ’ όπου βγήκα πολύ
αναζωογονημένος. Ο Χένρι μου δώρισε ένα βάζο βάλσαμο για
τις φλεγμονές μου & δεν δέχτηκε να πάρει δεκάρα γι’ αυτό.
Φοβούμενος ότι αυτή μπορεί να ήταν η τελευταία μου ευκαιρία
να συμβουλευτώ έναν προικισμένο γιατρό (ο Χένρι σκοπεύει ν’
αρνηθεί την πρόταση του καπετάνιου Μολινό), του
εξομολογήθηκα τους φόβους μου σχετικά με την Πάθησή μου.
Με άκουσε ήρεμα & ρώτησε για τη συχνότητα & τη διάρκεια
των κρίσεών μου. Ο Χένρι λυπόταν που δεν είχε τον χρόνο &
τον εξοπλισμό για μια πλήρη διάγνωση, συνέστησε όμως, όταν
επιστρέψω στο Σαν Φρανσίσκο, να βρω επειγόντως έναν ειδικό
στα τροπικά παράσιτα. (Δεν βρήκα το κουράγιο να του πω ότι
τέτοιοι δεν υπάρχουν.)
Δεν έχω ύπνο.
Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου–
Ανοίγουμε πανιά με τη μαρέα το πρωί. Για άλλη μια φορά
βρίσκομαι επί της Προφήτιδας, όμως μου είναι αδύνατον να
υποκριθώ πως χαίρομαι που γύρισα. Στο φέρετρό μου τώρα
βρίσκονται τρεις μεγάλες κουλούρες πρυμάτσα, τις οποίες
πρέπει να σκαρφαλώνω για να πηγαίνω στην κουκέτα μου,
διότι απ’ το πάτωμα δεν φαίνεται μήτε εκατοστό. Ο κύριος Ντ’
Άρνοκ πούλησε μισή ντουζίνα βαρέλια με διάφορες προμήθειες
στον ναύκληρο & ένα τόπι κανναβάτσο (προς μεγάλη
αποστροφή του Γουόκερ). Ήρθε στο πλοίο για να επιβλέψει την
παράδοσή τους & να εισπράξει την αμοιβή του αυτοπροσώπως
& να με αποχαιρετήσει. Στο φέρετρό μου ήμασταν ο ένας πάνω
στον άλλο, οπότε ανεβήκαμε στην κουβέρτα μιας & η βραδιά
ήταν γλυκιά. Αφού συζητήσαμε ποικίλα θέματα, δώσαμε τα
χέρια & κατέβηκε στη γολέτα του που περίμενε, επανδρωμένη
με δυο επιδέξιους νεαρούς μιγάδες υπηρέτες.
Από τον κύριο Ρόντρικ δεν βρίσκω συμπόνια στο αίτημά μου
να μετακινηθεί αλλού η ενοχλητική πρυμάτσα, διότι είναι
υποχρεωμένος να αφήσει την ιδιαίτερη καμπίνα του (για τον
λόγο που θα αναφερθεί παρακάτω) & να μετακομίσει στο
καμπούνι με τους κοινούς ναυτικούς, των οποίων ο αριθμός
έχει αυξηθεί κατά πέντε Καστιλλιάνους στρατολογημένους
λάθρα από το σπανιόλικο που ήταν αγκυροβολημένο στον
κόλπο. Ο καπετάνιος τους ήταν μια Ερινύα προσωποποιημένη,
παρεκτός ωστόσο & κηρύξει πόλεμο εναντίον της Προφήτιδας –
μάχη στην οποία σίγουρα θα φάει τα μούτρα του, αφού
κυβερνά έναν σκυλοπνίχτη–, δεν μπορεί να κάνει & πολλά πέρα
απ’ το να ευχαριστεί τον άγιό του που ο καπετάνιος Μολινό δεν
είχε ανάγκη & άλλους λιποτάκτες. & μόνο οι λέξεις
«Προορισμός Καλιφόρνια» είναι πασπαλισμένες με χρυσό &
προσελκύουν τους ανθρώπους κατά κει όπως προσελκύει η
λάμπα τις νυχτοπεταλούδες. Αυτοί οι πέντε αντικαθιστούν τους
δύο που λιποτάκτησαν στο Μπέι Οβ Άιλαντς & τους άντρες που
χάθηκαν στην τρικυμία, ακόμη όμως μας λείπουν αρκετοί για
να συμπληρωθεί το πλήρωμα. Ο Φίνμπαρ μου λέει ότι οι άντρες
γκρινιάζουν για τη νέα αυτή διευθέτηση επειδή, με τον κύριο
Ρόντρικ εγκατεστημένο στο καμπούνι τους, δεν μπορούν να
λένε ανεμπόδιστα τα δικά τους όταν πίνουν.
Η μοίρα με αποζημίωσε θαυμάσια. Αφού πλήρωσα τον
ληστρικό λογαριασμό του Γουόκερ (ούτε δεκάρα δεν έδωσα
φιλοδώρημα σ’ εκείνο το κουμάσι), εκεί που ετοίμαζα το
ξύλινο σεντούκι μου μπήκε ο Χένρι & με χαιρέτησε ως εξής:
«Καλημέρα, συγκάραβε!». Ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές
μου! Ο Χένρι δέχτηκε το πόστο του γιατρού του πλοίου & δεν
είμαι πια μόνος μου σε τούτο τον πλωτό στάβλο. Ο μέσος
ναύτης είναι τέτοιο κακότροπο μουλάρι ώστε, αντί για
ευγνωμοσύνη που θα υπάρχει διαθέσιμος γιατρός να δένει τα
σπασμένα άκρα τους & να φροντίζει τις λοιμώξεις τους, τους
παίρνει το αυτί σου να γκρινιάζουν: «Τι είμαστε εμείς που θα
έχουμε στο πλοίο γιατρό που δεν μπορεί να περπατήσει στο
μπομπρέσο; Βασιλικό σκάφος;».10
Οφείλω να ομολογήσω μια δόση πίκας που ο καπετάνιος
Μολινό προσέφερε σε έναν κύριο που πληρώνει τον ναύλο του,
όπως εγώ, μια τόσο οικτρή κουκέτα, όταν εξαρχής είχε στη
διάθεσή του πιο ευρύχωρη καμπίνα. Μεγαλύτερη σημασία,
ωστόσο, έχει το ότι ο Χένρι υποσχέθηκε να αξιοποιήσει τα
περίφημα χαρίσματά του για να διαγνώσει την Πάθησή μου
μόλις ξανοιχτούμε στη θάλασσα. Η ανακούφισή μου δεν
περιγράφεται.
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου–
Βγήκαμε στ’ ανοιχτά το χάραμα, παρότι για τους ναυτικούς η
Παρασκευή είναι τραγοπόδαρη. (Ο καπετάνιος Μολινό
γρυλίζει: «Οι προλήψεις, οι άγιες μέρες & τ’ άλλα άτιμα
μικροπράγματα είναι θαυμάσια διασκέδαση για τίποτα
καθολικές ψαροπώλισσες, η δική μου δουλειά όμως είναι να
βγάλω κέρδος!».) Ο Χένρι & εγώ δεν ανεβήκαμε στην
κουβέρτα, αφού όλοι οι ναύτες ασχολούνταν με την αρματωσιά
& o νοτιάς φέρνει φουρτούνα· το πλοίο μάς κούνησε γερά χθες
το βράδυ & εξακολουθεί & σήμερα. Περάσαμε τη μισή μέρα
βάζοντας σε τάξη το φαρμακείο του Χένρι. Εκτός από τα
μαραφέτια ενός σύγχρονου γιατρού, ο φίλος μου διαθέτει
πολλούς έγκριτους τόμους, στην αγγλική, τη λατινική & τη
γερμανική. Σ’ ένα κουτί βρίσκεται μια «γκάμα» σκόνες σε
βουλωμένες φιάλες με ελληνικές επιγραφές. Αυτές τις
αναμειγνύει για να φτιάξει διάφορα χάπια & επαλείμματα.
Κοιτάξαμε απ’ το κουβούσι κατά το μεσημέρι & τα Τσάταμ ήταν
μελανές κηλίδες στον μολυβένιο ορίζοντα, μα τα
σκαμπανεβάσματα & οι κλυδωνισμοί είναι ριψοκίνδυνα για την
ισορροπία ανθρώπων που έχουν κάνει ανάπαυλα μιας
εβδομάδας στη στεριά.
Απόγευμα–
O Tόργκνι, ο Σουηδός, χτύπησε την πόρτα του φερέτρου μου.
Με σάστισμα & περιέργεια για την κρυψίνοιά του, τον
προσκάλεσα να μπει. Κάθισε πάνω σε μια «πυραμίδα» από
πρυμάτσα & ψιθύρισε ότι έφερνε μια πρόταση από μια κλίκα
ναυτών. «Πες μας πού είναι οι καλές οι φλέβες, αυτές που οι
ντόπιοι κρατάτε κρυφές απ’ τους άλλους. Εγώ κι οι δικοί μου
αναλαμβάνουμε το χαμαλίκι. Εσύ απλά θα κάθεσαι & εμείς θα
σου δίνουμε το ένα δέκατο».
Χρειάστηκα μια στιγμή για να καταλάβω ότι ο Τόργκνι
μιλούσε για τα καλιφορνέζικα ορυχεία. Επίκειται, λοιπόν,
ευρεία λιποταξία άπαξ & φτάσει στον προορισμό της η
Προφήτιδα &, το ομολογώ, είμαι με το μέρος των ναυτών! Αφού
το είπα αυτό, ορκίστηκα στον Τόργκνι ότι δεν γνώριζα διόλου
για τα αποθέματα χρυσού, καθώς απουσίαζα το τελευταίο
δωδεκάμηνο, θα του έφτιαχνα όμως δωρεάν έναν χάρτη με τα
φημολογούμενα «Ελντοράντο», & μάλιστα μετά χαράς. Ο
Τόργκνι συμφώνησε. Σε ένα φύλλο που έσχισα απ’ αυτό εδώ το
ημερολόγιο, είχα αρχίσει να σχεδιάζω ένα διάγραμμα του
Σοσαλίτο, της Μπενέτσια, του Στανισλάους, του Σακραμέντο
&λπ, όταν μίλησε μια κακόβουλη φωνή. «Το ρίξαμε στους
χρησμούς, ε, κύριε Καλαμαροψώλη;»
Δεν είχαμε ακούσει τον Μπουρχάαβε να κατεβαίνει τη σκάλα
& να ανοίγει την πόρτα! Ο Τόργκνι έβγαλε μια ανάστατη φωνή,
προδίδοντας την ενοχή του στη στιγμή. «Τι δουλειά,
παρακαλώ» συνέχισε o ύπαρχος, «τι δουλειά έχεις με τον
επιβάτη μας εσύ, ρε σουηδική καντήλα;». Ο Τόργκνι είχε
μείνει άφωνος, εγώ όμως δεν εννοούσα να υποταχθώ & είπα
στον νταή ότι περιέγραφα τα «αξιοθέατα» της πόλης μου, για
να τα χαρεί ο Τόργκνι στην άδεια εξόδου του.
Ο Μπουρχάαβε ύψωσε τα φρύδια. «Δίνετε & άδειες εξόδου
τώρα; Τι άλλα καινούργια θα ακούσουνε τα γέρικα αυτιά μου...
Το χαρτί, κύριε Γιούιν, αν έχετε την ευχαρίστηση». Δεν είχα
την ευχαρίστηση. Ο Ολλανδός δεν είχε καμιά δουλειά να
επιτάξει το δώρο μου προς τον ναύτη. «A, με συγχωρείτε,
κύριε Γιούιν. Τόργκνι, πάρε το δώρο σου». Δεν είχα άλλη
επιλογή από το να το δώσω στον αποκαρδιωμένο Σουηδό. Ο
κύριος Μπουρχάαβε είπε «Τόργκνι, δώσε μου το δώρο σου
αμέσως ή, μα τις φωτιές της Κόλασης, θα μετανιώσεις που σε
πέταξε η μάνα σου από το… [ζαρώνει η πένα μου όταν πάει να
καταγράψει την προστυχιά του]». O καταντροπιασμένος
Σουηδός συμμορφώθηκε.
«Άκρως επιμορφωτικό» σχολίασε ο Μπουρχάαβε, κοιτάζοντας
τη χαρτογραφία μου. «Ο καπετάνιος θα χαρεί πολύ όταν μάθει
τις επίπονες προσπάθειες που καταβάλλετε για να βοηθήσετε
τους ψωροναύτες μας, κύριε Γιούιν. Τόργκνι, θα είσαι σκοπιά
στο κατάρτι για είκοσι τέσσερις ώρες. Σαράντα οκτώ έτσι & σε
δουν να βάζεις στο στόμα σου φαΐ ή πιοτί. Άμα διψάσεις να
πιεις το κάτ—ό σου». Ο Τόργκνι έφυγε αλλά ο ύπαρχος δεν είχε
τελειώσει μαζί μου. «Στα νερά αυτά έχει καρχαρίες, κύριε
Καλαμαροψώλη. Ακολουθούν τα καράβια για νόστιμα
ξεβράσματα, αληθεύει. Μια φορά είδα έναν να τρώει έναν
επιβάτη. Όπως & εσείς, έτσι & εκείνος αμελούσε να φροντίσει
την ασφάλειά του, & έπεσε στη θάλασσα. Ακούσαμε τα
ουρλιαχτά του. Οι λευκοί καρχαρίες παίζουν με το γεύμα τους,
το ροκανίζουν σιγά σιγά, ένα πόδι εδώ, μια δαγκωνίτσα εκεί, &
αυτός ο δύστυχος μπ—ς έζησε περισσότερο απ’ όσο θα
πιστεύατε. Σκεφτείτε το». Έκλεισε την πόρτα του φερέτρου
μου. Ο Μπουρχάαβε, όπως κάθε νταής & τύραννος,
περηφανεύεται γι’ αυτό ακριβώς το μίσος που τον κάνει
διαβόητο.
Σάββατο, 16 Νοεμβρίου–
Οι Μοίρες μου επέφεραν την πιο δυσάρεστη εμπειρία του
ταξιδιού μου ως τώρα! Ένας ίσκιος από το παλιό Ρεκόχου έριξε
εμένα, που μόνα μου ποθούμενα είναι η ησυχία & η
διακριτικότητα, σε έναν κύφωνα καχυποψίας &
κουτσομπολιού! Ωστόσο, δεν είμαι ένοχος καμιάς κατηγορίας
πέραν της χριστιανικής ευπιστίας & της ανελέητης κακοτυχίας
μου! Έχει περάσει ένας μήνας ακριβώς απ’ όταν σαλπάραμε
από τη Νέα Νότια Ουαλία & έγραφα αυτή την αισιόδοξη
πρόταση: «Προσδοκώ ένα αδιάφορο & μονότονο ταξίδι». Πώς
με χλευάζει η σημείωση ετούτη! Ποτέ δεν θα ξεχάσω τις
τελευταίες δεκαοκτώ ώρες, εφόσον όμως μήτε να κοιμηθώ
μήτε να σκεφτώ μπορώ (& o Χένρι έχει τώρα ξαπλώσει), η μόνη
μου διαφυγή από την αϋπνία είναι να καταριέμαι την Τύχη μου
σε αυτές τις συμπονετικές σελίδες.
Χθες βράδυ αποσύρθηκα στο φέρετρό μου «ξεθεωμένος».
Αφού προσευχήθηκα, έσβησα τη λάμπα μου &, νανουρισμένος
από τις μυριάδες φωνές του καραβιού, έπεσα στα ρηχά του
ύπνου όταν μια βραχνή φωνή, μέσα στο φέρετρό μου!, με έκανε
να ξυπνήσω με μάτια ορθάνοιχτα & σκιαγμένος! «Κύριο Γιούιν»
θερμοπαρακάλεσε ο επιτακτικός ετούτος ψίθυρος, «Μη φόβο –
κύριο Γιούιν–, όχι κακό, όχι φωνή, παρακαλώ, κύριο».
Πετάχτηκα άθελά μου & κοπάνησα το κεφάλι μου στον
μπουλμέ. Στις δίδυμες κεχριμπαρένιες αναλαμπές του φωτός
από την κακοβαλμένη πόρτα μου & του αστρόφωτος από το
φινιστρίνι μου, είδα ένα φιδίσιο κομμάτι πρυμάτσα να
ξετυλίγεται & μια μαύρη φιγούρα να ελευθερώνεται σαν τους
νεκρούς στα ύστερα του κόσμου! Ένα δυνατό χέρι φάνηκε να
διαπλέει τη σκοτεινιά & σκέπασε το στόμα μου προτού
προλάβω να ξεφωνίσω! Ο επιτιθέμενος μου ψιθύρισε, «Κύριο
Γιούιν, όχι κακό, όχι κίνδυνο – φίλος του κύριου Ντ’ Άρνοκ –
αυτός χριστιανός – παρακαλώ, ήσυχα!».
Η λογική, επιτέλους, αντιτάχθηκε στον φόβο μου. Στο
δωμάτιό μου κρυβόταν άνθρωπος, όχι πνεύμα. Αν ήθελε να
μου κόψει τον λαιμό για το καπέλο, τα παπούτσια & το
εγγραφοκιβώτιό μου, θα ήμουν ήδη νεκρός. Αν ο
δεσμοφύλακάς μου ήταν λαθρεπιβάτης, ε, τότε κινδύνευε η
δική του ζωή, όχι η δική μου. Από την ακατέργαστη μιλιά του,
την αχνή του σιλουέτα & τη μυρωδιά του, ψυχανεμίστηκα ότι ο
λαθρεπιβάτης ήταν Ινδιάνος, μόνος του σε ένα σκάφος με
πενήντα Λευκούς. Πολύ καλά. Κούνησα το κεφάλι, σιγά σιγά,
για να δείξω ότι δεν θα έβγαζα φωνή.
Το επιφυλακτικό χέρι άφησε το στόμα μου. «Με λένε
Αουτούα» είπε. «Ξέρεις με, βλέπεις με – λυπάσαι με». Ρώτησα
τι ήταν αυτά που έλεγε. «Μαορί βουρδουλίζουν με – βλέπεις».
Η μνήμη μου υπερνίκησε την παραδοξότητα της θέσης μου &
ανακάλεσα τον Μοριορί όπως τον μαστίγωνε ο «Βασιλιάς με τις
Σαύρες». Αυτό τον ενθάρρυνε. «Εσύ καλός άνθρωπος – κύριος
Ντ’ Άρνοκ λέει εσύ καλός άνθρωπος – κρύψει με σε καμπίνα
σου χθες βράδυ – δραπετεύω – βοήθεια, κύριο Γιούιν». Τώρα
απ’ τα χείλη μου βγήκε ένα βογκητό! & το χέρι του μου
ξανάκλεισε το στόμα. «Άμα όχι βοήθεια – εγώ θανάσιμο
μπελά».
Μεγάλη αλήθεια είπες, δυστυχώς, σκέφτηκα, &
επιπροσθέτως θα με πάρεις & εμένα στον λαιμό σου, εκτός &
αν πείσω τον καπετάνιο Μολινό για την αθωότητά μου!
( Έβραζα από πικρία για την πράξη του Ντ’ Άρνοκ, & ακόμη
βράζω. Να κάτσει εκείνος να ασχολείται με τους «ευγενείς
σκοπούς του» & να αφήσει τους αθώους παρατυχόντες στην
ησυχία τους!) Είπα στον λαθρεπιβάτη ότι ήταν ήδη σε
«θανάσιμο μπελά». Η Προφήτιδα ήταν εμπορικό σκάφος & όχι
«υπόγειος σιδηρόδρομος»11 για διασωθέντες σκλάβους.
«Εγώ έμπειρος ναυτικός!» επέμενε ο Μαύρος. «Δουλεύω για
ταξίδι!» Καλά όλα αυτά, του είπα (διόλου πεπεισμένος από τον
ισχυρισμό του ότι ήταν έμπειρος ναυτικός) & τον παρότρυνα να
παραδοθεί πάραυτα στο έλεος του καπετάνιου. «Όχι! Όχι
ακούσουν. Κολύμπα μέχρι σπίτι σου, α—η, λένε, & πετάνε σε
θάλασσα! Νόμος είσαι, έτσι; Εσύ πας, μιλάς, εγώ μένω,
κρύβομαι! Σε παρακαλώ. Καπετάνιος ακούει σε, κύριο Γιούιν.
Παρακαλώ σε».
Μάταια προσπάθησα να τον πείσω ότι δεν υπήρχε
μεσολαβητής λιγότερο ευνοούμενος στην αυλή του κυρίου
Μολινό από τον γιάνκη, τον Άνταμ Γιούιν. Η περιπέτεια του
Μοριορί ήταν ολοδική του & δεν ήθελα ρόλο σε αυτή. Το χέρι
του βρήκε το δικό μου & προς μεγάλη μου σύγχυση μου έβαλε
στα δάχτυλα τη λαβή ενός στιλέτου. Το αίτημά του ήταν
ζοφερό & ανένδοτο. «Τότε σκοτώνεις». Με μια φρικτή γαλήνη
& σιγουριά πίεσε την αιχμή του στιλέτου στον λαιμό του. Είπα
στον Ινδιάνο ότι ήταν τρελός. «Όχι τρελός, εσύ όχι βοηθάς,
τότε σκοτώνεις, ίδιο πράμα. Έτσι είναι, ξέρεις το». (Τον
θερμοπαρακάλεσα να συγκρατηθεί & να μιλάει σιγανά.) «Οπότε
σκοτώνεις. Πες τους έκανα επίθεση, & σκοτώνεις με. Όχι φάνε
με ψάρια, κύριο Γιούιν. Καλύτερα πεθάνω εδώ».
Με μια κατάρα για τη συνείδησή μου, δύο για την τύχη μου &
τρεις για τον κύριο Ντ’ Άρνοκ, τον πρόσταξα να κρύψει το
μαχαίρι του &, για όνομα του Θεού, να μαζευτεί μην & τον
ακούσει κανένας από το τσούρμο & έρθει. Υποσχέθηκα να
προσεγγίσω τον καπετάνιο στο πρόγευμα, διότι η διακοπή του
ύπνου του απλώς θα καταδίκαζε το εγχείρημα. Αυτό
ικανοποίησε τον λαθρεπιβάτη & με ευχαρίστησε. Ξαναχώθηκε
στις κουλούρες του σχοινιού & με άφησε με το σχεδόν
ακατόρθωτο έργο να καταστρώσω επιχειρηματολογία για έναν
Αβορίγινα λαθρεπιβάτη σε μια εγγλέζικη σκούνα χωρίς να
κηλιδώσω ως συνωμότη αυτόν που τον ανακάλυψε &
συγκατοικεί μαζί του στην ίδια καμπίνα. Η ανάσα του αγρίου
με πληροφόρησε ότι κοιμόταν. Μπήκα στον πειρασμό να τρέξω
στην πόρτα & να φωνάξω βοήθεια, ενώπιον του Θεού όμως ο
λόγος μου, ακόμα & σ’ έναν Ινδιάνο, ήταν δεσμευτικός.
Η κακοφωνία των ξύλων που έτριζαν, των καταρτιών που
ταλαντεύονταν, των σχοινιών που τεντώνονταν, του
καραβόπανου που χτυπιόταν, των βημάτων στις κουβέρτες,
των κατσικιών που βέλαζαν, των αρουραίων που έτρεχαν, των
αντλιών που κοπανούσαν, της καμπάνας για την αλλαγή της
βάρδιας, των συμπλοκών & του γέλιου από το καμπούνι, των
προσταγών, των τραγουδιών12 & της αιώνιας επικράτειας της
Τηθύος· όλα τούτα με νανούριζαν όσο λογάριαζα πώς θα έπειθα
τον καπετάνιο Μολινό για την αθωότητά μου ως προς την
πλεκτάνη του κυρίου Ντ’ Άρνοκ (πλέον, περισσότερο από
ποτέ, θα πρέπει να επαγρυπνώ να μη διαβαστεί αυτό το
ημερολόγιο από μάτια εχθρικά), όταν μια τσιρίδα, που
ξεκίνησε από μακριά αλλά πέταξε πιο κοντά γρήγορη σαν το
βέλος, βουβάθηκε στην κουβέρτα, λίγα εκατοστά ψηλότερα
αποκεί που βρισκόμουν.
Οποία φρικτή αματαιότης! Έμεινα πρηνής, κατασαστισμένος
& παγωμένος, χωρίς ούτε ανάσα να παίρνω. Φωνές μακρινές &
κοντινές ακούστηκαν, ποδοβολητά πλησίασαν & απλώθηκε
ένας συναγερμός: «Ξυπνήστε τον δόκτορα Γκους».
«Φουκαράς πέσει από ξάρτια, πεθάνει» ψιθύρισε ο Ινδιάνος
εκεί που σηκωνόμουν να πάω να δω τι γινόταν. «Δεν μπορείς
τίποτα, κύριο Γιούιν». Tον πρόσταξα να μείνει κρυμμένος &
βγήκα τρέχοντας. Θαρρώ ο λαθρεπιβάτης κατάλαβε σε τι
πειρασμό είχα μπει να εκμεταλλευτώ το ατύχημα για να τον
προδώσω.
Το τσούρμο έστεκε γύρω από έναν άντρα σωριασμένο
πρηνηδόν στη βάση του μεσιανού καταρτιού. Στο φως της
κλυδωνιζόμενης λάμπας αναγνώρισα έναν από τους
Καστιλλιάνους. (Παραδέχομαι ότι το πρώτο μου συναίσθημα
ήταν ανακούφιση που έπεσε & πέθανε κάποιος άλλος, όχι ο
Ράφαελ.) Πήρε το αυτί μου τον Ισλανδό να λέει ότι ο νεκρός
είχε κερδίσει στα χαρτιά το αράκ των συμπατριωτών του & το
ήπιε όλο πριν από τη βάρδια του. Ο Χένρι κατέφτασε με τα
νυχτικά του & την ιατρική του τσάντα. Γονάτισε πλάι στην
τσακισμένη μορφή & ψηλάφισε τον σφυγμό, μα κούνησε
αρνητικά το κεφάλι. «Δεν του χρειάζεται γιατρός». Ο κύριος
Ρόντρικ πήρε τις μπότες & τα ρούχα του Καστιλλιάνου για να τα
δημοπρατήσει & ο Μάνκιν έφερε μια παλιολινάτσα για το
πτώμα. (Ο κύριος Μπουρχάαβε θα αφαιρέσει από τα έσοδα της
δημοπρασίας το κόστος της λινάτσας.) Οι ναύτες επέστρεψαν
στο καμπούνι τους ή στα πόστα τους αμίλητοι, κατηφείς έπειτα
από αυτή την υπόμνηση του εύθραυστου της ζωής. Ο Χένρι, ο
κύριος Ρόντρικ & εγώ μείναμε να παρακολουθήσουμε τους
Καστιλλιάνους να τελούν τα καθολικά επιθανάτια έθιμα για τον
συμπατριώτη τους πριν δέσουν τη λινάτσα & ρίξουν το σώμα
του στον βυθό με δάκρυα & θλιβερά adiόs! «Παράφοροι
Λατίνοι» σχολίασε ο Χένρι, & με καληνύχτισε για δεύτερη
φορά. Λαχταρούσα να μοιραστώ με τον φίλο μου το μυστικό
του Ινδιάνου, συγκρατήθηκα όμως, για να μη μολυνθεί από τη
συνέργειά μου.
Τετάρτη, 20 Νοεμβρίου–
Δυνατός ανατολικός άνεμος, πολύ αλμυρός & αποπνικτικός. Ο
Χένρι έκανε την εξέτασή του & έχει άσχημα νέα, αν & όχι
τελείως άσχημα. Η Πάθησή μου είναι ένα παράσιτο, το Gusano
coco cervello. Αυτό το Σκουλήκι ενδημεί τόσο στη Μελανησία
όσο & στην Πολυνησία, η επιστήμη όμως το γνωρίζει μόνο τα
τελευταία δέκα χρόνια. Αναπαράγεται στα βρομερά κανάλια
της Μπατάβια, σίγουρα το λιμάνι όπου μολύνθηκα & εγώ.
Μετά την είσοδό του στον οργανισμό, ταξιδεύει με τα
αιμοφόρα αγγεία του ξενιστή του στον πρόσθιο λοβό της
παρεγκεφαλίδας. (Εξού & οι ημικρανίες & οι ζαλάδες μου.)
Όταν πια έχει βολευτεί στον εγκέφαλο, μπαίνει σε περίοδο
κύησης. «Είσαι ρεαλιστής, Άνταμ» μου είπε ο Χένρι, «δεν θα
σου χρυσώσω λοιπόν το χάπι. Μόλις εκκολαφθούν οι
προνύμφες του παράσιτου, ο εγκέφαλος του θύματος
μετατρέπεται σε σκουληκιασμένο κουνουπίδι. Τα αέρια της
αποσύνθεσης κάνουν τα τύμπανα των αυτιών & τους βολβούς
των ματιών να πεταχτούν έξω & να σκάσουν, αφήνοντας ένα
σύννεφο από σπόρους Gusano coco».
Αυτά λέει η θανατική μου καταδίκη, τώρα όμως έρχεται η
αναστολή της εκτέλεσής μου & η έφεση. Μια μείξη αλκαλίου
του ουρουσίου & μαγγανίου του ορινόκο θα απασβεστώσει το
παράσιτό μου & η λαφρυδικτική σμύρνα θα το διασπάσει. Το
«φαρμακείο» του Χένρι διαθέτει αυτές τις ενώσεις, όμως η
ακριβής δοσολογία είναι υψίστης σημασίας. Λιγότερο από μισό
δράμι αφήνει το Gusano coco ανεπηρέαστο, με περισσότερο
όμως η θεραπεία σκοτώνει τον ασθενή. Ο γιατρός μου με
προειδοποιεί ότι, καθώς θα πεθαίνει το παράσιτο, οι κύστες
του δηλητηρίου θα σκάνε & θα εκκρίνουν το φορτίο τους, πριν
ολοκληρωθεί η ανάρρωσή μου λοιπόν, θα χειροτερέψω.
O Χένρι με διέταξε να μη βγάλω τσιμουδιά για την κατάστασή
μου, καθώς τους ευάλωτους τους λυμαίνονται ύαινες σαν τον
Μπουρχάαβε, & οι αδαείς ναύτες συχνά αντιμετωπίζουν
εχθρικά ασθένειες τις οποίες δεν γνωρίζουν. («Μια φορά
άκουσα για έναν ναύτη που εμφάνισε συμπτώματα λέπρας μια
βδομάδα αφότου είχαν αφήσει το Μακάο για το μακρύ ταξίδι
της επιστροφής στη Λισαβόνα» θυμήθηκε ο Χένρι, «&
ολόκληρο το πλήρωμα τον πέταξε στη θάλασσα τον φουκαρά
πριν προλάβει να βγάλει κιχ».) Κατά την ανάρρωσή μου, ο
Χένρι θα «βγάλει βρόμα» ότι ο κύριος Γιούιν έχει χαμηλό
πυρετό εξαιτίας του κλίματος & θα με περιθάλψει ο ίδιος. Ο
Χένρι φούντωσε όταν αναφέρθηκα στην αμοιβή του. «Αμοιβή;
Δεν είσαι κάνας υποχόνδριος υποκόμης με μαξιλάρια γεμάτα
τραπεζογραμμάτια! Η Θεία Πρόνοια σε έφερε στα χέρια μου,
διότι αμφιβάλλω αν σ’ όλο τον γαλανό Ειρηνικό υπάρχουν
πέντε άνθρωποι που μπορούν να σε γιατρέψουν! Ντροπή
λοιπόν να λες για “αμοιβή”! Το μόνο που ζητώ, καλέ μου
Άνταμ, είναι να είσαι υπάκουος ασθενής! Πάρε, σε παρακαλώ,
τις σκόνες μου & πήγαινε στην καμπίνα σου. Θα περάσω μετά
την τελευταία δίωρη βάρδια».
Ο γιατρός μου είναι ένα εξαιρετικής ποιότητας ακατέργαστο
διαμάντι. Γράφω αυτές τις λέξεις με δάκρυα ευγνωμοσύνης.
Σάββατο, 30 Νοεμβρίου–
Οι σκόνες του Χένρι είναι πράγματι θαυματουργό φάρμακο.
Εισπνέω τους πολύτιμους κόκκους στα ρουθούνια μου από ένα
φιλντισένιο κουτάλι & αμέσως φλέγομαι ολόκληρος από
πυρακτωμένη χαρά. Οι αισθήσεις μου οξύνονται, & ωστόσο τα
μέλη μου αποκαρώνουν. Το βράδυ το παράσιτό μου ακόμη
σφαδάζει, σαν δάχτυλο νεογέννητου, πυροδοτώντας σπασμούς
πόνου, & μου έρχονται όνειρα χυδαία & τερατώδη. «Αλάθητο
σημάδι» με παρηγορεί ο Χένρι, «ότι o Σκώληκάς σου έχει
αντιδράσει στο παρασιτοκτόνο μας & γυρεύει καταφύγιο στις
κόγχες των εγκεφαλικών αυλάκων σου απ’ όπου ξεπηδούν τα
οράματα. Μάταια κρύβεται ο Gusano coco, καλέ μου Άνταμ,
μάταια. Θα τον ξετρυπώσουμε!».
Δευτέρα, 2 Δεκεμβρίου–
Τη μέρα, το φέρετρό μου είναι φούρνος & ο ιδρώτας μου
μουσκεύει τις σελίδες τούτες. Ο τροπικός ήλιος μεγαλώνει &
γεμίζει τον μεσημεριανό ουρανό. Οι άντρες δουλεύουν
μισόγυμνοι με μαυρισμένους κορμούς & ψάθινα καπέλα. Τα
σανίδια στάζουν καυτή πίσσα που κολλάει στις σόλες.
Μπουρίνια ξεσπάνε από το πουθενά & χάνονται με την ίδια
ταχύτητα & η κουβέρτα στεγνώνει συρίζοντας στη στιγμή.
Φυσαλίες πάλλονται στην υδραργυρική θάλασσα, χελιδονόψαρα
μαγεύουν τον θεατή & ωχροί ίσκιοι σφυροκέφαλων καρχαριών
κάνουν κύκλους γύρω απ’ την Προφήτιδα. Νωρίτερα, πάτησα
ένα καλαμάρι που είχε εκτιναχτεί πάνω από την κουπαστή! (Τα
μάτια & το ρύγχος του μου θύμισαν τον πεθερό μου.) Το νερό
που φορτώσαμε στη νήσο Τσάταμ είναι γλυφό πια &, αν δεν
βάλω μέσα μια στάλα μπράντι, μου ανακατεύει το στομάχι.
Όταν δεν παίζω σκάκι στην καμπίνα του Χένρι ή στο καρέ,
αναπαύομαι στο φέρετρό μου ώσπου να με νανουρίσει ο
Όμηρος σε όνειρα φουσκωμένα σαν τα πανιά των Αθηναίων.
Ο Αουτούα χτύπησε την πόρτα του φερέτρου μου χθες για να
με ευχαριστήσει που τον ξελάσπωσα. Είπε ότι μου ήταν
υπόχρεος (ίσχυε) μέχρι τη μέρα που θα σώσει εκείνος τη δική μου
ζωή (που να μην ξημερώσει ποτέ!). Ρώτησα πώς του φαίνονταν
τα νέα του καθήκοντα. «Καλύτερα από σκλαβιά σε Κουπάκα,
κύριο Γιούιν». Όπως & να έχει, αντιλαμβανόμενος τον φόβο
μου μη δει κάποιος τη συνάντησή μας & δώσει αναφορά στον
καπετάνιο Μολινό, ο Μοριορί γύρισε στο καμπούνι & από τότε
δεν με έχει ξαναγυρέψει. Όπως με προειδοποιεί ο Χένρι, « Ένα
πράγμα είναι να ρίχνεις στον Μαύρο ένα κόκαλο, μα τελείως
άλλο να τον φορτώνεσαι για μια ζωή! Οι φιλίες ανάμεσα σε
αλλόφυλους, Γιούιν, δεν γίνεται ποτέ να ξεπεράσουν τη στοργή
ανάμεσα σ’ ένα πιστό λαγωνικό & τον αφέντη του».
Κάθε βράδυ, ο γιατρός μου & εγώ χαιρόμαστε έναν περίπατο
στην κουβέρτα πριν αποσυρθούμε στα ενδότερα. & μόνο να
ανασαίνω τον δροσερότερο αέρα είναι ευχάριστο. Χάνεται το
μάτι σου στις ρότες των θαλάσσιων φωσφορισμών & στον
Μισισιπή των άστρων που κυλά στα ουράνια. Χθες βράδυ, οι
άντρες είχαν μαζευτεί στο πρωραίο κατάστρωμα πλέκοντας
χορτάρια για να φτιάξουν σχοινιά στο φως της λάμπας, & η
απαγόρευση των «υπεράριθμων» στο πρωραίο κατάστρωμα
φαινόταν να μην ισχύει. (Μετά το «Περιστατικό του Αουτούα»,
η περιφρόνηση προς τον «Κύριο Καλαμαροψώλη» έχει κοπεί,
όπως & το επίθετο.) O Στραβομαντζαφλάρης τραγούδησε δέκα
στίχους για τα μπουρδέλα του κόσμου, τόσο απαίσιους που θα
έτρεπαν & τον πιο ακόλαστο σάτυρο σε φυγή. Ο Χένρι
προθυμοποιήθηκε να τραγουδήσει έναν ενδέκατο στίχο (για τη
Μέρι Ο’Χέιρι απ’ το Ινβερέρι), που έκανε την ατμόσφαιρα
ακόμα πιο πρόστυχη. Έπειτα ανάγκασαν τον Ράφαελ να
συνεχίσει. Κάθισε στο μπομπρέσο & τραγούδησε τις αράδες
τούτες με φωνή ακατέργαστη, πλην όμως έντιμη & αρμονική:
Σίξμιθ,
Ονειρεύτηκα πως βρισκόμουν σε υαλοπωλείο τόσο γεμάτο
ράφια από το πάτωμα ως το ψηλό ταβάνι με πορσελάνινες
αντίκες κ.λπ. που η παραμικρή μου κίνηση θα έκανε πολλά να
πέσουν και να γίνουν θρύψαλα. Όπως και έγινε, αντί όμως
ενός πάταγου, ακούστηκε μια εκλεκτή συγχορδία, μισή τσέλο,
μισή τσελέστα, Ρε μείζονα (;), διαρκείας ενός μέτρου των
τεσσάρων τετάρτων. Έριξα με τον καρπό ένα βάζο Μινγκ από
τη βάση του – Μι ύφεση, πλήρης ορχήστρα εγχόρδων,
μεγαλειώδης, έξοχη, δάκρυσαν και οι άγγελοι. Σκόπιμα τώρα,
έσπασα το αγαλματίδιο ενός βοδιού για την επόμενη νότα,
έπειτα μιας αρμέχτριας, έπειτα ενός παιδιού – οργιαστικά
θραύσματα κατέκλυσαν τον χώρο, θείες αρμονίες τον νου μου.
Αχ, τι μουσική! Είδα φευγαλέα τον πατέρα μου να αθροίζει την
αξία των σπασμένων αντικειμένων, την αναλαμπή της πένας
του, έπρεπε όμως να κάνω τη μουσική να συνεχιστεί. Ήξερα ότι
θα γινόμουν ο σπουδαιότερος συνθέτης του αιώνα, αρκεί να
έκανα δική μου αυτή τη μουσική. Ένας τερατώδης Γελαστός
Ιππότης19 που πέταξα στον τοίχο ξεκίνησε έναν βροντερό
καταιγισμό κρουστών.
Ξύπνησα στη σουίτα μου στο Imperial Western, με τους
εισπράκτορες του Ταμ Μπρούερ να κοντεύουν να γκρεμίσουν
την πόρτα μου και σαματά πολύ απ’ τον διάδρομο. Δεν
περίμεναν καν να ξυριστώ – τρομακτική αισχρότητα αυτά τα
καθάρματα. Δεν είχα άλλη επιλογή απ’ το να βγω γοργά διά του
παραθύρου στο μπάνιο πριν οδηγήσει η φασαρία τον διευθυντή
στο δωμάτιο 237, όπου θα ανακάλυπτε ότι ο νεαρός κύριος εκεί
αδυνατούσε να εξοφλήσει τον ογκωδέστατο πλέον λογαριασμό
του. Η απόδραση δεν ήταν απρόσκοπτη, μετά λύπης μου το
αναφέρω. Η υδρορροή έφυγε απ’ το στήριγμά της με τον
θόρυβο κακοποιημένου βιολιού, και πάρ’ τον κάτω, κάτω,
κάτω τον παλιόφιλό σου. Όλο το δεξί καπούλι μια διαολεμένη
μελανιά. Ένα μικρό θαύμα που δεν έσπασα τη σπονδυλική μου
στήλη ή δεν καρφώθηκα στα κάγκελα. Άκου, Σίξμιθ, να
μαθαίνεις. Σε περίπτωση χρεοκοπίας, να έχεις μαζί σου
ελάχιστα, σε βαλίτσα αρκετά σκληρή ώστε να μπορείς να την
πετάξεις στα λονδρέζικα πεζοδρόμια από το παράθυρο του
πρώτου ή του δεύτερου ορόφου. Να μη δέχεσαι να μείνεις σε
ψηλότερο όροφο ξενοδοχείου. Κρύφτηκα σε τεϊοποτείο σε μια
σκοτεινή γωνιά του σταθμού της Βικτόρια, προσπαθώντας να
καταγράψω τη μουσική από το υαλοπωλείο του ονείρου – δεν
τα κατάφερα να προχωρήσω πέρα από δύο ψωρομέτρα. Θα
παραδινόμουν στα χέρια του Ταμ Μπρούερ με τη θέλησή μου
μόνο και μόνο για να ξαναέχω αυτή τη μουσική. Χάλια
διάθεση. Με περικύκλωναν εργατόφατσες με τα χαλασμένα
δόντια, τις κακαριστές φωνές και την αβάσιμη αισιοδοξία τους.
Σου ανοίγει τα μάτια η σκέψη πως μια καταραμένη νύχτα
μπακαρά μπορεί να αλλάξει την κοινωνική θέση ενός
ανθρώπου τόσο τελεσίδικα. Όλοι αυτοί οι πωλητές, οι
αμαξάδες και οι έμποροι είχαν περισσότερες ½ κορόνες και
κέρματα των τριών πενών φυλαγμένα στα λιγδιασμένα
στρώματά τους στο Στέπνι απ’ όσες μπορώ να πω ότι διαθέτω
εγώ, ο Υιός ενός Ξακουστού της Εκκλησίας. Θέα σε ένα
δρομάκι: καθυποταγμένοι γραφιάδες περνούσαν τρεχάτοι σαν
τριακοστά δεύτερα σε μπετοβιανό allegro. Αν τους φοβάμαι;
Όχι, φοβάμαι μη γίνω ένας από αυτούς. Τι αξία έχουν η
μόρφωση, η ανατροφή και το ταλέντο αν είσαι ξεβράκωτος;
Ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω. Εγώ, άνθρωπος του
Κάιους, να παραπαίω στο χείλος της ένδειας. Τα καλόφημα
ξενοδοχεία δεν μ’ αφήνουν να σπιλώσω τις εισόδους τους πια.
Τα κακόφημα ξενοδοχεία απαιτούν μετρητά ατάκα κι επιτόπου.
Αποκλεισμένος από κάθε ευυπόληπτο τραπέζι χαρτοπαιξίας
στην αποδώ μεριά των Πυρηναίων. Τέλος πάντων, συνόψισα
τις επιλογές μου:
(i) Να χρησιμοποιήσω τα πενιχρά μου κονδύλια για ένα
βρόμικο δωμάτιο σε κάποια πανσιόν, να ζητιανέψω μερικές
γκινέες από τη Θείος Σέσιλ ΕΠΕ, να διδάσκω σε καθωσπρέπει
δεσποινίδες τις κλίμακές τους και σε πικρόχολες γεροντοκόρες
την τεχνική τους. Έλα τώρα. Άμα μπορούσα να παριστάνω τον
ευγενικό στον κάθε αργόστροφο, ακόμη θα έγλειφα τον κώλο
του καθηγητή Μακέρας με τους πρώην συμφοιτητές μου. Όχι,
μην το πεις καν, δεν γίνεται να ξαναγυρίσω στον Πατέρα με
άλλη μια ικεσία. Έτσι θα επιβεβαίωνα κάθε φαρμακερή
κουβέντα που έχει πει για μένα. Κάλλιο να πέσω από τη
γέφυρα του Γουότερλου και να αφήσω τον Γερο-Τάμεση να με
ταπεινώσει. Το εννοώ.
(ii) Να βρω κόσμο απ’ το Κάιους, να τους καλοπιάσω και να
αυτοπροσκληθώ να μείνω μαζί τους το καλοκαίρι.
Προβληματικό, για τους ίδιους λόγους με το (i). Για πόσο θα
μπορούσα να κρύβω το λιμασμένο μου πορτοφόλι; Για πόσο θα
μπορούσα να αποτρέψω τον οίκτο τους, τα νύχια τους;
(iii) Να πάω σε πράκτορα στοιχημάτων – αν χάσω, όμως;
Θα μου θύμιζες ότι όλα αυτά είναι δικό μου φταίξιμο, Σίξμιθ,
διώξε όμως αυτή τη μεσοαστική μύγα που σε μυγιάζει και
άκουσέ με λίγο ακόμα. Σε μια γεμάτη κόσμο αποβάθρα, ένας
φύλακας ανακοίνωσε ότι το τρένο που όδευε για το Ντόβερ, για
το πλοίο ως την Οστάνδη, είχε καθυστέρηση τριάντα λεπτών. Ο
φύλακας εκείνος ήταν ο κρουπιέρης μου, που μου έλεγε τα
διπλά ή τίποτα. Αν σταθείς, αν το βουλώσεις και αφουγκραστείς –
ίδετε, θεάσασθε, ο κόσμος θα ξεκαθαρίσει τις επιλογές σου για
λογαριασμό σου, ιδίως σ’ έναν λιγδιάρικο σιδηροδρομικό
σταθμό του Λονδίνου. Ήπια το άθλιο τσάι μου και πήγα ως το
εκδοτήριο. Το μετ’ επιστροφής εισιτήριο για την Οστάνδη
παραήταν ακριβό –τόσο επισφαλής έχει γίνει πλέον η
κατάστασή μου–, έτσι έπρεπε ν’ αρκεστώ σε μια απλή
μετάβαση. Ανέβηκα στο βαγόνι μου ακριβώς τη στιγμή που η
σφυρίχτρα της μηχανής εξαπέλυε ένα σμήνος από πίκολα
μανιασμένα σαν Ερινύες. Είχαμε ήδη ξεκινήσει.
Ας αποκαλύψω, τώρα, το σχέδιό μου, εμπνευσμένο από ένα
άρθρο στους Times και μια ονειροπόληση στην μπανιέρα της
σουίτας μου στο Imperial Western. Στα βάθη του επαρχιακού
Βελγίου, νοτίως της Μπριζ, εκεί λοιπόν ζει ένας μονήρης
Άγγλος συνθέτης, ο Βίβιαν Άιρς. Δεν θα τον έχεις ακουστά
επειδή δεν σκαμπάζεις από μουσική, είναι όμως ένας από τους
κορυφαίους. Ο μόνος Βρετανός της γενιάς του που απορρίπτει
τις πομπώδεις επισημότητες και τα χωριάτικα σκέρτσα. Δεν
έχει βγάλει καινούργια έργα από τις αρχές του είκοσι για
λόγους υγείας –είναι ½τυφλος και καλά καλά δεν μπορεί να
πιάσει την πένα στα χέρια του–, αλλά οι Times στην κριτική του
Secular Magnificat του (που παίχτηκε την περασμένη εβδομάδα
στο Σεντ Μάρτινς) ανέφεραν ένα συρτάρι γεμάτο
ανολοκλήρωτα έργα. Στην ονειροπόλησή μου ταξίδευα στο
Βέλγιο, έπειθα τον Βίβιαν Άιρς ότι έπρεπε να με προσλάβει ως
γραμματέα, δεχόμουν την προσφορά του να με διδάξει,
εκτοξευόμουν στο μουσικό στερέωμα, κέρδιζα δόξα και χρήμα
αντάξια των ταλέντων μου, υποχρεώνοντας τον Πατέρα να
παραδεχτεί ότι, ναι, ο γιος που αποκλήρωσε είναι ο γνωστός
Ρόμπερτ Φρόμπισερ, ο μεγαλύτερος Βρετανός συνθέτης του
καιρού του.
Γιατί όχι; Καλύτερο σχέδιο δεν είχα. Στενάζεις και κουνάς το
κεφάλι σου, Σίξμιθ, το ξέρω, μα χαμογελάς κιόλας, γι’ αυτό
εξάλλου σ’ αγαπώ. Η διαδρομή ως τη Μάγχη χωρίς εκπλήξεις…
ο καρκίνος των προαστίων, η ανία των χωραφιών, η βρόμα του
Σάσεξ. Το Ντόβερ σκέτη φρίκη, στελεχωμένο με
μπολσεβίκους, οι τραγουδισμένοι γκρεμοί του ρομαντικοί σαν
τον κώλο μου, και παρόμοιου χρώματος. Έκανα τα τελευταία
μου σελίνια φράγκα στο λιμάνι και μπήκα στην καμπίνα μου
στο Kentish Queen, ένα σκουριασμένο χρέπι που φαίνεται
αρκετά παλιό για να έχει προλάβει τον Κριμαϊκό. Ο
πατατομούρης καμαρότος κι εγώ διαφωνούσαμε για το αν η
μπορντό στολή του και το καθόλου πειστικό μούσι του άξιζαν
φιλοδώρημα. Χλεύασε το βαλιτσάκι και το ντοσιέ με τα
χειρόγραφά μου –«Σοφό που ταξιδεύετε με λίγα, κύριε»– και με
άφησε να τα φέρω βόλτα μόνος μου. Κουτί μού ήρθε.
Το δείπνο ήταν ξυλιασμένο κοτόπουλο, ψωριασμένες πατάτες
κι ένα κρασί σκέτο ξίδι. Ομοτράπεζός μου ήταν ο κύριος
Βίκτορ Μπράιαντ, αρχοντίσκος των μαχαιροπίρουνων από το
Σέφιλντ. Πανάσχετος από μουσική. Απεραντολογούσε για το
θέμα των κουταλιών για το μεγαλύτερο μέρος του δείπνου,
πέρασε την πολιτισμένη μου συμπεριφορά για ενδιαφέρον και
μου πρόσφερε δουλειά στο τμήμα πωλήσεών του επιτόπου! Το
πιστεύεις; Τον ευχαρίστησα (χωρίς να μορφάσω) και
ομολόγησα ότι καλύτερα να κατάπινα μαχαιροπίρουνα παρά να
έχω να τα πουλήσω. Τρία δυνατά χτυπήματα της κόρνας της
ομίχλης, το ηχόχρωμα των μηχανών άλλαξε, ένιωσα το πλοίο να
σαλπάρει, βγήκα στο κατάστρωμα να δω την Αλβιόνα να
χάνεται στο σκοτεινό ψιλόβροχο. Δεν έχει επιστροφή τώρα·
συνειδητοποίησα τις επιπτώσεις της πράξης μου. Στην
Ορχήστρα του Νου, ο Ρ.Β.Γ.20 διηύθυνε τη Θαλασσινή Συμφωνία,
Αρμένισε, προς τα βαθιά μονάχα πήγαινε, ω Παράτολμη Ψυχή, στην
εξερεύνηση, εγώ μ’ εσέ, κι εσύ μ’ εμέ.21 (Δεν μου πολυαρέσει αυτό το
έργο, αλλά ο συγχρονισμός ήταν άψογος.) Ο άνεμος της
Βόρειας Θάλασσας μου έφερνε τρέμουλο, η ψεκάδα με έγλειφε
απ’ την κορφή ως τα νύχια. Γυαλιστερά μαύρα νερά με
προσκαλούσαν να πηδήξω. Δεν έδωσα σημασία. Πήγα για ύπνο
νωρίς, ξεφύλλισα τα Αντιστικτικά του Νόις, άκουσα τα απόμακρα
χάλκινα του μηχανοστασίου και προχειρόγραψα ένα
επαναλαμβανόμενο κομμάτι για τρομπόνι βασισμένο στους
ρυθμούς του πλοίου, μα ήταν ολίγον τι βλακώδες, κι έπειτα
ποιος, λες, ήρθε να μου χτυπήσει την πόρτα; Ο πατατομούρης
καμαρότος, στο τέλος της βάρδιας του. Δεν τον άφησα μ’ ένα
απλό φιλοδώρημα. Άδωνι δεν τον λες, όλο κόκαλα, μα
επινοητικός για την τάξη του. Ύστερα τον έδιωξα και
κοιμήθηκα σαν πτώμα. Ένα κομμάτι μου ήθελε αυτό το ταξίδι
ποτέ να μην τελειώσει.
Αλλά τελείωσε. Το Kentish Queen γλίστρησε στα βρόμικα νερά
της στραβοδόντισσας δίδυμης αδελφής του Ντόβερ, της
Οστάνδης, της Παναγιάς της Αμφιβόλου Ηθικής. Πουρνό
πουρνό, το ροχαλητό της Ευρώπης βοούσε κάτω από μπάσες
τούμπες. Είδα τους 1ους μου Βέλγους ιθαγενείς, να κουβαλούν
κιβώτια, να τσακώνονται, και να σκέφτονται στα φλαμανδικά,
στα ολλανδικά, ό,τι να ’ναι. Ετοίμασα το βαλιτσάκι μου
γρήγορα, από τον φόβο μην και γυρίσει το πλοίο στην Αγγλία
κι εγώ είμαι ακόμη μέσα, ή μάλλον, από τον φόβο μην και το
επιτρέψω αυτό. Έφαγα κατιτί από τη φρουτιέρα του μαγειρείου
της 1ης θέσης και κατέβηκα τρέχοντας τη ράμπα, μη με
προλάβει κανείς ένστολος με σιρίτι. Πάτησα σ’ ευρωπαϊκό
δρόμο και ρώτησα έναν τελωνειακό πού ήταν ο σταθμός του
τρένου. Έδειξε κατά ένα τραμ που βογκούσε απ’ το βάρος της
υποσιτισμένης εργατιάς, της ραχίτιδας και της φτώχειας.
Προτίμησα να το κόψω ποδαράτο, δεν πα να ψιλόβρεχε.
Ακολούθησα τις γραμμές του τραμ σε δρόμους στενούς σαν
φέρετρα. Η Οστάνδη είναι όλη γκρίζα της ταπιόκας και
λεκιασμένα καφετιά. Το παραδέχομαι, σκεφτόμουν ότι ήταν π.
ανόητη επιλογή να το σκάσω στο Βέλγιο. Πήρα εισιτήριο για
την Μπριζ και ανέβηκα στο επόμενο τρένο –δεν έχουν καν
αποβάθρες, το πιστεύεις;–, ένα σαραβαλιασμένο, αδειανό
τρένο. Άλλαξα κουπέ επειδή το δικό μου μύριζε δυσάρεστα,
όλα όμως τα κουπέ έβγαζαν την ίδια μπόχα. Κάπνισα τσιγάρα
που είχα κάνει τράκα από τον Βίκτορ Μπράιαντ, να καθαρίσω
την ατμόσφαιρα. Η σφυρίχτρα του σταθμάρχη ακούστηκε στην
ώρα της, η μηχανή αγκομάχησε σαν αρθριτικός κοσμήτορας
στο καθοίκι πριν αρχίσει να σέρνεται. Σύντομα διέσχιζε με
καλή ταχύτητα ένα ομιχλώδες τοπίο με αφρόντιστα αναχώματα
και καμένα δέντρα.
Αν καρποφορήσει το σχέδιό μου, Σίξμιθ, πριν περάσει π.
καιρός ίσως να έρθεις στην Μπριζ. Όταν έρθεις, να φτάσεις
στη γνωσσιανική22 εκείνη ώρα, στις έξι το πρωί. Να χαθείς στους
ερειπωμένους δρόμους της πόλης, τα αδιέξοδα κανάλια, τις
σφυρήλατες πύλες, τις ερημωμένες αυλές –να συνεχίσω; Α,
πολύ ευχαριστώ–, τα καχύποπτα γοτθικά καύκαλα, τις στέγες
τις αιχμηρές σαν το Αραράτ, τα τούβλινα καμπαναριά με τις
χλοερές σκούφιες, τα μεσαιωνικά γεισώματα, τις μπουγάδες
που κρέμονται από τα παράθυρα, τις λιθόστρωτες δίνες που
ρουφάνε το μάτι σου, τους κουρδιστούς πρίγκιπες και τις
ξεφτισμένες πριγκίπισσες που σημαίνουν τις ώρες, τα
σκουρόχρωμα περιστέρια και τις τρεις ή τέσσερις οκτάβες από
τις καμπάνες, άλλες σοβαρές, άλλες χαρωπές.
Άρωμα φρεσκοψημένου ψωμιού με οδήγησε σε έναν φούρνο,
όπου μια παραμορφωμένη γυναίκα δίχως μύτη μού πούλησε
μια δεκαριά γλυκίσματα σαν μισοφέγγαρα. Ένα ήθελα μόνο,
μα σκέφτηκα ότι αρκετά προβλήματα είχε ήδη η γυναίκα. Απ’
την ομίχλη ξεπρόβαλε με κρότο το κάρο ενός παλιατζή, και ο
ξεδοντιάρης οδηγός του μου μίλησε φιλικά, μα δεν μπορούσα
να απαντήσω άλλο από «Excusez-moi, je ne parle pas
flamand»,23 κάτι που τον έκανε να γελάσει σαν Βασιλιάς
Καλικάντζαρος. Του έδωσα ένα γλύκισμα. Το βρομερό του χέρι
ήταν μια ψωριάρικη δαγκάνα. Σε μια φτωχή συνοικία
(δρομάκια που βρομούσαν απεκκρίσεις), παιδιά βοηθούσαν τις
μητέρες τους στις αντλίες να γεμίσουν ραγισμένα κανάτια με
καφετί νερό. Τελικά, εξαντλημένος απ’ την έξαψη, κάθισα στα
σκαλιά ενός ετοιμόρροπου ανεμόμυλου να πάρω μια ανάσα,
κουκουλώθηκα στην υγρασία, αποκοιμήθηκα.
Ξαφνικά μια μάγισσα με σκουντούσε με το σκουπόξυλό της
για να ξυπνήσω, τσιρίζοντας κάτι σαν «Zie gie doad
misschien?», αλλά δεν είμαι και σίγουρος. Γαλανός ουρανός,
ζεστός ήλιος, ούτε μια τούφα ομίχλης. Αναστημένος και
βλεφαρίζοντας, της πρόσφερα γλύκισμα. Το πήρε με
δυσπιστία, το φύλαξε στην ποδιά της για αργότερα, και
ξανάπιασε το σκούπισμα, γρυλίζοντας ένα πανάρχαιο
τραγουδάκι. Μεγάλη τύχη που μ’ έκλεψαν, μάλλον.
Μοιράστηκα άλλο ένα γλύκισμα με πέντε χιλιάδες περιστέρια,
κι ένας ζητιάνος ζήλεψε, οπότε αναγκάστηκα να του δώσω κι
αυτού ένα. Γύρισα αποκεί που ίσως είχα έρθει. Σε ένα
παράξενο πεντάγωνο παράθυρο μια κατάλευκη κόρη έβαζε
σαιντπώλιες σε σκαλιστή γαβάθα. Τα κορίτσια έχουν κι αυτά τη
σαγήνη τους. Δοκίμασέ τα κι εσύ καμιά φορά. Χτύπησα το
τζάμι, και ρώτησα στα γαλλικά αν θα μ’ ερωτευόταν για να με
σώσει. Κούνησε το κεφάλι αρνητικά αλλά μου χαμογέλασε σαν
να το διασκέδαζε. Ρώτησα πού ήταν το αστυνομικό τμήμα.
Μου έδειξε ένα σταυροδρόμι.
Μπορείς να εντοπίσεις έναν συνάδελφο μουσικό σε
οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμα και μεταξύ αστυνομικών.
Αυτός με το πιο τρελό βλέμμα, τα πιο ατίθασα μαλλιά, είτε
πεινασμένα ισχνός είτε πρόσχαρα ευτραφής. Τούτος δω ο
επιθεωρητής, γαλλόφωνος μουσικός του κορ ανγκλέ, μέλος
του τοπικού οπερατικού συλλόγου, είχε ακουστά τον Βίβιαν
Άιρς και ευγενέστατα μου έφτιαξε έναν χάρτη για το
Νίερμπεκε. Για την πληροφορία αυτή τον αντάμειψα με δυο
γλυκίσματα. Ρώτησε αν είχα φέρει εδώ το βρετανικό μου
αυτοκίνητο – ο γιος του είχε τρέλα με τα Austin. Είπα δεν είχα
αυτοκίνητο. Αυτό τον ανησύχησε. Πώς θα πήγαινα στο
Νίερμπεκε; Λεωφορεία δεν είχε, ούτε τρένα, και σαράντα
χιλιόμετρα ήταν παλούκι να τα περπατήσεις. Ρώτησα αν
μπορούσα να δανειστώ ένα ποδήλατο της αστυνομίας επ’
αόριστον. Μου είπε ότι αυτό ήταν άκρως αντικανονικό. Τον
διαβεβαίωσα ότι ήμουν άκρως αντικανονικός, και εν συντομία
περιέγραψα τη φύση της επίσκεψής μου στον Άιρς, τον πιο
διάσημο θετό γιο του Βελγίου (πρέπει να είναι τόσο λίγοι αυτοί,
που ίσως και να αληθεύει τελικά) στην υπηρεσία της
ευρωπαϊκής μουσικής. Επανέλαβα το αίτημά μου. Η απίστευτη
αλήθεια μπορεί να σε βολέψει καλύτερα από ένα πιστευτό
ψέμα, κι αυτή ήταν μια τέτοια περίσταση. Ο έντιμος
αρχιφύλακας με πήγε σε μια μάντρα όπου απολεσθέντα
αντικείμενα περιμένουν νόμιμους ιδιοκτήτες για λίγους μήνες
(πριν βγουν στη μαύρη αγορά) – 1α όμως ήθελε τη γνώμη μου
για την ικανότητά του ως βαρύτονου. Ξέσπασε σ’ ένα «Recitar!
… Vesti la giubba!» από τους Παλιάτσους. (Αρκετά ευχάριστη
φωνή στις χαμηλές αλλά η αναπνοή του ήθελε δουλειά και το
βιμπράτο του έτρεμε σαν βροντείο στο θέατρο.) Έκανα μερικές
μουσικές υποδείξεις, έλαβα ένα βικτοριανό Enfield συν σχοινί
για να δέσω το βαλιτσάκι και το ντοσιέ στη σέλα και
λασπωτήρα για πίσω. Μου ευχήθηκε να έχω bon voyage και καλό
καιρό.
Ο Άντριαν δεν υπήρχε περίπτωση να έχει πεζοπορήσει στον
δρόμο που έκανα με το ποδήλατο για να βγω από την Μπριζ
(στα βάθη της επικράτειας των Ούννων), παρ’ όλα αυτά ένιωσα
μια εγγύτητα με τον αδελφό μου επειδή ανέπνεα τον ίδιο αέρα
του ίδιου τόπου. Η Πεδιάδα είναι επίπεδη σαν τα Φενς αλλά σε
κακή κατάσταση. Στη διαδρομή έφαγα τα τελευταία
γλυκίσματα, και σταμάτησα σε φτωχά αγροτόσπιτα για να
ζητήσω νερό. Κανείς δεν μου είπε πολλά αλλά κανείς δεν είπε
«Όχι». Χάρη στον κόντρα άνεμο και σε μια αλυσίδα που όλο
έβγαινε, ήταν πια προχωρημένο απόγευμα όταν έφτασα
επιτέλους στο χωριό του Άιρς, το Νίερμπεκε. Ένας αμίλητος
σιδεράς μού έδειξε πώς να πάω στον πύργο του Ζέντελχεμ
κάνοντας προσθήκες στον χάρτη μου μ’ ένα μολυβάκι.
Ακολουθώντας ένα μονοπάτι στη μέση του οποίου φύτρωναν
καμπανούλες και λινάρια, πέρασα μια εγκαταλειμμένη πανσιόν
και βρέθηκα σε ένα άλλοτε επιβλητικό βουλεβάρτο με μεγάλες
μαύρες λεύκες.
Ο πύργος του Ζέντελχεμ είναι πιο μεγαλόπρεπος απ’ το
πρεσβυτέριό μας, κάτι ετοιμόρροποι πυργίσκοι κοσμούν τη
δυτική του πτέρυγα, αλλά ωχριά μπροστά στο Όντλι Εντ ή την
εξοχική έπαυλη των Κάπον-Τεντς. Πήρε το μάτι μου μια
κοπέλα καβάλα στ’ άλογο σ’ έναν χαμηλό λόφο με μια
ρημαγμένη οξιά στην κορυφή. Πέρασα έναν κηπουρό που
έριχνε στάχτη για τους γυμνοσάλιαγκες σε ένα περιβόλι. Στην
αυλή, ένας σωματώδης βαλές καθάριζε τη μηχανή ενός
Cowley. Βλέποντάς με να πλησιάζω, σηκώθηκε και με
περίμενε. Σε μια πλακόστρωτη γωνιά της ζωφόρου τούτης
καθόταν ένας άντρας σε αναπηρική καρέκλα κάτω από μια
αφρισμένη γλυσίνα κι άκουγε ραδιόφωνο. Ο Βίβιαν Άιρς,
υπέθεσα. Το εύκολο κομμάτι της ονειροπόλησής μου είχε
τελειώσει.
Ακούμπησα το ποδήλατό μου στον τοίχο, είπα στον βαλέ ότι
είχα μια δουλειά με τον αφέντη του. Ήταν αρκετά ευγενής, και
με πήγε στη βεράντα του Άιρς, και ανακοίνωσε την άφιξή μου
στα γερμανικά. Ο Άιρς ήταν ένα ράκος, θαρρείς και η αρρώστια
του τον είχε ολότελα ξεζουμίσει, μα συγκρατήθηκα και δεν
γονάτισα στο μονοπάτι σαν τον σερ Πέρσιβαλ μπροστά στον
βασιλιά Αρθούρο. Η ουβερτούρα μας πήγε λίγο πολύ ως εξής:
«Καλησπέρα, κύριε Άιρς».
«Ποιος στον κόρακα πάλι είσαι εσύ;»
«Είναι μεγάλη μου τιμή που–»
«Ρώτησα: “Ποιος στον κόρακα είσαι;”»
«Με λένε Ρόμπερτ Φρόμπισερ, κύριε, απ’ το Σάφρον
Γουόλντεν. Είμαι –ήμουν– φοιτητής του σερ Τρέβορ Μακέρας
στο κολέγιο Κάιους, κι ήρθα από το Λονδίνο για–»
« Ήρθες απ’ το Λονδίνο με το ποδήλατο;»
«Όχι. Το ποδήλατο το δανείστηκα από έναν αστυνομικό στην
Μπριζ».
«Αλήθεια;» Έκανε μια παύση για να σκεφτεί. «Πρέπει να σου
πήρε ώρες».
«Το έκανα από αγάπη, κύριε. Σαν τους προσκυνητές που
ανεβαίνουν τους λόφους γονυπετείς».
«Τι μπούρδες είναι πάλι τούτες;»
« Ήθελα να αποδείξω ότι είμαι σοβαρός υποψήφιος».
«Σοβαρός υποψήφιος για τι πράγμα;»
«Για τη θέση του γραμματέα σας».
«Τρελός είσαι;»
Ερώτηση που είναι πάντα πιο ύπουλη απ’ ό,τι φαίνεται.
«Αμφιβάλλω».
«Κοίτα, εγώ αγγελία για γραμματέα δεν έχω βάλει!»
«Το ξέρω, κύριε, μα τον χρειάζεστε, κι ας μην το ξέρετε
ακόμη. Το άρθρο στους Times έλεγε ότι δεν μπορείτε να
συνθέσετε νέα έργα εξαιτίας της ασθένειάς σας. Δεν γίνεται να
επιτρέψω να χαθεί η μουσική σας. Είναι πάρα, πάρα πολύ
σημαντική. Ήρθα λοιπόν εδώ να σας προσφέρω τις υπηρεσίες
μου».
Τέλος πάντων, δεν μ’ έδιωξε δίχως δεύτερη σκέψη. «Πώς
είπες ότι σε λένε;» Του είπα. «Από τους διάττοντες αστέρες του
Μακέρας, είπες;»
«Για να πω την αλήθεια, κύριε, με σιχαινόταν».
Όπως ξέρεις από πικρή σου πείρα, άμα το βάλω με τον νου
μου, μπορώ να εξάψω το ενδιαφέρον.
«Α έτσι, ε; Και γιατί άραγε;»
«Γιατί έγραψα στο περιοδικό της σχολής ότι το 6ο του
Κονσέρτο για Φλάουτο», ξερόβηξα, «είναι δέσμιο ενός
προεφηβικού Σεν-Σανς στα πιο φανταχτερά του. Το πήρε
προσωπικά».
«Αλήθεια έγραψες τέτοιο πράγμα για τον Μακέρας;» Ο Άιρς
αγκομαχούσε λες και του πριόνιζαν τα πλευρά. «Σίγουρα το
πήρε προσωπικά».
Η συνέχεια είναι σύντομη. Ο βαλές με οδήγησε σε ένα
καθιστικό βαμμένο σε ανοιχτοπράσινο χρώμα, με έναν βαρετό
Φάρκαρσον24 που απεικόνιζε πρόβατα και δεμάτια καλαμπόκι
κι ένα όχι και τόσο καλό ολλανδικό τοπίο. Ο Άιρς φώναξε τη
γυναίκα του, την κυρία Βαν Όοτριβε Ντε Κρόμελινκ. Έχει
κρατήσει το όνομά της, και τέτοιο που είναι, δεν έχει κι άδικο.
Η κυρία του σπιτιού με ψυχρή ευγένεια ζήτησε να μάθει για το
παρελθόν μου. Απάντησα ειλικρινά, αν και έκρυψα την
αποβολή μου από το Κάιους κάτω από το πέπλο μιας αόριστης
πάθησης. Για τις τρέχουσες οικονομικές μου δυσκολίες δεν
είπα λέξη – όσο πιο απέλπιδα είναι η περίπτωση, τόσο πιο
διστακτικός ο δωρητής. Τους γοήτευσα επαρκώς.
Συμφωνήσαμε ότι μπορούσα, τουλάχιστον, να διανυκτερεύσω
στο Ζέντελχεμ. Ο Άιρς θα με περνούσε από μουσικό κόσκινο το
πρωί, και θα είχε έτσι τη δυνατότητα να αποφασίσει για την
πρότασή μου.
Ο Άιρς δεν ήρθε στο δείπνο, ωστόσο. Η άφιξή μου συνέπεσε
με την αρχή μιας ημικρανίας που τον πιάνει ανά
δεκαπενθήμερο και τον περιορίζει στα ιδιαίτερά του για μια
δυο μέρες. Η ακρόασή μου αναβάλλεται ώσπου να αναρρώσει,
η τύχη μου λοιπόν ακόμη κρέμεται από μια κλωστή. Στα θετικά
της υπόθεσης, ωστόσο, το κρασί από το Πίσπορτ και ο αστακός
à l’américaine ήταν ισάξια με το φαγητό στο Imperial.
Παρακινούσα την οικοδέσποινά μου να μιλήσει – νομίζω την
κολάκευσαν οι τόσες γνώσεις μου για τον επιφανή της σύζυγο,
και αντιλήφθηκε τη γνήσια αγάπη μου για τη μουσική του. Α,
φάγαμε και με την κόρη του Άιρς, τη νεαρή ιππεύτρια που είχα
δει νωρίτερα. Η δίδα Άιρς είναι μια φίλιππη δεκαεπτά ετών με
την ανασηκωμένη μύτη της μαμάς της. Μια ευγενική
κουβέντα δεν κατάφερα να της πάρω όλο το βράδυ. Να βλέπει
άραγε στο πρόσωπό μου έναν ακόλαστο Άγγλο τζαμπατζή στις
γκίνιες του, που ήρθε εδώ να παρασύρει τον καχεκτικό πατέρα
της σ’ ένα θαυμάσιο γαϊδουροκαλόκαιρο, στο οποίο εκείνη δεν
μπορεί να συμμετάσχει και δεν είναι ευπρόσδεκτη;
Οι άνθρωποι είναι περίπλοκοι.
Περασμένα μεσάνυχτα. Ο πύργος κοιμάται, και πρέπει κι εγώ
να κοιμηθώ.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—·—
Ζέντελχεμ,
6η - vii - 1931.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
ΥΓ. Οικονομικά «στενέματα», τι ταιριαστή φράση. Δεν είναι να
απορείς που οι φτωχοί είναι όλοι σοσιαλιστές. Κοίτα, πρέπει να
σου ζητήσω ένα δάνειο. Το καθεστώς στο Ζέντελχεμ είναι ό,τι
πιο χαλαρό έχω δει ποτέ (πάλι καλά! Για την ώρα, ο μπάτλερ
του πατέρα μου έχει πιο εφοδιασμένη γκαρνταρόμπα από
μένα), πρέπει όμως να τηρείς και κάποιες προϋποθέσεις. Δεν
έχω να δώσω ούτε φιλοδώρημα στους υπηρέτες. Αν μου είχαν
μείνει πλούσιοι φίλοι, θα ζητούσα απ’ αυτούς, μα η αλήθεια
είναι πως δεν μου έχουν μείνει. Δεν ξέρω πώς στέλνεις
χρήματα, ή τα τηλεγραφείς ή τα στέλνεις με πακέτο ή ό,τι
άλλο, επιστήμονας είσαι όμως, βρες έναν τρόπο. Αν μου
ζητήσει ο Άιρς να φύγω, θα φουντάρω. Θα διαρρεύσει στο
Κέμπριτζ η είδηση ότι ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ αναγκάστηκε να
ζητιανέψει από τους πάλαι ποτέ οικοδεσπότες του όταν τον
πέταξαν στον δρόμο, επειδή δεν είχε τα φόντα για τη δουλειά.
Θα πέθαινα απ’ την ντροπή, Σίξμιθ, στ’ αλήθεια θα πέθαινα.
Για όνομα του Θεού, στείλε ό,τι μπορείς αμέσως.
—·—
Σίξμιθ,
Δόξα τον Ρούφους τον Ευλογημένο, τον Προστάτη Άγιο των
Απόρων Συνθετών, Δόξα εν Υψίστοις, Αμήν. Το ταχυδρομικό
σου έμβασμα έφτασε σώο και αβλαβές σήμερα το πρωί – στους
οικοδεσπότες μου σε περιέγραψα ως έναν θείο που με
υπεραγαπά αλλά είχε ξεχάσει τα γενέθλιά μου. Η κυρία
Κρόμελινκ επιβεβαιώνει ότι μια τράπεζα στην Μπριζ θα μου το
εξαργυρώσει. Θα γράψω ένα μοτέτο προς τιμήν σου και θα σε
ξεπληρώσω το συντομότερο. Ίσως συντομότερα απ’ ό,τι
νομίζεις. Οι παγωμένες μου προοπτικές έχουν αρχίσει να
αναθερμαίνονται. Μετά την εξευτελιστική 1η μου απόπειρα να
συνεργαστώ με τον Άιρς, γύρισα στο δωμάτιό μου σε άθλια
κατάσταση. Εκείνο το απόγευμα το πέρασα γράφοντάς σου τον
κλαψιάρικό μου θρήνο –επί τη ευκαιρία, κάψε τον, αν δεν τον
έχεις ήδη κάψει–, με π. άγχος για το μέλλον μου. Βγήκα στη
βροχή φορώντας γαλότσες και κάπα και πήγα με τα πόδια ως το
ταχυδρομείο του χωριού, διερωτώμενος, ειλικρινά, πού μπορεί
να βρισκόμουν σε έναν μήνα. Η κυρία Βίλεμς ντιντίνισε το
καμπανάκι του δείπνου λίγο αφότου επέστρεψα, όταν πήγα
όμως στην τραπεζαρία με περίμενε ο Άιρς, μόνος. «Εσύ είσαι,
Φρόμπισερ;» ρώτησε, με τη συνηθισμένη τραχύτητα του
μεγαλύτερου σε ηλικία ανδρός που προσπαθεί να δείξει
λεπτότητα. «Α, Φρόμπισερ, χαίρομαι που αυτή την
κουβεντούλα μπορούμε να την κάνουμε οι δυο μας μόνο.
Κοίτα, σου φέρθηκα ελεεινά σήμερα το πρωί. Η αρρώστια μου
με κάνει πιο… ευθύ απ’ όσο αρμόζει, ενίοτε. Ζητώ συγγνώμη.
Δώσε σε τούτον τον στρυφνό ακατονόμαστο μια δεύτερη
ευκαιρία αύριο, τι λες;»
Να του είχε πει η σύζυγός του σε τι κατάσταση με είχε βρει;
Να είχε αναφέρει η Λουσίλ τη ½ έτοιμη βαλίτσα μου; Περίμενα
για να σιγουρευτώ ότι η φωνή μου δεν φανέρωνε την
ανακούφισή μου και του είπα ευγενικά ότι δεν ήταν κακό να
λέει τη γνώμη του.
« Ήμουν υπερβολικά αρνητικός απέναντι στην πρότασή σου,
Φρόμπισερ. Δεν θα είναι εύκολο να αποσπάσεις μουσική από
την γκλάβα μου, η συνεργασία μας όμως έχει πολύ καλές
προοπτικές. Με τη μουσική σου ικανότητα και τον χαρακτήρα
σου έχεις και με το παραπάνω τα φόντα για τη δουλειά.
Σύμφωνα με τη σύζυγό μου δοκιμάζεις την τύχη σου και στη
σύνθεση; Ολοφάνερα η μουσική είναι και για τους δυο μας το
οξυγόνο μας. Με λίγη καλή θέληση θα πάμε στα κουτουρού
ώσπου να πετύχουμε την κατάλληλη μέθοδο». Με το που
ειπώθηκε αυτό, χτύπησε την πόρτα η μαντάμ Κρόμελινκ, έριξε
μια ματιά στο δωμάτιο, αντιλήφθηκε την κατάσταση στη
στιγμή, όπως κάνουν μερικές γυναίκες, και ρώτησε αν η
περίσταση επέβαλλε να το γιορτάσουμε με ένα ποτό. Ο Άιρς
στράφηκε σ’ εμένα. «Αυτό εξαρτάται από τον νεαρό
Φρόμπισερ. Τι θα έλεγες; Θα μείνεις για λίγες εβδομάδες, με
την προοπτική να γίνουν λίγοι μήνες, αν όλα πάνε καλά; Ίσως
και περισσότερο, ποιος ξέρει; Πρέπει, όμως, να δεχτείς έναν
μικρό μισθό».
Άφησα την ανακούφισή μου να φανεί ως ευχαρίστηση, του
είπα πως θα ήταν τιμή μου, και δεν απέρριψα αμέσως την
προσφορά του μισθού.
«Τότε, Γιοκάστα, πες στην κυρία Βίλεμς να φέρει ένα Πινό
του 1908!» Κάναμε πρόποση για τον Βάκχο και τις Μούσες, κι
ήπιαμε ένα κρασί πλούσιο σαν το αίμα του ρινόκερου. Το
κελάρι του Άιρς, γύρω στα εξακόσια μπουκάλια, είναι από τα
πιο εξαίσια στο Βέλγιο, και του αξίζει μια σύντομη παρέκβαση.
Επέζησε του πολέμου ασύλητο από τους Ούννους
αξιωματούχους που χρησιμοποιούσαν το Ζέντελχεμ ως
αρχηγείο χάρη σε έναν ψευδότοιχο που είχε σηκώσει ο πατέρας
του Χέντρικ στην είσοδό του, πριν διαφύγει η οικογένεια στο
Γκέτεμποργκ. Η βιβλιοθήκη και διάφοροι άλλοι ογκώδεις
θησαυροί πέρασαν κι αυτοί τον πόλεμο εκεί κάτω (άλλοτε ήταν
υπόγειο μοναστηριού), κλεισμένοι σε κιβώτια. Οι Πρώσοι
λεηλάτησαν το κτίριο πριν από την Ανακωχή, δεν πήραν
χαμπάρι όμως την ύπαρξη του κελαριού.
Αναπτύσσεται μια εργασιακή ρουτίνα. Ο Άιρς κι εγώ είμαστε
στο δωμάτιο της μουσικής στις εννιά η ώρα κάθε πρωί, εφόσον
το επιτρέπουν οι διάφορες παθήσεις και οι πόνοι του.
Καθόμαστε, εγώ στο πιάνο, ο Άιρς στο ντιβάνι, καπνίζοντας τα
σιχαμένα τουρκικά τσιγάρα του, και ακολουθούμε ένα από τα
τρία modos operandi μας. «Aναθεωρητικά» – μου ζητάει να
ξανακοιτάξουμε τη δουλειά του προηγούμενου πρωινού.
Μουρμουρίζω, τραγουδώ ή παίζω, ανάλογα με το όργανο, και ο
Άιρς τροποποιεί την παρτιτούρα. Στα «Ανασυστατικά»
ξεσκαρτάρω παλιές παρτιτούρες, τετράδια και συνθέσεις,
κάποια από αυτά γραμμένα πριν καν γεννηθώ, για να εντοπίσω
ένα κομμάτι ή κάποια καντέντσα που ο Άιρς αχνοθυμάται και
θέλει να διασώσει. Τρομερή έρευνα. Τα «Συνθετικά» είναι τα
πιο απαιτητικά. Κάθομαι στο πιάνο και προσπαθώ να τα βγάλω
πέρα με ένα κύμα από «Δέκατο έκτο, Σι, Σολ· ολόκληρο, Λα
ύφεση – κράτα το για τέσσερις χρόνους, όχι, έξι – τέταρτα! Φα
δίεση – όχι όχι όχι όχι Φα δίεση – και… Σι! Ταν-τάτι-τάτι-ταν!».
(Τουλάχιστον il maestro τώρα κατονομάζει τις νότες του.) Ή, αν
είναι σε πιο ποιητική διάθεση, μπορεί να πει: «Και τώρα,
Φρόμπισερ, το κλαρινέτο είναι η παλλακίδα, οι βιόλες είναι οι
ίταμοι στο κοιμητήριο, το κλειδόχορδο είναι το φεγγάρι,
οπότε... ας φυσήξει ο ανατολικός άνεμος αυτή τη συγχορδία
Λα ελάσσονα, μετά το 16ο μέτρο».
Σαν καλός μπάτλερ (αν και, να είσαι σίγουρος, δεν είμαι απλά
καλός) η δουλειά μου είναι κατά τα 9/10 πρόνοια. Μερικές
φορές ο Άιρς θα ζητήσει την καλλιτεχνική μου άποψη, κάτι σαν
«Θεωρείς ότι έχει αποτέλεσμα αυτή η συγχορδία, Φρόμπισερ;»
ή «Αυτό το μέρος συνάδει με το όλον;». Αν πω όχι, ο Άιρς με
ρωτά τι θα πρότεινα για υποκατάστατο, και μια δυο φορές
μάλιστα χρησιμοποίησε την τροποποίησή μου. Πολύ με
προβληματίζει. Αυτή τη μουσική θα τη μελετούν οι άνθρωποι
του μέλλοντος.
Κατά τη μία η ώρα, ο Άιρς είναι κομμάτια. Ο Χέντρικ τον
κατεβάζει στην τραπεζαρία, όπου γευματίζουμε με την κυρία
Κρόμελινκ, και την απαίσια Ε., αν έχει έρθει σπίτι για το Σαβ/
κο ή κάποια ½ αργία. Στην κάψα του απογεύματος ο Άιρς
παίρνει έναν υπνάκο. Εγώ συνεχίζω να σκαλίζω στη βιβλιοθήκη
για θησαυρούς, συνθέτω στο δωμάτιο μουσικής, διαβάζω
χειρόγραφα στον κήπο (Κρίνοι της Παναγιάς, φριτιλαρίες,
κνιφόφιες, δενδρομολόχες σε πλήρη άνθιση), τριγυρνάω στα
δρομάκια του Νίερμπεκε με το ποδήλατο ή σεργιανίζω στα
γύρω λιβάδια. Έχω κάνει φιλίες με τα σκυλιά του χωριού.
Τρέχουν ξοπίσω μου σαν τους αρουραίους ή τα παλιόπαιδα
στον Μαγεμένο αυλό. Οι ντόπιοι μού ανταποδίδουν τα «Goede
morgen» και «Goede middag» – είμαι πλέον γνωστός ως ο επί
μακρόν φιλοξενούμενος ψηλά πάνω στο «kasteel».
Μετά το βραδινό, μπορεί να ακούσουμε ραδιόφωνο οι τρεις
μας, αν υπάρχει κάποια αξιοπρεπής εκπομπή, ειδάλλως θα
ακούσουμε ηχογραφήσεις στο γραμμόφωνο (ένα επιτραπέζιο
His Master’s Voice σε δρύινο κουτί), συνήθως των
σημαντικότερων έργων του ίδιου του Άιρς υπό τη διεύθυνση
του σερ Τόμας Μπίτσαμ. Όταν έχουμε επισκέψεις, συζητάμε ή
ακούμε μουσική δωματίου. Άλλα βράδια ο Άιρς προτιμά να του
διαβάζω ποίηση, ιδίως τον αγαπημένο του Κιτς. Ψιθυρίζει τους
στίχους ενώ απαγγέλλω, θαρρείς και η φωνή του στηρίζεται
στη δική μου. Την ώρα του πρωινού, με βάζει και διαβάζω
τους Times. Γέρος, τυφλός και άρρωστος μπορεί να είναι ο
Άιρς, θα μπορούσε όμως να τα βγάλει πέρα σε κολεγιακή
ρητορική λέσχη, αν και παρατηρώ πως σπανίως προτείνει
εναλλακτικές για τα συστήματα τα οποία περιπαίζει.
«Φιλελευθερισμός; Δειλία των πλουσίων!» «Σοσιαλισμός; Το
αδελφάκι ενός εξασθενημένου απολυταρχισμού, τον οποίο
θέλει να διαδεχτεί» «Οι συντηρητικοί; Συγκυριακοί ψεύτες, η
μεγαλύτερη απάτη των οποίων είναι το δόγμα τους περί
ελεύθερης βούλησης». Τι σόι κράτος θέλει, τέλος πάντων;
«Κανένα! Όσο καλύτερα οργανωμένο είναι το κράτος, τόσο πιο
καταπνιγμένη η ανθρωπιά του».
Ευέξαπτος μπορεί να είναι ο Άιρς, είναι όμως κι ένας από
τους ελάχιστους ανθρώπους στην Ευρώπη που θα ήθελα να
επηρεάσουν τη δική μου δημιουργικότητα. Μουσικολογικώς,
είναι διπρόσωπος σαν τον Ιανό. Ο ένας Άιρς είναι στραμμένος
προς τα πίσω, στο νεκροκρέβατο του ρομαντισμού, ο άλλος
είναι στραμμένος προς το μέλλον. Αυτού του Άιρς το βλέμμα
ακολουθώ. Το να τον παρακολουθώ να χρησιμοποιεί την
αντίστιξη και να ανακατεύει τους τόνους εξευγενίζει τη δική
μου γλώσσα με τρόπο συναρπαστικό. Ήδη, η σύντομη διαμονή
μου στο Ζέντελχεμ μου έχει μάθει περισσότερα από τα τρία
χρόνια μου στον θρόνο του Μακέρας ο Ξενέρας και του
Εύθυμου Αυνανιστικού του Τσούρμου.
Μας επισκέπτονται τακτικά φίλοι του Άιρς και της κυρίας
Κρόμελινκ. Μια τυπική εβδομάδα θα έχουμε επισκέπτη ή
επισκέπτες δύο ή τρία βράδια. Σολίστες που επιστρέφουν από
τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, το Άμστερνταμ κι ακόμα
παραπέρα· γνωστοί του Άιρς από τα νιάτα του στη Φλόριντα ή
το Παρίσι· και ο παλιός καλός Μόρτι Ντοντ μετά της Συζύγου.
Ο Ντοντ διαθέτει εργαστήρια διαμαντιών στην Μπριζ και την
Αμβέρσα, μιλά έναν ομιχλώδη, πάντως μεγάλο αριθμό
γλωσσών, επινοεί περίπλοκα πολύγλωσσα λογοπαίγνια που
απαιτούν μακροσκελείς εξηγήσεις, επιχορηγεί φεστιβάλ και
αλλάζει μεταφυσικές μπαλιές με τον Άιρς. Η κυρία Ντοντ είναι
σαν την κυρία Κρόμελινκ επί δέκα – ειλικρινά, ένα τρομακτικό
δημιούργημα που ηγείται του βελγικού ιππικού ομίλου, οδηγεί
η ίδια την Bugatti των Ντοντ, και κακομαθαίνει ένα φουντωτό
πεκινουά που το λένε Βάι-Βάι. Θα την ξανασυναντήσεις σε
μελλοντικά γράμματα, αναμφίβολα.
Ελάχιστους συγγενείς έχουν: Ο Άιρς ήταν μοναχοπαίδι, και η
άλλοτε ισχυρή οικογένεια Κρόμελινκ επεδείκνυε ένα
ξεροκέφαλο ταλέντο στην υποστήριξη της λάθος πλευράς σε
αποφασιστικές στιγμές του πολέμου. Όσοι δεν πέθαναν στη
μάχη είχαν σχεδόν όλοι αφανιστεί από την εξαθλίωση και την
αρρώστια όταν πια επέστρεψαν από τη Σκανδιναβία ο Άιρς με
τη γυναίκα του. Άλλοι το έσκασαν στο εξωτερικό και πέθαναν
εκεί. Η γριά γκουβερνάντα της κυρίας Κρόμελινκ και δυο
ασθενικές θείες κάνουν καμιά επίσκεψη, όμως κάθονται
ήσυχες στη γωνία σαν παλιές κρεμάστρες.
Την περασμένη εβδομάδα ο μαέστρος Ταντέους
Αουγκουστόφσκι, μεγάλος υποστηρικτής του Άιρς στη
γενέτειρά του, την Κρακοβία, πέρασε απροειδοποίητα σε 2η
Μέρα Ημικρανίας. Η κυρία Κρόμελινκ δεν ήταν σπίτι, και η
κυρία Βίλεμς ήρθε σ’ εμένα μέσα στην αναστάτωση, και με
θερμοπαρακάλεσε να υποδεχτώ τον επιφανή επισκέπτη. Δεν
γινόταν να την απογοητεύσω. Τα γαλλικά του Αουγκουστόφσκι
ήταν ίδια με τα δικά μου, και περάσαμε το απόγευμα
ψαρεύοντας και λογοφέρνοντας για τους δωδεκαφθογγιστές.
Εκείνος πιστεύει ότι είναι τσαρλατάνοι όλοι τους. Μου είπε
ιστορίες από ορχήστρες, κι ένα απερίγραπτα πρόστυχο αστείο
που περιλαμβάνει χειρονομίες, και άρα το αφήνω για όταν
ξανανταμώσουμε. Έπιασα μια πέστροφα κοντά τριάντα
εκατοστά και ο Αουγκουστόφσκι τσάκωσε ένα τεράστιο
ασπρόψαρο. Το σούρουπο που γυρίσαμε ο Άιρς ήταν ξύπνιος,
και ο Πολωνός του είπε ότι ήταν τυχερός που με προσέλαβε. Ο
Άιρς μούγκρισε κάτι σαν «Συμφωνώ». Σαγηνευτικός κόλακας
αυτός ο Άιρς. Η κυρία Βίλεμς διόλου enchantée δεν ήταν από τα
πτερυγωτά μας λάφυρα, πάντως τα ξεντέρισε, τα μαγείρεψε με
αλάτι και βούτυρο κι έγιναν λουκούμι. Ο Αουγκουστόφσκι μου
έδωσε το μπιλιέτο του όταν αναχώρησε το άλλο πρωί. Έχει μια
σουίτα στο Langham Court όπου μένει όταν επισκέπτεται το
Λονδίνο, και με προσκάλεσε να μείνω μαζί του για το φεστιβάλ
του χρόνου. Κικιρίκου!
Ο πύργος του Ζέντελχεμ δεν είναι δαιδαλώδης οίκος των
Άσερ, όπως φαίνεται αρχικά. Όντως, η δυτική του πτέρυγα,
κλειστή και σκεπασμένη εξαιτίας του κόστους εκσυγχρονισμού
και συντήρησης της ανατολικής, είναι σε άθλια κατάσταση, και
π. σύντομα, φοβούμαι, θα χρήζει κατεδάφισης. Εξερεύνησα
τις κάμαρές της ένα βροχερό απόγευμα. Καταστροφική
υγρασία· σοβάδες σε ιστούς αράχνης· περιττώματα ποντικών
και νυχτερίδων τριζοβολούν στις φθαρμένες πλάκες· γύψινα
οικόσημα πάνω από τζάκια φαγωμένα από τον χρόνο. Τα ίδια
κι έξω – τούβλινοι τοίχοι που χρειάζονται καινούργια
αρμολόγηση, κεραμίδια που λείπουν, επάλξεις πεσμένες χάμω
σε σωρούς, βροχόνερο που αυλακώνει τον μεσαιωνικό
ψαμμόλιθο. Οι Κρόμελινκ έπιασαν την καλή με τις επενδύσεις
τους στο Κονγκό, ούτε ένας αδελφός όμως δεν επέζησε του
πολέμου, και οι Γερμαναράδες «νοικάρηδες» του Ζέντελχεμ
επιλεκτικά ξήλωσαν ό,τι είχε αξία.
Η ανατολική πτέρυγα, ωστόσο, είναι ένας άνετος μικρός
λαβύρινθος, αν και τα δοκάρια της στέγης τρίζουν σαν καράβι
όταν σηκώνεται αέρας. Υπάρχει ένα κυκλοθυμικό σύστημα
κεντρικής θέρμανσης και υποτυπώδης ηλεκτρισμός που σου
κάνει ηλεκτροσόκ κάθε φορά που πας να ακουμπήσεις τους
διακόπτες. Ο πατέρας της κυρίας Κρόμελινκ ήταν αρκετά
προνοητικός και έμαθε στην κόρη του τα της διαχείρισης του
κτήματος, και τώρα εκείνη μισθώνει τη γη της στους γύρω
αγρότες και έτσι το μέρος βγάζει πάνω κάτω τα έξοδά του, απ’
ό,τι καταλαβαίνω. Δεν είναι και αμελητέο κατόρθωμα την
σήμερον ημέραν.
Η Εύα παραμένει δεσποινίδα μη μου άπτου, κακιασμένη σαν
τις αδελφές μου, εκτός από εχθρότητα όμως, διαθέτει κι
εξυπνάδα. Πέρα από τη λατρεμένη της Νεφερτίτη, τα χόμπι
της είναι να κρατάει μούτρα και να παριστάνει τη
βασανισμένη. Της αρέσει να κάνει τους ευάλωτους υπηρέτες
να κλαίνε, κι έπειτα να ορμάει στο δωμάτιο και να λέει: «Πάλι
κλαίει κι οδύρεται, μαμά, δεν γίνεται να τη στρώσεις
επιτέλους;». Έχει διαπιστώσει ότι δεν είμαι εύκολος στόχος,
οπότε ξεκίνησε πόλεμο φθοράς: «Μπαμπά, πόσο καιρό θα
μείνει σπίτι μας ο κύριος Φρόμπισερ;»· «Μπαμπά, τον κύριο
Φρόμπισερ τον πληρώνεις όσο και τον Χέντρικ;»· «Α, μια
ερώτηση έκανα, μαμά, δεν ήξερα ότι η θέση του κυρίου
Φρόμπισερ είναι λεπτό ζήτημα». Με ταράζει, όσο κι αν δεν
θέλω να το παραδεχτώ, είναι η αλήθεια. Το περασμένο
Σάββατο είχαμε άλλη μια συνάντηση – «σύγκρουση» καλύτερα.
Είχα πάρει τη βίβλο του Άιρς, το Τάδε έφη Ζαρατούστρας, και είχα
περάσει το πλίθινο γεφυράκι για να πάω στο νησάκι με την
ιτιά. Ψηνόσουν στη ζέστη εκείνο το απόγευμα· ακόμα και στον
ίσκιο, ίδρωνα σαν το βόδι. Έπειτα από δέκα σελίδες ένιωθα
πως δεν διάβαζα εγώ τον Νίτσε, αλλά εκείνος εμένα, έτσι
έμεινα να κοιτάω τους υδροκοριούς και τους τρίτωνες ενώ στο
μυαλό μου μια ορχήστρα έπαιζε το Air and Dance του Φρεντ
Ντίλιους. Ένα κομμάτι γλυκερό σαν φλορεντίνα, το νυσταλέο
του φλάουτο όμως αρκετά πετυχημένο.
Από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα σε μια τάφρο τόσο
βαθιά που ο ουρανός ήταν μια λωρίδα πολύ ψηλά, φωτισμένη
από εκτυφλωτικές αναλαμπές. Άγριοι περιπολούσαν την τάφρο
καβάλα σε γιγάντιους καφέ αρουραίους με δαιμόνια δόντια,
που ξετρύπωναν την εργατιά και τη διαμέλιζαν. Σουλάτσαρα
προσπαθώντας να δείχνω ευκατάστατος και να μην το βάλω
στα πόδια απ’ τον πανικό μου, όταν βρήκα την Εύα. Είπα: «Τι
στον διάολο γυρεύεις εσύ εδώ κάτω;».
Η Εύα αποκρίθηκε με οργή! «Ce lac appartient à ma famille
depuis cinq siècles! Vous êtes ici depuis combien de temps
exactement? Bien trois semaines! Alors vous voyez, je vais
où bon me semble!»27 Ο θυμός της Εύας ήταν σχεδόν απτός,
μια κλοτσιά στα μούτρα του ταπεινού σου επιστολογράφου.
Πάσο, την είχα κατηγορήσει ότι καταπατούσε τη γη της
μητέρας της. Εντελώς ξύπνιος πια, σηκώθηκα με δυσκολία,
ζητώντας συγγνώμη, εξηγώντας ότι είχα μιλήσει στον ύπνο
μου.
Είχα ξεχάσει τελείως τη λίμνη. Έπεσα μέσα σαν αν. ηλίθιος!
Έγινα παπί! Ευτυχώς το νερό έφτανε μόνο ως τον αφαλό μου,
κι ο Θεός είχε φυλάξει τον λατρεμένο Νίτσε του Άιρς και δεν
βούτηξε μαζί μου. Όταν τελικά η Εύα κατάφερε να
συγκρατήσει τα γέλια της, είπα ότι χαιρόμουν που την έβλεπα
μια φορά να μην είναι μουτρωμένη. Είχα νεροφακή στα μαλλιά
μου, απάντησε, στα αγγλικά. Κατέληξα να την πατρονάρω
εγκωμιάζοντας τη γλωσσική της ικανότητα. Αντιγύρισε: «Οι
Άγγλοι εντυπωσιάζονται με το παραμικρό». Έφυγε. Αργότερα
μονάχα μπόρεσα να σκεφτώ μια καλή απάντηση, οπότε αυτόν
τον γύρο τον κέρδισε το κορίτσι.
Δώσε προσοχή τώρα όσο μιλώ για βιβλία και παρά. Εκεί που
ψαχούλευα μια κόγχη με βιβλία στο δωμάτιό μου, εντόπισα
έναν παράξενο διαμελισμένο τόμο, και θέλω να μου βρεις ένα
πλήρες αντίτυπο. Αρχίζει στην 99η σελίδα, δεν έχει εξώφυλλο
και οπισθόφυλλο, το δέσιμό του διαλύεται. Από τα λίγα που
μπορώ να καταλάβω, πρόκειται για το επιμελημένο ημερολόγιο
ενός ταξιδιού που έκανε από το Σίδνεϊ στην Καλιφόρνια ένας
συμβολαιογράφος από το Σαν Φρανσίσκο, ο Άνταμ Γιούιν.
Γίνεται αναφορά στον πυρετό του χρυσού, εικάζω λοιπόν πως
είμαστε στο 1849 ή στο 1850. Το ημερολόγιο φαίνεται ότι
εκδόθηκε μετά θάνατον, από τον γιο του Γιούιν (;). Ο Γιούιν
μου φέρνει στο μυαλό τον αδέξιο πλοίαρχο Ντιλέινο από το
Μπενίτο Σερένο του Μέλβιλ, ανίδεος για κάθε λογής συνωμότη –
δεν έχει καταλάβει ότι ο έμπιστος γιατρός του, ο δόκτωρ Γκους
[sic] είναι ένας βρικόλακας, που ρίχνει λάδι στη φωτιά της
υποχονδρίας του για να τον δηλητηριάσει, σιγά σιγά, και να
του πάρει τα λεφτά. Κάτι μου βρομάει ως προς την
αυθεντικότητα αυτού του ημερολογίου –παραείναι
συγκροτημένο για να είναι γνήσιο, και η γλώσσα του δεν μου
πολυφαίνεται πειστική–, ποιος όμως θα έμπαινε στον κόπο να
πλαστογραφήσει ένα τέτοιο ημερολόγιο, και γιατί;
Προς μεγάλη μου ενόχληση, έπειτα από σαράντα πάνω κάτω
σελίδες, εκεί όπου η ράχη έχει τελείως φθαρεί, το ημερολόγιο
σταματά, στη μέση της πρότασης. Έφαγα όλη τη βιβλιοθήκη
για να βρω το υπόλοιπο παλιοβιβλίο. Τζίφος. Με τίποτα δεν
μας συμφέρει να στρέψουμε την προσοχή του Άιρς ή της
κυρίας Κρόμελινκ στα ακαταλογογράφητα βιβλιογραφικά τους
πλούτη, έχω λοιπόν στριμωχτεί. Θα μπορούσες να ρωτήσεις
τον Ότο Γιανς στην οδό Κέιθνες αν ξέρει κάτι γι’ αυτόν τον
Άνταμ Γιούιν; Ένα μισοδιαβασμένο βιβλίο είναι μια
μισοτελειωμένη ερωτική σχέση.
Εσωκλείω έναν κατάλογο των παλαιότερων εκδόσεων που
βρίσκω στη βιβλιοθήκη του Ζέντελχεμ. Όπως βλέπεις, κάποια
κομμάτια είναι από τις αρχές του 17ου αι., στείλε μου λοιπόν
τις καλύτερες τιμές που προσφέρει ο Γιανς το γρηγορότερο
δυνατόν, και φρόντισε να σου ξεφύγει ότι ενδιαφέρονται και
έμποροι απ’ το Παρίσι, για να μη νομίζει ο σπαγγοραμμένος
ότι έχει δεμένο τον γάιδαρό του.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—·—
Σίξμιθ,
Έχουμε αφορμή να το γιορτάσουμε λίγο. Πριν από δυο μέρες, ο
Άιρς κι εγώ ολοκληρώσαμε την 1η μας συνεργασία, ένα
σύντομο συμφωνικό ποίημα με τίτλο «Der Todtenvogel». Όταν
ξέθαψα το κομμάτι, ήταν μια αδιάφορη διασκευή ενός παλιού
τευτονικού ύμνου, ολοκληρωτικά εγκαταλειμμένη λόγω της
φθίνουσας όρασης του Άιρς. Η νέα μας εκδοχή είναι ένα
πλάσμα συναρπαστικό. Δανείζεται στοιχεία από το Δαχτυλίδι του
Βάγκνερ, έπειτα διαλύει το θέμα του σε έναν στραβινσκικό
εφιάλτη, υπό την επιτήρηση πνευμάτων του Σιμπέλιους.
Φριχτό, λαχταριστό, μακάρι να γινόταν να το ακούσεις.
Τελειώνει με σόλο φλάουτο, όχι κάνα πεταλουδίστικο
φλαούτισμα, αλλά το θανατοπούλι του τίτλου, να καταριέται
πρωτότοκο μαζί και στερνοπαίδι.
Ο Αουγκουστόφσκι μας επισκέφτηκε ξανά στην επιστροφή
του από το Παρίσι. Διάβασε την παρτιτούρα και της έριχνε
τους επαίνους με το φτυάρι, όπως ρίχνει τα κάρβουνα με το
φτυάρι ο θερμαστής. Κι έτσι πρέπει! Είναι το πιο πετυχημένο
συμφωνικό ποίημα απ’ όσα ξέρω να έχουν γραφτεί από τον
Πόλεμο κι έπειτα, και ένα σου λέω, Σίξμιθ, αρκετές από τις
καλύτερες ιδέες του είναι δικές μου. Φαντάζομαι πως ένας
γραμματέας πρέπει να συμβιβαστεί με την αποκήρυξη της
δημιουργικής συνεισφοράς του, ποτέ όμως δεν είναι εύκολο να
κρατήσεις κλειστό το στόμα σου.
Και τα καλύτερα έπονται – ο Αουγκουστόφσκι θέλει η πρώτη
του έργου να γίνει υπό τη δική του διεύθυνση στο φεστιβάλ της
Κρακοβίας, σε τρεις βδομάδες!
Ξύπνησα άγρια χαράματα χθες, και πέρασα όλη μέρα να
καθαρογράφω ένα αντίγραφο. Ξαφνικά δεν φαινόταν και τόσο
σύντομο. Μου βγήκε το χέρι και τα πεντάγραμμα εντυπώθηκαν
στα βλέφαρά μου, μέχρι το βραδινό όμως είχα τελειώσει. Οι
τέσσερίς μας ήπιαμε πέντε μπουκάλια κρασί για να το
γιορτάσουμε. Για επιδόρπιο είχαμε έξοχα μοσχοστάφυλα.
Είμαι τώρα το αγαπημένο παιδί στο Ζέντελχεμ. Πάει π.
καιρός απ’ όταν ήμουν το αγαπημένο παιδί οποιουδήποτε, και
μου καλαρέσει. Η Γιοκάστα μου πρότεινε να μετακομίσω από
τον ξενώνα σε μια από τις μεγαλύτερες άδειες κρεβατοκάμαρες
στον 2ο όροφο, και να την επιπλώσω όπως μου κάνει κέφι, με
ό,τι μου γυαλίσει από το υπόλοιπο Ζέντελχεμ. Ο Άιρς στήριξε
την πρόταση αυτή, είπα λοιπόν ότι θα το έκανα. Προς μεγάλη
μου χαρά, η Δεσποινίς Μη Μου Άπτου έχασε την
αυτοκυριαρχία της και κλαψούρισε: «Α, γιατί δεν τον βάζετε
και στη διαθήκη, μαμά; Γιατί να μην του δώσετε τη ½ σας
περιουσία;». Σηκώθηκε κι έφυγε από το τραπέζι χωρίς άλλη
λέξη. Ο Άιρς είπε βραχνά «Η πρώτη καλή ιδέα που κατέβασε
αυτό το κορίτσι μέσα σε δεκαεπτά χρόνια!», αρκετά δυνατά
ώστε να τον ακούσει. «Ο Φρόμπισερ τουλάχιστον τα βγάζει τ’
αναθεματισμένα τα λεφτά του!»
Οι οικοδεσπότες μου ούτε να ακούσουν δεν ήθελαν τις
συγγνώμες μου, είπαν ότι αυτή που θα έπρεπε να ζητήσει
συγγνώμη από εμένα ήταν η Εύα, ότι πρέπει να κόψει αυτή την
προκοπερνική της εντύπωση ότι το σύμπαν περιστρέφεται
γύρω απ’ την ίδια. Μουσική στ’ αυτιά μου. Και πάλι ως προς
την Εύα, θα πάει με είκοσι συμμαθήτριές της στην Ελβετία π.
σύντομα για να περάσουν δυο μήνες σε ένα αδελφό σχολείο. Η
μουσική συνεχίζεται! Θα είναι σαν να σου πέφτει χαλασμένο
δόντι. Το καινούργιο μου δωμάτιο είναι αρκετά μεγάλο για να
παίξεις διπλό στο μπάντμιντον· έχει κρεβάτι με ουρανό, τις
κουρτίνες του οποίου βέβαια έπρεπε να τινάξω για να φύγουν
οι περσινοί σκόροι· παμπάλαιες κορδοβάνικες ταπισερί28
ξεφλουδίζουν απ’ τους τοίχους σαν λέπια δράκοντα, μα έχει
μια γοητεία αυτό· μια λουλακί γυάλινη σφαίρα· ερμάριο με
ένθετο καπλαμά από ρίζα καρυδιάς· έξι πολυθρόνες και ένα
σεκρετέρ από σφενδάμι, όπου κάθομαι τώρα και σου γράφω
αυτό το γράμμα. Άφθονο φως περνάει από το δαντελωτό
αγιόκλημα. Προς τον νότο βλέπει κανείς τον γκρίζο
διακοσμητικό δεντρόκηπο. Προς τη δύση γελάδες βόσκουν στο
λιβάδι και πάνω από το δάσος παραπέρα δεσπόζει το
καμπαναριό της εκκλησίας. Έχω για ρολόι μου τις καμπάνες
του. (Στην πραγματικότητα, το Ζέντελχεμ καυχιέται για τα ουκ
ολίγα παλαιά ρολόγια του, που άλλα σημαίνουν νωρίς, άλλα
αργά, σαν την Μπριζ σε μινιατούρα.) Συνολικά, ως προς το
μεγαλείο, ένα δυο σκαλιά πιο πάνω από τα δωμάτιά μας στο
Γουάιμανς Λέιν, ένα δυο σκαλιά πιο κάτω από το Savoy ή το
Imperial, αλλά ευρύχωρο και ασφαλές. Εκτός αν κάνω κάτι
άγαρμπο ή αδιάκριτο.
Το οποίο με φέρνει στη μαντάμ Γιοκάστα Κρόμελινκ. Που να
με πάρει και να με σηκώσει, Σίξμιθ, αν δεν έχει αρχίσει,
πλαγίως, να με φλερτάρει. Η αμφισημία των λόγων της, των
βλεμμάτων της και των αγγιγμάτων της παραείναι επιδέξια για
να είναι τυχαία. Για πες μου εσύ τι λες. Χθες το απόγευμα
μελετούσα κάποια σπάνια πρωτόλεια του Μπαλακίρεφ στο
δωμάτιό μου, όταν χτύπησε την πόρτα η κυρία Κρόμελινκ.
Φορούσε το σακάκι ιππασίας της και είχε τα μαλλιά της
πιασμένα πάνω, αποκαλύπτοντας έναν κομματάκι δελεαστικό
λαιμό. «Ο σύζυγός μου θέλει να σου κάνει ένα δώρο» είπε,
μπαίνοντας μέσα όταν παραμέρισα. «Ορίστε. Για την
ολοκλήρωση του “Todtenvogel’’. Ξέρεις, Ρόμπερτ», με τη
γλώσσα της να τραβάει το τ του «Ρόμπερτ», «ο Βίβιαν χαίρεται
τόσο που δουλεύει ξανά. Χρόνια έχω να τον δω τόσο ζωηρό. Το
δώρο αυτό είναι απλώς συμβολικό. Φόρεσέ το». Μου έδωσε
ένα εξαίσιο γιλέκο, φτιαγμένο σε οθωμανικό στιλ από μετάξι,
τόσο ξεχωριστό στο σχέδιο που ούτε της μόδας θα είναι ποτέ,
μα ούτε κι εκτός μόδας. «Το αγόρασα στο Κάιρο, στον μήνα
του μέλιτος, όταν ήταν στην ηλικία σου. Δεν πρόκειται να το
ξαναφορέσει».
Δήλωσα κολακευμένος, διαβεβαίωσα όμως ότι δεν γινόταν να
δεχτώ ένα ρούχο τέτοιας συναισθηματικής αξίας. «Μα γι’ αυτό
ακριβώς θέλουμε να το φορέσεις. Στην ύφανσή του είναι οι
αναμνήσεις μας. Φόρεσέ το». Υπάκουσα, κι εκείνη το χάιδεψε,
με το πρόσχημα (;) ότι τίναζε κάτι χνουδάκια. « Έλα στον
καθρέφτη!» Πήγα. Η γυναίκα στεκόταν μόνο λίγα εκατοστά
πίσω μου. «Παραείναι ωραίο για να το χαίρονται οι σκόροι, τι
λες κι εσύ;» Ναι, συμφώνησα. Το χαμόγελό της ήταν δίκοπο.
Αν ήμασταν σε ξέπνοο μυθιστόρημα της Έμιλι, τα χέρια της
πλανεύτρας θα είχαν αγκαλιάσει τον κορμό του αθώου, αλλά η
Γιοκάστα είναι πιο γαλίφισσα. « Έχεις την ίδια ακριβώς σωματική
διάπλαση που είχε ο Βίβιαν στην ηλικία σου. Περίεργο αυτό,
έτσι;» Ναι, ξανασυμφώνησα. Με τ’ ακροδάχτυλά της τράβηξε
μια τούφα απ’ τα μαλλιά μου που είχε πιαστεί στο γιλέκο.
Μήτε τη σνόμπαρα μήτε την ενθάρρυνα. Αυτά τα πράγματα
δεν θέλουν βιασύνη. Η κυρία Κρόμελινκ έφυγε χωρίς άλλη
κουβέντα.
Στο γεύμα, ο Χέντρικ ανέφερε ότι είχε γίνει διάρρηξη στο
σπίτι του δόκτορα Έγκρετ στο Νίερμπεκε. Κανένας
τραυματίας, ευτυχώς, η αστυνομία όμως προειδοποιεί να
έχουμε τον νου μας για τσιγγάνους και κακοποιούς. Τα σπίτια
τη νύχτα πρέπει να κλειδώνονται. Η Γιοκάστα αναρίγησε και
είπε ότι χαιρόταν που ήμουν στο Ζέντελχεμ για να τη φυλάω.
Ομολόγησα πως, αν και τα κατάφερνα ως πυγμάχος στο Ίτον,
αμφέβαλλα ότι θα νικούσα ολόκληρη συμμορία κακοποιών.
Ίσως θα μπορούσα να κρατάω την πετσέτα του Χέντρικ όσο
εκείνος θα τους ξυλοφόρτωνε για τα καλά, έτσι δεν είναι; Ο Άιρς
δεν το σχολίασε, εκείνο το βράδυ όμως ξετύλιξε ένα Luger από
την πετσέτα του φαγητού του. Η Γιοκάστα τον επέπληξε που
έβγαλε το πιστόλι του στο τραπέζι, αυτός όμως δεν της έδωσε
σημασία. «Όταν επιστρέψαμε από το Γκέτεμποργκ, βρήκα
αυτό το ζωάκι κάτω από ένα χαλαρό σανίδι στο πάτωμα της
μεγάλης κρεβατοκάμαρας, μαζί με τις σφαίρες του» εξήγησε.
«Ο Πρώσος λοχαγός είτε έφυγε βιαστικά είτε σκοτώθηκε. Το
φυλούσε εδώ για ασφάλεια ενάντια στους στασιαστές ή τους
ανεπιθύμητους. Το έχω δίπλα στο κρεβάτι μου για τον ίδιο
λόγο».
Τον ρώτησα αν μπορούσα να το πιάσω, αφού μόνο
κυνηγετικές καραμπίνες είχα ακουμπήσει ως τότε. «Ασφαλώς»
αποκρίθηκε ο Άιρς και μου το ’δωσε. Μου σηκώθηκε η τρίχα.
Το μικρό εκείνο σιδερικό έχει σκοτώσει τουλάχιστον μία φορά,
θα στοιχημάτιζα την κληρονομιά μου, αν είχα κληρονομιά.
«Βλέπεις λοιπόν», το γέλιο του Άιρς ήταν βρόμικο. «Μπορεί να
είμαι ένας ηλικιωμένος, τυφλός σακάτης, ακόμη όμως έχω ένα
δυο δόντια για να δαγκώσω. Ένας τυφλός με όπλο που δεν έχει
και πολλά να χάσει. Φαντάσου το κακό που θα μπορούσα να
κάνω!» Δεν μπορώ να καταλήξω αν την απειλή στη φωνή του
τη φαντάστηκα απλώς.
Εξαιρετικά τα νέα από τον Γιανς, αλλά μην του πεις ότι το
είπα αυτό. Θα σου ταχυδρομήσω τους τρεις τόμους που
ανέφερες την επόμενη φορά που θα πάω στην Μπριζ – ο
διευθυντής του ταχυδρομείου εδώ στο Νίερμπεκε μια
περιέργεια την έχει και δεν τον εμπιστεύομαι. Πάρε τις
συνηθισμένες προφυλάξεις. Στείλε με έμβασμα τον παρά μου
στην 1η Τράπεζα του Βελγίου, κεντρικό κατάστημα, Μπριζ – ο
Ντοντ είπε δυο λογάκια στον διευθυντή και μου άνοιξε
λογαριασμό. Άλλον Ρόμπερτ Φρόμπισερ δεν έχουν στα κιτάπια
τους, είμαι σίγουρος.
Και το καλύτερο νέο απ’ όλα: ξανάρχισα να συνθέτω για
λογαριασμό μου.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—·—
Ζέντελχεμ,
16η - viii - 1931.
Σίξμιθ,
Το καλοκαίρι πήρε αισθησιακή τροπή: η σύζυγος του Άιρς κι
εγώ γίναμε εραστές. Μη θορυβηθείς! Μόνο από σαρκική
άποψη. Μια νύχτα την περασμένη εβδομάδα ήρθε στο δωμάτιό
μου, μπήκε και κλείδωσε την πόρτα και, χωρίς ν’
ανταλλάξουμε λέξη, γδύθηκε. Όχι να το παινευτώ, αλλά η
επίσκεψή της δεν με ξάφνιασε. Μάλιστα, της είχα αφήσει την
πόρτα μισάνοιχτη. Πραγματικά, Σίξμιθ, δοκίμασε να χαρείς την
ερωτική πράξη σε απόλυτη σιωπή. Το όλο πατιρντί
μεταμορφώνεται σε ευδαιμονία, αρκεί να κλείσεις το στόμα
σου.
Όταν ξεκλειδώνεις ένα γυναικείο σώμα, ανοίγεις και το κουτί
με τα μυστικά της. (Δοκίμασέ τες καμιά φορά κι εσύ, τις
γυναίκες εννοώ.) Να έχει καμιά σχέση αυτό με την
ανικανότητά τους στα χαρτιά; Μετά την Πράξη, προτιμώ,
απλά, να μένω ξαπλωμένος, αλλά η Γιοκάστα άρχισε να μιλάει,
αυθόρμητα, λες και ήθελε να θάψει το μεγάλο σκοτεινό μας
μυστικό κάτω από μυστικά μικρότερα και λιγότερο σκοτεινά.
Έμαθα ότι ο Άιρς τη σύφιλη την τσίμπησε σ’ ένα μπουρδέλο της
Κοπεγχάγης το 1915, κατά τη διάρκεια ενός παρατεταμένου
χωρισμού, κι από εκείνη τη χρονιά δεν έχει ικανοποιήσει τη
σύζυγό του· μετά τη γέννηση της Εύας, ο γιατρός είπε στη
Γιοκάστα ότι ποτέ της δεν θα ξανασυλλάμβανε παιδί. Είναι π.
επιλεκτική ως προς τις περιστασιακές της σχέσεις, αλλά
ανυποχώρητη ως προς το δικαίωμά της να τις έχει. Επέμεινε
ότι ακόμη αγαπά τον Άιρς. Έβγαλα ένα δύσπιστο μουγκρητό.
Το ότι η αγάπη αγαπά την αφοσίωση, ήταν η πληρωμένη
απάντησή της, είναι ένας μύθος που έχουν φτιάξει οι άντρες με
τις ανασφάλειές τους.
Είπε και για την Εύα. Ανησυχεί ότι προσπάθησε τόσο πολύ να
ενσταλάξει στην κόρη της την ιδέα της κοσμιότητας, που δεν
έγιναν ποτέ φίλες, και τώρα, φαίνεται, το πουλάκι αυτό έχει
πετάξει. Γλάρωσα ακούγοντας αυτές τις τετριμμένες
τραγωδίες, στο μέλλον όμως θα είμαι πιο προσεκτικός με τους
Δανούς και τα δανέζικα μπουρδέλα ειδικά.
Η Γ. ήθελε και 2ο γύρο, θαρρείς για να κολλήσει πάνω μου.
Δεν έφερα αντίρρηση. Έχει σώμα ιππεύτριας, μεγαλύτερη
ευλυγισία απ’ αυτή που θα έβλεπες κανονικά σε μια ώριμη
γυναίκα, και καλύτερη τεχνική από πολλά άλογα των δέκα
σελινιών που έχω καβαλήσει. Υποψιάζεται κανείς ότι είναι
μακρύς ο κατάλογος με τους επιβήτορες που έχουν προσκληθεί
να βοσκήσουν στο παχνί της. Πράγματι, την τελευταία φορά
που πήγε να με ψιλοπάρει ο ύπνος είπε: «Μια φορά, πριν από
τον Πόλεμο, έμεινε στο Ζέντελχεμ για μια εβδομάδα ο
Ντεμπισί. Σ’ αυτό ακριβώς το κρεβάτι κοιμόταν, αν δεν κάνω
λάθος». Μια ελάσσονα συγχορδία στη φωνή της υποδήλωνε ότι
είχε κοιμηθεί μαζί του. Διόλου απίθανο. Φουστάνι να φορούσε
κι ό,τι ήθελε ας ήταν, αυτό τουλάχιστον έχω ακούσει για τον
Κλοντ, κι εξάλλου ήταν Γάλλος.
Όταν χτύπησε η Λουσίλ το πρωί την πόρτα για να μου αφήσει
νερό για το ξύρισμα, ήμουν ολομόναχος. Προς μεγάλη μου
χαρά είδα ότι συμπεριφορά της Γ. στο πρόγευμα ήταν εξίσου
ανέμελη με τη δική μου. Μάλιστα, ήταν κι ελαφρώς δηκτική
απέναντί μου όταν μου έπεσε λίγη μαρμελάδα στο σουπλά,
προκαλώντας έτσι τον Β.Α. να την επιπλήξει, «Μάζεψε τ’
αγκάθια σου, Γιοκάστα! Δεν θα χρειαστεί δα να τρίψεις εσύ τον
λεκέ με τα ωραία σου χεράκια!». Η μοιχεία είναι ντουέτο που
δύσκολα το πετυχαίνεις, Σίξμιθ – όπως στο μπριτζ, ή
αποφεύγεις συμπαίκτες πιο αδέξιους από σένα ή καταλήγεις σε
κακό χάλι.
Ενοχές; Καθόλου. Αίσθημα θριάμβου; Μπα, όχι και πολύ. Αν
μη τι άλλο, αρκετή ενόχληση με τον Άιρς. Τις προάλλες ήρθαν
για δείπνο οι Ντοντ και η κυρία Ντ. ζήτησε λίγη μουσική στο
πιάνο για τη χώνεψη, έπαιξα λοιπόν εκείνο το «Ο Άγγελος της
Μονς»29 που έγραψα πριν από δυο καλοκαίρια όταν έκανα
διακοπές μαζί σου στα νησιά Σίλι, αν και απαρνήθηκα την
ιδιότητα του δημιουργού και είπα ότι το είχε συνθέσει «ένας
φίλος». Του έχω κάνει αναθεωρήσεις. Είναι καλύτερο και πιο
λαγαρό και διακριτικό από εκείνες τις γλυκερές απομιμήσεις
του Σούμπερτ που έβγαζε ο Β.Α. όταν ήταν είκοσι. Άρεσε τόσο
στη Γ. και τους Ντοντ που άρχισαν το μπιζάρισμα. Είχα
προλάβει να παίξω μόνο έξι μέτρα όταν ο Β.Α. άσκησε ένα
άγνωστο ως τα τότε βέτο. «Θα συμβούλευα τον φίλο σου να
γίνει πρώτα εξπέρ στους Παλαιούς κι ύστερα ν’ αρχίσει τις
τρέλες με τους Μοντέρνους». Ακούγεται αρκετά αθώα αυτή η
συμβουλή, ε; Ωστόσο, πρόφερε τη λέξη φίλος σε ένα ακριβές
ημιτόνιο που μου φανέρωσε ότι ήξερε πολύ καλά την
πραγματική ταυτότητα του φίλου μου. Να είχε κάνει άραγε κι
αυτός το ίδιο κολπάκι στου Γκριγκ στο Όσλο; «Χωρίς άριστη
γνώση της αντίστιξης και της αρμονίας» ξεφύσηξε ο Β.Α.,
«αυτός ο τύπος θα γίνει απλώς ένας γυρολόγος που θα πουλάει
βλακώδη τερτίπια. Αυτό να πεις στον φίλο σου πως είπα».
Άφρισα απ’ το κακό μου αλλά δεν μίλησα. Ο Β.Α. είπε στη Γ.
να βάλει στο γραμμόφωνο την ηχογράφηση του δικού του
Κουιντέτου του Σιρόκου. Εκείνη υπάκουσε στον εριστικό γερο-
τραμπούκο. Για να παρηγορηθώ, θυμήθηκα πώς είναι το σώμα
της Γ. κάτω από το αέρινο μεταξωτό της φόρεμα, και τη
λαχτάρα με την οποία έρχεται στο κρεβάτι μου. Π. καλά, θα
κοκορευτώ λιγάκι για τα κέρατα του εργοδότη μου. Καλά να
πάθει. Ο ξιπασμένος, όσο γέρος κι άρρωστος κι αν είναι,
παραμένει ξιπασμένος.
Ο Αουγκουστόφσκι έστειλε το παρακάτω αινιγματικό
τηλεγράφημα μετά το κονσέρτο στην Κρακοβία. Μεταφράζω
από τα γαλλικά: ΠΡΕΜΙΕΡΑ TODTEVOGEL ΤΑ ΕΧΑΣΑΝ ΣΤΟΠ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΓΡΟΝΘΟΠΑΤΙΝΑΔΑ ΣΤΟΠ ΤΡΙΤΗ ΤΟ
ΛΑΤΡΕΨΑΝ ΣΤΟΠ ΤΕΤΑΡΤΗ ΒΟΥΚΙΝΟ ΣΤΟΠ. Δεν ξέραμε πώς
να το πάρουμε, αμέσως μετά το τηλεγράφημα όμως ήρθαν και
τα αποκόμματα των εφημερίδων, μεταφρασμένα από τον
Αουγκουστόφσκι στο πίσω μέρος του προγράμματος του
κονσέρτου. Ε, λοιπόν, το «Todtenvogel» μας έχει γίνει αιτία
προστριβών! Απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, οι κριτικοί
ερμήνευσαν την αποδόμηση των βαγκνερικών θεμάτων ως
ολομέτωπη επίθεση στη Γερμανική Δημοκρατία. Ένα τσούρμο
εθνικιστών βουλευτών εξανάγκασαν τους υπεύθυνους του
φεστιβάλ να γίνει και 5η παράσταση. Το θέατρο, που
μυρίστηκε εισπράξεις, συμμορφώθηκε μετά χαράς. Ο Γερμανός
πρέσβης προέβη σε επίσημη διαμαρτυρία, κι έτσι μέσα σε ένα
εικοσιτετράωρο εξαντλήθηκαν τα εισιτήρια και για μια 6η
παράσταση. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι οι μετοχές
του Άιρς έχουν ανέβει στα ύψη παντού, εκτός από τη
Γερμανία, όπου κατά τα φαινόμενα τον καταδικάζουν ως
Εβραίο σατανά. Μεγάλες εφημερίδες απ’ όλη την ήπειρο έχουν
στείλει αιτήματα για συνέντευξη. Έχω την ευχαρίστηση να
απαντώ με μια ευγενική, πλην όμως αμετακίνητη pro forma30
απόρριψη σε όλα. «Είμαι πολύ απασχολημένος με τη σύνθεση»
μουρμουράει ο Άιρς. «Άμα ενδιαφέρονται να μάθουν “τι θέλω
να πω”, να ακούσουν τη ρημάδα τη μουσική μου». Όλη αυτή η
προσοχή τoν τρέφει, ωστόσο. Ακόμα και η κυρία Βίλεμς το
παραδέχεται, απ’ όταν ήρθα ο Κύριος έχει ξανανιώσει.
Στο μέτωπο της Εύας, οι εχθροπραξίες συνεχίζονται. Με
ανησυχεί που έχει πάρει μυρωδιά κάτι σάπιο ανάμεσα στον
πατέρα μου κι εμένα. Αναρωτιέται δημοσίως γιατί ποτέ δεν
λαμβάνω γράμματα από την οικογένειά μου, ή γιατί δεν έχω
βάλει να μου στείλουν μερικά δικά μου ρούχα. Ρώτησε αν θα
ήθελε κάποια αδελφή μου να αλληλογραφήσει μαζί της. Για να
κερδίσω χρόνο, αναγκάστηκα να υποσχεθώ ότι θα τους
μεταφέρω αυτή την πρόταση, και ίσως χρειαστώ από σένα άλλη
μια πλαστογραφία. Να κοιτάξεις να είναι πολύ καλή. Είναι
σχεδόν Εγώ στο θηλυκό, η ύπουλη αλεπού.
Ο Αύγουστος στο Βέλγιο είναι αφόρητος φέτος. Το λιβάδι
κιτρινίζει, ο κηπουρός αγχώνεται για τις φωτιές, οι αγρότες
ανησυχούν για τη σοδειά, δείξε μου όμως έναν ήρεμο αγρότη
και θα σου δείξω έναν σώφρονα μαέστρο. Θα κλείσω τώρα
αυτόν τον φάκελο και θα το κόψω μέχρι το ταχυδρομείο από το
δάσος πίσω από τη λίμνη. Δεν κάνει να αφήσω αυτές τις σελίδες
εδώ γύρω, μην και τις βρει μια κάποια δεκαεπτάχρονη
ανακατώστρα.
Το σημαντικό ζήτημα τώρα. Ναι, θα συναντήσω τον Ότο
Γιανς στην Μπριζ για να παραδώσω ο ίδιος τα ιστορημένα
χειρόγραφα, μα όλες τις λεπτομέρειες πρέπει να τις κανονίσεις
εσύ. Δεν θέλω να ξέρει ο Γιανς ποιος με φιλοξενεί. Όπως όλοι
οι έμποροι, ο Γιανς είναι ένας αχόρταγος αηδής άρπαγας, ο
μεγαλύτερος. Δεν θα δίσταζε να καταφύγει στον εκβιασμό για
να χαμηλώσει την τιμή – ή και να τη ρίξει στο μηδέν. Πες του
ότι θα πληρωθώ επιτόπου με κολλαριστά χαρτονομίσματα,
αυτούς τους περίεργους πιστωτικούς του διακανονισμούς όχι σ’
εμένα. Έπειτα θα σου στείλω ένα έμβασμα με το ταχυδρομείο,
του ποσού που μου δάνεισες συμπεριλαμβανομένου. Έτσι δεν
πρόκειται να ενοχοποιηθείς εσύ αν γίνει καμιά παγαποντιά.
Εγώ είμαι ήδη ατιμασμένος, επομένως δεν έχω πρόσωπο να
χάσω αν τον δώσω φόρα παρτίδα. Να του το πεις κι αυτό του
Γιανς.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—·—
Ζέντελχεμ
Βράδυ, 16η - viii - 1931.
Σίξμιθ,
Το βαρετό σου γράμμα από τον «δικηγόρο» του πατέρα μου
ήταν άσος καρό. Μπράβο. Τους το διάβασα ενώ
προγευματίζαμε – δεν τους κίνησα το ενδιαφέρον παρά μόνο
για λίγο. Και η ταχυδρομική σφραγίδα από το Σάφρον
Γουόλντεν επιδέξια πινελιά. Στ’ αλήθεια τώρα, τραβήχτηκες
από το εργαστήριό σου και βγήκες στο Έσεξ μες στον ήλιο του
απογεύματος για να το ταχυδρομήσεις αυτοπροσώπως; Ο Άιρς
προσκάλεσε τον «κύριο Κάμινγκς» μας να έρθει να με
επισκεφτεί στο Ζέντελχεμ, αλλά είχες γράψει ότι τα πράγματα
από άποψη χρόνου ήταν π. σφιχτά, έτσι η κυρία Κρόμελινκ
είπε ότι θα με πάει με το αυτοκίνητο στην πόλη ο Χέντρικ για
να υπογράψω τα έγγραφα εκεί. Ο Άιρς γκρίνιαξε ότι θα χάναμε
μιας μέρας δουλειά, αλλά η χαρά του είναι να γκρινιάζει.
Ο Χέντρικ κι εγώ αυτό το παχνισμένο πρωινό κατεβήκαμε
τους ίδιους δρόμους που έκανα με το ποδήλατο απ’ την Μπριζ
πριν από ½ καλοκαίρι. Έβαλα ένα κομψό σακάκι του Άιρς –
μεγάλο μέρος της γκαρνταρόμπας του γίνεται δικό μου, τώρα
που τα ελάχιστα ρούχα μου που διασώθηκαν απ’ τις αρπάγες
του Imperial έχουν αρχίσει να φθείρονται. Το Enfield ήταν
δεμένο στο πίσω μέρος, ώστε να τιμήσω την υπόσχεσή μου να
επιστρέψω το περί ου ο λόγος ποδήλατο στον καλό
αστυφύλακα. Τα κλοπιμαία μας τα είχα καμουφλάρει σε χαρτιά
για παρτιτούρες, τα οποία όλοι στο Ζέντελχεμ ξέρουν ότι έχω
πάντα μαζί μου, και τα είχα φυλάξει μακριά από αδιάκριτα
βλέμματα σε μια βρόμικη σάκα που έχω ιδιοποιηθεί. Ο Χέντρικ
είχε κατεβάσει την οροφή του Cowley, κι έτσι είχε υπερβολικά
πολύ αέρα για να μιλήσουμε. Λιγομίλητος τύπος, όπως αρμόζει
στη θέση του. Είναι περίεργο, παραδέχομαι όμως πως, απ’
όταν άρχισα να βατεύω την κυρία Κρόμελινκ, είμαι πιο
τσιτωμένος με τον βαλέ του συζύγου απ’ ό,τι με τον σύζυγο.
(H Γ. συνεχίζει να μου κάνει την τιμή, κάθε 3η ή 4η νύχτα,
ποτέ ωστόσο όταν είναι σπίτι η Εύα, κάτι π. σοφό. Έτσι κι
αλλιώς δεν πρέπει κανείς να κατεβάζει όλα τα γλυκίσματα των
γενεθλίων του μονοκοπανιά.) Η αμηχανία μου πηγάζει από την
πιθανότητα να ξέρει ο Χέντρικ. Α, σ’ εμάς τα αφεντικά αρέσει
να αυτοσυγχαιρόμαστε για την εξυπνάδα μας, τίποτα όμως δεν
μένει κρυφό απ’ αυτούς που μας αλλάζουν τα σεντόνια. Δεν
ανησυχώ ιδιαίτερα. Δεν έχω παράλογες απαιτήσεις από τους
υπηρέτες, και του Χέντρικ του κόβει αρκετά για να ποντάρει σε
μια αυστηρή αφέντρα που της μένουν πολλά χρόνια ακόμα, κι
όχι σε έναν ανάπηρο αφέντη με τις προοπτικές του Άιρς.
Περίεργος τύπος ο Χέντρικ, αλήθεια. Δύσκολο να μαντέψεις τα
γούστα του. Θα γινόταν θαυμάσιος κρουπιέρης.
Με άφησε έξω από το δημαρχείο, έλυσε το Enfield και έφυγε
για να κάνει διάφορα θελήματα και να υποβάλει τα σέβη του,
έτσι είπε, σε μια άρρωστη θεία. Οδήγησα το δίκυκλό μου μέσα
από πλήθη επισκεπτών, μαθητών και ντόπιων, και χάθηκα
μόνο μια δυο φορές. Στο αστυνομικό τμήμα, ο μουσικόφιλος
επιθεωρητής με περιποιήθηκε ιδιαίτερα και παρήγγειλε να μας
φέρουν καφέ και γλυκίσματα. Καταχάρηκε που η συνεργασία
μου με τον Άιρς έχει πάει τόσο καλά. Όταν πια ξέμπλεξα, ήταν
δέκα, ώρα για το ραντεβού μου. Δεν βιαζόμουν. Το πρέπον
είναι να αφήνεις τους εμπόρους να περιμένουν λιγάκι.
Ο Γιανς τα έπινε στο μπαρ του Le Royal και με υποδέχτηκε με
ένα «Αχά, δεν με γελούν τα μάτια μου, ο Αόρατος Άνθρωπος
επέστρεψε κατά τη γενική απαίτηση!». Τ’ ορκίζομαι, Σίξμιθ,
αυτός ο βλογιοκομμένος παλιοτοκογλύφος φαίνεται όλο και πιο
αποκρουστικός κάθε φορά που τον βλέπω. Να έχει άραγε
καταχωνιασμένο στη σοφίτα του κάνα μαγικό πορτρέτο που
ομορφαίνει χρόνο με τον χρόνο; Δεν καταλάβαινα γιατί
φαινόταν τόσο χαρούμενος που μ’ έβλεπε. Κοίταξα έναν γύρο
στον χώρο μην τυχόν και είχε ειδοποιήσει τίποτα πιστωτές μου
– μια περίεργη ματιά και θα γινόμουν μπουχός. Ο Γιανς
κατάλαβε τι σκεφτόμουν. «Τόσο καχύποπτος, Ρομπέρτο; Με
τίποτα δεν θα δημιουργήσω προβλήματα σε μια άτακτη χήνα
που κάνει τέτοια χρυσά αυγά, εγώ ειδικά, έτσι; Έλα τώρα»,
έδειξε κατά το μπαρ, «τι κακό θα πιεις;».
Αποκρίθηκα ότι το να είμαι στο ίδιο κτίριο, έστω και μεγάλο,
με τον Γιανς ήταν ήδη αρκετά κακό από μόνο του, οπότε
προτιμούσα να έρθουμε αμέσως στο προκείμενο. Χαχάνισε, με
χτύπησε στον ώμο και με ανέβασε σ’ ένα δωμάτιο που είχε
κλείσει για τη συναλλαγή μας. Ουδείς μας ακολούθησε, αυτό
όμως δεν αποτελούσε και εγγύηση για κάτι. Ευχόμουν, τώρα,
να σε είχα βάλει να κανονίσεις ένα ραντεβού κάπου πιο
δημόσια, ώστε να μην μπορούν οι μπράβοι του Ταμ Μπρούερ
να μου κουκουλώσουν το κεφάλι και να με ξαναγυρίσουν στο
Λονδίνο δεμένο χειροπόδαρα. Έβγαλα τα βιβλία απ’ το σακίδιο
κι εκείνος έβγαλε το πενς νε του από την τσέπη του σακακιού
του. Ο Γιανς τα εξέτασε σε ένα γραφείο πλάι στο παράθυρο.
Προσπάθησε να ρίξει την τιμή με τον ισχυρισμό ότι η
κατάσταση των τόμων ήταν περισσότερο «μέτρια» παρά
«καλή». Ήρεμα τύλιξα τα βιβλία, τα έβαλα στο σακίδιό μου, κι
έκανα τον σπαγγοραμμένο Εβραίο να τρέξει ξοπίσω μου στον
διάδρομο ώσπου παραδέχτηκε ότι οι τόμοι ήταν πράγματι σε
«καλή» κατάσταση. Τον άφησα να με καλοπιάσει για να γυρίσω
στο δωμάτιο, όπου μετρήσαμε τα χαρτονομίσματα σιγά σιγά,
ώσπου να εξοφληθεί το συμφωνηθέν ποσό. Πάει κι αυτό,
αναστέναξε, ισχυρίστηκε ότι τον είχα χρεοκοπήσει, έσκασε ένα
χαμόγελο όλο νόημα κι έβαλε το τριχωτό ξερό του στο γόνατό
μου. Είπα ότι εγώ βιβλία είχα έρθει να πουλήσω. Ρώτησε γιατί
να αποτρέπει η δουλειά την ευχαρίστηση; Σίγουρα ένα
παλικάρι στα ξένα όλο και κάτι θα έβρισκε να κάνει μ’ ένα
χαρτζιλικάκι, ε; Μια ώρα αργότερα τον άφησα να κοιμάται με
το πορτοφόλι του να χάσκει. Πήγα κατευθείαν στην τράπεζα
στην πλατεία και με εξυπηρέτησε η ιδιαιτέρα του διευθυντή.
Το γλυκό πουλί της φερεγγυότητας. Όπως αρέσκεται ο Πατήρ
να λέει, «Η μεγαλύτερη ανταμοιβή σου είναι ο ίδιος σου ο
ιδρώτας!» (όχι πως ίδρωσε ιδιαίτερα ποτέ αυτός ο αργόμισθος
του άμβωνος). Επόμενος σταθμός ήταν στου Φλάγκσταντ, στο
μουσικό κατάστημα της πόλης, όπου αγόρασα ένα μάτσο
παρτιτούρες για να αντικαταστήσω τον όγκο που είχε χάσει το
σακίδιό μου για τα μάτια των παρατηρητικών. Βγαίνοντας, είδα
ένα ζευγάρι γκρίζες γκέτες στη βιτρίνα ενός υποδηματοποιού.
Μπήκα, τις αγόρασα. Είδα μια σαγρέ ταμπακιέρα σ’ έναν
καπνοπώλη. Την αγόρασα.
Μου έμεναν δυο ώρες να σκοτώσω. Ήπια μια παγωμένη
μπίρα σ’ ένα καφέ, κι άλλη μία, κι άλλη μία, και κάπνισα ένα
ολόκληρο πακέτο θεσπέσια γαλλικά τσιγάρα. Τα χρήματα απ’
τον Γιανς δεν είναι δα κι ο θησαυρός κανενός δράκου, ένας
Θεός όμως το ξέρει πως σ’ εμένα έτσι φαίνονται. Έπειτα βρήκα
μια εκκλησία σ’ έναν παράδρομο (απέφυγα τα τουριστικά μέρη
για να αποφύγω δυσαρεστημένους εμπόρους βιβλίων), όλο
κεριά, ίσκιους, θλιμμένους μάρτυρες, λιβάνι. Είχα να πάω
στην εκκλησία απ’ το πρωί που με πέταξε έξω ο Πατήρ. Η
εξώπορτα όλο έκλεινε με κρότο. Λιπόσαρκες γκιόσες έμπαιναν,
άναβαν κεριά, έβγαιναν. Το λουκέτο στο παγκάρι ήταν από τα
καλύτερα. Κόσμος γονάτιζε για να προσευχηθεί, κάποιων τα
χείλη σάλευαν. Τους ζηλεύω, ειλικρινά τους ζηλεύω. Και τον
Θεό ζηλεύω, που ξέρει τα μυστικά τους. Η πίστη, η λιγότερο
πριβέ λέσχη επί Γης, έχει τον πιο πονηρό πορτιέρη. Κάθε που
διαβαίνω την ορθάνοιχτή της είσοδο, βρίσκομαι να ξαναβγαίνω
στον δρόμο. Έβαλα τα δυνατά μου να κάνω μακάριες σκέψεις,
ο νους μου όμως όλο χάιδευε τη Γ. Ακόμα και οι άγιοι κι οι
μάρτυρες στα βιτρό ήταν κάπως ερεθιστικοί. Μάλλον τέτοιες
σκέψεις δεν με φέρνουν πιο κοντά στον Παράδεισο. Στο τέλος,
αυτό που με έδιωξε ήταν ένα μοτέτο του Μπαχ – η χορωδία δεν
ήταν και για καταδίκη, η μόνη ελπίδα σωτηρίας του οργανίστα
όμως ήταν μια σφαίρα στο κεφάλι. Του το είπα κιόλας – καλές
και άγιες η λεπτότητα και η αυτοκυριαρχία στην κουβεντούλα,
σε ό,τι αφορά τη μουσική, όμως, υπεκφυγές δεν χωράνε.
Σ’ ένα καθωσπρέπει πάρκο ονόματι Κήποι του Μίνεβατερ,
ζευγαράκια κορτάριζαν αλά μπρατσέτα ανάμεσα στις ιτιές, τις
μπαξιάνες και τις συνοδούς των δεσποινίδων. Τυφλός,
κοκαλιάρης βιολιστής έπαιζε για δεκάρες. Αυτός λοιπόν ήξερε
να παίζει. Ζήτησα το «Bonsoir, Paris!» κι εκείνος το έπαιξε με
τέτοιο ενθουσιασμό, που του έδωσα ένα κολλαριστό
χαρτονόμισμα των πέντε φράγκων. Έβγαλε τα σκούρα γυαλιά
του, έλεγξε την υδατογραφία, επικαλέστηκε τον αγαπημένο
του άγιο, μάζεψε τα κέρματά του και την έκανε απ’ τα
παρτέρια γελώντας σαν τρελός. Όποιος αποφάνθηκε πως «Τα
λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία» προφανώς είχε υπερβολικά
πολλά από δαύτα.
Κάθισα σ’ ένα σιδερένιο παγκάκι. Καμπάνες, κοντινές,
απόμακρες, διάσπαρτες, σήμαναν μία η ώρα. Απ’ τα εμπορικά
και τα δικηγορικά γραφεία σύρθηκαν έξω οι υπάλληλοι για να
φάνε σάντουιτς στο πάρκο και να νιώσουν το φρέσκο αεράκι.
Σκεφτόμουν να στήσω τον Χέντρικ ή να μην τον στήσω, όταν
ποια λες πως μπήκε σεινάμενη κουνάμενη στο πάρκο,
ανεπίβλεπτη, συντροφιά με έναν σενιαρισμένο ξερακιανό με τα
διπλά της χρόνια, και μια κακόγουστη χρυσή βέρα στο δάχτυλό
του φάτσα φόρα; Το βρήκες με την 1η. Η Εύα. Κρύφτηκα πίσω
από μια εφημερίδα που είχε αφήσει στο παγκάκι ένας
υπάλληλος. Η Εύα δεν ακουμπούσε τον συνοδό της, πέρασαν
όμως από μπροστά μου με μια αύρα χαλαρής οικειότητας που
ποτέ, μα ποτέ της δεν έχει στο Ζέντελχεμ. Έβγαλα το
προφανές συμπέρασμα.
Η Εύα πόνταρε σε αβέβαιο χαρτί. Εκείνος κοκορευόταν, για
να τον ακούν οι άγνωστοι και να εντυπωσιάζονται. «Ανήκει
κανείς στον καιρό του, Εύα, όταν αυτός και οι όμοιοί του
θεωρούν δεδομένα τα ίδια πράγματα, χωρίς να το σκέφτονται.
Παρομοίως, καταστρέφεται κανείς όταν αλλάζουν οι καιροί
χωρίς να αλλάζει ο ίδιος. Θα μου επιτρέψεις να προσθέσω ότι
για τον ίδιο λόγο πέφτουν και οι αυτοκρατορίες». Αυτός ο
στοχαστής κόρακας με σάστιζε. Οπωσδήποτε θα μπορούσε να
καταφέρει κάποιον καλύτερο μια κοπέλα με την εμφάνιση της
Ε., έτσι; Παρομοίως με σάστιζε η συμπεριφορά της Ε. Μέρα
μεσημέρι, στην ίδια της την πόλη! Να θέλει άραγε να
καταστραφεί; Να είναι μια από αυτές τις ελευθερόφρονες
σουφραζέτες τύπου Ροσέτι; Ακολούθησα το ζεύγος από
ασφαλή απόσταση μέχρι μια μονοκατοικία σε εύπορη οδό. Ο
άντρας έριξε μια ύπουλη διερευνητική ματιά στον δρόμο πριν
βάλει το κλειδί στην κλειδαριά. Κρύφτηκα σε μια γωνιά.
Φαντάσου τον Φρόμπισερ να τρίβει τα χέρια του απ’ τη χαρά!
Η Εύα επέστρεψε ως συνήθως αργά το απόγευμα της
Παρασκευής. Στον προθάλαμο ανάμεσα στο δωμάτιό της και
την πόρτα για τους στάβλους υπάρχει ένας δρύινος θρόνος.
Εκεί χώθηκα. Δυστυχώς όμως χάθηκα μέσα στις συγχορδίες και
τις χρωματικές εντάσεις του παλιού τζαμιού και δεν πρόσεξα
την Ε., με το μαστίγιο στο χέρι, ανίδεη ότι έπεφτε σε ενέδρα.
«S’agit-il d’un guet-apens? Si vous voulez discuter avec moi
d’un problème personnel, vous pourriez me prévenir?»31
Έτσι όπως αιφνιδιάστηκα, ξεστόμισα ό,τι σκεφτόμουν. Η Εύα
έπιασε τη λέξη. «“Οχιά” είπατε; ‘‘Une moucharde’’; Ce n’est
pas un mot aimable, Mr Frobisher. Si vous dîtes que je suis
une moucharde, vous allez nuire à ma réputation. Et si
vous nuisez à ma réputation, eh bien, il faudra que je ruine
la vôtre!»32
Άνοιξα πυρ με καθυστέρηση. Ναι, για την υπόληψή της
ακριβώς έπρεπε να την προειδοποιήσω. Αν ακόμα κι ένας
ξένος επισκέπτης στην Μπριζ την είχε δει να συναναστρέφεται
στο πάρκο του Μίνεβατερ κατά τις ώρες μαθήματος με ένα
αρρωστιάρικο βατράχι, ήταν μονάχα θέμα χρόνου να κάνουν
βούκινο στην πόλη οι κακές γλώσσες το όνομα των Κρόμελινκ-
Άιρς!
Τη μια στιγμή περίμενα χαστούκι, την επόμενη κοκκίνισε και
έσκυψε το κεφάλι. Ήσυχα ρώτησε: «Avez-vous dit à ma mère
ce que vous avez vu?».33 Αποκρίθηκα ότι όχι, δεν το είχα πει σε
κανέναν, κι ωστόσο η Εύα σημάδεψε προσεκτικά: «Ανόητο εκ
μέρους σας, μεσιέ Φρόμπισερ, επειδή η Μαμά θα σας είχε πει
ότι ο μυστηριώδης “σύντροφος” ήταν ο μεσιέ Βαν Ντε Βέλντε,
ο κύριος με την οικογένεια του οποίου μένω κατά τη σχολική
εβδομάδα. Ο πατέρας του είναι ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου
εργοστασίου πυρομαχικών στο Βέλγιο, και είναι ευυπόληπτος
οικογενειάρχης. Την Τετάρτη ήταν ημιαργία, έτσι ο μεσιέ Βαν
Ντε Βέλντε είχε την καλοσύνη να με συνοδεύσει από το
γραφείο του στο σπίτι του. Οι κόρες του είχαν πρόβα με τη
χορωδία. Το σχολείο δεν θέλει να περπατούν μόνες οι
μαθήτριες, ακόμα και όταν έχει φως. Βλέπετε, στα πάρκα έχει
οχιές, οχιές με βρόμικο μυαλό, που θέλουν να καταστρέψουν
την υπόληψη των κοριτσιών, ή ίσως γυρεύουν ευκαιρίες να τα
εκβιάσουν».
Έκανε μπλόφα ή μου γύριζε μπούμερανγκ; Κράτησα πισινή.
«Να εκβιάσω; Έχω τρεις αδελφές, και ανησυχούσα για την
υπόληψή σας! Αυτό μόνο».
Είχε το πλεονέκτημα και το απολάμβανε. «Ah oui? Comme
c’est délicat de votre part!34 Πείτε μου, κύριε Φρόμπισερ, τι
ακριβώς νομίσατε ότι θα μου έκανε ο μεσιέ Βαν Ντε Βέλντε;
Πόσο πολύ ζηλέψατε;»
Η φοβερή της ευθύτητα –για κορίτσι– με έστειλε αδιάβαστο.
«Είναι μεγάλη μου ανακούφιση που αυτή η απλή παρεξήγηση
λύθηκε» διάλεξα το πιο ανειλικρινές χαμόγελό μου, «και σας
ζητώ ειλικρινά συγγνώμη».
«Δέχομαι την ειλικρινή σας συγγνώμη στο πνεύμα ακριβώς με
το οποίο την προσφέρετε». Η Ε. έφυγε για τους στάβλους, με
το μαστίγιό της να γυρίζει στον αέρα σαν ουρά λέαινας. Πήγα
στο δωμάτιο μουσικής για να ξεχάσω την κακή μου απόδοση με
λίγο δαιμόνιο Λιστ. Συνήθως μπορώ να βγάλω νεράκι ένα
εξαιρετικό «La Prédication aux Oiseaux», όχι όμως και την
περασμένη Παρασκευή. Δόξα τω Θεώ που φεύγει η Ε. για
Ελβετία αύριο. Έτσι και μάθαινε ποτέ για τις νυχτερινές
επισκέψεις της μητέρας της – τι να πω, ούτε να το σκέφτομαι
δεν θέλω. Γιατί, ενώ ποτέ δεν γνώρισα αγόρι που να μην το
παίζω στα δάχτυλα (κι όχι μόνο στα δάχτυλα), οι γυναίκες του
Ζέντελχεμ με βάζουν κάτω κάθε φορά;
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—·—
Ζέντελχεμ
29η - viii - 1931.
Σίξμιθ,
Κάθομαι στο σεκρετέρ με τη ρόμπα μου. Η καμπάνα σημαίνει
πέντε. Άλλη μια άνυδρη αυγή. Το κερί μου κάηκε. Κουραστική
νύχτα, όλο αναποδιές. Η Γ. ήρθε στο κρεβάτι μου τα
μεσάνυχτα, και κατά τη διάρκεια της γυμναστικής μας,
κάποιος χίμηξε στην πόρτα μου. Φαρσικός τρόμος! Δόξα τω
Θεώ που η Γ. είχε κλειδώσει μπαίνοντας. Το πόμολο
κροτάλισε, επίμονα χτυπήματα άρχισαν. Ο φόβος μπορεί να
σου καθαρίσει το μυαλό αλλά και να το θολώσει, και,
εμπνευσμένος από τον Δον Ζουάν, έκρυψα τη Γ. σε μια φωλιά
από κουβέρτες και σεντόνια στο βουλιαγμένο στρώμα μου, και
άφησα την κουρτίνα ½νοιχτη για να δείξω ότι δεν είχα τίποτα
να κρύψω. Διέσχισα το δωμάτιο αδέξια, δίχως να μπορώ να
πιστέψω ότι μου συνέβαινε τέτοιο πράγμα, πέφτοντας επίτηδες
πάνω σε πράγματα για να κερδίσω χρόνο, και, όταν έφτασα
στην πόρτα, φώναξα: «Τι έγινε, που να πάρει; Πιάσαμε
φωτιά;».
«Άνοιξε, Ρόμπερτ!» Ο Άιρς! Όπως φαντάζεσαι, περίμενα να
πέσουν σφαίρες. Στην απελπισία μου, ρώτησα τι ώρα ήταν
μόνο και μόνο για να κερδίσω άλλο ένα λεπτό.
« Έχει σημασία τώρα; Δεν ξέρω! Έχω μια μελωδία, νεαρέ, για
βιολί, δώρο σωστό, και δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ, και πρέπει
να την καταγράψεις, τώρα!»
Να τον πιστέψω; «Δεν γίνεται να περιμένει μέχρι το πρωί;»
«Όχι, πανάθεμά το, δεν γίνεται, Φρόμπισερ! Μπορεί να τη
χάσω!»
Να μην πηγαίναμε στο δωμάτιο της μουσικής;
«Θα ξυπνήσουμε όλο το σπίτι και, όχι, κάθε νότα είναι στη
θέση της, στο μυαλό μου!»
Του είπα λοιπόν να περιμένει ν’ ανάψω ένα κερί. Ξεκλείδωσα
την πόρτα και ιδού ο Άιρς, με ένα μπαστούνι σε κάθε χέρι, σαν
μούμια στη φεγγαρόλουστη νυχτικιά του. Πίσω του στεκόταν ο
Χέντρικ, σιωπηλός και άγρυπνος σαν ινδιάνικο τοτέμ. «Κάνε
στην άκρη, κάνε στην άκρη!» Ο Άιρς με έσπρωξε για να
περάσει. «Βρες μια πένα, πιάσε άγραφη παρτιτούρα, άναψε τη
λάμπα σου, σβέλτα. Τι στα κομμάτια, κλειδώνεις την πόρτα
σου ενώ κοιμάσαι με τα παράθυρα ανοιχτά; Οι Πρώσοι φύγαν,
και τα φαντάσματα απλά θα περάσουν την πόρτα σαν να μην
υπάρχει». Έβγαλα κάτι μασημένες μπαρούφες ότι τάχα δεν με
έπαιρνε ο ύπνος σε ξεκλείδωτο δωμάτιο, μα αυτός δεν μου
έδωσε σημασία. « Έχεις εδώ τις παρτιτούρες ή να βάλω τον
Χέντρικ να πάει να μας φέρει;»
Η ανακούφιση που ο Β.Α. δεν είχε έρθει να με πιάσει στα
πράσα με τη γυναίκα του έκανε την απαίτησή του να φαίνεται
λιγότερο εξωφρενική απ’ ό,τι ήταν, οπότε, καλά, του είπα,
ναι, χαρτί έχω, μολύβια έχω, ας αρχίσουμε. Η όραση του Άιρς
παραήταν κακή για να διακρίνει κάτι ύποπτο στους πρόποδες
του κρεβατιού μου, ο Χέντρικ όμως ακόμη αποτελούσε πιθανό
κίνδυνο. Καλύτερα να μη βασίζεσαι στη διακριτικότητα των
υπηρετών. Αφού βοήθησε ο Χέντρικ τον κύριό του να καθίσει
σε μια καρέκλα και του σκέπασε την πλάτη με μια κουβέρτα,
του είπα ότι θα τον καλούσα όταν τελειώναμε. Ο Άιρς δεν με
αντέκρουσε – μουρμούριζε ήδη τον σκοπό. Όντως είχαν κάτι
συνωμοτικό τα μάτια του Χ.; Παραήταν σκοτεινά για να ξέρω
σίγουρα. Ο υπηρέτης υποκλίθηκε σχεδόν ανεπαίσθητα και
έφυγε γλιστρώντας λες και είχε ροδάκια, κλείνοντας μαλακά
την πόρτα πίσω του.
Έσκυψα στο λεκανάκι κι έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου, κι
έπειτα κάθισα απέναντι στον Άιρς, ανήσυχος μήπως και
ξεχνούσε η Γ. ότι τα σανίδια του πατώματος έτριζαν και
προσπαθούσε να φύγει πατώντας στις μύτες. « Έτοιμος».
Ο Άιρς μουρμούρισε τη σονάτα του, μέτρο το μέτρο, κι
ύστερα κατονόμασε τις νότες. Η παραδοξότητα της
μινιατούρας σύντομα με απορρόφησε παρά τις συνθήκες. Είναι
κάτι ταλαντευόμενο, κυκλικό, κρυστάλλινο. Τελείωσε μετά το
96ο μέτρο και μου είπε να γράψω triste στην παρτιτούρα.
Έπειτα με ρώτησε: «Τι λες, λοιπόν;».
«Δεν είμαι σίγουρος» του είπα. «Δεν πολυμοιάζει για δικό
σας. Δεν πολυμοιάζει για κανενός. Αλλά είναι υπνωτιστικό».
Ο Άιρς πλέον είχε καμπουριάσει, σε στιλ προραφαηλίτικης
ελαιογραφίας με τίτλο Ιδού η χορτάτη Μούσα που πετάει τη μαριονέτα
της. Άφριζαν τιτιβίσματα στον κήπο αξημέρωτα. Σκεφτόμουν
τις καμπύλες της Γ. στο κρεβάτι, μόλις λίγα μέτρα παραπέρα,
ένιωσα έως και ένα επικίνδυνο σκίρτημα ανυπομονησίας γι’
αυτή. Ο Β.Α., για αλλαγή, ένιωθε ανασφαλής. «Ονειρεύτηκα
ένα… εφιαλτικό καφέ, κατάφωτο, μα υπόγειο, χωρίς έξοδο.
Είχα πολύ, πολύ καιρό νεκρός. Οι σερβιτόρες είχαν όλες το ίδιο
πρόσωπο. Το φαγητό ήταν σαπούνι, για ποτό είχε μόνο αφρό.
Η μουσική στο καφέ ήταν», κούνησε ένα εξουθενωμένο
δάχτυλο κατά την παρτιτούρα, «αυτή».
Χτύπησα το καμπανάκι για να έρθει ο Χ. Ήθελα να φύγει απ’
το δωμάτιό μου ο Άιρς πριν βρει το φως της μέρας τη γυναίκα
του στο κρεβάτι μου. Ένα λεπτό αργότερα, ο Χ. χτύπησε την
πόρτα. Ο Άιρς σηκώθηκε και κουτσαίνοντας πήγε κατά κει –
δεν του αρέσει να τον βλέπουν υποβοηθούμενο. «Εύγε,
Φρόμπισερ». Η φωνή του με βρήκε απ’ τα βάθη του
διαδρόμου. Έκλεισα την πόρτα κι έβγαλα έναν βαθύ στεναγμό
ανακούφισης. Ξαναγύρισα στο κρεβάτι, όπου στoν βάλτο των
σεντονιών η αλιγατόρισσά μου βύθισε τα δοντάκια της στο
νεαρό της θήραμα.
Είχαμε αρχίσει ένα ζουμερό αποχαιρετιστήριο φιλί όταν,
ανάθεμά με, ξανάνοιξε η πόρτα με ένα τρίξιμο. «Και κάτι
ακόμα, Φρόμπισερ!» Μα την Παναγία και όλους τους αγίους,
δεν είχα κλειδώσει! Ο Άιρς ήρθε προς το κρεβάτι
βολοδέρνοντας σαν το ναυάγιο του Έσπερου.35 Η Γ.
ξανακρύφτηκε στα σκεπάσματα ενώ εγώ έβγαζα
ανακατεμένους, σαστισμένους ήχους. Δόξα τω Θεώ, ο Χέντρικ
περίμενε απέξω – από τύχη ή από τακτ; Ο Β.Α. βρήκε την
άκρη του κρεβατιού μου, και κάθισε εκεί, μόλις λίγα εκατοστά
από το βουναλάκι που σχημάτιζε η Γ. Αν η Γ. φτερνιζόταν ή
έβηχε τώρα, ακόμα κι ο τυφλός γερο-Άιρς θα έμπαινε στο
νόημα. «Το θέμα είναι ζόρικο, οπότε χωρίς πολλά πολλά. Η
Γιοκάστα. Δεν είναι και πολύ πιστή. Από συζυγικής απόψεως,
εννοώ. Οι φίλοι κάνουν νύξεις για τις απερισκεψίες της, οι
εχθροί με ενημερώνουν για σχέσεις. Έχει ποτέ… σ’ εσένα… με
πιάνεις;»
Σκλήρυνα τον τόνο μου, δεξιοτεχνικά. «Όχι, κύριε, δεν
νομίζω ότι σας πιάνω».
«Μην αρχίζεις με τη συστολή σου, νεαρέ!» Ο Άιρς έγειρε πιο
κοντά. «Σ’ έχει προσεγγίσει ερωτικά η γυναίκα μου; Έχω
δικαίωμα να μάθω!»
Παρά τρίχα δεν μου ξέφυγε ένα νευρικό γελάκι. «Βρίσκω την
ερώτησή σας προσβλητική σε υπέρτατο βαθμό». H ανάσα της
Γ. νότιζε τον μηρό μου. Πρέπει να έβραζε κάτω απ’ τα
σκεπάσματα. «Εγώ, πάντως, άνθρωπο που πετάει τέτοια λάσπη
δεν θα τον έλεγα “φίλο”. Στην περίπτωση της κυρίας
Κρόμελινκ, ειλικρινά, βρίσκω την ιδέα όχι μόνο δυσάρεστη,
αλλά και αδιανόητη. Εάν, εάν, εξαιτίας κάποιου, τι να πω,
κάποιου νευρικού κλονισμού, φερόταν τόσο ανάρμοστα, ε, τότε,
για να είμαι ειλικρινής, Άιρς, μάλλον θα συμβουλευόμουν τον
Ντοντ, ή θα μιλούσα με τον δρα Έγκρετ». Σοφιστείες,
θαυμάσιες προφάσεις εν αμαρτίαις.
«Δεν θα μου απαντήσεις λοιπόν με μια λέξη;»
«Θα απαντήσω με δυο λέξεις. “Κατηγορηματικά όχι!” Κι
ελπίζω ότι το θέμα έληξε εδώ».
Ο Άιρς άφησε ατέλειωτες στιγμές να περάσουν. «Είσαι νέος,
Φρόμπισερ, είσαι πλούσιος, μυαλό έχεις, και κατά γενική
ομολογία δεν είσαι τελείως αποκρουστικός. Δεν
πολυκαταλαβαίνω γιατί εξακολουθείς να μένεις εδώ».
Ωραία. Τον έπιαναν οι συναισθηματισμοί του. «Είστε ο
Βερλέν μου».
«Ώστε έτσι, νεαρέ Ρεμπό; Πού είναι τότε η Saison en Enfer
σου;»
«Σε προσχέδια, στο κρανίο μου, στη διαίσθησή μου, Άιρς.
Στο μέλλον μου».
Δεν ήξερα αν ο Άιρς ένιωθε κέφι, οίκτο, νοσταλγία ή
καταφρόνηση. Έφυγε. Κλείδωσα την πόρτα και ξάπλωσα στο
κρεβάτι για 3η φορά την ίδια νύχτα. Οι ερωτικές φάρσες, όταν
συμβαίνουν στ’ αλήθεια, είναι βαθιά λυπηρές.
Η Γιοκάστα φαινόταν να μου έχει θυμώσει. «Τι;» τη ρώτησα
άγρια.
«Ο σύζυγός μου σ’ αγαπάει» είπε η σύζυγος ενώ ντυνόταν.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—·—
Ζέντελχεμ
14η - ix - 1931.
Σίξμιθ,
Σήμερα το απόγευμα ήρθε ο σερ Έντουαρντ Έλγκαρ για τσάι.
Ακόμα κι εσύ ο ανίδεος αυτόν τον έχεις ακουστά. Που λες,
συνήθως, αν ρωτήσεις τον Άιρς τη γνώμη του για την αγγλική
μουσική, λέει «Ποια αγγλική μουσική; Δεν υφίσταται! Όχι μετά
τον Πέρσελ!», κι έπειτα δεν μιλιέται όλη μέρα, λες και για τη
Μεταρρύθμιση ευθύνεσαι εσύ προσωπικά. Αυτή η εχθρότητα
ξεχάστηκε στη στιγμή σήμερα το πρωί, όταν τηλεφώνησε ο σερ
Έντουαρντ από το ξενοδοχείο του στην Μπριζ για να ρωτήσει
αν θα μπορούσε ο Άιρς να του διαθέσει μια δυο ώρες. Ο Άιρς
φρόντισε να παραστήσει το στραβόξυλο, καταλάβαινα όμως
από τον τρόπο που έπρηζε την κυρία Βίλεμς για τις ετοιμασίες
ότι γελούσαν και τα μουστάκια του. Ο περίφημος επισκέπτης
μας έφτασε στις δύο και ½, με μια βαριά σκουροπράσινη κάπα
παρά τον ήπιο καιρό. Η υγεία του δεν είναι σε πολύ καλύτερη
κατάσταση απ’ του Β.Α. Η Γ. & εγώ τον υποδεχτήκαμε στο
κατώφλι του Ζέντελχεμ. «Εσύ λοιπόν είσαι τα καινούργια μάτια
του Βιβ, έτσι;» μου είπε, ενώ δίναμε τα χέρια. Είπα ότι τον
είχα δει να διευθύνει καμιά δεκαριά φορές στο φεστιβάλ, κάτι
που τον ευχαρίστησε. Οδηγήσαμε τον συνθέτη στο Άλικο
Δωμάτιο, όπου περίμενε ο Άιρς. Χαιρετήθηκαν θερμά,
έμοιαζαν όμως να είναι επιφυλακτικοί. H ισχιαλγία του Έλγκαρ
τον ταλαιπωρεί πολύ, και ακόμα και τις καλές μέρες ο Β.Α.
φαίνεται αρκετά τρομακτικός εκ 1ης όψεως, και ακόμα
χειρότερος εκ 2ας. Το τσάι σερβιρίστηκε και έπιασαν κουβέντα
περί μουσικής, χωρίς να δίνουν σχεδόν καθόλου σημασία στη
Γ. & εμένα, ήταν όμως συναρπαστικό να τους βλέπω. Ο σερ Ε.
πού και πού μας έριχνε μια ματιά για να βεβαιωθεί ότι δεν
κούραζε τον οικοδεσπότη του. «Κάθε άλλο». Του
χαμογελούσαμε. Ξιφομαχούσαν για θέματα όπως τα σαξόφωνα
στις ορχήστρες, αν είναι ο Βέμπερν Απατεώνας ή Μεσσίας,
τους μαικήνες και τα κυκλώματα. Ο σερ Ε. ανακοίνωσε ότι
εργάζεται σε μια 3η συμφωνία έπειτα από μακρά χειμερία
νάρκη – μας έπαιξε έως και σχεδιάσματα για ένα molto maestoso
και ένα allegretto στο όρθιο πιάνο. O Άιρς, προθυμότατος να
αποδείξει ότι ούτε αυτός είναι έτοιμος να μπει στο φέρετρό
του, με έβαλε να προβάρω μερικά σχεδιάσματα για πιάνο που
είχαμε ολοκληρώσει πρόσφατα – πολύ ωραία. Aφού
κατεβάσαμε κάμποσα μπουκάλια βέλγικη μοναστηριακή
μπίρα, ρώτησα τον Έλγκαρ για τα Pomp and Circumstance
Marches. «Α, είχα ανάγκη τα λεφτά, καλό μου παιδί. Όμως μην
το πεις πουθενά. Ο βασιλιάς ίσως πάρει πίσω τον τίτλο του
βαρονέτου που μου απένειμε». Το άκουσε αυτό ο Άιρς και
λύθηκε στα γέλια! «Όπως λέω, Τεντ, για να κάνεις το πλήθος
να φωνάζει Ωσαννά, πρέπει να μπεις στην πόλη καβάλα σε
γαϊδούρι. Με την όπισθεν, ιδανικά, ενώ λες στις μάζες τις
παρατραβηγμένες ιστορίες που θέλουν να ακούσουν».
Ο σερ Ε. είχε ακούσει για την υποδοχή του «Todtenvogel»
στην Κρακοβία (όπως όλο το Λονδίνο, κατά τα φαινόμενα),
έτσι ο Β.Α. με έστειλε να φέρω την παρτιτούρα. Όταν γύρισα
στο Άλικο Δωμάτιο, ο επισκέπτης μας πήρε το θανατοπούλι
μας στο κάθισμα στην κόγχη του παραθύρου και το διάβασε με
τη βοήθεια ενός μονόκλ, ενώ ο Άιρς κι εγώ παριστάναμε πως
με κάτι καταγινόμασταν. «Στην ηλικία μας, Άιρς» είπε τελικά ο
Ε., «δεν δικαιούμαστε να έχουμε τόσο τολμηρές ιδέες. Πού τις
βρίσκεις;».
Ο Β.Α. φούσκωσε από καμάρι σαν τον κόκορα. «Μάλλον
κέρδισα μια δυο μάχες υποχώρησης στον πόλεμό μου ενάντια
στο έσχατο γήρας. Ο Ρόμπερτ μου αποδώ αποδεικνύεται
πολύτιμος υπασπιστής».
Υπασπιστής; Ο στρατηγός του είμαι, που να πάρει, κι αυτός
είναι ο χοντρός αλλοτινός επαναστάτης που βασιλεύει ελέω των
περασμένων μεγαλείων του! Χαμογέλασα όσο γλυκύτερα
μπορούσα (σαν να εξαρτιόταν απ’ αυτό το κεραμίδι πάνω από
το κεφάλι μου. Επιπλέον, ο σερ Ε. μπορεί να φανεί χρήσιμος
κάποτε, οπότε δεν κάνει να δώσω την εντύπωση ανθρώπου
ατίθασου). Αφού σερβιριστήκαμε, ο Έλγκαρ αντιπαρέβαλε
ευνοϊκά τη θέση μου στο Ζέντελχεμ με την 1η του δουλειά ως
διευθυντή ορχήστρας σε ένα φρενοκομείο στο Γούστερσαϊρ.
«Θαυμάσια προετοιμασία για τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής
του Λονδίνου, ε;» πέταξε ο Β.Α. Γελάσαμε και σχεδόν
συγχώρεσα τον θερμόαιμο γερο-παλαβό εγωίσταρο που ήταν
αυτός που ήταν. Κάνα δυο κούτσουρα ακόμα στη φωτιά. Στο
καπνισμένο φως της οι δυο γέροι αποκοιμήθηκαν σαν αρχαίοι
βασιλιάδες, κλεισμένοι αιωνιότητες ολόκληρες στους τύμβους
τους. Κατέγραψα τα ροχαλητά τους με νότες. Του Έλγκαρ θα
παιχτεί από μπάσα τούμπα, του Άιρς από φαγκότο. Θα κάνω το
ίδιο με τον Φρεντ Ντίλιους και τον Τζον Μακέρας και θα τα
δημοσιεύσω όλα μαζί σε έργο με τίτλο Το απόμερο μουσείο των
βαλσαμωμένων εδουαρδιανών.
Τρεις μέρες μετά.
Γύρισα μόλις από έναν περίπατο lento με τον Β.Α. στον Δρόμο
του Μοναχού μέχρι το κτίσμα της πύλης. Έσπρωχνα την
καρέκλα του. Το τοπίο π. ατμοσφαιρικό απόψε· τα
φθινοπωρινά φύλλα έπεφταν ολόγυρα σε επιτακτικές έλικες,
θαρρείς και ο Β.Α. ήταν ο μάγος κι εγώ ο μαθητευόμενός του.
Οι λεύκες ζωγράφιζαν με τους μακριούς τους ίσκιους
ραβδώσεις στο κουρεμένο λιβάδι. Ο Άιρς ήθελε να φανερώσει
τις ιδέες του για ένα στερνό συμφωνικό μεγάλο έργο, που θα
ονομαζόταν Αιώνια Επιστροφή προς τιμήν του αγαπημένου του
Νίτσε. Μέρος της μουσικής θα το αντλήσει από μια ανεπιτυχή
όπερα βασισμένη στο Νησί του Δόκτορος Μορό, που ήταν να
ανέβει στη Βιέννη αλλά ακυρώθηκε λόγω του πολέμου, μέρος
της μουσικής ο Β.Α. πιστεύει ότι θα του «έρθει», και
ραχοκοκαλιά θα είναι το κομμάτι της «ονειρομουσικής» που
μου υπαγόρευσε στο δωμάτιό μου εκείνη τη ζόρικη νύχτα του
περασμένου μήνα, σου έγραψα σχετικά. Ο Β.Α. θέλει το έργο
να έχει τέσσερις κινήσεις, γυναικεία χορωδία, και μεγάλο
μουσικό σύνολο με έμφαση στα χαρακτηριστικά του Άιρς
ξύλινα πνευστά. Πραγματικό τέρας του βυθού. Θέλει τις
υπηρεσίες μου για ½ χρόνο ακόμα. Είπα θα το σκεφτώ. Είπε θα
μου αυξήσει τον μισθό, χυδαίο και συνάμα πανούργο εκ
μέρους του. Επανέλαβα ότι χρειαζόμουν χρόνο. Ο Β.Α. άκρως
αναστατωμένος που δεν του είπα ένα ξέπνοο «Ναι!» επιτόπου –
μα θέλω να παραδεχτεί, ο παλιομαλάκας, ότι με έχει
περισσότερη ανάγκη απ’ όση τον έχω εγώ.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—·—
Ζέντελχεμ,
28η - ix - 1931.
Σίξμιθ,
Η Γ. έχει αρχίσει να γίνεται π. κουραστική. Μετά την ερωτική
πράξη απλώνεται στο κρεβάτι μου και μουκανίζει σαν την
ανόητη και ζητά να μάθει ποιων άλλων γυναικών έχω παίξει τις
χορδές. Τώρα που έχει ψαρέψει τα ονόματά τους, λέει
πράγματα όπως «Α, μάλλον η Φρεντερίκα σ’ το έμαθε αυτό;».
(Παίζει μ’ εκείνο το σημάδι που έχω στον ώμο μου εκ γενετής,
εκείνο που έλεγες πως μοιάζει με κομήτη – δεν το αντέχω όταν
ψαχουλεύει το δέρμα μου.) Η Γ. αρχίζει μικροκαβγάδες για τις
κουραστικές συμφιλιώσεις που επακολουθούν και,
ανησυχητικά, έχει αρχίσει να αφήνει τα φεγγαρόλουστά μας
δράματα να εισρέουν στην καθημερινή μας ζωή. Ο Άιρς δεν
βλέπει πέρα από την Αιώνια Επιστροφή, μα η Εύα θα γυρίσει σε
δέκα μέρες, κι αυτή η αετομάτα τα σάπια μυστικά τα
ξετρυπώνει στο πιτς φιτίλι.
H Γ. νομίζει πως η συμφωνία μας της επιτρέπει να δέσει πιο
σφιχτά το μέλλον μου με το Ζέντελχεμ – λέει, ½ παιχνιδιάρικα,
½ δυσοίωνα, πως δεν πρόκειται να με αφήσει να
«εγκαταλείψω» μήτε αυτή μήτε τον σύζυγό της, όχι στην
ανάγκη τους. Ο διάβολος, Σίξμιθ, κρύβεται στις αντωνυμίες. Το
χειρότερο απ’ όλα, έχει αρχίσει να μου πετάει τη λέξη από Α,
και θέλει να της την ανταποδώσω. Τι τρέχει με δαύτη; Έχει
σχεδόν τα διπλά μου χρόνια! Τι θέλει; Τη διαβεβαίωσα ότι ποτέ
δεν έχω αγαπήσει κανέναν πέρα από μένα και δεν σκοπεύω να
κάνω τώρα την αρχή, και μάλιστα με τη σύζυγο ενός άλλου,
και μάλιστα όταν αυτός ο άλλος θα μπορούσε να καταστρέψει τ’
όνομά μου στους ευρωπαϊκούς μουσικούς κύκλους απλώς
γράφοντας πεντέξι γράμματα. Οπότε, φυσικά, το θηλυκό κάνει
τα συνηθισμένα του κόλπα, κλαίει στο μαξιλάρι μου, με
κατηγορεί ότι την «εκμεταλλεύομαι». Συμφωνώ, φυσικά και
την «εκμεταλλεύτηκα»· ακριβώς όπως με «εκμεταλλεύτηκε» κι
εκείνη. Αυτή είναι η συμφωνία. Αν δεν την ικανοποιεί πια
αυτό, δεν είναι αιχμάλωτή μου. Φεύγει λοιπόν και κρατά
μούτρα για κάνα δυο μερόνυχτα, ώσπου η γριά προβατίνα
λαχταρά πάλι νεαρό κριάρι, και να την πάλι, να με λέει αγοράκι
της, να με ευχαριστεί που «ξανάδωσα στον Άιρς τη μουσική
του», κι ο ηλίθιος κύκλος ξαναρχίζει απ’ την αρχή.
Αναρωτιέμαι αν έχει καταφύγει στον Χέντρικ στο παρελθόν.
Την έχω ικανή για όλα. Αν της άνοιγε το κεφάλι κανένας από
τους Βιεννέζους γιατρούς του Ρένγουικ, θα ξεπεταγόταν
ολόκληρο μελίσσι από νευρώσεις. Αν ήξερα ότι είναι τόσο
ανισόρροπη, με τίποτα δεν θα την άφηνα να έρθει στο κρεβάτι
μου εκείνη την πρώτη νύχτα. Ο τρόπος που κάνει έρωτα έχει
μια δυστυχία. Όχι, μια βαναυσότητα.
Δέχτηκα την πρόταση του Άιρς να μείνω εδώ μέχρι το
επόμενο καλοκαίρι, τουλάχιστον. Δεν εμφιλοχώρησε στην
απόφασή μου κάποιο βαθύτερο νόημα για το σύμπαν – μόνο το
καλλιτεχνικό όφελος, η οικονομική χρησιμότητα και το ότι η Γ.
μπορεί να πάθει κανέναν κλονισμό αν φύγω. Του οποίου οι
επιπτώσεις δεν θα ξεπλένονταν με τίποτα.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
2
Η Λουίζα Ρέι ακούει έναν κρότο από το διπλανό μπαλκόνι.
«Είναι κανείς εκεί;» Όχι. Το στομάχι της την προειδοποιεί ν’
αφήσει κάτω το τόνικ της. Στην τουαλέτα έπρεπε να πας, όχι στον
καθαρό αέρα, δεν αντέχει όμως να περάσει από τον κόσμο και
εξάλλου, δεν προλαβαίνω – σκύβει στην άκρη και ξερνάει: μια
φορά, δυο φορές, μια εικόνα τηγανητού κοτόπουλου, και μια
τρίτη φορά. Αυτό, σκουπίζει τα μάτια της, είναι το τρίτο πιο
απαίσιο πράγμα που έχεις κάνει ποτέ. Ξεπλένει το στόμα της, φτύνει
ό,τι απέμεινε σε μια γλάστρα πίσω από ένα παραπέτασμα.
Χαραμίζεις τη ζωή σου. Η Λουίζα σφουγγίζει τα χείλη μ’ ένα
χαρτομάντιλο και βγάζει μια καραμέλα απ’ την τσάντα της.
Πήγαινε σπίτι σου και κατέβασε απ’ το μυαλό σου τριακόσιες λέξεις της
συμφοράς για αλλαγή. Ούτως ή άλλως, ο κόσμος μόνο τις φωτογραφίες
κοιτάζει.
Ένας άντρας που παραείναι μεγάλος σε ηλικία για να φοράει
αυτό το δερμάτινο παντελόνι κι αυτό το ζεβρέ γιλέκο χωρίς
μπλούζα από κάτω βγαίνει στο μπαλκόνι. «Λουίζααα!»
Περιποιημένη ξανθή γενειάδα και ένα ανχ από νεφρίτη και
φεγγαρόπετρα κρεμασμένο απ’ τον λαιμό του. «Γεια!»
Η Λουίζα σκέφτεται μήπως τον αποθαρρύνει η μυρωδιά της,
όμως παραείναι μαστουρωμένος για να την προσέξει.
«Ρίτσαρντ» του λέει.
«Βγήκες να χαζέψεις τ’ αστέρια, ε; Γουστάρω. Ο Μπιξ έφερε
οκτώ ουγγιές κόκα, ρε φίλε. Τι τρελάρας. Έι, σου είπα στη
συνέντευξη; Αυτόν τον καιρό ακούω στο όνομα “Γκάντζα”.36 O
Μαχαραγιάς Άτζα λέει ότι το “Ρίτσαρντ” δεν είναι
εναρμονισμένο με τον αγιουβερδικό εαυτό μου».
«Ο ποιος λέει;»
«Ο γκουρού μου, Λουίζααα, ο γκουρού μου! Είναι στην
τελευταία του μετενσάρκωση κι ύστερα–», υψώνει τα δάχτυλά
του και τ’ ανοίγει σε ένα «παφφ!» κατά τη νιρβάνα. « Έλα σε μια
ακρόαση. Κανονικά περιμένεις στη λίστα αναμονής για πάντα,
να πούμε, αλλά οι μαθητές που έχουν ανχ από νεφρίτη
κλείνουν ιδιωτική ακρόαση το ίδιο απόγευμα. Γιατί να πας να
σπουδάσεις και τέτοιες παπαριές, να πούμε, όταν ο
Μαχαραγιάς Άτζα μπορεί, να πούμε, να σου μάθει τα πάντα
για… Αυτό». Με τα δάχτυλά του πλαισιώνει το φεγγάρι. «Οι
λέξεις είναι τόσο… τσιτωμένες… Το διάστημα… είναι τόσο…
ξέρεις τώρα, απόλυτο. Θέλεις λίγο χόρτο; Acapulco Gold.37 Μου
το έδωσε ο Μπιξ». Την πλησιάζει. «Που λες, Λου, πάμε να
φτιαχτούμε μετά το πάρτι; Οι δυο μας, σπίτι μου, γουστάρεις;
Θα σου δώσω μια απολύτως αποκλειστική συνέντευξη. Μέχρι
και τραγούδι μπορεί να σου γράψω για τον επόμενο δίσκο
μου».
«Δεν το βλέπω».
Ο δευτεροκλασάτος ροκάς μισοκλείνει τα μάτια. «Είσαι στις
δύσκολες μέρες του μήνα, ε; Η επόμενη εβδομάδα πώς σου
ακούγεται; Νόμιζα ότι όλες εσείς οι γκόμενες στα μίντια
παίρνετε μονίμως το χάπι, να πούμε».
«Τις ατάκες σου για το καμάκι κι αυτές από τον Μπιξ τις
ψωνίζεις;»
Γελάει ειρωνικά. « Έι, σου βάζει λόγια ο Μπιξ;»
«Ρίτσαρντ, για να μην έχεις αμφιβολίες, καλύτερα να πέσω
απ’ το μπαλκόνι παρά να κοιμηθώ μαζί σου, ό,τι μέρα του
μήνα κι αν είναι. Αλήθεια σου λέω».
«Όπα!» Μαζεύει το χέρι του λες και το χτύπησαν. «Είσαι ιδιό-
τροπη! Ποια νομίζεις πως είσαι, να πούμε, καμιά Τζόνι Μίτσελ,
γαμώτο; Κουτσομπολιά του κώλου γράφεις σ’ ένα περιοδικό που δεν
το διαβάζει άνθρωπος, να πούμε!»
3
Η πόρτα του ασανσέρ κλείνει πάνω που τη φτάνει η Λουίζα
Ρέι, αλλά ο αθέατος άντρας μέσα την κρατάει ανοιχτή με το
μπαστούνι του. «Ευχαριστώ» λέει η Λουίζα στον γέρο.
«Χαίρομαι που ο ιπποτισμός δεν έχει πεθάνει τελείως».
Της απαντά με ένα σοβαρό νεύμα.
Η Λουίζα σκέφτεται, Κάνει λες και του έχουν πει ότι του απομένει
μια βδομάδα ζωής.
Η Λουίζα πατάει το κουμπί για το ισόγειο. Το παλιό ασανσέρ
αρχίζει την κάθοδό του. Μια βελόνα δείχνει χαλαρά τους
ορόφους που περνάνε. Η μηχανή του βουίζει, τα
συρματόσχοινά του γυρνάνε, ανάμεσα στον δέκατο και τον
ένατο όροφο όμως σκάει ένα γκάτα-γκάτα-γκάτα κι έπειτα σβήνει
μ’ ένα φςςς-ςςς-ςς-ς. Η Λουίζα και ο Σίξμιθ πέφτουν κάτω. Το
φως τρεμοπαίζει ώσπου καταλήγει σε μια βουερή σέπια.
«Είστε καλά; Μπορείτε να σηκωθείτε;»
Ο σωριασμένος γέρος συνέρχεται κάπως. «Δεν έσπασα
τίποτα, νομίζω, θα καθίσω όμως λίγο, ευχαριστώ». Η παλαιάς
σχολής αγγλική του προφορά θυμίζει στη Λουίζα τον τίγρη από
το Βιβλίο της ζούγκλας. «Μπορεί να ξανάρθει το ρεύμα ξαφνικά».
«Χριστέ μου» μουρμουρίζει η Λουίζα. «Διακοπή ρεύματος.
Ιδανικό τέλος για μια ιδανική μέρα». Πατάει το κουμπί
κινδύνου. Τίποτα. Πατάει το κουμπί ενδοεπικοινωνίας και
ουρλιάζει: « Έι! Είναι κανείς εδώ;» Παράσιτα μόνο. « Έχουμε
πρόβλημα εδώ! Μας ακούει κανείς;»
Η Λουίζα και ο γέρος κοιτούν ο ένας τον άλλο, πλαγίως, ενώ
αφουγκράζονται.
Καμιά απάντηση. Μόνο αόριστοι υποβρύχιοι ήχοι.
Η Λουίζα εξετάζει το ταβάνι. «Κάπου θα υπάρχει καταπακτή
ασφαλείας...» Δεν υπάρχει. Ανασηκώνει τη μοκέτα – βρίσκει
ατσάλινο δάπεδο. «Μόνο στις ταινίες αυτά μάλλον».
«Χαίρετε ακόμη» ρωτά ο γέρος «που ο ιπποτισμός δεν έχει
πεθάνει τελείως;».
Η Λουίζα ίσα που καταφέρνει να χαμογελάσει. « Ίσως
μείνουμε εδώ για κάμποσο. Η προσωρινή διακοπή τον
περασμένο μήνα κράτησε επτά ώρες». Τι να πω, τουλάχιστον δεν
είμαι εγκλωβισμένη με κανέναν ψυχοπαθή, κανέναν κλειστοφοβικό, ή τον
Ρίτσαρντ Γκάντζα.
4
Εξήντα λεπτά αργότερα, ο Ρούφους Σίξμιθ έχει ανακαθίσει σε
μια γωνιά, και σκουπίζει το μέτωπό του με το μαντίλι του.
«Γράφτηκα συνδρομητής στο Illustrated Planet το 1967 για να
διαβάζω τις ανταποκρίσεις του πατέρα σας από το Βιετνάμ. Ο
Λέστερ Ρέι ήταν ένας εκ των μόλις τεσσάρων ή πέντε
δημοσιογράφων που αντιλαμβάνονταν τον πόλεμο από την
ασιατική οπτική γωνία, με μεγάλο ενδιαφέρον λοιπόν θ’
ακούσω πώς ένας αστυνομικός έγινε ένας από τους καλύτερους
ανταποκριτές της γενιάς του».
«Γυρεύοντας πηγαίνετε». Η ιστορία, με κάθε επανάληψη,
τελειοποιείται. «Ο μπαμπάς μπήκε στην Αστυνομία Πόλεως
της Μπουένας Γέρμπας λίγες εβδομάδες πριν από το Περλ
Χάμπορ, γι’ αυτό και πέρασε τον πόλεμο εδώ και όχι στον
Ειρηνικό, σαν τον αδελφό του τον Χάουι, που ανατινάχτηκε
από γιαπωνέζικη νάρκη ενώ έπαιζε μπιτς βόλεϊ κάπου στα
Νησιά του Σολομώντα. Γρήγορα φάνηκε ότι ο μπαμπάς ήταν
για το 10ο τμήμα, οπότε εκεί και κατέληξε. Όλες οι πόλεις στη
χώρα έχουν από ένα τέτοιο τμήμα – κάτι σαν μαντρί όπου
μεταθέτουν όλους τους καθαρούς μπάτσους που ούτε
λαδώνονται ούτε κάνουν τα στραβά μάτια. Τέλος πάντων, όταν
παραδόθηκαν οι Ιάπωνες, η Μπουένας Γέρμπας όλη νύχτα
ήταν ένα τεράστιο πάρτι και, όπως φαντάζεστε, οι αστυνομικές
δυνάμεις δεν επαρκούσαν. Ο μπαμπάς πήρε μια κλήση για
λεηλασίες κάτω στην αποβάθρα της Σιλβαπλάνα, κάτι σαν
ουδέτερη ζώνη μεταξύ της περιφέρειας του 10ου τμήματος,
του Οργανισμού Λιμένος της ΜΓ και της περιφέρειας του
Σπινόζα. Ο μπαμπάς και ο συνάδελφός του, που τον έλεγαν
Νατ Γουέικφιλντ, πήγαν μέχρι εκεί να ρίξουν μια ματιά.
Παρκάρουν ανάμεσα σε δύο κοντέινερ, σβήνουν τη μηχανή,
συνεχίζουν με τα πόδια και βλέπουν καμιά εικοσιπενταριά
ανθρώπους να παίρνουν κιβώτια από μια αποθήκη και να τα
φορτώνουν σε ένα θωρακισμένο φορτηγό. Δεν είχε πολύ φως,
σίγουρα όμως δεν ήταν λιμενεργάτες και δεν φορούσαν
στρατιωτική περιβολή. Ο Γουέικφιλντ λέει στον μπαμπά να
πάει και να καλέσει ενισχύσεις με τον ασύρματο. Πάνω που ο
μπαμπάς φτάνει στον ασύρματο, έρχεται κλήση και λέει ότι η
αρχική διαταγή διερεύνησης της λεηλασίας έχει ανακληθεί. Ο
μπαμπάς δίνει αναφορά για ό,τι έχει δει, όμως η διαταγή
επαναλαμβάνεται, οπότε ο μπαμπάς γυρνάει τρέχοντας στην
αποθήκη για να δει τον συνάδελφό του, την ώρα που του
ανάβει τσιγάρο ένας από τους άντρες, να πυροβολείται
πισώπλατα έξι φορές. Ο μπαμπάς καταφέρνει να κρατήσει την
ψυχραιμία του, τρέχει στο περιπολικό και προλαβαίνει να
στείλει με τον ασύρματο έναν κωδικό 8 –σήμα για βοήθεια–
πριν του γαζώσουν το αυτοκίνητο οι σφαίρες. Είναι
περικυκλωμένος από όλες τις μεριές εκτός από αυτή της
αποβάθρας, οπότε βουτάει, μέσα σ’ ένα κοκτέιλ από ντίζελ,
σκουπίδια, απόβλητα και θάλασσα. Κολυμπάει κάτω απ’ το
μουράγιο –εκείνη την εποχή η αποβάθρα της Σιλβαπλάνα ήταν
μια ατσάλινη κατασκευή σαν γιγάντιος ξύλινος πεζόδρομος, κι
όχι η τσιμεντένια χερσόνησος που είναι σήμερα– και ανεβαίνει
μια σιδερένια σκάλα, μουσκίδι, το ένα του παπούτσι άφαντο,
το περίστροφό του άχρηστο. Μόνο να παρατηρεί τους άντρες
μπορεί, που έχουν σχεδόν τελειώσει όταν έρχονται δυο
περιπολικά από το τμήμα του Σπινόζα. Πριν προλάβει ο
μπαμπάς να κάνει τον κύκλο της μάντρας και να
προειδοποιήσει τους αστυνομικούς, ξεσπάει ένα εντελώς άνισο
πιστολίδι – οι ένοπλοι πυροβολούν τα δυο περιπολικά με
οπλοπολυβόλα. Το φορτηγό βάζει μπροστά, οι ένοπλοι
ανεβαίνουν μ’ έναν πήδο, βγαίνουν από τη μάντρα και πετάνε
δυο χειροβομβίδες από πίσω. Αν τις έριξαν για να σακατέψουν
τους αστυνομικούς ή για να αποτρέψουν τίποτα παλικαριές,
κανείς δεν ξέρει, μια από δαύτες όμως έκανε τον μπαμπά μου
σουρωτήρι. Ξύπνησε στο νοσοκομείο δυο μέρες αργότερα
χωρίς το αριστερό του μάτι. Οι εφημερίδες περιέγραψαν το
περιστατικό ως μια οπορτουνιστική επιδρομή κάποιας
συμμορίας ληστών που τους άνοιξε η τύχη. Οι άντρες του 10ου
τμήματος πίστευαν ότι κάποιο συνδικάτο που διακινούσε όπλα
κατά τον πόλεμο αποφάσισε να ξεπουλήσει το απόθεμά του
τώρα που ο πόλεμος είχε τελειώσει και οι καταγραφές θα
γίνονταν αυστηρότερες. Ασκήθηκαν πιέσεις για να ερευνηθεί
περαιτέρω η Ανταλλαγή Πυρών στη Σιλβαπλάνα –το 1945, τρεις
νεκροί μπάτσοι ήταν μεγάλο ζήτημα– αλλά την παρεμπόδισε το
γραφείο του δημάρχου. Τα συμπεράσματα δικά σας. Τα
συμπεράσματα αυτά έβγαλε κι ο μπαμπάς, κι έτσι έχασε την
πίστη του στην επιβολή του νόμου. Όταν πια βγήκε από το
νοσοκομείο, έπειτα από οκτώ μήνες, είχε ήδη ολοκληρώσει ένα
σεμινάριο στη δημοσιογραφία δι’ αλληλογραφίας».
«Αν είναι δυνατόν» λέει ο Σίξμιθ.
«Τα υπόλοιπα ίσως και να τα ξέρετε. Ανταποκριτής του
Illustrated Planet στην Κορέα, έπειτα για τη West Coast Herald στη
Λατινική Αμερική. Πήγε στο Βιετνάμ για τη μάχη του Απ
Μπακ και διατήρησε ως βάση του τη Σαϊγκόν ώσπου
πρωτοσωριάστηκε τον περασμένο Μάρτιο. Είναι θαύμα που ο
γάμος των γονιών μου κράτησε όσο κράτησε – ξέρετε, το
μεγαλύτερο διάστημα που έχω περάσει μαζί του ήταν από τον
Απρίλιο έως τον Ιούλιο φέτος, στην ανακουφιστική φροντίδα».
Η Λουίζα βουβαίνεται για λίγο. «Μου λείπει, Ρούφους,
συνεχώς. Όλο ξεχνάω ότι έχει πεθάνει. Όλο νομίζω ότι λείπει
σε αποστολή κάπου, και από μέρα σε μέρα θα γυρίσει».
«Πρέπει να καμάρωνε που βαδίζεις στα χνάρια του».
«Α, η Λουίζα Ρέι Λέστερ Ρέι δεν είναι. Χαράμισα χρόνια
ολόκληρα να κάνω την επαναστάτρια και την απελευθερωμένη,
να παριστάνω την ποιήτρια και να δουλεύω σ’ ένα βιβλιοπωλείο
στην Ένγκελς. Τα καμώματά μου δεν έπεισαν κανέναν, η
ποίησή μου ήταν “τόσο βλακώδης που ούτε κακή δεν μπορείς
να την πεις” –έτσι είπε ο Λόρενς Φερλινγκέτι– και το
βιβλιοπωλείο βάρεσε κανόνι. Οπότε παραμένω απλή
αρθρογράφος». Η Λουίζα τρίβει τα κουρασμένα μάτια της, με
το μυαλό στην τελευταία ατάκα του Ρίτσαρντ Γκάντζα. «Δεν
έχω βραβευμένα κείμενα απ’ τα πεδία της μάχης. Στο Spyglass
πήγα με μεγάλες προσδοκίες, μα με τσαχπίνικα κουτσομπολιά
για τα πάρτι των διασήμων δεν πλησιάζω καν στο λειτούργημα
του μπαμπά μου».
«Α, είναι όμως ωραία γραμμένα τσαχπίνικα κουτσομπολιά;»
«Ω, είναι εξαιρετικά γραμμένα τσαχπίνικα κουτσομπολιά».
«Μην κλαίγεσαι από τώρα για τη χαραμισμένη σου ζωή, τότε.
Συγχώρα μου την επίδειξη της εμπειρίας μου, όμως δεν
διανοείσαι τι σημαίνει χαραμισμένη ζωή».
5
«Του Χίτσκοκ του αρέσουν τα φώτα της δημοσιότητας» λέει η
Λουίζα, ενώ η κύστη της αρχίζει να την πιέζει, «αλλά
απεχθάνεται τις συνεντεύξεις. Δεν απάντησε στις ερωτήσεις
μου επειδή ουσιαστικά δεν τις άκουγε. Τα καλύτερα έργα του,
είπε, είναι τρενάκια του λούνα παρκ που κοψοχολιάζουν τους
επιβάτες τους, αλλά τους αφήνουν να κατέβουν στο τέλος,
μέσα στα χάχανα και την ανυπομονησία να ξανανέβουν. Είπα
στον σπουδαίο αυτό άνθρωπο ότι το κλειδί για τον φανταστικό
τρόμο είναι ο διαχωρισμός ή ο περιορισμός: όσο το Μοτέλ
Μπέιτς είναι απομονωμένο από τον δικό μας κόσμο, θέλουμε
να το κρυφοκοιτάξουμε, σαν να ήταν μια γυάλα με σκορπιούς.
Μια ταινία όμως που δείχνει ότι ο κόσμος είναι ένα Μοτέλ
Μπέιτς, ε, λοιπόν, αυτά είναι… πράγματα που βρίσκεις στο
Μπούχενβαλντ, στη δυστοπία, στην κατάθλιψη. Δεν έχουμε
αντίρρηση να πάρουμε μια ιδέα για ένα αρπακτικό, ανήθικο,
άθεο σύμπαν – αρκεί να είναι μόνο μια ιδέα. Η απάντηση του
Χίτσκοκ ήταν» –η Λουίζα έκανε μια άνω του μετρίου μίμηση–
«“Σκηνοθέτης του Χόλιγουντ είμαι, κοπέλα μου, δεν είμαι το
Μαντείο των Δελφών”. Ρώτησα γιατί δεν είχε εμφανιστεί ποτέ
η Μπουένας Γέρμπας σε ταινία του. Ο Χίτσκοκ απάντησε:
“Αυτή η πόλη συνδυάζει τα χειρότερα του Σαν Φρανσίσκο με τα
χειρότερα του Λος Άντζελες. Η Μπουένας Γέρμπας είναι μια
πόλη του πουθενά”. Τέτοια ευφυολογήματα έλεγε, όχι σ’
εσένα, αλλά στ’ αυτί των επόμενων γενεών, για να λένε οι
καλεσμένοι στα τραπέζια του μέλλοντος “Αυτό το είπε ο
Χίτσκοκ, ξέρεις”».
Ο Σίξμιθ στύβει ιδρώτα απ’ το μαντίλι του. «Είδα το Ραντεβού
στο Παρίσι με την ανιψιά μου σ’ έναν σινεφίλ κινηματογράφο
πέρυσι. Του Χίτσκοκ ήταν;38 Με αναγκάζει να βλέπω τέτοια
πράγματα για να μην καταλήξω “ξεπερασμένος”. Την
ευχαριστήθηκα, η ανιψιά μου όμως είπε ότι η Όντρεϊ
Χέπμπορν ήταν “χαζοβιόλα”. Χάρμα λέξη».
«To Ραντεβού στο Παρίσι είναι αυτό με τα γραμματόσημα;»
«Ο γρίφος είναι επιτηδευμένος, ναι, χωρίς επιτήδευση όμως
τα θρίλερ μαραζώνουν. Το σχόλιο του Χίτσκοκ για την
Μπουένας Γέρμπας μου θυμίζει την παρατήρηση που είχε
κάνει ο Τζον Φ. Κένεντι για τη Νέα Υόρκη. Την ξέρεις; “Οι
περισσότερες πόλεις είναι ουσιαστικά, η Νέα Υόρκη όμως είναι
ρήμα”. Αναρωτιέμαι, τι να είναι άραγε η Μπουένας Γέρμπας;»
«Αραδιασμένα επίθετα και σύνδεσμοι;»
« Ή βρισιά;»
6
«Η Μέγκαν, η αγαπημένη μου ανιψιά». Ο Ρούφους Σίξμιθ
δείχνει στη Λουίζα τη φωτογραφία μιας μαυρισμένης κοπέλας
και ενός Ρούφους σε καλύτερη φόρμα και υγεία, σε μια
ηλιόλουστη μαρίνα. Ο φωτογράφος κάτι αστείο είπε ακριβώς
πριν την τραβήξει. Τα πόδια τους κρέμονται απ’ την πρύμνη
μιας μικρής θαλαμηγού, του Starfish. «Αυτή είναι η παλιόβαρκά
μου, απομεινάρι καλύτερων ημερών».
Η Λουίζα ευγενικά του λέει ότι δεν είναι δα και τόσο γέρος.
«Αλήθεια. Για να πάω τώρα κανένα μεγάλο ταξίδι, θα
αναγκαζόμουν να προσλάβω ένα μικρό πλήρωμα. Ακόμη
περνάω πολλά Σαββατοκύριακα εκεί, χαζολογάω στη μαρίνα,
πότε ψιλοσκέφτομαι, πότε ψιλομαστορεύω. Και της Μέγκαν
της αρέσει η θάλασσα. Είναι γεννημένη φυσικός και στα
μαθηματικά τής κόβει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι εμένα, προς
απογοήτευση της μητέρας της. Ο αδελφός μου δεν
παντρεύτηκε τη μητέρα της Μέγκαν για το μυαλό της, λυπάμαι
που το λέω. Πιστεύει σ’ αυτά τα φενγκ σούι ή τα ι τσινγκ ή ό,τι
κουραφέξαλα για την άμεση φώτιση έχουν σουξέ κάθε φορά. Η
Μέγκαν όμως διαθέτει εξαίσιο μυαλό. Έκανε έναν χρόνο του
διδακτορικού της στην παλιά σχολή μου στο ΚέμπριΓ. Μια
γυναίκα στο Κάιους! Τώρα τελειώνει τη ραδιοαστρονομική της
έρευνα στα μεγάλα ραδιοτηλεσκόπια της Χαβάης. Ενώ η
μητέρα και ο πατριός της ψήνονται στις παραλίες στο όνομα
της Χαλάρωσης, η Μέγκαν κι εγώ κλωθογυρίζουμε εξισώσεις
στο μπαρ».
«Παιδιά έχεις, Σίξμιθ;»
«Παντρεμένος με την επιστήμη μου μια ζωή». Ο Σίξμιθ
αλλάζει θέμα. « Ένα υποθετικό ερώτημα, δεσποινίς Ρέι. Τι
τίμημα θα πλήρωνες, ως δημοσιογράφος εννοώ, για να
προστατεύσεις μια πηγή;»
Η Λουίζα δεν πολυσκέφτεται την ερώτηση. «Αν επρόκειτο για
θέμα που πίστευα; Οποιοδήποτε».
«Για παράδειγμα, φυλάκιση, για απείθεια προς το
δικαστήριο;»
«Αν χρειαζόταν, ναι».
«Θα ήσουν διατεθειμένη να… διακινδυνεύσεις την ασφάλειά
σου;»
«Τι να πω…», η Λουίζα αυτό το σκέφτεται περισσότερο,
«αναγκαστικά, μάλλον».
«Αναγκαστικά; Γιατί;»
«Ο πατέρας μου αψήφησε βαλτοτόπια γεμάτα νάρκες, καθώς
και την οργή των στρατηγών, για χάρη της δημοσιογραφικής
του ακεραιότητας. Τι σόι χλευασμός της ζωής του θα ήταν να
τα παρατήσει η κόρη του με το που τα βρει λίγο σκούρα;»
Πες της. Ο Σίξμιθ ανοίγει το στόμα του έτοιμος να της τα πει
όλα –για το κουκούλωμα στη Seabord, τους εκβιασμούς, τη
διαφθορά–, όμως χωρίς προειδοποίηση το ασανσέρ
κλυδωνίζεται, βροντάει, κι έπειτα ξαναρχίζει τη σταθερή του
κάθοδο. Στο φως που επανέρχεται, οι επιβάτες του
μισοκλείνουν τα μάτια, κι ο Σίξμιθ συνειδητοποιεί ότι η
αποφασιστικότητά του έχει χαθεί. Η βελόνα γυρνά στο ισόγειο.
Στο λόμπι, ο αέρας τούς φαίνεται καθαρός σαν νεράκι του
βουνού.
«Θα σου τηλεφωνήσω, δεσποινίς Ρέι» λέει ο Σίξμιθ ενώ η
Λουίζα του δίνει το μπαστούνι του, «σύντομα». Θα την αθετήσω
αυτή την υπόσχεση ή θα την τηρήσω; «Νιώθω ότι σε ξέρω χρόνια, κι
όχι ενενήντα λεπτά».
7
Στο μάτι του αγοριού, ο επίπεδος κόσμος καμπυλώνει. O Χαβιέ
Γκόμεζ ξεφυλλίζει ένα άλμπουμ με γραμματόσημα κάτω από
ένα αρθρωτό πορτατίφ. Μια ομάδα χάσκι γαβγίζουν σε ένα
γραμματόσημο απ’ την Αλάσκα, ένα χαβανέζικο νένε39
κλαγγάζει κουνιστό και λυγιστό σε μια ειδική έκδοση των
πενήντα σεντ, ένα τροχήλατο ατμόπλοιο αναδεύει τα μελανά
νερά του Κονγκό. Ένα κλειδί γυρνά στην κλειδαριά, και
μπαίνει η Λουίζα, που βγάζει τα παπούτσια της στο κουζινάκι.
Εκνευρίζεται που τον βρίσκει εδώ. «Χαβιέ!»
«Α, γεια σου».
«Μη μου αρχίζεις εμένα τα “Α, γεια σου”. Υποσχέθηκες πως
δεν θα ξαναπηδήξεις από το ένα μπαλκόνι στο άλλο! Άμα σε
περάσει κανείς για κλέφτη και καλέσει τους μπάτσους; Άμα
γλιστρούσες κι έπεφτες;»
«Ε, δώσε μου κλειδί τότε».
Η Λουίζα στρίβει ένα αόρατο λαρύγγι. «Πώς να ’μαι ήσυχη
άμα ξέρω ότι ένα εντεκάχρονο μπορεί να μπαίνει στο σπίτι μου
όποτε…», η Λουίζα αντικαθιστά το λείπει η μαμά σου όλη νύχτα με
«…δεν δείχνει τίποτα η τηλεόραση».
«Ε, τότε γιατί αφήνεις ανοιχτό το παράθυρο του μπάνιου;»
«Επειδή, αν υπάρχει χειρότερο πράμα απ’ το να πηδήξεις τα
μπαλκόνια μια φορά, είναι να τα ξαναπηδήξεις επειδή δεν
μπόρεσες να μπεις».
«Τον Γενάρη κλείνω τα έντεκα».
«Κλειδί δεν έχει».
«Οι φίλοι δίνουν τα κλειδιά τους στους φίλους».
«Όχι όταν η μία είναι είκοσι έξι κι o άλλος ακόμη δεν έχει
τελειώσει το δημοτικό».
«Και γιατί γύρισες τόσο αργά; Γνώρισες κάνα καλό κομμάτι;»
Η Λουίζα αγριοκοιτάζει. «Κλείστηκα σ’ ένα ασανσέρ στη
διακοπή. Ούτως ή άλλως, δεν σου πέφτει λόγος, κύριε».
Ανάβει το μεγάλο φως και τινάζεται όταν βλέπει τον
κατακόκκινο μώλωπα στο πρόσωπο του Χαβιέ. «Τι στο – τι
έγινε;»
Το αγόρι χάνει τη διάθεσή του. Κοιτάζει τον τοίχο του
διαμερίσματος, έπειτα ξαναγυρνά στα γραμματόσημά του.
«Ο Λυκάνθρωπος;»
Ο Χαβιέ κουνάει το κεφάλι αρνητικά, διπλώνει μια
μικροσκοπική λωρίδα χαρτί και τη γλείφει κι απ’ τις δυο
μεριές. «Ξανάρθε αυτός ο Κλαρκ. Η μαμά δουλεύει νυχτερινή
στο ξενοδοχείο όλη τη βδομάδα, και αυτός την περιμένει. Με
ρωτούσε διάφορα για τον Λυκάνθρωπο, και του είπα να
κοιτάζει τη δουλειά του». Ο Χαβιέ κολλάει τη σαρνιέρα στο
γραμματόσημο. «Δεν με πονάει. Ήδη το πασάλειψα με
διάφορα». Το χέρι της Λουίζα είναι ήδη στο τηλέφωνο. «Μην
πάρεις τη μαμά! Θα έρθει τρέχοντας, θα πέσει χοντρός καβγάς
και θα την απολύσουν από το ξενοδοχείο όπως την περασμένη
φορά, και την προπερασμένη». Η Λουίζα το σκέφτεται,
κατεβάζει το ακουστικό και κάνει να πάει προς την πόρτα.
«Μην πας! Του έχει λασκάρει η βίδα! Θα θυμώσει και θα μας το
κάνει λαμπόγυαλο κι ύστερα θα μας κάνουν έξωση ή κάτι
τέτοιο! Σε παρακαλώ!»
Η Λουίζα αποστρέφει το βλέμμα. Παίρνει βαθιά ανάσα.
«Θέλεις κακάο;»
«Ναι, σε παρακαλώ». Το αγόρι είναι αποφασισμένο να μην
κλάψει, το σαγόνι του όμως τρέμει απ’ την προσπάθεια.
Σκουπίζει τα μάτια με τους καρπούς του. «Λουίζα;»
«Ναι, Χάβι μου, θα κοιμηθείς στον καναπέ μου απόψε,
κανένα πρόβλημα».
8
Το γραφείο του Nτομ Γκρελς είναι μια σπουδή στο οργανωμένο
χάος. Έχει θέα σε ένα τείχος από γραφεία της 3ης Λεωφόρου
που μοιάζουν με το δικό του. Ένας σάκος του μποξ με τον
Απίθανο Χουλκ κρέμεται από μια μεταλλική αγχόνη στη γωνία.
Ο διευθυντής σύνταξης του Spyglass κηρύσσει την έναρξη της
δευτεριάτικης πρωινής σύσκεψης για τα κείμενα κουνώντας
απειλητικά το παχουλό του δάχτυλο στον Ρόλαντ Τζέικς, έναν
σταφιδιασμένο γκριζομάλλη με χαβανέζικο πουκάμισο, τζιν
καμπάνα και σανδάλια που έχουν φάει τα ψωμιά τους.
«Τζέικς».
«Ε, ναι, θα επανέλθω στη σειρά μου Τρόμος στους υπονόμους,
για να το κολλήσουμε με τη μανία για τα Σαγόνια του καρχαρία.
Βρίσκουν, στη διάρκεια μιας επιθεώρησης ρουτίνας, τον Ντιρκ
Μέλον, ας πούμε ότι είναι δημοσιογραφίσκος, κάτω από την
Ανατολική 50ή Οδό. Ή μάλλον βρίσκουν, ε, τα λείψανά του. Η
ταυτοποίηση γίνεται από το οδοντιατρικό του μητρώο και τη
σχισμένη του δημοσιογραφική ταυτότητα. Η σάρκα έχει
ξεσχιστεί απ’ το πτώμα με τρόπο που παραπέμπει στο
Serasalmus scapularis –σας ευχαριστώ–, τη μεγαλύτερη καριόλα
απ’ όλα τα πιράνχας, είδος που εισάγουν οι κολλημένοι με τα
ψάρια κι έπειτα το πετάνε στη λεκάνη της τουαλέτας όταν
παραμεγαλώνει ο λογαριασμός στον χασάπη. Θα τηλεφωνήσω
στον Καπετάν Αρούρη στο δημαρχείο για να μου διαψεύσει ότι
έχει γίνει μπαράζ επιθέσεων σε εργάτες στα λύματα.
Σημειώνεις, Λουίζα; Να μην πιστεύεις τίποτα χωρίς επίσημη
διάψευση. Έλα τώρα, Γκρελς. Καιρός να μου δώσεις εκείνη την
αύξηση, ε;»
«Να λες ευχαριστώ που πληρώνεσαι κιόλας. Να το έχω στο
γραφείο μου μέχρι τις έντεκα αύριο, με φωτογραφία από αυτά
τα σκυλόψαρα. Κάτι ήθελες να ρωτήσεις, Λουίζα;»
«Ναι. Αλλάξαμε πολιτική χωρίς να μου το πει κανείς και
αποκλείουμε τα άρθρα που λένε την αλήθεια;»
« Έι, το σεμινάριο περί μεταφυσικής είναι στην ταράτσα.
Ανεβαίνεις με το ασανσέρ και περπατάς μέχρι να πέσεις στο
πεζοδρόμιο. Αλήθεια είναι ό,τι πιστεύουν αρκετοί άνθρωποι
πως είναι αλήθεια. Νάνσι, εσύ τι μου έχεις;»
Η Νάνσι Ο’Χάγκαν φοράει συντηρητικά ρούχα, το δέρμα της
μοιάζει στην όψη με αγγουράκι τουρσί και οι ψεύτικες
βλεφαρίδες της σε μέγεθος καμηλοπάρδαλης συχνά ξεκολλάνε.
«O έμπιστος σπιούνος μου τράβηξε φωτογραφία το μπαρ στο
προεδρικό αεροπλάνο. Πώς σου φαίνεται το “Γλέντι κι αψέντι
στο Air Force One”; Οι αφελείς θα πουν ότι το θέμα της
μπεκροκανάτας έχει ξεζουμιστεί τελείως, η θεία Νάνσι όμως
δεν το πιστεύει».
Ο Γκρελς το σκέφτεται λιγάκι. Τηλέφωνα κουδουνίζουν και
γραφομηχανές κροταλίζουν στο βάθος. «Σύμφωνοι, αν δεν
προκύψει κάτι λιγότερο μπαγιάτικο. Α, και να πάρεις
συνέντευξη από κείνον τον εγγαστρίμυθο με την κούκλα,
αυτόν που έχασε τα χέρια του για το Στον καταραμένο τόπο…
Νούσμπαουμ. Σειρά σου».
Ο Τζέρι Νούσμπαουμ σκουπίζει απ’ τα γένια του σταγόνες
γρανίτα σοκολάτα, γέρνει προς τα πίσω και προκαλεί μια
κατολίσθηση χαρτιών. «Οι μπάτσοι τα έχουν κάνει σκατά με
την υπόθεση του Σεντ Κρίστοφερ, πώς σου φαίνεται λοιπόν ένα
άρθρο “Μήπως ο επόμενος που θα σφάξει ο Σεντ Κρίστοφερ
είσαι εσύ”; Με καταγραφή όλων των φονικών ως τώρα και
αναπαραστάσεις των τελευταίων στιγμών των θυμάτων. Πού
πήγαιναν, ποιον θα συναντούσαν, τι σκέψεις περνούσαν απ’ το
μυαλό τους…»
«Την ώρα που αυτό ακριβώς το μυαλό το διαπερνούσε η
σφαίρα του Σεντ Κρίστοφερ». Ο Ρόλαντ Τζέικς γελάει.
«Ναι, Τζέικς, ας ελπίσουμε ότι του αρέσουν τα φανταχτερά
χαβανέζικα χρώματα. Ύστερα έχω να δω εκείνον τον έγχρωμο
οδηγό τραμ που δεινοπάθησε απ’ τους μπάτσους την
περασμένη εβδομάδα. Κάνει μήνυση στο αστυνομικό τμήμα
για άδικη σύλληψη κατά παράβαση του Νόμου περί Ατομικών
Δικαιωμάτων».
«Θα μπορούσε να μπει στο εξώφυλλο. Λουίζα;»
«Γνώρισα έναν πυρηνικό μηχανικό». Η Λουίζα δεν δίνει
σημασία στην αδιαφορία που παγώνει το δωμάτιο.
«Επιθεωρητή στη Seaboard Incorporated». Η Νάνσι Ο’ Χάγκαν
βάφει τα νύχια της, πράγμα που κάνει τη Λουίζα να
παρουσιάσει τις υποψίες της ως γεγονότα. «Πιστεύει ότι ο
HYDRA, ο καινούργιος πυρηνικός αντιδραστήρας στο νησί
Σουανέκε δεν είναι τόσο ασφαλής όσο τον θέλει η επίσημη
γραμμή. Για την ακρίβεια, δεν είναι καθόλου ασφαλής. Τα
εγκαίνια είναι σήμερα το απόγευμα, και λέω να πάω εκεί και
να δω μήπως ξετρυπώσω τίποτα».
«Τεχνικά εγκαίνια, και γαμώ» αναφωνεί ο Νούσμπαουμ.
«Αυτός ο θόρυβος ξέρει κανείς τι είναι; Κάνα Πούλιτζερ που
τρέχει κατά δω;»
«Δεν μας γαμάς, ρε Νούσμπαουμ».
Ο Τζέρι Νούσμπαουμ αναστενάζει. «Στις καλύτερες
ονειρώξεις μου…»
Η Λουίζα ταλαντεύεται ανάμεσα στο να ανταποδώσει –Ναι ,
έτσι όμως θα καταλάβει το σκουλήκι πόσο σου τη σπάει– και στο να μην
του δώσει σημασία – Ναι, έτσι όμως θα καταλάβει το σκουλήκι πως θα
τη γλιτώσει ό,τι στα κομμάτια και να πει.
Απ’ το αδιέξοδό της τη βγάζει ο Ντομ Γκρελς. «Η αγορά
αποδεικνύει» –στριφογυρίζει ένα μολύβι– «πως για κάθε
επιστημονικό όρο που χρησιμοποιείς δυο χιλιάδες αναγνώστες
αφήνουν το περιοδικό και ανοίγουν την τηλεόραση για να δουν
επανάληψη το I Love Lucy».
«Εντάξει» λέει η Λουίζα. «Πώς σου φαίνεται το “Ατομική
βόμβα της Seabord θα φέρει τα Ύστερα του Κόσμου στην
Μπουένας Γέρμπας”;»
«Φοβερό, θα πρέπει όμως να το αποδείξεις».
«Όπως μπορεί ν’ αποδείξει ο Τζέικς το δικό του θέμα;»
«Ε». Το μολύβι του Γκρελς σταματά το στριφογύρισμα.
«Φανταστικοί άνθρωποι που τους τρώνε φανταστικά ψάρια δεν
μπορούν να σε ξεπαραδιάσουν στα δικαστήρια ή να πιέσουν
την τράπεζά σου να κλείσει τη στρόφιγγα. Μια γιγάντια
επιχείρηση σαν τη Seaboard Power Inc., από την άλλη, έχει
δικηγόρους που μπορούν να το κάνουν και, Παναγίτσα μου,
στην πρώτη στραβή, θα το κάνουν».
9
O σκούρος πορτοκαλί Σκαραβαίος της Λουίζα διασχίζει έναν
επίπεδο δρόμο προς μια τεράστια γέφυρα που συνδέει το
ακρωτήρι Γέρμπας με το νησί Σουανέκε, του οποίου ο
ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός δεσπόζει στην ερημιά των
εκβολών. Στο σημείο ελέγχου της γέφυρας σήμερα δεν έχει
ησυχία. Μια διαδήλωση εκατό ανθρώπων περιστοιχίζει το
τελευταίο κομμάτι της διαδρομής με το σύνθημα «Πάνω από τα
πτώματά μας μόνο θα φτιαχτεί Σουανέκε Γ». Ένα τείχος
αστυνομικών τούς κρατάει μακριά από την ουρά των εννέα ή
δέκα οχημάτων. Όσο περιμένει, η Λουίζα διαβάζει τα πλακάτ.
ΕΙΣΕΡΧΕΣΘΕ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ, προειδοποιεί το ένα,
MA ΤΟΝ ΘΕΟ, ΔΕΝ ΦΕΥΓΟΥΜΕ ΑΠΟΔΩ! το άλλο, και,
αινιγματικά, ΠΟΥ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΡΓΚΟ ΡΟΟΥΚΕΡ;
Ένας φύλακας χτυπάει το τζάμι· η Λουίζα το κατεβάζει και
βλέπει το πρόσωπό της στα γυαλιά του φύλακα. «Λουίζα Ρέι.
Από το περιοδικό Spyglass».
«Τη δημοσιογραφική σας ταυτότητα, κυρία».
Η Λουίζα τη βγάζει απ’ την τσάντα της. «Περιμένετε να
έχουμε φασαρίες σήμερα;»
«Μπα». Κοιτάζει στο κλίπμπορντ του και της επιστρέφει την
ταυτότητα. «Mόνο οι συνηθισμένοι παλιοοικολόγοι από τα
τροχόσπιτα. Τα κολεγιόπαιδα κάνουν διακοπές εκεί που έχει
καλό κύμα».
Ενώ διασχίζει τη γέφυρα, το εργοστάσιο Σουανέκε Β
ξεπροβάλλει πίσω από τους παλιότερους, πιο γκρίζους πύργους
ψύξης του Σουανέκε Α. Για άλλη μια φορά η Λουίζα
αναρωτιέται για τον Ρούφους Σίξμιθ. Γιατί δεν μου έδωσε ένα
τηλέφωνο; Οι επιστήμονες δεν γίνεται να είναι τηλεφωνοφοβικοί. Γιατί
κανείς απ’ το γραφείο του επιστάτη του κτιρίου του δεν ήξερε καν τ’ όνομά
του; Οι επιστήμονες δεν γίνεται να έχουν ψευδώνυμα.
Είκοσι λεπτά αργότερα η Λουίζα φτάνει σε μια αποικία από
διακόσιες περίπου πολυτελείς κατοικίες που βλέπουν σ’ έναν
προφυλαγμένο κόλπο. Ένα ξενοδοχείο και ένα γήπεδο του
γκολφ βρίσκονται στην ημιδενδρόφυτη πλαγιά κάτω από τον
ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό. Αφήνει τον Σκαραβαίο της στο
πάρκινγκ του τμήματος Έρευνας & Ανάπτυξης, και κοιτάζει
κατά τα ασαφή κτίρια που μισοκρύβει η ράχη του λόφου. Μια
τακτική αράδα φοίνικες θροΐζουν στον αέρα του Ειρηνικού.
«Γεια!» Μια Κινεζοαμερικάνα την πλησιάζει με μεγάλες
δρασκελιές. «Μοιάζεις χαμένη. Ήρθες για τα εγκαίνια;» Το
κομψό καφεκόκκινο κοστούμι, το αψεγάδιαστο μακιγιάζ και ο
όλος αέρας της κάνουν τη Λουίζα, με το βαθύ μοβ σουέτ
σακάκι της, να νιώσει ρακένδυτη. «Φέι Λι» λέει η γυναίκα και
της τείνει το χέρι, «από τις Δημόσιες Σχέσεις της Seaboard».
«Λουίζα Ρέι, από το περιοδικό Spyglass».
Η χειραψία της Φέι Λι είναι δυνατή. «Από το Spyglass; Δεν
ήξερα ότι–»
«–ότι η θεματική μας γκάμα περιλαμβάνει την ενεργειακή
πολιτική;»
Η Φέι Λι χαμογελάει. «Μη με παρεξηγείς, το περιοδικό έχει
τσαγανό».
Η Λουίζα επικαλείται την αυθεντία του Ντομ Γκρελς. «Η
έρευνα αγοράς επισημαίνει ένα αυξανόμενο κοινό που απαιτεί
περισσότερη ουσία. Οπότε προσέλαβαν εμένα ως το
κουλτουριάρικο πρόσωπο του Spyglass».
«Πολύ χαίρομαι που είσαι εδώ, Λουίζα, κουλτουριάρα-
ξεκουλτουριάρα. Πάμε στη ρεσεψιόν για να υπογράψεις ότι
ήρθες. Η υπηρεσία ασφάλειας επιμένει να κάνει έλεγχο στις
αποσκευές και όλα τα σχετικά, δεν κάνει όμως να φερόμαστε
στους επισκέπτες μας σαν να είναι σαμποτέρ. Οπότε
προσέλαβαν εμένα».
10
Ο Τζο Νέιπιερ παρακολουθεί από τις οθόνες κλειστού
κυκλώματος το αμφιθέατρο, τους διπλανούς του διαδρόμους
και το υπόλοιπο Δημόσιο Κέντρο. Σηκώνεται, τινάζει το ειδικό
του μαξιλάρι για να αφρατέψει και κάθεται πάνω του. Ιδέα μου
είναι ή οι παλιές μου πληγές πονάνε περισσότερο τελευταία; Το βλέμμα
του πετάγεται από τη μια οθόνη στην άλλη και στην παράλλη.
Η μια δείχνει έναν τεχνικό που ελέγχει τον ήχο· μια άλλη
δείχνει ένα τηλεοπτικό συνεργείο που συζητάει τις γωνίες
λήψης και τον φωτισμό· τη Φέι Λι να διασχίζει το πάρκινγκ με
μια επισκέπτρια· σερβιτόρες να βάζουν κρασί σε εκατοντάδες
ποτήρια· μια σειρά από καρέκλες κάτω από ένα πανό που
γράφει ΣΟΥΑΝΕΚΕ Β – ΕΝΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ.
Το πραγματικό θαύμα, συλλογίζεται ο Τζόζεφ Νέιπιερ, ήταν να
πειστούν έντεκα στους δώδεκα επιστήμονες να ξεχάσουν την ύπαρξη μιας
εννιάμηνης έρευνας. Μια οθόνη δείχνει αυτούς ακριβώς τους
επιστήμονες να βολοδέρνουν στη σκηνή κουβεντιάζοντας
φιλικά. Όπως λέει ο Γκριμάλντι, όλες οι συνειδήσεις έχουν κάπου μέσα
τους κρυμμένο έναν διακόπτη. Στη σκέψη του Νέιπιερ έρχονται η
μια μετά την άλλη αξιομνημόνευτες ατάκες από τις συζητήσεις
που επέφεραν τη συλλογική αμνησία. «Μεταξύ μας, δρα Φράνκλιν,
οι δικηγόροι του Πενταγώνου τρώγονται να δοκιμάσουν τον ολοκαίνουργιο
Νόμο περί Ασφαλείας τους. Το όποιο καρφί θα μπει στη μαύρη λίστα για
κάθε έμμισθη θέση στη χώρα».
Ένας επιστάτης βάζει άλλη μια καρέκλα στην αράδα επί
σκηνής.
«Η επιλογή είναι απλή, δρα Μόουζες. Αν θέλετε η σοβιετική τεχνολογία
να ξεπεράσει τη δική μας, αποκαλύψτε τούτη την αναφορά στην Ένωση των
Προβληματισμένων Επιστημόνων σας, πηγαίνετε στη Μόσχα για να
παραλάβετε το μετάλλιό σας, από τη CIA όμως μου ζήτησαν να σας πω ότι
δεν θα χρειαστεί να κλείσετε εισιτήριο μετ’ επιστροφής».
Το ακροατήριο των επισήμων, των επιστημόνων, των μελών
επιστημονικών επιτελείων και των διαμορφωτών της κοινής
γνώμης κάθονται στις θέσεις τους. Μια οθόνη δείχνει τον
Γουίλιαμ Γουάιλι, τον αντιπρόεδρο της Seabord, να
καλαμπουρίζει με τους επίσημους εκείνους που θα τιμηθούν
με μια θέση στη σκηνή.
«Καθηγητά Κίιν, οι γαλονάδες στο Υπουργείο Αμύνης είναι λιγάκι
περίεργοι. Γιατί εκφράζετε τις αμφιβολίες σας τώρα; Λέτε μήπως ότι η
εργασία σας στο πρωτότυπο ήταν πρόχειρη;»
Ένας προβολέας διαφανειών δείχνει μια υπερευρυγώνια λήψη
του Σουανέκε Β.
Έντεκα στους δώδεκα. Μόνο ο Ρούφους Σίξμιθ ξεφεύγει.
Ο Νέιπιερ μιλάει στον ασύρματό του. «Φέι; Αρχίζουμε σε
δέκα».
Παράσιτα. «Ελήφθη, Τζο. Συνοδεύω μια επισκέπτρια στο
αμφιθέατρο».
«Να παρουσιαστείς στην Ασφάλεια όταν ξεμπερδέψεις, σε
παρακαλώ».
Παράσιτα. «Ελήφθη. Όβερ».
O Νέιπιερ ζυγιάζει τον ασύρματο στην παλάμη του. Κι ο Τζο
Νέιπιερ; Έχει η δική του συνείδηση διακόπτη; Πίνει μια γουλιά απ’
τον σκέτο του. Έι, φιλαράκο, δεν με παρατάς. Εγώ απλώς εντολές
εκτελώ. Δεκαοκτώ μήνες ακόμα και βγαίνω στη σύνταξη, κι ύστερα ψάρεμα
σε γλυκά γάργαρα νερά ώσπου να γίνω ερωδιός, που να με πάρει.
Η Μίλι, η πεθαμένη γυναίκα του, παρακολουθεί τον σύζυγό
της από τη φωτογραφία στο γραφείο του.
11
«Το σπουδαίο έθνος μας πάσχει από μια παραλυτική
εξάρτηση». Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι, διευθύνων σύμβουλος της
Seaboard και Άντρας της Χρονιάς κατά το Newsweek, είναι μετρ
της δραματικής παύσης. «Το όνομα αυτής, πετρέλαιο». Το φως
των προβολέων τον βάφει χρυσό. «Οι γεωλόγοι μάς λένε ότι
στον Περσικό Κόλπο απομένουν μόλις εβδομήντα τέσσερα
δισεκατομμύρια γαλόνια απ’ τα κατακάθια αυτά του Ιουράσιου
Ωκεανού. Ίσως να φτάνουν για να βγάλουμε τον αιώνα.
Μάλλον όχι. Το πλέον επιτακτικό ερώτημα που αντιμετωπίζουν
οι ΗΠΑ, κυρίες και κύριοι, είναι το “Και μετά;”»
Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι κοιτάζει το ακροατήριό του. Τους έχω
του χεριού μου. «Ορισμένοι θάβουν το κεφάλι στην άμμο.
Ορισμένοι φαντασιώνονται ανεμογεννήτριες, ταμιευτήρες και»
–ειρωνικό χαμογελάκι– «μεθάνιο απ’ τους χοίρους».
Ευχαριστημένο χάχανο. «Στη Seaboard ασχολούμαστε με την
πραγματικότητα». Υψώνει τη φωνή. «Είμαι εδώ σήμερα για να
σας πω ότι η γιατρειά για το πετρέλαιο βρίσκεται εδώ και τώρα,
στο Σουανέκε!»
Χαμογελά ενώ οι επευφημίες καταλαγιάζουν. «Από σήμερα η
οικιακή, άφθονη και ασφαλής πυρηνική ενέργεια ενηλικιώνεται!
Φίλοι μου, είμαι πολύ, πάρα πολύ περήφανος που σας
παρουσιάζω μια από τις μεγαλύτερες μηχανολογικές
καινοτομίες στην ιστορία… τον αντιδραστήρα HYDRA-Zero!» Η
εικόνα στον προτζέκτορα τώρα αλλάζει και δείχνει μια
εγκάρσια τομή σε διάγραμμα, και ένα μιλημένο μέρος του
ακροατηρίου χειροκροτεί με μανία, παρακινώντας το
μεγαλύτερο μέρος του αμφιθεάτρου να κάνει το ίδιο.
«Φτάνει όμως τώρα, δεν σας κουράζω άλλο, εγώ ο διευθύνων
σύμβουλος είμαι μόνο». Τρυφερό γέλιο. «Η οικογένεια της
Seabord έχει τη μεγάλη τιμή να καλωσορίσει έναν πολύ
ξεχωριστό επισκέπτη που είναι εδώ σήμερα για να κάνει τα
αποκαλυπτήρια του εξώστη μας και να πατήσει τον διακόπτη
που θα συνδέσει το Σουανέκε Β με το εθνικό δίκτυο. Είναι
βαθιά μου ευχαρίστηση που καλωσορίζω έναν άνθρωπο γνωστό
στο Κογκρέσο ως “ο Ενεργειακός Γκουρού” του προέδρου» –
πλατύ χαμόγελο– «έναν άνθρωπο που δεν χρειάζεται
συστάσεις. Τον Ομοσπονδιακό Επίτροπο Ενέργειας Λόιντ
Χουκς!»
Ένας πολύ περιποιημένος άντρας ανεβαίνει επί σκηνής με
μεγάλες δρασκελιές, καταχειροκροτούμενος. Ο Λόιντ Χουκς
και ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι πιάνονται από τους πήχεις σε μια
χειρονομία αδελφικής αγάπης και εμπιστοσύνης. «Οι
λογογράφοι σου γίνονται καλύτεροι» μουρμουρίζει ο Λόιντ
Χουκς, ενώ αμφότεροι χαμογελούν πλατιά προς το ακροατήριο,
«εσύ όμως παραμένεις η Απληστία προσωποποιημένη».
Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι χτυπάει φιλικά στην πλάτη τον Λόιντ
Χουκς και του απαντάει με το ίδιο νόμισμα: «Στο συμβούλιο
αυτής της εταιρείας θα επιβληθείς μόνο πάνω απ’ το πτώμα
μου, πουλημένε μαλάκα!»
Ο Λόιντ Χουκς χαμογελάει πλατιά στο ακροατήριο. «Άρα
λοιπόν μπορείς ακόμη να σκαρφίζεσαι δημιουργικές λύσεις,
Αλμπέρτο».
Ένας κανονιοβολισμός από φλας ανοίγει πυρ.
Μια νεαρή γυναίκα με σκούρο μοβ σακάκι ξεγλιστρά από μια
πίσω πόρτα.
12
«Πού είναι οι γυναικείες τουαλέτες, παρακαλώ;»
Ένας φύλακας που μιλάει στον ασύρματο της δείχνει έναν
διάδρομο.
Η Λουίζα Ρέι ρίχνει μια ματιά πίσω της. Ο φύλακας της έχει
γυρισμένη την πλάτη, οπότε εκείνη προσπερνάει την πόρτα,
στρίβει στη γωνία και κατεβαίνει ένα πλέγμα αλλεπάλληλων
διαδρόμων, που τους παγώνουν και τους κατασιγάζουν
κλιματιστικά που βουίζουν. Περνάει δυο βιαστικούς τεχνικούς
με φόρμες εργασίας που κοζάρουν τα στήθη της κάτω απ’ τα
κασκέτα τους αλλά δεν ρωτούν τι δουλειά έχει εκεί. Στις πόρτες
βλέπει αινιγματικές ταμπέλες. W212 ΗΜΙΑΓΩΓΟΙ, Y009
ΓΕΝΝΗΤΡΙΑ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ [AC], V770 ΑΚΙΝΔΥΝΟ
[ΕΞΑΙΡΕΤΕΟ]. Σε τακτά διαστήματα, πόρτες υψηλότερης
ασφαλείας έχουν σύστημα εισόδου με κωδικό. Σε μια σκάλα
κοιτάζει προσεκτικά μια κάτοψη, μα πουθενά δεν υπάρχει
κάποιος «Σίξμιθ».
«Χαθήκατε, κυρία;»
Η Λουίζα βάζει τα δυνατά της να ανακτήσει την ισορροπία
της. Ένας γκριζομάλλης μαύρος επιστάτης την κοιτάζει
επίμονα.
«Ναι, ψάχνω για το γραφείο του δρα Σίξμιθ».
«Ναι, ναι. Ο Άγγλος. Τρίτος όροφος. Γ105».
«Ευχαριστώ».
« Έχει μια δυο βδομάδες να φανεί».
«Αλήθεια; Ξέρετε να μου πείτε γιατί;»
«Ναι, ναι. Πήγε για διακοπές στο Λας Βέγκας».
«Ο δρ Σίξμιθ; Στο Λας Βέγκας;»
«Ναι, ναι. Έτσι άκουσα».
13
«Τηλεφωνικό κέντρο εκεί;» Ο Ρούφους Σίξμιθ κρατάει το
ακουστικό σε ένα αδιάφορο προαστιακό μοτέλ έξω απ’ την
Μπουένας Γέρμπας. «Προσπαθώ να κάνω ένα τηλεφώνημα στη
Χαβάη και δεν μπορώ… ναι. Προσπαθώ να καλέσω…» Διαβάζει
δυνατά το τηλέφωνο της Μέγκαν. «Ναι, θα περιμένω στο
τηλέφωνο».
Σε μια τηλεόραση που δεν δείχνει κίτρινο ή πράσινο, ο Λόιντ
Χουκς χτυπάει φιλικά στην πλάτη τον Αλμπέρτο Γκριμάλντι στα
εγκαίνια του καινούργιου αντιδραστήρα HYDRA στο Σουανέκε.
Χαιρετούν στρατιωτικά το αμφιθέατρο σαν αθλητές που
θριάμβευσαν, και ασημένια κομφετί πέφτουν απ’ το ταβάνι.
«Μαθημένος στις αντιπαραθέσεις» λέει ένας ρεπόρτερ, «ο
διευθύνων σύμβουλος της Seabord, Αλμπέρτο Γκριμάλντι,
ανακοίνωσε σήμερα ότι δόθηκε το πράσινο φως για το
Σουανέκε Γ. Η κυβέρνηση θα δώσει πενήντα εκατομμύρια
δολάρια για τον δεύτερο αντιδραστήρα HYDRA-Zero, και θα
δημιουργηθούν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Οι φόβοι ότι θα
επαναλαμβάνονταν στη Χρυσή Πολιτεία οι μαζικές συλλήψεις
που είδαμε στο Θρι Μάιλ Άιλαντ νωρίτερα το καλοκαίρι δεν
επαληθεύτηκαν».
Απογοητευμένος και εξαντλημένος, ο Ρούφους Σίξμιθ μιλάει
στη συσκευή της τηλεόρασης. «Κι όταν η συσσώρευση του
υδρογόνου τινάξει στον αέρα τη θερμική θωράκιση; Όταν οι
άνεμοι λούσουν όλη την Καλιφόρνια με ραδιενέργεια;» Κλείνει
τη συσκευή και πιέζει τη γέφυρα της μύτης του. Το απέδειξα. Το
απέδειξα. Δεν καταφέρατε να με εξαγοράσετε, αρχίσατε λοιπόν τον
εκφοβισμό. Σας άφησα, Θεέ μου, συγχώρα με, μα όχι άλλο. Δεν θα το έχω
άλλο βάρος στη συνείδησή μου.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Ο Σίξμιθ το βουτάει. «Μέγκαν;»
Μια απότομη αντρική φωνή. « Έρχονται».
«Ποιος είναι;»
«Εντόπισαν την τελευταία σου κλήση από το Μοτέλ Τάλμποτ
στο 1046 της Ολίμπια Μπούλεβαρντ. Πήγαινε στο αεροδρόμιο
τώρα, πάρε την επόμενη πτήση για Αγγλία, και κάνε την
αποκάλυψή σου αποκεί, αν επιμένεις. Φύγε όμως».
«Γιατί να πιστέψω–»
«Σκέψου το λογικά. Αν λέω ψέματα, έχεις επιστρέψει στην
Αγγλία σώος και αβλαβής – με την αναφορά σου. Αν δεν λέω
ψέματα, έχεις πεθάνει».
«Απαιτώ να μάθω–»
« Έχεις είκοσι λεπτά για να ξεφύγεις – μάξιμουμ. Φύγε!»
Τουτ τουτ, μια αιωνιότητα που βουίζει.
14
Ο Τζέρι Νούσμπαουμ γυρίζει την καρέκλα του γραφείου, την
καβαλάει, βάζει τα σταυρωμένα χέρια του στην πλάτη της και
ακουμπά πάνω τους το σαγόνι του. «Φαντάσου το σκηνικό, εγώ
κι έξι φρικιά του νεγροειδούς γένους με μαλλιά ράστα, κι ένα
πιστόλι να μου γαργαλάει τον λαιμό. Δεν σου μιλάω για το
Χάρλεμ μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα εδώ, αλλά για κοτζάμ
Γκρίνουιτς Βίλατζ μέρα μεσημέρι που να πάρει, έπειτα από μια
πελώρια μπριζόλα με τον Νόρμαν Μέιλερ αυτοπροσώπως. Να
μαστε λοιπόν, κι αυτός ο μαύρος τυπάς με ψαχουλεύει με τη
δίχρωμη χερούκλα του και μου παίρνει το πορτοφόλι. “Τι είναι
τούτο; Δέρμα αλιγάτορα;”» Ο Νούσμπαουμ μιλάει με προφορά
Ρίτσαρντ Πράιορ. «Δεν έχεις φινέτσα, γαμώτο, ρε
Ασπρουλιάρη!” Φινέτσα; Τα τσογλάνια μ’ έβαλαν κι
αναποδογύρισα τις τσέπες μου για να μου πάρουν και την
τελευταία μου δεκάρα – στην κυριολεξία. Ο Νούσμπαουμ όμως
γέλασε τελευταίος, μην έχεις καμία αμφιβολία. Στο ταξί, εκεί
που επέστρεφα στην Τάιμς Σκουέαρ, έγραψα το κλασικό μου
πλέον εντιτόριαλ “Νέες Φυλές” –δεν έχει νόημα να παριστάνω
τάχα τον σεμνό– και το πούλησα σε τριάντα διαφορετικά έντυπα
ως το τέλος της εβδομάδας! Οι κλέφτες μου μ’ έκαναν πρώτο
όνομα. Τι θα έλεγες λοιπόν, Λούι-Λούι,40 να με βγάλεις για
φαγητό και να σε μάθω πώς να αποσπάς λίγο χρυσάφι από τα
Δόντια της Μοίρας;»
Η γραφομηχανή της Λουίζα βγάζει έναν μεταλλικό ήχο.
«Αφού οι κλέφτες σού πήραν και την τελευταία δεκάρα –στην
κυριολεξία–, τι δουλειά είχες σε ταξί από το Γκρίνουιτς Βίλατζ
μέχρι την Τάιμς Σκουέαρ; Πούλησες το κορμί σου για το
αγώγι;»
«Είσαι ατσίδα» –ο Νούσμπαουμ μετακινεί τον όγκο του– «στο
να μην πιάνεις το νόημα».
Ο Ρόλαντ Τζέικς ρίχνει λιωμένο κερί σε μια φωτογραφία. «Ο
Ορισμός της Εβδομάδας. Τι είναι ένας συντηρητικός;»
Το αστείο έχει ήδη παλιώσει απ’ το καλοκαίρι του 1975. « Ένας
προοδευτικός που τον έκλεψαν».
Ο Τζέικς, πειραγμένος, ξαναπιάνει την παραποίηση της
φωτογραφίας του.
Η Λουίζα διασχίζει τα γραφεία μέχρι την πόρτα του Ντομ
Γκρελς. Το αφεντικό της μιλά στο τηλέφωνο με χαμηλή,
εξοργισμένη φωνή. Η Λουίζα περιμένει απέξω, αλλά ακούει.
«Όχι – όχι, όχι, κύριε Φραμ, είναι ξεκάθαρο, πείτε μου –έι,
τώρα μιλάω εγώ–, πείτε μου μία πιο ξεκάθαρη “πάθηση” από τη
λευχαιμία. Ξέρετε τι νομίζω εγώ; Νομίζω πως η γυναίκα μου
για εσάς δεν είναι παρά ένα ακόμα έγγραφο που πρέπει να
συμπληρώσετε πριν πάτε για γκολφ στις τρεις η ώρα, έτσι δεν
είναι; Ε, τότε να μου το αποδείξετε. Είστε παντρεμένος, κύριε
Φραμ; Είστε; Είστε. Μπορείτε να φανταστείτε τη δική σας
γυναίκα σ’ έναν θάλαμο νοσοκομείου με τα μαλλιά της να
πέφτουν; Τι; Τι είπατε; “Οι συναισθηματισμοί δεν ωφελούν”;
Αυτό έχετε να μου προσφέρετε όλο κι όλο, κύριε Φραμ; Ντάξ’,
φιλαράκο, εννοείται ότι θα ψάξω δικηγόρο!» Ο Γκρελς
κοπανάει το ακουστικό, ξεσπάει στον σάκο του μποξ του
φωνάζοντας πνιχτά «Φραμ!» με κάθε χτύπημα, σωριάζεται στο
κάθισμά του, ανάβει τσιγάρο και προσέχει τη Λουίζα που
στέκει διστακτική στην πόρτα του. «Ζωή σου λέει μετά.
Σκατοτυφώνας κατηγορίας δέκα. Πόσα άκουσες;»
« Έπιασα το νόημα. Μπορώ να ξανάρθω αργότερα».
«Όχι. Πέρνα, κάθισε. Είσαι νέα, υγιής και γερή, Λουίζα;»
«Ναι». Η Λουίζα κάθεται σε κάτι κουτιά. «Γιατί;»
«Γιατί αυτό που έχω να πω για το άρθρο σου γι’ αυτό το
ατεκμηρίωτο κουκούλωμα στη Seaboard θα σε αφήσει,
ειλικρινά, γριά, άρρωστη κι ανήμπορη».
15
Στον Διεθνή Αερολιμένα της Μπουένας Γέρμπας, ο δρ Ρούφους
Σίξμιθ βάζει ένα κρεμ ντοσιέ μέσα στο ντουλαπάκι νούμερο
909, κοιτάζει γύρω στη γεμάτη κόσμο αίθουσα, ρίχνει κέρματα
στη σχισμή, γυρίζει το κλειδί και το βάζει μέσα σε έναν
ενισχυμένο χακί φάκελο που προορίζεται για τη Λουίζα Ρέι στη
διεύθυνση Spyglass, κτίριο Κλου 12F, 3η Λεωφόρος, ΜΓ. Ο
σφυγμός του Σίξμιθ ανεβαίνει όσο πλησιάζει το γκισέ του
ταχυδρομείου. Κι αν με πιάσουν πριν το φτάσω; Ο σφυγμός του
εκτοξεύεται. Επιχειρηματίες, οικογένειες με αποσκευές σε
καροτσάκια, ουρές από ηλικιωμένους τουρίστες, όλοι μοιάζουν
αποφασισμένοι να του σταθούν εμπόδιο. Η σχισμή του
γραμματοκιβωτίου πλησιάζει. Μόλις μερικά μέτρα τώρα, μόλις
μερικά εκατοστά.
Ο χακί φάκελος πέφτει μέσα και χάνεται. Ο Θεός μαζί σου.
Έπειτα ο Σίξμιθ περιμένει στην ουρά για να βγάλει εισιτήριο.
Οι αναγγελίες των καθυστερήσεων τον αποκοιμίζουν με τη
λιτανεία τους. Έχει τον αγχωμένο νου του μην και δει τους
πράκτορες της Seaboard να έρχονται να τον μαζέψουν στο
παρά πέντε. Επιτέλους, μια υπάλληλος του κάνει νόημα να
πλησιάσει.
«Πρέπει να πάω στο Λονδίνο. Σε οποιοδήποτε προορισμό στο
Ηνωμένο Βασίλειο, μάλλον. Σε όποια θέση, με όποια εταιρεία.
Θα πληρώσω με μετρητά».
«Με τίποτα, κύριε». Η κούραση της υπαλλήλου φαίνεται παρά
το μακιγιάζ της. «Το νωρίτερο που βρίσκω…» –συμβουλεύεται
ένα τηλέτυπο– «για Χίθροου… αύριο, αναχώρηση τρεις και
τέταρτο, με τη Laker Skytrains, μετεπιβίβαση στο JFK».
«Είναι πολύ σημαντικό να φύγω νωρίτερα».
«Δεν αμφιβάλλω ότι είναι, κύριε, μα έχουμε απεργίες των
ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας και στρέμματα ολόκληρα
ακινητοποιημένους επιβάτες».
Ο Σίξμιθ λέει από μέσα του πως ούτε καν η Seaboard δεν θα
γινόταν να οργανώσει απεργίες στην αεροπλοΐα για να τον
καθυστερήσει. «Τότε αναγκαστικά αύριο. Χωρίς επιστροφή,
μπίζνες κλας, παρακαλώ, μη καπνίζοντες. Υπάρχει κάποιο
κατάλυμα στο αεροδρόμιο;»
«Ναι, κύριε, στον τρίτο. Ξενοδοχείο Bon Voyage. Θα έχετε
την άνεσή σας εκεί. Να δω μονάχα το διαβατήριό σας,
παρακαλώ, για να σας εκδώσω το εισιτήριο;»
16
Το βιτρό του ηλιοβασιλέματος φωτίζει έναν Χέμινγουεϊ
τυπωμένο σε βελβετίνα στο διαμέρισμα της Λουίζα. Η Λουίζα,
απορροφημένη από το Τιθασεύοντας τον ήλιο: Δύο δεκαετίες ειρηνικής
ατομικής ενέργειας, δαγκώνει ένα στιλό. Ο Χαβιέ κάθεται στο
γραφείο της και λύνει διαιρέσεις. Στο πικάπ παίζει χαμηλά το
Tapestry της Κάρολ Κινγκ. Απ’ τα παράθυρα μπαίνει το μουντό
βουητό των αυτοκινήτων που γυρνάνε σπίτι διασχίζοντας τα
προσεκτικά διαμορφωμένα προάστια. Χτυπά το τηλέφωνο, η
Λουίζα όμως δεν το σηκώνει. Ο Χαβιέ κοιτάζει τον
τηλεφωνητή που μπαίνει σε λειτουργία μ’ έναν κρότο. «Γεια
σας, η Λουίζα Ρέι δεν μπορεί να μιλήσει αυτή τη στιγμή,
αφήστε όμως όνομα και τηλέφωνο και θα επικοινωνήσω».
«Tα απεχθάνομαι αυτά τα μαραφέτια» παραπονιέται αυτή που
καλεί. «Πουλάκι μου, η μητέρα σου. Μίλησα μόλις με τον
Μπίτι Γκρίφιν και μου είπε ότι εσύ κι ο Χαλ χωρίσατε – τον
περασμένο μήνα; Άναυδη έμεινα! Κουβέντα δεν είπες, ούτε στην
κηδεία του πατέρα σου, ούτε στου Αλφόνς. Με ανησυχεί τόσο
πολύ που τα καταπνίγεις όλα. Με τον Ντάγκι οργανώνουμε
έναν έρανο για την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία και
δεν ξέρεις πόσο σημαντικό θα ήταν για εμάς αν άφηνες για
λίγο το λαγούμι σου κι ερχόσουν να μείνεις για ένα
Σαββατοκύριακο, ε, πουλάκι μου; Θα είναι εδώ τα τρίδυμα των
Χέντερσον, δηλαδή ο Ντέμιαν, ο καρδιολόγος, ο Λανς, ο
γυναικολόγος, και ο Τζέσι, ο… Νταγκ; Νταγκ! Αυτός ο Τζέσι
Χέντερσον, τι δουλειά κάνει; Λοβοτόμος; Πολύ αστείο. Τέλος
πάντων, θυγατέρα μου, ο Μπίτι μου λέει ότι από κάποια
αφύσικη πλανητική ευθυγράμμιση και τα τρία αδέλφια είναι
αδέσμευτα. Τρέχα, πουλάκι μου, τρέχα! Πάρε με μόλις ακούσεις
αυτό το μήνυμα. Σ’ αγαπώ πολύ». Κλείνει μ’ ένα ρουφηχτό
φιλί, «Μμμμμουτςςς!».
«Σαν τη μητέρα από τη Μάγισσα ακούγεται». Ο Χαβιέ αφήνει
να περάσει λίγη ώρα. «Τι σημαίνει “άναυδη”;»
Η Λουίζα δεν σηκώνει τα μάτια. «Όταν έχεις ξαφνιαστεί τόσο
που δεν μπορείς να μιλήσεις».
«Δεν ακουγόταν και πολύ άναυδη, έτσι;»
Η Λουίζα είναι προσηλωμένη στη δουλειά της.
«“Πουλάκι μου”;»
Η Λουίζα του πετάει μια παντόφλα.
17
Στο δωμάτιό του στο Bon Voyage, ο δρ Ρούφους Σίξμιθ
διαβάζει μια δεσμίδα γράμματα που του έγραψε πριν από
κοντά μισό αιώνα ο φίλος του ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ. Ο Σίξμιθ
τα ξέρει απέξω, η υφή τους όμως, το θρόισμά τους και ο
ξεθωριασμένος γραφικός χαρακτήρας του φίλου του καλμάρουν
το άγχος του. Αν έπρεπε να σώσει κάτι από ένα φλεγόμενο
κτίριο, θα ήταν αυτά τα γράμματα. Στις επτά η ώρα ακριβώς,
πλένεται, αλλάζει πουκάμισο και χώνει τα εννιά διαβασμένα
γράμματα στη Βίβλο – αυτή την ξαναβάζει στη θέση της στο
κομοδίνο. Ο Σίξμιθ βάζει τα αδιάβαστα γράμματα στην τσέπη
του σακακιού του για να τα έχει μαζί στο εστιατόριο.
Το δείπνο του είναι μια μικροσκοπική μπριζόλα με τηγανητή
μελιτζάνα σε φέτες, και μια κακοπλυμένη σαλάτα. Του κόβει
την όρεξη αντί να του τη σβήσει. Αφήνει το μισό φαγητό
ανέγγιχτο και πίνει ανθρακούχο νερό ενώ διαβάζει τα τελευταία
οχτώ γράμματα του Φρόμπισερ. Μέσα από τα λόγια του
Φρόμπισερ βλέπει τον εαυτό του να ψάχνει στην Μπριζ τον
ανισόρροπο φίλο του, την πρώτη του αγάπη και, για να είμαι
ειλικρινής, και την τελευταία.
Στο ασανσέρ του ξενοδοχείου o Σίξμιθ σκέφτεται την ευθύνη
που εναπέθεσε στην πλάτη της Λουίζα Ρέι, κι αναρωτιέται αν
έκανε καλά. Όταν ανοίγει την πόρτα του δωματίου του, οι
κουρτίνες σαλεύουν. Φωνάζει, «Είναι κανείς εδώ;»
Κανείς. Κανείς δεν ξέρει πού είσαι. Εδώ και εβδομάδες τον ξεγελά
η φαντασία του. Η αϋπνία. «Κοίτα» μονολογεί, «σε σαράντα
οκτώ ώρες θα είσαι ξανά στο Κέμπριτζ, στο βροχερό, ασφαλές,
στενό νησί σου. Θα έχεις τον χώρο σου, τους συμμάχους σου,
τις επαφές σου, και εκεί θα σχεδιάσεις πώς θα πλαγιοκοπήσεις
τη Seaboard».
18
Ο Μπιλ Σμόουκ παρακολουθεί τον Ρούφους Σίξμιθ που φεύγει
από το δωμάτιό του, περιμένει πέντε λεπτά, κι έπειτα μπαίνει.
Κάθεται στα χείλη της μπανιέρας και σφίγγει τις
γαντοφορεμένες του γροθιές. Κανένα ναρκωτικό, καμία θρησκευτική
εμπειρία δεν σ’ αγγίζει τόσο, όσο το να μετατρέπεις έναν ζωντανό άνθρωπο
σε πτώμα. Χρειάζεσαι μυαλό, ωστόσο. Δίχως πειθαρχία και γνώση, θα
βρεθείς δεμένος στην ηλεκτρική καρέκλα. Ο δολοφόνος χαϊδεύει ένα
κρούγκεραντ στην τσέπη του. Τον συνοδεύει σε όλες τις
ειδικές αποστολές του. Ο Σμόουκ δεν θέλει να είναι δούλος
μιας δεισιδαιμονίας, δεν πρόκειται όμως να τα βάλει με ένα
γουρλίδικο ενθύμιο μόνο και μόνο για να το αποδείξει. Για τους
οικείους μια τραγωδία, για όλους τους υπόλοιπους το απόλυτο τίποτα, και
για τους πελάτες μου ένα πρόβλημα που λύθηκε. Εγώ είμαι απλώς το
ενεργούμενο της βούλησης των πελατών μου. Αν δεν ήμουν εγώ, θα ήταν ο
επόμενος διακανονιστής στον Χρυσό Οδηγό. Ρίξε τα στον ιδιοκτήτη του,
ρίξε τα στον κατασκευαστή του, μα μην τα ρίξεις στο όπλο. Ο Μπιλ
Σμόουκ ακούει την κλειδαριά. Πάρε ανάσα. Τα χάπια που πήρε
προηγουμένως οξύνουν την αντίληψή του, τρομερά, και όταν ο
Σίξμιθ μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα, σιγοτραγουδώντας το
«Leaving on a Jet Plane», ο εκτελεστής θα έπαιρνε όρκο πως
νιώθει τον σφυγμό του θύματός του, πιο αργό από τον δικό
του. Ο Σμόουκ βλέπει το θήραμά του από τη χαραμάδα της
πόρτας. Ο Σίξμιθ σωριάζεται στο κρεβάτι. Ο δολοφόνος βλέπει
μπροστά του τις απαιτούμενες κινήσεις: Τρία βήματα προς τα
μπρος, ρίξε από το πλάι, στον κρόταφο, από κοντά. Ο Σμόουκ
πετάγεται απ’ την πόρτα, ο Σίξμιθ βγάζει μια τραχιά συλλαβή
και κάνει να σηκωθεί, η σιγασμένη σφαίρα όμως ήδη διαπερνά
το κρανίο του επιστήμονα και καρφώνεται στο στρώμα. Το
σώμα του Ρούφους Σίξμιθ πέφτει ξανά πίσω, θαρρείς και
ξάπλωσε να πάρει έναν υπνάκο μετά το φαγητό.
Το πουπουλένιο πάπλωμα ρουφάει το αίμα.
Το μυαλό του Σμόουκ δονείται απ’ την ικανοποίηση. Κοίτα τι
έκανα.
19
Πρωινό Τετάρτης καψαλισμένο απ’ το νέφος και λιωμένο απ’
τον καύσωνα, όπως τα προηγούμενα εκατό και τα επόμενα
πενήντα. Η Λουίζα Ρέι πίνει σκέτο καφέ στην αχνιστή δροσιά
του ντάινερ Snow White, γωνία 2ης Λεωφόρου και 16ης Οδού,
δυο λεπτά με τα πόδια απ’ τα γραφεία του Spyglass, και
διαβάζει για έναν Τζέιμς Κάρτερ, βαπτιστή, πρώην πυρηνικό
μηχανικό του ναυτικού που σκοπεύει να βάλει υποψηφιότητα
για το χρίσμα των Δημοκρατικών. Η κίνηση στη 16η Οδό είναι
πότε συγχυσμένο σημειωτόν και πότε ορμητικό ποδοπάτημα.
Τα πεζοδρόμια γεμάτα βιαστικούς πεζούς και σκεϊτάδες. «Δεν
θες πρωινό σήμερα, Λουίζα;» ρωτά ο Μπαρτ, ο μάγειρας.
«Ειδήσεις μόνο» αποκρίνεται η πολύ τακτική του πελάτισσα.
Ο Ρόλαντ Τζέικς σκοντάφτει στην πόρτα και πλησιάζει τη
Λουίζα. «Ε, είναι πιασμένη η θέση; Ούτε μπουκιά δεν έφαγα
σήμερα. Η Σιρλ με παράτησε. Πάλι».
«Σύσκεψη σε δεκαπέντε λεπτά».
«Ου, προλαβαίνω». Ο Τζέικ κάθεται και παραγγέλνει αυγά
μάτια. «Σελίδα εννιά» λέει στη Λουίζα. «Στην κάτω δεξιά
γωνία. Πρέπει να το δεις».
Η Λουίζα βρίσκει τη σελίδα εννιά και απλώνει να πάρει τον
καφέ της. Το χέρι της κοκαλώνει.
20
Ο διευθυντής στο ξενοδοχείο Bon Voyage περνάει άσχημη
μέρα. «Όχι, δεν μπορείτε να δείτε το δωμάτιό του! Φέραμε
εξειδικευμένο άνθρωπο για να καθαρίσει κάθε ίχνος του
περιστατικού. Τον οποίο, να προσθέσω, αναγκαστήκαμε να
πληρώσουμε από την τσέπη μας! Και, τέλος πάντων, εσείς τι
λογής κοράκι είστε; Δημοσιογράφος; Κυνηγός φαντασμάτων;
Συγγραφέας;»
«Είμαι» –από το πουθενά, η Λουίζα Ρέι ξεσπάει σε λυγμούς–
«η ανιψιά του. Μέγκαν Σίξμιθ».
Μια σοβαρή μητριάρχισσα αγκαλιάζει τη Λουίζα που κλαίει
στο γιγαντιαίο μπούστο της. Τυχαίοι παρευρισκόμενοι πετάνε
άγριες ματιές στον διευθυντή. Ο διευθυντής χλωμιάζει κι
αφήνει το πόστο του για να προσπαθήσει να επανορθώσει.
«Σας παρακαλώ, ελάτε πίσω, θα σας φέρω ένα–»
«Ποτήρι νερό!» πετάει απότομα η μητριάρχισσα, και μ’ ένα
χτύπημα αποδιώχνει το χέρι του άντρα.
«Γουέντι! Νερό! Σας παρακαλώ, αποδώ, γιατί να μην–»
«Μια καρέκλα, για όνομα!» Η μητριάρχισσα υποβαστάζει τη
Λουίζα μέχρι το σκιερό πλαϊνό γραφείο.
«Γουέντι! Μια καρέκλα! Τώρα αμέσως!»
Η σύμμαχος της Λουίζα της σφίγγει τα χέρια. «Ξέσπασε,
γλυκιά μου, ξέσπασε, σε ακούω. Είμαι η Τζάνις απ’ το
Εσφιγμένου της Γιούτα και αυτή είναι η ιστορία μου. Όταν
ήμουν στην ηλικία σου, εκεί που ήμουν μόνη στο σπίτι μου και
κατέβαινα απ’ το δωμάτιο της κορούλας μου, να σου, στα μισά
της σκάλας, να στέκει η μητέρα μου. “Πήγαινε δες το μωρό,
Τζάνις” είπε. Είπα στη μητέρα μου ότι την είχα δει πριν από
ένα λεπτό, και κοιμόταν. Η φωνή της μητέρας μου πάγωσε.
“Μη μου πας εμένα κόντρα, κυρία μου, πήγαινε δες το μωρό,
τώρα!” Ακούγεται τρελό, μα μόνο τότε θυμήθηκα ότι η μητέρα
μου είχε πεθάνει τις περασμένες Ευχαριστίες. Ανέβηκα
τρέχοντας και βρήκα την κόρη μου να πνίγεται με το κορδόνι
απ’ το στόρι, που είχε τυλιχτεί γύρω απ’ τον λαιμό της. Μισό
λεπτό να είχα αργήσει και θα ήταν αργά. Βλέπεις, λοιπόν;»
Η Λουίζα, δακρυσμένη, βλεφαρίζει.
«Βλέπεις, γλυκιά μου; Φεύγουν, μα δεν μας αφήνουν».
O ταπεινωμένος διευθυντής ξανάρχεται μ’ ένα κουτί
παπουτσιών στα χέρια. «Το δωμάτιο του θείου σας είναι
κατειλημμένο δυστυχώς, η καμαριέρα όμως βρήκε αυτά τα
γράμματα μέσα στη Βίβλο. Οι φάκελοι γράφουν τ’ όνομά του.
Φυσικά, σκόπευα να φροντίσω να σταλούν στην οικογένειά
σας, μια και βρίσκεστε εδώ όμως…»
Της δίνει μια δεσμίδα εννέα φακέλους κιτρινισμένους απ’ τον
καιρό, όλους με παραλήπτη τον «Αξιότιμο κύριο Ρούφους
Σίξμιθ, υπ’ όψιν Κολεγίου Κάιους, Κέμπριτζ, Αγγλία». Ο ένας
είναι λεκιασμένος πολύ πρόσφατα από ένα φακελάκι τσαγιού.
Είχαν όλοι τους τσαλακωθεί πολύ άσχημα και κάποιος τους
ίσιωσε βιαστικά.
«Σας ευχαριστώ» λέει η Λουίζα, αχνά, κι έπειτα πιο δυνατά.
«Ο θείος Σίξμιθ εκτιμούσε την αλληλογραφία του και τώρα
είναι το μόνο που μου απόμεινε από κείνον. Δεν θα σας
απασχολήσω άλλο. Συγγνώμη που κατέρρευσα εκεί έξω».
Η ανακούφιση του διευθυντή είναι εμφανής.
«Είσαι πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος, Μέγκαν» διαβεβαιώνει τη
Λουίζα η Τζάνις απ’ το Εσφιγμένου της Γιούτα, ενώ
αποχαιρετιούνται στο λόμπι του ξενοδοχείου.
«Ο πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος είσαι εσύ, Τζάνις» αποκρίνεται η
Λουίζα, και επιστρέφει στο επίπεδο του πάργκινγκ, περνώντας
μόλις λίγα μέτρα απ’ το ντουλαπάκι με το νούμερο 909.
21
Ούτε λεπτό δεν έχει που γύρισε η Λουίζα Ρέι στα γραφεία του
Spyglass και ο Ντομ Γκρελς φωνάζει μέσα στο κουβεντολόι της
αίθουσας σύνταξης: «Δεσποινίς Ρέι!»
Ο Τζέρι Νούσμπαουμ και ο Ρόλαντ Τζέικς σηκώνουν τα μάτια
από τα γραφεία τους, κοιτάζουν τη Λουίζα πρώτα, ο ένας τον
άλλο έπειτα, και σχηματίζουν με τα χείλη «Οχ!». Η Λουίζα
βάζει τα γράμματα του Φρόμπισερ σ’ ένα συρτάρι, το κλειδώνει
και πηγαίνει στο γραφείο του Γκρελς.
«Ντομ, συγγνώμη που δεν ήρθα στη σύσκεψη, είχα–»
«Να χαρείς, μην αρχίσεις τις δικαιολογίες πως είσαι αδιάθετη.
Κλείσε την πόρτα».
«Δεν το ’χω συνήθειο να λέω δικαιολογίες».
«Το ’χεις συνήθειο να έρχεσαι στις συσκέψεις; Γιατί
πληρώνεσαι για να έρχεσαι».
«Όπως πληρώνομαι για να ερευνώ τα θέματά μου».
«Οπότε την έκανες για τον τόπο του εγκλήματος. Βρήκες
αδιάσειστα στοιχεία που ξέφυγαν απ’ τους μπάτσους; Κανένα
μήνυμα γραμμένο με αίμα στα πλακάκια; “O Αλμπέρτο
Γκριμάλντι το έκανε”;»
«Αδιάσειστα στοιχεία που δεν κοψομεσιάστηκες για να τα
βρεις δεν είναι αδιάσειστα στοιχεία. Αυτό μου το είπε κάποτε
ένας διευθυντής σύνταξης, ο Ντομ Γκρελς».
Ο Ντομ την αγριοκοιτάζει.
« Έχω μια ένδειξη, Ντομ».
« Έχεις μια ένδειξη».
Να σε κοπανήσω δεν μπορώ, να σε ξεγελάσω δεν μπορώ, μόνο να σου
εξάψω την περιέργεια μπορώ. «Τηλεφώνησα στο τμήμα που
διεκπεραίωσε την υπόθεση του Σίξμιθ».
«Δεν υπάρχει υπόθεση! Αυτοκτονία ήταν! Και, αν δεν
πρόκειται για τη Μέριλιν Μονρό, με τις αυτοκτονίες δεν
πουλάμε τεύχη! Παραείναι στενάχωρες».
«Άκουσέ με. Γιατί αγόρασε ο Σίξμιθ αεροπορικό εισιτήριο
αφού σκόπευε να φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του το ίδιο
βράδυ;»
Ο Γκρελς απλώνει τα χέρια του για να δείξει πόσο απορεί που
κάθεται και το συζητάει. « Ήταν απόφαση της στιγμής».
«Και τότε πώς, αν ήταν απόφαση της στιγμής, είχε έτοιμο
δακτυλογραφημένο σημείωμα αυτοκτονίας – χωρίς γραφομηχανή;»
«Δεν ξέρω! Δεν με νοιάζει! Έχω να κλείσω τεύχος Πέμπτη
βράδυ, έχω διαφορές με το τυπογραφείο, έχω μια ενδεχόμενη
απεργία των διανομέων, κι έχω και τον Όγκιλβι που μου ’χει
κρεμάσει τη δαμό-πώς-τη-λένε σπάθη πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Τράβα κάνε καμιά τελετή να καλέσεις το πνεύμα του Σίξμιθ και
ρώτα τον! Ο Σίξμιθ ήταν επιστήμονας. Οι επιστήμονες είναι
ανισόρροποι».
« Ήμασταν εγκλωβισμένοι στο ασανσέρ ενενήντα λεπτά. Δεν
ίδρωσε τ’ αυτί του. Η λέξη ανισόρροπος δεν ταιριάζει σ’ αυτόν
τον άνθρωπο. Και κάτι ακόμα. Αυτοπυροβολήθηκε –
υποτίθεται– με το πιο αθόρυβο όπλο της αγοράς. Ένα
Roachford .34 με σιγαστήρα. Μόνο κατά παραγγελία. Γιατί να
μπει στον κόπο;»
«Άρα. Οι μπάτσοι έκαναν λάθος, ο ιατροδικαστής έκανε
λάθος, όλοι έκαναν λάθος, εκτός απ’ τη Λουίζα Ρέι, τη νεαρή
ατσίδα της δημοσιογραφίας, που με την τρομερή της
διαίσθηση καταλήγει ότι ο παγκοσμίου φήμης καταστιχογράφος
δολοφονήθηκε απλά και μόνο επειδή είχε επισημάνει δυο τρία
θεματάκια σε μια αναφορά, αναφορά της οποίας την ύπαρξη
διαψεύδουν οι πάντες. Τα λέω καλά;»
«Περίπου. Το πιθανότερο είναι ότι η αστυνομία
παρακινήθηκε να βγάλει τα συμπεράσματα που βολεύουν τη
Seaboard».
«Καλέ, ναι, μια εταιρεία κοινής ωφελείας εξαγοράζει τους
μπάτσους. Τι ανόητος που είμαι».
«Αν υπολογίσεις και τις θυγατρικές της, η Seaboard είναι η
δέκατη μεγαλύτερη εταιρεία της χώρας. Άμα ήθελαν, αγόραζαν
την Αλάσκα ολόκληρη. Δώσε μου περιθώριο μέχρι τη
Δευτέρα».
«Όχι! Αυτή την εβδομάδα έχεις να γράψεις τις κριτικές και,
ναι, τη μαγειρική».
«Άμα σου έλεγε ο Μπομπ Γούντγουορντ ότι υποψιαζόταν πως
ο πρόεδρος Νίξον είχε βάλει να διαρρήξουν τα γραφεία του
πολιτικού του αντιπάλου και επιπλέον είχε ηχογραφήσει τον
εαυτό του να δίνει την εντολή, θα του έλεγες: “Μπομπ, γλυκέ
μου, ξέχνα το, γιατί θέλω οκτακόσιες λέξεις για σάλτσες;».
«Μη μου αρχίζεις τώρα τα έξαλλα φεμινιστικά σου».
«Ε, τότε κι εσύ μη μου αρχίζεις τα “Άκου με, έχω τριάντα
χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά”! Ένας Τζέρι Νούσμπαουμ φτάνει
εδώ μέσα και περισσεύει!»
«Πας να στριμώξεις μια πραγματικότητα νούμερο λαρτζ σε
μια εικασία νούμερο σμολ. Έτσι την έχουν πατήσει πολλοί
καλοί ρεπόρτερ. Πολλοί καλοί γενικώς».
«Δευτέρα! Θα βρω αντίτυπο της αναφοράς του Σίξμιθ».
«Οι υποσχέσεις που δεν γίνεται να τηρηθούν δεν είναι ισχυρό
νόμισμα».
«Δεν έχω άλλο νόμισμα, πέρα από το να πέσω στα γόνατα και
να σε παρακαλέσω. Έλα τώρα. Ο Ντομ Γκρελς δεν σταματά τη
σοβαρή ερευνητική δημοσιογραφία μόνο και μόνο επειδή δεν
φέρνει το λαβράκι μέσα σε μια μέρα. Ο μπαμπάς μου μου
έλεγε ότι στα μέσα του εξήντα πιο τολμηρό ρεπόρτερ από σένα
δύσκολα θα έβρισκες οπουδήποτε».
Ο Γκρελς γυρίζει και κοιτάζει την 3η Λεωφόρο. «Παπάρια
έλεγε».
«Παπάρια-ξεπαπάρια, το έλεγε! Εκείνο το αποκαλυπτικό
άρθρο για τα ταμεία της προεκλογικής εκστρατείας του Ρος Ζιν
το εξήντα τέσσερα. Τέλειωσες μια και καλή την πολιτική
καριέρα ενός τρομακτικού λευκού ρατσιστή. Ο μπαμπάς σε
έλεγε πεισματάρη, εκνευριστικό και ακούραστο. Για τον Ρος
Ζιν χρειάζονταν κότσια, ιδρώτας και χρόνος. Τα κότσια και τον
ιδρώτα τ’ αναλαμβάνω εγώ, από σένα το μόνο που θέλω είναι
λίγος χρόνος».
«Μεγάλη παγαποντιά που ανακάτεψες τον μπαμπά σου».
«Η δημοσιογραφία τις χρειάζεται τις παγαποντιές της».
Ο Γκρελς σβήνει το τσιγάρο του και ανάβει καινούργιο. «Τη
Δευτέρα, με την έρευνα του Σίξμιθ, και το άρθρο σου να μην
μπάζει από πουθενά, Λουίζα, να έχεις τα ονόματα, τις πηγές,
τα δεδομένα. Ποιος έθαψε την αναφορά αυτή και γιατί, και πώς
θα μετατρέψει το Σουανέκε Β σε Χιροσίμα τη Νότια
Καλιφόρνια. Και κάτι ακόμα. Αν βρεις αποδείξεις ότι ο Σίξμιθ
δολοφονήθηκε, δεν πάμε τυπογραφείο αν δεν πάμε στους
μπάτσους πρώτα. Καμιά διάθεση δεν έχω να μου βάλουν
βόμβα στο αυτοκίνητο».
«Όλες οι ειδήσεις, άφοβα και αμερόληπτα».
«Δίνε του».
Η Νάνσι Ο’ Χάγκαν κάνει μια γκριμάτσα «όχι κι άσχημα» ενώ
η Λουίζα κάθεται στο γραφείο της και βγάζει τα διασωθέντα
γράμματα του Σίξμιθ.
Στο γραφείο του, ο Γκρελς την πέφτει στον σάκο του μποξ.
«Πεισματάρης!» Mπαμ! «Εκνευριστικός!» Μπαμ!
«Ακούραστος!» Μπαμ! Ο διευθυντής βλέπει την αντανάκλασή
του να τον περιγελάει.
22
Μια σεφαραδίτικη ρομάντζα, γραμμένη πριν από τον διωγμό
των Εβραίων από την Ισπανία, γεμίζει το μουσικό κατάστημα
Lost Chord στη βορειοδυτική γωνία της πλατείας Σπινόζα στην
6η Λεωφόρο. Ο καλοντυμένος άντρας, που παραείναι χλωμός
για την ηλιοκαμένη τούτη πόλη, επαναλαμβάνει το ερώτημα
στο τηλέφωνο: «Cloud Atlas Sextet… Ρόμπερτ Φρόμπισερ… Το
έχω όντως ακουστά, αν και δεν έχει περάσει από τα χέρια μου
κόπια… Ο Φρόμπισερ ήταν παιδί θαύμα, πέθανε πάνω που
έβαζε μπροστά… Μισό λεπτό να κοιτάξω, έχω τον κατάλογο
ενός εμπόρου στο Σαν Φρανσίσκο που ειδικεύεται στα
δυσεύρετα… Φιτζρόι, Φρανκ, Φρόμπισερ… Εδώ είμαστε, μέχρι
και υποσημείωση έχει… Κόπηκαν μόλις πεντακόσια αντίτυπα…
στην Ολλανδία, πριν απ’ τον πόλεμο, απαπά, πώς να μην είναι
δυσεύρετο… Ο έμπορος έχει μια κόπια της μήτρας, από το
πενήντα… από μια γαλλική επιχείρηση που χρεοκόπησε. Το
Cloud Atlas Sextet πρέπει να είναι η ταφόπλακα όσων το
παίρνουν… Θα προσπαθήσω, τουλάχιστον μέχρι πριν από έναν
μήνα είχε μια κόπια, δεν υπόσχομαι όμως τίποτα για την
ποιότητα του ήχου, και, οφείλω να σας προειδοποιήσω, φτηνό
δεν είναι… Η τιμή που γράφει εδώ είναι… εκατόν είκοσι
δολάρια… βάλτε και το δέκα τοις εκατό που παίρνουμε
προμήθεια, μας κάνει… Α, ναι; Εντάξει, πείτε μου τ’ όνομά
σας για να το γράψω... Ρέι τι; Α, δεσποινίδα Ρ-Ε-Ι, με
συγχωρείτε. Κανονικά ζητάμε προκαταβολή, μα ακούγεστε
έντιμος άνθρωπος. Σε λίγες μέρες. Παρακαλώ».
Ο υπάλληλος κρατάει μια σημείωση, και ξαναπηγαίνει τη
¿ ñ
βελόνα στην αρχή του « Por qué lloras blanca ni a?», την
κατεβάζει στο γυαλιστερό μαύρο βινύλιο, κι ονειρεύεται
Εβραίους τσοπανάκους να παίζουν λύρα σε αστροφώτιστες
ιβηρικές πλαγιές.
23
Η Λουίζα Ρέι δεν βλέπει τη σκονισμένη μαύρη Chevrolet που
περνάει ενώ εκείνη μπαίνει στο κτίριό της. Δεν προσέχει και
πολλά απ’ όταν διάβασε το πρώτο μεγάλο γράμμα από αυτά
που βρέθηκαν στην κατοχή του Ρούφους Σίξμιθ. Ο Μπιλ
Σμόουκ, που οδηγεί τη Chevrolet, απομνημονεύει τον αριθμό
του διαμερίσματός της: το 108 του συγκροτήματος Πασίφικ
Ίντεν.
Η Λουίζα έχει διαβάσει και ξαναδιαβάσει τα γράμματα του
Σίξμιθ δέκα φορές, αν όχι περισσότερες, την τελευταία μιάμιση
μέρα. Την αναστατώνουν. Ένας φίλος του Σίξμιθ από το
πανεπιστήμιο, ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ, τα έγραψε το καλοκαίρι
του 1931 στη διάρκεια μιας παρατεταμένης διαμονής του σε
έναν πύργο στο Βέλγιο. Τη Λουίζα δεν την προβληματίζει η
καθόλου κολακευτική περιγραφή του νεαρού και ευεπηρέαστου
Ρούφους Σίξμιθ, αλλά η τόση ζωντάνια των εικόνων των τόπων
και των ανθρώπων που ξεχύθηκαν από αυτά τα γράμματα.
Εικόνες τόσο ζωντανές που δεν μπορεί να μην τις αποκαλέσει
αναμνήσεις. Ως προσγειωμένη κόρη δημοσιογράφου θα
απέδιδε αυτές τις «αναμνήσεις» σε μια φαντασία που ο
πρόσφατος θάνατος του πατέρα της την άφησε υπερευαίσθητη,
και όντως αυτό έκανε, μια λεπτομέρεια όμως σε ένα από τα
γράμματα φρενάρει την εξήγηση αυτή. Ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ
αναφέρει ότι έχει ανάμεσα στην ωμοπλάτη και την κλείδα του
ένα εκ γενετής σημάδι, σε σχήμα κομήτη.
Μα εγώ δεν πιστεύω σε τέτοιες βλακείες. Δεν τις πιστεύω. Όχι.
Στον προθάλαμο του συγκροτήματος Πασίφικ Ίντεν, εργάτες
κάνουν ανακαίνιση. Έχουν στρώσει μουσαμάδες στο πάτωμα,
ένας ηλεκτρολόγος ξεσκαλίζει τη ροζέτα ενός φωτιστικού, ένας
αθέατος σφυροκόπος σφυροκοπά. Ο Μάλκομ, ο επιστάτης,
βλέπει τη Λουίζα και φωνάζει: «Ε, Λουίζα! Ένας απρόσκλητος
επισκέπτης ανέβηκε στο διαμέρισμά σου πριν κάνα
εικοσάλεπτο!» Όμως ένα τρυπάνι πνίγει τη φωνή του, μιλάει
στο τηλέφωνο με έναν τύπο από το δημαρχείο για
οικοδομικούς κανονισμούς και, ούτως ή άλλως, η Λουίζα έχει
ήδη μπει στο ασανσέρ.
24
« Έκπληξη!» λέει ο Χαλ Μπρόντι, ανέκφραστα, αφού τον
έπιασε στα πράσα να παίρνει βιβλία και δίσκους από τα ράφια
της Λουίζα και να τα βάζει σε μια τσάντα γυμναστηρίου. « Έι»
λέει, για να κρύψει μια σουβλιά ενοχής, «έκοψες κοντά τα
μαλλιά σου».
Η Λουίζα δεν έχει εκπλαγεί ιδιαίτερα. «Αυτό δεν κάνουν όλες
οι γυναίκες όταν τις παρατάνε;»
Ο Χαλ ξεροκαταπίνει.
Η Λουίζα έχει θυμώσει με τον εαυτό της. «Οπότε. Η μέρα της
αποκατάστασης».
«Σχεδόν τελείωσα». Ο Χαλ κάνει ότι τινάζει απ’ τα χέρια του
σκόνη που δεν υπάρχει. «Ο Γουάλας Στίβενς είναι δικός σου ή
δικός μου;»
«Μας τον έκανε χριστουγεννιάτικο δώρο η Φίμπι. Πάρε την
τηλέφωνο. Ας αποφασίσει εκείνη. Ή σκίσε τις μονές σελίδες
και άφησέ μου τις ζυγές. Σαν να μου κάνεις έφοδο είναι.
Μπορούσες να τηλεφωνήσεις πρώτα».
«Τηλεφώνησα. Βγήκε τηλεφωνητής. Άμα δεν τον ακούς,
πέτα τον».
«Μη λες βλακείες, μια περιουσία έδωσα. Τι σε φέρνει λοιπόν
κατά δω, πέρα από την αδυναμία σου στη μοντερνιστική
ποίηση;»
«Ρεπεράζ για το Στάρσκι και Χατς».
«Ο Στάρκι κι ο Χατς δεν ζουν στην Μπουένας Γέρμπας».
«Τον Στάρσκι τον απάγει η Τριάδα της Δυτικής Ακτής.41
Πέφτει πιστολίδι στη γέφυρα της Μπουένας Γέρμπας, και το
σενάριο έχει μια σκηνή κυνηγητού με τον Ντέιβιντ και τον Πολ
να πηδάνε από τη μια οροφή αυτοκινήτου στην άλλη σε ώρα
αιχμής. Θα ζοριστούμε να πάρουμε άδεια απ’ την τροχαία αλλά
πρέπει να το κάνουμε εδώ, ειδάλλως χάνεται κάθε ψήγμα
καλλιτεχνικής ακεραιότητας».
«Ε. Το Blood on the Tracks δεν θα το πάρεις».
«Μα είναι δικό μου».
«Όχι πια». Η Λουίζα δεν αστειεύεται.
Με ειρωνική υποταγή, ο Μπρόντι βγάζει τον δίσκο από την
τσάντα. «Κοίτα, λυπάμαι για τον μπαμπά σου».
Η Λουίζα γνέφει, νιώθει τη θλίψη να την κατακλύζει και τις
άμυνές της να υψώνονται. «Ναι».
«Μάλλον ήταν… κάτι σαν λύτρωση».
Ισχύει, μα μόνο οι πενθούντες μπορούν να το πουν αυτό. H Λουίζα
αντιστέκεται στον πειρασμό να πετάξει κάτι τσουχτερό.
Θυμάται τον πατέρα της να πειράζει τον Χαλ, «Το παιδί απ’
την τιβί». Όχι, δεν θα τα μπήξω. «Είσαι καλά, λοιπόν;»
«Είμαι μια χαρά. Εσύ;»
«Μια χαρά».
«Με τη δουλειά καλά;»
«Μια χαρά με τη δουλειά». Ας πάρει ένα τέλος το μαρτύριο και των
δυο μας. «Νομίζω ότι έχεις ένα κλειδί που είναι δικό μου».
Ο Χαλ κλείνει το φερμουάρ της τσάντας του, ψαχουλεύει στην
τσέπη του και αφήνει το κλειδί της εξώπορτας στην παλάμη
της. Με μια θεατρική κίνηση, για να τονίσει τον συμβολισμό
της πράξης αυτής. Η Λουίζα μυρίζει ένα άγνωστό της άφτερ
σέιβ, και φαντάζεται την Άλλη να του το βάζει σήμερα το πρωί.
Κι αυτό το πουκάμισο δεν το είχε πριν από οκτώ εβδομάδες. Τις
καουμπόικες μπότες τις είχαν αγοράσει μαζί τη μέρα της
συναυλίας του Σεγόβια. Ο Χαλ περνάει πάνω από κάτι βρόμικα
αθλητικά του Χαβιέ, κι η Λουίζα τον κοιτάζει να το
ξανασκέφτεται και να μην κάνει, τελικά, κάποιο αστείο για τον
καινούργιο της άντρα. Αντίθετα, της λέει, «Γεια χαρά λοιπόν».
Χειραψία; Αγκαλιά; «Γεια».
Η πόρτα κλείνει.
Η Λουίζα βάζει την αλυσίδα στη θέση της και ξαναβλέπει τη
συνάντηση στο μυαλό της. Ανοίγει το ντους και ξεντύνεται. Ο
καθρέφτης του μπάνιου της είναι μισοκρυμμένος πίσω από ένα
ράφι γεμάτο σαμπουάν, κοντίσιονερ, σερβιέτες, ενυδατικές
κρέμες και σαπουνάκια. Η Λουίζα τα παραμερίζει για να δει
καλύτερα το σημάδι που έχει εκ γενετής ανάμεσα στην
ωμοπλάτη και την κλείδα της. Η πρόσφατη συνάντησή της με
τον Χαλ εκτοπίζεται. Συμπτώσεις τυχαίνουν συνέχεια.
Αναμφισβήτητα όμως έχει σχήμα κομήτη. Ο καθρέφτης
θολώνει απ’ τους ατμούς. Εσύ το ψωμί σου το βγάζεις από τα
γεγονότα. Τα εκ γενετής σημάδια μπορεί να μοιάζουν με ό,τι θέλεις, όχι
μόνο με κομήτες. Απλώς είσαι ακόμη ταραγμένη που πέθανε ο μπαμπάς.
Η δημοσιογράφος μπαίνει στο ντους, μα ο νους της γυρνάει
στους διαδρόμους του πύργου του Ζέντελχεμ.
25
Η κατασκήνωση των διαδηλωτών για το Σουανέκε βρίσκεται
στην απέναντι στεριά, ανάμεσα σε μια αμμουδιά και μια
αποκομμένη βαλτώδη λιμνοθάλασσα. Πίσω από τη
λιμνοθάλασσα απλώνονται καλλιέργειες εσπεριδοειδών μέχρι
τους άνυδρους λόφους. Οι φτηνιάρικες σκηνές, τα παρδαλά
φορτηγάκια και τα τροχόσπιτα μοιάζουν με ανεπιθύμητα δώρα
που έχει ξεβράσει εδώ ο Ειρηνικός. Ένα κρεμασμένο πανό
γράφει: ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ SEABOARD. Στην άλλη άκρη
της γέφυρας βρίσκεται το Σουανέκε Α, τρεμάμενο σαν Ουτοπία
σε μεσημεριανή οφθαλμαπάτη. Λευκά νήπια κατάμαυρα από
τον ήλιο πλατσουρίζουν στα ράθυμα ρηχά· ένας γενειοφόρος
απόστολος βάζει μπουγάδα σε μια σκάφη· ένα λυγερό
ζευγαράκι εφήβων φιλιέται στο χορτάρι του αμμόλοφου.
Η Λουίζα κλειδώνει το Volkswagen της και διασχίζει τον
θαμνότοπο μέχρι τον καταυλισμό. Στην ταλαίπωρη κάψα
αιωρούνται γλάροι. Αγροτικά μηχανήματα βουίζουν πέρα
μακριά. Αρκετοί κάτοικοι την πλησιάζουν, οι διαθέσεις τους
όμως δεν είναι φιλικές. «Τι θες;» ζητά να μάθει ένας άντρας,
με γερακίσια όψη Αυτόχθονα Αμερικάνου.
«Υπέθεσα ότι το πάρκο εδώ είναι δημόσιο».
«Λάθος υπέθεσες. Είναι ιδιωτικό».
«Δημοσιογράφος είμαι. Ήθελα να πάρω μερικές
συνεντεύξεις».
«Για ποιον δουλεύεις;»
«Για το περιοδικό Spyglass».
Ο κακός καιρός ξανοίγει κάπως. «Δεν θα έπρεπε να γράφεις
για τις πιο πρόσφατες περιπέτειες της μύτης της Μπάρμπαρα
Στρέιζαντ;» λέει ο Αυτόχθονας Αμερικάνος, και προσθέτει ένα
χλευαστικό «Με το συμπάθιο».
«Τι να πω, συγγνώμη που δεν είμαι από τη Herald Tribune,
αλλά γιατί δεν μου δίνετε μια ευκαιρία; Δεν θα σας έκανε κακό
λίγη θετική δημοσιότητα, εκτός κι αν σκέφτεστε στα σοβαρά
πως θα εξουδετερώσετε αυτή την ατομική ωρολογιακή βόμβα
στην άλλη όχθη με πλακάτ και τραγούδια διαμαρτυρίας. Με το
συμπάθιο».
Ένας Νότιος γρυλίζει: «Κυρά μου, λες κολοκύθια».
«Τέρμα η συνέντευξη» λέει ο Αυτόχθονας Αμερικάνος.
«Χάσου αποδώ».
«Μην ανησυχείς, Μίλτον» λέει μια ηλικιωμένη, ασπρομάλλα
και κοκκινοπρόσωπη, από την πόρτα του τροχόσπιτού της,
«αυτήν εδώ θα τη δω εγώ». Πίσω από την κυρία του,
παρακολουθεί ένα αριστοκρατικό ημίαιμο. Ξεκάθαρα, ο λόγος
της έχει βαρύτητα εδώ, γιατί το πλήθος διαλύεται χωρίς
περαιτέρω αντιρρήσεις.
Η Λουίζα πλησιάζει το τροχόσπιτο. «Αυτή είναι η γενιά της
αγάπης και της ειρήνης;»
«Το 1975 απέχει πολύ από το 1968. Η Seaboard και η
αστυνομία έχουν σπιούνους στο δίκτυό μας. Το περασμένο
Σαββατοκύριακο οι αρχές ήθελαν να αδειάσουν τον τόπο για
τους επισήμους και χύθηκε αίμα. Κάτι που έδωσε στους
μπάτσους αφορμή για συλλήψεις. Φοβάμαι ότι η παράνοια
αποδίδει. Πέρασε. Με λένε Έστερ Βαν Ζαντ».
« Ήθελα πάρα πολύ να σας γνωρίσω, δόκτορ» λέει η Λουίζα.
26
Μια ώρα αργότερα, η Λουίζα δίνει το υπόλοιπο μήλο της στον
ευγενικό σκύλο της Έστερ Βαν Ζαντ. Όσο χαώδες είναι το
γραφείο του Γκρελς, τόσο τακτικό είναι το γραφείο της Βαν
Ζαντ με τα κατάφορτα ράφια του. Η οικοδέσποινα της Λουίζα
καταλήγει. «Η σύγκρουση ανάμεσα στις εταιρείες και τους
ακτιβιστές είναι μια σύγκρουση ανάμεσα στη ναρκοληψία και
τη μνήμη. Οι εταιρείες έχουν χρήματα, δύναμη και επιρροή.
Το μόνο όπλο που έχουμε εμείς είναι η λαϊκή κατακραυγή. Η
κατακραυγή εμπόδισε το φράγμα του Γιούκον, έριξε τον Νίξον
και, εν μέρει, έδωσε τέλος στις κτηνωδίες στο Βιετνάμ. Η
κατακραυγή όμως είναι δύσκολη, τόσο στην πρόκλησή της όσο
και στη διαχείρισή της. Χρειάζεται, πρώτον, διερεύνηση·
δεύτερον, ευρεία ευαισθητοποίηση· μόνο όταν αυτή φτάσει
στην κρίσιμη μάζα της, ξεσπάει η λαϊκή κατακραυγή. Καθένα
από αυτά τα στάδια μπορεί να υπονομευτεί. Οι Αλμπέρτο
Γκριμάλντι αυτού του κόσμου μπορούν να αντιπαλέψουν τη
διερεύνηση θάβοντας την αλήθεια σε επιτροπές, στην ανία και
την παραπληροφόρηση, ή εκφοβίζοντας όσους διερευνούν.
Μπορούν να απαλείψουν την ευαισθητοποίηση κάνοντας την
εκπαίδευση παρωπιδική, αγοράζοντας τα κανάλια,
“χαρτζιλικώνοντας” ανώτερους δημοσιογράφους, ή απλώς
εξαγοράζοντας τα μέσα. Στα μέσα –κι όχι μόνο στη Washington
Post– είναι που διεξάγουν οι δημοκρατίες τους εμφυλίους
πολέμους τους».
«Γι’ αυτό με έσωσες από τον Μίλτον και τους συμπατριώτες
του».
« Ήθελα να σου πω την αλήθεια όπως τη βλέπουμε εμείς,
ώστε να είσαι πλήρως ενήμερη όταν αποφασίσεις ποια πλευρά
θα υποστηρίξεις. Αν γράψεις ένα σατιρικό κομμάτι για τους
νεογουαλντενικούς του Πράσινου Μετώπου και το μίνι
Γούντστοκ τους, θα επιβεβαιώσεις όλες τις προκαταλήψεις των
Ρεπουμπλικάνων και θα θάψεις την αλήθεια ακόμα βαθύτερα.
Αν γράψεις για τα ύψη της ραδιενέργειας στα θαλασσινά, τα
“ασφαλή” όρια ρύπανσης που θέτουν οι ίδιοι οι ρυπαντές, την
κυβερνητική πολιτική που βγαίνει σε πλειστηριασμό για τη
χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών και την
ιδιωτική αστυνομική δύναμη της Seaboard, θα ανεβάσεις, σε
πολύ μικρό βαθμό, τη θερμοκρασία της λαϊκής
ευαισθητοποίησης, προς το σημείο ανάφλεξης».
Πάνω που φεύγει, η Λουίζα ρωτά: «Τον ήξερες τον Ρούφους
Σίξμιθ;».
«Βεβαίως, ο Θεός να τον αναπαύει».
«Θα έλεγα ότι ήσασταν σε αντίπαλα στρατόπεδα… ή δεν
ήσασταν;»
Η Βαν Ζαντ γνέφει επιδοκιμαστικά στην τακτική αυτή της
Λουίζα. «Γνώρισα τον Ρούφους στις αρχές της δεκαετίας του
εξήντα, στην Ουάσινγκτον, σ’ ένα επιστημονικό επιτελείο που
σχετιζόταν με την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ενέργειας. Τον
θαύμαζα! Νομπελίστας, βετεράνος του Προγράμματος
Μανχάταν».
«Μήπως ξέρεις κάτι για μια αναφορά του στην οποία έκρινε
επικίνδυνο τον HYDRA-Zero και απαιτούσε να κλείσει το
Σουανέκε Β;»
«Ο δρ Σίξμιθ; Είσαι απόλυτα σίγουρη;»
«“Απόλυτα σίγουρη”; Όχι. “Σχεδόν σίγουρη”; Ναι».
Η Βαν Ζαντ δείχνει τσιτωμένη. «Θεέ μου, αν έβρισκε ένα
αντίγραφο το Πράσινο Μέτωπο…» Το πρόσωπό της
σκοτεινιάζει. «Αν όντως ο δρ Ρούφους Σίξμιθ πήρε με το φτυάρι
τον HYDRA-Zero, και αν απείλησε να τα βγάλει στη φόρα, ε,
τότε δεν πιστεύω πια ότι αυτοκτόνησε».
Η Λουίζα παρατηρεί ότι ψιθυρίζουν κι οι δύο. Κάνει την
ερώτηση που φαντάζεται ότι θα έκανε ο Γκρελς: «Δεν βρομάει
λίγο παράνοια η ιδέα ότι η Seaboard θα δολοφονούσε έναν
νομπελίστα μόνο και μόνο για να αποφύγει την αρνητική
δημοσιότητα;»
Η Βαν Ζαντ κατεβάζει από έναν πίνακα φελλού τη
φωτογραφία μιας εβδομηντάρας. « Ένα όνομα θα σου πω.
Μάργκο Ρόουκερ».
«Το είδα τ’ όνομά της σ’ ένα πλακάτ τις προάλλες».
«Η Μάργκο είναι ακτιβίστρια του Πράσινου Μετώπου απ’
όταν αγόρασε το νησί Σουανέκε η Seaboard. Η έκταση αυτή
της ανήκει και μας επιτρέπει να δραστηριοποιούμαστε εδώ ως
ένα ντροπιαστικό αγκάθι στο πλευρό της Seaboard. Πριν από
έξι εβδομάδες έγινε διάρρηξη στο σπίτι της – τρία χιλιόμετρα
απ’ την ακτή. Η Μάργκο δεν έχει λεφτά, μόνο μερικά
κτήματα, κτήματα που δεν εννοεί να αποχωριστεί, όσο κι αν
προσπάθησε να τη δελεάσει η Seaboard. Που λες. Οι
διαρρήκτες τη σάπισαν στο ξύλο, την άφησαν μισοπεθαμένη,
δεν πήραν όμως τίποτα. Δεν πρόκειται για υπόθεση φόνου,
επειδή η Μάργκο εξακολουθεί να είναι σε κώμα, η γραμμή της
αστυνομίας λοιπόν είναι ότι πρόκειται για μια
προχειροσχεδιασμένη ληστεία με ατυχή κατάληξη».
«Ατυχή για τη Μάργκο».
«Και πάρα πολύ ευτυχή για τη Seaboard. Η οικογένειά της
πνίγεται στα χρέη για την περίθαλψή της. Λίγες μέρες μετά την
επίθεση, εμφανίζεται μια κτηματομεσιτική από το Λος
Άντζελες, η Open Vista, και προσφέρει στην ξαδέλφη της
Μάργκο, για αυτόν τον παραλιακό θαμνότοπο, τιμή
τετραπλάσια της εμπορικής του αξίας. Για να το κάνουν
ιδιωτικό καταφύγιο άγριας ζωής. Ζήτησα λοιπόν από το
Πράσινο Μέτωπο να ψάξουν λίγο αυτή την Open Vista. Η
εγγραφή της έγινε μόλις πριν από οκτώ εβδομάδες, και
μάντεψε ποιανού το όνομα είναι πρώτο στη λίστα με τους
χρηματοδότες». Η Βαν Ζαντ γνέφει κατά την κατεύθυνση του
νησιού Σουανέκε.
Η Λουίζα τα ζυγίζει όλα αυτά. «Θα έχεις νέα μου σύντομα,
Έστερ».
«Το ελπίζω».
27
O Αλμπέρτο Γκριμάλντι απολαμβάνει τις Εξωσχολικές
Ενημερώσεις Ασφαλείας του με τον Μπιλ Σμόουκ και τον Τζο
Νέιπιερ στο γραφείο του στο Σουανέκε. Του αρέσει το
πρακτικό πνεύμα αυτών των δύο, σε αντίθεση με την
κουστωδία των αυλοκολάκων και όσων του ζητάνε κάτι. Του
αρέσει να στέλνει τη γραμματέα του στη ρεσεψιόν, όπου
διευθυντές εταιρειών, συνδικαλιστές και κυβερνητικοί
αναγκάζονται να περιμένουν, ιδανικά για ώρες, και να την
ακούνε να λέει: «Μπιλ, Τζο, ο κύριος Γκριμάλντι έχει λίγο
χρόνο να σας διαθέσει τώρα». Ο Σμόουκ και ο Νέιπιερ
επιτρέπουν στον Γ. Έντγκαρ Χούβερ που κρύβει ο Γκριμάλντι
στον χαρακτήρα του να εκδηλωθεί. Στον Νέιπιερ βλέπει ένα
αμετακίνητο μπουλντόγκ, που τα τριάντα πέντε χρόνια του
στην Καλιφόρνια δεν έχουν μαλακώσει τα παιδικάτα του στο
Νιου Τζέρσι· ο Μπιλ Σμόουκ, πάλι, είναι ο σύντροφος που
περνάει από τοίχους, ηθικές και νομιμότητες για να κάνει το
θέλημα του αφέντη του.
Στη σημερινή συνάντηση συμμετέχει η Φέι Λι, που την
κάλεσε ο Νέιπιερ για το τελευταίο ζήτημα της σιωπηρής τους
ατζέντας: μια δημοσιογράφος που βρίσκεται στο Σουανέκε
αυτό το Σαββατοκύριακο, η Λουίζα Ρέι, και μπορεί να αποτελεί
πιθανό κίνδυνο, μπορεί και όχι. «Οπότε, Φέι» ρωτά ο
Γκριμάλντι, στηριγμένος στην άκρη του γραφείου του, «τι
ξέρουμε για δαύτη;».
Η Φέι Λι μιλάει λες και διαβάζει από έναν νοερό κατάλογο.
«Ρεπόρτερ στο Spyglass – να υποθέσω ότι όλοι το γνωρίζουμε,
σωστά; Είκοσι έξι ετών, φιλόδοξη, προοδευτική μάλλον, παρά
ακραία. Κόρη του γνωστού Λέστερ Ρέι, του ξένου ανταποκριτή
που πέθανε πρόσφατα. Η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε έναν
αρχιτέκτονα έπειτα από ένα αδιάφορο διαζύγιο πριν από επτά
χρόνια, ζει στα προάστια του Γιούινσβιλ, στην Μπουένας
Γέρμπας. Αδέλφια δεν έχει. Ιστορία και οικονομικά στο
Μπέρκλεϊ, με άριστα. Ξεκίνησε στην LA Recorder, πολιτικά
άρθρα στην Tribune και στη Herald. Ελεύθερη, ζει μόνη,
πληρώνει τους λογαριασμούς της στην ώρα τους».
«Βαρετή όσο δεν παίρνει» σχολιάζει ο Νέιπιερ.
«Θυμίστε μου, τότε, γιατί μιλάμε για δαύτη» λέει ο Σμόουκ.
Η Φέι Λι απευθύνεται στον Γκριμάλντι: «Την πιάσαμε να
περιφέρεται στο Ερευνητικό την Τρίτη, στα εγκαίνια.
Ισχυρίστηκε ότι είχε ραντεβού με τον δρα Σίξμιθ».
«Για ποιο πράγμα;»
« Ένα άρθρο που της ανέθεσε το Spyglass, νομίζω όμως ότι
πήγαινε να ψαρέψει».
Ο διευθύνων σύμβουλος γυρνάει στον Νέιπιερ, κι αυτός
ανασηκώνει τους ώμους: «Δύσκολο να πω, κύριε Γκριμάλντι.
Αν όντως πήγαινε να ψαρέψει, θα πρέπει να θεωρήσουμε
δεδομένο ότι ξέρει τι σόι ψάρι γύρευε».
Αδυναμία του Γκριμάλντι είναι να κάνει λιανά το ευκόλως
εννοούμενο. «Την αναφορά».
«Οι δημοσιογράφοι έχουν πυρετώδη φαντασία» λέει η Λι,
«ιδίως όταν είναι νέοι και φιλόδοξοι και ψάχνουν το πρώτο τους
μεγάλο λαβράκι. Φαντάζομαι ότι ίσως πιστεύει πως ο θάνατος
του δρα Σίξμιθ θα μπορούσε να είναι… Πώς να το θέσω;»
O Αλμπέρτο Γκριμάλντι παίρνει μια απορημένη έκφραση.
«Κύριε Γκριμάλντι» παρεμβαίνει ο Σμόουκ, «αυτό που
πιστεύω ότι η Φέι έχει υπερβολικό τακτ για να ξεστομίσει είναι
το εξής: αυτή η Ρέι ίσως φαντάζεται ότι ξεκάναμε τον δρα
Σίξμιθ».
«“Ξεκάναμε”; Μέγας είσαι, Κύριε. Αλήθεια; Τζο; Εσύ τι
λες;»
Ο Νέιπιερ σηκώνει τις παλάμες. «Μπορεί να έχει δίκιο η Φέι,
κύριε Γκριμάλντι. Το Spyglass δεν φημίζεται για τη στενή του
σχέση με την πραγματικότητα».
« Έχουμε κάτι που να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε
εναντίον του περιοδικού;» ρωτά ο Γκριμάλντι.
Ο Νέιπιερ κουνάει το κεφάλι του αρνητικά. «Θα το βάλω
μπρος».
«Τηλεφώνησε» συνεχίζει η Λι «για να ρωτήσει αν μπορεί να
πάρει συνεντεύξεις από μερικούς δικούς μας για ένα άρθρο του
στιλ Η-καθημερινότητα-ενός-επιστήμονα. Την προσκάλεσα
λοιπόν στο ξενοδοχείο για το αποψινό δείπνο, και υποσχέθηκα
να τη συστήσω σε μερικούς ανθρώπους το Σαββατοκύριακο.
Μάλιστα» κοιτάζει το ρολόι της, «είναι να τη βρω εκεί σε μία
ώρα».
«Εγώ έδωσα την έγκριση, κύριε Γκριμάλντι» λέει ο Νέιπιερ.
«Καλύτερα να ψαχουλεύει κάτω από τη μύτη μας, για να τη
βλέπουμε».
«Πολύ σωστά, Τζο. Πολύ σωστά. Να αξιολογήσεις σε πόσο
κίνδυνο μας βάζει. Και την ίδια ώρα βάλε τέλος σε τυχόν
μακάβριες υποψίες για τον κακόμοιρο τον Ρούφους».
Χαμογελάκια τριγύρω. «Λοιπόν, Φέι, Τζο, αυτό ήταν, σας
ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Μπιλ, να τα πούμε για ορισμένα
ζητήματα στο Τορόντο».
Αφήνουν τον διευθύνοντα σύμβολο και τον διακανονιστή του
μόνους.
«Ο φίλος μας» αρχίζει ο Γκριμάλντι, «ο Λόιντ Χουκς. Με
ανησυχεί».
Ο Μπιλ Σμόουκ το σκέφτεται. «Από ποια άποψη;»
«Περιφέρεται λες και έχει στα χέρια του καρέ του άσου. Δεν
μου αρέσει. Έχε τον στον νου σου».
Ο Μπιλ Σμόουκ γέρνει το κεφάλι.
«Και καλά θα κάνεις να έχεις κρυμμένο στο μανίκι σου κάποιο
ατύχημα για τη Λουίζα Ρέι. Η δουλειά σου στο αεροδρόμιο
ήταν υποδειγματική, όμως ο Σίξμιθ ήταν επιφανής αλλοδαπός
υπήκοος και δεν θέλουμε να ξεθάψει αυτή η γυναίκα τίποτα
φήμες για βρομοδουλειές». Γνέφει κατά κει που έφυγαν ο
Νέιπιερ και η Λι. «Αυτοί οι δυο υποψιάζονται τίποτα για τον
Σίξμιθ;»
«Η Λι δεν σκέφτεται τίποτα. Δημόσιες σχέσεις κάνει, και
τέλος. Ο Νέιπιερ δεν βλέπει. Υπάρχουν οι τυφλοί, κύριε
Γκριμάλντι, υπάρχουν αυτοί που κάνουν τους τυφλούς, κι
υπάρχουν κι αυτοί που σύντομα θα βγουν στη σύνταξη».
28
Ο Άιζακ Σακς κάθεται σκυμμένος στο τζαμωτό του μπαρ του
ξενοδοχείου Σουανέκε και κοιτάζει τις θαλαμηγούς στα
κρεμώδη μπλε του απόβραδου. Στο τραπέζι έχει μια ανέγγιχτη
μπίρα. Οι σκέψεις του επιστήμονα πηγαίνουν από τον θάνατο
του Ρούφους Σίξμιθ στον φόβο μη βρεθεί το αντίγραφο της
αναφοράς του Σίξμιθ που έχει κρύψει, κι αποκεί στην
προειδοποίηση του Νέιπιερ περί εμπιστευτικότητας.
Συμφωνήσατε, δρ Σακς, ότι οι ιδέες σας είναι κτήμα της Seaboard. Δεν
θέλετε να αθετήσετε μια συμφωνία με έναν άνθρωπο σαν τον κύριο
Γκριμάλντι, σωστά; Άγαρμπο, μα αποτελεσματικό.
Ο Σακς προσπαθεί να θυμηθεί πώς ήταν να μην περιφέρεται
με το στομάχι του δεμένο κόμπο. Αποζητά το παλιό του
εργαστήριο στο Κονέτικατ, όπου ο κόσμος ήταν φτιαγμένος
από μαθηματικά, ενέργεια και αλυσιδωτές αντιδράσεις, κι ο
ίδιος ήταν ο εξερευνητής του. Καμία δουλειά δεν έχει σε
τούτες τις πολιτικές τάξεις μεγέθους, όπου για μια παρέκκλιση
από τη νομιμοφροσύνη σου μπορεί να βρεθείς με τα μυαλά σου
να πιτσιλάνε το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Αυτή την
αναθεματισμένη την αναφορά, Σακς, θα τη σχίσεις, σελίδα τη σελίδα.
Έπειτα οι σκέψεις του πηγαίνουν στη συσσώρευση του
υδρογόνου, στην έκρηξη, στα γεμάτα νοσοκομεία, στους
πρώτους θανάτους από τη ραδιενέργεια. Στην επίσημη έρευνα.
Στους αποδιοπομπαίους τράγους. Ο Σακς κοπανάει τις
αρθρώσεις των δαχτύλων του μεταξύ τους. Ως τώρα, η
προδοσία του απέναντι στη Seaboard είναι ένα έγκλημα που
έχει διαπραχθεί μονάχα στην πρόθεση, όχι στην πράξη. Τολμώ
να περάσω αυτή τη γραμμή; Τρίβει τα κουρασμένα μάτια του. Ο
διευθυντής του ξενοδοχείου οδηγεί μια ομάδα ανθοπώλες στην
αίθουσα δεξιώσεων. Μια γυναίκα κατεβαίνει, γυρεύει κάποιον
που ακόμη δεν έχει έρθει, και μπαίνει στη φασαρία του μπαρ.
Ο Σακς θαυμάζει το σοφά επιλεγμένο σουέτ κοστούμι της, την
καλλίγραμμη σιλουέτα της, τις διακριτικές της πέρλες. Ο
μπάρμαν τής βάζει ένα ποτήρι λευκό κρασί, και κάνει ένα
αστείο στο οποίο παίρνει απάντηση, όχι όμως και χαμόγελο.
Γυρίζει προς το μέρος του και αυτός αναγνωρίζει τη γυναίκα
που πέρασε για τη Μέγκαν Σίξμιθ πριν από πέντε μέρες: ο
κόμπος του φόβου σφίγγει κι άλλο, κι ο Σακς φεύγει τρέχοντας
απ’ τη βεράντα, το πρόσωπό του αλλού στραμμένο.
Η Λουίζα ξεστρατίζει προς το τζαμωτό. Στο τραπέζι έχει μια
ανέγγιχτη μπίρα, ο ιδιοκτήτης της όμως δεν φαίνεται πουθενά,
κάθεται λοιπόν στη ζεστή ακόμη θέση. Η καλύτερη θέση στο
μαγαζί. Κοιτάζει τις θαλαμηγούς στα κρεμώδη μπλε του
απόβραδου.
29
Το βλέμμα του Αλμπέρτο Γκριμάλντι πλανιέται στην
κηροφώτιστη αίθουσα δεξιώσεων. Στον χώρο κελαρύζουν
κουβέντες που πιο πολύ λέγονται παρά ακούγονται. Η ομιλία
του απέσπασε περισσότερα και διαρκέστερα γέλια από αυτή
του Λόιντ Χουκς, ο οποίος τώρα κάθεται και συζητάει σοβαρά
με τον αντιπρόεδρο του Γκριμάλντι, τον Γουίλιαμ Γουάιλι. Τι να
συζητάνε οι δυο τους με τέτοια προσήλωση, λοιπόν; Ο Γκριμάλντι κάνει
μια ακόμα νοερή σημείωση για τον Μπιλ Σμόουκ. Ο
επικεφαλής του Οργανισμού Περιβαλλοντικής Προστασίας του
λέει μια ατελείωτη ιστορία για τα μαθητικά χρόνια του Χένρι
Κίσινγκερ, οπότε ο Γκριμάλντι αρχίζει να μιλά σε ένα
πλασματικό ακροατήριο για το ζήτημα της εξουσίας.
«“Εξουσία”. Τι εννοούμε με τη λέξη; “Τη δυνατότητα να καθορίζουμε την
τύχη ενός άλλου”. Άνθρωποι της επιστήμης, μεγιστάνες του
κατασκευαστικού τομέα και διαμορφωτές της κοινής γνώμης: θα μπορούσα
να απογειωθώ με το τζετ μου από το Λα Γκουάρντια, και πριν ακόμη
προσγειωθώ στην ΜΓ θα ήσασταν ένα τίποτα. Τους μεγιστάνες της Γουόλ
Στριτ, τους εκλεγμένους αξιωματούχους και τους δικαστές, πάλι, για να σας
σπρώξω απ’ τις κούρνιες σας, ίσως να χρειαζόμουν κι άλλο χρόνο, η τελική
σας πτώση όμως θα ήταν εξίσου ολοκληρωτική». Ο Γκριμάλντι κοιτάζει
τον επικεφαλής του ΟΠΠ για να βεβαιωθεί πως η διάσπαση
της προσοχής του δεν έχει γίνει αντιληπτή – δεν έχει γίνει. «Κι
ωστόσο, πώς γίνεται ορισμένοι να καταφέρνουν να επιβάλλονται στους
άλλους ενώ η συντριπτική πλειονότητα ζουν και πεθαίνουν σαν
υποτακτικοί, σαν ζώα; Η απάντηση είναι μια αγία τριάδα. Πρώτον: τα
θεόσταλτα χαρίσματα της γοητείας. Δεύτερον: η πειθαρχία να
καλλιεργήσεις τα χαρίσματα αυτά ώσπου να ωριμάσουν, διότι, αν και στα
καλλιεργήσιμα εδάφη της ανθρωπότητας τα ταλέντα αφθονούν, μόνο ένας
σπόρος στους δέκα χιλιάδες θα ανθίσει – ελλείψει πειθαρχίας».
Φευγαλέα, ο Γκριμάλντι βλέπει τη Φέι Λι να οδηγεί την
ενοχλητική Λουίζα Ρέι σ’ ένα πηγαδάκι με επίκεντρο τον Σπύρο
Άγκνιου. Από κοντά, η ρεπόρτερ είναι ομορφότερη απ’ ό,τι στη
φωτογραφία της: Έτσι, λοιπόν, έριξε τον Σίξμιθ. Το βλέμμα του
συναντά αυτό του Μπιλ Σμόουκ. «Τρίτον: η θέληση για την
εξουσία. Αυτό είναι το αίνιγμα στον πυρήνα των ποικίλων ανθρώπινων
πεπρωμένων. Τι κάνει ορισμένους να συσσωρεύουν την εξουσία ενώ η
πλειονότητα των συμπατριωτών τους τη χάνουν, την κακοδιαχειρίζονται ή
την αποφεύγουν; Ο εθισμός; Ο πλούτος; Η επιβίωση; Η φυσική επιλογή;
Λέω πως όλα αυτά είναι προσχήματα και αιτιατά, και όχι η αιτία. Η
μοναδική απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι: “Δεν υπάρχει ‘Γιατί’. Αυτή
είναι η φύση μας”. Το “Ποιος” και το “Tι” έχουν βαθύτερες ρίζες από το
“Γιατί”».
O επικεφαλής του Οργανισμού Περιβαλλοντικής Προστασίας
σειέται απ’ τα γέλια με την ίδια του την ατάκα. Ο Γκριμάλντι
χαχανίζει μέσα απ’ τα δόντια του. «Τα ’σπασες, Τομ, στ’
αλήθεια τα ’σπασες».
30
Η Λουίζα Ρέι παριστάνει τη χαζή και φρόνιμη ρεπόρτερ για να
καθησυχάσει τη Φέι Λι πως είναι ακίνδυνη. Μόνο τότε ίσως της
δοθεί μια σχετική ελευθερία ώστε να ξετρυπώσει
αντιφρονούντες σαν τον Σίξμιθ. Ο Τζο Νέιπιερ, ο υπεύθυνος
ασφαλείας, θυμίζει στη Λουίζα τον πατέρα της –
συγκρατημένος, νηφάλιος, παρόμοια ηλικία και φαλάκρα. Μια
δυο φορές στη διάρκεια του πολυτελούς γεύματος των δέκα
πιάτων τον τσάκωσε να την κοιτάζει συλλογισμένα. «Που λες,
Φέι, δεν νιώθεις ποτέ εγκλωβισμένη στο Σουανέκε, έστω και
λίγο;»
«Στο Σουανέκε; Μα εδώ είναι παράδεισος!» λέει με
ενθουσιασμό η δημοσιοσχεσίτρια. «Η Μπουένας Γέρμπας
απέχει μόνο μία ώρα, πιο κάτω είναι το Λ.Α., η οικογένειά μου
είναι στο Σαν Φρανσίσκο, είναι τέλεια. Επιδοτούμενα
καταστήματα και υπηρεσίες κοινής ωφελείας, δωρεάν ιατρικές
εξετάσεις, καθαρός αέρας, εγκληματικότητα μηδέν, θέα στη
θάλασσα. Ακόμα και οι άντρες» της εκμυστηρεύεται, sotto voce,
«έχουν ήδη περάσει από έλεγχο –μάλιστα έχω πρόσβαση στους
φακέλους τους–, οπότε ξέρεις ότι δεν υπάρχει περίπτωση να
μπλέξεις με κάνα έκτρωμα. Και μια και το έφερε η κουβέντα –
Άιζακ! Άιζακ! Επιστρατεύεσαι». Η Φέι Λι γραπώνει τον Άιζακ
Σακς απ’ τον αγκώνα. «Θα θυμάσαι που έπεσες πάνω στη
Λουίζα Ρέι τις προάλλες».
«Μεγάλη τύχη αυτή η επιστράτευση – γεια σου, Λουίζα, και
πάλι».
Η Λουίζα αντιλαμβάνεται μια νευρικότητα στη χειραψία του.
«Η δεσποινίδα Ρέι βρίσκεται εδώ» λέει η Φέι Λι «για να
γράψει ένα άρθρο για την ανθρωπολογία του Σουανέκε».
«Α, ναι; Είμαστε ανιαρή φυλή. Ελπίζω να καταφέρεις να
γράψεις τον απαιτούμενο αριθμό λέξεων».
Η Φέι Λι χαμογελά πλατιά. «Είμαι σίγουρη ότι ο Άιζακ θα βρει
λίγο χρόνο να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις σου, Λουίζα, έτσι
δεν είναι, Άιζακ;»
«Είμαι ο πιο ανιαρός απ’ όλους».
«Μην τον πιστεύεις, Λουίζα» την προειδοποιεί η Φέι Λι.
«Είναι ένα κομμάτι της στρατηγικής του Άιζακ. Με το που
χαλαρώσουν οι άμυνές σου, ορμάει».
Ο υποτιθέμενος Καζανόβας ταλαντεύεται, και χαμογελά
αμήχανα κοιτάζοντας κατά τα πόδια του.
31
«Το τραγικό ελάττωμα του Άιζακ Σακς» εξηγεί ο Άιζακ Σακς,
χυμένος στο τζαμωτό απέναντι από τη Λουίζα Ρέι δυο ώρες
αργότερα, «είναι το εξής. Παραείναι δειλός για μαχητής, αλλά
όχι αρκετά δειλός για να κυλιέται στο πάτωμα σαν καλό
σκυλάκι». Τα λόγια του γλιστράνε όπως γλιστράει στον πάγο ο
Μπάμπι το ελαφάκι. Στο τραπέζι είναι ένα σχεδόν άδειο
μπουκάλι κρασί. Το μπαρ είναι άδειο. Ο Σακς ούτε θυμάται την
τελευταία φορά που μέθυσε τόσο πολύ, ή που ένιωσε τόσο
τσιτωμένος και χαλαρός ταυτόχρονα: χαλαρός, επειδή μια
έξυπνη κοπέλα χαίρεται τη συντροφιά του· τσιτωμένος, επειδή
είναι έτοιμος να ανοίξει το εξάνθημα που έχει στη συνείδησή
του. Προς έκπληξη και θυμηδία του Σακς, η Λουίζα του
αρέσει, και λυπάται βαθιά που γνωρίστηκαν υπό αυτές τις
συνθήκες. Η γυναίκα και η δημοσιογράφος συνεχώς
μπερδεύονται μεταξύ τους. «Ας αλλάξουμε θέμα» λέει ο Σακς.
«Το αυτοκίνητό σου, το» λέει με προφορά αξιωματικού των SS
σε χολιγουντιανή ταινία «“Volkswagen” σου. Πώς το λένε;».
«Πού το ξέρεις ότι ο Σκαραβαίος μου έχει όνομα;»
«Όσοι έχουν Σκαραβαίο τον βαφτίζουν. Σε παρακαλώ όμως
μη μου πεις ότι το λένε Τζον, Τζορτζ, Πολ ή Ρίνγκο». Θεέ μου,
Λουίζα Ρέι, τι όμορφη που είσαι.
Λέει: «Θα γελάσεις».
«Δεν θα γελάσω».
«Θα γελάσεις».
«Εγώ, ο Άιζακ Κάσπαρ Σακς, ορκίζομαι σ’ ό,τι έχω ιερό πως
δεν θα γελάσω».
«Με αυτό το “Κάσπαρ” στ’ όνομά σου, το καλό που σου θέλω
να μη γελάσεις. “Γκαρσία” το λένε τ’ αμάξι μου».
« “Γκαρσία”».
Σείονται κι οι δυο, αθόρυβα, ώσπου βάζουν τα γέλια. Μπορεί
να της αρέσω κι εγώ, μπορεί να μην κάνει απλώς τη δουλειά της.
Η Λουίζα τιθασεύει το γέλιο της. «Τόση αξία έχουν οι όρκοι
σου λοιπόν;»
Ο Σακς κάνει μια χειρονομία mea culpa και σκουπίζει τα μάτια
του. «Συνήθως διαρκούν περισσότερο. Δεν ξέρω γιατί είναι
τόσο αστείο, θέλω να πω, το Γκαρσία» –γελάει απ’ τη μύτη–
«δεν είναι και τόσο αστείο όνομα. Κάποτε έβγαινα με μια
κοπέλα που έλεγε το αυτοκίνητό της “Ροσινάντη”, αν έχεις τον
Θεό σου».
«Το έβγαλε έτσι ένας πρώην μου, ένας μπίτνικ απ’ το
μπουρδο-Μπέρκλεϊ. Απ’ τον Τζέρι Γκαρσία, ξέρεις τώρα, αυτόν
από τους Grateful Dead. Το άφησε στην εστία μου όταν
πετάχτηκε μια φλάντζα απ’ τη μηχανή στο καπό, τον καιρό
περίπου που με παράτησε για μια μαζορέτα. Κλισέ, μα
αληθινό».
«Και δεν του έβαλες φωτιά;»
«Δεν φταίει ο Γκαρσία που ο πρώην ιδιοκτήτης του όλο
γκομένιζε».
«Ο τύπος δεν ήξερε τι του γινόταν». Ο Σακς δεν σκόπευε να
το πει, δεν ντρέπεται όμως που το είπε.
Η Λουίζα Ρέι κουνάει το κεφάλι της καταδεκτικά. «Τέλος
πάντων, του πάει το Γκαρσία. Μονίμως ξεκούρδιστο, πότε
τρέχει, πότε τα παίζει, το πορτμπαγκάζ του δεν κλειδώνει,
χάνει λάδια, κι ωστόσο δεν εννοεί να τα τινάξει».
Πρότεινέ της να έρθει στο δωμάτιό σου, σκέφτεται ο Σακς. Μην είσαι
ανόητος, δεν είστε παιδάκια.
Κοιτούν τα κύματα να σκάνε στο φεγγαρόφωτο.
Πες το. «Τις προάλλες» –η φωνή του είναι ψιθυριστή και του
έρχεται εμετός– «έψαχνες κάτι στο γραφείο του Σίξμιθ». Οι
ίσκιοι μοιάζουν να στυλώνουν το αυτί. « Έτσι δεν είναι;»
Η Λουίζα κοιτάζει μην και κρυφακούει κανείς, και μιλάει
πολύ σιγανά. «Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, ο δρ Σίξμιθ έγραψε μια
αναφορά».
«Ο Ρούφους έπρεπε να συνεργαστεί πολύ στενά με την ομάδα
που σχεδίασε και κατασκεύασε το μαραφέτι. Δηλαδή, μ’
εμένα».
«Ξέρεις, άρα, ποια ήταν τα συμπεράσματά του; Για τον
αντιδραστήρα HYDRA;»
«Όλοι μας! Ο Τζέσοπς, ο Μόουζες, ο Κίιν… Όλοι ξέρουν».
«Για ένα πολύ σημαντικό λάθος στον σχεδιασμό;»
«Ναι». Τίποτα δεν έχει αλλάξει, μόνο που έχουν αλλάξει όλα.
«Αν συνέβαινε ατύχημα, πόσο άσχημο θα ήταν;»
«Αν έχει δίκιο ο δρ Σίξμιθ, θα είναι πολύ, πολύ χειρότερα από
άσχημο».
«Και γιατί δεν έκλεισε το Σουανέκε Β για να γίνει περαιτέρω
διερεύνηση;»
«Χρήμα, εξουσία, οι συνήθεις ύποπτοι».
«Εσύ συμφωνείς με τα ευρήματα του Σίξμιθ;»
Πρόσεχε. «Συμφωνώ ότι υπάρχει σημαντικό θεωρητικό ρίσκο».
«Σου ασκήθηκαν πιέσεις να μη μιλήσεις παραέξω για αυτές
τις αμφιβολίες σου;»
«Σε όλους τους επιστήμονες, ναι. Όλοι οι επιστήμονες
συμφώνησαν. Εκτός απ’ τον Σίξμιθ».
«Ποιος, Άιζακ; Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι; Το όλο ζήτημα φτάνει
μέχρι την κορυφή;»
«Λουίζα, αν έφτανε στα χέρια σου ένα αντίγραφο της
αναφοράς, τι θα το έκανες;»
«Θα το δημοσίευα το γρηγορότερο δυνατόν».
«Ξέρεις ότι…» Δεν μπορώ να το πω.
«Ότι υπάρχουν άνθρωποι στα ανώτερα κλιμάκια που θα
προτιμούσαν να με δουν νεκρή απ’ το να δουν το HYDRA να
απαξιώνεται; Είναι το μόνο που ξέρω αυτή τη στιγμή».
«Δεν υπόσχομαι τίποτα». Χριστέ μου, πόσο τζούφιος. « Έγινα
επιστήμονας επειδή… επειδή είναι σαν να κοσκινίζεις στα
λασπωμένα ρέματα για να βρεις χρυσάφι. Το χρυσάφι είναι η
αλήθεια. Δεν – δεν ξέρω τι θέλω να κάνω…»
«Κι οι δημοσιογράφοι σε εξίσου λασπωμένα ρέματα
ψάχνουν».
Το φεγγάρι έχει ανέβει πάνω από το νερό.
«Κάνε» λέει τελικά η Λουίζα «αυτό που δεν μπορείς να μην
κάνεις».
32
Στον αέρα και τη λιακάδα του πρωινού η Λουίζα Ρέι
παρακολουθεί παίκτες του γκολφ να διασχίζουν το χλοερό
γήπεδο, και αναρωτιέται τι θα είχε γίνει χθες βράδυ αν είχε
καλέσει τον Άιζακ Σακς στο δωμάτιό της. Είναι να τη
συναντήσει στο πρωινό.
Αναρωτιέται αν έπρεπε να είχε τηλεφωνήσει στον Χαβιέ. Δεν
είσαι μάνα του, δεν είσαι κηδεμόνας του, μια απλή γειτόνισσα είσαι. Δεν
πείθεται, αλλά ακριβώς όπως δεν ήξερε πώς να αγνοήσει το
αγόρι που είχε βρει να κλαίει δίπλα στο φρεάτιο των
σκουπιδιών, ακριβώς όπως δεν γινόταν να μην κατέβει στον
επιστάτη για να δανειστεί τα κλειδιά του, να ξεσκαλίσει τον
κάδο των σκουπιδιών και να βρει τα λατρεμένα του άλμπουμ
με τα γραμματόσημα, έτσι και τώρα δεν ξέρει πώς να
ξεμπλέξει. Το αγόρι δεν έχει κανέναν άλλο, και τα εντεκάχρονα
δεν ξέρουν από διακριτικότητες. Και εξάλλου, εσύ έχεις κανέναν
άλλο;
«Δείχνεις να είσαι σε μεγάλη φουρτούνα» λέει ο Τζο Νέιπιερ.
«Τζο. Κάθισε».
«Α, ευχαριστώ. Έχω άσχημα νέα. Ο Άιζακ Σακς ζητά
συγγνώμη, αναγκαστικά όμως θα σε στήσει».
«Πώς κι έτσι;»
«Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι πήγε σήμερα το πρωί στις
εγκαταστάσεις μας στο Θρι Μάιλ Άιλαντ – σε μια προσπάθεια
να καλοπιάσει κάτι Γερμανούς. Ήταν να πάει μαζί του ο
Σίντνεϊ Τζέσοπς για τεχνική υποστήριξη, μα ο πατέρας του Σιντ
έπαθε έμφραγμα, και η εναλλακτική ήταν ο Άιζακ».
«Α, έτσι. Έχει ήδη φύγει;»
«Δυστυχώς. Βρίσκεται–», ο Νέιπιερ κοιτάζει το ρολόι του,
«πάνω από τα Βραχώδη Όρη, στο Κολοράντο. Με χανγκόβερ,
λογικά».
Μη δείξεις την απογοήτευσή σου. «Πότε επιστρέφει;»
«Αύριο πρωί».
«Α».
Να πάρει, να πάρει, να πάρει.
« Έχω τα διπλάσια χρόνια του Άιζακ και είμαι τρεις φορές πιο
άσχημος, η Φέι όμως μου ζήτησε να σε ξεναγήσω στις
εγκαταστάσεις. Έχει προγραμματίσει μερικές συνεντεύξεις με
ανθρώπους που πιστεύει ότι ίσως σε ενδιαφέρουν».
«Τζο, καλοσύνη όλων σας που μου αφιερώνετε τόσο χρόνο
απ’ το Σαββατοκύριακό σας» λέει η Λούιζα. Ήξερες πως ο Σακς
ήταν στα πρόθυρα της λιποταξίας; Πώς; Εκτός κι αν ο Σακς ήταν βαλτός;
Είμαι έξω απ’ τα νερά μου.
«Είμαι ένας μοναχικός γέρος με πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο».
33
«Δηλαδή το τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης το λέτε θερμοκήπιο
επειδή εδώ ζουν οι φύτουκλες» λέει η Λουίζα γελώντας, και το
γράφει στο μπλοκάκι της ενώ ο Τζο Νέιπιερ της ανοίγει την
πόρτα της αίθουσας ελέγχου δύο ώρες αργότερα. «Το κτίριο του
αντιδραστήρα πώς το λέτε;»
Ένας τεχνικός που μασάει τσίχλα φωνάζει: «Πατρίδα των
Γενναίων».
Το ύφος του Τζο λέει γελάσαμε. «Αυτό σίγουρα δεν είναι
δημοσιεύσιμο».
«Σου έχει πει ο Τζο πώς λέμε την πτέρυγα της ασφάλειας;»
ρωτά ο ελεγκτής με πλατύ χαμόγελο.
Η Λουίζα κουνάει αρνητικά το κεφάλι της.
«Πλανήτη των Πιθήκων». Στρέφεται στον Νέιπιερ. «Κάνε τις
συστάσεις, Τζο».
«Κάρλο Μπον, αποδώ η Λουίζα Ρέι. Η Λουίζα είναι
δημοσιογράφος, ο Κάρλο είναι αρχιτεχνικός. Αν μείνεις κι άλλο
εδώ, θα ακούσεις ένα σωρό επίθετα για δαύτον».
«Θα σου δείξω τα κατατόπια, άμα σε αφήσει ο Τζο για πέντε
λεπτά».
Ο Νέιπιερ κοιτάζει τη Λουίζα όσο ο Μπον της δείχνει τη
φωτισμένη με λάμπες φθορισμού αίθουσα με τους πίνακες και
τους μετρητές. Υφιστάμενοι ελέγχουν εκτυπώσεις, κοιτάνε
συνοφρυωμένοι διακόπτες, κρατάνε σημειώσεις. Ο Μπον τη
φλερτάρει και, όταν η Λουίζα του γυρίζει την πλάτη, κοιτάζει
τον Νέιπιερ, και σχηματίζει με τα χέρια του μεγάλα στήθη·
σοβαρός, ο Νέιπιερ κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Η Μίλι θα σου
τα ζάλιζε, σκέφτεται. Θα σε καλούσε για δείπνο, θα σ’ έσκαγε στο φαΐ
και θα σου τα έπρηζε για ό,τι ζήτημα χρειάζεσαι πρήξιμο. Θυμάται τη
Λουίζα πρόωρα ανεπτυγμένο εξάχρονο κοριτσάκι. Πρέπει να είναι
δυο δεκαετίες απ’ όταν σε είδα τελευταία φορά στο αντάμωμα του
τμήματος της 10ης Περιφέρειας. Απ’ όλες τις δουλειές που θα μπορούσε να
κάνει εκείνο το αυθάδικο κοριτσάκι, απ’ όλες τις δημοσιογράφους που θα
μπορούσαν να πάρουν μυρωδιά τον θάνατο του Σίξμιθ, γιατί η κόρη του
Λέστερ Ρέι; Γιατί τόσο κοντά στη συνταξιοδότησή μου; Ποιος τη
σκαρφίστηκε αυτή την αρρωστημένη φάρσα; Η πόλη η ίδια;
Του ’ρχεται να βάλει τα κλάματα.
34
Η Φέι Λι ψάχνει το δωμάτιο της Λουίζα Ρέι σβέλτα κι επιδέξια
ενώ ο ήλιος πέφτει. Κοιτάζει μέσα στο καζανάκι της
τουαλέτας· κάτω από το στρώμα, μην και βρει ανοίγματα· τις
μοκέτες, μην και βρει χαλαρά σημεία· μέσα στο ψυγειάκι· στην
ντουλάπα. Θα μπορούσε η αναφορά να έχει φωτοτυπηθεί σε
σμίκρυνση. O πειθήνιος ρεσεψιονίστ είπε στη Λι ότι ο Σακς και
η Λουίζα μιλούσαν μέχρι τα χαράματα. Τον Σακς τον
απομάκρυναν σήμερα το πρωί, μα ηλίθιος δεν είναι, θα
μπορούσε να της την έχει αφήσει κάπου. Ξεβιδώνει το
μικρόφωνο του τηλεφώνου και βρίσκει τον προτιμώμενο κοριό
του Νέιπιερ, έναν που μοιάζει με αντιστάτη. Σκαλίζει την
τσάντα της Λουίζα, αλλά δεν βρίσκει έντυπα, εκτός από το Ζεν
και η τέχνη συντήρησης της μοτοσικλέτας. Ξεφυλλίζει το
δημοσιογραφικό μπλοκάκι στο γραφείο, αλλά η
κρυπτογραφημένη στενογραφία της Λουίζα δεν της
αποκαλύπτει και πολλά.
Η Φέι Λι αναρωτιέται αν χάνει την ώρα της. Χάνεις την ώρα σου;
Η Mexxon Oil αύξησε την προσφορά της για την αναφορά Σίξμιθ στα
εκατό χιλιάδες δολάρια. Κι αν σοβαρολογούν για εκατό χιλιάδες, θα
σοβαρολογούν και για ένα εκατομμύριο. Ένα εκατομμύριο δεν είναι τίποτα
μπροστά στην απαξίωση ολόκληρου του προγράμματος ατομικής ενέργειας
και στον πρόωρο ενταφιασμό του. Οπότε, συνέχισε να ψάχνεις.
Το τηλέφωνο χτυπάει τέσσερις φορές: προειδοποίηση πως η
Λουίζα Ρέι είναι στο λόμπι και περιμένει το ασανσέρ. Η Λι
βεβαιώνεται πως όλα είναι στη θέση τους και κατεβαίνει στο
λόμπι από τη σκάλα. Δέκα λεπτά αργότερα τηλεφωνεί στη
Λουίζα από τη ρεσεψιόν. «Γεια σου, Λουίζα, η Φέι είμαι. Έχεις
ώρα που γύρισες;»
« Ίσα που πρόλαβα ένα ντουσάκι».
«Είχες αποδοτικό απόγευμα, ελπίζω».
«Απολύτως. Έχω υλικό αρκετό για δύο ή τρία άρθρα».
«Καταπληκτικά. Άκου, αν δεν έχεις κάτι άλλο να κάνεις, τι θα
έλεγες για δείπνο στη λέσχη γκολφ; Οι αστακοί του Σουανέκε
είναι οι καλύτεροι όλων».
«Σοβαρός ισχυρισμός».
«Δεν σου ζητάω να αρκεστείς στον λόγο μου».
35
Θραύσματα καρκινοειδών σε ψηλή στοίβα. Η Λουίζα και η Φέι
Λι βάζουν τα δάχτυλά τους σε δοχεία με νερό αρωματισμένο με
λεμόνι, και με το φρύδι η Λι λέει στον σερβιτόρο να μαζέψει τα
πιάτα. «Χάλια τα έκανα». Η Λουίζα αφήνει την πετσέτα της.
«Είμαι μεγάλη τσαπατσούλα, Φέι. Ενώ εσύ πρέπει ν’ ανοίξεις
σχολή καλών τρόπων για δεσποινίδες στην Ελβετία».
«Οι περισσότεροι στη Seaboard δεν με βλέπουν έτσι. Σου
είπαν μήπως το παρατσούκλι μου; Δεν σου το είπαν; “Κύριος
Λι”».
Η Λουίζα δεν ξέρει ποια αντίδραση περιμένει. «Θα με
βοηθούσε αν μου εξηγούσες λιγάκι».
«Την πρώτη μου βδομάδα στη δουλειά, είμαι στο κυλικείο και
φτιάχνω καφέ. Εμφανίζεται ένας μηχανικός, μου λέει ότι έχει
ένα θέμα μηχανικής φύσης και ρωτάει αν μπορώ να τον
βοηθήσω. Πιο πίσω, κρυφογελάνε οι κολλητοί του. Λέω: “Δεν
νομίζω”. Ο τύπος απαντά: “Εννοείται ότι μπορείς”. Θέλει να
του λαδώσω το μαντζαφλάρι και να του αποσυμπιέσω τα
ούμπαλα».
«Δεκατριάχρονο ήταν ο τύπος;»
«Σαράντα, παντρεμένος, με δυο παιδιά. Που λες, οι κολλητοί
του κυλιούνται στο γέλιο. Εσύ τι θα έκανες; Θα πετούσες
καμιά εξυπνάδα να τον βάλεις στη θέση του, και να δουν ότι τα
πήρες; Θα τον χαστούκιζες, και να σε πούνε υστερική; Άσε
που τέτοιοι ανώμαλοι γουστάρουν τα χαστούκια. Δεν θα έκανες
τίποτα; Και να σου λέει ύστερα κάθε άντρας εδώ γύρω τέτοιες
παπαριές ατιμωρητί;»
«Επίσημη καταγγελία;»
«Και να αποδείξεις ότι οι γυναίκες, μόλις τα βρουν σκούρα,
τρέχουν στους ανώτερους;»
«Τι έκανες λοιπόν;»
« Έβαλα και τον μετέθεσαν στη μονάδα μας στο Κάνσας.
Καταμεσής του πουθενά, καταμεσής του Γενάρη. Λυπάμαι τη
γυναίκα του, μα τον παντρεύτηκε, στο κάτω κάτω. Το πράγμα
μαθεύτηκε, κι έτσι μου κόλλησαν το “κύριος Λι”. Μια αληθινή
γυναίκα δεν θα του είχε φερθεί τόσο σκληρά του κακομοίρη,
όχι, μια αληθινή γυναίκα θα έπαιρνε το αστείο του για
κομπλιμέντο». Η Φέι Λι ισιώνει τις ζάρες του
τραπεζομάντιλου. «Εσύ αντιμετωπίζεις τέτοιες μαλακίες στη
δουλειά σου;»
Η Λουίζα σκέφτεται τον Νούσμπαουμ και τον Τζέικς.
«Μονίμως».
« Ίσως οι κόρες μας να ζήσουν σ’ έναν απελευθερωμένο
κόσμο, εμείς όμως, ξέχνα το. Ό,τι κάνουμε, θα το κάνουμε
μόνες μας, Λουίζα. Δεν θα το κάνουν οι άντρες για μας».
Η δημοσιογράφος αντιλαμβάνεται μια αλλαγή στην ατζέντα.
Η Φέι Λι σκύβει προς το μέρος της. «Ελπίζω πως θα με
θεωρείς την πληροφοριοδότριά σου εδώ στο Σουανέκε».
Η Λουίζα κινείται προσεκτικά. «Οι δημοσιογράφοι έχουμε
ανάγκη από πληροφοριοδότες, Φέι, οπότε εννοείται ότι θα το
έχω υπόψη μου. Οφείλω, όμως, να σε προειδοποιήσω ότι το
Spyglass δεν διαθέτει τους πόρους για την αμοιβή που ίσως να–»
«Οι άντρες επινόησαν τα χρήματα. Οι γυναίκες επινόησαν
την αλληλοβοήθεια».
Σοφός, σκέφτεται η Λουίζα, όποιος μπορεί να ξεχωρίσει τις παγίδες
απ’ τις ευκαιρίες. «Δεν καταλαβαίνω… πώς θα μπορούσε μια
μικροδημοσιογράφος να “βοηθήσει” μια γυναίκα της δικής σου
θέσης, Φέι».
«Μην υποτιμάς τον εαυτό σου. Οι φίλα προσκείμενοι
δημοσιογράφοι είναι πολύτιμοι σύμμαχοι. Αν έρθει ποτέ μια
στιγμή που θα θέλεις να συζητήσεις θέματα σημαντικότερα απ’
το πόσες τηγανητές πατάτες καταναλώνουν ετησίως οι
μηχανικοί του Σουανέκε» –η φωνή της χαμηλώνει και
σκεπάζεται από τον ήχο των μαχαιροπίρουνων, τo πιάνο και τα
γέλια στο βάθος– «όπως τα δεδομένα για τον αντιδραστήρα
HYDRA που συνέλεξε ο δρ Σίξμιθ, για να πω ένα παράδειγμα,
σου εγγυώμαι ότι θα ανακαλύψεις πως είμαι πολύ πιο
συνεργάσιμη απ’ όσο νομίζεις».
Η Φέι Λι κάνει μια στράκα με τα δάχτυλα και το τροχήλατο
τραπεζάκι με τα γλυκά έρχεται προς το μέρος τους. «Λοιπόν,
το σορμπέ λεμόνι και πεπόνι, ελάχιστες θερμίδες, καθαρίζει τον
ουρανίσκο, ιδανικό πριν απ’ τον καφέ. Θα μ’ εμπιστευτείς;»
Η μεταμόρφωση είναι τόσο ολοκληρωτική που η Λουίζα
σχεδόν αναρωτιέται αν άκουσε πράγματι ό,τι άκουσε. «Θα σ’
εμπιστευτώ».
«Χαίρομαι που συνεννοούμαστε».
Η Λουίζα αναρωτιέται: Μέχρι ποιο βαθμό επιτρέπεται η εξαπάτηση
στη δημοσιογραφία; Θυμάται την απάντηση του πατέρα της, ένα
απόγευμα στον κήπο του νοσοκομείου: Αν είπα ποτέ ψέματα για να
βγάλω το ρεπορτάζ; Μωρέ, για να φτάσω ένα εκατοστό πιο κοντά στην
αλήθεια, σου κοπάναγα ψέματα με ουρά.
36
Το κουδούνισμα ενός τηλεφώνου φέρνει τούμπα τα όνειρα της
Λουίζα και την προσγειώνει στο φεγγαρόλουστο δωμάτιο.
Πιάνει το πορτατίφ πρώτα, έπειτα το ξυπνητήρι και τελικά το
ακουστικό. Για μια στιγμή δεν θυμάται πώς τη λένε ή σε ποιο
κρεβάτι βρίσκεται. «Λουίζα;» λέει μια φωνή από τα μαύρα
βάθη.
«Ναι, η Λουίζα Ρέι».
«Λουίζα, εγώ είμαι, ο Άιζακ, ο Άιζακ Σακς, σε παίρνω
υπεραστικό».
«Άιζακ! Πού είσαι; Τι ώρα είναι; Γιατί–»
«Σώπα. Συγγνώμη που σε ξύπνησα, και συγγνώμη που με
πήραν με το ζόρι χθες αξημέρωτα. Άκου, στη Βοστόνη είμαι.
Είναι επτάμισι ανατολική ώρα, σύντομα ξημερώνει στην
Καλιφόρνια. Με ακούς, Λουίζα; Με παρακολουθείς;»
Φοβάται. «Ναι, Άιζακ, σ’ ακούω».
«Πριν φύγω απ’ το Σουανέκε, έδωσα στον Γκαρσία ένα δώρο
για σένα, κάτι μικρό, ένα γλυκό τίποτα». Προσπαθεί να κάνει
την πρόταση να ακουστεί χαλαρή. «Καταλαβαίνεις;»
Τι λέει, για όνομα του Θεού;
«Με ακούς, Λουίζα; Ο Γκαρσία έχει ένα δώρο για σένα».
Ένα πιο ξύπνιο κομμάτι του εγκεφάλου της Λουίζα πετάγεται.
Ο Άιζακ Σακς άφησε την αναφορά Σίξμιθ στο αμάξι σου. Είχες πει ότι δεν
κλειδώνει το πορτμπαγκάζ. Εικάζει ότι το ξενοδοχείο σου δεν είναι ασφαλές
και ότι μας παρακολουθούν. «Καλοσύνη σου, Άιζακ. Ελπίζω να μην
ξόδεψες πολλά».
«Αξίζει μέχρι τελευταίας δεκάρας. Συγγνώμη που σε
ξύπνησα».
«Καλό ταξίδι και τα λέμε σύντομα. Να βγούμε για φαγητό,
ίσως;»
«Ναι, αμέ. Τώρα πρέπει να προλάβω την πτήση μου».
«Καλό ταξίδι». Η Λουίζα το κλείνει.
Να φύγω αργότερα, και ήρεμα; Ή να την κάνω απ’ το Σουανέκε τώρα
αμέσως;
37
Μισό χιλιόμετρο παραπέρα, ο νυχτερινός ουρανός λίγο πριν
από την αυγή φαίνεται απ’ το παράθυρο του Τζο Νέιπιερ. Μια
κονσόλα εξοπλισμού ηλεκτρονικής παρακολούθησης πιάνει το
μισό δωμάτιο. Από ένα ηχείο ακούγεται το γουργουρητό μιας
νεκρής τηλεφωνικής γραμμής. Ο Νέιπιερ γυρίζει πίσω μια
μπομπίνα που στριγκλίζει. «Πριν φύγω απ’ το Σουανέκε,
έδωσα στον Γκαρσία ένα δώρο για σένα, κάτι μικρό, ένα γλυκό
τίποτα… καταλαβαίνεις;».
Στον Γκαρσία; Στον Γκαρσία;
Ο Νέιπιερ πίνει με έναν μορφασμό μια γουλιά κρύο καφέ και
ανοίγει έναν φάκελο που γράφει «ΛΡ #2». Συνεργάτες, φίλοι,
επαφές… Δεν υπάρχει Γκαρσία στον κατάλογο. Καλά θα κάνω να
προειδοποιήσω τον Μπιλ Σμόουκ να μην προσεγγίσει τη Λουίζα πριν
καταφέρω να της μιλήσω. Ανάβει τον αναπτήρα του. Ο Μπιλ Σμόουκ
είναι τύπος που δύσκολα τον βρίσκεις, και ακόμα πιο δύσκολα τον
προειδοποιείς. Ο Νέιπιερ κατεβάζει σέρτικο καπνό στα
πνευμόνια του. Χτυπάει το τηλέφωνό του: ο Μπιλ Σμόουκ.
«Ποιος στον πούτσο είναι αυτός ο Γκαρσία λοιπόν;»
«Δεν ξέρω, δεν υπάρχει τίποτα στον φάκελο. Άκου, θέλω να–»
«Γαμώτο, είναι δουλειά σου να ξέρεις, Νέιπιερ».
Α, ώστε έτσι μου απευθύνεσαι τώρα; «Ε! Μη μου μιλάς εμέ–»
«Ε στα μούτρα σου». Ο Μπιλ Σμόουκ το κλείνει.
Σκατά κι απόσκατα. Ο Τζο παίρνει το σακάκι του, σβήνει το
τσιγάρο του, φεύγει απ’ το δωμάτιο και με μεγάλες δρασκελιές
πηγαίνει στο ξενοδοχείο της Λουίζα. Πέντε λεπτά απόσταση.
Θυμάται το απειλητικό ύφος του Μπιλ Σμόουκ, κι αρχίζει να
τρέχει.
38
Ένα σμήνος από ντεζαβί κατατρύχει τη Λουίζα καθώς βάζει τα
πράγματά της στην τσάντα της. Ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ την κάνει από
ένα ακόμα ξενοδοχείο χωρίς να πληρώσει. Κατεβαίνει από τις σκάλες
στο άδειο λόμπι. Η μοκέτα είναι βουβή σαν το χιόνι. Στη
γραμματεία, ένα ραδιόφωνο ψιθυρίζει γλυκόλογα. Η Λουίζα
πηγαίνει αργά προς την κύρια είσοδο, με την ελπίδα να φύγει
χωρίς να χρειαστεί να δώσει εξηγήσεις. Οι πόρτες κλειδώνουν
για να κρατήσουν τον κόσμο απέξω, όχι μέσα, και σύντομα η
Λουίζα διασχίζει το γκαζόν του ξενοδοχείου προς το πάρκινγκ.
Στο λυκαυγές, το θαλασσινό αεράκι δίνει αόριστες υποσχέσεις.
Στην ενδοχώρα, ο νυχτερινός ουρανός παίρνει ένα σκούρο
τριανταφυλλί χρώμα. Κανείς άλλος δεν είναι εκεί γύρω, αλλά
καθώς πλησιάζει το αυτοκίνητό της, η Λουίζα συγκρατείται για
να μην αρχίσει να τρέχει. Ψυχραιμία, όχι βιασύνες, και αν χρειαστεί
μπορείς να πεις ότι πηγαίνεις να δεις την ανατολή απ’ το ακρωτήρι.
Εκ πρώτης όψεως το πορτμπαγκάζ είναι άδειο, κάτι
φουσκώνει όμως κάτω απ’ τη μοκέτα. Η Λουίζα βρίσκει ένα
πακέτο μέσα σε μια μαύρη πλαστική σκουπιδοσακούλα. Βγάζει
ένα κρεμ ντοσιέ. Διαβάζει το εξώφυλλό του στο ημίφως:
ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΗΡΑΣ HYDRA-ZERO – ΕΝΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ – ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΔΡ ΡΟΥΦΟΥΣ ΣΙΞΜΙΘ – H ΜΗ
ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΗ ΚΤΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟ
ΑΔΙΚΗΜΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ &
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1971. Καμιά
πεντακοσαριά σελίδες με πίνακες, διαγράμματα, μαθηματικά
και πειστήρια. Ένας ενθουσιασμός ηχεί και αντηχεί. Ψύχραιμα,
αυτό είναι μονάχα το τέλος της αρχής.
Μια κίνηση λίγο πιο πέρα τραβάει την προσοχή της Λουίζα.
Ένας άντρας. Η Λουίζα κρύβεται πίσω απ’ τον Γκαρσία. «Ε!
Λουίζα! Στάσου!» O Τζο Νέιπιερ! Θαρρείς και σε όνειρο όλο
κλειδιά και κλειδαριές και πόρτες, η Λουίζα βάζει τη μαύρη
σκουπιδοσακούλα με το κρεμ ντοσιέ κάτω απ’ το κάθισμα του
συνοδηγού – ο Νέιπιερ τώρα τρέχει, η ακτίνα του φακού του
διασχίζει το μισοσκόταδο. Η μηχανή βγάζει έναν νωχελικό
βρυχηθμό λέοντα – το Volkswagen κάνει πολύ γρήγορα
όπισθεν. Ο Τζο Νέιπιερ κοπανάει, φωνάζει κι η Λουίζα τον
βλέπει φευγαλέα να χοροπηδάει στο ένα πόδι σαν ηθοποιός σε
κωμωδία. Δεν σταματάει να ζητήσει συγγνώμη.
39
Η σκονισμένη μαύρη Chevrolet του Μπιλ Σμόουκ φρενάρει
απότομα στο σημείο ελέγχου της γέφυρας Σουανέκε. Απέναντι,
η ενδοχώρα κατάστικτη από φώτα. Ο φύλακας αναγνωρίζει το
αυτοκίνητο και ήδη έχει σταθεί στο παράθυρο του οδηγού.
«Καλημέρα, κύριε!»
« Έτσι φαίνεται. Εσύ είσαι ο Ρίχτερ, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, κύριε Σμόουκ».
«Υποθέτω ότι ο Τζο Νέιπιερ τηλεφώνησε μόλις και έδωσε
εντολή να μην αφήσεις ένα πορτοκαλί Volkswagen να
περάσει».
«Ναι, κύριε Σμόουκ».
« Ήρθα για να ανακαλέσω την εντολή αυτή, με την
εξουσιοδότηση του κυρίου Γκριμάλντι. Θα σηκώσεις την μπάρα
για να περάσει το Volkswagen και θα το ακολουθήσω. Θα
τηλεφωνήσεις στον φιλαράκο σου στο σημείο ελέγχου απέναντι
αμέσως, και θα του πεις να μην αφήσει τίποτα να περάσει αν
δεν δει το αμάξι μου. Όταν έρθει εδώ ο κύριος Νέιπιερ, σ’ ένα
τέταρτο από τώρα περίπου, θα του πεις ότι ο Αλμπέρτο
Γκριμάλντι λέει: “Γύρνα στο κρεβάτι σου”. Κατάλαβες, Ρίχτερ;»
«Κατάλαβα, κύριε Σμόουκ».
«Παντρεύτηκες την περασμένη άνοιξη, καλά δεν θυμάμαι;»
« Έχετε εξαιρετική μνήμη, κύριε».
« Έχω. Σκοπεύεις να κάνεις οικογένεια;»
«Η γυναίκα μου είναι τεσσάρων μηνών έγκυος, κύριε
Σμόουκ».
«Μια συμβουλή, Ρίχτερ, για να πετύχεις στον χώρο της
ασφάλειας. Θέλεις να την ακούσεις τη συμβουλή μου, νεαρέ;»
«Ναι, κύριε».
«Ακόμα κι ένας σκράπας μπορεί να κάθεται και να
παρακολουθεί. Η εξυπνάδα είναι στο να ξέρεις πότε να
κοιτάξεις από την άλλη. Στέκει αυτό που σου λέω, Ρίχτερ;»
«Απολύτως, κύριε Σμόουκ».
«Τότε το μέλλον της μικρής σου οικογένειας είναι
εξασφαλισμένο».
Ο Σμόουκ κάνει όπισθεν δίπλα απ’ το φυλάκιο και σκύβει.
Εξήντα δεύτερα αργότερα, ένα Volkswagen στρίβει
αγκομαχώντας στο ακρωτήρι. Η Λουίζα σταματά, κατεβάζει το
παράθυρο, έρχεται ο Ρίχτερ, κι ο Σμόουκ ακούει τις λέξεις
«Οικογενειακό έκτακτο». Ο Ρίχτερ της εύχεται καλό ταξίδι, και
η μπάρα σηκώνεται.
Ο Μπιλ Σμόουκ βάζει πρώτη, έπειτα δευτέρα. Ο ήχος του
οδοστρώματος αλλάζει καθώς η Chevrolet ανεβαίνει στη
γέφυρα. Τρίτη ταχύτητα, τετάρτη, το πατάει. Τα πίσω φώτα
του σαραβαλιασμένου Σκαραβαίου πλησιάζουν, πενήντα
μέτρα, τριάντα μέτρα, δέκα… Ο Σμόουκ δεν έχει ανάψει τα
φώτα του. Στρίβει απότομα στην άδεια αντίθετη λωρίδα, βάζει
πέμπτη και έρχεται δίπλα της. Ο Σμόουκ χαμογελάει. Νομίζει ότι
είμαι ο Τζο Νέιπιερ. Στρίβει απότομα το τιμόνι και το μέταλλο
στριγκλίζει καθώς ο Σκαραβαίος στριμώχνεται ανάμεσα στο
αυτοκίνητό του και το κιγκλίδωμα της γέφυρας, ώσπου το
κιγκλίδωμα ξεκολλάει απ’ το τσιμέντο και ο Σκαραβαίος πέφτει
στο κενό.
Ο Σμόουκ πατάει φρένο. Βγαίνει έξω στον κρύο αέρα και
μυρίζει καμένο λάστιχο. Πιο πίσω, γύρω στα δεκαοχτώ με
είκοσι μέτρα κάτω, ο μπροστινός προφυλακτήρας ενός
Volkswagen βυθίζεται κάτω από αφρούς στη φουσκωμένη
θάλασσα. Άμα δεν έσπασε η πλάτη της, θα έχει πνιγεί μέσα σε τρία
λεπτά. Ο Μπιλ Σμόουκ εξετάζει τη ζημιά στο αμάξωμα του
αυτοκινήτου του και αποκαρδιώνεται. Οι ανώνυμες, απρόσωπες
ανθρωποκτονίες, καταλήγει, δεν έχουν την έξαψη της ανθρώπινης
επαφής.
Ο αμερικάνικος ήλιος δίνει γκάζια και διακηρύσσει την
καινούργια μέρα.
36 Σλανγκ για την κάνναβη, από τη σανσκριτική της ονομασία, Ganja. (Σ.τ.Μ.)
37 Ποικιλία Cannabis sativa που καλλιεργείται, όπως μαρτυρά το όνομά της, στο
Ακαπούλκο και θεωρείται πολύ δυνατή· ήταν πολύ δημοφιλής στο κίνημα της
αντικουλτούρας τη δεκαετία του ’60. (Σ.τ.Μ.)
38 Ο ελληνικός τίτλος της ρομαντικής κομεντί μυστηρίου Charade του 1963.
Σκηνοθέτης ήταν ο Στάνλεϊ Ντόνεν, την έχουν αποκαλέσει ωστόσο «την καλύτερη
ταινία του Χίτσκοκ που δεν γύρισε ο Χίτσκοκ». (Σ.τ.Μ.)
39 Nene (ηχομ.), Branta sandvicensis, είδος γνωστό και ως χήνα της Χαβάης. (Σ.τ.Μ.)
40 Εδώ ο Νούσμπαουμ παίζει με το όνομα της Λουίζα και το τραγούδι του Ρίτσαρντ
Μπέρι «Louie Louie» από τα τέλη της δεκαετίας του πενήντα. (Σ.τ.Μ.)
41 Δηλαδή η κινέζικη μαφία. (Σ.τ.Μ.)
ΤΑ ΦΡΙΧΤΑ ΒΑΣΑΝΑ
ΤΟΥ ΤΙΜΟΘΙ ΚΑΒΕΝΤΙΣ
Ένα λαμπερό σούρουπο, πριν από τέσσερα, πέντε, όχι, Θεέ
μου, πριν από έξι καλοκαίρια, σουλατσάριζα ανέμελος σε μια
λεωφόρο του Γκρίνουιτς με μεγάλες καστανιές και
φιλάδελφους, αθώος από κάθε αμαρτία. Αυτές οι κατοικίες από
την περίοδο της Αντιβασιλείας είναι από τις πλέον ακριβές του
Λονδίνου, αν όμως ποτέ κληρονομήσεις μια τέτοια, αγαπητέ
Αναγνώστη, πούλα τη, μη ζήσεις σ’ αυτή. Σπίτια σαν κι αυτά
εκκρίνουν κάποια σκοτεινή μαγεία που μεταμορφώνει τους
ιδιοκτήτες τους σε μουρλούς. Ένα τέτοιο θύμα, πρώην αρχηγός
της αστυνομίας στη Ροδεσία, μου είχε, το περί ου ο λόγος
βράδυ, υπογράψει μια επιταγή παχουλή σαν και του λόγου του,
για να επιμεληθώ και να εκδώσω την αυτοβιογραφία του. Η
αθωότητά μου από κάθε αμαρτία οφειλόταν εν μέρει σε αυτή
την επιταγή, και εν μέρει σε ένα Σαμπλί του 1983 από τον
αμπελώνα του Ντουρουζουά, ένα μαγικό φίλτρο που απαλύνει
τις μυριάδες τραγωδίες μας και τις μετατρέπει σε απλές
παρεξηγήσεις.
Μια τριάδα εφηβίσκες, ντυμένες η Μπάρμπι Πόρνη,
πλησίασαν, απλώνοντας τα δίχτυα τους κατά πλάτος του
πεζοδρομίου. Κατέβηκα στον δρόμο για να αποφύγω τη
σύγκρουση. Καθώς βρεθήκαμε δίπλα δίπλα όμως, ξετύλιξαν τις
κραυγαλέες γρανίτες τους και πέταξαν τα περιτυλίγματα κάτω.
Η όλη ευχαρίστησή μου βομβαρδίστηκε ολοσχερώς. Θέλω να
πω, δίπλα στον κάδο ήμασταν! Ο Τιμ Κάβεντις, ο Αηδιασμένος
Πολίτης, φώναξε στις παραβάτισσες: «Ξέρετε, πρέπει να τα
μαζέψετε».
Ένα ξεφυσητό «Α, ναι, και τι θα μας κάνεις;» εξοστρακίστηκε
στην πλάτη μου.
Αναθεματισμένα θηλυκά πιθήκια. «Δεν σκοπεύω να κάνω
τίποτα» σχολίασα, με γυρισμένη την πλάτη, «απλώς είπα ότι–»
Τα γόνατά μου λύγισαν και το πεζοδρόμιο μου έσπασε το
μάγουλο, ξαμολώντας μια παλιά ανάμνηση ενός ατυχήματος με
τρίκυκλο, πριν ο πόνος σβήσει ό,τι δεν ήταν πόνος. Ένα
σκληρό γόνατο μου έλιωσε τη μούρη και την έκανε φυλλόχωμα.
Γεύτηκα αίμα. Ο καρπός μου των εξήντα-κάτι χρόνων γύρισε
κατά ενενήντα επώδυνες μοίρες, και το Ingersoll Solar μου
ξεκουμπώθηκε. Θυμάμαι ένα τουρλού από αισχρολογίες,
αρχαίες και σύγχρονες, πριν όμως οι κλέφτρες προλάβουν να
μου σουφρώσουν το πορτοφόλι, το φορτηγάκι του παγωτατζή
που έπαιζε το «The Girl from Ipanema» έκανε τις
επιτιθέμενές μου να σκορπίσουν, σαν βρικόλακες λίγο πριν απ’
την αυγή.
«Και δεν έκανες καταγγελία; Ηλίθιε!» είπε η Μαντάμ Χ,
πασπαλίζοντας με υποκατάστατο ζάχαρης το πίτουρό της το
επόμενο πρωί. «Πάρε την αστυνομία, για όνομα. Τι
περιμένεις; Θα χαθούν τα ίχνη». Φευ, είχα ήδη ενισχύσει την
αλήθεια και της είχα πει ότι οι ληστές μου ήταν πέντε αγροίκοι
που είχαν ξυρίσει σβάστικες στα κεφάλια τους. Πώς τώρα θα
έκανα καταγγελία ότι τρία κοριτσάκια με γλειφιτζούρια με
είχαν βάλει κάτω τόσο εύκολα; Τ’ αγόρια με τα μπλε μόνο που
δεν θα πνίγονταν εκεί που θα έτρωγαν τα σοκολατένια
μπισκότα τους. Αν δεν ήταν το κλεμμένο μου Ingersoll δώρο
αγάπης από μια πιο ηλιόλουστη εποχή του αρκτικού πλέον
γάμου μας, δεν θα είχα βγάλει τσιμουδιά για το όλο
περιστατικό.
Πού είχα μείνει;
Παράξενο πώς, στην ηλικία μου, σου κατεβαίνουν στο μυαλό
οι λάθος ιστορίες.
Δεν είναι παράξενο, όχι, είναι τρομακτικό, πανάθεμά το.
Σκόπευα να ξεκινήσω την αφήγηση αυτή με τον Ντέρμοτ
Χόγκινς. Αυτό είναι το πρόβλημα όταν γράφεις τα
απομνημονεύματά σου στο χέρι. Δεν μπορείς να αλλάξεις αυτό
που έχεις ήδη γράψει, όχι δίχως να τα θαλασσώσεις ακόμα
χειρότερα.
Κοίτα, εγώ ο επιμελητής του Ντέρμοτ «Ντάστερ» Χόγκινς
ήμουν, όχι ο τρελογιατρός του ή ο αναθεματισμένος ο
αστρολόγος του, οπότε από πού κι ως πού να ήξερα τι περίμενε
τον σερ Φίλιξ Φιντς εκείνη τη διαβόητη νύχτα; O σερ Φίλιξ
Φιντς, υπουργός Πολιτισμού και El Supremo της Trafalgar
Review of Books, πώς διέσχισε σαν κομήτης τον μιντιακό ουρανό,
πόσο ορατός παραμένει διά γυμνού οφθαλμού ακόμα και τώρα,
έπειτα από δώδεκα μήνες. Οι αναγνώστες των ταμπλόιντ
διάβασαν όλα τα σχετικά στο πρωτοσέλιδο· οι αναγνώστες των
εφημερίδων μεγάλου σχήματος έφτυσαν το μούσλι τους όταν
το Radio 4 ανέφερε ποιος είχε πέσει και πώς. Το κλουβί εκείνο
με τα όρνεα και τους φλώρους, «οι αρθρογράφοι», εξυμνούσαν
τον Χαμένο Βασιλέα των Τεχνών με αλλεπάλληλους φλύαρους
φόρους τιμής.
Εγώ, από την άλλη, ως τώρα έχω τηρήσει αξιοπρεπή σιγή.
Οφείλω ωστόσο να προειδοποιήσω τον πολυάσχολο αναγνώστη
ότι το γλυκάκι μετά το δείπνο του Φίλιξ Φιντς δεν είναι παρά το
απεριτίφ των δικών μου περιπατητικών δοκιμασιών. Τα φριχτά
βάσανα του Τίμοθι Κάβεντις, με άλλα λόγια. Αυτός κι αν είναι
πιασάρικος τίτλος.
Ήταν η Βραδιά της Απονομής των Βραβείων Λέμον, στο μπαρ
Jake’s Starlight, που είχε μόλις ξανανοίξει με φανφάρες σ’ ένα
οικοδόμημα του Μπεϊσγουότερ, με ένα ρουφ γκάρντεν από
πάνω για την ποικιλία. Ολόκληρη η αναθεματισμένη η
διατροφική αλυσίδα του εκδοτικού κόσμου είχε απογειωθεί και
κούρνιαζε στου Τζέικ. Οι βασανισμένοι συγγραφείς, οι
διάσημοι σεφ, τα στελέχη, οι υπεύθυνοι αγορών με τα
μουσάκια, οι υποσιτισμένοι βιβλιοπώλες, τσούρμο οι
δημοσιογραφίσκοι και οι φωτογράφοι που νομίζουν πως το
«Στα τσακίδια» σημαίνει «Αμέ, μετά χαράς!». Ας βάλω ένα
τέλος σε αυτή την ύπουλη υπόνοια που κυκλοφορεί ότι η
πρόσκληση του Ντέρμοτ ήταν δικό μου κάμωμα, ότι, ω, ναι, ο
Τίμοθι Κάβεντις γνώριζε ότι ο συγγραφέας του ποθούσε μια
πολύκροτη εκδίκηση, όπερ έδει δείξαι, η όλη τραγωδία ήταν
διαφημιστικό κόλπο. Μαλακίες που σκαρφίστηκαν ζηλιάρηδες
ανταγωνιστές! Ουδείς ποτέ ανέλαβε την ευθύνη της αποστολής
της πρόσκλησης στον Ντέρμοτ Χόγκινς, και εκείνη είναι πολύ
απίθανο να παρουσιαστεί τώρα.
Τέλος πάντων, ο νικητής ανακοινώθηκε και όλοι ξέρουμε
ποιος πήρε τις πενήντα χιλιάδες του επάθλου. Έγινα ντίρλα. Ο
Γκάι (μεγάλη ιστορία) με σύστησε σε ένα κοκτέιλ που
ονομάζεται «Ground Control to Major Tom». Το Βέλος του
Χρόνου μετατράπηκε σε Μπούμερανγκ του Χρόνου, κι εγώ
έχασα τον μπούσουλα. Ένα τζαζ σεξτέτο άρχισε μια ρούμπα.
Βγήκα στο μπαλκόνι να πάρω μια ανάσα, και παρακολουθούσα
τη φασαρία απ’ την απέξω. Το λογοτεχνικό Λονδίνο εν πλήρει
αναπτύξει μου έφερε στον νου τα λόγια του Γίββωνα για την
εποχή των Αντωνίνων. Ένα σύννεφο κριτικών, συμπιλητών, σχολιαστών
σκοτείνιαζε την όψη της μάθησης, και την παρακμή της διάνοιας σύντομα
την ακολούθησε η διαφθορά του γούστου.
Ο Ντέρμοτ με βρήκε· τα δυσάρεστα μαντάτα αναπόφευκτα σε
βρίσκουν. Να το επαναλάβω, θα είχα εκπλαγεί λιγότερο αν
έπεφτα πάνω στον πάπα Πίο ΙΓ΄. Στην πραγματικότητα, o
Αλάθητος θα περνούσε πιο απαρατήρητος – ο δυσαρεστημένος
συγγραφέας μου φορούσε κίτρινο κοστούμι, σοκολατί
πουκάμισο και μαβιά γραβάτα. Δεν χρειάζεται βεβαίως να
θυμίσω στον περίεργο αναγνώστη ότι το Μπουνιά στο στόμα
ακόμη δεν είχε κατακτήσει τον κόσμο του βιβλίου. Ακόμη δεν
είχε μπει σε βιβλιοπωλείο, για την ακρίβεια, τη εξαιρέσει του
σοφού Τζον Σάντοου στο Τσέλσι, και εκείνου του δύσμοιρου
εφημεριδοπωλείου, άλλοτε εβραϊκού, έπειτα σιχ, πλέον
ερυθραϊκού, που βρίσκεται στην ενορία των αδελφών Χόγκινς
στο Ιστ Εντ. Μάλιστα, ήταν ακριβώς τα ζητήματα της
διαφήμισης και της διανομής που ήθελε ο Ντέρμοτ να
συζητήσουμε στο ρουφ γκάρντεν.
Του εξήγησα για εκατοστή φορά ότι μια διευθέτηση σαν αυτή
των Εκδόσεων Κάβεντις, όπου ο συγγραφέας είναι συνεταίρος,
απλούστατα δεν μπορεί να χαραμίζει λεφτά σε φαντεζί
καταλόγους και Σαββατοκύριακα στα καρτ για την ανάπτυξη
ομαδικού πνεύματος μεταξύ των πωλητών. Εξήγησα, και πάλι,
ότι οι συγγραφείς μου αντλούσαν την ικανοποίησή τους
παρουσιάζοντας τους ωραία δεμένους τόμους τους στους
φίλους, τους συγγενείς, τις επόμενες γενεές. Εξήγησα, και
πάλι, ότι η αγορά του κομψού γκανγκστερισμού ήταν
κορεσμένη· κι ότι έως κι ο Μόμπι Ντικ όσο ζούσε ο Μέλβιλ
πάτωσε, αν και δεν χρησιμοποίησα το συγκεκριμένο ρήμα. «Στ’
αλήθεια είναι απίθανα απομνημονεύματα» τον διαβεβαίωσα.
«Κάνε λίγο υπομονή».
Ο Ντέρμοτ, θολωμένος, θλιμμένος και θεόκουφος, κοιτούσε
απ’ τα κάγκελα. «Τόσες καμινάδες. Πολύ ψηλά είναι εδώ».
Η απειλή, ήθελα να πιστεύω, ήταν φανταστική. «Ναι».
«Η μαμά με πήγε να δω τη Μαίρη Πόπινς όταν ήμουν πιτσιρίκι.
Καπνοδοχοκαθαριστές να χορεύουν στις ταράτσες. Το έβλεπε
και στο βίντεο. Ξανά και ξανά. Στο γηροκομείο».
«Θυμάμαι πότε βγήκε. Το οποίο φανερώνει την ηλικία μου».
«Εκεί». Ο Ντέρμοτ συνοφρυώθηκε και έδειξε μέσα στο μπαρ
απ’ την μπαλκονόπορτα. «Ποιος είναι αυτός;»
«Ποιος είναι ο ποιος;»
«Αυτός με το παπιγιόν που καμακώνει την τύπα με την τιάρα
και τη σκουπιδοσακούλα».
«Εκείνος ο παρουσιαστής, ο Φίλιξ… ε, ο Φίλιξ πώς-τον-λένε;»
«Ο Φίλιξ Φιντς, γ****ο! Αυτός ο π****ς που έχεσε το βιβλίο μου
στο ψωνισμένο του γ***περιοδικό;»
«Δεν ήταν και η καλύτερη κριτική σου, αλλά–»
« Ήταν η μοναδική κριτική μου, γ****ο!»
«Δεν ήταν και τόσο άσχημη, αλήθεια–»
«A, ναι; “Συγγραφείς της καμίας επιτυχίας σαν τον κύριο
Χόγκινς είναι οι ανεπιθύμητοι των σύγχρονων γραμμάτων”.
Έχεις παρατηρήσει πως ο κόσμος βάζει το “κύριος” πριν
καρφώσει το μαχαίρι; “Ο κύριος Χόγκινς θα έπρεπε να ζητήσει
συγγνώμη από τα δέντρα που κόπηκαν για χάρη του
παραφουσκωμένου ‘αυτό-βιο-μυθιστορήματός’ του.
Τετρακόσιες κενόδοξες σελίδες καταλήγουν σε ένα τέλος
αδιανόητα επίπεδο και βλακώδες”».
« Ήρεμα, Ντέρμοτ, κανένας δεν τη διαβάζει όντως την
Trafalgar».
«Συγγνώμη!» Ο συγγραφέας μου γράπωσε έναν σερβιτόρο απ’
τον γιακά. «Την ξέρεις την Trafalgar Review of Books;»
«Μα, βέβαια» αποκρίθηκε ο Ανατολικοευρωπαίος σερβιτόρος.
«Όλοι στη σχολή μου εμπιστεύονται απόλυτα την TRB, έχει
τους πιο έξυπνους κριτικούς».
Ο Ντέρμοτ πέταξε το ποτήρι του απ’ το κάγκελο.
« Έλα τώρα, τι πάει να πει κριτικός;» υποστήριξα. «Κάποιος
που διαβάζει γρήγορα, υπεροπτικά, ποτέ όμως συνετά…»
Το τζαζ σεξτέτο τελείωσε το κομμάτι του κι ο Ντέρμοτ άφησε
την πρότασή μου ξεκρέμαστη. Ήμουν αρκετά μεθυσμένος για
να έχω λόγο να πάρω ταξί, και ετοιμαζόμουν να φύγω όταν
ένας τύπος με κόκνι προφορά, ίδιος τελάλης, βούβανε όλη τη
συνάθροιση: «Κυρίες και κύριοι ένορκοι! Την προσοχή σας,
παρακαλώ!»
Οι άγιοι να μας φυλάνε, ο Ντέρμοτ κοπανούσε μεταξύ τους
δυο δίσκους. « Έχουμε ένα επιπλέον βραβείο απόψε, φίλες
βιβλιολουλούδες!» ούρλιαξε. Χωρίς να δίνει σημασία στα
πονηρά χάχανα και τα «ΩΩΩωω», έβγαλε έναν φάκελο από την
τσέπη του σακακιού του, τον άνοιξε και έκανε ότι διαβάζει:
«Το βραβείο του Διαπρεπέστερου Κριτικού Λογοτεχνίας». Το
ακροατήριό του παρακολουθούσε, ρέκαζε, γιουχάιζε, ή
κοιτούσε αλλού από ντροπή. «Ο ανταγωνισμός ήταν σφοδρός,
αλλά η επιτροπή ομόφωνα επέλεξε την Αυτού Μεγαλειότητα
της Trafalgar Review of Books, τον κύριο –με το μπαρδόν, τον
σερ– Φίλιξ Φιντς του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας,
ελάτε τώρα – να πάρει!»
Οι ανακατωσιάρηδες άρχισαν τα «Μπράβο, Φίλιξ! Μπράβο!». Ο
Φιντς, αν δεν του άρεσε να προσελκύει προσοχή την οποία δεν
άξιζε, κριτικός δεν θα ήταν. Σίγουρα ήδη στον νου του έγραφε
το κείμενο για τη στήλη του στους Sunday Times, A Finch About
Town.42 Από την πλευρά του, ο Ντέρμοτ ήταν μέσα στην
ευγένεια και τα χαμόγελα. «Και ποιο θα είναι το έπαθλό μου,
αναρωτιέμαι;» είπε με πονηρό χαμόγελο ο Φιντς, καθώς το
χειροκρότημα καταλάγιαζε. « Ένα αντίτυπο του Μπουνιά στο
στόμα απ’ όσα δεν πολτοποιήθηκαν, υπογεγραμμένο; Δεν
πρέπει να έχουν μείνει και πολλά από δαύτα!» Η κλίκα του
Φιντς έσκουξαν στα γέλια εν χορώ, ενθαρρύνοντας τον
Κομισάριό τους. « Ή μήπως κερδίζω δωρεάν πτήση σε
νοτιοαμερικάνικη χώρα με συνθήκες έκδοσης που μπάζουν;»
«Ναι, αγαπούλα» είπε ο Ντέρμοτ και του έκλεισε το μάτι,
«αυτό ακριβώς κερδίζεις, μια δωρεάν πτήση».
Ο συγγραφέας μου άρπαξε τον Φιντς από τον γιακά, έκανε
πίσω, φύτεψε τα πόδια του στην ουκ αμελητέα περιφέρεια του
Φιντς, και με μια κίνηση τζούντο εκτόξευσε την κοντύτερη απ’
όσο γενικώς πιστεύεται μιντιακή περσόνα ψηλά στον νυχτερινό
αέρα! Ψηλά πάνω από τους πανσέδες στα κάγκελα του
μπαλκονιού.
Η τσιρίδα του Φιντς –η ζωή του– τελείωσε μέσα σε
στραπατσαρισμένα σίδερα δώδεκα ορόφους πιο κάτω.
Ένα ποτό χύθηκε στο χαλί.
Ο Ντέρμοτ «Ντάστερ» Χόγκινς έστρωσε το πέτο του, έσκυψε
στο μπαλκόνι, και φώναξε: «Ποιος λοιπόν κατέληξε σε ένα τέλος
αδιανόητα επίπεδο και βλακώδες τώρα;».
Tο κατάπληκτο πλήθος χωρίστηκε στα δυο καθώς ο
δολοφόνος πήγε στο τραπέζι με τα τσιμπολογίδια. Αρκετοί
αυτόπτες αργότερα θυμούνταν ένα σκοτεινό φωτοστέφανο.
Διάλεξε ένα βέλγικο κράκερ διακοσμημένο με γαύρο από τον
Βισκαϊκό Κόλπο και μαϊντανό ραντισμένο με σησαμέλαιο.
Το πλήθος ήρθε στα σύγκαλά του. Ήχοι αναγουλιάσματος, ω-
Θεέ-μου και τρεχάλα στις σκάλες. Τι φοβερός σαματάς! Οι
σκέψεις μου; Ειλικρινά; Τρόμος. Οπωσδήποτε. Σοκ; Σίγουρα.
Δυσπιστία; Φυσικά. Φόβος; Βασικά όχι.
Δεν θα αρνηθώ μια αναδυόμενη αίσθηση ότι υπήρχε μια
θετική πλευρά σ’ αυτή την τραγική εξέλιξη. Στο γραφείο μου
στο Χέιμαρκετ στεγάζονταν ενενήντα πέντε απούλητα Μπουνιά
στο στόμα του Ντέρμοτ Χόγκινς, τα παθιασμένα
απομνημονεύματα αυτού που σύντομα επρόκειτο να γίνει ο πιο
διάσημος φονιάς της Βρετανίας, ακόμη τυλιγμένα στις
μεμβράνες τους. Ο Φρανκ Σπρατ –ο αφοσιωμένος τυπογράφος
μου στο Σέβενοουκς, στον οποίο χρωστούσα τόσα λεφτά που
ήταν στο έλεός μου, ο κακομοίρης– ακόμη είχε τους τσίγκους
κι ήταν έτοιμος να αρχίσει να τυπώνει με το που θα του το
ζητούσα.
Σκληρόδετα, κυρίες και κύριοι.
Δεκατέσσερις λίρες κι ενενήντα εννέα πένες το κομμάτι.
Γλύκα!
«Οχ, όχι εσύ, που να με πάρει ο Χάρος. Κοίτα, απλά δίνε του
και άσε μας ήσυχους». Ο αδελφός μου αγριοκοίταζε απ’ την
άλλη μεριά της πισίνας του ενώ κατέβαινα στην αυλή του. Ο
Ντένχολμ δεν έχει ποτέ του κολυμπήσει στην πισίνα, απ’ ό,τι
ξέρω, παρ’ όλα αυτά κάνει τη χλωρίωση και τα τοιαύτα κάθε
εβδομάδα, ακόμα και με αέρα και με βροχή. Ψάρευε φύλλα με
μια μεγάλη απόχη. «Δεν σου δανείζω ούτε ένα αναθεματισμένο
φαρδίνι αν δεν ξεπληρώσεις τα προηγούμενα. Γιατί πρέπει
αιωνίως να σου δίνω ελεημοσύνη; Όχι. Μην απαντήσεις». Ο
Ντένχολμ έβγαλε μια χούφτα μουλιασμένα φύλλα απ’ το δίχτυ.
«Ξαναμπές στο ταξί σου και πάρε δρόμο. Δεν θα σου το πω
τόσο ευγενικά την επόμενη φορά».
«Η Τζορτζέτ τι κάνει;» Τίναξα κάτι αφίδες από τα μαραμένα
του ροδοπέταλα.
«Η Τζορτζέτ μουρλαίνεται αργά και σταθερά, όχι πως δείχνεις
ποτέ ένα δράμι γνήσιου ενδιαφέροντος όταν δεν θες λεφτά».
Παρακολούθησα ένα σκουλήκι να επιστρέφει στο χώμα και
ευχήθηκα να ήμουν στη θέση του. «Ντένι, είχα ένα μικρό
μπλεξιματάκι με τους λάθος ανθρώπους. Αν δεν καταφέρω να
βρω εξήντα χιλιάδες λίρες, θα με ξυλοφορτώσουν άσχημα».
«Να τους πεις να το βιντεοσκοπήσουν για να το δούμε».
«Δεν αστειεύομαι, Ντένχολμ».
«Ούτε εγώ! Ε, λοιπόν, είσαι κακός στη διπροσωπία. Ε και;
Γιατί είναι δικό μου πρόβλημα;»
«Αδέλφια είμαστε! Συνείδηση δεν έχεις;»
« Ήμουν στο συμβούλιο επενδυτικής τράπεζας τριάντα
χρόνια».
Ένας ακρωτηριασμένος ψευδοπλάτανος έριχνε άλλοτε
πράσινα φύλλα όπως ρίχνουν οι απελπισμένοι άντρες άλλοτε
ακλόνητες αποφάσεις. «Βοήθεια, Ντένι. Σε παρακαλώ. Τριάντα
χιλιάρικα θα ήταν μια αρχή».
Το είχα παρακάνει. «Άι στο διάολο, Τιμ, η τράπεζά μου
κατέρρευσε! Μας άφησαν πανί με πανί οι βδέλλες της Lloyds! Ο
καιρός που είχα τέτοιο παραδάκι στη διάθεσή μου ανά πάσα
στιγμή πάει, πάει, πάει! Το σπίτι μας έχει δυο υποθήκες! Εγώ
έπεσα απ’ τα ψηλά στα χαμηλά, εσύ απ’ τα χαμηλά στα
χαμηλότερα. Κι εξάλλου, έχεις αυτό το αναθεματισμένο βιβλίο
που πουλάει σαν ζεστό ψωμάκι στα βιβλιοπωλεία όλου του
κόσμου!»
Η έκφρασή μου είπε αυτά που δεν μπορούσα να βάλω σε
λέξεις.
«Ω, Χριστέ μου, ρε ηλίθιε. Τι χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής
έχεις;»
Κοίταξα το ρολόι μου. «Τρεις η ώρα το απόγευμα σήμερα».
«Ξέχνα το». Ο Ντένχολμ άφησε την απόχη του. «Κήρυξε
πτώχευση. Ο Ρέιναρντ θα σου κάνει τα χαρτιά, είναι καλός
άνθρωπος. Δύσκολα καταπίνεται αυτό, το ξέρω καλά, έτσι
όμως θα σ’ αφήσουν στην ησυχία σου οι πιστωτές σου. Ο νόμος
είναι ξεκάθαρος–»
«Ο νόμος; Η μόνη εμπειρία που έχουν οι πιστωτές μου από τον
νόμο είναι όταν χέζουν στον κουβά τιγκαρισμένου κελιού».
«Τότε σκάψε έναν λάκκο στο χώμα και χώσου μέσα να μη σε
βρουν».
«Αυτοί οι άνθρωποι έχουν πολύ, πολύ καλά κονέ με τους
λάκκους και τα χώματα».
«Πέρα από τον Μ25 τα κονέ τους δεν φτάνουν, σίγουρα.
Μείνε σε φίλους».
Φίλους; Διέγραψα απ’ τη λίστα αυτούς στους οποίους
χρωστούσα λεφτά, τους πεθαμένους, τους εξαφανισμένους
στον λαβύρινθο του χρόνου, και μου απέμεινε…
Ο Ντένχολμ έκανε την τελευταία του προσφορά. «Δεν μπορώ
να σου δανείσω χρήματα. Δεν έχω τίποτα. Μα μου χρωστάνε
μια δυο χάρες σε ένα βολικό μέρος όπου ίσως θα μπορούσες να
λουφάρεις για λίγο».
«Το πρωί». Στη Μοίρα αρέσει αυτές τις δυο λεξούλες να τις
ναρκοθετεί. Ξύπνησα και είδα μια όχι και τόσο νέα γυναίκα με
χτένισμα σε γραμμή πέιτζμποϊ να ψαχουλεύει τα προσωπικά
μου αντικείμενα σαν να έψαχνε ευκαιρίες στο καλάθι. «Τι στον
διάολο κάνεις στο δωμάτιό μου, μωρή κλέφτρα γουρούνα;» είπα
μισοουρλιάζοντας, μισοαγκομαχώντας.
Το θηλυκό άφησε το σακάκι μου χωρίς ενοχές. «Επειδή είστε
καινούργιος, δεν θα σας δώσω να φάτε σαπούνι. Αυτή τη
φορά. Σας προειδοποιώ όμως. Δεν ανέχομαι προσβλητική
γλώσσα στο Ορόρα Χάους. Από κανέναν. Και δεν συνηθίζω να
πετάω κούφιες απειλές, κύριε Κάβεντις. Ποτέ».
Μια κλέφτρα να επιπλήττει το θύμα της για τις βωμολοχίες
του! «Θα σου μιλάω όπως θέλω, ανάθεμά σε, βρομιάρα
παλιοκλέφτρα! Θα με βάλεις να φάω σαπούνι; Για δοκίμασε! Ας
φωνάξουμε την ασφάλεια του ξενοδοχείου! Ας φωνάξουμε την
αστυνομία! Εσύ θα ρωτήσεις τι προβλέπεται για τη βωμολοχία
κι εγώ τι προβλέπεται για διάρρηξη και κλοπή!»
Πλησίασε στο κρεβάτι μου και μου έριξε έναν γερό μπάτσο
στα μούτρα.
Σάστισα τόσο που απλά ξανάπεσα στο μαξιλάρι.
«Πολύ κακή αρχή. Είμαι η κυρία Νόουκς. Δεν θέλεις να με
τσαντίσεις».
Κάνα βιτσιόζικο σαδομαζό ξενοδοχείο ήταν αυτό; Είχε χωθεί
στο δωμάτιό μου καμιά μουρλή αφού πρώτα είδε τ’ όνομά μου
στο βιβλίο των επισκεπτών;
«Το κάπνισμα δεν ενθαρρύνεται εδώ. Αυτά τα πούρα θα
πρέπει να τα κατασχέσω. Ο αναπτήρας παραείναι επικίνδυνος
για εσάς. Και τι είναι αυτά, παρακαλώ;» Κουδούνισε τα κλειδιά
μου.
«Κλειδιά. Τι νομίζεις πως είναι;»
«Τα κλειδιά πάνε βολτούλα! Ας τα δώσουμε στην κυρία Τζαντ
να μας τα φυλάει, ε;»
«Ας μην τα δώσουμε σε κανέναν, μωρή τρελή δράκαινα! Με
χτυπάς! Με ληστεύεις! Τι σόι παλιοξενοδοχείο προσλαμβάνει
κλέφτρες για καμαριέρες;»
Το πλάσμα έχωσε τη λεία σε μια μικρή τσάντα κλέφτρας.
« Έχετε άλλα τιμαλφή που πρέπει να τακτοποιήσουμε;»
«Ξαναβάλε αυτά τα πράγματα στη θέση τους! Αμέσως!
Ειδάλλως θα βάλω να σε απολύσουν, τ’ ορκίζομαι!»
«Θα υποθέσω ότι η απάντησή σας είναι “όχι”. Το πρωινό είναι
στις οκτώ ακριβώς. Βραστά αυγά με λωρίδες φρυγανισμένο ψωμί
σήμερα. Για τους αργοπορημένους τίποτα».
Ντύθηκα με το που έφυγε, κι έψαξα για τηλέφωνο. Δεν
υπήρχε. Αφού πλύθηκα πολύ βιαστικά –το μπάνιο μου ήταν
σχεδιασμένο για ανάπηρους, οι γωνίες του ήταν όλες
στρογγυλεμένες και είχε χειρολισθητήρες–, έτρεξα στη
ρεσεψιόν, αποφασισμένος να βρω το δίκιο μου. Κούτσαινα,
αλλά δεν ήμουν σίγουρος γιατί. Χάθηκα. Ζωηρή μπαρόκ
μουσική έπαιζε σε ολόιδιους διαδρόμους γεμάτους καρέκλες.
Ένας λεπρός νάνος με γράπωσε από τον καρπό και μου έδειξε
ένα βάζο με φουντουκοβούτυρο. «Αν θέλεις να το πάρεις αυτό
μαζί σου, θα σου τα πω ένα χεράκι γιατί δεν το παίρνω εγώ».
«Με μπερδεύεις με κάποιον άλλο». Αποτίναξα το χέρι του
πλάσματος από το δικό μου και διέσχισα μια τραπεζαρία όπου
οι φιλοξενούμενοι κάθονταν σε σειρές και σερβιτόρες έφερναν
γαβάθες από την κουζίνα.
Τι δεν μου καθόταν καλά;
Οι νεότεροι φιλοξενούμενοι ήταν στα εβδομήντα τους. Οι
γηραιότεροι ήταν τριακοσίων και πλέον ετών. Να ήταν η
εβδομάδα μετά το άνοιγμα των σχολείων;
Το ’πιασα. Μάλλον εσύ, αγαπητέ Αναγνώστη, το έχεις
καταλάβει εδώ και μερικές σελίδες.
Το Ορόρα Χάους ήταν γηροκομείο.
Ο αναθεματισμένος ο αδελφός μου! Το περνούσε για αστείο
όλο αυτό!
Η κυρία Τζαντ και το πλαστό της χαμόγελο ήταν στη
ρεσεψιόν. «Γεια σας, κύριε Κάβεντις. Νιώθετε θαυμάσια
σήμερα;»
«Ναι. Όχι. Συνέβη μια παράλογη παρεξήγηση».
«Αλήθεια;»
«Η απόλυτη αλήθεια. Έκανα τσεκ ιν χθες βράδυ νομίζοντας
ότι το Ορόρα Χάους είναι ξενοδοχείο. Την κράτηση την έκανε ο
αδελφός μου, βλέπετε. Αλλά… α, το νομίζει φάρσα όλο αυτό.
Δεν είναι καθόλου αστείο. Το αξιοκαταφρόνητό του τέχνασμα
έπιασε μόνο επειδή ένας ρασταφάρι μού έδωσε μια τζούρα από
ένα καταχθόνιο πούρο στο Άντλστροπ, και επίσης επειδή τα
παλιοδίδυμα βλαστοκύτταρα που μου πούλησαν το εισιτήριο με
κούρασαν τόσο. Ακούστε όμως. Έχετε μεγαλύτερα
προβλήματα, πολύ πιο κοντά σας – κάποια παλαβή σκύλα που
λέγεται Νόουκς έχει ξαμοληθεί εδώ πέρα και παριστάνει την
καμαριέρα. Μάλλον την έχει κάνει σουρωτήρι το Αλτσχάιμερ
αλλά, μανούλα μου, ρίχνει κάτι μπάτσες άλλο πράμα. Μου
έκλεψε τα κλειδιά! Τώρα, σε κάνα γκο-γκο μπαρ στο Πουκέ,
αυτό θα ήταν αναμενόμενο, αλλά σ’ ένα χουφταλοκομείο στο
Χαλ; Έτσι και ήμουν ελεγκτής θα κλείνατε, ξέρετε».
Το χαμόγελο της κυρίας Τζαντ τώρα ήταν οξύ μπαταρίας.
«Θέλω τα κλειδιά μου» με ανάγκασε να πω. «Τώρα αμέσως».
«Το Ορόρα Χάους είναι το σπίτι σας τώρα, κύριε Κάβεντις. Η
υπογραφή σας μας εξουσιοδοτεί να επιβάλουμε τη
συμμόρφωσή σας. Και στη θέση σας θα έκοβα τη συνήθεια να
αναφέρομαι στην αδελφή μου με αυτό το ύφος».
«Συμμόρφωση; Υπογραφή; Αδελφή;»
«Το έγγραφο επιμέλειας που υπογράψατε χθες βράδυ. Το
έγγραφο διαμονής σας».
«Όχι, όχι, όχι. Αυτό ήταν το βιβλίο του ξενοδοχείου! Αφήστε
το, το όλο ζήτημα είναι ακαδημαϊκό. Θα φύγω μετά το πρωινό.
Ή μάλλον πριν από το πρωινό, τη μύρισα τη ζωοτροφή! Πόπο,
θα είναι τρομερή ιστορία αυτή για να τη λέω στα πάρτι. Αφού
πρώτα στραγγαλίσω τον αδελφό μου. Να χρεώσετε εκείνον,
παρακαλώ. Μόνο που θα πρέπει να επιμείνω να μου
επιστρέψετε τα κλειδιά μου. Και καλά θα κάνετε να μου
καλέσετε ταξί».
«Τους περισσότερους φιλοξενούμενούς μας τους πιάνει κρύος
ιδρώτας το πρώτο τους πρωί».
«Δεν είμαι διόλου ιδρωμένος, αλλά δεν έχω γίνει αρκετά
σαφής. Αν δεν–»
«Κύριε Κάβεντις, δεν τρώτε το πρωινό σας πρώτα κι έπειτα–»
«Τα κλειδιά!»
« Έχουμε την έγγραφη άδειά σας να φυλάξουμε τα τιμαλφή
σας στο χρηματοκιβώτιο».
«Τότε πρέπει να μιλήσω με κάποιον από τη διεύθυνση».
«Άρα με την αδελφή μου, τη νοσοκόμα Νόουκς».
«Η Νόουκς; Στη διεύθυνση;»
«Νοσοκόμα Νόουκς».
«Τότε πρέπει να μιλήσω με το διοικητικό συμβούλιο, ή τον
ιδιοκτήτη».
«Άρα μ’ εμένα».
«Κoιτάχτε». Ο Γκάλιβερ και οι Λιλιπούτειοι. «Καταπατάτε τον
αναθεματισμένο… τον νόμο εναντίον της φυλάκισης, ή όπως
τον λένε τέλος πάντων».
«Θα μάθετε ότι με τις εκρήξεις οργής δεν θα πάτε πολύ
μπροστά στο Ορόρα Χάους».
«Το τηλέφωνό σας, παρακαλώ. Θέλω να καλέσω την
αστυνομία».
«Στους τρόφιμους δεν επιτρέπεται να–»
«Δεν είμαι τρόφιμος, ανάθεμά με! Κι εφόσον δεν μου δίνετε τα
κλειδιά μου, θα επιστρέψω σε λίγο μαζί με ένα πάρα πολύ
εκνευρισμένο όργανο της τάξεως». Έσπρωξα την πόρτα της
εισόδου αλλά εκείνη ανταπέδωσε το σπρώξιμο πιο δυνατά.
Κάποια αναθεματισμένη κλειδαριά ασφαλείας. Δοκίμασα την
πόρτα πυρασφαλείας από την άλλη μεριά της βεράντας.
Κλειδωμένη. Υπό τις διαμαρτυρίες της κυρίας Τζαντ έσπασα με
το σφυράκι ένα μάνταλο, η πόρτα άνοιξε, κι ήμουν ελεύθερος.
Πανάθεμά με, το κρύο με κοπάνησε καταπρόσωπο με
σιδερένιο φτυάρι! Τώρα καταλάβαινα γιατί οι βόρειοι αφήνουν
γένια, βάφονται μπλε και λαδώνουν το σώμα τους. Κατέβηκα
τον καμπυλωτό δρόμο ανάμεσα σε σκουληκιασμένα
ροδόδεντρα, ενώ αντιστεκόμουν στον μεγάλο πειρασμό να
αρχίσω να τρέχω. Έχω να τρέξω από τα μέσα του εβδομήντα.
Είχα φτάσει σε ένα μαραφέτι για το γκαζόν όταν σηκώθηκε από
τη γη ωσάν τον Πράσινο Ιππότη ένας δασύτριχος γίγας
ντυμένος με φόρμα φύλακα. Έβγαζε τα λείψανα ενός
σκαντζόχοιρου από τις λεπίδες της μηχανής με τα ματωμένα
του χέρια. «Πας κάπου;»
«Ασφαλώς! Πάω στη γη των ζωντανών». Συνέχισα τον δρόμο
μου. Κάτω από τα πόδια μου, τα φύλλα γίνονταν χώμα. Έτσι
είναι, τα δέντρα τρώνε τον εαυτό τους. Αποπροσανατολίστηκα
όταν κατάλαβα ότι ο δρόμος ξαναγυρνούσε στο παράρτημα της
τραπεζαρίας. Είχα πάρει λάθος στροφή. Οι Απέθαντοι του
Ορόρα Χάους με κοιτούσαν από την τζαμαρία. «To πράσινο
Σόιλεντ είναι άνθρωποι!» κορόιδεψα τα απλανή τους βλέμματα,
«το πράσινο Σόιλεντ είναι φτιαγμένο από ανθρώπους!».55
Έδειχναν μπερδεμένοι – είμαι, αλίμονο, ο Τελευταίος της
Φυλής μου. Ένα σάψαλο χτύπησε το τζάμι κι έδειξε πίσω μου.
Γύρισα και o δράκος με φορτώθηκε στον ώμο. Με κάθε
δρασκελιά του, μου κοβόταν η ανάσα. Έζεχνε λίπασμα. « Έχω
καλύτερα πράγματα να κάνω…»
«Τράβα κάνε τα τότε!» Μάταια πάσχισα να του κάνω
κεφαλοκλείδωμα, νομίζω ότι δεν το κατάλαβε καν. Οπότε
επιστράτευσα τη γλωσσική μου ανωτερότητα για να αλυσοδέσω
το κάθαρμα: «Ρε βρομιάρη σκασμένε μαλάκα ταραξία! Μιλάμε
για βαριά σωματική βλάβη! Για παράνομη κατακράτηση!»
Με έσφιξε κι άλλο για να με κάνει να σωπάσω, και δυστυχώς
του δάγκωσα το αυτί. Στρατηγικό λάθος. Με ένα δυνατό
τράβηγμα, μου κατέβασε το παντελόνι – να με σοδομίσει
πήγαινε; Αυτό που έκανε ήταν ακόμα πιο δυσάρεστο. Με
ξάπλωσε στη μηχανή του γκαζόν, με κάρφωσε κάτω με το ένα
χέρι, και με βίτσισε με μια βίτσα από μπαμπού με το άλλο. Ο
πόνος απλωνόταν στα λιγνά κανιά μου, μια φορά, δυο, άλλη
μια, άλλη μια, άλλη μια!
Χριστέ μου, τι πόνος!
Φώναξα, έπειτα έκλαψα, έπειτα κλαψούρισα για να
σταματήσει. Κι άλλη! Κι άλλη! Κι άλλη! Η νοσοκόμα Νόουκς
τελικά πρόσταξε τον γίγαντα να πάψει. Τα πισινά μου ήταν σαν
δυο τεράστια τσιμπήματα σφήκας! Η φωνή της γυναίκας μού
σφύριξε στ’ αυτί: «Ο έξω κόσμος δεν έχει χώρο για σένα. Πλέον
ζεις στο Ορόρα Χάους. Γίνεται κατανοητή η πραγματικότητα;
Ή να ζητήσω απ’ τον κύριο Γουίδερς αποδώ να σ’ την εξηγήσει
άλλη μια φορά;».
«Διαολόστειλέ την» προειδοποίησε το πνεύμα μου, «ειδάλλως
θα το μετανιώσεις μετά».
«Πες της ό,τι θέλει να ακούσει» τσίριξε το νευρικό μου
σύστημα, ειδάλλως θα το μετανιώσεις τώρα».
Τo μεν πνεύμα ήτο πρόθυμον, η δε σαρξ ήτο ασθενής.
42 Το όνομα της στήλης παίζει με τη φράση man about town, κοσμικός τύπος, και
με το επώνυμο του δημοσιογράφου, που σημαίνει σπίνος: Ένας κοσμικός σπίνος.
(Σ.τ.Μ.)
43 Με τον τίτλο «Glory, Glory, Hallelujah» (μεταξύ άλλων τίτλων) είναι γνωστό ένα
αμερικάνικο πατριωτικό τραγούδι που έγραψε η Τζούλια Γουόρντ Χάου στα χρόνια
του Εμφυλίου. Εξού και η αναφορά του Τίμοθι εδώ. (Σ.τ.Μ.)
44 His Midwich Cuckoo offspring στο πρωτότυπο. Αναφορά στο μυθιστόρημα
επιστημονικής φαντασίας του Τζον Γουίνταμ, The Midwich Cuckoos (1957), όπου οι
γυναίκες ενός χωριού μένουν έγκυοι από εξωγήινους που προβαίνουν σε
αναπαραγωγικό παρασιτισμό. Στο βιβλίο βασίστηκε η ταινία The Village of the
Damned (1960), την οποία αργότερα (1995) έκανε ριμέικ ο Τζον Κάρπεντερ.
(Σ.τ.Μ.)
45 Σέι ονόμαζε τον ποταμό Καμ στα παιδικά βιβλία της η συγγραφέας Φιλίπα Πιρς.
(Σ.τ.Μ.)
46 Reading week. Είναι μια εβδομάδα (συνήθως στη μέση μιας ακαδημαϊκής
περιόδου) κατά την οποία δεν γίνονται μαθήματα και διαλέξεις. Σκοπός είναι η
αξιοποίηση της εβδομάδας αυτής για μελέτη ή έρευνα. (Σ.τ.Μ.)
47 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος». (Σ.τ.Μ.)
48 Green Goblin. Αναφέρεται εδώ στο ψευδώνυμο του σούπερ κακού της Marvel
Comics. (Σ.τ.Μ.)
49 Shaken and stirred – ο συγγραφέας παίζει εδώ με τη γνωστή παραγγελία του
Τζέιμς Μποντ. (Σ.τ.Μ.)
50 Αναφέρεται στον επινοημένο βιογράφο του Φίλιπ Λάρκιν. (Σ.τ.Μ.)
51 Άντλστροπ, χωριό του Γκλόστερσαϊρ· αποκεί και το ποίημα του Έντουαρντ Τόμας
με τον ίδιο τίτλο, που βασίστηκε σε μια σύντομη στάση του ποιητή εκεί κατά τη
διάρκεια μιας διαδρομής με τρένο στις 24 Ιουνίου 1914. (Σ.τ.Μ.)
52 Εννοεί τον Μπρους Σπρίνγκστιν και το «Atlantic City». (Σ.τ.Μ.)
53 Αναφέρεται στο διήγημα του Γ.Γ. Τζέικομπς, «The Monkey’s Paw» (1902), όπου
ένα μαγεμένο πατούσι μαϊμούς πραγματοποιεί τρεις ευχές του κατόχου του, αλλά
με φριχτό τίμημα. (Σ.τ.Μ.)
54 Up the wooden hill to Bedfordshire. Παλιομοδίτικη έκφραση που επί της
ουσίας σημαίνει ώρα για ύπνο. Βλ. το «Up the wooden hills to Bedfordshire» των
Small Faces (1967). Σύμφωνα με την μπάντα, η φράση up the wooden hills to
Bedfordshire ήταν ο τρόπος του Σταν Λέιν, του πατέρα του Ρόνι Λέιν, να λέει ότι
ήταν ώρα για ύπνο – η κυριολεκτική σημασία θα ήταν «ανέβα τις σκάλες για το
υπνοδωμάτιο». (Σ.τ.Μ.)
55 Αναφορά στο εμβληματικό τέλος της ταινίας επιστημονικής φαντασίας του
Ρίτσαρντ Φλάισερ Soylent Green (1973) – που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Χάρι
Χάρισον Make Room! Make Room! (1966). Στην οικολογική δυστοπία της ταινίας, οι
απλοί άνθρωποι τρέφονται μόνο με συνθετικές τροφές, το κόκκινο Σόιλεντ, το
κίτρινο Σόιλεντ, και το πράσινο Σόιλεντ – το τελευταίο είναι η πιο εξελιγμένη,
γευστική και θρεπτική εκδοχή. Μόνο που το πράσινο Σόιλεντ παρασκευάζεται από
ανθρώπινα πτώματα. (Σ.τ.Μ.)
56 Τηλεοπτική σειρά του BBC (προβαλλόταν από το 1984 ως το 2017) που
καταπιανόταν με ανεξιχνίαστες υποθέσεις, με στόχο να δοθούν πληροφορίες από
τους θεατές που ίσως θα βοηθούσαν στη διερεύνηση. (Σ.τ.Μ.)
57 Απόπειρα απόδοσης του (αμετάφραστου στα ελληνικά) αυτοβιογραφικού βιβλίου
An Evil Cradling (1991), του Βορειοϊρλανδού Μπράιαν Κίναν (γεν. 1950). (Σ.τ.Μ.)
Μια δέηση της Σόνμι~451
Εκ μέρους του υπουργείου μου, ευχαριστώ που συμφώνησες να
κάνουμε αυτή την τελευταία συνέντευξη. Να θυμάσαι, σε παρακαλώ, ότι
δεν πρόκειται για ανάκριση, ή δίκη. Η εκδοχή σου της αλήθειας είναι η
μόνη που μετράει.
Η αλήθεια είναι μοναδική. Οι «εκδοχές» της είναι αναλήθειες.
Τη «διευκόλυνση»; Τι εννοείς;
Η σκλαβιά ενός ατόμου βασανίζει τις συνειδήσεις σας,
Αρχειονόμε, όμως η σκλαβιά ενός κλώνου δεν είναι
μεγαλύτερο βάσανο από το να έχεις το τελευταίο εξάτροχο
φορντ, από ηθική άποψη. Επειδή δεν μπορείτε να διακρίνετε
τις διαφορές μας, πιστεύετε ότι δεν έχουμε καμία διαφορά. Να
είσαι σίγουρος όμως: ακόμα και ομόβλαστα κατασκευάσματα
καλλιεργημένα στην ίδια μητροδεξαμενή είναι μοναδικά όσο
και οι χιονονιφάδες.
Ανώμαλης;
Πρώτον, μιλούσε περισσότερο: σε στιγμές εκτός ωρών αιχμής
στην ταμειακή μας· ενώ καθαρίζαμε τους υγιεινιστήρες των
καταναλωτών· ακόμα κι ενώ πίναμε Σαπούνι στον κοιτώνα.
Αυτό μας διασκέδαζε, ακόμα και τις απόμακρες Μα-Λέου-Ντα.
Δεύτερον, η ομιλία της Γιούνα έγινε πιο περίπλοκη καθώς
προχωρούσε η χρονιά. Ο εισαγωγικός προσανατολισμός μάς
διδάσκει το λεξιλόγιο που μας χρειάζεται για τη δουλειά μας,
όμως το Σαπούνι διαγράφει τις επιπλέον λέξεις που
μαθαίνουμε αργότερα. Στ’ αυτιά μας λοιπόν, οι προτάσεις της
Γιούνα ήταν γεμάτες θορύβους κενούς νοήματος. Ακουγόταν,
με μια λέξη, καθαρόαιμη. Τρίτον, η Γιούνα αντλούσε
ευχαρίστηση από το χιούμορ: μουρμούριζε τον Ψαλμό του
Πάπα σε αλλόκοτες παραλλαγές· στον κοιτώνα μας, όταν
απουσίαζαν οι βοηθοί, έκανε μιμήσεις συνηθειών των
καθαρόαιμων όπως το χασμουρητό, το φτάρνισμα ή το ρέψιμο.
Το χιούμορ είναι το ωάριο της αντιγνωμίας, και το Τσούτσε58 θα
έπρεπε να το φοβάται.
Πώς κι έτσι;
Η Κατήχηση Τρία διδάσκει ότι, αν οι σερβιτόρες κρατήσουν
οτιδήποτε, απορρίπτουν την αγάπη του Πάπα Σονγκ για εμάς
και κλέβουν την Επένδυσή Του. Αναρωτήθηκα, η Γιούνα~939
τηρούσε ακόμη την όποια Κατήχηση; Αλλά οι αμφιβολίες, αν και
σοβαρές, σύντομα χάθηκαν κάτω απ’ τους θησαυρούς που μου
έδειξε η Γιούνα εκεί: ένα κουτί χαμένα σκουλαρίκια, χάντρες,
τιάρες. Η έξοχη αίσθηση του να ντύνομαι ρούχα καθαρόαιμων
ξεπέρασε τον φόβο μη μας ανακαλύψουν. Το πιο σπουδαίο απ’
όλα, ωστόσο, ήταν ένα βιβλίο, ένα εικονογραφημένο βιβλίο.
Δεν βλέπεις πολλά τέτοια στις μέρες μας.
Πράγματι, όχι. Η Γιούνα το πέρασε για χαλασμένο σόνι που
έδειχνε τον κόσμο έξω. Φαντάζεσαι το δέος μας ενώ κοιτάζαμε
τη βρόμικη σερβιτόρα να σερβίρει τρεις άσχημες αδελφές· εφτά
καχεκτικά κατασκευάσματα να κουβαλάνε παράξενα
μαχαιροπίρουνα πίσω από ένα αστραφτερό κορίτσι· ένα σπίτι
φτιαγμένο από γλυκίσματα. Κάστρα, καθρέφτες, δράκοι.
Θυμίζω, αγνοούσα αυτές τις λέξεις ως σερβιτόρα, όπως
αγνοούσα και την πλειονότητα των λέξεων που χρησιμοποιώ σε
αυτή την Κατάθεση. Η Γιούνα μου είπε ότι το τρισδιάστατο και
τα Σποτ δείχνουν μονάχα ένα πληκτικό κομμάτι του κόσμου
πέρα από το ασανσέρ: το πλήρες εύρος του περιλάμβανε
θαύματα ανώτερα και από την Αγαλλίαση ακόμα. Τόσα
παράξενα πράγματα σε μια απαγόρευση κυκλοφορίας μού
τοξίκωσαν το κεφάλι. Η αδελφή μου είπε ότι έπρεπε να
ξαναγυρίσουμε στα στρώματά μας πριν από το κιτρίνισμα αλλά
υποσχέθηκε να με ξαναπάει στο μυστικό της την επόμενη
φορά.
Αυτή η εικόνα έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη και κάθε καθαρόαιμου,
Σόνμι. Όταν γύρισα σπίτι εκείνη τη νύχτα, οι συγκάτοικοί μου ήταν
κολλημένοι στο σόνι. Οι μισοί πρωτοχρονιάτικοι εορτασμοί της Νέας
Συνευημερίας ματαιώθηκαν, οι άλλοι μισοί ήταν σαφώς πιο
χαμηλότονοι. Στα μίντια εναλλάσσονταν τα πλάνα από το εσωτερικό
νίκον του φαγάδικου και τα πλάνα από το νίκον δημόσιας τάξης της
πλατείας Τσονγκμιό, που έδειχναν το περαστικό όργανο να αδρανοποιεί
τη Γιούνα~939. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Ήμασταν σίγουροι ότι
κάποια τρομοκράτισσα του Συνδικάτου είχε κάνει προσωποδιαμόρφωση
για να μοιάζει σερβιτόρα, για διεστραμμένους προπαγανδιστικούς
σκοπούς. Όταν επιβεβαίωσε η Ομοφωνία ότι το κατασκεύασμα ήταν
αυθεντική Γιούνα, εμείς… εγώ…
Ένιωσες ότι η εταιρειοκρατική παγκόσμια τάξη είχε αλλάξει,
αμετάκλητα. Ορκίστηκες να μην εμπιστευτείς ποτέ κανένα
κατασκεύασμα. Ήξερες ότι ο Αμπολισιονισμός ήτανε δόγμα
εξίσου επικίνδυνο και ύπουλο με τον Συνδικαλισμό.
Υποστήριξες τους επακόλουθους Πατριωτικούς Νόμους που
υπαγόρευσε ο Αγαπημένος Πρόεδρος ολόψυχα.
Όλα αυτά, ναι. Τι συνέβαινε κάτω στο φαγάδικό σου στο μεταξύ;
Κατέφτασαν πολλές δυνάμεις της Ομοφωνίας για να πάρουν
στίγμα της Ψυχής κάθε πελάτη και νίκον των καταθέσεων των
αυτοπτών μαρτύρων ενώ ο θόλος εκκενωνόταν. Καθαρίσαμε το
φαγάδικο και ήπιαμε Σαπούνι χωρίς να κάνουμε Εσπερινό. Το
επόμενο κιτρίνισμα, οι αναμνήσεις των αδελφών μου από τον
σκοτωμό της Γιούνα~939 παρέμεναν εν πολλοίς άθικτες. Εκείνο
τον Όρθρο, αντί της εθιμικής τελετής Απαστέρωσης, ο Πάπα
Σονγκ έκανε το Αντισυνδικαλιστικό Του Κήρυγμα.
Και εκείνη την εποχή πάνω κάτω ήταν που αντιλήφθηκες τη δική σου
ανάληψη;
Σωστά. Θέλεις να περιγράψω την εμπειρία; Ήταν
πανομοιότυπη με αυτή της Γιούνα~939, όπως αναγνωρίζω
τώρα. Πρώτον, μια φωνή μιλούσε στο κεφάλι μου. Με
ανησυχούσε τρομερά, ώσπου έμαθα ότι κανείς άλλος δεν
άκουγε αυτή τη φωνή, που είναι γνωστή στους καθαρόαιμους
ως «συναίσθηση». Δεύτερον, η γλώσσα μου εξελίχτηκε: για
παράδειγμα, αν ήθελα να πω καλό, το στόμα μου
χρησιμοποιούσε ένα βελτιωμένο υποκατάστατο όπως κατάλληλο,
ωραίο ή ορθό. Σε ένα κλίμα όπου οι καθαρόαιμοι και στις
Δώδεκα Πόλεις κατήγγελλαν αποκλίσεις κατασκευασμάτων
κατά χιλιάδες την εβδομάδα, αυτή η εξέλιξη ήταν επικίνδυνη,
και επιδίωξα να την περιορίσω. Τρίτον, η περιέργειά μου για
καθετί έγινε οξεία: η «πείνα» στην οποία είχε αναφερθεί η
Γιούνα~939. Κρυφάκουγα τα σόνι των πελατών, τα Σποτ, τις
ομιλίες των Συμβούλων, οτιδήποτε, για να μάθω. Κι εγώ
επίσης λαχταρούσα να δω πού πήγαινε το ασανσέρ. Ούτε μου
διέφευγε το γεγονός ότι δύο κατασκευάσματα, που δούλευαν
δίπλα δίπλα στην ίδια ταμειακή στο ίδιο φαγάδικο, βίωναν και
τα δύο αυτές τις ριζικές διανοητικές μεταβολές. Τέλος, η
αίσθηση της αποξένωσής μου βάθυνε. Μεταξύ των αδελφών
μου μονάχα εγώ καταλάβαινα τη ματαιότητα και τον μόχθο της
ύπαρξής μας. Μέχρι που ξυπνούσα κατά τη διάρκεια της
απαγόρευσης, ποτέ όμως δεν μπήκα στο μυστικό δωμάτιο,
ούτε τόλμησα έστω να κουνηθώ μέχρι το κιτρίνισμα. Οι
αμφιβολίες της Γιούνα για τον Πάπα Σονγκ με κατέτρυχαν. Αχ,
ζήλευα τις άκριτες, απερίσκεπτες αδελφές μου.
Πάνω απ’ όλα όμως φοβόμουν.
Ακούγεται όργανο.
Συστήθηκε ως Τσανγκ, σοφέρ. Ζήτησα συγγνώμη: δεν ήξερα
τη λέξη. Ο σοφέρ, εξήγησε ο γλυκομίλητος επισκέπτης, οδηγεί
φορντ για στελέχη και Συμβούλους αλλά μερικές φορές εκτελεί
και καθήκοντα αγγελιοφόρου. Αυτός, ο κύριος Τσανγκ, είχε
ένα μήνυμα για μένα, τη Σόνμι~451, από τον δικό του μάντη.
Το μήνυμα ήταν στην πραγματικότητα μια επιλογή. Μπορούσα
να φύγω από το φαγάδικο τώρα και να ξεπληρώσω την
Επένδυσή μου έξω, ή αλλιώς να μείνω εκεί που ήμουν, να
περιμένω την Ομοφωνία και τα εκπαιδευμένα σκυλιά τους να
έρθουν και να ερευνήσουν τον θάνατο του Μάντη Ρι, και να με
ξεμπροστιάσουν ως κατάσκοπο του Συνδικάτου.
Άρα επί εννέα μήνες κανείς δεν πρόσεξε την εκτίναξη της συναίσθησής
σου;
Έτσι πίστευα. Οι μόνοι τακτικοί επισκέπτες του Μπουμ-Σουκ
Κιμ ήταν ο Μιν-Σικ και ο Φανγκ. Το πραγματικό όνομα του
Φανγκ δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ όσο ήμουν εγώ εκεί.
Κοκορεύονταν για τα καινούργια τους σουζούκι και έπαιζαν
πόκερ, και δεν έδιναν καθόλου σημασία στα κατασκευάσματα
εκτός από αυτά των κέντρων ανοχής στο Χουαμντονγκίλ. O
Γκιλ-Σου Νουν, ο γείτονας του Μπουμ-Σουκ, ένας
κατωστρωματικός διδακτορικός με υποτροφία, κοπανούσε τον
τοίχο για να παραπονεθεί για τον θόρυβο πού και πού, αλλά οι
τρεις στελεχικοί, απλά, κοπανούσαν πιο δυνατά. Τον είδα μόνο
μια δυο φορές.
Τι είναι το «πόκερ»;
Ένα χαρτοπαίγνιο όπου οι ικανότεροι ψεύτες παίρνουν χρήματα
από τους λιγότερο ικανούς ψεύτες. Ο Φανγκ κέρδισε χιλιάδες
μονάδες από τις Ψυχές του Μπουμ-Σουκ και του Μιν-Σικ στις
παρτίδες τους. Άλλες φορές, οι τρεις φοιτητές ενέδιδαν σε
ναρκωτικά, συχνά σε Σαπούνι. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο
Μπουμ-Σουκ μου έλεγε να φύγω: όταν ήταν τοξικωμένος,
παραπονιόταν, οι κλώνοι τον ενοχλούσαν. Ανέβαινα στην
ταράτσα της σχολής, καθόμουνα στον ίσκιο του ντεπόζιτου και
κοιτούσα τις μαυροσταχτάρες να κυνηγούν γιγάντιες σκνίπες
μέχρι να σκοτεινιάσει, οπότε ήξερα ότι οι τρεις διδακτορικοί θα
είχαν φύγει. Ο Μπουμ-Σουκ ποτέ δεν έκανε τον κόπο να
κλειδώσει το εργαστήριό του, βλέπεις.
Άρα δεν πάτησες το πόδι σου έξω από το εργαστήριο του Μπουμ-Σουκ
για πέντε εβδομάδες; Ούτε μια φορά;
Ούτε μια φορά. Φοβόμουν να αποχωριστώ το σόνι μου,
βλέπεις. Ένας φύλακας τσέκαρε την πόρτα του εργαστηρίου
κάθε ενατoνύχτα. Μερικές φορές άκουγα τον Γκιλ-Σου Νουν
από το διπλανό εργαστήριο. Κατά τ’ άλλα, τίποτα. Είχα τη
γρίλια κατεβασμένη και τα ηλιακά κλειστά τη νύχτα. Είχα
αρκετό Σαπούνι για να με κρατήσει.
Χιόνισε;
Αχ, ναι, το χιόνι. Τα πρώτα χιόνια άργησαν πολύ πέρυσι,
έπεσαν στον δωδεκατομήνα. Το ένιωσα πριν ξυπνήσω στο
μισοσκόταδο. Οι χιονονιφάδες στεφάνωναν τα
πρωτοχρονιάτικα φωτάκια που στόλιζαν τα παράθυρα του
προαυλίου: ήταν μαγευτικά, Αρχειονόμε, μαγευτικά. Η
βλάστηση κάτω απ’ το παραμελημένο άγαλμα στο προαύλιο
λύγιζε υπό το βάρος του χιονιού, και το άγαλμα το ίδιο είχε
πάρει μια κωμική αύρα μεγαλοπρέπειας. Μπορούσα να δω το
χιόνι να πέφτει στον προηγούμενό μου κύβο φυλακής, κι αυτό
μου λείπει εδώ. Στο μισόφωτο, το φως λουλακιάζει: τι
ανόθευτη παρηγοριά.
Πρέπει λοιπόν να είναι κάπου εδώ που μπαίνει στην ιστορία ο δρ Μέφι.
Ναι, παραμονή του Σεξτέτου. Χιόνιζε κι εκείνη τη νύχτα. Ο
Μπουμ-Σουκ, ο Μιν-Σικ κι ο Φανγκ μπούκαραν κατά την ώρα
είκοσι, αναψοτοξικωμένοι, με πάγο στα νάικ τους. Ήμουν
στον προθάλαμο και ίσα που πρόλαβα να κρύψω το σόνι μου·
θυμάμαι ότι διάβαζα την Πολιτεία του Πλάτωνα. Ο Μπουμ-Σουκ
φορούσε καπέλο αποφοίτησης, κι ο Μιν-Σικ είχε στην αγκαλιά
του ένα καλάθι με ορχιδέες που μύριζαν μέντα μεγάλο ίσαμε το
μπόι του. Τις έριχνε σ’ εμένα, κι έλεγε: «Πέταλα για τη Σπούνι,
για τη Σπόνι, για τη Σόνμι, όπως τη λένε τέλος πάντων…».
Ο Φανγκ ψαχούλεψε στο ντουλάπι όπου φυλούσε ο Μπουμ-
Σουκ το σότζου του και πέταξε τρία μπουκάλια πάνω απ’ τον
ώμο του, γκρινιάζοντας πως οι μάρκες ήταν όλες ξίδι. Ο Μιν-
Σικ έπιασε τα δύο μπουκάλια, το τρίτο όμως έγινε θρύψαλα στο
πάτωμα, προκαλώντας επαναλαμβανόμενα γέλια. «Μάζεψέ τα,
Σταχτομπούτα!» είπε ο Μπουμ-Σουκ και χτύπησε τα χέρια του
κατά τη μεριά μου, κι ύστερα, για να ηρεμήσει τον Φανγκ, του
είπε ότι θ’ άνοιγε ένα μπουκάλι απ’ το καλό, μια και η Διακοπή
του Σεξτέτου έπεφτε μόνο μια φορά τον χρόνο.
Μέχρι να σκουπίσω και το τελευταίο θρύψαλο, ο Μιν-Σικ είχε
βρει ένα ντίσνεϊ τρομοπορνό στο τρισδιάστατο. Το
παρακολουθούσαν με την απόλαυση ειδημόνων,
λογοφέρνοντας για τα θετικά του στοιχεία και τον ρεαλισμό
του, και πίνοντας το εκλεκτό σότζου. Το μεθύσι τους εκείνη τη
νύχτα είχε μια απερισκεψία, του Φανγκ ιδίως. Κατέφυγα στον
προθάλαμο, απ’ όπου άκουγα τον Γκιλ-Σου Νουν στην πόρτα
του εργαστηρίου να ζητά από τους γλεντοκόπους να κάνουν
ησυχία. Κρυφοκοίταξα. Ο Μιν-Σικ κορόιδευε τα γυαλιά του
Γκιλ-Σου, και ρωτούσε γιατί δεν μπορούσε να βρει η οικογένειά
του τα δολάρια για να διορθώσει τη μυωπία του. Ο Μπουμ-
Σουκ είπε στον Γκιλ-Σου να χωθεί μέσα στην ψωλή του άμα
ήθελε την ηρεμία του ενώ ο πολιτισμένος κόσμος γιόρταζε το
Σεξτέτο. Όταν σταμάτησε να γελάει, ο Φανγκ είπε πως θα
έβαζε τον πατέρα του να διατάξει εφοριακό έλεγχο σ’ όλο το
σόι των Νουν. Ο Γκιλ-Σου Νουν έμεινε ν’ αφρίζει στην πόρτα
μέχρι που οι τρεις στελεχικοί τον έδιωξαν πετώντας του
δαμάσκηνα και περαιτέρω χλεύη.
Ο Σύμβουλος Μέφι;
Ναι, ας είμαστε όμως σχολαστικοί: ο Καθηγητής της
Ομοφωνίας, αρχιτέκτονας της Λύσης των Μερικανών
Προσφύγων, κάτοχος του Μεταλλίου Υπεροχής της Νέας
Συνευημερίας, μονογράφος του Του Φου και του Λι Πο·61 ο
Σύμβουλος του Τσούτσε Αλόι Μέφι. Λίγη σημασία του έδωσα
εκείνη τη στιγμή, ωστόσο. Στον λαιμό μου και τη σπονδυλική
μου στήλη έσταζε υγρό. Όταν ακούμπησα το αυτί μου, ο πόνος
έμοιαζε να ηλεκτροπλήττει την αριστερή μεριά του σώματός
μου. Τα δάχτυλά μου γυάλιζαν και κοκκίνιζαν.
Η φωνή του Μπουμ-Σουκ έτρεμε: «Σύμβουλε–» Ούτε ο Φανγκ
ούτε ο Μιν-Σικ προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν. Ο
Σύμβουλος ακούμπησε ένα καθαρό μεταξωτό μαντίλι στο αυτί
μου και μου είπε να το πιέζω σταθερά. Έβγαλε ένα χειροσόνι
από μια εσωτερική τσέπη. «Κύριε Τσανγκ;» είπε στη συσκευή.
«Πρώτες Βοήθειες. Γρήγορα, παρακαλώ». Τώρα αναγνώρισα
τον νυσταγμένο επιβάτη που με είχε συνοδεύσει από την
πλατεία Τσονγκμιό πριν από οκτώ μήνες.
Στη συνέχεια, ο σωτήρας μου κοίταξε επίμονα τους
διδακτορικούς: δεν τόλμησαν να σηκώσουν τα μάτια. «Λοιπόν,
κύριοι, κάναμε πολύ δυσοίωνη αρχή στη Χρονιά του Φιδιού».
Ο Μιν-Σικ και ο Φανγκ θα ειδοποιούνταν από το πειθαρχικό
συμβούλιο των μείζονων χρεώσεων, υποσχέθηκε, και τους
έδωσε το ελεύθερο να φύγουν. Υποκλίθηκαν κι οι δύο και
βγήκαν τρέχοντας. Ο Μιν-Σικ άφησε τον μανδύα του να βγάζει
ατμούς στο οντούλ αλλά δεν γύρισε να τον πάρει. Ο Μπουμ-
Σουκ έδειχνε απαρηγόρητος. Ο Σύμβουλος Μέφι άφησε τον
διδακτορικό να υποφέρει για μερικά δευτερόλεπτα κι έπειτα
ρώτησε: «Σχεδιάζεις να ρίξεις και σ’ εμένα με αυτό το πράγμα;».
Ο Μπουμ-Σουκ Κιμ έριξε τη βαλλίστρα λες και ήταν
υπερθερμασμένη. Ο Σύμβουλος κοίταξε το ακατάστατο
εργαστήριο και μύρισε τον λαιμό του μπουκαλιού του σότζου.
Tο βίαιο πολυπλόκαμο σύμπλεγμα στο τρισδιάστατο του
απέσπασε την προσοχή. Ο Μπουμ-Σουκ παιδεύτηκε με το
τηλεκοντρόλ, του έπεσε, το σήκωσε, πάτησε το στοπ, το
κατεύθυνε προς τη σωστή μεριά, ξαναπάτησε το στοπ. Ο
Σύμβουλος Μέφι μίλησε, επιτέλους. Ήταν έτοιμος να ακούσει
πώς εξηγούσε ο Μπουμ-Σουκ το ότι χρησιμοποιούσε το
πειραματικό κατασκεύασμα της σχολής του για εξάσκηση στη
βαλλίστρα.
Τι λόγο σου είπε ο Σύμβουλος ότι είχε για την έγκαιρη διάσωσή σου;
Κανέναν μέχρι στιγμής. Μου είπε ότι μεταφερόμουν στη Σχολή
της Ομοφωνίας στο δυτικό άκρο του κάμπους και ζήτησε
συγγνώμη που άφησε «αυτά τα τρία τοξικωμένα στελεχικά
σκουλήκια» να παίζουν με τη ζωή μου. Ο καιρός είχε
αποτρέψει μια εγκαιρότερη παρέμβαση. Ξεχνώ τι
καλοπροσανατολισμένη, ταπεινή απάντηση του έδωσα.
Στους διαδρόμους του κάμπους τα πλήθη γιόρταζαν την
παραμονή του Σεξτέτου. Ο κύριος Τσανγκ μου έμαθε να σέρνω
τα πόδια μου στον κρυσταλλικό πάγο για μεγαλύτερη έλκυση.
Χιονονιφάδες κάθονταν στις βλεφαρίδες και τα ρουθούνια μου.
Οι χιονοπόλεμοι κατέπαυαν καθώς πλησίαζε ο Καθηγητής
Μέφι· οι αντιμαχόμενοι υποκλίνονταν. Η αίσθηση της
ανωνυμίας που μου παρείχε η κουκούλα μου ήταν
απολαυστική. Περνώντας από τους διαδρόμους, άκουσα
μουσική. Όχι Σποτ ή τραγουδοπόπ αλλά γυμνά κύματα
μουσικής να αντηχούν. «Χορωδία» μου είπε ο Σύμβουλος
Μέφι. «Ο εταιρειοκράτης sapiens μπορεί να είναι
σκληρόκαρδος, μικροπρεπής και κακεντρεχής» είπε, «αλλά
μπορεί να είναι και πράγματα ανώτερα, δόξα σοι ο Πρόεδρος».
Ακούσαμε για ένα λεπτό. Σηκώνοντας το βλέμμα, ένιωσα λες
και ορμούσα προς τα πάνω.
Δύο όργανα που φυλούσαν τη Σχολή Ομοφωνίας χαιρέτησαν
στρατιωτικά και πήραν τους μουσκεμένους μανδύες μας. Όσο
σπαρτιάτικο ήταν το εσωτερικό της Ψυχογονιδιωματικής
Σχολής, τόσο πλούσιο ήταν αυτό τούτου του κτιρίου. Οι
στρωμένοι με χαλιά διάδρομοι ήταν γεμάτοι με ιλτζονγκιανούς
καθρέφτες, τεφροδόχους των βασιλιάδων της Σίλα,
τρισδιάστατα υψηλών προσώπων της Ομοφωνίας. Το ασανσέρ
είχε πολυέλαιο· η φωνή του απήγγελλε εταιρειοκρατικές
Κατηχήσεις, ο Σύμβουλος Μέφι όμως της είπε να το βουλώσει,
και προς μεγάλη μου έκπληξη υπάκουσε. Για άλλη μια φορά, ο
κύριος Τσανγκ με υποβάσταζε όσο το ασανσέρ επιτάχυνε, κι
έπειτα επιβράδυνε.
Βγήκαμε σ’ ένα ευρύχωρο χωνευτό διαμέρισμα από
ανωστρωματικό Σποτ. Μια τρισδιάστατη φωτιά χόρευε στην
κεντρική εστία, περικυκλωμένη από μαγνητικά υπερυψωμένα
έπιπλα. Οι γυάλινοι τοίχοι επέτρεπαν ιλιγγιώδη θέα του
αστοσυγκροτήματος τη νύχτα, σκεπασμένη από τη
θολόλαμπρη χιονόπτωση. Οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν
καλυμμένοι με πίνακες ζωγραφικής. Ρώτησα τον Μέφι αν εδώ
ήταν το γραφείο του.
«Το γραφείο μου είναι έναν όροφο πιο πάνω» αποκρίθηκε.
«Εδώ είναι το διαμέρισμά σου».
Πριν καν προλάβω να εκφράσω την έκπληξή μου, ο κύριος
Τσανγκ πρότεινε να προσκαλέσω τον επιφανή καλεσμένο μου
να καθίσει. Ζήτησα συγγνώμη από τον Σύμβουλο Μέφι: πρώτη
φορά είχα καλεσμένο και οι τρόποι μου δεν ήταν
εκλεπτυσμένοι.
Ο μαγνητικός υπερυψωμένος καναπές ταλαντεύτηκε απ’ το
βάρος του επιφανούς ανδρός. Η νύφη του, είπε, είχε
ξανασχεδιάσει το διαμέρισμά μου έχοντας εμένα κατά νου.
Ήλπιζε ότι θα βρω στοχαστικούς τους πίνακες του Ρόθκο.
«Γνήσια πρωτότυπα σε επίπεδο μορίου» με διαβεβαίωσε. «Εγώ
ο ίδιος το ενέκρινα. Ο Ρόθκο ζωγραφίζει το πώς βλέπουν οι
τυφλοί».
Και στο μεταξύ ο Μπουμ-Σουκ Κιμ δεν είχε πάρει μυρωδιά του σάλου
που προκαλούσε το κλεμμένο δοκτοράτο του;
Μόνο ένας ανυποχώρητα ηλίθιος που δεν είχε αγγίξει πιπέτα
στη ζωή του δεν θα έπαιρνε μυρωδιά, αλλά ναι, ο Μπουμ-Σουκ
ήταν τόσο ηλίθιος. Ίσως κι αυτό, επίσης, να μην ήταν τυχαίο.
Όχι, ούτε καν μέρα. Εμείς οι πολίτες κατά κύριο λόγο αφήνουμε τον
Πύργο στους τουρίστες.
Να πας. Από τον 234ο όροφο, το αστοσυγκρότημα ήταν ένα
χαλί από ξένον και νέον και κίνηση και διοξάνθρακα και
θόλους. Χωρίς τον γυάλινο θόλο, μου είπε ο Χάε-Τζου, σε αυτό
το υψόμετρο ο αέρας θα μας εκσφενδόνιζε σε τροχιά, σαν τους
δορυφόρους. Έδειξε διάφορα υψώματα κι ορόσημα: μερικά τα
είχα ακουστά ή τα είχα δει στο τρισδιάστατο, μερικά όχι. Η
πλατεία Τσονγκμιό ήταν κρυμμένη πίσω από έναν μονόλιθο,
διακρινόταν όμως το γαλάζιο της στάδιο. Σεληνιακός
σπόνσορας εκείνη τη νύχτα ήταν η Εταιρεία Σπόρων. Ο
πελώριος σεληνιακός προτζέκτορας στο μακρινό Φούτζι
πρόβαλλε το ένα Σποτ μετά το άλλο στην επιφάνεια του
φεγγαριού: ντομάτες μεγάλες σαν μωρά, κύβους κρεμώδους
κουνουπιδιού, άτρυπα ριζώματα λωτού. Από το ζουμερό στόμα
του Λογότυπου της Εταιρείας Σπόρων έβγαιναν συννεφάκια
κειμένου που εγγυώνταν ότι τα προϊόντα του ήταν εκατό τοις
εκατό γονιδιωματικά τροποποιημένα.
Κατεβαίνοντας, ο ηλικιωμένος ταξιτζής μιλούσε για τα
παιδικά του χρόνια σε ένα μακρινό αστοσυγκρότημα που
λεγόταν Μουμπάι, τώρα νεκρότοπος, όταν η σελήνη ήταν
πάντα γυμνή. Ο Χάε-Τζου είπε ότι μια σελήνη χωρίς Σποτ θα
τον φρίκαρε.
Άρα η επίσκεψή σου στου Πάπα Σονγκ ήταν μια… απογοήτευση; Βρήκες
το «κλειδί» του αναληφθέντα εαυτού σου;
Ίσως ήταν απογοητευτική, ναι. Αν υπήρχε κλειδί, ήταν απλώς
ότι δεν υπήρχε κλειδί. Στου Πάπα Σονγκ ήμουν σκλάβα· στο
Ταεμοσάν ήμουν μια πιο προνομιούχα σκλάβα. Άλλη μια
σκέψη μού ήρθε στον νου, ωστόσο, ενώ γυρνούσαμε στο
ασανσέρ. Αναγνώρισα την κυρία Ρι που δούλευε στο σόνι της.
Είπα το όνομά της φωναχτά.
Η αψεγάδιαστα δροσοφαρμακωμένη γυναίκα χαμογέλασε με
μπερδεμένα, χυμώδη, αναδιαμορφωμένα χείλη. « Ήμουν η
κυρία Ρι, τώρα όμως είμαι η κυρία Αν. Ο μακαρίτης ο σύζυγός
μου πνίγηκε σε ένα ατύχημα με βάρκα πέρυσι».
Είπα ότι αυτό ήταν απαίσιο.
Η κυρία Αν σφούγγιξε το μάτι με το μανίκι της και ρώτησε αν
ήξερα καλά τον μακαρίτη τον σύζυγό της. Το ψέμα είναι
δυσκολότερο απ’ όσο το κάνουν να φαίνεται οι καθαρόαιμοι,
και η κυρία Αν επανέλαβε την ερώτησή της.
«Η σύζυγός μου ήταν ελέγκτρια ποιοτήτων για την εταιρεία
πριν από τον γάμο μας» εξήγησε βιαστικά ο Χάε-Τζου,
βάζοντας το χέρι στον ώμο μου και προσθέτοντας ότι η πλατεία
Τσονγκμιό ανήκε στον τομέα της και ο Μάντης Ρι είχε υπάρξει
υποδειγματικός εταιρειάνθρωπος. Οι υποψίες της κυρίας Αν
είχαν ωστόσο εξαφθεί, και ρώτησε πότε ακριβώς είχε γίνει
αυτό. Τώρα ήξερα τι να πω. «Όταν είχε αρχιβοηθό έναν
καταναλωτή που λεγόταν Τσο».
Το χαμόγελό της άλλαξε απόχρωση. «Α, ναι. Ο βοηθός Τσο.
Τον έστειλαν κάπου στον βορρά, νομίζω, για να μάθει για το
ομαδικό πνεύμα».
Ο Χάε-Τζου με πήρε απ’ το χέρι, λέγοντας: «Ε, λοιπόν, “Όλοι
για τον Πάπα Σονγκ, ο Πάπα Σονγκ για όλους”. Μας
περιμένουν τα εμπορικά, γλυκιά μου. Η κυρία Αν προφανώς
δεν έχει χρόνο για χάσιμο».
Αργότερα, όταν είχαμε γυρίσει στο ήσυχο διαμέρισμά μου, ο
Χάε- Τζου μου έκανε το ακόλουθο κομπλιμέντο. «Αν είχα
αναληφθεί εγώ από σερβιτόρος σε προικισμένος σε δώδεκα
μήνες σερί, η τρέχουσα διεύθυνσή μου δεν θα ήταν ένας
ξενώνας στη Σχολή της Ομοφωνίας: θα βρισκόμουν σε κάποια
ψυχιατρική πτέρυγα, σοβαρά. Αυτές οι… υπαρξιακές ενοχές
που έχεις σημαίνουν, απλά, ότι είσαι στ’ αλήθεια άνθρωπος».
Ρώτησα πώς θα μπορούσα να τις αντιμετωπίσω.
«Δεν τις αντιμετωπίζεις. Τις υπομένεις».
Παίξαμε Γκο μέχρι την απαγόρευση. Ο Χάε-Τζου κέρδισε την
πρώτη παρτίδα. Εγώ τη δεύτερη.
Παρακαλώ.
Ένα από τα μεγάλα πάθη του Χάε-Τζου ήταν τα ντίσνεϊ, και ένα
τυχερό της καθοδήγησης του Καθηγητή Μέφι ήταν η πρόσβαση
σε απαγορευμένα κομμάτια στα αρχεία ασφαλείας.
Δηλαδή;
Ένα πικαρέσκο με τίτλο Τα φριχτά βάσανα του Τίμοθι Κάβεντις,
φτιαγμένο πριν από την ίδρυση της Νέας Συνευημερίας, σε μια
επαρχία της ευρωπαϊκής δημοκρατίας που έχει από καιρό γίνει
νεκρότοπος. Έχεις δει ποτέ φιλμ από τις αρχές του εικοστού
πρώτου αιώνα, Αρχειονόμε;
58 Τσούτσε, και πιο συχνά στα ελληνικά, Τζούτσε: η κρατική ιδεολογία της Βόρειας
Κορέας, που δίνει έμφαση στην ιδέα της αυτάρκειας μέσα από την επίτευξη της
ανεξαρτησίας – πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής. Εδώ, όπως θα
διαπιστώσει ο αναγνώστης, ένα πανίσχυρο συμβούλιο. (Σ.τ.Μ.)
59 Nea So Copros στο πρωτότυπο· το όνομα προκύπτει από το Greater East Asia Co-
Prosperity Sphere (Σφαίρα Συνευημερίας της Ευρύτερης Ανατολικής Ασίας), μια
πανασιατική ένωση που προσπάθησε να εγκαθιδρύσει η Αυτοκρατορία της
Ιαπωνίας (η οποία γεωγραφικά επεκτάθηκε και στη Νοτιανατολική Ασία κατά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο), με δηλωμένους στόχους την οικονομική αυτάρκεια
και συνεργασία μεταξύ των μελών της, και την απόκρουση του δυτικού
ιμπεριαλισμού και του σοβιετικού κομμουνισμού. Αποτελούσε όμως –για τους
εθνικιστές, τουλάχιστον– προπαγανδιστικό εργαλείο για την επιβολή της
ιαπωνικής ηγεμονίας. Το Copros εδώ μάλλον όχι τυχαία παραπέμπει στην
ελληνική κόπρο. (Σ.τ.Μ.)
60 Σύστημα υποδαπέδιας θέρμανσης στην κορεατική αρχιτεκτονική. (Σ.τ.Μ.)
61 Κινέζοι ποιητές και οι δύο. (Σ.τ.Μ.)
Το Πέρασμα της Σλούσα
κι όσα γίνανε μετά
Του γερο-Τζόρτζι ο δρόμος κι ο δικός μου σταυρωθήκανε πιο
περισσότερες φορές απ’ όσες θα ’θελα να μνημονεύω, κι άμα
πεθάνω, ποιος ξέρει τι θα πάει να μου κάνει αυτός ο διάολος…
δώστε μου λοιπόν λίγη προβατίνα κι εγώ θα πω σας για την
πρώτη μας γνωριμιά. Ένα γερό και ζουμερό κομμάτι, όχι,
αυτές τις καμένες φλοίδες δεν τις θέλω…
Πέρα πίσω απ’ το Πέρασμα της Βέρτ’μπρι είχε μια ράχη που
λεγότανε της Σελήνης η Φωλιά κι είχε την πιο καλύτερη θέα
στο Προσανέμι από τα βοσκοτόπια των Κοχάλα. Ένα λαμπρό
ανοιξιάτικο απόγευμα βόσκαγα πάνω στης Σελήνης τη Φωλιά
άμα είδα το Καράβι να πλησιάζει στον Κόλπο του Στολίσκου, κι
ήτανε πολλά όμορφο στα μάτια, γαλάζιο σαν τον ωκεανό κι
άμα δεν κοίταγες καταπάνω του δεν το έβλεπες, όχι. Ήξερα,
που λέτε, ότι έπρεπε ντουγρού να πάω στο παζάρεμα μα,
βλέπετε, είχα τις γίδες να φυλάω και τα σχετικά και μέχρι να
φτάσω στη Βουλή οι Προγνωστικοί θα φεύγανε όπως και να
είχε, έμεινα λοιπόν εκεί που ήμουνα και ραχάτευα, κοιτούσα
κείνο το θαμάσιο Καράβι της Εξυπνάδας που ερχότανε και
πήγαινε με τις αγριόχηνες και με τις φάλαινες.
Αυτός δηλαδή ήτανε ο λόγος που έμεινα που είπα από μέσα
μου, αν και ο αληθινός λόγος ήτανε ένα κορίτσι, η Ρόουζις,
που μάζευε φύλλα παλίλα για τα φάρμακα που ’φτιαχνε η μάνα
της. Είχαμε μεγάλη γκάβλα ο ένας για τον άλλο, βλέπετε, κι
εκείνο το αποκαρωμένο και μαριόλικο απόγευμα έγλειφα τα
λαγγεμένα μάνγκο της και το ογρό της σύκο και η αλήθεια
είναι πως δεν ήθελα να πάω πουθενά αλλού, ούτε και μάζεψε
πολλά φύλλα παλίλα η Ρόουζις κείνη τη μέρα, όχι. Α, γελάτε
τώρα και κοκκινίζετε, μικρά μου, μα ήτανε μια εποχή, ναι,
που ήμουνα ακριβώς όπως εσείς τώρα.
Σαν βράδιασε και γύρισα τις γίδες μου πίσω, η μάνα
φτεροκόπαγε και αγωνιούσε σαν το μονόφτερο χήνο και με
έβριζε με τέτοια τρέλα που τελικά το γλωσσοκοπάνημα το
’μαθα από τη Σάσι. Άμα παζαρέψανε στη Βουλή, αντί να
δώσουνε σήμα σε όλους να γυρίσουνε στο Καράβι όπως κάνανε
κανονικά, ο Προγνωστικός αρχηγός ζήτησε να μιλήσει διαίτερα
με την Ηγουμένη. Μετά από ώρα, βγήκε απ’ τη συνάντηση η
Ηγουμένη και κάλεσε μάζωξη. Οι Κοιλαδίτες απ’ τα κοντινά
σπίτια ήτανε κει, χτος απ’ το σπίτι μας, του Μπέιλι. Βλέπετε,
ούτε η μάνα είχε πάει στη Βουλή. Ξεκίνησε λοιπόν η μάζωξη
επιτόπου. Ο Προγνωστικός αρχηγός θέλει να κάνει ένα διαίτερο
παζάρεμα φέτος, είπε η Ηγουμένη. Μια Καραβίτισσα ζητά να ζήσει
και να δουλέψει σ’ ένα σπίτι για μισό χρόνο, για να μάθει τα χούγια μας και
να μας καταλάβει εμάς τους Κοιλαδίτες. Σ’ αντάλλαγμα ο αρχηγός θα
πληρώσει διπλά για ό,τι παζαρέψαμε σήμερα. Δίχτυα, τσουκάλια, ταψιά,
σιδερικά, όλα διπλά. Σκεφτείτε τώρα τι τιμή είναι αυτή, και σκεφτείτε τι
μπορούμε να πάρουμε με όλα αυτά τα πράματα στο επόμενο Παζάρεμα στη
Χονοκάα. Ε, δεν πήρε ώρα μέχρι ν’ απλωθεί σ’ όλη τη μάζωξη
ένα μεγάλο Ναι! και η Ηγουμένη αναγκάστηκε να φωνάξει την
επόμενή της ερώτηση μέσα στο σαματά. Ποιος θα φιλοξενήσει την
Προγνωστικιά μας μουσαφίρισσα; Ε, κείνο το Ναι! κόπηκε με τη
μία. Ξάφνου είχανε όλοι δικαιολογίες με το τσουβάλι. Δεν
έχουμε χώρο. Δυο βυζαστάρια περιμένουμε, η μουσαφίρισσα δε θα μπορεί
να κοιμηθεί καλά. Τα κουνούπια στο σπίτι μας θα τηνε κάνουνε κόσκινο. O
Ράστι Βόλβο ο λιγδιάρης το πέταξε πρώτος. Το σπίτι του Μπέιλι;
Βλέπετε, ούτε η μάνα ούτε εγώ ήμασταν εκεί να κρυολούσουμε
το σχέδιο κι αυτό πολλά γρήγορα άρπαξε σαν τη φωτιά. Ναι,
αυτοί έχουνε άδεια δωμάτια από τότε που σκοτώθηκε ο κύρης Μπέιλι! Τον
τελευταίο θερισμό οι Μπέιλι πήρανε πιο περισσότερα απ’ τη Βουλή απ’ όσα
φέρανε, ναι, έχουνε καθήκον! Ναι, έχουνε ανάγκη από χέρια στου Μπέιλι, η
μάνα Μπέιλι θα χαρεί για τη βοήθεια! Κι έτσι αποφασίστηκε το
πρόσταγμα της μάζωξης.
Ε, λοιπόν, ο μονόφτερος χήνος ήμουνα εγώ τώρα, ναι. Τι
τρώνε και πίνουνε οι Προγνωστικοί; Κοιμούνται στ’ άχυρα;
Κοιμούνται καθόλου; Έξι σελήνες! Η μάνα μ’ έβριζε που δεν
πήγα στο Καραβίστικο Παζάρι, και παρόλο που, ναι, αληθινή
αρχηγός στου Μπέιλι ήτανε η μάνα, εγώ ήμουνα ο πιο
μεγαλύτερος άντρας στο σπίτι, οπότε έπρεπε να ’χα πάει, να
πω το δίκιο. Είπα, Κοίτα, θα πάω στην Ηγουμένη να της πω πως δεν
μπορούμε να φιλοξενήσουμε Προγνωστικιά εδώ… όταν, τοκ τοκ τοκ,
έκανε η πόρτα μας.
Ναι, η Ηγουμένη ήτανε, που ’φερνε την Προγνωστικιά στο
σπίτι μας, με το Μάιλο, το βοηθό της σχολής. Όλοι
καταλάβαμε τότε ότι είχαμε φορτωθεί τη μουσαφίρισσα της
Κοιλάδας, μας άρεσε δε μας άρεσε, δεν μπορούσαμε να
πούμε, Χάσου απ’ τα μάτια μας, μπορούσαμε; Θα ντροπιάζαμε τη
σκεπή μας και θα ντροπιάζαμε τις εικόνες μας. Η Καραβίτισσα
είχε εκείνη την ξιδιασμένη μπόχα της Εξυπνάδας και μίλησε
πρώτη, πειδής η γλώσσα η δική μου και της μάνας είχανε δεθεί
κόμπος. Καλησπέρα, είπε, είμαι η Μερώνυμη, και σας ευχαριστώ
θερμά που θα με φιλοξενήσετε στη διαμονή μου στις Κοιλάδες. Ο Μάιλο
χαμογελούσε κοροϊδευτικά και βατραχίστικα με την αγωνία
μου, μου ’ρχόταν να τονε σφάξω.
Πρώτη αναστορήθηκε τους φιλοξενικούς της τρόπους η Σάσι,
και ταχτοποίησε τους μουσαφίρηδές μας κι έστειλε τον Τζόνας
να φέρει πιοτί και φαΐ και τα σχετικά. Η Μερώνυμη είπε, Εμείς
έχουμε έθιμο να δίνουμε μικρά δώρα στους οικοδεσπότες μας στην αρχή
μιας επίσκεψης, ελπίζω λοιπόν να μη σας πειράζει… Έβαλε τα χέρια της
σε μια τσάντα που ’χε φέρει και μας έδωσε δώρα. Η μάνα πήρε
μια ωραία κατσαρόλα που θα ’κανε πεντέξι τόπια μαλλί στη
Χονοκάα, και ξέπνοη είπε ότι δεν μπορούσε να δεχτεί τέτοιο
ατίμητο δώρο πειδής το να καλωσορίζεις τους ξένους ήτανε της
Σόνμι ο τρόπος, αλλά η Προγνωστικιά απάντησε πως τα δώρα
αυτά δεν ήτανε πληρωμή, όχι, ήτανε απλά ευχαριστώ για την
καλοσύνη, κι η μάνα δεν αρνήθηκε την κατσαρόλα δεύτερη
φορά, όχι. Η Σάσι κι η Κάτκιν πήρανε κολιέδες που λάμπανε
σαν τ’ άστρα, και γουρλώνανε τα μάτια τους χαρούμενες, κι ο
Τζόνας πήρε έναν ολοτετράγωνο καθρέφτη που τονε μάγεψε,
πιο λαμπερότερος από τα χαλασμένα θράσματα που ακόμη
βρίσκεις πού και πού.
O Μάιλο δε χαμογελούσε τόσο βατραχίστικα, μα αυτά τα
δώρα καθόλου δε μ’ αρέσανε, όχι, βλέπετε, αυτή η
ξενομερίτισσα αγόραζε το συγγενολόι μου σίγουρα, κι αυτό δε
θα τ’ ανεχόμουνα. Είπα λοιπόν πως μπορούσε η Καραβίτισσα
να μείνει σπίτι μας μα το δώρο της δεν το ’θελα και πάει και
τελείωσε.
Το ’πα πιο αγενικότερα απ’ όσο ήθελα, κι η μάνα έβγαλε
λόγχες απ’ τα μάτια της μα η Μερώνυμη είπε απλά, Βεβαίως,
καταλαβαίνω, θαρρείς κι είχα μιλήσει συνηθισμένα και κανονικά.
Ένα βράδυ, γύρω στη μια σελήνη μετά την αρρώστια της
Κάτκιν, τρώγαμε κουνέλια με ψητό τάρο κι η Μερώνυμη έκανε
μια άξαφνη ανακοίνωση. Ήθελε να ανέβει στο Μάουνα Κέα
πριν να γυρίσει το καράβι, είπε, να δει τι ήτανε να δει. Η μάνα
μίλησε πρώτη, ανήσυχη κιόλας. Γιατί, αδερφή Μερώνυμη; Δεν έχει
τίποτα στο Μάουνα Κέα παρά ατέλειωτο χειμώνα κι ένα μεγάλο σωρό
πέτρες.
Η μάνα, βέβαια, δεν είπε τι λογαριάζαμε όλοι πειδής δεν
ήθελε να φανεί βαρβαρική κι άγρια, μα η Σάσι δεν έκρυψε
τίποτα. Θεία Μέρο, άμα ανεβείς εκεί πάνω, θα σε παγώσει ο γερο-Τζόρτζι
και θα βγάλει την ψυχή σου μ’ ένα σκληρό και κυρτό κουτάλι και θα τη φάει
για να μην ξαναγεννηθείς ποτέ και το σώμα σου θα γίνει ένας
κρυοπαγημένος βράχος. Πρέπει να μείνεις εδώ στις Κοιλάδες, που έχει
ασφάλεια.
Η Μερώνυμη δεν πήρε τη Σάσι στην πλάκα, μόνο είπε ότι οι
Προγνωστικοί είχανε Εξυπνάδα που θα ’διωχνε το γερο-
Τζόρτζι. Ήτανε απαραίτητο ν’ ανέβει το Μάουνα Κέα για να
χαρτογραφήσει το Προσανέμι, είπε, και όπως και να ’χε, οι
Κοιλαδίτες θέλανε πιο περισσότερες λεπτομέρειες για τις
κινήσεις των Κόνα στ’ Απανέμι και τη Βαϊμέα. Ήτανε εποχές
που τέτοια λόγια θα μου ξυπνούσανε τις υποψίες μου, μα τώρα
δεν το σκέφτηκα αυτό, όχι, αν κι είχα έγνοια άσχημη για την
επισκέπτριά μας. Λοιπόν, το γλωσσοκοπάνημα έτρεχε μέρες
όταν μαθευτήκανε τα νέα αυτά. Η Καραβίτισσα θ’ ανέβει στο
Μάουνα Κέα! Περνούσε κόσμος να προειδοποιήσει τη
Μερώνυμη να μην πάει να χώσει τη μύτη της στην οχύρωση
του ΓΤ, γιατί δε θα ξανακατέβαινε αποκεί. Ήρθε μέχρι και ο
Νέιπς, κι είπε ότι το ν’ ανέβεις το Μάουνα Κέα σε μια ιστορία
ήτανε ένα πράμα, μα να το κάνεις στ’ αλήθεια ήτανε σαλεμένο
και τρελαμένο. Η Ηγουμένη είπε ότι η Μερώνυμη μπορούσε
να πηγαινοέρχεται όπου ήθελε, μα δε θα πρόσταζε κανέναν να
την οδηγήσει πάνω, η κορυφή παραήτανε άγνωρη κι
επικίνδυνη, τρεις μέρες ν’ ανέβεις κι άλλες τρεις να κατέβεις,
και στο δρόμο είχε ντίνγκο και Κόνα και η Σόνμι μόνο ήξερε τι
άλλο, και όπως και να ’χε όλα τα χέρια έπρεπε να ’ναι στα
σπίτια για τις ετοιμασίες για το Παζάρεμα στη Χονοκάα.
Τώρα εγώ τους έφερα όλους έκπληξη, ναι, και σ’ εμένα, άμα
αποφάσισα να πάω μαζί της. Δε με ξέρανε και για τον πιο
αρχιδάτο ταύρο τ’ αχυρώνα. Γιατί λοιπόν το έκανα; Πολλά
απλό. Ένα, χρωστούσα στη Μερώνυμη για την Κάτκιν. Δύο, η
ψυχή μου ήτανε κιόλας μισοπετρωμένη, ναι, σίγουρα δε θα
ξαναγεννιόμουνα, τι είχα λοιπόν να χάσω; Πιο καλύτερα θα
’τανε να φάει ο γερο-Τζόρτζι τη δική μου ψυχή παρά κανενός
άλλου που θα ξαναγεννιότανε, έτσι; Δεν είναι γενναίο αυτό,
όχι, είναι απλά λογικερό. Η μάνα δεν έδειξε να χαίρεται,
πειδής είχαμε πολλή δουλειά στην Κοιλάδα με το θερισμό που
’ρχότανε και τα τέτοια, μα σαν ήρθε το χάραμα που η
Μερώνυμη κι εγώ κινήσαμε, μου ’δωσε μάσα για το ταξίδι που
’χε καπνίσει και αλμυρίσει κι είπε ότι ο κύρης μου θα
καμάρωνε να μ’ έβλεπε τόσο μεγαλωμένο και θαρραλέο. Ο
Τζόνας μου ’δωσε μια διαίτερη κοφτερή κι ωραία λόγχη για
σκορπιομάνες, κι η Σάσι φυλαχτά από μύδια για να
θαμπώσουμε και να τυφλώσουμε το μάτι του γερο-Τζόρτζι άμα
μας κυνηγούσε. Ο αξά μου ο Κόμπερι είχε έρθει να φροντίσει
τις γίδες μου, και μου ’δωσε ένα σακούλι σταφίδες απ’ τα
κλήματα της οικογένειάς του. Η Κάτκιν ήτανε τελευταία, μου
’δωσε ένα φιλί και φίλησε και τη Μερώνυμη, και μας έβαλε και
τους δυο να υποσχεθούμε πως σ’ έξι μέρες θα γυρνούσαμε.
Που λέτε, εκεί που διασχίζαμε την οχύρωση για να πάμε στο
δεύτερο αστροσκοπείο, οι βράχοι αρχίσανε και μιλούσανε. Α,
είχες δίκιο την πρώτη φορά για τους αναθεματισμένους τους
Προγνωστικούς, Αδερφέ Ζάκρι! Αυτή ό,τι πιστεύεις τ’ ανακατεύει και τ’
αναποδογυρίζει! Σκέπασα τ’ αυτιά μου, μα ναι, οι φωνές αυτές
περνούσανε τα χέρια μου. Αυτή η γυναίκα έσωσε τη ζωή της Κάτκιν
μόνο και μόνο για να θολώσει το λογισμό σου με το χρέος και την τιμή!
Πονούσανε οι μορφές και οι λέξεις που είχανε κείνες οι πέτρες.
Έσφιξα το σαγόνι μου για να μην απαντήσω. Σαπροφαγίζει και
κοσκινίζει την Εξυπνάδα του Μεγάλου Νησιού που αληθινά ανήκει στους
Κοιλαδίτες! Χαλικοστρόβιλοι μου μπήκανε στα μάτια. Ο κύρης σου
σιγά μην άφηνε κανέναν ψεύτη ξενομερίτη να γίνει μπιστικός του, αδερφέ,
ή να τον έχει για μουλάρι! Τα λόγια εκείνα ήτανε τόσο αληθινά που
δεν μπορούσα να φέρω αντίρρηση, και σκόνταψα γερά.
Με κράτησε η Μερώνυμη μην πέσω. Δε μολόησα πως οι
βράχοι την κακογλωσσοκοπανούσανε, μα το ’χε δει πως κάτι
έτρεχε. Ο αέρας εδώ πάνω είναι αραιός κι ογρός, μίλησε, και το μυαλό
σου λυσσάει της πείνας και κάνει αυτόν τον περίεργο τόπο ακόμα πιο
περιεργότερο.
Φτάσαμε στο δεύτερο χτίριο και γω σωριάστηκα ζαλισμένος
όσο η Προγνωστικιά προσπαθούσε ν’ ανοίξει την πόρτα. Α,
αυτός ο λυσσασμένος ήλιος μ’ άδειαζε το μυαλό. Είναι μεγάλη
κατεργάρα, σίγουρα, Ζάκρι! Ο Τρούμαν Νέιπς Τρίτος ήτανε
κουρνιασμένος στο βράχο του. Η Μερώνυμη ούτε που τον είχε
ακούσει. Αυτή πιστεύεις ή το αίμα σου το ίδιο; μου θρηνολόησε. Είναι
οι αλήθειες σου μόνο «αραιός κι ογρός αέρας»; Είμαι γω «αραιός κι ογρός
αέρας»; Α, τι ανακούφιση την επόμενη στιγμή, που άνοιξε η
πόρτα τ’ αστροσκοπείου. Τα φαντάσματα κείνα κι οι λογχερές
αλήθειες τους δεν μπορούσανε να μας ακολουθήσουνε μέσα,
βλέπετε, μάλλον η Εξυπνάδα τα κρατούσε απέξω.
Έτσι πήγε όλο το απόγευμα, ναι. Τα πιο περισσότερα
αστροσκοπεία ήτανε σαν το πρώτο. Η Προγνωστικιά άνοιγε,
ξερευνούσε το μέρος με τη δέησή της και σχεδόν ξεχνούσε ότι
ήμουνα και γω εκεί. Καθόμουνα κι ανάσαινα εκείνον τον
Έξυπνο αέρα μέχρι να τελειώσει αυτή. Μα σαν ποδοβολούσαμε
απ’ το ’να χτίριο στ’ άλλο, οι στραβοί βράχοι μού λέγανε με μια
φωνή, Ιούδα! και Μουλάρι! και Καραβόσκλαβε! Φαντάσματα
Κοιλαδιτών με παρακάλααν απ’ τα κλειστά κρυοπαγημένα
χείλη τους, ναι, Δεν είναι φυλή σου! Δεν είναι καν στο χρώμα σου! και
εκεί και τότε, α, τρομαχτικά λογικερά ακουγόντανε, τ’ ομολοώ
εδώ και τώρα.
Η υποψία μ’ έτρωγε.
Κανένας Προγνωστικός δεν είχε πει ποτέ την αλήθεια σε
κανέναν Κοιλαδίτη, κι εκείνη τη μέρα έμαθα ότι κι η
Μερώνυμη ήτανε μία από τα ίδια. Άμα φτάσαμε στο τελευταίο
χτίριο, οι βράχοι είχανε κάνει τον ουρανό από γαλάζιο ένα γκρι
αγχώδικο και πυρίτικο. Η Μερώνυμη μου ’μαθε ότι δεν ήτανε
αστροσκοπείο αλλά γεννήτρια, που ’βγαζε μια Έξυπνη μαγεία,
το λεκτρισμό, που δούλευε τον τόπο όλο όπως δουλεύει η
καρδιά το σώμα. Θάμαζε τις μηχανές και τα σχετικά, εγώ όμως
ένιωθα χαζός και ιουδισμένος που με τύφλωσε η Καραβίτισσα
από τότε που χώθηκε στο σπίτι μου. Δεν ήξερα τι να κάνω ή
πώς να σταματήσω τα σχεδιάσματά της, αλλά ο Τζόρτζι είχε τα
δικά του σχεδιάσματα, πανάθεμά τον.
Τα σωθικά κείνης της γεννήτριας διαφέρανε από των άλλων
χτιρίων. Η Προγνωστικιά έλαμπε απ’ το μάγεμα άμα μπήκαμε
στα πελώρια δωμάτια, γω όμως όχι. Βλέπετε, ήξερα ότι δεν
ήμασταν μόνοι εκεί μέσα. Η Καραβίτισσα δε με πίστευε,
φυσικά, στο μεγαλύτερο όμως χώρο, όπου έστεκε βουβή μια
πελώρια σιδερένια καρδιά, είχε κάτι σαν θρόνο κυκλωμένο από
πλάκες με παραθυράκια και νούμερα και τα σχετικά, και σ’
αυτόν το θρόνο ήτανε χυμένος ένας πεθαμένος Παλιός ιερέας
κάτω από ’να τοξωτό παράθυρο. Η Προγνωστικιά ξεροκατάπιε
και κοίταξε πιο προσεχτικότερα. Αρχιαστρονόμος, θαρρώ, είπε
σιγανά, πρέπει ν’ αυτοχτόνησε εδώ σαν ήρθε η Πτώση, κι επειδή ήτανε
σφραγισμένος ο χώρος το πτώμα του δε σάπισε. Ένας ιερέας-βασιλιάς,
όχι αρχηγός, θαρρούσα γω, σε τέτοιο θαμάσιο παλάτι. Όσο
καταπιανότανε να μνημονεύει κάθε γωνιά κείνου του
καταραμένου μέρους στη δέησή της, γω πλησίαζα πιο
κοντύτερα στον ιερέα-βασιλιά απ’ τον κόσμο του τέλειου
Πολιτισμού. Ήτανε ξεμάλλιαγος και με νύχια γαμψά και τα
χρόνια είχανε μαζέψει και σακουλιάσει το πρόσωπό του
καμπόσο, ναι, αλλά τα Έξυπνα ουράνια ρούχα του ήτανε ωραία
και καλά, στ’ αυτί του είχε ζαφείρια, και μου μνημόνευε το
θείο Μπις, είχανε την ίδια γουρουνίσια μύτη, ναι.
Άκουσέ με, Κοιλαδίτη, μίλησε ο αυτοχτονημένος ιερέας-
βασιλιάς, ναι, άκουσε. Εμείς οι Παλιοί αρρωστήσαμε απ’ την Εξυπνάδα
κι η Πτώση ήτανε η γιατρειά μας. Η Προγνωστικιά δεν ξέρει ότι είναι
άρρωστη, όμως, ναι, είναι πολλά άρρωστη. Από κείνο το τοξωτό τζάμι
κύματα χιόνι στρίβανε και γυρνούσανε και πνίγανε τον ήλιο.
Κοίμησέ τη, Ζάκρι, αλλιώτικα αυτή και οι δικοί της θα φέρουνε την
ξενομερίτικη αρρώστια τους στις όμορφες Κοιλάδες σας. Θα τη φροντίσω
την ψυχή της καλά σ’ αυτόν τον τόπο, μη φοβάσαι. Η Καραβίτισσα
πήγαινε δώθε κείθε με τη δέησή της και μουρμούριζε ένα
προγνωστικό νανάρισμα που το ’χε μάθει στην Κάτκιν και τη
Σάσι. Τικ τοκ πήγαινε ο λογισμός μου. Δεν ήτανε βαρβαρικό και
άγριο να τη σκοτώσω;
Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, μου ’μαθε ο αστρονόμος βασιλιάς,
μόνο προστασία της φυλής σου ή ιούδισμα της φυλής σου, ναι, μόνο δυνατή
θέληση ή αδύναμη. Σκότωσέ την, αδερφέ. Δεν είναι θεά, μόνο αίμα και
σωλήνες είναι.
Είπα του πως δεν μπορούσα, το γλωσσοκοπάνημα θα μ’
έβγαζε φονιά κι η Ηγουμένη θα καλούσε μάζωξη να με ξορίσει
από τις Κοιλάδες.
Α, λογάριασε, Ζάκρι, με κορόιδεψε ο βασιλιάς. Λογάριασε! Από πού
θα το μάθει το γλωσσοκοπάνημα; Το γλωσσοκοπάνημα θα πει «Αυτή η
ξερόλα η ξενομερίτισσα παραμέρισε όλα τ’ αναστορήματα και τα εθίματά
μας κι ανέβηκε να παρασπιουνέψει στο Μάουνα Κέα κι ο γενναίος Ζάκρι
πήγε μαζί της να προσπαθήσει να τη φροντίσει, μα τελικά δεν ήτανε τόσο
Έξυπνη όσο νόμιζε».
Περάσανε στιγμές. Εντάξει, απάντησα τελικά
σκοτεινιασμένος, θα τη λογχίσω άμα βγούμε έξω. Ο ιερέας-βασιλιάς
χαμογέλασε ευχαριστημένος, και άλλο δε μίλησε. Τελικά το
θύμα μου είπε μου, Πωσπάς; Μια χαρά, είπα, κι ας ήμουνα
τσιτωμένος, βλέπετε, το πιο μεγαλύτερο που ’χα σκοτώσει
ήτανε γίδες και τώρα είχα ορκιστεί να σκοτώσω έναν
Προγνωστικό άνθρωπο. Είπε να φεύγαμε πειδής δεν ήθελε ν’
αποκλειστεί σε χιονοθύελλα εδώ πάνω και μας έβγαλε έξω από
τη γεννήτρια.
Έξω, οι βράχοι είχανε βουβαθεί σε χιόνι μέχρι τον αστράγαλο.
Η μια χιονοθύελλα είχε πάψει μα ερχότανε άλλη μια πιο
μεγαλύτερη, έτσι λογάριαζα.
Πηγαίναμε προς την ατσαλένια πύλη, εκείνη πρώτη, γω με τη
λόγχη του Τζόνας, να δοκιμάζω πόσο κοφτερή ήτανε στον
αντίχειρα.
Κάν’ το τώρα! πρόσταζε κάθε φονική πέτρα στο Μάουνα Κέα.
Δεν είχα να κερδίσω με το χασομέρι, όχι. Ήσυχα σημάδεψα
πάνω πάνω στο λαιμό της Προγνωστικιάς, και, η Σόνμι να με
λυπηθεί, πέταξα κείνη την καρχαρίσια αιχμή μ’ όλη μου τη
δύναμη.
Σήκω, μικρέ, με σφαλιάρισε ο κύρης μου όλο άγχητα, δεν είναι για
χουζούρεμα σήμερα, πανάθεμά σε. Έσκασε η φουσκάλα του ονείρου
και ξύπνησα για τα καλά σκεπασμένος τραχιές κουβέρτες των
Κολεκόλε. Το σκουρόχρωμο κορίτσι κι εγώ ήμασταν πλεγμένοι
αναμετάξυ μας, ναι, σαν δυο σαύρες που καταπίνανε η μια την
άλλη. Μύριζε κληματσίδες και στάχτη λάβας και τα λαδιά της
στήθια ανεβοκατεβαίνανε και την κοιτούσα και μ’ έπιασε μια
τρυφεράδα θαρρείς και κοιμότανε δίπλα μου δικό μου
βυζαστάρι. Ακόμη ήμουνα θολωμένος από τη γαληνόφουντα,
κι άκουγα μακρινοκοντινές φωνές από γερό γλέντι παρά που
είχε κιόλας ξημερώσει μια καταχνιασμένη αυγή, ναι,
συμβαίνουνε αυτά στα παζαρέματα του θεριστή, φορές φορές.
Χασμουρήθηκα λοιπόν και τανύστηκα, ναι, και πονούσα μα
ένιωθα και καλά και αδειανός, ξέρετε πώς πάει άμα πλακώσεις
όμορφο κορίτσι. Εκεί κοντά μαγειρεύανε πρωινό που ’βγαζε
καπνό, έβαλα λοιπόν το παντελόνι και το σακάκι μου και τα
σχετικά και τα μάτια του κοριτσιού των Κολεκόλε ανοίξανε
ελαφίστικα και μουρμούρισε, Καλημέρα, γιδάρη, και γέλασα και
είπα, Θα ξανάρθω με μάσα, κι εκείνη δε με πίστεψε, οπότε
αποφάσισα να της αποδείξω ότι έκανε λάθος και να τη δω να
χαμογελάει σαν θα της έφερνα το πρωινό της. Έξω από την
αποθήκη των Κολεκόλε είχε ένα βοτσαλόστρωτο που πήγαινε
κολλητά στο τείχος της πόλης, μα βορινά ή νοτικά δεν
καταλάβαινα, ρωτιόμουνα λοιπόν προς τα πού να κινήσω σαν
έπεσε ένας φύλακας των Χονοκάα από τον προμαχώνα και για
τοσοδά μόνο δε με σκότωσε.
Τα σωθικά μου τιναχτήκανε, μισά πάνω, μισά κάτω.
Από τη μύτη του έβγαινε ένα βέλος και η αιχμή του έβγαινε
από το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Η σιδερένια του αιχμή
τράνταξε εκείνο το πρωί και όλα μέσα του και τα ’φερε, α,
στην τρομαχτική τους θέση.
Εκείνο το μακρινοκοντινό γερό γλέντι ήτανε καβγάς και μάχη,
ναι! Κείνο το πρωινό που ’βγαζε καπνό ήτανε αχυροσκεπές που
καιγόντανε, ναι! Ο πρώτος λογισμός μου, που λέτε, ήτανε οι
δικοί μου, λαγογύρισα λοιπόν κατά την αποθήκη των
Κοιλαδιτών στο κέντρο της πόλης και φώναζα, Οι Κόνα! Οι Κόνα!
Ναι, τα μαύρα φτερά κείνης της φοβερής λέξης
φτεροκοπούσανε φρενιασμένα σ’ όλη τη Χονοκάα κι άκουσα
βροντερό σπάσιμο και σηκώθηκε φωνή μεγάλη και κατάλαβα
ότι είχανε σπάσει την πύλη της πόλης. Έφτασα, που λέτε, στην
πλατεία, αλλά ο βροντοχτυπητός πανικός μου ’φραζε το δρόμο
και ο φόβος, ναι, ο φόβος και η βρομερή του μπόχα μ’ έκανε
να γυρίσω. Γυρνούσα στα δρομάκια, μα φτάνανε όλο και πιο
κοντινότερες κραυγές κι οπλές και καμτσικιές των Κόνα, και
γεμίζανε σαν το τσουνάμι τα στενάκια κείνα που καταχνιάζανε
και καιγόντανε και δεν ήξερα από πού είχα έρθει ούτε πού
πήγαινα και μπαμ! μ’ έριξε σ’ ένα αυλάκι μια μισότυφλη γριά
που κοπανούσε στον αέρα με τον πλάστη και τσίριζε, Δε θα μ’
ακουμπήσεις με τα βρομόχερά σου, άμα ξανασηκώθηκα, όμως,
ήτανε ασάλευτη και κάτασπρη, βλέπετε, είχε ένα βέλος που
ξεφύτρωνε απ’ τον κόρφο της κι αξάφνου μ’ ένα βζζζτ ένα
καμτσίκι μου ’δεσε τα πόδια και βζζζτ σηκώθηκα στον αέρα και
βζζζτ το κεφάλι μου έπεσε κάτω και ααααα το πετρόστρωτο μου
κοπάνησε το κρανίο, ναι, πιο αγριότερο από κόψιμο μ’
αναθεματισμένο κρύο σκαρπέλο.
Μα σου είχε ήδη πει ψέματα για την ταυτότητά του – γιατί να τον
πιστέψεις αυτή τη φορά; Πώς μπορούσες να ξέρεις στα σίγουρα ότι δεν
είχε σκοπό να σε απαγάγει;
Δεν ήξερα· δεν ήμουν σίγουρη. Η απόφασή μου βασίστηκε
στον χαρακτήρα του. Μόνο να ελπίζω μπορούσα πως με τον
καιρό θα αποδεικνυόταν εύλογη. Αφήσαμε τον αρχαίο
Κάβεντις στην τύχη του και τρέξαμε προς τη δική μας: σε
διαδρόμους, από εξόδους κινδύνου, αποφεύγοντας φώτα και
ανθρώπους όποτε μπορούσαμε. Ο Χάε-Τζου με κατέβασε
κουβαλητή στα σκαλιά: δεν μπορούσαμε να περιμένουμε να
βγάλω άκρη αβοήθητη.
Σ’ ένα δεύτερο υπόγειο περίμενε ο κύριος Τσανγκ, σε ένα
άχαρο φορντ. Δεν είχαμε καιρό για χαιρετούρες. Το όχημα
πήρε μπροστά με θόρυβο και πέρασε γκαζώνοντας από τούνελ
και άδεια φορντοπάρκινγκ. Ο κύριος Τσανγκ έριξε μια ματιά
στο σόνι του και είπε ότι η γλίστρα φαινόταν να είναι ακόμη
προσβάσιμη. Ο Χάε-Τζου τον πρόσταξε να πάει εκεί, κι έπειτα
πήρε από τον σάκο του έναν σουγιά και έκοψε τη ρώγα του
αριστερού του δείκτη, σκάλισε κι έβγαλε ένα μικροσκοπικό
μεταλλικό αυγό. Το πέταξε από το παράθυρο και με πρόσταξε
ν’ απορρίψω παρομοίως το ψυχοδαχτυλίδι μου. Ο Σι-Λι έβγαλε
κι εκείνος την Ψυχή του.
Στ’ αλήθεια κόβουν τις ίδιες τους τις αιώνιες Ψυχές οι Συνδικαλιστές;
Ανέκαθεν πίστευα ότι επρόκειτο περί αστικού μύθου…
Πώς αλλιώς να ξεφύγει από την Ομοφωνία ένα αντιστασιακό
κίνημα; Ειδάλλως θα ρίσκαραν να τους εντοπίσουν σε κάθε
φανάρι. Το φορντ έστριψε σε μια ράμπα όταν μια θύελλα
φωσφορικής φλόγας έπεσε στα παράθυρα· ο αέρας γέμισε
γυαλιά, οι μεταλλικές πλάκες έτριζαν· το φορντ έξυνε τους
τοίχους, κι έπειτα σταμάτησε απότομα.
Εκεί που ήμουν σκυμμένη άκουγα πυρά από κολτ.
Το φορντ έβγαλε έναν γόο και πήρε μπρος με ταχύτητα. Ένα
σώμα έπεσε από το όχημα με γδούπο.
Ένα ανθρώπινο ουρλιαχτό αφόρητου πόνου υψώθηκε από το
μπροστινό κάθισμα: ο Χάε-Τζου ακούμπησε το κεφάλι του Σι-
Λι με ένα χειροκόλτ και πυροβόλησε.
Στο σαλόνι;
Έναν κενό χώρο πίσω από μια βουερή κουζίνα κι έναν
ψευδότοιχο, φωτισμένο από ένα ασθενικό ηλιακό. Ένα ποτήρι
με ρουμπινί λάιμ έστεκε στο χείλος ενός μαντεμένιου
μαγκαλιού που σίγουρα ήταν παλιότερο από το κτίριο, αν όχι
και από την πόλη. Καθίσαμε κατάχαμα σε φθαρμένες
μαξιλάρες. Ο Χάε-Τζου ήπιε το ποτό και μου είπε να βγάλω την
κουκούλα. Τα σανίδια στο ταβάνι κοπάνησαν και έτριξαν, μια
καταπακτή άνοιξε, και ξεπρόβαλε το πρόσωπο της Μα Αράκ
Να. Δεν φανέρωσε καθόλου έκπληξη όταν είδε εμένα, μια
Σόνμι. Έπειτα, το αρχαίο μαγκάλι έβγαλε το σταθερό βουητό
ενός υπερσύγχρονου ηλεκτρονικού κυκλώματος. Μια σφαίρα
σκοτεινής γυαλάδας και διαθλασμένης σιωπής απλώθηκε
ώσπου γέμισε το σαλόνι, υγροποιώντας τους ήχους της
κουζίνας. Τέλος, ένα παρδαλό φως πάνω από το μαγκάλι
μεταμορφώθηκε σε κυπρίνο.
Κυπρίνο;
Κυπρίνο, το ψάρι. Ένας κυπρίνος υπερφυσικός, περλέ και
μανταρινί, πρησμένος απ’ τους μύκητες, με μουστάκι
μανδαρίνου, μισό μέτρο μήκος. Ένα τεμπέλικο χτύπημα της
ουράς του ώθησε το ψάρι προς το μέρος μου. Ρίζες από
νούφαρα παραμέριζαν στο διάβα του. Τ’ αρχαία του μάτια
διάβασαν τα δικά μου· τα πλευρικά του πτερύγια κυμάτιζαν. Ο
κυπρίνος κατέβηκε μερικά εκατοστά για να διαβάσει το κολάρο
μου, και άκουσα το όνομά μου ειπωμένο από έναν γέρο. Ο
Χάε-Τζου μόλις που διακρινόταν στον λασπώδη υποβρύχιο
αέρα.
«Είναι εξαιρετική η ευγνωμοσύνη μου που βλέπω ότι ζεις» –η
φωνή που εξέπεμπε το τρισδιάστατο ήταν καλλιεργημένη μεν,
πνιχτή και θρυμματισμένη δε– «και μεγάλη η τιμή μου που σε
γνωρίζω. Είμαι ο Αν-Κορ Άπις του Συνδικάτου». Το ψάρι
ζήτησε συγγνώμη για τους οπτικούς θεατρινισμούς· το
καμουφλάζ ήταν απαραίτητο, εφόσον η Ομοφωνία χτένιζε όλες
τις μεταδόσεις.
Αποκρίθηκα ότι καταλάβαινα.
Ο Αν-Κορ Άπις υποσχέθηκε ότι σύντομα θα καταλάβαινα πολύ
καλύτερα και γύρισε προς τον Χάε-Τζου. «Διοικητά Ιμ».
Ο Χάε-Τζου υποκλίθηκε και δήλωσε ότι είχε ευθανατώσει τον
Σι-Λι.
Ο ανώτερος Συνδικαλιστής είπε ότι το γνώριζε ήδη, ότι δεν
υπήρχε αναισθητικό για τον πόνο του Χάε-Τζου· αλλά ότι τον
Σι-Λι τον είχε σκοτώσει η Ομοφωνία, και ο Χάε-Τζου είχε
απλώς γλιτώσει τον αδελφό του από έναν ποταπό θάνατο σε
έναν κύβο φυλακής. O Άπις έπειτα παρότρυνε τον Χάε-Τζου να
εξασφαλίσει πως δεν ήταν μάταιη η θυσία του Σι-Λι.
Ακολούθησε μια σύντομη ενημέρωση: έξι πυρήνες είχαν
αποκαλυφθεί και άλλοι δώδεκα είχαν απομονωθεί. Το «καλό
νέο» ήταν ότι ο Σύμβουλος Μέφι είχε προλάβει να
αυτοκτονήσει πριν αρχίσει το νευροβασανιστήριο. Έπειτα ο Αν-
Κορ Άπις διέταξε τον συνοδό μου να με βγάλει από τη Σεούλ
από τη Δυτική Πύλη Ένα, να πάει στο βορινό στρατόπεδο σε
κομβόι και να αναλογιστεί προσεκτικά τα όσα είχαν ειπωθεί.
Ο κυπρίνος έκανε μεταβολή κι εξαφανίστηκε μέσα στον τοίχο
του σαλονιού πριν ξαναξεπροβάλει από το στήθος μου. «Τους
φίλους σου τους διάλεξες με σύνεση, Σόνμι. Μαζί, ίσως να
αλλάξουμε τον εταιρειοκρατικό πολιτισμό και να τον κάνουμε
εντελώς αγνώριστο». Υποσχέθηκε ότι θα ξαναβρισκόμασταν
σύντομα. Η σφαίρα τότε συρρικνώθηκε και επέστρεψε στο
μαγκάλι καθώς το σαλόνι επανερχόταν. Ο κυπρίνος έγινε μια
ανταύγεια φωτός, μια κουκκίδα, και τέλος, ένα τίποτα.
Μητροδεξαμενές;
Ναι. Ήμασταν σε μια γονιδιωματική μονάδα. Κοιτούσα τις
ομάδες των εμβρυϊκών κατασκευασμάτων να αιωρούνται σε
μητρική γέλη· έβλεπα την ίδια μου την προέλευση, να θυμίσω.
Κάποια κοιμούνταν, κάποια πιπίλιζαν τον αντίχειρά τους,
κάποια κουνούσαν κάνα χέρι ή κάνα πόδι σαν να έσκαβαν ή να
έτρεχαν. Ρώτησα τον Χάε-Τζου, σ’ αυτό το μέρος είχα
καλλιεργηθεί; Ο Χάε-Τζου είπε όχι, το εκκολαπτήριο του Πάπα
Σονγκ στο Κουανγκτζού είναι πέντε φορές μεγαλύτερο. Τα
έμβρυα που κοιτούσα ήταν σχεδιασμένα να εργάζονται σε
σήραγγες ουρανίου κάτω από την Κίτρινη Θάλασσα. Τα μάτια
τους ήταν σαν πιάτα κι είχαν γονιδιωθεί για το σκοτάδι. Για την
ακρίβεια, τρελαίνονται αν εκτεθούν στο ζωηρό, αφιλτράριστο
φως της μέρας.
Η ζέστη σύντομα έκανε τον Χάε-Τζου να γυαλίζει απ’ τον
ιδρώτα. «Θα θέλεις Σαπούνι, Σόνμι. Το ρετιρέ μας είναι
αποδώ».
Και δεν ένιωθες ευάλωτη, να κοιμάσαι στη μέση του πουθενά χωρίς καν
να ξέρεις το πραγματικό όνομα του Χάε-Τζου Ιμ;
Παραήμουν τοξικωμένη. Τα κατασκευάσματα μένουμε ξύπνια
πάνω από είκοσι ώρες χάρη στο Σαπούνι, ύστερα
ξεραινόμαστε.
Όταν ξύπνησα, μερικές ώρες αργότερα, ο Χάε-Τζου ροχάλιζε
πάνω στον μανδύα του. Μελέτησα ένα κάκαδο στο μάγουλό
του, που είχε γρατζουνιστεί όταν φεύγαμε από το Ταεμοσάν.
Το καθαρόαιμο δέρμα είναι τόσο ευαίσθητο σε σχέση με το
δικό μας. Οι βολβοί του γύριζαν κάτω από τα βλέφαρα· τίποτε
άλλο δεν σάλευε στο δωμάτιο. Μπορεί να είπε το όνομα του Σι-
Λι, ή ίσως ήταν ένας απλός θόρυβος. Αναρωτήθηκα ποιο «εγώ»
είχε όταν ονειρευόταν. Έπειτα τρεμόπαιξα την Ψυχή μου στο
χειροσόνι του Χάε-Τζου για να μάθω για τη δική μου
ψευδώνυμη, τη Γιουν-Α Γιου. Ήμουν φοιτήτρια
γονιδιωματικής, γεννημένη την 30ή του Δευτερομήνα στο
Νατζού τη Χρονιά του Αλόγου. Πατέρας βοηθός στου Πάπα
Σονγκ· μητέρα νοικοκυρά· αδέλφια δεν είχα… τα δεδομένα
ξετυλίγονταν σε δεκάδες, εκατοντάδες σελίδες. Η απαγόρευση
τελείωσε. Ο Χάε-Τζου ξύπνησε, τρίβοντας τους κροτάφους
του. «Ο Οκ-Κιούν Πιό ένα δυνατό φλιτζάνι στάρμπακς θα το
ήθελε τώρα».
Αποφάσισα ότι είχε έρθει η ώρα να κάνω την ερώτηση που με
είχε κυριεύσει στο ντισνεϊάριο. Γιατί είχε πληρώσει τόσο βαρύ
τίμημα το Συνδικάτο για να προστατεύσει ένα πειραματικό
κατασκεύασμα;
«Α» μουρμούρισε ο Χάε-Τζου ενώ έτριβε απ’ τα μάτια του τον
ύπνο. «Μεγάλη ιστορία, μεγάλο ταξίδι».
Φαντασιοπληξία. Παράνοια.
Όπως όλες οι επαναστάσεις, ώσπου συμβαίνουν, οπότε και
μετατρέπονται σε ιστορικά αναπόφευκτα.
Αν όμως μισείς ανθρώπους σαν τον Μάντη Κουόν, μισείς όλο τον
κόσμο.
Όχι όλο τον κόσμο, Αρχειονόμε, μόνο την εταιρειοκρατική
πυραμίδα που επιτρέπει να σκοτώνονται τόσο άσκοπα, τόσο
αδιάφορα τα κατασκευάσματα.
Σίγουρα όμως μια τόσο εξέχουσα αποστάτρια όπως εσύ άξιζε μια πολύ
πιο μεγαλοπρεπή υποδοχή.
Οι μεγαλοπρεπείς υποδοχές τραβούν την προσοχή. Πέρασα
μερικές ώρες μελετώντας τη γεωγραφία του Πουσάν στο σόνι
κι έπειτα έκανα ντους και ήπια το Σαπούνι μου. Ξύπνησα
αργά, μετά την ώρα έξι νομίζω. Ο Χάε-Τζου επέστρεψε
εξουθενωμένος, με μια σακούλα που μύριζε έντονα
τοκμπούγκι. Του έφτιαξα ένα φλιτζάνι στάρμπακς, το οποίο
ήπιε με ευγνωμοσύνη, και έπειτα έφαγε το πρωινό του.
«Εντάξει, Σόνμι – στάσου δίπλα στο παράθυρο και σκέπασε τα
μάτια σου».
Υπάκουσα. Το σκουριασμένο στόρι ανέβηκε. Ο Χάε-Τζου
πρόσταζε, «Μην κοιτάς… μην κοιτάς… τώρα άνοιξε τα μάτια
σου».
Ένα πλήθος οροφές, φορντόδρομοι, επιβατικοί κόμβοι, Σποτ,
τσιμέντο… και εκεί, στο φόντο, ο φωτεινός ανοιξιάτικος
ουρανός είχε κατακαθίσει σε μια λωρίδα σκούρου μπλε. Αχ, με
υπνώτισε… όπως είχε κάνει το χιόνι. Όλα τα δεινά της λέξης
«Υπάρχω» εδώ έμοιαζαν να διαλύονται, ανώδυνα, ειρηνικά.
Ο Χάε-Τζου είπε: «Ο ωκεανός».
«Παράξενο» – δηλαδή;
Υπήρχε μόνο μια πόρτα: η είσοδος από το μαντρί. Από πού
είχαν φύγει όλες οι προηγούμενες σερβιτόρες; Ένα οξύ «κλικ»
από το κράνος ξανάστρεψε την προσοχή μου στο βάθρο από
κάτω. Το κεφάλι της σερβιτόρας ήταν γερμένο αφύσικα.
Έβλεπα τα μάτια της να γυρνάνε ανάποδα και το καλώδιο που
συνέδεε τον μηχανισμό του κράνους με το μονότροχο να
τεντώνεται. Προς μεγάλο μου τρόμο, το κράνος σηκώθηκε, η
σερβιτόρα ανακάθισε, κι έπειτα ανυψώθηκε στον αέρα. Το
πτώμα της έμοιαζε να χορεύει κάπως· το ανυπόμονο χαμόγελό
της, παγωμένο από τον θάνατο, τεντώθηκε καθώς το δέρμα
του προσώπου της σήκωνε μέρος του βάρους της. Από κάτω,
στο μεταξύ, ένας εργάτης ρουφούσε με την ηλεκτρική το αίμα
από την πλαστική καρέκλα κι ένας άλλος την περνούσε με
πανί. Το μονοτροχισμένο κράνος μετέφερε το φορτίο του
παράλληλα με τον αεραγωγό μας, σε ένα πορτάκι, και χάθηκε
μέσα στον επόμενο θάλαμο. Καινούργιο κράνος κατέβηκε
πάνω από την πλαστική καρέκλα, όπου οι τρεις βοηθοί ήδη
έβαζαν την επόμενη ενθουσιασμένη σερβιτόρα.
Ο Χάε-Τζου ψιθύρισε στο αυτί μου. «Αυτές δεν μπορείς να τις
σώσεις, Σόνμι. Ήταν καταδικασμένες απ’ όταν ανέβηκαν στο
πλοίο». Στην πραγματικότητα, σκέφτηκα, ήταν
καταδικασμένες ήδη από τη μητροδεξαμενή τους.
Άλλο ένα κράνος ασφάλισε μ’ ένα κλικ. Αυτή η σερβιτόρα
ήταν μια Γιούνα.
Όπως καταλαβαίνεις, δεν έχω λόγια για να περιγράψω τα
συναισθήματά μου εκείνη τη στιγμή.
Τελικά κατάφερα να υπακούσω τον Χάε-Τζου και να συρθώ
από ένα ηχοαπορροφητικό πορτάκι στον επόμενο θάλαμο.
Εδώ, τα κράνη μετέφεραν τα πτώματα σε έναν απέραντο θόλο
με βιολετί φως· ο χώρος πρέπει να αντιστοιχούσε στο ένα
τέταρτο αυτού του Πάπα Σονγκ. Όταν μπήκαμε, οι κελσίου
έπεσαν απότομα και μας ξεκούφανε η βουή των μηχανών. Από
κάτω μας βρισκόταν η γραμμή παραγωγής ενός σφαγείου,
επανδρωμένη με μορφές που χειρίζονταν ψαλίδια, σπαθόσεγες
και διάφορα εργαλεία κοπής, εκδοράς και άλεσης. Οι εργάτες
ήταν μέσα στα αίματα, από την κορυφή ως τα νύχια. Κανονικά
θα έπρεπε να αποκαλώ αυτούς τους εργάτες χασάπηδες:
ψαλίδιζαν κολάρα, έβγαζαν ρούχα, ξύριζαν τριχοθύλακες,
έγδερναν δέρμα, έκοβαν χέρια και πόδια, τεμάχιζαν κρέας,
έπαιρναν όργανα… σιφόνια ρουφούσαν το αίμα… Ο θόρυβος,
όπως μπορείς να φανταστείς, Αρχειονόμε, ήταν εκκωφαντικός.
Και η σύλληψή σου έλαβε χώρα λίγο μετά την ολοκλήρωση του
κειμένου σου;
Το ίδιο απόγευμα. Μόλις ολοκληρώθηκε η λειτουργία μου, η
Ομοφωνία δεν είχε λόγο να με αφήσει ελεύθερη. Η σύλληψή
μου δραματοποιήθηκε για τα μίντια. Έδωσα το σόνι με τις
Διακηρύξεις μου στον Χάε-Τζου. Κοιταχτήκαμε για τελευταία
φορά· τίποτα πιο εύγλωττο από το τίποτα. Ήξερα ότι δεν θα
ξαναβρισκόμασταν, και ίσως ήξερε κι εκείνος ότι το ήξερα.
Στην άκρη της έκτασης μια μικρή αποικία αγριόπαπιες
επιζούν της μόλυνσης. Ορφανογονιδιώματα τους παρέχουν μια
αντοχή που απουσιάζει από τους καθαρόαιμους προγόνους
τους. Μάλλον ένιωσα μια συγγένεια μαζί τους. Τις τάισα ψωμί,
είδα τους υδροκοριούς να ρυτιδώνουν τη λαμπερή σαν χρώμιο
επιφάνεια, έπειτα επέστρεψα στο σπίτι για να παρακολουθήσω
την παράσταση από μέσα. Η Ομοφωνία δεν με άφησε να
περιμένω για πολύ.
Έξι εναέρια κατέβηκαν στη λίμνη, με το ένα να
προσγειώνεται στον ανθόκηπο. Πετάχτηκαν έξω όργανα,
ετοιμάζοντας τα κολτ τους, και σύρθηκαν με την κοιλιά προς
το παράθυρό μου με πολλές χειρονομίες και ατρόμητους
λεονταρισμούς. Τους είχα αφήσει τις πόρτες και τα παράθυρα
ανοιχτά, αλλά εκείνοι σκάρωσαν μια θεαματική πολιορκία με
ελεύθερους σκοπευτές, μεγάφωνα κι έναν τοίχο που εξερράγη.
Στάσου, στάσου, στάσου. Και με… όλα όσα έγιναν; Θέλεις να πεις ότι η
όλη ομολογία σου αποτελείται από… προσχεδιασμένα γεγονότα;
Τα βασικά της γεγονότα, ναι. Κάποιοι έπαιξαν τον ρόλο τους
ακούσια, για παράδειγμα ο Μπουμ-Σουκ και η Ηγουμένη, οι
σημαντικότεροι όμως ερμηνευτές ήταν όλοι τους
προβοκάτορες. Ο Χάε-Τζου Ιμ και ο Σύμβουλος Μέφι
οπωσδήποτε ήταν. Δεν εντόπισες τις ρωγμές στο σχέδιο;
Όπως;
Ο Γουίνγκ~027 ήταν εξίσου σταθερός αναληφθείς μ’ εμένα:
ήμουν στ’ αλήθεια τόσο μοναδική; Εσύ ο ίδιος αναρωτήθηκες,
θα διακινδύνευε όντως το Συνδικάτο το μυστικό του όπλο να
τρέχει απ’ τη μια άκρη της Κορέας στην άλλη; Δεν τόνιζε
κάπως υπερβολικά τη βαναυσότητα των καθαρόαιμων ο φόνος
του κατασκευάσματος της Ζίτζι Χικάρου από τον Μάντη Κουόν
στην κρεμαστή γέφυρα; Η χρονική του στιγμή δεν παραήταν
βολική;
Πες μου.
Γιατί βλέπουμε την παρτίδα πίσω από το τέλος της παρτίδας.
Αναφέρομαι στις Διακηρύξεις μου, Αρχειονόμε. Τα μίντια έχουν
γεμίσει τη Νέα Συνευημερία με τις Κατηχήσεις μου. Κάθε
σχολειαρόπαιδο στην εταιρειοκρατία πλέον ξέρει τις δώδεκα
«βλασφημίες» μου. Μαθαίνω από τους φύλακές μου ότι γίνεται
λόγος μέχρι και για μια «Μέρα Επαγρύπνησης» εναντίον των
κατασκευασμάτων που εμφανίζουν σημάδια των Διακηρύξεων
ανά την επικράτεια. Οι ιδέες μου έχουν αναπαραχθεί
δισεκατομμύρια φορές.
…ό,τι θες.
Το σόνι σου και τους κωδικούς πρόσβασής σου.
Τι θέλεις να κατεβάσεις;
Ένα ντίσνεϊ που ξεκίνησα κάποτε, μια νύχτα πολύ παλιά, σε
μια άλλη εποχή.
62 Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εδώ τη λέξη cell, που σημαίνει κύτταρο, αλλά και
πυρήνας, με τη σημασία της ομάδας βασικών μελών μιας οργάνωσης. (Σ.τ.Μ.)
63 Όβιντ, δηλαδή Οβίδιος: ο συγγραφέας εδώ παραπέμπει στις Μεταμορφώσεις.
(Σ.τ.Μ.)
64 BangBangYou’reDead στο πρωτότυπο. Το bang σημαίνει μπαμ, αλλά σαν ρήμα
σημαίνει «πηδάω». (Σ.τ.Μ.)
65 An abyss cannot be crossed in two steps. Απαντά σε ποικίλες παραλλαγές και
αποδίδεται σε διάφορα πρόσωπα, εδώ όμως ο συγγραφέας αναφέρεται στον
Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, και στα απομνημονεύματά του.
(Σ.τ.Μ.)
ΤΑ ΦΡΙΧΤΑ ΒΑΣΑΝΑ
ΤΟΥ ΤΙΜΟΘΙ ΚΑΒΕΝΤΙΣ
«Κύριε Κάβεντις; Ξυπνήσαμε;» Ένα φίδι γλυκόριζας σε ένα
λιβάδι κρέμας εμφανίζεται στριφογυρίζοντας. Ο αριθμός
πέντε. 5 Νοεμβρίου. Γιατί πονάει τόσο το παλιομαγιόξυλό μου;
Φάρσα; Θεέ μου, έχω ένα σωληνάκι χωμένο στο τσουνί μου!
Παλεύω να λευτερωθώ, οι μύες μου όμως δεν μου δίνουν
σημασία. Ένα μπουκάλι εκεί πάνω στάζει σ’ έναν σωλήνα. Ο
σωλήνας στάζει σε μια βελόνα στο μπράτσο μου. Η βελόνα
στάζει σ’ εμένα. Το αυστηρό πρόσωπο μιας γυναίκας με
χτένισμα πέιτζμποϊ. «Τσς τσς. Μεγάλη τύχη που ήσασταν εδώ
όταν πέσατε, κύριε Κάβεντις. Πολύ μεγάλη τύχη. Αν σας
είχαμε αφήσει να πάτε να περιπλανιέστε στα χερσοτόπια, θα
ήσασταν τώρα νεκρός σε κάνα χαντάκι!»
Κάβεντις, γνώριμο όνομα, Κάβεντις, ποιος είναι αυτός ο
«Κάβεντις»; Πού βρίσκομαι; Προσπαθώ να τη ρωτήσω, μα
μόνο να σκούξω μπορώ, σαν τον Πίτερ Ράμπιτ που τον πετάνε
από το καμπαναριό του καθεδρικού του Σόλσμπερι. Μ’
αγκαλιάζει η σκοτεινιά. Δόξα τω Θεώ.
Μόνο τρεις ή τέσσερις φορές στα νιάτα μου είδα φευγαλέα τις
νήσους της ευδαιμονίας, πριν τις καταπιούν η ομίχλη, τα
χαμηλά βαρομετρικά, τα ψυχρά μέτωπα, οι κακοί άνεμοι και τα
ενάντια ρεύματα… Τις πέρασα για την ενήλικη ζωή.
Εικάζοντας ότι ήταν μια σταθερά στο ταξίδι του βίου μου,
αμέλησα να καταγράψω τις συντεταγμένες τους και την
προσέγγισή τους. Ένας νεαρός παλιόβλακας. Και τι δεν θα
έδινα τώρα για έναν απαράλλαχτο χάρτη του αμετάβλητα
απερίγραπτου. Για να είχα, τρόπος του λέγειν, έναν άτλαντα
νεφών.
Ήμουν και πάλι στη θέση του οδηγού. Ο Έρνι ανέβασε την
αρθριτική του cara75 και έναν εξωφρενικό αριθμό από
καπελιέρες στο πίσω κάθισμα, κι έπειτα πήδηξε στη θέση του
συνοδηγού. Δεν είχα πάρει άλλο αυτοκίνητο όταν έφυγε η
Μαντάμ X, και τα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει δεν είχαν
ξαφνικά εξαφανιστεί όπως ήλπιζα. Ανάθεμά με, ποιο πεντάλ
ήταν ποιο; Γκάζι, φρένο, συμπλέκτης, καθρέφτης, φλας,
μανούβρα. Πήγα να γυρίσω το κλειδί στη μίζα. «Τι
περιμένεις;» ρώτησε ο Έρνι.
Τα δάχτυλά μου επέμεναν ότι κλειδί δεν υπήρχε.
«Γρήγορα, Τιμ, γρήγορα!»
«Δεν έχει κλειδί. Δεν έχει το αναθεματισμένο το κλειδί».
«Πάντα αφήνει το κλειδί στη μίζα!»
Τα δάχτυλά μου επέμεναν ότι κλειδί δεν υπήρχε. «Οδηγούσε
η γυναίκα του! Αυτή πήρε τα κλειδιά! Το παλιοθήλυκο πήρε τα
κλειδιά! Μα τον παλιοάγιο Ιούδα, τι κάνουμε τώρα;»
Ο Έρνι κοίταξε στο ταμπλό, στο ντουλαπάκι, στο δάπεδο.
«Δεν μπορείς να το βάλεις μπροστά με τα καλώδια;» Η φωνή
μου ήταν απελπισμένη.
«Μη γίνεσαι χαζός!» μου αντιγύρισε τις φωνές, σκαλίζοντας
το τασάκι.
Το ντόμινο νούμερο πέντε ήταν κολλημένο σε όρθια θέση.
«Με συγχωρείτε…» είπε η Βερόνικα.
«Κοίτα κάτω απ’ το σκιάδι!»
«Δεν έχει τίποτα εδώ πέρα από ένα παλιο–παλιο–παλιο–»
«Με συγχωρείτε» είπε η Βερόνικα. «Αυτό εδώ είναι κλειδί
αυτοκινήτου;»
Ο Έρνι κι εγώ γυρίσαμε, ουρλιάξαμε ένα στερεοφωνικό
«Όοοοοοχι» προς το κλειδί. Ουρλιάξαμε ξανά όταν είδαμε τον
Γουίδερς να κατεβαίνει τρέχοντας τον ημιφωτισμένο διάδρομο
από το παράρτημα της τραπεζαρίας, με τους δυο Χότσκις να
ακολουθούν.
«Α» είπε η Βερόνικα. « Έπεσε κι αυτό, που είναι πιο
χοντρό…»
Παρακολουθούσαμε τον Γουίδερς να φτάνει στη ρεσεψιόν.
Κοίταξε απ’ το τζάμι καρφί σ’ εμένα, μεταδίδοντας νοερά την
εικόνα ενός ροτβάιλερ που ξεσχίζει μια κούκλα στο σχήμα του
Τίμοθι Λάνγκλαντ Κάβεντις, 65 ¾ ετών. Ο Έρνι κλείδωσε όλες
τις πόρτες, αλλά σε τι θα μας ωφελούσε αυτό;
«Αυτό εδώ;» Κουνούσε όντως κλειδί αυτοκινήτου μπροστά
στη μύτη μου η Βερόνικα; Με τον λογότυπο του Range Rover.
Ο Έρνι και εγώ ουρλιάξαμε «Ναιαιαιαιαι!».
Ο Γουίδερς άνοιξε την πόρτα της εισόδου και έδωσε έναν
πήδο στα σκαλιά.
Τα δάχτυλά μου έτρεμαν και το κλειδί μού έπεσε.
Ο Γουίδερς έπεσε με τα μούτρα σε μια παγωμένη λακκούβα.
Κουτούλησα στο τιμόνι και χτύπησε η κόρνα.
Ο Γουίδερς τραβούσε την κλειδωμένη πόρτα. Σκάλιζα με τα
δάχτυλα ενώ εσωτερικά πυροτεχνήματα πόνου έσκαγαν στο
κρανίο μου. Ο Τζονς Χότσκις ούρλιαζε «Βγείτε αμέσως από το
αμάξι μου, ρε σκελετωμένα κουφάρια, αλλιώς θα σας κάνω
μήνυση – ανάθεμά σας, θα σας κάνω μήνυση όπως και να ’χει!». Ο
Γουίδερς κοπανούσε το παράθυρό μου μ’ ένα ρόπαλο, όχι, η
γροθιά του ήταν· το μονόπετρο της συζύγου γρατζούνιζε το
τζάμι· το κλειδί κάπως μπήκε στη μίζα· η μηχανή άναψε με
θόρυβο· το ταμπλό γέμισε φωτάκια· ο Τσετ Μπέικερ
τραγουδούσε το «Let’s Get Lost»· ο Γουίδερς κρατιόταν από την
πόρτα και κοπανούσε· οι Χότσκις έσκυβαν πάνω στους
προβολείς μου σαν τους αμαρτωλούς του Ελ Γκρέκο· έβαλα
πρώτη στο Range Rover αλλά κλότσησε αντί να κουνηθεί,
επειδή δεν είχα βγάλει το χειρόφρενο· το Ορόρα Χάους
φωτίστηκε σαν το UFO στο Στενές επαφές τρίτου τύπου· απόδιωξα
την αίσθηση ότι αυτή ακριβώς τη στιγμή την είχα ξαναζήσει
πολλές φορές· άφησα το χειρόφρενο, χτύπησα τον Γουίδερς·
έβαλα δευτέρα· οι Χότσκις δεν πνίγονταν αλλά κουνούσαν τα
χέρια κι έκαναν πέρα και άντε γεια!
Έκανα τον κύκλο της λίμνης, μακρύτερα από τις πύλες επειδή
η κυρία Χότσκις είχε αφήσει το Range Rover να κοιτάζει κατά
κει. Έλεγξα τον καθρέφτη – ο Γουίδερς και οι Χότσκις έτρεχαν
ξοπίσω μας σαν αναθεματισμένοι κομάντο. «Θα τους τραβήξω
μακριά από την πύλη» πέταξα στον Έντι, «για να σου δώσω
χρόνο να παραβιάσεις την κλειδαριά. Πόσο θα χρειαστείς;
Θαρρώ πως θα έχεις σαράντα πέντε δευτερόλεπτα».
Ο Έρνι δεν με είχε ακούσει.
«Πόσο θα χρειαστείς για να παραβιάσεις την κλειδαριά;»
«Θα πρέπει να ρίξεις την πύλη».
«Τι;»
« Ένα μεγάλο Range Rover με ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα θα
τη ρίξει, νομίζω».
«Τι; Είπες ότι την κλειδαριά την παραβιάζεις και με κλειστά
μάτια!»
«Αυτό το υπερσύγχρονο ηλεκτρικό μαραφέτι; Με την καμία!»
«Δεν θα είχα κλειδαμπαρώσει τη Νόουκς, ούτε θα είχα κλέψει
αυτοκίνητο άμα ήξερα ότι δεν μπορείς να παραβιάσεις την
κλειδαριά!»
«Αυτό ακριβώς, είσαι κιοτής και ήθελες ενθάρρυνση».
«Ενθάρρυνση;» φώναξα, φοβισμένος, απελπισμένος, έξαλλος
στον ίδιο βαθμό. Το αμάξι χώθηκε σε κάτι θάμνους και οι
θάμνοι προσπαθούσαν να χωθούν στο αμάξι.
«Πόσο μα πόσο συναρπαστικό!» αναφώνησε η Βερόνικα.
Ο Έρνι μιλούσε λες και κουβεντιάζαμε για καμιά
σπαζοκεφαλιά. «Αν ο κεντρικός πάσσαλος δεν είναι βαθιά
χωμένος, οι πύλες θα γίνουν κομμάτια με την πρόσκρουση».
«Κι αν είναι βαθιά χωμένος;»
Η Βερόνικα φανέρωσε μια μανιακή πλευρά της. «Τότε θα
γίνουμε κομμάτια εμείς με την πρόσκρουση! Οπότε, κύριε
Κάβεντις, πάτα το!»
Οι πύλες έρχονταν καταπάνω μας, στα δέκα, οκτώ, έξι
αυτοκίνητα απόσταση. Ο μπαμπάς μίλησε από το πυελικό
διάφραγμά μου. « Έχεις την παραμικρή ιδέα πόσο έχεις μπλέξει,
αγόρι μου;» Οπότε υπάκουσα τον πατέρα μου, ναι, τον
υπάκουσα και πάτησα φρένο. Η μαμά μουρμούρισε στ’ αυτί
μου: «Χέσε το, Τίμπο, τι έχεις να χάσεις;» Η σκέψη ότι είχα
πατήσει όχι φρένο αλλά γκάζι ήταν η στερνή – δύο αυτοκίνητα
απόσταση, ένα, μπαμ!
Τα κάθετα κάγκελα έγιναν οριζόντια.
Τα θυρόφυλλα πετάχτηκαν από τους μεντεσέδες τους.
Η καρδιά μου βουτούσε από τον λαιμό στο έντερο, και ξανά
πίσω, και ξανά πίσω, και το Range Rover ντεραπάριζε αποδώ
κι αποκεί, σφιγγόμουν με όλη μου τη δύναμη μη χεστώ πάνω
μου, τα φρένα στρίγκλιζαν μα το κράτησα μακριά από τα
χαντάκια, με τη μηχανή ακόμη αναμμένη, το παρμπρίζ ακόμη
άθικτο.
Σταμάτησε τελείως.
Η ομίχλη πύκνωνε και αραίωνε στα φώτα των προβολέων.
«Είμαστε περήφανοι για σένα» είπε η Βερόνικα, «έτσι δεν
είναι, Έρνεστ;».
«Ναι, καλή μου, είμαστε!» Ο Έρνι με χτύπησε στην πλάτη.
Άκουσα τον Γουίδερς να γαβγίζει έξαλλα από πίσω μας. Ο Έρνι
κατέβασε το τζάμι και ούρλιαξε προς το Ορόρα Χάους:
«Χάαααααααααααααααβββββββββββαρρο!». Ακούμπησα το
γκάζι πάλι. Τα λάστιχα γρατζούνισαν το χαλίκι, η μηχανή
άνθισε και το Ορόρα Χάους χάθηκε μέσα στη νύχτα. Διάολε,
όταν πεθαίνουν οι γονείς σου, έρχονται να μείνουν μαζί σου.
ΤΕΛΟΣ
41
Ο Άιζακ Σακς κοιτάζει από ψηλά το λαμπρό πρωινό στην
Πενσιλβάνια. Δαιδαλώδη προάστια με ιβουάρ βίλες και
μεταξένια γκαζόν με τιρκουάζ πισίνες να παρεμβάλλονται.
Ακουμπάει το πρόσωπό του στο ψυχρό παράθυρο του ιδιωτικού
τζετ. Δυο μέτρα κάτω από το κάθισμά του, στον χώρο των
αποσκευών, βρίσκεται μια βαλίτσα που περιέχει πλαστικό
εκρηκτικό C-4 αρκετό για να κάνει το αεροπλάνο μετεωρίτη.
Οπότε, σκέφτεται ο Σακς, άκουσες τη συνείδησή σου. Η Λουίζα Ρέι
έχει την αναφορά Σίξμιθ. Φέρνει στη μνήμη όσο περισσότερες
λεπτομέρειες μπορεί από το πρόσωπό της. Νιώθεις αμφιβολία;
Ανακούφιση; Φόβο; Εντιμότητα;
Ένα προαίσθημα πως δεν θα την ξαναδώ.
Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι, ο άνθρωπος στον οποίο την έφερε,
γελάει με το σχόλιο ενός βοηθού. Περνάει η αεροσυνοδός με
έναν δίσκο με ποτά που χτυπάνε μεταξύ τους. Ο Σακς
καταφεύγει στο τετράδιό του, όπου γράφει τις εξής προτάσεις.
42
«Η Μπέτι κι ο Φρανκ ήθελαν μια οικονομική ενίσχυση» λέει ο
Λόιντ Χουκς στους ακροατές του στην αίθουσα του πρωινού
στο ξενοδοχείο Σουανέκε. Ένας κύκλος νεοφώτιστων και
ακολούθων ακούν με μεγάλη προσοχή τον Προεδρικό
Ενεργειακό Γκουρού. «Αποφασίζουν λοιπόν να κάνει η Μπέτι
πεζοδρόμιο για να βγάλουν κάνα φράγκο. Πέφτει η νύχτα, ο
Φρανκ πηγαίνει την Μπέτι με το αυτοκίνητο στην πιάτσα για
να ασκήσει το καινούργιο της επάγγελμα. “Ε, Φρανκ” λέει η
Μπέτι κατεβαίνοντας. “Πόσο να χρεώνω;” Ο Φρανκ τα
λογαριάζει και της λέει: “Εκατό δολάρια για όλο το πακέτο”.
Βγαίνει, που λέτε, η Μπέτι κι ο Φρανκ παρκάρει σ’ ένα ήσυχο
στενό. Σε λίγο έρχεται ένας τύπος με ένα σαραβαλιασμένο
Chrysler και την πέφτει στην Μπέτι: “Πόσα για όλη τη νύχτα,
γλύκα;” Η Μπέτι λέει: “Εκατό δολάρια”. Ο τύπος λέει: “ Έχω
μόνο τριάντα δολάρια. Τι παίρνω με τριάντα;”. Τρέχει λοιπόν η
Μπέτι στον Φρανκ και τον ρωτά. Ο Φρανκ λέει: “Να του πεις
πως για τριάντα δολάρια θα του τον παίξεις”. Γυρνά λοιπόν η
Μπέτι στον τύπο–»
Ο Λόιντ Χουκς προσέχει τον Μπιλ Σμόουκ στο βάθος. Ο Μπιλ
Σμόουκ σηκώνει ένα, δύο, τρία δάχτυλα· τα τρία δάχτυλα
γίνονται γροθιά· η γροθιά γίνεται μαχαίρωμα. Ο Αλμπέρτο
Γκριμάλντι πέθανε· ο Άιζακ Σακς πέθανε· η Λουίζα Ρέι πέθανε. Απατεώνας,
καρφί, σπιούνα. Με το βλέμμα ο Χουκς λέει στον Σμόουκ ότι
κατάλαβε και του έρχεται στο μυαλό το αποκύημα ενός
αρχαιοελληνικού μύθου. Το ιερό άλσος της Άρτεμης το φρουρούσε
ένας Μαχητής Ιερέας τον οποίο έλουζαν στην πολυτέλεια μα του οποίου η
θητεία είχε κερδηθεί με τον φόνο του προκατόχου του. Όταν κοιμόταν,
κοιμόταν με κίνδυνο της ζωής του. Γκριμάλντι, παρακοιμήθηκες.
«Τέλος πάντων, γυρνά λοιπόν η Μπέτι στον τύπο, και λέει με
τριάντα θα του τον παίξει, άμα του κάνει. Ο τύπος λέει:
“Εντάξει, γλύκα, μπες μέσα, μου κάνει. Έχει κάνα ήσυχο
στενό εδώ γύρω;”. Η Μπέτι τον βάζει να στρίψει στο στενό του
Φρανκ, κι ο τύπος ξεζώνεται και φανερώνει ένα –
καταλαβαίνετε, πελώριο– μαντζαφλάρι. “Μισό!” βγάζει πνιχτά
η Μπέτι. “Επιστρέφω αμέσως”. Βγαίνει απ’ το αυτοκίνητο του
τύπου και χτυπάει το παράθυρο του Φρανκ. Ο Φρανκ
κατεβάζει το τζάμι, “Τι θες πάλι;”». Ο Χουκς κάνει μια παύση
πριν το καλύτερο. «Η Μπέτι λέει: “Φρανκ, βρε Φρανκ, δάνεισέ
του εβδομήντα δολάρια!”»
Οι άντρες που θα γίνονταν μέλη του συμβουλίου χασκογελάνε
σαν τις ύαινες. Όποιος είπε πως τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία,
σκέφτεται ο Λόιντ Χουκς, που το καταευχαριστιέται, προφανώς
δεν είχε αρκετά από δαύτα.
43
Η Έστερ Βαν Ζαντ παρακολουθεί με τα κιάλια της τους δύτες
να βουτάνε. Ένας έφηβος με πόντσο και θλιμμένη όψη
περιφέρεται στην παραλία και χαϊδεύει το ημίαιμο της Έστερ.
«Βρήκαν τ’ αμάξι ή ακόμη, Έστερ; Ο πορθμός είναι πολύ
βαθύς σ’ εκείνο το σημείο. Γι’ αυτό έχει καλό ψάρι εκεί».
«Από τόσο μακριά δυσκολεύομαι να καταλάβω».
«Ψιλοειρωνεία να πνίγεσαι στην ίδια τη θάλασσα που
μολύνεις. Ο φύλακας με ψιλογουστάρει. Μου είπε ότι ήταν μια
μεθυσμένη, τέσσερις τα χαράματα».
«Η γέφυρα Σουανέκε υπάγεται στο ίδιο καθεστώς ασφαλείας
με το νησί. Στη Seaboard μπορούν να λένε ό,τι θένε. Κανένας
δεν θα διασταυρώσει την εκδοχή τους».
Ο έφηβος χασμουριέται. «Λες να πνίγηκε στ’ αμάξι της; Ή
μήπως βγήκε και ψιλοπνίγηκε μετά;»
«Δεν ξέρω».
«Αν ήταν τόσο πιωμένη που να πέσει απ’ τα κάγκελα, δεν θα
έφτασε ως την ακτή».
«Ποιος ξέρει».
«Αηδία τρόπος να πεθάνεις». Ο έφηβος χασμουριέται και
φεύγει. Η Έστερ επιστρέφει στο τροχόσπιτό της. Ο Μίλτον ο
Αυτόχθονας Αμερικανός κάθεται στο κατώφλι του και πίνει
γάλα απ’ το κουτί του. Σκουπίζει το στόμα του και της λέει «Η
Γουόντερ Γούμαν ξύπνησε».
Η Έστερ περνάει δίπλα απ’ τον Μίλτον και ρωτά τη γυναίκα
στον καναπέ πώς νιώθει.
«Τυχερή που ζω» απαντά η Λουίζα Ρέι, «σκασμένη στα μάφιν
και στεγνή. Ευχαριστώ για τα ρούχα που μου δάνεισες».
«Καλά που φοράμε το ίδιο νούμερο. Δύτες ψάχνουν το αμάξι
σου».
«Την αναφορά Σίξμιθ ψάχνουν, όχι το αμάξι μου. Αν έβρισκαν
και το πτώμα μου, θα ήταν καλό εξτραδάκι».
Ο Μίλτον κλειδώνει την πόρτα. «Οπότε έπεσες απ’ το
κιγκλίδωμα στη θάλασσα, βγήκες από ένα αμάξι που βούλιαζε
και κολύμπησες τριακόσια μέτρα ως την ακτή κι έχεις μόνο
μελανιές».
« Έννοια σου και πονάω πολύ όταν σκέφτομαι την ασφάλεια
του αυτοκινήτου».
Η Έστερ κάθεται. «Τι θα κάνεις τώρα;»
«Τι να πω, πρώτα πρέπει να πάω στο διαμέρισμά μου να πάρω
μερικά πράγματα. Ύστερα θα πάω να μείνω στη μάνα μου, στο
Γιούινσβιλ Χιλ. Ύστερα… Άντε πάλι απ’ την αρχή. Χωρίς την
αναφορά δεν μπορώ να πείσω την αστυνομία ή τον διευθυντή
μου για όσα συμβαίνουν στο Σουανέκε».
«Θα είσαι ασφαλής στης μητέρας σου;»
«Όσο με νομίζουν για νεκρή στη Seaboard, ο Τζο Νέιπιερ δεν
θα σκαλίσει. Όταν μάθουν ότι δεν είμαι…» Ανασηκώνει τους
ώμους, με τη μοιρολατρική αρματωσιά που κέρδισε από τα
γεγονότα του τελευταίου εξαώρου. «Τελείως ασφαλής μάλλον
δεν είμαι. Σε αποδεκτό κίνδυνο. Δεν κάνω τέτοια πράγματα
αρκετά συχνά για να είμαι εξπέρ».
Ο Μίλτον χώνει τους αντίχειρές του στις τσέπες του. «Θα σε
πάω στην Μπουένας Γέρμπας. Μια στιγμή μόνο, να
τηλεφωνήσω σ’ έναν φίλο για να μου φέρει το φορτηγάκι του».
«Καλός άνθρωπος» λέει η Λουίζα όταν εκείνος φεύγει.
«Και τη ζωή μου ακόμη του την εμπιστεύομαι του Μίλτον»
απαντά η Έστερ.
44
Ο Μίλτον πηγαίνει τρέχοντας στο βρόμικο παντοπωλείο που
εξυπηρετεί την κατασκήνωση, τα τροχόσπιτα, τους
λουόμενους, τα αυτοκίνητα με κατεύθυνση το Σουανέκε και τα
μεμονωμένα σπίτια της περιοχής. Το ραδιόφωνο πίσω από το
ταμείο παίζει ένα τραγούδι των Eagles. Ο Μίλτον βάζει μια
δεκάρα στο τηλέφωνο, βεβαιώνεται ότι δεν τον ακούει κανένας
τοίχος, και σχηματίζει έναν αριθμό από μνήμης. Από τους
πύργους ψύξης στο Σουανέκε ανεβαίνουν υδρατμοί σαν τζίνι
από κουνουπίδι. Πυλώνες πηγαίνουν βόρεια στην Μπουένας
Γέρμπας και νότια στο Λος Άντζελες. Πλάκα έχει, σκέφτεται ο
Μίλτον. Εξουσία, χρόνος, βαρύτητα, αγάπη. Οι δυνάμεις που στ’ αλήθεια
σκίζουν είναι όλες τους αόρατες. Ακούγεται μια φωνή. «Ορίστε».
«Ναι, ο Νέιπιερ; Εγώ είμαι. Άκου, σχετικά με μια γυναίκα
που λέγεται Λουίζα Ρέι. Ε, έστω ότι δεν είναι; Έστω ότι
περιφέρεται ακόμη και τρώει παγωτά και πληρώνει τους
λογαριασμούς της; Θα είχε αξία για σένα να μάθεις πού
βρίσκεται; Ναι; Πόσο; Όχι, εσύ θα μου πεις ποσό. Εντάξει, τα
διπλά… Όχι; Χάρηκα που τα είπαμε, Νέιπιερ, πρέπει να
πηγαίνω και…» –ο Μίλτον μειδιά– «…στον γνωστό λογαριασμό
εντός μιας εργάσιμης, αν δεν σου κάνει κόπο. Μάλιστα. Τι;
Όχι, δεν την έχει δει κανένας άλλος, μόνο η Τρελο-Βαν Ζαντ.
Όχι. Την ανέφερε, μα είναι στον βυθό της θάλασσας. Σίγουρα.
Την τρώνε τα ψάρια. Εννοείται όχι, τα αποκλειστικά μου δεν
βγαίνουν παραέξω… Αμέ, θα την πάω στο διαμέρισμά της κι
έπειτα θα πάει στη μητέρα της… Εντάξει, μία ώρα. Ο γνωστός
λογαριασμός. Μία εργάσιμη».
45
Η Λουίζα ανοίγει την πόρτα της και την υποδέχονται οι ήχοι
του κυριακάτικου ματς και μυρωδιά από ποπκόρν. «Πότε σου
είπα ότι μπορείς να μαγειρέψεις;» φωνάζει στον Χαβιέ. «Γιατί
είναι κλειστά τα στόρια;»
Ο Χαβιέ κατεβαίνει τον διάδρομο χαμογελαστός. «Γεια σου,
Λουίζα! Το ποπκόρν το έφτιαξε ο θείος σου ο Τζο. Βλέπουμε
Giants - Dodgers. Γιατί είσαι ντυμένη σαν γριά;»
Της έρχεται εμετός. « Έλα εδώ. Πού είναι;»
Ο Χαβιέ χαχανίζει. «Στον καναπέ σου! Τι τρέχει;»
« Έλα εδώ! Σε θέλει η μάνα σου».
«Κάνει υπερωρία στο ξενοδοχείο».
«Λουίζα, δεν ήμουν εγώ στη γέφυρα, δεν ήμουν εγώ!»
Προβάλλει από πίσω του ο Τζο Νέιπιερ, με απλωμένες τις
παλάμες, σαν να καθησυχάζει ένα τρομαγμένο ζώο. «Άκου–»
H φωνή της Λουίζα τρέμει. «Χάβι! Βγες! Πίσω μου!»
Ο Νέιπιερ υψώνει τη φωνή του. «Άκουσέ με–»
Ναι, μιλάω με τον δολοφόνο μου. «Για ποιο λόγο ν’ ακούσω εσένα
ειδικά, ρε διάολε;»
«Επειδή είμαι ο μοναδικός σε όλη τη Seaboard που δεν θέλει
να πεθάνεις!» Η ηρεμία του Νέιπιερ τον έχει εγκαταλείψει.
«Στο πάρκινγκ, προσπαθούσα να σε προειδοποιήσω! Σκέψου το!
Αν ήμουν ο εκτελεστής, θα κάναμε καν αυτή τη συζήτηση; Μη
φύγεις, για όνομα του Θεού! Κινδυνεύεις! Το διαμέρισμά σου
μπορεί να παρακολουθείται ακόμη. Γι’ αυτό είναι κλειστά τα
στόρια».
Ο Χαβιέ είναι έντρομος. Η Λουίζα τον αγκαλιάζει μα δεν
ξέρει ποια είναι η λιγότερο επικίνδυνη επιλογή. «Γιατί ήρθες
εδώ;»
Ο Νέιπιερ χαμηλώνει τη φωνή, μα είναι κουρασμένος και
ταραγμένος. « Ήξερα τον πατέρα σου, όταν ήταν μπάτσος. Τη
νύχτα που νικήθηκε η Ιαπωνία, στην αποβάθρα της
Σιλβαπλάνα. Μπες μέσα, Λουίζα. Κάθισε».
46
Ο Τζο Νέιπιερ λογάριαζε πως το παιδί της γειτόνισσας θα
καθυστερούσε τη Λουίζα αρκετά ώστε να την πείσει να τον
ακούσει. Δεν είναι περήφανος που το σχέδιό του έπιασε. Ο
Νέιπιερ, που είναι παρατηρητής πιο πολύ από ομιλητής,
λαξεύει τις προτάσεις του προσεκτικά. «Το 1945, είχα έξι
χρόνια μπάτσος στο τμήμα της Σπινόζα. Χωρίς επαίνους, χωρίς
μελανά σημεία. Ένας απλός μπάτσος που απέφευγε τα
μπλεξίματα και τα είχε με μια απλή δακτυλογράφο. Στις
δεκατέσσερις Αυγούστου, είπαν στο ραδιόφωνο ότι οι παλιο-
Γιαπωνέζοι είχαν παραδοθεί κι η Μπουένας Γέρμπας ολόκληρη
το έριξε στον χορό. Έρεε το αλκοόλ, σπίναραν τα αυτοκίνητα,
έπεφταν δυναμιτάκια, ο κόσμος έπαιρνε ρεπό ακόμα και χωρίς
να του το δώσουν τα αφεντικά. Στις εννιά η ώρα πάνω κάτω,
μας φώναξαν, τον συνάδελφό μου κι εμένα, για μια
εγκατάλειψη θύματος τροχαίου στη Μικρή Κορέα. Κανονικά
δεν κάναμε τον κόπο ν’ ασχοληθούμε μ’ εκείνη τη μεριά, μα το
θύμα ήταν λευκό, οπότε θα μπλέκαμε με συγγενείς κι
ερωτήσεις. Ήμασταν καθ’ οδόν όταν λάβαμε έναν κωδικό οκτώ
από τον πατέρα σου, που ζητούσε όλα τα διαθέσιμα οχήματα
να πάνε στην αποβάθρα Σιλβαπλάνα. Που λες, ο γενικός
κανόνας ήταν ότι σ’ εκείνη τη μεριά δεν έχωνες τη μύτη σου,
όχι αν ήθελες να συνεχίσεις την καριέρα σου. Ήταν εκεί οι
αποθήκες της μαφίας, υπό την κάλυψη του δημαρχείου. Κι από
πάνω, ο Λέστερ Ρέι» –ο Νέιπιερ αποφασίζει να μην προσέξει τα
λόγια του– «ήταν γνωστός βραχνάς του 10ου, μπάτσος του
κατηχητικού. Μα είχαν χτυπηθεί δυο αστυνομικοί, οπότε
αλλάζει τελείως το παιχνίδι. Αυτός που αιμορραγούσε στην
άσφαλτο μπορεί να ήταν φιλαράκι σου. Γκαζώσαμε λοιπόν και
φτάσαμε στην αποβάθρα πίσω ακριβώς από ένα άλλο
περιπολικό του Σπινόζα, τον Μπρόζμαν και τον Χάρκινς. Στην
αρχή δεν είδαμε τίποτα. Ούτε ίχνος του Λέστερ Ρέι, ούτε ίχνος
περιπολικού. Τα φώτα στην αποβάθρα ήταν σβηστά. Περάσαμε
δυο τείχη από κοντέινερ, στρίψαμε στη γωνία και βγήκαμε σε
μια μάντρα όπου κάποιοι φόρτωναν ένα στρατιωτικό φορτηγό.
Σκεφτόμουν ότι ήμασταν σε λάθος ζώνη του λιμανιού. Έπειτα
έπεσαν πάνω μας βροχή οι σφαίρες. To πρώτο κύμα το έφαγαν
ο Μπρόζμαν και ο Χάρκινς – φρένα, γυαλιά παντού, το αμάξι
μας ντεραπάρισε κι έπεσε στο δικό τους, εγώ κι ο συνάδελφός
μου συρθήκαμε έξω απ’ το αυτοκίνητο και τρυπώσαμε πίσω
από μια στοίβα ατσάλινους σωλήνες. Ακούγεται η κόρνα του
περιπολικού του Μπρόζμαν, δεν σταματά, και δεν
εμφανίζονται. Μπαμ-μπαμ-μπαμ από σφαίρες ολόγυρά μας,
έχω χεστεί πάνω μου – είχα γίνει μπάτσος για ν’ αποφύγω τις
εμπόλεμες ζώνες. Ο συνάδελφός μου αρχίζει ν’ ανταποδίδει τα
πυρά. Κάνω ό,τι κάνει, οι πιθανότητές μας όμως να πετύχουμε
οτιδήποτε είναι σχεδόν μηδέν. Για να σου πω την αλήθεια,
χάρηκα όταν το φορτηγό πέρασε από δίπλα μας. Ηλίθιος όπως
ήμουν, ξετρύπωσα από την κρυψώνα μας πολύ γρήγορα – για
να δω αν μπορούσα να καταγράψω την πινακίδα». Η ρίζα της
γλώσσας του Νέιπιερ τον πονάει. «Κι έπειτα γίνονται όλα αυτά.
Ένας τύπος μού ορμάει φωνάζοντας απ’ την άλλη μεριά της
μάντρας. Του ρίχνω. Αστοχώ – η πιο τυχερή αστοχία της ζωής
μου, και της δικής σου ζωής, Λουίζα, επειδή, αν είχα ρίξει
στον πατέρα σου, δεν θα ήσουν τώρα εδώ. Ο Λέστερ Ρέι με
προσπερνάει τρέχοντας, δείχνοντας προς τα πίσω μου, και
κλοτσάει πέρα ένα αντικείμενο που κυλάει προς τα μένα,
αντικείμενο που πέταξαν από την καρότσα του φορτηγού.
Ύστερα με τσουρουφλίζει ένα εκτυφλωτικό φως, ένας θόρυβος
μου σχίζει το κεφάλι, και ένας πόνος μού σουβλίζει τον πισινό.
Έμεινα εκεί που έπεσα, μισολιπόθυμος, μέχρι που με έβαλαν
σ’ ένα ασθενοφόρο».
Η Λουίζα ακόμη δεν λέει κουβέντα.
« Ήμουνα τυχερός. Το θραύσμα μιας χειροβομβίδας διαπέρασε
και τα δυο μου κωλομέρια. Κατά τ’ άλλα ήμουν καλά. Ο
γιατρός είπε ότι πρώτη φορά έβλεπε ένα βλήμα ν’ ανοίγει
τέσσερις τρύπες. Ο μπαμπάς σου, φυσικά, δεν ήταν και τόσο
καλά. Ο Λέστερ ήταν τρύπιος σαν το έμενταλ. Τον είχαν
χειρουργήσει χωρίς όμως να καταφέρουν να σώσουν το μάτι
του μια μέρα πριν πάρω εξιτήριο. Σφίξαμε απλώς τα χέρια και
έφυγα, δεν ήξερα τι να πω. Το πιο ταπεινωτικό πράγμα που
μπορείς να κάνεις σε έναν άντρα είναι να του σώσεις τη ζωή. Ο
Λέστερ το ήξερε κι εκείνος. Μα δεν περνάει μέρα, μάλλον ούτε
ώρα, που να μην τον σκέφτομαι. Κάθε φορά που κάθομαι».
Η Λουίζα για λίγο δεν λέει τίποτα. «Γιατί δεν μου τα είπες
αυτά στο Σουανέκε;»
Ο Νέιπιερ ξύνει το αυτί του. «Φοβόμουν μη χρησιμοποιήσεις
τη σχέση για να πας να με ξεζουμίσεις…»
«Για να μάθω τι πραγματικά συνέβη στον Ρούφους Σίξμιθ;»
Ο Νέιπιερ δεν λέει ναι, δεν λέει όχι. «Ξέρω πώς δουλεύουν οι
ρεπόρτερ».
«Πας εσύ να ψειρίσεις τη δική μου ακεραιότητα;»
Γενικά μιλάει – δεν γίνεται να ξέρει για τη Μάργκο Ρόουκερ. « Έτσι και
συνεχίσεις να ψάχνεις την αναφορά του Ρούφους Σίξμιθ» –ο
Νέιπιερ αναρωτιέται αν θα έπρεπε να το πει αυτό μπροστά στο
παιδί– «θα σε σκοτώσουν, τελεία και παύλα. Όχι εγώ! Μα έτσι
θα γίνει. Σε παρακαλώ. Φύγε αμέσως. Παράτα την παλιά ζωή
σου, τη δουλειά σου, και φύγε».
«Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι σ’ έστειλε να μου το πεις, έτσι δεν
είναι;»
«Κανείς δεν ξέρει ότι είμαι εδώ –Θεός φυλάξοι–, ειδάλλως
κινδυνεύω όσο κινδυνεύεις κι εσύ».
«Μια ερώτηση πρώτα».
«Θέλεις να ρωτήσεις αν…» –εύχεται να μην ήταν εδώ το
παιδί– «αν η “μοίρα” του Σίξμιθ ήταν δικό μου έργο. Η
απάντηση είναι όχι. Τέτοιου είδους… δουλειές δεν ήταν δική
μου υπόθεση. Δεν λέω ότι είμαι αθώος. Λέω απλώς ότι είμαι
ένοχος επειδή έκανα τα στραβά μάτια. Ο διακανονιστής του
Γκριμάλντι σκότωσε τον Σίξμιθ και σ’ έριξε απ’ τη γέφυρα χθες
βράδυ. Ένας τύπος με το όνομα Μπιλ Σμόουκ – ένα από τα
πολλά του ονόματα, υποψιάζομαι. Δεν μπορώ να σε κάνω να
με πιστέψεις, ελπίζω όμως να με πιστέψεις».
«Πώς ήξερες ότι επέζησα;»
«Μια φρούδα ελπίδα. Κοίτα, η ζωή είναι πιο πολύτιμη από
ένα παλιολαβράκι. Σε ικετεύω, μια τελευταία φορά, και θα
είναι πράγματι τελευταία, αυτή την υπόθεση παράτα την. Τώρα
πρέπει να φύγω, και ειλικρινά εύχομαι να κάνεις το ίδιο».
Σηκώνεται. «Κάτι τελευταίο. Όπλο ξέρεις να χρησιμοποιήσεις;»
« Έχω αλλεργία στα όπλα».
«Τι εννοείς;»
«Τα όπλα μού φέρνουν ναυτία. Στην κυριολεξία».
«Όλοι πρέπει να μάθουν να χρησιμοποιούν όπλο».
«Ναι, τους βλέπεις αραδιασμένους στα νεκροτομεία. Ο Μπιλ
Σμόουκ δεν θα κάτσει να περιμένει ευγενικά να βγάλω όπλο
απ’ την τσάντα μου, σωστά; Η μόνη μου διέξοδος είναι να βρω
στοιχεία που θα ξεσκεπάσουν την υπόθεση τόσο ολοκληρωτικά,
που δεν θα έχει νόημα να με σκοτώσει».
«Υποτιμάς την αδυναμία που έχουν οι άνθρωποι στην
εκδίκηση».
«Κι εσένα τι σε νοιάζει; Το χρέος σου στον μπαμπά μου το
ξεπλήρωσες. Τη συνείδησή σου την ησύχασες».
O Νέιπιερ βγάζει έναν κακόθυμο στεναγμό. «Πολύ το
φχαριστήθηκα το ματς, Χάβι».
«Είσαι ψεύτης» λέει το παιδί.
«Είπα ψέματα, ναι, μα αυτό δεν με κάνει ψεύτη. Το ψέμα
είναι λάθος, όταν όμως ο κόσμος γυρίζει ανάποδα, ένα μικρό
λάθος μπορεί να αποδειχτεί πολύ σωστό».
«Αυτό δεν βγάζει νόημα».
« Έχεις απόλυτο δίκιο, δεν βγάζει νόημα, αλλά και πάλι
ισχύει».
Ο Τζο Νέιπιερ φεύγει.
Ο Χαβιέ είναι θυμωμένος και με τη Λουίζα. «Κι ύστερα κάνεις
λες και παίζω τη ζωή μου κορόνα γράμματα επειδή απλά
πηδάω απ’ τα μπαλκόνια;»
47
Τα βήματα της Λουίζα και του Χαβιέ αντηχούν στη σκάλα. Ο
Χαβιέ κοιτάζει απ’ τα κάγκελα. Οι χαμηλότεροι όροφοι
υποχωρούν σαν σπείρες σε κοχύλι. Φυσάει καταπάνω του ο
ίλιγγος, τον ζαλίζει. Το ίδιο κι όταν κοιτάζει προς τα πάνω. «Αν
γινόταν να δεις το μέλλον» ρωτά, «θα το ’κανες;».
Η Λουίζα κρεμάει την τσάντα της στον ώμο. «Εξαρτάται απ’
το αν γινόταν να το αλλάξω».
«Κι αν μπορούσες; Ας πούμε, αν έβλεπες πως θα σε άρπαζαν
κομμουνιστές κατάσκοποι στον δεύτερο όροφο, θα κατέβαινες
στο ισόγειο με το ασανσέρ».
«Αν όμως οι κατάσκοποι καλούσαν το ασανσέρ και
συμφωνούσαν ότι θα άρπαζαν όποιον ήταν μέσα; Κι αν αυτό
που τα προκαλεί όλα είναι ακριβώς το ότι προσπαθείς να
αποφύγεις το μέλλον;»
«Αν όντως γινόταν να δεις το μέλλον, όπως βλέπεις την άκρη
της 16ης Οδού από την ταράτσα του πολυκαταστήματος του
Κίλροϊ, παναπεί ότι είναι ήδη εκεί. Αν είναι ήδη εκεί, δεν
μπορείς να το αλλάξεις».
«Ναι, μα αυτό που υπάρχει στην άκρη της 16ης Οδού δεν
είναι φτιαγμένο από αυτά που κάνεις εσύ. Είναι δεδομένο,
πάνω κάτω, φτιαγμένο από πολιτικούς μηχανικούς,
αρχιτέκτονες, σχεδιαστές, εκτός κι αν πας και ανατινάξεις κάνα
κτίριο ή κάτι τέτοιο. Αυτό που όντως φτιάχνεται από αυτά που
κάνεις είναι ό,τι συμβαίνει μέσα στο επόμενο λεπτό».
«Ποια είναι η απάντηση λοιπόν; Μπορείς να αλλάξεις το
μέλλον ή δεν μπορείς;»
Ίσως η απάντηση να μην είναι ζήτημα μεταφυσικής αλλά, απλά, ζήτημα
εξουσίας. «Είναι ένα μεγάλο μυστήριο, Χάβι».
Έχουν φτάσει στο ισόγειο. Στην τηλεόραση του Μάλκομ,
κουδουνίζουν οι βιονικοί δικέφαλοι του Ανθρώπου που στοίχισε
πολλά.
«Τα λέμε, Λουίζα».
«Δεν φεύγω για πάντα, Χάβι».
Με πρωτοβουλία του αγοριού, δίνουν τα χέρια. Η χειρονομία
εκπλήσσει τη Λουίζα: μοιάζει επίσημη, οριστική και ζεστή.
48
Ένα ασημένιο επιτραπέζιο ρολόι στο σπίτι της Τζούντιθ Ρέι στο
Γιούινσβιλ κουδουνίζει ότι έχει πάει μία το μεσημέρι. Η
σύζυγος ενός χρηματοοικονομικού συμβούλου έχει πιάσει την
κουβέντα με τον Μπιλ Σμόουκ. «Αυτό το σπίτι πάντοτε ξυπνάει
μέσα μου τον δαίμονα της απληστίας» εξομολογείται η
φορτωμένη με κοσμήματα πενηντάρα, «είναι αντίγραφο
σχεδίου του Φρανκ Λόιντ Ράιτ. Το αυθεντικό βρίσκεται,
νομίζω, στα περίχωρα του Σάλεμ». Στέκεται υπερβολικά κοντά.
Μοιάζεις με μάγισσα από τα περίχωρα του Σάλεμ που πήγε στου σκατο-
Τίφανις και του έδωσε και κατάλαβε, σκέφτεται ο Μπιλ Σμόουκ, ενώ
σχολιάζει: «Αλήθεια, ε;».
Οι Λατινοαμερικάνες καμαριέρες που έφερε η εταιρεία
κέτερινγκ περιφέρουν δίσκους με φαγητό ανάμεσα στους
καλεσμένους, που είναι όλοι λευκοί. Οι λινές πετσέτες,
διπλωμένες σε σχήμα κύκνου, έχουν πάνω ταμπελάκια με τα
ονόματα των καλεσμένων. «Αυτή η βελανιδιά με τ’ ασημένιο
φύλλωμα στην μπροστινή αυλή μπορεί να είναι εδώ απ’ τον
καιρό των πρώτων ισπανικών ιεραποστολών» λέει η σύζυγος,
«δεν βρίσκετε;».
«Σίγουρα. Οι βελανιδιές ζουν εξακόσια χρόνια. Διακόσια να
αναπτυχθούν, διακόσια να ζήσουν, διακόσια να πεθάνουν».
Βλέπει τη Λουίζα να μπαίνει στο πολυτελές δωμάτιο, να
δέχεται από ένα φιλί σε κάθε μάγουλο από τον πατριό της. Τι
θέλω από σένα, Λουίζα Ρέι; Μια προσκεκλημένη στην ηλικία της
Λουίζα την αγκαλιάζει: «Λουίζα! Πάνε τρία ή τέσσερα χρόνια!»
Από κοντά, η γοητεία της προσκεκλημένης είναι ύπουλη και
αδιάκριτη. «Αλήθεια είναι πως ακόμη δεν παντρεύτηκες;»
«Εννοείται πως όχι» είναι η ψυχρή απάντηση της Λουίζα. «Εσύ
παντρεύτηκες;»
Ο Σμόουκ αντιλαμβάνεται ότι εκείνη αντιλαμβάνεται το
βλέμμα του, και ξαναστρέφει την προσοχή του στη σύζυγο και
συμφωνεί ότι, ναι, ούτε εξήντα λεπτά αποδώ έχει σεκόγιες που
ήταν ήδη ώριμες επί βασιλείας του Ναβουχοδονόσορα. Η
Τζούντιθ Ρέι στέκεται πάνω σε ένα σκαμπό φερμένο ειδικά για
την περίσταση και χτυπά μ’ ένα ασημένιο κουτάλι ένα
μπουκάλι ροζ σαμπάνια ώσπου να την προσέξουν όλοι.
«Κυρίες, κύριοι και νεαρά άτομα» αναφωνεί, «με πληροφορούν
ότι το δείπνο είναι έτοιμο! Όμως, πριν ξεκινήσουμε, θα ήθελα
να πω δυο λόγια για το θαυμάσιο έργο της Αντικαρκινικής
Εταιρείας της Μπουένας Γέρμπας, και την αξιοποίηση των
χρημάτων που θα συγκεντρωθούν από τον έρανό μας, τον
οποίο τόσο γενναιόδωρα στηρίζετε σήμερα».
Ο Μπιλ Σμόουκ διασκεδάζει δυο παιδιά εμφανίζοντας ένα
αστραφτερό χρυσό κρούγκεραντ ως διά μαγείας. Αυτό που θέλω
από σένα, Λουίζα, είναι ένα απολύτως προσωπικό φονικό. Για μια στιγμή
ο Μπιλ Σμόουκ σαστίζει μπροστά στις δυνάμεις που έχουμε
εντός μας χωρίς να είναι δικές μας.
49
Οι καμαριέρες έχουν μαζέψει τα πιάτα του γλυκού, η μυρωδιά
του καφέ είναι διαπεραστική, και μια παραφαγωμένη
κυριακάτικη νύστα κατακαθίζει στην τραπεζαρία. Οι
μεγαλύτεροι σε ηλικία καλεσμένοι βρίσκουν γωνιές για να την
πέσουν. Ο πατριός της Λουίζα μαζεύει μια ομάδα συνομηλίκων
του για να τους δείξει τη συλλογή του από αυτοκίνητα της
δεκαετίας του ’50, οι συμβίες και οι μητέρες ελίσσονται από
υπαινιγμό σε υπαινιγμό, τα σχολειαρόπαιδα βγαίνουν έξω για
να τσακωθούν στη φυλλωμένη λιακάδα γύρω από την πισίνα.
Στο τραπέζι των συνοικεσίων, τα τρίδυμα των Χέντερσον
κυριαρχούν στην κουβέντα. Όλοι τους εξίσου γαλανομάτηδες
και χρυσοί, και η Λουίζα δεν μπορεί να τους ξεχωρίσει μεταξύ
τους. «Τι θα έκανα;» λέει ένας τρίδυμος, «αν ήμουν Πρόεδρος;
Πρώτα, θα στόχευα να κερδίσω τον Ψυχρό Πόλεμο, δεν θα
στόχευα απλώς να μην τον χάσω».
Αναλαμβάνει ένας άλλος. «Δεν θα έκανα τεμενάδες σε
Άραβες των οποίων οι πρόγονοι πάρκαραν τις καμήλες τους
στα σωστά κομμάτια άμμου κατά τύχη…»
«…ή σε κομμουνιστές κιτρινιάρηδες. Θα εγκαθίδρυα –δεν
φοβάμαι να το πω– τη δικαιωματική –εταιρική– αυτοκρατορία
της χώρας μας. Επειδή, αν δεν το κάνουμε εμείς…»
«…θα μας προλάβουν οι παλιο-Ιάπωνες. Το μέλλον είναι στην
επιχείρηση. Πρέπει να επιτρέψουμε στις επιχειρήσεις να
διοικήσουν τη χώρα και να εγκαθιδρύσουν την πραγματική
αξιοκρατία».
«Που δεν θα πνίγεται από την κοινωνική πρόνοια, τα
συνδικάτα, τα “προγράμματα θετικής δράσης” για
ακρωτηριασμένους τραβεστί έγχρωμους άστεγους
αραχνοφοβικούς…»
«Μια αξιοκρατία της οξύνοιας. Μια κουλτούρα που δεν
ντρέπεται να αναγνωρίσει ότι ο πλούτος προσελκύει την
εξουσία…»
«…και πως οι δημιουργοί του πλούτου –εμείς– ανταμείβονται.
Όταν πασχίζει για την εξουσία ένας άντρας, κάνω μια απλή
ερώτηση: “Σκέφτεται σαν επιχειρηματίας;”»
Η Λουίζα τυλίγει την πετσέτα της σε μια σφιχτή μπάλα. «Εγώ
κάνω τρεις απλές ερωτήσεις. Πώς απέκτησε αυτή την εξουσία;
Πώς τη χρησιμοποιεί; Και πώς γίνεται να του την πάρουμε, του
παλιομαλάκα;»
50
Η Τζούντιθ Ρέι βρίσκει τη Λουίζα να παρακολουθεί το
απογευματινό δελτίο ειδήσεων στο γραφείο του συζύγου της.
«Αριστεροκάβαλη» άκουσα να λέει ο Άντον Χέντερσον, και αν
δεν εννοούσε εσένα, πουλάκι μου, τότε, δεν ξέρω – δεν είναι
αστείο! Η… αντιδραστικότητά σου χειροτερεύει. Παραπονιέσαι
που είσαι μόνη σου, οπότε σε συστήνω σε θαυμάσιους νεαρούς
κι εσύ τους “αριστεροκαβαλάς” με τη δημοσιογραφίστικη φωνή
σου».
«Πότε σου παραπονέθηκα που είμαι μόνη;»
«Αγόρια σαν τους Χέντερσον δεν φυτρώνουν στα δέντρα,
ξέρεις».
«Στα δέντρα φυτρώνουν μελίγκρες».
Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα και ο Μπιλ Σμόουκ
κοιτάζει μέσα. «Κυρία Ρέι; Συγγνώμη που ενοχλώ, πρέπει όμως
να πηγαίνω. Με το χέρι στην καρδιά, ο σημερινός ήταν ο πιο
φιλόξενος, ο πιο οργανωμένος έρανος που έχω πάει ποτέ μου».
Το χέρι της Τζούντιθ Ρέι κυματίζει πλάι στ’ αυτί της.
«Καλοσύνη σας που το λέτε… κύριε;»
«Χέρμαν Χάουιτ, χαμηλόβαθμος εταίρος στη Musgrove
Wyeland, από το γραφείο του Μαλιμπού. Δεν μπόρεσα να
συστηθώ πριν από το θαυμάσιο αυτό δείπνο – έκανα την
κράτηση τελευταία στιγμή, σήμερα το πρωί. Ο πατέρας μου
έχει πάνω από δέκα χρόνια που απεβίωσε, ο Θεός να τον
αναπαύει, από καρκίνο – ούτε που ξέρω πώς θα τα είχαμε
βγάλει πέρα εγώ και η μητέρα μου χωρίς τη βοήθεια της
Εταιρείας. Όταν ανέφερε ο Όλι τον έρανό σας, τελείως
ξαφνικά, δεν γινόταν να μην καλέσω για να δω αν μπορούσα να
αντικαταστήσω κάποια ακύρωση της τελευταίας στιγμής».
«Χαιρόμαστε πολύ που το κάνατε, και καλώς ήλθατε στην
Μπουένας Γέρμπας». Κάπως κοντός, τον αξιολογεί η Τζούντιθ
Ρέι, αλλά μυώδης, με καλό μισθό και μάλλον εκεί στα τριάντα πέντε,
κοντά στην ηλικία της Λουίζα. Η δουλειά του ακούγεται υποσχόμενη.
«Ελπίζω την επόμενη φορά να μπορέσει να σας συνοδεύσει η
κυρία Χάουιτ».
Ο Μπιλ Σμόουκ, γνωστός και ως Χέρμαν Χάουιτ, πετάει ένα
ντροπαλό χαμογελάκι. «Λυπάμαι που το λέω, μα η μόνη κυρία
Χάουιτ είναι η μάνα μου. Μέχρι στιγμής».
«Α, έτσι» αποκρίνεται η Τζούντιθ Ρέι.
Εκείνος λοξοκοιτάζει κατά τη Λουίζα, που δεν δίνει σημασία.
«Θαύμασα την ηθική στάση της κόρης σας κάτω. Τόσο πολλοί
από τη γενιά μας φαίνεται να μη διαθέτουν ηθική πυξίδα στις
μέρες μας».
«Συμφωνώ απολύτως. H δεκαετία του εξήντα τα πήρε όλα
σβάρνα. Ο μακαρίτης ο πατέρας της Λουίζα κι εγώ χωρίσαμε
πριν από κάποια χρόνια, είχαμε όμως πάντα σκοπό να
ενσταλάξουμε στην κόρη μας την αντίληψη του σωστού και του
λάθους. Λουίζα! Θα ξεκολλήσεις απ’ την τηλεόραση για μια
στιγμή μονάχα, σε παρακαλώ, καλή μου; Ο Χέρμαν θα νομίζει –
Λουίζα; Τι τρέχει, πουλάκι μου;»
Ο παρουσιαστής λέει μονότονα: «Η αστυνομία επιβεβαίωσε
ότι μεταξύ των δώδεκα νεκρών στο δυστύχημα με το λίαρ τζετ
πάνω από τα όρη Αλεγκένι σήμερα το πρωί είναι ο διευθύνων
σύμβουλος της Seaboard Power, Αλμπέρτο Γκριμάλντι, το πιο
υψηλά αμειβόμενο στέλεχος στην Αμερική. Σύμφωνα με τις
προκαταρκτικές έρευνες της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας,
η έκρηξη μάλλον προκλήθηκε από ελάττωμα στο σύστημα
καυσίμων. Τα συντρίμμια έχουν σκορπιστεί σε μια έκταση
πολλών τετραγωνικών χιλιομέτρων…»
«Λουίζα, πουλάκι μου;» Η Τζούντιθ Ρέι γονατίζει πλάι στην
κόρη της, που κοιτάζει έντρομη τις εικόνες των
παραμορφωμένων συντριμμιών του αεροσκάφους στα
καλαμποκοχώραφα.
«Τι… απαίσιο!» Ο Μπιλ Σμόουκ απολαμβάνει ένα περίπλοκο
πιάτο, του οποίου τα συστατικά μήτε αυτός ο ίδιος, ο σεφ, δεν
μπορεί ν’ απαριθμήσει. «Ξέρατε κάποιον απ’ αυτούς τους
κακόμοιρους, δεσποινίς Ρέι;»
51
Δευτέρα πρωί. Στην αίθουσα σύνταξης του Spyglass αφηνιάζουν
οι φήμες. Σύμφωνα με μια από αυτές, το περιοδικό
χρεοκόπησε· σύμφωνα με μια άλλη, ο Κένεθ Π. Όγκιλβι, ο
ιδιοκτήτης, θα το βγάλει σε πλειστηριασμό· η τράπεζα θα
δώσει καινούργιο δάνειο· η τράπεζα θα κόψει κάθε
χρηματοδότηση. Η Λουίζα δεν έχει ενημερώσει κανέναν ότι
επέζησε απόπειρας δολοφονίας πριν από είκοσι τέσσερις ώρες.
Δεν θέλει να εμπλέξει τη μητέρα της ή τον Γκρελς και, πέρα
από τους μώλωπές της, το όλο πράγμα όλο και περισσότερο της
μοιάζει με ψέμα.
Η Λουίζα νιώθει μια οδυνηρή αίσθηση προσωπικής απώλειας
για τον θάνατο του Άιζακ Σακς, ενός ανθρώπου που καλά καλά
δεν γνώριζε. Επιπλέον, φοβάται, όμως συγκεντρώνεται στη
δουλειά της. Ο πατέρας της της έλεγε ότι οι φωτογράφοι στις
εμπόλεμες ζώνες έκαναν λόγο για την ανοσία στον φόβο που
τους παρείχε ο φακός· τούτο το πρωί, αυτό ακούγεται απόλυτα
λογικό. Αν ήξερε ο Μπιλ Σμόουκ για τη λιποταξία του Άιζακ Σακς, τότε ο
θάνατός του είναι λογικός – ποιος, όμως, ήθελε να βγάλει από τη μέση και
τον Αλμπέρτο Γκριμάλντι; Οι μόνιμοι συντάκτες πηγαίνουν στο
γραφείο του Ντομ Γκρελς ως συνήθως για τη σύσκεψη των
δέκα. Πάει δέκα και τέταρτο.
«Ο Γκρελς δεν άργησε τόσο ούτε όταν γέννησε η πρώτη του
γυναίκα» λέει η Νάνσι Ο’Χάγκαν ενώ βάφει τα νύχια της. «Ο
Όγκιλβι πρέπει να τον έχει καρφώσει στον σταυρό».
Ο Ρόλαντ Τζέικς σκαλίζει το κερί στ’ αυτί του μ’ ένα μολύβι.
«Γνώρισα τον ντράμερ που έπαιζε στις επιτυχίες των Monkees.
Όλο μιλούσε για το ταντρικό σεξ και σταματημό δεν είχε –
ευχαριστώ. Η αγαπημένη του στάση λέγεται, ε, “O
Υδραυλικός”. Περιμένεις όλη μέρα σπίτι αλλά δεν έρχεται
κανείς».
Σιωπή.
« Έλεος, εγώ ν’ αλαφρύνω λίγο το κλίμα είπα».
Έρχεται ο Γκρελς και μπαίνει κατευθείαν στο ψητό. «Το
Spyglass πάει για πούλημα. Αργότερα σήμερα θα μάθουμε ποιος
θα επιζήσει των περικοπών».
Ο Τζέρι Νούσμπαουμ χώνει τους αντίχειρες στη ζώνη του.
« Έτσι ξαφνικά».
« Έτσι ξαφνικά δε λες τίποτα. Άρχισαν διαπραγματεύσεις στο
τέλος της περασμένης εβδομάδας». Ο Γκρελς βράζει. «Σήμερα
το πρωί, η υπόθεση ήταν τελειωμένη».
«Πρέπει να ήταν, ε, φοβερή προσφορά» πάει να ψαρέψει ο
Τζέικς.
«Πήγαινε να ρωτήσεις τον ΚΠΟ γι’ αυτό».
«Ο αγοραστής ποιος είναι;» ρωτά η Λουίζα.
«Θα βγει δελτίο Τύπου αργότερα σήμερα».
« Έλα τώρα, Ντομ» πάει να του πάρει λόγια η Ο’Χάγκαν.
«Είπα, θα βγει δελτίο Τύπου αργότερα σήμερα».
Ο Τζέικς στρίβει τσιγάρο. «Φαίνεται πως ο μυστηριώδης
αγοραστής μας, να πούμε, θέλει πολύ το Spyglass και, ε, ομάδα
που κερδίζει δεν την αλλάζεις».
Ο Νούσμπαουμ ξεφυσά. «Και ποιος λέει ότι ο μυστηριώδης
αγοραστής μας θεωρεί ότι είμαστε ομάδα που κερδίζει; Όταν
αγόρασαν το Nouveau τα Allied News πέρυσι, απέλυσαν μέχρι
και τις καθαρίστριες».
«Λοιπόν». Η Ο’Χάγκαν κλείνει το νεσεσέρ της. «Πάει, για
άλλη μια φορά, η κρουαζιέρα μου στον Νείλο. Ξανά στην
κουνιάδα μου στο Σικάγο θα κάνω Χριστούγεννα. Με τα
κακομαθημένα της, στην παγκόσμια πρωτεύουσα του
κατεψυγμένου βοδινού. Πώς αλλάζουν όλα σε μια μέρα».
52
Επί μήνες, συνειδητοποιεί ο Τζο Νέιπιερ, ενώ κοιτάζει τα
συνδυασμένα μεταξύ τους έργα τέχνης στον προθάλαμο του
αναπληρωτή διευθύνοντος συμβούλου, του Γουίλιαμ Γουάιλι,
τον παραγκωνίζουν. Η αφοσίωση εξαφανίστηκε και η δύναμη
αντλήθηκε από τους γνωστούς αγωγούς. Εμένα το ίδιο μου έκανε,
σκέφτεται ο Νέιπιερ, με ενάμιση χρόνο μόλις να απομένει. Ακούει
βήματα και νιώθει ένα ρεύμα αέρα. Όμως η κατάρριψη ενός
αεροπλάνου με δώδεκα ανθρώπους δεν είναι ασφάλεια, είναι πολλαπλή
ανθρωποκτονία. Ποιος έδωσε τη διαταγή; Να ήταν ο Μπιλ Σμόουκ, για
λογαριασμό του Γουάιλι; Είναι δυνατόν να πρόκειται απλώς για ένα
αεροπορικό δυστύχημα; Συμβαίνουν αυτά. Το μόνο που καταλαβαίνω είναι
πως το να μην καταλαβαίνω είναι επικίνδυνο. Ο Νέιπιερ τα βάζει με
τον εαυτό του που προειδοποίησε τη Λουίζα Ρέι χθες, ένα
ανόητο ρίσκο που απέφερε μια τρύπα στο νερό.
Η γραμματέας του Γουίλιαμ Γουάιλι προβάλλει στην πόρτα.
«Ο κύριος Γουάιλι σας περιμένει, κύριε Νέιπιερ».
Ο Νέιπιερ εκπλήσσεται που βλέπει τη Φέι Λι στο γραφείο. Οι
συνθήκες επιβάλλουν μια ανταλλαγή χαμόγελων. Το «Τζο! Τι
κάνεις;» του Γουίλιαμ Γουάιλι είναι εξίσου ζωηρό με τη
χειραψία του.
«Θλιβερό πρωί σήμερα, κύριε Γουάιλι» αποκρίνεται ο Νέιπιερ,
ενώ δέχεται το κάθισμα αλλά αρνείται το τσιγάρο που του
προσφέρουν. «Ακόμη δεν μπορώ να χωνέψω αυτό που έγινε με
τον κύριο Γκριμάλντι». Ποτέ δεν σε συμπάθησα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι
ήθελες.
«Πολύ θλιβερό. Διάδοχος του Αλμπέρτο θα βρεθεί, όχι όμως
αντικαταστάτης».
Ο Νέιπιερ επιτρέπει στον εαυτό του μια ερώτηση υπό το
πρόσχημα της ψιλοκουβέντας. «Πόσο θα περιμένει το
συμβούλιο πριν συζητήσει την πλήρωση της θέσης;»
« Έχουμε σύσκεψη σήμερα το απόγευμα. Ο Αλμπέρτο δεν θα
ήθελε να παραδέρνουμε ακέφαλοι για περισσότερο από ό,τι
είναι απολύτως απαραίτητο. Ξέρεις, ο σεβασμός του προς
εσένα, προσωπικά, ήταν… τι να πω…»
« Ένθερμος» προτείνει η Φέι Λι.
Έχεις φτάσει ψηλά, κύριε Λι.
«Ακριβώς! Αυτό ήταν! Ένθερμος».
«Ο κύριος Γκριμάλντι ήταν σπουδαίος».
« Έτσι, Τζο, έτσι». Ο Γουάιλι στρέφεται στη Φέι Λι. «Φέι. Ας
πούμε τώρα στον Τζο το πακέτο που προσφέρουμε».
«Σε αναγνώριση του υποδειγματικού ιστορικού σας, ο κύριος
Γουάιλι προτείνει να σας αποδεσμεύσουμε πρόωρα. Θα λάβετε
πλήρη αμοιβή για τους δεκαοκτώ μήνες που απομένουν στη
σύμβασή σας, το μπόνους σας – κι έπειτα θα βγει κι η
τιμαριθμικά προσαρμοσμένη σύνταξή σας».
Μου δίνουν πόδι! Ο Νέιπιερ παίρνει μια έκφραση «πόπο». Πίσω
από αυτό είναι ο Μπιλ Σμόουκ. Το «πόπο» ταιριάζει τόσο με την
προσφορά για συνταξιοδότηση όσο και με την αίσθηση του
Νέιπιερ για τη συνταρακτική αλλαγή του ρόλου του από
μυημένου σε περιττό βάρος. «Αυτό είναι… απροσδόκητο».
«Αλλά απαραίτητο, Τζο» λέει ο Γουάιλι, δεν λέει όμως κάτι
άλλο. Χτυπάει το τηλέφωνο. «Όχι» λέει συνοφρυωμένος ο
Γουάιλι στο ακουστικό, «ο κύριος Ρέιγκαν να περιμένει τη
σειρά του. Έχω δουλειά».
Μέχρι να κλείσει ο Γουάιλι το ακουστικό, ο Νέιπιερ έχει πάρει
την απόφασή του. Μια χρυσή ευκαιρία να φύγω από μια
αιματοβαμμένη σκηνή. Παριστάνει τον γέρο υπηρέτη που έχει
μείνει άφωνος από την ευγνωμοσύνη. «Φέι. Κύριε Γουάιλι. Δεν
ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω».
Ο Γουίλιαμ Γουάιλι τον κοιτάζει σαν περιπαικτικό κογιότ. «Με
το να δεχτείς την προσφορά μας ίσως;»
«Μα φυσικά και τη δέχομαι!»
Ο Γουάιλι και η Φέι Λι αρχίζουν τα συγχαρητήρια.
«Καταλαβαίνεις, φυσικά» συνεχίζει ο Γουάιλι, «ότι για ένα τόσο
ευαίσθητο πόστο όσο αυτό της ασφάλειας, θα χρειαστεί η
αλλαγή να τεθεί σε ισχύ πριν φύγεις από αυτό το δωμάτιο».
Ιησού Χριστέ, δεν αφήνετε δευτερόλεπτο να πάει χαμένο, έτσι;
Η Φέι Λι προσθέτει: «Θα φροντίσω να σας σταλούν τα
πράγματά σας, και τα χαρτιά σας. Ξέρω ότι δεν θα
προσβληθείτε που θα πάτε στη στεριά με συνοδεία. Πρέπει να
φανεί ότι ο κύριος Γουάιλι ακολουθεί το πρωτόκολλο».
«Χωρίς παρεξήγηση, Φέι» λέει χαμογελώντας ο Νέιπιερ, ενώ
από μέσα του τη βρίζει. «Εγώ το έγραψα το πρωτόκολλό μας».
Νέιπιερ, το τριανταοκτάρι σου να το έχεις δεμένο στη γάμπα όχι μόνο μέχρι
να φύγεις από το Σουανέκε, αλλά και για καιρό αργότερα.
53
Η μουσική στο Lost Chord επισκιάζει κάθε σκέψη για το
Spyglass, τον Σίξμιθ, τον Σακς και τον Γκριμάλντι. Ο ήχος είναι
αψεγάδιαστος, ποταμίσιος, φασματικός, υπνωτικός… βαθιά
γνώριμος. Η Λουίζα στέκεται, μαγεμένη, λες και ζει σε ένα
ρεύμα χρόνου. «Την ξέρω αυτή τη μουσική» λέει στον υπάλληλο,
που κάποια στιγμή τη ρωτάει αν είναι καλά. «Τι στον διάολο
είναι;»
«Λυπάμαι, είναι παραγγελία πελάτη, δεν διατίθεται για
πώληση. Δεν θα έπρεπε καν να το είχα βάλει».
«Α». Ας το πάρουμε απ’ την αρχή. «Τηλεφώνησα την περασμένη
εβδομάδα. Με λένε Ρέι, Λουίζα Ρέι. Είπατε ότι μπορούσατε να
μου βρείτε μια άγνωστη ηχογράφηση του Ρόμπερτ Φρόμπισερ,
το Cloud Atlas Sextet. Ξεχάστε το όμως αυτό για μια στιγμή.
Πρέπει κι αυτή τη μουσική να την αποκτήσω. Πρέπει. Ξέρετε
πώς πάει. Τι είναι;»
Ο υπάλληλος της τείνει τους καρπούς του θαρρείς και θα του
περάσει χειροπέδες. «Το Cloud Atlas Sextet, του Ρόμπερτ
Φρόμπισερ. Το άκουσα για να βεβαιωθώ ότι δεν έχει
γρατζουνιές. Α, ψέματα. Το άκουσα επειδή είμαι δέσμιος της
περιέργειας. Δεν είναι Ντίλιους, όχι ακριβώς, σωστά; Είναι
εγκληματικό που δεν χρηματοδοτούν οι εταιρείες
ηχογραφήσεις διαμαντιών όπως και τούτο. Με χαρά μου μπορώ
να πω ότι ο δίσκος σας είναι σε άριστη κατάσταση».
«Πού το έχω ξανακούσει;»
Ο νεαρός ανασηκώνει τους ώμους. «Δεν παίζει να υπάρχουν
παρά μια χούφτα στη Βόρεια Αμερική».
«Μα το ξέρω. Το ξέρω, σας λέω».
54
Η Νάνσι Ο’Χάγκαν μιλάει ενθουσιασμένη στο τηλέφωνό της
όταν γυρνάει στο γραφείο η Λουίζα. «Σιρλ; Σιρλ! Η Νάνσι
είμαι. Άκου, μπορεί και να κάνουμε Χριστούγεννα στον ίσκιο
της Σφίγγας τελικά. Η καινούργια ιδιοκτήτρια είναι η Trans
Vision» –υψώνει τη φωνή της– «Trans Vision… Ούτε εγώ, αλλά»
–η O’Χάγκαν χαμηλώνει τη φωνή της– «μόλις είδα τον ΚΠΟ,
ναι, το παλιό αφεντικό, είναι στο καινούργιο συμβούλιο.
Άκουσε όμως, σε παίρνω για να σου πω ότι η δουλειά μου δεν
κινδυνεύει!» Κάνει ένα φρενήρες νεύμα στη Λουίζα. «Ναι, δεν
θα γίνουν σχεδόν καθόλου περικοπές, οπότε πάρε την Τζανίν
και πες της ότι θα κάνει Χριστούγεννα μόνη με τα αποτρόπαια
γέτι της».
«Λουίζα» φωνάζει ο Γκρελς από την πόρτα του, «ο κύριος
Όγκιλβι σε περιμένει».
Ο Κ.Π. Όγκιλβι έχει καθίσει στην αναξιόπιστη καρέκλα του
Ντομ Γκρελς, εξορίζοντας τον διευθυντή σε ένα πλαστικό
κάθισμα από αυτά που στοιβάζονται σε ντάνες. Από κοντά, ο
ιδιοκτήτης του Spyglass θυμίζει στη Λουίζα χαρακτικό σε
ατσάλι. Ενός δικαστή στην Άγρια Δύση. «Δεν υπάρχει ωραίος
τρόπος να το πω» αρχίζει εκείνος, «θα το πω λοιπόν ωμά.
Απολύεσαι. Κατ’ εντολή της νέας ιδιοκτησίας».
Το νέο περνάει και δεν ακουμπάει τη Λουίζα. Όχι, δεν
συγκρίνεται με το να σε ρίχνουν από μια γέφυρα στη θάλασσα στο
μισοσκόταδο. Ο Γκρελς ούτε να την κοιτάξει δεν μπορεί. « Έχω
σύμβαση».
«Και ποιος δεν έχει; Απολύεσαι».
«Είμαι η μοναδική μόνιμη συντάκτρια που προκαλεί τη
δυσαρέσκεια του νέου σας αφεντικού;»
«Κατά τα φαινόμενα». Το σαγόνι του Κ.Π. Όγκιλβι συσπάται.
«Νομίζω πως δικαιούμαι να ρωτήσω “Γιατί εμένα;”»
«Οι ιδιοκτήτες αποφασίζουν για τις προσλήψεις, τις
απολύσεις και τα δίκαια. Όταν ένας αγοραστής προσφέρει ένα
πακέτο διάσωσης τόσο γενναιόδωρο όσο αυτό που πρόσφερε η
Trans Vision, δεν το πολυψειρίζεις».
«Μια Ψείρα. Θα το χαράξετε στο ρολόι που θα μου δώσετε;»
Ο Ντομ Γκρελς είναι σε μεγάλη αμηχανία. «Κύριε Όγκιλβι,
νομίζω ότι η Λουίζα δικαιούται μια κάποια εξήγηση».
«Να πάει τότε να ρωτήσει την Trans Vision. Ίσως ως
πρόσωπο να μην ταιριάζει με το όραμά τους για το Spyglass.
Υπερβολικά ριζοσπάστρια. Υπερβολικά φεμινίστρια.
Υπερβολικά βαρετή. Υπερβολικά επίμονη».
Πάει να ρίξει στάχτη στα μάτια. «Είναι πολλά που θα ήθελα
να ρωτήσω την Trans Vision. Πού είναι τα κεντρικά της;»
«Κάπου στ’ ανατολικά. Αμφιβάλλω όμως ότι θα δεχτεί κανείς
να σε δει».
«Κάπου στ’ ανατολικά. Ποιοι είναι οι νέοι σας συνάδελφοι στο
συμβούλιο;»
«Απολύεσαι, δεν καταγράφεις ένορκη κατάθεση».
«Μια ερώτηση ακόμα μονάχα, κύριε Όγκιλβι. Για τα τρία
μαγικά χρόνια που αφειδώς σας προσέφερα τις υπηρεσίες μου,
απλώς απαντήστε μου το εξής – πού συμπίπτουν η Trans
Vision και η Seaboard Power;»
Η περιέργεια του Ντομ Γκρελς είναι εμφανής. Ο Όγκιλβι
διστάζει λιγάκι, έπειτα φωνάζει θυμωμένος: « Έχω πολλή
δουλειά να κάνω. Θα πληρωθείς τέλος του μήνα, δεν
χρειάζεται να ξανάρθεις. Αντίο κι ευχαριστώ».
Όπου υπάρχει θυμός, σκέφτεται η Λουίζα, υπάρχει και δολιότητα.
55
ΦΕΥΓΕΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΣΟΥΑΝΕΚΕ,
ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ, ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ,
ΝΑ ΜΑΣ ΞΑΝΑΡΘΕΤΕ ΓΡΗΓΟΡΑ!
Η ζωή είναι μια χαρά. Ο Τζο Νέιπιερ βάζει τον ταχοστάτη στο τζιπ
του. Η ζωή είναι μια χαρά. Η Seaboard, η εργασιακή του ζωή, η
Μάργκο Ρόουκερ και η Λουίζα Ρέι χάνονται στο παρελθόν του
με εκατόν τριάντα χιλιόμετρα την ώρα. Η ζωή είναι υπέροχη. Δυο
ώρες μέχρι την καλύβα του στα βουνά του Σάντο Κρίστο. Αν
δεν είναι πολύ κουρασμένος από τη διαδρομή, θα μπορούσε να
ψαρέψει γατόψαρα για βραδινό. Κοιτάζει τον καθρέφτη του:
ένα ασημένιο Chrysler είναι στα εκατό μέτρα πίσω του εδώ και
τρία τέσσερα χιλιόμετρα, τώρα όμως τον προσπερνάει και
χάνεται στο βάθος. Ηρέμησε, λέει από μέσα του ο Νέιπιερ,
ξέφυγες. Κάτι στο τζιπ του κροταλίζει. Είναι τρεις η ώρα, η
χρυσή στιγμή του απογεύματος. Ο αυτοκινητόδρομος
ακολουθεί το ποτάμι, το ένα χιλιόμετρο μετά το άλλο,
ανεβαίνοντας σιγά σιγά. Η ενδοχώρα τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει
ασχημύνει, πες μου όμως έναν τόπο που δεν έχει ασχημύνει. Δεξιά κι
αριστερά, κτιριακά συγκροτήματα καταλαμβάνουν τις
ισοπεδωμένες από τις μπουλντόζες πλαγιές. Μου πήρε όλη μου τη
ζωή να ξεφύγω. Η Μπουένας Γέρμπας μικραίνει, γίνεται μια
αφηνιασμένη μουτζούρα στην ακτογραμμή στον καθρέφτη του
Νέιπιερ. Αν η κόρη του Λέστερ θέλει να το παίξει Γουόντερ Γούμαν, δεν
μπορείς να τη σταματήσεις. Ό,τι περνούσε από το χέρι σου το έκανες. Άσ’
την. Δεν είναι παιδάκι. Αλλάζει σταθμούς στο ραδιόφωνο, αλλά
έχει μόνο άντρες που τραγουδούν σαν γυναίκες και γυναίκες
που τραγουδούν σαν άντρες, ώσπου βρίσκει έναν γλυκανάλατο
σταθμό που παίζει το «Everybody’s Talkin’». Στον γάμο του,
το μουσικό ήμισυ ήταν η Μίλι. Ο Νέιπιερ θυμάται το πρώτο
βράδυ που την είδε: έπαιζε βιολί για τον Wild Oakum Hokum
και τις Cowgirls in the Sand. Οι ματιές που ανταλλάζουν
μεταξύ τους οι μουσικοί όταν η μουσική βγαίνει αβίαστα – αυτό
ήταν που ήθελε από τη Μίλι, αυτή την οικειότητα. Η Λουίζα Ρέι
είναι κι αυτή παιδί. Ο Νέιπιερ βγαίνει στην έξοδο δεκαοκτώ και
παίρνει τον παλιό δρόμο των χρυσοθηρών για να ανέβει στο
Κόπερλαϊν. Το κροτάλισμα δεν έχει σταματήσει. Εδώ πάνω, το
φθινόπωρο έχει πιάσει τα δάση στο βουνό. Ο δρόμος ακολουθεί
ένα φαράγγι που στενεύει κάτω από αρχαία πεύκα ως εκεί που
γέρνει ο ήλιος.
Βρίσκεται εδώ, άξαφνα, ανίκανος να ανακαλέσει μια σκέψη
έστω από τα τελευταία τρία τέταρτα της ώρας. Ο Νέιπιερ κάνει
στην άκρη στο σουπερμάρκετ, σβήνει τη μηχανή και
κατεβαίνει από το τζιπ του. Ακούς τα νερά; Ο Χαμένος Ποταμός
είναι. Του θυμίζει πως το Κόπερλαϊν δεν είναι η Μπουένας
Γέρμπας, και ξεκλειδώνει το τζιπ του. Ο ιδιοκτήτης του
καταστήματος χαιρετά τον επισκέπτη με τ’ όνομά του, του
μεταφέρει κουτσομπολιά έξι μηνών σε ισάριθμα λεπτά και ρωτά
αν ο Νέιπιερ έχει άδεια όλη τη βδομάδα.
«Είμαι σε μόνιμη άδεια πια. Μου πρόσφεραν πρόωρη» –δεν
έχει ξαναχρησιμοποιήσει τη λέξη για τον ίδιο–
«συνταξιοδότηση. Δέχτηκα στη στιγμή».
Τίποτα δεν ξεφεύγει απ’ το μάτι του ιδιοκτήτη. «Στου Ντουάν
απόψε για τα συγχαρίκια; Ή στου Ντουάν αύριο για τα
συλλυπητήρια;»
«Παρασκευή καλύτερα. Λίγο απ’ το ένα, λίγο απ’ το άλλο.
Γιορτή πιο πολύ. Θέλω να περάσω την πρώτη εβδομάδα της
ελευθερίας μου στην καλύβα μου, να ξεκουράζομαι, όχι
πεσμένος απ’ το πιοτό κάτω από κάνα τραπέζι στου Ντουάν».
Ο Νέιπιερ πληρώνει για τα ψώνια του και φεύγει, με μια
ξαφνική ανυπομονησία να μείνει μονάχος. Τα λάστιχα του τζιπ
κάνουν θόρυβο στον πετρόδρομο. Οι προβολείς του φωτίζουν
το αρχέγονο δάσος σε ζωηρές σαρωτικές αναλαμπές.
Εδώ. Για άλλη μια φορά ο Νέιπιερ ακούει τον Χαμένο
Ποταμό. Θυμάται την πρώτη φορά που ανέβασε τη Μίλι στην
καλύβα που έχτισε με τους αδελφούς και τον πατέρα του. Τώρα
είναι ο μόνος που έχει απομείνει. Εκείνη τη νύχτα πήγαν για
κολύμπι γυμνοί. Δική της ιδέα ήταν. Το σουρουπωμένο δάσος
γεμίζει τα πνευμόνια και τον νου του. Ούτε τηλέφωνα, ούτε
κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης ή και σκέτη τηλεόραση, ούτε
διαπιστεύσεις στοιχείων, ούτε «ανεπίσημες» συσκέψεις
ασφαλείας στο ηχομονωμένο γραφείο του προέδρου. Ποτέ
ξανά. Ο αποσυρθείς πρώην υπεύθυνος ασφαλείας ελέγχει το
λουκέτο στην πόρτα μην και το έχει πειράξει κανείς πριν
ανοίξει. Ηρέμησε, για όνομα, η Seaboard σε άφησε, χωρίς όρους, χωρίς
επιστροφή.
Παρ’ όλα αυτά κρατάει το τριανταοκτάρι του όταν μπαίνει
στην καλύβα. Βλέπεις; Κανείς. Ο Νέιπιερ ανάβει φωτιά και
ετοιμάζει φασόλια και λουκάνικα και πατάτες στη θράκα. Δυο
μπίρες. Ένα μεγάλο, μεγάλο κατούρημα έξω. Ο Γαλαξίας
αφρίζει. Βαθύς, βαθύς ύπνος.
Ξύπνιος, ξανά, κορακιασμένος, με την κύστη φουσκωμένη απ’
την μπίρα. Πέμπτη φορά είναι αυτή ή έκτη; Οι ήχοι του δάσους δεν
νανουρίζουν τον Νέιπιερ απόψε, μα φαγουρίζουν την αίσθηση
της ευφορίας του. Φρένα αυτοκινήτου; Κουκουβάγια. Κλαράκια
που σπάζουν; Αρουραίος, ορτύκι, δεν ξέρω, σε δάσος είσαι, μπορεί να
είναι οτιδήποτε. Κοιμήσου, Νέιπιερ. Αέρας. Φωνές κάτω απ’ το
παράθυρο; Ο Νέιπιερ ξυπνά και βρίσκει ένα κούγκαρ
κουλουριασμένο σε μια τραβέρσα πάνω απ’ το κεφάλι του·
ξυπνά με μια κραυγή· το κούγκαρ ήταν ο Μπιλ Σμόουκ, το χέρι
του έτοιμο να κοπανήσει το κεφάλι του Νέιπιερ μ’ έναν φακό·
στην τραβέρσα τίποτα. Βρέχει τώρα; Ο Νέιπιερ αφουγκράζεται.
Ο ποταμός είναι, ο ποταμός είναι.
Ανάβει κι άλλο σπίρτο για να δει αν είναι ώρα που έχει νόημα
να σηκωθεί: 4:05. Όχι. Μια ώρα ενδιάμεση. Ο Νέιπιερ
βολεύεται στην πτυχωτή σκοτεινιά να βρει νησίδες ύπνου, τον
βρίσκουν όμως πρόσφατες αναμνήσεις από το σπίτι της
Μάργκο Ρόουκερ. Ο Μπιλ Σμόουκ να λέει, Εσύ μείνε να φυλάς
τσίλιες. Ο γνωστός μου λέει ότι έχει τα έγγραφά της στο δωμάτιό της. Ο
Νέιπιερ να συμφωνεί μετά χαράς στην προοπτική να μειώσει
τη δική του ανάμειξη. Ο Μπιλ Σμόουκ να ανάβει τον μεγάλο
πλαστικό φακό του και ν’ ανεβαίνει πάνω.
Ο Νέιπιερ να σαρώνει με το βλέμμα τον οπωρώνα της
Ρόουκερ. Το πλησιέστερο σπίτι απείχε πάνω από οκτακόσια
μέτρα. Να αναρωτιέται γιατί o Μπιλ Σμόουκ, μοναχικός
δολοπλόκος συνήθως, τον ήθελε να έρθει μαζί του σ’ αυτή την
απλή δουλειά.
Μια αδύναμη κραυγή. Ένα απότομο τέλος.
Ο Νέιπιερ ν’ ανεβαίνει τρέχοντας πάνω, να γλιστράει, μια
σειρά άδεια δωμάτια.
Ο Μπιλ Σμόουκ να γονατίζει σ’ ένα παλιό κρεβάτι,
κοπανώντας κάτι σε αυτό το κρεβάτι με τον φακό του, η ακτίνα
του να μαστιγώνει τους τοίχους και το ταβάνι, ο σχεδόν άηχος
γδούπος καθώς πέφτει στο αναίσθητο κεφάλι της Μάργκο
Ρόουκερ. Το αίμα της στα σεντόνια – προκλητικά άλικο και
υγρό.
Ο Νέιπιερ να του φωνάζει να σταματήσει.
Ο Μπιλ Σμόουκ γύρισε, ξεφυσώντας. Τι τρέχει, Τζο;
Είπες ότι δεν ήταν εδώ απόψε!
Όχι, όχι, λάθος κατάλαβες. Είπα ότι ο γνωστός μου είπε ότι η γριά δεν
ήταν εδώ απόψε. Δυσεύρετο πράγμα η αξιοπιστία.
Χριστέ μου, Χριστέ μου, Χριστέ μου, πέθανε;
Φύλαγε τα ρούχα σου για να έχεις τα μισά, Τζο.
Μια καλοστημένη παγίδα, παραδέχεται ο Τζο Νέιπιερ στην
ξάγρυπνη καλύβα του. Χειροπέδες που εξασφάλιζαν τη
συμμόρφωσή του. Συνένοχος στον ξυλοδαρμό μιας
ανυπεράσπιστης ηλικιωμένης ακτιβίστριας; Ακόμα και
φοιτητής νομικής με πρόβλημα ομιλίας που δεν πήρε ποτέ
πτυχίο θα μπορούσε να τον στείλει στη φυλακή για όλη του τη
ζωή. Κελαηδάει ένα κοτσύφι. Έκανα μεγάλο κακό στη Μάργκο
Ρόουκερ, αλλά αυτή τη ζωή την έχω αφήσει πίσω μου. Τέσσερις μικρές
ουλές από σφαίρα, δύο σε κάθε κωλομέρι, πονούν. Ρίσκαρα για
να βάλω μυαλό στη Λουίζα. Απ’ το παράθυρο μπαίνει φως αρκετό
για να διακρίνει τη Μίλι στην κορνίζα της. Ένας άνθρωπος είμαι
μόνο, διαμαρτύρεται. Δεν είμαι ολόκληρη διμοιρία. Το μόνο που ζητώ
απ’ τη ζωή είναι η ζωή. Και λίγο ψάρεμα.
Ο Τζο Νέιπιερ αναστενάζει, ντύνεται κι αρχίζει να
ξαναφορτώνει το τζιπ.
Η Μίλι πάντοτε επιβαλλόταν χωρίς να λέει λέξη.
56
Η Τζούντιθ Ρέι, ξυπόλυτη, δένει τη ρόμπα σε στιλ κιμονό και
περπατάει σε ένα απέραντο βυζαντινό χαλί για να φτάσει στο
μαρμάρινο πάτωμα της κουζίνας της. Βγάζει τρία κατακόκκινα
γκρέιπ φρουτ από ένα βαθύ ψυγείο, κι έπειτα βάζει σε έναν
αποχυμωτή τα καταπαγωμένα ημισφαίρια που στάζουν. Το
μηχάνημα βουίζει σαν παγιδευμένες σφήκες και μια κανάτα
γεμίζει με παχύρρευστο, μαργαρώδη, ζωηρόχρωμο χυμό. Βάζει
αυτόν τον χυμό σε ένα βαρύ γαλάζιο ποτήρι και γεμίζει κάθε
εσοχή του στόματός της.
Στον ριγέ καναπέ της βεράντας, η Λουίζα διαβάζει την
εφημερίδα και μασουλάει ένα κρουασάν. Η θαυμάσια θέα –από
τις ματσωμένες στέγες και τα βελουδένια γκαζόν του
Γιούινσβιλ έως το κέντρο της Μπουένας Γέρμπας, όπου απ’ τη
θαλασσινή αχλή και το κυκλοφοριακό νέφος αναδύονται
ουρανοξύστες– αυτή την ώρα έχει κάτι αλλόκοσμο.
«Δεν χουζούρεψες, πουλάκι μου;»
«Καλημέρα. Όχι, θα πάω να πάρω τα πράγματά μου απ’ το
γραφείο, αν δεν σε πειράζει να ξαναδανειστώ ένα απ’ τα
αυτοκίνητα».
«Φυσικά». Η Τζούντιθ μελετάει την έκφραση της κόρης της.
«Χαράμιζες τα ταλέντα σου στο Spyglass, πουλάκι μου. Ένα
άθλιο μικρό περιοδικό ήταν».
«Ναι, μαμά, μα ήταν το άθλιο μικρό περιοδικό μου».
Η Τζούντιθ Ρέι κάθεται στο μπράτσο του καναπέ και διώχνει
μια αυθάδη μύγα απ’ το ποτήρι της. Κοιτάζει ένα άρθρο που
είναι σε κύκλο στις οικονομικές σελίδες.
57
Η Λουίζα Ρέι περνάει από το Snow White για τον τελευταίο
καφέ των ημερών της στο Spyglass. Η μόνη ελεύθερη θέση είναι
δίπλα σε έναν άντρα κρυμμένο πίσω από τη San Francisco
Chronicle. Καλή εφημερίδα, σκέφτεται η Λουίζα και κάθεται. Ο
Ντομ Γκρελς λέει: «Μέρα».
Η Λουίζα νιώθει ένα ξέσπασμα χωροκτητικής ζήλιας. «Τι
κάνεις εδώ;»
«Ακόμα και οι αρχισυντάκτες τρώνε. Έρχομαι εδώ κάθε πρωί
απ’ όταν η γυναίκα μου… ξέρεις τώρα. Βάφλες μπορώ να
φτιάξω μόνος μου στη φρυγανιέρα αλλά…» Η χειρονομία του
προς το πιάτο του με τα μοσχαρίσια παϊδάκια υπονοεί, Πρέπει
να σ’ το εξηγήσω;
«Ούτε μια φορά δεν σ’ έχω δει εδώ».
«Είναι επειδή φεύγει» λέει ο Μπαρτ, που κάνει τρεις δουλειές
ταυτόχρονα, «μια ώρα πριν έρθεις. Το συνηθισμένο, Λουίζα;»
«Ναι, παρακαλώ. Πώς και δεν μου το είπες ποτέ, Μπαρτ;»
«Ούτε για τα δικά σου πηγαινέλα κουτσομπολεύω με κανέναν».
«Μπαίνω πρώτος στο γραφείο» λέει ο Ντομ Γκρελς ενώ
διπλώνει την εφημερίδα, «φεύγω τελευταίος το βράδυ. Η
μοίρα του αρχισυντάκτη. Ήθελα να σου μιλήσω, Λουίζα».
«Σαν να θυμάμαι ότι με απέλυσες».
«Σώπα για λίγο, γίνεται; Θέλω να πω γιατί –πώς– δεν
παραιτούμαι παρότι σου φέρθηκε τόσο σκατά ο Όγκιλβι. Και
μια και άρχισα τις εξομολογήσεις, ήξερα πως θα σε
ξαπόστελναν από την περασμένη Παρασκευή».
«Καλοσύνη σου που με προειδοποίησες».
Ο αρχισυντάκτης χαμηλώνει τη φωνή του όσο γίνεται. «Ξέρεις
ότι η γυναίκα μου έχει λευχαιμία. Για το ασφαλιστικό μας
ξέρεις;»
Η Λουίζα αποφασίζει να του κάνει ένα νεύμα.
Ο Γκρελς μαζεύει τα κουράγια του. «Την περασμένη
εβδομάδα, κατά τις διαπραγματεύσεις για την εξαγορά…
υπονοήθηκε ότι, αν έμενα στο Spyglass και συμφωνούσα ότι
ουδέποτε άκουσα… για μια συγκεκριμένη αναφορά, θα έλεγαν
δυο λογάκια στην ασφαλιστική μου».
Η Λουίζα διατηρεί την ψυχραιμία της. «Και τους
εμπιστεύεσαι ότι θα κρατήσουν τον λόγο τους;»
«Την Κυριακή το πρωί με παίρνει τηλέφωνο ο ασφαλιστικός
πραγματογνώμονάς μου, ο Άρνολντ Φραμ. Συγγνώμη για την
ενόχληση, μπλα μπλα, πίστευε όμως ότι θα θέλαμε να μάθουμε
ότι η Blue Shield78 αναίρεσε την απόφασή της και θα αναλάβει
όλα τα ιατρικά έξοδα της συζύγου μου. Έχει ήδη αποσταλεί μια
επιταγή αποζημίωσης για προηγούμενες δαπάνες. Μέχρι και το
σπίτι θα μπορέσουμε να κρατήσουμε. Δεν είμαι περήφανος για
μένα, μα δεν θα ντραπώ που έβαλα την οικογένειά μου πάνω
από την αλήθεια».
«Η αλήθεια είναι ότι πάνω στην Μπουένας Γέρμπας θα βρέξει
ραδιενέργεια».
«Όλοι μας αξιολογούμε τους κινδύνους και παίρνουμε τις
αποφάσεις μας. Αν μπορώ να προστατεύσω τη γυναίκα μου
παίζοντας έναν πολύ μικρό ρόλο σ’ ένα ενδεχόμενο ατύχημα στο
Σουανέκε, ε, λοιπόν, θα πρέπει να το αντέξω. Και εννοείται ότι
ελπίζω να σκεφτόσουν λίγο ακόμα τον κίνδυνο στον οποίο
εκθέτεις τον εαυτό σου όταν τα βάζεις με αυτούς τους
ανθρώπους».
Η ανάμνηση του να βουλιάζει στον βυθό ξανάρχεται στη
Λουίζα σαν φάντασμα και η καρδιά της βαραίνει. Ο Μπαρτ
αφήνει ένα φλιτζάνι καφέ μπροστά της.
Ο Γκρελς σπρώχνει μια δακτυλογραφημένη σελίδα προς τη
μεριά της στον πάγκο. Έχει δυο στήλες με επτά ονόματα η μία.
«Μάντεψε τι είναι αυτή η λίστα». Δυο ονόματα ξεχωρίζουν: του
Λόιντ Χουκς και του Γουίλιαμ Γουάιλι.
«Τα μέλη του συμβουλίου της Trans Vision;»
Ο Γκρελς γνέφει καταφατικά. «Σχεδόν. Τα μέλη του
συμβουλίου είναι δημοσίως γνωστά. Τούτη εδώ είναι μια λίστα
απόρρητων εταιρικών συμβούλων που παίρνουν χρήματα
προερχόμενα απ’ την Trans Vision. Τα κυκλωμένα ονόματα σε
ενδιαφέρουν. Κοίτα. Ο Χουκς και ο Γουάιλι. Απόδειξη
οκνηρίας, απόδειξη καταδικαστική, απόδειξη ξεκάθαρης
απληστίας».
Η Λουίζα βάζει τη λίστα στην τσέπη. «Πρέπει να σ’
ευχαριστήσω».
«Το ξετρύπωσε ο Νούσμπαουμ ο απαίσιος. Και κάτι
τελευταίο. Ξέρεις μια Φραν Πίκοκ, απ’ τη Western Messenger;»
« Ένα γεια ανταλλάζουμε σε ανούσια δημοσιογραφικά πάρτι».
«Με τη Φραν γνωριζόμαστε από αμνημονεύτων. Πέρασα από
το γραφείο της χθες βράδυ, ανέφερα τα βασικά στοιχεία του
ρεπορτάζ σου. Ήμουν επιφυλακτικός, όταν όμως έχεις
ατράνταχτα στοιχεία, θα ήθελε να σου πει κάτι παραπάνω από
ένα απλό γεια».
«Συνάδει αυτό με το πνεύμα της συμφωνίας σου με την Trans
Vision;»
Ο Γκρελς σηκώνεται και μαζεύει την εφημερίδα του. «Δεν
είπαν ότι δεν μπορώ να μοιραστώ τα κονέ μου».
58
Ο Τζέρι Νούσμπαουμ επιστρέφει στη Λουίζα τα κλειδιά του
αυτοκινήτου. «Επουράνιε Θεέ, κάνε να μετενσαρκωθώ στο
σπορ αμάξι της μητέρας σου. Δεν με νοιάζει ποιο απ’ όλα. Η
τελευταία κούτα είναι αυτή;»
«Ναι» λέει η Λουίζα, «κι ευχαριστώ».
Ο Νούσμπαουμ ανασηκώνει τους ώμους σαν μετριόφρονας
μαέστρος. «Το μέρος σίγουρα θα μοιάζει άδειο χωρίς μια
αληθινή γυναίκα για να της πετάμε φαλλοκρατικά αστεία. Η
Νανς, ύστερα από τόσες δεκαετίες στην αίθουσα σύνταξης,
στην πραγματικότητα είναι άντρας».
Η Νάνσι Ο’Χάγκαν κοπανάει τη γραφομηχανή της που
κόλλησε και δείχνει κωλοδάχτυλο στον Νούσμπαουμ.
«Ναι, να πούμε» –ο Ρόλαντ Τζέικς επιθεωρεί το άδειο γραφείο
της Λουίζα σκυθρωπός– «ακόμη δεν πιστεύω ότι, ξέρεις τώρα,
οι καινούργιοι έδωσαν πόδι σ’ εσένα αλλά κράτησαν ένα
ασπόνδυλο σαν τον Νούσμπαουμ».
Η Νάνσι Ο’Χάγκαν σφυρίζει, σαν κόμπρα, «Πώς γίνεται ο
Γκρελς» –δείχνει με το πούρο της το γραφείο του– «να πέφτει
ανάσκελα και ν’ αφήνει τον ΚΠΟ να σε κρεμάει έτσι;».
«Ευχηθείτε μου καλή τύχη».
«Τύχη;» λέει ο Τζέικς κοροϊδευτικά. «Δεν σου χρειάζεται
τύχη. Δεν ξέρω γιατί έμεινες μ’ αυτό το ψοφίμι τόσο καιρό. Στη
δεκαετία του εβδομήντα θα δούμε τον επιθανάτιο ρόγχο της
σάτιρας. Αυτό που είπε ο Λέρερ είναι αλήθεια. Ένας κόσμος
που απονέμει το Νόμπελ Ειρήνης στον Χένρι Κίσιντζερ εμάς
όλους μας αφήνει άνεργους».
«Α» θυμάται ο Νούσμπαουμ, «πέρασα από την
αλληλογραφία. Για σένα». Δίνει στη Λουίζα έναν ενισχυμένο
χακί φάκελο. Η Λουίζα δεν αναγνωρίζει τον δυσανάγνωστο
γραφικό χαρακτήρα. Ανοίγει τον χακί φάκελο. Μέσα είναι ένα
κλειδί θυρίδας ασφαλείας, τυλιγμένο σε ένα σημείωμα. Η
έκφραση της Λουίζα γίνεται πιο έντονη καθώς τα μάτια της
προχωρούν την ανάγνωση. Διπλοτσεκάρει την ετικέτα στο
κλειδί. «Τρίτη Τράπεζα της Καλιφόρνια, 9η Οδός. Πού είναι
αυτό;»
«Στο κέντρο» απαντά η Ο’Χάγκαν, «εκεί που η 9η βρίσκει τη
Φλάντερς».
«Τα ξαναλέμε». Η Λουίζα φεύγει. «Είναι μικρός ο κόσμος.
Όλο έρχεται κι επανέρχεται».
59
Ενώ περιμένει στο φανάρι, η Λουίζα ξαναρίχνει μια ματιά στο
γράμμα του Σίξμιθ για να τριπλοτσεκάρει ότι δεν της έχει
ξεφύγει τίποτα. Ο γραφικός χαρακτήρας δείχνει ότι γράφτηκε
βιαστικά.
Βιαστικά,
Ρ.Σ.
60
H Φέι Λι, με μεγάλα γυαλιά ηλίου και πλατύγυρο καπέλο,
συγκρίνει την ώρα που δείχνει το ρολόι της με αυτή που δείχνει
το ρολόι της τράπεζας. Ο κλιματισμός χάνει τη μάχη του με τη
ζέστη του προχωρημένου πρωινού. Σκουπίζει τον ιδρώτα από
το πρόσωπο και τους πήχεις της με ένα μαντίλι, κάνει αέρα και
αποτιμά τις πρόσφατες εξελίξεις. Τζο Νέιπιερ, φαίνεσαι ηλίθιος αλλά
κατά βάθος είσαι έξυπνος, αρκετά έξυπνος για να ξέρεις πότε να
αποχωρήσεις. Η Λουίζα Ρέι θα εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή,
αν είχε πέσει μέσα ο Μπιλ Σμόουκ. Μπιλ Σμόουκ, φαίνεσαι έξυπνος
αλλά κατά βάθος είσαι ηλίθιος, κι οι άντρες σου δεν σου είναι τόσο
αφοσιωμένοι όσο νομίζεις. Επειδή εσύ δεν το κάνεις για τα χρήματα,
ξέχασες πόσο εύκολα εξαγοράζονται οι πιο ασήμαντοι θνητοί.
Μπαίνουν δυο καλοντυμένοι Κινέζοι. Μια ματιά από τον
έναν τους της λέει ότι έρχεται η Λουίζα Ρέι. Οι τρεις τους
συγκλίνουν σε ένα γραφείο που κλείνει έναν πλαϊνό διάδρομο:
ΘΥΡΙΔΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ. Το συγκεκριμένο κατάστημα ελάχιστη
κίνηση είχε όλο το πρωί. Η Φέι Λι σκέφτηκε μήπως φέρει
κανέναν βαλτό, όμως η φυσική χαλαρότητα ενός φύλακα που
παίρνει τον βασικό είναι ασφαλέστερη απ’ το να αφήσει τους
άντρες της κινέζικης μαφίας να πάρουν μυρωδιά το λάφυρο.
«Γεια» –η Φέι Λι πετάει την πιο αφόρητη κινέζικη προφορά
της στον φύλακα–, «αδελφοί και εγώ θέλουμε πάρει από
θυρίδα». Tου δείχνει ένα κλειδί θυρίδας. «Κοίταζε, έχουμε
κλειδί».
Ο βαριεστημένος λιπόσαρκος νεαρός έχει μεγάλο θέμα με την
ακμή. «Ταυτότητα;»
«Εδώ ταυτότητα, κοίταζε, εδώ ταυτότητα».
Η αρχαία φυλετική μαγεία των κινεζικών ιδεογραμμάτων
απωθεί τον εξονυχιστικό έλεγχο των λευκών. Ο φύλακας γνέφει
κατά τον διάδρομο και επιστρέφει στο περιοδικό του, το Aliens!
«Δεν είναι κλειδωμένα». Εγώ πάντως θα σου είχα δώσει πόδι επιτόπου,
μικρέ, σκέφτεται η Φέι Λι.
Ο διάδρομος καταλήγει σε μια θωρακισμένη πόρτα, που είναι
μισάνοιχτη. Πίσω από αυτή είναι ο χώρος των θυρίδων, που
έχει σχήμα πιρουνιού με τρία δόντια. O ένας συνεργάτης πάει
μαζί της στο αριστερό δόντι, και εκείνη προστάζει τον άλλο να
πάει στο δεξί. Γύρω στις εξακόσιες θυρίδες έχει εδώ. Μία από αυτές
κρύβει μια αναφορά των πέντε εκατομμυρίων δολαρίων, δέκα χιλιάδες η
σελίδα.
Βήματα πλησιάζουν από τον διάδρομο. Ήχος γυναικείων
τακουνιών.
Η πόρτα ανοίγει. «Είναι κανείς εδώ;» φωνάζει η Λουίζα Ρέι.
Σιωπή.
Καθώς η πόρτα κλείνει, οι δυο άντρες ορμούν στη γυναίκα.
Αρπάζουν τη Λουίζα και της κλείνουν το στόμα με ένα χέρι.
«Ευχαριστώ». Η Φέι Λι τραβάει το κλειδί από τα δάχτυλα της
δημοσιογράφου. Χαραγμένο πάνω του είναι το νούμερο:
36/64. Μπαίνει κατευθείαν στο ψητό. «Τα άσχημα νέα. Αυτός
ο χώρος είναι ηχομονωμένος, δεν παρακολουθείται, κι οι φίλοι
μου κι εγώ είμαστε οπλισμένοι. Η αναφορά Σίξμιθ δεν
προορίζεται για τα χέρια σου. Τα καλά νέα. Δρω για
λογαριασμό πελατών που θέλουν ο HYDRA να πεθάνει στη
γέννα και η Seaboard να απαξιωθεί. Τα ευρήματα του Σίξμιθ
θα βγουν σε όλα τα ειδησεογραφικά δίκτυα μέσα σε δυο τρεις
μέρες. Το αν θα προχωρήσουν σε εταιρικές καρατομήσεις είναι
δικό τους θέμα. Μη με κοιτάζεις έτσι, Λουίζα. Την αλήθεια
δεν την ενδιαφέρει ποιος την ανακαλύπτει, γιατί λοιπόν να
ενδιαφέρει εσένα; Τα ακόμα καλύτερα νέα. Τίποτε κακό δεν θα
σου συμβεί. Ο συνεργάτης μου θα σε συνοδεύσει σε
κρατητήριο στην ΜΓ. Το βράδυ θα είσαι ελεύθερη. Δεν θα μας
δημιουργήσεις κανένα πρόβλημα από τώρα ως τότε», η Φέι Λι
βγάζει μια φωτογραφία του Χαβιέ από τον πίνακα
ανακοινώσεων της Λουίζα και την κουνάει λίγα εκατοστά από
το πρόσωπό της, «επειδή θα ανταποδώσουμε στα ίσα».
Η υποταγή αντικαθιστά την απείθεια στα μάτια τη Λουίζα.
«Το ήξερα ότι σου κόβει». Η Φέι Λι μιλάει στα καντονέζικα
στον άντρα που κρατάει τη Λουίζα. «Κλείδωσέ την. Μην κάνεις
καμιά προστυχιά πριν την πυροβολήσεις. Μπορεί να είναι
ρεπόρτερ, αυτό όμως δεν την κάνει τελείως πουτάνα. Το
πτώμα να το ξεφορτωθείς κατά τα συνήθη».
Φεύγουν. Ο δεύτερος συνεργάτης παραμένει δίπλα στην
πόρτα και την κρατάει μισάνοιχτη.
Η Φέι Λι εντοπίζει τη θυρίδα 36/64 στο ύψος του λαιμού της,
στην άκρη του μεσαίου δοντιού.
Το κλειδί γυρίζει και η πόρτα ανοίγει.
Η Φέι Λι βγάζει έναν κρεμ φάκελο. ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΗΡΑΣ HYDRA-
ZERO – ΕΝΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ –
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΔΡ ΡΟΥΦΟΥΣ ΣΙΞΜΙΘ – H ΜΗ
ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΗ ΚΤΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟ
ΑΔΙΚΗΜΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ &
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1971. Η Φέι Λι
επιτρέπει στον εαυτό της ένα χαρούμενο χαμόγελο. Η χώρα των
ευκαιριών. Έπειτα βλέπει δύο καλώδια να εξέχουν από το
ντοσιέ, φτάνουν στο βάθος της θυρίδας. Κοιτάζει μέσα. Μια
κόκκινη δίοδος αναβοσβήνει πάνω σε ένα δεμάτι κυλίνδρους,
καλώδια κι εξαρτήματα, τακτικά στερεωμένα με ταινία.
Μπιλ Σμόουκ, ρε γαμημέν–
61
Η έκρηξη σηκώνει τη Λουίζα Ρέι και την τινάζει μπροστά,
ακατανίκητη, σαν πελώριο κύμα του Ειρηνικού. Ο διάδρομος
περιστρέφεται κατά ενενήντα μοίρες –πολλές φορές– και
κοπανάει τα πλευρά και το κεφάλι της Λουίζα. Στην όρασή της
ξεδιπλώνονται πέταλα πόνου. Οι τοίχοι μουγκρίζουν. Βρέχει
θραύσματα από σοβάδες, πλακάκια και γυαλί, ψιλοβρέχει
έπειτα, τέλος παύει.
Μια δυσοίωνη γαλήνη. Τι περνάω; Κραυγές για βοήθεια
υψώνονται από τη σκόνη και τον καπνό, ουρλιαχτά από τον
δρόμο, συναγερμοί τρυπούν τον καψαλισμένο αέρα. Το μυαλό
της Λουίζα ξαναπαίρνει μπρος. Βόμβα. Ο μισθωμένος φύλακας
βγάζει βραχνά βογκητά. Από το αυτί του στάζει αίμα σε ένα
δέλτα που πλημμυρίζει τον γιακά του. Η Λουίζα κάνει να
αποτραβηχτεί αλλά το δεξί της πόδι έχει κοπεί.
Το σοκ της σβήνει· το πόδι της απλά έχει μαγκώσει κάτω από
τον αναίσθητο Κινέζο συνοδό της. Αποτραβιέται και σέρνεται,
πιασμένη και πονεμένη, στο λόμπι, που τώρα έχει
μεταμορφωθεί σε σκηνικό ταινίας. Η Λουίζα βρίσκει τη
θωρακισμένη πόρτα, που τινάχτηκε και βγήκε από τους
μεντεσέδες της. Για εκατοστά δεν με χτύπησε. Σπασμένα γυαλιά,
αναποδογυρισμένες καρέκλες, κομμάτια του τοίχου, άνθρωποι
χτυπημένοι και σαστισμένοι. Ξεπετάγεται λιπαρός μαύρος
καπνός από τους αγωγούς και ενεργοποιείται ένα σύστημα
πυρόσβεσης – η Λουίζα είναι μούσκεμα και πνίγεται, γλιστρά
στο υγρό πάτωμα, σκοντάφτει, ζαλισμένη, διπλωμένη στα δυο,
πάνω σε άλλους.
Ένα φιλικό χέρι πιάνει τη Λουίζα από τον καρπό. «Εδώ είμαι,
κυρία μου, εδώ είμαι, να σας βοηθήσω να βγείτε, μπορεί να
γίνει κι άλλη έκρηξη».
Η Λουίζα αφήνεται να την οδηγήσει σε πηχτή λιακάδα, όπου
ένα τείχος προσώπων κοιτάζουν, λιμασμένοι για τον τρόμο. Ο
πυροσβέστης την οδηγεί σε έναν δρόμο φρακαρισμένο από
κολλημένα αυτοκίνητα και η Λουίζα θυμάται τα πολεμικά
πλάνα του Απριλίου από τη Σαϊγκόν. Καπνός ακόμη ξεχύνεται
σε αδιανόητες ποσότητες. «Φύγετε! Αποδώ! Κάντε πίσω!
Αποκεί!» Η Λουίζα η δημοσιογράφος προσπαθεί να πει κάτι
στη Λουίζα το θύμα. Έχει πετραδάκια στο στόμα της. Κάτι
επείγον. Ρωτά τον διασώστη της: «Πώς φτάσατε επιτόπου τόσο
γρήγορα;».
«Όλα καλά» επιμένει εκείνος, «πάθατε διάσειση».
Πυροσβέστης; «Μπορώ να προχωρήσω μόνη μου τώρα–»
«Όχι, αποδώ θα είσαι ασφαλής–»
Η πόρτα μιας σκονισμένης μαύρης Chevrolet ανοίγει.
«Άφησέ με!»
Η λαβή του είναι ατσάλινη. «Μπες στ’ αμάξι αμέσως»
μουρμουρίζει, «μη σου τινάξω τα μυαλά στον αέρα, γαμώτο».
Η βόμβα είχε στόχο εμένα, και τώρα–
Ο απαγωγέας της Λουίζα μουγκρίζει και πέφτει προς τα
μπρος.
62
Ο Τζο Νέιπιερ αρπάζει τη Λουίζα απ’ το μπράτσο και την
τραβάει μακριά από τη Chevrolet. Χριστέ μου, παρά τρίχα! Στο
άλλο του χέρι έχει ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ. «Άμα θέλεις να
τη σκαπουλάρεις, καλά θα κάνεις να έρθεις μαζί μου».
Εντάξει, σκέφτεται η Λουίζα. «Εντάξει» λέει.
Ο Νέιπιερ την τραβάει πίσω στο πλήθος που σπρώχνεται ώστε
να την κρύψει από το στόχαστρο του Σμόουκ, δίνει το ρόπαλο
του μπέιζμπολ σ’ ένα σαστισμένο παιδί, και προχωράει κατά
την 81η Λεωφόρο, μακριά από τη Chevrolet. Να περπατήσεις
διακριτικά· ή να το βάλεις στα πόδια και να δώσεις στόχο;
«Το αμάξι μου είναι δίπλα στην τράπεζα» λέει η Λουίζα.
«Με τόση κίνηση θα είμαστε εύκολος στόχος» λέει ο Νέιπιερ.
«Ο Μπιλ Σμόουκ έχει άλλα δυο πιθήκια μαζί του, κι απλά θα
πυροβολήσουν απ’ το παράθυρο. Μπορείς να περπατήσεις;»
«Και να τρέξω μπορώ, Νέιπιερ».
Προχωρούν ένα τρίτο του τετραγώνου αλλά έπειτα ο Νέιπιερ
διακρίνει το πρόσωπο του Μπιλ Σμόουκ παρακάτω, το χέρι του
κοντά στην τσέπη του σακακιού του. Ο Νέιπιερ ελέγχει πίσω
του. Δεύτερος μπράβος, δεύτερη δαγκάνα. Απέναντι είναι ένας
τρίτος. Θα περάσουν ακόμα αρκετά λεπτά ώσπου να έρθουν
μπάτσοι εδώ, κι αυτοί έχουν μόνο δευτερόλεπτα στη διάθεσή
τους. Δυο φόνοι μέρα μεσημέρι: ριψοκίνδυνο, όμως το
διακύβευμα είναι αρκετά μεγάλο για να το διακινδυνεύσουν, κι
είναι τέτοιο το χάος εδώ, που θα τη βγάλουν καθαρή. Ο
Νέιπιερ έχει απελπιστεί· βρίσκονται δίπλα σε μια αποθήκη
χωρίς παράθυρα. «Ανέβα αυτά εκεί τα σκαλιά» λέει στη Λουίζα,
ενώ προσεύχεται να ανοίξει η πόρτα.
Ανοίγει.
Ένας άδειος χώρος υποδοχής, σκιώδης και φωτισμένος από
μία μόνο σωληνωτή λάμπα, τάφο για τις μύγες. Ο Νέιπιερ
μανταλώνει την πόρτα πίσω τους. Από ένα γραφείο, ένα
κορίτσι με τα καλά του ρούχα και ένα γέρικο πουντλ σε ένα
κρεβάτι από χαρτόκουτο κοιτάζουν, ατάραχα. Τρεις έξοδοι στο
βάθος. Ο ήχος των μηχανημάτων μονολιθικός.
Μια μαυρομάτα Μεξικάνα εμφανίζεται απ’ το πουθενά και
αρχίζει να κουνάει τα χέρια μέσα στη μούρη του: «Όχι λαθραίοι
εδώ! Όχι λαθραίοι εδώ! Αφεντικό δεν είναι εδώ! Αφεντικό δεν
είναι εδώ! Ελάτε άλλη φορά!»
Η Λουίζα Ρέι της απευθύνεται σε πολύ κακοπαθημένα
ισπανικά. Η Μεξικάνα αγριοκοιτάζει, έπειτα κουνάει
αγριεμένα τον αντίχειρα προς τις εξόδους. Ένα χτύπημα
ταρακουνάει την εξώπορτα. Ο Νέιπιερ και η Λουίζα διασχίζουν
τρέχοντας την όλο αντιλάλους αίθουσα. «Αριστερά ή δεξιά;»
ρωτά ο Νέιπιερ.
«Δεν ξέρω!» λέει ξεψυχισμένα η Λουίζα.
Ο Νέιπιερ κοιτάζει πίσω γυρεύοντας κάποια οδηγία από τη
Μεξικάνα, μα η είσοδος ταρακουνιέται με ένα πρώτο χτύπημα,
σπάει με ένα δεύτερο και ανοίγει διάπλατα με ένα τρίτο. Ο
Νέιπιερ τραβάει τη Λουίζα στην αριστερή έξοδο.
63
Ο Μπίσκο και ο Ρόουπερ, οι δυο ακομπανιαδόροι που
επιστράτευσε ο Μπιλ Σμόουκ γι’ αυτή τη δουλειά, ρίχνονται
στην πόρτα. Στο δικαστήριο του νου του, ο Μπιλ Σμόουκ
αποφαίνεται ότι ο Γουίλιαμ Γουάιλι και ο Λόιντ Χουκς είναι
ένοχοι βαριάς ηλιθιότητας. Σας τα ’λεγα! Δεν έπρεπε να πιστέψουμε
ότι ο Τζο Νέιπιερ θα μάζευε τη συνείδησή του και θα πήγαινε για ψάρεμα.
Η πόρτα είναι κομμάτια.
Μέσα, μια Μεξικάνα σαν αράχνη την έχει πιάσει υστερία.
Ένα ατάραχο κορίτσι κι ένα στολισμένο πουντλ κάθονται σ’ ένα
γραφείο θαρρείς κι εκείνοι, και όχι η Μεξικάνα, είναι οι κρυφοί
εγκέφαλοι της επιχείρησης. «FBI!» φωνάζει ο Μπίσκο,
κραδαίνοντας το δίπλωμα οδήγησής του. «Από πού πήγανε;»
Η Μεξικάνα τσιρίζει: «Εργάτες μας προσέχουμε! Πολύ καλοί!
Πολλή πληρωμή! Όχι συνδικάτο!»
Ο Μπίσκο βγάζει το πιστόλι του, ρίχνει και κολλάει το πουντλ
στον τοίχο. «ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΗΓΑΝΕ, ΓΑΜΩΤΟ;»
O Χριστός και ο Μωάμεθ, για κάτι τέτοια δουλεύω μόνος.
Η Μεξικάνα δαγκώνει τη γροθιά της, αρχίζει να τρέμει και
βγάζει έναν θρήνο που όλο δυναμώνει.
«Τέλεια, Μπίσκο, λες και το FBI σκοτώνει πουντλ». Ο
Ρόουπερ σκύβει πάνω από το παιδί, που δεν έχει αντιδράσει
καθόλου στον θάνατο του σκύλου. «Από ποια έξοδο βγήκαν ο
άντρας κι η γυναίκα;»
Του αντιγυρίζει το βλέμμα λες και δεν είναι παρά ένα
ευχάριστο ηλιοβασίλεμα.
«Μιλάς αγγλικά;»
Μια υστερική, μια μουγγή, ένα ψόφιο σκυλί –ο Μπιλ Σμόουκ
πηγαίνοντας προς τις τρεις εξόδους–, και δυο μαλάκες με
περικεφαλαία. «Χάνουμε χρόνο! Ρόουπερ, στη δεξιά πόρτα.
Μπίσκο, στην αριστερή. Παίρνω τη μεσαία».
64
Σειρές, διάδρομοι και τείχη ύψους δέκα χαρτονένιων κουτιών
κρύβουν τις πραγματικές διαστάσεις της αποθήκης. Ο Νέιπιερ
σφηνώνει ένα καρότσι στην πόρτα για να την κλείσει. «Πες μου
ότι από χθες έχεις ξεπεράσει την αλλεργία σου στα όπλα»
μουρμουρίζει.
Η Λουίζα κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Εσύ;»
« Ένα χαζοπίστολο έχω μόνο. Έξι σφαίρες. Πάμε».
Παρότι τρέχουν, ακούει που σπρώχνουν την πόρτα. Ο Νέιπιερ
κλείνει την ορατότητα με έναν πύργο από κουτιά. Το ξανακάνει
λίγα μέτρα παρακάτω. Ένας τρίτος πύργος γκρεμίζεται
μπροστά τους, ωστόσο, και δεκάδες Μπιγκ Μπερντ –η Λουίζα
αναγνωρίζει το ηλίθιο κίτρινο έμου από το παιδικό που έβλεπε
ο Χαλ όταν δεν δούλευε– ξεχύνονται. Ο Νέιπιερ γνέφει: Το
κεφάλι κάτω και τρέχα.
Πέντε δευτερόλεπτα αργότερα, μια σφαίρα βρίσκει χαρτόνι
λίγα εκατοστά από το κεφάλι της Λουίζα, και στο πρόσωπό της
σκάει η γέμιση των Μπιγκ Μπερντ. Σκοντάφτει και πέφτει
πάνω στον Νέιπιερ· ένας κεραυνός θορύβου καψαλίζει τον
αέρα από πάνω τους. Ο Νέιπιερ βγάζει το όπλο του και
πυροβολεί δύο φορές γύρω από τη Λουίζα. Ο θόρυβος την
κάνει και κουλουριάζεται. «Τρέχα» γαβγίζει ο Νέιπιερ και την
τραβάει να σηκωθεί. Η Λουίζα υπακούει – ο Νέιπιερ αρχίζει να
ρίχνει κάτω τα τείχη των κουτιών για να καθυστερήσει τον
διώκτη τους.
Δέκα μέτρα πιο πέρα, η Λουίζα φτάνει σε μια γωνία. Μια
πόρτα από κόντρα πλακέ γράφει ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ.
Κλειδωμένη. Ο Τζο Νέιπιερ τη φτάνει, ξέπνοος. Δεν
καταφέρνει ν’ ανοίξει την πόρτα με τη βία.
«Παράτα τα, Νέιπιερ!» ακούνε. «Δεν κυνηγάμε εσένα!»
Ο Νέιπιερ πυροβολεί την κλειδαριά εξ επαφής.
Η πόρτα και πάλι δεν ανοίγει. Ο Νέιπιερ ρίχνει τρεις ακόμα
σφαίρες στην κλειδαριά: σε κάθε μπαμ, η Λουίζα ζαρώνει. Την
τέταρτη φορά βγαίνει ένας κούφιος ήχος. Ο Νέιπιερ κλοτσάει
την πόρτα με την μπότα του.
Ένα υπόγειο κάτεργο και κρότοι από πεντακόσιες
ραπτομηχανές. Νιφάδες υφάσματος αιωρούνται στην πηχτή
ζέστη, περιβάλλοντας τους γυμνούς γλόμπους που κρέμονται
πάνω από τις εργάτριες. Η Λουίζα και ο Νέιπιερ πάνε από τον
εξωτερικό διάδρομο σβέλτα, μισοσκυμμένοι. Ένας προς έναν,
αράδα την αράδα, παλέτα την παλέτα, κουτσοί Ντόναλντ Ντακ
και εσταυρωμένοι Σκούμπι Ντου ράβονται. Όλες οι γυναίκες –
Λατινοαμερικάνες και Κινέζες αποκλειστικά– έχουν τα μάτια
τους στην πλάκα της ραπτομηχανής τους, έτσι η Λουίζα κι ο
Νέιπιερ ελάχιστη αναταραχή προκαλούν.
Πώς όμως βγαίνουμε από εδώ;
Ο Νέιπιερ στην κυριολεξία πέφτει πάνω στη Μεξικάνα από
την αυτοσχέδια αίθουσα υποδοχής. Τους κάνει νόημα να πάνε
σε έναν ημίφρακτο σκοτεινό πλαϊνό διάδρομο. Ο Νέιπιερ
στρέφεται στη Λουίζα, φωνάζοντας μέσα στο μεταλλικό
πανδαιμόνιο, με μια έκφραση που λέει Να την εμπιστευτούμε;
Η έκφραση της Λουίζα αποκρίνεται Έχεις καμιά καλύτερη ιδέα;
Ακολουθούν τη γυναίκα ανάμεσα σε σωρούς υφάσματος και
σύρματος, ανοιχτά κουτιά με πλαστικά ματάκια και διάφορα
εξαρτήματα ραπτομηχανών. Ο διάδρομος στρίβει δεξιά και
καταλήγει σε μια σιδερένια πόρτα. Από μια λιγδιασμένη σχάρα
μπαίνει φως. Η Μεξικάνα παιδεύεται με το μπρελόκ της. Εδώ
κάτω έχουμε 1875, σκέφτεται η Λουίζα, όχι 1975. Το ένα κλειδί δεν
μπαίνει. Το επόμενο μπαίνει, μα δεν γυρνά. Τα τριάντα
δευτερόλεπτα στο εργοστάσιο έχουν πειράξει την ακοή της.
Μια πολεμική ιαχή από τα έξι μέτρα: «Ψηλά τα χέρια!» Η
Λουίζα γυρνά απότομα. «Ψηλά τα χέρια, είπα, γαμώτο!» Τα χέρια
της Λουίζα υπακούνε. Ο οπλοφόρος κρατάει το πιστόλι του
στοχευμένο στον Νέιπιερ. «Γύρνα, Νέιπιερ! Αργά! Άφησε τ’
όπλο σου!»
Η σενιόρα στριγκλίζει: «Μη ρίξεις εμένα! Μη ρίξεις εμένα,
σενιόρ! Αναγκάσουν δείξει πόρτα! Είπαν θα σκοτώ–»
«Σκάσε, μωρή τρελή γαμω-Μεξικάνα! Ουστ! Πάρε δρόμο!»
Η γυναίκα περνάει από δίπλα του, τοίχο τοίχο, τσιρίζοντας,
«¡No dispares! ¡No dispares! ¡No quiero morir!»79
Ο Νέιπιερ φωνάζει, μέσα στον εργοστασιακό θόρυβο που
διοχετεύεται στον διάδρομο, « Ήρεμα τώρα, Μπίσκο, πόσα σου
δίνουν;».
Ο Μπίσκο ουρλιάζει σε απάντηση: «Μην κάνεις τον κόπο,
Νέιπιερ. Τις τελευταίες σου λέξεις».
«Δεν σ’ ακούω! Τι είπες;»
«Ποιες-είναι-οι-τελευταίες-σου-λέξεις;»
«Οι τελευταίες μου λέξεις; Ποιος είσαι, ο Βρόμικος Χάρι;»
Το στόμα του Μπίσκο συσπάται. « Έχω βιβλίο ολόκληρο με
τελευταίες λέξεις, κι αυτές ήταν οι δικές σου. Εσένα;» Κοιτάζει
τη Λουίζα, με το όπλο στραμμένο πάντα στον Νέιπιερ.
Μια πιστολιά ανοίγει μια τρύπα στον σαματά και τα μάτια της
Λουίζα κλείνουν σφιχτά. Κάτι σκληρό τής ακουμπά το πόδι.
Αναγκάζει τα μάτια της να ανοίξουν. Ένα περίστροφο, που
γλίστρησε και σταμάτησε. Το πρόσωπο του Μπίσκο
παραμορφώνεται από ανεξήγητο πόνο. Το γαλλικό κλειδί της
σενιόρας αστράφτει και στραπατσάρει το σαγόνι του ενόπλου.
Ακολουθούν δέκα ή και παραπάνω χτυπήματα ακραίας
βαναυσότητας, και στο καθένα η Λουίζα ζαρώνει, κι ανάμεσά
τους οι λέξεις: «¡Yo! ¡Amaba! ¡A! ¡Ese! ¡Jodido! ¡Perro!».80
Η Λουίζα κοιτάζει τον Τζο Νέιπιερ. Εκείνος παρακολουθεί,
σώος, κεραυνόπληκτος.
Η σενιόρα σκουπίζει το στόμα της και σκύβει πάνω από τον
ασάλευτο Μπίσκο και το πολτοποιημένο του πρόσωπο. «Και
δεν θα με λες εμένα γαμω-Μεξικάνα!» Πατάει το καταματωμένο
του κεφάλι και ξεκλειδώνει την έξοδο.
« Ίσως να πρέπει να πεις στους άλλους δυο ότι εγώ του το
έκανα αυτό» της λέει ο Νέιπιερ, ενώ παίρνει το όπλο του
Μπίσκο.
Η σενιόρα μιλάει στη Λουίζα. «Quítatelo de encima, cariño. Anda
con gentuza y ¡Dios Mίo! ese viejo podrίa ser tu padre!»81
65
O Νέιπιερ κάθεται στο γεμάτο γκράφιτι τρένο του υπογείου,
κοιτάζοντας την κόρη του Λέστερ Ρέι. Είναι ζαλισμένη,
αναμαλλιασμένη, ανάστατη, και τα ρούχα της ακόμη νοτισμένα
από το σύστημα πυρόσβεσης. «Πώς με βρήκες;» τον ρωτάει
τελικά.
«Ο χοντρός ψηλέας στη δουλειά σου. Ο Νουσμπούμερ ή κάτι
τέτοιο».
«Νούσμπαουμ».
«Ναι, αυτός. Έκανα μεγάλη προσπάθεια να τον πείσω».
Η σιωπή διαρκεί από τον σταθμό της Ριγιούνιον Σκουέαρ
μέχρι τη 17η Λεωφόρο. Η Λουίζα σκαλίζει μια τρύπα στο τζιν
της. «Φαντάζομαι ότι δεν δουλεύεις πια στη Seaboard».
«Μ’ έστειλαν διακοπές χθες».
«Σε απέλυσαν;»
«Όχι. Πρόωρη σύνταξη. Ναι. Μ’ έστειλαν διακοπές».
«Και γύρισες απ’ τις διακοπές σήμερα το πρωί;»
«Πάνω κάτω».
Η επόμενη σιωπή διαρκεί από τη 17η Λεωφόρο μέχρι το
πάρκο ΜακΝάιτ.
«Νιώθω» ξεκινάει διστακτικά η Λουίζα «ότι παραβίασα – όχι,
ότι εσύ παραβίασες κάποιου είδους διάταγμα εκεί πέρα.
Θαρρείς και η Μπουένας Γέρμπας είχε αποφασίσει ότι θα
πέθαινα σήμερα. Κι ωστόσο, να με».
Ο Νέιπιερ το σκέφτεται. «Όχι. Την πόλη δεν τη νοιάζει. Και
θα μπορούσες να πεις ότι αυτός που μόλις σου έσωσε τη ζωή
ήταν ο πατέρας σου, όταν κλότσησε εκείνη τη χειροβομβίδα
που ερχόταν καταπάνω μου πριν από τριάντα χρόνια». Το
βαγόνι τους ταρακουνιέται και τρίζει. «Πρέπει να πάμε από
κάποιο οπλοπωλείο. Τα άδεια όπλα με αγχώνουν».
Ο συρμός βγαίνει στο φως του ήλιου.
Η Λουίζα μισοκλείνει τα μάτια. «Πού πάμε;»
«Να δούμε κάποια». Ο Νέιπιερ κοιτάζει το ρολόι του. « Ήρθε
αεροπορικώς ειδικά για την περίσταση».
Η Λουίζα τρίβει τα κόκκινα μάτια της. «Αυτή η κάποια
μπορεί να μας δώσει ένα αντίγραφο της αναφοράς Σίξμιθ; Γιατί
μου φαίνεται πως μόνο έτσι θα τη γλιτώσω».
«Δεν ξέρω ακόμη».
66
Η Μέγκαν Σίξμιθ κάθεται σ’ έναν χαμηλό πάγκο στο Μουσείο
Μοντέρνας Τέχνης της Μπουένας Γέρμπας και αντιγυρίζει το
βλέμμα σε μια γριά με πρόσωπο αρκούδας, πορτρέτο
ζωγραφισμένο με αλληλοδιασταυρούμενες γκρίζες και μαύρες
γραμμές σε έναν κατά τα άλλα λευκό καμβά. Το μόνο
παραστατικό έργο σε μια αίθουσα γεμάτη Πόλοκ, Ντε Κούνινγκ
και Μιρό, το πορτρέτο αυτό ξαφνιάζει χαμηλόφωνα. «Κοίτα»
λέει, σκέφτεται η Μέγκαν, «το μέλλον σου. Το πρόσωπό σου θα γίνει
κι αυτό δικό μου μια μέρα». Ο χρόνος έπλεξε στο δέρμα της δίχτυα
από ρυτίδες. Αλλού οι μύες κρέμονται, αλλού τσιτώνουν, τα
βλέφαρά της είναι σακουλιασμένα. Οι πέρλες της πιθανότατα
είναι κακής ποιότητας και τα μαλλιά της είναι ανακατωμένα,
έπειτα από ένα ολόκληρο απόγευμα που έτρεχε ξοπίσω απ’ τα
εγγόνια της. Μα βλέπει πράγματα που εγώ δεν βλέπω.
Μια γυναίκα συνομήλική της πάνω κάτω κάθεται δίπλα της.
Θα της χρειαζόταν ένα ντους και μια καινούργια αλλαξιά
ρούχα. «Η Μέγκαν Σίξμιθ;»
Η Μέγκαν την λοξοκοιτάζει. «Η Λουίζα Ρέι;»
Γνέφει κατά το πορτρέτο. «Πάντα μου άρεσε. Ο μπαμπάς μου
την είχε γνωρίσει, την αληθινή κυρία, εννοώ. Ήταν επιζήσασα
του Oλοκαυτώματος που εγκαταστάθηκε στην ΜΓ. Είχε μια
πανσιόν στη Μικρή Λισαβόνα. Ήταν η σπιτονοικοκυρά του
ζωγράφου πριν γίνει διάσημος».
Το κουράγιο φυτρώνει παντού, σκέφτεται η Μέγκαν Σίξμιθ, όπως τ’
αγριόχορτα.
«Ο Τζο Νέιπιερ είπε ότι ήρθες αεροπορικώς σήμερα από τη
Χονολουλού».
«Είναι εδώ;»
«Ο τύπος πίσω μου με το τζιν πουκάμισο, που παριστάνει ότι
κοιτάζει τον Γουόρχολ. Έχει τον νου του. Φοβάμαι ότι η
παράνοιά του δικαιολογείται και με το παραπάνω».
«Ναι. Πρέπει να ξέρω ότι είσαι αυτή που λες ότι είσαι».
«Χαίρομαι που το ακούω. Έχεις καμιά ιδέα;»
«Ποια απ’ τις ταινίες του Χίτσκοκ ήταν η αγαπημένη του
θείου μου;»
Η γυναίκα που ισχυρίζεται ότι είναι η Λουίζα Ρέι το σκέφτεται
λιγάκι και χαμογελάει. «Μιλούσαμε για τον Χίτσκοκ στο
ασανσέρ –φαντάζομαι ότι σου έγραψε γι’ αυτό–, δεν τον
θυμάμαι όμως να αναφέρει κάποια αγαπημένη. Θαύμαζε
εκείνο το βουβό σημείο στον Δεσμώτη του ιλίγγου, εκεί που ο
Κάρι Γκραντ ακολουθεί τα ίχνη της μυστηριώδους γυναίκας
στην προκυμαία, με το Σαν Φρανσίσκο στο φόντο. Είχε
ευχαριστηθεί το Ραντεβού στο Παρίσι – ξέρω πως δεν είναι του
Χίτσκοκ, τον διασκέδαζε όμως που είπες την Όντρεϊ Χέπμπορν
χαζοβιόλα».
Η Μέγκαν γέρνει προς τα πίσω. «Ναι, ο θείος μου σε ανέφερε
σε μια καρτ ποστάλ που έγραψε στο ξενοδοχείο του
αεροδρομίου. Ήταν αναστατωμένη, και ανησυχητική, με
διάσπαρτες προτάσεις του τύπου “Εάν μου συμβεί κάτι” – δεν
ήταν όμως σημείωμα αυτόχειρα. Τίποτε δεν θα οδηγούσε τον
Ρούφους να κάνει αυτό που είπε η αστυνομία ότι έκανε. Το
ξέρω». Ρώτησέ την, και κόψε το τρέμουλό σου, για όνομα του Θεού.
«Δεσποινίς Ρέι – εσείς το πιστεύετε ότι ο θείος μου
δολοφονήθηκε;»
Η Λουίζα Ρέι αποκρίνεται: «Δυστυχώς είμαι σίγουρη ότι
δολοφονήθηκε. Λυπάμαι».
Η βεβαιότητα της δημοσιογράφου είναι λυτρωτική. «Ξέρω για
τη δουλειά του στη Seaboard και στο Υπουργείο Άμυνας. Δεν
είδα ποτέ ολόκληρη την αναφορά, ωστόσο επιβεβαίωσα τους
μαθηματικούς υπολογισμούς όταν επισκέφτηκα τον Ρούφους
τον περασμένο Ιούνιο. Ο ένας τσέκαρε τη δουλειά του άλλου».
«Το Υπουργείο Άμυνας; Μήπως θέλατε να πείτε Ενέργειας;»
«Άμυνας. Ένα υποπροϊόν του αντιδραστήρα HYDRA-Zero
είναι το οπλικό ουράνιο. Άριστης ποιότητας και μπόλικο». Η
Μέγκαν δίνει χρόνο στη Λουίζα Ρέι να αφομοιώσει τις νέες
αυτές πληροφορίες. «Τι χρειάζεστε;»
«Τη δουλειά του. Η αναφορά και μόνο η αναφορά θα
συντρίψει τη Seaboard τόσο στη δημόσια όσο και στη νομική
αρένα. Και, παρεμπιπτόντως, θα σώσει και το τομάρι μου».
Να εμπιστευτώ αυτή την άγνωστη ή να σηκωθώ και να φύγω;
Μια μεγάλη ουρά σχολειαρόπαιδα μαζεύονται γύρω από το
πορτρέτο της γριάς. Η Μέγκαν μουρμουρίζει, ενώ ο έφορος
δίνει μια σύντομη ομιλία, «Ο Ρούφους τις ακαδημαϊκές του
εργασίες, τα δεδομένα, τις σημειώσεις, τα προσχέδια και λοιπά
τα φύλαγε στο Starfish –τη θαλαμηγό του– για μελλοντική
χρήση. Η κηδεία του είναι την επόμενη εβδομάδα, η
επικύρωση της διαθήκης δεν θα ξεκινήσει πριν απ’ αυτή, άρα
αυτή η κρυψώνα κανονικά ακόμη πρέπει να είναι σώα. Θα
στοιχημάτιζα πολλά χρήματα ότι έχει ένα αντίγραφο της
αναφοράς του εκεί. Οι άνθρωποι της Seaboard μπορεί να έχουν
ήδη ψάξει το σκάφος, μα δεν του άρεσε να αναφέρει το Starfish
στη δουλειά…»
«Πού είναι δεμένο το Starfish τώρα;»
67
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΑΡΙΝΑ ΤΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΓΕΡΜΠΑΣ
ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΙΔΑΣ,
ΤΗΣ ΠΙΟ ΚΑΛΟΔΙΑΤΗΡΗΜΕΝΗΣ ΣΚΟΥΝΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!
68
Ο Τζο Νέιπιερ επιπλέει σε καταρρακτώδη σιωπή.
Το φάντασμα του Μπιλ Σμόουκ αιωρείται στο μαύρο της
όρασής του.
Ήδη έχει χαθεί περισσότερος από μισός.
Οι λέξεις μελανιάζουν τη σιωπή και πάλι. Θα τη σκοτώσει.
Αυτό το τριανταοκτάρι στην τσέπη σου.
Έκανα το καθήκον μου, πεθαίνω, για όνομα.
Έι. Τράβα πες του Λέστερ Ρέι περί καθήκοντος και θανάτου.
Το δεξί χέρι του Νέιπιερ αργοσαλεύει προς τη ζώνη του.
Αναρωτιέται αν είναι μωρό στην κούνια του ή άντρας που
πεθαίνει στο κρεβάτι του. Περνάνε νύχτες, όχι, ζωές
ολόκληρες. Συχνά ο Νέιπιερ θέλει να σβήσει μα ο δείκτης του
δεν εννοεί να ξεχάσει. Η λαβή ενός όπλου φτάνει στην παλάμη
του. Tο δάχτυλό του μπαίνει σε μια ατσάλινη θηλιά και μια
αναλαμπή διαύγειας φωτίζει τον σκοπό του. Η σκανδάλη, αυτό
είναι, ναι. Τράβα την. Σιγά σιγά…
Γύρνα το όπλο. Ο Μπιλ Σμόουκ απέχει ελάχιστα μέτρα.
Η σκανδάλη αντιστέκεται στον δείκτη του – έπειτα ένα κύμα
απίστευτου θορύβου γυρίζει τον Μπιλ Σμόουκ προς τα πίσω,
με τα χέρια του να σπαρταράνε σαν της μαριονέτας.
Τέσσερις στιγμές πριν από την τελευταία στιγμή της ζωής
του, ο Νέιπιερ ρίχνει άλλη μια σφαίρα στη μαριονέτα που
διαγράφεται στο φως των άστρων. Του έρχεται, απρόσκλητη, η
λέξη «Σιλβαπλάνα».
Τρεις στιγμές πριν από την τελευταία, το σώμα του Μπιλ
Σμόουκ σωριάζεται στην πόρτα της καμπίνας.
Δύο στιγμές πριν από την τελευταία, η ένδειξη σε ένα ένθετο
ψηφιακό ρολόι αλλάζει από 21:57 σε 21:58.
Τα μάτια του Νέιπιερ σφαλίζουν, νεογέννητη λιακάδα
περνάει λοξά από αρχαίες βελανιδιές και χορεύει σ’ έναν
χαμένο ποταμό. Κοίτα, Τζο, ερωδιοί.
69
Στην πτέρυγα της Μάργκο Ρόουκερ στο Νοσοκομείο της
Επαρχίας Σουανέκε, η Έστερ Βαν Ζαντ κοιτάζει το ρολόι της.
21:57. Το επισκεπτήριο τελειώνει στις δέκα η ώρα. « Ένα
τελευταίο, Μάργκο;» Η επισκέπτρια κοιτάζει τη φίλη της που
έχει πέσει σε κώμα, έπειτα ξεφυλλίζει την Ανθολογία Αμερικάνικης
Ποίησης. « Έναν Έμερσον; Α, ναι. Το θυμάσαι αυτό; Εσύ μου το
’μαθες.
70
H Λουίζα Ρέι κοιτάζει το φύλλο της 1ης Οκτωβρίου της Western
Messenger μέσα στον αχνό και τη φασαρία του ντάινερ Snow
White.
Ο Λόιντ Χουκς, που αφέθηκε με εγγύηση $250,000, διέφυγε
Ο πρόεδρος Φορντ δεσμεύεται να «πατάξει τους απατεώνες
που ατιμάζουν την εταιρική Αμερική»
Γεια σου, Λουίζα, είναι καλά εδώ αλλά ζούμε σε μονοκατοικία και δεν
μπορώ να πηδάω από το ένα μπαλκόνι στο άλλο για να δω τους φίλους μου.
Ο Πολ (ο λυκάνθρωπος μα η μαμά λέει πως δεν πρέπει να τον λέω έτσι αν
και του ψιλοαρέσει όταν τον λέω έτσι) θα με πάει άβριο σε μια έκθεση
γραμματοσήμων, και μετά μπορώ να διαλέξω τι χρώμα θέλω να βάψουμε το
δωμάτιό μου και μαγειρεύει πιο καλά από τη μαμά. Σε ξαναείδα χθες βράδυ
στην τηλεόραση και στις εφημερίδες. Μη με ξεχάσεις τώρα που είσαι
διάσιμη, εντάξει; Χάβι
Σίξμιθ,
Ο Άιρς τρεις μέρες στο κρεβάτι, θολωμένος απ’ τη μορφίνη,
φωνάζει απ’ τους πόνους. Μ. όχληση και θλίψη. Ο δρ Έγκρετ
προειδοποιεί τη Γ. κι εμένα να μην περνάμε τη joie de vivre
που βρήκε ο Άιρς στη μουσική για πραγματική υγεία και
απαγορεύει στον Β.Α. να εργαστεί από το κρεβάτι του πόνου.
Μου σηκώνεται η τρίχα με τον δρα Έγκρετ. Δεν έχω γνωρίσει
κομπογιαννίτη που να μην τον υποψιάστηκα ότι σχεδίαζε να με
καθαρίσει με τον πιο ακριβό τρόπο που θα μπορούσε να
μηχανευτεί.
Θαμμένος στη δική μου μουσική. Σκληρό που το λέω, μα
όταν έρχεται στο πρωινό ο Χέντρικ και μου λέει «Όχι σήμερα,
Ρόμπερτ», σχεδόν ξαλαφρώνω. Χθες όλη νύχτα δούλευα ένα
βροντερό allegro για τσέλο φωτισμένο από εκρηκτικά τρίηχα.
Σιωπή όπου παρεμβάλλονταν μόνο ποντικοπαγίδες. Θυμάμαι
το ρολόι της εκκλησίας να σημαίνει τρεις π.μ. Άκουσα μια
κουκουβάγια, λέει ο Χάκλμπερι Φιν, πέρα μακριά, να χουχουτίζει για
κάποιον πεθαμένο, κι ένα γιδοβύζι κι έναν σκύλο να φωνάζουν για κάποιον
που θα πέθαινε. Ανέκαθεν με βασάνιζε αυτή η αράδα. Πριν καλά
καλά το καταλάβω, η Λουσίλ τίναζε φουσκωμένα σεντόνια
ολόφωτου πρωινού στο παράθυρο. Ήταν κάτω ο Μόρτι Ντοντ,
μου είπε, έτοιμος για την έξοδό μας. Νόμιζα ότι έβλεπα όνειρο
αλλά όχι. Τα μάτια μου ήταν όλο τσίμπλες και για μια στιγμή
δεν ήξερα ούτε πώς με λένε να σου πω. Μούγκρισα πως δεν
ήθελα να πάω πουθενά με τον Μόρτι Ντοντ, να κοιμηθώ
ήθελα, είχα δουλειά να κάνω. «Μα την περασμένη εβδομάδα
κανονίσατε να πάτε αυτοκινητάδα σήμερα!» έφερε αντίρρηση η
Λουσίλ.
Θυμήθηκα. Νίφτηκα, έβαλα καθαρά ρούχα και ξυρίστηκα.
Έστειλα τη Λουσίλ να βρει τον υπηρέτη που μου είχε
λουστράρει τα παπούτσια, κ.λπ. Κάτω, στο τραπέζι του
πρωινού, ο προσηνής έμπορος κοσμημάτων κάπνιζε πούρο και
διάβαζε τους Times. «Με την ησυχία σου» μου είπε όταν
ζήτησα συγγνώμη για την αργοπορία μου. «Εκεί που πάμε
ουδείς θα προσέξει αν θα φτάσουμε νωρίς ή αργά». Η κυρία
Βίλεμς μου έφερε ρύζι με ψάρι και αυγά, και ήρθε ανέμελη η Γ.
Δεν είχε ξεχάσει τι μέρα ήταν, και μου έδωσε ένα μπουκέτο
λευκά τριαντάφυλλα, δεμένα με μαύρη κορδέλα, και
χαμογέλασε, σαν να είχε ξαναβρεί τον παλιό καλό εαυτό της.
Ο Ντοντ οδηγεί μια μπορντό Bugatti Royale 41, φίνο πράμα,
Σίξμιθ. Τρέχει σαν τον διάολο –πιάνει σχεδόν ογδόντα σε
σκυρoστρωμένο αυτοκινητόδρομο!– και διαθέτει κλάξον, που ο
Ντοντ πατάει με την παραμικρή αφορμή. Όμορφη μέρα για
δυσάρεστο ταξίδι. Όσο πλησιάζεις στο Μέτωπο φυσικά, τόσο
πιο διαλυμένη γίνεται η ύπαιθρος. Μετά το Ρουσελάρε, η γη
είναι πληγωμένη από τους κρατήρες, αυλακωμένη από τα
ερειπωμένα χαρακώματα και γεμάτη καμένες εκτάσεις όπου
δεν φυτρώνουν ούτε αγριόχορτα. Τα ελάχιστα δέντρα που
στέκουν ακόμη όρθια εδώ κι εκεί δεν είναι παρά άψυχο
κάρβουνο όταν τα ακουμπάς. Κάτι τούφες πράσινου στη γη δεν
φαντάζουν φύση αναζωογονημένη, τόσο, όσο φύση
μουχλιασμένη. Ο Ντοντ φώναξε, για να ακουστεί μέσα στο
βουητό της μηχανής, ότι οι αγρότες ακόμη δεν τολμούσαν να
οργώσουν από τον φόβο των πυρομαχικών που δεν είχαν
εκραγεί. Δεν γίνεται να περάσεις αποδώ χωρίς να σκεφτείς
πόσοι άντρες είναι στο χώμα. Ανά πάσα στιγμή, θα δινόταν η
διαταγή της επίθεσης και οι πεζικάριοι θα ξεπηδούσαν από τη
γη, τινάζοντας το ψιλό χώμα. Τα δεκατρία χρόνια από την
Ανακωχή φάνταζαν μόνο δεκατρείς ώρες.
Το Ζονεμπέκε είναι ένα ετοιμόρροπο χωριό με
μισοεπισκευασμένα ερείπια και η θέση ενός κοιμητηρίου του
11ου Τάγματος του Έσεξ της 53ης Ταξιαρχίας. Στην Επιτροπή
Πολεμικών Τάφων μου είπαν ότι το πιθανότερο ήταν να έχει
ταφεί ο αδελφός μου σε αυτό το κοιμητήριο. Ο Άντριαν πέθανε
στην επίθεση της 31ης Ιουλίου, εν τω μέσω της μάχης της
Μεσίν. Ο Ντοντ με άφησε στην πύλη και μου ευχήθηκε καλή
τύχη. Διακριτικά μου είπε ότι είχε δουλειά εκεί κοντά –πρέπει
να ήμασταν ογδόντα χιλιόμετρα από το πλησιέστερο
κοσμηματοπωλείο– και με άφησε στη δονκιχωτική μου
αποστολή. Ένας φθισικός πρώην στρατιώτης φυλούσε την πύλη
όταν δεν φρόντιζε τον αξιοθρήνητό του λαχανόκηπο. Δούλευε
και επιστάτης –αυτόκλητος, υποψιάζομαι– και μου έφερε ένα
κουτί για δωρεές, για τα «έξοδα συντήρησης». Αποχωρίστηκα
ένα φράγκο και ο τύπος ρώτησε σε υποφερτά αγγλικά αν
έψαχνα για κάποιον συγκεκριμένο, αφού είχε αποστηθίσει όλο
το κοιμητήριο. Έγραψα το όνομα του αδελφού μου, έκανε
όμως με το στόμα του τον γαλατικό εκείνο μορφασμό που
σημαίνει «Τα δικά μου προβλήματα δικά μου, και τα δικά σου
δικά σου, και αυτό εδώ είναι δικό σου».
Ανέκαθεν ένιωθα ότι θα μάντευα σε ποιο ανώνυμο μνήμα
ήταν ο Άντριαν. Μια λαμπερή επιγραφή, το νεύμα μιας
καρακάξας, ή απλώς μια μουσική βεβαιότητα θα με οδηγούσε
στον σωστό τάφο. Σαχλαμάρες, φυσικά. Οι ταφόπλακες ήταν
άπειρες, ομοιόμορφες και παραταγμένες σαν σε παρέλαση.
Στην περίμετρο εισέβαλλαν κλαδιά από βατομουριές. Ο αέρας
ήταν πνιγηρός, θαρρείς και ο ουρανός μάς πλάκωνε. Έψαξα
στους διαδρόμους και τις αράδες τα ονόματα που ξεκινούσαν
από Φ. Ελάχιστες πιθανότητες, όμως ποτέ δεν ξέρεις. Το
Υπουργείο Αμύνης κάνει και λάθη – αν το 1ο θύμα του πολέμου
είναι η αλήθεια, το 2ο είναι η υπαλληλική απόδοση. Τελικά,
ουδείς «Φρόμπισερ» αναπαυόταν σε αυτό το κομμάτι
φλαμανδικής γης. Η πιο κοντινή περίπτωση ήταν ένας
«Φρόουμς, Μπ. Γ., οπλίτης 2389 18η (Ανατολική) Μεραρχία»,
εναπόθεσα λοιπόν τα λευκά τριαντάφυλλα της Γ. στον τάφο
του. Ποιος ξέρει; Μπορεί ο Φρόουμς να ζήτησε φωτιά από τον
Άντριαν μέσα στην κούραση μιας νύχτας ή να ζάρωσαν δίπλα
δίπλα ενώ οι βόμβες έπεφταν βροχή ή να μοιράστηκαν λίγο
φαγητό. Είμαι ένας ευσυγκίνητος βλάκας και το ξέρω.
Βρίσκεις καραγκιόζηδες, σαν τον Όρφορντ στη σχολή σου,
που παριστάνουν τους στερημένους επειδή ο Πόλεμος
τελείωσε πριν τους δοθεί η ευκαιρία να αποδείξουν το θάρρος
τους. Άλλοι, μου έρχεται στο μυαλό ο Φίγκις τώρα,
παραδέχονται την ανακούφισή τους που δεν ήταν σε
στρατεύσιμη ηλικία πριν από το 1918, αλλά και μια ορισμένη
ντροπή που νιώθουν αυτή την ανακούφιση. Συχνά σου έχω
παραπονεθεί επειδή μεγάλωσα στη σκιά του θρυλικού αδελφού
μου – κάθε επίπληξη ξεκινούσε με ένα «Ο Άντριαν ποτέ δεν…»
ή «Αν ήταν τώρα εδώ ο αδελφός σου, θα…». Κατέληξα να
σιχαίνομαι το άκουσμα του ονόματός του. Το διάστημα πριν
από τη βίαιη αποβολή μου από το Φρομπισερέικο, άκουγα όλο
«Ατιμάζεις τη μνήμη του Άντριαν!». Ποτέ, μα ποτέ δεν θα το
συγχωρήσω αυτό στους γονείς μου. Θυμήθηκα τον τελευταίο
μας αποχαιρετισμό ένα βροχερό απόγευμα φθινοπώρου στο
Όντλι Εντ, ο Άντριαν με τη στολή, ο Πατήρ να τον σφίγγει. Οι
μέρες των σημαιοστολισμών και των ζητωκραυγών είχαν προ
πολλού περάσει – αργότερα άκουσα ότι οι στρατευμένοι
πήγαιναν στη Δουνκέρκη συνοδεία στρατονομίας προς
αποφυγή μαζικών λιποταξιών. Όλοι αυτοί οι Άντριαν
πακτωμένοι σαν τις σαρδέλες σε κοιμητήρια ανά την ανατολική
Γαλλία, το δυτικό Βέλγιο κι ακόμα παραπέρα. Κόβουμε μια
τράπουλα που ονομάζεται ιστορικό πλαίσιο – στη δική μας
γενιά, Σίξμιθ, έπεσαν δεκάρια, φάντηδες και ντάμες. Στου
Άντριαν έπεσαν τριάρια, τεσσάρια και πεντάρια. Αυτό μόνο.
Φυσικά το «Αυτό μόνο» δεν είναι ποτέ μόνο. Τα γράμματα
του Άντριαν ήταν όλο τρομακτικούς ήχους. Μπορείς να
κλείσεις τα μάτια σου, όχι όμως και τα αυτιά σου. Το κρακ της
ψείρας στη ραφή· το τρεχαλητό των αρουραίων· το σπάσιμο του
οστού απ’ τη σφαίρα· το τραύλισμα των πολυβόλων· η βροντή
της μακρινής έκρηξης, η αστραπή της κοντινής· το σφύριγμα
της πέτρας που αναπηδά στο μεταλλικό κράνος· οι μύγες που
βούιζαν στην ουδέτερη ζώνη το καλοκαίρι. Μεταγενέστερες
συζητήσεις προσθέτουν σε αυτά το ουρλιαχτό των αλόγων· το
ράγισμα της παγωμένης λάσπης· τον βόμβο των αεροσκαφών·
τα τανκ που σέρνονταν σε λασπολακκούβες· τους
ακρωτηριασμένους που συνέρχονταν απ’ τον αιθέρα· το
ξέρασμα των φλογοβόλων· το υγρό βύθισμα της ξιφολόγχης
στον λαιμό. Η ευρωπαϊκή μουσική έχει μια παράφορη
αγριότητα που τη διακόπτουν μεγάλες παύσεις.
Αναρωτιέμαι αν και στον αδελφό μου άρεσαν τα αγόρια εκτός
από τα κορίτσια, ή αν το χούι μου είναι δικό μου μόνο.
Αναρωτιέμαι αν πέθανε ανέγγιχτος. Σκέψου τους άντρες
αυτούς να κείτονται όλοι μαζί, να ζαρώνουν, ζωντανοί·
παγωμένοι, νεκροί. Συγύρισα την ταφόπλακα του Μπ. Γ.
Φρόουμς και γύρισα στην πύλη. Τι να πω, η αποστολή μου
ήταν βέβαιο πως θα απέβαινε άκαρπη. Ο επιστάτης
καταπιανόταν μ’ έναν σπάγγο, δεν είπε κουβέντα. Ο Μόρτι
Ντοντ ήρθε να με παραλάβει πάνω στην ώρα και χιμήξαμε προς
τον πολιτισμό, χα.
Περάσαμε από έναν τόπο που λεγόταν Πουλκαπέλε ή κάπως
έτσι, κατηφορίζοντας μια λεωφόρο με φτελιές που απλωνόταν
για χιλιόμετρα. Ο Ντοντ διάλεξε αυτή την ευθεία για να
γκαζώσει την Bugatti στο τέρμα. Οι φτελιές θόλωσαν και
έγιναν ένα και μοναδικό δέντρο που επαναλαμβανόταν επ’
άπειρον, σαν σβούρα. Η βελόνα του κοντέρ πήγαινε προς τη
μέγιστη ταχύτητα όταν μια φιγούρα σαν τρελογυναίκα ήρθε
τρέχοντας μπροστά μας – χτύπησε στο παρμπρίζ κι έκανε
τούμπες από πάνω μας. Ένα σου λέω, πήγε να σταματήσει η
καρδιά μου! Ο Ντοντ φρέναρε, ο δρόμος μάς έσπρωξε από τη
μία μεριά, μας γύρισε από την άλλη, τα λάστιχα στρίγκλισαν
και καψάλισαν τον αέρα με τη μυρωδιά καυτού καουτσούκ. Το
άπειρο μας είχε τελειώσει. Τα δόντια μου είχαν μπηχτεί βαθιά
στη γλώσσα μου. Αν δεν είχαν παγώσει τα φρένα έτσι που να
συνεχίσει η Bugatti την τροχιά της στον δρόμο, θα είχαμε
τελειώσει τη μέρα μας –αν όχι και τη ζωή μας– αγκαλιά με μια
φτελιά. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Ο Ντοντ κι εγώ
πεταχτήκαμε έξω και τρέξαμε προς τα πίσω – για να δούμε
έναν πελώριο φασιανό να χτυπάει τα σπασμένα του φτερά. Ο
Ντοντ πέταξε μια περίπλοκη βρισιά στα σανσκριτικά ή κάτι
τέτοιο, κι έβγαλε ένα χα! ανακούφισης που δεν είχε σκοτώσει
κάποιον, το οποίο επίσης εξέφραζε και απόγνωση που είχε
σκοτώσει κάτι. Εγώ είχα χάσει τη μιλιά μου και σφούγγιξα τη
ματωμένη γλώσσα μου στο μαντίλι μου. Πρότεινα να δώσουμε
τέλος στο μαρτύριο του καημένου του πουλιού. Η απόκριση
του Ντοντ ήταν μια παροιμία της οποίας η ηλιθιότητα ίσως
ήταν ηθελημένη: «Όσους είναι στο μενού η σάλτσα δεν τους
νοιάζει». Γύρισε για να προσπαθήσει να ξαναβάλει μπροστά
την Bugatti. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε, όμως
πλησίασα τον φασιανό, κάτι που τον έκανε να φτερουγίζει όλο
και πιο απεγνωσμένα. Στο λευκό του περιλαίμιο είχε
κολλημένα αίμα και περιττώματα. Έκλαιγε, Σίξμιθ, ακριβώς
σαν μωρό δυο ημερών. Μακάρι να είχα ένα όπλο. Στην άκρη
του δρόμου είχε μια πέτρα μεγάλη σαν τη γροθιά μου. Την
κοπάνησα στο κεφάλι του φασιανού. Δυσάρεστο – δεν είναι
σαν να πυροβολείς ένα πουλί, καμία σχέση.
Σκούπισα το αίμα του όσο καλύτερα μπορούσα, με κάτι
λάπαθα που μάζεψα απ’ την άκρη του δρόμου. Ο Ντοντ είχε
βάλει μπροστά το αυτοκίνητο, ανέβηκα και πήγαμε μέχρι το
επόμενο χωριό. Τόπος τελείως ασήμαντος, απ’ ό,τι μπορούσα
να καταλάβω, είχε όμως ένα ελεεινό καφέ παύλα συνεργείο
παύλα γραφείο τελετών, το οποίο μοιράζονταν μια ομάδα
βουβοί ντόπιοι και πλήθος μύγες που στριφογύριζαν στον αέρα
σαν μαστουρωμένοι άγγελοι θανάτου. Το απότομο φρενάρισμα
είχε στρεβλώσει τον εμπρόσθιο άξονα της Bugatti, ο Μ.Ν.
λοιπόν σταμάτησε εκεί για να τον κοιτάξουν. Καθίσαμε έξω
στην άκρη μιας «πλατείας», στην πραγματικότητα μιας
λιμνούλας από βοτσαλωτή λάσπη με ένα βάθρο παρατημένο
στον ομφαλό της, του οποίου τον αρχικό κάτοικο είχαν προ
πολλού λιώσει και μετατρέψει σε σφαίρες. Κάτι βρομιάρικα
παιδιά κυνηγούσαν τη μοναδική παχιά κότα της χώρας στην
πλατεία – πέταξε πάνω στο βάθρο. Τα παιδιά άρχισαν να της
ρίχνουν πέτρες. Αναρωτήθηκα πού να ήταν ο ιδιοκτήτης του
πουλιού. Ρώτησα τον σερβιτόρο ποιος βρισκόταν στο βάθρο
αρχικά. Δεν ήξερε, είχε γεννηθεί στον νότο. Το ποτήρι μου
ήταν βρόμικο κι έβαλα τον σερβιτόρο να μου το αλλάξει.
Προσβλήθηκε και αποκεί και πέρα έγινε λιγότερο ομιλητικός.
Ο Μ.Ν. ρώτησε για την ώρα που πέρασα στο κοιμητήριο του
Ζονεμπέκε. Ουσιαστικά δεν απάντησα. Περνούσε διαρκώς από
τα μάτια μου ο κατακρεουργημένος, ματωμένος φασιανός.
Ρώτησα τον Μ.Ν. πού είχε περάσει αυτός τον Πόλεμο. «Α,
ξέρεις τώρα, ασχολιόμουν με τις επιχειρήσεις μου». Στην
Μπριζ; ρώτησα, έκπληκτος, αφού ήταν δύσκολο να φανταστώ
έναν Βέλγο έμπορο διαμαντιών να ευημερεί υπό την κατοχή
του Κάιζερ. «Θεέ μου, όχι» απάντησε ο Μ.Ν., «στο
Γιοχάνεσμπουργκ. Η γυναίκα μου κι εγώ φύγαμε αποδώ».
Επαίνεσα την προνοητικότητά του. Με σεμνότητα μου
εξήγησε: «Οι πόλεμοι δεν πυροδοτούνται χωρίς
προειδοποίηση. Αρχίζουν σαν μικρές φωτιές πέρα στον
ορίζοντα. Οι πόλεμοι ζυγώνουν. Ο σοφός έχει τον νου του στον
καπνό, κι ετοιμάζεται να αποχωρήσει από τη γειτονιά, ακριβώς
όπως ο Άιρς και η Γιοκάστα. Έχω έγνοια πως ο επόμενος
πόλεμος θα είναι τόσο μεγάλος, που δεν θα μείνει άθικτος ούτε
ένας τόπος με αξιοπρεπές εστιατόριο».
Τόσο σίγουρος ήταν πως ερχόταν κι άλλος πόλεμος;
«Πάντα έρχεται κι άλλος πόλεμος, Ρόμπερτ. Ποτέ δεν σβήνουν
ολότελα. Ποια είναι η σπίθα των πολέμων; Η επιθυμία για την
εξουσία, η ραχοκοκαλιά της ανθρώπινης φύσης. Η απειλή της
βίας, ο φόβος της βίας, ή η πραγματική βία, είναι το
ενεργούμενο της φριχτής αυτής επιθυμίας. Βλέπεις την
επιθυμία για την εξουσία σε κρεβατοκάμαρες, κουζίνες,
εργοστάσια, σωματεία και σύνορα κρατών. Άκου και να το
θυμάσαι. Το εθνικό κράτος είναι απλώς η ανθρώπινη φύση
μεγεθυσμένη σε διαστάσεις τερατώδεις. QED,83 τα κράτη είναι
οντότητες των οποίων τους νόμους τούς γράφει η βία. Έτσι
ήταν πάντα, έτσι θα είναι πάντα. Ο πόλεμος, Ρόμπερτ, είναι
ένας από τους δυο αιώνιους συντρόφους της ανθρωπότητας».
Οπότε, ρώτησα, ο άλλος ποιος ήταν;
«Τα διαμάντια». Ένας χασάπης με ματωμένη ποδιά έτρεξε
στην πλατεία και τα παιδιά σκόρπισαν. Τώρα το πρόβλημά του
ήταν πώς να κάνει την κότα να κατέβει από το βάθρο της.
Και η Κοινωνία των Εθνών; Οπωσδήποτε τα έθνη γνώριζαν κι
άλλους νόμους πέραν των εχθροπραξιών, έτσι; Και η
διπλωματία;
«Α, η διπλωματία» είπε ο Μ.Ν., που βρισκόταν στο στοιχείο
του, «σφουγγίζει τα απόνερα του πολέμου· νομιμοποιεί την
έκβασή του· δίνει στο δυνατό κράτος τα μέσα να επιβάλλει τη
θέλησή του σε ένα ασθενέστερο, ενώ ταυτόχρονα κρατάει τους
στόλους και τα τάγματά του για σημαντικότερους αντιπάλους.
Μόνο επαγγελματίες διπλωμάτες, χρονίως βλάκες και γυναίκες
θεωρούν τη διπλωματία μακροπρόθεσμο υποκατάστατο του
πολέμου».
Με εις άτοπον απαγωγή από την άποψη του Μ.Ν., ισχυρίστηκα,
οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η επιστήμη επινοεί ολοένα
και πιο αιματηρά πολεμικά μέσα, ώσπου οι καταστροφικές
δυνάμεις της ανθρωπότητας υπερβαίνουν τις δημιουργικές μας
δυνατότητες και ο πολιτισμός μας οδηγείται στον αφανισμό. Ο
Μ.Ν. συμμερίστηκε την ένστασή μου με δηκτική αγαλλίαση.
«Ακριβώς. Η επιθυμία μας για εξουσία, η επιστήμη μας και
αυτές οι ίδιες νοητικές ικανότητες που μας αναβάθμισαν από
πιθήκους σε αγρίους, και από αγρίους στον σύγχρονο άνθρωπο,
αυτές λοιπόν οι νοητικές ικανότητες θα ξεκάνουν τον Homo
sapiens πριν τελειώσει ο αιώνας τούτος! Εσύ πιθανότατα θα
ζήσεις για να το δεις όταν θα γίνεται, τυχερό μου παιδί. Τι
συμφωνικό κρεσέντο θα είναι κι αυτό, ε;»
Ήρθε ο χασάπης να ζητήσει από τον σερβιτόρο μια σκάλα.
Εδώ θα τελειώσω. Μου κλείνουν τα μάτια.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—•—
Ζέντελχεμ
21η - x - 1931.
Σίξμιθ,
Αύριο ο Άιρς μάλλον θα σηκωθεί έπειτα από ένα
δεκαπενθήμερο κατάκοιτος. Ούτε στον χειρότερο εχθρό μου να
μην τύχει σύφιλη. Ή μόνο σε κάνα δυο,τέλος πάντων. Ο
συφιλιδικός φθίνει σταδιακά, σαν τα φρούτα που σαπίζουν στις
άκρες του οπωρώνα. Ο δρ Έγκρετ περνάει μέρα παρά μέρα,
δεν έχει όμως μείνει κάτι να του χορηγήσει πέρα από ολοένα
μεγαλύτερες δόσεις μορφίνης. Ο Β.Α. απεχθάνεται τη χρήση
της επειδή θολώνει τη μουσική του.
Η Γ. επιρρεπής σε κρίσεις απελπισίας. Κάποια βράδια, απλά,
γαντζώνεται πάνω μου θαρρείς και είμαι το σωσίβιό της ενώ
πνίγεται. Τη λυπάμαι, μα εγώ για το σώμα της ενδιαφέρομαι,
όχι για τα προβλήματά της. Ενδιαφερόμουν.
Πέρασα το δεκαπενθήμερο αυτό κλεισμένος στο δωμάτιο της
μουσικής, ξαναδουλεύοντας και συνενώνοντας ενός χρόνου
αποσπάσματα σε ένα «σεξτέτο για αλληλεπικαλυπτόμενους
σολίστες»: πιάνο, κλαρινέτο, τσέλο, φλάουτο, όμποε και βιολί,
το καθένα με τη δική του γλώσσα ως προς την τονικότητα, την
κλίμακα και το ηχόχρωμα. Στο 1ο μέρος, το κάθε σόλο
διακόπτεται από τον διάδοχό του· στο δεύτερο, κάθε
διακεκομμένο μέρος συνεχίζεται, με τη σειρά. Επαναστατικό ή
φιγουρατζίδικο; Δεν θα το ξέρω προτού ολοκληρωθεί, και τότε
θα είναι πια πολύ αργά, είναι όμως η 1η μου σκέψη όταν
ξυπνάω και η τελευταία μου σκέψη πριν κοιμηθώ, ακόμα και
όταν είναι στο κρεβάτι μου η Γ. Θα έπρεπε να το καταλαβαίνει,
ο καλλιτέχνης ζει σε δύο κόσμους.
Επόμενη μέρα.
Είχα καβγά τρικούβερτο με τον Β.Α. Μου υπαγόρευε μια
τοκατοειδή σπουδή κατά το συνθετικό μας το πρωί, που
έμοιαζε υπερβολικά γνώριμη, όταν αναγνώρισα το ρεφρέν από
τον δικό μου «Άγγελο της Μονς»! Αν ήλπιζε ο Άιρς ότι δεν θα
το πρόσεχα ήταν π. γελασμένος. Δεν του τα μάσησα – αυτή
ήταν δική μου μουσική. Άλλαξε τροπάρι: «Τι εννοείς, δική σου
μουσική; Φρόμπισερ, όταν μεγαλώσεις, θα ανακαλύψεις ότι
όλοι οι συνθέτες αντλούν έμπνευση από το περιβάλλον τους.
Εσύ είσαι ένα από τα πολλά στοιχεία του δικού μου
περιβάλλοντος, και επιπλέον παίρνεις καλό μισθό,
απολαμβάνεις καθημερινά σεμινάρια εξειδίκευσης στη σύνθεση
και συγχρωτίζεσαι με τα σπουδαιότερα μουσικά μυαλά της
εποχής. Αν δεν σου αρέσουν αυτοί οι όροι, ο Χέντρικ θα σε
πάει μέχρι τον σταθμό». Τι να πω, π. διαφορετικός άνθρωπος
από αυτόν που πήγα με το καροτσάκι στο κτίσμα της πύλης
πριν από μερικές εβδομάδες, όταν με παρακάλεσε να μείνω
μέχρι την άνοιξη. Τον ρώτησα ποιον είχε κατά νου για
αντικαταστάτη μου. Την κυρία Βίλεμς; Τον κηπουρό; Την Εύα;
Τη Νεφερτίτη; «Α, είμαι βέβαιος ότι ο σερ Τρέβορ Μακέρας θα
μπορούσε να μου βρει ένα κατάλληλο αγόρι. Ναι, θα βάλω
αγγελία. Δεν είσαι τόσο μοναδικός όσο νομίζεις. Λοιπόν. Τη
θέλεις τη δουλειά σου ή δεν τη θέλεις;»
Δεν μπορούσα να βρω τρόπο να ανακτήσω το χαμένο έδαφος,
οπότε έφυγα, με το πρόσχημα ότι πονούσε πολύ το μεγάλο
δάχτυλο του ποδιού μου. Ο Β.Α. με πλαγιοκόπησε με τούτη
την προειδοποίηση: «Άμα δεν γιάνει το δάχτυλό σου ως το
πρωί, Φρόμπισερ, τράβα να το φτιάξεις στο Λονδίνο και να μην
ξαναγυρίσεις». Μερικές φορές θέλω να ανάψω μια πελώρια
φωτιά, γαμώτο, και να τον πετάξω τον παλιομαλάκα μέσα στις
φλόγες της.
Μερικές μέρες αργότερα.
Ακόμη εδώ, η Γ. ήρθε λίγο αργότερα, να μου πουλήσει
φούμαρα για την περηφάνια του Άιρς, την εκτίμηση που
τρέφει για τη δουλειά μου, το οξύθυμον του καλλιτέχνη, κ.λπ.,
αλλά μείνε, σε παρακαλώ, για χάρη δική της αν όχι για δική
του. Αποδέχτηκα αυτό το φύλλο συκής συν κλάδο ελαίας δι’
αντιπροσώπου, και εκείνο το βράδυ κάναμε έρωτα σχεδόν
τρυφερά. Κοντεύει χειμώνας και δεν είμαι για περιπέτειες στην
Ευρώπη με το ταπεινό κομπόδεμά μου. Θα χρειαζόταν, και
μάλιστα γρηγορούτσικα, να γνωρίσω μια ανόητη πλούσια
κληρονόμο αν έφευγα τώρα. Σου έρχεται καμία στο μυαλό; Θα
στείλω άλλο ένα δέμα για τον Γιανς, για να ενισχύσω το ταμείο
έκτακτης ανάγκης μου. Αν δεν μου δώσει μερίδιο ο Άιρς για
όλες τις ιδέες μου που συμπεριλήφθηκαν στο «Todtenvogel» –
που είναι στην εικοστή του παρουσίαση μετά την Κρακοβία–,
θα αναγκαστώ να πάρω ο ίδιος την αποζημίωσή μου.
Αποφάσισα να είμαι πολύ πιο επιφυλακτικός πριν ξαναδείξω
δική μου σύνθεση στον Β.Α. Ξέρεις, το να εξαρτάται το
κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου από την εξυπηρέτηση ενός
εργοδότη είναι άθλιος τρόπος να ζεις. Ο Θεός μονάχα ξέρει πώς
το αντέχουν οι τάξεις των υπηρετών. Αναρωτιέμαι, το
προσωπικό στο Φρομπισερέικο δαγκώνει μια ζωή τη γλώσσα
του όπως αναγκαστικά κάνω εγώ; Η Εύα γύρισε από το
καλοκαίρι της στην Ελβετία. Δηλαδή, αυτή η κοπέλα λέει ότι
είναι η Εύα, και η ομοιότητα είναι οπωσδήποτε εντυπωσιακή,
εκείνο όμως το ακατάδεκτο ασχημόπαπο που έφυγε από το
Ζέντελχεμ πριν από τρεις μήνες επέστρεψε κύκνος όλο χάρη.
Υποβαστάζει τη μητέρα της, πλένει τα βλέφαρα του πατέρα της
με βαμβάκι βρεγμένο με κρύο νερό και του διαβάζει Φλομπέρ
με τις ώρες, φέρεται ευγενικά στους υπηρέτες, και έως που με
ρωτάει για την πρόοδο του σεξτέτου μου. Ήμουν σίγουρος ότι
επρόκειτο περί κάποιου νέου σχεδίου της για να με διώξει,
έπειτα από επτά ημέρες όμως αρχίζω να υποψιάζομαι ότι αυτή
η τιποτένια εκδοχή της Ε. μας έχει αφήσει χρόνους. Π. καλά,
η ανακωχή της Ε. μ’ εμένα είναι πιο περίπλοκη απ’ ό,τι
φαίνεται, 1α όμως πρέπει να σου εξηγήσω λίγο την προϊστορία.
Από την άφιξή μου στο Νίερμπεκε, η «σπιτονοικοκυρά» της
Εύας στην Μπριζ, η μαντάμ Βαν Ντε Βέλντε, όλο έλεγε και
ξανάλεγε στην Ε. και στη Γ. να επισκεφτώ το σπίτι τους, ώστε
οι πέντε κόρες της –συμμαθήτριες της Ε.– να εξασκήσουν τα
αγγλικά τους με έναν γνήσιο Άγγλο τζέντλεμαν. Ο κ. Βαν Ντε
Βέλντε, όπως θα θυμάσαι, είναι ο φερόμενος ως έκλυτος των
Κήπων του Μίνεβατερ που αποδείχτηκε κατασκευαστής
πυρομαχικών και αξιοσέβαστος στυλοβάτης της κοινωνίας
κ.λπ. Η μαντάμ Βαν Ντε Βέλντε είναι από αυτές τις
κουραστικές, επίμονες γυναίκες των οποίων οι φιλοδοξίες δεν
ανακόπτονται με «Είναι π. απασχολημένος αυτόν τον καιρό».
Υποψιάζομαι δε ότι φρόντισε η Γ. να με φέρει προ
τετελεσμένου από άχτι – ενώ η κόρη της μεταμορφώνεται σε
κύκνο, η μητέρα γίνεται άθλια γριά κοράκα.
Σήμερα ήταν η καθορισμένη μέρα του δείπνου μου στους Bαν
Nτε Β. – πέντε κόρες με αρμονική διαφορά ηλικίας συν η
Μήτηρ και ο Πατήρ. Χρειαζόμουν καινούργιες χορδές για το
τσέλο, και κακό δεν του κάνει του Άιρς να βλέπει τι ανίκανος
είναι χωρίς εμένα, έσφιξα λοιπόν τα δόντια μου και ευχήθηκα
να είχαν οι Β.Ν.Β. μάγειρα αντάξιο του εισοδήματος ενός
εργοστασιάρχη. Στις έντεκα η ώρα, λοιπόν, το αυτοκίνητο των
Βαν Ντε Βέντε –μια ασημί Mercedes-Benz, να ’σαι καλά που
ρωτάς– έφτασε στο Ζέντελχεμ και ο σοφέρ τους, ένας κάθιδρος
χιονάνθρωπος χωρίς λαιμό και γνώση γαλλικών, πήγε εμένα και
την Ε. στην Μπριζ. Στο παρελθόν θα είχαμε κάνει τη διαδρομή
σε παγερή σιωπή, έπιασα όμως τον εαυτό μου να μιλάει λιγάκι
στην Ε. για τον καιρό μου στο ΚέμπριΓ. Η Ε. με προειδοποίησε
ότι η μεγαλύτερη Βαν Ντε Βέλντε, η Μαρί-Λουίζ, είχε
αποφασίσει να παντρευτεί Άγγλο πάση θυσία, έπρεπε λοιπόν
να προστατεύσω την αγαμία μου στο μέγιστο.
Τι έχεις να πεις τώρα;
Στη μεγάλη μονοκατοικία των Βαν Ντε Βέλντε, τα κορίτσια
είχαν στηθεί στη σκάλα για να με υποδεχτούν κατ’ αύξουσα
ηλικιακή σειρά – σχεδόν περίμενα να πιάσουν το τραγούδι, και
άκου να δεις τώρα, Σίξμιθ, αυτό ακριβώς έκαναν. Είπαν το
«Greensleeves» στα αγγλικά. Γλυκές σαν καραμέλα. Ύστερα η
κυρία Β.Ντ.Β. μου τσίμπησε το μάγουλο σαν να το είχα σκάσει
απ’ το σπίτι και γυρνούσα τώρα, και είπε, σαν την
κουκουβάγια, «Χαίρω ποοο-λύ». Με οδήγησαν στο «σαλόνι» –
ένα παιδικό δωμάτιο– και με έβαλαν να καθίσω στην
«ανακριτική καρέκλα», ένα κουτί για παιχνίδια. Οι κόρες των
Β.Ντ.Β., μια Λερναία Ύδρα με κεφαλές ονόματι Μαρί-Λουίζ,
Στεφανί, Ζινόμπ, Αλφονσίν και μια πέμπτη που δεν θυμάμαι,
άρχιζαν από εννέα ετών για να φτάσουν μέχρι τη Μαρί-Λουίζ,
έναν χρόνο μεγαλύτερη της Εύας. Όλα τα κορίτσια διαθέτουν
απολύτως αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση. O π. μακρύς
καναπές βούλιαζε κάτω από αυτή τη χοντροφαμίλια. Η
υπηρέτρια έφερε λεμονάδα ενώ η μαντάμ έπιασε τις
ερωτήσεις. «Η Εύα μας λέει ότι η οικογένειά σας έχει π. καλά
κονέ στο Κέμπριτζ, κύριε Φρόμπισερ, έτσι δεν είναι;» Κοίταξα
κατά την Εύα· έκανε μια δήθεν συγκλονισμένη γκριμάτσα.
Έκρυψα το χαμόγελό μου και παραδέχτηκα ότι η οικογένειά
μου είναι στο Μέγα Κτηματολόγιο και ότι ο Πατήρ είναι
επιφανής κληρικός. Κάθε απόπειρα να απομακρύνω τη
συζήτηση από το πόσο καλή περίπτωση είμαι αποκρούστηκε,
κι έπειτα από ένα τέταρτο η γουρλομάτα Μαρί-Λουίζ είχε
αντιληφθεί ότι η μήτηρ της ενέκρινε και είχε καταλήξει ότι θα
γινόμουν ο πρίγκιπας του παραμυθιού της. Ρώτησε το εξής:
«Κύριε Φρόμπισερ, τον Σέρλοκ Χολμς της Οδού Μπέικερ τον
ξέρετε καλά;» Α, σκέφτηκα, μπορεί και να μην πάει τελείως
για φούντο η μέρα. Μια κοπέλα που απολαμβάνει την ειρωνεία
πρέπει να κρύβει κάποιο βάθος. Αλλά η Μαρί-Λουίζ
σοβαρολογούσε! Ντουβάρι εκ γενετής. Όχι, αποκρίθηκα, δεν
τον ήξερα προσωπικά τον κύριο Χολμς, έπαιζε όμως μπιλιάρδο
με τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ στη λέσχη μου κάθε Τετάρτη. Το
γεύμα σερβιρίστηκε σε φίνα σκεύη απ’ τη Δρέσδη, σε μια
τραπεζαρία με ένα μεγάλο αντίγραφο του Μυστικού Δείπνου και
φλοράλ ταπετσαρία. Το φαγητό ήταν απογοήτευση. Κατάξερη
πέστροφα, λαχανικά στον ατμό που είχαν γίνει νιανιά, η
τούρτα εντελώς άθλια· νόμιζα ότι έτρωγα στο Λονδίνο. Τα
κορίτσια χαχάνιζαν glissando με τα επουσιώδη στραβοπατήματά
μου στα γαλλικά – κι ωστόσο τα αγγλικά τους είναι αφόρητα στ’
αυτί. Η μαντάμ Β.Ντ.Β., που παραθέρισε κι αυτή στην
Ελβετία, αφηγήθηκε καταλεπτώς πώς είχαν εξυμνήσει τη
Μαρί-Λουίζ στη Βέρνη ως «το Λουλούδι των Άλπεων» η
κοντέσσα Ανοιχτοστοματόφσκι ή η Δούκισσα της
Χωματερολάνδης. Ούτε ένα κόσμιο «Comme c’est
charmant!»84 δεν κατάφερα να πω. Ήρθε από το γραφείο του ο
κ. Β.Ντ.Β. Έκανε εκατοντάδες ερωτήσεις για το κρίκετ για να
διασκεδάσει τις κόρες του με αυτή την αλλοπρόσαλλη αγγλική
τελετουργία. Ηθικολόγος γάιδαρος τεραστίων διαστάσεων,
τόσο απασχολημένος να σχεδιάζει την επόμενη άξεστη
παρεμβολή του που ποτέ δεν ακούει πραγματικά.
Απροκάλυπτα κάνει κομπλιμέντα στον ίδιο του τον εαυτό,
αρχίζοντας με «Πείτε με παλαιάς κοπής, αλλά…» ή «Μερικοί
με θεωρούν υπερόπτη, αλλά…». Η Εύα μου έριξε μια ειρωνική
ματιά. Η οποία σήμαινε: «Και να σκεφτείς ότι ειλικρινά
νόμιζες πως αυτός ο βλάκας απειλούσε την υπόληψή μου!».
Μετά το γεύμα, βγήκε ο ήλιος και η μαντάμ Β.Ντ.Β.
ανακοίνωσε πως θα πηγαίναμε όλοι περίπατο για να δει o
τιμώμενος προσκεκλημένος τα αξιοθέατα της Μπριζ. Πήγα να
πω ότι αρκετά είχα καταχραστεί τη φιλοξενία τους, δεν θα με
άφηναν να τη γλιτώσω τόσο φτηνά όμως. Ο Μεγάλος
Πατριάρχης ζήτησε συγγνώμη που δεν θα μας ακολουθούσε –
είχε να υπογράψει μια στοίβα παραστατικά στο ύψος του
Μάτερχορν. Που να πεθάνει σε χιονοστιβάδα. Αφού φόρεσαν
στα κορίτσια τα καπέλα και τα γάντια τους οι υπηρέτριες,
έφεραν την άμαξα και με μετέφεραν από τη μια εκκλησία στην
άλλη. Όπως επισημαίνει ο παλιόφιλος ο Κίλβερτ,85 δεν υπάρχει
πιο κουραστικό πράγμα από το να σου λένε τι να θαυμάσεις και
να σου δείχνουν διάφορα με το μπαστούνι. Καλά καλά δεν
θυμάμαι το όνομα ενός έστω από τα αξιοθέατα. Στο φινάλε πια
της περιήγησης, το μεγάλο ρολόι, μου πονούσε το σαγόνι από
τα τόσα χασμουρητά που είχα καταπιεί. Η μαντάμ Β.Ντ.Β.
έριξε μια ματιά στον πύργο και ανακοίνωσε ότι θα άφηνε εμάς
τη νεολαία να ανέβουμε εκεί πάνω μόνοι μας, ενώ εκείνη θα
περίμενε στην πατισερί της πλατείας. Η Μαρί-Λουίζ, που είναι
βαρύτερη της μητέρας της, σχολίασε ότι δεν ήταν πρέπον για
μια κυρία να επιτρέψει στη Maman να περιμένει μόνη. Το
ξεφτέρι δεν μπορούσε να πάει εξαιτίας του άσθματός της, κι
εφόσον δεν ανέβαινε το Ξεφτέρι κ.λπ., & κ.λπ., ώσπου στο
τέλος μόνο η Εύα κι εγώ αγοράσαμε εισιτήρια για να ανέβουμε.
Πλήρωσα εγώ, για να δείξω ότι δεν την κατηγορούσα
προσωπικά που η μέρα πήγε τόσο στράφι. Πήγα 1ος. Η σκάλα
ήταν μια σπείρα που όλο και στένευε. Είχε ένα σχοινί στο ύψος
των χεριών περασμένο μέσα από σιδερένιους κρίκους
στερεωμένους στον τοίχο. Τα πόδια έπρεπε να πάνε
ψάχνοντας. Μόνη πηγή φωτός τα περιστασιακά στενά
παράθυρα. Μόνοι ήχοι ήταν τα βήματά μας και η θηλυκή
αναπνοή της Ε., που μου θύμιζε τις νυκτωδίες μου με τη
μητέρα της. Οι Βαν Ντε Βέλντε είναι έξι ατέλειωτα,
ξεκούρδιστα allegretti στο τσέμπαλο και τα αυτιά μου βούιζαν
απ’ την ευγνωμοσύνη που τις είχα ξεφορτωθεί. Είχα ξεχάσει να
μετρήσω τα σκαλιά, σκέφτηκα φωναχτά. Η φωνή μου
ακούστηκε κλειδωμένη σε ντουλάπι γεμάτο κουβέρτες. Η Εύα
μου αποκρίθηκε μ’ ένα ράθυμο «Oui…»
Βγήκαμε σ’ έναν ευάερο θάλαμο που στέγαζε τα μεγάλα σαν
ρόδες γρανάζια του ωρολογιακού μηχανισμού. Σχοινιά και
σύρματα χάνονταν στο ταβάνι. Ένας εργάτης λαγοκοιμόταν στη
σεζ λονγκ του. Υποτίθεται ότι θα κοιτούσε τα εισιτήριά μας –
στην ηπειρωτική Ευρώπη μονίμως πρέπει να δείχνεις
εισιτήριο– αλλά τον προσπεράσαμε και ανεβήκαμε τα τελευταία
ξύλινα σκαλιά ως τον εξώστη.
Η τρίχρωμη Μπριζ απλωνόταν από κάτω μας: πορτοκαλί της
κεραμοσκεπής· γκρίζο της τοιχοδομής· καφέ του καναλιού.
Άλογα, αυτοκίνητα, ποδηλάτες, νεαροί χορωδοί σε μεγάλη
ουρά, στέγες-καπέλα μάγισσας, μπουγάδες απλωμένες σε
σχοινιά στους παράδρομους. Έψαξα την Οστάνδη, τη βρήκα.
Ηλιόλουστη λωρίδα Βόρειας Θάλασσας σε χρώμα πολυνησιακό
κυανό. Γλάροι στριφογυρνούσαν στα ρεύματα, ζαλίστηκα εκεί
που τους κοιτούσα και σκέφτηκα το άλμπατρος του Γιούιν. Η
Εύα ανακοίνωσε ότι είχε εντοπίσει τις Βαν Ντε Βέλντε.
Υπέθεσα ότι ήταν σχόλιο για το πάχος τους, κοίταξα όμως εκεί
που μου είπε και, φυσικά, είδα έξι μικρές πιτσιλιές σε παστέλ
αποχρώσεις γύρω από ένα τραπεζάκι. Η Ε. έκανε το εισιτήριό
της σαΐτα και την πέταξε από το παραπέτο. Την πήρε ο αέρας
ώσπου να την κάψει ο ήλιος. Τι θα έκανε άμα ξυπνούσε ο
χαμάλης και ζητούσε να δει το εισιτήριό της; «Θα βάλω τα
κλάματα και θα πω ότι μου το έκλεψε αυτός ο απαίσιος
Εγγλέζος». Έκανα λοιπόν κι εγώ το εισιτήριό μου σαΐτα, είπα
στην Ε. ότι δεν είχε αποδείξεις και το πέταξα. Αντί να
αιωρηθεί, ωστόσο, η σαΐτα μου έπεσε στη στιγμή. Ο
χαρακτήρας της Ε. αλλάζει ανάλογα με την οπτική σου γωνία,
ιδιότητα που έχουν τα εκλεκτότερα οπάλια. «Ξέρεις, δεν
θυμάμαι να έχω ξαναδεί τον μπαμπά τόσο ικανοποιημένο και
χαρούμενο» είπε.
Οι απαίσιες Β.Ντ.Β. είχαν προκαλέσει μια συντροφικότητα.
Τη ρώτησα στα ίσια τι είχε γίνει στην Ελβετία. Είχε ερωτευτεί,
είχε δουλέψει σε ορφανοτροφείο, είχε κάποια μυστικιστική
εμπειρία σε χιονισμένο σπήλαιο;
Αρκετές φορές πήγε να πει κάτι. Στο τέλος, είπε
(κοκκινίζοντας!): «Μου έλειπε ένας κάποιος νεαρός που
γνώρισα τον Ιούνιο».
Ξαφνιάστηκες; Φαντάσου εγώ πώς ένιωσα! Παρέμεινα,
ωστόσο, πέρα για πέρα ο τζέντλεμαν που γνωρίζεις. Αντί να τη
φλερτάρω κι εγώ, είπα: «Και η πρώτη σου εντύπωση για αυτόν
τον νεαρό; Δεν ήταν τελείως αρνητική;».
«Εν μέρει αρνητική». Παρατηρούσα τις σταγόνες του ιδρώτα
από την αναρρίχηση, το στόμα της και τις λεπτές, λεπτές
τριχούλες στο άνω χείλος της.
«Και είναι ένας ψηλός, μελαχρινός, ωραίος, μουσικόφιλος
ξένος;»
Γέλασε από τη μύτη. «Είναι… ψηλός, ναι· μελαχρινός, αρκετά·
ωραίος, όχι τόσο όσο νομίζει, ας πούμε όμως ότι τραβάει τα
βλέμματα· μουσικόφιλος πελώριος· ξένος μέχρι το κόκαλο.
Απίστευτο που ξέρεις τόσα γι’ αυτόν! Τον κατασκοπεύεις κι
αυτόν όταν περπατάει στο πάρκο Μίνεβατερ;» Δεν γινόταν να
μη γελάσω. Γέλασε κι εκείνη. «Ρόμπερτ, αντιλαμβάνομαι…»
Με κοίταξε ντροπαλά. «Είσαι έμπειρος. Παρεμπιπτόντως,
μπορώ να σε λέω Ρόμπερτ;»
Καιρός ήταν, είπα.
«Τα λόγια μου δεν είναι… απολύτως πρέποντα. Είσαι
θυμωμένος;»
Όχι, είπα, όχι. Έκπληκτος, κολακευμένος, ναι, αλλά
θυμωμένος, επ’ ουδενί.
«Σου φέρθηκα με τέτοια εμπάθεια. Ελπίζω όμως να μπορούμε
να κάνουμε μια καινούργια αρχή».
Απάντησα, βεβαίως, κι εγώ το ίδιο. «Από τα παιδικά μου
χρόνια» είπε η Ε., αποστρέφοντας το βλέμμα, «αυτό το
μπαλκόνι το σκέφτομαι σαν τον δικό μου εξώστη, από τις Χίλιες
και μία νύχτες. Συχνά ανεβαίνω αποδώ τέτοια ώρα, μετά το
σχολείο. Είμαι η αυτοκράτειρα της Μπριζ, βλέπεις. Υπήκοοί
μου είναι οι πολίτες της. Γελωτοποιοί μου οι Βαν Ντε Βέλντε.
Θα τους κόψω τα κεφάλια». Σαγηνευτικό πλάσμα, στ’ αλήθεια.
Το αίμα μου έβραζε και με κατέλαβε μια παρόρμηση να δώσω
στην αυτοκράτειρα της Μπριζ ένα ατέλειωτο φιλί.
Δεν προχώρησα παραπέρα· από τη στενή πόρτα όρμησε μια
παρέα διαβολεμένων Αμερικανών τουριστών. Ηλίθιος όπως
είμαι, προσποιήθηκα ότι δεν ήμουν με την Εύα. Είδα τη θέα
από την άλλη πλευρά, προσπαθώντας να ξανατυλίξω όλες τις
ξετυλιγμένες μου χορδές. Όταν ο χαμάλης ανακοίνωσε ότι το
μπαλκόνι έκλεινε σύντομα, η Εύα είχε φύγει, σαν τη γάτα.
Κατά το αναμενόμενο. Πάλι ξέχασα να μετρήσω τα σκαλιά όταν
κατέβαινα.
Στο ζαχαροπλαστείο η Εύα βοηθούσε τη μικρότερη Β.Ντ.Β.
να φτιάξει σχήματα μ’ έναν σπάγγο περασμένο στα χέρια της.
Η μαντάμ Βαν Ντε Βέλντε έκανε αέρα με τον κατάλογο και
έτρωγε boule de l’Yser86 με τη Μαρί-Λουίζ ενώ ανέλυαν τα
ντυσίματα των περαστικών. Η Εύα απέφευγε το βλέμμα μου.
Το ξόρκι είχε λυθεί. Η Μαρί-Λουίζ αναζητούσε το βλέμμα μου,
η αυγουλομάτα γελάδα. Γυρίσαμε χαλαρά στο σπίτι των
Β.Ντ.Β., όπου, αλληλούια, περίμενε ο Χέντρικ με το Cowley.
Η Εύα μου είπε au revoir στην πόρτα – κοίταξα πίσω μου για να
δω το χαμόγελό της. Ευδαιμονία! Η βραδιά ήταν χρυσή και
ζεστή. Σε όλο τον δρόμο ως το Νίερμπεκε έβλεπα το πρόσωπο
της Εύας, τις μια δυο τούφες που είχε φέρει ο αέρας στο
πρόσωπό της. Μη σε πιάσει καμιά κακιασμένη ζήλια, Σίξμιθ.
Ξέρεις πώς πάει.
Η Γ. διαισθάνεται τη συμμαχία ανάμεσα στην Εύα και σ’
εμένα και δεν γουστάρει μία. Χθες βράδυ, φανταζόμουν ότι
είχα από κάτω μου την Ε. αντί για τη μητέρα της. Το κρεσέντο
επήλθε σχεδόν αμέσως, μια ολόκληρη μουσική κίνηση πριν τη
Γ. Αντιλαμβάνονται οι γυναίκες τις κατά φαντασίαν προδοσίες;
Ρωτώ επειδή, με εκπληκτική διαίσθηση, με προειδοποίησε
διακριτικά: «Θέλω να ξέρεις κάτι, Ρόμπερτ. Έτσι κι
ακουμπήσεις την Εύα, θα το μάθω, και θα σε καταστρέψω».
«Ούτε που θα μου περνούσε απ’ το μυαλό» είπα ψέματα.
«Στη θέση σου, ούτε που θα μου περνούσε απ’ τ’ όνειρο»
προειδοποίησε.
Δεν γινόταν να τ’ αφήσω έτσι. «Και για ποιο λόγο, που να
πάρει, νομίζεις ότι μου αρέσει η άσαρκη και άχαρή σου κόρη;»
Έβγαλε ακριβώς το ίδιο γέλιο απ’ τη μύτη με την Εύα στον
εξώστη.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—•—
Ζέντελχεμ,
24η - x - 1931.
Σίξμιθ,
Πού στα κομμάτια είναι η απάντησή σου; Κοίτα, σου είμαι
υπόχρεος, αν έχεις όμως την εντύπωση ότι θα κάθομαι να
περιμένω τα γράμματά σου, φοβάμαι πως πλανάσαι πλάνην
οικτράν. Όλα είναι απολύτως απεχθή πια, απεχθή σαν τον
υποκριτή τον πατέρα μου. Θα μπορούσα να τον καταστρέψω.
Αυτός έχει ήδη καταστρέψει εμένα. Η προσμονή για τη
συντέλεια είναι η αρχαιότερη ασχολία της ανθρωπότητας. Έχει
δίκιο ο Ντοντ, ανάθεμα το Βέλγιό του, ανάθεμα το Βέλγιο
γενικώς. Ο Άντριαν ακόμη θα ζούσε εάν δεν υπήρχε το
«θαρραλέο μικρό Βέλγιο».87 Κάποιος πρέπει αυτό το κράτος-
νάνο να το μετατρέψει σε γιγάντια λίμνη και να ρίξει μέσα τον
δημιουργό του Βελγίου, τα πόδια του δεμένα σ’ ένα ποδήλατο
Minerva. Αν επιπλεύσει, είναι ένοχος. Αχ, να μπορούσα να
χώσω μια καυτή μασιά στα αναθεματισμένα τα μάτια του
πατέρα μου! Πες μου έναν. Άντε, πες μου έναν διάσημο Βέλγο.
Έχει πιο πολλά λεφτά απ’ τον Ρότσιλντ, θα μου δώσει όμως
έστω μια δεκάρα ακόμα; Χάλια, χάλια. Πόσο χριστιανικό είναι
να με αποκληρώνει όταν δεν έχω ούτε ένα σελίνι; Ο πνιγμός
τού πέφτει πολύς. Έχει δίκιο ο Ντοντ, φοβάμαι. Οι πόλεμοι
δεν έχουν γιατρειά, απλώς μπαίνουν σε ύφεση για μερικά
χρόνια. Το Τέλος θέλουμε, οπότε φοβάμαι ότι το Τέλος θα
λάβουμε. Ιδού. Μελοποίησέ το. Τύμπανα, κύμβαλα κι ένα
εκατομμύριο τρομπέτες, εάν έχεις την καλοσύνη. Πληρώνω το
παλιοτόμαρο με τη μουσική μου. Με πεθαίνει.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—•—
Ζέντελχεμ,
29η - x - 1931.
Σίξμιθ,
Εύα. Επειδή τ’ όνομά της είναι συνώνυμο του πειρασμού: τι
άλλο φτάνει τόσο βαθιά μέχρι το μεδούλι ενός άντρα; Επειδή η
ψυχή της είναι όλη εκεί στα μάτια της. Επειδή ονειρεύομαι ότι
γλιστρώ απ’ τις βελούδινες κουρτίνες στο δωμάτιό της, όπου
ανοίγω την πόρτα, της μουρμουρίζω έναν σκοπό τόσο – τόσο –
τόσο απαλά, στέκεται με τα ξυπόλυτα της πόδια πάνω στα δικά
μου, το αυτί της στην καρδιά μου, και χορεύουμε βαλς σαν
μαριονέτες. Μετά το φιλί εκείνο, λέει «Vous embrassez
comme un poisson rouge!»88 και σε φεγγαρόλουστα κάτοπτρα
ερωτευόμαστε τη νιότη και το κάλλος μας. Επειδή όλη μου τη
ζωή, εκλεπτυσμένες, ανόητες γυναίκες το έχουν πάρει πάνω
τους να με καταλάβουν, να με γιατρέψουν, η Εύα όμως ξέρει ότι
είμαι terra incognita και με εξερευνά χωρίς βιασύνη, όπως
έκανες εσύ. Επειδή είναι λιγνή σαν αγόρι. Επειδή μυρίζει
αμύγδαλο, γρασίδι. Επειδή, αν χαμογελάσω που φιλοδοξεί να
γίνει αιγυπτιολόγος, με κλοτσάει στο καλάμι κάτω απ’ το
τραπέζι. Επειδή με κάνει να σκέφτομαι κάτι άλλο εκτός από
μένα. Επειδή ακόμα κι όταν είναι σοβαρή λάμπει. Επειδή
προτιμά τα ταξιδιωτικά ημερολόγια απ’ τον σερ Γουόλτερ Σκοτ,
προτιμά τον Μπίλι Μέιερλ απ’ τον Μότσαρτ και είτε ματζόρε
είτε μαντζάρε της πεις, το ίδιο της κάνει. Επειδή εγώ, μόνο
εγώ, μπορώ να δω το χαμόγελό της ένα κλάσμα του
δευτερολέπτου πριν φτάσει στα χείλη της. Επειδή ο
Αυτοκράτορας Ρόμπερτ δεν είναι καλός άνθρωπος –ό,τι καλό
διαθέτει το έχει επιτάξει η ανεκτέλεστη μουσική του–, μου
σκάει ωστόσο εκείνο το σπανιότατο χαμόγελο. Επειδή
ακούγαμε τους νυχτοπάτες. Επειδή το γέλιο της αναβλύζει από
έναν φυσητήρα στην κορυφή του κεφαλιού της και περιλούζει
όλο το πρωινό. Επειδή άντρες όπως εγώ δεν έχουμε τίποτα να
κάνουμε με την έννοια της «ομορφιάς», κι ωστόσο να τη,
στους ηχομονωμένους θαλάμους της καρδιάς μου.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—•—
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—•—
Le Royal Hôtel, Μπριζ
Κατά τα τέλη - xi - 1931.
Σίξμιθ,
Ξενυχτάω με το σεξτέτο Cloud Atlas μέχρι να πέσω κάτω,
κυριολεκτικά, αλλιώς δεν με παίρνει ο ύπνος. Το μυαλό μου
είναι ένα πυροτέχνημα επινοητικότητας. Μουσικές μιας
ολόκληρης ζωής έρχονται όλες ταυτόχρονα. Τα όρια μεταξύ
θορύβου και ήχου είναι συμβάσεις, βλέπω τώρα. Όλα τα όρια
συμβάσεις είναι, ακόμα κι αυτά μεταξύ των χωρών. Μπορείς
να υπερβείς κάθε σύμβαση, αρκεί να μπορέσεις να το
φανταστείς πρώτα. Δες, για παράδειγμα, αυτό το νησί,
ακριβώς στο μέσο μεταξύ ηχοχρώματος και ρυθμού, ανύπαρκτο
σε κάθε βιβλίο θεωρίας, κι ωστόσο να το! Ακούω τα όργανα στο
κεφάλι μου, με απόλυτη διαύγεια, ό,τι θέλω. Όταν τελειώσει,
ξέρω πως πια δεν θα μου έχει απομείνει τίποτα, μα τούτο το
σελίνι του Βασιλιά91 που έχω στην ιδρωμένη μου παλάμη είναι
η Φιλοσοφική Λίθος! Άνθρωποι σαν τον Άιρς ξοδεύουν το
μερτικό που τους αναλογεί σταλιά σταλιά κατά τη διάρκεια μιας
ολόκληρης, και παρατεταμένης, ζωής. Όχι εγώ. Δεν έχω νέα
του Β.Α. ή εκείνης της άπιστης, αδύναμης, μελοδραματικής
γυναίκας του. Μάλλον πιστεύουν ότι γύρισα τρέχοντας στην
Αγγλία. Χθες βράδυ ονειρεύτηκα ότι έπεσα από το Imperial
Western, γραπωμένος από το λούκι μου. Νότα βιολιού,
φρικιαστικά κακοπαιγμένη – αυτή είναι η τελευταία νότα του
σεξτέτου μου.
Είμαι απολύτως καλά. Απίστευτα καλά! Μακάρι να μπορούσα
να σου δείξω αυτή τη λάμψη. Οι προφήτες τυφλώνονταν αν
έβλεπαν τον Ιεχωβά. Δεν κουφαίνονταν, τυφλώνονταν,
αντιλαμβάνεσαι τη σημασία αυτού. Εξακολουθούσαν να τον
ακούνε. Παραμιλάω όλη μέρα. Στην αρχή το έκανα
ασυναίσθητα, η ανθρώπινη φωνή με ηρεμεί τόσο, τώρα όμως
είναι μεγάλος κόπος να σταματήσω, οπότε συνεχίζω, και
συνεχίζω. Όταν δεν συνθέτω, πηγαίνω περιπάτους. Θα
μπορούσα να γράψω τουριστικό οδηγό για την Μπριζ τώρα,
αρκεί να είχα αρκετό χώρο και χρόνο. Πηγαίνω και στις
φτωχογειτονιές, όχι μόνο στα άλση των πλουσίων. Σ’ ένα
βρομερό παράθυρο μια γιαγιά έβαζε σαιντπώλιες σε ένα βάζο.
Χτύπησα το τζάμι και της ζήτησα να με ερωτευτεί. Σούφρωσε
τα χείλη της, μάλλον δεν μιλούσε γαλλικά, ξαναπροσπάθησα
όμως. Ένας τύπος με κεφάλι σαν οβίδα και παντελώς
ανύπαρκτο σαγόνι ξεπρόβαλε στο παράθυρο κι έριξε έναν οχετό
βρισιές σ’ εμένα και το σπίτι μου.
Εύα. Κάθε μέρα ανεβαίνω στον πύργο τραγουδώντας ένα
γούρικο τραγουδάκι, συλλαβή και τέταρτο: «Τώ-ρα-τώ-ρα-θα-
εί-ναι-ε-δώ-τώ-ρα». Δεν έχει εμφανιστεί ακόμη, αν και
περιμένω ώσπου να σκοτεινιάσει. Χρυσές μέρες, χάλκινες
μέρες, σιδερένιες μέρες, υγρές μέρες, ομιχλώδεις μέρες.
Ηλιοβασιλέματα σαν λουκούμια. Οι νύχτες μεγαλώνουν, το
κρύο ξυρίζει. Η Εύα κλεισμένη σε μια σχολική αίθουσα κάτω
στη Γη, δαγκώνει το μολύβι της, ονειρεύεται πως είναι μ’
εμένα, το ξέρω, εμένα, που ανάμεσα σε Αποστόλους που
ξεθωριάζουν κοιτάζω κάτω κι ονειρεύομαι πως είμαι μ’ εκείνη.
Οι παλιογονείς της πρέπει να βρήκαν το σημείωμα στην
τουαλέτα της. Μακάρι να είχα κινηθεί πιο ύπουλα. Μακάρι να
του είχα ρίξει του παλιοαπατεώνα όταν είχα την ευκαιρία. Ο
Άιρς δεν πρόκειται να βρει αντικαταστάτη του Φρόμπισερ – η
Αιώνια Επιστροφή θα πεθάνει μαζί μ’ αυτόν. Εκείνοι οι Βαν Ντε
Βέλντε πρέπει να υπέκλεψαν το δεύτερο γράμμα μου στην Εύα
στην Μπριζ. Προσπάθησα με μπλόφα να μπω στο σχολείο της
αλλά με έδιωξαν δυο ένστολα γουρούνια με σφυρίχτρες και
κλομπ. Την ακολούθησα στο σχόλασμα, αλλά οι κουρτίνες της
μέρας μένουν για τόσο λίγο ανοιχτές, που έχει κρύο και
σκοτεινιάζει όταν σχολάει, τυλιγμένη στην καφέ κάπα της,
περικυκλωμένη από Β.Ντ.Β., συνοδούς και συμμαθήτριες.
Κοίταξα απ’ το καπέλο και το κασκόλ μου, περιμένοντας να με
διαισθανθεί η καρδιά της. Μη γελάς.
Σήμερα ακούμπησα φευγαλέα την κάπα της Ε. εκεί που
περνούσα δίπλα της στο ψιλόβροχο, στο πλήθος. Η Ε. δεν με
πρόσεξε. Όταν την πλησιάζω, μια τονική πεντάλ ηχεί όλο και
δυνατότερα, απ’ τον βουβώνα αντηχεί στον θώρακά μου και
φτάνει μέχρι κάπου πίσω από τα μάτια μου. Γιατί τόσο άγχος;
Ίσως αύριο, ναι, σίγουρα αύριο. Δεν έχω να φοβάμαι τίποτα.
Μου το έχει πει πως με αγαπά. Σύντομα, σύντομα.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—•—
Le Royal Hôtel
25η - xi - 1931.
Σίξμιθ,
Τρέχει η μύτη μου και βήχω άσχημα από την Κυριακή. Πάει με
τις εκδορές και με τις μελανιές μου. Καλά καλά δεν έχω
ξεμυτίσει, κι ούτε θέλω. Απ’ τα κανάλια βγαίνει τσουχτερή
ομίχλη, μπουκώνει τα πνευμόνια σου και παγώνει τις φλέβες
σου. Μπορείς να μου στείλεις μια θερμοφόρα από καουτσούκ;
Εδώ μόνο πήλινες έχουν.
Πέρασε από εδώ ο διευθυντής του ξενοδοχείου νωρίτερα.
Ένας τύπος σοβαρός και κοντοπόδαρος σαν πιγκουίνος. Εικάζω
πως αυτό το τρίξιμο όταν περπατάει είναι από τα λουστρίνια
του, αλλά στις Κάτω Χώρες ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Ο
πραγματικός λόγος της επίσκεψής του ήταν να βεβαιωθεί ότι
πράγματι είμαι πλούσιος φοιτητής αρχιτεκτονικής, όχι κανένα
ύποπτο υποκείμενο που θα την κοπανήσει χωρίς να πληρώσει.
Τέλος πάντων, του υποσχέθηκα ότι θα του δώσω τα λεφτά του
στη ρεσεψιόν αύριο, μια επίσκεψη στην τράπεζα λοιπόν είναι
αναπόφευκτη. Αυτό του έφτιαξε το κέφι, και μου είπε ότι
ήλπιζε οι σπουδές μου να πηγαίνουν καλά. Θαυμάσια, τον
διαβεβαίωσα. Δεν λέω ότι είμαι συνθέτης επειδή δεν μπορώ
πλέον να αντιμετωπίσω τη Φαιδρά Εξέταση: «Τι είδους
μουσική γράφετε;», «Α, είστε κάποιος γνωστός;», «Από πού
αντλείτε τις ιδέες σας;».
Δεν έχω διάθεση για να σου γράψω, τελικά, ειδικά μετά την
πρόσφατη συνάντησή μου με την Ε. Ο φανοκόρος κάνει τη
γύρα του. Να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, Σίξμιθ.
Μακάρι να μπορούσα.
Επόμενη μέρα.
Συνέρχομαι. Εύα. Αχ. Θα γελούσα, αν δεν με πονούσε τόσο
πολύ. Δεν θυμάμαι πού είχα μείνει την τελευταία φορά που
σου έγραψα. Ο χρόνος είναι ένα θολό allegrissimo από τη Νύχτα
της Επιφοίτησής μου. Που λες, ήταν πια ξεκάθαρο πως δεν θα
μπορούσα να πετύχω την Ε. μονάχη της. Δεν ήρθε ποτέ στο
καμπαναριό στις 4 μ.μ. Η μόνη εξήγηση που μου ερχόταν στο
μυαλό ήταν ότι τα μηνύματά μου υποκλέπτονταν. (Δεν ξέρω αν
ο Β.Α. τήρησε την υπόσχεσή του να αμαυρώσει το όνομά μου
στην Αγγλία· πήρε μήπως κάτι τ’ αυτί σου; Όχι πως με
πολυνοιάζει, θα ήθελα όμως να ξέρω.) Κατά βάθος ήλπιζα να
είχε ανακαλύψει η Γ. ότι βρίσκομαι σ’ αυτό το ξενοδοχείο – στο
δεύτερο γράμμα μου έγραψα πού ήμουν. Μέχρι που θα
κοιμόμουν μαζί της αν αυτό άνοιγε έναν δίαυλο επικοινωνίας
με την Εύα. Μου υπενθύμισα ότι δεν είχα διαπράξει κάποιο
έγκλημα –va bene,92 διυλιστή του κώνωπα, κάποιο έγκλημα
εναντίον των Κρόμελινκ-Άιρς που να έχει υποπέσει στην
αντίληψή τους–, και απ’ ό,τι φαίνεται η Γ. για άλλη μια φορά
έπαιζε σύμφωνα με την μπαγκέτα του συζύγου της. Μάλλον
αυτό έκανε εξαρχής. Δεν είχα λοιπόν άλλη επιλογή απ’ το να
επισκεφτώ την οικία των Βαν Ντε Βέλντε.
Διέσχισα το παλιό καλό Μίνεβατερ μέσα στο χιονόνερο και το
λυκόφως. Ουράλιο κρύο. Το Luger του Άιρς ήθελε να έρθει
μαζί μου, είχα λοιπόν κλείσει τον ατσάλινο φίλο μου στη βαθιά
τσέπη του παλτού μου. Προγουλιασμένες πόρνες κάπνιζαν
στην εξέδρα της ορχήστρας. Στιγμή δεν μπήκα στον πειρασμό –
μόνο οι απελπισμένοι βγαίνουν έξω με τέτοιο καιρό. Η φθορά
του Άιρς μου έχει προκαλέσει απέχθεια γι’ αυτές, ίσως και
παντοτινή. Έξω απ’ το σπίτι των Β.Ντ.Β. έκαναν ουρά οι
άμαξες, ξεφυσούσαν παγωμένο αέρα τ’ άλογα, και έκαναν
πηγαδάκια οι οδηγοί με τα μακριά παλτά τους, καπνίζοντας
και χοροπηδώντας για να ζεσταθούν. Τα παράθυρα φωτίζονταν
από κρεμ λάμπες, ανάστατες ντεμπιτάντ, ποτήρια σαμπάνιας,
στραφταλιστούς πολυέλαιους. Κάποια μεγάλη κοινωνική
εκδήλωση λάμβανε χώρα. Τέλεια, σκέφτηκα. Καμουφλάζ,
βλέπεις. Ένα χαρούμενο ζευγάρι ανέβηκε τα σκαλιά με
προσοχή, η πόρτα άνοιξε –Σουσάμι–, μια γκαβότα βγήκε στον
παγωμένο αέρα. Ανέβηκα τα στρωμένα με αλάτι σκαλοπάτια
ξοπίσω τους και χτύπησα το χρυσό ρόπτρο, προσπαθώντας να
μείνω ψύχραιμος.
Ο φρακοφόρος Κέρβερος με αναγνώρισε – ποτέ δεν είναι
καλός οιωνός ένας έκπληκτος μπάτλερ. «Je suis désolé,
Monsieur, mais votre nom ne figure pas sur la liste des
invités».93 Το ένα μου πόδι είχε ήδη περάσει το κατώφλι. Οι
λίστες των προσκεκλημένων, τον προειδοποίησα, δεν είναι για
τους οικογενειακούς φίλους. Ο άντρας χαμογέλασε αντί
συγγνώμης – είχα να κάνω με επαγγελματία. Ένα μπουλούκι
χήνες με παγετέ κάπες με προσπέρασε εκείνη ακριβώς τη
στιγμή κι ο μπάτλερ ασύνετα τις άφησε. Είχα ήδη φτάσει στο ½
του αστραφτερού διαδρόμου όταν με γράπωσε απ’ τον ώμο το
γαντοφορεμένο χέρι.
Ξέσπασα, οφείλω να ομολογήσω, και μάλιστα με τον πλέον
απρεπή τρόπο –περνάω απαράδεκτη φάση, δεν το αρνούμαι–
και άρχισα να φωνάζω, ξανά και ξανά, το όνομα της Εύας, σαν
κακομαθημένο παιδί που κοπανιέται για να περάσει το δικό
του, ώσπου η μουσική σταμάτησε και ο διάδρομος και η σκάλα
γέμισαν με σαστισμένους χαροκόπους. Μόνο ο τρομπονίστας
συνέχισε να παίζει. Έτσι σου είναι οι τρομπονίστες. Ένα
ανάστατο μελίσσι των βασικότερων γλωσσών ξεχύθηκε. Στο
δυσοίωνο βουητό ξεπρόβαλε η Εύα, με φόρεμα μπλε ελεκτρίκ
και ριβιέρα με πράσινες πέρλες. Νομίζω φώναξα «Γιατί με
αποφεύγεις;» ή κάτι εξίσου αξιοπρεπές.
Η Ε. δεν ήρθε τρέχοντας στην αγκαλιά μου, δεν φώλιασε
στον κόρφο μου, δεν με χάιδεψε με ερωτόλογα. 1ο της Μέρος,
Αποστροφή: «Πώς είσαι έτσι, Φρόμπισερ;» Στον διάδρομο είχε
έναν καθρέφτη· κοιτάχτηκα να δω τι εννοούσε. Είχα όντως
παραμελήσει τον εαυτό μου, όμως παραμελώ το ξύρισμα όταν
συνθέτω, όπως ξέρεις. 2ο Μέρος, Έκπληξη: «Η μαντάμ Ντοντ
είπε πως γύρισες στην Αγγλία». Απ’ το κακό στο χειρότερο. 3ο
Μέρος, Θυμός: «Πώς τολμάς και πατάς το πόδι σου εδώ,
έπειτα από… έπειτα από όλα αυτά;» Οι γονείς της μόνο ψέματα
της είχαν πει για μένα, τη διαβεβαίωσα. Γι’ αυτό εξάλλου είχαν
υποκλέψει τα γράμματα που της είχα στείλει. Τα είχε λάβει και
τα δύο γράμματά μου, είπε, τα έσχισε όμως «από οίκτο».
Ήμουν πια πολύ ταραγμένος. Απαίτησα να μιλήσουμε tête-à-
tête. Είχαμε τόσα και τόσα να ξεκαθαρίσουμε. Ένας ωραίος εκ
πρώτης όψεως νεαρός είχε το χέρι του περασμένο στον ώμο
της, και μου έφραξε τον δρόμο και μου είπε κάτι σε κτητικά
φλαμανδικά. Του είπα στα γαλλικά ότι είχε τα ξεράδια του στην
κοπέλα που αγαπούσα, και πρόσθεσα ότι μετά τον Πόλεμο οι
Βέλγοι θα έπρεπε να είχαν μάθει να σκύβουν απέναντι στην
υπεροχή του αντιπάλου. Η Εύα έπιασε το δεξί του χέρι, έβαλε
τη γροθιά του στα χέρια της. Πράξη που δείχνει βαθιά
οικειότητα, καταλαβαίνω τώρα. Έπιασα το όνομα του λεβέντη
της όταν το μουρμούρισε ένας φίλος που τον προειδοποιούσε
να μη μου χώσει καμιά: Γκριγκουάρ. Η φουσκάλα της ζήλιας
βαθιά στα σωθικά μου τώρα είχε όνομα. Ρώτησα την Εύα ποιο
ήταν το τρομακτικό σκυλάκι της. «Ο αρραβωνιαστικός μου»
είπε ήρεμα, «και δεν είναι Βέλγος, Ελβετός είναι».
Ο ποιος; Η φουσκάλα έσκασε, οι φλέβες φαρμακώθηκαν.
«Σου είπα γι’ αυτόν, εκείνο το απόγευμα στο καμπαναριό! Ο
λόγος που γύρισα απ’ την Ελβετία τόσο χαρούμενη… Σ’ το
είπα, έπειτα όμως με υπέβαλες σε αυτά τα… τα εξευτελιστικά
γράμματα!» Δεν είναι ολίσθημα της γλώσσας της ή της πένας
μου. Γκριγκουάρ ο αρραβωνιαστικός. Όλοι αυτοί οι κανίβαλοι, να
καταβροχθίζουν την αξιοπρέπειά μου. Έτσι είχαν τα πράγματα.
Ο παθιασμένος μου έρωτας; Δεν υπήρχε. Ουδέποτε είχε
υπάρξει. Εκείνος ο αθέατος τρομπονίστας σαχλαμάριζε τώρα
με την «Ωδή στη Χαρά». Του φώναξα με πρωτόγονη αγριότητα
–έγδαρα τον λαιμό μου– να την παίξει στην τονικότητα που
ήθελε ο Μπετόβεν ή να σταματήσει. Ρώτησα: «Ελβετός; Γιατί
είναι τόσο επιθετικός τότε;». Ο τρομπονίστας άρχισε μια
φουσκωμένη 5η του Μπετόβεν, πάλι σε λάθος τονικότητα. Η
φωνή της Ε. απείχε έναν βαθμό από το απόλυτο μηδέν.
«Νομίζω ότι είσαι άρρωστος, Ρόμπερτ. Καλύτερα να φύγεις
αμέσως». Ο Γκριγκουάρ ο Ελβετός Αρραβωνιαστικός και ο
μπάτλερ γράπωσαν από έναν ακίνητο ώμο μου ο καθένας και
με πήγαν σηκωτό μέσα απ’ το πλήθος πίσω στην πόρτα. Πολύ,
πολύ ψηλότερα, είδα φευγαλέα δυο μικρές Β.Ντ.Β. με τα
σκουφάκια τους να κοιτάζουν από τα κάγκελα του
πλατύσκαλου σαν γκαργκούγιες με σκουφάκια. Τους έκλεισα
το μάτι.
Η σπίθα του θριάμβου στα υπέροχα μάτια του αντίζηλού μου
με τις μακριές βλεφαρίδες και το «Γύρνα στην Αγγλία» με τη
βαριά προφορά ξύπνησαν τον Φαύλο Φρόμπισερ, δυστυχώς.
Πάνω που με πετούσαν από το κατώφλι, άρπαξα τον
Γκριγκουάρ σαν παίκτης του ράγκμπι, αποφασισμένος να τον
πάρω μαζί μου, τον ξιπασμένο παπαγάλο. Στον διάδρομο
τσίριζαν τα παραδείσια πουλιά και βρυχώνταν οι μπαμπουίνοι.
Κουτρουβαλήσαμε στα σκαλιά, όχι, κοπανήσαμε, γλιστρήσαμε,
βριστήκαμε, βροντήσαμε και σχιστήκαμε. Ο Γκριγκουάρ
φώναζε πρώτα από φόβο, έπειτα από πόνο – αυτό ακριβώς το
φάρμακο είχε συνταγογραφήσει ο δρ Εκδίκηση! Τα πέτρινα
σκαλοπάτια και το παγωμένο πεζοδρόμιο άφησαν τη σάρκα
μου εξίσου μαύρη με τη δική του, κοπάνησαν τους αγκώνες
και τους γοφούς μου εξίσου δυνατά με τους δικούς του,
τουλάχιστον όμως το δικό μου βράδυ δεν ήταν το μόνο βράδυ
που καταστράφηκε στην Μπριζ και φώναξα, κλοτσώντας τα
πλευρά του σε κάθε λέξη, «Πονάει η αγάπη!», πριν φύγω, ½
τρέχοντας και ½ κουτσαίνοντας, με κοπανημένο τον
αστράγαλο.
Είμαι σε καλύτερα κέφια τώρα. Σχεδόν δεν θυμάμαι την όψη
της Ε. Κάποτε το πρόσωπό της ήταν σχεδόν χαραγμένο στα
ανόητά μου μάτια, την έβλεπα παντού, σε όλους. Ο
Γκριγκουάρ έχει εξαίσια δάχτυλα, μακριά κι ευλύγιστα. Ο
Ρόμπερτ Σούμαν σακάτεψε τα δάχτυλά του δένοντάς τα σε
βάρη. Νόμιζε ότι έτσι θα αύξανε την εμβέλειά του στα
πλήκτρα. Μεγαλόπρεπα κουαρτέτα εγχόρδων αλλά τι
βλαμμένος! Ο Γκριγκουάρ, από την άλλη, διαθέτει τέλεια χέρια
εκ γενετής, μάλλον όμως δεν ξέρει τι διαφορά έχει η καβατίνα
απ’ την καβαλίνα.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—•—
Σάββατο, 7 Δεκεμβρίου–
Θαλασσοβάτες ίπτανται, καπνογλάρονα επιπλέουν &
υδροβάτες97 κουρνιάζουν στην αρματωσιά. Ψάρια όμοια με
μπουρέτα καταδίωκαν ψάρια όμοια με παπαλίνες. Ενώ
δειπνούσαμε με τον Χένρι, μια θύελλα πορφυρωπές
νυχτοπεταλούδες φαίνονταν να βγαίνουν απ’ τις χαραγματιές
της σελήνης, σκεπάζοντας φανάρια, πρόσωπα, τροφές & κάθε
επιφάνεια με μια συσπώμενη φτερωτή επίστρωση.
Επιβεβαιώνοντας αυτούς τους οιωνούς που έδειχναν ότι κοντά
μας υπήρχαν νησιά, ένας έριξε σκαντάγιο & φώναξε πως το
βάθος ήταν μόνο δεκαοκτώ οργιές. Ο κύριος Μπουρχάαβε
πρόσταξε να ποντιστεί η άγκυρα μην & παρασυρθούμε σε
καμιά ξέρα μες στη νύχτα.
Τα ασπράδια των ματιών μου έχουν κιτρινίσει σαν το λεμόνι &
τα βλέφαρα είναι κατακόκκινα & ερεθισμένα. Ο Χένρι με
διαβεβαιώνει ότι πρόκειται για αναμενόμενο σύμπτωμα, δεν
αρνήθηκε όμως το αίτημά μου να αυξήσει τη δόση του
παρασιτοκτόνου.
Κυριακή, 8 Δεκεμβρίου–
Καθώς η μέρα του Κυρίου δεν τηρείται στην Προφήτιδα, σήμερα
το πρωί ο Χένρι & εγώ αποφασίσαμε να τελέσουμε μια σύντομη
ανάγνωση από τη Βίβλο στην καμπίνα του, στο ανεπίσημο
ύφος του εκκλησιάσματος του Όσιαν Μπέι, μεταξύ της
βάρδιας του ξημερώματος & αυτής του πρωινού, ώστε να
μπορούν να έρθουν οι άντρες τόσο της δεξιάς όσο & της
αριστερής μπάντας. Μετά λύπης μου γράφω ότι από τις δύο
βάρδιες κανείς δεν τόλμησε να δυσαρεστήσει τον ύπαρχο διά
της παρουσίας του, θα συνεχίσουμε όμως τις προσπάθειές μας
απτόητοι. Ο Ράφαελ ήταν ανεβασμένος στο κολομπίρι &
διέκοψε τις προσευχές μας με μια πρίμα κραυγή: «Στεριά
ενόοοοοοψει!»
Ολοκληρώσαμε πρώιμα το τελετουργικό μας & αψηφήσαμε το
ράντισμα απ’ τα κύματα για να δούμε τη στεριά να αναδύεται
στον κλυδωνιζόμενο ορίζοντα. «Η Ραϊατέα» μας είπε ο κύριος
Ρόντρικ, «από τις Νήσους της Εταιρείας». (Για άλλη μια φορά η
καρίνα της Προφήτιδας συναντά αυτή του Εντέαβουρ. Το
νησιωτικό σύμπλεγμα το είχε ονομάσει ο ίδιος ο Κάπτεν
Κουκ.)98 Ρώτησα αν θα δέναμε στη στεριά. Ο κύριος Ρόντρικ το
επιβεβαίωσε: «Ο καπετάνιος θέλει να επισκεφτεί μια
ιεραποστολή». Οι Νήσοι της Εταιρείας τώρα ορθώνονταν
ψηλότερες & έπειτα από τρεις εβδομάδες όλο ωκεάνια γκρίζα &
καυτά γαλάζια, τα μάτια μας χαίρονταν τις πνιγμένες στα βρύα
βουνοπλαγιές με τους καταρράκτες που στραφτάλιζαν & τις
μουτζούρες της κακόφωνης ζούγκλας. Η Προφήτιδα βρισκόταν
στις δεκαπέντε οργιές, το νερό όμως ήταν τόσο διάφανο, που
διακρίνονταν ιριδίζοντα κοράλλια. Συζήτησα με τον Χένρι πώς
θα μπορούσαμε να πείσουμε τον καπετάνιο Μολινό να μας
επιτρέψει να κατέβουμε στη στεριά, όταν ξεπρόβαλε απ’ το
υπερστέγασμα αυτοπροσώπως, με περιποιημένη γενειάδα &
πομάδα στη φράντζα. Αντί να μας αγνοήσει, κατά τη συνήθη
τακτική του, μας πλησίασε με φιλικό χαμόγελο λωποδύτη.
«Κύριε Γιούιν, δόκτορ Γκους, θα θέλατε να συνοδεύσετε τον
ύπαρχο & εμένα στη νήσο εκεί δα σήμερα; Σε έναν κόλπο της
βορινής ακτής βρίσκεται ένας οικισμός μεθοδιστών, τον οποίο
έχουν ονομάσει “Νάζαρετ”. Ως φιλομαθείς κύριοι, ίσως βρείτε
τον τόπο αυτόν διασκεδαστικό». Ο Χένρι δέχτηκε με
ενθουσιασμό, & εγώ δεν αρνήθηκα να συναινέσω, παρότι
δυσπιστούσα για τα κίνητρα του παλιοκούναβου. «Κανονίστηκε
λοιπόν» δήλωσε ο καπετάνιος.
Μια ώρα αργότερα η Προφήτιδα μπήκε στο Μπέθλεεμ Μπέι,
έναν όρμο με μαύρη άμμο, προφυλαγμένο απ’ τους αληγείς
από το ακρωτήρι Νάζαρετ. Στην ακτή βρισκόταν μια σειρά
πρωτόγονες αχυροσκεπείς κατοικίες, στηριγμένες σε «δοκούς»
κοντά στην ίσαλο γραμμή, στις οποίες έμεναν (όπως σωστά
υπέθεσα) οι βαφτισμένοι Ινδιάνοι. Πάνω από αυτές υπήρχε μια
ντουζίνα ξύλινα κτίρια κατασκευασμένα από χέρια
πολιτισμένα, & ακόμα ψηλότερα, κάτω από την κορυφή του
λόφου, έστεκε μια περήφανη εκκλησία με λευκό σταυρό.
Κατέβασαν για χάρη μας τη μεγαλύτερη λέμβο. Οι τέσσερις
κωπηλάτες της ήταν ο Γκέρνσι, ο Στραβομαντζαφλάρης & δυο
θαμνόφιδες. Ο κύριος Μπουρχάαβε φορούσε καπέλο & γιλέκο
που θα ταίριαζαν περισσότερο σε σουαρέ στο Μανχάταν παρά
σε βόλτα στα κύματα. Φτάσαμε στην παραλία με μόνη
αναποδιά ένα γερό κατάβρεγμα, όμως ο μοναδικός
απεσταλμένος των αποικιστών ήταν ένας Πολυνήσιος σκύλος
που βαριανάσαινε κάτω από χρυσά γιασεμιά & άλικες
τρομπέτες. Στα καλύβια της ακτογραμμής & την «Κεντρική
Οδό» που ανέβαινε ως την εκκλησία δεν υπήρχε ψυχή. «Είκοσι
άντρες, είκοσι μουσκέτα» σχολίασε ο κύριος Μπουρχάαβε, «&
ως το βράδυ έχουμε κυριεύσει τον τόπο. Είναι μια ιδέα & αυτή,
ε, κύριε;». Ο καπετάνιος Μολινό πρόσταξε τους κωπηλάτες να
περιμένουν στον ίσκιο όσο εμείς «Επισκεπτόμασταν τον
Βασιλιά στο Λογιστήριό του».99 Η υποψία μου ότι αυτοί οι
καινούργιοι καλοί τρόποι του καπετάνιου ήταν επιφανειακοί
επιβεβαιώθηκε όταν βρήκε το εμπορικό σφραγισμένο & του
ξέφυγε μια τσουχτερή βρισιά. « Ίσως» υπέθεσε ο Ολλανδός «να
ξαναλλαξοπίστησαν οι α—ς & να έφαγαν τους πάστορες».
Σήμανε η καμπάνα στο κωδωνοστάσι & ο καπετάνιος χτύπησε
το μέτωπό του. «Ανάθ—α τα μάτια μου, τι μου ήρθε; Κυριακή
είναι, για τον Θ—, & αυτοί οι σκ—όπιστοι θα γκαρίζουν στην
ετοιμόρροπη εκκλησιά τους!» Ανηφορίσαμε αργά τον
φιδογυριστό δρόμο για τον απότομο λόφο, με την ποδάγρα του
καπετάνιου Μολινό να μας καθυστερεί κι άλλο. (Νιώθω μια
αργιλώδη δύσπνοια όταν κοπιάζω. Θυμάμαι το σφρίγος μου
στα Τσάταμ, & ανησυχώ που το Παράσιτο επιβαρύνει τόσο
πολύ την κράση μου.) Φτάσαμε στον τόπο λατρείας του
Νάζαρετ ακριβώς όταν έβγαινε το εκκλησίασμα.
Ο καπετάνιος έβγαλε το καπέλο του & βροντοφώναξε ένα
εγκάρδιο «Χαίρετε! Είμαι ο καπετάνιος της Προφήτιδας, ο
Τζόναθον Μολινό». Υπέδειξε το σκάφος μας στον κόλπο με μια
κίνηση του χεριού. Οι Ναζωραίοι δεν ήταν εξίσου διαχυτικοί,
με τους άντρες να μας γνέφουν επιφυλακτικά, ενώ οι σύζυγοι
& οι θυγατέρες τους κρύβονταν πίσω από τις βεντάλιες τους.
Στις κόγχες της εκκλησίας αντηχούσαν φωνές, «Φέρτε τον
ιερέα Χόροξ!», καθώς οι γηγενείς ένοικοί της τώρα ξεχύνονταν
έξω για να δουν τους επισκέπτες. Μέτρησα πάνω από εξήντα
ενήλικες, άντρες & γυναίκες, εκ των οποίων γύρω στο ένα
τρίτο ήταν Λευκοί, ντυμένοι τα «καλά» τους (τα καλύτερα που
γινόταν, με το πλησιέστερο κατάστημα ενδυμάτων δυο
εβδομάδες ταξίδι αποδώ). Οι Μαύροι μάς κοιτούσαν με
απροκάλυπτη περιέργεια. Οι ιθαγενείς γυναίκες ήταν
αξιοπρεπώς ενδεδυμένες, όμως αρκετές έπασχαν από
βρογχοκήλη. Αγόρια που προφύλασσαν τις ανοιχτόχρωμες
κυράδες τους από τη σφοδρότητα του ήλιου με παρασόλια από
φοινικόφυλλα έσκασαν χαμογελάκια. Μια προνομιούχα
«διμοιρία» Πολυνήσιων φορούσαν φινετσάτα καφέ περιώμια
κεντημένα με λευκούς σταυρούς, εν είδει στολής.
Τώρα ξεπήδησε σαν βολίδα ένας άντρας του οποίου η
ιερατική αμφίεση φανέρωνε το επάγγελμά του. «Εγώ»
ανακοίνωσε ο πατριάρχης «είμαι o Τζάιλς Χόροξ, ιερέας του
Μπέθλεεμ Μπέι & εκπρόσωπος της Ιεραποστολικής Εταιρείας
του Λονδίνου στη Ραϊατέα. Σε τι οφείλουμε την τιμή, κύριοι, &
γρήγορα».
Ο καπετάνιος Μολινό τώρα συμπεριέλαβε στις συστάσεις τον
κύριο Μπουρχάαβε «της Ολλανδικής Μεταρρυθμισμένης
Εκκλησίας», τον δόκτορα Χένρι Γκους, «Ιατρό της λονδρέζικης
υψηλής κοινωνίας & πιο πρόσφατα της Ιεραποστολής των
Φίτζι», & τον Άνταμ Γιούιν, «Αμερικάνο Συμβολαιογράφο των
Γραμμάτων & του Νόμου». (Τώρα μυρίστηκα το κόλπο αυτού
του απατεώνα!) «Μεταξύ ημών των ευλαβών που
περιπλανώμεθα στον Νότιο Ειρηνικό, επικρατεί σεβασμός για
τον ιερέα Χόροξ & το Μπέθλεεμ Μπέι. Ελπίζαμε να
εορτάσουμε την Κυριακή ενώπιον της Αγίας Τραπέζης σας»
είπε ο καπετάνιος, κοιτάζοντας πικραμένος την εκκλησία,
«αλίμονο όμως, ενάντιοι άνεμοι καθυστέρησαν την άφιξή μας.
Τουλάχιστον, ελπίζω να μην έχετε μαζέψει ακόμη τον δίσκο».
Ο ιερέας Χόροξ μελέτησε τον καπετάνιο μας με το βλέμμα.
«Κυβερνάτε καράβι θεοσεβούμενο, κύριε;»
Ο καπετάνιος Μολινό απέστρεψε το βλέμμα με προσποιητή
ταπεινότητα. «Ούτε τόσο θεοσεβούμενο ούτε τόσο αβύθιστο
όσο η Εκκλησία σας, κύριε, μα ναι, ο κύριος Μπουρχάαβε &
εγώ κάνουμε ό,τι μπορούμε για τις ψυχές που έχουμε υπό την
επίβλεψή μας. Πρόκειται για αγώνα αδιάλειπτο, με λύπη μου
το λέω. Οι ναύτες ξανακυλάνε στις ακόλαστες συνήθειές τους
μόλις γυρίσουμε την πλάτη».
«Αχ, καπετάνιε» είπε μια κυρία με δαντελένια τραχηλιά,
«έχουμε & στο Νάζαρετ τους υπότροπούς μας! Συγχωρήστε την
επιφύλαξη του συζύγου μου. Η εμπειρία μάς έχει δείξει ότι τα
περισσότερα σκάφη με, υποτίθεται, χριστιανική σημαία μόνο
αρρώστιες & μέθυσους μας φέρνουν. Πρέπει να θεωρούμε
βέβαιη την ενοχή μέχρι της αποδείξεως του εναντίου».
Ο καπετάνιος υποκλίθηκε ξανά. «Δεν γίνεται να δώσω
συγχώρεση για μια προσβολή που δεν υπήρξε».
«Οι προκαταλήψεις σας ενάντια σ’ αυτούς τους “Βησιγότθους
της Θάλασσας” είναι απολύτως δικαιολογημένες, κυρία Χόροξ»
μπήκε στη συζήτηση ο κύριος Μπουρχάαβε, «μα εγώ δεν
ανέχομαι μήτε σταλιά γκρογκ στην Προφήτιδά μας, δεν πα να
σκούζει το τσούρμο! & αχ, σκούζουν, σκούζω όμως & εγώ,
“Δεν σας χρειάζεται οινόπνευμα, Άγιο Πνεύμα σας
χρειάζεται!” & σκούζω δυνατότερα & περισσότερο!».
Το παραμύθι αυτό επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο
ιερέας Χόροξ σύστησε τις δύο κόρες & τους τρεις γιους του,
όλοι τους γεννημένοι εδώ στο Νάζαρετ. (Τα κορίτσια κάλλιστα
θα μπορούσαν να είχαν μόλις βγει από Σχολή Καλών Τρόπων,
τα αγόρια όμως ήταν ηλιοκαμένα σαν κανάκα100 κάτω από τις
κολαρίνες τους.) Όσο απρόθυμη & αν ήταν εμπλοκή μου στη
μασκαράτα του καπετάνιου, ένιωθα περιέργεια για αυτή τη
νησιωτική θεοκρατία & αφέθηκα να με παρασύρουν τα
γεγονότα. Σύντομα η ομάδα μας μετέβη στο πρεσβυτέριο των
Χόροξ, οίκημα που θα έβγαζε ασπροπρόσωπο κάθε ασήμαντο
πρόξενο στο νότιο ημισφαίριο. Περιλάμβανε μια μεγάλη
αίθουσα υποδοχής με τζαμωτά παράθυρα & έπιπλα από ξύλο
λεύκας, ένα αποχωρητήριο, δύο καλύβια για τους υπηρέτες &
μια τραπεζαρία όπου μας σέρβιραν φρέσκα λαχανικά &
τρυφερό χοιρινό. Τα πόδια του τραπεζιού ήταν βυθισμένα σε
πιάτα με νερό. «Για τα μυρμήγκια» εξήγησε η κυρία Χόροξ,
«μια από τις πληγές του Μπέθλεεμ. Πρέπει να πετάς
περιστασιακά τα πνιγμένα τους σώματα, μην & χτίσουν με
αυτά διάδρομο».
Επαίνεσα την κατοικία τους. «Ο ιερέας Χόροξ» μας είπε με
καμάρι η κυρία του σπιτιού «έμαθε ξυλουργός στην κομητεία
του Γκλόστερ. Σχεδόν όλο το Νάζαρετ το έχτισε με τα ίδια του
τα χέρια. Ο παγανιστικός νους εντυπωσιάζεται από την
επίδειξη, βλέπετε. Σκέφτεται: “Τι λαμπίκο τα σπίτια των
χριστιανών! Τι βρόμικα τα χαμόσπιτά μας! Τι γενναιόδωρος ο
Λευκός Θεός! Τι μίζερος ο δικός μας!”. Κατ’ αυτόν τον τρόπο,
ένας ακόμα προσήλυτος προσφεύγει στον Κύριο».
«Μόνο να μπορούσα να ξαναζήσω τη ζωή μου απ’ την αρχή»
αποφάνθηκε αναίσχυντα ο κύριος Μπουρχάαβε, «θα διάλεγα το
ανιδιοτελές μονοπάτι του ιεραπόστολου. Ιερέα, βλέπουμε εδώ
μια καθιερωμένη, καλά ριζωμένη ιεραποστολή, όμως πώς
αρχίζει κανείς το έργο του προσηλυτισμού σε μια βαθιά
νυχτωμένη ακτή, όπου πόδι χριστιανού δεν έχει
ξαναπατήσει;».
Ο ιερέας Χόροξ κοίταξε πέρα από τον συνομιλητή του, σε μια
μελλοντική αίθουσα διαλέξεων. «Διά της υπομονής, κύριε, διά
της συμπόνιας & του νόμου. Πριν από δεκαπέντε χρόνια η
υποδοχή μας σε αυτόν τον κόλπο δεν ήταν τόσο εγκάρδια όσο η
δική σας, κύριε. Αυτό το νησί σαν αμόνι που βλέπετε κατά τα
δυτικά, εκεί; Μπόρα Mπόρα το λένε οι Μαύροι, μα “Σπάρτη”
θα ήταν πιο εύστοχο όνομα, τόσο φιλοπόλεμοι που ήταν οι
μαχητές του! Στην ακτή του Μπέθλεεμ Μπέι πολεμήσαμε &
κάποιοι από εμάς έπεσαν. Αν δεν είχαν κερδίσει τις μάχες της
πρώτης εβδομάδας τα πιστόλια μας, ε, τότε, η ιεραποστολή
της Ραϊατέα θα είχε παραμείνει απλώς ένα όνειρο. Ήταν όμως
θέλημα Κυρίου να ανάψουμε εδώ τον φάρο του & να τον
κρατήσουμε άσβεστο. Έπειτα από μισό χρόνο μπορέσαμε να
φέρουμε τις γυναίκες μας από την Ταϊτή. Λυπάμαι για τους
θανάτους των ιθαγενών, σαν είδαν όμως οι Ινδιάνοι πώς φυλάει
ο Θεός το ποίμνιό του, ε, & αυτοί ακόμα οι Σπαρτιάτες μας
ικέτευαν να στείλουμε ιερείς».
Η κυρία Χόροξ ανέλαβε να συνεχίσει. «Όταν άρχισε η ευλογιά
το θανατηφόρο έργο της, οι Πολυνήσιοι είχαν ανάγκη από
αρωγή, τόσο πνευματική όσο & υλική. Η συμπόνια μας τότε
έφερε τους ειδωλολάτρες στην κολυμβήθρα. Τώρα είναι η σειρά
του Νόμου του Θεού να κρατήσει το ποίμνιό μας μακριά από
τον Πειρασμό – & από τους άρπαγες θαλασσινούς. Οι
φαλαινοθήρες ειδικά μας απεχθάνονται επειδή μαθαίνουμε
στις γυναίκες την αγνότητα & την ευπρέπεια. Οι άντρες μας
πρέπει να έχουν τα πυροβόλα μας σε ετοιμότητα».
«Κι ωστόσο, αν ναυαγήσουν» επισήμανε ο καπετάνιος, «είμαι
βέβαιος ότι αυτοί οι ίδιοι πολυλογάδες φαλαινοθήρες101 θα
παρακαλούν να τους ξεβράσει η Μοίρα σε ακτές όπου αυτοί οι
ίδιοι “καταραμένοι ιεραπόστολοι” έχουν κηρύξει το ευαγγέλιο,
καλά δεν λέω;».
Η συναίνεση ήταν αγανακτισμένη & ομόφωνη.
Η κυρία Χόροξ απάντησε στο ερώτημά μου για την επιβολή
του νόμου & της τάξης στο έρημο τούτο φυλάκιο της Προόδου.
«To Εκκλησιαστικό μας Συμβούλιο –ο σύζυγός μου & τρεις
σοφοί πρεσβύτεροι– ψηφίζει τους νόμους εκείνους που
κρίνουμε απαραίτητους, με οδηγό μας την προσευχή. Οι
Φύλακες του Χριστού, ορισμένοι ντόπιοι που αποδεικνύονται
πιστοί υπηρέτες της Εκκλησίας, επιβάλλουν τους νόμους
αυτούς με αντάλλαγμα πίστωση στο κατάστημα του συζύγου
μου. Είναι αναγκαία η επαγρύπνηση, ειδάλλως ως την επόμενη
εβδομάδα…» Η κυρία Χόροξ ρίγησε ενώ τα φαντάσματα της
αποστασίας χόρευαν χούλα102 στο μνήμα της.
Όταν τελείωσε το γεύμα, αποσυρθήκαμε στην αίθουσα
υποδοχής, όπου ένας νεαρός ιθαγενής μάς σέρβιρε δροσερό
τσάι σε ωραίες κούπες από νεροκολόκυθο. Ο καπετάνιος
Μολινό ρώτησε: «Κύριε, πώς χρηματοδοτείται μια ιεραποστολή
τόσο προκομμένη όσο η δική σας;».
Ο ιερέας Χόροξ ένιωσε τον άνεμο να γυρίζει & περιεργάστηκε
τον καπετάνιο ξανά. «Τα έξοδα τα καλύπτει το αλεύρι από
αραρούτι & το λάδι καρύδας, καπετάνιε. Οι Μαύροι δουλεύουν
στη φυτεία μας για να πληρώνουν το σχολείο, τη μελέτη της
Βίβλου & τον εκκλησιασμό. Σε μια εβδομάδα, με το θέλημα
του Θεού, θα έχουμε πλούσια συγκομιδή κόπρας».103
Ρώτησα αν οι Ινδιάνοι δούλευαν οικειοθελώς.
«Βέβαια!» αναφώνησε η κυρία Χόροξ. «Αν ενδώσουν στην
οκνηρία, γνωρίζουν ότι θα τους τιμωρήσουν οι Φύλακες του
Χριστού».
Ήθελα να ρωτήσω για τα τιμωρητικά αυτά κίνητρα, όμως ο
καπετάνιος Μολινό ξανάπιασε το νήμα της κουβέντας. «Τα
ευπαθή αυτά εμπορεύματα τα πηγαίνει στο Λονδίνο μέσω του
Χορν το πλοίο της ιεραποστολικής σας εταιρείας;»
«Ορθώς εικάζετε, καπετάνιε».
« Έχετε σκεφτεί, ιερέα Χόροξ, πόσο ασφαλέστερο θα ήταν το
κοσμικό έρεισμα της ιεραποστολής σας –& κατ’ επέκταση το
πνευματικό της έρεισμα– αν είχατε μια αξιόπιστη αγορά πιο
κοντά στις Νήσους της Εταιρείας;»
Ο ιερέας είπε στον νεαρό υπηρέτη να φύγει απ’ το δωμάτιο.
« Έχω σκεφτεί αυτό το ζήτημα διεξοδικά, αλλά πού; Οι αγορές
στο Μεξικό είναι μικρές & επιρρεπείς στις ληστείες, το Κέιπ
Τάουν είναι μια μείξη διεφθαρμένων φοροεισπρακτόρων &
άπληστων Αφρικάνερ. Οι θάλασσες της Νότιας Κίνας είναι
γεμάτες αδίστακτους, θρασείς πειρατές. Οι Ολλανδοί της
Μπατάβια σε ξεπαραδιάζουν. Χωρίς παρεξήγηση, κύριε
Μπουρχάαβε».
Ο καπετάνιος έδειξε εμένα. «Ο κύριος Γιούιν είναι κάτοικος
του…» έκανε μια παύση πριν αποκαλύψει την πρότασή του
«του Σαν Φρανσίσκο στην Καλιφόρνια. Θα ξέρετε βέβαια πώς
αναπτύχθηκε από μια ασήμαντη κωμόπολη με επτακόσιες
ψυχές σε μια μητρόπολη με… διακόσιες πενήντα χιλιάδες; & οι
απογραφές ακόμη έχουν χάσει το μέτρημα! Ουράνιοι,104
Χιλιανοί, Μεξικανοί, Ευρωπαίοι, ξένοι κάθε λογής συρρέουν
κάθε μέρα. Πείτε μας, αν έχετε την καλοσύνη, ένα αυγό, κύριε
Γιούιν, πόσο κοστίζει τώρα ένα αυγό στο Σαν Φρανσίσκο;»
« Ένα δολάριο, έτσι μου έγραψε η γυναίκα μου».
« Ένα γιάνκικο δολάριο για ένα απλό αυγό». (Ο καπετάνιος
Μολινό έχει το χαμόγελο ενός ταριχευμένου κροκόδειλου που
είδα κάποτε να κρέμεται σε ένα υφασματοπωλείο στη
Λουιζιάνα.) «Σίγουρα αυτό έναν άνθρωπο με τη δική σας
οξύνοια τον βάζει σε σκέψεις».
Η κυρία Χόροξ κορόιδο δεν ήταν. «Το χρυσάφι πολύ γρήγορα
θα το εξορύξουν όλο».
«Μάλιστα, κυρία, μα η πεινασμένη, φασαριόζικη, πλούσια
πόλη του Σαν Φρανσίσκο –μόλις τρεις εβδομάδες ταξίδι με
γολέτα ισοβύθιστη σαν την Προφήτιδά μου– θα παραμείνει, & το
ριζικό της είναι ολοφάνερο. Το Σαν Φρανσίσκο θα γίνει το
Λονδίνο, το Ρότερνταμ & η Νέα Υόρκη του Ειρηνικού
Ωκεανού».
Ο capitán de la casa105 μας σκάλιζε τα δόντια του με ένα
ψαροκόκαλο. «Εσείς, κύριε Γιούιν, πιστεύετε ότι τα αγαθά από
τις φυτείες μας θα έφερναν καλή τιμή στο άστυ σας» (πόσο
παράξενο να ακούω την πολίχνη μας να αποκαλείται έτσι!)
«τόσο τώρα όσο & μετά τον πυρετό του χρυσού;»
Η ειλικρίνειά μου ήταν χαρτί που ο καπετάνιος Μολινό είχε
παίξει προς δόλιο όφελός του, όσο όμως δεν θα έλεγα ψέματα
για να τον βοηθήσω, άλλο τόσο δεν θα το έκανα για να τον
εκνευρίσω. «Ναι».
Ο Τζάιλς Χόροξ έβγαλε το κολάρο του κληρικού. «Θα ήθελες
να έρθεις μαζί μου στο γραφείο μου, Τζόναθον; Είμαι κάπως
περήφανος για την οροφή του. Εγώ ο ίδιος τη σχεδίασα για να
αντέχει τους τρομερούς τυφώνες».
«Αλήθεια, Τζάιλς;» αποκρίθηκε ο καπετάνιος Μολινό. «Θα σε
ακολουθήσω».
Δευτέρα, 9 Δεκεμβρίου–
Σε συνέχεια της χθεσινής αφήγησης. Αφού σχόλασαν οι
μαθητές της καπνιστικής σχολής (αρκετοί από τους οποίους
παραπατούσαν ζαλισμένοι, ο δάσκαλός τους όμως, ένας
πλανόδιος καπνέμπορας, μας διαβεβαίωσε ότι «Θα πιαστούν
σαν ψάρια στο αγκίστρι σε χρόνο μηδέν!»), η ζέστη είχε κάπως
καταπέσει, αν & το Κέιπ Νάζαρετ ακόμη καιγόταν στην
εκτυφλωτική λιακάδα. Ο κύριος Γουάγκσταφ περπάτησε μαζί
μου στη δασωμένη έκταση που ανέβαινε από το Μπέθλεεμ
Μπέι. Ο μικρότερος γιος ενός υπεφημέριου στο Γκρέιβσεντ, ο
ξεναγός μου από παιδί ελκυόταν από το ιεραποστολικό
λειτούργημα. Η Εταιρεία, έπειτα από συμφωνία με τον ιερέα
Χόροξ, τον έστειλε εντεύθεν να νυμφευτεί μια χήρα του
Νάζαρετ, την Ελίζα, το γένος Μαπλ, & να αναλάβει ρόλο
πατέρα για τον γιο της, τον Ντάνιελ. Ήρθε σε τούτες τις ακτές
τον περασμένο Μάιο.
Οποία τύχη, δήλωσα, να ζει σε τέτοια Εδέμ, η φιλοφρόνησή
μου όμως έπληξε το φρόνημα του νέου. « Έτσι έλεγα τον πρώτο
καιρό, κύριε, τώρα όμως δεν είμαι σίγουρος. Θέλω να πω, η
Εδέμ είναι τόπος καθαρός, εδώ όμως όλα τα ζωντανά είναι
ανεξέλεγκτα, δαγκώνουν & γρατζουνάνε πολύ. Κάθε
παγανιστής που στρέφεται στον Θεό είναι & μια ψυχή που
σώθηκε, το ξέρω, ο ήλιος όμως καίει ακατάπαυστα & τα κύματα
& οι πέτρες είναι μονίμως τόσο φωτεινά, που τα μάτια μου
πονούν μέχρι να έρθει το σούρουπο. Είναι φορές που θα τα
έδινα όλα για μια ομίχλη της Βόρειας Θάλασσας. Ο τόπος
αυτός τις δικές μας ψυχές βαραίνει, για να είμαι ειλικρινής,
κύριε Γιούιν. Η γυναίκα μου είναι εδώ από κοριτσάκι, αυτό
όμως δεν της κάνει τα πράγματα ευκολότερα. Θα περίμενε
κανείς από τους άγριους να νιώθουν ευγνωμοσύνη, θέλω να
πω, τους μορφώνουμε, τους γιατροπορεύουμε, τους
προσφέρουμε δουλειά & ζωή αιώνια! Α, καλά τα λένε τα “Σας
παρακαλώ, κύριε” & “Σας ευχαριστώ, κύριε”, όμως δεν νιώθεις
τίποτα», κοπάνησε την καρδιά του ο Γουάγκσταφ, «εδώ. Ναι,
μπορεί να μοιάζει με την Εδέμ, η Ραϊατέα όμως είναι ένας τόπος
αμαρτωλός, ίδιος με όλους τους άλλους, ναι, φίδια μπορεί να
μην έχει, όμως ο Διάβολος πουλάει την πραμάτεια του εδώ
ακριβώς όπως & οπουδήποτε αλλού. & τα μυρμήγκια! Τα
μυρμήγκια χώνονται παντού. Στο φαγητό σου, στα ρούχα σου,
μέχρι & στη μύτη σου. Αν δεν προσηλυτίσουμε αυτά τα
καταραμένα τα μυρμήγκια, αυτά τα νησιά δεν θα γίνουν ποτέ
πραγματικά δικά μας».
Φτάσαμε στην ταπεινή του κατοικία, φτιαγμένη απ’ τον
πρώτο σύζυγο της γυναίκας του. Ο κύριος Γουάγκσταφ δεν με
προσκάλεσε να μπω, αντιθέτως πήγε ο ίδιος μέσα για να φέρει
ένα φλασκί νερό για τον περίπατό μας. Έκανα μια γύρα στον
μπροστινό κηπάκο, όπου τσάπιζε ένας Μαύρος κηπουρός. Τον
ρώτησα τι καλλιεργούσε.
«Ο Ντέιβιντ είναι μουγγός» μου φώναξε απ’ την πόρτα μια
γυναίκα με φαρδιά, βρομερή ποδιά. Φοβάμαι ότι μόνο ως
αφρόντιστη μπορώ να την περιγράψω ως προς την εμφάνιση &
τους τρόπους της. «& πανίβλακας. Είσαι αυτός ο Άγγλος
γιατρός που μένει με τους Χόροξ».
Εξήγησα ότι ήμουν Αμερικανός συμβολαιογράφος & ρώτησα
αν μιλούσα με την κυρία Γουάγκσταφ.
« Έτσι λένε η αναγγελία του γάμου μου & το στεφανοχάρτι
μου, οπότε ναι».
Είπα ότι ο δρ Γκους δεχόταν επισκέψεις στων Χόροξ, εάν
ήθελε να τον συμβουλευτεί. Τη διαβεβαίωσα ότι ο Χένρι ήταν
άριστος ιατρός.
«Αρκετά άριστος για να με πάρει αποδώ, να μου ξαναφέρει τα
χρόνια που χαράμισα & να με βολέψει στο Λονδίνο με
τριακόσιες λίρες ετήσιες απολαβές;»
Τέτοια αιτήματα ήταν πέραν των δυνάμεων του φίλου μου,
παραδέχτηκα.
«Τότε ο άριστος ιατρός σου δεν μπορεί να με βοηθήσει,
κύριε».
Άκουσα χάχανα στους θάμνους πίσω μου, γύρισα & είδα ένα
πλήθος Μαυράκια (με απορία πρόσεξα τα τόσα ανοιχτόχρωμα
τέκνα επιμειξιών). Δεν έδωσα σημασία στα παιδιά &
ξαναγύρισα για να δω ένα Λευκό αγόρι δώδεκα ή δεκατριών
χρόνων, εξίσου βρομερό με τη μητέρα του, να προσπερνά την
κυρία Γουάγκσταφ, η οποία δεν αποπειράθηκε να το
σταματήσει. Ο γιος της παιδιάριζε εξίσου ντεζαμπιγιέ με τους
ιθαγενείς του φίλους! « Έι, στάσου, νεαρέ» τον επέπληξα, «θα
πάθεις καμιά ηλίαση αν τρεχοκοπάς έτσι όπως είσαι». Τα
γαλανά μάτια του αγοριού έλαμψαν άγρια & η απόκρισή του,
που τη γάβγισε σε κάποια πολυνησιακή γλώσσα, όσο μπέρδεψε
εμένα, άλλο τόσο διασκέδασε τα Μαυράκια, που έκαναν φτερά
σαν σμήνος φλώρων.
Ο κύριος Γουάγκσταφ ήρθε ξοπίσω απ’ το αγόρι, πολύ
ταραγμένος. «Ντάνιελ! Γύρνα! Ντάνιελ! Το ξέρω ότι μ’ ακούς!
Θα σε βουρδουλίσω! Μ’ ακούς; Θα σε βουρδουλίσω!» Γύρισε
κατά τη γυναίκα του. «Κυρία Γουάγκσταφ! Θέλεις να γίνει ο γιος
σου άγριος κι αυτός; Τουλάχιστον κάνε τον να φορέσει κάνα
ρούχο! Τι θα σκέφτεται τώρα ο κύριος Γιούιν;»
Αν εμφιάλωνε κανείς την περιφρόνηση της κυρίας
Γουάγκσταφ για τον νεαρό της σύζυγο, θα μπορούσε να την
πουλήσει για ποντικοφάρμακο. «Ο κύριος Γιούιν θα σκέφτεται
ό,τι θέλει. Έπειτα αύριο θα φύγει με την ωραία γολέτα του &
θα πάρει τις σκέψεις του μαζί του. Σε αντίθεση μ’ εσένα &
εμένα, κύριε Γουάγκσταφ, που θα πεθάνουμε εδώ. Σύντομα, αν
δώσει ο Θεός». Στράφηκε σ’ εμένα. «Ο σύζυγός μου δεν
ολοκλήρωσε ποτέ την εκπαίδευσή του, κύριε, οπότε είμαι στη
θλιβερή θέση να εξηγώ το αυτονόητο, δέκα φορές τη μέρα».
Επειδή αποστρεφόμουν το θέαμα του εξευτελισμού του
κυρίου Γουάγκσταφ στα χέρια της γυναίκας του, έκανα μια
διφορούμενη υπόκλιση & βγήκα απ’ τον φράχτη. Άκουσα
αντρική αγανάκτηση να καταπατείται από γυναικεία
καταφρόνηση & έστρεψα την προσοχή μου σε ένα κοντινό
πουλί, του οποίου το ρεφρέν, στ’ αυτιά μου, ακουγόταν ως
εξής: δεν θα μαρτυρήσει, μπααα… δεν θα μαρτυρήσει…
Με πλησίασε ο ξεναγός μου, ολοφάνερα σκυθρωπός.
«Συγγνώμη, κύριε Γιούιν, τα νεύρα της κυρίας Γουάγκσταφ
είναι τρομερά τσιτωμένα σήμερα. Δεν κοιμάται καλά με τον
καύσωνα & τις μύγες». Τον διαβεβαίωσα ότι το «αιώνιο
απόγευμα» των Νοτίων Θαλασσών βασανίζει ακόμα & τα πιο
γερά σκαριά. Βαδίζαμε κάτω από γλοιώδη φυλλώματα, στον
γκρεμό που όλο στένευε, δηλητηριώδης στην καρποφορία του,
& τριχωτές κάμπιες, στρουμπουλές σαν τον αντίχειρά μου,
έπεφταν απ’ τις θεσπέσιες ελικόνιες.
Ο νεαρός αφηγήθηκε πώς η ιεραποστολή είχε διαβεβαιώσει
την οικογένεια του κυρίου Γουάγκσταφ για την άψογη
ανατροφή της μέλλουσας συζύγου του. Ο ιερέας Χόροξ τους
πάντρεψε μια μέρα μετά την άφιξή του στο Νάζαρετ, ενώ
ακόμη ήταν θαμπωμένος από τη μαγεία των τροπικών. (Ο
λόγος που είχε συναινέσει η Ελίζα Μαπλ σε μια τέτοια
προσυμφωνημένη ένωση παραμένει ασαφής: ο Χένρι υποθέτει
ότι το γεωγραφικό πλάτος & το κλίμα «αλαλιάζουν» το ασθενές
φύλο & το καθιστούν ευεπηρέαστο.) Οι «αναπηρίες» & η
πραγματική ηλικία της κυρίας Γουάγκσταφ, καθώς & ο
ατίθασος χαρακτήρας του Ντάνιελ, φανερώθηκαν πριν καλά
καλά στεγνώσουν οι υπογραφές τους στο πιστοποιητικό του
γάμου. Ο πατριός είχε προσπαθήσει να δείρει τον
κηδεμονευόμενό του, αυτό όμως οδήγησε σε τόσο «μοχθηρές
ανταλλαγές κατηγοριών» τόσο από τη μητέρα όσο & από τον
προγονό, που δεν ήξερε τι να κάνει. Αντί να βοηθήσει τον
κύριο Γουάγκσταφ, ο ιερέας Χόροξ τον επέπληξε για την
ανημπόρια του & η αλήθεια είναι πως εννιά στις δέκα μέρες
ήταν ράκος σαν τον Ιώβ. (Θα συγκρινόταν κάποια από τις
όποιες κακοτυχίες του κυρίου Γουάγκσταφ με ένα παρασιτικό
σκουλήκι που τρώει τους εγκεφαλικούς του πόρους;)
Για να κάνω τον κατηφή νέο να ξεχαστεί με ζητήματα πιο
υλικοτεχνικά, ρώτησα γιατί τέτοια πληθώρα Βίβλων έμεναν
ανέγγιχτες (& τις διάβαζαν μονάχα οι ψείρες του χαρτιού, για
να λέμε την αλήθεια) στην εκκλησία. «Αυτό κανονικά θα
έπρεπε να το πει ο ιερέας Χόροξ, αλλά, με δυο λόγια, η
ιεραποστολή του Μπατάβια Μπέι πρωτομετέφρασε τον Λόγο
του Κυρίου στα πολυνησιακά & με αυτές τις Βίβλους οι
ιθαγενείς ιεραπόστολοι προσηλύτισαν τόσους που ο
πρεσβύτερος Γουίτλοκ –ένας από τους ιδρυτές του Νάζαρετ
που έχει πια πεθάνει– έπεισε την ιεραποστολή να επαναλάβει
εδώ το πείραμα. Είχε, βλέπετε, κάνει μαθητευόμενος κάποτε
σ’ έναν χαράκτη στο Χάιγκεϊτ. Έτσι μαζί με τα όπλα & τα
εργαλεία οι πρώτοι ιεραπόστολοι έφεραν ένα πιεστήριο,
δεσμίδες χαρτί, μπουκάλια μελάνι & σελιδοθέτες. Μέσα σε
δέκα μέρες από τη θεμελίωση του Μπέθλεεμ Μπέι είχαν
τυπωθεί τρεις χιλιάδες αλφαβητάρια για τα ιεραποστολικά
σχολεία, πριν ακόμη σκαφτούν τα περιβόλια. Ακολούθησαν τα
ευαγγέλια του Νάζαρετ που διέδωσαν τον Λόγο από τις Νήσους
της Εταιρείας στις νήσους Κουκ κι αποκεί στην Τόνγκα. Τώρα
όμως το πιεστήριο μαζεύει σκουριά, έχουμε χιλιάδες Βίβλους
που γυρεύουν ιδιοκτήτες, & για ποιο λόγο;»
Δεν μπορούσα να φανταστώ.
«Ανεπάρκεια Ινδιάνων. Τα καράβια φέρνουν αρρωστημένη
σκόνη εδώ, οι Μαύροι την εισπνέουν & πρήζονται απ’ την
αρρώστια & πέφτουν σαν τις σβούρες. Μαθαίνουμε, σε όσους
επιζούν, για τη μονογαμία & τον γάμο, όμως οι ενώσεις τους
δεν είναι γόνιμες». Έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται
πόσοι μήνες έχουν περάσει από την τελευταία φορά που
χαμογέλασε ο κύριος Γουάγκσταφ. «Σκοτώνουμε όσα κανονικά
θα λατρεύαμε & θα γιατρεύαμε» απεφάνθη, «έτσι πάει το
πράγμα, φαίνεται».
Το μονοπάτι τελείωνε πλάι στη θάλασσα, σε μια ετοιμόρροπη
«ράβδο» από μαύρο κοράλλι, είκοσι γιάρδες στο μήκος & ίσα
με δυο άντρες στο ύψος. «Μαράε το λένε» με πληροφόρησε ο
κύριος Γουάγκσταφ. « Έχω ακούσει ότι τα βρίσκεις παντού στις
Νότιες Θάλασσες». Σκαρφαλώσαμε εκεί πάνω & είχα άπλετη
θέα της Προφήτιδας, μια εύκολη «βουτιά» απόσταση αν ήσουν
γερός κολυμβητής. (Ο Φίνμπαρ άδειαζε μια βαρέλα στη
θάλασσα & πήρε το μάτι μου τη μαύρη σιλουέτα του Αουτούα
στη μετζάνα, να μαζεύει τα μαντίκια του πλωριού
κουντρινιού.)
Ρώτησα για την προέλευση & τον λόγο ύπαρξης του μαράε & ο
κύριος Γουάγκσταφ μου απάντησε, συνοπτικά, «Μόλις πριν
από μια γενιά, οι Ινδιάνοι τα ουρλιαχτά τους, τις αιματοχυσίες
& τις θυσίες στα ψευδοείδωλά τους τις έκαναν σε αυτές
ακριβώς τις πέτρες όπου στεκόμαστε». Ο νους μου γύρισε στην
Παραλία των Ομόδειπνων στη νήσο Τσάταμ. «Τώρα οι φύλακες
του Χριστού όποιον Μαύρο πατήσει εδώ το πόδι του τον
μαστιγώνουν γερά. Ή θα τον μαστίγωναν. Τα παιδιά των
ιθαγενών πια ούτε που ξέρουν τα ονόματα των παλιών
ειδώλων. Είναι όλα χαλάσματα πια. Έτσι καταλήγουν όλες οι
πεποιθήσεις κάποτε. Χαλάσματα».
Με αγκάλιασαν τα πέταλα & η ευωδιά της πλουμέριας.
Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου–
Σήμερα το μεσημέρι ο ήλιος έπεφτε κάθετα & ξαμολήθηκε
αυτή η εθιμική απατεωνιά που είναι γνωστή ως «Πέρασμα της
Γραμμής», κατά την οποία οι «Παρθένες» (τα μέλη του
πληρώματος που διασχίζουν για πρώτη φορά τον ισημερινό)
υπομένουν διάφορα καψόνια & πατητές, κατά την κρίση των
καραβόσκυλων-τελεταρχών. Ο συνετός καπετάνιος Μπιλ δεν
χαράμισε χρόνο για τέτοια κατά το ταξίδι μου προς την
Αυστραλία, οι ναύτες όμως της Προφήτιδας δεν εννοούσαν να
στερηθούν την πλάκα τους. (Θεωρούσα ότι κάθε υποψία
«πλάκας» είναι ανάθεμα για τον κύριο Μπουρχάαβε, ώσπου
είδα τι φρικαλεότητες εμπεριείχαν αυτές οι «διασκεδάσεις»). Ο
Φίνμπαρ μας προειδοποίησε ότι οι δυο «Παρθένες» ήταν ο
Ράφαελ & ο Στραβομαντζαφλάρης. Ο δεύτερος είχε δυο χρόνια
στη θάλασσα, μα έκανε μόνο τη ρότα Σίδνεϊ-Κέιπ Τάουν.
Κατά τη δίωρη βάρδια οι άντρες κρέμασαν μια τέντα πάνω
απ’ το πλωριό κατάστρωμα & μαζεύτηκαν γύρω απ’ το
αργανέλο, όπου ο «Βασιλιάς Ποσειδώνας» (ο Πόκοκ,
ενδεδυμένος έναν εξωφρενικό μανδύα και ένα σφουγγαρόπανο
για περούκα) έστεκε στο επίκεντρο της προσοχής. Οι Παρθένες
ήταν δεμένες στα καπόνια ωσάν Άγιοι Σεβαστιανοί. «Ε,
Χασάπη & κύριε Καλαμαροψώλη!» φώναξε ο Πόκοκ όταν είδε
τον Χένρι & εμένα. « Ήρθατε να διασώσετε τις παρθένες
αδελφές μας από τον κακαδόδρακό μου;» O Πόκοκ χόρευε με
μια κέστρα κατά τρόπο χυδαίο & οι ναυτικοί βαρούσαν
παλαμάκια με λάγνα γέλια. Ο Χένρι, γελώντας, απάντησε ότι
τις δικές του παρθένες τις ήθελε χωρίς γένια. H πληρωμένη
απάντηση του Πόκοκ για τα γένια των παρθένων παραείναι
άσεμνη για να την καταγράψω.
H Αυτού Οστρακόμορφη Μεγαλειότης ξαναστράφηκε στα
θύματά της. «Στραβομαντζαφλάρη της Πόλης του Ακρωτηρίου,
Ραφ κακόφημε της Πόλης του Κρατητηρίου, είστε έτοιμοι να
μπείτε στο Τάγμα των Υιών του Ποσειδώνα;» Ο Ράφαελ, με το
παιδιάστικό του πνεύμα να έχει μερικώς αποκατασταθεί από
τις φαιδρότητες, αποκρίθηκε με ένα σβέλτο «Μάλιστα,
άρχοντά μου!». Ο Στραβομαντζαφλάρης έγνεψε κακόκεφα. Ο
Ποσειδώνας βροντοφώναξε: «Όοοοοοχι! Μονάχα όταν
ξυρίσουμε τ’ αναθ—να τα λέπια σας, τεμπελόσκυλα! Φέρτε μου
την κρέμα ξυρίσματος!». Ο Τόργκνι ανέβηκε τρέχοντας με έναν
κουβά πίσσα, που την άπλωσε στα πρόσωπα των αιχμαλώτων
με πινέλο. Έπειτα πρόβαλε ο Γκάνσι, ντυμένος Βασίλισσα
Αμφιτρίτη, & έβγαλε την πίσσα με το ξυράφι. Ο άντρας από το
Κέιπ έβριζε ουρλιάζοντας, κάτι που επέφερε μεγάλη ευθυμία &
ουκ ολίγα «στραβοπατήματα» του ξυραφιού. Ο Ράφαελ είχε
μυαλό αρκετό για να υπομείνει τη δοκιμασία του βουβός.
«Καλύτερα, καλύτερα» γρύλισε ο Ποσειδώνας, πριν φωνάξει:
«Δέστε τους τα μάτια & φέρτε τον Κακόφημο Νεαρό στο
δικαστήριό μου!».
Το «δικαστήριο» τούτο ήταν ένα βαρέλι αλατόνερο, όπου
βούτηξαν τον Ράφαελ με το κεφάλι ενώ το πλήρωμα μετρούσε
ως το είκοσι, για να προστάξει στη συνέχεια ο Ποσειδώνας
τους «αυλικούς» του: «Ψαρέψτε τον καινούργιο μου υπήκοο!».
Του έβγαλαν το μαντίλι απ’ τα μάτια & το αγόρι έγειρε πάνω
στο παραπέτο για να συνέλθει απ’ το καψόνι.
Ο Στραβομαντζαφλάρης ήταν πιο απρόθυμος στη
συγκατάθεσή του, φωνάζοντας «Κάτω τα χέρια σας, ρε αρχ—
δια!». Ο Βασιλιάς Ποσειδώνας αλληθώρισε με αποτροπιασμό.
«Αυτό το βρομόστομα θέλει σαράντα μετρημένα μέσα στη
σαλαμούρα, παλικάρια, όπως σας βλέπω & με βλέπετε!»
Αφού μέτρησαν ως το σαράντα, σήκωσαν τον Νοτιοαφρικανό,
που μούγκριζε: «Θα σας σκοτώσω όλους, γουρούνια, τ’
ορκίζομαι, θα–». Προς ευχαρίστηση όλων, τον ξαναβύθισαν ως
το σαράντα. Όταν ο Ποσειδώνας διακήρυξε ότι είχε εκτίσει την
ποινή του, εκείνος το μόνο που μπορούσε πια να κάνει ήταν να
αγκομαχά & να αναγουλιάζει αδύναμα. Ο κύριος Μπουρχάαβε
τώρα έδωσε τέλος στα παιδιαρίσματα & οι νεότεροι Υιοί του
Ποσειδώνα καθάρισαν τα πρόσωπά τους με στουπί & μια πλάκα
σαπούνι.
Στο δείπνο ο Φίνμπαρ ακόμη χαχάνιζε. Εμένα η βαναυσότητα
ουδέποτε με έχει κάνει να χαμογελάσω.
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου–
Φολιδωτή θάλασσα, μήτε το παραμικρό αεράκι σχεδόν, η
θερμοκρασία παραμένει γύρω στους τριάντα δύο βαθμούς. Οι
άντρες έπλυναν τις μπράντες τους & τις έδεσαν στα σχοινιά για
να στεγνώσουν. Οι πονοκέφαλοί μου κάθε μέρα αρχίζουν &
νωρίτερα & ο Χένρι για άλλη μια φορά μού αύξησε τη δόση του
παρασιτοκτόνου. Παρακαλάω να μη στερέψει το απόθεμά του
πριν ρίξουμε άγκυρα στη Χαβάη, διότι χωρίς αυτό ο πόνος θα
μου διέλυε το κρανίο. Όταν δεν είναι εδώ, ο γιατρός μου
καταγίνεται με τα πολλά κρούσματα ερυσιπέλατος & χολέρας
στην Προφήτιδα.
Την άστατη απογευματινή σιέστα τη διέκοψαν φωνές, βγήκα
λοιπόν στο κατάστρωμα & είδα εκεί να πιάνουν & να
ανεβάζουν αμπόρδο έναν νεαρό καρχαρία. Σπαρταρούσε στα
λαμπερά ρουμπινί υγρά του για κάμποση ώρα πριν τον
ανακηρύξει ο Γκάνσι πέρα για πέρα νεκρό. Το στόμα & τα
μάτια του μου θύμισαν τη μητέρα της Τίλντα. Ο Φίνμπαρ
έκοψε το κουφάρι στο κατάστρωμα & παραδόξως δεν έκανε
τελείως πετσί τη ζουμερή του σάρκα στο μαγειρείο του
(μπακαλιάρος με κάτι το ξυλώδες). Οι πιο προληπτικοί ναύτες
απέρριψαν τη λιχουδιά αυτή, υποστηρίζοντας ότι είναι γνωστό
πως οι καρχαρίες τρώνε ανθρώπους, επομένως το να φας
καρχαρία αποτελεί κανιβαλισμό δι’ αντιπροσώπου. Ο κύριος
Σάικς πέρασε ένα εποικοδομητικό απόγευμα φτιάχνοντας
γυαλόχαρτο από τη δορά του μεγάλου ψαριού.
Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου–
Γίνεται άραγε να παχαίνουν οι κατσαρίδες τρώγοντάς με στον
ύπνο μου; Σήμερα το πρωί με ξύπνησε μία έτσι όπως
περπατούσε στο πρόσωπό μου & προσπαθούσε να φάει το
ρουθούνι μου. Αλήθεια, ήταν δεκαπέντε εκατοστά στο μάκρος!
Με κατέλαβε μία σφοδρή επιθυμία να σκοτώσω το γιγάντιο
έντομο, στη στενόχωρη, σκοτεινή καμπίνα μου όμως, ήταν σε
θέση πλεονεκτική. Παραπονέθηκα στον Φίνμπαρ, που με
παρότρυνε να πληρώσω ένα δολάριο για έναν ειδικά
εκπαιδευμένο «κατσαριδαρουραίο». Έπειτα, αναμφίβολα, θα
θέλει να μου πουλήσει μια «αρουρόγατα» για να υπερνικήσει
τον κατσαριδαρουραίο, & ύστερα θα χρειαστώ ένα
γατολαγωνικό & ποιος ξέρει πώς θα τελειώσει όλο αυτό;
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου–
Ζεσταίνομαι, ζεσταίνομαι τόσο, που λιώνω & τρώγομαι &
φουσκαλιάζω. Με ξύπνησαν πουρνό θρήνοι εκπεσόντων
αγγέλων. Άκουγα απ’ το φέρετρό μου, ενώ τα δευτερόλεπτα
απλώνονταν & γίνονταν λεπτά, & αναρωτιόμουν ποια νέα
μοχθηρία κατεργαζόταν το Σκουλήκι μου, ώσπου άκουσα μια
βροντερή φωνή από πάνω: «Να τη, ξεφυσάει!». Άνοιξα το
φινιστρίνι μου αλλά ακόμη παραήταν σκοτεινά για να δω
καθαρά, έτσι παρά την αδυναμία μου με ανάγκασα να ανέβω
τη σκάλα. «Εκεί, κύριε, εκεί!» Ο Ράφαελ με έπιασε από τη
μέση με το ένα χέρι ενώ έδειχνε με το άλλο. Γραπώθηκα σφιχτά
απ’ την κουπαστή, καθότι πλέον τα πόδια μου δεν με βαστάνε.
Το αγόρι ακόμη έδειχνε. «Εκεί. Δεν είναι υπέροχες, κύριε;»
Στο φως του λυκαυγούς είδα αφρό, μόλις στα δέκα μέτρα απ’
τα δεξιά της πλώρας. «Κοπάδι των έξι!» φώναξε ο Αουτούα από
ψηλά. Άκουσα τα κήτη να αναπνέουν, έπειτα ένιωσα τα
σταγονίδια του αφρού να μας καταβρέχουν! Συμφώνησα με το
αγόρι, είναι πράγματι μεγαλειώδες θέαμα. Μία πετάχτηκε
πάνω, & έπειτα ξαναβυθίστηκε κάτω απ’ τα κύματα. Η δίλοβη
ουρά της διαγραφόταν στο φως της ροδοφίλητης αυγής. «Κρίμα
που δεν είμαστε φαλαινοθηρικό, λέω» σχολίασε ο Νιούφι. «Η
μεγάλη μόνο θα έχει εκατό βαρέλια σπαρματσέτο!» Ο Πόκοκ
ξέσπασε: «Εγώ πάλι όχι! Έκανα σε φαλαινοθηρικό μια φορά, &
χειρότερο αγριάνθρωπο απ’ τον καπετάνιο δεν έχεις ξαναδεί,
έτσι που κείνα τα τρία χρόνια κάνουνε την Προφήτιδα να μοιάζει
κυριακάτικη βαρκάδα!».
Έχω γυρίσει στο φέρετρό μου & αναπαύομαι. Διερχόμαστε μια
περιοχή γεμάτη μεγάπτερες φάλαινες. Η φωνή «Να τη,
ξεφυσά!» ακούγεται πλέον τόσο συχνά που κανείς δεν κάνει
τον κόπο να κοιτάξει. Τα χείλη μου είναι ξερά & σκασμένα.
Η μονοτονία έχει χρώμα γαλάζιο.
Παραμονή Χριστουγέννων–
Θύελλα & θαλασσοταραχή & πολύ μπότζι. Το δάχτυλό μου έχει
πρηστεί τόσο πολύ, που ο Χένρι αναγκάστηκε να κόψει τη βέρα
μου για να μη σταματήσει η κυκλοφορία & προκληθεί έτσι
υδρωπικία. Η απώλεια του συμβόλου αυτού του δεσμού μου με
την Τίλντα με καταρράκωσε απροσμέτρητα. Ο Χένρι με
κατσαδιάζει που είμαι τέτοιο «στουρνάρι» & επιμένει ότι η
γυναίκα μου θα έβαζε την υγεία μου πιο πάνω από ένα
δεκαπενθήμερο χωρίς ένα δαχτυλίδι. Η βέρα βρίσκεται στη
φύλαξη του γιατρού μου, καθώς γνωρίζει έναν Ισπανό
χρυσοχόο στη Χονολουλού που θα την επιδιορθώσει σε λογική
τιμή.
Ανήμερα Χριστούγεννα–
Η χθεσινή θύελλα έφερε μεγάλη φουσκοθαλασσιά. Την αυγή,
τα κύματα θύμιζαν οροσειρές με χρυσωμένες κορυφές, καθώς
ηλιαχτίδες έπεφταν λοξά κάτω από νέφη βυσσινιά.
Επιστράτευσα όλο μου το σθένος για να πάω στο καρέ όπου
βρίσκονταν ο κύριος Σακς & ο κύριος Γκριν, αφού τους
προσκαλέσαμε ο Χένρι & εγώ στο ιδιωτικό χριστουγεννιάτικό
μας γεύμα. Ο Φίνμπαρ σέρβιρε δείπνο λιγότερο βλαβερό απ’ τα
συνηθισμένα του, ένα «στιφάδο» (παστό μοσχάρι, λάχανο, γιαμ
& κρεμμύδι), έτσι μπόρεσα να αντέξω το περισσότερο, μέχρι
αργότερα. Η πουτίγκα με δαμάσκηνα μόνο δαμάσκηνα που δεν
είχε.112 Ο καπετάνιος Μολινό ειδοποίησε τον κύριο Γκριν ότι
διπλασίαζε το μερτικό του τσούρμου στο γκρογκ, οπότε μέχρι
την απογευματινή βάρδια οι ναύτες είχαν καργάρει. Όργιο
κανονικό. Μια ποσότητα ελαφριάς μπίρας περιέλουσε μια
άτυχη μαϊμού, η οποία ολοκλήρωσε τη μέθυση μασκαράτα
πέφτοντας στη θάλασσα. Αποσύρθηκα στην καμπίνα του Χένρι
& μαζί διαβάσαμε το δεύτερο κεφάλαιο του Κατά Ματθαίον.
Το δείπνο επέφερε το χάος στην πέψη μου & επέβαλε
τακτικές επισκέψεις στη χρεία. Στην τελευταία μου επίσκεψη,
περίμενε απέξω ο Ράφαελ. Ζήτησα συγγνώμη που τον
καθυστέρησα, το αγόρι όμως είπε όχι, είχε ο ίδιος επιδιώξει τη
συνάντηση τούτη. Ομολόγησε ότι ανησυχούσε, & μου έθεσε το
ακόλουθο ερώτημα: «Ο Θεός σε αφήνει να μπεις, σωστά, άμα
μετανιώσεις… ό,τι & να κάνεις, δεν σε στέλνει στην… ξέρεις
τώρα…», αυτό ο μαθητευόμενος το ψέλλισε, «…στην
Κόλαση;».
Το παραδέχομαι, είχα τον μου στην πέψη περισσότερο παρά
στη θεολογία & αμόλησα ότι δύσκολα θα μπορούσε ο Ράφαελ
να έχει φτιάξει μοιραίο χαρτοφυλάκιο αμαρτιών σε τόσο νεαρή
ηλικία. Το φανάρι θυέλλης ταλαντευόταν & είδα τη θλίψη να
παραμορφώνει το πρόσωπο του παλικαριού. Μετανιωμένος για
την επιπολαιότητά μου, επιβεβαίωσα ότι το έλεος του
Παντοδύναμου είναι πράγματι απόλυτο, ότι λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω
χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα
ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσι μετανοίας. Ήθελε μήπως κάτι
να μου εκμυστηρευθεί ο Ράφαελ, είτε ως φίλος, είτε ως
σύντροφος στην ορφάνια, είτε ως σχετικά ξένος; Του είπα ότι
είχα προσέξει πόσο στενοχωρημένος φαινόταν τελευταία &
λυπόμουν που είχε τόσο αλλάξει το ξέγνοιαστο εκείνο αγόρι
που είχε επιβιβασθεί στο Σίδνεϊ με τόση ανυπομονησία να δει
όλο τον κόσμο. Πριν προλάβει να διατυπώσει μια απόκριση,
ωστόσο, μια κρίση ευκοιλιότητας με ανάγκασε να γυρίσω στη
χρεία. Όταν ξαναβγήκα, ο Ράφαελ ήταν άφαντος. Δεν θα
επιμείνω στο θέμα. Το αγόρι ξέρει πού να με βρει.
Αργότερα–
Μόλις χτύπησε επτά φορές η καμπάνα της πρώτης βάρδιας. Το
Σκουλήκι μού φέρνει στο κεφάλι έναν πόνο, λες & το γλωσσίδι
της καμπάνας χτυπά στο κρανίο μου. (Παθαίνουν τα μυρμήγκια
πονοκέφαλο; Μετά χαράς θα μεταμορφωνόμουν σε μυρμήγκι
για να απαλλαγώ από αυτούς τους πόνους.) Δεν ξέρω πώς
μπορούν & κοιμούνται ο Χένρι & οι άλλοι μέσα σε αυτό το
πανδαιμόνιο της ακολασίας & των βλάσφημων τραγουδιών,
αλλά τους ζηλεύω παράφορα.
Πήρα μια πρέζα παρασιτοκτόνου, μα δεν μου φέρνει πια
ευφροσύνη. Απλώς με βοηθά να νιώθω κάπως φυσιολογικός.
Έπειτα έκανα μια βόλτα στο κατάστρωμα, μα τ’ Άστρο του
Δαβίδ το έκρυβαν σύννεφα πυκνά. Μερικές νηφάλιες φωνές
από ψηλά (ανάμεσά τους, του Αουτούα) & ο κύριος Γκριν στο
πηδάλιο με διαβεβαίωσαν ότι δεν ήταν «σκνίπα» όλο το
πλήρωμα. Άδειες μποτίλιες κατρακυλούσαν απ’ τα αριστερά
στα δεξιά & ξανά πίσω στο καραντί. Πέτυχα έναν αναίσθητο
Ράφαελ κουλουριασμένο στην πόμπα, το διεφθαρμένο χέρι του
γραπωμένο απ’ την άδεια κούπα του. Το γυμνό νεανικό του
στήθος ήταν καταπιτσιλισμένο από ωχρές μουτζούρες. Το ότι
το αγόρι είχε βρει παρηγοριά στο ποτό & όχι στον εν Χριστώ
αδελφό του μου βάρυνε τη διάθεση ακόμα περισσότερο.
«Σας κόβουν τον ύπνο οι ενοχές, κύριε Γιούιν;» είπε ένα
κακοποιό πνεύμα στον ώμο μου & μου έπεσε το τσιμπούκι
μου. Ο Μπουρχάαβε ήταν. Διαβεβαίωσα τον Ολλανδό ότι, ενώ
η δική μου συνείδηση ήταν αρκετά καθαρή, αμφέβαλλα αν
εκείνος μπορούσε να ισχυριστεί το ίδιο. Ο Μπουρχάαβε έφτυσε
στη θάλασσα, χαμογελαστός. Αν έβγαζε σκυλόδοντα & κέρατα,
καμία έκπληξη δεν θα ένιωθα. Σήκωσε τον Ράφαελ στον ώμο
του, μπάτσισε τα καπούλια του κοιμώμενου μαθητευόμενου &
κουβάλησε το γλαρωμένο του φορτίο στην πρυμνιά καταπακτή,
για να τον προφυλάξει, ευελπιστώ.
Δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων–
Η χθεσινή εγγραφή με καταδικάζει σε μια φυλακή τύψεων για
το υπόλοιπο του βίου μου. Τι παράλογη που φαίνεται, τι
επιπόλαιος που ήμουν! Αχ, αρρωσταίνω γράφοντας τα λόγια
τούτα. Ο Ράφαελ απαγχονίστηκε. Απαγχονίστηκε με μια θηλιά
που κρέμασε στο κάτω ακροκέραιο του μέγα ιστού. Ανέβηκε
στην αγχόνη του μεταξύ του τέλους της βάρδιας του & του
πρώτου ημιώρου της επόμενης.113 Η Μοίρα έγραψε να είμαι
ανάμεσα σε αυτούς που τον βρήκαν. Ήμουν σκυμμένος από το
παραπέτο, διότι το Σκουλήκι φέρνει κρίσεις ναυτίας καθώς
αποβάλλεται. Στο γαλάζιο ημίφως άκουσα μια κραυγή & είδα
τον κύριο Ρόντρικ να κοιτάζει στα ουράνια. Το πρόσωπό του
παραμορφώθηκε απ’ τη σύγχυση· από τη δυσπιστία έπειτα· για
να τσακιστεί απ’ τη θλίψη. Τα χείλη του σχημάτισαν μια λέξη,
μα λέξη δεν βγήκε. Έδειξε αυτό που δεν μπορούσε να
κατονομάσει.
Εκεί δα κρεμόταν ένα σώμα, μια γκρίζα μορφή που
ακουμπούσε το καραβόπανο. Ξέσπασε θόρυβος απ’ όλα τα
πόστα, ποιος όμως φώναζε τι σε ποιον αδυνατώ να θυμηθώ. Ο
Ράφαελ, κρεμασμένος, σταθερός σαν σκαντάγιο, ενώ η
Προφήτιδα κλυδωνιζόταν & μπότζαρε. Το ευπροσήγορο εκείνο
αγόρι, άψυχο σαν το πρόβατο στον γάντζο του χασάπη! Ο
Αουτούα είχε σκαρφαλώσει πάνω, μα μόνο να κατεβάσει
προσεκτικά το αγόρι μπορούσε. Άκουσα τον Γκάνσι να
μουρμουρίζει: «Δεν έπρεπε να σαλπάρουμε Παρασκευή, η
Παρασκευή είναι κατσικοπόδαρη».
Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου–
Ενώ ο Χένρι είχε κληθεί να φροντίσει έναν τραυματισμό,
σύρθηκα στην καμπίνα του καπετάνιου Μολινό για να πω τη
γνώμη μου. Η επίσκεψη τον δυσαρέστησε, δεν εννοούσα όμως
να φύγω από το ενδιαίτημά του χωρίς να απαγγείλω την
κατηγορία μου, τουτέστιν ότι ο Μπουρχάαβε & η συμμορία του
είχαν βασανίσει τον Ράφαελ με βαρβαρότητες κάθε βράδυ
ώσπου το αγόρι, μη βλέποντας πιθανότητα σωτηρίας ή
ανακούφισης, σκοτώθηκε. Στο τέλος, ο καπετάνιος ρώτησε:
« Έχετε, βέβαια, αποδείξεις για το έγκλημα αυτό; Ένα
σημείωμα αυτοκτονίας; Ενυπόγραφες μαρτυρίες;». Άπαντες
στο πλοίο γνώριζαν ότι έλεγα αλήθεια! Δεν γινόταν να έχει
άγνοια της κτηνωδίας του Μπουρχάαβε ο καπετάνιος!
Απαίτησα να διεξαχθεί έρευνα για τον ρόλο του ύπαρχου στον
αυτοχειριασμό του Ράφαελ.
«Δεν πα να απαιτείτε όσο θέλετε, κύριε Καλαμαροψώλη!»
φώναξε ο καπετάνιος Μολινό. «Εγώ αποφασίζω ποιος
κουμαντάρει την Προφήτιδα, ποιος επιβάλλει την τάξη, ποιος
εκπαιδεύει τους μαθητευόμενους, όχι ένας αναθ—νος
χαρτογιακάς, ούτε οι αναθ—νες ασυναρτησίες του &, μα τον
Θεό, ούτε & καμιά αναθ—νη “έρευνα”! Πάρτε δρόμο, κύριε, &
στα τσακίδια!»
Έτσι έκανα & αμέσως έπεσα στον Μπουρχάαβε. Τον ρώτησα
αν σκόπευε να με κλειδώσει & εμένα στην καμπίνα του με τους
θαμνόφιδές του, με την ελπίδα να κρεμαστώ & εγώ πριν από το
χάραμα. Έτριξε τα δόντια του, & με φωνή όλο φαρμάκι & μίσος
έβγαλε τούτη την προειδοποίηση: «Βρομάς αποσύνθεση,
Καλαμαροψώλη, άντρας δικός μου δεν θα σ’ ακουμπήσει μην &
την κολλήσει. Θα πεθάνεις σύντομα από τον “χαμηλό πυρετό”
σου».
Οι συμβολαιογράφοι των Ηνωμένων Πολιτειών, είχα τη
διαύγεια να τον προειδοποιήσω, δεν εξαφανίζονται τόσο
βολικά όσο οι καμαρότοι απ’ τις αποικίες. Φρονώ ότι του
πέρασε απ’ τον νου η ιδέα να με στραγγαλίσει. Όμως
παραείμαι άρρωστος για να φοβηθώ έναν Ολλανδό σοδομίτη.
Αργότερα–
Η αμφιβολία πολιορκεί τη συνείδησή μου με κατηγορία της τη
συνέργεια. Άραγε την άδεια που ζητούσε ο Ράφαελ για να
αυτοχειριαστεί την έδωσα εγώ; Αν είχα διαβλέψει τη δυστυχία
του την τελευταία φορά που μου μίλησε, αν είχα αντιληφθεί τις
προθέσεις του & αποκριθεί «Όχι, Ράφαελ, ο Κύριος δεν γίνεται
να συγχωρέσει μια προσχεδιασμένη αυτοκτονία, διότι η μετάνοια
δεν γίνεται να είναι ειλικρινής εάν συμβεί προ του
εγκλήματος», ίσως το αγόρι να ανάσαινε ακόμη. Ο Χένρι
επιμένει ότι δεν γινόταν να το ξέρω, για πρώτη φορά όμως τα
λόγια του μου ακούγονται κούφια. Αχ, μήπως αυτόν τον
καημένο τον Αθώο τον έστειλα στην Κόλαση εγώ;
Σάββατο, 28 Δεκεμβρίου–
Στον νου μου, ένας μαγικός φανός114 δείχνει το αγόρι να
παίρνει το σχοινί, να σκαρφαλώνει στο κατάρτι, να δένει τη
θηλιά του, να στυλώνεται, να προσεύχεται, να ρίχνεται στο
κενό. Ενώ έπεφτε στο σκότος, να ένιωθε γαλήνη ή τρόμο; Το
σπάσιμο του λαιμού του.
Αν το ήξερα! Θα μπορούσα να είχα βοηθήσει το παιδί να την
κοπανήσει, να είχα εκτρέψει το πεπρωμένο του όπως οι
Τσάνινγκ είχαν εκτρέψει το δικό μου, ή να τον είχα βοηθήσει
να καταλάβει ότι κανένα τυραννικό καθεστώς δεν διαρκεί για
πάντα. Η Προφήτιδα έχει σηκωμένα όλα τα πανιά της & πλέει
«μανιασμένα» (όχι για δικό μου όφελος, αλλά επειδή το φορτίο
σαπίζει) & προχωράει πάνω από τρεις μοίρες γεωγραφικού
πλάτους καθημερινά. Εγώ είμαι πλέον πάρα πολύ άρρωστος &
περιορισμένος στο φέρετρό μου. Μάλλον ο Μπουρχάαβε
πιστεύει ότι του κρύβομαι. Αυταπατάται, διότι η δίκαιη
εκδίκηση που θέλω να του επιφέρω είναι μια από τις ελάχιστες
φλόγες που ο φρικτός ετούτος λήθαργος δεν έχει σβήσει. Ο
Χένρι με ικετεύει να γράφω στο ημερολόγιό μου για να
απασχολώ το μυαλό μου, η πένα μου όμως γίνεται όλο & πιο
δύσχρηστη & βαριά. Φτάνουμε στη Χονολουλού σε τρεις μέρες.
Ο αφοσιωμένος μου γιατρός υπόσχεται ότι θα με συνοδεύσει
στη στεριά, ότι θα πληρώσει όσο όσο για να αποκτήσει δυνατά
βάμματα οπίου & θα παραμείνει στο προσκεφάλι μου ώσπου να
αναρρώσω πλήρως, ακόμα & αν η Προφήτιδα χρειαστεί να φύγει
για την Καλιφόρνια χωρίς εμάς. Ο Θεός να έχει καλά τον
εξαίσιο αυτό άνθρωπο. Άλλα σήμερα δεν μπορώ να γράψω.
Κυριακή, 29 Δεκεμβρίου–
Ασθενώ βαρύτατα.
Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου–
Το Σκουλήκι υποτροπιάζει. Οι κύστες του δηλητηρίου έχουν
σκάσει. Σφαδάζω απ’ τον πόνο & τις κατακλίσεις & από μια
τρομερή δίψα. Το Οάχου ακόμη απέχει δύο ή τρεις μέρες προς
βορρά. Ο θάνατος απέχει μερικές ώρες. Δεν μπορώ να πιω &
δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που έφαγα. Έβαλα τον Χένρι
να μου υποσχεθεί ότι θα παραδώσει το ημερολόγιο τούτο στου
Μπέντφορντ, στη Χονολουλού. Αποκεί θα φτάσει στην
τεθλιμμένη οικογένειά μου. Εκείνος ορκίζεται ότι θα το
παραδώσω εγώ αυτοπροσώπως, η ελπίδα μου όμως έχει
μαραθεί. Ο Χένρι γενναία έκανε ό,τι μπορούσε αλλά το
παράσιτό μου είναι πολύ επιθετικό & πρέπει να εναποθέσω την
ψυχή μου στον Δημιουργό της.
Τζάκσον, όταν μεγαλώσεις, μην επιτρέψεις στο επάγγελμά
σου να σε χωρίσει από τους αγαπημένους σου. Κατά τους
μήνες μου μακριά από το σπίτι, σκεφτόμουν εσένα & τη
μητέρα σου με αδιάλειπτη στοργή & σε περίπτωση που συμβεί [
. . . ]115
Κυριακή, 12 Ιανουαρίου–
O πειρασμός να ξεκινήσω από το δόλιο τέλος είναι μεγάλος,
ετούτος όμως ο χρονικογράφος θα παραμείνει πιστός στη
χρονολογική σειρά. Την Πρωτοχρονιά, οι πόνοι στο κεφάλι μου
ήταν τόσο βροντεροί που έπαιρνα το φάρμακο του Γκους ανά
μία ώρα. Δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος στο μπότζι, οπότε
παρέμενα κλινήρης στο φέρετρό μου ξερνοβολώντας σ’ ένα
σακί παρότι τα σωθικά μου ήταν άδεια, & τρεμουλιάζοντας από
έναν πυρετό που με πάγωνε & με ζεμάτιζε. Η Πάθησή μου δεν
γινόταν πια να κρυφτεί από το πλήρωμα & το φέρετρό μου
τέθηκε σε καραντίνα. Ο Γκους είχε πει στον καπετάνιο Μολινό
ότι το Παράσιτό μου ήταν μεταδοτικό, δίνοντας έτσι την
εντύπωση ότι ο ίδιος ήταν πρότυπο ανιδιοτελούς θάρρους. (Η
συνέργεια του καπετάνιου Μολινό & του Μπουρχάαβε στην
επακόλουθη παρανομία δεν γίνεται να αποδειχτεί ή να
διαψευσθεί. Ο Μπουρχάαβε ήθελε το κακό μου, αναγκάζομαι
όμως να παραδεχτώ ότι είναι απίθανο να συμμετείχε στο
έγκλημα που περιγράφεται παρακάτω.)
Θυμάμαι να αναδύομαι από πυρετώδεις ξέρες. Ο Γκους ήταν
σχεδόν κολλημένος πάνω μου. Η φωνή του χαμήλωσε σ’ έναν
στοργικό ψίθυρο: «Αγαπημένε μου Γιούιν, το Σκουλήκι σου
πνέει τα λοίσθια & αποβάλλει μέχρι & την τελευταία σταγόνα
του δηλητηρίου του! Πρέπει να πάρεις το καθαρτικό αυτό για
να αποβάλεις τα απασβεστωμένα του υπολείμματα. Θα σε
αποκοιμίσει, όταν όμως ξυπνήσεις, το Σκουλήκι που τόσο σε
έχει βασανίσει θα έχει φύγει! Το τέλος του μαρτυρίου σου
έρχεται. Άνοιξε το στόμα σου μια τελευταία φορά, ήρεμα &
ωραία, πολυαγαπημένε… έλα, η γεύση του είναι πικρή &
άσχημη, από το μύρο, κατέβασέ το όμως, για την Τίλντα & τον
Τζάκσον…»
Ένα ποτήρι ακούμπησε τα χείλη μου & το χέρι του Γκους
κράτησε το κεφάλι μου. Προσπάθησα να τον ευχαριστήσω. Το
παρασκεύασμα είχε γεύση σεντινόνερου & αμύγδαλου. Ο Γκους
μου σήκωσε το κεφάλι, & μου χάιδεψε το μήλο του Αδάμ
ώσπου να καταπιώ το υγρό. Πέρασε ώρα, δεν ξέρω πόση. To
τρίξιμο των οστών μου & των ξύλων του πλοίου ήταν ένα & το
αυτό.
Κάποιος χτύπησε την πόρτα. Το φως μαλάκωσε τη σκοτεινιά
στο φέρετρό μου & άκουσα τη φωνή του Γκους απ’ τον
διάδρομο. «Ναι, πολύ, πολύ καλύτερα, κύριε Γκριν! Ναι, το
χειρότερο πέρασε. Ανησυχούσα πολύ, το παραδέχομαι, ο
κύριος Γιούιν όμως ξαναβρίσκει το χρώμα του & ο σφυγμός του
είναι δυνατός. Μόνο μία ώρα; Έξοχα νέα. Όχι, όχι, κοιμάται
τώρα. Πείτε στον καπετάνιο ότι θα κατέβουμε στη στεριά
απόψε – αν μπορεί να ειδοποιήσει για να βρεθεί κατάλυμα,
ξέρω ότι ο πεθερός του κυρίου Γιούιν αυτή την καλοσύνη δεν
θα την ξεχάσει».
Το πρόσωπο του Γκους εμφανίστηκε ξανά μπροστά μου.
«Άνταμ;»
Μια άλλη γροθιά χτύπησε την πόρτα. Ο Γκους πέταξε μια
βρισιά & εξαφανίστηκε. Δεν μπορούσα πια να κουνήσω το
κεφάλι μου, άκουσα όμως τον Αουτούα να ζητά επιτακτικά
«Δω κύριο Γιούιν!». Ο Γκους τον πρόσταξε να πάρει δρόμο, ο
πεισματάρης Ινδιάνος όμως δεν θα καταβαλλόταν τόσο εύκολα.
«Όχι! Κύριο Γκριν λέει καλύτερα! Κύριο Γιούιν έσωσε ζωή μου!
Κύριο Γιούιν καθήκον μου!» Ο Γκους τότε είπε στον Αουτούα το
εξής: ότι έβλεπα στον Αουτούα έναν φορέα ασθένειας & έναν
απατεώνα που σχεδίαζε να εκμεταλλευτεί την παρούσα
αδυναμία μου & να μου κλέψει & αυτά ακόμα τα κουμπιά του
γιλέκου μου. Είχα ικετεύσει τον Γκους, έτσι ισχυρίστηκε, να
κρατήσει μακριά μου «Αυτόν τον αναθ—νο τον α—η!» &
πρόσθεσε ότι το μετάνιωνα που του είχα σώσει το άχρηστο
σαρκίο. Λέγοντάς το αυτό, ο Γκους κοπάνησε & αμπάρωσε την
πόρτα του φερέτρου μου.
Γιατί είχε πει τέτοια ψέματα ο Γκους; Γιατί ήταν τόσο
αποφασισμένος να μη με δει κανένας άλλος; Η απάντηση
σήκωσε το μάνταλο μιας πόρτας εξαπάτησης & μια φρικιαστική
αλήθεια άνοιξε την πόρτα αυτή με κλότσο. Τουτέστιν, ο
γιατρός ήταν δηλητηριαστής & εγώ το θήραμά του. Από την
έναρξη της «θεραπείας» μου, ο γιατρός με σκότωνε σταδιακά
με τη «γιατρειά» του.
Το Σκουλήκι μου; Φαντασιοκόπημα, που μου υπέβαλε ο
γιατρός! Ο Γκους γιατρός; Όχι, ένας περιπλανώμενος φονιάς &
απατεώνας!
Πάσχισα να σηκωθώ, μα το σατανικό υγρό που μου είχε
πρόσφατα δώσει ο δαίμονάς μου είχε εξασθενίσει τα μέλη μου
τόσο ολοκληρωτικά, που μου ήταν αδύνατη ακόμα & μια απλή
σύσπαση των άκρων μου. Προσπάθησα να φωνάξω βοήθεια,
μα τα πνευμόνια μου δεν φούσκωναν. Άκουσα τα βήματα του
Αουτούα καθώς οπισθοχωρούσε στη σκάλα & παρακάλεσα τον
Θεό να τον φωτίσει να γυρίσει, οι προθέσεις Του όμως ήταν
άλλες. Ο Γκους σκαρφάλωσε απ’ την πρυμάτσα στην κουκέτα
μου. Είδε τα μάτια μου. Βλέποντας τον φόβο μου, το δαιμόνιο
έβγαλε τη μάσκα του.
«Τι είναι αυτά που λες, Γιούιν; Πώς να σε καταλάβω έτσι
όπως τρέχουν τα σάλια σου;» Έβγαλα ένα αδύναμο παράπονο.
«Άσε με να μαντέψω τι προσπαθείς να μου πεις – “Αχ, Χένρι,
ήμασταν φίλοι, Χένρι, πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό;”»
[Μιμήθηκε τον βραχνό επιθανάτιο ψίθυρό μου.] « Έπεσα
μέσα;» Ο Γκους έκοψε το κλειδί από τον λαιμό μου & μιλούσε
όσο προσπαθούσε να ανοίξει το σεντούκι μου. «Οι γιατροί είναι
μια αδελφότητα ιδιαίτερη, Άνταμ. Για εμάς, οι άνθρωποι δεν
είναι ιερά όντα πλασμένα κατ’ εικόνα του Παντοδύναμου, όχι,
οι άνθρωποι είναι κομμάτια κρέας· άρρωστο, σκληρό κρέας
μεν, κρέας έτοιμο για τη σούβλα δε». Μιμήθηκε τη φωνή μου
πολύ πετυχημένα. «“Μα γιατί εμένα, Χένρι, δεν είμαστε φίλοι;”
Που λες, Άνταμ, & οι φίλοι ακόμα από κρέας είναι φτιαγμένοι.
Είναι απλούστατο. Χρειάζομαι χρήματα & στο σεντούκι σου,
μαθαίνω, υπάρχει μια ολόκληρη περιουσία, σε σκότωσα λοιπόν
γι’ αυτή. Πού το μυστήριο; “Μα, Χένρι, αυτό είναι μοχθηρό!”
Μα, Άνταμ, ο κόσμος είναι μοχθηρός. Οι Μαορί λυμαίνονται
τους Μοριορί. Οι Λευκοί λυμαίνονται τους πιο σκουρόχρωμους
εξαδέλφους, οι ψύλλοι λυμαίνονται τα ποντίκια, οι γάτες
λυμαίνονται τους αρουραίους, οι χριστιανοί τους άπιστους, οι
ύπαρχοι τους μούτσους, ο Θάνατος τους ζωντανούς. “Με του
αδύναμου τη σάρκα κάνει ο δυνατός την μπάκα”».
Ο Γκους κοίταξε τα μάτια μου να δει αν είχα συναίσθηση & με
φίλησε στα χείλη. «Σειρά σου να φαγωθείς, αγαπητέ Άνταμ.
Δεν ήσουν πιο ευκολόπιστος από τους προηγούμενους
χρηματοδότες μου». Το καπάκι του σεντουκιού μου άνοιξε. Ο
Γκους μέτρησε τα χρήματα στο πορτοφόλι μου, μόρφασε,
βρήκε το σμαράγδι του Φον Γουάις & το εξέτασε με ένα
προσοφθάλμιο. Δεν εντυπωσιάστηκε. O αχρείος έλυσε τις
δέσμες των εγγράφων που αφορούσαν την περιουσία του
Μπάζμπι & άνοιξε τους σφραγισμένους φακέλους σε
αναζήτηση τραπεζογραμματίων. Τον άκουσα να μετρά τα
λιγοστά μου εφόδια. Χτύπησε εδώ & εκεί το σεντούκι μου για
τυχόν κρυφά χωρίσματα, δεν βρήκε όμως κανένα, διότι δεν
υπήρχε κανένα. Τέλος, έκοψε απ’ το γιλέκο μου τα κουμπιά.
O Γκους μου απευθύνθηκε, μέσα στο ντελίριό μου, όπως θα
απευθυνόταν κανείς σε ανεπαρκές εργαλείο. «Ειλικρινά,
απογοητεύτηκα. Ξέρω Ιρλανδούς σκαφτιάδες που έχουν
περισσότερες λίρες. H καβάντζα σου ίσα που καλύπτει το
αρσενικό & το όπιό μου. Αν δεν είχε δωρίσει η κυρία Χόροξ το
απόθεμα των μαύρων μαργαριταριών της στον ευγενή μου
αγώνα, τι να πω, ο άμοιρος ο Γκους θα ήταν μαριναρισμένος &
ψημένος σαν τη χήνα!116 Λοιπόν, ώρα να αποχωριστούμε οι δυο
μας. Μέσα σε μία ώρα θα έχεις πεθάνει & όσο για μένα, μη με
είδατε».
Στο B&B στα νησιά Τσάταμ όπου έμενα ενώ ερευνούσα την
ιστορία των Μοριορί, βρήκα ένα τεύχος του περιοδικού OK!. Το
περιοδικό είχε μια συνέντευξη με τον Έλτον Τζον και τον
σύντροφό του για ένα πάρτι με διασημότητες που είχαν κάνει.
Διακινδυνεύοντας να ακουστώ σαν μια θεία από τον Όσκαρ
Γουάιλντ, αναφέρω πως δεν είχα ξαναδιαβάσει το ΟΚ!, ούτε
είχα ξαναδεί συνέντευξη τέτοιας μορφής. Όχι συνέντευξη τόσο
πολύ, όσο ένα κατασκεύασμα από εικόνες, κείμενο και
πρόσβαση προσυμφωνημένη από υπεύθυνους δημοσίων
σχέσεων. Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να γράψω μια ιστορία
στη μορφή εκείνης της συνέντευξης, όπου κάθε πλευρά θα είχε
μια ατζέντα πέρα από το απλό κουσκούς των ερωταπαντήσεων.
Ίσως μια ανάκριση, όπου η ανακρινόμενη πλευρά θα
χρησιμοποιούσε τη συνέντευξη ως όπλο σε ένα ευρύτερο
παιχνίδι. Σ’ αυτή την ιδέα μπήκε το Εμείς του Γιεβγκένι
Ζαμιάτιν, ένα ρώσικο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας
του 1921 για μια εξέγερση ενάντια σε μια μελλοντική δυστοπική
δικτατορία. Σπουδαίο μυθιστόρημα ίσως να μην είναι, είναι
όμως προφητικό καθώς εστιάζει στο κράτος παρακολούθησης.
Ο Τζορτζ Όργουελ αναγνώρισε την επιρροή του στο 1984, και
ανασαίνει τον ίδιο αέρα με τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο του
Άλντους Χάξλεϊ. Προσπαθώ να θυμηθώ πώς ξεβράστηκε στα
χέρια μου αυτό το βιβλίο, μα δεν μπορώ. Το Εμείς απλά ήταν
εκεί όταν το χρειάστηκα. Όπως και το Λουλούδια για τον
Άλγκερνον, ένα μυθιστόρημα του Ντάνιελ Κιζ από το 1966, με
αφηγητή έναν χαρακτήρα του οποίου ο δείκτης νοημοσύνης
έφτασε σε επίπεδα ιδιοφυΐας από ένα επαναστατικό φάρμακο –
προσωρινά, όπως αποδεικνύεται. Όπως και το Φάκελος «Τι
τρώμε» του Έρικ Σλόσερ από το 2001, μια σκανδαλοθηρική
αποκάλυψη της αμερικανικής κρεατοβιομηχανίας, από τη
φάρμα στο σφαγείο και τα McDonald’s.
Το τελικό συστατικό των μερών Ε1 και Ε2 του Cloud Atlas είναι
η Κορέα. Η ιστορία της Κορέας είναι συναρπαστική από μόνη
της, εγώ όμως ήρθα στη χώρα μέσω Ιαπωνίας. Καμία ιστορία
του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είναι πλήρης χωρίς την Ιρλανδία·
και η Ιαπωνία του εικοστού πρώτου αιώνα δεν μπορεί να γίνει
κατανοητή χωρίς την Κορέα. Με την επιστημονική φαντασία
να είναι ο τόπος όπου μπορεί να έρθει η ώρα και του
αουτσάιντερ, έκανα τη μελλοντική μου Σεούλ τεχνο-
αποικιοκράτη, που λειτουργεί με τα εργατικά χέρια σκλάβων
κλώνων. Καλώς ορίσατε στο «Μια δέηση της Σόνμι~451».
Η γλώσσα των έξι μερών του Cloud Atlas έπρεπε να είναι όσο
αυθεντικότερη γινόταν ως προς τις έξι χρονικές περιόδους
τους. Αν έκανα λάθος σε αυτό, θα σκότωνα το βιβλίο. Η κακή
εγγαστριμυθία είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία κακού. Η μέθοδός
μου ήταν να περάσω κείμενα της εποχής-στόχου από ψιλό
κόσκινο, να επισημαίνω χρήσεις που διέφεραν από τη δική μου
και να τις μεταφυτεύω στο δικό μου κείμενο. Για την
αμερικανική αγγλική του δέκατου ένατου αιώνα, ξεψάχνισα τον
Χέρμαν Μέλβιλ. Αρχικά προσπαθούσα να αντιγράψω αυτούς
τους συγγραφείς με υπερβολική δουλοπρέπεια, όμως η πρόζα
που προέκυπτε έμοιαζε με παρωδία, και κούραζε το μάτι.
Έμαθα έτσι να στοχεύω προς τα «bygonese»121: όχι τα αγγλικά
όπως μιλιούνταν πραγματικά, αλλά τα αγγλικά που ένας
σύγχρονος αναγνώστης πιστεύει ότι μιλιούνταν. Για την αγγλική
αγγλική των φραγκάτων της δεκαετίας του 1930, ψαχούλεψα
την πρόζα του Ίβλιν Γουό και του Κρίστοφερ Ίσεργουντ. Είδα
χολιγουντιανές ταινίες της δεκαετίας του 1970 σε νοικιασμένες
βιντεοκασέτες για τον κόσμο της Λουίζα Ρέι. Ο Τίμοθι
Κάβεντις είναι στη δική μου διάλεκτο –δεν απαιτήθηκε έρευνα–
ενώ οι μελλοντικές διάλεκτοι δεν είχαν πηγές, επειδή αυτές
ακόμη δεν υπάρχουν. Τις επινόησα, όπως είχε κάνει ο Ράσελ
Χόμπαν στο Riddley Walker. Τα μηνύματα στο κινητό της
πρώιμης εποχής των Nokia ενέπνευσαν το τμήμα της Σόνμι,
όπως και ο τρόπος που οι εμπορικές ονομασίες γίνονται
ουσιαστικά και ρήματα. Το μέρος «Το Πέρασμα της Σλούσα»
είναι μια σούπα από χαβανέζικη αργκό, απλοποιήσεις,
ανορθογραφίες και κοινά λάθη που έκαναν οι Ιάπωνες στην
τεχνική σχολή όπου δίδασκα.
Η εξέλιξη της γλώσσας δεν είναι μείζον θέμα του βιβλίου. Δεν
υπάρχουν καθηγητές γλωσσολογίας που συζητούν για τον Σοσίρ
και τον Βιτγκενστάιν. Αντ’ αυτού, το μυθιστόρημα παρουσιάζει
–ή αποτελεί– τον κύκλο από τον δυσάρεστο νεολογισμό στην
καθιερωμένη χρήση και στον αναχρονισμό.
Ντέιβιντ Μίτσελ
Χιροσίμα, Νοέμβριος 2023
117 Θα μπορούσε να αποδοθεί το «ψάρεμα του ηλίθιου»· χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν
ηλίθιος είναι ο σεναριογράφος που το χρησιμοποιεί ή ο θεατής που το πιστεύει.
Πρόκειται για ένα εξωφρενικό δόλωμα για κάποια πιθανή εξέλιξη στην πλοκή,
εξέλιξη που δεν έχει λογική και επιστρατεύεται μονάχα για να κεντρίσει το
ενδιαφέρον· για παράδειγμα, μπορεί το επεισόδιο μιας σειράς να έχει αγωνιώδες
τέλος ώστε να αναγκαστεί ο θεατής να δει και το επόμενο – μόνο που στο επόμενο
επεισόδιο αποδεικνύεται ότι το αγωνιώδες τέλος αποτελούσε απλώς μια
παραπλάνηση. (Σ.τ.Μ.)
118 Innocence Abroad. Η φράση παραπέμπει στο The Innocents Abroad του Μαρκ
Τουέιν, που σατιρίζει τους τουρίστες οι οποίοι αντιμετωπίζουν τις χώρες που
επισκέπτονται ακολουθώντας κατά γράμμα τους ταξιδιωτικούς οδηγούς – ακόμα
και ως προς το πώς να νιώσουν. (Σ.τ.Μ.)
119 Το πολύ γνωστό στους αγγλόφωνους «nasty, brutish and short» του Τόμας
Χομπς. (Σ.τ.Μ.)
120 MacGuffin είναι, στα βιβλία και τις ταινίες, το αντικείμενο ή η συσκευή που
χρησιμεύει μόνο ως έναυσμα της πλοκής και δεν εξυπηρετεί άλλη λειτουργία – το
Rosebud του Πολίτη Κέιν, για παράδειγμα, το Ένα δαχτυλίδι του Άρχοντα των
Δαχτυλιδιών, η βαλίτσα του Pulp Fiction. (Σ.τ.Μ.)
121 Θα μπορούσε να αποδοθεί ως «περασμένικα», ή «παλιακά». (Σ.τ.Μ.)
Ευχαριστίες
Στους Manuel Berri, Jocasta Brownlee, Amber Burlinson,
í
Angeles Mar n Cabello, Henry Jeffreys, Late Junction,
Rodney King, David Koerner, Sabine Lacaze, Jenny
Mitchell, Jan Montefiore, Scott Moyers, David De Neef,
Hazel Orme, John Pearce, Jonathan Pegg, Steve Powell,
Elizabeth Poynter, Mike Shaw, Douglas Stewart, Marnix
Verplancke, Carole Welch.
Στην έρευνα για τα κεφάλαια του Γιούιν και του Ζάκρι είχα τη
συνδρομή μιας ταξιδιωτικής υποτροφίας από το Society of
Authors. Το A Land Apart του Μάικλ Κινγκ, το πλέον αξιόπιστο
έργο για τους Μοριορί, προσφέρει μια εμπεριστατωμένη
καταγραφή της ιστορίας των νήσων Τσάταμ. Ορισμένες σκηνές
στα γράμματα του Ρόμπερτ Φρόμπισερ παίρνουν δημιουργικά
δάνεια από το Delius: As I Knew Him του Eric Fenby (Icon Books,
1966· πρώτη έκδοση G. Bell & Sons Ltd, 1936). Ο χαρακτήρας
του Βίβιαν Άιρς τσιτάρει τον Νίτσε πιο ανενδοίαστα απ’ ό,τι
παραδέχεται, και το ποίημα που διαβάζει η Έστερ Βαν Ζαντ
στη Μάργκο Ρόουκερ είναι το Βράχμα του Έμερσον.