Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 871

Λογοτεχνία

Ψηφιακή έκδοση Μάρτιος 2024

Τίτλος πρωτοτύπου David Mitchell, Cloud Atlas, Sceptre 2004, Sceptre 2024,
Random House 2004

Επιμέλεια – διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων Χρίστος Κυθρεώτης


Σχεδιασμός εξωφύλλου Ρεντουάν Αμζλάν

© 2004, David Mitchell


© 2024, David Mitchell (για το επίμετρο)
© 2024, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα)

ISBN 978-618-03-4074-7
Κ.Ε.Π. 50246

Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει
τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ
γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή,
εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποια­δήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή
άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.

Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα
τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562
metaixmio.gr • e-mail: metaixmio@metaixmio.gr
Κεντρική διάθεση
Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα
τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
• Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα
τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
• Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα
τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581
ME EΠΙΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Μαρία Ξυλούρη
Για τη Χάνα
και τους παππούδες της
Τo ημερολόγιο Eιρηνικού
του Άνταμ Γιούιν
Πέμπτη, 7 Νοεμβρίου–
Πέρα από το ινδιάνικο χωριουδάκι, σε μια ερημική ακρογιαλιά,
βρήκα ένα μονοπάτι από πρόσφατα χνάρια. Ανάμεσα σε σάπιες
κέλπιες, καρύδες & μπαμπού, τα ίχνη με οδήγησαν στον
δημιουργό τους, έναν Λευκό, με τα μπατζάκια του
παντελονιού του & τα μανίκια της πατατούκας του σηκωμένα,
με περιποιημένη γενειάδα & υπερμέγεθες καπέλο, ο οποίος
κρατούσε ένα κουταλάκι & φτυάριζε & κοσκίνιζε τη σταχτιά
άμμο τόσο διεξοδικά ώστε με πρόσεξε μονάχα αφού τον
χαιρέτησα από τα δέκα μέτρα. Έτσι έγινε & γνώρισα τον
δόκτορα Χένρι Γκους, ιατρό της λονδρέζικης αριστοκρατίας. Η
εθνικότητά του δεν με εξέπληξε. Σε κανέναν από τους χάρτες
που έχω δει δεν είναι καταγεγραμμένη αετοφωλιά τόσο
ερημωμένη, ή νήσος τόσο απομακρυσμένη ώστε να καταφύγει
εκεί κανείς δίχως να βρει έναν Άγγλο ανταγωνιστή.
Άραγε είχε χάσει κάτι ο γιατρός στη ζοφερή εκείνη ακτή;
Μπορούσα να τον συνδράμω; Ο δρ Γκους κούνησε το κεφάλι
αρνητικά, έλυσε το μαντίλι του & επέδειξε το περιεχόμενό του
με ολοφάνερη υπερηφάνεια. «Τα δόντια, κύριε, είναι τα
επισμαλτωμένα άγια δισκοπότηρα της αναζήτησης τούτης. Σε
καιρούς αλλοτινούς αυτή η αρκαδική ακρογιαλιά ήταν χώρος
κανιβαλιστικών συμποσίων, όπως το ακούτε, όπου οι δυνατοί
καταβρόχθιζαν τους αδύναμους. Tα δόντια τα έφτυναν, όπως
θα φτύναμε εμείς το κουκούτσι του κερασιού. Ετούτοι όμως
εδώ οι ευτελείς γομφίοι, κύριε, θα μεταμορφωθούν σε
χρυσάφι, & πώς άραγε; Ένας τεχνίτης στο Πικαντίλι που
κατασκευάζει οδοντοστοιχίες για την αριστοκρατία προσφέρει
γενναιόδωρη αμοιβή για ανθρώπινα δόντια. Ξέρετε την τιμή
για ένα τέταρτο της λίβρας, κύριε;»
Ομολόγησα πως όχι.
«& ούτε θα σας διαφωτίσω, κύριε, διότι πρόκειται για μυστικό
του επαγγέλματος!» Άγγιξε τη μύτη του. «Γνωρίζετε, κύριε
Γιούιν, τη μαρκησία Γκρέις του Μέιφερ; Όχι; Τόσο το καλύτερο
για εσάς, αφού δεν είναι παρά ένα ψοφίμι με μεσοφόρι. Πάνε
πέντε χρόνια που αμαύρωσε τ’ όνομά μου η σκύλα αυτή, ναι,
με κατηγορίες που οδήγησαν στον κοινωνικό εξοστρακισμό
μου». Ο δρ Γκους κοίταξε κατά τη θάλασσα. «Εκείνη τη μαύρη
ώρα άρχισαν οι περιπλανήσεις μου». Εξέφρασα τη συμπόνια
μου για τα δεινά του γιατρού.
«Σας ευχαριστώ, κύριε, σας ευχαριστώ, ετούτα όμως τα
δόντια» είπε κουνώντας το μαντίλι του «είναι οι λυτρωτές
άγγελοί μου. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω. Η μαρκησία
φορά οδοντοστοιχία κατασκευασθείσα από τον
προαναφερθέντα γιατρό. Τα Χριστούγεννα, ενώ η
παρφουμαρισμένη γαϊδάρα θα παραθέτει τη χοροεσπερίδα της,
εγώ, ο Χένρι Γκους, μάλιστα, εγώ αυτοπροσώπως, θα σηκωθώ &
θα αποκαλύψω σε όλους ότι η οικοδέσποινά μας μασουλάει με
δόντια κανίβαλων! Ο κύριος Χιούμπερτ, προβλέψιμα, θα με
προκαλέσει: “Είτε θα παρουσιάσετε τις αποδείξεις σας” θα
γρούξει το γουρούνι “είτε θα επανορθώσετε”. Θα δηλώσω
“Αποδείξεις, κύριε Χιούμπερτ; Μα, εγώ ο ίδιος συνέλεξα τα
δόντια της μητέρας σας από το πτυελοδοχείο του Νοτίου
Ειρηνικού! Ιδού, κύριε, ιδού μερικά όμοιά τους!” & θα πετάξω
τούτα δω ακριβώς τα δόντια στη σουπιέρα της από ταρταρούγα
& αυτή, κύριε, αυτή θα είναι η εκδίκησή μου! Οι φλύαρες
γλώσσες θα κράξουν την παγερή μαρκησία στις φυλλάδες τους
& σύντομα θα είναι πολύ τυχερή αν λαμβάνει καμιά πρόσκληση
σε χοροεσπερίδα πτωχοκομείου!».
Αποχαιρέτησα τον Χένρι Γκους βιαστικά. Πρόκειται για
παράφρονα, θαρρώ.

Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου–
Στο προχειροφτιαγμένο ναυπηγείο κάτω από το παράθυρό μου
οι εργασίες στο μπαστούνι συνεχίζονται, υπό τη διεύθυνση του
κυρίου Σάικς. Ο κύριος Γουόκερ, ο μοναδικός ταβερνιάρης του
Όσιαν Μπέι, είναι επίσης & ο βασικός του ξυλέμπορας &
καυχιέται για τα χρόνια που έκανε αρχιναυπηγός στο
Λίβερπουλ. (Πλέον γνωρίζω υπερβολικά καλά την αντιποδική
εθιμοτυπία για να πιστέψω τέτοιους απίθανους ισχυρισμούς.) Ο
κύριος Σάικς μου είπε ότι, για να καταστεί η Προφήτιδα
«αξιόπλοη», απαιτείται μία εβδομάδα ολόκληρη. Επτά ημέρες
μέσα στο Μουσκέτο φαίνονται ζοφερή καταδίκη, θυμούμαι
ωστόσο τα αιχμηρά δόντια της δαιμονισμένης τρικυμίας & τους
ναύτες που πνίγηκαν στη θάλασσα & η παρούσα ατυχία μου
φαντάζει λιγότερο βαριά.
Βρήκα τον δρα Γκους στη σκάλα σήμερα το πρωί &
προγευματίσαμε μαζί. Μένει στο Μουσκέτο από τα μέσα του
Οκτωβρίου, αφού ταξίδεψε ως εδώ μ’ ένα βραζιλιάνικο
εμπορικό, το Ναμοράντος, από τα Φίτζι, όπου ασκούσε την
τέχνη του σε μια ιεραποστολή. Τώρα ο γιατρός περιμένει ένα
πολύ καθυστερημένο φωκοθηρικό, τη Νέλι, για να τον
μεταφέρει στο Σίδνεϊ. Στην αποικία θα αναζητήσει μια θέση σε
επιβατηγό για να γυρίσει στη γενέτειρά του, το Λονδίνο.
Η κρίση μου για τον δρα Γκους ήταν άδικη & πρόωρη. Για να
ευημερήσει κανείς στο επάγγελμά μου, πρέπει να είναι κυνικός
όμοιος με τον Διογένη, ο κυνισμός όμως μπορεί να καταστήσει
αόρατες πιο διακριτικές αρετές. Ναι, ο γιατρός έχει τις
εκκεντρικότητές του & μετά χαράς θα τις αφηγηθεί για ένα
δράμι πορτογαλέζικο πίσκο (με μέτρο πάντα), εγγυώμαι ωστόσο
ότι είναι ο μοναδικός άλλος κύριος σε αυτό το γεωγραφικό
πλάτος ανατολικά του Σίδνεϊ & δυτικά του Βαλπαραΐσο. Ίσως
ακόμα & να του συντάξω συστατική επιστολή προς τους
Πάρτριτζ στο Σίδνεϊ, διότι ο δρ Γκους & ο αγαπητός ο Φρεντ
είναι της ίδιας πάστας.
Καθώς η κακοκαιρία εμπόδισε την πρωινή μου έξοδο,
καθίσαμε πλάι στη φωτιά μιλώντας & οι ώρες πέρασαν σαν να
ήταν λεπτά. Μίλησα επί μακρόν για την Τίλντα & τον Τζάκσον
αλλά & για τους φόβους μου για τον «πυρετό του χρυσού» στο
Σαν Φρανσίσκο. Η συζήτησή μας έπειτα πέρασε από τη
γενέτειρά μου στα πρόσφατα συμβολαιογραφικά μου
καθήκοντα στη Νέα Νότια Ουαλία, & από εκεί στους Γκίμπονς,
Μάλθους & Γκόντγουιν μέσω Βδελλών & Ατμομηχανών. Η
σοβαρή συζήτηση είναι μια ανακούφιση που μου λείπει
ιδιαίτερα στην Προφήτιδα & ο γιατρός είναι ένας γνήσιος
πολυμαθής. Επιπλέον, διαθέτει μια ωραία στρατιά σκαλιστά
πιόνια από οστό φάλαινας την οποία θα κρατήσουμε
απασχολημένη, είτε έως την αναχώρηση της Προφήτιδας είτε
έως την άφιξη της Νέλι.

Σάββατο, 9 Νοεμβρίου–
Χάραμα λαμπρό σαν ασημένιο δολάριο. Στον όρμο, η σκούνα
μας ακόμη αποτελεί θέαμα αξιοθρήνητο. Στην ακτή
καρενάρουν ένα ινδιάνικο πολεμικό κανό. Ο Χένρι & εγώ
κινήσαμε για την «Παραλία των Ομόδειπνων» με διάθεση
εορταστική, αφού χαιρετήσαμε μακάρια την υπηρέτρια που
εργάζεται για τον κύριο Γουόκερ. Η σκυθρωπή δεσποινίδα
άπλωνε ρούχα σε έναν θάμνο & δεν μας έδωσε σημασία. Έχει
μια υποψία σκούρου αίματος & θαρρώ η μητέρα της δεν πρέπει
να απέχει & πολύ από τη φάρα της ζούγκλας.
Ενώ περνούσαμε κάτω από το ινδιάνικο χωριουδάκι, ένα
«βουητό» μάς κέντρισε την περιέργεια & αποφασίσαμε να
εντοπίσουμε την προέλευσή του. Ο καταυλισμός
περιφράσσεται από πασσάλους, σε τέτοια αποσύνθεση που
μπορεί κανείς να εισβάλει από δέκα μεριές. Μια άτριχη σκύλα
σήκωσε το κεφάλι της, ήταν όμως ξεδοντιάρα & ετοιμοθάνατη
& δεν γάβγισε. Ένας εξωτερικός δακτύλιος από καλύβια πόνγκα
(κατασκευασμένα από κλαριά, χωμάτινους τοίχους & ψάθινες
οροφές) έστεκε ταπεινά στον ίσκιο «αρχοντικών» κατοικιών,
φτιαγμένων από ξύλο, με σκαλιστά ανώφλια & υποτυπώδεις
βεράντες. Στο κέντρο εκείνου του χωριού λάμβανε χώρα μια
δημόσια μαστίγωση. Ο Χένρι & εγώ ήμασταν οι μοναδικοί
Λευκοί εκεί, διακρίνονταν όμως τρεις κάστες Ινδιάνων θεατών.
Ο φύλαρχος καθόταν στον θρόνο του, φορώντας μανδύα με
φτερά, ενώ οι δερματόστικτοι ευγενείς & τα γυναικόπαιδά τους
παρακολουθούσαν όρθιοι, κάπου τριάντα στον αριθμό. Οι
σκλάβοι, πιο μελαψοί & βρόμικοι από τους καστανόχρωμους
αφέντες τους & πολύ λιγότεροι αριθμητικά, κάθονταν στις
λάσπες. Τέτοια έμφυτη, κτηνώδης αποχαύνωση!
Βλογιοκομμένοι & φουσκαλιασμένοι από το χάκι χάκι, οι άθλιοι
τούτοι κοιτούσαν την τιμωρία, χωρίς άλλη αντίδραση πέρα από
το παράξενο εκείνο βουητό που θύμιζε μελίσσι. Αν υποδήλωνε
συμπόνια ή αποδοκιμασία ο ήχος δεν το γνωρίζαμε. Ο
μαστιγωτής ήταν ένας Γολιάθ με σωματική διάπλαση η οποία
θα τρόμαζε & πυγμάχο. Σαύρες δεινές & μικρές ήταν
ζωγραφισμένες απ’ άκρη σ’ άκρη στους μυς του αγρίου – το
τομάρι του θα πουλιόταν σε καλή τιμή, αν & δεν θα
αναλάμβανα να τον απαλλάξω από δαύτο ακόμα & για όλα τα
μαργαριτάρια της Χαβάης! Ο αξιολύπητος δεσμώτης,
κάτασπρος από τα βάσανα χρόνων, ήταν γυμνός, δεμένος σε
ένα πλαίσιο σε σχήμα Α. Με κάθε άγρια καμτσικιά το σώμα του
ριγούσε, η πλάτη του μια περγαμηνή με ματωμένους ρούνους,
το αναίσθητό του όμως πρόσωπο υποδήλωνε τη γαλήνη του
μάρτυρα που έχει ήδη εναποθέσει εαυτόν εις χείρας του
Κυρίου.
Το ομολογώ, σε κάθε καμτσικιά συγκλονιζόμουν. Έπειτα
συνέβη κάτι περίεργο. Ο χτυπημένος άγριος σήκωσε το
γερμένο κεφάλι του, τα μάτια του βρήκαν τα δικά μου & μου
έριξαν ένα βλέμμα αλλόκοτο & εγκάρδιο! Θαρρείς & ηθοποιός
του θεάτρου είδε φίλο παλιό στο θεωρείο &, κρυφά από το
κοινό, του έδειξε πως τον αναγνώρισε. Ένας δερματόστικτος
Μαύρος μας πλησίασε & κούνησε το μαύρο στιλέτο του για να
δείξει ότι δεν ήμασταν ευπρόσδεκτοι. Ρώτησα για τη φύση του
εγκλήματος του δεσμώτη. Ο Χένρι, όμως, έβαλε το χέρι του
στον ώμο μου. «Πάμε, Άνταμ, οι σοφοί δεν μπαίνουν ανάμεσα
στο θεριό & την τροφή του».

Κυριακή, 10 Νοεμβρίου–
Ο κύριος Μπουρχάαβε καθόταν ανάμεσα στην κλίκα των
έμπιστων κακούργων του ωσάν Άρχοντας Όφις με τους
θαμνόφιδές του. Οι κυριακάτικοι «εορτασμοί» τους στον κάτω
όροφο είχαν ξεκινήσει προτού σηκωθώ. Βγήκα σε αναζήτηση
νερού για ξύρισμα & βρήκα την ταβέρνα γεμάτη
θαλασσόλυκους που περίμεναν τη σειρά τους για αυτές τις
καημένες τις Ινδιάνες που έχει παγιδεύσει ο κύριος Γουόκερ σ’
ένα αυτοσχέδιο μπορντέλο. (Ο Ράφαελ δεν ήταν ανάμεσα στους
έκλυτους.)
Δεν εννοώ να προγευματίσω σε πορνείο τη Μέρα του Κυρίου.
Η αποστροφή του Χένρι ήταν ισάξια της δικής μου,
παραλείψαμε λοιπόν το πρόγευμα (το δίχως άλλο, η υπηρέτρια
είχε επιστρατευτεί σε άλλου είδους υπηρεσίες) & κινήσαμε για
το παρεκκλήσι, για να εκκλησιαστούμε νηστικοί.
Ούτε διακόσιες γιάρδες δεν είχαμε προχωρήσει όταν, προς
σύγχυσή μου, θυμήθηκα τούτο το ημερολόγιο, αφημένο στο
τραπέζι του δωματίου μου στο Μουσκέτο, προσβάσιμο σε
όποιον πιωμένο ναύτη τυχόν έμπαινε. Φοβούμενος για την
ασφάλειά του (& τη δική μου, σε περίπτωση που έπεφτε στα
χέρια του), επέστρεψα για να το κρύψω πιο επιδέξια. Η
επιστροφή μου χαιρετίστηκε με πλατιά πονηρά χαμόγελα &
υπέθεσα ότι επρόκειτο για μια περίπτωση του «κατά φωνή & ο
γάιδαρος», πληροφορήθηκα όμως την πραγματική αιτία όταν
άνοιξα την πόρτα μου: όπερ σημαίνει, έπιασα επ’ αυτοφώρω τα
αρκουδίσια καπούλια του Μπουρχάαβε καβάλα στην ιδανική
του Μαυρούλα στο κρεβάτι μου! & ζήτησε τάχα συγγνώμη
εκείνος ο Ολλανδός διάο­λος; Κάθε άλλο! Θεώρησε εαυτόν θύμα
& φώναξε «Τσακίσου φύγε, κύριε Καλαμαροψώλη! Ειδάλλως,
μα τον Εξαποδώ, θα σου την κόψω τη γιάνκικη την παλιοπένα
σου στα δυο!».
Άρπαξα το ημερολόγιό μου & κουτρουβαλιάστηκα στον κάτω
όροφο, όπου με υποδέχτηκε μια οχλοκρατία ευθυμίας &
περίγελου από τους εκεί συγκεντρωμένους Λευκούς αγρίους.
Διαμαρτυρήθηκα στον Γουόκερ ότι πλήρωνα για ιδιαίτερο
δωμάτιο & απαιτούσα να παραμένει ιδιαίτερο ακόμα & εν τη
απουσία μου, εκείνος ο παλιάνθρωπος όμως απλώς μου
προσέφερε έκπτωση ενός τρίτου «για να καβαλικέψετε ένα
τέταρτο της ώρας την ωραιότερη φοράδα του στάβλου μου!».
Αηδιασμένος, ανταπάντησα ότι ήμουν σύζυγος & πατέρας! &
ότι κάλλιο να πεθάνω παρά να σπιλώσω την αξιοπρέπεια & την
ηθική μου με κάποια από τις συφιλιδιασμένες πουτάνες του! Ο
Γουόκερ ορκίστηκε να μου «στολίσει τα μάτια» άμα ξανάλεγα
τις ίδιες του τις αγαπημένες θυγατέρες «πουτάνες». Ένας
ξεδοντιάρης θαμνόφις είπε χλευαστικά ότι, αν ήταν αρετή το
να διαθέτεις σύζυγο & παιδί, «Ε, τότε, κύριε Γιούιν, είμαι δέκα
φορές πιο ενάρετος από του λόγου σου!» & ένα αθέατο χέρι με
κατάβρεξε με ένα κύπελλο ζύθου. Αποσύρθηκα πριν πάρει τη
θέση του υγρού κάποιο πιο στερεό βλήμα.
H καμπάνα του παρεκκλησιού καλούσε τους θεοφοβούμενους
του Όσιαν Μπέι & έτρεξα εκείθε, όπου περίμενε ο Χένρι,
προσπαθώντας να ξεχάσω τις πρόσφατες ασχήμιες που είχα
αντικρίσει στο κατάλυμά μου. Το παρεκκλήσι έτριζε σαν
παλιόβαρκα & το εκκλησίασμα ελάχιστα υπερέβαινε τα δάχτυλα
δυο χεριών σε αριθμό, πλην όμως ουδέποτε ξεδίψασε
ταξιδιώτης σε όαση της ερήμου με ευγνωμοσύνη μεγαλύτερη
αυτής με την οποία προσευχηθήκαμε ο Χένρι & εγώ ετούτο το
πρωί. Ο λουθηρανός ιδρυτής ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο του
παρεκκλησιού του πριν από δέκα χειμώνες & δεν έχει βρεθεί
ακόμη χειροτονημένος διάδοχος να αποτολμήσει να
διεκδικήσει την ηγεσία της Αγίας Τράπεζας. Το θρήσκευμά
της, επομένως, είναι ένας «αχταρμάς» χριστιανικών δογμάτων.
Διαβάστηκαν βιβλικά εδάφια από τους εγγράμματους του
εκκλησιάσματος & κληθήκαμε να διαλέξουμε & εμείς από έναν
ύμνο. Ο «επιστάτης» του δημώδους τούτου ποιμνίου, ένας
κύριος Ντ’ Άρνοκ, στεκόταν κάτω απ’ τον λιτό σταυρό &
παρακάλεσε τον Χένρι & εμένα να συμμετάσχουμε ισότιμα.
Έχοντας στον νου μου τη σωτηρία μου από την τρικυμία της
περασμένης εβδομάδας, υπέδειξα το κεφ. 8 του Κατά Λουκάν,
προσελθόντες δὲ διήγειραν αὐτὸν λέγοντες· ἐπιστάτα ἐπιστάτα,
ἀπολλύμεθα! ὁ δὲ ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ & τῷ κλύδωνι τοῦ ὕδατος,
& ἐπαύσαντο, & ἐγένετο γαλήνη.
Ο Χένρι απήγγειλε τον Ψαλμό 8 με βροντερή φωνή αντάξια
έμπειρου δραματουργού, & κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν
σου· πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ, πρόβατα & βόας ἁπάσας,
ἔτι δὲ & τὰ κτήνη τοῦ πεδίου, τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ & τοὺς ἰχθύας τῆς
θαλάσσης, τὰ διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν.
Οργανίστας δεν υπήρχε να παίξει ένα μεγαλυνάριο πέρα από
τον άνεμο στην καμινάδα, χορωδία δεν υπήρχε να τραγουδήσει
ένα Νυν απολύεις πέρα από τους μανιασμένους γλάρους, κι
ωστόσο φρονώ πως δεν δυσαρεστήθηκε ο Πλάστης. Μοιάζαμε
περισσότερο στους πρωτοχριστιανούς της Ρώμης απ’ ό,τι η
όποια μεταγενέστερη, καταστόλιστη με απόκρυφα & με
πετράδια Εκκλησία. Ακολούθησε δημόσια προσευχή. Οι
ενορίτες προσεύχονταν αυτοσχεδιαστικά για την εξάλειψη του
περονόσπορου, για την ανάπαυση της ψυχής ενός νεκρού
βρέφους, για την ευλογία ενός νέου ψαροκάικου, &λπ. Ο Χένρι
ευχαρίστησε για τη φιλόξενη υποδοχή των επισκεπτών από
τους χριστια­νούς της νήσου Τσάταμ. Εξέφρασα & εγώ την
ευγνωμοσύνη μου & προσευχήθηκα για την Τίλντα, τον
Τζάκσον & τον πεθερό μου, για να είναι προστατευμένοι κατά
την παρατεταμένη απουσία μου.
Μετά τη λειτουργία, μας προσέγγισε εγκαρδιότατα, τον
γιατρό & μένα, ένας ηλικιωμένος «μέγας ιστός» του
παρεκκλησιού εκείνου, κάποιος κύριος Έβανς, που σύστησε
τον Χένρι & εμένα στην κυρία του (αμφότεροι παρέκαμπταν
την αναπηρία της κώφωσης απαντώντας μονάχα τις ερωτήσεις
εκείνες που οι ίδιοι πίστευαν ότι είχαν γίνει & αποδεχόμενοι
μονάχα τις απαντήσεις εκείνες που οι ίδιοι πίστευαν ότι είχαν
δοθεί – στρατήγημα που υιοθετούν πλήθος Αμερικανοί
δικηγόροι) & τους δίδυμους γιους τους, τον Κίγκαν & τον
Ντάβεντ. Ο κύριος Έβανς έκανε γνωστό ότι είχε συνήθεια κάθε
εβδομάδα να καλεί τον κύριο Ντ’ Άρνοκ, τον ιεροκήρυκά μας,
να δειπνήσει στο κοντινό τους σπίτι, διότι ο τελευταίος
κατοικεί στο Πορτ Χατ, ένα ακρωτήρι που απέχει κάποια μίλια.
Θα θέλαμε μήπως & εμείς να τους συντροφεύσουμε στο
κυριακάτικό τους γεύμα; Είχα ήδη ενημερώσει τον Χένρι για τα
Σόδομα & τα Γόμορα στο Μουσκέτο & καθώς ακούγαμε τα
στομάχια μας να φωνάζουν «Ανταρσία!», δεχτήκαμε την
ευγένεια των Έβανς με ευγνωμοσύνη.
Το υποστατικό των οικοδεσποτών μας, που βρισκόταν μισό
μίλι από το Όσιαν Μπέι, σε μια ανεμοδαρμένη & φιδογυριστή
κοιλάδα, αποδείχτηκε κτίσμα πενιχρό μεν, προστατευμένο δε
από εκείνες τις πεισμωμένες καταιγίδες που τσακίζουν τα
κόκαλα τόσων & τόσων δύσμοιρων σκαφών στους κοντινούς
υφάλους. Στην αίθουσα υποδοχής βρισκόταν μια τερατώδης
κεφαλή αγριόχοιρου (αλλήθωρου & με στραβωμένο σαγόνι),
που είχαν σκοτώσει οι δίδυμοι στα δέκατα έκτα γενέθλιά τους,
& ένα υπνοβατικό ρολόι με εκκρεμές (σε ασυμφωνία κάποιων
ωρών με το δικό μου ρολόι τσέπης. Πράγματι, η ακριβής ώρα
είναι μια πολύτιμη εισαγωγή από τη Νέα Ζηλανδία). Ένας
Ινδιά­νος αγρεργάτης κρυφοκοίταζε απ’ το παράθυρο τους
επισκέπτες του κυρίου του. Πιο κουρελή αποστάτη δεν είχα
ξαναδεί, ο κύριος Έβανς όμως ορκιζόταν πως «δεν είχε υπάρξει
πιο σβέλτο δίποδο τσοπανόσκυλο» απ’ τον μουλάτο, τον
Μπάρναμπας. Ο Κίγκαν & ο Ντάβεντ είναι τίμια & άμαθα
παιδιά, που κατά κύριο λόγο ξέρουν από πρόβατα (η
οικογένεια διαθέτει διακόσια κεφάλια), διότι ουδείς εκ των δύο
δεν έχει πάει στη «Χώρα» (έτσι αποκαλούν τη Νέα Ζηλανδία οι
νησιώ­τες), μήτε έχει λάβει την όποια μόρφωση πέρα από τη
μελέτη της Βίβλου με τον πατέρα τους, χάρη στην οποία έχουν
μάθει να διαβάζουν & να γράφουν επαρκώς.
Η κυρία Έβανς είπε την προσευχή & απόλαυσα το πιο
ευχάριστό μου γεύμα (αμόλυντο από αλάτι, σκουλήκια &
βρισίδια) από το αποχαιρετιστήριο δείπνο μου με τον πρόξενο
Μπαξ & τους Πάρτριτζ στο Μπόμοντ. Ο κύριος Ντ’ Άρνοκ μας
αφηγήθηκε ιστορίες απ’ τα καράβια που έχει εφοδιάσει στα
δέκα χρόνια του στη νήσο Τσάταμ, ενώ ο Χένρι μας διασκέδασε
μιλώντας μας για ασθενείς, διάσημους αλλά & αφανείς, που
έχει ευεργετήσει σε Λονδίνο & Πολυνησία. Εγώ από την πλευρά
μου περιέγραψα τις πάμπολλες κακουχίες που υπερνίκησε ο
υποφαινόμενος Αμερικανός συμβολαιογράφος για να εντοπίσει
τον Αυστραλό κληρονόμο μιας διαθήκης εκτελεσθείσας στην
Καλιφόρνια. Συνοδεύσαμε το πρόβειο κρέας & τη μηλόπιτα με
ελαφρύ ζύθο που φτιάχνει ο κύριος Έβανς για τις συναλλαγές
του με τους φαλαινοθήρες. Ο Κίγκαν & ο Ντάβεντ έφυγαν για
να φροντίσουν τα ζωντανά τους & η κυρία Έβανς αποσύρθηκε
στα οικοκυρικά της. Ο Χένρι ρώτησε αν δρούσαν πλέον
ιεραπόστολοι στα Τσάταμ, οπότε ο κύριος Έβανς & ο κύριος
Ντ’ Άρνοκ αντάλλαξαν βλέμματα, & ο πρώτος μάς
πληροφόρησε: «Όχι, οι Μαορί δεν το βλέπουν με καλό μάτι
όταν εμείς οι Πάκεχα τους χαλάμε τους Μοριορί τους με τον
πολύ εκπολιτισμό».
Αναρωτήθηκα αν υφίστατο καν τέτοιο κακό όπως ο «πολύς
εκπολιτισμός». Ο κύριος Ντ’ Άρνοκ μου είπε: «Αν δεν υπάρχει
Θεός δυτικά του ακρωτηρίου Χορν, τότε ούτε αυτά τα Όλοι οι
άνθρωποι δημιουργούνται ίσοι του συντάγματός σας υπάρχουν,
κύριε Γιούιν».1 Τους όρους «Μαορί» & «Πάκεχα» τους γνώριζα
από την παραμονή της Προφήτιδας στο Μπέι Οβ Άιλαντς,
παρακάλεσα όμως να μάθω ποιον ή τι μπορεί να σήμαινε η
λέξη «Μοριορί». Το αίτημά μου άνοιξε ένα ιστορικό κουτί της
Πανδώρας, που κατέγραφε λεπτομερώς την παρακμή & την
πτώση των Αβοριγίνων του Τσάταμ. Ανάψαμε τις πίπες μας. Η
αφήγηση του κυρίου Ντ’ Άρνοκ συνεχιζόταν ακόμη τρεις ώρες
αργότερα, οπότε & έπρεπε να αναχωρήσει για το Πορτ Χατ πριν
κρύψει το δειλινό τα χαντάκια στον δρόμο της επιστροφής του.
Η προφορική εξιστόρησή του, κατά την άποψή μου, είναι
αντάξια της πένας ενός Ντεφόε ή ενός Μέλβιλ & θα την
καταγράψω στις σελίδες αυτές, έπειτα, Μορφέως
επιτρέποντος, από έναν καλό ύπνο.

Δευτέρα, 11 Νοεμβρίου–
Χάραμα υγρό & ανήλιαγο. Ο όρμος έχει όψη γλοιώδη, ο καιρός
όμως είναι αρκετά μαλακός ώστε να μπορούν να συνεχιστούν
οι επισκευές στην Προφήτιδα, δόξα σοι ο Ποσειδώνας. Ενώ
γράφω, τοποθετείται μια καινούργια μετζάνα.
Λίγο αργότερα, όσο προγευματίζαμε ο Χένρι & εγώ, ήρθε
ανάστατος ο κύριος Έβανς, & φορτώθηκε στον φίλο μου τον
γιατρό να εξυπηρετήσει μια μοναχική γειτόνισσα, κάποια χήρα,
την Μπράιντεν, που την έριξε το άλογό της στις πέτρες ενός
βάλτου. Τη φρόντιζε η κυρία Έβανς & φοβόταν ότι η ζωή της
χήρας ήταν σε κίνδυνο. Ο Χένρι πήρε το βαλιτσάκι του & έφυγε
δίχως χρονοτριβή. (Προσφέρθηκα να πάω μαζί, ο κύριος Έβανς
όμως με παρακάλεσε να δείξω κατανόηση, καθώς η ασθενής
είχε αποσπάσει την υπόσχεση πως μόνο γιατρός θα την έβλεπε
στην ανημπόρια της.) Ο Γουόκερ, που έτυχε να ακούσει αυτή
τη συζήτηση, μου είπε ότι κανένα μέλος του ανδρικού φύλου
δεν είχε περάσει το κατώφλι της χήρας εδώ & είκοσι χρόνια &
κατέληξε ότι «Για να αφήνει τον κομπογιαννίτη να την
πασπατέψει, πάει να πει ότι η ανέραστη η παλιοσκρόφα θα
είναι στα τελευταία της».

Οι ρίζες των Μοριορί του «Ρεκόχου» (το όνομα των ντόπιων για
το Τσάταμ) παραμένουν μυστήριο έως σήμερα. Ο κύριος Έβανς
υποστηρίζει την άποψη ότι κατάγονται από Εβραίους
διωγμένους από την Ισπανία, επικαλούμενος τις γαμψές τους
μύτες & τα στραβά τους χείλη. Το θεώρημα που προτιμά ο
κύριος Ντ’ Άρνοκ, ότι οι Μοριορί ήταν κάποτε Μαορί των
οποίων τα κανό ναυάγησαν σε αυτά εδώ τα τόσο
απομακρυσμένα νησιά, στηρίζεται σε ομοιότητες στη γλώσσα &
τη μυθολογία, & επομένως διαθέτει περισσότερα καράτια
λογικής. Το βέβαιο είναι πως, έπειτα από αιώνες ή & χιλιετίες
απομόνωσης, οι Μοριορί ζούσαν ζωή εξίσου πρωτόγονη με
τους καταρρακωμένους εξαδέλφους τους στη Γη του Βαν
Ντίμεν.2 Οι τέχνες της ναυπηγικής (πέρα από πρωτόγονες
ξύλινες σχεδίες που χρησιμοποιούν για να περάσουν τα κανάλια
ανάμεσα στα νησιά) & της ναυσιπλοΐας περιέπεσαν σε αχρησία.
Ότι η υδρόγειος σφαίρα είχε κι άλλες στεριές, όπου πατούσαν
άλλα πόδια, οι Μοριορί ούτε που το φαντάζονταν. Μάλιστα, η
γλώσσα τους δεν διαθέτει λέξη για τη «φυλή», & «Μοριορί»
σημαίνει απλώς «Άνθρωποι». Με την κτηνοτροφία δεν
ασχολούνταν, καθώς αυτά τα νησιά δεν είχαν θηλαστικά ώσπου
περαστικοί φαλαινοθήρες εσκεμμένα εγκατέλειψαν γουρούνια
εδώ για να τα βρίσκουν στα επόμενα ταξίδια τους. Στην
παρθενική τους κατάσταση, οι Μοριορί ήταν τροφοσυλλέκτες,
έπιαναν οστρακοειδή παούα, βουτούσαν για να πιάσουν
αστακούς, πλιατσικολογούσαν αυγά, λόγχιζαν φώκιες, μάζευαν
κέλπιες & σκάλιζαν για σκουλήκια & ρίζες.
Μέχρι στιγμής, οι Μοριορί δεν ήταν παρά μια ντόπια
παραλλαγή των περισσότερων παγανιστών με τις λιναρένιες
φούστες & τους φτερωτούς μανδύες στα ολοένα & λιγότερα
«τυφλά σημεία» του ωκεανού που ακόμη ο Λευκός δεν έχει
επιμορφώσει. Αν κάτι έκανε το παλιό Ρεκόχου μοναδικό,
ωστόσο, αυτό ήταν το πρωτοφανές ειρηνικό τους δόγμα. Από
αμνημονεύτων ετών, η ιερατική κάστα των Μοριορί όριζε πως
όποιος έχυνε αίμα ανθρώπου σκότωνε το ίδιο του το μάνα – την
τιμή του, την αξία του, την υπόληψή του & την ψυχή του.
Κανένας Μοριορί δεν θα πρόσφερε καταφύγιο, τροφή,
κουβέντα ή έστω ένα βλέμμα στον ανεπιθύμητο. Αν ο
εξοστρακισμένος φονιάς επιζούσε μετά τον πρώτο του
χειμώνα, η απόγνωση της μοναξιάς συνήθως τον οδηγούσε σε
μια σήραγγα του Κέιπ Γιανγκ, όπου & αυτοκτονούσε.
Σκεφτείτε το εξής, μας προέτρεψε ο κύριος Ντ’ Άρνοκ. Δυο
χιλιά­δες άγριοι (τόσους λογαριάζει ο κύριος Έβανς) τιμούν το
Ου φονεύσεις λόγω & έργω & διατυπώνουν μια προφορική
«Magna Carta» για την εγκαθίδρυση μιας αρμονίας άγνωστης
σε οποιονδήποτε άλλο τόπο στους εξήντα αιώνες από τότε που
γεύτηκε ο Αδάμ τον καρπό του Δέντρου της Γνώσεως. Η
έννοια του πολέμου ήταν στους Μοριορί τόσο άγνωστη όσο το
τηλεσκόπιο στον Πυγμαίο. Η ειρήνη, όχι μια ανάπαυλα μεταξύ
πολέμων αλλά χιλιετίες αναλλοίωτης ειρήνης, επικρατεί σε
αυτά τα απόμερα νησιά. Ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί ότι το παλιό
Ρεκόχου ήταν πιο κοντά στην Ουτοπία του Μορ από ό,τι οι
Πολιτείες της Προόδου μας, που κυβερνώνται από
πολεμοχαρείς πρίγκιπες στις Βερσαλλίες & τη Βιέννη, την
Ουάσινγκτον & το Γουέστμινστερ; «Εδώ» αναφώνησε ο κύριος
Ντ’ Άρνοκ, «& μόνον εδώ, αυτά τα ασύλληπτα φαντάσματα, οι
ευγενείς άγριοι, εμφανίστηκαν με σάρκα & οστά!». (Ο Χένρι,
αργότερα, ενώ επιστρέφαμε στο Μουσκέτο, ομολόγησε: «Με
τίποτα δεν θα περιέγραφα μια φυλή αγρίων τόσο
υπανάπτυκτων που δεν μπορούν να ρίξουν ντρέτα το κοντάρι
ως “ευγενείς”».)
Όπως το γυαλί, έτσι & η ειρήνη φανερώνει την εύθραυστη
φύση της έπειτα από επανειλημμένα χτυπήματα. Το πρώτο
χτύπημα στους Μοριορί ήταν η βρετανική σημαία, που
υψώθηκε στη λάσπη του Σκίρμις Μπέι εν ονόματι του βασιλέως
Γεωργίου από τον υποπλοίαρχο Μπρόουτον του HMS Τσάταμ,
μόλις πριν από πενήντα χρόνια. Τρία χρόνια αργότερα, η
ανακάλυψη του Μπρόουτον ήταν διαθέσιμη στα χαρτογραφικά
πρακτορεία σε Σίδνεϊ & Λονδίνο & μερικοί ελεύθεροι άποικοι
(ανάμεσά τους ο πατέρας του κυρίου Έβανς), ναυαγισμένοι
ναυτικοί & «κατάδικοι σε διαφωνία με την Αποικιακή Υπηρεσία
της Νέας Νότιας Ουαλίας για τους όρους του εγκλεισμού τους»
είχαν εγκατασταθεί & καλλιεργούσαν κολοκύθες, κρεμμύδια,
αραβόσιτο & καρότα. Αυτά τα πουλούσαν σε αναγκεμένους
φωκοθήρες, το δεύτερο χτύπημα στην ανεξαρτησία των
Μοριορί, οι οποίοι διέψευσαν τις ελπίδες των ιθαγενών για
ευημερία βάφοντας ροζ τα κύματα με το αίμα απ’ τις φώκιες.
(O κύριος Ντ’ Άρνοκ παρουσίασε τα κέρδη σύμφωνα με αυτή
την αριθμητική – ένα & μόνο τομάρι απέφερε 15 σελίνια στην
Καντόνα, & αυτοί οι πρωτοπόροι φωκοθήρες μάζευαν πάνω
από δυο χιλιάδες τομάρια ανά σκάφος!) Μέσα σε λίγα χρόνια οι
φώκιες απαντούσαν μόνο σε απομακρυσμένα βράχια & οι
«φωκοθήρες» στράφηκαν & αυτοί στην καλλιέργεια πατάτας,
την προβατοτροφία & τη χοιροτροφία, σε βαθμό τέτοιο ώστε
πλέον τα Τσάταμ είναι γνωστά ως «Το Περιβόλι του
Ειρηνικού». Ετούτοι οι νεόπλουτοι αγρότες εκχερσώνουν τα
εδάφη με πυρκαγιές που σιγοκαίνε κάτω από την τύρφη για
χρόνια & αναζωπυρώνονται στις ξηρασίες για να σπείρουν
καινούργιες συμφορές.
Το τρίτο χτύπημα στους Μοριορί ήταν οι φαλαινοθήρες που
πλέον έδεναν στο Όσιαν Μπέι, το Γουαϊτάνγκι, το Ογουένα &
το Τε Γουακάρου κατά αριθμούς διόλου αμελητέους για
καρενάρισμα, ανεφοδιασμό & ανάπαυση. Οι γάτες & οι
αρουραίοι των φαλαινοθηρικών πολλαπλασιάστηκαν ωσάν τις
Πληγές του Φαραώ & έφαγαν τα πουλιά που φώλιαζαν στο
χώμα, στων οποίων τα αυγά τόσο υπολόγιζαν οι Μοριορί για τη
διατροφή τους. Τέταρτον, οι ετερόκλητες αυτές παθήσεις που
μακελεύουν τις πιο σκουρόχρωμες ράτσες όποτε τις
προσεγγίζει ο Λευκός πολιτισμός απομύζησαν περαιτέρω τον
αβοριγινικό πληθυσμό.
Οι Μοριορί, ωστόσο, όλες αυτές τις κακοτυχίες ενδεχομένως
να τις είχαν αντέξει αν δεν έφταναν στη Νέα Ζηλανδία εκείνες
οι αναφορές που απεικόνιζαν τα Τσάταμ σαν μια πραγματική
γη Χαναάν, με λιμνοθάλασσες γεμάτες χέλια, κολπίσκους
στρωμένους οστρακοειδή & κατοίκους που ούτε από μάχες
ούτε από όπλα ξέρουν. Στα αυτιά των Νάτι Τάμα & των Νάτι
Μούτουνα, δυο πατριών από το Τε Άτι Άγουα στο Ταρανάκι3 (η
γενεαλογία των Μαορί είναι, μας διαβεβαιώνει ο κύριος Ντ’
Άρνοκ, εξίσου περίπλοκη στις διακλαδώσεις της με τα
γενεαλογικά δέντρα που τόσο σέβεται η ευρωπαϊκή υψηλή
κοινωνία, & μάλιστα κάθε παιδί της αγράμματης αυτής ράτσας
ξέρει να πει στη στιγμή το όνομα του παππού του παππού του
& τη «βαθμίδα» του), οι φήμες τούτες υπόσχονταν αποζημίωση
για τις εκτάσεις των πατρογονικών περιουσιών που είχαν χαθεί
κατά τους πρόσφατους «Πολέμους των Μουσκέτων».4
Εστάλησαν κατάσκοποι για να δοκιμάσουν το σθένος των
Μοριορί παραβιάζοντας τα ταπού5 & λεηλατώντας τόπους
ιερούς. Τις προκλήσεις αυτές οι Μοριορί τις αντιμετώπισαν
κατά τις απαιτήσεις του Κυρίου μας, «γυρίζοντας & το άλλο
μάγουλο», & οι παραβάτες επέστρεψαν στη Νέα Ζηλανδία
φέρνοντας διαβεβαιώσεις για την προφανή λιποψυχία των
Μοριορί. Οι δερματόστικτοι Μαορί κονκισταδόρες βρήκαν τη
μονομελή αρμάδα τους στο πρόσωπο του Χάργουντ,
καπετάνιου στο μπρίκι Ρόντνι, ο οποίος, κατά τους τελευταίους
μήνες του 1835, συμφώνησε να μεταφέρει εννιακόσιους Μαορί
& επτά πολεμικά κανό σε δύο ταξίδια, με αντάλλαγμα σπορικές
πατάτες, πυροβόλα όπλα, γουρούνια, μεγάλη ποσότητα
ξασμένου λιναριού & ένα κανόνι. (Ο κύριος Ντ’ Άρνοκ έτυχε
πριν από πέντε χρόνια να συναντήσει τον Χάργουντ, πένητα,
σε μια ταβέρνα στο Μπέι Οβ Άιλαντς. Αρχικώς αρνήθηκε πως
ήταν ο Χάργουντ του Ρόντνι, έπειτα πήρε όρκο πως τον είχαν
εξαναγκάσει να μεταφέρει τους Μαύρους, δεν διευκρίνισε
όμως πώς του είχε επιβληθεί αυτός ο εξαναγκασμός.)
Το Ρόντνι μπαρκάρισε από το Πορτ Νίκολας τον Νοέμβριο,
όμως το φορτίο του των απίστων, πεντακόσιοι άντρες,
γυναίκες & παιδιά, στριμωγμένοι στο αμπάρι για το εξαήμερο
ταξίδι, πνιγμένοι στην κόπρο & τον εμετό & δίχως την
ελαχιστότατη επάρκεια νερού, αγκυροβόλησε στον κολπίσκο
του Γουανατέτε σε τέτοια εξασθένηση που, αρκεί να το ήθελαν,
ακόμα & οι Μοριορί θα είχαν σφαγιάσει τους φιλοπόλεμους
αδελφούς τους. Οι Καλοί Σαμαρείτες επέλεξαν όμως να
μοιραστούν τον φθίνοντα πλούτο του Ρεκόχου αντί να
καταστρέψουν το μάνα τους χύνοντας αίμα, & γιατροπόρεψαν
τους άρρωστους & τους ετοιμοθάνατους Μαορί. «Οι Μαορί
είχαν ξανάρθει στο Ρεκόχου» εξήγησε ο κύριος Ντ’ Άρνοκ, «&
ωστόσο είχαν φύγει, οπότε οι Μοριορί θεώρησαν ότι οι
αποικιστές αντίστοιχα θα τους άφηναν στην ησυχία τους».
H γενναιοδωρία των Μοριορί ανταμείφθηκε όταν επέστρεψε ο
καπετάνιος Χάργουντ από τη Νέα Ζηλανδία με τετρακόσιους
ακόμα Μαορί. Τώρα οι ξένοι ξεκίνησαν τη διεκδίκηση του
Τσάταμ διά του τακάχι, ενός τελετουργικού των Μαορί που
μεταγράφεται ως «Περπατώ στη Γη για να Κατακτήσω τη Γη».
Έτσι διαιρέθηκε το Παλιό Ρεκόχου & οι Μοριορί
πληροφορήθηκαν ότι πλέον ήταν υποτελείς των Μαορί. Στις
αρχές Δεκεμβρίου, όταν διαμαρτυρήθηκαν μερικές δεκάδες
Αβορίγινες, σφαγιάστηκαν με τσεκούρια με συνοπτικές
διαδικασίες. Οι Μαορί αποδείχτηκαν άξιοι μαθητές των Άγγλων
στις «σκοτεινές τέχνες του αποικισμού».
Η νήσος Τσάταμ περικλείει μια αχανή αλίβρεκτο
λιμνοθάλασσα, την Τε Γουάνα, που είναι σχεδόν μια ενδοχώρια
θάλασσα, πλην όμως γονιμοποιείται από τον ωκεανό που
εισχωρεί με τη φουσκονεριά από τα «χείλη» της στο Τε
Αγουαταπίκι. Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, οι άντρες Μοριορί
έκαναν συμβούλιο σ’ εκείνο τον ιερό τόπο. Τρεις μέρες
κράτησε, & στόχος του ήταν η επίλυση του εξής ζητήματος:
Εάν κάποιος έχυνε αίμα Μαορί, θα κατέστρεφε το μάνα του; Οι
νεότεροι υποστήριζαν ότι στο δόγμα της Ειρήνης δεν
συμπεριλαμβάνονταν αλλοδαποί κανίβαλοι παντελώς άγνωστοι
στους προγόνους τους. Οι Μοριορί είτε θα σκότωναν είτε θα
σκοτώνονταν. Οι γηραιότεροι προέτρεπαν προς εκτόνωση,
διότι, εφόσον οι Μοριορί διατηρούσαν το μάνα τους με τη γη
τους, οι θεοί & οι πρόγονοί τους θα λύτρωναν τη φυλή από το
κακό. «Αγκάλιασε τον εχθρό σου» προέτρεψαν οι γηραιότεροι,
«για να μη σε χτυπήσει». («Αγκάλιασε τον εχθρό σου» σχολίασε
ο Χένρι «για να νιώσεις το μαχαίρι του στους νεφρούς σου».)
Επικράτησαν οι γηραιότεροι, ελάχιστη όμως σημασία είχε.
«Όταν υστερούν αριθμητικά» μας είπε ο κύριος Ντ’ Άρνοκ, «οι
Μαορί φροντίζουν να αρπάξουν την ευκαιρία & να χτυπήσουν
πρώτοι & σκληρότερα, όπως μπορούν να επιβεβαιώσουν από
τους τάφους τους πλήθος δύσμοιροι Βρετανοί & Γάλλοι». Οι
Νάτι Τάμα & Νάτι Μούτουνα είχαν κάνει & εκείνοι τα
συμβούλιά τους. Στην επιστροφή από τη σύσκεψή τους οι
άντρες Μοριορί συνάντησαν ενέδρες & μια νύχτα πιο
επονείδιστη & απ’ τον χειρότερο εφιάλτη, νύχτα σφαγής,
πυρπολημένων χωριών, λεηλασιών, αντρών & γυναικών
ανασκολοπισμένων στη σειρά στις παραλίες, παιδιών
κρυμμένων σε τρύπες, όπου τα εντόπιζαν & τα διαμέλιζαν
λαγωνικά. Μερικοί αρχηγοί είχαν στον νου τους την επαύριον &
έσφαζαν μόνο όσο χρειαζόταν για να εμφυσήσουν στους
εναπομείναντες την υπακοή διά του τρόμου. Άλλοι αρχηγοί δεν
ήταν τόσο μετρημένοι. Στην παραλία του Γουαϊτάνγκι πενήντα
Μαορί αποκεφαλίστηκαν, φιλεταρίστηκαν, τυλίχθηκαν σε
φύλλα λιναριού, κι έπειτα ψήθηκαν στον φούρνο με γιαμ &
γλυκοπατάτες. Από τους Μοριορί που είχαν δει το στερνό
ηλιοβασίλεμα του παλιού Ρεκόχου ούτε οι μισοί δεν έζησαν να
δουν τον ήλιο των Μαορί να ανατέλλει. («Απομένουν λιγότεροι
από εκατό καθαρόαιμοι Μοριορί» είπε θλιμμένα ο κύριος Ντ’
Άρνοκ. «Στα χαρτιά το Βρετανικό Στέμμα τούς απελευθέρωσε
από τον ζυγό της σκλαβιάς πριν από χρόνια, μα οι Μαορί
αδιαφορούν για τα χαρτιά. Απέχουμε μια βδομάδα αρμένισμα
από το Σπίτι του Κυβερνήτη & η Αυτής Μεγαλειότης δεν
συντηρεί φρουρά στο Τσάταμ».)
Ρώτησα γιατί δεν είχαν εμποδίσει οι Λευκοί τους Μαορί κατά
τη σφαγή.
Ο κύριος Έβανς δεν κοιμόταν πια & ούτε ήταν κουφός, όπως
νόμιζα. « Έχετε δει ποτέ πολεμιστές Μαορί μανιασμένους για
αίμα, κύριε Γιούιν;»
Είπα ότι δεν είχα.
«Όμως έχετε δει καρχαρίες μανιασμένους για αίμα, σωστά;»
Αποκρίθηκα ότι είχα.
«Δεν έχει & μεγάλη διαφορά. Φανταστείτε ένα μοσχάρι να
αιμορραγεί & να σπαρταρά σε αβαθή γεμάτα καρχαρίες. Τι
κάνετε – μένετε μακριά από το νερό ή προσπαθείτε να κλείσετε
τα στόματα των καρχαριών; Αυτό ήταν το δίλημμά μας. Ναι,
τους ελάχιστους που μας χτύπησαν την πόρτα τούς βοηθήσαμε
–ένας απ’ αυτούς ήταν ο βοσκός μας, ο Μπάρναμπας–, αν
βγαίναμε όμως έξω εκείνη τη νύχτα, δεν θα μας ξανάβλεπε
άνθρωπος. Να σας θυμίσω ότι στο Τσάταμ δεν ήμασταν ούτε
πενήντα Λευκοί εκείνο τον καιρό. Εννιακόσιοι Μαορί στο
σύνολο. Οι Μαορί εμάς τους Πάκεχα μας υπακούνε, κύριε
Γιούιν, αλλά μας απεχθάνονται. Αυτό μην το ξεχνάτε».
Τι δίδαγμα να αντλήσω; Η ειρήνη, αν & την αγαπάει ο Κύριός
μας, είναι θεμελιώδης αρετή μόνο αν οι γείτονές σου
συμμερίζονται την ηθική σου.

Νύχτα–
Το όνομα του κυρίου Ντ’ Άρνοκ δεν χαίρει δημοφιλίας στο
Μουσκέτο. « Ένας Λευκός Μαύρος, ένα ημίαιμο μπαστάρδι
είναι» μου είπε ο Γουόκερ. «Κανείς δεν ξέρει τι είναι». Ο
Σαγκς, ένας μονόχειρας βοσκός που είναι στο μπαρ ολημερίς,
πήρε όρκο ότι ο γνωστός μας είναι βοναπαρτιστής στρατηγός
που έχει καταφύγει εδώ κρύβοντας την ταυτότητά του. Ένας
άλλος πήρε όρκο ότι ήταν Πολωνός.
Ούτε η λέξη «Μοριορί» είναι δημοφιλής. Ένας πιωμένος
Μαορί μουλάτος μού είπε ότι ολόκληρη την ιστορία των
Αβοριγίνων τη σκαρφίστηκε ο «τρελός γερο-λουθηρανός» & ο
κύριος Ντ’ Άρνοκ κηρύσσει το μοριορικό του ευαγγέλιο μόνο &
μόνο για να νομιμοποιήσει τις δικές του ψευδείς αξιώσεις επί
της γης εναντίον των Μαορί, των αληθινών ιδιοκτητών του
Τσάταμ, που πηγαινοέρχονται εδώ από αμνημονεύτων! Ο
Τζέιμς Κόφι, χοιροτρόφος, είπε ότι οι Μαορί είχαν κάνει χάρη
στον Λευκό εξοντώνοντας μια άλλη φυλή αγρίων για να μας
κάνουν χώρο, & πρόσθεσε ότι οι Ρώσοι εκπαιδεύουν Κοζάκους
για «να μαλακώσουν τα σιβηρικά τομάρια» κατά παρόμοιο
τρόπο.
Διαμαρτυρήθηκα ότι αποστολή μας θα έπρεπε να είναι να
εκπολιτίσουμε τις μαύρες φυλές διά του προσηλυτισμού, όχι της
εξολόθρευσης, καθώς & εκείνοι από τη χείρα του Θεού ήταν
πλασμένοι. Όλοι στην ταβέρνα εξαπέλυσαν μύδρους εναντίον
μου για τις «συναισθηματικές γιάνκικες τρίχες μου»! «Ακόμα &
στον καλύτερο από δαύτους αξίζει να πεθάνει σαν γουρούνι!»
φώναξε ένας. «Το μόνο ευαγγέλιο που καταλαβαίνουν οι
Μαύροι είναι το ευαγγέλιο του ανα—ένου του καμτσικιού!»
Ένας άλλος: «Εμείς οι Βρετανοί καταργήσαμε τη σκλαβιά στην
αυτοκρατορία μας – τι να μας πουν οι Αμερικάνοι!»
Η στάση του Χένρι ήταν τουλάχιστον αμφίθυμη. « Έπειτα από
χρόνια συνεργασίας με ιεραπόστολους, μπαίνω στον πειρασμό
να συμπεράνω ότι οι προσπάθειές τους απλώς παρατείνουν τον
επιθανάτιο ρόγχο μιας φυλής κατά δέκα ή είκοσι χρόνια. Ο
συμπονετικός αγρότης σκοτώνει το πιστό άλογό του όταν είναι
πια πολύ γέρικο για να δουλέψει. Δεν είναι άραγε το
φιλανθρωπικό καθήκον μας να απαλύνουμε αντίστοιχα τα
βάσανα των αγρίων επιταχύνοντας τον αφανισμό τους; Σκέψου
τους Ερυθρόδερμούς σας, Άνταμ, σκέψου τις συμφωνίες που
έχετε κατ’ εξακολούθηση καταργήσει & αθετήσει εσείς οι
Αμερικάνοι. Δεν θα ήταν πιο ανθρώπινο, σίγουρα, & πιο
έντιμο, απλώς να κοπανήσετε τους αγρίους κατακέφαλα & να
ξεμπερδεύετε;»
Καθείς & η αλήθειά του. Μερικές φορές, διακρίνω μια
αληθέστερη Αλήθεια, κρυμμένη σε ατελείς απεικονίσεις του
εαυτού της, σαν πλησιάζω όμως, ανασαλεύει & πηγαίνει ακόμα
πιο βαθιά στον ακανθώδη βάλτο της διχογνωμίας.

Τρίτη, 12 Νοεμβρίου–
Ο ευγενής μας καπετάνιος Μολινό τίμησε σήμερα το Μουσκέτο
για να παζαρέψει πέντε βαρέλια παστό κρέας με τον
σπιτονοικοκύρη μου (το ζήτημα διευθετήθηκε με μια ξέφρενη
παρτίδα τριάντα μία & νικητή τον καπετάνιο). Προς μεγάλη μου
έκπληξη, προτού επιστρέψει στο ναυπηγείο για να επιβλέψει
την πρόοδο των εργασιών, ο καπετάνιος Μολινό ζήτησε μια
κατ’ ιδίαν συζήτηση με τον Χένρι στα ιδιαίτερα του συντρόφου
μου. Η εξέταση συνεχίζεται την ώρα που γράφω. Ο φίλος μου
έχει προειδοποιηθεί για τον αυταρχισμό του καπετάνιου, &
πάλι όμως, διόλου δεν μ’ αρέσει.

Αργότερα–
O καπετάνιος Μολινό, κατά τα φαινόμενα, πάσχει από μια
ασθένεια που, δίχως αγωγή, ίσως επηρεάσει τις διάφορες
εκείνες ικανότητες τις οποίες επιβάλλει η θέση του. Ο
καπετάνιος επομένως πρότεινε στον φίλο μου τον Χένρι να
ταξιδέψει μαζί μας μέχρι τη Χονολουλού (με δωρεάν διατροφή
& ιδιωτική κουκέτα), αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα τόσο του
ιατρού του πλοίου όσο & του προσωπικού θεράποντα του
καπετάνιου Μολινό έως την άφιξή μας. Ο φίλος μου εξήγησε
ότι σκόπευε να γυρίσει στο Λονδίνο, ο καπετάνιος Μολινό
όμως ήταν πολύ επίμονος. Ο Χένρι υποσχέθηκε να σκεφτεί το
ζήτημα & να πάρει την απόφασή του μέχρι το πρωί της
Παρασκευής, η οποία έχει τώρα οριστεί ως μέρα αναχώρησης
της Προφήτιδας.
Ο Χένρι δεν κατονόμασε την αρρώστια του καπετάνιου, μήτε
τον ρώτησα, αν & δεν χρειάζεται δα να διαθέτεις & ιδιαίτερες
ιατρικές γνώσεις για να συναγάγεις ότι ο καπετάνιος Μολινό
βασανίζεται από την ποδάγρα. Η διακριτικότητα του φίλου μου
τον τιμά ιδιαίτερα. Όποιες ιδιορρυθμίες & αν παρουσιάζει ο
Χένρι Γκους ως συλλέκτης παράξενων αντικειμένων, πιστεύω
ότι ο δρ Γκους είναι υποδειγματικός θεραπευτής & ελπίζω
ολόψυχα, αν & ιδιοτελώς, ότι ο Χένρι θα δώσει καταφατική
απάντηση στην πρόταση του καπετάνιου.

Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου–
Καταφεύγω στο ημερολόγιό μου ωσάν καθολικός σε
εξομολογητή. Οι μελανιές μου επιμένουν ότι αυτές οι
αλλόκοτες πέντε τελευταίες ώρες δεν ήταν παραληρηματικό
δημιούργημα της Πάθησής μου, αλλά πραγματικά συμβάντα.
Θα περιγράψω τι με βρήκε σήμερα, μένοντας κατά το δυνατόν
πιστός στα γεγονότα.
Σήμερα το πρωί, ο Χένρι επισκέφτηκε για άλλη μια φορά την
καλύβα της χήρας Μπράιντεν για να διορθώσει τον νάρθηκά
της & να ξαναβάλει κατάπλασμα. Αντί να υποκύψω στην
αδράνεια, αποφάσισα να ανέβω έναν ψηλό λόφο βορινά του
Όσιαν Μπέι, γνωστό ως Κόνικαλ Τορ, το μεγάλο υψόμετρο του
οποίου υπόσχεται την καλύτερη θέα της «απάτητης» πλευράς
της νήσου Τσάταμ. (Ο Χένρι, άνθρωπος μεγαλύτερος στα
χρόνια, παραείναι μυαλωμένος για να πεζοπορεί σε
αχαρτογράφητα νησιά κατοικημένα από κανίβαλους.) Ο
ασθενικός χείμαρρος που ποτίζει το Όσιαν Μπέι με οδήγησε
αναπόταμα, μέσα από βαλτώδη βοσκοτόπια & πλαγιές γεμάτες
πρέμνα, σε παρθένο δάσος τόσο σάπιο, κομπιασμένο &
μπερδεμένο, που υποχρεώθηκα να αναρριχηθώ ωσάν
ουρακοτάγκος! Αίφνης άρχισε μια καταιγιστική χαλαζόπτωση,
η οποία γέμισε το δάσος με ξέφρενες τυμπανοκρουσίες &
τέλειωσε απότομα. Είδα έναν «μαυρολαίμη καλόγιαννο» του
οποίου το φτέρωμα ήταν μαύρο σαν τη νύχτα & του οποίου η
ημεράδα ελάχιστα απείχε απ’ την περιφρόνηση. Ένα αθέατο
τούι6 έπιασε το τραγούδι, η φουντωμένη φαντασία μου όμως
του έδωσε ανθρώπινη λαλιά: «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού!»
φώναζε ενώ φτερούγιζε σ’ έναν λαβύρινθο από μπουμπούκια,
κλαράκια & αγκάθια. «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού!» Έπειτα από
μια εξουθενωτική αναρρίχηση, κατέκτησα την κορυφή,
ξεσχισμένος & γρατζουνισμένος στις πού να ξέρω τι ώρα,
καθώς αμέλησα να κουρδίσω το ρολόι μου χθες βράδυ. Η
πυκνή ομίχλη που κατατρύχει τούτες τις νήσους (το
αβοριγινικό όνομα «Ρεκόχου», μας ενημερώνει ο κύριος Ντ’
Άρνοκ, σημαίνει « Ήλιος της Ομίχλης») είχε κατέλθει ενόσω
εγώ ανερχόμουν, έτσι το πολύτιμό μου πανόραμα δεν ήταν
παρά δεντροκορφές που χάνονταν στην ανασταλαγιά. Μίζερη
ανταμοιβή για τον μόχθο μου, πράγματι.
Η «κορυφή» του Κόνικαλ Τορ ήταν ένας κρατήρας, λίγες
δρασκελιές στη διάμετρο, που περικύκλωνε με κατσάβραχα μια
γούβα της οποίας ο πάτος κρυβόταν πολύ κάτω από τα πένθιμα
φυλλώματα μιας γρόσας,7 αν όχι παραπάνω, δέντρων κόπι.8 Δεν
θα ήθελα να εξερευνήσω τα βάθη της χωρίς τη βοήθεια
σχοινιών & αξίνας. Έκανα τον κύκλο του χείλους του κρατήρα,
αναζητώντας ένα πιο βατό μονοπάτι για να επιστρέψω στο
Όσιαν Μπέι, όταν ένα αναπάντεχο χρουους! με έριξε κατάχαμα:
ο νους απεχθάνεται το κενό & συνηθίζει να το γεμίζει με
φαντάσματα, επομένως πρώτα είδα έναν αγριόχοιρο να ορμάει,
έπειτα έναν Μαορί πολεμιστή, με υψωμένο το δόρυ, με το
πρόσωπό του χαραγμένο από το πατρογονικό μίσος της φυλής
του.
Ήταν απλώς ένα άλμπατρος, που έσχιζε με τα φτερά του τον
αέρα σαν ιστιοφόρο. Το κοίταζα όπως χανόταν ξανά στη
διάφανη ομίχλη. Απείχα μια γεμάτη γιάρδα από το χείλος του
κρατήρα αλλά, προς φρίκη μου, το χώμα από κάτω μου
διαλύθηκε σαν αρνίσια πέτσα – δεν στεκόμουν σε στέρεο
έδαφος αλλά σε ένα έπαρμα! Έπεσα μπρούμυτα, αρπάζοντας
κάτι χορτάρια μέσα στην απελπισία μου, αυτά όμως κόπηκαν
στα δάχτυλά μου & άρχισα να πέφτω, ανδρείκελο ριγμένο σε
πηγάδι! Θυμάμαι να στροβιλίζομαι στο κενό, να φωνάζω &
κλαριά να μου γρατζουνάνε τα μάτια, να κατρακυλώ & το
πανωφόρι μου να σκαλώνει & να σχίζεται· τη γη να ανοίγει· την
προσμονή του πόνου· μια επιτακτική, άμορφη έκκληση για
βοήθεια· έναν θάμνο να επιβραδύνει, αλλά να μη διακόπτει την
κάθοδό μου & μια απέλπιδα προσπάθεια να ανακτήσω την
ισορροπία μου –μια ολίσθηση–, τέλος μια στεριά να ορμάει
καταπάνω μου. Η πρόσκρουση με άφησε αναίσθητο.
Σε νεφελώδη παπλώματα & θερινά μαξιλάρια κειτόμουν, σε
μια κρεβατοκάμαρα στο Σαν Φρανσίσκο όμοια με τη δική μου.
Ένας νανόσωμος υπηρέτης είπε «Είσαι πολύ ανόητο παιδί,
Άνταμ». Μπήκαν η Τίλντα & ο Τζάκσον, όταν όμως έκανα να
εκφράσω την αγαλλίασή μου, από το στόμα μου δεν ξεχύθηκαν
αγγλικά, αλλά τα τραχιά γκαρίσματα μιας ινδιάνικης φυλής! Η
σύζυγος & ο γιος μου ντροπιασμένοι ανέβηκαν σε μια άμαξα.
Έτρεξα ξοπίσω τους, σε μια προσπάθεια να λύσω την
παρεξήγηση τούτη, η άμαξα όμως χάθηκε στο βάθος ώσπου
ξύπνησα σε κατάφυτο λυκόφως & μια σιωπή ηχηρή &
ακατάλυτη. Οι μελανιές, οι εκδορές, οι μύες & τα άκρα μου
γκρίνιαζαν σαν δυσαρεστημένοι διάδικοι σε δικαστήριο.
Ένα στρώμα από βρύα & χώμα, απλωμένο σ’ εκείνη τη
σκοτεινή κοιλότητα από τη δεύτερη μέρα της Δημιουργίας, μου
είχε σώσει τη ζωή. Τα μέλη μου τα φύλαξαν Άγγελοι, διότι, αν
είχα σπάσει ένα έστω χέρι ή πόδι, ακόμη εκεί θα ήμουν,
ανήμπορος να βγω, & θα περίμενα τον θάνατο απ’ τα στοιχεία
της φύσης ή τα νύχια των θεριών. Όταν ξανασηκώθηκα & είδα
πόσο είχα γλιστρήσει & πέσει (ίσα με τουρκέτο στο ύψος) χωρίς
να τραυματιστώ σοβαρά, ευχαρίστησα τον Κύριό μας για τη
σωτηρία μου, καθότι όντως, ἐν θλίψει ἐπεκαλέσω με, & ἐῤῥυσάμην
σε· ἐπήκουσά σου ἐν ἀποκρύφῳ καταιγίδος.
Τα μάτια μου συνήθισαν το μισοσκόταδο & αποκάλυψαν ένα
θέαμα αλησμόνητο, τρομακτικό & μεγαλειώδες συνάμα. Ένα
στην αρχή, έπειτα δέκα, έπειτα εκατοντάδες πρόσωπα
ξεπρόβαλαν στο αιώνιο μισόφως, σκαλισμένα από τους
ειδωλολάτρες στον φλοιό, θαρρείς πνεύματα του δάσους
μαρμαρωμένα από στυγνό γητευτή. Επίθετα να περιγράψουν
καταλλήλως τη φυλή αυτή των βασιλίσκων δεν υπάρχουν!
Μόνο τα άψυχα δύνανται τόση ζωντάνια. Διέτρεξα με τους
αντίχειρες τις φριχτές τους όψεις. Είμαι βέβαιος, ήμουν ο
πρώτος Λευκός στο μαυσωλείο εκείνο από τις προϊστορικές του
απαρχές. Το νεότερο δενδρόγλυφο είναι, μάλλον, δέκα ετών,
αλλά τα παλαιότερα, που διαστέλλονται καθώς τα δέντρα
μεγαλώνουν, είχαν χαραχτεί από απίστους των οποίων & τα
πνεύματα ακόμα έχουν προ πολλού χαθεί. Τέτοια αρχαιότητα
σίγουρα υποδείκνυε τα χέρια των Μοριορί του κυρίου Ντ’
Άρνοκ.
Περνούσε η ώρα στον στοιχειωμένο εκείνο τόπο & γύρευα
πώς να επιτύχω την απόδρασή μου, ενθαρρυμένος από τη
γνώση ότι οι δημιουργοί των «δεντρικών γλυπτών» πρέπει να
εξέρχονται τακτικά από τον ίδιο ακριβώς λάκκο. Το ένα
τοίχωμα φαινόταν λιγότερο απότομο από τα υπόλοιπα, & ινώδη
αναρριχητικά πρόσφεραν μιας λογής «αρματωσιά».
Προετοιμαζόμουν για την αναρρίχηση όταν πρόσεξα έναν
αινιγματικό «βόμβο». «Τις ει;» φώναξα (πράξη απερίσκεπτη για
άοπλο Λευκό καταπατητή παγανιστικού ναού). «Φανερώσου!»
Τις λέξεις μου & την ηχώ τους τις κατάπιε η σιωπή & με
περιγελούσε. Η Πάθησή μου σάλεψε στον σπλήνα μου. Την
πηγή του «βόμβου» την εντόπισα σε ένα σύννεφο μύγες που
περιστρέφονταν γύρω από μια προεξοχή παλουκωμένη σε ένα
σπασμένο κλαδί. Σκάλισα το εξόγκωμα με μια βέργα &
κόντεψα ν’ αναγουλιάσω, διότι ήταν κάτι βρομερά εντόσθια.
Έκανα να φύγω αλλά το καθήκον με υποχρέωνε να διαλύσω μια
σκοτεινή υποψία ότι σ’ εκείνο το δέντρο κρεμόταν μια
ανθρώπινη καρδιά. Σκέπασα τη μύτη & το στόμα μου με το
μαντίλι &, με τη βέργα μου, ακούμπησα μια αποκομμένη
κοιλία. Το όργανο παλλόταν σαν ζωντανό! & η Πάθησή μου
έστειλε ρίγη στη ραχοκοκαλιά μου! Ωσάν σε όνειρο (δεν ήταν
όμως!), μια διάφανη σαλαμάνδρα βγήκε απ’ το κουφάρι &
άρχισε να σκαρφαλώνει στη βέργα προς το χέρι μου! Πέταξα τη
βέργα πέρα & δεν είδα πού χάθηκε η σαλαμάνδρα. Στο αίμα
μου κυλούσε τρόμος & έσπευσα να επιτύχω την απόδρασή μου.
Ευκολότερο να το γράφεις από το να το κάνεις, διότι, αν είχα
γλιστρήσει & ξαναπέσει από εκείνα τα ιλιγγιώδη τοιχώματα, η
τύχη μου ίσως να μην είχε απαλύνει την πτώση μου για
δεύτερη φορά, βρήκα όμως πατήματα λαξευμένα στον βράχο &
με τη χάρη του Θεού έφτασα στο χείλος του κρατήρα δίχως
αναποδιές.
Όταν γύρισα στο ζοφερό νέφος, λαχταρούσα την παρουσία
ανθρώπων της δικής μου απόχρωσης, ναι, ακόμα & των
άξεστων ναυτών του Μουσκέτου, & κίνησα ευθύς προς νότια,
έτσι ήλπιζα, κατεύθυνση. Η αρχική μου βούληση να αναφέρω
όσα είχα δει (δεν θα έπρεπε, οπωσδήποτε, ο κύριος Γουόκερ, ο
de facto, αν όχι & de jure, πρόξενος να ενημερωθεί για την
κλοπή μιας ανθρώπινης καρδιάς;) εξασθενούσε όσο πλησίαζα
το Όσιαν Μπέι. Ακόμη δεν έχω αποφασίσει τι να αναφέρω & σε
ποιον. Η καρδιά πιθανότατα ήταν χοίρου, ή προβάτου,
οπωσδήποτε. Η προοπτική να κόψουν τα δέντρα & να
πουλήσουν τα δενδρόγλυφα σε συλλέκτες ο Γουόκερ & το
σινάφι του βαραίνει τη συνείδησή μου. Ίσως γίνομαι
υπερευαίσθητος, δεν θέλω όμως να προκαλέσω τον ύστατο
βιασμό των Μοριορί.9

Βράδυ–
Ο Σταυρός του Νότου είχε ξεπροβάλει στον ουρανό πριν
επιστρέψει ο Χένρι στο Μουσκέτο, αφού τον είχαν καθυστερήσει
& άλλοι νησιώτες που ήθελαν να συμβουλευτούν τον
«Θεραπευτή της Χήρας Μπράιντεν» για την καταρροή, την
τροπική μόρωση & την υδρωπικία τους. «Άμα ήταν δολάρια οι
πατάτες» είπε λυπημένος ο φίλος μου, «θα ήμουν πιο πλούσιος
από τον Ναβουχοδονόσορα!». Τον ανησύχησε το (κατά πολύ
λογοκριμένο) πάθημά μου στο Κόνικαλ Τορ & επέμεινε να
εξετάσει τα τραύματά μου. Νωρίτερα είχα πείσει την Ινδιάνα
υπηρέτρια να μου γεμίσει την μπανιέρα, απ’ όπου βγήκα πολύ
αναζωογονημένος. Ο Χένρι μου δώρισε ένα βάζο βάλσαμο για
τις φλεγμονές μου & δεν δέχτηκε να πάρει δεκάρα γι’ αυτό.
Φοβούμενος ότι αυτή μπορεί να ήταν η τελευταία μου ευκαιρία
να συμβουλευτώ έναν προικισμένο γιατρό (ο Χένρι σκοπεύει ν’
αρνηθεί την πρόταση του καπετάνιου Μολινό), του
εξομολογήθηκα τους φόβους μου σχετικά με την Πάθησή μου.
Με άκουσε ήρεμα & ρώτησε για τη συχνότητα & τη διάρ­κεια
των κρίσεών μου. Ο Χένρι λυπόταν που δεν είχε τον χρόνο &
τον εξοπλισμό για μια πλήρη διάγνωση, συνέστησε όμως, όταν
επιστρέψω στο Σαν Φρανσίσκο, να βρω επειγόντως έναν ειδικό
στα τροπικά παράσιτα. (Δεν βρήκα το κουράγιο να του πω ότι
τέτοιοι δεν υπάρχουν.)
Δεν έχω ύπνο.

Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου–
Ανοίγουμε πανιά με τη μαρέα το πρωί. Για άλλη μια φορά
βρίσκομαι επί της Προφήτιδας, όμως μου είναι αδύνατον να
υποκριθώ πως χαίρομαι που γύρισα. Στο φέρετρό μου τώρα
βρίσκονται τρεις μεγάλες κουλούρες πρυμάτσα, τις οποίες
πρέπει να σκαρφαλώνω για να πηγαίνω στην κουκέτα μου,
διότι απ’ το πάτωμα δεν φαίνεται μήτε εκατοστό. Ο κύριος Ντ’
Άρνοκ πούλησε μισή ντουζίνα βαρέλια με διάφορες προμήθειες
στον ναύκληρο & ένα τόπι κανναβάτσο (προς μεγάλη
αποστροφή του Γουόκερ). Ήρθε στο πλοίο για να επιβλέψει την
παράδοσή τους & να εισπράξει την αμοιβή του αυτοπροσώπως
& να με αποχαιρετήσει. Στο φέρετρό μου ήμασταν ο ένας πάνω
στον άλλο, οπότε ανεβήκαμε στην κουβέρτα μιας & η βραδιά
ήταν γλυκιά. Αφού συζητήσαμε ποικίλα θέματα, δώσαμε τα
χέρια & κατέβηκε στη γολέτα του που περίμενε, επανδρωμένη
με δυο επιδέξιους νεαρούς μιγάδες υπηρέτες.
Από τον κύριο Ρόντρικ δεν βρίσκω συμπόνια στο αίτημά μου
να μετακινηθεί αλλού η ενοχλητική πρυμάτσα, διότι είναι
υποχρεωμένος να αφήσει την ιδιαίτερη καμπίνα του (για τον
λόγο που θα αναφερθεί παρακάτω) & να μετακομίσει στο
καμπούνι με τους κοινούς ναυτικούς, των οποίων ο αριθμός
έχει αυξηθεί κατά πέντε Καστιλλιάνους στρατολογημένους
λάθρα από το σπανιόλικο που ήταν αγκυροβολημένο στον
κόλπο. Ο καπετάνιος τους ήταν μια Ερινύα προσωποποιη­μένη,
παρεκτός ωστόσο & κηρύξει πόλεμο εναντίον της Προφήτιδας –
μάχη στην οποία σίγουρα θα φάει τα μούτρα του, αφού
κυβερνά έναν σκυλοπνίχτη–, δεν μπορεί να κάνει & πολλά πέρα
απ’ το να ευχαριστεί τον άγιό του που ο καπετάνιος Μολινό δεν
είχε ανάγκη & άλλους λιποτάκτες. & μόνο οι λέξεις
«Προορισμός Καλιφόρνια» είναι πασπαλισμένες με χρυσό &
προσελκύουν τους ανθρώπους κατά κει όπως προσελκύει η
λάμπα τις νυχτοπεταλούδες. Αυτοί οι πέντε αντικαθιστούν τους
δύο που λιποτάκτησαν στο Μπέι Οβ Άιλαντς & τους άντρες που
χάθηκαν στην τρικυμία, ακόμη όμως μας λείπουν αρκετοί για
να συμπληρωθεί το πλήρωμα. Ο Φίνμπαρ μου λέει ότι οι άντρες
γκρινιάζουν για τη νέα αυτή διευθέτηση επειδή, με τον κύριο
Ρόντρικ εγκατεστημένο στο καμπούνι τους, δεν μπορούν να
λένε ανεμπόδιστα τα δικά τους όταν πίνουν.
Η μοίρα με αποζημίωσε θαυμάσια. Αφού πλήρωσα τον
ληστρικό λογαριασμό του Γουόκερ (ούτε δεκάρα δεν έδωσα
φιλοδώρημα σ’ εκείνο το κουμάσι), εκεί που ετοίμαζα το
ξύλινο σεντούκι μου μπήκε ο Χένρι & με χαιρέτησε ως εξής:
«Καλημέρα, συγκάραβε!». Ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές
μου! Ο Χένρι δέχτηκε το πόστο του γιατρού του πλοίου & δεν
είμαι πια μόνος μου σε τούτο τον πλωτό στάβλο. Ο μέσος
ναύτης είναι τέτοιο κακότροπο μουλάρι ώστε, αντί για
ευγνωμοσύνη που θα υπάρχει διαθέσιμος γιατρός να δένει τα
σπασμένα άκρα τους & να φροντίζει τις λοιμώξεις τους, τους
παίρνει το αυτί σου να γκρινιάζουν: «Τι είμαστε εμείς που θα
έχουμε στο πλοίο γιατρό που δεν μπορεί να περπατήσει στο
μπομπρέσο; Βασιλικό σκάφος;».10
Οφείλω να ομολογήσω μια δόση πίκας που ο καπετάνιος
Μολινό προσέφερε σε έναν κύριο που πληρώνει τον ναύλο του,
όπως εγώ, μια τόσο οικτρή κουκέτα, όταν εξαρχής είχε στη
διάθεσή του πιο ευρύχωρη καμπίνα. Μεγαλύτερη σημασία,
ωστόσο, έχει το ότι ο Χένρι υποσχέθηκε να αξιοποιήσει τα
περίφημα χαρίσματά του για να διαγνώσει την Πάθησή μου
μόλις ξανοιχτούμε στη θάλασσα. Η ανακούφισή μου δεν
περιγράφεται.

Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου–
Βγήκαμε στ’ ανοιχτά το χάραμα, παρότι για τους ναυτικούς η
Παρασκευή είναι τραγοπόδαρη. (Ο καπετάνιος Μολινό
γρυλίζει: «Οι προλήψεις, οι άγιες μέρες & τ’ άλλα άτιμα
μικροπράγματα είναι θαυμάσια διασκέδαση για τίποτα
καθολικές ψαροπώλισσες, η δική μου δουλειά όμως είναι να
βγάλω κέρδος!».) Ο Χένρι & εγώ δεν ανεβήκαμε στην
κουβέρτα, αφού όλοι οι ναύτες ασχολούνταν με την αρματωσιά
& o νοτιάς φέρνει φουρτούνα· το πλοίο μάς κούνησε γερά χθες
το βράδυ & εξακολουθεί & σήμερα. Περάσαμε τη μισή μέρα
βάζοντας σε τάξη το φαρμακείο του Χένρι. Εκτός από τα
μαραφέτια ενός σύγχρονου γιατρού, ο φίλος μου διαθέτει
πολλούς έγκριτους τόμους, στην αγγλική, τη λατινική & τη
γερμανική. Σ’ ένα κουτί βρίσκεται μια «γκάμα» σκόνες σε
βουλωμένες φιάλες με ελληνικές επιγραφές. Αυτές τις
αναμειγνύει για να φτιάξει διάφορα χάπια & επαλείμματα.
Κοιτάξαμε απ’ το κουβούσι κατά το μεσημέρι & τα Τσάταμ ήταν
μελανές κηλίδες στον μολυβένιο ορίζοντα, μα τα
σκαμπανεβάσματα & οι κλυδωνισμοί είναι ριψοκίνδυνα για την
ισορροπία ανθρώπων που έχουν κάνει ανάπαυλα μιας
εβδομάδας στη στεριά.

Απόγευμα–
O Tόργκνι, ο Σουηδός, χτύπησε την πόρτα του φερέτρου μου.
Με σάστισμα & περιέργεια για την κρυψίνοιά του, τον
προσκάλεσα να μπει. Κάθισε πάνω σε μια «πυραμίδα» από
πρυμάτσα & ψιθύρισε ότι έφερνε μια πρόταση από μια κλίκα
ναυτών. «Πες μας πού είναι οι καλές οι φλέβες, αυτές που οι
ντόπιοι κρατάτε κρυφές απ’ τους άλλους. Εγώ κι οι δικοί μου
αναλαμβάνουμε το χαμαλίκι. Εσύ απλά θα κάθεσαι & εμείς θα
σου δίνουμε το ένα δέκατο».
Χρειάστηκα μια στιγμή για να καταλάβω ότι ο Τόργκνι
μιλούσε για τα καλιφορνέζικα ορυχεία. Επίκειται, λοιπόν,
ευρεία λιποταξία άπαξ & φτάσει στον προορισμό της η
Προφήτιδα &, το ομολογώ, είμαι με το μέρος των ναυτών! Αφού
το είπα αυτό, ορκίστηκα στον Τόργκνι ότι δεν γνώριζα διόλου
για τα αποθέματα χρυσού, καθώς απουσίαζα το τελευταίο
δωδεκάμηνο, θα του έφτιαχνα όμως δωρεάν έναν χάρτη με τα
φημολογούμενα «Ελντοράντο», & μάλιστα μετά χαράς. Ο
Τόργκνι συμφώνησε. Σε ένα φύλλο που έσχισα απ’ αυτό εδώ το
ημερολόγιο, είχα αρχίσει να σχεδιάζω ένα διάγραμμα του
Σοσαλίτο, της Μπενέτσια, του Στανισλάους, του Σακραμέντο
&λπ, όταν μίλησε μια κακόβουλη φωνή. «Το ρίξαμε στους
χρησμούς, ε, κύριε Καλαμαροψώλη;»
Δεν είχαμε ακούσει τον Μπουρχάαβε να κατεβαίνει τη σκάλα
& να ανοίγει την πόρτα! Ο Τόργκνι έβγαλε μια ανάστατη φωνή,
προδίδοντας την ενοχή του στη στιγμή. «Τι δουλειά,
παρακαλώ» συνέχισε o ύπαρχος, «τι δουλειά έχεις με τον
επιβάτη μας εσύ, ρε σουηδική καντήλα;». Ο Τόργκνι είχε
μείνει άφωνος, εγώ όμως δεν εννοούσα να υποταχθώ & είπα
στον νταή ότι περιέγραφα τα «αξιοθέατα» της πόλης μου, για
να τα χαρεί ο Τόργκνι στην άδεια εξόδου του.
Ο Μπουρχάαβε ύψωσε τα φρύδια. «Δίνετε & άδειες εξόδου
τώρα; Τι άλλα καινούργια θα ακούσουνε τα γέρικα αυτιά μου...
Το χαρτί, κύριε Γιούιν, αν έχετε την ευχαρίστηση». Δεν είχα
την ευχαρίστηση. Ο Ολλανδός δεν είχε καμιά δουλειά να
επιτάξει το δώρο μου προς τον ναύτη. «A, με συγχωρείτε,
κύριε Γιούιν. Τόργκνι, πάρε το δώρο σου». Δεν είχα άλλη
επιλογή από το να το δώσω στον αποκαρδιωμένο Σουη­δό. Ο
κύριος Μπουρχάαβε είπε «Τόργκνι, δώσε μου το δώρο σου
αμέσως ή, μα τις φωτιές της Κόλασης, θα μετανιώσεις που σε
πέταξε η μάνα σου από το… [ζαρώνει η πένα μου όταν πάει να
καταγράψει την προστυχιά του]». O καταντροπιασμένος
Σουηδός συμμορφώθηκε.
«Άκρως επιμορφωτικό» σχολίασε ο Μπουρχάαβε, κοιτάζοντας
τη χαρτογραφία μου. «Ο καπετάνιος θα χαρεί πολύ όταν μάθει
τις επίπονες προσπάθειες που καταβάλλετε για να βοηθήσετε
τους ψωροναύτες μας, κύριε Γιούιν. Τόργκνι, θα είσαι σκοπιά
στο κατάρτι για είκοσι τέσσερις ώρες. Σαράντα οκτώ έτσι & σε
δουν να βάζεις στο στόμα σου φαΐ ή πιοτί. Άμα διψάσεις να
πιεις το κάτ—ό σου». Ο Τόργκνι έφυγε αλλά ο ύπαρχος δεν είχε
τελειώσει μαζί μου. «Στα νερά αυτά έχει καρχαρίες, κύριε
Καλαμαροψώλη. Ακολουθούν τα καράβια για νόστιμα
ξεβράσματα, αληθεύει. Μια φορά είδα έναν να τρώει έναν
επιβάτη. Όπως & εσείς, έτσι & εκείνος αμελούσε να φροντίσει
την ασφάλειά του, & έπεσε στη θάλασσα. Ακούσαμε τα
ουρλιαχτά του. Οι λευκοί καρχαρίες παίζουν με το γεύμα τους,
το ροκανίζουν σιγά σιγά, ένα πόδι εδώ, μια δαγκωνίτσα εκεί, &
αυτός ο δύστυχος μπ—ς έζησε περισσότερο απ’ όσο θα
πιστεύατε. Σκεφτείτε το». Έκλεισε την πόρτα του φερέτρου
μου. Ο Μπουρχάαβε, όπως κάθε νταής & τύραννος,
περηφανεύεται γι’ αυτό ακριβώς το μίσος που τον κάνει
διαβόητο.

Σάββατο, 16 Νοεμβρίου–
Οι Μοίρες μου επέφεραν την πιο δυσάρεστη εμπειρία του
ταξιδιού μου ως τώρα! Ένας ίσκιος από το παλιό Ρεκόχου έριξε
εμένα, που μόνα μου ποθούμενα είναι η ησυχία & η
διακριτικότητα, σε έναν κύφωνα καχυποψίας &
κουτσομπολιού! Ωστόσο, δεν είμαι ένοχος καμιάς κατηγορίας
πέραν της χριστιανικής ευπιστίας & της ανελέητης κακοτυχίας
μου! Έχει περάσει ένας μήνας ακριβώς απ’ όταν σαλπάραμε
από τη Νέα Νότια Ουαλία & έγραφα αυτή την αισιόδοξη
πρόταση: «Προσδοκώ ένα αδιάφορο & μονότονο ταξίδι». Πώς
με χλευάζει η σημείωση ετούτη! Ποτέ δεν θα ξεχάσω τις
τελευταίες δεκαοκτώ ώρες, εφόσον όμως μήτε να κοιμηθώ
μήτε να σκεφτώ μπορώ (& o Χένρι έχει τώρα ξαπλώσει), η μόνη
μου διαφυγή από την αϋπνία είναι να καταριέμαι την Τύχη μου
σε αυτές τις συμπονετικές σελίδες.
Χθες βράδυ αποσύρθηκα στο φέρετρό μου «ξεθεωμένος».
Αφού προσευχήθηκα, έσβησα τη λάμπα μου &, νανουρισμένος
από τις μυριάδες φωνές του καραβιού, έπεσα στα ρηχά του
ύπνου όταν μια βραχνή φωνή, μέσα στο φέρετρό μου!, με έκανε
να ξυπνήσω με μάτια ορθάνοιχτα & σκιαγμένος! «Κύριο Γιούιν»
θερμοπαρακάλεσε ο επιτακτικός ετούτος ψίθυρος, «Μη φόβο –
κύριο Γιούιν–, όχι κακό, όχι φωνή, παρακαλώ, κύριο».
Πετάχτηκα άθελά μου & κοπάνησα το κεφάλι μου στον
μπουλμέ. Στις δίδυμες κεχριμπαρένιες αναλαμπές του φωτός
από την κακοβαλμένη πόρτα μου & του αστρόφωτος από το
φινιστρίνι μου, είδα ένα φιδίσιο κομμάτι πρυμάτσα να
ξετυλίγεται & μια μαύρη φιγούρα να ελευθερώνεται σαν τους
νεκρούς στα ύστερα του κόσμου! Ένα δυνατό χέρι φάνηκε να
διαπλέει τη σκοτεινιά & σκέπασε το στόμα μου προτού
προλάβω να ξεφωνίσω! Ο επιτιθέμενος μου ψιθύρισε, «Κύριο
Γιούιν, όχι κακό, όχι κίνδυνο – φίλος του κύριου Ντ’ Άρνοκ –
αυτός χριστιανός – παρακαλώ, ήσυχα!».
Η λογική, επιτέλους, αντιτάχθηκε στον φόβο μου. Στο
δωμάτιό μου κρυβόταν άνθρωπος, όχι πνεύμα. Αν ήθελε να
μου κόψει τον λαιμό για το καπέλο, τα παπούτσια & το
εγγραφοκιβώτιό μου, θα ήμουν ήδη νεκρός. Αν ο
δεσμοφύλακάς μου ήταν λαθρεπιβάτης, ε, τότε κινδύνευε η
δική του ζωή, όχι η δική μου. Από την ακατέργαστη μιλιά του,
την αχνή του σιλουέτα & τη μυρωδιά του, ψυχανεμίστηκα ότι ο
λαθρεπιβάτης ήταν Ινδιάνος, μόνος του σε ένα σκάφος με
πενήντα Λευκούς. Πολύ καλά. Κούνησα το κεφάλι, σιγά σιγά,
για να δείξω ότι δεν θα έβγαζα φωνή.
Το επιφυλακτικό χέρι άφησε το στόμα μου. «Με λένε
Αουτούα» είπε. «Ξέρεις με, βλέπεις με – λυπάσαι με». Ρώτησα
τι ήταν αυτά που έλεγε. «Μαορί βουρδουλίζουν με – βλέπεις».
Η μνήμη μου υπερνίκησε την παραδοξότητα της θέσης μου &
ανακάλεσα τον Μοριορί όπως τον μαστίγωνε ο «Βασιλιάς με τις
Σαύρες». Αυτό τον ενθάρρυνε. «Εσύ καλός άνθρωπος – κύριος
Ντ’ Άρνοκ λέει εσύ καλός άνθρωπος – κρύψει με σε καμπίνα
σου χθες βράδυ – δραπετεύω – βοήθεια, κύριο Γιούιν». Τώρα
απ’ τα χείλη μου βγήκε ένα βογκητό! & το χέρι του μου
ξανάκλεισε το στόμα. «Άμα όχι βοήθεια – εγώ θανάσιμο
μπελά».
Μεγάλη αλήθεια είπες, δυστυχώς, σκέφτηκα, &
επιπροσθέτως θα με πάρεις & εμένα στον λαιμό σου, εκτός &
αν πείσω τον καπετάνιο Μολινό για την αθωότητά μου!
( Έβραζα από πικρία για την πράξη του Ντ’ Άρνοκ, & ακόμη
βράζω. Να κάτσει εκείνος να ασχολείται με τους «ευγενείς
σκοπούς του» & να αφήσει τους αθώους παρατυχόντες στην
ησυχία τους!) Είπα στον λαθρεπιβάτη ότι ήταν ήδη σε
«θανάσιμο μπελά». Η Προφήτιδα ήταν εμπορικό σκάφος & όχι
«υπόγειος σιδηρόδρομος»11 για διασωθέντες σκλάβους.
«Εγώ έμπειρος ναυτικός!» επέμενε ο Μαύρος. «Δουλεύω για
ταξίδι!» Καλά όλα αυτά, του είπα (διόλου πεπεισμένος από τον
ισχυρισμό του ότι ήταν έμπειρος ναυτικός) & τον παρότρυνα να
παραδοθεί πάραυτα στο έλεος του καπετάνιου. «Όχι! Όχι
ακούσουν. Κολύμπα μέχρι σπίτι σου, α—η, λένε, & πετάνε σε
θάλασσα! Νόμος είσαι, έτσι; Εσύ πας, μιλάς, εγώ μένω,
κρύβομαι! Σε παρακαλώ. Καπετάνιος ακούει σε, κύριο Γιούιν.
Παρακαλώ σε».
Μάταια προσπάθησα να τον πείσω ότι δεν υπήρχε
μεσολαβητής λιγότερο ευνοούμενος στην αυλή του κυρίου
Μολινό από τον γιάνκη, τον Άνταμ Γιούιν. Η περιπέτεια του
Μοριορί ήταν ολοδική του & δεν ήθελα ρόλο σε αυτή. Το χέρι
του βρήκε το δικό μου & προς μεγάλη μου σύγχυση μου έβαλε
στα δάχτυλα τη λαβή ενός στιλέτου. Το αίτημά του ήταν
ζοφερό & ανένδοτο. «Τότε σκοτώνεις». Με μια φρικτή γαλήνη
& σιγουριά πίεσε την αιχμή του στιλέτου στον λαιμό του. Είπα
στον Ινδιάνο ότι ήταν τρελός. «Όχι τρελός, εσύ όχι βοηθάς,
τότε σκοτώνεις, ίδιο πράμα. Έτσι είναι, ξέρεις το». (Τον
θερμοπαρακάλεσα να συγκρατηθεί & να μιλάει σιγανά.) «Οπότε
σκοτώνεις. Πες τους έκανα επίθεση, & σκοτώνεις με. Όχι φάνε
με ψάρια, κύριο Γιούιν. Καλύτερα πεθάνω εδώ».
Με μια κατάρα για τη συνείδησή μου, δύο για την τύχη μου &
τρεις για τον κύριο Ντ’ Άρνοκ, τον πρόσταξα να κρύψει το
μαχαίρι του &, για όνομα του Θεού, να μαζευτεί μην & τον
ακούσει κανένας από το τσούρμο & έρθει. Υποσχέθηκα να
προσεγγίσω τον καπετάνιο στο πρόγευμα, διότι η διακοπή του
ύπνου του απλώς θα καταδίκαζε το εγχείρημα. Αυτό
ικανοποίησε τον λαθρεπιβάτη & με ευχαρίστησε. Ξαναχώθηκε
στις κουλούρες του σχοινιού & με άφησε με το σχεδόν
ακατόρθωτο έργο να καταστρώσω επιχειρηματολογία για έναν
Αβορίγινα λαθρεπιβάτη σε μια εγγλέζικη σκούνα χωρίς να
κηλιδώσω ως συνωμότη αυτόν που τον ανακάλυψε &
συγκατοικεί μαζί του στην ίδια καμπίνα. Η ανάσα του αγρίου
με πληροφόρησε ότι κοιμόταν. Μπήκα στον πειρασμό να τρέξω
στην πόρτα & να φωνάξω βοήθεια, ενώπιον του Θεού όμως ο
λόγος μου, ακόμα & σ’ έναν Ινδιάνο, ήταν δεσμευτικός.
Η κακοφωνία των ξύλων που έτριζαν, των καταρτιών που
ταλαντεύονταν, των σχοινιών που τεντώνονταν, του
καραβόπανου που χτυπιόταν, των βημάτων στις κουβέρτες,
των κατσικιών που βέλαζαν, των αρουραίων που έτρεχαν, των
αντλιών που κοπανούσαν, της καμπάνας για την αλλαγή της
βάρδιας, των συμπλοκών & του γέλιου από το καμπούνι, των
προσταγών, των τραγουδιών12 & της αιώνιας επικράτειας της
Τηθύος· όλα τούτα με νανούριζαν όσο λογάριαζα πώς θα έπειθα
τον καπετάνιο Μολινό για την αθωότητά μου ως προς την
πλεκτάνη του κυρίου Ντ’ Άρνοκ (πλέον, περισσότερο από
ποτέ, θα πρέπει να επαγρυπνώ να μη διαβαστεί αυτό το
ημερολόγιο από μάτια εχθρικά), όταν μια τσιρίδα, που
ξεκίνησε από μακριά αλλά πέταξε πιο κοντά γρήγορη σαν το
βέλος, βουβάθηκε στην κουβέρτα, λίγα εκατοστά ψηλότερα
αποκεί που βρισκόμουν.
Οποία φρικτή αματαιότης! Έμεινα πρηνής, κατασαστισμένος
& παγωμένος, χωρίς ούτε ανάσα να παίρνω. Φωνές μακρινές &
κοντινές ακούστηκαν, ποδοβολητά πλησίασαν & απλώθηκε
ένας συναγερμός: «Ξυπνήστε τον δόκτορα Γκους».
«Φουκαράς πέσει από ξάρτια, πεθάνει» ψιθύρισε ο Ινδιάνος
εκεί που σηκωνόμουν να πάω να δω τι γινόταν. «Δεν μπορείς
τίποτα, κύριο Γιούιν». Tον πρόσταξα να μείνει κρυμμένος &
βγήκα τρέχοντας. Θαρρώ ο λαθρεπιβάτης κατάλαβε σε τι
πειρασμό είχα μπει να εκμεταλλευτώ το ατύχημα για να τον
προδώσω.
Το τσούρμο έστεκε γύρω από έναν άντρα σωριασμένο
πρηνηδόν στη βάση του μεσιανού καταρτιού. Στο φως της
κλυδωνιζόμενης λάμπας αναγνώρισα έναν από τους
Καστιλλιάνους. (Παραδέχομαι ότι το πρώτο μου συναίσθημα
ήταν ανακούφιση που έπεσε & πέθανε κάποιος άλλος, όχι ο
Ράφαελ.) Πήρε το αυτί μου τον Ισλανδό να λέει ότι ο νεκρός
είχε κερδίσει στα χαρτιά το αράκ των συμπατριωτών του & το
ήπιε όλο πριν από τη βάρδια του. Ο Χένρι κατέφτασε με τα
νυχτικά του & την ιατρική του τσάντα. Γονάτισε πλάι στην
τσακισμένη μορφή & ψηλάφισε τον σφυγμό, μα κούνησε
αρνητικά το κεφάλι. «Δεν του χρειάζεται γιατρός». Ο κύριος
Ρόντρικ πήρε τις μπότες & τα ρούχα του Καστιλλιάνου για να τα
δημοπρατήσει & ο Μάνκιν έφερε μια παλιολινάτσα για το
πτώμα. (Ο κύριος Μπουρχάαβε θα αφαιρέσει από τα έσοδα της
δημοπρασίας το κόστος της λινάτσας.) Οι ναύτες επέστρεψαν
στο καμπούνι τους ή στα πόστα τους αμίλητοι, κατηφείς έπειτα
από αυτή την υπόμνηση του εύθραυστου της ζωής. Ο Χένρι, ο
κύριος Ρόντρικ & εγώ μείναμε να παρακολουθήσουμε τους
Καστιλλιάνους να τελούν τα καθολικά επιθανάτια έθιμα για τον
συμπατριώτη τους πριν δέσουν τη λινάτσα & ρίξουν το σώμα
του στον βυθό με δάκρυα & θλιβερά adiόs! «Παράφοροι
Λατίνοι» σχολίασε ο Χένρι, & με καληνύχτισε για δεύτερη
φορά. Λαχταρούσα να μοιραστώ με τον φίλο μου το μυστικό
του Ινδιάνου, συγκρατήθηκα όμως, για να μη μολυνθεί από τη
συνέργειά μου.

Ενώ γυρνούσα από τη μελαγχολική σκηνή, είδα το


φεγγοβόλημα μιας λάμπας στο μαγειρείο. Ο Φίνμπαρ κοιμάται
εκεί μέσα «για να διώχνει τους μακρυχέρηδες», είχε όμως &
εκείνος ξυπνήσει απ’ τη νυχτερινή αναστάτωση. Θυμήθηκα ότι
ο λαθρεπιβάτης μπορεί να είχε να φάει μιάμιση μέρα, με φόβο,
διότι σε τι λογής κτηνώδη εξαχρείωση θα μπορούσε να
οδηγηθεί ένας άγριος από την πείνα; Η πράξη μου μπορεί να
απέβαινε εις βάρος μου την επαύριον, είπα όμως στον μάγειρα
ότι μια γερή λιγούρα δεν με άφηνε να κοιμηθώ &
προμηθεύτηκα (στη διπλάσια τιμή της συνήθους, «λόγω του
ακατάλληλου της ώρας») μια πιατέλα ξινολάχανο, λουκάνικο &
ψωμάκια σκληρά σαν οβίδες.
Όταν επέστρεψα στη στενοκοπιά της καμπίνας μου, ο άγριος
με ευχαρίστησε για την καλοσύνη μου & έφαγε το ταπεινό αυτό
φαγητό θαρρείς & ήταν Προεδρικό Δείπνο. Δεν ομολόγησα τα
πραγματικά μου κίνητρα, τουτέστιν, όσο πιο χορτάτο το
στομάχι του, τόσο πιο απίθανο θα ήταν να με φάει, αντιθέτως
τον ρώτησα γιατί μου είχε χαμογελάσει όταν τον μαστίγωναν.
«Πόνος δυνατός, ναι – αλλά μάτια φίλων πιο δυνατά». Του είπα
ότι δεν ξέρει σχεδόν τίποτα για μένα & εγώ δεν ξέρω τίποτα γι’
αυτόν. Έδειξε με τα δάχτυλα τα μάτια του & έδειξε με τα
δάχτυλα τα δικά μου, θαρρείς & εκείνη η χειρονομία διευ­-
κρίνιζε τα πάντα.
Ο άνεμος δυνάμωνε όσο αργοκυλούσε η μεσαία βάρδια,
κάνοντας τα ξύλα να στενάζουν & αναδεύοντας τις θάλασσες &
καταβρέχοντας τα καταστρώματα. Στο φέρετρό μου γρήγορα
άρχισε να στάζει θαλασσόνερο, κυλώντας απ’ τα τοιχώματα &
λεκιάζοντας την κουβέρτα μου. «Θα μπορούσες να διαλέξεις
στεγνότερη κρυψώνα απ’ τη δική μου» ψιθύρισα, για να δω αν
ήταν ξύπνιος ο λαθρεπιβάτης. «Πιο καλύτερα ασφαλής από
στεγνός, κύριο Γιούιν» μουρμούρισε, ξάγρυπνος σαν & μένα.
Γιατί, ρώτησα, τον ξυλοκόπησαν τόσο άγρια στο ινδιάνικο
χωριουδάκι; Απλώθηκε σιωπή. « Έχω γυρίσει κόσμο, άρα κακός
σκλάβος». Για να αποφύγω τη ναυτία τις μίζερες εκείνες ώρες,
ψάρεψα την ιστορία του λαθρεπιβάτη. (Επιπλέον, δεν γίνεται
να αρνηθώ την περιέργειά μου.) Με την παρεφθαρμένη
αγγλική του αφηγήθηκε την ιστορία του σπαστά, έτσι μονάχα
την ουσία της θα επιχειρήσω να καταγράψω εδώ.

Τα πλοία των Λευκών έφεραν σκαμπανεβάσματα στο παλιό


Ρεκόχου, όπως είχε αφηγηθεί ο κύριος Ντ’ Άρνοκ, αλλά &
θαύματα. Κατά τα παιδικά του χρόνια, ο λαθρεπιβάτης μου, ο
Αουτούα, ισχυρίζεται ότι λαχταρούσε να μάθει καλύτερα
αυτούς τους χλωμούς λαούς που έρχονταν από τόπους των
οποίων η ύπαρξη, τον καιρό του παππού του, ανήκε στην
επικράτεια των μύθων. Ο Αουτούα ισχυρίζεται ότι ο πατέρας
του ήταν μεταξύ των ιθαγενών που είχε συναντήσει η ομάδα
του καπετάνιου Μπρόουτον που αποβιβάστηκε στο Σκίρμις
Μπέι, & πέρασε τα νηπιακά του χρόνια ακούγοντας την ιστορία
ξανά & ξανά: για το «Μεγάλο Άλμπατρος» που διέσχιζε το
πρωινό πούσι· τους ζωη­ρόφτερους κι αλλοκοτοβαλμένους
υπηρέτες του που ήρθαν στην ακτή με τα κανό, οι πλάτες τους
γυρισμένες· για τις αρλούμπες των υπηρετών του Άλμπατρος
(κορακίστικα;)· για τον καπνό που εισέπνεαν· για την
αποτρόπαιη παραβίαση εκείνου του ταπού που απαγορεύει
στους ξένους να ακουμπήσουν κανό (όταν συμβαίνει αυτό,
πέφτει κατάρα στο σκάφος & το κάνει αναξιόπλοο, θαρρείς &
το έχει χτυπήσει τσεκούρι)· για τον συνακόλουθο διαπληκτισμό·
για τα «βροντόραβδα» των οποίων η μαγική οργή μπορούσε να
σκοτώσει κάποιον στην άλλη πλευρά της ακτής· & για το ζωηρό
πανί, γαλάζιο σαν τον ωκεανό, λευκό σαν το σύννεφο &
κόκκινο σαν το αίμα, που ύψωσαν οι υπηρέτες σε ένα κοντάρι
πριν γυρίσουν ξανά στο Μεγάλο Άλμπατρος. (Αυτή τη σημαία
την κατέβασαν & την πρόσφεραν σ’ έναν φύλαρχο, που τη
φορούσε με καμάρι ώσπου τον ξέκανε η χοιράδωση.)
Ο Αουτούα είχε έναν θείο, τον Κόχε, που μπάρκαρε μ’ ένα
βοστονέζικο φωκοθηρικό περί το 1825. (Ο λαθρεπιβάτης δεν
είναι βέβαιος για την ακριβή του ηλικία.) Σε τέτοια σκάφη,
τους Μοριορί τους είχαν σε μεγάλη εκτίμηση, διότι στο παλιό
Ρεκόχου οι άντρες «αποδείκνυαν την αξία τους» με τη
φωκοθηρία & τα κολυμβητικά τους κατορθώματα, αντί για την
πολεμική τους ικανότητα. (Για να διεκδικήσουν ταίρι, ως
επιπλέον παράδειγμα, οι νέοι έπρεπε να βουτήξουν στον βυθό
& να αναδυθούν έχοντας από έναν αστακό σε κάθε χέρι & έναν
τρίτο στο στόμα.) Να σημειωθεί ότι νεοανακαλυφθέντες
Πολυνήσιοι γίνονται εύκολη λεία ανήθικων καπετάνιων. Ο
θείος του Αουτούα, ο Κόχε, επέστρεψε πέντε χρόνια αργότερα,
ντυμένος με ρούχα Πάκεχα, με κρίκους στα αυτιά του, ένα
μικρό πουγκί δολάρια & ρεάλια, παράξενες συνήθειες (ανάμεσά
τους η «εισπνοή καπνού»), παράφωνες βρισιές & ιστορίες για
πολιτείες & εικόνες υπερβολικά αλλόκοτες για να τις
περιγράψει η γλώσσα των Μοριορί.
O Αουτούα ορκίστηκε να μπαρκάρει με το πρώτο καράβι που
θα έφευγε απ’ το Όσιαν Μπέι & να δει τους εξωτικούς εκείνους
τόπους ο ίδιος. Ο θείος του έπεισε τον ανθυποπλοίαρχο ενός
γαλλικού φαλαινοθηρικού να πάρει τον δεκαετή (;) Αουτούα
για μαθητευόμενο. Στη συνακόλουθη σταδιοδρομία του στη
θάλασσα ο Μοριορί είδε τους παγετώνες της Ανταρκτικής,
φάλαινες να μετατρέπονται σε νησίδες αίματος πρώτα, & σε
βαρέλια σπαρματσέτου έπειτα· στις ασάλευτες & τεφρές
Μαγεμένες Νήσους13 κυνήγησε γιγάντιες χελώνες· στο Σίδνεϊ
είδε μεγαλόπρεπα κτίρια, ιππήλατες άμαξες, κυρίες με μπονέ
& τα θαύματα του πολιτισμού· μετέφερε όπιο από την
Καλκούτα στην Καντόνα· πέρασε δυσεντερία στην Μπατάβια·
έχασε μισό αυτί σε μια συμπλοκή με Μεξικάνους ενώπιον της
Αγίας Τράπεζας στη Σάντα Κρουζ· επέζησε ναυαγίου στο
ακρωτήριο Χορν & είδε το Ρίο Ντε Τζανέιρο, αν & δεν βγήκε
στη στεριά· & παντού παρατηρούσε την αστόχαστη εκείνη
βαναυσότητα που επιφυλάσσουν οι πιο ανοιχτόχρωμες φυλές
στις πιο σκουρόχρωμες.
Ο Αουτούα γύρισε το καλοκαίρι του 1835, πολύπειρο παλικάρι
γύρω στα είκοσι. Σχεδίαζε να πάρει μια ντόπια & να χτίσει σπίτι
& να καλλιεργήσει μερικά στρέμματα αλλά, όπως εξιστορεί ο
κύριος Ντ’ Άρνοκ, έως το χειμερινό ηλιοστάσιο της ίδιας
χρονιάς όσοι Μοριορί είχαν επιζήσει είχαν γίνει σκλάβοι των
Μαορί. Τα χρόνια που είχε περάσει ο παλιννοστών σε
πληρώματα από πάντα τα έθνη δεν ανέβασαν τον Αουτούα
στην εκτίμηση των εισβολέων. (Σχολίασα πόσο παράκαιρη ήταν
η επιστροφή του ασώτου. «Όχι, κύριο Γιούιν, Ρεκόχου φωνάζει
εμένα γυρίσω, δω πεθαίνει για ξέρω», έδωσε ένα χτυπηματάκι
στο κεφάλι του, «την αλήθεια».)
Αφέντης του Αουτούα ήταν ο σαυρόστικτος Μαορί, ο
Κουπάκα, που έλεγε στους τρομοκρατημένους, τσακισμένους
σκλάβους του ότι είχε έρθει να τους εξαγνίσει απ’ τα ψεύτικά
τους είδωλα («Σας έσωσαν αλήθεια οι θεοί σας;» χλεύαζε ο
Κουπάκα)· τη ρυπαρή τους γλώσσα («Το καμτσίκι μου θα σας
μάθει γνήσια Μαορί!»), το ακάθαρτο αίμα τους («Η ενδογαμία
έχει εξασθενίσει το αρχικό σας μάνα!»). Εφεξής, οι σχέσεις
μεταξύ Μοριορί απαγορεύτηκαν & οι απόγονοι που
αποκτούσαν οι άντρες Μαορί με γυναίκες Μοριορί λογίζονταν
για Μαορί. Οι πρώτοι παραβάτες εκτελέστηκαν με μεθόδους
αποτρόπαιες & οι επιζήσαντες διαβιούσαν στη ληθαργική
εκείνη κατάσταση που γεννά η ανελέητη υποδούλωση. Ο
Αουτούα ξεχέρσωνε, φύτευε στάρι & φρόντιζε χοίρους για
λογαριασμό του Κουπάκα, μέχρι να κερδίσει την εμπιστοσύνη
του αρκετά ώστε να επιτύχει τη διαφυγή του. («Κρυφοί τόποι
σε Ρεκόχου, κύριο Γιούιν, λαγκάδια, λάκκοι, σπηλιές βαθιά σε
δάσος Μοτοποροπόρο, τόσο πυκνό που σκύλος όχι μυρίζει
εκεί». Θαρρώ σε τέτοιο κρυφό τόπο έπεσα.)
Έναν χρόνο αργότερα τον ξανάπιασαν, μα οι σκλάβοι Μοριορί
πλέον σπάνιζαν τόσο που δεν τους σφαγίαζαν αδιακρίτως. Οι
κατώτεροι Μαορί υποχρεούνταν να μοχθούν μαζί με τους
δούλους, προς μεγάλη τους αηδία. Ο Αουτούα το ξανάσκασε &
στο δεύτερο φεγγάρι της ελευθερίας του του παραχώρησε
κρησφύγετο ο κύριος Ντ’ Άρνοκ για μερικούς μήνες, κάτι
διόλου ακίνδυνο για τον τελευταίο. Κατά το διάστημα αυτό, ο
Αουτούα βαφτίστηκε & πίστεψε στον Κύριο.
Οι άντρες του Κουπάκα βρήκαν τον φυγά έπειτα από έναν
χρόνο & έξι μήνες, αυτή όμως τη φορά ο άστατος φύλαρχος
φανέρωσε κάποιο σεβασμό προς το πνεύμα του Αουτούα.
Αφού τον μαστίγωσε για αντίποινα, ο Κουπάκα διόρισε τον
σκλάβο του ψαρά για το τραπέζι του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο
απασχολούμενος, ο Μοριορί άφησε να περάσει ένας ακόμα
χρόνος ώσπου, ένα απόγευμα, βρήκε ένα σπάνιο ψάρι μοεέκα
να σπαρταράει στα δίχτυα του. Είπε στη γυναίκα του Κουπάκα
ότι ο βασιλιάς αυτός των ψαριών μόνο να φαγωθεί από έναν
βασιλιά των ανθρώπων γίνεται & της έδειξε πώς να το φτιάξει
για τον άντρα της. («Κακό κακό δηλητήριο το μοεέκα, κύριο
Γιούιν, μια δαγκωνιά, ναι, κοιμάσαι, όχι ξυπνάς πάλι».) Στο
τσιμπούσι εκείνης της νύχτας, ο Αουτούα ξεγλίστρησε από τον
καταυλισμό, έκλεψε το κανό του αφέντη του & διέσχισε την
ταραγμένη, αφέγγαρη & επιρρεπή στα ρεύματα θάλασσα ως
την ερημωμένη νήσο Πιτ (που στα μοριορί είναι γνωστή ως
«Ρανγκιαούρια» & τιμάται ως κοιτίδα της ανθρωπότητας), δυο
λεύγες νοτίως της νήσου Τσάταμ.
Η τύχη ευνόησε τον λαθρεπιβάτη, διότι έφτασε σώος την
αυγή πάνω που ξεσπούσε μπουρίνι & άλλα κανό δεν έκαναν το
πέρασμα ύστερα από αυτόν. Στην πολυνησιακή του Εδέμ ο
Αουτούα συντηρούνταν με αγριοσέλινο, νεροκάρδαμο, αυγά,
σωροκάρπια, κανέναν μικρό χοίρο (διακινδύνευε να ανάψει
φωτιά μόνο στο σκοτάδι ή την ομίχλη) & με τη γνώση ότι ο
Κουπάκα, τουλάχιστον, είχε βρει δίκαιη τιμωρία. Δεν ήταν
αφόρητη η μοναξιά του; «Νύχτα, έρθουν πρόγονοι. Μέρα, λέω
μύθους του Μάουι σε πουλιά, & πουλιά λένε μου μύθους για
θάλασσα».
Ο φυγάς ζούσε έτσι για πολύ καιρό μέχρι τον περασμένο
Σεπτέμβριο, όταν σε μια χειμωνιάτικη θύελλα το
φαλαινοθηρικό Ελίζα απ’ το Ναντάκετ ναυάγησε στον ύφαλο
της νήσου Πιτ. Πνίγηκαν όλοι, ο κύριος Γουόκερ όμως,
ένθερμος κυνηγός του εύκολου χρήματος, διέσχισε τα στενά
για να περισώσει ό,τι μπορούσε. Όταν εντόπισε ίχνη
κατοίκησης & είδε το παλιό κανό του Κουπάκα (κάθε κανό
είναι διακοσμημένο με μοναδικά σκαλίσματα), ήξερε ότι είχε
βρει πολύτιμο θησαυρό που θα ενδιέφερε τους Μαορί γείτονές
του. Δυο μέρες αργότερα ήρθε στο νησί μια ομάδα κυνηγών. Ο
Αουτούα παρακολουθούσε την άφιξή τους από την παραλία, &
εξεπλάγη όταν είδε τον παλιό του εχθρό, τον Κουπάκα,
γκριζομάλλη αλλά αναμφισβήτητα ζωντανό, να βγάζει
πολεμικές κραυγές.
Ο απρόσκλητος συγκάτοικός μου ολοκλήρωσε την ιστορία
του. «Λαίμαργο σκυλί κλέβει μοεέκα από κουζίνα & πεθάνει, όχι
κάθαρμα Μαορί. Μάλιστα, Κουπάκα μαστιγώνει εμένα, αλλά
γέρος & μακριά από σπίτι & έχει μάνα κούφιο & λιμασμένο.
Μαορί ευημερούν σε πόλεμο & εκδίκηση & εχθρούς, αλλά
ειρήνη σκοτώνει τους. Πολλοί γυρίσουν σε Ζηλανδία. Κουπάκα
όχι, γη του όχι υπάρχει πια. Ύστερα περασμένη εβδομάδα,
κύριο Γιούιν, βλέπω σε & ξέρω, σώσεις με, ξέρω το».

Η καμπάνα της πρωινής βάρδιας χτύπησε τέσσερις φορές & το


φινιστρίνι μου πρόδωσε μια βροχερή αυγή. Είχα κοιμηθεί λίγο,
όμως οι προσευχές μου να εξαφανίσει η αυγή τον Μοριορί δεν
εισακούστηκαν. Τον παρακάλεσα να παραστήσει ότι μόλις μου
είχε φανερωθεί & να μην αναφέρει τη χθεσινοβραδινή μας
συζήτηση. Μου έγνεψε ότι καταλάβαινε, φοβόμουν όμως το
χειρότερο: το μυαλό ενός Ινδιάνου δεν ήταν ισάξιο ενός
Μπουρχάαβε.
Διέσχισα τον πασαδούρο (η Προφήτιδα τσινούσε σαν ατίθασο
πουλάρι) προς το καρέ των αξιωματικών, χτύπησα & μπήκα. Ο
κύριος Ρόντρικ & ο κύριος Μπουρχάαβε άκουγαν τον
καπετάνιο Μολινό. Ξερόβηξα & τους καλημέρισα όλους, οπότε
ο εγκάρδιος καπετάνιος μας πέταξε: «Μπορείς να κάνεις τη
μέρα μου ακόμα καλύτερη, άμα τσακιστείς στον διά—ο,
αμέσως!».
Ρώτησα ήρεμα πότε θα είχε λίγο χρόνο ο καπετάνιος για να
ενημερωθεί για έναν Ινδιάνο λαθρεπιβάτη ο οποίος είχε μόλις
ξεπροβάλει από τις κουλούρες της πρυμάτσας που
καταλάμβαναν την «επονομαζόμενη καμπίνα μου». Κατά την
επακόλουθη σιωπή, η χλωμή, σαυρίσια όψη του καπετάνιου
Μολινό έγινε ροδαλή σαν το ροσμπίφ. Πριν ξεσπάσει η οργή
του, πρόσθεσα ότι ο λαθρεπιβάτης ισχυριζόταν πως ήταν
έμπειρος ναυτικός & παρακαλούσε να δουλέψει για το ταξίδι.
Ο κύριος Μπουρχάαβε πρόλαβε τον καπετάνιο με τις
προβλέψιμες κατηγορίες & αναφώνησε: «Σε ολλανδικά
καράβια, όσοι υποθάλπουν λαθρεπιβάτες έχουν την ίδια τύχη
με αυτούς!». Υπενθύμισα στον Ολλανδό ότι αρμενίζαμε με
βρετανική σημαία & τον ρώτησα γιατί, εάν είχα όντως κρύψει
τον λαθρεπιβάτη κάτω από τις κουλούρες των σχοινιών,
ζητούσα & ξαναζητούσα από την Πέμπτη το βράδυ να πάρουν
την άχρηστη πρυμάτσα, παρακαλώντας δηλαδή να
αποκαλυφθεί η υποτιθέμενη «συνωμοσία» μου. Πέτυχα τόσο
διάνα που ξεθάρρεψα & διαβεβαίωσα τον καπετάνιο Μολινό ότι
ο βαφτισμένος λαθρεπιβάτης είχε καταφύγει σε αυτό το ακραίο
μέτρο ώστε ο Μαορί αφέντης του, που είχε ορκιστεί να φάει το
συκώτι του σκλάβου του (παραφούσκωσα λιγάκι την εκδοχή
μου για τα γεγονότα), να μη στρέψει την ανίερη οργή του στον
σωτήρα του.
Ο κύριος Μπουρχάαβε βλαστήμησε: «Αυτός λοιπόν ο ανα—
νος α—ς θέλει να τον ευγνωμονούμε κι από πάνω;». Όχι,
αποκρίθηκα, ο Μοριορί ζητά μια ευκαιρία να αποδείξει την
αξία του στην Προφήτιδα. Ο κύριος Μπουρχάαβε πέταξε: «Ο
λαθρεπιβάτης παραμένει λαθρεπιβάτης, δεν πα να χ—ι &
ασήμι! Πώς τον λένε;». Δεν ήξερα, αποκρίθηκα, διότι δεν του
είχα κάνει ανάκριση του ανθρώπου, παρά είχα χωρίς
χρονοτριβή έρθει στον καπετάνιο.
Ο καπετάνιος Μολινό μίλησε επιτέλους. «Πρώτης τάξεως
έμπειρος ναυτικός, είπες;» Η οργή του είχε καταλαγιάσει στην
προοπτική να κερδίσει πολύτιμα χέρια που δεν θα χρειαζόταν
να πληρώνει. «Ινδιάνος είπες; Σε ποιες θάλασσες ψήθηκε;»
Επανέλαβα ότι δυο λεπτά δεν αρκούσαν για να μάθω το
ιστορικό του, κατά το ένστικτό μου όμως ο Ινδιάνος ήταν
άνθρωπος έντιμος.
Ο καπετάνιος σκούπισε τη γενειάδα του. «Κύριε Ρόντρικ,
συνοδέψτε τον επιβάτη μας & το ένστικτό του & φέρτε τον
χαϊδεμένο τους άγριο στη μετζάνα». Πέταξε ένα κλειδί στον
ύπαρχό του. «Κύριε Μπουρχάαβε, το όπλο μου, αν έχετε την
καλοσύνη».
Ο ανθυποπλοίαρχος & εγώ ακολουθήσαμε τις προσταγές.
«Ριψοκίνδυνη υπόθεση» με προειδοποίησε ο κύριος Ρόντρικ.
«To μοναδικό καταστατικό στην Προφήτιδα είναι το καπρίτσιο
του γέρου». Ένα άλλο καταστατικό, με τίτλο Συνείδηση,
ακολουθείται ως lex loci14 όπου βλέπει ο Θεός, απάντησα. Ο
Αουτούα περίμενε τη δίκη του φορώντας το βαμβακερό
παντελόνι που αγόρασα στο Πορτ Τζάκσον (είχε ανέβει
αμπόρδο από τη βάρκα του κυρίου Ντ’ Άρνοκ φορώντας μόνο
το περίζωμά του & ένα κολιέ με δόντι καρχαρία). Η πλάτη του
ήταν γυμνή. Οι πληγές του, ήλπιζα, θα αποδείκνυαν το σθένος
του & θα ξυπνούσαν τη συμπόνια στις καρδιές των
παρευρισκομένων.
Ρουφιάνοι πίσω από τα παραπετάσματα διέδωσαν τα μαντάτα
για το θέαμα, & οι περισσότεροι ναύτες μαζεύτηκαν στο
κατάστρωμα. (Ο σύμμαχός μου ο Χένρι ακόμη ήταν στο
κρεβάτι, ανίδεος για την επισφαλή μου θέση.) Ο καπετάνιος
Μολινό ζύγιασε τον Μοριορί λες & επιθεωρούσε μουλάρι & του
μίλησε ως εξής: «Ο κύριος Γιούιν, που δεν έχει ιδέα πώς
βρέθηκες στο σκάφος μου, λέει ότι θεωρείς εαυτόν
θαλασσινό».
Ο Αουτούα αποκρίθηκε με κουράγιο & αξιοπρέπεια.
«Μάλιστα, καπετάνιε, κύριε, δυο χρόνια σε φαλαινοθηρικό
Μισισιπή από Χάβρη με καπετάνιο Μάσπερο, τέσσερα χρόνια σε
Κορνουκόπια από Φιλαδέλφεια με καπετάνιο Κάτον, τρία χρόνια
σε πλοίο Εταιρείας Ινδιών–»
Ο καπετάνιος Μολινό τον διέκοψε & έδειξε το παντελόνι του
Αουτούα. «Το ρούχο αυτό το σούφρωσες απ’ το κάτω
κατάστρωμα;» Ο Αουτούα είχε επίγνωση ότι & εγώ περνούσα
από δίκη. «Χριστιανό κύριο εκεί έδωσε, κύριε». Το τσούρμο
ακολούθησε το δάχτυλο του λαθρεπιβάτη προς εμένα, & ο
κύριος Μπουρχάαβε όρμησε στην αχίλλειο πτέρνα μου: «Α
έτσι; Πότε δόθηκε τούτο το δώρο;» (Θυμήθηκα το απόφθεγμα
του πεθερού μου, «Για να ξεγελάσεις δικαστή, κάνε τον
συνεπαρμένο, μα για να κοροϊδέψεις ολόκληρο το δικαστήριο,
κάνε τον βαριεστημένο» & παράστησα πως σκούπιζα ένα
σκουπιδάκι απ’ το μάτι μου.) Ο Αουτούα απάντησε με
εξαιρετική οξυδέρκεια: «Πριν δέκα λεπτά, κύριε, εγώ όχι
ρούχα, κύριο λέει, δεν κάνει γυμνός, φορέσει αυτό».
«Αν είσαι ναυτικός» είπε ο καπετάνιος μας υψώνοντας τον
αντίχειρα, «για κατέβασε τον σίπαρο του μεσαίου ιστού εκεί να
σε δούμε». Ακούγοντάς το αυτό, ο λαθρεπιβάτης φάνηκε να
διστάζει & να συγχύζεται & ένιωσα το παρανοϊκό στοίχημα που
είχα βάλει στον λόγο αυτού του Ινδιάνου να στρέφεται εναντίον
μου, ο Αουτούα όμως είχε απλώς εντοπίσει μια παγίδα.
«Κύριε, αυτό ιστό όχι μεσαίο, αυτό μετζάνα, σωστά;» Ο
καπετάνιος Μολινό έγνεψε απαθής. «Τότε κατέβασε τη
σιπαρίδα, αν έχεις την καλοσύνη».
Ο Αουτούα σκαρφάλωσε στο άλμπουρο τρέχοντας σχεδόν &
άρχισα να ελπίζω πως δεν είχαν όλα χαθεί. Ο ήλιος που μόλις
είχε ανατείλει έλαμπε χαμηλά πάνω από το νερό, & μας έκανε
να μισοκλείνουμε τα μάτια. «Λάβε θέση & σκόπευσε τ’ όπλο
μου» πρόσταξε ο καπετάνιος τον κύριο Μπουρχάαβε, όταν
πέρασε ο λαθρεπιβάτης τον γάντζο της μπούμας, «& άνοιξε
πυρ με την εντολή μου!».
Διαμαρτυρήθηκα, τώρα, με όλο μου το σθένος, ότι ο Ινδιάνος
είχε λάβει τη θεία κοινωνία, ο καπετάνιος Μολινό όμως με
πρόσταξε να σκάσω, ειδάλλως θα γυρνούσα στα Τσάταμ
κολυμπώντας. Αμερικάνος καπετάνιος δεν θα καθάριζε
άνθρωπο, μήτε καν α—, τόσο χυδαία! Ο Αουτούα έφτασε στο
ψηλότερο σημείο, το οποίο περπάτησε με επιδεξιότητα
πιθήκου παρά την αγριεμένη θάλασσα. Βλέποντας το πανί να
ξεδιπλώνεται, ένας από τους πιο «παλιούς» του πλοίου, ένας
βλοσυρός Ισλανδός, τύπος νηφάλιος, εξυπηρετικός &
εργατικός, εξέφρασε τον θαυμασμό του μεγαλόφωνα: «Ο α—ς
είναι ίσα μ’ εμένα ναύτης, αμέ, αντί για δάχτυλα στα πόδια του
έχει γάντζους!». Τέτοια ήταν η ευγνωμοσύνη μου, που μου
ερχόταν να του φιλήσω τις μπότες. Σύντομα ο Αουτούα είχε
κατεβάσει το πανί – εγχείρημα δύσκολο ακόμα & για τέσσερις
άντρες. Ο καπετάνιος Μολινό επιδοκίμασε με ένα μουγκρητό
& πρόσταξε τον κύριο Μπουρχάαβε να κατεβάσει το όπλο του,
«Μα αν—ά με έτσι & δώσω του λαθρεπιβάτη έστω μια δεκάρα.
Θα δουλέψει για το ταξίδι του ως τη Χαβάη. Αν δεν είναι
ακαμάτης, μπορεί εκεί πέρα να υπογράψει συμφωνητικό κατά
τα συνήθη. Κύριε Ρόντρικ, θα πάρει την κουκέτα του νεκρού
Σπανιόλου».
Χάλασα μια πένα με την αφήγηση της σημερινής έξαψης.
Έχει σκοτεινιάσει πια πολύ & δεν βλέπω.

Τετάρτη, 20 Νοεμβρίου–
Δυνατός ανατολικός άνεμος, πολύ αλμυρός & αποπνικτικός. Ο
Χένρι έκανε την εξέτασή του & έχει άσχημα νέα, αν & όχι
τελείως άσχημα. Η Πάθησή μου είναι ένα παράσιτο, το Gusano
coco cervello. Αυτό το Σκουλήκι ενδημεί τόσο στη Μελανησία
όσο & στην Πολυνησία, η επιστήμη όμως το γνωρίζει μόνο τα
τελευταία δέκα χρόνια. Αναπαράγεται στα βρομερά κανάλια
της Μπατάβια, σίγουρα το λιμάνι όπου μολύνθηκα & εγώ.
Μετά την είσοδό του στον οργανισμό, ταξιδεύει με τα
αιμοφόρα αγγεία του ξενιστή του στον πρόσθιο λοβό της
παρεγκεφαλίδας. (Εξού & οι ημικρανίες & οι ζαλάδες μου.)
Όταν πια έχει βολευτεί στον εγκέφαλο, μπαίνει σε περίοδο
κύησης. «Είσαι ρεαλιστής, Άνταμ» μου είπε ο Χένρι, «δεν θα
σου χρυσώσω λοιπόν το χάπι. Μόλις εκκολαφθούν οι
προνύμφες του παράσιτου, ο εγκέφαλος του θύματος
μετατρέπεται σε σκουληκιασμένο κουνουπίδι. Τα αέρια της
αποσύνθεσης κάνουν τα τύμπανα των αυτιών & τους βολβούς
των ματιών να πεταχτούν έξω & να σκάσουν, αφήνοντας ένα
σύννεφο από σπόρους Gusano coco».
Αυτά λέει η θανατική μου καταδίκη, τώρα όμως έρχεται η
αναστολή της εκτέλεσής μου & η έφεση. Μια μείξη αλκαλίου
του ουρουσίου & μαγγανίου του ορινόκο θα απασβεστώσει το
παράσιτό μου & η λαφρυδικτική σμύρνα θα το διασπάσει. Το
«φαρμακείο» του Χένρι διαθέτει αυτές τις ενώσεις, όμως η
ακριβής δοσολογία είναι υψίστης σημασίας. Λιγότερο από μισό
δράμι αφήνει το Gusano coco ανεπηρέαστο, με περισσότερο
όμως η θεραπεία σκοτώνει τον ασθενή. Ο γιατρός μου με
προειδοποιεί ότι, καθώς θα πεθαίνει το παράσιτο, οι κύστες
του δηλητηρίου θα σκάνε & θα εκκρίνουν το φορτίο τους, πριν
ολοκληρωθεί η ανάρρωσή μου λοιπόν, θα χειροτερέψω.
O Χένρι με διέταξε να μη βγάλω τσιμουδιά για την κατάστασή
μου, καθώς τους ευάλωτους τους λυμαίνονται ύαινες σαν τον
Μπουρχάαβε, & οι αδαείς ναύτες συχνά αντιμετωπίζουν
εχθρικά ασθένειες τις οποίες δεν γνωρίζουν. («Μια φορά
άκουσα για έναν ναύτη που εμφάνισε συμπτώματα λέπρας μια
βδομάδα αφότου είχαν αφήσει το Μακάο για το μακρύ ταξίδι
της επιστροφής στη Λισαβόνα» θυμήθηκε ο Χένρι, «&
ολόκληρο το πλήρωμα τον πέταξε στη θάλασσα τον φουκαρά
πριν προλάβει να βγάλει κιχ».) Κατά την ανάρρωσή μου, ο
Χένρι θα «βγάλει βρόμα» ότι ο κύριος Γιούιν έχει χαμηλό
πυρετό εξαιτίας του κλίματος & θα με περιθάλψει ο ίδιος. Ο
Χένρι φούντωσε όταν αναφέρθηκα στην αμοιβή του. «Αμοιβή;
Δεν είσαι κάνας υποχόνδριος υποκόμης με μαξιλάρια γεμάτα
τραπεζογραμμάτια! Η Θεία Πρόνοια σε έφερε στα χέρια μου,
διότι αμφιβάλλω αν σ’ όλο τον γαλανό Ειρηνικό υπάρχουν
πέντε άνθρωποι που μπορούν να σε γιατρέψουν! Ντροπή
λοιπόν να λες για “αμοιβή”! Το μόνο που ζητώ, καλέ μου
Άνταμ, είναι να είσαι υπάκουος ασθενής! Πάρε, σε παρακαλώ,
τις σκόνες μου & πήγαινε στην καμπίνα σου. Θα περάσω μετά
την τελευταία δίωρη βάρδια».
Ο γιατρός μου είναι ένα εξαιρετικής ποιότητας ακατέργαστο
διαμάντι. Γράφω αυτές τις λέξεις με δάκρυα ευγνωμοσύνης.

Σάββατο, 30 Νοεμβρίου–
Οι σκόνες του Χένρι είναι πράγματι θαυματουργό φάρμακο.
Εισπνέω τους πολύτιμους κόκκους στα ρουθούνια μου από ένα
φιλντισένιο κουτάλι & αμέσως φλέγομαι ολόκληρος από
πυρακτωμένη χαρά. Οι αισθήσεις μου οξύνονται, & ωστόσο τα
μέλη μου αποκαρώνουν. Το βράδυ το παράσιτό μου ακόμη
σφαδάζει, σαν δάχτυλο νεογέννητου, πυροδοτώντας σπασμούς
πόνου, & μου έρχονται όνειρα χυδαία & τερατώδη. «Αλάθητο
σημάδι» με παρηγορεί ο Χένρι, «ότι o Σκώληκάς σου έχει
αντιδράσει στο παρασιτοκτόνο μας & γυρεύει καταφύγιο στις
κόγχες των εγκεφαλικών αυλάκων σου απ’ όπου ξεπηδούν τα
οράματα. Μάταια κρύβεται ο Gusano coco, καλέ μου Άνταμ,
μάταια. Θα τον ξετρυπώσουμε!».

Δευτέρα, 2 Δεκεμβρίου–
Τη μέρα, το φέρετρό μου είναι φούρνος & ο ιδρώτας μου
μουσκεύει τις σελίδες τούτες. Ο τροπικός ήλιος μεγαλώνει &
γεμίζει τον μεσημεριανό ουρανό. Οι άντρες δουλεύουν
μισόγυμνοι με μαυρισμένους κορμούς & ψάθινα καπέλα. Τα
σανίδια στάζουν καυτή πίσσα που κολλάει στις σόλες.
Μπουρίνια ξεσπάνε από το πουθενά & χάνονται με την ίδια
ταχύτητα & η κουβέρτα στεγνώνει συρίζοντας στη στιγμή.
Φυσαλίες πάλλονται στην υδραργυρική θάλασσα, χελιδονόψαρα
μαγεύουν τον θεατή & ωχροί ίσκιοι σφυροκέφαλων καρχαριών
κάνουν κύκλους γύρω απ’ την Προφήτιδα. Νωρίτερα, πάτησα
ένα καλαμάρι που είχε εκτιναχτεί πάνω από την κουπαστή! (Τα
μάτια & το ρύγχος του μου θύμισαν τον πεθερό μου.) Το νερό
που φορτώσαμε στη νήσο Τσάταμ είναι γλυφό πια &, αν δεν
βάλω μέσα μια στάλα μπράντι, μου ανακατεύει το στομάχι.
Όταν δεν παίζω σκάκι στην καμπίνα του Χέν­ρι ή στο καρέ,
αναπαύομαι στο φέρετρό μου ώσπου να με νανουρίσει ο
Όμηρος σε όνειρα φουσκωμένα σαν τα πανιά των Αθηναίων.
Ο Αουτούα χτύπησε την πόρτα του φερέτρου μου χθες για να
με ευχαριστήσει που τον ξελάσπωσα. Είπε ότι μου ήταν
υπόχρεος (ίσχυε) μέχρι τη μέρα που θα σώσει εκείνος τη δική μου
ζωή (που να μην ξημερώσει ποτέ!). Ρώτησα πώς του φαίνονταν
τα νέα του καθήκοντα. «Καλύτερα από σκλαβιά σε Κουπάκα,
κύριο Γιούιν». Όπως & να έχει, αντιλαμβανόμενος τον φόβο
μου μη δει κάποιος τη συνάντησή μας & δώσει αναφορά στον
καπετάνιο Μολινό, ο Μοριορί γύρισε στο καμπούνι & από τότε
δεν με έχει ξαναγυρέψει. Όπως με προειδοποιεί ο Χένρι, « Ένα
πράγμα είναι να ρίχνεις στον Μαύρο ένα κόκαλο, μα τελείως
άλλο να τον φορτώνεσαι για μια ζωή! Οι φιλίες ανάμεσα σε
αλλόφυλους, Γιούιν, δεν γίνεται ποτέ να ξεπεράσουν τη στοργή
ανάμεσα σ’ ένα πιστό λαγωνικό & τον αφέντη του».
Κάθε βράδυ, ο γιατρός μου & εγώ χαιρόμαστε έναν περίπατο
στην κουβέρτα πριν αποσυρθούμε στα ενδότερα. & μόνο να
ανασαίνω τον δροσερότερο αέρα είναι ευχάριστο. Χάνεται το
μάτι σου στις ρότες των θαλάσσιων φωσφορισμών & στον
Μισισιπή των άστρων που κυλά στα ουράνια. Χθες βράδυ, οι
άντρες είχαν μαζευτεί στο πρωραίο κατάστρωμα πλέκοντας
χορτάρια για να φτιάξουν σχοινιά στο φως της λάμπας, & η
απαγόρευση των «υπεράριθμων» στο πρωραίο κατάστρωμα
φαινόταν να μην ισχύει. (Μετά το «Περιστατικό του Αουτούα»,
η περιφρόνηση προς τον «Κύριο Καλαμαροψώλη» έχει κοπεί,
όπως & το επίθετο.) O Στραβομαντζαφλάρης τραγούδησε δέκα
στίχους για τα μπουρδέλα του κόσμου, τόσο απαίσιους που θα
έτρεπαν & τον πιο ακόλαστο σάτυρο σε φυγή. Ο Χένρι
προθυμοποιήθηκε να τραγουδήσει έναν ενδέκατο στίχο (για τη
Μέρι Ο’Χέιρι απ’ το Ινβερέρι), που έκανε την ατμόσφαιρα
ακόμα πιο πρόστυχη. Έπειτα ανάγκασαν τον Ράφαελ να
συνεχίσει. Κάθισε στο μπομπρέσο & τραγούδησε τις αράδες
τούτες με φωνή ακατέργαστη, πλην όμως έντιμη & αρμονική:

Αχ, Σεναντόα, πώς λαχταρώ να σε δω,


Ποτάμι αφρισμένο και ζωηρό.
Αχ, Σεναντόα, να σε γελάσω δεν έχω σκοπό,
Τον πλατύ Μισούρι τώρα πρέπει να διαβώ.
Αχ, Σεναντόα, την κόρη σου αγαπώ,
Τον τόπο απέναντι από το νερό.
Αρμενίζει το καράβι με άνεμο ευνοϊκό,
Τσιτωμένα τα μπράτσα, μπόσικες οι σκότες.
Στον Μισούρι τον πελώριο ποταμό,
Πηγαίνουμε με φούρια & ριγούνε οι γάμπιες.
Αχ, Σεναντόα, ποτέ δεν θα σ’ αφήσω,
& πάντοτε θα σ’ αγαπώ μέχρι να ξεψυχήσω. 15

Η σιωπή των άξεστων θαλασσινών είναι έπαινος μεγαλύτερος


από το όποιο λόγιο εγκώμιο. Γιατί άραγε ο Ράφαελ, ένα
παλικάρι γεννημένο στην Αυστραλία, να ξέρει ένα αμερικάνικο
τραγούδι από στήθους; «Δεν το ’ξερα πως ήτανε γιάνκικο»
αποκρίθηκε αμήχανα. «Μου το ’μαθε η μάνα μου πριν
αποθάνει. Είναι το μόνο πράμα που ’χω απ’ αυτή. Μου
κόλλησε». Ξανάπιασε τη δουλειά του, με μια αμήχανη αγένεια
στη συμπεριφορά του. Ο Χένρι & εγώ αντιληφθήκαμε ξανά την
εχθρότητα όσων εργάζονται απέναντι στους αργόσχολους
παριστάμενους, & έτσι αφήσαμε τους είλωτες στη δουλειά
τους.
Διαβάζοντας την από 15ης Οκτωβρίου εγγραφή μου, τότε που
είχα πρωτογνωρίσει τον Ράφαελ & είχαμε & οι δυο mal de mer16
στη Θάλασσα της Τασμανίας, καταπλήσσομαι με τη
μεταμόρφωση εκείνου του ζωηρού αγοριού, του τόσο
καταδεκτικού & ενθουσιασμένου για το παρθενικό του ταξίδι,
σε αυτόν τον σκυθρωπό νέο μέσα σε έξι μονάχα εβδομάδες. Η
λάμψη της ομορφιάς του έχει πελεκηθεί, αποκαλύπτοντας τον
μελλοντικό μυώδη θαλασσινό. Ήδη φαίνεται να ρέπει προς το
ρούμι & το νερό.17 Ο Χένρι λέει ότι είναι αναπόφευκτο να «βγει
απ’ το κουκούλι του», bon gré, mal gré,18 & μάλλον έχει δίκιο.
Τα ψήγματα εκείνα της παιδείας & της ευαισθησίας που έλαβε
ο Ράφαελ από την προστάτιδά του, την κυρία Φράι απ’ το
Μπρισμπέιν, δεν πολυβοηθούν έναν καμαρότο στη βαβυλωνία
του καμπουνιού. Μακάρι να μπορούσα να τον βοηθήσω! Χωρίς
την παρέμβαση του κυ-
1 Παίζει εδώ με ένα παλιό γνωμικό των ναυτικών: Κάτω από τις 40 μοίρες
γεωγραφικό πλάτος, δεν υπάρχει νόμος· κάτω από τις 50, δεν υπάρχει Θεός.
(Σ.τ.Μ.)
2 Παλιότερη ονομασία της Τασμανίας. (Σ.τ.Μ.)
3 Το Te Āti Awa είναι ένα ίγουι (iwi), δηλαδή μια συνομάδωση –στα αγγλικά
αποδίδεται και ως συνομοσπονδία– φυλών των Μαορί στις περιοχές του Ταρανάκι
και του Γουέλινγκτον της Νέας Ζηλανδίας. (Σ.τ.Μ.)
4 Οι διάφορες διαμάχες μεταξύ των φυλών των Μαορί έγιναν ακόμα πιο αιματηρές
και εκτεταμένες κατά την περίοδο 1807-1837, μετά την εισαγωγή του μουσκέτου
από τους Δυτικούς, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν χιλιά­δες άνθρωποι, και δεκάδες
χιλιάδες άλλοι να σκλαβωθούν. (Σ.τ.Μ.)
5 Αυτό που εμείς ξέρουμε ως «ταμπού» προέρχεται από την πολυνησιακή έννοια του
ιερού, του άγιου, που ενέχει κανόνες, περιορισμούς και απαγορεύσεις. Η αγγλική
έννοια μάλλον χρονολογείται από την επίσκεψη του Κουκ στην Τόνγκα το 1777.
(Σ.τ.Μ.)
6 Prosthemadera novaeseelandiae, πουλί της Νέας Ζηλανδίας. (Σ.τ.Μ.)
7 Μονάδα μέτρησης: δώδεκα δωδεκάδες, δηλαδή 144. (Σ.τ.Μ.)
8 Corynocarpus laevigatus, καράκα στα μαορί, κόπι στα μοριορί. (Σ.τ.Μ.)
9 Ο πατέρας μου ουδέποτε έκανε λόγο για τα δενδρόγλυφα και έμαθα γι’ αυτά
μονάχα καταπώς περιγράφεται στην Εισαγωγή. Τώρα που η φυλή των Μοριορί της
νήσου Τσάταμ έχει διαβεί το χείλος του αφανισμού, τους θεωρώ υπεράνω
προδοσίας. – Τ.Γ.
10 Royal barge: τελετουργική μαούνα που χρησιμοποιούν οι μονάρχες. (Σ.τ.Μ.)
11 «Υπόγειος σιδηρόδρομος» λεγόταν ένα δίκτυο κρυφών διαδρομών και καταφυγίων
στις ΗΠΑ στο πρώτο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, προορισμένο για να
διαφεύγουν Αφροαμερικανοί σκλάβοι στις ελεύθερες πολιτείες και τον Καναδά.
(Σ.τ.Μ.)
12 Windlass shanties, τραγούδια του βαρούλκου, στο πρωτότυπο: τραγούδια
προορισμένα για εργασίες επαναληπτικές, όπου η διατήρηση του ρυθμού ήταν
πολύ σημαντική, όπως, για παράδειγμα, το βιράρισμα και το πόντισμα της
άγκυρας. (Σ.τ.Μ.)
13 Encantadas στο πρωτότυπο, αναφορά στον Χέρμαν Μέλβιλ (βλ. The Encantadas, or
Enchanted Isles, 1854, ελληνική έκδοση Τα μαγεμένα νησιά, μτφρ. Γιώργος
Μπαρουξής, Ποικίλη Στοά, 2016)· εννοεί εδώ τα Γκαλαπάγκος. (Σ.τ.Μ.)
14 Λατινικά στο πρωτότυπο: το δίκαιο του τόπου. (Σ.τ.Μ.)
15 Τραγούδι Αμερικανών και Καναδών γουνέμπορων που κατέβαιναν τον Μισούρι με
κανό· ο Σεναντόα εδώ είναι ο αρχηγός μιας φυλής ιθαγενών Αμερικάνων (είναι και
παραπόταμος του Ποτόμακ στη Βιρτζίνια και τη Δυτική Βιρτζίνια). Το τραγούδι,
σε διάφορες παραλλαγές, διαδόθηκε, και ως τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα
ήταν πια γνωστό σε ναύτες όλου του κόσμου. (Σ.τ.Μ.)
16 Γαλλικά στο πρωτότυπο: ναυτία. (Σ.τ.Μ.)
17 Πιο γνωστό ως γκρογκ· το ρούμι στα καράβια το αραίωναν με νερό για να είναι
μικρότερη η επίδρασή του και να μη μεθάνε οι ναύτες) και να χαλάει γρηγορότερα
(ώστε να αποτρέπονται οι ναύτες από το να βάζουν στην άκρη το μερτικό τους για
να το πιουν όλο μαζί). Αργότερα άρχισαν να προσθέτουν και χυμό εσπεριδοειδών
για το σκορβούτο. (Σ.τ.Μ.)
18 Γαλλικά στο πρωτότυπο, έκφραση που σημαίνει «θέλοντας και μη» – αλλά και
«όπως όπως». (Σ.τ.Μ.)
Γράμματα από το Ζέντελχεμ
Πύργος Ζέντελχεμ,
Νίερμπεκε,
Δυτική Φλάνδρα,
29η - vi - 1931.

Σίξμιθ,
Ονειρεύτηκα πως βρισκόμουν σε υαλοπωλείο τόσο γεμάτο
ράφια από το πάτωμα ως το ψηλό ταβάνι με πορσελάνινες
αντίκες κ.λπ. που η παραμικρή μου κίνηση θα έκανε πολλά να
πέσουν και να γίνουν θρύψαλα. Όπως και έγινε, αντί όμως
ενός πάταγου, ακούστηκε μια εκλεκτή συγχορδία, μισή τσέλο,
μισή τσελέστα, Ρε μείζονα (;), διαρκείας ενός μέτρου των
τεσσάρων τετάρτων. Έριξα με τον καρπό ένα βάζο Μινγκ από
τη βάση του – Μι ύφεση, πλήρης ορχήστρα εγχόρδων,
μεγαλειώδης, έξοχη, δάκρυσαν και οι άγγελοι. Σκόπιμα τώρα,
έσπασα το αγαλματίδιο ενός βοδιού για την επόμενη νότα,
έπειτα μιας αρμέχτριας, έπειτα ενός παιδιού – οργιαστικά
θραύσματα κατέκλυσαν τον χώρο, θείες αρμονίες τον νου μου.
Αχ, τι μουσική! Είδα φευγαλέα τον πατέρα μου να αθροίζει την
αξία των σπασμένων αντικειμένων, την αναλαμπή της πένας
του, έπρεπε όμως να κάνω τη μουσική να συνεχιστεί. Ήξερα ότι
θα γινόμουν ο σπουδαιότερος συνθέτης του αιώνα, αρκεί να
έκανα δική μου αυτή τη μουσική. Ένας τερατώδης Γελαστός
Ιππότης19 που πέταξα στον τοίχο ξεκίνησε έναν βροντερό
καταιγισμό κρουστών.
Ξύπνησα στη σουίτα μου στο Imperial Western, με τους
εισπράκτορες του Ταμ Μπρούερ να κοντεύουν να γκρεμίσουν
την πόρτα μου και σαματά πολύ απ’ τον διάδρομο. Δεν
περίμεναν καν να ξυριστώ – τρομακτική αισχρότητα αυτά τα
καθάρματα. Δεν είχα άλλη επιλογή απ’ το να βγω γοργά διά του
παραθύρου στο μπάνιο πριν οδηγήσει η φασαρία τον διευθυντή
στο δωμάτιο 237, όπου θα ανακάλυπτε ότι ο νεαρός κύριος εκεί
αδυνατούσε να εξοφλήσει τον ογκωδέστατο πλέον λογαριασμό
του. Η απόδραση δεν ήταν απρόσκοπτη, μετά λύπης μου το
αναφέρω. Η υδρορροή έφυγε απ’ το στήριγμά της με τον
θόρυβο κακοποιημένου βιολιού, και πάρ’ τον κάτω, κάτω,
κάτω τον παλιόφιλό σου. Όλο το δεξί καπούλι μια διαολεμένη
μελανιά. Ένα μικρό θαύμα που δεν έσπασα τη σπονδυλική μου
στήλη ή δεν καρφώθηκα στα κάγκελα. Άκου, Σίξμιθ, να
μαθαίνεις. Σε περίπτωση χρεοκοπίας, να έχεις μαζί σου
ελάχιστα, σε βαλίτσα αρκετά σκληρή ώστε να μπορείς να την
πετάξεις στα λονδρέζικα πεζοδρόμια από το παράθυρο του
πρώτου ή του δεύτερου ορόφου. Να μη δέχεσαι να μείνεις σε
ψηλότερο όροφο ξενοδοχείου. Κρύφτηκα σε τεϊοποτείο σε μια
σκοτεινή γωνιά του σταθμού της Βικτόρια, προσπαθώντας να
καταγράψω τη μουσική από το υαλοπωλείο του ονείρου – δεν
τα κατάφερα να προχωρήσω πέρα από δύο ψωρομέτρα. Θα
παραδινόμουν στα χέρια του Ταμ Μπρούερ με τη θέλησή μου
μόνο και μόνο για να ξαναέχω αυτή τη μουσική. Χάλια
διάθεση. Με περικύκλωναν εργατόφατσες με τα χαλασμένα
δόντια, τις κακαριστές φωνές και την αβάσιμη αισιοδοξία τους.
Σου ανοίγει τα μάτια η σκέψη πως μια καταραμένη νύχτα
μπακαρά μπορεί να αλλάξει την κοινωνική θέση ενός
ανθρώπου τόσο τελεσίδικα. Όλοι αυτοί οι πωλητές, οι
αμαξάδες και οι έμποροι είχαν περισσότερες ½ κορόνες και
κέρματα των τριών πενών φυλαγμένα στα λιγδιασμένα
στρώματά τους στο Στέπνι απ’ όσες μπορώ να πω ότι διαθέτω
εγώ, ο Υιός ενός Ξακουστού της Εκκλησίας. Θέα σε ένα
δρομάκι: καθυποταγμένοι γραφιάδες περνούσαν τρεχάτοι σαν
τριακοστά δεύτερα σε μπετοβιανό allegro. Αν τους φοβάμαι;
Όχι, φοβάμαι μη γίνω ένας από αυτούς. Τι αξία έχουν η
μόρφωση, η ανατροφή και το ταλέντο αν είσαι ξεβράκωτος;
Ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω. Εγώ, άνθρωπος του
Κάιους, να παραπαίω στο χείλος της ένδειας. Τα καλόφημα
ξενοδοχεία δεν μ’ αφήνουν να σπιλώσω τις εισόδους τους πια.
Τα κακόφημα ξενοδοχεία απαιτούν μετρητά ατάκα κι επιτόπου.
Αποκλεισμένος από κάθε ευυπόληπτο τραπέζι χαρτοπαιξίας
στην αποδώ μεριά των Πυρηναίων. Τέλος πάντων, συνόψισα
τις επιλογές μου:
(i) Να χρησιμοποιήσω τα πενιχρά μου κονδύλια για ένα
βρόμικο δωμάτιο σε κάποια πανσιόν, να ζητιανέψω μερικές
γκινέες από τη Θείος Σέσιλ ΕΠΕ, να διδάσκω σε καθωσπρέπει
δεσποινίδες τις κλίμακές τους και σε πικρόχολες γεροντοκόρες
την τεχνική τους. Έλα τώρα. Άμα μπορούσα να παριστάνω τον
ευγενικό στον κάθε αργόστροφο, ακόμη θα έγλειφα τον κώλο
του καθηγητή Μακέρας με τους πρώην συμφοιτητές μου. Όχι,
μην το πεις καν, δεν γίνεται να ξαναγυρίσω στον Πατέρα με
άλλη μια ικεσία. Έτσι θα επιβεβαίωνα κάθε φαρμακερή
κουβέντα που έχει πει για μένα. Κάλλιο να πέσω από τη
γέφυρα του Γουότερλου και να αφήσω τον Γερο-Τάμεση να με
ταπεινώσει. Το εννοώ.
(ii) Να βρω κόσμο απ’ το Κάιους, να τους καλοπιάσω και να
αυτοπροσκληθώ να μείνω μαζί τους το καλοκαίρι.
Προβληματικό, για τους ίδιους λόγους με το (i). Για πόσο θα
μπορούσα να κρύβω το λιμασμένο μου πορτοφόλι; Για πόσο θα
μπορούσα να αποτρέψω τον οίκτο τους, τα νύχια τους;
(iii) Να πάω σε πράκτορα στοιχημάτων – αν χάσω, όμως;
Θα μου θύμιζες ότι όλα αυτά είναι δικό μου φταίξιμο, Σίξμιθ,
διώξε όμως αυτή τη μεσοαστική μύγα που σε μυγιάζει και
άκουσέ με λίγο ακόμα. Σε μια γεμάτη κόσμο αποβάθρα, ένας
φύλακας ανακοίνωσε ότι το τρένο που όδευε για το Ντόβερ, για
το πλοίο ως την Οστάνδη, είχε καθυστέρηση τριάντα λεπτών. Ο
φύλακας εκείνος ήταν ο κρουπιέρης μου, που μου έλεγε τα
διπλά ή τίποτα. Αν σταθείς, αν το βουλώσεις και αφουγκραστείς –
ίδετε, θεάσασθε, ο κόσμος θα ξεκαθαρίσει τις επιλογές σου για
λογαριασμό σου, ιδίως σ’ έναν λιγδιάρικο σιδηροδρομικό
σταθμό του Λονδίνου. Ήπια το άθλιο τσάι μου και πήγα ως το
εκδοτήριο. Το μετ’ επιστροφής εισιτήριο για την Οστάνδη
παραήταν ακριβό –τόσο επισφαλής έχει γίνει πλέον η
κατάστασή μου–, έτσι έπρεπε ν’ αρκεστώ σε μια απλή
μετάβαση. Ανέβηκα στο βαγόνι μου ακριβώς τη στιγμή που η
σφυρίχτρα της μηχανής εξαπέλυε ένα σμήνος από πίκολα
μανιασμένα σαν Ερινύες. Είχαμε ήδη ξεκινήσει.
Ας αποκαλύψω, τώρα, το σχέδιό μου, εμπνευσμένο από ένα
άρθρο στους Times και μια ονειροπόληση στην μπανιέρα της
σουίτας μου στο Imperial Western. Στα βάθη του επαρχιακού
Βελγίου, νοτίως της Μπριζ, εκεί λοιπόν ζει ένας μονήρης
Άγγλος συνθέτης, ο Βίβιαν Άιρς. Δεν θα τον έχεις ακουστά
επειδή δεν σκαμπάζεις από μουσική, είναι όμως ένας από τους
κορυφαίους. Ο μόνος Βρετανός της γενιάς του που απορρίπτει
τις πομπώδεις επισημότητες και τα χωριάτικα σκέρτσα. Δεν
έχει βγάλει καινούργια έργα από τις αρχές του είκοσι για
λόγους υγείας –είναι ½τυφλος και καλά καλά δεν μπορεί να
πιάσει την πένα στα χέρια του–, αλλά οι Times στην κριτική του
Secular Magnificat του (που παίχτηκε την περασμένη εβδομάδα
στο Σεντ Μάρτινς) ανέφεραν ένα συρτάρι γεμάτο
ανολοκλήρωτα έργα. Στην ονειροπόλησή μου ταξίδευα στο
Βέλγιο, έπειθα τον Βίβιαν Άιρς ότι έπρεπε να με προσλάβει ως
γραμματέα, δεχόμουν την προσφορά του να με διδάξει,
εκτοξευόμουν στο μουσικό στερέωμα, κέρδιζα δόξα και χρήμα
αντάξια των ταλέντων μου, υποχρεώνοντας τον Πατέρα να
παραδεχτεί ότι, ναι, ο γιος που αποκλήρωσε είναι ο γνωστός
Ρόμπερτ Φρόμπισερ, ο μεγαλύτερος Βρετανός συνθέτης του
καιρού του.
Γιατί όχι; Καλύτερο σχέδιο δεν είχα. Στενάζεις και κουνάς το
κεφάλι σου, Σίξμιθ, το ξέρω, μα χαμογελάς κιόλας, γι’ αυτό
εξάλλου σ’ αγαπώ. Η διαδρομή ως τη Μάγχη χωρίς εκπλήξεις…
ο καρκίνος των προαστίων, η ανία των χωραφιών, η βρόμα του
Σάσεξ. Το Ντόβερ σκέτη φρίκη, στελεχωμένο με
μπολσεβίκους, οι τραγουδισμένοι γκρεμοί του ρομαντικοί σαν
τον κώλο μου, και παρόμοιου χρώματος. Έκανα τα τελευταία
μου σελίνια φράγκα στο λιμάνι και μπήκα στην καμπίνα μου
στο Kentish Queen, ένα σκουριασμένο χρέπι που φαίνεται
αρκετά παλιό για να έχει προλάβει τον Κριμαϊκό. Ο
πατατομούρης καμαρότος κι εγώ διαφωνούσαμε για το αν η
μπορντό στολή του και το καθόλου πειστικό μούσι του άξιζαν
φιλοδώρημα. Χλεύασε το βαλιτσάκι και το ντοσιέ με τα
χειρόγραφά μου –«Σοφό που ταξιδεύετε με λίγα, κύριε»– και με
άφησε να τα φέρω βόλτα μόνος μου. Κουτί μού ήρθε.
Το δείπνο ήταν ξυλιασμένο κοτόπουλο, ψωριασμένες πατάτες
κι ένα κρασί σκέτο ξίδι. Ομοτράπεζός μου ήταν ο κύριος
Βίκτορ Μπράιαντ, αρχοντίσκος των μαχαιροπίρουνων από το
Σέφιλντ. Πανάσχετος από μουσική. Απεραντολογούσε για το
θέμα των κουταλιών για το μεγαλύτερο μέρος του δείπνου,
πέρασε την πολιτισμένη μου συμπεριφορά για ενδιαφέρον και
μου πρόσφερε δουλειά στο τμήμα πωλήσεών του επιτόπου! Το
πιστεύεις; Τον ευχαρίστησα (χωρίς να μορφάσω) και
ομολόγησα ότι καλύτερα να κατάπινα μαχαιροπίρουνα παρά να
έχω να τα πουλήσω. Τρία δυνατά χτυπήματα της κόρνας της
ομίχλης, το ηχόχρωμα των μηχανών άλλαξε, ένιωσα το πλοίο να
σαλπάρει, βγήκα στο κατάστρωμα να δω την Αλβιόνα να
χάνεται στο σκοτεινό ψιλόβροχο. Δεν έχει επιστροφή τώρα·
συνειδητοποίησα τις επιπτώσεις της πράξης μου. Στην
Ορχήστρα του Νου, ο Ρ.Β.Γ.20 διηύθυνε τη Θαλασσινή Συμφωνία,
Αρμένισε, προς τα βαθιά μονάχα πήγαινε, ω Παράτολμη Ψυχή, στην
εξερεύνηση, εγώ μ’ εσέ, κι εσύ μ’ εμέ.21 (Δεν μου πολυαρέσει αυτό το
έργο, αλλά ο συγχρονισμός ήταν άψογος.) Ο άνεμος της
Βόρειας Θάλασσας μου έφερνε τρέμουλο, η ψεκάδα με έγλειφε
απ’ την κορφή ως τα νύχια. Γυαλιστερά μαύρα νερά με
προσκαλούσαν να πηδήξω. Δεν έδωσα σημασία. Πήγα για ύπνο
νωρίς, ξεφύλλισα τα Αντιστικτικά του Νόις, άκουσα τα απόμακρα
χάλκινα του μηχανοστασίου και προχειρόγραψα ένα
επαναλαμβανόμενο κομμάτι για τρομπόνι βασισμένο στους
ρυθμούς του πλοίου, μα ήταν ολίγον τι βλακώδες, κι έπειτα
ποιος, λες, ήρθε να μου χτυπήσει την πόρτα; Ο πατατομούρης
καμαρότος, στο τέλος της βάρδιας του. Δεν τον άφησα μ’ ένα
απλό φιλοδώρημα. Άδωνι δεν τον λες, όλο κόκαλα, μα
επινοητικός για την τάξη του. Ύστερα τον έδιωξα και
κοιμήθηκα σαν πτώμα. Ένα κομμάτι μου ήθελε αυτό το ταξίδι
ποτέ να μην τελειώσει.
Αλλά τελείωσε. Το Kentish Queen γλίστρησε στα βρόμικα νερά
της στραβοδόντισσας δίδυμης αδελφής του Ντόβερ, της
Οστάνδης, της Παναγιάς της Αμφιβόλου Ηθικής. Πουρνό
πουρνό, το ροχαλητό της Ευρώπης βοούσε κάτω από μπάσες
τούμπες. Είδα τους 1ους μου Βέλγους ιθαγενείς, να κουβαλούν
κιβώτια, να τσακώνονται, και να σκέφτονται στα φλαμανδικά,
στα ολλανδικά, ό,τι να ’ναι. Ετοίμασα το βαλιτσάκι μου
γρήγορα, από τον φόβο μην και γυρίσει το πλοίο στην Αγγλία
κι εγώ είμαι ακόμη μέσα, ή μάλλον, από τον φόβο μην και το
επιτρέψω αυτό. Έφαγα κατιτί από τη φρουτιέρα του μαγειρείου
της 1ης θέσης και κατέβηκα τρέχοντας τη ράμπα, μη με
προλάβει κανείς ένστολος με σιρίτι. Πάτησα σ’ ευρωπαϊκό
δρόμο και ρώτησα έναν τελωνειακό πού ήταν ο σταθμός του
τρένου. Έδειξε κατά ένα τραμ που βογκούσε απ’ το βάρος της
υποσιτισμένης εργατιάς, της ραχίτιδας και της φτώχειας.
Προτίμησα να το κόψω ποδαράτο, δεν πα να ψιλόβρεχε.
Ακολούθησα τις γραμμές του τραμ σε δρόμους στενούς σαν
φέρετρα. Η Οστάνδη είναι όλη γκρίζα της ταπιόκας και
λεκιασμένα καφετιά. Το παραδέχομαι, σκεφτόμουν ότι ήταν π.
ανόητη επιλογή να το σκάσω στο Βέλγιο. Πήρα εισιτήριο για
την Μπριζ και ανέβηκα στο επόμενο τρένο –δεν έχουν καν
αποβάθρες, το πιστεύεις;–, ένα σαραβαλιασμένο, αδειανό
τρένο. Άλλαξα κουπέ επειδή το δικό μου μύριζε δυσάρεστα,
όλα όμως τα κουπέ έβγαζαν την ίδια μπόχα. Κάπνισα τσιγάρα
που είχα κάνει τράκα από τον Βίκτορ Μπράιαντ, να καθαρίσω
την ατμόσφαιρα. Η σφυρίχτρα του σταθμάρχη ακούστηκε στην
ώρα της, η μηχανή αγκομάχησε σαν αρθριτικός κοσμήτορας
στο καθοίκι πριν αρχίσει να σέρνεται. Σύντομα διέσχιζε με
καλή ταχύτητα ένα ομιχλώδες τοπίο με αφρόντιστα αναχώματα
και καμένα δέντρα.
Αν καρποφορήσει το σχέδιό μου, Σίξμιθ, πριν περάσει π.
καιρός ίσως να έρθεις στην Μπριζ. Όταν έρθεις, να φτάσεις
στη γνωσσιανική22 εκείνη ώρα, στις έξι το πρωί. Να χαθείς στους
ερειπωμένους δρόμους της πόλης, τα αδιέξοδα κανάλια, τις
σφυρήλατες πύλες, τις ερημωμένες αυλές –να συνεχίσω; Α,
πολύ ευχαριστώ–, τα καχύποπτα γοτθικά καύκαλα, τις στέγες
τις αιχμηρές σαν το Αραράτ, τα τούβλινα καμπαναριά με τις
χλοερές σκούφιες, τα μεσαιωνικά γεισώματα, τις μπουγάδες
που κρέμονται από τα παράθυρα, τις λιθόστρωτες δίνες που
ρουφάνε το μάτι σου, τους κουρδιστούς πρίγκιπες και τις
ξεφτισμένες πριγκίπισσες που σημαίνουν τις ώρες, τα
σκουρόχρωμα περιστέρια και τις τρεις ή τέσσερις οκτάβες από
τις καμπάνες, άλλες σοβαρές, άλλες χαρωπές.
Άρωμα φρεσκοψημένου ψωμιού με οδήγησε σε έναν φούρνο,
όπου μια παραμορφωμένη γυναίκα δίχως μύτη μού πούλησε
μια δεκαριά γλυκίσματα σαν μισοφέγγαρα. Ένα ήθελα μόνο,
μα σκέφτηκα ότι αρκετά προβλήματα είχε ήδη η γυναίκα. Απ’
την ομίχλη ξεπρόβαλε με κρότο το κάρο ενός παλιατζή, και ο
ξεδοντιάρης οδηγός του μου μίλησε φιλικά, μα δεν μπορούσα
να απαντήσω άλλο από «Excusez-moi, je ne parle pas
flamand»,23 κάτι που τον έκανε να γελάσει σαν Βασιλιάς
Καλικάντζαρος. Του έδωσα ένα γλύκισμα. Το βρομερό του χέρι
ήταν μια ψωριάρικη δαγκάνα. Σε μια φτωχή συνοικία
(δρομάκια που βρομούσαν απεκκρίσεις), παιδιά βοηθούσαν τις
μητέρες τους στις αντλίες να γεμίσουν ραγισμένα κανάτια με
καφετί νερό. Τελικά, εξαντλημένος απ’ την έξαψη, κάθισα στα
σκαλιά ενός ετοιμόρροπου ανεμόμυλου να πάρω μια ανάσα,
κουκουλώθηκα στην υγρασία, αποκοιμήθηκα.
Ξαφνικά μια μάγισσα με σκουντούσε με το σκουπόξυλό της
για να ξυπνήσω, τσιρίζοντας κάτι σαν «Zie gie doad
misschien?», αλλά δεν είμαι και σίγουρος. Γαλανός ουρανός,
ζεστός ήλιος, ούτε μια τούφα ομίχλης. Αναστημένος και
βλεφαρίζοντας, της πρόσφερα γλύκισμα. Το πήρε με
δυσπιστία, το φύλαξε στην ποδιά της για αργότερα, και
ξανάπιασε το σκούπισμα, γρυλίζοντας ένα πανάρχαιο
τραγουδάκι. Μεγάλη τύχη που μ’ έκλεψαν, μάλλον.
Μοιράστηκα άλλο ένα γλύκισμα με πέντε χιλιάδες περιστέρια,
κι ένας ζητιάνος ζήλεψε, οπότε αναγκάστηκα να του δώσω κι
αυτού ένα. Γύρισα αποκεί που ίσως είχα έρθει. Σε ένα
παράξενο πεντάγωνο παράθυρο μια κατάλευκη κόρη έβαζε
σαιντπώλιες σε σκαλιστή γαβάθα. Τα κορίτσια έχουν κι αυτά τη
σαγήνη τους. Δοκίμασέ τα κι εσύ καμιά φορά. Χτύπησα το
τζάμι, και ρώτησα στα γαλλικά αν θα μ’ ερωτευόταν για να με
σώσει. Κούνησε το κεφάλι αρνητικά αλλά μου χαμογέλασε σαν
να το διασκέδαζε. Ρώτησα πού ήταν το αστυνομικό τμήμα.
Μου έδειξε ένα σταυροδρόμι.
Μπορείς να εντοπίσεις έναν συνάδελφο μουσικό σε
οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμα και μεταξύ αστυνομικών.
Αυτός με το πιο τρελό βλέμμα, τα πιο ατίθασα μαλλιά, είτε
πεινασμένα ισχνός είτε πρόσχαρα ευτραφής. Τούτος δω ο
επιθεωρητής, γαλλόφωνος μουσικός του κορ ανγκλέ, μέλος
του τοπικού οπερατικού συλλόγου, είχε ακουστά τον Βίβιαν
Άιρς και ευγενέστατα μου έφτιαξε έναν χάρτη για το
Νίερμπεκε. Για την πληροφορία αυτή τον αντάμειψα με δυο
γλυκίσματα. Ρώτησε αν είχα φέρει εδώ το βρετανικό μου
αυτοκίνητο – ο γιος του είχε τρέλα με τα Austin. Είπα δεν είχα
αυτοκίνητο. Αυτό τον ανησύχησε. Πώς θα πήγαινα στο
Νίερμπεκε; Λεωφορεία δεν είχε, ούτε τρένα, και σαράντα
χιλιόμετρα ήταν παλούκι να τα περπατήσεις. Ρώτησα αν
μπορούσα να δανειστώ ένα ποδήλατο της αστυνομίας επ’
αόριστον. Μου είπε ότι αυτό ήταν άκρως αντικανονικό. Τον
διαβεβαίωσα ότι ήμουν άκρως αντικανονικός, και εν συντομία
περιέγραψα τη φύση της επίσκεψής μου στον Άιρς, τον πιο
διάσημο θετό γιο του Βελγίου (πρέπει να είναι τόσο λίγοι αυτοί,
που ίσως και να αληθεύει τελικά) στην υπηρεσία της
ευρωπαϊκής μουσικής. Επανέλαβα το αίτημά μου. Η απίστευτη
αλήθεια μπορεί να σε βολέψει καλύτερα από ένα πιστευτό
ψέμα, κι αυτή ήταν μια τέτοια περίσταση. Ο έντιμος
αρχιφύλακας με πήγε σε μια μάντρα όπου απολεσθέντα
αντικείμενα περιμένουν νόμιμους ιδιοκτήτες για λίγους μήνες
(πριν βγουν στη μαύρη αγορά) – 1α όμως ήθελε τη γνώμη μου
για την ικανότητά του ως βαρύτονου. Ξέσπασε σ’ ένα «Recitar!
… Vesti la giubba!» από τους Παλιάτσους. (Αρκετά ευχάριστη
φωνή στις χαμηλές αλλά η αναπνοή του ήθελε δουλειά και το
βιμπράτο του έτρεμε σαν βροντείο στο θέατρο.) Έκανα μερικές
μουσικές υποδείξεις, έλαβα ένα βικτοριανό Enfield συν σχοινί
για να δέσω το βαλιτσάκι και το ντοσιέ στη σέλα και
λασπωτήρα για πίσω. Μου ευχήθηκε να έχω bon voyage και καλό
καιρό.
Ο Άντριαν δεν υπήρχε περίπτωση να έχει πεζοπορήσει στον
δρόμο που έκανα με το ποδήλατο για να βγω από την Μπριζ
(στα βάθη της επικράτειας των Ούννων), παρ’ όλα αυτά ένιωσα
μια εγγύτητα με τον αδελφό μου επειδή ανέπνεα τον ίδιο αέρα
του ίδιου τόπου. Η Πεδιά­δα είναι επίπεδη σαν τα Φενς αλλά σε
κακή κατάσταση. Στη διαδρομή έφαγα τα τελευταία
γλυκίσματα, και σταμάτησα σε φτωχά αγροτόσπιτα για να
ζητήσω νερό. Κανείς δεν μου είπε πολλά αλλά κανείς δεν είπε
«Όχι». Χάρη στον κόντρα άνεμο και σε μια αλυσίδα που όλο
έβγαινε, ήταν πια προχωρημένο απόγευμα όταν έφτασα
επιτέλους στο χωριό του Άιρς, το Νίερμπεκε. Ένας αμίλητος
σιδεράς μού έδειξε πώς να πάω στον πύργο του Ζέντελχεμ
κάνοντας προσθήκες στον χάρτη μου μ’ ένα μολυβάκι.
Ακολουθώντας ένα μονοπάτι στη μέση του οποίου φύτρωναν
καμπανούλες και λινάρια, πέρασα μια εγκαταλειμμένη πανσιόν
και βρέθηκα σε ένα άλλοτε επιβλητικό βουλεβάρτο με μεγάλες
μαύρες λεύκες.
Ο πύργος του Ζέντελχεμ είναι πιο μεγαλόπρεπος απ’ το
πρεσβυτέριό μας, κάτι ετοιμόρροποι πυργίσκοι κοσμούν τη
δυτική του πτέρυγα, αλλά ωχριά μπροστά στο Όντλι Εντ ή την
εξοχική έπαυλη των Κάπον-Τεντς. Πήρε το μάτι μου μια
κοπέλα καβάλα στ’ άλογο σ’ έναν χαμηλό λόφο με μια
ρημαγμένη οξιά στην κορυφή. Πέρασα έναν κηπουρό που
έριχνε στάχτη για τους γυμνοσάλιαγκες σε ένα περιβόλι. Στην
αυλή, ένας σωματώδης βαλές καθάριζε τη μηχανή ενός
Cowley. Βλέποντάς με να πλησιάζω, σηκώθηκε και με
περίμενε. Σε μια πλακόστρωτη γωνιά της ζωφόρου τούτης
καθόταν ένας άντρας σε αναπηρική καρέκλα κάτω από μια
αφρισμένη γλυσίνα κι άκουγε ραδιόφωνο. Ο Βίβιαν Άιρς,
υπέθεσα. Το εύκολο κομμάτι της ονειροπόλησής μου είχε
τελειώσει.
Ακούμπησα το ποδήλατό μου στον τοίχο, είπα στον βαλέ ότι
είχα μια δουλειά με τον αφέντη του. Ήταν αρκετά ευγενής, και
με πήγε στη βεράντα του Άιρς, και ανακοίνωσε την άφιξή μου
στα γερμανικά. Ο Άιρς ήταν ένα ράκος, θαρρείς και η αρρώστια
του τον είχε ολότελα ξεζουμίσει, μα συγκρατήθηκα και δεν
γονάτισα στο μονοπάτι σαν τον σερ Πέρσιβαλ μπροστά στον
βασιλιά Αρθούρο. Η ουβερτούρα μας πήγε λίγο πολύ ως εξής:
«Καλησπέρα, κύριε Άιρς».
«Ποιος στον κόρακα πάλι είσαι εσύ;»
«Είναι μεγάλη μου τιμή που–»
«Ρώτησα: “Ποιος στον κόρακα είσαι;”»
«Με λένε Ρόμπερτ Φρόμπισερ, κύριε, απ’ το Σάφρον
Γουόλντεν. Είμαι –ήμουν– φοιτητής του σερ Τρέβορ Μακέρας
στο κολέγιο Κάιους, κι ήρθα από το Λονδίνο για–»
« Ήρθες απ’ το Λονδίνο με το ποδήλατο;»
«Όχι. Το ποδήλατο το δανείστηκα από έναν αστυνομικό στην
Μπριζ».
«Αλήθεια;» Έκανε μια παύση για να σκεφτεί. «Πρέπει να σου
πήρε ώρες».
«Το έκανα από αγάπη, κύριε. Σαν τους προσκυνητές που
ανεβαίνουν τους λόφους γονυπετείς».
«Τι μπούρδες είναι πάλι τούτες;»
« Ήθελα να αποδείξω ότι είμαι σοβαρός υποψήφιος».
«Σοβαρός υποψήφιος για τι πράγμα;»
«Για τη θέση του γραμματέα σας».
«Τρελός είσαι;»
Ερώτηση που είναι πάντα πιο ύπουλη απ’ ό,τι φαίνεται.
«Αμφιβάλλω».
«Κοίτα, εγώ αγγελία για γραμματέα δεν έχω βάλει!»
«Το ξέρω, κύριε, μα τον χρειάζεστε, κι ας μην το ξέρετε
ακόμη. Το άρθρο στους Times έλεγε ότι δεν μπορείτε να
συνθέσετε νέα έργα εξαιτίας της ασθένειάς σας. Δεν γίνεται να
επιτρέψω να χαθεί η μουσική σας. Είναι πάρα, πάρα πολύ
σημαντική. Ήρθα λοιπόν εδώ να σας προσφέρω τις υπηρεσίες
μου».
Τέλος πάντων, δεν μ’ έδιωξε δίχως δεύτερη σκέψη. «Πώς
είπες ότι σε λένε;» Του είπα. «Από τους διάττοντες αστέρες του
Μακέρας, είπες;»
«Για να πω την αλήθεια, κύριε, με σιχαινόταν».
Όπως ξέρεις από πικρή σου πείρα, άμα το βάλω με τον νου
μου, μπορώ να εξάψω το ενδιαφέρον.
«Α έτσι, ε; Και γιατί άραγε;»
«Γιατί έγραψα στο περιοδικό της σχολής ότι το 6ο του
Κονσέρτο για Φλάουτο», ξερόβηξα, «είναι δέσμιο ενός
προεφηβικού Σεν-Σανς στα πιο φανταχτερά του. Το πήρε
προσωπικά».
«Αλήθεια έγραψες τέτοιο πράγμα για τον Μακέρας;» Ο Άιρς
αγκομαχούσε λες και του πριόνιζαν τα πλευρά. «Σίγουρα το
πήρε προσωπικά».
Η συνέχεια είναι σύντομη. Ο βαλές με οδήγησε σε ένα
καθιστικό βαμμένο σε ανοιχτοπράσινο χρώμα, με έναν βαρετό
Φάρκαρσον24 που απεικόνιζε πρόβατα και δεμάτια καλαμπόκι
κι ένα όχι και τόσο καλό ολλανδικό τοπίο. Ο Άιρς φώναξε τη
γυναίκα του, την κυρία Βαν Όοτριβε Ντε Κρόμελινκ. Έχει
κρατήσει το όνομά της, και τέτοιο που είναι, δεν έχει κι άδικο.
Η κυρία του σπιτιού με ψυχρή ευγένεια ζήτησε να μάθει για το
παρελθόν μου. Απάντησα ειλικρινά, αν και έκρυψα την
αποβολή μου από το Κάιους κάτω από το πέπλο μιας αόριστης
πάθησης. Για τις τρέχουσες οικονομικές μου δυσκολίες δεν
είπα λέξη – όσο πιο απέλπιδα είναι η περίπτωση, τόσο πιο
διστακτικός ο δωρητής. Τους γοήτευσα επαρκώς.
Συμφωνήσαμε ότι μπορούσα, τουλάχιστον, να διανυκτερεύσω
στο Ζέντελχεμ. Ο Άιρς θα με περνούσε από μουσικό κόσκινο το
πρωί, και θα είχε έτσι τη δυνατότητα να αποφασίσει για την
πρότασή μου.
Ο Άιρς δεν ήρθε στο δείπνο, ωστόσο. Η άφιξή μου συνέπεσε
με την αρχή μιας ημικρανίας που τον πιάνει ανά
δεκαπενθήμερο και τον περιορίζει στα ιδιαίτερά του για μια
δυο μέρες. Η ακρόασή μου αναβάλλεται ώσπου να αναρρώσει,
η τύχη μου λοιπόν ακόμη κρέμεται από μια κλωστή. Στα θετικά
της υπόθεσης, ωστόσο, το κρασί από το Πίσπορτ και ο αστακός
à l’américaine ήταν ισάξια με το φαγητό στο Imperial.
Παρακινούσα την οικοδέσποινά μου να μιλήσει – νομίζω την
κολάκευσαν οι τόσες γνώσεις μου για τον επιφανή της σύζυγο,
και αντιλήφθηκε τη γνήσια αγάπη μου για τη μουσική του. Α,
φάγαμε και με την κόρη του Άιρς, τη νεαρή ιππεύτρια που είχα
δει νωρίτερα. Η δίδα Άιρς είναι μια φίλιππη δεκαεπτά ετών με
την ανασηκωμένη μύτη της μαμάς της. Μια ευγενική
κουβέντα δεν κατάφερα να της πάρω όλο το βράδυ. Να βλέπει
άραγε στο πρόσωπό μου έναν ακόλαστο Άγγλο τζαμπατζή στις
γκίνιες του, που ήρθε εδώ να παρασύρει τον καχεκτικό πατέρα
της σ’ ένα θαυμάσιο γαϊδουροκαλόκαιρο, στο οποίο εκείνη δεν
μπορεί να συμμετάσχει και δεν είναι ευπρόσδεκτη;
Οι άνθρωποι είναι περίπλοκοι.
Περασμένα μεσάνυχτα. Ο πύργος κοιμάται, και πρέπει κι εγώ
να κοιμηθώ.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.

—·—
Ζέντελχεμ,
6η - vii - 1931.

Μα τηλεγράφημα, Σίξμιθ; Είσαι γαϊδούρι.


Μη στείλεις άλλα, σε ικετεύω – τα τηλεγραφήματα τραβάνε την
προσοχή. Ναι, ακόμη στο Εξωτερικό είμαι, ναι, δεν κινδυνεύω
απ’ τους τραμπούκους του Μπρούερ. Σκίσε το γράμμα των
γονιών μου που σου ζητούν να μάθουν πού βρίσκομαι και ρίξε
το στον ποταμό Καμ. Ο Πατήρ είναι «ανήσυχος» μόνο και μόνο
επειδή οι πιστωτές μου τον ταρακουνάνε για να δουν αν θα
πέσουν τίποτα χαρτονομίσματα από το οικογενειακό δέντρο.
Τα χρέη ενός αποκληρωμένου γιου, ωστόσο, αφορούν
αποκλειστικά τον γιο – πίστεψέ με, έχω ψάξει όλες τις
νομικούρες. Η Μήτηρ δεν είναι «ανάστατη». Μόνο στην
προοπτική να στερέψει η καράφα μπορεί η Μήτηρ να είναι
«ανάστατη».
Η ακρόασή μου έλαβε χώρα στο δωμάτιο μουσικής του Άιρς,
μετά το μεσημεριανό, προχθές. Σαρωτική επιτυχία δεν ήταν,
για να το θέσω επιεικώς – άγνωστο πόσο πολλές, ή πόσο λίγες,
μέρες θα μείνω ακόμα εδώ. Ομολογώ ένα ορισμένο ρίγος πριν
καθίσω στο σκαμνί του πιάνου του Βίβιαν Άιρς. Το περσικό
χαλί, το παλιό ντιβάνι, τα σκαλιστά ντουλάπια τίγκα στα
αναλόγια, το πιάνο Bösendorfer, το καριγιόν, ήταν όλα τους
παρόντα στη σύλληψη και γέννηση των Παραλλαγών της
Ματριόσκας και του κύκλου τραγουδιών Νήσοι της Εταιρείας.
Ακούμπησα το ίδιο τσέλο που δονήθηκε 1ο στο Untergehen
Violinkonzert.25 Όταν άκουσα τον Χέντρικ να σπρώχνει την
καρέκλα του κυρίου του κατά δω, σταμάτησα να σκαλίζω και
γύρισα προς την είσοδο. Ο Άιρς δεν έδωσε σημασία στο
«Ελπίζω να είστε καλύτερα, κύριε Άιρς» που είπα και έβαλε τον
βαλέ του να τον αφήσει μπροστά στο παράθυρο που βλέπει
στον κήπο.
«Λοιπόν;» είπε αφού είχαμε μείνει μόνοι ½ λεπτό. «Εμπρός.
Εντυπωσίασέ με». Ρώτησα τι ήθελε να ακούσει. «Πρέπει να
διαλέξω και το πρόγραμμα; Τι να πω, τα “Τρία τυφλά ποντίκια”
τα έχεις μάθει τουλάχιστον;»
Κάθισα λοιπόν στο Bösendorfer κι έπαιξα στον
συφιλιδιασμένο παλαβιάρη τα «Τρία τυφλά ποντίκια», με τον
τρόπο ενός δηκτικού Προκόφιεφ. O Άιρς το άφησε ασχολίαστο.
Συνέχισα πιο διακριτικά με το Νυχτερινό σε Φα μείζονα του
Σοπέν. Διέκοψε για να γκρινιάξει, «Προσπαθείς να με τυλίξεις,
Φρόμπισερ;». Έπαιξα τις Παρεκβάσεις σ’ ένα θέμα του Λουντοβίκο
Ρονκάλι του ίδιου του Β.Α., πριν προλάβω όμως να τελειώσω τα
δύο πρώτα μέτρα, πέταξε μια βρισιά για την οποία στο σχολείο
θα σε βίτσιζαν, κοπάνησε με το μπαστούνι του το πάτωμα, και
είπε «Η αυτοϊκανοποίηση τυφλώνει, δεν σου το μάθανε στο
Κάιους;». Δεν του έδωσα σημασία και τελείωσα το κομμάτι
άψογα. Για ένα θεαματικό φινάλε το ρίσκαρα με τη 212η σε Λα
μείζονα του Σκαρλάτι, έναν φόβο και τρόμο μου, γεμάτο
αρπέτζιο και ακροβατισμούς. Την πάτησα μια δυο φορές, δεν
περνούσα όμως κι από ακρόα­ση για σολίστας. Αφού τελείωσα,
ο Β.Α. ακόμη κουνούσε το κεφάλι του στον ρυθμό της
εξαφανισμένης σονάτας· ή ίσως να διηύθυνε τις θαμπές,
ταλαντευόμενες λεύκες. Ένα «Αποκρουστικό, Φρόμπισερ,
χάσου από μπροστά μου τώρα αμέσως!» θα με έθλιβε, δεν θα
με εξέπληττε και πολύ όμως. Αντιθέτως, παραδέχτηκε «Ίσως
και να έχεις στόφα μουσικού. Έχει ωραία μέρα σήμερα. Κάνε
μια βόλτα μέχρι τη λίμνη να δεις τις πάπιες. Θέλω, ε, λίγο χρόνο
για να αποφασίσω αν μπορώ ή όχι να αξιοποιήσω τις… χάρες
σου».
Έφυγα αμίλητος. Ο γεροξεκούτης με θέλει, απ’ ό,τι φαίνεται,
μόνο όμως αν πέσω στα γόνατα από ευγνωμοσύνη. Αν μου είχε
επιτρέψει το πορτοφόλι μου να φύγω, θα είχα πάρει ένα ταξί να
γυρίσω στην Μπριζ και θα εγκατέλειπα την όλη σφαλερή ιδέα.
Ενώ έφευγα, φώναξε: «Μια συμβουλή, Φρόμπισερ, δωρεάν. Ο
Σκαρλάτι τσεμπαλίστας ήταν, όχι πιανίστας. Μην τον γεμίζεις
τόσο με χρώμα, και μη χρησιμοποιείς το πεντάλ για να
παρατείνεις νότες που δεν μπορείς να παρατείνεις με τα
δάχτυλα». Αντιγύρισα ότι ήθελα, ε, λίγο χρόνο για να
αποφασίσω αν μπορούσα ή όχι να αξιοποιήσω τη… χάρη του.
Διέσχισα την αυλή όπου ένας κηπουρός με μούτρο
κατακόκκινο σαν το παντζάρι ξεχορτάριαζε ένα σιντριβάνι. Του
έδωσα να καταλάβει πως ήθελα να μιλήσω με την κυρία του,
αμέσως –δεν του πολυκόβει–, κι αυτός έγνεψε αόριστα προς το
Νίερμπεκε, παριστάνοντας με χειρονομίες ότι οδηγούσε
αυτοκίνητο. Υπέροχα. Και τώρα τι; Να δω τις πάπιες, γιατί όχι;
Θα μπορούσα να στραγγαλίσω δύο και να τις κρεμάσω στην
ντουλάπα του Β.Α. Τόσο μαύρη διάθεση. Έτσι με χειρονομίες
μιμήθηκα τις πάπιες και ρώτησα τον κηπουρό «Πού;». Έδειξε
κατά την οξιά και η χειρονομία του είπε, Περπάτα προς τα κει,
από πίσω είναι. Ξεκίνησα, πήδηξα έναν παρατημένο
γρανότοιχο, αλλά πριν φτάσω στην κορυφή, με πλησίασε
απειλητικά ήχος καλπασμού, και η δεσποινίδα Εύα Βαν
Όοτριβε Ντε Κρόμελινκ –αποδώ και πέρα θα αρκούμαι σε ένα
σκέτο Κρόμελινκ, ειδάλλως θα ξεμείνω από μελάνι– ήρθε
καβάλα στο μαύρο πόνι της.
Τη χαιρέτησα. Κάλπαζε γύρω μου σαν τη βασίλισσα
Βοαδίκεια, εμφατικά απαθής. «Πολλή υγρασία έχει σήμερα»
έπιασα κουβέντα δηκτικά. «Νομίζω πως αργότερα θα βρέξει,
δεν συμφωνείτε;» Δεν είπε τίποτα. «Το άλογό σας είναι πιο
κομψό απ’ τους τρόπους σας» της είπα. Τίποτα. Απ’ τα
χωράφια ακούστηκαν βολές όπλων, και η Εύα καθησύχασε το
άλογό της. Το άτι της είναι χάρμα – δεν γίνεται να τα
φορτώσεις στο άλογο. Ρώτησα την Εύα πώς λένε το πόνι της.
Έδιωξε από τα μάγουλά της μερικές μαύρες μπούκλες. Με ένα
«J’ai nommé le poney Néfertiti, d’après cette reine d’Egypte
qui m’est si chère»26 γύρισε απ’ την άλλη. «Μιλάει!» φώναξα,
και κοιτούσα την κοπέλα να φεύγει καλπάζοντας, ώσπου έγινε
μια μινιατούρα στο βουκολικό τοπίο του Βαν Ντάικ. Εξαπέλυα
οβίδες στο κατόπι της σε κομψές παραβολές. Έστρεψα τα όπλα
μου κατά τον πύργο του Ζέντελχεμ, και άφησα την πτέρυγα
του Άιρς καπνισμένα συντρίμμια. Θυμήθηκα σε ποια χώρα
βρισκόμαστε και σταμάτησα.
Πέρα από τη διαλυμένη οξιά, το λιβάδι κατεβαίνει σε μια
λιμνούλα γεμάτη βατράχια. Τα έχει φάει τα ψωμιά της. Ένα
ασταθές γεφυράκι συνδέει μια νησίδα με την ακτή με
αμέτρητα ανθούρια παντού. Μια στο τόσο προβάλλει ένα
χρυσόψαρο, γυαλίζοντας σαν τα κέρματα που ρίχνεις στο νερό.
Δενδρονήσσες κρώζουν για ψωμί, ζητιάνοι με εξαίσια αμφίεση
– κάπως σαν κι εμένα. Ασπροχελίδονα φωλιάζουν σ’ ένα
υπόστεγο από πισσωμένα σανίδια. Κάτω από μια αράδα
αχλαδιές –αλλοτινός οπωρώνας;– ξάπλωσα να χασομερήσω, μια
τέχνη που κατέκτησα κατά τη μακρόχρονη ανάρρωσή μου. Ο
χασομέρης από τον ακαμάτη διαφέρει όσο ο γευσιγνώστης από
τον κοιλιόδουλο. Κοιτούσα την εναέρια ευδαιμονία των
λιβελούλων που ζευγάρωναν. Έως και τα φτερά τους άκουγα,
ένας εκστατικός ήχος, σαν χαρτιά σε ακτίνες ποδηλάτου.
Χάζευα ένα κονάκι που εξερευνούσε μια μικροσκοπική
Αμαζονία στις ρίζες όπου είχα ξαπλώσει. Σιωπή; Όχι απόλυτη,
όχι. Ξύπνησα πολύ αργότερα, από τις πρώτες ψιχάλες της
βροχής. Σωρειτομελανίες έφταναν στην κρίσιμη μάζα. Γύρισα
στον πύργο τρέχοντας πιο γρήγορα απ’ όσο ποτέ θα τρέξω,
μόνο και μόνο για ν’ ακούσω την ορμητική βοή στους
ακουστικούς μου πόρους και να νιώσω τις 1ες στάλες να
κοπανούν το πρόσωπό μου σαν τις μπαγκέτες του ξυλόφωνου.
Ίσα που πρόλαβα ν’ αλλάξω και να φορέσω το μοναδικό μου
καθαρό πουκάμισο πριν χτυπήσει το καμπανάκι του δείπνου. Η
κυρία Κρόμελινκ εξήγησε ότι η όρεξη του συζύγου της ακόμη
ήταν καχεκτική και η μαμζέλ προτιμούσε να φάει μόνη. Δεν
είχα καλύτερο. Βραστό χέλι, σάλτσα μυρωνιού, η βροχή να
πέφτει απαλά στη βεράντα. Σε αντίθεση με το σπίτι των
Φρόμπισερ και τα περισσότερα αγγλικά σπιτικά που ξέρω, τα
γεύματα στον πύργο δεν εξελίσσονται στη σιωπή και η μαντάμ
Κ. μου μίλησε λιγάκι για την οικογένειά της. Οι Κρόμελινκ
ζουν στο Ζέντελχεμ από πολύ παλιά, από τότε που η Μπριζ
ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι της Ευρώπης (έτσι μου είπε,
δυσκολεύομαι να το πιστέψω), πράγμα που κάνει την Εύα
κορωνίδα έξι αιώνων αναπαραγωγής. Άρχισα να τη συμπαθώ
κάπως, το παραδέχομαι. Μακρολογεί σαν άντρας και καπνίζει
αρωματικά τσιγάρα σε πιπάκι από κέρατο ρινόκερου. Θα το
καταλάβαινε πολύ γρήγορα αν εξαφανίζονταν τίποτα τιμαλφή,
ωστόσο. Είχαν μακρυχέρηδες υπηρέτες στο παρελθόν, ανέφερε
όλως τυχαίως, έως και έναν δυο εξαθλιωμένους
φιλοξενούμενους, αν μπορούσα να το πιστέψω ότι γίνεται να
φερθεί κανείς τόσο ξεδιάντροπα. Τη διαβεβαίωσα ότι οι γονείς
μου έχουν υποφέρει αντίστοιχα, και έπειτα έριξα άδεια για να
πιάσω γεμάτα σχετικά με την ακρόασή μου. «Για τον Σκαρλάτι
σου, μια φορά, είπε ότι “επιδέχεται βελτίωση”. Ο Βίβιαν
αρνείται τους επαίνους, τόσο το να τους προσφέρει, όσο και το
να τους δέχεται. Λέει “Αν σε επαινεί ο κόσμος, ο δρόμος που
βαδίζεις δεν είναι δικός σου”». Ρώτησα ευθέως αν κατά τη
γνώμη της θα συμφωνούσε να με προσλάβει. «Το ελπίζω,
Ρόμπερτ». (Με άλλα λόγια, « Ίδωμεν».) «Πρέπει να το
καταλάβεις, το είχε πάρει απόφαση ότι δεν θα ξανασυνέθετε
ούτε νότα. Αυτό του έφερε μεγάλο πόνο. Η ανάσταση της
ελπίδας ότι ίσως ξανασυνθέσει – τι να πω, δεν είναι ρίσκο που
μπορείς να το πάρεις αψήφιστα». Έκλεισε το θέμα. Ανέφερα τη
συνάντησή μου με την Εύα, και η μαντάμ Κ. δήλωσε «Η κόρη
μου φέρθηκε με αγένεια».
«Με συστολή» ήταν η τέλεια απάντησή μου.
Η οικοδέσποινά μου γέμισε το ποτήρι μου. «Η Εύα είναι
ιδιότροπος χαρακτήρας. Ο σύζυγός μου ελάχιστο ενδιαφέρον
έχει δείξει για την ανατροφή της ως δεσποινίδας. Δεν ήθελε
παιδιά. Είναι γνωστό πως οι πατεράδες υπεραγαπούν τις κόρες
τους, όπως κι οι κόρες τους πατεράδες τους, έτσι δεν είναι; Σε
αυτή την περίπτωση δεν είναι έτσι. Οι δάσκαλοι της Εύας λένε
γι’ αυτή ότι είναι επιμελής μεν, μυστικοπαθής δε, και ποτέ της
δεν προσπάθησε να εξελιχτεί μουσικά. Συχνά νιώθω πως δεν
την ξέρω καθόλου». Γέμισα το ποτήρι της μαντάμ Κ. και
φάνηκε να βρίσκει το κέφι της. «Άκουσέ με πώς μοιρολογώ. Οι
αδελφές σου θα είναι σίγουρα υποδειγματικές νεαρές Εγγλέζες
με άμεμπτους τρόπους, έτσι, μεσιέ;» Πολύ αμφιβάλλω ότι το
ενδιαφέρον της για τις μεμσαχίμπ των Φρόμπισερ ήταν γνήσιο,
μα της αρέσει να με βλέπει να μιλάω, οπότε σχεδίασα
σπιρτόζικες καρικατούρες της αποξενωμένης μου οικογένειας
για να ψυχαγωγήσω την οικοδέσποινά μου. Μας παρουσίασα
τόσο πρόσχαρους, που κόντεψα να νοσταλγήσω το σπίτι μου.
Σήμερα το πρωί, Δευτέρα, η Εύα καταδέχτηκε να
προγευματίσουμε μαζί –χοιρομέρι Μπράντεναμ, αυγά, ψωμί,
και τα λοιπά– αλλά η κοπέλα όλο πετούσε μικροπαράπονα στη
μητέρα της και αποτέλειωνε τις παρεμβάσεις μου με ένα «oui»
ύφεση ή ένα «non» δίεση. Ο Άιρς ήταν καλύτερα, οπότε έφαγε
μαζί μας. Έπειτα ο Χένρι πήγε με το αυτοκίνητο να αφήσει την
κόρη στην Μπριζ για την εβδομάδα – η Εύα τις καθημερινές
μένει στην πόλη με μια οικογένεια της οποίας οι κόρες
πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο, τους Βαν Ιλς ή κάτι τέτοιο. Όλος ο
πύργος αναστέναξε με ανακούφιση όταν το Cowley πέρασε το
βουλεβάρτο με τις λεύκες (γνωστό ως ο Δρόμος του Μοναχού).
Η Εύα δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα του μέρους. Στις εννιά, ο
Άιρς κι εγώ αποσυρθήκαμε στο δωμάτιο της μουσικής. « Έχω
μια μικρή μελωδία για βιόλα που κουδουνίζει στο μυαλό μου,
Φρόμπισερ. Ας δούμε αν μπορείς να τη γράψεις». Καταχάρηκα
που το άκουσα, αφού περίμενα να αρχίσω από τη λάντζα – να
καθαρογράφω πρόχειρα χγφ και πάει λέγοντας. Αν αποδείκνυα
την αξία μου ως ζώσα πένα του Β.Α. από την πρώτη μέρα, η
μόνιμη θέση μου θα ήταν σχεδόν βέβαιη. Κάθισα στο γραφείο
του, μ’ ένα ξυσμένο μολύβι 2Β σε ετοιμότητα, και καθαρή
παρτιτούρα, και περίμενα να μου πει τις νότες μία μία.
Ξαφνικά, ούρλιαξε: «“Ταν, ταν! Ταν-ταν-ταν τάτιτάτιτάτι, ταν!”
Το ’πιασες; “Ταν! Τάτι-ταν! Ησυχία – ταν-ταν-ταν-τττ-ΤΑΝ!
ΤΑΝΤΑΝΤΑΝ!!!”». Το ’πιασες; To ραμολιμέντο προφανώς το
έβρισκε αστείο –όσο μπορούσες να γράψεις με νότες τα
φωναχτά του αναμασήματα, άλλο τόσο μπορούσες να
ενορχηστρώσεις το γκάρισμα δέκα γαϊδάρων–, έπειτα από άλλα
τριάντα δεύτερα όμως, κατάλαβα ότι δεν έκανε πλάκα.
Προσπάθησα να τον διακόψω, ήταν όμως τόσο απορροφημένος
στη δημιουργία του που δεν το πρόσεξε. Βούλιαξα σε βαθύτατη
απελπισία ενώ ο Άιρς συνέχιζε, και συνέχιζε, και συνέχιζε… Η
κομπίνα μου ήταν τελειωμένη. Τι σκεφτόμουν στον σταθμό της
Βικτόρια; Αποθαρρυμένος, τον άφησα να συνεχίσει το κομμάτι
του με την ισχνή ελπίδα ότι, αν το είχε ολοκληρωμένο στο
κεφάλι του, ίσως να διευκόλυνε την αναπαραγωγή του
αργότερα.
«Ορίστε, τελείωσα!» ανακοίνωσε. «Το ’πιασες; Για τραγούδα
το κι εσύ, Φρόμπισερ, να δούμε πώς ακούγεται».
Ρώτησα σε τι κλίμακα ήμασταν. «Σι ύφεση, φυσικά!» Μετρικός
οπλισμός; Ο Άιρς τσίμπησε τη μύτη του. «Θες να μου πεις ότι
έχασες τη μελωδία μου;» Πάσχισα να μου υπενθυμίσω ότι
φερόταν τελείως παράλογα. Του ζήτησα να επαναλάβει τη
μελωδία, πολύ πιο αργά, και να κατονομάζει τις νότες του, μία
προς μία. Ακολούθησε μια οξεία παύση που μου φάνηκε πως
κράτησε γύρω στις τρεις ώρες, όσο ο Άιρς σκεφτόταν αν θα
πάθαινε κρίση ή όχι. Στο τέλος, έβγαλε έναν βασανισμένο
στεναγμό. «Τέσσερα όγδοα, αλλαγή σε οκτώ όγδοα μετά το 12ο
μέτρο, αν ξέρεις να μετράς μέχρι το 12». Παύση. Θυμήθηκα τις
οικονομικές μου δυσκολίες και δαγκώθηκα. «Πάμε από την
αρχή, λοιπόν». Περιφρονητική παύση. « Έτοιμος; Αργά… Ταν!
Ποια νότα είναι αυτή;» Άντεξα ένα φριχτό ½ωρο να μαντεύω
κάθε νότα, μία προς μία. Ο Άιρς επιβεβαίωνε ή απέρριπτε την
εικασία μου με ένα κουρασμένο καταφατικό ή αρνητικό νεύμα.
Η μαντάμ Κ. έφερε ένα βάζο με λουλούδια και της ζήτησα
βοήθεια με το βλέμμα, όμως ο Β.Α. από μόνος του είπε να
σταματήσουμε. Εκεί που έφευγα, άκουσα τον Άιρς να λέει (για
να το ακούσω εγώ;) «Είναι απελπιστικό, Γιοκάστα, το παιδί δεν
μπορεί να γράψει ούτε έναν απλό σκοπό. Ας πάω καλύτερα με
την αβανγκάρντ, να ρίχνω βελάκια σε χαρτιά με νότες πάνω».
Στον διάδρομο η κυρία Βίλεμς –η οικονόμος– μοιρολογεί για
την υγρασία και τον αέρα και τη βρεγμένη της μπουγάδα σε
κάποιον αθέατο υπηρέτη. Είναι σε καλύτερη θέση από μένα.
Έχω χειραγωγήσει ανθρώπους για να ανελιχθώ, από λαγνεία ή
για χρήματα, ποτέ όμως για ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι
μου. Ο σάπιος τούτος πύργος βρομά απ’ τα μανιτάρια και τη
μούχλα. Δεν έπρεπε να έρθω εδώ.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
ΥΓ. Οικονομικά «στενέματα», τι ταιριαστή φράση. Δεν είναι να
απορείς που οι φτωχοί είναι όλοι σοσιαλιστές. Κοίτα, πρέπει να
σου ζητήσω ένα δάνειο. Το καθεστώς στο Ζέντελχεμ είναι ό,τι
πιο χαλαρό έχω δει ποτέ (πάλι καλά! Για την ώρα, ο μπάτλερ
του πατέρα μου έχει πιο εφοδιασμένη γκαρνταρόμπα από
μένα), πρέπει όμως να τηρείς και κάποιες προϋποθέσεις. Δεν
έχω να δώσω ούτε φιλοδώρημα στους υπηρέτες. Αν μου είχαν
μείνει πλούσιοι φίλοι, θα ζητούσα απ’ αυτούς, μα η αλήθεια
είναι πως δεν μου έχουν μείνει. Δεν ξέρω πώς στέλνεις
χρήματα, ή τα τηλεγραφείς ή τα στέλνεις με πακέτο ή ό,τι
άλλο, επιστήμονας είσαι όμως, βρες έναν τρόπο. Αν μου
ζητήσει ο Άιρς να φύγω, θα φουντάρω. Θα διαρρεύσει στο
Κέμπριτζ η είδηση ότι ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ αναγκάστηκε να
ζητιανέψει από τους πάλαι ποτέ οικοδεσπότες του όταν τον
πέταξαν στον δρόμο, επειδή δεν είχε τα φόντα για τη δουλειά.
Θα πέθαινα απ’ την ντροπή, Σίξμιθ, στ’ αλήθεια θα πέθαινα.
Για όνομα του Θεού, στείλε ό,τι μπορείς αμέσως.

—·—

Πύργος του Ζέντελχεμ


14η - vii - 1931.

Σίξμιθ,
Δόξα τον Ρούφους τον Ευλογημένο, τον Προστάτη Άγιο των
Απόρων Συνθετών, Δόξα εν Υψίστοις, Αμήν. Το ταχυδρομικό
σου έμβασμα έφτασε σώο και αβλαβές σήμερα το πρωί – στους
οικοδεσπότες μου σε περιέγραψα ως έναν θείο που με
υπεραγαπά αλλά είχε ξεχάσει τα γενέθλιά μου. Η κυρία
Κρόμελινκ επιβεβαιώνει ότι μια τράπεζα στην Μπριζ θα μου το
εξαργυρώσει. Θα γράψω ένα μοτέτο προς τιμήν σου και θα σε
ξεπληρώσω το συντομότερο. Ίσως συντομότερα απ’ ό,τι
νομίζεις. Οι παγωμένες μου προοπτικές έχουν αρχίσει να
αναθερμαίνονται. Μετά την εξευτελιστική 1η μου απόπειρα να
συνεργαστώ με τον Άιρς, γύρισα στο δωμάτιό μου σε άθλια
κατάσταση. Εκείνο το απόγευμα το πέρασα γράφοντάς σου τον
κλαψιάρικό μου θρήνο –επί τη ευκαιρία, κάψε τον, αν δεν τον
έχεις ήδη κάψει–, με π. άγχος για το μέλλον μου. Βγήκα στη
βροχή φορώντας γαλότσες και κάπα και πήγα με τα πόδια ως το
ταχυδρομείο του χωριού, διερωτώμενος, ειλικρινά, πού μπορεί
να βρισκόμουν σε έναν μήνα. Η κυρία Βίλεμς ντιντίνισε το
καμπανάκι του δείπνου λίγο αφότου επέστρεψα, όταν πήγα
όμως στην τραπεζαρία με περίμενε ο Άιρς, μόνος. «Εσύ είσαι,
Φρόμπισερ;» ρώτησε, με τη συνηθισμένη τραχύτητα του
μεγαλύτερου σε ηλικία ανδρός που προσπαθεί να δείξει
λεπτότητα. «Α, Φρόμπισερ, χαίρομαι που αυτή την
κουβεντούλα μπορούμε να την κάνουμε οι δυο μας μόνο.
Κοίτα, σου φέρθηκα ελεεινά σήμερα το πρωί. Η αρρώστια μου
με κάνει πιο… ευθύ απ’ όσο αρμόζει, ενίοτε. Ζητώ συγγνώμη.
Δώσε σε τούτον τον στρυφνό ακατονόμαστο μια δεύτερη
ευκαιρία αύριο, τι λες;»
Να του είχε πει η σύζυγός του σε τι κατάσταση με είχε βρει;
Να είχε αναφέρει η Λουσίλ τη ½ έτοιμη βαλίτσα μου; Περίμενα
για να σιγουρευτώ ότι η φωνή μου δεν φανέρωνε την
ανακούφισή μου και του είπα ευγενικά ότι δεν ήταν κακό να
λέει τη γνώμη του.
« Ήμουν υπερβολικά αρνητικός απέναντι στην πρότασή σου,
Φρόμπισερ. Δεν θα είναι εύκολο να αποσπάσεις μουσική από
την γκλάβα μου, η συνεργασία μας όμως έχει πολύ καλές
προοπτικές. Με τη μουσική σου ικανότητα και τον χαρακτήρα
σου έχεις και με το παραπάνω τα φόντα για τη δουλειά.
Σύμφωνα με τη σύζυγό μου δοκιμάζεις την τύχη σου και στη
σύνθεση; Ολοφάνερα η μουσική είναι και για τους δυο μας το
οξυγόνο μας. Με λίγη καλή θέληση θα πάμε στα κουτουρού
ώσπου να πετύχουμε την κατάλληλη μέθοδο». Με το που
ειπώθηκε αυτό, χτύπησε την πόρτα η μαντάμ Κρόμελινκ, έριξε
μια ματιά στο δωμάτιο, αντιλήφθηκε την κατάσταση στη
στιγμή, όπως κάνουν μερικές γυναίκες, και ρώτησε αν η
περίσταση επέβαλλε να το γιορτάσουμε με ένα ποτό. Ο Άιρς
στράφηκε σ’ εμένα. «Αυτό εξαρτάται από τον νεαρό
Φρόμπισερ. Τι θα έλεγες; Θα μείνεις για λίγες εβδομάδες, με
την προοπτική να γίνουν λίγοι μήνες, αν όλα πάνε καλά; Ίσως
και περισσότερο, ποιος ξέρει; Πρέπει, όμως, να δεχτείς έναν
μικρό μισθό».
Άφησα την ανακούφισή μου να φανεί ως ευχαρίστηση, του
είπα πως θα ήταν τιμή μου, και δεν απέρριψα αμέσως την
προσφορά του μισθού.
«Τότε, Γιοκάστα, πες στην κυρία Βίλεμς να φέρει ένα Πινό
του 1908!» Κάναμε πρόποση για τον Βάκχο και τις Μούσες, κι
ήπιαμε ένα κρασί πλούσιο σαν το αίμα του ρινόκερου. Το
κελάρι του Άιρς, γύρω στα εξακόσια μπουκάλια, είναι από τα
πιο εξαίσια στο Βέλγιο, και του αξίζει μια σύντομη παρέκβαση.
Επέζησε του πολέμου ασύλητο από τους Ούννους
αξιωματούχους που χρησιμοποιούσαν το Ζέντελχεμ ως
αρχηγείο χάρη σε έναν ψευδότοιχο που είχε σηκώσει ο πατέρας
του Χέντρικ στην είσοδό του, πριν διαφύγει η οικογένεια στο
Γκέτεμποργκ. Η βιβλιοθήκη και διάφοροι άλλοι ογκώδεις
θησαυροί πέρασαν κι αυτοί τον πόλεμο εκεί κάτω (άλλοτε ήταν
υπόγειο μοναστηριού), κλεισμένοι σε κιβώτια. Οι Πρώσοι
λεηλάτησαν το κτίριο πριν από την Ανακωχή, δεν πήραν
χαμπάρι όμως την ύπαρξη του κελαριού.
Αναπτύσσεται μια εργασιακή ρουτίνα. Ο Άιρς κι εγώ είμαστε
στο δωμάτιο της μουσικής στις εννιά η ώρα κάθε πρωί, εφόσον
το επιτρέπουν οι διάφορες παθήσεις και οι πόνοι του.
Καθόμαστε, εγώ στο πιάνο, ο Άιρς στο ντιβάνι, καπνίζοντας τα
σιχαμένα τουρκικά τσιγάρα του, και ακολουθούμε ένα από τα
τρία modos operandi μας. «Aναθεωρητικά» – μου ζητάει να
ξανακοιτάξουμε τη δουλειά του προηγούμενου πρωινού.
Μουρμουρίζω, τραγουδώ ή παίζω, ανάλογα με το όργανο, και ο
Άιρς τροποποιεί την παρτιτούρα. Στα «Ανασυστατικά»
ξεσκαρτάρω παλιές παρτιτούρες, τετράδια και συνθέσεις,
κάποια από αυτά γραμμένα πριν καν γεννηθώ, για να εντοπίσω
ένα κομμάτι ή κάποια καντέντσα που ο Άιρς αχνοθυμάται και
θέλει να διασώσει. Τρομερή έρευνα. Τα «Συνθετικά» είναι τα
πιο απαιτητικά. Κάθομαι στο πιάνο και προσπαθώ να τα βγάλω
πέρα με ένα κύμα από «Δέκατο έκτο, Σι, Σολ· ολόκληρο, Λα
ύφεση – κράτα το για τέσσερις χρόνους, όχι, έξι – τέταρτα! Φα
δίεση – όχι όχι όχι όχι Φα δίεση – και… Σι! Ταν-τάτι-τάτι-ταν!».
(Τουλάχιστον il maestro τώρα κατονομάζει τις νότες του.) Ή, αν
είναι σε πιο ποιητική διάθεση, μπορεί να πει: «Και τώρα,
Φρόμπισερ, το κλαρινέτο είναι η παλλακίδα, οι βιόλες είναι οι
ίταμοι στο κοιμητήριο, το κλειδόχορδο είναι το φεγγάρι,
οπότε... ας φυσήξει ο ανατολικός άνεμος αυτή τη συγχορδία
Λα ελάσσονα, μετά το 16ο μέτρο».
Σαν καλός μπάτλερ (αν και, να είσαι σίγουρος, δεν είμαι απλά
καλός) η δουλειά μου είναι κατά τα 9/10 πρόνοια. Μερικές
φορές ο Άιρς θα ζητήσει την καλλιτεχνική μου άποψη, κάτι σαν
«Θεωρείς ότι έχει αποτέλεσμα αυτή η συγχορδία, Φρόμπισερ;»
ή «Αυτό το μέρος συνάδει με το όλον;». Αν πω όχι, ο Άιρς με
ρωτά τι θα πρότεινα για υποκατάστατο, και μια δυο φορές
μάλιστα χρησιμοποίησε την τροποποίησή μου. Πολύ με
προβληματίζει. Αυτή τη μουσική θα τη μελετούν οι άνθρωποι
του μέλλοντος.
Κατά τη μία η ώρα, ο Άιρς είναι κομμάτια. Ο Χέντρικ τον
κατεβάζει στην τραπεζαρία, όπου γευματίζουμε με την κυρία
Κρόμελινκ, και την απαίσια Ε., αν έχει έρθει σπίτι για το Σαβ/
κο ή κάποια ½ αργία. Στην κάψα του απογεύματος ο Άιρς
παίρνει έναν υπνάκο. Εγώ συνεχίζω να σκαλίζω στη βιβλιοθήκη
για θησαυρούς, συνθέτω στο δωμάτιο μουσικής, διαβάζω
χειρόγραφα στον κήπο (Κρίνοι της Παναγιάς, φριτιλαρίες,
κνιφόφιες, δενδρομολόχες σε πλήρη άνθιση), τριγυρνάω στα
δρομάκια του Νίερμπεκε με το ποδήλατο ή σεργιανίζω στα
γύρω λιβάδια. Έχω κάνει φιλίες με τα σκυλιά του χωριού.
Τρέχουν ξοπίσω μου σαν τους αρουραίους ή τα παλιόπαιδα
στον Μαγεμένο αυλό. Οι ντόπιοι μού ανταποδίδουν τα «Goede
morgen» και «Goede middag» – είμαι πλέον γνωστός ως ο επί
μακρόν φιλοξενούμενος ψηλά πάνω στο «kasteel».
Μετά το βραδινό, μπορεί να ακούσουμε ραδιόφωνο οι τρεις
μας, αν υπάρχει κάποια αξιοπρεπής εκπομπή, ειδάλλως θα
ακούσουμε ηχογραφήσεις στο γραμμόφωνο (ένα επιτραπέζιο
His Master’s Voice σε δρύινο κουτί), συνήθως των
σημαντικότερων έργων του ίδιου του Άιρς υπό τη διεύθυνση
του σερ Τόμας Μπίτσαμ. Όταν έχουμε επισκέψεις, συζητάμε ή
ακούμε μουσική δωματίου. Άλλα βράδια ο Άιρς προτιμά να του
διαβάζω ποίηση, ιδίως τον αγαπημένο του Κιτς. Ψιθυρίζει τους
στίχους ενώ απαγγέλλω, θαρρείς και η φωνή του στηρίζεται
στη δική μου. Την ώρα του πρωινού, με βάζει και διαβάζω
τους Times. Γέρος, τυφλός και άρρωστος μπορεί να είναι ο
Άιρς, θα μπορούσε όμως να τα βγάλει πέρα σε κολεγιακή
ρητορική λέσχη, αν και παρατηρώ πως σπανίως προτείνει
εναλλακτικές για τα συστήματα τα οποία περιπαίζει.
«Φιλελευθερισμός; Δειλία των πλουσίων!» «Σοσιαλισμός; Το
αδελφάκι ενός εξασθενημένου απολυταρχισμού, τον οποίο
θέλει να διαδεχτεί» «Οι συντηρητικοί; Συγκυριακοί ψεύτες, η
μεγαλύτερη απάτη των οποίων είναι το δόγμα τους περί
ελεύθερης βούλησης». Τι σόι κράτος θέλει, τέλος πάντων;
«Κανένα! Όσο καλύτερα οργανωμένο είναι το κράτος, τόσο πιο
καταπνιγμένη η ανθρωπιά του».
Ευέξαπτος μπορεί να είναι ο Άιρς, είναι όμως κι ένας από
τους ελάχιστους ανθρώπους στην Ευρώπη που θα ήθελα να
επηρεάσουν τη δική μου δημιουργικότητα. Μουσικολογικώς,
είναι διπρόσωπος σαν τον Ιανό. Ο ένας Άιρς είναι στραμμένος
προς τα πίσω, στο νεκροκρέβατο του ρομαντισμού, ο άλλος
είναι στραμμένος προς το μέλλον. Αυτού του Άιρς το βλέμμα
ακολουθώ. Το να τον παρακολουθώ να χρησιμοποιεί την
αντίστιξη και να ανακατεύει τους τόνους εξευγενίζει τη δική
μου γλώσσα με τρόπο συναρπαστικό. Ήδη, η σύντομη διαμονή
μου στο Ζέντελχεμ μου έχει μάθει περισσότερα από τα τρία
χρόνια μου στον θρόνο του Μακέρας ο Ξενέρας και του
Εύθυμου Αυνανιστικού του Τσούρμου.
Μας επισκέπτονται τακτικά φίλοι του Άιρς και της κυρίας
Κρόμελινκ. Μια τυπική εβδομάδα θα έχουμε επισκέπτη ή
επισκέπτες δύο ή τρία βράδια. Σολίστες που επιστρέφουν από
τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, το Άμστερνταμ κι ακόμα
παραπέρα· γνωστοί του Άιρς από τα νιάτα του στη Φλόριντα ή
το Παρίσι· και ο παλιός καλός Μόρτι Ντοντ μετά της Συζύγου.
Ο Ντοντ διαθέτει εργαστήρια διαμαντιών στην Μπριζ και την
Αμβέρσα, μιλά έναν ομιχλώδη, πάντως μεγάλο αριθμό
γλωσσών, επινοεί περίπλοκα πολύγλωσσα λογοπαίγνια που
απαιτούν μακροσκελείς εξηγήσεις, επιχορηγεί φεστιβάλ και
αλλάζει μεταφυσικές μπαλιές με τον Άιρς. Η κυρία Ντοντ είναι
σαν την κυρία Κρόμελινκ επί δέκα – ειλικρινά, ένα τρομακτικό
δημιούργημα που ηγείται του βελγικού ιππικού ομίλου, οδηγεί
η ίδια την Bugatti των Ντοντ, και κακομαθαίνει ένα φουντωτό
πεκινουά που το λένε Βάι-Βάι. Θα την ξανασυναντήσεις σε
μελλοντικά γράμματα, αναμφίβολα.
Ελάχιστους συγγενείς έχουν: Ο Άιρς ήταν μοναχοπαίδι, και η
άλλοτε ισχυρή οικογένεια Κρόμελινκ επεδείκνυε ένα
ξεροκέφαλο ταλέντο στην υποστήριξη της λάθος πλευράς σε
αποφασιστικές στιγμές του πολέμου. Όσοι δεν πέθαναν στη
μάχη είχαν σχεδόν όλοι αφανιστεί από την εξαθλίωση και την
αρρώστια όταν πια επέστρεψαν από τη Σκανδιναβία ο Άιρς με
τη γυναίκα του. Άλλοι το έσκασαν στο εξωτερικό και πέθαναν
εκεί. Η γριά γκουβερνάντα της κυρίας Κρόμελινκ και δυο
ασθενικές θείες κάνουν καμιά επίσκεψη, όμως κάθονται
ήσυχες στη γωνία σαν παλιές κρεμάστρες.
Την περασμένη εβδομάδα ο μαέστρος Ταντέους
Αουγκουστόφσκι, μεγάλος υποστηρικτής του Άιρς στη
γενέτειρά του, την Κρακοβία, πέρασε απροειδοποίητα σε 2η
Μέρα Ημικρανίας. Η κυρία Κρόμελινκ δεν ήταν σπίτι, και η
κυρία Βίλεμς ήρθε σ’ εμένα μέσα στην αναστάτωση, και με
θερμοπαρακάλεσε να υποδεχτώ τον επιφανή επισκέπτη. Δεν
γινόταν να την απογοητεύσω. Τα γαλλικά του Αουγκουστόφσκι
ήταν ίδια με τα δικά μου, και περάσαμε το απόγευμα
ψαρεύοντας και λογοφέρνοντας για τους δωδεκαφθογγιστές.
Εκείνος πιστεύει ότι είναι τσαρλατάνοι όλοι τους. Μου είπε
ιστορίες από ορχήστρες, κι ένα απερίγραπτα πρόστυχο αστείο
που περιλαμβάνει χειρονομίες, και άρα το αφήνω για όταν
ξανανταμώσουμε. Έπιασα μια πέστροφα κοντά τριάντα
εκατοστά και ο Αουγκουστόφσκι τσάκωσε ένα τεράστιο
ασπρόψαρο. Το σούρουπο που γυρίσαμε ο Άιρς ήταν ξύπνιος,
και ο Πολωνός του είπε ότι ήταν τυχερός που με προσέλαβε. Ο
Άιρς μούγκρισε κάτι σαν «Συμφωνώ». Σαγηνευτικός κόλακας
αυτός ο Άιρς. Η κυρία Βίλεμς διόλου enchantée δεν ήταν από τα
πτερυγωτά μας λάφυρα, πάντως τα ξεντέρισε, τα μαγείρεψε με
αλάτι και βούτυρο κι έγιναν λουκούμι. Ο Αουγκουστόφσκι μου
έδωσε το μπιλιέτο του όταν αναχώρησε το άλλο πρωί. Έχει μια
σουίτα στο Langham Court όπου μένει όταν επισκέπτεται το
Λονδίνο, και με προσκάλεσε να μείνω μαζί του για το φεστιβάλ
του χρόνου. Κικιρίκου!
Ο πύργος του Ζέντελχεμ δεν είναι δαιδαλώδης οίκος των
Άσερ, όπως φαίνεται αρχικά. Όντως, η δυτική του πτέρυγα,
κλειστή και σκεπασμένη εξαιτίας του κόστους εκσυγχρονισμού
και συντήρησης της ανατολικής, είναι σε άθλια κατάσταση, και
π. σύντομα, φοβούμαι, θα χρήζει κατεδάφισης. Εξερεύνησα
τις κάμαρές της ένα βροχερό απόγευμα. Καταστροφική
υγρασία· σοβάδες σε ιστούς αράχνης· περιττώματα ποντικών
και νυχτερίδων τριζοβολούν στις φθαρμένες πλάκες· γύψινα
οικόσημα πάνω από τζάκια φαγωμένα από τον χρόνο. Τα ίδια
κι έξω – τούβλινοι τοίχοι που χρειάζονται καινούργια
αρμολόγηση, κεραμίδια που λείπουν, επάλξεις πεσμένες χάμω
σε σωρούς, βροχόνερο που αυλακώνει τον μεσαιωνικό
ψαμμόλιθο. Οι Κρόμελινκ έπιασαν την καλή με τις επενδύσεις
τους στο Κονγκό, ούτε ένας αδελφός όμως δεν επέζησε του
πολέμου, και οι Γερμαναράδες «νοικάρηδες» του Ζέντελχεμ
επιλεκτικά ξήλωσαν ό,τι είχε αξία.
Η ανατολική πτέρυγα, ωστόσο, είναι ένας άνετος μικρός
λαβύρινθος, αν και τα δοκάρια της στέγης τρίζουν σαν καράβι
όταν σηκώνεται αέρας. Υπάρχει ένα κυκλοθυμικό σύστημα
κεντρικής θέρμανσης και υποτυπώδης ηλεκτρισμός που σου
κάνει ηλεκτροσόκ κάθε φορά που πας να ακουμπήσεις τους
διακόπτες. Ο πατέρας της κυρίας Κρόμελινκ ήταν αρκετά
προνοητικός και έμαθε στην κόρη του τα της διαχείρισης του
κτήματος, και τώρα εκείνη μισθώνει τη γη της στους γύρω
αγρότες και έτσι το μέρος βγάζει πάνω κάτω τα έξοδά του, απ’
ό,τι καταλαβαίνω. Δεν είναι και αμελητέο κατόρθωμα την
σήμερον ημέραν.
Η Εύα παραμένει δεσποινίδα μη μου άπτου, κακιασμένη σαν
τις αδελφές μου, εκτός από εχθρότητα όμως, διαθέτει κι
εξυπνάδα. Πέρα από τη λατρεμένη της Νεφερτίτη, τα χόμπι
της είναι να κρατάει μούτρα και να παριστάνει τη
βασανισμένη. Της αρέσει να κάνει τους ευάλωτους υπηρέτες
να κλαίνε, κι έπειτα να ορμάει στο δωμάτιο και να λέει: «Πάλι
κλαίει κι οδύρεται, μαμά, δεν γίνεται να τη στρώσεις
επιτέλους;». Έχει διαπιστώσει ότι δεν είμαι εύκολος στόχος,
οπότε ξεκίνησε πόλεμο φθοράς: «Μπαμπά, πόσο καιρό θα
μείνει σπίτι μας ο κύριος Φρόμπισερ;»· «Μπαμπά, τον κύριο
Φρόμπισερ τον πληρώνεις όσο και τον Χέντρικ;»· «Α, μια
ερώτηση έκανα, μαμά, δεν ήξερα ότι η θέση του κυρίου
Φρόμπισερ είναι λεπτό ζήτημα». Με ταράζει, όσο κι αν δεν
θέλω να το παραδεχτώ, είναι η αλήθεια. Το περασμένο
Σάββατο είχαμε άλλη μια συνάντηση – «σύγκρουση» καλύτερα.
Είχα πάρει τη βίβλο του Άιρς, το Τάδε έφη Ζαρατούστρας, και είχα
περάσει το πλίθινο γεφυράκι για να πάω στο νησάκι με την
ιτιά. Ψηνόσουν στη ζέστη εκείνο το απόγευμα· ακόμα και στον
ίσκιο, ίδρωνα σαν το βόδι. Έπειτα από δέκα σελίδες ένιωθα
πως δεν διάβαζα εγώ τον Νίτσε, αλλά εκείνος εμένα, έτσι
έμεινα να κοιτάω τους υδροκοριούς και τους τρίτωνες ενώ στο
μυαλό μου μια ορχήστρα έπαιζε το Air and Dance του Φρεντ
Ντίλιους. Ένα κομμάτι γλυκερό σαν φλορεντίνα, το νυσταλέο
του φλάουτο όμως αρκετά πετυχημένο.
Από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα σε μια τάφρο τόσο
βαθιά που ο ουρανός ήταν μια λωρίδα πολύ ψηλά, φωτισμένη
από εκτυφλωτικές αναλαμπές. Άγριοι περιπολούσαν την τάφρο
καβάλα σε γιγά­ντιους καφέ αρουραίους με δαιμόνια δόντια,
που ξετρύπωναν την εργατιά και τη διαμέλιζαν. Σουλάτσαρα
προσπαθώντας να δείχνω ευκατάστατος και να μην το βάλω
στα πόδια απ’ τον πανικό μου, όταν βρήκα την Εύα. Είπα: «Τι
στον διάολο γυρεύεις εσύ εδώ κάτω;».
Η Εύα αποκρίθηκε με οργή! «Ce lac appartient à ma famille
depuis cinq siècles! Vous êtes ici depuis combien de temps
exactement? Bien trois semaines! Alors vous voyez, je vais
où bon me semble!»27 Ο θυμός της Εύας ήταν σχεδόν απτός,
μια κλοτσιά στα μούτρα του ταπεινού σου επιστολογράφου.
Πάσο, την είχα κατηγορήσει ότι καταπατούσε τη γη της
μητέρας της. Εντελώς ξύπνιος πια, σηκώθηκα με δυσκολία,
ζητώντας συγγνώμη, εξηγώντας ότι είχα μιλήσει στον ύπνο
μου.
Είχα ξεχάσει τελείως τη λίμνη. Έπεσα μέσα σαν αν. ηλίθιος!
Έγινα παπί! Ευτυχώς το νερό έφτανε μόνο ως τον αφαλό μου,
κι ο Θεός είχε φυλάξει τον λατρεμένο Νίτσε του Άιρς και δεν
βούτηξε μαζί μου. Όταν τελικά η Εύα κατάφερε να
συγκρατήσει τα γέλια της, είπα ότι χαιρόμουν που την έβλεπα
μια φορά να μην είναι μουτρωμένη. Είχα νεροφακή στα μαλλιά
μου, απάντησε, στα αγγλικά. Κατέληξα να την πατρονάρω
εγκωμιάζοντας τη γλωσσική της ικανότητα. Αντιγύρισε: «Οι
Άγγλοι εντυπωσιάζονται με το παραμικρό». Έφυγε. Αργότερα
μονάχα μπόρεσα να σκεφτώ μια καλή απάντηση, οπότε αυτόν
τον γύρο τον κέρδισε το κορίτσι.
Δώσε προσοχή τώρα όσο μιλώ για βιβλία και παρά. Εκεί που
ψαχούλευα μια κόγχη με βιβλία στο δωμάτιό μου, εντόπισα
έναν παράξενο διαμελισμένο τόμο, και θέλω να μου βρεις ένα
πλήρες αντίτυπο. Αρχίζει στην 99η σελίδα, δεν έχει εξώφυλλο
και οπισθόφυλλο, το δέσιμό του διαλύεται. Από τα λίγα που
μπορώ να καταλάβω, πρόκειται για το επιμελημένο ημερολόγιο
ενός ταξιδιού που έκανε από το Σίδνεϊ στην Καλιφόρνια ένας
συμβολαιογράφος από το Σαν Φρανσίσκο, ο Άνταμ Γιούιν.
Γίνεται αναφορά στον πυρετό του χρυσού, εικάζω λοιπόν πως
είμαστε στο 1849 ή στο 1850. Το ημερολόγιο φαίνεται ότι
εκδόθηκε μετά θάνατον, από τον γιο του Γιούιν (;). Ο Γιούιν
μου φέρνει στο μυαλό τον αδέξιο πλοίαρχο Ντιλέινο από το
Μπενίτο Σερένο του Μέλβιλ, ανίδεος για κάθε λογής συνωμότη –
δεν έχει καταλάβει ότι ο έμπιστος γιατρός του, ο δόκτωρ Γκους
[sic] είναι ένας βρικόλακας, που ρίχνει λάδι στη φωτιά της
υποχονδρίας του για να τον δηλητηριά­σει, σιγά σιγά, και να
του πάρει τα λεφτά. Κάτι μου βρομάει ως προς την
αυθεντικότητα αυτού του ημερολογίου –παραείναι
συγκροτημένο για να είναι γνήσιο, και η γλώσσα του δεν μου
πολυφαίνεται πειστική–, ποιος όμως θα έμπαινε στον κόπο να
πλαστογραφήσει ένα τέτοιο ημερολόγιο, και γιατί;
Προς μεγάλη μου ενόχληση, έπειτα από σαράντα πάνω κάτω
σελίδες, εκεί όπου η ράχη έχει τελείως φθαρεί, το ημερολόγιο
σταματά, στη μέση της πρότασης. Έφαγα όλη τη βιβλιοθήκη
για να βρω το υπόλοιπο παλιοβιβλίο. Τζίφος. Με τίποτα δεν
μας συμφέρει να στρέψουμε την προσοχή του Άιρς ή της
κυρίας Κρόμελινκ στα ακαταλογογράφητα βιβλιογραφικά τους
πλούτη, έχω λοιπόν στριμωχτεί. Θα μπορούσες να ρωτήσεις
τον Ότο Γιανς στην οδό Κέιθνες αν ξέρει κάτι γι’ αυτόν τον
Άνταμ Γιούιν; Ένα μισοδιαβασμένο βιβλίο είναι μια
μισοτελειωμένη ερωτική σχέση.
Εσωκλείω έναν κατάλογο των παλαιότερων εκδόσεων που
βρίσκω στη βιβλιοθήκη του Ζέντελχεμ. Όπως βλέπεις, κάποια
κομμάτια είναι από τις αρχές του 17ου αι., στείλε μου λοιπόν
τις καλύτερες τιμές που προσφέρει ο Γιανς το γρηγορότερο
δυνατόν, και φρόντισε να σου ξεφύγει ότι ενδιαφέρονται και
έμποροι απ’ το Παρίσι, για να μη νομίζει ο σπαγγοραμμένος
ότι έχει δεμένο τον γάιδαρό του.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.

—·—

Πύργος του Ζέντελχεμ


28η - vii - 1931.

Σίξμιθ,
Έχουμε αφορμή να το γιορτάσουμε λίγο. Πριν από δυο μέρες, ο
Άιρς κι εγώ ολοκληρώσαμε την 1η μας συνεργασία, ένα
σύντομο συμφωνικό ποίημα με τίτλο «Der Todtenvogel». Όταν
ξέθαψα το κομμάτι, ήταν μια αδιάφορη διασκευή ενός παλιού
τευτονικού ύμνου, ολοκληρωτικά εγκαταλειμμένη λόγω της
φθίνουσας όρασης του Άιρς. Η νέα μας εκδοχή είναι ένα
πλάσμα συναρπαστικό. Δανείζεται στοιχεία από το Δαχτυλίδι του
Βάγκνερ, έπειτα διαλύει το θέμα του σε έναν στραβινσκικό
εφιάλτη, υπό την επιτήρηση πνευμάτων του Σιμπέλιους.
Φριχτό, λαχταριστό, μακάρι να γινόταν να το ακούσεις.
Τελειώνει με σόλο φλάουτο, όχι κάνα πεταλουδίστικο
φλαούτισμα, αλλά το θανατοπούλι του τίτλου, να καταριέται
πρωτότοκο μαζί και στερνοπαίδι.
Ο Αουγκουστόφσκι μας επισκέφτηκε ξανά στην επιστροφή
του από το Παρίσι. Διάβασε την παρτιτούρα και της έριχνε
τους επαίνους με το φτυάρι, όπως ρίχνει τα κάρβουνα με το
φτυάρι ο θερμαστής. Κι έτσι πρέπει! Είναι το πιο πετυχημένο
συμφωνικό ποίημα απ’ όσα ξέρω να έχουν γραφτεί από τον
Πόλεμο κι έπειτα, και ένα σου λέω, Σίξμιθ, αρκετές από τις
καλύτερες ιδέες του είναι δικές μου. Φαντάζομαι πως ένας
γραμματέας πρέπει να συμβιβαστεί με την αποκήρυξη της
δημιουργικής συνεισφοράς του, ποτέ όμως δεν είναι εύκολο να
κρατήσεις κλειστό το στόμα σου.
Και τα καλύτερα έπονται – ο Αουγκουστόφσκι θέλει η πρώτη
του έργου να γίνει υπό τη δική του διεύθυνση στο φεστιβάλ της
Κρακοβίας, σε τρεις βδομάδες!
Ξύπνησα άγρια χαράματα χθες, και πέρασα όλη μέρα να
καθαρογράφω ένα αντίγραφο. Ξαφνικά δεν φαινόταν και τόσο
σύντομο. Μου βγήκε το χέρι και τα πεντάγραμμα εντυπώθηκαν
στα βλέφαρά μου, μέχρι το βραδινό όμως είχα τελειώσει. Οι
τέσσερίς μας ήπιαμε πέντε μπουκάλια κρασί για να το
γιορτάσουμε. Για επιδόρπιο είχαμε έξοχα μοσχοστάφυλα.
Είμαι τώρα το αγαπημένο παιδί στο Ζέντελχεμ. Πάει π.
καιρός απ’ όταν ήμουν το αγαπημένο παιδί οποιουδήποτε, και
μου καλαρέσει. Η Γιοκάστα μου πρότεινε να μετακομίσω από
τον ξενώνα σε μια από τις μεγαλύτερες άδειες κρεβατοκάμαρες
στον 2ο όροφο, και να την επιπλώσω όπως μου κάνει κέφι, με
ό,τι μου γυαλίσει από το υπόλοιπο Ζέντελχεμ. Ο Άιρς στήριξε
την πρόταση αυτή, είπα λοιπόν ότι θα το έκανα. Προς μεγάλη
μου χαρά, η Δεσποινίς Μη Μου Άπτου έχασε την
αυτοκυριαρχία της και κλαψούρισε: «Α, γιατί δεν τον βάζετε
και στη διαθήκη, μαμά; Γιατί να μην του δώσετε τη ½ σας
περιου­σία;». Σηκώθηκε κι έφυγε από το τραπέζι χωρίς άλλη
λέξη. Ο Άιρς είπε βραχνά «Η πρώτη καλή ιδέα που κατέβασε
αυτό το κορίτσι μέσα σε δεκαεπτά χρόνια!», αρκετά δυνατά
ώστε να τον ακούσει. «Ο Φρόμπισερ τουλάχιστον τα βγάζει τ’
αναθεματισμένα τα λεφτά του!»
Οι οικοδεσπότες μου ούτε να ακούσουν δεν ήθελαν τις
συγγνώμες μου, είπαν ότι αυτή που θα έπρεπε να ζητήσει
συγγνώμη από εμένα ήταν η Εύα, ότι πρέπει να κόψει αυτή την
προκοπερνική της εντύπωση ότι το σύμπαν περιστρέφεται
γύρω απ’ την ίδια. Μουσική στ’ αυτιά μου. Και πάλι ως προς
την Εύα, θα πάει με είκοσι συμμαθήτριές της στην Ελβετία π.
σύντομα για να περάσουν δυο μήνες σε ένα αδελφό σχολείο. Η
μουσική συνεχίζεται! Θα είναι σαν να σου πέφτει χαλασμένο
δόντι. Το καινούργιο μου δωμάτιο είναι αρκετά μεγάλο για να
παίξεις διπλό στο μπάντμιντον· έχει κρεβάτι με ουρανό, τις
κουρτίνες του οποίου βέβαια έπρεπε να τινάξω για να φύγουν
οι περσινοί σκόροι· παμπάλαιες κορδοβάνικες ταπισερί28
ξεφλουδίζουν απ’ τους τοίχους σαν λέπια δράκοντα, μα έχει
μια γοητεία αυτό· μια λουλακί γυάλινη σφαίρα· ερμάριο με
ένθετο καπλαμά από ρίζα καρυδιάς· έξι πολυθρόνες και ένα
σεκρετέρ από σφενδάμι, όπου κάθομαι τώρα και σου γράφω
αυτό το γράμμα. Άφθονο φως περνάει από το δαντελωτό
αγιόκλημα. Προς τον νότο βλέπει κανείς τον γκρίζο
διακοσμητικό δεντρόκηπο. Προς τη δύση γελάδες βόσκουν στο
λιβάδι και πάνω από το δάσος παραπέρα δεσπόζει το
καμπαναριό της εκκλησίας. Έχω για ρολόι μου τις καμπάνες
του. (Στην πραγματικότητα, το Ζέντελχεμ καυχιέται για τα ουκ
ολίγα παλαιά ρολόγια του, που άλλα σημαίνουν νωρίς, άλλα
αργά, σαν την Μπριζ σε μινιατούρα.) Συνολικά, ως προς το
μεγαλείο, ένα δυο σκαλιά πιο πάνω από τα δωμάτιά μας στο
Γουάιμανς Λέιν, ένα δυο σκαλιά πιο κάτω από το Savoy ή το
Imperial, αλλά ευρύχωρο και ασφαλές. Εκτός αν κάνω κάτι
άγαρμπο ή αδιάκριτο.
Το οποίο με φέρνει στη μαντάμ Γιοκάστα Κρόμελινκ. Που να
με πάρει και να με σηκώσει, Σίξμιθ, αν δεν έχει αρχίσει,
πλαγίως, να με φλερτάρει. Η αμφισημία των λόγων της, των
βλεμμάτων της και των αγγιγμάτων της παραείναι επιδέξια για
να είναι τυχαία. Για πες μου εσύ τι λες. Χθες το απόγευμα
μελετούσα κάποια σπάνια πρωτόλεια του Μπαλακίρεφ στο
δωμάτιό μου, όταν χτύπησε την πόρτα η κυρία Κρόμελινκ.
Φορούσε το σακάκι ιππασίας της και είχε τα μαλλιά της
πιασμένα πάνω, αποκαλύπτοντας έναν κομματάκι δελεαστικό
λαιμό. «Ο σύζυγός μου θέλει να σου κάνει ένα δώρο» είπε,
μπαίνοντας μέσα όταν παραμέρισα. «Ορίστε. Για την
ολοκλήρωση του “Todtenvogel’’. Ξέρεις, Ρόμπερτ», με τη
γλώσσα της να τραβάει το τ του «Ρόμπερτ», «ο Βίβιαν χαίρεται
τόσο που δουλεύει ξανά. Χρόνια έχω να τον δω τόσο ζωηρό. Το
δώρο αυτό είναι απλώς συμβολικό. Φόρεσέ το». Μου έδωσε
ένα εξαίσιο γιλέκο, φτιαγμένο σε οθωμανικό στιλ από μετάξι,
τόσο ξεχωριστό στο σχέδιο που ούτε της μόδας θα είναι ποτέ,
μα ούτε κι εκτός μόδας. «Το αγόρασα στο Κάιρο, στον μήνα
του μέλιτος, όταν ήταν στην ηλικία σου. Δεν πρόκειται να το
ξαναφορέσει».
Δήλωσα κολακευμένος, διαβεβαίωσα όμως ότι δεν γινόταν να
δεχτώ ένα ρούχο τέτοιας συναισθηματικής αξίας. «Μα γι’ αυτό
ακριβώς θέλουμε να το φορέσεις. Στην ύφανσή του είναι οι
αναμνήσεις μας. Φόρεσέ το». Υπάκουσα, κι εκείνη το χάιδεψε,
με το πρόσχημα (;) ότι τίναζε κάτι χνουδάκια. « Έλα στον
καθρέφτη!» Πήγα. Η γυναίκα στεκόταν μόνο λίγα εκατοστά
πίσω μου. «Παραείναι ωραίο για να το χαίρονται οι σκόροι, τι
λες κι εσύ;» Ναι, συμφώνησα. Το χαμόγελό της ήταν δίκοπο.
Αν ήμασταν σε ξέπνοο μυθιστόρημα της Έμιλι, τα χέρια της
πλανεύτρας θα είχαν αγκαλιάσει τον κορμό του αθώου, αλλά η
Γιοκάστα είναι πιο γαλίφισσα. « Έχεις την ίδια ακριβώς σωματική
διάπλαση που είχε ο Βίβιαν στην ηλικία σου. Περίεργο αυτό,
έτσι;» Ναι, ξανασυμφώνησα. Με τ’ ακροδάχτυλά της τράβηξε
μια τούφα απ’ τα μαλλιά μου που είχε πιαστεί στο γιλέκο.
Μήτε τη σνόμπαρα μήτε την ενθάρρυνα. Αυτά τα πράγματα
δεν θέλουν βιασύνη. Η κυρία Κρόμελινκ έφυγε χωρίς άλλη
κουβέντα.
Στο γεύμα, ο Χέντρικ ανέφερε ότι είχε γίνει διάρρηξη στο
σπίτι του δόκτορα Έγκρετ στο Νίερμπεκε. Κανένας
τραυματίας, ευτυχώς, η αστυνομία όμως προειδοποιεί να
έχουμε τον νου μας για τσιγγάνους και κακοποιούς. Τα σπίτια
τη νύχτα πρέπει να κλειδώνονται. Η Γιοκάστα αναρίγησε και
είπε ότι χαιρόταν που ήμουν στο Ζέντελχεμ για να τη φυλάω.
Ομολόγησα πως, αν και τα κατάφερνα ως πυγμάχος στο Ίτον,
αμφέβαλλα ότι θα νικούσα ολόκληρη συμμορία κακοποιών.
Ίσως θα μπορούσα να κρατάω την πετσέτα του Χέντρικ όσο
εκείνος θα τους ξυλοφόρτωνε για τα καλά, έτσι δεν είναι; Ο Άιρς
δεν το σχολίασε, εκείνο το βράδυ όμως ξετύλιξε ένα Luger από
την πετσέτα του φαγητού του. Η Γιοκάστα τον επέπληξε που
έβγαλε το πιστόλι του στο τραπέζι, αυτός όμως δεν της έδωσε
σημασία. «Όταν επιστρέψαμε από το Γκέτεμποργκ, βρήκα
αυτό το ζωάκι κάτω από ένα χαλαρό σανίδι στο πάτωμα της
μεγάλης κρεβατοκάμαρας, μαζί με τις σφαίρες του» εξήγησε.
«Ο Πρώσος λοχαγός είτε έφυγε βιαστικά είτε σκοτώθηκε. Το
φυλούσε εδώ για ασφάλεια ενάντια στους στασιαστές ή τους
ανεπιθύμητους. Το έχω δίπλα στο κρεβάτι μου για τον ίδιο
λόγο».
Τον ρώτησα αν μπορούσα να το πιάσω, αφού μόνο
κυνηγετικές καραμπίνες είχα ακουμπήσει ως τότε. «Ασφαλώς»
αποκρίθηκε ο Άιρς και μου το ’δωσε. Μου σηκώθηκε η τρίχα.
Το μικρό εκείνο σιδερικό έχει σκοτώσει τουλάχιστον μία φορά,
θα στοιχημάτιζα την κληρονομιά μου, αν είχα κληρονομιά.
«Βλέπεις λοιπόν», το γέλιο του Άιρς ήταν βρόμικο. «Μπορεί να
είμαι ένας ηλικιωμένος, τυφλός σακάτης, ακόμη όμως έχω ένα
δυο δόντια για να δαγκώσω. Ένας τυφλός με όπλο που δεν έχει
και πολλά να χάσει. Φαντάσου το κακό που θα μπορούσα να
κάνω!» Δεν μπορώ να καταλήξω αν την απειλή στη φωνή του
τη φαντάστηκα απλώς.
Εξαιρετικά τα νέα από τον Γιανς, αλλά μην του πεις ότι το
είπα αυτό. Θα σου ταχυδρομήσω τους τρεις τόμους που
ανέφερες την επόμενη φορά που θα πάω στην Μπριζ – ο
διευθυντής του ταχυδρομείου εδώ στο Νίερμπεκε μια
περιέργεια την έχει και δεν τον εμπιστεύομαι. Πάρε τις
συνηθισμένες προφυλάξεις. Στείλε με έμβασμα τον παρά μου
στην 1η Τράπεζα του Βελγίου, κεντρικό κατάστημα, Μπριζ – ο
Ντοντ είπε δυο λογάκια στον διευθυντή και μου άνοιξε
λογαριασμό. Άλλον Ρόμπερτ Φρόμπισερ δεν έχουν στα κιτάπια
τους, είμαι σίγουρος.
Και το καλύτερο νέο απ’ όλα: ξανάρχισα να συνθέτω για
λογαριασμό μου.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—·—

Ζέντελχεμ,
16η - viii - 1931.

Σίξμιθ,
Το καλοκαίρι πήρε αισθησιακή τροπή: η σύζυγος του Άιρς κι
εγώ γίναμε εραστές. Μη θορυβηθείς! Μόνο από σαρκική
άποψη. Μια νύχτα την περασμένη εβδομάδα ήρθε στο δωμάτιό
μου, μπήκε και κλείδωσε την πόρτα και, χωρίς ν’
ανταλλάξουμε λέξη, γδύθηκε. Όχι να το παινευτώ, αλλά η
επίσκεψή της δεν με ξάφνιασε. Μάλιστα, της είχα αφήσει την
πόρτα μισάνοιχτη. Πραγματικά, Σίξμιθ, δοκίμασε να χαρείς την
ερωτική πράξη σε απόλυτη σιωπή. Το όλο πατιρντί
μεταμορφώνεται σε ευδαιμονία, αρκεί να κλείσεις το στόμα
σου.
Όταν ξεκλειδώνεις ένα γυναικείο σώμα, ανοίγεις και το κουτί
με τα μυστικά της. (Δοκίμασέ τες καμιά φορά κι εσύ, τις
γυναίκες εννοώ.) Να έχει καμιά σχέση αυτό με την
ανικανότητά τους στα χαρτιά; Μετά την Πράξη, προτιμώ,
απλά, να μένω ξαπλωμένος, αλλά η Γιοκάστα άρχισε να μιλάει,
αυθόρμητα, λες και ήθελε να θάψει το μεγάλο σκοτεινό μας
μυστικό κάτω από μυστικά μικρότερα και λιγότερο σκοτεινά.
Έμαθα ότι ο Άιρς τη σύφιλη την τσίμπησε σ’ ένα μπουρδέλο της
Κοπεγχάγης το 1915, κατά τη διάρκεια ενός παρατεταμένου
χωρισμού, κι από εκείνη τη χρονιά δεν έχει ικανοποιήσει τη
σύζυγό του· μετά τη γέννηση της Εύας, ο γιατρός είπε στη
Γιοκάστα ότι ποτέ της δεν θα ξανασυλλάμβανε παιδί. Είναι π.
επιλεκτική ως προς τις περιστασιακές της σχέσεις, αλλά
ανυποχώρητη ως προς το δικαίωμά της να τις έχει. Επέμεινε
ότι ακόμη αγαπά τον Άιρς. Έβγαλα ένα δύσπιστο μουγκρητό.
Το ότι η αγάπη αγαπά την αφοσίωση, ήταν η πληρωμένη
απάντησή της, είναι ένας μύθος που έχουν φτιάξει οι άντρες με
τις ανασφάλειές τους.
Είπε και για την Εύα. Ανησυχεί ότι προσπάθησε τόσο πολύ να
ενσταλάξει στην κόρη της την ιδέα της κοσμιότητας, που δεν
έγιναν ποτέ φίλες, και τώρα, φαίνεται, το πουλάκι αυτό έχει
πετάξει. Γλάρωσα ακούγοντας αυτές τις τετριμμένες
τραγωδίες, στο μέλλον όμως θα είμαι πιο προσεκτικός με τους
Δανούς και τα δανέζικα μπουρδέλα ειδικά.
Η Γ. ήθελε και 2ο γύρο, θαρρείς για να κολλήσει πάνω μου.
Δεν έφερα αντίρρηση. Έχει σώμα ιππεύτριας, μεγαλύτερη
ευλυγισία απ’ αυτή που θα έβλεπες κανονικά σε μια ώριμη
γυναίκα, και καλύτερη τεχνική από πολλά άλογα των δέκα
σελινιών που έχω καβαλήσει. Υποψιάζεται κανείς ότι είναι
μακρύς ο κατάλογος με τους επιβήτορες που έχουν προσκληθεί
να βοσκήσουν στο παχνί της. Πράγματι, την τελευταία φορά
που πήγε να με ψιλοπάρει ο ύπνος είπε: «Μια φορά, πριν από
τον Πόλεμο, έμεινε στο Ζέντελχεμ για μια εβδομάδα ο
Ντεμπισί. Σ’ αυτό ακριβώς το κρεβάτι κοιμόταν, αν δεν κάνω
λάθος». Μια ελάσσονα συγχορδία στη φωνή της υποδήλωνε ότι
είχε κοιμηθεί μαζί του. Διόλου απίθανο. Φουστάνι να φορούσε
κι ό,τι ήθελε ας ήταν, αυτό τουλάχιστον έχω ακούσει για τον
Κλοντ, κι εξάλλου ήταν Γάλλος.
Όταν χτύπησε η Λουσίλ το πρωί την πόρτα για να μου αφήσει
νερό για το ξύρισμα, ήμουν ολομόναχος. Προς μεγάλη μου
χαρά είδα ότι συμπεριφορά της Γ. στο πρόγευμα ήταν εξίσου
ανέμελη με τη δική μου. Μάλιστα, ήταν κι ελαφρώς δηκτική
απέναντί μου όταν μου έπεσε λίγη μαρμελάδα στο σουπλά,
προκαλώντας έτσι τον Β.Α. να την επιπλήξει, «Μάζεψε τ’
αγκάθια σου, Γιοκάστα! Δεν θα χρειαστεί δα να τρίψεις εσύ τον
λεκέ με τα ωραία σου χεράκια!». Η μοιχεία είναι ντουέτο που
δύσκολα το πετυχαίνεις, Σίξμιθ – όπως στο μπριτζ, ή
αποφεύγεις συμπαίκτες πιο αδέξιους από σένα ή καταλήγεις σε
κακό χάλι.
Ενοχές; Καθόλου. Αίσθημα θριάμβου; Μπα, όχι και πολύ. Αν
μη τι άλλο, αρκετή ενόχληση με τον Άιρς. Τις προάλλες ήρθαν
για δείπνο οι Ντοντ και η κυρία Ντ. ζήτησε λίγη μουσική στο
πιάνο για τη χώνεψη, έπαιξα λοιπόν εκείνο το «Ο Άγγελος της
Μονς»29 που έγραψα πριν από δυο καλοκαίρια όταν έκανα
διακοπές μαζί σου στα νησιά Σίλι, αν και απαρνήθηκα την
ιδιότητα του δημιουργού και είπα ότι το είχε συνθέσει «ένας
φίλος». Του έχω κάνει αναθεωρήσεις. Είναι καλύτερο και πιο
λαγαρό και διακριτικό από εκείνες τις γλυκερές απομιμήσεις
του Σούμπερτ που έβγαζε ο Β.Α. όταν ήταν είκοσι. Άρεσε τόσο
στη Γ. και τους Ντοντ που άρχισαν το μπιζάρισμα. Είχα
προλάβει να παίξω μόνο έξι μέτρα όταν ο Β.Α. άσκησε ένα
άγνωστο ως τα τότε βέτο. «Θα συμβούλευα τον φίλο σου να
γίνει πρώτα εξπέρ στους Παλαιούς κι ύστερα ν’ αρχίσει τις
τρέλες με τους Μοντέρνους». Ακούγεται αρκετά αθώα αυτή η
συμβουλή, ε; Ωστόσο, πρόφερε τη λέξη φίλος σε ένα ακριβές
ημιτόνιο που μου φανέρωσε ότι ήξερε πολύ καλά την
πραγματική ταυτότητα του φίλου μου. Να είχε κάνει άραγε κι
αυτός το ίδιο κολπάκι στου Γκριγκ στο Όσλο; «Χωρίς άριστη
γνώση της αντίστιξης και της αρμονίας» ξεφύσηξε ο Β.Α.,
«αυτός ο τύπος θα γίνει απλώς ένας γυρολόγος που θα πουλάει
βλακώδη τερτίπια. Αυτό να πεις στον φίλο σου πως είπα».
Άφρισα απ’ το κακό μου αλλά δεν μίλησα. Ο Β.Α. είπε στη Γ.
να βάλει στο γραμμόφωνο την ηχογράφηση του δικού του
Κουιντέτου του Σιρόκου. Εκείνη υπάκουσε στον εριστικό γερο-
τραμπούκο. Για να παρηγορηθώ, θυμήθηκα πώς είναι το σώμα
της Γ. κάτω από το αέρινο μεταξωτό της φόρεμα, και τη
λαχτάρα με την οποία έρχεται στο κρεβάτι μου. Π. καλά, θα
κοκορευτώ λιγάκι για τα κέρατα του εργοδότη μου. Καλά να
πάθει. Ο ξιπασμένος, όσο γέρος κι άρρωστος κι αν είναι,
παραμένει ξιπασμένος.
Ο Αουγκουστόφσκι έστειλε το παρακάτω αινιγματικό
τηλεγράφημα μετά το κονσέρτο στην Κρακοβία. Μεταφράζω
από τα γαλλικά: ΠΡΕΜΙΕΡΑ TODTEVOGEL ΤΑ ΕΧΑΣΑΝ ΣΤΟΠ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΓΡΟΝΘΟΠΑΤΙΝΑΔΑ ΣΤΟΠ ΤΡΙΤΗ ΤΟ
ΛΑΤΡΕΨΑΝ ΣΤΟΠ ΤΕΤΑΡΤΗ ΒΟΥΚΙΝΟ ΣΤΟΠ. Δεν ξέραμε πώς
να το πάρουμε, αμέσως μετά το τηλεγράφημα όμως ήρθαν και
τα αποκόμματα των εφημερίδων, μεταφρασμένα από τον
Αουγκουστόφσκι στο πίσω μέρος του προγράμματος του
κονσέρτου. Ε, λοιπόν, το «Todtenvogel» μας έχει γίνει αιτία
προστριβών! Απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, οι κριτικοί
ερμήνευσαν την αποδόμηση των βαγκνερικών θεμάτων ως
ολομέτωπη επίθεση στη Γερμανική Δημοκρατία. Ένα τσούρμο
εθνικιστών βουλευτών εξανάγκασαν τους υπεύθυνους του
φεστιβάλ να γίνει και 5η παράσταση. Το θέατρο, που
μυρίστηκε εισπράξεις, συμμορφώθηκε μετά χαράς. Ο Γερμανός
πρέσβης προέβη σε επίσημη διαμαρτυρία, κι έτσι μέσα σε ένα
εικοσιτετράωρο εξαντλήθηκαν τα εισιτήρια και για μια 6η
παράσταση. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι οι μετοχές
του Άιρς έχουν ανέβει στα ύψη παντού, εκτός από τη
Γερμανία, όπου κατά τα φαινόμενα τον καταδικάζουν ως
Εβραίο σατανά. Μεγάλες εφημερίδες απ’ όλη την ήπειρο έχουν
στείλει αιτήματα για συνέντευξη. Έχω την ευχαρίστηση να
απαντώ με μια ευγενική, πλην όμως αμετακίνητη pro forma30
απόρριψη σε όλα. «Είμαι πολύ απασχολημένος με τη σύνθεση»
μουρμουράει ο Άιρς. «Άμα ενδιαφέρονται να μάθουν “τι θέλω
να πω”, να ακούσουν τη ρημάδα τη μουσική μου». Όλη αυτή η
προσοχή τoν τρέφει, ωστόσο. Ακόμα και η κυρία Βίλεμς το
παραδέχεται, απ’ όταν ήρθα ο Κύριος έχει ξανανιώσει.
Στο μέτωπο της Εύας, οι εχθροπραξίες συνεχίζονται. Με
ανησυχεί που έχει πάρει μυρωδιά κάτι σάπιο ανάμεσα στον
πατέρα μου κι εμένα. Αναρωτιέται δημοσίως γιατί ποτέ δεν
λαμβάνω γράμματα από την οικογένειά μου, ή γιατί δεν έχω
βάλει να μου στείλουν μερικά δικά μου ρούχα. Ρώτησε αν θα
ήθελε κάποια αδελφή μου να αλληλογραφήσει μαζί της. Για να
κερδίσω χρόνο, αναγκάστηκα να υποσχεθώ ότι θα τους
μεταφέρω αυτή την πρόταση, και ίσως χρειαστώ από σένα άλλη
μια πλαστογραφία. Να κοιτάξεις να είναι πολύ καλή. Είναι
σχεδόν Εγώ στο θηλυκό, η ύπουλη αλεπού.
Ο Αύγουστος στο Βέλγιο είναι αφόρητος φέτος. Το λιβάδι
κιτρινίζει, ο κηπουρός αγχώνεται για τις φωτιές, οι αγρότες
ανησυχούν για τη σοδειά, δείξε μου όμως έναν ήρεμο αγρότη
και θα σου δείξω έναν σώφρονα μαέστρο. Θα κλείσω τώρα
αυτόν τον φάκελο και θα το κόψω μέχρι το ταχυδρομείο από το
δάσος πίσω από τη λίμνη. Δεν κάνει να αφήσω αυτές τις σελίδες
εδώ γύρω, μην και τις βρει μια κάποια δεκαε­πτάχρονη
ανακατώστρα.
Το σημαντικό ζήτημα τώρα. Ναι, θα συναντήσω τον Ότο
Γιανς στην Μπριζ για να παραδώσω ο ίδιος τα ιστορημένα
χειρόγραφα, μα όλες τις λεπτομέρειες πρέπει να τις κανονίσεις
εσύ. Δεν θέλω να ξέρει ο Γιανς ποιος με φιλοξενεί. Όπως όλοι
οι έμποροι, ο Γιανς είναι ένας αχόρταγος αηδής άρπαγας, ο
μεγαλύτερος. Δεν θα δίσταζε να καταφύγει στον εκβιασμό για
να χαμηλώσει την τιμή – ή και να τη ρίξει στο μηδέν. Πες του
ότι θα πληρωθώ επιτόπου με κολλαριστά χαρτονομίσματα,
αυτούς τους περίεργους πιστωτικούς του διακανονισμούς όχι σ’
εμένα. Έπειτα θα σου στείλω ένα έμβασμα με το ταχυδρομείο,
του ποσού που μου δάνεισες συμπεριλαμβανομένου. Έτσι δεν
πρόκειται να ενοχοποιηθείς εσύ αν γίνει καμιά παγαποντιά.
Εγώ είμαι ήδη ατιμασμένος, επομένως δεν έχω πρόσωπο να
χάσω αν τον δώσω φόρα παρτίδα. Να του το πεις κι αυτό του
Γιανς.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.

—·—

Ζέντελχεμ
Βράδυ, 16η - viii - 1931.

Σίξμιθ,
Το βαρετό σου γράμμα από τον «δικηγόρο» του πατέρα μου
ήταν άσος καρό. Μπράβο. Τους το διάβασα ενώ
προγευματίζαμε – δεν τους κίνησα το ενδιαφέρον παρά μόνο
για λίγο. Και η ταχυδρομική σφραγίδα από το Σάφρον
Γουόλντεν επιδέξια πινελιά. Στ’ αλήθεια τώρα, τραβήχτηκες
από το εργαστήριό σου και βγήκες στο Έσεξ μες στον ήλιο του
απογεύματος για να το ταχυδρομήσεις αυτοπροσώπως; Ο Άιρς
προσκάλεσε τον «κύριο Κάμινγκς» μας να έρθει να με
επισκεφτεί στο Ζέντελχεμ, αλλά είχες γράψει ότι τα πράγματα
από άποψη χρόνου ήταν π. σφιχτά, έτσι η κυρία Κρόμελινκ
είπε ότι θα με πάει με το αυτοκίνητο στην πόλη ο Χέντρικ για
να υπογράψω τα έγγραφα εκεί. Ο Άιρς γκρίνιαξε ότι θα χάναμε
μιας μέρας δουλειά, αλλά η χαρά του είναι να γκρινιάζει.
Ο Χέντρικ κι εγώ αυτό το παχνισμένο πρωινό κατεβήκαμε
τους ίδιους δρόμους που έκανα με το ποδήλατο απ’ την Μπριζ
πριν από ½ καλοκαίρι. Έβαλα ένα κομψό σακάκι του Άιρς –
μεγάλο μέρος της γκαρνταρόμπας του γίνεται δικό μου, τώρα
που τα ελάχιστα ρούχα μου που διασώθηκαν απ’ τις αρπάγες
του Imperial έχουν αρχίσει να φθείρονται. Το Enfield ήταν
δεμένο στο πίσω μέρος, ώστε να τιμήσω την υπόσχεσή μου να
επιστρέψω το περί ου ο λόγος ποδήλατο στον καλό
αστυφύλακα. Τα κλοπιμαία μας τα είχα καμουφλάρει σε χαρτιά
για παρτιτούρες, τα οποία όλοι στο Ζέντελχεμ ξέρουν ότι έχω
πάντα μαζί μου, και τα είχα φυλάξει μακριά από αδιάκριτα
βλέμματα σε μια βρόμικη σάκα που έχω ιδιοποιηθεί. Ο Χέντρικ
είχε κατεβάσει την οροφή του Cowley, κι έτσι είχε υπερβολικά
πολύ αέρα για να μιλήσουμε. Λιγομίλητος τύπος, όπως αρμόζει
στη θέση του. Είναι περίεργο, παραδέχομαι όμως πως, απ’
όταν άρχισα να βατεύω την κυρία Κρόμελινκ, είμαι πιο
τσιτωμένος με τον βαλέ του συζύγου απ’ ό,τι με τον σύζυγο.
(H Γ. συνεχίζει να μου κάνει την τιμή, κάθε 3η ή 4η νύχτα,
ποτέ ωστόσο όταν είναι σπίτι η Εύα, κάτι π. σοφό. Έτσι κι
αλλιώς δεν πρέπει κανείς να κατεβάζει όλα τα γλυκίσματα των
γενεθλίων του μονοκοπανιά.) Η αμηχανία μου πηγάζει από την
πιθανότητα να ξέρει ο Χέντρικ. Α, σ’ εμάς τα αφεντικά αρέσει
να αυτοσυγχαιρόμαστε για την εξυπνάδα μας, τίποτα όμως δεν
μένει κρυφό απ’ αυτούς που μας αλλάζουν τα σεντόνια. Δεν
ανησυχώ ιδιαίτερα. Δεν έχω παράλογες απαιτήσεις από τους
υπηρέτες, και του Χέντρικ του κόβει αρκετά για να ποντάρει σε
μια αυστηρή αφέντρα που της μένουν πολλά χρόνια ακόμα, κι
όχι σε έναν ανάπηρο αφέντη με τις προοπτικές του Άιρς.
Περίεργος τύπος ο Χέντρικ, αλήθεια. Δύσκολο να μαντέψεις τα
γούστα του. Θα γινόταν θαυμάσιος κρουπιέρης.
Με άφησε έξω από το δημαρχείο, έλυσε το Enfield και έφυγε
για να κάνει διάφορα θελήματα και να υποβάλει τα σέβη του,
έτσι είπε, σε μια άρρωστη θεία. Οδήγησα το δίκυκλό μου μέσα
από πλήθη επισκεπτών, μαθητών και ντόπιων, και χάθηκα
μόνο μια δυο φορές. Στο αστυνομικό τμήμα, ο μουσικόφιλος
επιθεωρητής με περιποιήθηκε ιδιαίτερα και παρήγγειλε να μας
φέρουν καφέ και γλυκίσματα. Καταχάρηκε που η συνεργασία
μου με τον Άιρς έχει πάει τόσο καλά. Όταν πια ξέμπλεξα, ήταν
δέκα, ώρα για το ραντεβού μου. Δεν βιαζόμουν. Το πρέπον
είναι να αφήνεις τους εμπόρους να περιμένουν λιγάκι.
Ο Γιανς τα έπινε στο μπαρ του Le Royal και με υποδέχτηκε με
ένα «Αχά, δεν με γελούν τα μάτια μου, ο Αόρατος Άνθρωπος
επέστρεψε κατά τη γενική απαίτηση!». Τ’ ορκίζομαι, Σίξμιθ,
αυτός ο βλογιοκομμένος παλιοτοκογλύφος φαίνεται όλο και πιο
αποκρουστικός κάθε φορά που τον βλέπω. Να έχει άραγε
καταχωνιασμένο στη σοφίτα του κάνα μαγικό πορτρέτο που
ομορφαίνει χρόνο με τον χρόνο; Δεν καταλάβαινα γιατί
φαινόταν τόσο χαρούμενος που μ’ έβλεπε. Κοίταξα έναν γύρο
στον χώρο μην τυχόν και είχε ειδοποιήσει τίποτα πιστωτές μου
– μια περίεργη ματιά και θα γινόμουν μπουχός. Ο Γιανς
κατάλαβε τι σκεφτόμουν. «Τόσο καχύποπτος, Ρομπέρτο; Με
τίποτα δεν θα δημιουργήσω προβλήματα σε μια άτακτη χήνα
που κάνει τέτοια χρυσά αυγά, εγώ ειδικά, έτσι; Έλα τώρα»,
έδειξε κατά το μπαρ, «τι κακό θα πιεις;».
Αποκρίθηκα ότι το να είμαι στο ίδιο κτίριο, έστω και μεγάλο,
με τον Γιανς ήταν ήδη αρκετά κακό από μόνο του, οπότε
προτιμούσα να έρθουμε αμέσως στο προκείμενο. Χαχάνισε, με
χτύπησε στον ώμο και με ανέβασε σ’ ένα δωμάτιο που είχε
κλείσει για τη συναλλαγή μας. Ουδείς μας ακολούθησε, αυτό
όμως δεν αποτελούσε και εγγύηση για κάτι. Ευχόμουν, τώρα,
να σε είχα βάλει να κανονίσεις ένα ραντεβού κάπου πιο
δημόσια, ώστε να μην μπορούν οι μπράβοι του Ταμ Μπρούερ
να μου κουκουλώσουν το κεφάλι και να με ξαναγυρίσουν στο
Λονδίνο δεμένο χειροπόδαρα. Έβγαλα τα βιβλία απ’ το σακίδιο
κι εκείνος έβγαλε το πενς νε του από την τσέπη του σακακιού
του. Ο Γιανς τα εξέτασε σε ένα γραφείο πλάι στο παράθυρο.
Προσπάθησε να ρίξει την τιμή με τον ισχυρισμό ότι η
κατάσταση των τόμων ήταν περισσότερο «μέτρια» παρά
«καλή». Ήρεμα τύλιξα τα βιβλία, τα έβαλα στο σακίδιό μου, κι
έκανα τον σπαγγοραμμένο Εβραίο να τρέξει ξοπίσω μου στον
διάδρομο ώσπου παραδέχτηκε ότι οι τόμοι ήταν πράγματι σε
«καλή» κατάσταση. Τον άφησα να με καλοπιάσει για να γυρίσω
στο δωμάτιο, όπου μετρήσαμε τα χαρτονομίσματα σιγά σιγά,
ώσπου να εξοφληθεί το συμφωνηθέν ποσό. Πάει κι αυτό,
αναστέναξε, ισχυρίστηκε ότι τον είχα χρεοκοπήσει, έσκασε ένα
χαμόγελο όλο νόημα κι έβαλε το τριχωτό ξερό του στο γόνατό
μου. Είπα ότι εγώ βιβλία είχα έρθει να πουλήσω. Ρώτησε γιατί
να αποτρέπει η δουλειά την ευχαρίστηση; Σίγουρα ένα
παλικάρι στα ξένα όλο και κάτι θα έβρισκε να κάνει μ’ ένα
χαρτζιλικάκι, ε; Μια ώρα αργότερα τον άφησα να κοιμάται με
το πορτοφόλι του να χάσκει. Πήγα κατευθείαν στην τράπεζα
στην πλατεία και με εξυπηρέτησε η ιδιαιτέρα του διευθυντή.
Το γλυκό πουλί της φερεγγυότητας. Όπως αρέσκεται ο Πατήρ
να λέει, «Η μεγαλύτερη ανταμοιβή σου είναι ο ίδιος σου ο
ιδρώτας!» (όχι πως ίδρωσε ιδιαίτερα ποτέ αυτός ο αργόμισθος
του άμβωνος). Επόμενος σταθμός ήταν στου Φλάγκσταντ, στο
μουσικό κατάστημα της πόλης, όπου αγόρασα ένα μάτσο
παρτιτούρες για να αντικαταστήσω τον όγκο που είχε χάσει το
σακίδιό μου για τα μάτια των παρατηρητικών. Βγαίνοντας, είδα
ένα ζευγάρι γκρίζες γκέτες στη βιτρίνα ενός υποδηματοποιού.
Μπήκα, τις αγόρασα. Είδα μια σαγρέ ταμπακιέρα σ’ έναν
καπνοπώλη. Την αγόρασα.
Μου έμεναν δυο ώρες να σκοτώσω. Ήπια μια παγωμένη
μπίρα σ’ ένα καφέ, κι άλλη μία, κι άλλη μία, και κάπνισα ένα
ολόκληρο πακέτο θεσπέσια γαλλικά τσιγάρα. Τα χρήματα απ’
τον Γιανς δεν είναι δα κι ο θησαυρός κανενός δράκου, ένας
Θεός όμως το ξέρει πως σ’ εμένα έτσι φαίνονται. Έπειτα βρήκα
μια εκκλησία σ’ έναν παράδρομο (απέφυγα τα τουριστικά μέρη
για να αποφύγω δυσαρεστημένους εμπόρους βιβλίων), όλο
κεριά, ίσκιους, θλιμμένους μάρτυρες, λιβάνι. Είχα να πάω
στην εκκλησία απ’ το πρωί που με πέταξε έξω ο Πατήρ. Η
εξώπορτα όλο έκλεινε με κρότο. Λιπόσαρκες γκιόσες έμπαιναν,
άναβαν κεριά, έβγαιναν. Το λουκέτο στο παγκάρι ήταν από τα
καλύτερα. Κόσμος γονάτιζε για να προσευχηθεί, κάποιων τα
χείλη σάλευαν. Τους ζηλεύω, ειλικρινά τους ζηλεύω. Και τον
Θεό ζηλεύω, που ξέρει τα μυστικά τους. Η πίστη, η λιγότερο
πριβέ λέσχη επί Γης, έχει τον πιο πονηρό πορτιέρη. Κάθε που
διαβαίνω την ορθάνοιχτή της είσοδο, βρίσκομαι να ξαναβγαίνω
στον δρόμο. Έβαλα τα δυνατά μου να κάνω μακάριες σκέψεις,
ο νους μου όμως όλο χάιδευε τη Γ. Ακόμα και οι άγιοι κι οι
μάρτυρες στα βιτρό ήταν κάπως ερεθιστικοί. Μάλλον τέτοιες
σκέψεις δεν με φέρνουν πιο κοντά στον Παράδεισο. Στο τέλος,
αυτό που με έδιωξε ήταν ένα μοτέτο του Μπαχ – η χορωδία δεν
ήταν και για καταδίκη, η μόνη ελπίδα σωτηρίας του οργανίστα
όμως ήταν μια σφαίρα στο κεφάλι. Του το είπα κιόλας – καλές
και άγιες η λεπτότητα και η αυτοκυριαρχία στην κουβεντούλα,
σε ό,τι αφορά τη μουσική, όμως, υπεκφυγές δεν χωράνε.
Σ’ ένα καθωσπρέπει πάρκο ονόματι Κήποι του Μίνεβατερ,
ζευγαράκια κορτάριζαν αλά μπρατσέτα ανάμεσα στις ιτιές, τις
μπαξιάνες και τις συνοδούς των δεσποινίδων. Τυφλός,
κοκαλιάρης βιολιστής έπαιζε για δεκάρες. Αυτός λοιπόν ήξερε
να παίζει. Ζήτησα το «Bonsoir, Paris!» κι εκείνος το έπαιξε με
τέτοιο ενθουσιασμό, που του έδωσα ένα κολλαριστό
χαρτονόμισμα των πέντε φράγκων. Έβγαλε τα σκούρα γυαλιά
του, έλεγξε την υδατογραφία, επικαλέστηκε τον αγαπημένο
του άγιο, μάζεψε τα κέρματά του και την έκανε απ’ τα
παρτέρια γελώντας σαν τρελός. Όποιος αποφάνθηκε πως «Τα
λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία» προφανώς είχε υπερβολικά
πολλά από δαύτα.
Κάθισα σ’ ένα σιδερένιο παγκάκι. Καμπάνες, κοντινές,
απόμακρες, διάσπαρτες, σήμαναν μία η ώρα. Απ’ τα εμπορικά
και τα δικηγορικά γραφεία σύρθηκαν έξω οι υπάλληλοι για να
φάνε σάντουιτς στο πάρκο και να νιώσουν το φρέσκο αεράκι.
Σκεφτόμουν να στήσω τον Χέντρικ ή να μην τον στήσω, όταν
ποια λες πως μπήκε σεινάμενη κουνάμενη στο πάρκο,
ανεπίβλεπτη, συντροφιά με έναν σενιαρισμένο ξερακιανό με τα
διπλά της χρόνια, και μια κακόγουστη χρυσή βέρα στο δάχτυλό
του φάτσα φόρα; Το βρήκες με την 1η. Η Εύα. Κρύφτηκα πίσω
από μια εφημερίδα που είχε αφήσει στο παγκάκι ένας
υπάλληλος. Η Εύα δεν ακουμπούσε τον συνοδό της, πέρασαν
όμως από μπροστά μου με μια αύρα χαλαρής οικειότητας που
ποτέ, μα ποτέ της δεν έχει στο Ζέντελχεμ. Έβγαλα το
προφανές συμπέρασμα.
Η Εύα πόνταρε σε αβέβαιο χαρτί. Εκείνος κοκορευόταν, για
να τον ακούν οι άγνωστοι και να εντυπωσιάζονται. «Ανήκει
κανείς στον καιρό του, Εύα, όταν αυτός και οι όμοιοί του
θεωρούν δεδομένα τα ίδια πράγματα, χωρίς να το σκέφτονται.
Παρομοίως, καταστρέφεται κανείς όταν αλλάζουν οι καιροί
χωρίς να αλλάζει ο ίδιος. Θα μου επιτρέψεις να προσθέσω ότι
για τον ίδιο λόγο πέφτουν και οι αυτοκρατορίες». Αυτός ο
στοχαστής κόρακας με σάστιζε. Οπωσδήποτε θα μπορούσε να
καταφέρει κάποιον καλύτερο μια κοπέλα με την εμφάνιση της
Ε., έτσι; Παρομοίως με σάστιζε η συμπεριφορά της Ε. Μέρα
μεσημέρι, στην ίδια της την πόλη! Να θέλει άραγε να
καταστραφεί; Να είναι μια από αυτές τις ελευθερόφρονες
σουφραζέτες τύπου Ροσέτι; Ακολούθησα το ζεύγος από
ασφαλή απόσταση μέχρι μια μονοκατοικία σε εύπορη οδό. Ο
άντρας έριξε μια ύπουλη διερευνητική ματιά στον δρόμο πριν
βάλει το κλειδί στην κλειδαριά. Κρύφτηκα σε μια γωνιά.
Φαντάσου τον Φρόμπισερ να τρίβει τα χέρια του απ’ τη χαρά!
Η Εύα επέστρεψε ως συνήθως αργά το απόγευμα της
Παρασκευής. Στον προθάλαμο ανάμεσα στο δωμάτιό της και
την πόρτα για τους στάβλους υπάρχει ένας δρύινος θρόνος.
Εκεί χώθηκα. Δυστυχώς όμως χάθηκα μέσα στις συγχορδίες και
τις χρωματικές εντάσεις του παλιού τζαμιού και δεν πρόσεξα
την Ε., με το μαστίγιο στο χέρι, ανίδεη ότι έπεφτε σε ενέδρα.
«S’agit-il d’un guet-apens? Si vous voulez discuter avec moi
d’un problème personnel, vous pourriez me prévenir?»31
Έτσι όπως αιφνιδιάστηκα, ξεστόμισα ό,τι σκεφτόμουν. Η Εύα
έπια­σε τη λέξη. «“Οχιά” είπατε; ‘‘Une moucharde’’; Ce n’est
pas un mot aimable, Mr Frobisher. Si vous dîtes que je suis
une moucharde, vous allez nuire à ma réputation. Et si
vous nuisez à ma réputation, eh bien, il faudra que je ruine
la vôtre!»32
Άνοιξα πυρ με καθυστέρηση. Ναι, για την υπόληψή της
ακριβώς έπρεπε να την προειδοποιήσω. Αν ακόμα κι ένας
ξένος επισκέπτης στην Μπριζ την είχε δει να συναναστρέφεται
στο πάρκο του Μίνεβατερ κατά τις ώρες μαθήματος με ένα
αρρωστιάρικο βατράχι, ήταν μονάχα θέμα χρόνου να κάνουν
βούκινο στην πόλη οι κακές γλώσσες το όνομα των Κρόμελινκ-
Άιρς!
Τη μια στιγμή περίμενα χαστούκι, την επόμενη κοκκίνισε και
έσκυψε το κεφάλι. Ήσυχα ρώτησε: «Avez-vous dit à ma mère
ce que vous avez vu?».33 Αποκρίθηκα ότι όχι, δεν το είχα πει σε
κανέναν, κι ωστόσο η Εύα σημάδεψε προσεκτικά: «Ανόητο εκ
μέρους σας, μεσιέ Φρόμπισερ, επειδή η Μαμά θα σας είχε πει
ότι ο μυστηριώδης “σύντροφος” ήταν ο μεσιέ Βαν Ντε Βέλντε,
ο κύριος με την οικογένεια του οποίου μένω κατά τη σχολική
εβδομάδα. Ο πατέρας του είναι ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου
εργοστασίου πυρομαχικών στο Βέλγιο, και είναι ευυπόληπτος
οικογενειάρχης. Την Τετάρτη ήταν ημιαργία, έτσι ο μεσιέ Βαν
Ντε Βέλντε είχε την καλοσύνη να με συνοδεύσει από το
γραφείο του στο σπίτι του. Οι κόρες του είχαν πρόβα με τη
χορωδία. Το σχολείο δεν θέλει να περπατούν μόνες οι
μαθήτριες, ακόμα και όταν έχει φως. Βλέπετε, στα πάρκα έχει
οχιές, οχιές με βρόμικο μυαλό, που θέλουν να καταστρέψουν
την υπόληψη των κοριτσιών, ή ίσως γυρεύουν ευκαιρίες να τα
εκβιάσουν».
Έκανε μπλόφα ή μου γύριζε μπούμερανγκ; Κράτησα πισινή.
«Να εκβιάσω; Έχω τρεις αδελφές, και ανησυχούσα για την
υπόληψή σας! Αυτό μόνο».
Είχε το πλεονέκτημα και το απολάμβανε. «Ah oui? Comme
c’est délicat de votre part!34 Πείτε μου, κύριε Φρόμπισερ, τι
ακριβώς νομίσατε ότι θα μου έκανε ο μεσιέ Βαν Ντε Βέλντε;
Πόσο πολύ ζηλέψατε;»
Η φοβερή της ευθύτητα –για κορίτσι– με έστειλε αδιάβαστο.
«Είναι μεγάλη μου ανακούφιση που αυτή η απλή παρεξήγηση
λύθηκε» διάλεξα το πιο ανειλικρινές χαμόγελό μου, «και σας
ζητώ ειλικρινά συγγνώμη».
«Δέχομαι την ειλικρινή σας συγγνώμη στο πνεύμα ακριβώς με
το οποίο την προσφέρετε». Η Ε. έφυγε για τους στάβλους, με
το μαστίγιό της να γυρίζει στον αέρα σαν ουρά λέαινας. Πήγα
στο δωμάτιο μουσικής για να ξεχάσω την κακή μου απόδοση με
λίγο δαιμόνιο Λιστ. Συνήθως μπορώ να βγάλω νεράκι ένα
εξαιρετικό «La Prédication aux Oiseaux», όχι όμως και την
περασμένη Παρασκευή. Δόξα τω Θεώ που φεύγει η Ε. για
Ελβετία αύριο. Έτσι και μάθαινε ποτέ για τις νυχτερινές
επισκέψεις της μητέρας της – τι να πω, ούτε να το σκέφτομαι
δεν θέλω. Γιατί, ενώ ποτέ δεν γνώρισα αγόρι που να μην το
παίζω στα δάχτυλα (κι όχι μόνο στα δάχτυλα), οι γυναίκες του
Ζέντελχεμ με βάζουν κάτω κάθε φορά;

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.

—·—

Ζέντελχεμ
29η - viii - 1931.

Σίξμιθ,
Κάθομαι στο σεκρετέρ με τη ρόμπα μου. Η καμπάνα σημαίνει
πέντε. Άλλη μια άνυδρη αυγή. Το κερί μου κάηκε. Κουραστική
νύχτα, όλο αναποδιές. Η Γ. ήρθε στο κρεβάτι μου τα
μεσάνυχτα, και κατά τη διάρκεια της γυμναστικής μας,
κάποιος χίμηξε στην πόρτα μου. Φαρσικός τρόμος! Δόξα τω
Θεώ που η Γ. είχε κλειδώσει μπαίνοντας. Το πόμολο
κροτάλισε, επίμονα χτυπήματα άρχισαν. Ο φόβος μπορεί να
σου καθαρίσει το μυαλό αλλά και να το θολώσει, και,
εμπνευσμένος από τον Δον Ζουάν, έκρυψα τη Γ. σε μια φωλιά
από κουβέρτες και σεντόνια στο βουλιαγμένο στρώμα μου, και
άφησα την κουρτίνα ½νοιχτη για να δείξω ότι δεν είχα τίποτα
να κρύψω. Διέσχισα το δωμάτιο αδέξια, δίχως να μπορώ να
πιστέψω ότι μου συνέβαινε τέτοιο πράγμα, πέφτοντας επίτηδες
πάνω σε πράγματα για να κερδίσω χρόνο, και, όταν έφτασα
στην πόρτα, φώναξα: «Τι έγινε, που να πάρει; Πιάσαμε
φωτιά;».
«Άνοιξε, Ρόμπερτ!» Ο Άιρς! Όπως φαντάζεσαι, περίμενα να
πέσουν σφαίρες. Στην απελπισία μου, ρώτησα τι ώρα ήταν
μόνο και μόνο για να κερδίσω άλλο ένα λεπτό.
« Έχει σημασία τώρα; Δεν ξέρω! Έχω μια μελωδία, νεαρέ, για
βιολί, δώρο σωστό, και δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ, και πρέπει
να την καταγράψεις, τώρα!»
Να τον πιστέψω; «Δεν γίνεται να περιμένει μέχρι το πρωί;»
«Όχι, πανάθεμά το, δεν γίνεται, Φρόμπισερ! Μπορεί να τη
χάσω!»
Να μην πηγαίναμε στο δωμάτιο της μουσικής;
«Θα ξυπνήσουμε όλο το σπίτι και, όχι, κάθε νότα είναι στη
θέση της, στο μυαλό μου!»
Του είπα λοιπόν να περιμένει ν’ ανάψω ένα κερί. Ξεκλείδωσα
την πόρτα και ιδού ο Άιρς, με ένα μπαστούνι σε κάθε χέρι, σαν
μούμια στη φεγγαρόλουστη νυχτικιά του. Πίσω του στεκόταν ο
Χέντρικ, σιω­πηλός και άγρυπνος σαν ινδιάνικο τοτέμ. «Κάνε
στην άκρη, κάνε στην άκρη!» Ο Άιρς με έσπρωξε για να
περάσει. «Βρες μια πένα, πιάσε άγραφη παρτιτούρα, άναψε τη
λάμπα σου, σβέλτα. Τι στα κομμάτια, κλειδώνεις την πόρτα
σου ενώ κοιμάσαι με τα παράθυρα ανοιχτά; Οι Πρώσοι φύγαν,
και τα φαντάσματα απλά θα περάσουν την πόρτα σαν να μην
υπάρχει». Έβγαλα κάτι μασημένες μπαρούφες ότι τάχα δεν με
έπαιρνε ο ύπνος σε ξεκλείδωτο δωμάτιο, μα αυτός δεν μου
έδωσε σημασία. « Έχεις εδώ τις παρτιτούρες ή να βάλω τον
Χέντρικ να πάει να μας φέρει;»
Η ανακούφιση που ο Β.Α. δεν είχε έρθει να με πιάσει στα
πράσα με τη γυναίκα του έκανε την απαίτησή του να φαίνεται
λιγότερο εξωφρενική απ’ ό,τι ήταν, οπότε, καλά, του είπα,
ναι, χαρτί έχω, μολύβια έχω, ας αρχίσουμε. Η όραση του Άιρς
παραήταν κακή για να διακρίνει κάτι ύποπτο στους πρόποδες
του κρεβατιού μου, ο Χέντρικ όμως ακόμη αποτελούσε πιθανό
κίνδυνο. Καλύτερα να μη βασίζεσαι στη διακριτικότητα των
υπηρετών. Αφού βοήθησε ο Χέντρικ τον κύριό του να καθίσει
σε μια καρέκλα και του σκέπασε την πλάτη με μια κουβέρτα,
του είπα ότι θα τον καλούσα όταν τελειώναμε. Ο Άιρς δεν με
αντέκρουσε – μουρμούριζε ήδη τον σκοπό. Όντως είχαν κάτι
συνωμοτικό τα μάτια του Χ.; Παραήταν σκοτεινά για να ξέρω
σίγουρα. Ο υπηρέτης υποκλίθηκε σχεδόν ανεπαίσθητα και
έφυγε γλιστρώντας λες και είχε ροδάκια, κλείνοντας μαλακά
την πόρτα πίσω του.
Έσκυψα στο λεκανάκι κι έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου, κι
έπειτα κάθισα απέναντι στον Άιρς, ανήσυχος μήπως και
ξεχνούσε η Γ. ότι τα σανίδια του πατώματος έτριζαν και
προσπαθούσε να φύγει πατώντας στις μύτες. « Έτοιμος».
Ο Άιρς μουρμούρισε τη σονάτα του, μέτρο το μέτρο, κι
ύστερα κατονόμασε τις νότες. Η παραδοξότητα της
μινιατούρας σύντομα με απορρόφησε παρά τις συνθήκες. Είναι
κάτι ταλαντευόμενο, κυκλικό, κρυστάλλινο. Τελείωσε μετά το
96ο μέτρο και μου είπε να γράψω triste στην παρτιτούρα.
Έπειτα με ρώτησε: «Τι λες, λοιπόν;».
«Δεν είμαι σίγουρος» του είπα. «Δεν πολυμοιάζει για δικό
σας. Δεν πολυμοιάζει για κανενός. Αλλά είναι υπνωτιστικό».
Ο Άιρς πλέον είχε καμπουριάσει, σε στιλ προραφαηλίτικης
ελαιογραφίας με τίτλο Ιδού η χορτάτη Μούσα που πετάει τη μαριονέτα
της. Άφριζαν τιτιβίσματα στον κήπο αξημέρωτα. Σκεφτόμουν
τις καμπύλες της Γ. στο κρεβάτι, μόλις λίγα μέτρα παραπέρα,
ένιωσα έως και ένα επικίνδυνο σκίρτημα ανυπομονησίας γι’
αυτή. Ο Β.Α., για αλλαγή, ένιω­θε ανασφαλής. «Ονειρεύτηκα
ένα… εφιαλτικό καφέ, κατάφωτο, μα υπόγειο, χωρίς έξοδο.
Είχα πολύ, πολύ καιρό νεκρός. Οι σερβιτόρες είχαν όλες το ίδιο
πρόσωπο. Το φαγητό ήταν σαπούνι, για ποτό είχε μόνο αφρό.
Η μουσική στο καφέ ήταν», κούνησε ένα εξουθενωμένο
δάχτυλο κατά την παρτιτούρα, «αυτή».
Χτύπησα το καμπανάκι για να έρθει ο Χ. Ήθελα να φύγει απ’
το δωμάτιό μου ο Άιρς πριν βρει το φως της μέρας τη γυναίκα
του στο κρεβάτι μου. Ένα λεπτό αργότερα, ο Χ. χτύπησε την
πόρτα. Ο Άιρς σηκώθηκε και κουτσαίνοντας πήγε κατά κει –
δεν του αρέσει να τον βλέπουν υποβοηθούμενο. «Εύγε,
Φρόμπισερ». Η φωνή του με βρήκε απ’ τα βάθη του
διαδρόμου. Έκλεισα την πόρτα κι έβγαλα έναν βαθύ στεναγμό
ανακούφισης. Ξαναγύρισα στο κρεβάτι, όπου στoν βάλτο των
σεντονιών η αλιγατόρισσά μου βύθισε τα δοντάκια της στο
νεαρό της θήραμα.
Είχαμε αρχίσει ένα ζουμερό αποχαιρετιστήριο φιλί όταν,
ανάθεμά με, ξανάνοιξε η πόρτα με ένα τρίξιμο. «Και κάτι
ακόμα, Φρόμπισερ!» Μα την Παναγία και όλους τους αγίους,
δεν είχα κλειδώσει! Ο Άιρς ήρθε προς το κρεβάτι
βολοδέρνοντας σαν το ναυάγιο του Έσπερου.35 Η Γ.
ξανακρύφτηκε στα σκεπάσματα ενώ εγώ έβγαζα
ανακατεμένους, σαστισμένους ήχους. Δόξα τω Θεώ, ο Χέντρικ
περίμενε απέξω – από τύχη ή από τακτ; Ο Β.Α. βρήκε την
άκρη του κρεβατιού μου, και κάθισε εκεί, μόλις λίγα εκατοστά
από το βουναλάκι που σχημάτιζε η Γ. Αν η Γ. φτερνιζόταν ή
έβηχε τώρα, ακόμα κι ο τυφλός γερο-Άιρς θα έμπαινε στο
νόημα. «Το θέμα είναι ζόρικο, οπότε χωρίς πολλά πολλά. Η
Γιοκάστα. Δεν είναι και πολύ πιστή. Από συζυγικής απόψεως,
εννοώ. Οι φίλοι κάνουν νύξεις για τις απερισκεψίες της, οι
εχθροί με ενημερώνουν για σχέσεις. Έχει ποτέ… σ’ εσένα… με
πιάνεις;»
Σκλήρυνα τον τόνο μου, δεξιοτεχνικά. «Όχι, κύριε, δεν
νομίζω ότι σας πιάνω».
«Μην αρχίζεις με τη συστολή σου, νεαρέ!» Ο Άιρς έγειρε πιο
κοντά. «Σ’ έχει προσεγγίσει ερωτικά η γυναίκα μου; Έχω
δικαίωμα να μάθω!»
Παρά τρίχα δεν μου ξέφυγε ένα νευρικό γελάκι. «Βρίσκω την
ερώτησή σας προσβλητική σε υπέρτατο βαθμό». H ανάσα της
Γ. νότιζε τον μηρό μου. Πρέπει να έβραζε κάτω απ’ τα
σκεπάσματα. «Εγώ, πάντως, άνθρωπο που πετάει τέτοια λάσπη
δεν θα τον έλεγα “φίλο”. Στην περίπτωση της κυρίας
Κρόμελινκ, ειλικρινά, βρίσκω την ιδέα όχι μόνο δυσάρεστη,
αλλά και αδιανόητη. Εάν, εάν, εξαιτίας κάποιου, τι να πω,
κάποιου νευρικού κλονισμού, φερόταν τόσο ανάρμοστα, ε, τότε,
για να είμαι ειλικρινής, Άιρς, μάλλον θα συμβουλευόμουν τον
Ντοντ, ή θα μιλούσα με τον δρα Έγκρετ». Σοφιστείες,
θαυμάσιες προφάσεις εν αμαρτίαις.
«Δεν θα μου απαντήσεις λοιπόν με μια λέξη;»
«Θα απαντήσω με δυο λέξεις. “Κατηγορηματικά όχι!” Κι
ελπίζω ότι το θέμα έληξε εδώ».
Ο Άιρς άφησε ατέλειωτες στιγμές να περάσουν. «Είσαι νέος,
Φρόμπισερ, είσαι πλούσιος, μυαλό έχεις, και κατά γενική
ομολογία δεν είσαι τελείως αποκρουστικός. Δεν
πολυκαταλαβαίνω γιατί εξακολουθείς να μένεις εδώ».
Ωραία. Τον έπιαναν οι συναισθηματισμοί του. «Είστε ο
Βερλέν μου».
«Ώστε έτσι, νεαρέ Ρεμπό; Πού είναι τότε η Saison en Enfer
σου;»
«Σε προσχέδια, στο κρανίο μου, στη διαίσθησή μου, Άιρς.
Στο μέλλον μου».
Δεν ήξερα αν ο Άιρς ένιωθε κέφι, οίκτο, νοσταλγία ή
καταφρόνηση. Έφυγε. Κλείδωσα την πόρτα και ξάπλωσα στο
κρεβάτι για 3η φορά την ίδια νύχτα. Οι ερωτικές φάρσες, όταν
συμβαίνουν στ’ αλήθεια, είναι βαθιά λυπηρές.
Η Γιοκάστα φαινόταν να μου έχει θυμώσει. «Τι;» τη ρώτησα
άγρια.
«Ο σύζυγός μου σ’ αγαπάει» είπε η σύζυγος ενώ ντυνόταν.

Αναταραχή στο Ζέντελχεμ. Τα υδραυλικά βγάζουν τους ήχους


ηλικιω­μένων θειάδων. Σκεφτόμουν τον παππού μου, του
οποίου η αλλοπρόσαλλη ευφυΐα πήδηξε τη γενιά του πατέρα
μου. Μου έδειξε, μια φορά, μια ακουατίντα ενός ναού στο
Σιάμ. Δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, απ’ όταν όμως κήρυξε εκεί,
πριν από αιώνες, ένας μαθητής του Βούδα, κάθε ληστής
βασιλέας, τύραννος και μονάρχης του βασιλείου εκείνου
βελτιώνει διαρκώς τον ναό με μαρμάρινους πύργους,
μυρωδάτους δενδρώνες, επίχρυσους θόλους, γεμίζει
τοιχογραφίες τις οροφές του, βάζει σμαράγδια στα μάτια των
αγαλματιδίων του. Όταν ο ναός γίνει τελικά αντάξιος του
αντίστοιχού του στην Αγνή Γη, λέει η ιστορία, εκείνη τη μέρα η
ανθρωπότητα θα έχει εκπληρώσει τον σκοπό της, κι ο Χρόνος ο
ίδιος θα πάρει τέλος.
Για ανθρώπους σαν τον Άιρς, αντιλαμβάνομαι, ο ναός αυτός
είναι ο πολιτισμός. Οι μάζες, οι σκλάβοι, οι χωρικοί και οι
πεζικάριοι ζουν στις ρωγμές της λιθόστρωσής του, αγνοώντας
κι αυτήν ακόμα την άγνοιά τους. Όχι όμως και οι σπουδαίοι
πολιτικοί, οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες και, πάνω απ’ όλα, οι
συνθέτες της εποχής, της όποιας εποχής, που είναι οι
αρχιτέκτονες, οι τέκτονες και οι ιερείς του πολιτισμού. Ο Άιρς
θεωρεί ότι ο ρόλος μας είναι να κάνουμε τον πολιτισμό ακόμα
πιο λαμπρό. Η βαθύτερη, ή και μοναδική, ευχή του εργοδότη
μου είναι να δημιουργήσει έναν μιναρέ που θα τον δείχνουν οι
κληρονόμοι της Προόδου σε χίλια χρόνια και θα λένε «Κοίτα, ο
Βίβιαν Άιρς!».
Πόσο χυδαίος ο πόθος αυτός για την αθανασία, πόσο μάταιος,
πόσο πλαστός. Οι συνθέτες δεν φτιάχνουν παρά τοιχογραφίες
σε σπήλαια. Γράφεις μουσική επειδή ο χειμώνας είναι αιώνιος
και επειδή, αν δεν έγραφες, θα γινόσουν ακόμα γρηγορότερα
βορά των λύκων και της χιονοθύελλας.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—·—

Ζέντελχεμ
14η - ix - 1931.

Σίξμιθ,
Σήμερα το απόγευμα ήρθε ο σερ Έντουαρντ Έλγκαρ για τσάι.
Ακόμα κι εσύ ο ανίδεος αυτόν τον έχεις ακουστά. Που λες,
συνήθως, αν ρωτήσεις τον Άιρς τη γνώμη του για την αγγλική
μουσική, λέει «Ποια αγγλική μουσική; Δεν υφίσταται! Όχι μετά
τον Πέρσελ!», κι έπειτα δεν μιλιέται όλη μέρα, λες και για τη
Μεταρρύθμιση ευθύνεσαι εσύ προσωπικά. Αυτή η εχθρότητα
ξεχάστηκε στη στιγμή σήμερα το πρωί, όταν τηλεφώνησε ο σερ
Έντουαρντ από το ξενοδοχείο του στην Μπριζ για να ρωτήσει
αν θα μπορούσε ο Άιρς να του διαθέσει μια δυο ώρες. Ο Άιρς
φρόντισε να παραστήσει το στραβόξυλο, καταλάβαινα όμως
από τον τρόπο που έπρηζε την κυρία Βίλεμς για τις ετοιμασίες
ότι γελούσαν και τα μουστάκια του. Ο περίφημος επισκέπτης
μας έφτασε στις δύο και ½, με μια βαριά σκουροπράσινη κάπα
παρά τον ήπιο καιρό. Η υγεία του δεν είναι σε πολύ καλύτερη
κατάσταση απ’ του Β.Α. Η Γ. & εγώ τον υποδεχτήκαμε στο
κατώφλι του Ζέντελχεμ. «Εσύ λοιπόν είσαι τα καινούργια μάτια
του Βιβ, έτσι;» μου είπε, ενώ δίναμε τα χέρια. Είπα ότι τον
είχα δει να διευθύνει καμιά δεκαριά φορές στο φεστιβάλ, κάτι
που τον ευχαρίστησε. Οδηγήσαμε τον συνθέτη στο Άλικο
Δωμάτιο, όπου περίμενε ο Άιρς. Χαιρετήθηκαν θερμά,
έμοιαζαν όμως να είναι επιφυλακτικοί. H ισχιαλγία του Έλγκαρ
τον ταλαιπωρεί πολύ, και ακόμα και τις καλές μέρες ο Β.Α.
φαίνεται αρκετά τρομακτικός εκ 1ης όψεως, και ακόμα
χειρότερος εκ 2ας. Το τσάι σερβιρίστηκε και έπιασαν κουβέντα
περί μουσικής, χωρίς να δίνουν σχεδόν καθόλου σημασία στη
Γ. & εμένα, ήταν όμως συναρπαστικό να τους βλέπω. Ο σερ Ε.
πού και πού μας έριχνε μια ματιά για να βεβαιωθεί ότι δεν
κούραζε τον οικοδεσπότη του. «Κάθε άλλο». Του
χαμογελούσαμε. Ξιφομαχούσαν για θέματα όπως τα σαξόφωνα
στις ορχήστρες, αν είναι ο Βέμπερν Απατεώνας ή Μεσσίας,
τους μαικήνες και τα κυκλώματα. Ο σερ Ε. ανακοίνωσε ότι
εργάζεται σε μια 3η συμφωνία έπειτα από μακρά χειμερία
νάρκη – μας έπαιξε έως και σχεδιά­σματα για ένα molto maestoso
και ένα allegretto στο όρθιο πιάνο. O Άιρς, προθυμότατος να
αποδείξει ότι ούτε αυτός είναι έτοιμος να μπει στο φέρετρό
του, με έβαλε να προβάρω μερικά σχεδιάσματα για πιάνο που
είχαμε ολοκληρώσει πρόσφατα – πολύ ωραία. Aφού
κατεβάσαμε κάμποσα μπουκάλια βέλγικη μοναστηριακή
μπίρα, ρώτησα τον Έλγκαρ για τα Pomp and Circumstance
Marches. «Α, είχα ανάγκη τα λεφτά, καλό μου παιδί. Όμως μην
το πεις πουθενά. Ο βασιλιάς ίσως πάρει πίσω τον τίτλο του
βαρονέτου που μου απένειμε». Το άκουσε αυτό ο Άιρς και
λύθηκε στα γέλια! «Όπως λέω, Τεντ, για να κάνεις το πλήθος
να φωνάζει Ωσαννά, πρέπει να μπεις στην πόλη καβάλα σε
γαϊδούρι. Με την όπισθεν, ιδανικά, ενώ λες στις μάζες τις
παρατραβηγμένες ιστορίες που θέλουν να ακούσουν».
Ο σερ Ε. είχε ακούσει για την υποδοχή του «Todtenvogel»
στην Κρακοβία (όπως όλο το Λονδίνο, κατά τα φαινόμενα),
έτσι ο Β.Α. με έστειλε να φέρω την παρτιτούρα. Όταν γύρισα
στο Άλικο Δωμάτιο, ο επισκέπτης μας πήρε το θανατοπούλι
μας στο κάθισμα στην κόγχη του παραθύρου και το διάβασε με
τη βοήθεια ενός μονόκλ, ενώ ο Άιρς κι εγώ παριστάναμε πως
με κάτι καταγινόμασταν. «Στην ηλικία μας, Άιρς» είπε τελικά ο
Ε., «δεν δικαιούμαστε να έχουμε τόσο τολμηρές ιδέες. Πού τις
βρίσκεις;».
Ο Β.Α. φούσκωσε από καμάρι σαν τον κόκορα. «Μάλλον
κέρδισα μια δυο μάχες υποχώρησης στον πόλεμό μου ενάντια
στο έσχατο γήρας. Ο Ρόμπερτ μου αποδώ αποδεικνύεται
πολύτιμος υπασπιστής».
Υπασπιστής; Ο στρατηγός του είμαι, που να πάρει, κι αυτός
είναι ο χοντρός αλλοτινός επαναστάτης που βασιλεύει ελέω των
περασμένων μεγαλείων του! Χαμογέλασα όσο γλυκύτερα
μπορούσα (σαν να εξαρτιόταν απ’ αυτό το κεραμίδι πάνω από
το κεφάλι μου. Επιπλέον, ο σερ Ε. μπορεί να φανεί χρήσιμος
κάποτε, οπότε δεν κάνει να δώσω την εντύπωση ανθρώπου
ατίθασου). Αφού σερβιριστήκαμε, ο Έλγκαρ αντιπαρέβαλε
ευνοϊκά τη θέση μου στο Ζέντελχεμ με την 1η του δουλειά ως
διευθυντή ορχήστρας σε ένα φρενοκομείο στο Γούστερσαϊρ.
«Θαυμάσια προετοιμασία για τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής
του Λονδίνου, ε;» πέταξε ο Β.Α. Γελάσαμε και σχεδόν
συγχώρεσα τον θερμόαιμο γερο-παλαβό εγωίσταρο που ήταν
αυτός που ήταν. Κάνα δυο κούτσουρα ακόμα στη φωτιά. Στο
καπνισμένο φως της οι δυο γέροι αποκοιμήθηκαν σαν αρχαίοι
βασιλιάδες, κλεισμένοι αιωνιότητες ολόκληρες στους τύμβους
τους. Κατέγραψα τα ροχαλητά τους με νότες. Του Έλγκαρ θα
παιχτεί από μπάσα τούμπα, του Άιρς από φαγκότο. Θα κάνω το
ίδιο με τον Φρεντ Ντίλιους και τον Τζον Μακέρας και θα τα
δημοσιεύσω όλα μαζί σε έργο με τίτλο Το απόμερο μουσείο των
βαλσαμωμένων εδουαρδιανών.
Τρεις μέρες μετά.
Γύρισα μόλις από έναν περίπατο lento με τον Β.Α. στον Δρόμο
του Μοναχού μέχρι το κτίσμα της πύλης. Έσπρωχνα την
καρέκλα του. Το τοπίο π. ατμοσφαιρικό απόψε· τα
φθινοπωρινά φύλλα έπεφταν ολόγυρα σε επιτακτικές έλικες,
θαρρείς και ο Β.Α. ήταν ο μάγος κι εγώ ο μαθητευόμενός του.
Οι λεύκες ζωγράφιζαν με τους μακριούς τους ίσκιους
ραβδώσεις στο κουρεμένο λιβάδι. Ο Άιρς ήθελε να φανερώσει
τις ιδέες του για ένα στερνό συμφωνικό μεγάλο έργο, που θα
ονομαζόταν Αιώνια Επιστροφή προς τιμήν του αγαπημένου του
Νίτσε. Μέρος της μουσικής θα το αντλήσει από μια ανεπιτυχή
όπερα βασισμένη στο Νησί του Δόκτορος Μορό, που ήταν να
ανέβει στη Βιέννη αλλά ακυρώθηκε λόγω του πολέμου, μέρος
της μουσικής ο Β.Α. πιστεύει ότι θα του «έρθει», και
ραχοκοκαλιά θα είναι το κομμάτι της «ονειρομουσικής» που
μου υπαγόρευσε στο δωμάτιό μου εκείνη τη ζόρικη νύχτα του
περασμένου μήνα, σου έγραψα σχετικά. Ο Β.Α. θέλει το έργο
να έχει τέσσερις κινήσεις, γυναικεία χορωδία, και μεγάλο
μουσικό σύνολο με έμφαση στα χαρακτηριστικά του Άιρς
ξύλινα πνευστά. Πραγματικό τέρας του βυθού. Θέλει τις
υπηρεσίες μου για ½ χρόνο ακόμα. Είπα θα το σκεφτώ. Είπε θα
μου αυξήσει τον μισθό, χυδαίο και συνάμα πανούργο εκ
μέρους του. Επανέλαβα ότι χρειαζόμουν χρόνο. Ο Β.Α. άκρως
αναστατωμένος που δεν του είπα ένα ξέπνοο «Ναι!» επιτόπου –
μα θέλω να παραδεχτεί, ο παλιομαλάκας, ότι με έχει
περισσότερη ανάγκη απ’ όση τον έχω εγώ.
Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.
—·—

Ζέντελχεμ,
28η - ix - 1931.

Σίξμιθ,
Η Γ. έχει αρχίσει να γίνεται π. κουραστική. Μετά την ερωτική
πράξη απλώνεται στο κρεβάτι μου και μουκανίζει σαν την
ανόητη και ζητά να μάθει ποιων άλλων γυναικών έχω παίξει τις
χορδές. Τώρα που έχει ψαρέψει τα ονόματά τους, λέει
πράγματα όπως «Α, μάλλον η Φρεντερίκα σ’ το έμαθε αυτό;».
(Παίζει μ’ εκείνο το σημάδι που έχω στον ώμο μου εκ γενετής,
εκείνο που έλεγες πως μοιάζει με κομήτη – δεν το αντέχω όταν
ψαχουλεύει το δέρμα μου.) Η Γ. αρχίζει μικροκαβγάδες για τις
κουραστικές συμφιλιώσεις που επακολουθούν και,
ανησυχητικά, έχει αρχίσει να αφήνει τα φεγγαρόλουστά μας
δράματα να εισρέουν στην καθημερινή μας ζωή. Ο Άιρς δεν
βλέπει πέρα από την Αιώνια Επιστροφή, μα η Εύα θα γυρίσει σε
δέκα μέρες, κι αυτή η αετομάτα τα σάπια μυστικά τα
ξετρυπώνει στο πιτς φιτίλι.
H Γ. νομίζει πως η συμφωνία μας της επιτρέπει να δέσει πιο
σφιχτά το μέλλον μου με το Ζέντελχεμ – λέει, ½ παιχνιδιάρικα,
½ δυσοίωνα, πως δεν πρόκειται να με αφήσει να
«εγκαταλείψω» μήτε αυτή μήτε τον σύζυγό της, όχι στην
ανάγκη τους. Ο διάβολος, Σίξμιθ, κρύβεται στις αντωνυμίες. Το
χειρότερο απ’ όλα, έχει αρχίσει να μου πετάει τη λέξη από Α,
και θέλει να της την ανταποδώσω. Τι τρέχει με δαύτη; Έχει
σχεδόν τα διπλά μου χρόνια! Τι θέλει; Τη διαβεβαίωσα ότι ποτέ
δεν έχω αγαπήσει κανέναν πέρα από μένα και δεν σκοπεύω να
κάνω τώρα την αρχή, και μάλιστα με τη σύζυγο ενός άλλου,
και μάλιστα όταν αυτός ο άλλος θα μπορούσε να καταστρέψει τ’
όνομά μου στους ευρωπαϊκούς μουσικούς κύκλους απλώς
γράφοντας πεντέξι γράμματα. Οπότε, φυσικά, το θηλυκό κάνει
τα συνηθισμένα του κόλπα, κλαίει στο μαξιλάρι μου, με
κατηγορεί ότι την «εκμεταλλεύομαι». Συμφωνώ, φυσικά και
την «εκμεταλλεύτηκα»· ακριβώς όπως με «εκμεταλλεύτηκε» κι
εκείνη. Αυτή είναι η συμφωνία. Αν δεν την ικανοποιεί πια
αυτό, δεν είναι αιχμάλωτή μου. Φεύγει λοιπόν και κρατά
μούτρα για κάνα δυο μερόνυχτα, ώσπου η γριά προβατίνα
λαχταρά πάλι νεαρό κριάρι, και να την πάλι, να με λέει αγοράκι
της, να με ευχαριστεί που «ξανάδωσα στον Άιρς τη μουσική
του», κι ο ηλίθιος κύκλος ξαναρχίζει απ’ την αρχή.
Αναρωτιέμαι αν έχει καταφύγει στον Χέντρικ στο παρελθόν.
Την έχω ικανή για όλα. Αν της άνοιγε το κεφάλι κανένας από
τους Βιεννέζους γιατρούς του Ρένγουικ, θα ξεπεταγόταν
ολόκληρο μελίσσι από νευρώσεις. Αν ήξερα ότι είναι τόσο
ανισόρροπη, με τίποτα δεν θα την άφηνα να έρθει στο κρεβάτι
μου εκείνη την πρώτη νύχτα. Ο τρόπος που κάνει έρωτα έχει
μια δυστυχία. Όχι, μια βαναυσότητα.
Δέχτηκα την πρόταση του Άιρς να μείνω εδώ μέχρι το
επόμενο καλοκαίρι, τουλάχιστον. Δεν εμφιλοχώρησε στην
απόφασή μου κάποιο βαθύτερο νόημα για το σύμπαν – μόνο το
καλλιτεχνικό όφελος, η οικονομική χρησιμότητα και το ότι η Γ.
μπορεί να πάθει κανέναν κλονισμό αν φύγω. Του οποίου οι
επιπτώσεις δεν θα ξεπλένονταν με τίποτα.

Αργότερα την ίδια μέρα.


Ο κηπουρός άναψε φωτιά με τα πεσμένα φύλλα – ήμουν έξω να
τη δω, μόλις μπήκα. Η κάψα σε πρόσωπο και χέρια, ο λυπηρός
καπνός, η φωτιά με το τριζοβόλημα και το αγκομαχητό της.
Μου θυμίζει την καλύβα του φύλακα στο Γκρέσαμ. Τέλος
πάντων, η φωτιά μού πρόσφερε ένα υπέροχο κομμάτι –
κρουστά για το τριζοβόλημα, άλτο φαγκότο για το ξύλο, κι ένα
νευρικό φλάουτο για τις φλόγες. Τελείωσα την καταγραφή του
μόλις τώρα. O αέρας στον πύργο νοτισμένος σαν μπουγάδα
που δεν εννοεί να στεγνώσει. Στους διαδρόμους ρεύματα
κοπανάνε τις πόρτες. Το φθινόπωρο αφήνει πίσω τη γλυκύτητά
του για να περάσει στο αγκαθωτό στάδιο της σήψης. Δεν
θυμάμαι να μας αποχαιρέτησε καν το καλοκαίρι.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.

19 Laughing Cavalier, περίφημος πίνακας του Ολλανδού ζωγράφου της ολλανδικής


χρυσής εποχής Φρανς Χαλς του Πρεσβύτερου. (Ο τίτλος του πίνακα είναι
μεταγενέστερος, του αποδόθηκε στη βικτοριανή εποχή.) (Σ.τ.Μ.)
20 Ο Άγγλος συνθέτης Ραλφ Βον Γουίλιαμς (1872-1958). (Σ.τ.Μ.)
21 Στίχοι από το Πέρασμα στην Ινδία, του Γουόλτ Γουίτμαν. (Σ.τ.Μ.)
22 Gnossiennesque στο πρωτότυπο, αναφορά στο έργο του Ερίκ Σατί Gnossiennes, λέξη
αβέβαιης ετυμολογίας που αποδίδεται στον ίδιο τον Σατί. Πιθανόν να συνδέεται
με το «γνώσις», ίσως όμως και με το «Κνωσός». (Σ.τ.Μ.)
23 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Με συγχωρείτε, δεν μιλώ φλαμανδικά». (Σ.τ.Μ.)
24 Τζόζεφ Φάρκαρσον (1846-1935), Σκοτσέζος ζωγράφος. (Σ.τ.Μ.)
25 Γερμανικά στο πρωτότυπο: Θα μπορούσε να αποδοθεί Προς τη συντέλεια κονσέρτο για
βιολί. (Σ.τ.Μ.)
26 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Ονόμασα το πόνι μου Νεφερτίτη, από την αγαπημένη
μου βασίλισσα της Αιγύπτου». (Σ.τ.Μ.)
27 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Αυτή η λίμνη ανήκει στην οικογένειά μου εδώ και
πέντε αιώνες! Πόσο καιρό ακριβώς είστε εσείς εδώ; Τρεις εβδομάδες! Θα πηγαίνω,
λοιπόν, όπου θέλω!» (Σ.τ.Μ.)
28 Cordovan στο πρωτότυπο· Cuir de Cordoue. Μερικές φορές αποκαλείται και gold
leather, «χρυσό δέρμα»: ζωγραφιστά και επιχρυσωμένα δερμάτινα ριχτάρια τοίχου
που, βαλμένα δίπλα δίπλα, σκεπάζουν τον τοίχο σαν ταπετσαρία. (Σ.τ.Μ.)
29 Αναφέρεται στη θρυλούμενη εμφάνιση μιας υπερφυσικής οντότητας που
προστάτευσε τις δυνάμεις του βρετανικού στρατού κατά τη μάχη της Μονς στο
Βέλγιο, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (23 Αυγούστου 1914). (Σ.τ.Μ.)
30 Λατινικά στο πρωτότυπο: για τους τύπους. (Σ.τ.Μ.)
31 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Μου στήσατε καρτέρι; Αν θέλατε να συζητήσετε κάποιο
προσωπικό πρόβλημα μαζί μου, θα μπορούσατε να μου το έχετε πει». (Σ.τ.Μ.)
32 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Δεν είναι καλή κουβέντα αυτή, κύριε Φρόμπισερ. Αν με
λέτε οχιά, θα θίξετε την υπόληψή μου. Κι αν θίξετε την υπόληψή μου, ε, τότε θα
αναγκαστώ να καταστρέψω τη δική σας!» (Σ.τ.Μ.)
33 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Αυτό που είδατε το είπατε στη μητέρα μου;» (Σ.τ.Μ.)
34 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Α, έτσι; Οποία λεπτότης!» (Σ.τ.Μ.)
35 Αναφορά στο ποίημα του Αμερικανού Χένρι Λονγκφέλοου «The Wreck of the
Hesperus». (Σ.τ.Μ.)
ΗΜΙΖΩΕΣ
Το πρώτο μυστήριο της Λουίζα Ρέι
1
Ο Ρούφους Σίξμιθ γέρνει απ’ το μπαλκόνι και υπολογίζει την
ταχύτητα του σώματός του όταν θα πέσει στο πεζοδρόμιο
βάζοντας τέλος στα προβλήματά του. Στο σκοτεινό δωμάτιο
χτυπά ένα τηλέφωνο. Ο Σίξμιθ δεν τολμά να απαντήσει. Από το
διπλανό διαμέρισμα, όπου το πάρτι έχει ανάψει για τα καλά,
μπουμπουνίζει ντίσκο μουσική, κι ο Σίξμιθ νιώθει πιο γέρος
από τα εξήντα έξι του χρόνια. Τ’ αστέρια τα σκεπάζει
αιθαλομίχλη, όμως από βορρά ως νότο της ακτογραμμής
φέγγουν τα δισεκατομμύρια φώτα της Μπουένας Γέρμπας. Στη
δύση, ο αέναος Ειρηνικός. Στην ανατολή, η ξεγυμνωμένη,
ηρωική, κακόβουλη, σεπτή, διψασμένη, αλλόφρων
αμερικανική μας ήπειρος.
Μια κοπέλα βγαίνει από το πάρτι δίπλα και γέρνει απ’ το
γειτονικό μπαλκόνι. Τα μαλλιά της είναι ξυρισμένα, το βιολετί
της φόρεμα είναι κομψό, φαίνεται όμως αθεράπευτα θλιμμένη
και μόνη. Και δεν της προτείνεις μια συμφωνία αυτοκτονίας; O Σίξμιθ
δεν το σκέφτεται στα σοβαρά, και ούτε πρόκειται να πέσει, όχι
όσο ακόμη του απομένει μια σπίθα χιούμορ. Εξάλλου, ο
Γκριμάλντι, o Νέιπιερ και εκείνοι οι καλοντυμένοι τραμπούκοι παρακαλάνε
ακριβώς για ένα αθόρυβο ατύχημα. Η σειρήνα ενός ασθενοφόρου
διασχίζει την ακατάπαυστη βοή της κυκλοφορίας. Ο Σίξμιθ
σέρνει τα πόδια του και μπαίνει μέσα, όπου το τηλέφωνο
απότομα σταματά. Βάζει ένα ακόμα γενναίο ποτήρι βερμούτ
από το μίνι μπαρ του απόντος οικοδεσπότη του, βουτάει τα
χέρια στην κατάψυξη, καθαρίζει το πρόσωπό του έπειτα. Βγες
έξω και τηλεφώνησε στη Μέγκαν, είναι η μόνη φίλη που σου έχει
απομείνει. Ξέρει ότι δεν θα το κάνει. Δεν γίνεται να την μπλέξεις σ’
αυτό το φονικό μπάχαλο. Το μπουμπουνητό της ντίσκο μοιάζει να
πάλλεται στους κροτάφους του, το διαμέρισμα όμως είναι
δανεικό και κρίνει ότι θα ήταν ανόητο να παραπονεθεί. Η
Μπουέ­νας Γέρμπας Κέμπριτζ δεν είναι. Κι εξάλλου, κρύβεσαι. Το αεράκι
κλείνει με βρόντο την μπαλκονόπορτα, και από τον φόβο τού
χύνεται το μισό βερμούτ. Όχι, ρε παλιοηλίθιε, δεν ήταν πιστολιά.
Σκουπίζει το ποτό που χύθηκε με μια πετσέτα, ανοίγει την
τηλεό­ραση με τον ήχο χαμηλά και ψάχνει από κανάλι σε κανάλι
για το M*A*S*H. Κάπου θα το παίζει. Πρέπει να συνεχίσω το ψάξιμο.

2
Η Λουίζα Ρέι ακούει έναν κρότο από το διπλανό μπαλκόνι.
«Είναι κανείς εκεί;» Όχι. Το στομάχι της την προειδοποιεί ν’
αφήσει κάτω το τόνικ της. Στην τουαλέτα έπρεπε να πας, όχι στον
καθαρό αέρα, δεν αντέχει όμως να περάσει από τον κόσμο και
εξάλλου, δεν προλαβαίνω – σκύβει στην άκρη και ξερνάει: μια
φορά, δυο φορές, μια εικόνα τηγανητού κοτόπουλου, και μια
τρίτη φορά. Αυτό, σκουπίζει τα μάτια της, είναι το τρίτο πιο
απαίσιο πράγμα που έχεις κάνει ποτέ. Ξεπλένει το στόμα της, φτύνει
ό,τι απέμεινε σε μια γλάστρα πίσω από ένα παραπέτασμα.
Χαραμίζεις τη ζωή σου. Η Λουίζα σφουγγίζει τα χείλη μ’ ένα
χαρτομάντιλο και βγάζει μια καραμέλα απ’ την τσάντα της.
Πήγαινε σπίτι σου και κατέβασε απ’ το μυαλό σου τριακόσιες λέξεις της
συμφοράς για αλλαγή. Ούτως ή άλλως, ο κόσμος μόνο τις φωτογραφίες
κοιτάζει.
Ένας άντρας που παραείναι μεγάλος σε ηλικία για να φοράει
αυτό το δερμάτινο παντελόνι κι αυτό το ζεβρέ γιλέκο χωρίς
μπλούζα από κάτω βγαίνει στο μπαλκόνι. «Λουίζααα!»
Περιποιημένη ξανθή γενειάδα και ένα ανχ από νεφρίτη και
φεγγαρόπετρα κρεμασμένο απ’ τον λαιμό του. «Γεια!»
Η Λουίζα σκέφτεται μήπως τον αποθαρρύνει η μυρωδιά της,
όμως παραείναι μαστουρωμένος για να την προσέξει.
«Ρίτσαρντ» του λέει.
«Βγήκες να χαζέψεις τ’ αστέρια, ε; Γουστάρω. Ο Μπιξ έφερε
οκτώ ουγγιές κόκα, ρε φίλε. Τι τρελάρας. Έι, σου είπα στη
συνέντευξη; Αυτόν τον καιρό ακούω στο όνομα “Γκάντζα”.36 O
Μαχαραγιάς Άτζα λέει ότι το “Ρίτσαρντ” δεν είναι
εναρμονισμένο με τον αγιουβερδικό εαυτό μου».
«Ο ποιος λέει;»
«Ο γκουρού μου, Λουίζααα, ο γκουρού μου! Είναι στην
τελευταία του μετενσάρκωση κι ύστερα–», υψώνει τα δάχτυλά
του και τ’ ανοίγει σε ένα «παφφ!» κατά τη νιρβάνα. « Έλα σε μια
ακρόαση. Κανονικά περιμένεις στη λίστα αναμονής για πάντα,
να πούμε, αλλά οι μαθητές που έχουν ανχ από νεφρίτη
κλείνουν ιδιωτική ακρόαση το ίδιο απόγευμα. Γιατί να πας να
σπουδάσεις και τέτοιες παπαριές, να πούμε, όταν ο
Μαχαραγιάς Άτζα μπορεί, να πούμε, να σου μάθει τα πάντα
για… Αυτό». Με τα δάχτυλά του πλαισιώνει το φεγγάρι. «Οι
λέξεις είναι τόσο… τσιτωμένες… Το διάστημα… είναι τόσο…
ξέρεις τώρα, απόλυτο. Θέλεις λίγο χόρτο; Acapulco Gold.37 Μου
το έδωσε ο Μπιξ». Την πλησιάζει. «Που λες, Λου, πάμε να
φτιαχτούμε μετά το πάρτι; Οι δυο μας, σπίτι μου, γουστάρεις;
Θα σου δώσω μια απολύτως αποκλειστική συνέντευξη. Μέχρι
και τραγούδι μπορεί να σου γράψω για τον επόμενο δίσκο
μου».
«Δεν το βλέπω».
Ο δευτεροκλασάτος ροκάς μισοκλείνει τα μάτια. «Είσαι στις
δύσκολες μέρες του μήνα, ε; Η επόμενη εβδομάδα πώς σου
ακούγεται; Νόμιζα ότι όλες εσείς οι γκόμενες στα μίντια
παίρνετε μονίμως το χάπι, να πούμε».
«Τις ατάκες σου για το καμάκι κι αυτές από τον Μπιξ τις
ψωνίζεις;»
Γελάει ειρωνικά. « Έι, σου βάζει λόγια ο Μπιξ;»
«Ρίτσαρντ, για να μην έχεις αμφιβολίες, καλύτερα να πέσω
απ’ το μπαλκόνι παρά να κοιμηθώ μαζί σου, ό,τι μέρα του
μήνα κι αν είναι. Αλήθεια σου λέω».
«Όπα!» Μαζεύει το χέρι του λες και το χτύπησαν. «Είσαι ιδιό-
τροπη! Ποια νομίζεις πως είσαι, να πούμε, καμιά Τζόνι Μίτσελ,
γαμώτο; Κουτσομπολιά του κώλου γράφεις σ’ ένα περιοδικό που δεν
το διαβάζει άνθρωπος, να πούμε!»
3
Η πόρτα του ασανσέρ κλείνει πάνω που τη φτάνει η Λουίζα
Ρέι, αλλά ο αθέατος άντρας μέσα την κρατάει ανοιχτή με το
μπαστούνι του. «Ευχαριστώ» λέει η Λουίζα στον γέρο.
«Χαίρομαι που ο ιπποτισμός δεν έχει πεθάνει τελείως».
Της απαντά με ένα σοβαρό νεύμα.
Η Λουίζα σκέφτεται, Κάνει λες και του έχουν πει ότι του απομένει
μια βδομάδα ζωής.
Η Λουίζα πατάει το κουμπί για το ισόγειο. Το παλιό ασανσέρ
αρχίζει την κάθοδό του. Μια βελόνα δείχνει χαλαρά τους
ορόφους που περνάνε. Η μηχανή του βουίζει, τα
συρματόσχοινά του γυρνάνε, ανάμεσα στον δέκατο και τον
ένατο όροφο όμως σκάει ένα γκάτα-γκάτα-γκάτα κι έπειτα σβήνει
μ’ ένα φςςς-ςςς-ςς-ς. Η Λουίζα και ο Σίξμιθ πέφτουν κάτω. Το
φως τρεμοπαίζει ώσπου καταλήγει σε μια βουερή σέπια.
«Είστε καλά; Μπορείτε να σηκωθείτε;»
Ο σωριασμένος γέρος συνέρχεται κάπως. «Δεν έσπασα
τίποτα, νομίζω, θα καθίσω όμως λίγο, ευχαριστώ». Η παλαιάς
σχολής αγγλική του προφορά θυμίζει στη Λουίζα τον τίγρη από
το Βιβλίο της ζούγκλας. «Μπορεί να ξανάρθει το ρεύμα ξαφνικά».
«Χριστέ μου» μουρμουρίζει η Λουίζα. «Διακοπή ρεύματος.
Ιδανικό τέλος για μια ιδανική μέρα». Πατάει το κουμπί
κινδύνου. Τίποτα. Πατάει το κουμπί ενδοεπικοινωνίας και
ουρλιάζει: « Έι! Είναι κανείς εδώ;» Παράσιτα μόνο. « Έχουμε
πρόβλημα εδώ! Μας ακούει κανείς;»
Η Λουίζα και ο γέρος κοιτούν ο ένας τον άλλο, πλαγίως, ενώ
αφουγκράζονται.
Καμιά απάντηση. Μόνο αόριστοι υποβρύχιοι ήχοι.
Η Λουίζα εξετάζει το ταβάνι. «Κάπου θα υπάρχει καταπακτή
ασφαλείας...» Δεν υπάρχει. Ανασηκώνει τη μοκέτα – βρίσκει
ατσάλινο δάπεδο. «Μόνο στις ταινίες αυτά μάλλον».
«Χαίρετε ακόμη» ρωτά ο γέρος «που ο ιπποτισμός δεν έχει
πεθάνει τελείως;».
Η Λουίζα ίσα που καταφέρνει να χαμογελάσει. « Ίσως
μείνουμε εδώ για κάμποσο. Η προσωρινή διακοπή τον
περασμένο μήνα κράτησε επτά ώρες». Τι να πω, τουλάχιστον δεν
είμαι εγκλωβισμένη με κανέναν ψυχοπαθή, κανέναν κλειστοφοβικό, ή τον
Ρίτσαρντ Γκάντζα.

4
Εξήντα λεπτά αργότερα, ο Ρούφους Σίξμιθ έχει ανακαθίσει σε
μια γωνιά, και σκουπίζει το μέτωπό του με το μαντίλι του.
«Γράφτηκα συνδρομητής στο Illustrated Planet το 1967 για να
διαβάζω τις ανταποκρίσεις του πατέρα σας από το Βιετνάμ. Ο
Λέστερ Ρέι ήταν ένας εκ των μόλις τεσσάρων ή πέντε
δημοσιογράφων που αντιλαμβάνονταν τον πόλεμο από την
ασιατική οπτική γωνία, με μεγάλο ενδιαφέρον λοιπόν θ’
ακούσω πώς ένας αστυνομικός έγινε ένας από τους καλύτερους
ανταποκριτές της γενιάς του».
«Γυρεύοντας πηγαίνετε». Η ιστορία, με κάθε επανάληψη,
τελειοποιείται. «Ο μπαμπάς μπήκε στην Αστυνομία Πόλεως
της Μπουένας Γέρμπας λίγες εβδομάδες πριν από το Περλ
Χάμπορ, γι’ αυτό και πέρασε τον πόλεμο εδώ και όχι στον
Ειρηνικό, σαν τον αδελφό του τον Χάουι, που ανατινάχτηκε
από γιαπωνέζικη νάρκη ενώ έπαιζε μπιτς βόλεϊ κάπου στα
Νησιά του Σολομώντα. Γρήγορα φάνηκε ότι ο μπαμπάς ήταν
για το 10ο τμήμα, οπότε εκεί και κατέληξε. Όλες οι πόλεις στη
χώρα έχουν από ένα τέτοιο τμήμα – κάτι σαν μαντρί όπου
μεταθέτουν όλους τους καθαρούς μπάτσους που ούτε
λαδώνονται ούτε κάνουν τα στραβά μάτια. Τέλος πάντων, όταν
παραδόθηκαν οι Ιάπωνες, η Μπουένας Γέρμπας όλη νύχτα
ήταν ένα τεράστιο πάρτι και, όπως φαντάζεστε, οι αστυνομικές
δυνάμεις δεν επαρκούσαν. Ο μπαμπάς πήρε μια κλήση για
λεηλασίες κάτω στην αποβάθρα της Σιλβαπλάνα, κάτι σαν
ουδέτερη ζώνη μεταξύ της περιφέρειας του 10ου τμήματος,
του Οργανισμού Λιμένος της ΜΓ και της περιφέρειας του
Σπινόζα. Ο μπαμπάς και ο συνάδελφός του, που τον έλεγαν
Νατ Γουέικφιλντ, πήγαν μέχρι εκεί να ρίξουν μια ματιά.
Παρκάρουν ανάμεσα σε δύο κοντέινερ, σβήνουν τη μηχανή,
συνεχίζουν με τα πόδια και βλέπουν καμιά εικοσιπενταριά
ανθρώπους να παίρνουν κιβώτια από μια αποθήκη και να τα
φορτώνουν σε ένα θωρακισμένο φορτηγό. Δεν είχε πολύ φως,
σίγουρα όμως δεν ήταν λιμενεργάτες και δεν φορούσαν
στρατιωτική περιβολή. Ο Γουέικφιλντ λέει στον μπαμπά να
πάει και να καλέσει ενισχύσεις με τον ασύρματο. Πάνω που ο
μπαμπάς φτάνει στον ασύρματο, έρχεται κλήση και λέει ότι η
αρχική διαταγή διερεύνησης της λεηλασίας έχει ανακληθεί. Ο
μπαμπάς δίνει αναφορά για ό,τι έχει δει, όμως η διαταγή
επαναλαμβάνεται, οπότε ο μπαμπάς γυρνάει τρέχοντας στην
αποθήκη για να δει τον συνάδελφό του, την ώρα που του
ανάβει τσιγάρο ένας από τους άντρες, να πυροβολείται
πισώπλατα έξι φορές. Ο μπαμπάς καταφέρνει να κρατήσει την
ψυχραιμία του, τρέχει στο περιπολικό και προλαβαίνει να
στείλει με τον ασύρματο έναν κωδικό 8 –σήμα για βοήθεια–
πριν του γαζώσουν το αυτοκίνητο οι σφαίρες. Είναι
περικυκλωμένος από όλες τις μεριές εκτός από αυτή της
αποβάθρας, οπότε βουτάει, μέσα σ’ ένα κοκτέιλ από ντίζελ,
σκουπίδια, απόβλητα και θάλασσα. Κολυμπάει κάτω απ’ το
μουράγιο –εκείνη την εποχή η αποβάθρα της Σιλβαπλάνα ήταν
μια ατσάλινη κατασκευή σαν γιγάντιος ξύλινος πεζόδρομος, κι
όχι η τσιμεντένια χερσόνησος που είναι σήμερα– και ανεβαίνει
μια σιδερένια σκάλα, μουσκίδι, το ένα του παπούτσι άφαντο,
το περίστροφό του άχρηστο. Μόνο να παρατηρεί τους άντρες
μπορεί, που έχουν σχεδόν τελειώσει όταν έρχονται δυο
περιπολικά από το τμήμα του Σπινόζα. Πριν προλάβει ο
μπαμπάς να κάνει τον κύκλο της μάντρας και να
προειδοποιήσει τους αστυνομικούς, ξεσπάει ένα εντελώς άνισο
πιστολίδι – οι ένοπλοι πυροβολούν τα δυο περιπολικά με
οπλοπολυβόλα. Το φορτηγό βάζει μπροστά, οι ένοπλοι
ανεβαίνουν μ’ έναν πήδο, βγαίνουν από τη μάντρα και πετάνε
δυο χειροβομβίδες από πίσω. Αν τις έριξαν για να σακατέψουν
τους αστυνομικούς ή για να αποτρέψουν τίποτα παλικαριές,
κανείς δεν ξέρει, μια από δαύτες όμως έκανε τον μπαμπά μου
σουρωτήρι. Ξύπνησε στο νοσοκομείο δυο μέρες αργότερα
χωρίς το αριστερό του μάτι. Οι εφημερίδες περιέ­γραψαν το
περιστατικό ως μια οπορτουνιστική επιδρομή κάποιας
συμμορίας ληστών που τους άνοιξε η τύχη. Οι άντρες του 10ου
τμήματος πίστευαν ότι κάποιο συνδικάτο που διακινούσε όπλα
κατά τον πόλεμο αποφάσισε να ξεπουλήσει το απόθεμά του
τώρα που ο πόλεμος είχε τελειώσει και οι καταγραφές θα
γίνονταν αυστηρότερες. Ασκήθηκαν πιέσεις για να ερευνηθεί
περαιτέρω η Ανταλλαγή Πυρών στη Σιλβαπλάνα –το 1945, τρεις
νεκροί μπάτσοι ήταν μεγάλο ζήτημα– αλλά την παρεμπόδισε το
γραφείο του δημάρχου. Τα συμπεράσματα δικά σας. Τα
συμπεράσματα αυτά έβγαλε κι ο μπαμπάς, κι έτσι έχασε την
πίστη του στην επιβολή του νόμου. Όταν πια βγήκε από το
νοσοκομείο, έπειτα από οκτώ μήνες, είχε ήδη ολοκληρώσει ένα
σεμινάριο στη δημοσιογραφία δι’ αλληλογραφίας».
«Αν είναι δυνατόν» λέει ο Σίξμιθ.
«Τα υπόλοιπα ίσως και να τα ξέρετε. Ανταποκριτής του
Illustrated Planet στην Κορέα, έπειτα για τη West Coast Herald στη
Λατινική Αμερική. Πήγε στο Βιετνάμ για τη μάχη του Απ
Μπακ και διατήρησε ως βάση του τη Σαϊγκόν ώσπου
πρωτοσωριάστηκε τον περασμένο Μάρτιο. Είναι θαύμα που ο
γάμος των γονιών μου κράτησε όσο κράτησε – ξέρετε, το
μεγαλύτερο διάστημα που έχω περάσει μαζί του ήταν από τον
Απρίλιο έως τον Ιούλιο φέτος, στην ανακουφιστική φροντίδα».
Η Λουίζα βουβαίνεται για λίγο. «Μου λείπει, Ρούφους,
συνεχώς. Όλο ξεχνάω ότι έχει πεθάνει. Όλο νομίζω ότι λείπει
σε αποστολή κάπου, και από μέρα σε μέρα θα γυρίσει».
«Πρέπει να καμάρωνε που βαδίζεις στα χνάρια του».
«Α, η Λουίζα Ρέι Λέστερ Ρέι δεν είναι. Χαράμισα χρόνια
ολόκληρα να κάνω την επαναστάτρια και την απελευθερωμένη,
να παριστάνω την ποιήτρια και να δουλεύω σ’ ένα βιβλιοπωλείο
στην Ένγκελς. Τα καμώματά μου δεν έπεισαν κανέναν, η
ποίησή μου ήταν “τόσο βλακώδης που ούτε κακή δεν μπορείς
να την πεις” –έτσι είπε ο Λόρενς Φερλινγκέτι– και το
βιβλιοπωλείο βάρεσε κανόνι. Οπότε παραμένω απλή
αρθρογράφος». Η Λουίζα τρίβει τα κουρασμένα μάτια της, με
το μυαλό στην τελευταία ατάκα του Ρίτσαρντ Γκάντζα. «Δεν
έχω βραβευμένα κείμενα απ’ τα πεδία της μάχης. Στο Spyglass
πήγα με μεγάλες προσδοκίες, μα με τσαχπίνικα κουτσομπολιά
για τα πάρτι των διασήμων δεν πλησιάζω καν στο λειτούργημα
του μπαμπά μου».
«Α, είναι όμως ωραία γραμμένα τσαχπίνικα κουτσομπολιά;»
«Ω, είναι εξαιρετικά γραμμένα τσαχπίνικα κουτσομπολιά».
«Μην κλαίγεσαι από τώρα για τη χαραμισμένη σου ζωή, τότε.
Συγχώρα μου την επίδειξη της εμπειρίας μου, όμως δεν
διανοείσαι τι σημαίνει χαραμισμένη ζωή».

5
«Του Χίτσκοκ του αρέσουν τα φώτα της δημοσιότητας» λέει η
Λουίζα, ενώ η κύστη της αρχίζει να την πιέζει, «αλλά
απεχθάνεται τις συνεντεύξεις. Δεν απάντησε στις ερωτήσεις
μου επειδή ουσιαστικά δεν τις άκουγε. Τα καλύτερα έργα του,
είπε, είναι τρενάκια του λούνα παρκ που κοψοχολιάζουν τους
επιβάτες τους, αλλά τους αφήνουν να κατέβουν στο τέλος,
μέσα στα χάχανα και την ανυπομονησία να ξανανέβουν. Είπα
στον σπουδαίο αυτό άνθρωπο ότι το κλειδί για τον φανταστικό
τρόμο είναι ο διαχωρισμός ή ο περιορισμός: όσο το Μοτέλ
Μπέιτς είναι απομονωμένο από τον δικό μας κόσμο, θέλουμε
να το κρυφοκοιτάξουμε, σαν να ήταν μια γυάλα με σκορπιούς.
Μια ταινία όμως που δείχνει ότι ο κόσμος είναι ένα Μοτέλ
Μπέιτς, ε, λοιπόν, αυτά είναι… πράγματα που βρίσκεις στο
Μπούχενβαλντ, στη δυστοπία, στην κατάθλιψη. Δεν έχουμε
αντίρρηση να πάρουμε μια ιδέα για ένα αρπακτικό, ανήθικο,
άθεο σύμπαν – αρκεί να είναι μόνο μια ιδέα. Η απάντηση του
Χίτσκοκ ήταν» –η Λουίζα έκανε μια άνω του μετρίου μίμηση–
«“Σκηνοθέτης του Χόλιγουντ είμαι, κοπέλα μου, δεν είμαι το
Μαντείο των Δελφών”. Ρώτησα γιατί δεν είχε εμφανιστεί ποτέ
η Μπουένας Γέρμπας σε ταινία του. Ο Χίτσκοκ απάντησε:
“Αυτή η πόλη συνδυάζει τα χειρότερα του Σαν Φρανσίσκο με τα
χειρότερα του Λος Άντζελες. Η Μπουένας Γέρμπας είναι μια
πόλη του πουθενά”. Τέτοια ευφυολογήματα έλεγε, όχι σ’
εσένα, αλλά στ’ αυτί των επόμενων γενεών, για να λένε οι
καλεσμένοι στα τραπέζια του μέλλοντος “Αυτό το είπε ο
Χίτσκοκ, ξέρεις”».
Ο Σίξμιθ στύβει ιδρώτα απ’ το μαντίλι του. «Είδα το Ραντεβού
στο Παρίσι με την ανιψιά μου σ’ έναν σινεφίλ κινηματογράφο
πέρυσι. Του Χίτσκοκ ήταν;38 Με αναγκάζει να βλέπω τέτοια
πράγματα για να μην καταλήξω “ξεπερασμένος”. Την
ευχαριστήθηκα, η ανιψιά μου όμως είπε ότι η Όντρεϊ
Χέπμπορν ήταν “χαζοβιόλα”. Χάρμα λέξη».
«To Ραντεβού στο Παρίσι είναι αυτό με τα γραμματόσημα;»
«Ο γρίφος είναι επιτηδευμένος, ναι, χωρίς επιτήδευση όμως
τα θρίλερ μαραζώνουν. Το σχόλιο του Χίτσκοκ για την
Μπουένας Γέρμπας μου θυμίζει την παρατήρηση που είχε
κάνει ο Τζον Φ. Κένεντι για τη Νέα Υόρκη. Την ξέρεις; “Οι
περισσότερες πόλεις είναι ουσιαστικά, η Νέα Υόρκη όμως είναι
ρήμα”. Αναρωτιέμαι, τι να είναι άραγε η Μπουέ­­νας Γέρμπας;»
«Αραδιασμένα επίθετα και σύνδεσμοι;»
« Ή βρισιά;»

6
«Η Μέγκαν, η αγαπημένη μου ανιψιά». Ο Ρούφους Σίξμιθ
δείχνει στη Λουίζα τη φωτογραφία μιας μαυρισμένης κοπέλας
και ενός Ρούφους σε καλύτερη φόρμα και υγεία, σε μια
ηλιόλουστη μαρίνα. Ο φωτογράφος κάτι αστείο είπε ακριβώς
πριν την τραβήξει. Τα πόδια τους κρέμονται απ’ την πρύμνη
μιας μικρής θαλαμηγού, του Starfish. «Αυτή είναι η παλιόβαρκά
μου, απομεινάρι καλύτερων ημερών».
Η Λουίζα ευγενικά του λέει ότι δεν είναι δα και τόσο γέρος.
«Αλήθεια. Για να πάω τώρα κανένα μεγάλο ταξίδι, θα
αναγκαζόμουν να προσλάβω ένα μικρό πλήρωμα. Ακόμη
περνάω πολλά Σαββατοκύριακα εκεί, χαζολογάω στη μαρίνα,
πότε ψιλοσκέφτομαι, πότε ψιλομαστορεύω. Και της Μέγκαν
της αρέσει η θάλασσα. Είναι γεννημένη φυσικός και στα
μαθηματικά τής κόβει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι εμένα, προς
απογοήτευση της μητέρας της. Ο αδελφός μου δεν
παντρεύτηκε τη μητέρα της Μέγκαν για το μυαλό της, λυπάμαι
που το λέω. Πιστεύει σ’ αυτά τα φενγκ σούι ή τα ι τσινγκ ή ό,τι
κουραφέξαλα για την άμεση φώτιση έχουν σουξέ κάθε φορά. Η
Μέγκαν όμως διαθέτει εξαίσιο μυαλό. Έκανε έναν χρόνο του
διδακτορικού της στην παλιά σχολή μου στο ΚέμπριΓ. Μια
γυναίκα στο Κάιους! Τώρα τελειώνει τη ραδιοαστρονομική της
έρευνα στα μεγάλα ραδιοτηλεσκόπια της Χαβάης. Ενώ η
μητέρα και ο πατριός της ψήνονται στις παραλίες στο όνομα
της Χαλάρωσης, η Μέγκαν κι εγώ κλωθογυρίζουμε εξισώσεις
στο μπαρ».
«Παιδιά έχεις, Σίξμιθ;»
«Παντρεμένος με την επιστήμη μου μια ζωή». Ο Σίξμιθ
αλλάζει θέμα. « Ένα υποθετικό ερώτημα, δεσποινίς Ρέι. Τι
τίμημα θα πλήρωνες, ως δημοσιογράφος εννοώ, για να
προστατεύσεις μια πηγή;»
Η Λουίζα δεν πολυσκέφτεται την ερώτηση. «Αν επρόκειτο για
θέμα που πίστευα; Οποιοδήποτε».
«Για παράδειγμα, φυλάκιση, για απείθεια προς το
δικαστήριο;»
«Αν χρειαζόταν, ναι».
«Θα ήσουν διατεθειμένη να… διακινδυνεύσεις την ασφάλειά
σου;»
«Τι να πω…», η Λουίζα αυτό το σκέφτεται περισσότερο,
«αναγκαστικά, μάλλον».
«Αναγκαστικά; Γιατί;»
«Ο πατέρας μου αψήφησε βαλτοτόπια γεμάτα νάρκες, καθώς
και την οργή των στρατηγών, για χάρη της δημοσιογραφικής
του ακεραιό­τητας. Τι σόι χλευασμός της ζωής του θα ήταν να
τα παρατήσει η κόρη του με το που τα βρει λίγο σκούρα;»
Πες της. Ο Σίξμιθ ανοίγει το στόμα του έτοιμος να της τα πει
όλα –για το κουκούλωμα στη Seabord, τους εκβιασμούς, τη
διαφθορά–, όμως χωρίς προειδοποίηση το ασανσέρ
κλυδωνίζεται, βροντάει, κι έπειτα ξαναρχίζει τη σταθερή του
κάθοδο. Στο φως που επανέρχεται, οι επιβάτες του
μισοκλείνουν τα μάτια, κι ο Σίξμιθ συνειδητοποιεί ότι η
αποφασιστικότητά του έχει χαθεί. Η βελόνα γυρνά στο ισόγειο.
Στο λόμπι, ο αέρας τούς φαίνεται καθαρός σαν νεράκι του
βουνού.
«Θα σου τηλεφωνήσω, δεσποινίς Ρέι» λέει ο Σίξμιθ ενώ η
Λουίζα του δίνει το μπαστούνι του, «σύντομα». Θα την αθετήσω
αυτή την υπόσχεση ή θα την τηρήσω; «Νιώθω ότι σε ξέρω χρόνια, κι
όχι ενενήντα λεπτά».

7
Στο μάτι του αγοριού, ο επίπεδος κόσμος καμπυλώνει. O Χαβιέ
Γκόμεζ ξεφυλλίζει ένα άλμπουμ με γραμματόσημα κάτω από
ένα αρθρωτό πορτατίφ. Μια ομάδα χάσκι γαβγίζουν σε ένα
γραμματόσημο απ’ την Αλάσκα, ένα χαβανέζικο νένε39
κλαγγάζει κουνιστό και λυγιστό σε μια ειδική έκδοση των
πενήντα σεντ, ένα τροχήλατο ατμόπλοιο αναδεύει τα μελανά
νερά του Κονγκό. Ένα κλειδί γυρνά στην κλειδαριά, και
μπαίνει η Λουίζα, που βγάζει τα παπούτσια της στο κουζινάκι.
Εκνευρίζεται που τον βρίσκει εδώ. «Χαβιέ!»
«Α, γεια σου».
«Μη μου αρχίζεις εμένα τα “Α, γεια σου”. Υποσχέθηκες πως
δεν θα ξαναπηδήξεις από το ένα μπαλκόνι στο άλλο! Άμα σε
περάσει κανείς για κλέφτη και καλέσει τους μπάτσους; Άμα
γλιστρούσες κι έπεφτες;»
«Ε, δώσε μου κλειδί τότε».
Η Λουίζα στρίβει ένα αόρατο λαρύγγι. «Πώς να ’μαι ήσυχη
άμα ξέρω ότι ένα εντεκάχρονο μπορεί να μπαίνει στο σπίτι μου
όποτε…», η Λουίζα αντικαθιστά το λείπει η μαμά σου όλη νύχτα με
«…δεν δείχνει τίποτα η τηλεόραση».
«Ε, τότε γιατί αφήνεις ανοιχτό το παράθυρο του μπάνιου;»
«Επειδή, αν υπάρχει χειρότερο πράμα απ’ το να πηδήξεις τα
μπαλκόνια μια φορά, είναι να τα ξαναπηδήξεις επειδή δεν
μπόρεσες να μπεις».
«Τον Γενάρη κλείνω τα έντεκα».
«Κλειδί δεν έχει».
«Οι φίλοι δίνουν τα κλειδιά τους στους φίλους».
«Όχι όταν η μία είναι είκοσι έξι κι o άλλος ακόμη δεν έχει
τελειώσει το δημοτικό».
«Και γιατί γύρισες τόσο αργά; Γνώρισες κάνα καλό κομμάτι;»
Η Λουίζα αγριοκοιτάζει. «Κλείστηκα σ’ ένα ασανσέρ στη
διακοπή. Ούτως ή άλλως, δεν σου πέφτει λόγος, κύριε».
Ανάβει το μεγάλο φως και τινάζεται όταν βλέπει τον
κατακόκκινο μώλωπα στο πρόσωπο του Χαβιέ. «Τι στο – τι
έγινε;»
Το αγόρι χάνει τη διάθεσή του. Κοιτάζει τον τοίχο του
διαμερίσματος, έπειτα ξαναγυρνά στα γραμματόσημά του.
«Ο Λυκάνθρωπος;»
Ο Χαβιέ κουνάει το κεφάλι αρνητικά, διπλώνει μια
μικροσκοπική λωρίδα χαρτί και τη γλείφει κι απ’ τις δυο
μεριές. «Ξανάρθε αυτός ο Κλαρκ. Η μαμά δουλεύει νυχτερινή
στο ξενοδοχείο όλη τη βδομάδα, και αυτός την περιμένει. Με
ρωτούσε διάφορα για τον Λυκάνθρωπο, και του είπα να
κοιτάζει τη δουλειά του». Ο Χαβιέ κολλάει τη σαρνιέ­ρα στο
γραμματόσημο. «Δεν με πονάει. Ήδη το πασάλειψα με
διάφορα». Το χέρι της Λουίζα είναι ήδη στο τηλέφωνο. «Μην
πάρεις τη μαμά! Θα έρθει τρέχοντας, θα πέσει χοντρός καβγάς
και θα την απολύσουν από το ξενοδοχείο όπως την περασμένη
φορά, και την προπερασμένη». Η Λουίζα το σκέφτεται,
κατεβάζει το ακουστικό και κάνει να πάει προς την πόρτα.
«Μην πας! Του έχει λασκάρει η βίδα! Θα θυμώσει και θα μας το
κάνει λαμπόγυαλο κι ύστερα θα μας κάνουν έξωση ή κάτι
τέτοιο! Σε παρακαλώ!»
Η Λουίζα αποστρέφει το βλέμμα. Παίρνει βαθιά ανάσα.
«Θέλεις κακάο;»
«Ναι, σε παρακαλώ». Το αγόρι είναι αποφασισμένο να μην
κλάψει, το σαγόνι του όμως τρέμει απ’ την προσπάθεια.
Σκουπίζει τα μάτια με τους καρπούς του. «Λουίζα;»
«Ναι, Χάβι μου, θα κοιμηθείς στον καναπέ μου απόψε,
κανένα πρόβλημα».

8
Το γραφείο του Nτομ Γκρελς είναι μια σπουδή στο οργανωμένο
χάος. Έχει θέα σε ένα τείχος από γραφεία της 3ης Λεωφόρου
που μοιάζουν με το δικό του. Ένας σάκος του μποξ με τον
Απίθανο Χουλκ κρέμεται από μια μεταλλική αγχόνη στη γωνία.
Ο διευθυντής σύνταξης του Spyglass κηρύσσει την έναρξη της
δευτεριάτικης πρωινής σύσκεψης για τα κείμενα κουνώντας
απειλητικά το παχουλό του δάχτυλο στον Ρόλαντ Τζέικς, έναν
σταφιδιασμένο γκριζομάλλη με χαβανέζικο πουκάμισο, τζιν
καμπάνα και σανδάλια που έχουν φάει τα ψωμιά τους.
«Τζέικς».
«Ε, ναι, θα επανέλθω στη σειρά μου Τρόμος στους υπονόμους,
για να το κολλήσουμε με τη μανία για τα Σαγόνια του καρχαρία.
Βρίσκουν, στη διάρκεια μιας επιθεώρησης ρουτίνας, τον Ντιρκ
Μέλον, ας πούμε ότι είναι δημοσιογραφίσκος, κάτω από την
Ανατολική 50ή Οδό. Ή μάλλον βρίσκουν, ε, τα λείψανά του. Η
ταυτοποίηση γίνεται από το οδοντιατρικό του μητρώο και τη
σχισμένη του δημοσιογραφική ταυτότητα. Η σάρκα έχει
ξεσχιστεί απ’ το πτώμα με τρόπο που παραπέμπει στο
Serasalmus scapularis –σας ευχαριστώ–, τη μεγαλύτερη καριόλα
απ’ όλα τα πιράνχας, είδος που εισάγουν οι κολλημένοι με τα
ψάρια κι έπειτα το πετάνε στη λεκάνη της τουαλέτας όταν
παραμεγαλώνει ο λογαριασμός στον χασάπη. Θα τηλεφωνήσω
στον Καπετάν Αρούρη στο δημαρχείο για να μου διαψεύσει ότι
έχει γίνει μπαράζ επιθέσεων σε εργάτες στα λύματα.
Σημειώνεις, Λουίζα; Να μην πιστεύεις τίποτα χωρίς επίσημη
διάψευση. Έλα τώρα, Γκρελς. Καιρός να μου δώσεις εκείνη την
αύξηση, ε;»
«Να λες ευχαριστώ που πληρώνεσαι κιόλας. Να το έχω στο
γραφείο μου μέχρι τις έντεκα αύριο, με φωτογραφία από αυτά
τα σκυλόψαρα. Κάτι ήθελες να ρωτήσεις, Λουίζα;»
«Ναι. Αλλάξαμε πολιτική χωρίς να μου το πει κανείς και
αποκλείου­με τα άρθρα που λένε την αλήθεια;»
« Έι, το σεμινάριο περί μεταφυσικής είναι στην ταράτσα.
Ανεβαίνεις με το ασανσέρ και περπατάς μέχρι να πέσεις στο
πεζοδρόμιο. Αλήθεια είναι ό,τι πιστεύουν αρκετοί άνθρωποι
πως είναι αλήθεια. Νάνσι, εσύ τι μου έχεις;»
Η Νάνσι Ο’Χάγκαν φοράει συντηρητικά ρούχα, το δέρμα της
μοιά­ζει στην όψη με αγγουράκι τουρσί και οι ψεύτικες
βλεφαρίδες της σε μέγεθος καμηλοπάρδαλης συχνά ξεκολλάνε.
«O έμπιστος σπιούνος μου τράβηξε φωτογραφία το μπαρ στο
προεδρικό αεροπλάνο. Πώς σου φαίνεται το “Γλέντι κι αψέντι
στο Air Force One”; Οι αφελείς θα πουν ότι το θέμα της
μπεκροκανάτας έχει ξεζουμιστεί τελείως, η θεία Νάνσι όμως
δεν το πιστεύει».
Ο Γκρελς το σκέφτεται λιγάκι. Τηλέφωνα κουδουνίζουν και
γραφομηχανές κροταλίζουν στο βάθος. «Σύμφωνοι, αν δεν
προκύψει κάτι λιγότερο μπαγιάτικο. Α, και να πάρεις
συνέντευξη από κείνον τον εγγαστρίμυθο με την κούκλα,
αυτόν που έχασε τα χέρια του για το Στον καταραμένο τόπο…
Νούσμπαουμ. Σειρά σου».
Ο Τζέρι Νούσμπαουμ σκουπίζει απ’ τα γένια του σταγόνες
γρανίτα σοκολάτα, γέρνει προς τα πίσω και προκαλεί μια
κατολίσθηση χαρτιών. «Οι μπάτσοι τα έχουν κάνει σκατά με
την υπόθεση του Σεντ Κρίστοφερ, πώς σου φαίνεται λοιπόν ένα
άρθρο “Μήπως ο επόμενος που θα σφάξει ο Σεντ Κρίστοφερ
είσαι εσύ”; Με καταγραφή όλων των φονικών ως τώρα και
αναπαραστάσεις των τελευταίων στιγμών των θυμάτων. Πού
πήγαιναν, ποιον θα συναντούσαν, τι σκέψεις περνούσαν απ’ το
μυαλό τους…»
«Την ώρα που αυτό ακριβώς το μυαλό το διαπερνούσε η
σφαίρα του Σεντ Κρίστοφερ». Ο Ρόλαντ Τζέικς γελάει.
«Ναι, Τζέικς, ας ελπίσουμε ότι του αρέσουν τα φανταχτερά
χαβανέζικα χρώματα. Ύστερα έχω να δω εκείνον τον έγχρωμο
οδηγό τραμ που δεινοπάθησε απ’ τους μπάτσους την
περασμένη εβδομάδα. Κάνει μήνυση στο αστυνομικό τμήμα
για άδικη σύλληψη κατά παράβαση του Νόμου περί Ατομικών
Δικαιωμάτων».
«Θα μπορούσε να μπει στο εξώφυλλο. Λουίζα;»
«Γνώρισα έναν πυρηνικό μηχανικό». Η Λουίζα δεν δίνει
σημασία στην αδιαφορία που παγώνει το δωμάτιο.
«Επιθεωρητή στη Seaboard Incorporated». Η Νάνσι Ο’ Χάγκαν
βάφει τα νύχια της, πράγμα που κάνει τη Λουίζα να
παρουσιάσει τις υποψίες της ως γεγονότα. «Πιστεύει ότι ο
HYDRA, ο καινούργιος πυρηνικός αντιδραστήρας στο νησί
Σουανέκε δεν είναι τόσο ασφαλής όσο τον θέλει η επίσημη
γραμμή. Για την ακρίβεια, δεν είναι καθόλου ασφαλής. Τα
εγκαίνια είναι σήμερα το απόγευμα, και λέω να πάω εκεί και
να δω μήπως ξετρυπώσω τίποτα».
«Τεχνικά εγκαίνια, και γαμώ» αναφωνεί ο Νούσμπαουμ.
«Αυτός ο θόρυβος ξέρει κανείς τι είναι; Κάνα Πούλιτζερ που
τρέχει κατά δω;»
«Δεν μας γαμάς, ρε Νούσμπαουμ».
Ο Τζέρι Νούσμπαουμ αναστενάζει. «Στις καλύτερες
ονειρώξεις μου…»
Η Λουίζα ταλαντεύεται ανάμεσα στο να ανταποδώσει –Ναι ,
έτσι όμως θα καταλάβει το σκουλήκι πόσο σου τη σπάει– και στο να μην
του δώσει σημασία – Ναι, έτσι όμως θα καταλάβει το σκουλήκι πως θα
τη γλιτώσει ό,τι στα κομμάτια και να πει.
Απ’ το αδιέξοδό της τη βγάζει ο Ντομ Γκρελς. «Η αγορά
αποδεικνύει» –στριφογυρίζει ένα μολύβι– «πως για κάθε
επιστημονικό όρο που χρησιμοποιείς δυο χιλιάδες αναγνώστες
αφήνουν το περιοδικό και ανοίγουν την τηλεόραση για να δουν
επανάληψη το I Love Lucy».
«Εντάξει» λέει η Λουίζα. «Πώς σου φαίνεται το “Ατομική
βόμβα της Seabord θα φέρει τα Ύστερα του Κόσμου στην
Μπουένας Γέρμπας”;»
«Φοβερό, θα πρέπει όμως να το αποδείξεις».
«Όπως μπορεί ν’ αποδείξει ο Τζέικς το δικό του θέμα;»
«Ε». Το μολύβι του Γκρελς σταματά το στριφογύρισμα.
«Φανταστικοί άνθρωποι που τους τρώνε φανταστικά ψάρια δεν
μπορούν να σε ξεπαραδιάσουν στα δικαστήρια ή να πιέσουν
την τράπεζά σου να κλείσει τη στρόφιγγα. Μια γιγάντια
επιχείρηση σαν τη Seaboard Power Inc., από την άλλη, έχει
δικηγόρους που μπορούν να το κάνουν και, Παναγίτσα μου,
στην πρώτη στραβή, θα το κάνουν».

9
O σκούρος πορτοκαλί Σκαραβαίος της Λουίζα διασχίζει έναν
επίπεδο δρόμο προς μια τεράστια γέφυρα που συνδέει το
ακρωτήρι Γέρμπας με το νησί Σουανέκε, του οποίου ο
ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός δεσπόζει στην ερημιά των
εκβολών. Στο σημείο ελέγχου της γέφυρας σήμερα δεν έχει
ησυχία. Μια διαδήλωση εκατό ανθρώπων περιστοιχίζει το
τελευταίο κομμάτι της διαδρομής με το σύνθημα «Πάνω από τα
πτώματά μας μόνο θα φτιαχτεί Σουανέκε Γ». Ένα τείχος
αστυνομικών τούς κρατάει μακριά από την ουρά των εννέα ή
δέκα οχημάτων. Όσο περιμένει, η Λουίζα διαβάζει τα πλακάτ.
ΕΙΣΕΡΧΕΣΘΕ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ, προειδοποιεί το ένα,
MA ΤΟΝ ΘΕΟ, ΔΕΝ ΦΕΥΓΟΥΜΕ ΑΠΟΔΩ! το άλλο, και,
αινιγματικά, ΠΟΥ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΡΓΚΟ ΡΟΟΥΚΕΡ;
Ένας φύλακας χτυπάει το τζάμι· η Λουίζα το κατεβάζει και
βλέπει το πρόσωπό της στα γυαλιά του φύλακα. «Λουίζα Ρέι.
Από το περιοδικό Spyglass».
«Τη δημοσιογραφική σας ταυτότητα, κυρία».
Η Λουίζα τη βγάζει απ’ την τσάντα της. «Περιμένετε να
έχουμε φασαρίες σήμερα;»
«Μπα». Κοιτάζει στο κλίπμπορντ του και της επιστρέφει την
ταυτότητα. «Mόνο οι συνηθισμένοι παλιοοικολόγοι από τα
τροχόσπιτα. Τα κολεγιόπαιδα κάνουν διακοπές εκεί που έχει
καλό κύμα».
Ενώ διασχίζει τη γέφυρα, το εργοστάσιο Σουανέκε Β
ξεπροβάλλει πίσω από τους παλιότερους, πιο γκρίζους πύργους
ψύξης του Σουανέκε Α. Για άλλη μια φορά η Λουίζα
αναρωτιέται για τον Ρούφους Σίξμιθ. Γιατί δεν μου έδωσε ένα
τηλέφωνο; Οι επιστήμονες δεν γίνεται να είναι τηλεφωνοφοβικοί. Γιατί
κανείς απ’ το γραφείο του επιστάτη του κτιρίου του δεν ήξερε καν τ’ όνομά
του; Οι επιστήμονες δεν γίνεται να έχουν ψευδώνυμα.
Είκοσι λεπτά αργότερα η Λουίζα φτάνει σε μια αποικία από
διακόσιες περίπου πολυτελείς κατοικίες που βλέπουν σ’ έναν
προφυλαγμένο κόλπο. Ένα ξενοδοχείο και ένα γήπεδο του
γκολφ βρίσκονται στην ημιδενδρόφυτη πλαγιά κάτω από τον
ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό. Αφήνει τον Σκαραβαίο της στο
πάρκινγκ του τμήματος Έρευνας & Ανάπτυξης, και κοιτάζει
κατά τα ασαφή κτίρια που μισοκρύβει η ράχη του λόφου. Μια
τακτική αράδα φοίνικες θροΐζουν στον αέρα του Ειρηνικού.
«Γεια!» Μια Κινεζοαμερικάνα την πλησιάζει με μεγάλες
δρασκελιές. «Μοιάζεις χαμένη. Ήρθες για τα εγκαίνια;» Το
κομψό καφεκόκκινο κοστούμι, το αψεγάδιαστο μακιγιάζ και ο
όλος αέρας της κάνουν τη Λουίζα, με το βαθύ μοβ σουέτ
σακάκι της, να νιώσει ρακένδυτη. «Φέι Λι» λέει η γυναίκα και
της τείνει το χέρι, «από τις Δημόσιες Σχέσεις της Seaboard».
«Λουίζα Ρέι, από το περιοδικό Spyglass».
Η χειραψία της Φέι Λι είναι δυνατή. «Από το Spyglass; Δεν
ήξερα ότι–»
«–ότι η θεματική μας γκάμα περιλαμβάνει την ενεργειακή
πολιτική;»
Η Φέι Λι χαμογελάει. «Μη με παρεξηγείς, το περιοδικό έχει
τσαγανό».
Η Λουίζα επικαλείται την αυθεντία του Ντομ Γκρελς. «Η
έρευνα αγοράς επισημαίνει ένα αυξανόμενο κοινό που απαιτεί
περισσότερη ουσία. Οπότε προσέλαβαν εμένα ως το
κουλτουριάρικο πρόσωπο του Spyglass».
«Πολύ χαίρομαι που είσαι εδώ, Λουίζα, κουλτουριάρα-
ξεκουλτουριάρα. Πάμε στη ρεσεψιόν για να υπογράψεις ότι
ήρθες. Η υπηρεσία ασφάλειας επιμένει να κάνει έλεγχο στις
αποσκευές και όλα τα σχετικά, δεν κάνει όμως να φερόμαστε
στους επισκέπτες μας σαν να είναι σαμποτέρ. Οπότε
προσέλαβαν εμένα».

10
Ο Τζο Νέιπιερ παρακολουθεί από τις οθόνες κλειστού
κυκλώματος το αμφιθέατρο, τους διπλανούς του διαδρόμους
και το υπόλοιπο Δημόσιο Κέντρο. Σηκώνεται, τινάζει το ειδικό
του μαξιλάρι για να αφρατέψει και κάθεται πάνω του. Ιδέα μου
είναι ή οι παλιές μου πληγές πονάνε περισσότερο τελευταία; Το βλέμμα
του πετάγεται από τη μια οθόνη στην άλλη και στην παράλλη.
Η μια δείχνει έναν τεχνικό που ελέγχει τον ήχο· μια άλλη
δείχνει ένα τηλεοπτικό συνεργείο που συζητάει τις γωνίες
λήψης και τον φωτισμό· τη Φέι Λι να διασχίζει το πάρκινγκ με
μια επισκέπτρια· σερβιτόρες να βάζουν κρασί σε εκατοντάδες
ποτήρια· μια σειρά από καρέκλες κάτω από ένα πανό που
γράφει ΣΟΥΑΝΕΚΕ Β – ΕΝΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ.
Το πραγματικό θαύμα, συλλογίζεται ο Τζόζεφ Νέιπιερ, ήταν να
πειστούν έντεκα στους δώδεκα επιστήμονες να ξεχάσουν την ύπαρξη μιας
εννιάμηνης έρευνας. Μια οθόνη δείχνει αυτούς ακριβώς τους
επιστήμονες να βολοδέρνουν στη σκηνή κουβεντιάζοντας
φιλικά. Όπως λέει ο Γκριμάλντι, όλες οι συνειδήσεις έχουν κάπου μέσα
τους κρυμμένο έναν διακόπτη. Στη σκέψη του Νέιπιερ έρχονται η
μια μετά την άλλη αξιομνημόνευτες ατάκες από τις συζητήσεις
που επέφεραν τη συλλογική αμνησία. «Μεταξύ μας, δρα Φράνκλιν,
οι δικηγόροι του Πενταγώνου τρώγονται να δοκιμάσουν τον ολοκαίνουργιο
Νόμο περί Ασφαλείας τους. Το όποιο καρφί θα μπει στη μαύρη λίστα για
κάθε έμμισθη θέση στη χώρα».
Ένας επιστάτης βάζει άλλη μια καρέκλα στην αράδα επί
σκηνής.
«Η επιλογή είναι απλή, δρα Μόουζες. Αν θέλετε η σοβιετική τεχνολογία
να ξεπεράσει τη δική μας, αποκαλύψτε τούτη την αναφορά στην Ένωση των
Προβληματισμένων Επιστημόνων σας, πηγαίνετε στη Μόσχα για να
παραλάβετε το μετάλλιό σας, από τη CIA όμως μου ζήτησαν να σας πω ότι
δεν θα χρειαστεί να κλείσετε εισιτήριο μετ’ επιστροφής».
Το ακροατήριο των επισήμων, των επιστημόνων, των μελών
επιστημονικών επιτελείων και των διαμορφωτών της κοινής
γνώμης κάθονται στις θέσεις τους. Μια οθόνη δείχνει τον
Γουίλιαμ Γουάιλι, τον αντιπρόεδρο της Seabord, να
καλαμπουρίζει με τους επίσημους εκείνους που θα τιμηθούν
με μια θέση στη σκηνή.
«Καθηγητά Κίιν, οι γαλονάδες στο Υπουργείο Αμύνης είναι λιγάκι
περίεργοι. Γιατί εκφράζετε τις αμφιβολίες σας τώρα; Λέτε μήπως ότι η
εργασία σας στο πρωτότυπο ήταν πρόχειρη;»
Ένας προβολέας διαφανειών δείχνει μια υπερευρυγώνια λήψη
του Σουανέκε Β.
Έντεκα στους δώδεκα. Μόνο ο Ρούφους Σίξμιθ ξεφεύγει.
Ο Νέιπιερ μιλάει στον ασύρματό του. «Φέι; Αρχίζουμε σε
δέκα».
Παράσιτα. «Ελήφθη, Τζο. Συνοδεύω μια επισκέπτρια στο
αμφιθέατρο».
«Να παρουσιαστείς στην Ασφάλεια όταν ξεμπερδέψεις, σε
παρακαλώ».
Παράσιτα. «Ελήφθη. Όβερ».
O Νέιπιερ ζυγιάζει τον ασύρματο στην παλάμη του. Κι ο Τζο
Νέιπιερ; Έχει η δική του συνείδηση διακόπτη; Πίνει μια γουλιά απ’
τον σκέτο του. Έι, φιλαράκο, δεν με παρατάς. Εγώ απλώς εντολές
εκτελώ. Δεκαοκτώ μήνες ακόμα και βγαίνω στη σύνταξη, κι ύστερα ψάρεμα
σε γλυκά γάργαρα νερά ώσπου να γίνω ερωδιός, που να με πάρει.
Η Μίλι, η πεθαμένη γυναίκα του, παρακολουθεί τον σύζυγό
της από τη φωτογραφία στο γραφείο του.

11
«Το σπουδαίο έθνος μας πάσχει από μια παραλυτική
εξάρτηση». Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι, διευθύνων σύμβουλος της
Seaboard και Άντρας της Χρονιάς κατά το Newsweek, είναι μετρ
της δραματικής παύσης. «Το όνομα αυτής, πετρέλαιο». Το φως
των προβολέων τον βάφει χρυσό. «Οι γεωλόγοι μάς λένε ότι
στον Περσικό Κόλπο απομένουν μόλις εβδομήντα τέσσερα
δισεκατομμύρια γαλόνια απ’ τα κατακάθια αυτά του Ιουράσιου
Ωκεανού. Ίσως να φτάνουν για να βγάλουμε τον αιώνα.
Μάλλον όχι. Το πλέον επιτακτικό ερώτημα που αντιμετωπίζουν
οι ΗΠΑ, κυρίες και κύριοι, είναι το “Και μετά;”»
Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι κοιτάζει το ακροατήριό του. Τους έχω
του χεριού μου. «Ορισμένοι θάβουν το κεφάλι στην άμμο.
Ορισμένοι φαντασιώνονται ανεμογεννήτριες, ταμιευτήρες και»
–ειρωνικό χαμογελάκι– «μεθάνιο απ’ τους χοίρους».
Ευχαριστημένο χάχανο. «Στη Seaboard ασχολούμαστε με την
πραγματικότητα». Υψώνει τη φωνή. «Είμαι εδώ σήμερα για να
σας πω ότι η γιατρειά για το πετρέλαιο βρίσκεται εδώ και τώρα,
στο Σουανέκε!»
Χαμογελά ενώ οι επευφημίες καταλαγιάζουν. «Από σήμερα η
οικιακή, άφθονη και ασφαλής πυρηνική ενέργεια ενηλικιώνεται!
Φίλοι μου, είμαι πολύ, πάρα πολύ περήφανος που σας
παρουσιάζω μια από τις μεγαλύτερες μηχανολογικές
καινοτομίες στην ιστορία… τον αντιδραστήρα HYDRA-Zero!» Η
εικόνα στον προτζέκτορα τώρα αλλάζει και δείχνει μια
εγκάρσια τομή σε διάγραμμα, και ένα μιλημένο μέρος του
ακροατηρίου χειροκροτεί με μανία, παρακινώντας το
μεγαλύτερο μέρος του αμφιθεάτρου να κάνει το ίδιο.
«Φτάνει όμως τώρα, δεν σας κουράζω άλλο, εγώ ο διευθύνων
σύμβουλος είμαι μόνο». Τρυφερό γέλιο. «Η οικογένεια της
Seabord έχει τη μεγάλη τιμή να καλωσορίσει έναν πολύ
ξεχωριστό επισκέπτη που είναι εδώ σήμερα για να κάνει τα
αποκαλυπτήρια του εξώστη μας και να πατήσει τον διακόπτη
που θα συνδέσει το Σουανέκε Β με το εθνικό δίκτυο. Είναι
βαθιά μου ευχαρίστηση που καλωσορίζω έναν άνθρωπο γνωστό
στο Κογκρέσο ως “ο Ενεργειακός Γκουρού” του προέδρου» –
πλατύ χαμόγελο– «έναν άνθρωπο που δεν χρειάζεται
συστάσεις. Τον Ομοσπονδιακό Επίτροπο Ενέργειας Λόιντ
Χουκς!»
Ένας πολύ περιποιημένος άντρας ανεβαίνει επί σκηνής με
μεγάλες δρασκελιές, καταχειροκροτούμενος. Ο Λόιντ Χουκς
και ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι πιάνονται από τους πήχεις σε μια
χειρονομία αδελφικής αγάπης και εμπιστοσύνης. «Οι
λογογράφοι σου γίνονται καλύτεροι» μουρμουρίζει ο Λόιντ
Χουκς, ενώ αμφότεροι χαμογελούν πλατιά προς το ακροατήριο,
«εσύ όμως παραμένεις η Απληστία προσωποποιημένη».
Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι χτυπάει φιλικά στην πλάτη τον Λόιντ
Χουκς και του απαντάει με το ίδιο νόμισμα: «Στο συμβούλιο
αυτής της εταιρείας θα επιβληθείς μόνο πάνω απ’ το πτώμα
μου, πουλημένε μαλάκα!»
Ο Λόιντ Χουκς χαμογελάει πλατιά στο ακροατήριο. «Άρα
λοιπόν μπορείς ακόμη να σκαρφίζεσαι δημιουργικές λύσεις,
Αλμπέρτο».
Ένας κανονιοβολισμός από φλας ανοίγει πυρ.
Μια νεαρή γυναίκα με σκούρο μοβ σακάκι ξεγλιστρά από μια
πίσω πόρτα.

12
«Πού είναι οι γυναικείες τουαλέτες, παρακαλώ;»
Ένας φύλακας που μιλάει στον ασύρματο της δείχνει έναν
διάδρομο.
Η Λουίζα Ρέι ρίχνει μια ματιά πίσω της. Ο φύλακας της έχει
γυρισμένη την πλάτη, οπότε εκείνη προσπερνάει την πόρτα,
στρίβει στη γωνία και κατεβαίνει ένα πλέγμα αλλεπάλληλων
διαδρόμων, που τους παγώνουν και τους κατασιγάζουν
κλιματιστικά που βουίζουν. Περνάει δυο βιαστικούς τεχνικούς
με φόρμες εργασίας που κοζάρουν τα στήθη της κάτω απ’ τα
κασκέτα τους αλλά δεν ρωτούν τι δουλειά έχει εκεί. Στις πόρτες
βλέπει αινιγματικές ταμπέλες. W212 ΗΜΙΑΓΩΓΟΙ, Y009
ΓΕΝΝΗΤΡΙΑ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ [AC], V770 ΑΚΙΝΔΥΝΟ
[ΕΞΑΙΡΕΤΕΟ]. Σε τακτά διαστήματα, πόρτες υψηλότερης
ασφαλείας έχουν σύστημα εισόδου με κωδικό. Σε μια σκάλα
κοιτάζει προσεκτικά μια κάτοψη, μα πουθενά δεν υπάρχει
κάποιος «Σίξμιθ».
«Χαθήκατε, κυρία;»
Η Λουίζα βάζει τα δυνατά της να ανακτήσει την ισορροπία
της. Ένας γκριζομάλλης μαύρος επιστάτης την κοιτάζει
επίμονα.
«Ναι, ψάχνω για το γραφείο του δρα Σίξμιθ».
«Ναι, ναι. Ο Άγγλος. Τρίτος όροφος. Γ105».
«Ευχαριστώ».
« Έχει μια δυο βδομάδες να φανεί».
«Αλήθεια; Ξέρετε να μου πείτε γιατί;»
«Ναι, ναι. Πήγε για διακοπές στο Λας Βέγκας».
«Ο δρ Σίξμιθ; Στο Λας Βέγκας;»
«Ναι, ναι. Έτσι άκουσα».

Η πόρτα του γραφείου Γ105 είναι μισάνοιχτη. Μια πρόσφατη


απόπειρα να σβηστεί το «Δρ Σίξμιθ» από το ταμπελάκι
στέφθηκε με τσαπατσούλικη αποτυχία. Από το άνοιγμα η
Λουίζα παρακολουθεί έναν νεαρό να κάθεται σε ένα τραπέζι
σκυμμένος πάνω από μια στοίβα τετράδια και να ψάχνει κάτι.
Ό,τι υπάρχει στο δωμάτιο βρίσκεται μέσα σε διάφορα κιβώτια.
Η Λουίζα θυμάται τον πατέρα της που έλεγε, Το να παριστάνεις
τον μυημένο συχνά αρκεί για να γίνεις κιόλας.
«Λοιπόν» λέει η Λουίζα μπαίνοντας μέσα αεράτη. «Εσύ δεν
είσαι ο δρ Σίξμιθ, έτσι;»
Ο άντρας αφήνει ένοχα το σημειωματάριο, και η Λουίζα ξέρει
ότι έχει κερδίσει λίγο χρόνο. «Ω Θεέ μου» –της αντιγυρίζει το
βλέμμα– «εσύ πρέπει να είσαι η Μέγκαν».
Γιατί να τον αντικρούσω; «Κι εσύ είσαι ο;…»
«Άιζακ Σακς. Μηχανικός». Σηκώνεται όρθιος, πάει να
επιχειρήσει μια πρώιμη χειραψία, το μετανιώνει. «Δούλευα με
τον θείο σου για την αναφορά του». Στη σκάλα αντηχούν
ζωηρά βήματα. Ο Άιζακ Σακς κλείνει την πόρτα. Η φωνή του
είναι σιγανή και τσιτωμένη: «Πού κρύβεται ο Ρούφους,
Μέγκαν; Έχω σκάσει απ’ την αγωνία μου. Έχεις νέα του εσύ;»
«Είχα την ελπίδα ότι θα μπορούσες να μου πεις τι έχει γίνει».
Η Φέι Λι μπαίνει στο δωμάτιο μαζί με τον απαθή φύλακα.
«Λουίζα. Ακόμη τις γυναικείες ψάχνεις;»
Κάνε την πάπια. «Όχι. Τις βρήκα –πεντακάθαρες ήταν–, αλλά
έχω αργήσει στο ραντεβού μου με τον δρα Σίξμιθ. Μόνο που…
τι να πω, απ’ ό,τι φαίνεται έχει πάει αλλού».
Ο Άιζακ Σακς βγάζει κάτι σαν «Ε;». «Δεν είσαι η ανιψιά του
Σίξμιθ;»
«Με συγχωρείς, όποιος κι αν είσαι, αλλά δεν είπα ότι ήμουν η
ανιψιά του». Η Λουίζα ξεφουρνίζει το γκρίζο ψέμα που είχε
ήδη έτοιμο για τη Φέι Λι. «Γνώρισα τον δρα Σίξμιθ στο
Ναντάκετ την περασμένη άνοιξη. Ανακαλύψαμε ότι ήμασταν κι
οι δυο από την Μπουένας Γέρμπας, μου έδωσε λοιπόν την
κάρτα του. Την ξέθαψα πριν από τρεις εβδομάδες, του
τηλεφώνησα, και κανονίσαμε να βρεθούμε σήμερα για να
μιλήσουμε για ένα επιστημονικό άρθρο για το Spyglass».
Κοιτάζει το ρολόι της. « Ήταν να βρεθούμε πριν από δέκα
λεπτά. Οι ομιλίες των εγκαινίων τράβηξαν παραπάνω απ’ όσο
περίμενα, οπότε ξεγλίστρησα αθόρυβα. Δεν δημιούργησα
κάποιο πρόβλημα, ελπίζω, ε;»
Η Φέι Λι παριστάνει πως έχει πειστεί. «Δεν γίνεται να
αφήνουμε μη εξουσιοδοτημένους να περιφέρονται σ’ ένα
ευαίσθητο ερευνητικό ινστιτούτο σαν το δικό μας».
Η Λουίζα παριστάνει πως έχει μετανιώσει. «Νόμιζα ότι πέρασα
τη διαδικασία ασφαλείας όταν υπέγραψα και μου έλεγξαν την
τσάντα, μάλλον όμως ήμουν αφελής. Ο δρ Σίξμιθ θα εγγυηθεί
για μένα, ωστόσο. Απλώς ρωτήστε τον».
Ο Σακς και ο φύλακας κοιτάζουν και οι δυο τη Φέι Λι, που
δεν σαστίζει διόλου. «Αυτό δεν γίνεται. Κατέστη αναγκαία η
παρουσία του δρα Σίξμιθ σ’ ένα από τα έργα μας στον Καναδά.
Φαντάζομαι πως η γραμματέας του δεν είχε τα στοιχεία σας
όταν ακύρωνε τα ραντεβού του».
Η Λουίζα κοιτάζει τα κιβώτια. «Θα λείψει για καιρό, απ’ ό,τι
φαίνεται».
«Ναι, και γι’ αυτό του στέλνουμε τα βοηθήματά του. Η
συνεργασία του ως συμβούλου εδώ στο Σουανέκε ούτως ή
άλλως έφτανε στο τέλος της. Ο δρ Σακς αποδώ έχει δουλέψει
πολύ σκληρά για να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες».
«Πάει η πρώτη μου συνέντευξη με μεγάλο επιστήμονα» λέει η
Λουίζα.
Η Φέι Λι της κρατάει την πόρτα για να περάσει. « Ίσως
μπορούμε να σου βρούμε άλλον».

13
«Τηλεφωνικό κέντρο εκεί;» Ο Ρούφους Σίξμιθ κρατάει το
ακουστικό σε ένα αδιάφορο προαστιακό μοτέλ έξω απ’ την
Μπουένας Γέρμπας. «Προσπαθώ να κάνω ένα τηλεφώνημα στη
Χαβάη και δεν μπορώ… ναι. Προσπαθώ να καλέσω…» Διαβάζει
δυνατά το τηλέφωνο της Μέγκαν. «Ναι, θα περιμένω στο
τηλέφωνο».
Σε μια τηλεόραση που δεν δείχνει κίτρινο ή πράσινο, ο Λόιντ
Χουκς χτυπάει φιλικά στην πλάτη τον Αλμπέρτο Γκριμάλντι στα
εγκαίνια του καινούργιου αντιδραστήρα HYDRA στο Σουανέκε.
Χαιρετούν στρατιωτικά το αμφιθέατρο σαν αθλητές που
θριάμβευσαν, και ασημένια κομφετί πέφτουν απ’ το ταβάνι.
«Μαθημένος στις αντιπαραθέσεις» λέει ένας ρεπόρτερ, «ο
διευθύνων σύμβουλος της Seabord, Αλμπέρτο Γκριμάλντι,
ανακοίνωσε σήμερα ότι δόθηκε το πράσινο φως για το
Σουανέκε Γ. Η κυβέρνηση θα δώσει πενήντα εκατομμύρια
δολάρια για τον δεύτερο αντιδραστήρα HYDRA-Zero, και θα
δημιουργηθούν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Οι φόβοι ότι θα
επαναλαμβάνονταν στη Χρυσή Πολιτεία οι μαζικές συλλήψεις
που είδαμε στο Θρι Μάιλ Άιλαντ νωρίτερα το καλοκαίρι δεν
επαληθεύτηκαν».
Απογοητευμένος και εξαντλημένος, ο Ρούφους Σίξμιθ μιλάει
στη συσκευή της τηλεόρασης. «Κι όταν η συσσώρευση του
υδρογόνου τινάξει στον αέρα τη θερμική θωράκιση; Όταν οι
άνεμοι λούσουν όλη την Καλιφόρνια με ραδιενέργεια;» Κλείνει
τη συσκευή και πιέζει τη γέφυρα της μύτης του. Το απέδειξα. Το
απέδειξα. Δεν καταφέρατε να με εξαγοράσετε, αρχίσατε λοιπόν τον
εκφοβισμό. Σας άφησα, Θεέ μου, συγχώρα με, μα όχι άλλο. Δεν θα το έχω
άλλο βάρος στη συνείδησή μου.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Ο Σίξμιθ το βουτάει. «Μέγκαν;»
Μια απότομη αντρική φωνή. « Έρχονται».
«Ποιος είναι;»
«Εντόπισαν την τελευταία σου κλήση από το Μοτέλ Τάλμποτ
στο 1046 της Ολίμπια Μπούλεβαρντ. Πήγαινε στο αεροδρόμιο
τώρα, πάρε την επόμενη πτήση για Αγγλία, και κάνε την
αποκάλυψή σου αποκεί, αν επιμένεις. Φύγε όμως».
«Γιατί να πιστέψω–»
«Σκέψου το λογικά. Αν λέω ψέματα, έχεις επιστρέψει στην
Αγγλία σώος και αβλαβής – με την αναφορά σου. Αν δεν λέω
ψέματα, έχεις πεθάνει».
«Απαιτώ να μάθω–»
« Έχεις είκοσι λεπτά για να ξεφύγεις – μάξιμουμ. Φύγε!»
Τουτ τουτ, μια αιωνιότητα που βουίζει.

14
Ο Τζέρι Νούσμπαουμ γυρίζει την καρέκλα του γραφείου, την
καβαλάει, βάζει τα σταυρωμένα χέρια του στην πλάτη της και
ακουμπά πάνω τους το σαγόνι του. «Φαντάσου το σκηνικό, εγώ
κι έξι φρικιά του νεγροειδούς γένους με μαλλιά ράστα, κι ένα
πιστόλι να μου γαργαλάει τον λαιμό. Δεν σου μιλάω για το
Χάρλεμ μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα εδώ, αλλά για κοτζάμ
Γκρίνουιτς Βίλατζ μέρα μεσημέρι που να πάρει, έπειτα από μια
πελώρια μπριζόλα με τον Νόρμαν Μέιλερ αυτοπροσώπως. Να
μαστε λοιπόν, κι αυτός ο μαύρος τυπάς με ψαχουλεύει με τη
δίχρωμη χερούκλα του και μου παίρνει το πορτοφόλι. “Τι είναι
τούτο; Δέρμα αλιγάτορα;”» Ο Νούσμπαουμ μιλάει με προφορά
Ρίτσαρντ Πράιορ. «Δεν έχεις φινέτσα, γαμώτο, ρε
Ασπρουλιάρη!” Φινέτσα; Τα τσογλάνια μ’ έβαλαν κι
αναποδογύρισα τις τσέπες μου για να μου πάρουν και την
τελευταία μου δεκάρα – στην κυριολεξία. Ο Νούσμπαουμ όμως
γέλασε τελευταίος, μην έχεις καμία αμφιβολία. Στο ταξί, εκεί
που επέστρεφα στην Τάιμς Σκουέαρ, έγραψα το κλασικό μου
πλέον εντιτόριαλ “Νέες Φυλές” –δεν έχει νόημα να παριστάνω
τάχα τον σεμνό– και το πούλησα σε τριάντα διαφορετικά έντυπα
ως το τέλος της εβδομάδας! Οι κλέφτες μου μ’ έκαναν πρώτο
όνομα. Τι θα έλεγες λοιπόν, Λούι-Λούι,40 να με βγάλεις για
φαγητό και να σε μάθω πώς να αποσπάς λίγο χρυσάφι από τα
Δόντια της Μοίρας;»
Η γραφομηχανή της Λουίζα βγάζει έναν μεταλλικό ήχο.
«Αφού οι κλέφτες σού πήραν και την τελευταία δεκάρα –στην
κυριολεξία–, τι δουλειά είχες σε ταξί από το Γκρίνουιτς Βίλατζ
μέχρι την Τάιμς Σκουέαρ; Πούλησες το κορμί σου για το
αγώγι;»
«Είσαι ατσίδα» –ο Νούσμπαουμ μετακινεί τον όγκο του– «στο
να μην πιάνεις το νόημα».
Ο Ρόλαντ Τζέικς ρίχνει λιωμένο κερί σε μια φωτογραφία. «Ο
Ορισμός της Εβδομάδας. Τι είναι ένας συντηρητικός;»
Το αστείο έχει ήδη παλιώσει απ’ το καλοκαίρι του 1975. « Ένας
προοδευτικός που τον έκλεψαν».
Ο Τζέικς, πειραγμένος, ξαναπιάνει την παραποίηση της
φωτογραφίας του.
Η Λουίζα διασχίζει τα γραφεία μέχρι την πόρτα του Ντομ
Γκρελς. Το αφεντικό της μιλά στο τηλέφωνο με χαμηλή,
εξοργισμένη φωνή. Η Λουίζα περιμένει απέξω, αλλά ακούει.
«Όχι – όχι, όχι, κύριε Φραμ, είναι ξεκάθαρο, πείτε μου –έι,
τώρα μιλάω εγώ–, πείτε μου μία πιο ξεκάθαρη “πάθηση” από τη
λευχαιμία. Ξέρετε τι νομίζω εγώ; Νομίζω πως η γυναίκα μου
για εσάς δεν είναι παρά ένα ακόμα έγγραφο που πρέπει να
συμπληρώσετε πριν πάτε για γκολφ στις τρεις η ώρα, έτσι δεν
είναι; Ε, τότε να μου το αποδείξετε. Είστε παντρεμένος, κύριε
Φραμ; Είστε; Είστε. Μπορείτε να φανταστείτε τη δική σας
γυναίκα σ’ έναν θάλαμο νοσοκομείου με τα μαλλιά της να
πέφτουν; Τι; Τι είπατε; “Οι συναισθηματισμοί δεν ωφελούν”;
Αυτό έχετε να μου προσφέρετε όλο κι όλο, κύριε Φραμ; Ντάξ’,
φιλαράκο, εννοείται ότι θα ψάξω δικηγόρο!» Ο Γκρελς
κοπανάει το ακουστικό, ξεσπάει στον σάκο του μποξ του
φωνάζοντας πνιχτά «Φραμ!» με κάθε χτύπημα, σωριάζεται στο
κάθισμά του, ανάβει τσιγάρο και προσέχει τη Λουίζα που
στέκει διστακτική στην πόρτα του. «Ζωή σου λέει μετά.
Σκατοτυφώνας κατηγορίας δέκα. Πόσα άκουσες;»
« Έπιασα το νόημα. Μπορώ να ξανάρθω αργότερα».
«Όχι. Πέρνα, κάθισε. Είσαι νέα, υγιής και γερή, Λουίζα;»
«Ναι». Η Λουίζα κάθεται σε κάτι κουτιά. «Γιατί;»
«Γιατί αυτό που έχω να πω για το άρθρο σου γι’ αυτό το
ατεκμηρίω­το κουκούλωμα στη Seaboard θα σε αφήσει,
ειλικρινά, γριά, άρρωστη κι ανήμπορη».

15
Στον Διεθνή Αερολιμένα της Μπουένας Γέρμπας, ο δρ Ρούφους
Σίξμιθ βάζει ένα κρεμ ντοσιέ μέσα στο ντουλαπάκι νούμερο
909, κοιτάζει γύρω στη γεμάτη κόσμο αίθουσα, ρίχνει κέρματα
στη σχισμή, γυρίζει το κλειδί και το βάζει μέσα σε έναν
ενισχυμένο χακί φάκελο που προο­ρίζεται για τη Λουίζα Ρέι στη
διεύθυνση Spyglass, κτίριο Κλου 12F, 3η Λεωφόρος, ΜΓ. Ο
σφυγμός του Σίξμιθ ανεβαίνει όσο πλησιάζει το γκισέ του
ταχυδρομείου. Κι αν με πιάσουν πριν το φτάσω; Ο σφυγμός του
εκτοξεύεται. Επιχειρηματίες, οικογένειες με αποσκευές σε
καροτσάκια, ουρές από ηλικιωμένους τουρίστες, όλοι μοιάζουν
αποφασισμένοι να του σταθούν εμπόδιο. Η σχισμή του
γραμματοκιβωτίου πλησιά­ζει. Μόλις μερικά μέτρα τώρα, μόλις
μερικά εκατοστά.
Ο χακί φάκελος πέφτει μέσα και χάνεται. Ο Θεός μαζί σου.
Έπειτα ο Σίξμιθ περιμένει στην ουρά για να βγάλει εισιτήριο.
Οι αναγγελίες των καθυστερήσεων τον αποκοιμίζουν με τη
λιτανεία τους. Έχει τον αγχωμένο νου του μην και δει τους
πράκτορες της Seaboard να έρχονται να τον μαζέψουν στο
παρά πέντε. Επιτέλους, μια υπάλληλος του κάνει νόημα να
πλησιάσει.
«Πρέπει να πάω στο Λονδίνο. Σε οποιοδήποτε προορισμό στο
Ηνωμένο Βασίλειο, μάλλον. Σε όποια θέση, με όποια εταιρεία.
Θα πληρώσω με μετρητά».
«Με τίποτα, κύριε». Η κούραση της υπαλλήλου φαίνεται παρά
το μακιγιάζ της. «Το νωρίτερο που βρίσκω…» –συμβουλεύεται
ένα τηλέτυπο– «για Χίθροου… αύριο, αναχώρηση τρεις και
τέταρτο, με τη Laker Skytrains, μετεπιβίβαση στο JFK».
«Είναι πολύ σημαντικό να φύγω νωρίτερα».
«Δεν αμφιβάλλω ότι είναι, κύριε, μα έχουμε απεργίες των
ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας και στρέμματα ολόκληρα
ακινητοποιημένους επιβάτες».
Ο Σίξμιθ λέει από μέσα του πως ούτε καν η Seaboard δεν θα
γινόταν να οργανώσει απεργίες στην αεροπλοΐα για να τον
καθυστερήσει. «Τότε αναγκαστικά αύριο. Χωρίς επιστροφή,
μπίζνες κλας, παρακαλώ, μη καπνίζοντες. Υπάρχει κάποιο
κατάλυμα στο αεροδρόμιο;»
«Ναι, κύριε, στον τρίτο. Ξενοδοχείο Bon Voyage. Θα έχετε
την άνεσή σας εκεί. Να δω μονάχα το διαβατήριό σας,
παρακαλώ, για να σας εκδώσω το εισιτήριο;»

16
Το βιτρό του ηλιοβασιλέματος φωτίζει έναν Χέμινγουεϊ
τυπωμένο σε βελβετίνα στο διαμέρισμα της Λουίζα. Η Λουίζα,
απορροφημένη από το Τιθασεύοντας τον ήλιο: Δύο δεκαετίες ειρηνικής
ατομικής ενέργειας, δαγκώνει ένα στιλό. Ο Χαβιέ κάθεται στο
γραφείο της και λύνει διαιρέσεις. Στο πικάπ παίζει χαμηλά το
Tapestry της Κάρολ Κινγκ. Απ’ τα παράθυρα μπαίνει το μουντό
βουητό των αυτοκινήτων που γυρνάνε σπίτι διασχίζοντας τα
προσεκτικά διαμορφωμένα προάστια. Χτυπά το τηλέφωνο, η
Λουίζα όμως δεν το σηκώνει. Ο Χαβιέ κοιτάζει τον
τηλεφωνητή που μπαίνει σε λειτουργία μ’ έναν κρότο. «Γεια
σας, η Λουί­ζα Ρέι δεν μπορεί να μιλήσει αυτή τη στιγμή,
αφήστε όμως όνομα και τηλέφωνο και θα επικοινωνήσω».
«Tα απεχθάνομαι αυτά τα μαραφέτια» παραπονιέται αυτή που
καλεί. «Πουλάκι μου, η μητέρα σου. Μίλησα μόλις με τον
Μπίτι Γκρίφιν και μου είπε ότι εσύ κι ο Χαλ χωρίσατε – τον
περασμένο μήνα; Άναυδη έμεινα! Κουβέντα δεν είπες, ούτε στην
κηδεία του πατέρα σου, ούτε στου Αλφόνς. Με ανησυχεί τόσο
πολύ που τα καταπνίγεις όλα. Με τον Ντάγκι οργανώνουμε
έναν έρανο για την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία και
δεν ξέρεις πόσο σημαντικό θα ήταν για εμάς αν άφηνες για
λίγο το λαγούμι σου κι ερχόσουν να μείνεις για ένα
Σαββατοκύρια­κο, ε, πουλάκι μου; Θα είναι εδώ τα τρίδυμα των
Χέντερσον, δηλαδή ο Ντέμιαν, ο καρδιολόγος, ο Λανς, ο
γυναικολόγος, και ο Τζέσι, ο… Νταγκ; Νταγκ! Αυτός ο Τζέσι
Χέντερσον, τι δουλειά κάνει; Λοβοτόμος; Πολύ αστείο. Τέλος
πάντων, θυγατέρα μου, ο Μπίτι μου λέει ότι από κάποια
αφύσικη πλανητική ευθυγράμμιση και τα τρία αδέλφια είναι
αδέσμευτα. Τρέχα, πουλάκι μου, τρέχα! Πάρε με μόλις ακούσεις
αυτό το μήνυμα. Σ’ αγαπώ πολύ». Κλείνει μ’ ένα ρουφηχτό
φιλί, «Μμμμμουτςςς!».
«Σαν τη μητέρα από τη Μάγισσα ακούγεται». Ο Χαβιέ αφήνει
να περάσει λίγη ώρα. «Τι σημαίνει “άναυδη”;»
Η Λουίζα δεν σηκώνει τα μάτια. «Όταν έχεις ξαφνιαστεί τόσο
που δεν μπορείς να μιλήσεις».
«Δεν ακουγόταν και πολύ άναυδη, έτσι;»
Η Λουίζα είναι προσηλωμένη στη δουλειά της.
«“Πουλάκι μου”;»
Η Λουίζα του πετάει μια παντόφλα.

17
Στο δωμάτιό του στο Bon Voyage, ο δρ Ρούφους Σίξμιθ
διαβάζει μια δεσμίδα γράμματα που του έγραψε πριν από
κοντά μισό αιώνα ο φίλος του ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ. Ο Σίξμιθ
τα ξέρει απέξω, η υφή τους όμως, το θρόισμά τους και ο
ξεθωριασμένος γραφικός χαρακτήρας του φίλου του καλμάρουν
το άγχος του. Αν έπρεπε να σώσει κάτι από ένα φλεγόμενο
κτίριο, θα ήταν αυτά τα γράμματα. Στις επτά η ώρα ακριβώς,
πλένεται, αλλάζει πουκάμισο και χώνει τα εννιά διαβασμένα
γράμματα στη Βίβλο – αυτή την ξαναβάζει στη θέση της στο
κομοδίνο. Ο Σίξμιθ βάζει τα αδιάβαστα γράμματα στην τσέπη
του σακακιού του για να τα έχει μαζί στο εστιατόριο.
Το δείπνο του είναι μια μικροσκοπική μπριζόλα με τηγανητή
μελιτζάνα σε φέτες, και μια κακοπλυμένη σαλάτα. Του κόβει
την όρεξη αντί να του τη σβήσει. Αφήνει το μισό φαγητό
ανέγγιχτο και πίνει ανθρακούχο νερό ενώ διαβάζει τα τελευταία
οχτώ γράμματα του Φρόμπισερ. Μέσα από τα λόγια του
Φρόμπισερ βλέπει τον εαυτό του να ψάχνει στην Μπριζ τον
ανισόρροπο φίλο του, την πρώτη του αγάπη και, για να είμαι
ειλικρινής, και την τελευταία.
Στο ασανσέρ του ξενοδοχείου o Σίξμιθ σκέφτεται την ευθύνη
που εναπέθεσε στην πλάτη της Λουίζα Ρέι, κι αναρωτιέται αν
έκανε καλά. Όταν ανοίγει την πόρτα του δωματίου του, οι
κουρτίνες σαλεύουν. Φωνάζει, «Είναι κανείς εδώ;»
Κανείς. Κανείς δεν ξέρει πού είσαι. Εδώ και εβδομάδες τον ξεγελά
η φαντασία του. Η αϋπνία. «Κοίτα» μονολογεί, «σε σαράντα
οκτώ ώρες θα είσαι ξανά στο Κέμπριτζ, στο βροχερό, ασφαλές,
στενό νησί σου. Θα έχεις τον χώρο σου, τους συμμάχους σου,
τις επαφές σου, και εκεί θα σχεδιάσεις πώς θα πλαγιοκοπήσεις
τη Seaboard».

18
Ο Μπιλ Σμόουκ παρακολουθεί τον Ρούφους Σίξμιθ που φεύγει
από το δωμάτιό του, περιμένει πέντε λεπτά, κι έπειτα μπαίνει.
Κάθεται στα χείλη της μπανιέρας και σφίγγει τις
γαντοφορεμένες του γροθιές. Κανένα ναρκωτικό, καμία θρησκευτική
εμπειρία δεν σ’ αγγίζει τόσο, όσο το να μετατρέπεις έναν ζωντανό άνθρωπο
σε πτώμα. Χρειάζεσαι μυαλό, ωστόσο. Δίχως πειθαρχία και γνώση, θα
βρεθείς δεμένος στην ηλεκτρική καρέκλα. Ο δολοφόνος χαϊδεύει ένα
κρούγκεραντ στην τσέπη του. Τον συνοδεύει σε όλες τις
ειδικές αποστολές του. Ο Σμόουκ δεν θέλει να είναι δούλος
μιας δεισιδαιμονίας, δεν πρόκειται όμως να τα βάλει με ένα
γουρλίδικο ενθύμιο μόνο και μόνο για να το αποδείξει. Για τους
οικείους μια τραγωδία, για όλους τους υπόλοιπους το απόλυτο τίποτα, και
για τους πελάτες μου ένα πρόβλημα που λύθηκε. Εγώ είμαι απλώς το
ενεργούμενο της βούλησης των πελατών μου. Αν δεν ήμουν εγώ, θα ήταν ο
επόμενος διακανονιστής στον Χρυσό Οδηγό. Ρίξε τα στον ιδιοκτήτη του,
ρίξε τα στον κατασκευαστή του, μα μην τα ρίξεις στο όπλο. Ο Μπιλ
Σμόουκ ακούει την κλειδαριά. Πάρε ανάσα. Τα χάπια που πήρε
προηγουμένως οξύνουν την αντίληψή του, τρομερά, και όταν ο
Σίξμιθ μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα, σιγοτραγουδώντας το
«Leaving on a Jet Plane», ο εκτελεστής θα έπαιρνε όρκο πως
νιώθει τον σφυγμό του θύματός του, πιο αργό από τον δικό
του. Ο Σμόουκ βλέπει το θήραμά του από τη χαραμάδα της
πόρτας. Ο Σίξμιθ σωριάζεται στο κρεβάτι. Ο δολοφόνος βλέπει
μπροστά του τις απαιτούμενες κινήσεις: Τρία βήματα προς τα
μπρος, ρίξε από το πλάι, στον κρόταφο, από κοντά. Ο Σμόουκ
πετάγεται απ’ την πόρτα, ο Σίξμιθ βγάζει μια τραχιά συλλαβή
και κάνει να σηκωθεί, η σιγασμένη σφαίρα όμως ήδη διαπερνά
το κρανίο του επιστήμονα και καρφώνεται στο στρώμα. Το
σώμα του Ρούφους Σίξμιθ πέφτει ξανά πίσω, θαρρείς και
ξάπλωσε να πάρει έναν υπνάκο μετά το φαγητό.
Το πουπουλένιο πάπλωμα ρουφάει το αίμα.
Το μυαλό του Σμόουκ δονείται απ’ την ικανοποίηση. Κοίτα τι
έκανα.

19
Πρωινό Τετάρτης καψαλισμένο απ’ το νέφος και λιωμένο απ’
τον καύσωνα, όπως τα προηγούμενα εκατό και τα επόμενα
πενήντα. Η Λουίζα Ρέι πίνει σκέτο καφέ στην αχνιστή δροσιά
του ντάινερ Snow White, γωνία 2ης Λεωφόρου και 16ης Οδού,
δυο λεπτά με τα πόδια απ’ τα γραφεία του Spyglass, και
διαβάζει για έναν Τζέιμς Κάρτερ, βαπτιστή, πρώην πυρηνικό
μηχανικό του ναυτικού που σκοπεύει να βάλει υποψηφιότητα
για το χρίσμα των Δημοκρατικών. Η κίνηση στη 16η Οδό είναι
πότε συγχυσμένο σημειωτόν και πότε ορμητικό ποδοπάτημα.
Τα πεζοδρόμια γεμάτα βιαστικούς πεζούς και σκεϊτάδες. «Δεν
θες πρωινό σήμερα, Λουίζα;» ρωτά ο Μπαρτ, ο μάγειρας.
«Ειδήσεις μόνο» αποκρίνεται η πολύ τακτική του πελάτισσα.
Ο Ρόλαντ Τζέικς σκοντάφτει στην πόρτα και πλησιάζει τη
Λουίζα. «Ε, είναι πιασμένη η θέση; Ούτε μπουκιά δεν έφαγα
σήμερα. Η Σιρλ με παράτησε. Πάλι».
«Σύσκεψη σε δεκαπέντε λεπτά».
«Ου, προλαβαίνω». Ο Τζέικ κάθεται και παραγγέλνει αυγά
μάτια. «Σελίδα εννιά» λέει στη Λουίζα. «Στην κάτω δεξιά
γωνία. Πρέπει να το δεις».
Η Λουίζα βρίσκει τη σελίδα εννιά και απλώνει να πάρει τον
καφέ της. Το χέρι της κοκαλώνει.

Αυτοκτονία Επιστήμονα σε Ξενοδοχείο


του Διεθνούς Αερολιμένα της ΜΓ

Νεκρός βρέθηκε το πρωί της Τρίτης, στο δωμάτιό του στο


ξενοδοχείο Bon Voyage στον Διεθνή Αερολιμένα της Μπουένας
Γέρμπας, ο επιφανής Βρετανός επιστήμονας δρ Ρούφους
Σίξμιθ, έχοντας δώσει τέλος στη ζωή του. Ο δρ Σίξμιθ, πρώην
επικεφαλής της Παγκόσμιας Ατομικής Επιτροπής, εργαζόταν
ως σύμβουλος στην εταιρεία Seaboard επί δέκα μήνες, στις
εγκαταστάσεις της επιχείρησης κοινής ωφελείας στη νήσο
Σουανέκε στα ανοιχτά της πόλης της Μπουένας Γέρμπας. Ήταν
γνωστό ότι όλη του τη ζωή έδινε μάχη με την κλινική
κατάθλιψη, και την εβδομάδα πριν από τον θάνατό του δεν είχε
επικοινωνία με κανέναν. Η κυρία Φέι Λι, εκπρόσωπος της
Seaboard, δήλωσε: «Ο πρόωρος θάνατος του δρα Σίξμιθ είναι
μια τραγωδία για τη διεθνή επιστημονική κοινότητα συνολικά.
Στο Seaboard Village στο Σουανέκε νιώθουμε ότι δεν χάσαμε
απλώς έναν πολύ σημαντικό συνάδελφο, αλλά έναν
πολυαγαπημένο φίλο. Τα θερμά μας συλλυπητήρια στην
οικογένειά του και τους πολλούς του φίλους. Πρόκειται για
μεγάλη απώλεια». Η σορός του δρα Σίξμιθ, που εντοπίστηκε με
τραύμα από μία και μόνη σφαίρα στο κεφάλι από καμαριέρες
του ξενοδοχείου, μεταφέρεται αεροπορικώς για να ταφεί στην
πατρίδα του, την Αγγλία. Ένας ιατροδικαστής της Αστυνομίας
Πόλεως της Μπουένας Γέρμπας επιβεβαίωσε ότι οι συνθήκες
του συμβάντος δεν θεωρούνται ύποπτες.

«Οπότε» –ο Τζέικ χαμογελάει– «κάηκε η αποκάλυψη του αιώνα


που θα έκανες;»
Το δέρμα της Λουίζα μυρμηγκιάζει και τα αυτιά της
βουίζουν.
«Όπα». Ο Τζέικς ανάβει τσιγάρο. «Είχατε στενή σχέση;»
«Δεν μπορεί» –η Λουίζα χάνει τα λόγια της– «δεν γίνεται να το
έκανε».
Ο Τζέικς σχεδόν μαλακώνει. «Σαν να φαίνεται πως το έκανε,
Λουίζα».
«Όταν έχεις μια αποστολή, δεν αυτοκτονείς».
«Αν η αποστολή σου σ’ έχει τρελάνει, μπορεί».
«Τον σκότωσαν, Τζέικς».
Ο Τζέικς συγκρατεί μια γκριμάτσα άντε πάλι τα ίδια. «Ποιοι;»
«Η Seabord. Φυσικά».
«Αχά. Οι εργοδότες του. Φυσικά. Το κίνητρο;»
Η Λουίζα πιέζεται να μιλήσει ήρεμα και να μη δώσει σημασία
στην προσποιητή βεβαιότητα του Τζέικς. «Είχε γράψει μια
αναφορά για έναν τύπο αντιδραστήρα φτιαγμένο στο Σουανέκε
Β, τον HYDRA. Τα σχέδια για το Σουανέκε Γ περιμένουν την
έγκριση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ενέργειας. Όταν
εγκριθούν, η Seabord θα μπορεί να πουλήσει το σχέδιο στην
εγχώρια και τη διεθνή αγορά – οι δημόσιες συμβάσεις από
μόνες τους θα σήμαιναν έσοδα της τάξεως πολλών δεκάδων
εκατομμυρίων ετησίως. Ο ρόλος του Σίξμιθ ήταν να βάλει την
τελική σφραγίδα στο εγχείρημα, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται δεν
υπάκουσε στις οδηγίες και εντόπισε μοιραία ελαττώματα στον
σχεδιασμό. Η απάντηση της Seaboard ήταν να θάψει την
αναφορά και να διαψεύσει την ύπαρξή της. Ακόμη δεν μπορώ
να το αποδείξω, όμως θα το κάνω».
«Και ο δρ Σίξμιθ σου τι έκανε;»
«Ετοιμαζόταν να τους ξεσκεπάσει». Η Λουίζα χτυπάει το χέρι
της στην εφημερίδα. «Και να τι του στοίχισε η αλήθεια».
Ο Τζέικς διαπερνά έναν τρεμάμενο κρόκο με ένα κομμάτι
φρυγανισμένο ψωμί. «Ε, ξέρεις τι θα πει ο Γκρελς;»
«“Αδιάσειστα στοιχεία”» λέει η Λουίζα, σαν γιατρός που κάνει
διάγνωση. Κοιτάζει το ρολόι της. «Κοίτα, Τζέικς, μπορείς να
πεις στον Γκρελς… πες του ότι έπρεπε να πάω κάπου».

20
Ο διευθυντής στο ξενοδοχείο Bon Voyage περνάει άσχημη
μέρα. «Όχι, δεν μπορείτε να δείτε το δωμάτιό του! Φέραμε
εξειδικευμένο άνθρωπο για να καθαρίσει κάθε ίχνος του
περιστατικού. Τον οποίο, να προσθέσω, αναγκαστήκαμε να
πληρώσουμε από την τσέπη μας! Και, τέλος πάντων, εσείς τι
λογής κοράκι είστε; Δημοσιογράφος; Κυνηγός φαντασμάτων;
Συγγραφέας;»
«Είμαι» –από το πουθενά, η Λουίζα Ρέι ξεσπάει σε λυγμούς–
«η ανιψιά του. Μέγκαν Σίξμιθ».
Μια σοβαρή μητριάρχισσα αγκαλιάζει τη Λουίζα που κλαίει
στο γιγαντιαίο μπούστο της. Τυχαίοι παρευρισκόμενοι πετάνε
άγριες ματιές στον διευθυντή. Ο διευθυντής χλωμιάζει κι
αφήνει το πόστο του για να προσπαθήσει να επανορθώσει.
«Σας παρακαλώ, ελάτε πίσω, θα σας φέρω ένα–»
«Ποτήρι νερό!» πετάει απότομα η μητριάρχισσα, και μ’ ένα
χτύπημα αποδιώχνει το χέρι του άντρα.
«Γουέντι! Νερό! Σας παρακαλώ, αποδώ, γιατί να μην–»
«Μια καρέκλα, για όνομα!» Η μητριάρχισσα υποβαστάζει τη
Λουί­ζα μέχρι το σκιερό πλαϊνό γραφείο.
«Γουέντι! Μια καρέκλα! Τώρα αμέσως!»
Η σύμμαχος της Λουίζα της σφίγγει τα χέρια. «Ξέσπασε,
γλυκιά μου, ξέσπασε, σε ακούω. Είμαι η Τζάνις απ’ το
Εσφιγμένου της Γιούτα και αυτή είναι η ιστορία μου. Όταν
ήμουν στην ηλικία σου, εκεί που ήμουν μόνη στο σπίτι μου και
κατέβαινα απ’ το δωμάτιο της κορούλας μου, να σου, στα μισά
της σκάλας, να στέκει η μητέρα μου. “Πήγαινε δες το μωρό,
Τζάνις” είπε. Είπα στη μητέρα μου ότι την είχα δει πριν από
ένα λεπτό, και κοιμόταν. Η φωνή της μητέρας μου πάγωσε.
“Μη μου πας εμένα κόντρα, κυρία μου, πήγαινε δες το μωρό,
τώρα!” Ακούγεται τρελό, μα μόνο τότε θυμήθηκα ότι η μητέρα
μου είχε πεθάνει τις περασμένες Ευχαριστίες. Ανέβηκα
τρέχοντας και βρήκα την κόρη μου να πνίγεται με το κορδόνι
απ’ το στόρι, που είχε τυλιχτεί γύρω απ’ τον λαιμό της. Μισό
λεπτό να είχα αργήσει και θα ήταν αργά. Βλέπεις, λοιπόν;»
Η Λουίζα, δακρυσμένη, βλεφαρίζει.
«Βλέπεις, γλυκιά μου; Φεύγουν, μα δεν μας αφήνουν».
O ταπεινωμένος διευθυντής ξανάρχεται μ’ ένα κουτί
παπουτσιών στα χέρια. «Το δωμάτιο του θείου σας είναι
κατειλημμένο δυστυχώς, η καμαριέρα όμως βρήκε αυτά τα
γράμματα μέσα στη Βίβλο. Οι φάκελοι γράφουν τ’ όνομά του.
Φυσικά, σκόπευα να φροντίσω να σταλούν στην οικογένειά
σας, μια και βρίσκεστε εδώ όμως…»
Της δίνει μια δεσμίδα εννέα φακέλους κιτρινισμένους απ’ τον
καιρό, όλους με παραλήπτη τον «Αξιότιμο κύριο Ρούφους
Σίξμιθ, υπ’ όψιν Κολεγίου Κάιους, Κέμπριτζ, Αγγλία». Ο ένας
είναι λεκιασμένος πολύ πρόσφατα από ένα φακελάκι τσαγιού.
Είχαν όλοι τους τσαλακωθεί πολύ άσχημα και κάποιος τους
ίσιωσε βιαστικά.
«Σας ευχαριστώ» λέει η Λουίζα, αχνά, κι έπειτα πιο δυνατά.
«Ο θείος Σίξμιθ εκτιμούσε την αλληλογραφία του και τώρα
είναι το μόνο που μου απόμεινε από κείνον. Δεν θα σας
απασχολήσω άλλο. Συγγνώμη που κατέρρευσα εκεί έξω».
Η ανακούφιση του διευθυντή είναι εμφανής.
«Είσαι πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος, Μέγκαν» διαβεβαιώνει τη
Λουί­ζα η Τζάνις απ’ το Εσφιγμένου της Γιούτα, ενώ
αποχαιρετιούνται στο λόμπι του ξενοδοχείου.
«Ο πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος είσαι εσύ, Τζάνις» αποκρίνεται η
Λουίζα, και επιστρέφει στο επίπεδο του πάργκινγκ, περνώντας
μόλις λίγα μέτρα απ’ το ντουλαπάκι με το νούμερο 909.

21
Ούτε λεπτό δεν έχει που γύρισε η Λουίζα Ρέι στα γραφεία του
Spyglass και ο Ντομ Γκρελς φωνάζει μέσα στο κουβεντολόι της
αίθουσας σύνταξης: «Δεσποινίς Ρέι!»
Ο Τζέρι Νούσμπαουμ και ο Ρόλαντ Τζέικς σηκώνουν τα μάτια
από τα γραφεία τους, κοιτάζουν τη Λουίζα πρώτα, ο ένας τον
άλλο έπειτα, και σχηματίζουν με τα χείλη «Οχ!». Η Λουίζα
βάζει τα γράμματα του Φρόμπισερ σ’ ένα συρτάρι, το κλειδώνει
και πηγαίνει στο γραφείο του Γκρελς.
«Ντομ, συγγνώμη που δεν ήρθα στη σύσκεψη, είχα–»
«Να χαρείς, μην αρχίσεις τις δικαιολογίες πως είσαι αδιάθετη.
Κλείσε την πόρτα».
«Δεν το ’χω συνήθειο να λέω δικαιολογίες».
«Το ’χεις συνήθειο να έρχεσαι στις συσκέψεις; Γιατί
πληρώνεσαι για να έρχεσαι».
«Όπως πληρώνομαι για να ερευνώ τα θέματά μου».
«Οπότε την έκανες για τον τόπο του εγκλήματος. Βρήκες
αδιάσειστα στοιχεία που ξέφυγαν απ’ τους μπάτσους; Κανένα
μήνυμα γραμμένο με αίμα στα πλακάκια; “O Αλμπέρτο
Γκριμάλντι το έκανε”;»
«Αδιάσειστα στοιχεία που δεν κοψομεσιάστηκες για να τα
βρεις δεν είναι αδιάσειστα στοιχεία. Αυτό μου το είπε κάποτε
ένας διευθυντής σύνταξης, ο Ντομ Γκρελς».
Ο Ντομ την αγριοκοιτάζει.
« Έχω μια ένδειξη, Ντομ».
« Έχεις μια ένδειξη».
Να σε κοπανήσω δεν μπορώ, να σε ξεγελάσω δεν μπορώ, μόνο να σου
εξάψω την περιέργεια μπορώ. «Τηλεφώνησα στο τμήμα που
διεκπεραίωσε την υπόθεση του Σίξμιθ».
«Δεν υπάρχει υπόθεση! Αυτοκτονία ήταν! Και, αν δεν
πρόκειται για τη Μέριλιν Μονρό, με τις αυτοκτονίες δεν
πουλάμε τεύχη! Παραείναι στενάχωρες».
«Άκουσέ με. Γιατί αγόρασε ο Σίξμιθ αεροπορικό εισιτήριο
αφού σκόπευε να φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του το ίδιο
βράδυ;»
Ο Γκρελς απλώνει τα χέρια του για να δείξει πόσο απορεί που
κάθεται και το συζητάει. « Ήταν απόφαση της στιγμής».
«Και τότε πώς, αν ήταν απόφαση της στιγμής, είχε έτοιμο
δακτυλογραφημένο σημείωμα αυτοκτονίας – χωρίς γραφομηχανή;»
«Δεν ξέρω! Δεν με νοιάζει! Έχω να κλείσω τεύχος Πέμπτη
βράδυ, έχω διαφορές με το τυπογραφείο, έχω μια ενδεχόμενη
απεργία των διανομέων, κι έχω και τον Όγκιλβι που μου ’χει
κρεμάσει τη δαμό-πώς-τη-λένε σπάθη πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Τράβα κάνε καμιά τελετή να καλέσεις το πνεύμα του Σίξμιθ και
ρώτα τον! Ο Σίξμιθ ήταν επιστήμονας. Οι επιστήμονες είναι
ανισόρροποι».
« Ήμασταν εγκλωβισμένοι στο ασανσέρ ενενήντα λεπτά. Δεν
ίδρωσε τ’ αυτί του. Η λέξη ανισόρροπος δεν ταιριάζει σ’ αυτόν
τον άνθρωπο. Και κάτι ακόμα. Αυτοπυροβολήθηκε –
υποτίθεται– με το πιο αθόρυβο όπλο της αγοράς. Ένα
Roachford .34 με σιγαστήρα. Μόνο κατά παραγγελία. Γιατί να
μπει στον κόπο;»
«Άρα. Οι μπάτσοι έκαναν λάθος, ο ιατροδικαστής έκανε
λάθος, όλοι έκαναν λάθος, εκτός απ’ τη Λουίζα Ρέι, τη νεαρή
ατσίδα της δημοσιογραφίας, που με την τρομερή της
διαίσθηση καταλήγει ότι ο παγκοσμίου φήμης καταστιχογράφος
δολοφονήθηκε απλά και μόνο επειδή είχε επισημάνει δυο τρία
θεματάκια σε μια αναφορά, αναφορά της οποίας την ύπαρξη
διαψεύδουν οι πάντες. Τα λέω καλά;»
«Περίπου. Το πιθανότερο είναι ότι η αστυνομία
παρακινήθηκε να βγάλει τα συμπεράσματα που βολεύουν τη
Seaboard».
«Καλέ, ναι, μια εταιρεία κοινής ωφελείας εξαγοράζει τους
μπάτσους. Τι ανόητος που είμαι».
«Αν υπολογίσεις και τις θυγατρικές της, η Seaboard είναι η
δέκατη μεγαλύτερη εταιρεία της χώρας. Άμα ήθελαν, αγόραζαν
την Αλάσκα ολόκληρη. Δώσε μου περιθώριο μέχρι τη
Δευτέρα».
«Όχι! Αυτή την εβδομάδα έχεις να γράψεις τις κριτικές και,
ναι, τη μαγειρική».
«Άμα σου έλεγε ο Μπομπ Γούντγουορντ ότι υποψιαζόταν πως
ο πρόεδρος Νίξον είχε βάλει να διαρρήξουν τα γραφεία του
πολιτικού του αντιπάλου και επιπλέον είχε ηχογραφήσει τον
εαυτό του να δίνει την εντολή, θα του έλεγες: “Μπομπ, γλυκέ
μου, ξέχνα το, γιατί θέλω οκτακόσιες λέξεις για σάλτσες;».
«Μη μου αρχίζεις τώρα τα έξαλλα φεμινιστικά σου».
«Ε, τότε κι εσύ μη μου αρχίζεις τα “Άκου με, έχω τριάντα
χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά”! Ένας Τζέρι Νούσμπαουμ φτάνει
εδώ μέσα και περισσεύει!»
«Πας να στριμώξεις μια πραγματικότητα νούμερο λαρτζ σε
μια εικασία νούμερο σμολ. Έτσι την έχουν πατήσει πολλοί
καλοί ρεπόρτερ. Πολλοί καλοί γενικώς».
«Δευτέρα! Θα βρω αντίτυπο της αναφοράς του Σίξμιθ».
«Οι υποσχέσεις που δεν γίνεται να τηρηθούν δεν είναι ισχυρό
νόμισμα».
«Δεν έχω άλλο νόμισμα, πέρα από το να πέσω στα γόνατα και
να σε παρακαλέσω. Έλα τώρα. Ο Ντομ Γκρελς δεν σταματά τη
σοβαρή ερευνητική δημοσιογραφία μόνο και μόνο επειδή δεν
φέρνει το λαβράκι μέσα σε μια μέρα. Ο μπαμπάς μου μου
έλεγε ότι στα μέσα του εξήντα πιο τολμηρό ρεπόρτερ από σένα
δύσκολα θα έβρισκες οπουδήποτε».
Ο Γκρελς γυρίζει και κοιτάζει την 3η Λεωφόρο. «Παπάρια
έλεγε».
«Παπάρια-ξεπαπάρια, το έλεγε! Εκείνο το αποκαλυπτικό
άρθρο για τα ταμεία της προεκλογικής εκστρατείας του Ρος Ζιν
το εξήντα τέσσερα. Τέλειωσες μια και καλή την πολιτική
καριέρα ενός τρομακτικού λευκού ρατσιστή. Ο μπαμπάς σε
έλεγε πεισματάρη, εκνευριστικό και ακούραστο. Για τον Ρος
Ζιν χρειάζονταν κότσια, ιδρώτας και χρόνος. Τα κότσια και τον
ιδρώτα τ’ αναλαμβάνω εγώ, από σένα το μόνο που θέλω είναι
λίγος χρόνος».
«Μεγάλη παγαποντιά που ανακάτεψες τον μπαμπά σου».
«Η δημοσιογραφία τις χρειάζεται τις παγαποντιές της».
Ο Γκρελς σβήνει το τσιγάρο του και ανάβει καινούργιο. «Τη
Δευτέρα, με την έρευνα του Σίξμιθ, και το άρθρο σου να μην
μπάζει από πουθενά, Λουίζα, να έχεις τα ονόματα, τις πηγές,
τα δεδομένα. Ποιος έθαψε την αναφορά αυτή και γιατί, και πώς
θα μετατρέψει το Σουανέκε Β σε Χιροσίμα τη Νότια
Καλιφόρνια. Και κάτι ακόμα. Αν βρεις αποδείξεις ότι ο Σίξμιθ
δολοφονήθηκε, δεν πάμε τυπογραφείο αν δεν πάμε στους
μπάτσους πρώτα. Καμιά διάθεση δεν έχω να μου βάλουν
βόμβα στο αυτοκίνητο».
«Όλες οι ειδήσεις, άφοβα και αμερόληπτα».
«Δίνε του».
Η Νάνσι Ο’ Χάγκαν κάνει μια γκριμάτσα «όχι κι άσχημα» ενώ
η Λουίζα κάθεται στο γραφείο της και βγάζει τα διασωθέντα
γράμματα του Σίξμιθ.
Στο γραφείο του, ο Γκρελς την πέφτει στον σάκο του μποξ.
«Πεισματάρης!» Mπαμ! «Εκνευριστικός!» Μπαμ!
«Ακούραστος!» Μπαμ! Ο διευθυντής βλέπει την αντανάκλασή
του να τον περιγελάει.

22
Μια σεφαραδίτικη ρομάντζα, γραμμένη πριν από τον διωγμό
των Εβραίων από την Ισπανία, γεμίζει το μουσικό κατάστημα
Lost Chord στη βορειοδυτική γωνία της πλατείας Σπινόζα στην
6η Λεωφόρο. Ο καλοντυμένος άντρας, που παραείναι χλωμός
για την ηλιοκαμένη τούτη πόλη, επαναλαμβάνει το ερώτημα
στο τηλέφωνο: «Cloud Atlas Sextet… Ρόμπερτ Φρόμπισερ… Το
έχω όντως ακουστά, αν και δεν έχει περάσει από τα χέρια μου
κόπια… Ο Φρόμπισερ ήταν παιδί θαύμα, πέθανε πάνω που
έβαζε μπροστά… Μισό λεπτό να κοιτάξω, έχω τον κατάλογο
ενός εμπόρου στο Σαν Φρανσίσκο που ειδικεύεται στα
δυσεύρετα… Φιτζρόι, Φρανκ, Φρόμπισερ… Εδώ είμαστε, μέχρι
και υποσημείωση έχει… Κόπηκαν μόλις πεντακόσια αντίτυπα…
στην Ολλανδία, πριν απ’ τον πόλεμο, απαπά, πώς να μην είναι
δυσεύρετο… Ο έμπορος έχει μια κόπια της μήτρας, από το
πενήντα… από μια γαλλική επιχείρηση που χρεοκόπησε. Το
Cloud Atlas Sextet πρέπει να είναι η ταφόπλακα όσων το
παίρνουν… Θα προσπαθήσω, τουλάχιστον μέχρι πριν από έναν
μήνα είχε μια κόπια, δεν υπόσχομαι όμως τίποτα για την
ποιότητα του ήχου, και, οφείλω να σας προειδοποιήσω, φτηνό
δεν είναι… Η τιμή που γράφει εδώ είναι… εκατόν είκοσι
δολάρια… βάλτε και το δέκα τοις εκατό που παίρνουμε
προμήθεια, μας κάνει… Α, ναι; Εντάξει, πείτε μου τ’ όνομά
σας για να το γράψω... Ρέι τι; Α, δεσποινίδα Ρ-Ε-Ι, με
συγχωρείτε. Κανονικά ζητάμε προκαταβολή, μα ακούγεστε
έντιμος άνθρωπος. Σε λίγες μέρες. Παρακαλώ».
Ο υπάλληλος κρατάει μια σημείωση, και ξαναπηγαίνει τη
¿ ñ
βελόνα στην αρχή του « Por qué lloras blanca ni a?», την
κατεβάζει στο γυαλιστερό μαύρο βινύλιο, κι ονειρεύεται
Εβραίους τσοπανάκους να παίζουν λύρα σε αστροφώτιστες
ιβηρικές πλαγιές.

23
Η Λουίζα Ρέι δεν βλέπει τη σκονισμένη μαύρη Chevrolet που
περνάει ενώ εκείνη μπαίνει στο κτίριό της. Δεν προσέχει και
πολλά απ’ όταν διάβασε το πρώτο μεγάλο γράμμα από αυτά
που βρέθηκαν στην κατοχή του Ρούφους Σίξμιθ. Ο Μπιλ
Σμόουκ, που οδηγεί τη Chevrolet, απομνημονεύει τον αριθμό
του διαμερίσματός της: το 108 του συγκροτήματος Πασίφικ
Ίντεν.
Η Λουίζα έχει διαβάσει και ξαναδιαβάσει τα γράμματα του
Σίξμιθ δέκα φορές, αν όχι περισσότερες, την τελευταία μιάμιση
μέρα. Την αναστατώνουν. Ένας φίλος του Σίξμιθ από το
πανεπιστήμιο, ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ, τα έγραψε το καλοκαίρι
του 1931 στη διάρκεια μιας παρατεταμένης διαμονής του σε
έναν πύργο στο Βέλγιο. Τη Λουίζα δεν την προβληματίζει η
καθόλου κολακευτική περιγραφή του νεαρού και ευεπηρέαστου
Ρούφους Σίξμιθ, αλλά η τόση ζωντάνια των εικόνων των τόπων
και των ανθρώπων που ξεχύθηκαν από αυτά τα γράμματα.
Εικόνες τόσο ζωντανές που δεν μπορεί να μην τις αποκαλέσει
αναμνήσεις. Ως προσγειωμένη κόρη δημοσιογράφου θα
απέδιδε αυτές τις «αναμνήσεις» σε μια φαντασία που ο
πρόσφατος θάνατος του πατέρα της την άφησε υπερευαίσθητη,
και όντως αυτό έκανε, μια λεπτομέρεια όμως σε ένα από τα
γράμματα φρενάρει την εξήγηση αυτή. Ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ
αναφέρει ότι έχει ανάμεσα στην ωμοπλάτη και την κλείδα του
ένα εκ γενετής σημάδι, σε σχήμα κομήτη.
Μα εγώ δεν πιστεύω σε τέτοιες βλακείες. Δεν τις πιστεύω. Όχι.
Στον προθάλαμο του συγκροτήματος Πασίφικ Ίντεν, εργάτες
κάνουν ανακαίνιση. Έχουν στρώσει μουσαμάδες στο πάτωμα,
ένας ηλεκτρολόγος ξεσκαλίζει τη ροζέτα ενός φωτιστικού, ένας
αθέατος σφυροκόπος σφυροκοπά. Ο Μάλκομ, ο επιστάτης,
βλέπει τη Λουίζα και φωνάζει: «Ε, Λουίζα! Ένας απρόσκλητος
επισκέπτης ανέβηκε στο διαμέρισμά σου πριν κάνα
εικοσάλεπτο!» Όμως ένα τρυπάνι πνίγει τη φωνή του, μιλάει
στο τηλέφωνο με έναν τύπο από το δημαρχείο για
οικοδομικούς κανονισμούς και, ούτως ή άλλως, η Λουίζα έχει
ήδη μπει στο ασανσέρ.

24
« Έκπληξη!» λέει ο Χαλ Μπρόντι, ανέκφραστα, αφού τον
έπιασε στα πράσα να παίρνει βιβλία και δίσκους από τα ράφια
της Λουίζα και να τα βάζει σε μια τσάντα γυμναστηρίου. « Έι»
λέει, για να κρύψει μια σουβλιά ενοχής, «έκοψες κοντά τα
μαλλιά σου».
Η Λουίζα δεν έχει εκπλαγεί ιδιαίτερα. «Αυτό δεν κάνουν όλες
οι γυναίκες όταν τις παρατάνε;»
Ο Χαλ ξεροκαταπίνει.
Η Λουίζα έχει θυμώσει με τον εαυτό της. «Οπότε. Η μέρα της
αποκατάστασης».
«Σχεδόν τελείωσα». Ο Χαλ κάνει ότι τινάζει απ’ τα χέρια του
σκόνη που δεν υπάρχει. «Ο Γουάλας Στίβενς είναι δικός σου ή
δικός μου;»
«Μας τον έκανε χριστουγεννιάτικο δώρο η Φίμπι. Πάρε την
τηλέφωνο. Ας αποφασίσει εκείνη. Ή σκίσε τις μονές σελίδες
και άφησέ μου τις ζυγές. Σαν να μου κάνεις έφοδο είναι.
Μπορούσες να τηλεφωνήσεις πρώτα».
«Τηλεφώνησα. Βγήκε τηλεφωνητής. Άμα δεν τον ακούς,
πέτα τον».
«Μη λες βλακείες, μια περιουσία έδωσα. Τι σε φέρνει λοιπόν
κατά δω, πέρα από την αδυναμία σου στη μοντερνιστική
ποίηση;»
«Ρεπεράζ για το Στάρσκι και Χατς».
«Ο Στάρκι κι ο Χατς δεν ζουν στην Μπουένας Γέρμπας».
«Τον Στάρσκι τον απάγει η Τριάδα της Δυτικής Ακτής.41
Πέφτει πιστολίδι στη γέφυρα της Μπουένας Γέρμπας, και το
σενάριο έχει μια σκηνή κυνηγητού με τον Ντέιβιντ και τον Πολ
να πηδάνε από τη μια οροφή αυτοκινήτου στην άλλη σε ώρα
αιχμής. Θα ζοριστούμε να πάρουμε άδεια απ’ την τροχαία αλλά
πρέπει να το κάνουμε εδώ, ειδάλλως χάνεται κάθε ψήγμα
καλλιτεχνικής ακεραιότητας».
«Ε. Το Blood on the Tracks δεν θα το πάρεις».
«Μα είναι δικό μου».
«Όχι πια». Η Λουίζα δεν αστειεύεται.
Με ειρωνική υποταγή, ο Μπρόντι βγάζει τον δίσκο από την
τσάντα. «Κοίτα, λυπάμαι για τον μπαμπά σου».
Η Λουίζα γνέφει, νιώθει τη θλίψη να την κατακλύζει και τις
άμυνές της να υψώνονται. «Ναι».
«Μάλλον ήταν… κάτι σαν λύτρωση».
Ισχύει, μα μόνο οι πενθούντες μπορούν να το πουν αυτό. H Λουίζα
αντιστέκεται στον πειρασμό να πετάξει κάτι τσουχτερό.
Θυμάται τον πατέρα της να πειράζει τον Χαλ, «Το παιδί απ’
την τιβί». Όχι, δεν θα τα μπήξω. «Είσαι καλά, λοιπόν;»
«Είμαι μια χαρά. Εσύ;»
«Μια χαρά».
«Με τη δουλειά καλά;»
«Μια χαρά με τη δουλειά». Ας πάρει ένα τέλος το μαρτύριο και των
δυο μας. «Νομίζω ότι έχεις ένα κλειδί που είναι δικό μου».
Ο Χαλ κλείνει το φερμουάρ της τσάντας του, ψαχουλεύει στην
τσέπη του και αφήνει το κλειδί της εξώπορτας στην παλάμη
της. Με μια θεατρική κίνηση, για να τονίσει τον συμβολισμό
της πράξης αυτής. Η Λουίζα μυρίζει ένα άγνωστό της άφτερ
σέιβ, και φαντάζεται την Άλλη να του το βάζει σήμερα το πρωί.
Κι αυτό το πουκάμισο δεν το είχε πριν από οκτώ εβδομάδες. Τις
καουμπόικες μπότες τις είχαν αγοράσει μαζί τη μέρα της
συναυλίας του Σεγόβια. Ο Χαλ περνάει πάνω από κάτι βρόμικα
αθλητικά του Χαβιέ, κι η Λουίζα τον κοιτάζει να το
ξανασκέφτεται και να μην κάνει, τελικά, κάποιο αστείο για τον
καινούργιο της άντρα. Αντίθετα, της λέει, «Γεια χαρά λοιπόν».
Χειραψία; Αγκαλιά; «Γεια».
Η πόρτα κλείνει.
Η Λουίζα βάζει την αλυσίδα στη θέση της και ξαναβλέπει τη
συνάντηση στο μυαλό της. Ανοίγει το ντους και ξεντύνεται. Ο
καθρέφτης του μπάνιου της είναι μισοκρυμμένος πίσω από ένα
ράφι γεμάτο σαμπουάν, κοντίσιονερ, σερβιέτες, ενυδατικές
κρέμες και σαπουνάκια. Η Λουίζα τα παραμερίζει για να δει
καλύτερα το σημάδι που έχει εκ γενετής ανάμεσα στην
ωμοπλάτη και την κλείδα της. Η πρόσφατη συνάντησή της με
τον Χαλ εκτοπίζεται. Συμπτώσεις τυχαίνουν συνέχεια.
Αναμφισβήτητα όμως έχει σχήμα κομήτη. Ο καθρέφτης
θολώνει απ’ τους ατμούς. Εσύ το ψωμί σου το βγάζεις από τα
γεγονότα. Τα εκ γενετής σημάδια μπορεί να μοιάζουν με ό,τι θέλεις, όχι
μόνο με κομήτες. Απλώς είσαι ακόμη ταραγμένη που πέθανε ο μπαμπάς.
Η δημοσιογράφος μπαίνει στο ντους, μα ο νους της γυρνάει
στους διαδρόμους του πύργου του Ζέντελχεμ.

25
Η κατασκήνωση των διαδηλωτών για το Σουανέκε βρίσκεται
στην απέναντι στεριά, ανάμεσα σε μια αμμουδιά και μια
αποκομμένη βαλτώδη λιμνοθάλασσα. Πίσω από τη
λιμνοθάλασσα απλώνονται καλλιέργειες εσπεριδοειδών μέχρι
τους άνυδρους λόφους. Οι φτηνιάρικες σκηνές, τα παρδαλά
φορτηγάκια και τα τροχόσπιτα μοιάζουν με ανεπιθύμητα δώρα
που έχει ξεβράσει εδώ ο Ειρηνικός. Ένα κρεμασμένο πανό
γράφει: ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ SEABOARD. Στην άλλη άκρη
της γέφυρας βρίσκεται το Σουανέκε Α, τρεμάμενο σαν Ουτοπία
σε μεσημεριανή οφθαλμαπάτη. Λευκά νήπια κατάμαυρα από
τον ήλιο πλατσουρίζουν στα ράθυμα ρηχά· ένας γενειοφόρος
απόστολος βάζει μπουγάδα σε μια σκάφη· ένα λυγερό
ζευγαράκι εφήβων φιλιέται στο χορτάρι του αμμόλοφου.
Η Λουίζα κλειδώνει το Volkswagen της και διασχίζει τον
θαμνότοπο μέχρι τον καταυλισμό. Στην ταλαίπωρη κάψα
αιωρούνται γλάροι. Αγροτικά μηχανήματα βουίζουν πέρα
μακριά. Αρκετοί κάτοικοι την πλησιάζουν, οι διαθέσεις τους
όμως δεν είναι φιλικές. «Τι θες;» ζητά να μάθει ένας άντρας,
με γερακίσια όψη Αυτόχθονα Αμερικάνου.
«Υπέθεσα ότι το πάρκο εδώ είναι δημόσιο».
«Λάθος υπέθεσες. Είναι ιδιωτικό».
«Δημοσιογράφος είμαι. Ήθελα να πάρω μερικές
συνεντεύξεις».
«Για ποιον δουλεύεις;»
«Για το περιοδικό Spyglass».
Ο κακός καιρός ξανοίγει κάπως. «Δεν θα έπρεπε να γράφεις
για τις πιο πρόσφατες περιπέτειες της μύτης της Μπάρμπαρα
Στρέιζαντ;» λέει ο Αυτόχθονας Αμερικάνος, και προσθέτει ένα
χλευαστικό «Με το συμπάθιο».
«Τι να πω, συγγνώμη που δεν είμαι από τη Herald Tribune,
αλλά γιατί δεν μου δίνετε μια ευκαιρία; Δεν θα σας έκανε κακό
λίγη θετική δημοσιότητα, εκτός κι αν σκέφτεστε στα σοβαρά
πως θα εξουδετερώσετε αυτή την ατομική ωρολογιακή βόμβα
στην άλλη όχθη με πλακάτ και τραγούδια διαμαρτυρίας. Με το
συμπάθιο».
Ένας Νότιος γρυλίζει: «Κυρά μου, λες κολοκύθια».
«Τέρμα η συνέντευξη» λέει ο Αυτόχθονας Αμερικάνος.
«Χάσου αποδώ».
«Μην ανησυχείς, Μίλτον» λέει μια ηλικιωμένη, ασπρομάλλα
και κοκκινοπρόσωπη, από την πόρτα του τροχόσπιτού της,
«αυτήν εδώ θα τη δω εγώ». Πίσω από την κυρία του,
παρακολουθεί ένα αριστοκρατικό ημίαιμο. Ξεκάθαρα, ο λόγος
της έχει βαρύτητα εδώ, γιατί το πλήθος διαλύεται χωρίς
περαιτέρω αντιρρήσεις.
Η Λουίζα πλησιάζει το τροχόσπιτο. «Αυτή είναι η γενιά της
αγάπης και της ειρήνης;»
«Το 1975 απέχει πολύ από το 1968. Η Seaboard και η
αστυνομία έχουν σπιούνους στο δίκτυό μας. Το περασμένο
Σαββατοκύριακο οι αρχές ήθελαν να αδειάσουν τον τόπο για
τους επισήμους και χύθηκε αίμα. Κάτι που έδωσε στους
μπάτσους αφορμή για συλλήψεις. Φοβάμαι ότι η παράνοια
αποδίδει. Πέρασε. Με λένε Έστερ Βαν Ζαντ».
« Ήθελα πάρα πολύ να σας γνωρίσω, δόκτορ» λέει η Λουίζα.

26
Μια ώρα αργότερα, η Λουίζα δίνει το υπόλοιπο μήλο της στον
ευγενικό σκύλο της Έστερ Βαν Ζαντ. Όσο χαώδες είναι το
γραφείο του Γκρελς, τόσο τακτικό είναι το γραφείο της Βαν
Ζαντ με τα κατάφορτα ράφια του. Η οικοδέσποινα της Λουίζα
καταλήγει. «Η σύγκρουση ανάμεσα στις εταιρείες και τους
ακτιβιστές είναι μια σύγκρουση ανάμεσα στη ναρκοληψία και
τη μνήμη. Οι εταιρείες έχουν χρήματα, δύναμη και επιρροή.
Το μόνο όπλο που έχουμε εμείς είναι η λαϊκή κατακραυγή. Η
κατακραυγή εμπόδισε το φράγμα του Γιούκον, έριξε τον Νίξον
και, εν μέρει, έδωσε τέλος στις κτηνωδίες στο Βιετνάμ. Η
κατακραυγή όμως είναι δύσκολη, τόσο στην πρόκλησή της όσο
και στη διαχείρισή της. Χρειάζεται, πρώτον, διερεύνηση·
δεύτερον, ευρεία ευαισθητοποίηση· μόνο όταν αυτή φτάσει
στην κρίσιμη μάζα της, ξεσπάει η λαϊκή κατακραυγή. Καθένα
από αυτά τα στάδια μπορεί να υπονομευτεί. Οι Αλμπέρτο
Γκριμάλντι αυτού του κόσμου μπορούν να αντιπαλέψουν τη
διερεύνηση θάβοντας την αλήθεια σε επιτροπές, στην ανία και
την παραπληροφόρηση, ή εκφοβίζοντας όσους διερευνούν.
Μπορούν να απαλείψουν την ευαισθητοποίηση κάνοντας την
εκπαίδευση παρωπιδική, αγοράζοντας τα κανάλια,
“χαρτζιλικώνοντας” ανώτερους δημοσιογράφους, ή απλώς
εξαγοράζοντας τα μέσα. Στα μέσα –κι όχι μόνο στη Washington
Post– είναι που διεξάγουν οι δημοκρατίες τους εμφυλίους
πολέμους τους».
«Γι’ αυτό με έσωσες από τον Μίλτον και τους συμπατριώτες
του».
« Ήθελα να σου πω την αλήθεια όπως τη βλέπουμε εμείς,
ώστε να είσαι πλήρως ενήμερη όταν αποφασίσεις ποια πλευρά
θα υποστηρίξεις. Αν γράψεις ένα σατιρικό κομμάτι για τους
νεογουαλντενικούς του Πράσινου Μετώπου και το μίνι
Γούντστοκ τους, θα επιβεβαιώσεις όλες τις προκαταλήψεις των
Ρεπουμπλικάνων και θα θάψεις την αλήθεια ακόμα βαθύτερα.
Αν γράψεις για τα ύψη της ραδιενέργειας στα θαλασσινά, τα
“ασφαλή” όρια ρύπανσης που θέτουν οι ίδιοι οι ρυπαντές, την
κυβερνητική πολιτική που βγαίνει σε πλειστηριασμό για τη
χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών και την
ιδιωτική αστυνομική δύναμη της Seaboard, θα ανεβάσεις, σε
πολύ μικρό βαθμό, τη θερμοκρασία της λαϊκής
ευαισθητοποίησης, προς το σημείο ανάφλεξης».
Πάνω που φεύγει, η Λουίζα ρωτά: «Τον ήξερες τον Ρούφους
Σίξμιθ;».
«Βεβαίως, ο Θεός να τον αναπαύει».
«Θα έλεγα ότι ήσασταν σε αντίπαλα στρατόπεδα… ή δεν
ήσασταν;»
Η Βαν Ζαντ γνέφει επιδοκιμαστικά στην τακτική αυτή της
Λουίζα. «Γνώρισα τον Ρούφους στις αρχές της δεκαετίας του
εξήντα, στην Ουάσινγκτον, σ’ ένα επιστημονικό επιτελείο που
σχετιζόταν με την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ενέργειας. Τον
θαύμαζα! Νομπελίστας, βετεράνος του Προγράμματος
Μανχάταν».
«Μήπως ξέρεις κάτι για μια αναφορά του στην οποία έκρινε
επικίνδυνο τον HYDRA-Zero και απαιτούσε να κλείσει το
Σουανέκε Β;»
«Ο δρ Σίξμιθ; Είσαι απόλυτα σίγουρη;»
«“Απόλυτα σίγουρη”; Όχι. “Σχεδόν σίγουρη”; Ναι».
Η Βαν Ζαντ δείχνει τσιτωμένη. «Θεέ μου, αν έβρισκε ένα
αντίγραφο το Πράσινο Μέτωπο…» Το πρόσωπό της
σκοτεινιάζει. «Αν όντως ο δρ Ρούφους Σίξμιθ πήρε με το φτυάρι
τον HYDRA-Zero, και αν απείλησε να τα βγάλει στη φόρα, ε,
τότε δεν πιστεύω πια ότι αυτοκτόνησε».
Η Λουίζα παρατηρεί ότι ψιθυρίζουν κι οι δύο. Κάνει την
ερώτηση που φαντάζεται ότι θα έκανε ο Γκρελς: «Δεν βρομάει
λίγο παράνοια η ιδέα ότι η Seaboard θα δολοφονούσε έναν
νομπελίστα μόνο και μόνο για να αποφύγει την αρνητική
δημοσιότητα;»
Η Βαν Ζαντ κατεβάζει από έναν πίνακα φελλού τη
φωτογραφία μιας εβδομηντάρας. « Ένα όνομα θα σου πω.
Μάργκο Ρόουκερ».
«Το είδα τ’ όνομά της σ’ ένα πλακάτ τις προάλλες».
«Η Μάργκο είναι ακτιβίστρια του Πράσινου Μετώπου απ’
όταν αγόρασε το νησί Σουανέκε η Seaboard. Η έκταση αυτή
της ανήκει και μας επιτρέπει να δραστηριοποιούμαστε εδώ ως
ένα ντροπιαστικό αγκάθι στο πλευρό της Seaboard. Πριν από
έξι εβδομάδες έγινε διάρρηξη στο σπίτι της – τρία χιλιόμετρα
απ’ την ακτή. Η Μάργκο δεν έχει λεφτά, μόνο μερικά
κτήματα, κτήματα που δεν εννοεί να αποχωριστεί, όσο κι αν
προσπάθησε να τη δελεάσει η Seaboard. Που λες. Οι
διαρρήκτες τη σάπισαν στο ξύλο, την άφησαν μισοπεθαμένη,
δεν πήραν όμως τίποτα. Δεν πρόκειται για υπόθεση φόνου,
επειδή η Μάργκο εξακολουθεί να είναι σε κώμα, η γραμμή της
αστυνομίας λοιπόν είναι ότι πρόκειται για μια
προχειροσχεδιασμένη ληστεία με ατυχή κατάληξη».
«Ατυχή για τη Μάργκο».
«Και πάρα πολύ ευτυχή για τη Seaboard. Η οικογένειά της
πνίγεται στα χρέη για την περίθαλψή της. Λίγες μέρες μετά την
επίθεση, εμφανίζεται μια κτηματομεσιτική από το Λος
Άντζελες, η Open Vista, και προσφέρει στην ξαδέλφη της
Μάργκο, για αυτόν τον παραλιακό θαμνότοπο, τιμή
τετραπλάσια της εμπορικής του αξίας. Για να το κάνουν
ιδιωτικό καταφύγιο άγριας ζωής. Ζήτησα λοιπόν από το
Πράσινο Μέτωπο να ψάξουν λίγο αυτή την Open Vista. Η
εγγραφή της έγινε μόλις πριν από οκτώ εβδομάδες, και
μάντεψε ποιανού το όνομα είναι πρώτο στη λίστα με τους
χρηματοδότες». Η Βαν Ζαντ γνέφει κατά την κατεύθυνση του
νησιού Σουανέκε.
Η Λουίζα τα ζυγίζει όλα αυτά. «Θα έχεις νέα μου σύντομα,
Έστερ».
«Το ελπίζω».

27
O Αλμπέρτο Γκριμάλντι απολαμβάνει τις Εξωσχολικές
Ενημερώσεις Ασφαλείας του με τον Μπιλ Σμόουκ και τον Τζο
Νέιπιερ στο γραφείο του στο Σουανέκε. Του αρέσει το
πρακτικό πνεύμα αυτών των δύο, σε αντίθεση με την
κουστωδία των αυλοκολάκων και όσων του ζητάνε κάτι. Του
αρέσει να στέλνει τη γραμματέα του στη ρεσεψιόν, όπου
διευθυντές εταιρειών, συνδικαλιστές και κυβερνητικοί
αναγκάζονται να περιμένουν, ιδανικά για ώρες, και να την
ακούνε να λέει: «Μπιλ, Τζο, ο κύριος Γκριμάλντι έχει λίγο
χρόνο να σας διαθέσει τώρα». Ο Σμόουκ και ο Νέιπιερ
επιτρέπουν στον Γ. Έντγκαρ Χούβερ που κρύβει ο Γκριμάλντι
στον χαρακτήρα του να εκδηλωθεί. Στον Νέιπιερ βλέπει ένα
αμετακίνητο μπουλντόγκ, που τα τριάντα πέντε χρόνια του
στην Καλιφόρνια δεν έχουν μαλακώσει τα παιδικάτα του στο
Νιου Τζέρσι· ο Μπιλ Σμόουκ, πάλι, είναι ο σύντροφος που
περνάει από τοίχους, ηθικές και νομιμότητες για να κάνει το
θέλημα του αφέντη του.
Στη σημερινή συνάντηση συμμετέχει η Φέι Λι, που την
κάλεσε ο Νέιπιερ για το τελευταίο ζήτημα της σιωπηρής τους
ατζέντας: μια δημοσιογράφος που βρίσκεται στο Σουανέκε
αυτό το Σαββατοκύριακο, η Λουίζα Ρέι, και μπορεί να αποτελεί
πιθανό κίνδυνο, μπορεί και όχι. «Οπότε, Φέι» ρωτά ο
Γκριμάλντι, στηριγμένος στην άκρη του γραφείου του, «τι
ξέρουμε για δαύτη;».
Η Φέι Λι μιλάει λες και διαβάζει από έναν νοερό κατάλογο.
«Ρεπόρτερ στο Spyglass – να υποθέσω ότι όλοι το γνωρίζουμε,
σωστά; Είκοσι έξι ετών, φιλόδοξη, προοδευτική μάλλον, παρά
ακραία. Κόρη του γνωστού Λέστερ Ρέι, του ξένου ανταποκριτή
που πέθανε πρόσφατα. Η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε έναν
αρχιτέκτονα έπειτα από ένα αδιάφορο διαζύγιο πριν από επτά
χρόνια, ζει στα προάστια του Γιούιν­σβιλ, στην Μπουένας
Γέρμπας. Αδέλφια δεν έχει. Ιστορία και οικονομικά στο
Μπέρκλεϊ, με άριστα. Ξεκίνησε στην LA Recorder, πολιτικά
άρθρα στην Tribune και στη Herald. Ελεύθερη, ζει μόνη,
πληρώνει τους λογαριασμούς της στην ώρα τους».
«Βαρετή όσο δεν παίρνει» σχολιάζει ο Νέιπιερ.
«Θυμίστε μου, τότε, γιατί μιλάμε για δαύτη» λέει ο Σμόουκ.
Η Φέι Λι απευθύνεται στον Γκριμάλντι: «Την πιάσαμε να
περιφέρεται στο Ερευνητικό την Τρίτη, στα εγκαίνια.
Ισχυρίστηκε ότι είχε ραντεβού με τον δρα Σίξμιθ».
«Για ποιο πράγμα;»
« Ένα άρθρο που της ανέθεσε το Spyglass, νομίζω όμως ότι
πήγαινε να ψαρέψει».
Ο διευθύνων σύμβουλος γυρνάει στον Νέιπιερ, κι αυτός
ανασηκώνει τους ώμους: «Δύσκολο να πω, κύριε Γκριμάλντι.
Αν όντως πήγαινε να ψαρέψει, θα πρέπει να θεωρήσουμε
δεδομένο ότι ξέρει τι σόι ψάρι γύρευε».
Αδυναμία του Γκριμάλντι είναι να κάνει λιανά το ευκόλως
εννοούμενο. «Την αναφορά».
«Οι δημοσιογράφοι έχουν πυρετώδη φαντασία» λέει η Λι,
«ιδίως όταν είναι νέοι και φιλόδοξοι και ψάχνουν το πρώτο τους
μεγάλο λαβράκι. Φαντάζομαι ότι ίσως πιστεύει πως ο θάνατος
του δρα Σίξμιθ θα μπορούσε να είναι… Πώς να το θέσω;»
O Αλμπέρτο Γκριμάλντι παίρνει μια απορημένη έκφραση.
«Κύριε Γκριμάλντι» παρεμβαίνει ο Σμόουκ, «αυτό που
πιστεύω ότι η Φέι έχει υπερβολικό τακτ για να ξεστομίσει είναι
το εξής: αυτή η Ρέι ίσως φαντάζεται ότι ξεκάναμε τον δρα
Σίξμιθ».
«“Ξεκάναμε”; Μέγας είσαι, Κύριε. Αλήθεια; Τζο; Εσύ τι
λες;»
Ο Νέιπιερ σηκώνει τις παλάμες. «Μπορεί να έχει δίκιο η Φέι,
κύριε Γκριμάλντι. Το Spyglass δεν φημίζεται για τη στενή του
σχέση με την πραγματικότητα».
« Έχουμε κάτι που να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε
εναντίον του περιοδικού;» ρωτά ο Γκριμάλντι.
Ο Νέιπιερ κουνάει το κεφάλι του αρνητικά. «Θα το βάλω
μπρος».
«Τηλεφώνησε» συνεχίζει η Λι «για να ρωτήσει αν μπορεί να
πάρει συνεντεύξεις από μερικούς δικούς μας για ένα άρθρο του
στιλ Η-καθημερινότητα-ενός-επιστήμονα. Την προσκάλεσα
λοιπόν στο ξενοδοχείο για το αποψινό δείπνο, και υποσχέθηκα
να τη συστήσω σε μερικούς ανθρώπους το Σαββατοκύριακο.
Μάλιστα» κοιτάζει το ρολόι της, «είναι να τη βρω εκεί σε μία
ώρα».
«Εγώ έδωσα την έγκριση, κύριε Γκριμάλντι» λέει ο Νέιπιερ.
«Καλύτερα να ψαχουλεύει κάτω από τη μύτη μας, για να τη
βλέπουμε».
«Πολύ σωστά, Τζο. Πολύ σωστά. Να αξιολογήσεις σε πόσο
κίνδυνο μας βάζει. Και την ίδια ώρα βάλε τέλος σε τυχόν
μακάβριες υποψίες για τον κακόμοιρο τον Ρούφους».
Χαμογελάκια τριγύρω. «Λοιπόν, Φέι, Τζο, αυτό ήταν, σας
ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Μπιλ, να τα πούμε για ορισμένα
ζητήματα στο Τορόντο».
Αφήνουν τον διευθύνοντα σύμβολο και τον διακανονιστή του
μόνους.
«Ο φίλος μας» αρχίζει ο Γκριμάλντι, «ο Λόιντ Χουκς. Με
ανησυχεί».
Ο Μπιλ Σμόουκ το σκέφτεται. «Από ποια άποψη;»
«Περιφέρεται λες και έχει στα χέρια του καρέ του άσου. Δεν
μου αρέσει. Έχε τον στον νου σου».
Ο Μπιλ Σμόουκ γέρνει το κεφάλι.
«Και καλά θα κάνεις να έχεις κρυμμένο στο μανίκι σου κάποιο
ατύχημα για τη Λουίζα Ρέι. Η δουλειά σου στο αεροδρόμιο
ήταν υποδειγματική, όμως ο Σίξμιθ ήταν επιφανής αλλοδαπός
υπήκοος και δεν θέλουμε να ξεθάψει αυτή η γυναίκα τίποτα
φήμες για βρομοδουλειές». Γνέφει κατά κει που έφυγαν ο
Νέιπιερ και η Λι. «Αυτοί οι δυο υποψιάζονται τίποτα για τον
Σίξμιθ;»
«Η Λι δεν σκέφτεται τίποτα. Δημόσιες σχέσεις κάνει, και
τέλος. Ο Νέιπιερ δεν βλέπει. Υπάρχουν οι τυφλοί, κύριε
Γκριμάλντι, υπάρχουν αυτοί που κάνουν τους τυφλούς, κι
υπάρχουν κι αυτοί που σύντομα θα βγουν στη σύνταξη».

28
Ο Άιζακ Σακς κάθεται σκυμμένος στο τζαμωτό του μπαρ του
ξενοδοχείου Σουανέκε και κοιτάζει τις θαλαμηγούς στα
κρεμώδη μπλε του απόβραδου. Στο τραπέζι έχει μια ανέγγιχτη
μπίρα. Οι σκέψεις του επιστήμονα πηγαίνουν από τον θάνατο
του Ρούφους Σίξμιθ στον φόβο μη βρεθεί το αντίγραφο της
αναφοράς του Σίξμιθ που έχει κρύψει, κι αποκεί στην
προειδοποίηση του Νέιπιερ περί εμπιστευτικότητας.
Συμφωνήσατε, δρ Σακς, ότι οι ιδέες σας είναι κτήμα της Seaboard. Δεν
θέλετε να αθετήσετε μια συμφωνία με έναν άνθρωπο σαν τον κύριο
Γκριμάλντι, σωστά; Άγαρμπο, μα αποτελεσματικό.
Ο Σακς προσπαθεί να θυμηθεί πώς ήταν να μην περιφέρεται
με το στομάχι του δεμένο κόμπο. Αποζητά το παλιό του
εργαστήριο στο Κονέτικατ, όπου ο κόσμος ήταν φτιαγμένος
από μαθηματικά, ενέργεια και αλυσιδωτές αντιδράσεις, κι ο
ίδιος ήταν ο εξερευνητής του. Καμία δουλειά δεν έχει σε
τούτες τις πολιτικές τάξεις μεγέθους, όπου για μια παρέκκλιση
από τη νομιμοφροσύνη σου μπορεί να βρεθείς με τα μυαλά σου
να πιτσιλάνε το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Αυτή την
αναθεματισμένη την αναφορά, Σακς, θα τη σχίσεις, σελίδα τη σελίδα.
Έπειτα οι σκέψεις του πηγαίνουν στη συσσώρευση του
υδρογόνου, στην έκρηξη, στα γεμάτα νοσοκομεία, στους
πρώτους θανάτους από τη ραδιενέργεια. Στην επίσημη έρευνα.
Στους αποδιοπομπαίους τράγους. Ο Σακς κοπανάει τις
αρθρώσεις των δαχτύλων του μεταξύ τους. Ως τώρα, η
προδοσία του απέναντι στη Seaboard είναι ένα έγκλημα που
έχει διαπραχθεί μονάχα στην πρόθεση, όχι στην πράξη. Τολμώ
να περάσω αυτή τη γραμμή; Τρίβει τα κουρασμένα μάτια του. Ο
διευθυντής του ξενοδοχείου οδηγεί μια ομάδα ανθοπώλες στην
αίθουσα δεξιώσεων. Μια γυναίκα κατεβαίνει, γυρεύει κάποιον
που ακόμη δεν έχει έρθει, και μπαίνει στη φασαρία του μπαρ.
Ο Σακς θαυμάζει το σοφά επιλεγμένο σουέτ κοστούμι της, την
καλλίγραμμη σιλουέτα της, τις διακριτικές της πέρλες. Ο
μπάρμαν τής βάζει ένα ποτήρι λευκό κρασί, και κάνει ένα
αστείο στο οποίο παίρνει απάντηση, όχι όμως και χαμόγελο.
Γυρίζει προς το μέρος του και αυτός αναγνωρίζει τη γυναίκα
που πέρασε για τη Μέγκαν Σίξμιθ πριν από πέντε μέρες: ο
κόμπος του φόβου σφίγγει κι άλλο, κι ο Σακς φεύγει τρέχοντας
απ’ τη βεράντα, το πρόσωπό του αλλού στραμμένο.
Η Λουίζα ξεστρατίζει προς το τζαμωτό. Στο τραπέζι έχει μια
ανέγγιχτη μπίρα, ο ιδιοκτήτης της όμως δεν φαίνεται πουθενά,
κάθεται λοιπόν στη ζεστή ακόμη θέση. Η καλύτερη θέση στο
μαγαζί. Κοιτάζει τις θαλαμηγούς στα κρεμώδη μπλε του
απόβραδου.
29
Το βλέμμα του Αλμπέρτο Γκριμάλντι πλανιέται στην
κηροφώτιστη αίθουσα δεξιώσεων. Στον χώρο κελαρύζουν
κουβέντες που πιο πολύ λέγονται παρά ακούγονται. Η ομιλία
του απέσπασε περισσότερα και διαρκέστερα γέλια από αυτή
του Λόιντ Χουκς, ο οποίος τώρα κάθεται και συζητάει σοβαρά
με τον αντιπρόεδρο του Γκριμάλντι, τον Γουίλιαμ Γουάιλι. Τι να
συζητάνε οι δυο τους με τέτοια προσήλωση, λοιπόν; Ο Γκριμάλντι κάνει
μια ακόμα νοερή σημείωση για τον Μπιλ Σμόουκ. Ο
επικεφαλής του Οργανισμού Περιβαλλοντικής Προστασίας του
λέει μια ατελείωτη ιστορία για τα μαθητικά χρόνια του Χένρι
Κίσινγκερ, οπότε ο Γκριμάλντι αρχίζει να μιλά σε ένα
πλασματικό ακροατήριο για το ζήτημα της εξουσίας.
«“Εξουσία”. Τι εννοούμε με τη λέξη; “Τη δυνατότητα να καθορίζουμε την
τύχη ενός άλλου”. Άνθρωποι της επιστήμης, μεγιστάνες του
κατασκευαστικού τομέα και διαμορφωτές της κοινής γνώμης: θα μπορούσα
να απογειωθώ με το τζετ μου από το Λα Γκουάρντια, και πριν ακόμη
προσγειωθώ στην ΜΓ θα ήσασταν ένα τίποτα. Τους μεγιστάνες της Γουόλ
Στριτ, τους εκλεγμένους αξιωματούχους και τους δικαστές, πάλι, για να σας
σπρώξω απ’ τις κούρνιες σας, ίσως να χρειαζόμουν κι άλλο χρόνο, η τελική
σας πτώση όμως θα ήταν εξίσου ολοκληρωτική». Ο Γκριμάλντι κοιτάζει
τον επικεφαλής του ΟΠΠ για να βεβαιωθεί πως η διάσπαση
της προσοχής του δεν έχει γίνει αντιληπτή – δεν έχει γίνει. «Κι
ωστόσο, πώς γίνεται ορισμένοι να καταφέρνουν να επιβάλλονται στους
άλλους ενώ η συντριπτική πλειονότητα ζουν και πεθαίνουν σαν
υποτακτικοί, σαν ζώα; Η απάντηση είναι μια αγία τριάδα. Πρώτον: τα
θεόσταλτα χαρίσματα της γοητείας. Δεύτερον: η πειθαρχία να
καλλιεργήσεις τα χαρίσματα αυτά ώσπου να ωριμάσουν, διότι, αν και στα
καλλιεργήσιμα εδάφη της ανθρωπότητας τα ταλέντα αφθονούν, μόνο ένας
σπόρος στους δέκα χιλιάδες θα ανθίσει – ελλείψει πειθαρχίας».
Φευγαλέα, ο Γκριμάλντι βλέπει τη Φέι Λι να οδηγεί την
ενοχλητική Λουί­ζα Ρέι σ’ ένα πηγαδάκι με επίκεντρο τον Σπύρο
Άγκνιου. Από κοντά, η ρεπόρτερ είναι ομορφότερη απ’ ό,τι στη
φωτογραφία της: Έτσι, λοιπόν, έριξε τον Σίξμιθ. Το βλέμμα του
συναντά αυτό του Μπιλ Σμόουκ. «Τρίτον: η θέληση για την
εξουσία. Αυτό είναι το αίνιγμα στον πυρήνα των ποικίλων ανθρώπινων
πεπρωμένων. Τι κάνει ορισμένους να συσσωρεύουν την εξουσία ενώ η
πλειονότητα των συμπατριωτών τους τη χάνουν, την κακοδιαχειρίζονται ή
την αποφεύγουν; Ο εθισμός; Ο πλούτος; Η επιβίωση; Η φυσική επιλογή;
Λέω πως όλα αυτά είναι προσχήματα και αιτιατά, και όχι η αιτία. Η
μοναδική απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι: “Δεν υπάρχει ‘Γιατί’. Αυτή
είναι η φύση μας”. Το “Ποιος” και το “Tι” έχουν βαθύτερες ρίζες από το
“Γιατί”».
O επικεφαλής του Οργανισμού Περιβαλλοντικής Προστασίας
σειέ­ται απ’ τα γέλια με την ίδια του την ατάκα. Ο Γκριμάλντι
χαχανίζει μέσα απ’ τα δόντια του. «Τα ’σπασες, Τομ, στ’
αλήθεια τα ’σπασες».

30
Η Λουίζα Ρέι παριστάνει τη χαζή και φρόνιμη ρεπόρτερ για να
καθησυχάσει τη Φέι Λι πως είναι ακίνδυνη. Μόνο τότε ίσως της
δοθεί μια σχετική ελευθερία ώστε να ξετρυπώσει
αντιφρονούντες σαν τον Σίξμιθ. Ο Τζο Νέιπιερ, ο υπεύθυνος
ασφαλείας, θυμίζει στη Λουίζα τον πατέρα της –
συγκρατημένος, νηφάλιος, παρόμοια ηλικία και φαλάκρα. Μια
δυο φορές στη διάρκεια του πολυτελούς γεύματος των δέκα
πιά­των τον τσάκωσε να την κοιτάζει συλλογισμένα. «Που λες,
Φέι, δεν νιώθεις ποτέ εγκλωβισμένη στο Σουανέκε, έστω και
λίγο;»
«Στο Σουανέκε; Μα εδώ είναι παράδεισος!» λέει με
ενθουσιασμό η δημοσιοσχεσίτρια. «Η Μπουένας Γέρμπας
απέχει μόνο μία ώρα, πιο κάτω είναι το Λ.Α., η οικογένειά μου
είναι στο Σαν Φρανσίσκο, είναι τέλεια. Επιδοτούμενα
καταστήματα και υπηρεσίες κοινής ωφελείας, δωρεάν ιατρικές
εξετάσεις, καθαρός αέρας, εγκληματικότητα μηδέν, θέα στη
θάλασσα. Ακόμα και οι άντρες» της εκμυστηρεύεται, sotto voce,
«έχουν ήδη περάσει από έλεγχο –μάλιστα έχω πρόσβαση στους
φακέλους τους–, οπότε ξέρεις ότι δεν υπάρχει περίπτωση να
μπλέξεις με κάνα έκτρωμα. Και μια και το έφερε η κουβέντα –
Άιζακ! Άιζακ! Επιστρατεύεσαι». Η Φέι Λι γραπώνει τον Άιζακ
Σακς απ’ τον αγκώνα. «Θα θυμάσαι που έπεσες πάνω στη
Λουίζα Ρέι τις προάλλες».
«Μεγάλη τύχη αυτή η επιστράτευση – γεια σου, Λουίζα, και
πάλι».
Η Λουίζα αντιλαμβάνεται μια νευρικότητα στη χειραψία του.
«Η δεσποινίδα Ρέι βρίσκεται εδώ» λέει η Φέι Λι «για να
γράψει ένα άρθρο για την ανθρωπολογία του Σουανέκε».
«Α, ναι; Είμαστε ανιαρή φυλή. Ελπίζω να καταφέρεις να
γράψεις τον απαιτούμενο αριθμό λέξεων».
Η Φέι Λι χαμογελά πλατιά. «Είμαι σίγουρη ότι ο Άιζακ θα βρει
λίγο χρόνο να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις σου, Λουίζα, έτσι
δεν είναι, Άιζακ;»
«Είμαι ο πιο ανιαρός απ’ όλους».
«Μην τον πιστεύεις, Λουίζα» την προειδοποιεί η Φέι Λι.
«Είναι ένα κομμάτι της στρατηγικής του Άιζακ. Με το που
χαλαρώσουν οι άμυνές σου, ορμάει».
Ο υποτιθέμενος Καζανόβας ταλαντεύεται, και χαμογελά
αμήχανα κοιτάζοντας κατά τα πόδια του.

31
«Το τραγικό ελάττωμα του Άιζακ Σακς» εξηγεί ο Άιζακ Σακς,
χυμένος στο τζαμωτό απέναντι από τη Λουίζα Ρέι δυο ώρες
αργότερα, «είναι το εξής. Παραείναι δειλός για μαχητής, αλλά
όχι αρκετά δειλός για να κυλιέται στο πάτωμα σαν καλό
σκυλάκι». Τα λόγια του γλιστράνε όπως γλιστράει στον πάγο ο
Μπάμπι το ελαφάκι. Στο τραπέζι είναι ένα σχεδόν άδειο
μπουκάλι κρασί. Το μπαρ είναι άδειο. Ο Σακς ούτε θυμάται την
τελευταία φορά που μέθυσε τόσο πολύ, ή που ένιωσε τόσο
τσιτωμένος και χαλαρός ταυτόχρονα: χαλαρός, επειδή μια
έξυπνη κοπέλα χαίρεται τη συντροφιά του· τσιτωμένος, επειδή
είναι έτοιμος να ανοίξει το εξάνθημα που έχει στη συνείδησή
του. Προς έκπληξη και θυμηδία του Σακς, η Λουίζα του
αρέσει, και λυπάται βαθιά που γνωρίστηκαν υπό αυτές τις
συνθήκες. Η γυναίκα και η δημοσιογράφος συνεχώς
μπερδεύονται μεταξύ τους. «Ας αλλάξουμε θέμα» λέει ο Σακς.
«Το αυτοκίνητό σου, το» λέει με προφορά αξιωματικού των SS
σε χολιγουντιανή ταινία «“Volkswagen” σου. Πώς το λένε;».
«Πού το ξέρεις ότι ο Σκαραβαίος μου έχει όνομα;»
«Όσοι έχουν Σκαραβαίο τον βαφτίζουν. Σε παρακαλώ όμως
μη μου πεις ότι το λένε Τζον, Τζορτζ, Πολ ή Ρίνγκο». Θεέ μου,
Λουίζα Ρέι, τι όμορφη που είσαι.
Λέει: «Θα γελάσεις».
«Δεν θα γελάσω».
«Θα γελάσεις».
«Εγώ, ο Άιζακ Κάσπαρ Σακς, ορκίζομαι σ’ ό,τι έχω ιερό πως
δεν θα γελάσω».
«Με αυτό το “Κάσπαρ” στ’ όνομά σου, το καλό που σου θέλω
να μη γελάσεις. “Γκαρσία” το λένε τ’ αμάξι μου».
« “Γκαρσία”».
Σείονται κι οι δυο, αθόρυβα, ώσπου βάζουν τα γέλια. Μπορεί
να της αρέσω κι εγώ, μπορεί να μην κάνει απλώς τη δουλειά της.
Η Λουίζα τιθασεύει το γέλιο της. «Τόση αξία έχουν οι όρκοι
σου λοιπόν;»
Ο Σακς κάνει μια χειρονομία mea culpa και σκουπίζει τα μάτια
του. «Συνήθως διαρκούν περισσότερο. Δεν ξέρω γιατί είναι
τόσο αστείο, θέλω να πω, το Γκαρσία» –γελάει απ’ τη μύτη–
«δεν είναι και τόσο αστείο όνομα. Κάποτε έβγαινα με μια
κοπέλα που έλεγε το αυτοκίνητό της “Ροσινάντη”, αν έχεις τον
Θεό σου».
«Το έβγαλε έτσι ένας πρώην μου, ένας μπίτνικ απ’ το
μπουρδο-Μπέρκλεϊ. Απ’ τον Τζέρι Γκαρσία, ξέρεις τώρα, αυτόν
από τους Grateful Dead. Το άφησε στην εστία μου όταν
πετάχτηκε μια φλάντζα απ’ τη μηχανή στο καπό, τον καιρό
περίπου που με παράτησε για μια μαζορέτα. Κλισέ, μα
αληθινό».
«Και δεν του έβαλες φωτιά;»
«Δεν φταίει ο Γκαρσία που ο πρώην ιδιοκτήτης του όλο
γκομένιζε».
«Ο τύπος δεν ήξερε τι του γινόταν». Ο Σακς δεν σκόπευε να
το πει, δεν ντρέπεται όμως που το είπε.
Η Λουίζα Ρέι κουνάει το κεφάλι της καταδεκτικά. «Τέλος
πάντων, του πάει το Γκαρσία. Μονίμως ξεκούρδιστο, πότε
τρέχει, πότε τα παίζει, το πορτμπαγκάζ του δεν κλειδώνει,
χάνει λάδια, κι ωστόσο δεν εννοεί να τα τινάξει».
Πρότεινέ της να έρθει στο δωμάτιό σου, σκέφτεται ο Σακς. Μην είσαι
ανόητος, δεν είστε παιδάκια.
Κοιτούν τα κύματα να σκάνε στο φεγγαρόφωτο.
Πες το. «Τις προάλλες» –η φωνή του είναι ψιθυριστή και του
έρχεται εμετός– «έψαχνες κάτι στο γραφείο του Σίξμιθ». Οι
ίσκιοι μοιάζουν να στυλώνουν το αυτί. « Έτσι δεν είναι;»
Η Λουίζα κοιτάζει μην και κρυφακούει κανείς, και μιλάει
πολύ σιγανά. «Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, ο δρ Σίξμιθ έγραψε μια
αναφορά».
«Ο Ρούφους έπρεπε να συνεργαστεί πολύ στενά με την ομάδα
που σχεδίασε και κατασκεύασε το μαραφέτι. Δηλαδή, μ’
εμένα».
«Ξέρεις, άρα, ποια ήταν τα συμπεράσματά του; Για τον
αντιδραστήρα HYDRA;»
«Όλοι μας! Ο Τζέσοπς, ο Μόουζες, ο Κίιν… Όλοι ξέρουν».
«Για ένα πολύ σημαντικό λάθος στον σχεδιασμό;»
«Ναι». Τίποτα δεν έχει αλλάξει, μόνο που έχουν αλλάξει όλα.
«Αν συνέβαινε ατύχημα, πόσο άσχημο θα ήταν;»
«Αν έχει δίκιο ο δρ Σίξμιθ, θα είναι πολύ, πολύ χειρότερα από
άσχημο».
«Και γιατί δεν έκλεισε το Σουανέκε Β για να γίνει περαιτέρω
διερεύνηση;»
«Χρήμα, εξουσία, οι συνήθεις ύποπτοι».
«Εσύ συμφωνείς με τα ευρήματα του Σίξμιθ;»
Πρόσεχε. «Συμφωνώ ότι υπάρχει σημαντικό θεωρητικό ρίσκο».
«Σου ασκήθηκαν πιέσεις να μη μιλήσεις παραέξω για αυτές
τις αμφιβολίες σου;»
«Σε όλους τους επιστήμονες, ναι. Όλοι οι επιστήμονες
συμφώνησαν. Εκτός απ’ τον Σίξμιθ».
«Ποιος, Άιζακ; Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι; Το όλο ζήτημα φτάνει
μέχρι την κορυφή;»
«Λουίζα, αν έφτανε στα χέρια σου ένα αντίγραφο της
αναφοράς, τι θα το έκανες;»
«Θα το δημοσίευα το γρηγορότερο δυνατόν».
«Ξέρεις ότι…» Δεν μπορώ να το πω.
«Ότι υπάρχουν άνθρωποι στα ανώτερα κλιμάκια που θα
προτιμούσαν να με δουν νεκρή απ’ το να δουν το HYDRA να
απαξιώνεται; Είναι το μόνο που ξέρω αυτή τη στιγμή».
«Δεν υπόσχομαι τίποτα». Χριστέ μου, πόσο τζούφιος. « Έγινα
επιστήμονας επειδή… επειδή είναι σαν να κοσκινίζεις στα
λασπωμένα ρέματα για να βρεις χρυσάφι. Το χρυσάφι είναι η
αλήθεια. Δεν – δεν ξέρω τι θέλω να κάνω…»
«Κι οι δημοσιογράφοι σε εξίσου λασπωμένα ρέματα
ψάχνουν».
Το φεγγάρι έχει ανέβει πάνω από το νερό.
«Κάνε» λέει τελικά η Λουίζα «αυτό που δεν μπορείς να μην
κάνεις».

32
Στον αέρα και τη λιακάδα του πρωινού η Λουίζα Ρέι
παρακολουθεί παίκτες του γκολφ να διασχίζουν το χλοερό
γήπεδο, και αναρωτιέται τι θα είχε γίνει χθες βράδυ αν είχε
καλέσει τον Άιζακ Σακς στο δωμάτιό της. Είναι να τη
συναντήσει στο πρωινό.
Αναρωτιέται αν έπρεπε να είχε τηλεφωνήσει στον Χαβιέ. Δεν
είσαι μάνα του, δεν είσαι κηδεμόνας του, μια απλή γειτόνισσα είσαι. Δεν
πείθεται, αλλά ακριβώς όπως δεν ήξερε πώς να αγνοήσει το
αγόρι που είχε βρει να κλαίει δίπλα στο φρεάτιο των
σκουπιδιών, ακριβώς όπως δεν γινόταν να μην κατέβει στον
επιστάτη για να δανειστεί τα κλειδιά του, να ξεσκαλίσει τον
κάδο των σκουπιδιών και να βρει τα λατρεμένα του άλμπουμ
με τα γραμματόσημα, έτσι και τώρα δεν ξέρει πώς να
ξεμπλέξει. Το αγόρι δεν έχει κανέναν άλλο, και τα εντεκάχρονα
δεν ξέρουν από διακριτικότητες. Και εξάλλου, εσύ έχεις κανέναν
άλλο;
«Δείχνεις να είσαι σε μεγάλη φουρτούνα» λέει ο Τζο Νέιπιερ.
«Τζο. Κάθισε».
«Α, ευχαριστώ. Έχω άσχημα νέα. Ο Άιζακ Σακς ζητά
συγγνώμη, αναγκαστικά όμως θα σε στήσει».
«Πώς κι έτσι;»
«Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι πήγε σήμερα το πρωί στις
εγκαταστάσεις μας στο Θρι Μάιλ Άιλαντ – σε μια προσπάθεια
να καλοπιάσει κάτι Γερμανούς. Ήταν να πάει μαζί του ο
Σίντνεϊ Τζέσοπς για τεχνική υποστήριξη, μα ο πατέρας του Σιντ
έπαθε έμφραγμα, και η εναλλακτική ήταν ο Άιζακ».
«Α, έτσι. Έχει ήδη φύγει;»
«Δυστυχώς. Βρίσκεται–», ο Νέιπιερ κοιτάζει το ρολόι του,
«πάνω από τα Βραχώδη Όρη, στο Κολοράντο. Με χανγκόβερ,
λογικά».
Μη δείξεις την απογοήτευσή σου. «Πότε επιστρέφει;»
«Αύριο πρωί».
«Α».
Να πάρει, να πάρει, να πάρει.
« Έχω τα διπλάσια χρόνια του Άιζακ και είμαι τρεις φορές πιο
άσχημος, η Φέι όμως μου ζήτησε να σε ξεναγήσω στις
εγκαταστάσεις. Έχει προγραμματίσει μερικές συνεντεύξεις με
ανθρώπους που πιστεύει ότι ίσως σε ενδιαφέρουν».
«Τζο, καλοσύνη όλων σας που μου αφιερώνετε τόσο χρόνο
απ’ το Σαββατοκύριακό σας» λέει η Λούιζα. Ήξερες πως ο Σακς
ήταν στα πρόθυρα της λιποταξίας; Πώς; Εκτός κι αν ο Σακς ήταν βαλτός;
Είμαι έξω απ’ τα νερά μου.
«Είμαι ένας μοναχικός γέρος με πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο».

33
«Δηλαδή το τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης το λέτε θερμοκήπιο
επειδή εδώ ζουν οι φύτουκλες» λέει η Λουίζα γελώντας, και το
γράφει στο μπλοκάκι της ενώ ο Τζο Νέιπιερ της ανοίγει την
πόρτα της αίθουσας ελέγχου δύο ώρες αργότερα. «Το κτίριο του
αντιδραστήρα πώς το λέτε;»
Ένας τεχνικός που μασάει τσίχλα φωνάζει: «Πατρίδα των
Γενναίων».
Το ύφος του Τζο λέει γελάσαμε. «Αυτό σίγουρα δεν είναι
δημοσιεύσιμο».
«Σου έχει πει ο Τζο πώς λέμε την πτέρυγα της ασφάλειας;»
ρωτά ο ελεγκτής με πλατύ χαμόγελο.
Η Λουίζα κουνάει αρνητικά το κεφάλι της.
«Πλανήτη των Πιθήκων». Στρέφεται στον Νέιπιερ. «Κάνε τις
συστάσεις, Τζο».
«Κάρλο Μπον, αποδώ η Λουίζα Ρέι. Η Λουίζα είναι
δημοσιογράφος, ο Κάρλο είναι αρχιτεχνικός. Αν μείνεις κι άλλο
εδώ, θα ακούσεις ένα σωρό επίθετα για δαύτον».
«Θα σου δείξω τα κατατόπια, άμα σε αφήσει ο Τζο για πέντε
λεπτά».
Ο Νέιπιερ κοιτάζει τη Λουίζα όσο ο Μπον της δείχνει τη
φωτισμένη με λάμπες φθορισμού αίθουσα με τους πίνακες και
τους μετρητές. Υφιστάμενοι ελέγχουν εκτυπώσεις, κοιτάνε
συνοφρυωμένοι διακόπτες, κρατάνε σημειώσεις. Ο Μπον τη
φλερτάρει και, όταν η Λουίζα του γυρίζει την πλάτη, κοιτάζει
τον Νέιπιερ, και σχηματίζει με τα χέρια του μεγάλα στήθη·
σοβαρός, ο Νέιπιερ κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Η Μίλι θα σου
τα ζάλιζε, σκέφτεται. Θα σε καλούσε για δείπνο, θα σ’ έσκαγε στο φαΐ
και θα σου τα έπρηζε για ό,τι ζήτημα χρειάζεσαι πρήξιμο. Θυμάται τη
Λουίζα πρόωρα ανεπτυγμένο εξάχρονο κοριτσάκι. Πρέπει να είναι
δυο δεκαετίες απ’ όταν σε είδα τελευταία φορά στο αντάμωμα του
τμήματος της 10ης Περιφέρειας. Απ’ όλες τις δουλειές που θα μπορούσε να
κάνει εκείνο το αυθάδικο κοριτσάκι, απ’ όλες τις δημοσιογράφους που θα
μπορούσαν να πάρουν μυρωδιά τον θάνατο του Σίξμιθ, γιατί η κόρη του
Λέστερ Ρέι; Γιατί τόσο κοντά στη συνταξιοδότησή μου; Ποιος τη
σκαρφίστηκε αυτή την αρρωστημένη φάρσα; Η πόλη η ίδια;
Του ’ρχεται να βάλει τα κλάματα.

34
Η Φέι Λι ψάχνει το δωμάτιο της Λουίζα Ρέι σβέλτα κι επιδέξια
ενώ ο ήλιος πέφτει. Κοιτάζει μέσα στο καζανάκι της
τουαλέτας· κάτω από το στρώμα, μην και βρει ανοίγματα· τις
μοκέτες, μην και βρει χαλαρά σημεία· μέσα στο ψυγειάκι· στην
ντουλάπα. Θα μπορούσε η αναφορά να έχει φωτοτυπηθεί σε
σμίκρυνση. O πειθήνιος ρεσεψιονίστ είπε στη Λι ότι ο Σακς και
η Λουίζα μιλούσαν μέχρι τα χαράματα. Τον Σακς τον
απομάκρυναν σήμερα το πρωί, μα ηλίθιος δεν είναι, θα
μπορούσε να της την έχει αφήσει κάπου. Ξεβιδώνει το
μικρόφωνο του τηλεφώνου και βρίσκει τον προτιμώμενο κοριό
του Νέιπιερ, έναν που μοιάζει με αντιστάτη. Σκαλίζει την
τσάντα της Λουίζα, αλλά δεν βρίσκει έντυπα, εκτός από το Ζεν
και η τέχνη συντήρησης της μοτοσικλέτας. Ξεφυλλίζει το
δημοσιογραφικό μπλοκάκι στο γραφείο, αλλά η
κρυπτογραφημένη στενογραφία της Λουίζα δεν της
αποκαλύπτει και πολλά.
Η Φέι Λι αναρωτιέται αν χάνει την ώρα της. Χάνεις την ώρα σου;
Η Mexxon Oil αύξησε την προσφορά της για την αναφορά Σίξμιθ στα
εκατό χιλιάδες δολάρια. Κι αν σοβαρολογούν για εκατό χιλιάδες, θα
σοβαρολογούν και για ένα εκατομμύριο. Ένα εκατομμύριο δεν είναι τίποτα
μπροστά στην απαξίωση ολόκληρου του προγράμματος ατομικής ενέργειας
και στον πρόωρο ενταφιασμό του. Οπότε, συνέχισε να ψάχνεις.
Το τηλέφωνο χτυπάει τέσσερις φορές: προειδοποίηση πως η
Λουί­ζα Ρέι είναι στο λόμπι και περιμένει το ασανσέρ. Η Λι
βεβαιώνεται πως όλα είναι στη θέση τους και κατεβαίνει στο
λόμπι από τη σκάλα. Δέκα λεπτά αργότερα τηλεφωνεί στη
Λουίζα από τη ρεσεψιόν. «Γεια σου, Λουίζα, η Φέι είμαι. Έχεις
ώρα που γύρισες;»
« Ίσα που πρόλαβα ένα ντουσάκι».
«Είχες αποδοτικό απόγευμα, ελπίζω».
«Απολύτως. Έχω υλικό αρκετό για δύο ή τρία άρθρα».
«Καταπληκτικά. Άκου, αν δεν έχεις κάτι άλλο να κάνεις, τι θα
έλεγες για δείπνο στη λέσχη γκολφ; Οι αστακοί του Σουανέκε
είναι οι καλύτεροι όλων».
«Σοβαρός ισχυρισμός».
«Δεν σου ζητάω να αρκεστείς στον λόγο μου».

35
Θραύσματα καρκινοειδών σε ψηλή στοίβα. Η Λουίζα και η Φέι
Λι βάζουν τα δάχτυλά τους σε δοχεία με νερό αρωματισμένο με
λεμόνι, και με το φρύδι η Λι λέει στον σερβιτόρο να μαζέψει τα
πιάτα. «Χάλια τα έκανα». Η Λουίζα αφήνει την πετσέτα της.
«Είμαι μεγάλη τσαπατσούλα, Φέι. Ενώ εσύ πρέπει ν’ ανοίξεις
σχολή καλών τρόπων για δεσποινίδες στην Ελβετία».
«Οι περισσότεροι στη Seaboard δεν με βλέπουν έτσι. Σου
είπαν μήπως το παρατσούκλι μου; Δεν σου το είπαν; “Κύριος
Λι”».
Η Λουίζα δεν ξέρει ποια αντίδραση περιμένει. «Θα με
βοηθούσε αν μου εξηγούσες λιγάκι».
«Την πρώτη μου βδομάδα στη δουλειά, είμαι στο κυλικείο και
φτιάχνω καφέ. Εμφανίζεται ένας μηχανικός, μου λέει ότι έχει
ένα θέμα μηχανικής φύσης και ρωτάει αν μπορώ να τον
βοηθήσω. Πιο πίσω, κρυφογελάνε οι κολλητοί του. Λέω: “Δεν
νομίζω”. Ο τύπος απαντά: “Εννοείται ότι μπορείς”. Θέλει να
του λαδώσω το μαντζαφλάρι και να του αποσυμπιέσω τα
ούμπαλα».
«Δεκατριάχρονο ήταν ο τύπος;»
«Σαράντα, παντρεμένος, με δυο παιδιά. Που λες, οι κολλητοί
του κυλιούνται στο γέλιο. Εσύ τι θα έκανες; Θα πετούσες
καμιά εξυπνάδα να τον βάλεις στη θέση του, και να δουν ότι τα
πήρες; Θα τον χαστούκιζες, και να σε πούνε υστερική; Άσε
που τέτοιοι ανώμαλοι γουστάρουν τα χαστούκια. Δεν θα έκανες
τίποτα; Και να σου λέει ύστερα κάθε άντρας εδώ γύρω τέτοιες
παπαριές ατιμωρητί;»
«Επίσημη καταγγελία;»
«Και να αποδείξεις ότι οι γυναίκες, μόλις τα βρουν σκούρα,
τρέχουν στους ανώτερους;»
«Τι έκανες λοιπόν;»
« Έβαλα και τον μετέθεσαν στη μονάδα μας στο Κάνσας.
Καταμεσής του πουθενά, καταμεσής του Γενάρη. Λυπάμαι τη
γυναίκα του, μα τον παντρεύτηκε, στο κάτω κάτω. Το πράγμα
μαθεύτηκε, κι έτσι μου κόλλησαν το “κύριος Λι”. Μια αληθινή
γυναίκα δεν θα του είχε φερθεί τόσο σκληρά του κακομοίρη,
όχι, μια αληθινή γυναίκα θα έπαιρνε το αστείο του για
κομπλιμέντο». Η Φέι Λι ισιώνει τις ζάρες του
τραπεζομάντιλου. «Εσύ αντιμετωπίζεις τέτοιες μαλακίες στη
δουλειά σου;»
Η Λουίζα σκέφτεται τον Νούσμπαουμ και τον Τζέικς.
«Μονίμως».
« Ίσως οι κόρες μας να ζήσουν σ’ έναν απελευθερωμένο
κόσμο, εμείς όμως, ξέχνα το. Ό,τι κάνουμε, θα το κάνουμε
μόνες μας, Λουί­ζα. Δεν θα το κάνουν οι άντρες για μας».
Η δημοσιογράφος αντιλαμβάνεται μια αλλαγή στην ατζέντα.
Η Φέι Λι σκύβει προς το μέρος της. «Ελπίζω πως θα με
θεωρείς την πληροφοριοδότριά σου εδώ στο Σουανέκε».
Η Λουίζα κινείται προσεκτικά. «Οι δημοσιογράφοι έχουμε
ανάγκη από πληροφοριοδότες, Φέι, οπότε εννοείται ότι θα το
έχω υπόψη μου. Οφείλω, όμως, να σε προειδοποιήσω ότι το
Spyglass δεν διαθέτει τους πόρους για την αμοιβή που ίσως να–»
«Οι άντρες επινόησαν τα χρήματα. Οι γυναίκες επινόησαν
την αλληλοβοήθεια».
Σοφός, σκέφτεται η Λουίζα, όποιος μπορεί να ξεχωρίσει τις παγίδες
απ’ τις ευκαιρίες. «Δεν καταλαβαίνω… πώς θα μπορούσε μια
μικροδημοσιογράφος να “βοηθήσει” μια γυναίκα της δικής σου
θέσης, Φέι».
«Μην υποτιμάς τον εαυτό σου. Οι φίλα προσκείμενοι
δημοσιογράφοι είναι πολύτιμοι σύμμαχοι. Αν έρθει ποτέ μια
στιγμή που θα θέλεις να συζητήσεις θέματα σημαντικότερα απ’
το πόσες τηγανητές πατάτες καταναλώνουν ετησίως οι
μηχανικοί του Σουανέκε» –η φωνή της χαμηλώνει και
σκεπάζεται από τον ήχο των μαχαιροπίρουνων, τo πιά­νο και τα
γέλια στο βάθος– «όπως τα δεδομένα για τον αντιδραστήρα
HYDRA που συνέλεξε ο δρ Σίξμιθ, για να πω ένα παράδειγμα,
σου εγγυώμαι ότι θα ανακαλύψεις πως είμαι πολύ πιο
συνεργάσιμη απ’ όσο νομίζεις».
Η Φέι Λι κάνει μια στράκα με τα δάχτυλα και το τροχήλατο
τραπεζάκι με τα γλυκά έρχεται προς το μέρος τους. «Λοιπόν,
το σορμπέ λεμόνι και πεπόνι, ελάχιστες θερμίδες, καθαρίζει τον
ουρανίσκο, ιδανικό πριν απ’ τον καφέ. Θα μ’ εμπιστευτείς;»
Η μεταμόρφωση είναι τόσο ολοκληρωτική που η Λουίζα
σχεδόν αναρωτιέται αν άκουσε πράγματι ό,τι άκουσε. «Θα σ’
εμπιστευτώ».
«Χαίρομαι που συνεννοούμαστε».
Η Λουίζα αναρωτιέται: Μέχρι ποιο βαθμό επιτρέπεται η εξαπάτηση
στη δημοσιογραφία; Θυμάται την απάντηση του πατέρα της, ένα
απόγευμα στον κήπο του νοσοκομείου: Αν είπα ποτέ ψέματα για να
βγάλω το ρεπορτάζ; Μωρέ, για να φτάσω ένα εκατοστό πιο κοντά στην
αλήθεια, σου κοπάναγα ψέματα με ουρά.

36
Το κουδούνισμα ενός τηλεφώνου φέρνει τούμπα τα όνειρα της
Λουί­ζα και την προσγειώνει στο φεγγαρόλουστο δωμάτιο.
Πιάνει το πορτατίφ πρώτα, έπειτα το ξυπνητήρι και τελικά το
ακουστικό. Για μια στιγμή δεν θυμάται πώς τη λένε ή σε ποιο
κρεβάτι βρίσκεται. «Λουίζα;» λέει μια φωνή από τα μαύρα
βάθη.
«Ναι, η Λουίζα Ρέι».
«Λουίζα, εγώ είμαι, ο Άιζακ, ο Άιζακ Σακς, σε παίρνω
υπεραστικό».
«Άιζακ! Πού είσαι; Τι ώρα είναι; Γιατί–»
«Σώπα. Συγγνώμη που σε ξύπνησα, και συγγνώμη που με
πήραν με το ζόρι χθες αξημέρωτα. Άκου, στη Βοστόνη είμαι.
Είναι επτάμισι ανατολική ώρα, σύντομα ξημερώνει στην
Καλιφόρνια. Με ακούς, Λουίζα; Με παρακολουθείς;»
Φοβάται. «Ναι, Άιζακ, σ’ ακούω».
«Πριν φύγω απ’ το Σουανέκε, έδωσα στον Γκαρσία ένα δώρο
για σένα, κάτι μικρό, ένα γλυκό τίποτα». Προσπαθεί να κάνει
την πρόταση να ακουστεί χαλαρή. «Καταλαβαίνεις;»
Τι λέει, για όνομα του Θεού;
«Με ακούς, Λουίζα; Ο Γκαρσία έχει ένα δώρο για σένα».
Ένα πιο ξύπνιο κομμάτι του εγκεφάλου της Λουίζα πετάγεται.
Ο Άιζακ Σακς άφησε την αναφορά Σίξμιθ στο αμάξι σου. Είχες πει ότι δεν
κλειδώνει το πορτμπαγκάζ. Εικάζει ότι το ξενοδοχείο σου δεν είναι ασφαλές
και ότι μας παρακολουθούν. «Καλοσύνη σου, Άιζακ. Ελπίζω να μην
ξόδεψες πολλά».
«Αξίζει μέχρι τελευταίας δεκάρας. Συγγνώμη που σε
ξύπνησα».
«Καλό ταξίδι και τα λέμε σύντομα. Να βγούμε για φαγητό,
ίσως;»
«Ναι, αμέ. Τώρα πρέπει να προλάβω την πτήση μου».
«Καλό ταξίδι». Η Λουίζα το κλείνει.
Να φύγω αργότερα, και ήρεμα; Ή να την κάνω απ’ το Σουανέκε τώρα
αμέσως;

37
Μισό χιλιόμετρο παραπέρα, ο νυχτερινός ουρανός λίγο πριν
από την αυγή φαίνεται απ’ το παράθυρο του Τζο Νέιπιερ. Μια
κονσόλα εξοπλισμού ηλεκτρονικής παρακολούθησης πιάνει το
μισό δωμάτιο. Από ένα ηχείο ακούγεται το γουργουρητό μιας
νεκρής τηλεφωνικής γραμμής. Ο Νέιπιερ γυρίζει πίσω μια
μπομπίνα που στριγκλίζει. «Πριν φύγω απ’ το Σουανέκε,
έδωσα στον Γκαρσία ένα δώρο για σένα, κάτι μικρό, ένα γλυκό
τίποτα… καταλαβαίνεις;».
Στον Γκαρσία; Στον Γκαρσία;
Ο Νέιπιερ πίνει με έναν μορφασμό μια γουλιά κρύο καφέ και
ανοίγει έναν φάκελο που γράφει «ΛΡ #2». Συνεργάτες, φίλοι,
επαφές… Δεν υπάρχει Γκαρσία στον κατάλογο. Καλά θα κάνω να
προειδοποιήσω τον Μπιλ Σμόουκ να μην προσεγγίσει τη Λουίζα πριν
καταφέρω να της μιλήσω. Ανάβει τον αναπτήρα του. Ο Μπιλ Σμόουκ
είναι τύπος που δύσκολα τον βρίσκεις, και ακόμα πιο δύσκολα τον
προειδοποιείς. Ο Νέιπιερ κατεβάζει σέρτικο καπνό στα
πνευμόνια του. Χτυπάει το τηλέφωνό του: ο Μπιλ Σμόουκ.
«Ποιος στον πούτσο είναι αυτός ο Γκαρσία λοιπόν;»
«Δεν ξέρω, δεν υπάρχει τίποτα στον φάκελο. Άκου, θέλω να–»
«Γαμώτο, είναι δουλειά σου να ξέρεις, Νέιπιερ».
Α, ώστε έτσι μου απευθύνεσαι τώρα; «Ε! Μη μου μιλάς εμέ–»
«Ε στα μούτρα σου». Ο Μπιλ Σμόουκ το κλείνει.
Σκατά κι απόσκατα. Ο Τζο παίρνει το σακάκι του, σβήνει το
τσιγάρο του, φεύγει απ’ το δωμάτιο και με μεγάλες δρασκελιές
πηγαίνει στο ξενοδοχείο της Λουίζα. Πέντε λεπτά απόσταση.
Θυμάται το απειλητικό ύφος του Μπιλ Σμόουκ, κι αρχίζει να
τρέχει.
38
Ένα σμήνος από ντεζαβί κατατρύχει τη Λουίζα καθώς βάζει τα
πράγματά της στην τσάντα της. Ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ την κάνει από
ένα ακόμα ξενοδοχείο χωρίς να πληρώσει. Κατεβαίνει από τις σκάλες
στο άδειο λόμπι. Η μοκέτα είναι βουβή σαν το χιόνι. Στη
γραμματεία, ένα ραδιόφωνο ψιθυρίζει γλυκόλογα. Η Λουίζα
πηγαίνει αργά προς την κύρια είσοδο, με την ελπίδα να φύγει
χωρίς να χρειαστεί να δώσει εξηγήσεις. Οι πόρτες κλειδώνουν
για να κρατήσουν τον κόσμο απέξω, όχι μέσα, και σύντομα η
Λουίζα διασχίζει το γκαζόν του ξενοδοχείου προς το πάρκινγκ.
Στο λυκαυγές, το θαλασσινό αεράκι δίνει αόριστες υποσχέσεις.
Στην ενδοχώρα, ο νυχτερινός ουρανός παίρνει ένα σκούρο
τριανταφυλλί χρώμα. Κανείς άλλος δεν είναι εκεί γύρω, αλλά
καθώς πλησιάζει το αυτοκίνητό της, η Λουίζα συγκρατείται για
να μην αρχίσει να τρέχει. Ψυχραιμία, όχι βιασύνες, και αν χρειαστεί
μπορείς να πεις ότι πηγαίνεις να δεις την ανατολή απ’ το ακρωτήρι.
Εκ πρώτης όψεως το πορτμπαγκάζ είναι άδειο, κάτι
φουσκώνει όμως κάτω απ’ τη μοκέτα. Η Λουίζα βρίσκει ένα
πακέτο μέσα σε μια μαύρη πλαστική σκουπιδοσακούλα. Βγάζει
ένα κρεμ ντοσιέ. Διαβάζει το εξώφυλλό του στο ημίφως:
ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΗΡΑΣ HYDRA-ZERO – ΕΝΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ – ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΔΡ ΡΟΥΦΟΥΣ ΣΙΞΜΙΘ – H ΜΗ
ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΗ ΚΤΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟ
ΑΔΙΚΗΜΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ &
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1971. Καμιά
πεντακοσαριά σελίδες με πίνακες, διαγράμματα, μαθηματικά
και πειστήρια. Ένας ενθουσιασμός ηχεί και αντηχεί. Ψύχραιμα,
αυτό είναι μονάχα το τέλος της αρχής.
Μια κίνηση λίγο πιο πέρα τραβάει την προσοχή της Λουίζα.
Ένας άντρας. Η Λουίζα κρύβεται πίσω απ’ τον Γκαρσία. «Ε!
Λουίζα! Στάσου!» O Τζο Νέιπιερ! Θαρρείς και σε όνειρο όλο
κλειδιά και κλειδαριές και πόρτες, η Λουίζα βάζει τη μαύρη
σκουπιδοσακούλα με το κρεμ ντοσιέ κάτω απ’ το κάθισμα του
συνοδηγού – ο Νέιπιερ τώρα τρέχει, η ακτίνα του φακού του
διασχίζει το μισοσκόταδο. Η μηχανή βγάζει έναν νωχελικό
βρυχηθμό λέοντα – το Volkswagen κάνει πολύ γρήγορα
όπισθεν. Ο Τζο Νέιπιερ κοπανάει, φωνάζει κι η Λουίζα τον
βλέπει φευγαλέα να χοροπηδάει στο ένα πόδι σαν ηθοποιός σε
κωμωδία. Δεν σταματάει να ζητήσει συγγνώμη.

39
Η σκονισμένη μαύρη Chevrolet του Μπιλ Σμόουκ φρενάρει
απότομα στο σημείο ελέγχου της γέφυρας Σουανέκε. Απέναντι,
η ενδοχώρα κατάστικτη από φώτα. Ο φύλακας αναγνωρίζει το
αυτοκίνητο και ήδη έχει σταθεί στο παράθυρο του οδηγού.
«Καλημέρα, κύριε!»
« Έτσι φαίνεται. Εσύ είσαι ο Ρίχτερ, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, κύριε Σμόουκ».
«Υποθέτω ότι ο Τζο Νέιπιερ τηλεφώνησε μόλις και έδωσε
εντολή να μην αφήσεις ένα πορτοκαλί Volkswagen να
περάσει».
«Ναι, κύριε Σμόουκ».
« Ήρθα για να ανακαλέσω την εντολή αυτή, με την
εξουσιοδότηση του κυρίου Γκριμάλντι. Θα σηκώσεις την μπάρα
για να περάσει το Volkswagen και θα το ακολουθήσω. Θα
τηλεφωνήσεις στον φιλαράκο σου στο σημείο ελέγχου απέναντι
αμέσως, και θα του πεις να μην αφήσει τίποτα να περάσει αν
δεν δει το αμάξι μου. Όταν έρθει εδώ ο κύριος Νέιπιερ, σ’ ένα
τέταρτο από τώρα περίπου, θα του πεις ότι ο Αλμπέρτο
Γκριμάλντι λέει: “Γύρνα στο κρεβάτι σου”. Κατάλαβες, Ρίχτερ;»
«Κατάλαβα, κύριε Σμόουκ».
«Παντρεύτηκες την περασμένη άνοιξη, καλά δεν θυμάμαι;»
« Έχετε εξαιρετική μνήμη, κύριε».
« Έχω. Σκοπεύεις να κάνεις οικογένεια;»
«Η γυναίκα μου είναι τεσσάρων μηνών έγκυος, κύριε
Σμόουκ».
«Μια συμβουλή, Ρίχτερ, για να πετύχεις στον χώρο της
ασφάλειας. Θέλεις να την ακούσεις τη συμβουλή μου, νεαρέ;»
«Ναι, κύριε».
«Ακόμα κι ένας σκράπας μπορεί να κάθεται και να
παρακολουθεί. Η εξυπνάδα είναι στο να ξέρεις πότε να
κοιτάξεις από την άλλη. Στέκει αυτό που σου λέω, Ρίχτερ;»
«Απολύτως, κύριε Σμόουκ».
«Τότε το μέλλον της μικρής σου οικογένειας είναι
εξασφαλισμένο».
Ο Σμόουκ κάνει όπισθεν δίπλα απ’ το φυλάκιο και σκύβει.
Εξήντα δεύτερα αργότερα, ένα Volkswagen στρίβει
αγκομαχώντας στο ακρωτήρι. Η Λουίζα σταματά, κατεβάζει το
παράθυρο, έρχεται ο Ρίχτερ, κι ο Σμόουκ ακούει τις λέξεις
«Οικογενειακό έκτακτο». Ο Ρίχτερ της εύχεται καλό ταξίδι, και
η μπάρα σηκώνεται.
Ο Μπιλ Σμόουκ βάζει πρώτη, έπειτα δευτέρα. Ο ήχος του
οδοστρώματος αλλάζει καθώς η Chevrolet ανεβαίνει στη
γέφυρα. Τρίτη ταχύτητα, τετάρτη, το πατάει. Τα πίσω φώτα
του σαραβαλιασμένου Σκαραβαίου πλησιάζουν, πενήντα
μέτρα, τριάντα μέτρα, δέκα… Ο Σμόουκ δεν έχει ανάψει τα
φώτα του. Στρίβει απότομα στην άδεια αντίθετη λωρίδα, βάζει
πέμπτη και έρχεται δίπλα της. Ο Σμόουκ χαμογελάει. Νομίζει ότι
είμαι ο Τζο Νέιπιερ. Στρίβει απότομα το τιμόνι και το μέταλλο
στριγκλίζει καθώς ο Σκαραβαίος στριμώχνεται ανάμεσα στο
αυτοκίνητό του και το κιγκλίδωμα της γέφυρας, ώσπου το
κιγκλίδωμα ξεκολλάει απ’ το τσιμέντο και ο Σκαραβαίος πέφτει
στο κενό.
Ο Σμόουκ πατάει φρένο. Βγαίνει έξω στον κρύο αέρα και
μυρίζει καμένο λάστιχο. Πιο πίσω, γύρω στα δεκαοχτώ με
είκοσι μέτρα κάτω, ο μπροστινός προφυλακτήρας ενός
Volkswagen βυθίζεται κάτω από αφρούς στη φουσκωμένη
θάλασσα. Άμα δεν έσπασε η πλάτη της, θα έχει πνιγεί μέσα σε τρία
λεπτά. Ο Μπιλ Σμόουκ εξετάζει τη ζημιά στο αμάξωμα του
αυτοκινήτου του και αποκαρδιώνεται. Οι ανώνυμες, απρόσωπες
ανθρωποκτονίες, καταλήγει, δεν έχουν την έξαψη της ανθρώπινης
επαφής.
Ο αμερικάνικος ήλιος δίνει γκάζια και διακηρύσσει την
καινούργια μέρα.

36 Σλανγκ για την κάνναβη, από τη σανσκριτική της ονομασία, Ganja. (Σ.τ.Μ.)
37 Ποικιλία Cannabis sativa που καλλιεργείται, όπως μαρτυρά το όνομά της, στο
Ακαπούλκο και θεωρείται πολύ δυνατή· ήταν πολύ δημοφιλής στο κίνημα της
αντικουλτούρας τη δεκαετία του ’60. (Σ.τ.Μ.)
38 Ο ελληνικός τίτλος της ρομαντικής κομεντί μυστηρίου Charade του 1963.
Σκηνοθέτης ήταν ο Στάνλεϊ Ντόνεν, την έχουν αποκαλέσει ωστόσο «την καλύτερη
ταινία του Χίτσκοκ που δεν γύρισε ο Χίτσκοκ». (Σ.τ.Μ.)
39 Nene (ηχομ.), Branta sandvicensis, είδος γνωστό και ως χήνα της Χαβάης. (Σ.τ.Μ.)
40 Εδώ ο Νούσμπαουμ παίζει με το όνομα της Λουίζα και το τραγούδι του Ρίτσαρντ
Μπέρι «Louie Louie» από τα τέλη της δεκαετίας του πενήντα. (Σ.τ.Μ.)
41 Δηλαδή η κινέζικη μαφία. (Σ.τ.Μ.)
ΤΑ ΦΡΙΧΤΑ ΒΑΣΑΝΑ
ΤΟΥ ΤΙΜΟΘΙ ΚΑΒΕΝΤΙΣ
Ένα λαμπερό σούρουπο, πριν από τέσσερα, πέντε, όχι, Θεέ
μου, πριν από έξι καλοκαίρια, σουλατσάριζα ανέμελος σε μια
λεωφόρο του Γκρίνουιτς με μεγάλες καστανιές και
φιλάδελφους, αθώος από κάθε αμαρτία. Αυτές οι κατοικίες από
την περίοδο της Αντιβασιλείας είναι από τις πλέον ακριβές του
Λονδίνου, αν όμως ποτέ κληρονομήσεις μια τέτοια, αγαπητέ
Αναγνώστη, πούλα τη, μη ζήσεις σ’ αυτή. Σπίτια σαν κι αυτά
εκκρίνουν κάποια σκοτεινή μαγεία που μεταμορφώνει τους
ιδιοκτήτες τους σε μουρλούς. Ένα τέτοιο θύμα, πρώην αρχηγός
της αστυνομίας στη Ροδεσία, μου είχε, το περί ου ο λόγος
βράδυ, υπογράψει μια επιταγή παχουλή σαν και του λόγου του,
για να επιμεληθώ και να εκδώσω την αυτοβιογραφία του. Η
αθωότητά μου από κάθε αμαρτία οφειλόταν εν μέρει σε αυτή
την επιταγή, και εν μέρει σε ένα Σαμπλί του 1983 από τον
αμπελώνα του Ντουρουζουά, ένα μαγικό φίλτρο που απαλύνει
τις μυριάδες τραγωδίες μας και τις μετατρέπει σε απλές
παρεξηγήσεις.
Μια τριάδα εφηβίσκες, ντυμένες η Μπάρμπι Πόρνη,
πλησίασαν, απλώνοντας τα δίχτυα τους κατά πλάτος του
πεζοδρομίου. Κατέβηκα στον δρόμο για να αποφύγω τη
σύγκρουση. Καθώς βρεθήκαμε δίπλα δίπλα όμως, ξετύλιξαν τις
κραυγαλέες γρανίτες τους και πέταξαν τα περιτυλίγματα κάτω.
Η όλη ευχαρίστησή μου βομβαρδίστηκε ολοσχερώς. Θέλω να
πω, δίπλα στον κάδο ήμασταν! Ο Τιμ Κάβεντις, ο Αηδιασμένος
Πολίτης, φώναξε στις παραβάτισσες: «Ξέρετε, πρέπει να τα
μαζέψετε».
Ένα ξεφυσητό «Α, ναι, και τι θα μας κάνεις;» εξοστρακίστηκε
στην πλάτη μου.
Αναθεματισμένα θηλυκά πιθήκια. «Δεν σκοπεύω να κάνω
τίποτα» σχολίασα, με γυρισμένη την πλάτη, «απλώς είπα ότι–»
Τα γόνατά μου λύγισαν και το πεζοδρόμιο μου έσπασε το
μάγουλο, ξαμολώντας μια παλιά ανάμνηση ενός ατυχήματος με
τρίκυκλο, πριν ο πόνος σβήσει ό,τι δεν ήταν πόνος. Ένα
σκληρό γόνατο μου έλιωσε τη μούρη και την έκανε φυλλόχωμα.
Γεύτηκα αίμα. Ο καρπός μου των εξήντα-κάτι χρόνων γύρισε
κατά ενενήντα επώδυνες μοίρες, και το Ingersoll Solar μου
ξεκουμπώθηκε. Θυμάμαι ένα τουρλού από αισχρολογίες,
αρχαίες και σύγχρονες, πριν όμως οι κλέφτρες προλάβουν να
μου σουφρώσουν το πορτοφόλι, το φορτηγάκι του παγωτατζή
που έπαιζε το «The Girl from Ipanema» έκανε τις
επιτιθέμενές μου να σκορπίσουν, σαν βρικόλακες λίγο πριν απ’
την αυγή.
«Και δεν έκανες καταγγελία; Ηλίθιε!» είπε η Μαντάμ Χ,
πασπαλίζοντας με υποκατάστατο ζάχαρης το πίτουρό της το
επόμενο πρωί. «Πάρε την αστυνομία, για όνομα. Τι
περιμένεις; Θα χαθούν τα ίχνη». Φευ, είχα ήδη ενισχύσει την
αλήθεια και της είχα πει ότι οι ληστές μου ήταν πέντε αγροίκοι
που είχαν ξυρίσει σβάστικες στα κεφάλια τους. Πώς τώρα θα
έκανα καταγγελία ότι τρία κοριτσάκια με γλειφιτζούρια με
είχαν βάλει κάτω τόσο εύκολα; Τ’ αγόρια με τα μπλε μόνο που
δεν θα πνίγονταν εκεί που θα έτρωγαν τα σοκολατένια
μπισκότα τους. Αν δεν ήταν το κλεμμένο μου Ingersoll δώρο
αγάπης από μια πιο ηλιόλουστη εποχή του αρκτικού πλέον
γάμου μας, δεν θα είχα βγάλει τσιμουδιά για το όλο
περιστατικό.
Πού είχα μείνει;
Παράξενο πώς, στην ηλικία μου, σου κατεβαίνουν στο μυαλό
οι λάθος ιστορίες.
Δεν είναι παράξενο, όχι, είναι τρομακτικό, πανάθεμά το.
Σκόπευα να ξεκινήσω την αφήγηση αυτή με τον Ντέρμοτ
Χόγκινς. Αυτό είναι το πρόβλημα όταν γράφεις τα
απομνημονεύματά σου στο χέρι. Δεν μπορείς να αλλάξεις αυτό
που έχεις ήδη γράψει, όχι δίχως να τα θαλασσώσεις ακόμα
χειρότερα.
Κοίτα, εγώ ο επιμελητής του Ντέρμοτ «Ντάστερ» Χόγκινς
ήμουν, όχι ο τρελογιατρός του ή ο αναθεματισμένος ο
αστρολόγος του, οπότε από πού κι ως πού να ήξερα τι περίμενε
τον σερ Φίλιξ Φιντς εκείνη τη διαβόητη νύχτα; O σερ Φίλιξ
Φιντς, υπουργός Πολιτισμού και El Supremo της Trafalgar
Review of Books, πώς διέσχισε σαν κομήτης τον μιντιακό ουρανό,
πόσο ορατός παραμένει διά γυμνού οφθαλμού ακόμα και τώρα,
έπειτα από δώδεκα μήνες. Οι αναγνώστες των ταμπλόιντ
διάβασαν όλα τα σχετικά στο πρωτοσέλιδο· οι αναγνώστες των
εφημερίδων μεγάλου σχήματος έφτυσαν το μούσλι τους όταν
το Radio 4 ανέφερε ποιος είχε πέσει και πώς. Το κλουβί εκείνο
με τα όρνεα και τους φλώρους, «οι αρθρογράφοι», εξυμνούσαν
τον Χαμένο Βασιλέα των Τεχνών με αλλεπάλληλους φλύαρους
φόρους τιμής.
Εγώ, από την άλλη, ως τώρα έχω τηρήσει αξιοπρεπή σιγή.
Οφείλω ωστόσο να προειδοποιήσω τον πολυάσχολο αναγνώστη
ότι το γλυκάκι μετά το δείπνο του Φίλιξ Φιντς δεν είναι παρά το
απεριτίφ των δικών μου περιπατητικών δοκιμασιών. Τα φριχτά
βάσανα του Τίμοθι Κάβεντις, με άλλα λόγια. Αυτός κι αν είναι
πιασάρικος τίτλος.
Ήταν η Βραδιά της Απονομής των Βραβείων Λέμον, στο μπαρ
Jake’s Starlight, που είχε μόλις ξανανοίξει με φανφάρες σ’ ένα
οικοδόμημα του Μπεϊσγουότερ, με ένα ρουφ γκάρντεν από
πάνω για την ποικιλία. Ολόκληρη η αναθεματισμένη η
διατροφική αλυσίδα του εκδοτικού κόσμου είχε απογειωθεί και
κούρνιαζε στου Τζέικ. Οι βασανισμένοι συγγραφείς, οι
διάσημοι σεφ, τα στελέχη, οι υπεύθυνοι αγορών με τα
μουσάκια, οι υποσιτισμένοι βιβλιοπώλες, τσούρμο οι
δημοσιογραφίσκοι και οι φωτογράφοι που νομίζουν πως το
«Στα τσακίδια» σημαίνει «Αμέ, μετά χαράς!». Ας βάλω ένα
τέλος σε αυτή την ύπουλη υπόνοια που κυκλοφορεί ότι η
πρόσκληση του Ντέρμοτ ήταν δικό μου κάμωμα, ότι, ω, ναι, ο
Τίμοθι Κάβεντις γνώριζε ότι ο συγγραφέας του ποθούσε μια
πολύκροτη εκδίκηση, όπερ έδει δείξαι, η όλη τραγωδία ήταν
διαφημιστικό κόλπο. Μαλακίες που σκαρφίστηκαν ζηλιάρηδες
ανταγωνιστές! Ουδείς ποτέ ανέλαβε την ευθύνη της αποστολής
της πρόσκλησης στον Ντέρμοτ Χόγκινς, και εκείνη είναι πολύ
απίθανο να παρουσιαστεί τώρα.
Τέλος πάντων, ο νικητής ανακοινώθηκε και όλοι ξέρουμε
ποιος πήρε τις πενήντα χιλιάδες του επάθλου. Έγινα ντίρλα. Ο
Γκάι (μεγάλη ιστορία) με σύστησε σε ένα κοκτέιλ που
ονομάζεται «Ground Control to Major Tom». Το Βέλος του
Χρόνου μετατράπηκε σε Μπούμερανγκ του Χρόνου, κι εγώ
έχασα τον μπούσουλα. Ένα τζαζ σεξτέτο άρχισε μια ρούμπα.
Βγήκα στο μπαλκόνι να πάρω μια ανάσα, και παρακολουθούσα
τη φασαρία απ’ την απέξω. Το λογοτεχνικό Λονδίνο εν πλήρει
αναπτύξει μου έφερε στον νου τα λόγια του Γίββωνα για την
εποχή των Αντωνίνων. Ένα σύννεφο κριτικών, συμπιλητών, σχολιαστών
σκοτείνιαζε την όψη της μάθησης, και την παρακμή της διάνοιας σύντομα
την ακολούθησε η διαφθορά του γούστου.
Ο Ντέρμοτ με βρήκε· τα δυσάρεστα μαντάτα αναπόφευκτα σε
βρίσκουν. Να το επαναλάβω, θα είχα εκπλαγεί λιγότερο αν
έπεφτα πάνω στον πάπα Πίο ΙΓ΄. Στην πραγματικότητα, o
Αλάθητος θα περνούσε πιο απαρατήρητος – ο δυσαρεστημένος
συγγραφέας μου φορούσε κίτρινο κοστούμι, σοκολατί
πουκάμισο και μαβιά γραβάτα. Δεν χρειά­ζεται βεβαίως να
θυμίσω στον περίεργο αναγνώστη ότι το Μπουνιά στο στόμα
ακόμη δεν είχε κατακτήσει τον κόσμο του βιβλίου. Ακόμη δεν
είχε μπει σε βιβλιοπωλείο, για την ακρίβεια, τη εξαιρέσει του
σοφού Τζον Σάντοου στο Τσέλσι, και εκείνου του δύσμοιρου
εφημεριδοπωλείου, άλλοτε εβραϊκού, έπειτα σιχ, πλέον
ερυθραϊκού, που βρίσκεται στην ενορία των αδελφών Χόγκινς
στο Ιστ Εντ. Μάλιστα, ήταν ακριβώς τα ζητήματα της
διαφήμισης και της διανομής που ήθελε ο Ντέρμοτ να
συζητήσουμε στο ρουφ γκάρντεν.
Του εξήγησα για εκατοστή φορά ότι μια διευθέτηση σαν αυτή
των Εκδόσεων Κάβεντις, όπου ο συγγραφέας είναι συνεταίρος,
απλούστατα δεν μπορεί να χαραμίζει λεφτά σε φαντεζί
καταλόγους και Σαββατοκύριακα στα καρτ για την ανάπτυξη
ομαδικού πνεύματος μεταξύ των πωλητών. Εξήγησα, και πάλι,
ότι οι συγγραφείς μου αντλούσαν την ικανοποίησή τους
παρουσιάζοντας τους ωραία δεμένους τόμους τους στους
φίλους, τους συγγενείς, τις επόμενες γενεές. Εξήγησα, και
πάλι, ότι η αγορά του κομψού γκανγκστερισμού ήταν
κορεσμένη· κι ότι έως κι ο Μόμπι Ντικ όσο ζούσε ο Μέλβιλ
πάτωσε, αν και δεν χρησιμοποίησα το συγκεκριμένο ρήμα. «Στ’
αλήθεια είναι απίθανα απομνημονεύματα» τον διαβεβαίωσα.
«Κάνε λίγο υπομονή».
Ο Ντέρμοτ, θολωμένος, θλιμμένος και θεόκουφος, κοιτούσε
απ’ τα κάγκελα. «Τόσες καμινάδες. Πολύ ψηλά είναι εδώ».
Η απειλή, ήθελα να πιστεύω, ήταν φανταστική. «Ναι».
«Η μαμά με πήγε να δω τη Μαίρη Πόπινς όταν ήμουν πιτσιρίκι.
Καπνοδοχοκαθαριστές να χορεύουν στις ταράτσες. Το έβλεπε
και στο βίντεο. Ξανά και ξανά. Στο γηροκομείο».
«Θυμάμαι πότε βγήκε. Το οποίο φανερώνει την ηλικία μου».
«Εκεί». Ο Ντέρμοτ συνοφρυώθηκε και έδειξε μέσα στο μπαρ
απ’ την μπαλκονόπορτα. «Ποιος είναι αυτός;»
«Ποιος είναι ο ποιος;»
«Αυτός με το παπιγιόν που καμακώνει την τύπα με την τιάρα
και τη σκουπιδοσακούλα».
«Εκείνος ο παρουσιαστής, ο Φίλιξ… ε, ο Φίλιξ πώς-τον-λένε;»
«Ο Φίλιξ Φιντς, γ****ο! Αυτός ο π****ς που έχεσε το βιβλίο μου
στο ψωνισμένο του γ***περιοδικό;»
«Δεν ήταν και η καλύτερη κριτική σου, αλλά–»
« Ήταν η μοναδική κριτική μου, γ****ο!»
«Δεν ήταν και τόσο άσχημη, αλήθεια–»
«A, ναι; “Συγγραφείς της καμίας επιτυχίας σαν τον κύριο
Χόγκινς είναι οι ανεπιθύμητοι των σύγχρονων γραμμάτων”.
Έχεις παρατηρήσει πως ο κόσμος βάζει το “κύριος” πριν
καρφώσει το μαχαίρι; “Ο κύριος Χόγκινς θα έπρεπε να ζητήσει
συγγνώμη από τα δέντρα που κόπηκαν για χάρη του
παραφουσκωμένου ‘αυτό-βιο-μυθιστορήματός’ του.
Τετρακόσιες κενόδοξες σελίδες καταλήγουν σε ένα τέλος
αδιανόητα επίπεδο και βλακώδες”».
« Ήρεμα, Ντέρμοτ, κανένας δεν τη διαβάζει όντως την
Trafalgar».
«Συγγνώμη!» Ο συγγραφέας μου γράπωσε έναν σερβιτόρο απ’
τον γιακά. «Την ξέρεις την Trafalgar Review of Books;»
«Μα, βέβαια» αποκρίθηκε ο Ανατολικοευρωπαίος σερβιτόρος.
«Όλοι στη σχολή μου εμπιστεύονται απόλυτα την TRB, έχει
τους πιο έξυπνους κριτικούς».
Ο Ντέρμοτ πέταξε το ποτήρι του απ’ το κάγκελο.
« Έλα τώρα, τι πάει να πει κριτικός;» υποστήριξα. «Κάποιος
που διαβάζει γρήγορα, υπεροπτικά, ποτέ όμως συνετά…»
Το τζαζ σεξτέτο τελείωσε το κομμάτι του κι ο Ντέρμοτ άφησε
την πρότασή μου ξεκρέμαστη. Ήμουν αρκετά μεθυσμένος για
να έχω λόγο να πάρω ταξί, και ετοιμαζόμουν να φύγω όταν
ένας τύπος με κόκνι προφορά, ίδιος τελάλης, βούβανε όλη τη
συνάθροιση: «Κυρίες και κύριοι ένορκοι! Την προσοχή σας,
παρακαλώ!»
Οι άγιοι να μας φυλάνε, ο Ντέρμοτ κοπανούσε μεταξύ τους
δυο δίσκους. « Έχουμε ένα επιπλέον βραβείο απόψε, φίλες
βιβλιολουλούδες!» ούρλιαξε. Χωρίς να δίνει σημασία στα
πονηρά χάχανα και τα «ΩΩΩωω», έβγαλε έναν φάκελο από την
τσέπη του σακακιού του, τον άνοιξε και έκανε ότι διαβάζει:
«Το βραβείο του Διαπρεπέστερου Κριτικού Λογοτεχνίας». Το
ακροατήριό του παρακολουθούσε, ρέκαζε, γιουχάιζε, ή
κοιτούσε αλλού από ντροπή. «Ο ανταγωνισμός ήταν σφοδρός,
αλλά η επιτροπή ομόφωνα επέλεξε την Αυτού Μεγαλειότητα
της Trafalgar Review of Books, τον κύριο –με το μπαρδόν, τον
σερ– Φίλιξ Φιντς του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας,
ελάτε τώρα – να πάρει!»
Οι ανακατωσιάρηδες άρχισαν τα «Μπράβο, Φίλιξ! Μπράβο!». Ο
Φιντς, αν δεν του άρεσε να προσελκύει προσοχή την οποία δεν
άξιζε, κριτικός δεν θα ήταν. Σίγουρα ήδη στον νου του έγραφε
το κείμενο για τη στήλη του στους Sunday Times, A Finch About
Town.42 Από την πλευρά του, ο Ντέρμοτ ήταν μέσα στην
ευγένεια και τα χαμόγελα. «Και ποιο θα είναι το έπαθλό μου,
αναρωτιέμαι;» είπε με πονηρό χαμόγελο ο Φιντς, καθώς το
χειροκρότημα καταλάγιαζε. « Ένα αντίτυπο του Μπουνιά στο
στόμα απ’ όσα δεν πολτοποιήθηκαν, υπογεγραμμένο; Δεν
πρέπει να έχουν μείνει και πολλά από δαύτα!» Η κλίκα του
Φιντς έσκουξαν στα γέλια εν χορώ, ενθαρρύνοντας τον
Κομισάριό τους. « Ή μήπως κερδίζω δωρεάν πτήση σε
νοτιοαμερικάνικη χώρα με συνθήκες έκδοσης που μπάζουν;»
«Ναι, αγαπούλα» είπε ο Ντέρμοτ και του έκλεισε το μάτι,
«αυτό ακριβώς κερδίζεις, μια δωρεάν πτήση».
Ο συγγραφέας μου άρπαξε τον Φιντς από τον γιακά, έκανε
πίσω, φύτεψε τα πόδια του στην ουκ αμελητέα περιφέρεια του
Φιντς, και με μια κίνηση τζούντο εκτόξευσε την κοντύτερη απ’
όσο γενικώς πιστεύεται μιντιακή περσόνα ψηλά στον νυχτερινό
αέρα! Ψηλά πάνω από τους πανσέδες στα κάγκελα του
μπαλκονιού.
Η τσιρίδα του Φιντς –η ζωή του– τελείωσε μέσα σε
στραπατσαρισμένα σίδερα δώδεκα ορόφους πιο κάτω.
Ένα ποτό χύθηκε στο χαλί.
Ο Ντέρμοτ «Ντάστερ» Χόγκινς έστρωσε το πέτο του, έσκυψε
στο μπαλκόνι, και φώναξε: «Ποιος λοιπόν κατέληξε σε ένα τέλος
αδιανόητα επίπεδο και βλακώδες τώρα;».
Tο κατάπληκτο πλήθος χωρίστηκε στα δυο καθώς ο
δολοφόνος πήγε στο τραπέζι με τα τσιμπολογίδια. Αρκετοί
αυτόπτες αργότερα θυμούνταν ένα σκοτεινό φωτοστέφανο.
Διάλεξε ένα βέλγικο κράκερ διακοσμημένο με γαύρο από τον
Βισκαϊκό Κόλπο και μαϊντανό ραντισμένο με σησαμέλαιο.
Το πλήθος ήρθε στα σύγκαλά του. Ήχοι αναγουλιάσματος, ω-
Θεέ-μου και τρεχάλα στις σκάλες. Τι φοβερός σαματάς! Οι
σκέψεις μου; Ειλικρινά; Τρόμος. Οπωσδήποτε. Σοκ; Σίγουρα.
Δυσπιστία; Φυσικά. Φόβος; Βασικά όχι.
Δεν θα αρνηθώ μια αναδυόμενη αίσθηση ότι υπήρχε μια
θετική πλευρά σ’ αυτή την τραγική εξέλιξη. Στο γραφείο μου
στο Χέιμαρκετ στεγάζονταν ενενήντα πέντε απούλητα Μπουνιά
στο στόμα του Ντέρμοτ Χόγκινς, τα παθιασμένα
απομνημονεύματα αυτού που σύντομα επρόκειτο να γίνει ο πιο
διάσημος φονιάς της Βρετανίας, ακόμη τυλιγμένα στις
μεμβράνες τους. Ο Φρανκ Σπρατ –ο αφοσιωμένος τυπογράφος
μου στο Σέβενοουκς, στον οποίο χρωστούσα τόσα λεφτά που
ήταν στο έλεός μου, ο κακομοίρης– ακόμη είχε τους τσίγκους
κι ήταν έτοιμος να αρχίσει να τυπώνει με το που θα του το
ζητούσα.
Σκληρόδετα, κυρίες και κύριοι.
Δεκατέσσερις λίρες κι ενενήντα εννέα πένες το κομμάτι.
Γλύκα!

Ως έμπειρος επιμελητής δεν εγκρίνω τις αναδρομές, τις


προοικονομίες και τις περίπλοκες τεχνικές· ανήκουν στη
δεκαετία του 1980, μαζί με τα μεταπτυχιακά στον
μεταμοντερνισμό και τη θεωρία του χάους. Δεν πρόκειται να
απολογηθώ, ωστόσο, που (ξαν)άρχισα την αφήγησή μου με τη
δική μου εκδοχή της συγκλονιστικής εκείνης υπόθεσης.
Βλέπετε, μου άνοιξε τον δρόμο για την πρώτη καλή μου
πρόθεση καθ’ οδόν για το Χαλ, ή καλύτερα την ενδοχώρα του
Χαλ, όπου όρισε η μοίρα να ξεδιπλωθούν τα φριχτά μου
βάσανα. Η τύχη μου πήρε τη θεσπέσια τροπή που είχα
προβλέψει μετά το Φοβερό Φούντο του Φίλιξ Φιντς. Με τα
φτερά της γλυκιάς, δωρεάν διαφήμισης, η γαλοπούλα που ήταν
το Μπουνιά στο στόμα απογειώθηκε στις λίστες των μπεστ σέλερ,
όπου και κούρνιασε μέχρι την καταδίκη του καημένου του
Ντέρμοτ σε δεκαπέντε χρονάκια στο Γουόρμγουντ Σκραμπς. Η
δίκη κάθε λίγο και λιγάκι έπαιζε στις ειδήσεις των εννιά. Με
τον θάνατό του ο σερ Φίλιξ, από ψωροπερήφανος μεγαλομανής
με σταλινικό έλεγχο των χρημάτων του Συμβουλίου Τεχνών,
έγινε, α, ο πιο χαϊδεμένος γκουρού των τεχνών της Βρετανίας
από τον καιρό του προηγούμενου.
Στα σκαλιά του Ολντ Μπέιλι, η χήρα του δήλωσε στους
δημοσιογράφους ότι δεκαπέντε χρόνια αποτελούσαν «απεχθή
επιείκεια» και την αμέσως επόμενη μέρα ξεκίνησε μια
εκστρατεία «Ντάστερ Χόγκινς, να καείς στην Κόλαση». Η
οικογένεια του Ντέρμοτ αντεπιτέθηκε στα τοκ σόου, η
προσβλητική κριτική του Φιντς έγινε αντικείμενο μελέτης, το
BBC2 παράγγειλε ένα ντοκιμαντέρ, στο οποίο η λεσβία που μου
πήρε συνέντευξη έκοψε κι έραψε τα ευφυολογήματά μου
εντελώς εκτός των συμφραζομένων. Και τι μ’ αυτό; Άφριζε κι
άφριζε η κατσαρόλα με τα χρήματα – όχι, φούσκωσε και
χύθηκε και τύλιξε ολόκληρη την αναθεματισμένη κουζίνα στις
φλόγες. Οι Εκδόσεις Κάβεντις –η κυρία Λάθαμ κι εγώ, δηλαδή–
δεν ξέραμε από πού μας είχε έρθει. Αναγκαστήκαμε να
προσλάβουμε δυο ανιψιές της (ημιαπασχόληση, φυσικά, σιγά
μην πλήρωνα δα και ασφάλιση). Τα αρχικά ενενήντα πέντε
αντίτυπα του Μπουνιά στο στόμα εξαφανίστηκαν σε τριάντα έξι
ώρες, και ο Φρανκ Σπρατ σχεδόν κάθε μήνα ανατύπωνε. Στις
τέσσερις δεκαετίες μου στο εκδοτικό παιχνίδι τίποτα δεν μας
είχε προετοιμάσει για τέτοια επιτυχία. Η απόσβεση του
λειτουργικού κόστους ανέκαθεν γινόταν από τις συγγραφικές
δωρεές – όχι από πραγματικές αναθεματισμένες πωλήσεις!
Φαινόταν ανήθικο σχεδόν. Κι ωστόσο να με, με ένα μπεστ
σέλερ από αυτά που βγαίνουν μια φορά στα δέκα χρόνια στον
κατάλογό μου. Με ρωτάει ο κόσμος: «Τιμ, πώς εξηγείς την
τόση επιτυχία του;».
Το Μπουνιά στο στόμα στην πραγματικότητα ήταν ένα
καλογραμμένο και τολμηρό βιβλίο μυθοπλαστικών
απομνημονευμάτων. Τα όρνεα του πολιτιστικού συζητούσαν τα
υπόρρητα κοινωνικοπολιτικά του νοήματα πρώτα στις βραδινές
εκπομπές κι ύστερα στα πρωινάδικα. Οι νεοναζί το αγόραζαν
για την υπεραφθονία της βίας του. Οι νοικοκυρές του
Γούστερσαϊρ το αγόραζαν επειδή ήταν ωραιότατο ανάγνωσμα.
Οι ομοφυλόφιλοι το αγόραζαν από φυλετική αφοσίωση.
Έφυγαν ενενήντα χιλιάδες, ναι, ενενήντα χιλιάδες αντίτυπα σε
τέσσερις μήνες και, ναι, εξακολουθώ να μιλώ για τη σκληρόδετη
έκδοση. Η ταινία λογικά γυρίζεται ενώ γράφω αυτές τις
γραμμές. Στο πανηγύρι της Έκθεσης Βιβλίου της
Φρανκφούρτης με τίμησαν άνθρωποι που μέχρι τότε και να με
πατούσαν δεν θα κοντοστέκονταν. Εκείνη η απεχθής ταμπέλα
του «Ιδίοις αναλώμασι εκδότη» έγινε «δημιουργικός
χρηματοοικονομικός σύμβουλος». Τα μεταφραστικά
δικαιώματα έπεφταν όπως οι περιοχές στον τελευταίο γύρο του
παιχνιδιού Risk. Στους Αμερικανούς εκδότες, δόξα, δόξα,
αλληλούια,43 καλάρεσε το δέλεαρ του Βρετανού αριστοκράτη που
παίρνει τη δίκαιη τιμωρία του από καταπιεσμένο Σκοτσέζο, και
ένας υπερατλαντικός πλειστηριασμός εκτίναξε την
προκαταβολή σε δυσθεώρητα ύψη. Εγώ, ναι, εγώ, είχα τα
αποκλειστικά δικαιώματα για αυτή την πλατινένια χήνα που
την είχε πιάσει γερό τσιρλιπίπι! Τα λεφτά ξεχύθηκαν στα άδεια
σπήλαια των λογαριασμών μου όπως η Βόρεια Θάλασσα σε
ολλανδικό ανάχωμα. O «προσωπικός τραπεζικός μου
σύμβουλος», ένας αεριτζής ονόματι Έλιοτ ΜακΚλάσκι, μου
έστειλε χριστουγεννιάτικη κάρτα με τη φωτογραφία της
εξωγήινης σποράς που αποκαλούσε παιδί του.44 Τα πιθηκοειδή
στην πόρτα του Groucho Club με χαιρετούσαν με «Καλησπέρα,
κύριε Κάβεντις» κι όχι με «Ρε, μόνο μέλος μπορεί να σε βάλει
μέσα!». Όταν ανακοίνωσα ότι θα αναλάμβανα ο ίδιος την
κυκλοφορία της χαρτόδετης έκδοσης, οι σελίδες βιβλίου των
κυριακάτικων εφημερίδων δημοσίευσαν άρθρα που
παρουσίαζαν τις Εκδόσεις Κάβεντις ως δυναμικό και διάπυρο
παίκτη σε ένα νέφος από γερασμένους γίγαντες αερίων. Μέχρι
και στους Finacial Times μπήκα.
Ήταν να απορείς που η κυρία Λάθαμ και εγώ είχαμε ζοριστεί –
όσο πατάει η γάτα– με τα λογιστικά;

Η επιτυχία μεθάει τους πρωτόβγαλτους εν ριπή οφθαλμού.


Τύπωσα επαγγελματικές κάρτες: Κάβεντις-Αναβίωση, Εκδότες
Λογοτεχνίας Αιχμής. Ε, λοιπόν, σκέφτηκα, γιατί να μην πουλάω
τις εκδόσεις αντί να πουλάω την ίδια την έκδοση; Με
επαινούσαν ως σοβαρό εκδότη, γιατί να μη γίνω αυτός ο
εκδότης;
Αλίμονο! Εκείνες οι κούτσικες καρτούλες ήταν το κόκκινο
πανί για τον Ταύρο της Μοίρας. Στην πρώτη φήμη ότι ο Τιμ
Κάβεντις το φυσούσε, οι πιστωτές μου, σπαθοδόντισσες
σουρικάτες, όρμησαν στο γραφείο μου. Όπως πάντα, άφησα
τη γνωστική άλγεβρα του ποιος θα πληρωθεί τι και πότε στην
ανεκτίμητή μου κυρία Λάθαμ. Και έτσι ήμουν πνευματικώς και
οικονομικώς απροετοίμαστος όταν ήρθαν οι επισκέπτες του
μεσονυκτίου, σχεδόν έναν χρόνο μετά τη Νύχτα του Φίλιξ
Φιντς. Ομολογώ ότι, απ’ όταν με άφησε η Μαντάμ Χ (με
κεράτωσε με έναν οδοντίατρο, θα αποκαλύψω την αλήθεια όσο
επώδυνη κι αν είναι), στο σπίτι μου στο Πάτνι επικρατούσε
Οικιακή Αναρχία (εντάξει, λοιπόν, ο καριόλης ήταν Γερμανός),
έτσι ο πορσελάνινός μου θρόνος από καιρό ήταν το de facto
γραφείο μου. Κάτω από το στολισμένο κάλυμμα του χαρτιού
υγείας βρίσκεται ένα καλό κονιάκ, κι αφήνω την πόρτα ανοιχτή
για ν’ ακούω το ραδιόφωνο από την κουζίνα.
Το περί ου ο λόγος βράδυ, είχα βάλει στην άκρη το μόνιμό
μου ανάγνωσμα τουαλέτας, Η παρακμή και η πτώση της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας, εξαιτίας όλων των χειρογράφων (άγουρες
ντομάτες που δεν τρώγονταν) που είχαν υποβληθεί στον
Κάβεντις-Αναβίωση, τη νέα μου ομάδα πρωταθλητών. Νομίζω
ήταν γύρω στις έντεκα η ώρα όταν άκουσα να πειράζουν την
εξώπορτά μου. Τίποτα ζουζούνηδες σκίνχεντ που ήθελαν να
μου πουν τα κάλαντα;
Τίποτα πλακατζήδες που χτυπάνε κουδούνια κι ύστερα
φεύγουν τρέχοντας; Ο αέρας;
Ξαφνικά, η πόρτα πετάχτηκε απ’ τους αναθεματισμένους
τους μεντεσέδες της! Νόμιζα ότι ήταν η Αλ Κάιντα, νόμιζα ότι
ήταν κάποια σφαιρική αστραπή, μα όχι. Στον διάδρομο
περπατούσε βαριά ολόκληρη ομάδα ράγκμπι, έτσι φαινόταν, αν
και οι εισβολείς ήταν μονάχα τρεις. (Θα παρατηρήσετε ότι
πάντα μου επιτίθενται σε τριάδες.) «Ο Τίμοθι» δήλωσε ο πιο
τερατόμορφος, «Κάβεντις, υποθέτω. Σε πιάσαμε με το σκατό
στην κάλτσα».
«Οι ώρες γραφείου μου είναι έντεκα με δύο, κύριοι» θα είχε
πει ο Μπόγκαρτ, «με ένα τρίωρο διάλειμμα για φαγητό. Φύγετε
αν έχετε την καλοσύνη». Εγώ το μόνο που μπόρεσα ήταν να
πετάξω: «Ρε! Η πόρτα μου! Η αναθεματισμένη η πόρτα μου!».
Ο αγροίκος νούμερο δύο άναψε τσιγάρο. «Περάσαμε απ’ του
Ντέρμοτ σήμερα. Είναι λιγάκι απογοητευμένος. Και ποιος δεν
θα ήταν;»
Τα κομμάτια του παζλ μπήκαν στη θέση τους. Έγινα
κομμάτια. «Τα αδέλφια του Ντέρμοτ!» (Είχα μάθει τα πάντα γι’
αυτούς από το βιβλίο του Ντέρμοτ. Ο Έντι, ο Μότσα, ο
Τζάρβις.)
Καυτή στάχτη μού έκαψε τον μηρό, και δεν καταλάβαινα ποιο
πρόσωπο έλεγε τι. Ήταν ένα τρίπτυχο του Φράνσις Μπέικον
που είχε ζωντανέψει. «Το Μπουνιά στο στόμα τα πηγαίνει
θαυμάσια, απ’ ό,τι φαίνεται».
«Ντάνες ολόκληρες στα βιβλιοπωλεία των αεροδρομίων».
«Θα πρέπει να υποψιάστηκες, έστω, ότι μπορεί να έρθουμε».
« Ένας άνθρωπος με το δικό σου επιχειρηματικό δαιμόνιο».
Οι Ιρλανδοί του Λονδίνου με αναστατώνουν στις καλύτερες
των περιπτώσεων. «Παιδιά, παιδιά. Ο Ντέρμοτ υπέγραψε
συμβόλαιο παραχώρησης πνευματικών δικαιωμάτων. Δείτε,
δείτε, είναι τυποποιη­μένο, έχω ένα αντίτυπο στον
χαρτοφύλακά μου εδώ…» Πράγματι είχα το έγγραφο κοντά.
«Όρος δεκαοκτώ, περί πνευματικής ιδιοκτησίας… σημαίνει ότι
το Μπουνιά στο στόμα νομικά είναι… ε…» Δεν ήταν εύκολο να
τους το πω αυτό με το σώβρακο στους αστραγάλους μου. «Ε,
νομικά είναι ιδιοκτησία των Εκδόσεων Κάβεντις».
Ο Τζάρβις Χόγκινς κοίταξε το συμβόλαιο για λίγο αλλά το
έσκισε όταν αποδείχτηκε μεγαλύτερο της ικανότητας
συγκέντρωσής του. «Ο Ντέρμοτ αυτή την κ***φόλα την
υπέγραψε όταν το βιβλίο του ήταν απλά ένα κ***χόμπι».
«Δώρο για την άρρωστη γριά μάνα μας, ο Θεός να την
αναπαύει».
«Ενθύμιο απ’ όταν ο μπαμπάς μεσουρανούσε».
«Ο Ντέρμοτ ποτέ δεν υπέγραψε κ***συμβόλαιο για το γεγονός
της κ***χρονιάς».
«Κάναμε μια επισκεψούλα στον τυπογράφο σου, τον κύριο
Σπρατ. Μας εξήγησε τα οικονομικά».
Το συμβόλαιο έγινε κομφετί. Ο Μότσα ήταν τόσο κοντά που
μύριζα τι είχε φάει για βραδινό. « Έχεις μαζέψει σωστό λόφο
από λεφτά των Αδελφών Χόγκινς, απ’ ό,τι φαίνεται».
«Είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε σε ένα, εμ,
εμ, χρηματοδοτικό πρόγραμμα, το οποίο θα–»
Πετάχτηκε ο Έντι: «Ας πούμε τρεις».
Προσποιήθηκα ότι μόρφασα. «Τρεις χιλιάδες λίρες; Παιδιά,
δεν νομίζω–»
«Μην κάνεις το κουτορνίθι». Ο Μότσα μου τσίμπησε το
μάγουλο. «Τρεις-η-ώρα. Αύριο το απόγευμα. Στο γραφείο
σου».
Δεν είχα επιλογή. «Μήπως θα μπορούσαμε…ε … να θέσουμε
ένα άτυπο ποσό για να τελειώσουμε αυτή τη συνάντηση, ως
βάση για… για τη συνεχιζόμενη διαπραγμάτευση».
«Μέσα. Τι ποσό θέσαμε προηγουμένως, Μότσα;»
«Πενήντα χιλιάρικα μάς φάνηκαν λογικά».
Η κραυγή πόνου που έβγαλα ήταν απροσποίητη. «Πενήντα
χιλιάδες λίρες;»
«Για αρχή».
Τα σωθικά μου γύριζαν, έβραζαν κι ανακατώνονταν.
«Πραγματικά τώρα, πιστεύετε ότι έχω τόσα λεφτά σε τίποτα
κουτιά παπουτσιών εδώ γύρω;» Η φωνή μου το πήγαινε για
Βρόμικος Χάρι αλλά κατέληξε Ψευδός Μπάγκινς.
«Ελπίζω κάπου να τα έχεις, παππούλη».
«Μετρητά».
«Όχι μαλακίες. Όχι επιταγές».
«Όχι υποσχέσεις. Όχι αναβολές».
«Παλιομοδίτικα λεφτά. Ένα κουτί παπουτσιών μάς κάνει μια
χαρά».
«Κύριοι, μετά χαράς να πληρώσω ένα συμφωνημένο αντίτιμο,
σύμφωνα όμως με τον νόμο–»
Ο Τζάρβις σφύριξε μέσ’ απ’ τα δόντια του. «Θα βοηθήσει ο
νόμος έναν άνθρωπο με τα δικά σου χρόνια να ξανασηκωθεί
ύστερα από πολλαπλά κατάγματα, Τίμοθι;»
Ο Έντι: «Οι άντρες της ηλικίας σου δεν ξανασηκώνονται.
Καταπέφτουν».
Πάλεψα με όλη μου τη δύναμη, μα ο σφιγκτήρας μου δεν με
υπάκουε πια και εξαπέλυσε έναν κανονιοβολισμό. Αν έσπαγαν
πλάκα ή πήγαιναν να με χειραγωγήσουν, θα το άντεχα, μα ο
οίκτος των βασανιστών μου σήμαινε ότι είχα κατά κράτος
ηττηθεί. Τράβηξαν την αλυσίδα για το καζανάκι.
«Τρεις η ώρα». H Kάβεντις-Αναβίωση πήγε απ’ το παράθυρο.
Οι αγροίκοι πήραν δρόμο συντεταγμένα, πατώντας τη
σωριασμένη πρηνηδόν πόρτα μου. Ο Έντι γύρισε να πει μια
τελευταία κουβέντα. «Ο Ντέρμοτ είχε μια ωραία
παραγραφούλα στο βιβλίο του. Για τους κακοπληρωτές».
Παραπέμπω τον περίεργο αναγνώστη στη σελίδα 244 του
Μπουνιά στο στόμα, διαθέσιμου στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς
σου. Μην το διαβάσεις με γεμάτο στομάχι.

Έξω από το γραφείο μου στο Χέιμαρκετ ταξί προχωρούσαν αργά


και γρήγορα. Μέσα στo άδυτό μου, τα σκουλαρίκια Νεφερτίτης
της κυρίας Λάθαμ (δώρο που της είχα κάνει για τον δέκατο
χρόνο της στις Εκδόσεις Κάβεντις, τα είχα βρει στο καλάθι με
τις ευκαιρίες στο κατάστημα με τα είδη δώρων του Βρετανικού
Μουσείου) κουδούνιζαν ενώ κουνούσε το κεφάλι της, όχι, όχι,
όχι. «Κι εγώ σας λέω, κύριε Κάβεντις, ότι δεν μπορώ να σας βρω
πενήντα χιλιάδες λίρες μέχρι τις τρεις η ώρα σήμερα. Δεν
μπορώ να σας βρω ούτε πέντε χιλιάδες λίρες. Τα μακροχρόνια
χρέη έχουν ήδη ρουφήξει και την τελευταία δεκάρα από το
Μπουνιά στο στόμα».
«Δεν υπάρχει κάποιος που να μας χρωστάει λεφτά;»
«Φροντίζω πάντα τις τιμολογήσεις, κύριε Κάβεντις, δεν τις
φροντίζω;»
Η απόγνωση με οδηγεί στο καλόπιασμα. «Είμαστε στην εποχή
της άμεσης πίστωσης!»
«Είμαστε στην εποχή των πιστωτικών ορίων, κύριε Κάβεντις».
Αποσύρθηκα στο γραφείο μου, έβαλα ένα ουίσκι και
κατέβασα τα χάπια για τη σαραβαλιασμένη μου καρδιά πριν
ακολουθήσω με το δάχτυλο το τελευταίο ταξίδι του Κάπτεν
Κουκ στην παλιά μου υδρόγειο. Η κυρία Λάθαμ μου έφερε την
αλληλογραφία και έφυγε χωρίς να πει κουβέντα. Λογαριασμοί,
σαβούρα, ηθικές ληστείες από φιλανθρωπικούς εράνους και
ένα πακέτο που έγραφε «Υπ’ όψιν του Οραματιστή Επιμελητή
του Μπουνιά στο στόμα» και περιείχε ένα χειρόγραφο με τίτλο
Ημιζωές –μάπα όνομα για έργο μυθοπλασίας– και υπότιτλο Το
πρώτο μυστήριο της Λουίζα Ρέι. Ακόμα πιο μάπα. Η γυναίκα
συγγραφέας του, κάποια με το ύποπτο όνομα Χίλαρι Β. Χας,
ξεκινούσε τη συνοδευτική επιστολή της ως εξής: «Όταν ήμουν
εννέα, η μαμά μου με πήγε στη Λούρδη για να προσευχηθώ για
τη θεραπεία της νυχτερινής μου ενούρησης. Φανταστείτε την
έκπληξή μου όταν, εκείνη τη νύχτα, δεν εμφανίστηκε σε
όραμα η Αγία Μπερναντέτ, αλλά ο Αλέν Φουρνιέ».
Μουρλή ενόψει. Πέταξα την επιστολή στο συρτάρι με τα
«Επείγοντα» και άνοιξα τον ολοκαίνουργιο, τίγκα στα γιγαμπάιτ
υπολογιστή μου για να παίξω Ναρκαλιευτή. Αφού
ανατινάχτηκα δυο φορές, τηλεφώνησα στο Sotheby’s για να
προσφέρω το αυθεντικό, γνήσιο γραφείο του Τσαρλς Ντίκενς
σε πλειστηριασμό, με αρχική τιμή εξήντα χιλιάδες. Ένας
συμπαθέστατος εκτιμητής ονόματι Κιρπάλ Σινγκ με
συλλυπήθηκε, καθώς το γραφείο του μυθιστοριογράφου
βρισκόταν ήδη στο μουσείο του σπιτιού του Ντίκενς, και
ήλπιζε να μη με είχαν μαδήσει τελείως. Ομολογώ, ξεχνάω τα
διάφορα κολπάκια μου. Έπειτα τηλεφώνησα στον Έλιοτ
ΜακΚλάσκι και ρώτησα για τα υπέροχα παιδάκια του. «Καλά
είναι, ευχαριστώ». Ρώτησε για την υπέροχη δουλειά μου.
Ζήτησα ένα δάνειο ογδόντα χιλιάδων λιρών. Ξεκίνησε με ένα
συλλογισμένο «Μάλιστα…». Κατέβασα το πλαφόν μου στις
εξήντα. Ο Έλιοτ επισήμανε ότι η πιστωτική ροή μου,
συνδεδεμένη με την απόδοση, είχε ακόμη έναν δωδεκάμηνο
ορίζοντα πριν αποτελέσει πρακτική επιλογή μια αλλαγή
μεγέθους. Αχ, πώς μου λείπουν οι μέρες που γελούσαν σαν τις
ύαινες, σ’ έστελναν στον διάολο και σ’ το έκλειναν.
Ακολούθησα το ταξίδι του Μαγγελάνου στην υδρόγειό μου και
λαχταρούσα έναν αιώνα όπου η νέα αρχή δεν απείχε
περισσότερο από το επόμενο ιστιοφόρο που έβγαινε απ’ το
Ντέπτφορντ. Με την περηφάνια μου ήδη κουρέλι, κάλεσα τη
Μαντάμ Χ. Έκανε το πρωινό μπάνιο της. Εξήγησα τη
σοβαρότητα της κατάστασής μου. Γέλασε σαν την ύαινα, μ’
έστειλε στον διάολο και μου το ’κλεισε. Γύριζα την υδρόγειό
μου. Γύριζα την υδρόγειό μου.
Όταν βγήκα έξω, η κυρία Λάθαμ με κοζάρισε όπως το γεράκι
που κοιτά το κουνέλι. «Όχι, μην πάτε σε τοκογλύφο, κύριε
Κάβεντις. Δεν αξίζει».
«Μη φοβού, κυρία Λάθαμ, απλώς πηγαίνω επίσκεψη στον
μοναδικό άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο που πιστεύει σ’ εμένα,
στα εύκολα και στα δύσκολα». Στο ασανσέρ, υπενθύμισα στην
αντανάκλασή μου ότι «Το αίμα νερό δεν γίνεται», πριν
καρφώσω την παλάμη μου στην ακτίνα της πτυσσόμενης
ομπρέλας μου.

«Οχ, όχι εσύ, που να με πάρει ο Χάρος. Κοίτα, απλά δίνε του
και άσε μας ήσυχους». Ο αδελφός μου αγριοκοίταζε απ’ την
άλλη μεριά της πισίνας του ενώ κατέβαινα στην αυλή του. Ο
Ντένχολμ δεν έχει ποτέ του κολυμπήσει στην πισίνα, απ’ ό,τι
ξέρω, παρ’ όλα αυτά κάνει τη χλωρίωση και τα τοιαύτα κάθε
εβδομάδα, ακόμα και με αέρα και με βροχή. Ψάρευε φύλλα με
μια μεγάλη απόχη. «Δεν σου δανείζω ούτε ένα αναθεματισμένο
φαρδίνι αν δεν ξεπληρώσεις τα προηγούμενα. Γιατί πρέπει
αιωνίως να σου δίνω ελεημοσύνη; Όχι. Μην απαντήσεις». Ο
Ντένχολμ έβγαλε μια χούφτα μουλιασμένα φύλλα απ’ το δίχτυ.
«Ξαναμπές στο ταξί σου και πάρε δρόμο. Δεν θα σου το πω
τόσο ευγενικά την επόμενη φορά».
«Η Τζορτζέτ τι κάνει;» Τίναξα κάτι αφίδες από τα μαραμένα
του ροδοπέταλα.
«Η Τζορτζέτ μουρλαίνεται αργά και σταθερά, όχι πως δείχνεις
ποτέ ένα δράμι γνήσιου ενδιαφέροντος όταν δεν θες λεφτά».
Παρακολούθησα ένα σκουλήκι να επιστρέφει στο χώμα και
ευχήθηκα να ήμουν στη θέση του. «Ντένι, είχα ένα μικρό
μπλεξιματάκι με τους λάθος ανθρώπους. Αν δεν καταφέρω να
βρω εξήντα χιλιάδες λίρες, θα με ξυλοφορτώσουν άσχημα».
«Να τους πεις να το βιντεοσκοπήσουν για να το δούμε».
«Δεν αστειεύομαι, Ντένχολμ».
«Ούτε εγώ! Ε, λοιπόν, είσαι κακός στη διπροσωπία. Ε και;
Γιατί είναι δικό μου πρόβλημα;»
«Αδέλφια είμαστε! Συνείδηση δεν έχεις;»
« Ήμουν στο συμβούλιο επενδυτικής τράπεζας τριάντα
χρόνια».
Ένας ακρωτηριασμένος ψευδοπλάτανος έριχνε άλλοτε
πράσινα φύλλα όπως ρίχνουν οι απελπισμένοι άντρες άλλοτε
ακλόνητες αποφάσεις. «Βοήθεια, Ντένι. Σε παρακαλώ. Τριάντα
χιλιάρικα θα ήταν μια αρχή».
Το είχα παρακάνει. «Άι στο διάολο, Τιμ, η τράπεζά μου
κατέρρευσε! Μας άφησαν πανί με πανί οι βδέλλες της Lloyds! Ο
καιρός που είχα τέτοιο παραδάκι στη διάθεσή μου ανά πάσα
στιγμή πάει, πάει, πάει! Το σπίτι μας έχει δυο υποθήκες! Εγώ
έπεσα απ’ τα ψηλά στα χαμηλά, εσύ απ’ τα χαμηλά στα
χαμηλότερα. Κι εξάλλου, έχεις αυτό το αναθεματισμένο βιβλίο
που πουλάει σαν ζεστό ψωμάκι στα βιβλιοπωλεία όλου του
κόσμου!»
Η έκφρασή μου είπε αυτά που δεν μπορούσα να βάλω σε
λέξεις.
«Ω, Χριστέ μου, ρε ηλίθιε. Τι χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής
έχεις;»
Κοίταξα το ρολόι μου. «Τρεις η ώρα το απόγευμα σήμερα».
«Ξέχνα το». Ο Ντένχολμ άφησε την απόχη του. «Κήρυξε
πτώχευση. Ο Ρέιναρντ θα σου κάνει τα χαρτιά, είναι καλός
άνθρωπος. Δύσκολα καταπίνεται αυτό, το ξέρω καλά, έτσι
όμως θα σ’ αφήσουν στην ησυχία σου οι πιστωτές σου. Ο νόμος
είναι ξεκάθαρος–»
«Ο νόμος; Η μόνη εμπειρία που έχουν οι πιστωτές μου από τον
νόμο είναι όταν χέζουν στον κουβά τιγκαρισμένου κελιού».
«Τότε σκάψε έναν λάκκο στο χώμα και χώσου μέσα να μη σε
βρουν».
«Αυτοί οι άνθρωποι έχουν πολύ, πολύ καλά κονέ με τους
λάκκους και τα χώματα».
«Πέρα από τον Μ25 τα κονέ τους δεν φτάνουν, σίγουρα.
Μείνε σε φίλους».
Φίλους; Διέγραψα απ’ τη λίστα αυτούς στους οποίους
χρωστούσα λεφτά, τους πεθαμένους, τους εξαφανισμένους
στον λαβύρινθο του χρόνου, και μου απέμεινε…
Ο Ντένχολμ έκανε την τελευταία του προσφορά. «Δεν μπορώ
να σου δανείσω χρήματα. Δεν έχω τίποτα. Μα μου χρωστάνε
μια δυο χάρες σε ένα βολικό μέρος όπου ίσως θα μπορούσες να
λουφάρεις για λίγο».

O Ναός του Βασιλιά Αρουραίου. Η Κιβωτός του Θεού της


Αιθάλης. Ο Σφιγκτήρας του Άδη. Ναι, ο σταθμός του Κινγκ
Κρος, όπου, σύμφωνα με το Μπουνιά στο στόμα, ένα τσιμπούκι
πάει μόνο πέντε λίρες – σε οποιονδήποτε από τους τρεις
θαλάμους αριστερά στο βάθος στις αντρικές κάτω, είκοσι
τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Τηλεφώνησα στην κυρία
Λάθαμ για να εξηγήσω ότι πήγαινα στην Πράγα για μια
συνάντηση τριών εβδομάδων με τον Βάτσλαβ Χάβελ, ψέμα του
οποίου οι συνέπειες μου κόλλησαν σαν έρπης. Η κυρία Λάθαμ
μου ευχήθηκε bon voyage. Μπορούσε να φέρει βόλτα τους
Χόγκινς. Η κυρία Λάθαμ μπορούσε να φέρει βόλτα τις Δέκα
Πληγές του Φαραώ. Δεν μου αξίζει, το ξέρω. Συχνά
αναρωτιέμαι γιατί έχει μείνει στις Εκδόσεις Κάβεντις. Όχι για
τα λεφτά που της δίνω πάντως.
Προσπάθησα να βγάλω άκρη με την γκάμα των εισιτηρίων
στο μηχάνημα: Μετ’ επιστροφής την ίδια μέρα με κάρτα
μειωμένου εισιτηρίου εκτός ωρών αιχμής, Φτηνό ημερήσιο
άνευ επιστροφής χωρίς κάρτα μειωμένου εισιτηρίου εντός
ωρών αιχμής, και πάει λέγοντας, όμως ποιο, αχ, ποιο
χρειάζομαι; Ένα απειλητικό δάχτυλο με χτύπησε στον ώμο και
τινάχτηκα μέχρι πάνω – ήταν απλώς μια γιαγιάκα που ήθελε να
με συμβουλεύσει ότι τα μετ’ επιστροφής είναι φτηνότερα από
τα άνευ. Υπέθεσα ότι τα είχε εντελώς χαμένα αλλά, μα τον
παλιο­κόρακα, όπως τα έλεγε ήταν. Έβαλα στη σχισμή ένα
χαρτονόμισμα απ’ την πλευρά της κεφαλής της βασίλισσάς
μας, έπειτα από την ανάστροφη, έπειτα από την καλή, έπειτα
από την ανάποδη, μα κάθε φορά το μηχάνημα το πετούσε έξω.
Πήγα, λοιπόν, στην ουρά για το γκισέ των εισιτηρίων.
Προηγούνταν τριάντα ένα άτομα, και ναι, τους μέτρησα έναν
έναν. Οι πωλητές πηγαινοέρχονταν στα ταμεία τους όπως τους
κατέβαινε. Μια διαφήμιση που έπαιζε σε λούπα σε μια οθόνη
με προέτρεπε να επενδύσω σε έναν ανελκυστήρα σκάλας.
Επιτέλους, επιτέλους, ήρθε η σειρά μου: «Γεια σας, θέλω ένα
εισιτήριο για Χαλ».
Η γυναίκα στα εισιτήρια έπαιζε με τα μεγάλα έθνικ
δαχτυλίδια της. «Για πότε;»
«Το γρηγορότερο δυνατόν».
«Σα να λέμε “σήμερα”;»
«Το “σήμερα” συνήθως σημαίνει “το γρηγορότερο δυνατόν”,
ναι».
«Δεν πουλάω εισιτήρια για σήμερα. Αυτά τα παίρνετε αποκεί
πέρα. Εδώ έχουμε μόνο προπώληση».
«Μα η κόκκινη πινακίδα μού είπε να έρθω στο γκισέ σας».
«Δεν γίνεται. Πηγαίντε τώρα. Καθυστερείτε την ουρά».
«Όχι, η πινακίδα με έστειλε σ’ αυτό το γκισέ, πανάθεμά το!
Περιμένω είκοσι λεπτά!»
Για πρώτη φορά έδειξε ενδιαφέρον. «Θέλετε να αλλάξω τους
κανόνες προς όφελός σας;»
Μέσα στον Τίμοθι Κάβεντις σπιθοβολούσε ο θυμός σαν τα
πιρούνια στα μικροκύματα. «Θέλω να αναπτύξεις δεξιότητες
επίλυσης προβλημάτων και να μου δώσεις ένα εισιτήριο για το
Χαλ!»
«Δεν ανέχομαι να μου απευθύνεστε σε τέτοιο ύφος».
«Ο αναθεματισμένος ο πελάτης είμαι εγώ! Εγώ δεν δέχομαι να
μου απευθύνεσαι έτσι! Φώναξέ μου τον αναθεματισμένο τον
προϊστάμενό σου!»
«Εγώ είμαι η προϊσταμένη μου».
Γρυλίζοντας μια βρισιά από ισλανδική σάγκα, ξαναπήρα τη
θέση μου στην κεφαλή της ουράς.
«Ε!» φώναξε ένα πανκιό, με καρφιά στο κρανίο του. « Έχει
ουρά, γαμώτο!»
Ποτέ μη ζητάς συγγνώμη, συμβουλεύει ο Λόιντ Τζορζ.
Ξαναπές το, αλλά αγενέστερα αυτή τη φορά. «Το ξέρω ότι έχει
ουρά, “γαμώτο”! Περίμενα στην ουρά ήδη και δεν πρόκειται να
ξαναπεριμένω απλώς και μόνο επειδή η Νίνα Σιμόν εδώ πέρα
δεν μου πουλάει ένα αναθεματισμένο εισιτήριο!»
Εμφανίστηκε ένα έγχρωμο γέτι με ψευτοστολή. «Τι τρέχει;»
«Αυτός ο γέρος αποδώ νομίζει ότι η κολοστομία του του δίνει
το δικαίωμα να χωθεί μπροστά στην ουρά» είπε ο σκίνχεντ, «και
να κάνει ρατσιστικά σχόλια για την κυρία αφρο-καραϊβικής
καταγωγής στο γκισέ των κρατήσεων».
Δεν πίστευα ότι τ’ άκουγα αυτά.
«Κοίτα, φιλαράκο» μου απευθύνθηκε συγκαταβατικά το γέτι,
όπως θα αντιμετώπιζε ανάπηρους ή ηλικιωμένους. «Σε αυτή τη
χώρα έχουμε ουρές για να είναι τα πράγματα δίκαια, κατάλαβέ
το, κι αν δεν σου αρέσει, να πας αποκεί που ήρθες, το
’πιασες;»
«Σου φαίνομαι για κάνας αναθεματισμένος Αιγύπτιος; Ε; Το
ξέρω ότι έχει ουρά! Πώς το ξέρω; Επειδή περίμενα σε αυτή την
ίδια ουρά, οπότε–»
«Ο κύριος αποδώ ισχυρίζεται ότι δεν περίμενες».
«Αυτός; Θα είναι “κύριος” όταν γράψει “Τρακαδόρος ασύλου”
στο σπίτι σου στις εργατικές;»
Τα μάτια του πετάχτηκαν, στ’ αλήθεια πετάχτηκαν. « Ή θα
σου δώσει πόδι η Αστυνομία Μεταφορών, ή θα περιμένεις στην
ουρά σαν μέλος μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Ό,τι απ’ τα δυο
κι αν αποφασίσεις, εμένα το ίδιο μoυ κάνει. Δεν μου κάνει το
ίδιο αν χώνεσαι μπροστά στην ουρά».
«Μα, αν στηθώ στην ουρά από την αρχή, θα χάσω όλες τις
ανταποκρίσεις μου!»
«Ατύχησες!» είπε.
Έκανα έκκληση στους ανθρώπους πίσω από εκείνο τον σωσία
του Σιντ Ρότεν. Ίσως να με είχαν δει στην ουρά, ίσως να μη με
είχαν δει, κανένας όμως δεν με κοιτούσε. Η Αγγλία έχει πάρει
την κάτω βόλτα, αχ, την κάτω βόλτα, την αναθεματισμένη την
κάτω βόλτα.

Πάνω από μία ώρα αργότερα το Λονδίνο υποχωρούσε προς τα


νότια, παίρνοντας μαζί του την Κατάρα των Αδελφών Χόγκινς.
Οι τακτικοί επιβάτες, οι δύσμοιρες εκείνες ψυχές που
μπαίνουν στη λοταρία του θανάτου δις ημερησίως στο
σαραβαλιασμένο σιδηροδρομικό δίκτυο της Αγγλίας, είχαν
τιγκάρει το βρόμικο τρένο. Αεροπλάνα έκαναν κύκλους πάνω
από το Χίθροου περιμένοντας να προσγειωθούν, πλήθος σαν
τις σκνίπες πάνω από λακκούβα το καλοκαίρι. Πάρα πολλή ύλη
σ’ αυτή την αναθεματισμένη πόλη.
Και πάλι. Ένιωσα την ευχαρίστηση του αρχινισμένου ταξιδιού
και αφέθηκα. Ένας τόμος που εξέδωσα κάποτε, Αληθινές
αναμνήσεις ενός δικαστικού στη Βόρεια Επικράτεια, ισχυρίζεται ότι το
θύμα του καρχαρία βιώνει ένα αναισθητικό όραμα ότι
παρασύρεται, χωρίς να διατρέχει κίνδυνο πια, στο γαλάζιο του
Ειρηνικού, ακριβώς τη στιγμή που τον κάνει κιμά η χοάνη
εκείνη των δοντιών. Εγώ, ο Τίμοθι Κάβεντις, ήμουν εκείνος ο
κολυμβητής, που έβλεπα το Λονδίνο να απομακρύνεται, ναι,
εσύ, εσύ, ύπουλη πόλη, σαν παρουσιαστής τηλεπαιχνιδιού με
περουκίνι, εσύ και τα διαμερίσματά σου με τους Σομαλούς· τις
κοιλαδογέφυρες του Κίνγκντομ Μπρούνελ· τις αγορές σου με
την επισφαλή εργασία· τις στρώσεις βομβαρδισμένων απ’ την
κάπνα τούβλων και λασπωμένων οστών των ιατρών Ντι, Κρίπεν
κ.ά.· τα θερμοκήπια των κτιρίων με τα γραφεία, όπου οι ανθοί
της νιότης σκληραίνουν και γίνονται ηλικιωμένοι κάκτοι σαν
τον τσιφούτη τον αδελφό μου.
Το Έσεξ σήκωσε το άσχημο κεφάλι του. Όταν ήμουν μικρός
υπότροφος στο τοπικό γυμνάσιο, γιος σκληρά εργαζόμενου
δημοτικού υπαλλήλου στο κυνήγι της εξουσίας, τούτη η
κομητεία ήταν συνώνυμη της ελευθερίας, της επιτυχίας και του
ΚέμπριΓ. Και κοίτα την τώρα. Εμπορικά κέντρα και
συγκροτήματα κατοικιών καταπιάνονται με την υφέρπουσα
εισβολή τους στην αρχαία γη μας. Ένας άνεμος απ’ τη Βόρεια
Θάλασσα άρπαξε τα δαντελωτά σύννεφα στα δόντια του και
την έκανε για Μίντλαντς. Άρχισε, επιτέλους, η κανονική
ύπαιθρος. Η μητέρα μου είχε μια ξαδέλφη εδώ πέρα, η
οικογένειά της είχε ένα μεγάλο σπίτι, νομίζω όμως ότι
μετακόμισαν στο Γουίνιπεγκ για μια καλύτερη ζωή. Εκεί! Εκεί,
στον ίσκιο αυτής της αποθήκης με τα είδη μαστορέματος,
κάποτε έστεκε μια αράδα καρυδιές όπου εγώ κι ο Πιπ Όουκς –
παιδικό μου φιλαράκι που πέθανε στην ηλικία των δεκατριών
κάτω από τις ρόδες ενός πετρελαιοβυτίου– βερνικώσαμε ένα
κανό ένα καλοκαίρι και πλέαμε με αυτό στον Σέι.45
Γαστεροστεΐδες σε βάζα. Εκεί, εκεί ακριβώς, πίσω από εκείνη
τη στροφή ανάψαμε φωτιά και ψήσαμε φασόλια και πατάτες
στο αλουμινόχαρτο! Γύρνα πίσω, αχ, γύρνα πίσω! Μόνο μια
φευγαλέα ματιά; Ξέφραγα, άχρωμα χωράφια. Το Έσεξ είναι πια
το Γουίνιπεγκ. Καίγονταν καλαμιές και ο αέρας είχε τη γεύση
ξεροψημένου σάντουιτς με μπέικον. Οι σκέψεις μου έκαναν
φτερά με άλλες νεράιδες, και είχαμε περάσει το Σάφρον
Γουόλντεν όταν το τρένο σταμάτησε μ’ ένα τράνταγμα. «Ε…»
είπε το μεγάφωνο. «Τζον, είναι ανοιχτό τούτο δω; Τζον, ποιο
κουμπί πατάω;» Βήχας. «Η Southnet Trains μετά λύπης
ανακοινώνει ότι αυτό το δρομολόγιο θα κάνει μια έκτακτη
στάση στον επόμενο σταθμό εξαιτίας… εξαιτίας της έλλειψης
οδηγού. Η έκτακτη αυτή στάση θα διαρκέσει για όσο χρόνο
χρειαστεί ο εντοπισμός κατάλληλου οδηγού. Η Southnet
Trains σας διαβεβαιώνει ότι πασχίζουμε» –άκουσα ξεκάθαρα
ένα πνιχτό γέλιο στο βάθος!– «να επαναφέρουμε το
συνηθισμένο μας εξαιρετικό επίπεδο υπηρεσιών». Η οργή των
επιβατών σαν αλυσιδωτή αντίδραση εξαπλώθηκε στα βαγόνια,
αν και στην εποχή μας τα εγκλήματα δεν τα διαπράττουν
κακοποιοί σε βολική απόσταση αλλά στελέχη πολύ απρόσιτα
στον όχλο, στα μεταμοντέρνα γυάλινα κι ατσάλινα κεντρικά
γραφεία του Λονδίνου. Κι εξάλλου, ο μισός όχλος έχει μετοχές
σε αυτό που θα κοπάναγε ώσπου να εξαϋλωθεί.
Οπότε καθόμασταν και περιμέναμε. Ευχόμουν να είχα φέρει
κάτι να διαβάσω. Τουλάχιστον είχα κάθισμα, και δεν θα το
παραχωρούσα ούτε στην ίδια την Έλεν Κέλερ. Το βράδυ ήταν
κιτρινογάλαζο. Οι ίσκιοι πλάι στις γραμμές έγιναν μονολιθικοί.
Οι επιβάτες καλούσαν τους δικούς τους με τα κινητά τους
τηλέφωνα. Αναρωτήθηκα πώς ήξερε εκείνος ο ύποπτος
Αυστραλός δικαστικός τι περνούσε απ’ το μυαλό των
καρχαριοφαγωμένων. Τυχερά τρένα εξπρές χωρίς
αγνοούμενους οδηγούς περνούσαν από δίπλα μας σαν σφαίρες.
Ήθελα τουα­λέτα, δεν άντεχα ούτε να το φανταστώ όμως.
Άνοιξα τον χαρτοφύλακά μου για να πάρω μια σακούλα
καραμέλες βουτύρου Werther’s αλλά βρήκα το Ημιζωές – Το
πρώτο μυστήριο της Λουίζα Ρέι. Ξεφύλλισα τις πρώτες σελίδες. Θα
ήταν καλύτερο βιβλίο αν η Χίλαρι Β. Χας δεν ήταν τόσο
ψευτοκουλτουριάρικα εξυπνακίστικη. Το είχε γράψει σε
τακτοποιημένα μικρά κεφαλαιάκια, σίγουρα έχοντας κατά νου
το χολιγουντιανό σενάριο. Τα μεγάφωνα τσίριξαν απ’ τα
παράσιτα. «Ανακοίνωση προς το επιβατικό κοινό. Η Southnet
Trains μετά λύπης ανακοινώνει ότι, καθώς δεν μπορεί να
εντοπιστεί κατάλληλος οδηγός για αυτό το τρένο, θα
μεταβούμε στον σταθμό Λιτλ Τσέστερφορντ, απ’ όπου οι
επιβάτες θα μεταφερθούν στο Κέμπριτζ με δωρεάν λεωφορείο.
Συνιστούμε σε όσους έχουν τη δυνατότητα να κάνουν άλλα
σχέδια για τη συνέχεια του ταξιδιού τους, καθώς το λεωφορείο
θα φτάσει στον σταθμό του Λιτλ Τσέστερφορντ [πώς
κουδούνιζε το όνομα στη μνήμη μου!]… σε άγνωστο χρόνο.
Περισσότερες λεπτομέρειες θα βρείτε στην ιστοσελίδα μας». Το
τρένο σύρθηκε για ένα σουρουπωμένο μίλι. Νυχτερίδες και
αιωρούμενα σκουπίδια μάς προσπερνούσαν. Ποιος οδηγούσε
τώρα, αφού οδηγός δεν υπήρχε;
Στάση, ταρακούνημα, ανοίγουν οι πόρτες. Οι αρτιμελέστεροι
ξεχύθηκαν από το τρένο κι ανέβηκαν στην πεζογέφυρα,
αφήνοντας εμένα και δυο απορρίμματα ταριχευτή να
κουτσαίνουμε ξοπίσω τους στο ένα τέταρτο της ταχύτητάς
τους. Με κόπο ανέβηκα τις σκάλες, και σταμάτησα να πάρω
ανάσα. Να με. Όρθιος στην πεζογέφυρα του σταθμού Λιτλ
Τσέστερφορντ. Ω θεοί, τόσοι επαρχιακοί σταθμοί υπήρχαν για
να ναυαγήσω, κι εγώ βρέθηκα σε τούτον ειδικά. Tο μονοπάτι
για το σπίτι της Ούρσουλα ακόμη εκεί πλάι στο
καλαμποκοχώραφο. Κατά τ’ άλλα, δεν αναγνώριζα και πολλά.
Ο Ιερός Αχυρώνας του Μεγάλου Φασώματος ήταν τώρα
γυμναστήριο, το Essex’s Premier Fitness Club. Η Ούρσουλα
με είχε βρει με το βατραχοειδές Citroën της την εβδομάδα
μελέτης46 στο πρώτο μας τρίμηνο, ακριβώς… σε αυτό το
τρίγωνο με το χαλίκι, εδώ. Πόσο μποέμ, είχε σκεφτεί ο νεαρός
Τιμ, να σε συναντάει μια γυναίκα με αυτοκίνητο. Ήμουν ο
Τουταγχαμών στο βασιλικό μου σκάφος, με τους Νούβιους
σκλάβους μου να τραβούν κουπί, και πήγαινα στον Ναό της
Θυσίας. Η Ούρσουλα με οδήγησε τις λίγες εκατοντάδες μέτρα
ως το Ντόκερι Χάους, που είχε παραγγείλει την εποχή της αρ
νουβό ένας Σκανδιναβοειδής πρόξενος. Είχαμε το μέρος
ολοδικό μας όσο η Μήτηρ και ο Πατήρ παραθέριζαν στην
Ελλάδα με τον Λόρενς Ντάρελ, αν θυμάμαι καλά. («Θυμάμαι
καλά». Τι διπρόσωπο ζεύγος.)
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, οι ακτίνες των προβολέων από
τα σεντάν στο πάρκινγκ του σταθμού φώτισαν μια εξωφρενική
μάστιγα φαλαγγιών, και έναν φυγάδα κύριο του εκδοτικού
κόσμου με καμπαρντίνα που ανέμιζε, να δρασκελίζει ένα
χωράφι σε αγρανάπαυση επιβεβλημένη από τις επιχορηγήσεις
της ΕΕ. Θα έλεγες ότι ένα μέρος μεγάλο σαν την Αγγλία θα
μπορούσε εύκολα να κρατήσει όλα τα συμβάντα ενός ταπεινού
βίου μακριά από πολλές αλληλεπικαλύψεις, θέλω να πω, δεν
ζούμε στο αναθεματισμένο το Λουξεμβούργο, μα όχι, περνάμε
και ξαναπερνάμε από τα παλιά μας ίχνη σαν τους πατινέρ. Το
Ντόκερι Χάους έστεκε ακόμη, απομονωμένο από τα γειτονικά
του σπίτια με έναν φράχτη από λιγούστρα. Τι χλιδάτο που μου
είχε φανεί το σπίτι μετά το αδιάφορο προαστιακό κουτί των
γονέων μου – Μια μέρα, υποσχέθηκα, θα ζω σ’ ένα τέτοιο σπίτι.
Άλλη μια υπόσχεση που αθέτησα· τουλάχιστον αυτή την έδωσα
σ’ εμένα μόνο.
Έκανα παράκαμψη απ’ την άκρη του κτήματος σε έναν
παράδρομο που έβγαζε σε μια οικοδομή. Μια πινακίδα
έγραφε: Hazle Close – Εξαιρετικές κατοικίες πολυτελείας στην
καρδιά της Αγγλίας. Στον πάνω όροφο του Ντόκερι τα φώτα
ήταν αναμμένα. Φαντάστηκα ένα άτεκνο ζευγάρι να ακούει
ραδιόφωνο. Η παλιά βιτρό πόρτα είχε αντικατασταθεί με
κάποια πιο δύσκολο να τη διαρρήξεις. Εκείνη τη βδομάδα
μελέτης είχα μπει στο Ντόκερι έτοιμος να αποτινάξω την
παρθενιά μου, μα ήμουν τόσο μαγεμένος από τη θεϊκή μου
Κλεοπάτρα, τόσο αγχωμένος, τόσο πιωμένος με το ουίσκι του
πατρός της, τόσο γεμάτος από αγίνωτους χυμούς που, τι να
πω, καλύτερα να σκεπάσω την αισχύνη εκείνης της νύχτας,
ακόμα και σαράντα χρόνια από τότε. Εντάξει, σαράντα επτά
χρόνια από τότε. Η ίδια αυτή ασπρόφυλλη βελανιδιά
γρατζουνούσε το παράθυρο της Ούρσουλα ενώ επιχειρούσα να
αποδώσω, ώρα αφότου ήμουν σε θέση με αξιοπρέπεια να
ισχυριστώ ότι βρισκόμουν ακόμη στο ζέσταμα. Η Ούρσουλα
είχε σε δίσκο γραμμοφώνου το δεύτερο κονσέρτο για πιάνο του
Ραχμάνινοφ στην κρεβατοκάμαρά της, εκείνο το δωμάτιο εκεί,
εκεί όπου φέγγει στο παράθυρο το ηλεκτρικό κερί.
Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να ακούσω Ραχμάνινοφ χωρίς να
ζαρώσω.
Οι πιθανότητες να ζούσε ακόμη η Ούρσουλα στο Ντόκερι
Χάους ήταν μηδενικές, το ήξερα. Τελευταία φορά που είχα
μάθει νέα της, διηύθυνε ένα γραφείο δημοσίων σχέσεων στο
Λος Άντζελες. Παρ’ όλα αυτά, στριμώχτηκα, πέρασα τον
αειθαλή θαμνοφράχτη και κόλλησα τη μύτη μου στο παράθυρο
της σαλοτραπεζαρίας, που δεν είχε φως μήτε κουρτίνες, σε μια
προσπάθεια να δω μέσα. Εκείνη τη φθινοπωρινή νύχτα πριν
από τόσα χρόνια, η Ούρσουλα είχε σερβίρει μια μάζα από τοστ
τυρί σε μια φέτα ζαμπόν σε ένα στήθος κοτόπουλου. Εκεί
ακριβώς – εκεί ακριβώς. Ακόμη είχα τη γεύση στο στόμα.
Ακόμη την έχω καθώς γράφω αυτές τις γραμμές.
Μια λάμψη!
Το δωμάτιο φωτίστηκε με ένα ηλεκτρικό πορτοκαλί, και
μπήκε μέσα –με την πλάτη γυρισμένη, ευτυχώς για μένα– μια
μαγισσούλα με σφιχτές κόκκινες μπούκλες. «Μαμά»
μισοάκουσα, μισοδιάβασα τα χείλη της μέσα από το τζάμι.
«Μαμά!», και μπήκε η μαμά, με τις ίδιες σφιχτές μπούκλες.
Αυτό αρκούσε για να αποδείξει ότι η οικογένεια της Ούρσουλα
είχε από καιρό φύγει απ’ το σπίτι, οπότε οπισθοχώρησα προς
τους θάμνους – αλλά για άλλη μια φορά γύρισα και συνέχισα να
κατασκοπεύω επειδή… τι να πω, επειδή, εμ, je suis un homme
solitaire.47 Η μαμά επισκεύαζε ένα σπασμένο σκουπόξυλο ενώ
το κορίτσι καθόταν στο τραπέζι με τα πόδια να κάνουν μπρος
πίσω. Ένας ενήλικας λυκάνθρωπος μπήκε και έβγαλε τη μάσκα
του και, παραδόξως, αν και όχι τόσο παραδόξως μάλλον, τον
αναγνώρισα – εκείνος ο παρουσιαστής της επικαιρότητας, ένας
από τη φυλή του Φίλιξ Φιντς. Τζέρεμι-Τάδε, με φρύδια
Χίθκλιφ, συμπεριφορά τεριέ, τον ξέρεις τον τύπο. Πήρε
μονωτική ταινία από το συρτάρι της βιτρίνας και χώθηκε στην
όλη υπόθεση της επισκευής του σκουπόξυλου. Έπειτα ήρθε σε
αυτή την οικιακή ζωφόρο η γιαγιά και, ανάθεμα και
τρισανάθεμά με, ήταν η Ούρσουλα. Η Ούρσουλα. Η Ούρσουλά
μου.
Κοιτάχτε αυτή τη ζωηρή, ηλικιωμένη κυρία! Στη μνήμη μου
δεν έχει γεράσει ούτε μέρα – ποιος μακιγιέρ είχε χαντακώσει τη
δροσερή της νιότη; (Αυτός που χαντάκωσε και τη δική σου,
Τίμπο.) Μίλησε, και η κόρη κι η εγγονή της χαχάνισαν, ναι,
χαχάνισαν, και χαχάνισα κι εγώ… Τι; Τι είπε; Πείτε μου κι
εμένα το αστείο! Γέμισε μια κόκκινη κάλτσα με μπάλες από
εφημεριδόχαρτο. Μια ουρά διαβόλου. Τη στερέωσε στα οπίσθιά
της με μια παραμάνα, και μια ανάμνηση από έναν
πανεπιστημιακό χορό για το Halloween ράγισε στο σκληρό
χείλος της καρδιάς μου και άρχισε να στάζει ο κρόκος – είχε
ντυθεί διαβόλισσα πάλι τότε, είχε βάψει το πρόσωπό της
κόκκινο, φιλιόμασταν όλη νύχτα, απλώς φιλιόμασταν, και το
πρωί βρήκαμε ένα καφέ για οικοδόμους που είχε βρόμικες
κούπες με δυνατό γαλατένιο τσάι και αρκετά αυγά για να
χορτάσει, να ρημάξει, ο ελβετικός στρατός. Φρυγανισμένο
ψωμί και ζεστές ντομάτες κονσέρβα. Σάλτσα HP. Την αλήθεια,
Κάβεντις, ήταν ποτέ οποιοδήποτε άλλο πρωινό στη ζωή σου
τόσο λαχταριστό;
Είχα μεθύσει τόσο από τη νοσταλγία, που με πρόσταξα να
φύγω πριν κάνω καμιά χαζομάρα. Μια μοχθηρή φωνή πολύ
κοντά μου είπε το εξής – « Έτσι και κάνεις ρούπι, σ’ έχω
κεμαλέψει και σ’ έχω κάνει σούπα!»
Αν σάστισα; Απογειώθηκα, ανάθεμά με, λες και μου έχωσαν
στροβιλοκινητήρα! Ευτυχώς ο επίδοξος χασάπης μου δεν
φαινόταν πάνω από δέκα χρόνων και η λεπίδα του
αλυσοπρίονού του ήταν χαρτονένια, αν και οι ματωμένοι του
επίδεσμοι ήταν αρκετά πειστικοί. Του το είπα αυτό,
χαμηλόφωνα. Ζάρωσε το πρόσωπό του: «Είσαι φίλος της
γιαγιάς Ούρσουλα;»
«Μια φορά κι έναν καιρό, ήμουν, ναι».
«Τι έχεις ντυθεί για το πάρτι; Πού είναι η στολή σου;»
Ώρα να πηγαίνω. Σιγά σιγά οπισθοχώρησα προς τον φράχτη.
«Αυτή είναι η στολή μου».
Σκάλισε τη μύτη του. «Πεθαμένος που τον ξέθαψαν απ’ το
νεκροταφείο;»
«Γοητευμένος, αλλά όχι. Ντύθηκα Φάντασμα των
Περασμένων Χριστουγέννων».
«Μα Halloween έχουμε, δεν έχουμε Χριστούγεννα».
«Όχι!» έδωσα μια στο μέτωπό μου με την παλάμη. «Αλήθεια
λες τώρα;»
«Ναι…»
«Μα τότε έχω αργήσει δέκα μήνες! Τι απαίσιο! Καλύτερα να
γυρίσω πριν προσέξουν την απουσία μου και τη σχολιάσουν!»
Το αγόρι πήρε μια καρτουνίστικη πόζα κουνγκ φου και
έστρεψε το αλυσοπρίονό του προς το μέρος μου. «Για πού το
’βαλες, Πράσινε Καλικάντζαρε!48 Είσαι καταπατητής! Θα το πω
στην αστυνομία!»
Ώστε, πόλεμος. «Α, είσαι μαρτυριάρης, ε; Ξέρω κι εγώ από
τέτοια. Έτσι και με μαρτυρήσεις, θα πω στον φίλο μου το
Φάντασμα των Μελλοντικών Χριστουγέννων πού είναι το σπίτι
σου, και ξέρεις τι θα σου κάνει;»
Το γουρλομάτικο βλαμμένο κούνησε το κεφάλι αρνητικά,
ταρακουνημένο κι ανακατεμένο.49
«Όταν θα έχετε σκεπαστεί με την οικογένειά σας και θα
κοιμάστε στα ζεστά σας κρεβατάκια, θα γλιστρήσει μέσα στο
σπίτι σου από τη χαραμάδα της πόρτας και θα σου φάει το
κουταβάκι!» Το δηλητήριο έβγαινε γρήγορα απ’ τη χολή μου. «Θα
αφήσει την ουρίτσα του κάτω απ’ το μαξιλάρι σου και θα ρίξουν
το φταίξιμο σ’ εσένα. Τα φιλαράκια σου όλα θα φωνάζουν
“Κουταβοφονιά!” με το που θα σε βλέπουν. Θα γεράσεις χωρίς
φίλους και θα πεθάνεις μονάχος, άθλια, πρωί Χριστουγέννων
μισό αιώνα από τώρα. Αν ήμουν λοιπόν στη θέση σου, δεν θα
έβγαζα τσιμουδιά σε κανέναν ότι με είδα».
Χώθηκα στους θάμνους πριν προλάβει να τα χωνέψει όλα
αυτά. Ενώ γυρνούσα απ’ το πεζοδρόμιο στον σταθμό, ο άνεμος
μου έφερε τον λυγμό του: «Μα δεν έχω καν κουταβάκι…»

Κρύφτηκα πίσω από το περιοδικό Private Eye στο Καφέ Ευεξίας


του Κέντρου Υγείας, το οποίο έκανε χρυσές δουλειές μ’ εμάς
τους ναυαγούς. Σχεδόν περίμενα μια έξαλλη Ούρσουλα να
εμφανιστεί με το εγγόνι της και έναν ντόπιο μπασκίνα.
Ιδιωτικές σωσίβιες λέμβοι ήρθαν να διασώσουν τους
χρηματιστές. Ο γερο-Τίμοθι προσφέρει στους νεότερους
αναγνώστες του την εξής συμβουλή, που συμπεριλαμβάνεται
δωρεάν στην τιμή αυτού του απομνημονεύματος: να διαγάγετε
τον βίο σας με τέτοιο τρόπο ώστε, όταν χαλάσει ένα τρένο στη
δύση των χρόνων σας, να έχετε ένα ζεστό, στεγνό αυτοκίνητο
που θα το οδηγεί κάποιο αγαπημένο –ή μισθωμένο, δεν έχει
σημασία– πρόσωπο και θα σας πάει σπίτι.
Ένα αξιοσέβαστο λεωφορείο κατέφτασε τρία σκοτς αργότερα.
Αξιο­σέβαστο; Εδουαρδιανό, ανάθεμά το. Αναγκάστηκα να
υπομείνω φλύα­ρους φοιτητές σε όλη τη διαδρομή ως το
ΚέμπριΓ. Γκομενικά προβλήματα, σαδιστές λέκτορες,
δαιμονικοί συγκάτοικοι, ριάλιτι σόου, βράσ’ τα, ιδέα δεν είχα
ότι είναι τόσο υπερδραστήρια τα παιδιά της ηλικίας τους. Όταν
έφτασα τελικά στον σταθμό του Κέμπριτζ, έψαξα τηλεφωνικό
θάλαμο για να ενημερώσω στο Ορόρα Χάους να μη με
περιμένουν πριν από την επομένη, τα πρώτα δυο τηλέφωνα
όμως ήταν βανδαλισμένα (στο Κέμπριτζ, αν είναι δυνατόν!),
και μόνο όταν έφτασα στο τρίτο κοίταξα τη διεύθυνση και είδα
ότι ο Ντένχολμ είχε παραλείψει να γράψει το τηλέφωνο. Βρήκα
ένα ξενοδοχείο για πλασιέ δίπλα σ’ ένα αυτόματο πλυντήριο.
Ξεχνώ τ’ όνομά του, κατάλαβα όμως από τη ρεσεψιόν ότι το
μέρος ήταν κανονικό σαπάκι, και ως συνήθως έπεσα διάνα
στην πρώτη μου εντύπωση. Παραήμουν ξεθεω­μένος, ανάθεμά
το, για να ψάξω για κάτι καλύτερο, όμως, και το πορτοφόλι
μου παραήταν άδειο. Το δωμάτιό μου είχε ψηλά παράθυρα με
στόρια που δεν μπορούσα να κατεβάσω γιατί δεν είμαι τριάμισι
μέτρα ύψος. Τα χακί σφαιρίδια στο μπάνιο ήταν όντως
ποντικοκούραδα, ο ρουμπινές του ντους μού έμεινε στο χέρι,
και το ζεστό νερό ήταν χλιαρό. Απολύμανα τον χώρο με καπνό
πούρου και πλάγιασα στο κρεβάτι μου προσπαθώντας να
θυμηθώ τα υπνοδωμάτια όλων των ερωμένων μου, με τη
σειρά, κοιτάζοντας στο βρόμικο τηλεσκόπιο του χρόνου. O
Πρίγκιψ Ρούπερτ και τα Παιδιά ούτε που σάλεψαν. Ένιωθα
παράδοξη αδιαφορία στην ιδέα των Αφών Χόγκινς να
διαγουμίζουν το διαμέρισμά μου στο Πάτνι. Πρέπει να είναι
ψιλολοΐδια σε σύγκριση με τις περισσότερες ληστείες τους, με
βάση το Μπουνιά στο στόμα τουλάχιστον. Μερικές ωραίες πρώτες
εκδόσεις, όμως ελάχιστα άλλα πράγματα αξίας. Η τηλεόρασή
μου τα έφτυσε τη νύχτα που ο Τζορτζ Μπους ο ΙΙ άρπαξε τον
θρόνο και δεν έχω τολμήσει να την αντικαταστήσω. Η Μαντάμ
Χ πήρε τις αντίκες και τα κειμήλιά της. Παράγγειλα τριπλό
σκοτς απ’ το ρουμ σέρβις – σιγά που θα μοιραστώ το μπαρ με
μια σέκτα πωλητών που καυχιούνται για βυζιά και μπόνους.
Όταν το τριπλό μου ουίσκι έφτασε επιτέλους, ήταν στην
πραγματικότητα ένα μίζερο διπλό και το είπα. Ο
κουναβόφατσας έφηβος απλώς ανασήκωσε τους ώμους. Καμιά
συγγνώμη, μόνο ένα ανασήκωμα των ώμων. Του ζήτησα να
μου κατεβάσει το στόρι, όμως έριξε μια ματιά και ξεφύσηξε,
«Δεν φτάνω εκεί πάνω!». Αντί φιλοδωρήματος του έδωσα ένα
«Δεν σε χρειάζομαι άλλο». Φεύγοντας την αμόλησε, σκέτο
δηλητήριο. Διάβασα λίγο ακόμα από το Ημιζωές αλλά
αποκοιμήθηκα πάνω που βρήκαν δολοφονημένο τον Ρούφους
Σίξμιθ. Σ’ ένα διαυγές όνειρο είδα ότι φρόντιζα ένα μικρό
παιδί-αιτούντα άσυλο, που παρακάλαγε ν’ ανέβει σε εκείνα τα
πλαστικά παιχνιδάκια στις γωνιές των σουπερμάρκετ, όπου
βάζεις κέρματα. Είπα «Α, εντάξει», όταν όμως το παιδί
κατέβηκε είχε μεταμορφωθεί στη Νάνσι Ρέιγκαν. Πώς θα το
εξηγούσα τώρα αυτό στη μητέρα του;
Ξύπνησα στο σκοτάδι με το στόμα κατάξερο. H αποτίμηση
της ιστορίας από τον Πανίσχυρο Γίββωνα –«τίποτε παραπάνω
από ένας κατάλογος των εγκλημάτων, των απερισκεψιών και
των κακοτυχιών της ανθρωπότητας»– περνούσε σε φάσα στο
μυαλό μου χωρίς προφανή λόγο. Η επίγεια ζωή του Τίμοθι
Κάβεντις, σε δεκατέσσερις λέξεις. Ξανάκανα παλιούς
καβγάδες, έπειτα έκανα καβγάδες που δεν είχαν γίνει καν.
Κάπνισα ένα πούρο ώσπου τα ψηλά παράθυρα έδειξαν σημάδια
μιας υγρής αυγής. Ξυρίστηκα. Στον κάτω όροφο μια ισχνή
Βορειοϊρλανδέζα σέρβιρε μια ποικιλία από καμένο ή παγωμένο
φρυγανισμένο ψωμί με φακελάκια μαρμελάδας σε χρώμα
κραγιόν και ανάλατο βούτυρο. Θυμήθηκα την ατάκα του Τζέικ
Μπαλοκόφσκι50 για τη Νορμανδία: Σαν την Κορνουάλη αλλά με
φαγητό.
Στον σταθμό τα δεινά μου ξανάρχισαν όταν προσπάθησα να
πάρω επιστροφή χρημάτων για το χθεσινό ταξίδι που είχε
διακοπεί. Ο αρμόδιος για τα εισιτήρια, με μπιμπίκια που
φουσκάλιαζαν μπροστά στα μάτια μου, ήταν εξίσου ανήκεστα
αργόστροφος με την ομόλογή του στο Κινγκς Κρος. Η εταιρεία
τούς βγάζει απ’ το ίδιο βλαστοκύτταρο. Η πίεσή μου κόντευε
να σπάσει το ρεκόρ της. «Τι εννοείς, το χθεσινό εισιτήριο
σήμερα είναι άκυρο; Δεν φταίω εγώ που το παλιότρενο
χάλασε!»
«Ούτε εμείς φταίμε. Για τα τρένα είναι υπεύθυνη η
Southnet. Εμείς είμαστε η TicketLords, βλέπετε».
«Σε ποιον να παραπονεθώ τότε;»
«Τι να πω, η SouthNet Loco είναι ιδιοκτησία μιας εταιρείας
συμμετοχών στο Ντίσελντορφ, που είναι ιδιοκτησία μιας
εταιρείας κινητής τηλεφωνίας στη Φινλανδία, οπότε καλύτερα
να δοκιμάσετε με κάποιον στο Ελσίνκι. Και δόξα τω Θεώ να
λέτε, που δεν ήταν εκτροχιασμός. Έχουμε πολλούς τέτοιους
στις μέρες μας».
Μερικές φορές το χνουδωτό λαγουδάκι της δυσπιστίας τα
παίρνει στο κρανίο τόσο γρήγορα που το γκρέιχαουντ της
γλώσσας μένει, ξαναμμένο, στον κλωβό της εκκίνησης.
Χρειάστηκε γερό τρίκλισμα για να φτάσω στο επόμενο τρένο
πριν αναχωρήσει – μόνο και μόνο για να ανακαλύψω ότι το
δρομολόγιο είχε ακυρωθεί! Όμως, «ευτυχώς», το τρένο πριν
από το δικό μου είχε καθυστερήσει τόσο που ακόμη δεν είχε
αναχωρήσει. Όλες οι θέσεις ήταν πιασμένες, και αναγκάστηκα
να στριμωχτώ σε ένα κενό λίγων εκατοστών. Έχασα την
ισορροπία μου όταν το τρένο ξεκίνησε, όμως ο ανθρώπινος
αποσβεστήρας συγκράτησε την πτώση μου. Μείναμε έτσι,
μισοπεσμένοι. Οι Διαγώνιοι Άνθρωποι.
Τα περίχωρα του Κέμπριτζ είναι γεμάτα επιστημονικά πάρκα
πια. Η Ούρσουλα κι εγώ πηγαίναμε βαρκάδα κάτω από κείνη
τη γραφική γέφυρα, εκεί όπου στέκουν τώρα εκείνοι οι
βιοτεχνολογικοί κύβοι της διαστημικής εποχής και
κλωνοποιούν ανθρώπους για ύποπτους Κορεάτες. Α, τ’
αναθεματισμένα τα γεράματα είναι αφόρητα! Τα εγώ που
ήμασταν λαχταρούν να ξανανασάνουν τον αέρα του κόσμου,
μπορούν όμως να βγουν απ’ τα ασβεστοποιημένα κουκούλια
τους; Σιγά που μπορούν.

Δέντρα σαν μάγισσες λύγιζαν κάτω από τον πελώριο ουρανό.


Το τρένο μας είχε κάνει μια απρογραμμάτιστη και ανεξήγητη
στάση σε έναν καταραμένο χερσότοπο, για πόση ώρα, δεν
θυμάμαι. Το ρολόι μου ήταν κολλημένο στη μέση της χθεσινής
νύχτας. (Μου λείπει το Ingersoll μου ακόμα και σήμερα.) Τα
χαρακτηριστικά των συνεπιβατών μου έλιωσαν και πήραν
μορφές μισογνώριμες: ένας μεσίτης πίσω μου, που
γλωσσοκοπάναγε στο κινητό του τηλέφωνο, θα έπαιρνα όρκο ότι
ήταν ο αρχηγός της ομάδας χόκεϊ στις τελευταίες τάξεις του
γυμνασίου· η βλοσυρή γυναίκα δυο καθίσματα μπροστά, που
διάβαζε το Μια κινητή γιορτή, δεν ήταν αυτή η μέγαιρα στην
εφορία που με πέρασε από ανάκριση πρώτου βαθμού πριν από
μερικά χρόνια;
Επιτέλους οι συζευκτήρες κλαψούρισαν και το τρένο κούτσα
κούτσα άρχισε το ταξίδι μέχρι έναν άλλο επαρχιακό σταθμό,
του οποίου η σκασμένη πινακίδα έλεγε «Άντλστροπ».51 Μια
φωνή με βαρύ κρυο­λόγημα ανακοίνωσε: «H Centrallo Trains
μετά λύπης της ανακοινώνει ότι αυτό το τρένο θα κάνει μια
σύντομη στάση σε αυτόν τον» –φτάρνισμα– «σταθμό.
Παρακαλούνται οι επιβάτες όπως αποβιβασθούν εδώ… και
περιμένουν για αναπληρωματικό τρένο». Οι συνεπιβάτες μου
αγκομαχούσαν, αναστέναζαν, έβριζαν, κουνούσαν τα κεφάλια
τους. «Η Centrallo Train ζητά συγγνώμη για την όποια» –
φτάρνισμα– «ταλαιπωρία, και σας διαβεβαιώνει ότι
εργαζόμαστε σκληρά για να επαναφέρουμε το συνηθισμένο
μας εξαιρετικό επίπεδο» –γερό φτάρνισμα– «υπηρεσιών. Πιάσε
ένα χαρτομάντιλο, Τζον».
Γεγονός: το σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό αυτής της χώρας
κατασκευάζεται στο Αμβούργο ή εκεί γύρω, κι όταν οι
Γερμανοί μηχανικοί δοκιμάζουν τα τρένα που προορίζονται για
τη Βρετανία, χρησιμοποιούν εισαγόμενα κομμάτια των
κατεστραμμένων, ιδιωτικοποιημένων μας γραμμών, επειδή οι
καλοσυντηρημένες ευρωπαϊκές σιδηροτροχιές δεν παρέχουν
ακριβείς συνθήκες δοκιμής. Ποιος στ’ αλήθεια κέρδισε τον
αναθεματισμένο τον πόλεμο; Για να ξεφύγω από τους Χόγκινς,
έπρεπε να είχα πάρει τον Μεγάλο Δρόμο για τον Βορρά,
καβάλα σε κάνα αναθεματισμένο πόγκο στικ.
Σκουντώντας κατάφερα να μπω στο βρομερό καφέ, αγόρασα
μια πίτα που είχε γεύση βερνίκι παπουτσιών και τσάι που είχε
θρύμματα φελλού μέσα, και κρυφάκουγα δυο εκτροφείς πόνι
των νήσων Σέτλαντ. Η απελπισία σε κάνει να λαχταράς ζωές
που δεν έζησες. Γιατί αφιέρωσες τη ζωή σου στα βιβλία, Τ.Κ.;
Πλήξη, πλήξη, πλήξη! Τα απομνημονεύματα ήταν άσχημα έτσι
κι αλλιώς, μα όλη εκείνη η αναθεματισμένη η μυθοπλασία!
Ένας ήρωας πάει ταξίδι, ένας ξένος έρχεται στην πόλη, κάποιος
θέλει κάτι, το πετυχαίνει ή δεν το πετυχαίνει, η βούληση
έρχεται σε αντιπαράθεση με τη βούληση. «Θαύμασέ με, επειδή
είμαι μεταφορά».
Ψηλαφιστά κατάφερα να μπω στις αντρικές που μύριζαν
αμμωνία, όπου ένας κρετίνος είχε κλέψει τον γλόμπο. Ίσα που
είχα κατεβάσει το φερμουάρ όταν βγήκε μια φωνή από τους
ίσκιους. « Έι, κύριος, έχεις φωτιά ή τίποτα τέτοιο;»
Προσπαθώντας να ηρεμήσω την καρδιά μου, ψαχούλεψα να
βρω τον αναπτήρα μου. Η φλόγα εμφάνισε έναν ρασταφάρι με
χρώματα από πίνακα του Χολμπάιν, μόλις μερικά εκατοστά από
μένα, με ένα πούρο στα χοντρά του χείλη. «Στω» ψιθύρισε ο
μαύρος μου Βιργίλιος, σκύβοντας το κεφάλι του για να φέρει
την άκρη του πούρου στη φλόγα.
«Εμ, παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα» είπα.
Η φαρδιά, επίπεδη μύτη του ζάρωσε. «Για πού το ’βαλες,
φίλος;»
Το χέρι μου έλεγξε ότι το πορτοφόλι μου ήταν ακόμη στη
θέση του. «Στο Χαλ…» Ένα ανόητο ψέμα ξεπήδησε
ασυγκράτητο. «Να επιστρέψω ένα μυθιστόρημα. Σ’ έναν
βιβλιοθηκονόμο που δουλεύει εκεί. Πολύ διάσημος ποιητής.
Στο πανεπιστήμιο. Το έχω στην τσάντα μου. Λέγεται Ημιζωές».
Το πούρο του ρασταφάρι μύριζε κοπρόχωμα. Ποτέ μου δεν
καταφέρνω να μαντέψω τι στ’ αλήθεια σκέφτονται. Όχι ότι έχω
ποτέ στ’ αλήθεια γνωρίσει κάποιον. Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά
πιστεύω ότι τα συστατικά στα λεγόμενα χωνευτήρια θέλουν
γενιές και γενιές για να χωνευτούν. «Κύριος» μου είπε ο
ρασταφάρι, «σου χρειά­ζεται» –και ζάρωσα– «λίγο από δαύτο».
Υπάκουσα στην προσφορά του και τράβηξα μια ρουφηξιά από
το πούρο του, που ήταν παχύ σαν την κουράδα.
Να πάρει και να σηκώσει! «Τι είν’ τούτο;»
Έβγαλε έναν ήχο από τα βάθη του λαιμού σαν ντιντζεριντού.
«Δεν φυτρώνουν στη Χώρα των Marlboro». Το κεφάλι μου
μεγάλωσε κατά πολλές εκατοντάδες, αλά Αλίκη στη Χώρα των
Θαυμάτων, και έγινε ένα πολυώροφο πάρκινγκ όπου
κατοικούσαν χίλια και ένα οπερατικά Citroën. «Αυτό ξαναπές
το, μάνα μου» μουρμούρισε ο Άνθρωπος Που Άλλοτε Ήταν
Γνωστός Ως Τίμοθι Κάβεντις.

Ξαφνικά ήμουν ξανά στο τρένο κι αναρωτιόμουν ποιος είχε


περιτοιχίσει το κουπέ μου με τούβλα λεκιασμένα από τα βρύα.
«Θα σας δούμε τώρα, κύριε Κάβεντις» μου είπε ένας φαλακρός
διοπτροφόρος ξεκούτης. Κανείς δεν ήταν εκεί, ή οπουδήποτε.
Μόνο ένας καθαριστής που προχωρούσε στο άδειο τρένο και
μάζευε σκουπίδια σε έναν σάκο. Κατέβηκα στην αποβάθρα. Το
κρύο έχωσε τα δόντια του στον γυμνό λαιμό μου και με
ψαχούλεψε για να βρει μεριές χωρίς θερμομόνωση. Ήμουν
ξανά στο Κινγκς Κρος; Όχι, εδώ ήταν το παγερό Γκντανσκ.
Πανικόβλητος συνειδητοποίησα ότι δεν είχα την τσάντα μου
και την ομπρέλα μου. Ξανανέβηκα στο τρένο και τις πήρα από
τον χώρο των αποσκευών. Οι μύες μου έμοιαζαν να έχουν
ατροφήσει ενώ κοιμόμουν. Έξω, πέρασε ένα καρότσι
αποσκευών που το οδηγούσε ένας Μοντιλιάνι. Πού στον
διάολο ήταν αυτό το μέρος;
«ΧαλΧαλφίλος» απάντησε ο Μοντιλιάνι.
Αραβικά; Το μυαλό μου πρότεινε τα ακόλουθα: ένα τρένο
Eurostar είχε σταματήσει στο Άντλστροπ, είχα ανέβει και
κοιμήθηκα σ’ όλο τον δρόμο μέχρι τον κεντρικό σταθμό της
Κωνσταντινούπολης. Θολωμένο μυαλό. Ήθελα μια ξεκάθαρη
πινακίδα, στα αγγλικά.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΧΑΛ.
Δόξα σοι, το ταξίδι μου είχε σχεδόν τελειώσει. Πότε είχα
ξανανέβει τόσο βόρεια τελευταία φορά; Ποτέ, να πότε. Πήρα
βαθιές ρουφηξιές κρύου αέρα για να σβήσω μια ξαφνική
παρόρμηση να ξεράσω – έτσι, Τιμ, πιες το όλο. Το
προσβεβλημένο στομάχι παρέχει εικόνες της αιτίας για τη
δυσφορία του, και το πούρο του ρασταφάρι πέρασε από
μπροστά μου. Ο σταθμός ήταν βαμμένος στα μαύρα. Έστριψα
σε μια γωνία και βρήκα δυο φωτεινά ρολόγια κρεμασμένα πάνω
από την έξοδο, μα τα ρολόγια που διαφωνούν είναι χειρότερα
από την παντελή έλλειψη ρολογιού. Δεν υπήρχε φύλακας στις
πύλες που να θέλει να δει το μυριάκριβό μου εισιτήριο, κι
ένιωσα εξαπατημένος. Στην έξοδο αποδώ ένας οδηγός στη
γύρα για ψωνιστήρι, αποκεί ένα παράθυρο αναβόσβηνε,
μουσική ερχόταν σε κύματα από μια παμπ στην απέναντι μεριά
της παρακαμπτήριας. «Σου περισσεύει κάνα ψιλό;» με ρώτησε,
όχι, απαίτησε, όχι, κατηγόρησε, ένα μίζερο σκυλί σε μια
κουβέρτα. Η μύτη, τα φρύδια και τα χείλη του αφέντη του
ήταν τόσο γεμάτα σιδερικά που ένας δυνατός ηλεκτρομαγνήτης
θα είχε κάνει το πρόσωπό του κομμάτια με τη μία. Τι κάνουν
αυτοί οι άνθρωποι στους ανιχνευτές μετάλλων στα αεροδρόμια;
« Έχεις κάνα ψιλό;» Είδα τον εαυτό μου όπως με έβλεπε
εκείνος, ένα εύθραυστο παλιογερόντιο σε μια μοναχική νεκρή
πόλη. Το σκυλί σηκώθηκε, μυρίστηκε αδυναμία. Ένας αόρα­τος
φύλακας με πήρε απ’ τον αγκώνα και με πήγε σε μια πιάτσα
ταξί.
Το ταξί έμοιαζε να κάνει κύκλους στον ίδιο κόμβο για μια
μικροσκοπική αιωνιότητα. Ένας τραγουδιστής στο ραδιόφωνο
ωρυόταν πως ό,τι πεθαίνει μια μέρα ξανάρχεται.52 (Θεός
φυλάξοι – θυμάσαι το Πατούσι της μαϊμούς;)53 Το κεφάλι του
οδηγού ήταν υπερβολικά, υπερβολικά μεγάλο για τους ώμους
του, πρέπει να είχε εκείνη την αρρώστια του Ανθρώπου-
Ελέφαντα, όταν όμως γύρισε διέκρινα το τουρμπάνι του.
Κλαιγόταν για την πελατεία του. «Πάντα λένε “Στοίχημα πως
δεν κάνει τόσο κρύο στην πατρίδα σου, ε;”, και εγώ πάντα
λέω, “Κάνεις λάθος, φιλαράκι. Προφανώς ποτέ δεν έχεις πάει
στο Μάντσεστερ Φεβρουάριο”».
«Τον ξέρεις τον δρόμο για το Ορόρα Χάους, έτσι;» ρώτησα,
και ο σιχ είπε: «Κοίτα, φτάσαμε κιόλας». Το στενό δρομάκι
κατέληγε σε μια επιβλητική εδουαρδιανή κατοικία ακαθόριστου
μεγέθους. «Εκάξ Λιρ Κριβός».
«Δεν τον ξέρω τον κύριο».
Με κοίταξε, μπερδεμένος, κι έπειτα επανέλαβε, «Δεκάξι-
λίρες-ακριβώς».
«Α. Ναι». Το πορτοφόλι μου δεν ήταν στις τσέπες του
παντελονιού μου, ούτε στην τσέπη του σακακιού μου. Ούτε
στην τσέπη του πουκαμίσου μου. Ούτε εμφανίστηκε ξανά στις
τσέπες του παντελονιού μου. Η απαίσια αλήθεια με χτύπησε
κατάμουτρα. «Με λήστεψαν, πανάθεμά το!»
«Με δυσαρεστεί το υπονοούμενο. Έχω δημοτικό ταξίμετρο».
«Όχι, δεν καταλαβαίνεις, μου έκλεψαν το πορτοφόλι».
«Α, τώρα κατάλαβα». Καλώς, καταλαβαίνει. «Κατάλαβα πολύ
καλά!» Η οργή της ινδικής υποηπείρου πύκνωσε μέσα στο
σκοτάδι. «Σκέφτεσαι, αυτός ο βρομιάρης ξέρει ποιανού το
μέρος θα πάρουν οι μπάτσοι».
«Ανοησίες!» διαμαρτυρήθηκα. «Κοίτα, έχω κέρματα, ψιλά,
ναι, μια τσέπη γεμάτη ψιλά… ορίστε… ναι, δόξα τω Θεώ! Ναι,
νομίζω μου φτάνουν…»
Μέτρησε τα δουκάτα του. «Μπουρμπουάρ;»
«Κράτα τα…» Είχα αδειάσει όλα τα θραύσματα στο άλλο του
χέρι και όρμησα έξω, κατευθείαν σ’ ένα χαντάκι. Από την
οπτική γωνία θύματος σε ατύχημα είδα το ταξί να φεύγει με
ταχύτητα και υπέμεινα μια δυσάρεστη ανάμνηση απ’ όταν με
λήστεψαν στο Γκρίνουιτς. Αυτό που με είχε σημαδέψει τόσο
δεν ήταν το ρολόι, ούτε καν αυτές οι μελανιές και το σοκ.
Ήταν που ήμουν άντρας ο οποίος είχε κάποτε αντιμετωπίσει
και κερδίσει μια τετράδα κουρελιάρηδες Άραβες στο Άντεν, μα
στα μάτια των κοριτσιών ήμουν… γέρος, απλώς γέρος. Το να
μη φέρομαι όπως θα έπρεπε να φέρεται ένας γέρος –αόρατος,
βουβός και φοβισμένος– ήταν, από μόνο του, αρκετή
πρόκληση.
Ανέβηκα τη ράμπα μέχρι την επιβλητική γυάλινη πόρτα. Ο
χώρος υποδοχής έλαμπε σαν το χρυσάφι του άγιου
δισκοπότηρου. Χτύπησα, και μια γυναίκα που θα μπορούσε να
παίζει στο μιούζικαλ Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ είπε: «Κάβεντις,
τελείωσαν οι μπελάδες σας!».
Η Φλόρενς μου άνοιξε να μπω. «Καλώς ήλθατε στο Ορόρα
Χάους, κύριε Κάβεντις!»
«Ω, ευχαριστώ, ευχαριστώ. Δεν ξέρω πώς να εκφράσω τι
απαίσια ήταν η αναθεματισμένη η σημερινή μέρα».
Ένας άγγελος προσωποποιημένος. «Το βασικό είναι ότι τώρα
είστε εδώ ασφαλής».
«Κοιτάχτε, υπάρχει ένα μικρό οικονομικό πρόβλημα που θα
πρέπει να αναφέρω. Βλέπετε, καθώς ερχόμουν–»
«Για την ώρα, το μόνο που πρέπει να σας απασχολεί είναι να
κάνετε έναν καλό ύπνο. Όλα είναι φροντισμένα. Απλώς
υπογράψτε εδώ και θα σας πάω στο δωμάτιό σας. Είναι ωραίο
και ήσυχο με θέα στον κήπο. Θα σας αρέσει πολύ».
Με τα μάτια βουρκωμένα από την ευγνωμοσύνη, την
ακολούθησα στο καταφύγιό μου. Το ξενοδοχείο ήταν μοντέρνο,
πεντακάθαρο, με πολύ απαλό φωτισμό στους ήσυχους
διαδρόμους. Αναγνώρισα αρώματα από τα παιδικά μου χρόνια,
δεν μπορούσα όμως να τα ταυτοποιήσω ακριβώς. Ανέβαινα τον
ξύλινο λόφο για το Μπέντφορντσαϊρ.54 Το δωμάτιό μου ήταν
απλό, τα σεντόνια του τριζάτα και καθαρά, με πετσέτες στη
θερμαινόμενη κρεμάστρα. «Θα είστε καλά εδώ, κύριε
Κάβεντις;»
«Μακάριος, καλή μου».
«Όνειρα γλυκά, λοιπόν». Ήξερα ότι θα ήταν γλυκά. Έκανα
ένα ντουσάκι, φόρεσα τα πιτζαμάκια μου και έπλυνα τα δόντια
μου. Το κρεβάτι μου ήταν σκληρό μα άνετο σαν παραλία της
Ταϊτής. Οι Τρόμοι των Χόγκινς ήταν ανατολικά του Κέιπ Χορν,
είχα βγει λάδι, κι ο Ντένι, ο καλός μου ο Ντένχολμ, πλήρωνε
το μάρμαρο. O καλός ο αδελφός στην ανάγκη φαίνεται. Στα
αφράτα μαξιλάρια μου Σειρήνες τραγουδούσαν. Το πρωί η ζωή
θα άρχιζε ξανά, ξανά, ξανά. Αυτή τη φορά θα τα έκανα όλα
σωστά.

«Το πρωί». Στη Μοίρα αρέσει αυτές τις δυο λεξούλες να τις
ναρκοθετεί. Ξύπνησα και είδα μια όχι και τόσο νέα γυναίκα με
χτένισμα σε γραμμή πέιτζμποϊ να ψαχουλεύει τα προσωπικά
μου αντικείμενα σαν να έψαχνε ευκαιρίες στο καλάθι. «Τι στον
διάολο κάνεις στο δωμάτιό μου, μωρή κλέφτρα γουρούνα;» είπα
μισοουρλιάζοντας, μισοαγκομαχώντας.
Το θηλυκό άφησε το σακάκι μου χωρίς ενοχές. «Επειδή είστε
καινούργιος, δεν θα σας δώσω να φάτε σαπούνι. Αυτή τη
φορά. Σας προειδοποιώ όμως. Δεν ανέχομαι προσβλητική
γλώσσα στο Ορόρα Χάους. Από κανέναν. Και δεν συνηθίζω να
πετάω κούφιες απειλές, κύριε Κάβεντις. Ποτέ».
Μια κλέφτρα να επιπλήττει το θύμα της για τις βωμολοχίες
του! «Θα σου μιλάω όπως θέλω, ανάθεμά σε, βρομιάρα
παλιοκλέφτρα! Θα με βάλεις να φάω σαπούνι; Για δοκίμασε! Ας
φωνάξουμε την ασφάλεια του ξενοδοχείου! Ας φωνάξουμε την
αστυνομία! Εσύ θα ρωτήσεις τι προβλέπεται για τη βωμολοχία
κι εγώ τι προβλέπεται για διάρρηξη και κλοπή!»
Πλησίασε στο κρεβάτι μου και μου έριξε έναν γερό μπάτσο
στα μούτρα.
Σάστισα τόσο που απλά ξανάπεσα στο μαξιλάρι.
«Πολύ κακή αρχή. Είμαι η κυρία Νόουκς. Δεν θέλεις να με
τσαντίσεις».
Κάνα βιτσιόζικο σαδομαζό ξενοδοχείο ήταν αυτό; Είχε χωθεί
στο δωμάτιό μου καμιά μουρλή αφού πρώτα είδε τ’ όνομά μου
στο βιβλίο των επισκεπτών;
«Το κάπνισμα δεν ενθαρρύνεται εδώ. Αυτά τα πούρα θα
πρέπει να τα κατασχέσω. Ο αναπτήρας παραείναι επικίνδυνος
για εσάς. Και τι είναι αυτά, παρακαλώ;» Κουδούνισε τα κλειδιά
μου.
«Κλειδιά. Τι νομίζεις πως είναι;»
«Τα κλειδιά πάνε βολτούλα! Ας τα δώσουμε στην κυρία Τζαντ
να μας τα φυλάει, ε;»
«Ας μην τα δώσουμε σε κανέναν, μωρή τρελή δράκαινα! Με
χτυπάς! Με ληστεύεις! Τι σόι παλιοξενοδοχείο προσλαμβάνει
κλέφτρες για καμαριέρες;»
Το πλάσμα έχωσε τη λεία σε μια μικρή τσάντα κλέφτρας.
« Έχετε άλλα τιμαλφή που πρέπει να τακτοποιήσουμε;»
«Ξαναβάλε αυτά τα πράγματα στη θέση τους! Αμέσως!
Ειδάλλως θα βάλω να σε απολύσουν, τ’ ορκίζομαι!»
«Θα υποθέσω ότι η απάντησή σας είναι “όχι”. Το πρωινό είναι
στις οκτώ ακριβώς. Βραστά αυγά με λωρίδες φρυγανισμένο ψωμί
σήμερα. Για τους αργοπορημένους τίποτα».
Ντύθηκα με το που έφυγε, κι έψαξα για τηλέφωνο. Δεν
υπήρχε. Αφού πλύθηκα πολύ βιαστικά –το μπάνιο μου ήταν
σχεδιασμένο για ανάπηρους, οι γωνίες του ήταν όλες
στρογγυλεμένες και είχε χειρολισθητήρες–, έτρεξα στη
ρεσεψιόν, αποφασισμένος να βρω το δίκιο μου. Κούτσαινα,
αλλά δεν ήμουν σίγουρος γιατί. Χάθηκα. Ζωηρή μπαρόκ
μουσική έπαιζε σε ολόιδιους διαδρόμους γεμάτους καρέκλες.
Ένας λεπρός νάνος με γράπωσε από τον καρπό και μου έδειξε
ένα βάζο με φουντουκοβούτυρο. «Αν θέλεις να το πάρεις αυτό
μαζί σου, θα σου τα πω ένα χεράκι γιατί δεν το παίρνω εγώ».
«Με μπερδεύεις με κάποιον άλλο». Αποτίναξα το χέρι του
πλάσματος από το δικό μου και διέσχισα μια τραπεζαρία όπου
οι φιλοξενούμενοι κάθονταν σε σειρές και σερβιτόρες έφερναν
γαβάθες από την κουζίνα.
Τι δεν μου καθόταν καλά;
Οι νεότεροι φιλοξενούμενοι ήταν στα εβδομήντα τους. Οι
γηραιό­τεροι ήταν τριακοσίων και πλέον ετών. Να ήταν η
εβδομάδα μετά το άνοιγμα των σχολείων;
Το ’πιασα. Μάλλον εσύ, αγαπητέ Αναγνώστη, το έχεις
καταλάβει εδώ και μερικές σελίδες.
Το Ορόρα Χάους ήταν γηροκομείο.
Ο αναθεματισμένος ο αδελφός μου! Το περνούσε για αστείο
όλο αυτό!
Η κυρία Τζαντ και το πλαστό της χαμόγελο ήταν στη
ρεσεψιόν. «Γεια σας, κύριε Κάβεντις. Νιώθετε θαυμάσια
σήμερα;»
«Ναι. Όχι. Συνέβη μια παράλογη παρεξήγηση».
«Αλήθεια;»
«Η απόλυτη αλήθεια. Έκανα τσεκ ιν χθες βράδυ νομίζοντας
ότι το Ορόρα Χάους είναι ξενοδοχείο. Την κράτηση την έκανε ο
αδελφός μου, βλέπετε. Αλλά… α, το νομίζει φάρσα όλο αυτό.
Δεν είναι καθόλου αστείο. Το αξιοκαταφρόνητό του τέχνασμα
έπιασε μόνο επειδή ένας ρασταφάρι μού έδωσε μια τζούρα από
ένα καταχθόνιο πούρο στο Άντλστροπ, και επίσης επειδή τα
παλιοδίδυμα βλαστοκύτταρα που μου πούλησαν το εισιτήριο με
κούρασαν τόσο. Ακούστε όμως. Έχετε μεγαλύτερα
προβλήματα, πολύ πιο κοντά σας – κάποια παλαβή σκύλα που
λέγεται Νόουκς έχει ξαμοληθεί εδώ πέρα και παριστάνει την
καμαριέρα. Μάλλον την έχει κάνει σουρωτήρι το Αλτσχάιμερ
αλλά, μανούλα μου, ρίχνει κάτι μπάτσες άλλο πράμα. Μου
έκλεψε τα κλειδιά! Τώρα, σε κάνα γκο-γκο μπαρ στο Πουκέ,
αυτό θα ήταν αναμενόμενο, αλλά σ’ ένα χουφταλοκομείο στο
Χαλ; Έτσι και ήμουν ελεγκτής θα κλείνατε, ξέρετε».
Το χαμόγελο της κυρίας Τζαντ τώρα ήταν οξύ μπαταρίας.
«Θέλω τα κλειδιά μου» με ανάγκασε να πω. «Τώρα αμέσως».
«Το Ορόρα Χάους είναι το σπίτι σας τώρα, κύριε Κάβεντις. Η
υπογραφή σας μας εξουσιοδοτεί να επιβάλουμε τη
συμμόρφωσή σας. Και στη θέση σας θα έκοβα τη συνήθεια να
αναφέρομαι στην αδελφή μου με αυτό το ύφος».
«Συμμόρφωση; Υπογραφή; Αδελφή;»
«Το έγγραφο επιμέλειας που υπογράψατε χθες βράδυ. Το
έγγραφο διαμονής σας».
«Όχι, όχι, όχι. Αυτό ήταν το βιβλίο του ξενοδοχείου! Αφήστε
το, το όλο ζήτημα είναι ακαδημαϊκό. Θα φύγω μετά το πρωινό.
Ή μάλλον πριν από το πρωινό, τη μύρισα τη ζωοτροφή! Πόπο,
θα είναι τρομερή ιστορία αυτή για να τη λέω στα πάρτι. Αφού
πρώτα στραγγαλίσω τον αδελφό μου. Να χρεώσετε εκείνον,
παρακαλώ. Μόνο που θα πρέπει να επιμείνω να μου
επιστρέψετε τα κλειδιά μου. Και καλά θα κάνετε να μου
καλέσετε ταξί».
«Τους περισσότερους φιλοξενούμενούς μας τους πιάνει κρύος
ιδρώτας το πρώτο τους πρωί».
«Δεν είμαι διόλου ιδρωμένος, αλλά δεν έχω γίνει αρκετά
σαφής. Αν δεν–»
«Κύριε Κάβεντις, δεν τρώτε το πρωινό σας πρώτα κι έπειτα–»
«Τα κλειδιά!»
« Έχουμε την έγγραφη άδειά σας να φυλάξουμε τα τιμαλφή
σας στο χρηματοκιβώτιο».
«Τότε πρέπει να μιλήσω με κάποιον από τη διεύθυνση».
«Άρα με την αδελφή μου, τη νοσοκόμα Νόουκς».
«Η Νόουκς; Στη διεύθυνση;»
«Νοσοκόμα Νόουκς».
«Τότε πρέπει να μιλήσω με το διοικητικό συμβούλιο, ή τον
ιδιοκτήτη».
«Άρα μ’ εμένα».
«Κoιτάχτε». Ο Γκάλιβερ και οι Λιλιπούτειοι. «Καταπατάτε τον
αναθεματισμένο… τον νόμο εναντίον της φυλάκισης, ή όπως
τον λένε τέλος πάντων».
«Θα μάθετε ότι με τις εκρήξεις οργής δεν θα πάτε πολύ
μπροστά στο Ορόρα Χάους».
«Το τηλέφωνό σας, παρακαλώ. Θέλω να καλέσω την
αστυνομία».
«Στους τρόφιμους δεν επιτρέπεται να–»
«Δεν είμαι τρόφιμος, ανάθεμά με! Κι εφόσον δεν μου δίνετε τα
κλειδιά μου, θα επιστρέψω σε λίγο μαζί με ένα πάρα πολύ
εκνευρισμένο όργανο της τάξεως». Έσπρωξα την πόρτα της
εισόδου αλλά εκείνη ανταπέδωσε το σπρώξιμο πιο δυνατά.
Κάποια αναθεματισμένη κλειδαριά ασφαλείας. Δοκίμασα την
πόρτα πυρασφαλείας από την άλλη μεριά της βεράντας.
Κλειδωμένη. Υπό τις διαμαρτυρίες της κυρίας Τζαντ έσπασα με
το σφυράκι ένα μάνταλο, η πόρτα άνοιξε, κι ήμουν ελεύθερος.
Πανάθεμά με, το κρύο με κοπάνησε καταπρόσωπο με
σιδερένιο φτυάρι! Τώρα καταλάβαινα γιατί οι βόρειοι αφήνουν
γένια, βάφονται μπλε και λαδώνουν το σώμα τους. Κατέβηκα
τον καμπυλωτό δρόμο ανάμεσα σε σκουληκιασμένα
ροδόδεντρα, ενώ αντιστεκόμουν στον μεγάλο πειρασμό να
αρχίσω να τρέχω. Έχω να τρέξω από τα μέσα του εβδομήντα.
Είχα φτάσει σε ένα μαραφέτι για το γκαζόν όταν σηκώθηκε από
τη γη ωσάν τον Πράσινο Ιππότη ένας δασύτριχος γίγας
ντυμένος με φόρμα φύλακα. Έβγαζε τα λείψανα ενός
σκαντζόχοιρου από τις λεπίδες της μηχανής με τα ματωμένα
του χέρια. «Πας κάπου;»
«Ασφαλώς! Πάω στη γη των ζωντανών». Συνέχισα τον δρόμο
μου. Κάτω από τα πόδια μου, τα φύλλα γίνονταν χώμα. Έτσι
είναι, τα δέντρα τρώνε τον εαυτό τους. Αποπροσανατολίστηκα
όταν κατάλαβα ότι ο δρόμος ξαναγυρνούσε στο παράρτημα της
τραπεζαρίας. Είχα πάρει λάθος στροφή. Οι Απέθαντοι του
Ορόρα Χάους με κοιτούσαν από την τζαμαρία. «To πράσινο
Σόιλεντ είναι άνθρωποι!» κορόιδεψα τα απλανή τους βλέμματα,
«το πράσινο Σόιλεντ είναι φτιαγμένο από ανθρώπους!».55
Έδειχναν μπερδεμένοι – είμαι, αλίμονο, ο Τελευταίος της
Φυλής μου. Ένα σάψαλο χτύπησε το τζάμι κι έδειξε πίσω μου.
Γύρισα και o δράκος με φορτώθηκε στον ώμο. Με κάθε
δρασκελιά του, μου κοβόταν η ανάσα. Έζεχνε λίπασμα. « Έχω
καλύτερα πράγματα να κάνω…»
«Τράβα κάνε τα τότε!» Μάταια πάσχισα να του κάνω
κεφαλοκλείδωμα, νομίζω ότι δεν το κατάλαβε καν. Οπότε
επιστράτευσα τη γλωσσική μου ανωτερότητα για να αλυσοδέσω
το κάθαρμα: «Ρε βρομιάρη σκασμένε μαλάκα ταραξία! Μιλάμε
για βαριά σωματική βλάβη! Για παράνομη κατακράτηση!»
Με έσφιξε κι άλλο για να με κάνει να σωπάσω, και δυστυχώς
του δάγκωσα το αυτί. Στρατηγικό λάθος. Με ένα δυνατό
τράβηγμα, μου κατέβασε το παντελόνι – να με σοδομίσει
πήγαινε; Αυτό που έκανε ήταν ακόμα πιο δυσάρεστο. Με
ξάπλωσε στη μηχανή του γκαζόν, με κάρφωσε κάτω με το ένα
χέρι, και με βίτσισε με μια βίτσα από μπαμπού με το άλλο. Ο
πόνος απλωνόταν στα λιγνά κανιά μου, μια φορά, δυο, άλλη
μια, άλλη μια, άλλη μια!
Χριστέ μου, τι πόνος!
Φώναξα, έπειτα έκλαψα, έπειτα κλαψούρισα για να
σταματήσει. Κι άλλη! Κι άλλη! Κι άλλη! Η νοσοκόμα Νόουκς
τελικά πρόσταξε τον γίγαντα να πάψει. Τα πισινά μου ήταν σαν
δυο τεράστια τσιμπήματα σφήκας! Η φωνή της γυναίκας μού
σφύριξε στ’ αυτί: «Ο έξω κόσμος δεν έχει χώρο για σένα. Πλέον
ζεις στο Ορόρα Χάους. Γίνεται κατανοητή η πραγματικότητα;
Ή να ζητήσω απ’ τον κύριο Γουίδερς αποδώ να σ’ την εξηγήσει
άλλη μια φορά;».
«Διαολόστειλέ την» προειδοποίησε το πνεύμα μου, «ειδάλλως
θα το μετανιώσεις μετά».
«Πες της ό,τι θέλει να ακούσει» τσίριξε το νευρικό μου
σύστημα, ειδάλλως θα το μετανιώσεις τώρα».
Τo μεν πνεύμα ήτο πρόθυμον, η δε σαρξ ήτο ασθενής.

Με πήγαν στο δωμάτιό μου νηστικό. Κατέστρωνα εκδίκηση,


αγωγή και βασανιστήρια. Επιθεώρησα το κελί μου. Πόρτα
κλειδωμένη απέξω, χωρίς κλειδαριά. Παράθυρο που άνοιγε
μόνο δεκαπέντε εκατοστά. Ανθεκτικό σεντόνι από ίνες
χάρτινης αυγοθήκης με πλαστικό υποσέντονο. Πολυθρόνα με
πλενόμενο κάλυμμα. Μοκέτα που μπορούσε να
σφουγγαριστεί. Ταπετσαρία εύκολη στο καθάρισμα. Το
ιδιωτικό μπάνιο: σαπούνι, σαμπουάν, πετσέτα προσώπου,
μίζερη πετσέτα, χωρίς παράθυρο. Εικόνα αγροικίας με τη
λεζάντα: Το σπίτι το φτιάχνουν τα χέρια, μα το σπιτικό το φτιάχνουν οι
καρδιές. Προοπτικές απόδρασης: μαύρο χάλι.
Και πάλι, πίστευα ότι ο εγκλεισμός μου δεν θα κρατούσε ως
το μεσημέρι. Μια από τις πολλές εξόδους θα άνοιγε. Η
διεύθυνση θα συνειδητοποιούσε το λάθος της, θα ζητούσε
ταπεινά συγγνώμη, θα απέλυε την Απαράδεκτη Νόουκς και θα
με θερμοπαρακαλούσε να δεχτώ αποζημίωση τοις μετρητοίς.
Ή ο Ντένχολμ θα μάθαινε ότι η φάρσα του είχε αποτύχει και θα
απαιτούσε την απελευθέρωσή μου. Ή ο λογιστής θα
συνειδητοποιούσε ότι κανείς δεν πλήρωνε τον λογαριασμό μου
και θα με πετούσε έξω. Ή η κυρία Λάθαμ θα με δήλωνε
αγνοούμενο, η εξαφάνισή μου θα παρουσιαζόταν στο
Crimewatch UK56 και η αστυνομία θα εντόπιζε πού βρισκόμουν.
Γύρω στις έντεκα, ξεκλείδωσε η πόρτα. Ετοιμάστηκα να
απορρίψω τις συγγνώμες και να χτυπήσω στο ψαχνό. Μπήκε
μέσα μια άλλοτε επιβλητική γυναίκα. Εβδομήντα χρόνων,
ογδόντα, ογδόντα πέντε, ποιος ξέρει όταν είναι τόσο μεγάλες;
Ένα ραχιτικό γκρέιχαουντ με πουλόβερ ακολούθησε την κυρία
του. «Καλημέρα» άρχισε η γυναίκα. Σηκώθηκα, και δεν
πρότεινα στους επισκέπτες μου να καθίσουν.
«Δεν είμαι της ίδιας άποψης».
«Με λένε Γκουέντολιν Μπέντινκς».
«Δεν σας φταίω εγώ γι’ αυτό».
Αμήχανη, κάθισε στην πολυθρόνα. «Αποδώ» –έδειξε το γκρέι­-
χαουντ– «ο Γκόρντον Γουόρλοκ-Γουίλιαμς. Γιατί δεν κάθεστε;
Είμαστε επικεφαλής της Επιτροπής Τροφίμων».
«Καλά κάνετε, όμως εφόσον δεν είμαι–»
«Σκόπευα να συστηθώ στο πρόγευμα, αλλά τα δυσάρεστα του
πρωινού συνέβησαν πριν προλάβουμε να σας πάρουμε υπό την
προστασία μας».
«Περασμένα ξεχασμένα, Κάβεντις» είπε απότομα ο Γκόρντον
Γουόρλοκ-Γουίλιαμς. «Δεν θα το ξαναναφέρουμε ποτέ, νεαρέ,
μείνε ήσυχος». Ουαλός, ναι, τι άλλο θα ήταν.
Η κυρία Μπέντινκς έγειρε προς τα μπρος. «Όμως, κύριε
Κάβεντις, πρέπει να καταλάβετε το εξής: Εδώ μέσα ταραξίες
δεν ανεχόμαστε».
«Ε, τότε διώξτε με! Σας ικετεύω!»
«Το Ορόρα Χάους δεν διώχνει» είπε η υποκρίτρια γελάδα, «αν
όμως η συμπεριφορά σας το δικαιολογεί, θα σας χορηγηθεί
αγωγή, για τη δική σας προστασία».
Δυσοίωνο, έτσι; Είχα δει τη Φωλιά του κούκου με μια εξαιρετικά
ατάλαντη πλην όμως ευκατάστατη και χήρα ποιήτρια, της
οποίας τα άπαντα, Στίχοι άγριοι & άστατοι, υπομνημάτιζα, και η
οποία αποδείχτηκε επίσης λιγότερο χήρα απ’ ό,τι είχε αρχικά
ισχυριστεί. «Κοιτάξτε, είμαι σίγουρος ότι είστε λογική
γυναίκα». Το οξύμωρο έμεινε ασχολίαστο. «Ακούστε με καλά,
λοιπόν. Δεν θα έπρεπε να είμαι εδώ. Ήρθα στο Ορόρα Χάους
νομίζοντας ότι πρόκειται για ξενοδοχείο».
«Α, μα καταλαβαίνουμε, κύριε Κάβεντις!» έγνεψε η Γκουέντολιν
Μπέντινκς.
«Όχι, δεν καταλαβαίνετε!»
«Όλοι στην αρχή δέχονται την επίσκεψη της κυρίας
Μελαγχολίας, σύντομα όμως θα αναθαρρήσετε, όταν
καταλάβετε ότι οι αγαπημένοι σας έπραξαν για το καλό σας».
«Όλοι οι “αγαπημένοι” μου είναι πεθαμένοι ή μουρλοί ή στο
BBC, εκτός από τον χωρατατζή τον αδελφό μου!» Το βλέπεις,
έτσι δεν είναι, αγαπητέ Αναγνώστη; Ήμουν στο άσυλο ταινίας
τρόμου δευτέρας δια­λογής. Όσο περισσότερο παραληρούσα και
ωρυόμουν, τόσο περισσότερο αποδείκνυα ότι βρισκόμουν
ακριβώς εκεί που έπρεπε να είμαι.
«Αυτό είναι το καλύτερο ξενοδοχείο στο οποίο θα μείνεις ποτέ,
νεαρέ!» Τα δόντια του είχαν το χρώμα του μπισκότου. Αν ήταν
γαϊδούρι, ούτε να τον χαρίσεις δεν θα μπορούσες.
«Πεντάστερο, υπόψη. Τα γεύματά σου τακτοποιημένα, η
μπουγάδα σου έτοιμη. Δραστηριό­τητες στη σειρά, απ’ το κροσέ
ως το κροκέ. Ούτε λογαριασμοί να σε μπερδεύουν, ούτε νεαροί
να την κοπανάνε με τη μηχανή σου. Το Ορόρα Χάους είναι
τέλειο! Αρκεί να υπακούς στους κανονισμούς και να
σταματήσεις να εκνευρίζεις τη νοσοκόμα Νόουκς. Δεν είναι
βάναυση».
«“Η απεριόριστη δύναμη στα χέρια περιορισμένων ανθρώπων
οδηγεί πάντα στη βαναυσότητα”». Ο Γουόρλοκ-Γουίλιαμς με
κοίταξε λες και μιλούσα σε ξένη γλώσσα. «Σολζενίτσιν».
«Το Μπέτους-ι-κόιντ ήταν πάντα μια χαρά για τη Μάρτζορι κι
εμένα. Μα κοίτα εδώ! Την πρώτη μου εβδομάδα ένιωθα σαν κι
εσένα. Σχεδόν δεν μιλούσα σε ψυχή, ε, κυρία Μπέντινκς,
τελείως ξινός, σωστά;»
«Κατάξινος, κύριε Γουόρλοκ-Γουίλιαμς!»
«Τώρα όμως την περνάω ζωή και κότα! Ε;»
Η κυρία Μπέντινκς χαμογέλασε, φριχτό θέαμα. «Είμαστε εδώ
για να σας βοηθήσουμε να ξαναβρείτε τον προσανατολισμό
σας. Λοιπόν, απ’ ό,τι καταλαβαίνω δουλεύατε στον εκδοτικό
χώρο. Δυστυχώς» –χτύπησε το κεφάλι της– «η κυρία Μπίρκιν
δεν είναι πια το ίδιο ικανή να καταγράφει τα πρακτικά των
συσκέψεων της Επιτροπής Τροφίμων όσο ήταν κάποτε.
Θαυμάσια ευκαιρία για να ασχοληθείτε εσείς».
«Ακόμη δουλεύω στον εκδοτικό χώρο! Σας φαίνομαι για
άνθρωπος που θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ;» Η σιωπή ήταν
αφόρητη. «Άντε χαθείτε από μπροστά μου!»
«Τι απογοήτευση». Κοίταξε το γκαζόν, όλο σκόρπια φύλλα και
χούμο. «Ο κόσμος σας πια είναι το Ορόρα Χάους, κύριε
Κάβεντις». Το κεφάλι μου ήταν ο φελλός κι η Γκουέντολιν
Μπέντινκς το τιρμπουσόν. «Ναι, βρίσκεστε σε οίκο ευγηρίας.
Ήρθε ο καιρός. Η διαμονή σας μπορεί να είναι άθλια ή
ευχάριστη. Αλλά θα είναι μόνιμη. Σκεφτείτε το, κύριε
Κάβεντις». Χτύπησε την πόρτα. Αόρατες δυνάμεις άφησαν
τους βασανιστές μου να βγουν, αλλά μου την έκλεισαν
κατάμουτρα.
Συνειδητοποίησα ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης το
φερμουάρ μου ήταν ορθάνοιχτο.

Ιδού το μέλλον σου, Νεότερε Κάβεντις. Δεν θα κάνεις αίτηση


για να γίνεις μέλος, όμως η φυλή των ηλικιωμένων θα σε
διεκδικήσει. Το παρόν σου δεν θα συμβαδίζει με αυτό του
κόσμου. Αυτή η απώλεια θα ξεχειλώσει το δέρμα σου, θα
εξασθενίσει τον σκελετό σου, θα δια­βρώσει τα μαλλιά και τη
μνήμη σου, θα κάνει την επιδερμίδα σου διάφανη, ώστε οι
συσπάσεις των οργάνων σου και το γαλάζιο των φλεβών σου θα
διακρίνονται σχεδόν. Θα βγαίνεις έξω μόνο στο φως της μέρας,
αποφεύγοντας τα Σαββατοκύριακα και τις σχολικές αργίες. Η
γλώσσα θα σε αφήσει πίσω της και αυτή, προδίδοντας τους
φυλετικούς δεσμούς σου όποτε μιλάς. Στα ασανσέρ, στις
λεωφόρους, στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ, οι ζωντανοί
θα σε προσπερνούν, ακατάπαυστα. Κομψές γυναίκες δεν θα σε
βλέπουν. Φύλακες καταστημάτων δεν θα σε βλέπουν. Πωλητές
δεν θα σε βλέπουν, αν δεν πουλάνε ανελκυστήρες σκάλας ή
απατεωνίστικα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Μόνο μωρά, γάτες
και τοξικομανείς θα αναγνωρίζουν την ύπαρξή σου. Μη
χαραμίζεις λοιπόν τον καιρό σου. Πιο γρήγορα απ’ όσο
φοβάσαι, θα στέκεσαι μπροστά σε έναν καθρέφτη σε ένα
ίδρυμα, θα κοιτάς το σώμα σου, και θα σκέφτεσαι, εξωγήινος,
κλειδωμένος δεκαπέντε μέρες σ’ ένα αναθεματισμένο
ντουλάπι.

Ένα άφυλο ρομπότ μού έφερε το μεσημεριανό σε έναν δίσκο.


Δεν το λέω για να γίνω προσβλητικός, πραγματικά όμως δεν
καταλάβαινα αν αυτός ή αυτή ήταν αυτός ή αυτή. Είχε αμυδρό
μουστάκι αλλά είχε και μικρά στήθη. Σκέφτηκα να το αφήσω
αναίσθητο και να την κάνω ως άλλος Στιβ ΜακΚουίν προς την
ελευθερία, αλλά δεν είχα όπλο πέρα από μια πλάκα σαπούνι,
και τίποτα για να το δέσω πέρα από τη ζώνη μου.
Το μεσημεριανό ήταν ένα χλιαρό αρνίσιο παϊδάκι. Οι πατάτες
χειροβομβίδες από άμυλο. Τα καρότα κονσέρβα ήταν
αηδιαστικά επειδή έτσι είναι η φύση τους. «Κοίτα»
παρακάλεσα το ρομπότ, «τουλάχιστον φέρε μου λίγη
μουστάρδα». Καμία ένδειξη κατανόησης. «Καυτερή ή πιο
απαλή, δεν είμαι ιδιότροπος». Έκανε να φύγει. «Περίμενε!
Μιλάς-αγγλικά;» Έφυγε. Το φαγητό μου με κοιτούσε επίμονα.
Η στρατηγική μου ήταν λάθος εξαρχής. Είχα προσπαθήσει να
ξεφύγω από αυτόν τον παραλογισμό με τις φωνές, όμως οι
έγκλειστοι σε ιδρύματα αυτό δεν μπορούν να το κάνουν. Στους
αφέντες είναι ευπρόσδεκτος πού και πού κάποιος αντάρτης
σκλάβος που θα ταπεινώσουν μπροστά στους υπόλοιπους. Σε
όλα τα βιβλία περί φυλακής που έχω διαβάσει, από το
Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ έως το Δαιμόνια αγκάλη57 και το Μπουνιά στο
στόμα, τα δικαιώματα πρέπει κανείς να τα παζαρέψει και να τα
συσσωρεύσει με την πανουργία. Η αντίσταση του
φυλακισμένου απλώς δικαιολογεί μια όλο και σκληρότερη
φυλάκιση στον νου των δεσμοφυλάκων.
Είχε έρθει ο καιρός των τεχνασμάτων. Θα κρατούσα άφθονες
σημειώσεις για την αποζημίωση που θα λάμβανα κάποτε στον
συμβιβασμό. Θα ήμουν ευγενικός στη Μαύρη Νόουκς. Ενώ
όμως φόρτωνα κρύα μπιζέλια στο πλαστικό μου πιρούνι, μια
σειρά πυροτεχνήματα έσκασαν στο κεφάλι μου κι ο παλιός
κόσμος απότομα τελείωσε.

42 Το όνομα της στήλης παίζει με τη φράση man about town, κοσμικός τύπος, και
με το επώνυμο του δημοσιογράφου, που σημαίνει σπίνος: Ένας κοσμικός σπίνος.
(Σ.τ.Μ.)
43 Με τον τίτλο «Glory, Glory, Hallelujah» (μεταξύ άλλων τίτλων) είναι γνωστό ένα
αμερικάνικο πατριωτικό τραγούδι που έγραψε η Τζούλια Γουόρντ Χάου στα χρόνια
του Εμφυλίου. Εξού και η αναφορά του Τίμοθι εδώ. (Σ.τ.Μ.)
44 His Midwich Cuckoo offspring στο πρωτότυπο. Αναφορά στο μυθιστόρημα
επιστημονικής φαντασίας του Τζον Γουίνταμ, The Midwich Cuckoos (1957), όπου οι
γυναίκες ενός χωριού μένουν έγκυοι από εξωγήινους που προβαίνουν σε
αναπαραγωγικό παρασιτισμό. Στο βιβλίο βασίστηκε η ταινία The Village of the
Damned (1960), την οποία αργότερα (1995) έκανε ριμέικ ο Τζον Κάρπεντερ.
(Σ.τ.Μ.)
45 Σέι ονόμαζε τον ποταμό Καμ στα παιδικά βιβλία της η συγγραφέας Φιλίπα Πιρς.
(Σ.τ.Μ.)
46 Reading week. Είναι μια εβδομάδα (συνήθως στη μέση μιας ακαδημαϊκής
περιόδου) κατά την οποία δεν γίνονται μαθήματα και διαλέξεις. Σκοπός είναι η
αξιοποίηση της εβδομάδας αυτής για μελέτη ή έρευνα. (Σ.τ.Μ.)
47 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος». (Σ.τ.Μ.)
48 Green Goblin. Αναφέρεται εδώ στο ψευδώνυμο του σούπερ κακού της Marvel
Comics. (Σ.τ.Μ.)
49 Shaken and stirred – ο συγγραφέας παίζει εδώ με τη γνωστή παραγγελία του
Τζέιμς Μποντ. (Σ.τ.Μ.)
50 Αναφέρεται στον επινοημένο βιογράφο του Φίλιπ Λάρκιν. (Σ.τ.Μ.)
51 Άντλστροπ, χωριό του Γκλόστερσαϊρ· αποκεί και το ποίημα του Έντουαρντ Τόμας
με τον ίδιο τίτλο, που βασίστηκε σε μια σύντομη στάση του ποιητή εκεί κατά τη
διάρκεια μιας διαδρομής με τρένο στις 24 Ιουνίου 1914. (Σ.τ.Μ.)
52 Εννοεί τον Μπρους Σπρίνγκστιν και το «Atlantic City». (Σ.τ.Μ.)
53 Αναφέρεται στο διήγημα του Γ.Γ. Τζέικομπς, «The Monkey’s Paw» (1902), όπου
ένα μαγεμένο πατούσι μαϊμούς πραγματοποιεί τρεις ευχές του κατόχου του, αλλά
με φριχτό τίμημα. (Σ.τ.Μ.)
54 Up the wooden hill to Bedfordshire. Παλιομοδίτικη έκφραση που επί της
ουσίας σημαίνει ώρα για ύπνο. Βλ. το «Up the wooden hills to Bedfordshire» των
Small Faces (1967). Σύμφωνα με την μπάντα, η φράση up the wooden hills to
Bedfordshire ήταν ο τρόπος του Σταν Λέιν, του πατέρα του Ρόνι Λέιν, να λέει ότι
ήταν ώρα για ύπνο – η κυριολεκτική σημασία θα ήταν «ανέβα τις σκάλες για το
υπνοδωμάτιο». (Σ.τ.Μ.)
55 Αναφορά στο εμβληματικό τέλος της ταινίας επιστημονικής φαντασίας του
Ρίτσαρντ Φλάισερ Soylent Green (1973) – που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Χάρι
Χάρισον Make Room! Make Room! (1966). Στην οικολογική δυστοπία της ταινίας, οι
απλοί άνθρωποι τρέφονται μόνο με συνθετικές τροφές, το κόκκινο Σόιλεντ, το
κίτρινο Σόιλεντ, και το πράσινο Σόιλεντ – το τελευταίο είναι η πιο εξελιγμένη,
γευστική και θρεπτική εκδοχή. Μόνο που το πράσινο Σόιλεντ παρασκευάζεται από
ανθρώπινα πτώματα. (Σ.τ.Μ.)
56 Τηλεοπτική σειρά του BBC (προβαλλόταν από το 1984 ως το 2017) που
καταπιανόταν με ανεξιχνίαστες υποθέσεις, με στόχο να δοθούν πληροφορίες από
τους θεατές που ίσως θα βοηθούσαν στη διερεύνηση. (Σ.τ.Μ.)
57 Απόπειρα απόδοσης του (αμετάφραστου στα ελληνικά) αυτοβιογραφικού βιβλίου
An Evil Cradling (1991), του Βορειοϊρλανδού Μπράιαν Κίναν (γεν. 1950). (Σ.τ.Μ.)
Μια δέηση της Σόνμι~451
Εκ μέρους του υπουργείου μου, ευχαριστώ που συμφώνησες να
κάνουμε αυτή την τελευταία συνέντευξη. Να θυμάσαι, σε παρακαλώ, ότι
δεν πρόκειται για ανάκριση, ή δίκη. Η εκδοχή σου της αλήθειας είναι η
μόνη που μετράει.
Η αλήθεια είναι μοναδική. Οι «εκδοχές» της είναι αναλήθειες.

…Καλώς. Κανονικά, ξεκινώ ζητώντας από τους φυλακισμένους να


θυμηθούν τις πιο πρώιμες αναμνήσεις τους για να έχουν ένα γενικό
πλαίσιο οι εταιρειοκράτες ιστορικοί του μέλλοντος.
Τα κατασκευάσματα δεν έχουν πιο πρώιμες αναμνήσεις,
Αρχειονόμε. Κάθε εικοσιτετράωρος κύκλος στου Πάπα Σονγκ
είναι πανομοιότυπος με τους άλλους.

Τότε λοιπόν γιατί να μην περιγράψεις αυτόν τον «κύκλο»;


Αν αυτό θέλεις. Ξυπνούν τη σερβιτόρα ώρα τέσσερις και
τριάντα με στιμουλίνη στη ροή του αέρα, και κιτρίνισμα στον
κοιτώνα μας. Έπειτα από ένα λεπτό στον υγιεινιστήρα και τον
ατμιστήρα, βάζουμε καθαρές στολές και μπαίνουμε με τη
σειρά στο εστιατόριο. Ο μάντης μας και οι βοηθοί μάς
μαζεύουν γύρω από το Βάθρο του Πάπα για τον Όρθρο,
απαγγέλλουμε τις Έξι Κατηχήσεις, έπειτα εμφανίζεται ο
αγαπημένος μας Λογότυπος και κάνει το κήρυγμά του. Ώρα
πέντε παίρνουμε θέση στα ταμεία μας στον Κόμβο, έτοιμες να
μας φέρει τους πρώτους καταναλωτές της καινούργιας μέρας
το ασανσέρ. Για τις επόμενες δεκαεννέα ώρες χαιρετάμε τους
πελάτες, περνάμε τις παραγγελίες, βάζουμε φαγητό στους
δίσκους, πουλάμε τα ποτά, ανανεώνουμε τα μπαχαρικά,
σκουπίζουμε τα τραπέζια και πετάμε τα σκουπίδια. Μετά την
καθαριότητα ακολουθεί ο εσπερινός, έπειτα πίνουμε έναν
σαπωνοθύλακο στον κοιτώνα. Αυτό είναι το σχέδιο για κάθε
απαράλλαχτη μέρα.

Διαλείμματα δεν έχετε;


Μόνο οι καθαρόαιμοι δικαιούνται «διαλείμματα», Αρχειονόμε.
Για τα κατασκευάσματα, το «διάλειμμα» θα ήταν διάπραξη
χρονοκλοπής. Μέχρι την απαγόρευση κυκλοφορίας την ώρα
μηδέν, κάθε λεπτό πρέπει να είναι αφιερωμένο στην
εξυπηρέτηση και τον πλουτισμό του Πάπα Σονγκ.

Δεν αναρωτιούνται ποτέ οι σερβιτόρες –οι μη αναληφθείσες σερβιτόρες,


εννοώ– για τη ζωή έξω από τον θόλο σας, ή πιστεύατε ότι το φαγάδικο
ήταν ο κόσμος όλος;
Α, η νοημοσύνη μας δεν είναι τόσο χονδροειδής ώστε να μην
μπορούμε να συλλάβουμε το Έξω. Θυμίζω ότι στον Όρθρο, ο
Πάπα Σονγκ μας δείχνει εικόνες της Αγαλλίασης και της
Χαβάης, και τα Σποτ φέρνουν απεικονίσεις μιας κοσμολογίας
πέρα από τον πάγκο μας. Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι τόσο οι
πελάτες όσο και το φαγητό που σερβίρουμε έρχονται από ένα
μέρος που δεν βρίσκεται στον θόλο. Όμως είναι αλήθεια ότι
σπανίως αναρωτιόμαστε για τη ζωή στην επιφάνεια.
Επιπροσθέτως, το Σαπούνι περιέχει αμνησιάδες σχεδιασμένες
να νεκρώνουν την περιέργεια.

Και με την αίσθηση του χρόνου; Του μέλλοντος;


Ο Πάπα Σονγκ ανακοινώνει τις ώρες που περνάνε στους
πελάτες, πρόσεχα λοιπόν την ώρα της ημέρας, ναι, αχνά.
Επίσης είχαμε επίγνωση των χρόνων που περνούσαν από τα
ετήσια αστέρια που προστίθεντο στα κολάρα μας, και από το
Κήρυγμα των Αστεριών στον Όρθρο της Πρωτοχρονιάς. Ένα
μονάχα μέλλον είχαμε μακροπρόθεσμα: την Αγαλλίαση.

Μπορείς να περιγράψεις αυτή την ετήσια τελετή του «Κηρύγματος των


Αστεριών;»
Μετά τον Όρθρο την Πρώτη Μέρα, ο Μάντης Ρι καρφίτσωνε
από ένα αστέρι στο κολάρο κάθε σερβιτόρας. Ύστερα το
ασανσέρ έπαιρνε τις τυχερές Δωδεκαστερωμένες αδελφές για
μεταφορά στην Κιβωτό του Πάπα Σονγκ. Για τις αποχωρούσες,
είναι μια μνημειώδης περίσταση· για τις υπόλοιπες, μια
περίσταση οξέος φθόνου. Αργότερα, βλέπαμε χαμογελαστές
Σόνμι, Γιούνα, Μα-Λέου-Ντα, και Χουά-Σουν στο τρισδιάστατο
καθώς κινούσανε για τη Χαβάη, φτάνανε στην Αγαλλίαση, και
επιτέλους μεταμορφώνονταν σε καταναλώτριες με
ψυχοδαχτυλίδια. Οι πρώην αδελφές μας εγκωμίαζαν την
καλοσύνη του Πάπα Σονγκ και μας παρακινούσαν να
ξεπληρώσουμε την Επένδυσή μας φιλόπονα. Θαυμάζαμε τις
μπουτίκ, τα εμπορικά κέντρα, τα φαγάδικά τους· τις
γαλαζοπράσινες θάλασσες, τους τριανταφυλλένιους ουρανούς,
τα αγριολούλουδα· τις δαντέλες, τις αγροικίες, τις πεταλούδες·
αν και δεν μπορούσαμε αυτά τα θαύματα να τα
κατονομάσουμε.

Θα ήθελα να σε ρωτήσω για τη διαβόητη Γιούνα~939.


Γνώριζα τη Γιούνα~939 καλύτερα από κάθε άλλο
κατασκεύασμα· ορισμένοι καθαρόαιμοι γνωρίζουν περισσότερα
για το νευροχημικό ιστορικό της απ’ ό,τι εγώ, ίσως όμως αυτά
τα άτομα κατονομαστούν παρακάτω. Όταν ξύπνησα στου Πάπα
Σονγκ, ο Μάντης Ρι με έβαλε στην ταμειακή της Γιούνα~939.
Πίστευε ότι ήταν αισθητικώς ευχάριστο να εναλλάσσονται οι
βλαστότυποι στον Κόμβο. Η Γιούνα~939 είχε δεκαστερωθεί
εκείνο τον χρόνο. Φαινόταν απρόσιτη και κατηφής, κι έτσι
λυπόμουν που δεν με είχαν ταιριάξει με μια Σόνμι. Ωστόσο,
στην πρώτη μου δεκατομέρα είχα μάθει ότι στην
πραγματικότητα ήταν παρατηρητική, όχι απρόσιτη. Η
κατήφειά της έκρυβε μια διακριτική αξιοπρέπεια.
Αποκωδικοποιούσε τις παραγγελίες των μεθυσμένων πελατών,
και με προειδοποιούσε για τους στρυφνούς ελέγχους του
Μάντη Ρι. Σε μεγάλο βαθμό έχω επιζήσει όσο έχω επιζήσει
χάρη στη Γιούνα~939.

Αυτή η «διακριτική αξιοπρέπεια» που αναφέρεις – ήταν αποτέλεσμα της


ανάληψής της;
Οι ερευνητικές σημειώσεις του διδακτορικού φοιτητή Μπουμ-
Σουκ ήταν τόσο λίγες που δεν μπορώ να είμαι βέβαιη πότε
ακριβώς πυροδοτήθηκε η ανάληψη της Γιούνα~939. Ωστόσο,
πιστεύω ότι η ανάληψη απλώς ελευθερώνει ό,τι καταπνίγει το
Σαπούνι, συμπεριλαβανομένης της έκφρασης μιας εγγενούς
προσωπικότητας που όλα τα κατασκευάσματα κατέχουν.

Η ευρέως διαδεδομένη άποψη είναι ότι τα κατασκευάσματα δεν έχουν


προσωπικότητα.
Αυτή η πλάνη διαδίδεται για τη διευκόλυνση των
καθαρόαιμων.

Τη «διευκόλυνση»; Τι εννοείς;
Η σκλαβιά ενός ατόμου βασανίζει τις συνειδήσεις σας,
Αρχειονόμε, όμως η σκλαβιά ενός κλώνου δεν είναι
μεγαλύτερο βάσανο από το να έχεις το τελευταίο εξάτροχο
φορντ, από ηθική άποψη. Επειδή δεν μπορείτε να διακρίνετε
τις διαφορές μας, πιστεύετε ότι δεν έχουμε καμία διαφορά. Να
είσαι σίγουρος όμως: ακόμα και ομόβλαστα κατασκευάσματα
καλλιεργημένα στην ίδια μητροδεξαμενή είναι μοναδικά όσο
και οι χιονονιφάδες.

Ανακαλώ, τότε. Πότε σου έγιναν ξεκάθαρες οι αποκλίσεις –ίσως θα


έπρεπε να πω οι ιδιαιτερότητες– της Γιούνα~939;
Α, οι ερωτήσεις που αφορούν το πότε είναι δύσκολο να
απαντηθούν σε έναν κόσμο χωρίς ημερολόγια ή πραγματικά
παράθυρα, δώδεκα ορόφους κάτω από τη γη. Ίσως γύρω στον
έκτο μήνα της πρώτης μου χρονιάς να απέκτησα επίγνωση της
ανώμαλης ομιλίας της Γιούνα~939.

Ανώμαλης;
Πρώτον, μιλούσε περισσότερο: σε στιγμές εκτός ωρών αιχμής
στην ταμειακή μας· ενώ καθαρίζαμε τους υγιεινιστήρες των
καταναλωτών· ακόμα κι ενώ πίναμε Σαπούνι στον κοιτώνα.
Αυτό μας διασκέδαζε, ακόμα και τις απόμακρες Μα-Λέου-Ντα.
Δεύτερον, η ομιλία της Γιούνα έγινε πιο περίπλοκη καθώς
προχωρούσε η χρονιά. Ο εισαγωγικός προσανατολισμός μάς
διδάσκει το λεξιλόγιο που μας χρειάζεται για τη δουλειά μας,
όμως το Σαπούνι διαγράφει τις επιπλέον λέξεις που
μαθαίνουμε αργότερα. Στ’ αυτιά μας λοιπόν, οι προτάσεις της
Γιούνα ήταν γεμάτες θορύβους κενούς νοήματος. Ακουγόταν,
με μια λέξη, καθαρόαιμη. Τρίτον, η Γιούνα αντλούσε
ευχαρίστηση από το χιούμορ: μουρμούριζε τον Ψαλμό του
Πάπα σε αλλόκοτες παραλλαγές· στον κοιτώνα μας, όταν
απουσίαζαν οι βοηθοί, έκανε μιμήσεις συνηθειών των
καθαρόαιμων όπως το χασμουρητό, το φτάρνισμα ή το ρέψιμο.
Το χιούμορ είναι το ωάριο της αντιγνωμίας, και το Τσούτσε58 θα
έπρεπε να το φοβάται.

Απ’ ό,τι ξέρω, τα κατασκευάσματα δυσκολεύονται να συνυφάνουν μια


αυθεντική πρόταση πέντε λέξεων. Πώς μπόρεσε η Γιούνα~939 –ή εσύ,
εδώ που τα λέμε– να αποκτήσει λεκτική επιδεξιότητα σε έναν κόσμο
τόσο ερμητικό, ακόμα και με έναν αυξανόμενο δείκτη νοημοσύνης;
Ένα κατασκεύασμα υπό ανάληψη ρουφά τη γλώσσα,
διψασμένα, παρά τις αμνησιάδες. Κατά την ανάληψή μου,
συχνά σάστιζα όταν άκουγα καινούργιες λέξεις να πετάγονται
από το στόμα μου, σταχυολογημένες από τους καταναλωτές,
τον Μάντη Ρι, τα Σποτ, και τον ίδιο τον Πάπα Σονγκ. Ένα
φαγάδικο δεν είναι ένας ερμητικός κόσμος: όλες οι φυλακές
έχουν δεσμοφύλακες και τοίχους. Οι δεσμοφύλακες είναι
αγωγοί κι οι τοίχοι άγουν.

Ένα πιο μεταφυσικό ερώτημα… ήσουν ευτυχισμένη, εκείνο τον παλιό


καιρό;
Πριν από την ανάληψή μου, θες να πεις; Αν, με τη λέξη
ευτυχία, εννοείς την απουσία αντιξοοτήτων, εγώ και όλα τα
κατασκευάσματα είμαστε το πιο ευτυχισμένο στρώμα στην
εταιρειοκρατία, όπως επιμένουν οι γονιδιωματιστές. Ωστόσο,
αν ευτυχία σημαίνει τη νίκη επί των αντιξοοτήτων, ή μια
αίσθηση σκοπού, ή την άσκηση της βούλησης για εξουσία,
τότε απ’ όλους τους σκλάβους της Νέας Συνευημερίας59
ήμασταν σίγουρα οι πιο δυστυχισμένες. Υπέμενα τον μόχθο
αλλά δεν τον απολαμβάνω περισσότερο απ’ ό,τι εσύ.

Σκλάβοι, είπες; Ακόμα και οι νηπιακοί καταναλωτές γνωρίζουν ότι κι η


ίδια η λέξη έχει καταργηθεί σ’ όλη τη Νέα Συνευημερία!
Η εταιρειοκρατία είναι θεμελιωμένη στη σκλαβιά, είτε η λέξη
είναι εγκεκριμένη είτε όχι. Αρχειονόμε, χωρίς παρεξήγηση, η
νιότη σου είναι δροσοφαρμακωμένη ή γνήσια; Έχω
μπερδευτεί. Γιατί ανατέθηκε η υπόθεσή μου σε έναν προφανώς
άπειρο εταιρειοκράτη;

Καμία παρεξήγηση, Σόνμι. Είμαι μια σκοπιμότητα – και ναι,


αδροσοφαρμάκωτη σκοπιμότητα, ακόμη είμαι εικοσάρης. Τα στελέχη στο
Υπουργείο Ομοφωνίας επέμεναν ότι, ως αιρετική, δεν είχες τίποτα να
προσφέρεις στα αρχεία της εταιρειοκρατίας πέρα από ανταρσία και
βλασφημία. Οι γονιδιωματιστές, για τους οποίους αποτελείς ιερό
δισκοπότηρο, όπως γνωρίζεις, άσκησαν πιέσεις στο Τσούτσε για να
επιβληθεί ο κανόνας 54.iii –το δικαίωμα στην αρχειονομία– παρά τις
επιθυμίες της Ομοφωνίας, δεν είχαν όμως υπολογίσει ότι οι ανώτεροι
αρχειονόμοι θα παρακολουθούσαν τη δίκη σου και θα έκριναν ότι η
υπόθεσή σου παραείναι επικίνδυνη για να διακινδυνεύσουν τις
υπολήψεις τους –και τις συντάξεις τους– για αυτή. Εγώ, από την άλλη,
είμαι ογδοοστρωματικός στο ασήμαντο υπουργείο μου, όταν όμως
αιτήθηκα να δεήσω την Κατάθεσή σου, η έγκριση δόθηκε πριν προλάβω
να έρθω στα σύγκαλά μου. Οι φίλοι μου μου είπαν ότι τρελάθηκα.
Άρα λοιπόν παίζεις την καριέρα σου με αυτή τη συνέντευξη;

…Αυτή είναι η αλήθεια, ναι.


Η ευθύτητά σου, έπειτα από τόση υποκρισία, είναι
αναζωογονητική.

Ένας υποκριτής αρχειονόμος δεν θα ήταν πολύ χρήσιμος στους


ιστορικούς του μέλλοντος, κατά την άποψή μου. Θα μπορούσες να μου
πεις περισσότερα για τον Μάντη Ρι; Το ημερολόγιό του έπαιξε μεγάλο
ρόλο εναντίον σου στη δίκη σου. Τι σόι μάντης ήταν;
Ο καημένος ο Μάντης Ρι ήταν άνθρωπος της εταιρείας μέχρι το
μεδούλι, αλλά είχε προ πολλού περάσει την ηλικία που
παίρνουν εξουσία οι μάντεις. Όπως πολλοί καθαρόαιμοι σε
αυτή την ετοιμοθάνατη εταιρειοκρατία, είχε γαντζωθεί από την
πεποίθηση ότι η σκληρή δουλειά και το αψεγάδιαστο ιστορικό
αρκούσαν για να αποκτήσει κύρος, κι έτσι πολλά βράδια
περνούσε την απαγόρευση κυκλοφορίας στο γραφείο του
φαγάδικου για να εντυπωσιάσει την εταιρική ιεραρχία. Εν
συντομία: μαστίγιο στα κατασκευάσματά του· κολακείες στα
ανώτερά του στρώματα, και ευγένεια στους κερατιστές του.

Τους κερατιστές του;


Ναι. Ο Μάντης Ρι πρέπει να γίνει αντιληπτός σε σχέση με τη
σύζυγό του. Η κυρία Ρι είχε πουλήσει την αναλογία της σε
παιδιά στις αρχές του γάμου της, έκανε οξυδερκείς επενδύσεις
και χρησιμοποιούσε τον σύζυγό της σαν μαστάρι για δολάρια.
Σύμφωνα με τα κουτσομπολιά των βοηθών του, ξόδευε το
μεγαλύτερο μέρος του μισθού του μάντη μας για
προσωποδιαμόρφωση. Οπωσδήποτε, αν και εβδομήντα και
βάλε, περνούσε για τριάντα. Η κυρία Ρι ερχόταν πότε πότε στο
φαγάδικο για να επιθεωρήσει τους νεότερους άρρενες
βοηθούς, πρόσθεταν τα κουτσομπολιά. Όποιος απέρριπτε το
φλερτ της μπορούσε να περιμένει μετάθεση στα βάθη της
Μαντζουρίας. Το γιατί όμως δεν χρησιμοποίησε ποτέ την
εμφανή επιρροή της στην εταιρεία για την προώ­θηση της
καριέρας του Μάντη Ρι είναι ένα μυστήριο που δεν θα ζήσω για
να το δω να λύνεται.

Η κακή φήμη της Γιούνα~939 θα πρέπει να ήταν σοβαρή απειλή για το


«αψεγάδιαστο ιστορικό» του μάντη, δεν συμφωνείς;
Οπωσδήποτε. Μια σερβιτόρα σε φαγάδικο που φέρεται σαν
καθαρόαιμη φέρνει μπελάδες· οι μπελάδες φέρνουν
κατηγορίες· οι κατηγορίες απαιτούν έναν αποδιοπομπαίο
τράγο. Όταν πρόσεξε ο Μάντης Ρι τις αποκλίσεις της Γιούνα
από την Κατήχηση, παρέκαμψε την απαστέρωση και ζήτησε να
εξεταστεί από έναν γιατρό της εταιρείας για
επαναπροσανατολισμό. Αυτό το στρατηγικό λάθος εξηγεί την
άνευρη καριέρα του μάντη. Η Γιούνα~939 απέδωσε κατά το
γονιδίωμά της, και ο γιατρός την έκρινε υγιέστατη. Ο Μάντης
Ρι έκτοτε δεν ήταν σε θέση να τιμωρήσει τη Γιούνα χωρίς να
υπαινιχθεί επίκριση ενός ανώτερου εταιρικού γιατρού.

Πότε επιχείρησε πρώτη φορά η Γιούνα~939 να σε κάνει συνεργό στα


εγκλήματά της;
Μάλλον η πρώτη φορά ήταν όταν εξήγησε μια καινούργια λέξη,
το μυστικό, μια ώρα που η κίνηση στο ταμείο ήταν πεσμένη.
Δεν μπορούσα να συλλάβω την ιδέα να ξέρεις πληροφορίες που
κανένας άλλος, ούτε καν ο Πάπα Σονγκ, δεν ήξερε, έτσι εκεί
που ήμασταν ξαπλωμένες στα στρώματά μας, η ταμειακή
αδελφή μου υποσχέθηκε να μου δείξει αυτό που δεν μπορούσε
να εξηγήσει.
Την επόμενη φορά που ξύπνησα, δεν με ξύπνησε η λάμψη
του κιτρινίσματος αλλά η Γιούνα που με ταρακουνούσε στο
σκοτάδι. Οι αδελφές μας κείτονταν ασάλευτες, πέρα από
μικροσπασμούς. Η Γιούνα με πρόσταξε, σαν μάντης, να την
ακολουθήσω. Διαμαρτυρήθηκα, φοβόμουν. Μου είπε να μη
φοβάμαι, ήθελε να μου δείξει τι σήμαινε μυστικό, και με
οδήγησε στον θόλο. Η παράξενη σιωπή του με τρόμαξε κι
άλλο: τα αγαπημένα του κόκκινα και κίτρινα στο φως της
απαγόρευσης κυκλοφορίας ήταν αλλόκοτα γκρίζα και καστανά.
Από την πόρτα του γραφείου του Μάντη Ρι έβγαινε μια
χαραμάδα φως. Η Γιούνα την έσπρωξε ν’ ανοίξει.
Ο μάντης μας ήταν σωριασμένος στο γραφείο του. Σάλιο
κρατούσε κολλλημένο το σαγόνι του στο σόνι του, τα μάτια του
πετάριζαν, και στον λαιμό του ήταν παγιδευμένο ένα
γαργάρισμα. Κάθε δεκατονύχτα, μου είπε η Γιούνα, έπινε
Σαπούνι και κοιμότανε ως το κιτρίνισμα. Όπως ξέρεις, το
Σαπούνι έχει πιο δυνατή επίδραση στους καθαρόαιμους απ’
ό,τι σ’ εμάς, και η αδελφή μου κλότσησε το αδρανές του σώμα
για να το αποδείξει. Η Γιούνα τον τρόμο μου μπροστά σε αυτή
τη βλασφημία, απλά, τον βρήκε διασκεδαστικό. «Κάνε του ό,τι
θέλεις» τη θυμάμαι να μου λέει. « Έχει ζήσει τόσο καιρό με
κατασκευάσματα που είναι σχεδόν ένας από εμάς». Έπειτα μου
είπε ότι θα μου έδειχνε κι ένα ακόμα μεγαλύτερο μυστικό. Η
Γιούνα έβγαλε τα κλειδιά του Ρι από την τσέπη του και με πήγε
στο βορινό τμήμα του θόλου. Ανάμεσα στο ασανσέρ και στον
βορειοανατολικό υγιεινιστήρα, μου είπε να κοιτάξω τον τοίχο.
Δεν είδα τίποτα. «Ξανακοίτα» με παρότρυνε η Γιούνα, «κοίτα
καλά». Αυτή τη φορά είδα μια κηλίδα, μια μικρούλα χαρακιά.
Η Γιούνα έβαλε ένα κλειδί, και ένα παραλληλόγραμμο στον
τοίχο του θόλου κουνήθηκε προς τα μέσα. Η σκονισμένη
σκοτεινιά δεν φανέρωνε τίποτα. Η Γιούνα με πήρε απ’ το χέρι·
δίστασα. Αν δεν ήταν απαστερώσιμο αδίκημα το να
περιφερόμαστε στο φαγάδικο κατά την απαγόρευση, το να
μπαίνουμε σε άγνωστες πόρτες σίγουρα ήταν. Αλλά η θέληση
της αδελφής μου ήταν πιο δυνατή από τη δική μου. Με
τράβηξε μέσα, έκλεισε την πόρτα πίσω μας, και ψιθύρισε:
«Τώρα, αγαπητή αδελφή μου Σόνμι, είσαι μέσα σε ένα
μυστικό».
Μια άσπρη λεπίδα έσχισε το μαύρο: ένα θαυματουργό κινητό
μαχαίρι που έδωσε μορφή στο αποπνικτικό τίποτα. Διέκρινα
μια στενή αποθήκη, γεμάτη στοιβαγμένες καρέκλες, πλαστικά
φυτά, πανωφόρια, βεντάλιες, καπέλα, έναν καμένο ήλιο,
πολλές ομπρέλες· το πρόσωπο της Γιούνα, τα χέρια μου. Η
καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα. Τι είναι αυτό το μαχαίρι;
ρώτησα. «Φως είναι, από έναν φακό» απάντησε η Γιούνα.
Ρώτησα, το φως είναι ζωντανό; Η Γιούνα απάντησε: « Ίσως το
φως να είναι ζωή, αδελφή». Ένας καταναλωτής είχε αφήσει τον
φακό σε ένα κάθισμα στο τμήμα μας, εξήγησε, αντί όμως να
τον δώσει στον βοηθό μας, η Γιούνα τον είχε κρύψει εδώ. Αυτή
η εξομολόγηση κατά κάποιο τρόπο με σάστισε πιο πολύ απ’
όλα.

Πώς κι έτσι;
Η Κατήχηση Τρία διδάσκει ότι, αν οι σερβιτόρες κρατήσουν
οτιδήποτε, απορρίπτουν την αγάπη του Πάπα Σονγκ για εμάς
και κλέβουν την Επένδυσή Του. Αναρωτήθηκα, η Γιούνα~939
τηρούσε ακόμη την όποια Κατήχηση; Αλλά οι αμφιβολίες, αν και
σοβαρές, σύντομα χάθηκαν κάτω απ’ τους θησαυρούς που μου
έδειξε η Γιούνα εκεί: ένα κουτί χαμένα σκουλαρίκια, χάντρες,
τιάρες. Η έξοχη αίσθηση του να ντύνομαι ρούχα καθαρόαιμων
ξεπέρασε τον φόβο μη μας ανακαλύψουν. Το πιο σπουδαίο απ’
όλα, ωστόσο, ήταν ένα βιβλίο, ένα εικονογραφημένο βιβλίο.
Δεν βλέπεις πολλά τέτοια στις μέρες μας.
Πράγματι, όχι. Η Γιούνα το πέρασε για χαλασμένο σόνι που
έδειχνε τον κόσμο έξω. Φαντάζεσαι το δέος μας ενώ κοιτάζαμε
τη βρόμικη σερβιτόρα να σερβίρει τρεις άσχημες αδελφές· εφτά
καχεκτικά κατασκευάσματα να κουβαλάνε παράξενα
μαχαιροπίρουνα πίσω από ένα αστραφτερό κορίτσι· ένα σπίτι
φτιαγμένο από γλυκίσματα. Κάστρα, καθρέφτες, δράκοι.
Θυμίζω, αγνοούσα αυτές τις λέξεις ως σερβιτόρα, όπως
αγνοούσα και την πλειονότητα των λέξεων που χρησιμοποιώ σε
αυτή την Κατάθεση. Η Γιούνα μου είπε ότι το τρισδιάστατο και
τα Σποτ δείχνουν μονάχα ένα πληκτικό κομμάτι του κόσμου
πέρα από το ασανσέρ: το πλήρες εύρος του περιλάμβανε
θαύματα ανώτερα και από την Αγαλλίαση ακόμα. Τόσα
παράξενα πράγματα σε μια απαγόρευση κυκλοφορίας μού
τοξίκωσαν το κεφάλι. Η αδελφή μου είπε ότι έπρεπε να
ξαναγυρίσουμε στα στρώματά μας πριν από το κιτρίνισμα αλλά
υποσχέθηκε να με ξαναπάει στο μυστικό της την επόμενη
φορά.

Πόσες επόμενες φορές υπήρξαν;


Δέκα ή δεκαπέντε περίπου. Με τον καιρό, η Γιούνα~939
γινόταν ο ζωηρός εαυτός της μόνο σ’ εκείνες τις επισκέψεις
στο μυστικό της δωμάτιο. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της για το
Έξω, εξέφραζε αμφιβολίες που κλόνιζαν εντελώς ακόμα και τη
δική μου αγάπη για τον Πάπα Σονγκ και την πίστη μου στην
εταιρειοκρατία.
Τι μορφή έπαιρναν αυτές οι αμφιβολίες;
Μορφή ερωτήσεων: Πώς γινόταν να στέκεται ο Πάπα Σονγκ
στο Βάθρο Του στο φαγάδικο της πλατείας Τσονγκμιό και
ταυτόχρονα να σουλατσάρει στις παραλίες της Αγαλλίασης με τις
Ψυχωμένες Αδελφές μας; Γιατί γεννιούνταν τα
κατασκευάσματα χρεωμένα αλλά όχι οι καθαρόαιμοι; Ποιος
αποφάσιζε ότι η Επένδυση του Πάπα Σονγκ ήθελε δώδεκα
χρόνια να ξεπληρωθεί; Γιατί όχι έντεκα; Έξι; Ένα;

Πώς αντέδρασες σε αυτή την τόσο βλάσφημη ύβρη;


Ικέτευσα τη Γιούνα να σταματήσει, ή τουλάχιστον να
παριστάνει την κανονική στο φαγάδικο: ήμουν μια
καλοπροσανατολισμένη σερβιτόρα εκείνο τον καιρό, βλέπεις,
όχι η κακούργα, η απειλή προς τον πολιτισμό, που είμαι τώρα.
Επιπλέον, φοβόμουν μη με απαστερώσουν επειδή δεν θα είχα
ιουδέψει τη Γιούνα στον Μάντη Ρι. Προσευχόμουν στον Πάπα
Σονγκ να γιατρέψει τη φίλη μου, αλλά οι αποκλίσεις της, αντί
να γίνουν λιγότερο οφθαλμοφανείς, έγιναν περισσότερο. Η
Γιούνα παρακολουθούσε Σποτ ανοιχτά ενώ σκούπιζε τα
τραπέζια. Οι αδελφές μας ένιωσαν τα εγκλήματά της και την
απέφευγαν. Ένα βράδυ, η Γιούνα μου είπε ότι ήθελε να βγει
από το φαγάδικο και να μην ξαναγυρίσει. Μου είπε ότι θα
έπρεπε να βγω κι εγώ· ότι οι καθαρόαιμοι αναγκάζουν τα
κατασκευάσματα να εργάζονται σε θόλους ώστε οι ίδιοι να
απολαμβάνουν τα όμορφα μέρη που έδειχνε το βιβλίο της, το
«χαλασμένο σόνι» της, χωρίς να τα μοιράζονται. Σε απάντηση,
απήγγειλα την Κατήχηση Έξι, της είπα ότι με τίποτα δεν θα
μπορούσα να διαπράξω τέτοια μοχθηρή απόκλιση εναντίον του
Πάπα Σονγκ και της Επένδυσής Του. Η Γιούνα~939 αντέδρασε
με θυμό. Ναι, Αρχειονόμε, ένα θυμωμένο κατασκεύασμα. Με
αποκάλεσε ανόητη και δειλή, και είπε ότι ήμουν ίδια με τους
άλλους κλώνους.

Δυο αψύχωτα κατασκευάσματα, να το σκάσουν από την εταιρεία τους,


αβοήθητα; Η Ομοφωνία θα σας είχε μαζέψει σε πέντε λεπτά.
Πώς όμως να το ήξερε αυτό η Γιούνα; Το «χαλασμένο σόνι» της
υποσχόταν έναν κόσμο με χαμένα δάση, πτυχωτά βουνά και
λαβυρινθώδεις κρυψώνες. Μπορεί εσένα, που είσαι
καθαρόαιμος, να σου ακούγεται γελοίο το να μπερδέψεις ένα
βιβλίο με παραμύθια με τη Νέα Συνευημερία, όμως ο διαρκής
εγκλωβισμός προσδίδει αξιοπιστία στην όποια οφθαλμαπάτη.
Η ανάληψη γεννά μια πείνα αρκετά δυνατή ώστε να φάει τα
λογικά του υποκειμένου με τον καιρό. Στους καταναλωτές, η
κατάσταση αυτή αποκαλείται χρόνια κατάθλιψη. Η Γιούνα είχε
βυθιστεί σε αυτή την ίδια πάθηση στον πρώτο μου χειμώνα,
όταν οι πελάτες τίναζαν χιόνι από τα νάικ τους κι έπρεπε να
σφουγγαρίζουμε τα πατώματα τακτικά. Πλέον είχε σταματήσει
να επικοινωνεί μαζί μου, η απομόνωσή της λοιπόν ήταν
ολοκληρωτική.

Λες ότι η Κτηνωδία της Γιούνα~939 πυροδοτήθηκε από ψυχική


ασθένεια;
Αυτό λέω, κατηγορηματικά. Ψυχική ασθένεια πυροδοτημένη
από πειραματικό λάθος.

Θα ήθελες να περιγράψεις τα γεγονότα εκείνης της παραμονής


Πρωτοχρονιάς από τη δική σου οπτική γωνία;
Καθάριζα τραπέζια στο υπερυψωμένο άκρο του τμήματός μου,
έτσι είχα ανεμπόδιστη θέα προς τα ανατολικά. Η Μα-Λέου-
Ντα~108 και η Γιούνα~939 δούλευαν στην ταμειακή μας, που
είχε πολλή δουλειά. Ήταν σε εξέλιξη ένα παιδικό πάρτι.
Μπαλόνια, γιρλάντες και καπέλα έκρυβαν τον χώρο γύρω από
το ασανσέρ. Ολόγυρα στον θόλο αντηχούσαν τραγουδοπόπ και
θόρυβος από πεντακόσιους πελάτες και βάλε. Ο Πάπα Σονγκ
έριχνε μπούμερανγκ τρισδιάστατα πυροεκλεράκια πάνω από τα
κεφάλια των παιδιών· περνούσαν μέσα από τα δάχτυλά τους και
πεταρίζοντας γυρνούσαν και προσγειώνονταν στη φιδίσια
γλώσσα του Λογότυπού μας. Είδα τη Γιούνα~939 να φεύγει από
την ταμειακή μας, την ακριβή στιγμή, και ήξερα ότι κάτι
φριχτό θα συνέβαινε.

Δεν σου είχε πει για το σχέδιό της ν’ αποδράσει;


Όπως είπα, είχε πάψει να αναγνωρίζει την ύπαρξή μου. Δεν
πιστεύω όμως ότι είχε σχέδιο: πιστεύω ότι απλώς «έσπασε», με
καθαρόαιμους όρους. Η αδελφή μου βγήκε, χωρίς βιασύνη,
από το τμήμα μας, προς το ασανσέρ. Συγχρόνιζε την
προσέγγισή της. Οι βοηθοί παραήταν απασχολημένοι για να
την προσέξουν· ο Μάντης Ρι ήταν στο γραφείο του. Ελάχιστοι
πελάτες πρόσεξαν, ή σήκωσαν τα μάτια τους από τα σόνι τους
ή τα Σποτ, και γιατί να το κάνουν; Όταν η Γιούνα σήκωσε ένα
αγοράκι ντυμένο ναύτη και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ, οι
καθαρόαιμοι που την είδαν απλώς υπέθεσαν ότι ήταν μια
κατασκευα­σμένη υπηρέτρια που είχε διαταγή από την κυρία
της να πάει το παιδί σπίτι.

Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των μίντια η Γιούνα~939 πήρε το παιδί για να


το χρησιμοποιήσει σαν καθαρόαιμη ασπίδα στην επιφάνεια.
Τα ρεπορτάζ των μίντια για την «κτηνωδία» ακολούθησαν
επακριβώς τις οδηγίες της Ομοφωνίας. Η Γιούνα πήγε το παιδί
στο ασανσέρ επειδή από κάπου είχε μάθει το βασικό μέτρο
ασφαλείας που παίρνουν οι εταιρείες: τα ασανσέρ δεν
λειτουργούν χωρίς μια Ψυχή μέσα. Ο κίνδυνος να την
προσέξουν σε ένα ασανσέρ γεμάτο καταναλωτές ήταν πολύ
μεγάλος, έτσι η Γιούνα πίστευε ότι η μοναδική της ελπίδα ήταν
να δανειστεί ένα παιδί και να χρησιμοποιήσει την Ψυχή του για
να κάνει ένα κατά τ’ άλλα άδειο ασανσέρ να τη μεταφέρει προς
την ελευθερία.

Ακούγεσαι πολύ σίγουρη για τη θεωρία σου.


Αν δεν μου δίνουν οι εμπειρίες μου το δικαίωμα να είμαι
σίγουρη, τότε ποιανού οι εμπειρίες το δίνουν; Τα γεγονότα που
ακολούθησαν δεν χρειάζεται να τα εξιστορήσω.

Παρ’ όλα αυτά, παρακαλώ περίγραψε την κτηνωδία της Γιούνα~939


όπως την είδες.
Πολύ καλά. Η μητέρα του παιδιού είδε τον γιο της στην
αγκαλιά της Γιούνα ενώ έκλειναν οι πόρτες του ασανσέρ.
Ούρλιαξε: « Ένας κλώνος πήρε το παιδί μου!». Ξεκίνησε μια
αλυσιδωτή αντίδραση υστερίας. Πετάχτηκαν δίσκοι, χύθηκαν
σέικ, έπεσαν σόνι. Μερικοί πελάτες πίστεψαν ότι είχε
δυσλειτουργήσει η σεισμική επένδυση και κρύφτηκαν κάτω
από τα τραπέζια. Ένα όργανο εκτός υπηρεσίας έβγαλε το κολτ
του, χώθηκε στην καρδιά της αναταραχής και ούρλιαξε για να
αποκατασταθεί η τάξη. Έριξε μια υπερηχητική βολή,
απερισκεψία σε σφραγισμένο χώρο, κάνοντας πολλούς να
πιστέψουν ότι υπήρχαν τρομοκράτες που έριχναν σε
καταναλωτές. Θυμάμαι που είδα τον Μάντη Ρι να βγαίνει από
το γραφείο του, να γλιστράει σ’ ένα χυμένο ποτό, και να
χάνεται κάτω από ένα κύμα πελατών που τώρα χιμούσαν στο
ασανσέρ. Πολλοί τραυματίστηκαν στην κοσμοσυρροή. Ο
βοηθός Τσο φώναζε στο χειροσόνι του· δεν μπορούσα να
ακούσω τι. Ολόγυρα στον θόλο εξοστρακίζονταν φήμες· μια
Γιούνα είχε απαγάγει ένα αγόρι, όχι, ένα μωρό· όχι, ένας
καθαρόαιμος είχε απαγάγει μια Γιούνα· ένα όργανο είχε
πυροβολήσει ένα αγόρι· όχι, ένα κατασκεύασμα είχε χτυπήσει
τον μάντη, του οποίου η μύτη είχε ανοίξει. Όλη αυτή την ώρα,
ο Πάπα Σονγκ σερφάριζε σε μακαρονοκύματα στο Βάθρο Του.
Έπειτα κάποιος φώναξε ότι το ασανσέρ κατέβαινε, και η σιωπή
κατέλαβε το φαγάδικο τόσο γρήγορα όσο κι ο πανικός λιγότερο
από ένα λεπτό νωρίτερα. Το όργανο φώναξε να κάνουν χώρο,
έσκυψε και στόχευσε τις πόρτες. Η κοσμοσυρροή των
καταναλωτών αμέσως υποχώρησε. Το ασανσέρ έφτασε στο
φαγάδικο, και οι πόρτες του άνοιξαν.
Το αγόρι έτρεμε, κουλουριασμένο σε μια γωνιά. Το ναυτικό
κοστούμι του δεν ήταν πια λευκό. Ίσως η τελευταία μου
ανάμνηση στον Φάρο να είναι το πτώμα της Γιούνα~939, ένας
πολτός από τις σφαίρες.

Αυτή η εικόνα έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη και κάθε καθαρόαιμου,
Σόνμι. Όταν γύρισα σπίτι εκείνη τη νύχτα, οι συγκάτοικοί μου ήταν
κολλημένοι στο σόνι. Οι μισοί πρωτοχρονιάτικοι εορτασμοί της Νέας
Συνευη­μερίας ματαιώθηκαν, οι άλλοι μισοί ήταν σαφώς πιο
χαμηλότονοι. Στα μίντια εναλλάσσονταν τα πλάνα από το εσωτερικό
νίκον του φαγάδικου και τα πλάνα από το νίκον δημόσιας τάξης της
πλατείας Τσονγκμιό, που έδειχναν το περαστικό όργανο να αδρανοποιεί
τη Γιούνα~939. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Ήμασταν σίγουροι ότι
κάποια τρομοκράτισσα του Συνδικάτου είχε κάνει προσωποδιαμόρφωση
για να μοιάζει σερβιτόρα, για διεστραμμένους προπαγανδιστικούς
σκοπούς. Όταν επιβεβαίωσε η Ομοφωνία ότι το κατασκεύασμα ήταν
αυθεντική Γιούνα, εμείς… εγώ…
Ένιωσες ότι η εταιρειοκρατική παγκόσμια τάξη είχε αλλάξει,
αμετάκλητα. Ορκίστηκες να μην εμπιστευτείς ποτέ κανένα
κατασκεύασμα. Ήξερες ότι ο Αμπολισιονισμός ήτανε δόγμα
εξίσου επικίνδυνο και ύπουλο με τον Συνδικαλισμό.
Υποστήριξες τους επακόλουθους Πατριω­τικούς Νόμους που
υπαγόρευσε ο Αγαπημένος Πρόεδρος ολόψυχα.

Όλα αυτά, ναι. Τι συνέβαινε κάτω στο φαγάδικό σου στο μεταξύ;
Κατέφτασαν πολλές δυνάμεις της Ομοφωνίας για να πάρουν
στίγμα της Ψυχής κάθε πελάτη και νίκον των καταθέσεων των
αυτοπτών μαρτύρων ενώ ο θόλος εκκενωνόταν. Καθαρίσαμε το
φαγάδικο και ήπιαμε Σαπούνι χωρίς να κάνουμε Εσπερινό. Το
επόμενο κιτρίνισμα, οι αναμνήσεις των αδελφών μου από τον
σκοτωμό της Γιούνα~939 παρέμεναν εν πολλοίς άθικτες. Εκείνο
τον Όρθρο, αντί της εθιμικής τελετής Απαστέρωσης, ο Πάπα
Σονγκ έκανε το Αντισυνδικαλιστικό Του Κήρυγμα.

Εξακολουθώ να το βρίσκω απίστευτο ότι ένας Λογότυπος είπε στα


κατασκευάσματά του για το Συνδικάτο.
Τέτοιο ήταν το σοκ, ο πανικός. Αναμφίβολα, πρωταρχικός
στόχος του Κηρύγματος ήταν να δείξει στα μίντια ότι η εταιρεία
του Πάπα Σονγκ είχε μια ενεργή στρατηγική διαχείρισης της
ζημιάς. Το ανωστρωματικό λεξιλόγιο του Πάπα Σονγκ σε
εκείνο τον Όρθρο υποστηρίζει αυτή τη θεωρία. Ήταν
καταπληκτική παράσταση.

Θα ήθελες να εξιστορήσεις ό,τι θυμάσαι για τη δέησή μου;


Το κεφάλι του Λογότυπού μας γέμιζε τον μισό θόλο, έτσι
μοιάζαμε να στεκόμαστε μέσα στο μυαλό του. Η κλοουνίστικη
έκφρασή του ήταν γεμάτη θλίψη και οργή, και η φωνή του
κλόουν διαποτισμένη απόγνωση. Οι Χουά-Σουν έτρεμαν, οι
βοηθοί έδειχναν συγκλονισμένοι, και ο Μάντης Ρι ήταν χλωμός
και άρρωστος. Ο Πάπα Σονγκ μας είπε ότι υπάρχει στον κόσμο
ένα αέριο που λέγεται κακό· καθαρόαιμοι που λέγονται
τρομοκράτες εισπνέουν αυτό το κακό, και αυτό το αέριο τους
κάνει να μισούν καθετί ελεύθερο, τακτικό, καλό και
εταιρειοκρατικό· μια ομάδα τρομοκρατών που λεγόταν
Συνδικάτο είχαν προκαλέσει τη χθεσινή κτηνωδία, μολύνοντας
μια από τις αδελφές μας, τη Γιούνα~939 από το φαγάδικο της
πλατείας Τσονγκμιό, με το κακό· αντί να ιουδέψει το
Συνδικάτο, η Γιούνα~939 είχε αφήσει το κακό να την οδηγήσει
στον πειρασμό και την απόκλιση· και χωρίς την αφοσίω­ση της
Ομοφωνίας, με την οποία η εταιρεία του Πάπα Σονγκ
ανέκαθεν συνεργαζόταν πλήρως, ο αθώος γιος ενός
καταναλωτή θα ήταν τώρα νεκρός. Το αγόρι είχε επιζήσει, αλλά
η εμπιστοσύνη των πελατών στην αγαπημένη μας εταιρεία είχε
πληγεί βαριά. Η πρόκληση ενώπιόν μας, κατέληξε ο Πάπα
Σονγκ, ήταν να εργαστούμε σκληρότερα από ποτέ για να
ξανακερδίσουμε αυτή την εμπιστοσύνη.
Επομένως: έπρεπε να είμαστε σε εγρήγορση ενάντια στο
κακό, κάθε λεπτό της κάθε μέρας. Αυτή η καινούργια
Κατήχηση ήταν σημαντικότερη από όλες τις άλλες. Αν
υπακούαμε, ο Πάπα μας θα μας αγαπούσε για πάντα. Αν δεν
υπακούαμε, ο Πάπα θα μας μηδεναστέρωνε κάθε χρόνο και
ποτέ δεν θα πηγαίναμε στην Αγαλλίαση. Καταλαβαίναμε;
Η κατανόηση των αδελφών μου θα ήταν στην καλύτερη
περίπτωση θολή· ο Λογότυπός μας είχε χρησιμοποιήσει πολλές
λέξεις που δεν ξέραμε. Παρ’ όλα αυτά, γύρω από το Βάθρο
αντηχούσαν τα «Μάλιστα, Πάπα Σονγκ!».
«Δεν σας ακούω!» μας παρακίνησε ο Λογότυπός μας.
«Μάλιστα, Πάπα Σονγκ!» φώναζε κάθε σερβιτόρα σε κάθε
φαγάδικο της εταιρειοκρατίας. «Μάλιστα, Πάπα Σονγκ!»
Όπως είπα, καταπληκτική παράσταση.
Είπες στη δίκη σου ότι δεν γίνεται να ήταν μέλος του Συνδικάτου η
Γιούνα~939. Εξακολουθείς να υποστηρίζεις αυτή τη θέση;
Ναι. Πώς και πότε θα μπορούσε να τη στρατολογήσει το
Συνδικάτο; Γιατί να διακινδυνεύσει την έκθεση ένας
Συνδικαλιστής; Τι αξία είχε μια γονιδιωμένη σερβιτόρα για μια
σπείρα τρομοκρατών;

Έχω μπερδευτεί. Εφόσον οι αμνησιάδες στο Σαπούνι «καταργούν» τη


μνήμη, πώς γίνεται και μπορείς να θυμάσαι γεγονότα εκείνης της εποχής
με τόση ακρίβεια και διαύγεια;
Επειδή είχε ήδη αρχίσει η δική μου ανάληψη. Ακόμα και σε
έναν καθαρόαιμο ηλίθιο σαν τον Μπουμ-Σουκ, η κατάπτωση
της νευροχημικής σταθερότητας της Γιούνα~939 ήταν
προφανής, οπότε ετοιμαζόταν καινούργιο πειραματόζωο.
Οι αμνησιάδες στον σαπωνοθύλακό μου μειώθηκαν, και
εισέρρευσαν αναληπτικοί καταλύτες.

Οπότε… μετά το Κήρυγμα, η δουλειά την Πρωτοχρονιά ήταν μια από τα


ίδια;
Δουλειά, ναι· μια από τα ίδια, όχι. Η Τελετή Αστέρωσης ήταν
για τους τύπους και μόνο. Ο βοηθός Αν συνόδευσε στο
ασανσέρ δύο Δωδεκάστερες. Αντικαταστάθηκαν από δύο
Κάιλιμ. Η Γιούνα~939 αντικαταστάθηκε από μια καινούργια
Γιούνα. Ο Μάντης Ρι έβαλε τα καινούργια αστέρια στα κολάρα
μας μέσα σε βαριά σιωπή· κρίθηκε ανάρμοστο να
χειροκροτήσουμε. Σε λίγο, ξεχύθηκαν τα μίντια, κρατώντας τα
νίκον και πολιορκώντας το γραφείο. Ο μάντης μας μπόρεσε να
τους πείσει να βγουν μόνο όταν τους άφησε να νικονίσουν την
καινούργια Γιούνα πεσμένη μέσα στο ασανσέρ με ένα
αυτοκόλλητο ~939 στο κολάρο της, σκεπασμένη με σάλτσα
ντομάτας. Αργότερα, γιατροί της Ομοφωνίας μάς εξέτασαν
όλες με τη σειρά. Φοβόμουν μήπως ενοχοποιήσω τον εαυτό
μου, όμως μόνο το εκ γενετής σημάδι μου προκάλεσε ένα
επιπόλαιο σχόλιο.

Το εκ γενετής σημάδι σου; Δεν ήξερα ότι τα κατασκευάσματα έχουν εκ


γενετής σημάδια.
Δεν έχουμε, κι έτσι το δικό μου πάντοτε μου προκαλούσε
ντροπή στον ατμιστήρα. Η Μα-Λέου-Ντα~108 το έλεγε «το
στίγμα της Σόνμι~451».

Θα το έδειχνες στη δέησή μου, σαν αξιοπερίεργο;


Αν θέλεις. Εδώ, ανάμεσα στην κλείδα και την ωμοπλάτη μου.

Εντυπωσιακό. Μοιάζει με κομήτη, εσύ τι λες;


Ο Χάε-Τζου Ιμ έκανε ακριβώς το ίδιο σχόλιο, παραδόξως.

Ε, λοιπόν, τυχαίνουν και συμπτώσεις. Διατήρησε τη θέση του ο Μάντης


Ρι;
Ναι, αλλά αυτό λίγη παρηγοριά πρόσφερε στον άτυχο άνθρωπο.
Θύμισε στα εταιρικά στελέχη ότι είχε «μυριστεί την απόκλιση»
στη Γιούνα~939 μήνες νωρίτερα, μεταθέτοντας έτσι την ευθύνη
στον γιατρό που την εξέτασε. Τα κέρδη της πλατείας
Τσονγκμιό γρήγορα επανήλθαν στα μέσα επίπεδα: οι
καθαρόαιμοι έχουν κοντή μνήμη σε ό,τι αφορά το στομάχι
τους. Η Κάιλιμ~689 και η Κάιλιμ~889 αποτέλεσαν επιπρόσθετη
ατραξιόν· ως νεοδημιουργηθείς βλαστότυπος, προσέλκυαν
ολόκληρες ουρές κατασκευασματοδιφών.

Και εκείνη την εποχή πάνω κάτω ήταν που αντιλήφθηκες τη δική σου
ανάληψη;
Σωστά. Θέλεις να περιγράψω την εμπειρία; Ήταν
πανομοιότυπη με αυτή της Γιούνα~939, όπως αναγνωρίζω
τώρα. Πρώτον, μια φωνή μιλούσε στο κεφάλι μου. Με
ανησυχούσε τρομερά, ώσπου έμαθα ότι κανείς άλλος δεν
άκουγε αυτή τη φωνή, που είναι γνωστή στους καθαρόαιμους
ως «συναίσθηση». Δεύτερον, η γλώσσα μου εξελίχτηκε: για
παράδειγμα, αν ήθελα να πω καλό, το στόμα μου
χρησιμοποιούσε ένα βελτιωμένο υποκατάστατο όπως κατάλληλο,
ωραίο ή ορθό. Σε ένα κλίμα όπου οι καθαρόαιμοι και στις
Δώδεκα Πόλεις κατήγγελλαν αποκλίσεις κατασκευασμάτων
κατά χιλιάδες την εβδομάδα, αυτή η εξέλιξη ήταν επικίνδυνη,
και επιδίωξα να την περιορίσω. Τρίτον, η περιέργειά μου για
καθετί έγινε οξεία: η «πείνα» στην οποία είχε αναφερθεί η
Γιούνα~939. Κρυφάκουγα τα σόνι των πελατών, τα Σποτ, τις
ομιλίες των Συμβούλων, οτιδήποτε, για να μάθω. Κι εγώ
επίσης λαχταρούσα να δω πού πήγαινε το ασανσέρ. Ούτε μου
διέφευγε το γεγονός ότι δύο κατασκευάσματα, που δούλευαν
δίπλα δίπλα στην ίδια ταμειακή στο ίδιο φαγάδικο, βίωναν και
τα δύο αυτές τις ριζικές δια­νοητικές μεταβολές. Τέλος, η
αίσθηση της αποξένωσής μου βάθυνε. Μεταξύ των αδελφών
μου μονάχα εγώ καταλάβαινα τη ματαιότητα και τον μόχθο της
ύπαρξής μας. Μέχρι που ξυπνούσα κατά τη διάρκεια της
απαγόρευσης, ποτέ όμως δεν μπήκα στο μυστικό δωμάτιο,
ούτε τόλμησα έστω να κουνηθώ μέχρι το κιτρίνισμα. Οι
αμφιβολίες της Γιούνα για τον Πάπα Σονγκ με κατέτρυχαν. Αχ,
ζήλευα τις άκριτες, απερίσκεπτες αδελφές μου.
Πάνω απ’ όλα όμως φοβόμουν.

Πόσο καιρό χρειάστηκε να υπομείνεις αυτή την κατάσταση;


Μερικούς μήνες. Μέχρι την ενατονύχτα της τελευταίας
εβδομάδας του τεταρτομήνα, συγκεκριμένα. Ξύπνησα κατά τη
διάρκεια της απαγόρευσης από τον αχνό ήχο γυαλιού που
έσπαγε. Οι αδελφές μου όλες κοιμούνταν· μόνο ο Μάντης Ρι
ήταν στον θόλο τέτοια ώρα. Ο χρόνος περνούσε. Η περιέργεια
υπερνίκησε τον φόβο μου, τελικά, και άνοιξα την πόρτα του
κοιτώνα. Απέναντί μου στον θόλο, η πόρτα του μάντη μας ήταν
ανοιχτή. Ο Ρι κειτόταν στο φως της λάμπας, το πρόσωπο
κολλημένο στο πάτωμα, η καρέκλα του αναποδογυρισμένη.
Διέσχισα το φαγάδικο. Από τα μάτια και τα ρουθούνια του
έσταζε αίμα, και πάνω στο γραφείο ήταν τσαλακωμένος ένας
χρησιμοποιημένος σαπωνοθύλακος. Ο μάντης δεν είχε το
χρώμα των ζωντανών.

Ο Ρι ήταν νεκρός; Υπερβολική δόση;


Όποια κι αν ήταν η επίσημη ετυμηγορία, το γραφείο βρομούσε
υπνωτικό Σαπούνι. Μια σερβιτόρα συνήθως παίρνει τρία
μιλιγκράμ· ο Ρι φαινόταν να είχε πάρει έναν θύλακο του
τετάρτου του λίτρου, η αυτοκτονία λοιπόν φαίνεται λογικό
συμπέρασμα. Βρισκόμουν σε τεράστιο δίλημμα. Αν σόνιζα για
γιατρό, ίσως να μπορούσα να σώσω τη ζωή του μάντη μου, πώς
όμως θα εξηγούσα την παρέμβασή μου; Τα υγιή
κατασκευάσματα, όπως ξέρεις, ποτέ δεν ξυπνούν κατά την
απαγόρευση. Όσο ζοφερή κι αν ήταν η ζωή ενός
κατασκευάσματος υπό ανάληψη, η προοπτική του
επαναπροσανατολισμού ήταν ακόμα ζοφερότερη.

Είπες ότι ζήλευες τις απερίσκεπτες, ατάραχες αδελφές σου.


Αυτό όμως δεν είναι ακριβώς το ίδιο με το να θέλω να γίνω και
μία από αυτές. Επέστρεψα στο στρώμα μου.

Δεν σου προκάλεσε ενοχές αυτή η απόφαση αργότερα;


Όχι πολλές· η απόφαση του Ρι ήταν δική του. Όμως είχα ένα
προαίσθημα ότι τα γεγονότα της νύχτας ακόμη δεν είχαν
τελειώσει, και φυσικά, όταν ήρθε το κιτρίνισμα, οι αδελφές
μου παρέμειναν στα στρώματά τους. Ο αέρας δεν είχε οσμή
στιμουλίνης, και δεν είχε εμφανιστεί για να δουλέψει κανένας
βοηθός. Διέκρινα τον ήχο ενός σόνι σε χρήση. Με την απορία
αν είχε με κάποιο τρόπο συνέλθει ο μάντης Ρι, βγήκα από τον
κοιτώνα και κοίταξα στον θόλο.
Εκεί έστεκε ένας άντρας με σκούρο κοστούμι. Είχε βάλει
καφέ και με κοιτούσε που τον κοιτούσα από την άλλη μεριά
του φαγάδικου. Μίλησε, τελικά. «Καλημέρα, Σόνμι~451.
Ελπίζω να νιώθεις καλύτερα απ’ τον Μάντη Ρι σήμερα».

Ακούγεται όργανο.
Συστήθηκε ως Τσανγκ, σοφέρ. Ζήτησα συγγνώμη: δεν ήξερα
τη λέξη. Ο σοφέρ, εξήγησε ο γλυκομίλητος επισκέπτης, οδηγεί
φορντ για στελέχη και Συμβούλους αλλά μερικές φορές εκτελεί
και καθήκοντα αγγελιοφόρου. Αυτός, ο κύριος Τσανγκ, είχε
ένα μήνυμα για μένα, τη Σόνμι~451, από τον δικό του μάντη.
Το μήνυμα ήταν στην πραγματικότητα μια επιλογή. Μπορούσα
να φύγω από το φαγάδικο τώρα και να ξεπληρώσω την
Επένδυσή μου έξω, ή αλλιώς να μείνω εκεί που ήμουν, να
περιμένω την Ομοφωνία και τα εκπαιδευμένα σκυλιά τους να
έρθουν και να ερευνήσουν τον θάνατο του Μάντη Ρι, και να με
ξεμπροστιάσουν ως κατάσκοπο του Συνδικάτου.

Η επιλογή στην πραγματικότητα δεν ήταν επιλογή.


Ναι. Δεν είχα πράγματα να μαζέψω ούτε αντίο να πω. Στο
ασανσέρ, ο κύριος Τσανγκ πάτησε έναν πίνακα. Ενώ έκλειναν
οι πόρτες της παλιάς μου ζωής, της μοναδικής μου ζωής, δεν
μπορούσα ούτε να φανταστώ τι περίμενε από πάνω μου.
Ο κορμός μου συνέθλιψε τα άξαφνα αδύναμα πόδια μου· με
στήριξε ο κύριος Τσανγκ, που είπε ότι όλα τα κατασκευάσματα
βιώνουν την ίδια ναυτία την πρώτη φορά. Η Γιούνα~939 πρέπει
να έριξε το αγόρι ενώ υπέμενε την ίδια μηχανική ανάληψη στο
ίδιο ασανσέρ. Για να καταπνίξω τη δυσάρεστη αυτή εμπειρία,
έπιασα τον εαυτό μου να θυμάται σκηνές από το χαλασμένο
σόνι της Γιούνα: τον ιστό των ρυα­κιών, τους ροζιασμένους
πύργους, τα ανώνυμα θαύματα. Καθώς το ασανσέρ
επιβράδυνε, ο κορμός μου έμοιαζε να σηκώνεται,
αποπροσανατολιστικά. Ο κύριος Τσανγκ ανακοίνωσε «Ισόγειο»,
και οι πόρτες άνοιξαν στο Έξω.

Σχεδόν σε ζηλεύω. Περίγραψε, σε παρακαλώ, τι είδες.


Την πλατεία Τσονγκμιό αχάραγα. Έκανε κρύο! Δεν είχα
ξανανιώσει κρύο. Τι απέραντη που φαινόταν, κι ωστόσο η
πλατεία δεν γίνεται να είναι πάνω από πεντακόσια μέτρα
πλάτος. Γύρω από τα πόδια του Αγαπημένου Προέδρου,
έτρεχαν καταναλωτές· βούιζαν οι σκούπες των διαβάσεων·
άνοιγαν για τους επιβάτες τα ταξί· έβγαζαν αναθυμιά­σεις τα
φορντ που σάλευαν αργά· ταρακουνιόνταν τα σκουπιδιάρικα
που σέρνονταν· φορντόδρομοι οκτώ λωρίδων με ηλιόστυλους
απ’ άκρη σ’ άκρη· αγωγοί γουργούριζαν κάτω από τα πόδια
μας· νεοναρισμένοι λογότυποι στρίγκλιζαν· σειρήνες, μηχανές,
κυκλώματα, καινούργιο φως καινούργιων εντάσεων υπό
καινούργιες γωνίες.

Πρέπει να ήταν συνταρακτικό.


Ακόμα και οι μυρωδιές ήταν καινούργιες, μετά την
αρωματισμένη ροή αέρα στο φαγάδικο. Κίμτσι, αναθυμιάσεις
από τα φορντ, λύματα. Ένας καταναλωτής που έτρεχε με
απέφυγε ίσα για ένα εκατοστό, φώναξε «Πρόσεχε πού
στέκεσαι, παλιοδημοκράτη κλώνε!» και χάθηκε. Τα μαλλιά μου
σάλευαν απ’ την ανάσα ενός γιγάντιου, αόρατου ανεμιστήρα,
και ο κύριος Τσανγκ εξήγησε ότι οι δρόμοι διοχετεύουν τον
πρωινό αέρα με μεγάλη ταχύτητα. Με οδήγησε από το
πεζοδρόμιο σε ένα κατοπτρικό φορντ. Τρεις νέοι άντρες που
χάζευαν το όχημα εξαφανίστηκαν όταν πλησιάσαμε, και η πίσω
πόρτα άνοιξε μ’ έναν συριγμό. Ο σοφέρ με έμπασε μέσα και
έκλεισε την πόρτα. Έμεινα σκυφτή. Ένας γενάτος επιβάτης
ήταν καμπουριασμένος στο ευρύχωρο εσωτερικό, δούλευε στο
σόνι του. Ανέδιδε εξουσία. Ο κύριος Τσανγκ κάθισε μπροστά,
και το φορντ σιγά σιγά μπήκε στην κίνηση: είδα τις χρυσές
αψίδες του Πάπα Σονγκ να υποχωρούν ανάμεσα σε εκατό
άλλους εταιρικούς λογότυπους, και μια νέα πόλη από σύμβολα
περνούσε από δίπλα μας, ολότελα καινούργια τα περισσότερα.
Όταν φρενάρισε το φορντ, έχασα την ισορροπία μου και ο
γενάτος άντρας μουρμούρισε ότι κανένας δεν θα έφερνε
αντίρρηση αν καθόμουν. Ζήτησα συγγνώμη που δεν ήξερα τη
σωστή Κατήχηση εδώ και απήγγειλα «Το κολάρο μου είναι
Σόνμι~451», όπως μου είχαν μάθει στον Προσανατολισμό. Ο
επιβάτης απλώς έτριψε τα κοκκινισμένα μάτια του και ζήτησε
από τον κύριο Τσανγκ την πρόγνωση του καιρού. Δεν θυμάμαι
τι είπε ο σοφέρ, μόνο ότι τα φορντομποτιλιαρίσματα ήταν
άσχημα, και τον γενάτο να κοιτάζει το ρόλεξ του και να
καταριέται την αργοπορία.

Δεν ρώτησες πού σε πήγαιναν;


Γιατί να κάνω μια ερώτηση της οποίας η απάντηση θα
απαιτούσε δέκα ακόμα ερωτήσεις; Θυμήσου, Αρχειονόμε, ότι
δεν είχα ποτέ μου δει ένα εξωτερικό, ούτε είχα βιώσει
μεταβίβαση· κι ωστόσο να με, να φορντοδρομώ στο δεύτερο
μεγαλύτερο αστοσυγκρότημα της Νέας Συνευημερίας. Δεν
ήμουν τουρίστρια από ζώνη σε ζώνη τόσο πολύ, όσο
χρονοταξιδιώτισσα από περασμένο αιώνα.
Το φορντ απομακρύνθηκε από τον αστικό θόλο κοντά στον
Πύργο της Σελήνης, και είδα την πρώτη μου αυγή απ’ τα όρη
Κανγκγουόν-Ντο. Δεν μπορώ να περιγράψω τι ένιωσα. Ο
μοναδικός αληθινός γιος του Ενυπάρχοντος Προέδρου, το
λιωμένο του φως, πετρονέφη, ο ουράνιος θόλος Του. Προς
περαιτέρω σάστισμά μου, ο γενάτος επιβάτης λαγοκοιμόταν.
Γιατί δεν σταματούσε ολόκληρο το αστοσυγκρότημα για να
αρχίσει τα εγκώμια μπροστά σε τέτοια αναπότρεπτη ομορφιά;

Τι άλλο σου τράβηξε την προσοχή;


Α, το τόσο πράσινο πράσινο: κάτω από τον θόλο, το φορντ
πέρασε αργά από έναν δροσόκηπο ανάμεσα σε χαμηλά κτίρια.
Πουπουλένιο, φυλλωτό, γεμάτο βρύα πράσινο. Στο φαγάδικο,
τα μόνα δείγματα πράσινου ήταν τα τετράγωνα χλωροφύλλης
και τα ρούχα των πελατών, υπέθετα λοιπόν ότι ήταν μια
πολύτιμη, σπάνια ουσία. Επομένως, ο δροσόκηπος και τα
ουράνια τόξα του που τύλιγαν τον φορντόδρομο με
κατέπληξαν. Η ανατολική μεριά του φορντόδρομου ήταν
γεμάτη κοιτωνοκτίρια, όλα τους στολισμένα με την
εταιρειοκρατική σημαία, ώσπου οι άκρες του δρόμου
υποχώρησαν και περάσαμε πάνω από μια φαρδιά, ελικοειδή
λωρίδα ακάθαρτου καφέ χρώματος χωρίς κανένα φορντ.
Επιστράτευσα κουράγιο για να ρωτήσω τον κύριο Τσανγκ τι
μπορεί να ήταν αυτό. Ο επιβάτης απάντησε: «Ο ποταμός Χαν.
Η γέφυρα Σονγκσού».
Δεν μπορούσα παρά να ρωτήσω, τι ήταν αυτά τα πράγματα;
«Νερό, ένας φορντόδρομος νερού». Η κούραση και η
απογοήτευση άδειαζαν τη φωνή του. «Α, σημείωσε άλλο ένα
χαραμισμένο πρωί, Τσανγκ». Με μπέρδευε η διαφορά ανάμεσα
στο νερό του φαγάδικου και τη λάσπη του ποταμού. Ο κύριος
Τσανγκ έδειξε τη χαμηλή κορφή πέρα μπροστά. «Το όρος
Ταεμοσάν, Σόνμι. Το καινούργιο σου σπίτι».

Άρα από του Πάπα Σονγκ σε πήγαν απευθείας στο πανεπιστήμιο;


Για να μειώσουν την πειραματική μόλυνση, ναι. Ο δρόμος
έστριβε μέσα από δασότοπο. Τα δέντρα, οι αυξητικοί
ακροβατισμοί τους και η θορυβώδης σιωπή τους, ναι, και το
πράσινό τους, εξακολουθούν να με υπνωτίζουν. Σε λίγο
φτάσαμε στο κάμπους του οροπέδιου. Συμπλέγματα κυβοειδών
κτιρίων· νεαροί καθαρόαιμοι πηγαινοέρχονταν σε στενά
πεζοδρόμια, όπου σωρεύονταν σκουπίδια και απλώνονταν
λειχήνες. Το φορντ σταμάτησε μαλακά κάτω από ένα έπαρμα
λεκιασμένο από τη βροχή και σκασμένο από τον ήλιο. Ο κύριος
Τσανγκ με οδήγησε σε μια αίθουσα υποδοχής, αφήνοντας τον
γενάτο επιβάτη να λαγοκοιμάται στο φορντ. Ο αέρας στο όρος
Ταεμοσάν είχε γεύση καθαρή, μα η αίθουσα υποδοχής ήταν
λιγδιασμένη και αφώτιστη.
Σταματήσαμε στη βάση μιας διπλοελικοειδούς σκάλας. Αυτό
είναι ένα ασανσέρ παλαιού τύπου, εξήγησε ο κύριος Τσανγκ.
«Το πανεπιστήμιο γυμνάζει και τα σώματα των φοιτητών, όχι
μόνο τα μυαλά τους». Πολέμησα λοιπόν τη βαρύτητα για
πρώτη φορά, σκαλί το σκαλί, γραπωμένη απ’ την κουπαστή.
Δυο φοιτητές κατέβαιναν την κατηφορική έλικα, γελώντας με
την αδεξιότητά μου. Ένας τους σχολία­σε: «Αυτό το δείγμα δεν
θα επιχειρήσει το άλμα στην ελευθερία τώρα κοντά». Ο κύριος
Τσανγκ με προειδοποίησε να μην κοιτάξω πίσω μου·
ηλιθιωδώς, κοίταξα και με έριξε ο ίλιγγος. Αν δεν με είχε
συγκρατήσει ο οδηγός μου, θα είχα πέσει.
Πήρε αρκετά λεπτά η άνοδος στον έκτο όροφο, τον
ψηλότερο. Εδώ, ένας διάδρομος με μακρόστενα παράθυρα
κατέληγε σε μια πόρτα, μισάνοιχτη, με την ταμπέλα ΜΠΟΥΜ-
ΣΟΥΚ ΚΙΜ. Ο κύριος Τσανγκ χτύπησε, αλλά δεν έλαβε
απάντηση.
«Περίμενε εδώ μέσα τον κύριο Κιμ» μου είπε ο σοφέρ. «Να
τον υπακούς σαν μάντη». Μπήκα και γύρισα να ρωτήσω τον
κύριο Τσανγκ τι δουλειά έπρεπε να κάνω, όμως ο σοφέρ είχε
φύγει. Ήμουν ολομόναχη για πρώτη φορά στη ζωή μου.

Πώς σου φάνηκε ο καινούργιος σου χώρος;


Βρόμικος. Το φαγάδικό μας, βλέπεις, ήταν μονίμως
πεντακάθαρο: οι Κατηχήσεις κηρύττουν την καθαριότητα. Το
εργαστήριο του Μπουμ-Σουκ Κιμ, αντιθέτως, ήταν μια μεγάλη
γαλαρία γεμάτη από την ταγκάδα της οσμής των καθαρόαιμων
αρσενικών. Ξέχειλοι σκουπιδοτενεκέδες· ένας στόχος
βαλλίστρας κρεμασμένος πλάι στην πόρτα· ακουμπισμένοι
στους τοίχους εργαστηριακοί πάγκοι, θαμμένα γραφεία,
απαρχαιωμένα σόνι και βαρυφορτωμένα ράφια. Μια
κορνιζωμένη κόντακ ενός χαμογελαστού αγοριού και μιας
νεκρής, ματωμένης λεοπάρδαλης του χιονιού κρεμόταν πάνω
από το μοναδικό γραφείο που φαινόταν να χρησιμοποιείται.
Ένα βρομερό παράθυρο έβλεπε σε ένα παραμελημένο
προαύλιο, με ένα βάθρο όπου έστεκε μια παρδαλή φιγούρα.
Αναρωτήθηκα αν ήταν ο καινούργιος μου Λογότυπος, αλλά
ούτε που σάλεψε.
Σε έναν στριμωγμένο προθάλαμο βρήκα ένα στρώμα, έναν
υγιεινιστήρα και έναν φορητό ατμιστήρα. Πότε έπρεπε να τον
χρησιμοποιήσω; Τι Κατηχήσεις όριζαν τη ζωή μου σ’ αυτό το
μέρος; Μια μύγα βούιζε σε τεμπέλικα οκτάρια. Ήταν τέτοια η
άγνοιά μου για το Έξω, που έως κι αναρωτήθηκα μήπως η μύγα
ήταν βοηθός και της συστήθηκα.

Δεν είχες ξαναδεί έντομα;


Μόνο ορφανογονιδιωμένες κατσαρίδες και ψόφια έντομα: στον
κλιματισμό του Πάπα Σονγκ γίνεται εντομοκτονική εισροή,
έτσι αν μπει κανένα από το ασανσέρ, ψοφάει αμέσως. Η μύγα
χτυπούσε στο παράθυρο, ξανά και ξανά. Δεν ήξερα τότε ότι τα
παράθυρα ανοίγουν· στην πραγματικότητα, δεν ήξερα καν τι
ήταν τα παράθυρα.
Έπειτα άκουσα φάλτσο τραγούδισμα· ένα τραγουδοπόπ για τις
κοπέλες της Πνομ Πεν. Έπειτα από μερικές στιγμές ένας
φοιτητής με βερμούδα, σανδάλια και μετάξι, φορτωμένος
τσάντες, άνοιξε την πόρτα με μια κλοτσιά. Όταν με είδε,
στέναξε. «Για όνομα της Αγίας Εταιρειοκρατίας, τι κάνεις εσύ
εδώ;»
Έδειξα το κολάρο μου. «Σόνμι~451, κύριε. Σερβιτόρα του
Πάπα-Σονγκ από–»
«Σκάσε, σκάσε, ξέρω τι είσαι!» Ο νεαρός είχε βατραχίσιο
στόμα και τα πληγωμένα μάτια που ήταν τότε της μόδας.
«Αλλά δεν ήταν να έρθεις εδώ πριν από την πεμπτομέρα! Αν
αυτοί οι δονητές του μητρώου περιμένουν από μένα να
ακυρώσω πεντάστερο ταϊβανέζικο συνέδριο μόνο και μόνο
επειδή δεν ξέρουν να διαβάσουν ένα ημερολόγιο, τι να πω,
λυπάμαι, να πάνε σ’ έναν λάκκο με εμπόλα και να φάνε
σκουλήκια. Εγώ ήρθα μόνο να πάρω το εργασιοσόνι μου και τους
δίσκους μου. Δεν έχω σκοπό να κάνω την νταντά ενός
πειραματικού κλώνου που ακόμη φοράει τη στολή του ενώ θα
μπορούσα να είμαι στην Ταϊπέι και να κολλάω από την
αμαρτία».
H μύγα ξαναχτύπησε στο παράθυρο· ο φοιτητής πήρε ένα
φυλλάδιο και μ’ έσπρωξε για να περάσει. Τινάχτηκα απ’ το
κοπάνημα. Εκείνος επιθεώρησε τη μουτζούρα με ένα γέλιο
θριαμβευτικό. «Πάρε το σαν προειδοποίηση! Κανένας δεν τη
φέρνει στον Μπουκ-Σουκ Κιμ! Λοιπόν. Μην ακουμπήσεις
τίποτα, μην πας πουθενά. Στο κυτιοψυγείο έχει Σαπούνι – δόξα
σοι ο Πρόεδρος που έφεραν νωρίς την ταγή σου. Θα γυρίσω
αργά την εκτομέρα. Αν δεν φύγω τώρα για το αεροδρόμιο, θα
χάσω την πτήση μου». Έφυγε, αλλά έπειτα ξαναπρόβαλε στην
πόρτα. «Μπορείς να μιλήσεις, έτσι;»
Κατένευσα.
«Δόξα σοι ο Πρόεδρος! Αλήθεια λέω – για κάθε ηλιθιότητα,
υπάρχουν δέκα κλωνοκόκαλοι στο μητρώο κάπου που τη
διαπράττουν τη στιγμή αυτή που μιλάμε».

Και τι… τι θα έκανες τις επόμενες τρεις μέρες;


Εκτός από το να βλέπω τον δείκτη του ρόλεξ να διαβρώνει τις
ώρες, δεν είχα ιδέα. Δεν ήταν και μεγάλη δυσκολία: οι
σερβιτόρες είμαστε γονιδιωμένες για εξουθενωτικές
δεκαεννιάωρες εργάσιμες. Περνούσα τις κενές ώρες
διερωτώμενη αν η κυρία Ρι ήταν πενθούσα χήρα ή χαρούμενη.
Θα έπαιρνε προαγωγή σε μάντη της πλατείας Τσονγκμιό ο
Βοηθός Αν ή ο Βοηθός Τσο; Ήδη, το φαγάδικο φαινόταν
αδιανόητα μακρινό. Από το προαύλιο άκουγα κοντυλιές ήχου,
από τους θάμνους που κύκλωναν το Βάθρο. Έτσι
πρωτογνώρισα τα πουλιά. Ένα εναέριο πετούσε από πάνω, και
πολλές εκατοντάδες ξεχύθηκαν ενάντια στο ρεύμα. Για ποιον
τραγουδούσαν; Για τον Λογότυπό τους; Για τον Αγαπημένο
Πρόεδρο;
Ο ουρανός απαγορεύτηκε, και το δωμάτιο σκοτείνιασε στην
πρώτη μου νύχτα στην επιφάνεια. Ένιωθα μοναξιά, αλλά
τίποτα χειρότερο. Τα παράθυρα ολόγυρα στο προαύλιο
κιτρίνισαν, φανερώνοντας εργαστήρια σαν αυτό του Μπουμ-
Σουκ, που στέγαζαν νεαρούς καθαρόαιμους· πιο τακτικά
γραφεία, που ανήκαν σε καθηγητές· διαδρόμους, άλλους
πολύβουους κι άλλους άδειους. Δεν είδα ούτε ένα
κατασκεύασμα.
Τα μεσάνυχτα ένιωσα τοξικωμένη και ήπια έναν θύλακο
Σαπούνι, ξάπλωσα στο στρώμα, και ευχήθηκα να ήταν εκεί η
Γιούνα~939 για να καταλάβω το πλήθος των μυστηρίων της
μέρας.

Η δεύτερη μέρα σου έξω σου έδωσε απαντήσεις;


Μερικές· αλλά και πολλές ακόμα εκπλήξεις. Η πρώτη στεκόταν
στον προθάλαμο απέναντι από το στρώμα μου όταν ξύπνησα.
Ένας πυλωνικός άντρας, πάνω από τρία μέτρα ύψος, ντυμένος
με πορτοκαλί φόρμα, κοιτούσε τα ράφια. Στο πρόσωπο, τον
λαιμό και τα χέρια του είχε κόκκινα καψίματα, μαύρα
εγκαύματα και χλωμές κηλίδες, δεν φαινόταν όμως να πονάει.
Το κολάρο του επιβεβαίωσε ότι ήταν κατασκεύασμα, δεν
μπορούσα όμως να μαντέψω τον βλαστότυπό του:
γονιδιωμένος να μην έχει χείλη, αυτιά καλυμμένα από
κερατινοβαλβίδες, και η βαθύτερη φωνή που έχω ποτέ μου
ακούσει. «Δεν έχει στιμουλίνη εδώ. Ξυπνάς όταν ξυπνάς.
Ειδικά αν ο διδακτορικός σου είναι τεμπέλης σαν τον Μπουμ-
Σουκ Κιμ. Οι στελεχικοί διδακτορικοί είναι οι χειρότεροι.
Θέλουν να τους σκουπίζεις και τον κώλο. Από το νηπιαγωγείο
στο ευθανασείο». Με τη γιγάντια, διπλοαντιχειρωμένη του
παλάμη, έδειξε μια μπλε φόρμα στο μισό μέγεθος από τη δική
του. «Για σένα, αδελφούλα». Ενώ έβγαζα τη στολή του Πάπα
Σογνκ και έβαζα το καινούργιο μου ρούχο, ρώτησα αν τον είχε
στείλει κάποιος μάντης. «Ούτε μάντεις έχουμε εδώ» είπε ο
καμένος γίγαντας. «Ο διδακτορικός σου είναι φίλος με τον δικό
μου. Ο Μπουμ-Σουκ πήρε προχθές. Παραπονέθηκε που σε
παρέδωσαν απροσδόκητα. Ήθελα να σ’ επισκεφτώ πριν από
την απαγόρευση. Αλλά οι διδακτορικοί της Γονιδιωματικής
Χειρουργικής δουλεύουν μέχρι αργά. Σε αντίθεση με τους
χασομέρηδες εδώ στην Ψυχογονιδιωματική. Με λένε
Γουίνγκ~027. Ας δούμε τώρα γιατί είσαι εδώ».
Ο Γουίνγκ~027 κάθισε στο γραφείο του Μπουμ-Σουκ και
άνοιξε το σόνι, χωρίς να δώσει σημασία στις διαμαρτυρίες μου
ότι ο διδακτορικός μου μου είχε απαγορεύσει να το αγγίξω. Ο
Γουίνγκ κλίκαρε στην οθόνη· εμφανίστηκε η Γιούνα~939. Ο
Γουίνγκ ακολουθούσε με το δάχτυλο τις αράδες των λέξεων.
«Ας προσευχηθούμε στον Ενυπάρχοντα Πρόεδρο… να μην
ξανακάνει ο Μπουμ-Σουκ το ίδιο λάθος…»
Ρώτησα τον Γουίνγκ αν ήξερε να διαβάζει.
Ο Γουίνγκ είπε ότι, αφού μπορεί να διαβάζει ένας
καθαρόαιμος συναρμολογημένος στην τύχη, τότε ένα
καλοσχεδιασμένο κατασκεύα­σμα μαθαίνει με ευκολία. Σε λίγο
μια Σόνμι πρόβαλε στο σόνι: στον λαιμό της, το κολάρο μου,
~451. «Ορίστε» είπε ο Γουίνγκ, και διάβασε, αργά: Ενδοκοιτωνική
εγκεφαλική αύξηση του υπηρεσιακού κατασκευάσματος: Μια μελέτη
εφαρμοσιμότητας στην περίπτωση της Σόνμι~451, του Μπουμ-Σουκ
Κιμ. «Γιατί» μουρμούρισε ο Γουίνγκ «στοχεύει τόσο ψηλά ένας
άμυαλος στελεχικός διδακτορικός;».

Τι είδους κατασκεύασμα ήταν ο Γουίνγκ~027; Πολιτοφύλακας;


Όχι, καταστροφομονάδας. Καυχιόταν ότι μπορούσε να
εργάζεται σε νεκρότοπους τόσο μολυσμένους ή ραδιενεργούς
που οι καθαρόαιμοι εκεί αφανίζονταν σαν τα βακτήρια στη
χλωρίνη· ότι ο εγκέφαλός του δεν είχε παρά ελάσσονες
γονιδιωματικές βελτιώσεις· κι ότι ο βασικός προσανατολισμός
των καταστροφομονάδων παρέχει πιο πλήρη μόρφωση από τα
περισσότερα καθαρόαιμα πανεπιστήμια. Τέλος, ξεγύμνωσε τον
αποκρουστικά καμένο πήχη του: «Βρες μου έναν καθαρόαιμο
που θα τ’ άντεχε αυτό! Ο διδακτορικός μου κάνει δοκτοράτο
στην αλεξιπύρωση των ιστών».
Η εξήγηση του Γουίνγκ~027 για τους νεκρότοπους με
τρόμαξε, αλλά ο καταστροφομονάδας προσδοκούσε με
ενθουσιασμό την προσέγγισή τους. Η μέρα που θα γίνει
νεκρότοπος ολόκληρη η Νέα Συνευημερία, μου είπε, θα είναι η
μέρα που τα κατασκευάσματα θα γίνουν οι καινούργιοι
καθαρόαιμοι. Αυτό ακουγόταν αποκλίνον, κι επιπλέον, αν όλοι
αυτοί οι νεκρότοποι ήταν τόσο εκτεταμένοι στον κόσμο, τότε
γιατί δεν τους είχα δει από το φορντ; Ο Γουίνγκ~027 με ρώτησε
πόσο μεγάλος πίστευα πως είναι ο κόσμος. Δεν ήμουν σίγουρη
αλλά είπα ότι είχα έρθει οδικώς από την πλατεία Τσονγκμιό
μέχρι αυτό εδώ το βουνό, άρα οπωσδήποτε πρέπει να είχα δει
το μεγαλύτερο μέρος του.
Ο γίγαντας μου είπε να τον ακολουθήσω, αλλά δίστασα: ο
Μπουμ-Σουκ με είχε διατάξει να μη βγω από το δωμάτιο. Ο
Γουίνγκ~027 με προειδοποίησε, «Σόνμι~451, πρέπει να
δημιουργήσεις τις δικές σου Κατηχήσεις», και με σήκωσε στον
ώμο του, με κουβάλησε στον διάδρομο με τα μακρόστενα
παράθυρα, έστριψε σε μια στενή γωνία και ανέβηκε μια
σκονισμένη ελικοειδή σκάλα, όπου άνοιξε με τη γροθιά του μια
σκουριασμένη πόρτα. Το πρωινό ηλιόφως τύφλωνε, οι ψυχροί
άνεμοι βίτσιζαν, και τα αεροχάλικα κεντούσαν το πρόσωπό
μου. Ο καταστροφομονάδας με άφησε κάτω.
Στην ταράτσα της Ψυχογονιδιωματικής Σχολής, γραπώθηκα
απ’ το κάγκελο και άφησα μια πνιχτή κραυγή· έξι επίπεδα κάτω
ήταν ένας κακτόκηπος, με πουλιά να κυνηγούν έντομα στ’
αγκάθια· πιο κάτω στο βουνό, ένα φορντοπάρκινγκ,
μισογεμάτο· ακόμα πιο κάτω, ένα γήπεδο, όπου γυρνούσε ένα
σύνταγμα φοιτητών· από κάτω του, μια καταναλωτική πλατεία·
πιο πέρα από αυτή, δάση, που κατηφόριζαν στο απλωμένο,
καψαλισμένο και νέον αστοσυγκρότημα, ουρανοξύστες,
κοιτωνοκτίρια, ο ποταμός Χαν, και τέλος βουνά να
περιστοιχίζουν τo αεροψεκασμένο χάραμα. «Μεγάλη θέα»,
θυμάμαι τη μαλακιά, καμένη φωνή του Γουίνγκ, «όμως σε
σύγκριση με τον κόσμο όλο, Σόνμι~451, όλα αυτά που βλέπεις
είναι ένα πετραδάκι».
Το μυαλό μου πάσχισε να πιάσει ένα τέτοιο μέγεθος και του
έπεσε· πώς γινόταν να καταλάβω έναν τόσο απεριόριστο
κόσμο;
Ο Γουίνγκ αποκρίθηκε ότι χρειαζόμουν ευφυΐα· αυτή θα μου
την παρείχε η ανάληψη. Χρειαζόμουν χρόνο· θα μου έδινε
χρόνο η απραξία του Μπουμ-Σουκ Κιμ. Ωστόσο, χρειαζόμουν
και γνώση.
Ρώτησα, πώς αποκτάται η γνώση;
«Πρέπει να μάθεις να διαβάζεις, αδελφούλα» είπε ο
Γουίνγκ~027.

Άρα ο Γουίνγκ~027 σε καθοδήγησε πρώτος, και όχι ο Χάε-Τζου Ιμ ή ο


Σύμβουλος Μέφι;
Αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια. Η δεύτερη συνάντησή μας
ήταν κι η τελευταία. Ο καταστροφομονάδας επέστρεψε στο
εργαστήριο του Μπουμ-Σουκ μία ώρα πριν από την
απαγόρευση για να μου δώσει ένα «ανευρεθέν» σόνι,
προφορτωμένο με όλες τις αυτοδιδακτικές ενότητες της
ανωστρωματικής εταιρειοκρατικής εκπαίδευσης. Μου έδειξε
τη λειτουργία του, έπειτα με προειδοποίησε να μην αφήσω
ποτέ να με τσακώσει κάποιος καθαρόαιμος να συσσωρεύω
γνώση, επειδή το θέαμα τους φοβίζει, και ένας φοβισμένος
καθαρόαιμος είναι ικανός για όλα.
Μέχρι να επιστρέψει ο Μπουμ-Σουκ από την Ταϊβάν την
εκτομέρα, είχα γίνει εξπέρ στη χρήση του σόνι και είχα
αποφοιτήσει από το εικονικό δημοτικό σχολείο. Τον εκτομήνα
πια, είχα ολοκληρώσει το στελεχικό δευτεροβάθμιο. Φαίνεσαι
επιφυλακτικός, Αρχειονόμε, θυμήσου όμως αυτό που είπα για
τη δίψα των αναληφθέντων για πληροφορίες. Είμαστε μόνο
ό,τι ξέρουμε, και ήθελα να γίνω πολύ περισσότερα απ’ ό,τι
ήμουν, διακαώς.

Δεν το ήθελα να φανώ επιφυλακτικός, Σόνμι. Το μυαλό σου, η ομιλία


σου, ο… εαυτός σου, δείχνουν την αφοσίωσή σου στη μάθηση. Αυτό που
με μπερδεύει είναι, γιατί σου έδωσε τόσο χρόνο για μελέτη ο Μπουμ-
Σουκ Κιμ; Ένας στελεχικός διάδοχος, σίγουρα δεν μπορεί να ήταν
κρυφός αμπολισιονιστής, ε; Και τα πειράματα που σου έκανε για το
δοκτοράτο του;
Οι έγνοιες του Μπουμ-Σουκ Κιμ δεν αφορούσαν το δοκτοράτο
του αλλά το πιοτό, τον τζόγο και τη βαλλίστρα του. Ο πατέρας
του ήταν στέλεχος στη γονιδιωματική εταιρεία Kουανγκτζού,
και παρασκηνιακά πίεζε για μια θέση στο συμβούλιο του
Τσούτσε πριν κάνει έναν τόσο ισχυρό εχθρό ο γιος του. Με
τέτοιο ανωστρωματικό πατέρα, η μελέτη ήταν απλώς μια
τυπική διαδικασία.

Μα πώς σχεδίαζε να αποφοιτήσει ο Μπουμ-Σουκ;


Πληρώνοντας έναν ακαδημαϊκό παράγοντα να βάλει σε σειρά
τη διατριβή του, χρησιμοποιώντας τις δικές του πηγές.
Συνήθης πρακτική. Τα αναληπτικά νευροχημικά του έρχονταν
προπαρασκευασμένα, με τις αποδόσεις και τα συμπεράσματα.
Ο Μπουμ-Σουκ από μόνος του δεν θα μπορούσε ούτε τις
βιομοριακές ιδιότητες της οδοντόκρεμας να αναγνωρίσει. Επί
εννέα μήνες, τα πειραματικά μου καθήκοντα ποτέ δεν
υπερέβησαν την καθαριότητα του εργαστηρίου του και την
παρασκευή του τσαγιού του. Τυχόν καινούργια δεδομένα ίσως
να θόλωναν αυτά που είχε αγοράσει και να επαπειλούσαν την
αποκάλυψή του ως απατεώνα, βλέπεις. Έτσι, κατά τις μακρές
απουσίες του διδακτορικού μου, μπορούσα να μελετώ χωρίς
τον κίνδυνο να με ανακαλύψουν.
Δεν είχε επίγνωση ο επιβλέπων του Μπουμ-Σουκ Κιμ αυτής της
εξωφρενικής λογοκλοπής;
Οι καθηγητές που εκτιμούν την αξία της μονιμότητας δεν
λασπολογούν τους γιους μελλοντικών Συμβούλων του Τσούτσε.

Κι ο Μπουμ-Σουκ δεν σου μίλησε έστω ποτέ… ούτε αλληλεπέδρασε μαζί


σου, με όποιο τρόπο;
Μου απευθυνόταν όπως μιλούν οι καθαρόαιμοι σε μια γάτα.
Τον δια­σκέδαζε να μου θέτει ερωτήματα που νόμιζε ότι ήταν
ακατανόητα. «Ε, ~451, αξίζει να κυανώσω τα δόντια μου, λες,
ή είναι το ζαφείρι περαστική μόδα της σεζόν;» Δεν περίμενε
πειστικές απαντήσεις· δεν διέψευδα τις προσδοκίες του. Η
απάντησή μου έγινε τόσο συνηθισμένη, που ο Μπουμ-Σουκ με
έβγαλε Δεν-Ξέρω-Κύριε~451.

Άρα επί εννέα μήνες κανείς δεν πρόσεξε την εκτίναξη της συναίσθησής
σου;
Έτσι πίστευα. Οι μόνοι τακτικοί επισκέπτες του Μπουμ-Σουκ
Κιμ ήταν ο Μιν-Σικ και ο Φανγκ. Το πραγματικό όνομα του
Φανγκ δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ όσο ήμουν εγώ εκεί.
Κοκορεύονταν για τα καινούργια τους σουζούκι και έπαιζαν
πόκερ, και δεν έδιναν καθόλου σημασία στα κατασκευάσματα
εκτός από αυτά των κέντρων ανοχής στο Χουαμ­ντονγκίλ. O
Γκιλ-Σου Νουν, ο γείτονας του Μπουμ-Σουκ, ένας
κατωστρωματικός διδακτορικός με υποτροφία, κοπανούσε τον
τοίχο για να παραπονεθεί για τον θόρυβο πού και πού, αλλά οι
τρεις στελεχικοί, απλά, κοπανούσαν πιο δυνατά. Τον είδα μόνο
μια δυο φορές.

Τι είναι το «πόκερ»;
Ένα χαρτοπαίγνιο όπου οι ικανότεροι ψεύτες παίρνουν χρήματα
από τους λιγότερο ικανούς ψεύτες. Ο Φανγκ κέρδισε χιλιάδες
μονάδες από τις Ψυχές του Μπουμ-Σουκ και του Μιν-Σικ στις
παρτίδες τους. Άλλες φορές, οι τρεις φοιτητές ενέδιδαν σε
ναρκωτικά, συχνά σε Σαπούνι. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο
Μπουμ-Σουκ μου έλεγε να φύγω: όταν ήταν τοξικωμένος,
παραπονιόταν, οι κλώνοι τον ενοχλούσαν. Ανέβαινα στην
ταράτσα της σχολής, καθόμουνα στον ίσκιο του ντεπόζιτου και
κοιτούσα τις μαυροσταχτάρες να κυνηγούν γιγάντιες σκνίπες
μέχρι να σκοτεινιάσει, οπότε ήξερα ότι οι τρεις διδακτορικοί θα
είχαν φύγει. Ο Μπουμ-Σουκ ποτέ δεν έκανε τον κόπο να
κλειδώσει το εργαστήριό του, βλέπεις.

Τι έγινε και δεν ξανασυνάντησες τον Γουίνγκ~027;


Ένα υγρό απόγευμα, τρεις εβδομάδες μετά την άφιξή μου στο
Ταεμοσάν, ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τον Μπουμ-Σουκ
από τον κατάλογο προσωποδιαμόρφωσης που κοιτούσε. Οι
απρόσμενοι επισκέπτες σπάνιζαν, όπως έχω πει. Ο Μπουμ-
Σουκ είπε «Περάστε!» κι έκρυψε τον κατάλογό του κάτω από
την Πρακτική Γονιδιωματική. Σε αντίθεση μ’ εμένα, ο
διδακτορικός μου σπανίως έριχνε έστω και μια ματιά στα βιβλία
του.
Ένας λιπόσαρκος φοιτητής άνοιξε την πόρτα με τη μύτη του
ποδιού του. «Μπουμ-Μπουμ» φώναξε τον διδακτορικό μου. Ο
Μπουμ-Σουκ σηκώθηκε όρθιος, κάθισε, έπειτα καμπούριασε.
« Έι, Χάε-Τζου» –παράστησε τον ανέμελο– «τι παίζει;»
Ο επισκέπτης απλά περνούσε να πει ένα γεια, ισχυρίστηκε,
όμως δέχτηκε την πρόσκληση να καθίσει. Έμαθα ότι ο Χάε-
Τζου ήταν πρώην συμφοιτητής του Μπουμ-Σουκ αλλά τον είχε
στρατολογήσει η Σχολή Ομοφωνίας του Ταεμοσάν. Ο Μπουμ-
Σουκ μου είπε να φτιάξω τσάι ενώ συζητούσαν ζητήματα άνευ
σημασίας. Καθώς σέρβιρα το ρόφημα, ο Χάε-Τζου Ιμ ανέφερε:
«Θα τα έχεις μάθει για το απαίσιο απόγευμα του φίλου σου του
Μιν-Σικ, έτσι;».
Ο Μπουμ-Σουκ αρνήθηκε ότι o Μιν-Σικ ήταν «φίλος», κατ’
ανάγκη, έπειτα ρώτησε γιατί ήταν το απόγευμά του απαίσιο.
«Το δείγμα του, ο Γουίνγκ~027, κάηκε κι έγινε μπέικον». Ο
Μιν-Σικ είχε μπερδέψει ένα πλην με ένα συν στην ετικέτα μιας
φιάλης πετρο-αλκαλίου. Ο διδακτορικός μου μειδίασε,
χαχάνισε, ρουθούνισε ένα «Ξεκαρδιστικό!» και γέλασε. Ο Χάε-
Τζου έκανε τότε μια πράξη ασυνήθιστη: με κοίταξε.

Γιατί είναι ασυνήθιστο αυτό;


Οι καθαρόαιμοι μας βλέπουν συχνά αλλά μας κοιτάζουν
σπάνια. Πολύ αργότερα, ο Χάε-Τζου παραδέχτηκε ότι ήταν
περίεργος για την αντίδρασή μου. Ο Μπουμ-Σουκ δεν πρόσεξε
τίποτα· έκανε εικασίες για τις αξιώσεις αποζημίωσης από την
εταιρεία που χρηματοδοτούσε την έρευνα του Μιν-Σικ. Στη
δική του, σόλο έρευνα, κόμπαζε ο Μπουμ-Σουκ, κανέναν δεν
τον ένοιαζε αν ένα δυο πειραματικά κατασκευάσματα
«εγκαταλείπονταν» στον δρόμο για τον επιστημονικό
διαφωτισμό.

Ένιωσες… τι να πω, τι ένιωσες; Πικρία; Θλίψη;


Οργή. Αποσύρθηκα στον προθάλαμο επειδή κάτι στον Χάε-
Τζου Ιμ με έκανε επιφυλακτική, όμως δεν είχα ξανανιώσει
τέτοια οργή. Η Γιούνα~939 άξιζε όσο είκοσι Μπουμ-Σουκ, και
ο Γουίνγκ~027 άξιζε όσο είκοσι Μιν-Σικ, όπως και αν το
έβλεπες. Εξαιτίας της επιπολαιό­τητας ενός στελεχικού, ο
μοναδικός μου φίλος στο όρος Ταεμοσάν ήταν νεκρός, και ο
Μπουμ-Σουκ αυτόν τον φόνο τον θεωρούσε κωμικό. Η οργή
όμως σφυρηλατεί τη θέληση. Εκείνη η μέρα ήταν το πρώτο
βήμα προς τις Διακηρύξεις μου, προς αυτόν τον κύβο φυλακής,
και προς τον Φάρο σε μερικές ώρες.

Τι σου συνέβη κατά την καλοκαιρινή διακοπή;


Ο Μπουμ-Σουκ έπρεπε να με είχε εναποθέσει σε έναν κοιτώνα
κράτησης, αλλά o διδακτορικός μου ανυπομονούσε τόσο να
πάει για κυνήγι κατασκευασμένων ταράνδων στο Χοκάιντο της
Ανατολικής Κορέας που ξέχασε να το κάνει, ή θεώρησε ότι
κάποιος κατωστρωματικός υποτακτικός θα το έκανε γι’ αυτόν.
Έτσι λοιπόν ένα πρωί καλοκαιριού, ξύπνησα σ’ ένα παντελώς
εγκαταλειμμένο κτίριο. Ούτε αντίλαλοι από γεμάτους
διαδρόμους, ούτε καμπάνα για την ώρα, ούτε ανακοινώσεις·
ακόμα και τα ερκοντίσιον ήταν κλειστά. Από την ταράτσα, το
αστοσυγκρότημα ήταν γεμάτο αναθυμιάσεις και κίνηση ως
συνήθως, και σμήνη εναερίων άφηναν ατμογραμμές στον
ουρανό, αλλά το κάμπους δεν είχε φοιτητές. Τα
φορντοπάρκινγκ του ήταν μισοάδεια. Οικοδόμοι ξανάστρωναν
την οβάλ πλατεία μέσα στον καυτό ήλιο. Κοίταξα το
ημερολόγιο του σόνι και έμαθα ότι σήμερα ήταν η αρχή της
διακοπής. Μαντάλωσα την πόρτα του εργαστηρίου και
κρύφτηκα στον προθάλαμο.

Άρα δεν πάτησες το πόδι σου έξω από το εργαστήριο του Μπουμ-Σουκ
για πέντε εβδομάδες; Ούτε μια φορά;
Ούτε μια φορά. Φοβόμουν να αποχωριστώ το σόνι μου,
βλέπεις. Ένας φύλακας τσέκαρε την πόρτα του εργαστηρίου
κάθε ενατoνύχτα. Μερικές φορές άκουγα τον Γκιλ-Σου Νουν
από το διπλανό εργαστήριο. Κατά τ’ άλλα, τίποτα. Είχα τη
γρίλια κατεβασμένη και τα ηλιακά κλειστά τη νύχτα. Είχα
αρκετό Σαπούνι για να με κρατήσει.

Μα εδώ μιλάμε για πενήντα μέρες αδιάσπαστης απομόνωσης!


Πενήντα υπέροχες μέρες, Αρχειονόμε. Το μυαλό μου ταξίδεψε
σε όλα τα μήκη, τα πλάτη και τα βάθη της κουλτούρας μας.
Καταβρόχθισα τα δώδεκα σημαίνοντα: τις Επτά Διαλέκτους του
Τζονγκ Ιλ· την Ίδρυση της Νέας Συνευημερίας του Πρώτου
Προέδρου· την Ιστορία των Συμπλοκών του Ναυάρχου Γενγκ· την
ξέρεις τη λίστα. Τα ευρετήρια σε έναν αλογόκριτο τόμο των
Σχολιασμών με οδήγησαν σε προ-συμπλοκικούς στοχαστές. Η
βιβλιοθήκη, βεβαίως, αρνήθηκε πολλά νταουνλόουντ, πέτυχα
όμως να κατεβάσω δύο Οπτιμιστές μεταφρασμένους από τα
Ύστερα Αγγλικά, τον Όργουελ και τον Χάξλεϊ· και τις Σάτιρες επί
της δημοκρατίας του Γουάσινγκτον.

Και εξακολούθησες να είσαι –υποτίθεται– το δείγμα της διατριβής του


Μπουμ-Σουκ όταν γύρισε για το δεύτερο εξάμηνο;
Ναι. Το πρώτο μου φθινόπωρο ήρθε. Έφτιαξα μια κρυφή
συλλογή από τα φλογόχρωμα φύλλα που κατέληγαν στην
ταράτσα της σχολής. Το φθινόπωρο το ίδιο γέρασε, και τα
φύλλα μου έχασαν τα χρώματά τους. Οι νύχτες έγιναν παγερές·
έπειτα ακόμα και οι ώρες της μέρας ξύλιασαν. Τα περισσότερα
απογεύματα τον Μπουμ-Σουκ τον έπαιρνε ο ύπνος στο
θερμαινόμενο οντούλ60 ενώ έβλεπε τρισδιάστατο. Είχε χάσει
πολλά δολάρια σε ύποπτες επενδύσεις μέσα στο καλοκαίρι, και
με τον πατέρα του να αρνείται να τον ξεχρεώσει, ο
διδακτορικός μου είχε συχνές εκρήξεις. Η μόνη μου άμυνα
απέναντι σε αυτά τα ξεσπάσματα ήταν να κάνω την κούφια.

Χιόνισε;
Αχ, ναι, το χιόνι. Τα πρώτα χιόνια άργησαν πολύ πέρυσι,
έπεσαν στον δωδεκατομήνα. Το ένιωσα πριν ξυπνήσω στο
μισοσκόταδο. Οι χιονονιφάδες στεφάνωναν τα
πρωτοχρονιάτικα φωτάκια που στόλιζαν τα παράθυρα του
προαυλίου: ήταν μαγευτικά, Αρχειονόμε, μαγευτικά. Η
βλάστηση κάτω απ’ το παραμελημένο άγαλμα στο προαύλιο
λύγιζε υπό το βάρος του χιονιού, και το άγαλμα το ίδιο είχε
πάρει μια κωμική αύρα μεγαλοπρέπειας. Μπορούσα να δω το
χιόνι να πέφτει στον προηγούμενό μου κύβο φυλακής, κι αυτό
μου λείπει εδώ. Στο μισόφωτο, το φως λουλακιάζει: τι
ανόθευτη παρηγοριά.

Μιλάς σαν ωραιολάτρισσα ώρες ώρες, Σόνμι.


Ίσως αυτοί που έχουν στερηθεί την ομορφιά να την
αντιλαμβάνονται πιο ενστικτωδώς.

Πρέπει λοιπόν να είναι κάπου εδώ που μπαίνει στην ιστορία ο δρ Μέφι.
Ναι, παραμονή του Σεξτέτου. Χιόνιζε κι εκείνη τη νύχτα. Ο
Μπουμ-Σουκ, ο Μιν-Σικ κι ο Φανγκ μπούκαραν κατά την ώρα
είκοσι, αναψοτοξικωμένοι, με πάγο στα νάικ τους. Ήμουν
στον προθάλαμο και ίσα που πρόλαβα να κρύψω το σόνι μου·
θυμάμαι ότι διάβαζα την Πολιτεία του Πλάτωνα. Ο Μπουμ-Σουκ
φορούσε καπέλο αποφοίτησης, κι ο Μιν-Σικ είχε στην αγκαλιά
του ένα καλάθι με ορχιδέες που μύριζαν μέντα μεγάλο ίσαμε το
μπόι του. Τις έριχνε σ’ εμένα, κι έλεγε: «Πέταλα για τη Σπούνι,
για τη Σπόνι, για τη Σόνμι, όπως τη λένε τέλος πάντων…».
Ο Φανγκ ψαχούλεψε στο ντουλάπι όπου φυλούσε ο Μπουμ-
Σουκ το σότζου του και πέταξε τρία μπουκάλια πάνω απ’ τον
ώμο του, γκρινιάζοντας πως οι μάρκες ήταν όλες ξίδι. Ο Μιν-
Σικ έπιασε τα δύο μπουκάλια, το τρίτο όμως έγινε θρύψαλα στο
πάτωμα, προκαλώντας επαναλαμβανόμενα γέλια. «Μάζεψέ τα,
Σταχτομπούτα!» είπε ο Μπουμ-Σουκ και χτύπησε τα χέρια του
κατά τη μεριά μου, κι ύστερα, για να ηρεμήσει τον Φανγκ, του
είπε ότι θ’ άνοιγε ένα μπουκάλι απ’ το καλό, μια και η Διακοπή
του Σεξτέτου έπεφτε μόνο μια φορά τον χρόνο.
Μέχρι να σκουπίσω και το τελευταίο θρύψαλο, ο Μιν-Σικ είχε
βρει ένα ντίσνεϊ τρομοπορνό στο τρισδιάστατο. Το
παρακολουθούσαν με την απόλαυση ειδημόνων,
λογοφέρνοντας για τα θετικά του στοιχεία και τον ρεαλισμό
του, και πίνοντας το εκλεκτό σότζου. Το μεθύσι τους εκείνη τη
νύχτα είχε μια απερισκεψία, του Φανγκ ιδίως. Κατέφυγα στον
προθάλαμο, απ’ όπου άκουγα τον Γκιλ-Σου Νουν στην πόρτα
του εργαστηρίου να ζητά από τους γλεντοκόπους να κάνουν
ησυχία. Κρυφοκοίταξα. Ο Μιν-Σικ κορόιδευε τα γυαλιά του
Γκιλ-Σου, και ρωτούσε γιατί δεν μπορούσε να βρει η οικογένειά
του τα δολάρια για να διορθώσει τη μυωπία του. Ο Μπουμ-
Σουκ είπε στον Γκιλ-Σου να χωθεί μέσα στην ψωλή του άμα
ήθελε την ηρεμία του ενώ ο πολιτισμένος κόσμος γιόρταζε το
Σεξτέτο. Όταν σταμάτησε να γελάει, ο Φανγκ είπε πως θα
έβαζε τον πατέρα του να διατάξει εφοριακό έλεγχο σ’ όλο το
σόι των Νουν. Ο Γκιλ-Σου Νουν έμεινε ν’ αφρίζει στην πόρτα
μέχρι που οι τρεις στελεχικοί τον έδιωξαν πετώντας του
δαμάσκηνα και περαιτέρω χλεύη.

Αρχηγός φαίνεται να ήταν ο Φανγκ.


Ήταν, ναι. Άνοιγε με το σκαρπέλο τα τεκτονικά ρήγματα στις
προσωπικότητες των άλλων. Σίγουρα τώρα θα ασκεί τη
δικηγορία σε κάποια από τις Δώδεκα Πρωτεύουσες με μεγάλη
επιτυχία. Εκείνη τη νύχτα είχε βαλθεί να τη σπάσει στον
Μπουμ-Σουκ, και κουνούσε το μπουκάλι του σότζου κατά την
κόντακ της νεκρής λεοπάρδαλης του χιονιού και ρωτούσε πόσο
κατωγονιδιωμένη ήταν η νωθρότητα των θηραμάτων για χάρη
των τουριστών. Ο εγωισμός του Μπουμ-Σουκ ξεσηκώθηκε. Τα
μόνα θηράματα που κυνηγούσε, ανταπάντησε, ήταν αυτά που
είχαν ανωγονιδιωμένη αγριότητα. Με τον αδελφό του είχαν
παραμονέψει επί ώρες τη λεοπάρδαλη του χιονιού στην
κοιλάδα του Κατμαντού ώσπου το ζώο, στριμωγμένο, είχε
ορμήσει να κόψει τον λαιμό του αδελφού του. Ο Μπουμ-Σουκ
είχε μία και μόνη βολή. Το βέλος χώθηκε στο μάτι του θεριού
όσο αυτό ήταν ακόμη στον αέρα. Όταν το άκουσαν αυτό, ο
Φανγκ και ο Μιν-Σικ παράστησαν για μια στιγμή τους
άναυδους, κι ύστερα ξέσπασαν σε δυνατά γέλια. Ο Μιν-Σικ
κοπανούσε το πάτωμα κι έλεγε: «Μας φλόμωσες στην
παπαριά, Κιμ!». Ο Φανγκ κοίταξε πιο προσεκτικά την κόντακ
και σχολίασε ότι ήταν κακοψηφιοποιημένη.
Ο Μπουμ-Σουκ σχεδίασε με μελάνι ένα πρόσωπο σ’ ένα
συνθετικό καρπούζι, έγραψε με σοβαρό ύφος «Φανγκ» στο
μέτωπό του και ακούμπησε το φρούτο σε μια στοίβα περιοδικά
δίπλα στην πόρτα. Πήρε τη βαλλίστρα από το γραφείο του,
πήγε στο ακριανό παράθυρο και σημάδεψε.
Ο Φανγκ διαμαρτυρήθηκε «Όχι-όχι-όχι-όχι-όχι-όχι-όχι!» και
είπε ότι ένα καρπούζι δεν θα ξέσχιζε τον λαιμό του σκοπευτή
αν εκείνος αστοχούσε. Δεν υπήρχε καμία πίεση να το πετύχει
μια κι έξω. Ο Φανγκ τότε μου έγνεψε να πάω και να σταθώ
στην πόρτα.
Κατάλαβα την πρόθεσή του, ο Φανγκ όμως διέκοψε την
έκκλησή μου, με την προειδοποίηση ότι, αν δεν τον υπάκουα,
θα έβαζε τον Μιν-Σικ υπεύθυνο για το Σαπούνι μου. Το
χαμόγελο του Μιν-Σικ μαράθηκε. Ο Φανγκ έχωσε τα νύχια του
στο χέρι μου, με οδήγησε προς την πόρτα, μου φόρεσε στο
κεφάλι το καπέλο αποφοίτησης, και έβαλε στο καπέλο το
καρπούζι. «Για πες τώρα, Μπουμ-Σουκ» είπε περιπαικτικά,
«πόσο γαμάτος σκοπευτής είσαι;».
Η σχέση του Μπουμ-Σουκ με τον Φανγκ βασιζόταν στην
αντιπαλότητα και την απέχθεια. Σήκωσε τη βαλλίστρα του.
Παρακάλεσα τον διδακτορικό μου να σταματήσει. Ο Μπουμ-
Σουκ με πρόσταξε να μην κουνήσω ρούπι.
Η ατσάλινη μύτη του βέλους άστραψε. Θα ήταν μάταιο και
ανόητο να πεθάνω για μια πρόκληση αυτών των παιδιών, μα τα
κατασκευά­σματα ούτε τους όρους των θανάτων τους δεν
μπορούν να υπαγορεύσουν. Ένα τινγκ και ένα βζζτ αργότερα,
το βέλος χώθηκε σε καρπουζοπολτό. Το φρούτο έπεσε από το
καπέλο. Ο Μιν-Σικ χειροκρότησε με ζέση, ελπίζοντας να
αναθερμάνει την κατάσταση. Με πλημμύρισε ανακούφιση.
Ωστόσο, ο Φανγκ είπε αποδοκιμαστικά «Δεν σου χρειάζεται
δα και καθοδήγηση από λέιζερ για να χτυπήσεις ένα πελώριο
μεγάλο καρπούζι. Κι όπως και να έχει, κοίτα εδώ» –πήρε στα
χέρια του τα απομεινάρια του καρπουζιού– «ξώφαλτσα το
πήρες. Σίγουρα ένα μάνγκο είναι πιο άξιος στόχος για έναν
κυνηγό με το δικό σου εκτόπισμα».
Ο Μπουμ-Σουκ έτεινε τη βαλλίστρα του στον Φανγκ,
προκαλώντας τον να προσπαθήσει να τον συναγωνιστεί στη
δεξιοτεχνία: να χτυπήσει το μάνγκο από τις δεκαπέντε
δρασκελιές.
« Έγινε». Ο Φανγκ πήρε τη βαλλίστρα. Διαμαρτυρήθηκα,
απελπισμένη, αλλά ο Μπουμ-Σουκ μου είπε να το βουλώσω.
Ζωγράφισε ένα μάτι στο μάνγκο. Ο Φανγκ μέτρησε τα βήματά
του και έβαλε βέλος στη βαλλίστρα. Ο Μιν-Σικ προειδοποίησε
τους φίλους του ότι η χαρτούρα που θα επέφερε ένα νεκρό
πειραματικό δείγμα ήταν διάολος. Τον αγνόησαν. Ο Φανγκ
σημάδευε για πολλή ώρα. Το χέρι του έτρεμε ελαφρώς.
Ξαφνικά, το μάνγκο έσκασε και γέμισε τους τοίχους ζουμιά. Η
αμφιβολία μου ότι η δοκιμασία μου είχε πάρει τέλος ήταν
εύλογη. Ο Φανγκ φύσηξε τη βαλλίστρα. «Καρπούζι στις
τριάντα δρασκελιές, μάνγκο στις δεκαπέντε. Σου κάνω ρελάνς
ένα… δαμάσκηνο, στις δέκα». Επισήμανε ότι και το δαμάσκηνο
ήταν μεγαλύτερο από το μάτι μιας λεοπάρδαλης του χιονιού,
πρόσθεσε όμως ότι, αν ο Μπουμ-Σουκ ήθελε να παραδεχτεί
πως όντως, όπως είχε πει ο Μιν-Σικ, τους είχε φλομώσει στην
παπαριά και να αρνηθεί την πρόκληση, θα θεωρούσαν το
στενάχωρο αυτό θέμα λήξαν, για δέκα ολόκληρα λεπτά. Ο
Μπουμ-Σουκ απλώς έβαλε το δαμάσκηνο στο κεφάλι μου,
σοβαρά, και με πρόσταξε να μείνω τελείως, τελείως ακίνητη.
Μέτρησε τις δέκα δρασκελιές του, γύρισε, έβαλε βέλος και
σημάδεψε. Είκασα ότι είχα 50% πιθανότητες να πεθάνω σε
δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Ο Γκιλ-Σου ξανακοπάνησε την
πόρτα. Φύγε, του είπα νοερά, δεν είναι ώρα για περισπασμούς…
Το σαγόνι του Μπουμ-Σουκ συσπάστηκε καθώς λύγισε το
τόξο προς τα πίσω. Το κοπάνημα στην πόρτα έγινε πιο
επίμονο, μόλις λίγα εκατοστά απόσταση από το κεφάλι μου. Ο
Φανγκ πετούσε χυδαιολογίες για τα γεννητικά όργανα του Γκιλ-
Σου και τη μητέρα του. Οι αρθρώσεις των δαχτύλων του
Μπουμ-Σουκ στη βαλλίστρα είχαν ασπρίσει.
Το κεφάλι μου γύρισε απότομα: ο πόνος έχωσε τα δόντια του
στο αυτί μου. Είχα συναίσθηση της πόρτας που άνοιγε απότομα
πίσω μου, των καταδικασμένων εκφράσεων στα πρόσωπα των
βασανιστών μου στη συνέχεια. Τέλος, πρόσεξα έναν
μεγαλύτερο άντρα στην είσοδο, με χιόνι στη γενειάδα του,
ξέπνοο, και μανιασμένο από θυμό.

Ο Σύμβουλος Μέφι;
Ναι, ας είμαστε όμως σχολαστικοί: ο Καθηγητής της
Ομοφωνίας, αρχιτέκτονας της Λύσης των Μερικανών
Προσφύγων, κάτοχος του Μεταλλίου Υπεροχής της Νέας
Συνευημερίας, μονογράφος του Του Φου και του Λι Πο·61 ο
Σύμβουλος του Τσούτσε Αλόι Μέφι. Λίγη σημασία του έδωσα
εκείνη τη στιγμή, ωστόσο. Στον λαιμό μου και τη σπονδυλική
μου στήλη έσταζε υγρό. Όταν ακούμπησα το αυτί μου, ο πόνος
έμοιαζε να ηλεκτροπλήττει την αριστερή μεριά του σώματός
μου. Τα δάχτυλά μου γυάλιζαν και κοκκίνιζαν.
Η φωνή του Μπουμ-Σουκ έτρεμε: «Σύμβουλε–» Ούτε ο Φανγκ
ούτε ο Μιν-Σικ προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν. Ο
Σύμβουλος ακούμπησε ένα καθαρό μεταξωτό μαντίλι στο αυτί
μου και μου είπε να το πιέζω σταθερά. Έβγαλε ένα χειροσόνι
από μια εσωτερική τσέπη. «Κύριε Τσανγκ;» είπε στη συσκευή.
«Πρώτες Βοήθειες. Γρήγορα, παρακαλώ». Τώρα αναγνώρισα
τον νυσταγμένο επιβάτη που με είχε συνοδεύσει από την
πλατεία Τσονγκμιό πριν από οκτώ μήνες.
Στη συνέχεια, ο σωτήρας μου κοίταξε επίμονα τους
διδακτορικούς: δεν τόλμησαν να σηκώσουν τα μάτια. «Λοιπόν,
κύριοι, κάναμε πολύ δυσοίωνη αρχή στη Χρονιά του Φιδιού».
Ο Μιν-Σικ και ο Φανγκ θα ειδοποιούνταν από το πειθαρχικό
συμβούλιο των μείζονων χρεώσεων, υποσχέθηκε, και τους
έδωσε το ελεύθερο να φύγουν. Υποκλίθηκαν κι οι δύο και
βγήκαν τρέχοντας. Ο Μιν-Σικ άφησε τον μανδύα του να βγάζει
ατμούς στο οντούλ αλλά δεν γύρισε να τον πάρει. Ο Μπουμ-
Σουκ έδειχνε απαρηγόρητος. Ο Σύμβουλος Μέφι άφησε τον
διδακτορικό να υποφέρει για μερικά δευτερόλεπτα κι έπειτα
ρώτησε: «Σχεδιάζεις να ρίξεις και σ’ εμένα με αυτό το πράγμα;».
Ο Μπουμ-Σουκ Κιμ έριξε τη βαλλίστρα λες και ήταν
υπερθερμασμένη. Ο Σύμβουλος κοίταξε το ακατάστατο
εργαστήριο και μύρισε τον λαιμό του μπουκαλιού του σότζου.
Tο βίαιο πολυπλόκαμο σύμπλεγμα στο τρισδιάστατο του
απέσπασε την προσοχή. Ο Μπουμ-Σουκ παιδεύτηκε με το
τηλεκοντρόλ, του έπεσε, το σήκωσε, πάτησε το στοπ, το
κατεύθυνε προς τη σωστή μεριά, ξαναπάτησε το στοπ. Ο
Σύμβουλος Μέφι μίλησε, επιτέλους. Ήταν έτοιμος να ακούσει
πώς εξηγούσε ο Μπουμ-Σουκ το ότι χρησιμοποιούσε το
πειραματικό κατασκεύασμα της σχολής του για εξάσκηση στη
βαλλίστρα.

Ναι, κι εγώ είμαι περίεργος να το ακούσω αυτό.


Ο Μπουμ-Σουκ προσπάθησε τα πάντα: είχε ασυγχώρητα
μεθύσει παραμονή του Σεξτέτου· είχε βάλει λάθος
προτεραιότητες, είχε αγνοήσει τα συμπτώματα του στρες, είχε
κάνει κακή επιλογή φίλων, είχε επιδείξει υπερβολικό ζήλο στην
τιμωρία του δείγματός του· για όλα έφταιγε ο Φανγκ. Έπειτα
συνειδητοποίησε ότι καλά θα έκανε να το βουλώσει και να
περιμένει τον πέλεκυ.
Ήρθε ο κύριος Τσανγκ με έναν ιατρόκυβο, ψέκασε το αυτί
μου, το άλειψε πηκτικό, το επίδεσε, και μου είπε τις πρώτες
φιλικές κουβέντες μου από τον καιρό του Γουίνγκ~027. Ο
Μπουμ-Σουκ ρώτησε αν θα γινόταν καλά το αυτί μου. Η
απότομη απάντηση του Συμβούλου Μέφι ήταν ότι του Μπουμ-
Σουκ δεν του έπεφτε λόγος, αφού το δοκτοράτο του έπαυε. Ο
πρώην διδακτορικός άδειασε και άσπρισε στη θέα του
μέλλοντός του που κατρακυλούσε στα κάτω στρώματα.
Ο κύριος Τσανγκ μου πήρε το χέρι και μου είπε ότι ο λοβός
του αυτιού μου είχε σκιστεί αλλά υποσχέθηκε ότι το πρωί θα
τον αντικαθιστούσε ένας γιατρός. Φοβόμουν υπερβολικά τις
κατηγορίες του Μπουμ-Σουκ για να ανησυχώ για το αυτί μου,
όμως ο κύριος Τσανγκ πρόσθεσε ότι θα φεύγαμε αμέσως με τον
Σύμβουλο Μέφι για να πάμε στον καινούργιο μου κοιτώνα.

Πρέπει να ήταν πολύ ευχάριστο νέο αυτό.


Ναι, αν εξαιρέσεις που έχανα το σόνι μου. Πώς θα το έπαιρνα
μαζί μου; Δεν μου ερχόταν κάποιο εφαρμόσιμο σχέδιο. Απλώς
κατένευσα, με την ελπίδα ότι θα μπορούσα να το ξαναπάρω
κατά τη Διακοπή του Σεξτέτου. Η ελικοειδής σκάλα μού
απέσπασε την προσοχή: οι καταβάσεις είναι πιο επικίνδυνες
από τις αναβάσεις. Στην αίθουσα αναμονής, ο κύριος Τσανγκ
μου έδωσε μια κάπα με κουκούλα κι ένα ζευγάρι παγονάικ. Ο
Σύμβουλος συνεχάρη τον κύριο Τσανγκ για το ζεβρέ σχέδιο που
είχε διαλέξει για τα τελευταία. Ο κύριος Τσανγκ απάντησε ότι
το ζεβρέ ήταν το αναμενόμενο στους πιο σικ δρόμους της Λάσα
αυτόν τον καιρό.

Τι λόγο σου είπε ο Σύμβουλος ότι είχε για την έγκαιρη διάσωσή σου;
Κανέναν μέχρι στιγμής. Μου είπε ότι μεταφερόμουν στη Σχολή
της Ομοφωνίας στο δυτικό άκρο του κάμπους και ζήτησε
συγγνώμη που άφησε «αυτά τα τρία τοξικωμένα στελεχικά
σκουλήκια» να παίζουν με τη ζωή μου. Ο καιρός είχε
αποτρέψει μια εγκαιρότερη παρέμβαση. Ξεχνώ τι
καλοπροσανατολισμένη, ταπεινή απάντηση του έδωσα.
Στους διαδρόμους του κάμπους τα πλήθη γιόρταζαν την
παραμονή του Σεξτέτου. Ο κύριος Τσανγκ μου έμαθε να σέρνω
τα πόδια μου στον κρυσταλλικό πάγο για μεγαλύτερη έλκυση.
Χιονονιφάδες κάθονταν στις βλεφαρίδες και τα ρουθούνια μου.
Οι χιονοπόλεμοι κατέπαυαν καθώς πλησίαζε ο Καθηγητής
Μέφι· οι αντιμαχόμενοι υποκλίνονταν. Η αίσθηση της
ανωνυμίας που μου παρείχε η κουκούλα μου ήταν
απολαυστική. Περνώντας από τους διαδρόμους, άκουσα
μουσική. Όχι Σποτ ή τραγουδοπόπ αλλά γυμνά κύματα
μουσικής να αντηχούν. «Χορωδία» μου είπε ο Σύμβουλος
Μέφι. «Ο εταιρειοκράτης sapiens μπορεί να είναι
σκληρόκαρδος, μικροπρεπής και κακεντρεχής» είπε, «αλλά
μπορεί να είναι και πράγματα ανώτερα, δόξα σοι ο Πρόεδρος».
Ακούσαμε για ένα λεπτό. Σηκώνοντας το βλέμμα, ένιωσα λες
και ορμούσα προς τα πάνω.
Δύο όργανα που φυλούσαν τη Σχολή Ομοφωνίας χαιρέτησαν
στρατιωτικά και πήραν τους μουσκεμένους μανδύες μας. Όσο
σπαρτιάτικο ήταν το εσωτερικό της Ψυχογονιδιωματικής
Σχολής, τόσο πλούσιο ήταν αυτό τούτου του κτιρίου. Οι
στρωμένοι με χαλιά διάδρομοι ήταν γεμάτοι με ιλτζονγκιανούς
καθρέφτες, τεφροδόχους των βασιλιάδων της Σίλα,
τρισδιάστατα υψηλών προσώπων της Ομοφωνίας. Το ασανσέρ
είχε πολυέλαιο· η φωνή του απήγγελλε εταιρειοκρατικές
Κατηχήσεις, ο Σύμβουλος Μέφι όμως της είπε να το βουλώσει,
και προς μεγάλη μου έκπληξη υπάκουσε. Για άλλη μια φορά, ο
κύριος Τσανγκ με υποβάσταζε όσο το ασανσέρ επιτάχυνε, κι
έπειτα επιβράδυνε.
Βγήκαμε σ’ ένα ευρύχωρο χωνευτό διαμέρισμα από
ανωστρωματικό Σποτ. Μια τρισδιάστατη φωτιά χόρευε στην
κεντρική εστία, περικυκλωμένη από μαγνητικά υπερυψωμένα
έπιπλα. Οι γυάλινοι τοίχοι επέτρεπαν ιλιγγιώδη θέα του
αστοσυγκροτήματος τη νύχτα, σκεπασμένη από τη
θολόλαμπρη χιονόπτωση. Οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν
καλυμμένοι με πίνακες ζωγραφικής. Ρώτησα τον Μέφι αν εδώ
ήταν το γραφείο του.
«Το γραφείο μου είναι έναν όροφο πιο πάνω» αποκρίθηκε.
«Εδώ είναι το διαμέρισμά σου».
Πριν καν προλάβω να εκφράσω την έκπληξή μου, ο κύριος
Τσανγκ πρότεινε να προσκαλέσω τον επιφανή καλεσμένο μου
να καθίσει. Ζήτησα συγγνώμη από τον Σύμβουλο Μέφι: πρώτη
φορά είχα καλεσμένο και οι τρόποι μου δεν ήταν
εκλεπτυσμένοι.
Ο μαγνητικός υπερυψωμένος καναπές ταλαντεύτηκε απ’ το
βάρος του επιφανούς ανδρός. Η νύφη του, είπε, είχε
ξανασχεδιάσει το διαμέρισμά μου έχοντας εμένα κατά νου.
Ήλπιζε ότι θα βρω στοχαστικούς τους πίνακες του Ρόθκο.
«Γνήσια πρωτότυπα σε επίπεδο μορίου» με διαβεβαίωσε. «Εγώ
ο ίδιος το ενέκρινα. Ο Ρόθκο ζωγραφίζει το πώς βλέπουν οι
τυφλοί».

Αλλοπρόσαλλη βραδιά – βέλη τη μια στιγμή, ιστορία της τέχνης την


επόμενη…
Οπωσδήποτε. Έπειτα, ο καθηγητής ζήτησε συγγνώμη που δεν
είχε αναγνωρίσει το εύρος της ανάληψής μου στην πρώτη μας
συνάντηση. «Υπέθεσα ότι ήσουν ένα ακόμα ημιαναληφθέν
πείραμα, καταδικασμένο να αποσυντεθεί νοητικά σε μια δυο
βδομάδες. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, αποκοιμήθηκα
κιόλας – κύριε Τσανγκ, ισχύει; Την αλήθεια». Από τη θέση του
πλάι στο ασανσέρ, ο κύριος Τσανγκ θυμήθηκε ότι ο κύριός του
είχε κλείσει τα μάτια του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ο
Σύμβουλος Μέφι χαμογέλασε με το τακτ του σοφέρ του. «Κατά
πάσα πιθανότητα, αναρωτιέσαι τι έκανες για να σε προσέξω,
Σόνμι~451».
Η ερώτησή του ήταν μια χειραψία: Φανερώσου, το ξέρω ότι είσαι
εκεί. Ή, φοβόμουν, μια παγίδα. Με την προσοχή που δείχνει
μια σερβιτόρα ώστε να μη φερθεί υπερβολικά καθαρόαιμα,
προσποιήθηκα ευγενική αδυναμία κατανόησης. Η συνένοχη
έκφραση του Μέφι μου είπε ότι καταλάβαινε. Το πανεπιστήμιο
του Ταεμοσάν, είπε, παράγει δύο εκατομμύρια και πλέον
αιτήματα για νταουνλόουντ ανά εξάμηνο. Η συντριπτική
πλειονότητα είναι ακαδημαϊκά συγγράμματα και σχετικά
άρθρα· τα υπόλοιπα αφορούν από ακίνητα και τιμές μετοχών
μέχρι σπόρφορντ και στάινγουεϊ, γιόγκα και πουλιά σε κλουβί.
«Η ουσία είναι, Σόνμι, ότι απαιτείται ένας αναγνώστης με
πραγματικά πολυσυλλεκτικό γούστο για να μπουν στον κόπο οι
φίλοι μου οι βιβλιοθηκονόμοι να με ειδοποιήσουν». Ο
καθηγητής άνοιξε το χειροσόνι του και διάβασε από τον
κατάλογο των αιτημάτων μου για νταουνλόουντ. 8 του
εκτομήνα, Το Έπος του Γκιλγκαμές· 2 του εβδομομήνα, οι
Αναμνήσεις του Ιρενέο Φούνες· 1 του ενατομήνα, η Παρακμή και η
πτώση του Γίββωνα. Ο Μέφι, λουσμένος στη μοβ σονιλάμψη,
έδειχνε περήφανος. «Ορίστε… 11 του δεκατομήνα, μια
θρασύτατη αναζήτηση για πηγές σχετικά με αυτόν τον καρκίνο
στο αγαπημένο μας εταιρειοκρατικό σώμα, το Συνδικάτο! Ως
Ομοφωνιστές, τέτοιος –να τον αποκαλέσω “πόθο”;– για
δόγματα άλλων κόσμων μάς προειδοποιεί για την παρουσία
ενός εσωτερικού εμιγκρέ. Ένα ρητό στον τομέα μου λέει ότι
τέτοιοι εμιγκρέδες γίνονται οι καλύτεροι πράκτορες της
Ομοφωνίας. Ήξερα ότι πρέπει να συναντηθούμε». Εξήγησε
έπειτα πώς είχε ταυτοποιήσει τον φιλοπερίεργο ιδιοκτήτη του
σόνι ως τον Ναν Χελ-Κουόν, έναν γεωθερμιστή από τη
δαρμένη από τις χιονοθύελλες Ονσόνγκ… ο οποίος είχε πεθάνει
πριν από δυο χειμώνες σε χιονοδρομικό ατύχημα. Ο Σύμβουλος
Μέφι ανέθεσε σε έναν χαρισματικό μεταπτυχιακό την
παλιομοδίτικη ερευνητική εργασία του εντοπισμού του
κλέφτη. Η εψιλοκυματική παρακολούθηση εντόπισε το σόνι
στο εργαστήριο του Μπουμ-Σουκ. Κι ο πιο ευκολόπιστος,
ωστόσο, ούτε που θα φανταζόταν τον Μπουμ-Σουκ να διαβάζει
Βιτγκενστάιν, έτσι ο έμπιστος φοιτητής του Μέφι είχε
εμφυτεύσει έναν μικροφθαλμό σε κάθε σόνι του δωματίου
κατά την απαγόρευση κυκλοφορίας πριν από έξι εβδομάδες.
«Την επομένη, ανακαλύψαμε ότι ο παρ’ ολίγον αντιφρονών μας
δεν ήταν καθαρόαιμος αλλά, κατά τα φαινόμενα, η πρώτη
σταθεροποιημένη αναληφθείσα της επιστήμης και αδελφή-
σερβιτόρα της διαβόητης Γιούνα~939. Το έργο μου, Σόνμι~451,
μπορεί να είναι απαιτητικό και επικίνδυνο, ανιαρό όμως;
Ποτέ!»

Η διάψευση ήταν ολοφάνερα μάταιη.


Πράγματι: ο Σύμβουλος Μέφι δεν ήταν σαν τον Μάντη Ρι.
Κατά κάποιο τρόπο, η ανακάλυψή μου ήταν μια ανακούφιση.
Πολλοί εγκληματίες λένε το ίδιο πράγμα. Καθόμουν και τον
άκουγα να αφηγείται τους διατμηματικούς καβγάδες που
ξέσπασαν όταν παρουσίασε τα ευρήματά του. Οι
εταιρειοκράτες της παλιάς σχολής ήθελαν να ευθανατωθώ ως
αποκλίνουσα· οι ψυχογονιδιωματιστές ήθελαν να υποβληθώ σε
εγκεφαλική νεκροτομή· το μάρκετινγκ ήθελε να
δημοσιοποιήσει την περίπτωσή μου και να την κατοχυρώσει ως
πειραματική τομή του πανεπιστημίου του Ταεμοσάν.

Προφανώς, δεν πέρασε το δικό τους.


Όχι. Η Ομοφωνία πέτυχε έναν προσωρινό συμβιβασμό·
μπορούσα να συνεχίσω τις σπουδές μου κατά την πλασματική
μου ελεύθερη βούληση ώσπου να επιτευχθεί συναίνεση
απόψεων. Η βαλλίστρα του Μπουμ-Σουκ, ωστόσο, ανάγκασε
την Ομοφωνία να δράσει.

Και τι σκόπευε να σε κάνει τώρα ο Σύμβουλος Μέφι;


Να στήσει έναν καινούργιο συμβιβασμό μεταξύ των
συμφερόντων που ανταγωνίζονταν για ένα κομμάτι μου, κι
έπειτα να τον επιβάλει. Δισεκατομμύρια δολάρια είχαν
ξοδευτεί για έρευνα σε εταιρειοεργαστήρια, ανεπιτυχώς, για
την επίτευξη αυτού που, απλούστατα, ήμουν, αυτού που είμαι:
ένα σταθερό, αναληφθέν κατασκεύασμα. Για να είναι
ευχαριστημένοι οι γονιδιωματιστές, μια σειρά ελεγμένοι
επιστήμονες θα μου έκαναν διεπιστημονικές εξετάσεις. Ο
Μέφι, βάζοντας τα χέρια του στην καρδιά της τρισδιάστατης
φωτιάς, υποσχέθηκε ότι οι εξετάσεις αυτές δεν θα ήταν
επίπονες ή επώδυνες, ούτε θα υπερέβαιναν τις τρεις ώρες τη
μέρα, πέντε μέρες από τις δέκα. Για να πειστεί το Συμβούλιο
του Ταεμοσάν, η ερευνητική πρόσβαση θα έβγαινε σε
πλειστηριασμό: θα έφερνα πολλά δολάρια στους κυρίους μου.
Τα συμφέροντα της Σόνμι~451 συμπεριλήφθηκαν σε αυτό το σύστημα
εξισώσεων;
Ως έναν βαθμό, ναι: το πανεπιστήμιο Ταεμοσάν θα μου έκανε
εγγραφή ως φοιτήτρια προπαρασκευαστικού σταδίου. Θα μου
εμφυτευόταν και μια Ψυχή στο κολάρο ώστε να
πηγαινοέρχομαι στο κάμπους όπως ήθελα. Ο Σύμβουλος Μέφι
υποσχέθηκε κιόλας να με καθοδηγεί όταν ήταν στο κάμπους.
Απέσυρε το χέρι του από τη φωτιά και κοίταξε τα δάχτυλά του.
«Πολύ φως κι από ζέστη τίποτα. Οι νέοι στις μέρες μας δεν θα
αναγνώριζαν μια πραγματική φλόγα ακόμα και αν καίγονταν τα
νάικ τους». Μου είπε να τον αποκαλώ Καθηγητή, όχι κύριο.

Ένα πράγμα δεν μπορώ να καταλάβω. Αν ήταν τέτοιο νούμερο ο


Μπουμ-Σουκ Κιμ, πώς είχε αποκτήσει το ιερό δισκοπότηρο της
ψυχογονιδιωματικής – τη σταθερή ανάληψη;
Αργότερα, έκανα την ίδια ερώτηση στον Χάε-Τζου Ιμ. Η
εξήγησή του πήγαινε ως εξής: o συντάκτης της διατριβής του
Μπουμ-Σουκ προμηθευόταν τις ψυχογονιδιωματικές του
διατριβές από ένα άσημο τεχνολογικό ινστιτούτο στη Βαϊκάλη.
Ο αρχικός συντάκτης της εργασίας του πρώην διδακτορικού
μου ήταν ένας μετανάστης παραγωγικής ζώνης που λεγόταν
Γιουσούφ Σουλεϊμάν. Εκείνο τον καιρό στη Σιβηρία υπήρχαν
εξτρεμιστές που σκότωναν γονιδιωματιστές, και ο Σουλεϊμάν
με τρεις καθηγητές του πέθαναν σε μια έκρηξη βόμβας σε ένα
φορντ. Με τη Βαϊκάλη να είναι αυτή που είναι, η έρευνα του
Σουλεϊμάν έμεινε στην αφάνεια για δέκα χρόνια, μέχρι που
πουλήθηκε. Ο παράγοντας συνεργάστηκε με κονέ στην
εταιρεία του Πάπα Σονγκ για να εισαγάγει τη νευροφόρμουλα
ανάληψης του Σουλεϊμάν στο Σαπούνι μας. Η Γιού­να~939 ήταν
το πρωταρχικό δείγμα· εγώ ήμουν ένα τροποποιημένο
αντίγραφο ασφαλείας. Κι αν όλα αυτά ακούγονταν απίθανα,
πρόσθεσε ο Χάε-Τζου, ας θυμόμουν ότι τα περισσότερα ιερά
δισκοπότηρα στην επιστήμη ανακαλύπτονται κατά τύχη, σε
απροσδόκητα μέρη.

Και στο μεταξύ ο Μπουμ-Σουκ Κιμ δεν είχε πάρει μυρωδιά του σάλου
που προκαλούσε το κλεμμένο δοκτοράτο του;
Μόνο ένας ανυποχώρητα ηλίθιος που δεν είχε αγγίξει πιπέτα
στη ζωή του δεν θα έπαιρνε μυρωδιά, αλλά ναι, ο Μπουμ-Σουκ
ήταν τόσο ηλίθιος. Ίσως κι αυτό, επίσης, να μην ήταν τυχαίο.

Πώς σου φαινόταν το καινούργιο σου καθεστώς στη Σχολή Ομοφωνίας;


Πώς ήταν να παρακολουθείς διαλέξεις αυτοπροσώπως ως
κατασκεύασμα;
Επειδή μετακόμισα κατά την παραμονή του Σεξτέτου, είχα έξι
ήσυχες μέρες πριν ξεκινήσει για τα καλά το καινούργιο
καθεστώς. Μόνο μια φορά περπάτησα στο παγερό κάμπους:
είμαι γονιδιωμένη να νιώθω άνετα σε ζεστά φαγάδικα, και η
έκθεση στον χειμώνα της κοιλάδας Χαν στο όρος Ταεμοσάν μου
έκαψε το δέρμα και τους πνεύμονες. Την Πρωτοχρονιά
ξύπνησα απ’ την απαγόρευση και βρήκα δύο δώρα: το
κακοπαθημένο παλιό σόνι που μου είχε δώσει ο Γουίνγκ~027
και ένα αστέρι για το κολάρο μου, το τρίτο μου. Σκεφτόμουν
τις αδελφές μου, τις πρώην αδελφές μου, σε όλη τη Νέα
Συνευημερία να απολαμβάνουν τις Τελετές Αστέρωσης.
Αναρωτιόμουν αν θα έφευγα μια μέρα για την Αγαλλίαση με
την Επένδυσή μου ξεπληρωμένη. Πώς ήθελα να μπορούσε η
Γιούνα~939 να παρευρεθεί στην πρώτη μου διάλεξη τη
δευτερομέρα μαζί μου. Ακόμη μου λείπει.

Ποια ήταν η πρώτη σου διάλεξη;


Τα Βιομαθηματικά του Σουάντι· το πραγματικό μάθημα, ωστόσο,
ήταν ο εξευτελισμός. Πήγα στην αίθουσα διαλέξεων
διασχίζοντας λασπόχιονο, κουκουλωμένη κι απαρατήρητη.
Όταν όμως έβγαλα τον μανδύα μου στον διάδρομο, τα
χαρακτηριστικά της Σόνμι πάνω μου προξένησαν έκπληξη, κι
έπειτα ανησυχία. Στην αίθουσα διαλέξεων, η είσοδός μου
πυροδότησε πικρόχολη σιωπή.
Δεν κράτησε πολύ. «Ε!» φώναξε ένα αγόρι. « Ένα ζεστό
τζίνσενγκ, δύο ντογκ!» κι όλο το αμφιθέατρο γέλασε. Δεν είμαι
γονιδιωμένη να κοκκινίζω, αλλά ανέβασα σφυγμούς. Κάθισα
σε μια θέση στη δεύτερη σειρά, όπου βρίσκονταν κορίτσια. Η
αρχηγός τους είχε σμαραγδένια δόντια. «Αυτή η σειρά είναι δική
μας» είπε. «Να πας στην πίσω σειρά. Βρομάς μαγιονέζα».
Υπάκουσα πειθήνια. Ένα χάρτινο σαϊτάκι μού πέτυχε το
πρόσωπο. «Εμείς δεν πουλάμε μπέργκερ στο φαγάδικό σου,
κατασκεύασμα» φώναξε κάποιος, «εσύ λοιπόν γιατί πιάνεις
χώρο στη διάλεξή μας;». Ήμουν έτοιμη να φύγω όταν η
αραχνοειδής δρ Τσου’αν σκόνταψε στη σκηνή και της έπεσαν οι
σημειώσεις. Έβαλα τα δυνατά μου να συγκεντρωθώ στη
διάλεξη που ακολούθησε, έπειτα από λίγο όμως, τα μάτια της
δρα Τσου’αν έκαναν έναν γύρο στο ακροατήριο, έπεσαν πάνω
μου· σταμάτησε στα μισά της πρότασης. Το ακροατήριο, με
γέλια, κατάλαβε γιατί. Η δρ Τσου’αν πιέστηκε να συνεχίσει.
Εγώ πιέστηκα να μείνω αλλά δεν είχα το κουράγιο να κάνω
ερωτήσεις στο τέλος. Έξω υπέμεινα μπαράζ από
κακεντρέχειες.

Ήξερε ο Καθηγητής Μέφι για την εχθρότητα των φοιτητών;


Έτσι μου φαίνεται. Στο σεμινάριό μας, ο καθηγητής ρώτησε αν
ήταν αποδοτική η διάλεξή μου· επέλεξα τη λέξη κατατοπιστική
και ρώτησα γιατί με απεχθάνονταν τόσο οι καθαρόαιμοι.
Αποκρίθηκε: «Κι αν οι διαφορές μεταξύ κοινωνικών
στρωμάτων δεν πηγάζουν από τη γονιδιωματική ή από την
έμφυτη αριστεία ή ακόμα κι από τα δολάρια, αλλά από απλές
διαφορές στη γνώση; Δεν θα σήμαινε αυτό ότι η Πυραμίδα
ολόκληρη είναι χτισμένη σε κινούμενη άμμο;».
Είκασα ότι τέτοια πρόταση θα αντιμετωπιζόταν ως σοβαρή
απόκλιση.
O Μέφι φάνηκε να ενθουσιάζεται. «Πώς σου φαίνεται αυτό
για απόκλιση: τα κατασκευάσματα είναι καθρέφτες μπροστά
στις συνειδήσεις των καθαρόαιμων· αυτό που βλέπουν οι
καθαρόαιμοι να αντικατοπτρίζεται εκεί τους αρρωσταίνει. Κι
έτσι σας κατηγορούν που βάζετε μπροστά τους τον καθρέφτη».
Για να κρύψω το σοκ μου, ρώτησα πότε θα κατηγορούσαν οι
καθαρόαιμοι τον ίδιο τους τον εαυτό.
Ο Μέφι αποκρίθηκε: «Σύμφωνα με την ιστορία, όταν
αναγκαστούν να το κάνουν».
Πότε, ρώτησα, θα συνέβαινε αυτό;
Ο καθηγητής γύρισε την παλαιά υδρόγειό του και απάντησε
απλώς: «Η διάλεξη της δρα Τσου’αν συνεχίζεται αύριο».

Πρέπει να χρειάστηκε θάρρος για να επιστρέψεις εκεί.


Όχι και τόσο: με συνόδευσε ένα όργανο, έτσι τουλάχιστον
κανένας δεν μου πέταξε προσβολές. Το όργανο μίλησε στη
δεύτερη σειρά των κοριτσιών με ευγενή κακεντρέχεια. «Αυτή η
σειρά είναι δική μας. Να πάτε στην πίσω σειρά». Τα κορίτσια
εξαφανίστηκαν, μα δεν ένιωσα θριαμβεύτρια. Αν κάτι
επικράτησε, ήταν ο φόβος των κοριτσιών για την Ομοφωνία,
όχι η αποδοχή τους για μένα. Η δρ Τσου’αν είχε τόσο συγχυστεί
από το όργανο που έβγαλε ολόκληρη τη διάλεξη ψελλίζοντας,
χωρίς ούτε μια φορά να κοιτάξει το ακροατήριό της. Η
προκατάληψη είναι έδαφος καταπαγωμένο.

Αποτόλμησες άλλες διαλέξεις;


Μία, για τα Θεμέλια του Λόιφ. Κατόπιν δικού μου αιτήματος
πήγα ασυνόδευτη, προτιμώντας τις προσβολές από την
εξωτερική πανοπλία. Έφτασα νωρίς, κάθισα στο πλάι και δεν
έβγαλα την προσωπίδα ενώ γέμιζε η αίθουσα διαλέξεων. Με
αναγνώρισαν παρ’ όλα αυτά. Οι φοιτητές με κοιτούσαν με
δυσπιστία, αλλά δεν εκσφενδονίστηκαν χάρτινα βλήματα. Δυο
αγόρια από μπροστά γύρισαν προς το μέρος μου: είχαν έντιμα
πρόσωπα και επαρχιώτικες προφορές. Ο ένας ρώτησε αν
πράγματι ήμουν κάποια τεχνητή ιδιοφυΐα.
Η ιδιοφυΐα δεν είναι από τις λέξεις που πετάει κανείς τόσο
εύκολα, πρότεινα.
Στο άκουσμα μιας σερβιτόρας που μιλούσε, οι δυο τους
έμειναν έκπληκτοι. «Πρέπει να είναι κόλαση» είπε ο δεύτερος
«να έχεις ένα έξυπνο μυαλό παγιδευμένο σε ένα σώμα
γονιδιωμένο να υπηρετεί».
Είχα δεθεί με το σώμα μου όσο είχε δεθεί κι αυτός με το δικό
του, απάντησα.
Η διάλεξη προχώρησε χωρίς απρόοπτα, όταν όμως έφυγα από
την αίθουσα, με περίμενε ένας μικρός χαμός από ερωτήσεις,
μικροφωνημένα γουόκμαν και νίκον με φλας. Από ποιον Πάπα
Σονγκ είχα έρθει; Ποιος με είχε εγγράψει στο Ταεμοσάν;
Υπήρχαν κι άλλες σαν κι εμένα; Ποια η άποψή μου για την
Κτηνωδία της Γιούνα~939; Πόσες εβδομάδες μού απέμεναν
πριν εκφυλιστεί η ανάληψή μου; Ήμουν αμπολισιονίστρια;
Ποιο ήταν το αγαπημένο μου χρώμα; Είχα φίλο;

Μίντια σε εταιρειοκρατικό κάμπους;


Όχι, όμως τα μίντια είχαν προσφέρει αμοιβές για κομμάτια
σχετικά με τη Σόνμι του Ταεμοσάν. Κουκουλώθηκα και
προσπάθησα με σκουντιές να ανοίξω δρόμο για να γυρίσω στη
Σχολή της Ομοφωνίας, μα ήταν τέτοια η κοσμοσυρροή, που
μου έριξαν την προσωπίδα και έπεσα κατάχαμα και
καταμελάνιασα πριν μπορέσουν να με βγάλουν αποκεί δυο
όργανα με πολιτικά. Ο Σύμβουλος Μέφι με περίμενε στο λόμπι
της Ομοφωνίας και με συνόδευσε στο διαμέρισμά μου,
μουρμουρίζοντας ότι παραήμουν πολύτιμη για να εκτίθεμαι
στον χυδαίο όχλο. Γυρνούσε ζωηρά τη βροχόπετρα του
δαχτυλιδιού του: συνήθειά του όταν τσίτωνε. Συμφωνήσαμε
πως στο εξής οι διαλέξεις μου θα ψηφιοποιούνταν στο σόνι
μου.

Και με τα πειράματα που ήσουν υποχρεωμένη να υφίστασαι;


Α, ναι, μια καθημερινή υπενθύμιση της πραγματικής μου
θέσης. Μου κατέθλιβαν το ηθικό. Ποιο το νόημα της γνώσης,
αναρωτιόμουν, αν δεν μπορούσα να τη χρησιμοποιήσω για να
βελτιώσω την ύπαρξή μου; Πώς θα χωρούσα στην Αγαλλίαση
έπειτα από εννιά χρόνια και εννιά αστέρια με την ανώτερή μου
γνώση; Μπορούσαν οι αμνησιάδες να διαγράψουν τη γνώση
που είχα αποκτήσει; Ήθελα να συμβεί αυτό; Θα ήμουν πιο
χαρούμενη; Ήρθε ο τεταρτομήνας, και μαζί του η πρώτη μου
επέτειος ως αφύσικου δείγματος στο Ταεμοσάν, η άνοιξη όμως
δεν μου έφερε τη χαρά που φέρνει στον κόσμο. Η περιέργειά
μου πεθαίνει, είπα στον Καθηγητή Μέφι μια ευχάριστη μέρα,
στη διάρκεια ενός σεμιναρίου για τον Τόμας Πέιν. Θυμάμαι
τους ήχους από έναν αγώνα μπέιζμπολ να έρχονται από το
ανοιχτό του παράθυρο. Ο μέντοράς μου είπε ότι έπρεπε να
εντοπίσουμε την προέλευση του προβλήματος αυτού, και
επειγόντως. Είπα κάτι για τo διάβασμα που δεν είναι γνώση,
για τη γνώση που χωρίς εμπειρία είναι φαγητό χωρίς θρέψη.
«Πρέπει να βγαίνεις έξω πιο συχνά» σχολίασε ο καθηγητής.
Έξω πού; Έξω σε διαλέξεις; Έξω στο κάμπους; Σε εξόδους;
Την επόμενη ενατονύχτα, ένας νεαρός διδακτορικός της
Ομοφωνίας, ο Χάε-Τζου Ιμ, ανέβηκε με το ασανσέρ στο
διαμέρισμά μου. Με αποκάλεσε δεσποινίδα Σόνμι και εξήγησε
ότι ο Καθηγητής Μέφι του είχε ζητήσει να «έρθω και να σας
φτιάξω το κέφι». Ο Καθηγητής Μέφι είχε δύναμη ζωής και
θανάτου επί του μέλλοντός του, είπε, να τος λοιπόν. « Ένα
αστείο έκανα» πρόσθεσε νευρικά κι έπειτα ρώτησε αν τον
θυμόμουν.
Τον θυμόμουν. Τα μαύρα του μαλλιά ήταν τώρα ένα
κοντοκουρεμένο μαρόν, και τα φρύδια του αναβόσβηναν ενώ
άλλοτε ήταν αστόλιστα· αλλά αναγνώρισα τον πρώην
συμφοιτητή του Μπουμ-Σουκ που είχε φέρει την είδηση του
θανάτου του Γουίνγκ~027 στα χέρια του Μιν-Σικ. Ο επισκέπτης
μου κοίταξε τον χώρο μου με φθόνο. «Ε, λοιπόν, πολύ
καλύτερο από τη στριμόκωλη φωλιά του Μπουμ-Σουκ Κιμ,
έτσι; Είναι αρκετά μεγάλο για να καταπιεί ολόκληρο το
διαμέρισμα της οικογένειάς μου».
Συμφώνησα ότι το διαμέρισμα ήταν πράγματι πολύ απλόχωρο.
Φούσκωσε μια σιωπή. Ο Χάε-Τζου Ιμ προσφέρθηκε να μείνει
στο ασανσέρ μέχρι να του ζητήσω να φύγει. Για άλλη μια φορά
ζήτησα συγγνώμη για την έλλειψη κοσμιότητάς μου και τον
προσκάλεσα να περάσει.
Έβγαλε τα νάικ του με τα λόγια «Όχι, εγώ ζητώ συγγνώμη για
τη δική μου έλλειψη κοσμιότητας. Μιλώ υπερβολικά όταν
αγχώνομαι, και λέω ανοησίες. Πάμε πάλι. Μπορώ να καθίσω
στη μαγνητική υπερυψωμένη σεζ λονγκ σου;»
Ναι, του είπα, και ρώτησα γιατί τον άγχωνα.
Έμοιαζα με οποιαδήποτε Σόνμι σε οποιοδήποτε εστιατόριο,
απάντησε, όταν όμως άνοιγα το στόμα μου γινόμουν δόκτορας
φιλοσοφίας. Ο διδακτορικός κάθισε οκλαδόν στη σεζ λονγκ κι
άρχισε να λικνίζεται, συνεπαρμένα, περνώντας το χέρι του στο
μαγνητικό πεδίο. Ομολόγησε: «Μια φωνούλα στο κεφάλι μου
λέει, “Να θυμάσαι, αυτό το κορίτσι –η γυναίκα, εννοώ...
εννοώ, το άτομο– αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της
επιστήμης. Η πρώτη σταθερή αναληφθησόμενη! Αναληφθείσα,
μάλλον. Να προσέχεις τα λόγια σου, Ιμ! Φρόντισε να είναι
βαθυστόχαστα”. Γι’ αυτό και, ε, πετάω ασήμαντες αηδίες».
Τον διαβεβαίωσα ότι ένιωθα περισσότερο δείγμα παρά
ορόσημο.
Ο Χάε-Τζου ανασήκωσε τους ώμους και μου ανέφερε ότι ο
καθηγητής είχε πει πως θα μου έκανε καλό μια βραδιά στο
κέντρο, και κούνησε ένα ψυχοδαχτυλίδι. «Με δαπάνες της
Ομοφωνίας! Ό,τι βάλει ο νους σου. Ποια είναι η ιδανική σου
διασκέδαση;»
Δεν είχα ιδανική διασκέδαση.
Τότε, δοκίμασε ο Χάε-Τζου, τι έκανα για να χαλαρώσω;
Παίζω Γκο στο σόνι μου, είπα.
«Για να χαλαρώσεις;» αποκρίθηκε, δύσπιστος. «Και ποιος
κερδίζει, εσύ ή το σόνι;»
Το σόνι, απάντησα, ειδάλλως πώς θα βελτιωνόμουν ποτέ;
Άρα οι νικητές, πρότεινε ο Χάε-Τζου, είναι οι αληθινοί
χαμένοι επειδή δεν μαθαίνουν τίποτα; Τότε οι χαμένοι τι είναι;
Νικητές;
Είπα, Αν οι χαμένοι μπορούν να εκμεταλλευτούν όσα τους
μαθαίνουν οι αντίπαλοί τους, ναι, οι χαμένοι μακροπρόθεσμα
μπορούν να γίνουν νικητές.
« Έλα, εταιρειοκρατία μου» –ο Χάε-Τζου ξεφύσηξε– «πάμε στο
κέντρο να ξοδέψουμε δολάρια».

Δεν σε εκνεύριζε λίγο;


Αρχικά, με εκνεύριζε πολύ, μου υπενθύμισα όμως ότι ήταν το
φάρμακο που μου είχε γράψει ο Καθηγητής Μέφι για την
αδιαθεσία μου. Επίσης, ο Χάε-Τζου μου είχε κάνει το
κομπλιμέντο να αναφερθεί σ’ εμένα ως «άτομο». Τον ρώτησα τι
έκανε κανονικά τις ενατονύχτες, όταν δεν εξαναγκαζόταν να
προσέχει εξαίρετα δείγματα.
Μου είπε με διπλωματικό χαμόγελο ότι οι άντρες του
στρώματος του Μέφι ουδέποτε εξαναγκάζουν, απλώς
υπονοούν. Μπορεί να πήγαινε σε κάποιο φαγάδικο ή μπαρ με
συμφοιτητές ή, αν ήταν τυχερός, έβγαινε για κλάμπινγκ με
κάποιο κορίτσι. Δεν ήμουν συμφοιτήτρια, ούτε ακριβώς
κορίτσι, πρότεινε λοιπόν να πάμε σε εμπορικό, για να
«δοκιμάσουμε τους καρπούς της Νέας Συνευημερίας».
Δεν θα ντρεπόταν, ρώτησα, να τον δουν με μια Σόνμι; Θα
μπορούσα να φορέσω ένα καπέλο και να τυλιχτώ.
Ο Χάε-Τζου αντιθέτως πρότεινε μια αυτοκόλλητη γενειάδα
μάγου και ένα ζευγάρι ελαφοκέρατα. Ζήτησα συγγνώμη: δεν
είχα τέτοια πράγματα. Ο νεαρός χαμογέλασε, ζήτησε
συγγνώμη για ένα ακόμα ανόητο αστείο, και μου είπε να βάλω
ό,τι μ’ έκανε να νιώθω άνετα, διαβεβαιώνοντάς με ότι θα
έδειχνα πολύ πιο ταιριαστή στο κέντρο απ’ ό,τι σε μια αίθουσα
διαλέξεων. Κάτω ήταν ένα ταξί, κι αυτός θα με περίμενε στο
λόμπι.

Αγχωνόσουν που θα έφευγες από το Ταεμοσάν;


Λιγάκι, ναι. Ο Χάε-Τζου μιλούσε για τα αξιοθέατα για να με
κάνει να ξεχαστώ. Οδήγησε το ταξί από το Μνημείο Πεσόντων
Πλουτοκρατών, γύρω από το παλάτι Κιόνγκ-μποκούνγκ, στη
Λεωφόρο των Εννιά Χιλιάδων Σποτ. Ο οδηγός ήταν ένας
καθαρόαιμος Ινδός που μυριζόταν από μακριά τα χοντρά
κόμιστρα με δαπάνες άλλων. «Ιδανική βραδιά για τον Πύργο
της Σελήνης, κύριε» έτυχε να αναφέρει. «Πολύ καθαρή». Ο
Χάε-Τζου συμφώνησε επιτόπου. Ο ελικόδρομος ανηφόριζε τη
γιγάντια πυραμίδα, ψηλά, ψηλά, ψηλά πάνω από τους θόλους,
πάνω από τα πάντα εκτός από τους εταιρειομονόλιθους. Έχεις
ανέβει στον Πύργο της Σελήνης νύχτα, Αρχειονόμε;

Όχι, ούτε καν μέρα. Εμείς οι πολίτες κατά κύριο λόγο αφήνουμε τον
Πύργο στους τουρίστες.
Να πας. Από τον 234ο όροφο, το αστοσυγκρότημα ήταν ένα
χαλί από ξένον και νέον και κίνηση και διοξάνθρακα και
θόλους. Χωρίς τον γυάλινο θόλο, μου είπε ο Χάε-Τζου, σε αυτό
το υψόμετρο ο αέρας θα μας εκσφενδόνιζε σε τροχιά, σαν τους
δορυφόρους. Έδειξε διάφορα υψώματα κι ορόσημα: μερικά τα
είχα ακουστά ή τα είχα δει στο τρισδιάστατο, μερικά όχι. Η
πλατεία Τσονγκμιό ήταν κρυμμένη πίσω από έναν μονόλιθο,
διακρινόταν όμως το γαλάζιο της στάδιο. Σεληνιακός
σπόνσορας εκείνη τη νύχτα ήταν η Εταιρεία Σπόρων. Ο
πελώριος σεληνιακός προτζέκτορας στο μακρινό Φούτζι
πρόβαλλε το ένα Σποτ μετά το άλλο στην επιφάνεια του
φεγγαριού: ντομάτες μεγάλες σαν μωρά, κύβους κρεμώδους
κουνουπιδιού, άτρυπα ριζώματα λωτού. Από το ζουμερό στόμα
του Λογότυπου της Εταιρείας Σπόρων έβγαιναν συννεφάκια
κειμένου που εγγυώνταν ότι τα προϊόντα του ήταν εκατό τοις
εκατό γονιδιωματικά τροποποιημένα.
Κατεβαίνοντας, ο ηλικιωμένος ταξιτζής μιλούσε για τα
παιδικά του χρόνια σε ένα μακρινό αστοσυγκρότημα που
λεγόταν Μουμπάι, τώρα νεκρότοπος, όταν η σελήνη ήταν
πάντα γυμνή. Ο Χάε-Τζου είπε ότι μια σελήνη χωρίς Σποτ θα
τον φρίκαρε.

Σε ποιο εμπορικό πήγατε;


Στον Οπωρώνα Γουανγκσίμνι: τι εγκυκλοπαίδεια αναλώσιμων!
Επί ώρες έδειχνα αντικείμενα για να τα αναγνωρίσει ο Χάε-
Τζου: μπρούντζινες μάσκες, σούπα στιγμής από
χελιδονοφωλιές, κατασκευασματοπαίχνιδα, χρυσά σουζούκι,
φίλτρα αέρα, οξεάντοχα μασούρια, προφητικά του Αγαπημένου
Προέδρου και αγαλματίδια του Ενυπάρχοντος Προέδρου,
αρώματα με σκόνη πετραδιών, μαργαρομέταξα φουλάρια,
χάρτες πραγματικού χρόνου, τεχνουργήματα από νεκρότοπους,
προγραμματιζόμενα βιολιά. Ένα φαρμακείο: πακέτα χάπια για
τον καρκίνο, το έιτζ, το Αλτσχάιμερ, τη μολυβδοτοξίκωση· για
την παχυσαρκία, την ανορεξία, τη φαλάκρα, την τριχοφυΐα,
την ευφορία, τη μιζέρια, δροσοφάρμακα, φάρμακα για την
κατάχρηση των δροσοφαρμάκων. Σήμανε η ώρα είκοσι μία, κι
ωστόσο ακόμη δεν είχαμε τελειώσει ούτε με ένα τμήμα. Πώς
καίγονταν οι καταναλωτές να αγοράσουν, να αγοράσουν, να
αγοράσουν! Οι καθαρόαιμοι, απ’ ό,τι φαινόταν, ήταν ένα
σφουγγάρι ζήτησης που τραβούσε αγαθά κι υπηρεσίες από
κάθε πωλητή, φαγάδικο, μπαρ, μαγαζί και κόγχη.
O Χάε-Τζου με πήγε σε μια κομψή πλατφόρμα καφέ, όπου
αγόρασε ένα στιροφόουμ στάρμπακς για αυτόν και ένα άκουα
για μένα. Εξήγησε ότι υπό τα θεσπίσματα πλουτισμού, οι
καταναλωτές πρέπει να ξοδεύουν μια σταθερή αναλογία
δολαρίων κάθε μήνα ανάλογα με το στρώμα τους. Η
συσσώρευση είναι αντι-εταιρειοκρατικό έγκλημα. Αυτό το
ήξερα ήδη αλλά δεν τον διέκοψα. Είπε ότι η μαμά του φοβάται
τα μοντέρνα εμπορικά, έτσι το μερίδιό της το ξοδεύει συνήθως
ο Χάε-Τζου.
Του ζήτησα να μου πει πώς νιώθει που είναι σε μια
οικογένεια.
Ο διδακτορικός χαμογέλασε και συνοφρυώθηκε ταυτόχρονα.
«Αναγκαία αγγαρεία» εξομολογήθηκε. «Η μαμά έχει χόμπι να
συλλέγει μικροπαθήσεις και φάρμακα για αυτές. Ο μπαμπάς
δουλεύει στο Υπουργείο Στατιστικής και κοιμάται μπροστά στο
τρισδιάστατο με το κεφάλι του σε έναν κουβά». Και οι δύο
γονείς ήταν τυχαίες γεννήσεις, ομολόγησε, που πούλησαν την
αναλογία δεύτερου παιδιού για να πληρώσουν τη σωστή
γονιδίωση του Χάε-Τζου. Αυτό του επέτρεψε να στοχεύσει στην
αγαπημένη του καριέρα: το να γίνει Ομοφωνιστής ήταν η
φιλοδοξία του από τα ντίσνεϊ των παιδικών του χρόνων. Το να
ρίχνει πόρτες με κλοτσιές έναντι αμοιβής έμοιαζε θαυμάσια
ζωή.
Οι γονείς του πρέπει να τον αγαπούσαν πάρα πολύ για να
κάνουν τέτοια θυσία, σχολίασα. Ο Χάε-Τζου αποκρίθηκε ότι η
σύνταξή τους θα έβγαινε από τον μισθό του. Έπειτα ρώτησε,
δεν ήταν σεισμικό σοκ που ξεριζώθηκα από του Πάπα Σονγκ
και μεταφυτεύτηκα στο εργαστήριο του Μπουμ-Σουκ; Δεν μου
έλειπε ο κόσμος για τον οποίο είχα γονιδιωθεί; Απάντησα ότι
τα κατασκευάσματα είναι προσανατολισμένα να μην τους
λείπουν πράγματα.
Επέμεινε: Δεν είχα αναληφθεί πιο πάνω από τον
προσανατολισμό μου;
Είπα ότι θα έπρεπε να το σκεφτώ.

Βίωσες καθόλου αρνητικές αντιδράσεις από καταναλωτές στο εμπορικό;


Ως Σόνμι έξω από του Πάπα Σονγκ, εννοώ.
Όχι. Ήταν εκεί πολλά άλλα κατασκευάσματα: αχθοφόροι,
οικιακοί βοηθοί, καθαριστές, έτσι δεν ξεχώριζα και τόσο.
Έπειτα, όταν ο Χάε-Τζου πήγε στον υγιεινιστήρα, μια γυναίκα
με ρουμπινιές φακίδες και δέρμα έφηβης, αλλά και με
μαρτυριάρικα μάτια μεγαλύτερης, ζήτησε συγγνώμη για την
ενόχληση. «Κοίτα, είμαι σκάουτ μιντιακής μόδας» είπε, «λέγε
με Λίλι. Σε κατασκοπεύω!». Και χαχάνισε. «Αλλά αυτό πρέπει
να το περιμένει μια γυναίκα με τη δική σου χάρη, με τη δική
σου πρόγνωση, αγαπητή μου».
Μπερδεύτηκα πολύ.
Είπε ότι ήμουν η πρώτη καταναλώτρια που έβλεπε να έχει
κάνει τόσο πλήρη προσωποδιαμόρφωση, ώστε να μοιάζει με
πολύ γνωστό υπηρετικό κατασκεύασμα. Κατώτερα στρώματα,
μου εκμυστηρεύτηκε, ίσως να αποκαλούσαν αυτή μου την
αντίληψη για τη μόδα γενναία, ή έως και αντιστρωματική,
εκείνη όμως την αποκαλούσε ιδιοφυή. Ρώτησε αν θα ήθελα να
κάνω το μοντέλο για ένα «αποκρουστικά σικ τρισδιάστατο
περιοδικό». Θα πληρωνόμουν στρατοσφαιρικά, με διαβεβαίωσε:
οι φίλοι του αγοριού μου θα έσκαγαν από τη ζήλια. Και για εμάς
τις γυναίκες, πρόσθεσε, η ζήλια στους άντρες μας είναι εξίσου
καλή με τα δολάρια στην Ψυχή.
Αρνήθηκα, την ευχαρίστησα και πρόσθεσα ότι τα
κατασκευάσματα δεν έχουν αγόρια. Η μιντιακή γυναίκα έκανε
πως γέλασε με το τάχα αστείο μου και εξέτασε κάθε γραμμή
του προσώπου μου. Με παρακάλεσε να της πω σε ποιον
προσωποδιαμορφωτή είχα πάει. «Τέτοιο δεξιοτέχνη πρέπει
οπωσδήποτε να τον γνωρίσω. Τι μινιατουρίστας!»
Μετά τη μητροδεξαμενή και τον προσανατολισμό μου, είπα,
είχα περάσει τη ζωή μου πίσω από ένα γκισέ στου Πάπα Σονγκ,
κι έτσι ουδέποτε γνώρισα τον προσωποδιαμορφωτή μου.
Το γέλιο της συντάκτριας μόδας ήταν τώρα εύθυμο μα
ενοχλημένο.

Άρα δεν το πίστευε ότι δεν ήσουν καθαρόαιμη;


Μου έδωσε την κάρτα της και με παρότρυνε να το
ξανασκεφτώ, με την προειδοποίηση ότι ευκαιρίες σαν κι αυτή
δεν έρχονται δέκα μέρες τη βδομάδα.
Όταν με άφησε το ταξί στην Ομοφωνία, ο Χάε-Τζου Ιμ μου
ζήτησε να του απευθύνομαι με το μικρό του στο εξής. Το
«κύριος Ιμ» τον έκανε να νιώθει λες και ήταν σε σεμινάριο.
Τέλος, ρώτησε αν ήμουν ελεύθερη την επόμενη ενατομέρα.
Δεν ήθελα να ξοδεύει τον πολύτιμο χρόνο του για μια
υποχρέωση σ’ έναν καθηγητή, είπα, όμως ο Χάε-Τζου επέμεινε
ότι είχε χαρεί την παρέα μου. Εντάξει τότε, είπα, δέχομαι.

Άρα η έξοδος απομάκρυνε την αίσθηση… ανίας σου;


Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Με βοήθησε να καταλάβω ότι το
περιβάλλον σου είναι κλειδί για την ταυτότητά σου, αλλά ότι το
δικό μου περιβάλλον, ο Πάπα Σονγκ, ήταν ένα κλειδί χαμένο.
Έπιασα τον εαυτό μου να εύχεται να μπορούσε να
ξαναεπισκεφτεί το πρώην φαγάδικό μου κάτω από την πλατεία
Τσονγκμιό. Δεν μπορούσα να εξηγήσω πλήρως το γιατί, αλλά
μια παρόρμηση μπορεί να είναι αόριστα κατανοητή και δυνατή
συνάμα.

Δεν θα ήταν καθόλου συνετό να επισκεφτεί ένα φαγάδικο μια


αναληφθείσα σερβιτόρα.
Δεν ισχυρίζομαι ότι ήταν συνετό, μόνο ότι ήταν απαραίτητο. Ο
Χάε-Τζου ανησυχούσε κι εκείνος ότι ίσως αυτό θα «ξέθαβε
θαμμένα πράγματα». Αποκρίθηκα ότι είχα θάψει πάρα πολύ
από τον εαυτό μου, έτσι ο διδακτορικός συμφώνησε να με
συνοδεύσει, με τον όρο ότι θα πήγαινα μεταμφιεσμένη σε
καταναλώτρια. Την επομένη ενατονύχτα μού έδειξε πώς να
δέσω ψηλά τα μαλλιά μου και να βάλω καλλυντικά. Ένα
μεταξωτό φουλάρι έκρυβε το κολάρο μου, και όταν
κατεβαίναμε με το ασανσέρ για το ταξί, έβαλε σκούρο ήλεκτρο
στο πρόσωπό μου.
Στην πολύβουη βραδιά του τεταρτομήνα, η πλατεία
Τσονγκμιό δεν ήταν η όλο σκουπίδια και αέρα στοά που
θυμόμουν από την απελευθέρωσή μου: ήταν ένα
καλειδοσκόπιο από Σποτ, καταναλωτές, στελέχη και
τραγουδοπόπ. Το μνημειώδες άγαλμα του Αγαπημένου Προέ­-
δρου επιθεωρούσε την κοσμοσυρροή με έκφραση σοφή και
αγαθή. Από το νοτιοανατολικό χείλος της πλατείας, οι αψίδες
του Πάπα Σονγκ φάνηκαν πιο ξεκάθαρα καθώς πλησιάζαμε. Ο
Χάε-Τζου μου κρατούσε το χέρι και μου θύμισε ότι ανά πάσα
στιγμή μπορούσαμε να κάνουμε πίσω. Όταν μπήκαμε στην
ουρά για το ασανσέρ, μου έβαλε ένα ψυχοδαχτυλίδι στο
δάχτυλο.

Για την περίπτωση που χωριζόσασταν;


Για καλή τύχη, πίστευα· ο Χάε-Τζου είχε μια προληπτική
πλευρά. Καθώς το ασανσέρ κατέβαινε, αγχώθηκα πολύ.
Ξαφνικά, οι πόρτες άνοιγαν και πεινασμένοι καταναλωτές με
παρέσυραν μέσα στο φαγάδικο. Μέσα στο σπρωξίδι, έμεινα
άναυδη από το πόσο παραπλανητικές ήταν οι αναμνήσεις μου
από το μέρος.

Από ποιες απόψεις;


Εκείνος ο απλόχωρος θόλος ήταν τόσο στενόχωρος. Τα υπέροχά
του κόκκινα και κίτρινα τόσο έντονα και χυδαία. Ο ευεργετικός
αέρας που θυμόμουν τώρα μου έφερνε αναγούλα με τη λιγδερή
του μπόχα. Μετά τη σιωπή στο Ταεμοσάν, ο θόρυβος στο
φαγάδικο ήταν σαν ασταμάτητοι πυροβολισμοί. Ο Πάπα Σονγκ
έστεκε στο Βάθρο Του και μας χαιρετούσε. Προσπάθησα να
καταπιώ, μα ο λαιμός μου ήταν ξερός: σίγουρα ο Λογότυπός
μου θα καταδίκαζε την άσωτη θυγατέρα του.
Όχι. Μας έκλεισε το μάτι, τράβηξε τον εαυτό του καταπάνω
από τα ίδια του τα κορδόνια, φταρνίστηκε, έβγαλε ένα οχ και
έπεσε στο Βάθρο Του. Τα παιδιά ούρλιαζαν από τα γέλια.
Συνειδητοποίησα ότι ο Πάπα Σονγκ δεν ήταν παρά ένα
τέχνασμα από φώτα. Πώς μου είχε εμπνεύσει τέτοιο δέος
κάποτε ένα ανόητο ολόγραμμα;
Ο Χάε-Τζου πήγε να βρει τραπέζι ενώ έκανα τον γύρο του
κόμβου. Οι αδελφές μου χαμογελούσαν κάτω από ζαχαρένια
φώτα. Τι ακαταπόνητα που δούλευαν! Να οι Γιούνα, να η Μα-
Λέου-Ντα~108, με το περιλαίμιό της τώρα να έχει έντεκα
αστέρια. Στο παλιό μου γκισέ δυτικά ήταν μια καινούργια
Σόνμι. Να η Κάιλιμ~889, η αντικαταστάτρια της Γιούνα.
Στάθηκα στην ουρά μπροστά στην ταμειακή της, με το άγχος
μου να οξύνεται όσο πλησίαζε η σειρά μου. «Γεια! Κάιλιμ~889
στη διάθεσή σας! Λαχταριστό, μαγικό, Πάπα Σονγκ! Ναι, κυρία;
Τι θα θέλατε σήμερα;»
Τη ρώτησα αν με ήξερε.
Η Κάιλιμ~889 χαμογέλασε πιο πλατιά για να εξασθενίσει τη
σύγχυσή της.
Ρώτησα αν θυμόταν τη Σόνμι~451, μια σερβιτόρα που δούλευε
δίπλα της κι εξαφανίστηκε ένα πρωί.
Ένα κενό χαμόγελο: το ρήμα θυμάμαι είναι εκτός των
λεξιλογίων των σερβιτόρων.
«Γεια! Κάιλιμ~889 στη διάθεσή σας! Λαχταριστό, μαγικό, Πάπα
Σονγκ! Τι θα θέλατε σήμερα;»
Ρώτησα, Είσαι χαρούμενη, Κάιλιμ~889;
Το χαμόγελό της άναψε από ενθουσιασμό ενώ κατένευε. Το
χαρούμενη είναι μια λέξη από τη Δεύτερη Κατήχηση: Υπό τον όρο
ότι υπακούω τις Κατηχήσεις, ο Πάπα Σονγκ με αγαπά· υπό τον όρο ότι ο
Πάπα Σονγκ με αγαπά, είμαι χαρούμενη.
Μια βάναυση παρόρμηση με άγγιξε. Ρώτησα την Κάιλιμ, δεν
ήθελε να ζήσει όπως ζούσαν οι καθαρόαιμοι; Να κάθεται στα
τραπέζια του φαγάδικου αντί να τα καθαρίζει;
Η Κάιλιμ~889 ήθελε τόσο πολύ να ευχαριστήσει, και μου
είπε: «Οι σερβιτόρες τρώνε Σαπούνι!».
Ναι, επέμεινα, δεν ήθελε όμως να δει το Έξω;
Είπε, Οι σερβιτόρες δεν βγαίνουν Έξω πριν
δωδεκαστερωθούν.
Μια νεαρή καταναλώτρια με ψευδαργυρικές μπούκλες και
πενόνυχα με σκούντηξε. «Αν πρέπει ντε και καλά να
κοροϊδεύεις ανόητα κατασκευάσματα, κάνε το πρωτομέρα
πρωί. Πρέπει να πάω στα εμπορικά πριν από την απαγόρευση,
εντάξει;»
Βιαστικά παράγγειλα τριανταφυλλοχυμό και καρχαριότσιχλες
από την Κάιλιμ~889. Ευχήθηκα να ήταν ακόμη μαζί μου ο Χάε-
Τζου. Ήμουν στην τσίτα για την περίπτωση που
δυσλειτουργούσε το ψυχοδαχτυλίδι και με ξεμπρόστιαζε. Η
συσκευή δούλεψε, μα οι ερωτήσεις μου με είχαν επισημάνει ως
ταραχοποιό. «Nα εκδημοκρατίσεις τα δικά σου
κατασκευάσματα!» Ένας άντρας με στραβοκοιτούσε όπως
προχωρούσα με τον δίσκο μου. «Αμπολισιονίστρια». Άλλοι
καθαρόαιμοι στην ουρά με κοιτούσαν ανήσυχοι, σαν να είχα
κάποια αρρώστια.
Ο Χάε-Τζου είχε βρει ένα τραπέζι στο παλιό μου τμήμα.
Πόσες δεκάδες χιλιάδες φορές είχα σκουπίσει αυτή την
επιφάνεια; Ο Χάε-Τζου ρώτησε μαλακά αν είχα ανακαλύψει
κάτι πολύτιμο.
Ψιθύρισα: «Είμαστε, απλά, σκλάβες εδώ για δώδεκα χρόνια».
Ο διδακτορικός της Ομοφωνίας απλώς έξυσε το αυτί του και
τσέκαρε ότι δεν κρυφάκουγε κανείς· η έκφρασή του όμως μου
είπε ότι συμφωνούσε. Ήπιε τον τριανταφυλλοχυμό του.
Βλέπαμε Σποτ για δέκα λεπτά χωρίς να μιλάμε: έδειξαν έναν
Σύμβουλο του Τσούτσε να εγκαινιάζει έναν νεότερο,
ασφαλέστερο πυρηνικό αντιδραστήρα, χαμογελώντας λες και
το στρώμα του το ίδιο κρινόταν απ’ αυτό. Η Κάιλιμ~889
καθάρισε το διπλανό μας τραπέζι· με είχε ήδη ξεχάσει. Μπορεί
να είχα υψηλότερο IQ, εκείνη όμως έδειχνε πιο ικανοποιημένη
απ’ όσο ένιωθα εγώ.

Άρα η επίσκεψή σου στου Πάπα Σονγκ ήταν μια… απογοήτευση; Βρήκες
το «κλειδί» του αναληφθέντα εαυτού σου;
Ίσως ήταν απογοητευτική, ναι. Αν υπήρχε κλειδί, ήταν απλώς
ότι δεν υπήρχε κλειδί. Στου Πάπα Σονγκ ήμουν σκλάβα· στο
Ταεμοσάν ήμουν μια πιο προνομιούχα σκλάβα. Άλλη μια
σκέψη μού ήρθε στον νου, ωστόσο, ενώ γυρνούσαμε στο
ασανσέρ. Αναγνώρισα την κυρία Ρι που δούλευε στο σόνι της.
Είπα το όνομά της φωναχτά.
Η αψεγάδιαστα δροσοφαρμακωμένη γυναίκα χαμογέλασε με
μπερδεμένα, χυμώδη, αναδιαμορφωμένα χείλη. « Ήμουν η
κυρία Ρι, τώρα όμως είμαι η κυρία Αν. Ο μακαρίτης ο σύζυγός
μου πνίγηκε σε ένα ατύχημα με βάρκα πέρυσι».
Είπα ότι αυτό ήταν απαίσιο.
Η κυρία Αν σφούγγιξε το μάτι με το μανίκι της και ρώτησε αν
ήξερα καλά τον μακαρίτη τον σύζυγό της. Το ψέμα είναι
δυσκολότερο απ’ όσο το κάνουν να φαίνεται οι καθαρόαιμοι,
και η κυρία Αν επανέλαβε την ερώτησή της.
«Η σύζυγός μου ήταν ελέγκτρια ποιοτήτων για την εταιρεία
πριν από τον γάμο μας» εξήγησε βιαστικά ο Χάε-Τζου,
βάζοντας το χέρι στον ώμο μου και προσθέτοντας ότι η πλατεία
Τσονγκμιό ανήκε στον τομέα της και ο Μάντης Ρι είχε υπάρξει
υποδειγματικός εταιρειάνθρωπος. Οι υποψίες της κυρίας Αν
είχαν ωστόσο εξαφθεί, και ρώτησε πότε ακριβώς είχε γίνει
αυτό. Τώρα ήξερα τι να πω. «Όταν είχε αρχιβοηθό έναν
καταναλωτή που λεγόταν Τσο».
Το χαμόγελό της άλλαξε απόχρωση. «Α, ναι. Ο βοηθός Τσο.
Τον έστειλαν κάπου στον βορρά, νομίζω, για να μάθει για το
ομαδικό πνεύμα».
Ο Χάε-Τζου με πήρε απ’ το χέρι, λέγοντας: «Ε, λοιπόν, “Όλοι
για τον Πάπα Σονγκ, ο Πάπα Σονγκ για όλους”. Μας
περιμένουν τα εμπορικά, γλυκιά μου. Η κυρία Αν προφανώς
δεν έχει χρόνο για χάσιμο».
Αργότερα, όταν είχαμε γυρίσει στο ήσυχο διαμέρισμά μου, ο
Χάε- Τζου μου έκανε το ακόλουθο κομπλιμέντο. «Αν είχα
αναληφθεί εγώ από σερβιτόρος σε προικισμένος σε δώδεκα
μήνες σερί, η τρέχουσα διεύθυνσή μου δεν θα ήταν ένας
ξενώνας στη Σχολή της Ομοφωνίας: θα βρισκόμουν σε κάποια
ψυχιατρική πτέρυγα, σοβαρά. Αυτές οι… υπαρξιακές ενοχές
που έχεις σημαίνουν, απλά, ότι είσαι στ’ αλήθεια άνθρωπος».
Ρώτησα πώς θα μπορούσα να τις αντιμετωπίσω.
«Δεν τις αντιμετωπίζεις. Τις υπομένεις».
Παίξαμε Γκο μέχρι την απαγόρευση. Ο Χάε-Τζου κέρδισε την
πρώτη παρτίδα. Εγώ τη δεύτερη.

Πόσες τέτοιες έξοδοι συνέβησαν;


Κάθε ενατομέρα μέχρι τη Μέρα της Εταιρειοκρατίας. Η
οικειότητα γέννησε τον σεβασμό για τον Χάε-Τζου, και πολύ
γρήγορα συμμεριζόμουν τη μεγάλη εκτίμηση του Συμβούλου
Μέφι γι’ αυτόν. Ο καθηγητής ποτέ δεν σκάλιζε τις εξόδους μας
κατά τα σεμινάριά μας· ο προστατευόμενός του πιθανότατα
υπέβαλλε αναφορές, ο Μέφι όμως ήθελε να έχω την
ψευδαίσθηση τουλάχιστον μιας ιδιωτικής ζωής. Οι υποθέσεις
του συμβουλίου απαιτούσαν κι άλλο από τον χρόνο του, και τον
έβλεπα λιγότερο τακτικά. Οι πρωινές εξετάσεις συνεχίστηκαν:
μια αλληλουχία επιστημόνων ευγενικών αλλά ανάξιων μνείας.
Ο Χάε-Τζου, όπως όλοι οι Ομοφωνιστές, είχε αδυναμία στις
πανεπιστημιακές μηχανορραφίες. Έμαθα ότι το Ταεμοσάν δεν
ήταν ενωμένος οργανισμός αλλά ένας λοφίσκος από εμπόλεμες
φυλές και ομάδες συμφερόντων, σε αντιστοιχία με το ίδιο το
Τσούτσε. Η Σχολή της Ομοφωνίας διατηρούσε μια απεχθή
κυριαρχία. «Tα μυστικά είναι μαγικά φίλτρα» αρεσκόταν να
λέει ο Χάε-Τζου. Αυτή η κυριαρχία όμως εξηγεί και γιατί τα
ασκούμενα όργανα έχουν τόσο λίγους φίλους εκτός σχολής. Οι
κοπέλες που γύρευαν συζύγους, παραδέχτηκε ο Χάε-Τζου,
έλκονταν από τη μελλοντική του θέση, όμως οι άρρενες της
ηλικίας του απέφευγαν να μεθύσουν μαζί του.
Αρχειονόμε, πλησιάζει το ραντεβού μου στον Φάρο.
Μπορούμε να περάσουμε στην τελευταία μου βραδιά στο
κάμπους;

Παρακαλώ.
Ένα από τα μεγάλα πάθη του Χάε-Τζου ήταν τα ντίσνεϊ, και ένα
τυχερό της καθοδήγησης του Καθηγητή Μέφι ήταν η πρόσβαση
σε απαγορευμένα κομμάτια στα αρχεία ασφαλείας.

Εννοείς συνδικαλιστικά σαμιζντάτ από τις Παραγωγικές Ζώνες;


Όχι. Εννοώ μια ζώνη ακόμα πιο απαγορευμένη, το Παρελθόν,
πριν από τις Συμπλοκές. Τα ντίσνεϊ εκείνη την εποχή τα έλεγαν
«ταινίες». Ο Χάε-Τζου έλεγε ότι οι αρχαίοι διέθεταν μια
δεξιοτεχνία που το τρισδιάστατο και η εταιρειοκρατία είχαν προ
πολλού θέσει σε αχρησία. Καθώς τα μόνα ντίσνεϊ που είχα δει
ποτέ ήταν τα τρομοπορνό του Μπουμ-Σουκ, ήμουν
αναγκασμένη να τον πιστέψω. Στην τελευταία ενατονύχτα του
εκτομήνα, ο Χάε-Τζου ήρθε με το κλειδί ενός ντι­σνεϊαρίου στο
κάμπους, εξηγώντας ότι μια ωραία φοιτήτρια των μίντια τον
θυμιάτιζε. Μίλησε μ’ έναν θεατρικό ψίθυρο. « Έχω έναν δίσκο,
σοβαρά τώρα, μιας από τις καλύτερες ταινίες που έγιναν ποτέ
από οποιονδήποτε σκηνοθέτη, οποιασδήποτε εποχής».

Δηλαδή;
Ένα πικαρέσκο με τίτλο Τα φριχτά βάσανα του Τίμοθι Κάβεντις,
φτιαγμένο πριν από την ίδρυση της Νέας Συνευημερίας, σε μια
επαρχία της ευρωπαϊκής δημοκρατίας που έχει από καιρό γίνει
νεκρότοπος. Έχεις δει ποτέ φιλμ από τις αρχές του εικοστού
πρώτου αιώνα, Αρχειονόμε;

Έλα, εταιρειοκρατία μου, όχι! Ένας Αρχειονόμος όγδοου στρώματος δεν


θα έπαιρνε τέτοια διαπίστευση ασφαλείας ούτε στα πιο τρελά του
όνειρα! Θα με απέλυαν και μόνο αν τη ζητούσα, και σαστίζω που ακόμα
κι ένας διδακτορικός της Ομοφωνίας έχει πρόσβαση σε τέτοιο
αποκλίνον υλικό.
Α, έτσι; Tι να πω, η στάση του Τσούτσε ως προς τον ιστορικό
διάλογο βρίθει αντιφάσεων. Από τη μια, αν επιτρεπόταν ο
ιστορικός διάλογος, οι κατωστρωματικοί θα μπορούσαν να
έχουν πρόσβαση σε μια τράπεζα ανθρώπινης εμπειρίας που θα
ανταγωνιζόταν, και μερικές φορές θα αντέκρουε, τα όσα μας
μαθαίνουν τα μίντια. Από την άλλη, η εταιρειοκρατία
χρηματοδοτεί το Υπουργείο Αρχειονομίας σου, που είναι
αφοσιωμένο να συντηρεί ένα ιστορικό αρχείο για τις
μελλοντικές γενιές.

Ναι, η ύπαρξή μας όμως κρατιέται κρυφή από τους κατωστρωματικούς.


Εκτός από όσους καταδικάζονται να πάνε στον Φάρο.

Όπως και να ’χει, οι μελλοντικές γενιές θα είναι και πάλι


εταιρειοκρατικές. Η εταιρειοκρατία δεν είναι απλώς ένα ακόμα πολιτικό
σύστημα που έρχεται και παρέρχεται – η εταιρειοκρατία είναι η φυσική
τάξη, σε αρμονία με την ανθρώπινη φύση. Βγαίνουμε, όμως, εκτός
θέματος. Γιατί διάλεξε ο Χάε-Τζου Ιμ να σου δείξει αυτά τα Φριχτά
βάσανα;
Ίσως να του το είπε ο Καθηγητής Μέφι. Ίσως ο Χάε-Τζου Ιμ να
μην είχε άλλο λόγο πέρα από μια αδυναμία για το ντίσνεϊ.
Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, μαγνητίστηκα. Το παρελθόν είναι
ένας κόσμος απερίγραπτα διαφορετικός από και συνάμα
υποδόρια όμοιος με τη Νέα Συνευημερία. Οι άνθρωποι εκείνο
τον καιρό σακούλιαζαν και ασχήμαιναν καθώς γερνούσαν· δεν
είχαν δροσοφάρμακα. Οι ηλικιωμένοι καθαρόαιμοι περίμεναν
τον θάνατο σε φυλακές για τους ανοϊκούς: ούτε ορισμένη
διάρκεια ζωής, ούτε ευθανασείο. Τα δολάρια κυκλοφορούσαν
σαν μικρά φύλλα χαρτί και τα μόνα κατασκευάσματα ήταν κάτι
καχεκτικά ζωντανά. Ωστόσο, ήδη αναδυόταν η εταιρειοκρατία
και τα κοινωνικά στρώματα ήταν οριοθετημένα, βάσει των
δολαρίων και, παραδόξως, της ποσότητας μελανίνης στο
δέρμα.

Καταλαβαίνω πόσο συνεπαρμένη ήσουν…


Σίγουρα: το άδειο ντισνεϊάριο ήταν μια δυσάρεστη κορνίζα για
εκείνα τα χαμένα, βροχερά τοπία. Την οθόνη τη δρασκέλιζαν
γίγαντες, φωτισμένοι από λιακάδα απαθανατισμένη από τον
φακό όταν ο παππούς του παππού σου, Αρχειονόμε,
κλοτσούσε στη φυσική του μήτρα. Ο χρόνος είναι η ταχύτητα
με την οποία διασπάται το παρελθόν, τα ντίσνεϊ όμως
παρέχουν μια σύντομη ανάσταση. Εκείνα τα κτίρια που έκτοτε
έχουν πέσει, εκείνα τα πρόσωπα που έχουν προ πολλού
αποσαθρωθεί: Το παρόν σας, όχι εμείς, είναι η πραγματική
ψευδαίσθηση, μοιάζουν να λένε. Για πενήντα λεπτά, για
πρώτη φορά από την ανάληψή μου, ξεχάστηκα, ολοκληρωτικά,
αναπότρεπτα.

Μόνο πενήντα λεπτά;


Το χειροσόνι του Χάε-Τζου γουργούρισε σε μια κομβική σκηνή,
όταν ο φερώνυμος βιβλιοκλέφτης του φιλμ υπέστη κάποιας
λογής κρίση· το πρόσωπό του, παραμορφωμένο πάνω από ένα
πιάτο αρακά, πάγωσε. Μια πανικόβλητη φωνή βούισε από το
χειροσόνι του Χαέ-Τζου: «Ο Σι-Λι είμαι! Είμαι ακριβώς απέξω!
Άνοιξέ μου! Είναι επείγον!» Ο Χάε-Τζου πάτησε το τηλε-
κουμπί· μια σφήνα φως χώθηκε πάνω από τα άδεια καθίσματα
καθώς άνοιξε η πόρτα του ντισνεϊαρίου. Ένας φοιτητής ήρθε
τρέχοντας, το πρόσωπό του να γυαλίζει από τον ιδρώτα, και
χαιρέτησε τον Χάε-Τζου. Έφερε νέα που θα διέλυαν τη ζωή
μου για άλλη μια φορά. Συγκεκριμένα, σαράντα ή πενήντα
όργανα είχαν κάνει έφοδο στη Σχολή της Ομοφωνίας, είχαν
συλλάβει τον Καθηγητή Μέφι και μας έψαχναν. Είχαν διαταγές
να συλλάβουν τον Χάε-Τζου για ανάκριση και εμένα να με
σκοτώσουν επιτόπου. Οι έξοδοι του κάμπους φυλάσσονταν από
ένοπλα όργανα.

Θυμάσαι τι σκέφτηκες όταν το άκουσες αυτό;


Όχι. Νομίζω ότι δεν σκεφτόμουν. Ο σύντροφός μου τώρα
ανέδιδε μια άκαμπτη αυτοπεποίθηση, την οποία,
συνειδητοποίησα, την είχε από πάντα. Έριξε μια ματιά στο
ρόλεξ του και ρώτησε αν είχαν πιάσει τον κύριο Τσανγκ. Ο Σι-
Λι, ο αγγελιοφόρος, ανέφερε ότι ο κύριος Τσανγκ περίμενε στο
υπόγειο φορντοπάρκινγκ. Ο άντρας που γνώριζα ως
διδακτορικό Χάε-Τζου Ιμ, με φόντο έναν νεκρό ηθοποιό, που
έπαιζε έναν χαρακτήρα γραμμένο πάνω από έναν αιώνα
νωρίτερα, στράφηκε σ’ εμένα. «Σόνμι ~451, δεν είμαι αυτός
ακριβώς που είπα ότι είμαι».

58 Τσούτσε, και πιο συχνά στα ελληνικά, Τζούτσε: η κρατική ιδεολογία της Βόρειας
Κορέας, που δίνει έμφαση στην ιδέα της αυτάρκειας μέσα από την επίτευξη της
ανεξαρτησίας – πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής. Εδώ, όπως θα
διαπιστώσει ο αναγνώστης, ένα πανίσχυρο συμβούλιο. (Σ.τ.Μ.)
59 Nea So Copros στο πρωτότυπο· το όνομα προκύπτει από το Greater East Asia Co-
Prosperity Sphere (Σφαίρα Συνευημερίας της Ευρύτερης Ανατολικής Ασίας), μια
πανασιατική ένωση που προσπάθησε να εγκαθιδρύσει η Αυτοκρατορία της
Ιαπωνίας (η οποία γεωγραφικά επεκτάθηκε και στη Νοτιανατολική Ασία κατά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο), με δηλωμένους στόχους την οικονομική αυτάρκεια
και συνεργασία μεταξύ των μελών της, και την απόκρουση του δυτικού
ιμπεριαλισμού και του σοβιετικού κομμουνισμού. Αποτελούσε όμως –για τους
εθνικιστές, τουλάχιστον– προπαγανδιστικό εργαλείο για την επιβολή της
ιαπωνικής ηγεμονίας. Το Copros εδώ μάλλον όχι τυχαία παραπέμπει στην
ελληνική κόπρο. (Σ.τ.Μ.)
60 Σύστημα υποδαπέδιας θέρμανσης στην κορεατική αρχιτεκτονική. (Σ.τ.Μ.)
61 Κινέζοι ποιητές και οι δύο. (Σ.τ.Μ.)
Το Πέρασμα της Σλούσα
κι όσα γίνανε μετά
Του γερο-Τζόρτζι ο δρόμος κι ο δικός μου σταυρωθήκανε πιο
περισσότερες φορές απ’ όσες θα ’θελα να μνημονεύω, κι άμα
πεθάνω, ποιος ξέρει τι θα πάει να μου κάνει αυτός ο διάολος…
δώστε μου λοιπόν λίγη προβατίνα κι εγώ θα πω σας για την
πρώτη μας γνωριμιά. Ένα γερό και ζουμερό κομμάτι, όχι,
αυτές τις καμένες φλοίδες δεν τις θέλω…

Ο Άνταμ, τ’ αδέρφι μου, κι ο κύρης κι εγώ γυρνάγαμε απ’ την


αγορά της Χονοκάα από δρόμους όλο λασπουριά με χαλασμένο
άξονα στο καρότσι και μουσκεμένα ρούχα. Μας έπιασε το
βράδυ νωρίς, οπότε στήσαμε στη βορινή όχθη του Περάσματος
της Σλούσα, πειδής ο Γουαΐ­πιο ήτανε άγριος από μέρες γερή
βροχή και φορτωμένος από μια ανοιξιάτικη φουσκονεριά. Στη
Σλούσα το έδαφος είναι καλό αν και βάλτος, στην Κοιλάδα του
Γουαΐπιο δε ζούσε κανείς χτος από μιλιούνια πουλιά, γι’ αυτό
δεν κρύψαμε τη σκηνή ή το καρότσι ή τίποτις. Μ’ έστειλε ο
κύρης να γυρέψω ξύλα και καυσόξυλα ενώ αυτός κι ο Άνταμ
στήνανε τη σκηνή.
Που λέτε, κείνη τη μέρα μ’ είχε πιάσει άγριο τσιρλονέρι
πειδής είχα φάει ένα χαλασμένο σκυλοπόδαρο στη Χονοκάα, κι
εκεί που είχα κουκουβίσει σε κάτι δέντρα αναφάραγγα,
σταθήκανε ξάφνου μάτια πάνω μου, τα ’νιωσα. «Ποιος είναι
εκεί;» φώναξα, και τη φωνή μου την κατάπιανε τα πυκνά
φύλλα.
Α, στα σκοτάδια είσαι, νεαρέ, μουρμουρίσανε τα πυκνά φύλλα.
«Πες ποιος είσαι!» φώναξα, αλλ’ όχι πολλά δυνατά. « Έχω
μαχαίρι, αμέ».
Κριβώς πάνω απ’ το κεφάλι μου κάποιος ψιθύρισε, Εσύ πες
ποιος είσαι, νεαρέ, ο Ζάκρι ο Γενναίος ή ο Ζάκρι ο Δειλός; Κοίταξα πάνω
κι είδα το γερο-Τζόρτζι σταυροπόδι σ’ ένα σαπισμένο
σιδερόδεντρο, στα πεινασμένα μάτια του ένα ύπουλο
χαμόγελο.
«Δε σε φοβούμαι!» είπα του, μα για να το πω όπως είναι η
φωνή μου, ακούστηκε σαν την κλανιά μέσα στον τυφώνα. Από
μέσα μου έτρεμα όταν έδωσε έναν πήδο απ’ το κλαδί του ο
γερο-Τζόρτζι και μετά τι έγινε; Χάθηκε μέσα σε μια θολούρα,
ναι, πίσω μου. Τίποτις εκεί… χτος από ’να παχύ πατσόπουλο
που σκάλιζε για κάμπιες, και πήγαινε γυρεύοντας για μάδημα
και σούβλα! Που λέτε, σκέφτηκα ότι ο Ζάκρι ο Γενναίος είχε
βάλει κάτω το γερο-Τζόρτζι, ναι, κι αυτός την είχε κάνει να
κυνηγήσει πιο δειλότερους από μένα. Ήθελα να πω στον κύρη
και τον Άνταμ για την αλλόκοτή μου περιπέτεια, μα το
ιστόρημα είναι πάντα πιο νοστιμότερο με μπουκιές και
συχώριο, οπότε ήσυχα ήσυχα ανέβασα το παντελόνι μου και
πλησίασα κείνο το φτερωτό θρεφτάρι… και βούτηξα.
Ο κύριος Πατσόπουλος μου γλίστρησε απ’ τα δάχτυλα και την
έκανε με ελαφρά μα γω δεν τα παρατούσα, όχι, εκυνήγησά τον
αναπόταμα σε σύδεντρα όλο λακκούβες και αγκάθια, πηδώντας
τα ξερόκλαδα κι όλα τα σχετικά, τη μούρη μου να τηνε
καταγρατζουνάνε τ’ αγκάθια, μα βλέπεις μ’ είχε πιάσει ο
πυρετός του κυνηγιού κι ούτε που πρόσεξα τα δέντρα που
αραιώνανε ή το μουγκρητό του Καταρράχτη Χιίλαβε που
δυνάμωνε, μέχρι που έπεσα μέσα στη λίμνη και ξεσήκωσα κάτι
άλογα. Όχι, δεν ήτανε άγρια άλογα αυτά, ήτανε άλογα ντυμένα
πανοπλία δερμάτινη με καρφιά, και στο Μεγάλο Νησί αυτό
σημαίνει ένα και μόνο πράγμα, ναι, οι Κόνα.
Δέκα δώδεκα απ’ αυτούς τους βαμμένους άγριους ήδη
σηκώνονταν και κάνανε να πιάσουνε μαστίγια και σπαθιά, με
πολεμικές ιαχές κατά τη μεριά μου! Α, τώρα το ’βαλα στα
πόδια καταφάραγγα γι’ αποκεί που ’χα έρθει, ναι, ο κυνηγός
ήτανε πια κυνηγημένος. Ο πιο κοντινότερος Κόνα έτρεχε
κατόπι μου, άλλοι πηδούσανε στ’ άλογά τους και γελούσανε με
το παιχνίδι. Που λες ο πανικός σού βάζει στα πόδια φτερά μα
σου θολώνει και τη σκέψη, οπότε σαν το λαγό γύρισα στον
κύρη. Εννιάρης ήμουνα μόνο, ακολούθησα λοιπόν το ένστικτό
μου χωρίς να καλοσκεφτώ τι θα γινότανε.
Δε γύρισα όμως ποτέ στη σκηνή μας, αλλιώτικα δε θα ’μουνα
εδώ να σας ιστορώ. Σε μια ρίζα σαν σχοινί –μπορεί να ’τανε το
πόδι του Τζόρτζι– σκόνταψα και κουτρουβάλησα σ’ ένα λάκκο
ξερόφυλλα που μ’ έκρυψε απ’ τις οπλές των Κόνα που
βροντούσανε από πάνω μου. Έμεινα εκεί ν’ ακούω τις τραχιές
φωνές να περνάνε, μόλις λίγα μέτρα παραπέρα να τρέχουν στα
δέντρα… ίσα για τη Σλούσα. Προς τον κύρη και τον Άνταμ.
Σύρθηκα ύπουλα και γρήγορα μα άργησα, ναι, άργησα πολλά.
Οι Κόνα κυκλώνανε τη σκηνή μας, τα μαστίγιά τους
κροταλίζανε. Ο κύρης έσειε το τσεκούρι και τ’ αδέρφι μου ’χε
πιάσει τη λόγχη, μα οι Κόνα απλά παίζανε μαζί τους. Έμεινα
στην άκρη του ξέφωτου, βλέπεις στο αίμα μου κυλούσε ο
φόβος και δεν μπορούσα να πάω παραπέρα. Κρακ! έκανε ένα
μαστίγιο, και o κύρης κι ο Άνταμ πέσανε και σπαρταρούσανε
σαν τα χέλια στην άμμο. Ο αρχηγός των Κόνα, ένας τύπος σαν
καρχαρίας, κατέβηκε απ’ τ’ άλογο και τσαλαβούτησε στα ρηχά
μέχρι τον κύρη, χαμογελώντας κατά τους βαμμένους αδερφούς
του, έβγαλε τη λεπίδα του κι έσχισε το λαιμό του κύρη απ’
άκρη σ’ άκρη.
Τέτοιο κατακόκκινο πράμα σαν το αίμα του κύρη μου δεν έχω
ξαναδεί. Ο αρχηγός έγλειψε το αίμα του κύρη απ’ το ατσάλι.
O Άνταμ είχε κοκαλώσει απ’ το σάστισμα, το τσαγανό του
καπνός. Ένας βαμμένος τον έδεσε χειροπόδαρα και πέταξε το
μεγάλο αδερφό μου στη σέλα του σαν σάκο με τάρο, και άλλοι
κοσκινίσανε τη σκηνή μας για σιδερικά και τέτοια και ό,τι δεν
πήρανε το χαλάσανε. Ο αρχηγός ξανανέβηκε στ’ άλογό του και
γύρισε και με κοίταξε κατάματα… τα μάτια του ήτανε του γερο-
Τζόρτζι τα μάτια. Δειλέ Ζάκρι, είπανέ μου, γεννήθηκες για να γενείς
δικός μου, κατάλαβέ το, γιατί λοιπόν θ’ αντισταθείς;
Τον έβγαλα ψεύτη; Έμεινα εκεί κι έχωσα τη λεπίδα μου στο
λαιμό κανενός Κόνα; Τους ακολούθησα ως τη βάση τους για να
προσπαθήσω να λευτερώσω τον Άνταμ; Όχι, ο Ζάκρι ο
Γενναίος Εννιάρης φιδοσύρθηκε σε μια φυλλωτή κρυψώνα να
κλαψουρίσει και να προσευχηθεί στη Σόνμι μην τον πιάσουνε
και τονε σκλαβώσουνε κι αυτόν. Ναι, αυτό έκανα όλο κι όλο.
Α, άμα ήμουνα η Σόνμι και με άκουγα, θα ’χα κουνήσει το
κεφάλι με αηδία και θα με ’χα πατήσει σαν τ’ αχυρόφτερο.
Ο κύρης μου ακόμη σκαμπανέβαζε στ’ αλμυρά ρηχά άμα
σύρθηκα έξω σαν έπεσε η νύχτα· βλέπετε, ο ποταμός τώρα
ησύχαζε και ο καιρός καθάριζε. O κύρης μου, που με πείραζε
και με σφαλιάριζε και με αγαπούσε. Γλιστερός σαν το
σπηλιόψαρο, βαρύς σαν την αγελάδα, κρύος σαν τις πέτρες, ο
ποταμός να του ’χει ρουφήξει κάθε σταγόνα απ’ το αίμα του.
Ακόμη δεν μπορούσα να θρηνήσω σωστά και τέτοια, όλα ήτανε
τρομαχτικά και φρικαλέα, βλέπετε. Που λέτε, η Σλούσα ήτανε
έξι εφτά μίλια από την Κοκάλινη Αχτή, έφτιαξα λοιπόν τύμβο
για τον κύρη εκεί που ήτανε. Δε θυμόμουνα τα ιερά λόγια της
Ηγουμένης χτος από το Αγαπητή Σόνμι, που είσαι ανάμεσά μας, γύρνα
αυτή την αγαπημένη ψυχή σε μια μητρική κοιλάδα, ικετεύουμέ Σε. Είπα
το λοιπόν, πέρασα το Γουαΐπιο και πήρα τη στριφογυριστή
ανηφοριά μέσα στο νυχτερινό δάσος.
Μια μικροκουκουβάγια μού στρίγκλιζε, Ωραία πάλεψες, Γενναίε
Ζάκρι! Φώναξα του πουλιού να το βουλώσει, μα αυτό
στρίγκλισε, Αλλιώτικα τι; Θα με χαλάσεις όπως χάλασες τους Κόνα; Ω,
λυπήσου τα καημένα τα πουλάκια μου! Ψηλά στα Όρη Κοχάλα
αλυχτούσανε τα ντίνγκο, Δειλέεε-εε-ε Ζάκριιι-ιι-ι. Τέλος σήκωσε το
πρόσωπο η σελήνη, μα η ψυχρή αυτή κυρία δεν είπε τίποτα,
ούτε χρειαζότανε να πει, ήξερα τι λογιζότανε για μένα. Ο
Άνταμ κοιτούσε αυτή την ίδια σελήνη, μόλις δυο-τρία-τέσσερα
μίλια παραπέρα, έτσι άχρηστος που του ήμουνα όμως, ίδια του
έκανε και να ήτανε πέρα απ’ την Απόμερη Χονολουλού.
Έσπασα κι έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα, ναι, σαν το κλανιάρικο
βυζαστάρι.
Ανηφόρησα κάνα μίλι κι έφτασα στου Άμπελ και τους
ξύπνησα με τις φωνές. Ο μεγαλύτερος του Άμπελ, ο Άιζακ,
μου άνοιξε να μπω και είπα τους τι είχε γίνει στο Πέρασμα της
Σλούσα, μα… είπα όλη την αλήθεια; Όχι, τυλιγμένος στις
κουβέρτες του Άμπελ, ζεσταμένος απ’ τη φωτιά και τη μάσα
τους, ο μικρός Ζάκρι είπε ψέματα. Δε μολόησα πως είχα
οδηγήσει τους Κόνα στου κύρη, βλέπεις, είπα ότι είχα πάει να
κυνηγήσω ένα πατσοπούλι στο σύδεντρο, κι άμα γύρισα…
είχανε σκοτώσει τον κύρη, είχανε αρπάξει τον Άνταμ και οι
λάσπες ήτανε γεμάτες οπλές των Κόνα. Δεν μπορούσαμε να
κάνουμε τίποτα, ούτε τότε, ούτε τώρα. Δέκα θηρία Κόνα θα
σφάζανε το συγγενολόι του Άμπελ όσο εύκολα σφάξανε τον
κύρη.
Τα πρόσωπά σας με ρωτούνε. Γιατί είπα ψέματα;
Στην καινούργια μου διήγηση, βλέπετε, ούτε Ζάκρι ο Χαζός
ούτε Ζάκρι ο Δειλός ήμουνα, ήμουνα απλώς ο Ζάκρι ο
Ατυχοτυχερός. Τα ψέματα είναι τα όρνεα του γερο-Τζόρτζι που
πετάνε ψηλά και κοιτάνε κάτω και γυρεύουνε μια μικρή κι
αδύναμη ψυχή για να πέσουνε πάνω της και να της χώσουνε τα
νύχια τους, κι εκείνη τη νύχτα στου Άμπελ, εκείνη η μικρή κι
αδύναμη ψυχή, ναι, ήμουνα εγώ.
Εσείς τώρα βλέπετε ένα ρυτιδιάρη, το πνεμονοχτικιό σιγά
σιγά μου κλέβει την ανάσα, και δε θα βγάλω πολλούς χειμώνες
ακόμα, όχι, όχι, το ξέρω. Πάνω από σαράντα ατέλειωτα χρόνια
φωνάζω τ’ εαυτού μου, ναι, του Ζάκρι του Εννιάρη, Έι, άκου!
Είναι φορές που είσαι αδύναμος μπροστά στον κόσμο! Φορές
που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα! Δε φταις εσύ, ο χαλασμένος
κόσμος φταίει μόνο! Όσο δυνατά και να φωνάζω όμως, ο
μικρός Ζάκρι δε μ’ ακούει κι ούτε ποτέ θα μ’ ακούσει.

Η γιδόγλωσσα είναι δώρο, ή το ’χεις απ’ τη μέρα που γεννιέσαι


ή δεν το ’χεις. Άμα το ’χεις, οι γίδες ακούνε το πρόσταγμά σου,
άμα δεν το ’χεις, απλά σε τσαλαπατάνε στη λάσπη και
στέκουνε να γελάνε και να χλευάζουνε. Κάθε ξημέρωμα
άρμεγα τις θηλυκές και τις πιο περισσότερες μέρες ανέβαζα
όλο το κοπάδι απ’ το Πέρασμα της Βέρτ’μπρι στο άνοιγμα της
Κοιλάδας του Ελεπάιο στα βοσκοτόπια στις κορυφές των
Κοχάλα. Βοσκούσα και τις γίδες της θείας Μπις, είχαν
δεκαπέντε είκοσι γίδες, άρα σύνολο είχα πενήντα εξήντα να
φροντίζω και να βοηθώ στις γέννες και να προσέχω για
αρρώστιες. Τ’ αγαπούσα αυτά τ’ ανόητα ζώα πιο περισσότερο
από μένα. Άμα βροντούσε κι έβρεχε γινόμουνα μούσκεμα να
τους βγάζω τις βδέλλες τους, άμα έκαιγε ο ήλιος
τσουρουφλιζόμουνα και μαύριζα, κι άμα ήμασταν ψηλά στα
Κοχάλα, ήτανε φορές που δεν κατέβαινα για τρία τέσσερα
βράδια στη σειρά, όχι. Τα μάτια σου έπρεπε συνέχεια να τα
’χεις ορθάνοιχτα. Στα βουνά γυρεύανε να φάνε τα ντίνγκο και,
άμα δεν τις φύλαγες με τη λόγχη, όλο και κάποιο αδύναμο
νεογέννητο προσπαθούσανε να σκοτώσουνε. Σαν ήτανε παιδί ο
κύρης μου, άγριοι των Μουκίνι ανεβαίνανε απ’ την απάνεμη
μεριά και κλέβανε καμιά γίδα, ύστερα όμως οι Κόνα
σκλαβώσανε τους Μουκίνι στα νότια, και τα παλιά τους σπίτια
στο Χάβι τα φάγανε τα μούσκλια και τα μυρμήγκια. Εμείς οι
γιδάρηδες ξέραμε τα Όρη Κοχάλα σαν την παλάμη μας,
χαραμάδες και ρέματα και τόπους στοιχειωμένους,
ατσαλόδεντρα που ’χανε γλιτώσει, κάθε ατσαλόδεντρο που ’χε
ξεφύγει απ’ τους σαπροφάγους του παλιού καιρού, και ένα-
δυο-τρία παλιά χτίρια που κανείς χτος από μας δεν ήξερε.
Έσπειρα το πρώτο μου βυζαστάρι στην Τζέιτζο από του Κάτερ
Φουτ, μέρα ξέφωτη κάτω από μια λεμονιά. Ή τουλάχιστο το
δικό της ήτανε το πρώτο που ήξερα. Τα κορίτσια γίνονται
ύπουλα για το ποιος και το πού και τέτοια. Ήμουνα δώδεκα, η
Τζέιτζο είχε κορμί σφιχτό και πρόθυμο και γελούσε, ζαλισμένοι
και τρελαμένοι απ’ τον έρωτα ήμασταν κι οι δυο, ναι, κριβώς
σαν κι εσάς τους δυο εδώ, έτσι όταν φούσκωσε η Τζέιτζο
λέγαμε να παντρευτούμε για να ’ρθει να ζήσει στου Μπέιλι.
Είχαμε πολλά άδεια δωμάτια, βλέπετε. Ύστερα όμως σπάσανε
τα νερά της Τζέιτζο σελήνες πιο νωρίτερα κι ο Μπάντζο με
πήγε στου Κάτερ Φουτ όπου κοιλοπονούσε. Το βυζαστάρι
βγήκε λίγο μετά που έφτασα.
Αυτή δεν είναι ιστορία ευχάριστη, μα με ρωτήσατε για τη ζωή
μου στο Μεγάλο Νησί, κι αυτές είναι οι αναθυμήσεις που μου
βγαίνουνε. Το βυζαστάρι δεν είχε στόμα, όχι, ούτε
μυτότρυπες, δεν μπορούσε λοιπόν ν’ ανασάνει και πέθανε με
το που έκοψε η μάνα της Τζέιτζο το λώρο, το κακομοίρικο. Τα
μάτια του ούτε που ανοίξανε, ένιωσε μόνο τη ζέστη από τα
χέρια του κύρη του στην πλάτη, πήρε έν’ άσχημο χρώμα,
σταμάτησε να κλοτσάει και πέθανε.
Η Τζέιτζο ήτανε ιδρωμένη και χλωμή και φαινόταν ότι
πέθαινε κι αυτή. Οι γυναίκες μού είπανε να βγω για να ’χει
χώρο η βοτανίστρα.
Πήρα το πεθαμένο βυζαστάρι τυλιγμένο σ’ ένα σακί και το
πήγα στην Κοκάλινη Αχτή. Τόσο έρημος ήμουνα που
ρωτιόμουνα αν ήτανε χαλασμένος ο σπόρος της Τζέιτζο ή αν
ήτανε χαλασμένος ο σπόρος ο δικός μου ή αν απλά ήτανε
χαλασμένη η τύχη μου. Κοπροσκυλιασμένο πρωί κάτω απ’ τις
ασκληπιάδες, τα κύματα τρεκλίζανε στην αμμουδιά σαν
αρρωστιάρικα γελάδια και πέφτανε. Ο τύμβος για το
βυζασταρούδι δε μου πήρε όσο μου πήρε ο τύμβος του κύρη.
Η Κοκάλινη Αχτή μύριζε κέλπιες και σάρκα και σαπίλα,
ανάμεσα στα βότσαλα είχε παλιά κόκαλα, και δεν καθόσουνα
εκεί πιο περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, χτος κι ήσουνα
γεννημένος μύγα ή κοράκι.
Δεν πέθανε η Τζέιτζο, όχι, ούτε και ξαναγέλασε όμως όπως
πριν και δεν παντρευτήκαμε, όχι, πρέπει να ξέρεις ότι οι
σπόροι σου θα βγάλουνε καθαρογεννημένο ή κάτι τέτοιο, έτσι;
Αλλιώτικα ποιος θα σου καθαρίζει τη σκεπή από τα μούσκλια
και ποιος θα σου λαδώνει την εικόνα σου να μην τη φάνε οι
τερμίτες άμα φύγεις; Κι άμα πετύχαινα την Τζέιτζο σε καμιά
μάζωξη ή κάνα παζάρι, μου ’λεγε, Βρέχει σήμερα, ε; κι
απαντούσα, Ναι, θα βρέχει μέχρι το βράδυ θαρρώ, και τραβούσε το
δρόμο του ο καθένας. Παντρεύτηκε ένα δερματοποιό απ’ την
Κοιλάδα Κάνε μετά από τρία χρόνια, μα δεν πήγα στο γλέντι
του γάμου.
Αγόρι ήτανε. Το πεθαμένο βυζαστάρι μας που δεν είχε
όνομα. Αγόρι.

Οι Κοιλαδίτες είχανε μόνο μια θεά και τ’ όνομά της ήτανε


Σόνμι. Οι Άγριοι στο Μεγάλο Ν. κανονικά είχανε πιο
περισσότερους θεούς απ’ όσους μπορούσες να μετρήσεις με τη
λόγχη. Κάτω στο Χίλο προσευχόντανε στη Σόνμι άμα τους
έπιανε η όρεξη, μα είχανε κι άλλους θεούς, θεούς του
καρχαρία, θεούς του ηφαιστείου, θεούς του καλαμποκιού,
θεούς του φταρνίσματος, θεούς της μυρμηγκιάς, α, οι Χίλο θα
σου φτιάχνανε ένα θεό για ό,τι σου κατέβαινε. Οι Κόνα είχανε
ολόκληρη φυλή από θεούς του πολέμου και θεούς των αλόγων
και όλα τα σχετικά. Αλλά για τους Κοιλαδίτες οι θεοί των
αγρίων δεν αξίζανε, όχι, μόνο η Σόνμι ήτανε αληθινή.
Ζούσε ανάμεσά μας και φύλαγε τις Εννιά Τσακισμένες
Κοιλάδες. Τις πιο περισσότερες φορές δεν τη βλέπαμε, φορές
τη βλέπαμε, γριά γκιόσα με μαγκούρα, αν και μερικές φορές
την έβλεπα σαν κορίτσι που φεγγοβόλαγε. Η Σόνμι βοήθαγε
τους αρρώστους, έφτιαχνε τη χαλασμένη τύχη, κι άμα πέθαινε
ένας αληθινός και πολιτισμένος Κοιλαδίτης, έπαιρνε την ψυχή
του και την οδηγούσε ξανά σε μια μήτρα κάπου στις Κοιλάδες.
Φορές θυμόμασταν τις περασμένες ζωές μας, φορές δεν
μπορούσαμε, φορές η Σόνμι έλεγε στην Ηγουμένη ποιος ήταν
ποιος σ’ ένα ονείρεμα, φορές δεν έλεγε… ξέραμε όμως πως θα
ξαναγεννιόμαστε πάντα σαν Κοιλαδίτες, κι έτσι ο θάνατος δε
μας τρόμαζε και τόσο, όχι.
Παρεχτός και σου ’παιρνε την ψυχή ο γερο-Τζόρτζι, δηλαδή.
Βλέπετε, άμα φερόσουνα άγρια κι εγωτικά κι έφτυνες τον
πολιτισμό, ή άμα ο Τζόρτζι σ’ έβαζε στον πειρασμό της
βαρβαρότητας και τέτοια, τότε η ψυχή σου γινότανε βαριά και
τραχιά και φορτωμένη πέτρες. Η Σόνμι τότε δεν μπορούσε να
σε βάλει σε μήτρα. Τέτοιους λερούς κι εγωτικούς ανθρώπους
τούς λέγανε «πετρωμένους» και πιο τρομαχτικότερη μοίρα για
τους Κοιλαδίτες δεν υπήρχε.

Το Εικονοστάσι ήτανε το μόνο χτίριο στην Κοκάλινη Αχτή


αναμετάξυ στην Κοιλάδα του Κάνε και στην Κοιλάδα του
Χονοκάα. Δεν υπήρχε πρόσταγμα να μην πηγαίνουμε, κανείς
όμως δεν πήγαινε στο βρόντο πειδής θα χαλούσες την τύχη σου
άμα δεν είχες καλό λόγο ν’ ανακατευτείς σ’ εκείνη τη
στεγασμένη νύχτα. Οι εικόνες μας που ’χαμε σκαλίσει και
γυαλίσει και γράψει όσο ζούσαμε, φυλάγονταν εκεί άμα
πεθαίναμε. Χιλιάδες από δαύτες μπήκανε στα ράφια στον
καιρό μου, ναι, καθεμιά κι ένας Κοιλαδίτης σαν κι εμένα που
γεννήθηκε κι έζησε και ξαναγεννήθηκε απ’ όταν έφερε ο
στολίσκος τους προγόνους μας στο Μεγάλο Ν. για να
γλιτώσουνε απ’ την Πτώση.
Πρώτη φορά που μπήκα στο Εικονοστάσι ήμουνα με τον κύρη
και τον Άνταμ και τον Τζόνας σαν ήμουνα επτάρης. Η μάνα
είχε πάθει μια αιμορραγική αρρώστια σαν κοιλοπόναγε την
Κάτκιν, κι ο κύρης μάς πήγε να παρακαλέσουμε τη Σόνμι να
τηνε γιάνει, πειδής το Εικονοστάσι ήτανε διαίτερα άγιο μέρος
και η Σόνμι κανονικά άκουγε εκεί. Μέσα ήτανε ογρή
σκοτεινιά. Μύριζε κερί και ξυλόλαδο και χρόνο. Οι εικόνες
ζούσανε σε ράφια από το πάτωμα ως την οροφή, δεν ήξερα
πόσες ήτανε, όχι, δεν μπορείς να τις μετρήσεις σαν τις γίδες,
μα οι περασμένες ζωές είναι πιο περισσότερες από τις τωρινές
ζωές, όπως τα φύλλα είναι πιο περισσότερα απ’ τα δέντρα. Η
φωνή του κύρη μίλησε μέσα στους ίσκιους, γνώριμη μα κι
αλλόκοτη, και ζητούσε της Σόνμι να σταματήσει τον πεθαμό
της μάνας και ν’ αφήσει την ψυχή της να μείνει κι άλλο σ’ αυτό
το σώμα, και μέσα μου παρακάλεσα κι εγώ το ίδιο. Κι ύστερα
πίσω απ’ τη σιωπή ακούσαμε κάτι σαν βρούχος, από μιλιούνια
ψιθυρίσματα σαν τον ωκεανό, μόνο που δεν ήτανε ωκεανός,
όχι, οι εικόνες ήτανε, και καταλάβαμε πως ήτανε εκεί η Σόνμι
και μας άκουγε.
Η μάνα δεν πέθανε. Βλέπετε, η Σόνμι δείχνει έλεος.
Δεύτερη φορά μου στο Εικονοστάσι ήτανε τη Νύχτα τ’
Ονειρέματος. Άμα έλεγαν οι δεκατέσσερις χαρακιές στις
εικόνες μας πως ήμασταν ενήλικες Κοιλαδίτες, κοιμόμασταν
μοναχοί στο Εικονοστάσι κι η Σόνμι μας έστελνε ένα διαίτερο
ονείρεμα. Μερικά κορίτσια βλέπανε ποιον θα
παντρευόντουσαν, μερικά αγόρια βλέπανε τι θα κάνανε, άλλες
φορές βλέπαμε πράγματα που θα πηγαίναμε στην Ηγουμένη
για προμηνύματα. Άμα φεύγαμε απ’ το Εικονοστάσι το πρωί,
ήμασταν άντρες και γυναίκες.
Περασμένο ηλιοβασίλεμα ξάπλωσα κάτω απ’ την κουβέρτα
του κύρη μου στο Εικονοστάσι με την αχάραγη εικόνα μου για
προσκέφαλο. Έξω, η Κοκάλινη Αχτή κροτάλιζε και πλατάγιζε
και τα κύματα άφριζαν κι αναδεύονταν κι άκουσα κι ένα
γιδοβύζι. Μα δεν ήτανε γιδοβύζι, όχι, καταπαχτή ήτανε που
άνοιγε δίπλα μου κριβώς, κι ένα σχοινί που κατέβαινε στον
ουρανό του κάτω κόσμου. Κατέβα, είπε μου η Σόνμι, και
κατέβηκα, το σχοινί όμως ήτανε φτιαγμένο από πλεγμένα
δάχτυλα και καρπούς ανθρώπων. Κοίταξα πάνω κι είδα φωτιά
να κατεβαίνει απ’ το πάτωμα του Εικονοστασιού. Κόψε το σχοινί,
είπε ένας λερός, μα φοβήθηκα πειδής θα έπεφτα, έτσι;
Επόμενο όνειρο, είχα αγκαλιά το τερατογεννημένο σερνικό
μου βυζαστάρι στο δωμάτιο της Τζέιτζο. Κλοτσούσε και
κοπανιότανε, όπως είχε κάνει κείνη τη μέρα. Γρήγορα, Ζάκρι,
είπε ο άντρας, άνοιξε ένα στόμα στο βυζαστάρι σου για ν’ ανασάνει!
Είχα τη λεπίδα στο χέρι μου και σκάλισα στο αγόρι μου μια
χαμογελαστή χαρακιά, κι ήτανε λες κι έκοβες τυρί. Ξεχύθηκανε
οι λέξεις, Γιατί με σκότωσες, κύρη;
Στο τελευταίο μου όνειρο περπατούσα δίπλα στο Γουαΐπιο.
Στην άλλη άκρη είδα τον Άνταμ να ψαρεύει χαρούμενος!
Χαιρέτησα μα δε με είδε, έτρεξα λοιπόν σε μια γέφυρα που
στην ξυπνητή ζωή δεν υπάρχει, όχι, μια γέφυρα από χρυσό και
μπρούντζο. Άμα έφτασα όμως τελικά στη μεριά του Άνταμ,
έκλαψα κατάλυπος πειδής δεν είχε μείνει τίποτις πέρα από
σαπισμένα κόκαλα κι ένα μικρό ασημένιο χέλι που σπαρτάραγε
στο χώμα.
Το χέλι ήταν της αυγής το φως που περνούσε απ’ τη
χαραμάδα στου Εικονοστασιού την πόρτα. Μνημόνευσα τα
τρία όνειρα και περπάτησα στ’ αφρισμένο κύμα για να πάω
στην Ηγουμένη χωρίς άνθρωπο να δω. Η Ηγουμένη τάιζε τα
ορνιθόπουλά της πίσω απ’ τη σχολή. Άκουσε με προσοχή τα
ονειρέματά μου, κι ύστερα είπε μου ότι ήτανε ύπουλα
προμηνύματα και πρόσταξε να περιμένω μέσα στη σχολή όσο
προσευχότανε στη Σόνμι για την αληθινή τους σημασία.
Η αίθουσα της σχολής είχε κάτι απ’ το ιερό μυστήριο των
Πολιτισμένων Ημερών. Στα ράφια της ήτανε όλα τα βιβλία των
Κοιλάδων, που είχανε πιάσει να σκεβρώνουνε και να
σκουληκιάζουνε μα, ναι, ήταν βιβλία και λέξεις όλο γνώση!
Είχε και μια μπάλα του κόσμου. Άμα ήτανε ο Κόσμος Όλος μια
γιγάντια μεγάλη μπάλα, δεν καταλάβαινα πώς και δεν πέφτανε
οι άνθρωποι από πάνω της, και ούτε τώρα το καταλαβαίνω.
Βλέπετε, δεν ήμουνα πολλά καλός στη σχολή, δεν ήμουνα σαν
την Κάτκιν, που θα μπορούσε να γινότανε η επόμενη
Ηγουμένη άμα είχανε έρθει τα πράματα αλλιώτικα. Τα
παράθυρα της σχολής ήτανε τζάμι ακόμη αχάλαστο από την
Πτώση. Το μεγαλύτερο θάμα όμως ήτανε το ρολόι, ναι, το
μόνο ρολόι που ακόμη δούλευε στις Κοιλάδες και στο Μεγάλο
Ν. ολόκληρο, στη Χα-Βάη όλη, απ’ όσο ξέρω. Βλέπετε, ήτανε
κουρδιστό, δεν ήθελε μπαταρίες. Σχολειαρόπαιδο σαν ήμουνα,
φοβόμουνα αυτή την αράχνη που έκανε τικ τακ και μας
κοιτούσε και μας έκρινε. Η Ηγουμένη μάς είχε μάθει τη
ρολογογλώσσα μα την είχα ξεχάσει, χτος το η ώρα και το και
μισή. Αναστορούμαι την Ηγουμένη να λέει, Ο Πολιτισμός θέλει
χρόνο, κι άμα αφήσουμε αυτό το ρολόι να πεθάνει, θα πεθάνει κι ο χρόνος,
και τότε πώς θα ξαναφέρουμε τις Πολιτισμένες Μέρες όπως ήτανε πριν
από την Πτώση;
Κοιτούσα το ρολόι να κάνει τικ τακ κι εκείνο το πρωί, μέχρι
που γύρισε η Ηγουμένη απ’ τα προμηνύματά της και κάθισε
απέναντί μου. Είπε μου πως ο γερο-Τζόρτζι λιγουρευότανε την
ψυχή μου, είχε λοιπόν ρίξει κατάρα στα ονειρέματά μου για να
θολώσει τη σημασία τους. Ευτυχώς όμως η Σόνμι της είπε ποιο
ήταν το αληθινό προμήνυμα. Και πρέπει κι εσείς να
μνημονεύσετε καλά αυτά τα προμηνύματα πειδής θ’ αλλάξουνε
το δρόμο αυτής της ιστορίας, κι όχι μόνο μια φορά.
Ένα: Σαν καίνε τα χέρια, μην κόψεις το σχοινί.
Δύο: Σαν κοιμάται ο εχθρός, μην του κόψεις το λαιμό.
Τρία: Σαν καίγεται ο μπρούντζος, μη διαβείς τη γέφυρα.
Μολόησα πως δεν καταλάβαινα. Η Ηγουμένη είπε ότι ούτε
αυτή καταλάβαινε μα γω θα καταλάβαινα σαν ερχόταν η σωστή
στιγμή, και μ’ έβαλε να καρφώσω γερά τα προμηνύματα στη
μνήμη. Ύστερα μου ’δωσε ένα αυγό για να φάω, ακόμη
βρεμένο και ζεστό κατευθείαν απ’ την όρνιθα, και μου ’δειξε
πώς να ρουφήξω τον κρόκο μ’ ένα άχυρο.

Θέτε λοιπόν ν’ ακούσετε για το Μεγάλο Καράβι των


Προγνωστικών;
Όχι, δεν είναι κάνα μυθικό ιστόρημα το Καράβι, ήτανε
αληθινό σαν εμένα κι εσάς. Με τα ίδια μου τα μάτια το έχω
δει, ε, είκοσι φορές ή και παραπάνω. Το καράβι ερχότανε στον
Κόλπο του Στολίσκου δυο φορές το χρόνο, στο μισό μισό της
άνοιξης και του φθινοπώρου, που νύχτα και μέρα είχανε ίδιο
μάκρος. Προσέξτε πως ποτέ δεν πήγαινε σ’ άγρια πόλη, ούτε
στη Χονοκάα, ούτε στο Χίλο, ούτε στ’ Απανέμι. Και γιατί;
Πειδής μόνο εμείς οι Κοιλαδίτες έχουμε αρκετό Πολιτισμό για
τους Προγνωστικούς, ναι. Δε θέλανε παζάρια με βαρβάρους
που νομίζανε το καράβι για μεγάλο άσπρο ορνιθοθεό! Το
Καράβι είχε το χρώμα τ’ ουρανού, έτσι που το ’βλεπες μόνο σαν
έφτανε στην αχτή. Κουπιά δεν είχε, όχι, ούτε πανιά, δεν ήθελε
άνεμο ούτε και ρεύματα, πειδής το οδηγούσε η Εξυπνάδα των
Παλιών. Μακρύ σαν μεγάλη νησίδα ήτανε το Καράβι, ψηλό σαν
χαμηλός λόφος, είχε δυο, τρεις, τέσσερις εκατοντάδες
ανθρώπους, μπορεί και μιλιούνι.
Πώς κουνιότανε; Πού το πηγαίνανε τα ταξίδια του; Πώς είχε
γλιτώσει όλα τα λαμποκροτήματα και την Πτώση; Τι να πω,
ποτέ μου δεν έμαθα πολλές απαντήσεις, κι αντίθετα με τους
πιο περισσότερους ανιστορητές, του Ζάκρι τα ιστορήματα
σκαρφίσματα δεν είναι. Η φυλή που ζούσε στο Καράβι
λεγότανε Προγνωστικοί, κι ερχόντανε από μια νησίδα με τ’
όνομα Πρόγνωση. Η Πρόγνωση ήτανε πιο μεγαλύτερη από το
Μάουι, πιο μικρότερη απ’ το Μεγάλο Ν., και πέρα πέρα στο
βορινό γαλάζιο, παραπάνω δεν ξέρω ή δε λέω.
Το Καράβι που λέτε έδενε γύρω στις δέκα βολές απ’ το
Ακρωτήρι της Σχολής και δυο μικρότερες σφηκόβαρκες
βγαίνανε από την πλώρη του και πετούσανε πάνω απ’ το κύμα
μέχρι την παραλία. Καθεμιά είχε έξι ως οχτώ άντρες και
γυναίκες. Α, όλα τους ήτανε ένα θάμα. Οι Καραβίτισσες ήτανε
κι αυτές αντρίκειες, βλέπετε, τα μαλλιά τους ήτανε
κουρεμένα, όχι πλεγμένα σαν των Κοιλαδιτισσών, και ήτανε
πιο λεπτότερες και δυνατότερες. Είχανε δέρμα γερό και λείο
χωρίς ίχνος απ’ το κακάδιασμα, μα καφεδόμαυροι ήτανε όλοι
τους, και μοιάζανε πιο περισσότερο αναμετάξυ τους απ’ ό,τι
άλλοι άνθρωποι που βλέπετε στο Μεγάλο Ν. Και οι
Προγνωστικοί δε μιλούσανε πολλά, όχι. Δυο φύλακες μένανε
στις αραγμένες βάρκες και άμα τους ρωτάγαμε, Πώς σε λένε,
κύριε; ή Πού πηγαίνεις, δεσποινίς; κουνούσανε μονάχα τα κεφάλια
τους, θαρρείς και λέγανε, Δε θα πω τίποτα, όχι, οπότε πάψε να ρωτάς.
Μια μυστήρια Εξυπνάδα μάς εμπόδιζε να πλησιάσουμε. Ο
αέρας πύκνωνε μέχρι που δεν μπορούσες να πας πιο
κοντύτερα. Σου έφερνε κι έναν πόνο που σε ζάλιζε, έτσι που
δε γινότανε να πεισμώσεις, όχι.
Το παζάρεμα γινότανε στη Βουλή. Οι Προγνωστικοί μιλάγανε
παράξενα, όχι τεμπέλικα και σπαστά σαν τους Χίλο, μα αλμυρά
και κρύα. Σαν φτάνανε, οι γλώσσες παίρνανε φωτιά και τα πιο
περισσότερα σπίτια ήτανε έτοιμα και τρέχανε στη Βουλή με
καλάθια φρούτα και λαχανικά και κρέατα και τα σχετικά. Πίσης
οι Προγνωστικοί γεμίζανε διαίτερα βαρέλια με γλυκό νερό απ’
το ρέμα. Σε αντάλλαγμα οι Προγνωστικοί παζαρεύανε σιδερικά
που ’τανε πιο καλύτερα απ’ τα φτιαγ­μένα στο Μεγάλο Ν.
Παζαρεύανε δίκαια και ποτέ δε μιλούσανε γροθίστικα σαν τους
άγριους στη Χονοκάα, μα η ευγενική μιλιά βάζει αναμετάξυ
σας μια γραμμή σαν να λέει: Σε σέβομαι πολλά μα εμείς οι δυο δεν
είμαστε συγγενολόι, οπότε μην την περάσεις αυτή τη γραμμή, εντάξει;
Ναι, οι Προγνωστικοί είχανε κανόνες πολλά σκληρούς για το
παζάρεμα μ’ εμάς. Δεν παζαρεύανε πράγματα πιο εξυπνότερα
απ’ ό,τι υπήρχε στο Μεγάλο Ν. Παράδειγμα, άμα σκοτώθηκε ο
κύρης, μια μάζωξη συμφώνησε να χτίσουμε φυλάκιο κοντά
στου Άμπελ για να προστατεύει το Μονοπάτι του Μουλιβάι,
που ’τανε ο κύριος δρόμος μας από το Πέρασμα της Σλούσα
στις Εννιά Κοιλάδες μας. Η Ηγουμένη ζήτησε απ’ τους
Προγνωστικούς διαίτερα όπλα για να φυλαχτούμε από τους
Κόνα. Οι Προγνωστικοί είπανε όχι. Η Ηγουμένη τούς
θερμοπαρακάλεσε, πάνω κάτω. Και πάλι είπανε όχι και πάει
και τελείωσε.
Άλλος κανόνας ήτανε να μη μας λένε τίποτις για ό,τι υπήρχε
πέρα από τον ωκεανό, ούτε καν για τη Νήσο της Πρόγνωσης,
χτος από τ’ όνομά της. Ο Νέιπς απ’ του Ινόγουε ζήτησε να
δουλέψει για να ταξιδέψει με το Καράβι, κι αυτή ήτανε η μόνη
φορά που είδα τους Προγνωστικούς να κοντεύουνε να
γελάσουνε. Ο αρχηγός τους είπε όχι και κανείς δεν
ξαφνιάστηκε. Ποτέ δεν πηγαίναμε να λυγίσουμε κείνους τους
κανόνες, πειδής θαρρούσαμε πως έκαναν τιμή στον πολιτισμό
μας που παζαρεύανε μαζί μας. Η Ηγουμένη πάντα τους
προσκαλούσε να μείνουνε για τσιμπούσι, μα ο αρχηγός πάντα
αρνιότανε ευγενικά. Κουβαλούσανε στις βάρκες τους τα
παζαρεμένα πράματα. Μια ώρα πιο αργότερα το Καράβι είχε
φύγει, ανατολικά την άνοιξη, βόρεια το φθινόπωρο.
Έτσι πηγαίνανε οι επισκέψεις, κάθε χρόνο, απ’ όσο ξέραμε ν’
ανιστορήσουμε. Πηγαίνουνε κι έρχονται οι εποχές, πηγαίνει κι
έρχεται το Καράβι. Μέχρι το δέκατο έκτο χρόνο μου που μια
Προγνωστικιά, η Μερώνυμη, ήρθε στο σπίτι μου για ένα
διάστημα, και τίποτα δεν έμεινε όπως ήτανε, στη ζωή μου,
στις Κοιλάδες, ποτέ ξανά, όχι.

Πέρα πίσω απ’ το Πέρασμα της Βέρτ’μπρι είχε μια ράχη που
λεγότανε της Σελήνης η Φωλιά κι είχε την πιο καλύτερη θέα
στο Προσανέμι από τα βοσκοτόπια των Κοχάλα. Ένα λαμπρό
ανοιξιάτικο απόγευμα βόσκαγα πάνω στης Σελήνης τη Φωλιά
άμα είδα το Καράβι να πλησιάζει στον Κόλπο του Στολίσκου, κι
ήτανε πολλά όμορφο στα μάτια, γαλάζιο σαν τον ωκεανό κι
άμα δεν κοίταγες καταπάνω του δεν το έβλεπες, όχι. Ήξερα,
που λέτε, ότι έπρεπε ντουγρού να πάω στο παζάρεμα μα,
βλέπετε, είχα τις γίδες να φυλάω και τα σχετικά και μέχρι να
φτάσω στη Βουλή οι Προγνωστικοί θα φεύγανε όπως και να
είχε, έμεινα λοιπόν εκεί που ήμουνα και ραχάτευα, κοιτούσα
κείνο το θαμάσιο Καράβι της Εξυπνάδας που ερχότανε και
πήγαινε με τις αγριόχηνες και με τις φάλαινες.
Αυτός δηλαδή ήτανε ο λόγος που έμεινα που είπα από μέσα
μου, αν και ο αληθινός λόγος ήτανε ένα κορίτσι, η Ρόουζις,
που μάζευε φύλλα παλίλα για τα φάρμακα που ’φτιαχνε η μάνα
της. Είχαμε μεγάλη γκάβλα ο ένας για τον άλλο, βλέπετε, κι
εκείνο το αποκαρωμένο και μαριόλικο απόγευμα έγλειφα τα
λαγγεμένα μάνγκο της και το ογρό της σύκο και η αλήθεια
είναι πως δεν ήθελα να πάω πουθενά αλλού, ούτε και μάζεψε
πολλά φύλλα παλίλα η Ρόουζις κείνη τη μέρα, όχι. Α, γελάτε
τώρα και κοκκινίζετε, μικρά μου, μα ήτανε μια εποχή, ναι,
που ήμουνα ακριβώς όπως εσείς τώρα.
Σαν βράδιασε και γύρισα τις γίδες μου πίσω, η μάνα
φτεροκόπαγε και αγωνιούσε σαν το μονόφτερο χήνο και με
έβριζε με τέτοια τρέλα που τελικά το γλωσσοκοπάνημα το
’μαθα από τη Σάσι. Άμα παζαρέψανε στη Βουλή, αντί να
δώσουνε σήμα σε όλους να γυρίσουνε στο Καράβι όπως κάνανε
κανονικά, ο Προγνωστικός αρχηγός ζήτησε να μιλήσει διαίτερα
με την Ηγουμένη. Μετά από ώρα, βγήκε απ’ τη συνάντηση η
Ηγουμένη και κάλεσε μάζωξη. Οι Κοιλαδίτες απ’ τα κοντινά
σπίτια ήτανε κει, χτος απ’ το σπίτι μας, του Μπέιλι. Βλέπετε,
ούτε η μάνα είχε πάει στη Βουλή. Ξεκίνησε λοιπόν η μάζωξη
επιτόπου. Ο Προγνωστικός αρχηγός θέλει να κάνει ένα διαίτερο
παζάρεμα φέτος, είπε η Ηγουμένη. Μια Καραβίτισσα ζητά να ζήσει
και να δουλέψει σ’ ένα σπίτι για μισό χρόνο, για να μάθει τα χούγια μας και
να μας καταλάβει εμάς τους Κοιλαδίτες. Σ’ αντάλλαγμα ο αρχηγός θα
πληρώσει διπλά για ό,τι παζαρέψαμε σήμερα. Δίχτυα, τσουκάλια, ταψιά,
σιδερικά, όλα διπλά. Σκεφτείτε τώρα τι τιμή είναι αυτή, και σκεφτείτε τι
μπορούμε να πάρουμε με όλα αυτά τα πράματα στο επόμενο Παζάρεμα στη
Χονοκάα. Ε, δεν πήρε ώρα μέχρι ν’ απλωθεί σ’ όλη τη μάζωξη
ένα μεγάλο Ναι! και η Ηγουμένη αναγκάστηκε να φωνάξει την
επόμενή της ερώτηση μέσα στο σαματά. Ποιος θα φιλοξενήσει την
Προγνωστικιά μας μουσαφίρισσα; Ε, κείνο το Ναι! κόπηκε με τη
μία. Ξάφνου είχανε όλοι δικαιολογίες με το τσουβάλι. Δεν
έχουμε χώρο. Δυο βυζαστάρια περιμένουμε, η μουσαφίρισσα δε θα μπορεί
να κοιμηθεί καλά. Τα κουνούπια στο σπίτι μας θα τηνε κάνουνε κόσκινο. O
Ράστι Βόλβο ο λιγδιάρης το πέταξε πρώτος. Το σπίτι του Μπέιλι;
Βλέπετε, ούτε η μάνα ούτε εγώ ήμασταν εκεί να κρυολούσουμε
το σχέδιο κι αυτό πολλά γρήγορα άρπαξε σαν τη φωτιά. Ναι,
αυτοί έχουνε άδεια δωμάτια από τότε που σκοτώθηκε ο κύρης Μπέιλι! Τον
τελευταίο θερισμό οι Μπέιλι πήρανε πιο περισσότερα απ’ τη Βουλή απ’ όσα
φέρανε, ναι, έχουνε καθήκον! Ναι, έχουνε ανάγκη από χέρια στου Μπέιλι, η
μάνα Μπέιλι θα χαρεί για τη βοήθεια! Κι έτσι αποφασίστηκε το
πρόσταγμα της μάζωξης.
Ε, λοιπόν, ο μονόφτερος χήνος ήμουνα εγώ τώρα, ναι. Τι
τρώνε και πίνουνε οι Προγνωστικοί; Κοιμούνται στ’ άχυρα;
Κοιμούνται καθόλου; Έξι σελήνες! Η μάνα μ’ έβριζε που δεν
πήγα στο Καραβίστικο Παζάρι, και παρόλο που, ναι, αληθινή
αρχηγός στου Μπέιλι ήτανε η μάνα, εγώ ήμουνα ο πιο
μεγαλύτερος άντρας στο σπίτι, οπότε έπρεπε να ’χα πάει, να
πω το δίκιο. Είπα, Κοίτα, θα πάω στην Ηγουμένη να της πω πως δεν
μπορούμε να φιλοξενήσουμε Προγνωστικιά εδώ… όταν, τοκ τοκ τοκ,
έκανε η πόρτα μας.
Ναι, η Ηγουμένη ήτανε, που ’φερνε την Προγνωστικιά στο
σπίτι μας, με το Μάιλο, το βοηθό της σχολής. Όλοι
καταλάβαμε τότε ότι είχαμε φορτωθεί τη μουσαφίρισσα της
Κοιλάδας, μας άρεσε δε μας άρεσε, δεν μπορούσαμε να
πούμε, Χάσου απ’ τα μάτια μας, μπορούσαμε; Θα ντροπιάζαμε τη
σκεπή μας και θα ντροπιάζαμε τις εικόνες μας. Η Καραβίτισσα
είχε εκείνη την ξιδιασμένη μπόχα της Εξυπνάδας και μίλησε
πρώτη, πειδής η γλώσσα η δική μου και της μάνας είχανε δεθεί
κόμπος. Καλησπέρα, είπε, είμαι η Μερώνυμη, και σας ευχαριστώ
θερμά που θα με φιλοξενήσετε στη διαμονή μου στις Κοιλάδες. Ο Μάιλο
χαμογελούσε κοροϊδευτικά και βατραχίστικα με την αγωνία
μου, μου ’ρχόταν να τονε σφάξω.
Πρώτη αναστορήθηκε τους φιλοξενικούς της τρόπους η Σάσι,
και ταχτοποίησε τους μουσαφίρηδές μας κι έστειλε τον Τζόνας
να φέρει πιοτί και φαΐ και τα σχετικά. Η Μερώνυμη είπε, Εμείς
έχουμε έθιμο να δίνουμε μικρά δώρα στους οικοδεσπότες μας στην αρχή
μιας επίσκεψης, ελπίζω λοιπόν να μη σας πειράζει… Έβαλε τα χέρια της
σε μια τσάντα που ’χε φέρει και μας έδωσε δώρα. Η μάνα πήρε
μια ωραία κατσαρόλα που θα ’κανε πεντέξι τόπια μαλλί στη
Χονοκάα, και ξέπνοη είπε ότι δεν μπορούσε να δεχτεί τέτοιο
ατίμητο δώρο πειδής το να καλωσορίζεις τους ξένους ήτανε της
Σόνμι ο τρόπος, αλλά η Προγνωστικιά απάντησε πως τα δώρα
αυτά δεν ήτανε πληρωμή, όχι, ήτανε απλά ευχαριστώ για την
καλοσύνη, κι η μάνα δεν αρνήθηκε την κατσαρόλα δεύτερη
φορά, όχι. Η Σάσι κι η Κάτκιν πήρανε κολιέδες που λάμπανε
σαν τ’ άστρα, και γουρλώνανε τα μάτια τους χαρούμενες, κι ο
Τζόνας πήρε έναν ολοτετράγωνο καθρέφτη που τονε μάγεψε,
πιο λαμπερότερος από τα χαλασμένα θράσματα που ακόμη
βρίσκεις πού και πού.
O Μάιλο δε χαμογελούσε τόσο βατραχίστικα, μα αυτά τα
δώρα καθόλου δε μ’ αρέσανε, όχι, βλέπετε, αυτή η
ξενομερίτισσα αγόραζε το συγγενολόι μου σίγουρα, κι αυτό δε
θα τ’ ανεχόμουνα. Είπα λοιπόν πως μπορούσε η Καραβίτισσα
να μείνει σπίτι μας μα το δώρο της δεν το ’θελα και πάει και
τελείωσε.
Το ’πα πιο αγενικότερα απ’ όσο ήθελα, κι η μάνα έβγαλε
λόγχες απ’ τα μάτια της μα η Μερώνυμη είπε απλά, Βεβαίως,
καταλαβαίνω, θαρρείς κι είχα μιλήσει συνηθισμένα και κανονικά.

Και που λέτε βελάζανε κοπάδι οι επισκέπτες στο σπίτι μας


κείνη τη νύχτα και μερικές νύχτες ακόμα, απ’ όλες τις Εννιά
Κοιλάδες, συγγενολόι κι αδέρφια και οικογένειες της
περασμένης ζωής και σχεδόν ξένοι που τους βλέπαμε μονάχα
στα παζαρέματα, ναι, όλοι από το Mάουκα μέχρι του
Μορμόνου ήρθανε να μας χτυπήσουνε την πόρτα και να δούνε
άμα αλήθεια έλεγε η Γριά η Γλωσσοκοπάνα ότι μια σωστή,
ολοζώντανη Προγνωστικιά έμενε στου Μπέιλι. Έπρεπε βέβαια
να καλέσουμε τον κάθε επισκέπτη να μπει μέσα και χάσκανε
απ’ την κατάπληξη θαρρείς και στην κουζίνα μας καθότανε η
ίδια η Σόνμι, μα το σάστισμά τους δεν ήταν δα και τόσο μεγάλο
που να μην κατεβάζουνε τα φαγιά μας ή τα πιοτά μας χωρίς
πρόβλημα, κι εκεί που πίνανε αρχίζανε να βγαίνουνε
μπουλούκι οι ερωτήσεις που ’χανε χρόνια για την Πρόγνωση
και για το φοβερό τους καράβι.
Μα το παράξενο ήτανε τούτο. Η Μερωνύμη έμοιαζε ν’
απαντάει τις ερωτήσεις, μα οι απαντήσεις της δε χορταίνανε
την περιέργειά σου ούτε ψύλλο. Ρώτησε λοιπόν ο ξάδελφός μου
ο Σπένσα απ’ του Κλούνι, Τι κάνει το Καράβι σας και κουνιέται; Η
Προγνωστικιά απάντησε, Οι μηχανές σύντηξης. Και γνέφανε όλοι
σάμπως είχανε της Σόνμι τη σοφία, Α, μα ναι, οι μηχανές σύντηξης,
και κανένας δε ρώταγε τι ήτανε η «μηχανή σύντηξης» πειδής
δεν ήθελαν να φανούν βαρβαρικοί ή χαζοί μπροστά στη
μάζωξη. Η Ηγουμένη ζήτησε της Μερώνυμης να μας δείξει τη
Νήσο της Πρόγνωσης σ’ ένα χάρτη του κόσμου, μα η
Μερώνυμη απλά έδειξε ένα σημείο κι είπε, Εδώ.
Πού; ρωτήσαμε. Βλέπετε, δεν είχε κει άλλο από γαλάζια
θάλασσα και μια φορά εγώ πίστευα ότι μας έπαιρνε στο ψιλό.
Η Πρόγνωση δεν ήτανε σε κανέναν από τους χάρτες αμέσως
πριν από την Πτώση, είπε η Μερώνυμη, πειδής οι ιδρυτές της
Πρόγνωσης την κρατούσανε κρυφή. Υπήρχε σε πιο
παλιότερους χάρτες, ναι, μα όχι στης Ηγουμένης.
Είχα ξεθαρρέψει λίγο πια και ρώτησα την επισκέπτριά μας
γιατί οι Προγνωστικοί με όλη τη μεγάλη Εξυπνάδα και τα
τέτοια τους θέλανε να μάθουνε για μας τους Κοιλαδίτες; Τι
μπορούσαμε εμείς να της μάθουμε που δεν ήξερε; Το μυαλό που
μαθαίνει είναι το μυαλό που ζει, είπε η Μερώνυμη, και κάθε λογής
Εξυπνάδα είναι αληθινή Εξυπνάδα, η παλιά Εξυπνάδα ή η καινούργια, η
μεγάλη Εξυπνάδα ή η μικρή. Κανείς χτος από μένα δεν είδε της
γαλιφιάς τα βέλη που ’ριχναν οι λέξεις εκείνες, ή πώς η
κατεργάρα αυτή σπιούνα με την άγνοιά μας θόλωνε τις
αληθινές προθέσεις της, ακολούθησα λοιπόν την πρώτη μου
ερώτηση με τούτη την τσιγκλιά. Μα εσείς οι Προγνωστικοί έχετε την
πιο μεγαλύτερη και δυνατότερη Εξυπνάδα στον Κόσμο Όλο, έτσι; Α,
πόσο ύπουλα τις διάλεξε τις λέξεις της! Έχουμε πιο περισσότερη από
τις φυλές στη Χα-Βάη, πιο λιγότερη από τους Παλιούς πριν απ’ την Πτώση.
Βλέπετε; Δε λέει και πολλά, δίκιο δεν έχω;
Αναστορούμαι μόνο τρεις τίμιες απαντήσεις να μας έδωσε. Η
Ρούμπι απ’ του Πότερ ρώτησε γιατί είχαν όλοι οι Προγνωστικοί
δέρμα σκούρο σαν την καρύδα, όχι, ποτέ δεν είχαμε δει
κανέναν χλωμό ή ροδαλό από δαύτους να κατεβαίνει απ’ το
Καράβι τους. Η Μερώνυμη είπε ότι οι πρόγονοί της πριν από
την Πτώση αλλάξανε τους σπόρους τους για να κάνουνε
σκουρόχρωμα βυζαστάρια και να έχουνε προστασία απ’ το
κοκκινοκάκαδο, κι έτσι και τα βυζαστάρια των βυζασταριών το
πήρανε κι αυτά, κατά μάνα, κατά κύρη, ναι, σαν τα κουνέλια
και τ’ αγγούρια.
Ο Νέιπς απ’ του Ινούγιε ρώτησε άμα ήτανε παντρεμένη,
πειδής αυτός ήτανε λεύτερος κι είχε περβόλι
μακανταμοφίστικα και μια φυτεία σύκα και λεμόνια ολοδικά
του. Όλοι γελάσανε τότε, ακόμα και η Μερώνυμη χαμογέλασε,
ναι. Είπε ότι είχε παντρευτεί κάποτε, ναι, κι είχε ένα γιο, τον
Ανάφη, που ζούσε στην Πρόγνωση, αλλά ο σύζυγός της είχε
σκοτωθεί από άγριους πριν από χρόνια. Λυπότανε που έχανε
την ευκαιρία για τα λεμόνια και τα σύκα μα παραήτανε μεγάλη
για το νυφοπάζαρο, κι ο Νέιπς κούνησε το κεφάλι του μ’
απαγοήτευση και είπε, Α, Καραβίτισσα, μου ράγισες την
καρδιά, ναι.
Τελευταίος ρώτησε ο αξά μου ο Κόμπερι, Πόσω χρονώ είσαι;
Ναι, αυτό ρωτιόμασταν όλοι μας. Κανείς δεν ήτανε έτοιμος για
την απάντησή της όμως. Πενήντα. Ναι, αυτό είπε και
σαστίσαμε όσο έχετε σαστίσει τώρα και του λόγου σας.
Πενήντα. Ο αέρας μέσα στην κουζίνα άλλαξε όπως όταν
έρχεται αξάφνου άνεμος παγωμένος. Να ζεις μέχρι τα πενήντα
δεν είναι θάμα, όχι, να ζεις μέχρι τα πενήντα είναι αλλόκοτο
και δεν είναι φυσικό, έτσι; Πόσο ζουν οι Προγνωστικοί,
δηλαδή; ρώτησε ο Μέλβιλ απ’ το Μπλακ Οξ. Η Μερώνυμη
σήκωσε τους ώμους. Μέχρι τα εξήντα, τα εβδομήντα… Α, τα
χάσαμε όλοι απ’ το σάστισμα! Κανονικά στα σαράντα
παρακαλάμε να δώσει η Σόνμι τέλος στο μαρτύριό μας και να
μας ξαναγεννήσει γρήγορα σε καινούργιο σώμα, όπως λεπίζεις
το λαιμό του σκύλου που αγαπούσες και ήτανε άρρωστος και
βασανιζότανε. Ο μόνος Κοιλαδίτης που είχε φτάσει τα πενήντα
και δεν τον είχε ξεφλουδίσει το κοκκινοκάκαδο ούτε τον είχε
φάει το πνεμονοχτικιό ήτανε ο Τρούμαν Τρίτος, και ξέρανε όλοι
που είχε κάνει συμφωνία με το γερο-Τζόρτζι νύχτα
θυελλώδικη, ναι, ο κακομοίρης πούλησε την ψυχή του για
μερικά χρονάκια παραπάνω. Που λέτε, το ιστόρημα χαλάστηκε
τελείως μετά από αυτό κι οι άνθρωποι φύγανε κοπάδι να
γλωσσοκοπανήσουνε τι είχε ειπωθεί κι απαντηθεί, κι όλοι
μουρμουρίζανε, Δόξα τη Σόνμι που δε θα περάσει απ’ το δικό
μας σπίτι.
Είχα φχαριστηθεί που η αναθεματισμένη και πιτήδεια
μουσαφίρισσα είχε μάθει σ’ όλους να φέρονται ύπουλα και να
μην την μπιστεύονται, όχι, ούτε ψύλλο, μα δεν κοιμήθηκα
καθόλου κείνη τη νύχτα, πειδής τα κουνούπια και τα
νυχτοπούλια και οι βάτραχοι λαλούσανε και μια μυστήρια
γύριζε στο σπίτι μας στα μουλωχτά και έπαιρνε πράματα αποδώ
και τα ’βαζε αποκεί, κι αυτή τη μυστήρια τη λέγανε Αλλαγή.

Πρώτη, δεύτερη, τρίτη μέρα χωνότανε η Προγνωστικιά στο


σπίτι μου. Πρέπει να μολοήσω πως δεν έκανε την αφέντρα,
όχι, δεν τεμπέλιαζε στιγμή. Βοηθούσε τη Σάσι με τ’ άρμεγμα
και τη μάνα με το γνέσιμο και το κλώσιμο, κι ο Τζόνας την
πήγε γι’ αυγομάζωμα και άκουγε το γάβγισμα της Κάτκιν για
τη σχολή, κι έφερνε νερό κι έκοβε ξύλα και μάθαινε γρήγορα.
Βέβαια, το γλωσσοκοπάνημα την είχε από κοντά και όλο
ερχότανε επισκέπτες να δούνε τη θαμάσια πενηντάρα που
φαινότανε μόνο είκοσι πέντε. Αυτοί που την υποπτευόντουσαν
πως έκανε κόλπα και υπερσύχρονα απαγοητευτήκανε πολλά
γρήγορα, πειδής δεν έκανε τέτοια, όχι. Η μάνα σταμάτησε να
’χει άγχητα για την Καραβίτισσα σε μια δυο μέρες, ναι, άρχισε
να γίνεται φιλική και κοκορευότανε κιόλας. Η επισκέπτριά μας η
Μερώνυμη το ένα, και Η επισκέπτριά μας η Μερώνυμη το άλλο,
κακάριζε απ’ το πρωί ως το βράδυ, κι η Σάσι ήτανε δέκα φορές
πιο χειρότερη. Η Μερώνυμη απλά συνέχιζε τη δουλειά της,
αλλά τη νύχτα καθότανε στο τραπέζι μας κι έγραφε σε διαίτερο
χαρτί, πολλά πιο καλύτερο από το δικό μας. Πολλά γρήγορα
έγραφε, αλλά όχι στη γλώσσα μας, όχι, έγραφε σε κάποια άλλη
μιλιά. Βλέπετε, υπήρχανε άλλες γλώσσες που μιλιούντανε στις
Παλιές Χώρες, όχι μόνο η δικιά μας. Τι γράφεις, θεία Μερώνυμη;
ρώτησε η Κάτκιν, αλλά η Προγνωστικιά απλά απάντησε, Τις
μέρες μου, όμορφη, γράφω για τις μέρες μου.
Αυτά τα όμορφη που ’λεγε στην οικογένειά μου τα
σιχαινόμουνα και δε μου άρεσε που ερχόντανε οι γέροι και τη
ρωτούσανε για λεπτομέρειες πώς να ζήσουνε παραπάνω. Αλλά
που έγραφε για τις Κοιλάδες και κανένας Κοιλαδίτης δεν
μπορούσε να τα διαβάσει, αυτό μου έφερνε πιο άγχητα. Ήτανε
Εξυπνάδα ή ήτανε σπιουνιά ή ήτανε μια δόση του γερο-
Τζόρτζι;

Ένα αχνιστό χάραμα που είχα κάνει εγώ τ’ άρμεγμα πειδής η


Σάσι αρρωστοσερνότανε στο κρεβάτι, η μουσαφίρισσά μας
ζήτησε να έρθει μαζί μου στη βοσκή. Η μάνα βέβαια είπε ναι.
Γω δεν είπα ναι, είπα, ψυχρά κι αγέλαστα, Η βοσκή δεν έχει
μεγάλο ενδιαφέρον γι’ ανθρώπους με τόση Εξυπνάδα όση εσύ. Η
Μερώνυμη είπε ευγενικά, Ό,τι κάνουνε οι Κοιλαδίτες έχει ενδιαφέρον
για μένα, Οικοδεσπότη Ζάκρι, μα βέβαια, άμα δε θέλεις να σε βλέπω να
δουλεύεις, όλα καλά, απλά βγες και πες το. Βλέπετε; Τα λόγια της
ήτανε γλιστεροί παλαιστές, τουμπάριζαν το όχι σου και το
κάνανε ναι. Η μάνα με γερακοκοίταγε κι έτσι, Εντάξει, καλά, ναι,
έλα, αναγκάστηκα και είπα.
Σαν ανεβάζαμε τις γίδες μου στο Μονοπάτι του Ελεπάιο, δεν
έβγαζα μιλιά. Μετά του Κλούνι ένας αδερφός μου, ο Γκούμπο
Χόγκμποϊ, φώναξε, Πώσπας, Ζάκρι; για να πιάσουμε κουβέντα,
άμα είδε όμως τη Μερώνυμη κόλλησε κι είπε μόνο, Να
προσέχεις, Ζάκρι. Α, πώς ήθελα να την ξεφορτωθώ αυτή τη
γυναίκα, οπότε πρόσταξα τις γίδες μου, Πάρτε τα πόδια σας,
ακαμάτρες, κι άρχισα να πηγαίνω πιο ζωηρότερα, με την ελπίδα
πως θα την κουράσω, βλέπετε, πηγαίναμε αναπόταμα στο
Πέρασμα της Βέρτ’μπρι μα αυτή δεν τα παράτησε, όχι, ούτε
στο κακοτράχαλο μονοπάτι για της Σελήνης τη Φωλιά. Η
σκληράδα των Προγνωστικών είναι ίσα κι όμοια με τη
σκληράδα των γιδάρηδων, αυτό το ’μαθα τότε. Θαρρούσα πως
κατάλαβε τι λογιζόμουνα και από μέσα της γελούσε, οπότε δεν
της είπα άλλο τίποτις.
Τι έκανε σαν φτάσαμε στης Σελήνης τη Φωλιά; Έκατσε απάνω
στο Θαμ Ροκ κι έβγαλε ένα βιβλίο και σχεδίαζε κείνη τη
θαμάσια θέα. Α, η Μερώνυμη είχε θαμάσια Εξυπνάδα στο
σχέδιο, αυτό το μολοώ. Σ’ εκείνο το χαρτί πρόβαλαν οι Εννιά
Τσακισμένες Κοιλάδες κι η αχτή και οι κάβοι, και τα βουνά κι
οι πεδιάδες, αληθινά σαν τα αληθινά. Δεν ήθελα να της δείξω
ενδιαφέρον μα δεν μπορούσα και να κρατηθώ. Ονόμασα όσα
είχε σχεδιάσει, κι έγραφε τα ονόματα μέχρι που ήτανε μισή
εικόνα και μισή γραφή, είπα. Κριβώς έτσι, είπε η Μερώνυμη,
αυτό εδώ που κάναμε είναι χάρτης.
Που λέτε. Άκουσα ένα κλαρί να σπάει σε κάτι έλατα από πίσω
μας. Όχι, δεν ήτανε άνεμος που φύσηξε στην τύχη, πόδι το ’χε
κάνει στα σίγουρα, μόνο δεν ήξερα άμα ήτανε ανθρώπου ή
αλόγου ή πουλιού. Δεν ξέραμε ν’ ανεβαίνουνε οι Κόνα στα
Προσάνεμα Κοχάλα, αλλά ούτε στο Πέρασμα της Σλούσα
ξέραμε να πηγαίνουνε, όχι, οπότε μπήκα στο σύδεντρο να
κοιτάξω και να δω. Η Μερώνυμη ήθελε να ’ρθει μαζί μου μα
είπα της να μείνει εκεί που ήτανε. Να ’χε ξανάρθει ο γερο-
Τζόρτζι να μου πετρώσει την ψυχή λίγο ακόμα; Ή να ’τανε
κάνας ρημίτης Μουκίνι που γύρευε μάσα; Είχα πάρει τη λόγχη
μου και πήγαινα όλο πιο κοντύτερα στα έλατα, όλο πιο
κοντύτερα στα έλατα…
H Ρόουζις καθότανε καβάλα σ’ ένα μεγάλο κορμό όλο
μούσκλια. Βλέπω έχεις καινούργια παρέα, είπε ευγενικά, αλλά στα
μάτια της είχε ένα ντίνγκο έξαλλο.
Ποια, αυτή; Έδειξα πίσω μου τη Μερώνυμη, που καθότανε και
μας κοιτούσε που μιλούσαμε. Δεν άκουσες το γλωσσοκοπάνημα πως
η Καραβίτισσα είναι πιο μεγαλύτερη απ’ όσο ήταν η γιαγιά μου σαν την
ξαναγέννησε η Σόνμι! Μην τη ζηλεύεις αυτή! Δεν είναι σαν κι εσένα,
Ρόουζις. Έχει τόση Εξυπνάδα στο κεφάλι της που θα της κοπεί ο λαιμός απ’
το βάρος.
Η Ρόουζις δεν ήτανε ευγενική τώρα. Εγώ δηλαδή δεν έχω
Εξυπνάδα;
Αχ, γυναίκες, γυναίκες! Θα βρούνε την πιο χειρότερη
σημασία στα λόγια σου και θα σου τη δείξουνε και θα πούνε,
Δες με τι μου ’κανες επίθεση! Γκαβλωμένος και θερμοκέφαλος όπως
ήμουνα, λίγη γροθίστικη κουβέντα θα την έφερνε στα σύγκαλά
της, έτσι θάρρεψα. Ξέρεις ότι δεν εννοώ αυτό, μωρή χαζή στριμμένη…
Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη γιατρειά πειδής η Ρόουζις μου
κοπάνησε τη μούρη τόσο δυνατά που το χώμα βούτηξε
μπροστά κι έπεσα με τα ψαχνά μου. Τόσο είχα σαστίσει που
απλά καθόμουνα εκεί πέρα σαν πεσμένο βυζαστάρι,
ακούμπησα τη μύτη μου, και τα δάχτυλά μου ήτανε κόκκινα.
Α, είπε η Ρόουζις, κι ύστερα, Χα! κι ύστερα, Τις γίδες σου
σκυλολόγα τες όσο θες, βόσκαρε, εμένα όμως όχι, που να σου πετρώσει την
ψυχή σου ο γερο-Τζόρτζι! Η πιο χειρότερη κατάρα που ξέρανε οι
Κοιλαδίτες. Οι έρωτες και τα κουνήματά μας σπάσανε σε
μιλιούνια κομματάκια και η Ρόουζις έφυγε με το καλάθι της να
κάνει πέρα δώθε.

Η μιζέρια και το ρεζιλίκι γυρεύουνε να ρίξουνε το φταίξιμο σε


κάποιον, κι εγώ έριξα το φταίξιμο που ’χασα τη Ρόουζις στην
αναθεματισμένη την Προγνωστικιά. Κείνο το πρωί στης
Σελήνης τη Φωλιά σηκώθηκα και φώναξα τις γίδες μου και τις
πήγα στο βοσκοτόπι του Θαμ χωρίς ούτε αντίο να πω στη
Μερώνυμη. Είχε αρκετή Εξυπνάδα να μ’ αφήσει στην ησυχία
μου, αναστορηθείτε ότι είχε δικό της γιο στην Πρόγνωση.
Σαν γύρισα σπίτι κείνο το βράδυ, η μάνα κι η Σάσι κι ο Τζόνας
κάθονταν ένα γύρο. Είδαν τη μύτη μου και κοιτάξανε πονηρά ο
ένας τον άλλο. Τι έπαθε η μουσούδα σου, αδερφέ; ρώτησε ο Τζόνας,
όλο γαύρα. Αυτό; Α, γλίστρησα και το κοπάνησα στης Σελήνης τη Φωλιά,
τους είπα απότομα.
Η Σάσι σα να γέλασε. Μήπως θέλεις να πεις πως το κοπάνησες στης
Ρόου­ζις τη φωλιά, αδερφέ Ζάκρι; και κακάρισαν κι οι τρεις τους σαν
τις στριγκονυχτερίδες κι εγώ κατακοκκίνισα και έβγαλα
καπνούς. Είπε μου η Σάσι ότι είχε ακούσει το γλωσσοκοπάνημα
από τον αξά της Ρόουζις το Γουόλτ, που το ’χε πει του
Μπιτζίζους, που ’χε παντήξει της Σάσι, μα γω δεν άκουγα στ’
αλήθεια, όχι, γω έστελνα τη Μερώνυμη στο γερο-Τζόρτζι, και
δε σταματούσα, και ευτυχώς δεν ήτανε στου Μπέιλι κείνη τη
νύχτα, όχι, μάθαινε αργαλειό στης θείας Μπις.
Κατέβηκα που λέτε στον ωκεανό και κοίταγα την κυρα-
Σελήνη για να ηρεμήσω την καυτή μιζέρια μου. Μια
πρασινόραμφη βγήκε και σύρθηκε στην παραλία να γεννήσει
τα αυγά της αναστορούμαι, και κόντεψα να τη λογχίσω
επιτόπου από κακία και μόνο, βλέπετε, άμα δεν ήτανε η ζωή
μου δίκαιη, γιατί να είναι δίκαιη ενός ζώου; Είδα όμως τα
μάτια της, τόσο αρχαία ήτανε τα μάτια της που είχανε δει το
μέλλον, ναι, κι άφησα τη χελώνα κι έφυγε. Ήρθανε με τις
σανίδες τους ο Γκούμπο και ο Κόμπερι κι αρχίσανε να
σερφάρουνε στ’ αστρόφωτο νερό, κι ήτανε πολλά ωραίος
σερφέρης ο Κόμπερι, και με φωνάξανε να πάω κι εγώ μαζί τους
μα δεν είχα όρεξη να σερφάρω, όχι, είχα πιο σοβαρότερα
πράγματα να ασχοληθώ με την Ηγουμένη στη σχολή. Πήγα
λοιπόν εκεί και ώρα μιλούσα για τις έγνοιες μου.
Η Ηγουμένη άκουσε μα δε με πίστεψε καθόλου, όχι, νόμιζε
ότι πήγαινα να ξεγλιστρήσω απ’ τη φιλοξενία της Μερώνυμης.
Έχεις δει το Καράβι, έχεις δει τα σιδερικά τους, έχεις δει ό,τι μας αφήνουνε
να δούμε από την Εξυπνάδα. Άμα σχεδιάζανε εισβολή οι Προγνωστικοί στις
Εννιά Κοιλάδες, αληθινά θαρρείς πως θα καθόμασταν εδώ να το συζητάμε;
Φέρε μου αποδείξεις πως η Μερώνυμη σχεδιάζει να μας σκοτώσει όλους
στον ύπνο μας, και θα καλέσω μάζωξη. Άμα δεν έχεις αποδείξεις, ε, τότε μη
μιλάς. Να κατηγοράς μια διαίτερη μουσαφίρισσα δεν είναι ευγενικό, Ζάκρι,
και δε θ’ άρεσε του κύρη σου.
Η Ηγουμένη δεν επέβαλλε το πρόσταγμά της σε κανέναν,
ήξερες όμως πότε είχε τελειώσει η κουβέντα. Πάει και
τελείωσε, λοιπόν, ήμουνα μόνος μου, ναι. Ο Ζάκρι ναντίον των
Προγνωστικών.

Ερχόντανε και πηγαίνανε οι μέρες και το καλοκαίρι ζέσταινε


πράσινο κι αφρισμένο. Έβλεπα τη Μερώνυμη να χώνεται σ’
όλες τις Κοιλάδες, να συναντάει κόσμο και να μαθαίνει πώς
ζούσαμε, τι είχαμε, πόσοι μπορούσαμε να πολεμήσουμε, και
να χαρτογραφεί περάσματα προς τις Κοιλάδες από τα Κοχάλα.
Πήγα σ’ ένα δυο από τους πιο μεγαλύτερους και πονηρότερους
να τους πάρω λόγια άμα είχανε καμιά αμφιβολία ή άγχητα για
την Προγνωστικιά, μα όταν είπα εισβολή ή επίθεση, μ’
αγριοκοιτάξανε σαστισμένοι κι έκπληχτοι από τις κατηγόριες
μου, έτσι που ντράπηκα και το βούλωσα, βλέπετε, δεν ήθελα
να με μαυρίσει το γλωσσοκοπάνημα. Έπρεπε να παραστήσω
τον καλότροπο στη Μερώνυμη μήπως και τεμπελιάσει και
ξεχάσει τη φιλική της μάσκα για λίγο και μου δείξει τ’ αληθινά
της σχέδια κάτω από τη μάσκα, ναι, μήπως μου δώσει
αποδείξεις που θα μπορούσα να δείξω στην Ηγουμένη και να
καλέσω μάζωξη.
Δεν είχα επιλογή άλλη απ’ το βλέποντας και κάνοντας. Η
Μερώνυμη ήταν αληθινά αγαπητή. Οι γυναίκες τής μολοούσαν
πράματα πειδής ήτανε ξένη και δε θα έλεγε μυστικά στη Γριά
τη Γλωσσοκοπάνα. Η Ηγουμένη ζήτησε από τη μουσαφίρισσά
μας να κάνει μάθημα αριθμούς στη σχολή κι η Μερώνυμη είπε
ναι. Η Κάτκιν έλεγε πως ήτανε καλή δασκάλα, μα δεν τους
μάθαινε τίποτις πέρα από την Εξυπνάδα της Ηγουμένης, κι ας
ήξερε η Κάτκιν πως άμα ήθελε μπορούσε. Κάποια
σχολειαρόπαιδα πιάσανε να βάφουνε τις μούρες τους πιο
μαυρότερες για να μοιάζουνε με Προγνωστικούς αλλά η
Μερώνυμη τους είπε να πλυθούνε, αλλιώτικα δε θα τους
μάθαινε τίποτα, πειδής η Εξυπνάδα κι ο πολιτισμός καμία
σχέση δεν έχουνε με το χρώμα του δέρματος, όχι.
Που λέτε ένα βράδυ στη βεράντα μας, η Μερώνυμη ρωτούσε
για τις εικόνες. Είναι οι εικόνες ένα σπίτι για την ψυχή; Ή μια κοινή
αναστόρηση του προσώπου, του σογιού, της ηλικίας και τέτοια; Ή μια
προσευχή στη Σόνμι; Ή μια ταφόπλακα γραμμένη στην εδώ ζωή με
μηνύματα για την επόμενη ζωή; Βλέπετε, οι Προγνωστικοί ήτανε
όλο γιατί και τι, ποτέ δεν έφτανε που κάτι απλά υπήρχε κι άσ’ το
στην ησυχία του. Ο Δυοφυσίτης εδώ στο Μάουι τα ίδια έκανε,
έτσι δεν είναι; Ο θείος Μπις προσπαθούσε ν’ απαντήσει αλλά
θόλωνε, και μολόησε ότι ήξερε κριβώς τι ήτανε οι εικόνες μέχρι
τη στιγμή που ’πρεπε να τις εξηγήσει. Το Εικονοστάσι, είπε η
θεία Μπις, ένωνε το παρελθόν και το παρόν των Κοιλαδιτών.
Που λέτε, δε μου τύχαινε συχνά να μπορώ να διαβάσω
καποιανού τα συλλογίσματα, αλλά εκείνη τη στιγμή είδα την
Καραβίτισσα να ρωτιέται, Αχά, άρα αυτό το Εικονοστάσι πρέπει να
πάω να το δω, ναι. Όχι, δεν είπα τίποτα, μα το άλλο χάραμα
κατέβηκα στην Κοκάλινη Αχτή και κρύφτηκα στο Σούσαϊντ
Ροκ. Βλέπετε, λογάριαζα πως, άμα έπιανα την ξενομερίτισσα
να περιφρονεί τις εικόνες ή ακόμα πιο καλύτερα να σουφρώνει
καμιά, θα μπόραα να γυρίσω ναντίον της τους πιο
μεγαλύτερους Κοιλαδίτες, και να βάλω μυαλό στο λαό και το
συγγενολόι μου για τα αληθινά σχεδιάσματα των
Προγνωστικών.
Έκατσα λοιπόν και περίμενα στο Σούσαϊντ Ροκ, και
λογιζόμουνα όσους έσπρωχνε αποκεί ο Τζόρτζι στα άγρια
κύματα από κάτω. Φυσούσε κείνο το πρωί, ναι, καλά
αναστορούμαι, η άμμος και τα χαμοσκίδια να βιτσίζουνε και οι
ασκληπιάδες να κοπανιούνται και τα κύματα να πετάνε
αφρούς. Έφαγα κάτι μύκητες που ’χα φέρει για πρωι­νό, πριν
όμως τελειώσω, ποιον βλέπω να πηγαίνει στο Εικονοστάσι, τη
Μερώνυμη, ναι, μαζί με το Νέιπς του Ινούγιε. Δίπλα δίπλα και
μιλούσανε σαν τα κολλητάρια! Α, άρχισε αμέσως να καλπάζει ο
λογισμός μου! Πήγαινε ο Νέιπς να γίνει δεξί χέρι της
ξενομερίτισσας; Κι άμα σχεδίαζε να αντικαταστήσει την
Ηγουμένη στην αρχηγία των Εννιά Κοιλάδων μόλις μας
έδιωχναν οι Προγνωστικοί από τα Κοχάλα στη θάλασσα με τη
φιδίσια και ιουδευτική Εξυπνάδα τους;
Ο Νέιπς την είχε τη γοητεία του, ναι, όλοι τονε
συμπαθούσανε, με τα αστεία του ιστορήματα και το χαμόγελό
του και τα τέτοια. Άμα είχα εγώ τη γιδόγλωσσα, ε, ο Νέιπς
κάπως είχε την ανθρωπόγλωσσα. Δεν μπορείς να μπιστεύεσαι
τύπους τόσο πιδέξιους με τις λέξεις σαν κι αυτόν. Μπήκαν ο
Νέιπς κι η Μερώνυμη στο Εικονοστάσι, με των κοκοριών το
θράσος. Ο σκύλος ο Πάι περίμενε απέξω, εκεί που τον
πρόσταξε η Μερώνυμη.
Αθόρυβος σαν τ’ αεράκι γλίστρησα ξοπίσω τους. Ο Νέιπς είχε
κιό­λας σφηνώσει την πόρτα να μην κλείσει για να ’χουνε φως,
κι έτσι ούτε που έτριξε άμα ακροπάτησα πίσω τους. Από τα
μουντά και σκιε­ρά ράφια όπου ήτανε οι παλιότερες εικόνες
άκουσα το Νέιπς να μουρμουρίζει. Σχεδιάσματα και πλεχτάνες,
ήμουνα σίγουρος! Πλησίασα ν’ ακούσω ό,τι ήτανε ν’ ακούσω.
Μα ο Νέιπς κοκορευότανε για τον κύρη του παππού του, που
τόνε λέγανε Τρούμαν, ναι, αυτός ο ίδιος Τρούμαν Τρίτος που
ακόμη περπατάει στις ιστορίες στο Μεγάλο Ν., κι εδώ στο
Μάουι. Ε, λοιπόν, άμα εσείς οι νέοι δεν ξέρετε την ιστορία του
Τρούμαν Νέιπς, καιρός να τη μάθετε, κάτσετε λοιπόν καλά και
κάνετε υπομονή και δώσετέ μου τ’ αναθεματισμένο το χόρτο.

Ο Τρούμαν Νέιπς ήτανε σαπροφάγος παλιά που τα πράματα


των Παλιών ακόμη πολυκαιριάζανε σε κρατήρες αποδώ κι
αποκεί. Ένα πρωί τού φύτρωσε στο μυαλό μια ιδέα που ’λεγε
πως οι Παλιοί μπορεί να ’χανε κρύψει ατίμητα πράματα πάνω
στο Μάουνα Κέα για να τα φυλάξουνε. Αυτή η ιδέα μεγάλωνε
και μεγάλωνε και μέχρι να βραδιάσει ο Τρούμαν είχε
αποφασίσει ν’ ανέβει εκείνο το τρομαχτικό βουνό για να δει
ό,τι ήτανε να δει, ναι, και να φύγει την επόμενη μέρα κιόλας.
Είπε του η γυναίκα του, Τρελάθηκες, δεν έχει τίποτα στο Μάουνα Κέα
παρά το γερο-Τζόρτζι και τους ναούς του κρυμμένους πίσω από τα τείχη
του. Δε θα σ’ αφήσει να μπεις άμα δεν είσαι κιόλας πεθαμένος κι η ψυχή
σου δική του. Ο Τρούμαν είπε απλά, Τράβα κοιμήσου, παλιογύναικο,
αυτές οι πιτήδειες προκαταλήψεις δεν είναι αλήθεια, κοιμάται λοιπόν
και ξυπνάει και με το χάραμα ανεβαίνει την Κοιλάδα του
Γουαΐπιο.
Ο γενναίος Τρούμαν τρεις γεμάτες μέρες πεζοπόραε και
σκαρφάλωνε και είχε περιπέτειες διάφορες που δεν
προλαβαίνω τώρα να σας πω, μα γλίτωσε απ’ όλες μέχρι που
ανέβηκε εκείνη την τρομερή και στοιχειωμένη κορφή μέσα στα
νέφη, που τη βλέπεις όπου και να ’σαι στο Μεγάλο Ν., τόσο
ψηλά που δεν έβλεπε τον κόσμο από κάτω. Σταχτιά ήτανε, ναι,
κι ούτε ένα τοσοδά πράσινο, κι ορμούσανε αποδώ κι αποκεί
ένα μιλιούνι αέρηδες σαν τα λυσσασμένα ντίνγκο. Τα βήματα
του Τρούμαν τα σταμάτησε ένα θαμάσιο τείχος από
σιδερόπετρα, πιο ψηλότερο από σεκόγιες, που κύκλωνε όλη τη
βουνοκορφή μίλια και μίλια. Όλη μέρα περπατούσε ολόγυρά
του ο Τρούμαν κι έψαχνε άνοιγμα, πειδής ούτε να
σκαρφαλώσει ούτε να σκάψει από κάτω του γινότανε, τι λέτε
όμως πως βρήκε λίγο πριν σκοτεινιά­σει; Έναν από το Χάβι,
ναι, καλοκουκουλωμένο για να φυλάγεται από τον αέρα,
σταυροπόδι πίσω από ένα βράχο να καπνίζει πίπα. Ο Χάβι
ήτανε και του λόγου του σαπροφάγος κι είχε ανέβει στο
Μάουνα Κέα για τον ολόιδιο λόγο με τον Τρούμαν, το
διανοάστε; Τόσο έρημος ήτανε ο τόπος, που ο Τρούμαν και
αυτός απ’ το Χάβι αποφασίσανε να ενωθούνε και να χωρίσουνε
ό,τι πράματα βρίσκανε μαζί μισό μισό.
Που λέτε, η τύχη του Τρούμαν άλλαξε την ολοεπόμενη
στιγμή, ναι. Κείνα τα νέφη που πυκνώνανε γίνανε νερουλά και
διάφανα και κείνες οι τοξωτές ατσάλινες πύλες στο τείχος
κουνηθήκανε και βροντήξανε και ανοίξανε ολομόναχές τους.
Από την πύλη, της Εξυπνάδας ή καμιάς μαγείας γέννημα δεν
ήξερε ο Τρούμαν να πει, ο ήρωάς μας είδε κάτι αλλόκοσμους
ναούς, σαν κι αυτούς που λένε τα παλιά ιστορήματα πως
υπήρχανε, μα τον Τρούμαν δεν τον έπιασε φόβος, όχι, σάλια
τον πιάσανε, πειδής λογάριαζε όλα τα ατίμητα παλιά πράματα
και σκευάσματα που θα ’τανε κει μέσα. Χτύπησε αυτόν απ’ το
Χάβι στην πλάτη κι είπε, Γιούχου, είμαστε πιο πλουσιότεροι από τους
βασιλιάδες και τους γερουσιαστές πριν απ’ την Πτώση, αδερφέ Χαβίτη!
Βέβαια, άμα έμοια­ζε ο Τρούμαν Νέιπς του δισέγγονού του,
μάλλον ήδη σκευωρούσε για να κρατήσει τη σαπροφαγωμένη
λεία ολοδική του.
Αυτός απ’ το Χάβι όμως δε χαμογελούσε, όχι, παρά μέσα από
την κουκούλα του μίλησε κακόκεφα. Αδερφέ Κοιλαδίτη, ήρθε
πιτέλους η ώρα μου να κοιμηθώ.
Ο Τρούμαν Νέιπς δεν κατάλαβε. Ακόμη δε σουρούπωσε, τι εννοείς;
Εγώ δε νυστάζω τόσο, εσύ λοιπόν γιατί;
Μα αυτός απ’ το Χάβι διάβηκε κείνη την πένθιμη πύλη. Ο
Τρούμαν είχε τώρα μπερδευτεί, και φώναξε, Δεν είναι καιρός για
ύπνους τώρα, Αδερφέ Χαβίτη! Είναι καιρός να σαπροφάμε θαμάσια
ατίμητα πράματα από τους Παλιούς! O Τρούμαν ακολούθησε το
σύντροφο σαπροφάγο του μέσα στη βουβή οχύρωση. Είχε όλο
μαύρες και στραβές πέτρες και ο ουρανός ήτανε μαύρος και
χαλασμένος. Αυτός απ’ το Χάβι έπεσε στα γόνατα να
προσευχηθεί. Η καρδιά του Τρούμαν πάγωσε, βλέπετε, με
κρύο χέρι ο άνεμος ξεκουκούλωσε εκείνον το γονατιστό άντρα
απ’ το Χάβι. Ο Τρούμαν είδε ότι ο σύντροφός του ήτανε ένα
πτώμα από καιρό πεθαμένο, μισό σκελετός και μισό
σκουληκιασμένο κρέας, και κείνο το κρύο χέρι του ανέμου
ήτανε το χέρι του γερο-Τζόρτζι, ναι, του διαβόλου που
στεκότανε εκεί δα και κουνούσε ένα κυρτό κουτάλι. Δεν ήσουνα
πονεμένος κι έρημος εκεί έξω, ατίμητέ μου, μίλησε κείνος ο βασιλιάς
των διαβόλων σ’ αυτόν από το Χάβι, να περιπλανιέσαι στη γη των
ζωντανών με πετρωμένη την ψυχή και πεθαμένος κιόλας; Γιατί δεν
υπάκουσες το κάλεσμά μου πιο νωρίτερα, ανόητε; Ύστερα ο γερο-
Τζόρτζι βύθισε το κυρτό κουτάλι του στις κόγχες του άντρα απ’
το Χάβι, ναι, και του ’βγαλε την ψυχή, που ’σταζε απ’ τα
πασαλείμματα του μυαλού του, και τη μασούλισε, ναι, και
κείνη έσπασε μέσα στ’ αλογίσια δόντια του. Αυτός απ’ το Χάβι
διπλώθηκε κι αξάφνου έμεινε άλλη μια μαύρη και στραβή
πέτρα σκόρπια στην οχύρωση.
Ο γερο-Τζόρτζι κατάπιε την ψυχή αυτού απ’ το Χάβι,
σκούπισε το στόμα του, κωλορεύτηκε και τον έπιασε λόξιγκας.
Βάρβαρη ψυχή, νόστιμη, λαχταριστή, ριμάρισε ο διάβολος, και
χoρευτά πήγε στον Τρούμαν, στυφότατο κρασί, καρυδάκια τουρσί. Ο
Τρούμαν δεν μπορούσε να σαλέψει μήτε πόδι, όχι, τόσο
τρομαχτικό ήταν το θέαμα, βλέπετε. Μα του Κοιλαδίτη η ψυχή είναι
αγνή και δυνατή, και σαν το μέλι απάνω στη γλώσσα θ’ απλωθεί. Η ανάσα
του διαβόλου βρομούσε ψάρι και κλανιά. Μισό μισό η συμφωνία,
είπε. Ο γερο-Τζόρτζι έγλειψε το κυρτό και ροζιασμένο του
κουτάλι. Το θες τώρα το μισό σου, ή άμα πεθάνεις, Τρούμαν Νέιπς Τρίτε
απ’ την Κοιλάδα του Μορμόνου;
Ε, λοιπόν, τώρα ο Τρούμαν ξαναβρήκε τα πόδια του κι έγινε
λαγός κι έτρεξε κι έπεσε απ’ την πένθιμη πύλη, και
κουτρουβαλητός κατέβηκε τις σάρες του βουνού να σωθεί
χωρίς μια φορά να κοιτάξει πίσω του. Άμα γύρισε στις
Κοιλάδες, όλοι κοιτάζανε με σάστισμα πριν προλάβει να
μιλήσει τις περιπέτειές του. Τα μαλλιά του Τρούμαν πριν ήτανε
μαύρα σαν του κοράκου και τώρα ήτανε πιο ασπρότερα απ’ το
κύμα. Μέχρι κι η τελευταία τρίχα.

Θ’ αναστοράτε πως εγώ, ο Ζάκρι, ήμουνα κουλουριασμένος


στην κρυψώνα μου στο Εικονοστάσι, κι άκουγα το Νέιπς να
λέει κείνο το μουχλιασμένο ιστόρημα στην ανεπιθύμητη
μουσαφίρισσα του σπιτιού μου και να δείχνει στη Μερώνυμη
τις οικογενειακές εικόνες του από πεθαμένες ζωές. Της έμαθε
τα νοήματά τους και τις χρήσεις τους για καμπόση ώρα, ύστερα
ο Νέιπς είπε πως έπρεπε να πάει να φτιάξει τα δίχτυα, κι
έφυγε κι άφησε τη Μερώνυμη μονάχη. Και πριν καλά καλά
φύγει αυτός, η Προγνωστικιά φώναξε μέσα στο σκοτάδι, Τι
λογαριάζεις λοιπόν για τον Τρούμαν, Ζάκρι;
Α, τα ’χασα τελείως, ούτε που ’χα στο μυαλό μου ότι ήξερε
πως ήμουνα εκεί και κρυφάκουγα! Αλλά αυτή έκανε τη φωνή
της ότι τάχατες δεν είχε σχεδίασμα να με ντροπιάσει ή να με
ρεζιλέψει, όχι, έκανε τη φωνή της ότι τάχατες είχαμε πάει κι οι
δυο μαζί στο Εικονοστάσι. Λογαριάζεις πως το ιστόρημα του
Τρούμαν είναι καμιάς γριάς παλαβωμάρα; Ή λογαριάζεις πως
έχει μια δόση αλήθεια;
Δεν είχε νόημα να κάνω ότι δεν ήμουνα εκεί, όχι, πειδής το
’ξερε ότι ήμουνα εκεί, σίγουρα. Σηκώθηκα και πήγα στα ράφια
και βρήκα την Προγνωστικιά εκεί που καθότανε και σχεδίαζε
την εικόνα. Τα μάτια μου στη μουντάδα γίνανε πιο
κουκουβαγίσια και τώρα μπορούσα να δω το πρόσωπο της
Μερώνυμης πιο καθαρότερα. Εδώ είναι τ’ άγια των αγίων, είπα
της. Εδώ που είσαι είναι το σπίτι της Σόνμι. Η φωνή μου είχε πάρει
το πιο δυνατότερό μου πρόσταγμα, αν και την αδυνάτιζε που
είχα κρυφακούσει. Ξενομερίτες δεν έχουνε καμιά δουλειά εδώ να
παρασπιουνεύουνε τις εικόνες μας.
Την ευγένεια που δεν είχα γω την είχε η Μερώνυμη. Ζήτησα
την άδεια της Ηγουμένης για να μπω. Πρόσταξε πως μπορούσα. Δεν
ακούμπησα εικόνες, μόνο της οικογένειας του Νέιπς. Αυτός πρόσταξε ότι
μπορούσα. Σε παρακαλώ, εξήγησε γιατί σκας τόσο, Ζάκρι. Θέλω να
καταλάβω μα δεν μπορώ.
Βλέπετε; Αυτή η αναθεματισμένη Προγνωστικιά λογιζότανε
τις επιθέσεις σου πριν καλά καλά τις σκεφτείς εσύ ο ίδιος!
Μπορεί να γελάς την Ηγουμένη μας, είπα της, ψυχραμένος και
κακιασμένος, και μπορεί να γελάς τη μάνα και την οικογένειά μου και
τις αναθεματισμένες τις Εννιά Κοιλάδες όλες, μα μένα δε με γελάς, όχι,
ούτε στιγμή! Ξέρω το πως δε λες όλη την αλήθεια! Για μια φορά τής
έφερα έκπληξη εγώ, κι ήτανε ευχάριστο αίσθημα που άλλο δεν
παραμόνευα, μόνο έβγαζα το λογισμό μου στης μέρας το φως.
Η Μερώνυμη σαν να συνοφρυώθηκε. Δε λέω όλη την αλήθεια για
ποιο πράμα; Ναι, την είχα στριμώξει για τα καλά τη Βασίλισσα
της Εξυπνάδας.
Για το λόγο που είσαι εδώ και σκαλίζεις τη γη μας! Και σκαλίζεις τους
τρόπους μας! Και σκαλίζεις εμάς!
Η Μερώνυμη αναστέναξε και ξανάβαλε την εικόνα του Νέιπς
στο ράφι. Αυτό που έχει σημασία εδώ δεν είναι η μισή αλήθεια ή όλη η
αλήθεια, Ζάκρι, μα το κακό ή το άκακο, ναι. Αυτό που είπε μετά ήτανε
λόγχη στα σωθικά μου. Δεν έχεις και του λόγου σου ένα μυστικό και
κρύβεις «όλη την αλήθεια» απ’ όλους, Ζάκρι;
Θόλωσε ο λογισμός μου. Πώς γινότανε και ήξερε για το Πέρασμα της
Σλούσα; Πηγαίνανε χρόνια! Δουλεύανε οι Προγνωστικοί με τους Κόνα;
Είχανε καμιά Εξυπνάδα που έσκαβε στα βαθιά και σκοτεινά του μυαλού μας
να βρει θαμμένες ντροπές; Δεν είπα τίποτις.
Τ’ ορκίζομαι, Ζάκρι, είπε, στ’ όνομα της Σόνμι–
Α, φώναξά της, οι ξενομερίτες και οι άγριοι ούτε που
πιστεύανε στη Σόνμι, κι άρα δεν είχε καμιά δουλειά να βρομίζει
τ’ όνομα της Σόνμι με τη γλώσσα της!
Η Μερώνυμη μίλησε ήρεμα και ήσυχα σαν πάντα. Έκανα
μεγάλο λάθος, είπε, πίστευε στη Σόνμι, ναι, και πιο
περισσότερο από μένα, άμα όμως προτιμούσα, θα ορκιζότανε
στο γιο της τον Ανάφη. Στην τύχη του και τη ζωή του,
ορκίστηκε, κανείς Προγνωστικός δε σχεδία­ζε το κακό κανενός
Κοιλαδίτη, ποτέ, και οι Προγνωστικοί σεβόντανε τη φυλή μου
πολλά πολλά πολλά πιο περισσότερο απ’ όσο λογάριαζα.
Ορκίστηκε πως, άμα θα μπορούσε να μου πει όλη την αλήθεια,
θα μου την έλεγε.
Κι έφυγε, αυτή μαζί κι η νίκη της.
Έμεινα καμπόσο και πήγα στην εικόνα του κύρη, και άμα
είδα το πρόσωπό του σκαλισμένο στο ξύλο, είδα το πρόσωπό
του στον ποταμό Γουαΐπιο. Αχ, καυτά δάκρυα ντροπής και
λύπησης ξεχυθήκανε. Ήμουνα τάχατες η κεφαλή του σπιτιού
του Μπέιλι, μα δεν είχα πιο δυνατότερο πρόσταγμα από
σκιαγμένο αρνάκι, ούτε πιο λυγερότερο μυαλό από κουνέλι στη
φάκα.

Φέρε μου αποδείξεις, Κοιλαδίτη, είχε πει η Ηγουμένη, αλλιώτικα μη


μιλάς, τώρα λοιπόν λογάριαζα συνέχεια πώς να τις βρω τις
αποδείξεις μου, κι άμα δεν μπορούσα να τις βρω τίμια, ε,
τότε, ας είναι, θα τις έβρισκα κλεφτά. Καμπόσες μέρες μετά η
οικογένειά μου είχε πάει στης θείας Μπις, με τη Μερώνυμη,
πειδής μάθαινε το μελισσοκομιό. Γύρισα νωρίς από τη βοσκή,
ναι, με τον ήλιο ακόμη πάνω από τα Κοχάλα, και γλίστρησα
στο δωμάτιο της επισκέπτριάς μας και γύρεψα το σάκο της. Δε
μου πήρε ώρα, η Καραβίτισσα τον είχε φυλαγμένο κάτω απ’ το
σανίδωμα. Μέσα είχε μικρά δώρα σαν κι αυτά που μας είχε
δώσει σαν πρωτόρθε, αλλά και μερικά Έξυπνα πράματα. Πολλά
κουτιά που δεν κροταλίζανε μα ούτε και καπάκι είχανε, κι έτσι
δεν μπορούσα να τ’ ανοίξω, ένα αλλόκοσμο εργαλείο που δεν
ήξερα, σχηματισμένο και λείο σαν το καλάμι της γίδας αλλά
γκρίζο και βαρύ σαν τη λαβόπετρα, δυο ζευγάρια
καλοφτιαγμένες μπότες, τρία τέσσερα βιβλία με σχεδιάσματα
και γραφή σε κρυφή προγνωστικιά γλώσσα. Δεν ήξερα πού
ήτανε ζωγραφισμένα κείνα τα σχεδιάσματα αλλά στο Μεγάλο
Νησί μια φορά δεν ήτανε, όχι, είχε φυτά και πουλιά που ούτε
σ’ ονειρέματα δεν είχα δει, όχι. Το τελευταίο ήτανε το πιο
θαμασιότερο.
Ένα μεγάλο ασημωπό αυγό ήτανε, μεγάλο σα κεφάλι
βυζασταριού, με χαρακιές και σημάδια πάνω του για ν’
ακουμπήσεις τα δάχτυλα. Το παχύ βάρος του ήτανε αλλόκοσμο
και δεν τσούλαγε. Ξέρω το πως δεν ακούγεται λογικερό, αλλά
ούτε και τα ιστορήματα για την Εξυπνάδα των Παλιών και τα
πετούμενα σπίτια και τα βυζασταρούδια που μεγαλώνουνε στα
μπουκάλια και τις εικόνες που διασχίζουνε τον Κόσμο Όλο
είναι λογικερά, αλλά έτσι ήτανε, έτσι τα λένε οι ανιστορητές
και τα παλιά βιβλία. Εχούφτιαξα, που λέτε, τ’ ασημωπό εκείνο
αυγό στα χέρια μου, κι αυτό άρχισε να γουργουρίζει και να
γυαλίζει λίγο, ναι, σάμπως και ζούσε. Απότομα άφησα τ’ αυγό
κι αυτό σταμάτησε. Να το ’κανε να σαλεύει η ζέστη από τα
χέρια μου;
Τέτοια λύσσα είχε η περιέργειά μου, που το ξανάπιασα, και τ’
αυγό σάλευε και ζεσταινόταν ώσπου τρεμόσβησε και
ξεπρόβαλε ένα κορίτσι φάντασμα! Ναι, ένα κορίτσι φάντασμα,
κριβώς πάνω απ’ το αυγό, όπως με βλέπετε, το κεφάλι της και
ο λαιμός της απλά επιπλέα­νε εκεί πέρα, σαν τις αντανακλάσεις
στο σεληνόνερο, και μιλούσε! Τότε φοβήθηκα και πήρα τα χέρια
μου από τ’ ασημωπό αυγό αλλά το κορίτσι φάντασμα έμεινε,
ναι.
Τι έκανε; Μόνο μιλούσε και μιλούσε, όπως εγώ μιλώ σ’ εσάς.
Αλλά κανονική ανιστορήτρια δεν ήτανε, όχι, μιλούσε μια παλιά
λαλιά, κι ούτε έκανε παράσταση, μόνο απαντούσε ερωτήσεις
που ρωτούσε η σιγανή φωνή ενός άντρα, αν και του λόγου του
δε φανέρωσε το πρόσωπό του. Για κάθε λέξη που καταλάβαινα
ακολουθούσανε γύρω στις πεντέξι που δεν καταλάβαινα. Το
κορίτσι φάντασμα είχε συνέχεια ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη
αλλά τα γαλατένια μάτια της ήτανε λυπημένα, πολλά
λυπημένα, περήφανα όμως και δυνατά κιόλας. Άμα βρήκα
αρκετό τσαγανό μίλησα, μουρμούρισα, Αδερφή, είσαι χαμένη ψυχή;
Με αγνόησε κείνη, οπότε ρώτησα, Αδερφή, βλέπεις με; Τελικά
κατάλαβα πως το κορίτσι φάντασμα δε μιλούσε σ’ εμένα, ούτε
μπορούσε να με δει.
Έκανα να χαϊδέψω το νεφελιασμένο δέρμα της και τ’ άγρια
μαλλιά της αλλά, τ’ ορκίζομαι, τα δάχτυλά μου περνούσανε
από μέσα της, ναι, λες και πήγαινα ν’ ακουμπήσω
αντανάκλαση στο νερό. Και ήτανε και χάρτινες
νυχτοπεταλούδες που πετούσανε απ’ τα γυαλιστερά της μάτια
και το στόμα της, μπρος πίσω, ναι, μπρος πίσω.
Α, αλλόκοσμη και πολλά όμορφη και γαλάζια που ήτανε, μ’
έπιανε η ψυχή μου.
Αξάφνου το κορίτσι φάντασμα ξαναχάθηκε μέσα στ’ αυγό και
ήρθε στη θέση της ένας άντρας. Ένας Προγνωστικός φάντασμα
ήτανε, κι αυτός μπορούσε και μ’ έβλεπε και άγρια μου μίλησε.
Ποιος είσαι εσύ, μικρέ, και πού ’ναι η Μερώνυμη;
Ο Προγνωστικός έγειρε πιο κοντύτερα και το πρόσωπό του
μεγάλωσε. Ένα κοφτερό μουγκρητό ήτανε η φωνή του. Σου
’κανα δυο ερωτήσεις, μικρέ, θα απαντήσεις αμέσως ή θα καταραστώ την
οικογένειά σου τόσο άσχημα που δε θα βγάλει ούτε βυζαστάρι πάνω από
μια σελήνη, ούτε τώρα, ούτε ποτέ!
Ίδρωσα και ξεροκατάπια. Ο Ζάκρι είμαι, κύριε, κι η Μερώνυμη πάει
καλά, ναι, είναι στης θείας Μπις και μαθαίνει μελισσοκομιό.
O Προγνωστικός σημάδεψε την ψυχή μου με τα μάτια του,
ναι, για να καταλήξει άμα θα με πίστευε ή όχι. Και ξέρει η
Μερώνυμη ότι ο οικοδεσπότης της κοσκινίζει τα πράματα της
μουσαφίρισσάς του άμα λείπει; Απάντησε την αλήθεια τώρα πειδής τους
ψεύτες τους καταλαβαίνω.
Ζάρωνα μη με χτυπήσει όπως κουνούσα το κεφάλι μου
αρνητικά.
Άκου καλά. Αυτός ο άντρας είχε πρόσταγμα λες και ήτανε
Ηγουμένη. Αυτή τη δέηση, το «αυγό» που κρατάς τώρα, θα την
ξαναβάλεις εκεί που τη βρήκες. Δε θα πεις κανενός, μα κανενός γι’
αυτή. Αλλιώτικα, ξέρεις τι θα κάνω;
Ναι, απάντησα εγώ. Θα καταραστείς την οικογένειά μου τόσο άσχημα
που δε θα ζήσει ποτέ βυζαστάρι.
Ναι, το ’πιασες, απάντησε κείνος ο βροντερός άντρας. Θα σε
βλέπω, Ζάκρι του Μπέιλι, μίλησε κείνος ο Προγνωστικός
φάντασμα, βλέπετε, ήξερε μέχρι και το σπίτι μου σαν το γερο-
Τζόρτζι. Ξαφανίστηκε και τ’ ασημωπό αυγό ησύχασε κι ύστερα
πέθανε. Απότομα ξανάβαλα τα υπάρχοντα της Μερώνυμης στο
σάκο της και τονε ξαναφύλαξα κάτω απ’ το σανίδωμα, κι
ευχόμουνα να μην είχα χώσει τη μύτη μου. Βλέπετε, όσα
βρήκα δεν ήτανε αποδείξεις για τις αμφιβολίες μου που να τις
έδειχνα στην Ηγουμένη, όχι, όσα βρήκα ήτανε μια Έξυπνη
κατάρα στην πετρωμένη τύχη μου και, μου τ’ ομολόησα γω ο
ίδιος, μια βρομερή κηλίδα στην τιμή μου σαν οικοδεσπότη.
Μα δεν μπορούσα και να ξεχάσω το κορίτσι φάντασμα, όχι,
στοίχειωνε τα όνειρά μου σε ύπνο και ξύπνο. Τόσα αισθήματα
είχα που δεν τα χωρούσα. Αχ, δεν είν’ εύκολο να ’σαι νέος
πειδής καθετί που σου φέρνει απορία κι άγχητα σου φέρνει
απορία κι άγχητα πρώτη φορά.

Η κυρα-Σελήνη πάχυνε, η κόρη της αδυνάτισε, κι αξάφνου


τρεις από τις έξι σελήνες πριν ξανάρθει το Προγνωστικό Καράβι
να πάρει τη Μερώνυμη είχανε περάσει. Αναμετάξυ μας εγώ κι
η μουσαφίρισσά μας είχαμε τώρα μιας λογής ανακωχή. Δεν
μπιστευόμουνα την Καραβίτισσα μα την ανεχόμουνα στο σπίτι
μου αρκετά ευγενικά, για να τη σπιουνεύω πιο καλύτερα. Κι
ύστερα ένα απόγευμα όλο ανεμοσύρματα έγινε το πρώτο από
πολλά τυχάματα, ναι, τυχάματα που κάνανε κείνη την ανακωχή
κάτι άλλο, όπου η μοίρα η δική της κι η δική μου πλεχτήκανε
μαζί στο ίδιο σχοινί.
Ένα βροχερό πρωινό τ’ αδερφού Μάνρο ο πιο μικρότερος, ο
Φακάγκλι, ήρθε αναφάραγγα να με βρει μαζεμένο κάτω από
μια διφύλλεια στο Ραντς Ράιζ, και μου ’φερνε νέα τρομερά. Η
αδερφή μου η Κάτκιν έριχνε καθετή στην Αχτή του
Σκυλόβραχου και πάτησε μια σκορπίνα και τώρα πέθαινε απ’ τα
ρίγη και τον πυρετό στου Μάνρο. Η βοτανίστρα, η Γουίμοβεϊ,
ναι, της Ρόουζις η μάνα, τη φρόντιζε κι ο Λίρι ο θεραπευτής
από το Χίλο έκανε κι αυτός τα ξόρκια του, της Κάτκιν όμως η
ζωή έσβηνε, ναι. Εδώ γεροδεμένοι μπρατσαράδες και δε
γλιτώνουνε συνήθως απ’ τη σκορπίνα, όχι, κι η κακομοιρούλα
η Κάτκιν πέθαινε κι είχε δυο ώρες ακόμα, ίσως τρεις.
O Φακάγκλι φρόντιζε τις γίδες κι εγώ κατέβηκα μέσα απ’ τις
κρανιές στο σπίτι του Μάνρο και, ναι, όπως τα είχε πει ο
Φακάγκλι, έτσι τα βρήκα. Η Κάτκιν ψηνότανε και
κοντανάσαινε και δε γνώριζε κανενός το πρόσωπο. Η
Γουίμοβεϊ της είχε βγάλει τα φαρμακωμένα πτερύγια με την
τσιμπίδα κι είχε πλύνει τα τσιμπήματα με πολτό νόνι και η Σάσι
της έβαζε βρεμένα πανιά στο κεφάλι για να την ηρεμήσει. Ο
Τζόνας είχε πάει στο Εικονοστάσι να προσευχηθεί στη Σόνμι. O
Γενάτος Λίρι μουρμούριζε τα ξόρκια του των Χίλο και κουνούσε
τις μαγικές του θυσανάτες λόγχες για να διώξει τα κακά
πνεύματα. Δε φαινότανε να βοηθάει πολλά ο Λίρι, όχι, μύριζε
ο τόπος ότι πέθαινε η Κάτκιν, μα η μάνα ήθελε το Λίρι εκεί,
βλέπετε, θα πιστέψεις μιλιού­νια διαφορετικά πιστέματα άμα
θαρρείς πως έστω ένα απ’ αυτά μπορεί να σου συντράμει. Τι να
’κανα λοιπόν, χτος απ’ το να κάθομαι εκεί και να κρατάω της
αγαπημένης Κάτκιν τα καυτά χέρια και ν’ αναστορούμαι τον
ασάλευτο άχρηστο εαυτό μου όπως κοιτούσε τους Κόνα να
μαστιγώνουνε και να κυκλώνουνε τον κύρη και τον Άνταμ;
Τώρα μπορεί η φωνή να ήτανε του κύρη ή μπορεί και της Σόνμι
ή μπορεί και κανενός παρά δική μου, αλλά μια ήσυχη φωνή
έσκασε μια φούσκα μέσα στ’ αυτί μου: Η Μερώνυμη, είπε.
Το γλωσσοκοπάνημα μου ’πε πως η Μερώνυμη είχε ανεβεί
στο Φαράγγι του Γκάστζοου, οπότε πήγα εκεί τρεχαλητός, ναι,
κι εκεί ήτανε και γέμιζε τα Έξυπνα βαζάκια της με νερό απ’ το
Φαράγγι του Γκάστζοου μέσα στην αχνιστή βροχή, βλέπετε, ο
Γουόλτ την είχε περάσει πιο πρωτύτερα και το
γλωσσοκοπάνησε. Η Προγνωστικιά είχε το διαίτερο σάκο της
μαζί και δόξασα τη Σόνμι γι’ αυτό. Καλησπέρα, φώναξε η
Καραβιτίσσα σαν με είδε να τσαλαβουτάω αναπόταμα.
Στραβή κι ανάποδη, αντιγύρισα. Η Κάτκιν πεθαίνει! Η Μερώνυμη
μ’ άκουγε πένθιμα που της έλεγα για τη σκορπίνα αλλά
λυπόταν, όχι, δεν είχε γιατρική Εξυπνάδα και, όπως και να ’χε,
τα βότανα της Γουί­μοβεϊ κι οι επωδές του Λίρι ήτανε γιατρική
του Μεγάλου Νησιού και σίγουρα πιο καλύτερη για τους
αρρώστους του Μεγάλου Νησιού, έτσι δεν ήτανε;
Κουράδες, της είπα εγώ.
Κούνησε το κεφάλι της πολλά λυπημένα. Εμείς οι Προγνωστικοί
έχουμε όρκο να μην ανακατευόμαστε με τη φυσική τάξη των πραμάτων.
Κατεργάρικα μίλησα τώρα, Η Κάτκιν σε λέει θείτσα και σ’ έχει για
συγγενολόι. Κι εσύ σίγουρα κάνεις στο σπίτι μας λες κι είσαι συγγενολόι.
Άλλη μια ψευτιά σου για να μας μελετήσεις παραπάνω; Άλλο ένα μέρος
από την «όχι όλη την αλήθεια σου»;
Η Μερώνυμη ζάρωσε. Όχι, Ζάκρι, δεν είναι.
Ε, τότε, έπαιξα με την τύχη μου, λέω πως θα ’χεις καμιά διαίτερη
Εξυπνάδα που θα βοηθήσει το συγγενολόι σου.
Η Μερώνυμη με τα λόγια της πέταξε μια λόγχη. Γιατί δεν
ξανακοσκινίζεις τα πράματά μου να κλέψεις τη διαίτερη προγνωστικιά
Εξυπνάδα μου εσύ ο ίδιος;
Ναι, ήξερε για μένα και τ’ ασημωπό αυγό. Παρίστανε πως
τάχατες δεν ήξερε αλλά ήξερε. Δεν είχε νόημα ν’ αρνηθώ,
οπότε δεν αρνήθηκα. Η αδερφή μου πεθαίνει κι εμείς καθόμαστε εδώ
και γροθιζόμαστε.
Τόσα ποτάμια και βροχές του κόσμου μάς περάσανε. Τελικά η
Μερώνυμη είπε ναι, θα ’ρχότανε να δει την Κάτκιν μα της
σκορπίνας το δηλητήριο ήταν πυκνό και σβέλτο και μάλλον δεν
μπορούσε να κάνει τίποτα για να σώσει την αδερφούλα μου και
πιο καλύτερα να καταλάβαινα την αλήθεια αυτή τώρα. Δεν είπα
ναι ή όχι, μόνο ντουγρού την πήγα στου Μάνρο. Άμα μπήκε η
Προγνωστικιά, η Γουίμοβεϊ ξήγησε τι είχε κάνει αν και ο
Γενάτος Λίρι είπε, Ααα… μια διαόλισσα πλησίασε… α… τη νιώθω με τις
διαίτερες δυνάμεις μου…
Η Κάτκιν είχε πια χαθεί, ναι, ασάλευτη και άκαμπτη σαν
εικόνα, μόνο μια ψιθυριστή ανάσα γρατζούναγε το λαιμό της.
Το πένθιμο πρόσωπο της Μερώνυμης απλά έλεγε, Όχι, πάει πια,
δεν μπορώ τίποτα να κάνω, και φίλησε το μέτωπο της αδερφής μου
γι’ αποχαιρετισμό, κι έφυγε λυπημένη στη βροχή. Α, δες την
Προγνωστικιά, κοκορεύτηκε ο Λίρι, η Εξυπνάδα τους μπορεί και
κουνάει μαγικά καράβια από ατσάλι μα μόνο ο Ιερός Ψαλμός του Αγγέλου
Λαζάρου μπορεί να δελεάσει την ψυχή του κοριτσιού για να γυρίσει απ’ τ’
απελπισμένα λασποτόπια αναμετάξυ της ζωής και του θανάτου.
Απελπισία ένιωθα, η αδερφή μου πέθαινε, η βροχή κοπανούσε
μα η ίδια κείνη φωνή δεν το βούλωνε στ’ αυτί μου: H
Μερώνυμη.
Δεν ήξερα γιατί αλλά την ακολούθησα έξω. Κάτω από την
κεραμοσκεπή στην πόρτα του Μάνρο κοιτούσε τις βίτσες της
βροχής. Δεν έχω δικαίωμα να σου ζητάω χάρες, δεν ήμουνα καλός
οικοδεσπότης, όχι, άχρηστος και κακός ήμουνα, μα… Μου τέλειωσαν οι
λέξεις.
Η Προγνωστικιά ούτε σάλεψε ούτε με κοίταξε, όχι. Η ζωή της
φυλής σου έχει μια φυσική τάξη. Η Κάτκιν θα πατούσε κείνη τη σκορπίνα
είτε ήμουνα εδώ είτε όχι.
Τα βροχοπούλια βγάζανε το πλατσουριστό τραγούδι τους. Ένας
χαζός γιδάρης είμαι, θαρρώ όμως πως και μόνο που ’σαι εδώ αυτή τη
φυσική τάξη τηνε χαλάς. Θαρρώ πως σκοτώνεις την Κάτκιν που δεν κάνεις
κάτι. Και θαρρώ πως, άμα ήτανε ο γιος σου ο Ανάφης εκεί μέσα με το
δηλητήριο της σκορπίνας να του λιώνει την καρδιά και τα πνεμόνια, αυτή η
φυσική τάξη δε θα ’τανε και τόσο σημαντική, έτσι;
Δεν απάντησε μα ήξερα ότι άκουγε.
Γιατί αξίζει πιο περισσότερο η ζωή ενός Προγνωστικού παρά ενός
Κοιλαδίτη;
Έχασε την ηρεμία της. Δεν είμαι εδώ να κάνω την Παναγιά τη Σόνμι
κάθε φορά που γίνεται κάτι κακό και να το φτιάχνω με μαγικά! Άνθρωπος
είμαι, Ζάκρι, όπως εσύ, όπως όλοι!
Υποσχέθηκα, Δε θα ’ναι κάθε φορά που γίνεται κάτι κακό, είναι μόνο
τώρα.
Στα μάτια της είχε δάκρυα. Τέτοια υπόσχεση δεν μπορείς να την
κρατήσεις ή να την πατήσεις.
Αξάφνου βρέθηκα να της λέω κάθε ψύλλο αλήθειας για το
Πέρασμα της Σλούσα, ναι, όλα. Πώς είχα οδηγήσει τους Κόνα
να σκοτώσουνε τον κύρη και να σκλαβώσουνε τον Άνταμ και
ποτέ δεν το μολόησα σε κανέναν μέχρι κείνη κριβώς τη στιγμή.
Δεν ήξερα γιατί φανέρωνα αυτό το κρυμμένο μυστικό στον
εχθρό μου, όχι πριν το τέλος, όταν έπιασα τη σημασία του και
της την είπα κιόλας. Αυτό που μόλις σου ’μαθα για μένα και την ψυχή
μου είναι λόγχη στο λαιμό μου και φίμωτρο στο στόμα μου. Μπορείς να
πεις στη Γριά τη Γλωσσοκοπάνα όσα σου ’πα, και να με καταστρέψεις,
όποτε θέλεις. Θα σε πιστέψει, όπως και πρέπει, πειδής είναι αλήθεια κάθε
λέξη κι οι άνθρωποι θα σε πιστέψουνε πειδής το νιώθουνε πως είναι
πετρωμένη η ψυχή μου. Άμα έχεις καμιά Εξυπνάδα, που λες, ναι, ό,τι
μπορεί να βοηθήσει την Κάτκιν τώρα, δώσε μού την, πες μου την, κάνε την.
Κανένας ποτέ, ποτέ δε θα το μάθει, όχι, τ’ ορκίζομαι, μόνο εσύ κι εγώ.
Η Μερώνυμη έβαλε τα χέρια στο κεφάλι της θαρρείς και
πήγαινε να σκάσει από την πίκρα και μουρμούρισε κάτι σαν
Άμα το μάθαινε ποτέ ο πρόεδρός μου, θα καταλυότανε το τμήμα μου
ολόκληρο, ναι, φορές έβγαζε σμήνη ολόκληρα λέξεις που δεν
ήξερα. Από ένα ξεκαπάκωτο βάζο στο σάκο της έβγαλε μια
γαλαζοπράσινη πέτρα μικρή σαν τ’ αυγό του μυρμηγκιού και
μου ’πε να τη χώσω στο στόμα της Κάτκιν τόσο κατεργάρικα
που κανένας να μη με δει, κανένας να μην το σκεφτεί καν πως
με είδε. Και, για όνομα της Σόνμι, με προειδοποίησε η Μερώνυμη,
άμα ζήσει η Κάτκιν, που δεν υπόσχομαι ότι θα ζήσει, να σιγουρέψεις πως τα
ζήτω για τη γιατρειά της θα τα πάρει η βοτανίστρα, όχι αυτός ο
βουντουγιατροσοφιστής από το Χίλο, ναι;
Πήρα λοιπόν το γαλαζοπράσινο φάρμακο και την ευχαρίστησα
μια φορά μόνο. Η Μερώνυμη είπε, Μην πεις ούτε λέξη, ούτε τώρα
ούτε ποτέ όσο ζω, κι αυτή την υπόσχεση την κράτησα. Στο
ατίμητο στόμα της αδερφής μου το ’ριξα εκεί που της άλλαζα
το πανί στο κούτελο, όπως μου ’πε η Μερώνυμη, έτσι που
κανένας δε με είδε. Και τι έγινε;
Τρεις μέρες μετά, η Κάτκιν είχε γυρίσει στη σχολή και
μάθαινε, ναι.
Τρεις μέρες! Που λέτε, σταμάτησα να γυρεύω αποδείξεις ότι
οι Προγνωστικοί σπιουνεύανε για να μας σκλαβώσουνε. Ο Λίρι
απ’ το Χίλο κοκορευότανε στα βατράχια στα βράχια και σ’ όλο
τον κόσμο πως θεραπευτής καλύτερος από κείνον δεν ήτανε,
ούτε καν οι Προγνωστικοί, αν και οι ανθρώποι πιο περισσότερο
πιστεύανε πως ήτανε κατόρθωμα της Γουίμοβεϊ, ναι, όχι δικό
του.

Ένα βράδυ, γύρω στη μια σελήνη μετά την αρρώστια της
Κάτκιν, τρώγαμε κουνέλια με ψητό τάρο κι η Μερώνυμη έκανε
μια άξαφνη ανακοίνωση. Ήθελε να ανέβει στο Μάουνα Κέα
πριν να γυρίσει το καράβι, είπε, να δει τι ήτανε να δει. Η μάνα
μίλησε πρώτη, ανήσυχη κιόλας. Γιατί, αδερφή Μερώνυμη; Δεν έχει
τίποτα στο Μάουνα Κέα παρά ατέλειωτο χειμώνα κι ένα μεγάλο σωρό
πέτρες.
Η μάνα, βέβαια, δεν είπε τι λογαριάζαμε όλοι πειδής δεν
ήθελε να φανεί βαρβαρική κι άγρια, μα η Σάσι δεν έκρυψε
τίποτα. Θεία Μέρο, άμα ανεβείς εκεί πάνω, θα σε παγώσει ο γερο-Τζόρτζι
και θα βγάλει την ψυχή σου μ’ ένα σκληρό και κυρτό κουτάλι και θα τη φάει
για να μην ξαναγεννηθείς ποτέ και το σώμα σου θα γίνει ένας
κρυοπαγημένος βράχος. Πρέπει να μείνεις εδώ στις Κοιλάδες, που έχει
ασφάλεια.
Η Μερώνυμη δεν πήρε τη Σάσι στην πλάκα, μόνο είπε ότι οι
Προγνωστικοί είχανε Εξυπνάδα που θα ’διωχνε το γερο-
Τζόρτζι. Ήτανε απαραίτητο ν’ ανέβει το Μάουνα Κέα για να
χαρτογραφήσει το Προσανέμι, είπε, και όπως και να ’χε, οι
Κοιλαδίτες θέλανε πιο περισσότερες λεπτομέρειες για τις
κινήσεις των Κόνα στ’ Απανέμι και τη Βαϊμέα. Ήτανε εποχές
που τέτοια λόγια θα μου ξυπνούσανε τις υποψίες μου, μα τώρα
δεν το σκέφτηκα αυτό, όχι, αν κι είχα έγνοια άσχημη για την
επισκέπτριά μας. Λοιπόν, το γλωσσοκοπάνημα έτρεχε μέρες
όταν μαθευτήκανε τα νέα αυτά. Η Καραβίτισσα θ’ ανέβει στο
Μάουνα Κέα! Περνούσε κόσμος να προειδοποιήσει τη
Μερώνυμη να μην πάει να χώσει τη μύτη της στην οχύρωση
του ΓΤ, γιατί δε θα ξανακατέβαινε αποκεί. Ήρθε μέχρι και ο
Νέιπς, κι είπε ότι το ν’ ανέβεις το Μάουνα Κέα σε μια ιστορία
ήτανε ένα πράμα, μα να το κάνεις στ’ αλήθεια ήτανε σαλεμένο
και τρελαμένο. Η Ηγουμένη είπε ότι η Μερώνυμη μπορούσε
να πηγαινοέρχεται όπου ήθελε, μα δε θα πρόσταζε κανέναν να
την οδηγήσει πάνω, η κορυφή παραήτανε άγνωρη κι
επικίνδυνη, τρεις μέρες ν’ ανέβεις κι άλλες τρεις να κατέβεις,
και στο δρόμο είχε ντίνγκο και Κόνα και η Σόνμι μόνο ήξερε τι
άλλο, και όπως και να ’χε όλα τα χέρια έπρεπε να ’ναι στα
σπίτια για τις ετοιμασίες για το Παζάρεμα στη Χονοκάα.
Τώρα εγώ τους έφερα όλους έκπληξη, ναι, και σ’ εμένα, άμα
αποφάσισα να πάω μαζί της. Δε με ξέρανε και για τον πιο
αρχιδάτο ταύρο τ’ αχυρώνα. Γιατί λοιπόν το έκανα; Πολλά
απλό. Ένα, χρωστούσα στη Μερώνυμη για την Κάτκιν. Δύο, η
ψυχή μου ήτανε κιόλας μισοπετρωμένη, ναι, σίγουρα δε θα
ξαναγεννιόμουνα, τι είχα λοιπόν να χάσω; Πιο καλύτερα θα
’τανε να φάει ο γερο-Τζόρτζι τη δική μου ψυχή παρά κανενός
άλλου που θα ξαναγεννιότανε, έτσι; Δεν είναι γενναίο αυτό,
όχι, είναι απλά λογικερό. Η μάνα δεν έδειξε να χαίρεται,
πειδής είχαμε πολλή δουλειά στην Κοιλάδα με το θερισμό που
’ρχότανε και τα τέτοια, μα σαν ήρθε το χάραμα που η
Μερώνυμη κι εγώ κινήσαμε, μου ’δωσε μάσα για το ταξίδι που
’χε καπνίσει και αλμυρίσει κι είπε ότι ο κύρης μου θα
καμάρωνε να μ’ έβλεπε τόσο μεγαλωμένο και θαρραλέο. Ο
Τζόνας μου ’δωσε μια διαίτερη κοφτερή κι ωραία λόγχη για
σκορπιομάνες, κι η Σάσι φυλαχτά από μύδια για να
θαμπώσουμε και να τυφλώσουμε το μάτι του γερο-Τζόρτζι άμα
μας κυνηγούσε. Ο αξά μου ο Κόμπερι είχε έρθει να φροντίσει
τις γίδες μου, και μου ’δωσε ένα σακούλι σταφίδες απ’ τα
κλήματα της οικογένειάς του. Η Κάτκιν ήτανε τελευταία, μου
’δωσε ένα φιλί και φίλησε και τη Μερώνυμη, και μας έβαλε και
τους δυο να υποσχεθούμε πως σ’ έξι μέρες θα γυρνούσαμε.

Ανατολικά απ’ τη Σλούσα δεν ανεβήκαμε απ’ το Μονοπάτι του


Κουκουιχαέλε, όχι, παρά πεζοπορήσαμε μεσόγεια νοτικά στο
Ρέμα του Βαϊουλίλι και γνώρισα το ξέφωτο πλάι στους
Καταρράχτες του Χιίλαβε, όπου ’χα ξαφνιάσει τους Κόνα που
σκοτώσανε τον κύρη πριν πεντέξι χρόνια. Τώρα ήτανε
θεριεμένο, μόνο με τα καμένα από παλιές φωτιές στη μέση.
Στα ρηχά της λιμνούλας του Χιίλαβε λόγχισα δυο σκορπιομάνες
με το δώρο του Τζόνας, για να φτάσει η μάσα που ’χαμε μαζί.
Έβρεχε, οπότε το Ρέμα του Βαϊουλίλι κατέβαινε πολλά άγριο
και δεν το πατούσες, ανεβήκαμε λοιπόν μέσ’ από τα
ζαχαροκάλαμα, ναι, μισή μέρα δύσκολο δρόμο είχαμε ώσπου
φτάσαμε στη ράχη των Κοχάλα· ο αέρας στην ανοιχτωσιά μάς
έκοψε την ανάσα και μέσα από ανοίγματα στα νέφη είδαμε το
Μάουνα Κέα πιο ψηλότερα στον ουρανό, ναι. Γω το Μάουνα
Κέα το είχα ξαναδεί από τη Χονοκάα, βέβαια, μα το βουνό που
σχεδιάζεις ν’ ανεβείς είναι άλλο βουνό απ’ αυτό που δε
σχεδιάζεις ν’ ανεβείς. Δεν είναι τόσο ωραίο, όχι. Έτσι και
κάνεις ησυχία, το ακούς. Τα καλάμια αραιώνανε κι αρχίζανε τα
ξερόπευκα και φτάσαμε στων Παλιών τη δημοσιά για τη
Βαϊμέα. Κάναμε πολλά μίλια στον παλιό αυτό και σκασμένο
δρόμο ώσπου βρήκαμε ένα γουναρά και το γελαστό σκύλο του
να ξεκουράζονται σε μια γερτή λιμνούλα. Τονε λέγανε γερο-
Γιανάγκι κι είχε τόσο γερό πνεμονοχτικιό που γρήγορα θ’
αναλάμβανε την οικογενειακή επιχείρηση ο πιο νεότερος Για­-
νάγκι, λογάριασα. Είπαμε πως ήμασταν βοτανιστές και
κοσκινίζαμε γι’ ατίμητα φυτά και μπορεί ο Γιανάγκι να μας
πίστεψε και μπορεί και να μη μας πίστεψε, μας παζάρεψε
όμως μανιτάρια για σκορπιομάνα και μας προειδοποίησε ότι η
Βαϊμέα δεν ήτανε τόσο φιλική όσο ήτανε κάποτε, όχι, οι Κόνα
προστάζανε και γροθίζανε απρόβλεφτα και δε γινότανε να
μαντέψεις τα φερσίματά τους.
Ένα μίλι πάνω κάτω ανατολικά από τη Βαϊμέα ακούσαμε
πεταλωμένες οπλές να τρέχουνε και πηδήξαμε απ’ το δρόμο
στο τσακ πριν περάσουνε καλπάζοντας τρεις πολεμιστές Κόνα
σε μαύρoυς βατευτές κι ένας σταβλίτης σ’ ένα αλογάκι. Έτρεμα
από το φόβο και το μίσος και ήθελα να τους σκοτώσω σαν τις
γαρίδες στη σούβλα, αλλά πιο αργά. Το αγόρι μού φάνηκε ότι
μπορεί να ήταν ο Άνταμ αλλά συνέχεια το θαρρούσα αυτό με
τους μικρούς Κόνα, φορούσανε κράνη και δεν μπορούσα να δω
στα σίγουρα, όχι. Αποκεί κι ύστερα δε μιλούσαμε πολλά πειδής
άμα μιλάς μπορεί να σε ακούνε σπιούνοι που εσύ δεν μπορείς
να σπιουνεύσεις. Νοτικά μέσα από θάμνα πηγαίναμε τώρα
ώσπου φτάσαμε στον απλωτόδρομο. Τον απλωτόδρομο τον είχα
ακουστά από ανιστορητές και τώρα να τος, ένας ανοιχτός,
μακρύς, επίπεδος στρωμένος δρόμος. Δεντράκια και θάμνα
ξεπηδούσανε αλλά εκείνος ο ανεμοδαρμένος τόπος ήτανε
θαμάσιος κι άγριος. Η Μερώνυμη είπε ότι τονε λέγανε
«Αεροδρόμιο» στη γλώσσα των Παλιών, όπου δένανε άγκυρα οι
ιπτάμενές τους βάρκες, ναι, σαν τις αγριόχηνες στους βάλτους
του Πολούλου. Δεν τον περάσαμε τον απλωτόδρομο, όχι,
πήγαμε άκρη άκρη, πειδής, βλέπετε, δεν είχε πουθενά για να
κρυφτείς.
Το λιόγερμα στήσαμε σκηνή σ’ ένα γούπατο όλο κάχτους, κι
άμα σκοτείνιασε αρκετά, άναψα φωτιά. Έρημος ένιωθα μακριά
από τις Κοιλάδες και το συγγενολόι, μα σ’ εκείνο τον άδειο
τόπο η μάσκα της Μερώνυμης έπεφτε και την έβλεπα πιο
καθαρότερα απ’ ό,τι πριν. Τη ρώτησα ντρέτα, Πώς είναι ο Κόσμος
Όλος, οι στεριές πέρα απ’ τον ωκεανό;
Αλλά η μάσκα της δεν είχε πέσει τελείως. Εσύ τι λες;
Είπα της λοιπόν τις φαντασίες μου για τόπους από τα παλιά
βιβλία και τις εικόνες στη σχολή. Μέρη όπου η Πτώση δεν είχε
πέσει ποτέ, πόλεις πιο μεγαλύτερες απ’ όλο το Μεγάλο Ν., και
πύργους και αστέρια και ήλιους που καίγανε πιο ψηλότερα από
το Μάουνα Κέα, κόλπους όχι μ’ ένα προγνωστικό Καράβι μόνο
αλλά με μιλιούνια, Έξυπνα κουτιά που φτιάχνουνε νόστιμη
μάσα πιο περισσότερη απ’ όση μπορείς να φας, Έξυπνους
σωλήνες που χύνουνε πιο περισσότερο πιοτί απ’ όσο μπορείς να
πιεις, τόπους όπου είναι πάντα άνοιξη χωρίς αρρώστια, χωρίς
γροθίσματα και σκλαβιά. Τόποι όπου όλοι είναι ωραίοι
καθαρογεννημένοι που ζούνε μέχρι τα εκατόν πενήντα.
Η Μερώνυμη τυλίχτηκε πιο σφιχτότερα την κουβέρτα της. Οι
γονείς μου κι η γενιά τους πίστευαν ότι κάπου, ολόκληρες πολιτείες των
Παλιών είχανε γλιτώσει απ’ την Πτώση πέρα απ’ τους ωκεανούς, κριβώς
όπως εσύ, Ζάκρι. Παλια­κά ονόματα στοίχειωναν τις φαντασίες τους…
Μέλβουν, Όρκλαντ, Τζόνμπεργκ, Μπουένας Γερμπς, Μουμπάι,
Σινγκαπούρ. Η Καραβίτισσα μου μάθαινε ό,τι δεν είχε
ξανακούσει Κοιλαδίτης και άκουγα προσεχτικά κι αμίλητα.
Τελικά, πέντε δεκαετίες μετά που φτάσανε οι δικοί μου στην Πρόγνωση,
ξαναφύγαμε με το ίδιο καράβι που μας είχε πάει εκεί. Πέρα πέρα
αλυχτούσανε ντίνγκο για ανθρώπους που γρήγορα θα
πεθαίνανε, και προσευχήθηκα στη Σόνμι να μην είμαστε εμείς
αυτοί. Βρήκανε τις πόλεις που υπόσχονταν οι παλιοί χάρτες, μα ήτανε
πόλεις καταερειπωμένες, πόλεις ζουγκλοπνιγμένες, πόλεις
πανουκλιασμένες, και ποτέ ούτε ίχνος από τις ζωντανές πόλεις που
λαχταρούσανε. Εμείς οι Προγνωστικοί δεν πιστεύαμε πως η αδύναμη φλόγα
του πολιτισμού μας ήτανε τώρα η πιο ζωηρότερη στον Κόσμο Όλο, και όλο
και πιο μακρύτερα πηγαίναμε κάθε χρόνο, μα δε βρήκαμε φλόγα πιο
ζωηρότερη. Πόσο έρημοι νιώθαμε. Τι ατίμητο φορτίο για δυο χιλιάδες
ζευγάρια χέρια! Τ’ ορκίζομαι, δεν είναι και πολλά τα μέρη στον Κόσμο Όλο
που έχουνε την Εξυπνάδα που ’χετε στις Εννιά Κοιλάδες.
Αυτά τα λόγια μού γεννήσανε άγχητα και καμάρι την ίδια
ώρα, λες και ήμουνα κύρης, και λες και εκείνη και εγώ δεν
ήμασταν τόσο δια­φορετικοί όσο ο θεός και ο πιστός του, όχι.

Τη δεύτερη μέρα φουσκωμένα νέφη τρέχανε στα δυτικά και


κείνος ο φιδίσιος απάνεμος ήλιος σφύριζε δυνατός και καυτός.
Πίναμε σαν τις φάλαινες από παγωμένα και σκούρα ρυάκια.
Πιο ψηλότερα σε πιο κρυότερο αέρα ανεβαίναμε μέχρι που δε
μας τσιμπούσε πια ούτε κουνούπι. Τα χτικιάρικα και ξερά δάση
τα σχίζανε γλώσσες μαύρη και κοφτερή λάβα που ’χε φτύσει
και ξεράσει το Μάουνα Κέα. Σαν τις χελώνες πηγαίναμε σ’
εκείνους τους πετρότοπους, ναι, πειδής ένα έτσι ν’
ακουμπούσες κείνο το βράχο, τα δάχτυλά σου θα ματώνανε
ποτάμι κι έδεσα τις μπότες μου και τα χέρια μου με λουρίδες
φλοιόμαλλο και το ίδιο έκανα και με τη Μερώνυμη. Τα πόδια
της ήτανε σημαδεμένα από φουσκάλες, βλέπετε, οι πατούσες
της δεν είχανε τη γιδάρικη σκληράδα μου, μα κείνη η γυναίκα,
ό,τι κι αν ήτανε, γκρινιάρα μια φορά δεν ήτανε, όχι. Στήσαμε
τη σκηνή σ’ ένα δάσος από βελόνια και αγκάθια, και μια
κέρινη ομίχλη έκρυψε τη φωτιά μας μα έκρυβε και τυχόν
άλλους κρυφαναβάτες κι εγώ τσιτώθηκα. Τα σώματά μας
τσακισμένα από την κούραση μα τα μυαλά μας ακόμη δε
νυστάζανε, οπότε μιλήσαμε καμπόσο όσο τρώγαμε. Αλήθεια δε
φοβάσαι, είπα της, και κούνησα καταπάνω τον αντίχειρα, μην και
παντήξουμε τον Τζόρτζι σαν φτάσουμε στην κορυφή, όπως ο Τρούμαν
Νέιπς;
Η Μερώνυμη είπε πως ο καιρός την τρόμαζε πολλά πιο
περισσότερο.
Είπα τι λογιζόμουνα: Δεν πιστεύεις πως υπάρχει στ’ αλήθεια, ε;
Η Μερώνυμη είπε ότι ο γερο-Τζόρτζι δεν υπήρχε στ’ αλήθεια
για κείνη, όχι, αλλά και πάλι για μένα μπορεί να υπήρχε στ’
αλήθεια.
Τότε ποιος, ρώτησα, έριξε την Πτώση άμα δεν ήτανε ο γερο-Τζόρτζι;
Αλλόκοσμα πουλιά που δεν ήξερα γλωσσοκοπανήσανε τα νέα
στο σκοτάδι για μια δυο στιγμές. Η Προγνωστικιά απάντησε,
Οι Παλιοί ρίξανε την ίδια τους την Πτώση.
Α, μα ήταν τα λόγια της ένα σχοινί καπνός. Μα οι Παλιοί είχανε
την Εξυπνάδα!
Αναστορούμαι ότι απάντησε, Ναι, η Εξυπνάδα των Παλιών δάμαζε
την αρρώστια, τους σπόρους κι έκανε τα θάματα κάτι συνηθισμένο, μα ένα
πράμα δεν το δάμασε, όχι, μια πείνα στις καρδιές των ανθρώπων, ναι, μια
πείνα για παραπάνω.
Παραπάνω τι; ρώτησα. Οι Παλιοί τα είχανε όλα.
Α, παραπάνω πράματα, παραπάνω φαΐ, πιο γρηγορότερες ταχύτητες, πιο
μεγαλύτερες ζωές, πιο ευκολότερες ζωές, παραπάνω δύναμη, ναι. Ο
Κόσμος Όλος είναι μεγάλος μα δεν ήτανε αρκετά μεγάλος για κείνη την
πείνα που ’κανε τους Παλιούς να ξεσχίζουνε τους ουρανούς και να
βράζουνε τις θάλασσες και να δηλητηριάζουνε το χώμα με τρελαμένα άτομα
και να μαϊμουδίζουνε με σάπιους σπόρους έτσι όπου γεννηθήκανε
καινούργιες πανούκλες και τα βυζαστάρια βγαίνανε τερατογεννημένα.
Τελικά, σιγά σιγά κι ύστερα απότομα, τα κράτη χαλάσανε και γίνανε
βαρβαρικές φυλές και οι Πολιτισμένες Μέρες τελείωσαν, χτος από καμιά
γωνιά και καμιά νησίδα αποδώ κι αποκεί όπου ακόμη ανάβουνε τα
τελευταία καρβουνάκια τους.
Ρώτησα τη Μερώνυμη γιατί δεν είπε αυτό το ιστόρημα στις
Κοιλάδες.
Οι Κοιλαδίτες δε θέλουνε ν’ ακούσουνε, απάντησε, ότι τον Πολιτισμό
τονε γέννησε η πείνα των ανθρώπων, αλλά τονε σκότωσε κιόλας αυτή η ίδια
πείνα. Το ξέρω από άλλες μακρινές φυλές όπου έμεινα μαζί τους. Είναι
φορές που λες πως η πίστη ενός ανθρώπου δεν είναι αλήθεια, και νομίζουνε
πως λες ότι οι ζωές τους δεν είναι αλήθεια και η αλήθεια τους δεν είναι
αλήθεια.
Ναι, μάλλον δίκιο είχε.

Η τρίτη μέρα ήτανε ανέφελη και γαλάζια μα τα πόδια της


Μερώνυμης είχανε ανημποριάσει, κι έτσι φορτώθηκα στην
πλάτη μου τα πάντα χτος από το σάκο της. Πεζοπορήσαμε τον
αυχένα του βουνού προς την νοτική πλαγιά, όπου οι ουλές ενός
μονοπατιού των Παλιών ανεβαίνανε ως την κορυφή φιδωτά.
Κατά το μεσημέρι η Μερώνυμη ξαπόστασε μια στάλα όσο
μάζευα δυο δεμάτια ξύλα πειδής αποδώ και πέρα άλλα δέντρα
δεν ήτανε. Σαν κοιτάξαμε κάτω κατά το Μάουνα Λόα κόψαμε
μια ομάδα άλογα στο σελόδρομο, τα μέταλλα των Κόνα που
είχανε πάνω τους να γυαλίζουνε στον ήλιο. Ήμασταν τόσο
ψηλά, που τ’ άλογά τους είχανε μέγεθος τερμίτη. Ευχήθηκα να
μπορούσα να λιώσω αυτούς τους άγριους με τον αντίχειρα και
το δείχτη και να σκουπίσω τη γλίτσα στο παντελόνι μου.
Παρακάλεσα τη Σόνμι να μην εμφανιστεί κανένας Κόνα στο
μονοπάτι για την κορφή πειδής είχε πολλά καλά σημεία για
καρτέρι κι η Μερώνυμη κι εγώ δεν μπορούσαμε να γροθίσουμε
γερά ή για ώρα, λογάριαζα. Δεν είδα μήτε σημάδια από οπλές
μήτε από σκηνές, όπως και να ’χε.
Τα δέντρα τελειώσανε και ο αέρας δυνάμωσε και θύμωσε πιο
περισσότερο, και δεν έφερνε μαζί του μυρωδιά από καπνό,
γεωργική, κοπριά, τίποτις χτος από ψιλό, ψιλό χώμα. Τα
πουλιά ήτανε κι αυτά πιο λιγότερα σε κείνες τις απότομες
θαμνόφυτες πλαγιές, μόνο κάτι γερακίνες που πετούσανε
ψηλά. Σαν βράδιασε, είχαμε φτάσει σε μια ομάδα χτίρια των
Παλιών που η Μερώνυμη είπε ότι ήτανε χωριό γι’
αστρονόμους, δηλαδή ιερείς της Εξυπνάδας που διαβάζανε τα
αστέρια. Αυτό το χωριό ήτανε ακατοίκητο απ’ την Πτώση και
πιο απόμονο τόπο δεν είχα ξαναδεί. Ούτε νερό ούτε χώμα κι
έπεσε η νύχτα, α, τσουχτερή και κρύα, οπότε ντυθήκαμε γερά
και ανάψαμε φωτιά σ’ ένα άδειο σπίτι. Τα φώτα της φωτιάς
χορεύανε με τους ίσκιους ολόγυρα στους παρατημένους
τοίχους. Είχα άγχητα για την κορφή την επομένη, έτσι, για να
τυφλώσω το νου μου κομμάτι, ρώτησα τη Μερώνυμη άμα
μιλούσε την αλήθεια η Ηγουμένη σαν έλεγε ότι ο Κόσμος Όλος
πετάει γύρω από τον ήλιο, ή άμα λέγανε αλήθεια οι άνθρωποι
του Χίλο ότι ο ήλιος πετάει γύρω από τον Κόσμο Όλο.
Η Ηγουμένη έχει δίκιο, απάντησε η Μερώνυμη.
Τότε η αληθινή αλήθεια είναι άλλη από τη φανερή αλήθεια; είπα εγώ.
Ναι, συνήθως είναι, αναστορούμαι να λέει η Μερώνυμη, και γι’
αυτό η αληθινή αλήθεια είναι πιο ατιμητότερη και σπανιότερη απ’ τα
διαμάντια. Σε λίγο την τύλιξε ο ύπνος, μα εμένα οι σκέψεις μου
με κρατήσανε ξυπνητό μέχρι που μια βουβή γυναίκα ήρθε και
κάθισε κοντά στη φωτιά, και φτερνιζότανε και έτρεμε ήσυχα.
Ο κολιές της από κοχύλια έδειχνε ότι ήτανε από τους ψαράδες
του Χονόμου κι άμα ζούσε θα ήτανε ζουμερή σίγουρα. Μέσα
στη φωτιά η γυναίκα άπλωσε τα δάχτυλά της, τα πιο
ομορφότερα μπρούντζινα και ρουμπινένια πέταλα, μα κείνη
απλά στέναξε πιο ερμότερη από πουλί κλεισμένο σε πηγάδι,
βλέπετε, οι φλόγες κείνες δε γινότανε διόλου να τη
ζεστάνουνε. Είχε βότσαλα αντί για μάτια και ρωτήθηκα άμα
ανέβαινε στο Μάουνα Κέα για να της κοιμίσει επιτέλους την
ψυχή στον πετρωμένο ύπνο ο γερο-Τζόρτζι. Οι πεθαμένοι
ακούνε των ζωντανών τις σκέψεις, κι εκείνη η πνιγμένη ψαρού
με κοίταξε μ’ αυτά τα βότσαλά της, κι έγνεψε Ναι κι έβγαλε μια
πίπα για να παρηγορηθεί, μα εγώ δε ζήτησα τζούρα. Στιγμές
πιο αργότερα που ξύπνησα, η φωτιά έσβηνε κι η πετρωμένη
Χονόμου είχε φύγει. Δεν είχε αφήσει χνάρια στο χώμα, μύριζα
όμως τον καπνό της πίπας της μια δυο στιγμές. Βλέπεις,
σκέφτηκα, η Μερώνυμη ξέρει καμπόσα για την Εξυπνάδα και τη ζωή μα
οι Κοιλαδίτες ξέρουνε πιο καμπόσα για το θάνατο.

Το τέταρτο χάραμα φυσούσε ένας αέρας που δεν ήτανε του


κόσμου τούτου, όχι, σκέβρωνε κείνο το σκληρό και τυφλωτικό
φως και στεφάνωνε τον ορίζοντα και σου ’παιρνε τις λέξεις απ’
το στόμα σου και τη ζεστασιά του σώματός σου κάτω απ’ τη
σκηνή και τις γούνες. Το μονοπάτι για την κορφή απ’ το χωριό
των αστρονόμων ήτανε χαλασμένο και σαθρωμένο άσχημα,
ναι, κομμάτια είχανε κατολισθήσει και ούτε φύλλα ούτε ρίζες
ούτε μούσκλια είχε, μόνο ξερά και παγωμένα χώματα και
χαλίκια που μας γρατζουνάγανε τα μάτια σαν γυναίκα
τρελαμένη. Οι κοιλαδίτικες μπότες μας είχανε πια ξεσχιστεί και
η Μερώνυμη έβγαλε και για τους δυο μας Έξυπνες
προγνωστικές μπότες φτιαγμένες από δεν ξέρω τι, αλλά
φοβερά ζεστές και μαλακές και γερές ήτανε, οπότε
μπορούσαμε να πάμε παραπέρα. Μετά τέσσερα πέντε μίλια
έγινε ίσιωμα, έτσι που δεν ένιωθες πως ήσουνα σε βουνό
τώρα, όχι, πιο περισσότερο μυρμήγκι σε τραπέζι ένιωθες, μόνο
μια ισιάδα στο τίποτα αναμετάξυ των κόσμων. Τελικά γύρω στο
μεσημέρι πήραμε μια στροφή και μου κόπηκε η ανάσα απ’ το
σάστισμα πειδής να η οχύρωση, κριβώς όπως τα ’λεγε ο
Τρούμαν, αν και τα τείχη της δεν ήτανε ψηλά σαν τις σεκόγιες,
όχι, μάλλον ψηλά σαν έλατα. Το μονοπάτι πήγαινε ντουγρού
στην ατσαλένια πύλη, ναι, μα τ’ αχάλαστα τείχη δεν ήτανε και
τόσο ατέλειωτα στο μάκρος, όχι, μπορούσες να τα γυρίσεις σε
πιο λιγότερο από μισό πρωί. Μέσα στην οχύρωση, σε πιο
ψηλότερο έδαφος, ήτανε οι γαβάθες των ναών, ναι, τα πιο
αλλόκοσμα χτίρια των Παλιών στη Χα-Βάη ή και στον Κόσμο
Όλο, ποιος ξέρει; Πώς όμως θα πηγαίναμε εκεί; Η Μερώνυμη
χάιδεψε τη φοβερή εκείνη πύλη και ψιθύρισε, Θα θέλαμε ένα
αναθεματισμένα τρομερό λαμποκρότημα για να τα βγάλουμε αυτά απ’ τους
μεντεσέδες τους, ναι. Αλλά από το σάκο της δεν έβγαλε
λαμποκρότημα, όχι, μα ένα Έξυπνο σχοινί, απ’ αυτά που
παζαρεύανε μερικές φορές οι Προγνωστικοί, ωραίο κι ελαφρύ.
Πάνω από την ατσαλένια πύλη εξέχανε δυο κορμοί κομμένοι
και προσπάθησε να περάσει λάσο στον ένα. Ο αέρας ήτανε πιο
πιδεξιότερος από το σημάδι της μα μετά προσπάθησα κι εγώ
και το πέρασα λάσο με την πρώτη, και ανεβήκαμε χεριά τη
χεριά την οχύρωση του γερο-Τζόρτζι.

Μέσα σ’ εκείνο το τρομαχτικό μέρος στην κορφή του κόσμου,


ναι, ο αέρας ησύχασε όπως στο διάφανο μάτι του τυφώνα.
Τόσο ψηλά ο ήλιος σε κούφαινε, ναι, λυσσομανούσε και από
μέσα του κυλούσε ο χρόνος. Μέσα στην οχύρωση δεν είχε
μονοπάτια παρά μιλιούνια βράχους όπως στο ιστόρημα του
Τρούμαν Νέιπς, ήτανε τα σώματα των πετρωμένων και
άψυχων, και ρωτήθηκα άμα η Μερώνυμη ή εγώ ή και οι δυο
μας θα γινόμασταν βράχοι μέχρι να πέσει η νύχτα. Δέκα
δώδεκα ναοί περιμένανε αποδώ κι αποκεί, λευκοί και
ασημένιοι και χρυσοί και μπρούντζινοι, με τετραγωνισμένα
σώματα και στρογγυλεμένες σκεπές και σχεδόν χωρίς
παράθυρα. Ο πιο κοντινότερος ήτανε μόνο εκατό δρασκελιές
πιο πέρα και πρώτα κινήσαμε κατά κει. Ρώτησα άμα εδώ
λατρεύανε οι Παλιοί την Εξυπνάδα τους.
Η Μερώνυμη, έκπληχτη σαν κι εμένα, μίλησε πως δεν ήτανε
ναοί, όχι, μα αστροσκοπεία που ’χανε οι Παλιοί για να μελετούνε
τους πλανήτες και τη σελήνη και τα άστρα, και το διάστημα
αναμετάξυ τους, για να καταλάβουνε πού αρχίζουνε όλα και
πού τελειώνουνε όλα. Περπατούσαμε προσεχτικά ανάμεσα σε
κείνες τις στραβές πέτρες. Γύρω από μία είδα σπασμένα
κοχύλια από το Χονόμου και κατάλαβα ότι ήταν η επισκέπτριά
μου απ’ την περασμένη νύχτα. Ο αέρας έφερε του παππού μου
τη φωνή να ψιθυρίζει από πέρα πέρα… Ιούδα. Αλλόκοσμο, ναι,
αλλά όχι όμως και σαστιστικό, πειδής όλα σ’ εκείνο τον τόπο
ήτανε αλλόκοσμα… Ιούδα. Δεν το είπα της Μερώνυμης.

Πώς κατάφερε κι άνοιξε την πόρτα κείνου τ’ αστροσκοπείου


δεν ξέρω και μη με ζαλίζετε. Κάτι σαν ομφάλιος λώρος
ανάμεσα στη σκονισμένη και σκουριασμένη κόχη της πόρτας
και το αυγό-δέησή της δούλεψε μια δυο στιγμές. Εγώ πάλι
καταπιανόμουνα να μας φυλάω απ’ όσους μένανε σε κείνη την
οχύρωση. Του παππού μου ο ψίθυρος τώρα αναθεμάτιζε
μισοπρόσωπα που ξαφανίζονταν όταν πήγαινες να τα κοιτάξεις
στα ίσια. Σαν άνοιγε η πόρτα τ’ αστροσκοπείου βγήκε ένα
δυνατό σφύριγμα. Ξεχύθηκε αέρας μπαγιάτικος και ξινισμένος
θαρρείς και τον ανασαίνανε πριν από την Πτώση και, ναι,
μάλλον έτσι ήτανε. Μπήκαμε μέσα και τι βρήκαμε;
Δεν είναι εύκολο να τηνε περιγράψεις τέτοια Εξυπνάδα.
Υπήρχανε πράματα που δεν τα αναστορούσαμε στη Χα-Βάη κι
έτσι ούτε τα ονόματά τους τα αναστορούσαμε, ναι, σχεδόν
τίποτα εκεί μέσα δε γνώριζα. Πατώματα γυαλιστερά, άσπροι
τοίχοι και ταβάνια, ένας μεγάλος θάλαμος, στρόγγυλος και
χαμηλωμένος, γεμάτος μ’ έναν τεράστιο σωλήνα πιο
φαρδύτερο από δέκα άντρες ξαπλωμένους στη σειρά, που η
Μερώνυμη τον είπε ραδιοτηλεσκόπιο και ήτανε, είπε, από τα
μάτια που ’χανε φτιάξει οι Παλιοί αυτό που έβλεπε πιο
μακρύτερα. Όλα άσπρα και καθαρά σαν τα ράσα της Σόνμι,
ναι, μήτε ψύλλος βρόμα χτος απ’ αυτή που φέραμε εμείς μέσα.
Τραπέζια και καρέκλες στέκανε γύρω και περιμένανε
ανθρώπους να καθίσουνε σε μπαλκόνια φτιαγ­μένα από ατσάλι,
έτσι που τα πόδια μας βροντούσανε. Ακόμα και η Καραβίτισσα
είχε μείνει να θαμάζει όλη αυτή την τέλεια Εξυπνάδα. Έδειχνε
στη δέησή της όσα βλέπαμε. Η δέηση φέγγιζε και γουργούριζε
και παράθυρα έρχονταν κι έφευγαν. Μνημονεύει τον τόπο, ξήγησε
η Μερώνυμη, μα δεν καταλάβαινα τόσο καλά και ρώτησα τι
ήτανε αλήθεια αυτό το Έξυπνο αυγό.
Η Μερώνυμη στάθηκε μια στιγμή κι ήπιε μια γουλιά βραστάρι
απ’ το φλασκί της. Η δέηση είναι μυαλό και παράθυρο και είναι και
αναστόρηση. Το μυαλό της σου πιτρέπει να κάνεις πράματα όπως ν’
ανοίγεις πόρτες σ’ αστροσκοπεία, όπως είδες τώρα δα. Το παράθυρό της
σου πιτρέπει να μιλήσεις με άλλες δεήσεις που ’ναι πέρα πέρα. Η
αναστόρησή της σου πιτρέπει να δεις τι έχουνε δει κι ακούσει οι δεήσεις πιο
παλιότερα, και ν’ ασφαλίσεις όσα βλέπει και ακούει η δέησή μου να μην
ξεχαστούνε.
Ντρεπόμουνα να μνημονεύσω στη Μερώνυμη το κοσκίνισμά
μου, ναι, άμα όμως δε ρωτούσα τότε, μπορεί να μην ξανάχα
ποτέ την ευκαιρία, ρώτησα λοιπόν, Κείνο το όμορφο κορίτσι που
φεγγοβολούσε που είδα σε αυτή τη… αυτή τη δέηση… αναστόρηση ήτανε ή
παράθυρο;
Η Μερώνυμη δίστασε. Αναστόρηση.
Ρώτησα άμα ζούσε ακόμη το κορίτσι.
Όχι, απάντησε η Μερώνυμη.
Ρώτησα, ήτανε Προγνωστικιά;
Δίστασε, κι είπε ότι ήθελε να μου πει μια αλήθεια όλη τώρα,
όμως οι άλλοι Κοιλαδίτες δεν ήτανε έτοιμοι να την ακούσουνε.
Ορκίστηκα στην εικόνα του κύρη μου να μην πω τίποτις,
κουβέντα, σε κανέναν. Εντάξει. Η Σόνμι ήτανε, Ζάκρι. Η Σόνμι ο
τερατογεννημένος άνθρωπος που οι πρόγονοί σου πιστεύανε για θεά τους.
Η Σόνμι ήτανε άνθρωπος σαν κι εσένα κι εμένα; Ποτέ δεν το
είχα λογαριάσει, ούτε είχε ποτέ μιλήσει η Ηγουμένη τέτοια
παλαβωμάρα, όχι. Η Σόνμι ήτανε γεννημένη από ’να θεό της
Εξυπνάδας που τονε λέγανε Δαρβίνο, αυτό πιστεύαμε. Πίστευε
η Μερώνυμη ότι αυτή η Σόνμι ζούσε στο Ν. της Πρόγνωσης ή
στο Μεγάλο Ν.;
Γεννήθηκε και πέθανε πριν από εκατοντάδες χρόνια δυτικά-βορειοδυτικά
αυτού του ωκεανού, έτσι μίλησε η Μερώνυμη, σε μια χερσόνησο που
τώρα είναι νεκρωμένη μα το παλιακό της όνομα ήτανε Νέα Συνευημερία
και το αρχαίο της όνομα Κορέα. Μικρή και ιουδισμένη ζωή είχε η Σόνμι,
και μόνο άμα πέθανε βρήκε πρόσταγμα στους λογισμούς των
καθαρογεννημένων και των τερατογεννημένων.
Όλα αυτά τα συνταραχτικά καινούργια πράματα βουίζανε και
σκάγανε στο μυαλό μου και δεν ήξερα τι να πιστέψω. Ρώτησα
τι γύρευε η αναστόρηση της Σόνμι στη δέηση της Μερώνυμης
μετά από εκατοντάδες χρόνια.
Είδα που η Μερώνυμη λυπότανε που είχε κάνει την αρχή,
ναι. Τη Σόνμι τη σκοτώσανε Παλιοί αρχηγοί που τη φοβούντανε, μα πριν
να πεθάνει μίλησε σε μια δέηση για τις πράξεις και τις ενέργειές της. Έβαλα
την αναστόρησή της στη δέησή μου πειδής μελετούσα τη μικρή ζωή της για
να καταλάβω καλύτερα εσάς τους Κοιλαδίτες.
Γι’ αυτό με κυνήγαε έτσι εκείνο το κορίτσι. Είδα μιας λογής
Έξυπνο φάντασμα;
Η Μερώνυμη έκανε ναι. Ζάκρι, έχουμε πολλά χτίρια να πάμε πριν
νυχτώσει.

Που λέτε, εκεί που διασχίζαμε την οχύρωση για να πάμε στο
δεύτερο αστροσκοπείο, οι βράχοι αρχίσανε και μιλούσανε. Α,
είχες δίκιο την πρώτη φορά για τους αναθεματισμένους τους
Προγνωστικούς, Αδερφέ Ζάκρι! Αυτή ό,τι πιστεύεις τ’ ανακατεύει και τ’
αναποδογυρίζει! Σκέπασα τ’ αυτιά μου, μα ναι, οι φωνές αυτές
περνούσανε τα χέρια μου. Αυτή η γυναίκα έσωσε τη ζωή της Κάτκιν
μόνο και μόνο για να θολώσει το λογισμό σου με το χρέος και την τιμή!
Πονούσανε οι μορφές και οι λέξεις που είχανε κείνες οι πέτρες.
Έσφιξα το σαγόνι μου για να μην απαντήσω. Σαπροφαγίζει και
κοσκινίζει την Εξυπνάδα του Μεγάλου Νησιού που αληθινά ανήκει στους
Κοιλαδίτες! Χαλικοστρόβιλοι μου μπήκανε στα μάτια. Ο κύρης σου
σιγά μην άφηνε κανέναν ψεύτη ξενομερίτη να γίνει μπιστικός του, αδερφέ,
ή να τον έχει για μουλάρι! Τα λόγια εκείνα ήτανε τόσο αληθινά που
δεν μπορούσα να φέρω αντίρρηση, και σκόνταψα γερά.
Με κράτησε η Μερώνυμη μην πέσω. Δε μολόησα πως οι
βράχοι την κακογλωσσοκοπανούσανε, μα το ’χε δει πως κάτι
έτρεχε. Ο αέρας εδώ πάνω είναι αραιός κι ογρός, μίλησε, και το μυαλό
σου λυσσάει της πείνας και κάνει αυτόν τον περίεργο τόπο ακόμα πιο
περιεργότερο.
Φτάσαμε στο δεύτερο χτίριο και γω σωριάστηκα ζαλισμένος
όσο η Προγνωστικιά προσπαθούσε ν’ ανοίξει την πόρτα. Α,
αυτός ο λυσσασμένος ήλιος μ’ άδειαζε το μυαλό. Είναι μεγάλη
κατεργάρα, σίγουρα, Ζάκρι! Ο Τρούμαν Νέιπς Τρίτος ήτανε
κουρνιασμένος στο βράχο του. Η Μερώνυμη ούτε που τον είχε
ακούσει. Αυτή πιστεύεις ή το αίμα σου το ίδιο; μου θρηνολόησε. Είναι
οι αλήθειες σου μόνο «αραιός κι ογρός αέρας»; Είμαι γω «αραιός κι ογρός
αέρας»; Α, τι ανακούφιση την επόμενη στιγμή, που άνοιξε η
πόρτα τ’ αστροσκοπείου. Τα φαντάσματα κείνα κι οι λογχερές
αλήθειες τους δεν μπορούσανε να μας ακολουθήσουνε μέσα,
βλέπετε, μάλλον η Εξυπνάδα τα κρατούσε απέξω.
Έτσι πήγε όλο το απόγευμα, ναι. Τα πιο περισσότερα
αστροσκοπεία ήτανε σαν το πρώτο. Η Προγνωστικιά άνοιγε,
ξερευνούσε το μέρος με τη δέησή της και σχεδόν ξεχνούσε ότι
ήμουνα και γω εκεί. Καθόμουνα κι ανάσαινα εκείνον τον
Έξυπνο αέρα μέχρι να τελειώσει αυτή. Μα σαν ποδοβολούσαμε
απ’ το ’να χτίριο στ’ άλλο, οι στραβοί βράχοι μού λέγανε με μια
φωνή, Ιούδα! και Μουλάρι! και Καραβόσκλαβε! Φαντάσματα
Κοιλαδιτών με παρακάλααν απ’ τα κλειστά κρυοπαγημένα
χείλη τους, ναι, Δεν είναι φυλή σου! Δεν είναι καν στο χρώμα σου! και
εκεί και τότε, α, τρομαχτικά λογικερά ακουγόντανε, τ’ ομολοώ
εδώ και τώρα.
Η υποψία μ’ έτρωγε.
Κανένας Προγνωστικός δεν είχε πει ποτέ την αλήθεια σε
κανέναν Κοιλαδίτη, κι εκείνη τη μέρα έμαθα ότι κι η
Μερώνυμη ήτανε μία από τα ίδια. Άμα φτάσαμε στο τελευταίο
χτίριο, οι βράχοι είχανε κάνει τον ουρανό από γαλάζιο ένα γκρι
αγχώδικο και πυρίτικο. Η Μερώνυμη μου ’μαθε ότι δεν ήτανε
αστροσκοπείο αλλά γεννήτρια, που ’βγαζε μια Έξυπνη μαγεία,
το λεκτρισμό, που δούλευε τον τόπο όλο όπως δουλεύει η
καρδιά το σώμα. Θάμαζε τις μηχανές και τα σχετικά, εγώ όμως
ένιωθα χαζός και ιουδισμένος που με τύφλωσε η Καραβίτισσα
από τότε που χώθηκε στο σπίτι μου. Δεν ήξερα τι να κάνω ή
πώς να σταματήσω τα σχεδιάσματά της, αλλά ο Τζόρτζι είχε τα
δικά του σχεδιάσματα, πανάθεμά τον.
Τα σωθικά κείνης της γεννήτριας διαφέρανε από των άλλων
χτιρίων. Η Προγνωστικιά έλαμπε απ’ το μάγεμα άμα μπήκαμε
στα πελώρια δωμάτια, γω όμως όχι. Βλέπετε, ήξερα ότι δεν
ήμασταν μόνοι εκεί μέσα. Η Καραβίτισσα δε με πίστευε,
φυσικά, στο μεγαλύτερο όμως χώρο, όπου έστεκε βουβή μια
πελώρια σιδερένια καρδιά, είχε κάτι σαν θρόνο κυκλωμένο από
πλάκες με παραθυράκια και νούμερα και τα σχετικά, και σ’
αυτόν το θρόνο ήτανε χυμένος ένας πεθαμένος Παλιός ιερέας
κάτω από ’να τοξωτό παράθυρο. Η Προγνωστικιά ξεροκατάπιε
και κοίταξε πιο προσεχτικότερα. Αρχιαστρονόμος, θαρρώ, είπε
σιγανά, πρέπει ν’ αυτοχτόνησε εδώ σαν ήρθε η Πτώση, κι επειδή ήτανε
σφραγισμένος ο χώρος το πτώμα του δε σάπισε. Ένας ιερέας-βασιλιάς,
όχι αρχηγός, θαρρούσα γω, σε τέτοιο θαμάσιο παλάτι. Όσο
καταπιανότανε να μνημονεύει κάθε γωνιά κείνου του
καταραμένου μέρους στη δέησή της, γω πλησίαζα πιο
κοντύτερα στον ιερέα-βασιλιά απ’ τον κόσμο του τέλειου
Πολιτισμού. Ήτανε ξεμάλλιαγος και με νύχια γαμψά και τα
χρόνια είχανε μαζέψει και σακουλιάσει το πρόσωπό του
καμπόσο, ναι, αλλά τα Έξυπνα ουράνια ρούχα του ήτανε ωραία
και καλά, στ’ αυτί του είχε ζαφείρια, και μου μνημόνευε το
θείο Μπις, είχανε την ίδια γουρουνίσια μύτη, ναι.
Άκουσέ με, Κοιλαδίτη, μίλησε ο αυτοχτονημένος ιερέας-
βασιλιάς, ναι, άκουσε. Εμείς οι Παλιοί αρρωστήσαμε απ’ την Εξυπνάδα
κι η Πτώση ήτανε η γιατρειά μας. Η Προγνωστικιά δεν ξέρει ότι είναι
άρρωστη, όμως, ναι, είναι πολλά άρρωστη. Από κείνο το τοξωτό τζάμι
κύματα χιόνι στρίβανε και γυρνούσανε και πνίγανε τον ήλιο.
Κοίμησέ τη, Ζάκρι, αλλιώτικα αυτή και οι δικοί της θα φέρουνε την
ξενομερίτικη αρρώστια τους στις όμορφες Κοιλάδες σας. Θα τη φροντίσω
την ψυχή της καλά σ’ αυτόν τον τόπο, μη φοβάσαι. Η Καραβίτισσα
πήγαινε δώθε κείθε με τη δέησή της και μουρμούριζε ένα
προγνωστικό νανάρισμα που το ’χε μάθει στην Κάτκιν και τη
Σάσι. Τικ τοκ πήγαινε ο λογισμός μου. Δεν ήτανε βαρβαρικό και
άγριο να τη σκοτώσω;
Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, μου ’μαθε ο αστρονόμος βασιλιάς,
μόνο προστασία της φυλής σου ή ιούδισμα της φυλής σου, ναι, μόνο δυνατή
θέληση ή αδύναμη. Σκότωσέ την, αδερφέ. Δεν είναι θεά, μόνο αίμα και
σωλήνες είναι.
Είπα του πως δεν μπορούσα, το γλωσσοκοπάνημα θα μ’
έβγαζε φονιά κι η Ηγουμένη θα καλούσε μάζωξη να με ξορίσει
από τις Κοιλάδες.
Α, λογάριασε, Ζάκρι, με κορόιδεψε ο βασιλιάς. Λογάριασε! Από πού
θα το μάθει το γλωσσοκοπάνημα; Το γλωσσοκοπάνημα θα πει «Αυτή η
ξερόλα η ξενομερίτισσα παραμέρισε όλα τ’ αναστορήματα και τα εθίματά
μας κι ανέβηκε να παρασπιουνέψει στο Μάουνα Κέα κι ο γενναίος Ζάκρι
πήγε μαζί της να προσπαθήσει να τη φροντίσει, μα τελικά δεν ήτανε τόσο
Έξυπνη όσο νόμιζε».
Περάσανε στιγμές. Εντάξει, απάντησα τελικά
σκοτεινιασμένος, θα τη λογχίσω άμα βγούμε έξω. Ο ιερέας-βασιλιάς
χαμογέλασε ευχαριστημένος, και άλλο δε μίλησε. Τελικά το
θύμα μου είπε μου, Πωσπάς; Μια χαρά, είπα, κι ας ήμουνα
τσιτωμένος, βλέπετε, το πιο μεγαλύτερο που ’χα σκοτώσει
ήτανε γίδες και τώρα είχα ορκιστεί να σκοτώσω έναν
Προγνωστικό άνθρωπο. Είπε να φεύγαμε πειδής δεν ήθελε ν’
αποκλειστεί σε χιονοθύελλα εδώ πάνω και μας έβγαλε έξω από
τη γεννήτρια.
Έξω, οι βράχοι είχανε βουβαθεί σε χιόνι μέχρι τον αστράγαλο.
Η μια χιονοθύελλα είχε πάψει μα ερχότανε άλλη μια πιο
μεγαλύτερη, έτσι λογάριαζα.
Πηγαίναμε προς την ατσαλένια πύλη, εκείνη πρώτη, γω με τη
λόγχη του Τζόνας, να δοκιμάζω πόσο κοφτερή ήτανε στον
αντίχειρα.
Κάν’ το τώρα! πρόσταζε κάθε φονική πέτρα στο Μάουνα Κέα.
Δεν είχα να κερδίσω με το χασομέρι, όχι. Ήσυχα σημάδεψα
πάνω πάνω στο λαιμό της Προγνωστικιάς, και, η Σόνμι να με
λυπηθεί, πέταξα κείνη την καρχαρίσια αιχμή μ’ όλη μου τη
δύναμη.

Όχι, δεν τη σκότωσα, βλέπετε, στο μισόστιγμο ανάμεσα στο


σημάδεμα και τη βολή, η Σόνμι με λυπήθηκε, ναι, άλλαξε το
σημάδι μου κι η λόγχη πέταξε ψηλά πάνω από την ατσαλένια
πύλη. Η Μερώνυμη ούτε το ’πιασε πως είχα κοντέψει να της
σουβλίσω το κεφάλι, γω όμως μια χαρά το ’πιασα, μ’ είχε
μαγέψει ο διάολος του Μάουνα Κέα, ναι, ξέρουμε όλοι πώς
τονε λένε, πανάθεμά τον.
Είδες κάτι εκεί πάνω; ρώτησε η Μερώνυμη για τη λόγχη μου.
Ναι, είπα ψέματα, μα δεν ήτανε κανείς, όχι, μόνο τα παιχνίδια που
κάνει αυτός ο τόπος.
Φεύγουμε, είπε, φεύγουμε αμέσως.
Του την είχα φέρει του γερο-Τζόρτζι, βλέπετε, τρόπος να τη
σκοτώσω ντουγρού χωρίς τη λόγχη μου δεν ήτανε, μα δε θα
καθότανε έτσι απλά να κοιτάζει τη νίκη μου, όχι, τον ήξερα
αυτόν τον κατεργάρη του παλιού καιρού.
Εκεί που ανέβαινα το σχοινί με το σάκο, το Μάουνα Κέα
γέμισε τα πνεμόνια του και ξεφύσηξε τρελό χιόνι, έτσι που δεν
μπορούσα να δω καλά το έδαφος και δέκα ανέμοι μάς
ξεσχίζανε τα πρόσωπα, και τα δάχτυλά μου είχανε κοκαλώσει
από το κρύο και, πάνω που είχα ανέβει στα μισά, κατέβηκα
στα μισά κι εκείνο το σχοινί μου ’καιγε τα χέρια, μα τελικά
κατάφερα να σκαρφαλώσω πάνω και ν’ ανεβάσω το σάκο με τις
γδαρμένες μου παλάμες να τσούζουνε και να πονάνε. Η
Μερώνυμη δεν ήτανε τόσο γρήγορη, μα λίγο τής έμενε για την
κορφή του τείχους άμα αξάφνου σταμάτησε ο χρόνος.
Σταμάτησε ο χρόνος, ναι, καλά ακούσατε. Για τον Κόσμο Όλο
χτος από μένα κι έναν πονηρό διάβολο, ναι, ξέρετε ποιος ήρθε
σαν το μάγκα στον τοίχο, ο χρόνος ήτανε απλά…
σταματημένος.
Στον αέρα στέκονταν χιονονιφάδες. Ο γερο-Τζόρτζι τις
παραμέρισε. Προσπάθησα να σου βάλω μυαλό, Ζάκρι, πεισματάρικο
παιδί, τώρα πρέπει να αρχίσω τις προειδοποιήσεις και τα προμηνύματα και
τις προσταγές. Βγάλε τη λεπίδα σου και κόψε το σχοινί. Το πόδι του
ακούμπησε το σχοινί που κρατούσε τη χρονοπαγωμένη
Μερώνυμη. To πρόσωπό της χαλασμένο στη χιονοθύελλα, και
οι μύες της τσιτωμένοι όπως σκαρφάλωνε το σχοινί. Έξι μέτρα
κενό από κάτω. Μπορεί να μην τηνε σκοτώσει η πτώση της άμα αφήσω
το χρόνο να κυλήσει πάλι, διάβασε το λογισμό μου ο γερο-Τζόρτζι,
μα οι πέτρες κάτω θα σπάσουνε τη ραχοκοκαλιά της και τα πόδια της και δε
θα τη βγάλει τη νύχτα.
Τονε ρώτησα γιατί δε σκότωνε τη Μερώνυμη ο ίδιος να
τελειώνει.
Γιατί-γιατί-γιατί; κορόιδεψε ο γερο-Τζόρτζι. Θέλω να το κάνεις εσύ,
και να γιατί-γιατί-γιατί. Βλέπεις, άμα δεν κόψεις το σχοινί, μέσα σε τρεις
σελήνες θα πεθάνει η αγαπημένη σου οικογένεια, τ’ ορκίζομαι! Τ’
ορκίζομαι. Έχεις λοιπόν να διαλέξεις. Στη μια μεριά έχεις τη μάνα τη
γενναία, τη Σάσι τη δυνατή, τον Τζόνας τον ξύπνιο, την Κάτκιν τη γλυκιά,
όλους πεθαμένους. Ο Ζάκρι ο δειλός θα ζήσει και θα τονε ξεσχίζουνε οι
τύψεις μέχρι τη στερνή του μέρα. Στην άλλη μεριά έχεις μόνο μια πεθαμένη
ξενομερίτισσα που δε θα λείψει κανενός. Τέσσερις που αγαπάς και μία που
δεν αγαπάς. Μέχρι και τον Άνταμ μπορεί να σου φέρω από τους Κόνα.
Δεν είχα τρύπα να χωθώ και να γλιτώσω. Η Μερώνυμη
έπρεπε να πεθάνει.
Ναι, δεν έχεις τρύπα, νεαρέ. Θα μετρήσω ως το πέντε…
Έβγαλα τη λεπίδα μου. Ένας βλαστός ξεπετάχτηκε από τη
φλούδα της μνήμης μου, κι αυτός ο βλαστός ήτανε μια λέξη
που είχε μόλις πει ο γερο-Τζόρτζι, προμηνύματα.
Απότομα πέταξα τη λεπίδα μου κει που ’χε πέσει η λόγχη μου
και κοίταξα το διάολο στα τρομαχτικά του μάτια. Είχε κείνη τη
σαστισμένη περιέργεια, και το χαμόγελό του όπως έσβηνε είχε
έναν κουβά σκοτεινά νοήματα. Τον έφτυσα, μα το σάλιο μου
γύρισε καταπάνω μου. Γιατί; Μην και τρελαινόμουνα και
μουρλαινόμουνα;
Ο γερο-Τζόρτζι είχε κάνει ένα λάθος άσχημο, βλέπετε, μου
είχε μνημονεύσει τα προμηνύματά μου από τη Νύχτα τ’
Ονειρέματός μου. Σαν καίνε τα χέρια, μην κόψεις το σχοινί. Η
απόφασή μου ήτανε κανονισμένη, βλέπετε, τα χέρια μου
καίγανε, άρα αυτό ήτανε το σχοινί που με ’χε προστάξει η
Σόνμι να μην κόψω.
Η λεπίδα μου έκανε ένα χτύπημα χάμω κι ο χρόνος άρχισε και
τα μιλιούνια χέρια και ουρλιαχτά της χιονοθύελλας εκείνου του
διαόλου με ξεσχίζανε και με κοπανούσανε αλλά δεν
μπορούσανε να με ρίξουνε από το τείχος της οχύρωσης, όχι,
κάπως κατάφερα και τράβηξα πάνω τη Μερώνυμη και μας
κατέβασα από την άλλη μεριά χωρίς να σπάσουμε ούτε κόκαλο.
Σκυφτοί κόντρα στην άγρια ασπροσκότεινη χιονοθύελλα
γυρίσαμε στο χωριό των αστρονόμων, παραπατούσαμε και
σκουντουφλούσαμε και φτάσαμε πιο ξεπαγιασμένοι παρά
ζωντανοί, μα μεγάλη η χάρη της Σόνμι, μας περίμενε ένα ξερό
δεμάτι και κάπως κατάφερα ν’ ανάψω φωτιά κι ορκίζομαι πως
αυτή η φωτιά μάς ξανάσωσε τη ζωή. Βράσαμε πάγο να
ξαναγίνει νερό και ξεπαγώσαμε τα κόκαλά μας και στεγνώσαμε
τις γούνες μας όπως μπορούσαμε. Δε μιλούσαμε καθόλου,
παραήμασταν κοκαλιασμένοι κι εξαντλημένοι. Μετάνιωσα που
αρνήθηκα το γερο-Τζόρτζι;
Όχι, ούτε τότε, ούτε τώρα. Όποιο λόγο και να ’χε η
Μερώνυμη ν’ ανεβεί τ’ αναθεματισμένο το βουνό, δεν πίστευα
πως θα ιούδευε ποτέ τους Κοιλαδίτες, όχι, βαθιά μες στην
καρδιά μου δεν το πίστευα, και οι Κόνα, όπως και να ’χε, θα
κάνανε ό,τι έγινε στις Κοιλάδες αργά ή γρήγορα. Εκείνη την
πρώτη νύχτα μετά που ανεβήκαμε στην κορφή, αυτό ήτανε
ακόμη στο μέλλον. Η φίλη μου έβγαλε και για τους δυο
φαρμακοχάπια μετά τη μάσα και κοιμηθήκαμε τον ανονείρευτο
ύπνο τ’ αστρονόμου βασιλιά.

Που λέτε, ούτε και η επιστροφή στις Κοιλάδες ήτανε


περίπατος, όχι, μα κείνες τις περιπέτειες δεν είναι απόψε η
ώρα να τις αναστορήσω. Η Μερώνυμη κι εγώ δεν
πολυμιλούσαμε όπως κατεβαίναμε, τώρα όμως μας ένωνε μια
μπιστοσύνη, μια συνεννόηση. Το Μάουνα Κέα είχε βάλει τα
δυνατά του να μας σκοτώσει μα είχαμε επιζήσει μαζί. Το
’πιασα ότι ήτανε πέρα πέρα από την οικογένειά της και το
συγγενολόι της, και μ’ έπιασε η καρδιά μου για την ερημιά
της. Μετά από τρία βράδια μάς υποδέχτηκε ο Άμπελ στο
φυλάκιό του και μήνυσε στου Μπέιλι πως είχαμε γυρίσει. Όλοι
είχανε μία μόνο ερώτηση, Τι είδατε εκεί πάνω; Ερημιά και ησυχία,
τους είπα, ναούς της χαμένης Εξυπνάδας και κόκαλα. Δεν
έβγαλα όμως τσιμουδιά για τον αστρονόμο βασιλιά ή για όσα
μου είπε η Μερώνυμη για την Πτώση και διαί­τερα για τα
γροθίστικά μου με το γερο-Τζόρτζι, όχι, μόνο σαν ήρθανε και
περάσανε χρόνια.
Καταλάβαινα γιατί δεν είχε πει η Μερώνυμη την αλήθεια όλη
για τη Νήσο της Πρόγνωσης και για τη φυλή της. Οι άνθρωποι
πιστεύουνε ότι ο κόσμος είναι έτσι φτιαγμένος και, άμα τους
λες ότι δεν είναι έτσι, τους πέφτει η σκεπή πάνω στο κεφάλι
τους και μπορεί και πάνω στο δικό σου.
Η Γριά η Γλωσσοκοπάνα διάδωσε τα νέα ότι ο Ζάκρι που ’χε
κατεβεί από το Μάουνα Κέα δεν ήτανε ο ίδιος με το Ζάκρι που
το ’χε ανεβεί, και μάλλον είναι αλήθεια, δεν έχει ταξίδι που να
μη σ’ αλλάζει καμπόσο. Ο αξά μου ο Κόμπερι μολόησε πως οι
μανάδες και οι κύρηδες στις Εννιά Κοιλάδες προειδοποιούσανε
τις κόρες τους να μην τσιλημπουρδίζουνε με το Ζάκρι του
Μπέιλι πειδής θαρρούσανε, για να γλίτωσα από κείνον τον
τσιριδότοπο με την ψυχή μου ακόμη μέσα στο κρανίο μου,
παναπεί πως τα ’χα βρει με το γερο-Τζόρτζι, και μπορεί να μην
ήτανε η αλήθεια όλη, δεν ήτανε όμως και λάθος όλο. Ο Τζόνας
και η Σάσι δε με κοροϊδεύανε σαν κάποτε. Τη μάνα μου όμως
την πήρανε τα κλάματα άμα μας είδε σπίτι και μ’ αγκάλιασε –
Ζάκρι μου, αντράκι μου– και οι γίδες μου χαιρόντανε και η Κάτκιν
δεν είχε αλλάξει καθόλου. Αυτή και τ’ αδέρφια της στη σχολή
είχανε φτιάξει ένα καινούργιο παιχνίδι, Ο Ζάκρι κι η Μερώνυμη στο
Μάουνα Κέα, μα η Ηγουμένη τούς πρόσταξε να μην το παίζουνε
πειδής είναι φορές που άμα υποκρίνεσαι αλλάζεις το πώς
είσαι. Θαμάσιο παιχνίδι ήτανε, έλεγε η Κάτκιν, δεν ήθελα
όμως να ξέρω ούτε τους κανόνες ούτε το τέλος του.

Σε λίγο γέμισε η τελευταία σελήνη της Μερώνυμης στις Εννιά


Κοιλάδες, και ήρθε ο καιρός για το Παζάρεμα στη Χονοκάα,
την πιο μεγαλύτερη μάζωξη των προσάνεμων λαών, μια φορά
το χρόνο μόνο ερχότανε στην πανσέληνο του θερισμού, έτσι
πολλές μέρες στρωμένοι στη δουλειά υφαίναμε κουβέρτες από
γιδόμαλλο, που ’τανε το καλύτερο παζάρεμα του σπιτιού μας.
Που λέτε, από το σκοτωμό του κύρη μου και μετά
πεζοπορούσαμε ως τη Χονοκάα δέκα δέκα αν όχι και
παραπάνω, εκείνη τη χρονιά όμως ήτανε διπλάσιος ο αριθμός
πειδής φιλοξενούσαμε τη Μερώνυμη κι είχαμε διαίτερα
προγνωστικά λάφυρα. Είχε καρότσια και μουλάρια για όλα τα
ξεραμένα κρέατα και τα δέρματα και τα τυριά και τα μαλλιά. Η
Γουίμοβεϊ κι η Ρόουζις πηγαίνανε ν’ ανταλλάξουνε βοτάνια που
δε φυτρώνανε κοντά στις Κοιλάδες, και πια η Ρόουζις κι ο
Κόμπερι κουβαριαζόντανε κι εγώ πρόβλημα δεν είχα.
Ευχήθηκα στον αξά μου καλή τύχη πειδής θα του χρειαζότανε,
μαζί κι ένα μαστίγιο και μια γερή ράχη κι όλα τα σχετικά.
Άμα περνούσαμε το Πέρασμα της Σλούσα, έπρεπε να
βαστάξω να κοιτώ τους ταξιδιώτες να βάζουνε καινούργιες
πέτρες στον τύμβο του κύρη, έτσι το είχαμε έθιμο κι ο κύρης
είχε έναν κουβά φίλους κι αδερφούς που τον αγαπούσανε
αληθινά. Πάνω στο Μάουνα Κέα κείνος ο διάολος ακόνιζε τα
νύχια του στην ακονόπετρα για να καταβροχθίσει το δειλό
ετούτο ψεύτη, ναι. Μετά τη Σλούσα ήτανε το ζιγκ ζαγκ που
ανέβαινε στο Κουικουιχαέλε. Ένα καρότσι χάλασε και γύρισε,
οπότε το ταξίδι ήτανε αργό και όλο δίψα, ναι, ήτανε για τα
καλά περασμένο μεσημέρι σαν φτάσαμε στο ψωροχωριουδάκι
πέρα ψηλά. Εμείς οι νέοι μαζέψαμε μάσα από τους
κοκοφοίνικες, κι όλοι το καλοδεχτήκανε το γάλα κείνο,
σίγουρα. Βαριά πηγαίναμε νοτικά στον τσινόδρομο των Παλιών
κατά την πόλη της Χονοκάα, σαν δρόσισε τ’ αεράκι του
ωκεανού και η διάθεσή μας έφτιαξε, οπότε λέγαμε ιστορίες για
να μικρύνουμε τα μίλια, με τον ανιστορητή καθισμένο
ανάποδα στο πρώτο γαϊδούρι για ν’ ακούνε όλοι. Ο Ρόντρικ
αναστόρησε την Ιστορία του Ρούντολφ του Κοκκινοσούφρη
Γιδοκλέφτη και της φριχτής λόγχης του Σιδερομπίλη, κι ο
Γουόλτ είπε ένα καψουροτράγουδο, τη «Σάλι απ’ τις Κοιλάδες»,
τον πήραμε όμως με τα κλαδιά πειδής το τραγούδισμά του
χαλούσε τη ζωηράδα του σκοπού. Ύστερα ο θείος Μπις ζήτησε
της Μερώνυμης να μας μάθει ένα προγνωστικό ιστόρημα.
Δίστασε μια δυο στιγμές κι είπε ότι οι προγνωστικές ιστορίες
ήτανε γεμάτες τύψεις και απώλεια και πάντως όχι καλό
προμήνυμα για ένα ηλιόλουστο απόγευμα πριν τη μέρα του
Παζαρέματος, μπορούσε όμως να μας πει ένα ιστόρημα που
είχε ακούσει από έναν καμενοχωρίτη σε έναν τόπο πέρα πέρα
που τονε λέγανε Παναμά. Όλοι είπαμε ναι, ανέβηκε λοιπόν στο
πρώτο γαϊδούρι και μίλησε ένα μικρό κι ωραίο ιστόρημα που θα
σας πω τώρα, οπότε σκάστε όλοι, καθίστε και ας μου φέρει
κάποιος καινούργιο ποτήρι πιοτί, που ’χει ξεραθεί και κολλήσει
το λαρύγγι μου.

Παλιά που έπεφτε η Πτώση, οι άνθρωποι ξεχάσανε ν’ ανάβουνε


φωτιά. Α, τα πράγματα είχανε πολλά ασχημύνει, ναι. Σαν
νύχτωνε, δεν μπορούσανε να δούνε τίποτις, σαν χειμώνιαζε
δεν μπορούσανε να ζεστάνουνε τίποτις, σαν ξημέρωνε δεν
μπορούσανε να ψήσουνε τίποτις. Πήγε λοιπόν η Φυλή στο
Σοφό και παρακάλεσε, Σοφέ, βοήθησέ μας, ξεχάσαμε, βλέπεις, ν’
ανάβουμε φωτιά, και, αχ, αλίμονό μας.
Κάλεσε λοιπόν ο Σοφός τον Κόρακα και τον πρόσταξε με αυτά
τα λόγια: Πέτα πάνω απ’ τον τρελαμένο και ταχύπορο ωκεανό μέχρι το
Κραταιό Ηφαίστειο, και στις δασωμένες του πλαγιές βρες ένα μακρύ κλαδί.
Πάρε στο ράμφος σου αυτό το κλαδί και πέτα μέσα στο στόμα του
Κραταιού Ηφαιστείου και ρίξε το στη λίμνη της φωτιάς που κοχλάζει και
τσιτσιρίζει σ’ εκείνο το φλογερό τόπο. Ύστερα φέρε το φλεγόμενο κλαδί εδώ
στον Παναμά για να μνημονεύσουνε ξανά οι άνθρωποι τη φωτιά και να
μνημονεύσουνε ξανά πώς την ανάβουνε.
Ο Κόρακας υπάκουσε στην προσταγή του Σοφού, και πέταξε
πάνω από τον τρελαμένο και ταχύπορο ωκεανό, ώσπου είδε
κοντά πέρα το Κραταιό Ηφαίστειο να καπνίζει. Στροβιλιστά
κατέβηκε στις δασωμένες του πλαγιές, τσιμπολόησε κάτι
λαγοκέρασα, ήπιε από μια παγωμένη πηγή, ανάπαψε μια
στιγμή τα κουρασμένα του φτερά, κι ύστερα κοσκίνισε εκεί
γύρω να βρει ένα μακρύ πευκόκλαδο. Και ένα, και δύο, και
τρία, πετάχτηκε απάνω ο Κόρακας, με το κλαδί στο ράμφος, και
με ένα πλαφ βούτηξε τ’ αρχιδάτο κείνο πουλί μέσα στο θειάφι
του Κραταιού Ηφαιστείου, ναι, και τελευταία στιγμή μ’ ένα
τίναγμα ξανανέβηκε, μ’ εκείνο το πευκόκλαδο να σέρνεται
στην αναβραστή φωτιά, και φσσσ-σσσ-σσσσς, άναψε! Έξω από
κείνο το ζεματιστό στόμα πέταξε ο Κόρακας, μ’ εκείνο το
φλεγόμενο κλαδί στο στόμα του τώρα, ναι, και το ’βαλε για το
σπίτι, με τα φτερά να κοπανάνε, το κλαδί να καίει, τις μέρες
να περνάνε, το χαλάζι να βιτσίζει, τα νέφη να μαυρίζουνε, α,
τη φωτιά να γλείφει κείνο το κλαδί, τα μάτια να καπνίζουνε, τα
φτερά να τσουρουφλίζονται, το ράμφος να καίγεται… Πονάω!
έκραζε ο Κόρακας. Πονάω! Το ’ριξε λοιπόν κείνο το κλαδί ή δεν
το ’ριξε; Αναστορούμαστε πώς ανάβει η φωτιά ή δεν
αναστορούμαστε;
Καταλαβαίνετε τώρα, είπε η Μερώνυμη, αναποδοκάβαλο σ’
εκείνον τον πρώτο γάιδαρο, το ιστόρημα δεν είναι για τους Κόρακες ή
τη φωτιά, μα για το πώς πήραμε το πνεύμα μας εμείς οι άνθρωποι.
Δε λέω πως αυτό το ιστόρημα είναι και πολλά λογικερό,
πάντα όμως το αναστορούσα, και μερικές φορές το κομμάτι
λογικερό είναι το πιο περισσότερο λογικερό. Όπως και να ’χει,
η μέρα έσβηνε μέσα σε φορτωμένα νέφη κι ακόμα ήμασταν
κάτι μίλια απόσταση από τη Χονοκάα, στήσαμε λοιπόν τις
σκηνές μας και ρίξαμε στα ζάρια ποιος θα έκανε σκοπιά,
βλέπετε, ήτανε κακοί καιροί και δε θέλαμε να μας πιάσουνε
στον ύπνο. Έφερα εξάρες και λογάριασα πως άλλαζε η τύχη
μου, κορόιδο όπως είμαι της μοίρας, ναι, σαν όλοι μας.
H Χονοκάα ήτανε η πιο πολυβουότερη πόλη του
βορειοανατολικού Προσάνεμου, βλέπετε, οι Παλιοί την είχανε
χτισμένη ψηλά για να γλιτώσουνε την άνοδο του ωκεανού, όχι
σαν το μισό Χίλο και το Κόνα, που τις πιο περισσότερες
σελήνες πλημμυρίζανε. Οι πιο περισσότεροι στη Χονοκάα
ήτανε εμπόροι και τεχνίτες, και προσεύχοντανε στη Σόν­μι αλλά
κατεργάρικα κρατούσανε και τις πισινές τους και προσεύχονταν
και σε θεούς των Χίλο, οπότε εμείς οι Κοιλαδίτες τους είχαμε
για μισοάγριους. Τον αρχηγό τους τονε λέγανε Γερουσιαστή, κι
είχε πιο περισσότερη εξουσία από την Ηγουμένη μας, ναι, είχε
ένα στρατό από δέκα με δεκαπέντε γροθίστικους άντρες με
θαμάσιες λόγχες που ’χανε δουλειά τους να επιβάλλουνε το
πρόσταγμα του Γερουσιαστή, και το Γερουσιαστή δεν τονε
διάλεγε κανείς, όχι, ήτανε δουλειά βαρβαρική που πήγαινε από
τον κύρη στο γιο. Η Χονοκάα ήτανε μεσοστρατιά για τους
ανθρώπους από το Χίλο και το Χονόμου, και για τους
Κοιλαδίτες και τους Μουκίνι πριν να σκλαβωθούνε, και για τις
φυλές στους λόφους πιο μέσα. Τα τείχη των Παλιών στην πόλη
τα ’χανε ξαναχτισμένα και τις χαλασμένες σκεπές τις είχανε
φτιαγμένες και ξαναφτιαγμένες, ακόμη όμως μπορούσες να
σουλατσάρεις στους στενούς και ανεμοδαρμένους δρόμους και
να φαντάζεσαι ιπτάμενα καγιάκ και άμαξες χωρίς άλογα να
τρέχουνε αποδώ και αποκεί. Τέλος είχε το χώρο για το
παζάρεμα, ένα θαμάσιο πελώριο χτίριο που ’λεγε η Ηγουμένη
ότι κάποτε το λέγανε εκκλησία και προσεύχονταν σ’ έναν
αρχαίο θεό, μα εκείνος ο θεός ξεχάστηκε στην Πτώση. Η
εκκλησία είχε γερούς τοίχους και όμορφο χρωματιστό τζάμι κι
έστεκε σ’ ένα καταπράσινο μέρος με πολλές πέτρινες πλάκες
για να μαντρώνεις πρόβατα και γίδια και γουρούνια και τα
σχετικά. Στο παζάρι, οι φύλακες του Γερουσιαστή φυλάγανε τις
πύλες της πόλης και τις αποθήκες κι είχανε κι ένα κρατητήρι με
σιδερένια κάγκελα. Αλλά κανένας μαχητής δε γρόθιζε ποτέ
έμπορο, χτος κι έκλεβε ή χαλούσε την ειρήνη ή το νόμο. Η
Χονοκάα είχε πιο περισσότερο νόμο από κάθε άλλο τόπο στο
Μεγάλο Ν. χτος από τις Εννιά Τσακισμένες Κοιλάδες μάλλον,
μα ο νόμος κι ο Πολιτισμός δεν είναι πάντα το ίδιο πράμα, όχι,
βλέπετε, οι Κόνα έχουνε το νόμο των Κόνα μα δεν έχουνε ούτε
ψύλλο από Πολιτισμό.
Σ’ εκείνο το παζάρεμα, οι Κοιλαδίτες κάναμε πολλά καλή
ανταλλαγή για εμάς και τη Βουλή. Για τους μουσαμάδες των
Προγνωστικών πήραμε είκοσι σακιά με ρύζι από τις φυλές των
λόφων, ναι, και αγελάδες και προβιές από το ράντσο του
Πάρκερ για τα μεταλλουργήματα. Δεν είπαμε κανενός που η
Μερώνυμη ήτανε ξενομερίτισσα, όχι, την είπαμε Ότερι από
του Χέρμιτ αναφάραγγα της Κοιλάδας Πολούλου, βοτανίστρα
και τυχερή τερατογεννημένη, έτσι είπαμε, για να ξηγήσουμε
το μαύρο δέρμα και τα άσπρα δόντια της. Τα πράματα των
Προγνωστικών είπαμε ότι ήτανε καινούργια σωσμένα που
’χαμε βρει σε μια καβάντζα, αν και όποιος ρωτάει Πού τα βρήκες
αυτά τα πράματα λοιπόν; δεν περιμένει ν’ ακούσει αληθινή
απάντηση. Η Γριά η Γλωσσοκοπάνα το ροδάνι της έξω από τις
Εννιά Κοιλάδες το ’χει βουλωμένο, όταν λοιπόν ένας
ανιστορητής, ο Λάιονς, με ρώτησε αν ήμουνα ο ίδιος Ζάκρι
από την Κοιλάδα του Ελεπάιο που ’χε ανεβεί στο Μάουνα Κέα
την περασμένη σελήνη, ξαφνιάστηκα άσχημα. Ναι, είπα του, ο
Ζάκρι από κείνη την κοιλάδα είμαι, μα δε σιχαίνομαι τόσο τούτη τη ζήση
που να πλησιάσω την κορφή εκείνου του βουνού, όχι. Είπα πως είχα
πάει να γυρέψω φύλλα και ρίζες με τη θεία της περασμένης
μου ζωής την Ότερι, μα δεν ανεβήκαμε πιο ψηλότερα αποκεί
που σταματούσανε τα δέντρα, όχι, κι άμα αυτός είχε ακούσει
άλλα, ε, λοιπόν, εδώ ήμουνα και του ’λεγα πως λάθος είχε
ακούσει. Τα λόγια του Λάιονς ήτανε αρκετά φιλικά, όταν όμως
μου είπε ο αδερφός μου ο Χάριτ πως είχε δει το Λάιονς και το
Γενάτο Λίρι να μουρμουρίζουνε σ’ ένα ντουμανιασμένο
αδιέξοδο, λογάριασα να τονε μαρτυρήσω της Ηγουμένης άμα
γυρνούσαμε σπίτι και να δω τι έλεγε αυτή. Ο Λίρι πάντα μου
βρόμαγε πως ήτανε φίδι, και σε λίγες μόνο ώρες θα μάθαινα
πόσο, μα πόσο δίκιο είχα.
H Μερώνυμη κι εγώ παζαρέψαμε τα γνεσίματα και τις
κουβέρτες από γιδόμαλλο και τα σχετικά πολλά γρήγορα, ναι,
πήρα ένα σακί ωραίο καφέ από τη Μανούκα, κάτι πλαστικές
σωλήνες σε καλή κατάσταση, παχιά παχιά βρόμη και σακούλια
με σταφίδα από μια σκουρόχρωμη Κολεκόλε, κι άλλα πράματα
που δε μνημονεύω τώρα. Οι Κολεκόλε δεν είναι τόσο άγριοι,
θαρρώ, κι ας θάβουνε τους πεθαμένους τους κάτω απ’ τα ίδια
οικήματα όπου ζούνε οι ζωντανοί πειδής πιστεύουνε ότι εκεί
θα είναι πιο λιγότερο έρημοι. Ύστερα βοήθησα με τα κοινά μας
παζαρέματα για λίγο και μετά σουλατσάρισα αποδώ κι αποκεί,
πωσπάοντας μερικούς εμπόρους αποκεί γύρω, οι άγριοι δεν
είναι πάντα και κακοί, όχι. Έμαθα ότι οι Μακενζίτες είχανε
σκαρφιστεί ένα θεό καρχαρία και θυσιάζανε λεπιδιασμένα κι
άποδα πρόβατα στον όρμο τους. Άκουσα και τις συνηθισμένες
ιστορίες για τις αγριάδες των Κόνα ανατολικά από τα κανονικά
κυνηγοτόπια τους, που σκοτεινιάζανε ολωνών μας την καρδιά
και το μυαλό. Βρήκα μαζεμένους γύρω από κάποιον ένα
πλήθος θεατές, πήγα πιο κοντύτερα και είδα τη Μερώνυμη, ή
την Ότερι, να κάθεται σ’ ένα σκαμνί και να σχεδιάζει τα
πρόσωπα των ανθρώπων, ναι! Παζάρευε τα σχεδιάσματά της
για λιλιά ή για καμιά μπουκιά, κι οι άνθρωποι ήτανε πιο
χαρωπότεροι από ποτέ, κοιτούσανε με θαμασμό τα πρόσωπά
τους να εμφανίζονται από το πουθενά στο χαρτί, και
μαζευόντανε κι άλλοι και λέγανε, Εμένα κάνε μετά! Εμένα κάνε
μετά! Τη ρωτούσανε από πού την είχε πάρει αυτή τη γνώση και
η απάντησή της ήτανε πάντα Δεν είναι γνώση, αδερφέ, εξάσκηση
είναι. Τα πρόσωπα στους άσχημους τα έκανε πιο ομορφότερα
απ’ ό,τι ήτανε, αλλά έτσι κάνανε οι ζωγράφοι από την αρχή της
ιστορίας είπε η Ότερι η Σχεδιάστρια Βοτανίστρα. Ναι, άμα
είχες να κάνεις με πρόσωπα, πιο καλύτερα τα ωραία ψέματα
απ’ την κακαδιασμένη αλήθεια.
Έπεσε η νύχτα και βαριά γυρίσαμε στις αποθήκες μας και
ρίξαμε στον κλήρο τις σκοπιές, κι ύστερα άρχισε το γλέντι σε
διαίτερα σπίτια που τα λέγανε μπαρ. Έκανα τη σκοπιά μου από
νωρίς, ύστερα έδειξα της Μερώνυμης κάτι μέρη με το Γουόλτ
και το θείο Μπις πριν μας ξανατραβήξουνε οι μουζικάντηδες
στην Εκκλησία. Είχανε πληχτροφύσουνα και μπάντζα και
βιολιά και μια ατίμητη σπάνια ατσαλένια κιθάρα, και βαρέλια
ποτά πoυ ’χανε φέρει οι φυλές να δείξουνε τον πλούτο τους και
σακιά γαληνόφουντα πειδής όπου έχει Χίλο, α, έχει και
γαληνόφουντα. Μπουρούχεψα γερά από την πίπα του Γουόλτ
και οι τέσσερις μέρες της πορείας από το ελεύθερο Προσανέμι
μας μέχρι τ’ Απανέμι των Κόνα μού φαίνονταν τέσσερα
μιλιούνια, ναι, κείνη τη νύχτα με λικνίζανε τα ναναρίσματα της
γαληνόφουντας, ύστερα αρχίσανε τα τύμπανα, βλέπετε, κάθε
φυλή είχε και τα τύμπανά της. O Φόντεϊ από του Λότους Ποντ
και δυο τρεις Κοιλαδίτες παίζανε γιδοτάμ και ξυλοτάμ, και οι
γενάτοι από το Χίλο κοπανούσανε τις γρακάσες τους και μια
οικογένεια από τη Χονοκάα παίζανε τα κορδελωτά τους και οι
Χονομούτες πιάσανε τα κοχυλοκρόταλά τους κι όλη αυτή η
ποικιλία των τυμπάνων λύγιζε τις χαρούμενες χορδές των νέων
αλλά και τις δικές μου, ναι, και η γαληνόφουντα σε πηγαίνει
από τα γκαπ γκουπ και τα μπαμ μπουμ και τα παμ-πιμ-πομ μέχρι
που οι χορευτές ήμασταν οπλές που κοπανούσανε και αίμα που
’βραζε και χρόνια που περνούσανε και κάθε χτύπος στο
τύμπανο ήτανε άλλη μια ζωή που έβγαινε από πάνω μου, ναι,
είδα όλες τις ζωές που είχε κάνει η ψυχή μου μέχρι πέρα πέρα
πριν από την Πτώση, ναι, τις είδα πεταχτά από ’να άλογο που
έτρεχε μέσα στον τυφώνα, μα δε γίνεται να τις περιγράψω
πειδής δεν έχω πια τις λέξεις αλλά καλά αναστορούμαι κείνη τη
σκουρόχρωμη Κολεκόλε με το τατουάζ της φυλής της, ναι,
ήτανε ένας βλαστός που λύγαε κι εγώ ήμουνα ο τυφώνας, τη
φυσούσα και λύγαε, τη φυσούσα πιο περισσότερο κι αυτή
λύγαε πιο περισσότερο και πιο κοντύτερα, ύστερα ήμουνα του
Κοράκου τα φτερά που χτυπούσανε και αυτή οι φλόγες που
γλείφανε και όταν ο βλαστός των Κολεκόλε τύλιξε τα λεπτά της
δάχτυλα στο λαιμό μου, τα μάτια της είχανε κρουσταλλιάσει και
μου μουρμούρισε στ’ αυτί, Ναι, θα πάω μαζί σου, και ναι, θα πάμε,
πάλι.

Σήκω, μικρέ, με σφαλιάρισε ο κύρης μου όλο άγχητα, δεν είναι για
χουζούρεμα σήμερα, πανάθεμά σε. Έσκασε η φουσκάλα του ονείρου
και ξύπνησα για τα καλά σκεπασμένος τραχιές κουβέρτες των
Κολεκόλε. Το σκουρόχρωμο κορίτσι κι εγώ ήμασταν πλεγμένοι
αναμετάξυ μας, ναι, σαν δυο σαύρες που καταπίνανε η μια την
άλλη. Μύριζε κληματσίδες και στάχτη λάβας και τα λαδιά της
στήθια ανεβοκατεβαίνανε και την κοιτούσα και μ’ έπιασε μια
τρυφεράδα θαρρείς και κοιμότανε δίπλα μου δικό μου
βυζαστάρι. Ακόμη ήμουνα θολωμένος από τη γαληνόφουντα,
κι άκουγα μακρινοκοντινές φωνές από γερό γλέντι παρά που
είχε κιόλας ξημερώσει μια καταχνιασμένη αυγή, ναι,
συμβαίνουνε αυτά στα παζαρέματα του θεριστή, φορές φορές.
Χασμουρήθηκα λοιπόν και τανύστηκα, ναι, και πονούσα μα
ένιωθα και καλά και αδειανός, ξέρετε πώς πάει άμα πλακώσεις
όμορφο κορίτσι. Εκεί κοντά μαγειρεύανε πρωινό που ’βγαζε
καπνό, έβαλα λοιπόν το παντελόνι και το σακάκι μου και τα
σχετικά και τα μάτια του κοριτσιού των Κολεκόλε ανοίξανε
ελαφίστικα και μουρμούρισε, Καλημέρα, γιδάρη, και γέλασα και
είπα, Θα ξανάρθω με μάσα, κι εκείνη δε με πίστεψε, οπότε
αποφάσισα να της αποδείξω ότι έκανε λάθος και να τη δω να
χαμογελάει σαν θα της έφερνα το πρωινό της. Έξω από την
αποθήκη των Κολεκόλε είχε ένα βοτσαλόστρωτο που πήγαινε
κολλητά στο τείχος της πόλης, μα βορινά ή νοτικά δεν
καταλάβαινα, ρωτιόμουνα λοιπόν προς τα πού να κινήσω σαν
έπεσε ένας φύλακας των Χονοκάα από τον προμαχώνα και για
τοσοδά μόνο δε με σκότωσε.
Τα σωθικά μου τιναχτήκανε, μισά πάνω, μισά κάτω.
Από τη μύτη του έβγαινε ένα βέλος και η αιχμή του έβγαινε
από το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Η σιδερένια του αιχμή
τράνταξε εκείνο το πρωί και όλα μέσα του και τα ’φερε, α,
στην τρομαχτική τους θέση.
Εκείνο το μακρινοκοντινό γερό γλέντι ήτανε καβγάς και μάχη,
ναι! Κείνο το πρωινό που ’βγαζε καπνό ήτανε αχυροσκεπές που
καιγόντανε, ναι! Ο πρώτος λογισμός μου, που λέτε, ήτανε οι
δικοί μου, λαγογύρισα λοιπόν κατά την αποθήκη των
Κοιλαδιτών στο κέντρο της πόλης και φώναζα, Οι Κόνα! Οι Κόνα!
Ναι, τα μαύρα φτερά κείνης της φοβερής λέξης
φτεροκοπούσανε φρενιασμένα σ’ όλη τη Χονοκάα κι άκουσα
βροντερό σπάσιμο και σηκώθηκε φωνή μεγάλη και κατάλαβα
ότι είχανε σπάσει την πύλη της πόλης. Έφτασα, που λέτε, στην
πλατεία, αλλά ο βροντοχτυπητός πανικός μου ’φραζε το δρόμο
και ο φόβος, ναι, ο φόβος και η βρομερή του μπόχα μ’ έκανε
να γυρίσω. Γυρνούσα στα δρομάκια, μα φτάνανε όλο και πιο
κοντινότερες κραυγές κι οπλές και καμτσικιές των Κόνα, και
γεμίζανε σαν το τσουνάμι τα στενάκια κείνα που καταχνιάζανε
και καιγόντανε και δεν ήξερα από πού είχα έρθει ούτε πού
πήγαινα και μπαμ! μ’ έριξε σ’ ένα αυλάκι μια μισότυφλη γριά
που κοπανούσε στον αέρα με τον πλάστη και τσίριζε, Δε θα μ’
ακουμπήσεις με τα βρομόχερά σου, άμα ξανασηκώθηκα, όμως,
ήτανε ασάλευτη και κάτασπρη, βλέπετε, είχε ένα βέλος που
ξεφύτρωνε απ’ τον κόρφο της κι αξάφνου μ’ ένα βζζζτ ένα
καμτσίκι μου ’δεσε τα πόδια και βζζζτ σηκώθηκα στον αέρα και
βζζζτ το κεφάλι μου έπεσε κάτω και ααααα το πετρόστρωτο μου
κοπάνησε το κρανίο, ναι, πιο αγριότερο από κόψιμο μ’
αναθεματισμένο κρύο σκαρπέλο.

Σαν ξαναξύπνησα, το νεαρό μου σώμα ήτανε ένας παλιοκουβάς


γεμάτος πόνο, ναι, τα γόνατά μου ήτανε χαλασμένα κι ο ένας
αγκώνας μου πιασμένος και μελανιασμένος και τα πλευρά μου
ραγισμένα και δυο δόντια βγαλμένα και τα σαγόνια μου δεν
κλείνανε καλά και το καρούμπαλο στο κεφάλι μου ήτανε σαν
δεύτερο κεφάλι. Με είχανε κουκουλωμένο σαν τη γίδα πριν το
σφάξιμο και τα χέρια και τα πόδια μου ήτανε σφιχτοδεμένα και
με είχανε ξαπλωμένο πάνω και κάτω από άλλα κακορίζικα
κορμιά, ναι, και τέτοιο πόνο ούτε είχα ξαναζήσει, ούτε
ξανάζησα από τότε, όχι! Ρόδες τρίζανε και πέταλα
κλαπκλαπατζίζανε και με κάθε ταρακούνημα τσαλαβουτούσε ο
πόνος μέσα στο κεφάλι μου.
Το λοιπόν, ήτανε φως φανάρι. Μας είχανε σκλαβώσει και μας
πηγαίνανε στο Κόνα ακριβώς όπως είχανε κάνει με το χαμένο
μου αδερφό τον Άνταμ. Δεν πολυχαιρόμουνα που ακόμη
ζούσα, γιατί μόνο πονούσα άχρηστος σαν το πατσοπούλι που
το ’χουνε κρεμασμένο για να στραγγίξει απ’ το αίμα του. Ένα
πόδι που σπαρταρούσε μου ’λιωσε τα παπάρια, μουρμούρισα
λοιπόν, Είναι κανένας άλλος ξυπνητός εδώ; Βλέπετε, λογάριαζα πως
μπορεί και να τα κατάφερνα να βγω από κείνη την τρύπα, μα η
τραχιά και κορακίστικη φωνή ενός Κόνα φώναξε από πολλά
κοντά, Βουλώστε το, παλικάρια μου, ή τ’ ορκίζομαι στη λεπίδα μου πως
θα σας κόψω τη γλώσσα, σκυλοχεσμένοι! Μια ογρή ζέστα μού
σκέπασε το μπράτσο, πειδής κάποιος που ’τανε ξαπλωμένος
πάνω μου κατουρήθηκε, και κρύωσε κι έγινε ψυχρή ζέστα
όπως περνούσανε οι στιγμές. Μέτρησα πέντε Κόνα να μιλάνε,
τρία άλογα κι ένα κλουβί ορνιθόπουλα. Οι σκλαβωτές μας
συζητούσανε τα κορίτσια που είχανε σχίσει και πλακώσει στο
ντου στη Χονοκάα, κατάλαβα λοιπόν πως ήμουνα
κουκουλωμένος μισή μέρα ή και παραπάνω. Πείνα δεν είχα μα
από τη δίψα το στόμα μου ήτανε σαν στάχτη. Μια από τις
φωνές των Κόνα την ήξερα μα δεν καταλάβαινα από πού. Κάθε
ατέλειωτη στιγμή έφερνε βροντές από πολεμικές οπλές στο
δρόμο και θ’ ακουγότανε ένα Πωσπάς, Αρχηγέ! κι ένα Ναι, Κύριε,
και Η μάχη πάει καλά! κι έτσι έμαθα πως οι Κόνα δεν είχανε κάνει
σκέτο αναγνωριστικό ντου στη Χονοκάα μα αρπάζανε όλο το
βορινό Μεγάλο Ν., ναι, παναπεί τις Κοιλάδες. Τις Εννιά
Τσακισμένες Κοιλάδες μου. Σόνμι, παρακάλεσα, Πονόκαρδη
Σόνμι, φύλα την οικογένειά μου και το συγγενολόι μου.
Τελικά με πήρε ο ύπνος κι ονειρεύτηκα την Κολεκόλε, μα τα
στήθια της και τα λαγόνια της ήτανε από χιόνι κι από λάβα, κι
άμα ξαναξύπνησα σ’ εκείνη την καρότσα, βρήκα έναν
πεθαμένο σκλάβο από κάτω μου που μου ’παιρνε όλη τη
ζεστασιά. Φώναξα, Έι, Κόνα, έχετε έναν πεθαμένο εδώ πέρα και μπορεί
να χαιρότανε τ’ άλογό σας άμα ξαλάφρωνε κομμάτι το φορτίο. Ένα αγόρι
από πάνω μου έβγαλε μια φωνή άμα τον καμτσίκωσε ο οδηγός
των Κόνα για ν’ ανταμείψει το τόσο ευγενικό μου ενδιαφέρον,
μπορεί να ’τανε ο κατουρημένος. Ήξερα απ’ τις φωνές των
πουλιών πως κόντευε να βραδιάσει, ναι, και όλη μέρα μάς
πηγαίνανε με την άμαξα.
Μετά από ώρα σταματήσαμε και με σύρανε να κατεβώ απ’ το
καρότσι και με τσιμπήσανε με τη λόγχη. Φώναζα και
σπαρταρούσα, άκουσα έναν Κόνα να λέει, Αυτός εδώ ακόμη είναι
ζωντανός τέλος πάντων, και με σηκώσανε και μ’ ακουμπήσανε σ’
ένα βράχο μεγάλο σαν καλύβι, και μετά από μια στιγμή μού
βγάλανε την κουκούλα. Ανακάθισα και μισόκλεισα τα μάτια
στη θλιμμένη μουντάδα. Ήμασταν στον ψιχαλιστό δρόμο της
Βαϊμέα, και κατάλαβα κριβώς πού, ναι, βλέπετε, ήτανε πλάι
στη γερτή λιμνούλα, κι εκείνος ο μεγάλος σαν καλύβι βράχος
που μας είχανε κολλήσει πάνω ήτανε ο ίδιος βράχος όπου η
Μερώνυμη κι εγώ είχαμε συναντήσει το γερο-Γιανάγκι μόνο
πριν από μια σελήνη.
Τώρα κοιτούσα τους Κόνα να πετάνε τρεις πεθαμένους
σκλάβους στα ντίνγκο και τους κόρακες, και κατάλαβα γιατί
είχα πιάσει μια γνώριμη φωνή πριν, βλέπετε, ένας από τους
φύλακές μας ήτανε ο Λάιονς ο ανιστορητής αδερφός του Λίρι.
Ανιστορητής και σπιούνος, που να του καταραστεί τα κόκαλά
του ο γερο-Τζόρτζι. Στους δέκα που ’χαμε γλιτώσει άλλος
Κοιλαδίτης χτος από μένα δεν ήτανε, όχι, οι πιο περισσότεροι
ήτανε Χονομούτες και Χαβίτες, λογάριαζα. Προσευχήθηκα να
μην ήτανε ο αξά μου ο Κόμπερι στους τρεις που ’χανε πετάξει.
Όλοι μας ήμασταν νέοι, ναι, άρα είχανε σκοτώσει τους πιο
γεροντότερους στη Χονοκάα, λογάριαζα, και τη Μερώνυμη,
θαρρούσα, πειδής ήξερα πως με τέτοια μανιασμένη επίθεση
ούτε να ζήσει ούτε να ξεφύγει μπορούσε. Ένας από τους Κόνα
μας έριξε στα μούτρα λιμνόνερο, ανοίξαμε τα στόματά μας να
πιούμε και την τελευταία γλυφή σταγόνα, μα δεν έφτανε να
σβήσει το κοράκιασμά μας. Ο αρχηγός πρόσταξε το σταβλίτη
τους να στήσει σκηνές κι ύστερα μίλησε στα θηράματά του που
τρέμανε. Από σήμερα το πρωί, είπε ο βαμμένος, οι ζωές σας, ναι, και
τα σώματά σας είναι υπάρχοντα των Κόνα, και όσο πιο γρηγορότερα το
δεχτείτε αυτό, τόσο πιο πιθανότερο να ζήσετε σαν σκλάβοι των
πραγματικών κληρονόμων του Μεγάλου Ν. και μια μέρα της Χα-Βάης
όλης. Ο Αρχηγός μάς είπε ότι οι καινούργιες μας ζωές είχανε
καινούργιους κανόνες, μα ευτυχώς οι καινούργιοι κανόνες
μαθαίνονταν εύκολα. Ο πρώτος κανόνας είναι, οι σκλάβοι κάνετε το
πρόσταγμα των αφεντάδων σας των Κόνα, ντουγρού και χωρίς ν’
αλλαγιατίζετε. Σπάστε αυτόν τον κανόνα και ο αφέντης σας θα σας χαλάσει
κομμάτι, ή καμπόσο, ανάλογα το θέλημά του, μέχρι να μάθετε και να
υπακούτε πιο καλύτερα. Ο δεύτερος κανόνας είναι, οι σκλάβοι δε μιλάνε
χτος κι άμα τους ρωτάει ο αφέντης. Σπάστε αυτόν τον κανόνα και ο
αφέντης σας θα σας κόψει τη γλώσσα και θα σας την κόψω και γω. Ο τρίτος
κανόνας είναι, δε χάνετε χρόνο να σχεδιάζετε αποδράσεις. Σαν σας
πουλήσουμε την επόμενη σελήνη, θα σας σφραγίσουμε το μάγουλο με το
σημάδι του αφέντη σας. Ποτέ δε θα περάσετε για καθαρογεννημένοι Κόνα
πειδής δεν είστε, να λέμε την αλήθεια, όλοι οι Προσανεμίτες είναι
τερατογεννημένοι μαλάκες. Σπάστε αυτόν τον κανόνα και τ’ ορκίζομαι, σαν
θα σας πιάσουνε, ο αφέντης σας θα σας λεπιδιάσει τα χέρια και τα πόδια,
θα σας λεπιδιάσει την ψωλή και θα σας τη χώσει στο στόμα, και θα σας
αφήσει στην άκρη του δρόμου να σας καταφάνε οι μύγες κι οι αρουραίοι.
Μπορεί να λογαριάζετε πως ακούγεται γρήγορος θάνατος, μα το ’χω κάνει
πολλές φορές και, πιστέψτε με, είναι αξαφνιαστικά αργός. Ο Αρχηγός
είπε πως όλοι οι καλοί αφεντάδες σκοτώνουνε από ’ναν κακό ή
τεμπέλη σκλάβο πού και πού για να μνημονεύσουνε στους
άλλους τι παθαίνουνε οι χασομέρηδες. Τέλος, ρώτησε αν είχε
κανένας παράπονο.
Κανένας δεν είχε παράπονο, όχι. Εμείς οι ειρηνικοί
Προσανεμίτες είχαμε χαλασμένο σώμα από τις πληγές και τη
δίψα και την πείνα, και χαλασμένο πνεύμα από το σκοτωμό
που ’χαμε δει και το σκλαβωμένο μέλλον που βλέπαμε
μπροστά μας. Ούτε οικογένεια, ούτε λευτεριά, ούτε τίποτις
χτος από δουλειά και πόνο και δουλειά και πόνο μέχρι να
πεθάνουμε, και πού θα ξαναγεννιόντανε οι ψυχές μας μετά;
Ρωτιόμουνα άμα θα έβρισκα τον Άνταμ ή άμα ήτανε κιόλας
πεθαμένος ή κάτι άλλο. Ένα τοσοδούλικο αγόρι των Χάβι
άρχισε να μυξοκλαίει κομμάτι, μα ήτανε εννιάρης ή δεκάρης κι
έτσι δεν του είπε κανένας να το βουλώσει, βασικά έχυσε για
όλους μας δάκρυα, ναι. Ο Τζόνας, το πιθανότερο, θα
σκλαβωνότανε, κι η Σάσι κι η Κάτκιν το ίδιο, μα ήτανε μαύρος
λογισμός αυτός, βλέπετε, κι οι δυο τους ήτανε ωραία κορίτσια.
Η μάνα όμως ήτανε μεγάλη γυναίκα… Τι θα βρίσκανε να την
κάνουνε οι Κόνα; Δεν ήθελα να λογίζομαι τη γυναίκα με τον
πλάστη στη Χονοκάα που με είχε κοπανήσει στο χαντάκι, μα
δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Ο Λάιονς πλησίασε, είπε Μπου!
στο τοσοδούλικο αγόρι κι αυτό άρχισε να μυξοκλαίει πιο
χειρότερα, κι ο Λάιονς γέλασε, κι ύστερα μου ’βγαλε τις
προγνωστικές μπότες. Κομμένο το σαπροφάγιασμα στο Μάουνα Κέα
για το Ζάκρι το Γιδάρη, μίλησε κείνος ο Ιούδας, δεν του χρειάζονται
άλλο αυτές λοιπόν, όχι.
Δεν είπα τίποτις, μα του Λάιονς δεν του άρεσε ο τρόπος που
δεν είπα τίποτις, οπότε με κλότσησε στο κεφάλι και τα λαγόνια
με τις ίδιες μου τις μπότες. Δεν ήμουνα σίγουρος, μα θαρρώ
ήτανε δεύτερος στη σειρά μετά τον αρχηγό, και πάντως κανείς
δεν του πάτησε πόδι για τις μπότες μου.
Έσταξε η νύχτα και οι Κόνα ψήνανε ορνιθόπουλα στη φωτιά
και όλοι μας θα παζαρεύαμε τις ψυχές μας για να μας βάλουνε
μια στάλα από κείνο το ορνιθοπούλικο ξίγκι στη γλώσσα.
Είχαμε αρχίσει και κρυώναμε τώρα, και οι Κόνα δε μας θέλανε
πολλά χαλασμένους πριν το σκλαβοπάζαρο, αλλά μας θέλανε κι
αδύναμους και μαραζιάρηδες πειδής ήμασταν δέκα κι αυτοί
ήτανε μόνο πέντε. Ανοίξανε ένα φλασκί πιοτί και ήπιανε και
ξανάπιανε και ορμήσανε σ’ εκείνα τα ορνιθόπουλα που
μυρίζανε λαχταριστά και μετά ξανάπιανε. Κάτι μουρμουρίζανε
για λίγο και μας κοιτούσανε, ύστερα στείλανε στη μεριά μας
έναν Κόνα μ’ ένα δαυλί. Μας φώτιζε με δαύτο έναν έναν ενώ οι
δικοί του φωνάζανε Ναι! ή Όχι! Τελικά έλυσε τα πόδια του
τοσοδούλικου αγοριού των Χάβι και τον υποβάσταξε μέχρι να
πάνε στη φωτιά. Εκεί το ζεστάνανε και του δώσανε λίγο
ορνιθόπουλο και πιοτί. Εμάς τους ξεχασμένους σκλάβους μάς
στεγνώνανε η πείνα και ο πόνος και τα κουνούπια από τη
γερτή λιμνούλα τώρα, και ζηλεύαμε κείνο το Χαβιτάκι άσχημα,
μέχρι που ο Λάιονς έκανε ένα νόημα και κατεβάσανε το
παντελόνι του τοσοδούλικου και τονε πιάσανε και του
χαλάσανε το κωλοτρυπίδι, και σε κάθε καινούργια γύρα του
λαδώνανε την τρύπα του με ξίγκι από πατσόπουλο.
Το κακορίζικο τ’ αγόρι το βάτευε ο Λάιονς σαν άκουσα ένα
κσσσσσς κι αυτός σωριάστηκε. Οι άλλοι τέσσερις σκάσανε στα
γέλια, βλέπετε, είχανε το Λάιονς για λιώμα απ’ το πιοτί, μα
ύστερα ξανά κσσσσς-κσσσσς και δυο κόκκινες κουκκίδες
φανήκανε ανάμεσα στα μάτια ενός άλλου Κόνα κι έπεσε ξερός
κι αυτός. Ένας Κόνα με κράνος και μανδύα ήρθε στο ξέφωτο
και κρατούσε κάτι σαν κόκαλο μακρύ και σημάδευε μ’ αυτό
τους τελευταίους τρεις σκλαβωτές μας. Άλλο ένα κσσσς κι ο
μικρός Κόνα έπεσε. Τώρα ο αρχηγός άρπαξε τη λόγχη του και
την έριξε κατά τον κρανοφόρο φονιά, που βούτηξε και κάπως
κύλησε στο ξέφωτο κι έτσι η λόγχη του ’σχισε το μανδύα αλλά
δεν ακούμπησε το σώμα του. Ένα κσσσΣΣΣσς άνοιξε μια λοξή
σχισμή στον κορμό του αρχηγού και κάπως κόπηκε στα δυο.
Μέσα στο σάστισμά μου χώθηκε η ελπίδα, όμως κρακ! το
μαστίγιο του τελευταίου Κόνα τυλίχτηκε γύρω από κεινο το
θανάσιμο φονικό κόκαλο και κρακ! κείνο το σιδερικό απότομα
έφυγε απ’ τα χέρια του σωτήρα μας και πήγε στα χέρια του
σκλαβωτή μας σαν από μαγικό. Τώρα ο τελευταίος Κόνα γύρισε
τ’ όπλο κατά το σωτήρα μας και πήγε κοντά για να μην
ξαστοχήσει και είδα τα χέρια του να πιέζουν τη σκανδάλη και
ΚΣΣΣΣ! Το κεφάλι του τελευταίου Κόνα χάθηκε και η
αρτοκαρπιά που ’στεκε από πίσω του ήτανε αποκαΐδια που
κροτούσανε κι αχνίζανε και σφυρίζανε μέσα στη βροχή.
Το σώμα του στάθηκε έρημο για μια στιγμή σαν το βυζαστάρι
άμα μαθαίνει και περπατάει, κι ύστερα…. νταμ-φφφ! Βλέπετε,
είχε μπερδέψει το στόμα του σιδερικού με τον κώλο του και
λαμποκρότησε το ίδιο του το κεφάλι. Ο μυστήριος σωτήρας
μας ανακάθισε, τρίβοντας μαλακά τους αγκώνες, έβγαλε το
κράνος του και κοίταξε δυστυχισμένα τους πέντε πεθαμένους.
Παραμεγάλωσα για τέτοια πράματα, είπε η Μερώνυμη, σοβαρή και
κατσούφα.

Λύσαμε τους άλλους σκλάβους και τους αφήσαμε να φάνε τη


μάσα των Κόνα, η Μερώνυμη είχε για εμάς αρκετά στα σακίδια
της σέλας τ’ αλόγου της κι αυτοί οι λευτερωμένοι είχανε
μεγάλη ανάγκη για βοήθεια. Από τους πέντε πεθαμένους το
μόνο που πήραμε ήτανε οι μπότες μου, που τις βγάλαμε απ’ τα
πόδια του Λάιονς. Στον πόλεμο, μου ’μαθε η Μερώνυμη,
πρώτη σου άγχητα είναι οι μπότες σου, και μόνο δεύτερη η
μάσα και τα σχετικά. Η σωτήρισσά μου μου ’πε όλο το
ιστόρημα λίγο πιο αργότερα σ’ ένα ερείπιο των Παλιών που
βρήκαμε μέσα σε δάσος δίχως μονοπάτια, στ’ Απάνεμα
Κοχάλα, κι ανάψαμε κει μια μικρή φωτιά.
Δεν είναι μεγάλο το ιστόρημα, όχι. Η Μερώνυμη δεν ήτανε
στην κοιλαδίτικη αποθήκη άμα επιτεθήκανε οι Κόνα στη
Χονοκάα, όχι, ήτανε πάνω στα τείχη της πόλης και σχεδίαζε τη
θάλασσα μέχρι που της έριξε απ’ τα χέρια το τετράδιο ένα
βέλος αναμμένο. Γύρισε στην κοιλαδίτικη αποθήκη πριν πέσει
η πύλη της πόλης, αλλά ο θείος Μπις της φώναξε ότι έλειπα,
κίνησε λοιπόν να με γυρέψει κι εκεί είχε δει το συγγενολόι μου
τελευταία φορά. Τ’ άλογο και το κράνος της τα πήρε από ’ναν
αρχηγό των Κόνα που ’χε ορμήσει μέσα σ’ ένα στενάκι αλλά δεν
όρμησε και έξω από δαύτο. Ντυμένη Κόνα μέσα στη φασαρία
και την αναρχία, η Μερώνυμη τα κατάφερε και βγήκε από τη
ματωμένη και πυρπολημένη πόλη. Μάχη δε γινότανε, όχι, πιο
περισσότερο μάζεμα κάνανε, βλέπετε, ο στρατός του
Γερουσιαστή παραδοθήκανε πρώτοι πρώτοι. Η Μερώνυμη
πρώτα πήγε βορινά κατά τις Κοιλάδες, μα οι Κόνα πυκνώνανε
γύρω από το Κουικουιχαέλε για να πλημμυρίσουνε τις Κοιλάδες
κι έτσι έστριψε μέσα, στο δρόμο της Βαϊμέα, μα αυτός ο
δρόμος είχε πολλούς φύλακες και άμα τη σταματούσανε δε θα
περνούσε για Κόνα. Η Μερώνυμη έστριψε νοτικά πειδής
λογάριαζε να φτάσει στο Χίλο και να δει άμα ακόμη ήτανε σε
λεύτερα χέρια. Αλλά η Σόνμι τη σταμάτησε και πρόλαβε να δει
μια άμαξα που περνούσε, κι από κείνη την άμαξα εξέχανε δυο
πόδια, και σ’ αυτά τα δυο πόδια ήτανε μπότες προγνωστικές,
και μόνο έναν Προσανεμίτη ήξερε να φοράει μπότες
προγνωστικές. Δεν τολμούσε να με σώσει στο φως της μέρας,
και μια στιγμή έχασε την άμαξα πειδής είχε κάνει κύκλο για να
μην πέσει πάνω σε μια διμοιρία άλογα, κι άμα δεν
τραγουδούσανε λιωμένοι οι Κόνα όπως βατεύανε το Χαβιτάκι,
μπορεί και να μη μας είχε δει στο σκοτάδι και να ’χε
προσπεράσει. Α, σε τι κίνδυνο είχε μπει για να με σώσει! Γιατί
δεν κρύφτηκες να σώσεις το τομάρι σου; ρώτησά τη.
Έκανε μια γκριμάτσα Χαζή ερώτηση.
Ναι, μα τι θα κάναμε; Οι λογισμοί μου ήτανε τρικυμισμένοι
κι όλο φόβο. Οι Κοιλάδες είναι λεηλατημένες και καίγονται, μάλλον… και
το Χίλο, άμα δεν έχει κιόλας πέσει, θα πέσει γρήγορα…
Η φίλη μου απλά φρόντισε τις πληγές και τους πόνους μου μ’
επιδέσμους και τέτοια, ύστερα μου ’φερε στα χείλη ένα ποτήρι
και μια φαρμακόπετρα. Θα βοηθήσει να φτιαχτεί το χαλασμένο σου
σώμα, Ζάκρι. Κόψε τώρα το γλωσσοκοπάνημα και κοιμήσου.

Με ξύπνησε ένας άντρας που μουρμούριζε σ’ ένα καταφύγιο


των Παλιών που ’σταζε, κι απ’ τα παράθυρά του μπαίνανε
φύλλα. Πονούσα σε καμιά δεκαριά τόπους μα δεν πονούσα
τόσο άσχημα. Το πρωί μύριζε δροσερό κι απάνεμο,
μνημόνευσα όμως την απελπισμένη καινούργια εποχή που
έριχνε τον ίσκιο της στο Προσανέμι και, αχ, από μέσα μου
βογκούσα που ξύπνησα. Στην άλλη μεριά του δωματίου η
Μερώνυμη μιλούσε στη δέησή της μ’ εκείνο το βλοσυρό
Προγνωστικό που με ’χε τσακώσει να κοσκινίζω τα πράματά
της κείνη την πρώτη φορά. Έμεινα να κοιτάζω μια στιγμή, και
θάμαζα γι’ άλλη μια φορά, βλέπετε, στα παράθυρα των
δεήσεων τα χρώματα είναι πιο πικαντικότερα και ζωηρότερα.
Γρήγορα με είδε να σηκώνομαι και σήκωσε το κεφάλι να δώσει
γνωριμιά. Η Μερώνυμη γύρισε κι αυτή και με πωσπήγε.
Πιο καλύτερα από χθες. Πλησίασα να δω κείνη τη διαίτερη
Εξυπνάδα. Οι αρθρώσεις και τα κόκαλά μου τρίζανε καμπόσο.
Η Μερώνυμη μίλησε πως αυτόν τον Προγνωστικό που είπε ότι
τονε λέγανε Δυοφυσίτη τον είχα γνωρίσει κιόλας, και είπα πως
δεν τον είχα ξεχάσει πειδής ήτανε τόσο τρομαχτικός. Ο
παραθυρωμένος Προγνωστικός μας άκουγε, και το
σκελετωμένο του πρόσωπο μαλάκωσε κομμάτι. Α, μακάρι να μη
γνωριζόμασταν σε τόσο σκοτεινούς καιρούς, Ζάκρι, είπε ο Δυο­φυσίτης,
μα σου ζητώ να οδηγήσεις τη Μερώνυμη σε μια τελευταία πεζοπορία, μέχρι
το Δάχτυλο του Ίκατ. Ξέρεις το;
Ναι, ήξερά το, βορινά από την Τελευταία Κοιλάδα μετά τη
Γέφυρα του Πολούλου, μια μακριά γλώσσα γης που ’βλεπε
βορειοδυτικά. Θα ’δενε το Καράβι να περιμένει τη Μερώνυμη
στο Δάχτυλο του Ίκατ;
Οι δυο Προγνωστικοί παζαρέψανε μια ματιά, κι ο Δυοφυσίτης
μίλησε μετά από μια στιγμή. Έχουμε δικά μας άσχημα νέα να σου
μάθουμε, λυπάμαι που το λέω. Οι δεήσεις στην Πρόγνωση και το Καράβι
έχουνε μέρες και μέρες ν’ απαντήσουνε σε μετάδοση.
Τι είναι μετάδοση; ρώτησα.
Μήνυμα, είπε η Μερώνυμη, παράθυρο, μια μάζωξη δεήσεων σαν
τώρα που συζητούσαμε με το Δυοφυσίτη.
Ρώτησα, Χαλάσανε οι δεήσεις;
Μπορεί να είναι πολλά πιο χειρότερα, μίλησε ο παραθυρωμένος,
βλέπεις σε πρόσφατες σελήνες μια πανούκλα πλησίαζε τη Νήσο της
Πρόγνωσης, δυτικά από το Άνκριτζ, ναι, μια φριχτή αρρώστια που η
Εξυπνάδα μας δεν μπορεί να τη γιατρέψει. Απ’ τους διακόσιους που
κολλάνε αυτή την πανούκλα μόνο ένας επι­βιώνει, ναι. Εμείς οι
Προγνωστικοί στη Χα-Βάη πρέπει να κάνουμε σαν να είμαστε ολομόναχοι
τώρα, πειδής το Καράβι μάλλον δε θα ’ρθει.
Κι ο Ανάφης, ο γιος της Μερώνυμης; Το πρόσωπο της Μερώνυμης
μ’ έκανε να ευχηθώ να είχα καταπιεί τη γλώσσα μου αντί να
ρωτήσω.
Πρέπει να ζήσω χωρίς να ξέρω, είπε η φίλη μου, τόσο θλιβερά που
μου ’ρθε να κλαψουρίσω. Ούτε η πρώτη είμαι που έζησε έτσι, κι ούτε
και θα ’μαι η τελευταία.
Ε, αυτή η κουβέντα χάλασε μια ελπίδα μέσα μου που δεν
ήξερα ότι την είχα. Ρώτησα το Δυοφυσίτη πόσοι Προγνωστικοί
ήτανε σε όλη τη Χα-Βάη.
Πέντε, απάντησε αυτός.
Τι πέντε; ρώτησα. Πέντε εκατοντάδες;
Ο Δυοφυσίτης είδε την απαγοήτευσή μου και τηνε
καταλάβαινε κι ελόγου του. Όχι, πέντε σκέτο. Ένας σε κάθε κύριο Ν.
της αλυσίδας. Όλη η αλήθεια μας είναι απλό να την πεις, και ήρθε η ώρα να
τη μάθεις. Είχαμε άγχητα πως η πανούκλα θα φτάσει στην Πρόγνωση και
θα σβήσει το τελευταίο ζωηρό φως του Πολιτισμού. Ψάχναμε για καλή γη
να φυτέψουμε κι άλλο πολιτισμό στη Χα-Βάη, και δε θέλαμε να
τρομάξουμε εσάς τους νησιώτες με μεγάλο αριθμό ξενομερίτες.
Βλέπεις λοιπόν, μίλησε τώρα η Μερώνυμη, οι φόβοι σου για τους
αληθινούς μου στόχους και τα σχετικά δεν ήτανε τελείως λάθος.
Αυτό δε μ’ ένοιαζε πια. Είπα, άμα οι Προγνωστικοί ήτανε σαν
τη Μερώνυμη, ναι, και πέντε χιλιάδες από δαύτους θα ήτανε
ευπρόσδεχτοι στις Κοιλάδες.
Ο Δυοφυσίτης σκοτείνιασε να λογαριάζει πόσο λίγοι
Προγνωστικοί μπορεί να ζούσανε τώρα. Το αφεντικό της φυλής μου
εδώ στο Μάουι απ’ όπου σου μιλάω είναι φιλικός ηγέτης, όπως η Ηγουμένη
σου. Πρόσταξε δυο πολεμικά καγιάκ να περάσουνε τα στενά του Μάουι και
θα ’ναι στο Δάχτυλο του Ίκατ μεθαύριο το μεσημέρι.
Του ορκίστηκα πως θα πήγαινα τη Μερώνυμη γερή μέχρι
εκεί.
Τότε θα μπορέσω να σε ευχαριστήσω που τη βοήθησες από κοντά. Ο
Δυοφυσίτης πρόσθεσε πως θα ’χε χώρο στα καγιάκ άμα ήθελα
να φύγω από το Μεγάλο Ν. μαζί της.
Πήρα την απόφαση. Ευχαριστώ, είπα στο ναυαγισμένο
Προγνωστικό, μα πρέπει να μείνω και να βρω την οικογένειά μου.

Μείναμε κρυμμένοι σ’ εκείνο το ερείπιο άλλη μια νύχτα για να


δέσουνε οι μύες μου και να γιάνουνε οι μελανιές μου. Μου
ράγιζε η καρδιά που δε θα τρέχαμε πίσω στις Κοιλάδες για
μάχη ή αναγνώριση, μα η Μερώνυμη είχε δει τ’ άλογα και τους
τοξότες των Κόνα να ξεχύνονται στις Κοιλάδες από το
Κουικουιχαέλε και με βεβαίωσε ότι δε θα ’χε γίνει μεγάλη μάχη
για τις Εννιά Κοιλάδες, ναι, θα ’χανε τελειώσει όλα μέσα σε
λίγες ώρες ή μέρες, ναι.
Ήτανε μέρα θλιβερή και στοιχειωμένη. Η Μερώνυμη μου
’μαθε πώς να χρησιμοποιώ κείνο το διαίτερο κοκαλιάρικο
σιδερικό. Ξασκηθήκαμε σε ανανάδες και μετά σε μεγάλες
αγκαθωτές κάψες και μετά σε βελανίδια μέχρι που το σημάδι
μου έγινε καλό. Έκανα σκοπιά όσο κοιμότανε η Μερώνυμη,
ύστερα έκανε σκοπιά αυτή όσο κοιμόμουνα λίγο ακόμα.
Γρήγορα η φωτιά μας ξαναλέρωνε την ομίχλη του σούρουπου
και δειπνήσαμε μερίδες των Κόνα και παστό αρνί και φύκια και
φρούτα λιλικόι που φυτρώνανε στο ερείπιο κείνο. Γέμισα και τη
σακούλα του αλόγου και το χάιδεψα και το ονόμασα Γουόλτ
πειδής ήτανε άσχημος σαν τον αξά μου, ύστερα σκοτείνιασα
απ’ τον πόνο, πειδής ρωτιόμουνα ποιοι δικοί μου ζούσανε
ακόμη. Να πω την αλήθεια, είναι πιο χειρότερο να μην ξέρεις
το κακό παρά να το ξέρεις.
Ένας πεταριχτός λογισμός μ’ ακούμπησε, και ρώτησα τη
Μερώνυμη πώς και μια Καραβίτισσα ήξερε και καβαλίκευε
άλογα πιο καλύτερα κι από τους Κόνα. Μολόησε πως οι πιο
περισσότεροι Προγνωστικοί δεν ξέρανε να καβαλικεύουνε
ζωντανά, μα κείνη είχε ζήσει με μια φυλή που τους λέγανε
Σουανέκε και ζούσανε πολλά πέρα από τ’ Άνκριτζ και πολλά
πέρα απ’ το Φαρ Κούβερ. Οι Σουανέκε εχτρέφανε άλογα όπως
οι Κοιλαδίτες εχτρέφανε γίδες, ναι, και τα μικρά τους
καβαλικεύανε πρώτα και μετά περπατούσανε, κι έμαθε στον
καιρό της με αυτούς. Η Μερώνυμη μου ’μαθε πολλά για τις
φυλές που είχε ζήσει, μα δεν αδειάζω γι’ αυτά τα ιστορήματα
τώρα, όχι, έχει πάει αργά. Μιλήσαμε για την αυριανή διαδρομή
προς το Δάχτυλο του Ίκατ, βλέπετε, μπορούσες να
ακολουθήσεις την άγρια ράχη των Κοχάλα πάνω από τις Εννιά
Κοιλάδες, μα ο άλλος τρόπος ήτανε ν’ ακολουθήσουμε τον
ποταμό Γουαΐπιο κάτω μέχρι το φυλάκιο του Άμπελ πρώτα και
να σπιουνέψουμε ό,τι ήτανε να σπιουνέψουμε. Δεν ξέραμε,
βλέπετε, άμα οι Κόνα είχανε κόψει και κάψει κι ύστερα
αδειάσει τις Κοιλάδες όπως είχανε κάνει με τους Μουκίνι ή
άμα λογαριάζανε να καταχτήσουνε και να κατοικήσουνε τα
σπίτια μας και να μας σκλαβώσουνε στα ίδια μας τα χώματα.
Είχα ορκιστεί βέβαια να πάω τη Μερώνυμη στο Δάχτυλο του
Ίκατ γερή και άβλαφτη, και το να πηγαίνουμε κοντά σε
καβαλάρηδες των Κόνα μήτε γερό μήτε άβλαφτο ήτανε, μα η
Μερώνυμη πρόσταξε πως θα σπιουνεύαμε πρώτα στις Κοιλάδες
κι έτσι αποφασίστηκε ο αυριανός ο δρόμος.

Η αυγή ήτανε γεμάτη ομίχλη κερένια και βουρκιασμένη. Δεν


ήτανε εύκολο να περάσουμε τ’ άλογο απ’ τη ράχη των Κοχάλα
και τα σύδεντρα προς την πηγή του Γουαΐπιο, πειδής δεν
ξέραμε άμα παραμόνευε καμιά διμοιρία των Κόνα στα τείχη
των ζαχαροκάλαμων που διαβαίναμε με φασαρία. Πιο
περισσότερο περπατούσαμε και οδηγούσαμε το ζωντανό,
τελικά όμως φτάσαμε στην πηγή κατά το μεσημέρι και το
δέσαμε σε μια κουφάλα αναφάραγγα και μετά συρθήκαμε κείνο
το μίλι μέσα στα έλατα μέχρι του Άμπελ. Η ομίχλη
μεταμόρφωνε κάθε κούτσουρο σε σκυφτό σκοπό των Κόνα, και
πάλι όμως ευχαριστούσα τη Σόνμι για την κάλυψη.
Σπιουνέψαμε απ’ το χείλι κατά το φυλάκιο κάτω. Άσχημο
θέαμα, ναι. Μόνο του Άμπελ οι πύλες στέκανε κλειστές,
βλέπετε, οι τοίχοι και τα έξω χτίρια ήτανε όλα καμένα και
χαλασμένα. Στο κάγκελο της πύλης ήτανε κρεμασμένος ένας
γυμνός, ναι, κρεμασμένος απ’ τους αστραγάλους με τον τρόπο
των Κόνα, και μπορεί να ’τανε ο Άμπελ και μπορεί να μην
ήτανε, μα τα κοράκια ήδη του βγάζανε τα σπλάχνα και δυο
αρχιδάτα ντίνγκο σκαλίζανε ό,τι έπεφτε.
Εκεί που κοιτούσαμε, είδαμε που ’χανε μαζέψει τριάντα
σαράντα σκλαβωμένους Κοιλαδίτες να τους διώξουνε κατά το
Κουικουιχαέλε. Το θέαμα τούτο θα το μνημονεύω μέχρι τη
μέρα που θα πεθάνω κι ακόμα παραπέρα. Μερικοί σέρνανε
καρότσια με λάφυρα και πράματα. Οι φωνές κι οι προσταγές
των Κόνα σαματίζανε και τα καμτσίκια σφυρίζανε. Η ομίχλη
παραήτανε βαλτωμένη για να καταλάβω τα πρόσωπα των δικών
μου, αλλά, αχ, τι κακορίζικες οι μορφές τους που σερνόντανε
έξω κατά το Πέρασμα της Σλούσα. Φαντάσματα. Ζωντανά
φαντάσματα. Κοίτα τη μοίρα της τελευταίας πολιτισμένης φυλής στο
Μεγάλο Ν., λογιζόμουνα, ναι, το αποτέλεσμα της σχολής και του
Εικονοστασιού σας, σκλάβοι για των Κόνα τα χωράφια και τα σπίτια και
τους στάβλους και τα κρεβάτια και τις τρύπες στ’ απάνεμο χώμα.
Τι μπόραα να κάνω; Να τους χιμήξω; Είκοσι καβαλάρηδες
των Κόνα τούς συνοδεύανε απ’ τ’ Απάνεμο. Και με το σιδερικό
της Μερώνυμης το πιο περισσότερο θα ’βγαζα από τη μέση
πέντε απ’ τους είκοσι φύλακες, μπορεί και παραπάνω άμα
ήμουνα κωλόφαρδος, αλλά ύστερα τι; Οι Κόνα θα λογχίζανε
και θα σκοτώνανε κάθε Κοιλαδίτη στην πρώτη μουρμούρα
γροθίσματος. Δεν ήτανε ο Ζάκρι ο Δειλός που γρόθιζε το Ζάκρι
το Γενναίο, όχι, ήτανε ο Ζάκρι ο Αυτοχτονικός που γρόθιζε το
Ζάκρι τον Επιζήσαντα, και δεν ντρέπομαι να πω ποιος Ζάκρι
νίκησε. Έκανα σήμα στη Μερώνυμη να γυρίσουμε στ’ άλογο,
δεν πα να ’χα δάκρυα στα μάτια μου.

Στούμπο, φέρε μου ένα ψητό τάρο. Αδειάζουνε τα σπλάχνα


μου ν’ αναστορούμαι κείνη την απελπισία.
Που λέτε, ξαναγυρνούσαμε στα βοσκοτόπια των Κοχάλα, από
κάτω μας απλωνότανε καταχνιά και νοτικά από κείνον τον
ωκεανό των νεφών σηκωνότανε το Μάουνα Κέα, αρκετά
καθαρό και κοντινό για να το φτύσεις, έτσι φαινότανε, οπότε
έτσι έκανα, ναι, έφτυσα γερά. Η ψυχή μου μπορεί να ’ναι
πετρωμένη και η τύχη μου μπορεί να ’ναι σαπισμένη μα ακόμη
μπορώ να ρίξω μια κατάρα. Από καθεμιά από τις Εννιά
Τσακισμένες Κοιλάδες σηκωνότανε μαύρες κόμπρες καπνού
και όλα τα πτωματοφάγα, με πόδια ή με φτερά, του Μεγάλου
Ν. κρώζανε και καταβροχθίζανε στις Κοιλάδες μας κείνο το
πρωί, λογάριαζα. Πάνω στα βοσκοτόπια βρήκαμε γίδες
σκορπισμένες, άλλες δικές μου, άλλες απ’ το Καΐμα, μα δεν
είδαμε ούτε ένα γιδάρη, όχι. Άρμεξα μερικές και ήπιαμε το
τελευταίο γιδίσιο γάλα των ελεύθερων Κοιλαδιτών. Απ’ το
Πέρασμα της Βέρτ’μπρι κατεβήκαμε κατά το Θαμ Ροκ, όπου
’χε σχεδιάσει το χάρτη της η Μερώνυμη πριν από πέντε
σελήνες, ναι, πάνω από τα ρείκια που τυλίγανε τη Ρόουζις από
κάτω μου πριν από έξι σελήνες. Η δροσιά κι η καταχνιά γίνανε
ατμός από τον ήλιο, και μέσα από ένα αχνοϋφασμένο ουράνιο
τόξο είδα πως η σχολή μας ήτανε γκρεμισμένη, ναι, είχανε
μείνει μόνο ένα άδειο καύκαλο, τα τελευταία βιβλία και το
τελευταίο ρολόι. Καβάλα κατεβήκαμε στο Ρέμα του Ελεπάιο, κι
εκεί ξεκαβαλίκεψα κι η Μερώνυμη έβαλε το κράνος και μου
’δεσε χαλαρά τα χέρια με σχοινί, έτσι που άμα μας σπιουνεύανε
να φαινότανε πως είχε σκλαβώσει ένα δραπέτη και φυγά και
μπορεί να κερδίζαμε έτσι λίγο θανατερό χρόνο. Κατεβήκαμε το
μονοπάτι κατά του Κλούνι, που ’τανε το πιο ψηλότερο σπίτι
αναφάραγγα. Η Μερώνυμη ξεπέζεψε και πήρε το σιδερικό της
και σερνόμασταν στα νυχοπόδαρα αναμετάξυ στα χτίρια, μα η
καρδιά μου αθόρυβη δεν ήτανε, όχι. Είχε πέσει μεγάλο
γρόθισμα εκεί κι ήτανε όλο πράματα σπασμένα και χαλασμένα,
μα δεν είχε πτώματα, όχι. Πήραμε καινούργια μάσα για το
ταξίδι, ήξερα πως τον Κλούνι δε θα τον πείραζε. Εκεί που
’βγαινα απ’ την ξώπορτα του Κλούνι, σπιούνεψα μια καρύδα
λογχισμένη σ’ ένα λερό κοντάρι και γύρω βουίζανε μύγες κι
ήτανε περίεργο κι αφύσικο, κοιτάξαμε λοιπόν πιο
προσεχτικότερα και δεν ήτανε καρύδα, όχι, ήτανε του Μάκα
Κλούνι το κεφάλι, ναι, με την πίπα του ακόμη χωμένη στο
στόμα.
Τέτοιοι βάρβαροι είν’ αυτοί οι βαμμένοι Κόνα, αδέρφια. Μια
φορά να εμπιστευτείς έναν από δαύτους και πάει, πέθανες,
πιστέψτε με. Του Μάκα το κεφάλι με τσίτωνε και με φρένιαζε
όπως κατεβαίναμε παρακάτω για του Μπέιλι.
Στο αρμεχτήρι ήταν ένας κουβάς ξινισμένο γάλα και δεν
μπορούσα να κρατηθώ και να μη λογίζομαι τη Σάσι να την
τραβολογούνε από κείνο τ’ αναποδογυρισμένο σκαμνί για τ’
άρμεγμα και τι τις είχανε καμωμένο, την κακομοίρα τη γλυκιά
κι αγαπημένη αδερφή μου. Στην αυλή η λάσπη είχε πατημασιές
από άλογα. Οι γίδες όλες φευγάτες, τα ορνιθοπούλια μας
κλεμμένα. Τι ησυχία. Ούτε αργαλειός να κροταλίζει, ούτε
Κάτκιν να τραγουδά, ούτε Τζόνας να κάνει τίποτις. Το ρέμα
μόνο και μια τσίχλα στο γείσωμα και τίποτ’ άλλο. Δεν είχε
φριχτό θέαμα στην κολόνα της αυλόπορτας, δόξα τη Σόνμι γι’
αυτό τουλάχιστο. Μέσα ήτανε σκορπισμένα αυγά και καΐσια
απ’ τ’ αναποδογυρισμένο τραπέζι. Σε κάθε δωμάτιο έτρεμα τι
θα ’βρισκα μα όχι, χάρη στη Σόνμι φαινότανε πως την
οικογένειά μου ακόμη δεν την είχανε σφάξει…
Με κοπανήσανε οι ενοχές και η θλίψη.
Ενοχές πειδής μονίμως γλίτωνα και ξέφευγα, δεν πα να ’τανε
η ψυχή μου βρομερή και πετρωμένη. Θλίψη πειδής τα ρημάδια
της χαλασμένης μου παλιάς ζωής ήτανε σκόρπια εδώ κι εκεί
και παντού. Τα παιχνίδια του Τζόνας που ’χε σκαλισμένα ο
κύρης πριν από χρόνια. Τα υφαντά της μάνας κρεμασμένα στις
πόρτες, να κουνιούνται στην απαλή ανάσα του αποκαλόκαιρου.
Ο αέρας μύριζε καμένο ψάρι και γαληνόφουντα. Τα γραφτά της
Κάτκιν για τη σχολή ακόμη ήτανε στο τραπέζι όπου διάβαζε.
Δεν ήξερα τι να σκεφτώ ή τι να πω ή τίποτα. Τι να κάνω; ρώτησα
τη φίλη μου όπως ρωτούσα και μένα. Τι να κάνω;
Η Μερώνυμη κάθισε σ’ ένα ξύλινο κουτί που ’χε φτιασμένο ο
Τζόνας, αυτό που η μάνα είχε πει το πρώτο του ριστούργημα.
Θλιβερή και σκοτεινή απόφαση έχεις να πάρεις, Ζάκρι, αποκρίθηκε. Να
μείνεις στις Κοιλάδες μέχρι να σκλαβωθείς. Να φύγεις για το Χίλο και να
μείνεις εκεί μέχρι να επιτεθούν οι Κόνα και να σκοτωθείς ή να σκλαβωθείς.
Να ζήσεις στους αγριότοπους ρημίτης και ληστής μέχρι να σε πιάσουνε. Να
περάσεις το στενό για το Μάουι μαζί μου και μάλλον να μην ξαναγυρίσεις
στο Μεγάλο Ν. Ναι, αυτές ήτανε όλες οι επιλογές μου, σίγουρα,
μα δεν μπορούσα να πάρω μια απόφαση, ήξερα μόνο ότι δεν
ήθελα να το σκάσω απ’ το Μεγάλο Ν. άμα δεν είχα γδικηθεί τα
όσα είχανε γίνει εδώ.
Δεν είναι ο πιο ασφαλέστερος τόπος να κάτσεις να σκεφτείς εδώ πέρα,
Ζάκρι, είπε η Μερώνυμη, με τόση τρυφεράδα που επιτέλους
ξεχυθήκανε τα δάκρυά μου.

Εκεί π’ ανέβαινα στο άλογο για να ξαναγυρίσουμε αναφάραγγα,


μνημόνευσα τις εικόνες της οικογένειάς μου στο ναό μας. Άμα
τις άφηνα εκεί πέρα τώρα για να τις πελεκήσουνε σε λίγο για
καυσόξυλα, δε θα υπήρχε τίποτις γι’ απόδειξη ότι το
συγγενολόι του Μπέιλι είχε ποτέ υπάρξει. Έτρεξα λοιπόν
μονάχος να τις πάρω. Άμα ξαναμπήκα στο διάδρομο, άκουσα
πιατικά να πέφτουν απ’ το ράφι. Πάγωσα.
Σιγά σιγά γύρισα και κοίταξα.
Ένας χοντραρουραίος πήγαινε καμαρωτά, η τριχωτή του μύτη
σουφρωμένη, τα μάτια του πάνω μου καρφωμένα. Στοίχημα πως
λυπάσαι που δεν το ’κοψες εκείνο το σχοινί στο τείχος της οχύρωσής μου
τώρα, ε, Ζάκρι; Όλες αυτές τις λύπες και τα βάσανα θα τα ’χες αποφύγει.
Δεν κάθισα να τον ακούσω τον αρχιψεύταρο. Οι Κόνα θα
’χανε επιτεθεί όπως και να ’χε, ναι, δεν είχε καμιά σχέση που
αψήφησα κείνον το διάολο. Έπιασα ένα κατσαρόλι να το
πετάξω στο γερο-Τζόρτζι, μα όταν σημάδεψα ο χοντραρουραίος
είχε χαθεί, ναι, κι από το άδειο δωμάτιο στ’ αριστερά μου που
δεν είχα κοιτάξει πριν ακουγότανε ένας χαλαρός στεναγμός.
Έπρεπε να ’χα γίνει λαγός, ναι, το ’ξερα μα δεν το ’κανα,
ακροπάτησα και μπήκα μέσα και είδα έναν Κόνα ξαπλωμένο
εκεί σε μια ζεστή φωλίτσα από κουβέρτες, μπουρουχιασμένο
απ’ τη γαληνόφουντα της Κοιλάδας του Μορμόνου. Ήτανε,
βλέπετε, τόσο σίγουρος πως οι Κοιλαδίτες ήμασταν όλοι
νικημένοι και σκλαβωμένοι που ’χε τελείως γαληνέψει σε ώρα
δουλειάς.
Να τος λοιπόν ο τρομερός εχθρός. Θα ’τανε δεκαεννιά είκοσι.
Μια φλέβα έπαιζε στο μήλο του Αδάμ του, που ’χε μείνει
άσπρο ανάμεσα σε δυο σαυρόμορφα τατουάζ. Με βρήκες, ναι,
κόψε με λοιπόν, μουρμούρισε ο λαιμός. Λεπίδιασέ με.
Το δεύτερο προμήνυμά μου, θα μνημονεύετε, και, ναι, το
ίδιο έκανα κι εγώ. Σαν κοιμάται ο εχθρός, μην του κόψεις το λαιμό.
Αυτή ήταν η στιγμή που είχε δει το προμήνυμα, σίγουρα.
Πρόσταξα το χέρι και το μπράτσο μου να το κάνουν, μα κάπως
ήτανε κλειδωμένα και κοκαλωμένα. Είχα μπλέξει σ’ αρκετά
γροθίσματα, και ποιος δεν έχει; Μα δεν είχα ποτέ μου
σκοτώσει κανένανε. Βλέπετε, ο νόμος των Κοιλαδιτών
απαγόρευε το φόνο, ναι, άμα έπαιρνες κανενός τη ζωή,
κανένας δε θα παζάρευε τίποτις μαζί σου, ούτε θα σ’ έβλεπε
ούτε τίποτις, πειδής η ψυχή σου ήτανε τόσο δηλητηριασμένη
που μπορεί να τους κολλούσε αρρώστιες. Τέλος πάντων,
έστεκα εκεί, δίπλα στο ίδιο μου το κρεβάτι, η λεπίδα μου πάνω
από κείνον το μαλακό, χλωμό λαιμό.
Κείνη η τσίχλα αναστορούσε γρήγορα και δυνατά. Τα
τραγουδίσματα των πουλιών ακούγονται σαν λεπίδες που
ακονίζονται, το ’πια­σα πρώτη φορά εκεί και τότε. Ήξερα γιατί
δεν έπρεπε να σκοτώσω κείνον τον Κόνα. Δε θα ξανάδινα τις
Κοιλάδες στους Κοιλαδίτες. Θα πέτρωνε η καταραμένη μου
ψυχή. Άμα είχα ξαναγεννηθεί σαν Κόνα σ’ αυτή τη ζωή, θα
μπορούσε να είμαι εγώ και θα σκότωνα εμένα. Άμα, ας πούμε,
είχανε υιοθετήσει τον Άνταμ και τον είχανε κάνει Κόνα, τότε
θα σκότωνα τον αδερφό μου. Ο γερο-Τζόρτζι ήθελε να τονε
σκοτώσω. Δεν αρκούσανε αυτοί οι λόγοι να τον αφήσω και
αθόρυβα να ξεγλιστρήσω;
Όχι, απάντησα του εχθρού μου και του χάιδεψα το λαιμό με τη
λεπίδα. Μαγικό ρουμπινί βγήκε και φούσκωσε και άφρισε στην
προβιά και λίμνασε στο πέτρινο πάτωμα. Σκούπισα τη λεπίδα
μου στο πουκάμισο του πεθαμένου. Ήξερα ότι θα το πλήρωνα
τελικά, μα όπως είπα πιο πρωτύτερα, στο χαλασμένο κόσμο
μας το σωστό πράμα δεν είναι πάντα μπορετό.

Όπως έβγαινα έξω, έπεσα πάνω στη Μερώνυμη που ’τρεχε να


μπει μέσα. Οι Κόνα! μουρμούρισε. Δεν αδειάζαμε να της
ξηγήσω τι είχα κάνει εκεί μέσα και γιατί. Βιαστικά έχωσα τις
εικόνες της οικογένειάς μου στα σακίδια της σέλας, κι αυτή μ’
ανέβασε στο άλογο. Στο μονοπάτι από της θείας Μπις
ανεβαίνανε τρία τέσσερα άλογα που καλπάζανε. Α, το βάλαμε
για τελευταία φορά στα πόδια απ’ του Μπέιλι λες και μας είχε
βάλει φωτιά στον κώλο ο γερο-Τζόρτζι. Άκουσα αντρικές φωνές
πίσω και έριξα μια ματιά κι είδα μέχρι και την πανοπλία τους
να φεγγίζει μέσα στις συκιές, μα, μεγάλη η χάρη της
Πονόκαρδης Σόνμι, δε μας είδανε που φεύγαμε. Μια στιγμή
μετά, ακούσαμε μια στριγκιά μπουρού ν’ αντιλαλεί στην
Κοιλάδα, ναι, τρία σφυρίγματα, και ήξερα ότι οι Κόνα πρέπει
να είχανε βρει το σκοπό που είχα σφάξει και σημαίνανε
συναγερμό, Οι Κοιλαδίτες δεν είναι όλοι σκλαβωμένοι ή σφαγμένοι. Το
’ξερα πως θα πλήρωνα που αγνόησα το δεύτερο προμήνυμα πιο
συντομότερα απ’ όσο λογάριαζα, ναι, και θα πλήρωνε κι η
Μερώνυμη.
Μα η τύχη μας ακόμη δεν είχε μαραθεί. Άλλες μπουρούδες
απαντήσανε στην πρώτη, ναι, μα ήτανε καταφάραγγα κι εμείς
τρέχαμε απ’ το Πέρασμα της Βέρτ’μπρι όλο άγχητα μα δεν
πέσαμε σ’ ενέδρα. Τελείως παρά τρίχα τη γλιτώσαμε, ναι, μια
στιγμή παραπάνω να ’χαμε κάτσει στο σπίτι μου, οι
καβαλάρηδες των Κόνα θα μας είχανε δει και θα μας είχανε
πάρει στο κυνήγι. Αποφύγαμε την ανοιχτωσιά της ράχης των
Κοχάλα και των βοσκοτοπιών και πήγαμε άκρη άκρη στο δάσος
για κάλυψη, και μόνο τότε μολόησα της Μερώνυμης τι είχα
κάνει σε κείνον τον κοιμισμένο σκοπό. Δεν ξέρω γιατί μα τα
μυστικά σαπίζουνε σαν τα δόντια άμα δεν τα βγάλεις. Εκείνη
απλά άκουσε, ναι, κι ούτε που μ’ έκρινε.
Ήξερα μια σπηλιά κρυμμένη πλάι στον Καταρράχτη του
Μάουκα, κι εδώ μας πήγα για αυτή που θα γινότανε η
τελευταία νύχτα της Μερώνυμης στο Μεγάλο Ν. άμα
πηγαίνανε όλα καλά. Είχα την ελπίδα πως ο Γουόλτ ή ο Κόμπερι
ή άλλος γιδάρης μπορεί να ’χε γλιτώσει και να κρυβότανε εκεί
πέρα αλλά όχι, ήτανε αδειανή. Ο αληγής ζωήρευε και
φοβήθηκα για τα καγιάκ που θα κινούσανε από το Μάουι την
αυγή, μα δεν έκανε τόσο κρύο κι έτσι δε ριψοκινδύνευσα ν’
ανάψω φωτιά, όχι τόσο κοντά στον εχθρό, όχι. Έπλυνα τις
πληγές μου στη λιμνούλα και η Μερώνυμη πλύθηκε κι αυτή και
φάγαμε τη μάσα που ’χαμε πάρει απ’ του Κλούνι και το
συκόψωμο που ’χα βουτήξει απ’ το σπίτι μου άμα πήγα να
πάρω τις εικόνες.
Δεν μπόραα να σταματήσω να μνημονεύω και ν’
αναστορούμαι όσο τρώγαμε, όχι, για την οικογένειά μου και
τον κύρη και τον Άνταμ, ήτανε λες και άμα ζούσανε στα λόγια
δε γινότανε να πεθάνουνε στο σώμα. Ήξερα ότι θα πεθυμούσα
φοβερά τη Μερώνυμη άμα έφευγε, βλέπετε, δεν είχα άλλο
αδέρφι στο Μεγάλο Ν. που να μην ήτανε κιό­λας σκλαβωμένο.
Ανέβηκε η σελήνη και κοίταξα τις χαλασμένες κι όμορφες
Κοιλάδες μου με μάτια ασημένια και λυπημένα, και τα ντίνγκο
θρηνούσανε τους πεθαμένους. Ρωτήθηκα πού θα
ξαναγεννιούντανε οι ψυχές της φυλής μου τώρα που δε θα
γεννούσανε εδώ βυζαστάρια οι Κοιλαδίτισσες. Ευχήθηκα να
ήτανε εδώ η Ηγουμένη να μου μάθει, πειδής δεν ήξερα να πω
κι ούτε η Μερώνυμη ήξερε. Εμείς οι Προγνωστικοί, απάντησε
μετά από μια στιγμή, πιστεύουμε πως άμα πεθάνεις πέθανες και δεν
ξαναγυρίζεις.
Μα τι γίνεται η ψυχή σου; ρώτησα.
Οι Προγνωστικοί δεν πιστεύουνε πως υπάρχει ψυχή.
Μα δεν είναι ο θάνατος φρικοπαγωμένος άμα δεν υπάρχει
τίποτα μετά;
Ναι –σαν να γέλασε μα δε χαμογελούσε, όχι–, η αλήθεια μας
είναι φρικοπαγωμένη.
Για κείνη μόνο τη φορά τη λυπήθηκα. Οι ψυχές διαβαίνουνε
τους ουρανούς του χρόνου, έλεγε η Ηγουμένη, όπως τα νέφη
διαβαίνουνε τους ουρανούς του κόσμου. Η Σόνμι είναι η δύση
κι η ανατολή, η Σόνμι είν’ ο χάρτης κι οι άκριες του χάρτη και
το πιο πέρα απ’ τις άκριες. Είχανε φανεί τ’ άστρα, κι έκατσα
σκοπιά πρώτος, ήξερα όμως ότι η Μερώνυμη δεν κοιμότανε,
όχι, λογάριαζε και γυρνούσε κάτω απ’ την κουβέρτα της ώσπου
παράτησε την προσπάθεια και κάθισε δίπλα μου και κοιτούσε
το σεληνοφωτισμένο καταρράχτη. Με τριγυρίζανε οι ερωτήσεις
σαν την πανούκλα. Οι φωτιές των Κοιλαδιτών και των
Προγνωστικών απόψε είχανε σβήσει και οι δυο, μίλησα, δεν
είν’ αυτό λοιπόν απόδειξη πως οι άγριοι είναι πιο δυνατότεροι
απ’ τους Πολιτισμένους;
Δεν είναι οι άγριοι πιο δυνατότεροι απ’ τους Πολιτισμένους, λογάριαζε
η Μερώνυμη, οι μεγάλοι αριθμοί είναι πιο δυνατότεροι απ’ τους μικρούς
αριθμούς. Η Εξυπνάδα μάς έδωσε μια αβάντα για πολλά χρόνια, όπως μου
έδωσε αβάντα το σιδερικό μου στη γερτή λιμνούλα, μα με αρκετά χέρια και
μυαλά αυτή η αβάντα μια μέρα θα γίνει μηδέν.
Δηλαδή πιο καλύτερα άγριος παρά Πολιτισμένος;
Ποια είναι η γυμνή σημασία πίσω απ’ τις δυο αυτές λέξεις;
Οι άγριοι δεν έχουνε νόμους, είπα, μα οι Πολιτισμένοι έχουνε
νόμους.
Πιο βαθύτερα απ’ αυτό είναι τούτο. Ο άγριος ικανοποιεί τις ανάγκες του
τώρα. Πεινάει, τρώει. Θυμώνει, γροθίζει. Σηκωμαριάζει, πλακώνει καμιά
γυναίκα. Ο αφέντης του είναι η θέλησή του, και άμα η θέλησή του
προστάζει «Σκότωσε», σκοτώνει. Σαν τ’ αρπαχτικά.
Ναι, αυτοί ’τανε οι Κόνα.
Ο Πολιτισμένος, τώρα, έχει κι αυτός τις ίδιες ανάγκες αλλά βλέπει
παραπέρα. Τρώει το μισό φαΐ του τώρα, ναι, μα φυτεύει το μισό για να μην
πεινάσει αύριο. Θυμώνει, κάθεται και σκέφτεται γιατί, για να μη θυμώσει
την επόμενη φορά. Σηκωμαριάζει, ε, έχει αδερφές και κόρες που θέλουνε
σεβασμό, άρα σέβεται τις αδερφές και τις κόρες τ’ αδερφού του. Η θέλησή
του είναι σκλάβος του, κι άμα του προστάξει η θέλησή του «Μη!», δε θα το
κάνει, όχι.
Δηλαδή, ξαναρώτησα, πιο καλύτερα άγριος παρά
Πολιτισμένος;
Άκου, οι άγριοι κι οι Πολιτισμένοι δε χωρίζονται από φυλές ή πιστέματα ή
οροσειρές, όχι, κάθε άνθρωπος είναι και τα δύο, ναι. Οι Παλιοί είχανε την
Εξυπνάδα των θεών αλλά την αγριάδα των τσακαλιών, κι αυτό ήτανε που
έριξε την Πτώση. Μερικοί άγριοι που ήξερα είχανε μια όμορφη πολιτισμένη
καρδιά να χτυπάει μέσα στα πλευρά τους. Ίσως και μερικοί Κόνα. Όχι
αρκετοί για να προστάζουνε ολόκληρη τη φυλή, μια μέρα όμως ποιος ξέρει;
Μια μέρα.
Το «Μια μέρα» για εμάς ήτανε ελπίδα όσο ένας ψύλλος.
Ναι, μνημονεύω να λέει η Μερώνυμη, μα τους ψύλλους άντε να
τους ξεφορτωθείς.
Η σελήνη φώτισε ένα θαμάσιο αλλόκοτο γεννητικό σημάδι
ακριβώς από κάτω από την κλείδα της φίλης μου όταν την πήρε
τελικά ο ύπνος. Κάτι σαν σημάδι από μικρούτσικο χεράκι
ήτανε, ναι, ένα κεφάλι μ’ έξι γραμμές να βγαίνουνε από δαύτο,
πιο χλωμότερο απ’ το σκούρο δέρμα της, κι εγώ είχα την
περιέργεια πώς δεν το είχα δει πιο πρωτύτερα. Το σκέπασα με
την κουβέρτα για να μην κρυώσει η Μερώνυμη.

Που λέτε το Ρέμα του Μάουκα κατέβαινε φιδωτό και τρεχάτο


τη μαύρη Κοιλάδα του Μάουκα, ναι, και μόνο πεντέξι σπίτια
πότιζε σ’ όλη την Κοιλάδα πειδής ο τόπος δεν ήτανε φιλικός
και καλοκαιριάτικος, όχι. Κανένα σπίτι στο Μάουκα δεν είχε
γίδες κι έτσι η διαδρομή ήτανε πνιγμένη στ’ αναρριχητικά και
τις αγκαθιές που θα σου βγάζανε κάνα μάτι άμα δεν πρόσεχες,
κι ήτανε δύσκολος ο δρόμος για το άλογο. Γρατζουνίστηκα
γερά μετά από καμιά τετρακοσαριά μέτρα, δεν πα να ’μουνα
φυλαγμένος πίσω απ’ τη Μερώνυμη. Το τελευταίο σπίτι
ανακοίλαδα και το πρώτο που φτάσαμε ήτανε της Αγια-Σόνμι,
με αρχηγό ένα μονόματο, το Σιλβέστρι, που καλλιεργούσε τάρο
και βρόμη. Το γλωσσοκοπάνημα λογάριαζε πως του Σιλβέστρι
οι πολλές του κόρες του καλαρέσανε πιο περισσότερο απ’ το
κανονικό και τον κακολογούσανε που δεν πλήρωνε το
δικιομερτικό του στη Βουλή. Στην αυλή ήτανε σκορπισμένη η
μπουγάδα και τις κόρες τις είχανε παρμένες, μα ο Σιλβέστρι
είχε μείνει εκεί, το λεπιδιασμένο του κεφάλι ήτανε πάνω σ’ ένα
κοντάρι και μας κοιτούσε που ανεβαίναμε. Πρέπει να ήτανε
καμπόσο εκεί πάνω, βλέπετε, είχε σκουληκιάσει, κι εκεί που
ανεβαίναμε ένας χοντραρουραίος είχε σκαρφαλώσει στο
κοντάρι κι έτρωγε το ’να του μάτι. Ναι, ο μουστακαλής διάολος
μου σούφρωσε τη σουβλερή του μύτη. Πώς πάει, Ζάκρι, δεν είναι
πιο ομορφότερος ο Σιλβέστρι από πιο πρωτύτερα, λες; Μα δεν του
’δωσα σημασία. Από το σκέπασμα της καμινάδας σηκώθηκε
χαλασμός κι από τη σαστιμάρα κόντεψα να πέσω απ’ τ’ άλογο,
βλέπετε, νόμιζα πως ήτανε φωνή για ενέδρα.
Τώρα είχαμε να κάνουμε μια επιλογή, ν’ αποχαιρετήσουμε το
άλογο και να σκαρφαλώσουμε τη σάρα προς την Κοιλάδα του
Πολούλου, ή ν’ ακολουθήσουμε το Μονοπάτι του Μάουκα
μέχρι κάτω στην αχτή και να κινδυνέψουμε να πέσουμε πάνω
σε τίποτα ξεκάρφωτους Κόνα που αποτελειώνανε καμιά
επίθεση. Ο χρόνος λιγόστευε κι αποφάσισε για μας να
μείνουμε στ’ άλογο, βλέπετε, είχαμε να φτάσουμε στο Δάχτυλο
του Ίκατ μέχρι το μεσημέρι κι ακόμη ήτανε δέκα μίλια
απόσταση απ’ του Σιλβέστρι. Ούτε απ’ του Μπλου Κόουλ και
του Λαστ Τράουτ περάσαμε, βλέπετε, δεν πηγαίναμε
αναγνωριστικά τώρα. Μας τριγύριζε μια γερή βροχή
κατακοίλαδα απ’ τα Κοχάλα, μα φτάσαμε στην αχτή χωρίς να
πέσουμε σ’ ενέδρα κι ας είχαμε δει καινούργιες πατημασιές
των Κόνα κάτω απ’ τις λεπιδοδάχτυλες φοινικιές. Ο ωκεα­νός
εκείνη τη μέρα δεν ήτανε λάδι, όχι, ούτε όμως τόσο
φουσκωμένος που να τουμπάρει ένα καγιάκ με καλά κουπιά.
Από κοντόμακρα χτυπούσε μια μπουρού των Κόνα και μ’ έκανε
να νιώσω άσχημα. Στο χτύπο της άκουγα τ’ όνομά μου. Ο
αέρας ήτανε τεζαρισμένος, κι είχα παρακούσει το δεύτερό μου
προμήνυμα, κι ήξερα πως θα πλήρωνα για κείνη τη ζωή που
’χα πάρει χωρίς να ’ναι απαραίτητο να την πάρω.
Εκεί που στην κακοτράχαλη παραλία αρχίζανε τα βράχια των
γκρεμών της Μέδουσας έπρεπε να γυρίσουμε προς τα μεσόγεια
και να περάσουμε τις μπανανιές για να πάμε στο Μονοπάτι του
Πολούλου, που ’βγαζε απ’ την πιο βορινότερη κοιλάδα στην
Έρημη Χώρα και τελικά στο Δάχτυλο του Ίκατ. Το μονοπάτι
περνούσε στριμωχτά μέσα από δυο μεγάλους μαύρους
βράχους, κι ακούσαμε ένα σφύριγμα πού ’τανε πιο
περισσότερο από άνθρωπο παρά από πουλί. Η Μερώνυμη
έβαλε το χέρι στο μανδύα της, μα πριν προλάβει να βγάλει το
κόκαλο, τέσσερις αρπαχτικοί Κόνα πηδήξανε, δύο από κάθε
βράχο. Παναπεί τέσσερις οπλισμένες κι έτοιμες βαλλίστρες
σημαδεύανε κατευθείαν στα κεφάλια μας από πολλά κοντά.
Μέσα από λαστιχόδεντρα σπιούνεψα ολόκληρη
αναθεματισμένη διμοιρία! Μια δεκαριά καβαλάρηδες, μπορεί
και παραπάνω, καθόντανε γύρω από τ’ αντίσκηνα, και
κατάλαβα πως την είχαμε πατήσει, τόσο κοντά στο τέλος και τα
σχετικά.
Το σύνθημα, καβαλάρη; γάβγισε ένας σκοπός.
Τι είν’ τούτο, στρατιώτη, και γιατί; Ένας άλλος πήγε τη βαλλίστρα
του κατά τις ρώγες μου. Ο κώλος ενός Κοιλαδίτη να βρομιάζει ένα
καλό κονίτικο άλογο; Ποιος είναι ο στρατηγός σου, καβαλάρη;
Φοβόμουνα άσχημα και ήξερα ότι φαινότανε.
Η Μερώνυμη έβγαλε ένα αλλόκοσμο και θυμωμένο βρούχος
και κοίταξε τους τέσσερις μέσα απ’ το κράνος της, κι ύστερα
πέταξε μια φωνή τόσο βροντερή, που ξεπεταχτήκανε τα πουλιά
με κραυγές κι η ξενολαλιά της θάφτηκε κάτω από μανιασμένο
θόρυβο. ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΤΕ ΡΕ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΕΣ
ΠΟΝΤΙΚΟΧΕΣΜΕΝΕΣ ΜΟΥΝΟΤΡΥΠΕΣ ΝΑ ΜΙΛΑΤΕ ΕΤΣΙ Σ’ ΕΝΑ
ΣΤΡΑΤΗΓΟ! Ο ΚΩΛΟΣ ΤΟΥ ΣΚΛΑΒΟΥ ΜΟΥ ΘΑ ΒΡΟΜΙΑΣΕΙ Ο,ΤΙ ΚΑΙ
ΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΞΩ ΕΓΩ! ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΟΥ; Ο
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΟΥ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΡΕ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΕΣ
ΣΚΟΥΛΗΚΑΝΤΕΡΕΣ! ΚΑΤΕΒΕΙΤΕ ΑΠ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟ ΒΡΑΧΟ ΕΔΩ ΚΑΙ
ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΦΕΡΤΕ ΜΟΥ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ ΣΑΣ ΑΜΕΣΩΣ Ή ΣΤ’ ΟΝΟΜΑ
ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΘΑ ΣΑΣ ΓΔΑΡΩ ΚΑΙ ΘΑ ΣΑΣ
ΚΑΡΦΩΣΩ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΦΗΚΟΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΘΑ ΒΡΩ ΜΠΡΟΣΤΑ
ΜΟΥ!
Σχέδιο απελπισμένο και τερατογεννημένο, ναι.
Με το ξεγέλασμα της Μερώνυμης κερδίσαμε μόνο μια
στιγμή, και μια στιγμή ήτανε σχεδόν αρκετή. Δυο σκοποί
ασπρίσανε και κατεβάσανε τις βαλλίστρες τους και μ’ έναν
πήδο κατεβήκανε στο δρόμο μας. Δυο άλλοι ξαφανίστηκανε
από την πίσω μεριά. Κσσς! Κσσς! Αυτοί οι δυο Κόνα μπροστά
μας δεν ξανασηκωθήκανε, η Μερώνυμη αξάφνου σπιρούνιασε
τ’ άλογο κι αυτό χλιμίντρισε και σηκώθηκε στα πίσω πόδια και
πετάχτηκε και η ισορροπία μου χάλασε. Το χέρι της Σόνμι με
κράτησε στη σέλα, ναι, πειδής, άμα δεν ήτανε το δικό της,
τότε ποιανού ήτανε; Φωνές και Αλτ! και μπουρούδες
σαματίζανε ξοπίσω μας, και τ’ άλογο κάλπαζε κι ένα φσσσς-
πανγκγκγκγκ απ’ το πρώτο βέλος που χώθηκε σ’ ένα κλαδί που
’χα σκύψει από κάτω του, ύστερα o πόνος μ’ ένα κρακ έτσουξε
στην αριστερή μου γάμπα εδωνά κι έπαθα κείνο το άρρωστο κι
ήσυχο σάστισμα που παθαίνεις άμα το σώμα σου ξέρει πως κάτι
παραείναι χαλασμένο για να γιάνει εύκολα. Κοιτάξτε, θ’
ανεβάσω το μπατζάκι μου να δείτε την ουλή εκεί που χώθηκε η
αιχμή από το βέλος… ναι, πονούσε όσο φαίνεται ότι πόνεσε και
ακόμα παραπάνω.
Καλπάζαμε στο Μονοπάτι του Πολούλου σε έδαφος όλο ρίζες
και κόμπους, πιο γρηγορότερα από σερφάρισμα σε μεγάλο
κύμα και το ίδιο δύσκολο να κρατήσεις την ισορροπία σου, και
δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για κείνο το φριχτό βάσανο παρά
να γραπώνομαι όλο και πιο σφιχτότερα απ’ τη μέση της
Μερώνυμης και να προσπαθώ ν’ ακολουθώ το πάσο τ’ αλόγου
με το δεξί μου πόδι, αλλιώτικα θα ’πεφτα κάτω, ναι, και δε θ’
αδειάζαμε να με ξανανεβάσουμε πριν μας προλάβουνε οι Κόνα
και τα βέλη τους που τρυπούσανε τα κόκαλα.
Μέσα από μια σήραγγα δέντρα π’ ακουμπούσανε στα κεφάλια
μας το μονοπάτι πήγαινε στη γέφυρα των Παλιών στο έβγα του
ποταμού Πολούλου στη θάλασσα, που ’τανε το βορινό όριο της
Κοιλάδας. Που λέτε, ήμασταν μόνο εκατό δρασκελιές από τη
γέφυρα κείνη όταν ξενέφιασε ο ήλιος και κοίταξα μπροστά μου
και τα φθαρμένα σανίδια της λάμπανε ζωηρά και χρυσά, και οι
σκουριασμένοι στύλοι της σκοτεινιάζανε μπρούντζινοι. Ο
πόνος μου ξαμόλησε ένα μνημόνευμα, ναι, το τρίτο μου
προμήνυμα: Σαν καίγεται ο μπρούντζος, μη διαβείς τη γέφυρα. Δεν
μπορούσα να ξηγήσω της Μερώνυμης έτσι που ήμασταν
καβάλα, της φώναξα λοιπόν στ’ αυτί, Χτυπήθηκα!
Σταμάτησε τ’ άλογο ένα μέτρο πριν τη γέφυρα. Πού;
Στη ζερβή γάμπα, της είπα.
Η Μερώνυμη κοίταξε πίσω με άσχημη άγχητα. Οι
καταδιώχτες μας ακόμη δε φαινόντανε, κατέβηκε λοιπόν χάμω
και κοίταξε την πληγή. Την ακούμπησε και μούγκρισα. Για την
ώρα το βέλος φράζει την πληγή, ναι, πρέπει να φτάσουμε πρώτα σε φιλικό
τόπο κι ύστερα–
Κοπάνημα από γδικητικές οπλές ανέβαινε στο Μονοπάτι του
Πολούλου.
Της είπα λοιπόν τότε, τη γέφυρα δεν μποράαμε να την
περάσουμε. Τι; Γύρισε για να με κοιτάξει κατάματα. Ζάκρι,
εννοείς πως δεν είναι ασφαλής η γέφυρα;
Απ’ όσο ήξερα, που λέτε, η γέφυρα ήτανε μια χαρά γερή,
βλέπετε, συχνά πήγαινα τον Τζόνας να μαζέψουμε αυγά από
γλάρους βορινά όταν ήτανε πιο μικρότερος, και ο ΜακΌλιφ απ’
του Λαστ Τράουτ τη διάβαινε με το καρότσι του τις πιο
περισσότερες σελήνες σαν έβγαινε να κυνηγήσει φώκιες, αλλά
τ’ ονείρεμα του Εικονοστασιού ψέματα δεν έλεγε, όχι, ποτέ, κι
η Ηγουμένη μ’ είχε βάλει να μνημονεύσω τα προμηνύματά μου
για μια διαίτερη μέρα και αυτή η μέρα ήτανε η σημερινή.
Εννοώ, είπα, ότι είπε μου η Σόνμι να μην τηνε διαβώ.
O φόβος έκανε τη Μερώνυμη σαρκαστική, βλέπετε, κι αυτή
άνθρωπος ήτανε σαν εσάς κι εμένα. Κι ήξερε η Σόνμι πως έχουμε
ένα μανιασμένο σμήνος από Κόνα ξοπίσω μας;
Ο ποταμός Πολούλου είναι φαρδύς στο έβγα του στη
θάλασσα, της έμαθα, δεν είναι λοιπόν πολλά βαθύς κι ούτε το
ρεύμα του τόσο δυνατό. Το μονοπάτι έκανε διχάλα πριν τη
γέφυρα ακριβώς εκεί που ήμασταν, ναι, και κατέβαινε πιο
κάτω, που θα μπορούσαμε να περάσουμε τον ποταμό. Οι οπλές
κοπανούσανε όλο και πιο κοντύτερα, και γρήγορα οι Κόνα θα
μας βλέπανε.
Ε, λοιπόν, η Μερώνυμη πίστεψε το τρελαμένο μου
πρόσταγμα, δεν ξέρω να πω γιατί αλλά το πίστεψε, και σε λίγο
ο ζωηρός και κρύος Πολούλου μου μούδιαζε την πληγή μα τ’
άλογο γλιστρούσε άσχημα στο βοτσαλωτό βυθό. Παντουουούμ
παντουουούμ, τρεις Κόνα καλπάζανε στη γέφυρα και μας είδανε,
και ο αέρας γύρω μας ρίγησε και σχίστηκε από ’να βέλος, από
δύο, το τρίτο βρήκε στο νερό και μας πιτσίλισε. Άλλοι τρεις
Κόνα προλάβανε τους πρώτους τρεις και δε σταθήκανε να
ρίξουνε, όχι, παντούμ παντούμ περνούσανε τη γέφυρα του
Πολούλου για να μας κόψουνε στην άλλη όχθη. Ήμουνα
απελπισμένος και με καταριόμουνα, Ναι, σίγουρα είμαστε δυο
πεθαμένα πατσοπούλια, λογάριαζα.
Ξέρετε, που λέτε, όταν πελεκάτε ένα δέντρο για το ξύλο του;
Πώς είναι ο θόρυβος μετά τον τελευταίο χτύπο, οι ίνες που
στριγκλίζουνε και το αργό μούγκρος του κορμού που πέφτει;
Αυτό άκουσα. Βλέπετε, ήτανε ένα πράμα ένα δυο Κοιλαδίτες
που διαβαίνανε ήσυχα μ’ ένα καρότσι, μα άλλο πράμα έν’
άλογο που κάλπαζε, κι έξι, εφτά, οχτώ άλογα Κόνα με
πανοπλία που καλπάζανε παραήτανε. Κείνη η γέφυρα χάλασε
λες κι ήτανε φτιαγμένη με σάλιο κι άχυρο, ναι, οι στύλοι
σπάσανε και τα σανίδια σχιστήκανε και τα φθαρμένα σχοινιά
τρίξανε.
Και δεν ήτανε μικρό το πέσιμο, όχι. Είχε ύψος ίσαμε
δεκαπέντε άντρες, μπορεί και παραπάνω, η γέφυρα του
Πολούλου. Πάρ’ τα κάτω τ’ άλογα, και στριφογυρίζανε τ’
ανάσκελα, με τους καβαλάρηδες πιασμένους στους
αναβατήρες και τα σχετικά, και όπως είπα ο Πολούλου δεν
ήτανε μια ακίνδυνη βαθιά λίμνη που θα τους έπιανε και θα
τους ανέβαζε στην επιφάνεια, όχι, ήτανε ποταμός γεμάτος
μεγάλους βράχους, άλλους ίσιους και άλλους μυτερούς που
τους χαλάσανε την πτώση τους άσχημα, πολλά άσχημα.
Κανένας από τους Κόνα δε σηκώθηκε, όχι, μόνο δυο τρία
κακορίζικα άλογα που σφαδάζανε και κλοτσούσανε, μα δεν
αδειάζαμε να γιαίνουμε άλογα, όχι.

Λοιπόν, η αναστόρησή μου κοντεύει να τελειώσει πώρα. Η


Μερώνυμη κι εγώ περάσαμε στην πέρα μεριά, και
προσευχήθηκα να ευχαριστήσω τη Σόνμι πειδής, δεν πα να μην
υπήρχανε Κοιλάδες για να σώσει ο Πολιτισμός πια, μου ’χε μια
τελευταία φορά σώσει το τομάρι μου. Μάλλον οι υπόλοιποι από
τη διμοιρία των Κόνα ήτανε πολλά καταπιασμένοι με τους
πεθαμένους και τους πνιγμένους τους και δεν αδειάζανε να
’ρθουνε να κυνηγήσουνε εμάς τους δύο, όχι. Περάσαμε τους
Έρημους Αμμόλοφους και φτάσαμε τελικά στο Δάχτυλο του
Ίκατ χωρίς απρόοπτα. Καγιάκ δε μας περιμένανε ακόμη, μα
ξεπεζέψαμε και η Μερώνυμη έκανε τις Εξυπνάδες της στη
γάμπα που μου ’χε κατασπαράξει το βέλος. Άμα έβγαλε το
βέλος, ο πόνος ανέβηκε σ’ όλο μου το σώμα και μου
κουκούλωσε τις αισθήσεις, για να πω την αλήθεια λοιπόν, δεν
είδα τα καγιάκ από το Μάουι να ’ρχονται με το Δυοφυσίτη. Η
φίλη μου είχε τώρα μια απόφαση να πάρει, ναι, βλέπετε, ή που
θα μ’ ανέβαζε σ’ εκείνο το καγιάκ ή που θα μ’ άφηνε στο
Μεγάλο Νησί χωρίς να μπορώ να περπατήσω και λίγη
απόσταση μονάχα από τα εδάφη των Κόνα. Εδώ είμαι και σας
αναστορούμαι, οπότε ξέρετε τι αποφάσισε η Μερώνυμη, κι
είναι φορές που λυπούμαι για την απόφασή της, και φορές που
δε λυπούμαι, ναι. Το τραγούδι των κωπηλατών της νέας μου
φυλής με ξύπνησε στη μέση του Στενού. Η Μερώνυμη μου
άλλαζε το ματωμένο επίδεσμο, είχε βάλει κάποιο Έξυπνο
φάρμακο για να μου μουδιάσει γερά τον πόνο.
Από τον πάτο εκείνου του καγιάκ έβλεπα νέφη που ’τρεμαν.
Οι ψυχές διαβαίνουνε τις εποχές όπως τα νέφη διαβαίνουνε
τους ουρανούς, και δεν πα να μη μένει ίδιο το σχήμα ή το
χρώμα ή το μέγεθος ενός νέφους, αυτό μένει νέφος και το ίδιο
κι η ψυχή. Ποιος ξέρει να πει από πού ’ρθε το νέφος ή πού θα
’ναι αύριο η ψυχή; Μόνο η Σόνμι η ανατολή κι η δύση κι η
πυξίδα και ο άτλας, ναι, μόνο ο άτλας των νεφών.
Ο Δυοφυσίτης είδε ότι τα μάτια μου ήτανε ανοιγμένα και μου
’δειξε το Μεγάλο Νησί, μαβί στο νοτιοανατολικό γαλάζιο, και
το Μάουνα Κέα να κρύβει το κεφάλι του σαν την ντροπιάρα
νύφη.
Ναι, ο Κόσμος Όλος μου και η ζωή μου όλη είχανε μικρύνει
τόσο που χωρούσανε στο Ο αναμετάξυ του δείχτη και του
αντίχειρά μου.

Ο Ζάκρι ο γεροκύρης μου ήτανε περίεργος, δε θα τ’ αρνηθώ


τώρα που ’ναι πεθαμένος. Α, τα πιο περισσότερα
αναστορήματα του κύρη ήτανε γλαρές παπιοκλανιές και στα
τρελαμένα του γεράματα μέχρι που πίστευε ότι η Μερώνυμη η
Προγνωστικιά ήτανε η ατίμητή του η αγαπημένη η Σόνμι, ναι,
πέμενε κιόλας, έλεγε ότι τα ’ξερε όλα από τα γεννητικά
σημάδια και τους κομήτες και τα σχετικά.
Άμα πιστεύω εγώ αυτό το ιστόρημά του για τους Κόνα και τη
φυγή του απ’ το Μεγάλο Ν.; Οι πιο περισσότερες
αναστορήσεις έχουνε λίγη αλήθεια, καμπόσες αναστορήσεις
έχουνε καμπόση αλήθεια, και λίγα ιστορήματα έχουνε πολλή
αλήθεια. Αυτά για τη Μερώνυμη την Προγνωστικιά ήτανε
αλήθεια τα πιο περισσότερα, θαρρώ. Βλέπετε, μετά που
πέθανε ο κύρης, η αδερφή μου κι εγώ κοσκινίσαμε τα πράματά
του, και βρήκα τ’ ασημωπό του αυγό που στα ιστορήματά του
το ’λεγε δέηση. Όπως αναστορούσε ο κύρης, άμα ζεστάνεις τ’
αυγό στις χούφτες σου, προβάλλει στον αέρα ένα όμορφο
κορίτσι φάντασμα και μιλά σε μια γλώσσα των Παλιών που δεν
τηνε καταλαβαίνει κανένας ζωντανός κι ούτε ποτέ θα τηνε
καταλάβει, όχι. Δεν είναι Εξυπνάδα που μπορείς να την κάνεις
κάτι, πειδής δε σκοτώνει πειρατές Κόνα ούτε γεμίζει άδειες
κοιλιές, μα κάποια σούρουπα το συγγενολόι και τ’ αδέρφια μου
ξυπνάμε το κορίτσι φάντασμα ίσα για να τη βλέπουμε να
αιωρείται και να τρεμοπαίζει. Είν’ όμορφη και σαστίζει τα
μικρά και το μουρμούρισμά της ναναρίζει τα βυζαστάρια μας.
Καθίστε κάτω μια δυο στιγμές.
*
Απλώστε τα χέρια σας.
*
Κοιτάξτε.
Μια δέηση της Σόνμι~451
Και ποιος ήταν τότε ο Χάε-Τζου Ιμ, αν δεν ήταν ακριβώς αυτός που είχε
πει πως ήταν;
Εξέπληξα τον εαυτό μου δίνοντας την απάντηση σε αυτή την
ερώτηση: Συνδικάτο.
Ο Χάε-Τζου είπε: « Έχω τη βαριά αυτή τιμή, ναι».
Ο Σι-Λι, ο φοιτητής, ήταν καταταραγμένος.
Ο Χάε-Τζου μου είπε ότι είτε θα τον εμπιστευόμουν είτε θα
πέθαινα μέσα σε μερικά λεπτά.
Έγνεψα καταφατικά: θα τον εμπιστευόμουν.

Μα σου είχε ήδη πει ψέματα για την ταυτότητά του – γιατί να τον
πιστέψεις αυτή τη φορά; Πώς μπορούσες να ξέρεις στα σίγουρα ότι δεν
είχε σκοπό να σε απαγάγει;
Δεν ήξερα· δεν ήμουν σίγουρη. Η απόφασή μου βασίστηκε
στον χαρακτήρα του. Μόνο να ελπίζω μπορούσα πως με τον
καιρό θα αποδεικνυόταν εύλογη. Αφήσαμε τον αρχαίο
Κάβεντις στην τύχη του και τρέξαμε προς τη δική μας: σε
διαδρόμους, από εξόδους κινδύνου, αποφεύγοντας φώτα και
ανθρώπους όποτε μπορούσαμε. Ο Χάε-Τζου με κατέβασε
κουβαλητή στα σκαλιά: δεν μπορούσαμε να περιμένουμε να
βγάλω άκρη αβοήθητη.
Σ’ ένα δεύτερο υπόγειο περίμενε ο κύριος Τσανγκ, σε ένα
άχαρο φορντ. Δεν είχαμε καιρό για χαιρετούρες. Το όχημα
πήρε μπροστά με θόρυβο και πέρασε γκαζώνοντας από τούνελ
και άδεια φορντοπάρκινγκ. Ο κύριος Τσανγκ έριξε μια ματιά
στο σόνι του και είπε ότι η γλίστρα φαινόταν να είναι ακόμη
προσβάσιμη. Ο Χάε-Τζου τον πρόσταξε να πάει εκεί, κι έπειτα
πήρε από τον σάκο του έναν σουγιά και έκοψε τη ρώγα του
αριστερού του δείκτη, σκάλισε κι έβγαλε ένα μικροσκοπικό
μεταλλικό αυγό. Το πέταξε από το παράθυρο και με πρόσταξε
ν’ απορρίψω παρομοίως το ψυχοδαχτυλίδι μου. Ο Σι-Λι έβγαλε
κι εκείνος την Ψυχή του.

Στ’ αλήθεια κόβουν τις ίδιες τους τις αιώνιες Ψυχές οι Συνδικαλιστές;
Ανέκαθεν πίστευα ότι επρόκειτο περί αστικού μύθου…
Πώς αλλιώς να ξεφύγει από την Ομοφωνία ένα αντιστασιακό
κίνημα; Ειδάλλως θα ρίσκαραν να τους εντοπίσουν σε κάθε
φανάρι. Το φορντ έστριψε σε μια ράμπα όταν μια θύελλα
φωσφορικής φλόγας έπεσε στα παράθυρα· ο αέρας γέμισε
γυαλιά, οι μεταλλικές πλάκες έτριζαν· το φορντ έξυνε τους
τοίχους, κι έπειτα σταμάτησε απότομα.
Εκεί που ήμουν σκυμμένη άκουγα πυρά από κολτ.
Το φορντ έβγαλε έναν γόο και πήρε μπρος με ταχύτητα. Ένα
σώμα έπεσε από το όχημα με γδούπο.
Ένα ανθρώπινο ουρλιαχτό αφόρητου πόνου υψώθηκε από το
μπροστινό κάθισμα: ο Χάε-Τζου ακούμπησε το κεφάλι του Σι-
Λι με ένα χειροκόλτ και πυροβόλησε.

Τι; Τον δικό του; Γιατί;


Οι ντουμ ντουμ της Ομοφωνίας συνδυάζουν καλοδοξαλίνη και
στιμουλίνη. Η καλοδοξαλίνη είναι ένα δηλητήριο που ψήνει το
θύμα μέσα σε φριχτούς πόνους, έτσι που οι κραυγές του να
προδίδουν πού βρίσκεται· η στιμουλίνη αποτρέπει την απώλεια
των αισθήσεων. Ο Σι-Λι σωριάστηκε σε εμβρυϊκή θέση. Ο
πρόσχαρος διδακτορικός Χάε-Τζου Ιμ που γνώριζα είχε
εξαφανιστεί, τόσο ολοκληρωτικά που αναρωτήθηκα τώρα αν
είχε υπάρξει ποτέ πραγματικά. Έμπαινε βροχή κι αέρας. Ο
κύριος Τσανγκ οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα σ’ ένα
βρομόστενο μετά βίας φαρδύτερο από το φορντ, ξηλώνοντας
λούκια. Κατέβασε ταχύτητα όταν μπήκε στον περιφερειακό του
κάμπους. Πέρα μπροστά στην πύλη του κάμπους φαίνονταν
κόκκινες και μπλε αναλαμπές. Ένα εναέριο τριγύριζε και
τσάκιζε τα δέντρα ενώ σάρωνε την κυκλοφορία με έναν
προβολέα· μεγάφωνα έδιναν ασυνάρτητες εντολές σε ποιος
ήξερε ποιον. Ο κύριος Τσανγκ μας προειδοποίησε να
κρατηθούμε, έσβησε τη μηχανή και με μια απότομη στροφή
βγήκε από τον δρόμο. Το φορντ κλότσησε· η οροφή του
κοπάνησε το κεφάλι μου· ο Χάε-Τζου κάπως με στρίμωξε από
κάτω του. Το φορντ πήρε ταχύτητα, βάρος κι ελαφρότητα.
Στην τελευταία πτώση ξεπετάχτηκε μια πρότερη ανάμνηση
σκοταδιού, αδράνειας, βαρύτητας, παγίδευσης σε άλλο φορντ.
Πού ήταν; Ποιος ήταν;
Μπαμπού κομματιάζονταν, μέταλλα ξεσκίζονταν, τα πλευρά
μου βρόντηξαν στο πάτωμα.
Σιωπή, επιτέλους. Το φορντ ήταν ακίνητο. Έπειτα, άκουσα
τραγούδια εντόμων, βροχή στα φύλλα, και στη συνέχεια
επιτακτικούς ψιθύρους να πλησιάζουν. Ήμουν στριμωγμένη
κάτω από τον Χάε-Τζου· ανασάλεψε μ’ ένα βογκητό. Ήμουν
μελανιασμένη αλλά αλώβητη. Μια ακτίνα φωτός μού έτσουξε
τα μάτια. Μια φωνή απέξω μουρμούρισε: «Διοικητά Ιμ;».
Αποκρίθηκε πρώτος ο κύριος Τσανγκ: «Ανοίξτε αυτήν εδώ την
πόρτα».
Μας πήραν χέρια και μας έβγαλαν έξω. Το πτώμα του Σι-Λι το
άφησαν στη θέση του. Είδα μια αλληλουχία αγχωμένα
πρόσωπα, αποφασισμένα πρόσωπα, πρόσωπα που σπανίως
κοιμούνταν: μια ομάδα Συνδικαλιστών. Με κουβάλησαν μέσα
σε ένα τσιμεντένιο παράπηγμα και με κατέβασαν σε ένα
φρεάτιο. «Μην ανησυχείς» μου είπε ο Χάε-Τζου, «εδώ είμαι».
Τα χέρια μου έσφιγγαν σκουριασμένα σκαλιά· τα γόνατά μου
γρατζουνίζονταν σε ένα μικρό τούνελ. Άλλα χέρια με σήκωσαν
σ’ ένα μηχανουργείο, κι ύστερα με κατέβασαν σε ένα έξυπνο
διθέσιο στελεχοφόρντ. Άκουσα κι άλλες εντολές να δίνονται,
έπειτα ο Χάε-Τζου μπήκε μέσα και έβαλε μπροστά. Ο κύριος
Τσανγκ είχε για άλλη μια φορά εξαφανιστεί. Μπροστά μας
άνοιξε απότομα μια γκαραζόπορτα. Ύστερα, θυμάμαι
ψιλόβροχο, προαστιακούς παράδρομους, έπειτα έναν
φορντόδρομο πηγμένο στην κίνηση. Τα φορντ γύρω μας είχαν
μοναχικούς εργαζόμενους, ζευγάρια σε ραντεβού, μικρές
οικογένειες, άλλοι ήρεμοι, άλλοι έξαλλοι. Όταν μίλησε
επιτέλους ο Χάε-Τζου, η φωνή του ήταν ψυχρή. «Αν με
ακουμπήσει ποτέ ντουμ ντουμ, να με ευθανατώσεις αμέσως
όπως έκανα με τον Σι-Λι». Δεν είχα απάντηση. «Πρέπει να
έχεις εκατοντάδες απορίες, Σόνμι. Σε ικετεύω να κάνεις λίγο
ακόμα υπομονή – αν μας συλλάβουν τώρα, πίστεψέ με, όσο
λιγότερα ξέρεις τόσο το καλύτερο. Έχουμε γεμάτη νύχτα
απόψε. Πρώτα, θα περάσουμε από το Χουαμντονγκίλ». Ξέρεις
αυτή τη ζώνη του αστοσυγκροτήματος, Αρχειονόμε;

Το υπουργείο μου θα με έδιωχνε αν με έβλεπε κανένας Οφθαλμός σ’


εκείνη την παραγκούπολη των υπανθρώπων. Αλλά περίγραψέ τη σε
παρακαλώ για τη δέησή μου.
Το Χουαμντονγκίλ είναι ένας νοσηρός λαβύρινθος με χαμηλά
σαραβαλιασμένα σπίτια, φτηνιάρικες πανσιόν, ακούμπες,
μπαρ με ναρκωτικά, και κέντρα ανοχής, με έκταση περίπου
πέντε τετραγωνικά μίλια νοτιοανατολικά του Σταθμού
Συγκοινωνίας της Παλαιάς Σεούλ. Οι δρόμοι του παραείναι
στενοί και δεν χωράνε φορντ· τα στενάκια του ζέχνουν
απορρίμματα και λύματα. Η Εταιρεία Κοπρολυμάτων ούτε που
την πλησιάζει αυτή τη συνοικία. Ο Χάε-Τζου άφησε το φορντ
κλειδωμένο και με προειδοποίησε να μείνω κουκουλωμένη: τα
κατασκευάσματα που κλέβουν εδώ καταλήγουν σε μπουρδέλα,
αφού τους κάνουν άγαρμπες εγχειρήσεις για τη χρήση αυτή.
Στις πόρτες ήταν σωριασμένοι καθαρόαιμοι, το δέρμα τους
ερεθισμένο από την παρατεταμένη έκθεση στην τσουχτερή
βροχή της πόλης. Ένα αγόρι πεσμένο στα τέσσερα έπινε με τη
γλώσσα από μια νερολακκούβα. «Μετανάστες με εγκεφαλίτιδα
ή μολυβδοκονίαση» μου είπε ο Χάε-Τζου. «Τα νοσοκομεία τούς
μαδάνε τις Ψυχές μέχρι που μένουν με δολάρια αρκετά μόνο
για μια ένεση ευθανασίας – ή για τη διαδρομή μέχρι το
Χουαμντονγκίλ. Αυτοί εδώ οι κακομοίρηδες έκαναν τη λάθος
επιλογή».
Δεν καταλάβαινα γιατί έφευγαν οι μετανάστες από τις
Παραγωγικές Ζώνες για ένα τόσο ελεεινό τέλος. Ο Χάε-Τζου
απαρίθμησε τη μαλάρια, τις πλημμύρες, την ξηρασία, τα
ορφανογονιδιώματα στις καλλιέργειες, τα παράσιτα, την
εξάπλωση των νεκρότοπων, και μια φυσική επιθυμία να
βελτιώσουν τη ζωή των παιδιών τους. Η εταιρεία του Πάπα
Σονγκ, με διαβεβαίωσε, μοιάζει με φιλανθρωπικό ίδρυμα σε
σύγκριση με τα εργοστάσια από όπου το έσκασαν εκείνοι οι
μετανάστες. Οι διακινητές υπόσχονται ότι στις Δώδεκα Πόλεις
βρέχει δολάρια, και οι μετανάστες λαχταρούν να το πιστέψουν·
η αλήθεια ποτέ δεν φτάνει στους τόπους που αφήνουν, γιατί ο
δρόμος των διακινητών είναι μονής κατεύθυνσης. Ο Χάε-Τζου
με τράβηξε πέρα από έναν δικέφαλο αρουραίο που νιαούριζε.
«Δαγκώνουν».
Ρώτησα γιατί το ανέχεται αυτό το Τσούτσε στη δεύτερη
πρωτεύουσά του.
Κάθε αστοσυγκρότημα, απάντησε ο ξεναγός μου, έχει μια
χημική τουαλέτα όπου αποσυντίθενται αθόρυβα, αλλά όχι και
τελείως αόρατα, τα ανεπιθύμητα ανθρώπινα απόβλητα. Έτσι
δίνεται κίνητρο στα κατωστρώματα: «Δούλευε, ξόδευε,
δούλευε» λένε παραγκουπόλεις σαν το Χουαμντονγκίλ, «για να
μην τελειώσεις κι εσύ τη ζωή σου εδώ». Επιπλέον, οι
επιχειρηματίες εκμεταλλεύονται το νομικό κενό για να
υψώσουν μακάβριες ηδονοζώνες για ανωστρώματα που έχουν
βαρεθεί τις πιο ευυπόληπτες συνοικίες. Έτσι, το
Χουαμντονγκίλ πληρώνει τους φόρους και τις μίζες του. Η
Ιατρική Εταιρεία μια φορά την εβδομάδα ανοίγει ένα ιατρείο
όπου ετοιμοθάνατοι υπάνθρωποι δίνουν τα υγιή μέλη που
τυχόν έχουν με αντάλλαγμα έναν ασκό ευθανάσιου. Η
Οργανική Εταιρεία έχει μια προσοδοφόρα σύμβαση με την
πόλη και στέλνει καθημερινά μια διμοιρία ανοσογονιδιωμένων
κατασκευασμάτων, όμοιων με τους καταστροφομονάδες, για
να μαζεύουν τους νεκρούς πριν εκκολαφθούν οι μύγες. Ο Χάε-
Τζου έπειτα μου είπε να σωπάσω· είχαμε φτάσει στον
προορισμό μας.

Ο οποίος βρισκόταν πού ακριβώς;


Ακριβώς δεν μπορώ να πω: το Χουαμντονγκίλ δεν έχει
αριθμημένα τετράγωνα ή σχεδιασμό. Ήταν μια μεγάλη λέσχη
ματζόνγκ με ψηλό ανώφλι για να αποστραγγίζονται τα νερά,
αμφιβάλλω όμως αν θα αναγνώριζα το κτίριο. Ο Χάε-Τζου
χτύπησε μια θωρακισμένη πόρτα· ένα ματάκι ανοιγόκλεισε,
σύρτες τραβήχτηκαν, και άνοιξε ένας πορτιέρης. Η πανοπλία
του πορτιέρη ήταν λερωμένη και η μεταλλική του ράβδος
έδειχνε θανάσιμη· μας μούγκρισε να περιμένουμε τη Μα Αράκ
Να. Αναρωτήθηκα αν φορούσε κολάρο κατασκευάσματος κάτω
από τη θωράκισή του.
Ένας ντουμανιασμένος διάδρομος έστριβε και χανόταν
περιτοιχισμένος από χάρτινα παραβάν. Άκουγα πλακίδια του
ματζόνγκ, μύριζα πόδια, έβλεπα εξωτικά ντυμένες σερβιτόρες
να μεταφέρουν δίσκους με ποτά. Οι σκοτισμένες τους
εκφράσεις μεταμορφώνονταν σε κοριτσίστικη χαρά κάθε φορά
που τραβούσαν ένα χάρτινο παραβάν για να ανοίξει.
Αντέγραψα το παράδειγμα του Χάε-Τζου και έβγαλα τα νάικ
μου, λερωμένα από τα δρομάκια του Χουαμντονγκίλ.
«Καλά, δεν θα ερχόσουν εδώ εσύ αν δεν ήταν άσχημα τα νέα».
Η ομιλήτρια μας απευθυνόταν από μια καταπακτή στο ταβάνι·
αν τα νηκτικά της χείλη, τα ημισεληνοειδή της μάτια και η
ακανθώδης φωνή της ήταν αποτελέσματα γονιδίωσης ή
μετάλλαξης, δεν μπορούσα να πω. Τα πετραδοροζιασμένα
χέρια της ήταν γραπωμένα απ’ την κορυφή της καταπακτής.
Ο Χάε-Τζου αποκάλεσε τη Μα Αράκ Να μαντάμ. Ένας
πυρήνας62 είχε γίνει καρκινικός, την ενημέρωσε, ο Μέφι είχε
συλληφθεί, ο Σι-Λι είχε χτυπηθεί από ντουμ ντουμ και είχε
σκοτωθεί, οπότε ναι, δύσκολα θα μπορούσαν να είναι
χειρότερα τα νέα.
Η διπλή γλώσσα της Μα Αράκ Να ξετυλίχθηκε και
ξανατυλίχθηκε μια δυο φορές· ρώτησε πόσο είχε εξαπλωθεί ο
καρκίνος. Ο Συνδικαλιστής αποκρίθηκε ότι είχε έρθει εδώ για
να απαντήσει σε αυτήν ακριβώς την ερώτηση. Η μαντάμ της
επιχείρησης μας είπε να πάμε στο σαλόνι χωρίς χρονοτριβή.

Στο σαλόνι;
Έναν κενό χώρο πίσω από μια βουερή κουζίνα κι έναν
ψευδότοιχο, φωτισμένο από ένα ασθενικό ηλιακό. Ένα ποτήρι
με ρουμπινί λάιμ έστεκε στο χείλος ενός μαντεμένιου
μαγκαλιού που σίγουρα ήταν παλιότερο από το κτίριο, αν όχι
και από την πόλη. Καθίσαμε κατάχαμα σε φθαρμένες
μαξιλάρες. Ο Χάε-Τζου ήπιε το ποτό και μου είπε να βγάλω την
κουκούλα. Τα σανίδια στο ταβάνι κοπάνησαν και έτριξαν, μια
καταπακτή άνοιξε, και ξεπρόβαλε το πρόσωπο της Μα Αράκ
Να. Δεν φανέρωσε καθόλου έκπληξη όταν είδε εμένα, μια
Σόνμι. Έπειτα, το αρχαίο μαγκάλι έβγαλε το σταθερό βουητό
ενός υπερσύγχρονου ηλεκτρονικού κυκλώματος. Μια σφαίρα
σκοτεινής γυαλάδας και διαθλασμένης σιωπής απλώθηκε
ώσπου γέμισε το σαλόνι, υγροποιώντας τους ήχους της
κουζίνας. Τέλος, ένα παρδαλό φως πάνω από το μαγκάλι
μεταμορφώθηκε σε κυπρίνο.

Κυπρίνο;
Κυπρίνο, το ψάρι. Ένας κυπρίνος υπερφυσικός, περλέ και
μανταρινί, πρησμένος απ’ τους μύκητες, με μουστάκι
μανδαρίνου, μισό μέτρο μήκος. Ένα τεμπέλικο χτύπημα της
ουράς του ώθησε το ψάρι προς το μέρος μου. Ρίζες από
νούφαρα παραμέριζαν στο διάβα του. Τ’ αρχαία του μάτια
διάβασαν τα δικά μου· τα πλευρικά του πτερύγια κυμάτιζαν. Ο
κυπρίνος κατέβηκε μερικά εκατοστά για να διαβάσει το κολάρο
μου, και άκουσα το όνομά μου ειπωμένο από έναν γέρο. Ο
Χάε-Τζου μόλις που διακρινόταν στον λασπώδη υποβρύχιο
αέρα.
«Είναι εξαιρετική η ευγνωμοσύνη μου που βλέπω ότι ζεις» –η
φωνή που εξέπεμπε το τρισδιάστατο ήταν καλλιεργημένη μεν,
πνιχτή και θρυμματισμένη δε– «και μεγάλη η τιμή μου που σε
γνωρίζω. Είμαι ο Αν-Κορ Άπις του Συνδικάτου». Το ψάρι
ζήτησε συγγνώμη για τους οπτικούς θεατρινισμούς· το
καμουφλάζ ήταν απαραίτητο, εφόσον η Ομοφωνία χτένιζε όλες
τις μεταδόσεις.
Αποκρίθηκα ότι καταλάβαινα.
Ο Αν-Κορ Άπις υποσχέθηκε ότι σύντομα θα καταλάβαινα πολύ
καλύτερα και γύρισε προς τον Χάε-Τζου. «Διοικητά Ιμ».
Ο Χάε-Τζου υποκλίθηκε και δήλωσε ότι είχε ευθανατώσει τον
Σι-Λι.
Ο ανώτερος Συνδικαλιστής είπε ότι το γνώριζε ήδη, ότι δεν
υπήρχε αναισθητικό για τον πόνο του Χάε-Τζου· αλλά ότι τον
Σι-Λι τον είχε σκοτώσει η Ομοφωνία, και ο Χάε-Τζου είχε
απλώς γλιτώσει τον αδελφό του από έναν ποταπό θάνατο σε
έναν κύβο φυλακής. O Άπις έπειτα παρότρυνε τον Χάε-Τζου να
εξασφαλίσει πως δεν ήταν μάταιη η θυσία του Σι-Λι.
Ακολούθησε μια σύντομη ενημέρωση: έξι πυρήνες είχαν
αποκαλυφθεί και άλλοι δώδεκα είχαν απομονωθεί. Το «καλό
νέο» ήταν ότι ο Σύμβουλος Μέφι είχε προλάβει να
αυτοκτονήσει πριν αρχίσει το νευροβασανιστήριο. Έπειτα ο Αν-
Κορ Άπις διέταξε τον συνοδό μου να με βγάλει από τη Σεούλ
από τη Δυτική Πύλη Ένα, να πάει στο βορινό στρατόπεδο σε
κομβόι και να αναλογιστεί προσεκτικά τα όσα είχαν ειπωθεί.
Ο κυπρίνος έκανε μεταβολή κι εξαφανίστηκε μέσα στον τοίχο
του σαλονιού πριν ξαναξεπροβάλει από το στήθος μου. «Τους
φίλους σου τους διάλεξες με σύνεση, Σόνμι. Μαζί, ίσως να
αλλάξουμε τον εταιρειοκρατικό πολιτισμό και να τον κάνουμε
εντελώς αγνώριστο». Υποσχέθηκε ότι θα ξαναβρισκόμασταν
σύντομα. Η σφαίρα τότε συρρικνώθηκε και επέστρεψε στο
μαγκάλι καθώς το σαλόνι επανερχόταν. Ο κυπρίνος έγινε μια
ανταύγεια φωτός, μια κουκκίδα, και τέλος, ένα τίποτα.

Πώς σχεδίαζε ο Χάε-Τζου να περάσετε μια αστική έξοδο χωρίς Ψυχές;


Έφεραν τον Εμφυτευτή Ψυχών μόλις λίγα λεπτά αργότερα.
Ένας λεπτός, αδιάφορος στην όψη άντρας, που εξέτασε το
σχισμένο δάχτυλο του Χάε-Τζου με επαγγελματική απαξίωση.
Έβγαλε με την τσιμπίδα το μικροσκοπικό αυγό από τη γέλη
του, το τοποθέτησε στον ιστό και το ψέκασε από πάνω με
επιδερμικό. Το ότι μια τόσο ασήμαντη στην όψη κουκκίδα
μπορεί να προσδίδει όλα τα δικαιώματα της καταναλωσίας
στους φορείς της, κι ωστόσο να καταδικάζει την υπόλοιπη
εταιρειοκρατία σε καταναγκαστική εργασία, μου φαινόταν, και
ακόμη μου φαίνεται, μια αλλόκοτη χυδαιότητα. «Σε λένε Οκ-
Κιούν Πιό» είπε ο εμφυτευτής στον Χάε-Τζου, και πρόσθεσε
ότι όλα τα σόνι θα κατέβαζαν το πλασματικό του ιστορικό.
Ο εμφυτευτής στράφηκε σ’ εμένα και έβγαλε μια
λεϊζερόπενσα. Έκοβε μέχρι κι ατσάλι χωρίς να γρατζουνίσει
καν ζωντανό ιστό, με διαβεβαίωσε. Πρώτα μου έβγαλε το
κολάρο: άκουσα ένα κλικ, ένιωσα μια φαγούρα καθώς
αποτραβιόταν, κι έπειτα το κρατούσα στα χέρια μου. Η
αίσθηση ήταν παράδοξη: σαν να έκοβες εσύ τον ίδιο σου τον
ομφάλιο λώρο, Αρχειονόμε. «Και τώρα, το υποδόριο
μπαρκόουντ». Άπλωσε αναισθητικό στον λαιμό μου και με
προειδοποίησε ότι θα πονούσε, όμως ο αποσβεστήρας του
εργαλείου του θα εμπόδιζε το μπαρκόουντ να εκραγεί όταν θα
ερχόταν σε επαφή με τον αέρα.
«Μεγαλοφυές». Ο Χάε-Τζου κοιτούσε προσεκτικά.
«Φυσικά και είναι μεγαλοφυές» πέταξε ο εμφυτευτής. «Εγώ ο
ίδιος το σχεδίασα. Το αηδιαστικό όμως είναι που δεν μπορώ να
το πατεντάρω». Έβαλε τον Χάε-Τζου να περιμένει με ένα πανί·
ένας πριονωτός πόνος μού ξέσχισε τον λαιμό. Ενώ ο Χάε-Τζου
σταματούσε την αιμορραγία, ο εμφυτευτής μού έδειχνε την
παλιά ταυτότητα της Σόν­μι~451, ένα μικροτσίπ σ’ ένα
τσιμπιδάκι. Θα το ξεφορτωνόταν ο ίδιος, υποσχέθηκε, με
προσοχή. Ψέκασε την πληγή μου με επουλωτικό και την
κάλυψε με έναν επίδεσμο στο χρώμα του δέρματος. «Και τώρα»
συνέχισε, «ένα έγκλημα τόσο καινοτόμο που δεν έχει καν
όνομα. Η Εμψύχωση ενός Κατασκευάσματος. Πώς θα
ανταμειφθεί η διάνοιά μου; Με φανφάρες; Με ένα Νόμπελ και
μια αργομισθία σε πανεπιστήμιο;».
«Με μια παράγραφο στην ιστορία του αγώνα εναντίον της
εταιρειοκρατίας» είπε ο Χάε-Τζου.
«Ααα, σ’ ευχαριστώ, αδελφέ» αποκρίθηκε ο εμφυτευτής.
«Μια ολόκληρη παράγραφος». Και αυτή η επέμβαση ήταν
γρήγορη. Ο άντρας έβαλε τη δεξιά παλάμη μου σ’ ένα πανί,
ψέκασε πηκτικό και αναισθητικό στη ρώγα του δείκτη μου,
έκανε μια τομή μικρότερη από εκατοστό, ενέθεσε μια Ψυχή και
έβαλε επιδερμικό. Αυτή τη φορά ο κυνισμός του φανέρωσε μια
ειλικρίνεια στον πυρήνα του. «Είθε η Ψυχή σου να σου φέρει
τύχη στη γη της επαγγελίας σου, Αδελφή Γιουν-Α Γιου».
Τον ευχαρίστησα. Είχα σχεδόν ξεχάσει τη Μα Αράκ Να που
παρακολουθούσε από την καταπακτή της στο ταβάνι, τώρα
όμως μίλησε. «Καλό θα ήταν η Αδελφή Γιου να βρει ένα
καινούργιο πρόσωπο για την καινούργια Ψυχή της, ειδάλλως
στον δρόμο για τη γη της επαγγελίας θα ξεφυτρώσουν μερικές
δύσκολες ερωτήσεις».

Μάλλον λοιπόν ο επόμενος προορισμός σου ήταν ο


προσωποδιαμορφωτής, έτσι δεν είναι;
Ναι. Ο πορτιέρης μάς πήγε μέχρι την οδό Τ’οεγκιέρο, το
σύνορο του Χουαμντονγκίλ με την πλησιέστερη ημιευυπόλυπτη
γειτονιά. Πήραμε το μετρό μέχρι ένα εμπορικό που ήταν
κάποτε της μόδας στο Σιντσ’όν και κυλιοανεβήκαμε εν μέσω
πολυελαίων που κουδούνιζαν. Οι κυλιόμενες μας έβγαλαν σε
μια δαιδαλόμορφη περιφέρεια στο επίπεδο του θόλου, όπου
σύχναζαν μονάχα καταναλωτές που ήξεραν τον προορισμό
τους. Στροφές και παραστροφές γεμάτες με διακριτικές
εισόδους και αινιγματικές πινακίδες· στο βάθος ενός αδιεξόδου
υπήρχε μια κόγχη μ’ ένα ανθισμένο λείριο πλάι σε μια απλή
πόρτα. «Να μη μιλάς» με προειδοποίησε ο Χάε-Τζου, «αυτή η
γυναίκα έχει αγκάθια που θέλουν λεπτότητα». Χτύπησε το
κουδούνι.
Το λείριο φωτίστηκε· μας ρώτησε τι θέλαμε.
Ο Χάε-Τζου είπε ότι είχαμε ραντεβού με τη Μαντάμ Όβιντ.63
Το λουλούδι απλώθηκε για να μας κοιτάξει πιο προσεκτικά
και μας είπε να περιμένουμε.
Η πόρτα άνοιξε. «Εγώ είμαι η Μαντάμ Όβιντ» ανακοίνωσε
μια κατάλευκη καθαρόαιμη. Τα δροσοφάρμακα είχαν παγώσει
την τραχιά της ομορφιά εκεί γύρω στα είκοσι πέντε της, που
ήταν καιρό πριν· η φωνή της ήταν δισκοπρίονο. «Όποιοι κι αν
είστε εσείς, ραντεβού δεν έχετε. Η επιχείρηση αυτή είναι
ανωστρωματική. Οι βιοαισθητικοί μου δέχονται μόνο
συστημένους πελάτες. Να πάτε σε κανέναν “μασκομπολιαστή”
στους χαμηλότερους ορόφους».
Η πόρτα έκλεισε στα μούτρα μας.
Ο Χάε-Τζου ξερόβηξε και μίλησε στο λείριο. «Ενημέρωσε, σε
παρακαλώ, την αξιότιμη Μαντάμ Όβιντ ότι η κυρία Χιμ-Γιανγκ
στέλνει τους ειλικρινείς, θερμούς χαιρετισμούς της».
Ακολούθησε μια παύση. Το λείριο κοκκίνισε και ρώτησε αν
είχαμε κάνει μεγάλο δρόμο.
Ο Χάε-Τζου ολοκλήρωσε το σύνθημα. «Κάνε αρκετά μεγάλο
δρόμο και θα συναντήσεις τον εαυτό σου».
Η πόρτα άνοιξε, μα η απαξίωση της Μαντάμ Όβιντ
παρέμενε. «Ποιος να τα βάλει με την κυρία Χιμ-Γιανγκ;» Μας
πρόσταξε να την ακολουθήσουμε χωρίς να χασομεράμε. Έπειτα
από ένα λεπτό σε δια­δρόμους με κουρτίνες και αποσβεστήρες
φωτός και ήχου, ένας βουβός βοηθός ήρθε δίπλα μας από το
πουθενά και άνοιξε μια πόρτα που έβγαζε σε ένα φωτεινότερο
ατελιέ. Οι φωνές μας επανήλθαν. Στο στείρο ηλιακό
φεγγοβολούσαν τα εργαλεία του προσωποδιαμορφωτή. Η
Μαντάμ Όβιντ μου ζήτησε να βγάλω την κουκούλα. Όπως η
Μαντάμ Μα Αράκ Να, δεν έδειξε έκπληξη· αμφιβάλλω ότι μια
κυρία του δικού της στρώματος είχε ποτέ πατήσει σε φαγάδικο
του Πάπα Σονγκ. Η Μαντάμ Όβιντ ρώτησε πόσο χρόνο είχαμε
για τη θεραπεία. Όταν της είπε ο Χάε-Τζου ότι έπρεπε να
φύγουμε σε ενενήντα λεπτά, η οικοδέσποινά μας έχασε την
αιχμηρή αυτοκυριαρχία της. «Και γιατί δεν το κάνετε οι ίδιοι με
τσίχλα και κραγιόν; Μήπως με περνάει η κυρία Χιμ-Γιανγκ γι’
αυτούς που κάνουν ψευτομυστρίσματα και βάζουν στη βιτρίνα
κόντακ με το πριν και το μετά;»
Ο Χάε-Τζου έσπευσε να εξηγήσει ότι δεν περιμέναμε πλήρη
μεταμόρφωση, μόνο κοσμητικές προσαρμογές που θα
ξεγελούσαν κάποιον Οφθαλμό ή μια βιαστική ματιά.
Παραδέχτηκε ότι ενενήντα λεπτά ήταν εξωφρενικά μικρό
διάστημα, εξού και η κυρία Χιμ-Γιανγκ ήθελε την καλύτερη
όλων. Η περήφανη προσωποδιαμορφώτρια αντιλήφθηκε την
κολακεία, δεν έμεινε όμως απρόσβλητη από αυτή. «Είναι
αλήθεια» καυχήθηκε «ότι κανένας, μα κανένας, δεν βλέπει το
πρόσωπο μέσα στο πρόσωπο σαν κι εμένα». Η Μαντάμ Όβιντ
μου γύρισε το σαγόνι, και είπε ότι μπορούσε να μου
τροποποιήσει το δέρμα, το χρώμα, τα μαλλιά, τα βλέφαρα και
τα φρύδια. «Τα μάτια πρέπει να τα βάψουμε ένα χρώμα
καθαρόαιμο». Μπορούσε να μου φτιάξει λακκάκια και να
μετριάσει τα ζυγωματικά μου. Υποσχέθηκε να κάνει το
καλύτερο δυνατόν με τα ογδόντα εννέα πολύτιμα λεπτά που
μας απέμεναν.

Και τι απέγινε η δεξιοτεχνία της Μαντάμ Όβιντ; Μοιάζεις με Σόνμι που


μόλις βγήκε από τη μητροδεξαμενή.
Η Ομοφωνία με ανέπλασε για τις εμφανίσεις μου στο
δικαστήριο στο πράιμ τάιμ. Δεν αρκεί να είσαι
πρωταγωνίστρια, πρέπει και να φαίνεσαι. Σε διαβεβαιώνω
όμως πως, όταν βγήκα από το Λείριο, το πρόσωπό μου μέσα
στους πόνους, κι αυτός ακόμα ο Μάντης Ρι δεν θα με
αναγνώριζε. Οι ιβουάρ ίριδές μου είχαν γίνει καστανοπράσινες,
τα μάτια μου είχαν μακρύνει, οι τριχοθύλακές μου είχαν γίνει
κατάμαυροι. Αν είσαι περίεργος, ανάτρεξε στις κόντακ της
σύλληψής μου.
Η Μαντάμ Όβιντ δεν μας αποχαιρέτησε. Έξω, ένα χρυσό
αγόρι με κόκκινο μπαλόνι περίμενε στο ασανσέρ. Το
ακολουθήσαμε μέχρι ένα πολύβουο φορντοπάρκινγκ κάτω από
το εμπορικό. Το αγόρι εξαφανίστηκε, το μπαλόνι όμως ήταν
δεμένο στον υαλοκαθαριστήρα ενός οχήματος ανωμάλου
δρόμου. Με αυτό κατεβήκαμε τον Φορντόδρομο Ένα για την
Ανατολική Πύλη Ένα.

Ανατολική Πύλη Ένα; Ο ηγέτης του Συνδικάτου –ο Άπις– είχε προστάξει


να πάτε δυτικά.
Ναι, αλλά ο ηγέτης είχε προσθέσει στις προσταγές του το
«αναλογίσου προσεκτικά τα όσα ειπώθηκαν», που σήμαινε
«αντίστρεψε αυτές τις προσταγές». Επομένως, δύση σήμαινε
ανατολή, βορράς σήμαινε νότος, «πήγαινε σε κομβόι» σήμαινε
«πήγαινε μόνος».

Μου φαίνεται επικίνδυνα απλός κώδικας.


Τα σχολαστικά μυαλά παραβλέπουν το απλό. Ενώ τρέχαμε στον
φορντόδρομο, ρώτησα τον συνοδό μου αν το όνομα Χάε-Τζου
Ιμ ήταν αληθινό ή ψεύτικο. Ο Συνδικαλιστής απάντησε ότι για
άτομα με τον δικό του προορισμό αληθινά ονόματα δεν
υπήρχαν. Η έξοδος κατηφόριζε προς τα διόδια, και
κατεβάσαμε ταχύτητα· μπροστά μας, οι οδηγοί στην ουρά
τεντώνονταν απ’ τα παράθυρα των φορντ για να Οφθαλμιστεί η
Ψυχή τους. Όργανα σταματούσαν τυχαία φορντ για ανάκριση,
κάτι ανησυχητικό για εμάς. « Ένα στα τριάντα, περίπου»
μουρμούρισε ο Χάε-Τζου, «αρκετά μικρές πιθανότητες». Ήρθε
η σειρά μας στο σκάνερ. Ο Χάε-Τζου έβαλε τον δείκτη του στον
Οφθαλμό· ήχησε ένας στριγκός συναγερμός, και η μπάρα
κατέβηκε. Τα φορντ γύρω μας απέκλειαν κάθε ελπίδα
απόδρασης. Ο Χάε-Τζου μου σφύριξε: «Χαμογέλα, κάνε την
αδιάφορη!».
Ένα όργανο ήρθε προς εμάς, κουνώντας τον αντίχειρα. «Βγες
έξω».
Ο Χάε-Τζου υπάκουσε, χαμογελώντας παιδιάστικα.
Το όργανο ζήτησε όνομα και προορισμό.
«Ε… α… Οκ-Κιούν Πιό». Μέχρι και η φωνή του Χάε-Τζου είχε
αλλάξει. «Αστυνόμε. Πηγαίνουμε, ε, σ’ ένα μοτέλ σε ένα
αστοσυγκρότημα πιο πέρα». Ο Χάε-Τζου κοίταξε γύρω του κι
έκανε μια χειρονομία, την πρόστυχη σημασία της οποίας είχα
μάθει από τον Μπουμ-Σουκ και τους φίλους του. Πόσο μακριά
ήταν αυτό το μοτέλ; ρώτησε το όργανο. Δεν το ήξερε πως ήταν
ήδη περασμένη η ώρα είκοσι τρία;
«To Μπαμ-Μπαμ-Πέθανες64 στο Γιότζου». Ο Χάε-Τζου πήρε
ένα ανόητο, συνωμοτικό ύφος. «Άνετο μέρος, λογικές τιμές,
μάλλον θα αφήσουν ένα όργανο να κάνει μια δωρεάν δοκιμή
των υπηρεσιών. Μόνο τριάντα λεπτά αν πάρεις τη λωρίδα
ταχείας κυκλοφορίας, έξοδος δέκα προς τα ανατολικά».
Υποσχέθηκε ότι θα προλαβαίναμε και με το παραπάνω να πάμε
εκεί πριν από την απαγόρευση.
«Τι έπαθε ο δείκτης σου;»
«Α, γι’ αυτό ανοιγόκλεισε ο Οφθαλμός;» Ο Χάε-Τζου έβγαλε
έναν θεατρινίστικο στεναγμό και άρχισε την πολυλογία· είχε
κοπεί ενώ πήγαινε να βγάλει το κουκούτσι από ένα φυσικό
αβοκάντο στο σπίτι της θείας του· είχε γεμίσει ο τόπος αίματα,
κι αποδώ και στο εξής μόνο αβοκάντο χωρίς κουκούτσια για
κείνον, η φύση δεν άξιζε τόσο κόπο.
Το όργανο κοίταξε μέσα στο φορντ και με πρόσταξε να βγάλω
την κουκούλα.
Ήλπιζα ο φόβος μου να δώσει την εντύπωση σεμνοτυφίας.
Με ρώτησε αν ο φίλος μου μιλούσε συνεχώς τόσο πολύ.
Έγνεψα ντροπαλά.
Γι’ αυτό δεν μιλούσα ποτέ;
«Ναι, κύριε» είπα, βέβαιη ότι θα αναγνώριζε πως ήμουν
Σόνμι, «ναι, αστυνόμε».
Το όργανο είπε στον Χάε-Τζου ότι οι κοπέλες είναι υπάκουες
και συνεσταλμένες μέχρι να σε τυλίξουν να τις παντρευτείς,
ύστερα αρχίζουν την πάρλα και δεν το βουλώνουν ποτέ.
«Δρόμο» είπε.

Πού περάσατε στ’ αλήθεια την απαγόρευση εκείνη τη νύχτα; Όχι σε


κάποιο άθλιο μοτέλ…
Όχι. Βγήκαμε από τον ανισόπεδο στην έξοδο δύο, κι έπειτα
στρίψαμε σ’ έναν σκοτεινό επαρχιακό δρόμο. Ένα χαντάκι με
αγκαθωτά πεύκα έκρυβε μια βιομηχανική περιοχή με εκατό και
πλέον μονάδες. Τόσο κοντά στην απαγόρευση, το φορντ μας
ήταν το μοναδικό όχημα σε κίνηση. Παρκάραμε και περάσαμε
ένα ανοιχτό προαύλιο για να φτάσουμε σε ένα τσιμεντένιο
μπλοκ με την επιγραφή ΦΥΤΩΡΙΑ ΥΔΡΑ. Η Ψυχή του Χάε-Τζου
μ’ ένα πετάρισμα άνοιξε την γκαραζόπορτα.
Μέσα δεν ήταν κηπευτική μονάδα, αλλά μια κοκκινοφώτιστη
κιβωτός, που στέγαζε γιγάντιες δεξαμενές. Ο αέρας ήταν
δυσάρεστα ζεστός και υγρός. Ο μπερδεμένος, υγρός ζωμός
που διέκρινα από τα τζάμια των δεξαμενών έκρυψε το
περιεχόμενό τους για μια στιγμή. Έπειτα άρχισαν να
διακρίνονται μεμονωμένα μέλη και χέρια, εκκολαπτόμενα
πανομοιότυπα πρόσωπα.

Μητροδεξαμενές;
Ναι. Ήμασταν σε μια γονιδιωματική μονάδα. Κοιτούσα τις
ομάδες των εμβρυϊκών κατασκευασμάτων να αιωρούνται σε
μητρική γέλη· έβλεπα την ίδια μου την προέλευση, να θυμίσω.
Κάποια κοιμούνταν, κάποια πιπίλιζαν τον αντίχειρά τους,
κάποια κουνούσαν κάνα χέρι ή κάνα πόδι σαν να έσκαβαν ή να
έτρεχαν. Ρώτησα τον Χάε-Τζου, σ’ αυτό το μέρος είχα
καλλιεργηθεί; Ο Χάε-Τζου είπε όχι, το εκκολαπτήριο του Πάπα
Σονγκ στο Κουανγκτζού είναι πέντε φορές μεγαλύτερο. Τα
έμβρυα που κοιτούσα ήταν σχεδιασμένα να εργάζονται σε
σήραγγες ουρανίου κάτω από την Κίτρινη Θάλασσα. Τα μάτια
τους ήταν σαν πιάτα κι είχαν γονιδιωθεί για το σκοτάδι. Για την
ακρίβεια, τρελαίνονται αν εκτεθούν στο ζωηρό, αφιλτράριστο
φως της μέρας.
Η ζέστη σύντομα έκανε τον Χάε-Τζου να γυαλίζει απ’ τον
ιδρώτα. «Θα θέλεις Σαπούνι, Σόνμι. Το ρετιρέ μας είναι
αποδώ».

Ρετιρέ; Σε ένα εκκολαπτήριο κατασκευασμάτων;


Του Συνδικαλιστή του άρεσε η ειρωνεία. Το «ρετιρέ» μας ήταν
το λιτό δωμάτιο ενός νυχτοφύλακα, ένας χώρος με
τσιμεντένιους τοίχους που είχε μονάχα μια ντουσιέρα, ένα και
μοναδικό ράντζο, ένα γραφείο, μια στοίβα καρέκλες, ένα
σβηστό ερκοντίσιον κι ένα σπασμένο τραπέζι του πινγκ πονγκ.
Μεγάλοι, ζεστοί σωλήνες βούιζαν στο ταβάνι. Ένα σονιπάνελ
παρακολουθούσε τις μητροδεξαμενές, και μια τζαμαρία έβλεπε
στο εκκολαπτήριο. Ο Χάε-Τζου πρότεινε να κάνω τώρα ένα
ντους επειδή δεν ήταν σε θέση να μου εγγυηθεί ότι θα
μπορούσα αύριο. Κρέμασε έναν μουσαμά για να απομονωθώ
και με καρέκλες έφτιαξε ένα κρεβάτι για να κοιμηθεί ενώ εγώ
πλενόμουν. Στο ράντζο με περίμενε ένας ασκός Σαπούνι με μια
καθαρή αλλαξιά ρούχα.

Και δεν ένιωθες ευάλωτη, να κοιμάσαι στη μέση του πουθενά χωρίς καν
να ξέρεις το πραγματικό όνομα του Χάε-Τζου Ιμ;
Παραήμουν τοξικωμένη. Τα κατασκευάσματα μένουμε ξύπνια
πάνω από είκοσι ώρες χάρη στο Σαπούνι, ύστερα
ξεραινόμαστε.
Όταν ξύπνησα, μερικές ώρες αργότερα, ο Χάε-Τζου ροχάλιζε
πάνω στον μανδύα του. Μελέτησα ένα κάκαδο στο μάγουλό
του, που είχε γρατζουνιστεί όταν φεύγαμε από το Ταεμοσάν.
Το καθαρόαιμο δέρμα είναι τόσο ευαίσθητο σε σχέση με το
δικό μας. Οι βολβοί του γύριζαν κάτω από τα βλέφαρα· τίποτε
άλλο δεν σάλευε στο δωμάτιο. Μπορεί να είπε το όνομα του Σι-
Λι, ή ίσως ήταν ένας απλός θόρυβος. Αναρωτήθηκα ποιο «εγώ»
είχε όταν ονειρευόταν. Έπειτα τρεμόπαιξα την Ψυχή μου στο
χειροσόνι του Χάε-Τζου για να μάθω για τη δική μου
ψευδώνυμη, τη Γιουν-Α Γιου. Ήμουν φοιτήτρια
γονιδιωματικής, γεννημένη την 30ή του Δευτερομήνα στο
Νατζού τη Χρονιά του Αλόγου. Πατέρας βοηθός στου Πάπα
Σονγκ· μητέρα νοικοκυρά· αδέλφια δεν είχα… τα δεδομένα
ξετυλίγονταν σε δεκάδες, εκατοντάδες σελίδες. Η απαγόρευση
τελείωσε. Ο Χάε-Τζου ξύπνησε, τρίβοντας τους κροτάφους
του. «Ο Οκ-Κιούν Πιό ένα δυνατό φλιτζάνι στάρμπακς θα το
ήθελε τώρα».
Αποφάσισα ότι είχε έρθει η ώρα να κάνω την ερώτηση που με
είχε κυριεύσει στο ντισνεϊάριο. Γιατί είχε πληρώσει τόσο βαρύ
τίμημα το Συνδικάτο για να προστατεύσει ένα πειραματικό
κατασκεύασμα;
«Α» μουρμούρισε ο Χάε-Τζου ενώ έτριβε απ’ τα μάτια του τον
ύπνο. «Μεγάλη ιστορία, μεγάλο ταξίδι».

Άλλη μια υπεκφυγή;


Όχι. Απάντησε ενώ πηγαίναμε βαθύτερα στην ενδοχώρα. Θα
συνοψίσω για τη δέησή σου, Αρχειονόμε. Η Νέα Συνευημερία
αυτοδηλητηριάζεται μέχρι θανάτου. Το χώμα της είναι
μολυσμένο, οι ποταμοί της πεθαμένοι, ο αέρας της
κατατοξικωμένος, οι τροφές της γεμάτες ορφανογονίδια. Τα
κατωστρώματα δεν μπορούν να αγοράσουν φάρμακα για να
αντιμετωπίσουν αυτές τις στερήσεις. Οι ζώνες του
μελανώματος και της μαλάριας επεκτείνονται προς τα βόρεια
κατά σαράντα χιλιόμετρα τον χρόνο. Οι Παραγωγικές Ζώνες
της Αφρικής και της Ινδονησίας που εφοδιάζουν τις
Καταναλωτικές Ζώνες είναι πλέον μη κατοικήσιμες κατά
παραπάνω από εξήντα τοις εκατό. Η νομιμότητα της
εταιρειοκρατίας, ο πλούτος της, εξαντλείται. Τα αλλεπάλληλα
Θεσπίσματα Πλουτισμού του Τσούτσε δεν είναι παρά
χανσαπλάστ σε αιμορραγίες και κολοβώματα. Η μοναδική
στρατηγική της εταιρειοκρατίας είναι αυτή που από πολύ παλιά
προτιμούν οι χρεοκοπημένες ιδεολογίες: η άρνηση. Οι
κατωστρωματικοί καθαρόαιμοι βουλιάζουν στις καταβόθρες
των υπανθρώπων. Οι στελεχικοί, απλά, παρακολουθούν,
παπαγαλίζοντας την Κατήχηση Επτά: «Η αξία μιας Ψυχής είναι
στα δολάρια μέσα της».

Τι λογική όμως θα είχε να επιτρέπεις στους κατωστρωματικούς


καθαρόαι­μους να… καταλήγουν σε μέρη όπως το Χουαμντονγκίλ; Ως
τάξη; Τι θα αντικαθιστούσε την εργασία τους;
Εμείς. Τα κατασκευάσματα. Κατασκευαζόμαστε σχεδόν
τζάμπα και δεν έχουμε άβολες λαχτάρες για μια καλύτερη, πιο
ελεύθερη ζωή. Πολύ βολικά εκπνέουμε έπειτα από σαράντα
οκτώ ώρες χωρίς ειδικό Σαπούνι, κι έτσι δεν μπορούμε να το
σκάσουμε. Είμαστε τέλειες οργανικές μηχανές. Ακόμη
ισχυρίζεσαι ότι δεν υπάρχουν σκλάβοι στη Νέα Συνευημερία;

Και πώς σκόπευε το Συνδικάτο να καταργήσει αυτά τα.. υποτιθέμενα


«αρνητικά» του κράτους μας;
Με επανάσταση.

Όπως όμως λέει ο Ύμνος του Συμβούλου, η Νέα Συνευημερία είναι ο


μοναδικός ανατέλλων ήλιος στον κόσμο! Η προ-συμπλοκική Ανατολική
Ασία ήταν αυτό ακριβώς το χαώδες συνονθύλευμα καχεκτικών
δημοκρατιών, δημοκτονικών απολυταρχιών και ανεξέλεγκτων
ερημότοπων που εξακολουθεί να είναι ο υπόλοιπος κόσμος! Αν δεν είχε
ενοποιήσει και αποκλείσει την περιοχή το Τσούτσε, θα είχαμε
ξανακυλήσει στη βαρβαρότητα μαζί με την υπόλοιπη υδρόγειο! Πώς
γίνεται ο όποιος ορθολογικός οργανισμός να ενστερνίζεται ένα δόγμα
που εναντιώνεται στην εταιρειοκρατία; Κάτι τέτοιο δεν είναι απλώς
τρομοκρατία, θα ήταν και αυτοκτονία.
Όλοι οι ανατέλλοντες ήλιοι δύουν, Αρχειονόμε. Η
εταιρειοκρατία μας τώρα βρομάει γηρατειά.

Τι να πω, φαίνεται πως έχεις ενστερνιστεί ολόψυχα την προπαγάνδα του


Συνδικάτου, Σόνμι~451.
Κι εγώ απ’ την πλευρά μου θα μπορούσα να πω ότι έχεις
ενστερνιστεί ολόψυχα την προπαγάνδα της εταιρειοκρατίας,
Αρχειονόμε.

Ανέφεραν οι νέοι φίλοι σου πώς ακριβώς σκοπεύει το Συνδικάτο να


ανατρέψει ένα κράτος που έχει μόνιμο καθαρόαιμο στρατό δύο
εκατομμυρίων, με άλλα δύο εκατομμύρια στράτευμα κατασκευασμάτων
για ενισχύσεις;
Ναι. Μηχανευόμενο την ταυτόχρονη ανάληψη έξι
εκατομμυρίων κατασκευασμάτων.

Φαντασιοπληξία. Παράνοια.
Όπως όλες οι επαναστάσεις, ώσπου συμβαίνουν, οπότε και
μετατρέπονται σε ιστορικά αναπόφευκτα.

Και πώς στο καλό θα μπορούσε το Συνδικάτο να επιτύχει αυτή την


«ταυτόχρονη ανάληψη»;
Το πεδίο της μάχης, βλέπεις, είναι νευρομοριακό. Λίγες
εκατοντάδες Συνδικαλιστές σε εργοστάσια μητροδεξαμενών και
Σαπουνιού θα μπορούσαν να προκαλέσουν αυτούς τους
πελώριους αριθμούς αναλήψεων προσθέτοντας τον καταλύτη
του Σουλεϊμάν σε βασικές ροές.

Και τι ζημιά θα μπορούσαν να επιφέρουν ακόμα και δέκα εκατομμύρια –


ας πούμε– αναληφθέντα κατασκευάσματα στην πιο σταθερή κρατική
πυραμίδα στην ιστορία του πολιτισμού;
Ποιος θα δούλευε στα εργοστάσια; Στην επεξεργασία των
λυμάτων; Στις ιχθυοκαλλιέργειες; Στην εξόρυξη του πετρελαίου
και του άνθρακα; Στην τροφοδοσία των αντιδραστήρων; Στην
οικοδομή; Στα εστια­τόρια; Στην πυρόσβεση; Στην επάνδρωση
των συνόρων; Στο γέμισμα των δεξαμενών έξον; Στο σήκωμα,
στο σκάψιμο, στο τράβηγμα, στο σπρώξιμο; Στη σπορά, στον
θερισμό; Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τώρα; Οι καθαρόαιμοι δεν
διαθέτουν πια αυτές τις βασικές δεξιότητες, πάνω στις οποίες
στηρίζεται η εταιρειοκρατία μας, ή και κάθε κοινωνία. Το
πραγματικό ερώτημα είναι, τι ζημιά δεν θα μπορούσαν να
επιφέρουν έξι εκατομμύρια αναλήψεις, σε συνδυασμό με
παραμεθόριους και κατωστρωματικούς καθαρόαιμους όπως
αυτοί στο Χουαμντονγκίλ, που δεν έχουν τίποτα να χάσουν;

Η Ομοφωνία θα διατηρούσε την τάξη. Δεν είναι όλα τα όργανα


πράκτορες του Συνδικάτου.
Ακόμα και η Γιούνα~939 προτίμησε τον θάνατο απ’ τη σκλαβιά.

Και ο δικός σου ρόλος σε αυτή την… προτεινόμενη εξέγερση;


Ο πρωταρχικός μου ρόλος ήταν να προσφέρω την απόδειξη ότι
ο αναληπτικός καταλύτης του Σουλεϊμάν λειτουργούσε. Αυτό το
έκανα, και εξακολουθώ να το κάνω, πολύ απλά με το να μην
εκφυλίζομαι. Η σύνθεση των απαιτούμενων νευροχημικών
γινόταν σε παράνομα εργοστάσια ανά τις Δώδεκα Πόλεις.
«Ο δεύτερος ρόλος σου» με πληροφόρησε εκείνο το πρωί ο
Χάε-Τζου «θα ήταν πρεσβευτικός». Ο Στρατηγός Άπις ήθελε να
δράσω ως διαμεσολαβήτρια μεταξύ του Συνδικάτου και των
αναλαμβανόμενων κατασκευασμάτων. Για να βοηθήσω να τους
κινητοποιήσουμε στην επανάσταση.

Πώς ένιωθες που θα ήσουν το πρόσωπο των τρομοκρατών;


Δέος: δεν ήμουν γονιδιωμένη να αλλάξω την ιστορία, είπα
στον συν-φυγά μου. Ο Χάε-Τζου αντέτεινε ότι κανένας
επαναστάτης δεν ήταν. Το μόνο που ζητούσε για την ώρα το
Συνδικάτο, τόνισε, ήταν να μην απορρίψω χωρίς δεύτερη
σκέψη την πρόταση του Άπις.

Δεν ήσουν περίεργη ποιο ήταν το σχέδιο του Συνδικάτου για το


καλύτερο αύριο; Πώς γινόταν να ξέρεις ότι η νέα τάξη δεν θα γεννούσε
μια τυραννία χειρότερη από αυτή που είχε καταργήσει; Σκέψου τις
επαναστάσεις των μπολσεβίκων και των Σαουδαράβων. Σκέψου το
καταστροφικό Πεντηκοστιανιστικό Πραξικόπημα της Βόρειας Αμερικής.
Σίγουρα ένα πρόγραμμα σταδιακών μεταρρυθμίσεων, προσεκτικών
βημάτων, είναι το δέον γενέσθαι.
Έχεις αξιοσημείωτη ευρυμάθεια για ογδοοστρωματικός,
Αρχειονόμε. Αναρωτιέμαι αν πέτυχες ποτέ το εξής απόφθεγμα
που πρωτοείπε ένας πολιτικός του εικοστού αιώνα: «Την
άβυσσο δεν μπορείς να τη διασχίσεις με δυο βήματα».65

Κάνουμε κύκλους γύρω από έναν αμφιλεγόμενο πυρήνα, Σόνμι. Ας


ξαναπιάσουμε το ταξίδι σου.
Φτάσαμε στην πεδιάδα του Σουάνμο γύρω στην ώρα έντεκα,
από δευτερεύοντες δρόμους. Αεροψεκαστικά διασκόρπιζαν
νέφη από λίπασμα κρόκου, ασπρίζοντας τους ορίζοντες. Η
έκθεση στους Οφθαλμοδορυφόρους ανησυχούσε τον Χάε-Τζου,
έτσι πήραμε ένα δρομάκι μιας φυτείας της Εταιρείας Ξυλείας.
Είχε βρέξει τη νύχτα, έτσι ο χωματόδρομος ήταν λασπωμένος
και προχωρούσαμε αργά, δεν είδαμε όμως άλλο όχημα. Τα
υβρίδια αροκάριας-εβέας ήταν φυτεμένα στη σειρά σαν
στρατιώτες και δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ότι δίπλα από
το φορντ μας παρήλαυνε σύνταγμα ενός δισεκατομμυρίου.
Βγήκα μόνο μία φορά, όταν ο Χάε-Τζου ξαναγέμισε το
ντεπόζιτο με ένα μπιτόνι έξον. Η πεδιάδα ήταν φωτεινή, μέσα
στη φυτεία όμως ακόμα και το μεσημέρι ήταν υγρό και πνιχτό,
σαν σούρουπο. Μοναδικός ήχος ήταν ένας στείρος άνεμος που
θρόιζε σε στομωμένα βελόνια. Τα δέντρα ήταν γονιδιωμένα να
απωθούν έντομα και πουλιά, έτσι ο στάσιμος αέρας βρομούσε
εντομοκτόνο.
Το δάσος έφυγε όσο απότομα είχε έρθει, και η μορφολογία
του εδάφους έγινε πιο λοφώδης. Ταξιδέψαμε προς τα
ανατολικά, με την οροσειρά του Γουορακσάν στα νότιά μας και
τη λίμνη Τσ’ουνγκζού να απλώνεται στα βόρεια. Το νερό της
λίμνης έζεχνε απ’ τα λύματα των διβαριών του σολομού. Στους
λόφους της απέναντι όχθης προβάλλονταν τεράστιοι εταιρικοί
λογότυποι. Ένα άγαλμα του Προφήτη Μάλθους, φτιαγμένο από
μαλαχίτη, επέβλεπε έναν χερσότοπο. Ο δρόμος μας περνούσε
κάτω από τον ταχύδρομο Τσ’ουνγκτζού-Ταεγκού-Πουσάν. O
Χάε-Τζου είπε ότι, αν τολμούσε να μπει στον ταχύδρομο, θα
φτάναμε στο Πουσάν μέσα σε δυο ώρες, όμως ήταν
ασφαλέστερο να πάμε σιγά σιγά από πιο απόμερους τόπους. Ο
λακκουβιασμένος αλλά ανόφθαλμος δρόμος μας ανηφόριζε όλο
στροφές στα όρη Σομπαεκσάν.

Δεν προσπαθούσε ο Χάε-Τζου Ιμ να πάει στο Πουσάν σε μία μέρα;


Όχι. Δεκαεπτά η ώρα περίπου έκρυψε το φορντ σε μια
εγκαταλειμμένη ξυλαποθήκη και συνεχίσαμε με τα πόδια. Η
πρώτη μου πεζοπορία σε βουνό με συνάρπασε όσο με είχε
συναρπάσει και η πρώτη μου διαδρομή με φορντ στη Σεούλ.
Από ασβεστολιθικούς όγκους έβγαιναν λειχήνες· δενδρύλλια
ελάτης και σουρβιάς ξεπετάγονταν από σχισμές· νέφη
κυλούσαν· το αεράκι ευώδιαζε φυσική γύρη· άλλοτε
γονιδιωμένες νυχτοπεταλούδες στροβιλίζονταν γύρω από τα
κεφάλια μας σαν ηλεκτρόνια. Οι λογότυποι στα φτερά τους από
γενιά σε γενιά είχαν μεταλλαχθεί σε ένα τυχαίο συλλαβάριο:
μια μικρή νίκη της φύσης επί της εταιρειοκρατίας. Σε ένα
ακάλυπτο έπαρμα, ο Χάε-Τζου έδειξε κατά έναν κόλπο. «Τον
βλέπεις;»
Ποιον; Εγώ μόνο έναν κάθετο βράχο έβλεπα.
Κοίτα πιο προσεκτικά, είπε, και από τη βουνοπλαγιά
ξεπρόβαλλαν τα σκαλιστά χαρακτηριστικά ενός γίγαντα
καθισμένου οκλαδόν. Το ένα λεπτό του χέρι ήταν υψωμένο σε
μια χειρονομία προσευχής. Όπλα και στοιχεία της φύσης είχαν
γαζώσει, ρημάξει και σπάσει τα χαρακτηριστικά του, όμως το
περίγραμμά του ακόμη διακρινόταν αν ήξερες πού να
κοιτάξεις. Είπα ότι ο γίγαντας μου θύμιζε τον Τίμοθι Κάβεντις,
κι αυτό έκανε τον Χάε-Τζου Ιμ να χαμογελάσει για πρώτη φορά
εδώ και καιρό. Είπε ότι ο γίγαντας ήταν μια θεότητα που
πρόσφερε σωτηρία από έναν ανούσιο κύκλο γέννησης και
αναγέννησης, και ίσως οι ραγισμένοι λίθοι να κατείχαν ακόμη
μια επίμονη ιερότητα. Μόνο τα άψυχα μπορούν να είναι τόσο
ζωντανά. Μάλλον η Εταιρεία Λατομείων θα τον καταστρέψει
όταν καταπιαστεί με αυτά τα βουνά.

Γιατί σε πήγε ο Ιμ αυτή την εκδρομή στη μέση του πουθενά;


Κάθε πουθενά είναι κάπου, Αρχειονόμε. Όταν αφήσαμε τον
γίγαντα και περάσαμε τη ράχη, πέσαμε πάνω σ’ ένα ταπεινό
σταροχώραφο σ’ ένα ξέφωτο, μπουγάδα που στέγνωνε στους
θάμνους, λαχανόκηπους, ένα πρωτόγονο αρδευτικό σύστημα
από μπαμπού, ένα κοιμητήριο. Έναν διψασμένο καταρράκτη.
Ο Χάε-Τζου με οδήγησε από μια στενή σχισμή σε ένα
προαύλιο, κλεισμένο γύρω γύρω από περίτεχνα κτίρια που
όμοιά τους δεν είχα ξαναδεί. Μια πολύ πρόσφατη έκρηξη είχε
ανοίξει κρατήρα στο λιθόστρωτο, είχε πετάξει τα ξύλα αποδώ κι
αποκεί, και είχε ρίξει μια κεραμοσκεπή. Μια παγόδα είχε
υποκύψει σε έναν τυφώνα και είχε πέσει πάνω στη δίδυμή της.
Αυτή τη δεύτερη την κρατούσε όρθια ο κισσός, παρά τα
δοκάρια της. Εδώ θα μέναμε απόψε, μου είπε ο Χάε-Τζου. Ένα
μοναστήρι έστεκε εκεί επί δεκαπέντε αιώνες, ώσπου η
εταιρειοκρατία διέλυσε τις προκαταναλωτικές θρησκείες μετά
τις Συμπλοκές. Τώρα ο τόπος είναι καταφύγιο αποστερημένων
καθαρόαιμων που, από την κατωστρωματική ζωή στα
αστοσυγκροτήματα, προτιμούν να τα φέρνουν βόλτα στη
βουνοπλαγιά.

Το Συνδικάτο δηλαδή έκρυψε τη διαμεσολαβήτριά του, τον… μεσσία του,


σε μια αποικία κατά συρροήν εγκληματιών;
Μεσσίας: πόσο πομπώδης τίτλος για μια σερβιτόρα στου Πάπα
Σονγκ. Πίσω μας, μια ρυτιδιασμένη, ηλιοκαμένη χωρική,
γερασμένη τόσο εμφανώς όσο και οι ηλικιωμένοι της εποχής
του Κάβεντις, ήρθε κουτσαίνοντας στο προαύλιο,
υποβασταζόμενη από ένα εγκεφαλιτιδοκομμένο αγοράκι. Το
αγόρι, που ήταν μουγγό, χαμογέλασε ντροπαλά στον Χάε-Τζου,
και η γυναίκα τον αγκάλιασε στοργικά σαν μητέρα. Με
σύστησε στην Ηγουμένη ως κυρία Γου. Το ένα της μάτι ήταν
γαλατερό, τυφλό, το άλλο ζωηρό και άγρυπνο. Έσφιξε τα χέρια
μου στα δικά της σε μια συμπαθητική κίνηση. «Καλώς ήλθες»
μου είπε, «καλώς μας ήλθες».
Ο Χάε-Τζου ρώτησε για τον κρατήρα της βόμβας.
Η Ηγουμένη αποκρίθηκε ότι ένα τοπικό Σύνταγμα της
Ομοφωνίας τούς χρησιμοποιούσε για εξάσκηση. Τον
περασμένο μήνα εμφανίστηκε ένα εναέριο και έριξε μια οβίδα
απροειδοποίητα. Ένας άντρας πέθανε και αρκετοί άποικοι
τραυματίστηκαν βαριά. Μια πράξη κακόβουλη, υπέθεσε με
θλίψη η Ηγουμένη, ή κάποιος βαριεστημένος πιλότος, ή ίσως
κάποιος εργολάβος να διέκρινε προοπτικές στην τοποθεσία για
στελεχικό λουτροξενοδοχείο και ήθελε να την καθαρίσει.
Ο συνοδός μου υποσχέθηκε πως θα το μάθαινε.

Ποιοι ακριβώς ήταν αυτοί οι «άποικοι»: Καταπατητές; Τρομοκράτες;


Συνδικαλιστές;
Κάθε άποικος είχε και άλλη ιστορία. Με σύστησαν σε
Ουιγούρους αντιφρονούντες, αγρότες από τους ξερότοπους του
δέλτα του Χο-Τσι-Μινχ, άλλοτε ευυπόληπτους κατοίκους των
αστοσυγκροτημάτων που είχαν πέσει σε εταιρική δυσμένεια,
αποκλίνοντες ανίκανους για εργασία, ανθρώπους που είχαν
ξεδολαριαστεί από τις ψυχικές ασθένειες. Από τους εβδομήντα
πέντε άποικους, ο μικρότερος ήταν εννέα εβδομάδων· ο
μεγαλύτερος, η Ηγουμένη, ήταν εξήντα οκτώ, αν και θα την
πίστευα ακόμα κι αν ισχυριζόταν ότι ήταν τριακοσίων, τέτοια
ήταν η σοβαρότητά της.

Μα… πώς γινόταν να επιβιώνουν οι άνθρωποι εκεί χωρίς αλυσίδες και


εμπορικά; Τι έτρωγαν; Τι έπιναν; Με το ηλεκτρικό τι γινόταν; Με τη
διασκέδαση; Με τα όργανα και την τάξη; Πώς επέβαλλαν την ιεραρχία;
Πήγαινε να τους επισκεφτείς, Αρχειονόμε. Μπορείς να πεις
στην Ηγουμένη ότι σε έστειλα εγώ. Όχι; Λοιπόν, η τροφή τους
ερχόταν από το δάσος και τους κήπους, το νερό από τον
καταρράκτη. Πήγαιναν σε χωματερές και μάζευαν πλαστικά
και μέταλλα για εργαλεία. Το «σχολικό» τους σόνι έπαιρνε
ρεύμα από μια υδρογεννήτρια. Οι ηλιακές λάμπες νυκτός
ξαναφόρτιζαν μέσα στη μέρα. Η διασκέδασή τους ήταν οι ίδιοι·
οι καταναλωτές δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τρισδιά­στατο
και Σποτ, οι άνθρωποι όμως κάποτε μπορούσαν, κι ακόμη
μπορούν. Επιβολή; Προέκυπταν προβλήματα, σίγουρα, ακόμα
και κρίσεις περιστασιακά. Καμιά κρίση, όμως, δεν είναι
ανυπέρβλητη όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται.
Και οι χειμώνες στο βουνό;
Επιβίωναν όπως είχαν επιβιώσει πριν από αυτούς οι μοναχές
επί δεκαπέντε αιώνες: με σχέδιο, με φειδώ και με σθένος. Το
μοναστήρι ήταν χτισμένο πάνω από μια σπηλιά, που την είχαν
επεκτείνει ληστές κατά την ιαπωνική προσάρτηση. Τα τούνελ
αυτά παρείχαν επαρκή προστασία από τον χειμώνα και τα
εναέρια της Ομοφωνίας. Α, βουκολική Ουτοπία τέτοια ζωή δεν
είναι. Ναι, οι χειμώνες είναι άσχημοι· οι εποχές των βροχών
ανελέητες· τα σπαρτά πιάνουν αρρώστιες· η περίθαλψή τους
είναι πολύ φτωχή. Ελάχιστοι άποικοι ζουν όσο οι
ανωστρωματικοί καταναλωτές. Τσακώνονται, κατηγορούν και
πενθούν όπως όλοι οι άνθρωποι, τουλάχιστον όμως αυτά τα
κάνουν μέσα σε μια κοινότητα, και η συντροφικότητα είναι
θαυμάσιο φάρμακο αυτή καθαυτήν. H Νέα Συνευημερία δεν
έχει πια κοινότητες, μόνο αμοιβαία καχύποπτα κατωστρώματα.
Κοιμήθηκα βαθιά εκείνη τη νύχτα με κουτσομπολιά, μουσική,
παράπονα και γέλιο για υπόκρουση, και είχα να νιώσω
ασφαλής από τον κοιτώνα μου στου Πάπα Σονγκ.

Και ποιο το όφελος του Συνδικάτου απ’ την αποικία;


Πολύ απλό: το Συνδικάτο παρέχει εξοπλισμό, όπως τα ηλιακά
τους· σε αντάλλαγμα, η αποικία παρέχει ένα καταφύγιο
χιλιόμετρα μακριά απ’ τον πλησιέστερο Οφθαλμό. Ξύπνησα
στο τούνελ όπου είχα κοιμηθεί λίγο πριν χαράξει και σύρθηκα
μέχρι το άνοιγμα του ναού. Σκοπιά φυλούσε μια μεσήλικη με
ένα κολτ και ένα βραστάρι στιμουλίνης· μου σήκωσε τη σήτα να
περάσω αλλά με προειδοποίησε ότι κάτω απ’ τα τείχη του
μοναστηριού γύρευαν τροφή κογιότ. Υποσχέθηκα να μείνω σε
κοντινή απόσταση, πέρασα άκρη άκρη το προαύλιο και
στριμώχτηκα ανάμεσα στους βράχους σε ένα μπαλκόνι όλο
μαύρα και γκρίζα.
Το βουνό κατηφόριζε· σηκωνόταν ένα ρεύμα αέρα από την
κοιλάδα που έφερνε ουρλιαχτά, φωνές, γρυλίσματα και
ρουθουνίσματα ζώων. Δεν μπορούσα να αναγνωρίσω ούτε ένα·
παρά τα τόσα λογοκριμένα κρατικά μυστικά που γνώριζα,
αισθάνθηκα φτωχή. Και πόσα αστέρια στον ουρανό! Αχ, τα
αστέρια στα βουνά δεν είναι σαν εκείνες τις υποτακτικές
τρυπούλες στον ουρανό των αστοσυγκροτημάτων· είναι μεγάλα
και στάζουν φως. Ένας βράχος σάλεψε, μόλις στο ένα μέτρο
απόσταση. «Α, η κυρία Γου» είπε η Ηγουμένη, «πρωινή
πρωινή».
Την καλημέρισα.
Οι νεότεροι άποικοι, εκμυστηρεύτηκε η γριά, ανησυχούν που
περιφέρεται αχάραγα, μήπως και πέσει απ’ το χείλος. Έβγαλε
από το μανίκι της μια πίπα, τη γέμισε και την άναψε.
Ακατέργαστο ντόπιο χαρμάνι, παραδέχτηκε, αλλά είχε χάσει
την όρεξή της για τα επεξεργασμένα μάλμπορο εδώ και πολλά
χρόνια. Ο καπνός μύριζε αρωματικό δέρμα και ξερή κοπριά.
Τη ρώτησα για την πέτρινη μορφή στον γκρεμό απέναντι στον
κόλπο.
Ο Σιντάρτα είχε άλλα ονόματα, μου είπε, τα περισσότερα
ξεχασμένα πλέον. Οι προκάτοχοί της ήξεραν όλες τις ιστορίες
και τα κηρύγματα, αλλά η παλιά Ηγουμένη και οι μεγαλύτερες
μοναχές καταδικάστηκαν στον Φάρο όταν βγήκαν εκτός νόμου
οι μη καταναλωτικές θρησκείες. Η τωρινή Ηγουμένη τότε ήταν
ακόμη δόκιμη, η Ομοφωνία λοιπόν την έκρινε αρκετά νέα για
επαναπροσανατολισμό. Μεγάλωσε σε ένα ορφανομπλόκ στο
Αστοσυγκρότημα Περλ Σίτι, είπε όμως ότι πνευματικά ποτέ δεν
έφυγε από το μοναστήρι της. Επέστρεψε έπειτα από χρόνια και
ίδρυσε την τωρινή αποικία στα συντρίμμια.
Ρώτησα αν ο Σιντάρτα ήταν πράγματι θεός.
Έτσι τον έλεγαν πολλοί, συμφώνησε η Ηγουμένη, ο Σιντάρτα
όμως δεν επηρεάζει την τύχη ή τον καιρό, ούτε εκτελεί πολλές
από τις παραδοσιακές λειτουργίες μιας θεότητας. Μάλλον ο
Σιντάρτα είναι ένας νεκρός άνθρωπος και ένα ζωντανό ιδανικό.
Ο άνθρωπος δίδασκε πώς να ξεπερνάς τον πόνο και να
επηρεάζεις τις μελλοντικές σου μεταμορφώσεις. «Εγώ όμως
προσεύχομαι στο ιδανικό». Έδειξε τον διαλογιζόμενο γίγαντα.
«Πρωί πρωί, για να ξέρει ότι το εννοώ».
Είπα πως ήλπιζα ο Σιντάρτα να με μετενσαρκώσει στην
αποικία της.
Το φως της μέρας που ερχόταν έκανε τον κόσμο σαφέστερο
τώρα. Η Ηγουμένη ρώτησε γιατί το ήλπιζα αυτό.
Μου πήρε λίγο χρόνο να διατυπώσω την απάντησή μου. Είπα
ότι όλοι οι καθαρόαιμοι έχουν μια δίψα, μια απογοήτευση στα
μάτια τους, εκτός από τους αποίκους που είχα γνωρίσει.
Η Ηγουμένη κατένευσε. Αν έβρισκαν οι καταναλωτές
ικανοποίηση σε όποιο ουσιαστικό επίπεδο, αυτοσχεδίασε, η
εταιρειοκρατία θα είχε τελειώσει. Έτσι, τα μίντια πρόθυμα
χλευάζουν αποικίες σαν τη δική της, συγκρίνοντάς τες με
σκουλήκια· κατηγορώντας τες ότι κλέβουν το νερό της βροχής
από την Εταιρεία Νερού, τα δικαιώματα από τις πατέντες της
Εταιρείας Λαχανικών, το οξυγόνο από την Εταιρεία Αέρα. Η
Ηγουμένη φοβόταν ότι, αν ερχόταν ποτέ η μέρα που το
Συμβούλιο θα αποφάσιζε πως αποτελούσαν βιώσιμη
εναλλακτική στην εταιρειοκρατική ιδεολογία, «τα “σκουλήκια”
θα μετονομαστούν σε “τρομοκράτες”, θα πέσουν βροχή οι
έξυπνες βόμβες, και τα τούνελ μας θα πλημμυρίσουν φωτιά».
Υποδήλωσα ότι η αποικία πρέπει να ευδοκιμεί αθέατα, στη
σκιά.
«Ακριβώς». Η φωνή της χαμήλωσε. «Μια ισορροπία τόσο
απαιτητική στην τήρησή της όσο το να παριστάνεις την
καθαρόαιμη, φαντάζομαι».

Ήξερε εξαρχής ότι δεν ήσουν καθαρόαιμη; Πώς;


Φαινόταν αδιακρισία να ρωτήσω. Ίσως να με είχε πιάσει κάποια
κλειδαρότρυπα στον χώρο μας να πίνω Σαπούνι. Η
οικοδέσποινά μου με πληροφόρησε ότι η εμπειρία είχε διδάξει
στους αποίκους να έχουν τον νου τους, φιλικά, στους
φιλοξενούμενούς τους, ακόμα και τους Συνδικαλιστές. Στην
ίδια την Ηγουμένη δεν άρεσε αυτή η παράβαση των κανόνων
φιλοξενίας του παλιού μοναστηριού, όμως οι νεότεροι άποικοι
ήταν αμετακίνητοι στη διατήρηση της στενής
παρακολούθησης. Αποκάλυψε την πληροφορία της μόνο για να
μου ευχηθεί καλή τύχη στα μελλοντικά μου εγχειρήματα,
επειδή απ’ όλα τα εγκλήματα της εταιρειοκρατίας εναντίον των
κατωστρωμάτων, δήλωσε η Ηγουμένη, «δεν υπάρχει
ειδεχθέστερο από την υποδούλωση της φυλής σου».

Εννοούσε τα κατασκευάσματα, να υποθέσω; Μιλούσε όμως με


συγκεκριμένους όρους –για τις σερβιτόρες στα φαγάδικα– ή με γενικούς
όρους – για κάθε κατασκεύασμα στη Νέα Συνευημερία;
Δεν ήξερα, και δεν το έμαθα παρά την επόμενη νύχτα στο
Πουσάν. Πλέον όμως κοπανούσαν τα κατσαρολάκια του
πρωινού στο προαύλιο. Η Ηγουμένη κοίταξε στη σχισμή που
έβγαζε στο προαύλιο και άλλαξε ύφος. «Και ποιο είναι άραγε
αυτό το μικρούλι κογιότ;»
Το μουγγό αγόρι πλησίασε και κάθισε στα πόδια της
Ηγουμένης. Το ηλιόφως καμπύλωνε ολόγυρα στον κόσμο, κι
έδινε εύθραυστο χρώμα στα αγριολούλουδα.

Οπότε ξεκίνησε η δεύτερή σου μέρα ως φυγά.


Ναι. Ο Χάε-Τζου προγευμάτισε με πατατοκεφτέδες και
συκόμελο· σε αντίθεση με την περασμένη νύχτα, κανείς δεν με
πίεσε να φάω το καθαρόαιμο φαγητό. Ενώ αποχαιρετούσαμε,
δυο τρεις από τις έφηβες, που έβλεπαν δακρυσμένες τον Χάε-
Τζου να φεύγει, μου πετούσαν ματιές όλο μίσος, κάτι που τον
διασκέδαζε πολύ. Ο Χάε-Τζου ήταν αναγκασμένος να φέρεται
σαν ψημένος επαναστάτης, από κάποιες απόψεις όμως ήταν
ακόμη παιδί. Ενώ με αγκάλιαζε, η Ηγουμένη μού ψιθύρισε στο
αυτί: «Θα ζητήσω από τον Σιντάρτα να πραγματοποιήσει την
επιθυμία σου». Υπό το βλέμμα του φύγαμε από κείνο το
μεγάλο ύψος και πήραμε τον κατήφορο μέσα στο βουερό
δάσος, όπου βρήκαμε το φορντ μας άθικτο.
Πηγαίναμε καλά προς το Γιονγκτζού. Περάσαμε νταλίκες που
ανέβαιναν γεμάτες ξυλεία, με οδηγούς μεγαλόσωμα ομόβλαστα
κατασκευάσματα. Οι ορυζώνες, όμως, βόρεια της λίμνης
Αντόνγκο είναι γεμάτοι ακάλυπτους ξυλόδρομους, μείναμε
λοιπόν μέσα στο φορντ σχεδόν όλη τη μέρα, κρυμμένοι από
τους Οφθαλμοδορυφόρους μέχρι τις δεκαπέντε η ώρα πάνω
κάτω.
Όταν περάσαμε μια παλιά κρεμαστή γέφυρα στον ποταμό
Τσουγανγκσάν, βγήκαμε για να ξεμουδιάσουμε. Ο Χάε-Τζου
ζήτησε συγγνώμη για την καθαρόαιμη κύστη του και
κατούρησε στα δέντρα δια­κόσια μέτρα πιο κάτω. Στην άλλη
μεριά, κοιτούσα τους μονόχρωμους παπαγάλους που
κουρνιάζουν σε προεξοχές του χάσματος λεκιασμένες από το
γκουανό· τα φτεροκοπήματα και οι κραυγές τους μου θύμισαν
τον Μπουμ-Σουκ Κιμ και τους στελεχικούς φίλους του. Ανάντη
ξετυλιγόταν ένα φαράγγι· κατάντη ο ποταμός Τσουγανγκσάν
περνούσε από τους λόφους κι έπειτα εξαφανιζόταν κάτω από
τον θόλο του Ουλσόνγκ για την αποχέτευση. Πάνω από το
αστοσυγκρότημα πετούσαν εναέρια: μαύρες και ασημιές
κουκκίδες.
Τα καλώδια της γέφυρας τεντώθηκαν κάτω από ένα
γυαλιστερό στελεχικό φορντ χωρίς προειδοποίηση. Ήταν πολύ
ακριβό όχημα για τέτοιο επαρχιώτικο δρόμο, κάτι ύποπτο. Ο
Χάε-Τζου έσκυψε στο φορντ για να πάρει το κολτ του. Γύρισε
προς εμένα, με το χέρι στην τσέπη του σακακιού του, και
μουρμούρισε: «Άσε εμένα να μιλήσω, και να είσαι έτοιμη να
βουτήξεις».
Και βεβαίως, το στελεχικό φορντ σταμάτησε. Ένας
γεροδεμένος άντρας με προσωποδιαμορφωμένη λάμψη
πετάχτηκε από τη θέση του οδηγού με ένα φιλικό νεύμα.
«Καλησπέρα».
Ο Χάε-Τζου αντιγύρισε το νεύμα και σχολίασε ότι δεν είχε
πολλή κουφόβραση.
Μια καθαρόαιμη έβγαλε τα πόδια της από τη θέση του
συνοδηγού. Το χοντρό της πανωφόρι αποκάλυπτε μόνο μια
χαριτωμένη μυτούλα και αισθησιακά χείλη. Έγειρε πάνω από το
απέναντι κιγκλίδωμα, με την πλάτη γυρισμένη σ’ εμάς, και
άναψε ένα μάλμπορο. Ο οδηγός άνοιξε το πορτμπαγκάζ του
φορντ και έβγαλε ένα κλουβί κατάλληλο για τη μεταφορά ενός
σκύλου μεσαίου μεγέθους. Άνοιξε τα κλιπ του κι έβγαλε από
μέσα μια εντυπωσιακή, τέλεια σχηματισμένη, αλλά
μικροσκοπική θηλυκή φιγούρα, γύρω στα τριάντα εκατοστά
στο ύψος· εκείνη κλαψούριζε, τρομοκρατημένη, και
προσπαθούσε να ξεφύγει. Όταν μας είδε, η λιλιπούτεια,
άναρθρη κραυγή της έγινε ικετευτική.
Πριν προλάβουμε να κάνουμε ή να πούμε κάτι, ο άντρας την
άρπαξε από τα μαλλιά και την πέταξε από τη γέφυρα, και την
κοιτούσε που έπεφτε. Όταν την άκουσε να χτυπάει στα βράχια
κάτω, έκανε ένα πλατς με τη γλώσσα του και χαχάνισε. «Φτηνά
ξεκουμπίδια» μας είπε χαμογελαστός «για πολύ ακριβά
σκουπίδια».
Ανάγκασα τον εαυτό μου να μη μιλήσει. Διαισθανόμενος την
προσπάθεια που κατέβαλλα, ο Χάε-Τζου μου ακούμπησε το
μπράτσο. Μια σκηνή έπαιζε ξανά και ξανά στο μυαλό μου από
το ντίσνεϊ του Κάβεντις, όταν ένας εγκληματίας πετάει έναν
καθαρόαιμο από το μπαλκόνι.

Υποθέτω ότι είχε πετάξει ένα κατασκεύασμα-ζωντανή κούκλα.


Ναι. Ο στελεχικός ανυπομονούσε να μας τα πει όλα. «Η Ζίτζι
Χικάρου ήταν το μαστ-χαβ του προπερασμένου Σεξτέτου. Η
κόρη μου δεν με άφηνε λεπτό σε ησυχία. Φυσικά, η επίσημη
σύζυγός μου» –έγνεψε κατά τη γυναίκα στην άλλη πλευρά της
γέφυρας– «έβαζε κι αυτή τα δυνατά της, πρωί, μεσημέρι,
βράδυ. “Με τι μούτρα θα αντικρίσω τους γείτονές μας αν η
κόρη μας είναι το μοναδικό κορίτσι του καρουζέλ μας που δεν έχει
Ζίτζι;” Δεν γίνεται να μη θαυμάσεις το μάρκετινγκ σ’ αυτά τα
πράγματα. Έτσι και γονιδιώσεις ένα σαράβαλο
παιχνιδοκατασκεύασμα σαν ένα φανταχτερό παλιό είδωλο,
ανεβαίνει η τιμή του πενήντα χιλιάδες· χωρίς να υπολογίσεις τα
ρούχα, το κουκλόσπιτο, τα αξεσουάρ. Τι έκανα λοιπόν; Το
πλήρωσα τ’ αναθεματισμένο, μόνο και μόνο για να το
βουλώσουν οι γυναίκες! Και ύστερα από τέσσερις μήνες, τι
γίνεται; Τα εφηβοτρέντ αλλάζουν και η Μέριλιν Μονρό
εκθρονίζει την καημένη την ξεπερασμένη τη Ζίτζι». Μας είπε,
αηδιασμένος, ότι ένας αναγνωρισμένος αφανιστής
κατασκευασμάτων κόστιζε τρεις χιλιάδες δολάρια, όμως –
κούνησε τον αντίχειρα κατά το κιγκλίδωμα– μια τυχαία βουτιά
είναι δωρεάν. Γιατί λοιπόν να δώσεις τζάμπα δολάρια; «Κρίμα»
–έκλεισε το μάτι στον Χάε-Τζου– «που δεν είναι τόσο στρωτά
και τα διαζύγια, ε;»
«Σε άκουσα, χοντρέ!» Η σύζυγός του ούτε τώρα καταδέχτηκε
να γυρίσει προς εμάς. « Έπρεπε να είχες επιστρέψει την κούκλα
στην αλυσίδα και να αναδολαριώσεις την Ψυχή σου. Η Ζίτζι
μας ήταν ελαττωματική. Ούτε να τραγουδήσει δεν μπορούσε.
Το παλιόπραμα με δάγκωσε».
Ο Χοντρός απάντησε, γλυκά: «Απορώ πώς δεν το σκότωσε η
δαγκωνιά, πολυαγαπημένη». Η σύζυγός του μουρμούρισε μια
βρισιά ενώ ο σύζυγός της διέτρεξε με το βλέμμα του το σώμα
μου και ρώτησε τον Χάε-Τζου αν κάναμε διακοπές κοντά σε
αυτό το απόμερο σημείο ή αν πηγαίναμε για δουλειά κι απλά
περνούσαμε αποδώ.
«Με λένε Οκ-Κιούν Πιό, κύριε, στη διάθεσή σου». Ο Χάε-
Τζου υποκλίθηκε ελαφρά και συστήθηκε ως
πεμπτοστρωματικός βοηθός στη λογιστική αλυσίδα Ιγκλ, μια
μικρή εταιρική μονάδα.
Η περιέργεια του στελεχικού έσβησε. «Α, έτσι; Εγώ διευθύνω
την Ακτή Γκολφ μεταξύ Π’ιονγκαέ και Γιονγκντόκ. Παίζεις
γκολφ, Πιό; Όχι; Όχι; Το γκολφ δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι,
ξέρεις, είναι ένα αβαντάζ στην καριέρα σου!» Το γήπεδο
παντός καιρού του Παεγκάμ, υποσχέθηκε, έχει πενήντα
τέσσερις τρύπες, γρασίδι να το γλείφεις, λιμνούλες σαν τους
διάσημους υδρόκηπους του Αγαπημένου Προέδρου.
«Πλειοδοτήσαμε για τον υδροφορέα και κερδίσαμε τα ντόπια
κατωστρώματα. Κανονικά μέλος δεν γίνεσαι για τίποτα στον
κόσμο αν δεν είσαι μάντης, αλλά μου αρέσεις, Πιό, οπότε
απλά πες το όνομά μου στους υπεύθυνους εγγραφών μας:
Μάντης Κουόν».
Ο Οκ-Κιούν Πιό ανέβλυζε ευγνωμοσύνη.
Ευχαριστημένος, ο Μάντης Κουόν έπιασε να λέει την ιστορία
της στελεχικής ζωής του, όμως η σύζυγός του πέταξε το
μάλμπορό της κατά κει που είχε πέσει η Ζίτζι Χικάρου, μπήκε
στο φορντ και κράτησε πατημένη την κόρνα δέκα
δευτερόλεπτα. Οι ζεβρόφτεροι παπαγάλοι εκτινάχτηκαν στα
ουράνια. Ο στελεχικός πέταξε ένα πικρό χαμόγελο στον Χάε-
Τζου και τον συμβούλευσε να πληρώσει τα έξτρα δολάρια για
να κάνει γιο όταν παντρευτεί. Ενώ έβαζε μπροστά, ευχήθηκα
να βουτήξει απ’ τη γέφυρα το φορντ του.

Τον θεωρούσες δολοφόνο;


Φυσικά. Και μάλιστα δολοφόνο τόσο ρηχό, που δεν το ήξερε
καν.

Αν όμως μισείς ανθρώπους σαν τον Μάντη Κουόν, μισείς όλο τον
κόσμο.
Όχι όλο τον κόσμο, Αρχειονόμε, μόνο την εταιρειοκρατική
πυραμίδα που επιτρέπει να σκοτώνονται τόσο άσκοπα, τόσο
αδιάφορα τα κατασκευάσματα.

Πότε φτάσατε τελικά στο Πουσάν;


Το δειλινό. Ο Χάε-Τζου έδειξε τα νέφη έξον από το διυλιστήριο
του Πουσάν, που από ροζ πεπονί γίνονταν γκρίζο ανθρακί, και
μου είπε ότι φτάσαμε. Μπήκαμε στη βορινή άκρη του Πουσάν
από έναν ανόφθαλμο αγροτικό δρόμο. Ο Χάε-Τζου έβαλε το
φορντ σε ένα κλειδωμένο πάρκινγκ στο αστοσυγκρότημα του
Σομιόν, και πήραμε το μετρό για να πάμε στην πλατεία
Τ’σοριάνγκ. Ήταν μικρότερη από την πλατεία Τσονγκμιό αλλά
εξίσου πολυσύχναστη, και παράξενη μετά τη βουβή ερημιά των
βουνών. Ντανταδοκατασκευάσματα έτρεχαν πίσω από τα
παιδιά των στελεχικών που πρόσεχαν· περιφερόμενα
ζευγαράκια ζύγιαζαν ζευγαράκια που περιφέρονταν·
τρισδιάστατα εταιρικής χορηγίας ανταγωνίζονταν μεταξύ τους
ποιο ήταν το πιο μαγευτικό. Σε ένα φτηνιάρικο εμπορικό πιο
πίσω, λάμβανε χώρα ένα παλιομοδίτικο φεστιβάλ με
πλανόδιους που πουλούσαν μπιχλιμπίδια σε μέγεθος παλάμης,
τους «φίλους για μια ζωή»: ξεδοντιάρηδες κροκόδειλους,
μαϊμουδάκια, ιωνοφάλαινες σε βάζα. Ο Χάε-Τζου μου είπε ότι
αυτά τα ζωάκια είναι ένα παλιό φτηνιάρικο τέχνασμα·
απαράλλαχτα πεθαίνουν σαράντα οκτώ ώρες αφού τα πάρεις
σπίτι σου. Ένας τσιρκολάνος ψάρευε πελατεία απ’ το
μεγάφωνο: «Θαυμάστε τον Δικέφαλο Σχιζοειδή! Χαζέψτε τη
Μαντάμ Ματριόσκα και το εγκυμονούν έμβρυό της!
Κοψοχολιαστείτε με τον Μερικανό με σάρκα και οστά – μη
χώσετε όμως τα δάχτυλά σας στο κλουβί του!» Καθαρόαιμοι
ναύτες από όλη τη Νέα Συνευημερία κάθονταν σε μπαρ χωρίς
τζαμαρίες και φλέρταραν με γυμνόστηθες αγοραίες, υπό το
βλέμμα των αντρών της Νταβά ΑΕ: πετσωμένοι Ιμαλαϊανοί,
Κινέζοι Χαν, ανοιχτόχρωμοι μαλλιαροί Βαϊκαλέζοι, γενειοφόροι
Ουζμπέκοι, λιπόσαρκοι Αλεούτιοι, χαλκόδερμοι Βιετναμέζοι
και Ταϊλανδέζοι. Τα σποτ των οίκων ανοχής υπόσχονταν
ικανοποίηση κάθε βίτσιου που μπορούσε να σκεφτεί ένας
στερημένος καθαρόαιμος. «Αν η Σεούλ είναι η πιστή σύζυγος
ενός Συμβούλου» είπε ο Χάε-Τζου, «το Πουσάν είναι η
ξεβράκωτη ερωμένη του».
Τα δρομάκια στένευαν. Σε αυτή τη χοάνη ο αέρας έπαιρνε
μπουκάλια και τενεκεδάκια, και κουκουλωμένες φιγούρες
περνούσαν βια­στικά. Ο Χάε-Τζου με πήγε από μια κρυφή
είσοδο σε ένα κακοφωτισμένο τούνελ που ανέβαινε σε μια
καταρρακτή. Σε ένα πλαϊνό παράθυρο υπήρχε η επιγραφή
ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ ΚΟΥΚΤΣΕ. Ο Χάε-Τζου πάτησε ένα μπάζερ.
Γάβγισαν σκυλιά, το στόρι άνοιξε, και ένα ζευγάρι
πανομοιότυπα σπαθόδοντα γέμισαν το τζάμι σάλια. Μια
αξύριστη γυναίκα τα έκανε στην άκρη και μας περιεργάστηκε.
Το πετραδοροζιασμένο της πρόσωπο άστραψε όταν αναγνώρισε
τον Χάε-Τζου και αναφώνησε: «Ναν-Χελ Χαν! Κοντεύουν
δώδεκα μήνες! Δεν είναι ν’ απορείς, αν αληθεύουν έστω οι
μισές από τις φήμες για τους καβγάδες σου! Πώς ήταν στις
Φιλιππίνες;».
Η φωνή του Χάε-Τζου είχε αλλάξει πάλι. Γύρισα να βεβαιωθώ,
ακούσια, τόσο άξεστη ήταν η προφορά του τώρα· ακόμη ο ίδιος
άνθρωπος ήταν δίπλα μου. «Βουλιάζουν, κυρία Λιμ,
βουλιάζουν γρήγορα. Δεν έχετε υπενοικιάσει το δωμάτιό μου,
έτσι;»
«Α, τα βιβλία μου εμένα είναι αξιόπιστα, μην ανησυχείς!»
Έκανε την προσβεβλημένη τάχα, αλλά προειδοποίησε ότι θα
χρειαζόταν μια καινούργια δόση δολάρια αν το επόμενο ταξίδι
του κρατούσε όσο το τελευταίο. Η καταρρακτή ανέβηκε, και
εκείνη μου έριξε μια ματιά. «Που λες, Ναν-Χελ, αν μείνει
πάνω από μια βδομάδα η πεταλουδίτσα σου, τα μονόκλινα
χρεώνονται διπλά. Κανόνες του σπιτιού. Σ’ αρέσει δεν σ’
αρέσει. Το ίδιο μου κάνει».
Ο Ναν-Χελ Χαν ο ναύτης είπε ότι θα έμενα για ένα δυο
βράδια μόνο.
«Άρα ισχύει» είπε πονηρά η ιδιοκτήτρια «το κάθε λιμάνι και
γυναίκα».

Ήταν του Συνδικάτου;


Όχι. Οι ιδιοκτήτριες φτηνιάρικων πανσιόν ιουδεύουν και την
ίδια τους τη μητέρα για ένα δολάριο· και το ιούδεμα ενός
Συνδικαλιστή θα έφερνε πολύ μεγαλύτερο ποσό. Όμως, όπως
μου είπε ο Χάε-Τζου, αποθαρρύνουν και τους περίεργους.
Όταν μπήκαμε μέσα, στη σημαδεμένη σκάλα αντηχούσαν
καβγάδες και τρισδιάστατα. Επιτέλους είχα αρχίσει να
συνηθίζω τις σκάλες. Στον ένατο όροφο ένας
σαρακοφαγωμένος διάδρομος μας οδήγησε σε μια
γρατζουνισμένη πόρτα. Ο Χάε-Τζου έβγαλε από τον μεντεσέ
ένα σπίρτο, σχολιάζοντας ότι τη διεύθυνση την είχε πιάσει μια
άγρια κρίση ειλικρίνειας.
Το δωμάτιο του Ναν-Χελ είχε ένα βρόμικο στρώμα, ένα
τακτικό κουζινάκι, μια ντουλάπα με ρούχα για διάφορα
κλίματα, μια θολή φωτό με γυμνές Καυκάσιες πόρνες καβάλα
σε μια παρέα ναυτικών, σουβενίρ από τις Δώδεκα Πόλεις και
μικρότερα λιμάνια, και φυσικά μια κορνιζαρισμένη κόντακ του
Αγαπημένου Προέδρου. Ένα μάλμπορο με ίχνη από κραγιόν
ισορροπούσε σε ένα κουτάκι μπίρας. Το παράθυρο ήταν
κλειστό.
Ο Χάε-Τζου έκανε ντους και άλλαξε ρούχα. Μου είπε ότι
έπρεπε να πάει σε μια συνάντηση ενός συνδικαλιστικού
πυρήνα και με προει­δοποίησε να κρατήσω το παράθυρο
κλειστό και να μην ανοίξω την πόρτα, ούτε να μιλήσω στο
τηλέφωνο εκτός κι αν ήταν αυτός ή ο Άπις με το σύνθημα·
έγραψε τις λέξεις «Αυτά είναι τα δάκρυα των πραγμάτων» σ’
ένα χαρτάκι, το οποίο έπειτα έκαψε στο τασάκι. Έβαλε στο
ψυγείο μια μικρή ποσότητα Σαπούνι και υποσχέθηκε να γυρίσει
το πρωί, λίγο μετά την απαγόρευση.

Σίγουρα όμως μια τόσο εξέχουσα αποστάτρια όπως εσύ άξιζε μια πολύ
πιο μεγαλοπρεπή υποδοχή.
Οι μεγαλοπρεπείς υποδοχές τραβούν την προσοχή. Πέρασα
μερικές ώρες μελετώντας τη γεωγραφία του Πουσάν στο σόνι
κι έπειτα έκανα ντους και ήπια το Σαπούνι μου. Ξύπνησα
αργά, μετά την ώρα έξι νομίζω. Ο Χάε-Τζου επέστρεψε
εξουθενωμένος, με μια σακούλα που μύριζε έντονα
τοκμπούγκι. Του έφτιαξα ένα φλιτζάνι στάρμπακς, το οποίο
ήπιε με ευγνωμοσύνη, και έπειτα έφαγε το πρωινό του.
«Εντάξει, Σόνμι – στάσου δίπλα στο παράθυρο και σκέπασε τα
μάτια σου».
Υπάκουσα. Το σκουριασμένο στόρι ανέβηκε. Ο Χάε-Τζου
πρόσταζε, «Μην κοιτάς… μην κοιτάς… τώρα άνοιξε τα μάτια
σου».
Ένα πλήθος οροφές, φορντόδρομοι, επιβατικοί κόμβοι, Σποτ,
τσιμέντο… και εκεί, στο φόντο, ο φωτεινός ανοιξιάτικος
ουρανός είχε κατακαθίσει σε μια λωρίδα σκούρου μπλε. Αχ, με
υπνώτισε… όπως είχε κάνει το χιόνι. Όλα τα δεινά της λέξης
«Υπάρχω» εδώ έμοιαζαν να διαλύονται, ανώδυνα, ειρηνικά.
Ο Χάε-Τζου είπε: «Ο ωκεανός».

Δεν τον είχες ξαναδεί;


Μόνο στα τρισδιάστατα του Πάπα Σονγκ για τη ζωή στην
Αγαλλίαση. Ποτέ δεν είχα δει τον πραγματικό ωκεανό με τα
ίδια μου τα μάτια. Λαχταρούσα να πάω και να τον αγγίξω και
να περπατήσω δίπλα του, ο Χάε-Τζου όμως έκρινε ότι θα
ήμασταν πιο ασφαλείς αν μέναμε κρυμμένοι στη διάρκεια της
μέρας, μέχρι να μετακινηθούμε σε πιο απομονωμένο μέρος.
Έπειτα ξάπλωσε στο στρώμα και μέσα σε ένα λεπτό άρχισε να
ροχαλίζει.
Πέρασαν ώρες· στις λωρίδες ωκεανού ανάμεσα στα κτίρια,
έβλεπα φορτηγά πλοία και ναυτικά σκάφη. Σε κοντινές
ταράτσες, κατωστρωματικές νοικοκυρές αέριζαν φθαρμένα
σεντόνια. Αργότερα ο καιρός συννέφιασε, και θωρακισμένα
εναέρια διέσχιζαν με θόρυβο τα χαμηλά νέφη. Διάβαζα.
Έβρεχε. Ο Χάε-Τζου, που κοιμόταν ακόμη, γύρισε από την
άλλη, παραμίλησε «Όχι, απλώς ένας φίλος φίλου», και
ξανασώπασε. Από το στόμα του έτρεχε σάλιο και μούσκευε το
μαξιλάρι του. Σκεφτόμουν τον Καθηγητή Μέφι. Στο τελευταίο
μας σεμινάριο είχε μιλήσει για την αποξένωσή του από την
οικογένειά του και είχε ομολογήσει ότι περνούσε περισσότερες
ώρες να εκπαιδεύει εμένα από ό,τι να διδάσκει την ίδια του
την κόρη. Τώρα ήταν νεκρός, εξαιτίας της πίστης του στο
Συνδικάτο. Ένιωθα ευγνωμοσύνη, ενοχή και άλλα
συναισθήματα.
Ο Χάε-Τζου ξύπνησε απογευματάκι, έκανε ντους και έφτιαξε
τσάι τζίνσενγκ. Πόσο ζηλεύω εσάς τους καθαρόαιμους για την
ποικιλόχρωμη διατροφή σας, Αρχειονόμε. Πριν από την
ανάληψή μου, το Σαπούνι φαινόταν η πιο λαχταριστή ουσία
που μπορούσε κανείς να φανταστεί, τώρα όμως έχει γεύση
άνοστη και γκρίζα. Και μόνο να δοκιμάσω καθαρόαιμο φαγητό,
ωστόσο, με πιάνει ναυτία, κι ύστερα εμετός. Ο Χάε-Τζου
έκλεισε το παράθυρο. «Ώρα να συνδεθούμε» μου είπε. Έπειτα
ξεκρέμασε την κόντακ του Αγαπημένου Προέδρου και την
απόθεσε ανάποδα στο τραπεζάκι. Ο Χάε-Τζου έβαλε το σόνι
του σε μια πρίζα κρυμμένη στην ελαττωματική κορνίζα.

Παράνομος πομποδέκτης; Κρυμμένος σε μια κόντακ του αρχιτέκτονα της


Νέας;
Το ιερό είναι θαυμάσια κρυψώνα για το ανίερο. Φάνηκε ζωηρό
το τρισδιάστατο ενός γέρου· έμοιαζε με εγκαυματία που είχε
θεραπευτεί φτηνά. Με λόγια που δεν συγχρονίζονταν με τα
χείλη του, με συνεχάρη για την ασφαλή μου άφιξη στο Πουσάν
και ρώτησε ποιανού το πρόσωπο ήταν ομορφότερο, το δικό του
ή του κυπρίνου;
Απάντησα ειλικρινά: του κυπρίνου.
Το γέλιο του Αν-Κορ Άπις έγινε βήχας. «Είναι το πραγματικό
μου πρόσωπο, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στις μέρες μας». Η
αρρωστιάρική του εμφάνιση του ερχόταν κουτί, είπε, επειδή τα
επιπόλαια όργανα ανησυχούσαν μήπως έπασχε από κάτι
μεταδοτικό. Ρώτησε αν είχα ευχαριστηθεί το ταξίδι μου στην
πολυαγαπημένη μας πατρίδα.
Ο Χάε-Τζου με είχε φροντίσει πολύ, απάντησα.
Ο Στρατηγός Άπις ρώτησε αν καταλάβαινα τον ρόλο που
ήθελε το Συνδικάτο να αναλάβω στον αγώνα τους για να
αναληφθούν τα κατασκευάσματα σε πολίτες. Ναι, έκανα, αλλά
δεν είχα την ευκαιρία να δηλώσω αναποφάσιστη. «Θέλουμε να
σε εκθέσουμε σε ένα… θέαμα, μια εκπαιδευτική εμπειρία, εδώ
στο Πουσάν, πριν αποφασίσεις, Σόν­μι». Προειδοποίησε ότι δεν
θα ήταν ευχάριστο, μα ήταν επιτακτικό. «Για να έχεις γνώση
όλων των παραμέτρων πριν αποφασίσεις για το μέλλον σου. Αν
συμφωνείς, ο Χάε-Τζου μπορεί να σε πάει αμέσως».
Είπα ότι φυσικά θα πήγαινα.
«Τότε θα τα ξαναπούμε πολύ σύντομα» υποσχέθηκε ο Άπις
και αποσυνέδεσε τη συσκευή του. Ο Χάε-Τζου έβγαλε δυο
τεχνοστολές και ημιμάσκες από την ντουλάπα του. Τις
φορέσαμε κι ύστερα σκεπαστήκαμε με μανδύες, για να μη μας
καταλάβει η ιδιοκτήτρια. Έξω έκανε κρύο, και ένιωσα
ευγνωμοσύνη που φορούσα διπλή στρώση ρούχα. Πήγαμε στον
τερματικό του λιμανιού με το μετρό και αποκεί πήραμε τον
μεταφορικό ιμάντα για τα αγκυροβόλια στην προκυμαία,
περνώντας τα πελώρια ωκεανοπόρα σκάφη. Η νυχτερινή
θάλασσα ήταν μαύρη σαν πετρέλαιο και τα πλοία κι αυτά
αφώτιστα, αλλά σε ένα φωτισμένο πλοίο που θύμιζε
υποθαλάσσιο παλάτι αναβόσβηναν χρυσές αψίδες. Το είχα
ξαναδεί, σε μια προηγούμενη ζωή. «Η Χρυσή Κιβωτός του
Πάπα Σονγκ» αναφώνησα, κι είπα στον Χάε-Τζου αυτό που ήδη
γνώριζε, ότι μετέφερε τις Δωδεκάστερες ανατολικά προς την
Αγαλλίαση.
Ο Χάε-Τζου επιβεβαίωσε ότι η Χρυσή Κιβωτός του Πάπα
Σονγκ ήταν ο προορισμός μας.
Η διαβάθρα είχε ελάχιστη φύλαξη: έναν αγουροξυπνημένο
καθαρόαιμο με τα πόδια στο γραφείο, που παρακολουθούσε
στο τρισδιάστατο μονομαχοκατασκευάσματα να
αλληλοσφάζονται στο Κολοσσαίο της Σαγκάης. «Ποιοι είστε
εσείς;»
Ο Χάε-Τζου τρεμόπαιξε την Ψυχή του στον Οφθαλμό του.
«Πεμπτοστρωματικός τεχνικός Σικ Γκανγκ». Κοίταξε το
χειροσόνι του και ανέφερε ότι τον είχαν στείλει για να
ξανακαλιμπράρει κάτι χαλασμένους θερμοστάτες στο
κατάστρωμα επτά.
«Στο επτά;» Ο φύλακας χαμογέλασε χαιρέκακα. «Ελπίζω να
μην είσαι φαγωμένος». Έπειτα κοίταξε εμένα. Εγώ κοίταξα το
πάτωμα. «Κι αυτή η λαλίστατη ποια είναι, Τεχνικέ Γκανγκ;»
«Η καινούργια μου βοηθός. Τεχνική βοηθός Γου».
« Έτσι ε; Και η αποψινή είναι η παρθενική σου επίσκεψη στον
αναψυχοθόλο μας;»
Έγνεψα πως ναι, ήταν.
Ο φύλακας είπε πως σαν την πρώτη φορά δεν έχει. Μας
έγνεψε να περάσουμε με μια τεμπέλικη κίνηση του ποδιού.

Τόσο εύκολο ήταν να μπείτε σε εταιρικό πλοίο;


Τη Χρυσή Κιβωτό του Πάπα Σονγκ δεν τη λες και μαγνήτη για
λαθρεπιβάτες, Αρχειονόμε. Οι κεντρικές διαβάθρες ήταν
γεμάτες από μέλη του πληρώματος, βοηθούς και διάφορους
τεχνικούς, όλοι τους υπερβολικά απορροφημένοι από τις
δουλειές τους για να μας προσέξουν. Οι πλευρικοί αγωγοί
υπηρεσίας ήταν αδειανοί, κατεβήκαμε λοιπόν στο υπογάστριο
της Κιβωτού ανεμπόδιστοι. Τα νάικ μας κροτούσαν στα
μεταλλικά σκαλιά. Ένας γιγάντιος κινητήρας βροντούσε. Μου
φάνηκε ότι άκουσα τραγούδι αλλά μονολόγησα ότι τα αυτιά
μου πρέπει να με γελούσαν. Ο Χάε-Τζου συμβουλεύτηκε το
σχεδιάγραμμά του, ξεμαντάλωσε μια καταπακτή, και τον
θυμάμαι να κοντοστέκεται, λες κι ήθελε κάτι να μου πει.
Άλλαξε όμως γνώμη, σκαρφάλωσε μέσα, με βοήθησε να
περάσω, κι έπειτα κλείδωσε πίσω μας την καταπακτή.
Βρέθηκα στα τέσσερα σε έναν στενό αεραγωγό που κρεμόταν
απ’ την οροφή ενός ευμεγέθους θαλάμου κράτησης. Η άλλη
άκρη του αεραγωγού ήταν κρυμμένη από πτερύγια, από τη
σχάρα του δαπέδου του όμως διέκρινα γύρω στις διακόσιες
Δωδεκάστερες σερβιτόρες του Πάπα Σονγκ, παραταγμένες σε
έναν περιφραγμένο χώρο με τουρνικέ, των οποίων η μοναδική
κατεύθυνση ήταν προς τα μπρος. Γιούνα, Χουά-Σουν, Μα-
Λέου-Ντα, Σόνμι, και κάποιοι βλαστότυποι που δεν
χρησιμοποιούνταν στο εστιατόριο της πλατείας Τσονγκμιό,
όλες τους με τη γνώριμη χρυσή και άλικη στολή. Τι ονειρικές
που ήταν οι πρώην αδελφές μου έξω από το περιβάλλον ενός
θόλου του Πάπα Σονγκ. Τραγουδούσαν τον Ψαλμό του Πάπα
Σονγκ, ξανά και ξανά· τα υδραυλικά στο βάθος σιγοντάριζαν
εκείνη την αποκρουστική μελωδία. Τι ολόχαρες που
ακούγονταν, όμως! Η Επένδυσή τους είχε εξοφληθεί. Το ταξίδι
στη Χαβάη ήταν ήδη σε εξέλιξη, και η καινούργια τους ζωή
στην Αγαλλίαση θα ξεκινούσε σύντομα.

Ακούγεσαι λες και τις ζηλεύεις ακόμη.


Όπως τις κοιτούσα από τον αεραγωγό, ζήλευα τη βεβαιότητά
τους για το μέλλον. Έπειτα από ένα λεπτό περίπου, ένας
βοηθός στην κεφαλή της ουράς οδήγησε την επόμενη
σερβιτόρα μέσα στις χρυσές αψίδες και οι αδελφές
χειροκρότησαν. Η τυχερή Δωδεκάστερη χαιρετούσε τις φίλες
της, έπειτα περνούσε από την αψίδα για να τη συνοδεύσουν
στην πολυτελή της καμπίνα, που όλες μας είχαμε δει στο
τρισδιάστατο. Τα τουρνικέ περιστρέφονταν με τα
κατασκευάσματα κατά μια θέση μπροστά. Αφού είδαμε τη
διαδικασία αυτή αρκετές φορές, ο Χάε-Τζου μου έδωσε σινιάλο
με ένα ελαφρύ χτύπημα στο πόδι να συρθώ παραπέρα στον
αεραγωγό, και να περάσω τα πτερύγια για τον επόμενο
θάλαμο.

Δεν κινδυνεύατε να σας δουν;


Όχι. Ζωηρά φώτα κρέμονταν κάτω από τον αεραγωγό, κι έτσι
από το πάτωμα του μαντριού, αρκετά μέτρα χαμηλότερα,
ήμασταν αόρατοι. Κι εξάλλου, δεν ήμασταν εισβολείς αλλά
τεχνικοί που εκτελούσαν εργασίες συντήρησης. Ο επόμενος
θάλαμος ήταν ουσιαστικά ένα δωματιάκι, σαν κι αυτόν τον
κύβο φυλακής. Τα τραγούδια και το βουητό έσβηναν· η ησυχία
του ήταν απόκοσμη. Σε ένα βάθρο έστεκε μια πλαστική
καρέκλα· από το ταβάνι πάνω από αυτή την καρέκλα κρεμόταν
ένας ογκώδης μηχανισμός κράνους. Τρεις χαμογελαστοί βοηθοί
ντυμένοι στο άλικο του Πάπα Σονγκ οδήγησαν τη σερβιτόρα
στην καρέκλα. Ένας βοηθός εξήγησε ότι το κράνος θα έβγαζε
το κολάρο της, όπως υποσχόταν τόσα χρόνια ο Πάπα Σονγκ
στους όρθρους. «Ευχαριστώ, Βοηθέ» μουρμούρισε η
ενθουσιασμένη σερβιτόρα. «Αχ, ευχαριστώ!»
Το κράνος στερεώθηκε γύρω από το κεφάλι και τον λαιμό της
Σόν­μι. Εκείνη τη στιγμή ήταν που πρόσεξα κάτι παράξενο σε
σχέση με τις πόρτες του κελιού.

«Παράξενο» – δηλαδή;
Υπήρχε μόνο μια πόρτα: η είσοδος από το μαντρί. Από πού
είχαν φύγει όλες οι προηγούμενες σερβιτόρες; Ένα οξύ «κλικ»
από το κράνος ξανάστρεψε την προσοχή μου στο βάθρο από
κάτω. Το κεφάλι της σερβιτόρας ήταν γερμένο αφύσικα.
Έβλεπα τα μάτια της να γυρνάνε ανάποδα και το καλώδιο που
συνέδεε τον μηχανισμό του κράνους με το μονότροχο να
τεντώνεται. Προς μεγάλο μου τρόμο, το κράνος σηκώθηκε, η
σερβιτόρα ανακάθισε, κι έπειτα ανυψώθηκε στον αέρα. Το
πτώμα της έμοιαζε να χορεύει κάπως· το ανυπόμονο χαμόγελό
της, παγωμένο από τον θάνατο, τεντώθηκε καθώς το δέρμα
του προσώπου της σήκωνε μέρος του βάρους της. Από κάτω,
στο μεταξύ, ένας εργάτης ρουφούσε με την ηλεκτρική το αίμα
από την πλαστική καρέκλα κι ένας άλλος την περνούσε με
πανί. Το μονοτροχισμένο κράνος μετέφερε το φορτίο του
παράλληλα με τον αεραγωγό μας, σε ένα πορτάκι, και χάθηκε
μέσα στον επόμενο θάλαμο. Καινούργιο κράνος κατέβηκε
πάνω από την πλαστική καρέκλα, όπου οι τρεις βοηθοί ήδη
έβαζαν την επόμενη ενθουσιασμένη σερβιτόρα.
Ο Χάε-Τζου ψιθύρισε στο αυτί μου. «Αυτές δεν μπορείς να τις
σώσεις, Σόνμι. Ήταν καταδικασμένες απ’ όταν ανέβηκαν στο
πλοίο». Στην πραγματικότητα, σκέφτηκα, ήταν
καταδικασμένες ήδη από τη μητροδεξαμενή τους.
Άλλο ένα κράνος ασφάλισε μ’ ένα κλικ. Αυτή η σερβιτόρα
ήταν μια Γιούνα.
Όπως καταλαβαίνεις, δεν έχω λόγια για να περιγράψω τα
συναισθήματά μου εκείνη τη στιγμή.
Τελικά κατάφερα να υπακούσω τον Χάε-Τζου και να συρθώ
από ένα ηχοαπορροφητικό πορτάκι στον επόμενο θάλαμο.
Εδώ, τα κράνη μετέφεραν τα πτώματα σε έναν απέραντο θόλο
με βιολετί φως· ο χώρος πρέπει να αντιστοιχούσε στο ένα
τέταρτο αυτού του Πάπα Σονγκ. Όταν μπήκαμε, οι κελσίου
έπεσαν απότομα και μας ξεκούφανε η βουή των μηχανών. Από
κάτω μας βρισκόταν η γραμμή παραγωγής ενός σφαγείου,
επανδρωμένη με μορφές που χειρίζονταν ψαλίδια, σπαθόσεγες
και διάφορα εργαλεία κοπής, εκδοράς και άλεσης. Οι εργάτες
ήταν μέσα στα αίματα, από την κορυφή ως τα νύχια. Κανονικά
θα έπρεπε να αποκαλώ αυτούς τους εργάτες χασάπηδες:
ψαλίδιζαν κολάρα, έβγαζαν ρούχα, ξύριζαν τριχοθύλακες,
έγδερναν δέρμα, έκοβαν χέρια και πόδια, τεμάχιζαν κρέας,
έπαιρναν όργανα… σιφόνια ρουφούσαν το αίμα… Ο θόρυβος,
όπως μπορείς να φανταστείς, Αρχειονόμε, ήταν εκκωφαντικός.

Μα… γιατί να – τι λόγος υπήρχε για αυτό το… το μακελειό;


Η οικονομία της εταιρειοκρατίας. Η γονιδιωματική βιομηχανία
απαιτεί τεράστιες ποσότητες υγροποιημένης βιομάζας, για τις
μητροδεξαμενές, μα πάνω απ’ όλα, για το Σαπούνι. Υπάρχει
φτηνότερος τρόπος παροχής αυτής της πρωτεΐνης από την
ανακύκλωση των κατασκευασμάτων που έχουν φτάσει στο
τέλος της εργασιακής ζωής τους; Επιπλέον, οι εναπομείνασες
«ανακτηθείσες πρωτεΐνες» χρησιμοποιούνται στην παραγωγή
διατροφικών προϊόντων στου Πάπα Σονγκ, και τρώγονται από
καταναλωτές στα φαγάδικα της εταιρείας ανά τη Νέα
Συνευημερία. Είναι ένας τέλειος διατροφικός κύκλος.

Τα όσα περιγράφεις είναι πέρα από τα όρια του… του πιθανού,


Σόνμι~451. Δολοφονίες κατασκευασμάτων για την παροχή τροφής και
Σαπουνιού στα φαγάδικα… όχι. Η κατηγορία είναι εξωφρενική, όχι, είναι
ανήθικη, όχι, είναι βλασφημία! Ως Αρχειονόμος δεν μπορώ να αρνηθώ
ότι είδες όσα πιστεύεις πως είδες, ως καταναλωτής της εταιρειοκρατίας
όμως, οφείλω να πω ότι όσα είδες πρέπει να ήταν ένα συνδικαλιστικό…
σκηνικό, στημένο για χάρη σου. Δεν γίνεται να επιτρέπεται η ύπαρξη
τέτοιου… «πλωτού σφαγείου». Ο Αγαπημένος Πρόεδρος δεν θα το
επέτρεπε ποτέ! Το Τσούτσε θα ιόνιζε όλα τα στελεχικά στρώματα του
Πάπα Σονγκ στον Φάρο! Αν τα κατασκευάσματα δεν πληρώνονταν για
τον μόχθο τους σε κοινότητες συνταξιοδότησης, ολόκληρη η πυραμίδα
θα ήταν… άθλια προδοσία.
Είναι απλά μπίζνες.

Αυτό που περιέγραψες δεν είναι «μπίζνες» αλλά… βιομηχανοποιημένο


κακό!
Υποτιμάς την ικανότητα της ανθρωπότητας να δημιουργεί
τέτοιο κακό. Συλλογίσου. Έχεις δει τα τρισδιάστατα, όμως
έχεις ποτέ προσωπικά επισκεφτεί χωριό συνταξιοδότησης
κατασκευασμάτων; Θα εκλάβω τη σιωπή σου ως όχι. Ξέρεις
κανέναν που έχει προσωπικά επισκεφτεί κάποιο τέτοιο χωριό;
Και πάλι, όχι. Τότε πού πάνε τα κατασκευά­σματα μετά τη
συνταξιοδότηση; Όχι μόνο οι σερβιτόρες, αλλά τα εκατοντάδες
χιλιάδες κατασκευάσματα των οποίων η χρήσιμη ζωή τελειώνει
κάθε χρόνο. Πλέον θα έπρεπε να υπάρχουν πόλεις ολόκληρες
γεμάτες από δαύτα. Πού όμως είναι αυτές οι πόλεις;

Έγκλημα τέτοιου μεγέθους δεν γίνεται να ριζώσει στη Νέα Συνευημερία.


Ακόμα και τα κατασκευάσματα έχουν προσεκτικά καθορισμένα
δικαιώματα, με προεδρική εγγύηση!
Τα δικαιώματα είναι επιρρεπή στην υπονόμευση, όπως ακόμα
κι ο γρανίτης είναι επιρρεπής στη διάβρωση. Στην πέμπτη μου
Διακήρυξη διατυπώνεται ότι, σε έναν κύκλο αρχαίο όσο κι ο
φυλετισμός, η άγνοια του Άλλου ενσπείρει τον Φόβο· ο Φόβος
ενσπείρει το μίσος· το μίσος ενσπείρει τη βία· η βία ενσπείρει
περαιτέρω βία, ώσπου τα μόνα «δικαιώματα», ο μόνος νόμος,
είναι το όποιο θέλημα των ισχυρότερων. Στην εταιρειο­κρατία,
αυτό σημαίνει το Τσούτσε. Το θέλημα του Τσούτσε είναι η
συγυρισμένη εξόντωση μιας κατώτερης τάξης
κατασκευασμάτων.

Μα τα τρισδιάστατα της Αγαλλίασης και τα σχετικά; Τα είδες στου Πάπα


Σονγκ στην πλατεία Τσονγκμιό με τα ίδια σου τα μάτια. Ιδού η απόδειξή
σου.
Η Αγαλλίαση είναι ένα απείκασμα δημιουργημένο από σόνι και
ψηφιοποιημένο στο Νέο Έντο. Δεν υπάρχει, ούτε στην
πραγματική Χαβάη ούτε πουθενά. Μάλιστα, κατά τις
τελευταίες μου εβδομάδες στου Πάπα Σονγκ, οι σκηνές της
Αγαλλίασης φαίνονταν να επαναλαμβάνονται. Η ίδια Χουά-
Σουν κατέβαινε το ίδιο ζαχαρωτό μονοπάτι προς την ίδια
βραχώδη λίμνη. Οι μη αναληφθείσες αδελφές μου δεν το
πρόσεχαν, και εγώ η ίδια με αμφισβητούσα τότε, τώρα όμως
είχα την εξήγησή μου.

Η Κατάθεσή σου πρέπει να παραμείνει όπως τη λες, παρά τις


διαμαρτυρίες μου. Πρέπει να προχωρήσω – να προχωρήσουμε… για
πόσο παρακολουθούσες αυτή τη σφαγή;
Δεν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια. Ίσως δέκα λεπτά, ίσως μία
ώρα. Θυμάμαι τον Χάε-Τζου να με οδηγεί στην τραπεζαρία
μουδιασμένα. Καθαρόαιμοι έπαιζαν χαρτιά, έτρωγαν νουντλς,
κάπνιζαν, δούλευαν στα σόνι, αστειεύονταν, καταπιάνονταν με
την καθημερινή ζωή. Πώς γινόταν να ξέρουν τι συνέβαινε στο
υπογάστριο κι απλά να… να κάθονται εκεί αδιάφοροι; Λες και
δεν επεξεργάζονταν κατασκευάσματα εκεί αλλά σαρδέλες;
Γιατί δεν ούρλιαζε η συνείδησή τους για να σταματήσει αυτό το
αίσχος; Ο μουσάτος φύλακας έκλεισε το μάτι κι είπε: «Να μας
ξανάρθεις σύντομα, σουσουράδα».
Όταν επιστρέφαμε στην πανσιόν με το μετρό, ενώ οι επιβάτες
λικνίζονταν, «έβλεπα» πτώματα στο μονότροχο. Όταν
κατεβαίναμε τη σκάλα, τα «έβλεπα» να τα υψώνουν στο
εκτελεστήριο. Στο δωμάτιό του, ο Χάε-Τζου δεν άναψε το
ηλιακό· απλώς σήκωσε το παραθυρόφυλλο μερικά εκατοστά,
για να αφήσει τα φώτα του Πουσάν να αραιώ­σουν τη
σκοτεινιά, και έβαλε να πιει ένα ποτήρι σότζου. Δεν είχαμε
ανταλλάξει ούτε λέξη.
Μόνη εγώ, απ’ όλες τις αδελφές μου, είχα δει την Αγαλλίαση
κι είχα ζήσει.
Το σεξ που κάναμε ήταν λυπημένο, άχαρο και αναγκαστικά
αυτοσχέδιο, ήταν όμως μια πράξη των ζωντανών. Τα αστέρια
του ιδρώτα στην πλάτη του Χάε-Τζου ήταν το δώρο που μου
έκανε, κι εγώ τα μάζευα με τη γλώσσα μου. Έπειτα, ο νεαρός
κάπνισε ένα τσιτωμένο μάλμπορο σιωπηλά και κοιτούσε το εκ
γενετής σημάδι μου με περιέργεια. Αποκοιμήθηκε στο χέρι μου
και μου το πλάκωσε. Δεν τον ξύπνησα· ο πόνος έγινε
μούδιασμα, το μούδιασμα μυρμήγκιασμα, κι έπειτα
ξεγλίστρησα από κάτω του. Σκέπασα τον Χάε-Τζου με μια
κουβέρτα· οι καθαρόαιμοι αρπάζουν κρυολογήματα με κάθε
καιρό. Η πόλη ετοιμαζόταν για την απαγόρευση. Η
μουτζουρωμένη λάμψη της χαμήλωσε καθώς τα Σποτ και τα
φώτα έσβηναν. Η τελευταία σερβιτόρα της τελευταίας γραμμής
πλέον θα ήταν νεκρή. Η γραμμή παραγωγής θα ήταν καθαρή
και βουβή. Οι σφαγείς, αν ήταν κατασκευάσματα, θα ήταν
στους κοιτώνες τους, αν ήταν καθαρόαιμοι, θα ήταν στα σπίτια
τους με τις οικογένειές τους. Η Χρυσή Κιβωτός αύριο θα
σάλπαρε για καινούργιο λιμάνι, όπου θα ξεκινούσε απ’ την
αρχή η αποκατάσταση.
Μηδέν η ώρα ήπια το Σαπούνι μου και χώθηκα κάτω από την
κουβέρτα με τον Χάε-Τζου, με το σώμα του να με ζεσταίνει.

Δεν είχες θυμώσει με το Συνδικάτο που σε εξέθεσε στη Χρυσή Κιβωτό


χωρίς να σε προετοιμάσει καταλλήλως;
Τι λόγια θα μπορούσαν να είχαν πει ο Άπις ή ο Χάε-Τζου;
Το πρωί έφερε μια ιδρωμένη αχλή. Ο Χάε-Τζου έκανε ντους,
έπειτα καταβρόχθισε μια πελώρια γαβάθα ρύζι, λάχανο τουρσί,
αυγά και σούπα από φύκια. Πλύθηκα. Ο καθαρόαιμος εραστής
μου καθόταν στο τραπέζι απέναντί μου. Μίλησα για πρώτη
φορά από όταν μπήκαμε στη γραμμή εξαγωγής πρωτεΐνης. «Το
πλοίο αυτό πρέπει να καταστραφεί. Κάθε αντίστοιχο πλωτό
σφαγείο στη Νέα Συνευημερία να βουλιάξει».
Ο Χάε-Τζου είπε ναι.
«Τα ναυπηγεία που τα κατασκεύασαν πρέπει να
κατεδαφιστούν. Τα συστήματα που τα διευκόλυναν πρέπει να
αποξηλωθούν. Οι νόμοι που επέτρεψαν τα συστήματα πρέπει
να καταρρεύσουν και να φτιαχτούν από την αρχή».
Ο Χάε-Τζου είπε ναι.
«Κάθε καταναλωτής, στελεχικός, και Σύμβουλος του Τσούτσε
στη Νέα Συνευημερία πρέπει να καταλάβει ότι τα
κατασκευάσματα είναι καθαρόαιμοι, είτε αναπτύσσονται σε
μητροδεξαμενή είτε σε μήτρα. Αν δεν πιάσει η πειθώ, τα
αναληφθέντα κατασκευάσματα πρέπει ν’ αγωνιστούν με το
Συνδικάτο για την επίτευξη αυτού του σκοπού, με τη χρήση
κάθε αναγκαίου μέσου».
Ο Χάε-Τζου είπε ναι.
«Τα αναληφθέντα κατασκευάσματα χρειάζονται μια
Κατήχηση, για να ορίσουν τα ιδανικά τους, να τιθασεύσουν τον
θυμό τους, να διοχετεύσουν τις δυνάμεις τους. Αυτή που θα
συνθέσει τούτη τη Δια­κήρυξη Δικαιωμάτων είμαι εγώ. Θέλει –
μπορεί– το Συνδικάτο να δια­σπείρει μια τέτοια Κατήχηση;»
Ο Χάε-Τζου είπε: «Αυτό περιμένουμε».

Πολλοί εμπειρογνώμονες μάρτυρες στη δίκη σου αρνήθηκαν ότι οι


Διακηρύξεις θα μπορούσαν να είναι έργο κατασκευάσματος, είτε
αναληφθέντος είτε όχι, και ισχυρίστηκαν ότι στην πραγματικότητα ήταν
γραμμένες από το Συνδικάτο ή κάποιον καθαρόαιμο αμπολισιονιστή.
Πόσο τεμπέλικα απορρίπτουν οι «εμπειρογνώμονες» αυτά που
αδυνατούν να καταλάβουν!
Εγώ και μόνο εγώ έγραψα τις Διακηρύξεις, μέσα σε τρεις
εβδομάδες στο Ουλσούκντο Σέο, έξω από το Πουσάν, σε μια
απομονωμένη στελεχική βίλα με θέα στις εκβολές του
Νακντόνγκ. Κατά τη συγγραφή συμβουλεύτηκα έναν δικαστή,
έναν γονιδιωματιστή, έναν συντακτιστή, και τον Στρατηγό Αν-
Κορ Άπις, οι Αναληφθείσες Κατηχήσεις των Διακηρύξεων, όμως,
η λογική και η ηθική τους, που αποκηρύχθηκαν στη δίκη μου
ως «η αγριότερη αχρειότητα στα χρονικά της απόκλισης», ήταν
καρπός του δικού μου νου, Αρχειονόμε, θρεμμένος από τις
εμπειρίες που σου έχω αφηγηθεί σήμερα. Κανένας άλλος δεν
έχει ζήσει αυτή τη ζωή. Οι Διακηρύξεις μου βλάστησαν όταν
εκτελέστηκε η Γιούνα~939, καλλιεργήθηκαν από τον Μπουμ-
Σουκ και τον Φανγκ, ενισχύθηκαν από την καθοδήγηση του
Μέφι και της Ηγουμένης, γεννήθηκαν στο πλωτό σφαγείο του
Πάπα Σονγκ.

Και η σύλληψή σου έλαβε χώρα λίγο μετά την ολοκλήρωση του
κειμένου σου;
Το ίδιο απόγευμα. Μόλις ολοκληρώθηκε η λειτουργία μου, η
Ομοφωνία δεν είχε λόγο να με αφήσει ελεύθερη. Η σύλληψή
μου δραματοποιήθηκε για τα μίντια. Έδωσα το σόνι με τις
Διακηρύξεις μου στον Χάε-Τζου. Κοιταχτήκαμε για τελευταία
φορά· τίποτα πιο εύγλωττο από το τίποτα. Ήξερα ότι δεν θα
ξαναβρισκόμασταν, και ίσως ήξερε κι εκείνος ότι το ήξερα.
Στην άκρη της έκτασης μια μικρή αποικία αγριόπαπιες
επιζούν της μόλυνσης. Ορφανογονιδιώματα τους παρέχουν μια
αντοχή που απουσιάζει από τους καθαρόαιμους προγόνους
τους. Μάλλον ένιωσα μια συγγένεια μαζί τους. Τις τάισα ψωμί,
είδα τους υδροκοριούς να ρυτιδώνουν τη λαμπερή σαν χρώμιο
επιφάνεια, έπειτα επέστρεψα στο σπίτι για να παρακολουθήσω
την παράσταση από μέσα. Η Ομοφωνία δεν με άφησε να
περιμένω για πολύ.
Έξι εναέρια κατέβηκαν στη λίμνη, με το ένα να
προσγειώνεται στον ανθόκηπο. Πετάχτηκαν έξω όργανα,
ετοιμάζοντας τα κολτ τους, και σύρθηκαν με την κοιλιά προς
το παράθυρό μου με πολλές χειρονομίες και ατρόμητους
λεονταρισμούς. Τους είχα αφήσει τις πόρτες και τα παράθυρα
ανοιχτά, αλλά εκείνοι σκάρωσαν μια θεαματική πολιορκία με
ελεύθερους σκοπευτές, μεγάφωνα κι έναν τοίχο που εξερράγη.

Υπονοείς ότι περίμενες την έφοδο, Σόνμι;


Εφόσον είχα τελειώσει το μανιφέστο μου, το επόμενο στάδιο
δεν μπορούσε παρά να είναι η σύλληψή μου.

Τι εννοείς; Ποιο «επόμενο στάδιο»; Ποιανού πράγματος;


Της θεατρικής παραγωγής που στήθηκε όσο ακόμη ήμουν
σερβιτόρα στου Πάπα Σονγκ.

Στάσου, στάσου, στάσου. Και με… όλα όσα έγιναν; Θέλεις να πεις ότι η
όλη ομολογία σου αποτελείται από… προσχεδιασμένα γεγονότα;
Τα βασικά της γεγονότα, ναι. Κάποιοι έπαιξαν τον ρόλο τους
ακούσια, για παράδειγμα ο Μπουμ-Σουκ και η Ηγουμένη, οι
σημαντικότεροι όμως ερμηνευτές ήταν όλοι τους
προβοκάτορες. Ο Χάε-Τζου Ιμ και ο Σύμβουλος Μέφι
οπωσδήποτε ήταν. Δεν εντόπισες τις ρωγμές στο σχέδιο;

Όπως;
Ο Γουίνγκ~027 ήταν εξίσου σταθερός αναληφθείς μ’ εμένα:
ήμουν στ’ αλήθεια τόσο μοναδική; Εσύ ο ίδιος αναρωτήθηκες,
θα διακινδύνευε όντως το Συνδικάτο το μυστικό του όπλο να
τρέχει απ’ τη μια άκρη της Κορέας στην άλλη; Δεν τόνιζε
κάπως υπερβολικά τη βαναυσότητα των καθαρόαιμων ο φόνος
του κατασκευάσματος της Ζίτζι Χικάρου από τον Μάντη Κουόν
στην κρεμαστή γέφυρα; Η χρονική του στιγμή δεν παραήταν
βολική;

Ναι, αλλά ο Σι-Λι, ο νεαρός καθαρόαιμος που σκοτώθηκε το βράδυ της


φυγής σου από το Ταεμοσάν; Το αίμα του δεν ήταν… κέτσαπ!
Πράγματι, δεν ήταν. Ο καημένος ο ιδεαλιστής ήταν ένας
αναλώσιμος κομπάρσος στο ντίσνεϊ της Ομοφωνίας.

Μα… το Συνδικάτο; Θέλεις να πεις ότι ακόμα και το Συνδικάτο ήταν


μυθοπλασία για το σενάριό σου;
Όχι. Το Συνδικάτο προϋπήρχε, όμως ο λόγος της ύπαρξής του
δεν είναι η υποδαύλιση της επανάστασης. Πρώτον, προσελκύει
τους κοινωνικώς δυσαρεστημένους όπως ο Σι-Λι και τους
κρατάει εκεί όπου η Ομοφωνία μπορεί να τους παρακολουθεί.
Δεύτερον, παρέχει στη Νέα Συνευημερία τον εχθρό που είναι
απαραίτητος για την κοινωνική συνοχή κάθε ιεραρχικού
κράτους.
Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί να μπει η Ομοφωνία στα έξοδα
και τον κόπο να σκηνοθετήσει αυτή την πλαστή… περιπέτεια.
Για να στήσει τη δίκη-παρωδία της δεκαετίας. Για να κάνει
κάθε καθαρόαιμο στη Νέα Συνευημερία καχύποπτο απέναντι
σε κάθε κατασκεύασμα. Για να επιφέρει κατωστρωματική
συναίνεση στον νέο Νόμο περί Λήξης Κατασκευασμάτων του
Τσούτσε. Για να δυσφημήσει τον Αμπολισιονισμό. Όπως
βλέπεις, η όλη συνωμοσία πέτυχε απόλυτα.

Αν όμως ήξερες για αυτή τη… συνωμοσία, γιατί συνεργάστηκες; Γιατί


επέτρεψες στον Χάε-Τζου Ιμ να σε πλησιάσει τόσο;
Γιατί συνεργάζεται ένας μάρτυρας με τους ιούδες του;

Πες μου.
Γιατί βλέπουμε την παρτίδα πίσω από το τέλος της παρτίδας.
Αναφέρομαι στις Διακηρύξεις μου, Αρχειονόμε. Τα μίντια έχουν
γεμίσει τη Νέα Συνευημερία με τις Κατηχήσεις μου. Κάθε
σχολειαρόπαιδο στην εταιρειοκρατία πλέον ξέρει τις δώδεκα
«βλασφημίες» μου. Μαθαίνω από τους φύλακές μου ότι γίνεται
λόγος μέχρι και για μια «Μέρα Επαγρύπνησης» εναντίον των
κατασκευασμάτων που εμφανίζουν σημάδια των Διακηρύξεων
ανά την επικράτεια. Οι ιδέες μου έχουν αναπαραχθεί
δισεκατομμύρια φορές.

Με τι σκοπό όμως; Κάποια… μελλοντική επανάσταση; Δεν πρόκειται ποτέ


να επιτύχει.
Όπως προειδοποίησε ο Σενέκας τον Νέρωνα: Όσους και να
σκοτώσεις από εμάς, ποτέ δεν θα σκοτώσεις τον διάδοχό σου.
Η αφήγησή μου τώρα τελείωσε. Σβήσε την ασημένια δέησή
σου. Σε δυο ώρες τα όργανα θα με συνοδεύσουν μέχρι τον
Φάρο. Αξιώνω την τελευταία μου επιθυμία.

…ό,τι θες.
Το σόνι σου και τους κωδικούς πρόσβασής σου.

Τι θέλεις να κατεβάσεις;
Ένα ντίσνεϊ που ξεκίνησα κάποτε, μια νύχτα πολύ παλιά, σε
μια άλλη εποχή.

62 Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εδώ τη λέξη cell, που σημαίνει κύτταρο, αλλά και
πυρήνας, με τη σημασία της ομάδας βασικών μελών μιας οργάνωσης. (Σ.τ.Μ.)
63 Όβιντ, δηλαδή Οβίδιος: ο συγγραφέας εδώ παραπέμπει στις Μεταμορφώσεις.
(Σ.τ.Μ.)
64 BangBangYou’reDead στο πρωτότυπο. Το bang σημαίνει μπαμ, αλλά σαν ρήμα
σημαίνει «πηδάω». (Σ.τ.Μ.)
65 An abyss cannot be crossed in two steps. Απαντά σε ποικίλες παραλλαγές και
αποδίδεται σε διάφορα πρόσωπα, εδώ όμως ο συγγραφέας αναφέρεται στον
Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, και στα απομνημονεύματά του.
(Σ.τ.Μ.)
ΤΑ ΦΡΙΧΤΑ ΒΑΣΑΝΑ
ΤΟΥ ΤΙΜΟΘΙ ΚΑΒΕΝΤΙΣ
«Κύριε Κάβεντις; Ξυπνήσαμε;» Ένα φίδι γλυκόριζας σε ένα
λιβάδι κρέμας εμφανίζεται στριφογυρίζοντας. Ο αριθμός
πέντε. 5 Νοεμβρίου. Γιατί πονάει τόσο το παλιομαγιόξυλό μου;
Φάρσα; Θεέ μου, έχω ένα σωληνάκι χωμένο στο τσουνί μου!
Παλεύω να λευτερωθώ, οι μύες μου όμως δεν μου δίνουν
σημασία. Ένα μπουκάλι εκεί πάνω στάζει σ’ έναν σωλήνα. Ο
σωλήνας στάζει σε μια βελόνα στο μπράτσο μου. Η βελόνα
στάζει σ’ εμένα. Το αυστηρό πρόσωπο μιας γυναίκας με
χτένισμα πέιτζμποϊ. «Τσς τσς. Μεγάλη τύχη που ήσασταν εδώ
όταν πέσατε, κύριε Κάβεντις. Πολύ μεγάλη τύχη. Αν σας
είχαμε αφήσει να πάτε να περιπλανιέστε στα χερσοτόπια, θα
ήσασταν τώρα νεκρός σε κάνα χαντάκι!»
Κάβεντις, γνώριμο όνομα, Κάβεντις, ποιος είναι αυτός ο
«Κάβεντις»; Πού βρίσκομαι; Προσπαθώ να τη ρωτήσω, μα
μόνο να σκούξω μπορώ, σαν τον Πίτερ Ράμπιτ που τον πετάνε
από το καμπαναριό του καθεδρικού του Σόλσμπερι. Μ’
αγκαλιάζει η σκοτεινιά. Δόξα τω Θεώ.

Ένας αριθμός έξι. 6 Νοεμβρίου. Έχω ξαναξυπνήσει εδώ. Η


εικόνα μιας αγροικίας με αχυροσκεπή. Κείμενο στα
κορνουαλικά ή στα δρυϊ­δικά. Δεν έχω πια σωληνάκι στο τσουνί
μου. Κάτι βρομάει. Τι; Μου σηκώνουν τις γάμπες και μου
σκουπίζουν τον πισινό απότομα με ένα κρύο υγρό πανί.
Περιττώματα, κόπρανα, αηδιαστικά, πολλά, πασαλειμμένα…
κακά. Να κάθισα σε κάνα σωληνάριο με δαύτα; Α. Όχι. Πώς
κατάντησα έτσι; Προσπαθώ ν’ αποδιώξω το πανί, το σώμα μου
όμως μόνο τρέμει. Ένα σκυθρωπό ρομπότ με κοιτάζει στα
μάτια. Παρατημένη ερωμένη; Φοβάμαι ότι σκοπεύει να με
φιλήσει. Υποφέρει από έλλειψη βιταμινών. Θα έπρεπε να τρώει
περισσότερα φρούτα και λαχανικά, η αναπνοή της βρομάει.
Τουλάχιστον όμως έχει τον έλεγχο των κινήσεών της.
Τουλάχιστον μπορεί να πάει τουαλέτα. Ύπνε, ύπνε, ύπνε, έλα,
λευτέρωσέ με.
Μίλησε, μνήμη. Όχι, ούτε κουβέντα. Ο λαιμός μου κουνιέται.
Αλληλούια. Ο Τίμοθι Λάνγκλαντ Κάβεντις μπορεί να ελέγξει
τον λαιμό του και το όνομά του γύρισε σπίτι. 7 Νοεμβρίου.
Θυμάμαι ένα χθες και βλέπω ένα αύριο. Ο χρόνος, ούτε βέλος,
ούτε μπούμερανγκ, μια κονσερτίνα. Έλκη κατακλίσεως. Πόσες
μέρες κείτομαι εδώ; Πάσο. Πόσων χρόνων είναι ο Τιμ
Κάβεντις; Πενήντα; Εβδομήντα; Εκατό; Πώς γίνεται να
ξεχάσεις την ηλικία σου;
«Κύριε Κάβεντις;» Ένα πρόσωπο αναδύεται στη λασπωμένη
επιφάνεια.
«Ούρσουλα;»
Η γυναίκα κοιτάζει. «Ούρσουλα λέγανε τη γυναίκα σας, κύριε
Κάβεντις;» Μην την εμπιστεύεσαι. «Όχι, η κυρία Τζαντ.
Πάθατε εγκεφαλικό, κύριε Κάβεντις. Καταλαβαίνετε; Ένα
τοσοδά εγκεφαλικούλι».
Πότε συνέβη; προσπάθησα να πω. Βγήκε ένα «ότε-έβη».
Μίλησε μαλακά. «Γι’ αυτό έχουν έρθει όλα πάνω κάτω. Μην
ανησυχείτε όμως, ο δρ Άπγουορντ λέει ότι κάνουμε θαυμάσια
πρόοδο. Δεν έχει φριχτό νοσοκομείο για εμάς!» Εγκεφαλικό;
Εγκεφαλισμός; Εγκεφαλικότητα; Η Μάργκο Ρόουκερ έπαθε
εγκεφαλικό. Η Μάργκο Ρόουκερ;
Ποιοι είστε όλοι εσείς; Μνήμη, μωρή παλιομαλακισμένη.

Προσφέρω αυτή την τριπλέτα από βινιέτες προς όφελος των


τυχερών αναγνωστών που οι ψυχές τους δεν έχουν ποτέ γίνει
συντρίμμια από κόκκινα τριχοειδή αγγεία που σπάνε στους
εγκεφάλους τους. Η ανασυναρμολόγηση του Τίμοθι Κάβεντις
ήταν μια τολστοϊκών διαστάσεων επιμέλεια, ακόμα και για τον
άνθρωπο που κάποτε συνέπτυξε την εννιάτομη Ιστορία της
Στοματικής Υγιεινής στη Νήσο του Γουάιτ σε επτακόσιες σελιδούλες.
Οι αναμνήσεις δεν ταίριαζαν, ή ταίριαζαν αλλά ξεκόλλαγαν
μεταξύ τους. Ακόμα κι έπειτα από μήνες, πώς να ξέρω αν
κάποιο μεγάλο μερίδιο του εαυτού μου παρέμεινε χαμένο;
Το εγκεφαλικό μου ήταν σχετικά ελαφρύ, όντως, ο μήνας
όμως που ακολούθησε ήταν ο πιο εξευτελιστικός της ζωής μου.
Μιλούσα σαν σπαστικό. Τα χέρια μου ήταν νεκρά. Δεν
μπορούσα να σκουπίσω τον πισινό μου. Το μυαλό μου
σερνόταν στην ομίχλη, όμως είχα επίγνωση της ανοησίας μου,
και ντρεπόμουν. Δεν έβρισκα το κουράγιο να ρωτήσω τον
γιατρό ή τη νοσοκόμα Νόουκς ή την κυρία Τζαντ, «Ποια
είσαι;», « Έχουμε ξαναγνωριστεί;», «Πού θα πάω όταν φύγω
αποδώ;». Όλο ζητούσα την κυρία Λάθαμ.
Μπάστα! Ένας Κάβεντις μπορεί να πέφτει αλλά ποτέ δεν
εγκαταλείπει. Όταν γίνουν ταινία Τα φριχτά βάσανα του Τίμοθι
Κάβεντις, σε συμβουλεύω, αγαπητέ μου Σκηνοθέτα, που σε
βλέπω σαν έναν ευθύ Σουη­δό με ζιβάγκο ονόματι Λαρς, να
αποδώσεις αυτόν τον Νοέμβριο με ένα μοντάζ «μποξέρ που
προπονείται για τον μεγάλο αγώνα». Ο Σθεναρός Κάβεντις
υπομένει τις ενέσεις του χωρίς κιχ. Ο Περίεργος Κάβεντις
ξανανακαλύπτει τη γλώσσα. Ο Ανήμερος Κάβεντις
εξημερώνεται εκ νέου από τον δρα Άπγουορντ και τη νοσοκόμα
Νόουκς. Ο Τζον Γουέιν Κάβεντις με ένα πι (πέρασα σε ένα
μπαστούνι, το οποίο χρησιμοποιώ ακόμη. Η Βερόνικα είπε ότι
μου δίνει μια αύρα Λόιντ Τζορζ). Ο Κάβεντις αλά Καρλ
Σέιγκαν, κλεισμένος σε έναν πάππο. Όσο ο Κάβεντις ήταν
ναρκωμένος από την αμνησία, μπορούσες να πεις ότι ήταν
αρκετά ικανοποιημένος.
Έπειτα, Λαρς, ν’ αγγίξεις μια χορδή δυσοίωνη.
Οι ειδήσεις στις έξι η ώρα την πρώτη μέρα του Δεκεμβρίου
(ημερολόγια αντίστροφης μέτρησης μέχρι τα Χριστούγεννα
είχαν κάνει την εμφάνισή τους) είχαν μόλις αρχίσει. Είχα φάει
μόνος μου πουρέ μπανάνα με γάλα εβαπορέ χωρίς να λερώσω
τη σαλιάρα μου. Πέρασε η νοσοκόμα Νόουκς και οι
συντρόφιμοί μου βουβάθηκαν, σαν τα κελαηδοπούλια στον
ίσκιο του γερακιού.
Αναπάντεχα, η ζώνη αγνότητας της μνήμης μου ξεκλείδωσε
και βγήκε.
Ευχόμουν να μην είχε. Οι «φίλοι» μου στο Ορόρα Χάους ήταν
άξεστοι ξεμωραμένοι που έκλεβαν στο Σκραμπλ με
συνταρακτική ανικανότητα και μου φέρονταν καλά μόνο και
μόνο επειδή στο Βασίλειο των Ετοιμοθάνατων ο πλέον
Εξασθενημένος είναι η κοινή Γραμμή Μαζινό ενάντια στον
Ακυρίευτο Φίρερ. Με είχε φυλακίσει έναν ολόκληρο μήνα ο
εκδικητικός αδελφός μου, οπότε ξεκάθαρα δεν βρισκόταν σε
εξέλιξη ανθρωποκυνηγητό σ’ όλη την επικράτεια. Έπρεπε να
επιφέρω την ίδια μου τη διαφυγή, πώς όμως να ξεφύγω από
εκείνον τον μεταλλαγμένο φύλακα, τον Γουίδερς, όταν μια
τρεχάλα πενήντα μέτρων έπαιρνε ένα τέταρτο της ώρας; Πώς
να ξεγελάσω τη Νόουκς από τη Μαύρη Λίμνη ενώ δεν
μπορούσα να θυμηθώ ούτε τον ταχυδρομικό μου κώδικα;
Ω, τι φρίκη, τι φρίκη. Ο πουρές μπανάνα μού έκατσε στον
λαιμό.

Με τις αισθήσεις μου ξανά στον θρόνο τους, παρακολουθούσα


τα δεκεμβριάτικα τελετουργικά του ανθρώπου, της φύσης και
του θηρίου. Η λιμνούλα πάγωσε την πρώτη εβδομάδα του
Δεκεμβρίου και αηδιασμένες πάπιες έκαναν πατινάζ. Το Ορόρα
Χάους πάγωνε το πρωί και έβραζε το βράδυ. Η άφυλη
φροντίστρια, που την έλεγαν Ντίρντρα, προβλέψιμα, κρέμασε
γιρλάντες απ’ τα φωτιστικά και δεν κατάφερε να πάθει
ηλεκτροπληξία. Εμφανίστηκε ένα πλαστικό έλατο σε έναν
κουβά τυλιγμένο με χαρτί κρεπ. Η Γκουέντολιν Μπέντινκς
οργάνωσε συλλογική δημιουργία γιρλάντων, όπου συνέρρεαν οι
Απέθαντοι, με αμφότερες τις πλευρές να μην αντιλαμβάνονται
την ειρωνεία της εικόνας. Οι Απέθαντοι ζητούσαν να ανοίξουν
τα παραθυράκια του ημερολογίου αντίστροφης μέτρησης,
προνόμιο που παραχωρεί η Μπέντινκς σαν τη Βασίλισσα όταν
μοιράζει τα νομίσματα τη Μεγάλη Πέμπτη: «Η κυρία Μπίρκιν
βρήκε έναν πονηρό χιονάνθρωπο, φίλοι, δεν είναι υπέροχο;»
Είχαν, μαζί με τον Γουόρλοκ-Γουίλιαμς, εξειδικευτεί να είναι
τσοπανόσκυλα της νοσοκόμας Νόουκς για να επιβιώνουν.
Σκεφτόμουν το Αυτοί που βούλιαξαν κι αυτοί που σώθηκαν του Πρίμο
Λέβι.
O δρ Άπγουορντ ήταν ένας από αυτούς τους τύπους που η
μαλακισμένη αλαζονεία τους είναι άξια για Όσκαρ, τους
οποίους βρίσκεις στη διοίκηση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τη
νομική ή την ιατρική. Ερχόταν στο Ορόρα Χάους δις
εβδομαδιαίως και για το ότι, στην ηλικία των πενήντα πέντε
περίπου, η καριέρα του δεν ανταποκρινόταν στο πεπρωμένο
που προέβλεπε το όνομά του66 φταίγαμε εμείς, τα
ρημαδιασμένα εμπόδια στον δρόμο κάθε Απεσταλμένου της
Θεραπείας, οι άρρωστοι. Τον απέρριψα ως πιθανό σύμμαχο με το
που τον πήρε το μάτι μου. Ούτε επρόκειτο οι
ημιαπασχολούμενοι ποπουδοκαθαριστήρες,
λουτροσφουγγιστές και λιγδομάγειρες να διακινδυνεύσουν τις
υψηλές τους θέσεις στην κοινωνία βοηθώντας έναν απ’ τους
προστατευόμενούς τους να δραπετεύσει.
Όχι, ήμουν για τα καλά εγκλωβισμένος στο Ορόρα Χάους.
Ρολόι δίχως δείκτες. Η «Ελευθερία!» είναι το βλακώδες
τζινγκλάκι του πολιτισμού μας, όμως μόνο όσοι τη στερούνται
έχουν την παραμικρή υπόνοια σχετικά με το τι είναι στ’
αλήθεια αυτό το πράγμα.
Λίγες μέρες πριν από τα γενέθλια του Μεσσία μας, ήρθαν να
μας πουν τα κάλαντα ένα λεωφορειάκι κακομαθημένα από
ιδιωτικό σχολείο. Οι Απέθαντοι τραγουδούσαν κι αυτοί αλλά με
λάθος στίχους κι επιθανάτιους ρόγχους κι η φασαρία μού
έσπασε τα νεύρα, ούτε στ’ αστεία δεν μπορούσα να το πάρω.
Γυρνούσα κουτσαίνοντας στο Ορόρα Χάους σε αναζήτηση του
χαμένου σφρίγους μου, και κάθε τριάντα λεπτά ήθελα
τουαλέτα. (Τα όργανα της Αφροδίτης είναι γνωστά σε όλους,
όμως, Αδελφοί, το Όργανο του Κρόνου είναι η Κύστη.)
Κουκουλωμένες αμφιβολίες με είχαν πάρει στο κατόπι. Γιατί
πλήρωνε τα τελευταία πολύτιμα καπίκια του ο Ντένχολμ στους
δεσμοφύλακές μου για να μου φέρονται λες και είμαι μωρό;
Να είχε η Τζορτζέτ, στην ακράτεια των γεραμάτων της, πει
στον αδελφό μου για τη σύντομη εκτροπή μας από τη Λεωφόρο
της Πίστεως πριν από τόσα χρόνια; Να ήταν αυτή η παγίδα η
εκδίκηση ενός κερατά;

Η Μητέρα έλεγε ότι η απόδραση πάντα απέχει όσο το


πλησιέστερο βιβλίο. Ε, λοιπόν, μαμάκα, όχι, δεν είναι έτσι. Οι
πολυαγαπημένες σου μεγαλογράμματες67 σάγκες με τα αλώνια,
τα σαλόνια και τον σπαραγμό δεν σε έκρυβαν από τις δυστυχίες
που έριχνε καταπάνω σου η ζωή σαν μηχανή που εκτοξεύει
μπαλάκια του τένις, έτσι; Όμως, ναι, μαμά, από την άλλη, ένα
δίκιο το έχεις. Τα βιβλία δεν προσφέρουν πραγματική
απόδραση αλλά μπορούν να σταματήσουν το μυαλό απ’ το να
τρελαθεί. Ο Θεός το ξέρει, παπάρια είχα να κάνω στο Ορόρα
Χάους πέρα απ’ το να διαβάζω. Τη μέρα μετά τη θαυματουργή
ανάρρωσή μου έπιασα το Ημιζωές και, μα τον Θεό, άρχισα να
αναρωτιέμαι μήπως η Χίλαρι Β. Χας είχε τελικά γράψει ένα
θρίλερ άξιο έκδοσης. Φαντάστηκα το Πρώτο μυστήριο της Λουίζα
Ρέι σε κομψά μαύρα και χάλκινα να πουλιέται στα ταμεία των
Tesco· έπειτα ένα Δεύτερο μυστήριο, έπειτα το Τρίτο. Η Βασίλισσα
Γκουέν(τολιν Μπέντινκς) αντάλλαξε ένα μολύβι 2Β με μια
χλιαρή κολακεία (είναι τόσο εύπλαστοι οι ιεραπόστολοι αν τους
κοροϊδέψεις ότι είσαι δυνητικός προσήλυτος) και ξεκίνησα να
επιμελούμαι το κείμενο απ’ την κορφή ως τα νύχια. Ένα δυο
πράγματα θα πρέπει να φύγουν: η νύξη ότι η Λουίζα Ρέι είναι
εκείνος ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ μετενσαρκωμένος, για
παράδειγμα. Παραείναι χίπικο, μαστούρικο, new age. (Κι εγώ
έχω εκ γενετής σημάδι, κάτω από την αριστερή μασχάλη μου,
καμία ερωμένη μου όμως δεν το συνέκρινε με κομήτη. Η
Τζορτζέτ του έδωσε το παρατσούκλι η Κουράδα του Τίμπο.) Σε
γενικές γραμμές ωστόσο, κατέληξα ότι το θρίλερ νεαρή-
δημοσιογράφος-εναντίον-εταιρικής-διαφθοράς είχε
προοπτικές. (Το Φάντασμα του σερ Φίλιξ Φιντς κλαίγεται, «Μα
έχει ξαναγίνει εκατό φορές! – θαρρείς και θα μπορούσε να
υπάρξει κάτι που να μην έχει ξαναγίνει εκατό χιλιάδες φορές από
τον καιρό του Αριστοφάνη μέχρι τον καιρό του Άντριου Λόιντ
Βέμπερ! Θαρρείς και η Τέχνη είναι το Τι, και όχι το Πώς!)
Η επιμέλειά μου στο Ημιζωές βρέθηκε μπροστά σε ένα φυσικό
εμπόδιο όταν η Λουίζα Ρέι έπεσε από μια γέφυρα και το
αναθεματισμένο το χειρόγραφο ξέμεινε από σελίδες.
Μαλλιοτραβιόμουν και κοπανιόμουν. Υπήρχε καν δεύτερο
μέρος; Να ήταν χωμένο σε κάνα κουτί παπουτσιών στο
διαμέρισμα της Χίλαρι Β. στο Μανχάταν; Να κειτόταν ακόμη
στη δημιουργική της μήτρα; Για εικοστή φορά έψαξα στις
μυστικές κόγχες του χαρτοφύλακά μου να βρω τη συνοδευτική
επιστολή της, όμως την είχα αφήσει στο γραφείο μου στο
Χέιμαρκετ.
Οι υπόλοιπες λογοτεχνικές επιλογές ήταν ελάχιστες. Ο
Γουόρλοκ-Γουίλιαμς μου είπε ότι κάποτε το Ορόρα Χάους
διέθετε μια μικρή βιβλιοθήκη που τώρα είχε μπει στη
ναφθαλίνη. («Το όλο θέμα συνοψίζεται στο ότι το χαζοκούτι
είναι πολύ πιο Αληθινό για τους συνηθισμένους ανθρώπους».)
Για να εντοπίσω αυτή τη «βιβλιοθήκη» χρειαζόμουν κράνος
ανθρακωρύχου και αναθεματισμένη αξίνα. Βρισκόταν στο
βάθος ενός αδιεξόδου φραγμένου από στοίβες αναμνηστικές
πλάκες από τον Μεγάλο Πόλεμο με επιγραφή «Για να μην
ξεχάσουμε». Η σκόνη ήταν παχιά και ευδιάκριτη και
ομοιόμορφη. Ένα ράφι παλιά τεύχη ενός περιοδικού με όνομα
This England, μια ντουζίνα γουέστερν του Ζέιν Γκρέι
(μεγαλογράμματες εκδόσεις), ένα βιβλίο μαγειρικής με τίτλο
Εγώ δεν θέλω κρέας, παρακαλώ! Απέμενε, έτσι, το Ουδέν νεώτερον
από το δυτικό μέτωπο (στις σελίδες του οποίου ένα δημιουργικό
σχολεια­ρόπαιδο είχε καιρό πριν ζωγραφίσει καρέ με ένα
ανθρωπάκι που μαλακιζόταν με την ίδια του τη μύτη – πού να
’ναι τώρα;) και το Τα τζάγκουαρ των αιθέρων, ένα παραμύθι
συνηθισμένων πιλότων ελικοπτέρου από τον «Σημαντικότερο
Συγγραφέα Στρατιωτικού Σασπένς στην Αμερική» (τυχαίνει
όμως να ξέρω ότι γράφτηκε στην πραγματικότητα από αφανή
συγγραφέα στο «κέντρο επιχειρήσεών» του – δεν θα πω
ονόματα από φόβο νομικών αντίποινων), και, ειλικρινά, κατά
τα άλλα ένα τίποτα με μπόλικο καθόλου.
Τα πήρα όλα. Για τον λιμασμένο, οι πατατόφλουδες είναι
υψηλή κουζίνα.

Έρνι Μπλάκσμιθ και Βερόνικα Κοστέλο, περάστε, ήρθε η ώρα


σας. Ο Έρνι κι εγώ είχαμε τις στιγμές μας, αν όμως δεν ήταν
αυτοί οι σύντροφοι αντιφρονούντες, η νοσοκόμα Νόουκς θα με
είχε τιγκάρει στα φάρμακα σήμερα. Ένα συννεφιασμένο
απόγευμα που οι Απέθαντοι έκαναν πρόβα για τον Μεγάλο
Ύπνο, το προσωπικό ήταν σε σύσκεψη και ο μόνος ήχος που
τάραζε τον λήθαργο του Ορόρα Χάους ήταν ένας τηλεοπτικός
αγώνας κατς μεταξύ του Χοντρού Λόρδου και του Ελεγκτή,
παρατήρησα ότι, παραδόξως, ένα απρόσεκτο χέρι είχε αφήσει
την είσοδο μισάνοιχτη. Γλίστρησα έξω αναγνωριστικά,
οπλισμένος με μια ψευτιά περί ζαλάδας και καθαρού αέρα. Το
κρύο μού τσουρούφλισε τα χείλη και τρεμούλιαζα! Στην
ανάρρωσή μου είχα χάσει υποδόριο λίπος· από οιονεί Φάλσταφ
είχα συρρικνωθεί και είχα γίνει Ιωάν­νης της Γάνδης.68 Ήταν η
πρώτη μου εξόρμηση από τη μέρα του εγκεφαλικού μου, έξι
επτά εβδομάδες νωρίτερα. Έκανα έναν γύρο στα ενδότερα του
κτήματος και βρήκα τα ερείπια ενός παλιού κτιρίου, έπειτα
διέσχισα με δυσκολία κάτι απεριποίητα θάμνα για να πάω στον
περιμετρικό τούβλινο τοίχο και να ψάξω για τρύπες ή
ανοίγματα. Στρατιώτης των ειδικών δυνάμεων θα μπορούσε να
τον σκαρφαλώσει με ένα νάιλον σχοινί, μα όχι ασθενής
εγκεφαλικού με μπαστούνι. Λοφίσκοι από ξερά φύλλα
σχηματίζονταν και διαβρώνονταν από τον άνεμο καθώς
περνούσα. Έφτασα στις θαυμάσιες σιδερένιες πύλες, που
ανοιγόκλειναν με ένα φανταχτερό ηλεκτρονικό μπλιμπλίκι με
πεπιεσμένο αέρα. Ανάθεμα την τύχη μου, είχαν μέχρι και
κάμερα παρακολούθησης και ένα μαραφέτι για αμφίδρομη
τηλεφωνική επικοινωνία! Φαντάστηκα τη νοσοκόμα Νόουκς να
κοκορεύεται στα παιδιά (παραλίγο να γράψω «στους γονείς»)
υποψήφιων τροφίμων ότι κοιμούνταν ασφαλείς και σίγουροι
χάρη σε αυτό το υπερσύγχρονο σύστημα παρακολούθησης, το
οποίο φυσικά σήμαινε: «Αν μας πληρώνετε εγκαίρως, δεν θα
ακούτε ούτε κιχ». Η θέα δεν ήταν καλός οιωνός. Στα νότια
βρισκόταν το Χαλ, μισής μέρας πεζοπορία απόσταση για ένα
ρωμαλέο παλικάρι σε παράδρομους περιστοιχισμένους από
κολόνες τηλεφώνου. Μόνο χαμένοι παραθεριστές θα έπεφταν
ποτέ πάνω στις πύλες του ινστιτούτου. Ανηφορίζοντας ξανά το
δρομάκι, άκουσα λάστιχα να στριγκλίζουν και έξαλλο
κορνάρισμα από ένα κόκκινο Range Rover. Έκανα στην άκρη.
Ο οδηγός ήταν ένας ξεροκέφαλος τύπος ντυμένος με ένα από
αυτά τα ασημωπά άνορακ που προτιμούν όσοι ταξιδεύουν τον
κόσμο για φιλανθρωπικό τάχα σκοπό. Το Range Rover
σταμάτησε στριγκλίζοντας στα χαλίκια μπροστά στα σκαλιά της
εισόδου και ο οδηγός ανέβηκε μάγκικα στη ρεσεψιόν σαν
ιπτάμενος άσος69 από τα Τζάγκουαρ των αιθέρων. Eπιστρέφοντας
στην κύρια είσοδο, πέρασα από το λεβητοστάσιο. Ξεπρόβαλε
το κεφάλι του Έρνι Μπλάκσμιθ: « Ένα δράμι γερό ποτό, κύριε
Κάβεντις;»
Δεν χρειαζόταν να μου το πει δεύτερη φορά. Το λεβητοστάσιο
μύριζε λίπασμα αλλά το ζέσταινε o παλιός λέβητας κάρβουνου.
Πάνω σ’ ένα σακί με κάρβουνα κούρνιαζε κι έβγαζε ήχους
ευχαριστημένου μωρού ένας παλιός τρόφιμος που ήταν η
μασκότ του ιδρύματος, ο κύριος Μικς. Ο Έρνι Μπλάκσμιθ
ήταν από αυτούς τους ήσυχους άντρες που προσέχεις με τη
δεύτερη ματιά. Αυτός ο παρατηρητικός Σκοτσέζος σχετιζόταν
με μια κυρία ονόματι Βερόνικα Κοστέλο που κάποτε είχε το
ωραιότερο καπελάδικο, έτσι λεγόταν, στην ιστορία του
Εδιμβούργου. Η διαγωγή του ζεύγους θύμιζε ενοίκους άθλιου
τσεχοφικού ξενοδοχείου. Ο Έρνι και η Βερόνικα σέβονταν την
επιθυμία μου να είμαι ένας δύστυχος μαλάκας κι εγώ τους
σεβόμουν γι’ αυτό. Τώρα έβγαλε ένα μπουκάλι ιρλανδέζικο
μαλτ από έναν κουβά με κάρβουνα. «Αν νομίζεις πως θα βγεις
αποδώ χωρίς ελικόπτερο είσαι χαζός».
Δεν υπήρχε λόγος να καρφωθώ. «Εγώ;»
Η μπλόφα μου έγινε κομμάτια στον Βράχο του Έρνι.
«Κάθισε» μου είπε, βλοσυρά και με νόημα.
Έκανα ό,τι μου είπε. «Ωραία είναι εδώ».
« Ήμουν πιστοποιημένος μάστορας, μια φορά κι έναν καιρό.
Κάνω συντήρηση του μηχανισμού δωρεάν, οπότε η διεύθυνση
κάνει τα στραβά μάτια στα ένα δυο πραγματάκια που μου
επιτρέπω». Ο Έρνι έβαλε δυο γενναιόδωρες δόσεις σε πλαστικά
ποτήρια. «Άσπρο πάτο».
Βροχή στην κοιλάδα του Σερενγκέτι! Οι κάκτοι άνθιζαν, τα
τσιτάχ έτρεχαν! «Πού το βρήκες;»
«Ο καρβουνιάρης είναι σώφρων άνθρωπος. Σοβαρά τώρα,
πρέπει να προσέχεις. O Γουίδερς βγαίνει στην πύλη για το
απογευματινό ταχυδρομείο στις τέσσερις παρά τέταρτο κάθε
μέρα. Δεν θέλεις να σε κάνει τσακωτό ενώ σχεδιάζεις την
απόδρασή σου».
«Ακούγεσαι καλά πληροφορημένος».
« Έχω κάνει και κλειδαράς, μετά τον στρατό. Έρχεσαι σε
επαφή με ημιπαρανόμους όταν ασχολείσαι με την ασφάλεια.
Θηροφύλακες, λαθροθήρες, τα πάντα όλα. Όχι πως έκανα
καμιά παρανομία εγώ ο ίδιος, υπόψη, εγώ ήμουν σπαθί.
Έμαθα όμως ότι γεμάτα τρία τέταρτα των αποδράσεων από τις
φυλακές αποτυγχάνουν παταγωδώς, επειδή ξοδεύουν όλη τη
φαιά ουσία» –έδωσε ένα χτυπηματάκι στον κρόταφό του– «στην
ίδια την απόδραση. Οι ερασιτέχνες σκέφτονται τη στρατηγική,
οι επαγγελματίες σκέφτονται τα υλικοτεχνικά. Αυτή τη
φανταχτερή ηλεκτρική κλειδαριά στην πύλη, για παράδειγμα,
άμα το έβαζα με τον νου μου την ξεμοντάριζα και με κλειστά
μάτια, αλλά με το όχημα από την άλλη μεριά τι γίνεται; Με τα
λεφτά; Με τα κρησφύγετα; Βλέπεις, χωρίς υλικοτεχνική
υποστήριξη, πού καταλήγεις; Καταλήγεις να πας καλιά σου,
εκεί καταλήγεις, και μέσα σε πέντε λεπτά σ’ έχει τσακώσει ο
Γουίδερς στο φορτηγάκι του».
Ο κύριος Μικς μόρφασε με τα νανίσια χαρακτηριστικά του
και έβγαλε τα μόνα συνεκτικά λόγια που θυμόταν: «Ξέρω!
Ξέρω!»
Προτού προλάβω να διακρίνω αν ο Έρνι Μπλάκσμιθ με
προειδοποιούσε ή με ψάρευε, μπήκε από την εσωτερική πόρτα
η Βερόνικα, φορώντας ένα καπέλο σε κόκκινο τόσο φλογερό
που θα έλιωνε και πάγο. Ίσα που συγκρατήθηκα και δεν
υποκλίθηκα. «Χαίρετε, κυρία Κοστέλο».
«Κύριε Κάβεντις, τι χαρά. Περιπλανιέστε έξω με τέτοιο
τσουχτερό κρύο;»
«Κάνει έρευνα» απάντησε ο Έρνι, «για λογαριασμό της
μονομελούς επιτροπής απόδρασής του».
«Α, άπαξ και μυηθήκατε στους Ηλικιωμένους, ο κόσμος δεν
σας ξαναθέλει». Η Βερόνικα βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα
ρατάν και ίσιω­σε το καπέλο της τόσο όσο. «Διαπράττουμε –και
με τον πληθυντικό εννοώ όποιον έχει περάσει τα εξήντα– δύο
αδικήματα και μόνο που υπάρχουμε. Το ένα είναι η Έλλειψη
Ταχύτητας. Οδηγούμε πολύ αργά, περπατάμε πολύ αργά,
μιλάμε πολύ αργά. Ο κόσμος συναλλάσσεται με κάθε λογής
δικτάτορες, διεστραμμένους και ναρκοβαρόνους, αλλά το να
τον καθυστερήσεις δεν το ανέχεται με τίποτα. Το δεύτερο
αδίκημά μας είναι ότι αποτελούμε το memento mori του
Καθενός. Μόνο όταν είμαστε κρυμμένοι μπορεί ο κόσμος να
βολευτεί στην απάθεια της άρνησής του».
«Οι γονείς της Βερόνικα εξέτισαν ισόβια στην ιντελιγκέντσια»
σχολίασε ο Έρνι με μια στάλα υπερηφάνειας.
Εκείνη χαμογέλασε τρυφερά. «Δείτε μονάχα τους ανθρώπους
που έρχονται εδώ στο επισκεπτήριο! Θέλουν θεραπεία για το
σοκ. Για ποιον άλλο λόγο θα ξεστόμιζαν όλες αυτές τις τρίχες
του στιλ “Είσαι όσο γέρος αισθάνεσαι”; Αλήθεια τώρα, ποιον
νομίζουν πως θα κοροϊ­δέψουν; Όχι εμάς – τον εαυτό τους!»
Ο Έρνι κατέληξε: «Εμείς οι ηλικιωμένοι είμαστε οι σύγχρονοι
λεπροί. Αυτή είναι η ουσία».
Διαφώνησα: «Εγώ απόκληρος δεν είμαι! Έχω δικό μου
εκδοτικό οίκο και πρέπει να ξαναγυρίσω στη δουλειά, και δεν
περιμένω να με πιστέψετε, αλλά είμαι στ’ αλήθεια έγκλειστος εδώ
παρά τη θέλησή μου!»
Ο Έρνι και η Βερόνικα αντάλλαξαν μια ματιά στη μυστική
τους γλώσσα.
«Είσαι εκδότης; Ή μήπως ήσουν, κύριε Κάβεντις;»
«Είμαι. Έχω γραφείο στο Χέιμαρκετ».
«Τότε τι» απόρησε λογικά ο Έρνι «κάνεις εδώ;».
Λοιπόν, αυτή ήταν η απορία. Αφηγήθηκα την απίθανη
ιστορία μου ως τώρα. Ο Έρνι κι η Βερόνικα άκουγαν όπως
ακούνε οι σώφρονες, προσηλωμένοι ενήλικες. Ο κύριος Μικς
αποκοιμήθηκε. Έφτασα μέχρι το εγκεφαλικό μου, οπότε με
διέκοψαν φωνές απέξω. Υπέθετα ότι ήταν κάποιος Απέθαντος
που τον έπιανε κρίση, όμως μια ματιά από τη χαραμάδα έδειξε
τον οδηγό του κόκκινου Range Rover να φωνάζει στο κινητό
του τηλέφωνο. «Γιατί να μπω στον κόπο;» Το πρόσωπό του
συσπάστηκε απ’ την αγανάκτηση. «Αυτή πετάει στα σύννεφα!
Νομίζει ότι έχουμε 1966!… Όχι, δεν το παίζει. Εσύ δηλαδή θα
κατουριόσουν πάνω σου για χαβαλέ; Όχι, δεν μ’ αναγνώρισε.
Νόμιζε ότι ήμουν ο πρώτος της σύζυγος. Είπε ότι δεν είχε
γιους… Μου λες για οιδιπόδεια… Ναι, το ξαναπεριέγραψα.
Τρεις φορές. Με λεπτομέρειες, ναι. Έλα και προσπάθησε εσύ
αν νομίζεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα… Ε, ούτε
και για μένα νοιάστηκε ποτέ. Φέρε άρωμα, όμως… Όχι, για
σένα. Βρομάει… Τι άλλο να βρόμαγε; Φυσικά και την πλένουν,
μα πού να προλάβουν, αφού… συνέχεια της φεύγουν».
Ανέβηκε στο Range Rover του και κατέβηκε με θόρυβο το
δρομάκι. Μου πέρασε από το μυαλό να τρέξω ξοπίσω του και
να ξεγλιστρήσω απ’ την πύλη πριν κλείσει, έπειτα όμως μου
θύμισα την ηλικία μου. Εξάλλου, η κάμερα παρακολούθησης
θα με έπιανε κι ο Γουίδερς θα με μάζευε πριν προλάβω να
σταματήσω κάποιο περαστικό αυτοκίνητο.
«Ο γιος της κυρίας Χότσκις» είπε η Βερόνικα. « Ήταν
καλόψυχη, ο γιος της όμως, α, όχι. Δεν αποκτάς τα μισά
φαστφουντάδικα στο Λιντς και το Σέφιλντ με την καλοσύνη.
Δεν θα τους έλεγες και φτωχή οικογένεια».
Ένας μίνι Ντένχολμ. «Τι να πω, τουλάχιστον έρχεται και τη
βλέπει».
«Και να γιατί». Μια γοητευτική, πονηρή λάμψη φώτισε τη
γηραιά κυρία. «Όταν πήρε μυρωδιά η κυρία Χότσκις το σχέδιό
του να τη στείλει στο Ορόρα Χάους, παράχωσε όλα τα πετράδια
της οικογένειας σ’ ένα κουτί παπουτσιών και το έθαψε. Τώρα
δεν θυμάται πού, ή θυμάται αλλά δεν λέει».
Ο Έρνι μοίρασε τις τελευταίες σταγόνες του μαλτ. «Αν κάτι με
βγάζει απ’ τα ρούχα μου με δαύτον, είναι που αφήνει τα
κλειδιά του στη μίζα. Κάθε φορά. Έξω στον αληθινό κόσμο δεν
θα το έκανε αυτό με τίποτα. Εμείς όμως είμαστε τόσο
γερασμένοι, τόσο ακίνδυνοι, που δεν χρειάζεται καν να
προσέχει όταν έρχεται».
Θεώρησα ότι θα ήταν απρέπεια να ρωτήσω τον Έρνι πώς και
είχε προσέξει τέτοιο πράγμα. Δεν είχε πει μια λέξη παραπάνω
στη ζωή του.

Πήγαινα στο λεβητοστάσιο σε καθημερινή βάση. H προμήθεια


του ουίσκι ήταν απρόβλεπτη, η συντροφιά όμως όχι και τόσο.
Ο ρόλος του κυρίου Μικς ήταν αυτός ένας μαύρου λαμπραντόρ
σε έναν μακρόβιο γάμο, αφού έχουν φύγει απ’ το σπίτι τα
παιδιά. Ο Έρνι πετούσε σκωπτικές παρατηρήσεις για τον βίο
και την πολιτεία του και για τη λαογραφία του Ορόρα Χάους, η
de facto σύζυγός του όμως μπορούσε να συζητήσει σχεδόν επί
παντός επιστητού. H Βερόνικα είχε μια τεράστια συλλογή από
αυτόγραφα όχι ακριβώς αστέρων. Ήταν αρκετά διαβασμένη
ώστε να εκτιμά το λογοτεχνικό μου πνεύμα, όχι όμως τόσο
διαβασμένη ώστε να ξέρει τις πηγές μου. Μου αρέσει αυτό στις
γυναίκες. Μπορούσα να της πω πράγματα όπως «Η πιο
σημαντική διαφορά της ευτυχίας από τη χαρά είναι ότι η
ευτυχία είναι στερεό, ενώ η χαρά υγρό», και, ασφαλής μέσα
στην άγνοιά της για τον Γ. Ντ. Σάλιντζερ, ένιωθα
πνευματώδης, γοητευτικός και, ναι, έως και νέος. Ένιωθα τον
Έρνι να με παρακολουθεί όσο έκανα φιγούρα, όμως
σκεφτόμουν, τι στα κομμάτια; Το φλερτ δεν απαγορεύεται.
Η Βερόνικα και ο Έρνι ήταν γερά σκαριά. Με προειδοποίησαν
για τους κινδύνους του Ορόρα Χάους: πώς η μπόχα των ούρων
και του απολυμαντικού, το Ανακάτεμα των Απέθαντων, η
κακεντρέχεια της Νόουκς, η τροφοδοσία αναπροσδιορίζουν
την έννοια του «κανονικού». Άπαξ και γίνει αποδεκτή η όποια
τυραννία ως κανονική, σύμφωνα με τη Βερόνικα, η νίκη της
είναι εξασφαλισμένη.
Χάρη σε αυτή, το πάλεψα περισσότερο, που να πάρει. Έκοψα
τις τρίχες στη μύτη μου και δανείστηκα βερνίκι παπουτσιών
από τον Έρνι. «Να γυαλίζεις τα παπούτσια σου κάθε βράδυ»
έλεγε ο γέρος μου, «και δεν έχεις να ζηλέψεις κανέναν». Τώρα
που τα θυμάμαι, καταλαβαίνω ότι ο Έρνι ανεχόταν το
μοστράρισμά μου επειδή ήξερε ότι η Βερόνικα απλώς πήγαινε
με τα νερά μου. Ο Έρνι δεν είχε διαβάσει ούτε ένα
μυθοπλαστικό έργο στη ζωή του –«Εγώ ήμουν του ραδιοφώνου
μια ζωή»– αλλά κάθε φορά που τον έβλεπα να ξαναζωντανεύει
τον βικτοριανό λέβητα, ένιωθα ρηχός. Ισχύει πως το να δια­-
βάζεις πάρα πολλά μυθιστορήματα σε τυφλώνει.

Το πρώτο σχέδιο απόδρασης το κατέστρωσα μονάχος, κι ήταν


τόσο απλό που καλά καλά δεν του αξίζει να λέγεται έτσι.
Απαιτούσε θέληση και μια στάλα τσαγανό, όχι όμως κι
εξυπνάδα. Ένα νυχτερινό τηλεφώνημα από τη συσκευή στο
γραφείο της νοσοκόμας Νόουκς στον τηλεφωνητή των
Εκδόσεων Κάβεντις. Ένα SOS για την κυρία Λάθαμ, της οποίας
o μαντραχαλάς ο ανιψιός οδηγεί ένα φοβερό Ford Capri.
Έρχονται στο Ορόρα Χάους· έπειτα από απειλές και
διαμαρτυρίες ανεβαίνω στ’ αμάξι· o ανεψιός βάζει μπροστά.
Αυτό όλο κι όλο. Τη νύχτα της 15ης Δεκεμβρίου (νομίζω)
ξύπνησα αχάραγα, έβαλα τη ρόμπα μου και βγήκα στον
μισοσκότεινο διάδρομο. (Άφηναν την πόρτα μου ξεκλείδωτη
απ’ όταν άρχισα να κάνω την πάπια.) Μόνο ροχαλητά και
υδραυλικά ακούγονταν. Σκέφτηκα τη Λουίζα Ρέι της Χίλαρι Β.
Χας να τριγυρίζει στο Σουανέκε Β. (Ορίστε τα διπλοεστιακά
μου.) Η ρεσεψιόν φαινόταν άδεια, όμως σύρθηκα κάτω από το
ύψος του γραφείου σαν κομάντο κι έπειτα τα κατάφερα να
ξανασηκωθώ όρθιος – δεν ήταν και λίγο. Στο γραφείο της
Νόουκς το φως ήταν σβηστό. Δοκίμασα το πόμολο και, ναι,
γύρισε. Μπήκα. Το φως που έμπαινε απ’ τη χαραμάδα ίσα που
έφτανε να βλέπω. Σήκωσα το ακουστικό και σχημάτισα τον
αριθμό των Εκδόσεων Κάβεντις. Δεν βγήκε ο τηλεφωνητής
μου.
«Ο αριθμός που καλείτε δεν υπάρχει. Κατεβάστε το
ακουστικό, ελέγξτε τον αριθμό και προσπαθήστε πάλι».
Απελπισία. Φαντάστηκα το χειρότερο, ότι οι Χόγκινς το είχαν
κάψει τόσο άσχημα που ακόμα και τα τηλέφωνα είχαν λιώσει.
Ξαναπροσπάθησα, μάταια. Ο μόνος άλλος αριθμός τηλεφώνου
που μπορούσα να θυμηθώ από όταν έπαθα το εγκεφαλικό ήταν
η επόμενη, και έσχατη, λύση μου. Μετά από πεντέξι
τσιτωμένα κουδουνίσματα η Τζορτζέτ, η νύφη μου, απάντησε
με το ναζιάρικο ύφος που ήξερα, Θεούλη μου, Θεούλη μου,
πώς το ήξερα. «Είναι πολύ περασμένη ώρα, Άστον».
«Τζορτζέτ, εγώ είμαι, ο Τίμπο. Δώσε μου τον Ντένι, σε
παρακαλώ».
«Άστον; Τι έπαθες;»
«Δεν είμαι ο Άστον, Τζορτζέτ! Ο Τίμπο είμαι!»
«Ξαναδώσε μου τον Άστον, τότε!»
«Δεν ξέρω ποιος είναι ο Άστον! Άκου, πρέπει να μου δώσεις
τον Ντένι».
«Ο Ντένι δεν μπορεί τώρα να έρθει στο τηλέφωνο».
Η βίδα της Τζορτζέτ ανέκαθεν ήταν ολίγον τι λάσκα, τώρα
όμως ακουγόταν τελείως τζαζεμένη. «Πιωμένη σε βρίσκω;»
«Μόνο σε ωραίο μπαρ με καλό κελάρι. Δεν τις αντέχω τις
παμπ».
«Όχι, άκουσέ με, ο Τίμπο είμαι, ο κουνιάδος σου! Πρέπει να
μιλήσω με τον Ντένχολμ».
«Ακούγεσαι σαν τον Τίμπο. Τίμπο; Εσύ είσαι;»
«Ναι, Τζορτζέτ, εγώ είμαι, και αν όλο αυτό το κάνεις
επειδή–»
«Πολύ αλλόκοτο εκ μέρους σου που δεν εμφανίστηκες στην
κηδεία του ίδιου σου του αδελφού. Όλη η οικογένεια αυτό
έλεγε».
Έχασα το πάτωμα κάτω απ’ τα πόδια μου. «Ποιος ήρθε;»
«Ξέραμε για τους διάφορους καβγάδες σας, όμως, δηλαδή–»
Έπεσα. «Τζορτζέτ, μόλις είπες ότι ο Ντένι πέθανε. Το
εννοούσες;»
«Φυσικά και το εννοούσα! Νομίζεις ότι τα ’χω χάσει, που να
πάρει;»
«Πες μου πάλι». Έχασα τη φωνή μου. «Πέθανε-ο-Ντένι;»
«Λες να σου κάνω πλάκα με τέτοιο πράγμα;»
Η καρέκλα της νοσοκόμας Νόουκς έτριξε προδοτικά και
βασανιστικά. «Πώς, Τζορτζέτ, για όνομα του Θεού, πώς;»
«Ποιος είσαι; Είναι μαύρα μεσάνυχτα! Με ποιον μιλάω, τέλος
πάντων; Άστον, εσύ είσαι;»
Ο λαιμός μου είχε κλείσει. «Ο Τίμπο».
«Kαι σε ποια παλιοτρύπα έχεις χαθεί;»
«Κοίτα, Τζορτζέτ. Πώς» –λέγοντάς το, το έκανα ακόμα πιο
αληθινό– «έφυγε ο Ντένι;»
«Τάιζε τους ανεκτίμητους κυπρίνους του. Εγώ άλειφα πατέ
πάπιας σε κράκερ για βραδινό. Όταν πήγα να φωνάξω τον
Ντένι, ήταν μπρούμυτα στη λιμνούλα. Μπορεί να ήταν εκεί
καμιά μέρα, δεν ήμουνα η νταντά του, ξέρεις. Ο Ντίξι του είχε
πει να κόψει το αλάτι, στην οικογένειά του έχουν ιστορικό με
τα εγκεφαλικά. Κοίτα, σταμάτα να μονοπωλείς τη γραμμή και
δώσε μου τον Άστον».
«Άκου, ποιος είναι εκεί τώρα; Μαζί σου;»
«Ο Ντένι μόνο».
«Μα ο Ντένι πέθανε!»
«Το ξέρω! Είναι στη λιμνούλα για… ολόκληρες βδομάδες
πλέον. Πώς περιμένεις να τον βγάλω; Άκου, Τίμπο, κάνε ένα
καλό και φέρε μου ένα καλάθι ή κάτι τέτοιο απ’ τα Φόρτναμ και
Μέισονς, εντάξει; Έφαγα όλα τα κράκερ και όλα τα ψίχουλα τα
έφαγαν οι τσίχλες, οπότε τώρα δεν έχω τίποτα να φάω, μόνο
ψαροτροφή και σος Κάμπερλαντ. Ο Άστον έχει να πάρει απ’
όταν δανείστηκε τη συλλογή έργων του Ντένι για να τη δείξει
σ’ εκείνον τον φίλο του τον εκτιμητή, κι αυτό έγινε… πριν από
μέρες, μάλλον βδομάδες. Μας έχουν κόψει το γκάζι και…»
Τα μάτια μου τσουρουφλίστηκαν στο φως.
Ο Γουίδερς γέμισε την είσοδο. «Πάλι εσύ».
Πήρα ανάποδες. «Πέθανε ο αδελφός μου! Πέθανε,
καταλαβαίνεις; Ξερός, στον τόπο! Η νύφη μου είναι θεότρελη
και δεν ξέρει τι να κάνει! Πρόκειται για έκτακτη ανάγκη! Δείξε
μια σταλιά χριστιανοσύνη, ανάθεμά σε, και βοήθησέ με να
τακτοποιήσω αυτό το μαύρο χάλι!»
Αγαπητέ Αναγνώστη, ο Γουίδερς είδε απλώς έναν υστερικό
κρατούμενο που έκανε τηλεφωνικές φάρσες μετά τα
μεσάνυχτα. Έσπρωξε μια καρέκλα από μπροστά του με το
πόδι. Φώναξα στο τηλέφωνο: «Τζορτζέτ, άκουσέ με, είμαι
παγιδευμένος σ’ ένα παλιοτρελοκομείο, ένα κολαστήριο που το
λένε Ορόρα Χάους, στο Χαλ, το ’πιασες; Ορόρα Χάους, στο
Χαλ, και για όνομα του Χριστού, βάλε κάποιον, οποιον­δήποτε,
να ανέβει εδώ και να με σώσει–»
Ένα πελώριο δάχτυλο μου έκλεισε τη γραμμή. Το νύχι του
ήταν λιγδιάρικο και μελανιασμένο.

Η νοσοκόμα Νόουκς βάρεσε το γκονγκ για το πρωινό για να


κηρύξει την έναρξη των εχθροπραξιών. «Φίλοι, θρέψαμε κλέφτη
στον κόρφο μας». Μια βουβαμάρα τύλιξε τους
συγκεντρωμένους Απέθαντους.
Ένα κατάξερο καρύδι κοπάνησε το κουτάλι του. «Οι Άραβες
ξέρουν πολύ καλά τι να τους κάνουν κάτι τέτοιους, νοσοκόμα!
Δεν έχει ελαφροχέρηδες στη Σαουδική Αραβία, ε; Παρασκευή
απόγευμα στο πάρκινγκ του τζαμιού, χρατς! Ε; Ε;»
« Έχουμε έναν σκάρτο ανάμεσά μας». Τ’ ορκίζομαι, ήταν σαν
να είχα ξαναβρεθεί στο Αρρεναγωγείο Γκρέσαμ εξήντα χρόνια
αργότερα. Τα ίδια δημητριακά να αποσυντίθενται στην ίδια
γαβάθα γάλα. «Κάβεντις!» Η φωνή της νοσοκόμας Νόουκς
δονήθηκε σαν σφυρίχτρα. «Σήκω!» Τα κεφάλια εκείνων των
ημιζώντανων νεκροψιών με τα μουχλιασμένα τουίντ και τις
άχρωμες μπλούζες γύρισαν προς το μέρος μου. Αν αντιδρούσα
ως θύμα, θα υπέγραφα ο ίδιος την καταδίκη μου.
Δύσκολο να με νοιάξει στ’ αλήθεια. Δεν είχα κλείσει μάτι όλη
νύχτα. Ο Ντένι είχε πεθάνει. Τροφή για τους κυπρίνους,
πιθανότατα. «Α, για όνομα του Θεού, κυρά μου, μην τα
παραφουσκώνεις. Τα Κοσμήματα του Στέμματος είναι ακόμη
σώα στον Πύργο! Το μόνο που έκανα ήταν ένα κρίσιμο
τηλεφώνημα. Αν το Ορόρα Χάους είχε ίντερνετ καφέ θα είχα
ευχαρίστως στείλει μέιλ! Δεν ήθελα να ξυπνήσω κανέναν, έτσι
πήρα την πρωτοβουλία να δανειστώ το τηλέφωνο. Χίλια
συγγνώμη. Θα πληρώσω για την κλήση».
«Α, εννοείται θα πληρώσεις. Τρόφιμοι, τι τους κάνουμε τους
Σκάρτους;»
Η Γκουέντολιν Μπέντινκς σηκώθηκε και μ’ έδειξε με το
δάχτυλο. «Ντροπή σου!»
Ο Γουόρλοκ-Γουίλιαμς τη μιμήθηκε. «Ντροπή σου!»
Ο ένας μετά τον άλλο, οι Απέθαντοι εκείνοι που ήταν αρκετά
ξύπνιοι για να καταλαβαίνουν τι γινόταν τους ακολούθησαν.
«Ντροπή σου! Ντροπή σου! Ντροπή σου!» Ο κύριος Μικς
διηύθυνε τη χορωδία ως άλλος Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν. Έβαλα
τσάι, μα ένας ξύλινος χάρακας μου έσπρωξε το φλιτζάνι απ’ τα
χέρια.
Η νοσοκόμα Νόουκς έβγαζε σπίθες: «Πώς τολμάς και κοιτάς
αλλού όταν ντροπιάζεσαι!»
Η χορωδία εξέπνευσε, πέρα από έναν δυο που είχαν ξεμείνει.
Οι αρθρώσεις των δαχτύλων μου τρεμούλιαζαν. Ο θυμός και ο
πόνος με έκαναν να συγκεντρωθώ σαν το κεϊσάκου.70
«Αμφιβάλλω αν σας το είπε ο καλοσυνάτος μας ο κύριος
Γουίδερς, φαίνεται όμως ότι ο αδελφός μου ο Ντένχολμ
πέθανε. Ναι, έμεινε στον τόπο. Πάρτε τον τηλέφωνο εσείς η
ίδια αν δεν με πιστεύετε. Μάλιστα, σας θερμοπαρακαλώ να
τον πάρετε τηλέφωνο. Η νύφη μου δεν είναι στα καλά της και
χρειάζεται βοήθεια με τα της κηδείας».
«Και πώς ξέρατε ότι ο αδελφός σας είχε πεθάνει πριν
διαρρήξετε το γραφείο μου;»
Πονηρή μανούβρα. Το παιχνίδι της με τον σταυρό μού έδωσε
έμπνευση: «Ο Άγιος Πέτρος».
Βαθύ συνοφρύωμα. «Ο Άγιος Πέτρος τι;»
«Σε ένα όνειρο μου είπε ότι ο Ντένχολμ προσφάτως πέρασε
στην Αντίπερα Όχθη. “Πάρε τη νύφη σου” είπε. “Χρειάζεται
βοήθεια”. Του είπα ότι η χρήση τηλεφώνου αντιβαίνει στους
κανονισμούς του Ορόρα Χάους, αλλά ο Άγιος Πέτρος με
διαβεβαίωσε ότι η νοσοκόμα Νόουκς είναι θεοφοβούμενη
καθολική που δεν θα περιγελούσε μια τέτοια εξήγηση».
Αυτές οι μπαρούφες έκοψαν τη φόρα της μεγαλοκυρίας. (Το
γνώθι τον σον εχθρόν κερδίζει το γνώθι σαυτόν.) Η Νόουκς
διέτρεξε τις εναλλακτικές της: είχα επικίνδυνες παρεκκλίσεις;
άκακες ψευδαισθήσεις; έκανα ρεαλπολιτίκ; ή έβλεπα
αγιοπετρικά οράματα; «Οι κανόνες στο Ορόρα Χάους μάς
ωφελούν όλους».
Ώρα να κατοχυρώσω τα κέρδη μου. «Μεγάλη αλήθεια».
«Θα κάνω μια κουβέντα με τον Κύριο. Στο μεταξύ» –
απευθύνθηκε στην τραπεζαρία– «ο κύριος Κάβεντις βρίσκεται
υπό επιτήρηση. Αυτό το επεισόδιο ούτε περασμένο είναι ούτε
ξεχασμένο».

Έπειτα από τη μικρή μου νίκη, το έριξα στην πασιέντζα (το


χαρτοπαίγνιο, όχι την αρετή, αυτό ποτέ)71 στο σαλόνι, κάτι που
είχα να κάνω από τον κακότυχο μήνα του μέλιτός μου με τη
Μαντάμ X στο Τιντάτζελ. (Ο τόπος ήταν ένα καταγώγι.
Γεμάτος ετοιμόρροπες εργατικές κατοικίες και μαγαζιά με
αρωματικά στικ.) Το σχεδιαστικό σφάλμα της πασιέντζας έγινε
προφανές για πρώτη φορά στη ζωή μου: η έκβαση δεν
καθορίζεται κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού αλλά όταν
ανακατεύεται η τράπουλα, ήδη πριν το παιχνίδι ξεκινήσει.
Πόσο ανούσιο είναι αυτό;
Η ουσία είναι ότι έτσι ο νους σου πάει αλλού. Το αλλού δεν
ήταν ρόδινο. Ο Ντένχολμ είχε πεθάνει κάμποσο καιρό νωρίτερα
αλλά εγώ ακόμη ήμουν στο Ορόρα Χάους. Σκέφτηκα μια νέα
χειρότερη περίπτωση, όπου ο Ντένχολμ δίνει πάγια εντολή να
πληρώνεται η διαμονή μου στο Ορόρα Χάους από έναν από
τους κατεργάρικους λογαρια­σμούς του, από καλοσύνη ή κακία.
Ο Ντένχολμ πεθαίνει. Η φυγή μου από τους Χόγκινς ήταν
απόρρητη, έτσι κανείς δεν ξέρει ότι βρίσκομαι εδώ. Η πάγια
εντολή επιζεί του δημιουργού της. Η κυρία Λάθαμ λέει στην
αστυνομία πως, όταν με είδε τελευταία φορά, πήγαινα σ’ έναν
τοκογλύφο. O επιθεωρητής κ. Μπάτσος υποθέτει ότι o
δανειστής έσχατης λύσης αρνήθηκε να βοηθήσει, και το
έσκασα στην Ευρώπη. Έτσι, έπειτα από πέντε εβδομάδες,
κανείς δεν με αναζητά, ούτε καν οι Χόγκινς.
Ο Έρνι και η Βερόνικα ήρθαν στο τραπέζι μου. «Αυτό το
τηλέφωνο το χρησιμοποιούσα για να μαθαίνω τα σκορ στο
κρίκετ». Ο Έρνι ήταν κακόκεφος. «Και τώρα θα το κλειδώνουν
τη νύχτα».
«Το μαύρο δεκάρι στον κόκκινο βαλέ» συμβούλευσε η
Βερόνικα. «Μη στεναχωριέσαι, Έρνι».
Ο Έρνι δεν της έδωσε σημασία. «Η Νόουκς τώρα θα κοιτάξει
να σε λιντσάρει».
«Και τι θα κάνει; Θα μου πάρει τα δημητριακά μου;»
«Θα σου ρίξει ναρκωτικό στο φαγητό σου! Όπως την
περασμένη φορά».
«Τι στο καλό λες;»
«Θυμάσαι την τελευταία φορά που την τσάντισες;»
«Πότε;»
«Το πρωί του πολύ βολικού εγκεφαλικού σου, να πότε».
«Θέλεις να πεις ότι το εγκεφαλικό μου μου… το
προκάλεσαν;»
Ο Έρνι έκανε μια άκρως ενοχλητική γκριμάτσα στιλ «καλά
ξυπνητούρια».
«Α, άλλα αντ’ άλλων! Ο πατέρας μου πέθανε από εγκεφαλικό,
πιθανότατα κι ο αδελφός μου. Γράψε τη δική σου
πραγματικότητα αν αυτό θέλεις, Έρνεστ, μα εμένα και τη
Βερόνικα άφησέ μας απέξω».
O Έρνι με αγριοκοίταξε. (Λαρς, χαμήλωσε τα φώτα.)
«Μάλιστα. Νομίζεις ότι είσαι τόσο ατσίδας, μα δεν είσαι παρά
ένα ψωνισμένο χάβαρο απ’ τον νότο!»
«Καλύτερα χάβαρο, ό,τι κι αν είναι αυτό, παρά χέστης».
Ήξερα ότι θα το μετάνιωνα αυτό.
«Χέστης; Εγώ; Για ξαναπές με έτσι. Άντε».
«Χέστη». (A, Ξεροκέφαλο Δαιμόνιο! Γιατί σε αφήνω να μιλάς
για λογαριασμό μου;) «Ιδού η γνώμη μου. Έχεις εγκαταλείψει
τον πραγματικό κόσμο έξω απ’ αυτή τη φυλακή επειδή σε
φοβίζει. Αν έβλεπες κάποιον άλλο να αποδρά, δεν θα ένιωθες
άνετα με το γούστο σου στα νεκροκρέβατα. Γι’ αυτό τώρα έχεις
τα νεύρα σου».
O Έρνι άναψε και κόρωσε. «Δεν θα κρίνεις εσύ τι κάνω και τι
δεν κάνω, Τίμοθι Κάβεντις!» ( Ένας Σκοτσέζος μπορεί να
μετατρέψει σε κουτουλιά ακόμα κι ένα αξιοπρεπέστατο όνομα.)
«Εσύ δεν είσαι ικανός να αποδράσεις από μαγαζί με είδη
κήπου!»
«Για πες τότε εσύ το σχέδιο το καλό, αν έχεις».
Η Βερόνικα επιχείρησε να μεσολαβήσει. «Παιδιά!»
Του Έρνι του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι. « Ένα σχέδιο
είναι τόσο καλό όσο αυτός που το φτιάχνει».
«Α, τι πνευματώδης κοινοτοπία». Η ειρωνεία μου με αηδίαζε.
«Στη Σκοτία θα περνάς για ιδιοφυΐα».
«Όχι, στη Σκοτία περνάει για ιδιοφυΐα ένας Εγγλέζος που
καταφέρνει να τον φυλακίσουν κατά λάθος σε οίκο ευγηρίας».
Η Βερόνικα μάζεψε τα σκόρπια χαρτιά μου. «Ξέρει κανείς
από τους δυο σας την πασιέντζα-ρολόι; Πρέπει να πιάσεις
δεκαπέντε με τα χαρτιά;»
«Φεύγουμε, Βερόνικα» γρύλισε ο Έρνι.
«Όχι» πέταξα, και σηκώθηκα, για να αποφύγω να χρειαστεί η
Βερόνικα να διαλέξει ανάμεσά μας, για το καλό μου. «Εγώ
φεύγω».
Ορκίστηκα να μην ξαναπάω στο λεβητοστάσιο αν δεν μου
ζητούσε συγγνώμη. Κι έτσι δεν πήγα εκείνο το απόγευμα, ούτε
το επόμενο, ούτε το μεθεπόμενο.

Όλη την εβδομάδα των Χριστουγέννων ο Έρνι απέφευγε το


βλέμμα μου. Η Βερόνικα πού και πού μου χαμογελούσε
λυπημένα, μα ήταν ξεκάθαρο σε ποιον ήταν πιστή. Εκ των
υστέρων, σαστίζω. Τι σκεφτόμουν; Διακινδύνευα τις
μοναδικές μου φιλίες με μουτρώματα! Ανέκαθεν είχα ταλέντο
στο μούτρωμα, κάτι που εξηγεί πολλά. Όσοι μουτρώνουν
πλακώνονται στις μοναχικές φαντασιώσεις. Φαντασιώσεις για
το ξενοδοχείο Τσέλσι στη Δυτική Εικοστή Τρίτη Οδό, ότι
χτυπάνε μια συγκεκριμένη πόρτα. Ανοίγει, και η δεσποινίδα
Χίλαρι Β. Χας χαίρεται πάρα πολύ που με βλέπει, το νυχτικό
της ανοιχτό, αθώα σαν την Κάιλι Μινόγκ αλλά και λύκαινα σαν
την κυρία Ρόμπινσον. «Γύρισα τον κόσμο για να σε βρω» λέω.
Βάζει ένα ουίσκι από το μίνι μπαρ. «Ώριμο. Απαλό. Βυνώδες».
Κι έπειτα η άτακτη σκυλίτσα με τραβάει ως το ξέστρωτο
κρεβάτι της, όπου ψάχνω την πηγή της αιώνιας νιότης.
Το Ημιζωές, μέρος IΙ βρίσκεται σε ένα ράφι πάνω από το
κρεβάτι. Διαβάζω το χειρόγραφο επιπλέοντας στη
μεταοργασμική Νεκρά Θάλασσα όσο η Χίλαρι κάνει ντους. Το
δεύτερο μισό είναι ακόμα καλύτερο από το πρώτο, ο Δάσκαλος
όμως θα διδάξει στη Μαθήτριά του πώς να το κάνει εξαιρετικό.
Η Χίλαρι μου αφιερώνει το μυθιστόρημα, κερδίζει το
Πούλιτζερ και παραδέχεται στην ομιλία της στην απονομή ότι
τα χρωστάει όλα στον ατζέντη, φίλο και, από πολλές απόψεις,
πατέρα της.
Γλυκιά φαντασίωση. Καρκίνος για τη θεραπεία.

Η παραμονή των Χριστουγέννων στο Ορόρα Χάους ήταν


χλιαρή. Έκανα τον περίπατό μου (προνόμιο που παζάρεψα με
την εξυπηρέτηση της Γκουέντολιν Μπέντινκς) ως την πύλη για
να ρίξω μια ματιά στον έξω κόσμο. Γραπώθηκα από τη
σιδερένια πύλη και κοίταξα μέσα από τα κάγκελα. (Οπτική
ειρωνεία, Λαρς. Καζαμπλάνκα.) Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε
στο χερσοτόπι, στάθηκε σε έναν τύμβο, μια εγκαταλειμμένη
στάνη, κοντοστάθηκε σε μια νορμανδική εκκλησία που
υπέκυπτε, επιτέλους, στα δρυϊδικά στοιχεία της φύσης,
πέρασε σε έναν ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό, γλίστρησε πάνω
από τη μελανόχρωμη Βόρεια Θάλασσα ως τη γέφυρα Χάμπερ,
ακολούθησε ένα πολεμικό αεροσκάφος πάνω από αυλακωτά
χωράφια. Καημένη Αγγλία. Υπερβολικά πολλή ιστορία για την
έκτασή της. Τα χρόνια εδώ γυρίζουν προς τα μέσα, σαν τα
νύχια των ποδιών μου. Η κάμερα παρακολούθησης με
κοιτούσε. Είχε όλο τον χρόνο του κόσμου. Σκέφτηκα να δώσω
ένα τέλος στο μούτρωμά μου με τον Έρνι Μπλάκ­σμιθ, έστω και
για να ακούσω ένα πολιτισμένο Καλά Χριστούγεννα από τη
Βερόνικα.
Όχι. Να πάνε στον διάολο κι οι δυο τους.

«Πάστορα Πρέστον!» Είχε ένα σέρι στο ένα χέρι, και


απασχόλησα το άλλο με μια κρεατόπιτα. Πίσω από το
χριστουγεννιάτικο δέντρο, φωτάκια ρόδιζαν τα δέρματά μας.
«Να σας θερμοπαρακαλέσω για μια τοσηδά μικρούλα χάρη».
«Τι χάρη, κύριε Κάβεντις;» Δεν ήταν πάστορας από κωμωδία
τούτος δω. Ο πάστορας Πρέστον ήταν Κληρικός Καριέρας,
φτυστός ένας φοροφυγάς Ουαλός κορνιζάς με τον οποίο είχα
κάποτε διαξιφιστεί στο Χέρεφορντ, μα αυτή είναι άλλη ιστορία.
«Θα ήθελα να στείλετε μια χριστουγεννιάτικη κάρτα εκ
μέρους μου, πάστορα».
«Αυτό είναι όλο; Μα σίγουρα, αν το ζητούσατε από τη
νοσοκόμα Νόουκς θα το φρόντιζε, έτσι;»
Άρα τον είχε κι αυτόν του χεριού της, η στρίγκλα.
«Η νοσοκόμα Νόουκς κι εγώ δεν συμφωνούμε πάντα στο
θέμα της επικοινωνίας με τον έξω κόσμο».
«Τα Χριστούγεννα είναι θαυμάσια εποχή για να γεφυρώνουμε
τα χάσματα ανάμεσά μας».
«Τα Χριστούγεννα είναι θαυμάσια εποχή για να μην
ταράζουμε τα νερά, πάστορα. Όμως θέλω τόσο πολύ να ξέρει η
αδελφή μου ότι τη σκέφτομαι στα γενέθλια του Κυρίου μας.
Ίσως να σας ανέφερε η νοσοκόμα Νόουκς τον θάνατο του
αδελφού μου, ε;»
«Πολύ θλιβερό». Ήξερε άρα για την όλη υπόθεση με τον Άγιο
Πέτρο. «Λυπάμαι».
Έβαλα από την τσέπη του σακακιού μου την κάρτα. «Το
στέλνω υπ’ όψιν του “Φροντιστή”, για να σιγουρευτώ πως οι
χριστουγεννιάτικες ευχές μου θα φτάσουν μέχρι εκείνη. Της
έχει λίγο» –χτύπησα ελαφρά το κεφάλι μου– «στρίψει, λυπάμαι
που το λέω. Ορίστε, ας το βάλω στην τσέπη του ράσου σας…»
Αισθανόταν άβολα μα τον είχα στριμώξει. «Τι ευλογία για μένα,
πάστορα, να έχω φίλους που μπορώ να εμπιστευτώ. Σας
ευχαριστώ, σας ευχαριστώ, από τα βάθη της καρδιάς μου».
Απλό, αποτελεσματικό, διακριτικό, πονηρή γριά αλεπού, Τ.Κ.
Ως την Πρωτοχρονιά το αργότερο, θα ξυπνούσαν στο Ορόρα
Χάους και θα ανακάλυπταν ότι είχα φύγει σαν τον Ζορό.
Η Ούρσουλα με προσκαλεί μέσα στην ντουλάπα. «Ούτε μια
μέρα δεν έχει περάσει από πάνω σου, Τίμπο, όπως και από αυτό
εδώ το φίδι! To τριχωτό ελαφάκι της τρίβεται στον πελώριο
φανοστάτη μου και τις μεγάλες ναφθαλίνες… τότε όμως, όπως
πάντα, ξυπνώ, η πρησμένη μου γεννητική απόφυση
ευπρόσδεκτη όσο μια πρησμένη σκωληκοει­δής απόφυση, και
εξίσου χρήσιμη. Έξι η ώρα. Το σύστημα θέρμανσης συνέθετε
έργα στο στιλ του Τζον ΚέιΓ. Χιονίστρες έκαιγαν στα δάχτυλα
των ποδιών μου. Σκεφτόμουν περασμένα Χριστούγεννα, τόσο
περισσότερα από τα μελλούμενα.
Πόσα ακόμα πρωινά έπρεπε να υπομείνω;
«Κάνε κουράγιο, Τ.Κ. Μια κατακόκκινη ταχυδρομική
αμαξοστοιχία πηγαίνει το γράμμα σου νότια, στη Μητέρα
Λόντρα. Οι βόμβες διασποράς του κατά την πρόσκρουση θα
απλωθούν, στην αστυνομία, στους ανθρώπους της κοινωνικής
πρόνοιας, στην κυρία Λάθαμ στην παλιά διεύθυνση στο
Χέιμαρκετ. Θα βγεις αποδώ στο πι και φι». Η φαντασία μου
περιέγραφε τα καθυστερημένα εκείνα χριστουγεννιάτικα δώρα
με τα οποία θα γιόρταζα την ελευθερία μου. Πούρα, εκλεκτό
ουίσκι, ερωτοτροπίες με τη Δεσποινιδούλα Μάφετ72 στη ροζ
γραμμή της, ενενήντα σεντς το λεπτό. Και γιατί να σταματήσω
εκεί; Επαναληπτικός αγώνας στην Ταϊλάνδη με τον Γκάι
(μεγάλη ιστορία) και τον Καπετάν Βιάγκρα;
Παρατήρησα μια παραμορφωμένη μάλλινη κάλτσα που
κρεμόταν πάνω απ’ το τζάκι. Δεν ήταν εκεί το βράδυ που
έσβησα το φως. Ποιος μπορεί να είχε γλιστρήσει εδώ μέσα
χωρίς να με ξυπνήσει; Ο Έρνι, για να κάνουμε
χριστουγεννιάτικη ανακωχή; Ποιος άλλος; O παλιόφιλος ο
Έρνι! Τρέμοντας από χαρά στις φανελένιες μου πιτζάμες, πήρα
την κάλτσα και την έφερα στο κρεβάτι. Ήταν πολύ ελαφριά.
Την αναποδογύρισα και ξεπετάχτηκε μια θύελλα σχισμένα
χαρτιά. Ο γραφικός μου χαρακτήρας, οι λέξεις μου, οι φράσεις
μου!
Το γράμμα μου!
Η σωτηρία μου, ξεσχισμένη. Κοπάνησα το στήθος μου, έτριξα
τα μαλλιά μου, τράβηξα τα δόντια μου, χτύπησα τον καρπό
μου βαρώντας το στρώμα μου. Που να σε πάρει ο διάολος,
πάστορα Πρέστον! Η νοσοκόμα Νόουκς, αυτή η μισαλλόδοξη
σκύλα! Στεκόταν από πάνω μου σαν τον Άγγελο του Θανάτου
ενώ κοιμόμουν! Καλά Παλιοχριστούγεννα, κύριε Κάβεντις!
Υπέκυψα. Παλαιότατο ρήμα, ὑπ(ο) + κύπτω, βασική ανάγκη
της ανθρώπινης φύσης, της δικής μου ιδίως. Υπέκυψα στους
αργόστροφους φροντιστές. Υπέκυψα στην καρτούλα του
δώρου: «Στον κύριο Κάβεντις από τα καινούργια σου φιλαράκια
– πολλά ακόμα χριστουγεννιάτικα κεράκια μέλλονται στο
Ορόρα Χάους!» Υπέκυψα στο δώρο μου: το ημερολόγιο
«Θαύματα της Φύσης», δυο μήνες ανά σελίδα. (Η ημερομηνία
θανάτου δεν συμπεριλαμβανόταν.) Υπέκυψα στη λαστιχένια
γαλοπούλα, τη συνθετική γέμιση, τα πικρά λαχανάκια
Βρυξελλών· υπέκυψα στο αθόρυβο κράκερ73 (για να μην
προκαλούνται καρδιακές προσβολές, βλάπτουν την
επιχείρηση), στο χάρτινο στέμμα του που έκανε για νάνους, το
κακόφωνο μπαζού74 του, το ανώδυνο ανέκδοτό του (Μπάρμαν:
«Τι θα πάρετε;», Σκελετός: «Μια μπίρα και μια μάπα,
παρακαλώ»). Υπέκυψα στις σαπουνόπερες με τα εορταστικά
τους επεισόδια, με λίγη χριστουγεννιάτικη βία επιπλέον για τη
νοστιμιά· στην από του τάφου ομιλία της βασίλισσας. Όταν
επέστρεφα απ’ το κατούρημα, είδα τη νοσοκόμα Νόουκς, και
υπέκυψα στο θριαμβευτικό της «Χρόνια πολλά, κύριε
Κάβεντις!».
Εκείνο το απόγευμα ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ στο BBC 2
έδειχνε παλιά πλάνα από την Ιπρ το 1919. Η απαίσια εκείνη
παρωδία μιας άλλοτε ωραίας πόλης ήταν ίδια η ψυχή μου.

Μόνο τρεις ή τέσσερις φορές στα νιάτα μου είδα φευγαλέα τις
νήσους της ευδαιμονίας, πριν τις καταπιούν η ομίχλη, τα
χαμηλά βαρομετρικά, τα ψυχρά μέτωπα, οι κακοί άνεμοι και τα
ενάντια ρεύματα… Τις πέρασα για την ενήλικη ζωή.
Εικάζοντας ότι ήταν μια σταθερά στο ταξίδι του βίου μου,
αμέλησα να καταγράψω τις συντεταγμένες τους και την
προσέγγισή τους. Ένας νεαρός παλιόβλακας. Και τι δεν θα
έδινα τώρα για έναν απαράλλαχτο χάρτη του αμετάβλητα
απερίγραπτου. Για να είχα, τρόπος του λέγειν, έναν άτλαντα
νεφών.

Έζησα ως τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων επειδή


παραήμουν ελεεινός για να κρεμαστώ. Ψέματα. Έζησα ως τη
δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων επειδή παραήμουν δειλός
για να κρεμαστώ. Το μεσημεριανό ήταν ζωμός γαλοπούλας (με
κριτσανιστές φακές) και το ζωντάνεψε μόνο η αναζήτηση του
χαμένου κινητού τηλεφώνου της Ντίρντρα (του ανδρόγυνου
ρομπότ). Τα ζόμπι απολάμβαναν να σκέφτονται μέρη όπου θα
μπορούσε να βρίσκεται (κάτω από καναπέδες), μέρη όπου
μάλλον δεν βρισκόταν (το χριστουγεννιάτικο δέντρο) και μέρη
όπου δεν γινόταν να βρίσκεται (η πάπια της κυρίας Μπίρκιν).
Βρέθηκα να χτυπάω την πόρτα του λεβητοστάσιου σαν
μεταμελημένο κουτάβι.
Ο Έρνι στεκόταν πάνω από ένα πλυντήριο
αποσυναρμολογημένο πάνω σε εφημερίδες. «Κάνας φούρνος
θα γκρεμίστηκε».
«Χρόνια πολλά, κύριε Κάβεντις» είπε χαμογελαστή η
Βερόνικα, που φορούσε ένα γούνινο ρώσικο καπέλο. Είχε ένα
χοντρό βιβλίο ποίησης στα πόδια της. «Ελάτε, περάστε».
«Πάνε μια δυο μέρες» υποβάθμισα την κατάσταση αμήχανα.
«Ξέρω!» γκρίνιαξε ο κύριος Μικς. «Ξέρω!»
Ο Έρνι εξακολουθούσε ν’ αποπνέει απαξίωση.
«Ε… μπορώ να περάσω, Έρνι;»
Σήκωσε κι έπειτα κατέβασε το πιγούνι του κατά μερικές
μοίρες, για να δείξει ότι το ίδιο του έκανε.
Αποσυναρμολογούσε τον λέβητα πάλι, με μικροσκοπικές
ασημένιες βίδες στα κοντόχοντρα λαδωμένα του δάχτυλα.
Διόλου δεν με διευκόλυνε. « Έρνι» είπα, τελικά «συγγνώμη για
τις προάλλες».
«Ναι».
« Έτσι και δεν με βγάλετε αποδώ μέσα… θα μου στρίψει».
Αποσυναρμολογούσε ένα εξάρτημα που δεν μπορούσα ούτε
να κατονομάσω. «Ναι».
Ο κύριος Μικς κουνιόταν μπρος πίσω.
«Λοιπόν… τι λες;»
Κάθισε σε ένα σακί λίπασμα. «A, μη γίνεσαι χαζός».
Νομίζω ότι είχα να χαμογελάσω από την Έκθεση Βιβλίου της
Φρανκφούρτης. Το πρόσωπό μου πονούσε.
Η Βερόνικα ίσιωσε το φλερταδόρικο καπέλο της. «Πες του για
την αμοιβή μας, Έρνεστ».
«Οτιδήποτε, οτιδήποτε». Το εννοούσα περισσότερο παρά
ποτέ. «Πόσα θέλετε;»
Ο Έρνι με ανάγκασε να περιμένω μέχρι να ξαναβάλει στην
εργαλειοθήκη του και το τελευταίο κατσαβίδι. «Η Βερόνικα κι
εγώ αποφασίσαμε να εξορμήσουμε σ’ άλλες πολιτείες». Έγνεψε
κατά την πύλη. «Στα βόρεια. Έχω έναν παλιό φίλο που θα μας
φροντίσει. Οπότε θα μας πάρεις μαζί σου».
Αυτό δεν το περίμενα, αλλά και τι έγινε; «Εντάξει, εντάξει.
Μετά χαράς».
«Κανονίστηκε, οπότε. H μεγάλη μέρα είναι σε δυο μέρες από
τώρα».
«Τόσο σύντομα; Έχεις ήδη σχέδιο;»
Ο Σκοτσέζος ρούφηξε τη μύτη, ξεκαπάκωσε το θερμός του
και έβαλε δυνατό μαύρο τσάι στο καπάκι του. «Το λες κι έτσι,
ναι».

Το σχέδιο του Έρνι ήταν ένα ντόμινο υψηλού κινδύνου. «Η


όποια στρατηγική απόδρασης» άρχισε το κήρυγμα «πρέπει να
είναι πιο ευρηματική από τους φύλακές σου». Και το σχέδιο
ήταν όντως ευρηματικό, για να μην πω παράτολμο, όμως αν ένα
ντόμινο δεν κατάφερνε να ρίξει το επόμενο, η άμεση
αποκάλυψη θα επέφερε φριχτά αποτελέσματα, ιδίως αν η
μακάβρια θεωρία του Έρνι περί καταναγκαστικής χορήγησης
φαρμάκων ίσχυε στ’ αλήθεια. Εκ των υστέρων, σαστίζω που
συμφώνησα. Η ευγνωμοσύνη μου που οι φίλοι μου μου
ξαναμιλούσαν και η απελπισμένη επιθυμία μου να βγω από το
Ορόρα Χάους –ζωντανός– βούβαναν τη φυσική μου σύνεση,
μάλλον.
Επελέγη η 28η Δεκεμβρίου επειδή ο Έρνι είχε μάθει από την
Ντίρντρα ότι η κυρία Τζαντ θα έμενε στο Χαλ για χάρη των
ανιψιών της και της χριστουγεννιάτικης παντομίμας.
«Προκαταρκτική συλλογή πληροφοριών». Ο Έρνι ακούμπησε
τη μύτη του. Θα προτιμούσα να μη βρίσκονται εδώ ο Γουίδερς
ή η στρίγκλα η Νόουκς, ο Γουίδερς όμως έφευγε μόνο για να
επισκεφτεί τη μητέρα του στο Ρόμπιν Χουντς Μπέι τον
Αύγουστο, και ο Έρνι θεωρούσε ότι η κυρία Τζαντ ήταν η πιο
προσγειωμένη από τους δεσμοφύλακές μας, και επομένως και
η πιο επικίνδυνη.

Η μεγάλη μέρα. Παρουσιάστηκα στο δωμάτιο του Έρνι τριάντα


λεπτά αφότου έβαλαν για ύπνο τους Απέθαντους στις δέκα η
ώρα. «Τελευταία ευκαιρία να κάνεις πίσω αν δεν πιστεύεις ότι
θα τα βγάλεις πέρα» μου είπε ο πονηρός Σκοτσέζος.
«Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω κάνει πίσω» αποκρίθηκα, ψέμα
χοντρό και σάπιο σαν τα δόντια μου. Ο Έρνι ξεβίδωσε τη
μονάδα εξαερισμού και έβγαλε από την κρυψώνα του το κινητό
τηλέφωνο της Ντίρντρα. « Έχεις την πιο καθωσπρέπει φωνή»
με είχε πληροφορήσει, όταν μοίραζε τους διάφορους ρόλους
μας, «και βγάζεις το ψωμί σου πουλώντας φούμαρα διά
τηλεφώνου». Πάτησα τον αριθμό του Τζονς Χότσκις, που είχε
βρει πριν από μήνες ο Έρνι στην ατζέντα της κυρίας Χότσκις.
Απάντησε ένα υπναλέο «Ορίστε;».
«Ε, ναι, ο κύριος Χότσκις;»
«Ο ίδιος. Κι εσείς είστε;…»
Αναγνώστη, θα με καμάρωνες. «Ο δρ Κόνγουεϊ από το Ορόρα
Χάους. Αντικαθιστώ τον δρα Άπγουορντ».
«Χριστέ μου, έπαθε κάτι η μητέρα μου;»
«Δυστυχώς ναι, κύριε Χότσκις. Πρέπει να είστε έτοιμος. Δεν
νομίζω ν’ αντέξει ως το πρωί».
«Α! Α;»
Μια γυναίκα στο βάθος ρώτησε επιτακτικά: «Ποιος είναι,
Τζονς;».
«Χριστέ μου! Αλήθεια;»
«Αλήθεια».
«Μα τι… τι έχει;»
«Οξεία πλευρίτιδα».
«Πλευρίτιδα;»
Ίσως η συναισθηματική μου ταύτιση με τον ρόλο να
υπερέβαινε τις γνώσεις μου, όσο πατάει η γάτα. «Η πλευρίτιδα
του Χίλι δεν είναι ποτέ απίθανη σε γυναίκες στην ηλικία της
μητέρας σας, κύριε Χότσκις. Κοιτάξτε, θα σας μιλήσω
αναλυτικά για τη διάγνωσή μου όταν έρθετε εδώ. Η μητέρα σας
σας ζητά. Της έχω χορηγήσει είκοσι μιλιγκράμ ε…
μορφαδίνη-50, οπότε δεν πονάει. Ένα παράξενο πράγμα, όλο
για κοσμήματα μιλάει. Λέει και ξαναλέει “Πρέπει να το πω
στον Τζονς, πρέπει να το πω στον Τζονς”… Σας λέει κάτι
αυτό;»
Η ώρα της αλήθειας.
Τσίμπησε! «Θεέ μου. Είστε σίγουρος; Θυμάται πού τα
έβαλε;»
Η γυναίκα στο βάθος είπε: «Τι; Τι;».
«Φαίνεται πολύ αναστατωμένη μήπως και δεν μείνουν τα
κοσμήματα αυτά στην οικογένεια».
«Φυσικά, φυσικά, όμως πού είναι, γιατρέ; Πού λέει ότι τα
καταχώνιασε;»
«Κοιτάξτε, πρέπει να ξαναπάω στο δωμάτιό της, κύριε
Χότσκις. Θα σας περιμένω στη ρεσεψιόν του Ορόρα Χάους…
πότε;»
«Ρωτήστε την πού – όχι, πείτε της – πείτε στη μαμά να –
κοιτάξτε, δρα… – εμ…–»
«Ε… Κόνγουεϊ! Κόνγουεϊ».
«Δρα Κόνγουεϊ, μπορείτε να βάλετε το τηλέφωνο στο στόμα
της μητέρας μου;»
«Γιατρός είμαι, όχι τηλεφωνική υπηρεσία για ροζ ραντεβού.
Να έρθετε ο ίδιος. Και τότε θα σας πει».
«Πείτε της… να περιμένει μέχρι να φτάσουμε εκεί, για όνομα
του Θεού. Πείτε της… ο Πίπκινς την αγαπάει πάρα πολύ. Θα
είμαι εκεί σε… μισή ώρα».
Το τέλος της αρχής. Ο Έρνι έκλεισε το φερμουάρ της τσάντας
του. «Μπράβο. Κράτα το τηλέφωνο, για την περίπτωση που
ξαναπάρει».

Το δεύτερο ντόμινο με ήθελε να στέκω φρουρός στο δωμάτιο


του κυρίου Μικς και να παρακολουθώ από τη χαραμάδα της
πόρτας. Εξαιτίας της προχωρημένης του αποσύνθεσης, η πιστή
μασκότ του λεβητοστασίου δεν συμμετείχε στη μεγάλη
απόδραση, αλλά το δωμάτιό του ήταν απέναντι από το δικό
μου, και το «Σουτ!» το καταλάβαινε. Στις δέκα και τέταρτο ο
Έρνι πήγε στη ρεσεψιόν για να ανακοινώσει τον θάνατό μου
στη νοσοκόμα Νόουκς. Αυτό το ντόμινο ίσως έπεφτε προς
ανεπιθύμητες κατευθύνσεις. (Οι συζητήσεις μας για το ποιος
το πτώμα και πoύ ο αγγελιοφόρος ήταν μακροσκελείς: ο
θάνατος της Βερόνικα θα απαιτούσε υποκριτικές ικανότητες
πολύ πέρα από αυτές του Έρνι για να μην προκαλέσει υποψίες
στη μέγαιρά μας· ο θάνατος του Έρνι, που θα τον ανέφερε η
Βερόνικα, αποκλείστηκε εξαιτίας της ροπής της προς το
μελόδραμα· τα δωμάτια τόσο της Βερόνικα όσο και του Έρνι
γειτόνευαν με δωμάτια Απέθαντων που είχαν τα λογικά τους
και μπορεί να αποτελούσαν τροχοπέδη. Το δωμάτιό μου, από
την άλλη, ήταν στην παλιά πτέρυγα, και μοναδικός μου
γείτονας ήταν ο κύριος Μικς.) Το μεγάλο ζήτημα ήταν η
ξεκάθαρη αποστροφή της νοσοκόμας Νόουκς για μένα. Θα
έτρεχε να δει τον εχθρό της νεκρό, να χώσει μια καρφίτσα στον
λαιμό μου για να βεβαιωθεί πως είχα όντως πεθάνει; Ή μήπως
πρώτα θα το γιόρταζε με στιλ;

Βήματα. Ένα χτύπημα στην πόρτα μου. Η νοσοκόμα Νόουκς,


που μύριζε το δόλωμα. Το ντόμινο νούμερο τρία ταλαντευόταν,
ήδη όμως είχαν αρχίσει να τρυπώνουν παρεκκλίσεις. Ο Έρνι
υποτίθεται ότι θα τη συνόδευε μέχρι την πόρτα του
νεκροθαλάμου μου. Πρέπει να έτρεξε και να τον άφησε πίσω.
Από την κρυψώνα μου έβλεπα τη θηρεύτρια να κοιτάζει μέσα.
Άναψε τα φώτα. Το κλασικό και δοκιμασμένο τέχνασμα με τα
μαξιλάρια κάτω απ’ τις κουβέρτες, πιο ρεα­λιστικό απ’ όσο θα
νόμιζε κανείς, τη δελέασε να μπει μέσα. Έτρεξα στον διάδρομο
και έκλεισα την πόρτα. Από εδώ και πέρα, το τρίτο ντόμινο
εξαρτιόταν από τους μηχανισμούς της κλειδαριάς: το εξωτερικό
μάνταλο ήταν ένα πράμα σκληρό και περιστροφικό και, πριν
προλάβω να το γυρίσω, η Νόουκς ήδη ξανάνοιγε την πόρτα, το
πόδι της σαν μοχλός στην κάσα – η δαιμόνιά της δύναμη να
ξεριζώνει τους δικέφαλούς μου και να σχίζει τους καρπούς
μου. Η νίκη, ήξερα, δεν θα ήταν δική μου.
Πήρα λοιπόν ένα μεγάλο ρίσκο και απότομα άφησα το
πόμολο. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και η μάγισσα
εκσφενδονίστηκε στην άλλη άκρη του δωματίου. Πριν
προλάβει να ξαναχιμήξει στην πόρτα έκλεισα και κλείδωσα.
Ένας κατάλογος απειλών από τον Τίτο Ανδρόνικο ερχόταν από την
πόρτα. Ακόμα με κατατρύχουν στους εφιάλτες μου. Ήρθε ο
Έρνι ξεφυσώντας με ένα σφυρί και μερικά μεγάλα καρφιά.
Κάρφωσε την πόρτα στην κάσα της και άφησε τη θηρεύτρια να
γρυλίζει σε ένα κελί δικής της επινόησης.

Στη ρεσεψιόν, το ντόμινο νούμερο τέσσερα χτυπούσε


αφηνιασμένο στο μηχάνημα ενδοεπικοινωνίας της κύριας
πύλης. Η Βερόνικα ήξερε ποιο κουμπί να πατήσει. «Πατάω
αυτό το παλιόπραμα εδώ και δέκα λεπτά, που να με πάρει, ενώ
η μητέρα μου σβήνει, ανάθεμά το!» Ο Τζονς Χότσκις ήταν
ανάστατος. «Τι στον π***** παριστάνετε, επιτέλους;»
« Έπρεπε να βοηθήσω τον δρα Κόνγουεϊ να ακινητοποιήσει τη
μητέρα σας, κύριε Χότσκις».
«Να την ακινητοποιήσει; Για μια πλευρίτιδα;»
Η Βερόνικα πάτησε τον διακόπτη του ανοίγματος και,
ελπίζαμε, στην άλλη πλευρά του κτήματος η πύλη άνοιγε
διάπλατα. (Για να προλάβω τον επιστολογράφο αναγνώστη που
ίσως ζητήσει να μάθει γιατί δεν είχαμε χρησιμοποιήσει αυτόν
ακριβώς τον διακόπτη για να το βάλουμε στα πόδια, να
εξηγήσω ότι η πύλη έκλεινε αυτόματα σε σαράντα
δευτερόλεπτα· ότι στο γραφείο της ρεσεψιόν κανονικά υπήρχε
κάποιος· κι ότι γύρω μας απλώνονταν ατέλειωτα παγωμένα
χερσοτόπια.) Στην παγωμένη ομίχλη, οι στριγκλιές από τα
λάστιχα δυνάμωναν. Ο Έρνι κρύφτηκε στη γραμματεία και εγώ
υποδέχτηκα το Range Rover στα σκαλιά της εισόδου. Στη θέση
του οδηγού ήταν η σύζυγος του Τζονς Χότσκις.
«Πώς είναι;» ρώτησε επιτακτικά ο Χότσκις ενώ πλησίαζε με
μεγάλες δρασκελιές.
«Είναι ακόμη μαζί μας, κύριε Χότσκις, κι ακόμη σας ζητάει».
«Δόξα να ’χει ο Ύψιστος. Εσείς είστε αυτός ο Κόνγουεϊ;»
Ήθελα να αποτρέψω περαιτέρω ιατρικές ερωτήσεις. «Όχι, ο
γιατρός είναι με τη μητέρα σας, εγώ απλώς δουλεύω εδώ».
«Δεν σ’ έχω ξαναδεί».
«Η κόρη μου είναι βοηθός νοσηλεύτρια εδώ, βασικά, αλλά
εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού και της έκτακτης ανάγκης
με τη μητέρα σας, αν και έχω βγει στη σύνταξη, ήρθα να
δουλέψω στη ρεσεψιόν. Εξού και η καθυστέρηση με το άνοιγμα
της κεντρικής πύλης».
Η γυναίκα του κοπάνησε την πόρτα του αυτοκινήτου. «Τζονς!
Κουνήσου! Εδώ έξω έχει ψοφόκρυο και η μητέρα σου πεθαίνει.
Δεν αφήνουμε τα λάθη στο πρωτόκολλο για αργότερα;»
Είχε εμφανιστεί η Βερόνικα, φορώντας ένα σκουφάκι ύπνου
με παγέτες. «Κύριε Χότσκις; Έχουμε βρεθεί πολλές φορές. Η
μητέρα σας είναι η πιο καλή μου φίλη εδώ πέρα. Πηγαίνετε
γρήγορα να τη δείτε, σας παρακαλώ. Είναι στο δωμάτιό της. Ο
γιατρός θεώρησε πολύ επικίνδυνο να τη μετακινήσουμε».
Ο Τζονς Χότσκις σαν κάτι να ψυλλιάστηκε, πώς όμως να
κατηγορούσε την καλή αυτή γριέντζω για απάτη και σκευωρία;
Η γυναίκα του τον τραβολόγησε στον διάδρομο.

Ήμουν και πάλι στη θέση του οδηγού. Ο Έρνι ανέβασε την
αρθριτική του cara75 και έναν εξωφρενικό αριθμό από
καπελιέρες στο πίσω κάθισμα, κι έπειτα πήδηξε στη θέση του
συνοδηγού. Δεν είχα πάρει άλλο αυτοκίνητο όταν έφυγε η
Μαντάμ X, και τα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει δεν είχαν
ξαφνικά εξαφανιστεί όπως ήλπιζα. Ανάθεμά με, ποιο πεντάλ
ήταν ποιο; Γκάζι, φρένο, συμπλέκτης, καθρέφτης, φλας,
μανούβρα. Πήγα να γυρίσω το κλειδί στη μίζα. «Τι
περιμένεις;» ρώτησε ο Έρνι.
Τα δάχτυλά μου επέμεναν ότι κλειδί δεν υπήρχε.
«Γρήγορα, Τιμ, γρήγορα!»
«Δεν έχει κλειδί. Δεν έχει το αναθεματισμένο το κλειδί».
«Πάντα αφήνει το κλειδί στη μίζα!»
Τα δάχτυλά μου επέμεναν ότι κλειδί δεν υπήρχε. «Οδηγούσε
η γυναίκα του! Αυτή πήρε τα κλειδιά! Το παλιοθήλυκο πήρε τα
κλειδιά! Μα τον παλιοάγιο Ιούδα, τι κάνουμε τώρα;»
Ο Έρνι κοίταξε στο ταμπλό, στο ντουλαπάκι, στο δάπεδο.
«Δεν μπορείς να το βάλεις μπροστά με τα καλώδια;» Η φωνή
μου ήταν απελπισμένη.
«Μη γίνεσαι χαζός!» μου αντιγύρισε τις φωνές, σκαλίζοντας
το τασάκι.
Το ντόμινο νούμερο πέντε ήταν κολλημένο σε όρθια θέση.
«Με συγχωρείτε…» είπε η Βερόνικα.
«Κοίτα κάτω απ’ το σκιάδι!»
«Δεν έχει τίποτα εδώ πέρα από ένα παλιο–παλιο–παλιο–»
«Με συγχωρείτε» είπε η Βερόνικα. «Αυτό εδώ είναι κλειδί
αυτοκινήτου;»
Ο Έρνι κι εγώ γυρίσαμε, ουρλιάξαμε ένα στερεοφωνικό
«Όοοοοοχι» προς το κλειδί. Ουρλιάξαμε ξανά όταν είδαμε τον
Γουίδερς να κατεβαίνει τρέχοντας τον ημιφωτισμένο διάδρομο
από το παράρτημα της τραπεζαρίας, με τους δυο Χότσκις να
ακολουθούν.
«Α» είπε η Βερόνικα. « Έπεσε κι αυτό, που είναι πιο
χοντρό…»
Παρακολουθούσαμε τον Γουίδερς να φτάνει στη ρεσεψιόν.
Κοίταξε απ’ το τζάμι καρφί σ’ εμένα, μεταδίδοντας νοερά την
εικόνα ενός ροτβάιλερ που ξεσχίζει μια κούκλα στο σχήμα του
Τίμοθι Λάνγκλαντ Κάβεντις, 65 ¾ ετών. Ο Έρνι κλείδωσε όλες
τις πόρτες, αλλά σε τι θα μας ωφελούσε αυτό;
«Αυτό εδώ;» Κουνούσε όντως κλειδί αυτοκινήτου μπροστά
στη μύτη μου η Βερόνικα; Με τον λογότυπο του Range Rover.
Ο Έρνι και εγώ ουρλιάξαμε «Ναιαιαιαιαι!».
Ο Γουίδερς άνοιξε την πόρτα της εισόδου και έδωσε έναν
πήδο στα σκαλιά.
Τα δάχτυλά μου έτρεμαν και το κλειδί μού έπεσε.
Ο Γουίδερς έπεσε με τα μούτρα σε μια παγωμένη λακκούβα.
Κουτούλησα στο τιμόνι και χτύπησε η κόρνα.
Ο Γουίδερς τραβούσε την κλειδωμένη πόρτα. Σκάλιζα με τα
δάχτυλα ενώ εσωτερικά πυροτεχνήματα πόνου έσκαγαν στο
κρανίο μου. Ο Τζονς Χότσκις ούρλιαζε «Βγείτε αμέσως από το
αμάξι μου, ρε σκελετωμένα κουφάρια, αλλιώς θα σας κάνω
μήνυση – ανάθεμά σας, θα σας κάνω μήνυση όπως και να ’χει!». Ο
Γουίδερς κοπανούσε το παράθυρό μου μ’ ένα ρόπαλο, όχι, η
γροθιά του ήταν· το μονόπετρο της συζύγου γρατζούνιζε το
τζάμι· το κλειδί κάπως μπήκε στη μίζα· η μηχανή άναψε με
θόρυβο· το ταμπλό γέμισε φωτάκια· ο Τσετ Μπέικερ
τραγουδούσε το «Let’s Get Lost»· ο Γουίδερς κρατιόταν από την
πόρτα και κοπανούσε· οι Χότσκις έσκυβαν πάνω στους
προβολείς μου σαν τους αμαρτωλούς του Ελ Γκρέκο· έβαλα
πρώτη στο Range Rover αλλά κλότσησε αντί να κουνηθεί,
επειδή δεν είχα βγάλει το χειρόφρενο· το Ορόρα Χάους
φωτίστηκε σαν το UFO στο Στενές επαφές τρίτου τύπου· απόδιωξα
την αίσθηση ότι αυτή ακριβώς τη στιγμή την είχα ξαναζήσει
πολλές φορές· άφησα το χειρόφρενο, χτύπησα τον Γουίδερς·
έβαλα δευτέρα· οι Χότσκις δεν πνίγονταν αλλά κουνούσαν τα
χέρια κι έκαναν πέρα και άντε γεια!

Έκανα τον κύκλο της λίμνης, μακρύτερα από τις πύλες επειδή
η κυρία Χότσκις είχε αφήσει το Range Rover να κοιτάζει κατά
κει. Έλεγξα τον καθρέφτη – ο Γουίδερς και οι Χότσκις έτρεχαν
ξοπίσω μας σαν αναθεματισμένοι κομάντο. «Θα τους τραβήξω
μακριά από την πύλη» πέταξα στον Έντι, «για να σου δώσω
χρόνο να παραβιάσεις την κλειδαριά. Πόσο θα χρειαστείς;
Θαρρώ πως θα έχεις σαράντα πέντε δευτερόλεπτα».
Ο Έρνι δεν με είχε ακούσει.
«Πόσο θα χρειαστείς για να παραβιάσεις την κλειδαριά;»
«Θα πρέπει να ρίξεις την πύλη».
«Τι;»
« Ένα μεγάλο Range Rover με ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα θα
τη ρίξει, νομίζω».
«Τι; Είπες ότι την κλειδαριά την παραβιάζεις και με κλειστά
μάτια!»
«Αυτό το υπερσύγχρονο ηλεκτρικό μαραφέτι; Με την καμία!»
«Δεν θα είχα κλειδαμπαρώσει τη Νόουκς, ούτε θα είχα κλέψει
αυτοκίνητο άμα ήξερα ότι δεν μπορείς να παραβιάσεις την
κλειδαριά!»
«Αυτό ακριβώς, είσαι κιοτής και ήθελες ενθάρρυνση».
«Ενθάρρυνση;» φώναξα, φοβισμένος, απελπισμένος, έξαλλος
στον ίδιο βαθμό. Το αμάξι χώθηκε σε κάτι θάμνους και οι
θάμνοι προσπαθούσαν να χωθούν στο αμάξι.
«Πόσο μα πόσο συναρπαστικό!» αναφώνησε η Βερόνικα.
Ο Έρνι μιλούσε λες και κουβεντιάζαμε για καμιά
σπαζοκεφαλιά. «Αν ο κεντρικός πάσσαλος δεν είναι βαθιά
χωμένος, οι πύλες θα γίνουν κομμάτια με την πρόσκρουση».
«Κι αν είναι βαθιά χωμένος;»
Η Βερόνικα φανέρωσε μια μανιακή πλευρά της. «Τότε θα
γίνουμε κομμάτια εμείς με την πρόσκρουση! Οπότε, κύριε
Κάβεντις, πάτα το!»
Οι πύλες έρχονταν καταπάνω μας, στα δέκα, οκτώ, έξι
αυτοκίνητα απόσταση. Ο μπαμπάς μίλησε από το πυελικό
διάφραγμά μου. « Έχεις την παραμικρή ιδέα πόσο έχεις μπλέξει,
αγόρι μου;» Οπότε υπάκουσα τον πατέρα μου, ναι, τον
υπάκουσα και πάτησα φρένο. Η μαμά μουρμούρισε στ’ αυτί
μου: «Χέσε το, Τίμπο, τι έχεις να χάσεις;» Η σκέψη ότι είχα
πατήσει όχι φρένο αλλά γκάζι ήταν η στερνή – δύο αυτοκίνητα
απόσταση, ένα, μπαμ!
Τα κάθετα κάγκελα έγιναν οριζόντια.
Τα θυρόφυλλα πετάχτηκαν από τους μεντεσέδες τους.
Η καρδιά μου βουτούσε από τον λαιμό στο έντερο, και ξανά
πίσω, και ξανά πίσω, και το Range Rover ντεραπάριζε αποδώ
κι αποκεί, σφιγγόμουν με όλη μου τη δύναμη μη χεστώ πάνω
μου, τα φρένα στρίγκλιζαν μα το κράτησα μακριά από τα
χαντάκια, με τη μηχανή ακόμη αναμμένη, το παρμπρίζ ακόμη
άθικτο.
Σταμάτησε τελείως.
Η ομίχλη πύκνωνε και αραίωνε στα φώτα των προβολέων.
«Είμαστε περήφανοι για σένα» είπε η Βερόνικα, «έτσι δεν
είναι, Έρνεστ;».
«Ναι, καλή μου, είμαστε!» Ο Έρνι με χτύπησε στην πλάτη.
Άκουσα τον Γουίδερς να γαβγίζει έξαλλα από πίσω μας. Ο Έρνι
κατέβασε το τζάμι και ούρλιαξε προς το Ορόρα Χάους:
«Χάαααααααααααααααβββββββββββαρρο!». Ακούμπησα το
γκάζι πάλι. Τα λάστιχα γρατζούνισαν το χαλίκι, η μηχανή
άνθισε και το Ορόρα Χάους χάθηκε μέσα στη νύχτα. Διάολε,
όταν πεθαίνουν οι γονείς σου, έρχονται να μείνουν μαζί σου.

«Χάρτη;» Ο Έρνι ψαχούλευε στο ντουλαπάκι. Τα μέχρι τώρα


ευρήματά του περιλάμβαναν γυαλιά ηλίου και καραμέλες
βουτύρου Werther’s.
«Δεν χρειάζεται. Έχω απομνημονεύσει τη διαδρομή μας. Την
ξέρω σαν την παλάμη μου. Κάθε απόδραση είναι κατά τα εννιά
δέκατα υλικοτεχνικά».
«Καλύτερα μακριά από αυτοκινητόδρομους. Έχουν κάμερες
και τέτοια στις μέρες μας».
Αναλογίστηκα την αλλαγή καριέρας μου, από εκδότη σε
κλέφτη αυτοκινήτων. «Ξέρω».
Η Βερόνικα παράστησε τον κύριο Μικς – θαυμάσια. «Ξέρω!
Ξέρω!»
Της είπα ότι η μίμηση ήταν απόκοσμα ακριβής.
Μια παύση. «Δεν είπα τίποτα».
Ο Έρνι γύρισε και φώναξε από την έκπληξη. Όταν κοίταξα
στον καθρέφτη και είδα τον κύριο Μικς να τινάζεται στο πίσω
μέρος του αυτοκινήτου, κόντεψα να βγω από τον δρόμο.
«Πώς–» έκανα. «Πότε – ποιος–»
«Κύριε Μικς!» γλυκομίλησε η Βερόνικα. «Τι ωραία έκπληξη».
« Έκπληξη;» είπα. « Έχει παραβιάσει τους παλιονόμους της
φυσικής!»
«Μα δεν μπορούμε να κάνουμε αναστροφή και να γυρίσουμε
στο Χαλ» δήλωσε ο Έρνι, «και παραείναι κρύο για να τον
αφήσουμε στον δρόμο. Ως το πρωί θα έχει γίνει παγοκολόνα».
«Το σκάσαμε απ’ το Ορόρα Χάους, κύριε Μικς» εξήγησε η
Βερόνικα.
«Ξέρω» μουρμούρισε ο πιωμένος γεροβλαμμένος, «ξέρω».
«Όλοι για έναν και ένας για όλους, έτσι δεν πάει;»
Ο κύριος Μικς έβγαλε ένα χάχανο και πιπιλούσε καραμέλες
βουτύρου σιγοτραγουδώντας το «The British Grenadiers», ενώ
το Range Rover καταβρόχθιζε τα βόρεια χιλιόμετρα.
Μια πινακίδα –ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΟΔΗΓΕΙΤΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ ΣΤΟ
ΣΚΟΤΣ ΚΡΟΣ– φωτίστηκε από τους προβολείς. Ο Έρνι είχε
τελειώσει τo σχέδιο της διαδρομής μας εδώ με ένα μεγάλο
κόκκινο Χ και τώρα καταλάβαινα γιατί. Ένα διανυκτερεύον
βενζινάδικο που εξυπηρετούσε έναν αυτοκινητόδρομο
κατηγορίας Α – δίπλα σε μια παμπ που ονομαζόταν Hanged
Greyhound. Τα μεσάνυχτα είχαν περάσει προ πολλού αλλά τα
φώτα ακόμη ήταν αναμμένα. «Πάρκαρε στην παμπ. Θα πάω να
πάρω ένα μπιτόνι βενζίνη για να μη μας δει κανείς. Έπειτα
ψηφίζω να πιούμε μια μπίρα στα γρήγορα για να γιορτάσουμε
την καλή δουλειά που κάναμε. Ο ανόητος ο Τζονς άφησε το
σακάκι του στο αυτοκίνητο, και μέσα στο σακάκι – τι
έκπληξη!» Ο Έρνι μου έδειξε ένα πορτοφόλι ίσα με τον
χαρτοφύλακά μου. «Σίγουρα μας κερνάει μια γύρα».
«Ξέρω!» ενθουσιάστηκε ο κύριος Μικς. «Ξέρω!»
« Ένα ντραμπιούι με σόδα» αποφάνθηκε η Βερόνικα «θα ήταν
ό,τι πρέπει».
Ο Έρνι γύρισε σε πέντε λεπτά με το μπιτόνι. «Κανένας
κόπος». Διοχέτευσε τη βενζίνη στο ντεπόζιτο κι έπειτα οι
τέσσερίς μας διασχίσαμε το πάρκινγκ προς την παμπ. «Δροσιά
έχει απόψε» σχολίασε ο Έρνι, τείνοντας το μπράτσο του στη
Βερόνικα. Είχε ψοφόκρυο και έτρεμα ολόκληρος. «Ωραίο
φεγγάρι, Έρνεστ» πρόσθεσε η Βερόνικα, περνώντας το
μπράτσο της στο δικό του. «Υπέροχη βραδιά για να
κλεφτούμε!» Χαχάνισε σαν δεκαεξάχρονη. Φίμωσα τον παλιό
μου δαίμονα, τη Ζήλια. Ο κύριος Μικς παρέπαιε, οπότε τον
υποβάσταξα μέχρι την πόρτα, όπου ένας μαυροπίνακας
διαφήμιζε το «Μεγάλο Ματς». Μέσα στο ζεστό σπήλαιο, ένα
πλήθος έβλεπε ποδόσφαιρο στην τηλεόραση σε μια μακρινή
φωσφορίζουσα χρονική ζώνη. Στο ογδόντα ένα η Αγγλία έχανε
από τη Σκοτία με ένα γκολ. Ούτε που μας πρόσεξε κανείς.
Αγγλία εναντίον Σκοτίας, στο εξωτερικό, στο άγριο
καταχείμωνο – ξανάρχισαν κιόλας οι προκριματικοί για το
Παγκόσμιο Πρωτάθλημα; Εγώ κι ο παλιο-Ριπ Βαν Ουίνκλ.76
Δεν μου αρέσουν οι παμπ με τηλεόραση, τουλάχιστον όμως
δεν έπαιζε αυτά τα γκάπα γκούπα που περνιούνται για
μουσική και εκείνο το βράδυ η ελευθερία ήταν η γλυκύτερη
πολυτέλεια. Ένα τσοπανόσκυλο μας έκανε χώρο σε μια θέση
δίπλα στο τζάκι. Τα ποτά τα παράγγειλε ο Έρνι επειδή, είπε, η
προφορά μου παραήταν νότια και μπορεί να έφτυναν στο
ποτήρι μου. Πήρα ένα διπλό Κιλμαγκούν και το πιο ακριβό
πούρο που διέθετε το μπαρ, η Βερόνικα παράγγειλε το
ντραμπιούι με τη σόδα της, ο κύριος Μικς μια τζιτζιμπίρα, και
ο Έρνι μια πίντα μπίτερ Άνγκρι Μπάσταρντ. Ο μπάρμαν ούτε
που πήρε τα μάτια του από την τηλεόραση – ετοίμασε τα ποτά
μας με την αφή και μόνο. Πάνω που καθίσαμε, ένας κυκλώνας
απελπισίας σάρωσε το μπαρ. Η Αγγλία είχε κερδίσει πέναλτι.
Το οπαδικό πνεύμα ηλέκτρισε τους θεατές.
«Θα ήθελα να κοιτάξω τη διαδρομή μας. Έρνι, τον χάρτη σε
παρακαλώ».
«Εσύ τον είχες».
«Α. Πρέπει να είναι…» Στο δωμάτιό μου. Γκρο πλαν,
σκηνοθέτη Λαρς, του Κάβεντις να συνειδητοποιεί το μοιραίο
λάθος του. Είχα αφήσει τον χάρτη στο κρεβάτι μου. Για τη
νοσοκόμα Νόουκς. Με τη διαδρομή μας σημειωμένη με
μαρκαδοράκι. «…στο αυτοκίνητο… ω Θεέ μου. Νομίζω
καλύτερα να τελειώνουμε τα ποτά μας και να πηγαίνουμε».
«Μα μόλις ξεκινήσαμε αυτή τη γύρα».
Ξεροκατάπια. «Σχετικά με, εμ, τον χάρτη…» Κοίταξα το ρολόι
μου και υπολόγισα αποστάσεις και ταχύτητες.
Ο Έρνι έμπαινε στο νόημα. «Τι τρέχει με τον χάρτη;»
Η απάντησή μου πνίγηκε σε ένα ουρλιαχτό οπαδικού θρήνου.
Η Αγγλία είχε ισοφαρίσει. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, δεν
λέω ψέματα, είδα τον Γουίδερς να κοιτάζει απέξω. Τα
γκεσταπίτικα μάτια του στάθηκαν πάνω μας. Χαρούμενος δεν
ήταν. Ο Τζονς Χότσκις εμφανίστηκε δίπλα του, μας είδε, κι
αυτός φαινόταν στ’ αλήθεια χαρούμενος. Έκανε να πιάσει το
κινητό του για να καλέσει τους εκδικητές αγγέλους του. Ένας
τρίτος αγροίκος με λιγδιασμένη φόρμα ολοκλήρωνε το
καταδιωκτικό απόσπασμα, φαινόταν όμως ότι μέχρι στιγμής η
νοσοκόμα Νόουκς είχε πείσει τον Τζον Χότσκις να αφήσει την
αστυνομία απέξω. Την ταυτότητα του λιγδιάρη αγροίκου δεν θα
τη μάθαινα ποτέ, το κατάλαβα όμως αμέσως: είχαμε τελειώσει.
Η Βερόνικα στέναξε ξεψυχισμένα. «I had so hoped to see»,
μισοτραγούδησε, «the wild mountain thyme, all across the
blooming heather, and it’s go, lassie, go…».77
Μια ημιζωή θολωμένη από τα φάρμακα, με περιορισμούς και
τηλεόραση, μας περίμενε. O κύριος Μικς σηκώθηκε για να
πάει με τον δεσμοφύλακά μας.
Έβγαλε ένα βιβλικό ουρλιαχτό. (Λαρς: από το πάρκινγκ έξω
προχώρα στη γεμάτη μπάρα και κατάληξε με ζουμ στις σάπιες
αμυγδαλές του κυρίου Μικς.) Οι τηλεθεατές διέκοψαν τις
κουβέντες τους, έριξαν τα ποτά τους και κοιτούσαν. Ακόμα και
ο Γουίδερς κοκάλωσε. Ο ογδοντάρης ανέβηκε στην μπάρα μ’
ένα σάλτο, σαν τον Αστέρ στις μεγάλες δόξες του, και
βρυχώμενος έδωσε αυτό το σήμα κινδύνου στη γενική του
αδελφότητα: «Δεν έχει αλλληθινούς Σκοτσέζους εδώ μέεεεεσα;»
Μια ολόκληρη πρόταση! Ο Έρνι, η Βερόνικα κι εγώ μείναμε
με το στόμα ανοιχτό.
Συναρπαστικά πράγματα. Κανείς δεν σάλευε.
Ο κύριος Μικς έδειξε τον Γουίδερ με έναν σκελετωμένο
δείκτη και απήγγειλε την αρχαία αυτή κατάρα: «Αυτοί εκεί δα
οι παλιο-Άγγλοι καταπατάνε τα θεόσταλτά μου δικαιώματα! Μας
έχουν κακομεταχειριστεί άθλια εμένα και τους φίλους μου και
χρειαζόμαστε μια τοσηδά συνδρομή!»
Ο Γουίδερς μας γρύλισε: «Ελάτε ήσυχα να αντιμετωπίσετε την
τιμωρία σας».
Η καταγωγή του απαγωγέα μας από τη Νότια Αγγλία είχε
αποκαλυφθεί! Ένας ροκάς σηκώθηκε σαν άλλος Ποσειδώνας κι
έσφιξε τις γροθιές του. Ένας χειριστής γερανού στάθηκε δίπλα
του. Ένας άντρας με σαγόνι καρχαρία και κοστούμι χίλιων
λιρών. Μια πολεμίστρια με ουλές από τις μάχες.
Η τηλεόραση έκλεισε.
Ένας ορεσίβιος μίλησε μαλακά: «Μάιστα, πιτσιρίκο. Δεν θα
σ’ απογοητεύσουμε».
O Γουίδερς αξιολόγησε το σκηνικό και δοκίμασε ένα
χαμογελάκι τύπου Σοβαρευτείτε. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι
κλέφτες αυτοκινήτων».
«Μπάτσος είσαι;» Η πολεμίστρια έκανε ένα βήμα μπροστά.
«Δείξε μας το σήμα σου τότε». Ο χειριστής γερανού έκανε ένα
βήμα μπροστά.
«Α, μας πουλάς φούμαρα, ρε» έφτυσε ο Ποσειδώνας.
Αν επικρατούσε ψυχραιμία, ίσως χάναμε τη μάχη, μα ο Τζονς
Χότσκις έβαλε ένα μοιραίο αυτογκόλ. Καθώς βρήκε τον δρόμο
του κλεισμένο από μια στέκα μπιλιάρδου, έκανε την αρχή στην
απελπισία του με ένα «Άκου λοιπόν τώρα, βρομοπανκιό, να πας
να γαμήσεις την παλιογκάιντά σου αν έχεις την εντύπωση–»
Ένα από τα δόντια του έπεσε μέσα στο Κιλμαγκούν μου, στα
τέσσερα μέτρα απόσταση. (Το έβγαλα και το κράτησα ως
απόδειξη του απίθανου αυτού ισχυρισμού, ειδάλλως δεν θα με
πιστέψει κανένας ποτέ.) Ο Γουίδερς άρπαξε κι έσπασε έναν
καρπό που πήγαινε καταπάνω του, εκσφενδόνισε έναν
μικροκαμωμένο Σκοτσέζο πάνω από το τραπέζι του
μπιλιάρδου, o δράκος όμως ήταν ένας και οι εξοργισμένοι
εχθροί του λεφούσι. Α, η σκηνή που ακολούθησε ήταν αντάξια
της ναυμαχίας του Τραφάλγκαρ. Οφείλω να παραδεχτώ ότι η
θέα εκείνου του βάρβαρου να υφίσταται βαρβαρότητες δεν
ήταν τελείως δυσάρεστη, όταν όμως ο Γουίδερς έπεσε κάτω και
άρχισε να τρώει το βρομόξυλο, πρότεινα μια διακριτική έξοδο
από σκηνής προς το δανεικό μας όχημα. Αποχωρήσαμε από
την πίσω μεριά και τρέξαμε προς το ανεμοδαρμένο πάρκινγκ
με όσο ελαφρά πηδηματάκια μάς επέτρεπαν τα πόδια μας, των
οποίων η συνολική ηλικία ξεπερνούσε με άνεση τους τρεις
αιώνες. Οδήγησα. Προς τον βορρά.
Πού θα τελειώσει όλο αυτό, δεν το γνωρίζω.

ΤΕΛΟΣ

66 Το όνομα του γιατρού, Upward, σημαίνει προς τα πάνω, ανοδικός. (Σ.τ.Μ.)


67 Large-print: είναι ειδική μορφή έκδοσης στον αγγλόφωνο κόσμο, όπου τα βιβλία
τυπώνονται με μεγαλύτερη από το συνηθισμένο γραμματοσειρά, για να
εξυπηρετηθούν άτομα με προβλήματα όρασης. (Σ.τ.Μ.)
68 Αναφέρεται εδώ στον διάσημο –μεταξύ άλλων και για το πάχος του– σαιξπηρικό
ήρωα (και αργότερα κεντρικό χαρακτήρα της ομώνυμης όπερας του Τζιουζέπε
Βέρντι) και στον γιο του Εδουάρδου Γ΄ (και θείο του Ριχάρδου Β΄) Ιωάννη της
Γάνδης, ιδρυτή του κλάδου των Λάνκαστερ, που εμφανίζεται ως ήρωας στον
Ριχάρδο τον Β΄ του Σαίξπηρ ενώ γίνεται αναφορά σε αυτόν (από τον Φάλσταφ) στον
Ερρίκο τον Δ΄. (Σ.τ.Μ.)
69 Flying ace, πιλότος της πολεμικής αεροπορίας που έχει στο ενεργητικό του την
κατάρριψη τουλάχιστον πέντε αντιπάλων αεροσκαφών. (Σ.τ.Μ.)
70 Επίπεδο ξύλινο ραβδί που χρησιμοποιείται στον βουδιστικό διαλογισμό για να
«ξυπνήσει» με το χτύπημά του αυτόν που διαλογίζεται όταν πάει να αποκοιμηθεί ή
χάνει τη συγκέντρωσή του. (Σ.τ.Μ.)
71 Παίζει εδώ με τη σημασία της πασιέντζας (και στα αγγλικά, patience), υπομονή.
(Σ.τ.Μ.)
72 Little Miss Muffet. Αναφορά στο ομότιτλο αγγλικό παιδικό τραγούδι. (Σ.τ.Μ.)
73 Το cracker εδώ είναι το παραδοσιακό για τους Άγγλους αλλά σχετικά άγνωστο στα
καθ’ ημάς Christmas cracker, στολίδι σε σχήμα σωλήνα που περιέ­χει
μικροδωράκια, γλυκίσματα, ένα αστείο ή αίνιγμα, καθώς και ένα χάρτινο στέμμα.
Δύο άτομα κρατούν από μια πλευρά ο καθένας και το τραβάνε με δύναμη για να
ανοίξει – όταν το κράκερ σχίζεται, κάνει θόρυβο. (Σ.τ.Μ.)
74 Ο συγγραφέας παίζει εδώ με το καζού και το μπαζούκα. (Σ.τ.Μ.)
75 Ιταλικά στο πρωτότυπο: αγαπημένη. (Σ.τ.Μ.)
76 Αναφορά στον ήρωα του ομώνυμου διηγήματος του Γουάσινγκτον Ίρβινγκ (1819),
που ξυπνά έπειτα από πολύχρονο ύπνο σε έναν κόσμο δραματικά αλλαγμένο.
(Σ.τ.Μ.)
77 Παραλλαγμένοι στίχοι από το τραγούδι «Wild Mountain Thyme». «Ήθελα τόσο
να δω, τ’ αγριοθύμαρο στο βουνό, μέσα στ’ ανθισμένα ρείκια, πάμε, κοπελιά,
πάμε…» (Σ.τ.Μ.)
Πολύ καλά, αγαπητέ Αναγνώστη, σου αξίζει ένας επίλογος αν
διάβασες μέχρι εδώ. Τα φριχτά μου βάσανα κατέληξαν σε αυτά
τα πεντακάθαρα ενοικιαζόμενα στο Εδιμβούργο, ιδιοκτησίας
μιας διακριτικής χήρας από τη νήσο του Μαν. Μετά τον
τσακωμό στο Hanged Greyhound, εμείς τα τέσσερα τυφλά
ποντίκια πήγαμε στη Γλασκόβη, όπου ο Έρνι ξέρει έναν
πουλημένο μπάτσο που μπορεί να τακτοποιή­σει το όχημα του
Χότσκις. Εδώ οι δρόμοι της συντροφιάς μας χώρισαν. Ο Έρνι,
η Βερόνικα και ο κύριος Μικς με αποχαιρέτησαν στον σταθμό.
Ο Έρνι υποσχέθηκε ότι, έτσι και μας προφτάσει ο νόμος, θα
αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη, μια και παραείναι γέρος για να
δικαστεί, κάτι διαολεμένα πολιτισμένο εκ μέρους του. Αυτός
και η Βερόνικα όδευαν προς μια τοποθεσία στις Εβρίδες όπου ο
τεχνίτης-ιεροκήρυκας ξάδελφός του ανακαινίζει ετοιμόρροπα
αγροκτήματα για Ρώσους μαφιόζους και Γερμανούς λάτρεις της
γαελικής γλώσσας. Αποτείνω τις κοσμικές μου προσευχές για
την ευημερία τους. Ο κύριος Μικς επρόκειτο να εναποτεθεί σε
μια δημόσια βιβλιοθήκη με μια ταμπέλα «Παρακαλώ,
φροντίστε αυτή την αρκούδα», υποπτεύομαι όμως ότι ο Έρνι
και η Βερόνικα θα τον πάρουν μαζί τους. Μετά την άφιξή μου
στη χήρα απ’ το Μαν, κοιμήθηκα σκεπασμένος το πουπουλένιο
μου πάπλωμα βαθιά σαν τον βασιλιά Αρθούρο στις Νήσους των
Μακάρων. Γιατί δεν πήρα ατάκα κι επιτόπου το πρώτο τρένο
προς το Λονδίνο; Ακόμη δεν είμαι σίγουρος. Ίσως επειδή
θυμάμαι το σχόλιο του Ντένχολμ για τη ζωή πέρα από τον Μ25.
Ποτέ δεν θα μάθω τι ρόλο έπαιξε στη φυλάκισή μου, όμως είχε
δίκιο – το Λονδίνο μαυρίζει τον χάρτη σαν πολύποδας στο
έντερο της Αγγλίας. Εδώ πάνω υπάρχει μια χώρα ολόκληρη.
Έψαξα το τηλέφωνο του σπιτιού της κυρίας Λάθαμ στη
βιβλιοθήκη. Το τηλεφωνικό μας αντάμωμα ήταν μια
συγκινητική στιγμή. Φυσικά, η κυρία Λάθαμ με κατσάδιασε για
να καταπνίξει τα συναισθήματά της, πριν με ενημερώσει για
τις εβδομάδες που έλειπα. Η Λερναία Ύδρα των Χόγκινς είχε
ξεσχίσει το γραφείο όταν δεν εμφανίστηκα για τον ευνουχισμό
μου στις τρεις η ώρα, όμως οι οικονομικές μου ακροβασίες
τόσα χρόνια είχαν εκπαιδεύσει την τρομερή μου στυλοβάτισσα.
Είχε καταγράψει τον βανδαλισμό με μια ύπουλη κάμερα που
της παρείχε ο ανιψιός της. Οι Χόγκινς συγκρατήθηκαν ως εξής:
μακριά από τον Τίμοθι Κάβεντις, προειδοποίησε η κυρία
Λάθαμ, ειδάλλως αυτά τα πλάνα θα ανέβουν στο ίντερνετ και οι
διάφορες αναστολές σας θα μετατραπούν σε ποινές φυλάκισης.
Ούτως πείστηκαν να δεχτούν μια δίκαιη πρόταση που τους
έδινε μερίδιο στα μελλοντικά πνευματικά δικαιώματα.
(Υποψιάζομαι ότι είχαν έναν κρυφό θαυμασμό για τα γερά
νεύρα του θηλυκού μπουλντόγκ μου.) Η διαχείριση του κτιρίου
χρησιμοποίησε την εξαφάνισή μου –και την καταστροφή του
γραφείου μου– ως δικαιολογία για να μας πετάξει έξω. Ήδη
ενώ γράφω, οι πρώην εγκαταστάσεις μου μετατρέπονται σε
Hard Rock Café για Αμερικανούς που τους λείπει η πατρίδα
τους. Οι Εκδόσεις Κάβεντις για την ώρα λειτουργούν σε ένα
σπίτι που ανήκει στον μεγαλύτερο ανιψιό της γραμματέως μου,
ο οποίος μένει στην Ταγγέρη. Και το καλύτερο: ένα
χολιγουντιανό στούντιο έδωσε για την οψιόν του Μπουνιά στο
στόμα – Η ταινία ένα νούμερο εξωφρενικό όσο το νούμερο ενός
γραμμοκώδικα. Πολλά από τα λεφτά θα πάνε στους Χόγκινς,
αλλά για πρώτη φορά απ’ τα είκοσι δύο μου, είμαι
ματσωμένος.
H κυρία Λάθαμ τακτοποίησε τις κάρτες μου, κ.λπ., και
σχεδιάζω το μέλλον στα σουβέρ της μπίρας σαν τον Τσόρτσιλ
και τον Στάλιν στη Γιάλτα, και πρέπει να πω ότι το μέλλον αυτό
δεν είναι και τόσο άσχημο. Θα βρω έναν πεινασμένο αφανή
συγγραφέα να μετατρέψει αυτές τις σημειώσεις που διαβάζεις
σε δικό μου σενάριο. Ε, λοιπόν, χέσε τα όλα, αν μπορεί ο
Ντέρμοτ «Ντάστερ» Χόγκινς να γράψει ένα μπεστ σέλερ που θα
γίνει και ταινία, γιατί στον παλιοκόρακα να μην μπορεί και ο
Τίμοθι «Λάζαρους» Κάβεντις; Βάλε τη νοσοκόμα Νόουκς στο
βιβλίο, στο σκαμνί και στο σφυρί. Η γυναίκα ήταν ειλικρινής –
οι μισαλλόδοξοι συνήθως έτσι είναι– αλλά αυτό δεν την κάνει
λιγότερο επικίνδυνη, και θα την ξεμπροστιάσω. Το έλασσον
ζήτημα του δανείου του οχήματος του Τζονς Χότσκις πρέπει να
αντιμετωπιστεί με λεπτότητα, μα έχω βγάλει και καυτότερα
κάστανα από τη φωτιά. Η κυρία Λάθαμ έγραψε μέιλ στη Χίλαρι
Β. Χας για να εκφράσει το ενδια­φέρον μας για τις Ημιζωές, και
ο ταχυδρόμος έφερε το δεύτερο μέρος πριν από κοντά μία ώρα.
Εσώκλειε και μια φωτογραφία, και απ’ ό,τι φαίνεται είναι ο
Χίλαρι, και το Β είναι απ’ το Βίνσεντ. Και τι βαρέλι! Όχι πως
εγώ είμαι στιλάκι, ο Χίλαρι όμως θα γέμιζε όχι δύο, αλλά τρεις
αεροπορικές θέσεις. Θα μάθω αν ζει ακόμη η Λουίζα Ρέι σε μια
γωνιά του Whistling Thistle, του de facto γραφείου μου, μια
ταβέρνα-ερειπωμένη γαλέρα σ’ ένα στενοσόκακο, όπου η
Μαρία Α΄ της Σκοτίας κάλεσε τον διάβολο για να τη βοηθήσει
στον αγώνα της. Ο ιδιοκτήτης, του οποίου τα διπλά θα ήταν
τετραπλά στο Λοντίνιουμ των συμβούλων επιχειρήσεων,
ορκίζεται πως βλέπει την Κακότυχη Μεγαλειότητά Της
τακτικά. In vino veritas.
Κι αυτό είναι όλο, λίγο πολύ. Η μέση ηλικία πέταξε, όμως
είναι η στάση σου και όχι η ηλικία σου που είτε σε καταδικάζει
στις τάξεις των Απέθαντων είτε σου προσφέρει τη λύτρωση.
Στην επικράτεια των νέων κατοικούν πλήθος Απέθαντες ψυχές.
Όλο τρέχουν, και η εσωτερική τους σήψη κρύβεται για λίγες
δεκαετίες, αυτό είναι όλο. Έξω, χοντρές χιονονιφάδες πέφτουν
σε σχιστολιθικές στέγες και γρανιτένιους τοίχους. Σαν τον
Σολζενίτσιν που μοχθούσε στο Βερμόντ, θα εργαστώ κι εγώ
επιμελώς στην εξορία, μακριά από την πόλη όπου δέθηκαν τα
κόκαλά μου.
Και σαν τον Σολζενίτσιν θα επιστρέψω ένα λαμπερό
σούρουπο.
ΗΜΙΖΩΕΣ
Το πρώτο μυστήριο της Λουίζα Ρέι
40
Η μαύρη θάλασσα ορμάει μέσα βρυχώμενη. Είναι τόσο
παγωμένη που οι αισθήσεις της Λουίζα ξυπνάνε απ’ το σοκ. Το
Volkswagen έπεσε με το πίσω μέρος στο νερό υπό γωνία
σαράντα πέντε μοιρών, οπότε το κάθισμα έσωσε τη σπονδυλική
της στήλη, όμως τώρα το αυτοκίνητο γυρίζει τούμπα. Είναι
δεμένη στη ζώνη ασφαλείας της, λίγα εκατοστά απ’ το
παρμπρίζ. Το θαλασσόνερο της κοπανάει το κεφάλι. Ή θα βγεις ή
θα πεθάνεις εδώ μέσα. Την πιάνει πανικός, τα πνευμόνια της
γεμίζουν νερό και παλεύοντας βγαίνει σε μια μεριά που ακόμη
έχει αέρα, βήχοντας. Λύσε τη ζώνη. Χτυπιέται και διπλώνεται
στη μέση για να φτάσει το κούμπωμα της ζώνης. Πάτα το να
ανοίξει. Δεν πατιέται. Το αυτοκίνητο κάνει μισή τούμπα ακόμα
βαθύτερα, και, με έναν βασανιστικό θόρυβο, μια γιγάντια
φουσκάλα αέρα σε σχήμα καλαμαριού ξεφεύγει. Η Λουίζα
κοπανάει το κουμπί, ανάστατη, κι ο ιμάντας απελευθερώνεται.
Αέρα. Βρίσκει λίγο αέρα παγιδευμένο κάτω από ένα παρμπρίζ
μαύρου νερού. Η μάζα της θάλασσας μαγκώνει την πόρτα και
δεν ανοίγει. Κατέβασε το παράθυρο. Κατεβαίνει αργά μέχρι τη
μέση και μαγκώνει, εκεί ακριβώς που μαγκώνει συνέχεια. Η Λουίζα
κουνιέται αποδώ κι αποκεί, και περνάει στριμωχτά, πρώτα το
κεφάλι, μετά οι ώμοι και ο κορμός.
Η αναφορά του Σίξμιθ!
Ξαναγυρνά στο όχημα που βυθίζεται. Δεν βλέπω την τύφλα μου.
Μια πλαστική σκουπιδοσακούλα. Χωμένη κάτω απ’ το κάθισμα.
Διπλώνεται στον περιορισμένο χώρο… Να τη. Τραβάει, λες και
τραβά σακί με πέτρες. Πάει να βγει με τα πόδια πρώτα απ’ το
παράθυρο, μα η αναφορά παραείναι ογκώδης. Το αυτοκίνητο
που βυθίζεται την τραβάει μαζί του. Τα πνευμόνια της πονάνε
τώρα. Τα καταμουσκεμένα χαρτιά έχουν τετραπλασιαστεί σε
βάρος. Η σκουπιδοσακούλα περνάει απ’ το παράθυρο, έτσι
όμως που κλοτσάει και τινάζεται η Λουίζα τη νιώθει ν’
αλαφραίνει. Εκατοντάδες σελίδες πετάγονται απ’ το κρεμ
ντοσιέ, στροβιλίζονται όπου τις πάει η θάλασσα,
στροβιλίζονται ολόγυρά της, τραπουλόχαρτα στην Αλίκη στη Χώρα
των Θαυμάτων. Πετάει τα παπούτσια της. Τα πνευμόνια της
στριγκλίζουν, βρίζουν, ικετεύουν. Ο σφυγμός της κοπανάει στ’
αυτιά της. Πώς ανεβαίνω πάνω; Το νερό παραείναι σκοτεινό για να
το καταλάβει. Για ν’ ανέβω πάνω, πάω αντίθετα απ’ τ’ αμάξι. Τα
πνευμόνια της από στιγμή σε στιγμή θα σκάσουν. Πού είναι τ’
αμάξι; Η Λουίζα συνειδητοποιεί ότι πλήρωσε για την αναφορά
του Σίξμιθ με τη ζωή της.

41
Ο Άιζακ Σακς κοιτάζει από ψηλά το λαμπρό πρωινό στην
Πενσιλβάνια. Δαιδαλώδη προάστια με ιβουάρ βίλες και
μεταξένια γκαζόν με τιρκουάζ πισίνες να παρεμβάλλονται.
Ακουμπάει το πρόσωπό του στο ψυχρό παράθυρο του ιδιωτικού
τζετ. Δυο μέτρα κάτω από το κάθισμά του, στον χώρο των
αποσκευών, βρίσκεται μια βαλίτσα που περιέχει πλαστικό
εκρηκτικό C-4 αρκετό για να κάνει το αεροπλάνο μετεωρίτη.
Οπότε, σκέφτεται ο Σακς, άκουσες τη συνείδησή σου. Η Λουίζα Ρέι
έχει την αναφορά Σίξμιθ. Φέρνει στη μνήμη όσο περισσότερες
λεπτομέρειες μπορεί από το πρόσωπό της. Νιώθεις αμφιβολία;
Ανακούφιση; Φόβο; Εντιμότητα;
Ένα προαίσθημα πως δεν θα την ξαναδώ.
Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι, ο άνθρωπος στον οποίο την έφερε,
γελάει με το σχόλιο ενός βοηθού. Περνάει η αεροσυνοδός με
έναν δίσκο με ποτά που χτυπάνε μεταξύ τους. Ο Σακς
καταφεύγει στο τετράδιό του, όπου γράφει τις εξής προτάσεις.

• Ανάλυση: οι μηχανισμοί του πραγματικού παρελθόντος + του


εικονικού παρελθόντος μπορούν να απεικονιστούν από ένα πολύ
γνωστό γεγονός της συλλογικής ιστορίας όπως η βύθιση του Τιτανικού.
Η καταστροφή όπως πραγματικά συνέβη πέφτει στην αφάνεια καθώς
οι αυτόπτες μάρτυρές της πεθαίνουν, τα αρχεία χάνονται + το ναυάγιο
διαλύεται στον υγρό του τάφο στον Ατλαντικό. Ωστόσο μια εικονική
βύθιση του Τιτανικού, φτιαγμένη από παραλλαγμένες αναμνήσεις,
έγγραφα, φήμες, φαντασιοκοπήματα –από πεποιθήσεις, με δυο λόγια–
γίνεται ολοένα και πιο «αληθινή». Το πραγματικό παρελθόν είναι
εύθρυπτο, θολώνει ολοένα + η προσέγγισή του + η ανασύστασή του
γίνονται ολοένα δυσκολότερες: αντιθέτως, το εικονικό παρελθόν είναι
εύπλαστο, ζωηρεύει ολοένα + η παράκαμψή του / το ξεμπρόστιασμά του
ως απάτης δυσκολεύουν ολοένα.
• Το παρόν εξαναγκάζει το εικονικό παρελθόν να το υπηρετήσει, για να
δώσει αξιοπιστία στις μυθολογίες του + νομιμοποίηση στην επιβολή της
βούλησης. Η εξουσία αποζητά + αποτελεί το δικαίωμα της
«διαμόρφωσης» του εικονικού παρελθόντος. (Κουμάντο κάνει αυτός
που πληρώνει τον ιστορικό.)
• Η συμμετρία επιβάλλει + ένα πραγματικό + εικονικό μέλλον.
Φανταζόμαστε πώς θα διαμορφωθεί η επόμενη εβδομάδα, η επόμενη
χρονιά ή το 2225 – ένα εικονικό μέλλον, κατασκευασμένο από επιθυμίες,
προφητείες + ονειροπολήσεις. Το εικονικό αυτό μέλλον ίσως επηρεάσει
το πραγματικό μέλλον, όπως συμβαίνει με τις αυτοεκπληρούμενες
προφητείες, το πραγματικό μέλλον όμως σίγουρα θα επισκιάσει το
εικονικό μας, ακριβώς όπως το αύριο επισκιάζει το σήμερα. Σαν την
Ουτοπία, το πραγματικό μέλλον + το πραγματικό παρελθόν υπάρχουν
μονάχα στα βάθη του ορίζοντα, όπου δεν ωφελούν κανέναν.
• Ε: Υπάρχει κάποια ουσιαστική διαφοροποίηση μεταξύ μιας απεικόνισης
όλο παραπλανήσεις + ίσκιους –του πραγματικού παρελθόντος– από μια
άλλη τέτοια απεικόνιση – του πραγματικού μέλλοντος;
• Ένα μοντέλο του χρόνου: μια ατελείωτη ματριόσκα από ζωγραφιστά
στιγμιότυπα, με κάθε «περίβλημα» (το παρόν) τοποθετημένο μέσα σε
μια φωλιά από «περιβλήματα» (τα περασμένα παρόντα) που αποκαλώ
πραγματικό παρελθόν αλλά τα οποία αντιλαμβανόμαστε ως το
εικονικό παρελθόν. Η κούκλα του «τώρα» παρομοίως περιέχει μια
φωλιά από παρόντα που ακόμη δεν έχουν επέλθει, τα οποία αποκαλώ
αληθινό μέλλον αλλά τα οποία αντιλαμβανόμαστε ως το εικονικό
μέλλον.
• Θεώρημα: Έχω ερωτευτεί τη Λουίζα Ρέι.

Ο πυροκροτητής πυροδοτείται. Το C-4 αναφλέγεται. Το τζετ


τυλίγεται σε μια πύρινη σφαίρα. Τα μέταλλα, τα πλαστικά, το
κύκλωμα, οι επιβάτες του, τα οστά, τα ρούχα, τα τετράδια και
οι εγκέφαλοί τους χάνουν κάθε μορφή σε φλόγες που
ξεπερνούν τους 1.200 βαθμούς Κελσίου. Οι άπλαστοι και οι
νεκροί υπάρχουν μόνο στο πραγματικό και το εικονικό μας
παρελθόν. Τώρα θα ξεκινήσει η διχοτόμηση των δύο αυτών
παρελθόντων.

42
«Η Μπέτι κι ο Φρανκ ήθελαν μια οικονομική ενίσχυση» λέει ο
Λόιντ Χουκς στους ακροατές του στην αίθουσα του πρωινού
στο ξενοδοχείο Σουανέκε. Ένας κύκλος νεοφώτιστων και
ακολούθων ακούν με μεγάλη προσοχή τον Προεδρικό
Ενεργειακό Γκουρού. «Αποφασίζουν λοιπόν να κάνει η Μπέτι
πεζοδρόμιο για να βγάλουν κάνα φράγκο. Πέφτει η νύχτα, ο
Φρανκ πηγαίνει την Μπέτι με το αυτοκίνητο στην πιάτσα για
να ασκήσει το καινούργιο της επάγγελμα. “Ε, Φρανκ” λέει η
Μπέτι κατεβαίνοντας. “Πόσο να χρεώνω;” Ο Φρανκ τα
λογαριάζει και της λέει: “Εκατό δολάρια για όλο το πακέτο”.
Βγαίνει, που λέτε, η Μπέτι κι ο Φρανκ παρκάρει σ’ ένα ήσυχο
στενό. Σε λίγο έρχεται ένας τύπος με ένα σαραβαλιασμένο
Chrysler και την πέφτει στην Μπέτι: “Πόσα για όλη τη νύχτα,
γλύκα;” Η Μπέτι λέει: “Εκατό δολάρια”. Ο τύπος λέει: “ Έχω
μόνο τριάντα δολάρια. Τι παίρνω με τριάντα;”. Τρέχει λοιπόν η
Μπέτι στον Φρανκ και τον ρωτά. Ο Φρανκ λέει: “Να του πεις
πως για τριάντα δολάρια θα του τον παίξεις”. Γυρνά λοιπόν η
Μπέτι στον τύπο–»
Ο Λόιντ Χουκς προσέχει τον Μπιλ Σμόουκ στο βάθος. Ο Μπιλ
Σμόουκ σηκώνει ένα, δύο, τρία δάχτυλα· τα τρία δάχτυλα
γίνονται γροθιά· η γροθιά γίνεται μαχαίρωμα. Ο Αλμπέρτο
Γκριμάλντι πέθανε· ο Άιζακ Σακς πέθανε· η Λουίζα Ρέι πέθανε. Απατεώνας,
καρφί, σπιούνα. Με το βλέμμα ο Χουκς λέει στον Σμόουκ ότι
κατάλαβε και του έρχεται στο μυαλό το αποκύημα ενός
αρχαιοελληνικού μύθου. Το ιερό άλσος της Άρτεμης το φρουρούσε
ένας Μαχητής Ιερέας τον οποίο έλουζαν στην πολυτέλεια μα του οποίου η
θητεία είχε κερδηθεί με τον φόνο του προκατόχου του. Όταν κοιμόταν,
κοιμόταν με κίνδυνο της ζωής του. Γκριμάλντι, παρακοιμήθηκες.
«Τέλος πάντων, γυρνά λοιπόν η Μπέτι στον τύπο, και λέει με
τριά­ντα θα του τον παίξει, άμα του κάνει. Ο τύπος λέει:
“Εντάξει, γλύκα, μπες μέσα, μου κάνει. Έχει κάνα ήσυχο
στενό εδώ γύρω;”. Η Μπέτι τον βάζει να στρίψει στο στενό του
Φρανκ, κι ο τύπος ξεζώνεται και φανερώνει ένα –
καταλαβαίνετε, πελώριο– μαντζαφλάρι. “Μισό!” βγάζει πνιχτά
η Μπέτι. “Επιστρέφω αμέσως”. Βγαίνει απ’ το αυτοκίνητο του
τύπου και χτυπάει το παράθυρο του Φρανκ. Ο Φρανκ
κατεβάζει το τζάμι, “Τι θες πάλι;”». Ο Χουκς κάνει μια παύση
πριν το καλύτερο. «Η Μπέτι λέει: “Φρανκ, βρε Φρανκ, δάνεισέ
του εβδομήντα δολάρια!”»
Οι άντρες που θα γίνονταν μέλη του συμβουλίου χασκογελάνε
σαν τις ύαινες. Όποιος είπε πως τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία,
σκέφτεται ο Λόιντ Χουκς, που το καταευχαριστιέται, προφανώς
δεν είχε αρκετά από δαύτα.

43
Η Έστερ Βαν Ζαντ παρακολουθεί με τα κιάλια της τους δύτες
να βουτάνε. Ένας έφηβος με πόντσο και θλιμμένη όψη
περιφέρεται στην παραλία και χαϊδεύει το ημίαιμο της Έστερ.
«Βρήκαν τ’ αμάξι ή ακόμη, Έστερ; Ο πορθμός είναι πολύ
βαθύς σ’ εκείνο το σημείο. Γι’ αυτό έχει καλό ψάρι εκεί».
«Από τόσο μακριά δυσκολεύομαι να καταλάβω».
«Ψιλοειρωνεία να πνίγεσαι στην ίδια τη θάλασσα που
μολύνεις. Ο φύλακας με ψιλογουστάρει. Μου είπε ότι ήταν μια
μεθυσμένη, τέσσερις τα χαράματα».
«Η γέφυρα Σουανέκε υπάγεται στο ίδιο καθεστώς ασφαλείας
με το νησί. Στη Seaboard μπορούν να λένε ό,τι θένε. Κανένας
δεν θα διασταυρώσει την εκδοχή τους».
Ο έφηβος χασμουριέται. «Λες να πνίγηκε στ’ αμάξι της; Ή
μήπως βγήκε και ψιλοπνίγηκε μετά;»
«Δεν ξέρω».
«Αν ήταν τόσο πιωμένη που να πέσει απ’ τα κάγκελα, δεν θα
έφτασε ως την ακτή».
«Ποιος ξέρει».
«Αηδία τρόπος να πεθάνεις». Ο έφηβος χασμουριέται και
φεύγει. Η Έστερ επιστρέφει στο τροχόσπιτό της. Ο Μίλτον ο
Αυτόχθονας Αμερικανός κάθεται στο κατώφλι του και πίνει
γάλα απ’ το κουτί του. Σκουπίζει το στόμα του και της λέει «Η
Γουόντερ Γούμαν ξύπνησε».
Η Έστερ περνάει δίπλα απ’ τον Μίλτον και ρωτά τη γυναίκα
στον καναπέ πώς νιώθει.
«Τυχερή που ζω» απαντά η Λουίζα Ρέι, «σκασμένη στα μάφιν
και στεγνή. Ευχαριστώ για τα ρούχα που μου δάνεισες».
«Καλά που φοράμε το ίδιο νούμερο. Δύτες ψάχνουν το αμάξι
σου».
«Την αναφορά Σίξμιθ ψάχνουν, όχι το αμάξι μου. Αν έβρισκαν
και το πτώμα μου, θα ήταν καλό εξτραδάκι».
Ο Μίλτον κλειδώνει την πόρτα. «Οπότε έπεσες απ’ το
κιγκλίδωμα στη θάλασσα, βγήκες από ένα αμάξι που βούλιαζε
και κολύμπησες τριακόσια μέτρα ως την ακτή κι έχεις μόνο
μελανιές».
« Έννοια σου και πονάω πολύ όταν σκέφτομαι την ασφάλεια
του αυτοκινήτου».
Η Έστερ κάθεται. «Τι θα κάνεις τώρα;»
«Τι να πω, πρώτα πρέπει να πάω στο διαμέρισμά μου να πάρω
μερικά πράγματα. Ύστερα θα πάω να μείνω στη μάνα μου, στο
Γιούιν­σβιλ Χιλ. Ύστερα… Άντε πάλι απ’ την αρχή. Χωρίς την
αναφορά δεν μπορώ να πείσω την αστυνομία ή τον διευθυντή
μου για όσα συμβαίνουν στο Σουανέκε».
«Θα είσαι ασφαλής στης μητέρας σου;»
«Όσο με νομίζουν για νεκρή στη Seaboard, ο Τζο Νέιπιερ δεν
θα σκαλίσει. Όταν μάθουν ότι δεν είμαι…» Ανασηκώνει τους
ώμους, με τη μοιρολατρική αρματωσιά που κέρδισε από τα
γεγονότα του τελευταίου εξαώρου. «Τελείως ασφαλής μάλλον
δεν είμαι. Σε αποδεκτό κίνδυνο. Δεν κάνω τέτοια πράγματα
αρκετά συχνά για να είμαι εξπέρ».
Ο Μίλτον χώνει τους αντίχειρές του στις τσέπες του. «Θα σε
πάω στην Μπουένας Γέρμπας. Μια στιγμή μόνο, να
τηλεφωνήσω σ’ έναν φίλο για να μου φέρει το φορτηγάκι του».
«Καλός άνθρωπος» λέει η Λουίζα όταν εκείνος φεύγει.
«Και τη ζωή μου ακόμη του την εμπιστεύομαι του Μίλτον»
απαντά η Έστερ.

44
Ο Μίλτον πηγαίνει τρέχοντας στο βρόμικο παντοπωλείο που
εξυπηρετεί την κατασκήνωση, τα τροχόσπιτα, τους
λουόμενους, τα αυτοκίνητα με κατεύθυνση το Σουανέκε και τα
μεμονωμένα σπίτια της περιοχής. Το ραδιόφωνο πίσω από το
ταμείο παίζει ένα τραγούδι των Eagles. Ο Μίλτον βάζει μια
δεκάρα στο τηλέφωνο, βεβαιώνεται ότι δεν τον ακούει κανένας
τοίχος, και σχηματίζει έναν αριθμό από μνήμης. Από τους
πύργους ψύξης στο Σουανέκε ανεβαίνουν υδρατμοί σαν τζίνι
από κουνουπίδι. Πυλώνες πηγαίνουν βόρεια στην Μπουένας
Γέρμπας και νότια στο Λος Άντζελες. Πλάκα έχει, σκέφτεται ο
Μίλτον. Εξουσία, χρόνος, βαρύτητα, αγάπη. Οι δυνάμεις που στ’ αλήθεια
σκίζουν είναι όλες τους αόρατες. Ακούγεται μια φωνή. «Ορίστε».
«Ναι, ο Νέιπιερ; Εγώ είμαι. Άκου, σχετικά με μια γυναίκα
που λέγεται Λουίζα Ρέι. Ε, έστω ότι δεν είναι; Έστω ότι
περιφέρεται ακόμη και τρώει παγωτά και πληρώνει τους
λογαριασμούς της; Θα είχε αξία για σένα να μάθεις πού
βρίσκεται; Ναι; Πόσο; Όχι, εσύ θα μου πεις ποσό. Εντάξει, τα
διπλά… Όχι; Χάρηκα που τα είπαμε, Νέιπιερ, πρέπει να
πηγαίνω και…» –ο Μίλτον μειδιά– «…στον γνωστό λογαρια­σμό
εντός μιας εργάσιμης, αν δεν σου κάνει κόπο. Μάλιστα. Τι;
Όχι, δεν την έχει δει κανένας άλλος, μόνο η Τρελο-Βαν Ζαντ.
Όχι. Την ανέφερε, μα είναι στον βυθό της θάλασσας. Σίγουρα.
Την τρώνε τα ψάρια. Εννοείται όχι, τα αποκλειστικά μου δεν
βγαίνουν παραέξω… Αμέ, θα την πάω στο διαμέρισμά της κι
έπειτα θα πάει στη μητέρα της… Εντάξει, μία ώρα. Ο γνωστός
λογαριασμός. Μία εργάσιμη».

45
Η Λουίζα ανοίγει την πόρτα της και την υποδέχονται οι ήχοι
του κυριακάτικου ματς και μυρωδιά από ποπκόρν. «Πότε σου
είπα ότι μπορείς να μαγειρέψεις;» φωνάζει στον Χαβιέ. «Γιατί
είναι κλειστά τα στόρια;»
Ο Χαβιέ κατεβαίνει τον διάδρομο χαμογελαστός. «Γεια σου,
Λουί­ζα! Το ποπκόρν το έφτιαξε ο θείος σου ο Τζο. Βλέπουμε
Giants - Dodgers. Γιατί είσαι ντυμένη σαν γριά;»
Της έρχεται εμετός. « Έλα εδώ. Πού είναι;»
Ο Χαβιέ χαχανίζει. «Στον καναπέ σου! Τι τρέχει;»
« Έλα εδώ! Σε θέλει η μάνα σου».
«Κάνει υπερωρία στο ξενοδοχείο».
«Λουίζα, δεν ήμουν εγώ στη γέφυρα, δεν ήμουν εγώ!»
Προβάλλει από πίσω του ο Τζο Νέιπιερ, με απλωμένες τις
παλάμες, σαν να καθησυχάζει ένα τρομαγμένο ζώο. «Άκου–»
H φωνή της Λουίζα τρέμει. «Χάβι! Βγες! Πίσω μου!»
Ο Νέιπιερ υψώνει τη φωνή του. «Άκουσέ με–»
Ναι, μιλάω με τον δολοφόνο μου. «Για ποιο λόγο ν’ ακούσω εσένα
ειδικά, ρε διάολε;»
«Επειδή είμαι ο μοναδικός σε όλη τη Seaboard που δεν θέλει
να πεθάνεις!» Η ηρεμία του Νέιπιερ τον έχει εγκαταλείψει.
«Στο πάρκινγκ, προσπαθούσα να σε προειδοποιήσω! Σκέψου το!
Αν ήμουν ο εκτελεστής, θα κάναμε καν αυτή τη συζήτηση; Μη
φύγεις, για όνομα του Θεού! Κινδυνεύεις! Το διαμέρισμά σου
μπορεί να παρακολουθείται ακόμη. Γι’ αυτό είναι κλειστά τα
στόρια».
Ο Χαβιέ είναι έντρομος. Η Λουίζα τον αγκαλιάζει μα δεν
ξέρει ποια είναι η λιγότερο επικίνδυνη επιλογή. «Γιατί ήρθες
εδώ;»
Ο Νέιπιερ χαμηλώνει τη φωνή, μα είναι κουρασμένος και
ταραγμένος. « Ήξερα τον πατέρα σου, όταν ήταν μπάτσος. Τη
νύχτα που νικήθηκε η Ιαπωνία, στην αποβάθρα της
Σιλβαπλάνα. Μπες μέσα, Λουίζα. Κάθισε».

46
Ο Τζο Νέιπιερ λογάριαζε πως το παιδί της γειτόνισσας θα
καθυστερούσε τη Λουίζα αρκετά ώστε να την πείσει να τον
ακούσει. Δεν είναι περήφανος που το σχέδιό του έπιασε. Ο
Νέιπιερ, που είναι παρατηρητής πιο πολύ από ομιλητής,
λαξεύει τις προτάσεις του προσεκτικά. «Το 1945, είχα έξι
χρόνια μπάτσος στο τμήμα της Σπινόζα. Χωρίς επαίνους, χωρίς
μελανά σημεία. Ένας απλός μπάτσος που απέφευγε τα
μπλεξίματα και τα είχε με μια απλή δακτυλογράφο. Στις
δεκατέσσερις Αυγούστου, είπαν στο ραδιόφωνο ότι οι παλιο-
Γιαπωνέζοι είχαν παραδοθεί κι η Μπουένας Γέρμπας ολόκληρη
το έριξε στον χορό. Έρεε το αλκοόλ, σπίναραν τα αυτοκίνητα,
έπεφταν δυναμιτάκια, ο κόσμος έπαιρνε ρεπό ακόμα και χωρίς
να του το δώσουν τα αφεντικά. Στις εννιά η ώρα πάνω κάτω,
μας φώναξαν, τον συνάδελφό μου κι εμένα, για μια
εγκατάλειψη θύματος τροχαίου στη Μικρή Κορέα. Κανονικά
δεν κάναμε τον κόπο ν’ ασχοληθούμε μ’ εκείνη τη μεριά, μα το
θύμα ήταν λευκό, οπότε θα μπλέκαμε με συγγενείς κι
ερωτήσεις. Ήμασταν καθ’ οδόν όταν λάβαμε έναν κωδικό οκτώ
από τον πατέρα σου, που ζητούσε όλα τα διαθέσιμα οχήματα
να πάνε στην αποβάθρα Σιλβαπλάνα. Που λες, ο γενικός
κανόνας ήταν ότι σ’ εκείνη τη μεριά δεν έχωνες τη μύτη σου,
όχι αν ήθελες να συνεχίσεις την καριέρα σου. Ήταν εκεί οι
αποθήκες της μαφίας, υπό την κάλυψη του δημαρχείου. Κι από
πάνω, ο Λέστερ Ρέι» –ο Νέιπιερ αποφασίζει να μην προσέξει τα
λόγια του– «ήταν γνωστός βραχνάς του 10ου, μπάτσος του
κατηχητικού. Μα είχαν χτυπηθεί δυο αστυνομικοί, οπότε
αλλάζει τελείως το παιχνίδι. Αυτός που αιμορραγούσε στην
άσφαλτο μπορεί να ήταν φιλαράκι σου. Γκαζώσαμε λοιπόν και
φτάσαμε στην αποβάθρα πίσω ακριβώς από ένα άλλο
περιπολικό του Σπινόζα, τον Μπρόζμαν και τον Χάρκινς. Στην
αρχή δεν είδαμε τίποτα. Ούτε ίχνος του Λέστερ Ρέι, ούτε ίχνος
περιπολικού. Τα φώτα στην αποβάθρα ήταν σβηστά. Περάσαμε
δυο τείχη από κοντέινερ, στρίψαμε στη γωνία και βγήκαμε σε
μια μάντρα όπου κάποιοι φόρτωναν ένα στρατιωτικό φορτηγό.
Σκεφτόμουν ότι ήμασταν σε λάθος ζώνη του λιμανιού. Έπειτα
έπεσαν πάνω μας βροχή οι σφαίρες. To πρώτο κύμα το έφαγαν
ο Μπρόζμαν και ο Χάρκινς – φρένα, γυαλιά παντού, το αμάξι
μας ντεραπάρισε κι έπεσε στο δικό τους, εγώ κι ο συνάδελφός
μου συρθήκαμε έξω απ’ το αυτοκίνητο και τρυπώσαμε πίσω
από μια στοίβα ατσάλινους σωλήνες. Ακούγεται η κόρνα του
περιπολικού του Μπρόζμαν, δεν σταματά, και δεν
εμφανίζονται. Μπαμ-μπαμ-μπαμ από σφαίρες ολόγυρά μας,
έχω χεστεί πάνω μου – είχα γίνει μπάτσος για ν’ αποφύγω τις
εμπόλεμες ζώνες. Ο συνάδελφός μου αρχίζει ν’ ανταποδίδει τα
πυρά. Κάνω ό,τι κάνει, οι πιθανότητές μας όμως να πετύχουμε
οτιδήποτε είναι σχεδόν μηδέν. Για να σου πω την αλήθεια,
χάρηκα όταν το φορτηγό πέρασε από δίπλα μας. Ηλίθιος όπως
ήμουν, ξετρύπωσα από την κρυψώνα μας πολύ γρήγορα – για
να δω αν μπορούσα να καταγράψω την πινακίδα». Η ρίζα της
γλώσσας του Νέιπιερ τον πονάει. «Κι έπειτα γίνονται όλα αυτά.
Ένας τύπος μού ορμάει φωνάζοντας απ’ την άλλη μεριά της
μάντρας. Του ρίχνω. Αστοχώ – η πιο τυχερή αστοχία της ζωής
μου, και της δικής σου ζωής, Λουίζα, επειδή, αν είχα ρίξει
στον πατέρα σου, δεν θα ήσουν τώρα εδώ. Ο Λέστερ Ρέι με
προσπερνάει τρέχοντας, δείχνοντας προς τα πίσω μου, και
κλοτσάει πέρα ένα αντικείμενο που κυλάει προς τα μένα,
αντικείμενο που πέταξαν από την καρότσα του φορτηγού.
Ύστερα με τσουρουφλίζει ένα εκτυφλωτικό φως, ένας θόρυβος
μου σχίζει το κεφάλι, και ένας πόνος μού σουβλίζει τον πισινό.
Έμεινα εκεί που έπεσα, μισολιπόθυμος, μέχρι που με έβαλαν
σ’ ένα ασθενοφόρο».
Η Λουίζα ακόμη δεν λέει κουβέντα.
« Ήμουνα τυχερός. Το θραύσμα μιας χειροβομβίδας διαπέρασε
και τα δυο μου κωλομέρια. Κατά τ’ άλλα ήμουν καλά. Ο
γιατρός είπε ότι πρώτη φορά έβλεπε ένα βλήμα ν’ ανοίγει
τέσσερις τρύπες. Ο μπαμπάς σου, φυσικά, δεν ήταν και τόσο
καλά. Ο Λέστερ ήταν τρύπιος σαν το έμενταλ. Τον είχαν
χειρουργήσει χωρίς όμως να καταφέρουν να σώσουν το μάτι
του μια μέρα πριν πάρω εξιτήριο. Σφίξαμε απλώς τα χέρια και
έφυγα, δεν ήξερα τι να πω. Το πιο ταπεινωτικό πράγμα που
μπορείς να κάνεις σε έναν άντρα είναι να του σώσεις τη ζωή. Ο
Λέστερ το ήξερε κι εκείνος. Μα δεν περνάει μέρα, μάλλον ούτε
ώρα, που να μην τον σκέφτομαι. Κάθε φορά που κάθομαι».
Η Λουίζα για λίγο δεν λέει τίποτα. «Γιατί δεν μου τα είπες
αυτά στο Σουανέκε;»
Ο Νέιπιερ ξύνει το αυτί του. «Φοβόμουν μη χρησιμοποιήσεις
τη σχέση για να πας να με ξεζουμίσεις…»
«Για να μάθω τι πραγματικά συνέβη στον Ρούφους Σίξμιθ;»
Ο Νέιπιερ δεν λέει ναι, δεν λέει όχι. «Ξέρω πώς δουλεύουν οι
ρεπόρτερ».
«Πας εσύ να ψειρίσεις τη δική μου ακεραιότητα;»
Γενικά μιλάει – δεν γίνεται να ξέρει για τη Μάργκο Ρόουκερ. « Έτσι και
συνεχίσεις να ψάχνεις την αναφορά του Ρούφους Σίξμιθ» –ο
Νέιπιερ αναρωτιέται αν θα έπρεπε να το πει αυτό μπροστά στο
παιδί– «θα σε σκοτώσουν, τελεία και παύλα. Όχι εγώ! Μα έτσι
θα γίνει. Σε παρακαλώ. Φύγε αμέσως. Παράτα την παλιά ζωή
σου, τη δουλειά σου, και φύγε».
«Ο Αλμπέρτο Γκριμάλντι σ’ έστειλε να μου το πεις, έτσι δεν
είναι;»
«Κανείς δεν ξέρει ότι είμαι εδώ –Θεός φυλάξοι–, ειδάλλως
κινδυνεύω όσο κινδυνεύεις κι εσύ».
«Μια ερώτηση πρώτα».
«Θέλεις να ρωτήσεις αν…» –εύχεται να μην ήταν εδώ το
παιδί– «αν η “μοίρα” του Σίξμιθ ήταν δικό μου έργο. Η
απάντηση είναι όχι. Τέτοιου είδους… δουλειές δεν ήταν δική
μου υπόθεση. Δεν λέω ότι είμαι αθώος. Λέω απλώς ότι είμαι
ένοχος επειδή έκανα τα στραβά μάτια. Ο διακανονιστής του
Γκριμάλντι σκότωσε τον Σίξμιθ και σ’ έριξε απ’ τη γέφυρα χθες
βράδυ. Ένας τύπος με το όνομα Μπιλ Σμόουκ – ένα από τα
πολλά του ονόματα, υποψιάζομαι. Δεν μπορώ να σε κάνω να
με πιστέψεις, ελπίζω όμως να με πιστέψεις».
«Πώς ήξερες ότι επέζησα;»
«Μια φρούδα ελπίδα. Κοίτα, η ζωή είναι πιο πολύτιμη από
ένα παλιολαβράκι. Σε ικετεύω, μια τελευταία φορά, και θα
είναι πράγματι τελευταία, αυτή την υπόθεση παράτα την. Τώρα
πρέπει να φύγω, και ειλικρινά εύχομαι να κάνεις το ίδιο».
Σηκώνεται. «Κάτι τελευταίο. Όπλο ξέρεις να χρησιμοποιήσεις;»
« Έχω αλλεργία στα όπλα».
«Τι εννοείς;»
«Τα όπλα μού φέρνουν ναυτία. Στην κυριολεξία».
«Όλοι πρέπει να μάθουν να χρησιμοποιούν όπλο».
«Ναι, τους βλέπεις αραδιασμένους στα νεκροτομεία. Ο Μπιλ
Σμόουκ δεν θα κάτσει να περιμένει ευγενικά να βγάλω όπλο
απ’ την τσάντα μου, σωστά; Η μόνη μου διέξοδος είναι να βρω
στοιχεία που θα ξεσκεπάσουν την υπόθεση τόσο ολοκληρωτικά,
που δεν θα έχει νόημα να με σκοτώσει».
«Υποτιμάς την αδυναμία που έχουν οι άνθρωποι στην
εκδίκηση».
«Κι εσένα τι σε νοιάζει; Το χρέος σου στον μπαμπά μου το
ξεπλήρωσες. Τη συνείδησή σου την ησύχασες».
O Νέιπιερ βγάζει έναν κακόθυμο στεναγμό. «Πολύ το
φχαριστήθηκα το ματς, Χάβι».
«Είσαι ψεύτης» λέει το παιδί.
«Είπα ψέματα, ναι, μα αυτό δεν με κάνει ψεύτη. Το ψέμα
είναι λάθος, όταν όμως ο κόσμος γυρίζει ανάποδα, ένα μικρό
λάθος μπορεί να αποδειχτεί πολύ σωστό».
«Αυτό δεν βγάζει νόημα».
« Έχεις απόλυτο δίκιο, δεν βγάζει νόημα, αλλά και πάλι
ισχύει».
Ο Τζο Νέιπιερ φεύγει.
Ο Χαβιέ είναι θυμωμένος και με τη Λουίζα. «Κι ύστερα κάνεις
λες και παίζω τη ζωή μου κορόνα γράμματα επειδή απλά
πηδάω απ’ τα μπαλκόνια;»

47
Τα βήματα της Λουίζα και του Χαβιέ αντηχούν στη σκάλα. Ο
Χαβιέ κοιτάζει απ’ τα κάγκελα. Οι χαμηλότεροι όροφοι
υποχωρούν σαν σπείρες σε κοχύλι. Φυσάει καταπάνω του ο
ίλιγγος, τον ζαλίζει. Το ίδιο κι όταν κοιτάζει προς τα πάνω. «Αν
γινόταν να δεις το μέλλον» ρωτά, «θα το ’κανες;».
Η Λουίζα κρεμάει την τσάντα της στον ώμο. «Εξαρτάται απ’
το αν γινόταν να το αλλάξω».
«Κι αν μπορούσες; Ας πούμε, αν έβλεπες πως θα σε άρπαζαν
κομμουνιστές κατάσκοποι στον δεύτερο όροφο, θα κατέβαινες
στο ισόγειο με το ασανσέρ».
«Αν όμως οι κατάσκοποι καλούσαν το ασανσέρ και
συμφωνούσαν ότι θα άρπαζαν όποιον ήταν μέσα; Κι αν αυτό
που τα προκαλεί όλα είναι ακριβώς το ότι προσπαθείς να
αποφύγεις το μέλλον;»
«Αν όντως γινόταν να δεις το μέλλον, όπως βλέπεις την άκρη
της 16ης Οδού από την ταράτσα του πολυκαταστήματος του
Κίλροϊ, παναπεί ότι είναι ήδη εκεί. Αν είναι ήδη εκεί, δεν
μπορείς να το αλλάξεις».
«Ναι, μα αυτό που υπάρχει στην άκρη της 16ης Οδού δεν
είναι φτιαγ­μένο από αυτά που κάνεις εσύ. Είναι δεδομένο,
πάνω κάτω, φτιαγμένο από πολιτικούς μηχανικούς,
αρχιτέκτονες, σχεδιαστές, εκτός κι αν πας και ανατινάξεις κάνα
κτίριο ή κάτι τέτοιο. Αυτό που όντως φτιάχνεται από αυτά που
κάνεις είναι ό,τι συμβαίνει μέσα στο επόμενο λεπτό».
«Ποια είναι η απάντηση λοιπόν; Μπορείς να αλλάξεις το
μέλλον ή δεν μπορείς;»
Ίσως η απάντηση να μην είναι ζήτημα μεταφυσικής αλλά, απλά, ζήτημα
εξουσίας. «Είναι ένα μεγάλο μυστήριο, Χάβι».
Έχουν φτάσει στο ισόγειο. Στην τηλεόραση του Μάλκομ,
κουδουνίζουν οι βιονικοί δικέφαλοι του Ανθρώπου που στοίχισε
πολλά.
«Τα λέμε, Λουίζα».
«Δεν φεύγω για πάντα, Χάβι».
Με πρωτοβουλία του αγοριού, δίνουν τα χέρια. Η χειρονομία
εκπλήσσει τη Λουίζα: μοιάζει επίσημη, οριστική και ζεστή.

48
Ένα ασημένιο επιτραπέζιο ρολόι στο σπίτι της Τζούντιθ Ρέι στο
Γιούιν­σβιλ κουδουνίζει ότι έχει πάει μία το μεσημέρι. Η
σύζυγος ενός χρηματοοικονομικού συμβούλου έχει πιάσει την
κουβέντα με τον Μπιλ Σμόουκ. «Αυτό το σπίτι πάντοτε ξυπνάει
μέσα μου τον δαίμονα της απληστίας» εξομολογείται η
φορτωμένη με κοσμήματα πενηντάρα, «είναι αντίγραφο
σχεδίου του Φρανκ Λόιντ Ράιτ. Το αυθεντικό βρίσκεται,
νομίζω, στα περίχωρα του Σάλεμ». Στέκεται υπερβολικά κοντά.
Μοιάζεις με μάγισσα από τα περίχωρα του Σάλεμ που πήγε στου σκατο-
Τίφανις και του έδωσε και κατάλαβε, σκέφτεται ο Μπιλ Σμόουκ, ενώ
σχολιάζει: «Αλήθεια, ε;».
Οι Λατινοαμερικάνες καμαριέρες που έφερε η εταιρεία
κέτερινγκ περιφέρουν δίσκους με φαγητό ανάμεσα στους
καλεσμένους, που είναι όλοι λευκοί. Οι λινές πετσέτες,
διπλωμένες σε σχήμα κύκνου, έχουν πάνω ταμπελάκια με τα
ονόματα των καλεσμένων. «Αυτή η βελανιδιά με τ’ ασημένιο
φύλλωμα στην μπροστινή αυλή μπορεί να είναι εδώ απ’ τον
καιρό των πρώτων ισπανικών ιεραποστολών» λέει η σύζυγος,
«δεν βρίσκετε;».
«Σίγουρα. Οι βελανιδιές ζουν εξακόσια χρόνια. Διακόσια να
αναπτυχθούν, διακόσια να ζήσουν, διακόσια να πεθάνουν».
Βλέπει τη Λουίζα να μπαίνει στο πολυτελές δωμάτιο, να
δέχεται από ένα φιλί σε κάθε μάγουλο από τον πατριό της. Τι
θέλω από σένα, Λουίζα Ρέι; Μια προσκεκλημένη στην ηλικία της
Λουίζα την αγκαλιάζει: «Λουίζα! Πάνε τρία ή τέσσερα χρόνια!»
Από κοντά, η γοητεία της προσκεκλημένης είναι ύπουλη και
αδιάκριτη. «Αλήθεια είναι πως ακόμη δεν παντρεύτηκες;»
«Εννοείται πως όχι» είναι η ψυχρή απάντηση της Λουίζα. «Εσύ
παντρεύτηκες;»
Ο Σμόουκ αντιλαμβάνεται ότι εκείνη αντιλαμβάνεται το
βλέμμα του, και ξαναστρέφει την προσοχή του στη σύζυγο και
συμφωνεί ότι, ναι, ούτε εξήντα λεπτά αποδώ έχει σεκόγιες που
ήταν ήδη ώριμες επί βασιλείας του Ναβουχοδονόσορα. Η
Τζούντιθ Ρέι στέκεται πάνω σε ένα σκαμπό φερμένο ειδικά για
την περίσταση και χτυπά μ’ ένα ασημένιο κουτάλι ένα
μπουκάλι ροζ σαμπάνια ώσπου να την προσέξουν όλοι.
«Κυρίες, κύριοι και νεαρά άτομα» αναφωνεί, «με πληροφορούν
ότι το δείπνο είναι έτοιμο! Όμως, πριν ξεκινήσουμε, θα ήθελα
να πω δυο λόγια για το θαυμάσιο έργο της Αντικαρκινικής
Εταιρείας της Μπουένας Γέρμπας, και την αξιοποίηση των
χρημάτων που θα συγκεντρωθούν από τον έρανό μας, τον
οποίο τόσο γενναιόδωρα στηρίζετε σήμερα».
Ο Μπιλ Σμόουκ διασκεδάζει δυο παιδιά εμφανίζοντας ένα
αστραφτερό χρυσό κρούγκεραντ ως διά μαγείας. Αυτό που θέλω
από σένα, Λουίζα, είναι ένα απολύτως προσωπικό φονικό. Για μια στιγμή
ο Μπιλ Σμόουκ σαστίζει μπροστά στις δυνάμεις που έχουμε
εντός μας χωρίς να είναι δικές μας.

49
Οι καμαριέρες έχουν μαζέψει τα πιάτα του γλυκού, η μυρωδιά
του καφέ είναι διαπεραστική, και μια παραφαγωμένη
κυριακάτικη νύστα κατακαθίζει στην τραπεζαρία. Οι
μεγαλύτεροι σε ηλικία καλεσμένοι βρίσκουν γωνιές για να την
πέσουν. Ο πατριός της Λουίζα μαζεύει μια ομάδα συνομηλίκων
του για να τους δείξει τη συλλογή του από αυτοκίνητα της
δεκαετίας του ’50, οι συμβίες και οι μητέρες ελίσσονται από
υπαινιγμό σε υπαινιγμό, τα σχολειαρόπαιδα βγαίνουν έξω για
να τσακωθούν στη φυλλωμένη λιακάδα γύρω από την πισίνα.
Στο τραπέζι των συνοικεσίων, τα τρίδυμα των Χέντερσον
κυριαρχούν στην κουβέντα. Όλοι τους εξίσου γαλανομάτηδες
και χρυσοί, και η Λουίζα δεν μπορεί να τους ξεχωρίσει μεταξύ
τους. «Τι θα έκανα;» λέει ένας τρίδυμος, «αν ήμουν Πρόεδρος;
Πρώτα, θα στόχευα να κερδίσω τον Ψυχρό Πόλεμο, δεν θα
στόχευα απλώς να μην τον χάσω».
Αναλαμβάνει ένας άλλος. «Δεν θα έκανα τεμενάδες σε
Άραβες των οποίων οι πρόγονοι πάρκαραν τις καμήλες τους
στα σωστά κομμάτια άμμου κατά τύχη…»
«…ή σε κομμουνιστές κιτρινιάρηδες. Θα εγκαθίδρυα –δεν
φοβάμαι να το πω– τη δικαιωματική –εταιρική– αυτοκρατορία
της χώρας μας. Επειδή, αν δεν το κάνουμε εμείς…»
«…θα μας προλάβουν οι παλιο-Ιάπωνες. Το μέλλον είναι στην
επιχείρηση. Πρέπει να επιτρέψουμε στις επιχειρήσεις να
διοικήσουν τη χώρα και να εγκαθιδρύσουν την πραγματική
αξιοκρατία».
«Που δεν θα πνίγεται από την κοινωνική πρόνοια, τα
συνδικάτα, τα “προγράμματα θετικής δράσης” για
ακρωτηριασμένους τραβεστί έγχρωμους άστεγους
αραχνοφοβικούς…»
«Μια αξιοκρατία της οξύνοιας. Μια κουλτούρα που δεν
ντρέπεται να αναγνωρίσει ότι ο πλούτος προσελκύει την
εξουσία…»
«…και πως οι δημιουργοί του πλούτου –εμείς– ανταμείβονται.
Όταν πασχίζει για την εξουσία ένας άντρας, κάνω μια απλή
ερώτηση: “Σκέφτεται σαν επιχειρηματίας;”»
Η Λουίζα τυλίγει την πετσέτα της σε μια σφιχτή μπάλα. «Εγώ
κάνω τρεις απλές ερωτήσεις. Πώς απέκτησε αυτή την εξουσία;
Πώς τη χρησιμοποιεί; Και πώς γίνεται να του την πάρουμε, του
παλιομαλάκα;»

50
Η Τζούντιθ Ρέι βρίσκει τη Λουίζα να παρακολουθεί το
απογευματινό δελτίο ειδήσεων στο γραφείο του συζύγου της.
«Αριστεροκάβαλη» άκουσα να λέει ο Άντον Χέντερσον, και αν
δεν εννοούσε εσένα, πουλάκι μου, τότε, δεν ξέρω – δεν είναι
αστείο! Η… αντιδραστικότητά σου χειροτερεύει. Παραπονιέσαι
που είσαι μόνη σου, οπότε σε συστήνω σε θαυμάσιους νεαρούς
κι εσύ τους “αριστεροκαβαλάς” με τη δημοσιογραφίστικη φωνή
σου».
«Πότε σου παραπονέθηκα που είμαι μόνη;»
«Αγόρια σαν τους Χέντερσον δεν φυτρώνουν στα δέντρα,
ξέρεις».
«Στα δέντρα φυτρώνουν μελίγκρες».
Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα και ο Μπιλ Σμόουκ
κοιτάζει μέσα. «Κυρία Ρέι; Συγγνώμη που ενοχλώ, πρέπει όμως
να πηγαίνω. Με το χέρι στην καρδιά, ο σημερινός ήταν ο πιο
φιλόξενος, ο πιο οργανωμένος έρανος που έχω πάει ποτέ μου».
Το χέρι της Τζούντιθ Ρέι κυματίζει πλάι στ’ αυτί της.
«Καλοσύνη σας που το λέτε… κύριε;»
«Χέρμαν Χάουιτ, χαμηλόβαθμος εταίρος στη Musgrove
Wyeland, από το γραφείο του Μαλιμπού. Δεν μπόρεσα να
συστηθώ πριν από το θαυμάσιο αυτό δείπνο – έκανα την
κράτηση τελευταία στιγμή, σήμερα το πρωί. Ο πατέρας μου
έχει πάνω από δέκα χρόνια που απεβίωσε, ο Θεός να τον
αναπαύει, από καρκίνο – ούτε που ξέρω πώς θα τα είχαμε
βγάλει πέρα εγώ και η μητέρα μου χωρίς τη βοήθεια της
Εταιρείας. Όταν ανέφερε ο Όλι τον έρανό σας, τελείως
ξαφνικά, δεν γινόταν να μην καλέσω για να δω αν μπορούσα να
αντικαταστήσω κάποια ακύρωση της τελευταίας στιγμής».
«Χαιρόμαστε πολύ που το κάνατε, και καλώς ήλθατε στην
Μπουένας Γέρμπας». Κάπως κοντός, τον αξιολογεί η Τζούντιθ
Ρέι, αλλά μυώδης, με καλό μισθό και μάλλον εκεί στα τριάντα πέντε,
κοντά στην ηλικία της Λουίζα. Η δουλειά του ακούγεται υποσχόμενη.
«Ελπίζω την επόμενη φορά να μπορέσει να σας συνοδεύσει η
κυρία Χάουιτ».
Ο Μπιλ Σμόουκ, γνωστός και ως Χέρμαν Χάουιτ, πετάει ένα
ντροπαλό χαμογελάκι. «Λυπάμαι που το λέω, μα η μόνη κυρία
Χάουιτ είναι η μάνα μου. Μέχρι στιγμής».
«Α, έτσι» αποκρίνεται η Τζούντιθ Ρέι.
Εκείνος λοξοκοιτάζει κατά τη Λουίζα, που δεν δίνει σημασία.
«Θαύμασα την ηθική στάση της κόρης σας κάτω. Τόσο πολλοί
από τη γενιά μας φαίνεται να μη διαθέτουν ηθική πυξίδα στις
μέρες μας».
«Συμφωνώ απολύτως. H δεκαετία του εξήντα τα πήρε όλα
σβάρνα. Ο μακαρίτης ο πατέρας της Λουίζα κι εγώ χωρίσαμε
πριν από κάποια χρόνια, είχαμε όμως πάντα σκοπό να
ενσταλάξουμε στην κόρη μας την αντίληψη του σωστού και του
λάθους. Λουίζα! Θα ξεκολλήσεις απ’ την τηλεόραση για μια
στιγμή μονάχα, σε παρακαλώ, καλή μου; Ο Χέρμαν θα νομίζει –
Λουίζα; Τι τρέχει, πουλάκι μου;»
Ο παρουσιαστής λέει μονότονα: «Η αστυνομία επιβεβαίωσε
ότι μεταξύ των δώδεκα νεκρών στο δυστύχημα με το λίαρ τζετ
πάνω από τα όρη Αλεγκένι σήμερα το πρωί είναι ο διευθύνων
σύμβουλος της Seaboard Power, Αλμπέρτο Γκριμάλντι, το πιο
υψηλά αμειβόμενο στέλεχος στην Αμερική. Σύμφωνα με τις
προκαταρκτικές έρευνες της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας,
η έκρηξη μάλλον προκλήθηκε από ελάττωμα στο σύστημα
καυσίμων. Τα συντρίμμια έχουν σκορπιστεί σε μια έκταση
πολλών τετραγωνικών χιλιομέτρων…»
«Λουίζα, πουλάκι μου;» Η Τζούντιθ Ρέι γονατίζει πλάι στην
κόρη της, που κοιτάζει έντρομη τις εικόνες των
παραμορφωμένων συντριμμιών του αεροσκάφους στα
καλαμποκοχώραφα.
«Τι… απαίσιο!» Ο Μπιλ Σμόουκ απολαμβάνει ένα περίπλοκο
πιάτο, του οποίου τα συστατικά μήτε αυτός ο ίδιος, ο σεφ, δεν
μπορεί ν’ απαριθμήσει. «Ξέρατε κάποιον απ’ αυτούς τους
κακόμοιρους, δεσποινίς Ρέι;»

51
Δευτέρα πρωί. Στην αίθουσα σύνταξης του Spyglass αφηνιάζουν
οι φήμες. Σύμφωνα με μια από αυτές, το περιοδικό
χρεοκόπησε· σύμφωνα με μια άλλη, ο Κένεθ Π. Όγκιλβι, ο
ιδιοκτήτης, θα το βγάλει σε πλειστηριασμό· η τράπεζα θα
δώσει καινούργιο δάνειο· η τράπεζα θα κόψει κάθε
χρηματοδότηση. Η Λουίζα δεν έχει ενημερώσει κανέναν ότι
επέζησε απόπειρας δολοφονίας πριν από είκοσι τέσσερις ώρες.
Δεν θέλει να εμπλέξει τη μητέρα της ή τον Γκρελς και, πέρα
από τους μώλωπές της, το όλο πράγμα όλο και περισσότερο της
μοιάζει με ψέμα.
Η Λουίζα νιώθει μια οδυνηρή αίσθηση προσωπικής απώλειας
για τον θάνατο του Άιζακ Σακς, ενός ανθρώπου που καλά καλά
δεν γνώριζε. Επιπλέον, φοβάται, όμως συγκεντρώνεται στη
δουλειά της. Ο πατέρας της της έλεγε ότι οι φωτογράφοι στις
εμπόλεμες ζώνες έκαναν λόγο για την ανοσία στον φόβο που
τους παρείχε ο φακός· τούτο το πρωί, αυτό ακούγεται απόλυτα
λογικό. Αν ήξερε ο Μπιλ Σμόουκ για τη λιποταξία του Άιζακ Σακς, τότε ο
θάνατός του είναι λογικός – ποιος, όμως, ήθελε να βγάλει από τη μέση και
τον Αλμπέρτο Γκριμάλντι; Οι μόνιμοι συντάκτες πηγαίνουν στο
γραφείο του Ντομ Γκρελς ως συνήθως για τη σύσκεψη των
δέκα. Πάει δέκα και τέταρτο.
«Ο Γκρελς δεν άργησε τόσο ούτε όταν γέννησε η πρώτη του
γυναίκα» λέει η Νάνσι Ο’Χάγκαν ενώ βάφει τα νύχια της. «Ο
Όγκιλβι πρέπει να τον έχει καρφώσει στον σταυρό».
Ο Ρόλαντ Τζέικς σκαλίζει το κερί στ’ αυτί του μ’ ένα μολύβι.
«Γνώρισα τον ντράμερ που έπαιζε στις επιτυχίες των Monkees.
Όλο μιλούσε για το ταντρικό σεξ και σταματημό δεν είχε –
ευχαριστώ. Η αγαπημένη του στάση λέγεται, ε, “O
Υδραυλικός”. Περιμένεις όλη μέρα σπίτι αλλά δεν έρχεται
κανείς».
Σιωπή.
« Έλεος, εγώ ν’ αλαφρύνω λίγο το κλίμα είπα».
Έρχεται ο Γκρελς και μπαίνει κατευθείαν στο ψητό. «Το
Spyglass πάει για πούλημα. Αργότερα σήμερα θα μάθουμε ποιος
θα επιζήσει των περικοπών».
Ο Τζέρι Νούσμπαουμ χώνει τους αντίχειρες στη ζώνη του.
« Έτσι ξαφνικά».
« Έτσι ξαφνικά δε λες τίποτα. Άρχισαν διαπραγματεύσεις στο
τέλος της περασμένης εβδομάδας». Ο Γκρελς βράζει. «Σήμερα
το πρωί, η υπόθεση ήταν τελειωμένη».
«Πρέπει να ήταν, ε, φοβερή προσφορά» πάει να ψαρέψει ο
Τζέικς.
«Πήγαινε να ρωτήσεις τον ΚΠΟ γι’ αυτό».
«Ο αγοραστής ποιος είναι;» ρωτά η Λουίζα.
«Θα βγει δελτίο Τύπου αργότερα σήμερα».
« Έλα τώρα, Ντομ» πάει να του πάρει λόγια η Ο’Χάγκαν.
«Είπα, θα βγει δελτίο Τύπου αργότερα σήμερα».
Ο Τζέικς στρίβει τσιγάρο. «Φαίνεται πως ο μυστηριώδης
αγοραστής μας, να πούμε, θέλει πολύ το Spyglass και, ε, ομάδα
που κερδίζει δεν την αλλάζεις».
Ο Νούσμπαουμ ξεφυσά. «Και ποιος λέει ότι ο μυστηριώδης
αγοραστής μας θεωρεί ότι είμαστε ομάδα που κερδίζει; Όταν
αγόρασαν το Nouveau τα Allied News πέρυσι, απέλυσαν μέχρι
και τις καθαρίστριες».
«Λοιπόν». Η Ο’Χάγκαν κλείνει το νεσεσέρ της. «Πάει, για
άλλη μια φορά, η κρουαζιέρα μου στον Νείλο. Ξανά στην
κουνιάδα μου στο Σικάγο θα κάνω Χριστούγεννα. Με τα
κακομαθημένα της, στην παγκόσμια πρωτεύουσα του
κατεψυγμένου βοδινού. Πώς αλλάζουν όλα σε μια μέρα».

52
Επί μήνες, συνειδητοποιεί ο Τζο Νέιπιερ, ενώ κοιτάζει τα
συνδυασμένα μεταξύ τους έργα τέχνης στον προθάλαμο του
αναπληρωτή διευθύνοντος συμβούλου, του Γουίλιαμ Γουάιλι,
τον παραγκωνίζουν. Η αφοσίωση εξαφανίστηκε και η δύναμη
αντλήθηκε από τους γνωστούς αγωγούς. Εμένα το ίδιο μου έκανε,
σκέφτεται ο Νέιπιερ, με ενάμιση χρόνο μόλις να απομένει. Ακούει
βήματα και νιώθει ένα ρεύμα αέρα. Όμως η κατάρριψη ενός
αεροπλάνου με δώδεκα ανθρώπους δεν είναι ασφάλεια, είναι πολλαπλή
ανθρωποκτονία. Ποιος έδωσε τη διαταγή; Να ήταν ο Μπιλ Σμόουκ, για
λογαριασμό του Γουάιλι; Είναι δυνατόν να πρόκειται απλώς για ένα
αεροπορικό δυστύχημα; Συμβαίνουν αυτά. Το μόνο που καταλαβαίνω είναι
πως το να μην καταλαβαίνω είναι επικίνδυνο. Ο Νέιπιερ τα βάζει με
τον εαυτό του που προειδοποίησε τη Λουίζα Ρέι χθες, ένα
ανόητο ρίσκο που απέφερε μια τρύπα στο νερό.
Η γραμματέας του Γουίλιαμ Γουάιλι προβάλλει στην πόρτα.
«Ο κύριος Γουάιλι σας περιμένει, κύριε Νέιπιερ».
Ο Νέιπιερ εκπλήσσεται που βλέπει τη Φέι Λι στο γραφείο. Οι
συνθήκες επιβάλλουν μια ανταλλαγή χαμόγελων. Το «Τζο! Τι
κάνεις;» του Γουίλιαμ Γουάιλι είναι εξίσου ζωηρό με τη
χειραψία του.
«Θλιβερό πρωί σήμερα, κύριε Γουάιλι» αποκρίνεται ο Νέιπιερ,
ενώ δέχεται το κάθισμα αλλά αρνείται το τσιγάρο που του
προσφέρουν. «Ακόμη δεν μπορώ να χωνέψω αυτό που έγινε με
τον κύριο Γκριμάλντι». Ποτέ δεν σε συμπάθησα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι
ήθελες.
«Πολύ θλιβερό. Διάδοχος του Αλμπέρτο θα βρεθεί, όχι όμως
αντικαταστάτης».
Ο Νέιπιερ επιτρέπει στον εαυτό του μια ερώτηση υπό το
πρόσχημα της ψιλοκουβέντας. «Πόσο θα περιμένει το
συμβούλιο πριν συζητήσει την πλήρωση της θέσης;»
« Έχουμε σύσκεψη σήμερα το απόγευμα. Ο Αλμπέρτο δεν θα
ήθελε να παραδέρνουμε ακέφαλοι για περισσότερο από ό,τι
είναι απολύτως απαραίτητο. Ξέρεις, ο σεβασμός του προς
εσένα, προσωπικά, ήταν… τι να πω…»
« Ένθερμος» προτείνει η Φέι Λι.
Έχεις φτάσει ψηλά, κύριε Λι.
«Ακριβώς! Αυτό ήταν! Ένθερμος».
«Ο κύριος Γκριμάλντι ήταν σπουδαίος».
« Έτσι, Τζο, έτσι». Ο Γουάιλι στρέφεται στη Φέι Λι. «Φέι. Ας
πούμε τώρα στον Τζο το πακέτο που προσφέρουμε».
«Σε αναγνώριση του υποδειγματικού ιστορικού σας, ο κύριος
Γουάιλι προτείνει να σας αποδεσμεύσουμε πρόωρα. Θα λάβετε
πλήρη αμοιβή για τους δεκαοκτώ μήνες που απομένουν στη
σύμβασή σας, το μπόνους σας – κι έπειτα θα βγει κι η
τιμαριθμικά προσαρμοσμένη σύνταξή σας».
Μου δίνουν πόδι! Ο Νέιπιερ παίρνει μια έκφραση «πόπο». Πίσω
από αυτό είναι ο Μπιλ Σμόουκ. Το «πόπο» ταιριάζει τόσο με την
προσφορά για συνταξιοδότηση όσο και με την αίσθηση του
Νέιπιερ για τη συνταρακτική αλλαγή του ρόλου του από
μυημένου σε περιττό βάρος. «Αυτό είναι… απροσδόκητο».
«Αλλά απαραίτητο, Τζο» λέει ο Γουάιλι, δεν λέει όμως κάτι
άλλο. Χτυπάει το τηλέφωνο. «Όχι» λέει συνοφρυωμένος ο
Γουάιλι στο ακουστικό, «ο κύριος Ρέιγκαν να περιμένει τη
σειρά του. Έχω δουλειά».
Μέχρι να κλείσει ο Γουάιλι το ακουστικό, ο Νέιπιερ έχει πάρει
την απόφασή του. Μια χρυσή ευκαιρία να φύγω από μια
αιματοβαμμένη σκηνή. Παριστάνει τον γέρο υπηρέτη που έχει
μείνει άφωνος από την ευγνωμοσύνη. «Φέι. Κύριε Γουάιλι. Δεν
ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω».
Ο Γουίλιαμ Γουάιλι τον κοιτάζει σαν περιπαικτικό κογιότ. «Με
το να δεχτείς την προσφορά μας ίσως;»
«Μα φυσικά και τη δέχομαι!»
Ο Γουάιλι και η Φέι Λι αρχίζουν τα συγχαρητήρια.
«Καταλαβαίνεις, φυσικά» συνεχίζει ο Γουάιλι, «ότι για ένα τόσο
ευαίσθητο πόστο όσο αυτό της ασφάλειας, θα χρειαστεί η
αλλαγή να τεθεί σε ισχύ πριν φύγεις από αυτό το δωμάτιο».
Ιησού Χριστέ, δεν αφήνετε δευτερόλεπτο να πάει χαμένο, έτσι;
Η Φέι Λι προσθέτει: «Θα φροντίσω να σας σταλούν τα
πράγματά σας, και τα χαρτιά σας. Ξέρω ότι δεν θα
προσβληθείτε που θα πάτε στη στεριά με συνοδεία. Πρέπει να
φανεί ότι ο κύριος Γουάιλι ακολουθεί το πρωτόκολλο».
«Χωρίς παρεξήγηση, Φέι» λέει χαμογελώντας ο Νέιπιερ, ενώ
από μέσα του τη βρίζει. «Εγώ το έγραψα το πρωτόκολλό μας».
Νέιπιερ, το τριανταοκτάρι σου να το έχεις δεμένο στη γάμπα όχι μόνο μέχρι
να φύγεις από το Σουανέκε, αλλά και για καιρό αργότερα.

53
Η μουσική στο Lost Chord επισκιάζει κάθε σκέψη για το
Spyglass, τον Σίξμιθ, τον Σακς και τον Γκριμάλντι. Ο ήχος είναι
αψεγάδιαστος, ποταμίσιος, φασματικός, υπνωτικός… βαθιά
γνώριμος. Η Λουίζα στέκεται, μαγεμένη, λες και ζει σε ένα
ρεύμα χρόνου. «Την ξέρω αυτή τη μουσική» λέει στον υπάλληλο,
που κάποια στιγμή τη ρωτάει αν είναι καλά. «Τι στον διάολο
είναι;»
«Λυπάμαι, είναι παραγγελία πελάτη, δεν διατίθεται για
πώληση. Δεν θα έπρεπε καν να το είχα βάλει».
«Α». Ας το πάρουμε απ’ την αρχή. «Τηλεφώνησα την περασμένη
εβδομάδα. Με λένε Ρέι, Λουίζα Ρέι. Είπατε ότι μπορούσατε να
μου βρείτε μια άγνωστη ηχογράφηση του Ρόμπερτ Φρόμπισερ,
το Cloud Atlas Sextet. Ξεχάστε το όμως αυτό για μια στιγμή.
Πρέπει κι αυτή τη μουσική να την αποκτήσω. Πρέπει. Ξέρετε
πώς πάει. Τι είναι;»
Ο υπάλληλος της τείνει τους καρπούς του θαρρείς και θα του
περάσει χειροπέδες. «Το Cloud Atlas Sextet, του Ρόμπερτ
Φρόμπισερ. Το άκουσα για να βεβαιωθώ ότι δεν έχει
γρατζουνιές. Α, ψέματα. Το άκουσα επειδή είμαι δέσμιος της
περιέργειας. Δεν είναι Ντίλιους, όχι ακριβώς, σωστά; Είναι
εγκληματικό που δεν χρηματοδοτούν οι εταιρείες
ηχογραφήσεις διαμαντιών όπως και τούτο. Με χαρά μου μπορώ
να πω ότι ο δίσκος σας είναι σε άριστη κατάσταση».
«Πού το έχω ξανακούσει;»
Ο νεαρός ανασηκώνει τους ώμους. «Δεν παίζει να υπάρχουν
παρά μια χούφτα στη Βόρεια Αμερική».
«Μα το ξέρω. Το ξέρω, σας λέω».

54
Η Νάνσι Ο’Χάγκαν μιλάει ενθουσιασμένη στο τηλέφωνό της
όταν γυρνάει στο γραφείο η Λουίζα. «Σιρλ; Σιρλ! Η Νάνσι
είμαι. Άκου, μπορεί και να κάνουμε Χριστούγεννα στον ίσκιο
της Σφίγγας τελικά. Η καινούργια ιδιοκτήτρια είναι η Trans
Vision» –υψώνει τη φωνή της– «Trans Vision… Ούτε εγώ, αλλά»
–η O’Χάγκαν χαμηλώνει τη φωνή της– «μόλις είδα τον ΚΠΟ,
ναι, το παλιό αφεντικό, είναι στο καινούργιο συμβούλιο.
Άκουσε όμως, σε παίρνω για να σου πω ότι η δουλειά μου δεν
κινδυνεύει!» Κάνει ένα φρενήρες νεύμα στη Λουίζα. «Ναι, δεν
θα γίνουν σχεδόν καθόλου περικοπές, οπότε πάρε την Τζανίν
και πες της ότι θα κάνει Χριστούγεννα μόνη με τα αποτρόπαια
γέτι της».
«Λουίζα» φωνάζει ο Γκρελς από την πόρτα του, «ο κύριος
Όγκιλβι σε περιμένει».
Ο Κ.Π. Όγκιλβι έχει καθίσει στην αναξιόπιστη καρέκλα του
Ντομ Γκρελς, εξορίζοντας τον διευθυντή σε ένα πλαστικό
κάθισμα από αυτά που στοιβάζονται σε ντάνες. Από κοντά, ο
ιδιοκτήτης του Spyglass θυμίζει στη Λουίζα χαρακτικό σε
ατσάλι. Ενός δικαστή στην Άγρια Δύση. «Δεν υπάρχει ωραίος
τρόπος να το πω» αρχίζει εκείνος, «θα το πω λοιπόν ωμά.
Απολύεσαι. Κατ’ εντολή της νέας ιδιοκτησίας».
Το νέο περνάει και δεν ακουμπάει τη Λουίζα. Όχι, δεν
συγκρίνεται με το να σε ρίχνουν από μια γέφυρα στη θάλασσα στο
μισοσκόταδο. Ο Γκρελς ούτε να την κοιτάξει δεν μπορεί. « Έχω
σύμβαση».
«Και ποιος δεν έχει; Απολύεσαι».
«Είμαι η μοναδική μόνιμη συντάκτρια που προκαλεί τη
δυσαρέσκεια του νέου σας αφεντικού;»
«Κατά τα φαινόμενα». Το σαγόνι του Κ.Π. Όγκιλβι συσπάται.
«Νομίζω πως δικαιούμαι να ρωτήσω “Γιατί εμένα;”»
«Οι ιδιοκτήτες αποφασίζουν για τις προσλήψεις, τις
απολύσεις και τα δίκαια. Όταν ένας αγοραστής προσφέρει ένα
πακέτο διάσωσης τόσο γενναιόδωρο όσο αυτό που πρόσφερε η
Trans Vision, δεν το πολυψειρίζεις».
«Μια Ψείρα. Θα το χαράξετε στο ρολόι που θα μου δώσετε;»
Ο Ντομ Γκρελς είναι σε μεγάλη αμηχανία. «Κύριε Όγκιλβι,
νομίζω ότι η Λουίζα δικαιούται μια κάποια εξήγηση».
«Να πάει τότε να ρωτήσει την Trans Vision. Ίσως ως
πρόσωπο να μην ταιριάζει με το όραμά τους για το Spyglass.
Υπερβολικά ριζοσπάστρια. Υπερβολικά φεμινίστρια.
Υπερβολικά βαρετή. Υπερβολικά επίμονη».
Πάει να ρίξει στάχτη στα μάτια. «Είναι πολλά που θα ήθελα
να ρωτήσω την Trans Vision. Πού είναι τα κεντρικά της;»
«Κάπου στ’ ανατολικά. Αμφιβάλλω όμως ότι θα δεχτεί κανείς
να σε δει».
«Κάπου στ’ ανατολικά. Ποιοι είναι οι νέοι σας συνάδελφοι στο
συμβούλιο;»
«Απολύεσαι, δεν καταγράφεις ένορκη κατάθεση».
«Μια ερώτηση ακόμα μονάχα, κύριε Όγκιλβι. Για τα τρία
μαγικά χρόνια που αφειδώς σας προσέφερα τις υπηρεσίες μου,
απλώς απαντήστε μου το εξής – πού συμπίπτουν η Trans
Vision και η Seaboard Power;»
Η περιέργεια του Ντομ Γκρελς είναι εμφανής. Ο Όγκιλβι
διστάζει λιγάκι, έπειτα φωνάζει θυμωμένος: « Έχω πολλή
δουλειά να κάνω. Θα πληρωθείς τέλος του μήνα, δεν
χρειάζεται να ξανάρθεις. Αντίο κι ευχαριστώ».
Όπου υπάρχει θυμός, σκέφτεται η Λουίζα, υπάρχει και δολιότητα.

55
ΦΕΥΓΕΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΣΟΥΑΝΕΚΕ,
ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ, ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ,
ΝΑ ΜΑΣ ΞΑΝΑΡΘΕΤΕ ΓΡΗΓΟΡΑ!

Η ζωή είναι μια χαρά. Ο Τζο Νέιπιερ βάζει τον ταχοστάτη στο τζιπ
του. Η ζωή είναι μια χαρά. Η Seaboard, η εργασιακή του ζωή, η
Μάργκο Ρόουκερ και η Λουίζα Ρέι χάνονται στο παρελθόν του
με εκατόν τριά­ντα χιλιόμετρα την ώρα. Η ζωή είναι υπέροχη. Δυο
ώρες μέχρι την καλύβα του στα βουνά του Σάντο Κρίστο. Αν
δεν είναι πολύ κουρασμένος από τη διαδρομή, θα μπορούσε να
ψαρέψει γατόψαρα για βραδινό. Κοιτάζει τον καθρέφτη του:
ένα ασημένιο Chrysler είναι στα εκατό μέτρα πίσω του εδώ και
τρία τέσσερα χιλιόμετρα, τώρα όμως τον προσπερνάει και
χάνεται στο βάθος. Ηρέμησε, λέει από μέσα του ο Νέιπιερ,
ξέφυγες. Κάτι στο τζιπ του κροταλίζει. Είναι τρεις η ώρα, η
χρυσή στιγμή του απογεύματος. Ο αυτοκινητόδρομος
ακολουθεί το ποτάμι, το ένα χιλιόμετρο μετά το άλλο,
ανεβαίνοντας σιγά σιγά. Η ενδοχώρα τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει
ασχημύνει, πες μου όμως έναν τόπο που δεν έχει ασχημύνει. Δεξιά κι
αριστερά, κτιριακά συγκροτήματα καταλαμβάνουν τις
ισοπεδωμένες από τις μπουλντόζες πλαγιές. Μου πήρε όλη μου τη
ζωή να ξεφύγω. Η Μπουένας Γέρμπας μικραίνει, γίνεται μια
αφηνιασμένη μουτζούρα στην ακτογραμμή στον καθρέφτη του
Νέιπιερ. Αν η κόρη του Λέστερ θέλει να το παίξει Γουό­ντερ Γούμαν, δεν
μπορείς να τη σταματήσεις. Ό,τι περνούσε από το χέρι σου το έκανες. Άσ’
την. Δεν είναι παιδάκι. Αλλάζει σταθμούς στο ραδιόφωνο, αλλά
έχει μόνο άντρες που τραγουδούν σαν γυναίκες και γυναίκες
που τραγουδούν σαν άντρες, ώσπου βρίσκει έναν γλυκανάλατο
σταθμό που παίζει το «Everybody’s Talkin’». Στον γάμο του,
το μουσικό ήμισυ ήταν η Μίλι. Ο Νέιπιερ θυμάται το πρώτο
βράδυ που την είδε: έπαιζε βιολί για τον Wild Oakum Hokum
και τις Cowgirls in the Sand. Οι ματιές που ανταλλάζουν
μεταξύ τους οι μουσικοί όταν η μουσική βγαίνει αβίαστα – αυτό
ήταν που ήθελε από τη Μίλι, αυτή την οικειότητα. Η Λουίζα Ρέι
είναι κι αυτή παιδί. Ο Νέιπιερ βγαίνει στην έξοδο δεκαοκτώ και
παίρνει τον παλιό δρόμο των χρυσοθηρών για να ανέβει στο
Κόπερλαϊν. Το κροτάλισμα δεν έχει σταματήσει. Εδώ πάνω, το
φθινόπωρο έχει πιάσει τα δάση στο βουνό. Ο δρόμος ακολουθεί
ένα φαράγγι που στενεύει κάτω από αρχαία πεύκα ως εκεί που
γέρνει ο ήλιος.
Βρίσκεται εδώ, άξαφνα, ανίκανος να ανακαλέσει μια σκέψη
έστω από τα τελευταία τρία τέταρτα της ώρας. Ο Νέιπιερ κάνει
στην άκρη στο σουπερμάρκετ, σβήνει τη μηχανή και
κατεβαίνει από το τζιπ του. Ακούς τα νερά; Ο Χαμένος Ποταμός
είναι. Του θυμίζει πως το Κόπερλαϊν δεν είναι η Μπουένας
Γέρμπας, και ξεκλειδώνει το τζιπ του. Ο ιδιοκτήτης του
καταστήματος χαιρετά τον επισκέπτη με τ’ όνομά του, του
μεταφέρει κουτσομπολιά έξι μηνών σε ισάριθμα λεπτά και ρωτά
αν ο Νέιπιερ έχει άδεια όλη τη βδομάδα.
«Είμαι σε μόνιμη άδεια πια. Μου πρόσφεραν πρόωρη» –δεν
έχει ξαναχρησιμοποιήσει τη λέξη για τον ίδιο–
«συνταξιοδότηση. Δέχτηκα στη στιγμή».
Τίποτα δεν ξεφεύγει απ’ το μάτι του ιδιοκτήτη. «Στου Ντουάν
απόψε για τα συγχαρίκια; Ή στου Ντουάν αύριο για τα
συλλυπητήρια;»
«Παρασκευή καλύτερα. Λίγο απ’ το ένα, λίγο απ’ το άλλο.
Γιορτή πιο πολύ. Θέλω να περάσω την πρώτη εβδομάδα της
ελευθερίας μου στην καλύβα μου, να ξεκουράζομαι, όχι
πεσμένος απ’ το πιοτό κάτω από κάνα τραπέζι στου Ντουάν».
Ο Νέιπιερ πληρώνει για τα ψώνια του και φεύγει, με μια
ξαφνική ανυπομονησία να μείνει μονάχος. Τα λάστιχα του τζιπ
κάνουν θόρυβο στον πετρόδρομο. Οι προβολείς του φωτίζουν
το αρχέγονο δάσος σε ζωηρές σαρωτικές αναλαμπές.
Εδώ. Για άλλη μια φορά ο Νέιπιερ ακούει τον Χαμένο
Ποταμό. Θυμάται την πρώτη φορά που ανέβασε τη Μίλι στην
καλύβα που έχτισε με τους αδελφούς και τον πατέρα του. Τώρα
είναι ο μόνος που έχει απομείνει. Εκείνη τη νύχτα πήγαν για
κολύμπι γυμνοί. Δική της ιδέα ήταν. Το σουρουπωμένο δάσος
γεμίζει τα πνευμόνια και τον νου του. Ούτε τηλέφωνα, ούτε
κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης ή και σκέτη τηλεόραση, ούτε
διαπιστεύσεις στοιχείων, ούτε «ανεπίσημες» συσκέψεις
ασφαλείας στο ηχομονωμένο γραφείο του προέδρου. Ποτέ
ξανά. Ο αποσυρθείς πρώην υπεύθυνος ασφαλείας ελέγχει το
λουκέτο στην πόρτα μην και το έχει πειράξει κανείς πριν
ανοίξει. Ηρέμησε, για όνομα, η Seaboard σε άφησε, χωρίς όρους, χωρίς
επιστροφή.
Παρ’ όλα αυτά κρατάει το τριανταοκτάρι του όταν μπαίνει
στην καλύβα. Βλέπεις; Κανείς. Ο Νέιπιερ ανάβει φωτιά και
ετοιμάζει φασόλια και λουκάνικα και πατάτες στη θράκα. Δυο
μπίρες. Ένα μεγάλο, μεγάλο κατούρημα έξω. Ο Γαλαξίας
αφρίζει. Βαθύς, βαθύς ύπνος.
Ξύπνιος, ξανά, κορακιασμένος, με την κύστη φουσκωμένη απ’
την μπίρα. Πέμπτη φορά είναι αυτή ή έκτη; Οι ήχοι του δάσους δεν
νανουρίζουν τον Νέιπιερ απόψε, μα φαγουρίζουν την αίσθηση
της ευφορίας του. Φρένα αυτοκινήτου; Κουκουβάγια. Κλαράκια
που σπάζουν; Αρουραίος, ορτύκι, δεν ξέρω, σε δάσος είσαι, μπορεί να
είναι οτιδήποτε. Κοιμήσου, Νέιπιερ. Αέρας. Φωνές κάτω απ’ το
παράθυρο; Ο Νέιπιερ ξυπνά και βρίσκει ένα κούγκαρ
κουλουριασμένο σε μια τραβέρσα πάνω απ’ το κεφάλι του·
ξυπνά με μια κραυγή· το κούγκαρ ήταν ο Μπιλ Σμόουκ, το χέρι
του έτοιμο να κοπανήσει το κεφάλι του Νέιπιερ μ’ έναν φακό·
στην τραβέρσα τίποτα. Βρέχει τώρα; Ο Νέιπιερ αφουγκράζεται.
Ο ποταμός είναι, ο ποταμός είναι.
Ανάβει κι άλλο σπίρτο για να δει αν είναι ώρα που έχει νόημα
να σηκωθεί: 4:05. Όχι. Μια ώρα ενδιάμεση. Ο Νέιπιερ
βολεύεται στην πτυχωτή σκοτεινιά να βρει νησίδες ύπνου, τον
βρίσκουν όμως πρόσφατες αναμνήσεις από το σπίτι της
Μάργκο Ρόουκερ. Ο Μπιλ Σμόουκ να λέει, Εσύ μείνε να φυλάς
τσίλιες. Ο γνωστός μου λέει ότι έχει τα έγγραφά της στο δωμάτιό της. Ο
Νέιπιερ να συμφωνεί μετά χαράς στην προοπτική να μειώσει
τη δική του ανάμειξη. Ο Μπιλ Σμόουκ να ανάβει τον μεγάλο
πλαστικό φακό του και ν’ ανεβαίνει πάνω.
Ο Νέιπιερ να σαρώνει με το βλέμμα τον οπωρώνα της
Ρόουκερ. Το πλησιέστερο σπίτι απείχε πάνω από οκτακόσια
μέτρα. Να αναρωτιέται γιατί o Μπιλ Σμόουκ, μοναχικός
δολοπλόκος συνήθως, τον ήθελε να έρθει μαζί του σ’ αυτή την
απλή δουλειά.
Μια αδύναμη κραυγή. Ένα απότομο τέλος.
Ο Νέιπιερ ν’ ανεβαίνει τρέχοντας πάνω, να γλιστράει, μια
σειρά άδεια δωμάτια.
Ο Μπιλ Σμόουκ να γονατίζει σ’ ένα παλιό κρεβάτι,
κοπανώντας κάτι σε αυτό το κρεβάτι με τον φακό του, η ακτίνα
του να μαστιγώνει τους τοίχους και το ταβάνι, ο σχεδόν άηχος
γδούπος καθώς πέφτει στο αναίσθητο κεφάλι της Μάργκο
Ρόουκερ. Το αίμα της στα σεντόνια – προκλητικά άλικο και
υγρό.
Ο Νέιπιερ να του φωνάζει να σταματήσει.
Ο Μπιλ Σμόουκ γύρισε, ξεφυσώντας. Τι τρέχει, Τζο;
Είπες ότι δεν ήταν εδώ απόψε!
Όχι, όχι, λάθος κατάλαβες. Είπα ότι ο γνωστός μου είπε ότι η γριά δεν
ήταν εδώ απόψε. Δυσεύρετο πράγμα η αξιοπιστία.
Χριστέ μου, Χριστέ μου, Χριστέ μου, πέθανε;
Φύλαγε τα ρούχα σου για να έχεις τα μισά, Τζο.
Μια καλοστημένη παγίδα, παραδέχεται ο Τζο Νέιπιερ στην
ξάγρυπνη καλύβα του. Χειροπέδες που εξασφάλιζαν τη
συμμόρφωσή του. Συνένοχος στον ξυλοδαρμό μιας
ανυπεράσπιστης ηλικιωμένης ακτιβίστριας; Ακόμα και
φοιτητής νομικής με πρόβλημα ομιλίας που δεν πήρε ποτέ
πτυχίο θα μπορούσε να τον στείλει στη φυλακή για όλη του τη
ζωή. Κελαηδάει ένα κοτσύφι. Έκανα μεγάλο κακό στη Μάργκο
Ρόουκερ, αλλά αυτή τη ζωή την έχω αφήσει πίσω μου. Τέσσερις μικρές
ουλές από σφαίρα, δύο σε κάθε κωλομέρι, πονούν. Ρίσκαρα για
να βάλω μυα­λό στη Λουίζα. Απ’ το παράθυρο μπαίνει φως αρκετό
για να διακρίνει τη Μίλι στην κορνίζα της. Ένας άνθρωπος είμαι
μόνο, διαμαρτύρεται. Δεν είμαι ολόκληρη διμοιρία. Το μόνο που ζητώ
απ’ τη ζωή είναι η ζωή. Και λίγο ψάρεμα.
Ο Τζο Νέιπιερ αναστενάζει, ντύνεται κι αρχίζει να
ξαναφορτώνει το τζιπ.
Η Μίλι πάντοτε επιβαλλόταν χωρίς να λέει λέξη.

56
Η Τζούντιθ Ρέι, ξυπόλυτη, δένει τη ρόμπα σε στιλ κιμονό και
περπατάει σε ένα απέραντο βυζαντινό χαλί για να φτάσει στο
μαρμάρινο πάτωμα της κουζίνας της. Βγάζει τρία κατακόκκινα
γκρέιπ φρουτ από ένα βαθύ ψυγείο, κι έπειτα βάζει σε έναν
αποχυμωτή τα καταπαγωμένα ημισφαίρια που στάζουν. Το
μηχάνημα βουίζει σαν παγιδευμένες σφήκες και μια κανάτα
γεμίζει με παχύρρευστο, μαργαρώδη, ζωηρόχρωμο χυμό. Βάζει
αυτόν τον χυμό σε ένα βαρύ γαλάζιο ποτήρι και γεμίζει κάθε
εσοχή του στόματός της.
Στον ριγέ καναπέ της βεράντας, η Λουίζα διαβάζει την
εφημερίδα και μασουλάει ένα κρουασάν. Η θαυμάσια θέα –από
τις ματσωμένες στέγες και τα βελουδένια γκαζόν του
Γιούινσβιλ έως το κέντρο της Μπουένας Γέρμπας, όπου απ’ τη
θαλασσινή αχλή και το κυκλοφοριακό νέφος αναδύονται
ουρανοξύστες– αυτή την ώρα έχει κάτι αλλόκοσμο.
«Δεν χουζούρεψες, πουλάκι μου;»
«Καλημέρα. Όχι, θα πάω να πάρω τα πράγματά μου απ’ το
γραφείο, αν δεν σε πειράζει να ξαναδανειστώ ένα απ’ τα
αυτοκίνητα».
«Φυσικά». Η Τζούντιθ μελετάει την έκφραση της κόρης της.
«Χαράμιζες τα ταλέντα σου στο Spyglass, πουλάκι μου. Ένα
άθλιο μικρό περιοδικό ήταν».
«Ναι, μαμά, μα ήταν το άθλιο μικρό περιοδικό μου».
Η Τζούντιθ Ρέι κάθεται στο μπράτσο του καναπέ και διώχνει
μια αυθάδη μύγα απ’ το ποτήρι της. Κοιτάζει ένα άρθρο που
είναι σε κύκλο στις οικονομικές σελίδες.

Ο «Ενεργειακός Γκουρού» Λόιντ Χουκς


επικεφαλής στη Seaboard

Σε κοινή τους δήλωση, ο Λευκός Οίκος και ο γίγαντας του


ηλεκτρισμού Seaboard Power ανακοίνωσαν ότι ο
Ομοσπονδιακός Επίτροπος Ενέργειας, ο Λόιντ Χουκς, θα
αναλάβει τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου που χήρεψε
μετά τον τραγικό θάνατο του Αλμπέρτο Γκριμάλντι σε
αεροπορικό δυστύχημα πριν από δύο μέρες. Στο άκουσμα της
είδησης, η τιμή της μετοχής της Seaboard στη Γουόλ Στριτ
ανέβηκε κατά 40 μονάδες. «Χαιρόμαστε πολύ που ο Λόιντ
δέχτηκε την πρότασή μας να έρθει στην εταιρεία μας» είπε ο
αντιπρόεδρος της Seaboard Γουίλιαμ Γουάιλι, «και παρόλο που
οι περιστάσεις του διορισμού του είναι ιδιαίτερα θλιβερές, το
συμβούλιο νιώθει ότι ο Αλμπέρτο από τον ουρανό καλωσορίζει
μαζί μας τον οραματιστή νέο μας διευθύνοντα σύμβουλο». Ο
Μίνις Γκρέιαμ, εκπρόσωπος Τύπου της Επιτροπής Ενέργειας,
δήλωσε ότι «Η ειδημοσύνη του Λόιντ Χουκς προφανώς θα μας
λείψει εδώ στην Ουάσινγκτον, όμως ο πρόεδρος Φορντ σέβεται
τις επιθυμίες του και ανυπομονεί για μια διαρκή σχέση με ένα
από τα σπουδαιότερα μυαλά που καταπιάνονται με τις
σημερινές ενεργειακές προκλήσεις και συνεισφέρουν ώστε το
σπουδαίο μας έθνος να παραμένει σπουδαίο». Ο κύριος Χουκς
θα αναλάβει τα νέα του καθήκοντα από την επόμενη
εβδομάδα. Ο διάδοχός του στον Λευκό Οίκο πρόκειται να
ανακοινωθεί αργότερα σήμερα.

«Είναι κάτι από αυτά που ερευνούσες;» ρωτά η Τζούντιθ.


«Ακόμη το ερευνώ».
«Για λογαριασμό τίνος;»
«Για λογαριασμό της αλήθειας». Η ειρωνεία της κόρης της
είναι ειλικρινής. «Είμαι ανεξάρτητη δημοσιογράφος».
«Από πότε;»
«Από τη στιγμή που με απέλυσε ο ΚΠΟ. Η απόλυσή μου ήταν
πολιτική απόφαση, μαμά. Αποδεικνύει ότι ήμουν κοντά σε
κάτι μεγάλο. Τεράστιο».
Η Τζούντιθ Ρέι παρακολουθεί την κοπέλα. Μια φορά κι έναν
καιρό, έκανα μια κορούλα. Την έντυνα με δαντελωτά φουστάνια, την
έγραψα σε μαθήματα μπαλέτου και την έστελνα σε κατασκήνωση για
ιππασία πέντε καλοκαίρια στη σειρά. Κοίταξέ την όμως. Έγινε ίδια ο
Λέστερ παρ’ όλα αυτά. Φιλά τη Λουίζα στο μέτωπο. Η Λουίζα
συνοφρυώνεται, καχύποπτη, σαν έφηβη. «Τι;»

57
Η Λουίζα Ρέι περνάει από το Snow White για τον τελευταίο
καφέ των ημερών της στο Spyglass. Η μόνη ελεύθερη θέση είναι
δίπλα σε έναν άντρα κρυμμένο πίσω από τη San Francisco
Chronicle. Καλή εφημερίδα, σκέφτεται η Λουίζα και κάθεται. Ο
Ντομ Γκρελς λέει: «Μέρα».
Η Λουίζα νιώθει ένα ξέσπασμα χωροκτητικής ζήλιας. «Τι
κάνεις εδώ;»
«Ακόμα και οι αρχισυντάκτες τρώνε. Έρχομαι εδώ κάθε πρωί
απ’ όταν η γυναίκα μου… ξέρεις τώρα. Βάφλες μπορώ να
φτιάξω μόνος μου στη φρυγανιέρα αλλά…» Η χειρονομία του
προς το πιάτο του με τα μοσχαρίσια παϊδάκια υπονοεί, Πρέπει
να σ’ το εξηγήσω;
«Ούτε μια φορά δεν σ’ έχω δει εδώ».
«Είναι επειδή φεύγει» λέει ο Μπαρτ, που κάνει τρεις δουλειές
ταυτόχρονα, «μια ώρα πριν έρθεις. Το συνηθισμένο, Λουίζα;»
«Ναι, παρακαλώ. Πώς και δεν μου το είπες ποτέ, Μπαρτ;»
«Ούτε για τα δικά σου πηγαινέλα κουτσομπολεύω με κανέναν».
«Μπαίνω πρώτος στο γραφείο» λέει ο Ντομ Γκρελς ενώ
διπλώνει την εφημερίδα, «φεύγω τελευταίος το βράδυ. Η
μοίρα του αρχισυντάκτη. Ήθελα να σου μιλήσω, Λουίζα».
«Σαν να θυμάμαι ότι με απέλυσες».
«Σώπα για λίγο, γίνεται; Θέλω να πω γιατί –πώς– δεν
παραιτούμαι παρότι σου φέρθηκε τόσο σκατά ο Όγκιλβι. Και
μια και άρχισα τις εξομολογήσεις, ήξερα πως θα σε
ξαπόστελναν από την περασμένη Παρασκευή».
«Καλοσύνη σου που με προειδοποίησες».
Ο αρχισυντάκτης χαμηλώνει τη φωνή του όσο γίνεται. «Ξέρεις
ότι η γυναίκα μου έχει λευχαιμία. Για το ασφαλιστικό μας
ξέρεις;»
Η Λουίζα αποφασίζει να του κάνει ένα νεύμα.
Ο Γκρελς μαζεύει τα κουράγια του. «Την περασμένη
εβδομάδα, κατά τις διαπραγματεύσεις για την εξαγορά…
υπονοήθηκε ότι, αν έμενα στο Spyglass και συμφωνούσα ότι
ουδέποτε άκουσα… για μια συγκεκριμένη αναφορά, θα έλεγαν
δυο λογάκια στην ασφαλιστική μου».
Η Λουίζα διατηρεί την ψυχραιμία της. «Και τους
εμπιστεύεσαι ότι θα κρατήσουν τον λόγο τους;»
«Την Κυριακή το πρωί με παίρνει τηλέφωνο ο ασφαλιστικός
πραγματογνώμονάς μου, ο Άρνολντ Φραμ. Συγγνώμη για την
ενόχληση, μπλα μπλα, πίστευε όμως ότι θα θέλαμε να μάθουμε
ότι η Blue Shield78 αναίρεσε την απόφασή της και θα αναλάβει
όλα τα ιατρικά έξοδα της συζύγου μου. Έχει ήδη αποσταλεί μια
επιταγή αποζημίωσης για προη­γούμενες δαπάνες. Μέχρι και το
σπίτι θα μπορέσουμε να κρατήσουμε. Δεν είμαι περήφανος για
μένα, μα δεν θα ντραπώ που έβαλα την οικογένειά μου πάνω
από την αλήθεια».
«Η αλήθεια είναι ότι πάνω στην Μπουένας Γέρμπας θα βρέξει
ραδιενέργεια».
«Όλοι μας αξιολογούμε τους κινδύνους και παίρνουμε τις
αποφάσεις μας. Αν μπορώ να προστατεύσω τη γυναίκα μου
παίζοντας έναν πολύ μικρό ρόλο σ’ ένα ενδεχόμενο ατύχημα στο
Σουανέκε, ε, λοιπόν, θα πρέπει να το αντέξω. Και εννοείται ότι
ελπίζω να σκεφτόσουν λίγο ακόμα τον κίνδυνο στον οποίο
εκθέτεις τον εαυτό σου όταν τα βάζεις με αυτούς τους
ανθρώπους».
Η ανάμνηση του να βουλιάζει στον βυθό ξανάρχεται στη
Λουίζα σαν φάντασμα και η καρδιά της βαραίνει. Ο Μπαρτ
αφήνει ένα φλιτζάνι καφέ μπροστά της.
Ο Γκρελς σπρώχνει μια δακτυλογραφημένη σελίδα προς τη
μεριά της στον πάγκο. Έχει δυο στήλες με επτά ονόματα η μία.
«Μάντεψε τι είναι αυτή η λίστα». Δυο ονόματα ξεχωρίζουν: του
Λόιντ Χουκς και του Γουίλιαμ Γουάιλι.
«Τα μέλη του συμβουλίου της Trans Vision;»
Ο Γκρελς γνέφει καταφατικά. «Σχεδόν. Τα μέλη του
συμβουλίου είναι δημοσίως γνωστά. Τούτη εδώ είναι μια λίστα
απόρρητων εταιρικών συμβούλων που παίρνουν χρήματα
προερχόμενα απ’ την Trans Vision. Τα κυκλωμένα ονόματα σε
ενδιαφέρουν. Κοίτα. Ο Χουκς και ο Γουάιλι. Απόδειξη
οκνηρίας, απόδειξη καταδικαστική, απόδειξη ξεκάθαρης
απληστίας».
Η Λουίζα βάζει τη λίστα στην τσέπη. «Πρέπει να σ’
ευχαριστήσω».
«Το ξετρύπωσε ο Νούσμπαουμ ο απαίσιος. Και κάτι
τελευταίο. Ξέρεις μια Φραν Πίκοκ, απ’ τη Western Messenger;»
« Ένα γεια ανταλλάζουμε σε ανούσια δημοσιογραφικά πάρτι».
«Με τη Φραν γνωριζόμαστε από αμνημονεύτων. Πέρασα από
το γραφείο της χθες βράδυ, ανέφερα τα βασικά στοιχεία του
ρεπορτάζ σου. Ήμουν επιφυλακτικός, όταν όμως έχεις
ατράνταχτα στοιχεία, θα ήθελε να σου πει κάτι παραπάνω από
ένα απλό γεια».
«Συνάδει αυτό με το πνεύμα της συμφωνίας σου με την Trans
Vision;»
Ο Γκρελς σηκώνεται και μαζεύει την εφημερίδα του. «Δεν
είπαν ότι δεν μπορώ να μοιραστώ τα κονέ μου».

58
Ο Τζέρι Νούσμπαουμ επιστρέφει στη Λουίζα τα κλειδιά του
αυτοκινήτου. «Επουράνιε Θεέ, κάνε να μετενσαρκωθώ στο
σπορ αμάξι της μητέρας σου. Δεν με νοιάζει ποιο απ’ όλα. Η
τελευταία κούτα είναι αυτή;»
«Ναι» λέει η Λουίζα, «κι ευχαριστώ».
Ο Νούσμπαουμ ανασηκώνει τους ώμους σαν μετριόφρονας
μαέστρος. «Το μέρος σίγουρα θα μοιάζει άδειο χωρίς μια
αληθινή γυναίκα για να της πετάμε φαλλοκρατικά αστεία. Η
Νανς, ύστερα από τόσες δεκαετίες στην αίθουσα σύνταξης,
στην πραγματικότητα είναι άντρας».
Η Νάνσι Ο’Χάγκαν κοπανάει τη γραφομηχανή της που
κόλλησε και δείχνει κωλοδάχτυλο στον Νούσμπαουμ.
«Ναι, να πούμε» –ο Ρόλαντ Τζέικς επιθεωρεί το άδειο γραφείο
της Λουίζα σκυθρωπός– «ακόμη δεν πιστεύω ότι, ξέρεις τώρα,
οι καινούργιοι έδωσαν πόδι σ’ εσένα αλλά κράτησαν ένα
ασπόνδυλο σαν τον Νούσμπαουμ».
Η Νάνσι Ο’Χάγκαν σφυρίζει, σαν κόμπρα, «Πώς γίνεται ο
Γκρελς» –δείχνει με το πούρο της το γραφείο του– «να πέφτει
ανάσκελα και ν’ αφήνει τον ΚΠΟ να σε κρεμάει έτσι;».
«Ευχηθείτε μου καλή τύχη».
«Τύχη;» λέει ο Τζέικς κοροϊδευτικά. «Δεν σου χρειάζεται
τύχη. Δεν ξέρω γιατί έμεινες μ’ αυτό το ψοφίμι τόσο καιρό. Στη
δεκαετία του εβδομήντα θα δούμε τον επιθανάτιο ρόγχο της
σάτιρας. Αυτό που είπε ο Λέρερ είναι αλήθεια. Ένας κόσμος
που απονέμει το Νόμπελ Ειρήνης στον Χένρι Κίσιντζερ εμάς
όλους μας αφήνει άνεργους».
«Α» θυμάται ο Νούσμπαουμ, «πέρασα από την
αλληλογραφία. Για σένα». Δίνει στη Λουίζα έναν ενισχυμένο
χακί φάκελο. Η Λουίζα δεν αναγνωρίζει τον δυσανάγνωστο
γραφικό χαρακτήρα. Ανοίγει τον χακί φάκελο. Μέσα είναι ένα
κλειδί θυρίδας ασφαλείας, τυλιγμένο σε ένα σημείωμα. Η
έκφραση της Λουίζα γίνεται πιο έντονη καθώς τα μάτια της
προχωρούν την ανάγνωση. Διπλοτσεκάρει την ετικέτα στο
κλειδί. «Τρίτη Τράπεζα της Καλιφόρνια, 9η Οδός. Πού είναι
αυτό;»
«Στο κέντρο» απαντά η Ο’Χάγκαν, «εκεί που η 9η βρίσκει τη
Φλάντερς».
«Τα ξαναλέμε». Η Λουίζα φεύγει. «Είναι μικρός ο κόσμος.
Όλο έρχεται κι επανέρχεται».

59
Ενώ περιμένει στο φανάρι, η Λουίζα ξαναρίχνει μια ματιά στο
γράμμα του Σίξμιθ για να τριπλοτσεκάρει ότι δεν της έχει
ξεφύγει τίποτα. Ο γραφικός χαρακτήρας δείχνει ότι γράφτηκε
βιαστικά.

Διεθνές Αεροδρόμιο ΜΓ,


3η – ix – 1975

Αγαπητή δεσποινίδα Ρέι,


Συγχώρα μου το βιαστικό γράμμα. Ένας καλοθελητής στη Seaboard με
προειδοποίησε ότι η ζωή μου διατρέχει άμεσο κίνδυνο. Η αποκάλυψη των
ελαττωμάτων του HYDRA-Zero απαιτεί εξαιρετική υγεία, οπότε θα ακούσω
αυτή την προειδοποίηση. Θα επικοινωνήσω μαζί σου το συντομότερο
δυνατόν από το Κέμπριτζ ή μέσω της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής
Ενέργειας. Στο μεταξύ, πήρα την πρωτοβουλία να τοποθετήσω την
αναφορά μου για το Σουανέκε Β σε ένα χρηματοκιβώτιο στην Τρίτη
Τράπεζα της Καλιφόρνια στην 9η Οδό. Θα τη χρειαστείς αν μου συμβεί
κάτι.
Να προσέχεις.

Βιαστικά,
Ρ.Σ.

Ξεσπάνε θυμωμένα κορναρίσματα ενώ η Λουίζα παιδεύεται με


το κιβώτιο ταχυτήτων που δεν γνωρίζει καλά. Μετά τη 13η Οδό
η πόλη χάνει τον ματσωμένο χαρακτήρα του Ειρηνικού. Οι
χαρουπιές που αρδεύονται απ’ τον δήμο αντικαθίστανται από
γερμένα φανάρια. Σε αυτούς τους παράδρομους κανείς δεν
λαχανιάζει κάνοντας τζόκινγκ. Η γειτονιά θα μπορούσε να
βρίσκεται σε οποιαδήποτε βιομηχανική ζώνη οποιασδήποτε
παρηκμασμένης βιομηχανικής πόλης. Άστεγοι λαγοκοιμούνται
σε παγκάκια, αγριόχορτα πετάγονται από ρωγμές στα
πεζοδρόμια, τα δέρματα σκουραίνουν όλο και πιο πολύ από το
ένα τετράγωνο στο επόμενο, αφίσες σκεπάζουν σφραγισμένες
πόρτες, γκράφιτι απλώνονται σε κάθε επιφάνεια χαμηλότερη
σε ύψος από έναν έφηβο με σπρέι στα χέρια. Οι
σκουπιδιάρηδες απεργούν, πάλι, και στοίβες σκουπιδιών
σαπίζουν στον ήλιο. Ενεχυροδανειστήρια, ανώνυμα αυτόματα
πλυντήρια και μπακάλικα βγάζουν ισχνό ψωμί από ξεφτισμένες
τσέπες. Έπειτα από κάποια ακόμα τετράγωνα και φανάρια, τα
μαγαζιά αντικαθίστανται από ανώνυμες βιομηχανικές μονάδες
και εργατικές κατοικίες. Η Λουίζα ποτέ δεν έχει περάσει καν
αποδώ και ταράζεται από το άδηλο των πόλεων. Να ήταν το
σκεπτικό του Σίξμιθ να κρύψει την αναφορά του κι έπειτα να κρύψει και
την κρυψώνα; Φτάνει στη Φλάντερς και βλέπει ακριβώς μπροστά
της την Τρίτη Τράπεζα της Καλιφόρνια, με ένα πάρκινγκ για
τους πελάτες στο πλάι. Η Λουίζα δεν παρατηρεί τη χτυπημένη
μαύρη Chevrolet που είναι παρκαρισμένη απέναντι.

60
H Φέι Λι, με μεγάλα γυαλιά ηλίου και πλατύγυρο καπέλο,
συγκρίνει την ώρα που δείχνει το ρολόι της με αυτή που δείχνει
το ρολόι της τράπεζας. Ο κλιματισμός χάνει τη μάχη του με τη
ζέστη του προχωρημένου πρωινού. Σκουπίζει τον ιδρώτα από
το πρόσωπο και τους πήχεις της με ένα μαντίλι, κάνει αέρα και
αποτιμά τις πρόσφατες εξελίξεις. Τζο Νέιπιερ, φαίνεσαι ηλίθιος αλλά
κατά βάθος είσαι έξυπνος, αρκετά έξυπνος για να ξέρεις πότε να
αποχωρήσεις. Η Λουίζα Ρέι θα εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή,
αν είχε πέσει μέσα ο Μπιλ Σμόουκ. Μπιλ Σμόουκ, φαίνεσαι έξυπνος
αλλά κατά βάθος είσαι ηλίθιος, κι οι άντρες σου δεν σου είναι τόσο
αφοσιωμένοι όσο νομίζεις. Επειδή εσύ δεν το κάνεις για τα χρήματα,
ξέχασες πόσο εύκολα εξαγοράζονται οι πιο ασήμαντοι θνητοί.
Μπαίνουν δυο καλοντυμένοι Κινέζοι. Μια ματιά από τον
έναν τους της λέει ότι έρχεται η Λουίζα Ρέι. Οι τρεις τους
συγκλίνουν σε ένα γραφείο που κλείνει έναν πλαϊνό διάδρομο:
ΘΥΡΙΔΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ. Το συγκεκριμένο κατάστημα ελάχιστη
κίνηση είχε όλο το πρωί. Η Φέι Λι σκέφτηκε μήπως φέρει
κανέναν βαλτό, όμως η φυσική χαλαρότητα ενός φύλακα που
παίρνει τον βασικό είναι ασφαλέστερη απ’ το να αφήσει τους
άντρες της κινέζικης μαφίας να πάρουν μυρωδιά το λάφυρο.
«Γεια» –η Φέι Λι πετάει την πιο αφόρητη κινέζικη προφορά
της στον φύλακα–, «αδελφοί και εγώ θέλουμε πάρει από
θυρίδα». Tου δείχνει ένα κλειδί θυρίδας. «Κοίταζε, έχουμε
κλειδί».
Ο βαριεστημένος λιπόσαρκος νεαρός έχει μεγάλο θέμα με την
ακμή. «Ταυτότητα;»
«Εδώ ταυτότητα, κοίταζε, εδώ ταυτότητα».
Η αρχαία φυλετική μαγεία των κινεζικών ιδεογραμμάτων
απωθεί τον εξονυχιστικό έλεγχο των λευκών. Ο φύλακας γνέφει
κατά τον διάδρομο και επιστρέφει στο περιοδικό του, το Aliens!
«Δεν είναι κλειδωμένα». Εγώ πάντως θα σου είχα δώσει πόδι επιτόπου,
μικρέ, σκέφτεται η Φέι Λι.
Ο διάδρομος καταλήγει σε μια θωρακισμένη πόρτα, που είναι
μισάνοιχτη. Πίσω από αυτή είναι ο χώρος των θυρίδων, που
έχει σχήμα πιρουνιού με τρία δόντια. O ένας συνεργάτης πάει
μαζί της στο αριστερό δόντι, και εκείνη προστάζει τον άλλο να
πάει στο δεξί. Γύρω στις εξακόσιες θυρίδες έχει εδώ. Μία από αυτές
κρύβει μια αναφορά των πέντε εκατομμυρίων δολαρίων, δέκα χιλιάδες η
σελίδα.
Βήματα πλησιάζουν από τον διάδρομο. Ήχος γυναικείων
τακουνιών.
Η πόρτα ανοίγει. «Είναι κανείς εδώ;» φωνάζει η Λουίζα Ρέι.
Σιωπή.
Καθώς η πόρτα κλείνει, οι δυο άντρες ορμούν στη γυναίκα.
Αρπάζουν τη Λουίζα και της κλείνουν το στόμα με ένα χέρι.
«Ευχαριστώ». Η Φέι Λι τραβάει το κλειδί από τα δάχτυλα της
δημοσιογράφου. Χαραγμένο πάνω του είναι το νούμερο:
36/64. Μπαίνει κατευθείαν στο ψητό. «Τα άσχημα νέα. Αυτός
ο χώρος είναι ηχομονωμένος, δεν παρακολουθείται, κι οι φίλοι
μου κι εγώ είμαστε οπλισμένοι. Η αναφορά Σίξμιθ δεν
προορίζεται για τα χέρια σου. Τα καλά νέα. Δρω για
λογαριασμό πελατών που θέλουν ο HYDRA να πεθάνει στη
γέννα και η Seaboard να απαξιωθεί. Τα ευρήματα του Σίξμιθ
θα βγουν σε όλα τα ειδησεογραφικά δίκτυα μέσα σε δυο τρεις
μέρες. Το αν θα προχωρήσουν σε εταιρικές καρατομήσεις είναι
δικό τους θέμα. Μη με κοιτάζεις έτσι, Λουίζα. Την αλήθεια
δεν την ενδιαφέρει ποιος την ανακαλύπτει, γιατί λοιπόν να
ενδιαφέρει εσένα; Τα ακόμα καλύτερα νέα. Τίποτε κακό δεν θα
σου συμβεί. Ο συνεργάτης μου θα σε συνοδεύσει σε
κρατητήριο στην ΜΓ. Το βράδυ θα είσαι ελεύθερη. Δεν θα μας
δημιουργήσεις κανένα πρόβλημα από τώρα ως τότε», η Φέι Λι
βγάζει μια φωτογραφία του Χαβιέ από τον πίνακα
ανακοινώσεων της Λουίζα και την κουνάει λίγα εκατοστά από
το πρόσωπό της, «επειδή θα ανταποδώσουμε στα ίσα».
Η υποταγή αντικαθιστά την απείθεια στα μάτια τη Λουίζα.
«Το ήξερα ότι σου κόβει». Η Φέι Λι μιλάει στα καντονέζικα
στον άντρα που κρατάει τη Λουίζα. «Κλείδωσέ την. Μην κάνεις
καμιά προστυχιά πριν την πυροβολήσεις. Μπορεί να είναι
ρεπόρτερ, αυτό όμως δεν την κάνει τελείως πουτάνα. Το
πτώμα να το ξεφορτωθείς κατά τα συνήθη».
Φεύγουν. Ο δεύτερος συνεργάτης παραμένει δίπλα στην
πόρτα και την κρατάει μισάνοιχτη.
Η Φέι Λι εντοπίζει τη θυρίδα 36/64 στο ύψος του λαιμού της,
στην άκρη του μεσαίου δοντιού.
Το κλειδί γυρίζει και η πόρτα ανοίγει.
Η Φέι Λι βγάζει έναν κρεμ φάκελο. ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΗΡΑΣ HYDRA-
ZERO – ΕΝΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ –
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΔΡ ΡΟΥΦΟΥΣ ΣΙΞΜΙΘ – H ΜΗ
ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΗ ΚΤΗΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟ
ΑΔΙΚΗΜΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ &
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1971. Η Φέι Λι
επιτρέπει στον εαυτό της ένα χαρούμενο χαμόγελο. Η χώρα των
ευκαιριών. Έπειτα βλέπει δύο καλώδια να εξέχουν από το
ντοσιέ, φτάνουν στο βάθος της θυρίδας. Κοιτάζει μέσα. Μια
κόκκινη δίοδος αναβοσβήνει πάνω σε ένα δεμάτι κυλίνδρους,
καλώδια κι εξαρτήματα, τακτικά στερεωμένα με ταινία.
Μπιλ Σμόουκ, ρε γαμημέν–
61
Η έκρηξη σηκώνει τη Λουίζα Ρέι και την τινάζει μπροστά,
ακατανίκητη, σαν πελώριο κύμα του Ειρηνικού. Ο διάδρομος
περιστρέφεται κατά ενενήντα μοίρες –πολλές φορές– και
κοπανάει τα πλευρά και το κεφάλι της Λουίζα. Στην όρασή της
ξεδιπλώνονται πέταλα πόνου. Οι τοίχοι μουγκρίζουν. Βρέχει
θραύσματα από σοβάδες, πλακάκια και γυαλί, ψιλοβρέχει
έπειτα, τέλος παύει.
Μια δυσοίωνη γαλήνη. Τι περνάω; Κραυγές για βοήθεια
υψώνονται από τη σκόνη και τον καπνό, ουρλιαχτά από τον
δρόμο, συναγερμοί τρυπούν τον καψαλισμένο αέρα. Το μυαλό
της Λουίζα ξαναπαίρνει μπρος. Βόμβα. Ο μισθωμένος φύλακας
βγάζει βραχνά βογκητά. Από το αυτί του στάζει αίμα σε ένα
δέλτα που πλημμυρίζει τον γιακά του. Η Λουίζα κάνει να
αποτραβηχτεί αλλά το δεξί της πόδι έχει κοπεί.
Το σοκ της σβήνει· το πόδι της απλά έχει μαγκώσει κάτω από
τον αναίσθητο Κινέζο συνοδό της. Αποτραβιέται και σέρνεται,
πιασμένη και πονεμένη, στο λόμπι, που τώρα έχει
μεταμορφωθεί σε σκηνικό ταινίας. Η Λουίζα βρίσκει τη
θωρακισμένη πόρτα, που τινάχτηκε και βγήκε από τους
μεντεσέδες της. Για εκατοστά δεν με χτύπησε. Σπασμένα γυαλιά,
αναποδογυρισμένες καρέκλες, κομμάτια του τοίχου, άνθρωποι
χτυπημένοι και σαστισμένοι. Ξεπετάγεται λιπαρός μαύρος
καπνός από τους αγωγούς και ενεργοποιείται ένα σύστημα
πυρόσβεσης – η Λουίζα είναι μούσκεμα και πνίγεται, γλιστρά
στο υγρό πάτωμα, σκοντάφτει, ζαλισμένη, διπλωμένη στα δυο,
πάνω σε άλλους.
Ένα φιλικό χέρι πιάνει τη Λουίζα από τον καρπό. «Εδώ είμαι,
κυρία μου, εδώ είμαι, να σας βοηθήσω να βγείτε, μπορεί να
γίνει κι άλλη έκρηξη».
Η Λουίζα αφήνεται να την οδηγήσει σε πηχτή λιακάδα, όπου
ένα τείχος προσώπων κοιτάζουν, λιμασμένοι για τον τρόμο. Ο
πυροσβέστης την οδηγεί σε έναν δρόμο φρακαρισμένο από
κολλημένα αυτοκίνητα και η Λουίζα θυμάται τα πολεμικά
πλάνα του Απριλίου από τη Σαϊγκόν. Καπνός ακόμη ξεχύνεται
σε αδιανόητες ποσότητες. «Φύγετε! Αποδώ! Κάντε πίσω!
Αποκεί!» Η Λουίζα η δημοσιογράφος προσπαθεί να πει κάτι
στη Λουίζα το θύμα. Έχει πετραδάκια στο στόμα της. Κάτι
επείγον. Ρωτά τον διασώστη της: «Πώς φτάσατε επιτόπου τόσο
γρήγορα;».
«Όλα καλά» επιμένει εκείνος, «πάθατε διάσειση».
Πυροσβέστης; «Μπορώ να προχωρήσω μόνη μου τώρα–»
«Όχι, αποδώ θα είσαι ασφαλής–»
Η πόρτα μιας σκονισμένης μαύρης Chevrolet ανοίγει.
«Άφησέ με!»
Η λαβή του είναι ατσάλινη. «Μπες στ’ αμάξι αμέσως»
μουρμουρίζει, «μη σου τινάξω τα μυαλά στον αέρα, γαμώτο».
Η βόμβα είχε στόχο εμένα, και τώρα–
Ο απαγωγέας της Λουίζα μουγκρίζει και πέφτει προς τα
μπρος.
62
Ο Τζο Νέιπιερ αρπάζει τη Λουίζα απ’ το μπράτσο και την
τραβάει μακριά από τη Chevrolet. Χριστέ μου, παρά τρίχα! Στο
άλλο του χέρι έχει ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ. «Άμα θέλεις να
τη σκαπουλάρεις, καλά θα κάνεις να έρθεις μαζί μου».
Εντάξει, σκέφτεται η Λουίζα. «Εντάξει» λέει.
Ο Νέιπιερ την τραβάει πίσω στο πλήθος που σπρώχνεται ώστε
να την κρύψει από το στόχαστρο του Σμόουκ, δίνει το ρόπαλο
του μπέιζ­μπολ σ’ ένα σαστισμένο παιδί, και προχωράει κατά
την 81η Λεωφόρο, μακριά από τη Chevrolet. Να περπατήσεις
διακριτικά· ή να το βάλεις στα πόδια και να δώσεις στόχο;
«Το αμάξι μου είναι δίπλα στην τράπεζα» λέει η Λουίζα.
«Με τόση κίνηση θα είμαστε εύκολος στόχος» λέει ο Νέιπιερ.
«Ο Μπιλ Σμόουκ έχει άλλα δυο πιθήκια μαζί του, κι απλά θα
πυροβολήσουν απ’ το παράθυρο. Μπορείς να περπατήσεις;»
«Και να τρέξω μπορώ, Νέιπιερ».
Προχωρούν ένα τρίτο του τετραγώνου αλλά έπειτα ο Νέιπιερ
διακρίνει το πρόσωπο του Μπιλ Σμόουκ παρακάτω, το χέρι του
κοντά στην τσέπη του σακακιού του. Ο Νέιπιερ ελέγχει πίσω
του. Δεύτερος μπράβος, δεύτερη δαγκάνα. Απέναντι είναι ένας
τρίτος. Θα περάσουν ακόμα αρκετά λεπτά ώσπου να έρθουν
μπάτσοι εδώ, κι αυτοί έχουν μόνο δευτερόλεπτα στη διάθεσή
τους. Δυο φόνοι μέρα μεσημέρι: ριψοκίνδυνο, όμως το
διακύβευμα είναι αρκετά μεγάλο για να το διακινδυνεύσουν, κι
είναι τέτοιο το χάος εδώ, που θα τη βγάλουν καθαρή. Ο
Νέιπιερ έχει απελπιστεί· βρίσκονται δίπλα σε μια αποθήκη
χωρίς παράθυρα. «Ανέβα αυτά εκεί τα σκαλιά» λέει στη Λουίζα,
ενώ προσεύχεται να ανοίξει η πόρτα.
Ανοίγει.
Ένας άδειος χώρος υποδοχής, σκιώδης και φωτισμένος από
μία μόνο σωληνωτή λάμπα, τάφο για τις μύγες. Ο Νέιπιερ
μανταλώνει την πόρτα πίσω τους. Από ένα γραφείο, ένα
κορίτσι με τα καλά του ρούχα και ένα γέρικο πουντλ σε ένα
κρεβάτι από χαρτόκουτο κοιτάζουν, ατάραχα. Τρεις έξοδοι στο
βάθος. Ο ήχος των μηχανημάτων μονολιθικός.
Μια μαυρομάτα Μεξικάνα εμφανίζεται απ’ το πουθενά και
αρχίζει να κουνάει τα χέρια μέσα στη μούρη του: «Όχι λαθραίοι
εδώ! Όχι λαθραίοι εδώ! Αφεντικό δεν είναι εδώ! Αφεντικό δεν
είναι εδώ! Ελάτε άλλη φορά!»
Η Λουίζα Ρέι της απευθύνεται σε πολύ κακοπαθημένα
ισπανικά. Η Μεξικάνα αγριοκοιτάζει, έπειτα κουνάει
αγριεμένα τον αντίχειρα προς τις εξόδους. Ένα χτύπημα
ταρακουνάει την εξώπορτα. Ο Νέιπιερ και η Λουίζα διασχίζουν
τρέχοντας την όλο αντιλάλους αίθουσα. «Αριστερά ή δεξιά;»
ρωτά ο Νέιπιερ.
«Δεν ξέρω!» λέει ξεψυχισμένα η Λουίζα.
Ο Νέιπιερ κοιτάζει πίσω γυρεύοντας κάποια οδηγία από τη
Μεξικάνα, μα η είσοδος ταρακουνιέται με ένα πρώτο χτύπημα,
σπάει με ένα δεύτερο και ανοίγει διάπλατα με ένα τρίτο. Ο
Νέιπιερ τραβάει τη Λουίζα στην αριστερή έξοδο.
63
Ο Μπίσκο και ο Ρόουπερ, οι δυο ακομπανιαδόροι που
επιστράτευσε ο Μπιλ Σμόουκ γι’ αυτή τη δουλειά, ρίχνονται
στην πόρτα. Στο δικαστήριο του νου του, ο Μπιλ Σμόουκ
αποφαίνεται ότι ο Γουίλιαμ Γουάιλι και ο Λόιντ Χουκς είναι
ένοχοι βαριάς ηλιθιότητας. Σας τα ’λεγα! Δεν έπρεπε να πιστέψουμε
ότι ο Τζο Νέιπιερ θα μάζευε τη συνείδησή του και θα πήγαινε για ψάρεμα.
Η πόρτα είναι κομμάτια.
Μέσα, μια Μεξικάνα σαν αράχνη την έχει πιάσει υστερία.
Ένα ατάραχο κορίτσι κι ένα στολισμένο πουντλ κάθονται σ’ ένα
γραφείο θαρρείς κι εκείνοι, και όχι η Μεξικάνα, είναι οι κρυφοί
εγκέφαλοι της επιχείρησης. «FBI!» φωνάζει ο Μπίσκο,
κραδαίνοντας το δίπλωμα οδήγησής του. «Από πού πήγανε;»
Η Μεξικάνα τσιρίζει: «Εργάτες μας προσέχουμε! Πολύ καλοί!
Πολλή πληρωμή! Όχι συνδικάτο!»
Ο Μπίσκο βγάζει το πιστόλι του, ρίχνει και κολλάει το πουντλ
στον τοίχο. «ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΗΓΑΝΕ, ΓΑΜΩΤΟ;»
O Χριστός και ο Μωάμεθ, για κάτι τέτοια δουλεύω μόνος.
Η Μεξικάνα δαγκώνει τη γροθιά της, αρχίζει να τρέμει και
βγάζει έναν θρήνο που όλο δυναμώνει.
«Τέλεια, Μπίσκο, λες και το FBI σκοτώνει πουντλ». Ο
Ρόουπερ σκύβει πάνω από το παιδί, που δεν έχει αντιδράσει
καθόλου στον θάνατο του σκύλου. «Από ποια έξοδο βγήκαν ο
άντρας κι η γυναίκα;»
Του αντιγυρίζει το βλέμμα λες και δεν είναι παρά ένα
ευχάριστο ηλιοβασίλεμα.
«Μιλάς αγγλικά;»
Μια υστερική, μια μουγγή, ένα ψόφιο σκυλί –ο Μπιλ Σμόουκ
πηγαίνοντας προς τις τρεις εξόδους–, και δυο μαλάκες με
περικεφαλαία. «Χάνουμε χρόνο! Ρόουπερ, στη δεξιά πόρτα.
Μπίσκο, στην αριστερή. Παίρνω τη μεσαία».

64
Σειρές, διάδρομοι και τείχη ύψους δέκα χαρτονένιων κουτιών
κρύβουν τις πραγματικές διαστάσεις της αποθήκης. Ο Νέιπιερ
σφηνώνει ένα καρότσι στην πόρτα για να την κλείσει. «Πες μου
ότι από χθες έχεις ξεπεράσει την αλλεργία σου στα όπλα»
μουρμουρίζει.
Η Λουίζα κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Εσύ;»
« Ένα χαζοπίστολο έχω μόνο. Έξι σφαίρες. Πάμε».
Παρότι τρέχουν, ακούει που σπρώχνουν την πόρτα. Ο Νέιπιερ
κλείνει την ορατότητα με έναν πύργο από κουτιά. Το ξανακάνει
λίγα μέτρα παρακάτω. Ένας τρίτος πύργος γκρεμίζεται
μπροστά τους, ωστόσο, και δεκάδες Μπιγκ Μπερντ –η Λουίζα
αναγνωρίζει το ηλίθιο κίτρινο έμου από το παιδικό που έβλεπε
ο Χαλ όταν δεν δούλευε– ξεχύνονται. Ο Νέιπιερ γνέφει: Το
κεφάλι κάτω και τρέχα.
Πέντε δευτερόλεπτα αργότερα, μια σφαίρα βρίσκει χαρτόνι
λίγα εκατοστά από το κεφάλι της Λουίζα, και στο πρόσωπό της
σκάει η γέμιση των Μπιγκ Μπερντ. Σκοντάφτει και πέφτει
πάνω στον Νέι­πιερ· ένας κεραυνός θορύβου καψαλίζει τον
αέρα από πάνω τους. Ο Νέιπιερ βγάζει το όπλο του και
πυροβολεί δύο φορές γύρω από τη Λουίζα. Ο θόρυβος την
κάνει και κουλουριάζεται. «Τρέχα» γαβγίζει ο Νέι­πιερ και την
τραβάει να σηκωθεί. Η Λουίζα υπακούει – ο Νέιπιερ αρχίζει να
ρίχνει κάτω τα τείχη των κουτιών για να καθυστερήσει τον
διώκτη τους.
Δέκα μέτρα πιο πέρα, η Λουίζα φτάνει σε μια γωνία. Μια
πόρτα από κόντρα πλακέ γράφει ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ.
Κλειδωμένη. Ο Τζο Νέιπιερ τη φτάνει, ξέπνοος. Δεν
καταφέρνει ν’ ανοίξει την πόρτα με τη βία.
«Παράτα τα, Νέιπιερ!» ακούνε. «Δεν κυνηγάμε εσένα!»
Ο Νέιπιερ πυροβολεί την κλειδαριά εξ επαφής.
Η πόρτα και πάλι δεν ανοίγει. Ο Νέιπιερ ρίχνει τρεις ακόμα
σφαίρες στην κλειδαριά: σε κάθε μπαμ, η Λουίζα ζαρώνει. Την
τέταρτη φορά βγαίνει ένας κούφιος ήχος. Ο Νέιπιερ κλοτσάει
την πόρτα με την μπότα του.
Ένα υπόγειο κάτεργο και κρότοι από πεντακόσιες
ραπτομηχανές. Νιφάδες υφάσματος αιωρούνται στην πηχτή
ζέστη, περιβάλλοντας τους γυμνούς γλόμπους που κρέμονται
πάνω από τις εργάτριες. Η Λουίζα και ο Νέιπιερ πάνε από τον
εξωτερικό διάδρομο σβέλτα, μισοσκυμμένοι. Ένας προς έναν,
αράδα την αράδα, παλέτα την παλέτα, κουτσοί Ντόναλντ Ντακ
και εσταυρωμένοι Σκούμπι Ντου ράβονται. Όλες οι γυναίκες –
Λατινοαμερικάνες και Κινέζες αποκλειστικά– έχουν τα μάτια
τους στην πλάκα της ραπτομηχανής τους, έτσι η Λουίζα κι ο
Νέιπιερ ελάχιστη αναταραχή προκαλούν.
Πώς όμως βγαίνουμε από εδώ;
Ο Νέιπιερ στην κυριολεξία πέφτει πάνω στη Μεξικάνα από
την αυτοσχέδια αίθουσα υποδοχής. Τους κάνει νόημα να πάνε
σε έναν ημίφρακτο σκοτεινό πλαϊνό διάδρομο. Ο Νέιπιερ
στρέφεται στη Λουί­ζα, φωνάζοντας μέσα στο μεταλλικό
πανδαιμόνιο, με μια έκφραση που λέει Να την εμπιστευτούμε;
Η έκφραση της Λουίζα αποκρίνεται Έχεις καμιά καλύτερη ιδέα;
Ακολουθούν τη γυναίκα ανάμεσα σε σωρούς υφάσματος και
σύρματος, ανοιχτά κουτιά με πλαστικά ματάκια και διάφορα
εξαρτήματα ραπτομηχανών. Ο διάδρομος στρίβει δεξιά και
καταλήγει σε μια σιδερένια πόρτα. Από μια λιγδιασμένη σχάρα
μπαίνει φως. Η Μεξικάνα παιδεύε­ται με το μπρελόκ της. Εδώ
κάτω έχουμε 1875, σκέφτεται η Λουίζα, όχι 1975. Το ένα κλειδί δεν
μπαίνει. Το επόμενο μπαίνει, μα δεν γυρνά. Τα τριάντα
δευτερόλεπτα στο εργοστάσιο έχουν πειράξει την ακοή της.
Μια πολεμική ιαχή από τα έξι μέτρα: «Ψηλά τα χέρια!» Η
Λουίζα γυρνά απότομα. «Ψηλά τα χέρια, είπα, γαμώτο!» Τα χέρια
της Λουίζα υπακούνε. Ο οπλοφόρος κρατάει το πιστόλι του
στοχευμένο στον Νέιπιερ. «Γύρνα, Νέιπιερ! Αργά! Άφησε τ’
όπλο σου!»
Η σενιόρα στριγκλίζει: «Μη ρίξεις εμένα! Μη ρίξεις εμένα,
σενιόρ! Αναγκάσουν δείξει πόρτα! Είπαν θα σκοτώ–»
«Σκάσε, μωρή τρελή γαμω-Μεξικάνα! Ουστ! Πάρε δρόμο!»
Η γυναίκα περνάει από δίπλα του, τοίχο τοίχο, τσιρίζοντας,
«¡No dispares! ¡No dispares! ¡No quiero morir!»79
Ο Νέιπιερ φωνάζει, μέσα στον εργοστασιακό θόρυβο που
διοχετεύεται στον διάδρομο, « Ήρεμα τώρα, Μπίσκο, πόσα σου
δίνουν;».
Ο Μπίσκο ουρλιάζει σε απάντηση: «Μην κάνεις τον κόπο,
Νέι­πιερ. Τις τελευταίες σου λέξεις».
«Δεν σ’ ακούω! Τι είπες;»
«Ποιες-είναι-οι-τελευταίες-σου-λέξεις;»
«Οι τελευταίες μου λέξεις; Ποιος είσαι, ο Βρόμικος Χάρι;»
Το στόμα του Μπίσκο συσπάται. « Έχω βιβλίο ολόκληρο με
τελευταίες λέξεις, κι αυτές ήταν οι δικές σου. Εσένα;» Κοιτάζει
τη Λουίζα, με το όπλο στραμμένο πάντα στον Νέιπιερ.
Μια πιστολιά ανοίγει μια τρύπα στον σαματά και τα μάτια της
Λουίζα κλείνουν σφιχτά. Κάτι σκληρό τής ακουμπά το πόδι.
Αναγκάζει τα μάτια της να ανοίξουν. Ένα περίστροφο, που
γλίστρησε και σταμάτησε. Το πρόσωπο του Μπίσκο
παραμορφώνεται από ανεξήγητο πόνο. Το γαλλικό κλειδί της
σενιόρας αστράφτει και στραπατσάρει το σαγόνι του ενόπλου.
Ακολουθούν δέκα ή και παραπάνω χτυπήματα ακραίας
βαναυσότητας, και στο καθένα η Λουίζα ζαρώνει, κι ανάμεσά
τους οι λέξεις: «¡Yo! ¡Amaba! ¡A! ¡Ese! ¡Jodido! ¡Perro!».80
Η Λουίζα κοιτάζει τον Τζο Νέιπιερ. Εκείνος παρακολουθεί,
σώος, κεραυνόπληκτος.
Η σενιόρα σκουπίζει το στόμα της και σκύβει πάνω από τον
ασάλευτο Μπίσκο και το πολτοποιημένο του πρόσωπο. «Και
δεν θα με λες εμένα γαμω-Μεξικάνα!» Πατάει το καταματωμένο
του κεφάλι και ξεκλειδώνει την έξοδο.
« Ίσως να πρέπει να πεις στους άλλους δυο ότι εγώ του το
έκανα αυτό» της λέει ο Νέιπιερ, ενώ παίρνει το όπλο του
Μπίσκο.
Η σενιόρα μιλάει στη Λουίζα. «Quítatelo de encima, cariño. Anda
con gentuza y ¡Dios Mίo! ese viejo podrίa ser tu padre!»81

65
O Νέιπιερ κάθεται στο γεμάτο γκράφιτι τρένο του υπογείου,
κοιτάζοντας την κόρη του Λέστερ Ρέι. Είναι ζαλισμένη,
αναμαλλιασμένη, ανάστατη, και τα ρούχα της ακόμη νοτισμένα
από το σύστημα πυρόσβεσης. «Πώς με βρήκες;» τον ρωτάει
τελικά.
«Ο χοντρός ψηλέας στη δουλειά σου. Ο Νουσμπούμερ ή κάτι
τέτοιο».
«Νούσμπαουμ».
«Ναι, αυτός. Έκανα μεγάλη προσπάθεια να τον πείσω».
Η σιωπή διαρκεί από τον σταθμό της Ριγιούνιον Σκουέαρ
μέχρι τη 17η Λεωφόρο. Η Λουίζα σκαλίζει μια τρύπα στο τζιν
της. «Φαντάζομαι ότι δεν δουλεύεις πια στη Seaboard».
«Μ’ έστειλαν διακοπές χθες».
«Σε απέλυσαν;»
«Όχι. Πρόωρη σύνταξη. Ναι. Μ’ έστειλαν διακοπές».
«Και γύρισες απ’ τις διακοπές σήμερα το πρωί;»
«Πάνω κάτω».
Η επόμενη σιωπή διαρκεί από τη 17η Λεωφόρο μέχρι το
πάρκο ΜακΝάιτ.
«Νιώθω» ξεκινάει διστακτικά η Λουίζα «ότι παραβίασα – όχι,
ότι εσύ παραβίασες κάποιου είδους διάταγμα εκεί πέρα.
Θαρρείς και η Μπουένας Γέρμπας είχε αποφασίσει ότι θα
πέθαινα σήμερα. Κι ωστόσο, να με».
Ο Νέιπιερ το σκέφτεται. «Όχι. Την πόλη δεν τη νοιάζει. Και
θα μπορούσες να πεις ότι αυτός που μόλις σου έσωσε τη ζωή
ήταν ο πατέρας σου, όταν κλότσησε εκείνη τη χειροβομβίδα
που ερχόταν καταπάνω μου πριν από τριάντα χρόνια». Το
βαγόνι τους ταρακουνιέ­ται και τρίζει. «Πρέπει να πάμε από
κάποιο οπλοπωλείο. Τα άδεια όπλα με αγχώνουν».
Ο συρμός βγαίνει στο φως του ήλιου.
Η Λουίζα μισοκλείνει τα μάτια. «Πού πάμε;»
«Να δούμε κάποια». Ο Νέιπιερ κοιτάζει το ρολόι του. « Ήρθε
αεροπορικώς ειδικά για την περίσταση».
Η Λουίζα τρίβει τα κόκκινα μάτια της. «Αυτή η κάποια
μπορεί να μας δώσει ένα αντίγραφο της αναφοράς Σίξμιθ; Γιατί
μου φαίνεται πως μόνο έτσι θα τη γλιτώσω».
«Δεν ξέρω ακόμη».

66
Η Μέγκαν Σίξμιθ κάθεται σ’ έναν χαμηλό πάγκο στο Μουσείο
Μοντέρνας Τέχνης της Μπουένας Γέρμπας και αντιγυρίζει το
βλέμμα σε μια γριά με πρόσωπο αρκούδας, πορτρέτο
ζωγραφισμένο με αλληλοδιασταυρούμενες γκρίζες και μαύρες
γραμμές σε έναν κατά τα άλλα λευκό καμβά. Το μόνο
παραστατικό έργο σε μια αίθουσα γεμάτη Πόλοκ, Ντε Κούνινγκ
και Μιρό, το πορτρέτο αυτό ξαφνιάζει χαμηλόφωνα. «Κοίτα»
λέει, σκέφτεται η Μέγκαν, «το μέλλον σου. Το πρόσωπό σου θα γίνει
κι αυτό δικό μου μια μέρα». Ο χρόνος έπλεξε στο δέρμα της δίχτυα
από ρυτίδες. Αλλού οι μύες κρέμονται, αλλού τσιτώνουν, τα
βλέφαρά της είναι σακουλιασμένα. Οι πέρλες της πιθανότατα
είναι κακής ποιό­τητας και τα μαλλιά της είναι ανακατωμένα,
έπειτα από ένα ολόκληρο απόγευμα που έτρεχε ξοπίσω απ’ τα
εγγόνια της. Μα βλέπει πράγματα που εγώ δεν βλέπω.
Μια γυναίκα συνομήλική της πάνω κάτω κάθεται δίπλα της.
Θα της χρειαζόταν ένα ντους και μια καινούργια αλλαξιά
ρούχα. «Η Μέγκαν Σίξμιθ;»
Η Μέγκαν την λοξοκοιτάζει. «Η Λουίζα Ρέι;»
Γνέφει κατά το πορτρέτο. «Πάντα μου άρεσε. Ο μπαμπάς μου
την είχε γνωρίσει, την αληθινή κυρία, εννοώ. Ήταν επιζήσασα
του Oλοκαυτώματος που εγκαταστάθηκε στην ΜΓ. Είχε μια
πανσιόν στη Μικρή Λισαβόνα. Ήταν η σπιτονοικοκυρά του
ζωγράφου πριν γίνει διά­σημος».
Το κουράγιο φυτρώνει παντού, σκέφτεται η Μέγκαν Σίξμιθ, όπως τ’
αγριόχορτα.
«Ο Τζο Νέιπιερ είπε ότι ήρθες αεροπορικώς σήμερα από τη
Χονολουλού».
«Είναι εδώ;»
«Ο τύπος πίσω μου με το τζιν πουκάμισο, που παριστάνει ότι
κοιτάζει τον Γουόρχολ. Έχει τον νου του. Φοβάμαι ότι η
παράνοιά του δικαιολογείται και με το παραπάνω».
«Ναι. Πρέπει να ξέρω ότι είσαι αυτή που λες ότι είσαι».
«Χαίρομαι που το ακούω. Έχεις καμιά ιδέα;»
«Ποια απ’ τις ταινίες του Χίτσκοκ ήταν η αγαπημένη του
θείου μου;»
Η γυναίκα που ισχυρίζεται ότι είναι η Λουίζα Ρέι το σκέφτεται
λιγάκι και χαμογελάει. «Μιλούσαμε για τον Χίτσκοκ στο
ασανσέρ –φαντάζομαι ότι σου έγραψε γι’ αυτό–, δεν τον
θυμάμαι όμως να αναφέρει κάποια αγαπημένη. Θαύμαζε
εκείνο το βουβό σημείο στον Δεσμώτη του ιλίγγου, εκεί που ο
Κάρι Γκραντ ακολουθεί τα ίχνη της μυστηριώδους γυναίκας
στην προκυμαία, με το Σαν Φρανσίσκο στο φόντο. Είχε
ευχαριστηθεί το Ραντεβού στο Παρίσι – ξέρω πως δεν είναι του
Χίτσκοκ, τον διασκέδαζε όμως που είπες την Όντρεϊ Χέπμπορν
χαζοβιόλα».
Η Μέγκαν γέρνει προς τα πίσω. «Ναι, ο θείος μου σε ανέφερε
σε μια καρτ ποστάλ που έγραψε στο ξενοδοχείο του
αεροδρομίου. Ήταν αναστατωμένη, και ανησυχητική, με
διάσπαρτες προτάσεις του τύπου “Εάν μου συμβεί κάτι” – δεν
ήταν όμως σημείωμα αυτόχειρα. Τίποτε δεν θα οδηγούσε τον
Ρούφους να κάνει αυτό που είπε η αστυνομία ότι έκανε. Το
ξέρω». Ρώτησέ την, και κόψε το τρέμουλό σου, για όνομα του Θεού.
«Δεσποινίς Ρέι – εσείς το πιστεύετε ότι ο θείος μου
δολοφονήθηκε;»
Η Λουίζα Ρέι αποκρίνεται: «Δυστυχώς είμαι σίγουρη ότι
δολοφονήθηκε. Λυπάμαι».
Η βεβαιότητα της δημοσιογράφου είναι λυτρωτική. «Ξέρω για
τη δουλειά του στη Seaboard και στο Υπουργείο Άμυνας. Δεν
είδα ποτέ ολόκληρη την αναφορά, ωστόσο επιβεβαίωσα τους
μαθηματικούς υπολογισμούς όταν επισκέφτηκα τον Ρούφους
τον περασμένο Ιούνιο. Ο ένας τσέκαρε τη δουλειά του άλλου».
«Το Υπουργείο Άμυνας; Μήπως θέλατε να πείτε Ενέργειας;»
«Άμυνας. Ένα υποπροϊόν του αντιδραστήρα HYDRA-Zero
είναι το οπλικό ουράνιο. Άριστης ποιότητας και μπόλικο». Η
Μέγκαν δίνει χρόνο στη Λουίζα Ρέι να αφομοιώσει τις νέες
αυτές πληροφορίες. «Τι χρειάζεστε;»
«Τη δουλειά του. Η αναφορά και μόνο η αναφορά θα
συντρίψει τη Seaboard τόσο στη δημόσια όσο και στη νομική
αρένα. Και, παρεμπιπτόντως, θα σώσει και το τομάρι μου».
Να εμπιστευτώ αυτή την άγνωστη ή να σηκωθώ και να φύγω;
Μια μεγάλη ουρά σχολειαρόπαιδα μαζεύονται γύρω από το
πορτρέτο της γριάς. Η Μέγκαν μουρμουρίζει, ενώ ο έφορος
δίνει μια σύντομη ομιλία, «Ο Ρούφους τις ακαδημαϊκές του
εργασίες, τα δεδομένα, τις σημειώσεις, τα προσχέδια και λοιπά
τα φύλαγε στο Starfish –τη θαλαμηγό του– για μελλοντική
χρήση. Η κηδεία του είναι την επόμενη εβδομάδα, η
επικύρωση της διαθήκης δεν θα ξεκινήσει πριν απ’ αυτή, άρα
αυτή η κρυψώνα κανονικά ακόμη πρέπει να είναι σώα. Θα
στοιχημάτιζα πολλά χρήματα ότι έχει ένα αντίγραφο της
αναφοράς του εκεί. Οι άνθρωποι της Seaboard μπορεί να έχουν
ήδη ψάξει το σκάφος, μα δεν του άρεσε να αναφέρει το Starfish
στη δουλειά…»
«Πού είναι δεμένο το Starfish τώρα;»

67
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΑΡΙΝΑ ΤΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΓΕΡΜΠΑΣ
ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΙΔΑΣ,
ΤΗΣ ΠΙΟ ΚΑΛΟΔΙΑΤΗΡΗΜΕΝΗΣ ΣΚΟΥΝΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!

Ο Νέιπιερ παρκάρει το νοικιασμένο Ford πλάι στον ναυτικό


όμιλο, ένα πρώην υπόστεγο φύλαξης σκαφών σκεπασμένο με
σανίδες. Τα φωτισμένα του παράθυρα φανερώνουν ένα
δελεαστικό μπαρ, και ναυτικές σημαίες πλαταγίζουν στον
βραδινό αέρα. Ήχοι από γέλια και σκυλιά έρχονται από τους
αμμόλοφους καθώς η Λουίζα και ο Νέιπιερ διασχίζουν τον
κήπο του ναυτικού ομίλου και κατεβαίνουν τα σκαλιά προς την
ευμεγέθη μαρίνα. Ένα τρικάταρτο ξύλινο καράβι διαγράφεται
στη σκοτεινή ανατολή, δεσπόζοντας ανάμεσα στις κομψές
θαλαμηγούς από υαλοβάμβακα. Κάποιοι άνθρωποι
περιφέρονται στις προβλήτες και τις θαλαμηγούς, αλλά δεν
είναι πολλοί. «Το Starfish είναι δεμένο στην πιο
απομακρυσμένη από τον όμιλο προβλήτα» λέει η Λουίζα αφού
συμβουλεύεται τον χάρτη της Μέγκαν Σίξμιθ, «μετά την
Προφήτιδα».
Το πλοίο του δέκατου ένατου αιώνα είναι πράγματι θαυμάσια
αποκατεστημένο. Παρά την αποστολή τους, η προσοχή της
Λουίζα αποσπάται από μια περίεργη έλξη που την κάνει να
σταματήσει για μια στιγμή και να κοιτάξει την αρματωσιά του,
ν’ ακούσει τα ξύλινα κόκαλά του που τρίζουν.
«Τι τρέχει;» ψιθυρίζει ο Νέιπιερ. Παραείναι σκοτεινά για να
μπορεί να δει καλά την έκφρασή της.
Όντως, τι τρέχει; Το εκ γενετής σημάδι της Λουίζα πάλλεται.
Πασχίζει να πιάσει τις άκρες αυτής της ελαστικής στιγμής,
αυτές όμως χάνονται στο παρελθόν και το μέλλον. «Τίποτα».
«Δεν πειράζει αν φοβάσαι. Κι εγώ φοβάμαι».
«Ναι».
« Έλα. Φτάσαμε σχεδόν».
Το Starfish βρίσκεται εκεί που λέει ο χάρτης της Λουίζα.
Ανεβαίνουν πάνω. Ο Νέιπιερ βάζει ένα κλιπ στην πόρτα της
καμπίνας και περνάει ένα ξυλάκι παγωτού στο κενό. Η Λουίζα
παραφυλάει μην τους παραφυλάνε. «Πάω στοίχημα πως αυτά
δεν τα έμαθες στον στρατό».
«Το έχασες το στοίχημα. Οι μπουκαδόροι γίνονται επινοητικοί
στρατιώτες, και στη στρατολογία δεν ήταν επιλεκτικοί…» Ένα
κλικ. «Εντάξει». Η τακτοποιημένη καμπίνα δεν έχει βιβλία. Η
ένδειξη σε ένα ένθετο ψηφιακό ρολόι αλλάζει από 21:55 σε
21:56. Η ακτίνα του φακού του Νέιπιερ, λεπτή σαν μολύβι,
στέκεται σε μια κονσόλα ναυσιπλοΐας πάνω από ένα μικρό
ερμάρι. «Εκεί μέσα, μήπως;»
Η Λουίζα ανοίγει ένα συρτάρι. «Αυτό είναι. Φώτισε εδώ».
Ένα σωρό φάκελοι και ντοσιέ. Ένα, κρεμ στο χρώμα, της
τραβάει την προσοχή.
ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΗΡΑΣ HYDRA-ZERO – ΕΝΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ – ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
ΔΡ ΡΟΥΦΟΥΣ ΣΙΞΜΙΘ. «Το βρήκα. Αυτό είναι. Τζο; Είσαι καλά;»
«Ναι. Μόνο που… καιρός ήταν να πάει κάτι τόσο καλά, τόσο
εύκολα».
Άρα ο Τζο Νέιπιερ ξέρει να χαμογελάει.
Μια κίνηση στην είσοδο της καμπίνας· ένας άντρας κρύβει τ’
άστρα. Ο Νέιπιερ βλέπει την ανησυχία της Λουίζα και γυρίζει
απ’ την άλλη. Στο φως του φακού η Λουίζα βλέπει έναν
τένοντα στον καρπό του ένοπλου να συσπάται, δύο φορές, μα
δεν ακούγονται πυρά. Να κόλλησε ο μοχλός ασφαλείας;
Ο Τζο Νέιπιερ βγάζει έναν ήχο σαν λόξιγκα, κι έπειτα πέφτει
στα γόνατα και κοπανάει το κεφάλι του στο ατσάλινο πόδι της
κονσόλας ναυσιπλοΐας.
Κείτεται αδρανής.
Η Λουίζα χάνει σχεδόν κάθε συναίσθηση του εαυτού της. Ο
φακός του Νέιπιερ τσουλάει στο ελαφρύ κύμα κι η ακτίνα του
περιστρέφεται δείχνοντας τον κομματιασμένο του κορμό. Το
αίμα του απλώνεται χυδαία γρήγορο, χυδαία άλικο, χυδαία
γυαλιστερό. Η αρματωσιά κουδουνίζει στον αέρα, καμπάνες
ασυντόνιστες μεταξύ τους.
Ο φονιάς μπαίνει στην καμπίνα και κλείνει την πόρτα. «Βάλε
την αναφορά στην κονσόλα, Λουίζα». Ο ψίθυρός του είναι
ευγενικός. «Δεν θέλω αίματα πάνω της». Υπακούει. Το
πρόσωπό του είναι κρυμμένο. «Λοιπόν, ώρα να τα βρεις με τον
δημιουργό σου».
Η Λουίζα γραπώνεται απ’ το τραπέζι. «Είσαι ο Μπιλ Σμόουκ.
Σκότωσες τον Σίξμιθ». Η σκοτεινιά απαντάει: «Δυνάμεις
μεγαλύτερες από μένα. Εγώ απλώς έριξα τη σφαίρα».
Συγκεντρώσου. «Μας ακολούθησες, από την τράπεζα, στο
μετρό, στο μουσείο…»
«Πάντα σε κάνει τόσο φλύαρη ο θάνατος;»
Η φωνή της Λουίζα τρέμει. «Τι εννοείς “πάντα”;»

68
Ο Τζο Νέιπιερ επιπλέει σε καταρρακτώδη σιωπή.
Το φάντασμα του Μπιλ Σμόουκ αιωρείται στο μαύρο της
όρασής του.
Ήδη έχει χαθεί περισσότερος από μισός.
Οι λέξεις μελανιάζουν τη σιωπή και πάλι. Θα τη σκοτώσει.
Αυτό το τριανταοκτάρι στην τσέπη σου.
Έκανα το καθήκον μου, πεθαίνω, για όνομα.
Έι. Τράβα πες του Λέστερ Ρέι περί καθήκοντος και θανάτου.
Το δεξί χέρι του Νέιπιερ αργοσαλεύει προς τη ζώνη του.
Αναρωτιέ­ται αν είναι μωρό στην κούνια του ή άντρας που
πεθαίνει στο κρεβάτι του. Περνάνε νύχτες, όχι, ζωές
ολόκληρες. Συχνά ο Νέιπιερ θέλει να σβήσει μα ο δείκτης του
δεν εννοεί να ξεχάσει. Η λαβή ενός όπλου φτάνει στην παλάμη
του. Tο δάχτυλό του μπαίνει σε μια ατσάλινη θηλιά και μια
αναλαμπή διαύγειας φωτίζει τον σκοπό του. Η σκανδάλη, αυτό
είναι, ναι. Τράβα την. Σιγά σιγά…
Γύρνα το όπλο. Ο Μπιλ Σμόουκ απέχει ελάχιστα μέτρα.
Η σκανδάλη αντιστέκεται στον δείκτη του – έπειτα ένα κύμα
απίστευτου θορύβου γυρίζει τον Μπιλ Σμόουκ προς τα πίσω,
με τα χέρια του να σπαρταράνε σαν της μαριονέτας.
Τέσσερις στιγμές πριν από την τελευταία στιγμή της ζωής
του, ο Νέιπιερ ρίχνει άλλη μια σφαίρα στη μαριονέτα που
διαγράφεται στο φως των άστρων. Του έρχεται, απρόσκλητη, η
λέξη «Σιλβαπλάνα».
Τρεις στιγμές πριν από την τελευταία, το σώμα του Μπιλ
Σμόουκ σωριάζεται στην πόρτα της καμπίνας.
Δύο στιγμές πριν από την τελευταία, η ένδειξη σε ένα ένθετο
ψηφιακό ρολόι αλλάζει από 21:57 σε 21:58.
Τα μάτια του Νέιπιερ σφαλίζουν, νεογέννητη λιακάδα
περνάει λοξά από αρχαίες βελανιδιές και χορεύει σ’ έναν
χαμένο ποταμό. Κοίτα, Τζο, ερωδιοί.

69
Στην πτέρυγα της Μάργκο Ρόουκερ στο Νοσοκομείο της
Επαρχίας Σουανέκε, η Έστερ Βαν Ζαντ κοιτάζει το ρολόι της.
21:57. Το επισκεπτήριο τελειώνει στις δέκα η ώρα. « Ένα
τελευταίο, Μάργκο;» Η επισκέπτρια κοιτάζει τη φίλη της που
έχει πέσει σε κώμα, έπειτα ξεφυλλίζει την Ανθολογία Αμερικάνικης
Ποίησης. « Έναν Έμερσον; Α, ναι. Το θυμάσαι αυτό; Εσύ μου το
’μαθες.

Αν ο αιματόβρεχτος φονιάς νομίζει ότι φονεύει


κι αν ίσως πως φονεύεται νομίζει ο φονευθείς,
κανείς τους δεν επίσταται τους κρύφιους, κι ας πιστεύει,
τους τρόπους που μετέρχομαι – φεύγω, γυρνώ ευθύς.

Τα ξεχασμένα ή μακρινά εγγύς είναι για μένα·


ο ήλιος και το έρεβος είν’ ένα και το αυτό·
όλοι οι θεοί που πέθαναν εμφαίνονται σε μένα·
και δεν ξεκρίνω εγώ ντροπή και γέρας δοξαστό.

Εκείνος που με απόδιωξε άσχημα συλλογάται·


όταν με αποφεύγετε, εγώ είμαι τα φτερά·
εγώ είμαι η διερώτηση κι αυτός που διερωτάται
κι ο ύμνος που ο Βραχμάνος μου με ζέση τραγουδά.

Τον οίκο μου οι κραταιοί θεοί ζητούν, και καίνε,


και με ποθούν οι Επτά Ιεροί και με ζητούν ες μάτην–82

«Μάργκο; Μάργκο; Μάργκο!» Τα βλέφαρα της Μάργκο


Ρόουκερ πεταρίζουν σαν να είναι στη φάση REM. Στο λαρύγγι
της στριφογυρίζει ένας στεναγμός. Πασχίζει ν’ ανασάνει,
έπειτα τα μάτια της γουρλώνουν κι ανοιγοκλείνουν με σύγχυση
κι ανησυχία στη θέα των σωλήνων στη μύτη της. Η Έστερ Βαν
Ζαντ είναι κι εκείνη πανικόβλητη, απ’ την ελπίδα όμως.
«Μάργκο! Μ’ ακούς; Μάργκο!»
Τα μάτια της ασθενούς στέκονται στην παλιά της φίλη, και το
κεφάλι της βουλιάζει στο μαξιλάρι. «Ναι, σ’ ακούω, Έστερ,
φωνάζεις μέσα στ’ αναθεματισμένα τ’ αυτιά μου».

70
H Λουίζα Ρέι κοιτάζει το φύλλο της 1ης Οκτωβρίου της Western
Messenger μέσα στον αχνό και τη φασαρία του ντάινερ Snow
White.
Ο Λόιντ Χουκς, που αφέθηκε με εγγύηση $250,000, διέφυγε
Ο πρόεδρος Φορντ δεσμεύεται να «πατάξει τους απατεώνες
που ατιμάζουν την εταιρική Αμερική»

Εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομικής Διεύθυνσης της


Μπουένας Γέρμπας επιβεβαίωσε ότι ο νεοδιορισθείς διευθύνων
σύμβουλος της Seaboard Power και πρώην Ομοσπονδιακός
Επίτροπος Ενέργειας Λόιντ Χουκς έχει φύγει από τη χώρα,
μετά την καταβολή εγγύησης διακοσίων πενήντα χιλιάδων
δολαρίων τη Δευτέρα. Η πιο πρόσφατη ανατροπή στο
«Σιμπορντγκέιτ» έρχεται μια μέρα αφού ο Χουκς δεσμεύτηκε
ότι «θα υπερασπιστώ την ακεραιότητά μου καθώς και την
ακεραιότητα της μεγάλης αμερικανικής μας εταιρείας ενάντια
σε αυτόν τον σωρό των ειδεχθών ψεμάτων». Ο πρόεδρος Φορντ
παρενέβη στο ζήτημα με μια συνέντευξη Τύπου στον Λευκό
Οίκο, καταδικάζοντας τον πρώην σύμβουλό του και
παίρνοντας αποστάσεις από τον διορισμένο από τον Νίξον. «Η
κυβέρνησή μου δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ παραβατών. Θα
πατάξουμε τους απατεώνες που ατιμάζουν την εταιρική
Αμερική και θα τους τιμωρήσουμε όσο αυστηρότερα προβλέπει
ο νόμος».
Η εξαφάνιση του Λόιντ Χουκς, που από πολλούς σχολιαστές
ερμηνεύεται ως ομολογία ενοχής, είναι η τελευταία ανατροπή
σε μια σειρά από αποκαλύψεις που πυροδοτήθηκαν από ένα
περιστατικό στη Βασιλική Μαρίνα της Μπουένας Γέρμπας την
4η Σεπτεμβρίου, κατά το οποίο ο Τζο Νέιπιερ και ο Μπιλ
Σμόουκ, υπεύθυνοι ασφαλείας στους αμφιλεγόμενους
σταθμούς ατομικής ενέργειας της Seaboard στο νησί
Σουανέκε, αλληλοσκοτώθηκαν. Η αυτόπτης μάρτυρας Λουί­ζα
Ρέι, ανταποκρίτρια της εφημερίδας μας, κάλεσε την αστυνομία
στον τόπο του εγκλήματος, και η επακόλουθη έρευνα έχει ήδη
επεκταθεί στον φόνο, τον περασμένο μήνα, του Βρετανού
ατομικού μηχανικού και συμβούλου της Seaboard δρα Ρούφους
Σίξμιθ, τη συντριβή του λίαρ τζετ του πρώην διευθύνοντος
συμβούλου της Seaboard, του Αλμπέρτο Γκριμάλντι, στην
Πενσιλβάνια πριν από δυο εβδομάδες, και μια έκρηξη στην
Τρίτη Τράπεζα της Καλιφόρνια στο κέντρο της ΜΓ, η οποία
στοίχισε τη ζωή σε δύο ανθρώπους. Έχουν απαγγελθεί
κατηγορίες σε πέντε διευθυντές της Seaboard Power για την
εμπλοκή τους στη συνωμοσία, και δύο έχουν αυτοκτονήσει.
Άλλοι τρεις, συμπεριλαμβανομένου του αναπληρωτή
διευθύνοντος συμβούλου Γουίλιαμ Γουάιλι, έχουν συμφωνήσει
να καταθέσουν εναντίον της Seaboard.
Η σύλληψη του Λόιντ Χουκς πριν από δύο ημέρες έγινε
αντιληπτή ως δικαίωση της υποστήριξης της εφημερίδας μας
στο αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της Λουίζα Ρέι για αυτό το
τεράστιο σκάνδαλο, που αρχικά ο Γουίλιαμ Γουάιλι απέρριψε ως
«συκοφαντική φαντασίωση βγαλμένη από κατασκοπικό
μυθιστόρημα και απολύτως ανάξια σοβαρής απάντησης»…
συνέχεια στη σελ. 2, πλήρες ρεπορτάζ στη σελ. 5, σχόλια στη σελ. 11.

«Πρωτοσέλιδο!» Ο Μπαρτ βάζει καφέ στη Λουίζα. «Ο Λέστερ


θα ήταν πολύ περήφανος».
«Θα έλεγε ότι είμαι απλά μια δημοσιογράφος που κάνει τη
δουλειά της».
«Αυτό ακριβώς, Λουίζα!»
Το Σιμπορντγκέιτ δεν είναι πια ένα λαβράκι της Λουίζα. Το
Σουανέκε είναι γεμάτο δημοσιογράφους, ερευνητές από τη
Γερουσία, πράκτορες του FBI, αστυνομικούς της επαρχίας και
σεναριογράφους του Χόλιγουντ. Το Σουανέκε Β μπήκε στη
ναφθαλίνη· το C σε αναστολή.
Η Λουίζα ξαναβγάζει την καρτ ποστάλ του Χαβιέ. Δείχνει τρία
UFO να περνάνε κάτω από τη γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ:

Γεια σου, Λουίζα, είναι καλά εδώ αλλά ζούμε σε μονοκατοικία και δεν
μπορώ να πηδάω από το ένα μπαλκόνι στο άλλο για να δω τους φίλους μου.
Ο Πολ (ο λυκάνθρωπος μα η μαμά λέει πως δεν πρέπει να τον λέω έτσι αν
και του ψιλοαρέσει όταν τον λέω έτσι) θα με πάει άβριο σε μια έκθεση
γραμματοσήμων, και μετά μπορώ να διαλέξω τι χρώμα θέλω να βάψουμε το
δωμάτιό μου και μαγειρεύει πιο καλά από τη μαμά. Σε ξαναείδα χθες βράδυ
στην τηλεόραση και στις εφημερίδες. Μη με ξεχάσεις τώρα που είσαι
διάσιμη, εντάξει; Χάβι

Έχει λάβει επίσης ένα δέμα που έστειλε αεροπορικώς η Μέγκαν


Σίξμιθ κατόπιν αιτήματος της Λουίζα. Το δέμα περιέχει τα
τελευταία οκτώ γράμματα του Ρόμπερτ Φρόμπισερ στον φίλο
του τον Ρούφους Σίξμιθ. Η Λουίζα χρησιμοποιεί ένα πλαστικό
μαχαίρι για να ανοίξει το δέμα. Βγάζει έναν από τους
κιτρινισμένους φακέλους, με ταχυδρομική σφραγίδα 10
Οκτωβρίου 1931, τον φέρνει στη μύτη της και εισπνέει. Άραγε
στριφογυρίζουν τώρα στα πνευμόνια μου, στο αίμα μου, μόρια του πύργου
του Ζέντελχεμ, του χεριού του Ρόμπερτ Φρόμπισερ, αδρανή σε αυτό το
χαρτί επί σαράντα τέσσερα χρόνια;
Ποιος να ξέρει;

78 Κυανή ασπίδα. Αμερικάνικος ασφαλιστικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1939.


(Σ.τ.Μ.)
79 Ισπανικά στο πρωτότυπο: «Μη ρίξετε! Μη ρίξετε! Δεν θέλω να πεθάνω!» (Σ.τ.Μ.)
80 Ισπανικά στο πρωτότυπο: «Αυτό το παλιόσκυλο τ’ αγαπούσα». (Σ.τ.Μ.)
81 Ισπανικά στο πρωτότυπο: «Παράτα τον αυτόν, καλή μου. Τριγυρίζει με τη σάρα
και τη μάρα και, Θεέ μου, θα μπορούσε να είναι πατέρας σου!» (Σ.τ.Μ.)
82 «Βράχμα», σε μετάφραση του Θεοδόση Βολκώφ (από το Versus, Παρισιάνου,
2019). (Σ.τ.Μ.)
Γράμματα από το Ζέντελχεμ
Ζέντελχεμ
10η - x - 1931.

Σίξμιθ,
Ο Άιρς τρεις μέρες στο κρεβάτι, θολωμένος απ’ τη μορφίνη,
φωνάζει απ’ τους πόνους. Μ. όχληση και θλίψη. Ο δρ Έγκρετ
προειδοποιεί τη Γ. κι εμένα να μην περνάμε τη joie de vivre
που βρήκε ο Άιρς στη μουσική για πραγματική υγεία και
απαγορεύει στον Β.Α. να εργαστεί από το κρεβάτι του πόνου.
Μου σηκώνεται η τρίχα με τον δρα Έγκρετ. Δεν έχω γνωρίσει
κομπογιαννίτη που να μην τον υποψιάστηκα ότι σχεδίαζε να με
καθαρίσει με τον πιο ακριβό τρόπο που θα μπορούσε να
μηχανευτεί.
Θαμμένος στη δική μου μουσική. Σκληρό που το λέω, μα
όταν έρχεται στο πρωινό ο Χέντρικ και μου λέει «Όχι σήμερα,
Ρόμπερτ», σχεδόν ξαλαφρώνω. Χθες όλη νύχτα δούλευα ένα
βροντερό allegro για τσέλο φωτισμένο από εκρηκτικά τρίηχα.
Σιωπή όπου παρεμβάλλονταν μόνο ποντικοπαγίδες. Θυμάμαι
το ρολόι της εκκλησίας να σημαίνει τρεις π.μ. Άκουσα μια
κουκουβάγια, λέει ο Χάκλμπερι Φιν, πέρα μακριά, να χουχουτίζει για
κάποιον πεθαμένο, κι ένα γιδοβύζι κι έναν σκύλο να φωνάζουν για κάποιον
που θα πέθαινε. Ανέκαθεν με βασάνιζε αυτή η αράδα. Πριν καλά
καλά το καταλάβω, η Λουσίλ τίναζε φουσκωμένα σεντόνια
ολόφωτου πρωινού στο παράθυρο. Ήταν κάτω ο Μόρτι Ντοντ,
μου είπε, έτοιμος για την έξοδό μας. Νόμιζα ότι έβλεπα όνειρο
αλλά όχι. Τα μάτια μου ήταν όλο τσίμπλες και για μια στιγμή
δεν ήξερα ούτε πώς με λένε να σου πω. Μούγκρισα πως δεν
ήθελα να πάω πουθενά με τον Μόρτι Ντοντ, να κοιμηθώ
ήθελα, είχα δουλειά να κάνω. «Μα την περασμένη εβδομάδα
κανονίσατε να πάτε αυτοκινητάδα σήμερα!» έφερε αντίρρηση η
Λουσίλ.
Θυμήθηκα. Νίφτηκα, έβαλα καθαρά ρούχα και ξυρίστηκα.
Έστειλα τη Λουσίλ να βρει τον υπηρέτη που μου είχε
λουστράρει τα παπούτσια, κ.λπ. Κάτω, στο τραπέζι του
πρωινού, ο προσηνής έμπορος κοσμημάτων κάπνιζε πούρο και
διάβαζε τους Times. «Με την ησυχία σου» μου είπε όταν
ζήτησα συγγνώμη για την αργοπορία μου. «Εκεί που πάμε
ουδείς θα προσέξει αν θα φτάσουμε νωρίς ή αργά». Η κυρία
Βίλεμς μου έφερε ρύζι με ψάρι και αυγά, και ήρθε ανέμελη η Γ.
Δεν είχε ξεχάσει τι μέρα ήταν, και μου έδωσε ένα μπουκέτο
λευκά τριαντάφυλλα, δεμένα με μαύρη κορδέλα, και
χαμογέλασε, σαν να είχε ξαναβρεί τον παλιό καλό εαυτό της.
Ο Ντοντ οδηγεί μια μπορντό Bugatti Royale 41, φίνο πράμα,
Σίξ­μιθ. Τρέχει σαν τον διάολο –πιάνει σχεδόν ογδόντα σε
σκυρoστρωμένο αυτοκινητόδρομο!– και διαθέτει κλάξον, που ο
Ντοντ πατάει με την παραμικρή αφορμή. Όμορφη μέρα για
δυσάρεστο ταξίδι. Όσο πλησιάζεις στο Μέτωπο φυσικά, τόσο
πιο διαλυμένη γίνεται η ύπαιθρος. Μετά το Ρουσελάρε, η γη
είναι πληγωμένη από τους κρατήρες, αυλακωμένη από τα
ερειπωμένα χαρακώματα και γεμάτη καμένες εκτάσεις όπου
δεν φυτρώνουν ούτε αγριόχορτα. Τα ελάχιστα δέντρα που
στέκουν ακόμη όρθια εδώ κι εκεί δεν είναι παρά άψυχο
κάρβουνο όταν τα ακουμπάς. Κάτι τούφες πράσινου στη γη δεν
φαντάζουν φύση αναζωογονημένη, τόσο, όσο φύση
μουχλιασμένη. Ο Ντοντ φώναξε, για να ακουστεί μέσα στο
βουητό της μηχανής, ότι οι αγρότες ακόμη δεν τολμούσαν να
οργώσουν από τον φόβο των πυρομαχικών που δεν είχαν
εκραγεί. Δεν γίνεται να περάσεις αποδώ χωρίς να σκεφτείς
πόσοι άντρες είναι στο χώμα. Ανά πάσα στιγμή, θα δινόταν η
διαταγή της επίθεσης και οι πεζικάριοι θα ξεπηδούσαν από τη
γη, τινάζοντας το ψιλό χώμα. Τα δεκατρία χρόνια από την
Ανακωχή φάνταζαν μόνο δεκατρείς ώρες.
Το Ζονεμπέκε είναι ένα ετοιμόρροπο χωριό με
μισοεπισκευασμένα ερείπια και η θέση ενός κοιμητηρίου του
11ου Τάγματος του Έσεξ της 53ης Ταξιαρχίας. Στην Επιτροπή
Πολεμικών Τάφων μου είπαν ότι το πιθανότερο ήταν να έχει
ταφεί ο αδελφός μου σε αυτό το κοιμητήριο. Ο Άντριαν πέθανε
στην επίθεση της 31ης Ιουλίου, εν τω μέσω της μάχης της
Μεσίν. Ο Ντοντ με άφησε στην πύλη και μου ευχήθηκε καλή
τύχη. Διακριτικά μου είπε ότι είχε δουλειά εκεί κοντά –πρέπει
να ήμασταν ογδόντα χιλιόμετρα από το πλησιέστερο
κοσμηματοπωλείο– και με άφησε στη δονκιχωτική μου
αποστολή. Ένας φθισικός πρώην στρατιώτης φυλούσε την πύλη
όταν δεν φρόντιζε τον αξιοθρήνητό του λαχανόκηπο. Δούλευε
και επιστάτης –αυτόκλητος, υποψιά­ζομαι– και μου έφερε ένα
κουτί για δωρεές, για τα «έξοδα συντήρησης». Αποχωρίστηκα
ένα φράγκο και ο τύπος ρώτησε σε υποφερτά αγγλικά αν
έψαχνα για κάποιον συγκεκριμένο, αφού είχε αποστηθίσει όλο
το κοιμητήριο. Έγραψα το όνομα του αδελφού μου, έκανε
όμως με το στόμα του τον γαλατικό εκείνο μορφασμό που
σημαίνει «Τα δικά μου προβλήματα δικά μου, και τα δικά σου
δικά σου, και αυτό εδώ είναι δικό σου».
Ανέκαθεν ένιωθα ότι θα μάντευα σε ποιο ανώνυμο μνήμα
ήταν ο Άντριαν. Μια λαμπερή επιγραφή, το νεύμα μιας
καρακάξας, ή απλώς μια μουσική βεβαιότητα θα με οδηγούσε
στον σωστό τάφο. Σαχλαμάρες, φυσικά. Οι ταφόπλακες ήταν
άπειρες, ομοιόμορφες και παραταγμένες σαν σε παρέλαση.
Στην περίμετρο εισέβαλλαν κλαδιά από βατομουριές. Ο αέρας
ήταν πνιγηρός, θαρρείς και ο ουρανός μάς πλάκωνε. Έψαξα
στους διαδρόμους και τις αράδες τα ονόματα που ξεκινούσαν
από Φ. Ελάχιστες πιθανότητες, όμως ποτέ δεν ξέρεις. Το
Υπουργείο Αμύνης κάνει και λάθη – αν το 1ο θύμα του πολέμου
είναι η αλήθεια, το 2ο είναι η υπαλληλική απόδοση. Τελικά,
ουδείς «Φρόμπισερ» αναπαυόταν σε αυτό το κομμάτι
φλαμανδικής γης. Η πιο κοντινή περίπτωση ήταν ένας
«Φρόουμς, Μπ. Γ., οπλίτης 2389 18η (Ανατολική) Μεραρχία»,
εναπόθεσα λοιπόν τα λευκά τριαντάφυλλα της Γ. στον τάφο
του. Ποιος ξέρει; Μπορεί ο Φρόουμς να ζήτησε φωτιά από τον
Άντριαν μέσα στην κούραση μιας νύχτας ή να ζάρωσαν δίπλα
δίπλα ενώ οι βόμβες έπεφταν βροχή ή να μοιράστηκαν λίγο
φαγητό. Είμαι ένας ευσυγκίνητος βλάκας και το ξέρω.
Βρίσκεις καραγκιόζηδες, σαν τον Όρφορντ στη σχολή σου,
που παριστάνουν τους στερημένους επειδή ο Πόλεμος
τελείωσε πριν τους δοθεί η ευκαιρία να αποδείξουν το θάρρος
τους. Άλλοι, μου έρχεται στο μυαλό ο Φίγκις τώρα,
παραδέχονται την ανακούφισή τους που δεν ήταν σε
στρατεύσιμη ηλικία πριν από το 1918, αλλά και μια ορισμένη
ντροπή που νιώθουν αυτή την ανακούφιση. Συχνά σου έχω
παραπονεθεί επειδή μεγάλωσα στη σκιά του θρυλικού αδελφού
μου – κάθε επίπληξη ξεκινούσε με ένα «Ο Άντριαν ποτέ δεν…»
ή «Αν ήταν τώρα εδώ ο αδελφός σου, θα…». Κατέληξα να
σιχαίνομαι το άκουσμα του ονόματός του. Το διάστημα πριν
από τη βίαιη αποβολή μου από το Φρομπισερέικο, άκουγα όλο
«Ατιμάζεις τη μνήμη του Άντριαν!». Ποτέ, μα ποτέ δεν θα το
συγχωρήσω αυτό στους γονείς μου. Θυμήθηκα τον τελευταίο
μας αποχαιρετισμό ένα βροχερό απόγευμα φθινοπώρου στο
Όντλι Εντ, ο Άντριαν με τη στολή, ο Πατήρ να τον σφίγγει. Οι
μέρες των σημαιοστολισμών και των ζητωκραυγών είχαν προ
πολλού περάσει – αργότερα άκουσα ότι οι στρατευμένοι
πήγαιναν στη Δουνκέρκη συνοδεία στρατονομίας προς
αποφυγή μαζικών λιποταξιών. Όλοι αυτοί οι Άντριαν
πακτωμένοι σαν τις σαρδέλες σε κοιμητήρια ανά την ανατολική
Γαλλία, το δυτικό Βέλγιο κι ακόμα παραπέρα. Κόβουμε μια
τράπουλα που ονομάζεται ιστορικό πλαίσιο – στη δική μας
γενιά, Σίξμιθ, έπεσαν δεκάρια, φάντηδες και ντάμες. Στου
Άντριαν έπεσαν τριάρια, τεσσάρια και πεντάρια. Αυτό μόνο.
Φυσικά το «Αυτό μόνο» δεν είναι ποτέ μόνο. Τα γράμματα
του Άντριαν ήταν όλο τρομακτικούς ήχους. Μπορείς να
κλείσεις τα μάτια σου, όχι όμως και τα αυτιά σου. Το κρακ της
ψείρας στη ραφή· το τρεχαλητό των αρουραίων· το σπάσιμο του
οστού απ’ τη σφαίρα· το τραύλισμα των πολυβόλων· η βροντή
της μακρινής έκρηξης, η αστραπή της κοντινής· το σφύριγμα
της πέτρας που αναπηδά στο μεταλλικό κράνος· οι μύγες που
βούιζαν στην ουδέτερη ζώνη το καλοκαίρι. Μεταγενέστερες
συζητήσεις προσθέτουν σε αυτά το ουρλιαχτό των αλόγων· το
ράγισμα της παγωμένης λάσπης· τον βόμβο των αεροσκαφών·
τα τανκ που σέρνονταν σε λασπολακκούβες· τους
ακρωτηριασμένους που συνέρχονταν απ’ τον αιθέρα· το
ξέρασμα των φλογοβόλων· το υγρό βύθισμα της ξιφολόγχης
στον λαιμό. Η ευρωπαϊκή μουσική έχει μια παράφορη
αγριότητα που τη διακόπτουν μεγάλες παύσεις.
Αναρωτιέμαι αν και στον αδελφό μου άρεσαν τα αγόρια εκτός
από τα κορίτσια, ή αν το χούι μου είναι δικό μου μόνο.
Αναρωτιέμαι αν πέθανε ανέγγιχτος. Σκέψου τους άντρες
αυτούς να κείτονται όλοι μαζί, να ζαρώνουν, ζωντανοί·
παγωμένοι, νεκροί. Συγύρισα την ταφόπλακα του Μπ. Γ.
Φρόουμς και γύρισα στην πύλη. Τι να πω, η αποστολή μου
ήταν βέβαιο πως θα απέβαινε άκαρπη. Ο επιστάτης
καταπιανόταν μ’ έναν σπάγγο, δεν είπε κουβέντα. Ο Μόρτι
Ντοντ ήρθε να με παραλάβει πάνω στην ώρα και χιμήξαμε προς
τον πολιτισμό, χα.
Περάσαμε από έναν τόπο που λεγόταν Πουλκαπέλε ή κάπως
έτσι, κατηφορίζοντας μια λεωφόρο με φτελιές που απλωνόταν
για χιλιόμετρα. Ο Ντοντ διάλεξε αυτή την ευθεία για να
γκαζώσει την Bugatti στο τέρμα. Οι φτελιές θόλωσαν και
έγιναν ένα και μοναδικό δέντρο που επαναλαμβανόταν επ’
άπειρον, σαν σβούρα. Η βελόνα του κοντέρ πήγαινε προς τη
μέγιστη ταχύτητα όταν μια φιγούρα σαν τρελογυναίκα ήρθε
τρέχοντας μπροστά μας – χτύπησε στο παρμπρίζ κι έκανε
τούμπες από πάνω μας. Ένα σου λέω, πήγε να σταματήσει η
καρδιά μου! Ο Ντοντ φρέναρε, ο δρόμος μάς έσπρωξε από τη
μία μεριά, μας γύρισε από την άλλη, τα λάστιχα στρίγκλισαν
και καψάλισαν τον αέρα με τη μυρωδιά καυτού καουτσούκ. Το
άπειρο μας είχε τελειώσει. Τα δόντια μου είχαν μπηχτεί βαθιά
στη γλώσσα μου. Αν δεν είχαν παγώσει τα φρένα έτσι που να
συνεχίσει η Bugatti την τροχιά της στον δρόμο, θα είχαμε
τελειώσει τη μέρα μας –αν όχι και τη ζωή μας– αγκαλιά με μια
φτελιά. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Ο Ντοντ κι εγώ
πεταχτήκαμε έξω και τρέξαμε προς τα πίσω – για να δούμε
έναν πελώριο φασιανό να χτυπάει τα σπασμένα του φτερά. Ο
Ντοντ πέταξε μια περίπλοκη βρισιά στα σανσκριτικά ή κάτι
τέτοιο, κι έβγαλε ένα χα! ανακούφισης που δεν είχε σκοτώσει
κάποιον, το οποίο επίσης εξέφραζε και απόγνωση που είχε
σκοτώσει κάτι. Εγώ είχα χάσει τη μιλιά μου και σφούγγιξα τη
ματωμένη γλώσσα μου στο μαντίλι μου. Πρότεινα να δώσουμε
τέλος στο μαρτύριο του καημένου του πουλιού. Η απόκριση
του Ντοντ ήταν μια παροιμία της οποίας η ηλιθιότητα ίσως
ήταν ηθελημένη: «Όσους είναι στο μενού η σάλτσα δεν τους
νοιάζει». Γύρισε για να προσπαθήσει να ξαναβάλει μπροστά
την Bugatti. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε, όμως
πλησίασα τον φασιανό, κάτι που τον έκανε να φτερουγίζει όλο
και πιο απεγνωσμένα. Στο λευκό του περιλαίμιο είχε
κολλημένα αίμα και περιττώματα. Έκλαιγε, Σίξμιθ, ακριβώς
σαν μωρό δυο ημερών. Μακάρι να είχα ένα όπλο. Στην άκρη
του δρόμου είχε μια πέτρα μεγάλη σαν τη γροθιά μου. Την
κοπάνησα στο κεφάλι του φασιανού. Δυσάρεστο – δεν είναι
σαν να πυροβολείς ένα πουλί, καμία σχέση.
Σκούπισα το αίμα του όσο καλύτερα μπορούσα, με κάτι
λάπαθα που μάζεψα απ’ την άκρη του δρόμου. Ο Ντοντ είχε
βάλει μπροστά το αυτοκίνητο, ανέβηκα και πήγαμε μέχρι το
επόμενο χωριό. Τόπος τελείως ασήμαντος, απ’ ό,τι μπορούσα
να καταλάβω, είχε όμως ένα ελεεινό καφέ παύλα συνεργείο
παύλα γραφείο τελετών, το οποίο μοιράζονταν μια ομάδα
βουβοί ντόπιοι και πλήθος μύγες που στριφογύριζαν στον αέρα
σαν μαστουρωμένοι άγγελοι θανάτου. Το απότομο φρενάρισμα
είχε στρεβλώσει τον εμπρόσθιο άξονα της Bugatti, ο Μ.Ν.
λοιπόν σταμάτησε εκεί για να τον κοιτάξουν. Καθίσαμε έξω
στην άκρη μιας «πλατείας», στην πραγματικότητα μιας
λιμνούλας από βοτσαλωτή λάσπη με ένα βάθρο παρατημένο
στον ομφαλό της, του οποίου τον αρχικό κάτοικο είχαν προ
πολλού λιώσει και μετατρέψει σε σφαίρες. Κάτι βρομιάρικα
παιδιά κυνηγούσαν τη μοναδική παχιά κότα της χώρας στην
πλατεία – πέταξε πάνω στο βάθρο. Τα παιδιά άρχισαν να της
ρίχνουν πέτρες. Αναρωτήθηκα πού να ήταν ο ιδιοκτήτης του
πουλιού. Ρώτησα τον σερβιτόρο ποιος βρισκόταν στο βάθρο
αρχικά. Δεν ήξερε, είχε γεννηθεί στον νότο. Το ποτήρι μου
ήταν βρόμικο κι έβαλα τον σερβιτόρο να μου το αλλάξει.
Προσβλήθηκε και αποκεί και πέρα έγινε λιγότερο ομιλητικός.
Ο Μ.Ν. ρώτησε για την ώρα που πέρασα στο κοιμητήριο του
Ζονεμπέκε. Ουσιαστικά δεν απάντησα. Περνούσε διαρκώς από
τα μάτια μου ο κατακρεουργημένος, ματωμένος φασιανός.
Ρώτησα τον Μ.Ν. πού είχε περάσει αυτός τον Πόλεμο. «Α,
ξέρεις τώρα, ασχολιόμουν με τις επιχειρήσεις μου». Στην
Μπριζ; ρώτησα, έκπληκτος, αφού ήταν δύσκολο να φανταστώ
έναν Βέλγο έμπορο διαμαντιών να ευημερεί υπό την κατοχή
του Κάιζερ. «Θεέ μου, όχι» απάντησε ο Μ.Ν., «στο
Γιοχάνεσμπουργκ. Η γυναίκα μου κι εγώ φύγαμε αποδώ».
Επαίνεσα την προνοητικότητά του. Με σεμνότητα μου
εξήγησε: «Οι πόλεμοι δεν πυροδοτούνται χωρίς
προειδοποίηση. Αρχίζουν σαν μικρές φωτιές πέρα στον
ορίζοντα. Οι πόλεμοι ζυγώνουν. Ο σοφός έχει τον νου του στον
καπνό, κι ετοιμάζεται να αποχωρήσει από τη γειτονιά, ακριβώς
όπως ο Άιρς και η Γιοκάστα. Έχω έγνοια πως ο επόμενος
πόλεμος θα είναι τόσο μεγάλος, που δεν θα μείνει άθικτος ούτε
ένας τόπος με αξιοπρεπές εστιατόριο».
Τόσο σίγουρος ήταν πως ερχόταν κι άλλος πόλεμος;
«Πάντα έρχεται κι άλλος πόλεμος, Ρόμπερτ. Ποτέ δεν σβήνουν
ολότελα. Ποια είναι η σπίθα των πολέμων; Η επιθυμία για την
εξουσία, η ραχοκοκαλιά της ανθρώπινης φύσης. Η απειλή της
βίας, ο φόβος της βίας, ή η πραγματική βία, είναι το
ενεργούμενο της φριχτής αυτής επιθυμίας. Βλέπεις την
επιθυμία για την εξουσία σε κρεβατοκάμαρες, κουζίνες,
εργοστάσια, σωματεία και σύνορα κρατών. Άκου και να το
θυμάσαι. Το εθνικό κράτος είναι απλώς η ανθρώπινη φύση
μεγεθυσμένη σε διαστάσεις τερατώδεις. QED,83 τα κράτη είναι
οντότητες των οποίων τους νόμους τούς γράφει η βία. Έτσι
ήταν πάντα, έτσι θα είναι πάντα. Ο πόλεμος, Ρόμπερτ, είναι
ένας από τους δυο αιώνιους συντρόφους της ανθρωπότητας».
Οπότε, ρώτησα, ο άλλος ποιος ήταν;
«Τα διαμάντια». Ένας χασάπης με ματωμένη ποδιά έτρεξε
στην πλατεία και τα παιδιά σκόρπισαν. Τώρα το πρόβλημά του
ήταν πώς να κάνει την κότα να κατέβει από το βάθρο της.
Και η Κοινωνία των Εθνών; Οπωσδήποτε τα έθνη γνώριζαν κι
άλλους νόμους πέραν των εχθροπραξιών, έτσι; Και η
διπλωματία;
«Α, η διπλωματία» είπε ο Μ.Ν., που βρισκόταν στο στοιχείο
του, «σφουγγίζει τα απόνερα του πολέμου· νομιμοποιεί την
έκβασή του· δίνει στο δυνατό κράτος τα μέσα να επιβάλλει τη
θέλησή του σε ένα ασθενέστερο, ενώ ταυτόχρονα κρατάει τους
στόλους και τα τάγματά του για σημαντικότερους αντιπάλους.
Μόνο επαγγελματίες διπλωμάτες, χρονίως βλάκες και γυναίκες
θεωρούν τη διπλωματία μακροπρόθεσμο υποκατάστατο του
πολέμου».
Με εις άτοπον απαγωγή από την άποψη του Μ.Ν., ισχυρίστηκα,
οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η επιστήμη επινοεί ολοένα
και πιο αιματηρά πολεμικά μέσα, ώσπου οι καταστροφικές
δυνάμεις της ανθρωπότητας υπερβαίνουν τις δημιουργικές μας
δυνατότητες και ο πολιτισμός μας οδηγείται στον αφανισμό. Ο
Μ.Ν. συμμερίστηκε την ένστασή μου με δηκτική αγαλλίαση.
«Ακριβώς. Η επιθυμία μας για εξουσία, η επιστήμη μας και
αυτές οι ίδιες νοητικές ικανότητες που μας αναβάθμισαν από
πιθήκους σε αγρίους, και από αγρίους στον σύγχρονο άνθρωπο,
αυτές λοιπόν οι νοητικές ικανότητες θα ξεκάνουν τον Homo
sapiens πριν τελειώσει ο αιώνας τούτος! Εσύ πιθανότατα θα
ζήσεις για να το δεις όταν θα γίνεται, τυχερό μου παιδί. Τι
συμφωνικό κρεσέντο θα είναι κι αυτό, ε;»
Ήρθε ο χασάπης να ζητήσει από τον σερβιτόρο μια σκάλα.
Εδώ θα τελειώσω. Μου κλείνουν τα μάτια.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.

—•—

Ζέντελχεμ
21η - x - 1931.
Σίξμιθ,
Αύριο ο Άιρς μάλλον θα σηκωθεί έπειτα από ένα
δεκαπενθήμερο κατάκοιτος. Ούτε στον χειρότερο εχθρό μου να
μην τύχει σύφιλη. Ή μόνο σε κάνα δυο,τέλος πάντων. Ο
συφιλιδικός φθίνει σταδιακά, σαν τα φρούτα που σαπίζουν στις
άκρες του οπωρώνα. Ο δρ Έγκρετ περνάει μέρα παρά μέρα,
δεν έχει όμως μείνει κάτι να του χορηγήσει πέρα από ολοένα
μεγαλύτερες δόσεις μορφίνης. Ο Β.Α. απεχθάνεται τη χρήση
της επειδή θολώνει τη μουσική του.
Η Γ. επιρρεπής σε κρίσεις απελπισίας. Κάποια βράδια, απλά,
γαντζώνεται πάνω μου θαρρείς και είμαι το σωσίβιό της ενώ
πνίγεται. Τη λυπάμαι, μα εγώ για το σώμα της ενδιαφέρομαι,
όχι για τα προβλήματά της. Ενδιαφερόμουν.
Πέρασα το δεκαπενθήμερο αυτό κλεισμένος στο δωμάτιο της
μουσικής, ξαναδουλεύοντας και συνενώνοντας ενός χρόνου
αποσπάσματα σε ένα «σεξτέτο για αλληλεπικαλυπτόμενους
σολίστες»: πιάνο, κλαρινέτο, τσέλο, φλάουτο, όμποε και βιολί,
το καθένα με τη δική του γλώσσα ως προς την τονικότητα, την
κλίμακα και το ηχόχρωμα. Στο 1ο μέρος, το κάθε σόλο
διακόπτεται από τον διάδοχό του· στο δεύτερο, κάθε
διακεκομμένο μέρος συνεχίζεται, με τη σειρά. Επαναστατικό ή
φιγουρατζίδικο; Δεν θα το ξέρω προτού ολοκληρωθεί, και τότε
θα είναι πια πολύ αργά, είναι όμως η 1η μου σκέψη όταν
ξυπνάω και η τελευταία μου σκέψη πριν κοιμηθώ, ακόμα και
όταν είναι στο κρεβάτι μου η Γ. Θα έπρεπε να το καταλαβαίνει,
ο καλλιτέχνης ζει σε δύο κόσμους.

Επόμενη μέρα.
Είχα καβγά τρικούβερτο με τον Β.Α. Μου υπαγόρευε μια
τοκατοειδή σπουδή κατά το συνθετικό μας το πρωί, που
έμοιαζε υπερβολικά γνώριμη, όταν αναγνώρισα το ρεφρέν από
τον δικό μου «Άγγελο της Μονς»! Αν ήλπιζε ο Άιρς ότι δεν θα
το πρόσεχα ήταν π. γελασμένος. Δεν του τα μάσησα – αυτή
ήταν δική μου μουσική. Άλλαξε τροπάρι: «Τι εννοείς, δική σου
μουσική; Φρόμπισερ, όταν μεγαλώσεις, θα ανακαλύψεις ότι
όλοι οι συνθέτες αντλούν έμπνευση από το περιβάλλον τους.
Εσύ είσαι ένα από τα πολλά στοιχεία του δικού μου
περιβάλλοντος, και επιπλέον παίρνεις καλό μισθό,
απολαμβάνεις καθημερινά σεμινάρια εξειδίκευσης στη σύνθεση
και συγχρωτίζεσαι με τα σπουδαιότερα μουσικά μυαλά της
εποχής. Αν δεν σου αρέσουν αυτοί οι όροι, ο Χέντρικ θα σε
πάει μέχρι τον σταθμό». Τι να πω, π. διαφορετικός άνθρωπος
από αυτόν που πήγα με το καροτσάκι στο κτίσμα της πύλης
πριν από μερικές εβδομάδες, όταν με παρακάλεσε να μείνω
μέχρι την άνοιξη. Τον ρώτησα ποιον είχε κατά νου για
αντικαταστάτη μου. Την κυρία Βίλεμς; Τον κηπουρό; Την Εύα;
Τη Νεφερτίτη; «Α, είμαι βέβαιος ότι ο σερ Τρέβορ Μακέρας θα
μπορούσε να μου βρει ένα κατάλληλο αγόρι. Ναι, θα βάλω
αγγελία. Δεν είσαι τόσο μοναδικός όσο νομίζεις. Λοιπόν. Τη
θέλεις τη δουλειά σου ή δεν τη θέλεις;»
Δεν μπορούσα να βρω τρόπο να ανακτήσω το χαμένο έδαφος,
οπότε έφυγα, με το πρόσχημα ότι πονούσε πολύ το μεγάλο
δάχτυλο του ποδιού μου. Ο Β.Α. με πλαγιοκόπησε με τούτη
την προειδοποίηση: «Άμα δεν γιάνει το δάχτυλό σου ως το
πρωί, Φρόμπισερ, τράβα να το φτιάξεις στο Λονδίνο και να μην
ξαναγυρίσεις». Μερικές φορές θέλω να ανάψω μια πελώρια
φωτιά, γαμώτο, και να τον πετάξω τον παλιομαλάκα μέσα στις
φλόγες της.
Μερικές μέρες αργότερα.
Ακόμη εδώ, η Γ. ήρθε λίγο αργότερα, να μου πουλήσει
φούμαρα για την περηφάνια του Άιρς, την εκτίμηση που
τρέφει για τη δουλειά μου, το οξύθυμον του καλλιτέχνη, κ.λπ.,
αλλά μείνε, σε παρακαλώ, για χάρη δική της αν όχι για δική
του. Αποδέχτηκα αυτό το φύλλο συκής συν κλάδο ελαίας δι’
αντιπροσώπου, και εκείνο το βράδυ κάναμε έρωτα σχεδόν
τρυφερά. Κοντεύει χειμώνας και δεν είμαι για περιπέτειες στην
Ευρώπη με το ταπεινό κομπόδεμά μου. Θα χρειαζόταν, και
μάλιστα γρηγορούτσικα, να γνωρίσω μια ανόητη πλούσια
κληρονόμο αν έφευγα τώρα. Σου έρχεται καμία στο μυαλό; Θα
στείλω άλλο ένα δέμα για τον Γιανς, για να ενισχύσω το ταμείο
έκτακτης ανάγκης μου. Αν δεν μου δώσει μερίδιο ο Άιρς για
όλες τις ιδέες μου που συμπεριλήφθηκαν στο «Todtenvogel» –
που είναι στην εικοστή του παρουσίαση μετά την Κρακοβία–,
θα αναγκαστώ να πάρω ο ίδιος την αποζημίωσή μου.
Αποφάσισα να είμαι πολύ πιο επιφυλακτικός πριν ξαναδείξω
δική μου σύνθεση στον Β.Α. Ξέρεις, το να εξαρτάται το
κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου από την εξυπηρέτηση ενός
εργοδότη είναι άθλιος τρόπος να ζεις. Ο Θεός μονάχα ξέρει πώς
το αντέχουν οι τάξεις των υπηρετών. Αναρωτιέμαι, το
προσωπικό στο Φρομπισερέικο δαγκώνει μια ζωή τη γλώσσα
του όπως αναγκαστικά κάνω εγώ; Η Εύα γύρισε από το
καλοκαίρι της στην Ελβετία. Δηλαδή, αυτή η κοπέλα λέει ότι
είναι η Εύα, και η ομοιότητα είναι οπωσδήποτε εντυπωσιακή,
εκείνο όμως το ακατάδεκτο ασχημόπαπο που έφυγε από το
Ζέντελχεμ πριν από τρεις μήνες επέστρεψε κύκνος όλο χάρη.
Υποβαστάζει τη μητέρα της, πλένει τα βλέφαρα του πατέρα της
με βαμβάκι βρεγμένο με κρύο νερό και του διαβάζει Φλομπέρ
με τις ώρες, φέρεται ευγενικά στους υπηρέτες, και έως που με
ρωτάει για την πρόοδο του σεξτέτου μου. Ήμουν σίγουρος ότι
επρόκειτο περί κάποιου νέου σχεδίου της για να με διώξει,
έπειτα από επτά ημέρες όμως αρχίζω να υποψιάζομαι ότι αυτή
η τιποτένια εκδοχή της Ε. μας έχει αφήσει χρόνους. Π. καλά,
η ανακωχή της Ε. μ’ εμένα είναι πιο περίπλοκη απ’ ό,τι
φαίνεται, 1α όμως πρέπει να σου εξηγήσω λίγο την προϊστορία.
Από την άφιξή μου στο Νίερμπεκε, η «σπιτονοικοκυρά» της
Εύας στην Μπριζ, η μαντάμ Βαν Ντε Βέλντε, όλο έλεγε και
ξανάλεγε στην Ε. και στη Γ. να επισκεφτώ το σπίτι τους, ώστε
οι πέντε κόρες της –συμμαθήτριες της Ε.– να εξασκήσουν τα
αγγλικά τους με έναν γνήσιο Άγγλο τζέντλεμαν. Ο κ. Βαν Ντε
Βέλντε, όπως θα θυμάσαι, είναι ο φερόμενος ως έκλυτος των
Κήπων του Μίνεβατερ που αποδείχτηκε κατασκευαστής
πυρομαχικών και αξιοσέβαστος στυλοβάτης της κοινωνίας
κ.λπ. Η μαντάμ Βαν Ντε Βέλντε είναι από αυτές τις
κουραστικές, επίμονες γυναίκες των οποίων οι φιλοδοξίες δεν
ανακόπτονται με «Είναι π. απασχολημένος αυτόν τον καιρό».
Υποψιάζομαι δε ότι φρόντισε η Γ. να με φέρει προ
τετελεσμένου από άχτι – ενώ η κόρη της μεταμορφώνεται σε
κύκνο, η μητέρα γίνεται άθλια γριά κοράκα.
Σήμερα ήταν η καθορισμένη μέρα του δείπνου μου στους Bαν
Nτε Β. – πέντε κόρες με αρμονική διαφορά ηλικίας συν η
Μήτηρ και ο Πατήρ. Χρειαζόμουν καινούργιες χορδές για το
τσέλο, και κακό δεν του κάνει του Άιρς να βλέπει τι ανίκανος
είναι χωρίς εμένα, έσφιξα λοιπόν τα δόντια μου και ευχήθηκα
να είχαν οι Β.Ν.Β. μάγειρα αντάξιο του εισοδήματος ενός
εργοστασιάρχη. Στις έντεκα η ώρα, λοιπόν, το αυτοκίνητο των
Βαν Ντε Βέντε –μια ασημί Mercedes-Benz, να ’σαι καλά που
ρωτάς– έφτασε στο Ζέντελχεμ και ο σοφέρ τους, ένας κάθιδρος
χιονάνθρωπος χωρίς λαιμό και γνώση γαλλικών, πήγε εμένα και
την Ε. στην Μπριζ. Στο παρελθόν θα είχαμε κάνει τη διαδρομή
σε παγερή σιωπή, έπιασα όμως τον εαυτό μου να μιλάει λιγάκι
στην Ε. για τον καιρό μου στο ΚέμπριΓ. Η Ε. με προειδοποίησε
ότι η μεγαλύτερη Βαν Ντε Βέλντε, η Μαρί-Λουίζ, είχε
αποφασίσει να παντρευτεί Άγγλο πάση θυσία, έπρεπε λοιπόν
να προστατεύσω την αγαμία μου στο μέγιστο.
Τι έχεις να πεις τώρα;
Στη μεγάλη μονοκατοικία των Βαν Ντε Βέλντε, τα κορίτσια
είχαν στηθεί στη σκάλα για να με υποδεχτούν κατ’ αύξουσα
ηλικιακή σειρά – σχεδόν περίμενα να πιάσουν το τραγούδι, και
άκου να δεις τώρα, Σίξμιθ, αυτό ακριβώς έκαναν. Είπαν το
«Greensleeves» στα αγγλικά. Γλυκές σαν καραμέλα. Ύστερα η
κυρία Β.Ντ.Β. μου τσίμπησε το μάγουλο σαν να το είχα σκάσει
απ’ το σπίτι και γυρνούσα τώρα, και είπε, σαν την
κουκουβάγια, «Χαίρω ποοο-λύ». Με οδήγησαν στο «σαλόνι» –
ένα παιδικό δωμάτιο– και με έβαλαν να καθίσω στην
«ανακριτική καρέκλα», ένα κουτί για παιχνίδια. Οι κόρες των
Β.Ντ.Β., μια Λερναία Ύδρα με κεφαλές ονόματι Μαρί-Λουίζ,
Στεφανί, Ζινόμπ, Αλφονσίν και μια πέμπτη που δεν θυμάμαι,
άρχιζαν από εννέα ετών για να φτάσουν μέχρι τη Μαρί-Λουίζ,
έναν χρόνο μεγαλύτερη της Εύας. Όλα τα κορίτσια διαθέτουν
απολύτως αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση. O π. μακρύς
καναπές βούλιαζε κάτω από αυτή τη χοντροφαμίλια. Η
υπηρέτρια έφερε λεμονάδα ενώ η μαντάμ έπιασε τις
ερωτήσεις. «Η Εύα μας λέει ότι η οικογένειά σας έχει π. καλά
κονέ στο Κέμπριτζ, κύριε Φρόμπισερ, έτσι δεν είναι;» Κοίταξα
κατά την Εύα· έκανε μια δήθεν συγκλονισμένη γκριμάτσα.
Έκρυψα το χαμόγελό μου και παραδέχτηκα ότι η οικογένειά
μου είναι στο Μέγα Κτηματολόγιο και ότι ο Πατήρ είναι
επιφανής κληρικός. Κάθε απόπειρα να απομακρύνω τη
συζήτηση από το πόσο καλή περίπτωση είμαι αποκρούστηκε,
κι έπειτα από ένα τέταρτο η γουρλομάτα Μαρί-Λουίζ είχε
αντιληφθεί ότι η μήτηρ της ενέκρινε και είχε καταλήξει ότι θα
γινόμουν ο πρίγκιπας του παραμυθιού της. Ρώτησε το εξής:
«Κύριε Φρόμπισερ, τον Σέρλοκ Χολμς της Οδού Μπέικερ τον
ξέρετε καλά;» Α, σκέφτηκα, μπορεί και να μην πάει τελείως
για φούντο η μέρα. Μια κοπέλα που απολαμβάνει την ειρωνεία
πρέπει να κρύβει κάποιο βάθος. Αλλά η Μαρί-Λουίζ
σοβαρολογούσε! Ντουβάρι εκ γενετής. Όχι, αποκρίθηκα, δεν
τον ήξερα προσωπικά τον κύριο Χολμς, έπαιζε όμως μπιλιάρδο
με τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ στη λέσχη μου κάθε Τετάρτη. Το
γεύμα σερβιρίστηκε σε φίνα σκεύη απ’ τη Δρέσδη, σε μια
τραπεζαρία με ένα μεγάλο αντίγραφο του Μυστικού Δείπνου και
φλοράλ ταπετσαρία. Το φαγητό ήταν απογοήτευση. Κατάξερη
πέστροφα, λαχανικά στον ατμό που είχαν γίνει νιανιά, η
τούρτα εντελώς άθλια· νόμιζα ότι έτρωγα στο Λονδίνο. Τα
κορίτσια χαχάνιζαν glissando με τα επουσιώδη στραβοπατήματά
μου στα γαλλικά – κι ωστόσο τα αγγλικά τους είναι αφόρητα στ’
αυτί. Η μαντάμ Β.Ντ.Β., που παραθέρισε κι αυτή στην
Ελβετία, αφηγήθηκε καταλεπτώς πώς είχαν εξυμνήσει τη
Μαρί-Λουίζ στη Βέρνη ως «το Λουλούδι των Άλπεων» η
κοντέσσα Ανοιχτοστοματόφσκι ή η Δούκισσα της
Χωματερολάνδης. Ούτε ένα κόσμιο «Comme c’est
charmant!»84 δεν κατάφερα να πω. Ήρθε από το γραφείο του ο
κ. Β.Ντ.Β. Έκανε εκατοντάδες ερωτήσεις για το κρίκετ για να
διασκεδάσει τις κόρες του με αυτή την αλλοπρόσαλλη αγγλική
τελετουργία. Ηθικολόγος γάιδαρος τεραστίων διαστάσεων,
τόσο απασχολημένος να σχεδιάζει την επόμενη άξεστη
παρεμβολή του που ποτέ δεν ακούει πραγματικά.
Απροκάλυπτα κάνει κομπλιμέντα στον ίδιο του τον εαυτό,
αρχίζοντας με «Πείτε με παλαιάς κοπής, αλλά…» ή «Μερικοί
με θεωρούν υπερόπτη, αλλά…». Η Εύα μου έριξε μια ειρωνική
ματιά. Η οποία σήμαινε: «Και να σκεφτείς ότι ειλικρινά
νόμιζες πως αυτός ο βλάκας απειλούσε την υπόληψή μου!».
Μετά το γεύμα, βγήκε ο ήλιος και η μαντάμ Β.Ντ.Β.
ανακοίνωσε πως θα πηγαίναμε όλοι περίπατο για να δει o
τιμώμενος προσκεκλημένος τα αξιοθέατα της Μπριζ. Πήγα να
πω ότι αρκετά είχα καταχραστεί τη φιλοξενία τους, δεν θα με
άφηναν να τη γλιτώσω τόσο φτηνά όμως. Ο Μεγάλος
Πατριάρχης ζήτησε συγγνώμη που δεν θα μας ακολουθούσε –
είχε να υπογράψει μια στοίβα παραστατικά στο ύψος του
Μάτερχορν. Που να πεθάνει σε χιονοστιβάδα. Αφού φόρεσαν
στα κορίτσια τα καπέλα και τα γάντια τους οι υπηρέτριες,
έφεραν την άμαξα και με μετέφεραν από τη μια εκκλησία στην
άλλη. Όπως επισημαίνει ο παλιόφιλος ο Κίλβερτ,85 δεν υπάρχει
πιο κουραστικό πράγμα από το να σου λένε τι να θαυμάσεις και
να σου δείχνουν διάφορα με το μπαστούνι. Καλά καλά δεν
θυμάμαι το όνομα ενός έστω από τα αξιοθέατα. Στο φινάλε πια
της περιήγησης, το μεγάλο ρολόι, μου πονούσε το σαγόνι από
τα τόσα χασμουρητά που είχα καταπιεί. Η μαντάμ Β.Ντ.Β.
έριξε μια ματιά στον πύργο και ανακοίνωσε ότι θα άφηνε εμάς
τη νεολαία να ανέβουμε εκεί πάνω μόνοι μας, ενώ εκείνη θα
περίμενε στην πατισερί της πλατείας. Η Μαρί-Λουίζ, που είναι
βαρύτερη της μητέρας της, σχολίασε ότι δεν ήταν πρέπον για
μια κυρία να επιτρέψει στη Maman να περιμένει μόνη. Το
ξεφτέρι δεν μπορούσε να πάει εξαιτίας του άσθματός της, κι
εφόσον δεν ανέβαινε το Ξεφτέρι κ.λπ., & κ.λπ., ώσπου στο
τέλος μόνο η Εύα κι εγώ αγοράσαμε εισιτήρια για να ανέβουμε.
Πλήρωσα εγώ, για να δείξω ότι δεν την κατηγορούσα
προσωπικά που η μέρα πήγε τόσο στράφι. Πήγα 1ος. Η σκάλα
ήταν μια σπείρα που όλο και στένευε. Είχε ένα σχοινί στο ύψος
των χεριών περασμένο μέσα από σιδερένιους κρίκους
στερεωμένους στον τοίχο. Τα πόδια έπρεπε να πάνε
ψάχνοντας. Μόνη πηγή φωτός τα περιστασιακά στενά
παράθυρα. Μόνοι ήχοι ήταν τα βήματά μας και η θηλυκή
αναπνοή της Ε., που μου θύμιζε τις νυκτωδίες μου με τη
μητέρα της. Οι Βαν Ντε Βέλντε είναι έξι ατέλειω­τα,
ξεκούρδιστα allegretti στο τσέμπαλο και τα αυτιά μου βούιζαν
απ’ την ευγνωμοσύνη που τις είχα ξεφορτωθεί. Είχα ξεχάσει να
μετρήσω τα σκαλιά, σκέφτηκα φωναχτά. Η φωνή μου
ακούστηκε κλειδωμένη σε ντουλάπι γεμάτο κουβέρτες. Η Εύα
μου αποκρίθηκε μ’ ένα ράθυμο «Oui…»
Βγήκαμε σ’ έναν ευάερο θάλαμο που στέγαζε τα μεγάλα σαν
ρόδες γρανάζια του ωρολογιακού μηχανισμού. Σχοινιά και
σύρματα χάνονταν στο ταβάνι. Ένας εργάτης λαγοκοιμόταν στη
σεζ λονγκ του. Υποτίθεται ότι θα κοιτούσε τα εισιτήριά μας –
στην ηπειρωτική Ευρώπη μονίμως πρέπει να δείχνεις
εισιτήριο– αλλά τον προσπεράσαμε και ανεβήκαμε τα τελευταία
ξύλινα σκαλιά ως τον εξώστη.
Η τρίχρωμη Μπριζ απλωνόταν από κάτω μας: πορτοκαλί της
κεραμοσκεπής· γκρίζο της τοιχοδομής· καφέ του καναλιού.
Άλογα, αυτοκίνητα, ποδηλάτες, νεαροί χορωδοί σε μεγάλη
ουρά, στέγες-καπέλα μάγισσας, μπουγάδες απλωμένες σε
σχοινιά στους παράδρομους. Έψαξα την Οστάνδη, τη βρήκα.
Ηλιόλουστη λωρίδα Βόρειας Θάλασσας σε χρώμα πολυνησιακό
κυανό. Γλάροι στριφογυρνούσαν στα ρεύματα, ζαλίστηκα εκεί
που τους κοιτούσα και σκέφτηκα το άλμπατρος του Γιούιν. Η
Εύα ανακοίνωσε ότι είχε εντοπίσει τις Βαν Ντε Βέλντε.
Υπέθεσα ότι ήταν σχόλιο για το πάχος τους, κοίταξα όμως εκεί
που μου είπε και, φυσικά, είδα έξι μικρές πιτσιλιές σε παστέλ
αποχρώσεις γύρω από ένα τραπεζάκι. Η Ε. έκανε το εισιτήριό
της σαΐτα και την πέταξε από το παραπέτο. Την πήρε ο αέρας
ώσπου να την κάψει ο ήλιος. Τι θα έκανε άμα ξυπνούσε ο
χαμάλης και ζητούσε να δει το εισιτήριό της; «Θα βάλω τα
κλάματα και θα πω ότι μου το έκλεψε αυτός ο απαίσιος
Εγγλέζος». Έκανα λοιπόν κι εγώ το εισιτήριό μου σαΐτα, είπα
στην Ε. ότι δεν είχε αποδείξεις και το πέταξα. Αντί να
αιωρηθεί, ωστόσο, η σαΐτα μου έπεσε στη στιγμή. Ο
χαρακτήρας της Ε. αλλάζει ανάλογα με την οπτική σου γωνία,
ιδιότητα που έχουν τα εκλεκτότερα οπάλια. «Ξέρεις, δεν
θυμάμαι να έχω ξαναδεί τον μπαμπά τόσο ικανοποιημένο και
χαρούμενο» είπε.
Οι απαίσιες Β.Ντ.Β. είχαν προκαλέσει μια συντροφικότητα.
Τη ρώτησα στα ίσια τι είχε γίνει στην Ελβετία. Είχε ερωτευτεί,
είχε δουλέψει σε ορφανοτροφείο, είχε κάποια μυστικιστική
εμπειρία σε χιονισμένο σπήλαιο;
Αρκετές φορές πήγε να πει κάτι. Στο τέλος, είπε
(κοκκινίζοντας!): «Μου έλειπε ένας κάποιος νεαρός που
γνώρισα τον Ιούνιο».
Ξαφνιάστηκες; Φαντάσου εγώ πώς ένιωσα! Παρέμεινα,
ωστόσο, πέρα για πέρα ο τζέντλεμαν που γνωρίζεις. Αντί να τη
φλερτάρω κι εγώ, είπα: «Και η πρώτη σου εντύπωση για αυτόν
τον νεαρό; Δεν ήταν τελείως αρνητική;».
«Εν μέρει αρνητική». Παρατηρούσα τις σταγόνες του ιδρώτα
από την αναρρίχηση, το στόμα της και τις λεπτές, λεπτές
τριχούλες στο άνω χείλος της.
«Και είναι ένας ψηλός, μελαχρινός, ωραίος, μουσικόφιλος
ξένος;»
Γέλασε από τη μύτη. «Είναι… ψηλός, ναι· μελαχρινός, αρκετά·
ωραίος, όχι τόσο όσο νομίζει, ας πούμε όμως ότι τραβάει τα
βλέμματα· μουσικόφιλος πελώριος· ξένος μέχρι το κόκαλο.
Απίστευτο που ξέρεις τόσα γι’ αυτόν! Τον κατασκοπεύεις κι
αυτόν όταν περπατάει στο πάρκο Μίνεβατερ;» Δεν γινόταν να
μη γελάσω. Γέλασε κι εκείνη. «Ρόμπερτ, αντιλαμβάνομαι…»
Με κοίταξε ντροπαλά. «Είσαι έμπειρος. Παρεμπιπτόντως,
μπορώ να σε λέω Ρόμπερτ;»
Καιρός ήταν, είπα.
«Τα λόγια μου δεν είναι… απολύτως πρέποντα. Είσαι
θυμωμένος;»
Όχι, είπα, όχι. Έκπληκτος, κολακευμένος, ναι, αλλά
θυμωμένος, επ’ ουδενί.
«Σου φέρθηκα με τέτοια εμπάθεια. Ελπίζω όμως να μπορούμε
να κάνουμε μια καινούργια αρχή».
Απάντησα, βεβαίως, κι εγώ το ίδιο. «Από τα παιδικά μου
χρόνια» είπε η Ε., αποστρέφοντας το βλέμμα, «αυτό το
μπαλκόνι το σκέφτομαι σαν τον δικό μου εξώστη, από τις Χίλιες
και μία νύχτες. Συχνά ανεβαίνω αποδώ τέτοια ώρα, μετά το
σχολείο. Είμαι η αυτοκράτειρα της Μπριζ, βλέπεις. Υπήκοοί
μου είναι οι πολίτες της. Γελωτοποιοί μου οι Βαν Ντε Βέλντε.
Θα τους κόψω τα κεφάλια». Σαγηνευτικό πλάσμα, στ’ αλήθεια.
Το αίμα μου έβραζε και με κατέλαβε μια παρόρμηση να δώσω
στην αυτοκράτειρα της Μπριζ ένα ατέλειωτο φιλί.
Δεν προχώρησα παραπέρα· από τη στενή πόρτα όρμησε μια
παρέα διαβολεμένων Αμερικανών τουριστών. Ηλίθιος όπως
είμαι, προσποιή­θηκα ότι δεν ήμουν με την Εύα. Είδα τη θέα
από την άλλη πλευρά, προσπαθώντας να ξανατυλίξω όλες τις
ξετυλιγμένες μου χορδές. Όταν ο χαμάλης ανακοίνωσε ότι το
μπαλκόνι έκλεινε σύντομα, η Εύα είχε φύγει, σαν τη γάτα.
Κατά το αναμενόμενο. Πάλι ξέχασα να μετρήσω τα σκαλιά όταν
κατέβαινα.
Στο ζαχαροπλαστείο η Εύα βοηθούσε τη μικρότερη Β.Ντ.Β.
να φτιάξει σχήματα μ’ έναν σπάγγο περασμένο στα χέρια της.
Η μαντάμ Βαν Ντε Βέλντε έκανε αέρα με τον κατάλογο και
έτρωγε boule de l’Yser86 με τη Μαρί-Λουίζ ενώ ανέλυαν τα
ντυσίματα των περαστικών. Η Εύα απέφευγε το βλέμμα μου.
Το ξόρκι είχε λυθεί. Η Μαρί-Λουίζ αναζητούσε το βλέμμα μου,
η αυγουλομάτα γελάδα. Γυρίσαμε χαλαρά στο σπίτι των
Β.Ντ.Β., όπου, αλληλούια, περίμενε ο Χέντρικ με το Cowley.
Η Εύα μου είπε au revoir στην πόρτα – κοίταξα πίσω μου για να
δω το χαμόγελό της. Ευδαιμονία! Η βραδιά ήταν χρυσή και
ζεστή. Σε όλο τον δρόμο ως το Νίερμπεκε έβλεπα το πρόσωπο
της Εύας, τις μια δυο τούφες που είχε φέρει ο αέρας στο
πρόσωπό της. Μη σε πιά­σει καμιά κακιασμένη ζήλια, Σίξμιθ.
Ξέρεις πώς πάει.
Η Γ. διαισθάνεται τη συμμαχία ανάμεσα στην Εύα και σ’
εμένα και δεν γουστάρει μία. Χθες βράδυ, φανταζόμουν ότι
είχα από κάτω μου την Ε. αντί για τη μητέρα της. Το κρεσέντο
επήλθε σχεδόν αμέσως, μια ολόκληρη μουσική κίνηση πριν τη
Γ. Αντιλαμβάνονται οι γυναίκες τις κατά φαντασίαν προδοσίες;
Ρωτώ επειδή, με εκπληκτική διαίσθηση, με προειδοποίησε
διακριτικά: «Θέλω να ξέρεις κάτι, Ρόμπερτ. Έτσι κι
ακουμπήσεις την Εύα, θα το μάθω, και θα σε καταστρέψω».
«Ούτε που θα μου περνούσε απ’ το μυαλό» είπα ψέματα.
«Στη θέση σου, ούτε που θα μου περνούσε απ’ τ’ όνειρο»
προειδοποίησε.
Δεν γινόταν να τ’ αφήσω έτσι. «Και για ποιο λόγο, που να
πάρει, νομίζεις ότι μου αρέσει η άσαρκη και άχαρή σου κόρη;»
Έβγαλε ακριβώς το ίδιο γέλιο απ’ τη μύτη με την Εύα στον
εξώστη.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.

—•—

Ζέντελχεμ,
24η - x - 1931.
Σίξμιθ,
Πού στα κομμάτια είναι η απάντησή σου; Κοίτα, σου είμαι
υπόχρεος, αν έχεις όμως την εντύπωση ότι θα κάθομαι να
περιμένω τα γράμματά σου, φοβάμαι πως πλανάσαι πλάνην
οικτράν. Όλα είναι απολύτως απεχθή πια, απεχθή σαν τον
υποκριτή τον πατέρα μου. Θα μπορούσα να τον καταστρέψω.
Αυτός έχει ήδη καταστρέψει εμένα. Η προσμονή για τη
συντέλεια είναι η αρχαιότερη ασχολία της ανθρωπότητας. Έχει
δίκιο ο Ντοντ, ανάθεμα το Βέλγιό του, ανάθεμα το Βέλγιο
γενικώς. Ο Άντριαν ακόμη θα ζούσε εάν δεν υπήρχε το
«θαρραλέο μικρό Βέλγιο».87 Κάποιος πρέπει αυτό το κράτος-
νάνο να το μετατρέψει σε γιγάντια λίμνη και να ρίξει μέσα τον
δημιουργό του Βελγίου, τα πόδια του δεμένα σ’ ένα ποδήλατο
Minerva. Αν επιπλεύσει, είναι ένοχος. Αχ, να μπορούσα να
χώσω μια καυτή μασιά στα αναθεματισμένα τα μάτια του
πατέρα μου! Πες μου έναν. Άντε, πες μου έναν διάσημο Βέλγο.
Έχει πιο πολλά λεφτά απ’ τον Ρότσιλντ, θα μου δώσει όμως
έστω μια δεκάρα ακόμα; Χάλια, χάλια. Πόσο χριστιανικό είναι
να με αποκληρώνει όταν δεν έχω ούτε ένα σελίνι; Ο πνιγμός
τού πέφτει πολύς. Έχει δίκιο ο Ντοντ, φοβάμαι. Οι πόλεμοι
δεν έχουν γιατρειά, απλώς μπαίνουν σε ύφεση για μερικά
χρόνια. Το Τέλος θέλουμε, οπότε φοβάμαι ότι το Τέλος θα
λάβουμε. Ιδού. Μελοποίησέ το. Τύμπανα, κύμβαλα κι ένα
εκατομμύριο τρομπέτες, εάν έχεις την καλοσύνη. Πληρώνω το
παλιοτόμαρο με τη μουσική μου. Με πεθαίνει.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.

—•—

Ζέντελχεμ,
29η - x - 1931.
Σίξμιθ,
Εύα. Επειδή τ’ όνομά της είναι συνώνυμο του πειρασμού: τι
άλλο φτάνει τόσο βαθιά μέχρι το μεδούλι ενός άντρα; Επειδή η
ψυχή της είναι όλη εκεί στα μάτια της. Επειδή ονειρεύομαι ότι
γλιστρώ απ’ τις βελούδινες κουρτίνες στο δωμάτιό της, όπου
ανοίγω την πόρτα, της μουρμουρίζω έναν σκοπό τόσο – τόσο –
τόσο απαλά, στέκεται με τα ξυπόλυτα της πόδια πάνω στα δικά
μου, το αυτί της στην καρδιά μου, και χορεύουμε βαλς σαν
μαριονέτες. Μετά το φιλί εκείνο, λέει «Vous embrassez
comme un poisson rouge!»88 και σε φεγγαρόλουστα κάτοπτρα
ερωτευόμαστε τη νιότη και το κάλλος μας. Επειδή όλη μου τη
ζωή, εκλεπτυσμένες, ανόητες γυναίκες το έχουν πάρει πάνω
τους να με καταλάβουν, να με γιατρέψουν, η Εύα όμως ξέρει ότι
είμαι terra incognita και με εξερευνά χωρίς βιασύνη, όπως
έκανες εσύ. Επειδή είναι λιγνή σαν αγόρι. Επειδή μυρίζει
αμύγδαλο, γρασίδι. Επειδή, αν χαμογελάσω που φιλοδοξεί να
γίνει αιγυπτιολόγος, με κλοτσάει στο καλάμι κάτω απ’ το
τραπέζι. Επειδή με κάνει να σκέφτομαι κάτι άλλο εκτός από
μένα. Επειδή ακόμα κι όταν είναι σοβαρή λάμπει. Επειδή
προτιμά τα ταξιδιωτικά ημερολόγια απ’ τον σερ Γουόλτερ Σκοτ,
προτιμά τον Μπίλι Μέιερλ απ’ τον Μότσαρτ και είτε ματζόρε
είτε μαντζάρε της πεις, το ίδιο της κάνει. Επειδή εγώ, μόνο
εγώ, μπορώ να δω το χαμόγελό της ένα κλάσμα του
δευτερολέπτου πριν φτάσει στα χείλη της. Επειδή ο
Αυτοκράτορας Ρόμπερτ δεν είναι καλός άνθρωπος –ό,τι καλό
διαθέτει το έχει επιτάξει η ανεκτέλεστη μουσική του–, μου
σκάει ωστόσο εκείνο το σπανιότατο χαμόγελο. Επειδή
ακούγαμε τους νυχτοπάτες. Επειδή το γέλιο της αναβλύζει από
έναν φυσητήρα στην κορυφή του κεφαλιού της και περιλούζει
όλο το πρωινό. Επειδή άντρες όπως εγώ δεν έχουμε τίποτα να
κάνουμε με την έννοια της «ομορφιάς», κι ωστόσο να τη,
στους ηχομονωμένους θαλάμους της καρδιάς μου.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.

—•—

Le Royal Hôtel, Μπριζ.


6η - xi - 1931.
Σίξμιθ,
Διαζύγια. Π. ζόρικες υποθέσεις αλλά το δικό μου διαζύγιο με
τον Άιρς τέλειωσε μέσα σε μία μέρα. Μόλις χθες το πρωί
δουλεύαμε τη 2η κίνηση του φιλόδοξου κύκνειου άσματός του.
Ανακοίνωσε μια νέα προσέγγιση για το Συνθετικό μας.
«Φρόμπισερ, σήμερα θα ήθελα να βρεις κάποια θέματα για την
κίνησή μου σε Severo. Σκέψου παραμονές πολέμου σε Μι
ελάσσονα. Μόλις έχεις κάτι που θα μου τραβήξει την προσοχή,
θα το αναλάβω εγώ και θα το εξελίξω. Το ’πιασες;»
Το είχα πιάσει και παραπιάσει. Και δεν μου άρεσε καθόλου.
Υπάρχουν επιστημονικές εργασίες που γράφονται από κοινού,
ναι, και ένας συνθέτης μπορεί να συνεργαστεί με έναν
βιρτουόζο μουσικό για να εξερευνήσουν τα όρια του τι είναι
δυνατόν να παιχτεί –όπως ο Έλγκαρ και ο Ο.Χ. Ριντ–, αλλά ένα
συμφωνικό έργο γραμμένο από κοινού; Π. ύποπτη ιδέα, και το
είπα αυτό στον Β.Α., χωρίς περιστροφές. Έκανε ένα τσκ. «Δεν
είπα “από κοινού”, μικρέ. Εσύ μαζεύεις τις πρώτες ύλες κι εγώ
τις βελτιώνω κατά το δοκούν». Αυτό βεβαίως διόλου δεν με
καθησύχασε. Με επέπληξε: «Όλοι οι Μεγάλοι βάζουν τους
μαθητευόμενούς τους να το κάνουν. Πώς αλλιώς θα μπορούσε
ένας άνθρωπος σαν τον Μπαχ να ξεπετάει καινούργιες
λειτουργίες κάθε βδομάδα;»
Ήμασταν στον εικοστό αιώνα, αν θυμόμουν καλά,
αντιγύρισα. Το κοινό πληρώνει για να ακούσει τον συνθέτη του
οποίου το όνομα είναι γραμμένο στο πρόγραμμα. Δεν
πληρώνουν λεφτά για τον Βίβιαν Άιρς για να πάρουν Ρόμπερτ
Φρόμπισερ. Ο Β.Α. συγχύστηκε. «Δεν θα “πάρουν” εσένα!
Εμένα θα πάρουν! Δεν μ’ ακούς, Φρόμπισερ. Εσύ είσαι στις
τροχαλίες και τα σχοινιά, εγώ ενορχηστρώνω, εγώ διασκευά­ζω,
εγώ τελειοποιώ».
«Τροχαλίες και σχοινιά» όπως «Ο Άγγελος της Μονς» μου,
που το έκλεψε ο Άιρς για το Adagio στο λαμπρό ύστατο
μνημείο του; Η αντιγραφή, όπως και να την παρουσιάσεις,
παραμένει αντιγραφή. «Αντιγραφή;» Ο Άιρς κράτησε τη φωνή
του χαμηλή αλλά οι αρθρώσεις των δαχτύλων του στο
μπαστούνι του είχαν αρχίσει ν’ ασπρίζουν. «Τον παλιό καιρό –
τότε που με ευγνωμονούσες για την καθοδήγησή μου– με
αποκαλούσες έναν από τους σπουδαιότερους εν ζωή συνθέτες
στην Ευρώπη. Δηλαδή, στον κόσμο. Τι ανάγκη θα είχε λοιπόν
ένας τέτοιος καλλιτέχνης να “αντιγράψει” οτιδήποτε από έναν
γραφιά που, να του υπενθυμίσω, δεν κατάφερε να αποκτήσει
ούτε ένα πτυχίο από μια σχολή για τους ακραία προνομιούχους;
Δεν πεινάς αρκετά, μικρέ, αυτό είναι το πρόβλημά σου. Είσαι
ένας Μέντελσον που πιθηκίζει έναν Μότσαρτ».
Το παιχνίδι χόντραινε όπως ο πληθωρισμός στη Γερμανία, μου
είναι όμως φύσει αδύνατον να πάω πάσο όταν είμαι υπό πίεση·
πεισμώνω. «Θα σου πω τι ανάγκη έχεις ν’ αντιγράφεις!
Μουσικά είσαι στείρος!» Οι καλύτερες στιγμές στο
«Todtenvogel» ήταν δικές μου, του είπα. Οι ευρηματικές
αντιστίξεις του Allegro non troppo στο καινούργιο έργο είναι δικές
μου. Δεν είχα έρθει στο Βέλγιο για να γίνω δουλικό του, που να
με πάρει.
To παλιόσκυλο πήρε μια τζούρα. Δέκα βουβά μέτρα σε 6/8.
Έσβησε το τσιγάρο του. «Η αψιθυμία σου δεν αξίζει την
προσοχή μου. Στην πραγματικότητα αξίζει απόλυση, αν το
έκανα όμως, θα έπραττα εν βρασμώ. Αντιθέτως, θέλω από
σένα να σκεφτείς. Να σκεφτείς περί υπολήψεως». Ο Άιρς
ξεδίπλωσε τη λέξη. «Η υπόληψη είναι το παν. Η δική μου, με
την εξαίρεση μιας νεανικής ακρότητας που μου απέφερε τη
μαλαφράντζα, είναι ανεπίληπτη. Η δική σου, αποκληρωμένε,
τζογαδόρε, χρεοκοπημένε φίλε μου, έχει τελειώσει. Φύγε από
το Ζέντελχεμ όποτε θέλεις. Αλλά μην πεις έπειτα ότι δεν σου το
είπα. Φύγε χωρίς τη συγκατάθεσή μου, και οι μουσικοί κύκλοι
δυτικά των Ουραλίων, ανατολικά της Λισαβόνας, βόρεια της
Νάπολης και νότια του Ελσίνκι θα μάθουν όλοι ότι ένα
παλιοτόμαρο, ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ, ρίχτηκε στη γυναίκα του
½τυφλου Βίβιαν Άιρς, την πολυαγαπημένη του γυναίκα, ναι,
τη σαγηνευτική μεφράου Κρόμελινκ. Εκείνη δεν θα το
διαψεύσει. Φαντάσου το σκάνδαλο! Και μάλιστα έπειτα από
όσα είχε κάνει ο Άιρς για τον Φρόμπισερ… Ε, λοιπόν, ούτε ένας
πλούσιος πάτρονας, ούτε ένας φτωχός πάτρονας, ούτε ένας
διοργανωτής φεστιβάλ, ούτε ένα διοικητικό συμβούλιο, ούτε
ένας γονιός με χαϊδεμένη κορούλα που θέλει να μάθει πιάνο
δεν θα δεχτεί να έχει την παραμικρή, την παραμικρή σχέση μ’
εσένα».
Οπότε, ο Β.Α. ξέρει. Εδώ και εβδομάδες, μήνες, πιθανότατα.
Πιάστηκα τελείως αδιάβαστος. Τόνισα ακόμα περισσότερο την
αδυναμία μου βρίζοντάς τον π. άσχημα. «Α, τι κολακεία!»
κοκορεύτηκε. «Κι άλλο, Μαέστρο!» Συγκρατήθηκα και δεν
άρχισα να κοπανάω το συφιλιδικό ψοφίμι με το φαγκότο μέχρι
να πεθάνει πρόωρα. Δεν συγκρατήθηκα όμως και του είπα ότι, αν
ήταν ως σύζυγος έστω και κατά το ½ τόσο καλός όσο ήταν ως
εκμεταλλευτής και ληστής των ιδεών των άλλων, τότε η
γυναίκα του μπορεί και να μην ξενοπηδιόταν τόσο. Εδώ που τα
λέμε, πρόσθεσα, πόση αξιοπιστία θα είχε η εκστρατεία του να
κηλιδώσει τ’ όνομά μου, όταν θα μάθαινε ο καλός κόσμος της
Ευρώπης τι σόι γυναίκα ήταν η Γιοκάστα Κρόμελινκ στην
προσωπική της ζωή;
Πέρασα και δεν ακούμπησα. «Φρόμπισερ, ρε ανίδεο
γαϊδούρι. Οι πολυάριθμες σχέσεις της Γ. είναι διακριτικές,
ανέκαθεν ήταν. Οι φραγκάτοι κάθε κοινωνίας είναι τίγκα στην
ανηθικότητα, πώς νομίζεις ότι διατηρούν την εξουσία τους; Η
υπόληψη είναι η βασίλισσα της δημόσιας σφαίρας, όχι της
ιδιωτικής. Την εκθρονίζουν οι δημόσιες πράξεις. Μια
αποκλήρωση. Το να το σκας από περίφημα ξενοδοχεία. Το να
αδυνατείς να αποπληρώσεις τα χρέη σου στους δανειστές που
έχει η υψηλή κοινωνία ως έσχατη λύση. Η Γ. σε αποπλάνησε με
την ευχή μου, καβαλημένε παπάρα. Σε ήθελα για να τελειώσω
το “Todtenvogel”. Νομίζεις πως είσαι μεγάλος παίκτης, μα
την αλχημεία που έχουμε η Γ. και εγώ ούτε που μπορείς να τη
διανοηθείς. Έτσι και μας απειλήσεις, ο έρωτάς της μ’ εσένα θα
τελειώσει αυτοστιγμεί. Θα δεις. Φύγε τώρα και αύριο να
ξανάρθεις διαβασμένος. Θα κάνουμε πως αυτό το
ξεσπασματάκι σου δεν συνέβη ποτέ».
Συμμορφώθηκα μετά χαράς. Έπρεπε να σκεφτώ.
Η Γ. πρέπει να έπαιξε κεντρικό ρόλο στη διερεύνηση του
πρόσφατου παρελθόντος μου. Ο Χέντρικ δεν ξέρει αγγλικά, και
ο Β.Α. δεν θα μπορούσε να κάνει τόσο ψάξιμο μόνος του.
Πρέπει να της αρέσουν οι άσωτοι άντρες – έτσι εξηγείται ο
γάμος της με τον Άιρς. Ποια είναι η θέση της Ε. σε όλα αυτά
δεν μπορούσα να μαντέψω, επειδή χθες ήταν Τετάρτη, οπότε
ήταν στο σχολείο, στην Μπριζ. Η Εύα δεν γινόταν να ξέρει για
τη σχέση μου με τη μητέρα της, και παρ’ όλα αυτά να μου
κάνει τέτοιες ανοιχτές ερωτικές χειρονομίες. Σωστά;
Πέρασα το απόγευμα περπατώντας στα γυμνά λιβάδια μόνος
με την οργή μου. Φυλάχτηκα απ’ το χαλάζι κάτω απ’ την πύλη
ενός βομβαρδισμένου παρεκκλησιού. Σκεφτόμουν την Ε.,
σκεφτόμουν την Ε., σκεφτόμουν την Ε. Μονάχα δύο πράγματα
ήταν ξεκάθαρα: προτιμότερο να κρεμαστώ απ’ τον ιστό του
Ζέντελχεμ από το ν’ αφήσω αυτή τη βδέλλα τον ιδιοκτήτη του
να μου ρουφήξει τα ταλέντα μου για μία μέρα ακόμα· και το να
μην ξαναδώ την Ε. ήταν αδιανόητο. «Δεν θα έχουν καλό τέλος
όλα αυτά, Φρόμπισερ!» Ναι, πιθανότατα, συχνά έτσι πάει το
πράγμα όταν κλέβεται ένα ζευγάρι, μα την αγαπώ, στ’ αλήθεια
την αγαπώ, ορίστε.
Επέστρεψα στον πύργο ακριβώς πριν νυχτώσει, έφαγα
αλλαντικά στην κουζίνα της κυρίας Βίλεμς. Έμαθα ότι η Γ. με
τα πλάνα χάδια της βρισκόταν στις Βρυξέλλες για κάτι
περιουσιακά και δεν θα γυρνούσε απόψε. Ο Χέντρικ μου είπε
ότι ο Β.Α. είχε αποσυρθεί στα ενδότερα από νωρίς με το
ραδιόφωνό του κι είχε προστάξει να μην τον ενοχλήσουν.
Τέλεια. Έμεινα ώρα στην μπανιέρα και έγραψα μια σφιχτή
σειρά από κλιμακωτές μπασογραμμές. Οι κρίσεις πάντα με
στέλνουν τρέχοντας στη μουσική, όπου τίποτε δεν μπορεί να
μου κάνει κακό. Αποσύρθηκα νωρίς κι εγώ, κλείδωσα την
πόρτα μου κι ετοίμασα το βαλιτσάκι μου.
Ξύπνησα σήμερα το πρωί στις τέσσερις η ώρα. Έξω παγωμένη
ομίχλη. Ήθελα να κάνω μια τελευταία επίσκεψη στον Β.Α. Με
τις κάλτσες, περπάτησα τους παγερούς διαδρόμους μέχρι την
πόρτα του Άιρς. Τρέμοντας, την άνοιξα μαλακά, πασχίζοντας
να μην κάνω τον παραμικρό θόρυβο – ο Χέντρικ κοιμάται σ’
ένα διπλανό δωμάτιο. Φώτα σβηστά, στο λίγο φως της σποδιάς
του τζακιού, όμως, είδα τον Άιρς, απλωμένο σαν εκείνη τη
μούμια στο Βρετανικό Μουσείο. Το δωμάτιό του βρόμαγε
πικρό φάρμακο. Σύρθηκα μέχρι το ντουλάπι πλάι στο κρεβάτι
του. Το συρτάρι ήταν μαγκωμένο και, εκεί που το τραβούσα
για να ανοίξει, ένα μπουκάλι με αιθέρα από πάνω
ταλαντεύτηκε – ίσα που πρόλαβα να το πιάσω. Το Luger που
τόσο μόστραρε ο Άιρς ήταν φασκιωμένο στο σαμουά του μέσα
σ’ έναν κασκορσέ, δίπλα σ’ ένα πιατάκι με σφαίρες.
Κουδούνισαν. Το εύθραυστο κρανίο του Άιρς απείχε μόλις λίγα
εκατοστά, δεν ξύπνησε όμως. Η αναπνοή του ήταν ασθματική
σαν παμπάλαιη λατέρνα. Μου ήρθε μια παρόρμηση να κλέψω
μια παρτίδα σφαίρες, οπότε τις έκλεψα.
Στο μήλο του Αδάμ του Άιρς μια γαλάζια φλέβα παλλόταν και
αντιστάθηκα σε μια ακατανόητα δυνατή παρόρμηση να την
ανοίξω με τον σουγιά μου. Άκρως αλλόκοτο. Όχι déjà vu,
περισσότερο jamais vu. Το να σκοτώνεις, μια εμπειρία που
ελάχιστοι έχουν έξω απ’ τον πόλεμο. Τι ηχόχρωμα έχει ο φόνος;
Μην ανησυχείς, δεν σου γράφω ομολογία ανθρωποκτονίας. Θα
ήταν πολύ μεγάλος μπελάς να γράφω το σεξτέτο μου
προσπαθώντας ταυτόχρονα να ξεφύγω από το
ανθρωποκυνηγητό, και δεν θα ήταν διόλου αξιοπρεπές να
τελειώσω την καριέρα μου κρεμασμένος και με τα εσώρουχα
λερωμένα. Ακόμα χειρότερα, το να δολοφονήσω εν ψυχρώ τον
πατέρα της Εύας θα έβαζε τέλος στα αισθήματά της για μένα.
Ο Β.Α. κοιμόταν ακόμη, ανίδεος για όλα τούτα, και τσέπωσα
το πιστόλι του. Είχα κλέψει τις σφαίρες, οπότε είχε μια κάποια
λογική να πάρω και το Luger. Παραδόξως βαριά τα όπλα.
Εξέπεμπε μια μπάσα νότα ακουμπισμένο στον μηρό μου: έχει
σκοτώσει κόσμο, σίγουρα· το μικρούλι αυτό Luger είχε πάει στο
σφαγείο. Για ποιο λόγο το πήρα ακριβώς; Δεν ξέρω. Βάλε όμως
το στόμιό του στο αυτί σου και ο κόσμος θα σου ακουστεί
διαφορετικός.
Τελευταίος μου σταθμός ήταν το άδειο δωμάτιο της Εύας.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι της, χάιδεψα τα ρούχα της, ξέρεις τον
συναισθηματισμό που με πιάνει στους αποχωρισμούς. Άφησα
το συντομότερο γράμμα της ζωής μου πάνω στην τουαλέτα
της: «Αυτοκράτειρα της Μπριζ. Στον εξώστη σου, στην ώρα
σου». Γύρισα στο δωμάτιό μου. Αποχαιρέτησα με αγάπη το
κρεβάτι μου, άνοιξα το πεισματάρικο παράθυρο και ξεκίνησα
την πτήση μου στην παγωμένη στέγη. Σχεδόν πτήση89 – ένα
κεραμίδι έφυγε από τη θέση του κι έπεσε στο χαλικόστρωτο
δρομάκι με θόρυβο. Έπεσα μπρούμυτα, περιμένοντας φωνές
και προειδοποιήσεις από λεπτό σε λεπτό, κανείς όμως δεν είχε
ακούσει τίποτα. Έφτασα στη Γη χάρη στον καλόβολο ίταμο, και
διέσχισα τον παγερό βοτανόκηπο, προσέχοντας να έχω τον
διακοσμητικό κήπο ανάμεσα σ’ εμένα και τα δωμάτια
υπηρεσίας. Έκανα τον κύκλο μέχρι το μπροστινό μέρος του
σπιτιού και κατέβηκα τον Δρόμο του Μοναχού. Άνεμος
ανατολικός, κατευθείαν από τις στέπες, ευτυχώς που φορούσα
το παλτό του Άιρς. Άκουγα αρθριτικές λεύκες, νυχτοπάτες στ’
απολιθωμένο δάσος, ένα τρελαμένο σκυλί, βήματα σε
παγωμένο χαλίκι, τον σφυγμό μου ν’ ανεβαίνει στους
κροτάφους μου, και κάμποση θλίψη κιόλας, για μένα, για τη
χρονιά. Πέρασα το παλιό κτίσμα της πύλης, πήρα τον δρόμο
για την Μπριζ. Ήλπιζα να περάσει να με πάρει κάνας γαλατάς
ή κάνας αμαξάς, αλλά έξω δεν υπήρχε κανείς. Τα αστέρια
ξεθώριαζαν στο παγωμένο σύθαμπο. Σε μερικά αγροτόσπιτα
είχαν ανάψει τα κεριά, στο σιδεράδικο είδα φευγαλέα ένα
πρόσωπο φλογερό, ο δρόμος προς τα βόρεια όμως ήταν
ολοδικός μου.
Έτσι νόμιζα, ο θόρυβος όμως ενός αυτοκινήτου ακουγόταν
στο κατόπι μου. Δεν σκόπευα να κρυφτώ, σταμάτησα λοιπόν
και γύρισα προς τη μεριά του. Οι προβολείς του με τύφλωσαν,
το αμάξι ελάττωσε ταχύτητα, η μηχανή έσβησε, και μια
γνώριμη φωνή μού είπε τσιρίζοντας: «Και για πού το ’βαλες
εσύ μες στ’ άγρια μεσάνυχτα;».
Η κυρία Ντοντ, αυτοπροσώπως, τυλιγμένη μ’ ένα μαύρο
παλτό από δέρμα φώκιας. Να την είχαν στείλει οι Άιρς για να
πιάσει τον δραπέτη σκλάβο; Σαστισμένος, τα μάσησα, σαν
πανίβλακας: «Α, έγινε ατύχημα!»
Με αναθεμάτισα γι’ αυτό το αδιέξοδο ψέμα, διότι ολοφάνερα
έχαιρα άκρας υγείας, πεζοπορούσα μόνος, με τη βαλίτσα και
το σακίδιό μου. «Τι κακοτυχία!» αποκρίθηκε η κυρία Ντοντ, με
στρατιωτικό ζήλο, συμπληρώνοντας η ίδια τα κενά που είχα
αφήσει. «Φίλος ή συγγενής;»
Είδα τη σωτηρία μου. «Φίλος».
«Ο Μπρούνο είχε προειδοποιήσει τον κύριο Άιρς να μην
αγοράσει Cowley γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ξέρεις! Είναι
αναξιόπιστα στις κρίσιμες στιγμές. Η ανόητη η Γιοκάστα – γιατί
δεν μου τηλεφώνησε; Άντε, έμπα λοιπόν! Μια αραβική φοράδα
μου γέννησε δυο εξαίσια πουλάρια μόλις πριν από μία ώρα και
τα πηγαίνουν περίφημα και οι τρεις! Γυρνούσα σπίτι, είμαι
όμως σε μεγάλη υπερένταση για να κοιμηθώ, θα σε πάω λοιπόν
μέχρι την Οστάνδη αν χάσεις το τρένο στην Μπριζ. Πολύ μου
αρέσουν οι δρόμοι τέτοια ώρα. Ποια λοιπόν είναι η φύση του
ατυχήματος; Έλα τώρα, σύνελθε, Ρόμπερτ. Ποτέ μην
υποθέτεις το χειρότερο πριν μάθεις όλες τις λεπτομέρειες».
Έφτασα στην Μπριζ την αυγή χάρη σε μερικές ωμές
αναλήθειες. Διάλεξα αυτό το ξενοδοχείο πολυτελείας απέναντι
από τον Άγιο Βεγκέσλαο επειδή το εξωτερικό του μοιάζει με
βιβλιοστάτη και οι ζαρντινιέρες του έχουν μικροσκοπικά έλατα.
Το δωμάτιό μου βλέπει σ’ ένα ήσυχο κανάλι στη δυτική μεριά.
Τώρα που τέλειωσα αυτό το γράμμα, θα ρίξω έναν υπνάκο
ώσπου να έρθει η ώρα να πάω στο καμπαναριό. Μπορεί να
είναι εκεί η Ε. Αν δεν είναι, θα παραμονέψω σε κάνα δρομάκι
κοντά στο σχολείο της και θα τη διπλαρώσω. Αν δεν φανεί ούτε
εκεί, μπορεί να καταστεί αναγκαία μια επίσκεψη στους Βαν
Ντε Βέλντε. Αν το όνομά μου έχει ήδη κηλιδωθεί, θα
μεταμφιεστώ σε καπνοδοχοκαθαριστή. Αν με πάρουν χαμπάρι,
θα γράψω ένα αναλυτικό γράμμα. Αν το αναλυτικό γράμμα
υποκλαπεί, την περιμένει ένα άλλο στην τουαλέτα της. Είμαι
άνθρωπος αποφασισμένος.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.

ΥΓ. – Ευχαριστώ για το ανήσυχο γράμμα σου της 5ης


Νοεμβρίου, για­τί όμως σ’ έπιασε το μαμαδίστικο; Ναι, φυσικά
και είμαι καλά – αν εξαιρέσεις τις συνέπειες της αψιμαχίας με
τον Β.Α. που σου περιέγραψα. Είμαι κάτι παραπάνω από καλά,
για να είμαι ειλικρινής. Ο νους μου είναι ικανός για όποια
δημιουργική εργασία συλλάβει. Συνθέτω το καλύτερο έργο της
ζωής μου, κάθε ζωής. Έχω λεφτά στο πορτοφόλι μου κι ακόμα
περισσότερα στην 1η Τράπεζα του Βελγίου. Το οποίο και μου
θυμίζει. Αν επιμένει ο Ότο Γιανς μόνο για τριάντα γκινέες για
τα δυο του Μούντε,90 πες του καλύτερα να πάει να γδάρει τη
μάνα του και να την παστώσει. Δες πόσα θα σκάσει ο Ρώσος
στην Γκρικ Στριτ.

ΥΓ. 2 – Μια τελευταία ευτυχής ανακάλυψη. Όταν ακόμη ήμουν


στο Ζέντελχεμ και ετοίμαζα τη βαλίτσα μου, κοίταξα κάτω από
το κρεβάτι για να βεβαιωθώ ότι δεν είχε πέσει τίποτα. Βρήκα
το ½ ενός σχισμένου τόμου να το έχει σφηνώσει ως στήριγμα
κάτω από το ένα πόδι του κρεβατιού κάποιος από καιρό
φευγάτος φιλοξενούμενος. Πρώσος αξιωματικός, ίσως, ή ο
Ντεμπισί, ποιος ξέρει; Δεν έδωσα σημασία ώσπου, ένα λεπτό
αργότερα, συνειδητοποίησα τον τίτλο στη ράχη. Βρόμικη
δουλειά, σήκωσα όμως το κρεβάτι και τράβηξα τις δεμένες
σελίδες. Και, φυσικά – «Το ημερολόγιο Ειρηνικού του Άνταμ
Γιούιν». Από τη σελίδα που είχε κοπεί μέχρι το τέλος του 1ου
τόμου. Το πιστεύεις; Έβαλα το ½ βιβλίο στη βαλίτσα μου. Θα
το καταβροχθίσω π. σύντομα. Ο μακάριος, ετοιμοθάνατος
Γιούιν, που ούτε κατάλαβε τις ακατονόμαστες μορφές που τον
περίμεναν στη γωνία της Ιστορίας.

—•—
Le Royal Hôtel, Μπριζ
Κατά τα τέλη - xi - 1931.
Σίξμιθ,
Ξενυχτάω με το σεξτέτο Cloud Atlas μέχρι να πέσω κάτω,
κυριολεκτικά, αλλιώς δεν με παίρνει ο ύπνος. Το μυαλό μου
είναι ένα πυροτέχνημα επινοητικότητας. Μουσικές μιας
ολόκληρης ζωής έρχονται όλες ταυτόχρονα. Τα όρια μεταξύ
θορύβου και ήχου είναι συμβάσεις, βλέπω τώρα. Όλα τα όρια
συμβάσεις είναι, ακόμα κι αυτά μεταξύ των χωρών. Μπορείς
να υπερβείς κάθε σύμβαση, αρκεί να μπορέσεις να το
φανταστείς πρώτα. Δες, για παράδειγμα, αυτό το νησί,
ακριβώς στο μέσο μεταξύ ηχοχρώματος και ρυθμού, ανύπαρκτο
σε κάθε βιβλίο θεωρίας, κι ωστόσο να το! Ακούω τα όργανα στο
κεφάλι μου, με απόλυτη διαύγεια, ό,τι θέλω. Όταν τελειώσει,
ξέρω πως πια δεν θα μου έχει απομείνει τίποτα, μα τούτο το
σελίνι του Βασιλιά91 που έχω στην ιδρωμένη μου παλάμη είναι
η Φιλοσοφική Λίθος! Άνθρωποι σαν τον Άιρς ξοδεύουν το
μερτικό που τους αναλογεί σταλιά σταλιά κατά τη διάρκεια μιας
ολόκληρης, και παρατεταμένης, ζωής. Όχι εγώ. Δεν έχω νέα
του Β.Α. ή εκείνης της άπιστης, αδύναμης, μελοδραματικής
γυναίκας του. Μάλλον πιστεύουν ότι γύρισα τρέχοντας στην
Αγγλία. Χθες βράδυ ονειρεύτηκα ότι έπεσα από το Imperial
Western, γραπωμένος από το λούκι μου. Νότα βιολιού,
φρικιαστικά κακοπαιγμένη – αυτή είναι η τελευταία νότα του
σεξτέτου μου.
Είμαι απολύτως καλά. Απίστευτα καλά! Μακάρι να μπορούσα
να σου δείξω αυτή τη λάμψη. Οι προφήτες τυφλώνονταν αν
έβλεπαν τον Ιεχωβά. Δεν κουφαίνονταν, τυφλώνονταν,
αντιλαμβάνεσαι τη σημασία αυτού. Εξακολουθούσαν να τον
ακούνε. Παραμιλάω όλη μέρα. Στην αρχή το έκανα
ασυναίσθητα, η ανθρώπινη φωνή με ηρεμεί τόσο, τώρα όμως
είναι μεγάλος κόπος να σταματήσω, οπότε συνεχίζω, και
συνεχίζω. Όταν δεν συνθέτω, πηγαίνω περιπάτους. Θα
μπορούσα να γράψω τουριστικό οδηγό για την Μπριζ τώρα,
αρκεί να είχα αρκετό χώρο και χρόνο. Πηγαίνω και στις
φτωχογειτονιές, όχι μόνο στα άλση των πλουσίων. Σ’ ένα
βρομερό παράθυρο μια γιαγιά έβαζε σαιντπώλιες σε ένα βάζο.
Χτύπησα το τζάμι και της ζήτησα να με ερωτευτεί. Σούφρωσε
τα χείλη της, μάλλον δεν μιλούσε γαλλικά, ξαναπροσπάθησα
όμως. Ένας τύπος με κεφάλι σαν οβίδα και παντελώς
ανύπαρκτο σαγόνι ξεπρόβαλε στο παράθυρο κι έριξε έναν οχετό
βρισιές σ’ εμένα και το σπίτι μου.
Εύα. Κάθε μέρα ανεβαίνω στον πύργο τραγουδώντας ένα
γούρικο τραγουδάκι, συλλαβή και τέταρτο: «Τώ-ρα-τώ-ρα-θα-
εί-ναι-ε-δώ-τώ-ρα». Δεν έχει εμφανιστεί ακόμη, αν και
περιμένω ώσπου να σκοτεινιάσει. Χρυσές μέρες, χάλκινες
μέρες, σιδερένιες μέρες, υγρές μέρες, ομιχλώδεις μέρες.
Ηλιοβασιλέματα σαν λουκούμια. Οι νύχτες μεγαλώνουν, το
κρύο ξυρίζει. Η Εύα κλεισμένη σε μια σχολική αίθουσα κάτω
στη Γη, δαγκώνει το μολύβι της, ονειρεύεται πως είναι μ’
εμένα, το ξέρω, εμένα, που ανάμεσα σε Αποστόλους που
ξεθωριάζουν κοιτάζω κάτω κι ονειρεύομαι πως είμαι μ’ εκείνη.
Οι παλιογονείς της πρέπει να βρήκαν το σημείωμα στην
τουαλέτα της. Μακάρι να είχα κινηθεί πιο ύπουλα. Μακάρι να
του είχα ρίξει του παλιοαπατεώνα όταν είχα την ευκαιρία. Ο
Άιρς δεν πρόκειται να βρει αντικαταστάτη του Φρόμπισερ – η
Αιώνια Επιστροφή θα πεθάνει μαζί μ’ αυτόν. Εκείνοι οι Βαν Ντε
Βέλντε πρέπει να υπέκλεψαν το δεύτερο γράμμα μου στην Εύα
στην Μπριζ. Προσπάθησα με μπλόφα να μπω στο σχολείο της
αλλά με έδιωξαν δυο ένστολα γουρούνια με σφυρίχτρες και
κλομπ. Την ακολούθησα στο σχόλασμα, αλλά οι κουρτίνες της
μέρας μένουν για τόσο λίγο ανοιχτές, που έχει κρύο και
σκοτεινιάζει όταν σχολάει, τυλιγμένη στην καφέ κάπα της,
περικυκλωμένη από Β.Ντ.Β., συνοδούς και συμμαθήτριες.
Κοίταξα απ’ το καπέλο και το κασκόλ μου, περιμένοντας να με
διαισθανθεί η καρδιά της. Μη γελάς.
Σήμερα ακούμπησα φευγαλέα την κάπα της Ε. εκεί που
περνούσα δίπλα της στο ψιλόβροχο, στο πλήθος. Η Ε. δεν με
πρόσεξε. Όταν την πλησιάζω, μια τονική πεντάλ ηχεί όλο και
δυνατότερα, απ’ τον βουβώνα αντηχεί στον θώρακά μου και
φτάνει μέχρι κάπου πίσω από τα μάτια μου. Γιατί τόσο άγχος;
Ίσως αύριο, ναι, σίγουρα αύριο. Δεν έχω να φοβάμαι τίποτα.
Μου το έχει πει πως με αγαπά. Σύντομα, σύντομα.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.

—•—
Le Royal Hôtel
25η - xi - 1931.
Σίξμιθ,
Τρέχει η μύτη μου και βήχω άσχημα από την Κυριακή. Πάει με
τις εκδορές και με τις μελανιές μου. Καλά καλά δεν έχω
ξεμυτίσει, κι ούτε θέλω. Απ’ τα κανάλια βγαίνει τσουχτερή
ομίχλη, μπουκώνει τα πνευμόνια σου και παγώνει τις φλέβες
σου. Μπορείς να μου στείλεις μια θερμοφόρα από καουτσούκ;
Εδώ μόνο πήλινες έχουν.
Πέρασε από εδώ ο διευθυντής του ξενοδοχείου νωρίτερα.
Ένας τύπος σοβαρός και κοντοπόδαρος σαν πιγκουίνος. Εικάζω
πως αυτό το τρίξιμο όταν περπατάει είναι από τα λουστρίνια
του, αλλά στις Κάτω Χώρες ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Ο
πραγματικός λόγος της επίσκεψής του ήταν να βεβαιωθεί ότι
πράγματι είμαι πλούσιος φοιτητής αρχιτεκτονικής, όχι κανένα
ύποπτο υποκείμενο που θα την κοπανήσει χωρίς να πληρώσει.
Τέλος πάντων, του υποσχέθηκα ότι θα του δώσω τα λεφτά του
στη ρεσεψιόν αύριο, μια επίσκεψη στην τράπεζα λοιπόν είναι
αναπόφευκτη. Αυτό του έφτιαξε το κέφι, και μου είπε ότι
ήλπιζε οι σπουδές μου να πηγαίνουν καλά. Θαυμάσια, τον
διαβεβαίωσα. Δεν λέω ότι είμαι συνθέτης επειδή δεν μπορώ
πλέον να αντιμετωπίσω τη Φαιδρά Εξέταση: «Τι είδους
μουσική γράφετε;», «Α, είστε κάποιος γνωστός;», «Από πού
αντλείτε τις ιδέες σας;».
Δεν έχω διάθεση για να σου γράψω, τελικά, ειδικά μετά την
πρόσφατη συνάντησή μου με την Ε. Ο φανοκόρος κάνει τη
γύρα του. Να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, Σίξμιθ.
Μακάρι να μπορούσα.

Επόμενη μέρα.
Συνέρχομαι. Εύα. Αχ. Θα γελούσα, αν δεν με πονούσε τόσο
πολύ. Δεν θυμάμαι πού είχα μείνει την τελευταία φορά που
σου έγραψα. Ο χρόνος είναι ένα θολό allegrissimo από τη Νύχτα
της Επιφοίτησής μου. Που λες, ήταν πια ξεκάθαρο πως δεν θα
μπορούσα να πετύχω την Ε. μονάχη της. Δεν ήρθε ποτέ στο
καμπαναριό στις 4 μ.μ. Η μόνη εξήγηση που μου ερχόταν στο
μυαλό ήταν ότι τα μηνύματά μου υποκλέπτονταν. (Δεν ξέρω αν
ο Β.Α. τήρησε την υπόσχεσή του να αμαυρώσει το όνομά μου
στην Αγγλία· πήρε μήπως κάτι τ’ αυτί σου; Όχι πως με
πολυνοιάζει, θα ήθελα όμως να ξέρω.) Κατά βάθος ήλπιζα να
είχε ανακαλύψει η Γ. ότι βρίσκομαι σ’ αυτό το ξενοδοχείο – στο
δεύτερο γράμμα μου έγραψα πού ήμουν. Μέχρι που θα
κοιμόμουν μαζί της αν αυτό άνοιγε έναν δίαυλο επικοινωνίας
με την Εύα. Μου υπενθύμισα ότι δεν είχα διαπράξει κάποιο
έγκλημα –va bene,92 διυλιστή του κώνωπα, κάποιο έγκλημα
εναντίον των Κρόμελινκ-Άιρς που να έχει υποπέσει στην
αντίληψή τους–, και απ’ ό,τι φαίνεται η Γ. για άλλη μια φορά
έπαιζε σύμφωνα με την μπαγκέτα του συζύγου της. Μάλλον
αυτό έκανε εξαρχής. Δεν είχα λοιπόν άλλη επιλογή απ’ το να
επισκεφτώ την οικία των Βαν Ντε Βέλντε.
Διέσχισα το παλιό καλό Μίνεβατερ μέσα στο χιονόνερο και το
λυκόφως. Ουράλιο κρύο. Το Luger του Άιρς ήθελε να έρθει
μαζί μου, είχα λοιπόν κλείσει τον ατσάλινο φίλο μου στη βαθιά
τσέπη του παλτού μου. Προγουλιασμένες πόρνες κάπνιζαν
στην εξέδρα της ορχήστρας. Στιγμή δεν μπήκα στον πειρασμό –
μόνο οι απελπισμένοι βγαίνουν έξω με τέτοιο καιρό. Η φθορά
του Άιρς μου έχει προκαλέσει απέχθεια γι’ αυτές, ίσως και
παντοτινή. Έξω απ’ το σπίτι των Β.Ντ.Β. έκαναν ουρά οι
άμαξες, ξεφυσούσαν παγωμένο αέρα τ’ άλογα, και έκαναν
πηγαδάκια οι οδηγοί με τα μακριά παλτά τους, καπνίζοντας
και χοροπηδώντας για να ζεσταθούν. Τα παράθυρα φωτίζονταν
από κρεμ λάμπες, ανάστατες ντεμπιτάντ, ποτήρια σαμπάνιας,
στραφταλιστούς πολυέλαιους. Κάποια μεγάλη κοινωνική
εκδήλωση λάμβανε χώρα. Τέλεια, σκέφτηκα. Καμουφλάζ,
βλέπεις. Ένα χαρούμενο ζευγάρι ανέβηκε τα σκαλιά με
προσοχή, η πόρτα άνοιξε –Σουσάμι–, μια γκαβότα βγήκε στον
παγωμένο αέρα. Ανέβηκα τα στρωμένα με αλάτι σκαλοπάτια
ξοπίσω τους και χτύπησα το χρυσό ρόπτρο, προσπαθώντας να
μείνω ψύχραιμος.
Ο φρακοφόρος Κέρβερος με αναγνώρισε – ποτέ δεν είναι
καλός οιωνός ένας έκπληκτος μπάτλερ. «Je suis désolé,
Monsieur, mais votre nom ne figure pas sur la liste des
invités».93 Το ένα μου πόδι είχε ήδη περάσει το κατώφλι. Οι
λίστες των προσκεκλημένων, τον προειδοποίησα, δεν είναι για
τους οικογενειακούς φίλους. Ο άντρας χαμογέλασε αντί
συγγνώμης – είχα να κάνω με επαγγελματία. Ένα μπουλούκι
χήνες με παγετέ κάπες με προσπέρασε εκείνη ακριβώς τη
στιγμή κι ο μπάτλερ ασύνετα τις άφησε. Είχα ήδη φτάσει στο ½
του αστραφτερού διαδρόμου όταν με γράπωσε απ’ τον ώμο το
γαντοφορεμένο χέρι.
Ξέσπασα, οφείλω να ομολογήσω, και μάλιστα με τον πλέον
απρεπή τρόπο –περνάω απαράδεκτη φάση, δεν το αρνούμαι–
και άρχισα να φωνάζω, ξανά και ξανά, το όνομα της Εύας, σαν
κακομαθημένο παιδί που κοπανιέται για να περάσει το δικό
του, ώσπου η μουσική σταμάτησε και ο διάδρομος και η σκάλα
γέμισαν με σαστισμένους χαροκόπους. Μόνο ο τρομπονίστας
συνέχισε να παίζει. Έτσι σου είναι οι τρομπονίστες. Ένα
ανάστατο μελίσσι των βασικότερων γλωσσών ξεχύθηκε. Στο
δυσοίωνο βουητό ξεπρόβαλε η Εύα, με φόρεμα μπλε ελεκτρίκ
και ριβιέρα με πράσινες πέρλες. Νομίζω φώναξα «Γιατί με
αποφεύγεις;» ή κάτι εξίσου αξιοπρεπές.
Η Ε. δεν ήρθε τρέχοντας στην αγκαλιά μου, δεν φώλιασε
στον κόρφο μου, δεν με χάιδεψε με ερωτόλογα. 1ο της Μέρος,
Αποστροφή: «Πώς είσαι έτσι, Φρόμπισερ;» Στον διάδρομο είχε
έναν καθρέφτη· κοιτάχτηκα να δω τι εννοούσε. Είχα όντως
παραμελήσει τον εαυτό μου, όμως παραμελώ το ξύρισμα όταν
συνθέτω, όπως ξέρεις. 2ο Μέρος, Έκπληξη: «Η μαντάμ Ντοντ
είπε πως γύρισες στην Αγγλία». Απ’ το κακό στο χειρότερο. 3ο
Μέρος, Θυμός: «Πώς τολμάς και πατάς το πόδι σου εδώ,
έπειτα από… έπειτα από όλα αυτά;» Οι γονείς της μόνο ψέματα
της είχαν πει για μένα, τη διαβεβαίωσα. Γι’ αυτό εξάλλου είχαν
υποκλέψει τα γράμματα που της είχα στείλει. Τα είχε λάβει και
τα δύο γράμματά μου, είπε, τα έσχισε όμως «από οίκτο».
Ήμουν πια πολύ ταραγμένος. Απαίτησα να μιλήσουμε tête-à-
tête. Είχαμε τόσα και τόσα να ξεκαθαρίσουμε. Ένας ωραίος εκ
πρώτης όψεως νεαρός είχε το χέρι του περασμένο στον ώμο
της, και μου έφραξε τον δρόμο και μου είπε κάτι σε κτητικά
φλαμανδικά. Του είπα στα γαλλικά ότι είχε τα ξεράδια του στην
κοπέλα που αγαπούσα, και πρόσθεσα ότι μετά τον Πόλεμο οι
Βέλγοι θα έπρεπε να είχαν μάθει να σκύβουν απέναντι στην
υπεροχή του αντιπάλου. Η Εύα έπιασε το δεξί του χέρι, έβαλε
τη γροθιά του στα χέρια της. Πράξη που δείχνει βαθιά
οικειότητα, καταλαβαίνω τώρα. Έπιασα το όνομα του λεβέντη
της όταν το μουρμούρισε ένας φίλος που τον προειδοποιούσε
να μη μου χώσει καμιά: Γκριγκουάρ. Η φουσκάλα της ζήλιας
βαθιά στα σωθικά μου τώρα είχε όνομα. Ρώτησα την Εύα ποιο
ήταν το τρομακτικό σκυλάκι της. «Ο αρραβωνιαστικός μου»
είπε ήρεμα, «και δεν είναι Βέλγος, Ελβετός είναι».
Ο ποιος; Η φουσκάλα έσκασε, οι φλέβες φαρμακώθηκαν.
«Σου είπα γι’ αυτόν, εκείνο το απόγευμα στο καμπαναριό! Ο
λόγος που γύρισα απ’ την Ελβετία τόσο χαρούμενη… Σ’ το
είπα, έπειτα όμως με υπέβαλες σε αυτά τα… τα εξευτελιστικά
γράμματα!» Δεν είναι ολίσθημα της γλώσσας της ή της πένας
μου. Γκριγκουάρ ο αρραβωνιαστικός. Όλοι αυτοί οι κανίβαλοι, να
καταβροχθίζουν την αξιοπρέπειά μου. Έτσι είχαν τα πράγματα.
Ο παθιασμένος μου έρωτας; Δεν υπήρχε. Ουδέποτε είχε
υπάρξει. Εκείνος ο αθέατος τρομπονίστας σαχλαμάριζε τώρα
με την «Ωδή στη Χαρά». Του φώναξα με πρωτόγονη αγριότητα
–έγδαρα τον λαιμό μου– να την παίξει στην τονικότητα που
ήθελε ο Μπετόβεν ή να σταματήσει. Ρώτησα: «Ελβετός; Γιατί
είναι τόσο επιθετικός τότε;». Ο τρομπονίστας άρχισε μια
φουσκωμένη 5η του Μπετόβεν, πάλι σε λάθος τονικότητα. Η
φωνή της Ε. απείχε έναν βαθμό από το απόλυτο μηδέν.
«Νομίζω ότι είσαι άρρωστος, Ρόμπερτ. Καλύτερα να φύγεις
αμέσως». Ο Γκριγκουάρ ο Ελβετός Αρραβωνιαστικός και ο
μπάτλερ γράπωσαν από έναν ακίνητο ώμο μου ο καθένας και
με πήγαν σηκωτό μέσα απ’ το πλήθος πίσω στην πόρτα. Πολύ,
πολύ ψηλότερα, είδα φευγαλέα δυο μικρές Β.Ντ.Β. με τα
σκουφάκια τους να κοιτάζουν από τα κάγκελα του
πλατύσκαλου σαν γκαργκούγιες με σκουφάκια. Τους έκλεισα
το μάτι.
Η σπίθα του θριάμβου στα υπέροχα μάτια του αντίζηλού μου
με τις μακριές βλεφαρίδες και το «Γύρνα στην Αγγλία» με τη
βαριά προφορά ξύπνησαν τον Φαύλο Φρόμπισερ, δυστυχώς.
Πάνω που με πετούσαν από το κατώφλι, άρπαξα τον
Γκριγκουάρ σαν παίκτης του ράγκμπι, αποφασισμένος να τον
πάρω μαζί μου, τον ξιπασμένο παπαγάλο. Στον διάδρομο
τσίριζαν τα παραδείσια πουλιά και βρυχώνταν οι μπαμπουίνοι.
Κουτρουβαλήσαμε στα σκαλιά, όχι, κοπανήσαμε, γλιστρήσαμε,
βριστήκαμε, βροντήσαμε και σχιστήκαμε. Ο Γκριγκουάρ
φώναζε πρώτα από φόβο, έπειτα από πόνο – αυτό ακριβώς το
φάρμακο είχε συνταγογραφήσει ο δρ Εκδίκηση! Τα πέτρινα
σκαλοπάτια και το παγωμένο πεζοδρόμιο άφησαν τη σάρκα
μου εξίσου μαύρη με τη δική του, κοπάνησαν τους αγκώνες
και τους γοφούς μου εξίσου δυνατά με τους δικούς του,
τουλάχιστον όμως το δικό μου βράδυ δεν ήταν το μόνο βράδυ
που καταστράφηκε στην Μπριζ και φώναξα, κλοτσώντας τα
πλευρά του σε κάθε λέξη, «Πονάει η αγάπη!», πριν φύγω, ½
τρέχοντας και ½ κουτσαίνοντας, με κοπανημένο τον
αστράγαλο.
Είμαι σε καλύτερα κέφια τώρα. Σχεδόν δεν θυμάμαι την όψη
της Ε. Κάποτε το πρόσωπό της ήταν σχεδόν χαραγμένο στα
ανόητά μου μάτια, την έβλεπα παντού, σε όλους. Ο
Γκριγκουάρ έχει εξαίσια δάχτυλα, μακριά κι ευλύγιστα. Ο
Ρόμπερτ Σούμαν σακάτεψε τα δάχτυλά του δένοντάς τα σε
βάρη. Νόμιζε ότι έτσι θα αύξανε την εμβέλειά του στα
πλήκτρα. Μεγαλόπρεπα κουαρτέτα εγχόρδων αλλά τι
βλαμμένος! Ο Γκριγκουάρ, από την άλλη, διαθέτει τέλεια χέρια
εκ γενετής, μάλλον όμως δεν ξέρει τι διαφορά έχει η καβατίνα
απ’ την καβαλίνα.

Έξι ή επτά ημέρες αργότερα.


Το ξέχασα αυτό το ½ τελειωμένο γράμμα, δηλαδή το ½ ξέχασα,
θάφτηκε κάτω απ’ τις παρτιτούρες μου για πιάνο & παραήμουν
απασχολημένος για να το μαζέψω. Ο αναμενόμενος παγερός
καιρός. Τα μισά ρολόγια στην Μπριζ έχουν παγώσει. Τώρα,
λοιπόν, ξέρεις για την Εύα. Η όλη υπόθεση με άφησε τελείως
κενό, για πες όμως, τι αντηχεί στο κενό; Η μουσική. Η
μουσική, Σίξμιθ, γενηθήτω Μουσική και ιδού. Σε ένα εξάωρο
λουτρό πλάι στη φωτιά χθες βράδυ συνέθεσα 102 μέτρα σε ένα
πένθιμο εμβατήριο βασισμένο στην «Ωδή στη Χαρά» για τον
κλαρινετίστα μου.
Άλλος ένας επισκέπτης σήμερα· τόσο δημοφιλής έχω να
υπάρξω από εκείνη τη διαβόητη μέρα στο Ντάρμπι. Με
ξύπνησε μεσημεριάτικα ένα φιλικό μα επίμονο τοκ τοκ τοκ.
Φώναξα: «Ποιος είναι;».
«Ο Βερπλάνκε».
Δεν θυμόμουν από πού το ήξερα το όνομα, όταν άνοιξα όμως
την πόρτα, να σου ο μουσικόφιλος αστυνόμος μου, αυτός που
μου είχε δανείσει το ποδήλατο στην προηγούμενη ζωή μου.
«Μπορώ να περάσω; Je pensais vous rendre une visite de
courtoisie».94
«Βεβαίως» αποκρίθηκα, προσθέτοντας σπιρτόζικα: «Voilà qui
est bien courtois, pour un policier».95 Του άδειασα μια
πολυθρόνα & προσφέρθηκα να ζητήσω να φέρουν τσάι, ο
επισκέπτης μου όμως αρνήθηκε. Δεν μπορούσε να καλοκρύψει
την έκπληξή του για την ακαταστασία. Εξήγησα ότι δίνω
φιλοδώρημα στις καμαριέρες για να μην έρχονται στο δωμάτιο.
Δεν αντέχω να μου ακουμπούν τις παρτιτούρες. Ο μ.
Βερπλάνκε έγνεψε καταδεκτικά, κι έπειτα αναρωτήθηκε για
ποιο λόγο θα έμενε ένας κύριος στο ξενοδοχείο του δίνοντας
ψευδώνυμο. Μια εκκεντρικότητα που πήρα από τον πατέρα
μου, είπα, υψηλό πρόσωπο στον δημόσιο βίο του, που προτιμά
να κρατά τον ιδιωτικό του ιδιωτικό. Ομοίως κι εγώ κρατώ το
επάγγελμά μου κρυφό ώστε να μη με βάζουν να παίζω πιάνο
όταν πίνουν το ποτό τους. Η άρνηση προσβάλλει. Ο Β. φάνηκε
να ικανοποιείται από την εξήγησή μου. « Ένα πολυτελές σπίτι
όταν δεν είστε σπίτι σας, το Royal». Έριξε μια ματιά στο
καθιστικό μου. «Δεν ήξερα πως οι γραμματείς πληρώνονται
τόσο καλά». Παραδέχτηκα ό,τι ο διακριτικός αυτός τύπος
σίγουρα ήδη γνώριζε: ο Άιρς κι εγώ είχαμε πάρει καθένας τον
δρόμο του. Και πρόσθεσα ότι έχω δικό μου εισόδημα, κάτι που
πριν από μόλις δώδεκα μήνες θα ήταν αλήθεια. «Α, ένας
εκατομμυριούχος ποδηλάτης;» Χαμογέλασε. Επίμονος, ε;
Εκατομμυριούχος δεν είμαι, είπα κι αντιγύρισα το χαμόγελο,
αλλά, αγαθή τη τύχη, αρκετά σημαντικός ώστε να έχω τη
δυνατότητα να μένω στο Royal.
Έφτασε, επιτέλους, στο προκείμενο. «Κάνατε έναν ισχυρό
εχθρό κατά τη σύντομη διαμονή σας στην πόλη μας, κύριε
Φρόμπισερ. Κάποιος κατασκευαστής, νομίζω ξέρουμε κι οι δυο
σε ποιον αναφέρομαι, έκανε μια καταγγελία στον προϊστάμενό
μου για ένα περιστατικό που συνέβη πριν από μερικές μέρες.
Ο γραμματέας του –θαυμάσιος τσεμπαλίστας στο μικρό μας
συγκρότημα, επί τη ευκαιρία– αναγνώρισε το όνομά σας και
παρέπεμψε την καταγγελία σ’ εμένα. Ήρθα λοιπόν». Έβαλα τα
δυνατά μου να τον διαβεβαιώσω ότι επρόκειτο περί μιας
παράλογης παρεξήγησης για τα μάτια μιας δεσποινίδας. Ο
συμπαθέστατος τύπος ένευσε καταφατικά. «Ξέρω, ξέρω. Στους
νέους, η καρδιά παίζει più fortissimo απ’ ό,τι ο νους. Το
πρόβλημά μας είναι ότι ο πατέρας του νεαρού είναι τραπεζίτης
πολλών από τα πλέον σεβάσμια πρόσωπα της πόλης, και
αφήνει δυσάρεστους υπαινιγμούς ότι θα σας μηνύσει για
βιαιοπραγία και επίθεση».
Ευχαρίστησα τον μεσιέ Βερπλάνκε για την προειδοποίηση και
το τακτ του, και υποσχέθηκα να κρατάω χαμηλότερο προφίλ
στο εξής. Δεν ήταν τόσο απλό, αλίμονο. «Μεσιέ Φρόμπισερ,
δεν βρίσκετε πως η πόλη μας έχει αφόρητο κρύο τον χειμώνα;
Δεν νομίζετε πως το μεσογειακό κλίμα θα ενέπνεε περισσότερο
τη Μούσα σας;»
Ρώτησα αν θα κατευναζόταν ίσως ο θυμός του τραπεζίτη αν
έδινα τον λόγο μου ότι θα έφευγα από την Μπριζ μέσα σε επτά
μέρες, μετά το πέρας της τελικής αναθεώρησης του σεξτέτου
μου. Ο Β. πίστευε ότι ναι, μια τέτοια συμφωνία θα εκτόνωνε
την κατάσταση. Έδωσα λοιπόν τον λόγο μου ως κύριος να
προβώ στις απαραίτητες ενέργειες.
Έχοντας κάνει το καθήκον του, ο Β. ρώτησε αν γινόταν να του
δώσω μια πρώτη ιδέα για το σεξτέτο μου. Του έδειξα την
καντέντσα για κλαρινέτο. Τον τάραξαν στην αρχή οι
φασματικές και δομικές της ιδιαιτερότητες, πέρασε όμως την
επόμενη ώρα κάνοντας οξυδερκείς ερωτήσεις για την ως έναν
βαθμό δικής μου επινόησης σημειογραφία και τις ξεχωριστές
αρμονικές του κομματιού. Όταν σφίξαμε τα χέρια, μου έδωσε
την κάρτα του, με παρότρυνε να του στείλω ένα αντίτυπο της
δημοσιευμένης παρτιτούρας για το μουσικό του σύνολο και
εξέφρασε τη λύπη του που o δημόσιος χαρακτήρας του
αναγκαστικά είχε αντίκτυπο στον ιδιωτικό. Στεναχωρήθηκα
όταν έφυγε. Είναι τόσο μοναχική αρρώστια το γράψιμο, που να
πάρει.
Βλέπεις, λοιπόν, πρέπει να αξιοποιήσω τις στερνές μου
μέρες. Μην ανησυχείς για μένα, Σίξμιθ, είμαι αρκετά καλά,
και υπερβολικά απασχολημένος για να πέσω σε μελαγχολία!
Στην άκρη του δρόμου έχει μια ταβέρνα για ναυτικούς όπου θα
μπορούσα να αναζητήσω συντροφιά αν ήθελα (βλέπεις
ναυτάκια να μπαινοβγαίνουν όλη μέρα), όμως για μένα τώρα
σημασία έχει μόνο η μουσική. H μουσική βροντάει, η μουσική
φουσκώνει, η μουσική γυρίζει.

Με εκτίμηση,
Ρ.Φ.

—•—

Hôtel Memling, Μπριζ


Τέσσερις παρά τέταρτο το πρωί, 12η - xii - 1931.
Σίξμιθ,
Αυτοπυροβολήθηκα στον ουρανίσκο στις πέντε σήμερα το
πρωί, με το Luger του Β.Α. Αλλά σε είδα, καλέ μου, καλέ μου
φίλε! Πόσο με συγκινεί που με νοιάζεσαι τόσο! Στο
παρατηρητήριο του καμπαναριού, χθες το ηλιοβασίλεμα. Από
τύχη και μόνο δεν με είδες εσύ 1ος. Είχα φτάσει στα τελευταία
εκείνα σκαλιά όταν είδα το προφίλ ενός άντρα να γέρνει στο
μπαλκόνι, να κοιτάζει τη θάλασσα – αναγνώρισα τη φινετσάτη
σου καμπαρντίνα και τη μία και μοναδική σου ρεπούμπλικα.
Άλλο ένα σκαλί ν’ ανέβαινα και θα με έβλεπες σκυφτό στους
ίσκιους. Πήγες προς τη βορινή πλευρά – μια στιγμή να είχες
γυρίσει κατά το μέρος μου, θα είχα αποκαλυφθεί. Έμεινα να σε
κοιτάζω όσο τολμούσα –ένα λεπτό;– κι έπειτα έκανα πίσω και
τρέχοντας κατέβηκα στη Γη. Μην τσαντίζεσαι. Σε ευχαριστώ
πάρα πολύ που προσπάθησες να με βρεις. Με το Kentish Queen
ήρθες;
Μάλλον ανούσιες πια οι ερωτήσεις, έτσι;
Δεν ήταν τύχη και μόνο που σε είδα 1ος, όχι. Ο κόσμος είναι
ένα θέατρο σκιών, μια όπερα, και στο λιμπρέτο της τέτοια
πράγματα είναι ολοφάνερα. Μην τσαντίζεσαι πολύ με τον ρόλο
μου. Δεν θα καταλάβαινες, όσο και να σου εξηγούσα. Είσαι
έξοχος φυσικός, αυτός ο Ράδερφόρντ σου et al. συμφωνούν
πως θα έχεις έξοχο μέλλον, είμαι βέβαιος ότι έχουν δίκιο. Σε
ορισμένα στοιχειώδη, όμως, είσαι στουρνάρι. Οι υγιείς
αδυνατούν να καταλάβουν τους άδειους, τους
συντετριμμένους. Θα προσπαθούσες να αραδιάσεις όλους τους
λόγους που αξίζει να ζεις, εγώ όμως τους άφησα πίσω μου
στον σταθμό της Βικτόρια στις αρχές του καλοκαιριού. Ο λόγος
που κατέβηκα κλεφτά απ’ τον εξώστη ήταν που δεν θέλω να
κατηγορείς τον εαυτό σου επειδή δεν κατάφερες να με
μεταπείσεις. Ίσως να το κάνεις παρ’ όλα αυτά αλλά μη, Σίξμιθ,
μη γίνεσαι τέτοιο γαϊδούρι.
Ελπίζω επίσης να μην απογοητεύτηκες πολύ που δεν με
βρήκες στο Royal. Ο διευθυντής ψυλλιάστηκε την επίσκεψη
του μεσιέ Βερπλάνκε. Ήταν αναγκασμένος να μου ζητήσει να
φύγω, είπε, εξαιτίας των πολλών κρατήσεων. Σαχλαμάρες,
δέχτηκα όμως το φύλλο συκής. Ο Φρόμπισερ ο Λεχρίτης ήθελε
να τα κάνει λαμπόγυαλο, ο Φρόμπισερ ο Συνθέτης, όμως,
ήθελε ηρεμία για να ολοκληρώσει το σεξτέτο του. Εξόφλησα –
πάνε τα τελευταία λεφτά του Γιανς– και ετοίμασα τη βαλίτσα
μου. Περιπλανήθηκα σε δρομάκια όλο γωνίες και διέσχισα
παγωμένα κανάλια ώσπου έπεσα πάνω σε αυτό το
καραβανσεράι που δείχνει εγκαταλειμμένο. Η ρεσεψιόν είναι
μια συνήθως άδεια κόγχη κάτω από τη σκάλα. Μόνη
διακόσμηση στο δωμάτιό μου ένας τερατώδης Γελαστός
Ιππότης, υπερβολικά άσχημος για να τον κλέψω και να τον
πουλήσω. Απ’ το λιγδιασμένο μου παράθυρο βλέπω εκείνον
ακριβώς τον ετοιμόρροπο παλιό ανεμόμυλο στου οποίου τα
σκαλιά πήρα έναν υπνάκο το πρώτο μου πρωί στην Μπριζ.
Εκείνον ακριβώς. Κοίτα να δεις. Όλο κύκλους κάνουμε.
Ήξερα ότι δεν θα ζούσα για να δω τα 25α γενέθλιά μου. Για
μια φορά, είμαι στην ώρα μου. Οι ερωτοχτυπημένοι, οι
αναγκεμένοι, όλοι οι ευσυγκίνητοι τραγωδοί που χαλάνε τ’
όνομα της αυτοκτονίας είναι αυτοί οι ηλίθιοι που την κάνουν
βιαστικά, σαν ερασιτέχνες μαέστροι. Η πραγματική αυτοκτονία
είναι μια μετρημένη, πειθαρχημένη βεβαιότητα. Ο κόσμος
αποφαίνεται: «Η Αυτοκτονία είναι Εγωισμός». Κληρικοί
καριέρας όπως ο Πατήρ πάνε ένα βήμα παραπέρα και την
αποκαλούν δειλή επίθεση στους ζώντες. Οι αγροίκοι
υποστηρίζουν αυτή την εύσχημη διατύπωση για ποικίλους
λόγους: για να αποφύγουν τις κατηγορίες, για να
εντυπωσιάσουν το ακροατήριό τους με την πνευματική τους
δύναμη, για να εκτονώσουν τον θυμό τους, ή απλώς επειδή
δεν έχουν υποφέρει αρκετά για να συμπονέσουν. Η δειλία δεν
παίζει κανέναν ρόλο – η αυτοκτονία απαιτεί μεγάλο κουράγιο.
Οι Ιάπωνες το έχουν πιάσει. Όχι, το εγωιστικό είναι να
απαιτείς από τον άλλο να υπομείνει μια ύπαρξη αβάσταχτη,
μόνο και μόνο για να γλιτώσουν οι οικογένειες, οι φίλοι κι οι
εχθροί λίγη ενδοσκόπηση. Το μόνο εγωιστικό είναι ότι θα
χαλάσεις τη μέρα αγνώστων αναγκάζοντάς τους να αντικρίσουν
κάτι αποτρόπαιο. Θα φτιάξω λοιπόν ένα χοντρό τουρμπάνι από
πολλές πετσέτες για να πνίξει την πιστολιά και να ρουφήξει τα
αίματα, και θα το κάνω στην μπανιέρα, για να μη λερωθεί
κανένα χαλί. Χθες βράδυ άφησα ένα γράμμα κάτω απ’ την
πόρτα του γραφείου του διευθυντή –θα το βρει αύριο στις οκτώ
το πρωί–, ενημερώνοντάς τον για την αλλαγή στην υπαρξιακή
μου συνθήκη, οπότε με λίγη τύχη κάποια αθώα καμαριέρα θα
γλιτώσει τη δυσάρεστη έκπληξη. Βλέπεις, τους σκέφτομαι τους
κοινούς θνητούς.
Μην τους αφήσεις να πουν ότι σκοτώθηκα από έρωτα, Σίξμιθ,
θα ήταν πολύ γελοίο. Ξελογιάστηκα απ’ την Εύα Κρόμελινκ για
μια στιγμή, μα ξέρουμε κι οι δυο κατά βάθος ποιος στ’ αλήθεια
είναι ο μοναδικός έρωτας της σύντομης, λαμπρής ζωής μου.
Μαζί με αυτό το γράμμα και το υπόλοιπο του βιβλίου του
Γιούιν, έχω φροντίσει να σε περιμένει στο Royal ένας φάκελος
με την ολοκληρωμένη παρτιτούρα μου. Χρησιμοποίησε τα
λεφτά του Γιανς για να πληρώσεις τις εκδοτικές δαπάνες,
στείλε αντίτυπα σ’ όσους είναι στη λίστα που εσωκλείω. Με
τίποτα μην αφήσεις την οικογένειά μου να πάρει τα
πρωτότυπα. Ο Πατήρ θ’ αναστενάξει και θα πει «Δεν είναι δα
και η Ηρωική, έτσι;» και θα το χώσει σ’ ένα συρτάρι· μα είναι
ένα δημιούργημα απαράμιλλο. Έχει ίχνη από τη Λευκή λειτουργία
του Σκριά­μπιν, τις χαμένες πατημασιές του Στραβίνσκι, τις
χρωματικές κλίμακες του πιο σεληνιακού Ντεμπισί, για να πω
την αλήθεια, όμως, δεν ξέρω από πού μου ήρθε. Ένα όνειρο
του ξύπνου. Δεν πρόκειται να ξαναγράψω τίποτα που να το
πλησιάζει στο ελάχιστο. Μακάρι να ήμουν υπερβολικός αλλά
δεν είμαι. Το σεξτέτο Cloud Atlas ενέχει τη ζωή μου, είναι η ζωή
μου, κι εγώ τώρα είμαι ένα σκασμένο πυροτέχνημα· αλλά
τουλάχιστον υπήρξα πυροτέχνημα.
Ο κόσμος είναι αισχρός. Καλύτερα να είμαι μουσική παρά μια
μάζα από σωλήνες που μεταφέρουν ημιστερεά στον ίδιο κύκλο
για μερικές δεκαετίες, μέχρι που στάζει τόσο ώστε παύει πια
να λειτουργεί.
Έχω εδώ το Luger. Δεκατρία λεπτά ακόμα. Νιώθω, φυσικά,
τρόμο, μα η αγάπη μου γι’ αυτή την κόντα είναι πιο δυνατή.
Φορτισμένη έξαψη επειδή, όπως ο Άντριαν, ξέρω ότι θα
πεθάνω. Περηφάνια που θα το φέρω εις πέρας. Βεβαιότητες.
Βγάλε από πάνω σου τις πεποιθήσεις που σου φόρεσαν οι
γκουβερνάντες, τα σχολεία και τα κράτη, και θα βρεις
ανεξίτηλες αλήθειες κατάβαθά σου. Η Ρώμη θα
ξαναπαρακμάσει και θα ξαναπέσει, ο Κορτές θα ξαναρημάξει
την Τενοτστιτλάν και, αργότερα, ο Γιούιν θα ξανασαλπάρει, ο
Άντριαν θα ξαναγίνει κομμάτια, θα ξανάρθω στην Μπριζ, θα
ξαναερωτευτώ και θα ξαναξεπεράσω την Εύα, θα
ξαναδιαβάσεις αυτό το γράμμα, ο ήλιος θα ξαναπαγώσει. Ο
δίσκος γραμμοφώνου του Νίτσε. Όταν τελειώσει, ο Παλιός τον
ξαναβάζει απ’ την αρχή, εις τους αιώνας των αιώνων.
Ο χρόνος δεν γίνεται να εισχωρήσει σ’ αυτή τη σαββατική
άδεια. Δεν μένουμε καιρό νεκροί. Όταν μ’ απελευθερώσει το
Luger μου, η επόμενή μου γέννηση θα είναι σε απόσταση
αναπνοής. Σε δεκατρία χρόνια από τώρα θα ξανασυναντηθούμε
στο Γκρέσαμ, έπειτα από δέκα χρόνια θα ξαναγυρίσω στο ίδιο
αυτό δωμάτιο, κρατώντας το ίδιο αυτό όπλο, γράφοντας το ίδιο
αυτό γράμμα, η απόφασή μου εξίσου άψογη με το πολυκέφαλο
σεξτέτο μου. Τέτοιες κομψές βεβαιότητες με παρηγορούν την
ήσυχη τούτη ώρα.

Sunt lacrimae rerum.96


Ρ.Φ.

83 Quod Erat Demonstrandum: Όπερ έδει δείξαι. (Σ.τ.Μ.)


84 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Τι χαριτωμένο!» (Σ.τ.Μ.)
85 Αναφέρεται στον Άγγλο κληρικό Φράνσις Κίλβερτ. (Σ.τ.Μ.)
86 Παραδοσιακό γερμανικό γλυκό, μοιάζει με μικρό ντόνατ· γνωστό με την
ονομασία Boule de Berlin. Ιδιαίτερα αγαπητό στο Βέλγιο, όπου μετά τον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε προσπάθεια να καθιερωθεί η ονομασία Boule de l’Yser
που αναφέρει ο συγγραφέας εδώ, για να αποφευχθεί ο συσχετισμός με το
Βερολίνο. (Σ.τ.Μ.)
87 Plucky little Belgium στο πρωτότυπο· η ανάγκη υποστήριξης του «μικρού και με
τσαγανό» κράτους του Βελγίου χρησιμοποιήθηκε στην Αγγλία για τη συστράτευση
(κι επιστράτευση) δυνάμεων εναντίον της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο
Πόλεμο. Αντίστοιχα στις ΗΠΑ το «Poor Little Belgium» ήταν από τα βασικά
μοτίβα του αντιγερμανικού λόγου. (Σ.τ.Μ.)
88 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Φιλάτε σαν χρυσόψαρο!» (Σ.τ.Μ.)
89 Να σημειωθεί εδώ ότι η λέξη που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, flight, έχει διττή
σημασία (πτήση και απόδραση): με αυτή τη διττή σημασία παίζει. (Σ.τ.Μ.)
90 Αναφέρεται εδώ στον Σουηδό γιατρό και συγγραφέα Άξελ Μούντε (1857-1949).
(Σ.τ.Μ.)
91 Στους νεοσύλλεκτους των ενόπλων δυνάμεων του Ηνωμένου Βασιλείου έδιναν
πληρωμή ενός σελινιού· όταν δεχόσουν το σελίνι του Βασιλιά, συμφωνούσες να
υπηρετήσεις ως ναύτης στο Βασιλικό Ναυτικό ή ως στρατιώ­της στον βρετανικό
στρατό. Ο όρος «σελίνι του Βασιλιά» ήταν σε χρήση τον δέκατο όγδοο, τον δέκατο
ένατο και (σε ορισμένες περιπτώσεις, και συμβολικά) στις αρχές του εικοστού
αιώνα. Ο (διαδεδομένος) μύθος θέλει μάλιστα το σελίνι αυτό να το βάζουν λαθραία
στα ποτά αντρών στις ταβέρνες για να τους στρατολογήσουν είτε το ήθελαν είτε
όχι: αν έβρισκες το σελίνι, υποτίθεται ότι προσφερόσουν για εθελοντής. (Σ.τ.Μ.)
92 Ιταλικά στο πρωτότυπο: εντάξει. (Σ.τ.Μ.)
93 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Λυπάμαι, κύριε, μα το όνομά σας δεν είναι στη λίστα
των προσκεκλημένων». (Σ.τ.Μ.)
94 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Είπα να σας κάνω μια επίσκεψη ευγενείας». (Σ.τ.Μ.)
95 Γαλλικά στο πρωτότυπο: «Πολύ ευγενικό, για αστυνομικό». (Σ.τ.Μ.)
96 Αυτά είναι τα δάκρυα των πραγμάτων. Από την Αινειάδα του Βιργιλίου (Α, 462).
(Σ.τ.Μ.)
Το ημερολόγιο Ειρηνικού
του Άνταμ Γιούιν
ρίου & της κυρίας Τσάνιγκ, κάλλιστα η τύχη μου θα μπορούσε
να είναι ίδια με του Ραφ. Ρώτησα τον Φίνμπαρ αν πίστευε ότι
το αγόρι «το έπιανε το νόημα». Η αμφίσημη απάντηση του
Φίνμπαρ, «Αν πιάνει τι, κύριε Γιούιν;», άφησε το μαγειρείο
μέσα στα χάχανα & εμένα στο σκοτάδι.

Σάββατο, 7 Δεκεμβρίου–
Θαλασσοβάτες ίπτανται, καπνογλάρονα επιπλέουν &
υδροβάτες97 κουρνιάζουν στην αρματωσιά. Ψάρια όμοια με
μπουρέτα καταδίωκαν ψάρια όμοια με παπαλίνες. Ενώ
δειπνούσαμε με τον Χένρι, μια θύελλα πορφυρωπές
νυχτοπεταλούδες φαίνονταν να βγαίνουν απ’ τις χαραγματιές
της σελήνης, σκεπάζοντας φανάρια, πρόσωπα, τροφές & κάθε
επιφάνεια με μια συσπώμενη φτερωτή επίστρωση.
Επιβεβαιώνοντας αυτούς τους οιωνούς που έδειχναν ότι κοντά
μας υπήρχαν νησιά, ένας έριξε σκαντάγιο & φώναξε πως το
βάθος ήταν μόνο δεκαοκτώ οργιές. Ο κύριος Μπουρχάαβε
πρόσταξε να ποντιστεί η άγκυρα μην & παρασυρθούμε σε
καμιά ξέρα μες στη νύχτα.
Τα ασπράδια των ματιών μου έχουν κιτρινίσει σαν το λεμόνι &
τα βλέφαρα είναι κατακόκκινα & ερεθισμένα. Ο Χένρι με
διαβεβαιώνει ότι πρόκειται για αναμενόμενο σύμπτωμα, δεν
αρνήθηκε όμως το αίτημά μου να αυξήσει τη δόση του
παρασιτοκτόνου.

Κυριακή, 8 Δεκεμβρίου–
Καθώς η μέρα του Κυρίου δεν τηρείται στην Προφήτιδα, σήμερα
το πρωί ο Χένρι & εγώ αποφασίσαμε να τελέσουμε μια σύντομη
ανάγνωση από τη Βίβλο στην καμπίνα του, στο ανεπίσημο
ύφος του εκκλησιάσματος του Όσιαν Μπέι, μεταξύ της
βάρδιας του ξημερώματος & αυτής του πρωινού, ώστε να
μπορούν να έρθουν οι άντρες τόσο της δεξιάς όσο & της
αριστερής μπάντας. Μετά λύπης μου γράφω ότι από τις δύο
βάρδιες κανείς δεν τόλμησε να δυσαρεστήσει τον ύπαρχο διά
της παρουσίας του, θα συνεχίσουμε όμως τις προσπάθειές μας
απτόη­τοι. Ο Ράφαελ ήταν ανεβασμένος στο κολομπίρι &
διέκοψε τις προσευχές μας με μια πρίμα κραυγή: «Στεριά
ενόοοοοοψει!»
Ολοκληρώσαμε πρώιμα το τελετουργικό μας & αψηφήσαμε το
ράντισμα απ’ τα κύματα για να δούμε τη στεριά να αναδύεται
στον κλυδωνιζόμενο ορίζοντα. «Η Ραϊατέα» μας είπε ο κύριος
Ρόντρικ, «από τις Νήσους της Εταιρείας». (Για άλλη μια φορά η
καρίνα της Προφήτιδας συναντά αυτή του Εντέαβουρ. Το
νησιωτικό σύμπλεγμα το είχε ονομάσει ο ίδιος ο Κάπτεν
Κουκ.)98 Ρώτησα αν θα δέναμε στη στεριά. Ο κύριος Ρόντρικ το
επιβεβαίωσε: «Ο καπετάνιος θέλει να επισκεφτεί μια
ιεραποστολή». Οι Νήσοι της Εταιρείας τώρα ορθώνονταν
ψηλότερες & έπειτα από τρεις εβδομάδες όλο ωκεάνια γκρίζα &
καυτά γαλάζια, τα μάτια μας χαίρονταν τις πνιγμένες στα βρύα
βουνοπλαγιές με τους καταρράκτες που στραφτάλιζαν & τις
μουτζούρες της κακόφωνης ζούγκλας. Η Προφήτιδα βρισκόταν
στις δεκαπέντε οργιές, το νερό όμως ήταν τόσο διάφανο, που
διακρίνονταν ιριδίζοντα κοράλλια. Συζήτησα με τον Χένρι πώς
θα μπορούσαμε να πείσουμε τον καπετάνιο Μολινό να μας
επιτρέψει να κατέβουμε στη στεριά, όταν ξεπρόβαλε απ’ το
υπερστέγασμα αυτοπροσώπως, με περιποιημένη γενειάδα &
πομάδα στη φράντζα. Αντί να μας αγνοήσει, κατά τη συνήθη
τακτική του, μας πλησίασε με φιλικό χαμόγελο λωποδύτη.
«Κύριε Γιούιν, δόκτορ Γκους, θα θέλατε να συνοδεύσετε τον
ύπαρχο & εμένα στη νήσο εκεί δα σήμερα; Σε έναν κόλπο της
βορινής ακτής βρίσκεται ένας οικισμός μεθοδιστών, τον οποίο
έχουν ονομάσει “Νάζαρετ”. Ως φιλομαθείς κύριοι, ίσως βρείτε
τον τόπο αυτόν διασκεδαστικό». Ο Χένρι δέχτηκε με
ενθουσιασμό, & εγώ δεν αρνήθηκα να συναινέσω, παρότι
δυσπιστούσα για τα κίνητρα του παλιοκούναβου. «Κανονίστηκε
λοιπόν» δήλωσε ο καπετάνιος.
Μια ώρα αργότερα η Προφήτιδα μπήκε στο Μπέθλεεμ Μπέι,
έναν όρμο με μαύρη άμμο, προφυλαγμένο απ’ τους αληγείς
από το ακρωτήρι Νάζαρετ. Στην ακτή βρισκόταν μια σειρά
πρωτόγονες αχυροσκεπείς κατοικίες, στηριγμένες σε «δοκούς»
κοντά στην ίσαλο γραμμή, στις οποίες έμεναν (όπως σωστά
υπέθεσα) οι βαφτισμένοι Ινδιάνοι. Πάνω από αυτές υπήρχε μια
ντουζίνα ξύλινα κτίρια κατασκευασμένα από χέρια
πολιτισμένα, & ακόμα ψηλότερα, κάτω από την κορυφή του
λόφου, έστεκε μια περήφανη εκκλησία με λευκό σταυρό.
Κατέβασαν για χάρη μας τη μεγαλύτερη λέμβο. Οι τέσσερις
κωπηλάτες της ήταν ο Γκέρνσι, ο Στραβομαντζαφλάρης & δυο
θαμνόφιδες. Ο κύριος Μπουρχάαβε φορούσε καπέλο & γιλέκο
που θα ταίριαζαν περισσότερο σε σουαρέ στο Μανχάταν παρά
σε βόλτα στα κύματα. Φτάσαμε στην παραλία με μόνη
αναποδιά ένα γερό κατάβρεγμα, όμως ο μοναδικός
απεσταλμένος των αποικιστών ήταν ένας Πολυνήσιος σκύλος
που βαριανάσαινε κάτω από χρυσά γιασεμιά & άλικες
τρομπέτες. Στα καλύβια της ακτογραμμής & την «Κεντρική
Οδό» που ανέβαινε ως την εκκλησία δεν υπήρχε ψυχή. «Είκοσι
άντρες, είκοσι μουσκέτα» σχολίασε ο κύριος Μπουρχάαβε, «&
ως το βράδυ έχουμε κυριεύσει τον τόπο. Είναι μια ιδέα & αυτή,
ε, κύριε;». Ο καπετάνιος Μολινό πρόσταξε τους κωπηλάτες να
περιμένουν στον ίσκιο όσο εμείς «Επισκεπτόμασταν τον
Βασιλιά στο Λογιστήριό του».99 Η υποψία μου ότι αυτοί οι
καινούργιοι καλοί τρόποι του καπετάνιου ήταν επιφανειακοί
επιβεβαιώθηκε όταν βρήκε το εμπορικό σφραγισμένο & του
ξέφυγε μια τσουχτερή βρισιά. « Ίσως» υπέθεσε ο Ολλανδός «να
ξαναλλαξοπίστησαν οι α—ς & να έφαγαν τους πάστορες».
Σήμανε η καμπάνα στο κωδωνοστάσι & ο καπετάνιος χτύπησε
το μέτωπό του. «Ανάθ—α τα μάτια μου, τι μου ήρθε; Κυριακή
είναι, για τον Θ—, & αυτοί οι σκ—όπιστοι θα γκαρίζουν στην
ετοιμόρροπη εκκλησιά τους!» Ανηφορίσαμε αργά τον
φιδογυριστό δρόμο για τον απότομο λόφο, με την ποδάγρα του
καπετάνιου Μολινό να μας καθυστερεί κι άλλο. (Νιώθω μια
αργιλώδη δύσπνοια όταν κοπιάζω. Θυμάμαι το σφρίγος μου
στα Τσάταμ, & ανησυχώ που το Παράσιτο επιβαρύνει τόσο
πολύ την κράση μου.) Φτάσαμε στον τόπο λατρείας του
Νάζαρετ ακριβώς όταν έβγαινε το εκκλησίασμα.
Ο καπετάνιος έβγαλε το καπέλο του & βροντοφώναξε ένα
εγκάρδιο «Χαίρετε! Είμαι ο καπετάνιος της Προφήτιδας, ο
Τζόναθον Μολινό». Υπέδειξε το σκάφος μας στον κόλπο με μια
κίνηση του χεριού. Οι Ναζωραίοι δεν ήταν εξίσου διαχυτικοί,
με τους άντρες να μας γνέφουν επιφυλακτικά, ενώ οι σύζυγοι
& οι θυγατέρες τους κρύβονταν πίσω από τις βεντάλιες τους.
Στις κόγχες της εκκλησίας αντηχούσαν φωνές, «Φέρτε τον
ιερέα Χόροξ!», καθώς οι γηγενείς ένοικοί της τώρα ξεχύνονταν
έξω για να δουν τους επισκέπτες. Μέτρησα πάνω από εξήντα
ενήλικες, άντρες & γυναίκες, εκ των οποίων γύρω στο ένα
τρίτο ήταν Λευκοί, ντυμένοι τα «καλά» τους (τα καλύτερα που
γινόταν, με το πλησιέστερο κατάστημα ενδυμάτων δυο
εβδομάδες ταξίδι αποδώ). Οι Μαύροι μάς κοιτούσαν με
απροκάλυπτη περιέργεια. Οι ιθαγενείς γυναίκες ήταν
αξιοπρεπώς ενδεδυμένες, όμως αρκετές έπασχαν από
βρογχοκήλη. Αγόρια που προφύλασσαν τις ανοιχτόχρωμες
κυράδες τους από τη σφοδρότητα του ήλιου με παρασόλια από
φοινικόφυλλα έσκασαν χαμογελάκια. Μια προνομιούχα
«διμοιρία» Πολυνήσιων φορούσαν φινετσάτα καφέ περιώμια
κεντημένα με λευκούς σταυρούς, εν είδει στολής.
Τώρα ξεπήδησε σαν βολίδα ένας άντρας του οποίου η
ιερατική αμφίεση φανέρωνε το επάγγελμά του. «Εγώ»
ανακοίνωσε ο πατριάρχης «είμαι o Τζάιλς Χόροξ, ιερέας του
Μπέθλεεμ Μπέι & εκπρόσωπος της Ιεραποστολικής Εταιρείας
του Λονδίνου στη Ραϊατέα. Σε τι οφείλουμε την τιμή, κύριοι, &
γρήγορα».
Ο καπετάνιος Μολινό τώρα συμπεριέλαβε στις συστάσεις τον
κύριο Μπουρχάαβε «της Ολλανδικής Μεταρρυθμισμένης
Εκκλησίας», τον δόκτορα Χένρι Γκους, «Ιατρό της λονδρέζικης
υψηλής κοινωνίας & πιο πρόσφατα της Ιεραποστολής των
Φίτζι», & τον Άνταμ Γιούιν, «Αμερικάνο Συμβολαιογράφο των
Γραμμάτων & του Νόμου». (Τώρα μυρίστηκα το κόλπο αυτού
του απατεώνα!) «Μεταξύ ημών των ευλαβών που
περιπλανώμεθα στον Νότιο Ειρηνικό, επικρατεί σεβασμός για
τον ιερέα Χόροξ & το Μπέθλεεμ Μπέι. Ελπίζαμε να
εορτάσουμε την Κυριακή ενώπιον της Αγίας Τραπέζης σας»
είπε ο καπετάνιος, κοιτάζοντας πικραμένος την εκκλησία,
«αλίμονο όμως, ενάντιοι άνεμοι καθυστέρησαν την άφιξή μας.
Τουλάχιστον, ελπίζω να μην έχετε μαζέψει ακόμη τον δίσκο».
Ο ιερέας Χόροξ μελέτησε τον καπετάνιο μας με το βλέμμα.
«Κυβερνάτε καράβι θεοσεβούμενο, κύριε;»
Ο καπετάνιος Μολινό απέστρεψε το βλέμμα με προσποιητή
ταπεινότητα. «Ούτε τόσο θεοσεβούμενο ούτε τόσο αβύθιστο
όσο η Εκκλησία σας, κύριε, μα ναι, ο κύριος Μπουρχάαβε &
εγώ κάνουμε ό,τι μπορούμε για τις ψυχές που έχουμε υπό την
επίβλεψή μας. Πρόκειται για αγώνα αδιάλειπτο, με λύπη μου
το λέω. Οι ναύτες ξανακυλάνε στις ακόλαστες συνήθειές τους
μόλις γυρίσουμε την πλάτη».
«Αχ, καπετάνιε» είπε μια κυρία με δαντελένια τραχηλιά,
«έχουμε & στο Νάζαρετ τους υπότροπούς μας! Συγχωρήστε την
επιφύλαξη του συζύγου μου. Η εμπειρία μάς έχει δείξει ότι τα
περισσότερα σκάφη με, υποτίθεται, χριστιανική σημαία μόνο
αρρώστιες & μέθυσους μας φέρνουν. Πρέπει να θεωρούμε
βέβαιη την ενοχή μέχρι της αποδείξεως του εναντίου».
Ο καπετάνιος υποκλίθηκε ξανά. «Δεν γίνεται να δώσω
συγχώρεση για μια προσβολή που δεν υπήρξε».
«Οι προκαταλήψεις σας ενάντια σ’ αυτούς τους “Βησιγότθους
της Θάλασσας” είναι απολύτως δικαιολογημένες, κυρία Χόροξ»
μπήκε στη συζήτηση ο κύριος Μπουρχάαβε, «μα εγώ δεν
ανέχομαι μήτε σταλιά γκρογκ στην Προφήτιδά μας, δεν πα να
σκούζει το τσούρμο! & αχ, σκούζουν, σκούζω όμως & εγώ,
“Δεν σας χρειάζεται οινόπνευμα, Άγιο Πνεύμα σας
χρειάζεται!” & σκούζω δυνατότερα & περισσότερο!».
Το παραμύθι αυτό επέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο
ιερέας Χόροξ σύστησε τις δύο κόρες & τους τρεις γιους του,
όλοι τους γεννημένοι εδώ στο Νάζαρετ. (Τα κορίτσια κάλλιστα
θα μπορούσαν να είχαν μόλις βγει από Σχολή Καλών Τρόπων,
τα αγόρια όμως ήταν ηλιο­καμένα σαν κανάκα100 κάτω από τις
κολαρίνες τους.) Όσο απρόθυμη & αν ήταν εμπλοκή μου στη
μασκαράτα του καπετάνιου, ένιωθα περιέρ­γεια για αυτή τη
νησιωτική θεοκρατία & αφέθηκα να με παρασύρουν τα
γεγονότα. Σύντομα η ομάδα μας μετέβη στο πρεσβυτέριο των
Χόροξ, οίκημα που θα έβγαζε ασπροπρόσωπο κάθε ασήμαντο
πρόξενο στο νότιο ημισφαίριο. Περιλάμβανε μια μεγάλη
αίθουσα υποδοχής με τζαμωτά παράθυρα & έπιπλα από ξύλο
λεύκας, ένα αποχωρητήριο, δύο καλύβια για τους υπηρέτες &
μια τραπεζαρία όπου μας σέρβιραν φρέσκα λαχανικά &
τρυφερό χοιρινό. Τα πόδια του τραπεζιού ήταν βυθισμένα σε
πιάτα με νερό. «Για τα μυρμήγκια» εξήγησε η κυρία Χόροξ,
«μια από τις πληγές του Μπέθλεεμ. Πρέπει να πετάς
περιστασιακά τα πνιγμένα τους σώματα, μην & χτίσουν με
αυτά διάδρομο».
Επαίνεσα την κατοικία τους. «Ο ιερέας Χόροξ» μας είπε με
καμάρι η κυρία του σπιτιού «έμαθε ξυλουργός στην κομητεία
του Γκλόστερ. Σχεδόν όλο το Νάζαρετ το έχτισε με τα ίδια του
τα χέρια. Ο παγανιστικός νους εντυπωσιάζεται από την
επίδειξη, βλέπετε. Σκέφτεται: “Τι λαμπίκο τα σπίτια των
χριστιανών! Τι βρόμικα τα χαμόσπιτά μας! Τι γενναιόδωρος ο
Λευκός Θεός! Τι μίζερος ο δικός μας!”. Κατ’ αυτόν τον τρόπο,
ένας ακόμα προσήλυτος προσφεύγει στον Κύριο».
«Μόνο να μπορούσα να ξαναζήσω τη ζωή μου απ’ την αρχή»
αποφάνθηκε αναίσχυντα ο κύριος Μπουρχάαβε, «θα διάλεγα το
ανιδιοτελές μονοπάτι του ιεραπόστολου. Ιερέα, βλέπουμε εδώ
μια καθιερωμένη, καλά ριζωμένη ιεραποστολή, όμως πώς
αρχίζει κανείς το έργο του προσηλυτισμού σε μια βαθιά
νυχτωμένη ακτή, όπου πόδι χριστιανού δεν έχει
ξαναπατήσει;».
Ο ιερέας Χόροξ κοίταξε πέρα από τον συνομιλητή του, σε μια
μελλοντική αίθουσα διαλέξεων. «Διά της υπομονής, κύριε, διά
της συμπόνιας & του νόμου. Πριν από δεκαπέντε χρόνια η
υποδοχή μας σε αυτόν τον κόλπο δεν ήταν τόσο εγκάρδια όσο η
δική σας, κύριε. Αυτό το νησί σαν αμόνι που βλέπετε κατά τα
δυτικά, εκεί; Μπόρα Mπόρα το λένε οι Μαύροι, μα “Σπάρτη”
θα ήταν πιο εύστοχο όνομα, τόσο φιλοπόλεμοι που ήταν οι
μαχητές του! Στην ακτή του Μπέθλεεμ Μπέι πολεμήσαμε &
κάποιοι από εμάς έπεσαν. Αν δεν είχαν κερδίσει τις μάχες της
πρώτης εβδομάδας τα πιστόλια μας, ε, τότε, η ιεραποστολή
της Ραϊατέα θα είχε παραμείνει απλώς ένα όνειρο. Ήταν όμως
θέλημα Κυρίου να ανάψουμε εδώ τον φάρο του & να τον
κρατήσουμε άσβεστο. Έπειτα από μισό χρόνο μπορέσαμε να
φέρουμε τις γυναίκες μας από την Ταϊτή. Λυπάμαι για τους
θανάτους των ιθαγενών, σαν είδαν όμως οι Ινδιάνοι πώς φυλάει
ο Θεός το ποίμνιό του, ε, & αυτοί ακόμα οι Σπαρτιάτες μας
ικέτευαν να στείλουμε ιερείς».
Η κυρία Χόροξ ανέλαβε να συνεχίσει. «Όταν άρχισε η ευλογιά
το θανατηφόρο έργο της, οι Πολυνήσιοι είχαν ανάγκη από
αρωγή, τόσο πνευματική όσο & υλική. Η συμπόνια μας τότε
έφερε τους ειδωλολάτρες στην κολυμβήθρα. Τώρα είναι η σειρά
του Νόμου του Θεού να κρατήσει το ποίμνιό μας μακριά από
τον Πειρασμό – & από τους άρπαγες θαλασσινούς. Οι
φαλαινοθήρες ειδικά μας απεχθάνονται επειδή μαθαίνουμε
στις γυναίκες την αγνότητα & την ευπρέπεια. Οι άντρες μας
πρέπει να έχουν τα πυροβόλα μας σε ετοιμότητα».
«Κι ωστόσο, αν ναυαγήσουν» επισήμανε ο καπετάνιος, «είμαι
βέβαιος ότι αυτοί οι ίδιοι πολυλογάδες φαλαινοθήρες101 θα
παρακαλούν να τους ξεβράσει η Μοίρα σε ακτές όπου αυτοί οι
ίδιοι “καταραμένοι ιεραπόστολοι” έχουν κηρύξει το ευαγγέλιο,
καλά δεν λέω;».
Η συναίνεση ήταν αγανακτισμένη & ομόφωνη.
Η κυρία Χόροξ απάντησε στο ερώτημά μου για την επιβολή
του νόμου & της τάξης στο έρημο τούτο φυλάκιο της Προόδου.
«To Εκκλησιαστικό μας Συμβούλιο –ο σύζυγός μου & τρεις
σοφοί πρεσβύτεροι– ψηφίζει τους νόμους εκείνους που
κρίνουμε απαραίτητους, με οδηγό μας την προσευχή. Οι
Φύλακες του Χριστού, ορισμένοι ντόπιοι που αποδεικνύονται
πιστοί υπηρέτες της Εκκλησίας, επιβάλλουν τους νόμους
αυτούς με αντάλλαγμα πίστωση στο κατάστημα του συζύγου
μου. Είναι αναγκαία η επαγρύπνηση, ειδάλλως ως την επόμενη
εβδομάδα…» Η κυρία Χόροξ ρίγησε ενώ τα φαντάσματα της
αποστασίας χόρευαν χούλα102 στο μνήμα της.
Όταν τελείωσε το γεύμα, αποσυρθήκαμε στην αίθουσα
υποδοχής, όπου ένας νεαρός ιθαγενής μάς σέρβιρε δροσερό
τσάι σε ωραίες κούπες από νεροκολόκυθο. Ο καπετάνιος
Μολινό ρώτησε: «Κύριε, πώς χρηματοδοτείται μια ιεραποστολή
τόσο προκομμένη όσο η δική σας;».
Ο ιερέας Χόροξ ένιωσε τον άνεμο να γυρίζει & περιεργάστηκε
τον καπετάνιο ξανά. «Τα έξοδα τα καλύπτει το αλεύρι από
αραρούτι & το λάδι καρύδας, καπετάνιε. Οι Μαύροι δουλεύουν
στη φυτεία μας για να πληρώνουν το σχολείο, τη μελέτη της
Βίβλου & τον εκκλησιασμό. Σε μια εβδομάδα, με το θέλημα
του Θεού, θα έχουμε πλούσια συγκομιδή κόπρας».103
Ρώτησα αν οι Ινδιάνοι δούλευαν οικειοθελώς.
«Βέβαια!» αναφώνησε η κυρία Χόροξ. «Αν ενδώσουν στην
οκνηρία, γνωρίζουν ότι θα τους τιμωρήσουν οι Φύλακες του
Χριστού».
Ήθελα να ρωτήσω για τα τιμωρητικά αυτά κίνητρα, όμως ο
καπετάνιος Μολινό ξανάπιασε το νήμα της κουβέντας. «Τα
ευπαθή αυτά εμπορεύματα τα πηγαίνει στο Λονδίνο μέσω του
Χορν το πλοίο της ιεραποστολικής σας εταιρείας;»
«Ορθώς εικάζετε, καπετάνιε».
« Έχετε σκεφτεί, ιερέα Χόροξ, πόσο ασφαλέστερο θα ήταν το
κοσμικό έρεισμα της ιεραποστολής σας –& κατ’ επέκταση το
πνευματικό της έρεισμα– αν είχατε μια αξιόπιστη αγορά πιο
κοντά στις Νήσους της Εταιρείας;»
Ο ιερέας είπε στον νεαρό υπηρέτη να φύγει απ’ το δωμάτιο.
« Έχω σκεφτεί αυτό το ζήτημα διεξοδικά, αλλά πού; Οι αγορές
στο Μεξικό είναι μικρές & επιρρεπείς στις ληστείες, το Κέιπ
Τάουν είναι μια μείξη διεφθαρμένων φοροεισπρακτόρων &
άπληστων Αφρικάνερ. Οι θάλασσες της Νότιας Κίνας είναι
γεμάτες αδίστακτους, θρασείς πειρατές. Οι Ολλανδοί της
Μπατάβια σε ξεπαραδιάζουν. Χωρίς παρεξήγηση, κύριε
Μπουρχάαβε».
Ο καπετάνιος έδειξε εμένα. «Ο κύριος Γιούιν είναι κάτοικος
του…» έκανε μια παύση πριν αποκαλύψει την πρότασή του
«του Σαν Φρανσίσκο στην Καλιφόρνια. Θα ξέρετε βέβαια πώς
αναπτύχθηκε από μια ασήμαντη κωμόπολη με επτακόσιες
ψυχές σε μια μητρόπολη με… διακόσιες πενήντα χιλιάδες; & οι
απογραφές ακόμη έχουν χάσει το μέτρημα! Ουράνιοι,104
Χιλιανοί, Μεξικανοί, Ευρωπαίοι, ξένοι κάθε λογής συρρέουν
κάθε μέρα. Πείτε μας, αν έχετε την καλοσύνη, ένα αυγό, κύριε
Γιούιν, πόσο κοστίζει τώρα ένα αυγό στο Σαν Φρανσίσκο;»
« Ένα δολάριο, έτσι μου έγραψε η γυναίκα μου».
« Ένα γιάνκικο δολάριο για ένα απλό αυγό». (Ο καπετάνιος
Μολινό έχει το χαμόγελο ενός ταριχευμένου κροκόδειλου που
είδα κάποτε να κρέμεται σε ένα υφασματοπωλείο στη
Λουιζιάνα.) «Σίγουρα αυτό έναν άνθρωπο με τη δική σας
οξύνοια τον βάζει σε σκέψεις».
Η κυρία Χόροξ κορόιδο δεν ήταν. «Το χρυσάφι πολύ γρήγορα
θα το εξορύξουν όλο».
«Μάλιστα, κυρία, μα η πεινασμένη, φασαριόζικη, πλούσια
πόλη του Σαν Φρανσίσκο –μόλις τρεις εβδομάδες ταξίδι με
γολέτα ισοβύθιστη σαν την Προφήτιδά μου– θα παραμείνει, & το
ριζικό της είναι ολοφάνερο. Το Σαν Φρανσίσκο θα γίνει το
Λονδίνο, το Ρότερνταμ & η Νέα Υόρκη του Ειρηνικού
Ωκεανού».
Ο capitán de la casa105 μας σκάλιζε τα δόντια του με ένα
ψαροκόκαλο. «Εσείς, κύριε Γιούιν, πιστεύετε ότι τα αγαθά από
τις φυτείες μας θα έφερναν καλή τιμή στο άστυ σας» (πόσο
παράξενο να ακούω την πολίχνη μας να αποκαλείται έτσι!)
«τόσο τώρα όσο & μετά τον πυρετό του χρυσού;»
Η ειλικρίνειά μου ήταν χαρτί που ο καπετάνιος Μολινό είχε
παίξει προς δόλιο όφελός του, όσο όμως δεν θα έλεγα ψέματα
για να τον βοηθήσω, άλλο τόσο δεν θα το έκανα για να τον
εκνευρίσω. «Ναι».
Ο Τζάιλς Χόροξ έβγαλε το κολάρο του κληρικού. «Θα ήθελες
να έρθεις μαζί μου στο γραφείο μου, Τζόναθον; Είμαι κάπως
περήφανος για την οροφή του. Εγώ ο ίδιος τη σχεδίασα για να
αντέχει τους τρομερούς τυφώνες».
«Αλήθεια, Τζάιλς;» αποκρίθηκε ο καπετάνιος Μολινό. «Θα σε
ακολουθήσω».

Παρότι το όνομα του δρα Χένρι Γκους ήταν άγνωστο στο


Νάζαρετ μέχρι σήμερα το πρωί, όταν άκουσαν οι κυράδες στο
Μπέθλεεμ ότι ένας διάσημος Εγγλέζος γιατρός βρισκόταν στην
ακτή τους, θυμήθηκαν κάθε λογής πάθηση & κίνησαν πλήθος
για το πρεσβυτέριο. (Τι παράξενο να βρίσκομαι ξανά κοντά στο
ωραίο φύλο έπειτα από τόσες μέρες εγκλωβισμένος με το
άσχημο!) Τόση ήταν η γενναιοδωρία του φίλου μου που δεν
απέπεμψε μήτε μια επισκέπτρια, οπότε το σαλόνι της κυρίας
Χόροξ επιτάχθηκε ως εξεταστήριο, με κρεμασμένα σεντόνια ως
παραπετάσματα. Ο κύριος Μπουρχάαβε επέστρεψε στην
Προφήτιδα για να φροντίσει να κάνουν χώρο στο αμπάρι.
Παρακάλεσα τους Χόροξ να μου επιτρέψουν την εξερεύνηση
του Μπέθλεεμ Μπέι, η παραλία του όμως είχε ανυπόφορη
ζέστη & οι σκνίπες του ήταν εκνευριστικές, έτσι επέστρεψα
από την «Κεντρική Οδό» προς την εκκλησία, απ’ όπου
έρχονταν ήχοι ψαλμωδίας. Σκόπευα να παρευρεθώ στην
απογευματινή λειτουργία. Μήτε ψυχή, μήτε σκυλί, μήτε καν
ιθαγενής δεν ανασάλευε την κυριακάτικη ηρεμία. Κοίταξα στο
εσωτερικό της σκοτεινής εκκλησίας, & ήταν τόσο πυκνός ο
καπνός εντός, που λάθεψα & νόμισα ότι το κτίριο καιγόταν! Το
τραγούδι είχε τώρα τελειώσει & αντικατασταθεί με βήχα εν
χορώ. Βρέθηκα μπροστά σε πενήντα σκούρες πλάτες &
συνειδητοποίησα ότι ο αέρας ήταν γεμάτος καπνό όχι φωτιάς ή
θυμιάματος, αλλά ακατέργαστου ταμπάκου! Διότι απαξάπαντες
εκεί μέσα κάπνιζαν τσιμπούκι.
Ένας στρουμπουλός Λευκός έστεκε στον άμβωνα κηρύττοντας
με την υβριδική εκείνη προφορά που αποκαλείται
«αντιποδιανή κόκνι». Δεν με ενόχλησε αυτή η επίδειξη
ανεπίσημης ευλάβειας ώσπου έγινε ξεκάθαρο το περιεχόμενο
του «κηρύγματος». Επί λέξει: « Έτσι συνέβη, βλέπετε, & ο Αϊ-
Πέτρος, μάιστα, αυτός που ο κυρ-Ιησούς έλεγε
Πικροπιπερόπετρο106 ήρθε απ’ τη Ρώμη & έμαθε στους
γαμψομύτηδες τους Εβραίους της Παλαιστίνης τι εστί
τουμπεκί, & αυτό το ίδιο σας μαθαίνω εγώ τώρα, βλέπετε». Σε
αυτό το σημείο σταμάτησε για να ορμηνεύσει έναν. «Όχι,
Ταρμπέιμπι, λάθος το πας, βλέπεις, βάζεις το τουμπεκί σου
από τη χοντρή μεριά, μάιστα, τούτη δω, βλέπεις, μα του Ι—
σού το φτάρνισμα! Πόσες φορές σού έχω πει, αυτό είναι το
στέλεχος, αυτό είναι τ’ αναθ—νο κύπελλο! Κάν’ το σαν τον
Λασπόψαρο δίπλα σου, μπα, κάτσε να σου δείξω!»
Ένας ωχρός, καμπούρης Λευκός ήταν γερμένος σ’ ένα ερμάρι
(που περιείχε, όπως αργότερα εξακρίβωσα, εκατοντάδες
Βίβλους στα πολυνησιακά – πρέπει να ζητήσω μία για ενθύμιο
πριν αναχωρήσουμε) & παρακολουθούσε τα καπνιστικά
τεκταινόμενα. Του συστήθηκα ψιθυριστά για να μην αποσπάσω
τους καπνιστές από το κήρυγμα. Ο νεαρός συστήθηκε ως
Γουάγκσταφ & εξήγησε ότι στον άμβωνα βρισκόταν «ο
Διευθυντής της Καπνιστικής Σχολής του Νάζαρετ».
Ομολόγησα ότι δεν ήξερα τέτοιες ακαδημίες.
«Ιδέα του πατέρα Άπγουορντ στην Ιεραποστολή της Ταϊτής.
Πρέπει να καταλάβετε, κύριε, ότι ο τυπικός Πολυνήσιος
περιφρονεί την εργατικότητα επειδή δεν έχει λόγο να εκτιμά το
χρήμα. “Αν πεινώ” λέει, “πάω & κόβω φαΐ, ή πιάνω φαΐ. Αν
κρυώνω, λέω σε γυναίκα, “ Ύφανε!” Άπραγα χέρια, κύριε
Γιούιν, & ξέρουμε & οι δυο τι σόι δουλειά τούς βρίσκει ο
Διάβολος.107 Εμπνέοντας όμως στους οκνηρούς αποτέτοιους
μια ήπια λαχτάρα για το άκακο τούτο φύλλο, τους δίνουμε ένα
κίνητρο να κερδίσουν χρήματα, ώστε να αγοράσουν το
ταμπάκο τους –όχι ποτό, υπόψη, ταμπάκο μόνο– από το
κατάστημα της ιεραποστολής. Ευρηματικό, δεν συμφωνείτε;»
Πώς να διαφωνήσω;
To φως φθίνει. Ακούω φωνές παιδιών, οκτάβες εξωτικών
πτηνών, το κύμα να χτυπάει στον όρμο. Ο Χένρι μουρμουράει
για τα μανικετόκουμπά του. Η κυρία Χόροξ, της οποίας τη
φιλοξενία απολαμβάνουμε απόψε ο Χένρι & εγώ, έστειλε την
υπηρέτριά της να μας πει ότι το δείπνο είναι έτοιμο.

Δευτέρα, 9 Δεκεμβρίου–
Σε συνέχεια της χθεσινής αφήγησης. Αφού σχόλασαν οι
μαθητές της καπνιστικής σχολής (αρκετοί από τους οποίους
παραπατούσαν ζαλισμένοι, ο δάσκαλός τους όμως, ένας
πλανόδιος καπνέμπορας, μας διαβεβαίωσε ότι «Θα πιαστούν
σαν ψάρια στο αγκίστρι σε χρόνο μηδέν!»), η ζέστη είχε κάπως
καταπέσει, αν & το Κέιπ Νάζαρετ ακόμη καιγόταν στην
εκτυφλωτική λιακάδα. Ο κύριος Γουάγκσταφ περπάτησε μαζί
μου στη δασωμένη έκταση που ανέβαινε από το Μπέθλεεμ
Μπέι. Ο μικρότερος γιος ενός υπεφημέριου στο Γκρέιβσεντ, ο
ξεναγός μου από παιδί ελκυόταν από το ιεραποστολικό
λειτούργημα. Η Εταιρεία, έπειτα από συμφωνία με τον ιερέα
Χόροξ, τον έστειλε εντεύθεν να νυμφευτεί μια χήρα του
Νάζαρετ, την Ελίζα, το γένος Μαπλ, & να αναλάβει ρόλο
πατέρα για τον γιο της, τον Ντάνιελ. Ήρθε σε τούτες τις ακτές
τον περασμένο Μάιο.
Οποία τύχη, δήλωσα, να ζει σε τέτοια Εδέμ, η φιλοφρόνησή
μου όμως έπληξε το φρόνημα του νέου. « Έτσι έλεγα τον πρώτο
καιρό, κύριε, τώρα όμως δεν είμαι σίγουρος. Θέλω να πω, η
Εδέμ είναι τόπος καθαρός, εδώ όμως όλα τα ζωντανά είναι
ανεξέλεγκτα, δαγκώνουν & γρατζουνάνε πολύ. Κάθε
παγανιστής που στρέφεται στον Θεό είναι & μια ψυχή που
σώθηκε, το ξέρω, ο ήλιος όμως καίει ακατάπαυστα & τα κύματα
& οι πέτρες είναι μονίμως τόσο φωτεινά, που τα μάτια μου
πονούν μέχρι να έρθει το σούρουπο. Είναι φορές που θα τα
έδινα όλα για μια ομίχλη της Βόρειας Θάλασσας. Ο τόπος
αυτός τις δικές μας ψυχές βαραίνει, για να είμαι ειλικρινής,
κύριε Γιούιν. Η γυναίκα μου είναι εδώ από κοριτσάκι, αυτό
όμως δεν της κάνει τα πράγματα ευκολότερα. Θα περίμενε
κανείς από τους άγριους να νιώθουν ευγνωμοσύνη, θέλω να
πω, τους μορφώνουμε, τους γιατροπορεύουμε, τους
προσφέρουμε δουλειά & ζωή αιώνια! Α, καλά τα λένε τα “Σας
παρακαλώ, κύριε” & “Σας ευχαριστώ, κύριε”, όμως δεν νιώθεις
τίποτα», κοπάνησε την καρδιά του ο Γουάγκσταφ, «εδώ. Ναι,
μπορεί να μοιάζει με την Εδέμ, η Ραϊατέα όμως είναι ένας τόπος
αμαρτωλός, ίδιος με όλους τους άλλους, ναι, φίδια μπορεί να
μην έχει, όμως ο Διάβολος πουλάει την πραμάτεια του εδώ
ακριβώς όπως & οπουδήποτε αλλού. & τα μυρμήγκια! Τα
μυρμήγκια χώνονται παντού. Στο φαγητό σου, στα ρούχα σου,
μέχρι & στη μύτη σου. Αν δεν προσηλυτίσουμε αυτά τα
καταραμένα τα μυρμήγκια, αυτά τα νησιά δεν θα γίνουν ποτέ
πραγματικά δικά μας».
Φτάσαμε στην ταπεινή του κατοικία, φτιαγμένη απ’ τον
πρώτο σύζυγο της γυναίκας του. Ο κύριος Γουάγκσταφ δεν με
προσκάλεσε να μπω, αντιθέτως πήγε ο ίδιος μέσα για να φέρει
ένα φλασκί νερό για τον περίπατό μας. Έκανα μια γύρα στον
μπροστινό κηπάκο, όπου τσάπιζε ένας Μαύρος κηπουρός. Τον
ρώτησα τι καλλιεργούσε.
«Ο Ντέιβιντ είναι μουγγός» μου φώναξε απ’ την πόρτα μια
γυναίκα με φαρδιά, βρομερή ποδιά. Φοβάμαι ότι μόνο ως
αφρόντιστη μπορώ να την περιγράψω ως προς την εμφάνιση &
τους τρόπους της. «& πανίβλακας. Είσαι αυτός ο Άγγλος
γιατρός που μένει με τους Χόροξ».
Εξήγησα ότι ήμουν Αμερικανός συμβολαιογράφος & ρώτησα
αν μιλούσα με την κυρία Γουάγκσταφ.
« Έτσι λένε η αναγγελία του γάμου μου & το στεφανοχάρτι
μου, οπότε ναι».
Είπα ότι ο δρ Γκους δεχόταν επισκέψεις στων Χόροξ, εάν
ήθελε να τον συμβουλευτεί. Τη διαβεβαίωσα ότι ο Χένρι ήταν
άριστος ιατρός.
«Αρκετά άριστος για να με πάρει αποδώ, να μου ξαναφέρει τα
χρόνια που χαράμισα & να με βολέψει στο Λονδίνο με
τριακόσιες λίρες ετήσιες απολαβές;»
Τέτοια αιτήματα ήταν πέραν των δυνάμεων του φίλου μου,
παραδέχτηκα.
«Τότε ο άριστος ιατρός σου δεν μπορεί να με βοηθήσει,
κύριε».
Άκουσα χάχανα στους θάμνους πίσω μου, γύρισα & είδα ένα
πλήθος Μαυράκια (με απορία πρόσεξα τα τόσα ανοιχτόχρωμα
τέκνα επιμειξιών). Δεν έδωσα σημασία στα παιδιά &
ξαναγύρισα για να δω ένα Λευκό αγόρι δώδεκα ή δεκατριών
χρόνων, εξίσου βρομερό με τη μητέρα του, να προσπερνά την
κυρία Γουάγκσταφ, η οποία δεν αποπειράθηκε να το
σταματήσει. Ο γιος της παιδιάριζε εξίσου ντεζαμπιγιέ με τους
ιθαγενείς του φίλους! « Έι, στάσου, νεαρέ» τον επέπληξα, «θα
πάθεις καμιά ηλίαση αν τρεχοκοπάς έτσι όπως είσαι». Τα
γαλανά μάτια του αγοριού έλαμψαν άγρια & η απόκρισή του,
που τη γάβγισε σε κάποια πολυνησιακή γλώσσα, όσο μπέρδεψε
εμένα, άλλο τόσο διασκέδασε τα Μαυράκια, που έκαναν φτερά
σαν σμήνος φλώρων.
Ο κύριος Γουάγκσταφ ήρθε ξοπίσω απ’ το αγόρι, πολύ
ταραγμένος. «Ντάνιελ! Γύρνα! Ντάνιελ! Το ξέρω ότι μ’ ακούς!
Θα σε βουρδουλίσω! Μ’ ακούς; Θα σε βουρδουλίσω!» Γύρισε
κατά τη γυναίκα του. «Κυρία Γουάγκσταφ! Θέλεις να γίνει ο γιος
σου άγριος κι αυτός; Τουλάχιστον κάνε τον να φορέσει κάνα
ρούχο! Τι θα σκέφτεται τώρα ο κύριος Γιούιν;»
Αν εμφιάλωνε κανείς την περιφρόνηση της κυρίας
Γουάγκσταφ για τον νεαρό της σύζυγο, θα μπορούσε να την
πουλήσει για ποντικοφάρμακο. «Ο κύριος Γιούιν θα σκέφτεται
ό,τι θέλει. Έπειτα αύριο θα φύγει με την ωραία γολέτα του &
θα πάρει τις σκέψεις του μαζί του. Σε αντίθεση μ’ εσένα &
εμένα, κύριε Γουάγκσταφ, που θα πεθάνουμε εδώ. Σύντομα, αν
δώσει ο Θεός». Στράφηκε σ’ εμένα. «Ο σύζυγός μου δεν
ολοκλήρωσε ποτέ την εκπαίδευσή του, κύριε, οπότε είμαι στη
θλιβερή θέση να εξηγώ το αυτονόητο, δέκα φορές τη μέρα».
Επειδή αποστρεφόμουν το θέαμα του εξευτελισμού του
κυρίου Γουάγκσταφ στα χέρια της γυναίκας του, έκανα μια
διφορούμενη υπόκλιση & βγήκα απ’ τον φράχτη. Άκουσα
αντρική αγανάκτηση να καταπατείται από γυναικεία
καταφρόνηση & έστρεψα την προσοχή μου σε ένα κοντινό
πουλί, του οποίου το ρεφρέν, στ’ αυτιά μου, ακουγόταν ως
εξής: δεν θα μαρτυρήσει, μπααα… δεν θα μαρτυρήσει…
Με πλησίασε ο ξεναγός μου, ολοφάνερα σκυθρωπός.
«Συγγνώμη, κύριε Γιούιν, τα νεύρα της κυρίας Γουάγκσταφ
είναι τρομερά τσιτωμένα σήμερα. Δεν κοιμάται καλά με τον
καύσωνα & τις μύγες». Τον διαβεβαίωσα ότι το «αιώνιο
απόγευμα» των Νοτίων Θαλασσών βασανίζει ακόμα & τα πιο
γερά σκαριά. Βαδίζαμε κάτω από γλοιώδη φυλλώματα, στον
γκρεμό που όλο στένευε, δηλητηριώδης στην καρποφορία του,
& τριχωτές κάμπιες, στρουμπουλές σαν τον αντίχειρά μου,
έπεφταν απ’ τις θεσπέσιες ελικόνιες.
Ο νεαρός αφηγήθηκε πώς η ιεραποστολή είχε διαβεβαιώσει
την οικογένεια του κυρίου Γουάγκσταφ για την άψογη
ανατροφή της μέλλουσας συζύγου του. Ο ιερέας Χόροξ τους
πάντρεψε μια μέρα μετά την άφιξή του στο Νάζαρετ, ενώ
ακόμη ήταν θαμπωμένος από τη μαγεία των τροπικών. (Ο
λόγος που είχε συναινέσει η Ελίζα Μαπλ σε μια τέτοια
προσυμφωνημένη ένωση παραμένει ασαφής: ο Χένρι υποθέτει
ότι το γεωγραφικό πλάτος & το κλίμα «αλαλιάζουν» το ασθενές
φύλο & το καθιστούν ευεπηρέαστο.) Οι «αναπηρίες» & η
πραγματική ηλικία της κυρίας Γουάγκσταφ, καθώς & ο
ατίθασος χαρακτήρας του Ντάνιελ, φανερώθηκαν πριν καλά
καλά στεγνώσουν οι υπογραφές τους στο πιστοποιητικό του
γάμου. Ο πατριός είχε προσπαθήσει να δείρει τον
κηδεμονευόμενό του, αυτό όμως οδήγησε σε τόσο «μοχθηρές
ανταλλαγές κατηγοριών» τόσο από τη μητέρα όσο & από τον
προγονό, που δεν ήξερε τι να κάνει. Αντί να βοηθήσει τον
κύριο Γουάγκσταφ, ο ιερέας Χόροξ τον επέπληξε για την
ανημπόρια του & η αλήθεια είναι πως εννιά στις δέκα μέρες
ήταν ράκος σαν τον Ιώβ. (Θα συγκρινόταν κάποια από τις
όποιες κακοτυχίες του κυρίου Γουάγκσταφ με ένα παρασιτικό
σκουλήκι που τρώει τους εγκεφαλικούς του πόρους;)
Για να κάνω τον κατηφή νέο να ξεχαστεί με ζητήματα πιο
υλικοτεχνικά, ρώτησα γιατί τέτοια πληθώρα Βίβλων έμεναν
ανέγγιχτες (& τις διάβαζαν μονάχα οι ψείρες του χαρτιού, για
να λέμε την αλήθεια) στην εκκλησία. «Αυτό κανονικά θα
έπρεπε να το πει ο ιερέας Χόροξ, αλλά, με δυο λόγια, η
ιεραποστολή του Μπατάβια Μπέι πρωτομετέφρασε τον Λόγο
του Κυρίου στα πολυνησιακά & με αυτές τις Βίβλους οι
ιθαγενείς ιεραπόστολοι προσηλύτισαν τόσους που ο
πρεσβύτερος Γουίτλοκ –ένας από τους ιδρυτές του Νάζαρετ
που έχει πια πεθάνει– έπεισε την ιεραποστολή να επαναλάβει
εδώ το πείραμα. Είχε, βλέπετε, κάνει μαθητευόμενος κάποτε
σ’ έναν χαράκτη στο Χάιγκεϊτ. Έτσι μαζί με τα όπλα & τα
εργαλεία οι πρώτοι ιεραπόστολοι έφεραν ένα πιεστήριο,
δεσμίδες χαρτί, μπουκάλια μελάνι & σελιδοθέτες. Μέσα σε
δέκα μέρες από τη θεμελίωση του Μπέθλεεμ Μπέι είχαν
τυπωθεί τρεις χιλιάδες αλφαβητάρια για τα ιεραποστολικά
σχολεία, πριν ακόμη σκαφτούν τα περιβόλια. Ακολούθησαν τα
ευαγγέλια του Νάζαρετ που διέδωσαν τον Λόγο από τις Νήσους
της Εταιρείας στις νήσους Κουκ κι αποκεί στην Τόνγκα. Τώρα
όμως το πιεστήριο μαζεύει σκουριά, έχουμε χιλιάδες Βίβλους
που γυρεύουν ιδιοκτήτες, & για ποιο λόγο;»
Δεν μπορούσα να φανταστώ.
«Ανεπάρκεια Ινδιάνων. Τα καράβια φέρνουν αρρωστημένη
σκόνη εδώ, οι Μαύροι την εισπνέουν & πρήζονται απ’ την
αρρώστια & πέφτουν σαν τις σβούρες. Μαθαίνουμε, σε όσους
επιζούν, για τη μονογαμία & τον γάμο, όμως οι ενώσεις τους
δεν είναι γόνιμες». Έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται
πόσοι μήνες έχουν περάσει από την τελευταία φορά που
χαμογέλασε ο κύριος Γουάγκσταφ. «Σκοτώνουμε όσα κανονικά
θα λατρεύαμε & θα γιατρεύαμε» απεφάνθη, «έτσι πάει το
πράγμα, φαίνεται».
Το μονοπάτι τελείωνε πλάι στη θάλασσα, σε μια ετοιμόρροπη
«ράβδο» από μαύρο κοράλλι, είκοσι γιάρδες στο μήκος & ίσα
με δυο άντρες στο ύψος. «Μαράε το λένε» με πληροφόρησε ο
κύριος Γουάγκσταφ. « Έχω ακούσει ότι τα βρίσκεις παντού στις
Νότιες Θάλασσες». Σκαρφαλώσαμε εκεί πάνω & είχα άπλετη
θέα της Προφήτιδας, μια εύκολη «βουτιά» απόσταση αν ήσουν
γερός κολυμβητής. (Ο Φίνμπαρ άδειαζε μια βαρέλα στη
θάλασσα & πήρε το μάτι μου τη μαύρη σιλουέτα του Αουτούα
στη μετζάνα, να μαζεύει τα μαντίκια του πλωριού
κουντρινιού.)
Ρώτησα για την προέλευση & τον λόγο ύπαρξης του μαράε & ο
κύριος Γουάγκσταφ μου απάντησε, συνοπτικά, «Μόλις πριν
από μια γενιά, οι Ινδιάνοι τα ουρλιαχτά τους, τις αιματοχυσίες
& τις θυσίες στα ψευδοείδωλά τους τις έκαναν σε αυτές
ακριβώς τις πέτρες όπου στεκόμαστε». Ο νους μου γύρισε στην
Παραλία των Ομόδειπνων στη νήσο Τσάταμ. «Τώρα οι φύλακες
του Χριστού όποιον Μαύρο πατήσει εδώ το πόδι του τον
μαστιγώνουν γερά. Ή θα τον μαστίγωναν. Τα παιδιά των
ιθαγενών πια ούτε που ξέρουν τα ονόματα των παλιών
ειδώλων. Είναι όλα χαλάσματα πια. Έτσι καταλήγουν όλες οι
πεποιθήσεις κάποτε. Χαλάσματα».
Με αγκάλιασαν τα πέταλα & η ευωδιά της πλουμέριας.

Η διπλανή μου στο τραπέζι του δείπνου ήταν η κυρία


Ντάρμπισιρ, μια χήρα προ πολλού πενηνταρισμένη, πικρή &
σκληρή σαν το χλωρό βελανίδι. «Ομολογώ μια απέχθεια προς
τους Αμερικανούς» μου είπε. «Σκότωσαν τον αγαπημένο θείο
μου τον Σάμιουελ, συνταγματάρχη στο πυροβολικό της Αυτού
Μεγαλειότητας, στον πόλεμο του 1812». Της εξέφρασα τα
(ανεπιθύμητα) συλλυπητήριά μου, πρόσθεσα όμως ότι, παρόλο
που τον δικό μου αγαπημένο θείο τον σκότωσαν Άγγλοι στην
ίδια σύγκρουση, μερικοί από τους πιο στενούς μου φίλους ήταν
Βρετανοί. Ο γιατρός γέλασε πολύ δυνατά & αναφώνησε:
«Ζήτω, Γιούιν!».
Η κυρία Χόροξ άρπαξε το πηδάλιο της συζήτησης πριν
πέσουμε σε ξέρα. «Οι εργοδότες σας επιδεικνύουν μεγάλη
πίστη στα χαρίσματά σας, κύριε Γιούιν, εφόσον σας
εμπιστεύονται επαγγελματικές υποχρεώσεις που καθιστούν
αναγκαίο ένα τόσο μακρύ & κοπιαστικό ταξίδι». Αποκρίθηκα
ότι ναι, ήμουν αρκετά υψηλόβαθμος ως γραφέας ώστε να μου
εμπιστευτούν την παρούσα εργασία μου, αλλά & αρκετά
χαμηλόβαθμος ως συμβολαιογράφος ώστε να είμαι
υποχρεωμένος να τη δεχτώ. Πονηρά πλαταγίσματα της
γλώσσας με επιβράβευσαν για τη σεμνότητά μου.
Αφού είπε την προσευχή ο ιερέας Χόροξ, όταν σερβιρίστηκαν
οι γαβάθες με τη χελωνόσουπα, & ζήτησε την ευλογία του
Θεού για το νέο του επιχειρηματικό εγχείρημα με τον
καπετάνιο Μολινό, άρχισε το κήρυγμα για ένα πολυαγαπημένο
ζήτημα όσο τρώγαμε. «Ανέκαθεν πίστευα ανυποχώρητα ότι ο
Θεός, στον Εκπολιτιστικό μας Κόσμο, φανερώνεται όχι μέσα
από τα Θαύματα της Βιβλικής Εποχής, αλλά μέσα από την
Πρόοδο. Η Πρόοδος είναι αυτή που οδηγεί την Ανθρωπότητα,
σκαλί το σκαλί, στον Θεό. Δεν είναι η Κλίμακα του Ιακώβ
ετούτη, όχι, αλλά η “Κλίμακα του Πολιτισμού”, αν θέλετε.
Ψηλότερα απ’ όλες τις φυλές σε αυτή την κλίμακα βρίσκεται ο
Αγγλοσάξονας. Οι Λατίνοι είναι ένα δυο σκαλιά παρακάτω.
Ακόμα χαμηλότερα είναι οι Ασιάτες – φυλή πολύ εργατική,
αυτό δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί, της λείπει ωστόσο η
άρια γενναιότητά μας. Οι σινολόγοι επιμένουν ότι αγωνίζονταν
κάποτε να μεγαλουργήσουν, βλέπετε όμως πουθενά κανέναν
Σαίξπηρ με κίτρινο δέρμα, ε, ή κανέναν Ντα Βίντσι με μάτια
αμυγδαλωτά; Αντιλαβού; Αντιλαβού. Ακόμα πιο χαμηλά
έχουμε τον Νέγρο. Ο πράος μπορεί να εκπαιδευτεί ώστε να
εργάζεται αποδοτικά, ο ταραξίας όμως είναι ο διάβολος
προσωποποιημένος! Ο Αμερικανός Ινδιάνος είναι & αυτός
ικανός για χρήσιμες αγγαρείες στα καλιφορνέζικα barrios,108 έτσι
δεν είναι, κύριε Γιούιν;»
Είπα ότι έτσι είναι.
«Οι Πολυνήσιοί μας τώρα. Ο επισκέπτης στην Ταϊτή, τη
Χαβάη, ή & το Μπέθλεεμ, εδώ που τα λέμε, θα συμφωνήσει
ότι ένας Πολυνήσιος μπορεί, με προσεκτική εκπαίδευση, να
κάνει κτήμα του τα “Α-Β-Γ” της γραφής, της αριθμητικής & της
ευσέβειας, ξεπερνώντας έτσι τους Νέγρους, για να
συναγωνιστεί τους Ασιάτες σε εργατικότητα».
Ο Χένρι τον διέκοψε για να επισημάνει ότι οι Μαορί έχουν
φθάσει στο «Δ-Ε-Ζ» της εμποροκρατίας, της διπλωματίας & της
αποικιοκρατίας.
«Που αποδεικνύει τους ισχυρισμούς μου. Τελευταίες,
κατώτερες & αμελητέες είναι οι “Αδιόρθωτες Φυλές”, οι
Αυστραλοί Αβορίγινες, οι Παταγόνιοι, διάφοροι αφρικανικοί
λαοί, &λπ, μόλις ένα σκαλί πιο πάνω από τους ανθρωπίδες &
τόσο αδιάλλακτοι απέναντι στην Πρόοδο που, σαν τα
μαστόδοντα & τα μαμούθ, φοβούμαι πως μια ταχεία “ώθηση εκ
της κλίμακας” –κατά το παράδειγμα των εξαδέλφων τους, των
Γουάντσε των Καναρίων Νήσων & των Τασμανών– είναι η πιο
συμπονετική προοπτική».
«Εννοείτε» είπε ο καπετάνιος Μολινό, αποτελειώνοντας τη
σούπα του, «τον αφανισμό;».
«Αυτό εννοώ, καπετάνιε, αυτό εννοώ. Ο Νόμος της Φύσης &
η Πρόοδος συμπορεύονται. Ο αιώνας μας θα δει τις φυλές της
ανθρωπότητας να εκπληρώνουν τις προφητείες εκείνες που
είναι γραμμένες στα φυλετικά τους χαρακτηριστικά. Οι
ανώτεροι θα περιορίσουν τους υπερπληθείς αγρίους στους
φυσικούς τους αριθμούς. Ίσως επακολουθήσουν δυσάρεστες
καταστάσεις, οι γενναίοι τω πνεύματι ωστόσο θα πρέπει να
μείνουν ακλόνητοι. Μια εξαίσια τάξη θα επακολουθήσει, όπου
όλες οι φυλές θα γνωρίζουν &, ναι, θα αποδέχονται, τη θέση
τους στη θεία κλίμακα του πολιτισμού. Το Μπέθλεεμ Μπέι μας
προσφέρει μια ιδέα της επερχόμενης αυγής».
«Μακάρι, ιερέα» αποκρίθηκε ο καπετάνιος Μολινό. Ένας
κύριος Γκόσλινγκ (μνηστήρας της μεγαλύτερης κόρης του ιερέα
Χόροξ) έτριβε τα χέρια του με γλοιώδη θαυμασμό. «Με όλο το
θάρρος, κύριε, αλλά μου φαίνεται σχεδόν… ναι, απώλεια που
δεν δημοσιεύετε το θεώρημά σας, κύριε. “Η Πολιτιστική
Κλίμακα του Χόροξ” θα άναβε φωτιές στη Βασιλική Εταιρεία!»
Ο ιερέας Χόροξ είπε: «Όχι, κύριε Γκόσλινγκ, εμένα η θέση
μου είναι εδώ. Ο Ειρηνικός θα πρέπει να βρει άλλον Ντεκάρτ,
άλλον Κιβιέ».
«Σοφό εκ μέρους σας, ιερέα», ο Χένρι σκότωσε στις παλάμες
του ένα ιπτάμενο έντομο & εξέτασε τα απομεινάρια, «που δεν
τις πολυλέτε αυτές τις σκέψεις».
Ο οικοδεσπότης μας δεν κατάφερε να κρύψει την ενόχλησή
του. «Γιατί;»
«Διότι, αν το καλοσκεφτούμε, είναι προφανές ότι
περιττεύουν τα “θεωρήματα” εκεί που θα αρκούσε ένας απλός
νόμος».
«& ποιος είναι αυτός ο νόμος, κύριε;»
«Ο πρώτος από τους “Δύο Νόμους της Επιβίωσης κατά
Γκους”. Πάει έτσι: “Με του αδύναμου τη σάρκα, κάνει ο
δυνατός την μπάκα”».
«Μα ο “απλός νόμος” σας αγνοεί το θεμελιώδες μυστήριο:
“Γιατί εξουσιάζουν τον κόσμο οι λευκές φυλές;”»
Ο Χένρι χαχάνισε & γέμισε ένα αόρατο μουσκέτο, σκόπευσε
την κάννη, μισόκλεισε το μάτι & έπειτα αιφνιδίασε την
ομήγυρη με ένα «Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! Βλέπετε; Του την
έφερα πριν προλάβει να φυσήξει το φυσοκάλαμό του!».
Η κυρία Ντάρμπισιρ έβγαλε ένα αναστατωμένο «Α!».
Ο Χένρι ανασήκωσε τους ώμους. «Πού είναι το θεμελιώδες
μυστήριο;»
H καλή διάθεση του ιερέα Χόροξ είχε χαθεί. «Υπονοείτε ότι οι
λευκές φυλές κυβερνούν την υδρόγειο όχι διά της θείας χάρης
αλλά διά του μουσκέτου; Ένας τέτοιος ισχυρισμός όμως δεν
είναι παρά το ίδιο μυστήριο με άλλο περίβλημα! Πώς έγινε
λοιπόν & το μουσκέτο το έχει ο Λευκός & όχι, ας πούμε, ο
Εσκιμώος ή ο Πυγμαίος, αν όχι χάρη στο απαράβατο θέλημα
του Παντοδύναμου;»
Ο Χένρι απάντησε: «Τα όπλα μας δεν μας έπεσαν στα χέρια
από το πουθενά. Δεν είναι μάννα εκ του ουρανού του Σινά. Από
τη μάχη του Αζενκούρ, ο Λευκός βελτιώνει & εξελίσσει την
επιστήμη της πυρίτιδας, ώστε οι σύγχρονοι στρατοί μας να
παρατάσσουν δεκάδες χιλιάδες μουσκέτα! “Αχά!” θα ρωτήσετε,
ναι, “όμως γιατί εμείς οι Άριοι; Γιατί όχι οι Μονόποδες της
Μεσοποταμίας ή οι Μανδραγόρες του Μαυρίκιου;”. Επειδή,
ιερέα, απ’ όλες τις φυλές του κόσμου, η αγάπη μας –ή,
καλύτερα, η αδηφαγία μας– για θησαυρούς, χρυσάφια, μπαχάρια
& εξουσία, αχ, πάνω απ’ όλα, για τη γλυκιά εξουσία, είναι η
πιο παθιασμένη, η πιο διψασμένη, η πιο αδίστακτη! Αυτή η
αδηφαγία, ναι, κινεί την Πρόοδό μας· με στόχο κολασμένο ή
θεϊκό δεν το γνωρίζω. Μήτε εσείς το γνωρίζετε, κύριε. Μήτε
με νοιάζει ιδιαίτερα. Εγώ απλώς νιώθω ευγνωμοσύνη που ο
Πλάστης μου με έβαλε με τους νικητές».
Η ευθύτητα του Χένρι παρεξηγήθηκε για αγένεια & ο ιερέας
Χόροξ, ο Ναπολέων της ισημερινής του Έλβας, ροδοκοκκίνιζε
απ’ την αγανάκτηση. Επαίνεσα τη σούπα της οικοδέσποινάς
μας (αν & στην πραγματικότητα η λαχτάρα μου για το
παρασιτοκτόνο μού καθιστά δύσκολο να φάω οτιδήποτε πέραν
των απλούστερων γευμάτων) & ρώτησα αν οι χελώνες
προέρχονταν από κοντινές παραλίες ή είχαν εισαχθεί από
τόπους μακρινούς.

Αργότερα, ξαπλωμένος στο αποπνικτικό σκοτάδι, με γκέκο να


μας κρυφακούνε, ο Χένρι εκμυστηρεύθηκε ότι οι επισκέψεις
που δεχόταν όλη τη μέρα ήταν μια «παρέλαση υστερικών
ηλιοκαμένων γυναικών που δεν θέλουν φάρμακα αλλά
καλτσοποιούς, πιλοποιούς, αρωματοπωλεία & λοιπά φτιασίδια
του φύλου τους»! Οι «συμβουλές του», επεξήγησε, ήταν κατά
ένα μέρος ιατρική, κατά εννέα μπούρου μπούρου. «Ορκίζονται
ότι οι άντρες τους βατεύουν τις ντόπιες & ζουν με τον τρόμο
μην κολλήσουν “κάτι”. Έβγαζαν τα μαντίλια με τη σειρά».
Οι εκμυστηρεύσεις του με έφεραν σε αμηχανία & τόλμησα να
του συστήσω να επιδεικνύει λίγη αυτοσυγκράτηση κατά τις
διαφωνίες του με τον οικοδεσπότη μας. «Αγαπητέ μου Άνταμ,
επέδειξα αυτοσυγκράτηση, & μάλιστα ουκ ολίγη! Να τι ήθελα να
φωνάξω στον γεροξεκούτη: “Γιατί να παίζουμε με την ωμή
αλήθεια πως στέλνουμε τις πιο σκούρες φυλές στον τάφο πριν
την ώρα τους για να τους πάρουμε τη γη & τα πλούτη τους; Οι
λύκοι δεν κάθονται στις σπηλιές τους να σκαρφίζονται
παραζαλισμένες θεωρίες περί φυλής για να δικαιολογηθούν
που κατασπάραξαν το κοπάδι με τα πρόβατα! ‘Γενναίοι τω
πνεύματι;’ Η πραγματική πνευματική γενναιότητα είναι να
ξεφορτωθούμε αυτά τα φύλλα συκής & να παραδεχτούμε ότι
όλοι οι λαοί είναι αρπακτικά, αλλά οι Λευκοί άρπαγες, με το
θανάσιμο ντουέτο μας της ασθένειας & των πυροβόλων,
είμαστε πρότυπα απαράμιλλης αρπακτικότητας, & τι έγινε μ’
αυτό;”»
Με στενοχωρεί που ένας αφοσιωμένος θεραπευτής & πράος
χριστιανός γίνεται να υποκύπτει σε τέτοιο κυνισμό. Ζήτησα να
μάθω τον Δεύτερο Νόμο της Επιβίωσης κατά Γκους. Ο Χένρι
χαμογέλασε στο σκοτάδι & ξερόβηξε, «Ο δεύτερος νόμος της
επιβίωσης λέει πως δεν υπάρχει δεύτερος νόμος. Ή θα φας ή θα
φαγωθείς. Τέλος». Λίγο αργότερα άρχισε να ροχαλίζει, εμένα
όμως το Σκουλήκι μου με κράτησε ξύπνιο ώσπου άρχισε να
σβήνει το φως των αστεριών. Στα σεντόνια μου έτρωγαν &
αλαφροπατούσαν τα γκέκο.

Η αυγή ήταν υγρή & άλικη σαν τη μαρακουγιά. Ιθαγενείς,


άντρες & γυναίκες, σέρνονταν στην «Κεντρική Οδό» προς τις
φυτείες της Εκκλησίας πάνω στον λόφο, όπου δούλευαν ώσπου
να γίνει ανυπόφορη η κάψα του απογεύματος. Πριν έρθει η
λέμβος που θα μετέφερε τον Χένρι & εμένα πίσω στην
Προφήτιδα, πήγα να δω τους εργάτες να ξεβοτανίζουν την
κόπρα. Από σύμπτωση έτυχε να τους επιτηρεί ο κύριος
Γουάγκσταφ αυτό το πρωί & έβαλε έναν μικρό ιθαγενή να μας
φέρει γάλα καρύδας. Κρατήθηκα & δεν ρώτησα για την
οικογένειά του & ούτε & αυτός τους ανέφερε. Έχει μαστίγιο,
«σπανίως όμως το χρησιμοποιώ, γι’ αυτό έχουμε τους Φύλακες
του Βασιλέως Χριστού. Εγώ απλώς εποπτεύω τους επόπτες».
Τρεις εξ αυτών των στελεχών επόπτευαν τους ομοίους τους,
πρωτοστατώντας στους ύμνους (στεριανές εκδοχές θαλασσινών
τραγουδιών) & επιπλήττοντας τους χασομέρηδες. Ο κύριος
Γουάγκσταφ είχε λιγότερη διάθεση για κουβέντα από χθες &
άφησε τις φιλοφρονήσεις μου να καταπέσουν σε σιωπή, που τη
διέκοπταν μονάχα οι ήχοι της ζούγκλας & των εργατών.
«Σκλαβώσαμε λαούς ελεύθερους, αυτό δεν σκέφτεστε;»
Απέφυγα την ερώτηση λέγοντας ότι ο κύριος Χόροξ είχε
εξηγήσει πως με τον κόπο τους πλήρωναν τα οφέλη της
Προόδου που προσέφερε η ιεραποστολή. Ο κύριος Γουάγκσταφ
δεν με άκουσε. «Είναι μια φυλή μυρμηγκιών που λέγονται
υποδουλωτές.109 Τα έντομα αυτά κάνουν επιδρομές στις
αποικίες των κοινών μυρμηγκιών, τους κλέβουν τα αυγά & τα
παίρνουν στις δικές τους φωλιές, & αφού αυτά εκκολαφθούν,
ε, τότε, οι κλεμμένοι σκλάβοι γίνονται εργάτες στην ευρύτερη
αυτοκρατορία, & ούτε καν φαντάζονται πως τους είχαν κλέψει.
Τώρα, αν θέλετε τη γνώμη μου, ο Kύριος Ιεχωβάς εποίησε αυτά
τα μυρμήγκια ως υπόδειγμα, κύριε Γιούιν». Το βλέμμα του
κυρίου ήταν έμπλεο του αρχαίου μέλλοντος. «Για όσους έχουν
μάτια & βλέπουν».
Οι άνθρωποι με άστατο χαρακτήρα με ταράζουν & ο κύριος
Γουάγκσταφ ήταν τέτοιος άνθρωπος. Εξήγησα ότι έπρεπε να
πηγαίνω & προχώρησα στον επόμενο σταθμό μου, ήτοι τη
σχολική αίθουσα. Εδώ, ανήλικοι Ναζωραίοι & των δύο
αποχρώσεων μελετούν τις Γραφές, την αριθμητική & την
αλφάβητό τους. Η κυρία Ντάρμπισιρ διδάσκει τα αγόρια & η
κυρία Χόροξ τα κορίτσια. Το απόγευμα τα Λευκά παιδιά έχουν
τρεις επιπλέον ώρες διδασκαλίας με ύλη αρμόζουσα στην
κοινωνική τους θέση (αν & o Ντάνιελ Γουάγκσταφ, μια φορά,
φαίνεται να έμεινε απρόσβλητος από τα τεχνάσματα των
δασκάλων του), ενώ οι πιο σκουρόχρωμοι φίλοι τους πηγαίνουν
να δουλέψουν στα χωράφια με τους γονείς τους πριν από τον
εσπερινό των καθημερινών.
Έδωσαν προς τιμήν μου μια σύντομη παράσταση. Δέκα
κορίτσια, πέντε Λευκά, πέντε Μαύρα, απήγγειλαν από μια
Εντολή η καθεμία. Έπειτα τραγούδησαν για μένα το «Αχ! Τι
χαρούμενο το σπίτι όπου Σ’ αγαπούν», με την κυρία Χόροξ να
ακομπανιάρει σε ένα όρθιο πιάνο με παρελθόν ενδοξότερο του
παρόντος του. Στη συνέχεια, τα κορίτσια κλήθηκαν να κάνουν
ερωτήσεις στον επισκέπτη, όμως μόνο Λευκές δεσποινίδες
σήκωσαν τα χέρια τους. «Κύριε, γνωρίζετε τον Τζορτζ
Ουάσινγκτον;» (Φευ, όχι.) «Πόσα άλογα έχει η άμαξά σας;» (Ο
πεθερός μου διαθέτει τέσσερα, εγώ όμως προτιμώ να ταξιδεύω
έφιππος.) Η μικρότερη με ρώτησε: «Παθαίνουν πονοκέφαλο τα
μυρμήγκια;». (Αν δεν είχαν κάνει την ερωτώσα να βάλει τα
κλάματα τα χάχανα των συμμαθητριών της, ακόμη εκεί θα
ήμουν να σκέφτομαι την ερώτηση.) Είπα στις μαθήτριες να
ακολουθούν τη Βίβλο & να υπακούν τους μεγαλύτερούς τους,
& έπειτα έφυγα. Η κυρία Χόροξ μου είπε ότι κάποτε στους
αναχωρούντες πρόσφεραν γιρλάντες από πλουμέρια, όμως οι
πρεσβύτεροι της ιεραποστολής έκριναν ότι οι γιρλάντες είναι
ανήθικες. «Επιτρέπεις τις γιρλάντες σήμερα, αύριο θα θέλουν
χορούς. Αν αρχίσουν τους χορούς αύριο…» Αναρίγησε.
Κρίμα.

Το μεσημέρι το πλήρωμα είχε τελειώσει το φόρτωμα &


πινελάριζαν την Προφήτιδα απ’ τον κόλπο με ανέμους
δυσμενείς. Ο Χένρι & εγώ έχουμε αποσυρθεί στον μεσόδομο
για να αποφύγουμε το κατάβρεγμα & το βρισίδι. Ο φίλος μου
γράφει ένα επικό ποίημα με βυρωνικές στροφές110 & τίτλο «Η
αληθινή ιστορία του Αουτούα, του τελευταίου Μοριορί» &
διακόπτει τα γραψίματά μου για να ρωτήσει για τις ομοιο­-
καταληξίες: «Αιμάτινων ποταμών»; «Ποτάμια λασπών;»
«Ρομπέν των Δασών;»
Θυμάμαι τα εγκλήματα που προσάπτει ο κύριος Μέλβιλ στους
ιεραπόστολους του Ειρηνικού στο πρόσφατο χρονικό του για
τους Ταϊπί.111 Δεν γίνεται, άραγε, όπως οι μάγειρες, οι γιατροί,
οι συμβολαιογράφοι, οι κληρικοί, οι καπετάνιοι & οι
βασιλιάδες, να είναι μερικοί ευαγγελιστές καλοί & μερικοί
κακοί; Ίσως οι Ινδιάνοι των Νήσων της Εταιρείας & των
Τσάταμ να ήταν ευτυχέστεροι αν «δεν είχαν ανακαλυφθεί», μα
λέγοντάς το αυτό, ζητάς τον ουρανό με τ’ άστρα. Να μην
επιδοκιμάσουμε τις προσπάθειες του κυρίου Χόροξ & των
συντρόφων του να βοηθήσουν την αναρρίχηση του Ινδιάνου
στην «Πολιτιστική Κλίμακα»; Δεν είναι η αναρρίχηση η μόνη
τους σωτηρία;
Δεν γνωρίζω την απάντηση, ούτε πού πήγε η σιγουριά της
νιότης μου.
Κατά τη διανυκτέρευσή μου στο πρεσβυτέριο των Χόροξ,
διέρρηξε το φέρετρό μου ένας ληστής, & επειδή ο αχρείος δεν
έβρισκε το κλειδί για το ξύλινο σεντούκι μου (το έχω
κρεμασμένο στον λαιμό μου), προσπάθησε να παραβιάσει την
κλειδαριά. Αν το είχε καταφέρει, οι τίτλοι ιδιοκτησίας & τα
έγγραφα του κυρίου Μπάζμπι θα ήταν τώρα τροφή για τους
ιππόκαμπους. Πώς θα ήθελα να ήταν ο καπετάνιος από την
ίδια φερέγγυα πάστα με τον καπετάνιο Μπιλ! Δεν τολμώ να
δώσω στον καπετάνιο Μολινό τα τιμαλφή μου για φύλαξη & ο
Χένρι με προειδοποίησε να μην «ξεσηκώσω θύελλα»
αναφέροντας το ζήτημα της απόπειρας στον κύριο
Μπουρχάαβε, μην & εξωθήσει η έρευνα κάθε κλέφτη στο
κατάστρωμα να δοκιμάσει την τύχη του όποτε δεν είμαι εκεί.
Μάλλον έχει δίκιο.

Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου–
Σήμερα το μεσημέρι ο ήλιος έπεφτε κάθετα & ξαμολήθηκε
αυτή η εθιμική απατεωνιά που είναι γνωστή ως «Πέρασμα της
Γραμμής», κατά την οποία οι «Παρθένες» (τα μέλη του
πληρώματος που διασχίζουν για πρώτη φορά τον ισημερινό)
υπομένουν διάφορα καψόνια & πατητές, κατά την κρίση των
καραβόσκυλων-τελεταρχών. Ο συνετός καπετάνιος Μπιλ δεν
χαράμισε χρόνο για τέτοια κατά το ταξίδι μου προς την
Αυστραλία, οι ναύτες όμως της Προφήτιδας δεν εννοούσαν να
στερηθούν την πλάκα τους. (Θεωρούσα ότι κάθε υποψία
«πλάκας» είναι ανάθεμα για τον κύριο Μπουρχάαβε, ώσπου
είδα τι φρικαλεότητες εμπεριείχαν αυτές οι «διασκεδάσεις»). Ο
Φίνμπαρ μας προειδοποίησε ότι οι δυο «Παρθένες» ήταν ο
Ράφαελ & ο Στραβομαντζαφλάρης. Ο δεύτερος είχε δυο χρόνια
στη θάλασσα, μα έκανε μόνο τη ρότα Σίδνεϊ-Κέιπ Τάουν.
Κατά τη δίωρη βάρδια οι άντρες κρέμασαν μια τέντα πάνω
απ’ το πλωριό κατάστρωμα & μαζεύτηκαν γύρω απ’ το
αργανέλο, όπου ο «Βασιλιάς Ποσειδώνας» (ο Πόκοκ,
ενδεδυμένος έναν εξωφρενικό μανδύα και ένα σφουγγαρόπανο
για περούκα) έστεκε στο επίκεντρο της προσοχής. Οι Παρθένες
ήταν δεμένες στα καπόνια ωσάν Άγιοι Σεβαστιανοί. «Ε,
Χασάπη & κύριε Καλαμαροψώλη!» φώναξε ο Πόκοκ όταν είδε
τον Χένρι & εμένα. « Ήρθατε να διασώσετε τις παρθένες
αδελφές μας από τον κακαδόδρακό μου;» O Πόκοκ χόρευε με
μια κέστρα κατά τρόπο χυδαίο & οι ναυτικοί βαρούσαν
παλαμάκια με λάγνα γέλια. Ο Χένρι, γελώντας, απάντησε ότι
τις δικές του παρθένες τις ήθελε χωρίς γένια. H πληρωμένη
απάντηση του Πόκοκ για τα γένια των παρθένων παραείναι
άσεμνη για να την καταγράψω.
H Αυτού Οστρακόμορφη Μεγαλειότης ξαναστράφηκε στα
θύματά της. «Στραβομαντζαφλάρη της Πόλης του Ακρωτηρίου,
Ραφ κακόφημε της Πόλης του Κρατητηρίου, είστε έτοιμοι να
μπείτε στο Τάγμα των Υιών του Ποσειδώνα;» Ο Ράφαελ, με το
παιδιάστικό του πνεύμα να έχει μερικώς αποκατασταθεί από
τις φαιδρότητες, αποκρίθηκε με ένα σβέλτο «Μάλιστα,
άρχοντά μου!». Ο Στραβομαντζαφλάρης έγνεψε κακόκεφα. Ο
Ποσειδώνας βροντοφώναξε: «Όοοοοοχι! Μονάχα όταν
ξυρίσουμε τ’ αναθ—να τα λέπια σας, τεμπελόσκυλα! Φέρτε μου
την κρέμα ξυρίσματος!». Ο Τόργκνι ανέβηκε τρέχοντας με έναν
κουβά πίσσα, που την άπλωσε στα πρόσωπα των αιχμαλώτων
με πινέλο. Έπειτα πρόβαλε ο Γκάνσι, ντυμένος Βασίλισσα
Αμφιτρίτη, & έβγαλε την πίσσα με το ξυράφι. Ο άντρας από το
Κέιπ έβριζε ουρλιάζοντας, κάτι που επέφερε μεγάλη ευθυμία &
ουκ ολίγα «στραβοπατήματα» του ξυραφιού. Ο Ράφαελ είχε
μυαλό αρκετό για να υπομείνει τη δοκιμασία του βουβός.
«Καλύτερα, καλύτερα» γρύλισε ο Ποσειδώνας, πριν φωνάξει:
«Δέστε τους τα μάτια & φέρτε τον Κακόφημο Νεαρό στο
δικαστήριό μου!».
Το «δικαστήριο» τούτο ήταν ένα βαρέλι αλατόνερο, όπου
βούτηξαν τον Ράφαελ με το κεφάλι ενώ το πλήρωμα μετρούσε
ως το είκοσι, για να προστάξει στη συνέχεια ο Ποσειδώνας
τους «αυλικούς» του: «Ψαρέψτε τον καινούργιο μου υπήκοο!».
Του έβγαλαν το μαντίλι απ’ τα μάτια & το αγόρι έγειρε πάνω
στο παραπέτο για να συνέλθει απ’ το καψόνι.
Ο Στραβομαντζαφλάρης ήταν πιο απρόθυμος στη
συγκατάθεσή του, φωνάζοντας «Κάτω τα χέρια σας, ρε αρχ—
δια!». Ο Βασιλιάς Ποσειδώνας αλληθώρισε με αποτροπιασμό.
«Αυτό το βρομόστομα θέλει σαράντα μετρημένα μέσα στη
σαλαμούρα, παλικάρια, όπως σας βλέπω & με βλέπετε!»
Αφού μέτρησαν ως το σαράντα, σήκωσαν τον Νοτιοαφρικανό,
που μούγκριζε: «Θα σας σκοτώσω όλους, γουρούνια, τ’
ορκίζομαι, θα–». Προς ευχαρίστηση όλων, τον ξαναβύθισαν ως
το σαράντα. Όταν ο Ποσειδώνας διακήρυξε ότι είχε εκτίσει την
ποινή του, εκείνος το μόνο που μπορούσε πια να κάνει ήταν να
αγκομαχά & να αναγουλιάζει αδύναμα. Ο κύριος Μπουρχάαβε
τώρα έδωσε τέλος στα παιδιαρίσματα & οι νεότεροι Υιοί του
Ποσειδώνα καθάρισαν τα πρόσωπά τους με στουπί & μια πλάκα
σαπούνι.
Στο δείπνο ο Φίνμπαρ ακόμη χαχάνιζε. Εμένα η βαναυσότητα
ουδέποτε με έχει κάνει να χαμογελάσω.

Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου–
Φολιδωτή θάλασσα, μήτε το παραμικρό αεράκι σχεδόν, η
θερμοκρασία παραμένει γύρω στους τριάντα δύο βαθμούς. Οι
άντρες έπλυναν τις μπράντες τους & τις έδεσαν στα σχοινιά για
να στεγνώσουν. Οι πονοκέφαλοί μου κάθε μέρα αρχίζουν &
νωρίτερα & ο Χένρι για άλλη μια φορά μού αύξησε τη δόση του
παρασιτοκτόνου. Παρακαλάω να μη στερέψει το απόθεμά του
πριν ρίξουμε άγκυρα στη Χαβάη, διότι χωρίς αυτό ο πόνος θα
μου διέλυε το κρανίο. Όταν δεν είναι εδώ, ο γιατρός μου
καταγίνεται με τα πολλά κρούσματα ερυσιπέλατος & χολέρας
στην Προφήτιδα.
Την άστατη απογευματινή σιέστα τη διέκοψαν φωνές, βγήκα
λοιπόν στο κατάστρωμα & είδα εκεί να πιάνουν & να
ανεβάζουν αμπόρδο έναν νεαρό καρχαρία. Σπαρταρούσε στα
λαμπερά ρουμπινί υγρά του για κάμποση ώρα πριν τον
ανακηρύξει ο Γκάνσι πέρα για πέρα νεκρό. Το στόμα & τα
μάτια του μου θύμισαν τη μητέρα της Τίλντα. Ο Φίνμπαρ
έκοψε το κουφάρι στο κατάστρωμα & παραδόξως δεν έκανε
τελείως πετσί τη ζουμερή του σάρκα στο μαγειρείο του
(μπακαλιά­ρος με κάτι το ξυλώδες). Οι πιο προληπτικοί ναύτες
απέρριψαν τη λιχουδιά αυτή, υποστηρίζοντας ότι είναι γνωστό
πως οι καρχαρίες τρώνε ανθρώπους, επομένως το να φας
καρχαρία αποτελεί κανιβαλισμό δι’ αντιπροσώπου. Ο κύριος
Σάικς πέρασε ένα εποικοδομητικό απόγευμα φτιάχνοντας
γυαλόχαρτο από τη δορά του μεγάλου ψαριού.

Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου–
Γίνεται άραγε να παχαίνουν οι κατσαρίδες τρώγοντάς με στον
ύπνο μου; Σήμερα το πρωί με ξύπνησε μία έτσι όπως
περπατούσε στο πρόσωπό μου & προσπαθούσε να φάει το
ρουθούνι μου. Αλήθεια, ήταν δεκαπέντε εκατοστά στο μάκρος!
Με κατέλαβε μία σφοδρή επιθυμία να σκοτώσω το γιγάντιο
έντομο, στη στενόχωρη, σκοτεινή καμπίνα μου όμως, ήταν σε
θέση πλεονεκτική. Παραπονέθηκα στον Φίνμπαρ, που με
παρότρυνε να πληρώσω ένα δολάριο για έναν ειδικά
εκπαιδευμένο «κατσαριδαρουραίο». Έπειτα, αναμφίβολα, θα
θέλει να μου πουλήσει μια «αρουρόγατα» για να υπερνικήσει
τον κατσαριδαρουραίο, & ύστερα θα χρειαστώ ένα
γατολαγωνικό & ποιος ξέρει πώς θα τελειώσει όλο αυτό;

Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου–
Ζεσταίνομαι, ζεσταίνομαι τόσο, που λιώνω & τρώγομαι &
φουσκαλιάζω. Με ξύπνησαν πουρνό θρήνοι εκπεσόντων
αγγέλων. Άκουγα απ’ το φέρετρό μου, ενώ τα δευτερόλεπτα
απλώνονταν & γίνονταν λεπτά, & αναρωτιόμουν ποια νέα
μοχθηρία κατεργαζόταν το Σκουλήκι μου, ώσπου άκουσα μια
βροντερή φωνή από πάνω: «Να τη, ξεφυσάει!». Άνοιξα το
φινιστρίνι μου αλλά ακόμη παραήταν σκοτεινά για να δω
καθαρά, έτσι παρά την αδυναμία μου με ανάγκασα να ανέβω
τη σκάλα. «Εκεί, κύριε, εκεί!» Ο Ράφαελ με έπιασε από τη
μέση με το ένα χέρι ενώ έδειχνε με το άλλο. Γραπώθηκα σφιχτά
απ’ την κουπαστή, καθότι πλέον τα πόδια μου δεν με βαστάνε.
Το αγόρι ακόμη έδειχνε. «Εκεί. Δεν είναι υπέροχες, κύριε;»
Στο φως του λυκαυγούς είδα αφρό, μόλις στα δέκα μέτρα απ’
τα δεξιά της πλώρας. «Κοπάδι των έξι!» φώναξε ο Αουτούα από
ψηλά. Άκουσα τα κήτη να αναπνέουν, έπειτα ένιωσα τα
σταγονίδια του αφρού να μας καταβρέχουν! Συμφώνησα με το
αγόρι, είναι πράγματι μεγαλειώδες θέαμα. Μία πετάχτηκε
πάνω, & έπειτα ξαναβυθίστηκε κάτω απ’ τα κύματα. Η δίλοβη
ουρά της διαγραφόταν στο φως της ροδοφίλητης αυγής. «Κρίμα
που δεν είμαστε φαλαινοθηρικό, λέω» σχολίασε ο Νιούφι. «Η
μεγάλη μόνο θα έχει εκατό βαρέλια σπαρματσέτο!» Ο Πόκοκ
ξέσπασε: «Εγώ πάλι όχι! Έκανα σε φαλαινοθηρικό μια φορά, &
χειρότερο αγριάνθρωπο απ’ τον καπετάνιο δεν έχεις ξαναδεί,
έτσι που κείνα τα τρία χρόνια κάνουνε την Προφήτιδα να μοιάζει
κυριακάτικη βαρκάδα!».
Έχω γυρίσει στο φέρετρό μου & αναπαύομαι. Διερχόμαστε μια
περιοχή γεμάτη μεγάπτερες φάλαινες. Η φωνή «Να τη,
ξεφυσά!» ακούγεται πλέον τόσο συχνά που κανείς δεν κάνει
τον κόπο να κοιτάξει. Τα χείλη μου είναι ξερά & σκασμένα.
Η μονοτονία έχει χρώμα γαλάζιο.

Παραμονή Χριστουγέννων–
Θύελλα & θαλασσοταραχή & πολύ μπότζι. Το δάχτυλό μου έχει
πρηστεί τόσο πολύ, που ο Χένρι αναγκάστηκε να κόψει τη βέρα
μου για να μη σταματήσει η κυκλοφορία & προκληθεί έτσι
υδρωπικία. Η απώλεια του συμβόλου αυτού του δεσμού μου με
την Τίλντα με καταρράκωσε απροσμέτρητα. Ο Χένρι με
κατσαδιάζει που είμαι τέτοιο «στουρνάρι» & επιμένει ότι η
γυναίκα μου θα έβαζε την υγεία μου πιο πάνω από ένα
δεκαπενθήμερο χωρίς ένα δαχτυλίδι. Η βέρα βρίσκεται στη
φύλαξη του γιατρού μου, καθώς γνωρίζει έναν Ισπανό
χρυσοχόο στη Χονολουλού που θα την επιδιορθώσει σε λογική
τιμή.

Ανήμερα Χριστούγεννα–
Η χθεσινή θύελλα έφερε μεγάλη φουσκοθαλασσιά. Την αυγή,
τα κύματα θύμιζαν οροσειρές με χρυσωμένες κορυφές, καθώς
ηλιαχτίδες έπεφταν λοξά κάτω από νέφη βυσσινιά.
Επιστράτευσα όλο μου το σθένος για να πάω στο καρέ όπου
βρίσκονταν ο κύριος Σακς & ο κύριος Γκριν, αφού τους
προσκαλέσαμε ο Χένρι & εγώ στο ιδιωτικό χριστουγεννιάτικό
μας γεύμα. Ο Φίνμπαρ σέρβιρε δείπνο λιγότερο βλαβερό απ’ τα
συνηθισμένα του, ένα «στιφάδο» (παστό μοσχάρι, λάχανο, γιαμ
& κρεμμύδι), έτσι μπόρεσα να αντέξω το περισσότερο, μέχρι
αργότερα. Η πουτίγκα με δαμάσκηνα μόνο δαμάσκηνα που δεν
είχε.112 Ο καπετάνιος Μολινό ειδοποίησε τον κύριο Γκριν ότι
διπλασία­ζε το μερτικό του τσούρμου στο γκρογκ, οπότε μέχρι
την απογευματινή βάρδια οι ναύτες είχαν καργάρει. Όργιο
κανονικό. Μια ποσότητα ελαφριάς μπίρας περιέλουσε μια
άτυχη μαϊμού, η οποία ολοκλήρωσε τη μέθυση μασκαράτα
πέφτοντας στη θάλασσα. Αποσύρθηκα στην καμπίνα του Χένρι
& μαζί διαβάσαμε το δεύτερο κεφάλαιο του Κατά Ματθαίον.
Το δείπνο επέφερε το χάος στην πέψη μου & επέβαλε
τακτικές επισκέψεις στη χρεία. Στην τελευταία μου επίσκεψη,
περίμενε απέξω ο Ράφαελ. Ζήτησα συγγνώμη που τον
καθυστέρησα, το αγόρι όμως είπε όχι, είχε ο ίδιος επιδιώξει τη
συνάντηση τούτη. Ομολόγησε ότι ανησυχούσε, & μου έθεσε το
ακόλουθο ερώτημα: «Ο Θεός σε αφήνει να μπεις, σωστά, άμα
μετανιώσεις… ό,τι & να κάνεις, δεν σε στέλνει στην… ξέρεις
τώρα…», αυτό ο μαθητευόμενος το ψέλλισε, «…στην
Κόλαση;».
Το παραδέχομαι, είχα τον μου στην πέψη περισσότερο παρά
στη θεολογία & αμόλησα ότι δύσκολα θα μπορούσε ο Ράφαελ
να έχει φτιά­ξει μοιραίο χαρτοφυλάκιο αμαρτιών σε τόσο νεαρή
ηλικία. Το φανάρι θυέλλης ταλαντευόταν & είδα τη θλίψη να
παραμορφώνει το πρόσωπο του παλικαριού. Μετανιωμένος για
την επιπολαιότητά μου, επιβεβαίωσα ότι το έλεος του
Παντοδύναμου είναι πράγματι απόλυτο, ότι λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω
χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα
ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσι μετανοίας. Ήθελε μήπως κάτι
να μου εκμυστηρευθεί ο Ράφαελ, είτε ως φίλος, είτε ως
σύντροφος στην ορφάνια, είτε ως σχετικά ξένος; Του είπα ότι
είχα προσέξει πόσο στενοχωρημένος φαινόταν τελευταία &
λυπόμουν που είχε τόσο αλλάξει το ξέγνοιαστο εκείνο αγόρι
που είχε επιβιβασθεί στο Σίδνεϊ με τόση ανυπομονησία να δει
όλο τον κόσμο. Πριν προλάβει να διατυπώσει μια απόκριση,
ωστόσο, μια κρίση ευκοιλιότητας με ανάγκασε να γυρίσω στη
χρεία. Όταν ξαναβγήκα, ο Ράφαελ ήταν άφαντος. Δεν θα
επιμείνω στο θέμα. Το αγόρι ξέρει πού να με βρει.

Αργότερα–
Μόλις χτύπησε επτά φορές η καμπάνα της πρώτης βάρδιας. Το
Σκουλήκι μού φέρνει στο κεφάλι έναν πόνο, λες & το γλωσσίδι
της καμπάνας χτυπά στο κρανίο μου. (Παθαίνουν τα μυρμήγκια
πονοκέφαλο; Μετά χαράς θα μεταμορφωνόμουν σε μυρμήγκι
για να απαλλαγώ από αυτούς τους πόνους.) Δεν ξέρω πώς
μπορούν & κοιμούνται ο Χένρι & οι άλλοι μέσα σε αυτό το
πανδαιμόνιο της ακολασίας & των βλάσφημων τραγουδιών,
αλλά τους ζηλεύω παράφορα.
Πήρα μια πρέζα παρασιτοκτόνου, μα δεν μου φέρνει πια
ευφροσύνη. Απλώς με βοηθά να νιώθω κάπως φυσιολογικός.
Έπειτα έκανα μια βόλτα στο κατάστρωμα, μα τ’ Άστρο του
Δαβίδ το έκρυβαν σύννεφα πυκνά. Μερικές νηφάλιες φωνές
από ψηλά (ανάμεσά τους, του Αουτούα) & ο κύριος Γκριν στο
πηδάλιο με διαβεβαίωσαν ότι δεν ήταν «σκνίπα» όλο το
πλήρωμα. Άδειες μποτίλιες κατρακυλούσαν απ’ τα αριστερά
στα δεξιά & ξανά πίσω στο καραντί. Πέτυχα έναν αναίσθητο
Ράφαελ κουλουριασμένο στην πόμπα, το διεφθαρμένο χέρι του
γραπωμένο απ’ την άδεια κούπα του. Το γυμνό νεανικό του
στήθος ήταν καταπιτσιλισμένο από ωχρές μουτζούρες. Το ότι
το αγόρι είχε βρει παρηγοριά στο ποτό & όχι στον εν Χριστώ
αδελφό του μου βάρυνε τη διάθεση ακόμα περισσότερο.
«Σας κόβουν τον ύπνο οι ενοχές, κύριε Γιούιν;» είπε ένα
κακοποιό πνεύμα στον ώμο μου & μου έπεσε το τσιμπούκι
μου. Ο Μπουρχάαβε ήταν. Διαβεβαίωσα τον Ολλανδό ότι, ενώ
η δική μου συνείδηση ήταν αρκετά καθαρή, αμφέβαλλα αν
εκείνος μπορούσε να ισχυριστεί το ίδιο. Ο Μπουρχάαβε έφτυσε
στη θάλασσα, χαμογελαστός. Αν έβγαζε σκυλόδοντα & κέρατα,
καμία έκπληξη δεν θα ένιωθα. Σήκωσε τον Ράφαελ στον ώμο
του, μπάτσισε τα καπούλια του κοιμώμενου μαθητευόμενου &
κουβάλησε το γλαρωμένο του φορτίο στην πρυμνιά καταπακτή,
για να τον προφυλάξει, ευελπιστώ.
Δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων–
Η χθεσινή εγγραφή με καταδικάζει σε μια φυλακή τύψεων για
το υπόλοιπο του βίου μου. Τι παράλογη που φαίνεται, τι
επιπόλαιος που ήμουν! Αχ, αρρωσταίνω γράφοντας τα λόγια
τούτα. Ο Ράφαελ απαγχονίστηκε. Απαγχονίστηκε με μια θηλιά
που κρέμασε στο κάτω ακροκέραιο του μέγα ιστού. Ανέβηκε
στην αγχόνη του μεταξύ του τέλους της βάρδιας του & του
πρώτου ημιώρου της επόμενης.113 Η Μοίρα έγραψε να είμαι
ανάμεσα σε αυτούς που τον βρήκαν. Ήμουν σκυμμένος από το
παραπέτο, διότι το Σκουλήκι φέρνει κρίσεις ναυτίας καθώς
αποβάλλεται. Στο γαλάζιο ημίφως άκουσα μια κραυγή & είδα
τον κύριο Ρόντρικ να κοιτάζει στα ουράνια. Το πρόσωπό του
παραμορφώθηκε απ’ τη σύγχυση· από τη δυσπιστία έπειτα· για
να τσακιστεί απ’ τη θλίψη. Τα χείλη του σχημάτισαν μια λέξη,
μα λέξη δεν βγήκε. Έδειξε αυτό που δεν μπορούσε να
κατονομάσει.
Εκεί δα κρεμόταν ένα σώμα, μια γκρίζα μορφή που
ακουμπούσε το καραβόπανο. Ξέσπασε θόρυβος απ’ όλα τα
πόστα, ποιος όμως φώναζε τι σε ποιον αδυνατώ να θυμηθώ. Ο
Ράφαελ, κρεμασμένος, σταθερός σαν σκαντάγιο, ενώ η
Προφήτιδα κλυδωνιζόταν & μπότζαρε. Το ευπροσήγορο εκείνο
αγόρι, άψυχο σαν το πρόβατο στον γάντζο του χασάπη! Ο
Αουτούα είχε σκαρφαλώσει πάνω, μα μόνο να κατεβάσει
προσεκτικά το αγόρι μπορούσε. Άκουσα τον Γκάνσι να
μουρμουρίζει: «Δεν έπρεπε να σαλπάρουμε Παρασκευή, η
Παρασκευή είναι κατσικοπόδαρη».

Μια ερώτηση μου κατατρώει τον νου, Γιατί; Ουδείς θέλει να το


συζητήσει, ο Χένρι όμως, εξίσου τρομοκρατημένος μ’ εμένα,
μου είπε ότι, στα κρυφά, ο Στραβομαντζαφλάρης είχε
υπαινιχθεί ότι ο Μπουρχάαβε & οι «θαμνόφιδές» του είχαν
διαπράξει την αφύσικη πράξη του σοδομισμού στο αγόρι. Όχι
μονάχα το βράδυ των Χριστουγέννων, μα κάθε βράδυ επί
πολλές εβδομάδες.
Έχω καθήκον να ακολουθήσω τον σκοτεινό ετούτο ποταμό ως
την πηγή του & να επιβάλω τη δικαιοσύνη στους κακούργους,
όμως, Θεέ μου, μετά βίας μπορώ να ανακαθίσω για να φάω! Ο
Χένρι λέει ότι δεν γίνεται να αυτομαστιγώνομαι όποτε η
αθωότητα πέφτει θύμα της βαναυσότητας, μα πώς να τ’ αφήσω
αυτό έτσι; Ο Ράφαελ ήταν στην ηλικία του Τζάκσον. Η
ανημπόρια που νιώθω δεν αντέχεται.

Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου–
Ενώ ο Χένρι είχε κληθεί να φροντίσει έναν τραυματισμό,
σύρθηκα στην καμπίνα του καπετάνιου Μολινό για να πω τη
γνώμη μου. Η επίσκεψη τον δυσαρέστησε, δεν εννοούσα όμως
να φύγω από το ενδιαίτημά του χωρίς να απαγγείλω την
κατηγορία μου, τουτέστιν ότι ο Μπουρχάαβε & η συμμορία του
είχαν βασανίσει τον Ράφαελ με βαρβαρότητες κάθε βράδυ
ώσπου το αγόρι, μη βλέποντας πιθανότητα σωτηρίας ή
ανακούφισης, σκοτώθηκε. Στο τέλος, ο καπετάνιος ρώτησε:
« Έχετε, βέβαια, αποδείξεις για το έγκλημα αυτό; Ένα
σημείωμα αυτοκτονίας; Ενυπόγραφες μαρτυρίες;». Άπαντες
στο πλοίο γνώριζαν ότι έλεγα αλήθεια! Δεν γινόταν να έχει
άγνοια της κτηνωδίας του Μπουρχάαβε ο καπετάνιος!
Απαίτησα να διεξαχθεί έρευνα για τον ρόλο του ύπαρχου στον
αυτοχειριασμό του Ράφαελ.
«Δεν πα να απαιτείτε όσο θέλετε, κύριε Καλαμαροψώλη!»
φώναξε ο καπετάνιος Μολινό. «Εγώ αποφασίζω ποιος
κουμαντάρει την Προφήτιδα, ποιος επιβάλλει την τάξη, ποιος
εκπαιδεύει τους μαθητευόμενους, όχι ένας αναθ—νος
χαρτογιακάς, ούτε οι αναθ—νες ασυναρτησίες του &, μα τον
Θεό, ούτε & καμιά αναθ—νη “έρευνα”! Πάρτε δρόμο, κύριε, &
στα τσακίδια!»
Έτσι έκανα & αμέσως έπεσα στον Μπουρχάαβε. Τον ρώτησα
αν σκόπευε να με κλειδώσει & εμένα στην καμπίνα του με τους
θαμνόφιδές του, με την ελπίδα να κρεμαστώ & εγώ πριν από το
χάραμα. Έτριξε τα δόντια του, & με φωνή όλο φαρμάκι & μίσος
έβγαλε τούτη την προειδοποίηση: «Βρομάς αποσύνθεση,
Καλαμαροψώλη, άντρας δικός μου δεν θα σ’ ακουμπήσει μην &
την κολλήσει. Θα πεθάνεις σύντομα από τον “χαμηλό πυρετό”
σου».
Οι συμβολαιογράφοι των Ηνωμένων Πολιτειών, είχα τη
διαύγεια να τον προειδοποιήσω, δεν εξαφανίζονται τόσο
βολικά όσο οι καμαρότοι απ’ τις αποικίες. Φρονώ ότι του
πέρασε απ’ τον νου η ιδέα να με στραγγαλίσει. Όμως
παραείμαι άρρωστος για να φοβηθώ έναν Ολλανδό σοδομίτη.
Αργότερα–
Η αμφιβολία πολιορκεί τη συνείδησή μου με κατηγορία της τη
συνέργεια. Άραγε την άδεια που ζητούσε ο Ράφαελ για να
αυτοχειριαστεί την έδωσα εγώ; Αν είχα διαβλέψει τη δυστυχία
του την τελευταία φορά που μου μίλησε, αν είχα αντιληφθεί τις
προθέσεις του & αποκριθεί «Όχι, Ράφαελ, ο Κύριος δεν γίνεται
να συγχωρέσει μια προσχεδιασμένη αυτοκτονία, διότι η μετάνοια
δεν γίνεται να είναι ειλικρινής εάν συμβεί προ του
εγκλήματος», ίσως το αγόρι να ανάσαινε ακόμη. Ο Χένρι
επιμένει ότι δεν γινόταν να το ξέρω, για πρώτη φορά όμως τα
λόγια του μου ακούγονται κούφια. Αχ, μήπως αυτόν τον
καημένο τον Αθώο τον έστειλα στην Κόλαση εγώ;

Σάββατο, 28 Δεκεμβρίου–
Στον νου μου, ένας μαγικός φανός114 δείχνει το αγόρι να
παίρνει το σχοινί, να σκαρφαλώνει στο κατάρτι, να δένει τη
θηλιά του, να στυλώνεται, να προσεύχεται, να ρίχνεται στο
κενό. Ενώ έπεφτε στο σκότος, να ένιωθε γαλήνη ή τρόμο; Το
σπάσιμο του λαιμού του.
Αν το ήξερα! Θα μπορούσα να είχα βοηθήσει το παιδί να την
κοπανήσει, να είχα εκτρέψει το πεπρωμένο του όπως οι
Τσάνινγκ είχαν εκτρέψει το δικό μου, ή να τον είχα βοηθήσει
να καταλάβει ότι κανένα τυραννικό καθεστώς δεν διαρκεί για
πάντα. Η Προφήτιδα έχει σηκωμένα όλα τα πανιά της & πλέει
«μανιασμένα» (όχι για δικό μου όφελος, αλλά επειδή το φορτίο
σαπίζει) & προχωράει πάνω από τρεις μοίρες γεωγραφικού
πλάτους καθημερινά. Εγώ είμαι πλέον πάρα πολύ άρρωστος &
περιορισμένος στο φέρετρό μου. Μάλλον ο Μπουρχάαβε
πιστεύει ότι του κρύβομαι. Αυταπατάται, διότι η δίκαιη
εκδίκηση που θέλω να του επιφέρω είναι μια από τις ελάχιστες
φλόγες που ο φρικτός ετούτος λήθαργος δεν έχει σβήσει. Ο
Χένρι με ικετεύει να γράφω στο ημερολόγιό μου για να
απασχολώ το μυαλό μου, η πένα μου όμως γίνεται όλο & πιο
δύσχρηστη & βαριά. Φτάνουμε στη Χονολουλού σε τρεις μέρες.
Ο αφοσιωμένος μου γιατρός υπόσχεται ότι θα με συνοδεύσει
στη στεριά, ότι θα πληρώσει όσο όσο για να αποκτήσει δυνατά
βάμματα οπίου & θα παραμείνει στο προσκεφάλι μου ώσπου να
αναρρώσω πλήρως, ακόμα & αν η Προφήτιδα χρειαστεί να φύγει
για την Καλιφόρνια χωρίς εμάς. Ο Θεός να έχει καλά τον
εξαίσιο αυτό άνθρωπο. Άλλα σήμερα δεν μπορώ να γράψω.

Κυριακή, 29 Δεκεμβρίου–
Ασθενώ βαρύτατα.

Δευτέρα, 30 Δεκεμβρίου–
Το Σκουλήκι υποτροπιάζει. Οι κύστες του δηλητηρίου έχουν
σκάσει. Σφαδάζω απ’ τον πόνο & τις κατακλίσεις & από μια
τρομερή δίψα. Το Οάχου ακόμη απέχει δύο ή τρεις μέρες προς
βορρά. Ο θάνατος απέχει μερικές ώρες. Δεν μπορώ να πιω &
δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που έφαγα. Έβαλα τον Χένρι
να μου υποσχεθεί ότι θα παραδώσει το ημερολόγιο τούτο στου
Μπέντφορντ, στη Χονολουλού. Αποκεί θα φτάσει στην
τεθλιμμένη οικογένειά μου. Εκείνος ορκίζεται ότι θα το
παραδώσω εγώ αυτοπροσώπως, η ελπίδα μου όμως έχει
μαραθεί. Ο Χένρι γενναία έκανε ό,τι μπορούσε αλλά το
παράσιτό μου είναι πολύ επιθετικό & πρέπει να εναποθέσω την
ψυχή μου στον Δημιουργό της.
Τζάκσον, όταν μεγαλώσεις, μην επιτρέψεις στο επάγγελμά
σου να σε χωρίσει από τους αγαπημένους σου. Κατά τους
μήνες μου μακριά από το σπίτι, σκεφτόμουν εσένα & τη
μητέρα σου με αδιάλειπτη στοργή & σε περίπτωση που συμβεί [
. . . ]115

Κυριακή, 12 Ιανουαρίου–
O πειρασμός να ξεκινήσω από το δόλιο τέλος είναι μεγάλος,
ετούτος όμως ο χρονικογράφος θα παραμείνει πιστός στη
χρονολογική σειρά. Την Πρωτοχρονιά, οι πόνοι στο κεφάλι μου
ήταν τόσο βροντεροί που έπαιρνα το φάρμακο του Γκους ανά
μία ώρα. Δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος στο μπότζι, οπότε
παρέμενα κλινήρης στο φέρετρό μου ξερνοβολώντας σ’ ένα
σακί παρότι τα σωθικά μου ήταν άδεια, & τρεμουλιάζοντας από
έναν πυρετό που με πάγωνε & με ζεμάτιζε. Η Πάθησή μου δεν
γινόταν πια να κρυφτεί από το πλήρωμα & το φέρετρό μου
τέθηκε σε καραντίνα. Ο Γκους είχε πει στον καπετάνιο Μολινό
ότι το Παράσιτό μου ήταν μεταδοτικό, δίνοντας έτσι την
εντύπωση ότι ο ίδιος ήταν πρότυπο ανιδιοτελούς θάρρους. (Η
συνέργεια του καπετάνιου Μολινό & του Μπουρχάαβε στην
επακόλουθη παρανομία δεν γίνεται να αποδειχτεί ή να
διαψευσθεί. Ο Μπουρχάαβε ήθελε το κακό μου, αναγκάζομαι
όμως να παραδεχτώ ότι είναι απίθανο να συμμετείχε στο
έγκλημα που περιγράφεται παρακάτω.)
Θυμάμαι να αναδύομαι από πυρετώδεις ξέρες. Ο Γκους ήταν
σχεδόν κολλημένος πάνω μου. Η φωνή του χαμήλωσε σ’ έναν
στοργικό ψίθυρο: «Αγαπημένε μου Γιούιν, το Σκουλήκι σου
πνέει τα λοίσθια & αποβάλλει μέχρι & την τελευταία σταγόνα
του δηλητηρίου του! Πρέπει να πάρεις το καθαρτικό αυτό για
να αποβάλεις τα απασβεστωμένα του υπολείμματα. Θα σε
αποκοιμίσει, όταν όμως ξυπνήσεις, το Σκουλήκι που τόσο σε
έχει βασανίσει θα έχει φύγει! Το τέλος του μαρτυρίου σου
έρχεται. Άνοιξε το στόμα σου μια τελευταία φορά, ήρεμα &
ωραία, πολυαγαπημένε… έλα, η γεύση του είναι πικρή &
άσχημη, από το μύρο, κατέβασέ το όμως, για την Τίλντα & τον
Τζάκσον…»
Ένα ποτήρι ακούμπησε τα χείλη μου & το χέρι του Γκους
κράτησε το κεφάλι μου. Προσπάθησα να τον ευχαριστήσω. Το
παρασκεύασμα είχε γεύση σεντινόνερου & αμύγδαλου. Ο Γκους
μου σήκωσε το κεφάλι, & μου χάιδεψε το μήλο του Αδάμ
ώσπου να καταπιώ το υγρό. Πέρασε ώρα, δεν ξέρω πόση. To
τρίξιμο των οστών μου & των ξύλων του πλοίου ήταν ένα & το
αυτό.
Κάποιος χτύπησε την πόρτα. Το φως μαλάκωσε τη σκοτεινιά
στο φέρετρό μου & άκουσα τη φωνή του Γκους απ’ τον
διάδρομο. «Ναι, πολύ, πολύ καλύτερα, κύριε Γκριν! Ναι, το
χειρότερο πέρασε. Ανησυχούσα πολύ, το παραδέχομαι, ο
κύριος Γιούιν όμως ξαναβρίσκει το χρώμα του & ο σφυγμός του
είναι δυνατός. Μόνο μία ώρα; Έξοχα νέα. Όχι, όχι, κοιμάται
τώρα. Πείτε στον καπετάνιο ότι θα κατέβουμε στη στεριά
απόψε – αν μπορεί να ειδοποιήσει για να βρεθεί κατάλυμα,
ξέρω ότι ο πεθερός του κυρίου Γιούιν αυτή την καλοσύνη δεν
θα την ξεχάσει».
Το πρόσωπο του Γκους εμφανίστηκε ξανά μπροστά μου.
«Άνταμ;»
Μια άλλη γροθιά χτύπησε την πόρτα. Ο Γκους πέταξε μια
βρισιά & εξαφανίστηκε. Δεν μπορούσα πια να κουνήσω το
κεφάλι μου, άκουσα όμως τον Αουτούα να ζητά επιτακτικά
«Δω κύριο Γιούιν!». Ο Γκους τον πρόσταξε να πάρει δρόμο, ο
πεισματάρης Ινδιάνος όμως δεν θα καταβαλλόταν τόσο εύκολα.
«Όχι! Κύριο Γκριν λέει καλύτερα! Κύριο Γιούιν έσωσε ζωή μου!
Κύριο Γιούιν καθήκον μου!» Ο Γκους τότε είπε στον Αουτούα το
εξής: ότι έβλεπα στον Αουτούα έναν φορέα ασθένειας & έναν
απατεώνα που σχεδίαζε να εκμεταλλευτεί την παρούσα
αδυναμία μου & να μου κλέψει & αυτά ακόμα τα κουμπιά του
γιλέκου μου. Είχα ικετεύσει τον Γκους, έτσι ισχυρίστηκε, να
κρατήσει μακριά μου «Αυτόν τον αναθ—νο τον α—η!» &
πρόσθεσε ότι το μετάνιωνα που του είχα σώσει το άχρηστο
σαρκίο. Λέγοντάς το αυτό, ο Γκους κοπάνησε & αμπάρωσε την
πόρτα του φερέτρου μου.
Γιατί είχε πει τέτοια ψέματα ο Γκους; Γιατί ήταν τόσο
αποφασισμένος να μη με δει κανένας άλλος; Η απάντηση
σήκωσε το μάνταλο μιας πόρτας εξαπάτησης & μια φρικιαστική
αλήθεια άνοιξε την πόρτα αυτή με κλότσο. Τουτέστιν, ο
γιατρός ήταν δηλητηριαστής & εγώ το θήραμά του. Από την
έναρξη της «θεραπείας» μου, ο γιατρός με σκότωνε σταδιακά
με τη «γιατρειά» του.
Το Σκουλήκι μου; Φαντασιοκόπημα, που μου υπέβαλε ο
γιατρός! Ο Γκους γιατρός; Όχι, ένας περιπλανώμενος φονιάς &
απατεώνας!
Πάσχισα να σηκωθώ, μα το σατανικό υγρό που μου είχε
πρόσφατα δώσει ο δαίμονάς μου είχε εξασθενίσει τα μέλη μου
τόσο ολοκληρωτικά, που μου ήταν αδύνατη ακόμα & μια απλή
σύσπαση των άκρων μου. Προσπάθησα να φωνάξω βοήθεια,
μα τα πνευμόνια μου δεν φούσκωναν. Άκουσα τα βήματα του
Αουτούα καθώς οπισθοχωρούσε στη σκάλα & παρακάλεσα τον
Θεό να τον φωτίσει να γυρίσει, οι προθέσεις Του όμως ήταν
άλλες. Ο Γκους σκαρφάλωσε απ’ την πρυμάτσα στην κουκέτα
μου. Είδε τα μάτια μου. Βλέποντας τον φόβο μου, το δαιμόνιο
έβγαλε τη μάσκα του.
«Τι είναι αυτά που λες, Γιούιν; Πώς να σε καταλάβω έτσι
όπως τρέχουν τα σάλια σου;» Έβγαλα ένα αδύναμο παράπονο.
«Άσε με να μαντέψω τι προσπαθείς να μου πεις – “Αχ, Χένρι,
ήμασταν φίλοι, Χένρι, πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό;”»
[Μιμήθηκε τον βραχνό επιθανάτιο ψίθυρό μου.] « Έπεσα
μέσα;» Ο Γκους έκοψε το κλειδί από τον λαιμό μου & μιλούσε
όσο προσπαθούσε να ανοίξει το σεντούκι μου. «Οι γιατροί είναι
μια αδελφότητα ιδιαίτερη, Άνταμ. Για εμάς, οι άνθρωποι δεν
είναι ιερά όντα πλασμένα κατ’ εικόνα του Παντοδύναμου, όχι,
οι άνθρωποι είναι κομμάτια κρέας· άρρωστο, σκληρό κρέας
μεν, κρέας έτοιμο για τη σούβλα δε». Μιμήθηκε τη φωνή μου
πολύ πετυχημένα. «“Μα γιατί εμένα, Χένρι, δεν είμαστε φίλοι;”
Που λες, Άνταμ, & οι φίλοι ακόμα από κρέας είναι φτιαγμένοι.
Είναι απλούστατο. Χρειάζομαι χρήματα & στο σεντούκι σου,
μαθαίνω, υπάρχει μια ολόκληρη περιουσία, σε σκότωσα λοιπόν
γι’ αυτή. Πού το μυστήριο; “Μα, Χένρι, αυτό είναι μοχθηρό!”
Μα, Άνταμ, ο κόσμος είναι μοχθηρός. Οι Μαορί λυμαίνονται
τους Μοριορί. Οι Λευκοί λυμαίνονται τους πιο σκουρόχρωμους
εξαδέλφους, οι ψύλλοι λυμαίνονται τα ποντίκια, οι γάτες
λυμαίνονται τους αρουραίους, οι χριστιανοί τους άπιστους, οι
ύπαρχοι τους μούτσους, ο Θάνατος τους ζωντανούς. “Με του
αδύναμου τη σάρκα κάνει ο δυνατός την μπάκα”».
Ο Γκους κοίταξε τα μάτια μου να δει αν είχα συναίσθηση & με
φίλησε στα χείλη. «Σειρά σου να φαγωθείς, αγαπητέ Άνταμ.
Δεν ήσουν πιο ευκολόπιστος από τους προηγούμενους
χρηματοδότες μου». Το καπάκι του σεντουκιού μου άνοιξε. Ο
Γκους μέτρησε τα χρήματα στο πορτοφόλι μου, μόρφασε,
βρήκε το σμαράγδι του Φον Γουάις & το εξέτασε με ένα
προσοφθάλμιο. Δεν εντυπωσιάστηκε. O αχρείος έλυσε τις
δέσμες των εγγράφων που αφορούσαν την περιουσία του
Μπάζ­μπι & άνοιξε τους σφραγισμένους φακέλους σε
αναζήτηση τραπεζογραμματίων. Τον άκουσα να μετρά τα
λιγοστά μου εφόδια. Χτύπησε εδώ & εκεί το σεντούκι μου για
τυχόν κρυφά χωρίσματα, δεν βρήκε όμως κανένα, διότι δεν
υπήρχε κανένα. Τέλος, έκοψε απ’ το γιλέκο μου τα κουμπιά.
O Γκους μου απευθύνθηκε, μέσα στο ντελίριό μου, όπως θα
απευθυνόταν κανείς σε ανεπαρκές εργαλείο. «Ειλικρινά,
απογοητεύτηκα. Ξέρω Ιρλανδούς σκαφτιάδες που έχουν
περισσότερες λίρες. H καβάντζα σου ίσα που καλύπτει το
αρσενικό & το όπιό μου. Αν δεν είχε δωρίσει η κυρία Χόροξ το
απόθεμα των μαύρων μαργαριταριών της στον ευγενή μου
αγώνα, τι να πω, ο άμοιρος ο Γκους θα ήταν μαριναρισμένος &
ψημένος σαν τη χήνα!116 Λοιπόν, ώρα να αποχωριστούμε οι δυο
μας. Μέσα σε μία ώρα θα έχεις πεθάνει & όσο για μένα, μη με
είδατε».

Η επόμενη πειστική μου θύμηση είναι να πνίγομαι σε


αλατόνερο τόσο δριμύ που με πονούσε. Να είχε βρει το σώμα
μου ο Μπουρχάαβε & να με είχε πετάξει στη θάλασσα για να
αποφύγει τις κουραστικές διαδικασίες με τον Αμερικανό
πρόξενο; Ο νους μου ακόμη λειτουργούσε & επομένως ίσως να
γινόταν να έχει κάποιο λόγο σε ό,τι αφορούσε την τύχη μου.
Να δεχτώ να πνιγώ, ή να επιχειρήσω να κολυμπήσω; Ο πνιγμός
ήταν μακράν η λιγότερο προβληματική επιλογή, έτσι γύρεψα
μια επιθανάτια σκέψη & κατέληξα στην Τίλντα, να αποχαιρετά
την Μπελ-Χόξι στην αποβάθρα της Σιλβαπλάνα τόσους & τόσους
μήνες νωρίτερα, ενώ ο Τζάκσον φώναζε «Μπαμπά! Φέρε μου
ένα καγκουροπόδαρο!».
H σκέψη ότι δεν θα τους ξανάβλεπα ποτέ ήταν τόσο θλιβερή,
που επέλεξα να κολυμπήσω & βρέθηκα όχι στη θάλασσα, αλλά
κουλουρια­σμένος στο κατάστρωμα, να ξερνοβολάω & να
σειέμαι από τον πυρετό, τους πόνους, τους σπασμούς & τις
σουβλιές. Με κρατούσε ο Αουτούα (με είχε αναγκάσει να
κατεβάσω έναν ολόκληρο κουβά αλατόνερο για να «ξεπλύνει»
το δηλητήριο). Όλο αναγούλιαζα & αναγούλια­ζα. Ο
Μπουρχάαβε με σπρωξιές άνοιξε δρόμο στο πλήθος των
στοιβαδόρων & των ναυτικών που κοιτούσαν, γρυλίζοντας: «Σ’
το είπα μία φορά, α—η, αυτός ο Γιάνκης δουλειά δική σου δεν
είναι! & αφού δεν πείθεσαι με ρητές διαταγές–». Αν &
μισότυφλος απ’ τον ήλιο, είδα τον ύπαρχο να ρίχνει μια δυνατή
κλοτσιά στα πλευρά του Αουτούα & να ετοιμάζεται για την
επόμενη. Ο Αουτούα γράπωσε τότε γερά το καλάμι του
ευερέθιστου Ολλανδού με το ένα χέρι ενώ άφηνε μαλακά το
κεφάλι μου στο κατάστρωμα, & σηκώθηκε όρθιος, παίρνοντας
μαζί του το πόδι του επιτιθέμενου, έτσι που ο Μπουρχάαβε
έχασε την ισορροπία του. Ο Ολλανδός έπεσε με το κεφάλι, με
έναν λιονταρίσιο βρυχηθμό. Ο Αουτούα τώρα άρπαξε το άλλο
πόδι & πέταξε τον ύπαρχό μας από το παραπέτο σαν τσουβάλι
λάχανα.
Αν οι άντρες του πληρώματος παραήταν φοβισμένοι,
σαστισμένοι ή ενθουσιασμένοι για να προβάλουν την όποια
αντίσταση, αυτό δεν θα το μάθω ποτέ, ο Αουτούα όμως με
κατέβασε από μια σανιδόσκαλα στην αποβάθρα ανενόχλητος. Η
λογική μου με πληροφόρησε ότι ούτε ο Μπουρχάαβε γινόταν
να είναι στον Παράδεισο, ούτε ο Αουτούα στην Κόλαση, οπότε
πρέπει να βρισκόμασταν στη Χονολουλού. Από το λιμάνι
κατεβήκαμε μια δημοσιά γεμάτη αμέτρητες γλώσσες,
αποχρώσεις, θρησκείες & μυρωδιές. Τα μάτια μου βρήκαν τα
μάτια ενός Κινέζου που αναπαυόταν κάτω από έναν σκαλιστό
δράκο. Δύο γυναίκες των οποίων το βάψιμο & το παράστημα
διαλαλούσαν το αρχαίο τους επάγγελμα με κοίταξαν καλά καλά
& σταυροκοπήθηκαν. Προσπάθησα να τους πω ότι ακόμη δεν
είχα πεθάνει, είχαν όμως ήδη φύγει. Ένιωθα στα πλευρά μου
την καρδιά του Αουτούα να χτυπάει, ενθαρρύνοντας τη δική
μου. Τρεις φορές ρώτησε αγνώστους «Πού γιατρό, φίλος;».
Τρεις φορές τον αγνόησαν (ένας απάντησε «Φάρμακα για
βρομιάρηδες α—ς γιοκ!»), μέχρι που ένας γέρος ψαροπώλης
έδωσε μουγκρίζοντας οδηγίες για ένα σπιτάλι. Έχασα τις
αισθήσεις μου για ένα διάστημα, ώσπου άκουσα τη λέξη
«θεραπευτήριο». Απλώς μπαίνοντας στον δύσοσμο αέρα του,
γεμάτο ακαθαρσία & αποσύνθεση, άρχισα ξανά να
αναγουλιάζω, παρόλο που το στομάχι μου ήταν άδειο σαν
πεταμένο γάντι. Κρεατόμυγες βούιζαν ολόγυρα & ένας
φρενοβλαβής ούρλιαζε για τον Ιησού που είχε χαθεί στη
Θάλασσα των Σαργασσών. Ο Αουτούα μουρμούριζε στη γλώσσα
του. «Λίγο υπομονή, κύριο Γιούιν –εδώ μυρίζει θάνατος–
πηγαίνω σε Αδελφές».
Το πώς γινόταν να έχουν ξεστρατίσει οι Αδελφές του Αουτούα
τόσο μακριά από τη νήσο Τσάταμ ήταν ένας γρίφος που
αδυνατούσα να λύσω, εμπιστεύτηκα όμως τον εαυτό μου στα
χέρια του.
Έφυγε από κείνο το οστεοφυλάκιο & σύντομα οι ταβέρνες, οι
κατοικίες & οι αποθήκες αραίωσαν για να δώσουν τη θέση τους
σε φυτείες ζαχαροκάλαμου. Ήξερα ότι θα έπρεπε να ρωτήσω, ή
να προειδοποιήσω, τον Αουτούα για τον Γκους, η ομιλία όμως
ήταν πέρα από τις δυνάμεις μου. Ένας εμετικός ύπνος με
έπιασε σφιχτά, έπειτα με άφησε. Υψώθηκε ένας διακριτός
λόφος & το όνομά του σάλεψε στο κατακάθι της μνήμης –
Ντάιμοντ Χεντ. Ο δρόμος για εκεί ήταν όλο πέτρες, χώμα &
λάκκους, περιστοιχισμένος & από τις δύο μεριές με πυκνή
βλάστηση. Ο Αουτούα διέκοψε τον βηματισμό του μια φορά
μονάχα, για να ρίξει με τη χούφτα του δροσερό νερό απ’ το
ρυάκι στα χείλη μου, ώσπου φτάσαμε σε μια καθολική
ιεραποστολή, πιο πέρα από τα τελευταία χωράφια. Μια
καλόγρια πήγε να μας διώξει με μια σκούπα, ο Αουτούα όμως
της είπε, με ισπανικά σπαστά όπως τα αγγλικά του, να
προσφέρει στον Λευκό προστατευόμενό του άσυλο. Τελικά,
ήρθε μια αδελφή που κατά τα φαινόμενα γνώριζε τον Αουτούα
& έπεισε τις υπόλοιπες ότι ο άγριος επιτελούσε αποστολή όχι
κακίας, μα φιλευσπλαχνίας.

Την τρίτη μέρα πια μπορούσα να ανακαθίσω, να φάω μόνος


μου, να είναι καλά για τη σωτηρία οι φύλακες άγγελοί μου & ο
Αουτούα, ο τελευταίος ελεύθερος Μοριορί του κόσμου τούτου.
Ο Αουτούα επιμένει ότι, αν δεν είχα αποτρέψει το να τον
ρίξουν στη θάλασσα ως λαθρεπιβάτη, δεν θα μπορούσε να με
σώσει & έτσι, υπό μία έννοια, δεν είναι ο Αουτούα αυτός που
μου έσωσε τη ζωή, αλλά εγώ ο ίδιος. Εν πάση περιπτώσει, δεν
έχει υπάρξει γκουβερνάντα που να έχει επιδείξει τόσο τρυφερή
φροντίδα όσο ο σκληρόπετσος Αουτούα στις διάφορες ανάγκες
μου τις τελευταίες δέκα μέρες . Η αδελφή Βερονίκ (αυτή με τη
σκούπα) αστειεύεται ότι ο φίλος μου θα έπρεπε να
χειροτονηθεί & να διοριστεί διευθυντής στο σπιτάλι.
Χωρίς να αναφερθεί ούτε στον Χένρι Γκους (ή τον
δηλητηριαστή που πήρε αυτό το όνομα) ούτε στο αλμυρό
λουτρό που έκανε ο Αουτούα στον Μπουρχάαβε, ο καπετάνιος
Μολινό μου έστειλε τα υπάρχοντά μου μέσω του πράκτορα του
Μπέντφορντ, έχοντας αναμφίβολα κατά νου τα προβλήματα
που μπορεί να επιφέρει ο πεθερός μου στο μέλλον του ως
εμπόρου με έδρα το Σαν Φρανσίσκο. Το άλλο που έχει κατά νου
ο Μολινό είναι να διαχωρίσει τη φήμη του από αυτήν του
διαβόητου πλέον δολοφόνου που είναι γνωστός ως «Ο Γκους
του Αρσενικού». Ο διάβολος ακόμη να συλληφθεί από την
Αστυνομία του Λιμένα & μάλλον δεν θα ξημερώσει ποτέ αυτή η
μέρα. Στο άναρχο μελίσσι της Χονολουλού, με σκάφη κάθε
σημαίας & έθνους να καταπλέουν & να αποπλέουν καθημερινά,
μπορεί να αλλάξει κανείς όνομα & παρελθόν στο διάστημα που
μεσολαβεί από τα ορεκτικά στο επιδόρπιο.
Είμαι εξαντλημένος & πρέπει να αναπαυθώ. Σήμερα είναι τα
τρια­κοστά τέταρτα γενέθλιά μου.
Παραμένω ευγνώμων στον Κύριο για το έλεός του.
Δευτέρα, 13 Ιανουαρίου–
Είναι ευχάριστο να κάθεσαι το απόγευμα στην αυλή κάτω απ’
τη μοσχοκαρυδιά. Οι δαντελένιοι ίσκιοι, οι πλουμέριες & οι
ιβίσκοι αποδιώ­χνουν την ανάμνηση του πρόσφατου κακού. Οι
μοναχές καταπιάνονται με τα καθήκοντά τους, η αδελφή
Μαρτινίκ φροντίζει τα λαχανικά της, οι γάτες παίζουν τις
αιλουροειδείς κωμωδίες & τραγωδίες τους. Κάνω γνωριμίες με
την ντόπια ορνιθοπανίδα. Το παλίλα έχει γυαλιστερό χρυσό σε
κεφάλι & ουρά, το ακοχεκόχε είναι μια όμορφη μελιφαγίδα με
λοφίο.
Πίσω από τον τοίχο είναι ένα φτωχοκομείο για έκθετα, υπό τη
διαχείριση & αυτό των αδελφών. Ακούω τα παιδιά να λένε το
μάθημά τους (ακριβώς όπως κάναμε οι συμμαθητές μου & εγώ
πριν διευρύνει τις προοπτικές μου η φιλανθρωπία του κυρίου &
της κυρίας Τσάνινγκ). Αφού τελειώσουν τα μαθήματά τους, τα
παιδιά με το παιχνίδι τους δημιουργούν μια γοητευτική
βαβυλωνία. Μερικές φορές, τα πιο τολμηρά εξ αυτών αψηφούν
τη δυσαρέσκεια των μοναχών, σκαρφαλώνουν στον τοίχο &
κάνουν περιοδεία πάνω από τον κήπο του ασύλου με τη
βοήθεια των εξυπηρετικών κλαδιών της μοσχοκαρυδιάς. Αν
είναι «ελεύθερο το πεδίο», οι πρωτοπόροι γνέφουν στους πιο
συνεσταλμένους συμμαθητές τους να έρθουν σε αυτό το
ανθρώπινο κλουβί & πρόσωπα λευκά, καστανά, κανάκα,
κινέζικα, μιγάδικα ξεπροβάλλουν σε αυτόν τον δένδρινο πάνω
κόσμο. Κάποια είναι στην ηλικία του Ράφαελ & όταν τον
θυμάμαι ανεβαίνουν στον λαιμό μου σαν χολή οι τύψεις, τα
ορφανά όμως μου χαμογελούν, κάνουν τις μαϊμούδες, βγάζουν
τις γλώσσες τους, ή προσπαθούν να ρίξουν καρπούς κουκούι στο
στόμα ασθενών που ροχαλίζουν & δεν με αφήνουν για πολύ
στη λύπη μου. Ζητιανεύουν για μια δυο δεκάρες. Πετάω ένα
κέρμα για να το πιάσουν στον αέρα, αλάνθαστα, τα επιδέξια
δάχτυλα.
Οι πρόσφατές μου περιπέτειες με έχουν κάνει φιλόσοφο, τη
νύχτα ιδίως, όταν δεν ακούω άλλο απ’ το ρυάκι που αλέθει τα
βράχια & τα κάνει βότσαλα σε μια αργή αιωνιότητα. Έτσι
κυλούν οι σκέψεις μου. Οι λόγιοι διακρίνουν κινήσεις στην
ιστορία & αυτές τις κινήσεις τις διατυπώνουν ως κανόνες που
διέπουν την άνοδο & την πτώση των πολιτισμών. Εγώ πιστεύω
κάτι αντίθετο, ωστόσο. Τουτέστιν: η ιστορία κανόνες δεν
δέχεται· μονάχα εκβάσεις.
Τι επισπεύδει τις εκβάσεις; Οι φαύλες πράξεις & οι αγαθές
πράξεις.
Τι επισπεύδει τις πράξεις; Η πίστη.
Η πίστη είναι λάφυρο & πεδίο μάχης συνάμα, μέσα στον νου
& στο κάτοπτρο του νου, τον κόσμο. Αν πιστεύουμε ότι η
ανθρωπότητα είναι μια κλίμακα φυλών, ένα Κολοσσαίο
σύγκρουσης, εκμετάλλευσης & κτηνωδίας, σίγουρα
δημιουργείται μια τέτοια ανθρωπότητα, & οι Χόροξ, οι
Μπουρχάαβε & οι Γκους της ιστορίας θα επικρατήσουν. Εσείς &
εγώ, οι πλούσιοι, οι προνομιούχοι, οι τυχεροί, δεν θα τα πάμε
& άσχημα σ’ αυτόν τον κόσμο, αρκεί να κρατήσει η τύχη μας.
& αν μας τρώει η συνείδησή μας, ε, τι μ’ αυτό; Γιατί να
υπονομεύσουμε την κυριαρχία της φυλής μας, των
κανονιοφόρων μας, της κληρονομιάς & της παρακαταθήκης
μας; Γιατί ν’ αντιταχθούμε στη «φυσική» (α, τι ύπουλη λέξη!)
τάξη των πραγμάτων;
Γιατί; Επειδή μια ωραία πρωία, ένας τελείως αρπακτικός
κόσμος θα κατασπαράξει εαυτόν. Ναι, θα είναι όποιον πάρει ο
Χάρος ώσπου ο Χάρος τελικά να τους πάρει όλους. Στο άτομο,
ο εγωισμός ασχημίζει την ψυχή· στο ανθρώπινο είδος, ο
εγωισμός σημαίνει αφανισμό.
Είναι αυτό το τέλος εγγεγραμμένο στη φύση μας;
Εάν πιστεύουμε ότι η ανθρωπότητα δύναται να υπερβεί το
ὀδοῦσι & ὄνυξι, εάν πιστεύουμε πως διαφορετικές φυλές &
θρησκείες μπορούν να μοιραστούν αυτόν τον κόσμο το ίδιο
ειρηνικά όπως μοιράζονται τα ορφανά τη μοσχοκαρυδιά τους,
εάν πιστεύουμε ότι οι ηγέτες πρέπει να είναι δίκαιοι, η βία
φιμωμένη, η εξουσία υπόλογη & τα πλούτη της Γης & των
Ωκεανών της μοιρασμένα δίκαια, τότε ένας τέτοιος κόσμος θα
επέλθει. Δεν αυταπατώμαι. Αυτός ο κόσμος είναι ο
δυσκολότερος στην πραγματοποίησή του. Πρόοδοι που με
δυσκολία κερδήθηκαν ανά τις γενεές μπορεί να χαθούν με μία
& μόνο κίνηση της πένας ενός μυωπικού προέδρου ή του
σπαθιού ενός ματαιόδοξου στρατηγού.
Μια ζωή αφιερωμένη στη διαμόρφωση ενός κόσμου που θέλω
να κληρονομήσει ο Τζάκσον, όχι ενός που φοβάμαι ότι θα
κληρονομήσει ο Τζάκσον, αυτή μου φαίνεται να είναι μια ζωή
που αξίζει να τη ζήσεις. Με την επιστροφή μου στο Σαν
Φρανσίσκο, θα προσχωρήσω στον αγώνα για την κατάργηση
της δουλείας, επειδή οφείλω τη ζωή μου σ’ έναν σκλάβο που
απελευθερώθηκε μόνος του & επειδή από κάπου πρέπει να
αρχίσω.
Ακούω την απάντηση του πεθερού μου. «Πόπο, θαυμάσιες,
ουιγικές διαθέσεις, Άνταμ. Μη μου λες εμένα όμως για
δικαιοσύνη! Τράβα στο Τενεσί καβάλα σ’ έναν γάιδαρο να
πείσεις τους κοκκινοσβέρκηδες ότι δεν είναι παρά ασπρισμένοι
Νέγροι & οι Νέγροι τους μαυρισμένοι Λευκοί! Σάλπαρε για τον
Παλαιό Κόσμο, πες τους ότι τα δικαιώματα των αποικιακών
τους σκλάβων είναι εξίσου απαράγραπτα με τα δικαιώ­ματα της
βασίλισσας του Βελγίου! Αχ, στις συνελεύσεις θα καταντήσεις
βραχνός, φτωχός & γκρίζος! Θα σε φτύσουν, θα σε
πυροβολήσουν, θα σε λιντσάρουν, θα σε παρασημοφορήσουν
για να σε κατευνάσουν, θα σε περιφρονήσουν οι άξεστοι! Θα σε
σταυρώσουν! Αγαθέ & ουρανοβάτη Άνταμ. Αυτός που θα
παλέψει με τη Λερναία Ύδρα της ανθρώπινης φύσης θα πρέπει
να πληρώσει βαρύτατο τίμημα, & κοντά σ’ αυτόν θα πρέπει να
το πληρώσει & η οικογένειά του! & μόνο στην τελευταία σου
πνοή θα καταλάβεις ότι η ζωή σου δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά
μια σταγόνα σ’ έναν ανεξάντλητο ωκεανό!»
Κι ωστόσο τι είναι ένας ωκεανός, αν όχι ένα πλήθος από
σταγόνες;

97 Mother Carey’s chickens στο πρωτότυπο: εναλλακτική ονομασία του είδους


storm petrel, υδροβάτης· Mother Carey για τους Βρετανούς ναυτικούς είναι η
προσωποποίηση της άγριας θάλασσας. (Σ.τ.Μ.)
98 Αναφέρεται στη διαδεδομένη άποψη ότι ο Κουκ ονόμασε έτσι τα νησιά προς
τιμήν της Βασιλικής Εταιρείας που χρηματοδότησε την πρώτη βρετανική
επιστημονική τους τοπογράφηση. (Σ.τ.Μ.)
99 The King in his Counting House στο πρωτότυπο. Από το αγγλικό παιδικό
τραγουδάκι «Sing a Song of Sixpence»: The king was in his counting house, /
Counting out his money; / The queen was in the parlour, / Eating bread and
honey. (Σ.τ.Μ.)
ā
100 Η λέξη προέρχεται από το χαβανέζικο ενδώνυμο k naka maoli, αλλά
χρησιμοποιούνταν για τους ανθρώπους από διάφορα νησιά του Ειρηνικού που (είτε
με τη θέλησή τους είτε όχι) εργάζονταν, τον δέκατο ένατο αιώνα και τις αρχές του
εικοστού, στις βρετανικές αποικίες, από τον Καναδά έως την Παπούα Νέα Γουινέα
και την Αυστραλία, καθώς και στις ΗΠΑ και τη Χιλή· στην αυστραλιανή αγγλική η
λέξη πια αποφεύγεται, αφού η χρήση της ήταν μειωτική. (Σ.τ.Μ.)
101 Ο συγγραφέας παίζει εδώ με τη διπλή σημασία του spouter, που σημαίνει
πολυλογάς, φαφλατάς, αλλά και επιδέξιος φαλαινοθήρας. (Σ.τ.Μ.)
102 Χαβανέζικος χορός. (Σ.τ.Μ.)
103 Κόπρα, η ψίχα της ινδικής καρύδας. (Σ.τ.Μ.)
104 Celestials· από την Ουράνια (Celestial) Αυτοκρατορία, την Κίνα δηλαδή.
(Σ.τ.Μ.)
105 Ισπανικά στο πρωτότυπο: ο καπετάνιος του σπιτιού. (Σ.τ.Μ.)
106 Sweeter Peter Piper στο πρωτότυπο, από γνωστό παιδικό τραγουδάκι /
παρηχητικό γλωσσοδέτη. (Σ.τ.Μ.)
107 Ο συγγραφέας αναφέρεται εδώ στην παροιμία The Devil finds work for idle hands to
do, που αντιστοιχεί στο δικό μας Δουλειά δεν είχε ο διάβολος. (Σ.τ.Μ.)
108 Ισπανικά στο πρωτότυπο: γειτονιά, συνοικία. Στη σύγχρονη αμερικανική
αγγλική με τη λέξη υποδηλώνεται ειδικά η γειτονιά ισπανόφωνων. (Σ.τ.Μ.)
109 Slavemaker· ανήκουν στα είδη των μυρμηγκιών που στα ελληνικά ονομάζουμε
εκστρατευτικά ή λεγεωνάριους. (Σ.τ.Μ.)
110 Δηλαδή με ottava rima, οκτάβα με ενδεκασύλλαβους στίχους και
ομοιοκαταληξία που ακολουθεί το σχήμα α β α β α β γ γ (ιταλικής προέλευσης,
όπως μαρτυρά και το όνομά της)· «βυρωνική» επειδή τη χρησιμοποίησε ο λόρδος
Βύρωνας, χαρακτηριστικότερα στον Δον Ζουάν, ένα από τα γνωστότερα αγγλικά
ποιήματα (αν όχι το γνωστότερο) με αυτή την οκτάβα. (Σ.τ.Μ.)
111 Typee: A Peep at Polynesian Life, το πρώτο βιβλίο του Χέρμαν Μέλβιλ, που εκδόθηκε
το 1846. Ελληνική έκδοση: Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων, Ζαχαρόπουλος, 1990
(μτφρ. Άρης Σφακιανάκης). (Σ.τ.Μ.)
112 Plum putting: αγγλικό χριστουγεννιάτικο γλυκό. Η λέξη plum εδώ με την
παλαιά της σημασία, της σταφίδας, και όχι τη σύγχρονη του δαμάσκηνου· το
γλυκό περιέχει αποξηραμένα φρούτα, όχι όμως δαμάσκηνα. (Σ.τ.Μ.)
113 First bell στο πρωτότυπο, κάθε χτύπημα της καμπάνας σημαίνει τη λήξη ενός
ημιώρου της βάρδιας. (Σ.τ.Μ.)
114 Magic lantern show στο πρωτότυπο: Magic lantern (γνωστός και ως laterna
magica) ήταν ένας πρώιμος «προτζέκτορας», εφεύρεση του δέκατου έβδομου
αιώνα· χρησιμοποιούνταν ευρέως, για ψυχαγωγικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς,
και κατά τον δέκατο ένατο, έως και τα μέσα του εικοστού. (Σ.τ.Μ.)
115 Εδώ ο γραφικός χαρακτήρας του πατρός μου γίνεται δυσανάγνωστος λόγω της
σπασμωδικότητάς του. – Τ.Γ.
116 Ο συγγραφέας παίζει εδώ με το επώνυμο του Γκους, Goose, που σημαίνει χήνα.
(Σ.τ.Μ.)
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Μια συμβολή νεφών
Τα μυθιστορήματα είναι διακοπές από τον Εαυτό. Τα
μυθιστορήματα ενθαρρύνουν δεύτερες σκέψεις και τρίτες
σκέψεις. Τα μυθιστορήματα μας επιτρέπουν να έρθουμε για
λίγο στη θέση του Άλλου. Στη φωνακλάδικη εποχή μας της
κλεμμένης εστίασης, τα μυθιστορήματα τρέφουν τις
μικροδιαφορές. Για αυτούς τους λόγους εκτιμώ το είδος και
λαχταρώ να περάσω τη ζωή μου αποτυγχάνοντας καλύτερα στη
συγγραφή μυθιστορημάτων.
Φαίνεται ανάγωγο, οπότε, να ομολογήσω ότι κάθε φορά που
με ρωτούν, Από πού πήρες την ιδέα για το μυθιστόρημά σου, λοιπόν;
καταπνίγω έναν στεναγμό. Ο στεναγμός μου φαίνεται
παιδιάστικος. Οπωσδήποτε, θα όφειλα να είμαι ευγνώμων που
οποιοσδήποτε νιώθει ακόμη αρκετή περιέργεια για αυτή την
εξειδικευμένη, τριακοσίων χρόνων μορφή τέχνης ώστε να
ρωτήσει κάτι για αυτή.
Είμαι ευγνώμων. Το πρόβλημά μου είναι ότι η ερώτηση δεν
είναι στ’ αλήθεια ερώτηση. Είναι ένα αίτημα για μια πιασάρικη
ιστορία προέλευσης. Το πρόβλημα με αυτές τις ιστορίες είναι
ότι αποτελούν θραύσματα της αλήθειας που παριστάνουν
ολόκληρη την αλήθεια. Συνήθως για να υπηρετήσουν ένα
απώτερο κίνητρο. Οι ιστορίες προέ­λευσης των χωρών είναι
μυθολογίες επινοημένες για να ενισχύσουν την ανεξαρτησία.
Οι ιστορίες προέλευσης των εταιρειών κατασκευάζονται για να
δελεάσουν τους επενδυτές. Η ιστορία προέλευσης του
Μπάτμαν είναι σχεδιασμένη για να πουλήσει τον Μπάτμαν.
Είμαι εξίσου επιφυλακτικός με τις ιστορίες προέλευσης των
μυθιστορημάτων. Τα μυθιστορήματα συνήθως έχουν
υπερβολικά πολλά ετερόκλητα, κινούμενα μέρη ώστε να
αναβλύζουν από την ίδια πηγή. Οι άνθρωποι όμως θέλουν μια
ιστορία προέλευσης, κι έτσι οι συγγραφείς συχνά τους κάνουν
τη χάρη για την περιοδεία, τη σκηνή κάποιου φεστιβάλ ή το με
κόπο κερδισμένο ραδιοφωνικό τρίλεπτο. Γιατί να
απογοητεύσεις με τη ζόρικη αλήθεια όταν μπορείς απλώς να
παίξεις το παιχνίδι και να πεις ένα Κάποιο βροχερό σούρουπο
κλειδώθηκα σ’ ένα μουσείο στο Λίμερικ όταν έπεσα πάνω σε…;
Μια τέτοια ιστορία προέλευσης ψέμα δεν είναι, αδιαφορεί
όμως για τις λεπτομέρειες και την πολυπλοκότητα των τρόπων
με τους οποίους ένα μυθιστόρημα αναμειγνύεται με την
Αλήθεια. Τα μυθιστορήματα είναι συμβολές. Οι χείμαρροι που
εκβάλλουν σε αυτά είναι πολυάριθμοι και συχνά
αχαρτογράφητοι. Βιβλία, καταστάσεις, ταινίες, τόποι, σκηνές,
αποσπάσματα διαλόγων, μνήμες, πού είναι ο νους σου εκείνη
τη μέρα, εκείνο τον χρόνο – οτιδήποτε, πραγματικά,
συμπεριλαμβανομένου κάτι που βρήκες ένα βροχερό σούρουπο
στο Λίμερικ. Έτσι, με την αφορμή της επετειακής έκδοσης για
τα είκοσι χρόνια του Cloud Atlas, θα ήθελα να εντοπίσω τις
πηγές ορισμένων από τους χειμάρρους του με όση διαύγεια και
αντίληψη επιτρέπουν δύο δεκαετίες.

Μια μέρα του 1987, ή κάπου εκεί, διάβασα το λεπτό


μεταμοντέρνο κλασικό του Ίταλο Καλβίνο από το 1979, Αν μια
νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, σε μετάφραση του Γουίλιαμ
Γουίβερ. Δεν είχα ξαναδιαβάσει μυθιστόρημα που να του
μοιάζει έστω κι ελάχιστα. Ο δευτεροπρόσωπος πρωταγωνιστής
του, «Εσύ», αγοράζεις το νέο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο
σε ένα βιβλιοπωλείο, πηγαίνεις σπίτι και αρχίζεις να το
διαβάζεις – μόνο και μόνο για να ανακαλύψεις ότι το βιβλίο
πίσω από το εξώφυλλο του Καλβίνο δεν είναι διόλου του
Καλβίνο, αλλά ενός Πολωνού συγγραφέα, του Μπαζακμπάλ. Η
νουαρίζουσα αυτή αφήγηση προχωράει για μερικές σελίδες
μέχρι που η δευτεροπρόσωπη κύρια αφήγηση ξαναρχίζει
απότομα –κάποιο τυπογραφικό λάθος;– ξαναγυρνώντας σ’
«Εσένα», που επιστρέφεις στο βιβλιοπωλείο και παίρνεις ένα
πλήρες αντίτυπο· και γνωρίζεις μια αναγνώστρια που βρίσκεται
στην ίδια θέση. Το ζήτημα είναι ότι εσείς τώρα ανυπομονείτε να
συνεχίσετε το μυθιστόρημα του Μπαζακμπάλ πιο πολύ, παρά
του Καλβίνο, οπότε πηγαίνετε σπίτι με εκείνο το βιβλίο… έτσι
νομίζετε. Σύντομα όμως ανακαλύπτεις ότι είσαι μέσα σε μια
τρίτη ιστορία – εξίσου εθιστική με την προηγούμενη.
Επανάλαβέ το δέκα φορές κι έχεις ένα μυθιστόρημα με την
εξής δομή: Α1, Β, Α2, Γ, Α3, Δ, Α4, Ε, Α5, Ζ, Α6, Η, Α7, Θ,
Α8, Ι, Α9, Κ, Α10.
Θεέ και Κύριε. Το παιχνιδιάρικο μυθιστόρημα του Καλβίνο
μου πήρε τα βιβλιόφιλα εφηβικά μυαλά. Άλλαζε είδος, πολλές
φορές. Αντιμετώπιζε τη δομή ως στοιχείο της αφήγησης
ισότιμο της πλοκής, του χαρακτήρα, των ιδεών και του στιλ.
Με έκανε να αναρωτηθώ: θα μπορούσαν να υπάρχουν δομές
που περιφέρονταν στο λογοτεχνικό κόσμο χωρίς ακόμη να
έχουν ανακαλυφθεί; Θα μπορούσα να βρω μία και να γράψω
ένα βιβλίο με μια δομή που κανείς, από τον Ντάνιελ Ντεφόε
μέχρι την Ντανιέλ Στιλ, δεν είχε ποτέ χρησιμοποιήσει;
Πέρασε καιρός. Ξανακόλλησα μεταξύ τους τα βιβλιόφιλα
εφηβικά μυαλά μου κι ένιωσα λιγάκι απατημένος. ( Έτσι σου
είναι οι καψούρες.) Ναι, η κύρια αφήγηση του «Εσύ» ήταν
κωμική και ιδιαίτερη αλλά ήταν κάτι περισσότερο από ένα
χαζοανέκδοτο; Ναι, είχα απορροφηθεί στις διακεκομμένες
ιστορίες, αλλά ο Καλβίνο ουδέποτε επανήλθε σε αυτές κι έχασα
το έντονο ενδιαφέρον μου. Με έκαναν να νιώθω κορόιδο που
είχα δώσει σημασία. Οι σεναριογράφοι αυτό το λένε «schmuck
baiting» και είναι σοφό να το αποφεύγουν.117
Λαχταρούσα μια εκδοχή του καλβινικού μυθιστορήματος με
την εξής δομή: Α1, Β1, Γ1, Δ1, Ε1, Ζ, Ε2, Δ2, Γ2, Β2, Α2. Σαν
ματριόσκα. Είχε γράψει κανείς ποτέ τέτοιο βιβλίο; Δεν το είχα
ακουστά – αν και, μεγαλώνοντας στο Γούστερσαϊρ τη δεκαετία
του ογδόντα, δεν είχα ακουστά τα περισσότερα πράγματα. Θα
λειτουργούσε καν μια αφήγηση ματριόσκα; Σίγουρα μέχρι να
φτάσει στο Α2 ο αναγνώστης δεν θα είχε ξεχάσει τι γινόταν στο
Α1; Δεν ήξερα.
Έβαλα όμως την ιδέα στην άκρη. Μια μέρα ίσως το
προσπαθούσα.

Στη συνέχεια, ένας άνθρωπος. Το ντεμπούτο μου, Ghostwritten,


εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 2000. Προς αιώνια ευγνωμοσύνη μου,
κάποιος στον Random House αποφάσισε ότι άξιζε τον κόπο να
φέρει αυτόν τον Βρετανό Κανένα με το αεροπλάνο για μια
περιοδεία δύο εβδομάδων. Κι αν το κοινό μου μονάχα μερικές
φορές έφτανε σε διψήφιο αριθμό, εγώ αισθανόμουν σαν
Σκαθάρι: ήμουν νέος, έμενα σε στιλάτα κεντρικά ξενοδοχεία κι
ήταν η πρώτη μου φορά στις ξακουστές Ηνωμένες Πολιτείες
της Αμερικής.
Τη δεύτερη βδομάδα μου, έσκασα στο βιβλιοπωλείο της
εκδήλωσής μου στη Μινεάπολη και βρήκα το μέρος τίγκα. Είχε
φωτογράφους κι ένα δυο πορτιέρηδες που έλεγχαν τα
εισιτήρια. Να τα, να τα, σκέφτηκα, τα νέα μαθαίνονται γρήγορα στη
γη των ελεύθερων… Ώσπου είδα στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων
το όνομα «Καζούο Ισιγκούρο». Οι καλοί βιβλιόφιλοι των
Δίδυμων Πόλεων είχαν έρθει στην εκδήλωσή μου για να
πιάσουν τις καλύτερες θέσεις για την κεντρική ατραξιόν. Η
πραγματικότητα όντως ευχαριστιέται τα αστειάκια της.
Αυτό που έχει να κάνει με τον Cloud Atlas είναι ό,τι
ακολούθησε την εκδήλωση. Μέναμε και οι δυο στο ίδιο
ξενοδοχείο, κι όταν γυρίσαμε, ο κύριος Ισιγκούρο –«Όλοι με
φωνάζουν Ις»– κι εγώ περάσαμε μια ώρα συζητώντας στο
μπαρ. Ζούσα στην Ιαπωνία και δεν ήξερα συγγραφείς, ή τι
συνεπαγόταν το να είσαι συγγραφέας, έτσι το να μπορώ να
ζητήσω επαγγελματικές συμβουλές από αυτόν τον βραβευμένο
με Μπούκερ συγγραφέα που μιλούσε λες και ήμασταν ισάξιοι
συνάδελφοι ήταν πολύ, πολύ σημαντικό. Η αμνησία της
παρόδου των χρόνων μού έχει κλέψει τα περισσότερα από όσα
συζητήσαμε, θυμάμαι όμως που τον ρώτησα για το
καλλιτεχνικό κενό ανάμεσα στα πρώτα τρία περιποιημένα
νατουραλιστικά μυθιστορήματα του Ισιγκούρο και το αχαλίνωτο
μοντερνιστικό του έπος, το Οι απαρηγόρητοι. Η απάντηση του Ις
ήταν πως στα λογοτεχνικά του πρότυπα συγκαταλέγονταν ο
Μπομπ Ντίλαν κι η Τζόνι Μίτσελ, των οποίων τα πετυχημένα
σερί δίσκων από τα τέλη του εξήντα ως τα τέλη του εβδομήντα
τα τροφοδοτούσε η δυναμική επαναδημιουργία. Το ότι κάτι
που ίσχυε για τους τραγουδιστές-τραγουδοποιούς μπορούσε να
ισχύει και για τους μυθιστοριογράφους δεν μου είχε περάσει
από το μυαλό. (Θυμάμαι επίσης ότι παίζαμε «Βρες το
τραγούδι» με το κοκτέιλ τζαζ ρεπερτόριο του πιανίστα.
Μερικές τυχερές μαντεψιές στην αρχή έδωσαν στον Ις την
εντύπωση ότι διαθέτω θεϊκή μουσική γνώση. Όσο περισσότερο
επέμενα ότι δεν τη διέθετα, τόσο περισσότερο πίστευε ότι
ήμουν μετριόφρων.)
Πριν από εκείνη την ώρα στη Μινεάπολη, ακόμη περίμενα η
Αστυνομία Λογοτεχνικών Απατεώνων να στείλει Ειδική
Μονάδα Καταστολής στα μισά της εκδήλωσης για να με
μαζέψουν. Έπειτα από εκείνη τη συζήτηση, άρχισα να τολμώ
να σκέφτομαι τη λέξη «Μυθιστοριογράφος» όχι σαν
αυτοκόλλητη ετικέτα αλλά σαν τατουάζ στο οποίο μπορούσες,
από βιβλίο σε βιβλίο, να κάνεις προσθήκες. Μυθιστοριο­γράφος
ήταν κάτι που μπορούσες να είσαι, όχι απλώς να κάνεις. Αυτό το
θέλω, σκέφτηκα. Αποφάσισα να βάλω στόχο το ριψοκίνδυνο, όχι
το ασφαλές· να σκέφτομαι το είδος σαν ένα κουτί με χρώματα,
όχι σαν όριο· να αποφεύγω την επανάληψη, κατά το δυνατόν·
και, αν όλα πήγαιναν καλά και επιβίωνα ως μυθιστοριογράφος
μέχρι τα πενήντα, θα προσπαθούσα να καλλιεργήσω την ίδια
συναδελφικότητα προς τους νεότερους συγγραφείς που μου
είχε μόλις δείξει ο Καζούο Ισιγκούρο.

Τώρα είχα τη δομή της ματριόσκας και τη λαχτάρα να τη


χρησιμοποιή­σω. Τι ιστορίες θα στρίμωχνα μέσα; Όταν ήμουν
μικρότερος και τα περισσότερα πράγματα ήταν πιο καινούργια,
έβλεπα εκκολαπτόμενες ιστορίες ευκολότερα και σε μια
ευρύτερη γκάμα των πραγμάτων που η Μοίρα τύχαινε να
σερβίρει εκείνη τη μέρα. Ένα πράγμα ήταν το παγκόσμιο
μπεστ σέλερ του Τζάρεντ Ντάιαμοντ από το 1997, Όπλα, μικρόβια
και ατσάλι. Ορισμένοι ιστορικοί επικρίνουν αυτούς τους επικούς
τόμους για τα «Μεγάλα Ζητήματα» επειδή θυσιάζουν την
πολυπλοκότητα στον Βωμό του Μηνύματος. Ας επικρίνουν όσο
θέλουν. Το βιβλίο του Ντάιαμοντ μου γνώρισε παράδρομους
της παγκόσμιας ιστορίας που δεν θα είχα ποτέ συναντήσει
αλλού. Ένας τέτοιος παράδρομος ήταν οι Μοριορί, μια υπο-
φυλή των Μαορί που ανακάλυψαν τα νησιά Ρεκόχου (αργότερα
νησιά Τσάταμ) οκτακόσια χιλιόμετρα δυτικά της Νέας
Ζηλανδίας, γύρω στο 1500 Κ.Χ. Μερικές γενεές μετά την
άφιξή τους, οι Μοριορί ξέχασαν τις τέχνες της ναυπηγικής και
της ναυσιπλοΐας, και ο κόσμος πέρα από τον ορίζοντα
ξεθώριασε κι έγινε μύθος – μέχρι το 1835, όταν οι Μαορί από το
Βόρειο Νησί της Νέας Ζηλανδίας κατέκτησαν το νησί και
σκλάβωσαν όσους Μοριορί δεν σφαγίασαν. Το να γυρνάει
ανάποδα ο πολιτισμός είναι ένας ζωηρός εφιάλτης. Σκέφτηκα,
αυτό το θέλω.
Ενώ αναζητούσα πηγές της εποχής, βρήκα το Two Years Before
the Mast του Ρίτσαρντ Ντέινα. Δημοσιευμένο το 1840, το βιβλίο
περιγράφει ένα ταξίδι από τη Βοστόνη στην Καλιφόρνια πριν
αυτή γίνει πολιτεία. Όπως ο Μέλβιλ, ο Ντέινα συνδυάζει
απομνημονεύματα, τη ζωή στην εποχή της ιστιοπλοΐας,
πρώιμη ταξιδιωτική γραφή και δημιουργεί μια σχεδόν
μυστικιστική όψη του Ειρηνικού Ωκεανού. Σαν το διάστημα,
αλλά γαλαζοπράσινος αντί για μαύρος. Κι αυτό το θέλω,
σκέφτηκα. Αυτό που αναδύθηκε μέσα από τούτες τις πηγές –
και από άλλες, σίγουρα– ήταν το Α1 και το Α2 μου, «Το
ημερολόγιο Ειρηνικού του Άνταμ Γιούιν».

Στο σπίτι των γονιών μου έστεκαν, κι ακόμη στέκουν, κάτι


ράφια στον διάδρομο. Μακροπρόθεσμοι κάτοικοί τους ήταν
βιβλία από το παρελθόν των γονιών μου που είχαν γλιτώσει από
το ξεδιάλεγμα για τα μεταχειρισμένα. Φωλιασμένο εκεί ενώ
μεγάλωνα ήταν ένα βιβλίο με τίτλο Delius: As I Knew Him, του
Έρικ Φένμπι. Δεν είχε λιοντάρια, μάγισσες ή ντουλάπες στο
εξώφυλλο κι έτσι ποτέ δεν το άνοιξα, ώσπου –παρακινημένος
από το τριπάτο τραγούδι «Delius» της Κέιτ Μπους– το
κατέβασα γύρω στο 1998 ή το 1999. Ήταν ένα αναπάντεχο page
turner. Ο συγγραφέας περιγράφει τον καιρό που πέρασε ως ο
μάλλον άβγαλτος γραμματέας του εύθραυστου, ευέξαπτου,
κοντόθωρου Φρέντερικ Ντέλιους στη Γαλλία της δεκαετίας του
1930. Δεν ήξερα ότι ο σκηνοθέτης Κεν Ράσελ είχε διασκευάσει
το βιβλίο και ντράπηκα όταν αργότερα ανακάλυψα ότι ο Ράσελ
είχε γυρίσει την ίδια άπαιχτη σκηνή –«Ταν! Τάτι-Ταν!»– που εγώ
(ανοιχτά) βούτηξα και έχωσα στο Cloud Atlas. Μου άρεσε πολύ
εκείνη η σχέση μέντορα-γραμματέα: ο στρόβιλος των
αλληλοσυγκρουόμενων δυνάμεων της συνεξάρτησης, του
μαικηνισμού, της μαντείας, της εκμετάλλευσης, της πικρίας,
της δημιουργικής μαιευτικής. Ποιος χρησιμοποιεί ποιον; Αυτό
θα μπορούσα να το χρησιμοποιήσω, σκέφτηκα.
Για να κουρδίσω το αυτί μου κατά τα αγγλικά του Κέμπριτζ
και της Οξφόρδης της δεκαετίας του 1930, διάβασα τη
μυθοπλαστική αυτοβιογραφία του Κρίστοφερ Ίσεργουντ, Lions
and Shadows. Ενώ κοσκίνιζα το κείμενο για το στιλ του,
διέκρινα μια ρευστότητα ως προς το φύλο και μια πιο ύπουλη
απ’ όσο φαίνεται «αθωότητα έξω».118 Αυτές διοχετεύτηκαν στον
Ρόμπερτ Φρόμπισερ, τον συγγραφέα των μερών Β1 και Β2 του
Cloud Atlas, «Γράμματα από το Ζέντελχεμ». Το τοποθέτησα στο
Βέλγιο επειδή είχα βρεθεί για λίγες μέρες στην Μπριζ με έναν
φίλο από τη σχολή κατά το πρώτο έτος μου στο πανεπιστήμιο.
Φτάσαμε στις τρεις τα ξημερώματα, κοιμηθήκαμε ανήσυχα
στην πόρτα μιας εκκλησίας ώσπου ξυπνήσαμε και βρήκαμε
έναν χλωμό ήλιο να ανοίγει μια τρύπα στην ομίχλη. Σύντομα
ξεχυνόταν ένα αδιανόητα γαλάζιο πρωινό.
Ήμασταν νέοι. Όλα ήταν δυνατά.

Ο όρος «θρίλερ αεροδρομίου» οδεύει προς την


αναχρονιστικότητα, αν δεν βρίσκεται ήδη εκεί. Εκείνα τα
χαρτόδετα μαζικής παραγωγής πωλούνταν στα αεροδρόμια σε
ταξιδιώτες που διήνυαν μεγάλες αποστάσεις στον κόσμο πριν
από τα iPad, όταν εν πτήσει ψυχαγωγία σήμαινε μία και
μοναδική ταινία σε πτυσσόμενες οθόνες τοποθετημένες ανά
δέκα σειρές. Τα θρίλερ αεροδρομίου είχαν εναλλάξιμους
τίτλους όπως Απόρρητος φάκελος Ίπκρες ή Απόρρητος φάκελος Οδέσσα
ή O άνθρωπος της Μαντζουρίας τυπωμένους ανάγλυφα με μεγάλη
χρυσή γραμματοσειρά κάτω από το όνομα του συγγραφέα. Οι
πρωταγωνιστές τους –λευκοί αντικομφορμιστές– ήταν εξίσου
εναλλάξιμοι με τις πλοκές τους, κι ωστόσο αυτά τα βιβλία είχαν
για μένα μια γοητεία. Διάβασα πολλά από δαύτα στις αίθουσες
κοινής χρήσης των κρύων χόστελ, όπου κατέληγαν τα θρίλερ
αεροδρομίου για να γίνουν κομπόστ. Όταν άρχισα να γράφω,
κάπως ζήλευα τους συγγραφείς τους. Πόσο μακάριο, να
λαγοκοιμάσαι κατά τον πόλεμο εναντίον του κλισέ. Να
απαρνιέσαι την ανάπτυξη των χαρακτήρων και να αγνοείς
σεναριακά κενά μεγάλα σαν το ρήγμα του Αγίου Ανδρέα. Όσο
κι αν κάνω τον ακατάδεκτο όμως, εκείνα τα βιβλία ήταν οι
ευπώλητες αφηγήσεις της εποχής τους. Μπορούσα να
δοκιμάσω να γράψω ένα τέτοιο – και με πρωταγωνίστρια; Στο
τρίτο πια μυθιστόρημά μου, η έλλειψη σημαντικών γυναικείων
χαρακτήρων είχε αρχίσει να γίνεται ολοφάνερη, έτσι, για να
μου δώσω ένα προβάδισμα, ξαναεπιστράτευσα μια σύμμαχο
από το Ghostwritten. Σ’ εκείνο το μυθιστόρημα εμφανίζεται
μονάχα σαν ακροά­τρια που τηλεφωνεί σε μια ραδιοφωνική
εκπομπή, σκέφτηκα όμως ότι μπορεί να μου έφερνε γούρι.
Δίνει το όνομά της στα αφηγηματικά μέρη Γ1 και Γ2, «Ημιζωές
– Το πρώτο μυστήριο της Λουίζα Ρέι».

Ο Τίμοθι Κάβεντις είχε κι εκείνος εμφανιστεί στο πρώτο μου


μυθιστόρημα. Αυτός ο σκανδαλιάρης, ιδίοις αναλώμασι
εκδότης αντλεί στοιχεία από έναν χαρακτήρα από το Εκκρεμές
του Φουκώ του Ουμπέρτο Έκο, καθώς και από τον Άρθουρ
Ντάλι, έναν «επιχειρηματία» εύπλαστης ακεραιότητας από μια
βρετανική τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του 1980, το
Minder. Η ιστορία του ριμέικ του Κάβεντις άντλησε από τη
βιογραφία του Φίλιπ Λάρκιν από τον Άντριου Μόσιον το 1994,
η οποία ξεσκεπάζει το βουερό πνεύμα του ποιητή και την
αειθαλή του δεξιοτεχνία για να αποκαλύψει τον πόνο, τη
μελαγχολία και –συγγνώμη– την κακία εντός του. Η
ημισυνειδητή φωνή στον χώρο ανάμεσα στον ποιητή και την
ποίηση: την ήθελα. Μια περαιτέρω λογοτεχνική επιρροή ήταν
τα πικαρέσκα του Χένρι Φίλντινγκ και του Τομπάιας Σμόλετ
από τον δέκατο όγδοο αιώνα: εκείνες οι μπαρόκ ταινίες
δρόμου που ωθούνται από κύκλους παγίδευσης και
απόδρασης, εκδίκησης και φάρσας. Ένα τελικό συστατικό ήταν
τα γηροκομεία. Ως παιδί επισκέφτηκα μερικές φορές τη για­γιά
μου, κατά τον τελευταίο θολωμένο από την άνοια χρόνο της.
Θέλω να ελπίζω ότι οι επισκέψεις μου ήταν κατά κύριο λόγο ως
εγγονού, αλλά δεν γίνεται ν’ αρνηθώ κι ένα έντονο ενδιαφέρον
για το περιβάλλον. (Οι μυθιστοριο­γράφοι κάνουν ρεπεράζ.) Τα
γηροκομεία ενσαρκώνουν το άγχος της κουλτούρας μας
απέναντι στον θάνατο και δεν μοιάζουν με τίποτε άλλο. Ένας
ετοιμοθάνατος φίλος με πολύ μαύρο χιούμορ αναφερόταν στην
τελευταία του διεύθυνση ως «η αίθουσα αναχώρησης». Έγραψα
την πρώτη γραφή των «Φριχτά βασάνων του Τίμοθι Κάβεντις»
σαν ξέρασμα, σε μια πτήση προς το Σαν Φρανσίσκο. Μου
λείπει το να γράφω σ’ εκείνη την ασυναίσθητη ταχύτητα, όπου
το καλύτερο δεν είναι ο εχθρός του καλού, ούτε καν του «Μου
κάνει αυτό για τώρα». Πολύ θα ήθελα να ανακτήσω εκείνη την
ευχέρεια.

Στο B&B στα νησιά Τσάταμ όπου έμενα ενώ ερευνούσα την
ιστορία των Μοριορί, βρήκα ένα τεύχος του περιοδικού OK!. Το
περιοδικό είχε μια συνέντευξη με τον Έλτον Τζον και τον
σύντροφό του για ένα πάρτι με διασημότητες που είχαν κάνει.
Διακινδυνεύοντας να ακουστώ σαν μια θεία από τον Όσκαρ
Γουάιλντ, αναφέρω πως δεν είχα ξαναδιαβάσει το ΟΚ!, ούτε
είχα ξαναδεί συνέντευξη τέτοιας μορφής. Όχι συνέντευξη τόσο
πολύ, όσο ένα κατασκεύασμα από εικόνες, κείμενο και
πρόσβαση προσυμφωνημένη από υπεύθυνους δημοσίων
σχέσεων. Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να γράψω μια ιστορία
στη μορφή εκείνης της συνέντευξης, όπου κάθε πλευρά θα είχε
μια ατζέντα πέρα από το απλό κουσκούς των ερωταπαντήσεων.
Ίσως μια ανάκριση, όπου η ανακρινόμενη πλευρά θα
χρησιμοποιούσε τη συνέντευξη ως όπλο σε ένα ευρύτερο
παιχνίδι. Σ’ αυτή την ιδέα μπήκε το Εμείς του Γιεβγκένι
Ζαμιάτιν, ένα ρώσικο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας
του 1921 για μια εξέγερση ενάντια σε μια μελλοντική δυστοπική
δικτατορία. Σπουδαίο μυθιστόρημα ίσως να μην είναι, είναι
όμως προφητικό καθώς εστιάζει στο κράτος παρακολούθησης.
Ο Τζορτζ Όργουελ αναγνώρισε την επιρροή του στο 1984, και
ανασαίνει τον ίδιο αέρα με τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο του
Άλντους Χάξλεϊ. Προσπαθώ να θυμηθώ πώς ξεβράστηκε στα
χέρια μου αυτό το βιβλίο, μα δεν μπορώ. Το Εμείς απλά ήταν
εκεί όταν το χρειάστηκα. Όπως και το Λουλούδια για τον
Άλγκερνον, ένα μυθιστόρημα του Ντάνιελ Κιζ από το 1966, με
αφηγητή έναν χαρακτήρα του οποίου ο δείκτης νοημοσύνης
έφτασε σε επίπεδα ιδιοφυΐας από ένα επαναστατικό φάρμακο –
προσωρινά, όπως αποδεικνύεται. Όπως και το Φάκελος «Τι
τρώμε» του Έρικ Σλόσερ από το 2001, μια σκανδαλοθηρική
αποκάλυψη της αμερικανικής κρεατοβιομηχανίας, από τη
φάρμα στο σφαγείο και τα McDonald’s.
Το τελικό συστατικό των μερών Ε1 και Ε2 του Cloud Atlas είναι
η Κορέα. Η ιστορία της Κορέας είναι συναρπαστική από μόνη
της, εγώ όμως ήρθα στη χώρα μέσω Ιαπωνίας. Καμία ιστορία
του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είναι πλήρης χωρίς την Ιρλανδία·
και η Ιαπωνία του εικοστού πρώτου αιώνα δεν μπορεί να γίνει
κατανοητή χωρίς την Κορέα. Με την επιστημονική φαντασία
να είναι ο τόπος όπου μπορεί να έρθει η ώρα και του
αουτσάιντερ, έκανα τη μελλοντική μου Σεούλ τεχνο-
αποικιοκράτη, που λειτουργεί με τα εργατικά χέρια σκλάβων
κλώνων. Καλώς ορίσατε στο «Μια δέηση της Σόνμι~451».

Το τραχύ, μεγαλόκαρδο λιμάνι της Χιροσίμα δεν είναι απλώς


μια μετωνυμία για την πυρηνική καταστροφή· είναι όμως και
αυτή η μετωνυμία. Υπάρχει ένα μεγάλο πάρκο –το Πάρκο της
Ειρήνης– στην καρδιά της πόλης, κάτω από την εστία της
έκρηξης. Ακόμα και σήμερα, δεν γίνεται να διασχίσω τον χώρο
χωρίς να φανταστώ τη λάμψη, τον κρότο, τη βοή της 8ης
Αυγούστου 1945, και χωρίς να σκεφτώ τους ακαριαίους
θανάτους και τους πιο αργούς θάνατους. Το Πάρκο της
Ειρήνης είναι όντως ένα ειρηνικό πάρκο, με δέντρα,
πλανόδιους, έφηβους σε σχολικές εκδρομές, ανθρώπους που
κάνουν τζόκινγκ και ηλικιωμένους που κουβεντιάζουν και
ταΐζουν τα περιστέρια. Η Χιροσίμα όμως δεν ξεχνά ότι Κάτι
μπορεί να μετατραπεί σε Τίποτα με την ταχύτητα ενός ωστικού
κύματος. Καμιά πόλη δεν είναι αιώνια. Κανένας πολιτισμός
δεν είναι απρόσβλητος από την εντροπία.
Σε συγχρονία με την ψυχογεωγραφία της Χιροσίμα ήταν το
μυθιστόρημα του Ράσελ Χόμπαν από το 1980, Riddley Walker, το
οποίο διάβασα γύρω στο 2000 ή το 2001. Το εξαιρετικό αυτό
έργο τέχνης είναι τοποθετημένο εκεί που ήταν κάποτε η
αγγλική κομητεία του Κεντ, δύο χιλιετίες έπειτα από έναν
πυρηνικό πόλεμο που αποτέλειω­σε την κοινωνία μας και
γύρισε την ανθρωπότητα στην Εποχή του Σιδήρου. Η ζωή του
δωδεκάχρονου Ρίντλεϊ και της ρακοσυλλεκτικής οικογένειάς
του είναι όντως άθλια, κτηνώδης και σύντομη.119 Όπως και των
Μοριορί, έτσι και η δική τους αίσθηση της ιστορίας έχει
διολισθήσει στον μύθο. Η γλώσσα τους –και η γλώσσα του
μυθιστορήματος του Χόμπαν– είναι τα αγγλικά μας,
εκφυλισμένα σε μια μελλοντική τσοσεριανή διάλεκτο. Και αυτή
η γλώσσα ανυψώνει το Riddley Walker από το «πολύ καλό» και το
τοποθετεί στη λίστα των Μυθιστορημάτων Που Πρέπει Να
Διαβάσεις Πριν Πεθάνεις. (Παίρνει δέκα ή είκοσι σελίδες να
βρεις τα πατήματά σου· μα κάνε υπομονή.) Δεν ήξερα ακόμη
με τι ήθελα να μοιάζει η μετα-αποκαλυπτική μου κοινωνία,
είχα όμως μια καλύτερη ιδέα του πώς μπορεί να μιλούσαν οι
κάτοικοί της, και πώς να σκέφτονταν για εμάς, τους άθλιους
προγόνους τους.
Το τελικό στοιχείο στην κεντρική κούκλα της ματριόσκας του
Cloud Atlas, «Το Πέρασμα της Σλούσα κι όσα γίνανε μετά», ήταν
το Μεγάλο Νησί της Χαβάης. Όπως αμέτρητοι άλλοι,
εντυπωσιάστηκα από την ποικιλομορφία και μόνο των τοπίων
που είναι στριμωγμένα σε τόσο μικρή έκταση. Πεδία λάβας
που κροταλίζουν και συρίζουν εκεί που βρίσκουν τον ωκεανό·
δρόμοι που αρμέγουν τους τουρίστες· εμπορικά κέντρα
πολυτελείας με φύλακες που αποτρέπουν την παρουσία
αστέγων· οδοί ρημαγμένες από τη φτώχεια, βρομισμένες από
σπασμένα γυαλιά και σύριγγες· η φύση να ξεπετάγεται από το
τσιμέντο· φυτείες ζαχαροκάλαμου, χρεοκοπημένες από την
παγκοσμιοποίη­ση και γεμάτες με σκουριασμένα μηχανήματα
που κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να δώσει για παλιοσίδερα·
διαγώνια τροπικά δάση με καταρράκτες και ουράνια τόξα
παραισθησιογόνας ομορφιάς· ένας δρόμος που ανεβαίνει
τέσσερα χιλιόμετρα μέχρι ραδιοτηλεσκόπια στις άνυδρες σαν
τον Άρη κορυφές του Μάουνα Λόα και του Μάουνα Κέα – ο
επισκέπτης όλα αυτά μπορεί να τα χωρέσει σ’ ένα πακέτο
ενενήντα λεπτών. Το πολυνησιακό παρελθόν, το παρόν-
χωνευτήρι και το μετα-αμερικανικό μέλλον αναμειγνύονται
εδώ. Σκέφτηκα, Αυτός πρέπει να είναι ο τόπος.

Είχα πλέον έξι συστάδες ιδεών όπου σχηματίζονταν ιστορίες, τι


όμως θα απέτρεπε τη δομή της ματριόσκας από το να δίνει την
αίσθηση του εφετζίδικου; Η απάντησή μου ήταν να συνδέσω
τις ιστορίες μεταξύ τους, ώστε να ταιριάζουν ως μέρη ενός
ευρύτερου συνόλου.
Να τις «συνδέσω» πώς; Το ενοποιητικό πεδίο των
περισσότερων μυθιστορημάτων είναι ο χαρακτήρας, αλλά δεν
μπορούσε να βασιστεί σε αυτό. Οι ιστορίες του απέχουν μεταξύ
τους δεκαετίες και αιώνες. Μία μέθοδος ήταν να συνδέσω τις
ετερόκλητες ιστορίες με τα θέματα και τις ιδέες. Τα δύο πρώτα
μου μυθιστορήματα είχαν ένα ενοποιητικό θέμα. Κάθε τμήμα
του Ghostwritten προτείνει διαφορετική απάντηση στην ίδια
ερώτηση: «Γιατί γίνονται τα πράγματα;» Η ελεύθερη βούληση,
η αγάπη, η απληστία, οι ιστορικές δυνάμεις και οι νόμοι της
φυσικής είναι ανάμεσα στις απαντήσεις που διερευνώνται. Το
ενοποιητικό θέμα του δεύτερου βιβλίου μου, του number9dream,
είναι ο νους και τα διάφορά του ρήματα. Ο νους ονειροπολεί,
θυμάται, μεταφράζει τον κόσμο σε ιστορίες, σκαρφίζεται
εφιάλτες. Ενώ συγκέντρωνα τις έξι ιστορίες του Cloud Atlas, το
δικό του ενοποιητικό θέμα έγινε εμφανές. Καθεμιά από τις έξι
ιστορίες ρωτούσε: «Πώς και γιατί λυμαίνονται οι άνθρωποι τους
άλλους;» Οι αποικιοκράτες τους αποικιοκρατούμενους· η μια
γενιά την άλλη· οι επιχειρήσεις την κοινωνία· οι πλούσιοι τους
φτωχούς· οι ψυχοπαθείς τους εύπιστους· οι άντρες τις
γυναίκες. Αυτό το κοινό ερώτημα βοηθά τα έξι μέρη του Cloud
Atlas να ταιριάξουν μεταξύ τους.
Η χρονολογία παρέχει κι άλλη κόλλα. Παρατάσσοντας τις
ιστορίες χρονολογικά, με τη σειρά, από τη δεκαετία του 1850
μέχρι τον εικοστό πέμπτο αιώνα, ο αναγνώστης ταξιδεύει από
το παρελθόν στο παρόν και στο μέλλον, και ξανά πίσω. Σαν
μπούμερανγκ.
Οι ιστορίες Α, Β και Γ είχαν δική τους μορφή και είδος: ένα
θαλασσινό ημερολόγιο, μια δέσμη γράμματα, ένα θρίλερ
αεροδρομίου. Μου φάνηκε λοιπόν σωστό να πιάσω το
υπονοούμενο και να δώσω και στις Δ, Ε και Ζ από ένα δικό
τους είδος. Η ιστορία του Κάβεντις έγινε απομνημονεύματα,
από εκείνα τα αυτάρεσκα που εξέδιδε πριν από τα φριχτά του
βάσανα. Η «Σόνμι~451» προσάρμοσε τη φόρμα της
συνέντευξης στην επιστημονική φαντασία, με μια συνέντευξη
που καταγράφεται από έναν Αρχειονόμο. Το «Πέρασμα της
Σλούσα», τοποθετημένο σε ένα μέλλον που μοιάζει με ένα προ-
βιομηχανικό παρελθόν, λέγεται στην παλαιότερη αφηγηματική
μορφή όλων: μια ιστορία γύρω από τη φωτιά. Με τη σειρά του,
κάθε είδος προικίζει την ιστορία που το φιλοξενεί με τα δικά
του χρώματα, τη γεύση, τις μυρωδιές και τους ήχους. Ήλπιζα
ότι το είδος θα ενεργοποιούσε μιας λογής άμεση ανάκληση
όταν επέστρεφε ο αναγνώστης στο Ε2, το Δ2, το Γ2, το Β2 και
το Α2 «στην έξοδο». Εντάξει, γυρίσαμε στο θρίλερ αεροδρομίου· ή,
Τώρα γυρίσαμε στην καμπίνα του Γιούιν – θυμάμαι την αίσθηση εκεί κάτω.
Το είδος είναι, για τα πλήθη που γεμίζουν το Cloud Atlas, ό,τι ο
σχεδιασμός των μαλλιών για τα ανσάμπλ στα anime, ό,τι οι
χαρακτηριστικές ατάκες για τους δεκάδες χαρακτήρες σε κάθε
βιβλίο του Ντίκενς.
Στη συνέχεια προσπάθησα να φτιάξω μια οντολογική κόλλα
βάζοντας κάθε ιστορία να εμφανίζεται ως ένα δημιούργημα
στην ιστορία που τη διαδέχεται. Η Α1 εμφανίζεται στη Β1 ως το
πρώτο μισό ενός βιβλίου σχισμένου στα δύο· και η Β1
εμφανίζεται στη Γ1 ως μια δέσμη γράμματα· και η Γ1
εμφανίζεται στη Δ1 ως το ήμισυ ενός χειρογράφου στη στοίβα
με τις εκδοτικές προτάσεις του Τίμοθι Κάβεντις. Η ιστορία Δ1
του Κάβεντις μετατρέπεται σε ταινία που παρακολουθεί στο
μέλλον η Σόνμι~451 στο Ε2· και η Σόνμι θεοποιείται από τη
φυλή του Ζάκρι στο αδιάκοπο «Πέρασμα της Σλούσα». Καθεμιά
από τις έξι αυτές ιστορίες εμφανίζεται σαν MacGuffin,120 ένα
στοιχείο της πλοκής, ένα χαρακτηριστικό του κόσμου σε μια
άλλη. Φαινόταν να λειτουργεί.
Τέλος, το εκ γενετής σημάδι. Αν οι χαρακτήρες δεν μπορούν
να πάνε από τη μια ιστορία του Cloud Atlas στην άλλη επειδή οι
βίοι τους δεν αλληλεπικαλύπτονται, θα μπορούσε ένας
χαρακτήρας στις έξι ιστορίες να είναι νεκραναστάσεις μιας και
μόνο ψυχής; Η ιδέα είναι παρμένη από την τετραλογία του
Γιούκιο Μισίμα Η θάλασσα της γονιμότητας (1969-71), της οποίας ο
κεντρικός χαρακτήρας, ο Κιγιοάκι Ματσουγκάε, πεθαίνει στην
ηλικία των είκοσι ετών στο τέλος του πρώτου βιβλίου. Ο φίλος
του, ο Χόντα, αναγνωρίζει τον Κιγιοάκι στα βιβλία δύο και τρία
μέσω ονείρων κι ενός ιδιαίτερου εκ γενετής σημαδιού με τρεις
τελείες. Ως προς την ποιότητα, η τετραλογία του Μισίμα είναι
ή του ύψους ή του βάθους, στο τέλος της όμως με έπια­σε κάτι
σαν χρονικός ίλιγγος όταν τη διάβασα, στα είκοσι-κάτι μου.
Μιμούμαστε ό,τι μας εντυπωσιάζει. Για το Cloud Atlas,
κατέληξα σε ένα εκ γενετής σημάδι με σχήμα κομήτη επειδή η
γυναίκα μου έβρισκε ότι αυτό που έχω στο δεξιό μου γόνατο
μοιάζει με τον Χέιλ-Μποπ, τον κομήτη που ήταν ορατός από
τη Γη το 1997.

Η γλώσσα των έξι μερών του Cloud Atlas έπρεπε να είναι όσο
αυθεντικότερη γινόταν ως προς τις έξι χρονικές περιόδους
τους. Αν έκανα λάθος σε αυτό, θα σκότωνα το βιβλίο. Η κακή
εγγαστριμυθία είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία κακού. Η μέθοδός
μου ήταν να περάσω κείμενα της εποχής-στόχου από ψιλό
κόσκινο, να επισημαίνω χρήσεις που διέφεραν από τη δική μου
και να τις μεταφυτεύω στο δικό μου κείμενο. Για την
αμερικανική αγγλική του δέκατου ένατου αιώνα, ξεψάχνισα τον
Χέρμαν Μέλβιλ. Αρχικά προσπαθούσα να αντιγράψω αυτούς
τους συγγραφείς με υπερβολική δουλοπρέπεια, όμως η πρόζα
που προέκυπτε έμοιαζε με παρωδία, και κούραζε το μάτι.
Έμαθα έτσι να στοχεύω προς τα «bygonese»121: όχι τα αγγλικά
όπως μιλιούνταν πραγματικά, αλλά τα αγγλικά που ένας
σύγχρονος αναγνώστης πιστεύει ότι μιλιούνταν. Για την αγγλική
αγγλική των φραγκάτων της δεκαετίας του 1930, ψαχούλεψα
την πρόζα του Ίβλιν Γουό και του Κρίστοφερ Ίσεργουντ. Είδα
χολιγουντιανές ταινίες της δεκαετίας του 1970 σε νοικιασμένες
βιντεοκασέτες για τον κόσμο της Λουίζα Ρέι. Ο Τίμοθι
Κάβεντις είναι στη δική μου διάλεκτο –δεν απαιτήθηκε έρευνα–
ενώ οι μελλοντικές διάλεκτοι δεν είχαν πηγές, επειδή αυτές
ακόμη δεν υπάρχουν. Τις επινόησα, όπως είχε κάνει ο Ράσελ
Χόμπαν στο Riddley Walker. Τα μηνύματα στο κινητό της
πρώιμης εποχής των Nokia ενέπνευσαν το τμήμα της Σόνμι,
όπως και ο τρόπος που οι εμπορικές ονομασίες γίνονται
ουσιαστικά και ρήματα. Το μέρος «Το Πέρασμα της Σλούσα»
είναι μια σούπα από χαβανέζικη αργκό, απλοποιήσεις,
ανορθογραφίες και κοινά λάθη που έκαναν οι Ιάπωνες στην
τεχνική σχολή όπου δίδασκα.
Η εξέλιξη της γλώσσας δεν είναι μείζον θέμα του βιβλίου. Δεν
υπάρχουν καθηγητές γλωσσολογίας που συζητούν για τον Σοσίρ
και τον Βιτγκενστάιν. Αντ’ αυτού, το μυθιστόρημα παρουσιάζει
–ή αποτελεί– τον κύκλο από τον δυσάρεστο νεολογισμό στην
καθιερωμένη χρήση και στον αναχρονισμό.

Αυτός ο χάρτης των συμβολών του Cloud Atlas είναι


λεπτομερέστερος απ’ ό,τι σκόπευα, δεν μπορώ όμως να τον
τελειώσω χωρίς να αναφέρω την επιμελήτρια του βιβλίου, την
Κάρολ Γουέλτς. Ο αφορισμός «Η νίκη έχει πολλούς πατεράδες
αλλά η ήττα είναι ορφανή» αληθεύει εξίσου στις εκδόσεις όσο
και στον πόλεμο. Η μελλοντική επιτυχία του πελώριου
χειρογράφου που παρέδωσα κάθε άλλο παρά εγγυημένη ήταν.
Δεν είχε κεντρικό χαρακτήρα, δεν είχε μακρο-πλοκή, είχε όμως
μια παλαβή δομή που άρχιζε έξι φορές. Δεν είχε ενδεικτικό
σημείο αναφοράς του στιλ «Για αναγνώστες του…». Μπροστά
σε αυτό το περίεργο βιβλίο, η Κάρολ δεν είπε, «Μάλιστα…» ή
«Πώς το πουλάω αυτό στη σύσκεψη πωλήσεων;» ή «Ντέιβιντ, με
δουλεύεις;». Μερικοί επιμελητές θα το έκαναν. Κάθε φορά που
υποστηρίζουν ένα βιβλίο, παίζουν τη φήμη τους για τις καλές
επιλογές τους. Έτσι, αν η Κάρολ είχε «εκφράσει
προβληματισμούς», θα είχα απογοητευτεί, δεν θα είχα
ξαφνιαστεί όμως. Εγώ ο ίδιος είχα μερικούς τέτοιους
προβληματισμούς. Αλλά όχι. Η Κάρολ εφάρμοσε εκείνο τον
αλλόκοτο αλγόριθμο που έχουν στο μυαλό τους οι επιμελητές
και αποφάσισε να στηρίξει το Cloud Atlas, κι εμένα, εντός του
εκδοτικού και εκτός, ολόψυχα. Σαν τους τερματοφύλακες, οι
επιμελητές παίρνουν περισσότερες κατηγορίες και μαζεύουν
λιγότερες ευχαριστίες απ’ ό,τι αξίζουν. Οπότε. Σ’ ευχαριστώ,
Κάρολ.

Κάθε γονιός θέλει το παιδί του να βγει στον κόσμο και να


φτιάξει τη ζωή του, και το Cloud Atlas αυτό το έκανε. Ελπίζω να
είμαι καλύτερος συγγραφέας τώρα στα πενήντα-βάλε μου από
τον νέο που το έγραψε, δεν μπορώ όμως να φανταστώ ότι θα
τον ξεπεράσω ποτέ σε πωλήσεις. Είναι η επιτυχία μου. Έχει
μεταφραστεί σε πάνω από τριάντα γλώσσες, βρίσκεται σε
περισσότερα προγράμματα σπουδών απ’ όσα θα μάθω ποτέ.
Έχω μιλήσει με φυλακισμένους που το μελετούσαν πίσω από τα
κάγκελα, και στις περισσότερες πόλεις της Βρετανίας υπάρχουν
αντίτυπά του που παλιώνουν σε καταστήματα με
μεταχειρισμένα. Περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο μου, είναι
αυτό για το οποίο με πλησιάζουν οι αναγνώστες και μου λένε
«Με αυτό συνδέθηκα». (Μια τιμή που πάντα νιώθω εκ μέρους
του βιβλίου περισσότερο παρά εκ μέρους μου.) Αν μου γραφτεί
επικήδειος όταν έρθει η ώρα, η πρώτη γραμμή θα περιέχει τις
λέξεις «άτλας» και «νεφών». Μου έχουν δείξει την πρόταση του
μυθιστορήματος «Τι είναι ένας ωκεανός, αν όχι ένα πλήθος από
σταγόνες;» σε τατουάζ. Πιο ανεξίτηλο κομπλιμέντο δεν
υπάρχει. Το Cloud Atlas ήταν, και παραμένει, το λιγότερο
προσαρμόσιμο βιβλίο μου, κι ωστόσο είναι (την ώρα που
γράφονται αυτές οι γραμμές) το μοναδικό μου μυθιστόρημα
που διέσχισε το κοπιαστικό επιτραπέζιο φιδάκι των σταδίων
της κινηματογραφικής παραγωγής. Για την ιστορία, πιστεύω
ότι οι αδελφές Γουατσόφσκι και ο Τομ Τίκβερ έκαναν
καταπληκτική δουλειά στη μετάφραση του δύστροπου
μυθιστορήματός μου στο μέσο του κινηματογράφου. Οι
περισσότερες ταινίες με τον καιρό χάνουν τη δύναμή τους· η
δική τους, τουναντίον, γίνεται καλύτερη καθώς περνούν τα
χρόνια.

Ο τίτλος: κόντεψα να το ξεχάσω. Πριν παντρευτούμε, η


γυναίκα μου κι εγώ βρισκόμασταν στο Tower Records στη
Χιροσίμα. Προ Spotify, τα δισκάδικα ήταν τόποι μαγείας και
ανακάλυψης. Μια μέρα, έψαχνα στο τμήμα της κλασικής. Από
το κάτω ράφι τράβηξα ένα σιντί ιαπωνικής μουσικής για πιάνο
σε εκτέλεση του Γιούκιε Ναγκάι, της σουη­δικής εταιρείας BIS.
Το γύρισα από την άλλη, έριξα μια ματιά στον κατάλογο των
συνθέσεων και είδα: Cloud Atlas μέρη Ι-ΙΙΙ του Τόσι Ιτσιγιανάγκι.
Cloud Atlas. Ο συνδυασμός μού έκανε μπαμ. «Άτλας νεφών;»
Δεν έβγαζε νόημα. Οι άτλαντες είναι μόνιμοι. Τα νέφη είναι
εφήμερα. Τα νέφη δεν χωράνε στα βιβλία, όπως το μελάνι δεν
πιάνει στον ουρανό. Αυτό το δίλεκτο παράδοξο είχε κάτι,
ωστόσο. Μια αίσθηση όμοια με εκείνες τις σπάνιες φορές που
γνωρίζω έναν άνθρωπο για πρώτη φορά και παρατηρώ μια
παράλογη βεβαιότητα ότι θα τον γνωρίζω για πάντα.
Δεν γνωρίζεις πώς γνωρίζεις. Απλώς γνωρίζεις.

Ντέιβιντ Μίτσελ
Χιροσίμα, Νοέμβριος 2023
117 Θα μπορούσε να αποδοθεί το «ψάρεμα του ηλίθιου»· χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν
ηλίθιος είναι ο σεναριογράφος που το χρησιμοποιεί ή ο θεατής που το πιστεύει.
Πρόκειται για ένα εξωφρενικό δόλωμα για κάποια πιθανή εξέλιξη στην πλοκή,
εξέλιξη που δεν έχει λογική και επιστρατεύεται μονάχα για να κεντρίσει το
ενδιαφέρον· για παράδειγμα, μπορεί το επεισόδιο μιας σειράς να έχει αγωνιώδες
τέλος ώστε να αναγκαστεί ο θεατής να δει και το επόμενο – μόνο που στο επόμενο
επεισόδιο αποδεικνύεται ότι το αγωνιώδες τέλος αποτελούσε απλώς μια
παραπλάνηση. (Σ.τ.Μ.)
118 Innocence Abroad. Η φράση παραπέμπει στο The Innocents Abroad του Μαρκ
Τουέιν, που σατιρίζει τους τουρίστες οι οποίοι αντιμετωπίζουν τις χώρες που
επισκέπτονται ακολουθώντας κατά γράμμα τους ταξιδιωτικούς οδηγούς – ακόμα
και ως προς το πώς να νιώσουν. (Σ.τ.Μ.)
119 Το πολύ γνωστό στους αγγλόφωνους «nasty, brutish and short» του Τόμας
Χομπς. (Σ.τ.Μ.)
120 MacGuffin είναι, στα βιβλία και τις ταινίες, το αντικείμενο ή η συσκευή που
χρησιμεύει μόνο ως έναυσμα της πλοκής και δεν εξυπηρετεί άλλη λειτουργία – το
Rosebud του Πολίτη Κέιν, για παράδειγμα, το Ένα δαχτυλίδι του Άρχοντα των
Δαχτυλιδιών, η βαλίτσα του Pulp Fiction. (Σ.τ.Μ.)
121 Θα μπορούσε να αποδοθεί ως «περασμένικα», ή «παλιακά». (Σ.τ.Μ.)
Ευχαριστίες
Στους Manuel Berri, Jocasta Brownlee, Amber Burlinson,
í
Angeles Mar n Cabello, Henry Jeffreys, Late Junction,
Rodney King, David Koerner, Sabine Lacaze, Jenny
Mitchell, Jan Montefiore, Scott Moyers, David De Neef,
Hazel Orme, John Pearce, Jonathan Pegg, Steve Powell,
Elizabeth Poynter, Mike Shaw, Douglas Stewart, Marnix
Verplancke, Carole Welch.
Στην έρευνα για τα κεφάλαια του Γιούιν και του Ζάκρι είχα τη
συνδρομή μιας ταξιδιωτικής υποτροφίας από το Society of
Authors. Το A Land Apart του Μάικλ Κινγκ, το πλέον αξιόπιστο
έργο για τους Μοριορί, προσφέρει μια εμπεριστατωμένη
καταγραφή της ιστορίας των νήσων Τσάταμ. Ορισμένες σκηνές
στα γράμματα του Ρόμπερτ Φρόμπισερ παίρνουν δημιουργικά
δάνεια από το Delius: As I Knew Him του Eric Fenby (Icon Books,
1966· πρώτη έκδοση G. Bell & Sons Ltd, 1936). Ο χαρακτήρας
του Βίβιαν Άιρς τσιτάρει τον Νίτσε πιο ανεν­δοίαστα απ’ ό,τι
παραδέχεται, και το ποίημα που διαβάζει η Έστερ Βαν Ζαντ
στη Μάργκο Ρόουκερ είναι το Βράχμα του Έμερσον.

You might also like