ΟΝΕΙΡΟ-ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗΣ-ΝΥΧΤΑΣ

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 16

ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Βασισμένο στο παιδική προσαρμογή του έργου από τον Μπρους Κόβιλ
Θεατρική διασκευή: Τζένη Κολοτούρου, Ελένη Παπακωνσταντίνου

ΠΡΟΣΩΠΑ: 4 Νεράιδες (σε ρόλο αφηγητριών), Πατέρας,


Ερμία, Θησέας, Λύσανδρος, Ελένη, Κυδώνης, Φυσούνης,
Ροκάνης, Πάτος, Πουκ, Όμπερον, Τιτάνια, Δημήτριος.

Τραγούδι Έναρξης

(Στη σκηνή βρίσκονται οι 4 νεράιδες, η Ερμία και ο πατέρας


της)

ΝΕΡΑΪΔΑ 1: Μια νύχτα σαν κι αυτή


σε μια Αθήνα μακρινή
Πόσα χρόνια έχουν περάσει;
Ποιος μπορεί να θυμηθεί;

ΝΕΡΑΪΔΑ 2: Μια όμορφη μελαχρινή


Η Ερμία η ξακουστή
ένα αγόρι αγαπούσε τον Λύσανδρο
έναν ονειροπόλο ποιητή

ΝΕΡΑΪΔΑ 3: Κι αυτός την αγάπαγε πολύ


Να την παντρευτεί είχε ορκιστεί
Μα ο πατέρας της Ερμίας
Άλλα είχε ονειρευτεί

ΠΑΤΕΡΑΣ: Έχω δικαίωμα να διαλέξω τον άντρα που θα πάρεις


και διαλέγω τον Δημήτριο. Είναι αρχοντόπουλο όσο κι ο
Λύσανδρος και δεν πετάει στα σύννεφα.
ΕΡΜΙΑ: Μα, πατέρα, δεν αγαπώ τον Δημήτριο. Κι έπειτα,
αυτός είναι άστατος σαν τον καιρό του καλοκαιριού!

ΝΕΡΑΪΔΑ 1: Κι η Ερμία είπε αλήθεια


Του Δημήτριου η αγάπη ήταν σκέτα παραμύθια
Την αγάπη του είχε δώσει μόλις πριν το καλοκαίρι
Στην καλύτερή της φίλη, την ωραία την Ελένη

ΝΕΡΑΪΔΑ 4: Μα ο πατέρας της Ερμίας


Με ξεροκεφαλιά μεγάλη
Για τον γάμο δε σηκώνει
Μια κουβέντα, ούτε άλλη

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ή θα παντρευτείς τον Δημήτριο ή θα πεθάνεις. Ο


νόμος της Αθήνας μου δίνει το δικαίωμα να διαλέξω τον άντρα
της κόρης μου και να την οδηγήσω στον θάνατο αν αρνηθεί να
με υπακούσει.
ΕΡΜΙΑ: Προτιμώ να πεθάνω παρά να παντρευτώ κάποιον που
δεν αγαπώ.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Τότε άλλη λύση δεν υπάρχει. Θα ζητήσω ακρόαση
από τον άρχοντα Θησέα. Να δεις που κι αυτός θα συμφωνήσει
μαζί μου.

ΝΕΡΑΪΔΑ 1: Και την πιάνει από το χέρι


Και με νεύρα την τραβάει
Στον Θησέα την αφήνει
Που η γνώμη του μετράει

(Είσοδος Θησέα)

ΠΑΤΕΡΑΣ: Άρχοντά μου, συγχώρα με που σε ενοχλώ τώρα


που ετοιμάζεσαι να παντρευτείς την όμορφη βασίλισσά σου μα
η κόρη μου τρελάθηκε και σήκωσε παντιέρα!
ΘΗΣΕΑΣ: Μα τι συμβαίνει φίλε μου; Γιατί είσαι άνω κάτω; Τι
έπαθε η κόρη σου;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Η αγάπη της έχει πάρει το μυαλό και θέλει να
παντρευτεί άλλον από αυτόν που της προορίζω.
ΘΗΣΕΑΣ: Δύσκολο είναι φίλε μου με την αγάπη να τα βάλεις.
Κάνει τον ήρεμο άγριο και τον λογικό τρελό. Μήπως να το
σκεφτείς ξανά;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι λες άρχοντά μου; Τέτοιο ρεζίλι πώς να το αντέξω;
Καλύτερα να την σκοτώσω παρά να με ντροπιάσει έτσι σε όλη
την κοινωνία!
ΘΗΣΕΑΣ: Καλό μου κορίτσι, νιώθω τον πόνο της καρδιάς σου.
Όμως ο νόμος είναι νόμος. Δεν μπορείς να πας αντίθετα στη
θέληση του πατέρα σου. Το μόνο που μπορώ να κάνω για σένα
είναι να σε στείλω σε μοναστήρι και να ζήσεις την υπόλοιπη
ζωή σου σαν μοναχή χωρίς ποτέ να ξαναδείς τον Λύσανδρο.

ΝΕΡΑΪΔΑ 1: Τον άκουσε τον άρχοντα με λύπη η Ερμία


και στον Λύσανδρο έτρεξε να πει την ιστορία
(Έξοδος πατέρα – Είσοδος Λύσανδρου)
ΕΡΜΙΑ: Τί θα κάνουμε; Δεν μπορώ να παντρευτώ τον
Δημήτριο. Μόνο εσένα αγαπώ!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Σκούπισε τα μάτια σου γλυκιά μου. Ο δρόμος
της αληθινής αγάπης δεν είναι ποτέ εύκολος. Εξάλλου….έχω
ένα σχέδιο.
ΕΡΜΙΑ: Πες μου!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Έχω μια θεία που μένει έξω από τα σύνορα της
Αθήνας. Αύριο το βράδυ, φύγε κρυφά απ’το πατρικό σου κι
έλα να με ανταμώσεις στο δάσος. ΘΑ βρούμε καταφύγιο στο
σπίτι της θείας μου κι εκεί θα παντρευτούμε απαλλαγμένοι
απ’τον νόμο της Αθήνας.

Τραγούδι : Θέλω να φύγουμε

(Είσοδος Ελένης)

ΕΡΜΙΑ: Σώπασε! Έρχεται η Ελένη! Ελένη, τί έχεις; Φαίνεσαι


άρρωστη.
ΕΛΕΝΗ: Η αρρώστια είναι κολλητική. Αν συνέβαινε το ίδιο και
με την ομορφιά, θα κολλούσα απ’ τη δική σου κι έτσι θα
κατάφερνα και πάλι να σαγηνέψω τον Δημήτριο.
ΕΡΜΙΑ: Κάνε κουράγιο καλή μου φίλη. Σύντομα ο Δημήτριος
δε θα ξαναδεί ποτέ πια το πρόσωπό μου. Ο Λύσανδρος έχει
ένα σχέδιο (της το ψιθυρίζει στο αυτί). Τώρα όμως πρέπει να
φύγουμε. Ευχήσου μας όλα να πάνε καλά. Αντίο, Ελένη μου!
ΕΛΕΝΗ (μόνη): Θα αποκαλύψω το μυστικό στον Δημήτριο.
Μόνο έτσι θα τον κάνω να με προσέξει. Θα γίνω έμπιστη φίλη
του κι ίσως με τον καιρό τον κάνω να με αγαπήσει ξανά!

ΝΕΡΑΪΔΑ 2: Στης πόλης την πιο φτωχή γωνιά


Τα πιο γνωστά μαστόρια κάνουν σαματά
Σκηνοθέτης ο Κυδώνης με ηθοποιούς αστέρια
Για τον γάμο του Θησέα μια παράσταση για γέλια

ΝΕΡΑΪΔΑ 4: Για ηθοποιό του πρώτο είχε πάρει υφαντή


Που για τον εαυτό του είχε γνώμη πάντα περισσή
Όλοι πρώτοι γκαφατζήδες και με όνειρα μεγάλα
Και μια έννοια μόνο είχαν, να γλιτώσουν την κρεμάλα

Τραγούδι: Στο τσίρκο του Νίνο


(Τα 4 μαστόρια στη σκηνή: δεν μπορούν να συνεννοηθούν,
πηγαινοέρχονται, φωνάζουν , πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο,
σκοντάφτουν και κάνουν γκάφες)

ΚΥΔΩΝΗΣ: Άντε μαστόρια! Μαζευτείτε! Είμαστε όλοι εδώ;


Φυσούνης ο μπογιατζής;
ΦΥΣΟΥΝΗΣ: Παρών!
ΚΥΔΩΝΗΣ: Ροκάνης ο ξυλουργός;
ΡΟΚΑΝΗΣ: Παρών!
ΚΥΔΩΝΗΣ: Κυδώνης ο μάστορας;
.....
Κυδώνης ο μάστοραααας;;;;
.....

(Οι υπόλοιποι χαχανίζουν και τον κοροϊδεύουν)

ΚΥΔΩΝΗΣ: Κυδώώώνηηηης ο μααα..... ωχ! Εγώ είμαι!!! Εδώ,


εδώ! Ο Πάτος ο υφαντής; Εδώ είναι;
ΠΑΤΟΣ: (κρατάει χαρτιά με το έργο) Εδώ μαστρο-σκηνοθέτα
μου!!! Εδώ είναι ο πρωταγωνιστής σου! Έχω όμως κάποιες
απορίες για την παράσταση!
Αυτός ο …Πύραμος είναι ερωτευμένος ή τύραννος;
ΚΥΔΩΝΗΣ: Ένας ερωτευμένος που αυτοκτονεί μεγαλόπρεπα
και παλικαρίσια από αγάπη.
ΠΑΤΟΣ: Αμ τότε οι θεατές θα πρέπει να σκουπίζουν τα
δάκρυα απ’τα μάτια τους. Γι’ αυτό κι εγώ θα τους κάνω να τα
σκουπίζουν λες κι έπιασε κατακλυσμός. Παρ’ όλ’ αυτά, θα
προτιμούσα να παίξω κάποιον τύραννο. Μπορώ να θυμώνω
σαν τον Ηρακλή! (αρχίζει να βγάζει ουρλιαχτά και
βρυχηθμούς)
ΚΥΔΩΝΗΣ: Σε παρακαλώ, σταμάτα, πρέπει να μοιράσω και
τους άλλους ρόλους!
Λοιπόν, τον ρόλο της Θίσβης, της ηρωίδας, θα τον πάρει ο
μικρός μας ο Φυσούνης!
ΦΥΣΟΥΝΗΣ: Σε παρακαλώ, μη με βάλεις να παίξω ρόλο
γυναίκας, τώρα μου φύτρωσε γένι!
ΠΑΤΟΣ: θα τον παίξω εγώ. Θα φορέσω βέλο και θα μιλάω με
γλυκιά, ψιλή φωνή.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Όχι, εσύ πρέπει να παίξεις τον Πύραμο.
ΦΥΣΟΥΝΗΣ: Ας παίξει ο Πάτος τη Θίσβη! Εγώ δεν
παρεξηγούμαι! Να του κάνουμε το χατίρι!
ΚΥΔΩΝΗΣ: Σώπα εσύ! Οι ρόλοι έχουν μοιραστεί! Οι σωστοι
ηθοποιοί δεν αμφισβητούν τον σκηνοθέτη τους!Και τώρα εσύ,
Ροκάνη.
ΡΟΚΑΝΗΣ: Ωχ! Κι εγώ τη γυναίκα θα κάνω;
ΚΥΔΩΝΗΣ:Όχι εσένα σου έχω έναν πιο απαιτητικό ρόλο. Εσύ
θα κάνεις το λιοντάρι.
ΠΑΤΟΣ: Άσε με να το κάνω εγώ, σε παρακαλώ!! Θα βγάζω
συνέχεια βρυχηθμούς.
ΚΥΔΩΝΗΣ: Θα τρομάξεις τις κυρίες με τις αγριοφωνάρες σου
και θα μας κρεμάσουν όλους.
ΡΟΚΑΝΗΣ: Να μας λείπουν οι κρεμάλες! Τι τα' θελα εγώ τα
θέατρα;;; Καλά δεν ήμουνα στην ησυχία μου, στο μαγαζάκι
μου με τα εργαλειάκια μου...είπαμε να γίνω ηθοποιός, όχι
μακαρίτης.
ΦΥΣΟΥΝΗΣ: Να μας λείπουν, να μας λείπουν. Είμαι και στο
άνθος της ηλικίας μου. Μόλις μου φύτρωσε γένι. Δεν ξέρω αν
σας το είπα;

ΝΕΡΑΪΔΑ 1:Αφού ο Πάτος πείστηκε πως για ένα ρόλο μόνο


κάνει
Συμφώνησαν πρόβα να κάνουν στα κρυφά μάτι να
μην τους πιάνει
Κι έτσι στο δάσος δώσαν ραντεβού στην ερημιά
Εκεί που ο νέος θα έβρισκε την ομορφονιά

ΝΕΡΑΪΔΑ 2: Και πριν οι άνθρωποι στο δάσος καταφθάσουν


Ο τόπος όλος ξεχείλιζε αμέτρητων πλασμάτων
Ξωτικά, στοιχειά, νεράιδες στήνανε χορό
Κι απ’όλα το πιο ζωηρό, ο Πουκ το ξωτικό
(Μπαίνει ο Πουκ)
ΠΟΥΚ: Πώς από ‘δω νεραïδούλα;; Πού τριγυρνάς;
ΝΕΡΑÏΔΑ 1: Πάνω από βουνά και κάμπους, αναζητώντας
δροσοσταλίδες για την Τιτάνια, τη βασίλισσα των νεραϊδών. Θα
έρθει εδώ από στιγμή σε στιγμή.
ΠΟΥΚ: Ωχ, όχι κάπου εδώ κοντά είναι κι ο Όμπερον, ο
βασιλιάς των ξωτικών. Πάλι θα καβγαδίσουν με την Τιτάνια.
Κάτι πρέπει να σκεφτώ για να εμποδίσω τον καβγά.

ΝΕΡΑΪΔΑ 4: Ο Όμπερον ο βασιλιάς κι η Τιτάνια η ξακουστή


Ήταν άγρια τσακωμένοι για ένα μικρό παιδί

ΝΕΡΑΪΔΑ 3: Ναι καλά ακούσατε για ένα μικρό παιδί


ΝΕΡΑΪΔΑ 2: Η μάνα του με την Τιτάνια φίλη ήταν καλή
Κι όταν αυτή εχάθηκε, το πήρε η ξακουστή
Σαν γιο της το μεγάλωνε, το αγάπησε πολύ

ΝΕΡΑΪΔΑ 1: Μα ο Όμπερον το ζήταγε αυτός να το επάρει


Να το’χει ακόλουθο πιστό το νέο το βλαστάρι
Κι ο τσακωμός μεγάλωνε όποτε συναντιούνταν
Η φύση αναστατώνονταν και τα πουλιά λυπούνταν

Τραγούδι: Τιτάνια (Είσοδος Τιτάνιας)

ΟΜΠΕΡΟΝ: Κακό συναπάντημα κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο,


περήφανη Τιτάνια!
ΤΙΤΑΝΙΑ: Εγώ λέω να πηγαίνω!
ΟΜΠΕΡΟΝ: Στάσου! Θες να με σκάσεις; Τί σου ζητάω;; Ν’
αφήσεις το παιδί να έρθει μαζί μου κι εγώ θα το έχω σαν
βασιλόπουλο!
ΤΙΤΑΝΙΑ: Ανατρέφω το παιδί για χάρη της μητέρας του και δε
θα το αποχωριστώ. Όμπερον, δε βλέπεις ότι εξαιτίας της
διαφωνίας μας έχει χαλάσει η αρμονία της φύσης; Ομίχλη και
πλημμύρες ταράζουν τη γη. Οι σοδειές σαπίζουν στα χωράφια.
Ακόμα κι οι εποχές έχουν βγει απ’τη σειρά τους.
ΟΜΠΕΡΟΝ: Δώσε μου λοιπόν το παιδί, για να λήξει η
διαμάχη.
ΤΙΤΑΝΙΑ: Ούτε για όλο το βασίλειό σου! Νεράιδες, εμπρός
πάμε!
ΟΜΠΕΡΟΝ: Πουκ, γρήγορα, έλα εδώ! Άκουσε τί θα σου πω!
Πέρα μακριά στη Δύση, φυτρώνει ένα λουλούδι. Εκεί επάνω
έριξε κάποτε ο Έρωτας τα βέλη του. Όταν ο χυμός του
λουλουδιού πέσει πάνω στα βλέφαρα κάποιου κοιμισμένου,
τον κάνει να ερωτευτεί παράφορα το πρώτο πλάσμα που θα
αντικρύσει μόλις ξυπνήσει. Πήγαινε να μου φέρεις αυτό το
λουλούδι, καλέ μου Πουκ.
ΠΟΥΚ: θα κάνω το γύρο της γης σε σαράντα μόλις λεπτά.!
ΟΜΠΕΡΟΝ: Αυτό το χυμό θα στάξω στα κοιμισμένα βλέφαρα
της Τιτάνιας κι έτσι, το πρώτο πράγμα που θ ‘αντικρίσει μόλις
ξυπνήσει, λιοντάρι είναι αυτό, ταύρος ή χοντρός πίθηκος, αυτό
θα ερωτευτεί παράφορα και θα ξεχάσει το παιδί. Έτσι θα της
το πάρω και μετά θα της δώσω το αντίδοτο για να λύσω τα
μάγια!
(ακούγονται ομιλίες και ο Όμπερον κρύβεται στις φυλλωσιές)
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Μην τρέχεις πίσω μου! (Η Ελένη είναι σχεδόν
κολλημένη πάνω του σαν να είναι η ουρά του)
ΕΛΕΝΗ: Μου λες να μην τρέχω πίσω σου, αλλά εσύ με τραβάς
και με σέρνεις σαν μαγνήτης!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Δε σου είπα ξεκάθαρα ότι δε σ’ αγαπώ;
ΕΛΕΝΗ: Αυτό και μόνο με κάνει να σ’ αγαπώ ακόμα
περισσότερο!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Αρρωσταίνω και μόνο που σε βλέπω!
ΕΛΕΝΗ: Κι εγώ αρρωσταίνω όταν δε σε βλέπω. Θα σε
ακολουθώ όπως ακολουθεί ο σκύλος τον αφέντη του.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Δεν έχεις ίχνος ντροπής;; Καθόλου γυναικεία
αξιοπρέπεια;; (κοιτάει τριγύρω) Και πού είναι η Ερμία και ο
Λύσανδρος; Μου είπες ότι θα βρίσκονταν εδώ.

(φεύγει να συνεχίσει το ψάξιμο με την Ελένη από πίσω του)


(μπαίνει ο Πουκ)

ΠΟΥΚ: Βασιλιά, γύρισα! Ορίστε τα λουλούδια που μου


ζήτησες!
ΌΜΠΕΡΟΝ: Πάρε μερικά πέταλα και ψάξε στο δάσος μέχρι να
βρεις ένα κορίτσι που κλαίει και θρηνεί κι ένα αγόρι που την
περιφρονεί. Θα τον αναγνωρίσεις από τη φορεσιά του, φορεσιά
Αθηναίου ευγενή. Στάξε χυμό πάνω στα μάτια του όταν
κοιμάται. Στο μεταξύ εγώ πάω να κάνω μάγια στην Τιτάνια.

Τραγούδι: Νανούρισμα Τιτάνιας

ΤΙΤΑΝΙΑ: Αχ, επιτέλους ξαπλώνω στο λουλουδένιο μου


κρεβάτι! Κορίτσια! Αμέσως εδώ, τρέξτε! Εσύ πήγαινε να
προστατέψεις τα μπουμπούκια της τριανταφυλλιάς κι εσύ
πήγαινε να κλέψεις από τις νυχτερίδες τα φτερά τους. Γίνονται
θαυμάσιες κάπες για τα ξωτικά. Εγώ θα ξεκουραστώ. Πουλιά!
Αρχίστε το πιο γλυκό σας νανούρισμα!
(Τιτιβίσματα- Enchanted Forest)

(Πλησιάζει ο Όμπερον μόλις η βασίλισσα κλείνει τα μάτια της.


Γονατίζει δίπλα της και στάζει στα μάτια της το μαγικό χυμό.)

ΟΜΠΕΡΟΝ: Ό,τι δεις μόλις ξυπνήσεις μ’ έρωτα να το


ποθήσεις!
ΝΕΡΑΪΔΑ 2: Ο Πουκ στο μεταξύ
Έψαχνε τον νέο ευγενή
Είδε τον Λύσανδρο μαζί με την Ερμία
Κι ο κακομοίρης νόμιζε, τον βρήκε με τη μία

(Μπαίνουν Λύσανδρος και Ερμία και ξαπλώνουν σε μια γωνιά)

ΝΕΡΑΪΔΑ 1: Κι οι δυο κοιμόντουσαν βαθιά


Γιατί ήταν κουρασμένοι
Ο ένας απ’την άλλη μακριά
Ε! δεν ήταν παντρεμένοι!

ΝΕΡΑΪΔΑ 4: Ο Πουκ σιγοπάτησε στις μύτες των ποδιών του


Μην τον ακούσει ο Λύσανδρος
Και μαγικό λουλούδι έσταξε
Στις άκρες των ματιών του

(Ο Πουκ μαγεύει τον Λύσανδρο)

Τραγούδι: Πουκ

ΝΕΡΑΪΔΑ 2: Κι αν την Ερμία έβλεπε πρώτη σαν θα ξυπνούσε


Όλα θα πήγαιναν καλά, το σχέδιο θα φυσούσε!
Μα η Ελένη φαίνεται πως έχασε τον δρόμο
Τον Λύσανδρο συνάντησε και τον σκουντάει στον ώμο

(Φεύγουν όλες οι νεράιδες)

(Είσοδος Ελένης)

ΕΛΕΝΗ: Λύσανδρε! Αχ, Λύσανδρε, αν είσαι ζωντανός, ξύπνα!


ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Για σένα Ελένη, όχι μόνο θα ξυπνήσω, αλλά και
στη φωτιά θα πέσω!
ΕΛΕΝΗ: Αχ, Λύσανδρε, σταμάτα να λες τέτοια πράγματα! Τί
απέγινε ο έρωτάς σου για την Ερμία;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Πώς θα μπορούσα ν’ αγαπήσω αυτό το
μαυροτσούκαλο, τώρα που σε παρατηρώ καλύτερα;
ΕΛΕΝΗ: Σε θεωρούσα ευγενικό νέο Λύσανδρε. Πρέπει να με
κοροϊδεύεις επειδή κανείς δε μ’ αγαπάει;

Τραγούδι: Ελένη μου άλλο μη μιλάς


(Η Ελένη φεύγει κλαίγοντας κι ο Λύσανδρος τρέχει ξοπίσω της
αφήνοντας την Ερμία να κοιμάται μόνη στην ερημιά.)

(Μπαίνει η νεράιδα 1 και ακολουθούν τα μαστόρια)

ΝΕΡΑΪΔΑ 1:Πιο πέρα απ’την Τιτάνια και τ’όμορφό της στρώμα


Ο θίασος μαζεύτηκε για μία πρόβα ακόμα
Ο Πάτος ήταν ανήσυχος με το δικό του ρόλο
Μήπως δεν το αντέξουνε το ταλέντο του όλο

ΠΑΤΟΣ: Κι αν, όταν κάνω ότι μαχαιρώνομαι, είμαι τόσο


πειστικός και λιποθυμήσουν οι κυρίες; Σίγουρα θα χάσουμε
τα κεφάλια μας.
ΠΟΥΚ: (εμφανίζεται σε μια γωνιά) Τι ηθοποιούς της συμφοράς
έχουμε εδώ;; Και το πιο σημαντικό: Τι γλέντι θα κάνω μαζί
τους!
(Ο Πουκ μεταμορφώνει το κεφάλι του Πάτου σε κεφάλι
γαϊδάρου! Οι υπόλοιποι ηθοποιοί τον βλέπουν και το βάζουν
στα πόδια.)
ΠΑΤΟΣ: Μου κάνουν πλάκα για να με τρομάξουν. Δε θα τους
αφήσω να με γελοιοποιήσουν!

(Αρχίζει να τραγουδάει κι απ’ τα γκαρίσματά του ξυπνάει την


Τιτάνια. Εκείνη, με τα μαγεμένα μάτια της τον ερωτεύεται
τρελά.)

ΤΙΤΑΝΙΑ: Σε παρακαλώ ευγενικέ θνητέ, ξανατραγούδησε! Σ’


ορκίζομαι πως σ’αγαπώ.
ΠΑΤΟΣ: Μου φαίνεται, κυρία, ότι δεν είναι πολύ λογικό κάτι
τέτοιο. Αλλά η λογική κι ο έρωτας δεν κάνουνε πολλή παρέα
στις μέρες μας.
ΤΙΤΑΝΙΑ: Τόσο έξυπνος όσο κι ωραίος! Έλα, και θα σου δώσω
νεράιδες να σε υπηρετούν, να σου φτιάχνουν στολίδια από τα
βάθη της θάλασσας, να σε νανουρίζουν για να κοιμηθείς πάνω
σε λουλουδοκρέβατα.

(Η Τιτάνια και ο Πάτος φεύγουν)

ΝΕΡΑΪΔΑ 2: Κι αφού ο Πουκ γέλασε με όλη την καρδιά του


Πέταξε στον αφέντη του να πει τα κατορθώματά του

(Φεύγει η νεράιδα και ξυπνάει η Ερμία)


ΟΜΠΕΡΟΝ: Καλύτερα κι απ’το να σ’είχα δασκαλέψει! Άκου
τώρα τι πρέπει να κάνουμε στη συνέχεια….(εμφανίζονται στη
σκηνή ο Δημήτριος και η Ερμία)…Στάσου! Να ο νεαρός
Αθηναίος που σου έλεγα. Αυτός είναι ο άντρας αλλά αυτή δεν
είναι η γυναίκα.

(Ο Πουκ και ο Όμπερον κρύβονται πίσω από ένα δέντρο)

ΕΡΜΙΑ: Σκότωσες τον αγαπημένο μου την ώρα που κοιμόταν;;


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Μίλα πιο ευγενικά, αγαπητή μου!
ΕΡΜΙΑ: Δεν έχω καμία διάθεση για ευγένειες. Δειλέ! Θα μου
δώσεις πίσω τον Λύσανδρο;;
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Καλύτερα να έδινα το κουφάρι του στα
κυνηγόσκυλά μου!
ΕΡΜΙΑ: Καταραμένε! Μ’ έκανες να ξεπεράσω τα όρια της
υπομονής που πρέπει να έχει ο άνθρωπος. Πού είναι αυτός
που αγαπώ;;
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Δεν ξέρω!
ΕΡΜΙΑ: Δεν ξέρεις την αλήθεια ή δεν θέλεις να την πεις! Αφού
δε θέλεις να με βοηθήσεις, θα πάω να βρω μόνη μου τον
Λύσανδρο.

Τραγούδι: Εγώ για σένα μάλωνα

(Πριν τελειώσει το τραγούδι η Ερμία παρατάει τον Δημήτριο)

(Ο Όμπερον παγώνει τον Δημήτριο)

ΟΜΠΕΡΟΝ: Μάγεψες λάθος άντρα! Εμπρός, τρέξε στο δάσος


πιο γρήγορα κι απ’τον άνεμο. Βρες την ψηλή ξανθιά Ελένη
από την Αθήνα και φερ’ την εδώ μήπως μπορέσουμε και
φτιάξουμε τα πράγματα.
(Ο Πουκ φεύγει κι ο Όμπερον κάνει μάγια στον Δημήτριο και
μετά τον ξεπαγώνει)

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Κανείς δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει την Ερμία


όταν είναι οργισμένη. Κι εγώ είμαι εξαντλημένος. Πρέπει να
ξαποστάσω λίγο.

(Ο Δημήτριος κοιμάται αμέσως κι ο Όμπερον σκύβει και του


στάζει στα μάτια λίγο χυμό απ’το μαγικό λουλούδι. Αμέσως
μετά μπαίνει στη σκηνή ο Πουκ σέρνοντας μαζί του την Ελένη
και τον Λύσανδρο.)

ΕΛΕΝΗ: Σταμάτα επιτέλους να με κυνηγάς! Μα δε σου έχει


μείνει καθόλου εγωισμός;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Μη μ’ αφήνεις! Άσε με να σου κρατάω το
φόρεμα να μη λερώνεται στις λάσπες!
ΠΟΥΚ: Αφέντη, τί τρελοί που είναι αυτοί οι θνητοί!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Ξέχνα επιτέλους τον Δημήτριο! Αγαπάει την
Ερμία, όχι εσένα!

(Οι φωνές του Λύσανδρου ξυπνούν τον Δημήτριο που ανοίγει


τα μάτια και βλέπει μπροστά του την Ελένη.)

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Θεά! Νεράιδα! Προσωποποίηση της τελειότητας,


άφησέ με μόνο να σου φιλήσω το χέρι και θα είμαι ο πιο
ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου!
ΕΛΕΝΗ: Είσαι κι εσύ μπλεγμένος σ’αυτό το αστείο; Τι σόι
άντρες είστε εσείς που κοροϊδεύετε έτσι μια δύστυχη κοπέλα;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Δεν υπάρχει καμιά κοροϊδία, παρά μόνο
αληθινή αγάπη. Ο Δημήτριος είναι αυτός που παίζει μαζί σου.
Ας πάρει πίσω τους ψεύτικους όρκους του γι’ αγάπη κι
ευχαρίστως θα του δώσω την Ερμία.

(μπαίνει η Ερμία)

ΕΡΜΙΑ(ορμάει στη σκηνή): Εδώ είσαι, λοιπόν, αγάπη μου;


(αγκαλιάζει τον Λύσανδρο) Γιατί με άφησες ολομόναχη σ’ αυτό
το κατασκότεινο δάσος;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: (προσπαθεί να ξεφύγει απ’την αγκαλιά της) Και
γιατί να μείνω, όταν ο έρωτάς μου για την όμορφη Ελένη με
έσπρωχνε να φύγω;
ΕΡΜΙΑ: Πώς;; Δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο!
ΕΛΕΝΗ: Κοίτα πως υποκρίνεται! Συμμετέχει κι αυτή σε τούτη
την απαίσια φάρσα! Αχάριστη φίλη, που παίζεις το παιχνίδι
τέτοιων αντρών. Ύστερα από όσα περάσαμε μαζί, πώς μπορείς
να με κοροϊδεύεις τόσο σκληρά;
ΕΡΜΙΑ: Δεν σε κοροϊδεύω!
ΕΛΕΝΗ: Δεν τους έβαλες εσύ αυτούς τους δυο που σε
λατρεύουν να με πολιορκούν με ψεύτικα ερωτόλογα;
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Καθόλου ψεύτικα, παραπάνω κι από αληθινά!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Ούτε στο μισό πιο αληθινά απ’την αγάπη που
σου προσφέρω!
ΕΡΜΙΑ: (στην Ελένη) Κλέφτρα της αγάπης μου! Ήρθες μες στη
νύχτα κι έκλεψες την καρδιά του αγαπημένου μου; Άλλαξες
μήπως τα μυαλά του Λύσανδρου επειδή είσαι ψηλή κι εγώ
μικροκαμωμένη; Δεν είμαι δα και τόσο κοντή για να μην
φτάνω να σου βγάλω τα μάτια με τα νύχια μου, παλιοστέκα!
ΕΛΕΝΗ: Σας ικετεύω αρχοντόπουλά μου, παρόλο που με
κοροϊδεύετε, μην της επιτρέψετε να με πειράξει!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: (στην Ερμία) Φύγε από ‘δω κοντοστούπα!

Τραγούδι: Σαν ψέματα

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Μην παίρνεις τόσο γρήγορα το μέρος της


Ελένης! Είναι δική μου αγάπη και θα την υπερασπιστώ εγώ!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Υπερασπίσου τον εαυτό σου! Ακολούθησέ με αν
τολμάς να μονομαχήσεις για την αγάπη σου!

(Φεύγουν για να μονομαχήσουν και τα κορίτσια τούς


ακολουθούν)

ΟΜΠΕΡΟΝ: (στον Πουκ) Εσύ φταις για όλα αυτά!


ΠΟΥΚ: Δεν έκανα παρά ό,τι μου ζήτησες, βασιλιά των ξωτικών!
Στάλαξα τον χυμό απ’ το λουλούδι πάνω στα μάτια του
κοιμισμένου νέου με την αθηναϊκή φορεσιά. Πάντως δεν
λυπάμαι για το λάθος μου. Δεν είναι διασκεδαστικό το αστείο
μου;
ΟΜΠΕΡΟΝ: Αστείο;;;;; Ψάχνουν μέρος για να χτυπηθούν.
Βιάσου λοιπόν να θολώσεις τη νύχτα με πυκνή ομίχλη. Να
μιμείσαι τις φωνές τους ώστε να τους οδηγήσεις τον έναν
μακριά απ’τον άλλον και να τους παρασύρεις ώστε να χτυπάνε
τον αέρα μέχρι να εξαντληθούν. Να, πάρε το αντίδοτο για τα
μάγια που τους κάναμε. Αφού κουράσεις τον Λύσανδρο και
αποκοιμηθεί, στάξε μερικές σταγόνες στα βλέφαρά του. Όταν
ξυπνήσει, θα έχει ξαναβρεί το πάθος του για την Ερμία, κι
όλος αυτός ο καβγάς θα του φανεί σαν όνειρο!
(Ο Όμπερον κρύβεται πίσω από το δέντρο και ο Πουκ φεύγει)

(μπαίνουν οι νεράιδες με τον Πάτο και την Τιτάνια, 2 νεράιδες


μπροστά πετάνε ροδοπέταλα στον δρόμο και 2 πίσω)

ΝΕΡΑΪΔΑ 1: Έτρεξε ο Πουκ σαν άνεμος τα μάγια να ξεμπλέξει


Κι οι ερωτευμένοι να σωθούν πριν ο ήλιος φέξει

ΝΕΡΑΪΔΑ 2: Κι ο Όμπερον προχώρησε προς τη βασίλισσά του


Κι εκείνη χάιδευε τα γαιδουρινά αυτιά του Πάτου

ΝΕΡΑΪΔΑ 3:Του’χε βάλει στο κεφάλι λουλουδάκια για στολίδια


Και του έξυνε με χάρη τη μουσούδα του την ίδια

ΤΙΤΑΝΙΑ: Τι νοστιμιά θα ευχαριστούσε τον ουρανίσκο σου;


ΠΑΤΟΣ: Να σου πω…Αυτό που θα’ θελα πραγματικά είναι ένα
δεμάτι άχυρα.
ΟΜΠΕΡΟΝ: Τι είναι αυτό που βλέπω;;; Είναι ποτέ δυνατόν,
εσύ μια βασίλισσα των ξωτικών να αγαπάς έναν γάιδαρο;;;;
Αυτό το παράδειγμα θα δώσεις στο παιδί που σου
εμπιστεύτηκε η φίλη σου;;
ΤΙΤΑΝΙΑ: Έχεις δίκιο, βασιλιά μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω
αλλιώς. Δεν μπορώ να ζήσω μακριά απ’ αυτό το υπέροχο
πλάσμα. Αν νομίζεις ότι δεν αξίζω να μεγαλώσω το ορφανό
αγόρι, τότε, θα κάνω την καρδιά μου πέτρα και θα στο δώσω!
ΟΜΠΕΡΟΝ: Πολύ καλά! Πήρες τη σωστή απόφαση. Σας
αφήνω τώρα….μη σας ενοχλώ άλλο με την παρουσία μου.
Χαίρετε!

ΝΕΡΑΪΔΑ 1:Ο Βασιλιάς έκανε πως έφυγε τάχα νευριασμένος


Μα πίσω από δέντρο έμεινε πολύ καλά κρυμμένος
Την Τιτάνια κοίμισε με δύο μαγικά
Κι αμέσως κάλεσε τον Πουκ να’ρθει κι αυτός κοντά

ΝΕΡΑΪΔΑ 2: Μέχρι να πεις κύμινο ο Πουκ ήταν εκεί


Τον Όμπερον συνάντησε πίσω από ένα δεντρί
Κι αναφορά του έδωσε για ό,τι είχε συμβεί

(Η Τιτάνια και οι νεράιδες φεύγουν, ο Πάτος πέφτει πίσω από


το δέντρο να κοιμηθεί)

ΟΜΠΕΡΟΝ: Έγιναν όλα;;


ΠΟΥΚ: Τους μάζεψα όλους μαζί και τους άφησα να
κοιμούνται του καλού καιρού.
ΟΜΠΕΡΟΝ: Κι εγώ πήρα το παιδί που τόσο λαχταρούσα.
Τώρα θα βγάλω τα μάγια από τα μάτια της Τιτάνιας. Στο
μεταξύ εσύ θα βγάλεις τη γαïδουροκεφαλή από το κεφάλι
αυτού του Αθηναίου, κι έτσι, όταν ξυπνήσει, θα νομίζει, όπως
και οι άλλοι, πως όλα τούτα δεν ήταν παρά ένα όνειρο.

(Ο Όμπερον φεύγει και ο Πουκ με το ραβδί του λύνει τα μάγια


του Πάτου και φεύγει κι αυτός)

ΝΕΡΑΪΔΑ 1: Και πριν οι ακτίνες του ήλιου να φανούν


Τις κορφές των δέντρων να φιλούν
Να σου ο Θησέας ξεπροβάλει
Με τον πατέρα της Ερμίας ήταν πάλι!
(Είσοδος πατέρα και Θησέα)

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μα πού είναι; Θα τρελαθώ! Ας βρω το κοριτσάκι


μου και θα κάνω ό,τι μου ζητήσει....
ΘΗΣΕΑΣ: Μη χάνεις την ελπίδα σου! Έχω βάλει τους πιο
καλούς μου στρατιώτες να την ψάχνουν....

(Είσοδος Ερμίας και Λύσανδρου)

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μα κάτι βλέπω εκεί. Πάμε κοντά να δούμε. Ας


είναι αυτή και όσα είπα τα παίρνω πίσω.
(πλησιάζουν...)
ΠΑΤΈΡΑΣ: Ερμία! Ερμία!
ΕΡΜΙΑ: Πατέρα μου! Σε παρακαλώ , μη μας κάνεις κακό!
ΠΑΤΕΡΑΣ: Όχι αγαπημένο μου παιδί. Δεν θα σου κάνω κακό.
Σε κανέναν από τους δυο σας.
ΘΗΣΕΑΣ: Ερμία, ο πατέρας σου τρόμαξε πολύ και
συνειδητοποίησε ότι η αγάπη του για σένα είναι πιο μεγάλη
από την επιθυμία του. Συμφώνησε να δώσει την συγκατάθεσή
του για τον γάμο σου με τον Λύσανδρο.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Είναι αλήθεια παιδί μου. Μπορείς να παντρευτείς
αυτόν που αγαπάς. Μου φτάνει που είσαι καλά και σε κρατώ
ξανά στην αγκαλιά μου. Θέλω μόνο να είσαι ευτυχισμένη.

ΝΕΡΑΪΔΑ 2 : Κι αφού όλα ξεδιάλυναν τον δρόμο πήραν πάλι


Ο Πάτος τελευταίος ξύπνησε κι ένιωθε κάποια ζάλη
(Φεύγουν όλοι εκτός από τις νεράιδες)

(Ξυπνάει ο Πάτος)

ΠΑΤΟΣ: Είδα ένα πολύ παράξενο όνειρο. Ένα όνειρο που θα


με θεωρούσαν τρελό αν έλεγα τί όνειρο ήταν.
(Φεύγει ο Πάτος)

ΝΕΡΑΪΔΑ 1: Κι όπως είχαν ανακατευτεί όλα μες στο κεφάλι


Για την Αθήνα κίνησε με μια χαρά μεγάλη
Είχαν και την παράσταση που είχε κάνει πρόβα
Και πίστευε πως στο θέατρο όλοι τους θα προκόβαν

ΝΕΡΑΪΔΑ 4: Κι οι χαρές ήταν πολλές στου άρχοντα το παλάτι


Οι γάμοι ήτανε πολλοί κι αυτό ήτανε κάτι.
Τα νέα ζευγάρια ένωσαν τις όμορφες ζωές τους
Κι ο Θησέας μίλησε σ’αυτούς και στους γονείς τους

Τραγούδι: Παλάτι

(Μπαίνουν τα ζευγάρια, ο πατέρας και ο Θησέας)

ΘΗΣΕΑΣ: Πολύ παράξενη η ιστορία που μας διηγήθηκαν


αυτοί οι ερωτευμένοι. Περισσότερο παράξενη παρά αληθινή.
Τα μυαλά των ερωτευμένων και των τρελών είναι γεμάτα
φαντασία. Χαρείτε, αγαπημένοι φίλοι! Χαρείτε και καινούριες
μέρες αγάπης ας φωτίζουν τις καρδιές σας! Και τώρα, η
βραδιά θα κλείσει με ξεφάντωμα. Ο θίασος του μαστρο-
Κυδώνη θα μας παρουσιάσει την ιστορία του Πύραμου και της
Θίσβης. (χειροκρότημα)

(Μπαίνουν τα μαστόρια)

ΝΕΡΑΪΔΑ 1: Ο θίασος παρατάχθηκε με μιας μπροστά σε όλους


Και το άγχος τους μεγάλωνε σαν τους ψηλούς τους
θόλους
Ένας έσερνε τον σκύλο του και του’ρχονταν ζαλάδα
Κρατούσε το φανάρι του γιατί ήταν Φεγγαράδα

ΝΕΡΑΪΔΑ 2: Μόνο ο Φυσούνης κρύβονταν να μην τον δουν οι


άλλοι
Σαν Θίσβη τον εντύσανε κι είχε ντροπή μεγάλη
Κι ήταν σαν κόρη λυγερή και στεναχωρημένη
Κι είχε για παρηγοριά το φρεσκοφυτρωμένο γένι

ΝΕΡΑΪΔΑ 3: Απ’όλους πιο εντυπωσιακός ήταν σαφώς ο Πάτος


Που έπαιξε τον πιο αστείο απ’όλους τους θανάτους
Κι έτσι κανείς δεν έχασε την όμορφη κεφαλή του
Αφού ο κόσμος γέλασε με όλη την ψυχή του

ΝΕΡΑΪΔΑ 4: Κι αφού η παράσταση τέλειωσε (Χειροκρότημα)


Κι όλοι πήγαν για ύπνο (Παύση για να φύγουν)
Ο Όμπερον κι η Τιτάνια (Είσοδος Ξωτικών)
Κίνησαν για τον δικό τους κήπο

ΝΕΡΑΪΔΑ 3: Μαζί τους είχαν συντροφιά


Νεράιδες και ξωτικά
Πάνω απ’ την πόλη πετούσαν μαγικά
Γεμίζοντας γέλια τη βραδιά

ΝΕΡΑΪΔΕΣ: Στα σπίτια ακόμα τριγυρνούν κρυφά


Και μπαίνουν μες στα όνειρα τα καλοκαιρινά
Εκεί αφήνουν μια ευχή
Να λάμπει πάντα η αγάπη η αληθινή

Τραγουδι Λήξης: Saltarello

(Όλοι στη σκηνή για να χαιρετήσουν.)

You might also like