Professional Documents
Culture Documents
ΤΕΥΧΑΚΙ ΑΡΧΑΙΑ ΟΡΙΣΤΙΚΟ
ΤΕΥΧΑΚΙ ΑΡΧΑΙΑ ΟΡΙΣΤΙΚΟ
2023 – 2024
Παγκρήτιο Εκπαιδευτήριο
MARIALENA
Επιμέλεια φυλλαδίου
Λιουδάκη Μαριαλένα
Σκουλά Ελευθερία
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σελίδα
Το ρήμα εἰμί ………………………………………………………………... 2
Οριστική …………………………………………………………………… 3
Υποτακτική ………………………………………………………………… 4
Προστακτική ……………………………………………………………….. 5
Ευκτική ……………………………………………………………………... 6
Το απαρέμφατο ……………………………………………………………... 7
Σύνταξη απαρεμφάτου ……………………………………………………... 8
Η μετοχή ……………………………………………………………………. 9
Κλίση μετοχών……………………………………………………………… 10
Σύνταξη μετοχής ....………………………………...……………………… 12
Υποκείμενο μετοχής………………………………………………………… 13
Ομαλά παραθετικά ………………………………………………………… 14
Ανώμαλα παραθετικά ………………………………………………………. 15
Παραθετικά επιρρημάτων ………………………………………………….. 16
Αόριστος β΄ ………………………………………………………………… 17
Πίνακας ρημάτων Αορίστου β΄……………………………………………... 18
Ἡ γυνή και ὁ παῖς ………………………………………………………….. 19
Το επίθετο πολύς …………………………………………………………… 20
Αντωνυμία αὐτός – αὐτή – αὐτό …………………………………………… 20
Α΄ Παθητικός Μέλλοντας…………………………………………………... 21
Α΄ Παθητικός Αόριστος......………………………………………………… 22
Β΄ Παθητικός Μέλλοντας …………………………………………..……… 22
Β΄ Παθητικός Αόριστος..…………………………………………………… 23
Παθητική σύνταξη ………………………………………………………….. 23
Τα είδη του μορίου ἄν………………………………………………………. 24
Τα είδη των προτάσεων……………………………………………………... 25
Δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις ……………………………………... 26
Δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις ………………………………….. 27
Βιβλιογραφία………………………………………………………………... 29
1
Το ρήμα εἰμί
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
εἰμί ἦ και ἦν ἔσομαι
εἶ ἦσθα ἔσῃ
ἐστί(ν) ἦν ἔσται
ἐσμέν ἦμεν ἐσόμεθα
ἐστέ ἦτε ἐσεσθαι
εἰσί(ν) ἦσαν ἔσονται
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
ὤν ἐσόμενος
εἶναι ἔσεσθαι οὖσα ἐσομένη
ὄν ἐσόμενον
2
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ
ΜΕΣΗΣ ΦΩΝΗΣ
3
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ
ΜΕΣΗΣ ΦΩΝΗΣ
4
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ
ΜΕΣΗΣ ΦΩΝΗΣ
5
ΕΥΚΤΙΚΗ
• Η ευκτική του ενεστώτα και του μέλλοντα έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα τη δίφθογγο -οι-.
Ο μέλλοντας έχει τις ίδιες καταλήξεις με τον ενεστώτα με την προσθήκη του χαρακτηριστικού -
σ- πριν από αυτές.
• Ο αόριστος διαφοροποιείται από τον μέλλοντα ως προς τη χαρακτηριστική δίφθογγο, που είναι -
αι- αντί για -οι-.
• Οι δίφθογγοι -οι- και -αι- στις καταλήξεις της ευκτικής είναι πάντοτε μακρόχρονες (!)
• Η ευκτική αορίστου, όπως και η υποτακτική, δεν παίρνει αύξηση.
• Για τον σχηματισμό και την κλίση της ευκτικής μέλλοντα και αορίστου ενεργητικής φωνής των
αφωνόληκτων ρημάτων χρησιμοποιούμε τις ίδιες καταλήξεις, αλλά το θέμα των ρημάτων αυτών
μεταβάλλεται, όπως και στην οριστική των χρόνων αυτών. π.χ.: πράττω → πράξοιμι - πράξαιμι,
βλάπτω → βλάψοιμι - βλάψαιμι, σῴζω → σώσοιμι – σώσαιμι
• Η ευκτική του παρακειμένου των βαρύτονων ρημάτων συνηθέστερα σχηματίζεται περιφραστικά
από την ενεργητική μετοχή παρακειμένου του ρήματος και την ευκτική ενεστώτα του
ρ. εἰμί, π.χ. λελυκώς, -υῖα, -ὸς εἴην
• Σπάνια σχηματίζεται μονολεκτικά π.χ. λελύκ-οιμι, λελύκ-οις κλπ
• Η ευκτική του παρακειμένου στη μέση φωνή σχηματίζεται περιφραστικά από τη μετοχή
παρακειμένου μέσης φωνής του ρήματος και την ευκτική ενεστώτα του ρ. εἰμί, π.χ
λελυμένος-η-ο εἴην
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
λύοιμι λύσοιμι λύσαιμι λελυκώς/κυῖα/κός εἴην
λύοις λύσοις λύσαις « « εἴης
λύοι λύσοι λύσαι « « εἴη
λύοιμεν λύσοιμεν λύσαιμεν λελυκότες/κυῖαι/κότα εἴημεν/εἶμεν
λύοιτε λύσοιτε λύσαιτε « « εἴητε/εἶτε
λύοιεν λύσοιεν λύσαιεν « « εἴησαν/εἶεν
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΜΕΣΗΣ ΦΩΝΗΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
λυοίμην λυσοίμην λυσαίμην λελυμένος-η-ο εἴην
λύοιο λύσοιο λύσαιο λελυμένος-η-ο εἴης
λύοιτο λύσοιτο λύσαιτο λελυμένος-η-ο εἴη
λυοίμεθα λυσοίμεθα λυσαίμεθα λελυμένοι-αι-α εἴημεν/ εἶμεν
λύοισθε λύσοισθε λύσαισθε λελυμένοι-αι-α εἴητε/ εἶτε
λύοιντο λύσοιντο λύσαιντο λελυμένοι-αι α εἴησαν/ εἶεν
6
ΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
Έναρθρο λέγεται το απαρέμφατο που συνοδεύεται από το άρθρο τό (π.χ. τό λέγειν) και
χρησιμοποιείται συντακτικά όπως ένα ουσιαστικό, δηλαδή ως υποκείμενο, αντικείμενο κ.λπ.(δέχεται
άρνηση μή), π.χ. Τὸ λακωνίζειν ἐστὶ φιλοσοφεῖν (το έναρθρο απαρέμφατο τὸ λακωνίζειν είναι
υποκείμενο του ρήματος ἐστί).
Το άναρθρο (που δεν έχει άρθρο) απαρέμφατο (ειδικό και τελικό) είναι πιο συχνό και έχει πολλές
συντακτικές χρήσεις, οι κυριότερες από τις οποίες είναι:
→ αντικείμενο σε προσωπικά ρήματα
→ υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις
Είδος :
ΕΙΔΙΚΟ ΤΕΛΙΚΟ
• μεταφράζεται με τις λέξεις «ότι», «πως», • μεταφράζεται με τη λέξη «να»,
• εξαρτάται από ρήματα που σημαίνουν: λέω, • εξαρτάται από ρήματα που σημαίνουν: θέλω,
νομίζω, γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι κ.ά., μπορώ, προτρέπω, απαγορεύω κ.ά.,
• δέχεται άρνηση οὐ: • δέχεται άρνηση μή:
Ἐκείνους λύειν φημὶ τὴν εἰρήνην. (=Λέω ότι Τὰς συνθήκας λύειν ἐπιχειροῦσιν.
εκείνοι καταπατούν την ειρήνη.) (=Προσπαθούν να καταπατήσουν τις
συμφωνίες.)
Το απαρέμφατο λειτουργεί ως :
• Αντικείμενο σε προσωπικά ρήματα, δηλαδή ρήματα που κλίνονται σε όλα τα πρόσωπα και έχουν
ως υποκείμενο κάποιο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, π.χ. Οὗτος οἲεται δίκαια πράττειν.(=Αυτός νομίζει ότι
ενεργεί δίκαια.)
• Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα, δηλαδή ρήματα που απαντούν μόνο στο γ΄ εν. πρόσωπο και δεν
έχουν ως υποκείμενο κάποιο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα. Είναι παρόμοια με τα ν.ε. «πρέπει», «λέγεται»,
«ενδέχεται» κ.ά. Την ίδια συντακτική θέση παίρνει το απαρέμφατο και με απρόσωπες εκφράσεις,
δηλαδή φράσεις που αποτελούνται από ένα επίθετο ή ένα επίρρημα και το γ΄ ενικό πρόσωπο των
ρημάτων εἰμὶ και ἔχω π.χ. Προσήκει ὑμῖν τοὺς προγόνους μιμεῖσθαι (=Αρμόζει σε εσάς να μιμείσθε
τους προγόνους)
7
κακῶς ἔχει (= είναι κακό)
καλῶς ἔχει (= είναι καλό, σωστό)
ὀρθῶς ἔχει (= είναι σωστό, ορθό)
Ὁ νομοθέτης ἀπέδειξεν οὓς χρὴ δημηγορεῖν ἐν Ἀνάγκη ἐστὶ μάχεσθαι
τῷ δήμῳ (= είναι αναγκαίο να πολεμήσουμε)
(= ο νομοθέτης όρισε ποιοι πρέπει να μιλούν στο
δήμο) Η απρόσωπη έκφραση ἀνάγκη ἐστὶ έχει ως
υποκείμενο το απαρέμφατο μάχεσθαι
Το απρόσωπο ρήμα είναι το χρὴ . Το υποκείμενο
του χρὴ είναι το απαρέμφατο δημηγορεῖν·
ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΥ
Το υποκείμενο του απαρεμφάτου μπορεί να είναι:
α. Το ίδιο με το υποκείμενο του ρήματος από το οποίο εξαρτάται το απαρέμφατο. Σε αυτή την
περίπτωση έχουμε το φαινόμενο της ΤΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΙΑΣ. π.χ. Οὗτοι ἐθέλουσιν ὑπὲρ πατρίδος
θνῄσκειν (αυτοί θέλουν αυτοί να πεθάνουν).
β. Διαφορετικό από το υποκείμενο του ρήματος από το οποίο εξαρτάται το απαρέμφατο και
βρίσκεται πάντοτε σε αιτιατική. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε το φαινόμενο της ΕΤΕΡΟΠΡΟΣΩΠΙΑΣ.
π.χ. Οἴομαι πάντας ὑμᾶς γιγνώσκειν τὰ ῥηθέντα (εγώ νομίζω ότι εσείς γνωρίζετε).
ΤΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΙΑ ΕΤΕΡΟΠΡΟΣΩΠΙΑ
Ὁ Σωκράτης ἑβούλετο διδάσκειν τὴν ἀρετήν Σωκράτης ἔλεγε τὸν νεανίαν εἶναι καλόν
(= Ο Σωκράτης ήθελε να διδάξει την αρετή) (= Ο Σωκράτης έλεγε ότι ο νέος είναι καλός)
Άρα αφού το υποκείμενο το ρήματος και του Άρα αφού το υποκείμενο του ρήματος είναι «ο
απαρεμφάτου είναι ο Σωκράτης έχουμε Σωκράτης» και του υποκείμενο του
ταυτοπροσωπία απαρεμφάτου είναι «ο νεανίας» έχουμε
ετεροπροσωπία
Στην απρόσωπη σύνταξη : δίπλα στο απρόσωπο ρήμα ή την απρόσωπη έκφραση συναντάται μια
δοτική που δείχνει το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται το ρήμα. Αυτή είναι η δοτική προσωπική, η
οποία συχνά εννοείται. π.χ. Προσήκει ἡμῖν ἐπαινέσαι τὴν ἀρετήν τῶν προγόνων
(= Αρμόζει σ’ εμάς να επαινέσουμε την αρετή των προγόνων).
* Το υποκείμενο του απαρεμφάτου στην απρόσωπη σύνταξη, όπως είπαμε παραπάνω, βρίσκεται σε
αιτιατική πτώση. Εάν μάλιστα το απρόσωπο ρήμα ή η απρόσωπη έκφραση συνοδεύεται από δοτική
προσωπική, αυτή, εφόσον μετατραπεί σε αιτιατική, μας δίνει το υποκείμενο του απαρεμφάτου (στο
προηγούμενο παράδειγμα: το υποκείμενο του ἐπαινέσαι είναι ἡμᾶς).
8
Η ΜΕΤΟΧΗ
• Η μετοχή είναι ρηματικό επίθετο που παρουσιάζει τρία γένη και αντίστοιχα τρεις
καταλήξεις (τριγενές και τρικατάληκτο).
• Η μετοχή του αορίστου δεν παίρνει αύξηση.
• Η μετοχή του παρακειμένου διατηρεί τον αναδιπλασιασμό, π.χ. ὁ ἐσκευακώς, ἡ ἐσκευακυῖα, τὸ
ἐσκευακός.
• Η μετοχή ενεστώτα του ρ. εἰμὶ είναι: ὤν, οὖσα, ὄν.
• Το αρσενικό και ουδέτερο γένος των μετοχών όλων των χρόνων της ενεργητικής φωνής
κλίνονται σύμφωνα με τη γ΄ κλίση, ενώ το θηλυκό σύμφωνα με τα θηλυκά σε -α της α΄ κλίσης.
Επιπλέον, το θηλυκό στη γενική του πληθυντικού τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα, π.χ. τῶν
λυουσῶν, τῶν λυσουσῶν, τῶν λυσασῶν, τῶν λελυκυιῶν.
• Το αρσενικό και το ουδέτερο γένος των μετοχών όλων των χρόνων στη μέση φωνή κλίνονται
σύμφωνα με τα αντίστοιχα αρσενικά και ουδέτερα της β΄ κλίσης, ενώ το θηλυκό σύμφωνα με τα
αντίστοιχα θηλυκά της α΄ κλίσης.
Καταλήξεις μετοχών Ενεργητικής Φωνής
Ενεστώτας Μέλλοντας Αόριστος Παρακείμενος
-ων, -ουσα, -ον -σων, -σουσα, -σον -σας, -σασα, -σαν -κώς, -κυῖα, -κός
ὁ τοξεύ-ων
ὁ τοξεύ-σων ὁ τοξεύ-σας ὁ τετοξευ-κώς
ἡ τοξεύ-ουσα
Φωνηεντόληκτα ἡ τοξεύ-σουσα ἡ τοξεύ-σασα ἡ τετοξευ-κυῖα
τὸ τοξεῦ-ον
τὸ τοξεῦ-σον τὸ τοξεῦ-σαν τὸ τετοξευ-κός
ὁ πράττων
ὁ πράξων ὁ πράξας ὁ πεπραχώς
Ουρανικόληκτα ἡ πράττουσα
ἡ πράξουσα ἡ πράξασα ἡ πεπραχυῖα
(κ, γ, χ, ττ/σσ) τὸ πρᾶττον
τὸ πρᾶξον τὸ πρᾶξαν τὸ πεπραχός
ὁ γράφων
ὁ γράψων ὁ γράψας ὁ γεγραφώς
Χειλικόληκτα ἡ γράφουσα
ἡ γράψουσα ἡ γράψασα ἡ γεγραφυῖα
(π, β, φ, πτ) τὸ γράφον
τὸ γράψον τὸ γράψαν τὸ γεγραφός
ὁ πείθων
ὁ πείσων ὁ πείσας ὁ πεπεικώς
Οδοντικόληκτα ἡ πείθουσα
ἡ πείσουσα ἡ πείσασα ἡ πεπεικυῖα
(τ, δ, θ, ζ) τὸ πεῖθον
τὸ πεῖσον τὸ πεῖσαν τὸ πεπεικός
Καταλήξεις μετοχών Μέσης Φωνής
Ενεστώτας Μέλλοντας Αόριστος Παρακείμενος
-όμενος -η -ον -σόμενος -η -ον -σάμενος -η -ον -μένος -η -ον
ὁ πραττόμενος
ὁ πραξόμενος ὁ πραξάμενος ὁ πεπραγμένος
Ουρανικόληκτα ἡ πραττομένη
ἡ πραξομένη ἡ πραξαμένη ἡ πεπραγμένη
(κ, γ, χ, ττ/σσ) τὸ πραττόμενον
τὸ πραξόμενον τὸ πραξάμενον τὸ πεπραγμένον
ὁ γραφόμενος
ὁ γραψόμενος ὁ γραψάμενος ὁ γεγραμμένος
Χειλικόληκτα ἡ γραφομένη
ἡ γραψομένη ἡ γραψαμένη ἡ γεγραμμένη
(π, β, φ, πτ) τὸ γραφόμενον
τὸ γραψόμενον τὸ γραψάμενον τὸ γεγραμμένον
ὁ ὀνομαζόμενος
ὁ ὀνομασόμενος ὁ ὀνομασάμενος ὁ ὠνομασμένος
Οδοντικόληκτα ἡ ὀνομαζομένη
ἡ ὀνομασομένη ἡ ὀνομασαμένη ἡ ὠνομασμένη
(τ, δ, θ, ζ) τὸ ὀνομαζόμενον
τὸ ὀνομασόμενον τὸ ὀνομασάμενον τὸ ὠνομασμένον
9
ΚΛΙΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ον ὁ λύων ἡ λύουσα τὸ λῦον
Γεν τοῦ λύοντος τῆς λυούσης τοῦ λύοντος
Δοτ τῷ λύοντι τῇ λυούσῃ τῷ λύοντι
Αιτ τὸν λύοντα τὴν λύουσαν τὸ λῦον
Κλητ ὦ λύων ὦ λύουσα ὦ λῦον
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον οἱ λύοντες αἱ λύουσαι τὰ λύοντα
Γεν τῶν λυόντων τῶν λυουσῶν τῶν λυόντων
Δοτ τοῖς λύουσι(ν) ταῖς λυούσαις τοῖς λύουσι(ν)
Αιτ τοὺς λύοντας τὰς λυούσας τὰ λύοντα
Κλητ ὦ λύοντες ὦ λύουσαι ὦ λύοντα
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ον ὁ λύσας ἡ λύσασα τὸ λῦσαν
Γεν τοῦ λύσαντος τῆς λυσάσης τοῦ λύσαντος
Δοτ τῷ λύσαντι τῇ λυσάσῃ τῷ λύσαντι
Αιτ τὸν λύσαντα τὴν λύσασαν τὸ λῦσαν
Κλητ ὦ λύσας ὦ λύσασα ὦ λῦσαν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον οἱ λύσαντες αἱ λύσασαι τὰ λύσαντα
Γεν τῶν λυσάντων τῶν λυσασῶν τῶν λυσάντων
Δοτ τοῖς λύσασι(ν) ταῖς λυσάσαις τοῖς λύσασι(ν)
Αιτ τοὺς λύσαντας τὰς λυσάσας τὰ λύσαντα
Κλητ ὦ λύσαντες ὦ λύσασαι ὦ λύσαντα
10
ΚΛΙΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ον ὁ λελυκὼς ἡ λελυκυῖα τὸ λελυκὸς
Γεν τοῦ λελυκότος τῆς λελυκυίας τοῦ λελυκότος
Δοτ τῷ λελυκότι τῇ λελυκυίᾳ τῷ λελυκότι
Αιτ τὸν λελυκότα τὴν λελυκυῖαν τὸ λελυκὸς
Κλητ ὦ λελυκὼς ὦ λελυκυῖα ὦ λελυκὸς
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον οἱ λελυκότες αἱ λελυκυῖαι τὰ λελυκότα
Γεν τῶν λελυκότων τῶν λελυκυιῶν τῶν λελυκότων
Δοτ τοῖς λελυκόσι(ν) ταῖς λελυκυίαις τοῖς λελυκόσι(ν)
Αιτ τοὺς λελυκότας τὰς λελυκυίας τὰ λελυκότα
Κλητ ὦ λελυκότες ὦ λελυκυῖαι ὦ λελυκότα
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ον ὁ λυθείς ἡ λυθεῖσα τὸ λυθέν
Γεν τοῦ λυθέντος τῆς λυθείσης τοῦ λυθέντος
Δοτ τῷ λυθέντι τῇ λυθείσῃ τῷ λυθέντι
Αιτ τὸν λυθέντα τὴν λυθεῖσαν τὸ λυθέν
Κλητ ὦ λυθείς ὦ λυθεῖσα ὦ λυθέν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον οἱ λυθέντες αἱ λυθεῖσαι τὰ λυθέντα
Γεν τῶν λυθέντων τῶν λυθεισῶν τῶν λυθέντων
Δοτ τοῖς λυθεῖσι (ν) ταῖς λυθείσαις τοῖς λυθεῖσι (ν)
Αιτ τοὺς λυθέντας τὰς λυθείσας τὰ λυθέντα
Κλητ ὦ λυθέντες ὦ λυθεῖσαι ὦ λυθέντα
11
ΣΥΝΤΑΞΗ ΜΕΤΟΧΩΝ
Κατηγορηματική́
• Μεταφράζεται με τις λέξεις «να», «ότι»/ «πως» και (σπανιότερα, όταν εξαρτάται από ρήμα
ψυχικού πάθους) «που».
• Εξαρτάται συνηθώς από ρ. συνδετικά, γνωστικά, αισθητικά, έναρξης, λήξης, ψυχικού πάθους.
• Συνοδεύει συγκεκριμένα είδη ρημάτων ως συμπλήρωμα και λειτουργεί ως κατηγορούμενο ή
ομοιόπτωτος (κατηγορηματικός) προσδιορισμός. Αναφέρεται στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του
ρήματος.
Επιρρηματική μετοχή
• τροπική [μεταφράζεται με τη ν.ε. μετοχή (-ντας), «με το να»] → ῏Ηλθεν ἔχων (= έχοντας) ὀλίγας ναῦς.
• χρονική (μεταφράζεται με το «όταν», «αφού», «ενώ») → Οὗτος τοσαῦτα εἰπὼν (= αφού είπε) ἀπῆλθεν.
• τελική (μεταφράζεται με το «για να», δηλώνει σκοπό και βρίσκεται σε χρόνο μέλλοντα) → Τοῦτο λέξων (=
για να πω) ἔρχομαι.
12
Το υποκείμενο της μετοχής
• Το υποκείμενο μιας μετοχής βρίσκεται στο ίδιο γένος, στον ίδιο αριθμό και στην ίδια πτώση με τη
μετοχή. Από την άποψη του υποκειμένου της, μια επιρρηματική μετοχή μπορεί να είναι
συνημμένη ή απόλυτη.
α. Συνημμένη χαρακτηρίζεται μια επιρρηματική μετοχή, όταν το υποκείμενό της έχει και άλλη
συντακτική θέση μέσα στην πρόταση
π.χ Ἀκούσαντες ταῦτα οἱ στρατιῶται παρεσκευάσαντο πρὸς μάχην (η φράση οἱ στρατιῶται, που είναι
υποκείμενο της μετοχής ἀκούσαντες είναι και υποκείμενο του ρήματος παρεσκευάσαντο).
β. Απόλυτη χαρακτηρίζεται μια επιρρηματική μετοχή, όταν το υποκείμενό της δεν έχει άλλη
συντακτική θέση μέσα στην πρόταση, δηλαδή χρωστάει την ύπαρξή του στην παρουσία της μετοχής
και μόνο. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν παραλείψουμε τη μετοχή, το υποκείμενό της περιττεύει στην
πρόταση:
π.χ Ἐστράτευσαν ἐπ ̓ αὐτοὺς οὐδεμιᾶς διαφορᾶς πρότερον ὑπαρχούσης (το υποκείμενο ΄διαφορᾶς΄ της
μετοχής δεν έχει καμία άλλη συντακτική θέση μέσα στην πρόταση).
• Μόνο η επιρρηματική μετοχή μπορεί να είναι απόλυτη.
• Η απόλυτη μετοχή βρίσκεται σε πτώση γενική (γενική απόλυτη), εάν ανήκει σε προσωπικό ρήμα,
ή αιτιατική (αιτιατική απόλυτη), εάν ανήκει σε απρόσωπο ρήμα.
Προσοχή! Μια επιρρηματική μετοχή σε γενική πτώση δεν είναι πάντοτε (γενική) απόλυτη. Είναι
πιθανό να συνάπτεται με άλλον όρο της πρότασης, ο οποίος βρίσκεται σε γενική πτώση.
Π.χ. Κατηγοροῦσι τινες ἡμῶν ὡς οὐκ ὀρθῶς βουλευομένων. Η μετοχή είναι συνημμένη, γιατί το
υποκείμενό της ΄ἡμῶν΄ είναι ταυτόχρονα και αντικείμενο του ρήματος κατηγοροῦσι.
13
ΤΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
• Επίθετα λέγονται οι λέξεις που δίνουν μια ιδιότητα ή μια ποιότητα στα ουσιαστικά που
προσδιορίζουν, π.χ. σοφὸς ἀνήρ, ὑψηλὸν ὄρος.
• Όπως και στα νέα ελληνικά οι βαθμοί των επιθέτων και των επιρρημάτων είναι τρεις :
o Θετικός : δηλώνει μια ιδιότητα κάποιου ουσιαστικού, χωρίς να συγκρίνεται με κάποιο άλλο π.χ
Σωκράτης ἐστιν σοφός
o Συγκριτικός : δηλώνει ότι ένα ουσιαστικό έχει μια ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά
με ένα άλλο ουσιαστικό π.χ Σωκράτης ἐστιν σοφώτερος Κρίτωνος.
o Υπερθετικός : δηλώνει ότι ένα ουσιαστικό έχει μια ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό συγκριτικά
με όλα τα άλλα ουσιαστικά π.χ. Σωκράτης ἐστιν σοφώτατος πάντων ή δηλώνει ότι ένα
ουσιαστικό έχει μια ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό, χωρίς να συγκρίνεται με άλλα, π.χ
Σωκράτης ἐστιν σοφώτατος
ΟΜΑΛΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΩΝ
Δευτερόκλιτα επίθετα
Συγκριτικός Βαθμός Υπερθετικός Βαθμός
-ό/ώτερος , -ο/ωτέρα, ό/ώτερον -ό/ώτατος -ο/ωτάτη -ό/ώτατον
• Εάν η παραλήγουσα του επιθέτου στον θετικό βαθμό είναι μακρά (π.χ. ξηρός), στα παραθετικά
του επιθέτου χρησιμοποιείται -ο- (ξηρότερος, ξηρότατος).
• Εάν η παραλήγουσα του επιθέτου στον θετικό βαθμό είναι βραχεία (π.χ. σοφός), στα
παραθετικά του επιθέτου χρησιμοποιείται -ω- (σοφώτερος, σοφώτατος).
Ειδική περίπτωση αποτελεί η «θέσει μακρά» παραλήγουσα. Ως θέσει μακρά λογίζεται οποιαδήποτε
συλλαβή –ανεξαρτήτως του φωνήεντος που περιέχει– εφόσον ακολουθείται από δύο ή περισσότερα
σύμφωνα ή από διπλό σύμφωνο (π.χ. σεμνός, σεμνότερος, σεμνότατος).
• Αν η παραλήγουσα του θετικού βαθμού παρουσιάζει δίχρονο φωνήεν (α, ι, υ), πρέπει να
γνωρίζουμε ποια δευτερόκλιτα επίθετα έχουν το φωνήεν της παραλήγουσας μακρό και ποια
βραχύ.
- ἀνιαρός, ἰσχυρός, ψιλός, φλύαρος, πρᾶος και λιτός, π.χ. ἀνιαρότερος, ἀνιαρότατος.
- που είναι σύνθετα με β΄ συνθετικό τα ουσιαστικά λύπη, κίνδυνος, ψυχή, θυμός, τιμή, νίκη και κῦρος, π.χ.
εὐψυχότερος, εὐψυχότατος.
14
Τριτόλικτα επίθετα σε -ης -ης -ες και -ων -ων -ον
Συγκριτικός : -έστερος -εστέρα -έστερον Υπερθετικός : -έστατος -εστάτη -έστατον
π.χ εὐσεβέστερος, εὐσεβεστέρα, εὐσεβέστερον π.χ εὐσεβέστατος, εὐσεβεστάτη, εὐσεβέστατον
σωφρονέστερος, σωφρονεστέρα, σωφρονέστερον σωφρονέστατος, σωφρονεστάτη, σωφρονέστατον
Συγκριτικός βαθμός : -(ί)ων –(ί)ων –(ί)ον Υπερθετικός βαθμός : -ιστος -ίστη -ιστον
π.χ ὁ βελτίων , ἡ βελτίων , τό βέλτιον π.χ ὁ βέλτιστος, ἡ βελτίστη, τό βέλτιστον
15
Περιφραστικοί τύποι παραθετικών
Όλα τα επίθετα (και τα επιρρήματα) μπορούν να σχηματίσουν και περιφραστικά παραθετικά ως εξής:
Συγκριτικός: μᾶλλον + θετικός βαθμός επιθέτου
Υπερθετικός: μάλιστα + θετικός βαθμός επιθέτου
Συγκριτικός Υπερθετικός
εὐδαίμων μᾶλλον εὐδαίμων μάλιστα εὐδαίμων
ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ
Κατάληξη συγκριτικού βαθμού Κατάληξη υπερθετικού βαθμού
-τερον -τατα
16
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β
Μερικά ρήματα δε σχηματίζουν τον αόριστο κατά το ρήμα λύω με τις γνωστές καταλήξεις -(σ)α, -
(σ)άμην. Στον σχηματισμό των χρόνων εμφανίζουν έναν τύπο αορίστου που ονομάζεται «αόριστος
β΄» και παρουσιάζει τα εξής χαρακτηριστικά:
• Ο αόριστος β΄ έχει διαφορετικό θέμα από εκείνο του ενεστώτα
• Στην οριστική έχει τις ίδιες καταλήξεις με την οριστική παρατατικού
• Στις υπόλοιπες εγκλίσεις και τους ονοματικούς τύπους έχει τις ίδιες καταλήξεις με τον
ενεστώτα
Κλίση αορίστου β΄
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΑΠΑΡΕΜΦ. ΜΕΤΟΧΗ
ἔ-βαλ-ον βάλ-ω βάλ-οιμι — βαλ-εῖν βαλ-ὼν
ἔ-βαλ-ες βάλ-ῃς βάλ-οις βάλ-ε βαλ-οῦσα
ἔ-βαλ-ε βάλ-ῃ βάλ-οι βαλ-έτω βαλ-ὸν
ἐ-βάλ-ομεν βάλ-ωμεν βάλ-οιμεν —
ἐ-βάλ-ετε βάλ-ητε βάλ-οιτε βάλ-ετε
ἔ-βαλ-ον βάλ-ωσι(ν) βάλ-οιεν βαλ-όντων/
βαλ-έτωσαν
ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΑΠΑΡΕΜΦ. ΜΕΤΟΧΗ
ἐ-βαλ-όμην βάλ-ωμαι βαλ-οίμην — βαλ-έσθαι βαλ-όμενος
ἐ-βάλ-ου βάλ-ῃ βάλ-οιο βαλ-οῦ βαλ-ομένη
ἐ-βάλ-ετο βάλ-ηται βάλ-οιτο βαλ-έσθω βαλ-όμενον
ἐ-βαλ-όμεθα βαλ-ώμεθα βαλ-οίμεθα —
ἐ-βάλ-εσθε βάλ-ησθε βάλ-οισθε βάλ-εσθε
ἐ-βάλ-οντο βάλ-ωνται βάλ-οιντο βαλ-έσθων/
βαλ-έσθωσαν
Παρατηρήσεις
• Το απαρέμφατο ε.φ. τονίζεται στη λήγουσα και περισπάται, π.χ. εἰπεῖν, βαλεῖν, ἐλθεῖν.
• Η μετοχή ε.φ. τονίζεται στη λήγουσα στο αρσενικό και στο ουδέτερο γένος, π.χ. εἰπών, εἰπόν,
και στην παραλήγουσα στο θηλυκό γένος, π.χ. εἰποῦσα.
• Το απαρέμφατο μ.φ. τονίζεται στην παραλήγουσα, π.χ. ἀφικέσθαι, βαλέσθαι.
• Το β΄ εν. προστακτικής μ.φ. τονίζεται στη λήγουσα και περισπάται, π.χ. ἀφικοῦ, βαλοῦ.
Τονίζεται στην παραλήγουσα, όταν ο τύπος της προστακτικής είναι μονοσύλλαβος και σύνθετος
με δισύλλαβη πρόθεση, π.χ. παράσχου (ρ. παρέχομαι), αλλά ἀντιλαβοῦ (ρ. ἀντιλαμβάνομαι).
17
• Το β΄εν. προστακτικής αορίστου β΄ ε.φ. των ρ. ἔρχομαι, εὑρίσκω, λαμβάνω, λέγω και ὁράω-ῶ
τονίζεται στη λήγουσα, όταν το ρήμα δεν είναι σύνθετο: ἐλθέ, εὑρέ, λαβέ, εἰπέ, ἰδέ, αλλά ἄπελθε,
παράλαβε.
ΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΖΟΥΝ ΑΟΡΙΣΤΟ Β
18
Τα ουσιαστικά
Ἡ γυνή
Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός
ονομ. ἡ γυνή αἱ γυναῖκ-ες
γεν. τῆς γυναικ-ός τῶν γυναικ-ῶν
δοτ. τῇ γυναικ-ί ταῖς γυναιξί(ν) (<γυναικ-σί)
αιτ. τὴν γυναῖκ-α τὰς γυναῖκ-ας
κλητ. (ὦ) γύν-αι (ὦ) γυναῖκ-ες
Ὁ παῖς
Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός
ονομ. ὁ παῖς οἱ παῖδ-ες
γεν. τοῦ παιδ-ός τῶν παίδ-ων
δοτ. τῷ παιδ-ί τοῖς παισί(ν) (< παιδ-σί)
αιτ. τὸν παῖδ-α τοὺς παῖδ-ας
κλητ. (ὦ) παῖ (ὦ) παῖδ-ες
19
Η κλίση του επιθέτου «πολύς»
Ενικός αριθμός
ον. ὁ πολὺ-ς ἡ πολλὴ τὸ πολὺ
γεν. τοῦ πολλοῦ τῆς πολλῆς τοῦ πολλοῦ
δοτ. τῷ πολλῷ τῇ πολλῇ τῷ πολλῷ
αιτ. τὸν πολὺ-ν τὴν πολλὴν τὸ πολὺ
κλ. (ὦ) πολὺ (ὦ) πολλὴ (ὦ) πολὺ
Πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ πολλοὶ αἱ πολλαὶ τὰ πολλὰ
γεν. τῶν πολλῶν τῶν πολλῶν τῶν πολλῶν
δοτ. τοῖς πολλοῖς ταῖς πολλαῖς τοῖς πολλοῖς
αιτ. τοὺς πολλοὺς τὰς πολλὰς τὰ πολλὰ
κλ. (ὦ) πολλοὶ (ὦ) πολλαὶ (ὦ) πολλὰ
Ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ον. αὐτός αὐτή αὐτό
γεν. αὐτοῦ αὐτῆς αὐτοῦ
δοτ. αὐτῷ αὐτῇ αὐτῷ
αιτ. αὐτόν αὐτήν αὐτό
κλ. - - -
Πληθυντικός αριθμός
ον. αὐτοί αὐταί αὐτά
γεν. αὐτῶν αὐτῶν αὐτῶν
δοτ. αὐτοῖς αὐταῖς αὐτοῖς
αιτ. αὐτούς αὐτάς αὐτά
κλ. - - -
20
ΠΑΘΗΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Α΄ παθητικός μέλλοντας
Ο παθητικός μέλλοντας των βαρύτονων φωνηεντόληκτων ρημάτων Α’ συζυγίας σχηματίζεται από:
Παρατηρήσεις :
• Στον σχηματισμό του παθητικού μέλλοντα των βαρύτονων αφωνόληκτων ρημάτων Α’ συζυγίας
παρατηρούνται οι ακόλουθες μεταβολές:
α. Αν ο ρηματικός χαρακτήρας είναι π, β, (πτ) τότε μπροστά από το θ τρέπεται σε φ
π.χ. πέμπ-ομαι → πεμφ-θήσομαι
• Μερικά ρήματα σχηματίζουν τον παθητικό μέλλοντα και αόριστο α΄ με την προσθήκη ενός -σ-
πριν από το πρόσφυμα -θη-, παρόλο που δεν είναι οδοντικόληκτα,
π.χ. ἀκούομαι → ἀκουσθήσομαι, ᾐκούσθην
κελεύομαι → κελευσθήσομαι, ἐκελεύσθην
21
Α΄ παθητικός αόριστος
Ο παθητικός αόριστος των βαρύτονων φωνηεντόληκτων ρημάτων Α’ συζυγίας σχηματίζεται από:
Μερικά ρήματα σχηματίζουν τον παθητικό μέλλοντα και αόριστο με την προσθήκη μετά το θέμα του
προσφύματος -η-/-ε- αντί για -θη-/-θε-, π.χ. γραφ-ή-σομαι, ἐγράφ-η-ν. Έτσι σχηματίζονται ο β΄
παθητικός μέλλοντας και ο β΄ παθητικός αόριστος. Ο παθητικός μέλλοντας και αόριστος β΄
κλίνονται όπως και οι αντίστοιχοι πρώτοι παθητικοί χρόνοι με τη μόνη διαφορά ότι το β΄ ενικό
προστακτικής έχει κατάληξη -θι (αντί για -τι), π.χ. γράφη-θι.
Β΄ Παθητικός Μέλλοντας
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΜΕΤΟΧΗ
γραφήσομαι γραφησοίμην
γραφήσει/ῃ γραφήσοιο
γραφήσεται γραφήσοιτο ὁ γραφησόμενος
γραφησόμεθα γραφησοίμεθα γραφήσεσθαι ἡ γραφησομένη
γραφήσεσθε γραφήσοισθε τό γραφησόμενον
γραφήσονται γραφήσοιντο
22
Β΄ Παθητικός Αόριστος
23
Τα είδη του μορίου ἄν
α. Είναι πάντοτε η δεύτερη λέξη της πρότασης στην οποία ανήκει· η πρώτη
είναι αναφορική αντωνυμία, αναφορικό επίρρημα, χρονικός ή τελικός
σύνδεσμος.
β. Συντάσσεται με υποτακτική.
Αοριστολογικό γ. Δέχεται άρνηση μή.
δ. Στη ν.ε. δε μεταφράζεται ή αποδίδεται με: «τυχόν», «ίσως», «-δήποτε».
π.χ. Δοκεῖ μοί τις οὐκ ἂν ἁμαρτεῖν (= οὐκ ἂν ἁμάρτοι, δε θα έσφαλλε) εἰπὼν ὅτι
νυνὶ κρίνεται μὲν Ἀριστογείτων, δοκιμάζεσθε δὲ καὶ κινδυνεύεθ’ ὑμεῖς περὶ δόξης.
24
Τα είδη των προτάσεων
• Κύριες ή ανεξάρτητες λέγονται οι προτάσεις που εκφράζουν ένα αυτοτελές νόημα και μπορούν
να σταθούν μόνες τους στον λόγο.
• Δευτερεύουσες ή εξαρτημένες λέγονται οι προτάσεις που δεν μπορούν να σταθούν μόνες τους
στον λόγο, αλλά προσδιορίζουν μία άλλη πρόταση, από την οποία και εξαρτώνται.
Για να χαρακτηρίσουμε σωστά μία δευτερεύουσα πρόταση πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα εξής:
1. Η δευτερεύουσα πρόταση εξαρτάται από έναν όρο μιας άλλης πρότασης, συνήθως το ρήμα ή ένα
απαρέμφατο ή μία μετοχή, το οποίο συμπληρώνει ή προσδιορίζει.
2. Η δευτερεύουσα πρόταση εισάγεται με μία συγκεκριμένη λέξη ή φράση που μπορεί να είναι
ένας από τους υποτακτικούς συνδέσμους, μία αναφορική αντωνυμία, ένα αναφορικό επίρρημα,
μία ερωτηματική αντωνυμία ή ένα ερωτηματικό επίρρημα.
Δευτερεύουσες
προτάσεις
Ονοματικές Επιρρηματικές
(λειτουργούν στον λόγο (λειτουργούν στον λόγο
σαν ονόματα) σαν επιρρηματικοί
προσδιορισμοί)
25
Ονοματικές προτάσεις
Πλάγιες Αναφορικές
Ειδικές Ενδοιαστικές
ερωτηματικές ονοματικές
•
- εἴτε Αντικείμενο (σε ρήματα:
ερωτηματικά, γνωστικά, λεκτικά, δεικτικά,
σκέψης, φροντίδας, απόπειρας, προσοχής)
• Eρωτηματικές Ἀπορεῖς εἰ διδακτόν ἐστιν ἡ ἀρετή
αντωνυμίες ή Yποκείμενο (σε απρόσωπα ρήματα ή Σκοπῶμεν εἰ ἡμῖν πρέπει ἢ σοί.
επιρρήματα απρόσωπες εκφράσεις) (Ας εξετάσουμε αν σε μας
ταιριάζει ή σε σένα.)
• Aναφορικές Eπεξήγηση (σε δεικτική αντωνυμία ή
αντωνυμίες ή σε άλλον όρο)
επιρρήματα
Αντικείμενο
Αναφορικές
ονοματικές
Υποκείμενο
• Αναφορικές Κῦρος δὲ ἔχων οὓς εἴρηκα,
αντωνυμίες Κατηγορούμενο ὡρμᾶτο ἀπὸ Σάρδεων
Προσδιορισμός
26
Επιρρηματικές προτάσεις
XPHΣIMOΠOIOYNTAI
ΕΙΣΑΓΟΝΤΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
ΩΣ:
• ὅτι
ὡςὅτι
Αιτιολογικές
•
• ὡς Ἐπορεύετο ἐφ' ἁμάξης, διότι
Επιρρηματικός
• διότι ἐτέτρωτο. (γιατί είχε
προσδιορισμός της αιτίας
• ἐπεὶ τραυματιστεί)
• ἐπειδὴ
• ἵνα (μὴ)
Επιρρηματικός
Τελικές
• ὥστε
• ὡς Επιρρηματικός Οὕτως ἰσχυρὸν ἡ
• ἐφ' ᾧ προσδιορισμός του ἀλήθεια, ὥστε πάντων ἐπικρατε
• ἐφ' ᾧτε αποτελέσματος ῖ.
Εναντιωματικές
• εἰ καὶ Επιρρηματικός
Εἰ καὶ χρήματα ἔχομεν, οὐκ
• ἐὰν/ἂν/ἢν καὶ προσδιορισμός της
εὐτυχοῦμεν.
εναντίωσης
Υποθετικές
27
χρονικούς συνδέσμους
• ὡς, ὅτε, ὁπότε, ἐπεί,
ἐπειδή, ἕως, ἔστε,
ἄχρι, μέχρι, ὅταν,
ὁπόταν, ἐπειδάν,
Ἐπεὶ ἤκουσε ἀπῆλθεν. [Πρώτα
ἐπάν κ.ά.
άκουσε και μετά έφυγε.]
Χρονικές
Επιρρηματικός
χρονικά επιρρήματα
προσδιορισμός του χρόνου Ἀφίκοντο ὅτε νὺξ ἐγένετο.
• ὁσάκις, ὁποσάκις
[Έφτασαν την ώρα που
νύχτωσε.]
εμπρόθετες αναφορικές
εκφράσεις
• ἐξ οὗ, ἐξ ὅτου, ἀφ’
οὗ, ἀφ’ ὅτου κ.ά.
ὃς (ο οποίος, που)
ὁποῖος (όποιας λογής) • Αναφορικές αιτιολογικές (δηλώνουν αιτία)
ὅστις (όποιος, ο οποίος) π.χ. Τὴν μητέρα ἐμακάριζον, οἵων τέκνων ἔτυχεν (= επειδή της έτυχαν
ὅσπερ (ο οποίος ακριβώς)
ὅσος / ὁπόσος (όσος) τέτοια παιδιά).
οἷος (τέτοιος που) Αναφορικές συμπερασματικές (δηλώνουν αποτέλεσμα)
Αναφορικές
•
ὅσον / ὅσῳ (όσο)
οἷον / οἷα (όπως, όπως π.χ. Οὐδεὶς οὕτως ἀνόητός ἐστιν, ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρεῖται.
ακριβώς) • Αναφορικές τελικές (δηλώνουν σκοπό)
οὗ / ὅπου / ἔνθα / ὅποι
(όπου) π.χ. Δεῖ πρεσβείαν πέμπειν, ἥτις ταῦτ’ ἐρεῖ (= για να πει αυτά).
ὡς / ὅπως (όπως) • Αναφορικές υποθετικές (δηλώνουν προϋπόθεση)
ὥσπερ / ᾗπερ / καθάπερ
(όπως ακριβώς) π.χ. Ἃ μὴ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι (= αν δεν ξέρω κάτι, δεν πιστεύω
ἔνθεν / ὅθεν / ὁπόθεν ότι το ξέρω).
(απ' όπου)
28
Βιβλιογραφία
• Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και
Εκδόσεων
• Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Α΄, Β΄, Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙOΥ, Ινστιτούτο Τεχνολογίας
Υπολογιστών και Εκδόσεων Διόφαντος
• Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσας Γυμνασίου – Λυκείου, Ινστιτούτο Τεχνολογίας
Υπολογιστών και Εκδόσεων Διόφαντος
29