Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 30

Σχολικό έτος0

2023 – 2024

Παγκρήτιο Εκπαιδευτήριο

Θεωρία Γραμματικής και Συντακτικού


της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
Γ Γυμνασίου

MARIALENA
Επιμέλεια φυλλαδίου
Λιουδάκη Μαριαλένα
Σκουλά Ελευθερία
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελίδα
Το ρήμα εἰμί ………………………………………………………………... 2
Οριστική …………………………………………………………………… 3
Υποτακτική ………………………………………………………………… 4
Προστακτική ……………………………………………………………….. 5
Ευκτική ……………………………………………………………………... 6
Το απαρέμφατο ……………………………………………………………... 7
Σύνταξη απαρεμφάτου ……………………………………………………... 8
Η μετοχή ……………………………………………………………………. 9
Κλίση μετοχών……………………………………………………………… 10
Σύνταξη μετοχής ....………………………………...……………………… 12
Υποκείμενο μετοχής………………………………………………………… 13
Ομαλά παραθετικά ………………………………………………………… 14
Ανώμαλα παραθετικά ………………………………………………………. 15
Παραθετικά επιρρημάτων ………………………………………………….. 16
Αόριστος β΄ ………………………………………………………………… 17
Πίνακας ρημάτων Αορίστου β΄……………………………………………... 18
Ἡ γυνή και ὁ παῖς ………………………………………………………….. 19
Το επίθετο πολύς …………………………………………………………… 20
Αντωνυμία αὐτός – αὐτή – αὐτό …………………………………………… 20
Α΄ Παθητικός Μέλλοντας…………………………………………………... 21
Α΄ Παθητικός Αόριστος......………………………………………………… 22
Β΄ Παθητικός Μέλλοντας …………………………………………..……… 22
Β΄ Παθητικός Αόριστος..…………………………………………………… 23
Παθητική σύνταξη ………………………………………………………….. 23
Τα είδη του μορίου ἄν………………………………………………………. 24
Τα είδη των προτάσεων……………………………………………………... 25
Δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις ……………………………………... 26
Δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις ………………………………….. 27
Βιβλιογραφία………………………………………………………………... 29

1
Το ρήμα εἰμί

ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
εἰμί ἦ και ἦν ἔσομαι
εἶ ἦσθα ἔσῃ
ἐστί(ν) ἦν ἔσται
ἐσμέν ἦμεν ἐσόμεθα
ἐστέ ἦτε ἐσεσθαι
εἰσί(ν) ἦσαν ἔσονται

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ


ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ὦ εἴην ἐσοίμην -
ᾖς εἴης ἔσοιο ἴσθι
ᾖ εἴη ἔσοιτο ἔστω
ὦμεν εἴημεν/εἶμεν ἐσοίμεθα -
ἦτε εἴητε/εἶτε ἔσοισθε ἔστε
ὦσι (ν) εἴησαν/εἶεν ἔσοιντο ἔστων/ὄντων
/ἔστωσαν

ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΜΕΤΟΧΗ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
ὤν ἐσόμενος
εἶναι ἔσεσθαι οὖσα ἐσομένη
ὄν ἐσόμενον

2
ΟΡΙΣΤΙΚΗ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ


λύ-ω ἔ-λυ-ον λύ-σ-ω ἔ-λυ-σ-α λέ-λυ-κα ἐ-λε-λύ-κειν
λύ-εις ἔ-λυ-ες λύ-σ-εις ἔ-λυ-σ-ας λέ-λυ-κας ἐ-λε-λύ-κεις
λύ-ει ἔ-λυ-ε λύ-σ-ει ἔ-λυ-σ-ε λέ-λυ-κε ἐ-λε-λύ-κει
λύ-ομεν ἐ-λύ-ομεν λύ-σ-ομεν ἐ-λύ-σ-αμεν λε-λύ-καμεν ἐ-λε-λύ-κεμεν
λύ-ετε ἐ-λύ-ετε λύ-σ-ετε ἐ-λύ-σ-ατε λε-λύ-κατε ἐ-λε-λύ-κετε
λύ-ουσιν ἔ-λυ-ον λύ-σ-ουσιν ἔ-λυ-σ-αν λε-λύ-κασιν ἐ-λε-λύ-κεσαν

ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ


λύ-ειν λύ-σειν λῦ-σαι λελυ-κέναι

ΜΕΤΟΧΗ ΜΕΤΟΧΗ ΜΕΤΟΧΗ ΜΕΤΟΧΗ


ὁ λύ-ων ὁ λύσ-ων ὁ λύ-σας ὁ λελυ-κώς
ἡ λύ-ουσα ἡ λύ-σουσα ἡ λύ-σασα ἡ λελυ-κυῖα
τό λῦ-ον τό λῦ-σον τό λῦ-σαν τό λελυ-κός

ΜΕΣΗΣ ΦΩΝΗΣ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ


λύ-ομαι ἐ-λυ-όμην λύ-σ-ομαι ἐ-λυ-σ-άμην λέ-λυ-μαι ἐ-λε-λύ-μην
λύ-ει / ῃ ἐ-λύ-ου λύ-σ-ει / ῃ ἐ-λύ-σ-ω λέ-λυ-σαι ἐ-λέ-λυ-σο
λύ-εται ἐ-λύ-ετο λύ-σ-εται ἐ-λύ-σ-ατο λέ-λυ-ται ἐ-λέ-λυ-το
λυ-όμεθα ἐ-λυ-όμεθα λυ-σ-όμεθα ἐ-λυ-σ-άμεθα λε-λύ-μεθα ἐ-λε-λύ-μεθα
λύ-εσθε ἐ-λύ-εσθε λύ-σ-εσθε ἐ-λύ-σ-ασθε λέ-λυ-σθε ἐ-λέ-λυ-σθε
λύ-ονται ἐ-λύ-οντο λύ-σ-ονται ἐ-λύ-σ-αντο λέ-λυ-νται ἐ-λέ-λυ-ντο

ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ


λύ-εσθαι λύ-σεσθαι λύ-σασθαι λελύ-σθαι

ΜΕΤΟΧΗ ΜΕΤΟΧΗ ΜΕΤΟΧΗ ΜΕΤΟΧΗ


ὁ λυ-όμενος ὁ λυ-σόμενος ὁ λυ-σάμενος ὁ λελυ-μένος
ἡ λυ-ομένη ἡ λυ-σομένη ἡ λυ-σαμένη ἡ λελυ-μένη
τό λυ-όμενον τό λυ-σόμενον τό λυ-σάμενον τό λελυ-μένον

3
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

λύω λύσω λελυκώς/κυῖα/κός ὦ


λύῃς λύσῃς « « ᾖς
λύῃ λύσῃ « « ᾖ
λύωμεν λύσωμεν λελυκότες/κυῖαι/κότα ὦμεν
λύητε λύσητε « « ἦτε
λύωσιν λύσωσιν « « ὦσιν

ΜΕΣΗΣ ΦΩΝΗΣ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

λύωμαι λύσωμαι λελυμένος-η-ο ὦ


λύῃ λύσῃ λελυμένος-η-ο ᾖς
λύηται λύσηται λελυμένος-η-ο ᾖ
λυώμεθα λυσώμεθα λελυμένοι-αι-α ὦμεν
λύησθε λύσησθε λελυμένοι-αι-α ἦτε
λύωνται λύσωνται λελυμένοι-αι-α ὦσιν

4
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ


- - -
λῦε λῦσον λελυκώς/κυῖα/κός ἴσθι
λυέτω λυσάτω λελυκώς/κυῖα/κός ἔστω
- - -
λύετε λύσατε λελυκότες/κυῖαι/κότα ἔστε
λυόντων/ λυέτωσαν λυσάντων/ λυσάτωσαν λελυκότες/κυῖαι/κότα ἔστων / ἔστωσαν

ΜΕΣΗΣ ΦΩΝΗΣ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΚΕΊΜΕΝΟΣ


- - -
λύου λῦσαι λέλυσο
λυέσθω λυσάσθω λελύσθω
- - -
λύεσθε λύσασθε λέλυσθε
λυέσθων /λυέσθωσαν λυσάσθων/ λυσάσθωσαν λελύσθων/ λελύσθωσαν

5
ΕΥΚΤΙΚΗ
• Η ευκτική του ενεστώτα και του μέλλοντα έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα τη δίφθογγο -οι-.
Ο μέλλοντας έχει τις ίδιες καταλήξεις με τον ενεστώτα με την προσθήκη του χαρακτηριστικού -
σ- πριν από αυτές.
• Ο αόριστος διαφοροποιείται από τον μέλλοντα ως προς τη χαρακτηριστική δίφθογγο, που είναι -
αι- αντί για -οι-.
• Οι δίφθογγοι -οι- και -αι- στις καταλήξεις της ευκτικής είναι πάντοτε μακρόχρονες (!)
• Η ευκτική αορίστου, όπως και η υποτακτική, δεν παίρνει αύξηση.
• Για τον σχηματισμό και την κλίση της ευκτικής μέλλοντα και αορίστου ενεργητικής φωνής των
αφωνόληκτων ρημάτων χρησιμοποιούμε τις ίδιες καταλήξεις, αλλά το θέμα των ρημάτων αυτών
μεταβάλλεται, όπως και στην οριστική των χρόνων αυτών. π.χ.: πράττω → πράξοιμι - πράξαιμι,
βλάπτω → βλάψοιμι - βλάψαιμι, σῴζω → σώσοιμι – σώσαιμι
• Η ευκτική του παρακειμένου των βαρύτονων ρημάτων συνηθέστερα σχηματίζεται περιφραστικά
από την ενεργητική μετοχή παρακειμένου του ρήματος και την ευκτική ενεστώτα του
ρ. εἰμί, π.χ. λελυκώς, -υῖα, -ὸς εἴην
• Σπάνια σχηματίζεται μονολεκτικά π.χ. λελύκ-οιμι, λελύκ-οις κλπ
• Η ευκτική του παρακειμένου στη μέση φωνή σχηματίζεται περιφραστικά από τη μετοχή
παρακειμένου μέσης φωνής του ρήματος και την ευκτική ενεστώτα του ρ. εἰμί, π.χ
λελυμένος-η-ο εἴην

ΕΥΚΤΙΚΗ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
λύοιμι λύσοιμι λύσαιμι λελυκώς/κυῖα/κός εἴην
λύοις λύσοις λύσαις « « εἴης
λύοι λύσοι λύσαι « « εἴη
λύοιμεν λύσοιμεν λύσαιμεν λελυκότες/κυῖαι/κότα εἴημεν/εἶμεν
λύοιτε λύσοιτε λύσαιτε « « εἴητε/εἶτε
λύοιεν λύσοιεν λύσαιεν « « εἴησαν/εἶεν

ΕΥΚΤΙΚΗ
ΜΕΣΗΣ ΦΩΝΗΣ
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
λυοίμην λυσοίμην λυσαίμην λελυμένος-η-ο εἴην
λύοιο λύσοιο λύσαιο λελυμένος-η-ο εἴης
λύοιτο λύσοιτο λύσαιτο λελυμένος-η-ο εἴη
λυοίμεθα λυσοίμεθα λυσαίμεθα λελυμένοι-αι-α εἴημεν/ εἶμεν
λύοισθε λύσοισθε λύσαισθε λελυμένοι-αι-α εἴητε/ εἶτε
λύοιντο λύσοιντο λύσαιντο λελυμένοι-αι α εἴησαν/ εἶεν

6
ΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
Έναρθρο λέγεται το απαρέμφατο που συνοδεύεται από το άρθρο τό (π.χ. τό λέγειν) και
χρησιμοποιείται συντακτικά όπως ένα ουσιαστικό, δηλαδή ως υποκείμενο, αντικείμενο κ.λπ.(δέχεται
άρνηση μή), π.χ. Τὸ λακωνίζειν ἐστὶ φιλοσοφεῖν (το έναρθρο απαρέμφατο τὸ λακωνίζειν είναι
υποκείμενο του ρήματος ἐστί).
Το άναρθρο (που δεν έχει άρθρο) απαρέμφατο (ειδικό και τελικό) είναι πιο συχνό και έχει πολλές
συντακτικές χρήσεις, οι κυριότερες από τις οποίες είναι:
→ αντικείμενο σε προσωπικά ρήματα
→ υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις

Είδος :
ΕΙΔΙΚΟ ΤΕΛΙΚΟ
• μεταφράζεται με τις λέξεις «ότι», «πως», • μεταφράζεται με τη λέξη «να»,
• εξαρτάται από ρήματα που σημαίνουν: λέω, • εξαρτάται από ρήματα που σημαίνουν: θέλω,
νομίζω, γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι κ.ά., μπορώ, προτρέπω, απαγορεύω κ.ά.,
• δέχεται άρνηση οὐ: • δέχεται άρνηση μή:

Ἐκείνους λύειν φημὶ τὴν εἰρήνην. (=Λέω ότι Τὰς συνθήκας λύειν ἐπιχειροῦσιν.
εκείνοι καταπατούν την ειρήνη.) (=Προσπαθούν να καταπατήσουν τις
συμφωνίες.)

Βασικές συντακτικές χρήσεις

Το απαρέμφατο λειτουργεί ως :
• Αντικείμενο σε προσωπικά ρήματα, δηλαδή ρήματα που κλίνονται σε όλα τα πρόσωπα και έχουν
ως υποκείμενο κάποιο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, π.χ. Οὗτος οἲεται δίκαια πράττειν.(=Αυτός νομίζει ότι
ενεργεί δίκαια.)

• Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα, δηλαδή ρήματα που απαντούν μόνο στο γ΄ εν. πρόσωπο και δεν
έχουν ως υποκείμενο κάποιο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα. Είναι παρόμοια με τα ν.ε. «πρέπει», «λέγεται»,
«ενδέχεται» κ.ά. Την ίδια συντακτική θέση παίρνει το απαρέμφατο και με απρόσωπες εκφράσεις,
δηλαδή φράσεις που αποτελούνται από ένα επίθετο ή ένα επίρρημα και το γ΄ ενικό πρόσωπο των
ρημάτων εἰμὶ και ἔχω π.χ. Προσήκει ὑμῖν τοὺς προγόνους μιμεῖσθαι (=Αρμόζει σε εσάς να μιμείσθε
τους προγόνους)

Συνηθέστερα απρόσωπα ρήματα Συνηθέστερες απρόσωπες εκφράσεις


δεῖ, χρή (= πρέπει), δίκαιόν ἐστι (= είναι δίκαιο / είναι σωστό),
προσήκει (= αρμόζει). καλόν ἐστι (= είναι όμορφο / είναι καλό),
μέλλει (= πρόκειται, είναι πιθανό) καλῶς ἔχει (= καλόν ἐστι),
ἔξεστι (= είναι δυνατό, επιτρέπεται, μπορεί) ἀγαθόν ἐστι (= είναι καλό),
ἀγγέλλεται ἄδηλόν ἐστι (= δεν είναι φανερό),
ἀρκεῖ (= είναι αρκετό) ἀναγκαῖον ἐστί
δοκεῖ (= φαίνεται καλό, αποφασίζεται) κίνδυνός ἐστι
ἐνδέχεται ἄξιόν ἐστι (= αξίζει),
λέγεται δεινόν ἐστι (= είναι φοβερό, παράλογο)
νομίζεται ἀναγκαίως ἔχει (= είναι αναγκαίο)
δεινῶς ἔχει (= είναι φοβερό)
εὖ ἔχει (= είναι καλό)

7
κακῶς ἔχει (= είναι κακό)
καλῶς ἔχει (= είναι καλό, σωστό)
ὀρθῶς ἔχει (= είναι σωστό, ορθό)
Ὁ νομοθέτης ἀπέδειξεν οὓς χρὴ δημηγορεῖν ἐν Ἀνάγκη ἐστὶ μάχεσθαι
τῷ δήμῳ (= είναι αναγκαίο να πολεμήσουμε)
(= ο νομοθέτης όρισε ποιοι πρέπει να μιλούν στο
δήμο) Η απρόσωπη έκφραση ἀνάγκη ἐστὶ έχει ως
υποκείμενο το απαρέμφατο μάχεσθαι
Το απρόσωπο ρήμα είναι το χρὴ . Το υποκείμενο
του χρὴ είναι το απαρέμφατο δημηγορεῖν·

ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΥ
Το υποκείμενο του απαρεμφάτου μπορεί να είναι:

α. Το ίδιο με το υποκείμενο του ρήματος από το οποίο εξαρτάται το απαρέμφατο. Σε αυτή την
περίπτωση έχουμε το φαινόμενο της ΤΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΙΑΣ. π.χ. Οὗτοι ἐθέλουσιν ὑπὲρ πατρίδος
θνῄσκειν (αυτοί θέλουν αυτοί να πεθάνουν).

β. Διαφορετικό από το υποκείμενο του ρήματος από το οποίο εξαρτάται το απαρέμφατο και
βρίσκεται πάντοτε σε αιτιατική. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε το φαινόμενο της ΕΤΕΡΟΠΡΟΣΩΠΙΑΣ.
π.χ. Οἴομαι πάντας ὑμᾶς γιγνώσκειν τὰ ῥηθέντα (εγώ νομίζω ότι εσείς γνωρίζετε).

ΤΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΙΑ ΕΤΕΡΟΠΡΟΣΩΠΙΑ
Ὁ Σωκράτης ἑβούλετο διδάσκειν τὴν ἀρετήν Σωκράτης ἔλεγε τὸν νεανίαν εἶναι καλόν
(= Ο Σωκράτης ήθελε να διδάξει την αρετή) (= Ο Σωκράτης έλεγε ότι ο νέος είναι καλός)

Ρήμα το «ἑβούλετο», Ρήμα το «ἔλεγε»


ποιος ἑβούλετο; → Ο Σωκράτης (Υποκ. Ποιος «ἔλεγε» ; →Ο Σωκράτης (Υποκ. ρήματος)
ρήματος) Τι «ἔλεγε» ; → εἶναι
τι «ἑβούλετο» → διδάσκειν Ποιος «εἶναι» ; → «ὁ νεανίας» (Υποκ.
ποιος «διδάσκειν» ; → Ο Σωκράτης απαρεμφάτου)

Άρα αφού το υποκείμενο το ρήματος και του Άρα αφού το υποκείμενο του ρήματος είναι «ο
απαρεμφάτου είναι ο Σωκράτης έχουμε Σωκράτης» και του υποκείμενο του
ταυτοπροσωπία απαρεμφάτου είναι «ο νεανίας» έχουμε
ετεροπροσωπία

Στην απρόσωπη σύνταξη : δίπλα στο απρόσωπο ρήμα ή την απρόσωπη έκφραση συναντάται μια
δοτική που δείχνει το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται το ρήμα. Αυτή είναι η δοτική προσωπική, η
οποία συχνά εννοείται. π.χ. Προσήκει ἡμῖν ἐπαινέσαι τὴν ἀρετήν τῶν προγόνων
(= Αρμόζει σ’ εμάς να επαινέσουμε την αρετή των προγόνων).

* Το υποκείμενο του απαρεμφάτου στην απρόσωπη σύνταξη, όπως είπαμε παραπάνω, βρίσκεται σε
αιτιατική πτώση. Εάν μάλιστα το απρόσωπο ρήμα ή η απρόσωπη έκφραση συνοδεύεται από δοτική
προσωπική, αυτή, εφόσον μετατραπεί σε αιτιατική, μας δίνει το υποκείμενο του απαρεμφάτου (στο
προηγούμενο παράδειγμα: το υποκείμενο του ἐπαινέσαι είναι ἡμᾶς).

8
Η ΜΕΤΟΧΗ
• Η μετοχή είναι ρηματικό επίθετο που παρουσιάζει τρία γένη και αντίστοιχα τρεις
καταλήξεις (τριγενές και τρικατάληκτο).
• Η μετοχή του αορίστου δεν παίρνει αύξηση.
• Η μετοχή του παρακειμένου διατηρεί τον αναδιπλασιασμό, π.χ. ὁ ἐσκευακώς, ἡ ἐσκευακυῖα, τὸ
ἐσκευακός.
• Η μετοχή ενεστώτα του ρ. εἰμὶ είναι: ὤν, οὖσα, ὄν.
• Το αρσενικό και ουδέτερο γένος των μετοχών όλων των χρόνων της ενεργητικής φωνής
κλίνονται σύμφωνα με τη γ΄ κλίση, ενώ το θηλυκό σύμφωνα με τα θηλυκά σε -α της α΄ κλίσης.
Επιπλέον, το θηλυκό στη γενική του πληθυντικού τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα, π.χ. τῶν
λυουσῶν, τῶν λυσουσῶν, τῶν λυσασῶν, τῶν λελυκυιῶν.
• Το αρσενικό και το ουδέτερο γένος των μετοχών όλων των χρόνων στη μέση φωνή κλίνονται
σύμφωνα με τα αντίστοιχα αρσενικά και ουδέτερα της β΄ κλίσης, ενώ το θηλυκό σύμφωνα με τα
αντίστοιχα θηλυκά της α΄ κλίσης.
Καταλήξεις μετοχών Ενεργητικής Φωνής
Ενεστώτας Μέλλοντας Αόριστος Παρακείμενος
-ων, -ουσα, -ον -σων, -σουσα, -σον -σας, -σασα, -σαν -κώς, -κυῖα, -κός
ὁ τοξεύ-ων
ὁ τοξεύ-σων ὁ τοξεύ-σας ὁ τετοξευ-κώς
ἡ τοξεύ-ουσα
Φωνηεντόληκτα ἡ τοξεύ-σουσα ἡ τοξεύ-σασα ἡ τετοξευ-κυῖα
τὸ τοξεῦ-ον
τὸ τοξεῦ-σον τὸ τοξεῦ-σαν τὸ τετοξευ-κός
ὁ πράττων
ὁ πράξων ὁ πράξας ὁ πεπραχώς
Ουρανικόληκτα ἡ πράττουσα
ἡ πράξουσα ἡ πράξασα ἡ πεπραχυῖα
(κ, γ, χ, ττ/σσ) τὸ πρᾶττον
τὸ πρᾶξον τὸ πρᾶξαν τὸ πεπραχός
ὁ γράφων
ὁ γράψων ὁ γράψας ὁ γεγραφώς
Χειλικόληκτα ἡ γράφουσα
ἡ γράψουσα ἡ γράψασα ἡ γεγραφυῖα
(π, β, φ, πτ) τὸ γράφον
τὸ γράψον τὸ γράψαν τὸ γεγραφός
ὁ πείθων
ὁ πείσων ὁ πείσας ὁ πεπεικώς
Οδοντικόληκτα ἡ πείθουσα
ἡ πείσουσα ἡ πείσασα ἡ πεπεικυῖα
(τ, δ, θ, ζ) τὸ πεῖθον
τὸ πεῖσον τὸ πεῖσαν τὸ πεπεικός
Καταλήξεις μετοχών Μέσης Φωνής
Ενεστώτας Μέλλοντας Αόριστος Παρακείμενος
-όμενος -η -ον -σόμενος -η -ον -σάμενος -η -ον -μένος -η -ον

ὁ βουλευόμενος ὁ βουλευσόμενος ὁ βουλευσάμενος ὁ βεβουλευμένος


Φωνηεντόληκτα ἡ βουλευομένη ἡ βουλευσομένη ἡ βουλευσαμένη ἡ βεβουλευμένη
τὸ βουλευόμενον τὸ βουλευσόμενον τὸ βουλευσάμενον τὸ βεβουλευμένον

ὁ πραττόμενος
ὁ πραξόμενος ὁ πραξάμενος ὁ πεπραγμένος
Ουρανικόληκτα ἡ πραττομένη
ἡ πραξομένη ἡ πραξαμένη ἡ πεπραγμένη
(κ, γ, χ, ττ/σσ) τὸ πραττόμενον
τὸ πραξόμενον τὸ πραξάμενον τὸ πεπραγμένον
ὁ γραφόμενος
ὁ γραψόμενος ὁ γραψάμενος ὁ γεγραμμένος
Χειλικόληκτα ἡ γραφομένη
ἡ γραψομένη ἡ γραψαμένη ἡ γεγραμμένη
(π, β, φ, πτ) τὸ γραφόμενον
τὸ γραψόμενον τὸ γραψάμενον τὸ γεγραμμένον
ὁ ὀνομαζόμενος
ὁ ὀνομασόμενος ὁ ὀνομασάμενος ὁ ὠνομασμένος
Οδοντικόληκτα ἡ ὀνομαζομένη
ἡ ὀνομασομένη ἡ ὀνομασαμένη ἡ ὠνομασμένη
(τ, δ, θ, ζ) τὸ ὀνομαζόμενον
τὸ ὀνομασόμενον τὸ ὀνομασάμενον τὸ ὠνομασμένον

9
ΚΛΙΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ

Σε -ων -ουσα -ον

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ον ὁ λύων ἡ λύουσα τὸ λῦον
Γεν τοῦ λύοντος τῆς λυούσης τοῦ λύοντος
Δοτ τῷ λύοντι τῇ λυούσῃ τῷ λύοντι
Αιτ τὸν λύοντα τὴν λύουσαν τὸ λῦον
Κλητ ὦ λύων ὦ λύουσα ὦ λῦον
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον οἱ λύοντες αἱ λύουσαι τὰ λύοντα
Γεν τῶν λυόντων τῶν λυουσῶν τῶν λυόντων
Δοτ τοῖς λύουσι(ν) ταῖς λυούσαις τοῖς λύουσι(ν)
Αιτ τοὺς λύοντας τὰς λυούσας τὰ λύοντα
Κλητ ὦ λύοντες ὦ λύουσαι ὦ λύοντα

Σε -ας -ασα -αν

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ον ὁ λύσας ἡ λύσασα τὸ λῦσαν
Γεν τοῦ λύσαντος τῆς λυσάσης τοῦ λύσαντος
Δοτ τῷ λύσαντι τῇ λυσάσῃ τῷ λύσαντι
Αιτ τὸν λύσαντα τὴν λύσασαν τὸ λῦσαν
Κλητ ὦ λύσας ὦ λύσασα ὦ λῦσαν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον οἱ λύσαντες αἱ λύσασαι τὰ λύσαντα
Γεν τῶν λυσάντων τῶν λυσασῶν τῶν λυσάντων
Δοτ τοῖς λύσασι(ν) ταῖς λυσάσαις τοῖς λύσασι(ν)
Αιτ τοὺς λύσαντας τὰς λυσάσας τὰ λύσαντα
Κλητ ὦ λύσαντες ὦ λύσασαι ὦ λύσαντα

10
ΚΛΙΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ

Σε -κως -κυῖα -κός

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ον ὁ λελυκὼς ἡ λελυκυῖα τὸ λελυκὸς
Γεν τοῦ λελυκότος τῆς λελυκυίας τοῦ λελυκότος
Δοτ τῷ λελυκότι τῇ λελυκυίᾳ τῷ λελυκότι
Αιτ τὸν λελυκότα τὴν λελυκυῖαν τὸ λελυκὸς
Κλητ ὦ λελυκὼς ὦ λελυκυῖα ὦ λελυκὸς
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον οἱ λελυκότες αἱ λελυκυῖαι τὰ λελυκότα
Γεν τῶν λελυκότων τῶν λελυκυιῶν τῶν λελυκότων
Δοτ τοῖς λελυκόσι(ν) ταῖς λελυκυίαις τοῖς λελυκόσι(ν)
Αιτ τοὺς λελυκότας τὰς λελυκυίας τὰ λελυκότα
Κλητ ὦ λελυκότες ὦ λελυκυῖαι ὦ λελυκότα

Σε - είς -εῖσα -ὲν

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ον ὁ λυθείς ἡ λυθεῖσα τὸ λυθέν
Γεν τοῦ λυθέντος τῆς λυθείσης τοῦ λυθέντος
Δοτ τῷ λυθέντι τῇ λυθείσῃ τῷ λυθέντι
Αιτ τὸν λυθέντα τὴν λυθεῖσαν τὸ λυθέν
Κλητ ὦ λυθείς ὦ λυθεῖσα ὦ λυθέν
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον οἱ λυθέντες αἱ λυθεῖσαι τὰ λυθέντα
Γεν τῶν λυθέντων τῶν λυθεισῶν τῶν λυθέντων
Δοτ τοῖς λυθεῖσι (ν) ταῖς λυθείσαις τοῖς λυθεῖσι (ν)
Αιτ τοὺς λυθέντας τὰς λυθείσας τὰ λυθέντα
Κλητ ὦ λυθέντες ὦ λυθεῖσαι ὦ λυθέντα

11
ΣΥΝΤΑΞΗ ΜΕΤΟΧΩΝ

Οι μετοχές, ανάλογα με τη συντακτική́ τους λειτουργία, διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:


επιθετικές, κατηγορηματικές, επιρρηματικές.
Επιθετική́
• Μεταφράζεται ως αναφορική́ πρόταση με τις λέξεις «που», «ο οποίος». Συνηθώς έχει άρθρο.
• Συντακτικά́ καταλαμβάνει θέσεις ουσιαστικών και επίθετων.
̔Ο φεύγων πόνους φεύγει τιμάς (= αυτός που αποφεύγει τους κόπους αποφεύγει και τις τιμές).

Κατηγορηματική́
• Μεταφράζεται με τις λέξεις «να», «ότι»/ «πως» και (σπανιότερα, όταν εξαρτάται από ρήμα
ψυχικού πάθους) «που».
• Εξαρτάται συνηθώς από ρ. συνδετικά, γνωστικά, αισθητικά, έναρξης, λήξης, ψυχικού πάθους.
• Συνοδεύει συγκεκριμένα είδη ρημάτων ως συμπλήρωμα και λειτουργεί ως κατηγορούμενο ή
ομοιόπτωτος (κατηγορηματικός) προσδιορισμός. Αναφέρεται στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του
ρήματος.

Ρήματα που συντάσσονται με κατηγορηματική μετοχή


συνδετικά: εἰμί, γίγνομαι, ὑπάρχω, τυγχάνω, φαίνομαι, λανθάνω
έναρξης, λήξης: ἄρχω, ἄρχομαι, παύω, παύομαι, λήγω
καρτερίας, ανοχής, κόπου, κορεσμού καρτερῶ, ἀνέχομαι, κάμνω, ὑπομένω, ἀρκῶ
ευεργεσίας, αδικίας, νίκης, ήττας: ἀδικῶ, εὖ ποιῶ, νικῶ, ἡττῶμαι
ψυχικού πάθους: χαίρω, ἥδομαι, ἀγανακτῶ, ἄχθομαι, αἰσχύνομαι
αίσθησης, μάθησης, μνήμης: αἰσθάνομαι, ὁρῶ, ἀκούω, εὑρίσκω, γιγνώσκω
δείξης, αγγελίας, ελέγχου: δείκνυμι, δηλῶ, ἀγγέλλω, ἐλέγχω

Επιρρηματική μετοχή

Λειτουργεί ως επίρρημα. Μπορεί να είναι:

• τροπική [μεταφράζεται με τη ν.ε. μετοχή (-ντας), «με το να»] → ῏Ηλθεν ἔχων (= έχοντας) ὀλίγας ναῦς.

• χρονική (μεταφράζεται με το «όταν», «αφού», «ενώ») → Οὗτος τοσαῦτα εἰπὼν (= αφού είπε) ἀπῆλθεν.

• αιτιολογική (μεταφράζεται με το «επειδή», «αφού», «εφόσον») → Κινδυνεύσαντες (= επειδή κινδύνευσαν)


ἡττηθῆναι ἀπεχώρησαν.

• τελική (μεταφράζεται με το «για να», δηλώνει σκοπό και βρίσκεται σε χρόνο μέλλοντα) → Τοῦτο λέξων (=
για να πω) ἔρχομαι.

• υποθετική (μεταφράζεται με το «αν») → Ταῦτα ποιοῦντες (= αν κάνετε) τὰ δίκαια ψηφιεῖσθε.


• εναντιωματική (μεταφράζεται με το «αν και», «μολονότι») → Ο
̓ λίγοι ὄντες (= αν και ήταν) ἐνίκησαν

12
Το υποκείμενο της μετοχής
• Το υποκείμενο μιας μετοχής βρίσκεται στο ίδιο γένος, στον ίδιο αριθμό και στην ίδια πτώση με τη
μετοχή. Από την άποψη του υποκειμένου της, μια επιρρηματική μετοχή μπορεί να είναι
συνημμένη ή απόλυτη.
α. Συνημμένη χαρακτηρίζεται μια επιρρηματική μετοχή, όταν το υποκείμενό της έχει και άλλη
συντακτική θέση μέσα στην πρόταση

π.χ Ἀκούσαντες ταῦτα οἱ στρατιῶται παρεσκευάσαντο πρὸς μάχην (η φράση οἱ στρατιῶται, που είναι
υποκείμενο της μετοχής ἀκούσαντες είναι και υποκείμενο του ρήματος παρεσκευάσαντο).

β. Απόλυτη χαρακτηρίζεται μια επιρρηματική μετοχή, όταν το υποκείμενό της δεν έχει άλλη
συντακτική θέση μέσα στην πρόταση, δηλαδή χρωστάει την ύπαρξή του στην παρουσία της μετοχής
και μόνο. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν παραλείψουμε τη μετοχή, το υποκείμενό της περιττεύει στην
πρόταση:
π.χ Ἐστράτευσαν ἐπ ̓ αὐτοὺς οὐδεμιᾶς διαφορᾶς πρότερον ὑπαρχούσης (το υποκείμενο ΄διαφορᾶς΄ της
μετοχής δεν έχει καμία άλλη συντακτική θέση μέσα στην πρόταση).
• Μόνο η επιρρηματική μετοχή μπορεί να είναι απόλυτη.
• Η απόλυτη μετοχή βρίσκεται σε πτώση γενική (γενική απόλυτη), εάν ανήκει σε προσωπικό ρήμα,
ή αιτιατική (αιτιατική απόλυτη), εάν ανήκει σε απρόσωπο ρήμα.

Προσοχή! Μια επιρρηματική μετοχή σε γενική πτώση δεν είναι πάντοτε (γενική) απόλυτη. Είναι
πιθανό να συνάπτεται με άλλον όρο της πρότασης, ο οποίος βρίσκεται σε γενική πτώση.
Π.χ. Κατηγοροῦσι τινες ἡμῶν ὡς οὐκ ὀρθῶς βουλευομένων. Η μετοχή είναι συνημμένη, γιατί το
υποκείμενό της ΄ἡμῶν΄ είναι ταυτόχρονα και αντικείμενο του ρήματος κατηγοροῦσι.

13
ΤΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
• Επίθετα λέγονται οι λέξεις που δίνουν μια ιδιότητα ή μια ποιότητα στα ουσιαστικά που
προσδιορίζουν, π.χ. σοφὸς ἀνήρ, ὑψηλὸν ὄρος.
• Όπως και στα νέα ελληνικά οι βαθμοί των επιθέτων και των επιρρημάτων είναι τρεις :
o Θετικός : δηλώνει μια ιδιότητα κάποιου ουσιαστικού, χωρίς να συγκρίνεται με κάποιο άλλο π.χ
Σωκράτης ἐστιν σοφός
o Συγκριτικός : δηλώνει ότι ένα ουσιαστικό έχει μια ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά
με ένα άλλο ουσιαστικό π.χ Σωκράτης ἐστιν σοφώτερος Κρίτωνος.
o Υπερθετικός : δηλώνει ότι ένα ουσιαστικό έχει μια ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό συγκριτικά
με όλα τα άλλα ουσιαστικά π.χ. Σωκράτης ἐστιν σοφώτατος πάντων ή δηλώνει ότι ένα
ουσιαστικό έχει μια ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό, χωρίς να συγκρίνεται με άλλα, π.χ
Σωκράτης ἐστιν σοφώτατος
ΟΜΑΛΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΩΝ
Δευτερόκλιτα επίθετα
Συγκριτικός Βαθμός Υπερθετικός Βαθμός
-ό/ώτερος , -ο/ωτέρα, ό/ώτερον -ό/ώτατος -ο/ωτάτη -ό/ώτατον

π.χ δικαιότερος -δικαιοτέρα -δικαιότερον π.χ δικαιότατος, δικαιοτάτη, δικαιότατον


ἱερώτερος -ἱερωτέρα -ἱερώτερον ἱερώτατος -ἱερωτάτη -ἱερώτατον

Πότε βάζω -ο και πότε -ω στην κατάληξη των παραθετικών ;

• Εάν η παραλήγουσα του επιθέτου στον θετικό βαθμό είναι μακρά (π.χ. ξηρός), στα παραθετικά
του επιθέτου χρησιμοποιείται -ο- (ξηρότερος, ξηρότατος).

• Εάν η παραλήγουσα του επιθέτου στον θετικό βαθμό είναι βραχεία (π.χ. σοφός), στα
παραθετικά του επιθέτου χρησιμοποιείται -ω- (σοφώτερος, σοφώτατος).

Ειδική περίπτωση αποτελεί η «θέσει μακρά» παραλήγουσα. Ως θέσει μακρά λογίζεται οποιαδήποτε
συλλαβή –ανεξαρτήτως του φωνήεντος που περιέχει– εφόσον ακολουθείται από δύο ή περισσότερα
σύμφωνα ή από διπλό σύμφωνο (π.χ. σεμνός, σεμνότερος, σεμνότατος).

• Αν η παραλήγουσα του θετικού βαθμού παρουσιάζει δίχρονο φωνήεν (α, ι, υ), πρέπει να
γνωρίζουμε ποια δευτερόκλιτα επίθετα έχουν το φωνήεν της παραλήγουσας μακρό και ποια
βραχύ.

Έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας μακρό τα επίθετα:

- ἀνιαρός, ἰσχυρός, ψιλός, φλύαρος, πρᾶος και λιτός, π.χ. ἀνιαρότερος, ἀνιαρότατος.
- που είναι σύνθετα με β΄ συνθετικό τα ουσιαστικά λύπη, κίνδυνος, ψυχή, θυμός, τιμή, νίκη και κῦρος, π.χ.
εὐψυχότερος, εὐψυχότατος.

Έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας βραχύ τα επίθετα που λήγουν σε:

-ιος, -ικος, -ιμος, -ινος, π.χ. δόκιμος → δοκιμώτερος, δοκιμώτατος.


-ακος, -αλος, -αμος, -ανος, -ατος, π.χ. δυνατός → δυνατώτερος, δυνατώτατος.
-αρος, -υρος, -χος, π.χ. ἥσυχος → ἡσυχώτερος, ἡσυχώτατος.

14
Τριτόλικτα επίθετα σε -ης -ης -ες και -ων -ων -ον
Συγκριτικός : -έστερος -εστέρα -έστερον Υπερθετικός : -έστατος -εστάτη -έστατον
π.χ εὐσεβέστερος, εὐσεβεστέρα, εὐσεβέστερον π.χ εὐσεβέστατος, εὐσεβεστάτη, εὐσεβέστατον
σωφρονέστερος, σωφρονεστέρα, σωφρονέστερον σωφρονέστατος, σωφρονεστάτη, σωφρονέστατον

ΑΝΩΜΑΛΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΩΝ

Συγκριτικός βαθμός : -(ί)ων –(ί)ων –(ί)ον Υπερθετικός βαθμός : -ιστος -ίστη -ιστον
π.χ ὁ βελτίων , ἡ βελτίων , τό βέλτιον π.χ ὁ βέλτιστος, ἡ βελτίστη, τό βέλτιστον

Τα πιο εύχρηστα επίθετα που σχηματίζουν ανώμαλα παραθετικά

Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός


ὁ, ἡ ἀμείνων, τὸ ἄμεινον ἄριστος, -η, -ον
ὁ, ἡ βελτίων, τὸ βέλτιον βέλτιστος, -η, -ον
ἀγαθός
ὁ, ἡ κρείττων, τὸ κρεῖττον κράτιστος, -η, -ον
ὁ, ἡ λῲων, τὸ λῷον λῷστος, -η, -ον
ὁ, ἡ κακίων, τὸ κάκιον κάκιστος, -η, -ον
κακός
ὁ, ἡ χείρων, τὸ χεῖρον χείριστος, -η, -ον
καλός ὁ, ἡ καλλίων, τὸ κάλλιον κάλλιστος, -η, -ον
μέγας ὁ, ἡ μείζων, τὸ μεῖζον μέγιστος, -η, -ον
μικρός ὁ, ἡ ἐλάττων, τὸ ἔλαττον ἐλάχιστος, -η, -ον
ὀλίγος ὁ, ἡ μείων, τὸ μεῖον ὀλίγιστος, -η, -ον
πολύς ὁ, ἡ πλείων, τὸ πλέον πλεῖστος, -η, -ον

Κλίση των ανώμαλων παραθετικών

ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός


αρσενικό - θηλυκό ουδέτερο αρσενικό - θηλυκό ουδέτερο
ονομ. ὁ/ἡ βελτίων τὸ βέλτιον οἱ/αἱ βελτίονες, βελτίους τὰ βελτίονα, βελτίω
γεν. τοῦ/τῆς βελτίονος τοῦ βελτίονος τῶν βελτιόνων τῶν βελτιόνων
δοτ. τῷ/τῇ βελτίονι τῷ βελτίονι τοῖς/ταῖς βελτίοσι τοῖς βελτίοσι
αιτ. τόν/τὴν βελτίονα, βελτίω τὸ βέλτιον τούς/τὰς βελτίονας, βελτίους τὰ βελτίονα, βελτίω
κλητ. (ὦ) βέλτιον (ὦ) βέλτιον (ὦ) βελτίονες, βελτίους (ὦ) βελτίονα, βελτίω

15
Περιφραστικοί τύποι παραθετικών
Όλα τα επίθετα (και τα επιρρήματα) μπορούν να σχηματίσουν και περιφραστικά παραθετικά ως εξής:
Συγκριτικός: μᾶλλον + θετικός βαθμός επιθέτου
Υπερθετικός: μάλιστα + θετικός βαθμός επιθέτου

Συγκριτικός Υπερθετικός
εὐδαίμων μᾶλλον εὐδαίμων μάλιστα εὐδαίμων

Επίθετα που δε σχηματίζουν παραθετικά


Δε σχηματίζουν παραθετικά τα επίθετα που σημαίνουν: ύλη (π.χ. λίθινος), τόπο (π.χ. θαλάσσιος),
χρόνο (π.χ. ἐνιαύσιος = ετήσιος), μέτρο (π.χ. πηχυαῖος), συγγένεια ή καταγωγή (π.χ. πατρικός),
μόνιμη κατάσταση (π.χ. θνητός, ἀθάνατος).

ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ
Κατάληξη συγκριτικού βαθμού Κατάληξη υπερθετικού βαθμού
-τερον -τατα

Τα πιο εύχρηστα ανώμαλα παραθετικά επιρρημάτων

Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός


εὖ ἄμεινον, βέλτιον, κρεῖττον ἄριστα, βέλτιστα, κράτιστα
κακῶς χεῖρον, κάκιον χείριστα, κάκιστα
καλῶς κάλλιον κάλλιστα
μάλα μᾶλλον μάλιστα
ὀλίγον μεῖον, ἔλαττον, ἧττον ὀλίγιστα, ἐλάχιστα, ἥκιστα
πολύ πλέον πλεῖστον, πλεῖστα

Ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστί.


(=Από την Αγάπη τίποτα δεν είναι μεγαλύτερο ή ίσο)
Μένανδρος, Αρχαίος Έλληνας ποιητής (4ος αιών π.Χ.)

16
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β
Μερικά ρήματα δε σχηματίζουν τον αόριστο κατά το ρήμα λύω με τις γνωστές καταλήξεις -(σ)α, -
(σ)άμην. Στον σχηματισμό των χρόνων εμφανίζουν έναν τύπο αορίστου που ονομάζεται «αόριστος
β΄» και παρουσιάζει τα εξής χαρακτηριστικά:
• Ο αόριστος β΄ έχει διαφορετικό θέμα από εκείνο του ενεστώτα
• Στην οριστική έχει τις ίδιες καταλήξεις με την οριστική παρατατικού
• Στις υπόλοιπες εγκλίσεις και τους ονοματικούς τύπους έχει τις ίδιες καταλήξεις με τον
ενεστώτα

αύξηση θέμα κατάληξη


Ε.Φ ἔ - βαλ - ον
Μ.Φ ἔ - βαλ - ομην

Κλίση αορίστου β΄
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΑΠΑΡΕΜΦ. ΜΕΤΟΧΗ
ἔ-βαλ-ον βάλ-ω βάλ-οιμι — βαλ-εῖν βαλ-ὼν
ἔ-βαλ-ες βάλ-ῃς βάλ-οις βάλ-ε βαλ-οῦσα
ἔ-βαλ-ε βάλ-ῃ βάλ-οι βαλ-έτω βαλ-ὸν
ἐ-βάλ-ομεν βάλ-ωμεν βάλ-οιμεν —
ἐ-βάλ-ετε βάλ-ητε βάλ-οιτε βάλ-ετε
ἔ-βαλ-ον βάλ-ωσι(ν) βάλ-οιεν βαλ-όντων/
βαλ-έτωσαν

ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΑΠΑΡΕΜΦ. ΜΕΤΟΧΗ
ἐ-βαλ-όμην βάλ-ωμαι βαλ-οίμην — βαλ-έσθαι βαλ-όμενος
ἐ-βάλ-ου βάλ-ῃ βάλ-οιο βαλ-οῦ βαλ-ομένη
ἐ-βάλ-ετο βάλ-ηται βάλ-οιτο βαλ-έσθω βαλ-όμενον
ἐ-βαλ-όμεθα βαλ-ώμεθα βαλ-οίμεθα —
ἐ-βάλ-εσθε βάλ-ησθε βάλ-οισθε βάλ-εσθε
ἐ-βάλ-οντο βάλ-ωνται βάλ-οιντο βαλ-έσθων/
βαλ-έσθωσαν

Παρατηρήσεις
• Το απαρέμφατο ε.φ. τονίζεται στη λήγουσα και περισπάται, π.χ. εἰπεῖν, βαλεῖν, ἐλθεῖν.
• Η μετοχή ε.φ. τονίζεται στη λήγουσα στο αρσενικό και στο ουδέτερο γένος, π.χ. εἰπών, εἰπόν,
και στην παραλήγουσα στο θηλυκό γένος, π.χ. εἰποῦσα.
• Το απαρέμφατο μ.φ. τονίζεται στην παραλήγουσα, π.χ. ἀφικέσθαι, βαλέσθαι.
• Το β΄ εν. προστακτικής μ.φ. τονίζεται στη λήγουσα και περισπάται, π.χ. ἀφικοῦ, βαλοῦ.
Τονίζεται στην παραλήγουσα, όταν ο τύπος της προστακτικής είναι μονοσύλλαβος και σύνθετος
με δισύλλαβη πρόθεση, π.χ. παράσχου (ρ. παρέχομαι), αλλά ἀντιλαβοῦ (ρ. ἀντιλαμβάνομαι).

17
• Το β΄εν. προστακτικής αορίστου β΄ ε.φ. των ρ. ἔρχομαι, εὑρίσκω, λαμβάνω, λέγω και ὁράω-ῶ
τονίζεται στη λήγουσα, όταν το ρήμα δεν είναι σύνθετο: ἐλθέ, εὑρέ, λαβέ, εἰπέ, ἰδέ, αλλά ἄπελθε,
παράλαβε.
ΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΖΟΥΝ ΑΟΡΙΣΤΟ Β

Ρήμα Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρεμφ. Μετοχή


ἄγω ἤγαγον ἀγάγω ἀγάγοιμι ἄγαγε ἀγαγεῖν ὁ ἀγαγών
αἱρῶ εἷλον ἕλω ἕλοιμι ἕλε ἑλεῖν ὁ ἑλών
αἰσθάνομαι ᾐσθόμην αἴσθωμαι αἰσθοίμην αἰσθοῦ αἰσθέσθαι ὁ αἰσθόμενος
ἁμαρτάνω ἥμαρτον ἁμάρτω ἁμάρτοιμι ἁμαρτεῖν ὁ ἁμαρτών
ἀποθνῄσκω ἀπέθανον ἀποθάνω ἀποθάνοιμι ἀποθανεῖν ὁ ἀποθανών
ἀφικνοῦμαι ἀφικόμην ἀφίκωμαι ἀφικοίμην ἀφικοῦ ἀφικέσθαι ὁ ἀφικόμενος
βάλλω ἔβαλον βάλω βάλοιμι βάλε βαλεῖν ὁ βαλών
γίγνομαι,
ἐγενόμην γένωμαι γενοίμην γενοῦ γενέσθαι ὁ γενόμενος
εἰμί
ἔρχομαι ἦλθον ἔλθω ἔλθοιμι ἐλθέ ἐλθεῖν ὁ ἐλθών
εὗρον,
εὑρίσκω εὕρω εὕροιμι εὑρέ εὑρεῖν ὁ εὑρών
ηὗρον
ἔχω ἔσχον σχῶ σχοίην και σχές σχεῖν ὁ σχών
-σχοίμι
λαγχάνω ἔλαχον λάχω λάχοιμι λάχε λαχεῖν ὁ λαχών
λαμβάνω ἔλαβον λάβω λάβοιμι λαβέ λαβεῖν ὁ λαβών
λανθάνω ἔλαθον λάθω λάθοιμι λάθε λαθεῖν ὁ λαθών
λέγω εἶπον εἴπω εἴποιμι εἰπέ εἰπεῖν ὁ εἰπών
λείπω ἔλιπον λίπω λίποιμι λίπε λιπεῖν ὁ λιπών
μανθάνω ἔμαθον μάθω μάθοιμι μάθε μαθεῖν ὁ μαθών
ὁρῶ εἶδον ἴδω ἴδοιμι ἰδέ ἰδεῖν ὁ ἰδών
πάσχω ἔπαθον πάθω πάθοιμι πάθε παθεῖν ὁ παθών
πίπτω ἔπεσον πέσω πέσοιμι πέσε πεσεῖν ὁ πεσών
τυγχάνω ἔτυχον τύχω τύχοιμι τύχε τυχεῖν ὁ τυχών
τρέχω ἔδραμον δράμω δράμοιμι δράμε δραμεῖν ὁ δραμών
φέρω ἤνεγκον ἐνέγκω ἐνέγκοιμι ἔνεγκε ἐνεγκεῖν ὁ ἐνεγκών
φεύγω ἔφυγον φύγω φύγοιμι φύγε φυγεῖν ὁ φυγών

18
Τα ουσιαστικά
Ἡ γυνή
Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός
ονομ. ἡ γυνή αἱ γυναῖκ-ες
γεν. τῆς γυναικ-ός τῶν γυναικ-ῶν
δοτ. τῇ γυναικ-ί ταῖς γυναιξί(ν) (<γυναικ-σί)
αιτ. τὴν γυναῖκ-α τὰς γυναῖκ-ας
κλητ. (ὦ) γύν-αι (ὦ) γυναῖκ-ες

Ὁ παῖς
Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός
ονομ. ὁ παῖς οἱ παῖδ-ες
γεν. τοῦ παιδ-ός τῶν παίδ-ων
δοτ. τῷ παιδ-ί τοῖς παισί(ν) (< παιδ-σί)
αιτ. τὸν παῖδ-α τοὺς παῖδ-ας
κλητ. (ὦ) παῖ (ὦ) παῖδ-ες

Ἡ παιδεία, καθάπερ εὐδαίμων χώρα, πάντα τʼ ἀγαθά φέρει


Η μόρφωση, όπως ακριβώς μια εύφορη γη, φέρνει όλα τα καλά.
Σωκράτης, Φιλόσοφος (469-399 π.Χ.)

19
Η κλίση του επιθέτου «πολύς»
Ενικός αριθμός
ον. ὁ πολὺ-ς ἡ πολλὴ τὸ πολὺ
γεν. τοῦ πολλοῦ τῆς πολλῆς τοῦ πολλοῦ
δοτ. τῷ πολλῷ τῇ πολλῇ τῷ πολλῷ
αιτ. τὸν πολὺ-ν τὴν πολλὴν τὸ πολὺ
κλ. (ὦ) πολὺ (ὦ) πολλὴ (ὦ) πολὺ

Πληθυντικός αριθμός
ον. οἱ πολλοὶ αἱ πολλαὶ τὰ πολλὰ
γεν. τῶν πολλῶν τῶν πολλῶν τῶν πολλῶν
δοτ. τοῖς πολλοῖς ταῖς πολλαῖς τοῖς πολλοῖς
αιτ. τοὺς πολλοὺς τὰς πολλὰς τὰ πολλὰ
κλ. (ὦ) πολλοὶ (ὦ) πολλαὶ (ὦ) πολλὰ

Η οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία αὐτός -αὐτή -αὐτό

Ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ον. αὐτός αὐτή αὐτό
γεν. αὐτοῦ αὐτῆς αὐτοῦ
δοτ. αὐτῷ αὐτῇ αὐτῷ
αιτ. αὐτόν αὐτήν αὐτό
κλ. - - -
Πληθυντικός αριθμός
ον. αὐτοί αὐταί αὐτά
γεν. αὐτῶν αὐτῶν αὐτῶν
δοτ. αὐτοῖς αὐταῖς αὐτοῖς
αιτ. αὐτούς αὐτάς αὐτά
κλ. - - -

20
ΠΑΘΗΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Α΄ παθητικός μέλλοντας
Ο παθητικός μέλλοντας των βαρύτονων φωνηεντόληκτων ρημάτων Α’ συζυγίας σχηματίζεται από:

θέμα πρόσφυμα -θη κατάληξη μέλλοντα μ.φ


λυ - θη - σομαι

ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΜΕΤΟΧΗ


λυ-θή-σομαι λυ-θη-σοίμην λυ-θή-σεσθαι λυ-θη-σόμενος
λυ-θή-σῃ λυ-θή-σοιο λυ-θη-σομένη
λυ-θή-σεται λυ-θή-σοιτο λυ-θη-σόμενον
λυ-θη-σόμεθα λυ-θη-σοίμεθα
λυ-θή-σεσθε λυ-θή-σοισθε
λυ-θή-σονται λυ-θή-σοιντο

Παρατηρήσεις :
• Στον σχηματισμό του παθητικού μέλλοντα των βαρύτονων αφωνόληκτων ρημάτων Α’ συζυγίας
παρατηρούνται οι ακόλουθες μεταβολές:
α. Αν ο ρηματικός χαρακτήρας είναι π, β, (πτ) τότε μπροστά από το θ τρέπεται σε φ
π.χ. πέμπ-ομαι → πεμφ-θήσομαι

β. Αν ο ρηματικός χαρακτήρας είναι κ, γ, (ττ, σσ) τότε μπροστά από το θ τρέπεται σε χ


π.χ. ἄγ-ομαι → ἀχ-θήσομαι

γ. Αν ο ρηματικός χαρακτήρας είναι τ, δ, θ, (ζ) τότε μπροστά από το θ τρέπεται σε σ


π.χ. πείθ-ομαι → πεισ-θήσομαι

• Μερικά ρήματα σχηματίζουν τον παθητικό μέλλοντα και αόριστο α΄ με την προσθήκη ενός -σ-
πριν από το πρόσφυμα -θη-, παρόλο που δεν είναι οδοντικόληκτα,
π.χ. ἀκούομαι → ἀκουσθήσομαι, ᾐκούσθην
κελεύομαι → κελευσθήσομαι, ἐκελεύσθην

21
Α΄ παθητικός αόριστος
Ο παθητικός αόριστος των βαρύτονων φωνηεντόληκτων ρημάτων Α’ συζυγίας σχηματίζεται από:

αύξηση θέμα πρόσφυμα -θη κατάληξη


ἐ λυ θη -ν

ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΑΠΑΡΕΜΦ. ΜΕΤΟΧΗ


ἐ-λύ-θην λυ-θῶ λυ-θείην - λυ-θείς
ἐ-λύ-θης λυ-θῇς λυ-θείης λύ-θη-τι λυ-θεῖσα
ἐ-λύ-θη λυ-θῇ λυ-θείη λυ-θή-τω λυ-θῆ-ναι λυ-θέν
ἐ-λύ-θημεν λυ-θῶμεν λυ-θείημεν/-εῖμεν -
ἐ-λύ-θητε λυ-θῆτε λυ-θείητε/-εῖτε λύ-θη-τε
ἐ-λύ-θησαν λυ-θῶσι λυ-θείησαν/-εῖεν λυ-θέ-ντων/
λυθήτωσαν

Β΄ Παθητικός Μέλλοντας και Αόριστος

Μερικά ρήματα σχηματίζουν τον παθητικό μέλλοντα και αόριστο με την προσθήκη μετά το θέμα του
προσφύματος -η-/-ε- αντί για -θη-/-θε-, π.χ. γραφ-ή-σομαι, ἐγράφ-η-ν. Έτσι σχηματίζονται ο β΄
παθητικός μέλλοντας και ο β΄ παθητικός αόριστος. Ο παθητικός μέλλοντας και αόριστος β΄
κλίνονται όπως και οι αντίστοιχοι πρώτοι παθητικοί χρόνοι με τη μόνη διαφορά ότι το β΄ ενικό
προστακτικής έχει κατάληξη -θι (αντί για -τι), π.χ. γράφη-θι.

Β΄ Παθητικός Μέλλοντας
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΜΕΤΟΧΗ
γραφήσομαι γραφησοίμην
γραφήσει/ῃ γραφήσοιο
γραφήσεται γραφήσοιτο ὁ γραφησόμενος
γραφησόμεθα γραφησοίμεθα γραφήσεσθαι ἡ γραφησομένη
γραφήσεσθε γραφήσοισθε τό γραφησόμενον
γραφήσονται γραφήσοιντο

22
Β΄ Παθητικός Αόριστος

ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΕΥΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΑΠΑΡΕΜΦ. ΜΕΤΟΧΗ


ἐγράφην γραφῶ γραφείην -
ἐγράφης γραφῇς γραφείης γράφηθι
ὁ γραφείς
ἐγράφη γραφῇ γραφείη γραφήτω
γραφῆναι ἡ γραφεῖσα
ἐγράφημεν γραφῶμεν γραφείημεν/εῖμεν -
τό γραφέν
ἐγράφητε γραφῆτε γραφείητε /εῖτε γράφητε
ἐγράφησαν γραφῶσι(ν) γραφείησαν/εῖεν γραφέντων/ήτωσαν

Παθητική σύνταξη – ποιητικό αίτιο


Τα ρήματα παθητικής διάθεσης φανερώνουν ότι το υποκείμενό τους δέχεται μία ενέργεια από ένα
άλλο πρόσωπο ή πράγμα. Ο συντακτικός όρος, ο οποίος δηλώνει αυτό το πρόσωπο ή το πράγμα
ονομάζεται ποιητικό αίτιο. Το ποιητικό αίτιο εκφέρεται συνηθέστερα με τον εμπρόθετο
προσδιορισμό ὑπό + γενική. Άλλες μορφές ποιητικού αιτίου είναι οι ακόλουθες:

Ὠφεληθησόμεθα ἀπὸ τῶν ποιητῶν.


ἀπό
Ἡ νῆσος δῶρον ἐκ βασιλέως ἐδόθη.
ἐκ
+ γενική Παρὰ πάντων ὁμολογεῖται ὅτι οἱ καταλύοντες τὸν δῆμον ἐβούλοντο
παρά
ἐκεῖνον τῶν πολιτῶν ἐκποδὼν γενέσθαι.
πρός
Τὴν κιβωτὸν ἤκουσεν ᾐχμαλωτίσθαι πρὸς τῶν πολεμίων.
απρόθετη δοτική, συνήθως
με παρακ., υπερσ. ή συντ. Ταῦτα ὡμολόγητο ἡμῖν τε καὶ σοί.
μέλλ. ή με ρηματικό επίθετο Ὁ ποταμός ἐστιν ἡμῖν διαβατέος.
σε -τὸς ή -τέος

Μετατροπή ενεργητικής – παθητικής σύνταξης

ενεργητική σύνταξη παθητική σύνταξη


Ὁ βασιλεὺς ἐδίωκε τοὺς πολεμίους Οἱ πολέμιοι ἐδιώκοντο ὑπὸ τοῦ βασιλέως
ρήμα ρήμα
Υ ενεργ. διάθεσης Α Υ παθ. διάθεσης ποιητικό αίτιο

Ο βασιλιάς καταδίωκε τους εχθρούς Οι εχθροί καταδιώκονταν από τον βασιλιά

23
Τα είδη του μορίου ἄν

α. Βρίσκεται στην αρχή της πρότασης στην οποία ανήκει (δευτερεύουσα


υποθετική).
β. Συντάσσεται με υποτακτική.
γ. Δέχεται άρνηση μή.
Υποθετικό
δ. Μεταφράζεται στη νέα ελληνική με τον υποθετικό σύνδεσμο «αν».

π.χ. Ἂν ἐμὲ ἀποκτείνητε, οὐκ ἐμὲ βλάψετε, ἀλλ’ ὑμᾶς αὐτούς.

α. Είναι πάντοτε η δεύτερη λέξη της πρότασης στην οποία ανήκει· η πρώτη
είναι αναφορική αντωνυμία, αναφορικό επίρρημα, χρονικός ή τελικός
σύνδεσμος.
β. Συντάσσεται με υποτακτική.
Αοριστολογικό γ. Δέχεται άρνηση μή.
δ. Στη ν.ε. δε μεταφράζεται ή αποδίδεται με: «τυχόν», «ίσως», «-δήποτε».

π.χ. Ἄκουσον, ὡς ἂν μάθῃς (= Άκουσε, για να καταλάβεις ίσως).

α. Δέχεται άρνηση οὐ(κ).


β. Συντάσσεται με:
i) ευκτική (πλην μέλλοντα). Η δυνητική ευκτική δηλώνει κάτι το δυνατό στο
παρόν και στο μέλλον. Αποδίδεται με: θα + παρατατικό, θα μπορούσα να + ρήμα.

π.χ. Ἔτι δὲ τί ἂν τοῖς τοιούτοις ἄχθοισθε (= γιατί θα δυσανασχετούσατε);

ii) οριστική (μόνο ιστορικών χρόνων). Η δυνητική οριστική δηλώνει κάτι το


δυνατό στο παρελθόν ή κάτι αντίθετο του πραγματικού. Αποδίδεται με: θα +
παρατατικό ή υπερσυντέλικο.

π.χ. Ἐβουλόμην ἂν πολλῶν ἕνεκεν Μειδίαν ζῆν [= θα επιθυμούσα για πολλούς


Δυνητικό
λόγους να ζούσε ο Μειδίας (αλλά δε ζει)].

iii) απαρέμφατο ή μετοχή (πλην μέλλοντα). Δυνητικό απαρέμφατο ή μετοχή


συναντάμε στον πλάγιο λόγο και προέρχονται από δυνητική ευκτική ή δυνητική
οριστική του ευθέος λόγου· συνήθως αποτελούν απόδοση εξαρτημένου
υποθετικού λόγου.

π.χ. Δοκεῖ μοί τις οὐκ ἂν ἁμαρτεῖν (= οὐκ ἂν ἁμάρτοι, δε θα έσφαλλε) εἰπὼν ὅτι
νυνὶ κρίνεται μὲν Ἀριστογείτων, δοκιμάζεσθε δὲ καὶ κινδυνεύεθ’ ὑμεῖς περὶ δόξης.

Δοκεῖ μοι συγγνώμην ἂν ἔχειν ἡμᾶς (= ἂν εἴχομεν, θα συγχωρούσαμε), εἰ ἑωρῶμεν


σῳζόμενα τῇ πόλει τὰ ὑπὸ τούτων δημευόμενα.

24
Τα είδη των προτάσεων

• Κύριες ή ανεξάρτητες λέγονται οι προτάσεις που εκφράζουν ένα αυτοτελές νόημα και μπορούν
να σταθούν μόνες τους στον λόγο.

• Δευτερεύουσες ή εξαρτημένες λέγονται οι προτάσεις που δεν μπορούν να σταθούν μόνες τους
στον λόγο, αλλά προσδιορίζουν μία άλλη πρόταση, από την οποία και εξαρτώνται.

Για να χαρακτηρίσουμε σωστά μία δευτερεύουσα πρόταση πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα εξής:

1. Η δευτερεύουσα πρόταση εξαρτάται από έναν όρο μιας άλλης πρότασης, συνήθως το ρήμα ή ένα
απαρέμφατο ή μία μετοχή, το οποίο συμπληρώνει ή προσδιορίζει.

2. Η δευτερεύουσα πρόταση εισάγεται με μία συγκεκριμένη λέξη ή φράση που μπορεί να είναι
ένας από τους υποτακτικούς συνδέσμους, μία αναφορική αντωνυμία, ένα αναφορικό επίρρημα,
μία ερωτηματική αντωνυμία ή ένα ερωτηματικό επίρρημα.

3. Η δευτερεύουσα πρόταση εκφέρεται με ένα ρηματικό τύπο που βρίσκεται σε συγκεκριμένη


έγκλιση.

Οι δευτερεύουσες προτάσεις διακρίνονται ως προς την συντακτική τους θέση σε:

Δευτερεύουσες
προτάσεις

Ονοματικές Επιρρηματικές
(λειτουργούν στον λόγο (λειτουργούν στον λόγο
σαν ονόματα) σαν επιρρηματικοί
προσδιορισμοί)

25
Ονοματικές προτάσεις

Πλάγιες Αναφορικές
Ειδικές Ενδοιαστικές
ερωτηματικές ονοματικές

ΕΙΣΑΓΟΝΤΑΙ XPHΣIMOΠOIOYNTAI ΩΣ: ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ


Aντικείμενο (σε ρήματα:
λεκτικά, γνωστικά, δεικτικά, αισθητικά)
Ειδικές

Λέγει Πτολεμαῖος ὅτι Περδίκκας


• ὅτι Yποκείμενο (σε απρόσωπα ρήματα ή πρῶτος ἐνέβαλεν ἐς τῶν Θηβαίων
• ὡς απρόσωπες εκφράσεις)
τὴν προφυλακήν.
Eπεξήγηση (σε δεικτική αντωνυμία ή
σε άλλον όρο)
Aντικείμενο (σε ρήματα:
Ενδοιαστικές

φόβου, υποψίας, δισταγμού, ανησυχίας)


• μή, ὅπως μὴ
Yποκείμενο (σε απρόσωπες
• μὴ οὐ εκφράσεις) Φοβοῦμαι μὴ κακόν τι πάθω

Eπεξήγηση (σε δεικτική αντωνυμία ή


σε άλλον όρο)
• εἰ, ἐάν, ἄν, ἢν
• εἰ - ἢ
πότερον(-α) - ἢ εἴτε
Πλάγιες ερωτηματικές


- εἴτε Αντικείμενο (σε ρήματα:
ερωτηματικά, γνωστικά, λεκτικά, δεικτικά,
σκέψης, φροντίδας, απόπειρας, προσοχής)
• Eρωτηματικές Ἀπορεῖς εἰ διδακτόν ἐστιν ἡ ἀρετή
αντωνυμίες ή Yποκείμενο (σε απρόσωπα ρήματα ή Σκοπῶμεν εἰ ἡμῖν πρέπει ἢ σοί.
επιρρήματα απρόσωπες εκφράσεις) (Ας εξετάσουμε αν σε μας
ταιριάζει ή σε σένα.)
• Aναφορικές Eπεξήγηση (σε δεικτική αντωνυμία ή
αντωνυμίες ή σε άλλον όρο)
επιρρήματα

Αντικείμενο
Αναφορικές
ονοματικές

Υποκείμενο
• Αναφορικές Κῦρος δὲ ἔχων οὓς εἴρηκα,
αντωνυμίες Κατηγορούμενο ὡρμᾶτο ἀπὸ Σάρδεων
Προσδιορισμός

26
Επιρρηματικές προτάσεις

Αιτιολογικές Τελικές Συμπερασματικές Εναντιωματικές Υποθετικές Χρονικές Αναφορικές

XPHΣIMOΠOIOYNTAI
ΕΙΣΑΓΟΝΤΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
ΩΣ:
• ὅτι
ὡςὅτι
Αιτιολογικές


• ὡς Ἐπορεύετο ἐφ' ἁμάξης, διότι
Επιρρηματικός
• διότι ἐτέτρωτο. (γιατί είχε
προσδιορισμός της αιτίας
• ἐπεὶ τραυματιστεί)
• ἐπειδὴ

• ἵνα (μὴ)
Επιρρηματικός
Τελικές

• ὅπως (μὴ) Πέμπει στρατιώτας, ὅπως


προσδιορισμός του σκοπού
• ὡς (μὴ) βοηθήσωσι τῇ πόλει.
Συμπερασματικές

• ὥστε
• ὡς Επιρρηματικός Οὕτως ἰσχυρὸν ἡ
• ἐφ' ᾧ προσδιορισμός του ἀλήθεια, ὥστε πάντων ἐπικρατε
• ἐφ' ᾧτε αποτελέσματος ῖ.
Εναντιωματικές

• εἰ καὶ Επιρρηματικός
Εἰ καὶ χρήματα ἔχομεν, οὐκ
• ἐὰν/ἂν/ἢν καὶ προσδιορισμός της
εὐτυχοῦμεν.
εναντίωσης
Υποθετικές

• εἰ Επιρρηματικός Ἐὰν ὁ βασιλεὺς ἄλλον


• ἐάν, ἄν, ἢν προσδιορισμός της στρατηγὸν πέμπῃ,
προϋπόθεσης ἔσομαι σύμμαχος ὑμῖν.

27
χρονικούς συνδέσμους
• ὡς, ὅτε, ὁπότε, ἐπεί,
ἐπειδή, ἕως, ἔστε,
ἄχρι, μέχρι, ὅταν,
ὁπόταν, ἐπειδάν,
Ἐπεὶ ἤκουσε ἀπῆλθεν. [Πρώτα
ἐπάν κ.ά.
άκουσε και μετά έφυγε.]
Χρονικές

Επιρρηματικός
χρονικά επιρρήματα
προσδιορισμός του χρόνου Ἀφίκοντο ὅτε νὺξ ἐγένετο.
• ὁσάκις, ὁποσάκις
[Έφτασαν την ώρα που
νύχτωσε.]
εμπρόθετες αναφορικές
εκφράσεις
• ἐξ οὗ, ἐξ ὅτου, ἀφ’
οὗ, ἀφ’ ὅτου κ.ά.

ὃς (ο οποίος, που)
ὁποῖος (όποιας λογής) • Αναφορικές αιτιολογικές (δηλώνουν αιτία)
ὅστις (όποιος, ο οποίος) π.χ. Τὴν μητέρα ἐμακάριζον, οἵων τέκνων ἔτυχεν (= επειδή της έτυχαν
ὅσπερ (ο οποίος ακριβώς)
ὅσος / ὁπόσος (όσος) τέτοια παιδιά).
οἷος (τέτοιος που) Αναφορικές συμπερασματικές (δηλώνουν αποτέλεσμα)
Αναφορικές


ὅσον / ὅσῳ (όσο)
οἷον / οἷα (όπως, όπως π.χ. Οὐδεὶς οὕτως ἀνόητός ἐστιν, ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρεῖται.
ακριβώς) • Αναφορικές τελικές (δηλώνουν σκοπό)
οὗ / ὅπου / ἔνθα / ὅποι
(όπου) π.χ. Δεῖ πρεσβείαν πέμπειν, ἥτις ταῦτ’ ἐρεῖ (= για να πει αυτά).
ὡς / ὅπως (όπως) • Αναφορικές υποθετικές (δηλώνουν προϋπόθεση)
ὥσπερ / ᾗπερ / καθάπερ
(όπως ακριβώς) π.χ. Ἃ μὴ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι (= αν δεν ξέρω κάτι, δεν πιστεύω
ἔνθεν / ὅθεν / ὁπόθεν ότι το ξέρω).
(απ' όπου)

28
Βιβλιογραφία
• Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και
Εκδόσεων
• Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Α΄, Β΄, Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙOΥ, Ινστιτούτο Τεχνολογίας
Υπολογιστών και Εκδόσεων Διόφαντος
• Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσας Γυμνασίου – Λυκείου, Ινστιτούτο Τεχνολογίας
Υπολογιστών και Εκδόσεων Διόφαντος

29

You might also like