Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 179

ΕΛΕΝΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΑΤΟΥ

ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ

1
Κλειστές κουρτίνες

2
1.

«Βγάλε τα κόκκινα. Πώς θα φανεί το αίμα;»


Νιώθει το χέρι της να παραλύει. Της βγαίνει ένα ξέπνοο ποιος είναι; Αλλά η
γραμμή έχει κλείσει. Είναι έτοιμη να δώσει την πανεύκολη εξήγηση πως πρόκειται
για φάρσα. Κακόγουστη μεν, αλλά φάρσα. Όμως, το κόκκινο πουλόβερ που φορά, της
κόβει την αναπνοή. Αυτός ξέρει τι φοράει, δεν μπορεί να μάντεψε το χρώμα. Ή μήπως
Αυτή; Η φωνή ακουγόταν αλλοιωμένη. Δεν ήταν σίγουρη αν ήταν αντρική ή
γυναικεία. Κλίνει προς το αντρική.
Το παράθυρο είναι ανοικτό. Το ανοίγει και στο καταχείμωνο, τα κλειστά
παράθυρα ενισχύουν την κλειστοφοβία της. Αλλά τώρα αισθάνεται εκτεθειμένη.
Αρπάζει έναν φακό, οι φωτεινές του αντανακλάσεις σαρώνουν από ψηλά κάθε γωνιά
του κήπου. Το φως γλιστράει παντού σαν προβολέας θεάτρου. Δεν κουνιέται φύλλο.
Η νύχτα είναι παγωμένη και παράδοξα σιωπηλή. Μέχρι χθες άκουγε τα αυτοκίνητα
στην κοντινή λεωφόρο. Απόψε δεν ακούγεται τίποτα, λες και βυθίστηκε σε λήθαργο
κάθε νυχτερινός ήχος.
Κλείνει τα παντζούρια. Κατεβαίνει στο σαλόνι, βεβαιώνεται πως η πόρτα είναι
διπλοκλειδωμένη και ο σύρτης στη θέση του. Σκεπάζει τις μπαλκονόπορτες
τραβώντας τις κουρτίνες στο κέντρο. Το τηλέφωνο ξαναχτυπά. Ποτέ πριν ένα
κουδούνισμα τηλεφώνου δεν της είχε προκαλέσει τόση ταραχή. Κοιτάζει αμήχανα το
καντράν της συσκευής τού κάτω ορόφου που γράφει Άγνωστος Αριθμός. Αναρωτιέται
αν πρέπει να το σηκώσει. Ίσως αφήνοντάς το να χτυπάει, αυτός που καλεί θα βαρεθεί
και θα σταματήσει. Δε δείχνει όμως να βαριέται. Το επίμονο κουδούνισμα της
σακατεύει τα νεύρα. Το σηκώνει κρατώντας το ακουστικό σε μικρή απόσταση
σάμπως αν το κολλήσει στο αυτί της θα πεταχτεί κάποιο θεριό και θα την
κατασπαράξει. Ποιος είναι; Η απορία και η αγωνία της συμπυκνωμένες σε μια
ερώτηση. Ακούει κάτι ακατάληπτα παράσιτα που για κάποιο αόριστο λόγο τής
φαίνονται τρομακτικά. Η απάντηση που τα διαδέχεται, έρχεται ορμητική, ένας
καταπέλτης που τη γονατίζει. «Όσα παντζούρια κι αν κλείσεις, εγώ θα σε βλέπω,
Νεφέλη».
Ήταν πάντα τόσο περήφανη για τ’ όνομά της. Ευχαριστούσε τη μητέρα της
που δεν τη βάφτισε με κανένα κοινότοπο όνομα για να κάνει τα χατίρια των

3
γιαγιάδων της. Χαιρόταν να το ακούει όταν τη φώναζαν. Εκτός από εκείνη τη
στιγμή…
Το τηλέφωνο τής γλιστρά απ’ τα χέρια. Το μονότονο βούισμα της γραμμής
που έκλεισε ηχεί προφητικά, σαν πεπρωμένο.
Ανεβαίνει τη σκάλα με βαριά βήματα. Ξαπλώνει ανάσκελα, με τα μάτια
στυλωμένα στο ταβάνι. Να την πάρει ο ύπνος ούτε λόγος. Το κορμί της τσιτωμένο,
μοιάζει έτοιμο να τιναχτεί απάνω στον παραμικρό θόρυβο. Στα πόδια του κρεβατιού
ο γάτος της Ρούντυ κοιμάται βαθιά. Νιώθει ευγνωμοσύνη για την παρουσία του. Τον
είχε ψαρέψει από έναν κάδο όταν ήταν μωρό, έτοιμος να πάθει ασφυξία. Του είχε
σώσει τη ζωή, αλλά τώρα που ο φόβος τρυπώνει σε κάθε της κύτταρο, αισθάνεται
πως εκείνη του χρωστάει. Και μόνο που ανασαίνει δίπλα της είναι μια ανακούφιση
για το μυαλό της που έχει αρχίσει να πονά από σκοτεινές έγνοιες. Σαν να ’χει παρέα
στον εφιάλτη που της χτύπησε την πόρτα. Ο τρόμος όταν μοιράζεται, βιώνεται
ηπιότερα.
Αυτός που πήρε τηλέφωνο -έχει καταλήξει πως πρόκειται για άντρα- θα
ξαναπάρει. Δεν ήταν μια παρόρμηση της στιγμής να την τρομάξει για να της κάνει
πλάκα. Κάτι στη χροιά της φωνής του υπέκρυπτε ένα είδος υπόσχεσης: θα
επανερχόταν δριμύτερος.
Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας επιβεβαιώνει τις σκέψεις της με τον ερχομό
του πρώτου απειλητικού μηνύματος.

2.

Ξυπνά μ’ ένα κεφάλι βαρύ. Ανασηκώνεται κρατώντας τους κροτάφους της.


Προσπαθεί να θυμηθεί αν ήπιε παυσίπονο χθες βράδυ. Δε θυμάται. Τον τελευταίο
καιρό, οι πονοκέφαλοι τη συνοδεύουν σαν πιστό σκυλί. Συνειρμικά της έρχεται στον
νου ο Αζόρ, το σκυλί που της φόλιασαν -άγνωστο ποιος ή ποιοι- πέρσι το καλοκαίρι.
Η σκέψη του της αυξάνει τον πόνο σαν κάποιος να της ρίχνει αλάτι σε πληγή.
Ψαχουλεύει στο συρτάρι του κομοδίνου για κανένα ντεπόν. Δε βρίσκει τίποτα. Πρέπει
να κατέβει στην κουζίνα. Και μόνο που το σκέφτεται, αγκομαχάει. Δεν έπρεπε να ’χε
νοικιάσει σπίτι με σκάλες, αλλά είχε κήπο. Η κόρη της λάτρευε τους κήπους. Ήταν
ιδανικό σπίτι για το παιδί.

4
Κοιτά το ρολόι. Έξι, είναι πολύ νωρίς ακόμα για να ξυπνήσει τη Μίλυ. Θα της
μιλήσει στις εφτά, θέλει κι ένα εικοσάλεπτο ώσπου να σηκωθεί, της αρέσει να
χουζουρεύει κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Ιδίως απ’ όταν της αγόρασε το πάπλωμα με τις
νεράιδες του δάσους, η μικρή δεν λέει να ξεκολλήσει απ’ το κρεβάτι της. Πότε η μια
νεράιδα τη φιλοξενούσε στη σπηλιά της, πότε η άλλη την έπαιρνε απ’ το χέρι και
πετούσαν μαζί… Αχαλίνωτη η παιδική φαντασία.
Κατεβαίνει. Η άκρη του ματιού της πιάνει κάτι αφύσικο. Ο άντρας της
κάθεται στον καναπέ και καπνίζει. Οι τολύπες του καπνού σκαρφαλώνουν στο ταβάνι
και μιας και δε βρίσκουν καμία έξοδο διαφυγής, διαχέονται παντού. Το ντουμάνιασμα
τής προκαλεί δυσφορία. Τόσο δύσκολο του είναι ν’ ανοίξει ένα παράθυρο;
Τον πλησιάζει διστακτικά, η καρδιά της χτυπά ακανόνιστα. Το μυαλό της
δουλεύει πυρετωδώς. Από πού κι ως πού ο Βασίλης σηκώθηκε τόσο νωρίς για να
καπνίσει; Δεν το ’χει ξανακάνει ποτέ. Ξυπνά πάντα πριν από κείνη, πίνει βιαστικά
έναν καφέ και φεύγει για τη δουλειά. Το τσιγάρο το θυμάται το μεσημέρι μετά το
γεύμα. Δεν παίρνει ποτέ τασάκι και πετάει τις στάχτες στα πιάτα ανάμεσα στα
υπολείμματα του φαγητού. Και τώρα βρίσκεται στο σαλόνι και καπνίζει αρειμανίως.
«Βασίλη… Γιατί είσαι εδώ;»
Σηκώνει πάνω της ένα περίεργο βλέμμα. Η ματιά του είναι πάντα σκοτεινή
και ανεξιχνίαστη, αλλά σήμερα κρύβει μια παγωμάρα που την αναστατώνει.
«Πού θες να ’μαι τέτοιες ώρες;»
«Ποιες ώρες; Δεν καταλαβαίνω…»
Τινάζει τη στάχτη του στο χαλί. Φέρνει το τσιγάρο στα λεπτά του χείλη, το
ρουφά αχόρταγα.
«Πού να καταλάβεις, ρε Μυρτώ; Πάντα ήσουνα αργόστροφη».
Δεν πληγώνεται. Όχι πια. Οι προσβολές του της έχουν γίνει συνήθεια. Έχουν
κολλήσει πάνω της σαν λέπια ψαριού. Μπορεί ν’ ακούσει τα πάντα χωρίς να πτοηθεί.
Μόνο ένα πράγμα δεν μπορεί να συνηθίσει: τη σωματική βία. Οι μέρες που περνούν
μόνο με λεκτικές επιθέσεις τις θεωρεί ευλογημένες.
«Δε θα πας στη δουλειά;»
«Ξέρεις κανένα γονιό που να πηγαίνει στη δουλειά όταν πεθαίνει το παιδί
του;»
Η καρδιά της σταματά σαν ωροδείκτης που νεκρώνει απότομα. Σίγουρα δεν
άκουσε καλά. Ο ωριλά τής το ’πε ξεκάθαρα μετά το ακουόγραμμα: Δεν ακούτε καλά
5
απ’ το δεξί αυτί. Συνειδητοποιεί πως είναι ξυπόλυτη. Κατέβηκε χωρίς να φορέσει τα
τσόκαρα και κοιτά τα γυμνά της πόδια με τα νύχια της που ’χουν πάρει ένα
υποκίτρινο χρώμα. Η συγχωρεμένη η μητέρα της της έλεγε πως αυτό ήταν σημάδι
αβιταμίνωσης.
«Τι είπες;»
Ο Βασίλης κοιτάζει κι αυτός τα πόδια της με περιφρόνηση. Σιχαίνεται να τη
βλέπει ατημέλητη. Οι ερωμένες του είναι πάντοτε του κουτιού. Μακιγιαρισμένες και
παστωμένες στο μέικ απ. Εκείνη τις έχει δει όλες στις φωτογραφίες που ο άντρας της
έχει διασκορπίσει σε διάφορα σημεία του σπιτιού. Δεν παίρνει μέτρα, δεν τον νοιάζει
αν θα τον ανακαλύψει. Ίσως να το κάνει και επίτηδες. Ίσως να φτιάχνεται βλέποντάς
τη να κοκκινίζει μπροστά στις προκλητικές πόζες που παίρνουν οι άλλες.
«Χθες ήταν η κηδεία της, το ξέχασες;»
«Ποια κηδεία;»
Δεν παίρνει απάντηση. Ο άντρας της συνεχίζει να καπνίζει απτόητος, οι
καπνοί στροβιλίζονται, την περικυκλώνουν. Ένας λυγμός σκαρφαλώνει στο λαρύγγι
της, τα λόγια βγαίνουν σαν κραυγή άγριου ζώου.
«Ποια κηδεία; Τι λες;»
Τα μάγουλά της καίνε, νιώθει το αίμα να βουίζει στο κεφάλι της όπως εκείνη
τη μέρα που την είχε υποχρεώσει να μείνει δέκα λεπτά ανάποδα, με τα πόδια πάνω
και τα κεφάλι κάτω για να την τιμωρήσει που της κάηκε το φαγητό.
«Ώχου, κόφτο! Το ξέρεις πως δεν μπορώ τις φωνές και τις κλάψες».
Τρέχει πανικόβλητη στο δωμάτιο της Μίλυ. Το πάπλωμα με τις νεράιδες
απλώνεται αυτάρεσκα σ’ όλο το μήκος του κρεβατιού. Ένα κρεβάτι στρωμένο και
άδειο.
Η Μίλυ λείπει. Ο Βασίλης ισχυρίζεται το απίστευτο για την απουσία της. Και
το χειρότερο: Δεν το θυμάται. Δε θυμάται να «έφυγε» η Μίλυ της. Δε θυμάται να την
αποχαιρέτησε σε καμιά κηδεία…

3.

«Πότε λάβατε το μήνυμα;»


«Σήμερα το πρωί».

6
Ο ντετέκτιβ Δάνης Δελλής μοιάζει να την περνά από ακτίνες. Η Νεφέλη
κοιτάζει τα παπούτσια της που την είχαν αναγκάσει να γυρίσει στο σπίτι να τ’ αλλάξει
γιατί πάνω στη βιάση της είχε βάλει ένα κι ένα από διαφορετικό ζευγάρι. Γλίτωσε το
ρεζίλεμα των διαφορετικών παπουτσιών, ωστόσο ντρέπεται για το ατημέλητο
ντύσιμο και τα αχτένιστα μαλλιά της, ένα μάτσο απειθάρχητες τρίχες που πετάνε
δεξιά κι αριστερά κι έχουν ξεδοντιάσει αμέτρητες βούρτσες. Το ότι είναι
αμακιγιάριστη δεν το αξιολογεί. Αντιπαθεί το μακιγιάζ, θεωρεί πως κάνει τις γυναίκες
ψεύτικες. Θα μπορούσε όμως να ’χε φορέσει ένα ρούχο της προκοπής, αντί γι’ αυτή
την πρόχειρη φόρμα. Ας φορούσε τουλάχιστον το εφαρμοστό της τζιν που της
εξασφάλιζε έναν αέρα κομψότητας. Το μήνυμα όμως τη σόκαρε τόσο που φόρεσε ό,τι
βρήκε μπροστά της κι έτρεξε στο γραφείο του ντετέκτιβ που είχε διαβάσει σ’ ένα
διαφημιστικό φυλλάδιο. Σε αντίθεση με άλλους, διάβαζε πάντα τα διαφημιστικά που
της έριχναν στο ταχυδρομικό κουτί ή κάτω από την πόρτα. Η φιλοσοφία της ήταν
Μην πετάς τίποτα. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου φανεί χρήσιμο.
Ο Δελλής έχει απλώσει μπροστά του το μήνυμα και το περιεργάζεται. Ήταν η
φωτογραφία μιας άγνωστης γυναίκας και από κάτω έγραφε:

Πανασόφκι

Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας αναγραφόταν η λέξη

Σ ύ ν τ ο μ α 17

Τα γράμματα και των δύο λέξεων ήταν κομμένα προσεκτικά από τίτλους
περιοδικών ή εφημερίδων και κολλημένα σε αραιή απόσταση το ένα με το άλλο.
«Και τι ώρα δεχτήκατε τα τηλεφωνήματα;»
«Δεν ξέρω. Δεν κοίταξα την ώρα».
«Και ήξερε τι φορούσατε; Μπορεί να το μάντεψε».
«Αποκλείεται. Ήξερε ότι έκλεισα τα παντζούρια. Ήξερε τ’ όνομά μου…»
Την ενοχλεί που δε δείχνει να την πολυπιστεύει. Θα την έχει περάσει για
καμιά υστερική γυναικούλα που πλάθει εξωφρενικές ιστορίες για να τραβήξει την
προσοχή.
«Η φωνή του σας θύμιζε κάτι;»
7
«Τίποτα. Ακουγόταν υπόκωφα».
«Μάλιστα… Κατά πάσα πιθανότητα, χρησιμοποίησε μετατροπέα φωνής. Γιατί
δεν πήγατε στην αστυνομία;»
Το βλέμμα του Δελλή παραγίνεται διερευνητικό. Της φαίνεται πολύ
γοητευτικός, τον κάνει γύρω στα σαράντα. Οι κρόταφοί του έχουν αρχίσει ελαφρώς
να γκριζάρουν.
«Δεν έχω εμπιστοσύνη στους μπάτσους. Είναι ανοργάνωτοι. Σε τρελαίνουν
στις ανακρίσεις και στο τέλος δεν βρίσκουν τίποτα. Ψάξτε από πού μου
τηλεφώνησε».
«Είναι το πρώτο που θα κάνω. Αλλά σίγουρα θα έχει πάρει από κάπου που δεν
θα μπορεί να εντοπιστεί. Δε θα ’ναι χαζός να ’χει καλέσει απ’ το σπίτι του».
«Πανασόφκι τι θα πει;»
«Είναι το όνομα μιας λίμνης στη Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Από
κει, το ΄71, ανασύρθηκε ένα γυναικείο πτώμα, η γυναίκα της φωτογραφίας ή περίπου
αυτή»1.
«Τι θα πει περίπου;»
«Αυτή τη φωτογραφία τη συνέθεσε μια ανθρωπολόγος, γιατί το πρόσωπο του
πτώματος ήταν σε προχωρημένη σήψη και δεν αναγνωριζόταν. Μέχρι σήμερα δεν
έχει ανακαλυφθεί ποια ήταν. Θάφτηκε με τον κωδικό Τζέιν Ντο».
Η Νεφέλη νιώθει μια ανατριχίλα να περονιάζει κάθε ίνα του κορμιού της.
«Τι… Τι άλλο ξέρετε γι’ αυτήν;»
«Βρέθηκε πνιγμένη με μια αντρική ζώνη που ήταν τυλιγμένη στον λαιμό της.
Αν θυμάμαι καλά, ήταν κοντή. Δεν είχε ανάπτυξη, ενδεχομένως λόγω υποσιτισμού
στην παιδική ηλικία. Πόσο χρονών ήταν μου διαφεύγει, πολύ νέα πάντως. Η
νεκροψία έδειξε πως είχε πολλά σφραγίσματα και λίγα χρόνια πριν τη δολοφονία της
είχε χειρουργηθεί σ’ έναν απ’ τους δύο αστραγάλους. Όσο για τον αριθμό 17 πρέπει
να σκεφτώ τι…
Η Νεφέλη σηκώνεται απότομα.
«Αρκετά, πρέπει να φύγω. Ψάξτε ό,τι περισσότερο μπορείτε».
«Καταλαβαίνω την ταραχή σας…»

1
Πρόκειται για αληθινή ιστορία. Η νεκρή αγνώστων στοιχείων έμεινε στην ιστορία με
την ονομασία «Το κορίτσι της λίμνης Πανασόφκι».
8
«Όχι, δεν καταλαβαίνετε!»
Ο τόνος της έχει γίνει επιθετικός, συγκρατιέται με νύχια και με δόντια να μην
ουρλιάξει.
«Μοιάζω με τη νεκρή».
«Λάθος κάνετε. Αν κρίνω απ’ τη φωτογραφία…»
«Δε μιλάω για τη φωτογραφία. Έχω πολλά σφραγίσματα».
«Ε και; Κι εγώ έχω σφραγίσματα, ο περισσότερος κόσμος έχει».
Η ματιά της πέφτει στο μήνυμα πάνω στο γραφείο του Δελλή. Ασυναίσθητα
διαβάζει τη μακάβρια λέξη που είναι γραμμένη κάτω απ’ τη φωτογραφία, μόνο που
από τη θέση της διαβάζεται ανάποδα:

ικφοσαναΠ

«Πριν από τέσσερα χρόνια χειρουργήθηκα στον δεξιό αστράγαλο.


Καταλαβαίνετε τώρα;»

4.

Βρίσκεται σ’ ένα μέρος άγνωστο. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποιεί όταν


ανοίγει τα μάτια είναι ότι παντού κυριαρχεί το άσπρο χρώμα. Άσπρο ταβάνι, άσπροι
τοίχοι, άσπρο και το ρούχο της γυναίκας που στέκεται από πάνω της. Σιχαίνεται το
άσπρο, της θυμίζει γάλα. Το γάλα την αηδίαζε από παιδί. Όποτε δεν κοίταζε η μητέρα
της, άδειαζε την κούπα της στον νεροχύτη. Όσες φορές αναγκαζόταν να το πιει, το
’βγαζε στη λεκάνη της τουαλέτας. Δε φόρεσε άσπρο νυφικό. Ζήτησε απ’ τον Βασίλη
να φορέσει γαλάζιο. Το είχε δεχτεί. Δεν της χαλούσε τότε χατίρι. Ήταν μέχρι να τη
δέσει.
«Πώς είστε, κυρία Σκουτέρη;
Ακούει τη φωνή της γυναίκας σαν να ’ρχεται από μακριά, κάπου στο βάθος.
«Αφήστε, αδελφή. Θα τη φροντίσω εγώ».
Ανατριχιάζει. Με θολωμένη όραση βλέπει τη γυναίκα να φεύγει και να την
παραδίδει στη φροντίδα του Βασίλη. Ίσως δεν θα μπορέσει ποτέ να ξανακούσει το
φροντίζω χωρίς να ταραχτεί. Την τελευταία φορά που της το ’πε, της χάραξε στην

9
κοιλιά μια τομή με το ξυράφι του με τη δικαιολογία πως ήθελε να ξαναζήσει τη μέρα
της καισαρικής της κόρης τους.
Τα δάχτυλά του απλώνονται στα μαλλιά της, αρπάζουν μια τούφα και την
περιστρέφουν. Της τραβάει τα μαλλιά με δύναμη, το ’χε ξανακάνει στο παρελθόν. Τα
’χε τραβήξει τόσο που την είχε κάνει να δακρύσει. Πονάς, γλυκιά μου; Θα σε
λυτρώσω εγώ από τον πόνο. Είχε βγάλει απ’ το συρτάρι του κομοδίνου του το μεγάλο
ψαλίδι, φαίνεται πως το ’χε πάρει απ’ το κουτί της ραπτικής, και της είχε κόψει
σύρριζα όλα τα μαλλιά απ’ την αριστερή πλευρά.
Τα δάχτυλά του συνεχίζουν να παίζουν με τα μαλλιά της, αλλά τα λόγια του
τώρα μοιάζουν διαφορετικά. «Μη φοβάσαι, μωρό μου. Θα το αντιμετωπίσουμε μαζί».
Τι θ’ αντιμετωπίσουν μαζί; Τα μαλλιά που θα της κόψει ξανά; Κάποια άλλη από
κείνες τις ιδέες του που θεωρεί ευρηματικές;
«Θα κάνουμε άλλο παιδί».
Ένα ρίγος διαπερνά τη ραχοκοκαλιά της. «Πού είναι η Μίλυ;» της βγαίνει η
εναγώνια ερώτηση. Τα δάχτυλά του της τραβούν τα μαλλιά δυνατότερα. «Πάλι τα
ίδια θα λέμε, γλυκιά μου;» Ανακάθεται με κόπο. «Πού είναι; Φέρ’ τη μου αμέσως!»
Ξέρει πως ο Βασίλης δεν ανέχεται διαταγές. Δεν τη νοιάζει όμως τίποτ’ άλλο πέρα απ’
το να δει και ν’ αγγίξει την κόρη της. «Πού είναι; Πού είναι;» Φωνάζει, χτυπιέται,
εκείνος της γραπώνει τους καρπούς, την ακινητοποιεί.
«Βούλωστο, αλλιώς θα φωνάξω τη νοσοκόμα να σου κάνει κι άλλη ένεση».
«Θέλω τη Μίλυ!»
Κλαίει και ιδρώνει. Οι στάλες του ιδρώτα μπερδεύονται με τα δάκρυα. «Θέλω
τη Μίλυ», επαναλαμβάνει μονότονα, όπως ζητούσε την αγαπημένη της κούκλα όταν
η μητέρα της είχε τη φαεινή ιδέα να τη δωρίσει σ’ ένα ορφανοτροφείο. Κι εκείνη
Αμαλία την είχε βαφτίσει και τη φώναζε χαϊδευτικά Μίλυ. «Αν σταματήσεις τα
μυξοκλάματα, θα στα πω όλα».
Δαγκώνει τα χείλη να μη συνεχίσει το κλάμα. Πρέπει να μάθει τι συνέβη στο
κοριτσάκι της.
5.

Είναι σχεδόν σίγουρη πως κάτι άκουσε στον κήπο. Το πρωί είχε βγάλει τα
σκουπίδια και της είχε πέσει ένα κουτάκι κόκα-κόλα. Βαρέθηκε να το σηκώσει και το
’χε αφήσει να το μαζέψει αργότερα. Κάποιος κατά πάσα πιθανότητα είχε πατήσει
10
πάνω του. Κατεβαίνει στο σαλόνι και κοιτάζει έξω απ’ την τζαμαρία της
μπαλκονόπορτας. Της φαίνεται πως βλέπει κάτι ακαθόριστο, ένα σκοτεινό
περίγραμμα. Το σκοτάδι είναι πυκνό. Ανάβει τον φακό και τον βλέπει. Ένας άντρας
στέκεται απέναντί της. Κοκαλώνει. Ο άγνωστος φοράει κουκούλα, μαύρα γάντια και
καμπαρντίνα. Ποιος είσαι; φωνάζει μέσα απ’ το κλειστό τζάμι. Φύγε! Θα φωνάξω την
αστυνομία!
Ο άντρας δεν μετακινείται ούτε χιλιοστό. Η Νεφέλη αρπάζει το φορητό
τηλέφωνο, πληκτρολογεί το εκατό. Φέρνει το ακουστικό στο αυτί της χωρίς να
τραβήξει το βλέμμα της από πάνω του. Της έρχεται στο μυαλό το μακάβριο έθιμο της
βικτωριανής εποχής να φωτογραφίζουν τους νεκρούς. Ο άγνωστος μοιάζει να έχει την
παγερή ακαμψία των φωτογραφημένων νεκρών. Δίνει την εντύπωση πως ούτε καν
αναπνέει. Είναι εντελώς ακίνητος, ένα ανθρωπόμορφο δέντρο που ’χει ριζώσει στη
μέση του κήπου της. Ακόμα όμως και τα δέντρα δίνουν την εντύπωση μιας
ανεπαίσθητης κίνησης, σαλεύει το φύλλωμά τους. Ενώ η αντρική αυτή φιγούρα
θυμίζει άγαλμα. Μαρμαρωμένος. Σιωπηλός. Το φοβιστικό δημιούργημα κάποιου
παρανοϊκού γλύπτη.
Το τηλέφωνο μοιάζει κι εκείνο νεκρό. Παίρνει και ξαναπαίρνει το νούμερο
ουρλιάζοντας Φύγε! Καλώ την αστυνομία! Ο άντρας απτόητος σαν να μην την ακούει,
τη βλέπει όμως μέσα απ’ την κουκούλα, η Νεφέλη είναι σίγουρη, τη σταυρώνει μια
κρυμμένη ατσάλινη ματιά, από κείνες τις ματιές που δεν έχουν έλεος. Το τηλέφωνο
εξακολουθεί να μη δίνει σήμα, βλέπει έντρομη πως τα καλώδια στη βάση του είναι
κομμένα. Άρα, κάποιος μπήκε μέσα. Κάποιος τα έκοψε. Όμως πώς; Η πόρτα δεν έχει
ίχνη παραβίασης… Ορμά στην κρεβατοκάμαρα, κλειδαμπαρώνεται. Το κινητό της
είναι αφόρτιστο, δεν μπορεί να καλέσει κανέναν. Το βάζει στη φόρτιση. Τραβάει το
έπιπλο με τα καλλυντικά μπροστά στην πόρτα για παραπάνω προστασία. Το μπουκάλι
με το ακριβό της άρωμα κατρακυλάει στο πάτωμα, έχει κόψει προ πολλού τις φτηνές
κολόνιες. Κουλουριάζεται στο κρεβάτι τρέμοντας, αγκαλιά με τον Ρούντυ, που
γουργουρίζει ανέμελα.
Όταν μετά από δέκα λεπτά κοιτάζει απ’ το παράθυρο του δωματίου της στον
κήπο, ο άντρας στέκεται ακόμα εκεί, πέτρινος σαν λαξευμένος βράχος. Δεν έχει
κουνηθεί ούτε σπιθαμή. Η Νεφέλη δεν είχε σκεφτεί ποτέ στο παρελθόν ότι θα της
προκαλούσε τόσο τρόμο η ακινησία. Σαν επικίνδυνη σιωπή που προμηνύει ένα
θανάσιμο ξέσπασμα.
11
Που τελικά δεν ήρθε, γιατί το ξημέρωμα ο άγνωστος είχε φύγει.

12
6.

Ο Βασίλης κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Μερικές τρίχες απ’ το κεφάλι
της Μυρτώς βρίσκονται ακόμα στα δάχτυλά του. Τις τινάζει. «Μαδάς που να πάρει.
Δε χρησιμοποιείς το ειδικό σαμπουάν;» Τον κοιτάζει βουβά. «Εντάξει, εντάξει, θα
σου πω τι έγινε. Μάλλον απ’ το σοκ έπαθες αμνησία. Λοιπόν, το περασμένο Σάββατο
πήγαμε με τη Μίλυ εκδρομή με το αυτοκίνητο οι δυο μας. Εσύ δεν ήρθες. Έμεινες
πίσω να φτιάξεις την τούρτα γενεθλίων. Θυμάσαι πότε ήταν τα γενέθλιά της ή το
ξέχασες κι αυτό;»
Ήταν; Ο παρελθοντικός χρόνος την τρελαίνει. Ασφαλώς και θυμάται τη
σημαντικότερη ημερομηνία της ζωής της. Κατανεύει.
«Πάλι καλά. Λοιπόν, εμείς φύγαμε κι εσύ έμεινες πίσω».
Σταματά την αφήγηση. Της χαμογελάει. Χαίρεται που την αφήνει σε αγωνία
για τη συνέχεια. Ανάβει τσιγάρο. Ξέρει καλά ότι σε χώρο νοσοκομείου απαγορεύεται
διά ροπάλου, ποτέ του όμως δεν τήρησε κανόνες. Κι αν τον πιάσει καμιά νοσοκόμα
και τον επιπλήξει, ξέρει πώς θα την καλοπιάσει, ώστε εκείνη να αισθανθεί ότι
συνάντησε έναν αληθινό τζέντλεμαν. Ο Βασίλης φρόντιζε να μην τσαλακώνεται η
άμεμπτη εικόνα του.
«Λοιπόν… Έτρεχα λίγο. Ξέρεις, το δάσος, η άπλα του δρόμου. Ε, στις
εκδρομές θέλει κανείς να ’ναι άνετος και γκαζώνει».
Οι γροθιές της σφίγγουν το σεντόνι.
«Πέσαμε σ’ ένα δέντρο. Η Μιλίτσα μας δεν τα κατάφερε…»
Της φαίνεται τόσο ψεύτικος όταν φωνάζει την κόρη τους Μιλίτσα. Καρφί δεν
του καίγεται για το παιδί. Όταν του είπε πως είναι έγκυος, η πρώτη του κουβέντα
ήταν ρίξ’ το. Κι όταν είδε πως δεν την έπειθε, της έβαλε τρικλοποδιά στη σκάλα. Από
θαύμα γλίτωσε την αποβολή.
«Πρέπει να σηκωθώ… να πάω στο νεκροταφείο».
Το χέρι του απλώνεται πάνω της αστραπιαία.
«Δεν θα πας πουθενά. Εντολές γιατρών!»
«Μα, πρέπει να δω τον τάφο της!»
«Αύριο. Θα σε πάω εγώ. Στο υπόσχομαι».
Τα δάχτυλά του υψώνονται πάλι στα μαλλιά της. Τα στριφογυρίζουν όλο και
πιο δυνατά.
13
«Σου ’χω χαλάσει εγώ ποτέ χατίρι;»
Τη σπρώχνει σιγά σιγά προς τα πίσω, της διορθώνει το μαξιλάρι.
«Αύριο, γλυκιά μου. Κοιμήσου τώρα».
Τη σκεπάζει ως τον λαιμό, τη φιλά στο μέτωπο.
«Αύριο…»
Με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση εμφανίζει ένα βιβλίο.
«Κοίτα τι σού ’φερα. Σ’ έχω δει να το διαβάζεις και σκέφτηκα να στο φέρω».
Ο Βασίλης σκέφτηκε κάτι που θα της έκανε καλό;
«Σαχλαμαρίτσα πάντως. Το διάβασα επί τροχάδην. Χάσιμο χρόνου».
Το ακουμπά στο στήθος της, βγαίνει έξω. Η Μυρτώ το ανοίγει ακολουθώντας
πιστά τον σελιδοδείκτη. Τα μάτια της πονάνε. Η μητέρα της τη συμβούλευε να μη
διαβάζει ποτέ ξαπλωμένη.
Τα βλέφαρά της γίνονται βαριά. Κλείνουν. Ο χρόνος χάνεται, γίνεται θαμπός
και ακαθόριστος…

7.

Ο άντρας φαινόταν πιο μεγάλος απ’ την ηλικία του. Σύμφωνα με τις
πληροφορίες που είχε συλλέξει ο Δελλής, ήταν εξήντα εφτά ετών, αλλά έδειχνε μια
δεκαετία πάνω. Τα αραιωμένα του μαλλιά είχαν ασπρίσει και τα χέρια του είχαν
γεμίσει τις καφετιές κηλίδες που συναντά κανείς στο δέρμα των ηλικιωμένων. Τα
κακοξυρισμένα γένια, το τριμμένο πουλόβερ με λαιμόκοψη V και τα νύχια που είχαν
μακρύνει και μαυρίσει στις άκρες, έδιναν την εικόνα ενός ανθρώπου προ πολλού
παρατημένου. Αλλά και το σπίτι δεν πήγαινε πίσω. Οι τοίχοι είχαν πιάσει μούχλα. Σε
κάποιο σημείο κρεμόταν άχαρα μια φτηνή χαλκογραφία. Στον Δελλή φάνηκε εντελώς
παράταιρη, μιας και του φαινόταν αδιανόητο αυτός ο άξεστος άνθρωπος να είχε
κρεμάσει στο σαλόνι του οποιοδήποτε είδος καλλιτεχνίας.
Είχε διαβεί το κατώφλι του φροντίζοντας να δηλώσει εξαρχής την ιδιότητά
του και να δείξει ταυτότητα. Το σπίτι μύριζε κλεισούρα. Μια ανεπαίσθητη οσμή
ούρων απ’ την ορθάνοιχτη πόρτα της τουαλέτας, του έφερε αναγούλα.
«Είσαι το λοιπόν ντέτεκτιβ;»
«Ναι».
«Και τι θες από μένα;»
14
«Να μιλήσουμε για την κόρη σας. Δέχεται απειλές. Μήπως ξέρετε από πού
μπορεί να προέρχονται;»
Ο άντρας τον πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής. Το στόμα του βρωμάει
νικοτίνη.
«Δεν έχω κόρη. Είχα μια, αλλά πέθανε».
«Πέθανε;»
«Για μένα ναι».
«Τι εννοείτε;»
Ο άντρας κάθεται σε μια καρέκλα που μοιάζει ετοιμόρροπη.
«Την απειλούν, είπες; Εγώ στη θέση σου δεν θα πίστευα λέξη απ’ ό,τι λέει
αυτή. Είναι μια βρωμερή ψεύτρα».
Ο Δελλής ξεροβήχει.
«Δεν μπορεί… Κάποιος της τηλεφωνεί και της στέλνει μηνύματα. Μου έδειξε
ένα τέτοιο μήνυμα».
«Μόνη της τα φτιάχνει. Τα σκαρώνει με το παμπόνηρο μυαλουδάκι της. Άκου
που σου λέω».
Δίπλα στα πόδια του άντρα είναι πεταμένο ένα ζουληγμένο κουτί μπύρας. Δεν
μπαίνει στον κόπο να το μαζέψει και το κλοτσά αφηρημένα με το δεξί του πόδι. Το
σπίτι είναι αχούρι, σκέφτεται ο Δελλής. Όταν πεθάνει, πρέπει να μπει συνεργείο
καθαρισμού για απολύμανση.
«Ισχυρίζεστε πως η κόρη σας ψεύδεται. Πού το στηρίζετε αυτό;»
«Ξέρεις πώς πέθανε η μάνα της; Ανέβηκε στη σκάλα να κρεμάσει κάτι
κουρτίνες, παραπάτησε και γκρεμίστηκε. Το παλιοθήλυκο είπε στους μπάτσους πως
την έριξα εγώ. Εξαιτίας της έμεινα στη στενή δεκαπέντε χρόνια».
«Δηλαδή… είστε αθώος;»
«Φυσικά».
«Πόσο χρονών ήταν η Νεφέλη όταν σας κατήγγειλε;»
«Στα δεκατέσσερα».
«Μήπως είδε κάτι και το παρερμήνευσε;»
«Όχι. Είπε ψέματα».
«Μα, γιατί να πει ένα τέτοιο ψέμα;»
Ο άντρας βγάζει απ’ την τσέπη του ένα πακέτο άφιλτρα. Βάζει στο στόμα του
ένα τσιγάρο χωρίς να το ανάψει. Το βλέμμα του είναι κακό.
15
«Γιατί είναι διάολος. Έτσι ήταν από μικρή».

8.

Συνειδητοποιεί πως βρίσκεται στο άθλιο κρεβάτι που αναγκάζεται να τηρεί


κάθε βράδυ το συζυγικό της καθήκον. Φορούσε ένα πλατύ χαμόγελο και παρίστανε
την ευχαριστημένη, ενώ φαντασιωνόταν πως αποκτούσε τεράστια μυϊκή δύναμη, τον
άρπαζε απ’ τα μπράτσα και τον πετούσε από πάνω της με σιχασιά. Ύστερα
σηκωνόταν και όπως εκείνος ήταν πεσμένος στο πάτωμα, τον ποδοπατούσε σαν
σκουλήκι που έπρεπε να λιώσει.
Κοιτά το ρολόι του κομοδίνου. Είναι δέκα και τέταρτο. Παρακοιμήθηκε. Χθες
στο νοσοκομείο τής υποσχέθηκε πως θα την πήγαινε στο νεκροταφείο. Πετάγεται
απάνω χωρίς να την ενδιαφέρει πώς βρέθηκε απ’ το νοσοκομείο στο σπίτι της. Ίσως
πήρε εξιτήριο και ο Βασίλης τη μετέφερε ναρκωμένη. Δε θα του ήταν και δύσκολο.
Μετά τη γέννηση της Μίλυ είχε αρχίσει να χάνει κιλά σε βαθμό ανησυχητικό. Ήταν
ζήτημα αν ζύγιζε 48 κιλά, λίγο ακόμα και το δέρμα της θα κολλούσε στα κόκαλα.
Νιώθει τα μάτια της γεμάτα τσίμπλες. Ανοίγει τη βρύση του νιπτήρα. Κάνει να
σκύψει, αλλά τραβιέται. Όταν ήταν παιδί, διασκέδαζε να βουλώνει τον νιπτήρα και να
τον γεμίζει νερό με σαμπουάν. Ύστερα έπαιρνε τα καραβάκια που της έφτιαχνε ο
μπαμπάς της και τα ’βαζε να πλεύσουν στις σαπουνάδες. Ήταν το αγαπημένο της
παιχνίδι. Πόσο της λείπουν οι γονείς της. Χάθηκαν κι οι δυο μέσα σ’ ένα χρόνο, ο
ένας από αρρώστια, ο άλλος από ατύχημα. Αν αληθεύει πως ο μπαμπάς της ζαλίστηκε
και γκρεμίστηκε απ’ το μπαλκόνι. Ποτέ της δεν το πίστεψε. Το ’ θελε. Πήγε να βρει τη
μαμά.... Ήταν τότε είκοσι δύο ετών, μόλις είχε γνωρίσει τον Βασίλη. Της είχε σταθεί,
έπαιζε τον ρόλο του άψογα. Ο ιπποτικός σύντροφος. Ο βράχος όπου μπορούσε να
στηριχτεί. Τότε, θεώρησε πως ήταν πρόνοια Θεού. Της πήρε τους γονείς, αλλά της
έδωσε μια σανίδα σωτηρίας. Αργότερα κατάλαβε πως ο ερχομός αυτού του άντρα στη
ζωή της, μόνο καταστροφή επέφερε. Πλέον, δεν το αποκλείει ο θάνατος των γονιών
της να ήταν αποτέλεσμα της αρνητικής ενέργειας του Βασίλη. Με το που τον γνώρισα,
έφυγαν...
Κοιτάζει με ένταση την τρύπα του νιπτήρα. Θα ’θελε να μπορούσε να τον
ξαναγεμίσει νερό με σαμπουάν, να βυθίσει καραβάκια, να ταξιδέψει. Αλλά ξέρει πως
της είναι πια αδύνατον. Φρόντισε ο Βασίλης γι’ αυτό. Κείνο το βράδυ τον είχε γεμίσει
16
με νερό για να παίξει με την κόρη της. Την είχε στείλει στο δωμάτιό της να φέρει τα
πολύχρωμα παπάκια που της είχε αγοράσει από ένα παιχνιδάδικο της γειτονιάς κι
ώσπου να επιστρέψει η μικρή, ο Βασίλης την είχε πλησιάσει αθόρυβα, είχε γραπώσει
το σβέρκο της και της είχε κρατήσει το κεφάλι κάτω απ’ το νερό. Δεν θυμάται την
αιτία, κάτι της έλεγε όσο εκείνη σπαρταρούσε, αλλά δεν άκουγε τίποτα πέρα απ’ τους
χτύπους της καρδιάς της που κλοτσούσαν στο στέρνο της σαν σφυριές. Δεν έδειχνε
διατεθειμένος να την αφήσει. Σταμάτησε όταν άκουσε τη λεπτή φωνούλα της Μίλυ
που στεκόταν σαστισμένη κοντά στην πόρτα του μπάνιου κρατώντας τα παπάκια.
Μπαμπά, τι κάνεις στη μαμά; Παράτησε τη Μυρτώ, ζύγωσε την κόρη του και της
χάιδεψε τα μαλλιά. Όλα καλά, της είπε πρόσχαρα. Πάμε για ύπνο. Την πήρε απ’ το
χέρι και την οδήγησε στο δωμάτιό της.
Η Μυρτώ ρίχνει βιαστικά νερό στο πρόσωπό της. Τέρμα το παρελθόν. Τώρα
πρέπει να δει τον τάφο του παιδιού της. Αναζητά τον Βασίλη σ’ όλο το σπίτι. Πρώτη
φορά επιδίδεται σε τέτοια αναζήτηση. Πάντα κατέβαινε τη σκάλα διστακτικά και
ανακουφιζόταν όταν δεν τον έβλεπε τριγύρω. Τώρα όμως είναι αλλιώς. Πρέπει να την
πάει στο νεκροταφείο, να της δείξει τον τάφο, να μπορέσει επιτέλους να κλάψει τη
Μίλυ της.
Ο ήχος του τηλεφώνου τη βγάζει απ’ τους συλλογισμούς της. Το σηκώνει μετά
από λίγα δευτερόλεπτα δισταγμού.
«Έλα, εγώ είμαι».
Η μισητή του φωνή. Μακάρι να ’χε πεθάνει αυτός όταν έπεσαν στο δέντρο.
Άλλωστε, αυτός έτρεχε, αυτός έπρεπε να πληρώσει. Και σίγουρα δεν είχε βάλει ζώνη
στη Μίλυ. Έλεγε πως ζώνη φοράνε όσοι είναι κότες.
«Πήρα να σου πω ότι θ’ αργήσω σήμερα. Να πάρεις εσύ τη μικρή απ’ το
σχολείο. Σου άφησα λεφτά για ταξί στο τραπέζι της κουζίνας».
Το ακουστικό γλιστρά απ’ τα χέρια της, η φωνή του ακούγεται σαν να ’ρχεται
απ’ το υπερπέραν.
«Μ’ άκουσες; Γιατί δε μιλάς;»
Νιώθει παραλυμένη, το αίμα λιμνάζει στις φλέβες της. Τι παιχνίδι τής παίζει;
Σήμερα ήταν να την πάει στον τάφο, το υποσχέθηκε.
«Μυρτώ! Μ’ ακούς, γαμώτο; Απάντα που να πάρει!»
Ανοιγοκλείνει άηχα το στόμα σαν να μην έχει αέρα για να ουρλιάξει.

17
9.

Κοιτάζει την εξώπορτα με ένταση. Είναι μισάνοιχτη. Θα ’παιρνε όρκο πως


την είχε κλειδώσει. Πάσχει από αυτό που ένας ψυχολόγος θα ονόμαζε
ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση. Το ’χει διαβάσει σ’ ένα περιοδικό. Ελέγχει πάνω από
τρεις φορές αν κλείδωσε, σε βαθμό που μαλώνει τον εαυτό της: Το τσέκαρες, φτάνει
πια!
Ωστόσο, η πόρτα όχι μόνο είναι ξεκλείδωτη, μα και ανοιχτή. Κάποιος μπήκε
στο σπίτι της ή είναι ακόμα μέσα. Αυτός που έκοψε τα καλώδια του τηλεφώνου. Αυτός
που στεκόταν ακίνητος. Παγώνει. Να δρασκελίσει το κατώφλι δεν τολμά. Το μήνυμα
έγραφε Σύντομα. Κι αν αυτό το σύντομα είχε φτάσει;
Η ώρα περνά κι εκείνη είναι ακόμα στην είσοδο. Πρώτη φορά φοβάται να
μπει στο σπίτι της. Ο προσωπικός της χώρος ήταν πάντα η ασφάλεια και το
καταφύγιό της. Τώρα μοιάζει να φιλοξενεί κάποιον αόριστο θανάσιμο κίνδυνο.
Προσπαθεί να δει μέσα απ’ το ελάχιστο άνοιγμα της πόρτας. Βλέπει ένα μέρος του
χαλιού και του καναπέ. Το σαλόνι δείχνει έρημο. Εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να
’χει μετακινηθεί τίποτα, εκτός κι αν κάτι τέτοιο συμβαίνει στο υπόλοιπο κομμάτι που
δεν μπορεί να δει. Το βλέμμα της χτενίζει επίμονα το μπράτσο του καναπέ, ψάχνει να
βρει οποιαδήποτε παραφωνία κλονίζει το σύνολο. Βλέπει κάτι να γυαλίζει στο
πάτωμα, κάτι που μοιάζει με σπασμένα γυαλιά. Το κιτρινοκόκκινο χρώμα τους
παραπέμπει σ’ ένα βάζο που είχε φέρει παλιά απ’ την Τσεχία. Το αγαπημένο της.
Κρίμα… Το βλέμμα της συνεχίζει την πορεία του ανοδικά και σταματά στον
πολυέλαιο, που δείχνει να βαραίνει από ένα μαύρο αντικείμενο που κρέμεται στο
κέντρο του.
Το μυαλό της δουλεύει πυρετωδώς. Τι έχει σε μαύρο χρώμα; Μια μπλούζα…
ένα παλτό κι έναν αρκούδο, που τον κρατάει να της θυμίζει τα παιδικά της χρόνια.
Γιατί όμως ο δράστης θεώρησε πως θα τη σόκαρε αν έβλεπε κάποιο απ’ αυτά τα τρία
πράγματα κρεμασμένο στον πολυέλαιο του σαλονιού της; Αν η πρόθεσή του δεν ήταν
μόνο να την τρομάξει αλλά και να την πληγώσει -είναι σίγουρη, το νιώθει μέσα της
βαθιά πως αυτός όποιος κι αν είναι θέλει να την πονέσει- τι τραυματισμό θα της
προκαλούσε το θέαμα μιας κρεμασμένης μπλούζας, ενός παλτού ή μιας κούκλας; Η
ματιά της παραμένει σκαλωμένη στη μαύρη απροσδιόριστη μάζα. Μαύρο… Μαύρο…
Τα σχέδια με σινική μελάνη που έκανε στο σχολείο… Ζωγράφιζε δέντρα, λουλούδια και
18
ζώα. Τα φυτά τα πετύχαινε καλύτερα. Τα ζώα όχι και τόσο, της ξέφευγαν οι
λεπτομέρειες. Τα ζώα…
Και τότε, ταράζεται σύγκορμη, τα πόδια της λυγίζουν αδύναμα να την
κρατήσουν, ένα ουρλιαχτό αναδεύεται μέσα της έτοιμο να ξεσπάσει. Ο Ρούντυ είναι
μαύρος, είναι η τελευταία σκέψη που κάνει πριν χάσει τις αισθήσεις της και
σκοτεινιάσουν τα πάντα.

10.

Βουτάει το ακουστικό, του λέει βιαστικά ένα εντάξει, θα την πάρω εγώ,
ορμάει στην κουζίνα -της έχει αφήσει πράγματι λεφτά- τα αρπάζει βίαια, τα
χαρτονομίσματα τσαλακώνονται στις χούφτες της, φοράει την καμπαρντίνα της πάνω
απ’ το νυχτικό, βγαίνει στο δρόμο με τα τσόκαρα αναζητώντας ταξί. Σταματάει
κάποιος, ίσως τελικά τη λυπάται ο Θεός, μπαίνει μέσα με φόρα, κοπανάει την πόρτα,
μια άκρη του νυχτικού της κλείνεται απ’ έξω. Δίνει τη διεύθυνση του σχολείου της
Μίλυ. Ο ταξιτζής την κοιτάζει περίεργα μέσα απ’ τον καθρέφτη. Δεν έχει καμία
διάθεση να του δώσει εξηγήσεις για την εμφάνιση και τη συμπεριφορά της, όμως
καταλαβαίνει πως πρέπει, για να μην την περάσει για τρελή.
«Με ειδοποίησαν απ’ το σχολείο πως η κόρη μου έπαθε κάποιο ατύχημα. Γι’
αυτό είμαι έτσι…»
Ο ταξιτζής κουνάει το κεφάλι με συγκατάβαση, της εύχεται να ’ναι καλά το
παιδί. Μουρμουρίζει ένα ευχαριστώ, κολλάει το πρόσωπο στο τζάμι του παραθύρου, η
απόσταση για το σχολείο μειώνεται, αλλά εκείνη νιώθει το αντίθετο, ο δρόμος σαν να
γίνεται μακρύς και ατέρμονος.
Ακούει το φτάσαμε σαν λύτρωση, πληρώνει τον ταξιτζή μ’ ένα απ’ τα
τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που ’χουν ιδρώσει στην παλάμη της και βγαίνει έξω.
Τα παιδιά είναι στο προαύλιο, τα χέρια της γραπώνουν τα κάγκελα του σχολείου, το
βλέμμα της αναζητά αδηφάγα την κόρη της. Την εντοπίζει να παίζει αμέριμνα με τις
συμμαθήτριές της, πιο ζωντανή από ποτέ. Τα δάχτυλά της συνεχίζουν να σφίγγουν τα
κάγκελα. Θέλει να χαθεί μέσα στην αγκαλιά της, αλλά σκέφτεται τα μπερδεμένα της
μαλλιά, το νυχτικό που εξέχει κάτω απ’ την καμπαρντίνα, τα στραβοπατημένα της
τσόκαρα που το ένα τής έχει μισοβγεί απ’ το πόδι, τα δάκρυα που δραπετεύουν απ’ τα
μάτια και συγκρατιέται. Δεν πρέπει επ’ ουδενί να τρομάξει το παιδί.
19
Ένας εφιάλτης ήταν τελικά. Μα… τόσο ζωντανός;

11.

Μισανοίγει τα μάτια. Είναι ξαπλωμένη στον καναπέ, από πάνω της στέκει
ανήσυχος ο Δάνης Δελλής. Ανασηκώνεται ξαφνιασμένη.
«Τι κάνετε εσείς εδώ; Τι έπαθα;»
«Λιποθυμήσατε. Ερχόμουν να σας δω, γιατί μου αφήσατε μήνυμα στον
τηλεφωνητή και σας βρήκα πεσμένη στην είσοδο. Τώρα θα καλούσα ασθενοφόρο…»
«Μην καλέσετε κανέναν, τα σιχαίνομαι τα νοσοκομεία».
Το βλέμμα της ανεβαίνει στον πολυέλαιο.
«Ο Ρούντυ! Πού είναι ο Ρούντυ;»
«Ησυχάστε. Τον κατέβασα και τον έβγαλα έξω. Μπορώ να τον θάψω εγώ αν
θέλετε…»
Μια σκιά οδύνης διαπερνά την όψη της, ο Δελλής τής ακουμπά συμπονετικά
τον ώμο.
«Λυπάμαι πολύ... Ήταν άσχημο αυτό που έγινε».
«Άσχημο; Ήταν βάναυσο, κτηνώδες! Τι τού ’φταιξε το αθώο πλάσμα;»
«Ίσως πρέπει ν’ απευθυνθείτε στην αστυνομία. Εγώ δεν μπορώ να σας
προστατέψω».
«Η αστυνομία είναι μπελάς. Καταθέσεις, τμήματα, δακτυλικά αποτυπώματα…
Κι αν το μυριστούν τα κοράκια οι δημοσιογράφοι, θα με φάνε ζωντανή για την
τηλεθέαση».
Κοιτάζει μηχανικά το πάτωμα. Είναι πεντακάθαρο σαν να ’χε βάλει σκούπα
προ πέντε λεπτών. Σηκώνεται και πηγαίνει γύρω απ’ τα έπιπλα, σκύβει κάτω απ’ τις
πολυθρόνες.
«Τι ψάχνετε;»
«Τα γυαλιά… Δεν υπάρχουν πια…»
«Ποια γυαλιά;»
Κάθεται κρατώντας το κεφάλι της.
«Δε νιώθω καλά…»
«Να σας φέρω ένα ποτήρι νερό;»

20
Το θέαμα απέναντί της της φέρνει σκοτοδίνη. Γραπώνει το μπράτσο του
καναπέ, τα νύχια της μπήγονται στο βελούδινο ύφασμα. Το τσέχικο βάζο δεσπόζει
στο κέντρο του μπουφέ, η κιτρινοκόκκινη πορσελάνη του μοιάζει να αστράφτει
ανάμεσα στις κορνίζες και τα αγαλματίδια που το πλαισιώνουν. Πλάι του στέκουν τα
αρωματικά κεριά που τ’ άναβε κάθε βράδυ ανελλιπώς για καλή ενέργεια. Τίποτα δεν
φαίνεται να ’χει μετακινηθεί απ’ τη θέση του.
«Το βάζο…» ψελλίζει. «Το βάζο ήταν σπασμένο…»
Της έρχεται ζαλάδα, ο Δελλής τη συγκρατεί.
«Ηρεμήστε, θα ήταν η ιδέα σας».
«Δεν ήταν ιδέα μου…»
Το χέρι της ανασύρει ένα διπλωμένο χαρτί απ’ την τσέπη του παντελονιού της.
«Αυτό… το βρήκα στο ταχυδρομικό κουτί, όπως το προηγούμενο. Γι’ αυτό
ήθελα να μιλήσουμε. Παίζει μαζί μου σαν τη γάτα με το ποντίκι».
Ο Δελλής ξεδιπλώνει το χαρτί. Μια ακατανόητη λέξη απλώνεται με κεφαλαία
γράμματα:
YO GTZ E

Και από κάτω με μικρά γράμματα:

Οι απειλές θα σταματήσουν μόλις βρεις τι σημαίνει. Γράψε την απάντηση και βάλ’ τη
στον κάδο όπου πετάς τα σκουπίδια. Αν όχι…17.

«Πάλι το 17. Καταλαβαίνετε τίποτα;»


«Όχι…»
«Αυτή η λέξη σε ποια γλώσσα είναι;»
«Σε καμιά».
Ο Δελλής έχει πάρει ύφος βαρύ και σοβαρό.
«Θέλετε να πείτε πως μου έστειλε μια λέξη στα αλαμπουρνέζικα;»
«Σας έστειλε μια λέξη που αποτελεί άλυτο μυστήριο εδώ και χρόνια».
Η Νεφέλη γουρλώνει τα μάτια.
«Δηλαδή… κι άλλη αληθινή ιστορία; Σαν το κορίτσι της λίμνης;»

21
«Στο γραφείο μου υπάρχει ένα ντοσιέ τιγκαρισμένο από αποκόμματα
εφημερίδων. Έχω μια φωτογραφία που εικονίζει σε χειρόγραφο την ίδια ακριβώς
λέξη. Όταν ξανάρθετε, θα σας τη δείξω».
«Δεν καταλαβαίνω…»
«Πρόκειται γι’ άλλη μια ανατριχιαστική ιστορία, από κείνες που δοκιμάζουν
την ανθρώπινη λογική. Το ΄84 ένας Γερμανός ερευνητής, ο Günther Stoll άρχισε να
διακατέχεται από μανία καταδίωξης και να λέει στη σύζυγό του πως τον κυνηγούσαν
αυτοί. Ποιοι ήταν αυτοί δεν διευκρίνισε ποτέ. Ένα βράδυ εκεί που καθόταν ήρεμος,
πετάχτηκε απάνω φωνάζοντας Τώρα καταλαβαίνω! Έγραψε σ’ ένα κομμάτι χαρτί τη
λέξη YOGTZE και έφυγε απ’ το σπίτι του. Στις τρεις τα ξημερώματα δύο οδηγοί
φορτηγού τον βρήκαν βαριά τραυματισμένο στο τρακαρισμένο του αυτοκίνητο. Ήταν
γυμνός. Ξεψύχησε στο ασθενοφόρο2».
«Κι εγώ… τι σχέση έχω;»
«Με τον Stoll; Καμία. Ο άγνωστος όμως σας καλεί να λύσετε έναν γρίφο που
δεν έχει λύσει κανείς».
«Δεν κατανοώ τη λογική αυτού του…»
Σταματά ψάχνοντας να βρει την κατάλληλη λέξη που θα μπορούσε να
χαρακτηρίσει επιτυχώς αυτόν που την απειλεί.
«Μην ψάχνετε λογική στην παράνοια. Ούτε απάντηση στη σημασία της
λέξης. Δεν υπάρχει».
«Έκανα ήδη κάποιες σκέψεις… Ίσως είναι πινακίδα αυτοκινήτου. Ακόμα, το
G έτσι όπως το βλέπω μπορεί να είναι και 6».
«Ναι. Και το Z μπορεί να είναι 2. Αυτές τις σκέψεις τις έκαναν πολλοί».
«Τότε… Ίσως πρόκειται για κάποια μυστική φόρμουλα… Πού να ξέρω;»
«Μην το ψάχνετε. Σας το ’πα ήδη, δεν θα το βρείτε».
Η Νεφέλη πιέζει αμήχανα το μήνυμα στις άκρες.
«Μα τότε… γιατί;»
«Γιατί σας προτρέπει να βρείτε τη λύση; Γιατί ξέρει πως αποκλείεται να τη
βρείτε. Ό,τι κι αν εννοούσε ο μακαρίτης, το πήρε στον τάφο του».
«Το κάνει δηλαδή για να με τσακίσει. Πρώτα ο γάτος μου, τώρα αυτό».
Ο Δελλής παίρνει μια βαθιά ανάσα.

2
Υπόθεση YOGTZE. Αληθινή ιστορία.

22
«Το κάνει, για να σας δηλώσει έμμεσα πως δεν θα σταματήσει ποτέ να σας
απειλεί».
12.

Είναι ευτυχισμένη και το πρώτο πράγμα που σκέφτεται μόλις ξυπνάει το


επόμενο πρωί είναι το χθεσινό απόγευμα που είχε περάσει με τη Μίλυ. Η κόρη της
στην αρχή είχε προσπαθήσει να τραβηχτεί απ’ τη μέγγενη της αγκαλιάς της. Μαμά, με
πονάς. Η Μυρτώ δεν τη χόρταινε. Στο σχολείο, περίμενε να τη δει από μακριά να
μπαίνει στην τάξη, γύρισε σπίτι με ταξί, έχοντας υποχρεωθεί να δικαιολογηθεί και
στον δεύτερο ταξιτζή για την ανεκδιήγητη εμφάνισή της. Όταν μεσημέριασε, φόρεσε
ένα απ’ τα καθημερινά της φορέματα, βάφτηκε με χέρι τρεμάμενο απ’ την
υπερένταση, πήγε ξανά στο σχολείο και πήρε τη Μίλυ, όπως όφειλε να είναι:
σουλουπωμένη, χτενισμένη και κατά το δυνατόν ψύχραιμη. Μες στο ταξί, το τρίτο
κατά σειρά που είχε αναγκαστεί να πάρει εκείνη τη μέρα, έσφιγγε το χέρι του παιδιού
και είχε καθίσει κολλητά πλάι του. Μαμά, με πονάς. Κατάλαβε πως το παράκανε με
τις αγκαλιές και ίσως την τρόμαξε. Μόλις γύρισαν σπίτι, παρήγγειλε την αγαπημένη
πίτσα της κόρης της. Στο παιδί που την έφερε, έδωσε χοντρό φιλοδώρημα. Ο Βασίλης
παραδόξως δεν της είχε επιβάλει καμιά απ’ τις γνωστές τιμωρίες του όταν είδε πίτσα
στο τραπέζι αντί για σπιτικό φαγητό ούτε την είχε ρωτήσει γιατί δεν είχε μαγειρέψει.
Περιορίστηκε να πει φάτε εσείς αυτά τα σκουπίδια, εγώ θα φάω έξω και εξαφανίστηκε
ενδεχομένως με κάποια απ’ τις φανταχτερές μετρέσες του, για την οποία η Μυρτώ
ένιωσε βαθιά ευγνωμοσύνη που τον κράτησε μακριά της τόσες ώρες.
Η ματιά της πέφτει μηχανικά στο ρολόι του κομοδίνου. Κοντεύει εννιά. Είχε
βάλει το ξυπνητήρι στις εφτά και δεν χτύπησε. Αποκλείεται να μην το ’χε ακούσει.
Σηκώνεται βιαστικά και πάει στο δωμάτιο της Μίλυ. Το κρεβάτι της είναι στρωμένο
και το εικονογραφημένο «Η ιστορία της Δημιουργίας» που της διαβάζει τα τελευταία
βράδια, τοποθετημένο ανάμεσα στα άλλα βιβλία της βιβλιοθήκης της.
Αισθάνεται μια τσιμπιά στο στέρνο σαν να την τρύπησε κεντρί μέλισσας.
Ποτέ η Μίλυ δεν έβαζε σε τάξη το δωμάτιό της τα πρωινά που σηκωνόταν
αγουροξυπνημένη να ετοιμαστεί για το σχολείο. Πολλές φορές βαριόταν να φάει
ακόμα και το πρωινό της και η Μυρτώ τής το τύλιγε σε αλουμινόχαρτο για να το
πάρει μαζί της.
Ορμά στο τηλέφωνο, καλεί τον Βασίλη στο κινητό.
23
«Έλα! Σου ’χω πει να μη μ’ ενοχλείς στη δουλειά, εκτός κι αν υπάρχει
απόλυτη ανάγκη».
«Ήθελα μόνο να σε ρωτήσω αν ετοίμασες πρωινό στη Μίλυ πριν την πας στο
σχολείο και γιατί δεν με ξύπνησες».
Βουβαμάρα στην άλλη άκρη, σαν να κόπηκε η γραμμή.
«Έχεις τρελαθεί;» λέει τελικά.
«Τι εννοείς;»
«Το πας φιρί φιρί να σε κλείσω στο τρελάδικο, κούκλα μου; Το μεσημέρι είναι
το μνημόσυνό της. Μην το κουνήσεις ρούπι, έρχομαι από κει».
Ένα απότομο κενό στο στομάχι, νιώθει άδεια, ένα κουφάρι ακατοίκητο κι απ’
αυτήν την ίδια. Μαύρα φίδια τη ζώνουν αμείλικτα. Κάτι δεν πάει καλά, κάποια
παραφωνία φαλτσάρει βάναυσα στ’ αυτιά της μαζί με το άψυχο βούισμα του
ακουστικού. Ίσως ο χρόνος τρελάθηκε για άλλη μια φορά κι εκείνη ξημερώθηκε με
τη Μίλυ νεκρή. Δεν αντέχει άλλο τα παιχνίδια του χρόνου. Δεν μπορεί πλέον να
αναμετρηθεί μ’ αυτή την πραγματικότητα που την πνίγει σαν κύμα παλιρροϊκό.
Κλείνει τις κουρτίνες. Της φαίνεται η μόνη λογική κίνηση. Οι κουρτίνες πρέπει να
είναι κλειστές σε ένδειξη πένθους. Κουλουριάζεται στο πάτωμα σε στάση εμβρύου.
Οι αισθήσεις της σβήνουν σαν τρεμάμενα κεριά…

13.

«Από πού κι ως πού πήγες σ’ αυτόν;»


Η Νεφέλη έχει μετανιώσει που δεν έκλεισε το ραντεβού στο σπίτι της. Το
γραφείο του Δελλή είναι στενό και αυτή τη στιγμή στέκεται εμπόδιο στην αδήριτη
ανάγκη της να βηματίζει πέρα δώθε. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κινείται
νευρικά στην καρέκλα της σταυρώνοντας πότε το ένα πόδι πότε το άλλο.
Συνειδητοποιεί πως δεν του μίλησε στον πληθυντικό.
«Σόρυ για τον Ενικό, αλλά δεν μου πάνε άλλο τα καθωσπρεπίστικα».
«Δεν πειράζει. Καλύτερα έτσι, να σπάσει ο πάγος. Όσο για τον πατέρα σου,
μου ανέθεσες να βρω ποιος σε απειλεί. Είναι λογικό να ξεκινήσω ψάχνοντας στον
στενό σου κύκλο».
«Αυτός δεν ανήκει στον κύκλο μου».
«Αυτός είναι ο πατέρας σου».
24
«Τον έχω διαγράψει εδώ και χρόνια».
«Κι εκείνος το ίδιο. Μου είπε πως έχεις πεθάνει γι’ αυτόν».
Το πρόσωπό της σκοτεινιάζει απότομα σαν να σκεπάζεται από ένα βαρύ
παραβάν. Ο Δελλής σπεύδει να τα μπαλώσει.
«Συγγνώμη… Ήταν άκομψο που στο είπα…»
«Πολλές αλήθειες είναι άκομψες. Τι άλλο σού είπε;»
«Πως τα κατεβάζεις όλα απ’ το κεφάλι σου. Κατά τη γνώμη μου, ο πατέρας
σου είναι ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος. Η μαρτυρία σου τον έστειλε στη φυλακή. Είτε
ήταν αληθινή είτε όχι…»
«Δεν ήταν αληθινή. Είπα ψέματα».
Ο Δελλής εκπλήσσεται. Δεν περίμενε ποτέ πως θα του ομολογούσε με τόση
ευκολία μια ψευδομαρτυρία. Η Νεφέλη είναι απρόβλεπτη. Το βλέπει τώρα καθαρά.
«Κοίτα, χτυπούσε τη μάνα μου. Ήταν ο μόνος τρόπος να τιμωρηθεί και να
βγει μια κι έξω απ’ τη ζωή μου».
«Και εξαιτίας σου καταδικάστηκε ένας αθώος;»
«Η λέξη αθώος δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτόν. Κατέστρεψε τη ζωή της μάνας
μου και θα κατέστρεφε και τη δική μου αν δεν τον ξεφορτωνόμουν».
«Και διάλεξες αυτόν τον τρόπο;»
«Οι ακραίες καταστάσεις απαιτούν ακραία μέτρα».
«Συνειδητοποιείς ότι ο πατέρας σου έχει κάθε λόγο να θέλει να σ’ εκδικηθεί;»
«Μπορεί, αλλά δεν είναι αυτός που ψάχνουμε».
«Πώς το ξέρεις;»
«Δεν διαθέτει ούτε το μυαλό ούτε τη μεθοδικότητα για κάτι τέτοιο. Ένα
ανθρωπάκι είναι με ζωώδη ένστικτα. Αν κάνει έγκλημα, θα το κάνει εν βρασμώ».
Ο Δελλής ακουμπά στην πλάτη της πολυθρόνας του. Του ξεφεύγει ένα
σφύριγμα θαυμασμού.
«Βλέπω πως έχεις αρχίσει ήδη να φτιάχνεις το ψυχολογικό προφίλ του
δράστη».
Η Νεφέλη βγάζει απ’ την τσάντα της χαρτί και στυλό. Γράφει ένα όνομα και
μια διεύθυνση. Το τείνει στον Δελλή.
«Για μένα αυτός είναι ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος. Αυτός θα μπορούσε να ’χει
σκοτώσει και τον γάτο μου. Μισεί τα ζώα».

25
Ο Δελλής κοιτάζει τα βιαστικά γράμματα που απλώνονται πλαγιαστά κατά
μήκος του χαρτιού.
«Ποιος είναι αυτός;»
«Ο πρώην άντρας μου».

14.

Κατεβαίνει τη σκάλα με αργά βήματα. Έχει ήδη αντιληφθεί τις


μαυροφορεμένες φιγούρες που έχουν καταλάβει τον καναπέ και τις πολυθρόνες της.
Μια γυναίκα τούς προσφέρει καφέδες σ’ έναν ασημένιο δίσκο. Ο Βασίλης φορά το
μαύρο του κοστούμι. Την πλησιάζει φέρνοντας το στόμα του κοντά στο αυτί της. «Δε
νομίζεις πως πρέπει ν’ αλλάξεις, μωρό μου;»
Η Μυρτώ νιώθει το στόμα της ξερό σαν να ’χει πάθει αφυδάτωση. Το
τελευταίο πράγμα που θυμάται ήταν να κλείνει τις κουρτίνες. Πρέπει να λιποθύμησε
πάλι. Αυτές οι λιποθυμίες την έχουν κάνει να χάνει την αίσθηση του χρόνου και το
μυαλό της να βουλιάζει σε κενά μνήμης.
«Ποιοι είναι αυτοί;»
«Φίλοι και συνάδελφοι. Ήρθαν να μας συλλυπηθούν».
Της έρχεται ίλιγγος. Οι μαυροντυμένες μορφές αρχίζουν να στροβιλίζονται
επικίνδυνα. Πιάνεται στην κουπαστή. Ένα όνομα αναβοσβήνει στη σκέψη της σαν
συναγερμός: Μίλυ.
Τρέχει παραζαλισμένη στο δωμάτιο της κόρης της. Τ’ αυτιά της πιάνουν
δικαιολογίες του Βασίλη, «Μη δίνετε σημασία, είναι ταραγμένη».
Η εικόνα που μπαίνει στο οπτικό της πεδίο την ανακουφίζει γεμίζοντάς την
ταυτόχρονα με αναπάντητα ερωτήματα. Η Μίλυ καθιστή στο κέντρο του κρεβατιού,
με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα, φορώντας το καλό της φόρεμα να παίζει με τη
Φίφη, μια μαριονέττα με πλεξούδες μαύρες σαν κάρβουνο. Την αγκαλιάζει απ’ τη
μέση κλαίγοντας. Η μικρή ξαφνιάζεται, γυρίζει απότομα προς το μέρος της. Δεν είναι
εκείνη, δεν είναι η Μίλυ. Είναι ένα ξένο κορίτσι που της μοιάζει. Ένα ξένο κορίτσι
ντυμένο ξεδιάντροπα με τα ρούχα της.
Νιώθει σαν να την κλότσησαν στο κεφάλι. «Ποια είσαι;» ουρλιάζει. «Πώς
τολμάς και φοράς το φόρεμα της κόρης μου;» Της τραβά βίαια τα μανίκια, τα σκίζει.
Η μικρή τρομοκρατείται, αρχίζει να στριγγλίζει. Ο Βασίλης εισβάλλει στο δωμάτιο
26
μαζί με τη γυναίκα που σέρβιρε τους καφέδες. Η γυναίκα αρπάζει στην αγκαλιά της
το κορίτσι που κλαίει γοερά. Η Μυρτώ κοιτάζει τα απομεινάρια του υφάσματος που
’χουν μείνει στα χέρια της μετά το άγριο σχίσιμο του ρούχου. Είναι ιεροσυλία να
φοράει άλλη το φουστάνι του παιδιού της. «Αγάπη μου, προσπάθησε να
καταλάβεις…» Ο Βασίλης παριστάνει τον τρυφερό σύζυγο. Πόσο γελοίος φαίνεται
πάνω του αυτός ο ρόλος. «Μιας κι η κορούλα μας έφυγε, χάρισα τα ρούχα της στο
παιδάκι της κυρίας Ρηνιώς από δω. Ήρθε να μας βοηθήσει στο σερβίρισμα. Είναι
παραδουλεύτρα».
Σφίγγει τα κομμάτια απ’ το ύφασμα. Είναι γαλάζιο του ουρανού, το
αγαπημένο χρώμα της κόρης της. «Η Μίλυ δεν έφυγε», λέει και τα λόγια της
βγαίνουν αιχμηρά σαν πρόκες. «Δεν έφυγε, δεν έφυγε». Η παραδουλεύτρα την
κοιτάζει με οίκτο. Φεύγει σφίγγοντας πάνω της το παιδί. Η Μυρτώ μαντεύει τις
σκέψεις της: Τι κρίμα αυτός ο ευγενικός κύριος να ’χει μια γυναίκα τρελή. Τι κρίμα…

15.

Με το πρώτο φως της αυγής η Νεφέλη φοράει το πράσινο φουσκωτό της


μπουφάν με την κουκούλα και βγαίνει περίπατο. Από μέσα το χοντρό φλις πουλόβερ
τής δημιουργεί την αίσθηση μιας γαλήνιας ζεστασιάς. Ριπές ανέμου σκορπούν στο
πεζοδρόμιο γόπες ανάμεικτες με ξεραμένα φύλλα. Μια γάτα τραβάει ένα
ψαροκόκαλο. Το τρίχωμά της έχει μαδήσει. Υπό άλλες συνθήκες μπορεί και να την
έπαιρνε. Αν αυτός είχε σταματήσει τις απειλές. Δεν μπορεί να έχει δίπλα της κανένα
ζωντανό πλάσμα. Θα έθετε η ζωή του σε κίνδυνο. Νιώθει τραγικά υπεύθυνη για το
τέλος του Ρούντυ. Έπρεπε να είχε ζυγίσει καλύτερα τα πράγματα. Έπρεπε να είχε
προλάβει.
Θέλει να περπατήσει, να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της. Το χέρι της στη
δεξιά τσέπη της φόρμας της ψαχουλεύει το καινούριο μήνυμα.
Είχε τραβήξει τον Δάνη στο σαλόνι με μια οικειότητα που δεν μπορούσε να
περάσει απαρατήρητη. Το χέρι του στη χούφτα της ήταν ζεστό. Άργησε να το αφήσει
σαν να ’χε ανάγκη το άγγιγμα. Μια αμηχανία ηλέκτριζε την ατμόσφαιρα. Τού ’δειξε
έναν πίνακα στον απέναντι τοίχο.
«Σε φώναξα γι’ αυτό. Είναι γυρισμένος ανάποδα και φοβάμαι να τον βάλω
στη θέση του μην υπάρχει καμιά παγίδα…»
27
Ο Δάνης πλησίασε τον πίνακα, επεξεργάστηκε το πλαίσιο.
«Από πότε είναι έτσι;»
«Τον βρήκα σήμερα το πρωί σ’ αυτήν τη θέση. Απ’ την τρομάρα μου μού
’πεσε η κούπα του καφέ».
Ο αγαπημένος της καφές φίλτρου, απαραίτητα αχνιστός, τόσο που
ακουμπούσε τα δάχτυλά της στα πλαϊνά της φλιτζάνας ώσπου να τα ζεματίσει.
Ένα χαρτί τυλιγμένο προσεκτικά, ήταν στερεωμένο στη ράχη του πίνακα με
ζελοτέιπ. Ο Δάνης το ξετύλιξε, εικόνιζε ένα σχήμα. Τίποτα γραμμένο αυτή τη φορά,
καμιά προειδοποίηση ή απειλή. Κανένας γρίφος. Της το ’δωσε. Εκείνη μόλις το
κοίταξε, απέστρεψε το βλέμμα, αλλά ήταν πλέον αργά. Το είχε δει. Ένας αρχέγονος
θρύλος. Της είχε μιλήσει γι’ αυτόν η μητέρα της. Της είχε περιγράψει την εικόνα, ένα
σπειροειδές σχήμα που φέρνει στον νου το άπειρο ή την άβυσσο. Αν στο χάριζε
κανείς, θα ’πρεπε να περιμένεις μια μεγάλη ανατροπή. Ίσως καλή. Ίσως ολέθρια. Η
ματιά της είχε χαθεί στην περιστροφή του σχήματος, στριφογύριζε μαζί της.
Ζήτησε απ’ τον Δάνη να φύγει, χωρίς να του εξηγήσει τίποτα. Ήθελε να μείνει
μόνη με το αναπάντεχο που την περίμενε στη γωνία. Ξαφνικά την κυρίευσε το
πείσμα. Έλα λοιπόν, είπε νοερά στον άγνωστο εχθρό. Σε περιμένω…

***

Το ίδιο βράδυ τού ζητά να τον ξαναδεί. Του εκμυστηρεύεται ένα περιστατικό
που της είχε συμβεί στην εφηβεία. Είχε πάει με συμμαθήτριές της σ’ ένα κλαμπ. Το
πιοτό και η παρέα τής άναψαν το κέφι κι άρπαξε ένα μικρόφωνο να τραγουδήσει.
Παρότι ήξερε τους στίχους, έριχνε κλεφτές ματιές στο καραόκε να ’ναι σίγουρη πως
δεν θα παρέλειπε κάποια λέξη. Και τότε, είδε τη φράση που φύτρωσε παράτυπα
ανάμεσα στ’ αθώα λόγια του τραγουδιού, που ουδεμία σχέση είχε με το θέμα του
ούτε θυμόταν να υπήρχε ποτέ στο τραγούδι.

You will die young3

3
Θα πεθάνεις νέα.

28
Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεκαθαρίσει αν όντως είχε δει αυτές τις λέξεις ή ήταν
αποκύημα της φαντασίας της. Κατέληξε πως μάλλον ήταν παραισθήσεις απ’ το
αλκοόλ ή κάποιος της έκανε πλάκα, μια μακάβρια πλάκα που δεν την έβρισκε
καθόλου διασκεδαστική. Περιοδικά το ξαναθυμόταν και το απόδιωχνε σαν
ενοχλητική μύγα. Μπορεί όλο αυτό να ήταν ένα νοσηρό παιχνίδι του μυαλού της,
όμως ο φόβος είχε προλάβει να θρονιαστεί μέσα της και τώρα με τις απειλές είχε
θεριέψει.
«Ο πρώην μου», λέει με αγανάκτηση. «Με μισεί επειδή τον παράτησα. Του
μίλησες;»
Ο Δελλής την κοιτάζει διστακτικά.
«Τον βρήκα… Κι έχω να σου πω πως δεν κρύβεται αυτός πίσω απ’ όλα αυτά».
«Πού το ξέρεις;»
«Νεφέλη, ο πρώην σου…»
Ο πρώην της, το νεανικό της λάθος, όπως τον αποκαλούσε. Δεκαοχτώ χρονών
όταν τον παντρεύτηκε, είχε τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι. Το ’σκασε απ’ το πατρικό
της αφήνοντας μια σύντομη επιστολή στη γιαγιά της που είχε αναλάβει την ανατροφή
της, μιας και από τα δεκατέσσερα είχε ορφανέψει. Εκείνος, είκοσι χρόνια
μεγαλύτερος, το ’παιζε σοφός και ξερόλας. Τη διόρθωνε στα πάντα, ακόμα και στο
πώς έπλενε τα δόντια της. Πάνω-κάτω τα πλένουμε, όχι πέρα-δώθε. Τον ανέχτηκε
μερικά χρόνια, στο τέλος τα βρόντηξε. Οι παρατηρήσεις του, ακόμη κι αν σε αρκετές
περιπτώσεις ήταν σωστές, την έκαναν έξω φρενών. Οι καβγάδες τους ήταν ομηρικοί.
Έφτασε στο σημείο να του πετάξει πως ήθελε να τη δασκαλεύει σαν να ’ταν παιδί,
επειδή ήταν στείρος και δεν θ’ αποκτούσε ποτέ παιδιά. Χοντρό, το παραδέχτηκε
αμέσως μέσα της, αλλά δεν μπορούσε να ελέγξει την απέχθειά της για έναν γάμο που
την έκανε να βγάζει στην επιφάνεια τον χειρότερο εαυτό της. Η σχέση τους είχε
φθαρεί σαν τα ρούχα που με τα χρόνια παλιώνουν και δεν υπάρχει πια καλή κι
ανάποδη να τα φορέσεις. Κι οι δυο τους πλευρές φαγωμένες άσπλαχνα, παραδομένες
στα σαγόνια του χρόνου και της ανελέητης τριβής. Δεύτερες ευκαιρίες είχαν δοθεί
επανειλημμένα, δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια για προστριβές κι επανενώσεις.
Όταν άρχισε να βαλτώνει, ήλπιζε σε ένα θαύμα, σε κάτι αιφνίδιο κι
απρόσμενο που θα ερχόταν σαν από μηχανής θεός για να τη σώσει. Μια ερωμένη ή
έστω μια δυναμική πρωτοβουλία απ’ την πλευρά του άντρα της να της πει τέλος.

29
Οτιδήποτε θα ανέτρεπε τα δεδομένα της καταπιεσμένης ζωής της προσφέροντας την
πολυπόθητη αποδέσμευση απ’ τα δεσμά τής τότε καθημερινότητας.
Όμως, το θαύμα δεν ερχόταν, η όλη κατάσταση έμοιαζε παγιωμένη, οι
φιλονικίες αγρίευαν μέρα με τη μέρα, μέχρι που πήρε τη γενναία απόφαση να τα
μαζέψει και να φύγει, ρίχνοντας μαύρη πέτρα. Δεν την άγγιζε τίποτα πλέον, ούτε τα
παρακάλια του να γυρίσει ούτε οι απειλές του σαν έβλεπε πως οι ικεσίες του έπεφταν
στο κενό. Ο έρωτάς της είχε εξαϋλωθεί λες και δεν υπήρξε ποτέ.
Τα χείλη του Δελλή είναι κοντά στα δικά της. Την έχει πλησιάσει αφύσικα
πολύ.
«Τον συνάντησες;»
Η φωνή της έχει πάρει μια λάγνα χροιά, ο άντρας αυτός την ελκύει, το νιώθει
ξεκάθαρα και δυσαρεστείται που πρέπει να μιλήσουν για ένα κεφάλαιο της ζωής της
που έχει κλείσει προ πολλού οριστικά.
«Όχι».
«Τότε πώς;…»
«Είναι νεκρός. Πέθανε πριν ένα χρόνο από καρκίνο».

16.

Ξημέρωμα Κυριακής. Νιώθει στο στέρνο κάτι βαρύ, σαν πλάκωμα. Σηκώνεται
και πίνει το χθεσινοβραδινό νερό που είχε στο κομοδίνο. Ο λαιμός της είναι ξερός.
Πάει στην κουζίνα και καταπίνει ακόρεστα παγωμένο νερό απ’ το μπουκάλι. Θα
μπορούσε να φτιάξει ένα κέικ σοκολάτας για την κόρη της.
Φορά κάτι πρόχειρο και βγαίνει για το μίνι μάρκετ της Τασίας. Σπουδαία
γυναίκα η Τασία, το ’χει ανοικτό τις Κυριακές και τις αργίες, ταμπέλα «ΚΛΕΙΣΤΟΝ»
δεν υπάρχει στο μαγαζί της. Εργασιομανής και ακούραστη παρά τα εβδομήντα πέντε
χρόνια της.
Σκέφτεται τι της χρειάζεται για το γλυκό. Αυγά έχει. Ίσως και κουβερτούρα -δεν
είναι σίγουρη- έπρεπε να ’χε ελέγξει τα ντουλάπια πριν φύγει. Στο επόμενο στενό
φαίνεται το μαγαζί, η Τασία μπορεί να είναι έξω και να ρίχνει νερό με το λάστιχο. Αυτό
το κάνει τουλάχιστον τέσσερις φορές τη μέρα, την πιάνει με την πάστρα μανία.
Όσο πλησιάζει, αντιλαμβάνεται πως κάτι δεν πάει καλά. Δεν μπορεί να
προσδιορίσει αυτό το κάτι, αλλά μέσα της σαλεύει μια προειδοποίηση. Στην είσοδο του
30
μίνι μάρκετ βρίσκονται πεσμένα σνακ κι εφημερίδες, στο βάθος ακούγεται το
ραδιοφωνάκι που παίζει συνήθως ολημερίς. Μπαίνει μέσα πατώντας κατά λάθος μια
σακούλα με πακοτίνια. Ανατριχιάζει καθώς αυτά θρυμματίζονται κάτω απ’ τα πόδια
της.
Πρώτα βλέπει το γέρικο χέρι της Τασίας να εξέχει κάτω απ’ τον πάγκο.
Παραλύει. Περνούν αρκετά δευτερόλεπτα ώσπου ν’ ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της
και να βρει το κουράγιο να την τραβήξει έξω. Εγκεφαλικό ή έμφραγμα είναι οι πρώτες
της σκέψεις, όμως ο λαιμός της Τασίας είναι κόκκινος από μια παχύρρευστη κρούστα
αίματος και τα μάτια της έχουν παγώσει σ’ ένα εφιαλτικό ενσταντανέ. Το σούρσιμο πλάι
της την κάνει να τιναχτεί. Μια αλλόκοτη σκιά έχει προβάλλει πίσω απ’ τα ράφια με τα
χαρτιά υγείας και τη ζυγώνει. Το περπάτημά της είναι συρτό σαν μια αόρατη
σιδερόμπαλα να της δένει τους αστραγάλους. Τα μάτια μοιάζουν να ’χουν χαθεί μέσα
στις κόγχες τους, δυο σκελεθρωμένα χέρια έχουν κιόλας απλωθεί να τη γραπώσουν κι
εκείνη καταλαβαίνει πως δεν υπάρχει χρόνος να επεξεργαστεί αυτό που βλέπει. Ό,τι κι
αν είναι, ένα είναι σίγουρο: δεν είναι ανθρώπινο.
Φεύγει πανικόβλητη, ξαναπατώντας πάνω στα θρυμματισμένα πακοτίνια, με την
άκρη του ματιού της να πιάνει κι άλλο ανθρωποειδές να βγαίνει πίσω απ’ το ψυγείο με
τις κοκα κόλες που ’χε η Τασία στην είσοδο.
Έξω απ’ το μίνι μάρκετ δεν υπάρχει ψυχή. Τώρα που το σκέφτεται, δεν
συνάντησε κανέναν απ’ το σπίτι της μέχρι εδώ, λες κι ερήμωσε μεμιάς ο τόπος. Ο
δρόμος της επιστροφής μοιάζει ατέλειωτος και κουραστικός σαν τη βασανιστική
ανηφόρα του οδοντωτού σιδηροδρόμου.
Κάποτε φτάνει στην είσοδο του σπιτιού της. Με τρεμάμενο χέρι βάζει το κλειδί
στην κλειδαριά. Της πέφτει. Σκέφτεται τη μακαρίτισσα τη μάνα της που έπασχε από
πάρκινσον. Δεν μπορούσε να πιάσει τίποτα, όλα της έπεφταν. Σηκώνει το κλειδί, με το
χέρι της να μην υπακούει στη σιωπηρή εντολή της για σταθερότητα. Της ξαναπέφτει. Με
μια αποφασιστική κίνηση αρπάζει το κλειδί απ’ το δάπεδο και το χώνει στην κλειδαριά.
Αν πάθει ποτέ πάρκινσον, θ’ αυτοκτονήσει.
Με το που μπαίνει μέσα, ανοίγει την τηλεόραση. Δεν πιάνει τίποτα, ήχος και
εικόνα νεκρά. Παίρνει τους γείτονες έναν προς έναν. Δεν απαντάει κανείς. Παίρνει τη
φίλη της την Ηλέκτρα. Το σηκώνει, επιτέλους ένα σημείο ζωής.
«Ηλέκτρα, εγώ είμαι! Δε φαντάζεσαι τι έγινε, πώς να στο πω, πήγα στο μίνι
μάρκετ της Τασίας κι είναι νεκρή, τη σκότωσαν δυο τέρατα…»
31
Στην άλλη άκρη ακούγονται κλάματα.
«Είμαστε χαμένοι. Έβγαλε διάγγελμα ο πρωθυπουργός κι είπε να μείνουμε
κλειδωμένοι στα σπίτια μας».
«Έχεις τηλεόραση; Εμένα δεν πιάνει τίποτα».
«Τώρα ούτε σε μένα πιάνει. Χάθηκε το σήμα μετά το διάγγελμα».
«Τι συμβαίνει;»
«Κανείς δεν ξέρει».
«Πήρα τηλέφωνο πολλούς κι όλοι λείπουν. Πού να βρίσκονται;»
«Μαζεύονται σε σπίτια συγγενών και φίλων να ’ναι μαζί. Φοβούνται… Θες να
’ρθεις σε μένα;»
«Ναι. Να ετοιμάσω πρώτα την…»
Η γραμμή κόβεται. Συνειδητοποιεί πως ακόμα δεν έχει μιλήσει με τη Μίλυ.
Ήθελε όταν ξυπνούσε, να της έχει έκπληξη το κέικ σοκολάτας. Πάει στο δωμάτιό της
διστακτικά. Πώς θα της πει τι συμβαίνει, για να μην την τρομάξει; Το τηλέφωνο χτυπά
αναγκάζοντάς τη να γυρίσει στο σαλόνι. Είναι μια γειτόνισσα θεούσα ως το κόκαλο.
«Έφτασε η συντέλεια του κόσμου!» της λέει στο εμπρός. Στο βάθος ακούγονται
ψαλμοί. «Ξέβρασε η κόλαση δαίμονες για να μας τιμωρήσει. Κύριε, συγχώρησον τας
αμαρτίας ημών».
Βροντάει το ακουστικό με απέχθεια.
«Άι στο διάολο, τρελόγρια».
Ξαναπάει στο δωμάτιο της Μίλυ αποφασισμένη να της πει την αλήθεια.
Καλύτερα να ξέρει. Άλλωστε στο δρόμο προς την Ηλέκτρα ίσως συναντήσουν κανένα
απ’ τα τέρατα, να ’ναι προετοιμασμένη. Όμως, για να μην πανικοβληθεί, θα της τα
παρουσιάσει σαν τους κακούς των παραμυθιών που της διαβάζει τα βράδια. Κι αυτή θα
είναι η βασίλισσα που θα τους κατατροπώσει.
Ανοίγει την πόρτα, πάει κατευθείαν στο παράθυρο, σηκώνει τα στόρια. Το
κρεβάτι είναι άδειο.
«Μίλυ, δεν είν’ ώρα για αστεία».
Ανοίγει την ντουλάπα και παραμερίζει τις κρεμάστρες.
«Σταμάτα το παιχνίδι, σου λέω. Πρέπει να φύγουμε».
Κοιτάζει κάτω απ’ το κρεβάτι. Η Μίλυ δεν είναι πουθενά.
Αρπάζει τα κλειδιά, βγαίνει έξω σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Οι δρόμοι
εξακολουθούν να είναι έρημοι, ακόμα και τ’ αδέσποτα έχουν εξαφανιστεί. Φτάνει
32
λαχανιασμένη στο σπίτι της Ηλέκτρας. Χτυπά το κουδούνι εξουθενωμένα, τα γόνατά της
λυγίζουν, λίγο ακόμα και θα σωριαστεί χάμω.
Ακούγεται ο ήχος για το άνοιγμα της πόρτας. Το ασανσέρ είναι στο ισόγειο, δεν
χρειάζεται να το περιμένει. Ανεβαίνει στον δεύτερο από λάθος, η Ηλέκτρα μένει στον
τρίτο. Ξαναμπαίνει στο ασανσέρ και φτάνει στον τρίτο. Βγαίνοντας απ’ το ασανσέρ, τη
βλέπει να την περιμένει στο κατώφλι. Τη βάζει μέσα και την αγκαλιάζει σφιχτά.
«Να ’σαι καλά που ήρθες, να ’σαι ευλογημένη… Είναι όλα εκεί έξω, μας
περιμένουν…»
«Η Μίλυ…»
Η Ηλέκτρα σταματά το κλάμα απότομα. Τραβιέται απ’ την αγκαλιά της σαν να
τη χτύπησε ηλεκτρισμός.
«Η Μίλυ;»
«Λείπει απ’ το σπίτι. Το παιδί μου είναι κάπου εκεί έξω και κινδυνεύει».
Η Ηλέκτρα βουβαίνεται, σαν να κατάπιε τη γλώσσα της.
«Θα πιω μια γουλιά νερό και θα βγω έξω να ψάξω. Δε σου ζητάω να ’ρθεις
μαζί μου. Μόνη θα πάω. Αν είμαστε τυχερές, θα γυρίσουμε, ειδάλλως…»
Κοιτά απ’ το παράθυρο του σαλονιού. Ο δρόμος ως διά μαγείας έχει αρχίσει να
γεμίζει σκιές. Φαίνεται πως το πήραν απόφαση να βγουν απ’ τις κρυψώνες τους. Κι
είναι πολλές, στρατός ολάκερος.
Η Ηλέκτρα την πιάνει τρυφερά απ’ τους ώμους. Τα μάτια της είναι κόκκινα.
«Σταμάτησες την αγωγή, έτσι;»
«Ποια αγωγή;»
«Αυτή που σου ’γραψε ο Παπασταύρου, δε θυμάσαι;»
«Ο Παπασταύρου;»
«Για τ’ όνομα του Θεού, άρχισες πάλι τα ίδια;»
«Τι λες; Δεν καταλαβαίνω…»
«Η Μίλυ δεν είναι πια κοντά μας, πότε θα το δεχτείς;»
«Τι εννοείς… δεν είναι κοντά μας;»
«Έχει πεθάνει εδώ και τρία χρόνια. Είχες αρχίσει να το δέχεσαι με τα χάπια…»
Σκεπάζει τ’ αυτιά της.
«Πάψε, δεν ξέρεις τι λες».
«Είναι νεκρή, Μυρτώ. Την έθαψες ντυμένη μπαλαρίνα».
«Σκάσε!»
33
Ανοίγει την πόρτα.
«Μην πας, για το Θεό. Είναι ο θάνατος εκεί έξω!»
Κατεβαίνει τη σκάλα αγνοώντας την. Βγαίνει έξω. Ένα αεράκι τής χαϊδεύει το
πρόσωπο. Είχε τόση ανάγκη από αυτή την τρυφερότητα του αέρα, το χάδι που γλείφει τα
μάγουλά της με τόση στοργή. Τα πλάσματα σέρνουν το βήμα τους σ’ έναν ρυθμό
νωχελικό, σαν ταινία του Αγγελόπουλου. Μπλέκεται ανάμεσά τους μιμούμενη τις
κινήσεις τους. Δεν την πειράζει η δυσοσμία τους, ούτε τα λιπόσαρκα χέρια τους. Ούτε
καν τα απανωτά δαγκώματα στον λαιμό που τη βυθίζουν σε νάρκη.

***

Ξυπνάει κάθιδρη. Βλέπει τη φιγούρα του Βασίλη πλάι της. Η ανάσα του
στρωτή σε αντίθεση με την κοφτή τη δική της. Σαν να μην τον βαραίνει τίποτα. Τα
σκεπάσματα μονίμως τραβηγμένα προς τη μεριά του. Σηκώνεται και πηγαίνει
διστακτικά προς το δωμάτιο της Μίλυ. Αν και δεν κοιτάζεται σε καθρέφτη, είναι
σίγουρη πως φέρει σημάδια εξάντλησης. Δεν αντέχει να δει ξανά ένα άδειο κρεβάτι.
Όμως, η Μίλυ βρίσκεται εκεί που πρέπει να είναι. Δεν κοιμάται. Την έχει ακούσει κι
έχει ανασηκωθεί με αναμμένο το πορτατίφ της.
«Τι θέλεις, μαμά;»
«Τίποτα… Είδα έναν εφιάλτη».
«Νόμιζα πως μόνο τα παιδιά βλέπουν εφιάλτες».
«Καμιά φορά βλέπουν και οι μεγάλοι, μωρό μου».
Τα μάτια της Μυρτώς καίνε απ’ τα δάκρυα που βαστιούνται με κόπο.
Να ’χα μια Ηλέκτρα στη ζωή μου. Μια Ηλέκτρα...

17.

Βλέπει το πόμολο ν’ ανεβοκατεβαίνει. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν μια


παραίσθηση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Όμως όχι. Τρίβει τα μάτια της που ’χαν
βαρύνει απ’ την κούραση -μισή ώρα μόνο έχει κοιμηθεί- και εξακολουθεί να βλέπει
ολοκάθαρα το πόμολο να κινείται ανεξήγητα. Κάποιος παλεύει ν’ ανοίξει την πόρτα
της, κάποιος που καμία λογική εξήγηση δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την
παρουσία του στο σπίτι της. Ευτυχώς που είχε προνοήσει να την κλειδώσει. Κρυώνει.
34
Τα καλοριφέρ στο διαμέρισμά της είναι παλιά και δεν ζεσταίνουν αρκετά. Φωνάζει το
όνομα του Δάνη. Δεν παίρνει απάντηση. Αυτός που παραβιάζει τον χώρο της, δεν έχει
καμία πρόθεση να γνωστοποιήσει την ταυτότητά του. Το μόνο που θέλει είναι
εμφανές: να εισβάλει.
Στο μυαλό της αστράφτει μια μνήμη χαμένη στα έγκατα των παιδικών της
χρόνων. Υπήρχε στο σπίτι τους μια απαγορευμένη πόρτα, η μαμά της της τόνιζε να
μην αποπειραθεί ποτέ να την ανοίξει. Την είχε βάλει να ορκιστεί πως και ξεκλείδωτη
να την έβρισκε, δεν θ’ άπλωνε ποτέ το χέρι στο πόμολο. Μια λευκή πόρτα με κίτρινες
πιτσιλιές που δεν ήξερε πώς είχαν γίνει. Κι η πόρτα του δωματίου της συμπτωματικά
είναι άσπρη με κίτρινες πιτσιλιές. Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να τις τρίψει με
βετέξ, σφουγγάρια, ακόμα και σύρμα. Αρνούνταν πεισματικά να φύγουν,
διεκδικούσαν το μερίδιό τους στην επιφάνεια της πόρτας.
Οκτώ ετών ήταν όταν πάτησε τον όρκο, η περιέργεια ήταν πάνω από κείνη, τη
νίκησε κατά κράτος. Το παιδικό της χέρι είχε γραπώσει το πόμολο, το ανεβοκατέβαζε
με μανία. Σταμάτησε μόνο όταν άκουσε από μέσα μια απροσδιόριστη λέξη που
άρχιζε από Δ. Την έκοψε κρύος ιδρώτας. Ίσως τελικά ήταν ριψοκίνδυνο να μπει σε
κείνο το άβατο.
Η Νεφέλη κρατά την αναπνοή της, σχεδόν ξεχνά ν’ ανασάνει. Ο άγνωστος
υποχωρεί, ακούγονται τα βήματά του που απομακρύνονται προς τη σκάλα. Τώρα
ξέρει ποιος προσπάθησε να μπει στην κάμαρά της με τόση νοσηρή επιμονή. Κόμποι
ιδρώτα μαζεύονται στο κούτελό της, κατρακυλούν στα ζυγωματικά.
Ήταν αυτή η ίδια, ο εαυτός της των οκτώ χρόνων.

***

Την επομένη δεν μπορεί ν’ αποφασίσει αν ήταν όνειρο ή αν είχε πραγματικά


βιώσει μια μεταφυσική εμπειρία. Μετά τον θάνατο της μητέρας της είχε μπει στο
δωμάτιο και το ’χε βρει άδειο. Το μόνο που υπήρχε ήταν ένα βιβλίο κάποιου άσημου
συγγραφέα με τίτλο Όνειρο από μέλι, τοποθετημένο στο κέντρο του πατώματος. Το
είχε τινάξει μήπως έπεφτε απ’ τις σελίδες του κανένα σημείωμα, το είχε ξεφυλλίσει
πολλές φορές, δεν είχε δει τίποτα το αξιοσημείωτο. Μόνο που είχε πολλές
υπογραμμίσεις με στυλό διαφόρων χρωμάτων και σκέψεις που είχε γράψει η μητέρα
της στα περιθώρια των σελίδων. Τις είχε διαβάσει προσεκτικά μία προς μία. Όλες
35
σχετίζονταν με την υπόθεση, το συνηθισμένο ρομάντζο δύο νέων που ερωτεύονται
και οι αντιξοότητες της ζωής τούς εμποδίζουν να ζήσουν μαζί. Θέμα τετριμμένο και
ανούσιο, ήξερε όμως πως η μητέρα της διάβαζε ερωτικές ιστορίες με το κιλό, ίσως
γιατί ήθελε να ζήσει μέσω αυτών τον έρωτα και την άνευ όρων αγάπη που δεν είχε
γνωρίσει στον γάμο της.
Τώρα το κρατάει στα χέρια της για εκατοστή φορά προσπαθώντας να
εντοπίσει αυτό το κάτι που της διαφεύγει. Δεν μπορεί η μητέρα της να είχε κρύψει το
βιβλίο στο απαγορευμένο δωμάτιο δίχως λόγο. Η Νεφέλη επαναλαμβάνει τη γνωστή
της διαδρομή στο ξεφύλλισμα του βιβλίου, διατρέχει τις σημειώσεις στο περιθώριο,
σταματά στις υπογραμμίσεις. Πολλές λέξεις είχαν υπογραμμιστεί, ορισμένες όμως...
Γουρλώνει τα μάτια. Πώς δεν το είχε προσέξει μέχρι σήμερα; Κάποιες απ’ τις
υπογραμμισμένες λέξεις έχουν κυκλωμένο το πρώτο τους γράμμα με κόκκινο στυλό.
Η Νεφέλη τρέχει στο τραπέζι της κουζίνας, σπρώχνει ό,τι αντικείμενο υπάρχει στο
πλάι και απλώνει μια κόλλα χαρτί. Αρχίζει και σημειώνει όποιο κυκλωμένο γράμμα
βρίσκει μπροστά της. Συγκεντρώθηκαν 17 γράμματα.

ο κ ρ μ υ ε ι α ν ι η θ τ ε η ο η

Μια πρώτη λέξη που ξεχωρίζει είναι η λέξη θήκη. Το πλεονάζον η την οδηγεί
στο συμπέρασμα πως είναι άρθρο. Η θήκη. Στη συνέχεια, τα ε ι α ν ι σχηματίζουν
το ρήμα είναι. Η θήκη είναι... Τυχαία το βλέμμα της πέφτει στα γράμματα μ υ ο.
Μου! Η θήκη μου είναι... Τα γράμματα όμως που περισσεύουν είναι τα ρ ο τ ε.
Η Νεφέλη απογοητεύεται. Τα περισσευούμενα γράμματα δεν σχηματίζουν
καμία λέξη. Όχι βέβαια πως έβγαζε κανένα νόημα η θήκη. Πρέπει να το πιάσει απ’
την αρχή. Η πρώτη λέξη μάλλον ήταν λάθος. Κοιτάζει τα γράμματα πυρετικά. Κάτι
είναι κρυμμένο εκεί μέσα, κάτι βαρυσήμαντο που η μητέρα της δεν τολμούσε να της
το ομολογήσει, αλλά ταυτόχρονα ήθελε η Νεφέλη κάποτε να το μάθει. Όταν εκείνη
θα είχε φύγει.
Βουρκώνει. Ο θάνατος της μητέρας της πάντα την πονούσε σαν μια παλιά
πληγή που παραμένει ανοιχτή. Ήλπιζε τουλάχιστον να υπήρξε για κείνη καλή κόρη.
Κόρη;
Ξαναπιάνει τα γράμματα. ο κ ρ μ υ ε ι α ν ι η ο η . Η κόρη μου είναι...
Μα βέβαια, πώς δεν το σκέφτηκε εξαρχής; Η κόρη της φυσικά. Η μονάκριβη κόρη
36
της. Δημιούργησε όλο το μυστήριο του κλειδωμένου δωματίου για να της εξάψει την
περιέργεια. Ήξερε πως το πρώτο πράγμα που θα έκανε η Νεφέλη μετά τον θάνατό της
θα ήταν να μπει στον απαγορευμένο χώρο και να πάρει το βιβλίο. Η Νεφέλη κοιτάζει
τα εναπομείναντα γράμματα. η θ τ ε. Τόσα χρόνια και δεν είχε καταφέρει ν’
αποκρυπτογραφήσει το μήνυμα. Είχε παρατήσει το βιβλίο σε μια γωνιά, σχεδόν το
είχε ξεχάσει. Κι ήρθε η χθεσινοβραδινή παραίσθηση να της θυμίσει πως είχε μια
σοβαρή εκκρεμότητα που έπρεπε επιτέλους να κλείσει.
Η καρδιά της βροντά σαν ταμπούρλο, η φράση κλυδωνίζεται σαν να
βρίσκεται σε δίνη, πηδάει πάνω απ’ τις γραμμές, στροβιλίζεται στο άπειρο.

Η κόρη μου είναι θετή

18.

Όταν κάνει ντους, θέλει το νερό να είναι καυτό, να της τσούζει το δέρμα. Έχει
μπει κάτω απ’ τη λυτρωτική του ροή, έχει κλείσει σφιχτά τα μάτια. Ένα θρόισμα πίσω
απ’ την κουρτίνα την κάνει να τιναχτεί. Της έρχεται στο μυαλό η πασίγνωστη σκηνή
απ’ την Ψυχώ του Χίτσκοκ, όπου η ηρωίδα δολοφονείται στο μπάνιο με
αλλεπάλληλες μαχαιριές. Φαντάζεται τον Βασίλη να κρατά το μαχαίρι γελώντας
υστερικά και να την κόβει στα πλευρά, στο στέρνο, στον λαιμό… Τραβάει την
κουρτίνα απότομα. Τα μαλλιά της κολλούν στους ώμους σε βρεγμένες τούφες. Βλέπει
το χαλάκι που θ’ αφήσει τις υγρές της πατημασιές όταν βγει απ’ την μπανιέρα, την
πετσέτα κρεμασμένη απέναντι, τον καθρέφτη που ’χει θολώσει απ’ τους υδρατμούς,
τον καθρέφτη που δεν είναι όπως πριν, ένας απλός άκακος καθρέφτης, αλλά έχει
στιγματιστεί από κάτι κόκκινο, στο χρώμα του μοναδικού της κραγιόν. Το μυαλό της
μπλοκάρει σαν να ξέχασε την ανάγνωση, της παίρνει μερικά δευτερόλεπτα να
επανέλθει και να καταλάβει τι είναι γραμμένο στο κέντρο τού μέχρι πρότινος αθώου
καθρέφτη της που δεν έδειχνε τίποτ’ άλλο πέρα απ’ το θλιμμένο είδωλό της. Μαμά,
τρέξε.
Ορμάει έξω με τα νερά να στάζουν, φορά όπως όπως το μπουρνούζι της,
κατεβαίνει τις σκάλες τρέχοντας. Να φύγει από κει μέσα, να πάει πάλι στο σχολείο
της Μίλυ, να τσεκάρει αν είναι εκεί ασφαλής με τις συμμαθήτριες και τις δασκάλες
της. Σήμερα είναι μια άλλη μέρα. Σήμερα μπορεί να είναι και πάλι ζωντανή.
37
Αρπάζει τα κλειδιά απ’ την τραπεζαρία. Θα φορέσει μια μπλούζα κι ένα
πρόχειρο τζιν, μέχρι όμως να ετοιμαστεί, τα κλειδιά πρέπει να είναι πάνω της
εύκαιρα, ο Βασίλης φεύγοντας συνηθίζει να κλειδώνει την πόρτα.
Και τότε, το βλέπει. Φιγουράρει στο κέντρο του τραπεζιού. Δεν γινόταν να
μην το προσέξει. Τη λατρευτή μας κόρη κηδεύουμε σήμερα στον ιερό ναό Αγίων
Αναργύρων… Σφίγγει το κηδειόχαρτο με οργή. Αρνείται να το διαβάσει μέχρι τέλους,
γιατί λέει ψέματα, την κοροϊδεύει κατάμουτρα σαν να την φτύνει. Θέλει να το κόψει
κομματάκια κι από πάνω να του βάλει φωτιά.
Δεν καταλαβαίνει για πότε έρχεται ο Βασίλης. Δεν έχει ακούσει ούτε το κλειδί
στην πόρτα ούτε τα βήματά του που τη ζυγώνουν. Τον ακούει να της λέει έλα μαζί
μου, βλέπει το χέρι του να πιάνει το δικό της με μια παράδοξη τρυφερότητα. Την
οδηγεί στο γραφείο του. Το πάτωμα είναι γεμάτο σπασμένα γυαλιά.
«Περπάτα», τη διατάζει.
«Πού είναι η Μίλυ;»
«Στον τάφο. Πού αλλού;»
Η ανάσα της κονταίνει. Πατάει τα πρώτα γυαλιά. Ο πόνος διακτινίζεται απ’ τις
πατούσες ως το κεφάλι, της τρυπά τα μηνίγγια. Ήθελε να τη βγάλει τρελή. Τις
προάλλες είχε βρει στο ντουλαπάκι του μπάνιου ένα μπουκαλάκι χάπια με μια ετικέτα
που έγραφε τ’ όνομά της. Το πήγε σ’ ένα φαρμακείο και ρώτησε τι χάπια ήταν αυτά.
Είπε πως το ’χε βρει τυχαία στα πράγματα του άντρα της. Είχε ξεκολλήσει την
ετικέτα. Ο φαρμακοποιός την κοίταξε με οίκτο. Κυρία μου, αυτά τα χάπια χορηγούνται
σε σχιζοφρενείς. Τα πέταξε σ’ έναν υπόνομο. Δεν ήταν τρελή. Όλα ήταν ένα βρώμικο
παιχνίδι του Βασίλη.
«Πού είναι η Μίλυ, ρε αλήτη;» Πρώτη φορά τολμά να τον βρίσει, τον βλέπει
να ξαφνιάζεται, να χάνει τη συνηθισμένη του απάθεια, να κλονίζεται. Προς στιγμήν,
η ματιά του προδίδει έκπληξη, ίσως και κάποιο είδος θαυμασμού για την αποκοτιά
της, αλλά γρήγορα τα μάτια του ξαναπαίρνουν τη γνωστή τους ατσάλινη όψη.
«Δεν πιάνει πια το παιχνιδάκι μου, ε; Άργησες να το καταλάβεις, αλλά τελικά
τα κατάφερες. Πώς;»
«Πού είναι η Μίλυ;»
Μπήγει τα νύχια της στις παλάμες.
«Η Μίλυ; Την πούλησα σε κάτι καλά παιδιά. Για την ακρίβεια, τη
μοσχοπούλησα. Αγνό παρθένο μαλλί, βλέπεις…»
38
Δεν προλαβαίνει να πει τίποτ’ άλλο. Ένα γυαλί τον βρίσκει στο λαιμό, του
κόβει την καρωτίδα. Το αίμα εκτινάσσεται σαν σιντριβάνι, πιτσιλίζει τους τοίχους.
Σωριάζεται σαν άδειο σακί στα πόδια της.
Η Νεφέλη απ’ το ανοιχτό παράθυρο του γραφείου κοιτάζει τη σκηνή
αποσβολωμένη.

19.

«Μοιάζουν», σκέφτεται ο Δελλής παρατηρώντας τις δυο γυναίκες που


κάθονται απέναντί του. Σγουρά μαλλιά, μακρόστενα πρόσωπα, ίδια χρώματα… Θα
μπορούσαν να ’ταν αδελφές ή η μία το alter ego της άλλης. Η Μυρτώ δείχνει σαν να
μην ξέρει πού βρίσκεται. Η Νεφέλη αντιθέτως φαίνεται πιο σίγουρη για το τι της
συμβαίνει, σαν τον ναυαγό που μετά τον θαλασσοδαρμό, πατάει στη σιγουριά του
εδάφους.
Ο Δελλής πήρε με τη Νεφέλη ειδική άδεια να επισκεφτούν τη Μυρτώ στη
φυλακή. Αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή.
«Πώς κατάλαβες ότι ήταν αυτός, Νεφέλη;»
«Είχαμε σχέση πριν από μήνες. Ήξερα πως ήταν παντρεμένος. Ήταν λάθος
μου…»
Ντρέπεται τη Μυρτώ, δεν πιστεύει πως θα μπορέσει ποτέ να την κοιτάξει
κατάματα. Η Μυρτώ δίνει την εντύπωση πως δεν κοιτάζει πουθενά. Ωστόσο,
προσπαθεί να εστιάσει σε κάποιο ανύπαρκτο σημείο, κάτι σαν θέαση του τίποτα.
«Πού είναι η Μίλυ;» ψελλίζει μονότονα σαν πικάπ που του κόλλησε η βελόνα.
«Θα τη βρει η αστυνομία».
Η Νεφέλη καταβάλλει προσπάθεια ν’ ακουστεί πειστική. Ξέρει πως το παιδί
είναι χαμένο. Γύρευε τι απέγινε. Κι εκεί που βρίσκεται, δεν θα βρεθεί κανείς για να το
σώσει. Από μηχανής θεοί υπάρχουν μόνο στις ταινίες και τα μυθιστορήματα.
«Τον είδα τυχαία στον δρόμο», λέει για να στρέψει αλλού τη συζήτηση. «Και
κάτι μέσα μου μου φώναξε ακολούθησέ τον. Ένστικτο ίσως. Είδα απ’ το παράθυρο
του γραφείου τι έκανε στη γυναίκα του κι ένιωσα…»
«Τι;» την ενθαρρύνει ο Δελλής.
«Τον σαδισμό του. Χαιρόταν που τη βασάνιζε».

39
Το μέτωπο της Μυρτώς ζαρώνει, η όψη της συσπάται απ’ την οδύνη, τα χέρια
της σφίγγουν σε γροθιές.
«Πώς τον συνέδεσες με τις απειλές εναντίον σου;»
«Δεν είχα αποδείξεις. Απλώς, όταν τον ξανάδα, μου ’ρθε ασυναίσθητα στο
μυαλό η αντίδρασή του όταν του είχα ζητήσει να χωρίσουμε. Είχε πει: Θα το
μετανιώσεις. Εμένα δεν με χωρίζει καμιά. Εγώ τις παρατάω. Θα μπορούσαν να ’ταν
λόγια που πέταξε πάνω στα νεύρα του, αλλά ο τρόπος που τα είπε…»
«Ναι;»
«…ήταν τρομακτικός. Σαν σφύριγμα φιδιού. Έπρεπε να τον είχα υποπτευθεί
νωρίτερα, αλλά η ιστορία μου μαζί του ήταν μια περιπέτεια που είχα διαγράψει απ’ το
μυαλό μου. Δε σήμαινε τίποτα για μένα. Είναι σίγουρα αυτός. Βρήκα στο σπίτι του
δύο στοιχεία όσο περιμέναμε την αστυνομία».
«Περιττό να σου πω πως δεν έπρεπε ν’ αγγίξεις τίποτα απ’ τον τόπο του
εγκλήματος και καλύτερα να μην το πεις στην αστυνομία, γιατί θα βρεις τον μπελά
σου. Τι στοιχεία ήταν αυτά;»
«Ο αριθμός 17 με κόκκινο και λατινικούς χαρακτήρες. XVII και πλάι ο
αναγραμματισμός VIXI. Το ’ψαξα και VIXI θα πει Τελειώνει η ζωή μου».
«Ο γρουσούζικος αριθμός των Ιταλών… Το είχα σκεφτεί κι εγώ, αλλά δεν
ήμουν σίγουρος πως εννοούσε αυτό στα απειλητικά μηνύματα. Και το άλλο
στοιχείο;»
«Μια φωτογραφία του γάτου μου όταν τον κρέμασε απ’ το φωτιστικό».
Η σκέψη του κρεμασμένου Ρούντυ, την κόβει σαν κατάστηθη μαχαιριά.
«Λυπάμαι, Νεφέλη. Λυπάμαι και για το σκυλί σου, Μυρτώ», συνεχίζει ο
Δελλής. «Κακός θάνατος οι φόλες».
Η σκέψη της Μυρτώς φεύγει πίσω σε μια απ’ τις ωμές προσταγές του Βασίλη.
Είχε κοιτάξει το μπολ με τη σκυλοτροφή χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση. Θες
να σε ταΐσω σαν μωρό; Σίγουρα δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Το τάισμά του θα μπορούσε να
την πνίξει. Κάποτε είχε προθυμοποιηθεί να ταΐσει τη Μίλυ κρέας με πατάτες.
Μπούκωνε το νήπιο χωρίς να περιμένει να καταπιεί. Από θαύμα δεν είχε πνιγεί. Γιατί;
Η ερώτηση δεν είχε κανένα νόημα, το γνώριζε καλά. Δεν ήξερε καν γιατί την
ξεστόμισε. Ίσως για να κερδίσει χρόνο. Ο Βασίλης είχε μαντέψει τη σκέψη της. Δεν
θα σηκωθείς απ’ το τραπέζι αν δεν φας το φαΐ σου. Αγόρασα την κονσέρβα ειδικά για
σένα. Αφού αγαπάς τόσο το κοπρόσκυλο, θα τρως και το φαΐ του. Τα δάχτυλά της είχαν
40
σφίξει τις άκρες του τραπεζομάντιλου. Ο Αζόρ πέθανε… είχε ψελλίσει. Ψόφησε θες να
πεις. Το πρωί όμως σε τσάκωσα να κλαψουρίζεις στον κήπο. Εγώ φταίω που δέχτηκα
να τον θάψω εδώ. Έπρεπε να τον πετάξω σε κανένα χωράφι ή ακόμα καλύτερα στα
σκουπίδια. Όλη την υπόλοιπη εβδομάδα την είχε υποχρεώσει να τρώει σκυλοτροφή
και να φορά το περιλαίμιο του σκύλου. Αν τολμούσε να το βγάλει ή έστω να το
ξεσφίξει λίγο χωρίς την άδειά του, θα την έπνιγε. Της το ’χε ξεκαθαρίσει. Δυο φορές
έκανε εμετό και την υποχρέωσε να φάει ό,τι είχε βγάλει. Με τον καιρό θα συνηθίσεις
το καινούριο σου γεύμα, Μυρτούλα. Θα’ ρθει μια μέρα που δεν θα μπορείς να φας
τίποτ’ άλλο. Θα δεις… Κάποτε της είπε να βγάλει το περιλαίμιο και να φάει ό,τι
διάολο ήθελε. Είχε βαρεθεί το παιχνίδι του κι έψαχνε για καινούριο.
Ο Δελλής την κοιτάζει με συγκατάβαση. Πάει κάτι να πει, αλλά το στόμα της
ανοιγοκλείνει χωρίς να βγάζει τον παραμικρό ήχο. Ύστερα χαλαρώνει και το
πρόσωπό της ξαναγίνεται ανέκφραστο με την πεισματική του προσήλωση στο τίποτα.

20.

Στη δίκη για τη δολοφονία του Βασίλη, η Νεφέλη κατέθεσε ως αυτόπτης


μάρτυρας. Ο δικηγόρος της Μυρτώς κατόρθωσε να πείσει το δικαστήριο πως
βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα, άλλωστε ήταν φανερό πως είχε αρχίσει να χάνει τα
λογικά της, οπότε και το ακαταλόγιστο θα μπορούσε να σταθεί ως γερή
υπερασπιστική γραμμή. Κλείστηκε σε νευρολογική κλινική.
Η Νεφέλη άρχισε σιγά σιγά να ξαναβρίσκει τη χαμένη γαλήνη. Συχνά πυκνά
σκεφτόταν τον Δάνη. Της άρεσε απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδε στο στενό και
μισοσκότεινο γραφείο του, αλλά απορροφημένη απ’ τις απειλές, δεν μπήκε στη
διαδικασία να το δείξει. Τώρα, η ασυγκράτητη επιθυμία να πέσει στην αγκαλιά του,
επισκίαζε όλα τα αισθήματα του φόβου και της αγωνίας που τον τελευταίο καιρό
χοροπηδούσαν μέσα της.
Δεν βρισκόταν σπίτι του με την ιδιότητα της πελάτισσας, την είχε καλέσει με
λόγια γεμάτα υπονοούμενα. Όταν της άνοιξε την πόρτα, η Νεφέλη φορούσε το πιο
ζεστό της χαμόγελο. Ήξερε πως στην όψη της ήταν ζωγραφισμένη η απόλυτη
προσμονή. Όλο αυτόν τον καιρό είχε προσπαθήσει να κρύψει τι ένιωθε για κείνον,
αλλά φτάνει κάποτε ο καιρός που ο ερωτευμένος βλέπει ανήμπορος τις άμυνές του να
μη λειτουργούν πλέον.
41
Εκείνος οσμίστηκε τον πόθο που σάλευε σε κάθε της κύτταρο, διάβασε στο
βλέμμα της πόσο ευάλωτη ήταν. Τα χέρια του χώθηκαν στα μαλλιά της, τ’
ανακάτωσαν. Σε προτιμώ με τα μαλλιά ανάστατα, της είπε. Ένα ρίγος διαπέρασε το
σώμα της, τα χείλη της κόλλησαν στα δικά του, το στήθος της πιέστηκε πάνω στο
στέρνο του. Σφάλισε τα μάτια σε μια προσπάθεια να τα σβήσει όλα: τον Βασίλη και
τις απειλές του, τον θάνατο του Ρούντυ, τα ματαιωμένα όνειρα του αποτυχημένου
γάμου της, τη θλίψη που ανθρώπινα είχε αισθανθεί για το τέλος του πρώην άντρα της,
όλ’ αυτά που σαν άκαρδη φαλτσέτα την έσχιζαν κάθε που έπαιρνε ανάσα.
Είχε πεθυμήσει το πρώτο σκίρτημα που βιώνει κανείς στο ξεκίνημα μιας
σχέσης, τη σαγήνη που ασκεί το ανεξερεύνητο μυστήριο του άλλου. Και συνάμα το
ξύπνημα της φιλαρέσκειας, την ανάγκη της να είναι ξανά ποθητή. Είχε κάνει δυο-
τρεις σχέσεις σύντομης διάρκειας μετά το διαζύγιο, αλλά ήταν χλιαρής έντασης, ένα
προσωρινό ξεγέλασμα της μοναξιάς και τίποτα παραπάνω. Όμως, ο άντρας αυτός δεν
τη γοήτευε απλώς, της ενέπνεε μια σιγουριά, κάτι σταθερό για να πατήσει. Αν
ξεκινούσε μαζί του δεσμό, θα ’θελε να ’χει συνέχεια και προοπτική. Θυμήθηκε τον
εαυτό της νύφη να βαδίζει ανάερα προς τον γαμπρό, σαν να μην πατούσε στο έδαφος,
φορτωμένη προσδοκίες, συνεπαρμένη απ’ το μέλλον που πίστευε πως ανοιγόταν
μπροστά της, δίχως την παραμικρή υποψία για τη μετέπειτα ανώμαλη προσγείωση.
Άραγε, θα ξαναντυνόταν νύφη; Ίσως ο Δάνης να ήταν ο άντρας που γύρευε. Ο άντρας
που θα την ένιωθε. Ο άντρας που θα διάβαζε κάθε λέξη της και κάθε σιωπή της. Τον
φίλησε με πείνα. Η απόφαση να δώσει τον εαυτό της ολοκληρωτικά απροστάτευτο
στα χέρια του, είχε παρθεί.
Το φως της αυγής τη βρίσκει στο κρεβάτι του. Σηκώνεται στις μύτες μην τον
ξυπνήσει, πάει στο σαλόνι και ανοίγει ορθάνοιχτα την μπαλκονόπορτα να μπει
καθαρός αέρας. Το σπίτι του Δάνη είναι μια καλόγουστη μονοκατοικία με κήπο. Στο
διακοσμημένο με γούστο σαλόνι του, μια εντυπωσιακή βιβλιοθήκη τραβά τη Νεφέλη
σαν μαγνήτης. Πάντα της άρεσε να σκαλίζει βιβλία, να τα φυλλομετρά, να διαβάζει
οπισθόφυλλα. Τα δάχτυλά της χαϊδεύουν τις ράχες των βιβλίων, τραβούν το ένα μετά
το άλλο. Όμως, αυτό που βλέπει να πέφτει από ένα βιβλίο φυτολογίας δυσκολεύεται
να το επεξεργαστεί.
«Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα».
Τον ακούει. Στη φωνή του έχει προστεθεί μια νότα απειλής. Μένει σκυμμένη
πάνω απ’ τις σκόρπιες φωτογραφίες. Κρύος ιδρώτας μουσκεύει την πλάτη της.
42
«Κοίταζα τα βιβλία…» μουρμουρίζει χωρίς να τον κοιτάζει.
«Και διάλεξες το απόρρητο που είχε μέσα τις φωτογραφίες. Τυχερή κοπέλα».
Ο Δελλής ανάβει τσιγάρο.
«Τελικά, εσύ κι η άλλη είστε χοντρός μπελάς. Οι προηγούμενες ήταν
ευκολότερα θύματα. Ναι, έχουμε τρελάνει πολλές ο Βασίλης κι εγώ. Ήμασταν
αχτύπητο δίδυμο, ήδη απ’ το πανεπιστήμιο».
Κάνει να σηκωθεί, αλλά τα μέλη της έχουν πάθει αγκύλωση στα όρια της
παραλυσίας. Παραμένει γονατιστή μπροστά στις σκόρπιες φωτογραφίες. Ο Δάνης με
τον Βασίλη ποζάρουν χαμογελώντας. Γοητευτικοί, σκοτεινοί, θανάσιμα ύπουλοι. Σε
μια φωτογραφία ποζάρει μαζί τους και μια γυναίκα. Μειδιά κάπως αμήχανα, λες και
δεν ξέρει πώς χαμογελάνε.
«Κάτσε εκεί που κάθεσαι. Είσαι πολύ χαριτωμένη γονατιστή. Ξέρεις, εγώ σε
είχα δει πρώτος σε κείνο το μπαρ που γνώρισες τον Βασίλη. Παίξαμε ζάρια και σε
κέρδισε».
Ένα ενοχλητικό μυρμήγκιασμα στους κροτάφους. Οι πληροφορίες είναι
απανωτές και ανεπεξέργαστες.
«Με παίξατε στα ζάρια;»
«Ναι. Και σ’ έχασα. Ποτέ δεν είχα τύχη στα τυχερά παιχνίδια. Ο κολλητός μου
στα ’ριξε κι εσύ έπεσες σαν ώριμο φρούτο. Περνούσε καλά μαζί σου, σε περιέφερε
σαν τρόπαιο, μέχρι που έκανες το μοιραίο λάθος: του ’δωσες τα παπούτσια στο χέρι,
ενώ εκείνος έπρεπε να σε σουτάρει πρώτος. Τέτοια λάθη δεν συγχωρούνται,
Νεφελάκι».
Η μυρωδιά του τσιγάρου τής φέρνει εμετό, το στομάχι της σφίγγεται.
«Εσύ με απειλούσες; Εσύ;»
«Ναι».
«Πώς γίνεται; Εγώ ήρθα σε σένα».
«Ναι, αλλά πώς ήρθες; Επηρεάστηκες απ’ τα διαφημιστικά του γραφείου μου
που βρήκες στο κουτί. Τα έριξα εκεί ποντάροντας πως θα ζητούσες τη βοήθειά μου.
Κι έπεσα μέσα».
«Και… ο άλλος;»
«Ο άλλος έπαιζε παιχνιδάκια με τη γυναίκα του. Παράλληλα, ζήτησε τη
βοήθειά μου για να σε εκδικηθεί που τον παράτησες. Γέμισε το σπίτι σου κρυφές
κάμερες απ’ όπου σε παρακολουθούσαμε στενά. Είχε βγάλει αντικλείδι ένα μεσημέρι
43
που είχες αποκοιμηθεί στον καναπέ. Βγάζουμε πάντα αντικλείδια των σπιτιών των
γυναικών που μπλέκουν μαζί μας, μήπως μας χρειαστούν για μελλοντικούς
εκφοβισμούς. Στην περίπτωσή σου η ιδέα μας αποδείχθηκε σοφή. Μπαινόβγαινα στο
σπίτι σου όποτε ήθελα».
«Είστε…»
«Πες το, καλή μου. Τι είμαστε;»
Η ειρωνεία του την ερεθίζει. Αν κρατούσε ένα κομμάτι γυαλί, θα τον κάρφωνε
με την ίδια λύσσα που κάρφωσε η Μυρτώ τον άλλον.
«Κτήνη!»
Ο Δελλής τσακίζει το τσιγάρο του στο τασάκι.
«Κι όμως διαφέραμε. Εγώ ήμουν πάντα πιο προνοητικός. Γι’ αυτό, φρόντισα
να σπείρω στο σπίτι του ενοχοποιητικά στοιχεία, σε περίπτωση που έβγαιναν όλα στο
φως. Όπως βλέπεις, έπραξα έξυπνα. Επιπλέον…»
Βαδίζει επικίνδυνα προς το μέρος της. Η Νεφέλη τρέμει ολόκληρη, το κεφάλι
της πάει να εκραγεί. Μπαινόβγαινε στο σπίτι της ανενόχλητος. Έτσι εξηγούνται τα
κομμένα καλώδια και η σκηνοθεσία με το τσέχικο βάζο. Όλα ένα θέατρο κι εκείνη μια
κούκλα που την κούρδιζε όπως ήθελε.
«Ένα βήμα ακόμα και θα σου βγάλω τα μάτια».
«Πώς, γλυκιά μου; Είσαι άοπλη. Το φιλαράκι μου την πάτησε, αλλά εγώ -θα
το ’χεις καταλάβει- είμαι πιο επικίνδυνος. Μπορώ να προσποιηθώ, να παίξω τον
κύριο, εκείνος δυσκολευόταν πολύ να κρύψει ποιος πραγματικά ήταν».
«Με μένα το ’χε κρύψει».
«Αργά ή γρήγορα οι μάσκες θα ’πεφταν».
«Πού έκρυβε τη Μίλυ όταν παρίστανε πως ήταν νεκρή;»
«Σε μια παλιά φίλη που για λίγη πρέζα πουλούσε και την ψυχή της στον
διάβολο. Όσο για τη μικρή, της έλεγε πως έπαιζαν ένα παιχνίδι, αλλά δεν έπρεπε να
πει λέξη στη μαμά, αν δεν ήθελε να πάθει κανένα κακό. Μέχρι και καφέ της
παρηγοριάς οργάνωσε. Μάζεψε μερικές τυχάρπαστες γυναικούλες, τις φλόμωσε στα
ψέματα, τους έδωσε κι ένα χαρτζιλίκι, για να στήσει το σκηνικό. Η σκηνοθεσία ήταν
ένα απ’ τα πάθη του».
«Και τώρα;»
Ξέρει πως η ερώτησή της είναι μάταιη. Δεν θα την άφηνε να βγει ζωντανή από
κει μέσα. Σκέφτεται τη νύχτα που πέρασαν μαζί και η αηδία την πνίγει.
44
«Τι απέγινε το παιδί;»
Η νέα ερώτηση τής βγαίνει σαν χρέος προς τη Μυρτώ. Η σκέψη της τρέχει σε
πιθανά σενάρια: πορνεία, εμπορία οργάνων, παράνομη υιοθεσία. Προσεύχεται με όλη
της τη δύναμη να ισχύει το τρίτο. Το λιγότερο επώδυνο.
«Δεν ξέρω. Είναι το μόνο που δεν μου είπε. Ούτε και τον ρώτησα. Χέστηκα
για το μούλικο».
Ο πυροβολισμός τον βρίσκει στο σβέρκο. Το βλέμμα του ακινητοποιείται σε
φάση οδυνηρής έκπληξης. Σωριάζεται βαρύγδουπα παρασύροντας το τασάκι και όλα
τα μικροαντικείμενα που υπήρχαν στο τραπεζάκι.
«Ήξερε για τον Αζόρ. Δεν το είχα πει σε κανέναν…»
Η Μυρτώ, απ’ τη βεράντα του σαλονιού, αδειάζει το όπλο πάνω του.

21.

Μετά τη δολοφονία του Δάνη, η Μυρτώ κατέρρευσε. Τη μετέφεραν σε


κλινική υψίστης ασφαλείας, για να μην καταφέρει ξανά να το σκάσει. Κανείς δεν
κατάλαβε πώς έκλεψε το πιστόλι απ’ τον φρουρό που τη φύλαγε έξω απ’ την πόρτα
του δωματίου της. Οι έρευνες κατέληξαν στο ότι ο φρουρός αποκοιμήθηκε και μετά
τη σοβαρή του αμέλεια, τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Η Νεφέλη πήγαινε και την έβλεπε
κάπου κάπου, περισσότερο από ηθική υποχρέωση, μιας και δεν της ήταν καθόλου
ευχάριστο να βλέπει μια σιωπηλή γυναίκα με άδειο βλέμμα. Οι μόνες φορές που
άνοιγε το στόμα της ήταν για να ψελλίσει το όνομα της κόρης της. Σαν να είχε
αποσυνδεθεί απ’ την πραγματικότητα και να ζούσε σ’ έναν δικό της κόσμο, όπου
υπήρχαν αποκλειστικά εκείνη και το παιδί της. Μόνο μια μέρα γράπωσε τη Νεφέλη
απροσδόκητα απ’ τον καρπό και ξεστόμισε κάτι ασυναρτησίες: Βρες το λευκό χαρτί.
Εκεί βρίσκεται η σωτηρία. Μου το ’πε η Μίλυ στον ύπνο μου. Το λευκό χαρτί… Το
λευκό χαρτί… Μετά χαλάρωσε το σφίξιμο, το χέρι της έπεσε άψυχα στο πλάι.
Βάλθηκε να τραγουδά ένα νανούρισμα.
Η Νεφέλη, αφού κατόρθωσε να βρει και να ξηλώσει όλες τις κάμερες απ’ τον
προσωπικό της χώρο, περνούσε τις νύχτες της να διαβάζει κάθε πληροφορία που είχε
συλλέξει για το κορίτσι της λίμνης. Η μοίρα την είχε παράδοξα συνδέσει με κείνη την
άγνωστη που έμοιαζε να ’χε φυτρώσει στη Γη σαν να μην είχε γίνει αντιληπτή ποτέ
από κανέναν. Πώς γίνεται να μη σ’ έχει αναζητήσει κανείς; αναρωτιόταν με θλίψη.
45
Ούτε μάνα ούτε πατέρας, σύντροφος, παιδί ή φίλος; Η νεκροψία είχε δείξει πως η
άγνωστη είχε τεκνοποιήσει παραπάνω από μία φορά. Τι απέγιναν τα παιδιά της;
Κάποτε, εξάντλησε κάθε γνώση σχετικά με τη μυστηριώδη αυτή υπόθεση και
αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως θα συνέχιζε επ’ αόριστον να αραχνιάζει στα αρχεία
της αστυνομίας. Αναρωτήθηκε αν κατάφερναν ο Βασίλης ή ο Δάνης να τη
σκοτώσουν, ποιος θα την αναζητούσε. Φίλους δεν είχε, ο πατέρας της την είχε
ξεγράψει, το εισόδημα που εξασφάλιζε από ένα μαγαζί που νοίκιαζε, κληρονομιά απ’
τη μητέρα της, της είχε επιτρέψει να μην εργάζεται. Συνεπώς, ούτε συναδέλφους είχε.
Αναπάντεχα σκέφτηκε μια παιδική φίλη που τη φιλοξενούσε συχνά κι έπαιζαν
μαξιλαροπόλεμο. Πού να βρισκόταν άραγε; Την είχε χάσει. Οπότε… Ποιος έμενε;
Μόνο η βιολογική της μητέρα που δεν είχε ιδέα ποια ήταν ή αν βρισκόταν στη ζωή.
Αν πέθαινε, δεν θα την αναζητούσε κανείς...
Κοίταξε το άδειο καλάθι του Ρούντυ δίπλα στο κρεβάτι της. Είχε κρατήσει
ακόμα και το μπολάκι της τροφής του και την άμμο του. Της έλειπε αφόρητα, θα τον
έσφιγγε τώρα στην αγκαλιά της.
Το επόμενο λεπτό τη βρήκε στο μπάνιο να γεμίζει τον νιπτήρα με νερό, να
βουτάει το κεφάλι της μέσα και να το κρατάει εκεί μέχρι τα όρια του πνιγμού.
Τραβήχτηκε έξω να πάρει ανάσα και ούρλιαξε το όνομα του γατιού της, του μόνου
πλάσματος που θα την αποζητούσε αν πέθαινε εκείνη πριν απ’ αυτό.

46
Επιστολή του Δάνη Δελλή

Προς τη Νεφέλη Ζήκου

Αγαπητή Νεφέλη,

Αν διαβάζεις αυτή την επιστολή, συμβαίνουν δύο πράγματα:


1. Είμαι νεκρός.
2. Είσαι πιο καπάτσα απ’ όσο σε είχα υπολογίσει.
Με τον Βασίλη ήμασταν αυτό που λέμε «αδελφές ψυχές». Απ’ τις αρχές της
φιλίας μας καταλάβαμε πως διψούσαμε ν’ ασκούμε πάνω στις γυναίκες τον απόλυτο
έλεγχο. Στήναμε ψυχολογικές παγίδες και παρατηρούσαμε τα θύματά μας να οδηγούνται
σταδιακά στην τρέλα. Η εξουσία που αναπτύσσαμε πάνω στις γυναίκες ήταν η ηδονή
μας. Τρεφόμασταν απ’ αυτήν, όπως το σαράκι που τρώει το ξύλο. Δεν ξέρω τι απέγιναν
όλες αυτές που πέρασαν απ’ τα χέρια μας. Έμαθα μόνο για δύο: η μία μόνασε σε κάποιο
μοναστήρι στα Καλάβρυτα κι η άλλη βρέθηκε να περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους με
σπασμένα τα μπροστινά δόντια. Την έκλεισαν στο ψυχιατρείο.
Η γυναίκα που είδες στη φωτογραφία ήταν η τρίτη της παρέας. Τη λένε Χάιδω κι
είναι κι αυτή σαδίστρια. Ένα πραγματικό εύρημα όταν την ανακαλύψαμε. Δεν πιστεύαμε
πως θα βρίσκαμε γυναίκα με τέτοια ιδιοσυγκρασία. Κρίμα που δεν τη γνώρισες. Είναι
δαιμόνια. Χώνεται σε σπίτια ως μπέιμπι σίτερ και φέρνει τα πάνω κάτω.
Όταν ο Βασίλης μού ανακοίνωσε πως θα παντρευόταν, αντέδρασα. Θεωρώ τον
γάμο γελοίο θεσμό, πόσο μάλλον για μας τους δυο. Μου εξήγησε όμως πως η Μυρτώ
ήταν κελεπούρι. Φοβισμένη, ανήμπορη, υποταγμένη. Το τέλειο θύμα. Θα κρατούσε για
καιρό ακμαίο τον σαδισμό του. Και πράγματι. Η συμβίωσή του με τη Μυρτώ απογείωσε
τη φαντασία του. Ενώ ανέκαθεν εγώ είχα τις πιο πρωτότυπες ιδέες βασανιστηρίων,
ξαφνικά εκείνος είχε καλύτερες. Ο απαγχονισμός του γάτου σου ήταν δική του ιδέα.
Μισούσε τα ζώα. Εγώ απλώς τα σιχαινόμουν.
Τη μέρα που σε κέρδισε στα ζάρια, δεν σου κρύβω πως μου κακοφάνηκε. Κάτι
μού ’χε κάνει κλικ όταν σε πρωτοείδα και δεν έπαψα ποτέ να σε παρακολουθώ
διακριτικά. Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι περνούσε ο καιρός
χωρίς να έχει καταστρώσει κανένα απ’ τα γνωστά μας σχέδια. Έδειχνε να σε θέλει
πραγματικά. Άρχισα ν’ ανησυχώ. Λογάριαζα να ξεκινήσω εγώ κάτι εις βάρος σου, με
47
δική μου πρωτοβουλία, μέχρι που ανέλπιστα μου ’δωσες από μόνη σου το πράσινο φως.
Του ζήτησες να χωρίσετε. Ο εγωισμός του τραυματίστηκε θανάσιμα. Ήρθε και με βρήκε
απαιτώντας την ψυχική σου εξόντωση. Ζήτησε όμως όταν θα έφτανε η κατάλληλη
στιγμή, να κάνει εκείνος τον φόνο. Σωστά διάβασες: φόνο. Οι απειλές στα μηνύματα
δεν ήταν κούφιες. Προμήνυαν το τέλος σου. Θα βρισκόσουν σε κάποιο χαντάκι
στραγγαλισμένη με μια αντρική ζώνη και η αστυνομία θα απέδιδε το έγκλημα στον
άγνωστο Χ που σε απειλούσε και που ουδέποτε ανακαλύφθηκε ποιος είναι.
Κατάλαβα πόσο ικανή είσαι όταν τον ανακάλυψες. Μία στο τόσο μπορεί να
έφτανες και σε μένα και τότε ίσως θα κατέληγα στον τάφο. Σ’ έχω μάθει καλά πια. Δεν
θα με κατέδιδες, θα κοίταζες να με σκοτώσεις. Άλλωστε, με τον νόμο δεν τα ’χες ποτέ
καλά. Μικροκλοπές στην εφηβεία, βανδαλισμοί με σπασμένα τζάμια και μια
ψευδομαρτυρία που ’στειλε τον πατέρα σου στη φυλακή. Έτσι, καθώς ένα απ’ τα
χαρίσματά μου είναι η προνοητικότητα, έγραψα αυτή την επιστολή όπου σου
αποκαλύπτω ότι το παιχνίδι δεν τελειώνει εδώ. Έχω φροντίσει να σου ταχυδρομηθούν
από διαφορετικές διευθύνσεις απειλητικά μηνύματα για τα επόμενα δύο χρόνια. Είμαι
τόσο ενθουσιασμένος με αυτό το εγχείρημα που σου αποκαλύπτω εδώ το πρώτο μήνυμα
που θα σου αποσταλεί. Μια καρτ ποστάλ του Leimert Park του Λος Άντζελες που θα
γράφει «15 Ιανουαρίου 1947». Η πασίγνωστη ιστορία της Μαύρης Ντάλιας, που
βρέθηκε κομμένη στα δύο, στην τοποθεσία αυτή. Τη διάλεξα γιατί ο δολοφόνος, που δεν
συνελήφθη ποτέ, τη δολοφόνησε με πρωτοφανή αγριότητα και έκοψε το πρόσωπό της
απ’ τις γωνίες του στόματος μέχρι τ’ αυτιά, σχηματίζοντας το λεγόμενο «χαμόγελο της
Γλασκώβης»4. Αν δεν ξέρεις την ιστορία, θα την ψάξεις σίγουρα και θα βρεις
φωτογραφία της με το μακάβριο χαμόγελο. Θα είμαι εγώ που θα σου χαμογελώ απ’ τον
τάφο, Νεφέλη. Ευελπιστώ πως θα οδηγηθείς στην παράκρουση, μιας κι ενώ θα είσαι
ήσυχη πως με τον θάνατό μου τέλειωσαν όλα, θα βρεθείς ξανά αντιμέτωπη με τον ίδιο
εφιάλτη, που πίστευες πως είχες ξορκίσει οριστικά. Αν διατηρήσεις σώας τα φρένας ή
βρεις την παρούσα επιστολή, θα έχεις νικήσει. Θα τη βρεις όμως; Για να δούμε,
Νεφελάκι, πόσο έξυπνη είσαι.
Σου είπα ψέματα ότι δεν ξέρω για τη Μίλυ. Ο Βασίλης την πούλησε σ’ ένα
μούτρο του υποκόσμου που κανονίζει παράνομες υιοθεσίες. Τα στοιχεία του θα τα βρεις

4
Πρόκειται για την αληθινή ιστορία της Black Dahlia.

48
σ’ έναν σφραγισμένο φάκελο στον πάτο του ντοσιέ που φυλάω τα αποκόμματα των
εφημερίδων από αστυνομικές υποθέσεις. Απ’ αυτόν μπορεί να βρεις κάποια άκρη.
Η επιστολή είναι τοποθετημένη στο κέντρο του γραφείου μου, εδώ που έκλεισα
μαζί σου το πρώτο επαγγελματικό ραντεβού. Μια λευκή κόλλα χαρτί, γραμμένη με
συμπαθητική μελάνη. Φτάνει να την τοποθετήσεις πάνω από ένα αναμμένο κερί και
ιδού!

Ειλικρινά δικός σου,


Δάνης Δελλής

49
Προσωπείο

50
Άρης

Κρατάει το μαξιλάρι από πάνω της. Μια κίνηση είναι μόνο. Θα το κατεβάσει
με δύναμη και θα της φράξει το πρόσωπο. Η ανάσα της τον ερεθίζει. Αλλά τα χέρια
του τρέμουν. Τη φαντάζεται να βογκά στο πλευρό του άλλου, σ’ ένα ξένο κρεβάτι,
μπορεί και στο δικό τους. Να σπαρταρά στα χέρια του ολόγυμνη, όπως τη γέννησε η
μάνα της. Μόνο που τότε το δωμάτιο θα ήταν κόκκινο, το κόκκινο του βδελυρού της
πάθους. Τώρα έχει πάρει μια γκριζογάλανη απόχρωση που βαίνει σταδιακά προς το
σκούρο γκρι. Πού ξέρει αν δεν τον έχει κουβαλήσει στο σπίτι τους όταν εκείνος
έλειπε στη δουλειά; Την έχει ικανή ακόμα και γι’ αυτό. Η ιδέα τον τρελαίνει. Όλα
αυτά που έγραφε στο ημερολόγιό της, οι στιγμές που μοιραζόταν με τον άλλον
γραμμένες επί λέξει, με το χέρι της, το καταραμένο χέρι της... Όχι πως δεν
παραξενεύτηκε με την αμέλειά της να το ξεχάσει στο κομοδίνο, αλλά τι σημασία είχε;
Ποτέ ως τότε δεν είχε ψάξει τα πράγματά της, μόνο τα σουτιέν της καμιά φορά, γιατί
ηδονιζόταν να τα μυρίζει, όταν όμως είδε το ημερολόγιο εκτεθειμένο σαν να τον
προκαλεί να το ανοίξει, δεν κρατήθηκε. Σκύλα, σκέφτεται και του ’ρχεται να μπήξει
τα κλάματα. Τη φαντάζεται να γδέρνει τον άλλο με τα νύχια της, να του κάνει πιπιλιές
στο λαιμό, να σπρώχνει το κεφάλι του στο στήθος της… Σκύλα. Το μαξιλάρι ακουμπά
στη μύτη της, λίγη πίεση κι όλα τελειώνουν. Τα δάκρυα τού θολώνουν την όραση,
νιώθει στα μάτια ένα έντονο τσούξιμο. Να τη λυπηθεί; Γιατί; Αυτή τον λυπόταν όταν
του τα φόραγε; «Μπαμπά», μια φωνή σαν απόηχος τον σταματά. Μάλλον παράκουσε.
«Μπαμπά», ξανακούει καθαρότερα. Στρέφεται στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ο
πεντάχρονος γιος του τον κοιτάει με τρόμο. «Είδα κακό όνειρο...» Συνέρχεται
απότομα σαν να ’φαγε χαστούκι. Αφήνει το μαξιλάρι και πλησιάζει το παιδί. Το
παίρνει αγκαλιά. «Φοβήθηκες, αγόρι μου; Πάμε στο δωμάτιό σου να πούμε
παραμύθι». Η γυναίκα του αλλάζει πλευρό. Άγιο είχες, παλιοβρώμα, σκέφτεται
κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Πηχτό γκρι πνίγει το δωμάτιο.

Κατερίνα

«Μπορείς να επαναλάβεις αυτό που είπες;»


Ο Άρης δείχνει κομμένος.
«Χθες βράδυ παραλίγο να σκοτώσω τη γυναίκα μου».
51
«Δεν είναι δυνατόν…»
«Είναι».
«Μα, πώς έφτασες ως εκεί;»
«Έχει εραστή».
«Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;»
«Είμαι σίγουρος. Διάβασα το ημερολόγιό της, το ’χε ξεχάσει στο κομοδίνο. Τα
γράφει όλα εκεί μέσα, χαρτί και καλαμάρι. Ήρθα σε σένα, γιατί είμαστε φίλοι τόσα
χρόνια και σαν ψυχολόγος θα ξέρεις πώς να με βοηθήσεις... Πήγα να τη σκοτώσω,
καταλαβαίνεις;»
Τα μάτια της Κατερίνας έχουν το χρώμα του χρυσού, τον γαληνεύουν. Σαν να
βλέπει μια χρυσόσκονη να χύνεται στα μαλλιά και τους κροτάφους. Όχι μόνο στα
μάτια τελικά. Η Κατερίνα είναι ολόκληρη χρυσή.
«Άρη, απ’ τη σκέψη μέχρι την πράξη υπάρχει τεράστια απόσταση. Όλοι
μπορεί σε κάποια φάση της ζωής μας να ’χουμε σκεφτεί πως θα σκοτώσουμε κάποιον
που μας έβλαψε, αλλά δεν είμαστε δολοφόνοι. Γιατί πιστεύεις πως η γυναίκα σου
άφησε το ημερολόγιό της στο κομοδίνο;»
«Αυτό είναι το πρόβλημα;»
«Είναι περίεργο, δε νομίζεις;»
«Το ξέχασε».
«Μα είναι δυνατόν να το ξέχασε; Εκεί μέσα έγραφε απόρρητα, κανονικά θα
’πρεπε να το ’χει κάπου κλειδωμένο».
«Το ζήτημα δεν είναι τι έκανε με το ημερολόγιο. Το ζήτημα είναι πως με
κερατώνει. Με παρακολουθείς;»
«Σκεφτόμουν...»
«Τι, ρε Κατερίνα; Πολύ αφηρημένη είσαι σήμερα».
«Δεν είμαι αφηρημένη. Με προβληματίζει κάτι».
«Τι πράγμα;»
«Δεν μπορώ να σου πω. Με δεσμεύει το ιατρικό απόρρητο».
Ο Άρης σηκώνεται τρίβοντας τα μάτια του.
«Μην τα τρίβεις, είναι ήδη κατακόκκινα».
«Ναι, απ’ την αϋπνία. Θα ’θελα να κάτσω κι άλλο, μα πρέπει να φύγω. Η
Χάιδω μού ζήτησε να φύγει νωρίτερα απόψε, έχει μια υποχρέωση».
«Η Χάιδω είναι η μπέιμπι σίτερ, ε;»
52
«Η καλύτερη απ’ όσες είχαμε».
«Μια φορά την έχω δει και δεν μου φάνηκε, πώς να το πω...»
«Τι;»
«Ε, να... δεν μου φάνηκε ζεστή σαν άνθρωπος...»
«Πότε την είδες;»
«Τότε που ξέχασες εδώ την ατζέντα σου και στην έφερα, δε θυμάσαι; Μου
άνοιξε αυτή την πόρτα».
«Α, ναι, θυμήθηκα. Έτσι είναι η Χάιδω, ψυχρή κι αγέλαστη. Αλλά στη
δουλειά της τύπος και υπογραμμός. Άσε που έχει και ταλέντο στη ζωγραφική.
Φτιάχνει στον μικρό κάτι σκίτσα…»
«Μη μου πεις…»
«Και καλλιεργημένη. Του διαβάζει Σαίξπηρ απ’ τα παιδικά εικονογραφημένα.
Είναι λαχείο, σου λέω, η γυναίκα».
Ο Άρης πάει προς την έξοδο.
«Θα σου τηλεφωνήσω».
«Άρη...»
«Εντάξει, ξέρω τι θες, να ’μαι συγκρατημένος».
«Υποσχέσου».
«Θα προσπαθήσω».
Η Κατερίνα μένει ακίνητη με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά.
«Ψυχρή κι αγέλαστη...» μονολογεί.
Η χρυσόσκονη έχει μπλεχτεί με το γκρι του Άρη κι έχει χάσει αρκετούς
κόκκους απ’ τη λάμψη της.

Χάιδω

«Κύριε Άρη, να σας απασχολήσω για λίγο;»


«Βέβαια, σ’ ακούω».
Η Χάιδω κάθεται στον καναπέ και ανοίγει το σημειωματάριό της. Τα χρώματά
της είναι μπερδεμένα, πότε μωβ πότε κίτρινα. Ο Άρης τη βλέπει πολύχρωμη με
επικρατέστερες τις μουντές αποχρώσεις.

53
«Το ερχόμενο Σάββατο, 16 του μηνός, ο γιος σας έχει γενέθλια κι η σύζυγός
σας μου ζήτησε να οργανώσω εγώ το πάρτυ των γενεθλίων του».
«Καλή ιδέα».
«Το πάρτυ θα περιλαμβάνει διώροφη τούρτα, ομαδικά παιχνίδια και ασφαλώς
κουκλοθέατρο. Έχω ήδη ετοιμάσει το έργο που θα παρουσιάσω στα παιδιά κι έχω
προμηθευτεί τις ανάλογες μαριονέτες».
Ο Άρης την κοιτά με θαυμασμό. Πάντοτε θαύμαζε τους ανθρώπους της τάξης
κι αυτή η Χάιδω τα ’φτιαχνε όλα στην εντέλεια. Αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη για την
παρουσία της στο σπίτι. Μετά τα τελευταία γεγονότα ο γιος του είχε αντιληφθεί πως
οι γονείς του είχαν ψυχρανθεί κι έδειχνε μελαγχολικός. Αυτό το πάρτυ ήταν ό,τι
έπρεπε για το παιδί.
Η Χάιδω γυρίζει σελίδα.
«Για το μεθεπόμενο Σάββατο, 23 του μηνός, θα σας παρακαλούσα να μου
επιτρέψετε να φύγω στις εφτά, διότι πρέπει να παραστώ σ’ έναν γάμο».
Δεν του καλάρεσε αυτό του Άρη, αλλά αποφάσισε να υποχωρήσει προς χάριν
της ευεργετικής παρουσίας της Χάιδως στο σπίτι. Άλλωστε, μήπως πήγαινε πουθενά
τα Σάββατα; Η γυναίκα του πότε προφασιζόταν κούραση πότε ξεπόρτιζε για σινεμά
με φίλες, έτσι του ’λεγε. Στον γκόμενο έτρεχε, έπρεπε να το ’χα ψυλλιαστεί, σκέφτηκε
και μια σουβλιά τού τρύπησε το στέρνο.
«Παντρεύεται μια καλή φίλη», συνέχισε η Χάιδω. «Ας ελπίσουμε πως αυτός ο
γάμος θα πετύχει».
Ο Άρης ξαφνιάζεται, σαν να του χτύπησε αλλόκοτα η τελευταία φράση.
«Βλέπετε, όλες μου οι φίλες έχουν χωρίσει. Μόλις η απιστία μπει στη σχέση,
τα πάντα γκρεμίζονται».
«Οι φίλες σου απατούσαν τους άντρες τους;»
«Κάποιες απ’ αυτές ήταν οι θύτες, κάποιες άλλες τα θύματα. Δε βαριέστε.
Τους άντρες λυπάμαι περισσότερο, γίνονται περίγελως με χαρακτηρισμούς που η
ανατροφή μου δεν μου επιτρέπει να λέω».
Η Χάιδω σηκώνεται.
«Αυτά είχα να σας πω. Πάω στο παιδί».
Απομακρύνεται. Ο Άρης κοιτά τις κλειδώσεις των χεριών του. Είναι μελανές.

54
Μαρία

«Συνεχίζω να κάνω άσχημες σκέψεις».


Η Κατερίνα κρατά σημειώσεις σ’ ένα τετράδιο. Το στυλό της κινείται με
ταχύτητα. Νιώθει τον καρπό της να πιάνεται.
«Τι σκέψεις κάνεις;»
«Σκέφτομαι πώς θα ’ταν η ζωή μου αν δεν ζούσε».
Η Κατερίνα ακουμπά στα δεξιά της το στυλό.
«Μαρία, έχεις περάσει πολλά και είναι φυσικό να κάνει τέτοιες σκέψεις».
«Φυσικό; Εγώ τρομάζω».
«Έχεις σκεφτεί κάποια άλλη λύση;»
«Εννοείτε το διαζύγιο;»
«Εσύ αυτή τη λύση σκέφτηκες;»
«Ίσως... Αλλά δεν τολμάω να το ζητήσω».
«Τι σε φοβίζει;»
«Μη μείνω μόνη...»
«Πιστεύεις πως δεν θ’ αντέξεις τη μοναξιά;»
«Μάλλον… Μου προτείνετε να χωρίσω;»
«Δεν έχω δικαίωμα να προτείνω απολύτως τίποτα. Είμαι εδώ για να σε
βοηθήσω να βρεις εσύ τι επιθυμείς».
«Δεν ξέρω τι θέλω…»
Η Μαρία σηκώνεται και παίρνει απ’ τον καλόγερο το παλτό της.
«Έχω αργήσει. Αν γυρίσει σπίτι πριν από μένα, θα γίνει χαμός. Θα τα πούμε
την άλλη βδομάδα».
Η Κατερίνα καταπίνει ένα ντεπόν χωρίς νερό. Προσπαθεί να διώξει μια εικόνα
που ’χει σφηνωθεί στο μυαλό της. Την τεράστια μελανιά κάτω απ’ το αριστερό μάτι
της Μαρίας Λόντου. Η Μαρία είναι μπογιατισμένη στο μαύρο απ’ την κορφή ως τα
νύχια, ενίοτε με μια υποψία πορτοκαλί σαν σπίθισμα όταν μιλάει για το παιδί της.
Σύνελθε, Κατερίνα, μαλώνει τον εαυτό της. Έχεις γίνει συναισθηματική με τους
πελάτες. Καταπίνει άλλο ένα ντεπόν, με νερό αυτή τη φορά.

55
Άρης

Μόλις έχει κατεβάσει το ακουστικό. Τρίτη φορά σήμερα. Δεν μιλάνε,


βουβαμάρα στο σύρμα. Τώρα την παίρνει και στο σπίτι ο αλήτης. Ακούει όμως αντρική
φωνή και το κλείνει. Ανεβαίνει στην κρεβατοκάμαρα μηχανικά, τη βλέπει καθισμένη
στην τουαλέτα της με το μπουρνούζι. Προσπαθεί να ξεμπλέξει τα βρεγμένα της
μαλλιά. Δεν τον ακούει, τον βλέπει στον καθρέφτη. Το γκρι μπερδεύεται με κόκκινες
και πράσινες πινελιές. Ο άλλος έχει αποτυπωθεί στο πετσί της.
«Φύγε, θέλω ν’ αλλάξω».
Έχει μια περιφρόνηση η φωνή της που τον ηλεκτρίζει. Τόσο πολύ τον έχει
βαρεθεί, που τον διώχνει για να μην τη δει γυμνή; Ποιος είναι; Κανένας ξένος; Αλλά
βέβαια τώρα μόνο ο άλλος έχει δικαίωμα πάνω της. Ο άλλος που ’χει το θράσος να
τηλεφωνεί και στο σπίτι. Τους άντρες λυπάμαι περισσότερο, γίνονται περίγελως. Τα
λόγια της Χάιδως τον έχουν στοιχειώσει.
«Α, δε σου ’πα, θα βγω. Έχω κανονίσει με τα κορίτσια».
Παίρνει μια κρέμα και την απλώνει στα μάγουλα με αργές κυκλικές κινήσεις
σαν να κάνει μασάζ. Τα χέρια του αγγίζουν τον λαιμό της. Πάει να διαμαρτυρηθεί
πως θ’ αργήσει, όταν τα δάχτυλά του τη σφίγγουν αφύσικα δυνατά, κάτι δεν πάει
καλά, οι παλμοί της βροντούν τρελά, τι κάνει; τι κάνει; Η ανάσα της λιγοστεύει, πάει
να πει κάτι, δεν βγαίνει φωνή. Όλα γυρίζουν, το παράθυρο, τα κάδρα στον τοίχο, το
φωτιστικό στο ταβάνι. Ένα μαύρο παραπέτασμα της σφαλίζει τα μάτια. Σωριάζεται
στα πόδια του μαζί με ξέθωρες πρασινοκόκκινες πιτσιλιές.

Κατερίνα

Σηκώνει τα μάτια απ’ την εφημερίδα. Δεν μπορεί ακόμα να το πιστέψει, οι


τίτλοι χοροπηδούν παλαβά. «Σκότωσε τη γυναίκα του γιατί τον απατούσε». Το ’κανε
τελικά, μπόρεσε κι έφτασε σ’ αυτό το σημείο.
Μένει για λίγο ακίνητη. Ύστερα τραβά απ’ το ντουλάπι τον φάκελο της Άννας
Βώρου. Η Άννα που είχε έρθει να τη συμβουλευτεί πώς ν’ αντιμετωπίσει την
κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι της. Ήταν χωρισμένη και ζούσε με τη μάνα
της, τον τετράχρονο γιο της και τη γιαγιά της που ήταν παράλυτη πέντε χρόνια. Η
γιαγιά τούς είχε κάνει τη ζωή κόλαση. Τους έβριζε, τους καταριόταν, αναποδογύριζε
56
τους δίσκους με τα φαγητά που της πήγαιναν, έκανε την κόρη της να κλαίει και το
δισέγγονό της, λόγω του φορτισμένου κλίματος, παρουσίασε αποκλίνουσα
συμπεριφορά και το τρέχανε σε παιδοψυχολόγο. Ήδη απ’ την πρώτη συνεδρία η Άννα
τής είχε ομολογήσει πως ευχόταν το θάνατο της γιαγιάς της. Της ήταν όμως
αδιανόητο να διαπράξει έγκλημα. Κλείστηκε στο ψυχιατρείο, αφού ομολόγησε σε
κατάσταση νευρικού κλονισμού πως άφησε τη γιαγιά της να πεθάνει. Η γιαγιά της
έπαθε κρίση, είχε προβλήματα καρδιάς, κι η Άννα δεν της έδωσε επίτηδες το φάρμακο
που έπρεπε να παίρνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Η οικογένεια γλίτωσε απ’ τον τύραννο,
αλλά οι τύψεις την εξόντωσαν. Η δειλή και ταπεινή Αννούλα με τη λουλακί ματιά.
Ποτέ δεν θα ’φτανε στο έγκλημα μ’ αυτό το βαθυγάλανο βλέμμα. Η Κατερίνα ήταν
κατηγορηματική σ’ αυτό. Της είχε κοστίσει που δεν μπόρεσε να τη βοηθήσει.
Το τηλέφωνό της χτυπά, το σηκώνει νευριασμένα.
«Βοηθήστε με, σας παρακαλώ!»
Η φωνή της Μαρίας Λόντου ακούγεται λαχανιασμένη.
«Μαρία, εσύ; Τι έγινε;»
«Δεν… δεν…»
«Πάρε μια βαθιά ανάσα. Την πήρες; Τώρα πες μου».
«Μ’ έβριζε επειδή… δεν του άρεσε το φαγητό».
«Και τι έγινε;»
Η Μαρία κλαίει γοερά.
«Άρπαξα τον μπαλτά και...»
«Μη μου πεις...»
«Όχι, τον πέταξα μακριά. Και μόνο όμως που ’φτασα ως εκεί, είναι τρομερό!»
«Ψυχραιμία, τώρα έγινε. Ευτυχώς που δεν συνέβη το χειρότερο. Πού είναι
τώρα ο άντρας σου;»
«Βγήκε. Τρέμω ολόκληρη. Ταράχτηκα και με το έγκλημα στο Ψυχικό. Τους
ήξερα, είχαμε γνωριστεί σ’ ένα παιδικό πάρτυ. Η κόρη μου συμπαθούσε πολύ τον γιο
της συγχωρεμένης».
«Τους ήξερες; Είχες πάει και σπίτι τους;»
«Ναι, τρεις-τέσσερις φορές. Είχαν μια φοβερή μπέιμπι σίτερ, τη Χάιδω.
Απασχολούσε τα παιδιά με κουκλοθέατρο. Μου ’χε προτείνει στο ρεπό της, κάθε
δεύτερη Κυριακή, να δουλεύει σε μένα. Δέχτηκα. Έχει ήδη έρθει τρεις φορές. Η κόρη
μου τη λατρεύει».
57
Η Κατερίνα νιώθει να της παγώνουν τα χέρια.
«Σήμερα είναι Κυριακή. Είναι τώρα εκεί;»
«Ναι. Ευτυχώς όταν έγινε η φασαρία, έλειπε με τη μικρή στο πάρκο. Όπου να
’ναι θα γυρίσουν».
«Έρχομαι από κει».
Κατεβάζει αργά το ακουστικό. Το γαλάζιο της Αννούλας έχει γίνει θάλασσα
ντυμένη με πορφύρα. Μια θάλασσα ανήσυχη, πριν την τρικυμία.

Χάιδω

Η Κατερίνα χτυπά επίμονα το κουδούνι. Της ανοίγει η Μαρία και την περνά
στο σαλόνι. Στο πρόσωπό της έχει απλωθεί ένα γαληνεμένο μπλε.
«Δεν ήταν ανάγκη να ’ρθετε, είμαι καλύτερα τώρα, πραγματικά...»
«Δεν ήρθα για σένα, Μαρία. Θέλω να δω τη Χάιδω».
«Τη Χάιδω; Γιατί;»
«Μου τη φωνάζεις, σε παρακαλώ;»
Έχει μια τέτοια αποφασιστικότητα ο τόνος της, που η Μαρία φέρνει τη Χάιδω
χωρίς άλλες ερωτήσεις. Μέσα της όμως την τρώει η περιέργεια.
«Μπορώ να μείνω κι εγώ;»
«Θα σε παρακαλούσα να μας αφήσεις μόνες».
«Εντάξει...»
Η Μαρία απομακρύνεται απρόθυμα. Η Χάιδω στυλώνει στην Κατερίνα μια
ανεξιχνίαστη ματιά με γραμμές που εναλλάσσονται ραγδαία από ιώδεις σε γκρι και
αντιστρόφως.
«Τι με θέλετε;» ρωτά με φαινομενική απάθεια.
«Να σου πω πως το μυστικό σου αποκαλύφθηκε. Τουλάχιστον σε μένα».
«Μυστικό;»
«Εκπλήσσεσαι, ε;»
«Δεν καταλαβαίνω».
«Περιττό να κάνεις την ανήξερη. Ο Άρης Σοφιανός σκότωσε τη γυναίκα του,
γιατί τον απατούσε. Μια άλλη πελάτισσά μου, ονόματι Άννα Βώρου, άφησε τη γιαγιά
της να πεθάνει, ενώ μπορούσε να τη σώσει, γιατί βασάνιζε αυτήν και την οικογένειά
της. Είμαι ψυχολόγος και οι άνθρωποι αυτοί ήταν πελάτες μου. Δύο ήταν τα κοινά
58
τους στοιχεία: Πρώτον, δεν θα μπορούσαν ποτέ να σκοτώσουν, ωστόσο σκότωσαν,
και δεύτερον, είχαν προσλάβει εσένα να προσέχεις τα παιδιά τους. Έψαξα κι έμαθα
πως πριν τον Άρη ήσουνα στην υπηρεσία της Άννας Βώρου».
«Κι αν ήμουν, τι μ’ αυτό;»
«Οι πελάτες μου ποτέ δεν θα ’φταναν στο έγκλημα αν δεν είχαν την
κατάλληλη υποκίνηση».
Η Χάιδω συνεχίζει να δείχνει ανέκφραστη. Τα χρώματα παλεύουν στις κόρες
των ματιών της με τη μάχη να αποβαίνει αμφίρροπη.
«Συνειδητοποίησα πως ήμουν αντιμέτωπη με μια σπάνια περίπτωση
ιδιοσυγκρασίας που τρέφεται με τον σαδισμό και το έγκλημα. Μια γυναίκα που ενώ
όλοι θαύμαζαν για το ήθος και τις ικανότητές της, στην πραγματικότητα ήταν δόλια
και εξαιρετικά επικίνδυνη. Δεν ξέρω ποια βιώματα σε οδήγησαν σ’ αυτό το σημείο,
ξέρω όμως πως έχεις επινοήσει κάτι πρωτόγνωρο στο χώρο του εγκλήματος, τον
τρόπο να εγκληματείς χωρίς να μπορεί να σε αγγίξει ο νόμος».
«Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω».
«Κι όμως καταλαβαίνεις πολύ καλά. Η Μαρία ήταν το επόμενο θύμα σου. Το
έδαφος ήταν πρόσφορο, ο βίαιος σύζυγος και η γυναίκα που υποφέρει. Ένα σπρώξιμο
χρειαζόταν, όπως χρειάστηκε και στους προηγούμενους. Ξέρεις να πετάς τα
κατάλληλα λόγια την κατάλληλη στιγμή, ώστε να υποβάλλεις στους άλλους αυτό που
θέλεις. Ίσως προχωράς και σε πράξεις για να πετύχεις στα σίγουρα το επιθυμητό
αποτέλεσμα. Στοιχηματίζω πως εσύ άφησες το ημερολόγιο της γυναίκας του Άρη στο
κομοδίνο της, για να μπορέσει εκείνος ν’ ανακαλύψει την απιστία. Ήθελες να του
οπλίσεις το χέρι εναντίον της άπιστης και το πέτυχες. Όπως πέτυχες και με την Άννα
όταν την έκανες να πιστέψει πόσο όμορφη θα ήταν η ζωή της και των δικών της αν
έφευγε απ’ τη μέση η γιαγιά που ’χε καταντήσει ανυπόφορη. Με τη Μαρία παραλίγο
να πετύχαινες σήμερα. Κάπου παρακάτω θα το ξαναπροσπαθούσες. Όλοι γίνονται
πιόνια της αρρωστημένης σου υποβολής».
Η Χάιδω σηκώνεται και στρώνει τη φούστα της.
«Αν δεν με θέλει τίποτ’ άλλο η κυρία...»
«Ζωγραφίζεις, έτσι δεν είναι;»
«Και λοιπόν;»
«Και λοιπόν παίρνεις τα θανατηφόρα σου πινέλα και φτιάχνεις τον πίνακα
όπως θέλεις εσύ. Και τα χρώματά σου είναι ύπουλα, Χάιδω. Σκοτεινά και ύπουλα».
59
«Δεν μ’ αρέσουν τα χρώματα. Ζωγραφίζω με κάρβουνο».
«Και στο τέλος τα κάνεις όλα στάχτη».
Τα μάγουλα της Χάιδως έχουν ασπρίσει σαν το εκρού των πτωμάτων.
«Όσο για τον Σαίξπηρ που διαβάζεις στα παιδιά, μπορώ να μαντέψω ποιο
είναι το αγαπημένο σου έργο. Το δίχως άλλο ο Οθέλλος. Ο Οθέλλος που μπορεί να
έπνιξε τη Δυσδαιμόνα, αλλά ουσιαστικά δεν τη σκότωσε αυτός. Ο Ιάγος τού όπλισε
το χέρι. Ο Οθέλλος είναι ευγενής και ακέραιος, ο Ιάγος μοχθηρός και φαύλος. Διψάει
για αίμα, αλλά η θρασυδειλία του τον εμποδίζει να διαπράξει έγκλημα. Τι κάνει
λοιπόν; Εξωθεί δεξιοτεχνικά κάποιον άλλο στο έγκλημα. Πιστεύεις ότι οι άνθρωποι
είναι απλώς όργανα, μπορείς να τους πλάσεις σαν τον πηλό. Τότε γίνεσαι
κλειδοκράτορας της ζωής και του θανάτου, κι αυτή η δύναμη συναρπάζει, μεθά.
Χάιδω, είσαι ένας μανιακός θηλυκός Ιάγος».
Η Χάιδω στέκει ακούνητη για μερικά δευτερόλεπτα. Μετά σηκώνει τα χέρια
και χειροκροτεί.
«Συγχαρητήρια για το θέατρο του παραλόγου. Τελικά, φαίνεται πως όσοι
ασχολούνται με την ανθρώπινη ψυχή, τρελαίνονται στο τέλος».
«Με θεωρείς τρελή;»
Η Χάιδω την πλησιάζει. Έχει κάτι το απειλητικό το πλησίασμά της.
«Πιστεύω πως κατά βάθος είσαι τρομοκρατημένη, κυρία... τάδε».
«Μάνου. Κατερίνα Μάνου».
«Με συγχωρείτε, κυρία Μάνου, αλλά βιάζομαι. Με περιμένουν σ’ ένα
καινούριο σπίτι. Πάω να μαζέψω τα πράγματά μου».
Η Κατερίνα μένει ασάλευτη. Στο μυαλό της χαράσσεται η τελευταία εικόνα
της Χάιδως: ένα πρόσωπο που κομματιάζεται σε μύρια χρώματα, ώσπου να μείνει μια
άχρωμη, αποφλοιωμένη μάσκα.

60
Μοτέλ

61
Η Χάιδω το φυσάει και δεν κρυώνει. Να της τη φέρει έτσι αυτή η ψυχολόγος;
Πώς τη μυρίστηκε; Είχε την τέλεια μέθοδο. Εντόπιζε τους ευεπηρέαστους και τους
κούρδιζε κατά τα γούστα της. Σπανίως αποτύγχανε και ουδείς μπορούσε να διανοηθεί
τον σκοτεινό της ρόλο. Οι μεγάλοι την εμπιστεύονταν, τα παιδιά τη λάτρευαν. Από
τότε που την ανακάλυψε αυτή η καταραμένη, όλα της πάνε στραβά. Η τελευταία
κυρία που ήταν ν’ αναλάβει τα δίδυμα αγόρια της, της το ακύρωσε λέγοντας διάφορες
δικαιολογίες. Κακοτυχία, γκαντεμιά. Και τώρα έχει μείνει χωρίς δουλειά και κυρίως
χωρίς πεδίο δράσης.
Η νύχτα έχει πέσει πηχτή δίχως αστέρια. Αν κι έχει γενικά καλό
προσανατολισμό, η Χάιδω βλέπει πως έχει χαθεί σε κάτι χωράφια. Ο Βασίλης και ο
Δάνης είναι νεκροί, το διάβασε τις προάλλες στις εφημερίδες και την έπιασε σύγκρυο.
Μπας κι ήρθε η σειρά μου; Σύνελθε! Οι προλήψεις είναι για τις γυναικούλες. Αυτοί οι
δυο φάνηκαν απρόσεχτοι. Εσύ είσαι γάτα.
Βλέπει μια ταμπέλα που αναβοσβήνει. Μοτέλ στη μέση του πουθενά; Αυτό θα
πει τύχη! Παρκάρει και τραβάει χειρόφρενο. Φοράει την τσάντα της σταυρωτά,
πλησιάζει την πόρτα. Το κουδούνι δεν γράφει όνομα. Το χτυπά παρατεταμένα. Της
ανοίγει μια ηλικιωμένη. Τα μαλλιά της είναι άσπρα σαν το μπαμπάκι. Φορά μια
ρόμπα με φαρδιές τσέπες.
«Καλώς ορίσατε!»
«Είστε η πανδοχέας;»
«Ναι. Περάστε».
Μπαίνει σ’ έναν μακρύ διάδρομο που μοιάζει με κακοφωτισμένη υπόγεια
διάβαση. Ο ήχος των βημάτων της πνίγεται στη χοντρή μοκέτα. Η γυναίκα τής βγάζει
το παλτό με αβρότητα.
«Δώστε το να σας το κρεμάσω Δεν κάθεστε;»
Η Χάιδω βολεύεται σε μια καρέκλα. Μπροστά της απλώνεται ένα
καλοστρωμένο τραπέζι. Το πάτωμα είναι σκεπασμένο με βαριά χαλιά, η επίπλωση
παλαιομοδίτικη. Ένα επιδαπέδιο φωτιστικό φωτίζει τον χώρο αμυδρά.
«Αγοράζω λάμπες απαλού φωτισμού. Δεν μπορώ το έντονο φως».
Η γριά μοιάζει να δικαιολογείται για τον ημισκότεινο χώρο της. Η Χάιδω δεν
έχει πρόβλημα με το σκοτάδι. Το προτιμά απ’ τον ήλιο.
«Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν ανακάλυψα το μοτέλ σ’ αυτή την ερημιά.
Βέβαια, δεν μου φαίνεται ακριβώς μοτέλ… Περισσότερο με σπίτι μοιάζει».
62
«Σπίτι είναι. Κληρονομιά απ’ τον πατέρα μου. Έχει πολλά δωμάτια και
σκέφτηκα να τα εκμεταλλευτώ προς ενοικίαση. Να σας ετοιμάσω κάτι να φάτε;»
«Ευχαριστώ, δεν πεινάω».
«Τότε… ένα ζεστό γάλα;»
«Ναι, γιατί όχι;»
Η Χάιδω αρχίζει να παίρνει τα πάνω της. Πεδίο δράσης δεν γύρευε; Ίσως να
το βρήκε. Η γριά φαίνεται αγαθιάρα. Να δει τι μπορεί να ψαρέψει.
Η γυναίκα βάζει μπροστά της ένα πορσελάνινο φλιτζάνι με αχνιστό γάλα.
«Το ’χω έτοιμο. Σας περίμενα, καλή μου».
«Με περιμένατε;»
«Εννοώ πως πάντα περιμένω τον επόμενο πελάτη που θα μου χτυπήσει την
πόρτα. Και είμαι πανέτοιμη. Ζεστό γάλα, καθαρά σεντόνια, φρεσκοπλυμένη
κουβέρτα, πετσέτες και καινούριο σαπούνι στο μπάνιο. Είμαι της τάξεως εγώ. Τα
πάντα στην εντέλεια».
«Δεύτερη κουβέρτα υπάρχει; Δεν μου φτάνει ποτέ μία».
«Έχει δεύτερη στην ντουλάπα».
Η Χάιδω καταπίνει μια μεγάλη γουλιά.
«Ωχ, καίει!»
«Φυσήξτε το».
«Θα περιμένω να κρυώσει. Έχει περίεργη γεύση».
Η γυναίκα χαμογελάει. Το στόμα της μισανοίγει, της λείπουν δόντια.
«Του βάζω ένα υλικό δικής μου παρασκευής».
«Να μου δώσετε τη συνταγή».
«Αυτό δεν μπορώ να σας το υποσχεθώ, αγαπητή μου. Ωστόσο, τίποτα δεν
αποκλείεται. Τα πάντα είναι πιθανά σ’ αυτή τη ζωή, δεν συμφωνείτε;»
«Ναι… Φυσικά… Έρχονται συχνά εδώ πελάτες;»
«Σπανιότατα, καλή μου. Είχα όμως την τύχη να μου έρθουν τρεις κοπέλες
πριν από σας. Όλες στην ηλικία σας. Αν επιτρέπεται, είστε γύρω στα τριάντα;»
Η Χάιδω έχει αρχίσει να νιώθει άβολα. Συνήθως αυτή κατευθύνει τις
συζητήσεις με τους άλλους. Ξαφνικά έχει τη δυσάρεστη εντύπωση πως για πρώτη
φορά κατευθύνεται.
Η πανδοχέας γελάει. Το γέλιο της κάνει αντίλαλο στον ψηλοτάβανο χώρο.

63
«Με συγχωρείτε. Συνήθως δεν κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις, αλλά θεώρησα
πως είστε νέα για να κρύβετε τα χρόνια σας. Η γυναίκα αρχίζει και κρύβει απ’ τα
σαράντα».
«Σωστά. Λοιπόν, είμαι τριάντα εφτά».
«Περίφημα! Είστε νεότατη και ομορφότερη απ’ τις άλλες. Βέβαια, κι εκείνες
είχαν τη γοητεία τους. Η πρώτη ήταν ψηλή και ξανθιά. Οι τρίχες των μαλλιών της
ήταν πολύ μαλακές, θαρρείς πως έπιανες μετάξι. Η δεύτερη ήταν κοκκινομάλλα και
γεμάτη ελίτσες. Είχε και μία μεγάλη ελιά κοντά στον αφαλό. Η τρίτη ήταν μελαχρινή
μ’ ένα τατουάζ στον δεξιό μηρό. Καμιά τους όμως δεν συγκρίνεται με τη δική σας
χάρη. Νιώθω τόσο όμορφα που σας έχω κοντά μου!»
Η Χάιδω φυσάει το γάλα και πίνει μερικές γουλιές. Απ’ την ώρα που πάτησε
το πόδι της εκεί μέσα έχει ένα κακό προαίσθημα. Δεν έχει ποτέ ξανανιώσει ανάλογα
και την ξενίζει. Βρες τον εαυτό σου! Μια χαζή γριά είναι. Μην αφήσεις να σου πάρει
τον αέρα. Ξεκίνα τις ερωτήσεις μήπως βγάλεις λαυράκι.
«Χαλαρωτικό το γάλα, έτσι;»
«Πραγματικά. Καλμάρει τα νεύρα. Κάποτε, μου είχε έρθει μια πελάτισσα που
βρισκόταν σε έξαλλη κατάσταση λόγω οικογενειακών προβλημάτων. Το γάλα μου
την ανακούφισε λες και τα προβλήματα σβήστηκαν ως διά μαγείας. Ηρέμησε τόσο,
που δεν ξαναμίλησε όλη τη νύχτα».
«Φαντάζομαι κερνάτε όλους όσους έρχονται, και τις κοπέλες που μου είπατε.
Είναι καιρός που έχουν έρθει;»
«Η πρώτη πριν τέσσερα χρόνια. Η δεύτερη πριν δύο χρόνια. Η τρίτη πριν έξι
μήνες».
«Τόσο παλιά; Είστε πολύ μόνη εδώ, ε;»
«Μόνη; Καθόλου, καλή μου. Έχω εσάς!»
Η Χάιδω ξαφνιάζεται. Εντάξει, έχει συνηθίσει να τη θέλουν και ν’ αποζητούν
τη συντροφιά της, αλλά αυτή η γυναίκα εκπέμπει κάτι ανησυχητικό.
«Ε… κι εγώ πόσο θα μείνω; Μόνο απόψε. Αύριο θα πρέπει να μου δώσετε
οδηγίες πώς να βγω στον κεντρικό δρόμο. Έχω χαθεί».
«Είδατε πώς τα φέρνει η ζωή; Χαθήκατε, βρεθήκατε στον δρόμο του
πανδοχείου μου και τώρα καθόμαστε αντικριστά και συζητάμε. Δεν είναι υπέροχο;»

64
«Η αλήθεια είναι πως δίσταζα να χτυπήσω την πόρτα σας. Η ταμπέλα που
έχετε έξω έχει μισοσβήσει. Χρειάστηκε να πλησιάσω πολύ για να δω το
‘ενοικιαζόμενα δωμάτια’».
«Έχετε δίκιο. Είναι πρόβλημα η ταμπέλα, αλλά δεν μπορώ να τη φτιάξω, δεν
ξέρω από ηλεκτρολογικά. Αν ποτέ εμφανιστεί κατά δω κανένα συμπαθητικό αγόρι…
Αυτές είναι αντρικές δουλειές. Πότε πότε, έχω την αίσθηση πως χρειάζεται ένας
άντρας. Είστε παντρεμένη;»
«Όχι. Εσείς;»
«Ήμουν. Κι η κόρη μου είναι τώρα στην ηλικία σας».
«Να τη χαίρεστε».
«Ασφαλώς και τη χαίρομαι. Βλέπετε, εγώ δεν πίστεψα ποτέ στους γιατρούς.
Άκου σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου! Τι πάει να πει αυτό;»
Η Χάιδω ανακάθεται. Το ’χει συναντήσει αυτό σ’ ένα σπίτι που δούλευε
παλιά. Το βρέφος είχε πεθάνει στον ύπνο του κι εκείνη που μόλις είχε βάλει μπρος
ένα νέο κόλπο εις βάρος της μάνας του, χρειάστηκε προς μεγάλη της απογοήτευση να
το σταματήσει. Η μάνα ήταν χωρισμένη κι είχε μπλέξει μ’ έναν τυχοδιώκτη που της
έτρωγε λεφτά. Η Χάιδω της είχε κάνει πλύση εγκεφάλου να τον δηλητηριάσει για να
τον εκδικηθεί. Ο θάνατος του μωρού ματαίωσε τα σχέδιά της και την έστειλε στις
αγγελίες να ψάχνει για νέα δουλειά.
«Σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου;»
Η γυναίκα γέρνει το κεφάλι στο πλάι σαν να ονειροπολεί.
«Ήταν όμορφο μωρό η κόρη μου. Σωστή καλλονή! Και δεν έπαθε ποτέ αυτό
το κακό. Με πιστεύετε;»
«Ναι, βέβαια…»
«Είστε τόσο ευγενική. Αληθινή τύχη που μου χτυπήσατε την πόρτα!»
Η Χάιδω νιώθει μια ζαλάδα να την κατακλύζει. Σηκώνεται κρατώντας το
φλιτζάνι.
«Είμαι λίγο ζαλισμένη… Θα πάω να ξαπλώσω. Αλήθεια, ξέχασα να σας
ρωτήσω: πόσο χρεώνετε το δωμάτιο;»
«Τίποτα».
«Τίποτα; Πώς τίποτα;»
«Σας φιλοξενώ, αγαπητή μου».
«Τι λέτε; Από πού κι ως πού;»
65
«Αν επιμένετε, δώστε ό,τι θέλετε. Συμβολικά».
«Οι άλλες πόσα πλήρωσαν; Μη μου πείτε ότι τις φιλοξενήσατε κι αυτές».
Η γυναίκα αναστενάζει.
«Οι άλλες κοπέλες… Σωστές κυρίες. Επέμεναν να πληρώσουν».
«Και... σας πλήρωσαν;»
«Όχι ακόμα, καλή μου. Θα με πληρώσουν όταν φύγουν. Αφού επιμένουν…»
«Όταν φύγουν; Δηλαδή… Τι θέλετε να πείτε; Πως είναι ακόμα εδώ; Και οι
τρεις;»
«Ασφαλώς, καλή μου. Είπα ποτέ πως έφυγαν;»
Το φλιτζάνι πέφτει απ’ τα χέρια της Χάιδως. Το γερασμένο πρόσωπο της
γυναίκας στριφογυρίζει. Το στόμα της έχει σχηματίσει ένα φρικώδες χαμόγελο.
Γραπώνεται στο τραπέζι. Οι κλειδώσεις της ασπρίζουν. Μια λέξη γλιστρά απ’ τα
χείλη της ξέπνοα.
Το γάλα…

66
Είκοσι χρόνια μετά

67
Σάρκες

68
1.

Η Λένα Βεκρή αφαιρείται κοιτώντας τη λάμπα νέον στο ταβάνι του γραφείου
της. Ένα έντομο κουτουλάει στον γλόμπο και δεν λέει να ξεκολλήσει απ’ το
ωχροκίτρινο φως του, σαν να ’χει πιαστεί σ’ έναν αόρατο ιστό. Το έντομο μοιάζει σαν
να θέλει ν’ αυτοκτονήσει έτσι όπως ρίχνεται με απόγνωση πάνω στη λάμπα που
ζεματά. Η Λένα ταυτίζεται με τα έντομα, κάθε φορά που αναλαμβάνει μια δύσκολη
υπόθεση. Το μυαλό της καταπονείται απ’ το ζουζούνισμα μιας βασανιστικής σκέψης:
Βρες την άκρη του νήματος. Ξετύλιξε το κουβάρι. Στα σαράντα εννιά της χρόνια,
Αστυνόμος Α, η Λένα εγκλωβιζόταν στα δίχτυα μυστηριωδών υποθέσεων, που μέχρι
να ξεδιαλύνει, αδυνατούσε ακόμα και να κοιμηθεί. Λες κι ενεργοποιούνταν μια
κλεψύδρα που τη ζόριζε να βρει τη λύση προτού πέσει από την άλλη πλευρά ο
τελευταίος κόκκος της άμμου.
«Νίκο, μας περιμένει πολλή δουλειά σήμερα. Ελπίζω οι μάρτυρες του
εγκλήματος να μας βοηθήσουν να βρούμε κανένα φως στο τούνελ», λέει στον βοηθό
της σπάζοντας την ολιγόλεπτη σιωπή όσο χάζευε το τυφλό κουτούλημα του εντόμου
στον γλόμπο.
Ο Νίκος την κοιτάζει χαμογελώντας.
«Κι έλεγα πως έχασες τη φωνή σου, Αστυνόμε».
«Σου ’χω πει όταν είμαστε οι δυο μας, ν’ αφήνεις κατά μέρος τις
επισημότητες».
«Εξασκούμαι, μη μου ξεφύγει κανένα Λένα μπροστά σε τρίτους».
Ο Νίκος. Ψηλός κι αρρενωπός με δυο πελώρια μαύρα μάτια, πολλά
υποσχόμενα. Και πολλά χρόνια μικρότερός της, η Λένα δεν το ξεχνά αυτό. Όπως δεν
ξεχνά και ότι το κεφάλαιο άντρας έχει κλείσει γι’ αυτήν, όπως τα πτώματα που
σφραγίζονται στο φέρετρο. Μετά την εμπειρία της με τον άντρα που την κακοποιούσε
από τα δεκαεννιά μέχρι τα είκοσι πέντε της, στην οποία δεν έχει κατορθώσει ακόμα
να αποδώσει έναν επαρκή χαρακτηρισμό, -τραυματική, τραγική, κτηνώδης;- άφησε
τη νιότη να κυλήσει μέσα απ’ τα δάχτυλά της, σαν τη χρυσή άμμο που άφηνε
επίτηδες να της πέφτει απ’ τις χούφτες στους μηρούς, για να ’χει κάτι να δείξει στον
μπαμπά της: Μπαμπά, κοίτα! Τα χρόνια της νιότης τέλειωσαν σαν το λάδι που
σώθηκε στο καντήλι. Η αγνότητα είχε πλέον οξειδωθεί…
«Φέρε μου μέσα την Αβραμίδη, ν’ αρχίσουμε».
69
«Το περίμενα πως θα ξεκινούσες με τη χήρα».
«Πάντα έτσι δε γίνεται; Δολοφονείται ο σύζυγος κι οι υποψίες πέφτουν πρώτα
στη σύζυγο και μετά στον περίγυρο του θύματος».
«Κάτι μου λέει πως αυτή τη φορά, οι εξελίξεις θα μας εκπλήξουν».
«Θα το δούμε. Φέρ’ τη μέσα και κράτα τις γνωστές σου σημειώσεις. Μπορεί
μια παρατήρησή σου να μας φανεί πολύτιμη».
«Έγινε».
Ο Νίκος ανοίγει την πόρτα και βγαίνει. Η πόρτα τρίζει ενοχλητικά. Η Λένα
κρατά μια γρήγορη σημείωση: Να λαδωθεί η πόρτα άμεσα. Είναι η τρίτη φορά που το
γράφει, τα χαρτιά πετιούνται στο καλάθι των αχρήστων μαζί με διάφορα άλλα
σκουπίδια και τελικά η υπενθύμιση ξεχνιέται. Να θυμηθεί ν’ αγοράσει ένα μπλοκ,
μόνο έτσι οι σελίδες θα μένουν στη θέση τους. Μπαίνουν ο Νίκος με τη χήρα.
«Περάστε. Παρακαλώ, καθίστε».
«Ευχαριστώ».
«Ονομάζεστε Ελισάβετ Αβραμίδη και είστε η σύζυγος του εκλιπόντος».
«Μάλιστα».
Αφύσικα ψηλή για γυναίκα και αδύνατη σαν στέκα, η Ελισάβετ ατενίζει τη
Λένα μ’ ένα βλέμμα ανεξιχνίαστο. Τα νύχια και τα χείλη της είναι βαμμένα σε μια
βαθιά μωβ απόχρωση. Μωβ φιλήδονα χείλη…
«Λοιπόν, κυρία Αβραμίδη, τι έχετε να μου πείτε για τη μέρα του φόνου;»
«Τι ακριβώς θέλετε να σας πω;»
«Ας ξεκινήσουμε από το πού βρισκόσασταν μεταξύ έντεκα και δύο χθες το
μεσημέρι».
«Πού ήμουνα μεταξύ έντεκα και δύο… Γύριζα στα μαγαζιά».
«Μόνη;»
«Όχι, με μια φίλη μου».
«Το όνομα της φίλης σας;»
«Σοφία Αλεξάνδρου».
«Και τι ώρα γυρίσατε;»
«Δε θυμάμαι ακριβώς… Κατά τις δύο παρά ίσως…»
«Και τι κάνατε όταν επιστρέψατε; Αναζητήσατε αμέσως τον σύζυγό σας;»
«Όχι. Πρώτα φόρεσα κάτι πρόχειρο και μετά πήγα στην κουζίνα να μιλήσω με
την Ντάσα για το φαγητό».
70
«Η Ντάσα είναι στην υπηρεσία σας;»
«Μάλιστα. Κάνει το νοικοκυριό».
«Είναι αλλοδαπή;»
«Ναι, απ’ τη Ρωσία».
«Και μετά;»
«Είδα πως το φαγητό ήταν έτοιμο και την έστειλα στη σοφίτα να ειδοποιήσει
τον άντρα μου».
«Ο άντρας σας χρησιμοποιούσε τη σοφίτα ως γραφείο;»
«Ναι. Εκεί είχε τη βιβλιοθήκη με τις σπάνιες εκδόσεις».
«Και η Ντάσα ανέβηκε πάνω και τον βρήκε νεκρό».
Η Ελισάβετ σωπαίνει. Τα φορτωμένα με μάσκαρα μάτια της χαμηλώνουν. Τα
χέρια της αρχίζουν να τρέμουν ανεπαίσθητα.
«Σας παρακαλώ, μη λέτε αυτή τη λέξη. Παγώνει το αίμα μου».
«Θέλετε λίγο νερό;»
«Ναι, σας παρακαλώ».
«Νίκο!»
«Αμέσως!»
Ο Νίκος βγαίνει. Η πόρτα υπενθυμίζει το εκνευριστικό της τρίξιμο. Η ματιά
της Λένας καρφώνεται στη σημείωση: Να λαδωθεί η πόρτα άμεσα.
«Μέχρι να γυρίσει ο βοηθός μου, πείτε μου: τον αγαπούσατε;»
Σηκώνει το κεφάλι με έκπληξη. Τα μπογιατισμένα μάτια της διαστέλλονται, οι
βλεφαρίδες και τα φρύδια της ορθώνονται προς τα πάνω.
«Τι ερώτηση!»
«Μια ερώτηση σαν τις άλλες».
«Όχι δα! Αυτή η ερώτηση με θίγει. Ωστόσο, σας λέω πως ναι. Τον αγαπούσα.
Ο Ηλίας ήταν απόμακρος, αντικοινωνικός, μεγαλύτερός μου και άλλης νοοτροπίας
άνθρωπος, όμως τον αγαπούσα. Μόνο εγώ τον έβρισκα γοητευτικό».
«Κι εκείνος; Σας αγαπούσε;»
Οι τόνοι πέφτουν, τα δάχτυλά της ψαχουλεύουν την τσάντα της, ψαρεύουν
ένα χαρτομάντιλο. Το φέρνει στα μάτια της, σκουπίζει δάκρυα ανάμεικτα με μπογιές.
«Πάρα πολύ…»
«Δηλαδή, σαν ζευγάρι δεν είχατε εντάσεις;»

71
«Μικροδιαφωνίες όπως όλα τα ζευγάρια, αλλά η σχέση μας ήταν αρμονική.
Ρωτήστε όποιον θέλετε».
Μπαίνει ο Νίκος κρατώντας ένα μπουκάλι κι ένα ποτήρι γεμάτο νερό.
«Το νερό σας».
«Ευχαριστώ. Το χρειαζόμουν».
Τα μωβ νύχια της Ελισάβετ ακουμπούν το ποτήρι, ελκύοντας το βλέμμα του
Νίκου. Το γεγονός δεν περνά απαρατήρητο απ’ τη Λένα. Φυσικό να του τραβήξουν
την προσοχή όχι μόνο τα νύχια της, αλλά και όλη η εμφάνισή της. Τα κουμπιά του
πουκαμίσου που κοντεύουν να σπάσουν απ’ το πλούσιο στήθος της, η στενή φούστα,
οι μυτερές της γόβες. Η Λένα αναρωτιέται αν αρέσει στον Νίκο αυτό το στιλ
γυναίκας. Παρατηρεί προσεκτικά την Ελισάβετ. Δείχνει ακόμα ταραγμένη. Ή
πραγματικά αγαπούσε το θύμα ή είναι καλή ηθοποιός. Ένα απ’ τα πράγματα που την
έχει διδάξει αυτή η δουλειά είναι πως οι δολοφόνοι έχουν την ηθοποιία στο αίμα
τους.
«Μπορούμε να συνεχίσουμε; Είστε εντάξει;»
«Ναι, ναι».
«Η Ντάσα πώς αντέδρασε;»
«Παράξενο που μου κάνετε αυτή την ερώτηση».
«Γιατί;»
«Γιατί η αντίδρασή της μου φάνηκε αλλόκοτη».
«Δηλαδή;»
«Δεν έβαλε τις φωνές, όπως θα περίμενε κανείς. Κατέβηκε απλώς κάτω και
είπε: ‘Κάποιος σκότωσε τον κύριο’».
«Τόσο απλά;»
«Τόσο απλά. Μόνο το χρώμα του προσώπου της μου φάνηκε κάπως κίτρινο,
σαν να ’χε χλομιάσει».
«Εσείς πού αποδίδετε αυτή της την αντίδραση;»
«Η Ντάσα είναι ένα κομμάτι πάγος. Δεν εξωτερικεύει ποτέ τα συναισθήματά
της. Αλλά είναι άριστη στη δουλειά της, γι’ αυτό την κρατάω».
«Κατέβηκε, λοιπόν, και σας ανακοίνωσε τον θάνατο του συζύγου σας. Τι
κάνατε τότε;»
«Έτρεξα πάνω φυσικά και τον είδα…»
«Ναι…»
72
«… όπως τον είδατε κι εσείς. Μπρούμυτα. Είχε αίμα στο κεφάλι. Δε θα
ξεχάσω ποτέ αυτό το θέαμα».
«Σας καταλαβαίνω».
«Ήταν οδυνηρό».
«Κουράγιο. Μπορείτε να πηγαίνετε».
Η Αβραμίδη σηκώνεται. Οι γοφοί της διαγράφονται έντονα μέσα απ’ τη
φούστα. Διανύει μόνο δυο-τρία βήματα μέχρι την πόρτα, είναι όμως ικανά για να
γίνει αντιληπτό το λικνιστικό της περπάτημα, ένα κάλεσμα ολότελα θηλυκό, σχεδόν
προκλητικό.
«Για μένα, αυτή τον σκότωσε!»
Ο Νίκος έχει πεταχτεί απ’ την καρέκλα του σαν ανυπόμονο παιδί που βιάζεται
να ξεστομίσει τη σκέψη του.
«Πόσες φορές σού ’χω πει να μη βιάζεσαι;»
«Μα, είναι φως φανάρι!»
«Και από πού το συμπεραίνεις;»
«Δεν είδες λούσο και κούνημα;»
Τελικά, δεν τον συγκινεί αυτός ο τύπος γυναίκας.
«Και τι μ’ αυτό; Όποια γυναίκα κουνιέται, είναι και δολοφόνος;»
«Όχι. Αλλά σίγουρα από συμφέρον τον παντρεύτηκε τον καθηγητή. Αυτός
είχε κύρος και λεφτά. Άσε που ήταν είκοσι οχτώ χρόνια μεγαλύτερός της».
«Είναι πολύ νωρίς να θεωρήσουμε ότι τον σκότωσε αυτή».
«Καλά, αλλά να ξέρεις ότι δυο λέξεις έγραψα για την Αβραμίδη που είναι
καίριες: κουνιστή και λυγιστή».
«Θα μελετήσω αργότερα τις παρατηρήσεις σου. Φέρε την αδελφή της».
«Πάω».
Κουνιστή και λυγιστή. Κι η Λένα σκέφτηκε ακριβώς το ίδιο μόλις η Ελισάβετ
κινήθηκε προς την πόρτα. Αναρωτιέται πώς θα είναι η αδελφή της χήρας. Θα της
μοιάζει; Η απορία της λύνεται το επόμενο λεπτό. Δεν της μοιάζει στο ελάχιστο.
Μυώδης, από κείνες τις γυναίκες που το σώμα τους ρέπει προς το αντρικό, μ’ ένα
μεγάλο τατουάζ στον αριστερό της ώμο, δυο σκουλαρίκια, ένα σε κάθε φρύδι,
πίρσινγκ στ’ αυτιά… Για κάποιο λόγο που δεν μπορεί να εξηγήσει, η Λένα ένιωθε
πάντοτε για τα άτομα που έχουν τατουάζ και πολλές τρύπες, ένα είδος αποστροφής.
Ενδεχομένως εξαιτίας του τατουάζ λύκου που είχε ο πρώην της στο δεξιό του
73
μπράτσο. Όποτε έμπαινε στο οπτικό της πεδίο, πίστευε πως θα την καταβρόχθιζε κι
έβλεπε ήδη κομμάτια σάρκας της σφηνωμένα στα ματωμένα του δόντια.
«Ονομάζεστε Θεοδώρα Σεπέτη. Σωστά;»
«Με φωνάζουν Ρούλα. Το Θεοδώρα το σιχαίνομαι».
«Τι έχετε να μου πείτε σχετικά με την υπόθεση;»
«Τι να πω; Ξαφνικό μας ήρθε».
Η Λένα πολύ αμφιβάλλει για το αν αυτή η Ρούλα που μασάει τσίχλα την ώρα
που καταθέτει, ταράζεται με οτιδήποτε ξαφνικό. Η απάθειά της φαίνεται ν’ αγγίζει τα
όρια της αναισθησίας.
«Πώς ήταν η σχέση σας με τον άντρα της αδελφής σας;»
«Όχι και τόσο καλές. Ο καθηγητής ήταν ανάποδος. Δεν μπορούσαμε να
συνεννοηθούμε».
«Τσακωνόσασταν;»
«Κάπου κάπου. Έμπαινε όμως στη μέση η Σίσι και μας χώριζε».
«Εννοείτε την αδελφή σας;»
«Ναι, χαϊδευτικά τη λέμε Σίσι».
«Πού ήσασταν χθες μεταξύ έντεκα και δύο το μεσημέρι;»
«Βόλτα με το αυτοκίνητο».
«Και τι ώρα γυρίσατε στο σπίτι;»
«Κατά τις δυόμισι».
«Κι όλο το πρωί γυρνάγατε; Δεν καθίσατε κάπου για έναν καφέ;»
«Όχι. Μου αρέσει να βολτάρω ώρες με το αυτοκίνητο. Τι να κάνουμε; Δεν
έχω το σούπερ άλλοθι».
Τα δόντια της Ρούλας μασούν την τσίχλα μετά μανίας.
«Και σε ποιες περιοχές κινηθήκατε;»
«Γλυφάδα, Καβούρι, Βουλιαγμένη… Εκεί…»
«Δεσποινίς Σεπέτη, εγκρίνατε τον γάμο της αδελφής σας;»
«Όχι».
«Και ο λόγος;»
«Θέλει και ρώτημα; Ο Ηλίας ήταν μεγαλύτερός της και στριμμένος. Χάσμα
γενεών».
«Ο Αβραμίδης είχε τη φήμη του απόμακρου, όχι του στριμμένου».

74
«Εγώ που τον έζησα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, σας το λέω ξεκάθαρα:
ο γέρος ήταν κέρατο. Δεν ήταν για τη Σίσι».
«Καλώς. Σας ευχαριστώ. Αν σας χρειαστώ ξανά, θα σας καλέσω».
Η Ρούλα βγαίνει έξω. Οι γαλότσες της ταλαιπωρούν το ξύλινο πάτωμα. Δυο
σανίδες τρίζουν χειρότερα κι απ’ την πόρτα. Ο Νίκος κοιτάζει τη Λένα με έκπληξη.
«Τι μπρουτάλ γυναίκα! Και η τσίχλα; Πάλι καλά που δεν έκανε και
τσιχλόφουσκες. Αλήθεια, τι ήταν αυτό το τατουάζ; Δράκος; Για κάτι γυναίκες σαν κι
αυτήν βγήκε η λέξη αντρογύναικο».
«Το πρόβλημά μας είναι ποιος σκότωσε τον Αβραμίδη και γιατί».
«Καλά, αυτό το τελευταίο δεν θέλει φιλοσοφία. Ο Αβραμίδης ήταν
ευκατάστατος. Το κίνητρο του φόνου παραείναι ορατό».
«Τα λεφτά είναι ένα ισχυρό κίνητρο, αλλά όχι το μοναδικό. Φέρε μου αυτή
την Ντάσα».
«Εδώ έξω είναι. Πριν που την είδα, έδειχνε φοβισμένη. Πάω να τη φέρω».
Η Λένα παίρνει μια βαθιά ανάσα. Η Ντάσα, μια γυναίκα σε ξένο τόπο,
ανακατεμένη σε έγκλημα. Ασφαλώς και είναι φοβισμένη. Το πιθανότερο είναι πως
τρέμει σαν το ψάρι. Οι άνθρωποι αυτοί χρήζουν ειδικής μεταχείρισης. Κάποτε, της
ήρθε μια ηλικιωμένη μάρτυρας που απ’ το σοκ είχε καταπιεί τη γλώσσα της. Άχνα δεν
έβγαζε. Χρειάστηκε τεράστια υπομονή και μαεστρία να της εκμαιεύσει μερικές
κουβέντες. Η Λένα δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία σε κάθε τρομαγμένο πλάσμα,
άνθρωπο ή ζώο.
Μπαίνει η Ντάσα, με τα χέρια σταυρωμένα στο ύψος του στήθους της. Η
διστακτικότητά της είναι έκδηλη, το βήμα της αβέβαιο. Ξερακιανή και εύθραυστη,
σαν φυλλαράκι που το παίρνει ο άνεμος.
«Ελάτε μέσα. Καθίστε εδώ».
«Ευκαριστώ…»
«Το όνομά σας;»
«Ντάσα Ιβάνοβνα».
«Πόσο χρονών είστε;»
«Είκοσι τρία».
«Ντάσα, είσαι μικρή, οπότε λέω να σου μιλάω στον Ενικό. Τι λες;»
«Όπως τέλετε…»
«Μιλάς βλέπω καλά τα ελληνικά. Είσαι χρόνια εδώ;»
75
«Ζω στην Ελλάδα με τη μητέρα μου απ’ τα ντεκατέσσερα».
«Δουλεύεις στο σπίτι της Ελισάβετ Αβραμίδη;»
«Ντα5».
«Και τι έκανες χθες το πρωί;»
«Ε… μαγκείρεψα, σκούπισα και πότισα τα λουλούντια στον κήπο».
«Τον Αβραμίδη τον είδες καθόλου;»
«Όταν του πήγκα καφέ».
«Τι ώρα;»
«Στις… εννιά περίπου».
«Η κυρία Αβραμίδη ήταν στο σπίτι την ώρα εκείνη;»
«Ντα».
«Τι ώρα έφυγε;»
«Ε… γκύρω στις ντέκα και μισή. Μου έντωσε οντηγίες κι έφυγκε».
«Η δεσποινίς Ρούλα τι ώρα έφυγε απ’ το σπίτι;»
«Α, ντεν τυμάμαι ακριβώς. Λίγκο μετά τις έντεκα νομίζω».
«Την είδες να φεύγει;»
«Μάλιστα».
«Κι όλες αυτές τις ώρες απ’ τις εννιά το πρωί ως τις δύο και τέταρτο το
μεσημέρι που ανακάλυψες τον Αβραμίδη νεκρό, δεν τον ξαναείδες καθόλου;»
«Όκι. Ο κύριος μου έλεγκε πάντα να μην τον ντιακόπτω γκια κανένα λόγκο».
«Τον επισκέφτηκε κανείς όσο εσύ έκανες τις δουλειές σου;»
«Μάλιστα. Η ξαντέλφη του και η ντεσποινίς Λαμπρινή. Έμειναν γκια λίγκο
και οι ντύο».
«Η Λαμπρινή είναι οικογενειακή φίλη;»
«Ντα. Ερκόταν κι έπαιρνε βιβλία απ’ τη βιβλιοτήκη του κυρίου».
«Πώς είναι το επώνυμό της;»
«Σωτηρίου. Είναι έξω τώρα. Την είντα».
«Μάλιστα. Και τι ώρα ήρθε η ξαδέλφη του;»
«Ε… κατά τις έντεκα και ντέκα… και τέταρτο… εκεί»
«Και η Λαμπρινή;»
«Πιο μετά. Ντεν τυμάμαι την ώρα».

5
Ντα = Ναι

76
«Για ποιο λόγο τον επισκέφτηκαν;»
«Α, ντεν ξέρω».
«Όταν ήρθε η Λαμπρινή, η ξαδέλφη του κυρίου είχε φύγει;»
«Μάλιστα».
«Πόσο έκατσε μαζί του η Λαμπρινή;»
«Λίγκο. Ντέκα λεπτά το πολύ».
«Πώς ήταν όταν έφυγε;»
«Τι πώς ήταν;»
«Σου φάνηκε ήρεμη; Ταραγμένη;»
«Ντεν ξέρω, γκιατί πέρασε χωρίς να με χαιρετήσει. Πρόλαβα κι είντα μόνο
την πλάτη της».
«Τι έκανες εσύ εκείνη τη στιγμή;»
«Πότιζα στον κήπο».
«Ντάσα, ο Αβραμίδης σού φερόταν καλά;»
Το κάτω χείλος της Ντάσα αρχίζει να τρέμει. Ψελλίζει κάτι σαν υπέροχα.
«Δε σ’ άκουσα καλά. Είπες υπέροχα;»
«Μάλιστα…»
«Μπορείς να γίνεις πιο σαφής; Τι σου έλεγε ακριβώς;»
«Πως μ’ εκτιμάει πολύ κι ό,τι κρειαστώ, να το ζητήσω».
«Ήταν ψυχρός γενικά;»
«Με τους άλλους. Όκι μ’ εμένα».
«Δηλαδή;»
«Καμογκελούσε όταν του πήγκαινα καφέ ή φαγκητό. Πολλά μεσημέρια
έτρωγκε μόνος του στη σοφίτα».
«Πώς ήταν οι σχέσεις του με τη γυναίκα του;»
«Καλές. Η κυρία τον πρόσεκε, όλο του ’λεγκε να μην κουράζεται».
«Και με τη δεσποινίδα Ρούλα;»
«Α, μ’ αυτήν ήταν αλλιώς. Τσακωνόντουσαν».
«Γιατί;»
«Ντεν του άρεσαν τα ρούκα της κι οι τρύπες στα φρύντια της. Της το ’λεγκε
κι αυτή τύμωνε».
«Πότε τσακώθηκαν τελευταία φορά;»
«Ε… προκτές το απόγκευμα».
77
«Δηλαδή, παραμονή του φόνου».
«Μάλιστα».
«Άκουσες γιατί;»
«Ντεν άκουσα πολλά, γιατί είκανε κλειστεί στην τραπεζαρία. Ήτανε κι η
κυρία Σίσι μαζί τους και προσπατούσε να τους τα φτιάξει».
«Και τι άκουσες;»
«Ο κύριος είπε στην κυρία Ρούλα πως θα τη ντιώξει απ’ το σπίτι».
«Για ποιο λόγο;»
«Ντεν ξέρω. Μάλλον γκι’ αυτά που σας είπα πριν».
«Για το ντύσιμό της δηλαδή».
«Ντα».
«Κι αυτή τι του απάντησε;»
«Νομίζω είπε… ότι μια μέρα τα τον σκοτώσει».
«Είσαι σίγουρη;»
«Όκι… Μπορεί να μην κατάλαβα καλά…»
«Εντάξει, Ντάσα. Σ’ ευχαριστώ. Μπορείς να πηγαίνεις».
«Αντίο».
Η Ντάσα βγαίνει έξω με σκυμμένο κεφάλι. Η πλάτη της είναι υπερβολικά
κυρτή, σαν να ’χει κύφωση. Είκοσι τρία; αναρωτιέται η Λένα. Αν ήταν να μαντέψει
την ηλικία της, θα ’λεγε τριάντα πέντε με σαράντα. Πρόωρα γερασμένη.

2.

«Αυτή η Θεοδώρα τον σκότωσε. Την έχω ικανή».


Ο Νίκος την επαναφέρει απότομα στην πραγματικότητα, έχοντας πάρει ύφος
περισπούδαστο σαν να ξετρύπωσε λαβράκι. Αξιαγάπητος αναμφίβολα, αλλά η Λένα
δεν διστάζει να τον γειώσει.
«Πάλι βιάζεσαι».
«Μα, αφού του είπε πως θα τον σκοτώσει».
«Και; Όλοι πάνω στα νεύρα μας μπορεί ν’ απειλήσουμε κάποιον πως θα τον
σκοτώσουμε, αλλά απ’ τη θεωρία ως την πράξη υπάρχει τεράστια απόσταση. Φέρε
μου μέσα την ξαδέλφη του και αν είναι έξω τίποτα δημοσιογράφοι…»
«Είναι δυστυχώς».
78
«Απόφυγέ τους και τσιμουδιά σε κανέναν. Οι δημοσιογράφοι πέφτουν πάνω
μας σαν τα κοράκια και γίνονται κολλιτσίδες. Θα τα μάθουν όλα μόλις τελειώσει η
υπόθεση».
«Μάλιστα».
«Πήγαινε».
Κρατά σημειώσεις. Τη βοηθά να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της και να
εκτονώσει τη συσσωρευμένη ένταση. ΝΤΑΣΑ: Καχεκτική, στα πρόθυρα νευρικής
ανορεξίας. Οι κινήσεις της αμήχανες. Η αριστερή της κλείδα τιναζόταν περιοδικά. Όση
ώρα μιλούσαμε, έμπλεκε τα δάχτυλά της. Η χήρα την περιέγραψε ψυχρή, ένα κομμάτι
πάγο. Τον Αβραμίδη όμως τον αγαπούσε. Φάνηκε στο βλέμμα της. Ίσως η Ντάσα ήταν η
μόνη που τον αγαπούσε…
Τραβάει μπροστά της το χάρτινο ποτήρι με τον καφέ. Το βλέμμα της
βουλιάζει στο σκούρο υγρό. Σήμερα της φαίνεται πιο μαύρο απ’ το κανονικό. Κι η
γεύση του ήταν βαριά. Θα ξέχασαν στην καντίνα να μου βάλουν γάλα. Σήμερα γενικά
όλα δείχνουν πιο μαύρα. Ένας ακόμη νεκρός, ένα ακόμη θύμα ωμής βίας στην
πολύχρονη καριέρα της στο Σώμα. Βγάζει απ’ το συρτάρι ένα τσαλακωμένο πακέτο
τσιγάρα. Το ακουμπά δίπλα της. Ίσως αργότερα της χρειαστεί. Το τσιγαράκι, η παρέα
της, η παρηγοριά, το αγχολυτικό της. Μουντζουρώνει με μαύρο μαρκαδόρο τις
μακάβριες προειδοποιήσεις του Υπουργείου Υγείας και ηρεμεί. Τι θα ’κανε χωρίς το
τσιγάρο;
Ο Νίκος επιστρέφει συνοδεύοντας την ξαδέλφη του θύματος. Κλασικός τύπος
γεροντοκόρης με γεροντίστικο κότσο, χοντρά κοκάλινα γυαλιά από ταρταρούγα και
φούστα μέχρι τον αστράγαλο. Στο κέντρο του στήθους της δεσπόζει μια εντυπωσιακή
καρφίτσα, πιθανόν οικογενειακό κειμήλιο. Η Λένα σημειώνει βιαστικά: Είρων.
Υπεροπτική καμπύλη φρυδιών.
«Καθίστε».
«Ευχαριστώ».
«Λέγεστε Αγλαΐα Αβραμίδη και είστε ξαδέλφη του εκλιπόντος».
«Ακριβώς».
«Πληροφορήθηκα πως επισκεφτήκατε τον ξάδελφό σας χθες γύρω στις
έντεκα».
«Για την ακρίβεια, στις έντεκα και τέταρτο».
«Για ποιο λόγο;»
79
«Είχα δανειστεί ένα βιβλίο για τους Περσικούς Πολέμους και μου είχε ζητήσει
να του το επιστρέψω. Το χρειαζόταν για μια μελέτη του. Όταν ήθελε να του
επιστραφεί βιβλίο, πίεζε ασφυκτικά».
«Και πόσο μείνατε μαζί του;»
«Σχεδόν καθόλου. Είχε δουλειά και μου ζήτησε να φύγω».
«Πώς φύγατε;»
«Με ραδιοταξί. Πάντα έτσι κινούμαι».
«Μήπως φεύγοντας, συναντήσατε τη Λαμπρινή Σωτηρίου;»
Το πρόσωπο της Αγλαΐας παίρνει μια έκφραση ειρωνείας.
«Μπα; Τον επισκέφτηκε κι αυτή; Δεν το ’ξερα».
«Μιλάτε σαν να μην τη συμπαθείτε».
«Δεν μου άρεσε η επιμονή της να δανείζεται βιβλία απ’ τον ξάδελφό μου. Μια
πιτσιρίκα που του ’χε γίνει τσιμπούρι. Κατά τη γνώμη μου, ο Ηλίας έσφαλλε. Δεν
πρέπει να δανείζουμε τίποτα σε ξένους, γιατί συνήθως είναι δανεικά κι αγύριστα».
«Κυρία Αβραμίδη, οι σχέσεις σας με τον ξάδελφό σας ήταν αρμονικές;»
«Φυσικά».
«Δεν υπήρχε καμιά… σκιά μεταξύ σας;»
«Σκιά; Με τον ξάδελφό μου τα πηγαίναμε περίφημα, παρότι δεν ενέκρινα τον
ανόητο γάμο του».
«Ώστε, δεν τον εγκρίνατε».
«Όχι, φυσικά. Τον θεωρούσα άνω ποταμών. Μια παραξενιά. Αλλά σεβάστηκα
την απόφασή του».
«Και δεν του λέγατε πως ο γάμος του ήταν λάθος;»
Η Αγλαΐα διορθώνει τα γυαλιά της χωρίς λόγο. Ολόισια φαίνονταν και πριν,
ένα ζευγάρι γυαλιά ευθυγραμμισμένα απόλυτα και ισορροπημένα στο κέντρο της
μύτης. Ίσως ήταν ο τύπος της τελειομανούς που διορθώνει τα πάντα, ακόμα κι αυτά
που δεν χρειάζονται διόρθωση.
«Του το ’πα μια-δυο φορές. Είδα όμως ότι ήταν απόλυτος και δεν του το
ξανάπα. Ο Ηλίας ώρες ώρες γινόταν κάθετος και δογματικός».
«Οι σχέσεις σας με τη σύζυγό του και την αδελφή της ήταν καλές;»
«Τυπικές. Τις ανεχόμουν αναγκαστικά».
«Έτυχε ποτέ να παρευρεθείτε σε κάποιον καβγά ανάμεσα στον ξάδελφό σας
και την κουνιάδα του;»
80
«Ναι, μια φορά».
«Μπορείτε να μου πείτε τι ειπώθηκε σ’ αυτόν τον καβγά;»
«Για να σκεφτώ… Ο Ηλίας την κατηγορούσε για το απαράδεκτο ντύσιμό της
και τους τρόπους της -που ομολογουμένως θα ταίριαζαν σε αλήτισσα- κι αυτή τον
έλεγε οπισθοδρομικό. Ήθελα να επέμβω, μα συγκρατήθηκα, μη γίνουν τα πράγματα
χειρότερα».
«Πιστεύετε πως ο ξάδελφός σας είχε δίκιο γι’ αυτά που έλεγε στη Ρούλα;»
«Εννοείται. Τον είχα προειδοποιήσει να μην τις βάλει αυτές στο σπίτι του,
αλλά δε μ’ άκουσε. Μαζί με την Ελισάβετ, κατ’ ουσίαν παντρεύτηκε και τη Θεοδώρα,
ένα άτομο κατωτάτου επιπέδου. Ηθελέστα και παθέστα».
«Θεωρείτε πως η Ελισάβετ ήταν ακατάλληλη σύζυγος για τον ξάδελφό σας;»
«Ακατάλληλη και επικίνδυνη. Όπως κι ο φίλος της».
«Ποιος φίλος της;»
Η Αγλαΐα σκύβει μπροστά σαν να πρόκειται να προσφέρει μια εξαιρετικά
πολύτιμη πληροφορία. Τα μάτια της, πονηρά και γατίσια, χαμογελούν με νόημα πίσω
απ’ τα χοντρά γυαλιά της.
«Χάρης Κομνηνός λέγεται και μοιάζει με τυχοδιώκτη. Μπαινόβγαινε στο
σπίτι του ξαδέλφου μου ως φίλος απ’ τα παλιά, της Ελισάβετ».
«Και γιατί τον θεωρείτε επικίνδυνο;»
«Μα, για σκεφτείτε: νέος, γόης, απ’ αυτούς που ξέρουν να σαγηνεύουν τις
γυναίκες. Ποιος μου εγγυάται ότι αυτός κι η Ελισάβετ δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις;»
«Είχατε αντιληφθεί κάτι τέτοιο;»
«Όχι. Όμως, κάτι μου λέει πως αυτός δεν είναι απλώς ένας φίλος».
«Τι δουλειά κάνει;»
«Μπίζνες, λέει. Έτσι αόριστα».
«Ξέρετε πού μένει;»
«Στο Κολωνάκι. Δεν ξέρω την ακριβή διεύθυνση».
«Κυρία Αβραμίδη, αν σας ζητούσα να χαρακτηρίσετε τον ξάδελφό σας με δύο
λέξεις, τι θα μου λέγατε;»
«Δεν καταλαβαίνω το νόημα της ερώτησης».
«Θα ήθελα να μου απαντήσετε».
Η Αγλαΐα πέφτει σε περισυλλογή. Τα δάχτυλά της στερεώνουν πότε τα γυαλιά
πότε την καρφίτσα της.
81
«Χμ, εγωπαθής και ξεροκέφαλος», αποφασίζει να πει στο τέλος.
«Σας ευχαριστώ. Τελειώσαμε προς το παρόν».
«Δε θα με ρωτήσετε γιατί τον θεωρώ…»
«Δε χρειάζεται. Μπορείτε να πηγαίνετε».
«Καλώς. Αντίο σας».
Η Αγλαΐα σηκώνεται στρώνοντας τη φούστα της. Ο Νίκος τής ανοίγει την
πόρτα εισπράττοντας ένα βλέμμα επιδοκιμασίας.
«Τι γνώμη έχεις γι’ αυτή την κυρία;»
«Κάτσε να πάρω μια ανάσα, γιατί τόση ώρα εισπνέω μούχλα. Συντηρητική
και στριμμένη. Θεούσα σίγουρα, από κείνες τις θρησκόληπτες που σταυροκοπιούνται
για ψύλλου πήδημα κι όλο κατακρίνουν τους άλλους. Δεν πρέπει να τον αγαπούσε
τον ξάδελφό της».
«Με κοίταζε μ’ ένα ύφος… Αφ’ υψηλού μέχρι αηδίας».
«Λες να τον σκότωσε αυτή;»
«Τίποτα δεν αποκλείεται».
«Να φέρω τη Λαμπρινή Σωτηρίου;»
«Τη βιβλιόφιλο; Σε πέντε λεπτά στείλ’ τη μέσα. Εσύ έχεις άλλη δουλειά.
Πήγαινε βρες και φέρε μου τον Χάρη Κομνηνό, φίλο της χήρας. Ρώτα την Ελισάβετ
Αβραμίδη για τη διεύθυνσή του. Στο μεταξύ, εγώ θα τηλεφωνήσω στον δικηγόρο του
θύματος, να δω αν άφησε διαθήκη».
«Εντάξει».
«Εδώ είσαι ακόμα; Σβέλτα!»
«Έφυγα!»
Η Λένα πληκτρολογεί το τηλέφωνο του δικηγόρου του Αβραμίδη. Ο αριθμός
τής έρχεται στο μυαλό αυτόματα, παρόλο που ήταν ζήτημα αν τον είχε δει δύο φορές.
Δικαίως ο πατέρας της την έλεγε αριθμομνήμονα.
«Εμπρός!»
«Ο κύριος Γιαννόπουλος;»
«Ο ίδιος».
«Αστυνόμος Λένα Βεκρή. Μπορείτε να μιλήσετε;»
«Βέβαια. Δεν έχω δουλειά αυτή τη στιγμή. Το περίμενα ότι θα με παίρνατε.
Θέλετε να μάθετε τι άνθρωπος ήταν ο μακαρίτης;»
«Πρώτα απ’ όλα, θέλω να μάθω αν άφησε διαθήκη».
82
«Φυσικά. Ο Ηλίας δεν άφηνε τίποτα στην τύχη».
«Πείτε μου απλώς σε ποιον αφήνει την περιουσία του».
«Αφήνει τα πάντα στη σύζυγό του».
«Και δεν αφήνει τίποτα στην ξαδέλφη του;»
«Γνωρίσατε την Αγλαΐα;»
«Ναι».
«Και τι εντύπωση σχηματίσατε;»
«Θα προτιμούσα να μου λέγατε εσείς τι γνωρίζετε για τις σχέσεις τους. Ήταν
καλές;»
«Κατάλαβα… Τις ερωτήσεις τις κάνετε εσείς. Ωραία, λοιπόν. Γνωρίζω τον
Ηλία πολλά χρόνια. Ήμασταν συμμαθητές. Οπότε, γνωρίζω και την Αγλαΐα.
Συντηρητική ως το κόκαλο. Δεν ενέκρινε τον ξάδελφό της σε τίποτα».
«Η ίδια είπε πως τον επισκεπτόταν συχνά».
«Σίγουρα για το χρήμα. Προσδοκούσε πως θα τον κληρονομούσε ως μοναδική
συγγενής. Γι’ αυτό αντιτάχθηκε και στον γάμο του. Δεν ήθελε συγκληρονόμους».
«Κι ο Αβραμίδης πώς τη δεχόταν σπίτι του;»
«Ο Ηλίας έδινε μεγάλη σημασία στη συνοχή της οικογένειας, αν και είχε
καταλάβει τα ταπεινά της κίνητρα. Το ότι όμως δεν τη συμπεριέλαβε στη διαθήκη του
με εξέπληξε. Περίμενα πως θα της άφηνε κάτι. Ίσως βέβαια να είχε αναθεωρήσει την
απόφασή του όταν θέλησε να κάνει νέα διαθήκη».
«Νέα διαθήκη;»
«Ναι. Μου είχε ζητήσει τηλεφωνικώς να κλείσουμε ραντεβού στο γραφείο
μου, για να συντάξει καινούρια διαθήκη. Δεν μου είπε τον λόγο».
«Πότε έγινε αυτό;»
«Μμμ… τρεις μέρες πριν δολοφονηθεί».
«Αυτό που μου λέτε είναι πολύ σοβαρό. Ήξερε κανείς άλλος πως σκόπευε ν’
αλλάξει τη διαθήκη του;»
«Α, αυτό δεν το γνωρίζω».
«Δεν σας έκανε καμία νύξη;»
«Όχι. Δεν μου είπε το παραμικρό. Κι εγώ δε ρώτησα, από διακριτικότητα».
«Πιστεύετε πως η Αγλαΐα Αβραμίδη θα μπορούσε να φτάσει στον φόνο
πιστεύοντας πως θα τον κληρονομήσει;»
«Η Αγλαΐα είναι μια ψυχρή υπολογίστρια, αλλά για φόνο, δεν νομίζω…».
83
«Ευχαριστώ για τις διαφωτιστικές πληροφορίες».
«Απ’ την άλλη…»
«Ναι;»
«Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου…»

3.

Η Λένα κατεβάζει το ακουστικό με αργές κινήσεις. Άβυσσος η ψυχή του


ανθρώπου. Η πόρτα ανοίγει. Εμφανίζεται η Λαμπρινή. Ίσως να χτύπησε την πόρτα,
αλλά η Λένα ήταν πολύ απορροφημένη για ν’ ακούσει το χτύπημα.
«Να μπω;»
«Είστε η Λαμπρινή Σωτηρίου;»
«Ναι, εγώ είμαι».
«Ελάτε μέσα. Καθίστε».
«Ευχαριστώ».
Τα μάτια της Λαμπρινής πέφτουν στο μαγνητόφωνο. Ελαφρώς
μακιγιαρισμένα σε αντίθεση με τα βαριά μπογιατισμένα της Ελισάβετ. Τα χείλη της
γυαλίζουν από ένα διακριτικό λιπ γκλος.
«Είναι απαραίτητο να με μαγνητοφωνήσετε;»
«Ναι. Θα χρειαστεί να το υποστείτε».
«Δεν μου ήταν ποτέ ευχάριστο να μιλάω μπροστά σε μαγνητόφωνα, αλλά
εντάξει, τι να κάνουμε… Θέλετε να μάθετε ποιος τον σκότωσε; Η γυναίκα του
φυσικά. Αυτή η σεινάμενη κουνάμενη που του πήρε τα μυαλά, για να τον
κληρονομήσει όταν θα τα τίναζε».
«Σιγά… είστε χείμαρρος. Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Πώς γνωριστήκατε με
το θύμα;»
«Μου φαίνεται γελοίο να τον λέτε θύμα. Ο Αβραμίδης δεν έμοιαζε με θύμα.
Τέλος πάντων. Παρακολουθούσα διαλέξεις του στη Φιλοσοφική, έτσι
γνωριστήκαμε».
«Έμαθα πως τον επισκεπτόσασταν για να δανειστείτε βιβλία».
«Ναι. Μου δάνειζε βιβλία, αλλά αν έβλεπε το παραμικρό τσάκισμα σε κάποια
σελίδα, δεν θα μου ξαναδάνειζε. Το είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής».
«Τι ώρα πήγατε σπίτι του χθες;»
84
«Κατά τις δώδεκα παρά τέταρτο, παρά δέκα… Κάπου εκεί».
«Μείνατε πολύ;»
«Όχι. Πολύ λίγο. Μου δάνεισε δύο βιβλία κι έφυγα».
«Ποια βιβλία δανειστήκατε;»
«Ορίστε;»
«Επαναλαμβάνω την ερώτηση: ποια βιβλία δανειστήκατε;»
«Τι σημασία έχει;»
«Για να σας ρωτάω, πάει να πει πως έχει. Λοιπόν;»
Αμήχανη σιωπή. Η Λαμπρινή συνοφρυώνεται δίνοντας την εντύπωση πως
σκέφτεται πυρετωδώς.
«Να θυμηθώ… Τη Φαίδρα του Ρακίνα και… Το πένθος ταιριάζει στην
Ηλέκτρα του Ευγένιου Ο Νηλ».
«Και τα δύο θεατρικά. Σας ενδιαφέρει το θέατρο;»
«Είμαι ηθοποιός».
«Σας ευχαριστώ. Προς το παρόν, πηγαίνετε».
«Μην κουράζεστε ψάχνοντας άδικα. Σας το λέω εγώ: η γυναίκα του τον
έφαγε».
«Χωρίς αποδείξεις δεν στοιχειοθετείται κατηγορία. Περιμένετε έξω, μπορεί να
σας ξαναχρειαστώ».
«Σκέτη ταλαιπωρία, αλλά τι να γίνει; Θα κάνω υπομονή».
Η Λαμπρινή βγαίνει έξω, διασταυρώνεται με τον Νίκο.
«Γύρισα».
Μοιάζει ιδρωμένος σαν ν’ ανέβηκε σε βουνό. Η Λένα θα ’θελε να ’χε το
θάρρος να του δώσει το μαντίλι της να του πιει τον ιδρώτα.
«Τον Κομνηνό τον βρήκες;»
«Ναι. Να στον φέρω;»
«Άμεσα. Αλλά θα τον δω μόνη. Εσύ ζήτα απ’ το τμήμα ερευνών να ψάξουν τα
πάντα για το παρελθόν της Λαμπρινής Σωτηρίου».
«Την υποπτεύεσαι;»
«Είμαι σίγουρη πως κάτι κρύβει. Κι αυτό το κάτι θα το ξετρυπώσουμε. Φέρε
μέσα τον Κομνηνό».
«Έγινε».

85
Το ανοιγμένο κρανίο του Αβραμίδη. Το δεξί του χέρι γραπωμένο σ’ ένα απ’ τα
βιβλία που έπεσαν κάτω, σαν έκφραση απόγνωσης. Και γύρω του αιωρούνται η νεαρή
σύζυγος, η ατίθαση κουνιάδα, η ξαδέλφη που εποφθαλμιά την περιουσία του, η
Λαμπρινή Σωτηρίου με το παγερό της βλέμμα… Βρικόλακες όλες τους που του έτρωγαν
τις σάρκες. Μια υφέρπουσα απειλή σε κάθε του βήμα. Το θύμα το είχαν κατασπαράξει
πολύ πριν δολοφονηθεί.
Το χτύπημα στην πόρτα σηματοδοτεί την επαναφορά της στο τώρα.
«Εμπρός», λέει μηχανικά.
Μπαίνει ο Κομνηνός με τον Νίκο. Το βλέμμα του Νίκου πέφτει στο μεταλλικό
τασάκι στην άκρη του γραφείου της. Είναι γεμάτο αποτσίγαρα. Η Λένα μαντεύει τι θα
’θελε να της πει, πολύ δεν καπνίζεις; Μα ο Νίκος θα δίσταζε, δεν έχει κατορθώσει
ακόμα να εξοικειωθεί μαζί της παρά τον Ενικό. Θυμάται πάντα πως είναι ανώτερή
του στο Σώμα, μεγαλύτερη και πολύ πιο έμπειρη. Επιπλέον, τη συνοδεύει μια φήμη
που την κάνει να φαντάζει είδωλο στα μάτια κάθε νέου αστυνομικού. Και τα είδωλα
είναι ιερά και απροσέγγιστα. Ωστόσο, ο Νίκος τη νοιάζεται πολύ. Περισσότερο απ’
όσο δείχνει...
«Είστε ο κύριος Κομνηνός; Καθίστε».
«Εμένα δεν με χρειάζεσαι…»
«Όχι, Νίκο. Πήγαινε».
Ο Νίκος κοντοστέκεται. Την κοιτάζει έντονα για μερικά δευτερόλεπτα. Ίσως
να πρόσεξε τη χλομάδα στο πρόσωπό της. Η παρουσία του Κομνηνού δεν του αφήνει
περιθώρια να ρωτήσει οτιδήποτε. Βγαίνει έξω κλείνοντας την πόρτα.
«Δεν καταλαβαίνω πού θα μπορούσα να φανώ χρήσιμος».
Ο Κομνηνός μοιάζει να ’χει φορέσει μια μάσκα αδιαφορίας. Ή είναι
πραγματικά άσχετος με την υπόθεση ή προσποιείται.
«Όταν γίνεται ένας φόνος, πρέπει να ερευνάμε τους πάντες και τα πάντα, δε
νομίζετε;»
«Ναι, αλλά εγώ τι σχέση έχω;»
«Γνωρίζατε τον Ηλία Αβραμίδη;»
«Λίγο. Ξέρω χρόνια τη γυναίκα του. Είμαστε φίλοι απ’ τα παλιά».
«Μόνο φίλοι;»
«Τι εννοείτε;»
«Η σχέση σας με την Ελισάβετ Αβραμίδη είναι μόνο φιλική;»
86
«Δεν μ’ αρέσει καθόλου αυτό που υπονοείτε».
«Παρακαλώ, μην εκνευρίζεστε και απαντήστε στην ερώτηση».
«Κάποτε, πριν από αιώνες, είχαμε κάτι, ένα φλερτάκι. Τώρα είμαστε μόνο
φίλοι. Η Σίσι τον τιμούσε τον μακαρίτη».
«Κάποτε, λοιπόν, είχατε ερωτικές σχέσεις».
«Ε, όχι και σχέσεις. Μια περιπέτεια, κάτι της πλάκας, τίποτα σοβαρό».
«Κύριε Κομνηνέ, τι επαγγέλλεστε;»
«Έχω αλλάξει πολλές δουλειές. Περισσότερο έχω ασχοληθεί με το εμπόριο
και τις επιχειρήσεις. Είχα κι ένα κλαμπ στην Κάλυμνο, αλλά έπεσε έξω και το
’κλεισα».
«Και τώρα;»
«Προς το παρόν, άνεργος».
«Με τον Αβραμίδη πώς ήταν οι σχέσεις σας;»
«Τυπικές. Ο Αβραμίδης δεν ήθελε πάρε δώσε με κανέναν. Ήταν κλειστός
τύπος».
«Πηγαίνατε συχνά στο σπίτι του;»
«Είχα πάει μερικές φορές ως καλεσμένος της Σίσι».
«Τη μέρα του φόνου πού ήσασταν;»
«Σπίτι μου».
«Δεν βγήκατε καθόλου έξω;»
«Όχι».
«Μπορεί κανείς να βεβαιώσει πως ήσασταν σπίτι σας;»
«Δε νομίζω. Αλλά δεν καταλαβαίνω. Θεωρούμαι ύποπτος;»
«Όλοι όσοι ανήκουν στον κύκλο του νεκρού θεωρούνται ύποπτοι».
«Εγώ είμαι απλώς ένας παλιός φίλος της Σίσι. Δεν έχω καμία σχέση μ’ αυτό το
έγκλημα».
«Το ελπίζω, κύριε Κομνηνέ».
«Σας λέω, είμαι άσχετος. Αν είχα οποιαδήποτε ανάμειξη, δεν θα είχα
φροντίσει να έχω το τέλειο άλλοθι; Ε, δεν το ’χω. Αυτό πάει να πει πως είμαι αθώος.
Κι έπειτα, με τι κίνητρο θα το σκότωνα το ανθρωπάκι; Τι μου ’φταιξε;»
«Αν οι σχέσεις σας με τη γυναίκα του θύματος δεν είναι τόσο αγνές όσο τις
παρουσιάζετε, είχατε ένα θαυμάσιο κίνητρο: τα λεφτά του μακαρίτη που μετά
θάνατον θα περνούσαν στη σύζυγο».
87
Ο Κομνηνός πετάγεται πάνω σαν ν’ άρπαξε φωτιά.
«Αυτό που λέτε είναι εξωφρενικό! Είναι απαράδεκτο να καλείτε εδώ αθώους
πολίτες και να τους φορτώνετε τέτοιες κατηγορίες. Και μάλιστα, χωρίς αποδείξεις!»
«Απλώς επισήμανα ότι υπήρχε ισχυρό κίνητρο να βγάλετε απ’ τη μέση τον
πλούσιο σύζυγο. Γιατί δεν είναι μόνο το κλαμπ σας που έπεσε έξω. Το όνομα
Κομνηνός μού θύμισε την περίπτωση ενός επιχειρηματία που πριν από τέσσερα
χρόνια έχασε τα πάντα στο καζίνο».
«Πρόκειται για συνωνυμία».
«Μπορεί. Αλλά αν το ψάξω περαιτέρω, κάτι μου λέει πως θα πιστοποιήσω ότι
πρόκειται για σας. Και τότε, θα μπορούσα να συμπεράνω πως η Ελισάβετ Αβραμίδη
σάς βοήθησε τότε και συνεχίζει να σας βοηθάει οικονομικά. Ειδάλλως, θα ήσασταν
στο δρόμο».
«Δεν ξέρετε τι λέτε! Δεν έχω καμία σχέση με το καζίνο. Θα σας κάνω μήνυση
για συκοφαντία. Δεν ξέρω ποιος τον σκότωσε κι ούτε με νοιάζει. Αν με
ξαναενοχλήσετε, θα υπάρξουν συνέπειες».
Φεύγει βροντώντας πίσω του την πόρτα. Το στυλό της Λένας κινείται με
ταχύτητα: Τυχοδιώκτης, αριβίστας, γοητευτικός, ο τύπος που αρέσει στις γυναίκες.
Πολύ πιθανόν να διατηρεί κρυφό δεσμό με την Αβραμίδη. Το προφίλ του ταιριάζει σε
δολοφόνο. Είναι όμως; Μοιάζει αδίστακτος, αλλά μέχρι ποιου σημείου θα μπορούσε να
φτάσει;

4.

«Με συγχωρείτε που μπαίνω έτσι, αλλά είμαι ταραγμένη με όλ’ αυτά… Να
σας απασχολήσω για λίγο;»
Η Ελισάβετ Αβραμίδη έχει μπει χωρίς να χτυπήσει.
«Παρακαλώ, κυρία Αβραμίδη».
«Είδα τον Χάρη που έφυγε έξαλλος. Μην τον ξεσυνερίζεστε, είναι οξύθυμος».
«Αυτό θέλατε να μου πείτε;»
«Όχι… Θα ήθελα να μάθω την πορεία των ερευνών. Υποπτεύεστε κάποιον;»
«Όλοι θεωρούνται ύποπτοι».
«Ναι, αλλά σίγουρα κάποιον θεωρείτε πιο ύποπτο απ’ τους άλλους. Έτσι δεν
είναι;»
88
«Ίσως».
«Ελάτε τώρα. Υποπτεύεστε κάποιον περισσότερο, είμαι σίγουρη. Πάντως, θα
ήθελα να σας πω -κι αν θέλετε, το πιστεύετε- πως την αδελφή μου πρέπει να τη
βγάλετε απ’ τον κατάλογο των υπόπτων».
«Απ’ τη στιγμή που δεν έχει ξεκαθαρίσει η υπόθεση, αυτό είναι αδύνατον».
«Κυρία Βεκρή, η Ρούλα είναι καλό παιδί. Λίγο ευέξαπτη και γλωσσού μερικές
φορές, αλλά έχει καλή καρδιά. Πιστέψτε με. Χάσαμε τη μητέρα μας μικρές και είμαι
λιγάκι σαν μαμά γι’ αυτήν, ως μεγαλύτερη. Δεν θα έκανε ποτέ κακό σε κανέναν».
Η Λένα νιώθει ένα τσίμπημα στην καρδιά. Απ’ τη δική της μητέρα έχει
μονάχα μια ξεθωριασμένη εικόνα. Παράτησε τον πατέρα της και δεν ματαφάνηκε.
Είχε προσπαθήσει να τη βρει, αλλά δεν μπόρεσε να την εντοπίσει πουθενά. Λες κι
είχε εξαϋλωθεί ή δεν είχε υπάρξει ποτέ αυτή η γυναίκα.
«Πληροφορήθηκα πως με τον μακαρίτη η αδελφή σας δεν τα πήγαινε καλά».
«Υπερβολές. Κάποιες διαφωνίες είχαν, αυτό είν’ όλο».
«Αληθεύει πως απείλησε να τον σκοτώσει;»
«Ποιος τις λέει αυτές τις ψευτιές;»
«Η οικιακή βοηθός σας».
«Η Ντάσα; Έλεος! Αυτή μπερδεύει ακόμα και τις εύκολες λέξεις».
«Εμένα μου φάνηκε πως μιλάει πολύ καλά τα ελληνικά».
«Τα ελληνικά της είναι μπασταρδεμένα».
Η Ελισάβετ δαγκώνεται σαν να συνειδητοποιεί πως η λέξη μπασταρδεμένα δεν
προσιδιάζει στο λεξιλόγιο μιας καθωσπρέπει κυρίας.
«Θέλω να πω… παραφθαρμένα… Η Ντάσα είναι μια ονειροπαρμένη, μην την
παίρνετε στα σοβαρά. Κάτι άλλο άκουσε και παρανόησε».
«Δε νομίζω…»
«Δηλαδή, η κύρια ύποπτη είναι η αδελφή μου;»
«Δεν είπα κάτι τέτοιο».
«Ακούστε, Αστυνόμε, για να τελειώνουμε. Είμαι σε θέση να ξέρω ότι δεν το
έκανε η Ρούλα».
«Πώς; Από ένστικτο;»
«Όχι. Ξέρω πως δεν το έκανε αυτή, γιατί…»
«Γιατί;»
«Γιατί εγώ το έκανα. Εγώ σκότωσα τον Ηλία».
89
Η Ελισάβετ σωριάζεται στην καρέκλα. Η υπερένταση έχει καταλάβει όλο της
το κορμί. Τα πόδια της κουνιούνται νευρικά.
«Εσείς; Και ο λόγος;» ρωτά η Λένα μετά από μερικά δευτερόλεπτα
βουβαμάρας.
«Τον ξέρετε ήδη. Ο Ηλίας ήταν πλούσιος, αλλά μεγάλος για μένα. Ήθελα τα
λεφτά του και την ελευθερία μου».
«Για να ζήσετε με τον Χάρη Κομνηνό;»
«Ο Χάρης είναι μόνο ένας παλιός φίλος. Δεν συμβαίνει τίποτα μεταξύ μας».
«Εσείς λοιπόν… Για πείτε μου πώς ακριβώς κάνατε τον φόνο».
«Έφυγα και ξαναγύρισα μετά από λίγο, μπαίνοντας από την πίσω πόρτα του
κήπου. Η Ντάσα εκείνη την ώρα ήταν στην μπροστινή πλευρά του κήπου και πότιζε
τα λουλούδια. Η ξαδέλφη του Ηλία μόλις είχε φύγει. Έβγαλα τα παπούτσια μου και
ανέβηκα αθόρυβα στη σοφίτα. Ο άντρας μου ήταν γυρισμένος προς τη βιβλιοθήκη κι
έψαχνε ένα βιβλίο. Τον χτύπησα στο κεφάλι. Ήταν πολύ απλό».
«Πράγματι. Εξωφρενικά απλό. Και γιατί δεν μου τα είπατε αυτά απ’ την
αρχή;»
«Δεν είναι εύκολο να ομολογήσει κανείς έναν φόνο. Έπειτα όμως, όταν
κατάλαβα πως υποπτεύεστε τη Ρούλα…»
«Ξύπνησε μέσα σας το αδελφικό φίλτρο».
«Ακριβώς! Η δύναμη του αίματος είναι σαν τη βαρύτητα. Σε ελκύει με μια
ακατάβλητη ισχύ».
Η φράση προκαλεί στη Λένα βαθιά εντύπωση. Της φάνηκε πως η Ελισάβετ
την είπε σαν να την έχει από κάπου αποστηθίσει. Την έμαθε σαν ποίημα και την
ξεστόμισε την κατάλληλη στιγμή. Να τη σκέφτηκε μόνη της; Η Λένα το αποκλείει.
«Και πόσες φορές χτυπήσατε το θύμα»;
«Τρεις ή τέσσερις… Δεν θυμάμαι καλά, γιατί η ένταση της στιγμής ήταν
τρομερή».
«Και το όπλο του φόνου;»
«Τον χτύπησα με τη μασιά του τζακιού. Φυσικά, την καθάρισα απ’ τα
αίματα».
Μπαίνει ο Νίκος κρατώντας το τετράδιο όπου γράφει τις σημειώσεις του.
«Τέλειωσα. Με χρειάζεσαι;»

90
«Πάνω στην ώρα ήρθες. Συνόδεψε έξω την κυρία Αβραμίδη και φέρε μου
πάλι τη Θεοδώρα Σεπέτη».
«Μάλιστα».
Η Λένα παίρνει δεύτερη κόλλα χαρτί και ανάβει τσιγάρο. Ο Αβραμίδης
πεσμένος μπρούμυτα. Μερικά βιβλία πεταμένα δεξιά κι αριστερά, που προφανώς τα
παρέσυρε καθώς έπεφτε νεκρός. Η θέα του αίματος… Το σκοτωμένο πουλί που είχα
βρει στο δάσος της Αμοργού. Είχα κάνει εμετό. Μετά, έγινα χαλκέντερη για ν’ αντέξω
στη δουλειά. Πώς το σκέφτηκα τώρα αυτό; Η Ελισάβετ με τα νύχια της βαμμένα μωβ.
Πένθος; Η Θεοδώρα με το τατουάζ του δράκου. Δράκος είναι τελικά; Η Αγλαΐα έτοιμη
να επικρίνει τους πάντες και τα πάντα. Η Λαμπρινή που κάτι κρύβει. Η Ντάσα που της
φερόταν υπέροχα, όπως μου είπε. Και σαν το ’λεγε, τα μάτια της ήταν υγρά. Η Ντάσα
ήταν η μόνη που τον αγαπούσε…
Μπαίνει η Θεοδώρα με τον Νίκο. Στο δεξί της χέρι σφίγγει ένα φουσκωτό
μαύρο μπουφάν.
«Καθίστε».
«Τι σας είπε η αδελφή μου;»
«Κάτι πολύ σοβαρό. Ομολόγησε».
«Ομολόγησε; Τι πράγμα;»
«Τον φόνο».
«Δεν το ξαναλέτε; Δεν άκουσα καλά».
«Σωστά ακούσατε. Ομολόγησε και μου είπε πώς ακριβώς το έκανε. Μένει να
υπογράψει την ομολογία της».
«Αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα. Αποκλείεται η Σίσι να σκότωσε. Αυτή δεν μπορεί
να βλάψει ούτε μυρμήγκι. Και τον Ηλία τον αγαπούσε».
«Ομολόγησε, όμως, κι αυτό δεν μπορώ να το παραβλέψω».
«Δεν υπάρχει περίπτωση να είπε την αλήθεια. Κάποιον καλύπτει».
«Ποιον; Εσάς μήπως;»
«Γιατί το λέτε αυτό;»
«Γιατί ποιον άλλον αγαπάει η αδελφή σας περισσότερο από σας; Μου είπε ότι
παίζει τον ρόλο όχι μόνο της μεγαλύτερης αδελφής, αλλά και της μητέρας».
«Ναι… Έτσι είναι».
«Πιστεύετε, λοιπόν, πως η αδελφή σας είπε ψέματα για να σας καλύψει;»
«Ναι… Αυτό πιστεύω».
91
«Και γιατί θέλει να σας καλύψει; Γιατί πιστεύει εσφαλμένα ότι είστε ένοχη ή
γιατί είστε πραγματικά ένοχη;»
Η Θεοδώρα κοιτά αφηρημένα το δαχτυλίδι-νεκροκεφαλή που φοράει σ’ ένα
απ’ τα χοντρά της δάχτυλα.
«Το δεύτερο. Είμαι ένοχη».
«Ομολογείτε κι εσείς τον φόνο;»
«Ναι. Είναι μάταιο να το αρνούμαι πια. Δεν θ’ άφηνα ποτέ τη Σίσι να
πληρώσει για μένα».
«Και πώς σκοτώσατε τον Αβραμίδη;»
«Έκανα πως φεύγω κι ύστερα από λίγο, μπήκα απ’ την πίσω πόρτα του κήπου.
Ανέβηκα στη σοφίτα και τον χτύπησα πισώπλατα».
«Με τι τον χτυπήσατε;»
«Μ’ ένα γουδοχέρι της κουζίνας».
«Και το κίνητρο;»
«Δεν τον πήγαινα. Δεν έκανε ευτυχισμένη την αδελφή μου. Αν έφευγε απ’ τη
μέση, η Σίσι θα τον κληρονομούσε και θα ζούσε πλούσια κι ελεύθερη να βρει έναν
άντρα που να της ταιριάζει. Κι οι σχέσεις μας ήταν κάκιστες. Όλο μου έμπαινε. Μην
ντύνεσαι έτσι, μην κάνεις τρύπες στο σώμα σου κι άλλα τέτοια οπισθοδρομικά. Μου
τη βάρεσε και το ’κανα».
«Καλώς. Νίκο, φέρε μέσα, σε παρακαλώ, την Ελισάβετ Αβραμίδη».
«Τι τη θέλετε τη Σίσι; Σας λέω, εγώ το έκανα! Η αδελφή μου είναι αθώα!»
«Νίκο, πήγαινε».
Ο Νίκος πάει προς την πόρτα σαστισμένος.
«Πάω…»
«Με πιστεύετε, έτσι δεν είναι;»
«Γιατί πρέπει να σας πιστέψω;»
«Γιατί λέω την αλήθεια. Άκου γιατί! Ο Αβραμίδης ήταν ένας τύραννος.
Μίλαγε συχνά απότομα στη Σίσι και νόμιζε πως θα μας κάνει ό,τι θέλει με τα
κωλολεφτά του. Γι’ αυτό, τον έφαγα! Για να βγάλω το άχτι μου!»
«Δεν υπάρχει λόγος να χτυπιέστε. Σας άκουσα».
«Σαν να μη με πιστεύετε όμως».
«Λέτε;»
«Ναι… Με κοιτάτε μ’ ένα ύφος λες και σας λέω τα παραμύθια της Χαλιμάς».
92
Μπαίνει η Ελισάβετ. Ο Νίκος τής δείχνει μια άδεια καρέκλα να καθίσει.
«Παρακαλώ, καθίστε κυρία Αβραμίδη. Μια ερώτηση έχω να κάνω και στις
δυο σας. Γιατί μου λέτε ψέματα, κυρίες μου;»
«Τι θέλετε να πείτε;»
«Μου λέτε ασύστολα ψέματα. Εσείς, κυρία Αβραμίδη, μου είπατε ότι
χτυπήσατε το θύμα με τη μασιά του τζακιού. Εσείς, δεσποινίς Σεπέτη, μου είπατε ότι
τον χτυπήσατε μ’ ένα γουδοχέρι».
«Τι πράγμα; Τι είπες, Ρούλα; Τρελάθηκες; Τι σχέση έχεις εσύ με τον φόνο;»
«Παρακαλώ, ησυχάστε, κυρία Αβραμίδη. Και οι δυο πήρατε πάνω σας το
έγκλημα, για να καλύψει η μία την άλλη. Και είμαι σε θέση να το ξέρω, γιατί χάρη
στα δρακόντεια μέτρα που πήρα για να μην υπάρξει καμία διαρροή στοιχείων,
κανένας δεν ξέρει το όργανο με το οποίο χτυπήθηκε το θύμα. Κανένας. Εκτός,
φυσικά, απ’ τον δολοφόνο».
«Δηλαδή;»
«Ο σύζυγός σας δεν χτυπήθηκε στο κεφάλι ούτε με τη μασιά του τζακιού ούτε
με γουδοχέρι, αλλά μ’ ένα βαρύ αγαλματίδιο που βρισκόταν στο σαλόνι σας
τοποθετημένο πάνω σε μια μαρμάρινη βάση. Βρέθηκαν από κάτω του αίμα του
θύματος και κολλημένες τρίχες απ’ τα μαλλιά του. Πηγαίνετε και μη διανοηθείτε να
ψευδομαρτυρήσετε ξανά, εμποδίζοντας το έργο της αστυνομίας».
«Μα… εμείς…»
«Πηγαίνετε, παρακαλώ!»
Οι δυο γυναίκες σηκώνονται και φεύγουν σαν βρεγμένες γάτες. Δίπλα δίπλα
ενισχύουν ακόμα περισσότερο την αίσθηση πως δεν μοιάζουν καθόλου εξωτερικά.
«Νίκο, κλείσε το στόμα σου, γιατί θα καταπιείς καμιά μύγα».
«Δηλαδή… αυτές οι δύο πρέπει ν’ αγαπάνε πολύ η μία την άλλη, για να
φορτωθούνε φόνο».
Η Λένα σκέφτεται τα λόγια της Ελισάβετ: Η δύναμη του αίματος είναι σαν τη
βαρύτητα. Σε ελκύει με μια ακατάβλητη ισχύ. Σημειώνει βιαστικά: κλεμμένο σίγουρα.
«Ίσως. Αν και βρίσκω υπερβολική όλη αυτή την αυτοθυσία. Έχεις κανένα νέο
για τη Λαμπρινή Σωτηρίου;»
«Ναι. Μου έδωσαν αυτό το χαρτί από το τμήμα ερευνών».
«Για να δούμε… Μάλιστα. Πολύ ενδιαφέρον».
«Τι λένε;»
93
«Τώρα θ’ ακούσεις. Φέρ’ τη μέσα».
«Πάω».
Τέκνο αγνώστου πατρός. Πραγματικά, πολύ ενδιαφέρον. Η ζωή του ανθρώπου
είναι ένας ωκεανός γεμάτος μυστικά. Ένας ωκεανός που αν δεν ξέρεις να τον
διαχειριστείς, θα σε πνίξει.

5.

«Περάστε».
Η Λαμπρινή την κοιτάζει καχύποπτα.
«Δεν καταλαβαίνω τι με θέλετε πάλι. Ό,τι ήξερα, σας το είπα».
«Όχι. Δεν μου τα είπατε όλα».
«Τι εννοείτε;»
«Παραλείψατε το σπουδαιότερο».
«Μπα; Και ποιο είναι αυτό;»
«Τη σχέση που είχατε με το θύμα».
«Μα, σας το είπα. Τον γνώρισα στο πανεπιστήμιο και δανειζόμουν κάποια
βιβλία του. Αυτό είν’ όλο».
«Μεγαλώσατε σε μια μονογονεϊκή οικογένεια, δεν είν’ έτσι;»
«Πού το ξέρετε;»
«Το ερεύνησα. Η μητέρα σας σας μεγάλωσε μόνη, γιατί ο πατέρας σας την
εγκατέλειψε όταν ήταν έγκυος».
«Αυτό είναι ανήκουστο! Με ποιο δικαίωμα σκαλίσατε την προσωπική μου
ζωή;»
«Ποιος είναι ο πατέρας σας, δεσποινίς Σωτηρίου;»
«Πού θέλετε να ξέρω; Η μητέρα μου το κρατούσε κρυφό».
«Κι όμως, ξέρετε. Υποθέτω πως σας το αποκάλυψε λίγο πριν πεθάνει.
Σωστά;»
«Σταματήστε! Δεν έχετε το δικαίωμα να μου κάνετε τόσο αδιάκριτες
ερωτήσεις».
«Τις απαντήσεις τις έχω ήδη. Ο Αβραμίδης ήταν ο πατέρας σας, έτσι δεν
είναι;»

94
Η Λαμπρινή βγάζει μια κραυγή σαν βρυχηθμό πληγωμένου ζώου. Ο Νίκος την
πιάνει απ’ το μπράτσο.
«Ησυχάστε, σας παρακαλώ».
«Παράτα με κι εσύ! Είστε όλοι τρελοί! Θέλω τον δικηγόρο μου!»
«Γιατί, αλήθεια δε λέω;»
«Δεν μπορεί να ξέρετε κάτι τέτοιο».
«Το μάντεψα μόλις έμαθα πως είστε παιδί αγνώστου πατρός. Υποθέτω πως
μόλις η μητέρα σας ζήτησε απ’ τον Αβραμίδη ν’ αναγνωρίσει το παιδί που
κυοφορούσε, εκείνος εξαφανίστηκε. Κι αυτό δεν του το συγχωρέσατε ποτέ. Όταν
μάθατε ποιος είναι, τον πλησιάσατε, παρουσιάζοντας δήθεν ενδιαφέρον για τα
μαθήματα που δίδασκε και κατορθώσατε να κερδίσετε σε τέτοιο βαθμό την εκτίμησή
του, που σας δεχόταν στο σπίτι του και σας δάνειζε βιβλία. Ίσως να ήταν κι η φωνή
του αίματος που μίλησε μέσα του και σας εμπιστεύθηκε εξαρχής».
«Η φωνή του αίματος; Αυτός ήταν ένα παχύδερμο, δεν καταλάβαινε απ’ αυτά.
Εγώ έπαιζα καλό θέατρο και με συμπαθούσε. Αν ήξερε ποια είμαι, θα με πετούσε έξω
με τις κλοτσιές».
«Αυτή τη στιγμή μιλάει το μίσος σας. Το ζήτημα είναι μέχρι πού έφτασε αυτό
το μίσος».
Η Λαμπρινή αρχίζει να τρέμει. Τυλίγει τα χέρια γύρω απ’ τους ώμους της.
«Νομίζετε πως τον σκότωσα εγώ;»
«Ξέρω πως δεν μου είπατε όλη την αλήθεια. Είχα ζητήσει να γίνει μια
καταγραφή των βιβλίων που είχε στη βιβλιοθήκη του ο Αβραμίδης και τα δύο βιβλία
που μου αναφέρατε πως δανειστήκατε τη μέρα του φόνου, υπάρχουν ακόμα στα
ράφια. Άρα, δεν δανειστήκατε κανένα βιβλίο και μου είπατε δυο τίτλους στην τύχη».
«Εντάξει. Δεν δανείστηκα τίποτα, γιατί μόλις ανέβηκα στη σοφίτα, τον βρήκα
νεκρό».
«Μήπως ήταν ετοιμοθάνατος;»
«Δεν ξέρω… Δεν τον πλησίασα καν. Έμεινα λίγη ώρα, γιατί αν έφευγα
αμέσως, θα φαινόταν παράξενο στην παραδουλεύτρα».
«Μετανιώσατε που δεν τον βοηθήσατε;»
«Μπορεί να μην είχε νόημα και να ήταν ήδη νεκρός».
«Κι αν δεν ήταν;»
«Ίσως να το ’χω μετανιώσει. Δεν είμαι σίγουρη…»
95
«Προς το παρόν, μπορείτε να φύγετε».
«Δεν είχα πρόθεση να τον σκοτώσω, μόνο να τον εκθέσω όταν μου δινόταν η
ευκαιρία. Ήλπιζα πως θα ’ρχόταν η στιγμή που θα του αποκάλυπτα ποια είμαι
μπροστά σε κόσμο και θα τον έκανα ρεζίλι. Να τον ξεφτιλίσω ήθελα, όχι να τον
σκοτώσω. Αν θέλετε, πιστέψτε με».
«Καλώς. Πηγαίνετε».
Η Λαμπρινή φεύγει με βήμα βαρύ. Την καταλαβαίνει. Είναι σκληρό να
μεγαλώνεις με τον ένα γονιό. Η Λαμπρινή μεγάλωσε χωρίς πατέρα κι εκείνη χωρίς
μητέρα. Την εγκατάλειψη της μητέρας της η Λένα στην εφηβεία την είχε διαχειριστεί
περνώντας μια φάση γκόθικ με σχισμένα τζιν, κολλιέ με καρφιά, καουμπόικες μπότες
και μάτια πήχτρα στο μαύρο μολύβι.
«Η Ντάσα είναι ακόμα εδώ;»
Ο Νίκος είναι σκυμμένος πάνω στις σημειώσεις του.
«Όχι. Την αφήσαμε να πάει στο σπίτι του Αβραμίδη».
«Θα της τηλεφωνήσω εκεί».
Η Λένα πληκτρολογεί το νούμερο της οικίας Αβραμίδη. Μετά από μερικά
χτυπήματα, ακούγεται στην άλλη άκρη η χαρακτηριστική φωνή της Ντάσα.
«Εμπρός».
«Ντάσα, εδώ Αστυνόμος Βεκρή».
«Ντεν σας ακούω».
«Αστυνόμος Βεκρή! Μ’ ακούς τώρα;»
«Ε… ντα».
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Τη μέρα του φόνου, από μόνη σου πότισες τα
λουλούδια στον κήπο ή στο ζήτησε η κυρία Αβραμίδη;»
«Μου το ζήτησε η κυρία. Μου είπε πως κάποια κρειάζονταν νερό, γιατί θα
μαραίνονταν, και ν’ άφηνα το σιντέρωμα γκια άλλη μέρα».
«Σ’ ευχαριστώ, Ντάσα».
«Κυρία Βεκρή…»
«Ναι;»
«Βρείτε τον φονιά. Σας παρακαλώ… Γκια την ψυχή του…»
«Θα κάνω ό,τι μπορώ, Ντάσα».
Κλείνει το τηλέφωνο. Κοιτάζει τον Νίκο με νόημα.
«Το μυστήριο λύθηκε…»
96
6.

Ο Νίκος βρίσκει τη μιλιά του μετά από μερικά δευτερόλεπτα.


«Ε; Δεν καταλαβαίνω. Ξέρεις ποιος τον σκότωσε;»
«Ναι. Όλοι αναρωτιούνται πώς οδηγούμαι στη λύση του κάθε αινίγματος».
«Εγώ δεν απορώ. Είσαι έξυπνη, ικανή…»
«Δεν είναι θέμα εξυπνάδας. Έχω περάσει πολλά κι έχω αναπτύξει ένα είδος
ευαισθησίας. Μπορώ να εντοπίσω αυτόν που διαπράττει έγκλημα, να τον συλλάβω
σαν να ’χω κεραίες, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις…»
«Ισχυρό ένστικτο έτσι; Και στην περίπτωση του Αβραμίδη, ξέρεις;»
«Κανονικά θα ’πρεπε να ρωτήσεις: Και στην περίπτωση του Αβραμίδη,
ένιωσες; Η απάντηση είναι ναι. Παρότι κάποιοι προσπάθησαν να με
αποπροσανατολίσουν. Κάποιος όμως με τα δικά μου βιώματα δεν μπορεί να
εξαπατηθεί».
Η κακοποίηση του πρώην είχε αφήσει στο σώμα και την ψυχή της Λένας
αναρίθμητες ουλές. Άλλαξε όνομα, πήρε το πατρικό της μητέρας της που ήταν
Αμοργιανή, έκοψε τα μαλλιά της αγορίστικα, έκανε εκτενή ψυχοθεραπεία που
κατόρθωσε ν’ αποκοιμίσει τις πληγές, μιας και να τις γιάνει φάνταζε αδύνατο. Έδωσε
εξετάσεις για την Αστυνομία. Όταν πέθανε ο πατέρας της, η καριέρα της στο Σώμα
ήταν το μόνο που της έμεινε, καριέρα που υπηρέτησε σαν άγρυπνος στρατιώτης με
μια τυφλή προσήλωση στη δικαιοσύνη. Για τη Λένα ήταν αδιανόητο να μη δικαιωθεί
ο νεκρός μιας δολοφονικής ενέργειας. Εγκαταστάθηκε μερικά χρόνια στην Αμοργό
και στα σαράντα πέντε της κατέληξε στη ΓΑΔΑ, στο Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής.
Άρχισε να γίνεται γνωστή για την αφοσίωση στη δουλειά της και το ταλέντο της στην
εξιχνίαση δολοφονιών. Το παρελθόν της δεν το ήξερε κανείς. Είχε φροντίσει να το
θάψει, πάντοτε όμως ζούσε με τον φόβο μήπως θελήσει κάποιος να το σκαλίσει.
Ο Νίκος ξέρει τη φήμη της, είναι βέβαιος πως για μια ακόμη φορά η Λένα έχει
οδηγηθεί στη λύση. Ο ίδιος όμως είναι στα σκοτάδια.
«Έχω εδώ σημειώσει δυο πράγματα…» μουρμουρίζει ξεφυλλίζοντας το
τετράδιό του. «Οι δύο αδελφές είπαν ψέματα, για να καλύψουν η μία την άλλη. Η
Ντάσα δεν μοιάζει με δολοφόνο, αν και είναι παράξενο που αντέδρασε τόσο ψυχρά
όταν τον βρήκε νεκρό. Βέβαια, αυτό μπορεί να είναι μόνο μια λανθασμένη εκτίμηση

97
της Αβραμίδη… Μένουν η στριφνή η ξαδέλφη του, η Λαμπρινή Σωτηρίου κι ο
Κομνηνός. Πάλι πολλοί είναι».
«Ποιος πιστεύεις πως είναι, λοιπόν;»
«Με ρωτάς για να τεστάρεις τις ψυχολογικές μου ικανότητες; Αφού έχεις ήδη
βρει ποιος το ’κανε».
«Η γνώμη σου μ’ ενδιαφέρει».
«Εντάξει. Ο Κομνηνός έχει τη στόφα του τυχοδιώκτη, αλλά δεν νομίζω του
δολοφόνου. Μένουν η Αγλαΐα και η Λαμπρινή. Κι οι δυο είχαν το κίνητρο και την
ευκαιρία να διαπράξουν το έγκλημα. Μια απ’ τις δυο το έκανε».
«Ποια απ’ τις δυο;»
«Τι να σου πω; Δεν είμαι σίγουρος…»
«Χρειάζεται να δούμε νοερά τι συνέβη χθες τη μοιραία ώρα που ο Αβραμίδης
βρισκόταν στη βιβλιοθήκη. Ο δολοφόνος ανεβαίνει στη σοφίτα και του πιάνει την
κουβέντα. Τη στιγμή που γυρίζει να πάρει ένα βιβλίο απ’ τα ράφια, τον χτυπά με το
αγαλματίδιο στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο δολοφόνος δεν μπήκε στο σπίτι από
την κύρια είσοδο, γιατί θα τον έβλεπε η Ντάσα που εκείνη την ώρα πότιζε τα
λουλούδια. Μπήκε από την πίσω πόρτα του κήπου. Οποιοσδήποτε απ’ τους υπόπτους
μπορούσε να το κάνει αυτό».
«Και ποιος το ’κανε;»
«Κατ’ αρχάς, ο δολοφόνος είναι σίγουρα γυναίκα. Το ένιωσα από την πρώτη
στιγμή. Με εξαίρεση την Ντάσα, ο Αβραμίδης περιβαλλόταν από γυναίκες που τον
φθονούσαν. Η ξαδέλφη του που δεν τον ενέκρινε σε τίποτα και ήθελε την περιουσία
του, η Ελισάβετ που έβλεπε πως θυσιάζει τα νιάτα της μ’ έναν γέρο, η Θεοδώρα που
τον σιχαινόταν για τις συστάσεις που της έκανε, η Λαμπρινή γιατί μεγάλωσε χωρίς
την πατρική φιγούρα. Όλες θα μπορούσαν να το είχαν κάνει, αλλά μία το εκτέλεσε: η
Θεοδώρα Σεπέτη».
«Τι;»
«Εκτελεστής η Θεοδώρα, ηθικός αυτουργός η Ελισάβετ».
«Αποκλείεται! Μα, αυτές πήραν πάνω τους τον φόνο για να σώσουν η μία την
άλλη. Κάνεις λάθος…»
«Νίκο, ξέρω τι λένε πίσω απ’ την πλάτη μου: ότι πάσχω από σχολαστικότητα
και καχυποψία. Ίσως να είμαι παθολογικά καχύποπτη και εκνευριστικά σχολαστική,
αυτό όμως με βοηθά να μην πέφτω εύκολα σε πλάνες. Κι αν τύχει και ξεστρατίσω,
98
ξαναβρίσκω γρήγορα το σωστό μονοπάτι. Αυτές οι δυο είχαν ένα έξυπνο σχέδιο, για
να το παίξουν οσιομάρτυρες και να απομακρύνουν από πάνω τους τις υποψίες,
φροντίζοντας παράλληλα να πουν λάθος το εργαλείο του φόνου. Σκέψου πώς έγιναν
τα πράγματα. Η Ελισάβετ έχει παντρευτεί έναν άντρα πολύ μεγαλύτερό της μόνο και
μόνο για τα λεφτά του. Ενδεχομένως να έχει και τον Κομνηνό εραστή. Ξέρει πως ο
Αβραμίδης έχει κάνει διαθήκη υπέρ της. Κάποια στιγμή, όμως, ο Αβραμίδης
τηλεφωνεί στον δικηγόρο του και του ζητάει ραντεβού ν’ αλλάξει τη διαθήκη. Να
υποπτεύθηκε πως η γυναίκα του ήθελε να τον βλάψει; Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ,
αλλά είναι πολύ πιθανό. Όσο κι αν η Ελισάβετ το ’παιζε καλή σύζυγος, ο Αβραμίδης
διαισθανόταν πως κάτι πήγαινε στραβά. Τηλεφωνεί, λοιπόν, στον δικηγόρο του και το
τηλεφώνημα αυτό το ακούει η Ελισάβετ ή η Θεοδώρα, και αποφασίζουν να δράσουν.
Έχουν ίσως προσέξει την αδυναμία του στην Ντάσα. Κι αν κάνει τη βλακεία και της
αφήσει μέρος της περιουσίας του; Ή ακόμα χειρότερα: αν έχει αντιληφθεί το μίσος
τους για εκείνον και αποκληρώσει την Ελισάβετ; Δεν μπορούν να το ρισκάρουν. Τη
μοιραία μέρα, η Ελισάβετ δίνει στην Ντάσα σαφείς οδηγίες. Να βγει μετά τις έντεκα
στον κήπο να ποτίσει τα λουλούδια. Τι εξυπηρετεί αυτό; Να μπει η Θεοδώρα από την
πίσω πόρτα του κήπου στο σπίτι αθέατη, ν’ ανέβει με την ησυχία της στη σοφίτα και
να σκοτώσει τον Αβραμίδη».
«Απίστευτο…»
«Οι δυο αδελφές τα είχαν σχεδιάσει όλα στην εντέλεια. Ο φόνος έγινε αμέσως
μόλις έφυγε η Αγλαΐα. Η Λαμπρινή όντως τον βρήκε νεκρό ή ετοιμοθάνατο».
«Και δεν ειδοποίησε κανέναν. Μπορεί και να σωζόταν…»
«Αυτό δεν το ξέρουμε».
«Και τώρα τι θα κάνεις;»
«Θα τις στείλω στον εισαγγελέα. Δεν υπάρχουν, βέβαια, αποδείξεις, αλλά
πιστεύω πως θα σπάσουν και θα ομολογήσουν την αλήθεια αυτή τη φορά».
«Τόσο μίσος γι’ αυτόν τον άνθρωπο… Κρίμα…»
«Πάω μια βόλτα. Το χρειάζομαι».
Η Λένα θα ’θελε να του πει πως τα πνευμόνια της διψάνε για αέρα, αλλά
κρατά για τον εαυτό της τους μελοδραματισμούς. Βγαίνει στον δρόμο, μπλέκεται με
τους πεζούς και το βεβιασμένο τους περπάτημα. Ο Αβραμίδης είναι νεκρός, όπως
χιλιάδες άλλοι που ’χουν χαθεί. Όμως η ζωή συνεχίζεται ακάθεκτη, παρά την

99
πεισματική παρουσία του θανάτου. Όλοι πηγαινοέρχονται σαν κυνηγημένοι.
Σκοτούρες, άγχη, σφιγμένα χείλη χορεύουν σ’ έναν λυσσαλέο ρυθμό ζωής.
Ανάμεσα στις γκρίζες πολυκατοικίες, αναιμικά δέντρα καταβάλλουν
προσπάθειες να σταθούν στο ύψος τους.

100
Θύμα ή Δολοφόνος;

101
«Το παιχνίδι είναι πάναπλο».
Η Κλαίρη τρίβει τα χέρια της. Οι κοκκινίλες, απόρροια του εκνευριστικά
ευαίσθητου δέρματός της, έχουν γίνει ιδιαίτερα ενοχλητικές. Ελπίζει με το παιχνίδι να
ξεχαστεί. Το βλέμμα της διατρέχει την ομήγυρη. Ο Πέτρος και η Μαντώ αιωνίως
μαζί, μιας και η ζήλια του Πέτρου δεν την αφήνει να κουνήσει ρούπι από κοντά του, η
Δήμητρα, αδελφή της Μαντώς, που ακολουθεί το ζευγάρι κατά πόδας τον τελευταίο
καιρό, ουδείς γνωρίζει γιατί, ο Αργύρης, παιδικός φίλος της Μαντώς και ισοβίως
ερωτευμένος μαζί της, η Σεμίνα, απελπισμένα ερωτευμένη με τον Αργύρη, και η
Αστυνόμος Λένα Βεκρή, πρόσφατη γνωριμία της Κλαίρης, που της φάνηκε
ενδιαφέρον να την εντάξει στην παρέα των φίλων της και την κάλεσε στη μάζωξη.
Όταν η Λένα προσκλήθηκε από την Κλαίρη στο σπίτι της, δεν περίμενε πως
θα περνούσε τη βραδιά σε ένα πολυτελές τροχόσπιτο που η Κλαίρη χρησιμοποιούσε
για τις καλοκαιρινές της εξορμήσεις. Το τροχόσπιτο διέθετε ένα κομψό σαλονάκι με
καπιτονέ καθίσματα, πάγκο κουζίνας από μασίφ ξύλο και γρανιτένιο νεροχύτη. Στο
βάθος διακρινόταν κρεβατοκάμαρα με διπλό κρεβάτι και τηλεόραση plasma. Ο
φωτισμός ήταν χαμηλωμένος και μικρά αρωματικά κεριά βρίσκονταν διάσπαρτα στον
χώρο. Στο τραπεζάκι του σαλονιού, πάνω σ’ ένα κομψό δισκάκι, δέσποζαν δυο
μισογεμάτα κολονάτα ποτήρια με φλούδες λεμονιού καρφωμένες πλαγίως στο
στόμιο. Αναρωτήθηκε γιατί υπήρχαν μόνο δύο, γρήγορα όμως διαπίστωσε πως ήταν
διακοσμητικά. Σκέφτηκε πως ήταν κρίμα, γιατί της είχε γεννηθεί η παράδοξα έντονη
επιθυμία να πιει μαρτίνι.
Ο Πέτρος κοιτάζει τη Λένα εξεταστικά.
«Κλαίρη, νομίζεις πως πρέπει απόψε να παίξουμε;»
«Γιατί όχι;»
«Η κυρία είναι Αστυνόμος και πρώτη φορά έρχεται σπίτι σου…»
«Και λοιπόν;»
Η Κλαίρη παίρνει ένα πρόσχαρο ύφος.
«Πιστεύω πως θα ’ναι συναρπαστικό να συμμετέχει στο παιχνίδι μας μια
αληθινή Αστυνόμος!»
«Κι εγώ το βρίσκω ξεχωριστό…»
Η φωνή της Μαντώς ακούγεται διστακτικά. Όταν μιλάει, κοιτά πάντα τον
άντρα της, λες και περιμένει να πάρει έγκριση για τα λεγόμενά της.
Ο Αργύρης υψώνει ένα ποτήρι κρασί σαν να κάνει πρόποση.
102
«Ας παίξουμε, λοιπόν. Αν η κ. Βεκρή δεν έχει πρόβλημα…»
«Δεν έχω. Αλλά πρέπει να μου πείτε τους κανόνες».
Η Λένα μιλά για πρώτη φορά. Ζυγίζει τους γύρω της, όπως κάνει κάθε φορά
που συναντά νέα πρόσωπα. Η Κλαίρη φορά ένα ζευγάρι κοκάλινα γυαλιά. Ρίχνει μια
ματιά στο ρολόι της.
«Λοιπόν, για να αρχίσουμε. Οι κανόνες είναι απλοί. Διαλέγουμε όλοι ένα
χαρτάκι απ’ αυτό το βάζο στην άκρη του τραπεζιού. Το κάθε χαρτί γράφει ένα Θ ή ένα
Δ. Όποιος πάρει το Θ, θεωρείται Θύμα. Όποιος πάρει το Δ, θεωρείται Δολοφόνος.
Υπάρχουν δύο Δ, άρα θα έχουμε δύο δολοφόνους. Περιττό να πω πως κανείς δεν
πρέπει ν’ αποκαλύψει ποιος είναι. Αυτό θα το βρουν οι άλλοι -αν το βρουν- στην
πορεία του παιχνιδιού».
Ο Πέτρος παίρνει ένα χαρτάκι.
«Ας κάνω εγώ την αρχή».
«Πάντα εσύ κάνεις την αρχή ούτως ή άλλως».
Η Δήμητρα τον ειρωνεύεται και όποτε της το επισημαίνει, κάνει την ανήξερη.
«Αν δεν πετάξεις την ειρωνεία σου…»
«Ποια ειρωνεία, χρυσέ μου; Όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται».
Η Κλαίρη κρίνει αναγκαίο να επέμβει.
«Παιδιά, δεν είμαστε μόνοι. Είναι και η κ. Βεκρή εδώ. Συγκρατηθείτε!
Συνεχίζω με τους κανόνες όσο θα παίρνετε χαρτιά. Θα καθίσουμε κυκλικά, θα
κλείσουμε όλοι τα μάτια και με τις οδηγίες μου, θα ανοίξουν τα μάτια μόνο οι δύο
δολοφόνοι, για να αναγνωριστούν μεταξύ τους. Ας ξεκινήσουμε και στην πορεία λέμε
τα υπόλοιπα».
Παίρνουν όλοι ένα χαρτί εκτός απ’ τη Σεμίνα.
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί παίζουμε συνέχεια αυτό το χαζό παιχνίδι. Δεν
μπορούμε να παίξουμε τίποτ’ άλλο, Μονόπολη για παράδειγμα;»
«Ειδικά σήμερα όχι, γιατί έχω καλεσμένη μια Αστυνόμο. Συνεπώς, το παιχνίδι
ταιριάζει απόλυτα στην περίσταση».
Η Κλαίρη είναι κατηγορηματική. Η Σεμίνα κοιτάζει λοξά τον Αργύρη που της
γνέφει να πάρει χαρτί. Υποχωρεί. Ξεδιπλώνει το τελευταίο χαρτί που ’χει απομείνει
στο βάζο και κάθεται στη θέση της σιωπηλά.
«Κλείστε τα μάτια, αρχίζουμε».

103
Αφού βεβαιώνεται πως τα μάτια όλων είναι κλειστά, η Κλαίρη κλείνει και τα
δικά της ξεκινώντας την αφήγηση.
«Πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο. Οι δρόμοι αδειάζουν, τα αδέσποτα λουφάζουν
πίσω απ’ τους κάδους, το φως έχει σβήσει κι από το τελευταίο παράθυρο… Σιγή και
σκοτάδι. Και τότε, οι δύο δολοφόνοι -και μόνο αυτοί- ανοίγουν τα μάτια για να
αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον. Θα μετρήσω ως το δέκα να τους δώσω χρόνο ν’
αναγνωριστούν: ένα… δύο… τρία… τέσσερα… πέντε… έξι… επτά… οκτώ…
εννιά… δέκα! Ανοίγουμε όλοι τα μάτια».
«Ωραία αφήγηση».
Ο Πέτρος έχει έτοιμο το κομπλιμέντο. Η Κλαίρη σκύβει το κεφάλι με
σεμνότητα.
«Ε… το κατά δύναμιν».
«Όλοι καλά αφηγούμαστε, αλλά σαν την Κλαίρη…»
Ο Αργύρης χαμογελά.
«Η Κλαίρη βάζει λογοτεχνικές πινελιές».
«Μακάρι κι η Μαντώ να ’χε τη φαντασία της Κλαίρης. Καλά δε λέω, μωρό
μου;»
Το βλέμμα του Πέτρου πέφτει στη Μαντώ. Τα μάτια της έχουν παραμείνει
κλειστά και το σώμα της έχει μια ελαφρά κύρτωση προς τα αριστερά. Της δίνει μια
σπρωξιά.
«Ε, Μαντώ, τι κάνεις;»
«Τι συμβαίνει;»
Ο Αργύρης πλησιάζει το ζευγάρι.
«Δεν ξέρω… Δεν αντιδρά…»
Ο Αργύρης πιάνει τη Μαντώ απ’ τους ώμους, την ταρακουνά.
«Μαντώ, σταμάτα την πλάκα!»
Η Μαντώ παραμένει ακίνητη με τα μάτια πεισματικά κλειστά. Τα χέρια της
κρέμονται άχαρα και τα πόδια της είναι στραβά και τεντωμένα. Η Σεμίνα πλησιάζει
τον Αργύρη.
«Τι έπαθε;»
Ο Αργύρης μοιάζει να ’χει χάσει το χρώμα του.
«Να φωνάξουμε γιατρό…»
Η Λένα σηκώνεται.
104
«Δεσποινίς Κλαίρη, ειδοποιήστε ασθενοφόρο. Κανείς σας να μην αγγίξει
τίποτα».
Η Δήμητρα ατενίζει τη Μαντώ με απάθεια.
«Θα λιποθύμησε. Από μικρή είχε τάση για λιποθυμίες».
«Να φωνάξουμε γιατρό…»
Ο Αργύρης επαναλαμβάνει μονότονα τα προηγούμενα λόγια του. Ο Πέτρος
στέκεται όρθιος πάνω απ’ τη Μαντώ.
«Δεν καταλαβαίνω… Τι της συνέβη;»
Η Κλαίρη μετρά, τραβολογώντας τα κρόσσια από ένα μαξιλαράκι του καναπέ.
«Πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα. Τέλος χρόνου!»
Ξεσπά σε δυνατά γέλια. Οι καλεσμένοι την κοιτούν έκπληκτοι.
«Έλα Μαντώ, σήκω. Τέλειωσε! Παιδιά, να μας συγχωρείτε, αλλά είχαμε
συνεννοηθεί από πριν να σας κάνουμε μια πλάκα. Η Μαντώ θα έπαιζε την πεθαμένη,
για να σας τρομάξουμε».
«Καλά, είστε τελείως βλαμμένες;»
Ο Πέτρος τρέμει από οργή. Ο Αργύρης συνεχίζει να τα ’χει χαμένα. Η
Δήμητρα και η Σεμίνα έχουν στυλώσει στη Μαντώ γουρλωμένες ματιές. Η Λένα
παραμένει ψύχραιμη.
«Και αφού παίζετε παιχνίδι, γιατί η κοπέλα δεν συνέρχεται;»
Η Κλαίρη πάει δίπλα στη Μαντώ.
«Μαντώ, τέρμα η πλάκα, ακούς; Αρκετά τους λαχταρήσαμε».
Η Λένα έχει πάρει ένα ιδιαίτερα σοβαρό ύφος. Πιάνει τον σφυγμό της
Μαντώς.
«Δυστυχώς…»
«Τι δυστυχώς;»
«Είναι νεκρή».
Μένουν όλοι βουβοί σαν μια τανάλια να τους έκοψε τη γλώσσα. Πρώτος
συνέρχεται ο Αργύρης, ορμάει στον Πέτρο, τον αρπάζει απ’ τον γιακά.
«Δολοφόνε! Εσύ την έφαγες. Εσύ και η καταραμένη ζήλια σου!»
«Τρελάθηκες;»
«Σταματήστε!»
Η Δήμητρα προσπαθεί να μπει ανάμεσα στους δύο άντρες.
«Για μένα το ’κανε. Για να ζήσουμε ελεύθεροι τον έρωτά μας!»
105
«Πάψε, ηλίθια!»
«Πώς μου μιλάς έτσι; Εσύ δεν μου ’λεγες πως θα την παρατήσεις για μένα;»
«Βούλωστο!»
Η Δήμητρα ξεσπά σε κλάματα.
«Νόμιζα πως μ’ αγαπούσες! Γι’ αυτό σου έμπαινα, για να σε προκαλέσω, γιατί
πίστευα πως σ’ εξίταρε αυτό… να σε ειρωνεύομαι…»
«Θα το κλείσεις καμιά φορά;»
Ο Αργύρης έχει πανιάσει.
«Αλήτη! Κι από πάνω της έκανες και σκηνές ζήλιας…»
Η Κλαίρη κάθεται στη θέση της μουδιασμένη. Η Σεμίνα κάτι ψελλίζει.
«Ο Αργύρης…»
«Τι είπες;»
Σκύβει στο αυτί της Κλαίρης.
«Ο Αργύρης το ’κανε… Να λυτρωθεί απ’ το πάθος…»
«Παρακαλώ, κυρίες και κύριοι, να ηρεμήσουμε, ώστε να δούμε τα πράγματα
ψύχραιμα».
Η Λένα παίρνει τα ηνία της κατάστασης. Το αυστηρό υπηρεσιακό της ύφος
είναι καθηλωτικό.
«Το θύμα τρυπήθηκε με μια λεπτή βελόνα στο λαιμό. Πρόσεξα μια μικρή
τρύπα κοντά στην καρωτίδα. Προφανώς δηλητηριάστηκε. Το θέμα είναι πού
βρίσκεται η σύριγγα με την οποία τρυπήθηκε».
«Στην τσέπη του δολοφόνου», λέει ο Αργύρης.
«Αμφιβάλλω. Σίγουρα πρόλαβε και την ξεφορτώθηκε ή πετώντας τη απ’ το
παράθυρο -όπως βλέπετε, γύρω γύρω υπάρχουν παράθυρα- ή χώνοντάς την στην
τσέπη κάποιου άλλου για να τον ενοχοποιήσει».
Η Δήμητρα κλαίει ακόμα με λυγμούς.
«Ψάξτε τον Πέτρο, αυτός το έκανε σίγουρα!»
«Σκάσε επιτέλους, μαλακισμένη».
«Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, είχατε κίνητρο να το κάνετε».
Η παρατήρηση της Λένας ερεθίζει τον Πέτρο.
«Δεν είχα μόνο εγώ. Είχε κι η Δήμητρα που με γούσταρε και με ήθελε δικό
της. Είχε και η Σεμίνα».
Η Σεμίνα αντιδρά σαν να ξυπνά από λήθαργο.
106
«Εγώ; Γιατί;»
«Γιατί σου ήταν εμπόδιο. Θέλεις σαν τρελή τον Αργύρη, ο οποίος όμως είναι
μια ζωή κολλημένος με τη γυναίκα μου».
Η Κλαίρη μιλά εξουθενωμένα.
«Δεν το πιστεύω αυτό που ζω…»
Η Σεμίνα καταβάλλει προσπάθειες να βγάλει φωνή.
«Ώστε, ξέρεις για τον Αργύρη…»
«Φυσικά. Για βλάκα με περνάτε;»
Ο Αργύρης κουρνιάζει σε μια γωνιά. Ανάβει τσιγάρο τρέμοντας.
«Δεν είχαμε τίποτα με τη Μαντώ… Ενώ εσύ κι η Δήμητρα… Με την ίδια της
την αδελφή…»
Η Δήμητρα μουρμουρίζει πνιγμένη στους λυγμούς.
«Εγώ η αδελφή της… Ναι, τα ’χω με τον άντρα της… Μια ζωή ερχόμουνα
δεύτερη… Από μικρές οι γονείς μας δεν μου αγοράζανε καινούρια ρούχα… Μου
δίνανε να φοράω της Μαντώς όταν αυτηνής δεν της έκαναν… Από δεύτερο χέρι όλα
για μένα… Όλα».
Η Κλαίρη τής χαϊδεύει τον ώμο.
«Έλα, ησύχασε τώρα…»
Η Λένα ξεροβήχει καθαρίζοντας τον λαιμό της.
«Θα ειδοποιήσω ασθενοφόρο και το Τμήμα. Όταν γίνει η ιατροδικαστική, θα
μάθουμε τα ακριβή αίτια θανάτου. Όσο για το κίνητρο, με εξαίρεση την
οικοδέσποινα, είχατε όλοι. Και πριν προλάβετε να διαμαρτυρηθείτε, θα σας εξηγήσω
τι εννοώ: Εσείς κ. Πέτρο, ζηλεύατε παθολογικά τη γυναίκα σας, διατηρώντας
παράλληλα δεσμό με την κουνιάδα σας. Μπορεί να σκοτώσατε είτε γιατί
ανακαλύψατε τον έρωτα του παιδικού φίλου της γυναίκας σας και τυφλωθήκατε απ’
τη ζήλια είτε γιατί θέλατε να ελευθερωθείτε απ’ τα δεσμά του γάμου και να ζήσετε με
την κουνιάδα σας. Η προοπτική ενός διαζυγίου δεν φαίνεται να σας συνέφερε,
δεδομένου ότι η σύζυγός σας διαθέτει -απ’ ό,τι έχω μάθει- μεγάλη περιουσία. Εσείς,
δεσποινίς Δήμητρα, ζηλεύατε μια ζωή την αδελφή σας καθώς νιώθατε -όπως η ίδια
ομολογήσατε- πάντοτε δεύτερη. Ο φόνος θα είχε για σας διπλό όφελος: θα
λυτρωνόσασταν απ’ τη ζήλια και ο δρόμος για τον σύζυγο θα ήταν πλέον ανοιχτός.
Εσείς κ. Αργύρη, είστε ερωτευμένος με το θύμα επί σειρά ετών. Μαντεύω πως καμιά
άλλη γυναίκα δεν έχει κατορθώσει να σας συγκινήσει. Το πάθος σας αγγίζει τα όρια
107
της εμμονής και ένας εμμονικός μπορεί να σκοτώσει το αντικείμενο του πόθου του.
Και τέλος εσείς, δεσποινίς Σεμίνα, που δείχνετε τόσο μαζεμένη και χαμηλών τόνων,
κυριευμένη όμως από έναν ασίγαστο πόθο για τον παιδικό φίλο του θύματος, ο
οποίος ουδέποτε σας έδωσε την παραμικρή σημασία. Φτάνει να προσέξει κανείς πώς
τον κοιτάτε, για να καταλάβει τη φωτιά που καίει μέσα σας. Όμως, η υπομονή έχει
και τα όριά της. Φτάνει μια στιγμή που το ποτήρι ξεχειλίζει και τότε βλέπετε ως λύση
να βγάλετε απ’ τη μέση το εμπόδιο, με τη σκέψη πως ο Αργύρης στην αρχή θα
πονέσει, αλλά στη συνέχεια θα παρηγορηθεί στην αγκαλιά σας. Όλοι ξέρατε πως
απόψε θα παίζατε αυτό το παιχνίδι και ένας από σας το είδε σαν μια θαυμάσια
ευκαιρία να διαπράξει το έγκλημα».
«Και ποιος…»
Η φωνή της Κλαίρης ηχεί διστακτική. Δεν τολμά να κοιτάξει κανέναν
κατάματα, σαν να φοβάται μήπως σε κάποιο βλέμμα διαβάσει την αλήθεια.
«Κανείς».
Ο Πέτρος τινάζεται απότομα.
«Τι εννοείτε ‘κανείς’;»
«Κανείς δεν σκότωσε τη Μαντώ Σεργιάδη για τον απλούστατο λόγο τού ότι
είναι ζωντανή».
Η Μαντώ ανοίγει τα μάτια. Ισιώνει την πλάτη της και σταυρώνει τα χέρια.
Ακολουθούν επιφωνήματα έκπληξης.
«Τι κακόγουστο αστείο είναι αυτό; Τι γίνεται εδώ πέρα;»
Ο Αργύρης δείχνει να βράζει.
«Μαντώ, τι είναι αυτά που κάνεις;»
Ο Πέτρος τείνει να την πιάσει απ’ το μπράτσο, εκείνη τραβιέται απότομα.
«Μην τολμήσεις να μ’ αγγίξεις!»
«Τι είπες;»
Η Λένα τού χαμογελάει με νόημα.
«Σας είπε ‘μην τολμήσεις να μ’ αγγίξεις’, κύριε Πέτρο».
«Θα μας εξηγήσετε τι σημαίνουν όλα αυτά;»
«Ασφαλώς, αγαπητή Κλαίρη. Και πρώτα πρώτα θα ήθελα να σας
ευχαριστήσω που με καλέσατε. Ανοίγω σπάνια την πόρτα του δικού μου χώρου, αλλά
εκτιμώ πολύ αυτούς που το κάνουν. Στη συνέχεια, δεχτείτε τη συγγνώμη μου για το
παιχνίδι που παίξαμε. Η Μαντώ κι εγώ ήμασταν συμμαθήτριες στο Λύκειο και
108
ξανασυναντηθήκαμε τυχαία εδώ και λίγο καιρό. Μου μίλησε για την παρέα της και
για τον άντρα της που υποπτευόταν για μοιχεία. Ήξερε πως δύσκολα θα αποδείκνυε
την απιστία του. Επιπλέον, ήθελε να δώσει ένα μάθημα σε κάποιον που ενώ της είχε
ψήσει το ψάρι στα χείλη με τις ζηλοτυπίες του, ο ίδιος την απατούσε με μεγάλη
ευκολία, ακόμα και με την ίδια της την αδελφή. Συνεννοηθήκαμε, λοιπόν, να
παραστήσει την πεθαμένη. Θεωρήσαμε πολύ σωστά ότι μέσα σε ένα σκηνικό
θανάτου, θα έβγαιναν στο φως πολλές αλήθειες. Παρεμπιπτόντως, τα συγχαρητήριά
μου για το τροχόσπιτό σας. Το ντεκόρ είναι ατμοσφαιρικό. Ιδανικό για αστυνομικό
θρίλερ».
«Δεν είναι δυνατόν να κάνατε κάτι τέτοιο. Εσείς… μια Αστυνόμος».
«Η Μαντώ είναι καλή φίλη απ’ τα παλιά, θέλησα να τη βοηθήσω. Και απ’ ό,τι
φαίνεται, το παιχνίδι απέδωσε. Ήδη αντιμίλησε σ’ έναν σύζυγο που μέχρι χθες δεν
μιλούσε καν χωρίς την άδειά του».
Η Μαντώ σηκώνεται.
«Μωρό μου, στάσου, να σου εξηγήσω…»
«Άσε, Πέτρο, δεν χρειάζεται. Τις λεπτομέρειες θα τις συζητήσουν οι
δικηγόροι μας».
Προσπερνά τη Δήμητρα, ρίχνοντάς της μια υποτιμητική ματιά.
«Κλαίρη, λυπάμαι για όλο αυτό, αλλά έπρεπε…»
Ο Αργύρης τής ανοίγει την πόρτα.
«Να σε συνοδεύσω;»
«Όχι. Θέλω να μείνω μόνη».
Ο Πέτρος αρχίζει να ξεφυσά.
«Ωραία τα καταφέρατε! Δεν το πιστεύω πως μας δουλέψατε έτσι!»
«Έχετε δίκιο. Αλλά ορισμένες φορές οι μέθοδοί μου είναι ανορθόδοξες. Να
πηγαίνω κι εγώ. Καληνύχτα σας».
Η Λένα φεύγει, κανείς δεν τολμά να την πλησιάσει. Ο Αργύρης, η Σεμίνα, ο
Πέτρος, η Δήμητρα και η Κλαίρη απομένουν να κοιτάζονται σαν χαζοί. Ο Αργύρης
προσφέρει στον Πέτρο τσιγάρο.
«Μου το δίνεις για παρηγοριά;»
«Κάτι τέτοιο. Αφού χάσαμε κι οι δυο…»
Η Κλαίρη κοιτά το βάζο με τα χαρτάκια.
«Τι χαρτί λέτε να τράβηξε η Βεκρή; Θύμα ή Δολοφόνος;»
109
«Δολοφόνος σίγουρα», απαντά ο Πέτρος σιβυλλικά.

110
Pascualita

111
Η αίθουσα επισκεπτηρίου των φυλακών παραείναι σκοτεινή. Ή
τουλάχιστον έτσι της φαίνεται. Σήμερα όλα τής φαίνονται μουντά σαν να ’χει
πέσει πάνω τους μία βαριά σκιά. Μετά τον θάνατο του ξαδέλφου της,
μοναδικού συγγενή της, είπε ν’ αλλάξει σελίδα ζωής. Μετακόμισε σ’ άλλο
σπίτι και άνοιξε ένα μαγαζί γυναικείων ρούχων. Μπορεί η ίδια να ντύνεται
παλαιομοδίτικα, αλλά έχει καλή αίσθηση του μοντέρνου. Τα μοντελάκια που
στολίζουν τη βιτρίνα της είναι ιδιαίτερα καλαίσθητα και έτοιμα να
εξυπηρετήσουν τα πιο απαιτητικά γούστα. Όμως, η πελατεία που έχει
αναπτύξει τελευταία δεν οφείλεται σ’ αυτό. Οφείλεται στην κούκλα. Στην
ξεχωριστή κούκλα που δεσπόζει στο κέντρο της βιτρίνας της. Στην κούκλα
που όμοιά της υπάρχει άλλη μία μόνο στον κόσμο.
Είχε διαβάσει πολλές φορές την ιστορία της Pascualita, μιας κούκλας-
μανεκέν που στόλιζε εδώ και ενενήντα δύο χρόνια ένα μαγαζί νυφικών στο
Μεξικό6. Η κούκλα έμοιαζε με άνθρωπο, στα χέρια της διαγράφονταν μέχρι
και φλέβες, το βλέμμα της έδειχνε να σε παρακολουθεί παντού, το στόμα της
έτοιμο να μιλήσει. Χιλιάδες επισκέπτες έτρεχαν να τη δουν.
Σαν αληθινή...
Η ιστορία αυτή τη γοήτευε. Θέλησε να τη μιμηθεί. Στόλισε τη βιτρίνα
της με την ωραιότερη και πιο αληθοφανή κούκλα που θα μπορούσε να
υπάρξει. Ψηλή, ευθυτενής, με νύχια στα δάχτυλα σαν πρόσφατα κομμένα,
χείλη λεπτά περασμένα με ακριβό κραγιόν, ανεπαίσθητες ρυτιδούλες στο
μέτωπο και μια ματιά που στοίχειωνε όποιον την κοιτούσε κατάματα.
Πέτυχε αυτό που ήθελε. Κόσμος μαζευόταν καθημερινά στο μαγαζί
της, όχι τόσο για τα ρούχα όσο για να χαζέψει την κούκλα. Κάποιοι πιο
περίεργοι έμπαιναν μέσα και την πλησίαζαν με πρόθεση να την ακουμπήσουν.
Η αιχμηρή της ματιά τούς έκοβε τη φόρα. Βλέπετε, αλλά μην αγγίζετε. Έβαλε
και ταμπέλα στα πόδια της με τη ρητή απαγόρευση. Δεν άφηνε κανέναν να
την αγγίξει ούτε καν την υπάλληλό της. Έμενε η ίδια ως αργά τη νύχτα στο
μαγαζί και της άλλαζε τουαλέτες.
Σούσουρο άρχισε να φουντώνει γύρω απ’ την κούκλα. Κανείς δεν
ήξερε από πού την είχε προμηθευτεί. Έμποροι των γειτονικών μαγαζιών

6
Η αληθινή ιστορία της Pascualita.

112
θέλησαν να της αποσπάσουν πληροφορίες. Δεν έβγαζε λέξη. Είχε γίνει
κλειστή σαν στρείδι. Η υπόθεση έφτασε στους δημοσιογράφους. Άρχισαν να
την κυνηγούν σαν μανιακοί να της πάρουν συνέντευξη. Παράλληλα
ξεκίνησαν έρευνα ν’ ανακαλύψουν το εργοστάσιο που την είχε κατασκευάσει.
Δεν έβρισκαν τίποτα. Λες κι η παράδοξη κούκλα είχε πέσει απ’ τον ουρανό
και είχε προσγειωθεί στο μαγαζί αυτής της παράξενης γεροντοκόρης με το
ντύσιμο που θύμιζε αρχές εικοστού αιώνα. Ώσπου αναπόφευκτα
ανακατεύτηκε κι η αστυνομία.
Αυτό το τελευταίο δεν της άρεσε καθόλου. Η αστυνομία ψάχνει και
τελικά βρίσκει. Έτσι, το μυστικό που πάλεψε να μείνει επτασφράγιστο,
βρέθηκε εκτεθειμένο στα δόντια της δημοσιότητας. Ίσως τελικά πήρε
τεράστιο ρίσκο με τη δική της Pascualita. Δεν ήθελε να μάθει κανείς πως
κάποτε από μια νεανική ατασθαλία είχε μείνει έγκυος κι είχε δώσει το παιδί
για υιοθεσία. Και πως ύστερα κατόρθωσε να μάθει -όχι με νόμιμα μέσα- σε
ποια οικογένεια είχε δοθεί κι είχε παρακολουθήσει την πορεία της κόρης της
μέχρι εκείνο το πρωινό που την πέτυχε μονάχη στην εξοχή να χαίρεται τη
φύση, πάντα διακριτικά, κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο, και δεν πρόλαβε ν’
αποτρέψει το κακό που ερχόταν με το τσίμπημα της μέλισσας. Την είδε να
κρατά τον λαιμό της πανικόβλητη και να σωριάζεται στο χώμα. Ήταν
αλλεργική. Στάθηκε από πάνω της για ώρα, σκέφτηκε πως είχανε μείνει οι δυο
τους στον κόσμο, οι θετοί της γονείς είχαν πεθάνει, η κόρη της στα πενήντα
της χρόνια δεν είχε ακόμα παντρευτεί, ήταν κι αυτή κατάμονη σαν κι εκείνη,
ακολουθούσε τα χνάρια της βιολογικής μητέρας της. Δεν έπρεπε να τη χάσει.
Ήταν και πάλι δική της παντοτινά.
Η αίθουσα σαν να σκοτεινιάζει κι άλλο. Γιατί δεν μπαίνει ποτέ φως
στους χώρους των φυλακών; Λες και φοβάται να τρυπώσει εκεί και φεύγει
μακριά. Σε λίγο θα έρθει κάποιος που ζήτησε να την επισκεφτεί. Δεν μπορεί
να φανταστεί ποιος, δεν έχει κανέναν. Περνά τις μέρες στο κελί της να
σκέφτεται πώς η αστυνομία ξετρύπωσε το μυστικό της. Ίσως είχαν ξεκινήσει
έρευνες για την εξαφάνιση της κόρης της και κάποια στοιχεία να την
οδήγησαν σε κείνη. Άνοιξε η γη και την κατάπιε, δεν μπορεί να μην το ’χε
προσέξει κανείς. Ενδεχομένως από ένα κοντινό της πρόσωπο να δηλώθηκε η
εξαφάνισή της. Ίσως πάλι κάποια απ’ τις πελάτισσές της που θαύμαζαν την
113
κούκλα, να είχε αντιληφθεί πως αυτό το θεσπέσιο πλάσμα αποκλείεται να
ήταν από πλαστικό. Είναι η κόρη της καμωμένη από έναν επιδέξιο και
εχέμυθο ταριχευτή. Σαν αληθινή λένε όλοι. Σαν ψεύτικη λέει εκείνη.
Παιδεύτηκαν πολύ να της αποσπάσουν ομολογία.
Ανοίγει η πόρτα. Απέναντί της κάθεται κοιτώντας την με αυστηρό
επαγγελματισμό η Λένα Βεκρή.
«Κυρία Αβραμίδη...»
«Εσείς;»
«Ξανασυναντιόμαστε».
«Να με λέτε Αγλαΐα. Το επωνυμό μου μου φέρνει μνήμες επώδυνες».
«Όπως θέλετε. Λοιπόν, κυρία Αγλαΐα...»
«Αγλαΐα σκέτο».
Η Λένα εκπλήσσεται. Η γυναίκα που είχε γνωρίσει στην υπόθεση
Αβρμίδη ήταν απρόσιτη, μη μου άπτου, συντηρητική, κατά τα λεγόμενα του
Νίκου μύριζε μούχλα. Η γυναίκα εκείνη δεν θα επέτρεπε επουδενί τον Ενικό
και την οικειότητα. Αυτή ήταν κάποια άλλη. Μια γυναίκα τσακισμένη και
ανθρώπινη. Μέχρι κι ο τόνος της φωνής της ακουγόταν στη Λένα πιο απαλός,
πιο αβρός.
«Λοιπόν, Αγλαΐα, ζήτησα να σε δω για κάτι σοβαρό που αφορά την
κόρη σου».
«Ό,τι είχα να πω το είπα. Βρήκα αυτόν τον τρόπο να την κρατήσω
κοντά μου. Θα μου πείτε βέβαια πως ο τρόπος μου ήταν ακραίος...»
«Ήταν. Αλλά δεν ήρθα εδώ γι’ αυτό. Ούτε για να σε κρίνω. Ήρθα να
σε ρωτήσω πώς την εντοπισες. Οι βιολογικοί γονείς δεν μαθαίνουν σε ποιες
οικογένειες πάνε τα παιδιά τους. Απαγορεύεται διά του νόμου».
«Τι σημασία έχει τώρα πια; Βρήκα κάποιον που μπορούσε να συλλέξει
τέτοιου είδους πληροφορίες παράνομα».
«Τον πλήρωσες;»
«Φυσικά. Του έδωσα όλες μου τις οικονομίες».
«Και πώς ξέρεις πως τα στοιχεία που σου έδωσε ήταν τα σωστά;»
«Δεν καταλαβαίνω...»

114
Η Λένα την παρατηρεί προσεκτικά. Ήρθε να της πει την αλήθεια που
ανακάλυψε, αλλά πόσο έτοιμη είναι η συνομιλήτριά της να την ακούσει χωρίς
να λιποθυμήσει; Τώρα ειναι αργά για δεύτερες σκέψεις. Πρέπει να μιλήσω.
«Αγλαΐα, ο άνθρωπος αυτός, όποιος κι αν ήταν, σε εξαπάτησε. Σου
έδωσε τα στοιχεία ενός άλλου θετού παιδιού, στην τύχη. Πήρε τα λεφτά σου
χωρίς να το ψάξει καθόλου. Βασίστηκε πως μπροστά στον πόθο σου να βρεις
το παιδί που έδωσες, δεν θα πήγαινε το μυαλό σου στην απάτη».
Η Αγλαΐα μένει με το στόμα ανοιχτό. Μοιάζει πετρωμένη και το μόνο
που μαρτυρά ζωή πάνω της είναι η αναπνοή της.
«Δεν μπορεί... Η κοπέλα αυτή ήταν η κόρη μου. Την παρακολουθούσα
χρόνια. Το ένιωθα πως ήταν δική μου. Το μητρικό φίλτρο...»
«Το μητρικό φίλτρο ξεγελάστηκε. Είχες πείσει τον εαυτό σου πως ήταν
αυτή. Έψαξα το παρελθόν της. Η πραγματική της μητέρα ζει σε κάποιο χωριό
της Κρήτης. Είναι παντρεμένη με τέσσερα παιδιά».
«Δεν είναι δυνατόν! Είχε το όνομα που ζήτησα να της δώσουν όταν
την παρέδωσα για υιοθεσία. Δεν περίμενα να το σεβαστούν όποιοι την
υιοθετούσαν, αλλά είχα μια ελπίδα πως μπορεί και να μου γινόταν η χάρη. Το
είχα πει στον γιατρό που με ξεγέννησε κι εκείνος μου το ’χε υποσχεθεί πως θα
το έλεγε εκεί που έπρεπε. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση».
«Κι όμως είναι σύμπτωση. Η κοπέλα που ταρίχευσες δεν ήταν η κόρη
σου. Η κόρη σου μάλλον ζει».
Τα μάτια της Αγλαΐας γυαλίζουν.
«Ζει... Γιατί λες μάλλον;»
«Γιατί δεν έχω ιδέα ποια ειναι και αν βρίσκεται εν ζωή. Ξέρω μόνο
πως αυτή που πέθανε δεν ήταν η κόρη σου».
Η Αγλαΐα σηκώνεται παραπαίοντας.
«Να πω να σου φέρουν ένα ποτήρι νερό;»
«Δεν θέλω νερό. Την κόρη μου θέλω».
Την πλησιάζει και της πιάνει τα χέρια. Έχει μια ένταση αυτό το
γράπωμα, μια λαχτάρα αξεθύμαστη.
«Βρες τη μου, Λένα. Μόνο εσύ μπορείς».
Τα μάτια της στάζουν ικεσία, μια ικεσία όπου κανείς δεν θα μπορούσε
ν ’αντισταθεί.
115
«Βρες τη μου, Λένα. Βρες τη Νεφέλη μου!»

116
Λήδα

117
«Πολύ καλά! Σήμερα ήσασταν λιγάκι καλύτεροι από χθες».
«Ε όχι και λιγάκι. Εγώ ίδρωσα πραγματικά. Ο ρόλος μου είναι δύσκολος».
«Σιγά, παραπονιάρη. Γιατί, ο δικός μου είναι απλός;»
Η Λαμπρινή τούς κοιτάζει φουρκισμένη. Ο σκηνοθέτης χαμογελά.
«Δε μου λες, Χρήστο, γιατί μας έβαλες και παίξαμε το τέλος του έργου; Δεν
έπρεπε να πάμε με τη σειρά;»
«Δεν κάνουμε πρόβα τζενεράλε για να πηγαίνουμε με τη σειρά, χρυσή μου.
Τέλος πάντων, είσαι έτοιμη για τη σκηνή με τον κομπάρσο;»
«Εγώ είμαι πάντα έτοιμη».
«Τέλεια. Ξεκινάμε!»
Οι δυο άντρες απομακρύνονται. Η Λαμπρινή στέκεται στο μέσον της σκηνής.
Φοράει ένα μακρύ πλισέ φόρεμα και ψηλά τακούνια που τη χτυπάνε στις φτέρνες
παρά τα τραυμαπλαστ που έχει βάλει για προστασία. Σιχαίνεται τα τακούνια. Τα
υπομένει μόνο για τις απαιτήσεις των ρόλων.
«Πάμε!»
Καθαρίζει τον λαιμό της. Τελευταία έχει κάνει κατάχρηση στις καραμέλες
Halls. Ο κομπάρσος την έχει πλησιάσει κρατώντας το κείμενο. Ο ανίκανος ακόμα να
μάθει τα λόγια απ’ έξω. Μεγάλος μπελάς οι ατάλαντοι.
«Πάμε από το τι επαγγέλλεσαι».
Η Λαμπρινή ξεροβήχει καθαρίζοντας για πολλοστή φορά τη φωνή της.
«Αλήθεια, τι επαγγέλλεσαι;»
«Η δουλειά μου είναι άχαρη…»
«Δεν υπάρχουν άχαρες δουλειές».
«Η δική μου είναι. Άχαρη και μακάβρια. Δουλεύω σε γραφείο κηδειών».
«Α…»
«Κομπιάζετε, είδατε; Όλοι έτσι αντιδρούν».
«Όχι… απλώς σκέφτομαι πως βλέπεις καθημερινά την κακή όψη της ζωής. Και
καλά οι γέροι, αυτοί είναι πλήρεις ημερών. Αλλά οι νέοι;»
«Πολύ σκληρό να πεθαίνουν νέοι. Να, μόλις ετοιμάσαμε τα κηδειόσημα για την
αυριανή κηδεία. Μια κοπέλα εικοσιεννιά ετών. Κι είχε τόσο ωραίο όνομα…»
«Πώς την έλεγαν;»
Ο κομπάρσος ρίχνει στο κείμενο κλεφτές ματιές.
«Λαμπρινή Σωτηρίου».
118
«Τι πράγμα;»
Η Λαμπρινή χλομιάζει. Κοιτάζει στο βάθος του θεάτρου. Ο σκηνοθέτης
κάθεται σ’ ένα απ’ τα βελούδινα καθίσματα καπνίζοντας ως συνήθως.
«Τι συμβαίνει εδώ, Χρήστο; Τι αστείο είν’ αυτό;»
«Δεν ξέρω, ρώτα τον».
Στρέφεται στον κομπάρσο. Την κοιτά μουδιασμένος.
«Δεν καταλαβαίνω… Έκανα κάποιο λάθος;»
«Εσύ τι λες;»
«Τι έκανα;»
«Ρωτάς κιόλας; Το όνομα που έπρεπε να πεις ήταν Λήδα Ρεΐζη, το όνομα του
ρόλου. Κι εσύ είπες το όνομά μου».
«Το όνομά σας; Ξέρετε, το κείμενο ίσα που πρόλαβα να το διαβάσω. Και
γράφει Λαμπρινή Σωτηρίου».
«Δεν είμαστε καλά!»
Η Λαμπρινή αρπάζει το κείμενο απ’ τα χέρια του κομπάρσου. Διατρέχει τις
γραμμές τρέμοντας. Το όνομά της είναι γραμμένο φαρδιά πλατιά, το βλέπει νοερά ν’
αναβοσβήνει σαν να την προκαλεί. Ο σκηνοθέτης ανεβαίνει στη σκηνή.
«Λαμπρινή, ηρέμησε».
«Τι να ηρεμήσω; Δες εδώ! Ποιος έκανε αυτή τη φάρσα;»
«Ειλικρινά δεν έχω ιδέα. Θα το ψάξω όμως».
«Όχι εσύ. Εγώ! Θα βρω ποιος τόλμησε να το κάνει αυτό. Ή μάλλον ποια!»
«Τι εννοείς;»
Η Λαμπρινή κοιτάζει τους προβολείς που είναι χαμηλωμένοι πάνω της. Αυτή
η σουπιά η Ζελίνα που ήθελε να της φάει τον ρόλο στο έργο που προμηνύεται η
παράσταση της χρονιάς. Είχε δει τα μούτρα της όταν έγινε η διανομή και της δόθηκε
ο ρόλος της καμαριέρας της Λήδας. Σε μια σκηνή που της κούμπωνε μια φούστα, της
είχε δώσει μια τσιμπιά με καρφίτσα, δήθεν κατά λάθος. Αυτή σίγουρα σαμπόταρε το
κείμενο.
Προσπερνά τον σκηνοθέτη και τον σαστισμένο κομπάρσο και ορμάει στα
παρασκήνια. Η Ζελίνα χασκογελάει με τον Σταύρο. Τελευταία όλο τον γυροφέρνει,
ιδίως όταν έμαθε πως η Λαμπρινή ξεκίνησε μαζί του ένα φλερτ. Θέλει να της φάει και
τον άντρα η σκύλα. Την αρπάζει απ’ τα μαλλιά. Εκείνη τα χάνει, μπήγει κάτι τσιρίδες
που θα μπορούσαν να σπάσουν τζάμια. Ο Σταύρος προσπαθεί να τις χωρίσει. Ο
119
σκηνοθέτης, που έχει τρέξει πίσω της, τραβάει τη Λαμπρινή απ’ τη μέση. Όλος ο
θίασος σηκώνεται στο πόδι, στριμώχνεται στην είσοδο του καμαρινιού. Η Ζελίνα
κλαίει. Στη φυλακή θα ’πρεπε να ’σουνα, οχιά! Εσύ σίγουρα σκότωσες τον Αβραμίδη!
Κοκαλώνει. Τι είπε αυτή; Δεν μπορεί, θα παράκουσε. Τα μάτια της
βουρκώνουν. Νιώθει τα μέλη της να παραλύουν, της έρχεται λιποθυμία. Στηρίζεται
στα χέρια του Σταύρου που την αγκαλιάζει σφιχτά. Τι έπαθες, κορίτσι μου; Τρεις
άντρες παραμερίζουν τους ηθοποιούς, ο πρώτος κάτι της θυμίζει αμυδρά. Λαμπρινή,
ακολούθησέ με. Ακούει τον εαυτό της να τον ρωτάει ποιος είναι, μια φωνή που
σίγουρα είναι η δική της, αλλά της βγαίνει σαν ξένη. Ο δόκτωρ Θεοδώρου είμαι,
Λαμπρινή, δεν με θυμάσαι; Όχι, δεν θυμάται κανέναν μ’ αυτό το όνομα, ούτε κι οι
άλλοι τον ξέρουν, τον κοιτούν με έκδηλη απορία. Ο άγνωστος σπεύδει να εξηγήσει.
Δόκτωρ Θεοδώρου, ψυχίατρος. Πρέπει να συνοδεύσουμε την κυρία Σωτηρίου στο
ψυχιατρείο. Υπέγραψε συγγενικό της πρόσωπο. Η θεία της συγκεκριμένα. Τα αυτιά της
βουίζουν. Η αδελφή της μάνας της, αυτή η λάμια που δεν νοιάστηκε ποτέ γι’ αυτήν
υπέγραψε τώρα να την κλείσουν στο τρελάδικο; Τα νεύρα της τσιτώνονται επικίνδυνα.
Σαν ν’ ακούει νοερά το τικ τακ μιας ωρολογιακής βόμβας που θα εκραγεί από στιγμή
σε στιγμή. Ο Χρήστος κι ο Σταύρος παρεμβαίνουν, απαιτούν εξηγήσεις, αυτός που
υποστηρίζει πως είναι γιατρός λέει ότι δεν μπορεί να πει περισσότερα λόγω ιατρικού
απορρήτου. Την πιάνουν με δύναμη απ’ τα μπράτσα, τη σέρνουν έξω. Βλέπει τα
έκπληκτα βλέμματα των συναδέλφων της, το ικανοποιημένο ύφος της Ζελίνας -
λαχείο της έπεσε της βρώμας, θα βουτήξει τον ρόλο της Λήδας στο πι και φι- την
απογοήτευση στο πρόσωπο του Σταύρου -θα ξεκινούσαν κάτι όμορφο οι δυο τους, τι
κρίμα!- ίσως όμως να ’ναι καλύτερα έτσι. Ίσως να ’ναι μια λύτρωση για τις τύψεις
που τη ροκάνιζαν επικίνδυνα, μιας κι όταν βρήκε τον Αβραμίδη χτυπημένο στο
πάτωμα, είχε ακούσει το βογγητό του. Ο πατέρας της -ναι, τώρα πια τολμά να τον
αποκαλεί έτσι- ήταν ακόμα ζωντανός κι αυτή δεν τον βοήθησε. Μπορεί να μην
προλάβαινε, μπορεί αν ζούσε να ήταν άτομο με ειδικές ανάγκες, αλλά οι δικαιολογίες
αυτές δεν μπόρεσαν να νανουρίσουν την ταραγμένη της συνείδηση. Δόκτωρ
Θεοδώρου; Ναι, τον θυμάται τώρα, είχε νοσηλευτεί για λίγο στην κλινική που
διηύθυνε, αλλά μάλλον είχε πάρει εξιτήριο. Ή μήπως το ’χε σκάσει; Είχε διαγνωστεί
με αποσυνδετική διαταραχή ταυτότητας, μια ψυχασθένεια που δημιουργεί πολλαπλές
προσωπικότητες, όπου η μια δεν θυμάται τι έκανε η άλλη. Ίσως ένας απ’ τους
εαυτούς της να έγραψε το όνομά της στη θέση του ονόματος της Λήδας Ρεΐζη για να
120
την τιμωρήσει που άφησε τον πατέρα της αβοήθητο, ίσως να επιτέθηκε άδικα στη
Ζελίνα, ίσως πάλι όλο αυτό να ήταν ένα θέατρο του παραλόγου. Ποιος ξέρει…
Τελευταία το μυαλό της της παίζει βρώμικα παιχνίδια, έχει χάσει κάθε εμπιστοσύνη
στη μνήμη, στην κρίση της, στην ίδια της την ύπαρξη. Γιατί, γιατρέ, το εκδήλωσα
τώρα; Την απάντηση την ήξερε ήδη. Η δολοφονία του πατέρα της ήταν πιο
τραυματική για κείνη απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί. Χρειάζεται κάποια αφορμή
για το ξέσπασμα μιας ψυχικής αρρώστιας. Έπρεπε να σ’ είχα βοηθήσει, μπαμπά.
Οι άμυνές της πέφτουν, αφήνεται να την πάνε όπου θέλουν. Ακούει σαν σε
όνειρο τον Χρήστο να λέει, αρκετά για σήμερα, πρόβα αύριο στις δέκα.

121
GPS

122
Σε διακόσια μέτρα στρίψτε δεξιά.
Είναι η έκτη φορά που ακούει αυτή την οδηγία. Μέσα της χτυπά ένα
καμπανάκι κινδύνου. Προσπαθεί να καθησυχάσει τον εαυτό της στη σκέψη ότι το
GPS δεν έχει λαθέψει ποτέ. Δεδομένου του τεράστιου προβλήματος
προσανατολισμού που την κατέτρεχε πάντοτε, η εφεύρεση του GPS ήταν για κείνη
μια πραγματική ανακούφιση. Μια εγγύηση πως θα φτάνει με ασφάλεια και σιγουριά
στον προορισμό της. Γιατί όμως νιώθω σαν να γυρίζω γύρω γύρω άσκοπα; Βλακείες,
μαλώνει τον εαυτό της. Στρίβει μια ακόμα φορά δεξιά και παγώνει.
Έχει πάρει εδώ και είκοσι λεπτά τον δρόμο της επιστροφής στο ξενοδοχείο
της και βρίσκεται στο ίδιο σημείο. Καλώς ήρθατε στο σπήλαιο Δρογκαράτη. Τιμή
εισιτηρίου 5 ευρώ. Ξέρει καλά τον πίνακα με τις πληροφορίες. Τον διάβασε πριν από
μιάμιση ώρα όταν μπήκε στο σπήλαιο και φωτογράφισε από διάφορα σημεία τους
σταλακτίτες. Δεν μπορεί να με γύρισε εδώ...
Ακούει τον γνωστό ήχο του GPS επαναπροσδιορισμού της διαδρομής. Πατάει
γκάζι. Σε διακόσια μέτρα στρίψτε δεξιά. Ξανά το καμπανάκι κινδύνου. Προσπαθεί να
το παραβλέψει. Σε λίγο θα είναι στο δωμάτιό της, θα κάνει ένα χλιαρό ντους, θα
φορέσει το χνουδωτό της μπουρνούζι και θ’ απολαύσει στο μπαλκόνι μια δροσερή
πορτοκαλάδα. Η οδηγία όμως επαναλαμβάνεται άλλες πέντε φορές και το αυτοκίνητο
οδηγείται ξανά έξω απ’ το σπήλαιο. Μένει για λίγο ασάλευτη. Δεν είναι δυνατόν... Το
βλέμμα της αναζητά μηχανικά τον πίνακα. Δεν υπάρχει. Παρκάρει όπως όπως με
αναμμένα τα αλάρμ, κατεβαίνει και πλησιάζει διστακτικά τον υπάλληλο.
«Με συγχωρείτε. Εδώ δεν υπήρχε ένας πίνακας με πληροφορίες;»
Ο άντρας σηκώνει το κεφάλι. Φοράει ένα πράσινο καπέλο με γείσο.
«Δεν έχουμε πίνακα. Ό,τι θέλετε θα σας το πω εγώ».
«Μα... είμαι σίγουρη. Υπήρχε πίνακας που έγραφε πως η τιμή του εισιτηρίου
είναι πέντε ευρώ...»
«Ευρώ; Τι είν’ αυτό; Νόμισμα; Εμείς εδώ έχουμε δραχμές».
Νιώθει την καρδιά της να χτυπά ακανόνιστα. Γυρνά πίσω της και παρατηρεί
τους τουρίστες. Είναι ντυμένοι με ρούχα της δεκαετίας του ΄80. Έτσι ντύνονταν οι
γονείς της. Τρέχει στο αυτοκίνητο, τα χέρια της ιδρώνουν. Ψυχραιμία. Θα υπάρχει
κάποια λογική εξήγηση. Πάντα υπάρχει...
Ξαναβάζει μπρος αποφασισμένη ν’ αγνοήσει το GPS. Δεξιά λέει; Εγώ θα
πηγαίνω αριστερά.
123
Ξεκινάει με φόρα. Θέλει να φύγει μακριά από κει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Σε
διακόσια μέτρα στρίψτε δεξιά. Το κλείνει. Η μονότονη φωνή βουβαίνεται. Παίρνει
όλες τις στροφές αριστερά. Οι δρόμοι ξεδιπλώνονται ο ένας μετά τον άλλον
οδηγώντας την ξανά έξω απ’ το σπήλαιο. Νιώθει να χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια
της. Ο πίνακας εξακολουθεί να μην υπάρχει κι ο υπάλληλος έχει αντικατασταθεί από
μια ευτραφή γυναίκα. Την πλησιάζει σαν υπνωτισμένη.
«Πού είναι ο άντρας με το πράσινο καπέλο;»
«Ποιος άντρας;»
«Αυτός που έκοβε τα εισιτήρια».
«Τι εννοείτε; Τα εισιτήρια τα κόβω μόνο εγώ».
«Τι έτος έχουμε;»
«Πώς είπατε;»
Ξέρει πως μοιάζει με τρελή, της έρχεται ζαλάδα. Ακουμπά στον πρώτο τοίχο
που βρίσκει κοντά της. Της φαίνεται κρύος και τραχύς.
«Είστε καλά;»
Φεύγει σαν κυνηγημένη, χώνεται στο αυτοκίνητο με τα μάτια καρφωμένα στο
παρμπρίζ. Και τότε, τη βλέπει έξω από ένα μαγαζί με τουριστικά. Φοράει εκείνο το
μακρύ εμπριμέ φόρεμα που της το τραβούσε για να τυλιχτεί όταν φοβόταν. Η μαμά
της. Η μαμά που λάτρευε και δεν τη χάρηκε γιατί έφυγε ένα μουντό πρωινό που
γύριζε πεζή φορτωμένη απ’ τη λαϊκή. Ένας οδηγός έχασε τον έλεγχο, σκαρφάλωσε
στο πεζοδρόμιο και τη σκότωσε. Εκείνη στεκόταν απέναντι κρατώντας το χέρι της
νονάς της. Είδε τη μαμά να γκρεμίζεται, αχλάδια και μήλα να κατρακυλούν στο
δρόμο, τη νονά ν’ αφήνει το χέρι της και να τρέχει προς τη μαμά τσιρίζοντας. Από
τότε έβλεπε συχνά το ίδιο όνειρο. Η μαμά σε μια όχθη, εκείνη απέναντι, μονίμως
απέναντι, ανάμεσά τους ένα ποτάμι απέραντο και μαύρο. Αν πήγαινε να το διασχίσει
κολυμπώντας, θα την κατάπινε. Και τι δε θα ’δινε για ένα ακόμη άγγιγμα... Και τώρα
στέκεται ολοζώντανη μπροστά της και χαζεύει κάτι βραχιολάκια δεμένα με κοχύλια.
Πλάι της ένα κοριτσάκι ντυμένο στα κίτρινα, την τραβάει απ’ την άκρη του
φορέματος. Ο εαυτός της σαράντα χρόνια πριν με τη χαρακτηριστική φράντζα που
της μισοσκέπαζε το αριστερό μάτι. Την ενοχλούσε, αλλά δεν την έσπρωχνε πίσω
ποτέ, δεν ήθελε να τη χαλάσει.
Αναλύεται σε λυγμούς. Δεν τη νοιάζει πια ούτε το GPS ούτε σε ποιο έτος
βρίσκεται ούτε πώς θα γυρίσει στο ξενοδοχείο. Ορμάει στη γυναίκα με το εμπριμέ
124
φόρεμα, την αγκαλιάζει σφιχτά. Μια γνώριμη μυρωδιά πικραμύγδαλου την τυλίγει, το
αγαπημένο σαμπουάν της μαμάς της. Μαμά, μαμά μου... Η γυναίκα σοκάρεται, το
κοριτσάκι μουτρώνει. Ποια είναι αυτή που πάει ν’ αρπάξει τη μαμά της; Μαμά και
κόρη μπήγουν τις φωνές, κόσμος έρχεται προς το μέρος τους. Νιώθει να την τραβάνε
απ’ τη μέση, αντιστέκεται σθεναρά. Να κερδίσει χρόνο, κι ένα δευτερόλεπτο
παραπάνω θα είναι πολύτιμο. Τα νύχια της γαντζώνονται στους ώμους της γυναίκας,
τα ρουθούνια της ρουφούν το πικραμύγδαλο, αρωματισμένη μνήμη κλειδωμένη για
χρόνια στην πιο γλυκιά γωνιά του μυαλού της.
«Κλαίρη! Κλαίρη, μ’ ακούς;»
Ανοίγει τα μάτια. Είναι ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι. Ο Αργύρης και η Μαντώ
σκύβουν από πάνω της ανήσυχοι. Η Μαντώ τής πιάνει το χέρι συγκινημένη.
«Συνήλθες, δόξα τω Θεώ. Είχες ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο, τράκαρες σε
μια κολόνα. Ίσως σε τύφλωσε ο ήλιος».
Προσπαθεί να μιλήσει, οι λέξεις βγαίνουν με δυσκολία, κυλάνε μέσα απ’ το
στόμα της αργά σαν σαλιγκάρια, παλεύουν ν’ ανασυρθούν. Μαμά. Μαμά μου...
Από κάπου εισχωρεί απρόσμενα μια μυρωδιά πικραμύγδαλου.

125
Εκκρεμές

126
Μπαίνει στο σπίτι στάζοντας, από μια ιδιοτροπία να μην έχει ποτέ στην
τσάντα της ομπρέλα. Ακουμπάει τη βαλίτσα της πλάι σε μια τζαμωτή βιτρίνα όπου
δεσπόζει εντυπωσιακή συλλογή από πορσελάνινες κούκλες. Δεν έχει καταλάβει για
πότε πέρασαν πέντε χρόνια απ’ όταν είδε τη θεία της για τελευταία φορά. Κάπου είχε
διαβάσει για τον χρόνο έναν περίεργο χαρακτηρισμό: πανδαμάτωρ. Αφουγκράζεται.
Η βροχή μαστιγώνει τα τζάμια.
«Ώστε, το ’πες και το ’κανες. Μου κουβαλήθηκες. Πώς μπήκες;»
Η θεία εμφανίζεται απότομα, αγαπημένη της συνήθεια απ’ τα παλιά να
ξαφνιάζει με την εμφάνισή της. Φοράει μια κίτρινη ρόμπα με λευκά πούπουλα. Μια
ζωή το παίζει ντίβα. Η Έρση τη φαντάζεται ακόμα και στο φέρετρο με μακριά
βραδινή τουαλέτα και γούνα βιζόν.
«Με τα κλειδιά μου. Δεν έχεις αλλάξει κλειδαριές».
Προσπαθεί να κρατήσει υπεροπτικό ύφος. Στην καθημερινότητά της
συμπεριφέρεται με απλότητα. Αλλά μπροστά στο αλαζονικό στιλ της θείας της, κάτι
την προτρέπει να γίνει κι αυτή ψηλομύτα.
«Δε θυμάμαι να σε κάλεσα».
«Απλώς, σε ενημέρωσα πως θα ’ρθω. Δε ζήτησα την άδεια».
Βλέπει νοερά δυο σπαθιά να ορθώνονται έτοιμα να κονταροχτυπηθούν σε μια
ίση αναμέτρηση. Δεν είναι διατεθειμένη να χαριστεί στη θεία, όσο κι αν ξέρει πως
είναι επικίνδυνη και απρόβλεπτη αντίπαλος.
«Μήπως ζητούσες ποτέ την άδεια για οτιδήποτε; Μια ζωή του κεφαλιού σου
έκανες».
«Σου είπα έρχομαι. Τι άλλο ήθελες;»
«Τελεσίγραφο δηλαδή».
«Θα μπορούσες να είσαι πιο φιλική. Πέντε χρόνια έχεις να με δεις».
Ανησυχεί μήπως τα τελευταία λόγια τα πρόφερε με πίκρα. Στην υπεροψία δεν
υπάρχουν περιθώρια για το συναίσθημα της πικρίας. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε
αδυναμία, οπισθοχώρηση, ακόμα και παραίτηση. Πρέπει να σκληρύνει αφήνοντας
κατά μέρος τις πικρές διαπιστώσεις. Δεν καταλαβαίνει ούτε κι η ίδια πώς της ξεφεύγει
η ερώτηση: «Δε σου έλειψα καθόλου;»
«Παράτα τις κλάψες. Ούτε μου έλειψες ούτε σου έλειψα».
Νίκη της θείας. 1-0. Να βιαστεί να μαζέψει τα σπασμένα, να στρέψει τη
συζήτηση αλλού.
127
«Δεν ανάβεις κανένα φως; Είναι θεοσκότεινα εδώ μέσα».
«Έχουμε διακοπή ρεύματος λόγω κακοκαιρίας. Βολεύομαι με κεριά».
Η αφημένη βαλίτσα δίπλα στη βιτρίνα με τις κούκλες γίνεται αντικείμενο
προσοχής.
«Αυτή η βαλίτσα τι σημαίνει; Θα μείνεις καιρό;»
«Θα εγκατασταθώ στην Ελλάδα με τον άντρα μου».
Τονίζει εσκεμμένα το με τον άντρα μου. Σαν ν’ ανάβει ένα φιτίλι και να
περιμένει να δει τον χώρο ν’ αρπάζει φωτιά. Μια πελώρια φωτιά που θα φτάσει ψηλά,
θα γλείψει το ταβάνι.
«Τον παντρεύτηκες τελικά… Ο άνθρωπος αυτός δεν σου ταίριαζε. Άσε που
είναι και είκοσι χρόνια μεγαλύτερος. Κατέστρεψες τη ζωή σου».
«Ποιος σου είπε ότι καταστράφηκα; Είμαι ευτυχισμένη μαζί του. Όσο για τα
είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, αυτό κυρίως με γοήτευσε. Η ωριμότητά του!»
Η θεία φέρνει κοντά της ένα απ’ τα κεριά που καίνε σε μια γωνιά του
σαλονιού. Την κοιτάζει απ’ την κορφή ως τα νύχια σαν ανακρίτρια που ξεψαχνίζει τον
ύποπτο για να τον κολλήσει στον τοίχο αποδεικνύοντας την ενοχή του.
«Ντυμένη στα μαύρα, χλομή, καχεκτική… Και κατά τ’ άλλα, δηλώνεις
ευτυχισμένη. Μην προσπαθείς να κρυφτείς. Ήσουνα πάντα για μένα ανοιχτό βιβλίο».
«Ανοιχτό βιβλίο, ε; Τόσο ανοιχτό όσο το χειρόγραφο του Βόινιτς».
«Τι είναι αυτό;»
Έχει πετάξει επίτηδες την αναφορά στο χειρόγραφο, ένα εικονογραφημένο
βιβλίο που κανείς ως τώρα δεν έχει καταφέρει ν’ αποκρυπτογραφήσει το περιεχόμενό
του. Χάρη στο διαδίκτυο, η Έρση διαθέτει πλέον γνώσεις που η θεία της δεν έχει. Το
χειρόγραφο του Βόινιτς είναι μια μικρή εκδίκηση για τα τόσα χρόνια που η θεία τής
παρίστανε τον παντογνώστη και την επέπληττε για τις ατελείς γνώσεις της.
«Πρόκειται για ένα βιβλίο με ακατανόητο περιεχόμενο που κατά πάσα
πιθανότητα γράφτηκε πριν από οκτακόσια χρόνια. Η ψυχή μου είναι σαν κι αυτό.
Νομίζεις ότι μπορείς να με διαβάσεις, αλλά πέφτεις έξω. Το μαύρο μού αρέσει σαν
χρώμα. Όσο για τη χλομάδα, είμαι αναιμική, το ξέχασες;»
«Παλιά φορούσες ζωηρά χρώματα και τα μάγουλά σου ήταν ροδαλά. Δεν με
ξεγελάς, Έρση. Η ευτυχία φαίνεται, όπως και η δυστυχία. Τα μαλλιά σου είναι σαν
αλογότριχες. Έφυγες απ’ τη φροντίδα μου και αμέλησες τον εαυτό σου».

128
«Του Στάθη τού αρέσω όπως είμαι. Ζούμε πολύ καλά και τον αγαπώ. Σεβάσου
το επιτέλους».
«Γιατί γύρισες;»
«Σου έστειλα πολλά γράμματα. Δεν μου απάντησες ποτέ. Στην αρχή νόμιζα
πως δεν τα λάμβανες».
«Τα ’χω λάβει όλα. Απ’ το πρώτο ως το τελευταίο».
«Και τόσος κόπος σού ήταν να μου γράψεις δυο λόγια;»
«Δεν τα διάβαζα. Τα πέταγα σφραγισμένα στα σκουπίδια».
«Με διέγραψες επειδή αγάπησα κάποιον που δεν εγκρίνεις. Και δεν με
βοήθησες ποτέ να ορθοποδήσω».
Πάλι η καταραμένη πικρία. Τη βυθίζει στο χώμα κι αυτή βρίσκει συνεχώς
τρόπους να ξεμυτίζει.
«Να ορθοποδήσεις; Δηλαδή, τι ήθελες; Να σου στέλνω λεφτά να σου τα τρώει
αυτός; Αν ήσουν έξυπνη, δεν θα παντρευόσουνα τον κηπουρό μου, έναν
προικοθήρα».
«Ο Στάθης δεν είναι προικοθήρας. Είναι τίμιος και μ’ αγαπάει».
Κοκκινίζει ολόκληρη. Είναι τίμιος και μ’ αγαπάει. Δεν μπορούσε να βρει
κάποια άλλη φράση; Αυτό που είπε, θυμίζει μελό ελληνική ταινία.
«Πού να καταλάβεις εσύ; Μόλις πήγαινα να σου μιλήσω για τα αισθήματά
μου, μ’ έλεγες χαζή. Κι εσύ που μια ζωή ήσουνα λογική, τι κατάλαβες; Δεν
παντρεύτηκες ποτέ, δεν έκανες παιδιά κι έμεινες μόνη. Ποιος θα σε κοιτάξει αν
πάθεις έμφραγμα;»
«Έμφραγμα; Γιατί ειδικά έμφραγμα;»
Τη βλέπει για πρώτη φορά να σαστίζει. Το φρούριο της ακλόνητης στάσης της
αρχίζει ν’ αποκτάει ρωγμές. Ακουμπάει το κερί στο τραπεζάκι του σαλονιού.
«Έτσι… Στην τύχη το ’πα».
«Άσ’ τα αυτά. Δεν το ’πες στην τύχη. Θα μπορούσες να πεις ‘ποιος θα σε
κοιτάξει αν πάθεις κάτι;’ αόριστα. Εσύ μίλησες πολύ συγκεκριμένα».
«Εντάξει… Ψάρεψα την ξαδέλφη σου τη Φιλιώ και μου ’πε πως έχεις
προβλήματα με την καρδιά σου».
Η θεία κάνει έναν μορφασμό αηδίας. Γεμίζει ένα ποτήρι με βότκα.
«Τι γελοία η Φιλιώ να με κουβεντιάζει πίσω απ’ την πλάτη μου! Καλά έκανα
και της έδωσα πόδι».
129
«Ναι, μου είπε πως δεν μιλιέστε πια. Όλους τους έχεις διώξει, αλλά δεν είναι
αυτό το θέμα μας».
«Έχουμε κάποιο θέμα; Τι μπορεί να συζητήσουμε εμείς οι δυο μετά από πέντε
χρόνια;»
«Δυστυχώς, υπάρχει ακόμα κάτι που μας δένει. Ο Ορέστης».
Ο ήχος από ένα παλιό εκκρεμές τοίχου ξεχύνεται απ’ άκρη σ’ άκρη του
σπιτιού. Η καταιγίδα έχει κοπάσει. Ο αέρας έχει πάψει να λυσσομανά, μόλις τώρα το
συνειδητοποιεί η Έρση. Η σιγή που διαδέχτηκε τη μανία της μπόρας, κομματιάζεται
άκαρδα απ’ τον ήχο του ρολογιού σαν κρώξιμο κουκουβάγιας σε νεκροταφείο.
«Τι έπαθες, θεία; Σαν να χλόμιασες».
«Δεν ξέρω… Αυτό το ρολόι μια λειτουργεί, μια χαλάει. Χτυπάει σε ανύποπτο
χρόνο. Όποτε το ακούω, ανατριχιάζω…»
«Τώρα που το σκέφτομαι, χτύπησε την κατάλληλη στιγμή. Είναι σαν να ’χει
φτάσει αυτό που λέμε ώρα μηδέν. Ακριβώς πάνω που θα μιλούσαμε για τον Ορέστη».
«Δεν καταλαβαίνω γιατί πιάσαμε αυτό το θέμα… Δεν θέλω να το συζητήσω».
«Θέλω εγώ. Και πόσο βολικό για σένα να ’μαστε στα σκοτάδια, να μην μπορεί
να δει καθαρά η μία την άλλη».
«Μα… δεν υπάρχει κάτι κρυφό. Ο αδελφός σου έπαθε ανακοπή».
«Ο Ορέστης ήταν υγιέστατος. Δεν μπορεί να έπαθε κάτι τέτοιο».
Νιώθει το πείσμα να την κυριεύει σαν κακό πνεύμα που υποτάσσει
δαιμονισμένο. Θα κοντράρει τη θεία της μέχρι τελικής πτώσεως. Θα τραβήξει το
σχοινί ώσπου να σπάσει. Γι’ αυτό γύρισε.
«Μη μου πεις πως ακόμα δεν το ’χεις δεχτεί. Είναι θέμα χρόνου. Θα δεις πως
κάποια στιγμή…»
«Δεν είναι θέμα χρόνου. Δεν το ’χω δεχτεί, γιατί ο θάνατος του Ορέστη δεν
οφειλόταν σε μια τυχαία ανακοπή».
«Τι θες να πεις;»
«Θέλω να πω πως πολύ βιαστικά κουκουλώθηκαν τα πράγματα τότε. Ίσως
φρόντισε γι’ αυτό ο δικηγόρος σου, εκείνος ο αντιπαθητικός μεσόκοπος με τα μάτια
νυφίτσας. Μια βεβιασμένη ιατροδικαστική έκθεση, μια βεβιασμένη ταφή κι η
υπόθεση έκλεισε. Τώρα όμως… Δεν νομίζεις πως ήρθε ο καιρός να παραδεχτείς πώς
πραγματικά πέθανε ο Ορέστης;»
«Τι εννοείς;»
130
«Ο αδελφός μου δεν πέθανε από φυσικά αίτια. Δολοφονήθηκε!»
Μόλις έχει παίξει το δυνατότερο χαρτί της. Το ποτήρι πέφτει απ’ τα χέρια της
θείας. Γίνεται θρύψαλα. Τα θραύσματα εκτινάσσονται παντού, μερικά φτάνουν μέχρι
και κάτω απ’ τις πολυθρόνες.
«Τρελάθηκες ή σε τρέλανε αυτός που πήγες και παντρεύτηκες;»
«Ο Ορέστης πέθανε και φρόντισες εσύ γι’ αυτό».
«Εγώ; Πώς τολμάς; Σας πήρα κοντά μου όταν σκοτώθηκαν οι γονείς σας και
σας μεγάλωσα σαν παιδιά μου. Κι έρχεσαι τώρα μέσα στο σπίτι μου να με
κατηγορήσεις για φόνο;»
«Εσύ τον σκότωσες. Σε είδα. Με τα ίδια μου τα μάτια!»
Η θεία γκρεμίζεται σε μια πολυθρόνα.
«Τι λες; Ήρθες εδώ να με πεθάνεις;»
Καταλαμβάνεται από μια άγρια δίψα για εκδίκηση. Στον νου της έρχονται
σωρηδόν η δεσποτική προσωπικότητα της θείας, η καταπίεση, οι περιορισμοί που της
επέβαλλε όταν ήθελε να βγαίνει, οι φορές που τη σταύρωνε η επικριτική ματιά της, οι
προσβολές της για τον άντρα που αγαπούσε.
«Σ’ αυτήν την πολυθρόνα ήταν σωριασμένος κι εσύ στεκόσουνα από πάνω
του σαν τον Χάρο κρατώντας την ένεση. Απ’ το κεφαλόσκαλο σε είδα, από κει πάνω.
Και τα φώτα ήταν ορθάνοιχτα, όχι όπως τώρα».
«Δεν ξέρεις τι λες…»
«Ξέρω πολύ καλά τι λέω. Στην Αμερική που ’φυγα με τον Στάθη, σπούδασα
νοσοκόμα. Και ξέρεις τι έμαθα; Ότι αν διοχετεύσεις στη φλέβα ενός ανθρώπου αέρα
με μια σύριγγα, ο αέρας ταξιδεύει μέχρι τον πνεύμονά του και του φράζει την
αρτηρία προκαλώντας του εμβολή. Αυτό του έκανες κι έπαθε ανακοπή».
Πετάει την αλήθεια που έχει ανακαλύψει σαν να ρίχνει κοτρόνα σε
λιμνάζοντα νερά. Το πρόσωπο της θείας έχει ασπρίσει λες κι έχει περαστεί με
ασβέστη.
«Πάψε…»
«Σε είδα, αλλά για καλή σου τύχη, λιποθύμησα απ’ το σοκ και πέφτοντας,
χτύπησα στο κεφάλι κι έπαθα διάσειση. Την επόμενη μέρα δεν θυμόμουνα τίποτα. Για
πολλά χρόνια, είχε σβηστεί ό,τι είχα δει απ’ το μυαλό μου. Τις προάλλες, όμως,
εντελώς αναπάντεχα, κρατώντας μια σύριγγα που δεν περιείχε τίποτα, άστραψε στο

131
μυαλό μου αυτό που ήξερα πάντα και το είχα ξεχάσει. Εσύ είσαι η φόνισσα του
αδελφού μου!»
Η Έρση σκύβει πάνω απ’ τη θεία της.
«Εκείνος σ’ εμπιστευόταν κι εσύ τον σκότωσες!»
«Δεν τον σκότωσα εγώ! Δεν είχα κανένα λόγο να κάνω κακό στον αδελφό
σου».
«Είχες. Ετοιμαζόταν να παντρευτεί μια κοπέλα που δεν ενέκρινες. Όποια κι αν
ήταν θα αντιδρούσες. Ήσουνα φανατική κατά του γάμου».
«Και λοιπόν; Ο γάμος δεν είναι αιτία να σκοτώσεις».
«Σωστά. Το αίτιο ίσως είναι βαθύτερο. Δεν ξέρω ποιο είναι. Θα μου το πεις
εσύ!»
«Ο αδελφός σου πέθανε από φυσικό θάνατο. Τέλος!»
«Ούτε τ’ όνομά του δεν τολμάς να προφέρεις. Πες το! Πες τ’ όνομά του!»
Βλέπει νοερά τον εαυτό της να ’χει εκτελέσει τη θεία και να κλοτσά το
κουφάρι.
«Άκουσέ με! Ο αδελφός σου ήταν καταθλιπτικός, είχε αυτοκτονικές τάσεις. Η
κοπέλα που λες, τον παράτησε και τρελάθηκε. Μου το ’χε εκμυστηρευτεί. Τον πήγα
σε ψυχιάτρους, του είχανε γράψει και κάτι φάρμακα. Τίποτα δε γινόταν…»
«Κι εγώ πώς δεν είχα καταλάβει τίποτα;»
«Εσύ ήσουνα στον κόσμο σου, ο Στάθης σού είχε πάρει τα μυαλά».
«Και γιατί άφησες να θεωρηθεί ότι πέθανε από φυσικά αίτια;»
«Γιατί κανένας παπάς δεν κάνει λειτουργία στους αυτόχειρες. Ήθελα ο
αδελφός σου να ’χει μια καλή κηδεία, όπως του έπρεπε…»
«Δεν μπορώ να τα πιστέψω όλα αυτά. Σε είδα να στέκεσαι από πάνω του
κρατώντας τη σύριγγα».
«Την είχα μαζέψει απ’ τα πόδια του. Ήμουν σοκαρισμένη…»
«Είσαι αξιολύπητη. Σου αξίζει να διασυρθείς. Ωστόσο, θα σου δώσω μια
ευκαιρία να γλιτώσεις πιο ανώδυνα».
Η Έρση βγάζει απ’ την τσάντα της ένα περίστροφο. Το ακουμπά στα γόνατα
της θείας της.
«Ιδού. Ο τρόπος να εξιλεωθείς. Ένα κλικ κι όλα θα τελειώσουν».
«Εγώ είμαι αίμα σου. Αυτός είναι ένας ξένος… Θα στο πει κι ο αδελφός
σου…»
132
«Ο αδελφός μου;»
«Στέκεται εκεί…»
Η Έρση γυρνά απότομα. Δεν διακρίνει τίποτα, μονάχα μια στιγμή τής
φαίνεται πως σαλεύει ένα σκοτεινό περίγραμμα στην απέναντι κουρτίνα, μια
φευγαλέα σκιά. Τρίβει τα μάτια της.
«Είναι εκείνος… Δεν έφυγε ποτέ από δω μέσα».
Ένα ρίγος μυρμηγκιάζει το κορμί της, νιώθει την αδήριτη ανάγκη να πατήσει
τον κοντινότερο διακόπτη, αλλά ξέρει πως είναι μάταιο. Το σκοτάδι έχει έρθει για να
μείνει.
«Τα όνειρα έλιωσαν κι απέμειναν τα οστά τους. Χέρι παγωμένο μάρμαρο.
Τεμαχισμένες μνήμες…»
«Θεία, τι λες;»
Μένει ακίνητη. Η Έρση τη σκουντάει.
«Θεία, μ’ ακούς; Μίλα, τι έπαθες; Θεία!»
Μπαίνει ο Στάθης από την πίσω πόρτα μ’ έναν φακό. Η καμπαρντίνα και το
γείσο του καπέλου του είναι βρεγμένα.
«Φαίνεται πως τα τίναξε».
Η Έρση ξαφνιάζεται. Την κυριεύει ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Μισεί τους
αιφνιδιασμούς.
«Τι κάνεις εσύ εδώ; Πώς μπήκες;»
«Από την πόρτα της κουζίνας. Την αφήνει ακόμα ξεκλείδωτη, όπως τότε».
«Με τρόμαξες. Γιατί δε μου το ’πες να ’ρθουμε μαζί;»
«Δε νομίζω πως θα της άρεσε της θείας σου να με δει».
«Μήπως της άρεσε που είδε εμένα;»
«Πράγματι. Δε στο συγχώρεσε ποτέ που έφυγες μαζί μου».
Η Έρση σηκώνει αδιάφορα τους ώμους.
«Δε με νοιάζει…»
«Ωραία τής τα ’πες πάντως».
«Κρυφάκουγες;»
«Ναι. Τ’ άκουσα όλα».
«Και τι πιστεύεις; Υπάρχει περίπτωση ο Ορέστης ν’ αυτοκτόνησε;
«Ήταν πράγματι ψυχάκιας».

133
Τινάζεται σαν να τη χτύπησε ηλεκτροφόρο καλώδιο. Ο Στάθης παλιά ήταν
πολύ προσεκτικός όταν μιλούσε για τον αδελφό της. Έμοιαζε να ζυγίζει τις λέξεις του
μία προς μία.
«Πώς μιλάς έτσι για τον αδελφό μου;»
«Το ψυχάκιας σε πείραξε; Οκέι, να το πω αλλιώς. Ήταν σαλταρισμένος, αλλά
δεν αυτοκτόνησε».
«Δηλαδή πιστεύεις κι εσύ πως τον σκότωσε η θεία».
«Κάθε άλλο. Ό,τι σου είπε η θεία σου ήταν αλήθεια. Μπήκε στο σαλόνι και
τον βρήκε νεκρό. Την ώρα που σήκωνε τη σύριγγα απ’ το πάτωμα, τότε ακριβώς την
είδες. Και φρόντισα εγώ γι’ αυτό».
«Τι… Τι λες;»
«Θυμάσαι το συνθηματικό μας; Τρία χτυπήματα στην πόρτα σου και
βρισκόμασταν στον κήπο. Έτσι έκανα κι εκείνη τη νύχτα. Σου χτύπησα τρεις φορές κι
ύστερα κρύφτηκα. Εσύ βγήκες στη σκάλα για να κατέβεις στον κήπο, κι είδες τη θεία
σου να στέκεται πάνω απ’ τον Ορέστη κρατώντας την ένεση. Μόνο που δεν τον είχε
σκοτώσει αυτή, ούτε εκείνος είχε αυτοκτονήσει».
«Και τότε… πώς;»
«Σωστή ερώτηση. Κάπως θα πρέπει να πέθανε έτσι; Δεν μπορεί να ’μεινε
σέκος στα καλά καθούμενα».
«Δε μ’ αρέσει το ύφος σου…»
«Άσε το ύφος μου και βάλε το μυαλουδάκι σου να δουλέψει. Αν ο
αδελφούλης σου δεν αυτοκτόνησε ούτε τον σκότωσε η θεία σου, πώς πέθανε;»
«Δεν ξέρω...»
«Κι όμως. Κατά βάθος ξέρεις. Φαίνεται απ’ τον τρόπο που με κοιτάς. Έχεις
τόσο φόβο στα ματάκια σου, γλυκιά μου».
«Στάθη, με τρομάζεις…»
«Εγώ τον σκότωσα».
Η Έρση κάνει δυο βήματα πίσω. Ανοιγοκλείνει άηχα το στόμα σαν να μην
μπορεί να βγάλει φωνή.
«Μη φοβάσαι, δεν κατάλαβε τίποτα. Είχε αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα όταν
του ’κανα την ένεση. Τον διευκόλυνα άλλωστε. Ερωτοτροπούσε με την αυτοκτονία.
Το σχέδιό μου ήταν απλό. Μπήκα στην υπηρεσία της θείας σου ως κηπουρός. Ξέρω
αρκετά από φυτά και μπόρεσα να το παίξω επαγγελματίας. Στην πραγματικότητα, έχω
134
σπουδάσει βοηθός μικροβιολογικού εργαστηρίου. Στόχος μου ήταν η περιουσία της.
Αρχικά, δοκίμασα την εύκολη λύση. Της ρίχτηκα μ’ ένα διακριτικό φλερτ. Οι ώριμες
γυναίκες που ’χουνε περάσει πια την πρώτη άνοιξη, κολακεύονται όταν τις
φλερτάρουν. Αυτή όμως δεν χαμπάριαζε τίποτα. Οπότε, άλλαξα πορεία. Η
εικοσιπεντάχρονη ανιψιά της, το αθώο κι άβγαλτο κοριτσόπουλο ήταν ό,τι έπρεπε.
Έπεσες με τα πρώτα υπονοούμενα. Νόμιζες πως βρήκες τον πρίγκιπα του
παραμυθιού. Ήθελα να σε παντρευτώ για να βάλω στο χέρι την περιουσία. Για να
γίνει όμως αυτό, έπρεπε να λείψουν η θεία σου, αλλά και ο αδελφός σου. Ο ένας στο
χώμα, η άλλη στη φυλακή και σε ποιον θα έμεναν όλα; Στην αξιολάτρευτη
γυναικούλα μου και κατ’ επέκταση σε μένα. Έχω κάνει γαϊδουρινή υπομονή τόσα
χρόνια. Είχα, βλέπεις, την ατυχία να πάθεις διάσειση και να μη θυμάσαι τι είδες για
να κατηγορήσεις τη θειούλα. Σε παντρεύτηκα με την ελπίδα πως θα θυμόσουν
κάποτε. Και τώρα που θυμήθηκες επιτέλους, αγάπη μου, μόνο ο θάνατος θα μας
χωρίσει».
«Βοήθεια…»
Η φωνή της ακούγεται στ’ αυτιά της ξένη, αλλοιωμένη σαν ν’ ανήκει σε
κάποια άλλη.
«Ποιος θα σε βοηθήσει;»
Στο βλέμμα του Στάθη γυαλίζει η παραφροσύνη, το πρόσωπό του εκπέμπει
μια σκληράδα πρωτόφαντη. Τεντώνει τα χέρια του στον λαιμό της.
«Τόσα χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή. Σε φιλούσα και μου ’ρχότανε να
ξεράσω. Εσύ και η βλαμμένη οικογένειά σου. Ο αδελφός σου ο ψυχανώμαλος, η θεία
σου η ξινή, εσύ η αλλοπαρμένη που έχαφτες ό,τι σου ’λεγα. Θα σας τα πάρω όλα,
γιατί είστε ηλίθιοι. Ηλίθιοι!»
«Μη… με… άσε…»
Μοιάζει ανίκανη ν’ αρθρώσει ολοκληρωμένη φράση. Στον νου της
αστράφτουν σκόρπιες οι μνήμες. Τα παιχνίδια με τον αδελφό της όταν ήταν παιδιά, τα
γδαρμένα τους γόνατα, οι σκλήθρες στα χέρια απ’ το ανέβασμα στα δέντρα του κήπου
τους. Κι ύστερα το μεγάλωμα, το σχημάτισμα του κορμιού με τις γυναικείες
καμπύλες, ο έρωτας για τον Στάθη, που της μούδιαζε τα μέλη. Ήταν μεγάλη παγίδα ο
άντρας αυτός με τα στιβαρά μπράτσα και το γραμμωμένο κορμί που ανέδιδε ένα
ηδονιστικό άρωμα αρρενωπότητας. Το παράφορο πάθος αγκαζέ μ’ έναν
απροσδιόριστο φόβο που υπόβοσκε ανεξήγητα. Τον ποθούσε και συνάμα τον
135
φοβόταν. Ποτέ δεν είχε καταλάβει από πού πήγαζε αυτό το ζοφερό και ενοχλητικό
συναίσθημα. Τώρα μονάχα βλέπει πως ήταν ένστικτο, απεγνωσμένη προειδοποίηση
που αναβόσβηνε με κόκκινο. Είχε πράγματι χλομιάσει με τα χρόνια, το ’χε δει πολλές
φορές στο κυνικό γυαλί του καθρέφτη της κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί. Είχε
ξεφυλλίσει το άνθος που άλλοτε λουλούδιαζε στο πρόσωπό της. Τα λόγια της θείας
της την κατακλύζουν σαν ορδές φρενιασμένων ψιθύρων: Τα όνειρα έλιωσαν κι
απέμειναν τα οστά τους. Χέρι παγωμένο μάρμαρο. Τεμαχισμένες μνήμες… Ακούγεται
ένας πυροβολισμός. Ο Στάθης παραπατά για λίγα δευτερόλεπτα, μοιάζει με
νευρόσπαστο που προσπαθεί μάταια να στηριχτεί. Μετά από δυο-τρεις απέλπιδες
προσπάθειες, σωριάζεται στο πάτωμα.
Η θεία κρατά στα χέρια της το περίστροφο. Το αίμα του Στάθη έχει πιτσιλίσει
τα παπούτσια της Έρσης. Νιώθει τα μάτια της να βουλιάζουν στο κόκκινο σαν να
τους έχουν σπάσει τα αγγεία. Γονατίζει μπροστά στη θεία της, αγκαλιάζει τα γόνατά
της. Δεν είναι γυναίκα εκείνη τη στιγμή. Είναι ένα ανήμπορο παιδί που γυρεύει
προστασία κλαίγοντας με λυγμούς.
«Συγγνώμη, θεία μου, συγγνώμη…»
Το χέρι της θείας ακουμπά στο κεφάλι της με μια αργή, δύσκαμπτη κίνηση.
Ένας ίσκιος γλιστρά απ’ την κουρτίνα, στέκεται από πάνω τους. Μια κάτισχνη
διάφανη μορφή. Η γαληνεμένη σιγή που είχε επικρατήσει μετά τον πυροβολισμό,
σχίζεται άσπλαχνα καθώς ο ήχος του εκκρεμούς ηχεί ξανά, σαν Νέμεση.

***

Στέκεται πάνω απ’ τον νεκρό. Γύρω της αστράφτουν τα φλας των
φωτογραφικών μηχανών. Το σπίτι έχει κλειστεί περιμετρικά με την πορτοκαλί
κορδέλα της αστυνομίας. Μια γυναίκα είναι ξαπλωμένη σε φορείο του ΕΚΑΒ. Σε μια
γωνιά μια χλομή κοπέλα τυλιγμένη σε κουβέρτα, τραντάζεται απ’ τους λυγμούς.
«Τι έχουμε εδώ, Νίκο;»
«Μας τηλεφώνησε η κοπέλα σε κατάσταση σοκ. Φαίνεται πως η θεία της
πυροβόλησε τον άντρα της για να τη σώσει».
«Νόμιμη άμυνα δηλαδή».
«Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, ναι».
«Για τον νεκρό τι ξέρουμε;»
136
«Είχε πάνω του ταυτότητα. Στάθης Κατσαρός, πενήντα ετών. Λοιπά στοιχεία
θα ερευνήσω απ’ το Τμήμα. Μα τι σου συμβαίνει; Εσύ τρέμεις».
Η Λένα Βεκρή θα ’θελε να ξυλίσει το χέρι της να το υποχρεώσει να μείνει
σταθερό. Ακόμα περισσότερο θα ’θελε να στηριχτεί στον Νίκο για να μην πέσει
κάτω.
«Δεν είναι τίποτα… Κούραση. Θα τα πούμε στο Τμήμα».
Βγαίνει έξω να πάρει ανάσα. Δεν περίμενε πως θα τον ξανάβλεπε, πόσο
μάλλον νεκρό. Μνήμες απωθημένες από καιρό στο ασυνείδητο, ξεπηδούν τώρα σαν
αγριόχορτα. Ο έρωτά της μια απάτη. Η μεγαλύτερη απάτη της ζωής της που είχε ως
επίλογο εκείνη με τη μύτη μες στα αίματα σε κάποιο εφημερεύον νοσοκομείο.
Ξαφνικά νιώθει σαν να μεγάλωσε απότομα. Ένα γέρικο λαγωνικό δίχως αγάπη.
Μπαίνει στο περιπολικό, σανιδώνει στο γκάζι. Θα ζητήσει απαλλαγή απ’ την
υπόθεση, απαλλαγή από κείνον.
Απαλλαγή οριστική.

137
Εγγαστρίμυθος

138
Η εικόνα σκοτεινιάζει. Το βίντεο έχει τελειώσει. Η Ντάσα νιώθει στη
ραχοκοκαλιά ένα παγερό ανατρίχιασμα. Μετά τον θάνατο του Ηλία Αβραμίδη,
το γραφείο ευρέσεως εργασίας την έστειλε στο σπίτι ενός ευκατάστατου
χήρου. Ο Παύλος Αυγέρης είναι αναμφίβολα ένας γοητευτικός άντρας, με
αφοπλιστικό βλέμμα. Με το που την κοίταξε της έκοψε την ανάσα. Δε
θυμάται να είχε νιώσει ποτέ έτσι στο παρελθόν. Αρνείται να το παραδεχτεί,
αλλά είναι ερωτευμένη. Και φοβισμένη. Γιατί ο άντρας αυτός είναι ένας
πετυχημένος You Tuber που φτιάχνει βίντεο τρόμου. Οι συνδρομητές στο
κανάλι του, που φέρει το όνομα Εγγαστρίμυθος, έχουν καταρρίψει ρεκόρ. Την
κλείνει σε έναν προσωπικό του χώρο να παρακολουθεί τα βίντεο απερίσπαστη
και να του λέει τη γνώμη της. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί δίνει τόση
σημασία στην άποψή της. Ούτε γιατί επιμένει να τρώνε μαζί μεσημεριανό.
Μήπως γι’ αυτόν είναι κάτι παραπάνω από μια απλή οικιακή βοηθός; Η
σκέψη αυτή την αναστατώνει. Υπάρχουν όμως κάποια πράγματα που την
προβληματίζουν. Τα ’χει καταγράψει σε χαρτί με τα κατά πολύ βελτιωμένα
ελληνικά της. Ο κύριος Αυγέρης είχε την καλοσύνη να προσλάβει για
λογαριασμό της δάσκαλο να της διδάσκει ελληνικά. Κάνει τόσα γι’ αυτήν,
γιατί άραγε; Η ερώτηση την τρώει, της μαυρίζει το όνειρο του έρωτα. Του
έρωτα μ’ έναν άντρα που δεν μιλάει ποτέ για τη γυναίκα του ούτε λέει πώς
πέθανε. Που η ηθοποιός Ζελίνα Παπαγιαννοπούλου που προσέλαβε να παίξει το
θύμα στο τελευταίο του βίντεο, έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Η Ντάσα το
διάβασε σε διάφορες δημοσιογραφικές σελίδες. Η κοπέλα ήταν γνωστή για τις
κόντρες της με μια άλλη ανερχόμενη ηθοποιό, τη Λαμπρινή Σωτηρίου,
γεγονός που είχε προκαλέσει στη Ντάσα βαθιά εντύπωση για το πόσο μικρός
είναι ο κόσμος. Η δεσποινίς Λαμπρινή που δανειζόταν βιβλία. Η κόρη του
κυρίου Αβραμίδη. Η Λαμπρινή είχε κλειστεί σε ψυχιατρική κλινική και ο
δρόμος για τη Ζελίνα ήταν πλέον διάπλατος. Της πρότειναν τους καλύτερους
ρόλους στο θέατρο και ασφαλώς πέταξε τη σκούφια της όταν ο διασημότερος
You Tuber της Ελλάδας τής πρότεινε ρόλο στο νέο του βίντεο. Αφορμή
έψαχνε να βάλει το πόδι της στην τηλεόραση. Μετά το βίντεο του Αυγέρη, θα
της γινόταν σίγουρα πρόταση για σίριαλ. Τα σχέδιά της όμως έμειναν
μετέωρα, καθώς η πολλά υποσχόμενη ηθοποιός εξαφανίστηκε χωρίς ν’ αφήσει
το παραμικρό ίχνος, στις δεκατρείς Σεπτεμβρίου. Το βίντεο είχε ανέβει δυο
139
μέρες πριν. Να εμπλέκεται ο Αυγέρης; Ανακρίθηκε απ’ την αστυνομία λόγω
της συνεργασίας τους, αλλά δεν βρέθηκε τίποτα εναντίον του.
Η Ντάσα βγαίνει από το ημισκότεινο δωμάτιο. Τον ψάχνει να του πει
τη γνώμη της. Αρκεί στο να απαντά στην ερώτηση Σε τρόμαξε; Αν όχι,
απέτυχα. Στόχος μου είναι ο τρόμος. Ναι, πάντα την τρομάζουν αυτά που
φτιάχνει. Για τους λάτρεις των θρίλερ ο Αυγέρης ήταν είδωλο. Στα σχόλια
κάτω από κάθε βίντεο οι φαν τον διαβεβαίωναν πως ανυπομονούσαν για το
επόμενο. Η Ντάσα τον φωνάζει. Στον πληθυντικό πάντα παρότι της έχει
ζητήσει να του μιλάει στον ενικό. Είναι φανερό πως περιφέρεται σ’ ένα άδειο
σπίτι. Ο κύριός της έχει φύγει, πράγμα παράξενο, γιατί συνήθως την
ενημερώνει. Οι σκέψεις την κατακλύζουν. Πώς πέθανε η γυναίκα του; Στο
ίντερνετ δεν υπάρχει καμία πληροφορία, το έχει ψάξει. Τελευταία την έχει
πιάσει μανία να το παίζει ντετέκτιβ, όπως εκείνη η συμπαθητική Αστυνόμος,
η Λένα Βεκρή. Μήπως πρέπει να της ζητήσει βοήθεια; Αλλά για ποιο λόγο; Ο
Αυγέρης δεν κατηγορείται για κάτι. Η γυναίκα του μάλλον πέθανε από φυσικά
αίτια. Η ηθοποιός μπορεί να είχε μπλεξίματα και κάποιος να την εξαφάνισε.
Το κουδούνι της εξώπορτας την κάνει να τιναχτεί απότομα. Να ’χει
ξεχάσει τα κλειδιά του; Τρέχει ν’ ανοίξει. Στην είσοδο μια γυναίκα πανύψηλη,
της φαίνεται ένα ογδόντα, την κοιτά χαμογελαστή. Φοράει ένα μπλε σκούρο
ταγέρ και αστραφτερά κοσμήματα. Στα πόδια της έχει δυο βαλίτσες από
ακριβό δέρμα. Εσύ πρέπει να είσαι η Ντάσα, σωστά; Ο Παύλος μού έχει
μιλήσει για σένα. Με βοηθάς; Η Ντάσα παίρνει τις βαλίτσες της άγνωστης
χωρίς να έχει ακόμα συνέλθει από τη σαστιμάρα της. Τις βάζει δίπλα στον
μεγάλο βελούδινο καναπέ. Ακούει τη γυναίκα να μιλά ασταμάτητα, την έχει
πιάσει μια ακατάσχετη φλυαρία. Αυτά τα επαγγελματικά ταξίδια πολύ
κουραστικά. Επιτέλους σπίτι μετά από τόσο καιρό. Απηύδησα. Κι αυτά τα
τακούνια με χτυπάνε. Βγάζει τις κομψές της γόβες και τις πετάει σε μια γωνιά
του σαλονιού. Φτιάξε μου έναν καφέ φίλτρου μέτριο με γάλα. Η Ντάσα
στέκεται μαρμαρωμένη στην είσοδο. Συγγνώμη κυρία, ποια είστε; Η άγνωστη
βάζει τα γέλια, κάτι γέλια υστερικά, της έρχονται δάκρυα. Μα την πίστη μου, ο
Παύλος δεν μου ’πε πως είσαι χαζή. Η γυναίκα του φυσικά. Η Μάρσυ Αυγέρη.

140
Η Ντάσα κρατιέται απ’ το πόμολο της πόρτας να μην πέσει. Της
έρχεται σκοτοδίνη. Πίσω της μπαίνει ο Παύλος κρατώντας μια τεράστια
ανθοδέσμη.
«Γνωριστήκατε;»

***

Καλοσωρίσατε στον προσωπικό μου χώρο. Άναψα το τζάκι ειδικώς για


σας. Το κουβάλημα των ξύλων δεν είναι εύκολη υπόθεση, έπρεπε όμως να
ζεστάνω το σαλόνι για την περίσταση. Όπως βλέπετε, οι καναπέδες μου είναι
ντυμένοι στο βελούδο, τα κάδρα ντύνουν όλους τους τοίχους (απεχθάνομαι τους
γυμνούς τοίχους), τα χαλιά μου έχουν περίτεχνα σχέδια. Το σκρίνιο μου σε κείνη
τη γωνία φιλοξενεί τα ακριβότερα ασημικά. Πάντα ήμουν άνθρωπος με
εκλεπτυσμένο γούστο, αυτό που λέμε εστέτ. Το μόνο μείον του χώρου είναι πως
δεν έχει παράθυρα. Ούτε και πόρτα. Θα αναρωτιέστε βέβαια πώς μπήκατε.
Είστε ήδη εδώ απ’ την ώρα που πατήσατε κλικ στο βίντεο. Και δεν υπάρχει
διαφυγή...
Ο Παύλος σταματά την εγγραφή. Δεν του φαίνεται επαρκώς
τρομακτικό, παρά τη μουσική υπόκρουση και το υποβλητικό σκηνικό. Η
εμπειρία του με την Ντάσα τον έχει αποσυντονίσει. Αρχικά, του είχε
εμπνεύσει τη διάθεση να παίξει μαζί της, τον ικανοποιούσε το πόσο εύκολα
τσιμπήθηκε μαζί του. Όταν όμως γνώρισε τη σύζυγό του, που υποτίθεται πως
ήταν πεθαμένη, το παιχνίδι κατέρρευσε. Πολύ κουραστικό για έναν άντρα να
προσπαθεί να δώσει εξηγήσεις σε μια γυναίκα. Η Ντάσα τον ζάλισε στις
ερωτήσεις. Έγινε σπαστική. Και γιατί της απέκρυψε πως η γυναίκα του ζούσε
και τι ήθελε απ’ αυτήν και τι σήμαινε για κείνον... Ώρες ώρες οι γυναίκες
γίνονται αφόρητα βαρετές.
«Τελικά αυτή η Ντάσα γιατί έφυγε; Δε μου είπες».
Ο Παύλος είναι απορροφημένος στις σκέψεις του. Το λάπτοπ είναι από
ώρα ανοιχτό μπροστά του, το βίντεο έχει φάει απανωτές διακοπές, η κούπα
του καφέ ακουμπισμένη στο τραπεζάκι δίπλα του είναι ακόμα γεμάτη. Έχει
πιει μια γουλιά που του φάνηκε πικρή. Σήμερα τίποτα δεν του φαίνεται καλό.
Σαν να ’χει χάσει τη φόρμα του.
141
«Τι; Α, ναι. Γύρισε στην πατρίδα της. Οικογενειακοί λόγοι, κάτι τέτοιο
κατάλαβα».
Η Μάρσυ δοκιμάζει ένα νέο κραγιόν.
«Μεθαύριο φεύγω για επαγγελματικό ταξίδι. Μιλάνο αυτή τη φορά».
«Το θυμάμαι».
Κάθεται στα γόνατά του, τυλίγει τα χέρια της γύρω απ’ το σβέρκο του.
Τα βαθυκόκκινα χείλη της τον ερεθίζουν.
«Όταν γυρίσω, να μου ’χεις βρει άλλη. Χρειαζόμαστε υπηρέτρια».
«Μείνε ήσυχη».
Η όμορφη αφελής γυναίκα του. Για ανθρώπους σαν αυτή επινοήθηκε η
φράση Στον κόσμο της. Μια ηθοποιός και μια οικιακή βοηθός που σχετίζονταν
μαζί του, έχουν εξαφανιστεί κι αυτή δεν έχει πάρει είδηση. Ούτε καν έχει
υποψιαστεί το παράδοξο του πράγματος. Για τη Μάρσυ όλα βαίνουν καλώς.
Είναι μια επιτυχημένη ελεύθερη επαγγελματίας, παντρεμένη με τον
διασημότερο You Tuber εν Ελλάδι. Τύχη βουνό. Τη φιλάει με πάθος. Αυτή
ανταποκρίνεται ολοκληρωτικά. Απαγκιστρώνεται μετά από ώρα να πάει να
ετοιμάσει τη βαλίτσα της φλυαρώντας χαρούμενα για τα μοντελάκια που θ’
αγοράσει στο Μιλάνο. Κι έλεγε την Ντάσα χαζή. Ο Παύλος χαμογελάει με
νόημα. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι.
Αν ήταν πονηρεμένη, δεν θα γλίτωνε απ’ τα χέρια του.

142
Πιο...

143
Κάθεται δίπλα της. Τακτοποιεί το τετράδιο και το στυλό της, την κοιτά με το
αιώνιο χαμόγελο. Καλημέρα. Εκείνη έχει παγώσει, τσιμπιέται να ξυπνήσει. Είναι
εφιάλτης. Μα δεν ξυπνά. Το ζει. Η άλλη, η συμφοιτήτρια, η επιστήθια φίλη κάθεται
πράγματι δίπλα της με σάρκα και οστά, της λέει καλημέρα σαν να μην τρέχει τίποτα,
γι’ αυτήν προφανώς δεν τρέχει τίποτα. Δεν ξέρει τι να πει ή αν πρέπει να πει κάτι,
κοιτά μπροστά σαν απολιθωμένη, αλλά η άκρη του ματιού της είναι σκαλωμένη στην
άλλη που φέρεται τόσο φυσιολογικά. Φτου, μου λείπουν οι σημειώσεις της ογδόης
Νοεμβρίου, μήπως τις έχεις;
Κάτι της λέει για σημειώσεις. Το μόνο της πρόβλημα είναι πως της λείπουν
κάτι σημειώσεις. Αν δεν ήταν πανικόβλητη, θα ’βαζε τα γέλια. Κάποιοι άνθρωποι δεν
έχουν κανένα πρόβλημα, όπως η φίλη της. Όλα στρωμένα με ροδοπέταλα. Οικογένεια
που την έχει στα πούπουλα, αριστούχος μαθήτρια, όλες τις χρονιές σημαιοφόρος,
τώρα αριστούχος φοιτήτρια, κάτω από εννιά δεν έχει πάρει ποτέ, οι καθηγητές τη
συγχαίρουν. Και κυρίως δημοφιλείς στους πάντες, άντρες και γυναίκες. Οι γυναίκες
αποζητούν τη συντροφιά της, οι άντρες την κυνηγούν σαν ξελιγωμένοι.
Στην αρχή την κολάκευε που την έκανε παρέα η δημοφιλέστερη της Σχολής.
Της έδινε κύρος. Είχε προσέξει πως πολλοί την πλησίαζαν κι επιζητούσαν φιλία. Όχι
όμως για μένα, αλλά γιατί είναι φίλη μου η άλλη. Στα μαθήματα έπαιρνε μετά βίας τη
βάση. Βράχος η φίλη, την άφηνε να λοξοκοιτάει το γραπτό της, αν δεν είχε κι αυτή τη
δυνατότητα, θα κοβόταν. Γιατί γι’ αυτήν τα μαθήματα ήταν τόσο δύσκολα και για την
άλλη παιχνιδάκι; Της πήρε καιρό να παραδεχτεί πως η άλλη ήταν πιο δυνατή, πιο
έξυπνη, πιο ικανή, πιο ευκατάστατη. Στο κυλικείο την κερνούσε πάντα και δεν
δεχόταν καμία ανταπόδοση στο κέρασμα. Πιο σε όλα. Και το μόνο της πρόβλημα
ήταν πως της έλειπαν οι σημειώσεις της ογδόης Νοεμβρίου. Κάποιοι άνθρωποι είναι
ευλογημένοι...
Αποφασίζει να την κοιτάξει γυρνώντας αργά το κεφάλι. Ξεκινά απ’ τον λαιμό
κι ανεβαίνει προς τα πάνω, βλέπει τα μάγουλά της, τα τόσο ροζ που δεν θα
χρειάζονταν ποτέ ρουζ, την κομψή μύτη, το ευθυτενές πηγούνι. Μια μπούκλα
σκεπάζει το δεξιό ζυγωματικό της, το βλέμμα της σαν να λάμπει περισσότερο από
ποτέ. Πιο όμορφη. Πιο σε όλα! Θυμάται με πόση λύσσα την κάρφωνε στον λαιμό, το
αίμα που πεταγόταν σαν σιντριβάνι, τα μάτια της που είχαν γίνει κόκκινα και υγρά
και που ήταν ακόμα όμορφα, ακόμα κι έτσι. Και να τα ξερίζωνε, θα κρατούσαν κάτι
από ομορφιά. Δακρύζει. Εκείνη της πιάνει το χέρι, πόσο ανάλαφρο είναι αυτό το
144
άγγιγμα, σαν να γυρεύει να πάρει από πάνω της ένα φορτίο ασήκωτο, τη ρωτά τι έχει,
τι της συμβαίνει. Με στοργή, με νοιάξιμο. Μακάρι να ’ξερε. Το μόνο που ξέρει είναι
πως χθες τη σκότωσε, πήρε στα κρυφά το αυτοκίνητο της αδελφής της τη νύχτα κι
έριξε το πτώμα σ’ έναν γκρεμό. Δεν το ονειρεύτηκε, συνέβη. Τα κουβαριασμένα
ρούχα της σε μια σακούλα είναι ακόμα ματωμένα, τους έριξε μια ματιά το πρωί πριν
φύγει για τη Σχολή. Με την πρώτη ευκαιρία θα τα ξεφορτωθεί, όπως ξεφορτώθηκε
και την άλλη, που δεν έχει ούτε αμυχή και τη ρωτά επίμονα τι έχεις; Την
καθησυχάζει, όλα καλά, είναι απλώς άυπνη, χθες σε σκότωνα όλη νύχτα, την τρώει να
ρωτήσει, αλήθεια, μήπως πέρασες χθες απ’ το σπίτι; Τη ρωτάει τελικά, δεν γίνεται να
μη ρωτήσει, δεν μπορεί να τα φαντάστηκε όλα. Κι η άλλη χαμογελά, πάλι εκείνο το
αφοπλιστικό της χαμόγελο, της λέει πως δεν μπορούσε να περάσει η ίδια να της
επιστρέψει εκείνο το βιβλίο κι έστειλε τη δίδυμη αδελφή της, Δεν στο ’χω πει, στο
φύλαγα για έκπληξη. Έχω δίδυμη αδελφή! Μοιάζουμε σαν δυο σταγόνες νερό. Αν είχε
πάει έστω και μια φορά σπίτι της, θα έβλεπε την αδελφή της, θα γνώριζε. Όμως, δεν
είχε αποδεχτεί ούτε μια πρόσκληση από κόμπλεξ. Το σπίτι της άλλης θα ήταν σίγουρα
βίλα, δεν θα συγκρινόταν με το στενό διαμέρισμα της οικογένειάς της.
Σηκώνεται παραπατώντας, πετάει μια δικαιολογία πως θέλει τουαλέτα.
Σήμερα αδυνατεί να παρακολουθήσει το μάθημα. Σήμερα αδυνατεί να κάνει
οτιδήποτε. Η τουαλέτα είναι ευτυχώς άδεια, όλοι είναι στα αμφιθέατρα. Χώνει το
κεφάλι της κάτω απ’ τη βρύση, νερό, νερό, τα μαλλιά της γίνονται μούσκεμα, γεμίζει
τις χούφτες της, ρίχνει στο πρόσωπο.
Αν συναντήθηκαν με τη δίδυμη; Βέβαια. Κάποιος της είχε ανοίξει την πόρτα,
ίσως ο πατέρας της ή η δική της αδελφή, την είχε βρει να κάθεται με την πλάτη
γυρισμένη στην πόρτα του δωματίου της και να χαζεύει ένα πόστερ στον απέναντι
τοίχο. Την πλησίασε αθόρυβα, κρατούσε το μαχαίρι που έκοβε λίγο πριν ένα μήλο,
δεν το είχε αφήσει στον νεροχύτη, λες και το μαχαίρι αυτό δεν ήθελε να ξεκολλήσει
απ’ το χέρι της, την κούρδιζε, την κατηύθυνε. Δε μέτρησε τις μαχαιριές, κάρφωνε στα
τυφλά. Στο σπίτι ήταν μόνη, όποιος της είχε ανοίξει την πόρτα είχε φύγει, στο σπίτι
της ο καθένας έφευγε κι ερχόταν όποτε ήθελε, δεν υπήρχαν περιορισμοί και κανόνες.
Έσπρωξε το πτώμα κάτω απ’ το κρεβάτι, περίμενε να νυχτώσει. Η νύχτα είναι
σύμμαχος, προστατεύει από κάθε αδιάκριτο βλέμμα. Η νύχτα απόψε θα ’ναι
ατέλειωτη...

145
Τώρα στην τουαλέτα της φυλακής, γυμνή με τ’ απόκρυφά της σε κοινή θέα,
ακουμπά το κούτελό της στα κρύα πλακάκια και σκέφτεται κείνη τη μέρα που έμαθε
πως σκότωσε λάθος άνθρωπο. Αήττητη η άλλη. Έκλαψε για λίγο την αδελφή της όταν
βρέθηκε η σορός κι ύστερα έγινε διάσημη στις εφημερίδες και τα κανάλια λόγω της
δημοσιότητας που πήρε η υπόθεση. Οι δημοσιογράφοι έτρεχαν πίσω της για μία
συνέντευξη. Ακομα κι αυτό σε καλό της βγήκε. Η υπόθεση έμεινε ανεξιχνίαστη.
Η Θεοδώρα Σεπέτη είναι η μόνη που ξέρει πως ο Αβραμίδης δεν ήταν ο
πρώτος της φόνος. Και θα πάρει το μυστικό στον τάφο της, το ξέρει, το νιώθει. Πίσω
της έχει σταθεί η χειρότερη συμμορία της φυλακής, τέσσερα αντρογύναικα που την
είχαν βάλει στο μάτι. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί, αλλά στη φυλακή ο παραλογισμός
θριαμβεύει. Κρατάνε μαχαίρια. Χαμογελάει πικρά. Θεία δίκη.
Η τελευταία εικόνα που παίρνει μαζί της είναι δυο μάτια κόκκινα και υγρά.

146
Εμπόδια

147
Ακίνητη στην προκυμαία, η Σεμίνα παρακολουθεί το αυτοκίνητό της να
βυθίζεται στον πάτο της θάλασσας. Της πήρε μερικά λεπτά να το αποφασίσει πριν
λύσει το χειρόφρενο και βγει κλείνοντας με φόρα την πόρτα του οδηγού. Το
αυτοκίνητο τσούλησε υπάκουα κι έδωσε τη μοιραία βουτιά. Βλέποντάς το να
βουλιάζει, η Σεμίνα σκέφτηκε συνειρμικά τις μπουρμπουλήθρες που έκανε μ’ ένα
καλαμάκι στο κακάο της όταν ήταν μικρή. Η μαμά της θύμωνε. Δεν είναι παιχνίδι το
πρωινό! Για τη Σεμίνα όλα ήταν παιχνίδι. Το πρωινό με τις μπουμπουλήθρες, το
μεσημεριανό με τα ψίχουλα που πέταγε στον αδελφό της, το κρεβάτι όπου
χοροπηδούσε τις νύχτες με κίνδυνο να του σπάσει καμιά σανίδα, το σχολείο όπου
σκάρωνε του κόσμου τις φάρσες.
Ώσπου μεγαλώνοντας γνώρισε τον Αργύρη και κατάλαβε πως εδώ δεν χωράνε
παιχνίδια. Της το φώναξε η καρδιά της που έλιωσε σαν το κερί, κάτι πρωτόγνωρο
λουλούδιαζε και τη μεθούσε. Τον έβλεπε κι η φωνή της έτρεμε, οι παλμοί της
χτυπούσαν τρελά, το βήμα της έχανε τη βαρύτητα, πετούσε στα ουράνια.
Δεν θα ξεχάσει ποτέ πόσο απότομα βίωσε την προσγείωση όταν έμαθε πως ο
Αργύρης ήταν ερωτευμένος αθεράπευτα με την παιδική του φίλη. Σκέφτηκε να
μειώσει τη Μαντώ, να την παρουσιάσει λίγη, μα συγκρατήθηκε. Ο Αργύρης την είχε
στήσει σε βάθρο, όποιος τολμούσε να πει κάτι εναντίον της, τον έκανε εχθρό. Όχι,
δεν μπορούσε να το ρισκάρει. Έπρεπε να παριστάνει την καλή φίλη και των δύο, την
ανώτερη, που θέτει τη φιλία πάνω από ζήλιες και μικρόψυχα πάθη.
Και ξαφνικά ήρθε εκείνη η ανεκδιήγητη βραδιά που η Μαντώ παρέστησε την
πεθαμένη. Ο Αργύρης έχασε πάσα ιδέα γι’ αυτήν. Κόντεψα να τρελαθώ όταν νόμιζα
πως ήταν νεκρή κι αυτή μας δούλευε. Ήταν αισχρό! Αισχρό!
Σαν άκουσε αυτά τα λόγια, το πρόσωπό της φωτίστηκε. Επιτέλους, την
αποδομούσε. Η άψογη Μαντώ κατέρρεε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Ήταν η
ευκαιρία της να τον πλησιάσει, να δοκιμάσει την τύχη της για δεύτερη φορά. Στην
πρώτη της εξομολόγηση είχε φάει τόση απόρριψη που απ’ την ντροπή έψαχνε τρύπα
να κρυφτεί. Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Η αντίπαλος είχε ηττηθεί κατά κράτος από δική
της ηλιθιότητα, το έδαφος ήταν πρόσφορο. Έπρεπε να βάλει τα δυνατά της, τον άντρα
αυτόν τον ήθελε τρελά, κάθε προσπάθεια που είχε κάνει να τον ξεπεράσει είχε πέσει
στο κενό. Είχε δεχτεί μέχρι και το προξενιό μιας θείας της και παντρεύτηκε σε μια
απεγνωσμένη προσπάθεια να τον ξεχάσει. Ο γάμος τής έφερε παιδιά, δίδυμα
κοριτσάκια. Μόλις έκλεισαν τα τρία, χώρισε. Δεν άντεχε να παίζει άλλο τον ρόλο της
148
ευτυχισμένης συζύγου, το πείραμα του γάμου είχε αποτύχει οικτρά. Ανήκε
ολοκληρωτικά στον Αργύρη.
Αγγίζει τα χείλη της. Μια ανεπαίσθητη υγράδα βαστηγμένη απ’ το χθεσινό του
φιλί. Ένα φιλί που δόθηκε με δική της πρωτοβουλία, όμως εκείνος το είχε δεχτεί, δεν
τραβήχτηκε μακριά της. Ακόμα; τη ρώτησε. Πάντα, απάντησε εκείνη. Της ζήτησε
χρόνο να το σκεφτεί. Το δέχτηκε αναγκαστικά, αν και την κέντρισε ένα ενοχλητικό
τσίμπημα.
Το μήνυμα της επομένης κατέφτασε στο messenger, ένα κατεβατό από λόγια,
λόγια πολλά, άλλα απ’ αυτά που λαχταρούσε να διαβάσει. Είσαι πολύ γλυκιά, αλλά...
Μου αρέσεις, αλλά... Το βλέμμα της διέτρεχε τις φλυαρίες με λύσσα, γύρευε να
πιαστεί από κάπου, από κάποια λέξη σωτήρια, απ’ αυτές που γεννάνε ελπίδα. Μέχρι
που διάβασε αυτό που θα την έβαζε στο αυτοκίνητο κείνη τη μέρα. Το αυτοκίνητο
που ’χε αγοράσει κόκκινο μήπως και μπει μια πινελιά στη ζωή της, μιας και ντυνόταν
συνέχεια στα μαύρα. Έχεις και παιδιά. Εγώ παιδιά δεν θέλω. Δεν κάνω για πατέρας...
Το αυτοκίνητο συνεχίζει να βυθίζεται, έχει μείνει μόνο το καπό απ’ την
κόκκινη πινελιά της, η θάλασσα καταπίνει κι αυτό, τα κοριτσάκια στο πίσω κάθισμα
δεμένα στα καρεκλάκια τους κοιμούνται βαθιά.
Ακόμα;
Πάντα!

149
318

150
«Τι πάθατε;»
Ο Τόμας, ο ρεσεψιονίστας, κοιτάζει τη διευθύντρια που στηρίζεται
στον πάγκο της ρεσεψιόν. Είναι κάτωχρη και ο κότσος της -που μέχρι τότε
ήταν περίτεχνος- έχει αρχίσει να χαλάει, καθώς μερικά μαλλιά έχουν ξεφύγει
απ’ το σφιχτό δέσιμο και κρέμονται άχαρα απ’ τη μια πλευρά.
«Ήμουν στο 318».
Ο ένοικος του 318 τείνει να γραφτεί στα πιο παράξενα χρονικά του
ξενοδοχείου. Από παράλειψη του νεαρού ρεσεψιονίστα που τον υποδέχτηκε
όταν κατέφτασε -κανείς δεν ξέρει από πού- δεν του ζητήθηκε ταυτότητα και
όσες φορές τού έκαναν τηλεφωνική κλήση για το θέμα αυτό, δεν απάντησε.
Δεν υπάρχει καμία απόδειξη πως το όνομα που δήλωσε είναι το αληθινό.
Επιπλέον, τρεις μέρες τώρα δεν έχει θεαθεί πουθενά, ούτε στο λόμπι του
ξενοδοχείου ούτε στο πρωινό. Απ’ την ώρα που κλείστηκε στο δωμάτιο 318
του απομονωμένου ξενοδοχείου Όναρ της Ισλανδίας, κρέμασε έξω απ’ την
πόρτα την ταμπέλα Μην ενοχλείτε και δεν ξαναβγήκε. Η διευθύντρια
ενημερώθηκε για τον αλλόκοτο πελάτη και άρχισε ν’ ανησυχεί μήπως έχει
πάθει κάτι. Ύστερα από επανειλημμένα τηλεφωνήματα και διακριτικά
χτυπήματα στην πόρτα, αποφάσισε να μπει με δεύτερο κλειδί.
«Έχει πάθει κάτι, έτσι;»
Ο Τόμας αισθάνεται άβολα. Έπρεπε να προσφερθεί να πάει ο ίδιος να
ελέγξει, αλλά αφού προθυμοποιήθηκε εκείνη, δεν τη σταμάτησε. Δεν είναι
σίγουρος πως ήταν έτοιμος ν’ αντικρίσει το οτιδήποτε. Όταν ήταν δέκα
χρονών, πέθανε η γιαγιά του και η μητέρα του του ζήτησε να τη νεκροφιλήσει.
Ήταν η μόνη φορά που δεν υπάκουσε. Κοίταζε το κάτασπρο πρόσωπο της
γιαγιάς κι αντί να την πλησιάσει πισωπατούσε. Η μητέρα τον είχε σπρώξει
προς το φέρετρο. Φίλησε τη γιαγιά, Τόμας! Η φράση στ’ αυτιά του ωμά,
επιτακτικά, σαν διαταγή συνταγματάρχη. Έφυγε τρέχοντας και κρύφτηκε πίσω
από έναν κορμό δέντρου στον περίβολο της εκκλησίας. Μετά την κηδεία, η
μητέρα τον έδειρε με μια βρεγμένη σανίδα.
Η διευθύντρια ξεκουμπώνει το πρώτο κουμπί του λευκού της
πουκαμίσου.

151
«Αυτός είναι μια χαρά. Εγώ κόντεψα να μείνω. Ξεκλείδωσα και
βρέθηκα σ’ ένα δωμάτιο θεοσκότεινο. Ψηλάφησα να βρω τον διακόπτη και
μόλις το φως άναψε, τον είδα και κατατρόμαξα».
«Μα γιατί;»
Η διευθύντρια έχει χάσει για τα καλά το αγέρωχο ύφος της.
«Καθόταν σε μια πολυθρόνα σαν πετρωμένος. Του μίλησα και δεν μου
απάντησε. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που με σόκαρε. Μου φέρνεις απ’ το
μπαρ ένα ποτήρι νερό;»
Το νερό φτάνει μέσα σε ελάχιστα λεπτά, καθώς ο Τόμας βιάζεται ν’
ακούσει τη συνέχεια. Η διευθύντρια το πίνει ακόρεστα, μερικές σταγόνες
χύνονται στο πουκάμισό της.
«Το ’βαλα στα πόδια. Ας αναλάβει ο ιδιοκτήτης μόλις γυρίσει. Έχει
ειδοποιήσει πως επιστρέφει σε δύο ώρες».
«Δεν μου είπατε. Τι ήταν αυτό που σας τρόμαξε τόσο;»
«Το κρεβάτι. Ήταν στρωμένο κατά τον τρόπο των καθαριστριών, σαν
να μην έχει ξαπλώσει ακόμα κανένας».
Και πού κοιμάται εδώ και τρεις μέρες; Στο πάτωμα; Ο Τόμας πάει να
ρωτήσει, αλλά τον πιάνει αφόρητη δίψα. Θα χρειαστεί κι εκείνος νερό και
μάλιστα τόνους.
Η διευθύντρια προσπαθεί να ηρεμήσει και να σκεφτεί ψύχραιμα. Ίσως
δεν έπρεπε να φύγει έτσι, ήταν όμως όλα σαν σκηνικό τρόμου. Το σκοτάδι, η
φιγούρα στην πολυθρόνα, το αχρησιμοποίητο κρεβάτι... Με το που μπήκε στο
δωμάτιο είχε ψαχουλέψει για τον διακόπτη νιώθοντας μια αλλόκοτη ανησυχία.
Ήταν προετοιμασμένη να τον βρει κοιμισμένο ή αναίσθητο. Μακάρι να είχαν
διακοπή ρεύματος και να μην τον είχε δει σ’ αυτή την κατάσταση. Η όψη του
είχε κάτι το κέρινο. Σαν πεθαμένος. Καθόταν στην πολυθρόνα και κοιτούσε
χωρίς να εστιάζει πουθενά.
Πρώτη δουλειά της διευθύντριας με το που έφτασε ο ιδιοκτήτης ήταν
να τον οδηγήσει στο 318. Ζήτησε να έρθει και ο Τόμας. Με δύο άντρες θα
τολμούσε να ξαναμπεί εκεί μέσα και χρειάστηκε να στηριχτεί πάνω τους
αντικρίζοντας τον ένοικο ξαπλωμένο ανάσκελα στο μέχρι τότε στρωμένο
κρεβάτι, με μια σφαίρα στον κρόταφο κι ένα πιστόλι στο δεξί του χέρι.

152
Ο Τόμας ένιωσε τον λαιμό του να ξεραίνεται. Φίλησε τη γιαγιά, Τόμας!
Όχι, δεν θα πλησιάσει ούτε τώρα, ούτε ποτέ.
Το θύμα δεν ταυτοποιήθηκε. Το όνομα που είχε δώσει στη ρεσεψιόν
ήταν ψεύτικο, όπως και η διεύθυνση της οικίας του, στοιχεία ταυτότητας
πάνω του δεν υπήρχαν. Τα καρτελάκια απ’ όλα του τα ρούχα είχαν κοπεί.
Ήταν σαν να είχε φροντίσει να μην ταυτοποιηθεί ποτέ. Φωτογραφίες του
κυκλοφορούσαν για καιρό στο διαδίκτυο, κανείς δικός του δεν τον αναζήτησε.
Η νεκροψία έδειξε πως έπασχε από καρκίνο στο συκώτι, είχε δύο με τρεις
μήνες ζωής. Το γεγονός αυτό εδραίωσε τη θεωρία της αυτοκτονίας.
Ένα μόνο πρόσωπο θα μπορούσε να πει ποιος ήταν ο ένοικος του 318.
Η γυναίκα που ο άγνωστος της αποκάλυψε τα σχέδιά του λίγο πριν φύγει για
την Ισλανδία και την όρκισε να μη μιλήσει ποτέ. Της είπε τα πάντα. Για τον
καρκίνο που τον έτρωγε, για το μάταιο να συνεχίσει να ζει αναμένοντας το
τέλος, για την ανάγκη του να μην τελειώσει σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου όπως
χιλιάδες άλλοι πριν απ’ αυτόν. Ήθελε μια έξοδο-μυστήριο που θα τον έκανε
διάσημο. Είχε διαβάσει την ιστορία του Peter Bergman7, ενός μυστηριώδους
άντρα που έμεινε στην ιστορία ως ο άντρας που δεν υπήρξε ποτέ. Κι εκείνος
φερόταν αλλόκοτα σε κάποιο ξενοδοχείο, κι εκείνος έπασχε από καρκίνο, κι
εκείνος βρέθηκε νεκρός υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Κι εκείνος δεν
αναζητήθηκε ποτέ από κανέναν. Ο άντρας ήθελε να γίνει ένας άλλος
Bergman. Αρκεί να εξασφάλιζε τη σιωπή της. Δεν μπορούσα να φύγω χωρίς να
σε αποχαιρετήσω, αλλά ό,τι είπαμε πρέπει να μείνει μυστικό. Το υπόσχεσαι;
Του είχε γνέψει ναι. Ούτως ή άλλως κι η δική της η ζωή ήταν
κατεστραμμένη. Δεν είχε λόγο να του χαλάσει τα σχέδια. Δεν είχε λόγο να
κάνει τίποτα πια.
Τώρα κοιτώντας τη φωτογραφία του στο ίντερνετ, χαίρεται για κείνον.
Τα κατάφερε να πλέξει το μυστήριο που σχεδίαζε. Μέχρι και πλαστική έκανε
για ν’ αλλάξει τα χαρακτηριστικά του. Δεν πρέπει να μ’ αναγνωρίσει κανείς.
Μη με κοιτάς έτσι. Εγώ είμαι. Ο Χάρης.

7
H υπόθεση Peter Bergman αφορά τον μυστηριώδη θάνατο ενός αταυτοποίητου
άντρα, που πέρασε τις τελευταίες μέρες της ζωής του σε ένα ξενοδοχείο της Ιρλανδίας, τον
Ιούνιο του 2009. Μέχρι σήμερα η ταυτότητά του παραμένει άγνωστη.

153
Του χαϊδεύει το μάγουλο στην οθόνη του κινητού της. Εκείνος
τέλειωσε τη ζωή του όπως ήθελε. Εκείνη θα λιώσει σ’ ένα κελί. Η φωνή του
φρουρού τη βγάζει απ’ την περισυλλογή. Είναι η ώρα του μεσημεριανού.
Σηκώνεται αναστενάζοντας. Η Ελισάβετ Αβραμίδη βγαίνει απ’ το κελί μ’ έναν
αέρα διαφορετικό. Ο Χάρης την ενέπνευσε.
Ίσως πρέπει ν’ αρχίσει να ετοιμάζει κι αυτή μια ηρωική έξοδο.

154
Live Streaming

155
Ο Παύλος Αυγέρης κοιτάζει τη Λένα Βεκρή προσπαθώντας να κρύψει
την αποστροφή του. Ανέκαθεν ένιωθε για τις γυναικες καριέρας μια βαθιά
περιφρόνηση. Τις θεωρούσε καβαλημένες σκρόφες που μπορούν να
ποδοπατήσουν όποιον άντρα βρεθεί στον δρόμο τους και να τον κάνουν
εύκολα υποχείριό τους. Η γυναίκα του αποτελούσε εξαίρεση γιατί ήταν
χαζούλα. Τούτη εδώ όμως η αστυνόμος είχε δυο μάτια που σπίθιζαν έτοιμα να
τον κάψουν. Απ’ την πρώτη στιγμή που την είδε, κυριεύτηκε από φόβο, ένα
συναίσθημα που είχε ξεχάσει πως υπήρχε για κείνον. Όσο κι αν δεν ήθελε να
το παραδεχτεί, ο Αυγέρης φοβόταν. Ωστόσο, ήταν εξασκημένος άριστα να το
παίζει άνετος, χωρίς τίποτα πάνω του να προδίδει κάποιο δισταγμό ή
ανησυχία.
«Ειλικρινά, κυρία Βεκρή, δεν καταλαβαίνω γιατί βρίσκομαι και πάλι
εδώ. Ό,τι είχα να πω για κείνη την άτυχη ηθοποιό, το είπα. Δεν έχω ιδέα πού
μπορεί να βρίσκεται. Τελειώσαμε τα γυρίσματα για το βίντεό μου, πληρώθηκε
κι έφυγε».
«Κύριε Αυγέρη, σας κάλεσα όχι μόνο για την εξαφάνιση της Ζελίνας
Παπαγιαννοπούλου, αλλά και για κάποια άλλη μυστηριώδη εξαφάνιση».
«Άλλη εξαφάνιση; Ποιος εξαφανίστηκε πάλι;»
«Η οικιακή βοηθός σας».
«Εξαφανίστηκε η Ντάσα; Πώς; Πότε;»
«Απ’ το ύφος σας να υποθέσω πως δεν το ξέρετε;»
«Τι να ξέρω; Μου ζήτησε να φύγει και της πλήρωσα τα δεδουλευμένα.
Μου είπε πως η μάνα της είχε επιστρέψει στη Ρωσία κι ήθελε να πάει κοντά
της».
«Και από τότε δεν την ξαναείδατε;»
«Ποτέ!»
Η Λένα ανοίγει έναν φάκελο.
«Η Ντάσα εθεάθη για τελευταία φορά με μια φίλη της το απόγευμα
της 16ης Οκτωβρίου. Είχαν πάει μαζί σ’ ένα καφέ στο κέντρο της Αθήνας.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της φίλης της, έφυγε απ’ το καφέ γύρω στις οκτώ το
βράδυ. Η φίλη της υπέθεσε πως ερχόταν σπίτι σας».
«Δεν θα ερχόταν όμως σε μένα, γιατί το ίδιο πρωί μου είχε ζητήσει τα
λεφτά της για να φύγει όπως σας είπα».
156
«Στη φίλη της δεν ανέφερε τίποτα τέτοιο. Αντιθέτως, της έδωσε την
εντύπωση πως ήταν ευχαριστημένη απ’ τη δουλειά της».
«Μπορεί να μην ήθελε να πει τα σχέδιά της. Μα τι συζητάμε τώρα;
Αυτές οι αλλοδαπές τα συνηθίζουν αυτά. Πιάνουν μια δουλειά και την
παρατάνε μόλις βρουν κάτι άλλο».
«Η Ντάσα δεν θα παρατούσε ξαφνικά τη δουλειά της. Συμβαίνει να τη
γνωρίζω από μια προηγούμενη υπόθεση. Ήταν εξαιρετικά υπεύθυνη και
αφοσιωμένη στον εργοδότη της».
«Κι από μένα τι περιμένετε; Να μαντέψω τι μύγα την τσίμπησε κι
έφυγε; Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι εγώ δεν έχω ουδεμία σχέση με
ό,τι κι αν της συνέβη. Άλλωστε, για το βράδυ της 16ης Οκτωβρίου έχω
ακλόνητο άλλοθι».
Ο Αυγέρης ακουμπά στην πλάτη της καρέκλας του με ικανοποίηση.
Περιμένει να δει τι εντύπωση προκάλεσαν τα λόγια του, αλλά η Λένα
παραμένει απαθής.
«Μπορώ να μάθω το άλλοθί σας;»
«Ασφαλώς. Στις 16 Οκτωβρίου απ’ τις οκτώ έως τις δώδεκα το βράδυ
είχα στο κανάλι μου μετάδοση Live. Και όταν τέλειωσα, με επισκέφτηκε ένας
φίλος μου, ο Σωτήρης Βαλάσης. Είχαμε συμφωνήσει να τον φιλοξενήσω γιατί
την επομένη θα πηγαίναμε εκδρομή στα Μετέωρα και βόλευε να ξεκινήσουμε
απ’ το σπίτι μου με το αυτοκίνητό μου. Έμεινα στα Μετέωρα μία ολόκληρη
εβδομάδα και επέστρεψα τη μέρα που γύρισε η σύζυγός μου από
επαγγελματικό ταξίδι. Μπορείτε να ελέγξετε ό,τι σας είπα. Βρίσκετε να είχα
τον χρόνο να εξαφανίσω τον οποιοδήποτε;»
Η Λένα μειδιά. Ο τύπος τής θυμίζει τον Χάρη Κομνηνό απ’ την
υπόθεση Αβραμίδη. Μόνο που αυτός είναι πιο επικίνδυνος.
«Ενδιαφέρον το άλλοθί σας. Έχω όμως μια επισήμανση. Το ίδιο
ακριβώς άλλοθι προβάλατε και για τη μέρα που εξαφανίστηκε η Ζελίνα. Το
διάβασα στον φάκελό σας. Σας είχε πάρει κατάθεση ένας συνάδελφος».
«Το θυμάμαι. Κάνω πολύ συχνά Live μεταδόσεις. Είμαι διάσημος You
Tuber, κυρία Βεκρή. Το κανάλι μου έχει χιλιάδες συνδρομητές και αμέτρητες
προβολές. Κι επειδή ο χρόνος μου είναι περιορισμένος, έχετε να με ρωτήσετε
τίποτ’ άλλο;»
157
Η Λένα σταυρώνει τα χέρια στο κέντρο του γραφείου της. Παραμένει
για λίγο σιωπηλή σαν να αναμετρά τον συνομιλητή της.
«Έχω πράγματι μία ερώτηση, κύριε Αυγέρη. Πού έχετε θάψει τη
Ζελίνα και την Ντάσα;»
Ο Αυγέρης τινάζεται στο κάθισμά του. Παρότι το μυαλό του παίρνει
απίστευτες στροφές, δυσκολεύεται να επεξεργαστεί ό,τι άκουσε. Αυτή η
γυναίκα είναι δαίμονας. Θα την άρχιζε ευχαρίστως στις γροθιές. Βιάζεται ν’
ανασυγκροτηθεί, να κουκουλώσει το ξάφνιασμα. Ξεσπάει σε γέλια.
«Μα την πίστη μου. Δεν το ’ξερα πως εσείς οι αστυνομικοί έχετε
χιούμορ».
«Νομίζετε πως κάνω πλάκα, κύριε Αυγέρη;»
«Μην πείτε παραέξω πως κατηγορήσατε κάποιον με το δικό μου
άλλοθι, γιατί θα χάσετε τα γαλόνια σας».
«Και ποιο είναι αυτό το περίφημο άλλοθι;»
«Δεν τα ’παμε; Έκανα Live μετάδοση. Λέτε να σκότωσα αυτές τις δυο
κατά τη διάρκεια του Live;»
«Ακριβώς αυτό κάνατε. Οι συνάδελφοί μου σας απέκλεισαν από τη
λίστα των υπόπτων για την εξαφάνιση της Ζελίνας, εγώ όμως θέλησα με τη
βοήθεια ειδικών να ερευνήσω λίγο παραπάνω το άλλοθί σας. Και ιδού τι
ανακάλυψα: Υπάρχει εφαρμογή που δίνει τη δυνατότητα προσομοίωσης της
ζωντανής μετάδοσης στο You Tube με έτοιμα αρχεία. Που σημαίνει πως
κάποιος μπορεί κάλλιστα να ετοιμάσει το βίντεο μέρες πριν και να το ρυθμίσει
να αναπαράγεται στο κανάλι του, ενώ θα βρίσκεται οπουδήποτε αλλού.
Έβαλα τους ειδικούς να ψάξουν τη Live μετάδοσή σας τη μέρα εξαφάνισης
της Ζελίνας. Είχατε χρησιμοποιήσει την προσομοίωση και για να μη γίνει
αντιληπτό, δηλώσατε στους θαυμαστές σας πως δεν θα μπορούσατε ν’
απαντάτε στα σχόλιά τους λόγω κάποιου τεχνικού προβλήματος.
Στοιχηματίζω πως στην περίπτωση της Ντάσα κάνατε το ίδιο κόλπο. Έξυπνο,
δεν μπορώ να πω. Είμαι όμως πάντα καχύποπτη με τα τέλεια άλλοθι».
Ακολουθούν λίγα δευτερόλεπτα σιγής. Ο Αυγέρης έχει πετρώσει, η
αναπνοή του ίσα που ακούγεται, το βλέμμα του εκτοξεύει φωτιές. Έχει
βουβαθεί σαν να ’πιε το αμίλητο νερό. Η άλλοτε ζηλευτή του ευγλωττία τον
έχει εγκαταλείψει. Βλέπει νοερά τη Ζελίνα και την Ντάσα να σβήνουν
158
ανήμπορες στα χέρια του, τη ζώνη του τυλιγμένη σφιχτά στον λαιμό τους να
τους παίρνει ξεδιάντροπα την τελευταία πνοή, η αγαπημένη του μαύρη
δερμάτινη ζώνη που φορούσε πάντα, ακόμα και τώρα που έπρεπε να
παραδεχτεί πως ένα γύναιο τον είχε ξεσκεπάσει. Και καλά η Ζελίνα είχε
τολμήσει να τον απειλήσει πως θ’ αποκάλυπτε στη γυναίκα του την παράνομη
σχέση τους. Έπρεπε να φύγει από τη μέση προτού κάνει καμιά ανεπανόρθωτη
ζημιά. Αλλά η Ντάσα; Το μόνο που ζητούσε ήταν εξηγήσεις επειδή είδε τη
γυναίκα του ζωντανή. Ίσως έπρεπε να της πετάξει λίγο παραπάνω δούλεμα
και να τη διώξει, αλλά τον είχε εκνευρίσει με τις ερωτήσεις της. Κι όταν
εκνευρίζεται, κάθε έλεγχος του εαυτού του εξαλείφεται. Όπως τότε στο
Δημοτικό με τον παπαγάλο του γείτονα. Έκρωζε τόσο που άλλη λύση να
κατευνάσει την οργή του δεν έβρισκε πέρα απ’ το να βουτήξει το βρωμόπουλο
και να του στρίψει το λαρύγγι. Και τώρα ο λαιμός της Βεκρή τού θυμίζει
εκείνο το στριμμένο λαρύγγι.
Με μία εκτίναξη σαν αίλουρος αρπάζει τη Λένα απ’ τον λαιμό και την
γκρεμίζει απ’ την καρέκλα της. Πέφτουν κι οι δυο στο πάτωμα παρασύροντας
τους ογκώδεις φακέλους του γραφείου, το τασάκι με τ’ αποτσίγαρα κι ένα
χάρτινο κύπελο μισοτελειωμένου καφέ. Η Λένα βγάζει μια κραυγή, ο Νίκος
που φύλαγε απ’ έξω κατά τις εντολές της, ορμάει μέσα και χτυπάει τον
Αυγέρη με την κάννη του όπλου του. Η Λένα κρατά τον λαιμό της βήχοντας,
ο Νίκος γονατίζει μπροστά της, την πιάνει τρυφερά απ’ τους ώμους. Τέλειωσε
τώρα, τέλειωσε. Ακούει την καρδιά του να χτυπάει τρελά.
Αν σε σκότωνε, θα τον έλιωνα, προσθέτει από μέσα του με οργή.

159
Όλα

160
«Δεν θα κρυφτώ απόψε, φίλε μου. Όχι απόψε. Απόψε θα πω την αλήθεια μου
σε σένα που δεν σε ντρέπομαι, γιατί μου είσαι ξένος. Είμαι τρελός και παλαβός μαζί
της. Απ’ όταν την είδα, έχασα το μυαλό μου. Έξυπνη, δυναμική, αστέρι... Αλλά
μεγαλύτερη κι ανώτερή μου στο Σώμα. Ξέχασα να συστηθώ. Με λένε Νίκο Μαγκλή
και είμαι ένας άσημος υπαστυνόμος. Το μόνο σπουδαίο που έχω κατορθώσει στη ζωή
μου είναι που έγινα το δεξί της χέρι. Δε φαντάζεσαι τη χαρά μου όταν μου ζήτησε να
της μιλάω στον Ενικό, αλλά και πάλι δεν ξεθάρρεψα. Όσες φορές πήγα να της
μιλήσω για τα αισθήματά μου, η γλώσσα μου η ρημάδα δενόταν κόμπος. Δεν το ’χω
με τα γλυκόλογα. Μα σου ορκίζομαι στο ουίσκι που πίνουμε, αν με ήθελε κι αυτή, θα
την είχα βασίλισσα, κάθε επιθυμία της θα ήταν διαταγή.
»Ψάχνω τρόπους να της δείξω πως εκεί έξω υπάρχει κάποιος που τη νοιάζεται
όσο κανένας. Κάποιος που και στη φωτιά θα έπεφτε για χάρη της. Χθες ένα τσογλάνι
πήγε να τη σκοτώσει. Και μόνο στη σκέψη πως θα τα κατάφερνε, έχασα τη μισή μου
ζωή.
»Να στείλω μηνύματα; Σου είπα, στα λόγια είμαι άσχετος. Να στείλω
λουλούδια; Μακάρι να ’ξερα ποια είναι τ’ αγαπημένα της. Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτήν,
ενώ θέλω να τα μάθω όλα. Για τους γονείς της, τις προηγούμενες σχέσεις της, τις
εμπειρίες της, τα παιδικά της χρόνια, όλα, όλα... Κι είμαι στα σκοτάδια. Ίσως τελικά
της γράψω κάτι σύντομο, μια φράση έστω, γιατί δεν θα βρω ποτέ το κουράγιο να της
μιλήσω κοιτάζοντάς την κατάματα.
»Χαμογελάς... Άρα, είσαι καλός άνθρωπος. Η μάνα μου μου ’λεγε άνθρωπο
που χαμογελάει μην τον φοβάσαι. Ρε, Μάκη, πιάσε άλλα δύο, ένα για μένα κι ένα για
τον φίλο μου».
«Ξέχνα το. Έχεις παραπιεί. Πήγαινε σπίτι σου, είναι αργά».
«Αφού πληρώνω».
«Δεν πα να πληρώνεις. Το μαγαζί κλείνει. Δε θα ξημερωθούμε για χάρη σου».
«Με σκοτώνεις. Αφού το ’χω ανάγκη. Θα στα πω μια μέρα. Προς το παρόν, τα
’πα στον φίλο από δω».
Αγκαλιάζει τον άγνωστο απ’ τους ώμους. Ο μπάρμαν βάζει τα γέλια.
«Καλά, δεν το ξέρεις πως είναι κωφάλαλος; Έρχεται και τα πίνει συχνά, γιατί
η γυναίκα του τον διώχνει απ’ το σπίτι. Κωφάλαλη κι αυτή, αλλά μια χαρά
τσακώνονται στα μουγκά. Μέχρι χέρι σηκώνει πάνω του. Μου τα ’χει γράψει όλα
χαρτί και καλαμάρι. Στρίγκλα κανονική».
161
Ο Νίκος σηκώνεται παραπατώντας. Κωφάλαλος; Μια φορά ανοίχτηκε σε
κάποιον και δεν άκουσε λέξη; Αν δεν είχε τάση εμετού, θα γελούσε με την καρδιά του
σαν τον Μάκη. Λέει μια καληνύχτα και πάει προς την πόρτα. Όλα γυρίζουν. Ευτυχώς
έχει παρκάρει τη μηχανή του ακριβώς απ’ έξω. Αλλά δεν μπορεί να οδηγήσει. Ξέρει
πως αν γκαζώσει και χυθεί στην άσφαλτο έτσι όπως είναι, τον περιμένει ο θάνατος.
Όχι πως τον φοβάται, ποτέ δεν τον φοβόταν, μα η ιδέα πως δεν θα την ξαναδεί τον
παραλύει. Θα περάσει τη νύχτα στο πεζοδρόμιο πλάι στη μηχανή του. Έτσι κι αλλιώς
το σπίτι του έχει στενέψει απότομα απ’ όταν τη γνωρισε και δεν τον χωράει. Ούτε το
Τμήμα τον χωράει πια.
Αποκοιμιέται με προσκέφαλο την μπροστινή ρόδα της μηχανής.

162
Φίδια

163
Το μωρό σκούζει στο παιδικό δωμάτιο, η Λόρια σκεπάζει τ’ αυτιά της. Ο
Περικλής μπαίνει στο σαλόνι απορημένος. «Δεν τ’ ακούς;» Δεν του απαντά, μόνο
σηκώνεται μηχανικά ξεκουμπώνοντας το φόρεμα στο ντεκολτέ, πάει στο δωμάτιο της
μικρής. Την πιάνει προσεκτικά, το ’να της χέρι κάτω απ’ τον αυχένα της, ακουμπά το
στοματάκι της στο γυμνό της στήθος. Το μωρό θηλάζει και ηρεμεί, η Λόρια ταξιδεύει
σε σκέψεις. Στροβιλίζονται μπερδεμένες ψάχνοντας να μπουν σε σειρά,
στριμώχνονται στο κεφάλι της μπουλούκια.
Το μωρό αποκοιμιέται, το βάζει στην κούνια απαλά. Νυχοπατώντας βγαίνει
απ’ το δωμάτιο. Πιάνει το βιβλίο της.

Βράδυ στο σαλόνι της Κ. Η Κ. σιδερώνει και ο άντρας της ο Γιάννης βλέπει τηλεόραση.
Η γιαγιά διαβάζει. Έξω βρέχει. Οι βρόχινες στάλες κροταλίζουν στο τζάμι. Κάπου
κάπου, ακούγεται μπουμπουνητό. «Δεν έχω μάτια πια», μουρμουράει η γιαγιά. «Και τα
γράμματα ψείρες, πού να τα βγάλω πέρα; Και στο ’πα, πήγαινέ με σ’ άλλο γιατρό να
μου γράψει νέα συνταγή για γυαλιά. Ο προηγούμενος δεν ήξερε τι του γινότανε. Ακόμα
να με πας. Όλο δουλειές μού λες πως έχεις. Άλλες κάνουνε τα τριπλά από σένα και
προλαβαίνουν». Η Κ. την ακούει σιωπηλά. Αυτή η μανία της πεθεράς της να την
κατηγορεί συνεχώς, την εξοργίζει. Αλλά έχει βαρεθεί τους καυγάδες και επιλέγει τη
βουβαμάρα. Σφίγγει τα χείλια και βαστιέται μην απαντήσει και ξεσπάσει μπόρα. Ο γιος
της ο Άγης μπαίνει στάζοντας νερά από παντού. Πετάει το μπουφάν του στον καναπέ
διαολοστέλνοντας τη βροχή, ο Γιάννης τού λέει να μιλάει καλύτερα. «Μάνα, τι έχει για
φαΐ;» Η αιώνια προσφώνηση του Άγη, την πειράζει να τη λέει μάνα. «Σου ’χω ζητήσει
να με λες μαμά. Ακούγεται κομψότερα...» Ο Άγης τονίζει πως οι ρομαντισμοί τού
λείπανε, να τον ακούσει κι ο κολλητός του και να τον φωνάζει μαμάκια. Η γιαγιά
γκρινιάζει. «Μιλάτε πιο δυνατά, δεν σας ακούω. Αλλά έτσι είναι. Πού σεβασμός στα
γηρατειά τη σήμερον ημέρα! Στην εποχή μου τα παιδιά σηκωνόντουσαν να κάτσουν οι
ηλικιωμένοι. Τώρα; Αδιαφορία, γαϊδουριά!» Ο Άγης την πληροφορεί πως ρωτά τη μάνα
του τι θα φάνε. Για να τον ακούσει κάνει τα χέρια του χωνί. Η γιαγιά ειρωνεύεται.
«Φαΐ; Μη φοβάσαι! Δεν έχετε ανάγκη εσείς, στα πούπουλα μεγαλώσατε. Δε γνωρίσατε
σκλαβιά και Κατοχή. Ν’ ακους τον Γερμαναρά με την μπότα απ’ έξω και να σου κόβεται
η χολή. Και πείνα. Όχι σαν τώρα που τα ’χετε όλα στο πιάτο. Εγώ έχω δει παιδιά στην
ηλικία σου πεθαμένα στα πεζοδρόμια». Η Κ. λέει πως φτιάχνει μανιταρόσουπα, ο Άγης
δηλώνει πως πάει στο γειτονικό σουβλατζίδικο για γύρο καθότι δεν τρώει νεροζούμια.
164
Ο Γιάννης την επιπλήττει για την ανατροφή του παιδιού. «Το ξέρεις πως τις προάλλες
τον έπιασα να σε μουντζώνει πίσω απ’ την πλάτη σου;» Η Κ. δεν απαντά. Συνεχίζει να
σιδερώνει πιέζοντας το σίδερο νευρικά πάνω στα ρούχα. Η κόρη της η Παρασκευή
μπαίνει στο σαλόνι αγουροξυπνημένη. Την επομένη δεν θα πάει σχολείο, την απέβαλαν
όταν την τσάκωσαν να καπνίζει στις τουαλέτες. Τσιμπάει λίγο ψωμί απ’ την κουζίνα κι
επιστρέφει στο δωμάτιο να συνεχίσει τον ύπνο. Ο Γιάννης τα βάζει με την Κ. «Με
τέτοια πρότυπα που ’χει το παιδί, τι να σου κάνει; Σ’ έχω δει ν’ ανάβεις τσιγάρο στα
μουλωχτά». Η γιαγιά δεν είναι σίγουρη πως άκουσε καλά, αλλά έπιασε τη λέξη
πρότυπα. «Όταν μιλάω εγώ, με λέτε οπισθοδρομικιά. Εμείς στους γονιούς μας
μιλούσαμε στον πληθυντικό. Σήμερα, ούτε σέβας, ούτε τρόποι, ούτε τίποτα». Νιώθει
κουρασμένη, ίσως φτάνει γι’ απόψε, είπε αρκετά. Και που τα λέει μήπως την ακούνε;
Ζητάει απ’ την Κ. να τη συνοδεύσει στην κάμαρά της. «Πέρασε η ώρα, δεν έχεις το νου
σου κι εσύ. Το φάρμακό μου μην ξεχάσεις. Και το γιαούρτι μου. Θυμάμαι εγώ γιατί αν
περίμενα από σένα...» Ο Γιάννης κλείνει την τηλεόραση. Η βροχή δυναμώνει. Η Κ.
περιμένει ανυπόμονα να πέσουν όλοι για ύπνο.

Ο ήχος του τηλεφώνου την κάνει να τιναχτεί, είναι ο Μιχάλης, επιπόλαιη


γνωριμία του τελευταίου μήνα. «Αύριο στις έντεκα σε περιμένω στην Απόλαυση».
Κατεβάζει το ακουστικό νευριασμένα. Χίλιες φορές τού ’χει πει να βρει κανένα
απόμερο καφέ, εκείνος τον χαβά του. Διαλέγει τις πιο πολυσύχναστες καφετέριες της
περιοχής, λες και το κάνει επίτηδες. Άσ’ τον ν’ αγωνιά αν θα πάει στο αυριανό
ραντεβού, λίγο τη νοιάζει. Μετά από λίγο, αποκοιμιέται. Ο Περικλής την παίρνει
αγκαλιά και την ξαπλώνει στο κρεβάτι. Το βλέμμα του έχει πέσει στο βιβλίο που είναι
αφημένο στον καναπέ, ανοιχτό στη σελίδα 23. Διαβάζει ένα απόσπασμα απ’ την
ιστορία της Κ. Γυρνά στο δωμάτιο, κοιτάζει τη γυναίκα του κάμποση ώρα
προβληματισμένος. Την επομένη φεύγει για τη δουλειά χαράματα. Τα χαρακτηριστικά
του σφιγμένα.
Η Λόρια ξυπνά απότομα απ’ το κλάμα του μωρού. Είναι επτά. Το αλλάζει και
το ταΐζει. Με το βρέφος στον κόρφο σπεύδει στο βιβλίο της. Ο Μιχάλης τηλεφωνεί
ξανά, πιέζει για επιβεβαίωση του ραντεβού. Η Λόρια ψάχνει δικαιολογία.
«Άσ’ το γι’ άλλη φορά καλύτερα, σήμερα δεν είμαι πολύ καλά».
«Τι συμβαίνει; Με αποφεύγεις;»

165
Την εκνευρίζει η επιμονή του, δεν θυμάται να τού ’πε ποτέ πως έχει
αισθήματα γι’ αυτόν. Μια απόδραση χρειαζόταν και την πήρε.
«Λόρια, τι τρέχει;»
Επιθετικός, πρέπει να του κόψει τον αέρα.
«Τίποτα δεν τρέχει, απλώς έχω ημικρανία και δεν είμαι για εξόδους. Άλλωστε,
δεν έχω πού ν’ αφήσω το μωρό».
«Φέρ’ το μαζί σου!»
Τι λέει ο χριστιανός;
«Σίγουρα αστειεύεσαι!»
«Μα όχι, δεν έχω πρόβλημα. Θα κοιμάται στο καροτσάκι ήσυχα ήσυχα κι
εμείς...»
Του το κλείνει και το βγάζει απ’ την πρίζα.

Η Κ. σηκώνεται. Της φαίνεται πως ακούει θόρυβο στο δωμάτιο της γιαγιάς. Μπαίνει
και τη βλέπει καθιστή στο κρεβάτι. «Μου ’πεσε ο Καζαμίας», της λέει. Η Κ. σηκώνει το
περιοδικό και βοηθά τη γιαγιά να ξαπλώσει. Την ώρα που τη σκεπάζει, η γιαγιά λέει τη
δική της καληνύχτα. «Ήθελα να ’ξερα, συμβόλαιο με τον Θεό κάνατε και γλιτώσατε την
Κατοχή; Κάντε και κανένα σταυρό εσείς οι προνομιούχοι».

Το μωρό κλαίει. Η Λόρια το πάει στην κούνια. Το αφήνει εκεί και κλείνει την
πόρτα. Τα ουρλιαχτά του διαπερνούν τους τοίχους. Αδιαφορεί. Παίρνει απ’ το
κομοδίνο δυο ωτασπίδες, τις χώνει στ’ αυτιά της. Το κλάμα ακούγεται τώρα πνιχτά,
σαν απόηχος κραυγών.

Η Κ. αφουγκράζεται. Στην απέναντι πολυκατοικία νοίκιασε πρόσφατα διαμέρισμα ένας


μουσικός. Απόψε παίζει στο πιάνο ένα νυχτερινό του Σοπέν. Στην παλιά της γειτονιά
υπήρχε ωδείο. Στεκόταν κάτω απ’ τα παράθυρα ν’ ακούσει ό,τι καιρό κι αν έκανε,
ακόμα και με βροχή. Μια εικόνα μακρινή… Εκείνη, στην ηλικία των παιδιών της, να
ξεροσταλιάζει ζητιανεύοντας ήχους. Αλλά και τα βράδια στο σπίτι άκουγε κλασική.
Είχαν ένα ραδιόφωνο, σαραβαλάκι, αλλά έκανε τη δουλειά του. Μια μέρα, γυρνώντας
απ’ το σχολείο, δεν το βρήκε στη θέση του. Η μητέρα της το ’χε δώσει στον παλιατζή.
Είχε φάει, είπε, τα ψωμιά του. Κι όμως έπαιζε ακόμα, έπιανε Τρίτο Πρόγραμμα.
«Έπαιζε ακόμα, μαμά…»
166
Σηκώνει τα μάτια και βλέπει τον Περικλή. Βγάζει τις ωτασπίδες με μια κίνηση
ενοχική. Το μωρό ακούγεται βραχνιασμένο. Πάει να ρωτήσει, πώς τόσο νωρίς; Την
προλαβαίνει εκείνος. «Τι φοβάσαι, Λόρια;» Το μυαλό της τρέχει στο μνημειακό
σύμπλεγμα του Λαοκόοντα, μια καρτ ποστάλ που κοίταζε συνέχεια τον τελευταίο
καιρό. Είχε αποκτήσει εμμονή με τα φίδια που πνίγουν αυτόν και τους γιους του. Οι
γυμνές αντρικές μορφές με τους χιτώνες άτακτα ριγμένους στο πλάι, η αποτύπωση
της οδύνης στην όψη, η ανημπόρια μπροστά στα ερπετά που είχαν σταλεί απ’ τους
θεούς για να σκοτώσουν, όλος αυτός ο κραυγαλέος σπαραγμός την έκανε να βλέπει
τον εαυτό της μέσα στο σύμπλεγμα να συμμετέχει, να αγωνιά, να παλεύει και τελικά
να υποτάσσεται στη ματαιότητα της αντίστασης. Ο Μιχάλης ήταν μια λύση
προσωρινή, ένας δρόμος ν’ αποφύγει τον δικό της πνιγμό. Τον αγαπάει τον άντρα της.
Αλλά φοβάται απ’ τη στιγμή που τον παντρεύτηκε. Το μωρό συνεχίζει να κλαίει
γοερά, τα πνευμόνια του κοντεύουν να εκραγούν.
«Τι φοβάσαι, Λόρια;»
«Τα φίδια...»

***

Διπλώνει την εφημερίδα μ’ ένα ακατάσχετο τρέμουλο στα χέρια. Η όψη της
είναι πελιδνή. Η Έρση την κοιτάζει ανήσυχα.
«Θεία μου, δε νιώθεις καλά; Να φωνάξω τη νοσοκόμα;»
«Είναι κάτι που δεν ξέρεις».
«Τι πράγμα;»
Κομπιάζει. Το κούτελό της τέμνει μια βαθιά χαρακιά οδύνης.
«Πριν υιοθετήσω εσένα και τον αδελφό σου, ήμουνα παντρεμένη με παιδί».
«Τι;»
«Αυτό που άκουσες. Δεν άντεξα τη ζωή της νοικοκυράς και τους εγκατέλειψα.
Ήμουνα κοπελίτσα τότε, είκοσι χρονών. Δυο χρόνια μετά, οι γονείς σας σκοτώθηκαν
και το ’δα σαν εξιλέωση να σας φροντίσω. Αν δεν το ’κανα, θα σας έβαζαν σε ίδρυμα.
Εσύ ήσουνα πέντε κι ο Ορέστης τεσσάρων. Μέχρι τότε δεν είχατε μνήμες ούτε σας
μίλησα για την προηγούμενη ζωή μου. Έτσι, δεν το μάθατε ποτέ».
«Δεν είναι δυνατόν...»
«Κι όμως...»
167
Η Έρση μουδιάζει ολόκληρη. Οι αποκαλύψεις των τελευταίων ημερών
μοιάζουν με χιονοστιβάδα έτοιμη να σαρώσει ό,τι βρει στο διάβα της. Πρώτα το
ξεσκέπασμα του Στάθη, τώρα η αιφνίδια εξομολόγηση της θείας της, που μια ζωή
νόμιζε πως ήταν μια στρυφνή γεροντοκόρη και ξαφνικά έπρεπε να τη φανταστεί
σύζυγο και μητέρα. Όση φαντασία κι αν διέθετε, δυσκολευόταν πολύ να πλάσει την
εικόνα αυτής της γυναικας να θηλάζει μωρό.
«Και... πού είναι τώρα οι δικοί σου;»
«Ο πρώην σύζυγος δεν ζει. Πήγα κάποτε και του μίλησα. Μου απαγόρεψε να
τους ενοχλήσω. Είχε αποκτήσει την πλήρη κηδεμονία του παιδιού. Αργότερα, όταν
μεγάλωσε η κόρη μου, την πλησίασα. Δεν ήθελε καμία σχέση. Δεν την αδικώ».
Η Έρση κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Τραβάει μαλακά την εφημερίδα
απ’ τα χέρια της θείας της.
«Και τώρα γιατί έχεις βουρκώσει; Δεν σ’ έχω ξαναδεί να κλαις».
«Διάβασα στην εφημερίδα για τη Ζελίνα Παπαγιαννοπούλου...»
«Την ηθοποιό που βρέθηκε νεκρή;»
«Αυτή...»
Ένα δάκρυ δραπετεύει και της λεκιάζει το μάγουλο. Το αφήνει να κυλήσει.
Δεν θέλει να το σκουπίσει. Η Έρση ακουμπά απαλά το αριστερό χέρι της θείας της.
Είναι κρύο.
«Τι συμβαίνει, θεία μου;»
«Η Ζελίνα ήταν το μωρό μου».
Η εφημερίδα γλιστρά στο πάτωμα. Ένα αεράκι που μπαίνει απ’ το παράθυρο
ξεφυλλίζει τα φύλλα της. Η κοπέλα χαμογελά μέσα απ’ τη φωτογραφία της, κάποια
χρονική στιγμή που τίποτα δεν προμήνυε το κακό που θα χτυπούσε. Οι δυο γυναίκες
κοιτάζουν ασάλευτες η μία την άλλη. Οι ματιές τους διασταυρώνονται με ένταση.
Σαν να ξηλώθηκε η γλώσσα και να ’πρεπε να μιλήσουν μονάχα αυτές.

168
Bitter Moon

169
Ο Πέτρος παρατηρεί τη Δήμητρα που είναι μισοξαπλωμένη στον καναπέ. Το
χέρι της χώνεται ακόρεστα μες στο σακούλι με τα πατατάκια. Όλο το σπίτι του
μυρίζει σνακ και ρίγανη, ακόμα και στα σεντόνια του βρίσκει τρίμματα από τσιπς.
Από τότε που μένουν μαζί, η Δήμητρα δεν μπαίνει πλέον στον κόπο να διατηρήσει τη
γοητεία της. Χασμουριέται χωρίς να βάζει το χέρι μπροστά στο στόμα, τρώει
λαίμαργα, πασαλείβεται με σάλτσες, ρουφάει με θόρυβο τον καφέ της, μέχρι και
ρεύεται ανενδοίαστα. Ο Πέτρος την κοιτά αηδιασμένος. Είναι φορές που τού ’ρχεται
να χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο ή να πηδήξει απ’ το μπαλκόνι. Πώς την πάτησε
έτσι; Όσο ζούσε με τη Μαντώ ήταν άρχοντας, τα είχε όλα έτοιμα, νοικοκυρεμένα. Με
τη Δήμητρα πήγε για την πλάκα, για να ξεδώσει με μια άλλη γυναίκα. Ποτέ δεν
φαντάστηκε πως η ζωή του θα έπαιρνε τέτοια τροπή. Μετά τα ευτράπελα στο
τροχόσπιτο της Κλαίρης, η Μαντώ έκανε αίτηση διαζυγίου και η Δήμητρα τού
ανακοίνωσε πως είναι έγκυος.
Τον έπιασε τρέλα. Τόσα χρόνια παντρεμένος δεν είχε κάτσει εγκυμοσύνη, η
Μαντώ το ’χε καημό, κι η αδελφή της έπιασε παιδί με τόση ευκολία; Η κακοτυχία
στη διαπασών. Να ήταν τουλάχιστον νοικοκυρά, θα τον παρηγορούσε κάπως. Αυτή
περιφερόταν απ’ το κρεβάτι στον καναπέ μασουλώντας σνακ και χαζολογώντας μια
στο κινητό και μια στην τηλεόραση. Τα ρούχα της πεταμένα από δω κι από κει, τα
καλλυντικά της σκορπισμένα στο μπάνιο, τα πιάτα στην κουζίνα στοίβες.
Είδε κι απόειδε ο Πέτρος κι άρχισε να κάνει δουλειές αυτός, που κάποτε δεν
σήκωνε ούτε ένα ποτήρι να το πάει στον νεροχύτη. Έβαζε πλυντήριο, άπλωνε τα
ρούχα, σκούπιζε και πέταγε τα σκουπίδια. Επιπλέον, μάζευε και τα παπούτσια της
Δήμητρας απ’ το σαλόνι, καθώς κινδύνευε να σκοντάψει πάνω τους και να
γκρεμοτσακιστεί. Από μαγειρική ήταν κι οι δύο άσχετοι, οπότε το ντελίβερι είχε γίνει
πάγια τακτική. Θα ’θελε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, να ξυπνήσει και να δει πλάι του
τη Μαντώ, να ξαναφάει φαγητό απ’ τα χέρια της, να φορέσει τα καλοσιδερωμένα του
πουκάμισα, να μυρίσει το άρωμα λεβάντα που ψέκαζε η πρώην γυναίκα του
καθημερινά στο σαλόνι. Ήταν μεγάλη γενναιοδωρία εκ μέρους της να του
παραχωρήσει το σπίτι και να μετακομίσει αλλού, αλλά δεν της το συγχωρούσε που
τον χώρισε. Ήταν πάντοτε τόσο ανεκτική και καλόβολη, υποχωρούσε σε όλα.
Κάποιος της φούσκωσε τα μυαλά με φεμινιστικές αηδίες. Σίγουρα αυτή η μπατσίνα, η
Λένα Βεκρή, πανάθεμά τη!

170
Πονηρή η τσουλίτσα τελικά, τον τύλιξε για τα καλά με το μωρό που ερχόταν.
Η μόνη του ελπίδα ήταν να μην είναι δικό του, αλλά η Δήμητρα έδειξε μεγάλη
προθυμία για εξέταση DNA. Συν τοις άλλοις, του δήλωσε πως αν δεν το αναγνώριζε,
θα τον κυνηγούσε με δικηγόρους. Παγιδεύτηκε σαν αγρίμι στο κλουβί χωρίς να
βλέπει από πουθενά πόρτα εξόδου. Έπρεπε να μείνει με τη Μαντώ, τι τα ’θελε τα
τσιλιμπουρδίσματα; Ας πήγαινε σε οίκους ανοχής. Οι κοπέλες εκεί είναι ξεκάθαρες,
δεν στήνουν παγίδες. Προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, πληρώνονται και τέλος. Παρά
τον εγωισμό του, οφείλει να παραδεχτεί πως τα ’κανε μούσκεμα και κατήντησε να
υπηρετεί μια κακομαθημένη που τού ’χε βάλει τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι. Ακόμα
δεν μπορεί να καταλάβει πώς έγινε. Τον διαβεβαίωνε πως έπαιρνε αντισυλληπτικά, ο
γυναικολόγος της όμως τον ενημέρωσε πως δεν έχουν εκατό τα εκατό επιτυχία.
Άχρηστα σκευάσματα. Μήπως είναι και σίγουρο πως τα ’παιρνε η Δήμητρα; Αν τα ’χε
σταματήσει και τον δούλευε κανονικά; Η πιθανότητα να τον έχει κοροϊδέψει τόσο τον
έβγαζε εκτός εαυτού. Αλλά πώς να το αποδείξει;
Κείνο το βράδυ βρήκε αυτό που έψαχνε: τον τρόπο να την ξεφορτωθεί. Η
Δήμητρα, φορώντας ένα προκλητικο νεγκλιζέ, ήταν αραχτή ως συνήθως και
παρακολουθούσε απορροφημένη μια παλιά ταινία του Πολάνσκι, Τα μαύρα φεγγάρια
του έρωτα8. Ο Πέτρος θυμάται καλά την ταινία, την είχε δει στο σινεμά όταν ήταν
φοιτητής. Δεν ξέχασε ποτέ τη σκηνή που ο πρωταγωνιστής Peter Koyote (Πέτρος κι
αυτός, τι σύμπτωση!) στην προσπάθειά του να ξεφορτωθεί τη γυναίκα που θεωρούσε
πως του ’χε γίνει τσιμπούρι, την έχωσε σ’ ένα αεροπλάνο με το πρόσχημα ενός
ρομαντικού ταξιδιού και κατέβηκε αφήνοντάς την να φύγει μόνη. Δεν ξέρει γιατί τον
είχε γοητεύσει τόσο αυτή η ταινία, αυτό το κρεσέντο πάθους που έμοιαζε μ’ ένα είδος
ποιητικής πορνογραφίας. Ίσως επειδή ήθελε ενδόμυχα να ζήσει μια σχέση ακραίου
ερωτισμού. Δεν το κατόρθωσε ποτέ. Ούτε με τη Μαντώ -που παραήταν ήρεμη και
συντηρητική για ακρότητες- ούτε με τις εφήμερες περιπέτειες κατά τη διάρκεια του
γάμου του ούτε με τη Δήμητρα, παρότι δεν είχε τον συντηρητισμό της αδελφής της
και στον έρωτα ήταν αρκετά αντισυμβατική. Αυτό όμως δεν ήταν το ζητούμενο στην
παρούσα φάση της ζωής του. Το ζητούμενο ήταν ν’ απαλλαγεί απ’ το εμπόδιο. Και
μια σκηνή απ’ αυτή την ταινία της υπέρτατης ερωτικής παραφροσύνης τού πρόσφερε
ξαφνικά τη λύση.

8
Πρόκειται για την ταινία του Ρομάν Πολάνσκι Bitter Moon, 1992.

171
Μέσα σε λίγα λεπτά έχει καταστρώσει ένα πλήρες σχέδιο. Αύριο θα το ’παιζε
ιππότης, θ’ αγόραζε δύο εισιτήρια για κάποιο εξωτικό νησί, θα της γέμιζε το μυαλό με
διάφορα ερωτικά σκουπίδια του τύπου τώρα κατάλαβα πόσο σ’ αγαπώ, μωρό μου, θα
την έβαζε στο αεροπλάνο και θα κατέβαινε με κάποιο πρόσχημα. Η Δήμητρα θα
πήγαινε μόνη όπου θα την ξαπόστελνε. Αν επέστρεφε τις επόμενες μέρες, δεν θα τον
έβρισκε πουθενά. Είχε κάτι οικονομίες που θα τον βοηθούσαν να μετακομίσει στο
εξωτερικό. Στην Αυστραλία έναν καλός του φίλος τον έχει προσκαλέσει πολλές
φορές. Θα έκανε εκεί μια νέα αρχή χωρίς βάρη και υποχρεώσεις.
Κάθεται σε μια πολυθρόνα ν’ απολαύσει τη σκηνή. Εκείνος στο αεροδρόμιο
να βλέπει την πτήση απ’ τη τζαμαρία του αεροδρομίου κι εκείνη απ’ το αεροπλάνο,
χλομή και ισοπεδωμένη, να κοιτάζει το φεγγάρι κλαίγοντας. Η πρωταγωνίστρια
σταδιακά μετασχηματίζεται, παίρνει τα κατσαρά μαλλιά της Δήμητρας, τα μάτια της
που είναι κάπως σχιστά, το μακρόστενο πρόσωπό της.
Είναι η πρώτη φορά που ο Πέτρος χαμογελάει μετά από καιρό. Ούτε που
φαντάζεται πως σ’ ένα μήνα που θα βολτάρει ανέμελα στη Smith Street, τον
ωραιότερο δρόμο της Μελβούρνης, έχοντας βγει απ’ το κοκτέιλ μπαρ Above Board,
κάποια φιγούρα χωμένη σ’ ένα χοντρό μπουφάν με κουκούλα θα τον πάρει από πίσω.
Μια γυναικεία φιγούρα που μόλις προσγειώθηκε στο νησί που την ξαπόστειλε, άρχισε
να αιμορραγεί απ’ το σοκ και είδε στο νοσοκομείο να παίρνουν από μέσα της το παιδί
της σε κομμάτια. Μια γυναίκα που ορκίστηκε εκδίκηση και πλήρωσε ντετέκτιβ για να
τον εντοπίσει. Που δεν θα δίσταζε να φτάσει και στην άλλη άκρη του κόσμου για να
τον δει να πληρώνει. Που θα ’σφιγγε στην τσέπη της το όργανο που θα της χάριζε τη
λύτρωση.
Ένα στιλέτο.

172
Βρείτε την

173
Η Λένα κρατάει στα χέρια της το απρόσμενο ερωτικό σημείωμα που γράφει
όλες κι όλες τέσσερις λέξεις. Έχει λύσει δύσκολους γρίφους όσα χρόνια είναι στο
Σώμα, αλλά αυτό το ραβασάκι είναι μεγάλο αίνιγμα. Δεν φανταζόταν πως μπορούσε
ακόμα να ξυπνήσει ερωτικά πάθη. Κάποιος μου γράφει “Είμαι τρελός για σένα”
Ποιος;
Έχει περάσει όλη τη νύχτα σπάζοντας το κεφάλι της να μαντέψει τον άγνωστο
αποστολέα. Το χαρτί βρέθηκε στο ταχυδρομικό της κουτί διπλωμένο χωρίς φάκελο.
Άρα, είναι κάποιος που ξέρει τη διεύθυνσή της. Σιγά την ανακάλυψη. Όλοι οι
συνάδελφοι την ξέρουν.
Πίνει μια γερή γουλιά καφέ απ’ την κούπα της και προσπαθεί να επικεντρωθεί
στη γυναίκα που κάθεται απέναντί της με τον αέρα της ντίβας. Αυτή η γυναίκα μπήκε
στο σπίτι της σαν σίφουνας. Όλα πάνω της επιβάλλουν ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά
μαζί της. Θα πρέπει ν’ αναβάλει τη λύση του μυστηριώδους σημειώματος για
αργότερα. Ούτως ή άλλως δεν το βλέπει να βγάζει γρήγορα άκρη.
«Πώς είπατε πως λέγεστε;»
«Άννα Ρονσάρ».
Η Άννα στραβομουτσουνιάζει. Στη Γαλλία είχε συνηθίσει να της κάνουν
υποκλίσεις. Την Ελληνογαλλίδα Άννα Ρονσάρ, δημοσιογράφο και συγγραφέα
αστυνομικών έργων, παρά το νεαρόν της ηλικίας της, γνώριζαν και οι πέτρες. Τα
βιβλία της ήταν ανάρπαστα και δεν υπήρχε ένα που να μην είχε γίνει μπεστ σέλερ.
Εδώ στην Ελλάδα όμως δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή απ’ ό,τι φαίνεται. Παρατηρεί την
Αστυνόμο που ξέρει πως είναι αυθεντία στην εξιχνίαση δολοφονιών. Δεν της κάνει
ιδιαίτερη εντύπωση. Την περίμενε κάπως αλλιώς, με σώμα μυώδες και γυμνασμένο.
Αυτή είναι μια συνηθισμένη γυναίκα, μάλλον κοντή, με κοντοκουρεμένα μαλλιά και
λεπτά μακριά δάχτυλα σαν του πιανίστα.
«Ήταν μεγάλη ανάγκη να σας συναντήσω, κυρία Βεκρή».
«Μου το είπατε στο τηλέφωνο, αλλά ακόμα δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς
θέλετε από μένα».
«Κατ’ αρχάς, σας θαυμάζω. Έχω μάθει για όλες σας τις επιτυχίες. Προσωπικά
εντυπωσιάζομαι από τα επιστημονικά επιτεύγματα και τα κατορθώματα των
ντετέκτιβς. Είμαι μανιώδης αναγνώστρια αστυνομικής λογοτεχνίας. Τρελαίνομαι να
διαβάζω για μυστήρια, γρίφους και ανατροπές. Ιδίως στην ανατροπή δίνω μεγάλη

174
σημασία. Αν το βιβλίο δεν έχει plot twist9, δεν μου λέει τίποτα. Επίσης, αν μαντέψω
το τέλος, απογοητεύομαι, γιατί χάνω την ηδονή του απροσδόκητου που χαρίζει η
έκπληξη».
Η Λένα κοιτάζει ερευνητικά τη νεαρή γυναίκα. Την κάνει γύρω στα είκοσι
πέντε με είκοσι εφτά. Ντυμένη στην πένα, με ακριβό ταγέρ και τακούνια, όλα μάρκες.
Τα ολόισια μαλλιά της γυαλίζουν απ’ τη λακ.
«Σπουδαία επιτυχία σας η υπόθεση Αβραμίδη, αλλά το παιχνίδι που στήσατε
με τη Μαντώ με εξέπληξε. Θ’ αναρωτιέστε βέβαια πώς το ξέρω, αφού δεν
δημοσιοποιήθηκε. Για μια πενταετία αλληλογραφούσα με τη Μαντώ, για να μην
ξεχάσω τα ελληνικά μου. Μεγάλωσα, βλέπετε, στη Γαλλία. Είχε ανταποκριθεί σε μια
αγγελία μου στο διαδίκτυο όπου αναζητούσα Ελληνίδα για αλληλογραφία. Από κείνη
έμαθα για σας».
«Και τα ελληνικά σας είναι καλύτερα κι απ’ τα δικά μου».
Η Άννα κοκκινίζει.
«Είδα κι έπαθα να τα βελτιώσω. Είχα αρχίσει να κάνω γραμματικά λάθη, να
ξεχνάω λέξεις…»
«Να υποθέσω πως η επικοινωνία μαζί σας την όπλισε με το θάρρος να
παγιδεύσει τον άντρα της;»
«Η αλήθεια είναι πως πράγματι βοήθησα σ’ αυτό. Μέσα από αμέτρητες
συζητήσεις την οδήγησα στη διαπίστωση πως έπρεπε να σηκώσει κεφάλι. Αν ο
άντρας της διάβαζε αυτά που της έγραφα, θα γινόταν έξαλλος. Ευτυχώς η Μαντώ είχε
προνοήσει να μιλάμε μέσω ενός δεύτερου μέιλ που είχε φτιάξει, γιατί το πρώτο το
έλεγχε αυτός».
«Και γιατί δεν επιδιώξατε ν’ αλληλογραφείτε με μια συνομήλικη;»
«Δεν έχω τέτοια κολλήματα. Έχω φίλες όλων των ηλικιών. Στην προκειμένη
περίπτωση, μ’ ενδιέφερε μόνο να εξασκήσω τα ελληνικά μου».
«Αναρωτιέμαι…»
«Τι πράγμα;»
«Πώς και δεν βάλατε μέσο τη Μαντώ για να με συναντήσετε. Ο βοηθός μου ο
Νίκος μού είπε ότι πήρατε τηλέφωνο πολλές φορές, πιέσατε, βρήκατε μέχρι και το
μέιλ μου και μου στείλατε μήνυμα για μία προσωπική συνάντηση…»

9
Ανατροπή.

175
«Δεν συνηθίζω να βάζω μέσο κανέναν όταν θέλω να πετύχω κάτι. Το
κατορθώνω με το σπαθί μου».
«Μάλιστα. Και τελικά θέλατε να με δείτε για…»
«Θα σας πω αμέσως».
Χώνει το χέρι στην επαγγελματική της τσάντα, βγάζει έναν χοντρό πράσινο
φάκελο.
«Είμαι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Εδώ είναι γραμμένη η
τελευταία μου ιστορία, η οποία είναι αληθινή και συνέβη είκοσι χρόνια πριν. Είναι
γραμμένη σε δύο γλώσσες: ελληνικά και γαλλικά. Για να τη γράψω χρησιμοποίησα
πληροφορίες που μου στάλθηκαν ανώνυμα με το ταχυδρομείο. Πρόκειται για μια
ιστορία θα έλεγα… τρόμου».
«Τρόμου;»
«Ακριβώς. Δυο γυναίκες που βιώνουν η καθεμιά τον δικό της εφιάλτη.
Υποθέτω πως τα στοιχεία μού τα έστειλε η μία απ’ τις δύο».
Η Λένα Βεκρή ξεφυλλίζει το κείμενο.
«Κυρία Ρονσάρ, γνωρίζετε την ιδιότητά μου. Εμπλέκεστε σε κάποια
ανθρωποκτονία;»
«Όχι. Αλλά εμπλέκομαι έμμεσα σε μια ιστορία που έχει αίμα και δάκρυα.
Ακούστε. Αυτό που θέλω από σας είναι να διαβάσετε προσεκτικά την ιστορία. Σε
πρώτη φάση».
«Μάλιστα. Και σε δεύτερη φάση;»
«Διαβάστε πρώτα την ιστορία. Πάνω πάνω είναι γραμμένο το κινητό μου. Θα
περιμένω να με πάρετε όταν το τελειώσετε».
«Έχετε πείσμα, ε; Κι αυτό το λευκό χαρτί τι είναι;»
Η Άννα χαμογελάει.
«Χαίρομαι που το παρατηρήσατε. Όλοι λένε πόσο παρατηρητική είστε. Το
χαρτί αυτό είναι γραμμένο με συμπαθητική μελάνη. Για να το διαβάσετε…»
«Ξέρω πώς διαβάζουμε χαρτί με συμπαθητική μελάνη. Εσείς το γράψατε;»
«Όχι. Το έλαβα μαζί με τις υπόλοιπες πληροφορίες της ιστορίας. Ο
αποστολέας με ενημέρωνε σχετικά με το χαρτί».
«Ενδιαφέρον…»
«Επιτέλους, σας ξύπνησα το ενδιαφέρον. Τι λέτε; Θα με βοηθήσετε;»
«Γιατί διαλέξατε εμένα; Μόνο επειδή σας το είπε η Μαντώ;»
176
«Η Μαντώ ήταν η αφορμή για να ψάξω για σας. Είστε αυθεντία στο είδος
σας. Όπως κι εγώ στο δικό μου».
«Βλέπω πως δεν είστε και πολύ μετριόφρων».
«Οι μετριοφροσύνες είναι πολυτέλεια περιττή και χάσιμο χρόνου. Έχω μάθει
να λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Η αστυνομία συνήθως αποδεικνύεται
κατώτερη των περιστάσεων, ενώ εσείς κάνετε τη διαφορά».
«Έχω μια απορία. Γιατί ο άγνωστος ή η άγνωστη δεν επικοινώνησε μαζί σας
κι επέλεξε να σας στείλει ανώνυμα τις πληροφορίες;»
«Αρχικά να πω ότι πρόκειται σίγουρα για άγνωστη, όχι για άγνωστο. Τα
πάντα γύρω απ’ αυτό το μυστήριο μυρίζουν γυναικεία υπόθεση. Κι έπειτα, είμαι
ακριβοθώρητη σαν κι εσάς, κυρία Βεκρή. Δεν μπορεί ο καθένας να με πλησιάσει και
να μου μιλήσει. Αλλά ακόμα κι αν πετύχαινε μία συνάντηση, δεν είναι καθόλου
βέβαιο πως θα μου κέντριζε την περίεργεια. Ενώ με την ανώνυμη αποστολή της
ιστορίας, το πέτυχε πανηγυρικά. Έχω παραμερίσει τα πάντα και ασχολούμαι μόνο μ’
αυτή!»
«Εντάξει, λοιπόν. Θα τη διαβάσω. Θέλω όμως να ξέρω τι έπεται».
«Έπεται;»
«Τι ακολουθεί».
Η Άννα σημειώνει βιαστικά τη λέξη σ’ ένα μπλοκάκι. Έπεται = Ακολουθεί
Τελικά υπάρχουν ακόμα λέξεις που δεν ξέρει. Όταν ήταν μικρή, φαντασιωνόταν πως
όλοι οι άνθρωποι μιλούσαν την ίδια γλώσσα ή ότι εκείνη αποκτούσε μεταφυσικές
δυνάμεις, άγγιζε το μέτωπό της και μιλούσε όποια γλώσσα επιθυμούσε σαν να ’ταν
μητρική.
«Θέλω να μου βρείτε την άγνωστη αποστολέα. Θα σας δώσω ένα στοιχείο.
Υιοθετήθηκα σε ηλικία έξι ετών, μου το αποκάλυψαν όταν ενηλικιώθηκα οι θετοί
γονείς μου. Δεν θυμάμαι όμως τίποτα από την πρότερη ζωή μου, μόνο κάτι
θραύσματα μνήμης ασύνδετα, που δεν οδηγούν πουθενά. Τα παιδιά ξεχνούν
εύκολα…»
«Αυτό είναι αλήθεια».
«Σας εμπιστεύομαι το έργο μου. Δεν έχει εκδοθεί ακόμα».
Η Άννα σηκώνεται και πάει προς την πόρτα. Ο αέρας νοτίζει απ’ το ακριβό
της άρωμα.

177
«Και κάτι τελευταίο, κυρία Βεκρή. Οι γονείς μου μου είπαν ποιο ήταν το
παλιό μου όνομα. Δεν θέλησαν να το κρατήσουν από φόβο, γιατί η υιοθεσία μου ήταν
παράνομη. Το πραγματικό μου όνομα είναι Αμαλία Σκουτέρη. Με φώναζαν
χαϊδευτικά… Μίλυ».

178
179

You might also like