Professional Documents
Culture Documents
Γραμμικη Αλγεβρα κ γεωμ 3 πρωτα κεφ
Γραμμικη Αλγεβρα κ γεωμ 3 πρωτα κεφ
Γραμμικη Αλγεβρα κ γεωμ 3 πρωτα κεφ
( u , v ) ≤|| u |||| v ||
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
2013
Αφιαιρώνεται
στην μνήμη του συναδέλφου
Κωνσταντίνου Βλάχου.
dsourlas@physics.upatras.gr
www.physics.upatras.gr
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το βιβλίο αυτό γράφτηκε κυρίως για τις ανάγκες των πρωτοετών φοιτητών του
Τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών. Βασίστηκε δε στις παραδόσεις του
μαθήματος «Μαθηματικά ΙΙΒ» από το 1996 μέχρι το 2004 και των μαθημάτων «Γραμμική
Άλγεβρα» και «Αναλυτική Γεωμετρία – Διανυσματική Ανάλυση» από το 2005 μέχρι σήμερα.
Απευθύνεται κυρίως στους φοιτητές των Τμημάτων Φυσικής και αυτός είναι ο λόγος
που καθόρισε το επίπεδο και το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου.
Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη:
Το Α μέρος περιλαμβάνει τη Γραμμική Άλγεβρα, της οποίας το περιεχόμενο
αποτελείται από οκτώ Κεφάλαια. Το τελευταίο Κεφάλαιο αναφέρεται συνοπτικά στον
διανυσματικό χώρο του Hilbert σαν ένα μικρό βοήθημα για όποιον αργότερα θα ασχοληθεί
με την Κβαντομηχανική, της οποίας μια βασική μαθηματική έννοια είναι ο χώρος Hilbert.
Το Β μέρος περιλαμβάνει την Αναλυτική Γεωμετρία, της οποίας το περιεχόμενο
αποτελείται από εννέα Κεφάλαια και δύο Παραρτήματα. Τα οκτώ πρώτα Κεφάλαια
αναφέρονται στην Αναλυτική Γεωμετρία και το ένατο περιλαμβάνει μια πολύ σύντομη
εισαγωγή στη Διαφορική Γεωμετρία. Το Παράρτημα Α περιλαμβάνει τις θεωρητικές βάσεις
και αξιώματα της Ευκλείδειας Γεωμετρίας και έχει γραφεί για να γνωρίζει ο αναγνώστης τις
ρίζες της Ευκλείδειας Γεωμετρίας. Το Παράρτημα Β αποτελεί μια στοιχειώδη εισαγωγή στα
φανταστικά στοιχεία και στην Προβολική Γεωμετρία.
Στο τέλος κάθε κεφαλαίου και των δυο μερώ υπάρχει ένας αριθμός ασκήσεων,
σκοπός των οποίων είναι η εμπέδωση της αντίστοιχης θεωρίας. Οι λύσεις των ασκήσεων
βρίσκονται στο τέλος του κάθε μέρους. Συνιστάται στους αναγνώστες να μη συμβουλευτούν
τις λύσεις των ασκήσεων προτού επιχειρήσουν να δώσουν τις δικές τους λύσεις. Επίσης στο
τέλος κάθε μέρους υπάρχουν ενδεικτικές ασκήσεις που αναφέρονται σ’ όλη την ύλη του
βιβλίου και ευθύς αμέσως ακολουθούν οι απαντήσεις.
Στην παρούσα δεύτερη έκδοση έγινε προσπάθεια να περιοριστούν τα λάθη όσο είναι
αυτό δυνατό. Οποιαδήποτε λάθη ή αβλεψίες που εξακολουθούν να υπάρχουν, αποτελούν
ευθύνη του συγγραφέα. Με μεγάλη χαρά θα δεχθώ οποιαδήποτε παρατήρηση, υπόδειξη και
ιδίως κριτική αυτού του βιβλίου.
Επίσης στη δεύτερη αυτή έκδοση προστέθηκαν κάποιες νέες παράγραφοι στο πρώτο
μέρος της Γραμμικής Άλγεβρας, όπως οι παράγραφοι:
2.14 ΟΡΘΟΓΩΝΙΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ
3.15 ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΛΕΧΑΣΤΩΝ ΤΕΤΡΑΓΩΝΩΝ
5.9 ΘΕΤΙΚΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΓΙΝΟΜΕΝΟ
Στο Κεφάλαιο VI έγινε μια μικρή αναδιάταξη της ύλης και προστέθηκε η
παράγραφος:
6.11 ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΠΙΝΑΚΩΝ
Επίσης στο τέλος του Α μέρους της Γραμμικής Άλγεβρας προστέθηκε η παράγραφος
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ MAPLE
που περιέχει τις βασικές εντολές του μαθηματικού πακέτου Maple για την λύση
προβλημάτων της Γραμμικής Άλγεβρας.
ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ................................................................................................................................I
ΕΙΣΑΓΩΓΗ .................................................................................................................................................I
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ............................................................................................................................................ 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ ......................................................................................................................................... 21
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο V................................................................................................................................. 141
ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ .................................................................................................... 141
5.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ .................................................................................................................................... 141
5.2 ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΝΟΣ ΤΕΛΕΣΤΗ ΥΠΟ ΜΟΡΦΗ ΠΙΝΑΚΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΒΑΣΗ .................................. 141
5.3 ΕΙΔΗ ΤΕΛΕΣΤΩΝ .......................................................................................................................... 145
5.4 ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΒΑΣΗΣ ..................................................................................................... 147
5.5 ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΩΝ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΣΤΗ ........................................... 149
5.6 ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ .............................................................................................................................. 153
5.7 ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ .................................................................................................................... 154
5.8 ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΚΑΙ ΚΑΜΠΥΛΩΝ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΠΙΝΑΚΑ 2×2............ 158
5.9 ΘΕΤΙΚΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΓΙΝΟΜΕΝΟ ........................................................ 161
ΑΣΚΗΣΕΙΣ.............................................................................................................................................. 165
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο VI ............................................................................................................................... 167
ΙΔΙΟΤΙΜΕΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΤΕΛΕΣΤΗ ................................................................................. 167
6.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ .................................................................................................................................... 167
6.2 ΕΥΡΕΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΟΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΟΔΙΑΝΥΣΜΑΤΩΝ ΕΝΟΣ ΤΕΛΕΣΤΗ ........................................... 168
6.3 ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΥΩΝΥΜΟ ........................................................................................... 175
6.4 ΑΥΤΟΣΥΝΑΦΕΙΣ ( HERMITIAN) ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ ( .............................................. 181
6.5 ΙΣΟΜΕΤΡΙΚΟΙ UNITARY ΚΑΙ ΟΡΘΟΓΩΝΙΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ ( ........................................................... 185
6.6 ΙΔΙΟΤΙΜΕΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΣΥΝΑΦΩΝ ΚΑΙ ΙΣΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΤΕΛΕΣΤΩΝ ( ... 188
6.7 ΔΙΑΓΩΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΟΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ ................................................................................. 190
6.8 ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΠΟΛΥΩΝΥΜΟ ΕΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑ .............................................................................. 195
6.9 ΔΙΑΓΩΝΟΠΟΙΗΣΗ HERMITIAN ΚΑΙ UNITARY ΠΙΝΑΚΩΝ ......................................................... 198
6.10 ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΑ ΙΔΙΟΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΔΙΟΤΙΜΕΣ ( ............................................................ 203
6.11 ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ........................................................................................ 208
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ............................................................................................................................................. 212
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο VII ( ............................................................................................................................. 215
ΕΙΣΑΓΩΓΗ.................................................................................................................................................. 299
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι .............................................................................................................................................. 301
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ................................................................................................................................... 301
1.1 ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ΣΗΜΕΙΟΥ . ..................................................................................................... 301
1.2 ΔΙΑΝΥΣΜΑ ΘΕΣΗΣ ΕΝΟΣ ΣΗΜΕΙΟΥ ............................................................................................ 303
1.3 ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΩΝ................................................................................ 305
1.4 ΕΛΕΥΘΕΡΑ, ΕΦΑΡΜΟΣΤΑ ΚΑΙ ΟΛΙΣΘΑΙΝΟΝΤΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ . ................................................. 310
1.5 ΑΛΛΑΓΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΩΝ. ............................................................................... 310
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ............................................................................................................................................. 317
III
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ ...................................................................................................................................... 327
3.1 ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΗ ΕΞΙΣΩΣΗ ΕΥΘΕΙΑΣ. ............................................................................................ 327
3.2 ΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΕΥΘΕΙΑΣ ............................................................... 328
3.3 ΚΛΙΣΗ Ή ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΣ ΜΙΑΣ ΕΥΘΕΙΑΣ. ............................................................... 330
3.4 ΣΧΕΣΕΙς ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΕΥΘΕΙΩΝ.................................................................................................. 331
3.5 ΣΥΝΘΗΚΗ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΡΕΙΣ ΕΥΘΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΗΜΕΙΟ. ΕΠΕΙΠΕΔΗ ΔΕΣΜΗ
ΕΥΘΕΙΩΝ. ............................................................................................................................................. 332
3.6 ΓΩΝΙΑ ΔΥΟ ΕΥΘΕΙΩΝ. ................................................................................................................. 335
3.7 ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΕΥΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΟΥ. ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ Ax+By+Γ≤ ή ≥0 .... 336
3.8 ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΣΗΜΕΙΟΥ ΑΠΟ ΕΥΘΕΙΑ............................................................................................. 337
ΑΣΚΗΣΕΙΣ.............................................................................................................................................. 338
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ...................................................................................................................................... 341
V
ΠΡΟΒΟΛΙΚΕΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ .......................................................................................................... 445
B.1 ΚΑΤ’ ΕΚΔΟΧΗΝ ΣΗΜΕΙΑ......................................................................................................... 445
B.2 ΠΡΟΒΟΛΙΚΕΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ............................................................................................. 447
B.3 ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ. ....................................................................................... 449
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ I ............................................................................................... 451
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ II............................................................................................. 456
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ III............................................................................................. 459
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ IV ............................................................................................. 462
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ V .............................................................................................. 472
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ VI ............................................................................................. 480
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ VII ............................................................................................ 487
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ VIII ........................................................................................... 492
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ IX ............................................................................................. 500
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ................................................................................................................................ 509
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ........................................................................................................ 513
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ .......................................................................................................................................... 533
ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στα Μαθηματικά και στις εφαρμογές τους, πολύ συχνά χρειάζεται κανείς να
ασχοληθεί με συγκεκριμένα σύνολα, στα στοιχεία των οποίων έχουν ορισθεί κάποιες
πράξεις, που ονομάζονται γραμμικές πράξεις. Π.χ στην Μηχανική μπορούμε να
προσθέσουμε δυο δυνάμεις F1 , F2 , που εφαρμόζονται σ’ ένα σημείο, δηλαδή να αντικα-
ταστήσουμε τις δυνάμεις αυτές από μια άλλη δύναμη που εφαρμόζεται στο ίδιο σημείο
και να γράψουμε F = F1 + F2 . Μια δύναμη F μπορεί να πολλαπλασιαστεί με έναν αριθμό λ
και να γράψουμε λF . Το τελευταίο σύμβολο σημαίνει μια δύναμη αυξημένη κατά |λ| σε
σχέση με την F και κατά την διεύθυνση της εάν λ>0 ή κατά την αντίθετη διεύθυνση εάν
λ<0. Στην Μηχανική επίσης θεωρούμε την σύνθεση των ταχυτήτων και τον
πολλαπλασιασμό μιας ταχύτητας με έναν αριθμό, όπως επίσης την σύνθεση των
επιταχύνσεων και τον πολλαπλασιασμό μιας επιτάχυνσης με έναν αριθμό. Οι δυνάμεις, οι
ταχύτητες και οι επιταχύνσεις είναι διαφορετικά φυσικά μεγέθη, αλλά από γεωμετρικής
πλευράς έχουν την ίδια συμπεριφορά ως προς τις (γραμμικές) πράξεις, που ορίζονται σ’
αυτά. Αυτός είναι ο λόγος που στην Μηχανική έχουμε έναν γενικό ενοποιημένο τρόπο
περιγραφής αυτών των μεγεθών με την μορφή προσανατολισμένων ευθυγράμμων
τμημάτων. Έτσι τα μεγέθη αυτά αντιμετωπίζονται από τους γενικούς κανόνες της
πρόσθεσης και του βαθμωτού πολλαπλασιασμού των γεωμετρικών διανυσμάτων.
Όμως αυτή η γενίκευση προχωρά ακόμα παραπέρα. Ας θεωρήσουμε, για
παράδειγμα, το σύνολο όλων των πραγματικών συνεχών συναρτήσεων, ή των περιοδικών
συναρτήσεων με συγκεκριμένη περίοδο ή το σύνολο όλων των αλγεβρικών πολυωνύμων.
Στα παραπάνω σύνολα μπορούμε να ορίσουμε γραμμικές πράξεις, όπως είναι π.χ. το
άθροισμα δυο συναρτήσεων και ο πολλαπλασιασμός ενός αριθμού με μια συνάρτηση,
κάτι που συνήθως συμβαίνει στην Ανάλυση. Τα αντικείμενα με τα οποία έχουμε να
κάνουμε τώρα, δεν είναι όπως οι δυνάμεις, οι ταχύτητες ή οι επιταχύνσεις ή τα
(γεωμετρικά) διανύσματα. Επίσης οι (γραμμικές) πράξεις που εκτελούμε σ’ αυτά
διαφέρουν από τις γραμμικές πράξεις που εκτελούμε στα διανυσματικά φυσικά μεγέθη
της Μηχανικής. Π.χ. Για να προσθέσουμε δυο δυνάμεις εφαρμόζουμε τον κανόνα του
παραλληλογράμμου, ενώ η πρόσθεση δυο συναρτήσεων ανάγεται στην πρόσθεση δυο
αριθμών.
Όμως υπάρχει κάτι κοινό στα παραπάνω σύνολα, που μας επιτρέπει να
μελετήσουμε τις γραμμικές πράξεις σε αφηρημένο επίπεδο, ανεξάρτητα από την φύση
των στοιχείων αυτών των συνόλων.
Πρώτα απ’ όλα παρατηρούμε ότι σε όλα τα παραδείγματά μας οι πράξεις που
ορίστηκαν είναι κλειστές. Με την έκφραση κλειστή πράξη εννοούμε ότι το αποτέλεσμα
της πράξεως δίνει ένα στοιχείο που ανήκει στο ίδιο σύνολο. Συγκεκριμένα προσθέτοντας
διανύσματα ή πολλαπλασιάζοντας ένα διάνυσμα με έναν αριθμό προκύπτει πάλι
διάνυσμα. Το άθροισμα δυο συνεχών συναρτήσεων είναι συνεχής συνάρτηση και το
αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού μιας συνεχούς συνάρτησης με έναν αριθμό είναι
συνεχής συνάρτηση. Το ίδιο συμβαίνει και με το σύνολο των περιοδικών συναρτήσεων
και των αλγεβρικών πολυωνύμων.
Οι γραμμικές πράξεις που ορίζονται σε διάφορα σύνολα, αν και είναι εντελώς
διαφορετικές μεταξύ τους, (η πρόσθεση δυο γεωμετρικών διανυσμάτων είναι μια
«διαδικασία» εντελώς διαφορετική και ξένη με την πρόσθεση δυο συναρτήσεων), έχουν
κοινές ιδιότητες.
Η μελέτη συνόλων, στα οποία έχουν ορισθεί συγκεκριμένες γραμμικές πράξεις,
οδηγεί στην έννοια του γραμμικού χώρου ή όπως συνηθέστερα λέγεται του
διανυσματικού χώρου. Η θεωρία των διανυσματικών χώρων έχει ευρύ πεδίο εφαρμογών
όχι μόνο στα μαθηματικά αλλά και σε όλες τις θετικές επιστήμες.
Τους διανυσματικούς χώρους τους διακρίνουμε σε δυο μεγάλες κατηγορίες:
α) Στους διανυσματικούς χώρους πεπερασμένης διάστασης. Παραδείγματα
τέτοιων χώρων είναι π.χ. η ευθεία, η οποία είναι διανυσματικός χώρος μιας διαστάσεως,
το επίπεδο, το οποίο είναι διανυσματικός χώρος δυο διαστάσεων, ο χώρος, ο οποίος είναι
διανυσματικός χώρος τριών διαστάσεων, το σύνολο των τετραγωνικών πινάκων τύπου
n×n είναι διανυσματικός χώρος n2 διαστάσεων, κ.α. Τους χώρους των πεπερασμένων
διαστάσεων τους μελετά η Γραμμική Άλγεβρα.
β) Στους διανυσματικούς χώρους άπειρης διάστασης. Παραδείγματα τέτοιων
χώρων είναι τα σύνολα των συναρτήσεων, οι οποίες έχουν κάποιες ιδιότητες (να είναι
συνεχείς ή παραγωγίσιμες ή τετραγωνικά ολοκληρώσιμες κ.α.). Οι χώροι αυτοί
ονομάζονται συναρτησιακοί χώροι, και η μελέτη τους είναι αντικείμενο της
Συναρτησιακής Ανάλυσης.
Κλασικό παράδειγμα διανυσματικού χώρου πεπερασμένης διαστάσεως είναι ο
γνωστός τριδιάστατος χώρος, που αποτελείται από τα γεωμετρικά (ελεύθερα) διανύσματα.
Ο χώρος αυτός περιέχει άπειρους σε πλήθος διανυσματικούς χώρους μιας και δυο
διαστάσεων, που ονομάζονται υπόχωροι του αρχικού τριδιάστατου χώρου. Κάθε
υπόχωρος μιας διάστασης αποτελείται από διανύσματα που βρίσκονται πάνω σε μια
ευθεία και κάθε υπόχωρος δυο διαστάσεων αποτελείται από διανύσματα που βρίσκονται
πάνω σ' ένα επίπεδο Έτσι για διανυσματικούς χώρους μιας, δυο και τριών διαστάσεων
έχουμε γεωμετρικά πρότυπα, (μοντέλα), που αντιστοιχούν στα γνωστά μας διανύσματα,
που μπορούμε να τα δούμε σαν προσανατολισμένα ευθύγραμμα τμήματα. Όταν όμως
περάσουμε σε διανυσματικούς χώρους διαστάσεων μεγαλύτερων του 3, τότε η
γεωμετρική εικόνα δεν υπάρχει, αλλά η θεωρία αυτών των χώρων διατηρεί τον
γεωμετρικό τους χαρακτήρα. Οι βασικές έννοιες σε αυτούς τους χώρους προέρχονται από
τις αντίστοιχες γεωμετρικές έννοιες του τριδιάστατου διανυσματικού χώρου γενικεύοντάς
τες κατάλληλα.
(1
Στα Μαθηματικά πάντα θεωρούμε ότι το σύνολο με το οποίο θα ασχοληθούμε είναι διάφορο του κενού
για τον εξής απλό λόγο: Όταν το σύνολο είναι το κενό τότε μπορούμε να αποδώσουμε στο σύνολο
οποιαδήποτε ιδιότητα, π.χ. «τα στοιχεία του είναι κόκκινα», χωρίς να μπορούμε να αποδείξουμε την
ορθότητα της ή όχι διότι δεν υπάρχει στοιχείο που να μπορούμε να αποδείξουμε ότι είναι κόκκινο ή π.χ.
μπλέ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Παράδειγμα 3: Θεωρούμε ένα σύνολο Χ≠∅ και το δυναμοσύνολο του Ρ(Χ), δηλαδή το
σύνολο των υποσυνόλων του Χ. Στο σύνολο Ρ(Χ)
η ένωση συνόλων ∪: (Α,Β)∈Ρ(Χ)×Ρ(Χ) → Α∪Β∈Ρ(Χ)
και η τομή συνόλων ∩: (Α,Β)∈Ρ(Χ)×Ρ(Χ) → Α∩Β∈Ρ(Χ)
είναι πράξεις εσωτερικής συνθέσεως.
είναι μια εξωτερική πράξη πρώτου είδους από το σύνολο R στο σύνολο V και ονομάζεται
βαθμωτός πολλαπλασιασμός.
είναι μια εξωτερική πράξη δευτέρου είδους στο σύνολο V. Η πράξη αυτή είναι γνωστή ως
εσωτερικό γινόμενο και είναι ειδική περίπτωση της έννοιας του εσωτερικού γινομένου,
που θα δοθεί στην παράγραφο 2.10 στο κεφάλαιο των διανυσματικών χώρων.
-2-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ
Ορισμός 1: Ένα σύνολο G≠∅, έχει την δομή ημιομάδας, (semigroup), όταν είναι
εφοδιασμένο με μια εσωτερική πράξη που θα την συμβολίζουμε με ∗ και που ικανοποιεί
την προσεταιριστική ιδιότητα:
και ( v × u ) × w = u ( v ⋅ w ) − v (u ⋅ w )
-3-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
1.4 ΟΜΑΔΑ
Παρατήρηση 1: Αντί για την έκφραση “το ζεύγος (G, ∗) αποτελεί ομάδα”
χρησιμοποιείται συχνά η έκφραση “το σύνολο G είναι ομάδα ως προς την πράξη ∗”. Αν η
εσωτερική πράξη έχει την μορφή της πρόσθεσης, τότε η ομάδα λέγεται προσθετική και
το συμμετρικό στοιχείο αντίθετο, ενώ αν έχει την μορφή του πολλαπλασιασμού, η ομάδα
λέγεται πολλαπλασιαστική και το συμμετρικό στοιχείο αντίστροφο.
-4-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ
Παράδειγμα 1: Τα σύνολα Ζ των ακεραίων, Q των ρητών, R των πραγματικών και C των
μιγαδικών αριθμών, εύκολα αποδεικνύεται ότι αποτελούν αβελιανές ομάδες ως προς την
πρόσθεση, δηλαδή εδώ έχουμε ∗=+ , ενώ οι φυσικοί αριθμοί Ν δεν αποτελούν ομάδα.
Παράδειγμα 3: Επίσης το σύνολο των τετραγωνικών πινάκων τύπου n×n με στοιχεία από
την αβελιανή ομάδα C των μιγαδικών αριθμών και ορίζουσα διάφορη του μηδενός
αποτελεί ομάδα, με εσωτερική πράξη τον πολλαπλασιασμό των πινάκων.
Κατ’ αρχήν το γινόμενο δυο πινάκων(3 Α τύπου n×k και Β τύπου l×m ορίζεται
μόνο όταν k=l δηλαδή όταν ο αριθμός των στηλών του Α συμπίπτει με τον αριθμό των
γραμμών του Β. Ο πίνακας Γ=A•B είναι τότε τύπου n×m, το δε στοιχείο γij, (δηλαδή το
στοιχείο που βρίσκεται στη i-γραμμή και j-στήλη), δίνεται από την σχέση:
k
γ ij = ∑ αipβpj
p =1
(2
Περί πινάκων βλέπε Κεφάλαιο ΙΙΙ
(3
Βλέπε Κεφάλαιο ΙΙΙ παράγραφος 3.3.
-5-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
η οποία προκύπτει από τον ορισμό του πολλαπλασιασμού μεταξύ των πινάκων. Στην
περίπτωση των τετραγωνικών πινάκων n×n, ο πολλαπλασιασμός ορίζεται πάντα και δίνει
πάλι τετραγωνικό πίνακα τύπου n×n. Για να αποδείξουμε ότι οι τετραγωνικοί πίνακες
αποτελούν ομάδα, αρκεί να αποδείξουμε τις τρεις γνωστές ιδιότητες:
1. Προσεταιριστική ιδιότητα: (Α•Β)•Γ=A•(B•Γ) (1)
Θέτουμε Δ=A•B και E=B•Γ και έχουμε για απόδειξη την Δ•Γ=A•E δηλαδή
(Δ•Γ)ij=(A•E)ij αλλά:
n n
(Δ • Γ)ij = ∑ δik γ kj και δik = ∑ αilβlk
k =1 l =1
n n
και επομένως (Δ • Γ)ij = ∑∑ αilβlk γ kj (2)
k =1 l =1
n n
Επίσης (A • E)ij = ∑ αil elj και e lj = ∑ β lk γ kj
l =1 k =1
n n n n
και επομένως (A • E)ij = ∑∑ αilβlk γ kj = ∑∑ αilβlk γ kj (3)
l =1 k =1 k =1 l =1
Από τις σχέσεις (2) και (3) έχουμε την σχέση (1).
2. Προφανώς το ουδέτερο στοιχείο είναι ο ταυτοτικός πίνακας:
⎛1 0 ⋅ 0⎞
⎜ ⎟
⎜ 0 1 ⋅ 0⎟
I=
⎜⋅ ⋅ ⋅ ⋅⎟
⎜⎜ ⎟
⎝0 0 ⋅ 1 ⎟⎠
(R ω • Rϕ ) • Rθ = Rω+ϕ • Rθ = R(ω+ϕ)+θ
Rω • ( Rϕ • Rθ ) = Rω • Rϕ+θ = Rω+(ϕ+θ)
⎛ cos 0 − sin 0⎞ ⎛ 1 0⎞
R0 = ⎜ ⎟ =⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ sin 0 cos 0 ⎠ ⎝ 0 1⎠
που συμπίπτει με τον ταυτοτικό, πίνακα, και για κάθε περιστροφή Rφ υπάρχει η αντίθετη
περιστροφή Rφ′ με φ′=-φ. Πράγματι:
R ϕ • R ϕ′ = R ϕ • R − ϕ = R ϕ − ϕ = R 0
-7-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
α α2 α3
= f (x) + f ′(x) + f ′′(x) + f ′′′(x) + ... =
1! 2! 3!
⎛ α d α2 d2 α3 d 3 ⎞ α
d
= ⎜1 + + + + ... ⎟ f (x ) = e f (x ) δηλαδή:
dx
⎝ 1! dx 2! dx 2 3! dx 3 ⎠
d
α
e dx
f (x) = f (x + α )
Αν τώρα θεωρήσουμε το σύνολο:
⎧ α
d
⎫
J = ⎨ Tα / Τ α = e dx , α ∈ R ⎬
⎩ ⎭
τότε το σύνολο J αποτελεί αβελιανή ομάδα με εσωτερική πράξη:
d d d
b ( α+ b)
Tα • Tb = eα dx e dx
=e dx
= Tα+ b
Πράγματι:
1. Tα • (Τ b • Tc ) = Tα • (Tb + c ) = Tα + ( b + c ) = T( α + b ) + c = Tα + b • Tc = (Tα • Tb ) • Tc
d
0
2. To ουδέτερο στοιχείο είναι το Τ 0 = e dx
= 1 διότι:
T0 • Tα = T0 +α = Τ α+ 0 = Τ α • Τ 0 = Τ α
Ορισμός 3: Το πλήθος των στοιχείων μιας ομάδας ονομάζεται τάξη της ομάδας. Μια
ομάδα που περιέχει πεπερασμένο πλήθος στοιχείων ονομάζεται πεπερασμένη ομάδα, ενώ
αν περιέχει άπειρο πλήθος στοιχείων ονομάζεται άπειρη ομάδα. Μια άπειρη ομάδα
ονομάζεται διακεκριμένη ή συνεχής ανάλογα εάν το πλήθος των στοιχείων είναι
αριθμήσιμο(4 ή συνεχές.
(4
Ένα άπειρο σύνολο Α λέγεται αριθμήσιμο εάν μπορούμε να βρούμε μια απεικόνιση f μεταξύ των
φυσικών αριθμών Ν και των στοιχείων του συνόλου Α, δηλαδή να έχουμε f: N → A, f: n → f(n)∈A.
Συνήθως την εικόνα f(n) την συμβολίζουμε με αn και έτσι μπορούμε να πούμε ότι ένα αριθμήσιμο σύνολο
αποτελείται από τα στοιχεία μιας ακολουθίας αn.
-8-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ
x 1 1 x −1
f1(x)=x , f2(x)=1-x , f3(x)= , f4(x)= , f5(x)= , f6(x)=
x −1 x 1− x x
με κοινό πεδίου ορισμού το R-{0,1} και με νόμο εσωτερικής συνθέσεως ∗, την σύνθεση
των συναρτήσεων. Το σύνολο αυτό αποτελεί ομάδα ως προς την σύνθεση των
συναρτήσεων. Για να το διαπιστώσουμε αυτό υπολογίζουμε όλες τις δυνατές συνθέσεις
των στοιχείων του G ανά δύο π.χ. η σύνθεση των συναρτήσεων f5 και f3 είναι η συνάρτηση
f5∗f3 η οποία ορίζεται ως εξής:
(f5∗f3)(x) = f5(f3(x)) = f 5 ⎛⎜ x ⎞⎟ = 1 x −1
= = 1 − x = f2(x) έτσι έχουμε f5∗f3 = f2.
⎝ x −1⎠ x −1
1−
x −1
Εργαζόμενοι με αυτό τον τρόπο κατασκευάζουμε τον πίνακα:
f1 f2 f3 f4 f5 f6
f1 f1 f2 f3 f4 f5 f6
f2 f2 f1 f5 f6 f3 f4
f3 f3 f6 f1 f5 f4 f2
f4 f4 f3 f6 f1 f2 f3
f5 f5 f4 f2 f3 f6 f1
f6 f6 f3 f4 f2 f1 f5
Τα στοιχεία του πίνακα κατασκευάζονται από την σύνθεση fi∗fj όπου fi τα στοιχεία της
πρώτης στήλης και fj τα στοιχεία της πρώτης γραμμής.
Παρατηρώντας τον πίνακα αυτόν συμπεραίνουμε ότι:
Α) Η πράξη της σύνθεσης είναι κλειστή. Και αυτό γιατί όλα τα αποτελέσματα της σύνθεσης
των συναρτήσεων ανά δύο είναι επίσης συναρτήσεις του συνόλου G.
Β) Η συνάρτηση f1 είναι το ουδέτερο στοιχείο της σύνθεσης. (Παρατηρήστε ότι τα στοιχεία
της πρώτης γραμμής και στήλης του πίνακα είναι τα ίδια με τα αντίστοιχα της σκιασμένης
γραμμής και στήλης).
Γ) Για κάθε στοιχείο fi υπάρχει το αντίστοιχο συμμετρικό του. (Παρατηρήστε ότι το
ουδέτερο στοιχείο υπάρχει σε όλες τις γραμμές του πίνακα).
Για να συμπληρωθεί η απόδειξη πρέπει να αποδειχθεί και η προσεταιριστική
ιδιότητα της πράξης. Η ιδιότητα αυτή δεν προκύπτει άμεσα από τον πίνακα αλλά πρέπει να
αποδείξουμε για κάθε τριάδα (i,j,k ) με i=1,...,6, j=1,...,6 και k=1,...,6 ότι ισχύει η σχέση
fi ∗ ( f j ∗ f k ) = ( fi ∗ f j ) ∗ f k .
-9-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Από ιστορικής πλευράς η έννοια της δομής της ομάδας πρωτοεμφανίστηκε στις
αρχές του 19ου αιώνα από την μελέτη του συνόλου των μετασχηματισμών που μπορούμε να
ορίσουμε σ’ ένα σύνολο. Επειδή ένα τέτοιο σύνολο μετασχηματισμών παρουσιάζει μεγάλο
ενδιαφέρον τόσο από μαθηματικής πλευράς όσο και από φυσικής πλευράς, είναι ωφέλιμο,
αν όχι απαραίτητο, να αναφερθούμε σ’ αυτό.
Ορισμός 2: Η ομάδα μετασχηματισμών του συνόλου S={1, 2, ⋅⋅⋅, n}, n∈N*, λέγεται
συμμετρική ομάδα n βαθμού και συμβολίζεται με Sn. Τα στοιχεία της λέγονται
μεταθέσεις n βαθμού.
(5
Η παράγραφος αυτή μπορεί να παραληφθεί σε πρώτη ανάγνωση
- 10 -
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ
⎛1 2 3 4⎞
π. χ. η μετάθεση s = ⎜ ⎟ είναι η συνάρτηση s: {1, 2, 3, 4} → {1, 2, 3, 4} όπου
⎝ 2 4 1 3⎠
s(1)=2, s(2)=4, s(3)=1, s(4)=3.
γ) Στον παραπάνω συμβολισμό (1) μπορούμε να αλλάξουμε τη διάταξη των στοιχείων της
πάνω γραμμής, αρκεί να γράψουμε την εικόνα k′=s(k) κάτω από το πρότυπο k, για κάθε k.
⎛1 2 3 4⎞ ⎛ 2 3 1 4⎞ ⎛ 4 1 3 2⎞
Έτσι s = ⎜ ⎟=⎜ ⎟=⎜ ⎟=
⎝ 2 4 1 3⎠ ⎝ 4 1 2 3⎠ ⎝ 3 2 1 4⎠
δ) Η σύνθεση s t των συναρτήσεων t, s∈Sn συμβολίζεται με st και λέγεται γινόμενο των
t, s.
ε) Τα γινόμενα st και ts των μεταθέσεων
⎛1 2 3 4 5⎞ ⎛ 1 2 3 4 5⎞
s= ⎜ ⎟ και t= ⎜ ⎟
⎝3 2 5 1 4⎠ ⎝ 2 3 4 5 1⎠
βρίσκονται ως εξής:
1 ⎯⎯
t
→ 2 ⎯⎯
s
→2 1 ⎯⎯
st
→2
2 ⎯⎯
t
→ 3 ⎯⎯
s
→5 2 ⎯⎯
st
→5
⎛ 1 2 3 4 5⎞
3 ⎯⎯
t
→ 4 ⎯⎯
s
→1 ⇒ 3 ⎯⎯
st
→1 ⇒ st = ⎜ ⎟
⎝ 2 5 1 4 3⎠
4 ⎯⎯
t
→ 5 ⎯⎯
s
→4 4 ⎯⎯
st
→4
5 ⎯⎯
t
→1 ⎯⎯
s
→3 5 ⎯⎯
st
→3
1 ⎯⎯
s
→ 3 ⎯⎯
t
→4 1 ⎯⎯
ts
→4
2 ⎯⎯
s
→ 2 ⎯⎯
t
→3 2 ⎯⎯
ts
→3
⎛ 1 2 3 4 5⎞
3 ⎯⎯
s
→ 5 ⎯⎯
t
→1 ⇒ 3 ⎯⎯
ts
→1 ⇒ ts = ⎜ ⎟
⎝ 4 3 1 2 5⎠
4 ⎯⎯
s
→1 ⎯⎯t
→2 4 ⎯⎯
ts
→2
5 ⎯⎯
s
→ 4 ⎯⎯
t
→5 5 ⎯⎯
ts
→5
στ) Τα παραπάνω στοιχεία t και s της S5 δεν αντιμετατίθενται αφού ts≠st. Γενικά η
συμμετρική ομάδα Sn δεν είναι αντιμεταθετική.
ζ) Το γινόμενο st δυο μεταθέσεων βρίσκεται πιο σύντομα ως εξής: Γράφουμε σαν πάνω
γραμμή της s την κάτω γραμμή της t και το γινόμενο st έχει πάνω γραμμή εκείνη της t και
κάτω γραμμή εκείνη, (τη νέα), της s. Έτσι στο προηγούμενο παράδειγμα:
⎛1 2 3 4 5⎞ ⎛ 1 2 3 4 5⎞ ⎛ 2 3 4 5 1⎞ ⎛ 1 2 3 4 5⎞
st= ⎜ ⎟⎜ ⎟ =⎜ ⎟⎜ ⎟=
⎝3 2 5 1 4 ⎠ ⎝ 2 3 4 5 1 ⎠ ⎝ 2 5 1 4 3⎠ ⎝ 2 3 4 5 1 ⎠
⎛1 2 3 4 5⎞
=⎜ ⎟
⎝2 5 1 4 3⎠
- 11 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
η) Η αντίστροφη s-1 μιας μετάθεσης s∈Sn προκύπτει από την s με αμοιβαία αλλαγή των
θέσεων των γραμμών της. Έτσι εάν
⎛1 2 3 n⎞ ⎛ 1′ 2′ 3′ n′ ⎞
s=⎜ ⎟ τότε s −1 = ⎜ ⎟
⎝1′ 2′ 3′ n′ ⎠ ⎝1 2 3 n⎠
⎛ 1 2 3 4 5⎞ ⎛ 2 5 1 4 3⎞ ⎛1 2 3 4 5 ⎞
π. χ. εάν s= ⎜ ⎟ τότε s-1= ⎜ ⎟=⎜ ⎟
⎝ 2 5 1 4 3⎠ ⎝ 1 2 3 4 5⎠ ⎝3 1 5 4 2⎠
θ) Το πλήθος των στοιχείων της συμμετρικής ομάδας Sn είναι ίσο με 1⋅2⋅3⋅⋅⋅⋅(n-1)n=n!
Παρατήρηση 2:
⎛ 5 4 3 2 1⎞ ⎛1 2 3 4 5⎞
α) Είναι (5 4 3 2 1)= ⎜ ⎟=⎜ ⎟
⎝ 4 3 2 1 5⎠ ⎝5 1 2 3 4⎠
β) Τα στοιχεία ενός κύκλου μπορούν να εναλλαχθούν κυκλικά, δηλαδή:
(x1, x2, x3, ⋅⋅⋅, xk)=(x2, x3, ⋅⋅⋅, xk, x1)=(x3, x4, ⋅⋅⋅, xk, x1, x2)=⋅⋅⋅
γ) Δεχόμαστε ότι κύκλος μήκους 1 παριστάνει τη μονάδα της Sn, ότι δηλαδή:
(1)=(2)=⋅⋅⋅=(n)=1
Παρατήρηση 3: α) Η μετάθεση
⎛1 2 3 4 5⎞ ⎛1 5⎞
⎜ ⎟=⎜ ⎟ = (1 5 )
⎝5 2 3 4 1⎠ ⎝5 1⎠
είναι αντιμετάθεση.
β) Για κάθε αντιμετάθεση s έχουμε s-1=s, αφού
−1
⎛p q⎞ ⎛q p⎞
(p q ) ⎟ = (q p ) = (p q )
−1
=⎜ ⎟ =⎜
⎝q p⎠ ⎝p q⎠
γ) Από την ισότητα
(x1 x2 x3 ⋅⋅⋅ xk)=(x1 xk)(x1 xk-1)⋅⋅⋅(x1 x2)
η οποία αποδεικνύεται πολύ εύκολα, προκύπτει ότι:
- 12 -
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ
- 13 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Παρατήρηση 5:
α) Η μονάδα είναι άρτια μετάθεση, αφού 1=(pq)(pq) και κάθε αντιμετάθεση είναι περιττή.
β) Επειδή ένας κύκλος μήκους p>1 αναλύεται σε γινόμενο p-1 αντιμεταθέσεων, ένας
κύκλος μήκους p είναι αρτία, (αντίστοιχα περιττή), μετάθεση όταν ο p είναι περιττός,
(αντίστοιχα άρτιος).
Πρόταση 1:
α) Εάν s=c1c2⋅⋅⋅cp είναι μια ανάλυση της μετάθεσης s σε γινόμενο p αντιμεταθέσεων, τότε
είναι: ε(s)=(-1)p.
β) ε(st)=ε(s)ε(t), ε(s-1)=ε(s) για όλες τις μεταθέσεις s, t∈Sn.
1.6 ΥΠΟΟΜΑΔΑ
Παρατήρηση 1: Γενικά ένα υποσύνολο Η⊆Α μιας αλγεβρικής δομής Α είναι υποδομή
όταν αποτελεί την ίδια δομή με τις ίδιες πράξεις σύνθεσης.
1.7 ΔΑΚΤΥΛΙΟΣ
Ορισμός 1: Έστω (G,∗) μια αβελιανή ομάδα. Ορίζουμε τώρα μια δεύτερη εσωτερική
πράξη, που την συμβολίζουμε με με τις εξής ιδιότητες:
(∀α, β, γ∈G)[ (α β) γ = α (β γ)] προσεταιριστική
Παρατήρηση 1: Ένα σύνολο G δέχεται την δομή δακτυλίου, αν έχουν ορισθεί δυο
εσωτερικές πράξεις με τις ιδιότητες:
α) Η πρώτη πράξη ορίζει στο G την δομή της αβελιανής ομάδας.
β) Η δεύτερη πράξη ορίζει στο G την δομή της ημιομάδας.
γ) Η δεύτερη πράξη είναι επιμεριστική ως προς την πρώτη.
- 15 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Ορισμός 4: Σ’ ένα δακτύλιο είναι δυνατόν να υπάρχουν στοιχεία α≠0 και b≠0, με την
ιδιότητα α b =0. Τα στοιχεία του δακτυλίου με αυτή την ιδιότητα, λέγονται
μηδενοδιαιρέτες, (divisors of zero). Ένας δακτύλιος χωρίς μηδενοδιαιρέτες, λέγεται
ακέραια περιοχή, (integral domain).
Άρα ο δακτύλιος των τετραγωνικών πινάκων τύπου 2×2 δεν είναι ακέραια περιοχή.
1.8 ΣΩΜΑΠΕΔΙΟ
Παράδειγμα 1: Εκτός από το σύνολο R, και τα σύνολα Q των ρητών αριθμών και C των
μιγαδικών αριθμών είναι σώματα, δηλαδή δέχονται την δομή σώματος.
Σ’ ένα σώμα, π.χ. στο R, ορίζονται και οι τέσσερις γνωστές πράξεις (+), (.), (-), (:).
Οι δυο πρώτες από τον ορισμό του σώματος, η τρίτη, (αφαίρεση), από την ύπαρξη για
κάθε στοιχείο του αντιθέτου και η τέταρτη, (η διαίρεση), από την ύπαρξη για κάθε μη
μηδενικό στοιχείο του αντιστρόφου. Έτσι σ’ ένα σώμα (G,∗, ) πάντα έχουν μονοσήμαντη
λύση οι εξισώσεις:
α∗x=β ∀α,β∈G, α x=β με α,β∈G και α≠0.
Στα επόμενα θα χρησιμοποιούμε τους εξής συμβολισμούς:
1) ( G,∗) για την αλγεβρική δομή της ομάδας G→ group=ομάδα
2) ( R,∗, ) για την αλγεβρική δομή του δακτυλίου R→ ring=δακτύλιος
3) ( F,∗, ) για την αλγεβρική δομή του σώματος ή πεδίου F→ field=πεδίο
Τελειώνουμε το κεφάλαιο αυτό με ένα διάγραμμα ροής, το οποίο περιλαμβάνει τις
αλγεβρικές δομές που μελετήσαμε μέχρι τώρα.
Ημιομάδα
Μονοειδές
Ομάδα
Αβελιανή ομάδα
Δακτύλιος με μονάδα
Αντιμεταθετικός δακτύλιος
Σώμα
- 17 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
3) Δείξτε ότι εάν (G,∗) είναι μια αβελιανή ομάδα, τότε ισχύει: (α∗β)n=αn ∗βn ∀α,β∈G
και ∀n∈Z.
4) Έστω (G,∗) μια ομάδα τέτοια ώστε (α∗β)2=α2∗β2 ∀α,β∈G. Να δειχθεί ότι η ομάδα
(G,∗) είναι αβελιανή.
5) Εάν Η είναι ένα υποσύνολο μιας ομάδας (G,∗), να δειχθεί ότι το Η είναι υποομάδα
εάν και μόνο εάν α) το Η≠∅ και β) ∀α,β∈Η ⇒ α∗β-1∈Η.
6) Δείξτε ότι το σύνολο όλων των δυνάμεων ενός στοιχείου α μιας ομάδας (G,∗)
είναι υποομάδα. Η υποομάδα αυτή ονομάζεται κυκλική ομάδα που παράγεται
από το στοιχείο α.
9) Έστω ότι α2=α ∀α∈R. Να δειχθεί ότι ο δακτύλιος R είναι αντιμεταθετικός. (Ένας
τέτοιος δακτύλιος ονομάζεται δακτύλιος Bool)
- 18 -
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ
11) Να αποδειχθεί ότι το σύνολο F={α+β√2 / α,β∈Q } είναι σώμα ως προς την
πρόσθεση + και τον συνήθη πολλαπλασιασμό ⋅ .
12) Να δειχθεί ότι το σύνολο D={α+β√2 / α,β∈Z } είναι ακέραια περιοχή αλλά όχι
σώμα.
- 19 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
1. ( ∀α ∈ F )( ∀v, w ∈ V ) ⎡⎣α ⋅ ( v + w ) = α ⋅ v + α ⋅ w ⎤⎦
2. ( ∀α, β∈ F )( ∀v ∈ V ) ⎡⎣( α ∗β ) ⋅ v = α ⋅ v + β⋅ v ⎤⎦
3. ( ∀α, β∈ F )( ∀v ∈ V ) ⎡⎣( α β ) ⋅ v = α ⋅ ( β⋅ v ) ⎤⎦
4. (∀v ∈ V)[1⋅ v = v]
Η τετράδα (V , F ,+ ,⋅) ονομάζεται διανυσματικός χώρος(6 επί του σώματος F,
(vector space over the field F).
Οι παραπάνω 4 σχέσεις παίρνουν μια πιο οικεία μορφή εάν χρησιμοποιήσουμε το
σύμβολο + και για τον πρώτο νόμο εσωτερικής συνθέσεως του σώματος F αντί για το ∗
και την τελεία ⋅ αντί για το σύμβολο , (συνήθως παραλείπουμε την τελεία). Έτσι οι 4
αυτές σχέσεις γράφονται:
1. ( ∀α ∈ F )( ∀v, w ∈ V ) ⎡⎣α ⋅ ( v + w ) = α ⋅ v + α ⋅ w ⎤⎦
3. ( ∀α, β∈ F )( ∀v ∈ V ) ⎡⎣( αβ ) ⋅ v = α ⋅ ( β ⋅ v ) ⎤⎦
4. (∀v ∈ V)[1⋅ v = v]
Θα πρέπει όμως από εδώ και πέρα να μην γίνεται σύγχυση σχετικά με το σύμβολο + όταν
αυτό χρησιμοποιείται μεταξύ αριθμών α+β και μεταξύ διανυσμάτων v+w.
(6
Τον διανυσματικό χώρο (V, F ,+ ,⋅) θα τον συμβολίζουμε και με V[F] ή πιο απλά με V.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
0 = v + (−v) ⇒ 0 = α⋅ 0 = α ( v + ( −v ) ) = α⋅ v + α⋅ ( −v )
Προσθέτουμε και στα δυο μέλη το − α ⋅ v
(−α⋅ v) + 0 = ( (−α⋅ v) + α⋅ v ) + α(−v) ⇒ −α⋅ v = α(−v)
επίσης έχουμε:
e = α∗ (−α) ⇒ 0 = e ⋅ v = ( α∗ (−α) ) ⋅ v = α⋅ v + (−α) ⋅ v
Προσθέτουμε και στα δυο μέλη το ( −α ⋅ v)
−(α⋅ v) + 0 = ( −(α⋅ v) + α⋅ v ) + (−α) ⋅ v ⇒ −α⋅ v = 0 + (−α) ⋅ v ⇒ −α⋅ v = (−α) ⋅ v
αριθμοί, ορίσουμε ως εσωτερική πράξη μεταξύ δυο τυχόντων στοιχείων: (x1,x2,…,xn) και
(y1,y2,…,yn) το άθροισμα (x1+y1,x2+y2,…,xn+yn) και ως εξωτερική πράξη το γινόμενο
ενός αριθμού λ∈R επί το στοιχείο (x1,x2,…,xn) του Rn, δηλαδή (λx1,λx2,…,λxn), τότε το
σύνολο Rn με τις δυο αυτές πράξεις αποτελεί διανυσματικό χώρο επί του σώματος R.
Είναι εύκολο να δούμε ότι το στοιχείο (0,0,…,0) είναι το ουδέτερο στοιχείο της
εσωτερικής πράξης και ότι το (-x1,-x2,…,-xn) είναι το αντίθετο στοιχείο του (x1,x2,…,xn).
Με παρόμοιο τρόπο και το Cn γίνεται διανυσματικός χώρος επί του σώματος C.
{
Παράδειγμα 4: Ας θεωρήσουμε το σύνολο V= f/f:( α,β) → R των πραγματικών }
συναρτήσεων που ορίζονται στο, (πεπερασμένο ή άπειρο), διάστημα (α,β). Στο σύνολο
αυτό ορίζουμε ως εσωτερική πράξη το άθροισμα των συναρτήσεων και ως εξωτερική
- 23 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
πράξη τον πολλαπλασιασμό ενός αριθμού επί μια συνάρτηση. Μ’ αυτές τις πράξεις το
σύνολο V γίνεται διανυσματικός χώρος επί του σώματος R.
{ }
β
Παράδειγμα 5: Έστω L= f/f:( α,β) → R με την ιδιότητα ∫ f (x)
2
dx < ∞ } το σύνολο
α
Παράδειγμα 6: Αν F είναι σώμα, τότε το σύνολο V=Fn είναι διανυσματικός χώρος επί
του σώματος F με εσωτερική πράξη:
Παράδειγμα 7: Ας υποθέσουμε ότι το F είναι ένα σώμα, το οποίο περίχει ένα υποσώμα
Κ. Τότε το F μπορεί να θεωρηθεί ως διανυσματικός χώρος επί του σώματος Κ, θεωρώντας
την συνήθη πρόσθεση στο F ως την διανυσματική πρόσθεση και ορίζοντας τον βαθμωτό
πολλαπλασιασμό kv του k∈K και v∈ F να είναι το γινόμενο του k και v ως στοιχεία του
του σώματος F. Έτσι το σώμα των μιγαδικών αριθμών C είναι είναι διανυσματικός χώρος
στο σώμα των πραγματικών αριθμών και το σώμα των πραγματικών αριθμών είναι
διανυσματικός χώρος στο σώμα τωνρητών αριθμών Q.
- 24 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
β) (∀α∈F) (∀v∈W)[α⋅v∈W]
Οι σχέσεις α) και β) διατυπώνονται κατά ενιαίο τρόπο από την σχέση:
(∀α, β∈F) (∀v,u∈W)[αv+βu∈W] (1)
Απόδειξη: Αν το W είναι διανυσματικός υπόχωρος τότε προφανώς ισχύει η σχέση (1).
Αντιστρόφως: Υποθέτουμε ότι ισχύει η (1), τότε επειδή W⊂V ισχύουν όλες οι ιδιότητες
οι σχετικές με τον ορισμό του διανυσματικού χώρου εκτός του ότι:
α) η πρόσθεση και ο βαθμωτός πολλαπλασιασμός δίνουν στοιχεία τα οποία ανήκουν στον
W
β) το ουδέτερο και το συμμετρικό κάθε στοιχείου του W ανήκουν επίσης στον W.
Πράγματι:
α) αν α=β=1 ⇒ v+u∈W
αν β=0 ή u=0 τότε αv∈W
β) αν α =1, β=-1 και v=u τότε αv+βu=v-v=0∈W και τέλος
αν α=-1 και u=0 τότε -v∈W
- 25 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Α και Β δυο συμμετρικοί πίνακες n×n. Θεωρούμε τον πίνακα C=αΑ+βΒ. Έχουμε:
2.3 ΑΛΓΕΒΡΑ
3. ( ∀ u, v ∈ V )( ∀λ ∈ F ) [ λ ⋅ ( v ˆ u) = (λ ⋅ v) ˆ u = v ˆ (λ ⋅ u)]
- 26 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
τότε ο διανυσματικός χώρος V ονομάζεται άλγεβρα επί του σώματος F, (algebra over
the field F). Από τις επί πλέον ιδιότητες που μπορεί να έχει η δεύτερη πράξη,
χαρακτηρίζεται και η άλγεβρα, π.χ. εάν:
α) (v ˆ u) ˆ w = v ˆ (u ˆ w) Προσεταιριστική Ιδιότητα → Προσεταιριστική
Άλγεβρα
β) vˆu =uˆ v Αντιμεταθετική ιδιότητα → Αντιμεταθετική Άλγεβρα
Έστω V διανυσματικός χώρος επί του σώματος F και έστω v1,v2,…,vm∈V. Κάθε
διάνυσμα του V της μορφής:
m
w=α1v1+α2v2+…+αmvm= ∑ αi vi όπου αi∈F
i =1
Θεώρημα 1: Αν S⊂V με S≠∅ και V ένας διανυσματικός χώρος επί του σώματος F, τότε
το σύνολο:
⎧m ⎫
L(S)= ⎨∑ α i v i / α i ∈ F, v i ∈ S⎬
⎩ i =1 ⎭
όλων των γραμμικών συνδυασμών των διανυσμάτων του S, είναι ένας υπόχωρος του V.
Για κάθε δε άλλον υπόχωρο W του V, που περιέχει το S, τότε L(S)⊂W, δηλαδή το L(S)
είναι ο μικρότερος υπόχωρος του V, που περιέχει το S. Γι’ αυτό το L(S) ονομάζεται
υπόχωρος που γεννάται από το S και τα στοιχεία του S ονομάζονται γεννήτορες,
(generators). Επίσης λέμε ότι το S αποτελεί ένα σύστημα γεννητόρων του υποχώρου
L(S).
Απόδειξη: Εάν vi∈S, τότε 1vi=vi∈L(S), άρα το S είναι ένα υποσύνολο του L(S). Για να
αποδείξουμε τώρα ότι το σύνολο L(S) είναι διανυσματικός υπόχωρος του V, θεωρούμε
δυο διανύσματα u, w∈L(S) και θα αποδείξουμε ότι ένας τυχαίος γραμμικός συνδυασμός
τους ανήκει στο L(S). Έστω
u=α1v1+⋅⋅⋅+αnvn∈L(S) και w=β1v1+⋅⋅⋅+βnvn∈L(S)
- 27 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
τότε λu+μw=(λα1+μβ1)v1+⋅⋅⋅+(λαn+μβn)vn∈L(S)
εφ' όσον το διάνυσμα λu+μw είναι ένας γραμμικός συνδυασμός των διανυσμάτων vi .
Άρα το σύνολο L(S) είναι ένας διανυσματικός υπόχωρος του V.
Στη συνέχεια ας υποθέσουμε ότι ο W είναι ένας διανυσματικός υπόχωρος του V
που περιέχει το σύνολο S, δηλαδή S⊂W. Εάν θεωρήσουμε τα διανύσματα v1,v2,⋅⋅⋅,vm του
S, τότε τα διανύσματα αυτά ανήκουν και στον W, ο οποίος, επειδή είναι διαν. υπόχωρος,
θα περιέχει και όλους τους γραμμικούς συνδυασμούς αυτών, δηλαδή c1v1+⋅⋅⋅+cmvm άρα
L(S)⊂W.
Παράδειγμα 1: Αν V=R3 και S={v1,v2}, όπου τα διανύσματα v1, v2 κείνται στο επίπεδο
XOY, τότε το L(S)=R2, συγκεκριμένα είναι ο διανυσματικός υπόχωρος που αποτελείται
από το επίπεδο XOY.
Έστω U και W δυο υπόχωροι ενός διανυσματικού χώρου V επί του σώματος F.
Ορισμός 1: Το σύνολο U+W={ v=u+w / u∈U, w∈W } ορίζεται ως άθροισμα, (sum), των
U και W(7.
(7
Ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει την διαφορά μεταξύ των συνόλων U+W και U∪W.
- 28 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
- 29 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Παράδειγμα 1: Έστω ο διανυσματικός χώρος V=R2 επί του σώματος R. Δύο διανύσματα
v1 και v2 που δεν είναι συνευθειακά, Σχήμα 1, είναι
y
γραμμικά ανεξάρτητα.
Πράγματι η σχέση α1v1+α2v2=0 είναι δυνατή μόνο
v2 αν α1=α2=0 διότι διαφορετικά μεταφέροντας το α2v2
στο δεύτερο μέλος θα έχουμε α1v1=-α2v2 δηλαδή τα
v1 διανύσματα α1v1 και α2v2 θα έπρεπε να είναι
αντίθετα και επομένως να έχουν την ίδια διεύθυνση
και αντίθετη φορά. Αυτό όμως είναι αδύνατο γιατί
O x
Σχ. 1 - 30 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
το α1v1 έχει την διεύθυνση του v1 και το α2v2 την διεύθυνση του v2.
Στον χώρο R2 τρία οποιαδήποτε διανύσματα
v1, v2, v3 είναι γραμμικά εξαρτημένα, διότι y
μπορούμε να βρούμε μη μηδενικούς v1
αριθμούς α1, α2, α3 τέτοιους ώστε να ισχύει:
σ1
α1v1+ α2v2+ α3v3 =0 (1) -v3
v2
Οι αριθμοί α1, α2, α3 βρίσκονται ως εξής:
σ2
Αναλύουμε το διάνυσμα -v3 σε δυο
συνιστώσες σ1 και σ2 που να έχουν v3
αντίστοιχα την διεύθυνση των v1 και v2,
Σχήμα 2. Τότε:
v v
-v3=σ1+σ2= σ1 1 − σ2 2 ή x
v1 v2 Σχ. 2
σ1 σ2
v1 − v2 + v3 = 0
v1 v2
Συγκρίνοντας με την (1) έχουμε:
σ σ2
α1 = 1 , α 2 = − , α3=1
v1 v2
Πολλαπλασιάζοντας τις τιμές αυτές επί οποιαδήποτε σταθερά k, μπορούμε να βρούμε
άπειρες τριάδες τιμών των α1, α2, α3. Άρα στον χώρο R2 τρία ή περισσότερα διανύσματα
είναι πάντα γραμμικά εξαρτημένα.
- 31 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Από την εξίσωση (1γ) προκύπτει α2=-2α3 οπότε οι δυο πρώτες εξισώσεις (1α) και (1β)
γράφονται:
α1 +-2α3 + 5α3=0, -α1 -6α3+ 3α3=0
οι οποίες ταυτίζονται με την εξίσωση α1+3α3=0 ⇒ α1=-3α3. Επομένως θεωρώντας το α3
ως ελέυθερη παράμετρο μπορούμε να εκφράσουμς τα α1 και α2 με την βοήθεια του α3,
δηλαδή α1=-3α3, α2=-2α3. Επομένως το σύστημα των εξισώσεων (1α), (1β), (1γ) έχει
άπειρες λύσεις της μορφής (α1,α2,α3)=α3(-3,-2,1) δηλαδή όλες οι λύσεις είναι
πολλαπλάσια της τριάδας (-3,-2,1), Άρα τα διανύσματα v1=(1,-1,0), v2=(1,3,-1) και
v3=(5,3,-2) είναι γραμμικά εξαρτημένα.
Ορισμός 1: Έστω ένας διανυσματικός χώρος V επί του σώματος F και τα διανύσματα v1,
v2,…,vk∈V. Θα λέμε ότι τα διανύσματα v1, v2, …,vk αποτελούν ένα σύστημα
γεννητόρων ή ότι γεννούν τον χώρο, ή παράγουν τον χώρο V, (span the space), όταν
κάθε διάνυσμα u∈V μπορεί να γραφεί ως γραμμικός συνδυασμός των vi, i=1,…,k,
δηλαδή:
u=α1v1+ α2v2+ . . . + αkvk
Θεώρημα 1: Έστω ότι τα διανύσματα {v1, v2, . . ., vm} γεννούν τον διανυσματικό χώρο V.
Να δειχθεί ότι:
1) Αν w∈V, τότε το σύνολο {w, v1, v2, . . ., vm} είναι γραμμικά εξαρτημένο και γεννά
τον V.
2) Αν το vi είναι γραμμικός συνδυασμός των προηγουμένων διανυσμάτων, τότε το
σύνολο {v1, . . ., vi-1, vi+1, . . ., vm} γεννά τον χώρο V.
Απόδειξη:
1) Εάν w∈V, τότε το w είναι ένας γραμμικός συνδυασμός των vj αφού τα {vj} γεννούν
τον V, δηλαδή w=α1v1+α2v2+⋅⋅⋅+αnvn ⇒ α1v1+α2v2+⋅⋅⋅+αnvn-w=0 με κάποιους
συντελεστές αi διάφοροι του μηδενός. Επομένως τα {w, v1, v2, …, vm} είναι γραμμικά
εξαρτημένα. Προφανώς το w με τα vj γεννούν τον V αφού τα vj γεννούν από μόνα τους
τον V. Δηλαδή τα {w, v1, v2, …, vm} γεννούν τον V.
2) Έστω vi=k1v1+…+ki-1vi-1 και u∈V. Επειδή τα {vj} γεννούν τον V, το u είναι ένας
γραμμικός συνδυασμός των vj : u=α1v1+…+αivi+⋅⋅⋅+αmvm και αντικαθιστώντας το vi
έχουμε:
u=α1v1+…+ αi-1vi-1+αi(k1v1+…+ki-1vi-1)+ αi+1vi+1+…+ αmvm=
=(α1+αik1)v1+…+(αi-1+αiki-1)vi-1+α1+1vi+1+…+αmvm
- 32 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
Έτσι τα {v1, …, vi-1, vi+1, …, vm} γεννούν τον V, με άλλα λόγια μπορούμε να
παραλείψουμε το vi από ένα σύστημα γεννητόρων και να προκύψει πάλι ένα σύστημα
γεννητόρων.
Ορισμός 1: Τα διανύσματα v1, v2, . . ., vn, ∈V θα λέμε ότι αποτελούν μια βάση, (base),
του διανυσματικού χώρου V αν είναι συγχρόνως γραμμικά ανεξάρτητα και αποτελούν
σύστημα γεννητόρων.
Εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι η ανάπτυξη ενός διανύσματος ως προς
μια βάση είναι μοναδική. Αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι η βάση αποτελείται από
ανεξάρτητα διανύσματα. Πράγματι, έστω ότι το διάνυσμα u έχει δυο διαφορετικές
αναπτύξεις ως προς την βάση {v1, v2, . . .,vn}, δηλαδή:
u=α1v1+⋅⋅⋅+ αnvn και u=β1v1+⋅⋅⋅+ βnvn
Αφαιρώντας κατά μέλη τις παραπάνω σχέσεις έχουμε:
0=(α1-β1)v1+⋅⋅⋅+(αn-βn) vn ⇒ α1=β1,⋅⋅⋅, αn=βn
επειδή τα διανύσματα v1, v2, . . .,vn είναι γραμμικά ανεξάρτητα.
Θεώρημα 1: Αν V διανυσματικός χώρος επί του σώματος F και αν { v1, . . ., vm} είναι
οποιοδήποτε σύνολο από γραμμικά ανεξάρτητα διανύσματα, τότε μπορούμε να βρούμε
διανύσματα vm+1, . . ., vm+p έτσι ώστε τα διανύσματα {v1, . . ., vm, vm+1, . . ., vm+p} να
αποτελούν μια βάση, (εκτός αν τα {v1, . . ., vm} σχηματίζουν ήδη μια βάση). Δηλαδή κάθε
γραμμικά ανεξάρτητο σύνολο μπορεί να επεκταθεί σε βάση.
Απόδειξη: Έστω μια βάση {e1, . . ., en} του διανυσματικού χώρου V. Θεωρούμε το
σύνολο S των διανυσμάτων:
S={v1, . . ., vm, e1, . . ., en}
- 33 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
το οποίο βάσει του προηγουμένου θεωρήματος 1, παρ. 2.7 είναι γραμμικά εξαρτημένο,
διότι τα διανύσματα e1, . . ., en σαν βάση, αποτελούν σύστημα γεννητόρων. Επομένως ένα
τουλάχιστον διάνυσμα του S είναι γραμμικός συνδυασμός των προηγουμένων, (θεώρημα
1, παρ. 2.6). Το διάνυσμα αυτό δεν μπορεί να είναι ένα από τα v1, . . ., vm διότι τα v1, . . .,
vm είναι γραμμικά ανεξάρτητα και άρα θα είναι κάποιο από τα e1, . . ., en έστω το ei,
1≤i≤n. Θεωρούμε τώρα το σύνολο S΄
S΄={ v1, . . ., vm, e1, . . ., ei-1, ei+1, . . ., en}
που βάσει του θεωρήματος 1, παρ. 2.7 εξακολουθεί να είναι σύστημα γεννητόρων. Αν
τώρα το S΄ είναι και γραμμικά ανεξάρτητο, το θεώρημα αποδείχθηκε. Διαφορετικά
εφαρμόζουμε την ίδια διαδικασία έως ότου καταλήξουμε σ’ ένα γραμμικά ανεξάρτητο
σύνολο διανυσμάτων, που θα περιέχει τα v1, . . ., vm και που θα είναι και σύστημα
γεννητόρων και επομένως θα αποτελεί βάση.
να γραφούν ως γραμμικοί συνδυασμοί των στοιχείων του τελικού S΄k που αποτελείται
μόνο από στοιχεία του W. Αυτό σημαίνει ότι το W είναι γραμμικά εξαρτημένο και
σύστημα γεννητόρων, που έρχεται σε αντίθεση με την υπόθεση. Επομένως η μόνη δυνατή
περίπτωση είναι η (α), δηλαδή m≤n . Αν τώρα αλλάξουμε τις ιδιότητες στα σύνολα U και
W, δηλαδή το U να είναι γραμμικά ανεξάρτητο και όχι σύστημα γεννητόρων και το W να
είναι σύστημα γεννητόρων και όχι γραμμικά ανεξάρτητο, τότε θα καταλήξουμε με
ανάλογους συλλογισμούς στο συμπέρασμα m≥n .
Επομένως αν τα U και W είναι βάσεις θα έχουν και τις δυο ιδιότητες και θα
ισχύουν συγχρόνως οι σχέσεις m≥n και n≥m, δηλαδή θα έχουμε n=m.
Άλλος τρόπος: Θεωρούμε την βάση U={v1,v2, ..., vn} και μια άλλη βάση W={w1, w2, ... }.
Εφ’ όσον τα διανύσματα {vi} γεννούν τον V και είναι n σε πλήθος, το σύνολο W={w1,
w2, ...} πρέπει να περιέχει n ή λιγότερα διανύσματα, διότι διαφορετικά θα είναι ένα
εξαρτημένο σύνολο διανυσμάτων. Από την άλλη πλευρά εάν η βάση W={w1, w2, ...}
περιέχει λιγότερα από n διανύσματα, τότε το σύνολο U={v1,v2, ..., vn} είναι εξαρτημένο.
Επομένως η βάση W={w1, w2, ...} περιέχει ακριβώς n διανύσματα.
Ένας άλλος ισοδύναμος ορισμός της διάστασης ενός διανυσματικού χώρου είναι
το ελάχιστο άνω φράγμα των φυσικών αριθμών για τους οποίους υπάρχουν n γραμμικά
ανεξάρτητα διανύσματα.
- 35 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Παράδειγμα 1: Έστω W ένας υπόχωρος του R3. Η διάσταση του R3 είναι dimR3=3. Από
το θεώρημα 1 προκύπτει ότι η διάσταση του W μπορεί να είναι 0, 1, 2, ή 3. Έχουμε
λοιπόν τις εξής περιπτώσεις:
- 36 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
Μετά τον ορισμό της βάσεως και της διάστασης, μπορούμε να γυρίσουμε πίσω
στην έννοια του ευθέως αθροίσματος γενικεύοντας την έννοια του ευθέως αθροίσματος
θεωρώντας δυο διανυσματικούς χώρους V και W, οι οποίοι να μην είναι υπόχωροι του
ίδιου διανυσματικού χώρου.
- 37 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Η δομή του διανυσματικού χώρου με τις δυο πράξεις, (την εσωτερική και
εξωτερική), δεν περιέχει τις έννοιες του μήκους ενός διανύσματος και της γωνίας δυο
διανυσμάτων. Οι έννοιες αυτές εισάγονται με μια νέα πράξη, (εξωτερική β′ είδους), στον
διανυσματικό χώρο, που ονομάζεται εσωτερικό γινόμενο.
Πριν δώσουμε τον ακριβή ορισμό του εσωτερικού γινομένου, θ’ αναφερθούμε
στον διανυσματικό χώρο R2 όπου η παρουσίαση της γνωστής έννοιας του εσωτερικού
γινομένου θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα την γενίκευση των εννοιών του
μέτρου ενός διανύσματος και της γωνίας δυο διανυσμάτων σε πιο αφηρημένους χώρους,
καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται το εσωτερικό γινόμενο σε
διανυσματικούς χώρους., τόσο στους πραγματικούς αριθμούς όσο και στους μιγαδικούς.
Αν v=(v1, v2) και u=(u1, u2) δυο διανύσματα του R2, ο γνωστός τύπος για την
απόσταση μεταξύ των περάτων των v και u ή του μήκους του ευθυγράμμου τμήματος που
ενώνει τα πέρατα των v και u είναι:
( v1 − u 1 ) + ( v2 − u 2 )
2 2
Η δε απόσταση του v από την αρχή 0=(0,0) είναι: v12 + v 22 που θα την συμβολίζουμε με
v = v12 + v 22
και όχι με |v| για να γίνεται διαχωρισμός των
εννοιών του μέτρου ενός διανύσματος από την
απόλυτη τιμή ενός πραγματικού ή μιγαδικού
αριθμού. Μ’ αυτόν τον συμβολισμό η απόσταση
v2 Γ μεταξύ των v και u γράφεται: v − u .
v
Αυτά, όπως είναι γνωστό, ισχύουν για τα
μήκη και τις αποστάσεις. Τι γίνεται όμως για τις
u2 Δ γωνίες; Γενικά είναι πιο εύκολο να έχει κανείς το
α u συνημίτονο μιας γωνίας, παρά ένα από τα γνωστά
β Β Α
μέτρα των γωνιών, (μοίρες, ακτίνια, κ.λ.π.). Ο
u1 v1
Ο
- 38 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
λόγος είναι ότι η γωνία, στην γνωστή εικόνα ενός κύκλου ακτίνας ίσης με την μονάδα,
είναι το μήκος ενός κυκλικού τόξου, ενώ το συνημίτονο είναι το μήκος ενός ευθυγράμμου
τμήματος, που μπορεί να συνδεθεί ευκολότερα με την μελέτη των γραμμικών
απεικονίσεων σε διανυσματικούς χώρους. Έστω τώρα α η γωνία μεταξύ του διανύσματος
v και του θετικού άξονα ΟΧ, και β η γωνία μεταξύ του διανύσματος u και του ιδίου
άξονα. Η γωνία μεταξύ των διανυσμάτων είναι α-β και το συνημίτονο της, (από την
τριγωνομετρία), είναι:
cos(α-β)=cosαcosβ+sinαsinβ (1)
Αλλά
v1=OA=ΟΓcosα=||v||cosα
u1=OB=OΔcosβ=||u||cosβ
v2=ΑΓ=ΟΓsinα=||v||sinα
u2=BΔ=ΟΔsinβ=||u||sinβ (2)
οπότε η (1) γίνεται:
v1u1 + v 2 u 2
cos(α − β) = (3)
v u
Από την έκφραση v1u1+v2u2 μπορούμε να υπολογίζουμε γωνίες και μήκη από απλούς
τύπους, γιατί αν για κάθε ζεύγος διανυσμάτων v και u γνωρίζουμε την τιμή της έκφρασης
v1u1+v2u2 τότε μπορούμε να υπολογίζουμε όλες τις αποστάσεις και γωνίες. Πράγματι αν
πάρουμε v=u τότε η έκφραση v1u1+v2u2 γίνεται:
2
v12 + v 22 = v
που μας δίνει το μήκος του v . Ο τύπος (3) μας δίνει την γωνία συναρτήσει της έκφρασης
v1u1+v2u2 και των μηκών ||v|| και ||u|| . Για την έκφραση v1u1+v2u2 χρησιμοποιούμε τον
συμβολισμό:
(v,u)= v1u1+v2u2
Τα παραπάνω μπορούμε να συνοψίσουμε με τις σχέσεις:
1) απόσταση από 0 έως v (ή μέτρο του v) = v = ( v, v )
2) απόσταση από το v στο u = ||v-u||
(v, u)
3) συνημίτονο της γωνίας μεταξύ v και u =
v u
Σημαντικές ιδιότητες της έκφρασης (v,u)=v1u1+v2u2 την οποία μπορούμε να
θεωρήσουμε ως αριθμητική συνάρτηση των διανυσμάτων v και u είναι οι εξής:
1. είναι συμμετρική ως προς v και u, δηλαδή (v,u)=(u,v)
2. εξαρτάται γραμμικά από κάθε μεταβλητή, δηλαδή
(αv1+βv2,u)= α(v1,u)+β(v2,u) και (v,γu1+δu2)=γ(v,u1)+δ(v,u2)
2 2
3. η τιμή (v,v)= v1 + v2 είναι πάντα θετική εκτός αν v=0 .
Για την τετριμμένη περίπτωση του R, (των πραγματικών αριθμών), όπου v=(v1) και
u=(u1) έχουμε (v,u)=v1u1 από το οποίο φαίνεται γιατί το (v,u) είναι γνωστό ως εσωτερικό
- 39 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Αυτό σημαίνει ότι αν το v είναι θετικό, δηλαδή αν το v είναι σε θετική απόσταση από
την αρχή, τότε το iv δεν είναι, αλλά η απόσταση του από την αρχή είναι φανταστική ||iv||=
2
− v = i v . Αυτό το εμπόδιο μας κάνει να τροποποιήσουμε την έκφραση (4) έτσι
ώστε για v=u να μην γίνεται ποτέ αρνητική. Μια τέτοια τροποποίηση θα ήταν:
( v , u) = v*1u 1 + v 2*u 2 (5)
όπου v 1* , v 2* συζυγή των v1 και v2 αντίστοιχα. Μ’ αυτό τον ορισμό η έκφραση (v,u) δεν
είναι πλέον εντελώς συμμετρική ούτε και εντελώς γραμμική. Αλλά το γεγονός ότι το
2 2
( v , v ) = v1*v1 + v2*v2 = v1 + v2
(v , u)
είναι πάντα μη αρνητικό, μας κάνει να δεχθούμε την (5). Για τον τύπο έχουμε να
v u
παρατηρήσουμε ότι δεν μπορεί να σταθεί ως συνημίτονο, διότι το (v,u) είναι μιγαδικός
αριθμός, αλλά το πραγματικό του μέρος μπορεί να θεωρηθεί ως συνημίτονο. Αυτό
μπορούμε να το δούμε στην περίπτωση του C. Έστω v,u∈C με v=v1 +iv2 και u=u1 +iu2
τότε
(v,u)=v*⋅u=(v1-iv2) (u1+iu2)=(v1u1+v2u2)+i(v2u1-v1u2)
(v, u) v1u1 + v2u2 vu −v u
και = +i 1 2 2 1
v u v u v u
v1u 1 + v2u 2
όπου εύκολα αναγνωρίζουμε ότι =cosθ
v u
(8
Από την γραμμικότητα του εσωτερικού γινομένου (v,u) έχουμε (αv,βu)=αβ(v,u)
- 40 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
Στην παράγραφο 2.11 θα δώσουμε πληρέστερα τον ορισμό του μέτρου ενός
διανύσματος, δίνοντας την έννοια του σταθμητού και μετρικού χώρου.
Απόδειξη: Αν v=0 η ανισότητα ανάγεται στην 0≤0 που ισχύει. Αν v≠0 τότε (v,v)≠0 και
(v,u)
έχει νόημα το διάνυσμα: w = u − v (10
(v,v)
u w
για το οποίο έχουμε:
v
(9
Άλλος συμβολισμός του εσωτερικού γινομένου, που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στην Κβαντομηχανική,
είναι <u|v>.
(v, u) ( v, u) ( v, u ) ⎛ v ⎞ v
(10
Το διάνυσμα v γράφεται v= v = ⎜
⎜ v , u ⎟⎟ = ( v 0 , u ) v 0 και είναι η προβολή
(v, v) ( v, v ) v
2
⎝ ⎠ v
του διανύσματος u στην διεύθυνση του διανύσματος v.
- 41 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
⎛ ( v, u ) ( v, u ) ⎞
0 ≤ (w, w ) = ⎜ u − v , u− v⎟ =
⎝ ( v, v ) ( v, v ) ⎠
( v, u ) ( v, u)*
= (u, u) − (u, v ) − ( v, u) +
( v, v ) ( v, v )
2
( v, u)* ( v, u) 2 ( v, u )
+ ( v , v ) = u − 2
⇒ ( v, u ) ≤ u v
( v, v ) 2 v
και δηλώνει ότι η απόλυτη τιμή της προβολής (u,v0) του διανύσματος u στην διεύθυνση
v0 του διανύσματος v είναι μικρότερη ή ίση από το μέτρο του u. Κάτι το προφανές.
θ, δηλαδή cosθ=
( u, v ) διότι αφ’ ενός
(u, v ) ∈ R και αφ’ ετέρου (
u, v )
≤1
u v u v u v
Στους Unitary όμως χώρους, μπορούμε, όπως προαναφέραμε, να αντιστοιχίσουμε μια
(u , v ) (u, v)
γωνία θ στο πραγματικό μέρος του πηλίκου δηλαδή cos θ = Re
u v u v
Παρ’ όλα αυτά η γενίκευση της έννοιας της γωνίας είναι χρήσιμη, διότι σε πολλές
περιπτώσεις αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι τόσο η γωνία μεταξύ δυο διανυσμάτων,
όσο το γεγονός αν τα δυο διανύσματα είναι ορθογώνια ή όχι. Η έννοια της
ορθογωνιότητας δυο διανυσμάτων, όπως δίνεται στην επόμενη παράγραφο,
περιλαμβάνεται και στους Unitary χώρους.
Το εσωτερικό γινόμενο (1) υπό μορφή πινάκων μπορεί να γραφεί και ως:
- 42 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
⎛1 0 0 ⎞ ⎛ u1 ⎞ ⎛ u1 ⎞
( v1 , v 2 v 3 ) ⎜⎜ 0 1
⎟⎜ ⎟ ⎜ ⎟
0 ⎟ ⎜ u 2 ⎟ = ( v1 , v 2 v 3 ) ⎜ u 2 ⎟ = v1 u 1 + v 2 u 2 + v 3 u 3
⎜0 0 1 ⎟⎠ ⎜⎝ u 3 ⎟⎠ ⎜u ⎟
⎝ ⎝ 3⎠
Μπορούμε να πούμε ότι το γνωστό εσωτερικό γινόμενο, που ονομάζεται και ευκλείδειο
εσωτερικό γινόμενο, ορίζεται από τον ταυτοτικό πίνακα Ι3.
Εδώ ο πίνακας που αντιστοιχεί στο εσωτερικό γινόμενο είναι ο ταυτοτικός πίνακας Ιn.
Παρατήρηση 3: Η σχέση (2) δεν είναι η μοναδική που ορίζει εσωτερικό γινόμενο στο Rn.
Διότι αν θεωρήσουμε τον R2 και την σχέση:
(v,u)=v1u1-v1u2-v2u1+3v2u2
όπου v=(v1, v2), u=(u1, u2) (3)
τότε η (3) ορίζει εσωτερικό γινόμενο. Πράγματι:
1. (v,u)= v1u1-v1u2-v2u1+3v2u2= u1v1-u1v2-u2v1+3u2v2=(u,v)
2. Αν w=(w1,w2), τότε:
( ) (
(αv+βu,w)= {αv1, αv2} +{βu1, βu2} ,{w1,w2} = {αv1 +βu1, αv2 +βu2} ,{w1,w2} = )
= [ αv1 + β u1 ] w1 − [ αv1 + β u1 ] w 2 − [ αv 2 + β u 2 ] w1 + 3[ αv 2 + βu 2 ] w 2 =
= α [ v1 w 1 − v1w 2 − v 2 w 1 + 3v 2 w 2 ] + β [ u1 w 1 = u1 w 2 − u 2 w 1 + 3u 2 w 2 ] = α ( v, w ) + β ( u, w )
3. (v,v)=v12-v1v2-v2v1+3v22=v12-2v1v2+v22+2v22=[v1-v2]2+2v22 ≥0
και (v,v)=0 αν και μόνο αν [v1-v2]2+2v22=0 δηλαδή: v1=v2=0 ή v=0
Ο πίνακας που αντιστοιχεί στο εσωτερικό αυτό γινόμενο είναι ένας πίνακας 2×2 και
βρίσκεται ως εξής: Κατ’ αρχήν ο πίνακας είναι τύπου 2×2 και έστω ότι είναι:
⎛α γ⎞
⎜ ⎟
⎝ β δ⎠
τότε το εσωτερικό γινόμενο θα γράφεται:
⎛ α γ ⎞ ⎛ u1 ⎞ ⎛ α u1 + β u 2 ⎞
( u , v ) = ( v1 , v 2 ) ⎜ ⎟ ⎜ u ⎟ = ( v 1 , v 2 ) ⎜ γ u + δ u ⎟ = v1 ( α u 1 + β u 2 ) + v 2 ( γ u 1 + δ u 2 )
⎝ β δ⎠⎝ 2 ⎠ ⎝ 1 2 ⎠
=αv1u1+βv1u2+γv2u1+δv2u2
- 43 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
αλλά (v,u)=v1u1-v1u2-v2u1+3v2u2
Δια συγκρίσεως των δυο τελευταίων σχέσεων προκύπτει: α=1, β=-1, γ=-1, δ=3 και ο
⎛ 1 −1⎞
πίνακας είναι: ⎜ ⎟
⎝ −1 3 ⎠
Παράδειγμα 3: Στον διανυσματικό χώρο Cn ορίζεται εσωτερικό γινόμενο από την σχέση:
(v,u)=v1*u1+v2*u2+ ⋅⋅⋅ +vn*un
με f(x)* συζυγή της f(x) ορίζει ένα εσωτερικό γινόμενο στο V. Οι δε συναρτήσεις f
λέγονται τετραγωνικά ολοκληρώσιμες, (square integrable) όταν το ολοκλήρωμα:
β
(f , f ) = ∫ | f (x) |2 dx υπάρχει.
α
( f ( x ) , g ( x ) ) ≡ ∫ f ( x ) g ( x ) dx
0
- 44 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
Μετά τους ορισμούς του μήκους και της γωνίας, η θεωρία των διανυσματικών
χώρων αρχίζει να σχετίζεται περισσότερο με την Φυσική. Μια από τις κεντρικές έννοιες
της Μαθηματικής Φυσικής είναι η έννοια του πλήρους και ορθοκανονικού συνόλου
διανυσμάτων ή συναρτήσεων.
Δυο διανύσματα σ’ ένα τρισδιάστατο χώρο είναι ορθογώνια αν η γωνία τους είναι
0
90 . Ο ορισμός μας είναι απλώς μια γενίκευση αυτής της ιδέας για έναν n-διάστατο ή
ακόμα απειροδιάστατο χώρο. Όπως θα περιμέναμε αν (v,u)=0, τότε (v,u)=(u,v)*=0 ⇒
(u,v)=0. Έτσι αν και το εσωτερικό γινόμενο δεν είναι συμμετρικό, η ορθογωνιότητα είναι.
Το μηδενικό διάνυσμα θεωρείται κάθετο σ’ όλα τα διανύσματα.
⎧1 όταν i=j
(11
Το σύμβολο δij ονομάζεται σύμβολο του Kronecker και ορίζεται ως: δ ij = ⎪⎨
⎪0 όταν i ≠ j
⎩
- 45 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
∑α v
i
= 0 ⇒ ⎜ v j , ∑ αi v i ⎟ = 0 ⇒ ∑ αi ( v j , v i ) = ∑ αi δij = α j = 0
i i
⎝ i ⎠ i i
⎝ i j ⎠
n n n n
= ( v, v) − ∑ α*i ( vi , v) −∑ α j ( v, v j ) + ∑∑ α*i α j ( v i , v j ) =
i j i j
n n n n n n n
|| v ||2 −∑ α*i αi −∑ α jα*j + ∑∑ α*i α jδij = || v ||2 −∑| αi |2 −∑| α j |2 +∑| α j |2 =
i j i j i j j
n n
=|| v ||2 −∑| αi |2 ⇒ || v ||2 ≥ ∑| αi |2
i i
- 46 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
m
5. Αν v,u∈V τότε (u, v) = ∑(u, vi )(vi , v) (ισότητα του Parseval)
i =1
m m
6. Αν v∈V, τότε || v || = ∑ ( vi , v) = ∑| αi |
2 2 2
i =1 i =1
- 47 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
n
(3) ⇒ (4). Αν κάθε v μπορεί να γραφεί ως v = ∑ α j v j τότε
j
n n n
( v i , v) = ∑ α j ( v i , v j ) = ∑ α jδij = αi και επομένως: v = ∑(vi , v)vi
j j i
n n
(4) ⇒ (5). Αν v = ∑ α j v j και u = ∑βjv j με αi=(vi,v) και βj=(vi,u) τότε:
j j
n n n
⎛ n n
⎞ n
( u, v ) = ⎜ ∑ β j v j ,∑ α i v ij ⎟ = ∑ β*j α i ( v j , v i ) = ∑β*j αi δij = ∑β*i αi = ∑(u, vi )(vi , v)
⎝ j i ⎠ i, j=1 i, j=1 i i
i i i i
∑ (v , v )
2
i 0 =0
i
n
Αλλά τότε || v|| ≠ ∑ (vi , v0 )| αφού v0≠0, δηλαδή θα ισχύει η όχι (6).
2 2
Είναι αρκετά βολικό να έχουμε μια βάση, της οποίας τα διανύσματα να αποτελούν
ένα ορθοκανονικό σύνολο. Και τούτο διότι τότε απλοποιούνται κατά πολύ οι πράξεις και
οι τύποι παίρνουν πιο απλή μορφή.
Στην παράγραφο αυτή θα δείξουμε πως από μια
A τυχαία βάση, χρησιμοποιώντας μια επαγωγική τεχνική,
Γ
v2 γνωστή ως “μέθοδος ορθοκανονικοποιήσεως Gram-
u2 Schmidt”, μπορούμε να κατασκευάσουμε μια ορθοκανονική
θ βάση. Το θεώρημα 3, [(3)⇒(1)], μας εξασφαλίζει ότι αυτή η
Ο u1 B v1 ορθοκανονική βάση θα είναι ένα πλήρες ορθοκανονικό
σύνολο.
Πριν όμως αναφερθούμε στη γενική περίπτωση διανυσματικού χώρου διάστασης
n, ας δούμε πως εφαρμόζεται η μέθοδος Gram-Schmidt στις δυο διαστάσεις, δηλαδή στον
διανυσματικό χώρο R2.
Θεωρούμε μια βάση Bv={v1,v2} της οποίας τα διανύσματα δεν είναι ορθογώνια
μεταξύ τους και ούτε μοναδιαία. Από τη βάση Bv={v1,v2} θα κατασκευάσουμε μια άλλη
βάση Bu={u1, u2} τέτοια ώστε ||u1||=||u2||=1 και (u1,u2)=0 που είναι και η ζητούμενη.
- 48 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
Ξεκινάμε από το διάνυσμα v1, (ή από το v2), το διαιρούμε με το μέτρο του και
v
έχουμε το πρώτο διάνυσμα της νέας βάσης, το u 1 = 1 .
v1
Το δεύτερο διάνυσμα v2 μπορούμε να το αναλύσουμε σε δυο συνιστώσες: την ΟΒ
παράλληλη προς το v1 και την ΟΓ κάθετη προς το v1 . Η παράλληλη συνιστώσα δεν μας
ενδιαφέρει, η δε κάθετη υπολογίζεται ως εξής:
ΟΓ=ΒΑ=v2-OB=v2-||OB||u1 (1)
Αλλά
|| OB ||=|| v 2 || cos θ ⎫ ( v1 , v 2 ) ⎛ v1 ⎞
⎬ ⇒ || OB ||= =⎜ , v 2 ⎟ = (u 1 , v 2 ) (2)
( v 1 , v 2 ) =|| v 1 |||| v 2 || cos θ ⎭ || v 1 || ⎝ || v 1 || ⎠
Η (1) με την βοήθεια της (2) γίνεται: ΟΓ=v2-(u1,v2)u1. Το διάνυσμα (u1,v2)u1 είναι η
συνιστώσα του v2 η παράλληλη προς το v1. Διαιρώντας το διάνυσμα OΓ με το μέτρο του,
έχουμε το δεύτερο διάνυσμα u2 της νέας βάσης:
v 2 − (u 1, v 2 )u 1
u2 =
v 2 − (u 1, v 2 )u 1
Πράγματι τα διανύσματα u1 και u2 από την κατασκευή τους είναι μοναδιαία, είναι δε και
ορθογώνια διότι:
⎛ v − (u1 , v 2 )u1 ⎞ 1
(u1 , u 2 ) = ⎜⎜ u1 , 2
v 2 − (u1 , v 2 )u1
⎟⎟ = ( u1 , v 2 − ( u1v 2 ) u1 ) =
⎝ ⎠ v 2 − (u1 , v 2 )u1
1 1
=
v 2 − (u1, v 2 )u1
[ (u1, v 2 ) − (u1, v 2 )(u1, u1)] =
v 2 − (u1, v 2 )u1
⋅ [(u1, v 2 ) − (u1, v 2 )] = 0
Στην γενική περίπτωση διανυσματικού χώρου διάστασης n στην οποία από μια
βάση Bv={v1, v2, ..., vn} θέλουμε να κατασκευάσουμε μια ορθοκανονική βάση Bu={u1, u2,
..., un} η μέθοδος Gram-Schmidt περιγράφεται ως εξής:
Ξεκινάμε από το διάνυσμα v1, το διαιρούμε με το μέτρο του και έχουμε το πρώτο
διάνυσμα της νέας βάσης:
v1
u1 = (3)
|| v1||
Το δεύτερο διάνυσμα v2, έχει δυο συνιστώσες, μια παράλληλη προς το u1 και μια κάθετη.
Αν από το v2 αφαιρέσουμε την προβολή (u1,v2)u1 του v2 πάνω στο u1 αυτό που μένει είναι
η συνιστώσα του v2 η κάθετη στο u1 την οποία διαιρούμε με το μέτρο της
||v2-(u1,v2)u1|| και έχουμε:
v2 − (u1 , v2 )u1
u2= (4)
v2 − (u1 , v2 )u1
- 49 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Ακολούθως από το διάνυσμα v3 αφαιρούμε τις προβολές του πάνω στις διευθύνσεις των
u1, u2 και παίρνουμε την συνιστώσα του v3 η οποία είναι κάθετη προς τα u1, u2 και την
οποία διαιρούμε με το μέτρο της.
v 3 − (u1 , v 3 )u1 − (u 2 , v 3 )u 2
u3= (5)
v 3 − (u1 , v 3 )u1 − (u 2 , v 3 )u 2
Όταν αυτή η διαδικασία έχει γίνει n φορές, τότε έχουμε κατασκευάσει μια ορθοκανονική
βάση. Βλέπουμε δηλαδή ότι από οποιαδήποτε βάση μπορούμε να κατασκευάσουμε μια
ορθοκανονική. Γι’ αυτό το λόγο στα επόμενα, όταν θα αναφερόμαστε σε βάση, θα
εννοούμε μια ορθοκανονική.
Παράδειγμα 1: Θεωρούμε τον διανυσματικό χώρο V=R3 επί του σώματος των
πραγματικών αριθμών F=R και την βάση:
Bv={v1=(1,1,1), v2=(0,1,1), v3=(0,0,1)}
Θέλουμε να κατασκευάσουμε μια ορθοκανονική βάση Bu όταν το εσωτερικό γινόμενο
ορίζεται από την γνωστή σχέση (v,u)=v1u1+v2u2+v3u3.
Λύση: Θα χρησιμοποιήσουμε τους τύπους (3), (4) και (5) σύμφωνα με την προηγούμενη
διαδικασία. Έχουμε: ||v1|| =√3
Επομένως το πρώτο νέο διάνυσμα u1 είναι:
v1 1 3
u1 = = (1,1,1) = (1,1,1)
|| v1 || 3 3
- 50 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
v 2 − (u1 , v 2 )u1 3 1 6
u2= = ( −2,1,1) = ( −2,1,1)
v 2 − (u1 , v 2 )u1 63 6
Τέλος για το διάνυσμα u3 θα χρησιμοποιήσουμε τον τύπο
v 3 − (u1 , v 3 )u1 − (u 2 , v 3 )u 2
u3=
v 3 − (u1 , v 3 )u1 − (u 2 , v 3 )u 2
( −2,1,1) = ⎛⎜ 0, − , ⎞⎟ ⇒
1 1 1 1 1 1
v3-(u1,v3)u1-(u2,v3)u2 = ( 0,0,1) − (1,1,1) −
3 3 6 6 ⎝ 2 2⎠
||v3-(u1,v3)u1-(u2,v3)u2||=√2/2
2 ⎛ 1 1⎞ ⎛ 1 1⎞
u3 = ⎜ 0, − , ⎟ = 2 ⎜ 0, − , ⎟
2⎝ 2 2⎠ ⎝ 2 2⎠
Άρα η νέα ορθοκανονική βάση είναι:
⎧⎪ 3 6 ⎛ − 1 1 ⎞ ⎫⎪
Bu = ⎨ (1,1,1) , ( − 2,1,1) , 2 ⎜ 0, , ⎟ ⎬
⎩⎪ 3 6 ⎝ 2 2 ⎠ ⎭⎪
Παράδειγμα 2: Θεωρούμε τον διανυσματικό χώρο V=C3 επί του σώματος των μιγαδικών
αριθμών F=C. Να βρεθεί μια ορθοκανονική βάση του υπόχωρου W του V που παράγεται
από τα διανύσματα v1=(1,i,0), v2=(1,2,1-i). Tο εσωτερικό γινόμενο ορίζεται από την
σχέση ( u, v) = u1 v1 + u2v2 + u3v3 .
∗ ∗ ∗
.
Λύση: Τα διανύσματα v1, v2 είναι γραμμικώς ανεξάρτητα και επειδή παράγουν τον χώρο
W το σύνολο Bv={v1, v2} είναι βάση του χώρου αυτού. Για να βρούμε μια ορθοκανονική
βάση εφαρμόζουμε το θεώρημα Gram-Schmidt και έχουμε:
||v1|| = ( v1 , v1 ) = 1 ⋅ 1 + ( −i ) i = 2
v1 1
Επομένως το πρώτο νέο διάνυσμα u1 είναι: u1 = = (1,i,0)
|| v1 || 2
Για το επόμενο διάνυσμα u2 θα χρησιμοποιήσουμε τον τύπο:
v − (u1 , v2 )u1
u2= 2
v2 − (u1 , v2 )u1
1 1 2
(1,i, 0 ) (1, 2,1 − i ) = (1 − 2i ) = (1 − 2i ) ,
*
Έχουμε: (u1,v2)=
2 2 2
1 + 2i 2 − i
(1 − 2i ) (1,i, 0 ) = ⎛⎜ ⎞
2 1
v2-(u1,v2)u1= (1, 2,1 − i ) − , ,1 − i ⎟ ⇒
2 2 ⎝ 2 2 ⎠
- 51 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
(1 − 2i )(1 + 2i ) + ( 2 + i )( 2 − i ) + 18
||v2-(u1,v2)u1||= (1 + i )(1 − i ) =
4 4 2
v 2 − ( u 1 , v 2 )u 1 2 ⎛ 1 + 2i 2 − i ⎞ 2
και u2= = ⎜ , ,1 − i ⎟ = (1 + 2i, 2 − i, 2 − 2i )
v 2 − ( u 1 , v 2 )u 1 18 ⎝ 2 2 ⎠ 6
⎪⎧ 1 ⎫
(1 + 2i, 2 − i, 2 − 2i ) ⎪⎬
2
Bu = ⎨ (1, i, 0 ) ,
⎩⎪ 2 6 ⎪⎭
1 1
x3 2 3
= ∫ x dx =
2
με v1 2
= επομένως u1 = x
−1
3 −1
3 2
Τέλος το πολυώνυμο u2 θα υπολογιστεί από τον τύπο:
v 2 − (u0 , v 2 )u0 − (u1 , v 2 )u1
u2=
v 2 − (u0 , v 2 )u0 − (u1 , v 2 )u1
1 1 1
1
3 x4
( u1 , v 2 ) = ⌠
1 2 x3 2 3 3
Έχουμε: (u0 , v 2 ) = ⌠
⎮ x dx = = , ⎮ x dx = =0
⌡ 2 3 2 −1
3 ⌡ 2 2 4 −1
−1 −1
2 1 1
v 2 − ( u0 , v 2 ) u0 = x 2 − = x2 − ⇒
3 2 3
- 52 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
1
2
⌠⎛ 1⎞ 1
v 2 − (u 0 , v 2 ) u 0
2
= ⎮ ⎜ x 2 − ⎟ dx =
⌡⎝ 3⎠ 5
−1
⎛ 1⎞ 5
u 2 = 5 ⎜ x 2 − ⎟ = 5x 2 −
⎝ 3⎠ 3
Άρα η ορθοκανονική βάση του χώρου P2(x) θα αποτελείται από τα πολυώνυμα:
⎪⎧ 1 3 5 ⎪⎫
B u = ⎨u 0 = , u1 = x, u 2 = 5x 2 − ⎬
⎩⎪ 2 2 3 ⎭⎪
και ονομάζονται πολυώνυμα του Legendre. Το σύμβολο [n/2] σημαίνει τον μεγαλύτερο
φυσικό αριθμό που είναι μικρότερος του n/2.
Προφανώς μπορούμε να κατασκευάσουμε και άλλα πολυώνυμα εάν αλλάξουμε τα
όρια ολοκληρώσεως στην έκφραση που ορίζει το εσωτερικό γινόμενο ή και εάν ακόμα
τροποποιήσουμε το ολοκλήρωμα όπως π.χ.
(f ( x ) , g ( x )) ≡ ∫
β
w ( x ) f ( x ) g ( x ) dx
α
όπου w(x) μια συνάρτηση καλώς ορισμένη έτσι ώστε η παραπάνω έκφραση να ικανοποιεί
τις ιδιότητες του εσωτερικού γινομένου. Η συνάρτηση w(x) ονομάζεται συνάρτηση
βάρους, (weight function).
−1 n
Chebyshev I -1≤x≤1 1 1
⌠ [ Tn (x ) ]
2
⎧ π/ 2 n≠0
⎮ dx = ⎨
1− x 2
⌡ 1− x
2
⎩π n=0
−1
Chebyshev II -1≤x≤1 π
∫ [U (x)]
1− x 2 1 2
n 1− x2dx =
−1 2
0 n
- 53 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Σταθμητός χώρος: Έστω V ένας διανυσματικός χώρος στο σώμα F=R ή C. Μια
απεικόνιση, που θα την συμβολίζουμε με ||⋅⋅|| του V→R+ (12 με τις ιδιότητες
1. ||v||≥0 και ||v||=0 ⇔ v=0 ∀ v∈ V
2. ||αv||=|α|⋅||v|| ∀v∈V ∀α∈F
3. ||v+u||≤||v||+||u|| ∀v, u∈V
Τότε ο διανυσματικός χώρος V ονομάζεται σταθμητός διανυσματικός χώρος ή
διανυσματικός χώρος με μέτρο, (norm linear space), και η απεικόνιση ||⋅⋅|| ονομάζεται
στάθμη ή μέτρο ή norm .
||v||2= | x | + | y | =1 ⇒ x2+y2=1
2 2
Λύση: α) y
x2+y2=1
Επομένως στο επίπεδο Οxy τα άκρα των διανυσμάτων
v=xi+yj, που πληρούν την παραπάνω σχέση, βρίσκονται
πάνω σε περιφέρεια με κέντρο την αρχή των αξόνων και x
ακτίνα 1.
β) ||v||1=|x|+|y|=1
(12
Με R+ θα συμβολίζουμε τους θετικούς αριθμούς συμπεριλαμβανομένου του μηδενός.
- 54 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
y
Διακρίνουμε τις εξής τέσσερις περιπτώσεις:
Β
β1) x, y≥0, τότε x+y=1 με αντίστοιχη γραφική
παράσταση το ευθύγραμμο τμήμα ΑΒ. Γ Α
β2) x≤0, y ≥0, τότε -x+y=1 με αντίστοιχη γραφική -1 1 x
παράσταση το ευθύγραμμο τμήμα ΒΓ.
β3) x≤0, y≤0, τότε x+y=-1 με αντίστοιχη γραφική Δ
παράσταση το ευθύγραμμο τμήμα ΓΔ. y
β4) x≥0, y≤0, τότε x-y=1 με αντίστοιχη γραφική
Β Α
παράσταση το ευθύγραμμο τμήμα ΔΑ.
Επομένως τα άκρα των διανυσμάτων, που πληρούν
την σχέση ||v||1=|x|+|y|=1 βρίσκονται στην περίμετρο -1 1
του τετραγώνου ΑΒΓΔ. x
γ) ||x||∞=max{|x|, |y|}=1 Γ Δ
Εργαζόμενοι όπως και στις προηγούμενες
περιπτώσεις, βρίσκουμε ότι τα άκρα των διανυσμάτων
βρίσκονται πάνω στην περίμετρο του τετραγώνου ΑΒΓΔ|
Παράδειγμα 2: Στον συναρτησιακό χώρο L(f(x), [α,β]) έχουμε τις εξής στάθμες:
β
α) ||f(x)||= ∫ f (x) 2 dx
α
β) ||f(x)||=sup{|f(x)| / x∈[α,β]}
Μετρικός χώρος: Θεωρούμε ένα σύνολο Ε και μια απεικόνιση d: E×E→R+ με τις
ιδιότητες:
1. d(x,y)=0 ⇔ x=y
2. d(x,y)=d(y,x)
3. d(x,y)≤d(x,z)+d(z,y) (Τριγωνική ιδιότητα)
Τότε το σύνολο Ε ονομάζεται μετρικός χώρος, (metric space), και συνήθως συμβολίζεται
με (Ε,d), τα δε στοιχεία του σημεία, (points), και η απεικόνιση d απόσταση, ( distance ).
1) ( )
d1 (P1,P2 ) = d1 ( x1,y1 ),( x 2 ,y 2 ) = (x 1 − x 2 ) + ( y1 − y 2 )
2 2
Από τους προηγούμενους ορισμούς του σταθμητού και μετρικού διανυσματικού χώρου,
βλέπουμε ότι:
Παρατήρηση 1: Ένας χώρος για να είναι σταθμητός, πρέπει οπωσδήποτε να είναι και
διανυσματικός. Στους μετρικούς χώρους αυτό δεν απαιτείται.
||v||= (v, v) = v1 + v2 + v3
2 2 2
Παρατήρηση 4: Όταν ξέρουμε ότι μια norm προέρχεται από μια απόσταση, τότε η norm
δίνεται από τη σχέση:
||v||=d(v,0)
- 56 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
και όταν ένα εσωτερικό γινόμενο προέρχεται από μια norm, τότε το εσωτερικό γινόμενο
δίνεται από τη σχέση:
1
(v,u)=
4
{
|| v + u||2 −|| v − u||2 −i|| v + iu||2 +i|| v − iu||2 }
Απόδειξη: Έστω (v|u)=α+iβ. Έχουμε:
||v+u||2=(v+u, v+u)=||v||2+||u||2+(v, u)+(u, v)=
||v||2+||u||2+(α+iβ)+(α-iβ)=||v||2+||u||2+2α (1)
||v-u||2=(v-u, v-u)=||v||2+||u||2-(v, u)-(u, v)=
||v||2+||u||2-(α+iβ)-(α-iβ)=||v||2+||u||2-2α (2)
Αφαιρώντας τις σχέσεις (1) και (2) προκύπτει:
4α=||v+u||2-||v-u||2 (A)
Επίσης έχουμε:
||v+iu||2=(v+iu, v+iu)=(v, v)2-i2(u, u)+i(v, u)-i(u, v)=
||v||2+||u||2+i(α+iβ)-i(α-iβ)= ||v||2+||u||2-2β (3)
||v-iu||2=(v-iu, v-iu)=(v, v)2-i2(u, u)-i(v, u)+i(u, v)=
||v||2+||u||2-i(α+iβ)+i(α-iβ)= ||v||2+||u||2+2β (4)
Αφαιρώντας τις σχέσεις (3) και (4) προκύπτει:
4β=||v-iu||2-||v+iu||2 (B)
και από τις σχέσεις (Α) και (Β) τελικά προκύπτει:
Παρατήρηση 5: Ένα εσωτερικό γινόμενο προέρχεται από μια norm όταν ισχύει ο νόμος
του παραλληλογράμμου:
||v+u||2+||v-u||2=2||v||2+2||u||2
και το εσωτερικό γινόμενο δίνεται από την σχέση της προηγούμενης παρατήρησης.
Απόδειξη: ||v+u||2+||v-u||2=(v+u, v+u)+(v-u, v-u)=
(v, v)+(u, u)+(v, u)+(u, v)+(v,v)+(u, u)-(v, u)-(u, v)=2||v||2+2||u||2
- 57 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Παράδειγμα 1: Εάν V=R3 και W={u}, δηλαδή το W αποτελείται από ένα μόνο διάνυσμα,
τότε το W⊥ είναι το επίπεδο που διέρχεται από την αρχή των αξόνων και είναι κάθετο στο
διάνυσμα u. Εάν το W αποτελείται από δυο διανύσματα W={w1,w2}, τότε το W⊥ είναι η
ευθεία που διέρχεται από την αρχή των αξόνων και είναι κάθετη στο επίπεδο που ορίζουν
τα δυο διανύσματα {w1,w2}.
(13
Το υποσύνολο W δεν χρειάζεται να είναι υπόχωρος του V.
- 58 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
διανύσματα v, w∈ W⊥ και δυο τυχαίους αριθμούς α, β από το σώμα F, (F=R ή C). Τότε
για οποιoδήποτε διάνυσμα u ∈ W θα έχουμε:
(αv+βw,u)= α(v,u)+ β(w,u)=α0+β0=0
⊥
δηλαδή αv+βw ∈ W και επομένως το W⊥είναι διανυσματικός υπόχωρος του V.
⊥
Θεώρημα 2: Εάν W είναι ένας υπόχωρος του V, τότε ισχύει V = W ⊕ W .
Απόδειξη: Έστω {u1, u2,…, ur} μια ορθοκανονική βάση του W. Η βάση αυτή μπορεί να
επεκταθεί σε μια ορθοκανονική βάση {u1, u2,…, ur, ur+1,…, un} του V με ur+1,…, un∈
W ⊥ . Εάν v∈V, τότε v=c1u1+…+crur+cr+1ur+1+…+cnun με c1u1+…+crur∈W και
⊥ ⊥ ⊥
cr+1ur+1+…+cnun∈ W . Επομένως V = W+W . Όμως, εάν w ∈ W ∩ W τότε (w,w)=0
⇒ w=0 δηλαδή W∩ W = {0} . Οι δύο συνθήκες V = W+W και W∩ W = {0} μας
⊥ ⊥ ⊥
⊥
οδηγούν στο συμπέρασμα ότι V = W ⊕ W .
- 59 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Άρα Pk2 = Pk .
Παρατήρηση 1: Στην απλή περίπτωση, όπου V=W⊕W⊥, ένα διάνυσμα v∈V μπορεί να
εκφραστεί κατά μοναδικό τρόπο στη μορφή v=w+w⊥ όπου w∈W και w⊥∈W⊥. Η προβολή
του v στον υπόχωρο W είναι το διάνυσμα w και το μέτρο του v δίνεται από το
Πυθαγώρειο θεώρημα: ||v||2=||w||2 +||w⊥||2. Εάν {u1, u2,…, ur} είναι μια ορθοκανονική
βάση του W, τότε η προβολή του διανύσματος v στον υπόχωρο W δίνεται από την
έκφραση:
Pw(v)=(v,w1)w1+…+(v,wr)wr.
Το πολυώνυμο αυτό fn βαθμού≤n καθιστά το μέτρο ||f - fn|| ελάχιστο. Οποιοδήποτε άλλο
πολυώνυμο pn ( x) n βαθμού καθιστά το μέτρο ||f - pn|| μεγαλύτερο από το μέτρο ||f - fn|| .
1 3 1 5 1 7
l0 ( x ) =
2
, l1 ( x ) =
2
x, l2 ( x ) =
2 2
( 3x 2 − 1) , l3 ( x ) =
2 2
( 5 x3 − 3x ) ,
1 9 1 11
l4 ( x ) =
8 2
( 35 x 4 − 30 x 2 + 3) , l5 ( x ) =
8 2
( 63x5 − 70 x3 + 15 x )
( f , lκ ) = ∫ sin π x lk ( x ) dx
−1
είναι:
- 60 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
1
1
( f , l0 ) = ∫ sin π x l0 ( x ) dx = ⌠
1
⎮ sin π x dx = 0
−1 ⌡ 2
−1
1
1
( f , l1 ) = ∫ sin π x l1 ( x ) dx = ⌠
3 3 2
⎮ sin π x x dx =
−1 ⌡ 2 2π
−1
1
1
( f , l2 ) = ∫ sin π x l2 ( x ) dx = ⌠
1 5
⎮ sin π x
⌡ 2 2
( 3x 2 − 1) dx = 0
−1
−1
14 ( −15 + π 2 )
1
1
⌠ 1 7
( f , l3 ) = ∫ sin π x l3 ( x ) dx = ⎮ sin π x
⌡ 2 2
( 5x − 3x ) dx =
3
π3
−1
−1
1
1
( f , l4 ) = ∫ sin π x l4 ( x ) dx = ⌠
1 9
⎮ sin π x
⌡ 8 2
( 35 x 4 − 30 x 2 + 3) dx = 0
−1
−1
22 ( 945 + π 4 − 105π 2 )
1
1
⌠ 1 11
( f , l5 ) = ∫ sin π x l5 ( x ) dx = ⎮ sin π x
⌡ 8 2
( 63x − 70 x + 15x ) dx =
5 3
π5
−1
−1
Επομένως το πολυώνυμο f5(x), το οποίο είναι το πλησιέστερο προς την συνάρτηση
f(x)=sinπx, είναι:
f 5 ( x ) = ( f , l0 ) l0 + ( f , l1 ) l1 + ( f , l2 ) l2 + ( f , l3 ) l3 + ( f , l4 ) l4 + ( f , l5 ) l5 =
1 3 2 3 1 5 14 ( −15 + π 2 ) 1 7
= 0×
2
+
2π 2
x + 0×
2 2
( 3 x 2
− 1) +
π 3
2 2
( 5 x3 − 3x ) +
1 9 22 ( 945 + π 4 − 105π 2 ) 1 11
+0 ×
8 2
( 35 x − 30 x + 3) +
4 2
π5 8 2
( 63x5 − 70 x3 + 15x ) =
3 2 3 14 ( −15 + π 2 ) 1 7
=
2π 2
x+
π 3
2 2
( 5 x3 − 3x ) +
22 ( 945 + π 4 − 105π 2 ) 1 11
+
π 5
8 2
( 63x 5 − 70 x 3 + 15 x ) =
=⎨ +− + ⎬x+
⎪⎩ π 2 π3 8 2 π5 ⎪⎭
2 2 π 3
8 2 π 5
⎩⎪ ⎭⎪
- 61 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
⎧⎪ 63 11 22 ( 945 + π 4 − 105π 2 ) ⎫⎪
+⎨ ⎬x =
5
⎪⎩ 8 2 π 5
⎪⎭
21( 5π 4 − 765π 2 + 7425 ) 21( −30π 4 − 3750π 2 − 34650 ) 3
= x + x +
8π 5 8π 5
21( 33π 4 − 3750π 2 + 31185 ) 5
+ x
8π 5
Στο διπλανό σχήμα σχεδιάστηκαν οι γραφικές
παραστάσεις του sinπx, του πολυωνύμου f5(x) και του
πολυωνύμο p5 ( x) , που αποτελείται από τους
πρώτους έξι όρους του αναπτύγματος Taylor γύρω
από το σημείο μηδέν, δηλαδή του πολυωνύμου:
1 1 5 5
p5 ( x ) = π x − π 3 x 3 + π x .
6 120
Στο διάστημα [-1,1] η γραφική παράσταση
του πολυωνύμου f5(x) ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με
την γραφική παράσταση της συνάρτησης sinπx, ενώ η
γραφική παράσταση του πολυωνύμου p5 ( x)
πλησιάζει ικανοποιητικά την γραφική παράσταση της συνάρτησης simπx μόνο σε
διάστημα γύρω από το μηδέν που περιέχεται στο [-1,1]. Για να έχουμε ικανοποιητική
προσέγγιση θα πρέπει να πάρουμε και άλλους όρους από το ανάπτυγμα Taylor. Στην
προκειμένη περίπτωση οκτώ όροι αρκούν.
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
- 62 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
4) Δείξτε ότι τα διανύσματα v=(1+i, 2i) και w=(1, 1+i) του διανυσματικού χώρου C2
είναι γραμμικά εξαρτημένα επί του σώματος C και γραμμικά ανεξάρτητα επί του
σώματος R.
5) Να δείξετε ότι ένα κριτήριο για την γραμμική ανεξαρτησία n διανυσμάτων του
χώρου Rn είναι μην μηδενίζεται η ορίζουσα, που σχηματίζεται από τις
συντεταγμένες αυτών των διανυσμάτων.
7) Να δειχθεί ότι τα πολυώνυμα (1-x)3, (1-x)2, 1-x, 1 παράγουν τον χώρο των
πολυωνύμων βαθμού ≤3.
8) Να βρεθεί ένα διάνυσμα του διανυσματικού χώρου R3, το οποίο παράγει τον διαν.
υπόχωρο, ο οποίος είναι η τομή των υποχώρων U={(α,β,0)} (ΟΧΥ επίπεδο) και W
ο οποίος παράγεται από τα διανύσματα v1=(1,2,3) και v2=(1,-1,1).
12) Έστω V ο διανυσματικός χώρος των πινάκων n×n επί του σώματος R. Έστω οι
υπόχωροι U και W των συμμετρικών και αντισυμμετρικών πινάκων αντίστοιχα,
δηλαδή U={M / Mt=M, M∈V} και W={M / Mt=-M, M∈V}.Να δείξετε ότι
V=U⊕W.
- 63 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
15) Θεωρούμε το σύνολο των διανυσμάτων του επιπέδου, των οποίων οι αρχές
βρίσκονται στην αρχή των συντεταγμένων και τα πέρατα μέσα στο πρώτο
τεταρτημόριο. Να εξετάσετε εάν το σύνολο αυτό αποτελεί διανυσματικό χώρο, (με
τις γνωστές πράξεις).
16) Θεωρούμε το σύνολο όλων των διανυσμάτων του επιπέδου, εκτός εκείνων που
είναι παράλληλα προς μια δοθείσα ευθεία που διέρχεται από την αρχή των
αξόνων. Το σύνολο αυτό αποτελεί διανυσματικό χώρο;
- 64 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
2) Ποιες από τις επόμενες εκφράσεις ορίζουν εσωτερικά γινόμενα στον διανυσματικό
χώρο C[-1,1] των πραγματικών συνεχών συναρτήσεων που ορίζονται στο κλειστό
διάστημα [-1,1], όπου f(x), g(x)∈C[-1,1] .
∫ (1− x )f (x)g(x)dx
1 1
α) (f,g)=
−1
2
β) (f,g)= ∫ x f(x)g(x)dx
−1
2
- 65 -
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο ΙΙΙ.
ΠΙΝΑΚΕΣ
⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎝ αm1 αm2 αmn ⎠
⎛ 1 −3 4 ⎞
Παράδειγμα 1: Ο πίνακας ⎜ ⎟ είναι τύπου 2x3.
⎝ 0 5 − 2⎠
⎛ 1 ⎞ ⎛ − 3⎞ ⎛ 4 ⎞
Οι γραμμές του είναι (1,-3,4) και (0,5,-2) και οι στήλες του ⎜ ⎟ , ⎜ ⎟ , ⎜ ⎟
⎝ 0 ⎠ ⎝ 5 ⎠ ⎝ − 2⎠
Ορισμός 2: Δύο πίνακες Α και Β είναι ίσοι, και γράφουμε Α=Β, αν είναι του ίδιου τύπου
και τα αντίστοιχα στοιχεία είναι ίσα: δηλαδή αij=βij ∀(i,j)∈Nm×Nn. Έτσι η ισότητα δύο
m×n πινάκων, είναι ισοδύναμη με ένα σύστημα m⋅n ισοτήτων, μια για κάθε ζεύγος
στοιχείων.
⎛ x + y 2z + w⎞ ⎛ 3 5⎞
Παράδειγμα 2: Η ισότητα ⎜ ⎟ =⎜ ⎟
⎝ x − y z − w ⎠ ⎝ 1 4⎠
είναι ισοδύναμη με το εξής σύστημα εξισώσεων:
x+y=3
x-y=1
2z+w=5
z-w=4
Ορισμός 3: Ένας πίνακας τύπου 1×n λέγεται επίσης και γραμμή διάνυσμα, και ένας
πίνακας τύπου m×1 λέγεται στήλη διάνυσμα. Ένας δε αριθμός από το σώμα F μπορεί να
θεωρηθεί ως ένας πίνακας τύπου 1×1.
- 68 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
Ορισμός 1: Το άθροισμα των δυο πινάκων Α και Β ορίζεται να είναι ο πίνακας C που
προκύπτει από την πρόσθεση των αντίστοιχων στοιχείων:
⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎝ α m1 + β m1 α m2 + β m2 α mn + β mn ⎠
Ορισμός 2: Το γινόμενο ενός αριθμού k επί τον πίνακα Α είναι ο πίνακας που προκύπτει
πολλαπλασιάζοντας κάθε στοιχείο του Α με το k.
Οι πίνακες Α+Β και kA είναι επίσης τύπου m×n. Το άθροισμα πινάκων διαφορετικών
τύπων δεν ορίζεται.
Μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι το σύνολο των πινάκων τύπου m×n
αποτελεί διανυσματικό χώρο επί του σώματος F με τις παραπάνω πράξεις.
Θεωρούμε δύο πίνακες A=αij και B=βij τέτοιους ώστε ο αριθμός των στηλών του
Α να ισούται με τον αριθμό των γραμμών του Β, δηλαδή ο Α είναι ένας πίνακας τύπου
m×p και ο Β τύπου p×n.
Ορισμός 1: Σαν γινόμενο των δυο πινάκων Α, Β ορίζουμε τον πίνακα C τύπου m×n, του
οποίου το cij στοιχείο προκύπτει πολλαπλασιάζοντας την i γραμμή του Α, με την j στήλη
του Β. Σαν γινόμενο της i-γραμμής του Α με την j-στήλη του Β ορίζουμε τον αριθμό cij
που ισούται με το άθροισμα των γινομένων των αντιστοίχων στοιχείων της i-γραμμής και
⎛ 4 ⎞
j-στήλης. Π.χ. εάν έχουμε την i-γραμμή (2,-4,8) και την j-στήλη ⎜ − 7 ⎟ τότε το γινόμενο
⎜ ⎟
⎜ 2 ⎟
⎝ ⎠
τους είναι ο αριθμός: 2⋅4+(-4)(-7)+8⋅2=8+28+16=52. Έτσι το γινόμενο των δυο πινάκων
Α και Β είναι ο πίνακας:
⎛ A1B1 A1B2 A1Bn ⎞
⎜ 1 2
⎟
⎜ A2 B A2 B A2 Bn ⎟
C=A⋅Β= ⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎝ Am B1 Am B2 Am Bn ⎠
- 69 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
όπου Ai, i=1,2,…,m είναι η i γραμμή του πίνακα Α και Bj, j=1,…,n η j στήλη του πίνακα
Β. Δηλαδή:
⎛ α11 α12 α1p ⎞ ⎛ β11 β1j β1n ⎞
⎜ ⎟⎜ ⎟ ⎛ c11 c12 c1n ⎞
⎜ ⎟⎜ ⎟ c⎜ ⎟
⎜ c 22 c2n ⎟
C= ⎜ αi1 αi2 αip ⎟ ⎜ βij ⎟= 21
⎜ ⎟⎜ ⎟ ⎜ c ij ⎟
⎜ ⎟⎜ ⎜
⎟ ⎝c ⎟
⎜α c c ⎠
⎝ m1 αm2 αmp ⎟⎠ ⎜⎝ βp1 βpj βpn ⎟⎠ m 1 m 2 mn
p
όπου cij=αi1β1j+ αi2β2j+…+ αipβpj = ∑αikβkj
k=1
Εδώ πρέπει να προσέξουμε ότι το γινόμενο ΑΒ δεν ορίζεται αν ο Α είναι τύπου m×p και ο
Β, q×n, όπου p≠q .
Παράδειγμα 1:
⎛2 −1⎞
⎜ ⎟ ⎛1 2 5⎞
Για A= ⎜ 1 0⎟ , B= ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎝3 4 0⎠
⎝ −3 4 ⎠
⎛ 2⋅1−13 ⋅ 2⋅2 −14
⋅ 2⋅5 −10⋅ ⎞ ⎛ −1 0 10 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
έχουμε C=A⋅B= ⎜ 11⋅ + 0⋅3 ⋅ + 0⋅4
12 ⋅ + 0⋅0 ⎟ = ⎜ 1 2
15 5 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ − 3⋅1+ 4⋅3 − 3⋅2 + 4⋅4 − 3⋅5 + 4⋅0⎠ ⎝ 9 10 −15⎠
Επειδή ο Α είναι τύπου 3×2 και ο Β 2×3 ορίζεται και το γινόμενο Β⋅Α, που είναι ο
πίνακας
⎛ −1⎞
⎛1 2 5⎞ ⎜ 2 ⎟ ⎛ 1.2 + 2.1 + 5.(−3) 1.(−1) + 2.0 + 5.4 ⎞ ⎛ −11 19 ⎞
D=B⋅A= ⎜ ⎟ 1 0⎟ =⎜ ⎟=⎜ ⎟
⎝3 4 0⎠ ⎜⎜ ⎟ ⎝ 3.2 + 4.1 + 0.(−3) 3.(−1) + 4.0 + 0.4 ⎠ ⎝ 10 −3 ⎠
⎝ −3 4 ⎠
Από το παράδειγμα αυτό βλέπουμε ότι γενικά δεν ισχύει η αντιμεταθετική ιδιότητα των
πινάκων, δηλαδή ΑΒ≠ΒΑ.
- 70 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
⎛ β1 ⎞
⎜ ⎟
β
Α⋅Β=(α1,α2, …,αn) ⎜ 2 ⎟ =α1β1+α2β2+…+αnβn
⎜ ⎟
⎜⎜ ⎟⎟
⎝ βn ⎠
2. Το γινόμενο ενός πίνακα στήλη επί έναν πίνακα γραμμή, είναι ένας τετραγωνικός
πίνακας. Πράγματι:
⎛ β1 ⎞ ⎛ β1α1 β1α2 β1α n ⎞
⎜ ⎟ ⎜
⎜ β2 ⎟ ⎜ β 2 α1 β 2 α2 β 2 α n ⎟⎟
Β⋅Α= (α1,α2, …,αn)=
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜⎜ ⎟⎟ ⎜ ⎟
⎝ βn ⎠ ⎝ β n α1 β n α2 βn αn ⎠
Στην παράγραφο αυτή θα αναφερθούμε στον ορισμό του ευθέως αθροίσματος και
του τανυστικού γινομένου δυο πινάκων περιληπτικά, διότι το θέμα των τανυστών είναι
πολύ μεγάλο και εκφεύγει από τα πλαίσια ενός βιβλίου Γραμμικής Άλγεβρας.
Εάν Α είναι ένας m×n πίνακας και Β είναι ένας άλλος πίνακας p×q, τότε το ευθύ
άθροισμα τους ορίζεται να είναι ένας πίνακας C, (m+p)×(n+q), της μορφής:
⎛A 0⎞
C = A⊕B =⎜ ⎟
⎝0 B⎠
Παράδειγμα 1: Θεωρούμε τους πίνακες:
⎛3 1 5⎞
⎛1 5⎞ ⎜ ⎟
A= ⎜ ⎟ , B = ⎜ 1 -2 3 ⎟
⎝3 0⎠ ⎜ 2 3 2⎟
⎝ ⎠
Τότε το ευθύ άθροισμα τους είναι:
- 71 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
⎛1 5 0 0⎞ 0
⎜ ⎟
⎛3 1 5⎞ ⎜3 0 0 0⎟ 0
⎛1 5⎞ ⎜ ⎟
A ⊕ B= ⎜ ⎟ ⊕ ⎜ 1 -2 3 ⎟ = ⎜ 0 0 3 5⎟ 1
⎝3 0⎠ ⎜ 2 3 2⎟ ⎜ ⎟
⎝ ⎠ ⎜0 0 1 −2 3 ⎟
⎜0 0 2 3 2 ⎟⎠
⎝
Το τανυστικό γινόμενο AٔB ή το γινόμενο Kronecker των πινάκων Α, Β είναι ένας
πίνακας mp×nq, ο οποίος προκύπτει από τον πρώτο πίνακα Α εάν κάθε στοιχείο του αij
αντικατασταθεί από τον δεύτερο πίνακα B πολλαπλασιασμένο με αυτό το στοιχείο,
δηλαδή:
⎡ a11 B a1n B ⎤
A⊗B = ⎢ ⎢ ⎥.
⎥
⎢⎣ am1 B amn B ⎥⎦
Παράδειγμα 2:
⎡1·0 1·5 2·0 2·5 ⎤ ⎡ 0 5 0 10 ⎤
⎢ 1·7 2·6 2·7 ⎥⎥ ⎢⎢ 6 7 12 14 ⎥⎥
⎡1 2 ⎤ ⎡0 5 ⎤ ⎢1·6
⎢3 4 ⎥ ⊗ ⎢6 7 ⎥ = ⎢3·0 =
3·5 4·0 4·5 ⎥ ⎢ 0 15 0 20 ⎥
⎣ ⎦ ⎣ ⎦
⎢ ⎥ ⎢ ⎥
⎣3·6 3·7 4·6 4·7 ⎦ ⎣18 21 24 28⎦
Παράδειγμα 3: Για οποιονδήποτε πίνακα Β τύπου p×q και Ι2 ο ταυτοτικός πίνακας 2×2
⎛B 0 ⎞
έχουμε: I 2 ⊗ B= ⎜ ⎟ . Αντικαθιστώντας τον πίνακαι Ι2 με τον Ιn προκύπτει ένας μπλοκ
⎝ 0 B⎠
διαγώνιος πίνακας με n αντίγραφα του Β κατά μήκος της διαγωνίου.
- 72 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
⎛ u1 ⎞ ⎛ ⎛ u1 ⎞ ⎛ u1 ⎞ ⎛ u1 ⎞ ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟⎟
u u u u
v ⊗ u = ( v1 ,v2 , , vm ) ⎜ 2 ⎟ = ⎜ v1 ⎜ 2 ⎟ , v2 ⎜ 2 ⎟ , , vm ⎜ 2 ⎟ ⎟ =
⎜ ⎟ ⎜ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟⎟
⎜ ⎟ ⎜⎜ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎟⎟
⎝ un ⎠ ⎝ ⎝ un ⎠ ⎝ un ⎠ ⎝ un ⎠ ⎠
= ( v1u1 ,...,v1u n ,v2 u1 ,...,vm u n ) ∈ R mn
t
( A ⊗ B ) ⊗ C = A ⊗ ( B ⊗ C ),
A ⊗ (B + C ) = A ⊗ B + A ⊗ C,
( A + B ) ⊗ C = A ⊗ C + B ⊗ C,
( k A ) ⊗ B = A ⊗ ( k B ) = k ( A ⊗ B ),
Παρατήρηση 1: Εάν οι πίνακες Α, Β είναι τετραγωνικοί του ιδίου τύπου n×n, τότε ισχύει
1. (ΑΒ)t=BtAt.
Απόδειξη: Έστω Α=αij και B=βij τα στοιχεία των πινάκων Α και Β. Το ij στοιχείο του
γινομένου ΑΒ θα είναι: (ΑΒ)ij = α i1β1j + α i2β 2j + + α in β1n
Αυτό το στοιχείο είναι το ji στοιχείο του (ΑΒ)t δηλαδή:
- 73 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Τώρα η j-στήλη του Β γίνεται η j-γραμμή του Βt και η i-γραμμή του Α γίνεται η i-γραμμή
του Αt. Επομένως το ij-στοιχείο του BtAt θα είναι:
Τελικά (ΑΒ)t=BtAt.
2. Συζυγής (Conjugate) ενός πίνακα Α είναι ο πίνακας A* που προκύπτει από τα στοιχεία
του Α, παίρνοντας τα συζυγή τους. Αν τα στοιχεία του Α είναι πραγματικοί αριθμοί, τότε
A*=A.
⎛1+ i2 3− i6 ⎞ * ⎛1− i2 3+ i6 ⎞
Παράδειγμα 2: A= ⎜ ⎟ , A =⎜ ⎟
⎝ 4 8+ i 2 ⎠ ⎝ 4 8− i 2 ⎠
3. Συναφής ή συζυγοανάστροφος (adjoint) ενός πίνακα Α, είναι ο πίνακας A+, του οποίου
τα στοιχεία είναι τα συζυγή των αντίστοιχων στοιχείων του ανάστροφου πίνακα At,
δηλαδή: A+=(At)* ή (αij)+=(αji)* .
⎛1+ i2 3− i6 ⎞ ⎛ 1− i 2 4 ⎞
Παράδειγμα 3: A= ⎜ ⎟, A+= ⎜ ⎟
⎝ 4 8+ i 2 ⎠ ⎝ 3 + i 6 8− i 2 ⎠
- 74 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
⎧1 όταν i = j
⎪
δ ij = ⎨
⎪0 όταν i ≠ j
⎩
⎛1 0 0⎞
⎜ ⎟
Παράδειγμα 1: I3 = ⎜ 0 1 0⎟ είναι ο ταυτοτικός πίνακας 3×3.
⎜ ⎟
⎝0 0 1⎠
Εύκολα αποδεικνύεται ότι για οποιοδήποτε πίνακα Α τύπου n×n και για το
ταυτοτικό πίνακα Ι τύπου n×n ισχύει IA=AI=A.
⎛1 0 0⎞ ⎛2 0 0⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
Παράδειγμα 2: Οι πίνακες A= ⎜ 0 2 0⎟ και B= ⎜ 0 0 0 ⎟ είναι διαγώνιοι.
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝0 0 6⎠ ⎝0 0 3⎠
3. Μηδενικός (null): ονομάζεται ένας πίνακας που όλα τα στοιχεία του είναι μηδέν, αij=0.
⎛ 0 0⎞
Παράδειγμα 3: O πίνακας ⎜ ⎟ είναι ο μηδενικός πίνακας 2×2.
⎝ 0 0⎠
4. Συμμετρικός (symmetric): είναι ένας πίνακας Α όταν ισχύει η σχέση αij =αji (δηλαδή
όταν τα στοιχεία που βρίσκονται σε συμμετρικές θέσεις ως προς την κύρια διαγώνιο, είναι
ίσα. Ισοδύναμα μπορούμε να πούμε ότι ένα πίνακας Α είναι συμμετρικός όταν τα στοιχεία
- 75 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
⎛ −1 5 −7 2 ⎞
⎜ ⎟
5 0 6 3⎟
Παράδειγμα 4: Ο 4×4 πίνακας: A = ⎜ είναι συμμετρικός.
⎜ −7 6 8 4⎟
⎜ ⎟
⎝ 2 3 4 1⎠
Παρατηρούμε ότι τα στοιχεία π.χ. της 3-γραμμή (-7,6,8,4) συμπίπτουν με τα στοιχεία της
⎛ −7 ⎞
⎜ ⎟
6
3-στήλης ⎜ ⎟ .
⎜ 8 ⎟
⎜ ⎟
⎝ 4 ⎠
⎛ 3 −4 ⎞
Παράδειγμα 6: Ας θεωρήσουμε τον πίνακα A = ⎜ ⎟
⎝5 7 ⎠
Υπολογίζουμε τις εκφράσεις:
1 t 1 ⎡⎛ 3 −4 ⎞ ⎛ 3 −4 ⎞ t ⎤ 1 ⎡⎛ 3 −4 ⎞ ⎛ 3 5 ⎞ ⎤ 1 ⎛ 6 1 ⎞ ⎛ 3 1/ 2 ⎞
(A+A ) = ⎢⎜ ⎟+⎜ ⎟ ⎥ = ⎢⎜ ⎟+⎜ ⎟⎥ = ⎜ ⎟=⎜ ⎟
2 2 ⎢⎣⎝ 5 7 ⎠ ⎝ 5 7 ⎠ ⎥⎦ 2 ⎣⎝ 5 7 ⎠ ⎝ −4 7 ⎠ ⎦ 2 ⎝ 1 14 ⎠ ⎝ 1/ 2 7 ⎠
1 t 1 ⎡⎛ 3 −4 ⎞ ⎛ 3 −4 ⎞ t ⎤ 1 ⎡⎛ 3 −4 ⎞ ⎛ 3 5 ⎞ ⎤ 1 ⎛ 0 −9 ⎞ ⎛ 0 −9 / 2 ⎞
(A-A ) = ⎢⎜ ⎟−⎜ ⎟ ⎥ = ⎢⎜ ⎟−⎜ ⎟⎥ = ⎜ ⎟=⎜ ⎟
2 2 ⎢⎣⎝ 5 7 ⎠ ⎝ 5 7 ⎠ ⎥⎦ 2 ⎣⎝ 5 7 ⎠ ⎝ −4 7 ⎠ ⎦ 2 ⎝ 9 0 ⎠ ⎝ 9 / 2 0 ⎠
- 76 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
⎛ 3 −4 ⎞ ⎛ 3 1/ 2 ⎞ ⎛ 0 −9 / 2 ⎞
Οπότε ο πίνακας Α γράφεται: A = ⎜ ⎟ =⎜ ⎟+⎜ ⎟
⎝ 5 7 ⎠ ⎝ 1/ 2 7 ⎠ ⎝ 9 / 2 0 ⎠
⎛ 3 1/ 2 ⎞ ⎛ 0 −9 / 2 ⎞
εκ των οποίων ο πίνακας ⎜ ⎟ είναι συμμετρικός και ο πίνακας ⎜ ⎟
⎝ 1/ 2 7 ⎠ ⎝9/ 2 0 ⎠
αντισυμμετρικός.
8. Μηδενοδύναμος (nilpotent) είναι ένας πίνακας Α όταν Ak=0 και Ak-1≠0, όπου k∈N. Ο
φυσικός αριθμός ονομάζεται k μηδενοδύναμος δείκτης του πίνακα Α.
Υπάρχουν και άλλα είδη πινάκων που εξαρτώνται από τις ιδιότητες των στοιχείων
τους και από την επίδραση που έχουν πάνω σε στήλες διανύσματα ή σε γραμμές διανύ-
σματα.
Ένα αρκετά σπουδαίο χαρακτηριστικό που έχουν οι τετραγωνικοί πίνακες, είναι το
ίχνος τους.
Ίχνος, (trace), ενός τετραγωνικού πίνακα Α, είναι το άθροισμα των διαγωνίων
n
στοιχείων του και γράφεται trace A ή trA= ∑ α ii .
i =1
Μια ενδιαφέρουσα ιδιότητα είναι ότι το ίχνος του γινομένου δύο πινάκων Α και Β
είναι ανεξάρτητο από τη σειρά πολλαπλασιασμού.
tr ( AB ) = ∑ ( AB )ii = ∑∑ α ijβ ji = ∑∑ β ji α ij = ∑ ( BA ) jj = tr ( BA )
i i j j i j
- 77 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Όπως είδαμε ο πολλαπλασιασμός των πινάκων δεν ικανοποιεί εν γένει την αντιμε-
ταθετική ιδιότητα. Συνήθως έχουμε AB -BA ≠ 0 . Την διαφορά αυτή την ονομάζουμε
μεταθέτη ή εναλλάκτη (commutator) των πινάκων Α και Β, και παριστάνεται με το
σύμβολο:
[Α,Β]=ΑΒ-ΒΑ
Επίσης το άθροισμα ΑΒ+ΒΑ ονομάζεται αντιμεταθέτης ή αντεναλλάκτης
(anticommutator) των πινάκων Α και Β και παριστάνεται με το σύμβολο:
[Α,Β]+=ΑΒ+ΒΑ
Αν ο μεταθέτης (ή ο αντιμεταθέτης) δύο πινάκων είναι μηδέν, τότε λέμε ότι οι πίνακες
μετατίθενται (commutate) ή αντιμετατίθενται (anticommutate).
Εύκολα αποδεικνύονται οι σχέσεις:
1. [A,A]=0
2. [A,B]+[B,A]=0
3. [A,B+C]=[A,B]+[A,C] και [A+B,C]=[A,C]+[B,C]
4. [A,BC]=[A,B]C+B[A,C] και [AB,C]=[A,C]B+A[B,C]
5. [A,[B,C]]+[B,[C,A]]+[C,[A,B]]=0 (Κάθε όρος προκύπτει από τον προηγούμενο
με κυκλική εναλλαγή).
Η σχέση (5) είναι γνωστή ως ταυτότητα του Jacobi.
Όλες αυτές οι σχέσεις δεν ικανοποιούνται μόνο από πίνακες, αλλά και από
στοιχεία οποιουδήποτε άλλου συνόλου στο οποίο έχει οριστεί ένας πολλαπλασιασμός μη
μεταθετός.
- 78 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
a , b ∈ F δηλαδή ari + brj και η γραμμή που προκύπτει αντικαθιστά μια από τις
ri , r j . Συμβολικά: ri → ari + br j ή r j → ari + br j
⎛ 1 2 −4 ⎞
Παράδειγμα 1: Ο πίνακας A = ⎜⎜ 2 5 −9 ⎟⎟
⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠
⎛ 1 2 −4 ⎞
⎜ ⎟
με την γραμμοπράξη r2 ↔ r3 παίρνει την μορφή: A1 = ⎜ 3 −2 3 ⎟
⎜ 2 5 −9 ⎟
⎝ ⎠
⎛1 2 −4 ⎞
⎜ ⎟
με την γραμμοπράξη r2 → −2r2 παίρνει την μορφή: A2 = ⎜ −4 −10 18 ⎟
⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠
και τέλος
⎛1 2 −4 ⎞
⎜ ⎟
με την γραμμοπράξη r2 → −2 r2 + r1 παίρνει την μορφή: A 3 = ⎜ −3 −8 14 ⎟
⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠
Οι πίνακες που προκύπτουν με την εφαρμογή πεπερασμένου πλήθους από τις γραμμοπρά-
ξεις Γ , Γ και Γ ονομάζονται γραμμοϊσοδύναμοι. Έτσι ο πίνακας Α1, (όπως και οι Α2,
1 2 3
Α3), είναι γραμμοϊσοδύναμος με τον αρχικό πίνακα Α.
- 79 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Στην γραμμοπράξη Γ1, που εναλλάσει την 2η γραμμή με την 3η, ο στοιχειώδης
πίνακας που αντιστοιχεί είναι:
⎛1 0 0⎞
⎜ ⎟
E1 ( 2,3) = ⎜ 0 0 1 ⎟
⎜0 1 0⎟
⎝ ⎠
Στην γραμμοπράξη Γ1, που εναλλάσει την 1η γραμμή με την 3η, ο στοιχειώδης
πίνακας που αντιστοιχεί είναι:
⎛0 0 1⎞
⎜ ⎟
E1 (1, 3 ) = ⎜ 0 1 0⎟
⎜1 0 0 ⎟⎠
⎝
• Στην γραμμοπράξη Γ2 που αντικαθιστά μια γραμμή, έστω την 1η, με ένα
πολλαπλάσιο της αr1, ο στοιχειώδης πίνακας που αντιστοιχεί είναι:
⎛a 0 0⎞
⎜ ⎟
E 2 (1, a ) = ⎜ 0 1 0 ⎟
⎜ 0 0 1⎟
⎝ ⎠
⎛1 0 0⎞
Ο πίνακας E 2 ( 2, a ) = ⎜ 0 a 0 ⎟ αντικαθιστά την 2η γραμμή r2 με το πολλαπλλάσιο της
⎜ ⎟
⎜0 0 1⎟
⎝ ⎠
⎛1 0 0⎞
αr2 και ο πίνακας E 2 ( 3, a ) = ⎜ 0 1 0 ⎟ αντικαθιστά την 3η γραμμή r3 με το
⎜ ⎟
⎜0 0 a⎟
⎝ ⎠
πολλαπλλάσιο της αr3.
• Στην γραμμοπράξη Γ3 r1 → ar1 + br2 , που αντικαθιστά την 1η γραμμή με ένα
γραμμικό συνδυασμό της 1ης και της 2ης, ο στοιχειώδης πίνακας που αντιστοιχεί είναι:
⎛a b 0⎞
⎜ ⎟
E 3 (1, 2, a , b ) = ⎜ 0 1 0 ⎟
⎜0 0 1⎟
⎝ ⎠
⎛1 0 0⎞
Ο πίνακας E 3 ( 2, 3, a , b ) = ⎜ 0 a b ⎟ αντικαθιστά την 2η γραμμή r2 με έναν γραμμικό
⎜ ⎟
⎜0 0 1⎟
⎝ ⎠
συνδυασμό της δεύτερης και τρίτης γραμμής r2 → ar2 + br3
⎛1 0 0⎞
και ο πίνακας E 3 ( 3, 2, a , b ) = ⎜ 0 1 0 ⎟ αντικαθιστά την 3η γραμμή r3 με έναν γραμμικό
⎜ ⎟
⎜0 a b⎟
⎝ ⎠
συνδυασμό της δεύτερης και τρίτης γραμμής r3 → ar2 + br3 .
- 80 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
⎛a 0 b⎞
Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. ο πίνακας E 3 (1, 3, a , b ) = ⎜ 0 1 0 ⎟ που
⎜ ⎟
⎜0 0 1⎟
⎝ ⎠
αντιστοιχεί στην γραμμοπράξη: r1 → ar1 + br3 .
⎛ 1 2 −4 ⎞
Στο προηγούμενο παράδειγμα ο πίνακας ⎜⎜ 2 5 −9 ⎟⎟ με την γραμμοπράξη r2 ↔ r3
⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠
⎛ 1 2 −4 ⎞
μετασχηματίζεται στον πίνακα: ⎜⎜ 3 −2 3 ⎟⎟ , ο οποίος μπορεί να προκύψει από τον
⎜ 2 5 −9 ⎟
⎝ ⎠
⎛1 0 0⎞
αρχικό πίνακα εάν πολλαπλασιαστεί από τα αριστερά με τον πίνακα: E1 = ⎜ 0 0 1 ⎟ .
⎜ ⎟
⎜0 1 0⎟
⎝ ⎠
⎛ 1 0 0 ⎞ ⎛ 1 2 −4 ⎞ ⎛ 1 2 −4 ⎞
Πράγματι: ⎜ ⎟ ⎜ 2 5 −9 ⎟ = ⎜ 3 −2 3 ⎟ .
⎜0 0 1⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ 0 1 0 ⎟ ⎜ 3 −2 3 ⎟ ⎜ 2 5 −9 ⎟
⎝ ⎠⎝ ⎠ ⎝ ⎠
⎛ 1 2 −4 ⎞
Επίσης στο ίδιο παράδειγμα ο ίδιος πίνακας ⎜⎜ 2 5 −9 ⎟⎟ με την γραμμοπράξη r2 → −2r2
⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠
⎛1 2 −4 ⎞
παίρνει την μορφή ⎜ −4 −10 18 ⎟⎟ , η οποία μπορεί να προκύψει εάν πολλαπλασιάσουμε
⎜
⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠
⎛1 0 0⎞
τον αρχικό πίνακα με το πίνακα: E 2 ( 2, −2 ) = ⎜ 0 −2 0 ⎟ .
⎜ ⎟
⎜0 0 1⎟
⎝ ⎠
⎛ 1 0 0 ⎞ ⎛ 1 2 −4 ⎞ ⎛ 1 2 −4 ⎞
⎜ ⎟ 2 5 −9 = −4 −10 18 ⎟
⎜ ⎟ ⎜
⎜ 0 −2 0 ⎟ ⎜
Πράγματι: ⎟ ⎜ ⎟
⎜ 0 0 1 ⎟ ⎜ 3 −2 3 ⎟ ⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠⎝ ⎠ ⎝ ⎠
Ορισμός 1 Έστω ένας πίνακας Α τύπου m×n. Το πρώτο μη μηδενικό στοιχείο κάθε μη
μηδενικής γραμμής ονομάζεται ηγετικό ή οδηγό στοιχείο της γραμμής, (pivot). Ο
πίνακας Α λέγεται κλιμακωτός, (ως προς τις γραμμές), αν
(i) οι μηδενικές γραμμές, (εφ’ όσον υπάρχουν), βρίσκονται πιο κάτω από τις
μη μηδενικές,
- 81 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Παράδειγμα 2 Οι πίνακες:
⎛1 4 5 6⎞
⎛ 1 −1 2 ⎞ ⎛ 1 −3 2 ⎞ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜0 1 0 2⎟
⎜ 0 1 −1⎟ , ⎜0 0 1⎟, ⎜0 0 1 1⎟
⎜0 0 1 ⎟ ⎜0 0 0⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠ ⎜ ⎟
⎝0 0 0 1⎠
είναι κλιμακωτοί πίνακες αλλά όχι ανηγμένοι κλιμακωτοί,
Οι πίνακες:
⎛1 3 0 0⎞
⎛1 0 0⎞ ⎛1 0 1 0⎞ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜0 0 1 0⎟
⎜ 0 1 2 ,
⎟ ⎜ 0 1 2 0 ⎟,
⎜ 0 0 0 ⎟ ⎜ 0 0 0 1 ⎟ ⎜⎜ 0 0 0 0⎟
⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠
⎝0 0 0 1⎠
είναι ανηγμένοι κλιμακωτοί πίνακας.
2ον Ταξινομούμε τις γραμμές έτσι ώστε το ηγετικό στοιχείο κάθε γραμμής να
βρίσκεται δεξιότερα ή στην ίδια στήλη με το ηγετικό στοιχείο της προηγούμενης
- 82 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
γραμμής. Συγκεκριμένα εναλλάσουμε την πρώτη γραμμή, της οποίας το ηγετικό στοιχείο,
(το 3), βρίσκεται στη τρίτη θέση, με την τρίτη γραμμή χρησιμοποιώντα την Γ1:
⎛ 2 −2 1 1 3 ⎞
⎜ ⎟
4 −1 2 1 −1⎟
r1 ↔ r2
B ⎯⎯⎯ →⎜ =C
⎜0 0 3 1 2 ⎟
⎜ ⎟
⎝0 0 0 0 0 ⎠
3ον Χρησιμοποιώντας την γραμμοπράξη Γ μετασχηματίζουμε, αρχίζοντας από την
3
πρώτη στήλη, τα στοιχεία που βρίσκονται κάτω από τα ηγετικά κάθε γραμμής σε μηδέν.
Κάτω από το ηγετικό στοιχείο της πρώτης γραμμής βρίσκεται το 4, το οποίο πρέπει να το
μετασχηματίσουμε σε μηδέν. Αυτό μπορεί να γίνει εάν χρησιμοποιήσουμε την
γραμμοπράξη r2 ↔ r2 − 2r1 και θα έχουμε:
⎛ 2 −2 1 1 3 ⎞
⎜ ⎟
0 3 0 −1 −7 ⎟
C ⎯⎯⎯⎯ r2 →r2 − 2 r1
→⎜ =D
⎜0 0 3 1 2 ⎟
⎜ ⎟
⎝0 0 0 0 0 ⎠
Αν στον παραπάνω πίνακα D διαιρέσουμε κάθε γραμμή με το ηγετικό της στοιχείο
προκύπτει ένας κλιμακωτός πίνακας ο οποίος είναι γραμμοϊσοδύναμος με τον αρχικό
πίνακα Α:
⎛ 1 −1 1/ 2 1/ 2 3 / 2 ⎞
⎜ ⎟
r1 → r1 /2, r2 → r2 /3, r3 → r3 /3 ⎜ 0 1 0 −1/ 3 −7 / 3 ⎟
D ⎯⎯⎯⎯⎯⎯⎯⎯→ =E
⎜0 0 1 1/ 3 2/3 ⎟
⎜ ⎟
⎝0 0 0 0 0 ⎠
4ον Τέλος για να βρούμε τον ανηγμένο κλιμακωτό μετατρέπουμε σε μηδέν όλα τα
στοιχεία των στηλών που περιέχουν τα ηγετικά στοιχεία εκτός από τα ηγετικά στοιχεία.
⎛ 1 0 1 / 2 1 / 6 −5 / 6 ⎞ ⎛1 0 0 0 −7 / 6 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
r1 → r1 + r2 ⎜ 0 1 0 −1 / 3 −7 / 3 ⎟ r1 →r1−r3 /2 ⎜ 0 1 0 −1 / 3 −7 / 3 ⎟
E ⎯⎯⎯⎯ → ⎯⎯⎯⎯→ =R
⎜0 0 1 1/ 3 2/3 ⎟ ⎜ 0 0 1 1/ 3 2/3 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝0 0 0 0 0 ⎠ ⎝0 0 0 0 0 ⎠
Με την παραπάνω μέθοδο μπορούμε να μετατρέψουμε κάθε πίνακα σε ανηγμένο
κλιμακωτό. Έχουμε λοιπόν το εξής θεώρημα:
Θεώρημα 1 Κάθε πίνακας m×n είναι γραμμοϊσοδύναμος με ένα και μοναδικό m×n
ανηγμένο κλιμακωτό πίνακα .
- 83 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
3.9 ΟΡΙΖΟΥΣΕΣ
που είναι ο πίνακας των συντελεστών των αγνώστων του συστήματος (1).
=α11(α22α33-α23α32)-α12(α21α33-α23α31)+α13(α21α32-α22α31) (3)
- 84 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
⎛ −1 5 ⎞ ⎛ 2 −4 ⎞ ⎛ 2 −4 ⎞
det A = ( −3)( −1) ⎟ + 4 ( −1) det ⎜ ⎟ + ( −3)( −1) det ⎜
1+ 2 2+ 2 3+ 2
det ⎜ ⎟=
⎝ 1 −4 ⎠ ⎝ 1 −4 ⎠ ⎝ −1 5 ⎠
=3[(-1)(-4)-5]+4[2(-4)-(-4)]+3[(2)(5)-(-4)(-1)]=-1
Γενικά για έναν τετραγωνικό πίνακα τύπου n×n η ορίζουσα του υπολογίζεται από την
έκφραση:
n
det A = ∑ αijAij (ανάπτυγμα κατά την i-γραμμή)
j=1
n
ή det A = ∑ αijAij (ανάπτυγμα κατά την j-στήλη)
i =1
- 85 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Ορισμός 1-Α: Ονομάζουμε ορίζουσα του τετραγωνικού πίνακα Α=(αij) τον αριθμό:
⎧
⎪ α11 αν n = 1
⎪
| A |= ⎨
⎪ ε (s)α α
⎪ s∑ 1s(1) 2s( 2) α ns(n ) αν n > 1
⎩ ∈Sn
όπου ε(s) είναι το σημείο της μετάθεσης s της συμμετρικής ομάδας Sn, (βλέπε 1ον
Κεφάλαιο παρ. 1.5).
⎛ λα λα12 ⎞ ⎛α α12 ⎞
Π.χ. det ⎜ 11 ⎟ = λα11λα 22 − λα12 λα 21 = λ 2 ( α11α 22 − α12 α 21 ) = λ 2 det ⎜ 11
⎝ λα 21 λα 22 ⎠ ⎝ α 21 α 22 ⎟⎠
(14
Επειδή οι αποδείξεις των ιδιοτήτων των οριζουσών είναι μακροσκελείς, εφαρμόζουμε τις ιδιότητες στον
γενικό πίνακα 2×2 σαν απλή επιβεβαίωση.
- 86 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
7) Η ορίζουσα ενός πίνακα δεν αλλάζει εάν οποιοδήποτε πολλαπλάσιο μιας γραμμής,
(στήλης), του πίνακα προστεθεί σε μια άλλη γραμμή, (στήλη). Π.χ.
=(α11β11+α12β21)(α21β12+α22β22)-(α11β12+α12β22)(α21β11+α22β21)=
- 87 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
n
Ο γενικός τύπος: det A = ∑ αijAij , που δίνει την ορίζουσα ενός πίνακα, δεν είναι
j=1
εύχρηστος για τον υπολογισμό της. Χρησιμοποιώντας τον παραπάνω τύπο για να
υπολογίσουμε μια ορίζουσα, έχει εκτιμηθεί ότι χρειαζόμαστε n! αριθμητικές πράξεις εάν
ο πίνακας είναι τύπου n×n. Με έναν ισχυρό υπολογιστή, που εκτελεί ένα εκατομμύριο
πράξεις το δευτερόλεπτο, θα χρειαστεί 3,6 δευτερόλεπτα για να υπολογίσει μία ορίζουσα
10×10 και 77 χιλιάδες χρόνια για μια ορίζουσα 20×20, (επειδή 10!=3.628.800 και
20!≈2.4×1018). Επειδή η ορίζουσα ενός τριγωνικού πίνακα ισούται με το γινόμενο των
διαγωνίων στοιχείων του, δηλαδή χρειαζόμαστε n-1 πολλαπλασιασμούς, το καλύτερο που
έχουμε να κάνουμε, για τον υπολογισμό μιας ορίζουσας n×n, είναι να μετατρέψουμε τον
πίνακα με κατάλληλες πράξεις σε τριγωνικό έτσι ώστε η ορίζουσα του αρχικού να
συμπίπτει με την ορίζουσα του τριγωνικού. Ο τρόπος αυτός ονομάζεται απαλοιφή του
Gauss, και στηρίζεται στις ιδιότητες των οριζουσών. Η οικονομία στις πράξεις είναι
θεαματική. Για παράδειγμα, ο υπολογιστής θα χρειαστεί τώρα για τον υπολογισμό μιας
ορίζουσας 20×20, 3 χιλιοστά του δευτερολέπτου.
Την μέθοδο απαλοιφής του Gauss ας την δούμε μέσα από ένα παράδειγμα.
Έστω ότι έχουμε τον πίνακα:
⎛ 2 −3 −4 ⎞
⎜ ⎟
A = ⎜ −1 4 5 ⎟
⎜ 1 −3 −4 ⎟
⎝ ⎠
Ο σκοπός μας είναι με κατάλληλες πράξεις να μετατρέψουμε τον πίνακα Α σε
άλλον πίνακα, έστω Α1, του οποίου η ορίζουσα να συμπίπτει με την ορίζουσα του Α,
δηλαδή detA=detA1 και η μορφή του να αρχίζει να γίνεται τριγωνική. Για το σκοπό αυτό
ας προσπαθήσουμε ο πίνακας Α1 να έχει το στοιχείο α21 μηδέν. Αυτό μπορεί να γίνει εάν
πολλαπλασιάσουμε την πρώτη γραμμή του Α δηλαδή την (2,-3,-4) επί ½ και την
προσθέσουμε στην δεύτερη. Η νέα γραμμή που θα σχηματισθεί στη θέση της δεύτερης θα
είναι:
½(2,-3,-4)+(-1,4,5)=(1,-3/2,-2)+(-1,4,5)=(0,5/2,3)
και ο πίνακας θα έχει γίνει:
⎛ 2 −3 −4 ⎞ ⎛2 −3 −4 ⎞
⎜ ⎟ r2 →1/ 2 r1 + r2 ⎜ ⎟
A = ⎜ −1 4 5 ⎟ ⎯⎯ ⎯ ⎯→ A1 = ⎜ 0 5/2 3 ⎟
⎜ 1 −3 − 4 ⎟⎠ ⎜1 −3 − 4 ⎟⎠
⎝ ⎝
όπου r2 → ½ r1+r2 σημαίνει ότι αντικαθίσταται η δεύτερη σειρά r2 με την σειρά ½ r1+r2.
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να μετατρέψουμε τον πίνακα Α1 σε Α2 έτσι ώστε το
στοιχείο α31=1 του πίνακα Α2 να είναι μηδέν. Προς τούτο αρκεί να πολλαπλασιάσουμε
- 88 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
την πρώτη σειρά (2,-3,-4) με –1/2 και να την προσθέσουμε στην τρίτη, η οποία θα γίνει
r3 → -1/2r1+r3=(-1,3/2,2)+(1,-3,-4)=(0,-3/2,-2) και ο νέος πίνακας Α2 θα είναι:
⎛2 −3 −4 ⎞
r3 → − 1/ 2 r1 + r3 ⎜ ⎟
A 1 ⎯⎯ ⎯ ⎯⎯
→ A2 = ⎜ 0 5/2 3 ⎟
⎜0 −3 / 2 − 2 ⎟⎠
⎝
Ο πίνακας Α3 είναι άνω τριγωνικός και βάσει των ιδιοτήτων των οριζουσών θα
έχουμε: detA=detA3=2(5/2)(-1/5)=-1
έστω Α-1 ο αντίστροφος του. Από την σχέση ΑΑ-1=Α-1Α=Ιn, όπου Ιn ο ταυτοτικός πίνακας
n×n προκύπτει:
det(AA-1)=det(A)det(A-1)=detIn=1 (1)
Για να ισχύει η παραπάνω σχέση θα πρέπει detA≠0. Τότε ο πίνακας Α λέγεται
ομαλός ή μη ιδιάζων, (singular). Από την (1) προκύπτει:
1
det ( A−1 ) =
det A
Η συνθήκη αυτή είναι και ικανή, δηλαδή αν ο πίνακας Α είναι μη ιδιάζων τότε
υπάρχει ο αντίστροφος του. Ο αντίστροφος πίνακας Α-1 βρίσκεται ως εξής: Θεωρούμε τον
ανάστροφο πίνακα των συμπολλαπλασιαστών του Α, που ονομάζεται προσηρτημένος,
(adjoint), του Α και συμβολίζεται με adjA:
- 89 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
∑α A
j =1
ij kj =0 k≠i ή ∑α A
i =1
ij ik =0 k≠j
Υπενθυμίζουμε ότι Dij είναι η "ελάσσων ορίζουσα" του στοιχείου αij, δηλαδή η ορίζουσα
με (n-1) γραμμές και (n-1) στήλες που προκύπτει από τη D αν παραλείψουμε την i
γραμμή και j στήλη (δηλαδή τη γραμμή και τη στήλη στις οποίες βρίσκεται το στοιχείο
αij).
⎛ 2 5⎞
Παράδειγμα 1: Έστω ο πίνακας Α= ⎜ ⎟ και θέλουμε να βρούμε τον αντίστροφό του
⎝ 1 3⎠
A-1 αν υπάρχει. Θα χρησιμοποιήσουμε τον τύπο (3).
- 90 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
Στην πράξη ο τύπος (3) δεν χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του αντιστρόφου
πίνακα διότι απαιτείται τεράστιος χρόνος υπολογισμού. Πρέπει να υπολογίσουμε n2 σε
πλήθος ορίζουσες διαστάσεων (n-1)×(n-1). Η συνηθέστερη μέθοδος που χρησιμοποιούμε
είναι η μέθοδος απαλοιφής του Gauss. Πριν δούμε πως εφαρμόζεται η μέθοδος αυτή για
τον υπολογισμό του αντιστρόφου πίνακα, ας δούμε την εφαρμογή της στην επίλυση των
γραμμικών αλγεβρικών συστημάτων, επειδή ουσιαστικά ακολουθούμε τα ίδια βήματα.
Ας θεωρήσουμε το σύστημα:
2x1-3x2-4x3=1 (3-1α)
-x1+4x2+5x3=-2 (3-1β)
x1-3x2-4x3=3 (3-1γ)
που υπό μορφή πινάκων παίρνει την έκφραση: Αx=b
⎛ 2 −3 −4 ⎞ ⎛ x1 ⎞ ⎛ 1 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
όπου A = ⎜ −1 4 5 ⎟ , x = ⎜ x 2 ⎟ , b = ⎜ −2 ⎟
⎜ 1 −3 − 4 ⎟⎠ ⎜x ⎟ ⎜ 3 ⎟
⎝ ⎝ 3⎠ ⎝ ⎠
⎛ 2 −3 −4 ⎞ ⎛ x1 ⎞ ⎛ 1 ⎞
⎜ ⎟⎜ ⎟ ⎜ ⎟
δηλαδή ⎜ −1 4 5 ⎟ ⎜ x 2 ⎟ = ⎜ −2 ⎟
⎜ 1 −3 − 4 ⎟⎠ ⎜⎝ x 3 ⎟⎠ ⎜⎝ 3 ⎟⎠
⎝
Για την επίλυση του μπορούμε να “απαλείψουμε” τον άγνωστο x1 στην (3-1β)
αντικαθιστώντας την με την εξίσωση που προκύπτει αφαιρώντας από αυτήν την (3-1α)
πολλαπλασιασμένη επί α21/α11=(-1)/(2)= –1/2. Ομοίως “απαλείφουμε” τον άγνωστο x1
στην (3-1γ) αντικαθιστώντας την με εκείνη που προκύπτει αφαιρώντας από αυτήν την (3-
1α) πολλαπλασιασμένη επί α31/α11=(1)/(2)=1/2. Έτσι, το σύστημα γίνεται:
2x1-3x2-4x3=1 (3-2α)
- 91 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
⎛ 2 −3 −4 1 ⎞ r (1) −1 ⎛2 −3 −4 1 ⎞
r1′ = r1 , r2 ′ = r2 − 2 r1 = r2 − r1
⎜ ⎟ → ⎜⎜ 0 − 3 / 2 ⎟⎟
⎜ −1 −2 ⎟ ⎯ ⎯ ⎯ ⎯r ⎯ (1) ⎯ ⎯ 1 ⎯⎯
r1 (1) 2
4 5 5/2 3
r3′ = r3 − 3 r1 = r3 − r1
⎜ 1 −3 −4 3 ⎟⎠ r1 (1) 2 ⎜0 −3 / 2 2 5 / 2 ⎟⎠
⎝ ⎝
- 92 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
⎛2 −3 −4 1 ⎞
⎜
r1′′ = r1′ , r2′′ = r2′ ⎟
⎯ ⎯ ⎯ ⎯ ⎯ ⎯ ⎯ ⎯ ⎯→ ⎜ 0
r ′ (2) ′
5/2 3 −3 / 2 ⎟
( −3 / 2 ) ′
r3′′ = r3′ − 3 ⎜0 r2 = r3′ − r2
0 − 1/ 5 8 / 5 ⎟⎠
⎝
r2′ ( 2 ) 5/2
όπου r1, r2, r3 είναι οι γραμμές του πρώτου πίνακα r1′, r2′, r3′ οι γραμμές του δεύτερου
πίνακα και r1′′, r2′′, r3′′ οι γραμμές του τρίτου πίνακα. Ο συμβολισμός r1(1) δηλώνει το
πρώτο στοιχείο της πρώτης γραμμής του πρώτου πίνακα, ομοίως r2′(2) δηλώνει το
δεύτερο στοιχείο της δεύτερης γραμμής του δεύτερου πίνακα κ.λ.π. Από τον τελευταίο
πίνακα:
⎛2 −3 −4 1 ⎞
⎜ ⎟
⎜0 5/2 3 −3 / 2 ⎟
⎜0 0 −1 / 5 8 / 5 ⎟⎠
⎝
Για τον υπολογισμό τώρα του αντιστρόφου πίνακα ακολουθούμε μια παρόμοια
διαδικασία που έχει ως εξής: Ας συμβολίσουμε με Χ τον αντίστροφο πίνακα του Α και
Χ1, Χ2, ⋅⋅⋅, Χn οι στήλες του Χ. Τότε η σχέση ΑΧ=Ι πιο αναλυτικά γράφεται:
ΑΧi=Si i=1,2,⋅⋅⋅,n (4)
όπου Si η i-στήλη του μοναδιαίου πίνακα Ι. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να βρούμε την
i-στήλη Χi του αντίστροφου πίνακα λύνοντας το σύστημα (4) με απαλοιφή Gauss και
επαναλαμβάνοντας την διαδικασία για όλα τα i βρίσκουμε όλες τις στήλες του Χ.
- 93 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
⎧ − 1 / 5x 3 = − 1 / 5 ⇒ x 3 = 1 ⎛ 1 ⎞
⎪ ⎜ ⎟
→ ⎨ 5 / 2x 2 + 3x 3 = 1 / 2 ⇒ 5 / 2x 2 + 3 = 1 / 2 ⇒ x 2 = − 1 ⇒ X1 = ⎜ − 1 ⎟
⎪ 2x − 3x − 4x = 1 ⇒ 2x − 3x − 4x = 1 ⇒ 2x + 3 − 4 = 1 ⇒ x = 1 ⎜ 1 ⎟
⎩ 1 2 3 1 2 3 1 1 ⎝ ⎠
2η στήλη
⎛ 2 −3 −4 0⎞ ⎛2 −3 −4 0⎞ ⎛ 2 −3 −4 0 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ −1 4 5 1⎟ → ⎜0 5/2 3 1⎟ → ⎜0 5/ 2 3 1 ⎟
⎜ 1 −3 −4 0 ⎟⎠ ⎜1 −3 / 2 −2 0 ⎟⎠ ⎜0 0 − 1/ 5 3 / 5 ⎟⎠
⎝ ⎝ ⎝
⎧ − 1 / 5x 3 = 3 / 5 ⇒ x 3 = −3 ⎛ 0 ⎞
⎪ ⎜ ⎟
→ ⎨ 5 / 2x 2 + 3x 3 = 1 ⇒ 5 / 2x 2 − 9 = 1 ⇒ x 2 = 4 ⇒ X2 = ⎜ 4 ⎟
⎪ 2x − 3x − 4x = 0 ⇒ 2x − 12 + 12 = 0 ⇒ 2x = 0 ⇒ x = 0 ⎜ −3 ⎟
⎩ 1 2 3 1 1 1 ⎝ ⎠
3η στήλη
⎛ 2 −3 −4 0⎞ ⎛2 −3 −4 0⎞ ⎛2 −3 −4 0⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ −1 4 5 0⎟ → ⎜0 5/2 3 0⎟ → ⎜0 5/2 3 0⎟
⎜ 1 −3 −4 1 ⎟⎠ ⎜1 −3 / 2 −2 1 ⎟⎠ ⎜0 0 − 1/ 5 1 ⎟⎠
⎝ ⎝ ⎝
⎧ − 1 / 5x 3 = 1 ⇒ x 3 = − 5 ⎛ −1 ⎞
⎪ ⎜ ⎟
→ ⎨ 5 / 2x 2 + 3x 3 = 0 ⇒ 5 / 2x 2 − 15 = 0 ⇒ x 2 = 6 ⇒ X3 = ⎜ 6 ⎟
⎪ ⎜ ⎟
⎩ 2x 1 − 3x 2 − 4x 3 = 0 ⇒ 2x 1 − 18 + 20 ⇒ 2x 1 + 2 = 0 ⇒ x 1 = − 1 ⎝ −5 ⎠
Τελικά ο αντίστροφος πίνακας Α-1 είναι:
⎛ 1 0 −1 ⎞
⎜ ⎟
A −1
= [ X1 X 2 X 3 ] = ⎜ − 1 4 6 ⎟
⎜ − 5 ⎠⎟
⎝ 1 −3
Ένας άλλος τρόπος υπολογισμού του αντιστρόφου πίνακα, που δίνει κατ' ευθείαν
-1
τον Α χωρίς να υπολογίζουμε ξεχωριστά τις στήλες του, είναι ο εξής:
Σχηματίζουμε τον διαμερισμένο πίνακα [Ιn|A], που αποτελείται από τον
ταυτοτικό πίνακα In και τον πίνακα Α. Στη συνέχεια προσπαθούμε με πεπερασμένο
πλήθος στοιχειωδών πράξεων στις γραμμές του να τον μετατρέψουμε σε πίνακα της
μορφής [Χ|Ιn]. Τότε αποδεικνύεται ότι Χ=Α-1.
⎛1 2 −3 ⎞
Παράδειγμα 3: Να βρεθεί ο αντίστροφος του πίνακα Α= ⎜ 0 1 2 ⎟⎟
⎜
⎜0 0 1 ⎟⎠
⎝
⎡1 0 0 1 2 −3⎤ ⎡1 0 3 1 2 0 ⎤
⎢ ⎥ r1 → r1 +3r3 ⎢ ⎥
Λύση: [Ι3|Α]= ⎢0 1 0 0 1 2 ⎥ ⎯⎯⎯⎯ → ⎢0 1 0 0 1 2⎥
⎢⎣0 0 1 0 0 1 ⎥⎦ ⎢⎣0 0 1 0 0 1⎥⎦
- 94 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
⎡1 0 3 1 2 0⎤ ⎡1 −2 7 1 0 0⎤
⎢
r2 → r2 −2r3 ⎥ r1 → r1 −2r2 ⎢ ⎥
⎯⎯⎯⎯→ ⎢0 1 −2 0 1 0⎥ ⎯⎯⎯⎯ → ⎢0 1 −2 0 1 0⎥
⎢⎣0 0 1 0 0 1⎥⎦ ⎢⎣0 0 1 0 0 1⎥⎦
⎡1 −2 7 ⎤
⎢ -1
−2 ⎥
⇒ Α = ⎢0 1
⎥
⎢⎣ 0 0 1 ⎥⎦
⎛ 2 2 3⎞
Παράδειγμα 4: Να βρεθεί ο αντίστροφος του πίνακα Α= 1 − 1 0 ⎟
⎜
⎜ ⎟
⎜ −1 2 1 ⎟
⎝ ⎠
⎡1 0 0 2 2 3⎤ ⎡1 −2 0 0 4 3⎤
⎢ ⎥ r1 → r1 − 2r2 ⎢ ⎥
Λύση: [Ι3|Α]= ⎢0 1 0 1 −1 0⎥ ⎯⎯⎯⎯
r3 → r3 + r2
→ ⎢0 1 0 1 −1 0⎥
⎢⎣0 0 1 −1 2 1⎥⎦ ⎢⎣0 1 1 0 1 1⎥⎦
⎡1 −5 −3 0 1 0⎤ ⎡ 1 −5 −3 0 1 0⎤
r1 → r1 −3r3 ⎢ ⎥ r2 → r2 + r1 ⎢ ⎥
⎯⎯⎯⎯ → ⎢0 1 0 1 −1 0⎥ ⎯⎯⎯⎯
r3 → r3 − r1
→ ⎢ 1 −4 −3 1 0 0⎥
⎢⎣0 1 1 0 1 1⎥⎦ ⎢⎣−1 6 4 0 0 1⎥⎦
⎡ 1 −4 −3 1 0 0⎤
⎢ ⎥ ⎛ 1 −4 −3 ⎞
r1 → r2 -1 ⎜
⎯⎯⎯ → 1 −5 −3 0 1 0 ⎟
r2 → r1 ⎢ ⎥ ⇒ Α = ⎜ 1 −5 −3 ⎟
⎢⎣−1 6 4 0 0 1⎥⎦ ⎜ −1 6
⎝ 4 ⎟⎠
Ορισμός 1: Θεωρούμε έναν πίνακα Α τύπου n×m. Κάθε πίνακας, που προκύπτει από τον
Α εάν αφαιρέσουμε έναν αριθμό στηλών, ή έναν αριθμό γραμμών ή και τα δυο,
ονομάζεται υποπίνακας του πίνακα Α.
Έτσι εάν από τον πίνακα Α αφαιρέσουμε p γραμμές και q στήλες, τότε ο πίνακας
που απομένει είναι τύπου (m-p)×(n-q).
- 95 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Ορισμός 2: Η ορίζουσα ενός r×r υποπίνακα του πίνακα Α λέγεται υποορίζουσα r τάξης
του Α ή r×r υποορίζουσα του Α.
⎛ m ⎞⎛ n ⎞
Παρατήρηση 1: Ένας m×n πίνακας Α έχει ⎜ ⎟⎜ ⎟ το πλήθος υποορίζουσες r τάξης.
⎝ r ⎠⎝ r ⎠
⎛n⎞
Το σύμβολο ⎜ ⎟ παριστάνει το πλήθος των συνδυασμών r αντικειμένων από n
⎝r⎠
⎛ n⎞ n!
αντικείμενα και ισούται με ⎜ ⎟ = . Εάν ο πίνακας Α είναι 3×3, το πλήθος των
⎝ r ⎠ r !( n − r )!
⎛ 3 ⎞⎛ 3 ⎞ ⎛ 3! ⎞⎛ ⎛ 3! ⎞⎞⎛ 6 ⎞ 6
υποοριζών 2ης τάξης είναι: ⎜ ⎟⎜ ⎟ = ⎜⎜ ⎟⎜ ⎟⎟ = ⎜ = 3⋅3 = 9
⎝ ⎠⎝ ⎠ ⎝ (
2 2 2! 3 − 2 ! ⎟⎜
) ⎠⎝ (2! 3 − 2 ) ⎠ ⎝ ⎠⎝ ⎟⎠
! 2 ⋅ 1
⎟⎜
2 ⋅ 1
⎛ 0 −1 2 ⎞
Άσκηση: Βρείτε τις υποορίζουσες 2×2 του παραπάνω πίνακα: A = ⎜⎜ 1 5 −2 ⎟⎟ .
⎜2 0 7 ⎟
⎝ ⎠
Ορισμός 3: Ο θετικός αριθμός r λέγεται βαθμός ενός πίνακα Α, αν υπάρχει μη μηδενική
υποορίζουσα r τάξης και όλες οι υποορίζουσες τάξεως k>r, εφ’ όσον υπάρχουν, είναι ίσες
με μηδέν. Ο βαθμός ενός πίνακα Α συμβολίζεται με rank(A).
Ισοδύναμος ορισμός του βαθμού ενός πίνακα είναι ο μεγαλύτερος δυνατόν
αριθμός γραμμικά ανεξαρτήτων στηλών του Α ή ισοδύναμα, γραμμικά ανεξαρτήτων
σειρών του Α.
Ορισμός 1: Οι σχέσεις (1) λέμε ότι αποτελούν ένα σύστημα m γραμμικών εξισώσεων
με n αγνώστους.
- 96 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
a1 = a2 = = an = b = 0
Ας γυρίσουμε στο σύστημα (1) και ας το γράψουμε υπό μορφή πινάκων ως:
Αx=b (2)
όπου
- 97 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
όπου A( ) x = b(
k)
είναι μια κλιμακωτή μορφή του επαυξημένου του πίνακα [ A | b ]
k
πρώτα μη μηδενικά στοιχεία των μη μηδενικών γραμμών, (τα οποία όπως γνωρίζουμε
( k) ( k)
είναι, μονάδες), του πίνακα ⎡⎣A | b ⎤⎦ βρίσκονται στις στήλες j1 < j2 < < jr και
{ jr +1 , jr + 2 , , jn } = {1, 2, , n} − { j1 , j2 , , jr }
- 98 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
x1 − 2 x2 + x3 = 4
2 x1 + 6 x2 − x3 = 6
x1 − 3 x2 + 2 x3 = 7
⎛ 1 −2 1 4 ⎞
⎜ ⎟
Ο προσηρτημένος πίνακας είναι: [ A | b] = ⎜ 2 6 −1 6 ⎟
⎜ 1 −3 2 7 ⎟
⎝ ⎠
Παρατηρούμε ότι rank(A)=rank[A|b]=3 και επομένως το σύστημα έχει λύση.
⎛ 1 −2 1 4 ⎞ ⎛ 1 −2 1 4 ⎞ ⎛ 1 −2 1 4 ⎞
⎜ ⎟ r3 → r3 − r1 ⎜ ⎟ r2 → r2 −2 r1 ⎜ ⎟
[ A | b] = ⎜ 2 6 −1 6 ⎟ ⎯⎯⎯⎯ → ⎜ 2 6 −1 6 ⎟ ⎯⎯⎯⎯ → ⎜ 0 10 −3 −2 ⎟
⎜ 1 −3 2 7 ⎟ ⎜ 0 −1 1 3 ⎟ ⎜ 0 −1 1 3 ⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠ ⎝ ⎠
⎛ ⎞ ⎛ ⎞
⎛ ⎞ ⎜ 1 −2 ⎟ ⎜ 1 −2 ⎟
⎜ 1 −2 1 4 1 4
1 4 ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
1
r3 → r3 + r2 ⎜ ⎟ 1
r2 → r2
⎜ 3 2 ⎟ ⎜ 3 2⎟
⎯⎯⎯⎯→ ⎜ 0 10
10
−3 −2 ⎟ = ⎯⎯⎯⎯ 10
→ 0 1 − − = 0 1 − −
⎜ 10 10 ⎟ ⎜ 10 10 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ 7 28 ⎟⎟
3 2
⎜0 0 1− 3− ⎟ ⎜ 3 2⎟ ⎜
⎝ 10 10 ⎠ ⎜ 0 0 1 − 3 − ⎟ ⎜ 0 0 ⎟
⎝ 10 10 ⎠ ⎝ 10 10 ⎠
Από την τελευταία κλιμακωτή μορφή του επαυξημένου πίνακα προκύπτει το ισοδύναμο
προς το αρχικό σύστημα:
x1 − 2 x2 + x3 = 4
3 2
x2 − x3 = −
10 10
7 28
x3 =
10 10
Τώρα πολύ εύκολα βρίσκουμε την λύση: Από την τρίτη εξίσωση προκύπτει x3 = 4 από
την δεύτερη x2 = 1 και τέλος από την πρώτη x1 = 2 .
- 99 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
⎛ 1 2 −5 2 ⎞ r2 →r2 −2 r1 ⎛ 1 2 −5 2 ⎞ ⎛ 1 2 −5 2 ⎞
⎜ ⎟ r3 →r3 − 4 r1 ⎜ ⎟ r3 →r3 − r2 ⎜ ⎟
[ A | b] == ⎜ 2 −3 4 4 ⎟ ⎯⎯⎯⎯→ ⎜ 0 −7 14 0 ⎟ ⎯⎯⎯⎯ → ⎜ 0 −7 14 0 ⎟
⎜ 4 1 −6 8 ⎟ ⎜ 0 −7 14 0 ⎟ ⎜0 0 0 0⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠ ⎝ ⎠
1 ⎛ 1 2 −5 2 ⎞
r2 →− r2 ⎜ ⎟
⎯⎯⎯⎯ 7
→ ⎜ 0 1 −2 0 ⎟ = ⎡⎣ A( k ) | b( k ) ⎤⎦
⎜0 0 0 0⎟
⎝ ⎠
Το (ισοδύναμο με τον αρχικό) σύστημα είναι το:
x1 + 2 x2 − 5 x3 = 2
0 x1 + x2 − 2 x3 = 0 (4)
0 x1 + 0 x2 + 0 x3 = 0
Στο παράδειγμα αυτό έχουμε rank(A)=rank[A|b]=2. Τα πρώτα μη μηδενικά στοιχεία των
μη μηδενικών γραμμών της κλιμακωτής μορφής:
⎛ 1 2 −5 2 ⎞
⎡A (k ) (k ) ⎤ ⎜ ⎟
⎣ |b ⎦ = ⎜ 0 1 −2 0 ⎟
⎜0 0 0 0⎟
⎝ ⎠
του επαυξημένου πίνακα του συστήματος βρίσκονται στην 1η και 2η στήλη.
Μεταφέροντας το x3 στα δεύτερα μέλη των εξισώσεων του συστήματος:
x1 + 2 x2 − 5 x3 = 2
x2 − 2 x3 = 0
έχουμε το ισοδύναμο προς το αρχικό σύστημα:
x1 + 2 x2 = 5 x3 + 2
x2 = 2 x3
του οποίου η λύση είναι:
x1 = x3 + 2, x2 = 2 x3
με x3 ελέυθερη παράμετρο. Οι λύσεις είναι άπειρες σε πλήθος και επομένως το σύστημα
είναι αόριστο.
- 100 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
τότε το σύστημα έχει μια μόνο λύση: x=Α-1b , η οποία πιο αναλυτικά γράφεται, (κανόνας
του Cramer):
| bA1 | | bA2 | | bAn |
x1 = , x2 = , , xn =
| A| | A| | A|
όπου bAi είναι ο πίνακας που προκύπτει από τον πίνακα Α αν αντικατασταθεί η i-στήλη
του Α με την στήλη b.
- 101 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Παρατήρηση 6: Το σύνολο των λύσεων του συμβιβαστού συστήματος Αx=b είναι (n-r)-
παραμετρικό, όπου n=πλήθος αγνώστων και r=rank(A)=rank[A|b].
Παρατήρηση 7: Το συμβιβαστό σύστημα Αx=b έχει μια μόνο λύση όταν r=n και
περισσότερες από μια λύσεις όταν r<n.
- 102 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
⎛1 1 1 1 1 7 ⎞ ⎛1 1 1 1 1 7⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ 0 −1 −2 −2 −6 −23 ⎟ ⎯⎯⎯
r2 →− r2
→⎜
0 1 2 2 6 23 ⎟
= ⎡ A( ) | b( ) ⎤⎦
k k
⎜0 0 0 0 0 0 ⎟ ⎜0 0 0 0 0 0⎟ ⎣
⎜⎜ ⎟⎟ ⎜⎜ ⎟
⎝0 0 0 0 0 0 ⎠ ⎝0 0 0 0 0 0 ⎟⎠
Λύση: Κάθε ομογενές σύστημα έχει μια προφανή λύση: την μηδενική. Για την εύρεση μη
μηδενικής λύσης μετατρέπουμε τον πίνακα Α σε κλιμακωτό:
⎛1 1 0 −3 −1 ⎞ ⎛1 1 0 −3 − 1 ⎞
⎜ ⎟ rr32 →
→ r2 − r1
⎜ ⎟
⎜ 1 −1 2 −1 0 ⎟ r4 →rr34 −−42rr11 ⎜ 0 −2 2 2 1 ⎟ rr34 → r3 − 3 r2
→ r4 + r2
A= ⎯⎯⎯⎯ → ⎯⎯⎯⎯ →
⎜ 4 −2 6 3 −4 ⎟ ⎜ 0 −6 6 15 0 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ 2 4 −2 4 −7 ⎠ ⎝ 0 2 −2 10 −5 ⎠
- 103 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
⎛1 1 0 −3 −1 ⎞ r2 →− 1 r2 ⎛ 1 1 0 −3 −1 ⎞
⎜ ⎟ 2
⎜ ⎟
⎜ 0 −2 2 2 1 ⎟ r3 → 19 r3
⎯⎯⎯⎯ →⎜
0 1 −1 −1 −1/ 2 ⎟ r4 → r4 −12 r3
⎯⎯⎯⎯→
⎜0 0 0 9 −3 ⎟ ⎜0 0 0 1 −1 / 3 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝0 0 0 12 −4 ⎠ ⎝0 0 0 12 −4 ⎠
⎛1 1 0 −3 −1 ⎞
⎜ ⎟
⎜0 1 −1 −1 −1/ 2 ⎟
= A( k )
⎜0 0 0 1 −1/ 3 ⎟
⎜ ⎟
⎝0 0 0 0 0 ⎠
Άρα rank(A)=3< n=5 και το σύστημα έχει μη μηδενικές λύσεις. Αυθαίρετες τιμές
παίρνουν n-r=5-3=2 άγνωστοι και οι υπόλοιποι ορίζονται μονότιμα από αυτούς. Τα πρώτα
μη μηδενικά στοιχεία των μη μηδενικών γραμμών του πίνακα Α(k) βρίσκονται στην 1η, 2η,
και 4η στήλη. Άρα οι άγνωστοι x1 , x2 και x4 ορίζονται μονότιμα ως συναρτήσεις των
x3 και x5 που παίρνουν αυθαίρετες τιμές. Το σύστημα, που δόθηκε, είναι ισοδύναμο με
το:
⎫ ⎫
x1 + x2 − 3 x4 − x5 = 0 ⎪ x1 + x2 − 3 x4 − x5 = 0 ⎪
⎪ ⎪
1 ⎪ 1 ⎪
x2 − x3 − x4 − x5 = 0 ⎬ ⇒ x2 − x4 = x3 + x5 ⎬
2 ⎪ 2 ⎪
1 ⎪ 1 ⎪
x4 − x5 = 0 ⎪ x4 = x5
3 ⎭ 3 ⎭⎪
και οι λύσεις του είναι οι:
1 5 7
x3 = a, x5 = b, x4 = b, x2 = a + b, x1 = b − a
3 6 6
όπου a και b είναι αυθαίρετοι αριθμοί.
m=n m≠n
r (A) = r (A | b)
Το σύστημα είναι συμβιβαστό
με πλήθος παραμέτρων n-r(A)
όπου Α ο πίνακας των συντελεστών των αγνώστων, x η στήλη των αγνώστων και b η
στήλη των σταθερών όρων.
Παράδειγμα 1: Να βρεθεί η εξίσωση της ευθείας γραμμής που διέρχεται από τα σημεία
(1,-1), (4,11), (-1,-9) και (-2,-13).
Λύση: Αυτό που θέλουμε να βρούμε είναι οι τιμές των α, β έτσι ώστε η ευθεία γραμμή
y=αx+β να διέρχεται από τα τέσσερα παραπάνω σημεία. Εάν απαιτήσουμε οι
συντεταγμένες των σημείων να ικανοποιούν την εξίσωση της ευθείας, καταλήγουμε στο
σύστημα:
α+β=-1
4α+β=11
-α+β=-9
-2α+β=-13
Το σύστημα αυτό υπό μορφή πινάκων γράφεται:
⎛ 1 1⎞ ⎛ −1 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ 4 1⎟ ⎛ α ⎞ = ⎜ 11 ⎟
⎜ −1 1⎟ ⎜⎝ β ⎟⎠ ⎜ −9 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ −2 1⎠ ⎝ −13 ⎠
Η λύση του συστήματος αυτού είναι: α=4, β=-5
Έτσι η ευθεία γραμμή με εξίσωση y=4x-5 θα διέρχεται από τα τέσσερα παραπάνω
σημεία.
- 105 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Παράδειγμα 2: Να βρεθεί η εξίσωση της ευθείας γραμμής που διέρχεται από τα σημεία
(-3,70), (1,21), (-7,110) και (5,-35).
Λύση: Το παράδειγμα αυτό είναι όμοιο με το προηγούμενο. Η αντίστοιχη εξίσωση υπό
μορφή πινάκων είναι:
-3α+β=70 ⎛ −3 1⎞ ⎛ 70 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
α+β=21 ⎜ 1 1⎟ ⎛ α ⎞ = ⎜ 21 ⎟
-7α+β=110 ⎜ −7 1⎟ ⎜⎝ β ⎟⎠ ⎜ 110 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
5α+β=-35 ⎝ 5 1⎠ ⎝ −35 ⎠
Προσπαθώντας να λύσουμε το σύστημα διαπιστώνουμε ότι είναι ασυμβίβαστο.
Εάν λύσουμε τις δυο πρώτες εξισώσεις ως προς α και β, βρίσκουμε α=-49/4 και β=133/4.
Οι τιμές αυτές εάν αντικατασταθούν στην τρίτη εξίσωση δίνουν 119 και όχι 110. Και εάν
αντικατασταθούν στην τέταρτη δίνουν -28 και όχι -35.
Στα δύο προηγούμενα παραδείγματα ζητάγαμε το ίδιο πράγμα: την λύση τους. Στο
πρώτο την βρήκαμε, στο δεύτερο όχι. Ας κοιτάξουμε το δεύτερο παράδειγμα λίγο
περισσότερο. Σχεδιάζουμε τα σημεία που μας έχουν δώσει:
Μπορούμε να δούμε ότι αυτά τα σημεία βρίσκονται σχεδόν πάνω σε μια ευθεία. Το
ερώτημα είναι πως μπορούμε να βρούμε αυτήν την ευθεία;
Ας υποθέσουμε ότι αυτά τα τέσσερα σημεία του παραδείγματος προέρχονται από
κάποιο πείραμα και γνωρίζουμε από τη φυσική ότι τα σημεία αυτά πρέπει να βρίσκονται
πάνω σε μια ευθεία γραμμή. Όμως σφάλματα στις μετρήσεις είναι η αιτία ότι κάποια
σημεία, (ή και όλα), να είναι λίγο εκτός της ευθείας. Με αυτή την έννοια η εύρεση της
εξίσωσης της ευθείας δεν φαίνεται παράλογη και ο σκοπός μας είναι να την βρούμε.
Το ερώτημα λοιπόν τώρα διατυπώνεται ως εξής:
Δεδομένου ενός αριθμού πειραματικών δεδομένων, (σημείων), πως μπορούμε να
βρούμε την εξίσωση της ευθείας που θα διέρχεται όσο το δυνατό πιο «κοντά» από τα
σημεία αυτά. Ή σε μαθηματική διατύπωση: δεδομένου ενός ασυμβίβαστου συστήματος
- 106 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
Θεώρημα 1: Έστω W ένας υπόχωρος ενός χώρου V εσωτερικού γινομένου και v ένα
τυχαίο διάνυσμα του V. Η καλύτερη προσέγγιση του v από κάποιο διάνυσμα του W είναι η
προβολή του v στον υπόχωρο W που θα την συμβολίζουμε με projWv . Σαν καλύτερη
προσέγγιση εννοούμε ότι για κάθε w∈W, (που δεν είναι η προβολή projWv), θα έχουμε:
||v- projWv||<||v-w||
Απόδειξη: Για κάθε διάνυσμα w του W μπορούμε να γράψουμε:
v-w=(v-projWv)+(projWv)-w) u
Παρατηρούμε ότι η διαφορά των
u-projw u
διανυσμάτων projWv-w ανήκει στον W. Επίσης u-w
projwu
–
- 107 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
2 2 2
v − w = v − projW v + projW v − w
Τελικά, εάν έχουμε w≠projWu τότε ||projWu-w||2 >0 και επομένως ||u-w||2>||u-projWu||2 ή
ισοδύναμα:
v − w > v − projW v
λύσουμε την εξίσωση Ax = projW b ως προς και θα έχουμε την λύση που ψάχναμε.
Υπάρχει όμως ένας καλύτερος τρόπος.
Πριν όμως από αυτό θα παραθέσουμε ένα θεώρημα.
Θεώρημα 2: Έστω Α ένας πίνακας n×m, του οποίου οι στήλες είναι γραμμικά ανε-
ξάρτητες. Τότε ο πίνακας ΑtA είναι αντιστρέψιμος.
Απόδειξη: Εάν ΑtAx=0 έχει μόνο την μηδενική λύση, τότε ο πίνακας ΑtA είναι
αντιστρέψιμος. Έτσι ας υποθέσουμε ότι ΑtAx=0 . Η σχέση αυτή μας λέει ότι το διάνυσμα
Ax ανήκει στον Πυρήνα, (στον μηδενοχώρο), του At , αλλά επίσης ξέρουμε ότι το
διάνυσμα Ax ανήκει στον χώρο των στηλών του Α. Αλλά αυτοί οι δυο χώροι είναι
ορθογώνια συμπληρώματα και το μόνο κοινό διάνυσμα τους είναι το μηδενικό διάνυσμα.
Έτσι έχουμε Ax = 0 .
Εάν c1 , c2 , , cm είναι οι στήλες του Α τότε γνωρίζουμε ότι το Ax μπορεί να γραφεί ως:
- 108 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
Ax = x1c1 + x2c2 + + xm cm
και επειδή Ax = 0 θα έχουμε:
Ax = x1c1 + x2c2 + + xm cm = 0
Όμως επειδή οι στήλες του Α είναι γραμμικά ανεξάρτητες, η εξίσωση αυτή θα έχει μόνο
την μηδενική λύση x=0.
Επομένως ΑtAx=0 έχει μόνο την μηδενική λύση και έτσι ο πίνακας ΑtA έχει αντίστροφο.
Το επόμενο θεώρημα μας δίνει μια καλή μέθοδο για την εύρεση της λύσης του
προβλήματος των ελαχίστων τετραγώνων.
Απόδειξη: Ας υποθέσουμε ότι x είναι μια λύση του προβλήματος των ελαχίστων
τετραγώνων
Τώρα ας θεωρήσουμε
Όμως από το Θεώρημα 1 γνωρίζουμε ότι το διάνυσμα b-projWb ανήκει στο ορθογώνιο
συμπλήρωμα του W. Επίσης ο W είναι ο χώρος των στηλών του A και από σχετικό
Θεώρημα γνωρίζουμε ότι το ορθογώνιο συμπλήρωμα του χώρου των στηλών του Α είναι
ο πυρήνας του At και έτσι το διάνυσμα b-projWb πρέπει να ανήκει στον πυρήνα του Αt.
Επομένως έχουμε:
A t (b − projW b ) = A t (b − Ax ) = 0
εκ της οποίας προκύπτει:
A t Ax = A t b
Βλέπουμε δηλαδή ότι το διάνυσμα x πρέπει να είναι λύση της κανονικής εξίσωσης.
Για το δεύτερο μέρος του θεωρήματος δεν χρειάζεται να κάνουμε πολλά. Εάν οι
στήλες του πίνακα Α είναι γραμμικά ανεξάρτητες, τότε ο πίνακας AtA έχει αντίστροφο.
Όμως αυτό σημαίνει ότι η εξίσωση AtAx=At b έχει μια μοναδική λύση, η οποία είναι:
x = ( At A) (A b)
−1 t
Για να βρούμε αυτή την μοναδική λύση πρέπει να πολλαπλασιάσουμε και τις δυο
πλευρές με τον αντίστροφο του AtA .
- 109 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
στάσιμα αυτά σημεία πρέπει να είναι ελάχιστα για την συνάρτηση f ( x ) αφού είναι
τετραγωνική ως προς τις συνιστώσες xi με θετικούς συντελεστές.
- 110 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
⎛ −3 1⎞ ⎛ 70 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜1 1⎟ ⎛ α ⎞ ⎜ 21 ⎟
⎜ −7 ⎜ ⎟=
1⎟ ⎝ β ⎠ ⎜ 110 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ 5 1⎠ ⎝ −35 ⎠
Έτσι έχουμε:
⎛ −3 1⎞ ⎛ 70 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
1 1⎟ ⎛ −3 1 −7 5 ⎞ ⎜ 21 ⎟
A=⎜ At = ⎜ ⎟ b =
⎜ −7 1⎟ ⎝ 1 1 1 1⎠ ⎜ 110 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ 5 1⎠ ⎝ −35 ⎠
Η κανονική εξίσωση που πρέπει να λύσουμε είναι A Ax = A b :
t t
⎛ −3 1⎞ ⎛ 70 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎛ −3 1 −7 5 ⎞ ⎜ 1 1⎟ ⎛ α ⎞ ⎛ −3 1 −7 5 ⎞ ⎜ 21 ⎟
⎜ ⎟ =
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ 1 1 1 1 ⎠ ⎜ −7 1⎟ ⎝ β ⎠ ⎝ 1 1 1 1 ⎠ ⎜ 110 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ 5 1⎠ ⎝ −35 ⎠
⎛ 84 −4 ⎞ ⎛ α ⎞ ⎛ −1134 ⎞
⎜ ⎟⎜ ⎟ = ⎜ ⎟
⎝ −4 4 ⎠ ⎝ β ⎠ ⎝ 166 ⎠
Επομένως η εξίσωση της ευθείας γραμμής που διέρχεται όσο το δυνατό πλησιέστερα από
τα σημεία, είναι:
y = −12,1x + 29.4
- 111 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
⎛ 15 −11 17 ⎞ ⎛ −22 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
A A = ⎜ −11 28 −16 ⎟
t
A b=⎜ 0 ⎟
t
⎜ 17 −16 22 ⎟ ⎜ −21 ⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠
Το κανονικό σύστημα είναι A Ax = A b :
t t
18 151 107
x1 = −
, x2 = − , x3 =
7 210 210
και υπό διανυσματική μορφή:
⎛ 18 ⎞
⎜ −7 ⎟
⎜ ⎟
⎜ 151 ⎟
x= −
⎜ 210 ⎟
⎜ ⎟
⎜ 107 ⎟
⎜ ⎟
⎝ 210 ⎠
Παρατήρηση 1: Αυτό που θέλαμε μέχρι τώρα ήταν να βρούμε μια λύση , έτσι ώστε το
διάνυσμα να είναι όσο πιο κοντά στο b. Ορίσαμε τότε
ε = b − Ax ε = b − Αx
και τονίσαμε ότι αυτό που εννοούμε όταν λέγαμε: «όσο το δυνατό πλησιέστερα στο b»
ήταν ότι θέλαμε να βρούμε εκείνο το για το οποίο ,
ε < ε
για όλα τα x ≠ x .
Η παραπάνω ανισότητα δηλώνει από μαθηματικής πλευράς τι εννοούμε όταν λέμε ‘όσο το
δυνατό πιο κοντά’, αλλά πρακτικά τι ζητάμε να βρούμε; Ας γυρίσουμε πίσω στο
Παράδειγμα 3, όπου ο γενικός τύπος για το είναι:
⎛ 70 ⎞ ⎛ −3 1⎞ ⎛ 70- ( -3α+β ) ⎞ ⎛ ε1 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
21 ⎟ ⎜ 1 1⎟ ⎛ α ⎞ ⎜ 21- ( α+β ) ⎟ ⎜ ε 2 ⎟
ε = b − Ax = ⎜ − ⎜ ⎟= =
⎜ 110 ⎟ ⎜ −7 1⎟ ⎝ β ⎠ ⎜110- ( -7α+β ) ⎟ ⎜ ε 3 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜⎜ ⎟⎟ ⎜ ⎟
⎝ −35 ⎠ ⎝ 5 1⎠ ⎝ -35- ( 5α+β ) ⎠ ⎝ ε 4 ⎠
Έτσι οι συνιστώσες του διανύσματος σφάλματος , μετρούν πόσο κοντά κάθε δυνατή
εκλογή των α και β θα μας φέρει στην ακριβή απάντηση, (η οποία δίνεται από τις
συνιστώσες του b).
- 112 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
Μπορούμε αυτό να το δούμε και από την πλευρά της ευθείας. Μας έχει δοθεί ένα σύνολο
από σημεία ( xi , y j ) και θέλουμε να ορίσουμε τα α και β έτσι ώστε όταν θέσουμε τα xi ,
στην αx + β , το σφάλμα
ε ι = yι − (αxi + β)
να είναι όσο το δυνατό μικρότερο για όλα τα σημεία που μας έχουν δώσει.
Τώρα στην περίπτωση του παραδείγματος μας, αναζητούμε
⎛α⎞
x =⎜ ⎟
⎝β⎠
Έτσι ώστε, ε = b − Ax να είναι όσο το δυνατό μικρό ή με άλλα λόγια να είναι
μικρότερο από όλες τις δυνατές επιλογές x.
Μπορούμε τώρα να απαντήσουμε στο τι εννοούμε «όσο το δυνατό μικρό». Πρώτα ας
υπολογίσουμε το εξής:
2
ε = ε 12 + ε 22 + ε 32 + ε 42
Η λύση των ελαχίστων τετραγώνων , θα είναι εκείνη για την οποία
2 2
ε = ε12 + ε 22 + ε 32 + ε 42 < ε
Εξ’ ου και το όνομα «ελάχιστα τετράγωνα». Η λύση που αναζητούμε είναι η τιμή που θα
δώσει την ελάχιστη τιμή για το άθροισμα των τετραγώνων των σφαλμάτων.
- 113 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Αυτό σημαίνει ότι εάν διαλέξουμε οποιαδήποτε άλλη τιμή για τα α και β και
υπολογίσουμε το σφάλμα θα βρούμε μια τιμή μεγαλύτερη από 8.0125.
n n n n n n
n∑ xi yi − ∑ xi ∑ yi ∑ xi2 ∑ yi − ∑ xi yi
α= i =1 i =1 i =1
2
, β= i =1 i =1 i =1
2
⎛
n
⎞ n
⎛
n
⎞ n
n∑ x − ⎜ ∑ xi ⎟ 2
i n∑ x − ⎜ ∑ xi ⎟
2
i
i =1 ⎝ i =1 ⎠ i =1 ⎝ i =1 ⎠
Θεώρημα 1. Εάν οι στήλες του πίνακα Α τύπου m×n αποτελούν ένα σύνολο γραμμικά
ανεξαρτήτων διανυσμάτων, τότε υπάρχουν πίνακες Q τύπου m×n και R τύπου n×n με
QtQ=I και R άνω τριγωνικός με θετικά διαγώνια στοιχεία, έτσι ώστε
A=QR
Απόδειξη: Χρησιμοποιούμε την μέθοδο ορθοκανονικοποίησης Gram-Schmidt για να
δημιουργήσουμε ένα ορθοκανονικό σύνολο διανυσμάτων {q1,…,qn} από τις στήλες Αi
του πίνακα Α=[Α1,…,Αn], δηλαδή:
p
p1=A1 q1 = 1
p1
p2
p2=A2-(A2,q1)q1 q2 =
p2
…………………….. …………
p
Pn=An-(An,q1)q1-…-(An,qn-1)qn-1 qn = n
pn
Ορίζουμε τον πίνακα Q=[q1,…,qn], ο οποίος εκ κατασκευής ικανοποιεί την σχέση QtQ=I.
Οι παραπάνω σχέσεις μπορούν να εκφραστούν και ως εξής:
Α1=||p1||q1
Α2=||p2||q2+(q1,A2)q1
- 115 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
…………………………..
Αn=||pn||qn+(q1,An)q1+(q2,An)q2+…++(qn-1,An)qn-1
και υπό μορφή πινάκων γράφονται:
⎛ p1 ( q1 , A 2 ) ( q1 , A n ) ⎞
⎜ ⎟
⎜ 0 p2 (q2 , An ) ⎟
A = [ A1 , , A n ] = [q1 , , qn ]⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎜ 0 0 ( q n −1 , A n ) ⎟
⎜ 0 0 pn ⎟
⎝ ⎠
⎛ p1 ( q1 , A 2 ) ( q1 , A n ) ⎞
⎜ ⎟
⎜ 0 p2 (q2 , An ) ⎟
Ορίζουμε τον πίνακα R = ⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎜ 0 0 ( q n−1 , A n ) ⎟
⎜ 0 0 pn ⎟
⎝ ⎠
έτσι ώστε A=QR όπου Q ορθογώνιος πίνακας και R άνω τριγωνικός με θετικά τα
διαγώνια στοιχεία του.
⎛ 1 2 1⎞
Παράδειγμα: Να βρεθεί η QR-παραγωντοποίηση του πίνακα A = ⎜⎜ 1 1 1 ⎟⎟ .
⎜ 0 0 1⎟
⎝ ⎠
Λύση: Πρώτα χρησιμοποιούμε την μέθοδο Gram-Schmidt για να μετατρέψουμε τις
στήλες διανύσματα του πίνακα Α σε ένα ορθοκανονικό σύνολο. Βρίσκουμε
⎛ 1 ⎞ ⎛ 1 ⎞
⎜ 2⎟ ⎜ 2 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎛0⎞
⎜ 1 ⎟ ⎜ 1 ⎟ ⎜ ⎟
q1 = ⎜ ⎟ , q2 = ⎜ − ⎟ , q3 = ⎜ 0 ⎟
2 2 ⎜1⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎝ ⎠
⎜ 0 ⎟ ⎜ 0 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠
οπότε ο πίνακας Q είναι:
⎛ 1 1 ⎞
⎜ 2 0⎟
⎜ 2 ⎟
⎜ 1 1 ⎟
Q=⎜ − 0⎟
2 2
⎜ ⎟
⎜ 0 0 1⎟
⎜ ⎟
⎝ ⎠
Έχοντας τώρα τους πίνακες Α και Q μπορούμε να βρούμε τον πίνακα R από την σχέση:
R=QtA. Συγκεκριμένα
- 116 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
⎛ 1 1 ⎞ ⎛ 3 ⎞
⎜ 2 0⎟ ⎜ 2 2⎟
⎜ 2 ⎟⎛1 2 1⎞ ⎜ 2 ⎟
⎜ 1 1 ⎟⎜ ⎟ ⎜ 1 ⎟
R =Q A=⎜
t
− 0⎟⎜1 1 1⎟ = ⎜ 0 0 ⎟
2 2 2
⎜ ⎟ ⎜⎝ 0 0 1⎟⎠ ⎜ ⎟
⎜ 0 0 1 ⎟ ⎜ 0 0 1 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠
Η QR-παραγωντοποίηση του πίνακα Α είναι:
⎛ 1 1 ⎞⎛ 3 ⎞
⎜ 2 0 ⎟⎜ 2 2⎟
2 2
⎜ ⎟⎜ ⎟
1 1 1
A=⎜ − 0 ⎟⎜ 0 0 ⎟
⎜ 2 2 ⎟⎜ 2 ⎟
⎜ ⎟⎜ ⎟
⎜ 0 0 1 ⎟⎜ 0 0 1 ⎟
⎜ ⎟⎜ ⎟
⎝ ⎠⎝ ⎠
Η QR-παραγωντοποίηση είναι χρήσιμη για την επίλυση της κανονικής εξίσωσης
του προβλήματος των ελαχίστων τετραγώνων.
3.16 ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ΕΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑ ΚΑΙ ΑΣΤΑΘΕΙΑ ΣΤΙΣ ΛΥΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΓΡΑΜΜΙΚΟΥ
ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
⎛ 1.0001 1⎞
A=⎜ ⎟
⎝ 1 1⎠
έχει ορίζουσα detA=0.0001 αρκετά κοντά στο μηδέν για να είναι ανώμαλος, δηλαδή να
μην έχει αντίστροφο. Λέμε τότε ότι ο πίνακας Α είναι ευαίσθητος σε μικρές μεταβολές ή
ότι είναι κακής κατάστασης, (ill conditioned).
⎛ 2⎞
Ας θεωρήσουμε τώρα τα συστήματα Αx=b1 και Αx=b2 με b1 = ⎜ ⎟ και
⎝ 2⎠
⎛ 2 ⎞
b2 = ⎜ ⎟ . Πιο αναλυτικά τα συστήματα γράφονται:
⎝ 2.0001⎠
⎧x + y=2
⎨ (1)
⎩ x + 1.0001 y = 2
⎧x + y=2
⎨ (2)
⎩ x + 1.0001y = 2.0001
Η λύση του πρώτου συστήματος είναι x = 2, y = 0 και η λύση του δευτέρου x = 1, y = 1.
Βλέπουμε ότι, ενώ τα δεύτερα μέλη διαφέρουν μόνο στο 4ο δεκαδικό ψηφίο, οι λύσεις
διαφέρουν στο 1ο σημαντικό ψηφίο. Με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από
την κακή κατάσταση του πίνακα. Η λύση είναι ευαίσθητη στις διαταραχές.
Θα εξετάσουμε τώρα την ευαισθησία ενός πίνακα Α και θα προσπαθήσουμε να
ορίσουμε κάποιον αριθμό που να μετράει πόσο μικρή ή μεγάλη είναι αυτή η ευαισθησία.
Ας περιοριστούμε σε μικρές διαταραχές δb των δεύτερων μελών του συστήματος
Αx=b, που μπορούν π.χ. να προέρχονται από σφάλματα στρογγυλοποίησης ή από
σφάλματα πειραματικών δεδομένων. Το ερώτημα είναι πόσο μικρά ή μεγάλα σφάλματα
δx θα προκληθούν στη λύση x από τα σφάλματα του 2ου μέλους. Θα έχουμε:
Α(x+δx)=b+δb ⇒ Αδx=δb
και επομένως δx=Α-1 δb (3)
-1
Συμπεραίνουμε ότι αν ο πίνακας Α είναι μεγάλος, δηλαδή ο Α είναι σχεδόν ανώμαλος,
τότε η διαφορά δx θα είναι μεγάλη. Οι σχεδόν ανώμαλοι πίνακες φαίνεται να είναι
ευαίσθητοι. Όμως η ορίζουσα του πίνακα Α δεν είναι καλός δείκτης ευαισθησίας του Α
γιατί αυτή εξαρτάται από το μέγεθος του Α, π.χ. την κλίμακα των μετρήσεων σε κάποιο
πείραμα, αλλά και από την διάσταση n. Για παράδειγμα, αν είναι Α=Ιn/100, τότε detA=
10-2n, δηλαδή η ορίζουσα του Α είναι πολύ κοντά στο μηδέν, αλλά ο πίνακας είναι πολύ
καλής κατάστασης.
- 118 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
Ax ≤ A x (5)
για όλα τα διανύσματα x. Από τον ορισμού της norm, η ισότητα ισχύει για ένα
τουλάχιστον διάνυσμα x≠0. Από το σύστημα Αx=b και την (3) θα έχουμε τώρα λόγω της
(5):
δx = A-1δb ≤ A−1 δb
(6)
b = Ax ≤ A x
από τις οποίες προκύπτει δια πολλαπλασιασμού κατά μέλη:
δx δb
≤ A A −1 (7)
x b
Από την παραπάνω σχέση ορίζουμε ως αριθμό ευαισθησίας του Α τον αριθμό:
C = A A −1 (8)
δb
που λόγω της (7) προσδιορίζει τη σχέση ανάμεσα στη σχετική διαταραχή του
b
δx
δεύτερου μέλους του συστήματος και το σχετικό σφάλμα που θα προκληθεί στη
x
δx δb
λύση: ≤C (9)
x b
(15
Για τον ορισμό της ιδιοτιμής βλέπε παράγραφο 6.2
- 119 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
⎛ 2 −1⎞
A=⎜ ⎟
⎝ −1 2 ⎠
έχει ιδιοτιμές λ1=3, λ2=2, και επομένως norm ||Α||=3. Ο αντίστροφος του, έχει ιδιοτιμές 1,
1/3 και norm ||Α-1||=1. Επομένως, ο αριθμός ευαισθησίας του Α είναι: C=||A||||A-1||=3. Το
σύστημα:
⎛ 2 −1 ⎞ ⎛ x1 ⎞ ⎛ 1 ⎞
⎜ ⎟⎜ ⎟ = ⎜ ⎟
⎝ − 1 2 ⎠ ⎝ x2 ⎠ ⎝ − 1 ⎠
με norm του διανύσματος b των δεύτερων μελών,
b = 12 + ( −1) = 2
2
2 2
⎛ 1/ 3 ⎞ ⎛1⎞ ⎛ 1⎞ 2
έχει λύση x = ⎜ ⎟ και με: x = ⎜ ⎟ + ⎜ − ⎟ =
⎝ −1 / 3 ⎠ ⎝3⎠ ⎝ 3⎠ 3
Εάν θεωρήσουμε τώρα το σύστημα:
⎛ 2 − 1 ⎞ ⎛ x1 ⎞ ⎛ 2 ⎞
⎜ ⎟⎜ ⎟ = ⎜ ⎟
⎝ − 1 2 ⎠ ⎝ x2 ⎠ ⎝ 0 ⎠
δb = (2 − 1) 2 + ( 0 − ( −1) ) = 2
2
θα έχουμε:
⎛ 4 / 3⎞
και το νέο σύστημα έχει λύση: x = ⎜ ⎟ . Επομένως:
⎝ 2 / 3⎠
2 2
⎛ 4 1 ⎞ ⎛ 2 ⎛ 1 ⎞⎞
δx = ⎜ − ⎟ + ⎜ − ⎜ − ⎟ ⎟ = 2
⎝ 3 3 ⎠ ⎝ 3 ⎝ 3 ⎠⎠
δx 2 δb
= =3=C
x 2 /3 b
και βάσει της (7) η μεγέθυνση είναι μέγιστη, (έχουμε ισότητα).
- 120 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
Αν και η θεωρία των πινάκων εισήχθη τον 19ον αιώνα, ιστορικοί, όπως ο Katz
συχνά αρχίζουν την αφήγηση τους για τους πίνακες με τους Κινέζους λόγιους και τους
Βαβυλωνίους. Οι Κινέζοι της περιόδου Χαν (200-100 π.Χ.) έλυναν τις γραμμικές
εξισώσεις με τη βοήθεια μεθόδου που είναι γνωστή σήμερα ως απαλοιφή του Gauss.
Πράγματι στο βιβλίο «Εννέα Κεφάλαια για την Μαθηματική Τέχνη», γραμμένο κατά την
Δυναστεία του Χαν, υπάρχει το πρώτο γνωστό πρόβλημα, η λύση του οποίου
χρησιμοποιεί μεθόδους των πινάκων. Το πρόβλημα είναι το εξής:
Υπάρχουν τρεις τύποι καλαμποκιού, των οποίων τρεις ίσες μονάδες όγκου από το
πρώτο, δυο ίσες μονάδες όγκου από το δεύτερο και μια μονάδα όγκου από το τρίτο κάνουν
39 μονάδες βάρους. Δυο από το πρώτο, τρεις από το δεύτερο και μια από το τρίτο κάνουν
34 μονάδες βάρους. Και μια από το πρώτο, δυο από το δεύτερο και τρεις από το τρίτο
κάνουν 26 μονάδες βάρους. Πόσες μονάδες βάρους καλαμποκιού περιέχονται σε κάθε
μονάδα όγκου από κάθε είδος;
Οι Βαβυλώνιοι μελέτησαν προβλήματα που οδηγούν σε σύστημα εξισώσεων και
μερικά από αυτά γράφτηκαν σε πήλινες πλάκες που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Μια
πλάκα, που χρονολογείται γύρω στο 300 π. Χ., περιέχει το εξής πρόβλημα:
Υπάρχουν δυο χωράφια, των οποίων το ολικό εμβαδόν είναι 1800 μονάδες
εμβαδού. Το ένα χωράφι παράγει σιτάρι με απόδοση 2/3 της μονάδας όγκου ανά μονάδα
εμβαδού, ενώ το άλλο παράγει σιτάρι με απόδοση 1/2 της μονάδας όγκου ανά μονάδα
εμβαδού. Εάν και τα δυο χωράφια παράγουν 1100 μονάδες όγκου, ποιο είναι το εμβαδόν
κάθε χωραφιού;
Η μέθοδος επίλυσης αυτών των προβλημάτων, όπως είναι γραμμένη στις πήλινες
πλάκες της Βαβυλώνας και στο βιβλίο «Εννέα Κεφάλαια για την Μαθηματική Τέχνη»,
και που σήμερα είναι γνωστή ως μέθοδος απαλοιφής του Gauss, δεν θα γινόταν γνωστή
μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο Cartan to 1545 δίνει έναν κανόνα για την επίλυση ενός συστήματος δυο
γραμμικών εξισώσεων. Ο κανόνας αυτός, χωρίς να χρησιμοποιεί την έννοια της
ορίζουσας, είναι ουσιαστικά ο κανόνας του Cramer.
Η έννοια της ορίζουσας εμφανίστηκε στην Ιαπωνία και στην Ευρώπη σχεδόν
συγχρόνως το 1683 από τον Seki στην Ιαπωνία και από τον Leibnitz στην Ευρώπη.
Ο Leibnitz κατάλαβε ότι ένας καλός μαθηματικός συμβολισμός ήταν το κλειδί για
να προχωρήσει στην επίλυση των γραμμικών συστημάτων και γι΄ αυτό πειραματίστηκε
με διάφορους συμβολισμούς για τους συντελεστές ενός συστήματος. Σε αδημοσίευτο
- 121 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
να γίνει μια πλήρως αποδεκτή θεωρία. Ένα σημαντικό βιβλίο που έφερε τους πίνακες
στην κατάλληλη θέση τους στα μαθηματικά ήταν το Introduction to higher algebra από
τον Bôcher το 1907.
Οι Turnbull και Aitken έγραψαν βιβλία που είχαν επιρροή στη δεκαετία του '30
και το βιβλίο του Mirsky, An introduction to linear algebra, το 1955 έφερε την θεωρία
των πινάκων στη σημερινή σπουδαία θέση της ως ένα από τα σημαντικότερα θέματα των
προπτυχιακών μαθηματικών.
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
⎛1 3 ⎞ ⎛ 2 0 −4 ⎞
2) Έστω A=⎜ ⎟ και B=⎜ ⎟ . Να υπολογιστούν τα γινόμενα
⎝ 2 −1 ⎠ ⎝ 3 −2 6 ⎠
⎛11 −6 14 ⎞
ΑΒ και ΒΑ. (Απ. ΑΒ= ⎜ ⎟ το γινόμενο ΒΑ δεν ορίζεται)
⎝ 1 2 −14 ⎠
⎛x y ⎞
3) Να βρεθούν όλοι οι πίνακες της μορφής ⎜ ⎟ που μετατίθενται με τον πίνακα
⎝z w⎠
⎛ 1 1⎞ ⎛ x y ⎞ ⎛α β ⎞
⎜ ⎟. (Απ. ⎜ ⎟ =⎜ ⎟
⎝ 0 1⎠ ⎝ z w ⎠ ⎝ 0 α⎠
⎛ 1 2⎞ n ⎛ 1 2n ⎞
4) Έστω Α= ⎜ ⎟ . Να υπολογισθεί ο πίνακας Α . (Απ. Αn= ⎜ ⎟
⎝ 0 1 ⎠ ⎝0 1 ⎠
−1 ⎛ 5 −2 ⎞ −1 ⎛ 1/ 3 1/ 3 ⎞
(Απ A = ⎜ ⎟, B = ⎜ ⎟,
⎝ −7 3 ⎠ ⎝ −1 / 9 2 / 9⎠
- 123 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
⎛ −5 4 −3 ⎞ ⎛ 8 −1 −3 ⎞
−1 ⎜ ⎟ −1 ⎜ ⎟
Γ = ⎜ 10 −7 6 ⎟ , Δ = ⎜ −5 1 2 ⎟
⎜ 8 −6 5 ⎟ ⎜ 10 −1 −4 ⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠
7) Εάν Α και Β είναι αντίστοιχα ένας συμμετρικός και ένας αντισυμμετρικός πίνακας
έτσι ώστε ΑΒ=ΒΑ και ο πίνακας Α+Β είναι αντιστρέψιμος, να δειχθεί ότι ο
πίνακας (Α+Β)-1(Α-Β) είναι ορθογώνιος.
8) Να δειχθεί ότι κάθε 2×2 πίνακας Χ για τον οποίο ισχύει XtAX=B, όπου
⎛1 0 ⎞ ⎛0 1⎞
A=⎜ ⎟, B=⎜ ⎟
⎝ 0 −1 ⎠ ⎝1 0⎠
⎛ α 1 2α ⎞ ⎛ α 1 2α ⎞
έχει μια από τις δυο μορφές: ⎜ ⎟ ή ⎜ ⎟
⎝ α −1 2α ⎠ ⎝ −α 1 2 α ⎠
⎛1 −α 0 ⎞
9) Αν ⎜ ⎟
A = ⎜0 1 −α ⎟ τότε
⎜0 0 1 ⎟⎠
⎝
α) να δειχθεί ότι Α3=3Α2-3Α+Ι3, β) να βρεθεί ο αντίστροφος του πίνακα Α.
⎛ 3 4⎞
10) Να βρεθεί ο αντίστροφος του πίνακα Α= ⎜ ⎟
⎝5 7⎠
⎛ cos α − sin α ⎞
11) Να βρεθεί ο αντίστροφος του πίνακα: Α= ⎜ ⎟ α∈R
⎝ sin α cos α ⎠
⎛3 −4 5 ⎞
12) Να βρεθεί ο αντίστροφος του πίνακα Α= ⎜ 2 − 3 1 ⎟
⎟
⎜
⎜ −5 − 1 ⎠⎟
⎝3
⎛1 2 2 ⎞
13) Δίνεται ο πίνακας Α= ⎜ 2 1
⎟ 2 -1
− 2 ⎟ . Να βρεθούν οι πίνακες Α και Α .
⎜
⎜2 −2 1 ⎟⎠
⎝
- 124 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
15) Να δειχθεί ότι α) ο αντίστροφος ενός ομαλού συμμετρικού πίνακα είναι κι αυτός
συμμετρικός πίνακας, β) ο αντίστροφος ενός ομαλού αντισυμμετρικού πίνακα
είναι κι αυτός αντισυμμετρικός πίνακας.
18) Εάν οι πίνακες Α και Β είναι τετραγωνικοί τύπου n×n, ποιες από τις παρακάτω
σχέσεις είναι σωστές;
(1) (A - B)2 = A2 - 2AB + B2
(2) (AB)2 = A2B2
(3) (A + B)2 = A2 + 2AB + B2
(4) (A + B)2 = A2 + AB + BA + B2
(5) A2B2 = A(AB)B
(6) (A + B)3 = A3 + 3A2B + 3AB2 + B3
(7) (A + B) (A - B) = A2 – B2
(8) Καμία από τις παραπάνω σχέσεις δεν είναι σωστή.
(9) Όλες οι σχέσεις είναι σωστές.
⎛ −1 −1 ⎞
19) Έστω A = ⎜ ⎟ . Βρείτε όλους τους πίνακες Β τέτοιοι ώστε ΑΒ=0.
⎝3 3⎠
20) Αφού δείξετε ότι οι παρακάτω πίνακες είναι αντιστρέψιμοι, βρείτε στη συνέχεια
τους αντίστροφους των.
- 125 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
⎛ -2 3 2⎞ ⎛ 1 2 3⎞
(i) A = ⎜⎜ 6 0 3⎟
⎟ (ii) B = ⎜⎜ 1 3 5⎟
⎟
⎜ 4 1 -1⎟⎠ ⎜ 1 5 12 ⎟⎠
⎝ ⎝
21) Για ποιές τιμές του t ο επόμενος πίνακας δεν είναι αντιστρέψιμος; Για όλες τις
άλλες τιμές του t, ποιός είναι ο αντίστροφος;
⎡1 t 0 ⎤
A = ⎢⎢0 1 - 1⎥⎥
⎢⎣ t 0 1 ⎥⎦
- 126 -
ΠΙΝΑΚΕΣ
27) Να βρεθούν οι τιμές της παραμέτρου α για τις οποίες είναι συμβιβαστό το επόμενο
σύστημα:
x1 + x2 + x3 = 3
2 x1 − x2 + x3 = 2
3x1 + x2 − x3 = a
4 x1 + x2 − 2 x3 = a
- 127 -
Β ΜΕΡΟΣ
ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με τον όρο “Αναλυτική Γεωμετρία” εννοούμε σήμερα εκείνο τον κλάδο των
Μαθηματικών, που συνδυάζει αφ' ενός την Γεωμετρία και αφ' ετέρου την Άλγεβρα και την
Ανάλυση. Ο συνδυασμός αυτός ξεκίνησε από τον Καρτέσιο(31, (Descartes), το 1637
βασιζόμενος στην ιδέα της παράστασης ενός σημείου Ρ του χώρου από τρείς αριθμούς (x,y,z),
τις συντεταγμένες του σημείου. Οι αριθμοί αυτοί δίνουν την απόσταση του σημείου, κατά τρείς
δεδομένες και κάθετες μεταξύ τους διευθύνσεις από κάποιο σταθερό σημείο, που το θεωρούμε
συμβατικά σαν αρχή.
Ένα γεωμετρικό αντικείμενο, π.χ. μια καμπύλη, μια επιφάνεια, κ.λ.π. είναι ο
γεωμετρικός τόπος των σημείων, τα οποία ικανοποιούν μια ή περισσότερες ειδικές συνθήκες.
Μεταφράζοντας τις συνθήκες αυτές σε τύπους ως προς x, y και z οδηγούμαστε σε μια ή
περισσότερες εξισώσεις, που χαρακτηρίζουν το αντικείμενο αυτό.
Έτσι μια επιφάνεια μπορεί να θεωρηθεί ως ο γεωμετρικός τόπος των σημείων του
χώρου, που έχουν δυο βαθμούς ελευθερίας (32. Η ιδέα αυτή μας υποβάλει την δυνατότητα να
περιγράψουμε αναλυτικά μια επιφάνεια περιορίζοντας τις συντεταγμένες (x,y,z) ενός τυχαίου
σημείου της με μια εξίσωση της μορφής:
F(x,y,z)=0
οι οποίες δίνουν μια άμεση ή εκπεφρασμένη παράσταση της επιφάνειας. Π.χ. από την
εξίσωση της σφαίρας, αν λύσουμε ως προς z προκύπτουν οι εξισώσεις:
(31
RENE CARTESIUS (1596-1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σ’ αυτόν οφείλεται
κυρίως η σαφής διατύπωση μιας νέας μεθόδου γεωμετρικής έρευνας, της μεθόδου των
συντεταγμένων, με τις οποίες ένα γεωμετρικό πρόβλημα μετατρέπεται σε αλγεβρικό και αντίστροφα,
(La Geometrie 1637). O Cartesius, μαζί με τον Fermat, θεωρείται ο ιδρυτής της Αναλυτικής
Γεωμετρίας.
(32
Βαθμοί ελευθερίας ονομάζεται το μέγιστο πλήθος των παραμέτρων, που απαιτούνται για τον πλήρη
προσδιορισμό ενός γεωμετρικού τόπου π.χ μιας καμπύλης, μιας επιφάνειας κ.λ.π.
-299-
z = R2 − x2 − y2 και z = − R2 − x2 − y2
στις συντεταγμένες των σημείων της καμπύλης. Η κάθε μια από τις εξισώσεις αυτές μπορεί να
ερμηνευθεί ως εξίσωση μιας επιφάνειας και η καμπύλη ως η τομή των δυο αυτών επιφανειών.
Αν συμβεί η καμπύλη να βρίσκεται στο επίπεδο OXY, τότε η μια από τις εξισώσεις είναι
z=0 και η άλλη παίρνει την μορφή f(x,y)=0. Το ζεύγος π.χ. των εξισώσεων x2+y2=R2, z=0
παριστάνει την περιφέρεια, που είναι τομή της σφαίρας x2+y2+z2=R2 και του επιπέδου OXY,
(το οποίο σαν επιφάνεια έχει εξίσωση z=0).
Βέβαια υπάρχουν και άλλες μέθοδοι περιγραφής των επιφανειών και των καμπύλων,
που θα δούμε σ’ επόμενα κεφάλαια. Σ’ όλες αυτές θα έχουμε πάντα εξισώσεις που αναφέρονται
σε συναρτήσεις μιας ή περισσοτέρων μεταβλητών. Η μελέτη των αλγεβρικών και αναλυτικών
ιδιοτήτων των συναρτήσεων αυτών μας αποκαλύπτει πολλές γεωμετρικές ιδιότητες των
σχημάτων αυτών, που διαφορετικά θα μπορούσαν να μας έμεναν άγνωστες.
Οι κλάδοι των μαθηματικών της Ανάλυσης και της Αναλυτικής Γεωμετρίας ήταν
πάντοτε στενά συνδεδεμένοι σ’ όλη την ιστορική εξέλιξη τους. Κάθε ανακάλυψη στον έναν απ’
αυτούς τους δυο κλάδους είχε σαν αποτέλεσμα μια πρόοδο στον άλλον: Το πρόβλημα της
κατασκευής της εφαπτομένης σ’ ένα σημείο μιας καμπύλης οδήγησε στην ανακάλυψη της
παραγώγου, η έννοια του εμβαδού οδήγησε στο ολοκλήρωμα και οι μερικές παράγωγοι
επινοήθησαν για την έρευνα των καμπύλων επιφανειών του χώρου.
Τα επιτεύγματα αυτά είχαν για αποτέλεσμα και παράλληλες προόδους και ανακαλύψεις
στη Μηχανική και στη Θεωρητική Φυσική. Το 1788 ο Lagrange(33 δημοσίευσε το έργο του
Mecanique Analytique, (Αναλυτική Μηχανική), στο οποίο φαίνεται η μεγάλη ικανότητα
προσαρμογής και η τεράστια αποδοτικότητα που έχουν οι αναλυτικές μέθοδοι στη μελέτη της
Μηχανικής. Αργότερα έγινε αντιληπτό ότι ή έννοια του διανύσματος είναι το πιο κατάλληλο
εργαλείο για την έκθεση και την απλοποίηση των ιδεών της γεωμετρίας και της ανάλυσης.
Σήμερα ο συνδυασμός της Ανάλυσης, Γραμμικής Άλγεβρας, Αναλυτικής Γεωμετρίας και
Διανυσματικής Ανάλυσης αποτελεί ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο για την επίλυση
πολύπλοκων προβλημάτων κατά τρόπο απλό και σαφή.
(33
JOSEPH LOUIS LAGRANGE (1736-1813), γαλλικής καταγωγής γεννήθηκε στο Τορίνο. Σε
ηλικία 19 ετών έγινε καθηγητής στην Στρατιωτική Ακαδημία του Τορίνο και αργότερα το 1766
διευθυντής του Μαθηματικού τμήματος της Ακαδημίας του Βερολίνου . Το 1787 μετέβη στο Παρίσι.
Η μεγαλύτερη του συμβολή ήταν στο Λογισμό των μεταβολών, Ουράνια Μηχανική, Αναλυτική
Μηχανική, Διαφορικές εξισώσεις, Προσεγγιστική θεωρία, Άλγεβρα και Θεωρία αριθμών.
.-300-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Θεωρούμε μια ευθεία (ε) επάνω στην οποία ορίζουμε ένα σημείο Ο και ένα
ευθύγραμμο τμήμα ΟΑ, του οποίου το μήκος λαμβάνεται ως μονάδα. Τη φορά επάνω στην
(ε) από το Ο προς το Α την ονομάζουμε θετική φορά, ενώ τη φορά από το Α στο Ο
αρνητική. Την ευθεία ( ε), την εφοδιασμένη με το σταθερό σημείο Ο, τη θετική φορά και τη
μονάδα μήκους την ονομάζουμε άξονα και θα τον συμβολίζουμε με (ε,ΟΑ).
Το ευθύγραμμο τμήμα ΟΑ που καθορίζει τη μονάδα μήκους και τη θετική φορά
πάνω στην ευθεία (ε) λέγεται μοναδιαίο διάνυσμα και θα το γράφουμε με ΟΑ(34.
Οποιοδήποτε άλλο ευθύγραμμο τμήμα ΒΓ θα λέμε ότι παριστάνει ένα διάνυσμα ΒΓ με
(ε) Ο Α Β Γ
αρχή το σημείο Β και πέρας το Γ, με φορά από το Β προς το Γ, και με μήκος το μήκος του
ευθυγράμμου τμήματος ΒΓ, που θα συμβολίζεται με |ΒΓ|. Η αλγεβρική τιμή BΓ του
ορίζεται από τη σχέση:
Θεωρούμε ένα σημείο Ρ του άξονα (ε,ΟΑ). Ονομάζουμε τετμημένη του σημείου Ρ
την αλγεβρική τιμή x του διανύσματος ΟΡ. Έτσι μπορούμε να θέσουμε σε αμφιμονοσύμαντη
αντιστοιχία το σύνολο των σημείων ενός άξονα και το σύνολο των πραγματικών αριθμών.
Τον άξονα (ε,ΟΑ) θα τον συμβολίζουμε στη συνέχεια με ΟΧ ή Ox.
Ο Α Ρ
x
Εάν θέλουμε τώρα να παραστήσουμε τα σημεία ενός επιπέδου με την βοήθεια των
πραγματικών αριθμών, τότε πρέπει να θεωρήσουμε δυο μη παράλληλους άξονες πάνω στο
(34
Τα διανύσματα θα τα συμβολίζουμε με έντονα γράμματα π.χ. ΟΑ, v,u,w, κ.λ.π
-301-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
επίπεδο με κοινή αρχή Ο π.χ. τους ΟΧ και OY, που θα τους ονομάζουμε άξονες
συντεταγμένων, Σχήμα1 .
Παρατηρούμε ότι:
α) Σε κάθε σημείο Ρ του επιπέδου αντιστοιχεί ένα διατεταγμένο ζεύγος (x,y)
πραγματικών αριθμών και αντίστροφα.
β) Σε κάθε διατεταγμένο ζεύγος (x,y) πραγματικών αριθμών αντιστοιχεί ένα
σημείο Ρ του επιπέδου.
Πράγματι, από το σημείο Ρ φέρουμε παράλληλη ευθεία προς τον άξονα ΟΥ, η οποία
τέμνει τον άξονα ΟΧ στο σημείο Ρ1 και παράλληλη ευθεία προς τον άξονα ΟΧ, η οποία
τέμνει τον άξονα OY στο σημείο Ρ2.
Y Στο σημείο Ρ1 του άξονα ΟΧ
αντιστοιχεί ένας πραγματικός αριθμός
P2(y) x, τον οποίο θα ονομάζουμε τετμημένη
P((x,y)
του σημείου Ρ και στο σημείο Ρ2 του
άξονα OY αντιστοιχεί ένας αριθμός y,
τον οποίο θα ονομάζουμε τεταγμένη
του σημείου Ρ. Έτσι στο σημείο Ρ
O P1(x) X αντιστοιχεί το ζεύγος των αριθμών
(x,y).
Σχήμα 1 Αντίστροφα, όταν δοθεί το ζεύγος
(x,y), τότε ορίζονται τα σημεία Ρ1 και
Ρ2 πάνω στους άξονες OX και OY αντίστοιχα και οι παράλληλες από τα σημεία Ρ1 και Ρ2
προς τους άξονες OY και ΟΧ τέμνονται σ’ ένα μόνο σημείο Ρ. Έτσι έχουμε μια
αμφιμονοσύμαντη αντιστοιχία μεταξύ των σημείων ενός επιπέδου και του συνόλου των
διατεταγμένων ζευγών πραγματικών αριθμών. Οι αριθμοί x, y ονομάζονται συντεταγμένες
του σημείου Ρ ως προς τους άξονες ΟΧ και
Z
ΟY, το σύνολο των οποίων θα ονομάζεται
σύστημα συντεταγμένων ή σύστημα
αναφοράς και θα συμβολίζεται με ΟΧΥ.
P3(z) P Με ΟΧΥ θα συμβολίζουμε και το
Υ αντίστοιχο επίπεδο, επί του οποίου κείνται
οι άξονες ΟΧ και ΟY.
P2(y) Είναι εύκολο τώρα να δούμε πως
μπορούμε να θέσουμε τα σημεία
O ολόκληρου του χώρου, (των τριών
P1(x) διαστάσεων), σε αμφιμονοσήμαντη
αντιστοιχία με το σύνολο των τριάδων
πραγματικών αριθμών. Θεωρούμε τρεις
X
Σχήμα 2 άξονες OX, OY, OZ οι οποίοι να μη
βρίσκονται πάνω στο ίδιο επίπεδο και να
έχουν κοινή αρχή Ο . Έστω ένα σημείο Ρ του χώρου. Φέρουμε ένα επίπεδο, που διέρχεται
από το σημείο Ρ και είναι παράλληλο προς το επίπεδο ΟΥΖ (Σχήμα 2). Το επίπεδο αυτό
τέμνει τον άξονα ΟΧ στο σημείο Ρ1. Όμοια από το σημείο Ρ φέρουμε επίπεδα παράλληλα
.-302-
. ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ
προς τα επίπεδα OXZ και OXY, τα οποία τέμνουν τους άξονες ΟΥ και OZ στα σημεία Ρ2 και
Ρ3 αντίστοιχα. Στα σημεία Ρ1, Ρ2 και Ρ3 αντιστοιχούν οι πραγματικοί αριθμοί x, y, z, οι οποίοι
είναι οι αλγεβρικές τιμές των διανυσμάτων ΟΡ1, ΟΡ2, και ΟΡ3 αντίστοιχα. Έτσι στο σημείο
Ρ του χώρου αντιστοιχεί η διατεταγμένη τριάδα (x,y,z).
Αντίστροφα, αν δοθεί η τριάδα (x,y,z), τότε καθορίζονται τα σημεία Ρ1, Ρ2, Ρ3 και το
σημείο Ρ λαμβάνεται μονοσήμαντα αν φέρουμε από τα σημεία Ρ1, Ρ2, Ρ3 επίπεδα παράλληλα
προς τα συντεταγμένα επίπεδα OYZ, OXZ, OXY αντίστοιχα. Τα επίπεδα αυτά έχουν ένα
κοινό σημείο το Ρ.
Οι αριθμοί x, y, z ονομάζονται συντεταγμένες του σημείου Ρ ως προς το σύστημα
συντεταγμένων OXYZ.. Ο αριθμός x ονομάζεται τετμημένη, ο αριθμός y τεταγμένη και ο
αριθμός z κατηγμένη του σημείου Ρ.
Λόγω της αμφιμονοσήμαντης αυτής αντιστοιχίας μεταξύ των σημείων Ρ του χώρου
και των τριάδων (x,y,z) θα ταυτίζουμε συχνά το σημείο Ρ με την τριάδα και θα μιλάμε για το
σημείο (x,y,z) ή και ακόμα για το σημείο Ρ(x,y,z). Στα επόμενα θα χρησιμοποιούμε
ορθογώνια συστήματα συντεταγμένων, δηλαδή συστήματα συντεταγμένων των οποίων οι
άξονες τέμνονται κάθετα Τα συστήματα αυτά ονομάζονται και καρτεσιανά συστήματα
συντεταγμένων.
Θεωρούμε ένα ορθογώνιο σύστημα αναφοράς OXYZ και Ρ ένα τυχαίο σημείο, τότε
το διάνυσμα ΟΡ ονομάζεται διάνυσμα θέσης του σημείου Ρ και συνήθως θα το
συμβολίζουμε με r. Έτσι σε κάθε σημείο του χώρου αντιστοιχεί ένα και μόνο διάνυσμα.
Αντίστροφα, σε κάθε διάνυσμα r του χώρου αντιστοιχεί ένα σημείο Ρ, που είναι το πέρας
του διανύσματος r, όταν το r μεταφερθεί παράλληλα έτσι ώστε να έχει αρχή το σημείο Ο. Το
σύνολο των διανυσμάτων του χώρου με αρχή το σημείο Ο θα το συμβολίζουμε με R3 και το
σύνολο των διανυσμάτων ενός επιπέδου με R2. Το σύνολο R3 θα ονομάζεται Ευκλείδειος
διανυσματικός χώρος των τριών διαστάσεων ή απλά διανυσματικός χώρος των τριών
διαστάσεων. Κατ’ αναλογία και το σύνολο R2 θα ονομάζεται διανυσματικός χώρος των δυο
διαστάσεων. Έτσι έχουμε μια αμφομονοσήμαντη αντιστοιχία μεταξύ των σημείων του χώρου
και του διανυσματικού χώρου R3 .
Λόγω της αμφιμονοσήμαντης αυτής αντιστοιχίας μεταξύ των σημείων Ρ του χώρου
και των διανυσμάτων r, θα ταυτίζουμε συχνά το σημείο Ρ με το αντίστοιχο διάνυσμα θέσης r
και θα γράφουμε Ρ(r) εννοώντας το σημείο Ρ με διάνυσμα θέσης r, (Σχήμα 3).
Στο τρισορθογώνιο σύστημα συντεταγμένων OXYZ θεωρούμε τα τρία μοναδιαία
διανύσματα των αξόνων ΟΧ, OY, OZ, που θα τα συμβολίζουμε με i, j, k αντίστοιχα. Επίσης
θεωρούμε τα σημεία Ρ1, Ρ2, Ρ3 που καθορίζουν τις συντεταγμένες x, y, z του σημείου Ρ.
Προφανώς ισχύει:
OP = r = OP1 + OP2 + OP3 = xi + yj +zk
Τα διανύσματα xi, yj, zk ονομάζονται συνιστώσες του διανύσματος r ως προς το σύνολο {i,
j, k}, που θα ονομάζεται βάση του R3. Το διάνυσμα θέσης r έχει τις ίδιες συντεταγμένες, με
-303-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
εκείνες του σημείου Ρ. Το μέτρo του διανύσματος r προκύπτει από το θεώρημα του
Πυθαγόρα(35 και ισούται με:
Z
P3
z
P(r)
r
k
j P2
O
y
Y
i
P1
x
Χ Σχήμα 3
| r |= x2 + y2 + z2 (3)
Εάν θεωρήσουμε τώρα δυο σημεία Ρ1(x1, y1, z1) και Ρ2(x2, y2, z2) τότε το διάνυσμα
Ρ1Ρ2 γράφεται:
Ρ1Ρ2 = Ρ1Ο + ΟΡ2 = ΟΡ2 - ΟΡ1 = [x2i + y2j +z2k] - [x1i + y1j +z1k] =
= (x2-x1)i+(y2-y1)j+(z2-z1)k (4)
δηλαδή οι συντεταγμένες του διανύσματος Ρ1Ρ2 είναι: x2-x1, y2-y1, z2-z1 και επομένως οι
συντεταγμένες ενός διανύσματος είναι οι διαφορές των ομώνυμων συντεταγμένων των
διανυσμάτων, που αντιστοιχούν στο πέρας και στην αρχή του διανύσματος. H απόσταση των
δυο σημείων Ρ1 και Ρ2, που θα συμβολίζεται με d(P1, P2), προφανώς ισούται με το μέτρο του
διανύσματος Ρ1Ρ2, δηλαδή
d(P1, P2 ) =| PP
1 2 |= (x2 − x1) + ( y2 − y1) + (z2 − z1)
2 2 2
(5)
(35
ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ (585-565 π. Χ.) Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός γνωστός για την 47η
πρόταση του Α′ βιβλίου του Ευκλείδη που σήμερα είναι γνωστή ως Πυθαγόρειο Θεώρημα. Κατά τον
θρύλο ο Πυθαγόρας έσφαξε εκατό βόδια, (εκατόμβη), για να ευχαριστήσει τους θεούς. Όμως η
γεωμετρική αυτή πρόταση ήταν γνωστή πολύ πριν από τον Πυθαγόρα και πρέπει να υποθέσουμε ότι
η λογική και όχι η εμπειρική απόδειξη της είναι μεταγενέστερη απ’ αυτόν.
.-304-
. ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ
-305-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
v ⋅ w = v w cos θ (1)
όπου θ η γωνία που σχηματίζουν τα διανύσματα v και w. Από τη σχέση (1) παρατηρούμε
ότι ισχύει η μεταθετική ιδιότητα:
v⋅w=w⋅v (2)
Μια χρήσιμη ερμηνεία του εσωτερικού γινομένου (1) δίνεται στο σχήμα 5:
(36
Υπάρχουν και άλλοι συμβολισμοί για το εσωτερικό γινόμενο π.χ. <v,w>, (v,w)
.-306-
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ
v ⋅ w = vx wx + v y wy + vz wz (6)
Έτσι το εσωτερικό γινόμενο δύο διανυσμάτων μπορεί να υπολογιστεί είτε από τη σχέση
(2), είτε από την ισοδύναμη σχέση (6). Εδώ πρέπει να κάνουμε την εξής βασική
παρατήρηση: Η σχέση (1) για να μας δώσει την τιμή του εσωτερικού γινομένου των
διανυσμάτων v και w χρειάζεται έναν κανόνα, (μέτρο), με τον οποίο θα μετρήσουμε τα
μήκη των διανυσμάτων v και w και ένα μοιρογνωμόνιο, με το οποίο θα μετρήσουμε τη
γωνία θ. Οι μετρήσεις δε αυτές είναι ανεξάρτητες από οποιοδήποτε σύστημα
συντεταγμένων. Απεναντίας ο τύπος (6) για να μας δώσει το ίδιο εσωτερικό γινόμενο
χρειάζεται ένα τρισορθογώνιο σύστημα συντεταγμένων, ως προς το οποίο θα οριστούν οι
συντεταγμένες vx, vy, vz και wx, wy, wz.
Με τη βοήθεια του εσωτερικού γινομένου μπορούμε να ελέγξουμε την καθετότητα
δύο διανυσμάτων. Πράγματι αν v και w είναι δύο μη μηδενικά διανύσματα και ισχύει
v⋅w=0, τότε τα διανύσματα v και w είναι κάθετα διότι:
v⋅w=|v||w|cosθ=0 ⇒ cosθ=0 ⇒ θ=π/2.
-307-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
v v×(w+u)=v×w+v×u (2)
w×v
όπως επίσης ότι το εξωτερικό γινόμενο με τη βοήθεια των
Σχήμα 6 συντεταγμένων των διανυσμάτων v και w μπορεί να γραφεί:
v×w=(vxi+vyj+vzk)×(wxi+wyj+wz k) ή
v×w=(vywz -vzwy)i+(vzwx-vxwz)j+(vxwy-vywx)k ή
i j k
vy vz v vx vx vy
v×w = i+ z j+ k = vx vy vz (3)
wy wz wz wx wx wy
wx wy wz
1.3.6 Γιατί η πράξη της διαίρεσης δεν ορίζεται στον χώρο των διανυσμάτων
Για να ορίσουμε την πράξη της διαίρεσης στον χώρο των διανυσμάτων, θα πρέπει
την πράξη αυτή να τη δούμε σαν την αντίστροφη διαδικασία του πολλαπλασιασμού.
Επειδή στον χώρο των διανυσμάτων έχουμε ορίσει δύο είδη πολλαπλασιασμού, θα
πρέπει να ορίσουμε και δύο αντίστοιχες πράξεις διαίρεσης. Τις πράξεις αυτές ας τις
ονομάσουμε “εσωτερική διαίρεση”, (που αντιστοιχεί στο εσωτερικό γινόμενο δύο
διανυσμάτων), και “εξωτερική διαίρεση”, (που αντιστοιχεί στο εξωτερικό γινόμενο δύο
διανυσμάτων). Όμως τα δύο αυτά είδη της διαίρεσης δεν ορίζονται μονοσήμαντα.
Πράγματι:
Ας θεωρήσουμε το εσωτερικό γινόμενο των διανυσμάτων v και w
v⋅w=λ (Α)
-308-
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ
και έχει την εξής γεωμετρική ερμηνεία: Με την βοήθεια των διανυσμάτων v,w,u,
κατασκευάζουμε το παραλληλεπίπεδο,
όπως δείχνει το Σχήμα 7. Τότε το μέτρο w×u
|w×u| είναι το εμβαδόν της βάσεως, διότι
|w×u|= =|w||u|sinθ, που είναι το εμβαδόν
ενός παραλληλογράμμου με πλευρές w και
v
u και γωνία θ. Το ύψος του
φ u
παραλληλεπιπέδου είναι |v|cosφ. Επομέ-
νως ο όγκος V του παραλληλεπιπέδου θ
είναι: w
Σχήμα 7
V=|w||u|sinθ|v|cosφ=|w×u||v|cosφ= v⋅(w×u)
Εάν φ>π/2, τότε το τριπλό βαθμωτό γινόμενο v⋅(w×u) γίνεται αρνητικό. Έτσι θα πρέπει
γενικά να γράφουμε: V = |v.(w×u)|
vx vy vz
Αποδεικνύεται ότι: v ⋅ ( w × u ) = wx wy wz
ux uy uz
v × (w × u)
-310-
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ
Z′ P(x,y,z)
P(x′,y′,z′)
Z
Y′
Y k j
k
O′(α,β,γ)
i
Ο j
I
X′
X
Σχήμα
Σχ 8 8
Οι παραπάνω σχέσεις δίνουν τις συντεταγμένες τυχαίου σημείου Ρ στο σύστημα OXYZ
συναρτήσει των συντεταγμένων του ίδιου σημείου στο σύστημα O′X′Y′Z′ και αντίστροφα
(37
Το γεγονός ότι θεωρήσαμε και τις δυο περιστροφές θετικές δεν περιορίζει την ισχύ των σχέσεων που θα
ακολουθήσουν διότι απλούστατα εάν μια ή και οι δυο περιστροφές είναι αρνητικές, τότε οι γωνίες φ και ω
θα ληφθούν με αρνητικό πρόσημο.
-311-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Για να βρούμε τις σχέσεις που συνδέουν τις συντεταγμένες (x,y) ενός σημείου Ρ ως προς
το παλαιό σύστημα, με τις συντεταγμένες (x′,y′) του ίδιου σημείου ως προς το νέο
σύστημα, πρέπει πρώτα να βρούμε τις σχέσεις που συνδέουν τα μοναδιαία διανύσματα i, j
και i′, j′. Οι σχέσεις αυτές προφανώς είναι γραμμικές της μορφής:
i′ = λ1i + μ1j και j′ = λ2i + μ2j (7)
Y′ Αρκεί λοιπόν να προσδιοριστούν οι
συντελεστές λ1, λ2, μ1, μ2. Την γωνία θ,
Y
που σχηματίζουν τα διανύσματα i και j θα
⋅ P(x,y) την συμβολίζουμε με θ=∠(i,j).
y
P(x′,y′) Εάν υποθέσουμε ότι το επίπεδο είναι
j′ μέρος του τρισδιάστατου χώρου και
J X′
y′ πολλαπλασιάσουμε εξωτερικά τις
ω θ x′ παραπάνω σχέσεις με τα διανύσματα i και
i′
φ j, τότε βλέπουμε ότι
Ο i x X
Σχ. 9 9
Σχήμα
(38
Προφανώς όταν αλλάζουμε την σειρά των διανυσμάτων στο σύμβολο ∠(v,u), τότε αλλάζει το πρόσημο
της γωνίας.
-312-
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ
sin(θ-φ)=λ1sin(θ) ⇒ λ1=sin(θ-φ)/sin(θ)
sin(-ω)=λ1sin(θ) ⇒ λ2=-sin(ω)/sin(θ) (9)
Έστω τώρα ένα σημείο Ρ με συντεταγμένες (x,y) στο σύστημα OXY και (x′,y′)
στο σύστημα OX′Y′. Τότε :
OP = xi + yj = x′i′ + y′j′ = x′(λ1i + μ1j) +y′(λ2i + μ2j)
λόγω των (7) και επομένως
xi + yj = (λ1x′+λ2y′)i + (μ1x′+μ2y′)j ⇒
x = λ1x′+λ2y′ , y = μ1x′+μ2y′ (10)
Αντικαθιστώντας τις τιμές των λ1, λ2, μ1, μ2 από τις (9) στις (10), προκύπτουν οι τύποι:
sin(θ− ϕ) sinω
x= x′- y′
sin θ sinθ
sinϕ sin(θ+ ω)
y= x′+ y′ (11)
sinθ sin θ
sin( θ − ϕ) sin ω ⎞ x ′
⎛ x ⎞ ⎛⎜ − ⎛ ⎞
⎜ ⎟ sin θ sin θ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ ⎟=⎜ ⎟⎜ ⎟
(11α)
⎜ ⎟ ⎜ ⎟⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ sin ϕ sin( θ + ω) ⎟ ⎜ ⎟
⎝ y ⎠ ⎝⎜ ⎟ y′
sin θ sin θ ⎠ ⎝ ⎠
⎛ sin(θ + ω) sin ω ⎞
⎛ x′ ⎞ ⎜ ⎟⎛ x ⎞
⎜ ⎟ ⎜ sin ψ sin ψ
⎟⎜ ⎟
⎜ ⎟=⎜ ⎟⎜ ⎟ (12α)
⎜ ⎟ ⎜ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ − sin ϕ sin( θ − ϕ) ⎟⎟ ⎜ ⎟
⎝ y′ ⎠ ⎜ sin ω sin ψ ⎟⎠ ⎝ ⎠
y
⎝
Εάν το σύστημα OXY είναι ορθογώνιο, δηλαδή θ=π/2, τότε οι σχέσεις (11) και
(12) γράφονται:
x = x′cosφ - y′sinω και y = x′sinφ + y′cosω (13)
⎛ x ⎞ ⎛ cos ϕ − sin ω ⎞ ⎛ x ′ ⎞
ή ⎜ y ⎟ = ⎜ sin ϕ cos ω ⎟ ⎜ y ′ ⎟ (13α)
⎝ ⎠ ⎝ ⎠⎝ ⎠
cos ω sin ω
και x′ = x +y (14)
cos(ϕ − ω) cos(ϕ − ω)
sin ϕ cos ϕ
y′ = −x +y
cos(ϕ − ω) cos(ϕ − ω)
⎛ cos( ω) sin ω ⎞
⎛ x′ ⎞ ⎜ ⎛x⎞
⎜ ⎟ ⎜ cos(ϕ − ω) cos(ϕ − ω) ⎟ ⎜ ⎟
⎟
ή ⎜ ⎟=⎜ ⎟⎜ ⎟ (14α)
⎜ ⎟ ⎜ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ − sin ϕ cos(ϕ) ⎟ ⎜ ⎟
⎝ y′ ⎠ ⎜ cos(ϕ − ω) ⎟ y
⎝ cos(ϕ − ω) ⎟⎠ ⎝ ⎠
Εάν τέλος και το νέο σύστημα O′X′Y′ είναι ορθογώνιο, δηλαδή προέκυψε
στρέφοντας και τους δυο άξονες κατά την ίδια γωνία, τότε ω=φ και προκύπτουν οι
γνωστές σχέσεις των ορθογωνίων περιστροφών:
x = x′cosφ - y′sinφ , y = x′sinφ + y′cosφ
και (15)
x′ = xcosφ + ysinφ , y′ = -xsinφ + ycosφ
απλός στην περιγραφή του είναι εκείνος που βασίζεται σε τρεις γωνίες, γνωστές σαν
γωνίες Euler(39.
Παρατηρούμε τώρα ότι η θέση του OX′Y′Z′ καθορίζεται αν δοθούν οι τρεις γωνίες
(φ,ψ,θ), όπως φαίνεται στο Σχήμα 10.
Η γωνία φ είναι η γωνία που σχηματίζει η τομή ΟΝ των επιπέδων OX′Y′, OXY με τον
άξονα ΟΧ.
Η γωνία ψ είναι η γωνία που
Z
σχηματίζει ο άξονας ΟΧ′ με την ευθεία Y′
ΟΝ.
Z′
Η γωνία θ είναι η γωνία που σχηματίζει
ο άξονας OZ′ με τον άξονα ΟΖ.
Παρατηρούμε ότι η γωνία φ βρίσκεται θ
στο επίπεδο OXY, ενώ η γωνία ψ είναι Ο Y
φ ψ
στο επίπεδο OX′Y′. Οι τρεις γωνίες φ,
ψ, θ ονομάζονται γωνίες Euler η δε Χ′
ευθεία ΟΝ γραμμή των κόμβων. Από
την γεωμετρία του σχήματος είναι Ν
φανερό ότι οι γωνίες αυτές είναι Χ
ανεξάρτητες μεταξύ τους και Σχήμα
Σχ. 10
καθορίζουν πλήρως τη θέση του νέου
συστήματος. Άρα ένα σύστημα, (που από φυσικής πλευράς μπορεί να είναι ένα στερεό),
που περιστρέφεται γύρω από ένα σταθερό σημείο του Ο έχει τρεις βαθμούς ελευθερίας.
Για να μεταφερθεί το πρώτο σύστημα συντεταγμένων OXYZ στη τελική θέση OX′Y′Z′,
που αντιστοιχεί στις γωνίες φ, ψ, θ του Euler, πρέπει να εκτελέσουμε τις εξής τρεις
διαδοχικές περιστροφές:
α) Στροφή γύρω από τον άξονα ΟΖ κατά γωνία φ μέχρι τη θέση ΟΧ1Υ1Z1 με ΟΖ1=ΟΖ,
(Σχήμα 11α).
β) Στροφή γύρω από τον άξονα ΟΧ1 κατά γωνία θ μέχρι τη θέση OX2Υ2Ζ2 με ΟΧ2=ΟΧ1
και ΟΖ2=ΟΖ′, (Σχήμα 11β).
γ) Στροφή γύρω από τον άξονα ΟΖ′ κατά γωνία ψ μέχρι τη θέση OX′Y′Z′, (Σχήμα
11γ).
(39
LEONHARD EULER, (1707-1783), μεγάλος Ελβετός μαθηματικός μαθητής του Bernoulli.
Το 1727 έγινε καθηγητής της φυσικής και αργότερα των μαθηματικών στην Πετρούπολη της
Ρωσίας. Συνεισέφερε σε όλους τους κλάδους των μαθηματικών με εφαρμογές σε φυσικά
προβλήματα ακόμα και μετά την πλήρη τύφλωση του το 1771. Αναφέρουμε τις θεμελιώδεις
εργασίες του στις διαφορικές εξισώσεις και εξισώσεις διαφορών, στη μιγαδική ανάλυση, στο
λογισμό των μεταβολών, στη μηχανική και τέλος στην υδροδυναμική.
-315-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Ζ Ζ1 Ζ1
Y2
Z2
Υ1 Y1
θ θ
φ φ
Ο O
φ Υ φ Y
Χ Χ1 X X2 X1
Σχήμα 11α Σχήμα 11β
Ζ
Υ′
Ζ′ Υ2
θ
Ο
φ Υ
ψ
Χ′
Χ2
Χ
Σχήμα 11γ
Οι τύποι μετασχηματισμού των συντεταγμένων για τις στροφές αυτές είναι:
⎛ x 1 ⎞ ⎛ cos ϕ sin ϕ 0⎞⎛ x ⎞
⎜ y ⎟ = ⎜ − sin ϕ cos ϕ 0 ⎟⎟ ⎜⎜ y ⎟⎟ ή r1 = Rz(φ)r (17)
⎜ 1⎟ ⎜
⎜z ⎟ ⎜ 0 0 1 ⎟⎠ ⎜⎝ z ⎟⎠
⎝ 1⎠ ⎝
⎛ x2 ⎞ ⎛ 1 0 0 ⎞ ⎛ x1 ⎞
⎜ y ⎟ = ⎜0 cos θ sin θ ⎟⎟ ⎜⎜ y1 ⎟⎟ ή r2 = Rx(θ)r1 (18)
⎜ 2⎟ ⎜
⎜ z ⎟ ⎜0 − sin θ cos θ ⎟⎠ ⎜⎝ z 1 ⎟⎠
⎝ 2⎠ ⎝
-316-
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ
⎛ x′ ⎞ ⎛ cos ψ cos ϕ − cos θ sin ϕ sin ψ cos ψ sin ϕ1 + cos θ cos ϕ sin ψ sin ψ sin θ ⎞⎛ x ⎞
⎜ ′⎟ ⎜ ⎟⎜ ⎟ (20)
⎜ y ⎟ = ⎜ − sin ψ cos ϕ − cos θ sin ϕ cos ψ − sin ψ sin ϕ + cos θ cos ϕ cos ψ cos ψ sin θ ⎟⎜ y ⎟
⎜ z′ ⎟ ⎜ sin θ sin ϕ − sin θ cos ϕ cos θ ⎟⎜ ⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠⎝ z ⎠
ή r′ = R z ( ψ ) R x ( θ ) R z ( φ ) r (21)
Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζουμε διαδοχικά την πράξη της στροφής και της
μεταφοράς. Το τελικό αποτέλεσμα είναι:
r′ = R z ( ψ ) R x ( θ ) R z ( φ ) r + c (22)
όπου c το σταθερό διάνυσμα της μεταφοράς c = (α,β,γ).
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1) Να δείξετε ότι τα σημεία Α(3, 8), Β(-11, 3), Γ(-8, -2) είναι οι κορυφές ενός
ισοσκελούς τριγώνου.
2) Να δείξετε ότι τα σημεία Α(7, 5), Β(2, 3), Γ(6, -7) είναι οι κορυφές ενός
ορθογωνίου τριγώνου.
3) Δείξτε ότι τα επόμενα σημεία βρίσκονται πάνω στην ίδια ευθεία: Α(3,2), Β(5, 8/3),
Γ(9, 4).
4) Να βρεθεί το σημείο που ισαπέχει από τα σημεία Α(1, 7), Β(8, 6), Γ(7, -1)
(Aπ. (4, 3))
-317-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
11) Να αποδειχθεί:
α) ο νόμος του συνημιτόνου: |v-u|2=|v|2+|u|2-2|v||u|cosθ όπου θ η γωνία των
διανυσμάτων v και u .
β) η ταυτότητα |v+u|2 -|v-u|2=4 v.u
γ) η ταυτότητα |v+u|2+||v-u|2=2|v|2+2|u|2
-318-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Θεωρούμε μια συνάρτηση f(x,y)=0 και ένα σημείο Ρ(ξ,η). Θα λέμε ότι το σημείο
Ρ(ξ,η) πληροί την εξίσωση f(x,y)=0 όταν f(ξ,η)=0. Το σύνολο των σημείων του επιπέδου,
τα οποία πληρούν την εξίσωση f(x,y)=0 ονομάζεται γεωμετρικός τόπος της εξίσωσης.
Εάν τώρα μας δοθεί ένα σύνολο σημείων, τότε είναι δυνατό να υπάρχει εξίσωση f(x,y)=0,
της οποίας ο γεωμετρικός τόπος είναι το σύνολο αυτό.
Τα βασικά θέματα, με τα οποία ασχολείται η Αναλυτική Γεωμετρία είναι:
1) Για την συνάρτηση f(x,y)=0 να βρεθεί ο γεωμετρικός της τόπος και να
σχεδιασθεί.
2) Για ένα δεδομένο σύνολο σημείων που καθορίζονται επ’ ακριβώς από
ορισμένες γεωμετρικές ιδιότητες, να βρεθεί η εξίσωση f(x,y)=0 της οποίας ο γεωμετρικός
τόπος είναι το δοθέν σημειοσύνολο.
Η αντιμετώπιση των θεμάτων αυτών συνεπάγεται την αντικατάσταση των
συνθετικών μεθόδων της Γεωμετρίας με αναλυτικές μεθόδους. Όταν βρεθεί η εξίσωση
του γεωμετρικού τόπου, ο οποίος στο επίπεδο είναι συνήθως μια καμπύλη, τότε μπορούμε
με αλγεβρικές μεθόδους να μελετήσουμε τα χαρακτηριστικά της καμπύλης, τα οποία δια
των συνθετικών μεθόδων θα ήταν αρκετά δύσκολο αν όχι αδύνατο να βρεθούν και να
μελετηθούν.
Παράδειγμα 2: Δίδονται δυο σημεία Ρ1(α,β) και Ρ2(γ,δ). Να βρεθεί ο γεωμετρικός τόπος
και η αντίστοιχη εξίσωση των σημείων που απέχουν εξ’ ίσου από τα σημεία αυτά.
Έστω P(x,y) ένα τυχαίο σημείο του τόπου. Τότε έχουμε:
d(P1, P) = d(P2, P) ⇒ (x-α)2 + (y-β)2 = (x-γ)2 + (y-δ)2 ⇒
-319-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙI
2(α-γ)x+2(β-δ)y = (α2+β2)-(γ2+δ2)
Η τελευταία εξίσωση είναι της μορφής Ax+By+Γ=0 και όπως θα δούμε αργότερα,
παριστάνει ευθεία γραμμή.
-320-
ΒΑΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ
r = r ( t ) = x ( t ) i + y ( t ) j + z ( t ) k με t ∈[t1 , t2 ] ,
τότε το σύνολο των περάτων των διανυσμάτων r(t) για τις διάφορες επιτρεπτές τιμές του t
αποτελεί ένα γεωμετρικό τόπο της διανυσματικής εξίσωσης, που είναι μια καμπύλη
γραμμή.
Εάν θεωρήσουμε το διάνυσμα r να εξαρτάται από δυο μεταβλητές (u,v), δηλαδή
r = r ( u, v ) = x ( u, v ) i + y ( u, v ) j + z ( u, v ) k με ( u, v ) ∈[u1 , u2 ] × [ v1 , v2 ] ,
τότε το σύνολο των περάτων των διανυσμάτων r(u,v) για τις διάφορες επιτρεπτές τιμές
των u, v αποτελεί ένα γεωμετρικό τόπο της διανυσματικής εξίσωσης, που είναι μια
επιφάνεια.
Επειδή κάθε διάνυσμα του χώρου, (ή του επιπέδου), καθορίζεται πλήρως από τις
συντεταγμένες του, δηλαδή από τρεις αριθμούς, (ή δυο), μια διανυσματική εξίσωση
ισοδυναμεί με τρεις αναλυτικές εξισώσεις, (ή δυο). Πράγματι μια διανυσματική εξίσωση
-321-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙI
r=r(t) μιας καμπύλης μπορούμε να την γράψουμε πιο αναλυτικά ως προς τις συνιστώσες
της ως εξής:
r=r(t)=x(t)i+y(t)j+z(t)k ⇒ x = x (t ) , y = y (t ) , z = z (t ) (1)
Η τριάδα των αναλυτικών συναρτήσεων x=x(t), y=y(t), z=z(t) λέμε ότι αποτελεί τις
παραμετρικές εξισώσεις της καμπύλης.
Όμοια η διανυσματική εξίσωση μιας επιφάνειας r=r(u,v) ισοδυναμεί με τρεις
αναλυτικές εξισώσεις:
r=r(u,v)=x(u,v)i+y(u,v)j+z(u,v)k ⇒ x = x ( u, v ) , y = y ( u, v ) , z = z ( u, v ) (2)
οι οποίες ονομάζονται παραμετρικές εξισώσεις της επιφάνειας.
-322-
ΒΑΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ
Παρατήρηση: Η παράγωγος του γινομένου ενός βαθμωτού επί ένα διανυσματικό μέγεθος
λ(t)r(t), όπως επίσης η παραγώγιση του εσωτερικού γινομένου δυο διανυσματικών
μεγεθών r(t)⋅v(t) και του εξωτερικού γινόμενου r(t)×w(t) ακολουθεί τον κανόνα της
παραγώγισης ενός γινομένου με μια μόνο εξαίρεση: Πρέπει να διατηρούμε τη σειρά των
διανυσματικών συναρτήσεων στο εξωτερικό γινόμενο. Έτσι εύκολα κανείς μπορεί να
αποδείξει ότι:
d dλ(t) dr(t)
[λ(t)r(t)] = r(t) + λ(t) (2.7α)
dt dt dt
d dr(t ) dv(t )
[r(t ) ⋅ v(t )] = ⋅ v(t ) + r(t ) ⋅ (2.7β)
dt dt dt
d dr(t ) dv(t )
[r(t ) × v(t )] = × v(t ) + r(t ) × (2.7γ)
dt dt dt
Στη συνεχεία θα εξετάσουμε δυο συνθήκες, που μας εγγυώνται ποτέ μια διανυσματική
συνάρτηση έχει σταθερό μέτρο ή διεύθυνση.
Πρόταση 1: Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να έχει η διανυσματική συνάρτηση r(t)
σταθερό μέτρο, είναι να είναι κάθετη προς την παράγωγο της:
dr(t)
r(t) ⋅ = 0 ∀t∈I
dt
Απόδειξη: Αναγκαίο. Έστω ότι |r(t)|=r(t)=σταθ. Τότε
d dr (t ) dr (t )
r2(t)=r.r=σταθ. ⇒ [r(t ) ⋅ r(t )] = 0 ⇒ ⋅ r (t ) + r (t ) ⋅ =0 ⇒
dt dt dt
dr(t ) dr(t)
2r(t ) ⋅ = 0 δηλαδή r(t) ⋅ =0
dt dt
dr(t) d dr(t )
Ικανό: Έστω ότι r(t) ⋅ = 0 . Έχουμε: r2(t) =r⋅r ⇒ ⎡⎣r 2 (t ) ⎤⎦ = 2r(t ) ⋅ =0
dt dt dt
⇒ r2(t)=σταθ. ⇒ r(t)=|r(t)|=σταθ.
Πρόταση 2: Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να έχει η διανυσματική συνάρτηση r(t)
σταθερή διεύθυνση, είναι να είναι παράλληλη προς την παράγωγο της:
-323-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙI
dr(t )
r(t ) × =0 ∀t∈I
dt
Απόδειξη: Αναγκαίο: Θεωρούμε τη διανυσματική συνάρτηση:
r(t ) r(t )
r0(t)= =
| r(t ) | r (t )
που έχει μέτρο |r0(t)|=1 και σταθερή διεύθυνση, δηλαδή η διανυσματική συνάρτηση r0(t)
είναι σταθερή και επομένως r0′(t)=0
Έχουμε r(t)=r(t)r0(t) ⇒ r′(t)=r′(t)r0(t)+r(t)r0′(t)=r′(t)r0(t) ⇒ r(t)×r′(t)=r′(t)r(t)×r0(t)=
r(t ) r′(t )
=r′(t)r(t)× = r(t)×r(t)=0 και επομένως r(t)×r′(t)=0
r(t ) r(t )
d r (t )
Ικανό: Έστω ότι r(t)× =0. Έχουμε:
dt
dr0 (t) d r(t) r′(t ) 1 −r (t )r ′(t )r(t ) + r 2 (t )r′(t )
= = − 2 r(t ) + r′(t ) = (A)
dt dt r(t) r (t ) r(t ) r 3 (t )
αλλά r2(t)=r(t)⋅r(t) ⇒ 2r(t)r′(t)=2r(t)⋅r′(t) δηλαδή r(t)r′(t)=r(t)⋅r′(t) (B)
Η σχέση (A) με τη βοήθεια της (B) γίνεται:
dr0 (t ) − [r (t ) ⋅ r′(t )] r(t ) + [r(t ) ⋅ r (t )] r′(t ) 1
= = ⎡{r(t ) ⋅ r(t )} r′(t ) − {r(t ) ⋅ r′(t )} r(t )⎤⎦ =
dt r 3 (t ) r 3 (t ) ⎣
1
= ⎡r(t ) ×{r′(t ) × r(t )}⎤⎦
r (t ) ⎣
3
dr0 (t )
αλλά επειδή r(t)×r′(t)=0 έχουμε = 0 ⇒ r0(t)=σταθ.
dt
Άρα η διανυσματική συνάρτηση r(t) έχει σταθερή διεύθυνση.
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1) Να αποδειχθούν οι σχέσεις:
d dλ(t) dr(t)
[ λ(t)r(t)]= r(t)+λ(t)
dt dt dt
d dr(t ) dv(t )
[r(t ) ⋅ v(t )] = ⋅ v(t ) + r(t ) ⋅
dt dt dt
d dr(t ) dv(t )
[r(t ) × v(t )] = × v(t ) + r(t ) ×
dt dt dt
-324-
ΒΑΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ
-325-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ
Η γεωμετρική έννοια της ευθείας, είναι πρωταρχική για την Γεωμετρία και
επομένως δεν μπορεί να ορισθεί με την βοήθεια άλλων απλουστέρων. Όμως αυτό δεν
αποτελεί εμπόδιο για να έχουμε μια μαθηματική έκφραση, (εξίσωση), που να μπορεί να
την περιγράψει, (όχι όμως να την ορίσει). Έτσι στην Αναλυτική Γεωμετρία μπορούμε να
βρούμε αρκετούς τρόπους για την περιγραφή μιας ευθείας. που εξαρτώνται από τα
στοιχεία που μας δίνουν. Μερικοί απ’ αυτούς είναι:
α) να θεωρήσουμε δυο σημεία της
β) να θεωρήσουμε ένα σημείο της και τον συντελεστή διευθύνσεως της, (που θα
ορισθεί παρακάτω).
γ) να θεωρήσουμε δυο τεμνόμενα επίπεδα, (βλ. επόμενο κεφάλαιο).
δ) να θεωρήσουμε ένα σημείο της και ένα διάνυσμα παράλληλο προς αυτήν, κ.α.
Εμείς θα ξεκινήσουμε από τον τελευταίο τρόπο σαν τον πιο κατάλληλο για την
διανυσματική περιγραφή της ευθείας.
Έστω ένα σημείο Ρ1 με διάνυσμα θέσης r1 και v ένα διάνυσμα του χώρου R3,
Σχήμα 1. Θέλουμε να βρούμε την διανυσματική εξίσωση της ευθείας που διέρχεται από το
σημείο Ρ1 και είναι παράλληλη προς το διάνυσμα v. Θεωρούμε ένα τυχαίο σημείο Ρ της
ευθείας με διάνυσμα θέσης r. Από το σχήμα παρατηρούμε ότι τα διανύσματα Ρ1Ρ και v
είναι παράλληλα και επομένως υπάρχει πραγματικός αριθμός t τέτοιος ώστε Ρ1Ρ=tv.
Αλλά Ρ1Ρ=r-r1 και επομένως:
Ζ P
P1
R
r1
V
O
Y
X
Σχήμα
Σχ. 1 1
-327-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
r = r1 + tv (1)
r = r1 + t ( r2 − r1 ) (2)
Η εξίσωση (1) μπορεί να πάρει και μια άλλη μορφή απαλλαγμένη από την παράμετρο t,
εάν παρατηρήσουμε ότι τα διανύσματα r-r1 και v είναι παράλληλα και επομένως:
( r − r1 ) × v = 0 (3)
όπου 0 το μηδενικό διάνυσμα. Επίσης και η εξίσωση (2) μπορεί να πάρει την ισοδύναμη
μορφή:
( r − r1 ) × ( r2 − r1 ) = 0
Γράφουμε την εξίσωση (1) ως προς τις συνιστώσες της και έχουμε:
r=r1+tv ⇒ xi+yj+zk = x1i+y1j+z1k +t(v1i+v2j+v3k) ⇒
Οι σχέσεις (4) ονομάζονται παραμετρικές εξισώσεις της ευθείας, που διέρχεται από το
σημείο Ρ1 και είναι παράλληλη προς το διάνυσμα v .
Με όμοιο τρόπο από την σχέση (2) προκύπτουν οι παραμετρικές εξισώσεις:
x = x1 + t ( x2 − x1 ) , y = y1 + t ( y2 − y1 ) , z = z1 + t ( z2 − z1 ) (5)
x − x1 y − y1 z − z1
= = (6)
v1 v2 v3
Οι σχέσεις (6) αποτελούν τις αναλυτικές εξισώσεις της ευθείας, που διέρχεται από το
σημείο Ρ1(x1,y1,z1) και είναι παράλληλη προς το διάνυσμα v(v1,v2,v3). Όμοια από τις
σχέσεις (5) παίρνουμε:
-328-
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ
x − x1 y − y1 z − z1
= = (7)
x2 − x1 y2 − y1 z2 − z1
που αποτελούν τις αναλυτικές εξισώσεις της ευθείας που διέρχεται από τα σημεία
Ρ1(x1,y1,z1), Ρ2(x2,y2,z2) .
Παρατήρηση 1: Εάν στις σχέσεις (6) και (7) κάποιος παρονομαστής μηδενίζεται τότε θα
δεχόμαστε ότι και ο αντίστοιχος αριθμητής μηδενίζεται.
Παρατήρηση 2: Εάν η ευθεία βρίσκεται στο καρτεσιανό επίπεδο OXY, τότε οι εξισώσεις
της απλοποιούνται και οι αναλυτικές εξισώσεις (6) και (7) παίρνουν τις μορφές
x − x1 y − y1 x − x1 y − y1
= ή = (8)
v1 v2 x2 − x1 y2 − y1
x y 1
x − x1 y − y1
ή υπό μορφή ορίζουσας: = 0 ή x1 y1 1 = 0 (8α)
v1 v2
x2 y2 1
⎛ Γ⎞
x −⎜− ⎟
⎝ Α⎠ = y −0
(12)
Β −Α
-329-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Η εξίσωση (12) παριστάνει μια ευθεία που διέρχεται από το σημείο (-Γ/Α,0) και είναι
παράλληλη προς το διάνυσμα v(B,-A)
Εάν (Α,Β,Γ)≠(0,0,0) τότε η εξίσωση (9) μπορεί να πάρει και μια άλλη μορφή.
Πρώτα παρατηρούμε ότι η ευθεία με εξίσωση την (9) τέμνει τον άξονα ΟΧ στο σημείο Ρ
με τετμημένη x=-Γ/Α και τον άξονα ΟΥ στο σημείο Q με τεταγμένη y=-Γ/Β. Η τετμημένη
α=-Γ/Α ονομάζεται τετμημένη επί την αρχή και η τεταγμένη β=-Γ/Β ονομάζεται
τεταγμένη επί την αρχή της ευθείας. Τότε η εξίσωση (9) γράφεται:
x y x y
+ =1 ή + =1 (13)
−Γ −Γ α β
A Β
όπου α, β οι συντεταγμένες επί την αρχή. Η εξίσωση (13) της ευθείας (ε) ονομάζεται
κανονική μορφή.
Τέλος εάν Γ=0, τότε η ευθεία διέρχεται από την αρχή των αξόνων, διότι η εξίσωση
επαληθεύεται από το σημείο (0,0).
Σ’ όλες τις περιπτώσεις βλέπουμε ότι το διάνυσμα v(B,-A) είναι παράλληλο προς
την ευθεία (9).
Ρ2 Ρ
V
ω
φ
ω
Ο P1 A X
Σχήμα 2
-330-
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ
PA P Psin ω v 2 sin ω
Από το τρίγωνο ΟΑΡ έχουμε: λ=tanφ= = 1 = (14)
OA OP1 + P1 A v1 + v 2 cos ω
Θεώρημα 1: Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να παριστάνουν οι εξισώσεις (19) δυο
ευθείες παράλληλες είναι οι συντελεστές των αγνώστων να είναι ανάλογοι.
-331-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Για να ταυτίζονται οι ευθείες (ε1) και (ε2) πρέπει να τέμνουν τους άξονες στα ίδια σημεία
δηλαδή οι συντεταγμένες επί την αρχή να ταυτίζονται:
Γ1 Γ Γ1 Γ Α1 Β1 Γ1
− = − 2 και − =− 2 ⇒ = = (21)
Α1 Α2 Β1 Β2 Α2 Β2 Γ2
Επομένως:
Θεώρημα 2: Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να ταυτίζονται οι ευθείες που παριστάνουν
οι εξισώσεις (19) είναι οι συντελεστές των αγνώστων και οι σταθεροί όροι να είναι
ανάλογοι.
Εάν δεν ισχύει η (20), δηλαδή οι ευθείες δεν είναι παράλληλες, τότε Α1Β2-Α2Β1≠0
και επομένως το σύστημα (19) έχει μια μόνο λύση ως προ x και y:
Γ2Β1 − Γ1Β2 Γ1A2 − Γ2A1
x= , y= (22)
Α1Β2 − Α2Β1 Α1Β2 − Α2Β1
(40
Υπενθυμίζουμε ότι η τάξη ενός πίνακα Α, (όχι κατ' ανάγκη τετραγωνικού), ορίζεται ο θετικός ακέραιος r
για τον οποίο ισχύουν οι εξής δυο ιδιότητες:
1) Ο πίνακας Α έχει μια ελλάσουσα ορίζουσα τάξης r διάφορη του μηδενός.
2) Κάθε ελλάσουσα ορίζουσα τάξεως r+1 ή μεγαλύτερης μηδενίζεται.
-332-
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ
2) Εάν r(Δ)=1, r(Ε)=2, τότε ισχύουν οι συνθήκες (20) και επομένως έχουμε τρεις
ευθείες παράλληλες. (δυο από αυτές μπορεί να συμπίπτουν).
(2)
3) Εάν r(Δ)=2, r(Ε)=2, τότε το σύστημα (23) έχει μια μόνο λύση. Επομένως οι τρεις
ευθείες διέρχονται από ένα σημείο, (καθ’ υπόσταση σημείο).
(3)
(4α)
(4β)
Στις τρεις πρώτες περιπτώσεις έχουμε πάντοτε ότι η ορίζουσα του πίνακα Ε είναι
πάντοτε μηδέν:
-333-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
A1 Β1 Γ1
E = A2 Β2 Γ2 = 0 (24)
A3 Β3 Γ3
Αργότερα θα δούμε ότι ευθείες παράλληλες θεωρούνται ότι διέρχονται από ένα σημείο
“του απείρου” που θα ονομάζεται κατ’ εκδοχήν σημείον. Επομένως μπορούμε να πούμε
ότι:
Θεώρημα 1: Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να διέρχονται τρεις ευθείες από το ίδιο
σημείο είναι να ισχύει η σχέση (24).
Η εξίσωση της ευθείας που διέρχεται από δυο σημεία P1(x1,y1), P2(x2,y2) είδαμε ότι
είναι:
x − x1 y − y1
= ή υπό μορφή ορίζουσας:
x2 − x1 y2 − y1
x y 1
x − x1 y − y1
=0 ⇒ x1 y1 1 =0 (25)
x2 − x1 y2 − y1
x2 y2 1
Εάν P3(x3,y3,z3) είναι ένα τρίτο σημείο της ευθείας, τότε επαληθεύεται η (25) και έχουμε
x3 y3 1 x1 y1 1
x1 y1 1 =0 ⇒ x2 y2 1 =0 (26)
x2 y2 1 x3 y3 1
Η σχέση (26) αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για να βρίσκονται τρία σημεία επί
της αυτής ευθείας ή όπως αλλιώς λέμε για να είναι συνευθειακά.
Ορισμός 1 : Ονομάζουμε επίπεδη δέσμη ευθειών το σύνολο των ευθειών του επιπέδου
οι οποίες διέρχονται από ένα σημείο ή είναι παράλληλες μεταξύ τους. Το σημείο
ονομάζεται κέντρο της δέσμης.
-334-
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ
Α1 Α2 μ1Α1 + μ2 Α2
= = (29)
Β1 Β2 μ1Β1 + μ2Β2
και επομένως και η (28) παριστάνει ευθεία παράλληλη προς τις (27), δηλαδή ευθεία της
δέσμης. Για μ1=0 ή μ2=0 παίρνουμε τις ευθείες (ε2) ή (ε1).
Αντίστροφα: Κάθε ευθεία της δέσμης που ορίζεται από τις (27) έχει εξίσωση της μορφής
(28). Πράγματι αρκεί να υπολογισθούν τα μ1, μ2 ή ακριβέστερα ο λόγος μ1/μ2, (ή μ2/μ1).
Εάν P1(x1, y1) είναι ένα σημείο της ευθείας, διάφορο του κέντρου, τότε
μ1 Α x + B2 y1 + Γ2
=− 2 1
μ2 Α1 x1 + B1 y1 + Γ1
επειδή το Ρ1 πρέπει να επαληθεύει την (28)
Η εξίσωση (28) ονομάζεται εξίσωση της δέσμης, οι δε ευθείες της δέσμης ονομάζονται
και ακτίνες της δέσμης.
v1 ⋅ v 2 B1 B2 + ( − A1 )( − A 2 ) A1A 2 + B1 B2
cos θ = = = (31)
| v1 || v 2 | 2 2
A1 + B1 A 2 + B2
2 2 2
A + B1
2 2
A 2 + B2
2
1
tan θ1 − tan θ2 λ1 − λ2
tanθ=tan(θ1-θ2)= = (34)
1 + tan θ1 tan θ2 1 + λ1λ2
-335-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
Ο τύπος (34) δίνει την γωνία των ευθειών συναρτήσει των συντελεστών διευθύνσεως.
Από τις εκφράσεις των λ1, λ2 η σχέση (34) γράφεται και
Α2 Β1 − Α1Β2
tan θ =
Α1Α2 + Β1Β2
Θεωρούμε μια ευθεία (ε) με εξίσωση Ax+By+Γ=0 του επιπέδου OXY, σχήμα 4..
Προφανώς όλα τα σημεία (x,y) του επιπέδου που βρίσκονται επί της ευθείας (ε) καθιστούν
την έκφραση Ax+By+Γ ίση με μηδέν. Το ερώτημα τώρα είναι: τι πρόσημο έχει η μη
μηδενική τιμή της έκφρασης Ax+ By+Γ για σημεία εκτός της ευθείας. Για τον σκοπό αυτό
θεωρούμε δυο σημεία Ρ1(x1,y1) και P2(x2,y2) και την ευθεία (η) που ορίζουν. Έστω
Ρ0(x0,y0) το σημείο τομής των ευθειών (ε) και (η). Τα διανύσματα Ρ1Ρ0 και Ρ0Ρ2 σαν
συγραμμικά, συνδέονται με τη σχέση:
Ρ1Ρ0=μ Ρ0Ρ2 ⇒ (x0-x1)=μ(x0-x2) και (y0-y1)=μ(y0-y2) ⇒
x1 + μx2 y1 + μy2
x0 = y0 = (35)
1+ μ 1+ μ
Επειδή το σημείο Ρ0 είναι σημείο της ευθείας θα επαληθεύει την εξίσωση της
Ax0+By0+Γ=0 η οποία λόγω των σχέσεων (35) γράφεται:
Ax1+By1+Γ+μ(Ax2+By2+Γ)=0
Εάν το σημείο Ρ0 βρίσκεται μεταξύ των Ρ1 και Ρ2, τότε μ>0 και οι παραστάσεις
Ax1+By1+Γ και Ax2+By2+Γ είναι ετερόσημες, ενώ αν το Ρ0 βρίσκεται εκτός του
Y ευθυγράμμου τμήματος Ρ1Ρ2 τότε μ<0 και οι
παραστάσεις Ax1+By1+Γ και Ax2+By2+Γ είναι
( η) ( ε) ομόσημες.
Ρ1 Επειδή μια ευθεία ενός επιπέδου χωρίζει
Ρ0 αυτό σε δυο μέρη, που ονομάζονται ημιεπίπεδα,
συμπεραίνουμε από τα παραπάνω ότι: αν δυο
Ρ2
σημεία Ρ1(x1,y1) και P2(x2,y2) βρίσκονται στο αυτό
ημιεπίπεδο, τότε οι παραστάσεις Ax1+By1+Γ και
Ax2+By2+Γ είναι ομόσημες, διαφορετικά είναι
O ετερόσημες.
X
Σχήμα 4 Ορισμός 1 : Ονομάζουμε θετικό ημιεπίπεδο ως
προς την ευθεία (ε) το ημιεπίπεδο του οποίου κάθε σημείο καθιστά την παράσταση
Ax+By+Γ θετική. Το άλλο ημιεπίπεδο ονομάζεται αρνητικό.
-336-
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ
Παρατήρηση 1: Ο παραπάνω ορισμός εξαρτάται από την εξίσωση της ευθείας π.χ. η
ευθεία (ε) έχει ως εξίσωση και την -Αx-By-Γ=0 . Αλλά τότε το θετικό ημιεπίπεδο γίνεται
αρνητικό και το αρνητικό θετικό.
Για να βρούμε το θετικό ημιεπίπεδο αρκεί να πάρουμε ένα σημείο P1(x,y) και να
εξετάσουμε το πρόσημο της παράστασης Ax1+By1+Γ. Σαν τέτοιο σημείο μπορούμε να
πάρουμε την αρχή των αξόνων όταν αυτή δεν είναι σημείο της ευθείας. Τότε η αρχή
βρίσκεται στο θετικό ημιεπίπεδο αν Γ>0 και στο αρνητικό αν Γ<0.
Θεωρούμε ένα σημείο Ρ0(r0) του επιπέδου OXY και μια ευθεία (ε) με εξίσωση
Ax+By+Γ=0, Σχήμα 5. Θέλουμε να βρούμε την απόσταση του σημείου Ρ0 από την (ε), την
οποία θα συμβολίζουμε με d(P0,ε). Το διάνυσμα v(Α,Β) προφανώς είναι κάθετο στην
ευθεία (ε) και οι παραμετρικές εξισώσεις της ευθείας (η) που διέρχεται από το σημείο Ρ0
και είναι κάθετη στην ευθεία (ε) είναι:
Υ
x=x0+tA, y=y0+tB (36)
Η τιμή της παραμέτρου t που
αντιστοιχεί στο κοινό σημείο των (η)
(ε)
ευθειών (ε) και (η) προκύπτει από την P0
εξίσωση: r0
v d(P0,ε)
A(x0+tA)+B(y0+tB)+Γ=0 ⇒ Ρ1
Ax0 + By0 +Γ
t =− (37) O
Α2 +Β2 X
Ax 0 + By 0 + Γ
( x1 − x 0 ) + ( y1 − y 0 ) = (38)
2 2
d(P0 , ε) = d(P0 , P1 ) =
Α +Β
2 2
όπου η σχέση (38) προκύπτει όταν θέσουμε σ’ αυτήν τις παραπάνω τιμές των x1 και y1.
Άλλος τρόπος:
-337-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
β) v ⋅ ( P1 P0 ) = v P1 P0 = A 2 +B 2 d ( P0 , Ρ 1 )
| Ax0 + Βy0 + Γ |
Επομένως d(P0 ,P1 ) =
A2 + B2
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1) Να βρεθεί η εξίσωση της ευθείας που διέρχεται από το σημείο Ρ(-2, 3) και είναι
κάθετη στην ευθεία 2x-3y+6=0. (Απ. 3x+2y=0)
3) Να βρεθεί η εξίσωση της ευθείας που διέρχεται από το σημείο Ρ(4, -2) και η
απόσταση της αρχής των αξόνων από την ευθεία αυτή είναι d=2. (Απ. 4x+3y=10
και y=-2)
-338-
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ
6) Εάν Α(x1,y1), B(x2, y2), Γ(x3,y3) είναι τρία μη συνευθειακά σημεία, να αποδείξετε,
ότι το εμβαδόν E του τριγώνου με κορυφές τα σημεία αυτά, δίνεται από την
έκφραση:
x1 y1 1
1
E = x2 y2 1
2
x3 y3 1
-339-