Γραμμικη Αλγεβρα κ γεωμ 3 πρωτα κεφ

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 184

Δημήτρης Σουρλάς

( u , v ) ≤|| u |||| v ||
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
2013
Αφιαιρώνεται
στην μνήμη του συναδέλφου
Κωνσταντίνου Βλάχου.

dsourlas@physics.upatras.gr
www.physics.upatras.gr
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το βιβλίο αυτό γράφτηκε κυρίως για τις ανάγκες των πρωτοετών φοιτητών του
Τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών. Βασίστηκε δε στις παραδόσεις του
μαθήματος «Μαθηματικά ΙΙΒ» από το 1996 μέχρι το 2004 και των μαθημάτων «Γραμμική
Άλγεβρα» και «Αναλυτική Γεωμετρία – Διανυσματική Ανάλυση» από το 2005 μέχρι σήμερα.
Απευθύνεται κυρίως στους φοιτητές των Τμημάτων Φυσικής και αυτός είναι ο λόγος
που καθόρισε το επίπεδο και το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου.
Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη:
Το Α μέρος περιλαμβάνει τη Γραμμική Άλγεβρα, της οποίας το περιεχόμενο
αποτελείται από οκτώ Κεφάλαια. Το τελευταίο Κεφάλαιο αναφέρεται συνοπτικά στον
διανυσματικό χώρο του Hilbert σαν ένα μικρό βοήθημα για όποιον αργότερα θα ασχοληθεί
με την Κβαντομηχανική, της οποίας μια βασική μαθηματική έννοια είναι ο χώρος Hilbert.
Το Β μέρος περιλαμβάνει την Αναλυτική Γεωμετρία, της οποίας το περιεχόμενο
αποτελείται από εννέα Κεφάλαια και δύο Παραρτήματα. Τα οκτώ πρώτα Κεφάλαια
αναφέρονται στην Αναλυτική Γεωμετρία και το ένατο περιλαμβάνει μια πολύ σύντομη
εισαγωγή στη Διαφορική Γεωμετρία. Το Παράρτημα Α περιλαμβάνει τις θεωρητικές βάσεις
και αξιώματα της Ευκλείδειας Γεωμετρίας και έχει γραφεί για να γνωρίζει ο αναγνώστης τις
ρίζες της Ευκλείδειας Γεωμετρίας. Το Παράρτημα Β αποτελεί μια στοιχειώδη εισαγωγή στα
φανταστικά στοιχεία και στην Προβολική Γεωμετρία.
Στο τέλος κάθε κεφαλαίου και των δυο μερώ υπάρχει ένας αριθμός ασκήσεων,
σκοπός των οποίων είναι η εμπέδωση της αντίστοιχης θεωρίας. Οι λύσεις των ασκήσεων
βρίσκονται στο τέλος του κάθε μέρους. Συνιστάται στους αναγνώστες να μη συμβουλευτούν
τις λύσεις των ασκήσεων προτού επιχειρήσουν να δώσουν τις δικές τους λύσεις. Επίσης στο
τέλος κάθε μέρους υπάρχουν ενδεικτικές ασκήσεις που αναφέρονται σ’ όλη την ύλη του
βιβλίου και ευθύς αμέσως ακολουθούν οι απαντήσεις.
Στην παρούσα δεύτερη έκδοση έγινε προσπάθεια να περιοριστούν τα λάθη όσο είναι
αυτό δυνατό. Οποιαδήποτε λάθη ή αβλεψίες που εξακολουθούν να υπάρχουν, αποτελούν
ευθύνη του συγγραφέα. Με μεγάλη χαρά θα δεχθώ οποιαδήποτε παρατήρηση, υπόδειξη και
ιδίως κριτική αυτού του βιβλίου.
Επίσης στη δεύτερη αυτή έκδοση προστέθηκαν κάποιες νέες παράγραφοι στο πρώτο
μέρος της Γραμμικής Άλγεβρας, όπως οι παράγραφοι:
2.14 ΟΡΘΟΓΩΝΙΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ
3.15 ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΛΕΧΑΣΤΩΝ ΤΕΤΡΑΓΩΝΩΝ
5.9 ΘΕΤΙΚΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΓΙΝΟΜΕΝΟ
Στο Κεφάλαιο VI έγινε μια μικρή αναδιάταξη της ύλης και προστέθηκε η
παράγραφος:
6.11 ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΠΙΝΑΚΩΝ
Επίσης στο τέλος του Α μέρους της Γραμμικής Άλγεβρας προστέθηκε η παράγραφος
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ MAPLE
που περιέχει τις βασικές εντολές του μαθηματικού πακέτου Maple για την λύση
προβλημάτων της Γραμμικής Άλγεβρας.

Πάτρα Μάιος 2013 Δημήτρης Σουρλάς


Αναπληρωτής Καθηγητής
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Α ΜΈΡΟΣ ..................................................................................................................................................I

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ................................................................................................................................I
ΕΙΣΑΓΩΓΗ .................................................................................................................................................I
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ............................................................................................................................................ 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ.............................................................................................................. 1


1.1 ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ............................................................................................................... 1
1.2 ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ ......................................................................................................................... 3
1.3 ΗΜΙΟΜΑΔΑ ‐ ΜΟΝΟΕΙΔΕΣ ............................................................................................................ 3
1.4 ΟΜΑΔΑ .......................................................................................................................................... 4
1.5 Η ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ ......................................................................................... 10
1.6 ΥΠΟΟΜΑΔΑ ................................................................................................................................. 14
1.7 ΔΑΚΤΥΛΙΟΣ................................................................................................................................... 15
1.8 ΣΩΜΑ‐ΠΕΔΙΟ ............................................................................................................................... 16
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ............................................................................................................................................... 18

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ ......................................................................................................................................... 21

ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ .............................................................................................................................. 21


2.1 ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ .............................................................................................................. 21
2.2 ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΟΧΩΡΟΣ ....................................................................................................... 24
2.3 ΑΛΓΕΒΡΑ ...................................................................................................................................... 26
2.4 ΓΡΑΜΜΙΚΟΣ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ......................................................................................................... 27
2.5 ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΥΘΥ ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΟΧΩΡΩΝ ................................................ 28
2.6 ΓΡΑΜΜΙΚΑ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ ....................................................... 29
2.7 ΓΕΝΝΗΤΟΡΕΣ ΕΝΟΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ............................................................................. 32
2.8 ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΕΝΟΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ................................................................... 33
2.9 ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΧΩΡΟΙ ............................................................................................................ 36
2.10 ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΓΙΝΟΜΕΝΟ ........................................................................................................... 38
2.11 ΟΡΘΟΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ ................................................................................ 45
2.12 ΜΕΘΟΔΟΣ ΟΡΘΟΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ (GRAM‐SCHMIDT)...................................................... 48
2.13 ΣΤΑΘΜΗΤΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΡΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ.......................................................................................... 54
2.14 ΟΡΘΟΓΩΝΙΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ..................................................................... 57
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ............................................................................................................................................... 62
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο ΙΙΙ. ................................................................................................................................ 67
Π Ι Ν Α Κ Ε Σ................................................................................................................................................. 67
3.1 ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΑ ................................................................................................................ 67
3.2 ΠΡΟΣΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΙ ΒΑΘΜΩΤΟΣ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ..................................................... 68
3.3 ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ................................................................................................... 69
3.4 ΕΥΘΥ ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΚΑΙ ΤΑΝΥΣΤΙΚΟ ΓΙΝΟΜΕΝΟ ΠΙΝΑΚΩΝ ............................................................ 71
I
3.5 ΕΙΔΗ ΠΙΝΑΚΩΝ ............................................................................................................................. 73
3.6 ΕΙΔΗ ΤΕΤΡΑΓΩΝΙΚΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ ................................................................................................... 74
3.7 ΜΕΤΑΘΕΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΑΘΕΤΕΣ ΠΙΝΑΚΩΝ .............................................................................. 78
3.8 ΓΡΑΜΜΟΪΣΟΔΥΝΑΜΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ................................................................................................. 78
3.9 ΟΡΙΖΟΥΣΕΣ.................................................................................................................................... 84
3.10 ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΟΡΙΖΟΥΣΩΝ.................................................................................................... 86
3.11 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΟΡΙΖΟΥΣΑΣ ..................................................................................................... 88
3.12 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΥ ΕΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑ ................................................................. 89
3.13 ΥΠΟΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΒΑΘΜΟΣ ΠΙΝΑΚΑ ....................................................................................... 95
3.14 ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΕΞΙΣΩΣΕΩΝ ................................................................................... 96
3.15 ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΤΕΤΡΑΓΩΝΩΝ ........................................................................... 105
3.16 ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ΕΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑ ΚΑΙ ΑΣΤΑΘΕΙΑ ΣΤΙΣ ΛΥΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΓΡΑΜΜΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ... 117
3.17 ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ .................................. 121
ΑΣΚΗΣΕΙΣ.............................................................................................................................................. 123
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο IV................................................................................................................................ 129

ΓΡΑΜΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ ................................................................................... 129


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ............................................................................................................................................. 129
4.1 ΓΡΑΜΜΙΚΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ........................................................................................... 129
4.2 ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΠΥΡΗΝΑΣ ΕΝΟΣ ΓΡΑΜΜΙΚΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ .......................................... 132
4.3 ΙΔΙΑΖΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΜΗ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ .............................................................................. 134
4.4 ΙΣΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΟΜΟΡΦΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ............................................................................ 135
4.5 ΠΡΑΞΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ .................................................. 137
4.6 ΓΡΑΜΜΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ .............................................................................................................. 138
4.7 ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΣ ΕΝΟΣ ΤΕΛΕΣΤΗ ................................................................................................. 139
ΑΣΚΗΣΕΙΣ.............................................................................................................................................. 140

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο V................................................................................................................................. 141
ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ .................................................................................................... 141
5.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ .................................................................................................................................... 141
5.2 ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΝΟΣ ΤΕΛΕΣΤΗ ΥΠΟ ΜΟΡΦΗ ΠΙΝΑΚΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΒΑΣΗ .................................. 141
5.3 ΕΙΔΗ ΤΕΛΕΣΤΩΝ .......................................................................................................................... 145
5.4 ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΒΑΣΗΣ ..................................................................................................... 147
5.5 ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΩΝ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΣΤΗ ........................................... 149
5.6 ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ .............................................................................................................................. 153
5.7 ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ .................................................................................................................... 154
5.8 ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΚΑΙ ΚΑΜΠΥΛΩΝ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΠΙΝΑΚΑ 2×2............ 158
5.9 ΘΕΤΙΚΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΓΙΝΟΜΕΝΟ ........................................................ 161
ΑΣΚΗΣΕΙΣ.............................................................................................................................................. 165
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο VI ............................................................................................................................... 167
ΙΔΙΟΤΙΜΕΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΤΕΛΕΣΤΗ ................................................................................. 167
6.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ .................................................................................................................................... 167
6.2 ΕΥΡΕΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΟΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΟΔΙΑΝΥΣΜΑΤΩΝ ΕΝΟΣ ΤΕΛΕΣΤΗ ........................................... 168
6.3 ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΥΩΝΥΜΟ ........................................................................................... 175
6.4 ΑΥΤΟΣΥΝΑΦΕΙΣ ( HERMITIAN) ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΡΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ ( .............................................. 181
6.5 ΙΣΟΜΕΤΡΙΚΟΙ UNITARY ΚΑΙ ΟΡΘΟΓΩΝΙΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ ( ........................................................... 185
6.6 ΙΔΙΟΤΙΜΕΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΣΥΝΑΦΩΝ ΚΑΙ ΙΣΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΤΕΛΕΣΤΩΝ ( ... 188
6.7 ΔΙΑΓΩΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΟΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ ................................................................................. 190
6.8 ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΠΟΛΥΩΝΥΜΟ ΕΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑ .............................................................................. 195
6.9 ΔΙΑΓΩΝΟΠΟΙΗΣΗ HERMITIAN ΚΑΙ UNITARY ΠΙΝΑΚΩΝ ......................................................... 198
6.10 ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΑ ΙΔΙΟΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΔΙΟΤΙΜΕΣ ( ............................................................ 203
6.11 ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ........................................................................................ 208
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ............................................................................................................................................. 212
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο VII ( ............................................................................................................................. 215

ΧΩΡΟΙ HILBERT......................................................................................................................................... 215


ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΟΡΘΟΚΑΝΟΝΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ .......................................................................... 215
7.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................................................................... 215
7.2 ΣΥΝΑΡΤΗΣΙΑΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ HILBERT ΧΩΡΟΣ ........................................................................ 216
7.3 ΓΡΑΜΜΙΚΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ, ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΒΑΣΗ ΕΝΟΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
222
7.4 ΓΡΑΜΜΙΚΕΣ ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΧΩΡΟΙ ...................................................................... 223
7.5 ΟΡΘΟΚΑΝΟΝΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΕ ΧΩΡΟ HILBERT ................................................................... 224
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ............................................................................................................................ 231
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ι – ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ..................................... 231
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΙΙ – ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ....................................................... 237
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΙΙΙ ‐ ΠΙΝΑΚΕΣ.............................................................................. 255
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ IV – ΓΡΑΜΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ .............. 273
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ V – ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΙΚΟΙ ΤΕΛΕΣΤΕΣ .................................. 277
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ VI – ΙΔΙΟΤΙΜΕΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΤΕΛΕΣΤΗ ............. 281

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ MAPLE ............................................................................................................ 287

Β ΜΕΡΟΣ ............................................................................................................................................. 297


ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ...................................................................................................................... 297

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.................................................................................................................................................. 299
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι .............................................................................................................................................. 301
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ................................................................................................................................... 301
1.1 ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ΣΗΜΕΙΟΥ . ..................................................................................................... 301
1.2 ΔΙΑΝΥΣΜΑ ΘΕΣΗΣ ΕΝΟΣ ΣΗΜΕΙΟΥ ............................................................................................ 303
1.3 ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΩΝ................................................................................ 305
1.4 ΕΛΕΥΘΕΡΑ, ΕΦΑΡΜΟΣΤΑ ΚΑΙ ΟΛΙΣΘΑΙΝΟΝΤΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ . ................................................. 310
1.5 ΑΛΛΑΓΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΩΝ. ............................................................................... 310
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ............................................................................................................................................. 317

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ ....................................................................................................................................... 319


ΒΑΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ .................................................................................... 319
2.1 ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΙ ΤΟΠΟΙ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ. ............................................ 319
2.2 ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΙ ΤΟΠΟΙ ΣΤΟ ΧΩΡΟ................................................................................................ 320
2.3 ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ. ...................................................................... 321
2.4 ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ. ............................................................................ 322
Α Σ Κ Η Σ Ε Ι Σ ....................................................................................................................................... 324

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ...................................................................................................................................... 327

III
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ ...................................................................................................................................... 327
3.1 ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΗ ΕΞΙΣΩΣΗ ΕΥΘΕΙΑΣ. ............................................................................................ 327
3.2 ΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΕΥΘΕΙΑΣ ............................................................... 328
3.3 ΚΛΙΣΗ Ή ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΣ ΜΙΑΣ ΕΥΘΕΙΑΣ. ............................................................... 330
3.4 ΣΧΕΣΕΙς ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΕΥΘΕΙΩΝ.................................................................................................. 331
3.5 ΣΥΝΘΗΚΗ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΡΕΙΣ ΕΥΘΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΗΜΕΙΟ. ΕΠΕΙΠΕΔΗ ΔΕΣΜΗ
ΕΥΘΕΙΩΝ. ............................................................................................................................................. 332
3.6 ΓΩΝΙΑ ΔΥΟ ΕΥΘΕΙΩΝ. ................................................................................................................. 335
3.7 ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΕΥΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΟΥ. ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ Ax+By+Γ≤ ή ≥0 .... 336
3.8 ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΣΗΜΕΙΟΥ ΑΠΟ ΕΥΘΕΙΑ............................................................................................. 337
ΑΣΚΗΣΕΙΣ.............................................................................................................................................. 338
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ...................................................................................................................................... 341

ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΑΙ ΕΥΘΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ............................................................................................................... 341


4.1 ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΗ ΕΞΙΣΩΣΗ ΕΠΙΠΕΔΟΥ. ......................................................................................... 341
4.2 ΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΕΞΙΣΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ. ....................................... 343
4.3 ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ της ΕΞΙΣΩΣΗΣ AX+BY+ΓZ+Δ=0. ............................................................................. 344
4.4 Η ΕΥΘΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΣΑΝ ΤΟΜΗ ΔΥΟ ΕΠΙΠΕΔΩΝ – ΘΕΣΗ ΔΥΟ ΕΠΙΠΕΔΩΝ................................ 347
4.5 ΣΧΕΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΡΙΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ. .............................................................................................. 348
4.6 ΑΞΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΕΣΜΗ ΕΠΙΠΕΔΩΝ. ............................................................................. 351
4.7 ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΣΗΜΕΙΟΥ ΑΠΟ ΕΠΙΠΕΔΟ.......................................................................................... 351
4.8 ΓΩΝΙΑ ΔΥΟ ΕΠΙΠΕΔΩΝ. ΓΩΝΙΑ ΔΥΟ ΕΥΘΕΙΩΝ. ΓΩΝΙΑ ΕΥΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΟΥ. ......................... 352
4.9 ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΣΗΜΕΙΟΥ ΑΠΌ ΕΥΘΕΙΑ............................................................................................. 354
4.10 ΣΥΝΘΗΚΗ ΓΙΑ ΝΑ είναι ΔΥΟ ΕΥΘΕΙΕΣ ΣΥΝΕΠΙΠΕΔΕΣ – ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΔΥΟ ΑΣΥΜΒΑΤΩΝ ΕΥΘΕΙΩΝ.
355
ΑΣΚΗΣΕΙΣ.............................................................................................................................................. 356
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ....................................................................................................................................... 359

ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ‐ ΚΩΝΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ .......................................................... 359


5.1 ΓΕΝΙΚΑ. ....................................................................................................................................... 359
5.2 Η ΕΞΙΣΩΣΗ ΤΗΣ ΕΦΑΠΤΟΜΕΝΗς ΜΙΑς ΚΩΝΙΚΗΣ ΤΟΜΗΣ. ......................................................... 360
5.3 ΕΛΛΕΙΨΗ. ................................................................................................................................... 362
5.4 ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ. ....................................................... 363
5.5 ΕΦΑΠΤΟΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΑΘΕΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗς. ........................................................................... 364
5.6 ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ της ΕΛΛΕΙΨΗς – ΕΚΚΕΝΤΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΕΤΟΥΣΕΣ. ................................... 365
5.7 ΥΠΕΡΒΟΛΗ. ................................................................................................................................ 367
5.8 ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΟΛΗΣ. ................................................................................ 369
5.9 ΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΟΛΗΣ. ............................................................................ 370
5.10 ΕΦΑΠΤΟΜΕΝΗ, ΚΑΘΕΤΗ ΚΑΙ ΑΣΥΜΠΤΩΤΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΟΛΗΣ. .............................................. 370
5.11 ΕΚΚΕΝΤΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΕΤΟΥΣΑ ΥΠΕΡΒΟΛΗΣ. .................................................................. 373
5.12 ΠΑΡΑΒΟΛΗ. ........................................................................................................................... 376
5.13 ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ. ........................................................................... 377
5.14 ΕΦΑΠΤΟΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΑΘΕΤΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ. .................................................................. 378
5.15 ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ. ............................................................................... 378
ΑΣΚΗΣΕΙΣ.............................................................................................................................................. 379
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙ ...................................................................................................................................... 383

ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΞΙΣΩΣΗΣ Β′ ΒΑΘΜΟΥ ......................................................................................................... 383


6.1 ΓΕΝΙΚΑ. ...................................................................................................................................... 383
6.2 ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΟΙ ΤΩΝ ΚΑΜΠΥΛΩΝ Β’ ΒΑΘΜΟΥ. .......................................................................... 384
6.3 ΣΥΝΘΗΚΗ ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΕΙ Η ΚΑΜΠΥΛΗ ΚΕΝΤΡΟ. ........................................................................... 385
6.4 Η ΚΑΜΠΥΛΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΕΝΤΡΟ. ................................................................................................ 387
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ............................................................................................................................................. 390

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ..................................................................................................................................... 393


ΠΟΛΙΚΕΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ...................................................................................................................... 393
7.1 ΓΕΝΙΚΑ. ...................................................................................................................................... 393
7.2 ΟΙ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΘΕΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΩΝΙΚΩΝ ΤΟΜΩΝ.............................. 395
7.3 ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΩΝ ΕΞΙΣΩΣΕΩΝ ΜΙΑΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ ΣΕ ΠΟΛΙΚΕΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ.......... 396
7.4 ΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΚΑΜΠΥΛΩΝ ΣΕ ΠΟΛΙΚΕΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ. .......................................... 397
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ............................................................................................................................................. 400
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII .................................................................................................................................... 401

ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ ............................................................................................................................................. 401


8.1 ΓΕΝΙΚΑ. ...................................................................................................................................... 401
8.2 ΚΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ. ............................................................................................................... 401
8.3 ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΕΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ. ........................................................................................................ 404
8.4 ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ ΕΚ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΗΣ. ................................................................................................. 406
8.5 ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ – ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ Β’ ΒΑΘΜΟΥ. .............................................................. 415
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ............................................................................................................................................. 419
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΧ ...................................................................................................................................... 421
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ ................................................................................ 421
9.1 ΓΕΝΙΚΑ. ...................................................................................................................................... 421
9.2 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ........................................................................................................ 421
9.3 ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ. ........................................................................................................ 423
9.4 ΠΕΠΛΕΓΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΜΠΥΛΩΝ. .............................................................................. 424
9.5 ΜΗΚΟΣ ΤΟΞΟΥ ΚΑΜΠΥΛΗΣ. ...................................................................................................... 425
9.6 ΕΦΑΠΤΟΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΑΘΕΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΜΙΑΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ. ........................................................ 427
9.7 ΚΑΜΠΥΛΟΤΗΤΑ, ΠΡΩΤΗ ΚΑΘΕΤΟΣ ΚΑΙ ΕΓΓΥΤΑΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΜΙΑΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ. ....................... 428
9.8 ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΘΕΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΕΥΟΝ ΤΡΙΕΔΡΟ. ......................................................................... 430
9.9 ΣΤΡΕΨΗ ΚΑΙ ΤΥΠΟΙ ΤΩΝ SERRET – FRENET. .............................................................................. 432
9.10 ΤΥΠΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΜΠΥΛΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΣΤΡΕΨΗΣ. ....................................................... 433
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ............................................................................................................................................. 436
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ................................................................................................................................... 439

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΞΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΚΛΕΙΔΕΙΑΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ ....................................................... 439


Ι ΑΞΙΩΜΑΤΑ ΘΕΣΗΣ. ................................................................................................................................. 441
ΙΙ ΑΞΙΩΜΑΤΑ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ............................................................................................................................ 441
ΙΙΙ ΑΞΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗΣ ............................................................................................................ 442
IV ΑΞΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ .................................................................................................................. 443
V ΑΞΙΩΜΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ ................................................................................................................ 443
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ B .................................................................................................................................... 445

ΚΑΤ’ ΕΚΔΟΧΗ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ................................................................................................ 445

V
ΠΡΟΒΟΛΙΚΕΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ .......................................................................................................... 445
B.1 ΚΑΤ’ ΕΚΔΟΧΗΝ ΣΗΜΕΙΑ......................................................................................................... 445
B.2 ΠΡΟΒΟΛΙΚΕΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ............................................................................................. 447
B.3 ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ. ....................................................................................... 449
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ I ............................................................................................... 451
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ II............................................................................................. 456
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ III............................................................................................. 459
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ IV ............................................................................................. 462
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ V .............................................................................................. 472
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ VI ............................................................................................. 480
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ VII ............................................................................................ 487
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ VIII ........................................................................................... 492
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ IX ............................................................................................. 500
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ................................................................................................................................ 509
ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ........................................................................................................ 513
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ .......................................................................................................................................... 533

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΡΑΜΜΙΚΗΣ ΑΛΓΕΒΡΑΣ ................................................................................................ 539


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ ......................................................................................... 541
Α ΜΕΡΟΣ

ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΛΓΕΒΡΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στα Μαθηματικά και στις εφαρμογές τους, πολύ συχνά χρειάζεται κανείς να
ασχοληθεί με συγκεκριμένα σύνολα, στα στοιχεία των οποίων έχουν ορισθεί κάποιες
πράξεις, που ονομάζονται γραμμικές πράξεις. Π.χ στην Μηχανική μπορούμε να
προσθέσουμε δυο δυνάμεις F1 , F2 , που εφαρμόζονται σ’ ένα σημείο, δηλαδή να αντικα-
ταστήσουμε τις δυνάμεις αυτές από μια άλλη δύναμη που εφαρμόζεται στο ίδιο σημείο
και να γράψουμε F = F1 + F2 . Μια δύναμη F μπορεί να πολλαπλασιαστεί με έναν αριθμό λ
και να γράψουμε λF . Το τελευταίο σύμβολο σημαίνει μια δύναμη αυξημένη κατά |λ| σε
σχέση με την F και κατά την διεύθυνση της εάν λ>0 ή κατά την αντίθετη διεύθυνση εάν
λ<0. Στην Μηχανική επίσης θεωρούμε την σύνθεση των ταχυτήτων και τον
πολλαπλασιασμό μιας ταχύτητας με έναν αριθμό, όπως επίσης την σύνθεση των
επιταχύνσεων και τον πολλαπλασιασμό μιας επιτάχυνσης με έναν αριθμό. Οι δυνάμεις, οι
ταχύτητες και οι επιταχύνσεις είναι διαφορετικά φυσικά μεγέθη, αλλά από γεωμετρικής
πλευράς έχουν την ίδια συμπεριφορά ως προς τις (γραμμικές) πράξεις, που ορίζονται σ’
αυτά. Αυτός είναι ο λόγος που στην Μηχανική έχουμε έναν γενικό ενοποιημένο τρόπο
περιγραφής αυτών των μεγεθών με την μορφή προσανατολισμένων ευθυγράμμων
τμημάτων. Έτσι τα μεγέθη αυτά αντιμετωπίζονται από τους γενικούς κανόνες της
πρόσθεσης και του βαθμωτού πολλαπλασιασμού των γεωμετρικών διανυσμάτων.
Όμως αυτή η γενίκευση προχωρά ακόμα παραπέρα. Ας θεωρήσουμε, για
παράδειγμα, το σύνολο όλων των πραγματικών συνεχών συναρτήσεων, ή των περιοδικών
συναρτήσεων με συγκεκριμένη περίοδο ή το σύνολο όλων των αλγεβρικών πολυωνύμων.
Στα παραπάνω σύνολα μπορούμε να ορίσουμε γραμμικές πράξεις, όπως είναι π.χ. το
άθροισμα δυο συναρτήσεων και ο πολλαπλασιασμός ενός αριθμού με μια συνάρτηση,
κάτι που συνήθως συμβαίνει στην Ανάλυση. Τα αντικείμενα με τα οποία έχουμε να
κάνουμε τώρα, δεν είναι όπως οι δυνάμεις, οι ταχύτητες ή οι επιταχύνσεις ή τα
(γεωμετρικά) διανύσματα. Επίσης οι (γραμμικές) πράξεις που εκτελούμε σ’ αυτά
διαφέρουν από τις γραμμικές πράξεις που εκτελούμε στα διανυσματικά φυσικά μεγέθη
της Μηχανικής. Π.χ. Για να προσθέσουμε δυο δυνάμεις εφαρμόζουμε τον κανόνα του
παραλληλογράμμου, ενώ η πρόσθεση δυο συναρτήσεων ανάγεται στην πρόσθεση δυο
αριθμών.
Όμως υπάρχει κάτι κοινό στα παραπάνω σύνολα, που μας επιτρέπει να
μελετήσουμε τις γραμμικές πράξεις σε αφηρημένο επίπεδο, ανεξάρτητα από την φύση
των στοιχείων αυτών των συνόλων.
Πρώτα απ’ όλα παρατηρούμε ότι σε όλα τα παραδείγματά μας οι πράξεις που
ορίστηκαν είναι κλειστές. Με την έκφραση κλειστή πράξη εννοούμε ότι το αποτέλεσμα
της πράξεως δίνει ένα στοιχείο που ανήκει στο ίδιο σύνολο. Συγκεκριμένα προσθέτοντας
διανύσματα ή πολλαπλασιάζοντας ένα διάνυσμα με έναν αριθμό προκύπτει πάλι
διάνυσμα. Το άθροισμα δυο συνεχών συναρτήσεων είναι συνεχής συνάρτηση και το
αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού μιας συνεχούς συνάρτησης με έναν αριθμό είναι
συνεχής συνάρτηση. Το ίδιο συμβαίνει και με το σύνολο των περιοδικών συναρτήσεων
και των αλγεβρικών πολυωνύμων.
Οι γραμμικές πράξεις που ορίζονται σε διάφορα σύνολα, αν και είναι εντελώς
διαφορετικές μεταξύ τους, (η πρόσθεση δυο γεωμετρικών διανυσμάτων είναι μια
«διαδικασία» εντελώς διαφορετική και ξένη με την πρόσθεση δυο συναρτήσεων), έχουν
κοινές ιδιότητες.
Η μελέτη συνόλων, στα οποία έχουν ορισθεί συγκεκριμένες γραμμικές πράξεις,
οδηγεί στην έννοια του γραμμικού χώρου ή όπως συνηθέστερα λέγεται του
διανυσματικού χώρου. Η θεωρία των διανυσματικών χώρων έχει ευρύ πεδίο εφαρμογών
όχι μόνο στα μαθηματικά αλλά και σε όλες τις θετικές επιστήμες.
Τους διανυσματικούς χώρους τους διακρίνουμε σε δυο μεγάλες κατηγορίες:
α) Στους διανυσματικούς χώρους πεπερασμένης διάστασης. Παραδείγματα
τέτοιων χώρων είναι π.χ. η ευθεία, η οποία είναι διανυσματικός χώρος μιας διαστάσεως,
το επίπεδο, το οποίο είναι διανυσματικός χώρος δυο διαστάσεων, ο χώρος, ο οποίος είναι
διανυσματικός χώρος τριών διαστάσεων, το σύνολο των τετραγωνικών πινάκων τύπου
n×n είναι διανυσματικός χώρος n2 διαστάσεων, κ.α. Τους χώρους των πεπερασμένων
διαστάσεων τους μελετά η Γραμμική Άλγεβρα.
β) Στους διανυσματικούς χώρους άπειρης διάστασης. Παραδείγματα τέτοιων
χώρων είναι τα σύνολα των συναρτήσεων, οι οποίες έχουν κάποιες ιδιότητες (να είναι
συνεχείς ή παραγωγίσιμες ή τετραγωνικά ολοκληρώσιμες κ.α.). Οι χώροι αυτοί
ονομάζονται συναρτησιακοί χώροι, και η μελέτη τους είναι αντικείμενο της
Συναρτησιακής Ανάλυσης.
Κλασικό παράδειγμα διανυσματικού χώρου πεπερασμένης διαστάσεως είναι ο
γνωστός τριδιάστατος χώρος, που αποτελείται από τα γεωμετρικά (ελεύθερα) διανύσματα.
Ο χώρος αυτός περιέχει άπειρους σε πλήθος διανυσματικούς χώρους μιας και δυο
διαστάσεων, που ονομάζονται υπόχωροι του αρχικού τριδιάστατου χώρου. Κάθε
υπόχωρος μιας διάστασης αποτελείται από διανύσματα που βρίσκονται πάνω σε μια
ευθεία και κάθε υπόχωρος δυο διαστάσεων αποτελείται από διανύσματα που βρίσκονται
πάνω σ' ένα επίπεδο Έτσι για διανυσματικούς χώρους μιας, δυο και τριών διαστάσεων
έχουμε γεωμετρικά πρότυπα, (μοντέλα), που αντιστοιχούν στα γνωστά μας διανύσματα,
που μπορούμε να τα δούμε σαν προσανατολισμένα ευθύγραμμα τμήματα. Όταν όμως
περάσουμε σε διανυσματικούς χώρους διαστάσεων μεγαλύτερων του 3, τότε η
γεωμετρική εικόνα δεν υπάρχει, αλλά η θεωρία αυτών των χώρων διατηρεί τον
γεωμετρικό τους χαρακτήρα. Οι βασικές έννοιες σε αυτούς τους χώρους προέρχονται από
τις αντίστοιχες γεωμετρικές έννοιες του τριδιάστατου διανυσματικού χώρου γενικεύοντάς
τες κατάλληλα.

Αν και ο κύριος σκοπός της Γραμμικής Άλγεβρας είναι η μελέτη των


διανυσματικών χώρων, είμαστε υποχρεωμένοι να ασχοληθούμε στην αρχή με την έννοια
της αλγεβρικής δομής και συγκεκριμένα με τις δομές της ομάδας, του δακτυλίου και
του σώματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

1.1 ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ

Διακρίνουμε τα εξής είδη πράξεων


1. Εσωτερική πράξη ή εσωτερικός νόμος συνθέσεως: Έστω ένα σύνολο Α≠∅ (1.
Κάθε απεικόνιση της μορφής:
f: A×A→A
f : ( α, β ) f ( α, β ) = γ με α, β, γ∈Α
που σε δυο στοιχεία του Α, αντιστοιχεί ένα τρίτο στοιχείο του Α, ονομάζεται εσωτερική
πράξη ή εσωτερικός νόμος συνθέσεως στο σύνολο Α.
2. Εξωτερική πράξη ή εξωτερικός νόμος συνθέσεως: Υπάρχουν δυο είδη εξωτερι-
κών πράξεων:
α) Εξωτερική πράξη πρώτου είδους: Έστω δυο σύνολα Α,Β≠∅. Κάθε
απεικόνιση της μορφής:
f : B× A → A
f : (α, β) f (α, β) = γ με α∈Β και β, γ ∈ Α
ονομάζεται εξωτερική πράξη πρώτου είδους από το σύνολο Β στο σύνολο Α.
β) Εξωτερική πράξη δευτέρου είδους: Έστω δυο σύνολα A,B≠∅. Κάθε
απεικόνιση της μορφής:
f : A×A → B
f : (α, β) f (α, β) = γ με α, β∈ Α και γ ∈Β
ονομάζεται εξωτερική πράξη δευτέρου είδους στο σύνολο Α.

Παράδειγμα 1: Στο σύνολο R των πραγματικών αριθμών, οι αντιστοιχίες:


+ :R×R→R + : (α,β) α +β
• :R×R→R • : (α,β) α•β
δηλαδή η πρόσθεση και ο πολλαπλασιασμός των πραγματικών αριθμών, είναι εσωτερικές
πράξεις, (ή εσωτερικοί νόμοι συνθέσεως).

(1
Στα Μαθηματικά πάντα θεωρούμε ότι το σύνολο με το οποίο θα ασχοληθούμε είναι διάφορο του κενού
για τον εξής απλό λόγο: Όταν το σύνολο είναι το κενό τότε μπορούμε να αποδώσουμε στο σύνολο
οποιαδήποτε ιδιότητα, π.χ. «τα στοιχεία του είναι κόκκινα», χωρίς να μπορούμε να αποδείξουμε την
ορθότητα της ή όχι διότι δεν υπάρχει στοιχείο που να μπορούμε να αποδείξουμε ότι είναι κόκκινο ή π.χ.
μπλέ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Παράδειγμα 2: Αν V είναι το σύνολο των διανυσμάτων των τριών διαστάσεων, δηλαδή


V = {v / v = x i + y j + zk , x , y , z ∈ R }
τότε το εξωτερικό γινόμενο:
i j k
v × u = x1 y1 z1 = i ( y1 z2 − y2 z1 ) + j ( z1 x2 − z2 x1 ) + k ( x1 y2 − y1 x2 )
x2 y2 z2

είναι μια εσωτερική πράξη στο V.

Παράδειγμα 3: Θεωρούμε ένα σύνολο Χ≠∅ και το δυναμοσύνολο του Ρ(Χ), δηλαδή το
σύνολο των υποσυνόλων του Χ. Στο σύνολο Ρ(Χ)
η ένωση συνόλων ∪: (Α,Β)∈Ρ(Χ)×Ρ(Χ) → Α∪Β∈Ρ(Χ)
και η τομή συνόλων ∩: (Α,Β)∈Ρ(Χ)×Ρ(Χ) → Α∩Β∈Ρ(Χ)
είναι πράξεις εσωτερικής συνθέσεως.

Παράδειγμα 4: Στο σύνολο LA={f / f: A → A} των συναρτήσεων με πεδίο ορισμού και


πεδίο τιμών το σύνολο Α≠∅, η σύνθεση των συναρτήσεων
(f,g)∈ LA×LA → f g∈ LA
είναι πράξη εσωτερικής συνθέσεως.

Παράδειγμα 5: Αν V είναι το σύνολο των διανυσμάτων των τριών διαστάσεων και R το


σύνολο των πραγματικών αριθμών, τότε η αντιστοιχία:
•: R ×V → V
• : (α, v) α • v = αxi + αyj + αzk

είναι μια εξωτερική πράξη πρώτου είδους από το σύνολο R στο σύνολο V και ονομάζεται
βαθμωτός πολλαπλασιασμός.

Παράδειγμα 6: Στο σύνολο V των διανυσμάτων των τριών διαστάσεων, η αντιστοιχία:


f :V × V → R
f :(v1 , v2 ) f (v1, v2 ) = x1x2 + y1y2 + z1z2
με v 1 = x 1 i + y 1 j + z 1k και v 2 = x 2 i + y 2 j + z 2 k

είναι μια εξωτερική πράξη δευτέρου είδους στο σύνολο V. Η πράξη αυτή είναι γνωστή ως
εσωτερικό γινόμενο και είναι ειδική περίπτωση της έννοιας του εσωτερικού γινομένου,
που θα δοθεί στην παράγραφο 2.10 στο κεφάλαιο των διανυσματικών χώρων.

-2-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

1.2 ΑΛΓΕΒΡΙΚΗ ΔΟΜΗ

Ορισμός 1: Ένα σύνολο Α εφοδιασμένο με ένα πεπερασμένο πλήθος εσωτερικών


πράξεων, (ή και εξωτερικών με την χρήση ενός δεύτερου συνόλου Β), με ορισμένες
ιδιότητες, ονομάζεται αλγεβρική δομή, (algebraic structure). Η πιο απλή αλγεβρική δομή,
είναι εκείνη που περιέχει μία μόνο εσωτερική πράξη. Τέτοια δομή είναι η δομή της
ημιομάδας.

1.3 ΗΜΙΟΜΑΔΑ ­ ΜΟΝΟΕΙΔΕΣ

Ορισμός 1: Ένα σύνολο G≠∅, έχει την δομή ημιομάδας, (semigroup), όταν είναι
εφοδιασμένο με μια εσωτερική πράξη που θα την συμβολίζουμε με ∗ και που ικανοποιεί
την προσεταιριστική ιδιότητα:

(∀α, β, γ∈G)[ (α∗β) ∗γ = α∗ (β∗γ)]

Το ζεύγος (G, ∗) ονομάζεται ημιομάδα.


Η χρησιμότητα της προσεταιριστικής ιδιότητας βρίσκεται στο γεγονός ότι από
όπου και αν αρχίσουμε τις πράξεις, είτε από τα αριστερά, είτε από τα δεξιά, το
αποτέλεσμα είναι το ίδιο.

Ορισμός 2: Μια ημιομάδα ονομάζεται μονοειδές, (monoid), εάν το G περιέχει ένα


στοιχείο e τέτοιο ώστε:
(∀α∈G)[α∗e=e∗α=α]
Το στοιχείο e ονομάζεται ουδέτερο στοιχείο, (identity element).

Παράδειγμα 1: Οι φυσικοί αριθμοί Ν με εσωτερική πράξη την πρόσθεση, (ή τον


πολλαπλασιασμό), αποτελούν ημιομάδα, διότι η πρόσθεση, (και ο πολλαπλασιασμός),
ικανοποιεί την προσεταιριστική ιδιότητα. Επίσης η ημιομάδα αυτή αποτελεί μονοειδές με
ουδέτερο στοιχείο το 0 ως προς την πρόσθεση, (και το 1 ως προς τον πολλαπλασιασμό).

Παράδειγμα 2: Το σύνολο V των διανυσμάτων των τριών διαστάσεων με εσωτερική


πράξη το εξωτερικό γινόμενο δεν αποτελεί ημιομάδα διότι δεν ισχύει η προσεταιριστική
ιδιότητα. Πράγματι είναι γνωστό ότι:
v × (u × w ) = u ( v ⋅ w ) − w( v ⋅ u )

και ( v × u ) × w = u ( v ⋅ w ) − v (u ⋅ w )

εκ των οποίων έχουμε ότι:


v × (u × w ) ≠ ( v × u ) × w

-3-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

1.4 ΟΜΑΔΑ

Ορισμός 1: Ονομάζουμε ομάδα, (group), ένα ζεύγος (G, ∗) με G ≠∅ και ∗ μια


εσωτερική πράξη στο G, που έχει τις εξής ιδιότητες:

1. (∀α, β, γ∈G)[ (α∗β) ∗γ = α∗ (β∗γ)] Προσεταιριστική ιδιότητα

2. (∃e ∈G)(∀α∈G)[ α∗e = e ∗α = α] Ύπαρξη ουδετέρου στοιχείου

3. (∀α∈G)(∃α′ ∈G)[ α∗α′ =α′ ∗α = e] Ύπαρξη συμμετρικού στοιχείου

Ορισμός 2: Αν η εσωτερική πράξη έχει επί πλέον την ιδιότητα:


4. (∀α, β ∈ G) [ α ∗β = β ∗ α] Αντιμεταθετική ιδιότητα

τότε η ομάδα (G,*) λέγεται αντιμεταθετική ή Αβελιανή.

Παρατήρηση 1: Αντί για την έκφραση “το ζεύγος (G, ∗) αποτελεί ομάδα”
χρησιμοποιείται συχνά η έκφραση “το σύνολο G είναι ομάδα ως προς την πράξη ∗”. Αν η
εσωτερική πράξη έχει την μορφή της πρόσθεσης, τότε η ομάδα λέγεται προσθετική και
το συμμετρικό στοιχείο αντίθετο, ενώ αν έχει την μορφή του πολλαπλασιασμού, η ομάδα
λέγεται πολλαπλασιαστική και το συμμετρικό στοιχείο αντίστροφο.

Θεώρημα 1: Το ουδέτερο στοιχείο e μιας ομάδας G είναι μοναδικό.


Απόδειξη: Για κάθε α∈G θα ισχύει η σχέση:
α+ e=e+α=α (1 )
Αν e′ ένα δεύτερο ουδέτερο στοιχείο της ομάδος, τότε αυτό θα ικανοποιεί την σχέση
β + e′ = e′ + β = β ∀β∈G (2)
Επειδή οι σχέσεις (1) και (2) ισχύουν για κάθε α και β, θέτουμε α = e′ και β = e και έχουμε
e′ + e = e + e′ = e′ και e + e′ = e′ + e = e
από τις οποίες προκύπτει ότι e = e′.

Θεώρημα 2: Το συμμετρικό α′ κάθε στοιχείου α μιας ομάδας G είναι μοναδικό.

Απόδειξη: Αν υπάρχει ένα δεύτερο συμμετρικό στοιχείο α′′ του α τότε


α + α′′ = α′′ + α = e και α + α′ = α′ + α = e .
Με την βοήθεια των σχέσεων αυτών έχουμε

α′′ = α′′ + e = α′′ + (α + α′ ) = (α′′ + α) + α′ = e + α′ = α′ .

-4-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

Θεώρημα 3: Αν α,β,γ στοιχεία μιας ομάδας G τότε α + β = α + γ ⇒ β = γ.


Απόδειξη: α + β = α + γ ⇒ α′ + α + β = α′ + α + γ ⇒ e + β = e + γ ⇒ β = γ .

Παράδειγμα 1: Τα σύνολα Ζ των ακεραίων, Q των ρητών, R των πραγματικών και C των
μιγαδικών αριθμών, εύκολα αποδεικνύεται ότι αποτελούν αβελιανές ομάδες ως προς την
πρόσθεση, δηλαδή εδώ έχουμε ∗=+ , ενώ οι φυσικοί αριθμοί Ν δεν αποτελούν ομάδα.

Παράδειγμα 2: Το σύνολο των τετραγωνικών πινάκων(2 n×n με στοιχεία από την


αβελιανή ομάδα C των μιγαδικών αριθμών αποτελεί αβελιανή ομάδα με εσωτερική πράξη
την πρόσθεση των πινάκων. Το ουδέτερο στοιχείο εδώ είναι ο μηδενικός πίνακας:
⎛0 0 ⋅ 0⎞
⎜ ⎟
⎜ 0 0 ⋅ 0⎟
e=
⎜⋅ ⋅ ⋅ ⋅⎟
⎜ ⎟
⎝0 0 ⋅ 0⎠

⎛ α11 α12 ⋅ α1n ⎞


⎜α α22 ⋅ α2n ⎟⎟
και για κάθε πίνακα: A= ⎜ 21
⎜ ⋅ ⋅ ⋅ ⋅ ⎟
⎜ ⎟
⎝ αn1 αn2 ⋅ αnn ⎠

ο αντίθετος του είναι ο πίνακας:


⎛ −α11 −α12 ⋅ −α1n ⎞
⎜ −α −α22 ⋅ −α2n ⎟⎟
A′= ⎜ 21
⎜ ⋅ ⋅ ⋅ ⋅ ⎟
⎜ ⎟
⎝ −αn1 −αn 2 ⋅ −αnn ⎠

Παράδειγμα 3: Επίσης το σύνολο των τετραγωνικών πινάκων τύπου n×n με στοιχεία από
την αβελιανή ομάδα C των μιγαδικών αριθμών και ορίζουσα διάφορη του μηδενός
αποτελεί ομάδα, με εσωτερική πράξη τον πολλαπλασιασμό των πινάκων.
Κατ’ αρχήν το γινόμενο δυο πινάκων(3 Α τύπου n×k και Β τύπου l×m ορίζεται
μόνο όταν k=l δηλαδή όταν ο αριθμός των στηλών του Α συμπίπτει με τον αριθμό των
γραμμών του Β. Ο πίνακας Γ=A•B είναι τότε τύπου n×m, το δε στοιχείο γij, (δηλαδή το
στοιχείο που βρίσκεται στη i-γραμμή και j-στήλη), δίνεται από την σχέση:
k
γ ij = ∑ αipβpj
p =1

(2
Περί πινάκων βλέπε Κεφάλαιο ΙΙΙ
(3
Βλέπε Κεφάλαιο ΙΙΙ παράγραφος 3.3.
-5-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

η οποία προκύπτει από τον ορισμό του πολλαπλασιασμού μεταξύ των πινάκων. Στην
περίπτωση των τετραγωνικών πινάκων n×n, ο πολλαπλασιασμός ορίζεται πάντα και δίνει
πάλι τετραγωνικό πίνακα τύπου n×n. Για να αποδείξουμε ότι οι τετραγωνικοί πίνακες
αποτελούν ομάδα, αρκεί να αποδείξουμε τις τρεις γνωστές ιδιότητες:
1. Προσεταιριστική ιδιότητα: (Α•Β)•Γ=A•(B•Γ) (1)
Θέτουμε Δ=A•B και E=B•Γ και έχουμε για απόδειξη την Δ•Γ=A•E δηλαδή
(Δ•Γ)ij=(A•E)ij αλλά:
n n
(Δ • Γ)ij = ∑ δik γ kj και δik = ∑ αilβlk
k =1 l =1
n n
και επομένως (Δ • Γ)ij = ∑∑ αilβlk γ kj (2)
k =1 l =1
n n
Επίσης (A • E)ij = ∑ αil elj και e lj = ∑ β lk γ kj
l =1 k =1
n n n n
και επομένως (A • E)ij = ∑∑ αilβlk γ kj = ∑∑ αilβlk γ kj (3)
l =1 k =1 k =1 l =1

Από τις σχέσεις (2) και (3) έχουμε την σχέση (1).
2. Προφανώς το ουδέτερο στοιχείο είναι ο ταυτοτικός πίνακας:
⎛1 0 ⋅ 0⎞
⎜ ⎟
⎜ 0 1 ⋅ 0⎟
I=
⎜⋅ ⋅ ⋅ ⋅⎟
⎜⎜ ⎟
⎝0 0 ⋅ 1 ⎟⎠

3. Για κάθε πίνακα Α με detA≠0, ορίζεται ο αντίστροφος Α-1 ώστε:


A•A-1=A-1•A=I

Παρατήρηση 2: Η αντιμεταθετική ιδιότητα Α•Β=Β•Α στην ομάδα των πινάκων δεν


ισχύει διότι
n n
(Α•Β)ij = ∑ αikβkj και (Β• Α)ij = ∑ βik αkj ⇒ (Α• Β)ij ≠ (B • A)ij
k =1 k =1

Παράδειγμα 4: Το σύνολο των περιστροφών στο επίπεδο, αποτελεί ομάδα με εσωτερική


πράξη την σύνθεση δυο περιστροφών.
Είναι γνωστό, (βλέπε Β΄ Μέρος παρ. 1.5), ότι μια περιστροφή κατά γωνία φ γύρω
από την αρχή των αξόνων ενός καρτεσιανού συστήματος αναφοράς XOY, δίνεται από τον
τετραγωνικό πίνακα Rφ τύπου 2×2:
⎛ cos ϕ − sin ϕ ⎞
Rϕ = ⎜ ⎟
⎝ sin ϕ cos ϕ ⎠
Η σύνθεση δυο περιστροφών Rφ και Rθ παριστάνει μια περιστροφή Rω η οποία προκύπτει
-6-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

από το γινόμενο των αντιστοίχων πινάκων:

⎛ cos ϕ − sin ϕ ⎞ ⎛ cos θ − sin θ ⎞


Rω = Rϕ • Rθ = ⎜ ⎟•⎜ ⎟=
⎝ sin ϕ cos ϕ ⎠ ⎝ sin θ cos θ ⎠

⎛ cos ϕ cos θ − sin ϕ sin θ − cos ϕ sin θ − sin ϕ cos θ ⎞


=⎜ ⎟=
⎝ sin ϕ cos θ + cos ϕ sin θ − sin ϕ sin θ + cos ϕ cos θ ⎠

⎛ cos(ϕ + θ) − sin(ϕ + θ) ⎞ ⎛ cos ω − sin ω ⎞


=⎜ ⎟=⎜ ⎟
⎝ sin(ϕ + θ) cos(ϕ + θ) ⎠ ⎝ sin ω cos ω ⎠
με ω=φ+θ. Η σύνθεση Rω=Rφ•Rθ των περιστροφών ως εσωτερική πράξη έχει την ιδιότητα
της προσεταιριστικότητας, διότι:

(R ω • Rϕ ) • Rθ = Rω+ϕ • Rθ = R(ω+ϕ)+θ

Rω • ( Rϕ • Rθ ) = Rω • Rϕ+θ = Rω+(ϕ+θ)

άρα: (R ω • Rϕ ) • Rθ = Rω • ( Rϕ • Rθ ) διότι (ω+φ)+θ=ω+(φ+θ)

Το ουδέτερο στοιχείο είναι η μηδενική περιστροφή, δηλαδή:

⎛ cos 0 − sin 0⎞ ⎛ 1 0⎞
R0 = ⎜ ⎟ =⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ sin 0 cos 0 ⎠ ⎝ 0 1⎠
που συμπίπτει με τον ταυτοτικό, πίνακα, και για κάθε περιστροφή Rφ υπάρχει η αντίθετη
περιστροφή Rφ′ με φ′=-φ. Πράγματι:
R ϕ • R ϕ′ = R ϕ • R − ϕ = R ϕ − ϕ = R 0

Επίσης ισχύει και η αντιμεταθετική ιδιότητα R ϕ • R θ = R θ • R ϕ .


Άρα το σύνολο των περιστροφών στο επίπεδο αποτελεί αβελιανή ομάδα.

Παράδειγμα 5: Θεωρούμε το σύνολο των διαφορίσιμων πραγματικών συναρτήσεων


άπειρης τάξης:
Σ(f)={f:R→R / f=διαφορίσιμη άπειρης τάξης}
Τότε μια συνάρτηση f(x) δέχεται το εξής ανάπτυγμα κατά Τaylor γύρω από τον
πραγματικό αριθμό α:
f ′(α) f ′′(α) 2 f ′′′(α) 3
f (x + α) = f (α) + x+ x + x + ...
1! 2! 3!
ή αλλάζοντας το α με το x:
f ′(x) f ′′(x) 2 f ′′′(x) 3
f(x + α) = f(x) + α+ α + α + ... =
1! 2! 3!

-7-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

α α2 α3
= f (x) + f ′(x) + f ′′(x) + f ′′′(x) + ... =
1! 2! 3!
⎛ α d α2 d2 α3 d 3 ⎞ α
d
= ⎜1 + + + + ... ⎟ f (x ) = e f (x ) δηλαδή:
dx

⎝ 1! dx 2! dx 2 3! dx 3 ⎠
d
α
e dx
f (x) = f (x + α )
Αν τώρα θεωρήσουμε το σύνολο:
⎧ α
d

J = ⎨ Tα / Τ α = e dx , α ∈ R ⎬
⎩ ⎭
τότε το σύνολο J αποτελεί αβελιανή ομάδα με εσωτερική πράξη:
d d d
b ( α+ b)
Tα • Tb = eα dx e dx
=e dx
= Tα+ b
Πράγματι:
1. Tα • (Τ b • Tc ) = Tα • (Tb + c ) = Tα + ( b + c ) = T( α + b ) + c = Tα + b • Tc = (Tα • Tb ) • Tc
d
0
2. To ουδέτερο στοιχείο είναι το Τ 0 = e dx
= 1 διότι:
T0 • Tα = T0 +α = Τ α+ 0 = Τ α • Τ 0 = Τ α

3. Για κάθε στοιχείο Τα το αντίστροφο του είναι το Τ-α, διότι:


Tα •Τ-α =Τα-α=Τ0=1 και T-α •Τα =Τ-α+α=Τ0=1
άρα Tα •Τ-α =T-α •Τα =Τ0=1
4. Τ α • Τ b = Tα+ b = Tb +α = Τ b • Τ α
d
α
η έκφραση Τα= e dx
ονομάζεται τελεστής μετατοπίσεως, (displacement operator).

Στα προηγούμενα παραδείγματα το πλήθος των στοιχείων των αντιστοίχων ομάδων


ήταν άπειρο. Υπάρχουν όμως και ομάδες με πεπερασμένο πλήθος στοιχείων.

Ορισμός 3: Το πλήθος των στοιχείων μιας ομάδας ονομάζεται τάξη της ομάδας. Μια
ομάδα που περιέχει πεπερασμένο πλήθος στοιχείων ονομάζεται πεπερασμένη ομάδα, ενώ
αν περιέχει άπειρο πλήθος στοιχείων ονομάζεται άπειρη ομάδα. Μια άπειρη ομάδα
ονομάζεται διακεκριμένη ή συνεχής ανάλογα εάν το πλήθος των στοιχείων είναι
αριθμήσιμο(4 ή συνεχές.

Παράδειγμα 6: Θεωρούμε το σύνολο G των παρακάτω έξι συναρτήσεων:

(4
Ένα άπειρο σύνολο Α λέγεται αριθμήσιμο εάν μπορούμε να βρούμε μια απεικόνιση f μεταξύ των
φυσικών αριθμών Ν και των στοιχείων του συνόλου Α, δηλαδή να έχουμε f: N → A, f: n → f(n)∈A.
Συνήθως την εικόνα f(n) την συμβολίζουμε με αn και έτσι μπορούμε να πούμε ότι ένα αριθμήσιμο σύνολο
αποτελείται από τα στοιχεία μιας ακολουθίας αn.
-8-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

x 1 1 x −1
f1(x)=x , f2(x)=1-x , f3(x)= , f4(x)= , f5(x)= , f6(x)=
x −1 x 1− x x
με κοινό πεδίου ορισμού το R-{0,1} και με νόμο εσωτερικής συνθέσεως ∗, την σύνθεση
των συναρτήσεων. Το σύνολο αυτό αποτελεί ομάδα ως προς την σύνθεση των
συναρτήσεων. Για να το διαπιστώσουμε αυτό υπολογίζουμε όλες τις δυνατές συνθέσεις
των στοιχείων του G ανά δύο π.χ. η σύνθεση των συναρτήσεων f5 και f3 είναι η συνάρτηση
f5∗f3 η οποία ορίζεται ως εξής:

(f5∗f3)(x) = f5(f3(x)) = f 5 ⎛⎜ x ⎞⎟ = 1 x −1
= = 1 − x = f2(x) έτσι έχουμε f5∗f3 = f2.
⎝ x −1⎠ x −1
1−
x −1
Εργαζόμενοι με αυτό τον τρόπο κατασκευάζουμε τον πίνακα:

f1 f2 f3 f4 f5 f6
f1 f1 f2 f3 f4 f5 f6
f2 f2 f1 f5 f6 f3 f4
f3 f3 f6 f1 f5 f4 f2
f4 f4 f3 f6 f1 f2 f3
f5 f5 f4 f2 f3 f6 f1
f6 f6 f3 f4 f2 f1 f5

Τα στοιχεία του πίνακα κατασκευάζονται από την σύνθεση fi∗fj όπου fi τα στοιχεία της
πρώτης στήλης και fj τα στοιχεία της πρώτης γραμμής.
Παρατηρώντας τον πίνακα αυτόν συμπεραίνουμε ότι:
Α) Η πράξη της σύνθεσης είναι κλειστή. Και αυτό γιατί όλα τα αποτελέσματα της σύνθεσης
των συναρτήσεων ανά δύο είναι επίσης συναρτήσεις του συνόλου G.
Β) Η συνάρτηση f1 είναι το ουδέτερο στοιχείο της σύνθεσης. (Παρατηρήστε ότι τα στοιχεία
της πρώτης γραμμής και στήλης του πίνακα είναι τα ίδια με τα αντίστοιχα της σκιασμένης
γραμμής και στήλης).
Γ) Για κάθε στοιχείο fi υπάρχει το αντίστοιχο συμμετρικό του. (Παρατηρήστε ότι το
ουδέτερο στοιχείο υπάρχει σε όλες τις γραμμές του πίνακα).
Για να συμπληρωθεί η απόδειξη πρέπει να αποδειχθεί και η προσεταιριστική
ιδιότητα της πράξης. Η ιδιότητα αυτή δεν προκύπτει άμεσα από τον πίνακα αλλά πρέπει να
αποδείξουμε για κάθε τριάδα (i,j,k ) με i=1,...,6, j=1,...,6 και k=1,...,6 ότι ισχύει η σχέση
fi ∗ ( f j ∗ f k ) = ( fi ∗ f j ) ∗ f k .

-9-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

1.5 Η ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ (5

Από ιστορικής πλευράς η έννοια της δομής της ομάδας πρωτοεμφανίστηκε στις
αρχές του 19ου αιώνα από την μελέτη του συνόλου των μετασχηματισμών που μπορούμε να
ορίσουμε σ’ ένα σύνολο. Επειδή ένα τέτοιο σύνολο μετασχηματισμών παρουσιάζει μεγάλο
ενδιαφέρον τόσο από μαθηματικής πλευράς όσο και από φυσικής πλευράς, είναι ωφέλιμο,
αν όχι απαραίτητο, να αναφερθούμε σ’ αυτό.

Ορισμός 1: Μια αμφιμονοσήμαντη, (1-1), και επί αντιστοιχία f: S → S με πεδίο ορισμού


και τιμών το σύνολο S≠∅ λέγεται μετασχηματισμός του S.

Παρατήρηση 1: Το σύνολο των μετασχηματισμών του S συμβολίζεται με M(S). Η


ταυτοτική απεικόνιση I: x ∈S S( x) = x ∈S είναι μετασχηματισμός του S, δηλαδή
Ι∈Μ(S). Εύκολα μπορεί κανείς να δείξει ότι το σύνολο M(S) αποτελεί ομάδα ως προς την
σύνθεση των απεικονίσεων. Πρώτα παρατηρούμε ότι εάν εκτελέσουμε διαδοχικά δυο
μετασχηματισμούς, το αποτέλεσμα είναι ένας νέος μετασχηματισμός. Έτσι η σύνθεση δυο
οποιωνδήποτε μετασχηματισμών είναι πάλι ένας μετασχηματισμός και επομένως το
σύνολο των μετασχηματισμών είναι κλειστό ως προς την σύνθεση των μετασχηματι-
σμών. Μπορούμε να ορίσουμε το ταυτοτικό στοιχείο να είναι ο ταυτοτικός μετασχηματι-
σμός, και προφανώς ανήκει στο σύνολο. Για κάθε μετασχηματισμό υπάρχει ο
αντίστροφος του με την έννοια ότι ο αρχικός μετασχηματισμός και ο αντίστοφος του μας
δίνει τον ταυτοτικό μετασχηματισμό. Τέλος η διαδοχική εφαρμογή των μετασχηματι-
σμών συμμετρίας υπακούει την προσεταιριστική ιδιότητα.

Ορισμός 2: Η ομάδα μετασχηματισμών του συνόλου S={1, 2, ⋅⋅⋅, n}, n∈N*, λέγεται
συμμετρική ομάδα n βαθμού και συμβολίζεται με Sn. Τα στοιχεία της λέγονται
μεταθέσεις n βαθμού.

Παρατήρηση 1: α) Επειδή μια μετάθεση s∈Sn είναι αμφιμονοσήμαντη συνάρτηση:


s: {1, 2, ⋅⋅⋅, n} → {1, 2, ⋅⋅⋅, n}
οι τιμές της s(1)=1′, s(2)=2′,⋅⋅⋅, s(n)=n′
είναι πάλι οι δείκτες 1, 2, ⋅⋅⋅, n με διαφορετική γενικά διάταξη
β) Η μετάθεση s∈Sn συμβολίζεται με
⎛1 2 3 n⎞
s=⎜ ⎟ (1)
⎝1′ 2′ 3′ n′ ⎠

(5
Η παράγραφος αυτή μπορεί να παραληφθεί σε πρώτη ανάγνωση
- 10 -
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

⎛1 2 3 4⎞
π. χ. η μετάθεση s = ⎜ ⎟ είναι η συνάρτηση s: {1, 2, 3, 4} → {1, 2, 3, 4} όπου
⎝ 2 4 1 3⎠
s(1)=2, s(2)=4, s(3)=1, s(4)=3.
γ) Στον παραπάνω συμβολισμό (1) μπορούμε να αλλάξουμε τη διάταξη των στοιχείων της
πάνω γραμμής, αρκεί να γράψουμε την εικόνα k′=s(k) κάτω από το πρότυπο k, για κάθε k.
⎛1 2 3 4⎞ ⎛ 2 3 1 4⎞ ⎛ 4 1 3 2⎞
Έτσι s = ⎜ ⎟=⎜ ⎟=⎜ ⎟=
⎝ 2 4 1 3⎠ ⎝ 4 1 2 3⎠ ⎝ 3 2 1 4⎠
δ) Η σύνθεση s t των συναρτήσεων t, s∈Sn συμβολίζεται με st και λέγεται γινόμενο των
t, s.
ε) Τα γινόμενα st και ts των μεταθέσεων
⎛1 2 3 4 5⎞ ⎛ 1 2 3 4 5⎞
s= ⎜ ⎟ και t= ⎜ ⎟
⎝3 2 5 1 4⎠ ⎝ 2 3 4 5 1⎠
βρίσκονται ως εξής:
1 ⎯⎯
t
→ 2 ⎯⎯
s
→2 1 ⎯⎯
st
→2
2 ⎯⎯
t
→ 3 ⎯⎯
s
→5 2 ⎯⎯
st
→5
⎛ 1 2 3 4 5⎞
3 ⎯⎯
t
→ 4 ⎯⎯
s
→1 ⇒ 3 ⎯⎯
st
→1 ⇒ st = ⎜ ⎟
⎝ 2 5 1 4 3⎠
4 ⎯⎯
t
→ 5 ⎯⎯
s
→4 4 ⎯⎯
st
→4
5 ⎯⎯
t
→1 ⎯⎯
s
→3 5 ⎯⎯
st
→3

1 ⎯⎯
s
→ 3 ⎯⎯
t
→4 1 ⎯⎯
ts
→4
2 ⎯⎯
s
→ 2 ⎯⎯
t
→3 2 ⎯⎯
ts
→3
⎛ 1 2 3 4 5⎞
3 ⎯⎯
s
→ 5 ⎯⎯
t
→1 ⇒ 3 ⎯⎯
ts
→1 ⇒ ts = ⎜ ⎟
⎝ 4 3 1 2 5⎠
4 ⎯⎯
s
→1 ⎯⎯t
→2 4 ⎯⎯
ts
→2
5 ⎯⎯
s
→ 4 ⎯⎯
t
→5 5 ⎯⎯
ts
→5
στ) Τα παραπάνω στοιχεία t και s της S5 δεν αντιμετατίθενται αφού ts≠st. Γενικά η
συμμετρική ομάδα Sn δεν είναι αντιμεταθετική.
ζ) Το γινόμενο st δυο μεταθέσεων βρίσκεται πιο σύντομα ως εξής: Γράφουμε σαν πάνω
γραμμή της s την κάτω γραμμή της t και το γινόμενο st έχει πάνω γραμμή εκείνη της t και
κάτω γραμμή εκείνη, (τη νέα), της s. Έτσι στο προηγούμενο παράδειγμα:
⎛1 2 3 4 5⎞ ⎛ 1 2 3 4 5⎞ ⎛ 2 3 4 5 1⎞ ⎛ 1 2 3 4 5⎞
st= ⎜ ⎟⎜ ⎟ =⎜ ⎟⎜ ⎟=
⎝3 2 5 1 4 ⎠ ⎝ 2 3 4 5 1 ⎠ ⎝ 2 5 1 4 3⎠ ⎝ 2 3 4 5 1 ⎠
⎛1 2 3 4 5⎞
=⎜ ⎟
⎝2 5 1 4 3⎠

- 11 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

η) Η αντίστροφη s-1 μιας μετάθεσης s∈Sn προκύπτει από την s με αμοιβαία αλλαγή των
θέσεων των γραμμών της. Έτσι εάν
⎛1 2 3 n⎞ ⎛ 1′ 2′ 3′ n′ ⎞
s=⎜ ⎟ τότε s −1 = ⎜ ⎟
⎝1′ 2′ 3′ n′ ⎠ ⎝1 2 3 n⎠

⎛ 1 2 3 4 5⎞ ⎛ 2 5 1 4 3⎞ ⎛1 2 3 4 5 ⎞
π. χ. εάν s= ⎜ ⎟ τότε s-1= ⎜ ⎟=⎜ ⎟
⎝ 2 5 1 4 3⎠ ⎝ 1 2 3 4 5⎠ ⎝3 1 5 4 2⎠
θ) Το πλήθος των στοιχείων της συμμετρικής ομάδας Sn είναι ίσο με 1⋅2⋅3⋅⋅⋅⋅(n-1)n=n!

Ορισμός 3: Μια μετάθεση της μορφής:


⎛ x1 x2 x3 x k −1 xk ⎞
⎜ ⎟
⎝ x2 x3 x4 xk x1 ⎠

λέγεται κυκλική μετάθεση ή κύκλος μήκους k και συμβολίζεται με:


(x1, x2, x3, ⋅⋅⋅, xk)

Παρατήρηση 2:
⎛ 5 4 3 2 1⎞ ⎛1 2 3 4 5⎞
α) Είναι (5 4 3 2 1)= ⎜ ⎟=⎜ ⎟
⎝ 4 3 2 1 5⎠ ⎝5 1 2 3 4⎠
β) Τα στοιχεία ενός κύκλου μπορούν να εναλλαχθούν κυκλικά, δηλαδή:
(x1, x2, x3, ⋅⋅⋅, xk)=(x2, x3, ⋅⋅⋅, xk, x1)=(x3, x4, ⋅⋅⋅, xk, x1, x2)=⋅⋅⋅
γ) Δεχόμαστε ότι κύκλος μήκους 1 παριστάνει τη μονάδα της Sn, ότι δηλαδή:
(1)=(2)=⋅⋅⋅=(n)=1

Ορισμός 4: Ένας κύκλος μήκους 2 λέγεται αντιμετάθεση ή μετάβαση.

Παρατήρηση 3: α) Η μετάθεση
⎛1 2 3 4 5⎞ ⎛1 5⎞
⎜ ⎟=⎜ ⎟ = (1 5 )
⎝5 2 3 4 1⎠ ⎝5 1⎠
είναι αντιμετάθεση.
β) Για κάθε αντιμετάθεση s έχουμε s-1=s, αφού
−1
⎛p q⎞ ⎛q p⎞
(p q ) ⎟ = (q p ) = (p q )
−1
=⎜ ⎟ =⎜
⎝q p⎠ ⎝p q⎠
γ) Από την ισότητα
(x1 x2 x3 ⋅⋅⋅ xk)=(x1 xk)(x1 xk-1)⋅⋅⋅(x1 x2)
η οποία αποδεικνύεται πολύ εύκολα, προκύπτει ότι:

- 12 -
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

«κύκλος μήκους k>1 αναλύεται σε γινόμενο k-1 αντιμεταθέσεων».


δ) Η ανάλυση κύκλου σε γινόμενο αντιμεταθέσεων δεν είναι μοναδική, π. χ.
(123)=(13)(12)=(14)(13)(43)(12)

Θεώρημα 1: Κάθε μετάθεση s≠1 αναλύεται κατά μοναδικό τρόπο σε γινόμενο


πεπερασμένου πλήθους κύκλων μήκους μεγαλύτερου του 1, οι οποίοι δεν έχουν ανά δυο
κοινά στοιχεία.

Παρατήρηση 4: Επειδή και κάθε κύκλος αναλύεται σε γινόμενο πεπερασμένου πλήθους


αντιμεταθέσεων, κάθε μετάθεση αναλύεται σε γινόμενο πεπερασμένου πλήθους
αντιμεταθέσεων. Η ανάλυση όμως αυτή δεν είναι μοναδική, π.χ. για την μετάθεση:
⎛ 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 ⎞
s=⎜ ⎟
⎝ 5 3 4 1 2 8 7 6 10 9 ⎠
έχουμε:
1 ⎯⎯
s
→ 5 ⎯⎯
s
→ 2 ⎯⎯
s
→ 3 ⎯⎯
s
→ 4 ⎯⎯
s
→1, 6 ⎯⎯
s
→ 8 ⎯⎯
s
→ 6, 7 ⎯⎯
s
→ 7, 9 ⎯⎯
s
→10 ⎯⎯
s
→9
και άρα s=(1 5 2 3 4)(6 8)(7)(9 10)=(1 5 2 3 4)(6 8)(9 10)

Ορισμός 5: Μια μετάθεση λέγεται άρτια, (ή περιττή), αν αναλύεται σε γινόμενο αρτίου,


(ή περιττού), πλήθους αντιμεταθέσεων. Ισοδύναμα μπορούμε να πούμε ότι μια μετάθεση s
είναι άρτια, (ή περιττή), εάν υπάρχει άρτιο, (ή περιττό), πλήθος ζευγών (i,j) για τα οποία
ισχύει:
i>j αλλά το i προηγείται του j στη μετάθεση s.

Παράδειγμα 1: Να βρεθεί το πρόσημο της μετάθεσης s=(542163).


1ος τρόπος: Πρέπει να βρούμε το πλήθος των ζευγών (i,j) για τα οποία i>j και το I να
προηγείται του j στη μετάθεση s. Υπάρχουν:
3 αριθμοί (5, 4, 2) μεγαλύτεροι και πριν από το 1,
2 αριθμοί (5, 4) μεγαλύτεροι και πριν από το 2,
3 αριθμοί (5, 4, 6) μεγαλύτεροι και πριν από το 3,
1 αριθμοί (5) μεγαλύτεροι και πριν από το 4,
0 αριθμοί μεγαλύτεροι και πριν από το 5,
0 αριθμοί μεγαλύτεροι και πριν από το 6.
Εφ΄οσον 3+2+3+1+0+0=9 η μετάθεση είναι περιττή.

2ος τρόπος:Μετακινούμε το 1 στην πρώτη θέση ως εξής:


(5 4 2 1 6 3) ⎯⎯
→( 1 5 4 2 6 3)

- 13 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Μετακινούμε το 2 στην δεύτερη θέση ως εξής:


(1 5 4 2 6 3) ⎯⎯
→( 1 2 5 4 6 3)
Μετακινούμε το 3 στην τρίτη θέση ως εξής:
(1 2 5 4 6 3) ⎯⎯
→( 1 2 3 5 4 6)
Μετακινούμε το 4 στην τέταρτη θέση ως εξής:
(1 2 3 5 4 6) ⎯⎯
→( 1 2 3 4 5 6)
Παρατηρούμε ότι το 5 και το 6 είναι στις «σωστές» θέσεις και δεν προχωρούμε
περισσότερο. Τώρα μετράμε το πλήθος των αριθμών που «προσπεράσαμε» κατά τις
μετακινήσεις: 3+2+3+1=9 και η μετάθεση είναι περιττή.

Παρατήρηση 5:
α) Η μονάδα είναι άρτια μετάθεση, αφού 1=(pq)(pq) και κάθε αντιμετάθεση είναι περιττή.
β) Επειδή ένας κύκλος μήκους p>1 αναλύεται σε γινόμενο p-1 αντιμεταθέσεων, ένας
κύκλος μήκους p είναι αρτία, (αντίστοιχα περιττή), μετάθεση όταν ο p είναι περιττός,
(αντίστοιχα άρτιος).

Ορισμός 6: Θεωρούμε μια μετάθεση s. Ονομάζουμε σημείο ή πρόσημο της μετάθεσης


και θα το συμβολίζουμε με ε(s), το +1 ή το –1 εάν η μετάθεση είναι άρτια ή περιττή.
Συγκεκριμένα θα έχουμε:
⎧1, αν η s είναι άρτια

ε (s) = ⎨
⎪ −1, αν η s είναι περιττή

Παρατήρηση 6: Επειδή η μονάδα 1, (ταυτοτική συνάρτηση), είναι άρτια μετάθεση και


κάθε αντιμετάθεση (pq) είναι περιττή, έχουμε ε(1)=+1, ε(pq)=-1.

Πρόταση 1:
α) Εάν s=c1c2⋅⋅⋅cp είναι μια ανάλυση της μετάθεσης s σε γινόμενο p αντιμεταθέσεων, τότε
είναι: ε(s)=(-1)p.
β) ε(st)=ε(s)ε(t), ε(s-1)=ε(s) για όλες τις μεταθέσεις s, t∈Sn.

1.6 ΥΠΟΟΜΑΔΑ

Ορισμός 1: Αν (G, *) είναι μια ομάδα, τότε το ζεύγος (G1,*) με G1 ⊆G λέγεται


υποομάδα, (subgroup), της ομάδας (G, *), όταν είναι ομάδα με την ίδια εσωτερική πράξη,
η οποία θα πρέπει φυσικά να είναι κλειστή στο G1, δηλαδή:
(∀α, β ∈ G1 ) [ α ∗ β ∈ G1 ]
- 14 -
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

Παρατήρηση 1: Γενικά ένα υποσύνολο Η⊆Α μιας αλγεβρικής δομής Α είναι υποδομή
όταν αποτελεί την ίδια δομή με τις ίδιες πράξεις σύνθεσης.

Παράδειγμα 1: Το σύνολο Ζ των ακεραίων αριθμών, αποτελεί υποομάδα της ομάδας R


των πραγματικών αριθμών, αν ως εσωτερική πράξη θεωρήσουμε την πρόσθεση.

1.7 ΔΑΚΤΥΛΙΟΣ

Ορισμός 1: Έστω (G,∗) μια αβελιανή ομάδα. Ορίζουμε τώρα μια δεύτερη εσωτερική
πράξη, που την συμβολίζουμε με με τις εξής ιδιότητες:
(∀α, β, γ∈G)[ (α β) γ = α (β γ)] προσεταιριστική

(∀α, β, γ∈G)[ α (β∗γ) = (α β) ∗(α γ)] επιμεριστική εξ’ αριστερών

(∀α, β, γ∈G)[ (β∗γ) α = (β α) ∗(γ α)] επιμεριστική εκ δεξιών


Η ομάδα (G,∗) με την δεύτερη εσωτερική πράξη, λέγεται δακτύλιος, (ring), και
συμβολίζεται με την τριάδα (G,∗, ) .

Παρατήρηση 1: Ένα σύνολο G δέχεται την δομή δακτυλίου, αν έχουν ορισθεί δυο
εσωτερικές πράξεις με τις ιδιότητες:
α) Η πρώτη πράξη ορίζει στο G την δομή της αβελιανής ομάδας.
β) Η δεύτερη πράξη ορίζει στο G την δομή της ημιομάδας.
γ) Η δεύτερη πράξη είναι επιμεριστική ως προς την πρώτη.

Παράδειγμα 1: Το σύνολο R των πραγματικών αριθμών με εσωτερικές πράξεις την


πρόσθεση και τον πολλαπλασιασμό, δέχεται την δομή δακτυλίου διότι:
α) Το ζεύγος (R,+) είναι αβελιανή ομάδα.
β) Το ζεύγος (R,⋅) είναι ημιομάδα.
γ) Ισχύει: (∀α,β,γ)[ α⋅(β+γ)=α⋅β+α⋅γ ] και (∀α,β,γ)[ (β+γ)⋅α=β⋅α+γ⋅α ]

Ορισμός 2: Αν σ’ ένα δακτύλιο ( G, ∗, ) ισχύει: (∀α, β∈G)[ α β =β α]

τότε ο δακτύλιος λέγεται αντιμεταθετικός.

- 15 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Ορισμός 3: Ένας δακτύλιος (G,∗, ) λέγεται δακτύλιος με μοναδιαίο στοιχείο, (ή με


μονάδα), αν υπάρχει ένα στοιχείο, που ας το συμβολίσουμε με Ι με την ιδιότητα:
(∀α ∈ G) [ α Ι = Ι α = α ]

δηλαδή να υπάρχει ουδέτερο στοιχείο ως προς την δεύτερη εσωτερική πράξη.

Παράδειγμα 2: Ο δακτύλιος (R,+,⋅) είναι αντιμεταθετικός με μοναδιαίο στοιχείο.

Στα επόμενα με 0 θα συμβολίζουμε το ουδέτερο στοιχείο της πρώτης πράξης,


(που συνήθως είναι η γνωστή πρόσθεση), και με 1 το ουδέτερο στοιχείο της δεύτερης
πράξης, (που συνήθως είναι ο γνωστός πολλαπλασιασμός).

Ορισμός 4: Σ’ ένα δακτύλιο είναι δυνατόν να υπάρχουν στοιχεία α≠0 και b≠0, με την
ιδιότητα α b =0. Τα στοιχεία του δακτυλίου με αυτή την ιδιότητα, λέγονται
μηδενοδιαιρέτες, (divisors of zero). Ένας δακτύλιος χωρίς μηδενοδιαιρέτες, λέγεται
ακέραια περιοχή, (integral domain).

Παράδειγμα 3: Το σύνολο των τετραγωνικών πινάκων τύπου 2×2 αποτελεί δακτύλιο με


εσωτερικές πράξεις την πρόσθεση και τον πολλαπλασιασμό των πινάκων. Αν
θεωρήσουμε τους πίνακες:
⎛ 1 −1 ⎞ ⎛1 1⎞
A=⎜ ⎟ και B = ⎜ ⎟
⎝0 0 ⎠ ⎝1 1⎠
⎛0 0⎞
που είναι διάφοροι του μηδενικού πίνακα: O = ⎜ ⎟ τότε το γινόμενο Α.Β είναι:
⎝0 0⎠
⎛ 1 −1 ⎞ ⎛ 1 1 ⎞ ⎛ 1 − 1 1 − 1 ⎞ ⎛ 0 0 ⎞
A⋅B= ⎜ ⎟⋅⎜ ⎟=⎜ =
⎝ 0 0 ⎠ ⎝1 1⎠ ⎝ 0 0 ⎟⎠ ⎜⎝ 0 0 ⎟⎠

Άρα ο δακτύλιος των τετραγωνικών πινάκων τύπου 2×2 δεν είναι ακέραια περιοχή.

1.8 ΣΩΜΑ­ΠΕΔΙΟ

Στον δακτύλιο (R,+,.) μπορούμε να κάνουμε την εξής παρατήρηση:


Οι πραγματικοί αριθμοί R αποτελούν ομάδα ως προς την πρόσθεση. Για να αποτελούν
ομάδα και ως προς τον πολλαπλασιασμό, θα πρέπει να ισχύει η ιδιότητα του συμμετρικού
στοιχείου, δηλαδή:
( ∀α∈R)( ∃α′ ∈R) [α⋅α′ = α′ ⋅α =1]
Αλλά αν σαν α θεωρήσουμε το 0, τότε δεν ισχύει η παραπάνω ιδιότητα γιατί δεν ορίζεται
το αντίστροφο στοιχείο του μηδενός. Αν δεν λάβουμε υπ’ όψη μας το 0, τότε το σύνολο
R-{0} δέχεται την δομή της ομάδας ως προς τον πολλαπλασιασμό. Έτσι φθάνουμε στον
ορισμό του σώματος.
- 16 -
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

Ορισμός 1: Σώμα ή πεδίο, (field), ονομάζεται ένας αντιμεταθετικός δακτύλιος (G,∗, ) με


μοναδιαίο στοιχείο, τέτοιος ώστε το σύνολο G-{e} να δέχεται την δομή ομάδας ως προς
την δεύτερη πράξη.

Παράδειγμα 1: Εκτός από το σύνολο R, και τα σύνολα Q των ρητών αριθμών και C των
μιγαδικών αριθμών είναι σώματα, δηλαδή δέχονται την δομή σώματος.

Σ’ ένα σώμα, π.χ. στο R, ορίζονται και οι τέσσερις γνωστές πράξεις (+), (.), (-), (:).
Οι δυο πρώτες από τον ορισμό του σώματος, η τρίτη, (αφαίρεση), από την ύπαρξη για
κάθε στοιχείο του αντιθέτου και η τέταρτη, (η διαίρεση), από την ύπαρξη για κάθε μη
μηδενικό στοιχείο του αντιστρόφου. Έτσι σ’ ένα σώμα (G,∗, ) πάντα έχουν μονοσήμαντη
λύση οι εξισώσεις:
α∗x=β ∀α,β∈G, α x=β με α,β∈G και α≠0.
Στα επόμενα θα χρησιμοποιούμε τους εξής συμβολισμούς:
1) ( G,∗) για την αλγεβρική δομή της ομάδας G→ group=ομάδα
2) ( R,∗, ) για την αλγεβρική δομή του δακτυλίου R→ ring=δακτύλιος
3) ( F,∗, ) για την αλγεβρική δομή του σώματος ή πεδίου F→ field=πεδίο
Τελειώνουμε το κεφάλαιο αυτό με ένα διάγραμμα ροής, το οποίο περιλαμβάνει τις
αλγεβρικές δομές που μελετήσαμε μέχρι τώρα.

Ημιομάδα

Μονοειδές

Ομάδα

Αβελιανή ομάδα

Ακεραία περιοχή Δακτύλιος Mη Ακεραία περιοχή

Δακτύλιος με μονάδα

Αντιμεταθετικός δακτύλιος

Σώμα

- 17 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

1) Να ελέγξτε εάν τα παρακάτω ζεύγη αποτελούν ομάδες:


α) (G,∗),όπου G =Ζ οι ακέραιοι αριθμοί και ∗ η πράξη της αφαιρέσεως,
β) (G,∗),όπου G ={1,-1} και ∗ η πράξη του πολλαπλασιασμού,
γ) (G,∗),όπου G =Q-{0} το σύνολο των μη μηδενικών ρητών αριθμών και ∗ η
πράξη της διαιρέσεως,
δ) (G,∗),όπου G ={α+iβ / α,β∈Ζ} οι μιγαδικοί αριθμοί με πραγματικό και
φανταστικό μέρος ακέραιους αριθμούς και ∗ η πράξη της προσθέσεως.
(Απ. α) ναι, β) ναι, γ) όχι, δεν ισχύει η προσεταιριστική ιδιότητα, δ) ναι)

2) Σε μια ομάδα (G,∗) οι δυνάμεις ορίζονται ως εξής: α0=e, αn=α∗αn-1, α-n=(αn)-1,


όπου n∈N. και το α-1 σημαίνει το συμμετρικό στοιχείο του α. Να δείξετε ότι
ισχύουν οι σχέσεις: α) αrαs=αr+s β) (αr)s=αrs γ) (αr+s)t =αrt+st.

3) Δείξτε ότι εάν (G,∗) είναι μια αβελιανή ομάδα, τότε ισχύει: (α∗β)n=αn ∗βn ∀α,β∈G
και ∀n∈Z.

4) Έστω (G,∗) μια ομάδα τέτοια ώστε (α∗β)2=α2∗β2 ∀α,β∈G. Να δειχθεί ότι η ομάδα
(G,∗) είναι αβελιανή.

5) Εάν Η είναι ένα υποσύνολο μιας ομάδας (G,∗), να δειχθεί ότι το Η είναι υποομάδα
εάν και μόνο εάν α) το Η≠∅ και β) ∀α,β∈Η ⇒ α∗β-1∈Η.

6) Δείξτε ότι το σύνολο όλων των δυνάμεων ενός στοιχείου α μιας ομάδας (G,∗)
είναι υποομάδα. Η υποομάδα αυτή ονομάζεται κυκλική ομάδα που παράγεται
από το στοιχείο α.

7) Δείξτε ότι σ’ ένα δακτύλιο (R,+,⋅) ισχύουν οι σχέσεις:


α) α⋅0=0⋅α=0 β) α⋅(-β)=(-α)⋅β=-α⋅β γ) (-α)⋅(-β)=α⋅β

8) Δείξτε ότι σ’ ένα δακτύλιο (R,+,⋅) με μονάδα ισχύουν οι σχέσεις:


α) (-1)⋅α=-α, β) (-1)⋅(-1)=1.

9) Έστω ότι α2=α ∀α∈R. Να δειχθεί ότι ο δακτύλιος R είναι αντιμεταθετικός. (Ένας
τέτοιος δακτύλιος ονομάζεται δακτύλιος Bool)

10) Έστω (R,+,⋅) ένας δακτύλιος με μονάδα. Κατασκευάζουμε το σύστημα: ( R̂ ,⊕, )


όπου R̂ =R, α⊕β≡α+β+1, α β≡α⋅β+α+β. Να δείξετε ότι το ( R̂ ,⊕, ) είναι
δακτύλιος. Να ορισθούν τα ουδέτερα στοιχεία ως προς τις νέες πράξεις.

- 18 -
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΑΛΓΕΒΡΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ

11) Να αποδειχθεί ότι το σύνολο F={α+β√2 / α,β∈Q } είναι σώμα ως προς την
πρόσθεση + και τον συνήθη πολλαπλασιασμό ⋅ .

12) Να δειχθεί ότι το σύνολο D={α+β√2 / α,β∈Z } είναι ακέραια περιοχή αλλά όχι
σώμα.

- 19 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

2.1 ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Θεωρούμε ένα σώμα (F, ∗ , ), (όπου με ∗ συμβολίζουμε την πρώτη εσωτερική


πράξη του F και με την δεύτερη), και ένα σύνολο V≠∅, (τα στοιχεία του οποίου θα τα
συμβολίζουμε με v), στο οποίο έχει ορισθεί μια εσωτερική πράξη, που την συμβολίζουμε
με +, (συνήθως ονομάζεται διανυσματική πρόσθεση), και για την οποία το ζεύγος (V,+)
είναι αβελιανή ομάδα. Επίσης θεωρούμε μια εξωτερική πράξη α΄ είδους που την συμβολί-
ζουμε με (⋅):
⋅: F×V→V
με τις ιδιότητες:

1. ( ∀α ∈ F )( ∀v, w ∈ V ) ⎡⎣α ⋅ ( v + w ) = α ⋅ v + α ⋅ w ⎤⎦

2. ( ∀α, β∈ F )( ∀v ∈ V ) ⎡⎣( α ∗β ) ⋅ v = α ⋅ v + β⋅ v ⎤⎦

3. ( ∀α, β∈ F )( ∀v ∈ V ) ⎡⎣( α β ) ⋅ v = α ⋅ ( β⋅ v ) ⎤⎦
4. (∀v ∈ V)[1⋅ v = v]
Η τετράδα (V , F ,+ ,⋅) ονομάζεται διανυσματικός χώρος(6 επί του σώματος F,
(vector space over the field F).
Οι παραπάνω 4 σχέσεις παίρνουν μια πιο οικεία μορφή εάν χρησιμοποιήσουμε το
σύμβολο + και για τον πρώτο νόμο εσωτερικής συνθέσεως του σώματος F αντί για το ∗
και την τελεία ⋅ αντί για το σύμβολο , (συνήθως παραλείπουμε την τελεία). Έτσι οι 4
αυτές σχέσεις γράφονται:

1. ( ∀α ∈ F )( ∀v, w ∈ V ) ⎡⎣α ⋅ ( v + w ) = α ⋅ v + α ⋅ w ⎤⎦

2. ( ∀α, β∈ F)( ∀v ∈ V ) ⎡⎣( α + β ) ⋅ v = α ⋅ v + β⋅ v ⎤⎦

3. ( ∀α, β∈ F )( ∀v ∈ V ) ⎡⎣( αβ ) ⋅ v = α ⋅ ( β ⋅ v ) ⎤⎦
4. (∀v ∈ V)[1⋅ v = v]
Θα πρέπει όμως από εδώ και πέρα να μην γίνεται σύγχυση σχετικά με το σύμβολο + όταν
αυτό χρησιμοποιείται μεταξύ αριθμών α+β και μεταξύ διανυσμάτων v+w.
(6
Τον διανυσματικό χώρο (V, F ,+ ,⋅) θα τον συμβολίζουμε και με V[F] ή πιο απλά με V.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Στη Φυσική το σώμα F μπορεί να είναι το σώμα R των πραγματικών αριθμών ή το


σώμα C των μιγαδικών αριθμών. Στην περίπτωση που F=R ο διανυσματικός χώρος V
ονομάζεται πραγματικός χώρος, (real space), ενώ όταν F=C, ο διανυσματικός χώρος V
ονομάζεται μιγαδικός χώρος, (complex space).
Μια από τις αρχές της φυσικής, είναι η αρχή της επαλληλίας, (superposition
principle). Η διαδικασία της επαλληλίας είναι ένα είδος προσθετικής διαδικασίας κατά
την οποία διάφορες καταστάσεις ενός φυσικού συστήματος μπορούν κατά κάποιον τρόπο
να προστεθούν και να δώσουν μια νέα κατάσταση ή αν μια κατάσταση την
πολλαπλασιάσουμε με έναν αριθμό, να έχουμε μια νέα κατάσταση. Επομένως οι
καταστάσεις πρέπει να συνδυαστούν με μαθηματικά μεγέθη που να μπορούν να
προστεθούν και να δώσουν ένα νέο μέγεθος του ίδιου είδους, ή αν τα πολλαπλασιάσουμε
με έναν αριθμό να δίνουν μαθηματικά μεγέθη του ίδιου είδους. Τέτοια μαθηματικά
μεγέθη είναι τα διανύσματα. Η χρησιμοποίηση του διανυσματικού χώρου ως μαθηματική
δομή για την φυσική, οφείλεται στην αρχή της επαλληλίας.

Θεώρημα 1: Σ’ ένα διανυσματικό χώρο V επί του σώματος F ισχύουν οι σχέσεις:


1. ( ∀α ∈ F ) ⎡⎣ α ⋅ 0 = 0 ⎤⎦
2. ( ∀v ∈ V ) ⎡⎣ e ⋅ v = 0 ⎤⎦
3. ( ∀α ∈ F )( ∀v ∈ V ) ⎡⎣ α ⋅ v = 0 ⇔ α = e ή v = 0 ⎤⎦
4. ( ∀α ∈ F )( ∀v ∈ V ) [(−α) ⋅ v = α( − v) = −(α ⋅ v) ]
όπου 0 το ουδέτερο στοιχείο του V ως προς την εσωτερική πράξη και e το ουδέτερο
στοιχείο του F ως προς την πρώτη εσωτερική πράξη.
Απόδειξη:
1. Από τον ορισμό του μηδενικού διανύσματος ως ουδέτερου στοιχείου ως προς την
εσωτερική πράξη του V έχουμε 0 + 0 = 0 . Πολλαπλασιάζουμε από αριστερά με α∈F:
( )
α ⋅ 0 + 0 = α ⋅0 ⇒ α ⋅0 + α ⋅0 = α ⋅0

Προσθέτοντας το ( −α ⋅ 0) που είναι το συμμετρικό του α⋅ 0 ως προς την εσωτερική πράξη


του V, έχουμε:
( α0 + α0) + ( −α0) = α0 + ( −α0) ⇒ α0 + ( α0 + (−α0)) = 0 ⇒ α0 + 0 = 0 ⇒ α0 = 0
2. Επειδή το e είναι το ουδέτερο στοιχείο του F ως προς την πρώτη εσωτερική πράξη, θα
έχουμε:
e ∗ e = e ⇒ (e ∗ e) ⋅ v = e ⋅ v ⇒ e ⋅ v + e ⋅ v = e ⋅ v
Προσθέτοντας το − e ⋅ v , (συμμετρικό του e ⋅ v ως προς την εσωτερική πράξη του V), και
στα δυο μέλη, έχουμε:
( e ⋅ v + e ⋅ v) + ( −e ⋅ v) = e ⋅ v + ( −e ⋅ v) ⇒ e ⋅ v + ( e ⋅ v − e ⋅ v) = 0 ⇒
e×v+0=0 ⇒ e×v=0
- 22 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

3. Έστω α ⋅ v = 0 και α≠e. Τότε υπάρχει α-1 τέτοιο ώστε α −1 α = 1


Άρα v = 1⋅ v = ( α −1 α ) ⋅ v = α −1 ⋅ ( α ⋅ v ) = α −1 ⋅ 0 = 0 ⇒ v = 0

αν α=e τότε προφανώς α ⋅ v = e ⋅ v = 0


4. Έχουμε:

0 = v + (−v) ⇒ 0 = α⋅ 0 = α ( v + ( −v ) ) = α⋅ v + α⋅ ( −v )
Προσθέτουμε και στα δυο μέλη το − α ⋅ v
(−α⋅ v) + 0 = ( (−α⋅ v) + α⋅ v ) + α(−v) ⇒ −α⋅ v = α(−v)
επίσης έχουμε:
e = α∗ (−α) ⇒ 0 = e ⋅ v = ( α∗ (−α) ) ⋅ v = α⋅ v + (−α) ⋅ v
Προσθέτουμε και στα δυο μέλη το ( −α ⋅ v)
−(α⋅ v) + 0 = ( −(α⋅ v) + α⋅ v ) + (−α) ⋅ v ⇒ −α⋅ v = 0 + (−α) ⋅ v ⇒ −α⋅ v = (−α) ⋅ v

Άρα (−α) ⋅ v = α(−v) = −α⋅ v

Παράδειγμα 1: Το σύνολο R3 των διανυσμάτων του τρισδιάστατου πραγματικού χώρου


με εσωτερική πράξη την πρόσθεση των διανυσμάτων, που ορίζεται με τον κανόνα του
παραλληλογράμμου και με εξωτερική πράξη τον πολλαπλασιασμό διανύσματος επί
αριθμό, είναι ένας διανυσματικός χώρος επί του σώματος R.

Παράδειγμα 2: Αν στο καρτεσιανό γινόμενο R = R×...×R όπου R οι πραγματικοί


n

αριθμοί, ορίσουμε ως εσωτερική πράξη μεταξύ δυο τυχόντων στοιχείων: (x1,x2,…,xn) και
(y1,y2,…,yn) το άθροισμα (x1+y1,x2+y2,…,xn+yn) και ως εξωτερική πράξη το γινόμενο
ενός αριθμού λ∈R επί το στοιχείο (x1,x2,…,xn) του Rn, δηλαδή (λx1,λx2,…,λxn), τότε το
σύνολο Rn με τις δυο αυτές πράξεις αποτελεί διανυσματικό χώρο επί του σώματος R.
Είναι εύκολο να δούμε ότι το στοιχείο (0,0,…,0) είναι το ουδέτερο στοιχείο της
εσωτερικής πράξης και ότι το (-x1,-x2,…,-xn) είναι το αντίθετο στοιχείο του (x1,x2,…,xn).
Με παρόμοιο τρόπο και το Cn γίνεται διανυσματικός χώρος επί του σώματος C.

Παράδειγμα 3: Το σύνολο V των πολυωνύμων α0+α1x+…+αnxn, n βαθμού με


συντελεστές αi, i=0,1,…,n από ένα σώμα F αποτελεί διανυσματικό χώρο επί του σώματος
F με εσωτερική πράξη την πρόσθεση των πολυωνύμων και εξωτερική πράξη τον
πολλαπλασιασμό πολυωνύμου με ένα στοιχείο του σώματος F.

{
Παράδειγμα 4: Ας θεωρήσουμε το σύνολο V= f/f:( α,β) → R των πραγματικών }
συναρτήσεων που ορίζονται στο, (πεπερασμένο ή άπειρο), διάστημα (α,β). Στο σύνολο
αυτό ορίζουμε ως εσωτερική πράξη το άθροισμα των συναρτήσεων και ως εξωτερική

- 23 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

πράξη τον πολλαπλασιασμό ενός αριθμού επί μια συνάρτηση. Μ’ αυτές τις πράξεις το
σύνολο V γίνεται διανυσματικός χώρος επί του σώματος R.

{ }
β
Παράδειγμα 5: Έστω L= f/f:( α,β) → R με την ιδιότητα ∫ f (x)
2
dx < ∞ } το σύνολο
α

των τετραγωνικά ολοκληρωσίμων κατά Lebesque πραγματικών συναρτήσεων. Αν


ορίσουμε ως εσωτερική και εξωτερική πράξη όπως στο προηγούμενο παράδειγμα, τότε το
σύνολο L αποτελεί διανυσματικό χώρο επί του σώματος R, και παρίσταται με το σύμβολο
L2(α,β).
Οι διανυσματικοί χώροι με στοιχεία συναρτήσεις ονομάζονται συναρτησιακοί
χώροι, (function spaces).

Παράδειγμα 6: Αν F είναι σώμα, τότε το σύνολο V=Fn είναι διανυσματικός χώρος επί
του σώματος F με εσωτερική πράξη:

v+u= ( v1,v2 ,...,vn ) +( u1,u2 ,...,un ) =( v1 +u1,v2 +u2 ,...,vn +un )

όπου vi,ui∈F i=1,…,n

Παράδειγμα 7: Ας υποθέσουμε ότι το F είναι ένα σώμα, το οποίο περίχει ένα υποσώμα
Κ. Τότε το F μπορεί να θεωρηθεί ως διανυσματικός χώρος επί του σώματος Κ, θεωρώντας
την συνήθη πρόσθεση στο F ως την διανυσματική πρόσθεση και ορίζοντας τον βαθμωτό
πολλαπλασιασμό kv του k∈K και v∈ F να είναι το γινόμενο του k και v ως στοιχεία του
του σώματος F. Έτσι το σώμα των μιγαδικών αριθμών C είναι είναι διανυσματικός χώρος
στο σώμα των πραγματικών αριθμών και το σώμα των πραγματικών αριθμών είναι
διανυσματικός χώρος στο σώμα τωνρητών αριθμών Q.

Στα επόμενα τα στοιχεία ενός διανυσματικού χώρου V θα τα συμβολίζουμε με τα


τελευταία γράμματα του Λατινικού αλφάβητου και με έντονη γραφή: v, u, w, x, y, z,
κ.λ.π. ενώ τα στοιχεία του σώματος F, (συντελεστές), με τα πρώτα γράμματα του
Λατινικού ή Ελληνικού αλφάβητου α, a, β, b, κ.λ.π..

2.2 ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΟΧΩΡΟΣ

Ένα μη κενό υποσύνολο W ενός διανυσματικού χώρου V επί του σώματος F


ονομάζεται διανυσματικός υπόχωρος του V, (ή απλώς υπόχωρος), (vector subspace), αν
από μόνο του το W με τις ίδιες πράξεις είναι διανυσματικός χώρος.
Αποδεικνύεται ότι το W είναι διανυσματικός υπόχωρος αν είναι κλειστός ως προς
τις δυο πράξεις:
α) (∀v,u∈W)[v+u∈W]

- 24 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

β) (∀α∈F) (∀v∈W)[α⋅v∈W]
Οι σχέσεις α) και β) διατυπώνονται κατά ενιαίο τρόπο από την σχέση:
(∀α, β∈F) (∀v,u∈W)[αv+βu∈W] (1)
Απόδειξη: Αν το W είναι διανυσματικός υπόχωρος τότε προφανώς ισχύει η σχέση (1).
Αντιστρόφως: Υποθέτουμε ότι ισχύει η (1), τότε επειδή W⊂V ισχύουν όλες οι ιδιότητες
οι σχετικές με τον ορισμό του διανυσματικού χώρου εκτός του ότι:
α) η πρόσθεση και ο βαθμωτός πολλαπλασιασμός δίνουν στοιχεία τα οποία ανήκουν στον
W
β) το ουδέτερο και το συμμετρικό κάθε στοιχείου του W ανήκουν επίσης στον W.
Πράγματι:
α) αν α=β=1 ⇒ v+u∈W
αν β=0 ή u=0 τότε αv∈W
β) αν α =1, β=-1 και v=u τότε αv+βu=v-v=0∈W και τέλος
αν α=-1 και u=0 τότε -v∈W

Παράδειγμα 1: Έστω V ο διανυσματικός χώρος R3 και W το σύνολο των διανυσμάτων


των οποίων η τρίτη συνιστώσα είναι μηδέν, (προφανώς τα διανύσματα του W κείνται στο
επίπεδο XOY), δηλαδή W={ (x,y,0) / x, y ∈R }. Τότε το W είναι ένας διανυσματικός
υπόχωρος του V.
Απόδειξη: Έστω v=(v1,v2,0) και u=(u1,u2,0) δυο διανύσματα του W. Τότε
αv+βu=α(v1,v2,0)+β(u1,u2,0)=(αv1+βu1,αv2+βu2,0)
Επειδή το διάνυσμα αv+βu έχει την τρίτη συνιστώσα του μηδέν, ανήκει στο W. Άρα το W
είναι διανυσματικός υπόχωρος.

Παράδειγμα 2: Αν V είναι ο διανυσματικός χώρος των τετραγωνικών n×n πινάκων επί


του σώματος R, τότε το σύνολο W των πινάκων Α=(αij) με αij=αji, (συμμετρικοί πίνακες),
είναι ένας υπόχωρος του V.
Απόδειξη: Έστω Α και Β δυο συμμετρικοί πίνακες n×n. Θεωρούμε τον πίνακα
C=αΑ+βΒ. Έχουμε:
Cij=(αΑ+βΒ)ij=αΑij+βΒij=αΑji+βΒji=(αΑ+βΒ)ji=Cji
δηλαδή ο πίνακας C είναι συμμετρικός. Επόμένως το σύνολο W των συμμετρικών
πινάκων n×n είναι διανυσματικός υπόχωρος του διανυσματικού χώρου των n×n
τετραγωνικών πινάκων.

Παράδειγμα 3: Έστω V ο διανυσματικός χώρος των πολυωνύμων μέχρι n βαθμού. Τότε


το σύνολο W των πολυωνύμων μέχρι βαθμού k<n είναι υπόχωρος του V.
Απόδειξη: Έστω δύο πολυώνυμα Pk(x) και Qk(x) k βαθμού. Τα πολυώνυμα αPk(x) και
βQk(x) με α,β∈R είναι επίσης πολυώνυμα k βαθμού, όπως καο το άθροισμα τους
αPk(x)+βQk(x). Άρα το σύνολο W των πολυωνύμων μέχρι k βαθμού είναι διανυσματικός
υπόχωρος του διανυσματικού χώρου V.

- 25 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Α και Β δυο συμμετρικοί πίνακες n×n. Θεωρούμε τον πίνακα C=αΑ+βΒ. Έχουμε:

Παράδειγμα 4: Θεωρούμε το ομογενές γραμμικό σύστημα m εξισώσεων με n αγνώστους


x1,…,xn από το σώμα F=R ή C:
α11x1+ α12x2+⋅⋅⋅+ α1nxn=0
α12x1+ α22x2+⋅⋅⋅+ α2nxn=0
............................................
αm1x1+ αm2x2+⋅⋅⋅+ αmnxn=0
Το σύνολο W των λύσεων αποτελεί ένα διανυσματικό υπόχωρο του διανυσματικού χώρου
V=Fn.
Απόδειξη: Κατ’ αρχάς W≠∅ διότι 0=(0,0,…,0)∈W επειδή είναι η τετριμμένη μηδενική
λύση. Τώρα θα αποδείξουμε ότι αν u=(u1,…,un) και v=(v1,…,vn) ανήκουν στο σύνολο W,
δηλαδή
αi1u1+ αi2u2+⋅⋅⋅+ αinun=0
αi1v1+ αi2v2+⋅⋅⋅+ αinvn=0 για i=1,2,…m
και α,β∈F τότε και το αu+βv∈W. Πράγματι
αu+βv=(αu1+βv1, αu2+βv2,…, αun+βvn) και για i=1,2,…,m έχουμε:
αi1(αu1+βv1)+ αi2(αu2+βv2)+⋅⋅⋅+ αin(αun+βvn)=
α(αi1u1+ αi2u2+⋅⋅⋅+ αinun)+β(αi1v1+ αi2v2+⋅⋅⋅+ αinvn)=α0+β0=0
Άρα το αu+βv είναι λύση του συστήματος, δηλαδή ανήκει στο W και επομένως το W
είναι υπόχωρος του Fn.

2.3 ΑΛΓΕΒΡΑ

Σ’ ένα διανυσματικό χώρο (V,F,+,⋅) θεωρούμε μια δεύτερη πράξη εσωτερικής


σύνθεσης, που την συμβολίζουμε με ˆ δηλαδή:
:V×V→ V
Αν η εσωτερική αυτή πράξη έχει τις εξής ιδιότητες:

1. ( ∀v, u, w ∈V ) [ v ˆ (u + w ) = v ˆ u + v ˆ w ] επιμεριστική εξ' αριστερών

2. ( ∀v, u, w ∈V ) [ (u + w) ˆ v = u ˆ v + w ˆ v ] επιμεριστική εκ δεξιών

3. ( ∀ u, v ∈ V )( ∀λ ∈ F ) [ λ ⋅ ( v ˆ u) = (λ ⋅ v) ˆ u = v ˆ (λ ⋅ u)]

- 26 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

τότε ο διανυσματικός χώρος V ονομάζεται άλγεβρα επί του σώματος F, (algebra over
the field F). Από τις επί πλέον ιδιότητες που μπορεί να έχει η δεύτερη πράξη,
χαρακτηρίζεται και η άλγεβρα, π.χ. εάν:
α) (v ˆ u) ˆ w = v ˆ (u ˆ w) Προσεταιριστική Ιδιότητα → Προσεταιριστική
Άλγεβρα
β) vˆu =uˆ v Αντιμεταθετική ιδιότητα → Αντιμεταθετική Άλγεβρα

γ) ( ∃1 ∈ V )( ∀v ∈ V ) [1 ˆ v = v ˆ 1 = v] Ύπαρξη ουδετέρου στοιχείου → Άλγεβρα με


ουδέτερο στοιχείο.

Παράδειγμα 1: Το σύνολο των τετραγωνικών πινάκων n×n με πραγματικά στοιχεία,


σχηματίζει έναν διανυσματικό χώρο με πράξεις την πρόσθεση των πινάκων και τον
βαθμωτό πολλαπλασιασμό. Ο διανυσματικός αυτός χώρος μαζί με τον πολλαπλασιασμό
των πινάκων, εύκολα μπορούμε να δούμε ότι αποτελεί άλγεβρα, η οποία είναι
προσεταιριστική και έχει ουδέτερο στοιχείο, που είναι ο ταυτοτικός πίνακας.

2.4 ΓΡΑΜΜΙΚΟΣ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ

Έστω V διανυσματικός χώρος επί του σώματος F και έστω v1,v2,…,vm∈V. Κάθε
διάνυσμα του V της μορφής:
m
w=α1v1+α2v2+…+αmvm= ∑ αi vi όπου αi∈F
i =1

ονομάζεται γραμμικός συνδυασμός, (linear combination), των διανυσμάτων v1,v2,…,vm.

Θεώρημα 1: Αν S⊂V με S≠∅ και V ένας διανυσματικός χώρος επί του σώματος F, τότε
το σύνολο:
⎧m ⎫
L(S)= ⎨∑ α i v i / α i ∈ F, v i ∈ S⎬
⎩ i =1 ⎭
όλων των γραμμικών συνδυασμών των διανυσμάτων του S, είναι ένας υπόχωρος του V.
Για κάθε δε άλλον υπόχωρο W του V, που περιέχει το S, τότε L(S)⊂W, δηλαδή το L(S)
είναι ο μικρότερος υπόχωρος του V, που περιέχει το S. Γι’ αυτό το L(S) ονομάζεται
υπόχωρος που γεννάται από το S και τα στοιχεία του S ονομάζονται γεννήτορες,
(generators). Επίσης λέμε ότι το S αποτελεί ένα σύστημα γεννητόρων του υποχώρου
L(S).
Απόδειξη: Εάν vi∈S, τότε 1vi=vi∈L(S), άρα το S είναι ένα υποσύνολο του L(S). Για να
αποδείξουμε τώρα ότι το σύνολο L(S) είναι διανυσματικός υπόχωρος του V, θεωρούμε
δυο διανύσματα u, w∈L(S) και θα αποδείξουμε ότι ένας τυχαίος γραμμικός συνδυασμός
τους ανήκει στο L(S). Έστω
u=α1v1+⋅⋅⋅+αnvn∈L(S) και w=β1v1+⋅⋅⋅+βnvn∈L(S)
- 27 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

τότε λu+μw=(λα1+μβ1)v1+⋅⋅⋅+(λαn+μβn)vn∈L(S)
εφ' όσον το διάνυσμα λu+μw είναι ένας γραμμικός συνδυασμός των διανυσμάτων vi .
Άρα το σύνολο L(S) είναι ένας διανυσματικός υπόχωρος του V.
Στη συνέχεια ας υποθέσουμε ότι ο W είναι ένας διανυσματικός υπόχωρος του V
που περιέχει το σύνολο S, δηλαδή S⊂W. Εάν θεωρήσουμε τα διανύσματα v1,v2,⋅⋅⋅,vm του
S, τότε τα διανύσματα αυτά ανήκουν και στον W, ο οποίος, επειδή είναι διαν. υπόχωρος,
θα περιέχει και όλους τους γραμμικούς συνδυασμούς αυτών, δηλαδή c1v1+⋅⋅⋅+cmvm άρα
L(S)⊂W.

Παράδειγμα 1: Αν V=R3 και S={v1,v2}, όπου τα διανύσματα v1, v2 κείνται στο επίπεδο
XOY, τότε το L(S)=R2, συγκεκριμένα είναι ο διανυσματικός υπόχωρος που αποτελείται
από το επίπεδο XOY.

2.5 ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΥΘΥ ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΟΧΩΡΩΝ

Έστω U και W δυο υπόχωροι ενός διανυσματικού χώρου V επί του σώματος F.

Ορισμός 1: Το σύνολο U+W={ v=u+w / u∈U, w∈W } ορίζεται ως άθροισμα, (sum), των
U και W(7.

Θεώρημα 1: Το σύνολο U+W είναι επίσης ένας υπόχωρος του V.


Απόδειξη: Επειδή 0∈U και 0∈W τότε 0=0+0∈U+W.
Εάν υποθέσουμε ότι v=u+w∈U+W και v′=u′+w′∈U+W με u, u′∈U και w, w′∈W, τότε
λv+μv′=λ(u+w)+μ(u′+w′)=(λu+μu′)+(λw+μw′)∈U+W

Ορισμός 2: Ο διανυσματικός χώρος V θα λέγεται ευθύ άθροισμα, (direct sum), των


υποχώρων U και W και θα συμβολίζεται V=U⊕W αν κάθε διάνυσμα v∈V μπορεί να
γραφεί κατά μοναδικό τρόπο σαν v=u+w, όπου u∈U και w∈W. Ο διανυσματικός
υπόχωρος U θα λέγεται συμπληρωματικός υπόχωρος του W και ο W
συμπληρωματικός υπόχωρος του U.

Θεώρημα 2: Ο διανυσματικός χώρος V είναι ευθύ άθροισμα των υποχώρων U και W αν


και μόνο αν: α) V=U+W β) U∩W={0}, 0=μηδενικό διάνυσμα
Απόδειξη: Έστω ότι V=U⊕W τότε κάθε διάνυσμα v∈V μπορεί να γραφεί κατά μοναδικό
τρόπο υπο την μορφή: v=u+w, όπου u∈U και w∈W. Επομένως V=U+W.
Υποθέτουμε τώρα ότι v∈U∩W, τότε:
i) v∈U ⇒ v=v+0 όπου v∈U και 0∈W και

(7
Ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει την διαφορά μεταξύ των συνόλων U+W και U∪W.
- 28 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

ii) v∈W ⇒ v=0+v όπου v∈W και 0∈U


Επειδή ένα τέτοιο άθροισμα για το v πρέπει να είναι μοναδικό καταλήγουμε στο ότι v=0.
Άρα U∩W={0}.
Αντιστρόφως, ας υποθέσουμε ότι V=U+W και U∩W={0}. ΄Εστω v∈V. Επειδή V=U+W,
υπάρχουν διανύσματα u∈U και w∈W τέτοια ώστε v=u+w. Το μόνο που χρειαζόμαστε
τώρα είναι να δείξουμε ότι ένα τέτοιο άθροισμα είναι μοναδικό. Ας υποθέσουμε ότι
v=u′+w′ όπου u′∈U, w′∈W. Τότε:
u+w=u′+w′ ⇒ u-u′=w-w′
αλλά u-u′∈U και w-w′∈W και επειδή U∩W={0} θα έχουμε:
u-u′=0, w-w′=0 ⇒ u=u′, w=w′
Επομένως ένα τέτοιο άθροισμα για το v είναι μοναδικό και τελικά V=U⊕W.

Παράδειγμα 1: Έστω V=R3, U το επίπεδο XOY και W το επίπεδο YOZ:


U = {( α, β,0) / α, β∈R} και W = {( 0, β, γ ) / β, γ∈R}
Τότε R3=U+W εφ’ όσον κάθε διάνυσμα του R3 μπορεί να γραφεί ως άθροισμα ενός
διανύσματος του U και ενός διανύσματος του W. Όμως το R3 δεν είναι ευθύ άθροισμα
των U και W εφ’ όσον τέτοια αθροίσματα δεν είναι μοναδικά, π.χ. (3,5,7)=(3,1,0)+(0,4,7)
όπως (3,5,7)=(3,-4,0)+(0,9,7). (Αλλά και U∩W= {άξονας OY}⊃{0}. Πιο γενικά
μπορούμε να γράψουμε (α,β,γ)=(α,β1+β2,γ)=(α,β1,0)+(0,β2,γ) όπου (α,β1,0)∈U και
(0,β2,γ)∈W, δηλαδή βλέπουμε ότι η δεύτερη συνιστώσα β μπορεί να γραφεί κατά
άπειρους τρόπους ως άθροισμα β1+β2.

Παράδειγμα 2: Στο προηγούμενο παράδειγμα, αν U είναι το επίπεδο XOY και W o


άξονας ΟΖ, δηλαδή
U = {( α, β,0) / α, β∈R} και W = {( 0,0, γ) / γ∈R}
τότε κάθε διάνυσμα (α,β,γ)∈R3 μπορεί να γραφεί ως άθροισμα ενός διανύσματος του U
και ενός διανύσματος του W κατά μοναδικό τρόπο:
(α,β,γ)=(α,β,0)+(0,0,γ)
Επομένως το R3 είναι ευθύ άθροισμα των U και W: R3=U⊕W, (U∩W={0})

2.6 ΓΡΑΜΜΙΚΑ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ

Έστω V διανυσματικός χώρος επί του σώματος F. Τα διανύσματα v1,v2,…,vm∈V


λέγονται γραμμικά εξαρτημένα, (linear depentend), αν υπάρχουν αριθμοί αi i=1,2,.…m
από το σώμα F, όχι όλοι μηδέν, τέτοιοι ώστε:

- 29 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

α1v1+ α2v2+…+ αmvm=0


Σε αντίθετη περίπτωση τα διανύσματα λέγονται γραμμικά ανεξάρτητα, (linear
indepentend), δηλαδή όταν η σχέση:
α1v1+ α2v2+…+ αmvm=0
συνεπάγεται την σχέση: α1=0, α2=0,…,αm=0

Παρατήρηση 1: Αν ένα από τα διανύσματα v1,v2,…,vm είναι το μηδενικό διάνυσμα, έστω


το v1=0, τότε τα διανύσματα είναι γραμμικά εξαρτημένα διότι ισχύει:
1v1+0v2+…+0vm=10+0+…+0=0
και ο συντελεστής του v1 είναι ≠0. Επίσης κάθε μη μηδενικό διάνυσμα v είναι από μόνο
του γραμμικά ανεξάρτητο διότι:
αv=0 με v≠0 ⇒ α=0

Θεώρημα 1: Τα μη μηδενικά διανύσματα v1,v2,…,vm είναι γραμμικά εξαρτημένα αν και


μόνο αν ένα από αυτά, έστω το vi είναι γραμμικός συνδυασμός των προηγουμένων
vi=α1v1+…+αi-1vi-1.
Απόδειξη: Έστω vi=α1v1+…+αi-1vi-1, τότε α1v1+…+αi-1vi-1-vi+0vi+1+…+0vm=0
και ο συντελεστής του vi είναι διάφορος του μηδενός. Άρα τα vi i=1,…,m είναι γραμμικώς
εξαρτημένα.
Αντιστρόφως: Υποθέτουμε ότι τα vi, i=1,…,m είναι γραμμικά εξαρτημένα. Τότε
υπάρχουν αριθμοί α1,α2…,αm όχι όλοι μηδέν ώστε:
α1v1+…+αmvm=0
Έστω k ο μεγαλύτερος ακέραιος, τέτοιος ώστε αk≠0. Τότε:
α1v1 +…+αkvk+0vk+1+…+0vm=0 ή α1v1+…+αkvk=0
Αν k=1, τότε α1v1=0 με α1≠0 ⇒ v1=0 αλλά τα vi≠0, i=1,…,m. Επομένως k>1 και
vk=-αk-1α1v1-…-αk-1αk-1vk-1vk-1 δηλαδή το vk είναι γραμμικός συνδυασμός των
προηγουμένων διανυσμάτων.

Παράδειγμα 1: Έστω ο διανυσματικός χώρος V=R2 επί του σώματος R. Δύο διανύσματα
v1 και v2 που δεν είναι συνευθειακά, Σχήμα 1, είναι
y
γραμμικά ανεξάρτητα.
Πράγματι η σχέση α1v1+α2v2=0 είναι δυνατή μόνο
v2 αν α1=α2=0 διότι διαφορετικά μεταφέροντας το α2v2
στο δεύτερο μέλος θα έχουμε α1v1=-α2v2 δηλαδή τα
v1 διανύσματα α1v1 και α2v2 θα έπρεπε να είναι
αντίθετα και επομένως να έχουν την ίδια διεύθυνση
και αντίθετη φορά. Αυτό όμως είναι αδύνατο γιατί
O x
Σχ. 1 - 30 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

το α1v1 έχει την διεύθυνση του v1 και το α2v2 την διεύθυνση του v2.
Στον χώρο R2 τρία οποιαδήποτε διανύσματα
v1, v2, v3 είναι γραμμικά εξαρτημένα, διότι y
μπορούμε να βρούμε μη μηδενικούς v1
αριθμούς α1, α2, α3 τέτοιους ώστε να ισχύει:
σ1
α1v1+ α2v2+ α3v3 =0 (1) -v3
v2
Οι αριθμοί α1, α2, α3 βρίσκονται ως εξής:
σ2
Αναλύουμε το διάνυσμα -v3 σε δυο
συνιστώσες σ1 και σ2 που να έχουν v3
αντίστοιχα την διεύθυνση των v1 και v2,
Σχήμα 2. Τότε:
v v
-v3=σ1+σ2= σ1 1 − σ2 2 ή x
v1 v2 Σχ. 2
σ1 σ2
v1 − v2 + v3 = 0
v1 v2
Συγκρίνοντας με την (1) έχουμε:
σ σ2
α1 = 1 , α 2 = − , α3=1
v1 v2
Πολλαπλασιάζοντας τις τιμές αυτές επί οποιαδήποτε σταθερά k, μπορούμε να βρούμε
άπειρες τριάδες τιμών των α1, α2, α3. Άρα στον χώρο R2 τρία ή περισσότερα διανύσματα
είναι πάντα γραμμικά εξαρτημένα.

Παράδειγμα 2: Τα διανύσματα v1=(6,2,3,4), v2=(0,5,-3,1) και v3=(0,0,7,-2) είναι


γραμμικά ανεξάρτητα.
Απόδειξη: Έστω α1v1+ α2v2+ α3v3 =0 ⇒
(6α1,2α1,3α1,4α1)+(0,5α2,-3α2,α2)+(0,0,7α3,-2α3)= (0,0,0,0) ⇒
(6α1,2α1+5α2,3α1-3α2+7α3,4α1+α2-2α3)=(0,0,0,0) ⇒
6α1=0, 2α1+5α2=0, 3α1-3α2+7α3=0, 4α1+α2-2α3=0 ⇒ α1=α2=α3=0
Άρα τα διανύσματα v1, v2, v3 είναι γραμμικά ανεξάρτητα.

Παράδειγμα 3: Τα διανύσματα: v1=(1,-1,0), v2=(1,3,-1) και v3=(5,3,-2) είναι γραμμικά


εξαρτημένα.
Απόδειξη: Έστω α1v1+ α2v2+ α3v3 =0 ⇒ (α1,-α1,0)+(α2,3α2,-α2)+(5α3,3α3,-2α3)=(0,0,0) ⇒
(α1+α2+5α3,-α1+3α2+3α3, -α2-2α3)=(0,0,0) ⇒
α1 + α2 + 5α3=0 (1α)
-α1 +3α2+ 3α3=0 (1β )
0α1 - α2 - 2α3=0 (1γ)

- 31 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Από την εξίσωση (1γ) προκύπτει α2=-2α3 οπότε οι δυο πρώτες εξισώσεις (1α) και (1β)
γράφονται:
α1 +-2α3 + 5α3=0, -α1 -6α3+ 3α3=0
οι οποίες ταυτίζονται με την εξίσωση α1+3α3=0 ⇒ α1=-3α3. Επομένως θεωρώντας το α3
ως ελέυθερη παράμετρο μπορούμε να εκφράσουμς τα α1 και α2 με την βοήθεια του α3,
δηλαδή α1=-3α3, α2=-2α3. Επομένως το σύστημα των εξισώσεων (1α), (1β), (1γ) έχει
άπειρες λύσεις της μορφής (α1,α2,α3)=α3(-3,-2,1) δηλαδή όλες οι λύσεις είναι
πολλαπλάσια της τριάδας (-3,-2,1), Άρα τα διανύσματα v1=(1,-1,0), v2=(1,3,-1) και
v3=(5,3,-2) είναι γραμμικά εξαρτημένα.

2.7 ΓΕΝΝΗΤΟΡΕΣ ΕΝΟΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Ορισμός 1: Έστω ένας διανυσματικός χώρος V επί του σώματος F και τα διανύσματα v1,
v2,…,vk∈V. Θα λέμε ότι τα διανύσματα v1, v2, …,vk αποτελούν ένα σύστημα
γεννητόρων ή ότι γεννούν τον χώρο, ή παράγουν τον χώρο V, (span the space), όταν
κάθε διάνυσμα u∈V μπορεί να γραφεί ως γραμμικός συνδυασμός των vi, i=1,…,k,
δηλαδή:
u=α1v1+ α2v2+ . . . + αkvk

Θεώρημα 1: Έστω ότι τα διανύσματα {v1, v2, . . ., vm} γεννούν τον διανυσματικό χώρο V.
Να δειχθεί ότι:
1) Αν w∈V, τότε το σύνολο {w, v1, v2, . . ., vm} είναι γραμμικά εξαρτημένο και γεννά
τον V.
2) Αν το vi είναι γραμμικός συνδυασμός των προηγουμένων διανυσμάτων, τότε το
σύνολο {v1, . . ., vi-1, vi+1, . . ., vm} γεννά τον χώρο V.
Απόδειξη:
1) Εάν w∈V, τότε το w είναι ένας γραμμικός συνδυασμός των vj αφού τα {vj} γεννούν
τον V, δηλαδή w=α1v1+α2v2+⋅⋅⋅+αnvn ⇒ α1v1+α2v2+⋅⋅⋅+αnvn-w=0 με κάποιους
συντελεστές αi διάφοροι του μηδενός. Επομένως τα {w, v1, v2, …, vm} είναι γραμμικά
εξαρτημένα. Προφανώς το w με τα vj γεννούν τον V αφού τα vj γεννούν από μόνα τους
τον V. Δηλαδή τα {w, v1, v2, …, vm} γεννούν τον V.
2) Έστω vi=k1v1+…+ki-1vi-1 και u∈V. Επειδή τα {vj} γεννούν τον V, το u είναι ένας
γραμμικός συνδυασμός των vj : u=α1v1+…+αivi+⋅⋅⋅+αmvm και αντικαθιστώντας το vi
έχουμε:
u=α1v1+…+ αi-1vi-1+αi(k1v1+…+ki-1vi-1)+ αi+1vi+1+…+ αmvm=
=(α1+αik1)v1+…+(αi-1+αiki-1)vi-1+α1+1vi+1+…+αmvm

- 32 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

Έτσι τα {v1, …, vi-1, vi+1, …, vm} γεννούν τον V, με άλλα λόγια μπορούμε να
παραλείψουμε το vi από ένα σύστημα γεννητόρων και να προκύψει πάλι ένα σύστημα
γεννητόρων.

Παράδειγμα 1: Τα διανύσματα e1=(1,0,0), e2=(0,1,0), e3=(0,0,1) αποτελούν ένα σύστημα


γεννητόρων διότι κάθε διάνυσμα v=(x,y,z) μπορεί να γραφεί ως
v=(x,y,z)=xe1+ye2+ze3
Επίσης τα διανύσματα f1=(1,1,1), f2=(1,1,0), f3=(1,0,0) αποτελούν ένα σύστημα
γεννητόρων του v=R3 διότι κάθε διάνυσμα v=(x,y,z) μπορεί να γραφεί ως
v=(x,y,z)=zf1+(y-z)f2+(x-y)f3
Οι συντελεστές α1, α2, α3, των διανυσμάτων f1, f2, f3, βρίσκονται ως εξής:
Έστω v=(x,y,z)= α1f1+ α2f2+ α3f3=( α1,α1,α1)+(α2,α2,0)+(α3,0,0)=(α1+α2+α3,α1+α2,α1) ⇒
α1+α2+α3=x, α1+α2=y, α1=z ⇒ α1=z, α2=y-z, α3=x-y

2.8 ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΕΝΟΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Ορισμός 1: Τα διανύσματα v1, v2, . . ., vn, ∈V θα λέμε ότι αποτελούν μια βάση, (base),
του διανυσματικού χώρου V αν είναι συγχρόνως γραμμικά ανεξάρτητα και αποτελούν
σύστημα γεννητόρων.
Εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι η ανάπτυξη ενός διανύσματος ως προς
μια βάση είναι μοναδική. Αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι η βάση αποτελείται από
ανεξάρτητα διανύσματα. Πράγματι, έστω ότι το διάνυσμα u έχει δυο διαφορετικές
αναπτύξεις ως προς την βάση {v1, v2, . . .,vn}, δηλαδή:
u=α1v1+⋅⋅⋅+ αnvn και u=β1v1+⋅⋅⋅+ βnvn
Αφαιρώντας κατά μέλη τις παραπάνω σχέσεις έχουμε:
0=(α1-β1)v1+⋅⋅⋅+(αn-βn) vn ⇒ α1=β1,⋅⋅⋅, αn=βn
επειδή τα διανύσματα v1, v2, . . .,vn είναι γραμμικά ανεξάρτητα.

Θεώρημα 1: Αν V διανυσματικός χώρος επί του σώματος F και αν { v1, . . ., vm} είναι
οποιοδήποτε σύνολο από γραμμικά ανεξάρτητα διανύσματα, τότε μπορούμε να βρούμε
διανύσματα vm+1, . . ., vm+p έτσι ώστε τα διανύσματα {v1, . . ., vm, vm+1, . . ., vm+p} να
αποτελούν μια βάση, (εκτός αν τα {v1, . . ., vm} σχηματίζουν ήδη μια βάση). Δηλαδή κάθε
γραμμικά ανεξάρτητο σύνολο μπορεί να επεκταθεί σε βάση.
Απόδειξη: Έστω μια βάση {e1, . . ., en} του διανυσματικού χώρου V. Θεωρούμε το
σύνολο S των διανυσμάτων:
S={v1, . . ., vm, e1, . . ., en}
- 33 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

το οποίο βάσει του προηγουμένου θεωρήματος 1, παρ. 2.7 είναι γραμμικά εξαρτημένο,
διότι τα διανύσματα e1, . . ., en σαν βάση, αποτελούν σύστημα γεννητόρων. Επομένως ένα
τουλάχιστον διάνυσμα του S είναι γραμμικός συνδυασμός των προηγουμένων, (θεώρημα
1, παρ. 2.6). Το διάνυσμα αυτό δεν μπορεί να είναι ένα από τα v1, . . ., vm διότι τα v1, . . .,
vm είναι γραμμικά ανεξάρτητα και άρα θα είναι κάποιο από τα e1, . . ., en έστω το ei,
1≤i≤n. Θεωρούμε τώρα το σύνολο S΄
S΄={ v1, . . ., vm, e1, . . ., ei-1, ei+1, . . ., en}
που βάσει του θεωρήματος 1, παρ. 2.7 εξακολουθεί να είναι σύστημα γεννητόρων. Αν
τώρα το S΄ είναι και γραμμικά ανεξάρτητο, το θεώρημα αποδείχθηκε. Διαφορετικά
εφαρμόζουμε την ίδια διαδικασία έως ότου καταλήξουμε σ’ ένα γραμμικά ανεξάρτητο
σύνολο διανυσμάτων, που θα περιέχει τα v1, . . ., vm και που θα είναι και σύστημα
γεννητόρων και επομένως θα αποτελεί βάση.

Θεώρημα 2: Το πλήθος των στοιχείων οποιασδήποτε βάσης ενός διανυσματικού χώρου V


είναι το ίδιο για όλες τις βάσεις.
Απόδειξη: Έστω U={v1,v2, . . ., vn} και W={ w1, w2, . . ., wm} δυο πεπερασμένα σύνολα
διανυσμάτων του διανυσματικού χώρου V που το καθένα έχει μια από τις δυο
χαρακτηριστικές ιδιότητες της βάσης, δηλαδή δεχόμαστε ότι το U είναι σύστημα
γεννητόρων αλλά όχι γραμμικά ανεξάρτητο και ότι το σύνολο W είναι γραμμικά
ανεξάρτητο αλλά όχι σύστημα γεννητόρων. Θεωρούμε το σύνολο:
S={ wm, v1, v2, . . ., vn}
Αφού τα {v1,v2, . . ., vn} είναι γεννήτορες του διανυσματικού χώρου V, σύμφωνα με το
θεώρημα 1, παρ. 2.7, το S είναι γραμμικά εξαρτημένο και επομένως θα υπάρχει κάποιο vi
του S που είναι γραμμικός συνδυασμός των προηγουμένων και το οποίο μπορούμε να
παραλείψουμε δημιουργώντας το σύνολο:
S΄={ wm,v1, . . ., vi-1, vi+1, . . ., vn}
Στη συνέχεια θεωρούμε το σύνολο:
S1′={ wm-1,wm,v1, . . ., vi-1, vi+1, . . ., vn}
και εφαρμόζουμε την ίδια διαδικασία όπου κάθε φορά που προσθέτουμε ένα wi
αφαιρούμε συγχρόνως κάποιο vi. Συνεχίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο καταλήγουμε στις εξής
δυο δυνατές περιπτώσεις:
α) Τα wi να έχουν προστεθεί όλα στο τελικό S΄k . Στην περίπτωση αυτή έχουμε δυο
υποπεριπτώσεις για τα vi:
α1) Να μην υπάρχουν στο τελικό S΄k που σημαίνει m=n
α2) Να έχουν απομείνει μερικά vi που σημαίνει m<n
β) Τα wi να μην έχουν προστεθεί όλα στο τελικό S΄k διότι θα έχουν προηγουμένως
αφαιρεθεί όλα τα vi από το τελικό S΄k που σημαίνει m>n .
Η περίπτωση (β) αποκλείεται διότι τα υπόλοιπα wi που δεν έχουν προστεθεί στο
τελικό S΄k, (που αποτελείται μόνο από wi και είναι σύστημα γεννητόρων), θα μπορούσαν
- 34 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

να γραφούν ως γραμμικοί συνδυασμοί των στοιχείων του τελικού S΄k που αποτελείται
μόνο από στοιχεία του W. Αυτό σημαίνει ότι το W είναι γραμμικά εξαρτημένο και
σύστημα γεννητόρων, που έρχεται σε αντίθεση με την υπόθεση. Επομένως η μόνη δυνατή
περίπτωση είναι η (α), δηλαδή m≤n . Αν τώρα αλλάξουμε τις ιδιότητες στα σύνολα U και
W, δηλαδή το U να είναι γραμμικά ανεξάρτητο και όχι σύστημα γεννητόρων και το W να
είναι σύστημα γεννητόρων και όχι γραμμικά ανεξάρτητο, τότε θα καταλήξουμε με
ανάλογους συλλογισμούς στο συμπέρασμα m≥n .
Επομένως αν τα U και W είναι βάσεις θα έχουν και τις δυο ιδιότητες και θα
ισχύουν συγχρόνως οι σχέσεις m≥n και n≥m, δηλαδή θα έχουμε n=m.
Άλλος τρόπος: Θεωρούμε την βάση U={v1,v2, ..., vn} και μια άλλη βάση W={w1, w2, ... }.
Εφ’ όσον τα διανύσματα {vi} γεννούν τον V και είναι n σε πλήθος, το σύνολο W={w1,
w2, ...} πρέπει να περιέχει n ή λιγότερα διανύσματα, διότι διαφορετικά θα είναι ένα
εξαρτημένο σύνολο διανυσμάτων. Από την άλλη πλευρά εάν η βάση W={w1, w2, ...}
περιέχει λιγότερα από n διανύσματα, τότε το σύνολο U={v1,v2, ..., vn} είναι εξαρτημένο.
Επομένως η βάση W={w1, w2, ...} περιέχει ακριβώς n διανύσματα.

Ορισμός 2: Διάσταση, (dimension), ενός διανυσματικού χώρου V ονομάζεται ο


πληθυκός αριθμός μιας βάσης, δηλαδή ο φυσικός αριθμός που εκφράζει το πλήθος των
στοιχείων μιας βάσης, που από το προηγούμενο θεώρημα είναι κοινός για όλες τις βάσεις.
Η διάσταση ενός διανυσματικού χώρου θα συμβολίζεται με dimV=n. Ο διανυσματικός
χώρος V λέγεται πεπερασμένης διάστασης, (finite dimensions), αν η βάση είναι
πεπερασμένο σύνολο n<∞. Αν dimV=∞, τότε ο διανυσματικός χώρος λέγεται απείρων
διαστάσεων, (infinite dimensions).

Παρατήρηση 1: Ορίζουμε ο διανυσματικός χώρος V={0} να έχει διάσταση 0.

Ένας άλλος ισοδύναμος ορισμός της διάστασης ενός διανυσματικού χώρου είναι
το ελάχιστο άνω φράγμα των φυσικών αριθμών για τους οποίους υπάρχουν n γραμμικά
ανεξάρτητα διανύσματα.

Θεώρημα 3: Κάθε σύνολο n+1 διανυσμάτων ενός διανυσματικού χώρου V διάστασης n


είναι γραμμικά εξαρτημένο. Ένα σύνολο n διανυσμάτων του V αποτελεί μια βάση αν και
μόνο αν είναι γραμμικά ανεξάρτητο ή διαφορετικά αν και μόνο αν κάθε διάνυσμα του V
είναι ένας γραμμικός συνδυασμός του συνόλου.

Τα συμπεράσματα των τριών αυτών θεωρημάτων με λίγα λόγια είναι:


1. Κάθε γραμμικά ανεξάρτητο σύνολο διανυσμάτων είναι μέρος μιας βάσης, το
οποίο μπορεί να επεκταθεί σε μια βάση.
2. Ένα γραμμικά ανεξάρτητο σύνολο με n στοιχεία αποτελεί βάση.
3. Κάθε σύνολο n+1 ή περισσοτέρων διανυσμάτων είναι γραμμικά εξαρτημένο σε
διανυσματικό χώρο n διαστάσεων.

- 35 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Παράδειγμα 1: Ο διανυσματικός χώρος V=Fn, (όπου F το σώμα των πραγματικών ή


μιγαδικών αριθμών), δέχεται σαν βάση τα διανύσματα:
Β={e1=(1,0,…,0), e2=(0,1,…,0), …, en=(0,0,…,1)},
τα οποία προφανώς είναι γραμμικά ανεξάρτητα και κάθε διάνυσμα v=(v1,v2,…,vn) μπορεί
να γραφεί ως:
v=v1e1+v2e2+…+ vnen.

Παράδειγμα 2: Ο διανυσματικός χώρος των πολυωνύμων Pn(x) βαθμού ≤n δέχεται ως


βάση το σύνολο των πολυωνύμων:
Β={1, x, x2,…,xn}
Εύκολα μπορούμε να δείξουμε ότι τα πολυώνυμα του Β είναι γραμμικά ανεξάρτητα και
κάθε πολυώνυμο p(x) βαθμού ≤n μπορεί να γραφεί ως γραμμικός συνδυασμός των
δυνάμεων αυτών του x. Η διάσταση του διανυσματικού χώρου Pn(x) είναι n+1.

2.9 ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΧΩΡΟΙ

Τα επόμενα θεωρήματα συνδέουν την διάσταση ενός διανυσματικού χώρου με την


διάσταση ενός διαν. υποχώρου.

Θεώρημα 1: Αν W είναι ένας υπόχωρος ενός διανυσματικού χώρου V διαστάσεων n,


dimV=n, τότε dimW≤n. Συγκεκριμένα αν dimW=n, τότε W=V.
Απόδειξη: Εφ' όσον dimV=n κάθε σύνολο n+1 ή περισσοτέρων διανυσμάτων είναι
γραμμικά εξαρτημένο. Επομένως μια βάση του W δεν μπορεί να περιέχει περισσότερα
από n+1 διανύμστα. Άρα dimW≤n.
Συγκεκριμένα εάν {w1, w2, ⋅⋅⋅, wn} είναι μια βάση του W, τότε εφ' οσον είναι ένα
ανεξάρτητο σύνολο με n στοιχεία θα είναι επίσης μια βάση του V επειδή dimV=n. Άρα
W=V όταν dimW=n.

Θεώρημα 2: Αν U και W δυο υπόχωροι ενός διανυσματικού χώρου V με dimV=n, τότε:


dim(U+W)=dimU+dimW-dim(U∩W).

Παρατήρηση 1: Αν ο V είναι ευθύ άθροισμα των U και W, δηλαδή V=U⊕W, τότε:


dimV=dimU+dimW.

Παράδειγμα 1: Έστω W ένας υπόχωρος του R3. Η διάσταση του R3 είναι dimR3=3. Από
το θεώρημα 1 προκύπτει ότι η διάσταση του W μπορεί να είναι 0, 1, 2, ή 3. Έχουμε
λοιπόν τις εξής περιπτώσεις:

- 36 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

1. Εάν dimW=0 τότε W={0} αποτελείται δηλαδή μόνο από το μηδενικό


διάνυσμα.
2. Εάν dimW=1 τότε ο W είναι μια ευθεία που διέρχεται από την αρχή των
αξόνων.
3. Εάν dimW=2 τότε ο W είναι ένα επίπεδο που διέρχεται από την αρχή των
αξόνων και
4. Εάν dimW=3 τότε ο W είναι ολόκληρος ο χώρος R3.

Παράδειγμα 2: Θεωρούμε το σώμα των μιγαδικών αριθμών C, το οποίο έχει ως υποσώμα


το σώμα των πραγματικών αριθμών R, το οποίο με την σειρά του έχει ως υποσώμα το
σώμα των ρητών αριθμών Q. Επομένως το C είναι διανυσματικός χώρος στο σώμα R και
το R είναι διανυσματικός χώρος πάνω το Q, (βλέπε παράδειγμα 7 της παραγράφου 2.1).
α. Το σύνολο {1,i} είναι μια βάση του C πάνω στο R διότι εάν v∈C έχουμε
v=a+bi=a(1)+b(i), όπου a,b∈R. Άρα το (1,i} παράγει το C πάνω στο R. Επι πλέον εάν
x(1)+y(i)=0 όπου x,y∈R, τότε x=0 και y=0. Επομένως το {1,i} είναι γραμμικά
ανεξάρτητο πάνω στο R, οπότε είναι μια βάση για το C πάνω στο R και η διάσταση
dimC=2.
β. Ας προσπαθήσουμε τώρα να βρούμε μια βάση και την αντίστοιχη διάσταση του
διανυσματικού χώρου R στο σώμα Q. Είναι γνωστό ότι ο αριθμός π είναι ένας
υπερβατικός αριθμός, δηλαδή δεν είναι ρίζα κανενός πολυωνύμου με ρητούς συντελεστές.
Έτσι για κάθε n, οι n+1 πραγματικοί αριθμοί 1, π, π2,…, πn είναι γραμμικά ανεξάρτητοι
πάνω στο Q, και άρα το R δε μπορεί να έχει διάσταση n πάνω στο Q, δηλαδή η σχέση
q0+q1x+q2x2+…+qnxn=0 με x=π και qi∈Q, i=0,1,…,n ισχύει μόνο όταν qi=0 ∀i. Κατά
συνέπεια το R έχει άπειρη διάσταση πάνω στο Q και μια βάση θα μπορούσε να είναι η
ακολουθία {1, π, π2,…, πn,…}

Μετά τον ορισμό της βάσεως και της διάστασης, μπορούμε να γυρίσουμε πίσω
στην έννοια του ευθέως αθροίσματος γενικεύοντας την έννοια του ευθέως αθροίσματος
θεωρώντας δυο διανυσματικούς χώρους V και W, οι οποίοι να μην είναι υπόχωροι του
ίδιου διανυσματικού χώρου.

Ορισμός 1. Ορίζουμε ως ευθύ άθροισμα των διανυσματικών χώρων V και W με dimV=p


και dimW=q να είναι το σύνολο V⊕W του οποίου τα στοιχεία είναι τα ζεύγη (v,w) για
κάθε v∈V και w∈W. Η πρόσθεση και ο βαθμωτός πολλαπλασιασμός γίνεται κατά τις
συνιστώσες.
Ομοίως ορίζουμε το ευθύ άθροισμα V⊕W⊕U ως το σύνολο των τριάδων (v,w,u)
με v∈V, w∈W και u∈U.

Παράδειγμα 3. Ας θεωρήσουμε τους διανυσματικούς χώρους:


V={f(x) / f(x)=συνεχής στο κλειστό διάστημα [0,1]} και W=R2.

- 37 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Τότε το ευθύ άθροισμα τους είναι:


V ⊕ W= {( v,w ) = ( f ( x ) ,(w ,w ) / f ( x ) ∈ V, ( w ,w
1 2 1 2 ) ∈ W}
Με αυτόν τον συμβολισμό εάν BV είναι μια βάση του V και BW μια βάση του W
το σύνολο BV,W των διανυσμάτων:
(v1,0), (v2,0), …, (vp,0)
(0,w1), (0,w2), …, (0,wq)
είναι μια βάση του V⊕W.

2.10 ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΓΙΝΟΜΕΝΟ

Η δομή του διανυσματικού χώρου με τις δυο πράξεις, (την εσωτερική και
εξωτερική), δεν περιέχει τις έννοιες του μήκους ενός διανύσματος και της γωνίας δυο
διανυσμάτων. Οι έννοιες αυτές εισάγονται με μια νέα πράξη, (εξωτερική β′ είδους), στον
διανυσματικό χώρο, που ονομάζεται εσωτερικό γινόμενο.
Πριν δώσουμε τον ακριβή ορισμό του εσωτερικού γινομένου, θ’ αναφερθούμε
στον διανυσματικό χώρο R2 όπου η παρουσίαση της γνωστής έννοιας του εσωτερικού
γινομένου θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα την γενίκευση των εννοιών του
μέτρου ενός διανύσματος και της γωνίας δυο διανυσμάτων σε πιο αφηρημένους χώρους,
καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται το εσωτερικό γινόμενο σε
διανυσματικούς χώρους., τόσο στους πραγματικούς αριθμούς όσο και στους μιγαδικούς.
Αν v=(v1, v2) και u=(u1, u2) δυο διανύσματα του R2, ο γνωστός τύπος για την
απόσταση μεταξύ των περάτων των v και u ή του μήκους του ευθυγράμμου τμήματος που
ενώνει τα πέρατα των v και u είναι:
( v1 − u 1 ) + ( v2 − u 2 )
2 2

Η δε απόσταση του v από την αρχή 0=(0,0) είναι: v12 + v 22 που θα την συμβολίζουμε με

v = v12 + v 22
και όχι με |v| για να γίνεται διαχωρισμός των
εννοιών του μέτρου ενός διανύσματος από την
απόλυτη τιμή ενός πραγματικού ή μιγαδικού
αριθμού. Μ’ αυτόν τον συμβολισμό η απόσταση
v2 Γ μεταξύ των v και u γράφεται: v − u .
v
Αυτά, όπως είναι γνωστό, ισχύουν για τα
μήκη και τις αποστάσεις. Τι γίνεται όμως για τις
u2 Δ γωνίες; Γενικά είναι πιο εύκολο να έχει κανείς το
α u συνημίτονο μιας γωνίας, παρά ένα από τα γνωστά
β Β Α
μέτρα των γωνιών, (μοίρες, ακτίνια, κ.λ.π.). Ο
u1 v1
Ο
- 38 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

λόγος είναι ότι η γωνία, στην γνωστή εικόνα ενός κύκλου ακτίνας ίσης με την μονάδα,
είναι το μήκος ενός κυκλικού τόξου, ενώ το συνημίτονο είναι το μήκος ενός ευθυγράμμου
τμήματος, που μπορεί να συνδεθεί ευκολότερα με την μελέτη των γραμμικών
απεικονίσεων σε διανυσματικούς χώρους. Έστω τώρα α η γωνία μεταξύ του διανύσματος
v και του θετικού άξονα ΟΧ, και β η γωνία μεταξύ του διανύσματος u και του ιδίου
άξονα. Η γωνία μεταξύ των διανυσμάτων είναι α-β και το συνημίτονο της, (από την
τριγωνομετρία), είναι:
cos(α-β)=cosαcosβ+sinαsinβ (1)
Αλλά
v1=OA=ΟΓcosα=||v||cosα
u1=OB=OΔcosβ=||u||cosβ
v2=ΑΓ=ΟΓsinα=||v||sinα
u2=BΔ=ΟΔsinβ=||u||sinβ (2)
οπότε η (1) γίνεται:
v1u1 + v 2 u 2
cos(α − β) = (3)
v u
Από την έκφραση v1u1+v2u2 μπορούμε να υπολογίζουμε γωνίες και μήκη από απλούς
τύπους, γιατί αν για κάθε ζεύγος διανυσμάτων v και u γνωρίζουμε την τιμή της έκφρασης
v1u1+v2u2 τότε μπορούμε να υπολογίζουμε όλες τις αποστάσεις και γωνίες. Πράγματι αν
πάρουμε v=u τότε η έκφραση v1u1+v2u2 γίνεται:
2
v12 + v 22 = v
που μας δίνει το μήκος του v . Ο τύπος (3) μας δίνει την γωνία συναρτήσει της έκφρασης
v1u1+v2u2 και των μηκών ||v|| και ||u|| . Για την έκφραση v1u1+v2u2 χρησιμοποιούμε τον
συμβολισμό:
(v,u)= v1u1+v2u2
Τα παραπάνω μπορούμε να συνοψίσουμε με τις σχέσεις:
1) απόσταση από 0 έως v (ή μέτρο του v) = v = ( v, v )
2) απόσταση από το v στο u = ||v-u||
(v, u)
3) συνημίτονο της γωνίας μεταξύ v και u =
v u
Σημαντικές ιδιότητες της έκφρασης (v,u)=v1u1+v2u2 την οποία μπορούμε να
θεωρήσουμε ως αριθμητική συνάρτηση των διανυσμάτων v και u είναι οι εξής:
1. είναι συμμετρική ως προς v και u, δηλαδή (v,u)=(u,v)
2. εξαρτάται γραμμικά από κάθε μεταβλητή, δηλαδή
(αv1+βv2,u)= α(v1,u)+β(v2,u) και (v,γu1+δu2)=γ(v,u1)+δ(v,u2)
2 2
3. η τιμή (v,v)= v1 + v2 είναι πάντα θετική εκτός αν v=0 .
Για την τετριμμένη περίπτωση του R, (των πραγματικών αριθμών), όπου v=(v1) και
u=(u1) έχουμε (v,u)=v1u1 από το οποίο φαίνεται γιατί το (v,u) είναι γνωστό ως εσωτερικό
- 39 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

γινόμενο, (επειδή συμπίπτει με το γινόμενο των αντιστοίχων πραγματικών αριθμών). Το


συνημίτονο της γωνίας θ μεταξύ των διανυσμάτων v και u είναι:
( v, u ) vu
cos θ = = 1 1 = 1 ή -1
v u v u

και η γωνία θ θα είναι 0 ή π όπως και πράγματι είναι.


Ας δούμε τώρα τι συμβαίνει στην περίπτωση του C2 αντί του R2. Μια φυσική
γενίκευση θα ήταν αν για v=(v1,v2) και u=(u1,u2), (όπου τώρα τα v1, v2, u1, u2 είναι
μιγαδικοί αριθμοί), γράφαμε πάλι
( v, u ) = v1u1 +v 2 u 2 (4)

Τότε θα έπρεπε οι εκφράσεις v = ( v, v) και v − u να χρησιμοποιηθούν ως μέτρα


αποστάσεων. Παρατηρούμε όμως το εξής παράξενο
2 2
iv = (i v , i v ) = i( v , i v ) = i 2 ( v , v ) = − v (*) (8

Αυτό σημαίνει ότι αν το v είναι θετικό, δηλαδή αν το v είναι σε θετική απόσταση από
την αρχή, τότε το iv δεν είναι, αλλά η απόσταση του από την αρχή είναι φανταστική ||iv||=
2
− v = i v . Αυτό το εμπόδιο μας κάνει να τροποποιήσουμε την έκφραση (4) έτσι
ώστε για v=u να μην γίνεται ποτέ αρνητική. Μια τέτοια τροποποίηση θα ήταν:
( v , u) = v*1u 1 + v 2*u 2 (5)

όπου v 1* , v 2* συζυγή των v1 και v2 αντίστοιχα. Μ’ αυτό τον ορισμό η έκφραση (v,u) δεν
είναι πλέον εντελώς συμμετρική ούτε και εντελώς γραμμική. Αλλά το γεγονός ότι το
2 2
( v , v ) = v1*v1 + v2*v2 = v1 + v2
(v , u)
είναι πάντα μη αρνητικό, μας κάνει να δεχθούμε την (5). Για τον τύπο έχουμε να
v u
παρατηρήσουμε ότι δεν μπορεί να σταθεί ως συνημίτονο, διότι το (v,u) είναι μιγαδικός
αριθμός, αλλά το πραγματικό του μέρος μπορεί να θεωρηθεί ως συνημίτονο. Αυτό
μπορούμε να το δούμε στην περίπτωση του C. Έστω v,u∈C με v=v1 +iv2 και u=u1 +iu2
τότε
(v,u)=v*⋅u=(v1-iv2) (u1+iu2)=(v1u1+v2u2)+i(v2u1-v1u2)
(v, u) v1u1 + v2u2 vu −v u
και = +i 1 2 2 1
v u v u v u

v1u 1 + v2u 2
όπου εύκολα αναγνωρίζουμε ότι =cosθ
v u

(8
Από την γραμμικότητα του εσωτερικού γινομένου (v,u) έχουμε (αv,βu)=αβ(v,u)
- 40 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

Δίνουμε τώρα τον γενικό ορισμό του εσωτερικού γινομένου.

Ορισμός 1: Έστω V διανυσματικός χώρος επί του σώματος F. Εσωτερικό γινόμενο,


(inner product), στον διανυσματικό χώρο V ονομάζεται μια απεικόνιση του V×V→F που
συμβολίζεται με (, )(9 με τις εξής ιδιότητες:
1. (∀v,u∈V)[ (v,u)=(u,v)* ] (Συμμετρική ιδιότητα)
2. (∀α,β∈F)(∀v,u,w∈V)[ (αv+βu,w)=α*(v,w)+β*(u,w) ] (Γραμμική ιδιότητα)

3. (∀v∈V)[ (v,v)≥0 και (v,v)=0 ⇔ v=0 ] (Θετικά ορισμένη ιδιότητα)


Αν F=R, τότε ο διανυσματικός χώρος V ονομάζεται πραγματικός χώρος εσωτερικού
γινομένου ή Ευκλείδειος χώρος, (real inner product vector space).
Αν F=C, τότε ο διανυσματικός χώρος V ονομάζεται μιγαδικός χώρος εσωτερικού
γινομένου ή Unitary χώρος. (complex inner product vector space).
Στους Ευκλείδειους χώρους το συζυγές στις ιδιότητες (1) και (2), δεν προσθέτει
τίποτε και μπορεί να αγνοηθεί. Στην περίπτωση αυτή, το εσωτερικό γινόμενο (v,u) μπορεί
να χαρακτηρισθεί ως συμμετρική, διγραμμική και θετικά ορισμένη μορφή, (symmetric
bilinear and positive define form). Στους Unitary χώρους η ορολογία γίνεται: ερμιτιανή,
συζυγής διγραμμική και θετικά ορισμένη μορφή, (hermitean conjugate bilinear and
positive define form)
Από την ιδιότητα (3) ορίζουμε ως μέτρο ή norm ή στάθμη ενός διανύσματος, u
και το συμβολίζουμε ||u|| τον θετικό αριθμό που ορίζεται από την σχέση:
u = (u , u ) (1)

Στην παράγραφο 2.11 θα δώσουμε πληρέστερα τον ορισμό του μέτρου ενός
διανύσματος, δίνοντας την έννοια του σταθμητού και μετρικού χώρου.

Θεώρημα 1: Για οποιαδήποτε διανύσματα u,v∈V ισχύει η ανισότητα των Cauchy-


Schwarz: (u , v ) ≤ u v

Απόδειξη: Αν v=0 η ανισότητα ανάγεται στην 0≤0 που ισχύει. Αν v≠0 τότε (v,v)≠0 και
(v,u)
έχει νόημα το διάνυσμα: w = u − v (10
(v,v)
u w
για το οποίο έχουμε:

v
(9
Άλλος συμβολισμός του εσωτερικού γινομένου, που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στην Κβαντομηχανική,
είναι <u|v>.
(v, u) ( v, u) ( v, u ) ⎛ v ⎞ v
(10
Το διάνυσμα v γράφεται v= v = ⎜
⎜ v , u ⎟⎟ = ( v 0 , u ) v 0 και είναι η προβολή
(v, v) ( v, v ) v
2
⎝ ⎠ v
του διανύσματος u στην διεύθυνση του διανύσματος v.
- 41 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

⎛ ( v, u ) ( v, u ) ⎞
0 ≤ (w, w ) = ⎜ u − v , u− v⎟ =
⎝ ( v, v ) ( v, v ) ⎠
( v, u ) ( v, u)*
= (u, u) − (u, v ) − ( v, u) +
( v, v ) ( v, v )
2
( v, u)* ( v, u) 2 ( v, u )
+ ( v , v ) = u − 2
⇒ ( v, u ) ≤ u v
( v, v ) 2 v

Παρατήρηση 1: Η ανισότητα των Cauchy-Schwarz μπορεί να γραφεί και ως εξής:


⎛ v ⎞
⎜⎜ u , ⎟ ≤ u ⇒ (u , v 0 ) ≤ u
⎝ v ⎟⎠

και δηλώνει ότι η απόλυτη τιμή της προβολής (u,v0) του διανύσματος u στην διεύθυνση
v0 του διανύσματος v είναι μικρότερη ή ίση από το μέτρο του u. Κάτι το προφανές.

Παρατήρηση 2 Για Ευκλείδειους διανυσματικούς χώρους μπορούμε από την ανισότητα

των Cauchy-Schwarz να αντιστοιχίσουμε στο πηλίκο


( u, v ) το συνημίτονο μιας γωνίας
u v

θ, δηλαδή cosθ=
( u, v ) διότι αφ’ ενός
(u, v ) ∈ R και αφ’ ετέρου (
u, v )
≤1
u v u v u v
Στους Unitary όμως χώρους, μπορούμε, όπως προαναφέραμε, να αντιστοιχίσουμε μια
(u , v ) (u, v)
γωνία θ στο πραγματικό μέρος του πηλίκου δηλαδή cos θ = Re
u v u v
Παρ’ όλα αυτά η γενίκευση της έννοιας της γωνίας είναι χρήσιμη, διότι σε πολλές
περιπτώσεις αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι τόσο η γωνία μεταξύ δυο διανυσμάτων,
όσο το γεγονός αν τα δυο διανύσματα είναι ορθογώνια ή όχι. Η έννοια της
ορθογωνιότητας δυο διανυσμάτων, όπως δίνεται στην επόμενη παράγραφο,
περιλαμβάνεται και στους Unitary χώρους.

Παράδειγμα 1: Στον διανυσματικό χώρο R3 το γνωστό από την κλασική φυσική


εσωτερικό γινόμενο, ορίζεται από την σχέση:
(v,u)=v.u=|v||u|cosθ=v1u1+ v2u2+ v3u3 (1)
όπου θ η γωνία που σχηματίζουν τα δυο διανύσματα. Εύκολο είναι να δούμε ότι η σχέση
(1) ικανοποιεί τις τρεις ιδιότητες του εσωτερικού γινομένου.
Η norm ή το μέτρο ενός διανύσματος v του R3 δίνεται από την σχέση:

v = (v, v) = v12 + v22 + v32

Το εσωτερικό γινόμενο (1) υπό μορφή πινάκων μπορεί να γραφεί και ως:

- 42 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

⎛1 0 0 ⎞ ⎛ u1 ⎞ ⎛ u1 ⎞
( v1 , v 2 v 3 ) ⎜⎜ 0 1
⎟⎜ ⎟ ⎜ ⎟
0 ⎟ ⎜ u 2 ⎟ = ( v1 , v 2 v 3 ) ⎜ u 2 ⎟ = v1 u 1 + v 2 u 2 + v 3 u 3
⎜0 0 1 ⎟⎠ ⎜⎝ u 3 ⎟⎠ ⎜u ⎟
⎝ ⎝ 3⎠
Μπορούμε να πούμε ότι το γνωστό εσωτερικό γινόμενο, που ονομάζεται και ευκλείδειο
εσωτερικό γινόμενο, ορίζεται από τον ταυτοτικό πίνακα Ι3.

Παράδειγμα 2: Στον διανυσματικό χώρο Rn μπορούμε να ορίσουμε ένα εσωτερικό


γινόμενο κατ’ αναλογία με το παράδειγμα (1), από την σχέση:
n
(v, u) = v1u 1+ v2u2 + ⋅ ⋅ ⋅ + vnun = ∑ vku k (2)
k =1
n
και με norm ή μέτρο του v: v = ∑v
k =1
2
k

Εδώ ο πίνακας που αντιστοιχεί στο εσωτερικό γινόμενο είναι ο ταυτοτικός πίνακας Ιn.

Παρατήρηση 3: Η σχέση (2) δεν είναι η μοναδική που ορίζει εσωτερικό γινόμενο στο Rn.
Διότι αν θεωρήσουμε τον R2 και την σχέση:
(v,u)=v1u1-v1u2-v2u1+3v2u2
όπου v=(v1, v2), u=(u1, u2) (3)
τότε η (3) ορίζει εσωτερικό γινόμενο. Πράγματι:
1. (v,u)= v1u1-v1u2-v2u1+3v2u2= u1v1-u1v2-u2v1+3u2v2=(u,v)
2. Αν w=(w1,w2), τότε:

( ) (
(αv+βu,w)= {αv1, αv2} +{βu1, βu2} ,{w1,w2} = {αv1 +βu1, αv2 +βu2} ,{w1,w2} = )
= [ αv1 + β u1 ] w1 − [ αv1 + β u1 ] w 2 − [ αv 2 + β u 2 ] w1 + 3[ αv 2 + βu 2 ] w 2 =

= α [ v1 w 1 − v1w 2 − v 2 w 1 + 3v 2 w 2 ] + β [ u1 w 1 = u1 w 2 − u 2 w 1 + 3u 2 w 2 ] = α ( v, w ) + β ( u, w )

3. (v,v)=v12-v1v2-v2v1+3v22=v12-2v1v2+v22+2v22=[v1-v2]2+2v22 ≥0
και (v,v)=0 αν και μόνο αν [v1-v2]2+2v22=0 δηλαδή: v1=v2=0 ή v=0
Ο πίνακας που αντιστοιχεί στο εσωτερικό αυτό γινόμενο είναι ένας πίνακας 2×2 και
βρίσκεται ως εξής: Κατ’ αρχήν ο πίνακας είναι τύπου 2×2 και έστω ότι είναι:
⎛α γ⎞
⎜ ⎟
⎝ β δ⎠
τότε το εσωτερικό γινόμενο θα γράφεται:
⎛ α γ ⎞ ⎛ u1 ⎞ ⎛ α u1 + β u 2 ⎞
( u , v ) = ( v1 , v 2 ) ⎜ ⎟ ⎜ u ⎟ = ( v 1 , v 2 ) ⎜ γ u + δ u ⎟ = v1 ( α u 1 + β u 2 ) + v 2 ( γ u 1 + δ u 2 )
⎝ β δ⎠⎝ 2 ⎠ ⎝ 1 2 ⎠

=αv1u1+βv1u2+γv2u1+δv2u2

- 43 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

αλλά (v,u)=v1u1-v1u2-v2u1+3v2u2
Δια συγκρίσεως των δυο τελευταίων σχέσεων προκύπτει: α=1, β=-1, γ=-1, δ=3 και ο
⎛ 1 −1⎞
πίνακας είναι: ⎜ ⎟
⎝ −1 3 ⎠

Παρατήρηση 4: Στον διανυσματικό χώρο Rn μπορούμε να έχουμε και το εξής εσωτερικό


γινόμενο: (v,u)=v1u1+2v2u2+⋅⋅⋅+nvnun
ή πιο γενικά: (v,u)=p1v1u1+p2v2u2+⋅⋅⋅+pn vnun με pi>0 i=1,2⋅⋅⋅,n
Από τις παρατηρήσεις 2 και 3 προκύπτει ότι στον ίδιο διανυσματικό χώρο V π.χ. στον Rn
μπορούμε να έχουμε περισσότερα από ένα εσωτερικά γινόμενα, τα οποία από την σχέση
||v||= ( v, v ) οδηγούν σε διαφορετικά μήκη για το ίδιο διάνυσμα. Αυτό οφείλεται στο
γεγονός ότι κάθε νέο εσωτερικό γινόμενο εισάγει νέα μονάδα μέτρησης για τα μήκη του
διανύσματος.

Παράδειγμα 3: Στον διανυσματικό χώρο Cn ορίζεται εσωτερικό γινόμενο από την σχέση:
(v,u)=v1*u1+v2*u2+ ⋅⋅⋅ +vn*un

Παράδειγμα 4: Έστω V ο διανυσματικός χώρος των τετραγωνικών πινάκων n×n στο


σώμα R. Η σχέση (Α,Β)=tr(BtA) όπου Βt ο ανάστροφος του πίνακα Β και tr το ίχνος, (το
άθροισμα των διαγωνίων στοιχείων), του πίνακα ΒtA, ορίζει ένα εσωτερικό γινόμενο. Με
ανάλογο τρόπο, αν V είναι ο διανυσματικός χώρος των τετραγωνικών πινάκων n×n στο
σώμα C, τότε η σχέση (Α,Β)=tr(B+A) με Β+ ο συζυγοανάστροφος του Β, ορίζει ένα
εσωτερικό γινόμενο.

Παράδειγμα 5: Αν V είναι ο διανυσματικός χώρος των μιγαδικών συνεχών συναρτήσεων


στο, (πραγματικό), διάστημα α≤x≤β τότε το ολοκλήρωμα:
β
(f ,g) = ∫ f (x)* g(x)dx όταν υπάρχει ∀f,g∈V
α

με f(x)* συζυγή της f(x) ορίζει ένα εσωτερικό γινόμενο στο V. Οι δε συναρτήσεις f
λέγονται τετραγωνικά ολοκληρώσιμες, (square integrable) όταν το ολοκλήρωμα:
β
(f , f ) = ∫ | f (x) |2 dx υπάρχει.
α

Παράδειγμα 6: Στον διανυσματικό χώρο V όλων των πραγματικών πολυωνύμων, το


γενικευμένο ολοκλήρωμα:

( f ( x ) , g ( x ) ) ≡ ∫ f ( x ) g ( x ) dx
0

το οποίο συγκλίνει λόγω του εκθετικού παράγοντα, ορίζει εσωτερικό γινόμενο.

- 44 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

Παράδειγμα 7: Αν V=R4, του οποίου τα διανύσματα τα συμβολίζουμε με στήλες:


⎛ v1 ⎞ ⎛ u1⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎛1 0 0 0⎞
v
⎜ 2⎟ u
⎜ 2⎟ ⎜ ⎟
⎜ 0 1 0 0⎟
v=⎜ ⎟ u=⎜ ⎟ και Μ ο πίνακας: M=
⎜v ⎟ ⎜u ⎟ ⎜0 0 1 0 ⎟
⎜ ⎟ 3
⎜ ⎟ 3 ⎜ ⎟
⎝ 0 0 0 −1⎠
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ v4 ⎠ ⎝ u4 ⎠
τότε η σχέση: (v,u)=vtMu=v1u1+v2u2+v3u3-v4u4, (vt είναι η αντίστοιχη γραμμή της στήλης
v), ικανοποιεί τις ιδιότητες (1) και (2) του εσωτερικού γινομένου, αλλά όχι την (3),
δηλαδή δεν είναι θετικά ορισμένη. Έτσι η σχέση vtMu δεν είναι εσωτερικό γινόμενο,
αλλά παίζει σπουδαίο ρόλο στην ειδική θεωρία της σχετικότητας, όπου τα
(v1,v2,v3)=(x,y,z) είναι οι τρεις χωρικές συνιστώσες και v4=t ο χρόνος. Ο πίνακας Μ
ονομάζεται μετρική Lorenz, (Lorenz metric).

2.11 ΟΡΘΟΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ

Μετά τους ορισμούς του μήκους και της γωνίας, η θεωρία των διανυσματικών
χώρων αρχίζει να σχετίζεται περισσότερο με την Φυσική. Μια από τις κεντρικές έννοιες
της Μαθηματικής Φυσικής είναι η έννοια του πλήρους και ορθοκανονικού συνόλου
διανυσμάτων ή συναρτήσεων.

Ορισμός 1: Δυο διανύσματα v, u λέγονται ορθογώνια, (orthogonal), αν και μόνο αν


(v,u)=0.

Δυο διανύσματα σ’ ένα τρισδιάστατο χώρο είναι ορθογώνια αν η γωνία τους είναι
0
90 . Ο ορισμός μας είναι απλώς μια γενίκευση αυτής της ιδέας για έναν n-διάστατο ή
ακόμα απειροδιάστατο χώρο. Όπως θα περιμέναμε αν (v,u)=0, τότε (v,u)=(u,v)*=0 ⇒
(u,v)=0. Έτσι αν και το εσωτερικό γινόμενο δεν είναι συμμετρικό, η ορθογωνιότητα είναι.
Το μηδενικό διάνυσμα θεωρείται κάθετο σ’ όλα τα διανύσματα.

Ορισμός 2: Ενα σύνολο διανυσμάτων {v1,v2,⋅⋅⋅} είναι ορθοκανονικό, (orthonormal), αν


(11
(vi,vj)=δij
για κάθε i και j. Δηλαδή ένα σύνολο διανυσμάτων είναι ορθοκανονικό αν κάθε διάνυσμα
είναι ορθογώνιο σ’ όλα τα άλλα και είναι κανονικοποιημένο, (normalized), δηλαδή έχει

⎧1 όταν i=j
(11
Το σύμβολο δij ονομάζεται σύμβολο του Kronecker και ορίζεται ως: δ ij = ⎪⎨
⎪0 όταν i ≠ j

- 45 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

μοναδιαίο μήκος. Ένα διάνυσμα μπορεί να κανονικοποιηθεί αν διαιρεθεί με το μέτρο του


v
.
v

Ορισμός 3: Σ’ ένα διανυσματικό χώρο πεπερασμένης διάστασης, ένα ορθοκανονικό


σύνολο είναι πλήρες, (complete), αν δεν υπάρχει ορθοκανονικό υπερσύνολο αυτού.

Στη συνέχεια παραθέτουμε μερικά βασικά θεωρήματα σχετικά μ’ αυτές τις


έννοιες.

Θεώρημα 1: Ένα ορθοκανονικό σύνολο είναι γραμμικά ανεξάρτητο. (Άρα κάθε


ορθοκανονικό σύνολο n διανυσμάτων είναι μια βάση για ένα διανυσματικό χώρο n
διαστάσεων).
Απόδειξη: Αν {v1, v2, ..., vn} είναι ένα πεπερασμένο ορθοκανονικό σύνολο, τότε για
κάθε j έχουμε:
n
⎛ n
⎞ n n

∑α v
i
= 0 ⇒ ⎜ v j , ∑ αi v i ⎟ = 0 ⇒ ∑ αi ( v j , v i ) = ∑ αi δij = α j = 0
i i
⎝ i ⎠ i i

δηλαδή αj=0,∀j=1,⋅⋅⋅,n και επομένως τα διανύσματα {v1,v2,...vn} είναι γραμμικά


ανεξάρτητα.

Θεώρημα 2: (Ανισότητα του Bessel). Αν X={v1,v2,⋅⋅⋅,vn} είναι ένα οποιοδήποτε


ορθοκανονικό σύνολο ενός χώρου εσωτερικού γινομένου και v ένα τυχαίο διάνυσμα,
n
v ≥ ∑| αi |2
2
τότε:
i
n
όπου αi=(vi,v) . Επί πλέον το διάνυσμα v′ = v − ∑ αi vi είναι ορθογώνιο σε κάθε vj.
i

Απόδειξη: Πρώτα θα αποδείξουμε την ανισότητα:


⎛ n n ⎞
0 ≤ v ′ = ( v ′, v ′) = ⎜ v − ∑ α i v i , v − ∑ α j v j ⎟ =
2

⎝ i j ⎠
n n n n
= ( v, v) − ∑ α*i ( vi , v) −∑ α j ( v, v j ) + ∑∑ α*i α j ( v i , v j ) =
i j i j
n n n n n n n
|| v ||2 −∑ α*i αi −∑ α jα*j + ∑∑ α*i α jδij = || v ||2 −∑| αi |2 −∑| α j |2 +∑| α j |2 =
i j i j i j j
n n
=|| v ||2 −∑| αi |2 ⇒ || v ||2 ≥ ∑| αi |2
i i

Για το δεύτερο μέρος του θεωρήματος έχουμε:


⎛ n
⎞ n n
( v′, v j ) = ⎜ v − ∑ α i v i , v j ⎟ = ( v, v j ) − ∑ α*i ( v i , v j ) = α*j − ∑ α*i δij = α*j − α*j = 0
⎝ i ⎠ i i

- 46 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

Υπάρχουν ορισμένα κριτήρια που χαρακτηρίζουν ένα ορθοκανονικό σύνολο ως


πλήρες. Το επόμενο θεώρημα μας δείχνει πως συνδέονται αυτά τα κριτήρια.

Θεώρημα 3: Αν Χ={vi} είναι ένα πεπερασμένο ορθοκανονικό σύνολο m διανυσμάτων σ’


ένα χώρο εσωτερικού γινομένου V, τότε οι επόμενες έξη συνθήκες για το Χ είναι μεταξύ
τους ισοδύναμες.
1. Το Χ είναι πλήρες.
2. Αν (vi,v)=0 για i=1,2,⋅⋅⋅,m, τότε v=0
3. Το Χ παράγει το χώρο V, (δηλαδή το Χ είναι σύνολο γεννητόρων για το V)
m
4. Αν v∈V, τότε v = ∑ (vi , v)vi
i =1

m
5. Αν v,u∈V τότε (u, v) = ∑(u, vi )(vi , v) (ισότητα του Parseval)
i =1
m m
6. Αν v∈V, τότε || v || = ∑ ( vi , v) = ∑| αi |
2 2 2

i =1 i =1

Δηλαδή ισχύει το = στην ανισότητα του Bessel.


Απόδειξη: Θα ακολουθήσουμε την εξής σειρά:
(1) ⇒ (2) ⇒ (3) ⇒ (4) ⇒ (5) ⇒ (6) ⇒ (1).
Πρώτα (1) ⇒ (2).
Δεχόμαστε ότι ισχύει η (1) και θα αποδείξουμε την (2), ή ισοδύναμα ότι:
όχι (2) ⇒ όχι (1).
v
Αν (vi,v)=0, ∀i και v≠0, τότε το Χ μαζί με το αποτελούν ένα ορθοκανονικό σύνολο,
v
υπερσύνολο του Χ, Άρα το Χ δεν είναι πλήρες.
(2) ⇒ (3) ή ισοδύναμα όχι (3) ⇒ όχι (2).
Αν το Χ δεν περιγράφει το V, τότε θα υπάρχει κάποιο v∈V το οποίο δεν μπορεί να γραφεί
ως γραμμικός συνδυασμός των vi και επομένως δεν θα υπάρχουν σταθερές αi τέτοιες
n
ώστε v = ∑ αi vi .
i

Συγκεκριμένα το σύνολο των σταθερών αi=(vi,v) θα ικανοποιεί την σχέση:


n
v ≠ ∑ αi vi
i
n
Άρα v′ = v − ∑αi vi ≠ 0
i

και από το β′ μέρος του θεωρήματος 2, το v′ είναι ορθογώνιο σε κάθε vi


Αυτό όμως είναι ισοδύναμο με όχι (2)

- 47 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

n
(3) ⇒ (4). Αν κάθε v μπορεί να γραφεί ως v = ∑ α j v j τότε
j

n n n
( v i , v) = ∑ α j ( v i , v j ) = ∑ α jδij = αi και επομένως: v = ∑(vi , v)vi
j j i
n n
(4) ⇒ (5). Αν v = ∑ α j v j και u = ∑βjv j με αi=(vi,v) και βj=(vi,u) τότε:
j j
n n n
⎛ n n
⎞ n
( u, v ) = ⎜ ∑ β j v j ,∑ α i v ij ⎟ = ∑ β*j α i ( v j , v i ) = ∑β*j αi δij = ∑β*i αi = ∑(u, vi )(vi , v)
⎝ j i ⎠ i, j=1 i, j=1 i i

(5) ⇒ (6). Αν στην (5) θέσουμε: v=u, τότε


n n n n
|| v ||2 = ∑( v, vi )( vi , v) = ∑( vi , v)* ( v i, v) = ∑ ( vi , v) = ∑| αi |2
2

i i i i

(6) ⇒ (1), ή ισοδύναμα όχι (1) ⇒ όχι (6).


Έστω ότι το Χ δεν είναι πλήρες. Τότε θα υπήρχε ένα μη μηδενικό διάνυσμα ορθογώνιο σε
κάθε vi, δηλαδή (vi,v0)=0, ∀i και επομένως:
in

∑ (v , v )
2
i 0 =0
i
n
Αλλά τότε || v|| ≠ ∑ (vi , v0 )| αφού v0≠0, δηλαδή θα ισχύει η όχι (6).
2 2

2.12 ΜΕΘΟΔΟΣ ΟΡΘΟΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ (GRAM­SCHMIDT)

Είναι αρκετά βολικό να έχουμε μια βάση, της οποίας τα διανύσματα να αποτελούν
ένα ορθοκανονικό σύνολο. Και τούτο διότι τότε απλοποιούνται κατά πολύ οι πράξεις και
οι τύποι παίρνουν πιο απλή μορφή.
Στην παράγραφο αυτή θα δείξουμε πως από μια
A τυχαία βάση, χρησιμοποιώντας μια επαγωγική τεχνική,
Γ
v2 γνωστή ως “μέθοδος ορθοκανονικοποιήσεως Gram-
u2 Schmidt”, μπορούμε να κατασκευάσουμε μια ορθοκανονική
θ βάση. Το θεώρημα 3, [(3)⇒(1)], μας εξασφαλίζει ότι αυτή η
Ο u1 B v1 ορθοκανονική βάση θα είναι ένα πλήρες ορθοκανονικό
σύνολο.
Πριν όμως αναφερθούμε στη γενική περίπτωση διανυσματικού χώρου διάστασης
n, ας δούμε πως εφαρμόζεται η μέθοδος Gram-Schmidt στις δυο διαστάσεις, δηλαδή στον
διανυσματικό χώρο R2.
Θεωρούμε μια βάση Bv={v1,v2} της οποίας τα διανύσματα δεν είναι ορθογώνια
μεταξύ τους και ούτε μοναδιαία. Από τη βάση Bv={v1,v2} θα κατασκευάσουμε μια άλλη
βάση Bu={u1, u2} τέτοια ώστε ||u1||=||u2||=1 και (u1,u2)=0 που είναι και η ζητούμενη.

- 48 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

Ξεκινάμε από το διάνυσμα v1, (ή από το v2), το διαιρούμε με το μέτρο του και
v
έχουμε το πρώτο διάνυσμα της νέας βάσης, το u 1 = 1 .
v1
Το δεύτερο διάνυσμα v2 μπορούμε να το αναλύσουμε σε δυο συνιστώσες: την ΟΒ
παράλληλη προς το v1 και την ΟΓ κάθετη προς το v1 . Η παράλληλη συνιστώσα δεν μας
ενδιαφέρει, η δε κάθετη υπολογίζεται ως εξής:
ΟΓ=ΒΑ=v2-OB=v2-||OB||u1 (1)
Αλλά
|| OB ||=|| v 2 || cos θ ⎫ ( v1 , v 2 ) ⎛ v1 ⎞
⎬ ⇒ || OB ||= =⎜ , v 2 ⎟ = (u 1 , v 2 ) (2)
( v 1 , v 2 ) =|| v 1 |||| v 2 || cos θ ⎭ || v 1 || ⎝ || v 1 || ⎠
Η (1) με την βοήθεια της (2) γίνεται: ΟΓ=v2-(u1,v2)u1. Το διάνυσμα (u1,v2)u1 είναι η
συνιστώσα του v2 η παράλληλη προς το v1. Διαιρώντας το διάνυσμα OΓ με το μέτρο του,
έχουμε το δεύτερο διάνυσμα u2 της νέας βάσης:
v 2 − (u 1, v 2 )u 1
u2 =
v 2 − (u 1, v 2 )u 1

Πράγματι τα διανύσματα u1 και u2 από την κατασκευή τους είναι μοναδιαία, είναι δε και
ορθογώνια διότι:
⎛ v − (u1 , v 2 )u1 ⎞ 1
(u1 , u 2 ) = ⎜⎜ u1 , 2
v 2 − (u1 , v 2 )u1
⎟⎟ = ( u1 , v 2 − ( u1v 2 ) u1 ) =
⎝ ⎠ v 2 − (u1 , v 2 )u1
1 1
=
v 2 − (u1, v 2 )u1
[ (u1, v 2 ) − (u1, v 2 )(u1, u1)] =
v 2 − (u1, v 2 )u1
⋅ [(u1, v 2 ) − (u1, v 2 )] = 0

Στην γενική περίπτωση διανυσματικού χώρου διάστασης n στην οποία από μια
βάση Bv={v1, v2, ..., vn} θέλουμε να κατασκευάσουμε μια ορθοκανονική βάση Bu={u1, u2,
..., un} η μέθοδος Gram-Schmidt περιγράφεται ως εξής:
Ξεκινάμε από το διάνυσμα v1, το διαιρούμε με το μέτρο του και έχουμε το πρώτο
διάνυσμα της νέας βάσης:
v1
u1 = (3)
|| v1||
Το δεύτερο διάνυσμα v2, έχει δυο συνιστώσες, μια παράλληλη προς το u1 και μια κάθετη.
Αν από το v2 αφαιρέσουμε την προβολή (u1,v2)u1 του v2 πάνω στο u1 αυτό που μένει είναι
η συνιστώσα του v2 η κάθετη στο u1 την οποία διαιρούμε με το μέτρο της
||v2-(u1,v2)u1|| και έχουμε:
v2 − (u1 , v2 )u1
u2= (4)
v2 − (u1 , v2 )u1

- 49 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Ακολούθως από το διάνυσμα v3 αφαιρούμε τις προβολές του πάνω στις διευθύνσεις των
u1, u2 και παίρνουμε την συνιστώσα του v3 η οποία είναι κάθετη προς τα u1, u2 και την
οποία διαιρούμε με το μέτρο της.
v 3 − (u1 , v 3 )u1 − (u 2 , v 3 )u 2
u3= (5)
v 3 − (u1 , v 3 )u1 − (u 2 , v 3 )u 2

Για να κατασκευάσουμε το um+1 διάνυσμα όταν έχουμε κατασκευάσει τα διανύσματα u1,


u2, …,um αφαιρούμε από το διάνυσμα vm+1 όλες τις προβολές του
(u1, vm+1), (um, vm+1), …, (um, vm+1)
τις παράλληλες προς τα διανύσματα u1, u2, …,um αντίστοιχα και το διάνυσμα που
σχηματίζεται το διαιρούμε με το μέτρο του και έχουμε:
v m+1 − (u1 , v m+1 )u1 − (u2 , v m+1 )u2 −⋅⋅⋅ − (um , v m+1 )um
um+1= (6)
v m+1 − (u1 , v m+1 )u1 − (u2 , v m+1 )u2 −⋅⋅⋅ − (um , v m+1 )um

Όταν αυτή η διαδικασία έχει γίνει n φορές, τότε έχουμε κατασκευάσει μια ορθοκανονική
βάση. Βλέπουμε δηλαδή ότι από οποιαδήποτε βάση μπορούμε να κατασκευάσουμε μια
ορθοκανονική. Γι’ αυτό το λόγο στα επόμενα, όταν θα αναφερόμαστε σε βάση, θα
εννοούμε μια ορθοκανονική.

Παράδειγμα 1: Θεωρούμε τον διανυσματικό χώρο V=R3 επί του σώματος των
πραγματικών αριθμών F=R και την βάση:
Bv={v1=(1,1,1), v2=(0,1,1), v3=(0,0,1)}
Θέλουμε να κατασκευάσουμε μια ορθοκανονική βάση Bu όταν το εσωτερικό γινόμενο
ορίζεται από την γνωστή σχέση (v,u)=v1u1+v2u2+v3u3.
Λύση: Θα χρησιμοποιήσουμε τους τύπους (3), (4) και (5) σύμφωνα με την προηγούμενη
διαδικασία. Έχουμε: ||v1|| =√3
Επομένως το πρώτο νέο διάνυσμα u1 είναι:

v1 1 3
u1 = = (1,1,1) = (1,1,1)
|| v1 || 3 3

Για το επόμενο διάνυσμα u2 θα χρησιμοποιήσουμε τον τύπο:


v − (u1 , v2 )u1
u2= 2
v2 − (u1 , v2 )u1
1 2 2 1 1
Έχουμε: (u1,v2)= (1 +1) = , v2-(u1,v2)u1=(0,1,1)- (1,1,1) = ( −2,1,1) ⇒
3 3 3 3 3
6
||v2-(u1,v2)u1||= και
3

- 50 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

v 2 − (u1 , v 2 )u1 3 1 6
u2= = ( −2,1,1) = ( −2,1,1)
v 2 − (u1 , v 2 )u1 63 6
Τέλος για το διάνυσμα u3 θα χρησιμοποιήσουμε τον τύπο
v 3 − (u1 , v 3 )u1 − (u 2 , v 3 )u 2
u3=
v 3 − (u1 , v 3 )u1 − (u 2 , v 3 )u 2

Έχουμε: (u1,v3)=1/√3, (u2,v3)=1/√6,

( −2,1,1) = ⎛⎜ 0, − , ⎞⎟ ⇒
1 1 1 1 1 1
v3-(u1,v3)u1-(u2,v3)u2 = ( 0,0,1) − (1,1,1) −
3 3 6 6 ⎝ 2 2⎠
||v3-(u1,v3)u1-(u2,v3)u2||=√2/2

2 ⎛ 1 1⎞ ⎛ 1 1⎞
u3 = ⎜ 0, − , ⎟ = 2 ⎜ 0, − , ⎟
2⎝ 2 2⎠ ⎝ 2 2⎠
Άρα η νέα ορθοκανονική βάση είναι:
⎧⎪ 3 6 ⎛ − 1 1 ⎞ ⎫⎪
Bu = ⎨ (1,1,1) , ( − 2,1,1) , 2 ⎜ 0, , ⎟ ⎬
⎩⎪ 3 6 ⎝ 2 2 ⎠ ⎭⎪

Παράδειγμα 2: Θεωρούμε τον διανυσματικό χώρο V=C3 επί του σώματος των μιγαδικών
αριθμών F=C. Να βρεθεί μια ορθοκανονική βάση του υπόχωρου W του V που παράγεται
από τα διανύσματα v1=(1,i,0), v2=(1,2,1-i). Tο εσωτερικό γινόμενο ορίζεται από την
σχέση ( u, v) = u1 v1 + u2v2 + u3v3 .
∗ ∗ ∗

.
Λύση: Τα διανύσματα v1, v2 είναι γραμμικώς ανεξάρτητα και επειδή παράγουν τον χώρο
W το σύνολο Bv={v1, v2} είναι βάση του χώρου αυτού. Για να βρούμε μια ορθοκανονική
βάση εφαρμόζουμε το θεώρημα Gram-Schmidt και έχουμε:

||v1|| = ( v1 , v1 ) = 1 ⋅ 1 + ( −i ) i = 2

v1 1
Επομένως το πρώτο νέο διάνυσμα u1 είναι: u1 = = (1,i,0)
|| v1 || 2
Για το επόμενο διάνυσμα u2 θα χρησιμοποιήσουμε τον τύπο:
v − (u1 , v2 )u1
u2= 2
v2 − (u1 , v2 )u1
1 1 2
(1,i, 0 ) (1, 2,1 − i ) = (1 − 2i ) = (1 − 2i ) ,
*
Έχουμε: (u1,v2)=
2 2 2
1 + 2i 2 − i
(1 − 2i ) (1,i, 0 ) = ⎛⎜ ⎞
2 1
v2-(u1,v2)u1= (1, 2,1 − i ) − , ,1 − i ⎟ ⇒
2 2 ⎝ 2 2 ⎠

- 51 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

(1 − 2i )(1 + 2i ) + ( 2 + i )( 2 − i ) + 18
||v2-(u1,v2)u1||= (1 + i )(1 − i ) =
4 4 2

v 2 − ( u 1 , v 2 )u 1 2 ⎛ 1 + 2i 2 − i ⎞ 2
και u2= = ⎜ , ,1 − i ⎟ = (1 + 2i, 2 − i, 2 − 2i )
v 2 − ( u 1 , v 2 )u 1 18 ⎝ 2 2 ⎠ 6

Άρα η νέα ορθοκανονική βάση είναι:

⎪⎧ 1 ⎫
(1 + 2i, 2 − i, 2 − 2i ) ⎪⎬
2
Bu = ⎨ (1, i, 0 ) ,
⎩⎪ 2 6 ⎪⎭

Παράδειγμα 3: Έστω P2(x) ο διανυσματικός χώρος των πολυωνύμων δευτέρου βαθμού.


Να βρεθεί μια ορθοκανονική βάση του χώρου αυτού αν το εσωτερικό γινόμενο ορίζεται
1
από την σχέση ( f ( x ) , g ( x ) ) = ∫ f (x)g(x)dx με f(x),g(x)∈ P2(x).
−1

Λύση: Η συνήθης βάση των πολυωνύμων δευτέρου βαθμού είναι:


Βv={v0 = 1, v1,= x, v2=x2}.
Η εφαρμογή του θεωρήματος Gram-Schmidt μας δίνει
v0
u0 =
|| v 0 ||
1
1
= ∫ 1 ⋅1dx = x −1 = 2 και επομένως
2 1
αλλά v0 u0=
−1 2
Για το επόμενο πολυώνυμο u1 θα χρησιμοποιήσουμε τον τύπο:
v − (u0 , v1 )u0
u1= 1
v1 − (u0 , v1 )u0
1
1
⌠⎛ 1 ⎞ 1 x2 v1
Έχουμε: ( 0 1) ⎮ ⎜
u , v = ⋅ x ⎟ dx = = 0 άρα u1=
⌡⎝ 2 ⎠ 2 2 −1
v1
−1

1 1
x3 2 3
= ∫ x dx =
2
με v1 2
= επομένως u1 = x
−1
3 −1
3 2
Τέλος το πολυώνυμο u2 θα υπολογιστεί από τον τύπο:
v 2 − (u0 , v 2 )u0 − (u1 , v 2 )u1
u2=
v 2 − (u0 , v 2 )u0 − (u1 , v 2 )u1
1 1 1
1
3 x4
( u1 , v 2 ) = ⌠
1 2 x3 2 3 3
Έχουμε: (u0 , v 2 ) = ⌠
⎮ x dx = = , ⎮ x dx = =0
⌡ 2 3 2 −1
3 ⌡ 2 2 4 −1
−1 −1

2 1 1
v 2 − ( u0 , v 2 ) u0 = x 2 − = x2 − ⇒
3 2 3
- 52 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

1
2
⌠⎛ 1⎞ 1
v 2 − (u 0 , v 2 ) u 0
2
= ⎮ ⎜ x 2 − ⎟ dx =
⌡⎝ 3⎠ 5
−1

⎛ 1⎞ 5
u 2 = 5 ⎜ x 2 − ⎟ = 5x 2 −
⎝ 3⎠ 3
Άρα η ορθοκανονική βάση του χώρου P2(x) θα αποτελείται από τα πολυώνυμα:
⎪⎧ 1 3 5 ⎪⎫
B u = ⎨u 0 = , u1 = x, u 2 = 5x 2 − ⎬
⎩⎪ 2 2 3 ⎭⎪

Παρατήρηση 1: Η παραπάνω διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί για πολυώνυμα n βαθμού.


Αποδεικνύεται ότι ο γενικός τύπος του πολυωνύμου un είναι:
1/2 ⎡⎣ n 2 ⎤⎦
( −1) ( 2n − 2k )! x n −2k
k
1 ⎛ 1⎞
un ( x ) = n
2
⎜n + ⎟
⎝ 2⎠

k = 0 k!( n − k ) !( n − 2k ) !

και ονομάζονται πολυώνυμα του Legendre. Το σύμβολο [n/2] σημαίνει τον μεγαλύτερο
φυσικό αριθμό που είναι μικρότερος του n/2.
Προφανώς μπορούμε να κατασκευάσουμε και άλλα πολυώνυμα εάν αλλάξουμε τα
όρια ολοκληρώσεως στην έκφραση που ορίζει το εσωτερικό γινόμενο ή και εάν ακόμα
τροποποιήσουμε το ολοκλήρωμα όπως π.χ.

(f ( x ) , g ( x )) ≡ ∫
β
w ( x ) f ( x ) g ( x ) dx
α

όπου w(x) μια συνάρτηση καλώς ορισμένη έτσι ώστε η παραπάνω έκφραση να ικανοποιεί
τις ιδιότητες του εσωτερικού γινομένου. Η συνάρτηση w(x) ονομάζεται συνάρτηση
βάρους, (weight function).

Ορθογώνια πολυώνυμα που παράγονται με την μέθοδο ορθοκανονικοποίησης Gram-


Schmidt των πολυωνύμων un(x)=xn n=0,1,2,⋅⋅⋅
Πολυώνυμα Διάστημα Συνάρτηση βάρους Κανονικοποίηση
Legendre -1≤x≤1 1 2
∫ [P (x)] dx = 2n +1
1 2

−1 n

Chebyshev I -1≤x≤1 1 1
⌠ [ Tn (x ) ]
2
⎧ π/ 2 n≠0
⎮ dx = ⎨
1− x 2
⌡ 1− x
2
⎩π n=0
−1

Chebyshev II -1≤x≤1 π
∫ [U (x)]
1− x 2 1 2
n 1− x2dx =
−1 2

∫ [L (x)] exp(− x)dx =1


Laguere 0≤x≤∞ exp(-x) ∞ 2

0 n

- 53 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Associated 0≤x≤∞ xkexp(-x) ( n + k )!


∫ [L (x)] x exp(− x)dx =
∞ 2 k
k
Laguere n
0 n!
exp(-x2)
∫ [H (x)] exp(− x )dx =2
Hermite -∞≤x≤∞ ∞ 2 2 n
n πn!
−∞

2.13 ΣΤΑΘΜΗΤΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΡΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

Σταθμητός χώρος: Έστω V ένας διανυσματικός χώρος στο σώμα F=R ή C. Μια
απεικόνιση, που θα την συμβολίζουμε με ||⋅⋅|| του V→R+ (12 με τις ιδιότητες
1. ||v||≥0 και ||v||=0 ⇔ v=0 ∀ v∈ V
2. ||αv||=|α|⋅||v|| ∀v∈V ∀α∈F
3. ||v+u||≤||v||+||u|| ∀v, u∈V
Τότε ο διανυσματικός χώρος V ονομάζεται σταθμητός διανυσματικός χώρος ή
διανυσματικός χώρος με μέτρο, (norm linear space), και η απεικόνιση ||⋅⋅|| ονομάζεται
στάθμη ή μέτρο ή norm .

Παράδειγμα 1: Στον χώρο Rn οι πλέον συνήθεις στάθμες είναι:


n
||v||= ∑ | v 1|
2 2
α) ||v||= v1 +⋅⋅⋅+ vn β) ||v||=max{|v1|, ⋅⋅⋅, |vn|} γ)
i=1

Εφαρμογή των παραπάνω σταθμών στον R2


Στον διανυσματικό χώρο V=R2 να βρεθεί ο γεωμετρικός τόπος των άκρων των
διανυσμάτων v=xi+yj ως προς τις norm:

α) ||v||2= | x |2 + | y |2 με την συνθήκη ||v||2=1

β) ||v||1=|x|+|y| με την συνθήκη ||v||1=1


γ) ||v||∞=max{|x|, |y|} με την συνθήκη ||v||∝=1

||v||2= | x | + | y | =1 ⇒ x2+y2=1
2 2
Λύση: α) y
x2+y2=1
Επομένως στο επίπεδο Οxy τα άκρα των διανυσμάτων
v=xi+yj, που πληρούν την παραπάνω σχέση, βρίσκονται
πάνω σε περιφέρεια με κέντρο την αρχή των αξόνων και x
ακτίνα 1.

β) ||v||1=|x|+|y|=1

(12
Με R+ θα συμβολίζουμε τους θετικούς αριθμούς συμπεριλαμβανομένου του μηδενός.
- 54 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

y
Διακρίνουμε τις εξής τέσσερις περιπτώσεις:
Β
β1) x, y≥0, τότε x+y=1 με αντίστοιχη γραφική
παράσταση το ευθύγραμμο τμήμα ΑΒ. Γ Α
β2) x≤0, y ≥0, τότε -x+y=1 με αντίστοιχη γραφική -1 1 x
παράσταση το ευθύγραμμο τμήμα ΒΓ.
β3) x≤0, y≤0, τότε x+y=-1 με αντίστοιχη γραφική Δ
παράσταση το ευθύγραμμο τμήμα ΓΔ. y
β4) x≥0, y≤0, τότε x-y=1 με αντίστοιχη γραφική
Β Α
παράσταση το ευθύγραμμο τμήμα ΔΑ.
Επομένως τα άκρα των διανυσμάτων, που πληρούν
την σχέση ||v||1=|x|+|y|=1 βρίσκονται στην περίμετρο -1 1
του τετραγώνου ΑΒΓΔ. x
γ) ||x||∞=max{|x|, |y|}=1 Γ Δ
Εργαζόμενοι όπως και στις προηγούμενες
περιπτώσεις, βρίσκουμε ότι τα άκρα των διανυσμάτων
βρίσκονται πάνω στην περίμετρο του τετραγώνου ΑΒΓΔ|

Παράδειγμα 2: Στον συναρτησιακό χώρο L(f(x), [α,β]) έχουμε τις εξής στάθμες:
β
α) ||f(x)||= ∫ f (x) 2 dx
α

β) ||f(x)||=sup{|f(x)| / x∈[α,β]}

Μετρικός χώρος: Θεωρούμε ένα σύνολο Ε και μια απεικόνιση d: E×E→R+ με τις
ιδιότητες:
1. d(x,y)=0 ⇔ x=y
2. d(x,y)=d(y,x)
3. d(x,y)≤d(x,z)+d(z,y) (Τριγωνική ιδιότητα)
Τότε το σύνολο Ε ονομάζεται μετρικός χώρος, (metric space), και συνήθως συμβολίζεται
με (Ε,d), τα δε στοιχεία του σημεία, (points), και η απεικόνιση d απόσταση, ( distance ).

Παράδειγμα 3: Στο σύνολο L(f(x),[α,β]) μπορούμε να ορίσουμε τις εξής μετρικές:


1) d1(f,g)=maxx∈[α,β]|f(x)-g(x)|
β
2) d2(f,g)= ∫ f (x) − g(x) dx
α
β
⌠ f (x) − g(x)
3) d 3 ( f ,g ) = ⎮ dx
⌡α 1 + f ( x ) − g ( x )

Παράδειγμα 4: Στην μοναδιαία περιφέρεια x2+y2=1 μπορούμε να ορίσουμε τις εξής 2


μετρικές:
- 55 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

1) ( )
d1 (P1,P2 ) = d1 ( x1,y1 ),( x 2 ,y 2 ) = (x 1 − x 2 ) + ( y1 − y 2 )
2 2

2) d2(P1,P2)=το μικρότερο τόξο της μοναδιαίας περιφέρειας που συνδέει τα


σημεία P1, P2 .

Από τους προηγούμενους ορισμούς του σταθμητού και μετρικού διανυσματικού χώρου,
βλέπουμε ότι:

Παρατήρηση 1: Ένας χώρος για να είναι σταθμητός, πρέπει οπωσδήποτε να είναι και
διανυσματικός. Στους μετρικούς χώρους αυτό δεν απαιτείται.

Παρατήρηση 2: Κάθε σταθμητός διανυσματικός χώρος γίνεται πάντα μετρικός με


απόσταση d(v,u)=||v-u||
Απόδειξη:
1. d(v,u)=0 ⇔ ||v-u||=0 ⇔ v-u=0 ⇔ v=u
2. d(v,u)= ||v-u||=||(-1)(v-u)||=||u-v||=d(u,v)
3. d(v,u)= ||v-u||=||v-w+w-u||=||(v-w)+(w-v)||≤ ||v-w||+||w-u||=d(v,w)+d(w,u)

Παρατήρηση 3: Σ’ ένα διανυσματικό χώρο εσωτερικού γινομένου, ορίζεται πάντα μια


norm και μια απόσταση:
||v||= ( v , v ) d(v,u)=||v-u||= ( v − u , v − u )
Επομένως ένας διανυσματικός χώρος εσωτερικού γινομένου είναι και σταθμητός και
μετρικός.. Το αντίστροφο δεν ισχύει, διότι ένας μετρικός χώρος δεν είναι απαραίτητο να
έχει τη δομή διανυσματικού χώρου για να είναι σταθμητός χώρος και χώρος εσωτερικού
γινομένου.

Παράδειγμα 3: Ο διανυσματικός χώρος R3 με το εσωτερικό γινόμενο


(v,u)=v1u1+v2u2+v3u3
γίνεται σταθμητός χώρος με norm:

||v||= (v, v) = v1 + v2 + v3
2 2 2

και μετρικός με απόσταση:


d(v,u)=||v-u||= (v2 − u1 )2 + (v2 − u2 )2 + (v2 − u3 ) 2

Παρατήρηση 4: Όταν ξέρουμε ότι μια norm προέρχεται από μια απόσταση, τότε η norm
δίνεται από τη σχέση:
||v||=d(v,0)

- 56 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

και όταν ένα εσωτερικό γινόμενο προέρχεται από μια norm, τότε το εσωτερικό γινόμενο
δίνεται από τη σχέση:
1
(v,u)=
4
{
|| v + u||2 −|| v − u||2 −i|| v + iu||2 +i|| v − iu||2 }
Απόδειξη: Έστω (v|u)=α+iβ. Έχουμε:
||v+u||2=(v+u, v+u)=||v||2+||u||2+(v, u)+(u, v)=
||v||2+||u||2+(α+iβ)+(α-iβ)=||v||2+||u||2+2α (1)
||v-u||2=(v-u, v-u)=||v||2+||u||2-(v, u)-(u, v)=
||v||2+||u||2-(α+iβ)-(α-iβ)=||v||2+||u||2-2α (2)
Αφαιρώντας τις σχέσεις (1) και (2) προκύπτει:
4α=||v+u||2-||v-u||2 (A)
Επίσης έχουμε:
||v+iu||2=(v+iu, v+iu)=(v, v)2-i2(u, u)+i(v, u)-i(u, v)=
||v||2+||u||2+i(α+iβ)-i(α-iβ)= ||v||2+||u||2-2β (3)
||v-iu||2=(v-iu, v-iu)=(v, v)2-i2(u, u)-i(v, u)+i(u, v)=
||v||2+||u||2-i(α+iβ)+i(α-iβ)= ||v||2+||u||2+2β (4)
Αφαιρώντας τις σχέσεις (3) και (4) προκύπτει:
4β=||v-iu||2-||v+iu||2 (B)
και από τις σχέσεις (Α) και (Β) τελικά προκύπτει:

4(v, u)=4α+i4β=[ ||v+u||2-||v-u||2 ] -i[ ||v+iu||2-||v-iu||2 ]

Παρατήρηση 5: Ένα εσωτερικό γινόμενο προέρχεται από μια norm όταν ισχύει ο νόμος
του παραλληλογράμμου:
||v+u||2+||v-u||2=2||v||2+2||u||2
και το εσωτερικό γινόμενο δίνεται από την σχέση της προηγούμενης παρατήρησης.
Απόδειξη: ||v+u||2+||v-u||2=(v+u, v+u)+(v-u, v-u)=
(v, v)+(u, u)+(v, u)+(u, v)+(v,v)+(u, u)-(v, u)-(u, v)=2||v||2+2||u||2

2.14 ΟΡΘΟΓΩΝΙΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ

- 57 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Έστω V ένας διανυσματικός χώρος με εσωτερικό γινόμενο, (και επομένως και με


norm), και W ένας υπόχωρος. Θέλουμε να μελετήσουμε το εξής προσεγγιστικό
πρόβλημα: «Δοθέντος ενός διανύσματος v του V να βρεθεί ένα διάνυσμα w του W του
οποίου η απόσταση από το v να είναι η
s⊥ ελαχίστη δυνατή. Η απόσταση μεταξύ των
v
διανυσμάτων v και w ορίζεται από την norm
v −s .
s Προτού συζητήσουμε αυτό το
πρόβλημα στη γενική του μορφή, ας δούμε
μια συγκεκριμένη περίπτωση, που
απεικονίζεται στο διπλανό σχήμα:
Εδώ ο διανυσματικός χώρος V=R3 και W
ένας υπόχωρος δυο διαστάσεων, δηλαδή ένα
επίπεδο που διέρχεται από την αρχή των
αξόνων. Δοθέντος ενός διανύσματος v του
3
V=R , το πρόβλημα είναι να βρούμε στο επίπεδο W το πλησιέστερο προς το v διάνυσμα
w.
Εάν v ∈ W τότε η απάντηση είναι s = v . Εάν v ∉ W , τότε το πλησιέστερο
διάνυσμα w προκύπτει εάν φέρουμε μια ευθεία που διέρχεται από το άκρο του
διανύσματος v και να είναι κάθετη στο επίπεδο W. Το διάνυσμα w, που έχει αρχή, την
αρχή των αξόνων και πέρας το σημείο τομής της κάθετης ευθείας και του επιπέδου W
είναι το ζητούμενο. Δηλαδή το διάνυσμα w είναι η προβολή του v στο επίπεδο W.

Ορισμός 1: Θεωρούμε ένα υποσύνολο W(13 ενός διανυσματικού χώρου V με εσωτερικό


γινόμενο. Ως ορθογώνιο συμπλήρωμα του W ορίζουμε το σύνολο W⊥:
W⊥ = {v ∈V/ ( v, u) = 0, ∀u ∈W}
που αποτελείται από τα διανύσματα v του V που είναι ορθογώνια προς κάθε διάνυσμα του
u∈W .

Παράδειγμα 1: Εάν V=R3 και W={u}, δηλαδή το W αποτελείται από ένα μόνο διάνυσμα,
τότε το W⊥ είναι το επίπεδο που διέρχεται από την αρχή των αξόνων και είναι κάθετο στο
διάνυσμα u. Εάν το W αποτελείται από δυο διανύσματα W={w1,w2}, τότε το W⊥ είναι η
ευθεία που διέρχεται από την αρχή των αξόνων και είναι κάθετη στο επίπεδο που ορίζουν
τα δυο διανύσματα {w1,w2}.

Θεώρημα 1: Το σύνολο W⊥ είναι διανυσματικός υπόχωρος του V.



Απόδειξη: Το σύνολο W⊥ είναι διάφορο του κενού αφού 0 ∈ W επειδή το μηδενικό
διάνυσμα 0 είναι ορθογώνιο σε κάθε διάνυσμα του V. Ας θεωρήσουμε δυο τυχαία

(13
Το υποσύνολο W δεν χρειάζεται να είναι υπόχωρος του V.
- 58 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

διανύσματα v, w∈ W⊥ και δυο τυχαίους αριθμούς α, β από το σώμα F, (F=R ή C). Τότε
για οποιoδήποτε διάνυσμα u ∈ W θα έχουμε:
(αv+βw,u)= α(v,u)+ β(w,u)=α0+β0=0

δηλαδή αv+βw ∈ W και επομένως το W⊥είναι διανυσματικός υπόχωρος του V.

Παράδειγμα 2: Έστω το διάνυσμα u=(2,-1,4) του R3. Θα βρούμε το ορθογώνιο


⊥ ⊥
συμπλήρωμα W = u του διανύσματος u, προσδιορίζοντας μία βάση του. Ο υπόχωρος
W⊥ αποτελείται από όλα τα διανύσματα του v=(x,y,z)∈R3 τέτοια ώστε: (v,u)=0 ή 2x-
y+4z=0 ⇒ y=2x-4z. Έτσι το διάνυσμα v γράφεται: v=(x,2x-4z,z)=x(1,2,1)+z(0,-4,1),
δηλαδή ως γραμμικός συνδυασμός των διανυσμάτων v1=(1,2,1) και v2=(0,-4,1), τα οποία
αποτελούν μια βάση του W⊥.


Θεώρημα 2: Εάν W είναι ένας υπόχωρος του V, τότε ισχύει V = W ⊕ W .
Απόδειξη: Έστω {u1, u2,…, ur} μια ορθοκανονική βάση του W. Η βάση αυτή μπορεί να
επεκταθεί σε μια ορθοκανονική βάση {u1, u2,…, ur, ur+1,…, un} του V με ur+1,…, un∈
W ⊥ . Εάν v∈V, τότε v=c1u1+…+crur+cr+1ur+1+…+cnun με c1u1+…+crur∈W και
⊥ ⊥ ⊥
cr+1ur+1+…+cnun∈ W . Επομένως V = W+W . Όμως, εάν w ∈ W ∩ W τότε (w,w)=0
⇒ w=0 δηλαδή W∩ W = {0} . Οι δύο συνθήκες V = W+W και W∩ W = {0} μας
⊥ ⊥ ⊥


οδηγούν στο συμπέρασμα ότι V = W ⊕ W .

Ορισμός 2: Υποθέτουμε ότι ο διανυσματικός χώρος V είναι το ευθύ άθροισμα των


διανυσματικών υποχώρων W1, W2, …, Wr δηλαδή V=W1⊕W2⊕…⊕ Wr. Τότε κάθε
διάνυσμα v∈V αναπτύσεται κατά μοναδικό τρόπο ως v = w1 + + w k + + w r με
wk∈Wk. Ονομάζουμε προβολή του V στον υπόχωρο Wk την απεικόνιση:
Pk :V → V,
Pk : v P( v ) ≡ w k

Θεώρημα 3: Η προβολή Ρk είναι γραμμική και ικανοποιεί την σχέση: Pk2 = Pk .


Απόδειξη: Θεωρούμε δυο διανύσματα:
v = w1 + + w k + + w r και u = w1′ + + w ′k + + w ′r
Τότε v + u = ( w1 + w1′ ) + + ( w k + w ′k ) + + (w r + w ′r ) και
λv = λw 1 + + λw k + + λw r
Άρα Pk ( v + u ) = w k + w ′k = Pk ( v ) + Pk (u ) και
Pk (λv ) = λw k = λPk ( v )
και επομένως η Pk είναι γραμμική.

- 59 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Επίσης εάν γράψουμε w k = 0 + + wk + + 0 τότε Pk ( w k ) = w k και για κάθε v ∈ V θα

έχουμε: P k (wk ) = Pk ( Pk (wk )) = Pk (wk ) = wk = Pk (wk )


2

Άρα Pk2 = Pk .

Παρατήρηση 1: Στην απλή περίπτωση, όπου V=W⊕W⊥, ένα διάνυσμα v∈V μπορεί να
εκφραστεί κατά μοναδικό τρόπο στη μορφή v=w+w⊥ όπου w∈W και w⊥∈W⊥. Η προβολή
του v στον υπόχωρο W είναι το διάνυσμα w και το μέτρο του v δίνεται από το
Πυθαγώρειο θεώρημα: ||v||2=||w||2 +||w⊥||2. Εάν {u1, u2,…, ur} είναι μια ορθοκανονική
βάση του W, τότε η προβολή του διανύσματος v στον υπόχωρο W δίνεται από την
έκφραση:
Pw(v)=(v,w1)w1+…+(v,wr)wr.

Παράδειγμα 3: (Προσέγγιση συνεχών συναρτήσεων από πολυώνυμα βαθμού ≤ n). Έστω


V=C(-1,1), ο διανυσματικός χώρος των συνεχών συναρτήσεων στο κλειστό διάστημα
1
[-1,1] με εσωτερικό γινόμενο ( f , g ) = ∫ f ( x ) g ( x ) dx . Τα n+1 πολυώνυμα του Legendre
−1

l0 , l1 , , ln αποτελούν μια ορθοκανονική βάση του υποχώρου W όλων τον πολυωνύμων


βαθμού≤n, διαστάσεως n+1. Έστω μια συνεχής συνάρτηση f∈C(-1,1) και ας
συμβολίσουμε με fn την προβολή της f στον υπόχωρο W, δηλαδή:
n 1
f n = ∑ ( f , lk ) lk με ( f , lκ ) = ∫ f ( x ) lk ( x ) dx
k =0 −1

Το πολυώνυμο αυτό fn βαθμού≤n καθιστά το μέτρο ||f - fn|| ελάχιστο. Οποιοδήποτε άλλο

πολυώνυμο pn ( x) n βαθμού καθιστά το μέτρο ||f - pn|| μεγαλύτερο από το μέτρο ||f - fn|| .

Επομένως το πολυώνυμο fn είναι το πλησιέστερο προς την συνάρτηση f(x). Για


παράδειγα, εάν θεωρήσουμε την συνεχή συνάρτηση f(x)=sinπx και τα πρώτα έξι
πολυώνυμα του Legendre:

1 3 1 5 1 7
l0 ( x ) =
2
, l1 ( x ) =
2
x, l2 ( x ) =
2 2
( 3x 2 − 1) , l3 ( x ) =
2 2
( 5 x3 − 3x ) ,

1 9 1 11
l4 ( x ) =
8 2
( 35 x 4 − 30 x 2 + 3) , l5 ( x ) =
8 2
( 63x5 − 70 x3 + 15 x )

τότε οι συντελεστές ( f , lκ ) με k=0,1,2,3,4,5, που δίνονται από την έκφραση:


1

( f , lκ ) = ∫ sin π x lk ( x ) dx
−1

είναι:

- 60 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

1
1

( f , l0 ) = ∫ sin π x l0 ( x ) dx = ⌠
1
⎮ sin π x dx = 0
−1 ⌡ 2
−1
1
1

( f , l1 ) = ∫ sin π x l1 ( x ) dx = ⌠
3 3 2
⎮ sin π x x dx =
−1 ⌡ 2 2π
−1
1
1

( f , l2 ) = ∫ sin π x l2 ( x ) dx = ⌠
1 5
⎮ sin π x
⌡ 2 2
( 3x 2 − 1) dx = 0
−1
−1

14 ( −15 + π 2 )
1
1
⌠ 1 7
( f , l3 ) = ∫ sin π x l3 ( x ) dx = ⎮ sin π x
⌡ 2 2
( 5x − 3x ) dx =
3

π3
−1
−1
1
1

( f , l4 ) = ∫ sin π x l4 ( x ) dx = ⌠
1 9
⎮ sin π x
⌡ 8 2
( 35 x 4 − 30 x 2 + 3) dx = 0
−1
−1

22 ( 945 + π 4 − 105π 2 )
1
1
⌠ 1 11
( f , l5 ) = ∫ sin π x l5 ( x ) dx = ⎮ sin π x
⌡ 8 2
( 63x − 70 x + 15x ) dx =
5 3

π5
−1
−1
Επομένως το πολυώνυμο f5(x), το οποίο είναι το πλησιέστερο προς την συνάρτηση
f(x)=sinπx, είναι:
f 5 ( x ) = ( f , l0 ) l0 + ( f , l1 ) l1 + ( f , l2 ) l2 + ( f , l3 ) l3 + ( f , l4 ) l4 + ( f , l5 ) l5 =

1 3 2 3 1 5 14 ( −15 + π 2 ) 1 7
= 0×
2
+
2π 2
x + 0×
2 2
( 3 x 2
− 1) +
π 3
2 2
( 5 x3 − 3x ) +

1 9 22 ( 945 + π 4 − 105π 2 ) 1 11
+0 ×
8 2
( 35 x − 30 x + 3) +
4 2

π5 8 2
( 63x5 − 70 x3 + 15x ) =
3 2 3 14 ( −15 + π 2 ) 1 7
=
2π 2
x+
π 3
2 2
( 5 x3 − 3x ) +

22 ( 945 + π 4 − 105π 2 ) 1 11
+
π 5
8 2
( 63x 5 − 70 x 3 + 15 x ) =

⎧⎪ 6 3 14 ( −15 + π ) 15 11 22 ( 945 + π − 105π ) ⎫⎪


2 4 2

=⎨ +− + ⎬x+
⎪⎩ π 2 π3 8 2 π5 ⎪⎭

⎧⎪ 5 7 14 ( −15 + π 2 ) 70 11 22 ( 945 + π 4 − 105π 2 ) ⎫⎪


+⎨ − ⎬x +
3

2 2 π 3
8 2 π 5
⎩⎪ ⎭⎪

- 61 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

⎧⎪ 63 11 22 ( 945 + π 4 − 105π 2 ) ⎫⎪
+⎨ ⎬x =
5

⎪⎩ 8 2 π 5
⎪⎭
21( 5π 4 − 765π 2 + 7425 ) 21( −30π 4 − 3750π 2 − 34650 ) 3
= x + x +
8π 5 8π 5
21( 33π 4 − 3750π 2 + 31185 ) 5
+ x
8π 5
Στο διπλανό σχήμα σχεδιάστηκαν οι γραφικές
παραστάσεις του sinπx, του πολυωνύμου f5(x) και του
πολυωνύμο p5 ( x) , που αποτελείται από τους
πρώτους έξι όρους του αναπτύγματος Taylor γύρω
από το σημείο μηδέν, δηλαδή του πολυωνύμου:
1 1 5 5
p5 ( x ) = π x − π 3 x 3 + π x .
6 120
Στο διάστημα [-1,1] η γραφική παράσταση
του πολυωνύμου f5(x) ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με
την γραφική παράσταση της συνάρτησης sinπx, ενώ η
γραφική παράσταση του πολυωνύμου p5 ( x)
πλησιάζει ικανοποιητικά την γραφική παράσταση της συνάρτησης simπx μόνο σε
διάστημα γύρω από το μηδέν που περιέχεται στο [-1,1]. Για να έχουμε ικανοποιητική
προσέγγιση θα πρέπει να πάρουμε και άλλους όρους από το ανάπτυγμα Taylor. Στην
προκειμένη περίπτωση οκτώ όροι αρκούν.

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

Ι) ΓΡΑΜΜΙΚΟΙ ΣΥΝΔYΑΣΜΟΙ, ΓΡΑΜΜΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

1) Να γραφεί το πολυώνυμο u(t) ως γραμμικός συνδυασμός των πολυωνύμων


v(t)=2t2+3t-4, w(t)=t2-2t-3, όπου α) u(t)=3t2+8t-5, β) u(t)=4t2-6t-1.

2) Να γραφεί ο πίνακας Μ ως γραμμικός συνδυασμός των πινάκων


⎛1 1 ⎞ ⎛ 1 1⎞ ⎛1 −1⎞ ⎛ 3 −1⎞ ⎛2 1⎞
Α= ⎜ ⎟ , Β= ⎜ ⎟ , Γ= ⎜ ⎟ όπου α) Μ= ⎜ ⎟ , β) Μ= ⎜ ⎟
⎝0 −1⎠ ⎝ −1 0⎠ ⎝0 0 ⎠ ⎝ 1 −2⎠ ⎝ −1 −2⎠

3) Να δειχθεί ότι οι μιγαδικοί αριθμοί v=2+3i, u=1-2i παράγουν το σύνολο C των


μιγαδικών αριθμών, όταν το C θεωρείται διανυσματικός χώρος επί του σώματος R
των πραγματικών αριθμών.

- 62 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

4) Δείξτε ότι τα διανύσματα v=(1+i, 2i) και w=(1, 1+i) του διανυσματικού χώρου C2
είναι γραμμικά εξαρτημένα επί του σώματος C και γραμμικά ανεξάρτητα επί του
σώματος R.
5) Να δείξετε ότι ένα κριτήριο για την γραμμική ανεξαρτησία n διανυσμάτων του
χώρου Rn είναι μην μηδενίζεται η ορίζουσα, που σχηματίζεται από τις
συντεταγμένες αυτών των διανυσμάτων.

6) Έστω V ο διανυσματικός χώρος των πραγματικών συναρτήσεων πραγματικής


μεταβλητής, f: R → R. Να δειχθεί ότι οι συναρτήσεις f(x), g(x), h(x)∈V είναι
ανεξάρτητες όπου: 1) f(x)=e2x, g(x)=x2, h(x)=x, 2) f(x)=sinx, g(x)=cosx, h(x)=x.

7) Να δειχθεί ότι τα πολυώνυμα (1-x)3, (1-x)2, 1-x, 1 παράγουν τον χώρο των
πολυωνύμων βαθμού ≤3.

8) Να βρεθεί ένα διάνυσμα του διανυσματικού χώρου R3, το οποίο παράγει τον διαν.
υπόχωρο, ο οποίος είναι η τομή των υποχώρων U={(α,β,0)} (ΟΧΥ επίπεδο) και W
ο οποίος παράγεται από τα διανύσματα v1=(1,2,3) και v2=(1,-1,1).

9) Να εξετασθεί εάν το υποσύνολο W={(α,β,γ)} του R3 είναι υπόχωρος όταν


α) α=2β, β) α≤β≤γ, γ) αβ=0, δ) α=β=γ, ε) α=β2, ζ) λ1α+λ2β+λ3γ=0, λi∈R και
λi=σταθερές.

10) Έστω U, V, W οι εξής υπόχωροι του R3:


U={(α,β,γ) / α+β+γ=0}, V={(α,β,γ) / α=γ}, W={(0,0,γ) / γ∈R}
3 3 3
Να δειχθεί ότι 1) R =U+V, 2) R =U+W, 3) R =V+W. Σε ποια περίπτωση το
άθροισμα είναι ευθύ ;
11) Έστω U και W οι υπόχωροι του R3 που ορίζονται από τις σχέσεις:
U={(α,β,γ) / α=β=γ} και W={(0,β,γ)}= το επίπεδο ΟΥΖ
Να δείξετε ότι R3=U⊕W

12) Έστω V ο διανυσματικός χώρος των πινάκων n×n επί του σώματος R. Έστω οι
υπόχωροι U και W των συμμετρικών και αντισυμμετρικών πινάκων αντίστοιχα,
δηλαδή U={M / Mt=M, M∈V} και W={M / Mt=-M, M∈V}.Να δείξετε ότι
V=U⊕W.

13) Έστω V={f(x) / f: R → R } ο διανυσματικός χώρος των πραγματικών


συναρτήσεων πραγματικής μεταβλητής, και
U={f(x) / f: R → R ∧ f(-x)=f(x) }, W={f(x) / f: R → R ∧ f(-x)=-f(x) }
οι υπόχωροι των αρτίων και περιττών συναρτήσεων αντίστοιχα. Να δειχθεί ότι
V=U⊕W.

- 63 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

14) Έστω U και W υπόχωροι ενός διανυσματικού χώρου V. Να δειχθεί ότι


α) οι υπόχωροι U, W περιέχονται στον υπόχωρο U+W
β) ο υπόχωρος U+W είναι ο μικρότερος υπόχωρος του V που περιέχει τους U
και W, δηλαδή U+W=L(U,W).

15) Θεωρούμε το σύνολο των διανυσμάτων του επιπέδου, των οποίων οι αρχές
βρίσκονται στην αρχή των συντεταγμένων και τα πέρατα μέσα στο πρώτο
τεταρτημόριο. Να εξετάσετε εάν το σύνολο αυτό αποτελεί διανυσματικό χώρο, (με
τις γνωστές πράξεις).

16) Θεωρούμε το σύνολο όλων των διανυσμάτων του επιπέδου, εκτός εκείνων που
είναι παράλληλα προς μια δοθείσα ευθεία που διέρχεται από την αρχή των
αξόνων. Το σύνολο αυτό αποτελεί διανυσματικό χώρο;

ΙΙ) ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΑΣΗ


1) Έστω W ο υπόχωρος του R4 που παράγεται από τα διανύσματα:
v1=(1,-2,5,-3), v2(2,3,1,-4), v3=(3,8,-3,-5)
α) Να βρεθεί μια βάση και η διάσταση του W.
β) Να επεκταθεί η βάση αυτή σε μια βάση όλου του χώρου R4.

2) Έστω W ο υπόχωρος που παράγεται από τα πολυώνυμα


v1(x)=x3-2x2+4x+1, v2(x)=x3+6x-5, v3(x)=2x3-3x2+9x-1, v4(x)=2x3-5x2+7x+5
Να βρεθεί μια βάση και η διάσταση του W.

3) Έστω U και W οι υπόχωροι του R4, οι οποίοι ορίζονται ως εξής:


U={(α,β,γ,δ) / β+γ+δ=0}, W={(α,β,γ,δ) / α+β=0, γ=2δ}
Να βρεθεί η διάσταση και μια βάση των υποχώρων i) U, ii) W, iii) U∩W

4) Έστω V ο διανυσματικός χώρος των συμμετρικών πινάκων 2×2. Να δειχθεί ότι


dimV=3.

5) Έστω V ο χώρος των πολυωνύμων ως προς x βαθμού μικρότερου ή ίσου του n.


Δείξτε ότι τα παρακάτω σύνολα πολυωνύμων αποτελούν βάσεις του V.
(1) {1, x, x2,⋅⋅⋅,xn} (2) {1, 1-x, (1-x)2,⋅⋅⋅,(1-x)n} και επομένως dimV=n

- 64 -
ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

ΙΙΙ) ΧΩΡΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΓΙΝΟΜΕΝΟΥ

1) Έστω V ο διανυσματικός χώρος των πολυωνύμων εφοδιασμένος με το εσωτερικό


γινόμενο: (f (x), g(x)) = ∫ f (x)g (x )dx . Έστω f(x)=x+2, g(x)=x2-2x-3. Να υπολο-
1

γιστούν α) (f(x),g(x)), β) ||f(x)||, ||g(x)||.

2) Ποιες από τις επόμενες εκφράσεις ορίζουν εσωτερικά γινόμενα στον διανυσματικό
χώρο C[-1,1] των πραγματικών συνεχών συναρτήσεων που ορίζονται στο κλειστό
διάστημα [-1,1], όπου f(x), g(x)∈C[-1,1] .

∫ (1− x )f (x)g(x)dx
1 1
α) (f,g)=
−1
2
β) (f,g)= ∫ x f(x)g(x)dx
−1
2

3) Να δειχτεί ότι οι συναρτήσεις: sinx, sin2πx, . . .,sinnπx του C[0,1] είναι


1
ορθογώνιες μεταξύ τους ως προς το εσωτερικό γινόμενο ( f1 ,f 2 ) = ∫ f1 (x)f 2 (x)dx
0

και να ορισθεί από αυτές τις συναρτήσεις ένα ορθοκανονικό σύνολο


συναρτήσεων.

4) Χρησιμοποιώντας την ανισότητα των Cauchy-Schwart να δειχθεί ότι εάν


⎛ n ⎞⎛ n 1 ⎞
a 1 , a2 , , an > 0 τότε ⎜ ∑ α j ⎟ ⎜ ∑ ⎟ ≥ n2 .
⎝ j=1 ⎠ ⎝ k=1 α k ⎠

5) Έστω ο διανυσματικός χώρος V=R4 και ο υπόχωρος W που γεννάται από τα


διανύσματα w1=(1,1,1,1), w2=(1,-3,4,-2). Θεωρούμε το διάνυσμα v=(1,3,5,7). Να
βρεθεί ένα διάνυσμα w∈W που ελαχιστοποιεί το μέτρο ||v-w||, με άλλα λόγια να
βρεθεί η προβολή του v στον υπόχωρο W.

6) Όπως η παραπάνω άσκηση με διανύσματα w1=(1,1,1,1), w2=(1,2,3,2).

- 65 -
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο ΙΙΙ.

ΠΙΝΑΚΕΣ

Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθούμε σε ορισμένα βασικά στοιχεία της θεωρίας


των πινάκων, η οποία βρίσκει μεγάλη εφαρμογή τόσο στα εφαρμοσμένα Μαθηματικά όσο
και στη Φυσική. Οι γραμμικοί μετασχηματισμοί και τελεστές, μπορούν να παρασταθούν
από πίνακες, τα δε διανύσματα από στήλες ή γραμμές που είναι ειδικές μορφές πινάκων.
Σήμερα οι πίνακες χρησιμοποιούνται όχι μόνο στην επίλυση γραμμικών
αλγεβρικών συστημάτων, αλλά και για την μελέτη ηλεκτρικών κυκλωμάτων, στην οπτική,
στην κβαντική περιγραφή της δομής των ατόμων. Επίσης οι πίνακες χρησιμοποιούνται
στα γραφικά που δημιουργούνται από τους υπολογιστές για την προβολή μιας
τριδιάστατης εικόνας σε διδιάστατη οθόνη και για την δημιουργία αληθοφανούς
πραγματικής κίνησης.
Στο τέλος του Κεφαλαίου υπάρχει μια ιστορική αναδρομή της έννοιας του πίνακα.

3.1 ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΑ

Ορισμός 1: Θεωρούμε τα σύνολα Nm={1,2,…,m}, Nn={1,2,⋅⋅⋅,n} και F ένα σώμα. Κάθε


συνάρτηση A: Nm×Nn → F
της οποίας οι εικόνες συμβολίζονται ως εξής:
(∀(i,j))∈ Nm×Nn)[ A(i,j)=αij ]
ονομάζεται πίνακας ή μήτρα (matrix) με m γραμμές και n στήλες.
Συνήθως ένας πίνακας Α με m γραμμές και n στήλες, παριστάνεται με την εξής
ορθογώνια διάταξη:
⎛ α11 α12 α1n ⎞
⎜α α22 α2n ⎟⎟
A=⎜
21

⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎝ αm1 αm2 αmn ⎠

ή εν συντομία: A=αij με 1≤i≤m, 1≤j≤n


Ένας πίνακας Α που έχει m γραμμές και n στήλες λέγεται πίνακας τύπου m×n ή
διαστάσεων m×n.
Οι m οριζόντιες n-άδες:
(α11, α12, …, α1n), (α21, α22, …, α2n), …, (αm1, αm2, …, αmn)
είναι οι γραμμές του πίνακα και οι n κάθετες m-άδες:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

⎛ α11 ⎞ ⎛ α12 ⎞ ⎛ α1n ⎞


⎜α ⎟ ⎜α ⎟ ⎜ ⎟
⎜ 21 ⎟ , ⎜ 22 ⎟ , …, ⎜ α 2 n ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ α m1 ⎠ ⎝ αm2 ⎠ ⎝ α mn ⎠
οι στήλες του πίνακα.
Ο αριθμός αij ονομάζεται το ij-στοιχείο ή ij-συνιστώσα και εμφανίζεται στην i γραμμή
και την j στήλη.

⎛ 1 −3 4 ⎞
Παράδειγμα 1: Ο πίνακας ⎜ ⎟ είναι τύπου 2x3.
⎝ 0 5 − 2⎠
⎛ 1 ⎞ ⎛ − 3⎞ ⎛ 4 ⎞
Οι γραμμές του είναι (1,-3,4) και (0,5,-2) και οι στήλες του ⎜ ⎟ , ⎜ ⎟ , ⎜ ⎟
⎝ 0 ⎠ ⎝ 5 ⎠ ⎝ − 2⎠

Ορισμός 2: Δύο πίνακες Α και Β είναι ίσοι, και γράφουμε Α=Β, αν είναι του ίδιου τύπου
και τα αντίστοιχα στοιχεία είναι ίσα: δηλαδή αij=βij ∀(i,j)∈Nm×Nn. Έτσι η ισότητα δύο
m×n πινάκων, είναι ισοδύναμη με ένα σύστημα m⋅n ισοτήτων, μια για κάθε ζεύγος
στοιχείων.

⎛ x + y 2z + w⎞ ⎛ 3 5⎞
Παράδειγμα 2: Η ισότητα ⎜ ⎟ =⎜ ⎟
⎝ x − y z − w ⎠ ⎝ 1 4⎠
είναι ισοδύναμη με το εξής σύστημα εξισώσεων:
x+y=3
x-y=1
2z+w=5
z-w=4

Ορισμός 3: Ένας πίνακας τύπου 1×n λέγεται επίσης και γραμμή διάνυσμα, και ένας
πίνακας τύπου m×1 λέγεται στήλη διάνυσμα. Ένας δε αριθμός από το σώμα F μπορεί να
θεωρηθεί ως ένας πίνακας τύπου 1×1.

3.2 ΠΡΟΣΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΙ ΒΑΘΜΩΤΟΣ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ

Έστω Α και Β δύο πίνακες του αυτού τύπου m×n.


⎛ α11 α12 α1n ⎞ ⎛ β11 β12 β1n ⎞
⎜α α22 ⎟
α2n ⎟ ⎜β β22 β 2n ⎟⎟
A= ⎜ 21 B= ⎜ 21
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ αm1 αm2 αmn ⎠ ⎝ β m1 β m2 β mn ⎠

- 68 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

Ορισμός 1: Το άθροισμα των δυο πινάκων Α και Β ορίζεται να είναι ο πίνακας C που
προκύπτει από την πρόσθεση των αντίστοιχων στοιχείων:

⎛ α11 + β11 α12 + β12 α1n + β1n ⎞


⎜ α +β α22 + β 22 α2n + β 2n ⎟⎟
C=A+B= ⎜ 21 21

⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎝ α m1 + β m1 α m2 + β m2 α mn + β mn ⎠

Ορισμός 2: Το γινόμενο ενός αριθμού k επί τον πίνακα Α είναι ο πίνακας που προκύπτει
πολλαπλασιάζοντας κάθε στοιχείο του Α με το k.

⎛ kα11 kα12 kα1n ⎞


⎜ kα kα22 kα2n ⎟⎟
kA= ⎜ 21
⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎝ kα m1 kα m2 kα mn ⎠

Οι πίνακες Α+Β και kA είναι επίσης τύπου m×n. Το άθροισμα πινάκων διαφορετικών
τύπων δεν ορίζεται.
Μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι το σύνολο των πινάκων τύπου m×n
αποτελεί διανυσματικό χώρο επί του σώματος F με τις παραπάνω πράξεις.

3.3 ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ

Θεωρούμε δύο πίνακες A=αij και B=βij τέτοιους ώστε ο αριθμός των στηλών του
Α να ισούται με τον αριθμό των γραμμών του Β, δηλαδή ο Α είναι ένας πίνακας τύπου
m×p και ο Β τύπου p×n.

Ορισμός 1: Σαν γινόμενο των δυο πινάκων Α, Β ορίζουμε τον πίνακα C τύπου m×n, του
οποίου το cij στοιχείο προκύπτει πολλαπλασιάζοντας την i γραμμή του Α, με την j στήλη
του Β. Σαν γινόμενο της i-γραμμής του Α με την j-στήλη του Β ορίζουμε τον αριθμό cij
που ισούται με το άθροισμα των γινομένων των αντιστοίχων στοιχείων της i-γραμμής και
⎛ 4 ⎞
j-στήλης. Π.χ. εάν έχουμε την i-γραμμή (2,-4,8) και την j-στήλη ⎜ − 7 ⎟ τότε το γινόμενο
⎜ ⎟
⎜ 2 ⎟
⎝ ⎠
τους είναι ο αριθμός: 2⋅4+(-4)(-7)+8⋅2=8+28+16=52. Έτσι το γινόμενο των δυο πινάκων
Α και Β είναι ο πίνακας:
⎛ A1B1 A1B2 A1Bn ⎞
⎜ 1 2

⎜ A2 B A2 B A2 Bn ⎟
C=A⋅Β= ⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎝ Am B1 Am B2 Am Bn ⎠

- 69 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

όπου Ai, i=1,2,…,m είναι η i γραμμή του πίνακα Α και Bj, j=1,…,n η j στήλη του πίνακα
Β. Δηλαδή:
⎛ α11 α12 α1p ⎞ ⎛ β11 β1j β1n ⎞
⎜ ⎟⎜ ⎟ ⎛ c11 c12 c1n ⎞
⎜ ⎟⎜ ⎟ c⎜ ⎟
⎜ c 22 c2n ⎟
C= ⎜ αi1 αi2 αip ⎟ ⎜ βij ⎟= 21

⎜ ⎟⎜ ⎟ ⎜ c ij ⎟
⎜ ⎟⎜ ⎜
⎟ ⎝c ⎟
⎜α c c ⎠
⎝ m1 αm2 αmp ⎟⎠ ⎜⎝ βp1 βpj βpn ⎟⎠ m 1 m 2 mn

p
όπου cij=αi1β1j+ αi2β2j+…+ αipβpj = ∑αikβkj
k=1

Εδώ πρέπει να προσέξουμε ότι το γινόμενο ΑΒ δεν ορίζεται αν ο Α είναι τύπου m×p και ο
Β, q×n, όπου p≠q .

Παράδειγμα 1:
⎛2 −1⎞
⎜ ⎟ ⎛1 2 5⎞
Για A= ⎜ 1 0⎟ , B= ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎝3 4 0⎠
⎝ −3 4 ⎠
⎛ 2⋅1−13 ⋅ 2⋅2 −14
⋅ 2⋅5 −10⋅ ⎞ ⎛ −1 0 10 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
έχουμε C=A⋅B= ⎜ 11⋅ + 0⋅3 ⋅ + 0⋅4
12 ⋅ + 0⋅0 ⎟ = ⎜ 1 2
15 5 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ − 3⋅1+ 4⋅3 − 3⋅2 + 4⋅4 − 3⋅5 + 4⋅0⎠ ⎝ 9 10 −15⎠
Επειδή ο Α είναι τύπου 3×2 και ο Β 2×3 ορίζεται και το γινόμενο Β⋅Α, που είναι ο
πίνακας
⎛ −1⎞
⎛1 2 5⎞ ⎜ 2 ⎟ ⎛ 1.2 + 2.1 + 5.(−3) 1.(−1) + 2.0 + 5.4 ⎞ ⎛ −11 19 ⎞
D=B⋅A= ⎜ ⎟ 1 0⎟ =⎜ ⎟=⎜ ⎟
⎝3 4 0⎠ ⎜⎜ ⎟ ⎝ 3.2 + 4.1 + 0.(−3) 3.(−1) + 4.0 + 0.4 ⎠ ⎝ 10 −3 ⎠
⎝ −3 4 ⎠
Από το παράδειγμα αυτό βλέπουμε ότι γενικά δεν ισχύει η αντιμεταθετική ιδιότητα των
πινάκων, δηλαδή ΑΒ≠ΒΑ.

Από το ορισμό του πολλαπλασιασμού των πινάκων προκύπτει:


1. Το γινόμενο ενός πίνακα γραμμή επί έναν πίνακα στήλη είναι, όπως είδαμε πριν,
ένας αριθμός. Πράγματι αν A=(α1,α2, …,αn) είναι ένας πίνακας γραμμή και
⎛ β1 ⎞
⎜ ⎟
β
Β= ⎜ 2 ⎟
⎜ ⎟
⎜⎜ ⎟⎟
⎝ βn ⎠
ένας πίνακας στήλη, τότε:

- 70 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

⎛ β1 ⎞
⎜ ⎟
β
Α⋅Β=(α1,α2, …,αn) ⎜ 2 ⎟ =α1β1+α2β2+…+αnβn
⎜ ⎟
⎜⎜ ⎟⎟
⎝ βn ⎠
2. Το γινόμενο ενός πίνακα στήλη επί έναν πίνακα γραμμή, είναι ένας τετραγωνικός
πίνακας. Πράγματι:
⎛ β1 ⎞ ⎛ β1α1 β1α2 β1α n ⎞
⎜ ⎟ ⎜
⎜ β2 ⎟ ⎜ β 2 α1 β 2 α2 β 2 α n ⎟⎟
Β⋅Α= (α1,α2, …,αn)=
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜⎜ ⎟⎟ ⎜ ⎟
⎝ βn ⎠ ⎝ β n α1 β n α2 βn αn ⎠

Παρατήρηση 1: Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η πρόσθεση και ο πολλαπλασιασμός


δεν ορίζονται για δύο τυχαίους πίνακες. Για την πρόσθεση θα πρέπει οι πίνακες να είναι
του ίδιου τύπου και για τον πολλαπλασιασμό, θα πρέπει ο αριθμός των στηλών του
πρώτου πίνακα να είναι ο ίδιος με τον αριθμό των γραμμών του δεύτερου. Το πρόβλημα
στον πολλαπλασιασμό των πινάκων οφείλεται στο ότι η πράξη αυτή εκφράζει κατά
κάποιον τρόπον τη σύνθεση συναρτήσεων και όχι τον συνήθη πολλαπλασιασμό
συναρτήσεων. Η σύνθεση των συναρτήσεων δεν είναι αντιμεταθετική και δεν ορίζεται
πάντα. Οι δυσκολίες αυτές δεν υπάρχουν όταν έχουμε να κάνουμε με πίνακες τύπου n×n
που έχουν τον ίδιο αριθμό γραμμών και σειρών.
Οι πίνακες αυτοί λέγονται τετραγωνικοί τύπου n×n.

3.4 ΕΥΘΥ ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΚΑΙ ΤΑΝΥΣΤΙΚΟ ΓΙΝΟΜΕΝΟ ΠΙΝΑΚΩΝ

Στην παράγραφο αυτή θα αναφερθούμε στον ορισμό του ευθέως αθροίσματος και
του τανυστικού γινομένου δυο πινάκων περιληπτικά, διότι το θέμα των τανυστών είναι
πολύ μεγάλο και εκφεύγει από τα πλαίσια ενός βιβλίου Γραμμικής Άλγεβρας.
Εάν Α είναι ένας m×n πίνακας και Β είναι ένας άλλος πίνακας p×q, τότε το ευθύ
άθροισμα τους ορίζεται να είναι ένας πίνακας C, (m+p)×(n+q), της μορφής:

⎛A 0⎞
C = A⊕B =⎜ ⎟
⎝0 B⎠
Παράδειγμα 1: Θεωρούμε τους πίνακες:
⎛3 1 5⎞
⎛1 5⎞ ⎜ ⎟
A= ⎜ ⎟ , B = ⎜ 1 -2 3 ⎟
⎝3 0⎠ ⎜ 2 3 2⎟
⎝ ⎠
Τότε το ευθύ άθροισμα τους είναι:

- 71 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

⎛1 5 0 0⎞ 0
⎜ ⎟
⎛3 1 5⎞ ⎜3 0 0 0⎟ 0
⎛1 5⎞ ⎜ ⎟
A ⊕ B= ⎜ ⎟ ⊕ ⎜ 1 -2 3 ⎟ = ⎜ 0 0 3 5⎟ 1
⎝3 0⎠ ⎜ 2 3 2⎟ ⎜ ⎟
⎝ ⎠ ⎜0 0 1 −2 3 ⎟
⎜0 0 2 3 2 ⎟⎠

Το τανυστικό γινόμενο AٔB ή το γινόμενο Kronecker των πινάκων Α, Β είναι ένας
πίνακας mp×nq, ο οποίος προκύπτει από τον πρώτο πίνακα Α εάν κάθε στοιχείο του αij
αντικατασταθεί από τον δεύτερο πίνακα B πολλαπλασιασμένο με αυτό το στοιχείο,
δηλαδή:
⎡ a11 B a1n B ⎤
A⊗B = ⎢ ⎢ ⎥.

⎢⎣ am1 B amn B ⎥⎦

Πιο αναλυτικά έχουμε:

⎛ a11b11 a11b12 a11b1 p a1n b11 a1n b12 a1n b1q ⎞


⎜ ⎟
⎜ a11b21 a11b22 a11b2 p a1n b21 a1n b22 a1n b2 q ⎟
⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎜ a11b p1 a11b p 2 a11b pq a1n b p1 a1n b p 2 a1n b pq ⎟
A ⊗ B= ⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎜ am1b11 am1b12 am1b1q amn b11 amn b12 amn b1q ⎟
⎜a b am1b22 am1b2 q amn b21 amn b22 amn b2 q ⎟
⎜ m1 21 ⎟
⎜ ⎟
⎜a b am1b p 2 am1bpq amn b p1 amn b p 2 amn b pq ⎟⎠
⎝ m1 p1

Παράδειγμα 2:
⎡1·0 1·5 2·0 2·5 ⎤ ⎡ 0 5 0 10 ⎤
⎢ 1·7 2·6 2·7 ⎥⎥ ⎢⎢ 6 7 12 14 ⎥⎥
⎡1 2 ⎤ ⎡0 5 ⎤ ⎢1·6
⎢3 4 ⎥ ⊗ ⎢6 7 ⎥ = ⎢3·0 =
3·5 4·0 4·5 ⎥ ⎢ 0 15 0 20 ⎥
⎣ ⎦ ⎣ ⎦
⎢ ⎥ ⎢ ⎥
⎣3·6 3·7 4·6 4·7 ⎦ ⎣18 21 24 28⎦

Παράδειγμα 3: Για οποιονδήποτε πίνακα Β τύπου p×q και Ι2 ο ταυτοτικός πίνακας 2×2
⎛B 0 ⎞
έχουμε: I 2 ⊗ B= ⎜ ⎟ . Αντικαθιστώντας τον πίνακαι Ι2 με τον Ιn προκύπτει ένας μπλοκ
⎝ 0 B⎠
διαγώνιος πίνακας με n αντίγραφα του Β κατά μήκος της διαγωνίου.

- 72 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

Παράδειγμα 4: Έστω ότι v ∈ R m , u ∈ R n , τότε

⎛ u1 ⎞ ⎛ ⎛ u1 ⎞ ⎛ u1 ⎞ ⎛ u1 ⎞ ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟⎟
u u u u
v ⊗ u = ( v1 ,v2 , , vm ) ⎜ 2 ⎟ = ⎜ v1 ⎜ 2 ⎟ , v2 ⎜ 2 ⎟ , , vm ⎜ 2 ⎟ ⎟ =
⎜ ⎟ ⎜ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟⎟
⎜ ⎟ ⎜⎜ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎟⎟
⎝ un ⎠ ⎝ ⎝ un ⎠ ⎝ un ⎠ ⎝ un ⎠ ⎠
= ( v1u1 ,...,v1u n ,v2 u1 ,...,vm u n ) ∈ R mn
t

Το γινόμενο Kronecker ικανοποιεί την προσεταιριστική και επιμεριστική ιδιότητα:

( A ⊗ B ) ⊗ C = A ⊗ ( B ⊗ C ),

A ⊗ (B + C ) = A ⊗ B + A ⊗ C,

( A + B ) ⊗ C = A ⊗ C + B ⊗ C,

( k A ) ⊗ B = A ⊗ ( k B ) = k ( A ⊗ B ),

όπου A, B και C είναι πίνακες και k αριθμός.

3.5 ΕΙΔΗ ΠΙΝΑΚΩΝ

1. Ανάστροφος (Transpose): Ο ανάστροφος ενός πίνακα Α, που συμβολίζεται με Αt, είναι


ο πίνακας που προκύπτει από τον Α, γράφοντας τις γραμμές του Α ως στήλες δηλαδή:
(αij)t=αji ή
t
⎛ α11 α12 α1n ⎞ ⎛ α11 α21 αm1 ⎞
⎜α ⎟ ⎜
t ⎜ 21 α22 α2n ⎟
⎜ α12 α22 αm2 ⎟⎟
A= =
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ α m1 α m2 α mn ⎠ ⎝ α1n α2n αmn ⎠
Όταν ο πίνακας Α είναι τύπου m×n τότε ο At είναι τύπου n×m.
t ⎛1 4⎞
⎛1 2 3⎞ ⎜ ⎟
Παράδειγμα 1: ⎜ ⎟ = ⎜2 − 5⎟
⎝4 −5 − 6⎠ ⎜ ⎟
⎝3 − 6⎠

Παρατήρηση 1: Εάν οι πίνακες Α, Β είναι τετραγωνικοί του ιδίου τύπου n×n, τότε ισχύει
1. (ΑΒ)t=BtAt.
Απόδειξη: Έστω Α=αij και B=βij τα στοιχεία των πινάκων Α και Β. Το ij στοιχείο του
γινομένου ΑΒ θα είναι: (ΑΒ)ij = α i1β1j + α i2β 2j + + α in β1n
Αυτό το στοιχείο είναι το ji στοιχείο του (ΑΒ)t δηλαδή:
- 73 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

(ΑΒ)jit = α i1β1j + α i2β 2j + + α in β1n

Τώρα η j-στήλη του Β γίνεται η j-γραμμή του Βt και η i-γραμμή του Α γίνεται η i-γραμμή
του Αt. Επομένως το ij-στοιχείο του BtAt θα είναι:

(β 1j ,β 2j , ,β nj ) ( α i1,α i2 , , α in ) =α i1β1j + α i2β 2j +


t
+ α in β1n

Τελικά (ΑΒ)t=BtAt.

Επίσης ισχύουν οι παρακάτω σχέσεις, των οποίων οι αποδείξεις είναι προφανείς:


2. (A+B)t=At+Bt όταν Α, Β πίνακες του ίδιου τύπου m×n για να έχει έννοια
το άθροισμα A+B.
3. (At)t=A
4. Για κάθε αριθμό k, (kA)t=kAt

2. Συζυγής (Conjugate) ενός πίνακα Α είναι ο πίνακας A* που προκύπτει από τα στοιχεία
του Α, παίρνοντας τα συζυγή τους. Αν τα στοιχεία του Α είναι πραγματικοί αριθμοί, τότε
A*=A.

⎛1+ i2 3− i6 ⎞ * ⎛1− i2 3+ i6 ⎞
Παράδειγμα 2: A= ⎜ ⎟ , A =⎜ ⎟
⎝ 4 8+ i 2 ⎠ ⎝ 4 8− i 2 ⎠

3. Συναφής ή συζυγοανάστροφος (adjoint) ενός πίνακα Α, είναι ο πίνακας A+, του οποίου
τα στοιχεία είναι τα συζυγή των αντίστοιχων στοιχείων του ανάστροφου πίνακα At,
δηλαδή: A+=(At)* ή (αij)+=(αji)* .

⎛1+ i2 3− i6 ⎞ ⎛ 1− i 2 4 ⎞
Παράδειγμα 3: A= ⎜ ⎟, A+= ⎜ ⎟
⎝ 4 8+ i 2 ⎠ ⎝ 3 + i 6 8− i 2 ⎠

3.6 ΕΙΔΗ ΤΕΤΡΑΓΩΝΙΚΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ

1. Ταυτοτικός (identity): Κατ’ αρχήν ορίζουμε ως κύρια διαγώνιο ενός τετραγωνικού


πίνακα την διαγώνιο που συνδέει την επάνω αριστερή γωνία με την κάτω δεξιά γωνία του
πίνακα. Ένας τετραγωνικός πίνακας τύπου n×n, λέγεται ταυτοτικός και συμβολίζεται με
In, όταν όλα τα στοιχεία του είναι μηδέν εκτός των στοιχείων της κυρίας διαγωνίου, που
ισούνται με 1. Δηλαδή έχουμε: αij=δij, όπου δij το σύμβολο του Kronecker που ορίζεται
από την σχέση:

- 74 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

⎧1 όταν i = j

δ ij = ⎨
⎪0 όταν i ≠ j

⎛1 0 0⎞
⎜ ⎟
Παράδειγμα 1: I3 = ⎜ 0 1 0⎟ είναι ο ταυτοτικός πίνακας 3×3.
⎜ ⎟
⎝0 0 1⎠

Εύκολα αποδεικνύεται ότι για οποιοδήποτε πίνακα Α τύπου n×n και για το
ταυτοτικό πίνακα Ι τύπου n×n ισχύει IA=AI=A.

2. Τριγωνικός, (triangular). Άνω τριγωνικός πίνακας ή απλώς τριγωνικός πίνακας είναι


ένας τετραγωνικός πίνακας, του οποίου τα στοιχεία, που βρίσκονται κάτω από την κύρια
διαγώνιο είναι μηδέν δηλαδή αij=0 για i>j. Έτσι ένας άνω τριγωνικός πίνακας τύπου n×n
έχει την μορφή:
⎛ α11 α12 α1n ⎞
⎜ ⎟
⎜ 0 α 22 α 2n ⎟
⎜ ⎟
⎜⎜ ⎟
⎝ 0 0 0 α nn ⎟⎠
Ομοίως ορίζεται ο κάτω τριγωνικός πίνακας.

2. Διαγώνιος, (diagonal): ονομάζεται ένας πίνακας Α του οποίου τα μη διαγώνια στοιχεία


είναι μηδέν, δηλαδή όταν αij=0, για i≠j ή ισοδύναμα αij=αiδij, όπου αi είναι τα στοιχεία της
διαγωνίου. Επομένως σ' ένα διαγώνιο πίνακα τα μόνα μη μηδενικά στοιχεία βρίσκονται
κατά μήκος της κυρίας διαγωνίου.

⎛1 0 0⎞ ⎛2 0 0⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
Παράδειγμα 2: Οι πίνακες A= ⎜ 0 2 0⎟ και B= ⎜ 0 0 0 ⎟ είναι διαγώνιοι.
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝0 0 6⎠ ⎝0 0 3⎠

3. Μηδενικός (null): ονομάζεται ένας πίνακας που όλα τα στοιχεία του είναι μηδέν, αij=0.

⎛ 0 0⎞
Παράδειγμα 3: O πίνακας ⎜ ⎟ είναι ο μηδενικός πίνακας 2×2.
⎝ 0 0⎠

4. Συμμετρικός (symmetric): είναι ένας πίνακας Α όταν ισχύει η σχέση αij =αji (δηλαδή
όταν τα στοιχεία που βρίσκονται σε συμμετρικές θέσεις ως προς την κύρια διαγώνιο, είναι
ίσα. Ισοδύναμα μπορούμε να πούμε ότι ένα πίνακας Α είναι συμμετρικός όταν τα στοιχεία

- 75 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

της i-γραμμή συμπίπτουν με τα στοιχεία της i-στήλης, δηλαδή ο ανάστροφος Αt του Α


συμπίτει με τον Α: Αt=Α.

⎛ −1 5 −7 2 ⎞
⎜ ⎟
5 0 6 3⎟
Παράδειγμα 4: Ο 4×4 πίνακας: A = ⎜ είναι συμμετρικός.
⎜ −7 6 8 4⎟
⎜ ⎟
⎝ 2 3 4 1⎠
Παρατηρούμε ότι τα στοιχεία π.χ. της 3-γραμμή (-7,6,8,4) συμπίπτουν με τα στοιχεία της
⎛ −7 ⎞
⎜ ⎟
6
3-στήλης ⎜ ⎟ .
⎜ 8 ⎟
⎜ ⎟
⎝ 4 ⎠

5. Αντισυμμετρικός (antisymmetric): είναι ένας πίνακας Α όταν αij=-αji , δηλαδή Αt=-Α.


Σ’ έναν αντισυμμετρικό πίνακα τα διαγώνια στοιχεία του είναι όλα μηδέν διότι αii=-αii
⇒2αii=0 ⇒ αii=0
⎛ 0 −2 −5 7 ⎞
⎜ ⎟
⎜ 2 0 9 12 ⎟
Παράδειγμα 5: Ο πίνακας: B = είναι αντισυμμετρικός.
⎜ 5 −9 0 8 ⎟
⎜ ⎟
⎝ −7 −12 −8 0 ⎠

Κάθε πίνακας Α μπορεί να εκφραστεί ως το άθροισμα ενός συμμετρικού και ενός


αντισυμμετρικού πίνακα, γιατί πάντα ισχύει η ταυτότητα:
1 1
A = (A+At )+ (A-At )
2 2
1 t 1 t
όπου (A+A ) συμμετρικός και (A-A ) αντισυμμετρικός.
2 2

⎛ 3 −4 ⎞
Παράδειγμα 6: Ας θεωρήσουμε τον πίνακα A = ⎜ ⎟
⎝5 7 ⎠
Υπολογίζουμε τις εκφράσεις:
1 t 1 ⎡⎛ 3 −4 ⎞ ⎛ 3 −4 ⎞ t ⎤ 1 ⎡⎛ 3 −4 ⎞ ⎛ 3 5 ⎞ ⎤ 1 ⎛ 6 1 ⎞ ⎛ 3 1/ 2 ⎞
(A+A ) = ⎢⎜ ⎟+⎜ ⎟ ⎥ = ⎢⎜ ⎟+⎜ ⎟⎥ = ⎜ ⎟=⎜ ⎟
2 2 ⎢⎣⎝ 5 7 ⎠ ⎝ 5 7 ⎠ ⎥⎦ 2 ⎣⎝ 5 7 ⎠ ⎝ −4 7 ⎠ ⎦ 2 ⎝ 1 14 ⎠ ⎝ 1/ 2 7 ⎠

1 t 1 ⎡⎛ 3 −4 ⎞ ⎛ 3 −4 ⎞ t ⎤ 1 ⎡⎛ 3 −4 ⎞ ⎛ 3 5 ⎞ ⎤ 1 ⎛ 0 −9 ⎞ ⎛ 0 −9 / 2 ⎞
(A-A ) = ⎢⎜ ⎟−⎜ ⎟ ⎥ = ⎢⎜ ⎟−⎜ ⎟⎥ = ⎜ ⎟=⎜ ⎟
2 2 ⎢⎣⎝ 5 7 ⎠ ⎝ 5 7 ⎠ ⎥⎦ 2 ⎣⎝ 5 7 ⎠ ⎝ −4 7 ⎠ ⎦ 2 ⎝ 9 0 ⎠ ⎝ 9 / 2 0 ⎠

- 76 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

⎛ 3 −4 ⎞ ⎛ 3 1/ 2 ⎞ ⎛ 0 −9 / 2 ⎞
Οπότε ο πίνακας Α γράφεται: A = ⎜ ⎟ =⎜ ⎟+⎜ ⎟
⎝ 5 7 ⎠ ⎝ 1/ 2 7 ⎠ ⎝ 9 / 2 0 ⎠

⎛ 3 1/ 2 ⎞ ⎛ 0 −9 / 2 ⎞
εκ των οποίων ο πίνακας ⎜ ⎟ είναι συμμετρικός και ο πίνακας ⎜ ⎟
⎝ 1/ 2 7 ⎠ ⎝9/ 2 0 ⎠
αντισυμμετρικός.

6. Αντίστροφος (inverse) ενός πίνακα Α, ονομάζεται ο πίνακας, που τον συμβολίζουμε


A-1, τέτοιος ώστε: AA-1=A-1A=I . Δηλαδή το γινόμενο του Α επί τον A-1 (από τ' αριστερά
και από τα δεξιά), δίνει τον ταυτοτικό πίνακα. Εάν ο αντίστροφος Α-1 υπάρχει τότε είναι
και μοναδικός. Πράγματι εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει και άλλος αντίστροφος πίνακας,
έστω ο Β-1, τότε από την σχέση AA-1=I ⇒ Β-1(AA-1)=Β-1I ⇒ (Β-1A)A-1=Β-1 ⇒ ΙA-1=Β-1
⇒ A-1=Β-1. (Για τον υπολογισμό του αντιστρόφου ενός πίνακα θα ασχοληθούμε
παρακάτω).

7. Ορθογώνιος (orthogonal): είναι ένας πίνακας Α όταν Αt=Α-1, δηλαδή ο αντίστροφος


συμπίπτει με τον ανάστροφο. Επομένως θα ισχύει η σχέση: ΑtΑ=ΑΑt=Ι

8. Μηδενοδύναμος (nilpotent) είναι ένας πίνακας Α όταν Ak=0 και Ak-1≠0, όπου k∈N. Ο
φυσικός αριθμός ονομάζεται k μηδενοδύναμος δείκτης του πίνακα Α.

Παράδειγμα 7: Έστω ο πίνακας:


⎡ 0 1 1⎤ ⎡0 0 1⎤ ⎡0 0 0⎤
⎢ ⎥ ⎢ ⎥ ⎢ ⎥
Α= ⎢⎢ 0 0 1⎥⎥ τότε Α2= ⎢0
⎢ 0 0⎥⎥ και Α3= ⎢0
⎢ 0 0⎥⎥
⎢⎢ ⎥⎥ ⎢⎢ ⎥ ⎢⎢ ⎥
⎣ 0 0 0⎦ ⎣0 0 0⎥⎦ ⎣0 0 0⎥⎦
Επομένως ο Α είναι μηδενοδύναμος δείκτου 3.

Υπάρχουν και άλλα είδη πινάκων που εξαρτώνται από τις ιδιότητες των στοιχείων
τους και από την επίδραση που έχουν πάνω σε στήλες διανύσματα ή σε γραμμές διανύ-
σματα.
Ένα αρκετά σπουδαίο χαρακτηριστικό που έχουν οι τετραγωνικοί πίνακες, είναι το
ίχνος τους.
Ίχνος, (trace), ενός τετραγωνικού πίνακα Α, είναι το άθροισμα των διαγωνίων
n
στοιχείων του και γράφεται trace A ή trA= ∑ α ii .
i =1

Μια ενδιαφέρουσα ιδιότητα είναι ότι το ίχνος του γινομένου δύο πινάκων Α και Β
είναι ανεξάρτητο από τη σειρά πολλαπλασιασμού.

tr ( AB ) = ∑ ( AB )ii = ∑∑ α ijβ ji = ∑∑ β ji α ij = ∑ ( BA ) jj = tr ( BA )
i i j j i j

- 77 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

δηλαδή tr(AB)=tr(BA). Αυτό ισχύει και όταν ακόμα ΑΒ≠ΒΑ.


Επίσης ισχύει ότι: tr(A+B)=trA+trB.

3.7 ΜΕΤΑΘΕΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΑΘΕΤΕΣ ΠΙΝΑΚΩΝ

Όπως είδαμε ο πολλαπλασιασμός των πινάκων δεν ικανοποιεί εν γένει την αντιμε-
ταθετική ιδιότητα. Συνήθως έχουμε AB -BA ≠ 0 . Την διαφορά αυτή την ονομάζουμε
μεταθέτη ή εναλλάκτη (commutator) των πινάκων Α και Β, και παριστάνεται με το
σύμβολο:
[Α,Β]=ΑΒ-ΒΑ
Επίσης το άθροισμα ΑΒ+ΒΑ ονομάζεται αντιμεταθέτης ή αντεναλλάκτης
(anticommutator) των πινάκων Α και Β και παριστάνεται με το σύμβολο:
[Α,Β]+=ΑΒ+ΒΑ
Αν ο μεταθέτης (ή ο αντιμεταθέτης) δύο πινάκων είναι μηδέν, τότε λέμε ότι οι πίνακες
μετατίθενται (commutate) ή αντιμετατίθενται (anticommutate).
Εύκολα αποδεικνύονται οι σχέσεις:
1. [A,A]=0
2. [A,B]+[B,A]=0
3. [A,B+C]=[A,B]+[A,C] και [A+B,C]=[A,C]+[B,C]
4. [A,BC]=[A,B]C+B[A,C] και [AB,C]=[A,C]B+A[B,C]
5. [A,[B,C]]+[B,[C,A]]+[C,[A,B]]=0 (Κάθε όρος προκύπτει από τον προηγούμενο
με κυκλική εναλλαγή).
Η σχέση (5) είναι γνωστή ως ταυτότητα του Jacobi.
Όλες αυτές οι σχέσεις δεν ικανοποιούνται μόνο από πίνακες, αλλά και από
στοιχεία οποιουδήποτε άλλου συνόλου στο οποίο έχει οριστεί ένας πολλαπλασιασμός μη
μεταθετός.

3.8 ΓΡΑΜΜΟΪΣΟΔΥΝΑΜΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ

Σ΄ ένα πίνακα Α μπορούμε να ορίσουμε κάποιους στοιχειώδεις μετασχηματισμούς,


οι οποίοι θα τον φέρουν σε μια μορφή «ισοδύναμη» με την αρχική αλλά τέτοια ώστε να
μπορούμε να υπολογίζουμε πιο εύκολα και γρήγορα κάποια μεγέθη όπως είναι η ορίζουσα
του πίνακα, ο αντίστροφος του και άλλα.
Οι μετασχηματισμοί αυτοί είναι οι εξής:

Γ: Εναλλάσσουμε την θέση δύο γραμμών. Συμβολικά: ri ↔ r j


1

- 78 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

Γ: Πολλαπλασιάζουμε μία γραμμή ri του πίνακα με ένα αριθμό a ∈ F και η γραμμή


2
που προκύπτει αντικαθιστά την αρχική . Συμβολικά: ri → ari
Γ: Σχηματίζουμε τον γραμμικό συνδυασμό των γραμμών ri και rj με τους αριθμούς
3

a , b ∈ F δηλαδή ari + brj και η γραμμή που προκύπτει αντικαθιστά μια από τις
ri , r j . Συμβολικά: ri → ari + br j ή r j → ari + br j

Οι παραπάνω μετασχηματισμοί ονομάζονται γραμμοπράξεις. Αντίστοιχες πράξεις


μπορούν να ορισθούν και μεταξύ των στηλών ενός πίνακα.

⎛ 1 2 −4 ⎞
Παράδειγμα 1: Ο πίνακας A = ⎜⎜ 2 5 −9 ⎟⎟
⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠
⎛ 1 2 −4 ⎞
⎜ ⎟
με την γραμμοπράξη r2 ↔ r3 παίρνει την μορφή: A1 = ⎜ 3 −2 3 ⎟
⎜ 2 5 −9 ⎟
⎝ ⎠

⎛1 2 −4 ⎞
⎜ ⎟
με την γραμμοπράξη r2 → −2r2 παίρνει την μορφή: A2 = ⎜ −4 −10 18 ⎟
⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠
και τέλος
⎛1 2 −4 ⎞
⎜ ⎟
με την γραμμοπράξη r2 → −2 r2 + r1 παίρνει την μορφή: A 3 = ⎜ −3 −8 14 ⎟
⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠
Οι πίνακες που προκύπτουν με την εφαρμογή πεπερασμένου πλήθους από τις γραμμοπρά-
ξεις Γ , Γ και Γ ονομάζονται γραμμοϊσοδύναμοι. Έτσι ο πίνακας Α1, (όπως και οι Α2,
1 2 3
Α3), είναι γραμμοϊσοδύναμος με τον αρχικό πίνακα Α.

Παρατήρηση 1: Στις τρεις στοιχειώδεις γραμμοπράξεις Γ , Γ , Γ αντιστοιχούν τρεις


1 2 3
στοιχειώδεις πίνακες Ε1, Ε2, Ε3, οι οποίοι επιφέρουν το ίδιο αποτέλεσμα με τις
γραμμοπράξεις όταν πολλαπλασιάσουν από τα αριστερά τον πίνακα Α. Ας θεωρήσουμε
τους τετραγωνικούς πίνακες 3×3. Τότε:
• Στην γραμμοπράξη Γ1, που εναλλάσει την 1η γραμμή με την 2η, ο στοιχειώδης
πίνακας που αντιστοιχεί είναι:
⎛0 1 0⎞
⎜ ⎟
E1 (1, 2 ) = ⎜ 1 0 0 ⎟
⎜0 0 1⎟
⎝ ⎠

- 79 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Στην γραμμοπράξη Γ1, που εναλλάσει την 2η γραμμή με την 3η, ο στοιχειώδης
πίνακας που αντιστοιχεί είναι:
⎛1 0 0⎞
⎜ ⎟
E1 ( 2,3) = ⎜ 0 0 1 ⎟
⎜0 1 0⎟
⎝ ⎠
Στην γραμμοπράξη Γ1, που εναλλάσει την 1η γραμμή με την 3η, ο στοιχειώδης
πίνακας που αντιστοιχεί είναι:
⎛0 0 1⎞
⎜ ⎟
E1 (1, 3 ) = ⎜ 0 1 0⎟
⎜1 0 0 ⎟⎠

• Στην γραμμοπράξη Γ2 που αντικαθιστά μια γραμμή, έστω την 1η, με ένα
πολλαπλάσιο της αr1, ο στοιχειώδης πίνακας που αντιστοιχεί είναι:
⎛a 0 0⎞
⎜ ⎟
E 2 (1, a ) = ⎜ 0 1 0 ⎟
⎜ 0 0 1⎟
⎝ ⎠
⎛1 0 0⎞
Ο πίνακας E 2 ( 2, a ) = ⎜ 0 a 0 ⎟ αντικαθιστά την 2η γραμμή r2 με το πολλαπλλάσιο της
⎜ ⎟
⎜0 0 1⎟
⎝ ⎠
⎛1 0 0⎞
αr2 και ο πίνακας E 2 ( 3, a ) = ⎜ 0 1 0 ⎟ αντικαθιστά την 3η γραμμή r3 με το
⎜ ⎟
⎜0 0 a⎟
⎝ ⎠
πολλαπλλάσιο της αr3.
• Στην γραμμοπράξη Γ3 r1 → ar1 + br2 , που αντικαθιστά την 1η γραμμή με ένα
γραμμικό συνδυασμό της 1ης και της 2ης, ο στοιχειώδης πίνακας που αντιστοιχεί είναι:
⎛a b 0⎞
⎜ ⎟
E 3 (1, 2, a , b ) = ⎜ 0 1 0 ⎟
⎜0 0 1⎟
⎝ ⎠
⎛1 0 0⎞
Ο πίνακας E 3 ( 2, 3, a , b ) = ⎜ 0 a b ⎟ αντικαθιστά την 2η γραμμή r2 με έναν γραμμικό
⎜ ⎟
⎜0 0 1⎟
⎝ ⎠
συνδυασμό της δεύτερης και τρίτης γραμμής r2 → ar2 + br3
⎛1 0 0⎞
και ο πίνακας E 3 ( 3, 2, a , b ) = ⎜ 0 1 0 ⎟ αντικαθιστά την 3η γραμμή r3 με έναν γραμμικό
⎜ ⎟
⎜0 a b⎟
⎝ ⎠
συνδυασμό της δεύτερης και τρίτης γραμμής r3 → ar2 + br3 .

- 80 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

⎛a 0 b⎞
Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. ο πίνακας E 3 (1, 3, a , b ) = ⎜ 0 1 0 ⎟ που
⎜ ⎟
⎜0 0 1⎟
⎝ ⎠
αντιστοιχεί στην γραμμοπράξη: r1 → ar1 + br3 .

⎛ 1 2 −4 ⎞
Στο προηγούμενο παράδειγμα ο πίνακας ⎜⎜ 2 5 −9 ⎟⎟ με την γραμμοπράξη r2 ↔ r3
⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠
⎛ 1 2 −4 ⎞
μετασχηματίζεται στον πίνακα: ⎜⎜ 3 −2 3 ⎟⎟ , ο οποίος μπορεί να προκύψει από τον
⎜ 2 5 −9 ⎟
⎝ ⎠
⎛1 0 0⎞
αρχικό πίνακα εάν πολλαπλασιαστεί από τα αριστερά με τον πίνακα: E1 = ⎜ 0 0 1 ⎟ .
⎜ ⎟
⎜0 1 0⎟
⎝ ⎠
⎛ 1 0 0 ⎞ ⎛ 1 2 −4 ⎞ ⎛ 1 2 −4 ⎞
Πράγματι: ⎜ ⎟ ⎜ 2 5 −9 ⎟ = ⎜ 3 −2 3 ⎟ .
⎜0 0 1⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ 0 1 0 ⎟ ⎜ 3 −2 3 ⎟ ⎜ 2 5 −9 ⎟
⎝ ⎠⎝ ⎠ ⎝ ⎠
⎛ 1 2 −4 ⎞
Επίσης στο ίδιο παράδειγμα ο ίδιος πίνακας ⎜⎜ 2 5 −9 ⎟⎟ με την γραμμοπράξη r2 → −2r2
⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠
⎛1 2 −4 ⎞
παίρνει την μορφή ⎜ −4 −10 18 ⎟⎟ , η οποία μπορεί να προκύψει εάν πολλαπλασιάσουμε

⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠
⎛1 0 0⎞
τον αρχικό πίνακα με το πίνακα: E 2 ( 2, −2 ) = ⎜ 0 −2 0 ⎟ .
⎜ ⎟
⎜0 0 1⎟
⎝ ⎠
⎛ 1 0 0 ⎞ ⎛ 1 2 −4 ⎞ ⎛ 1 2 −4 ⎞
⎜ ⎟ 2 5 −9 = −4 −10 18 ⎟
⎜ ⎟ ⎜
⎜ 0 −2 0 ⎟ ⎜
Πράγματι: ⎟ ⎜ ⎟
⎜ 0 0 1 ⎟ ⎜ 3 −2 3 ⎟ ⎜ 3 −2 3 ⎟
⎝ ⎠⎝ ⎠ ⎝ ⎠

Ορισμός 1 Έστω ένας πίνακας Α τύπου m×n. Το πρώτο μη μηδενικό στοιχείο κάθε μη
μηδενικής γραμμής ονομάζεται ηγετικό ή οδηγό στοιχείο της γραμμής, (pivot). Ο
πίνακας Α λέγεται κλιμακωτός, (ως προς τις γραμμές), αν
(i) οι μηδενικές γραμμές, (εφ’ όσον υπάρχουν), βρίσκονται πιο κάτω από τις
μη μηδενικές,

- 81 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

(ii) το ηγετικό στοιχείο κάθε μη μηδενικής γραμμής είναι το 1 και βρίσκεται


δεξιότερα του αντίστοιχου ηγετικού στοιχείου της προηγούμενης γραμμής,
Ένας κλιμακωτός πίνακας λέγεται ανηγμένος κλιμακωτός πίνακας αν
(iii) το ηγετικό στοιχείο κάθε μη μηδενικής γραμμής είναι το μόνο μη
μηδενικό στοιχείο της στήλης στην οποία αυτό βρίσκεται.

Παράδειγμα 2 Οι πίνακες:
⎛1 4 5 6⎞
⎛ 1 −1 2 ⎞ ⎛ 1 −3 2 ⎞ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜0 1 0 2⎟
⎜ 0 1 −1⎟ , ⎜0 0 1⎟, ⎜0 0 1 1⎟
⎜0 0 1 ⎟ ⎜0 0 0⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠ ⎜ ⎟
⎝0 0 0 1⎠
είναι κλιμακωτοί πίνακες αλλά όχι ανηγμένοι κλιμακωτοί,
Οι πίνακες:
⎛1 3 0 0⎞
⎛1 0 0⎞ ⎛1 0 1 0⎞ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜0 0 1 0⎟
⎜ 0 1 2 ,
⎟ ⎜ 0 1 2 0 ⎟,
⎜ 0 0 0 ⎟ ⎜ 0 0 0 1 ⎟ ⎜⎜ 0 0 0 0⎟

⎝ ⎠ ⎝ ⎠
⎝0 0 0 1⎠
είναι ανηγμένοι κλιμακωτοί πίνακας.

Από ένα m×n πίνακα Α μπορούμε να κατασκευάσουμε, χρησιμοποιώντας


κατάλληλα τις γραμμοπράξεις Γ1, Γ και Γ , έναν ανηγμένο κλιμακωτό πίνακα R, ο οποίος
2 3
να είναι γραμμοϊσοδύναμος με τον Α. Η κατασκευή αυτή γίνεται ακολουθώντας τα
παρακάτω βήματα:
⎛0 0 3 1 2 ⎞
⎜ ⎟
4 −1 2 1 −1 ⎟
Έστω A=⎜
⎜0 0 0 0 0 ⎟
⎜ ⎟
⎝ 2 −2 1 1 3 ⎠
1ον Μεταφέρουμε με την Γ όλες τις μηδενικές γραμμές στο τέλος του πίνακα. Στην
1
περίπτωση του πίνακ Α η μόνη μηδενική γραμμή είναι η τρίτη, την οποία θα εναλλάξουμε
με την τέταρτη γραμμή:
⎛0 0 3 1 2⎞
⎜ ⎟
4 −1 2 1 −1⎟
r3 ↔ r4
A ⎯⎯⎯ →⎜ =B
⎜ 2 −2 1 1 3⎟
⎜ ⎟
⎝0 0 0 0 0⎠

2ον Ταξινομούμε τις γραμμές έτσι ώστε το ηγετικό στοιχείο κάθε γραμμής να
βρίσκεται δεξιότερα ή στην ίδια στήλη με το ηγετικό στοιχείο της προηγούμενης

- 82 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

γραμμής. Συγκεκριμένα εναλλάσουμε την πρώτη γραμμή, της οποίας το ηγετικό στοιχείο,
(το 3), βρίσκεται στη τρίτη θέση, με την τρίτη γραμμή χρησιμοποιώντα την Γ1:
⎛ 2 −2 1 1 3 ⎞
⎜ ⎟
4 −1 2 1 −1⎟
r1 ↔ r2
B ⎯⎯⎯ →⎜ =C
⎜0 0 3 1 2 ⎟
⎜ ⎟
⎝0 0 0 0 0 ⎠
3ον Χρησιμοποιώντας την γραμμοπράξη Γ μετασχηματίζουμε, αρχίζοντας από την
3
πρώτη στήλη, τα στοιχεία που βρίσκονται κάτω από τα ηγετικά κάθε γραμμής σε μηδέν.
Κάτω από το ηγετικό στοιχείο της πρώτης γραμμής βρίσκεται το 4, το οποίο πρέπει να το
μετασχηματίσουμε σε μηδέν. Αυτό μπορεί να γίνει εάν χρησιμοποιήσουμε την
γραμμοπράξη r2 ↔ r2 − 2r1 και θα έχουμε:

⎛ 2 −2 1 1 3 ⎞
⎜ ⎟
0 3 0 −1 −7 ⎟
C ⎯⎯⎯⎯ r2 →r2 − 2 r1
→⎜ =D
⎜0 0 3 1 2 ⎟
⎜ ⎟
⎝0 0 0 0 0 ⎠
Αν στον παραπάνω πίνακα D διαιρέσουμε κάθε γραμμή με το ηγετικό της στοιχείο
προκύπτει ένας κλιμακωτός πίνακας ο οποίος είναι γραμμοϊσοδύναμος με τον αρχικό
πίνακα Α:
⎛ 1 −1 1/ 2 1/ 2 3 / 2 ⎞
⎜ ⎟
r1 → r1 /2, r2 → r2 /3, r3 → r3 /3 ⎜ 0 1 0 −1/ 3 −7 / 3 ⎟
D ⎯⎯⎯⎯⎯⎯⎯⎯→ =E
⎜0 0 1 1/ 3 2/3 ⎟
⎜ ⎟
⎝0 0 0 0 0 ⎠
4ον Τέλος για να βρούμε τον ανηγμένο κλιμακωτό μετατρέπουμε σε μηδέν όλα τα
στοιχεία των στηλών που περιέχουν τα ηγετικά στοιχεία εκτός από τα ηγετικά στοιχεία.
⎛ 1 0 1 / 2 1 / 6 −5 / 6 ⎞ ⎛1 0 0 0 −7 / 6 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
r1 → r1 + r2 ⎜ 0 1 0 −1 / 3 −7 / 3 ⎟ r1 →r1−r3 /2 ⎜ 0 1 0 −1 / 3 −7 / 3 ⎟
E ⎯⎯⎯⎯ → ⎯⎯⎯⎯→ =R
⎜0 0 1 1/ 3 2/3 ⎟ ⎜ 0 0 1 1/ 3 2/3 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝0 0 0 0 0 ⎠ ⎝0 0 0 0 0 ⎠
Με την παραπάνω μέθοδο μπορούμε να μετατρέψουμε κάθε πίνακα σε ανηγμένο
κλιμακωτό. Έχουμε λοιπόν το εξής θεώρημα:

Θεώρημα 1 Κάθε πίνακας m×n είναι γραμμοϊσοδύναμος με ένα και μοναδικό m×n
ανηγμένο κλιμακωτό πίνακα .

Τρεις σημαντικές εφαρμογές του ανωτέρω φορμαλισμού είναι ο υπολογισμός της


ορίζουσας, του αντιστρόφου ενός τετραγωνικού πίνακα και η επίλυση συστήματος
γραμμικών εξισώσεων.

- 83 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

3.9 ΟΡΙΖΟΥΣΕΣ

Ας θεωρήσουμε ένα γραμμικό αλγεβρικό σύστημα δυο εξισώσεων με δυο


αγνώστους, τους x1, x2:
α11x1+α12x2=β1
α21x1+α22x2=β2 (1)
Η λύση του, κατά τα γνωστά, είναι:
β1α22 − β2α12 β2α11 − β1α21
x1 = , x2 =
α11α22 − α12α21 α11α22 − α12α21
με την προϋπόθεση ότι ο κοινός παρονομαστής των λύσεων είναι διάφορος του μηδενός:
D=α11α22-α12α21≠0.
Η έκφραση D καθορίζει αν το σύστημα διαθέτει μια μοναδική λύση, πράγμα που
συμβαίνει μόνο όταν η τιμή της διαφέρει από το μηδέν.
Θεωρούμε τώρα τον πίνακα:
⎛α α12 ⎞
A = ⎜ 11 ⎟ (2)
⎝ α 21 α 22 ⎠

που είναι ο πίνακας των συντελεστών των αγνώστων του συστήματος (1).

Ορισμός 1: Ονομάζουμε ορίζουσα του πίνακα Α (determinant), την ποσότητα D, την


οποία θα συμβολίζουμε με:
α11 α12
detA=|A|=
α21 α22
Επομένως για οποιονδήποτε πίνακα τύπου 2×2 έχουμε:
detA=|A|= α11α22-α12α21
Για έναν πίνακα
⎛ α 11 α 12 α 13 ⎞
⎜ ⎟
A = ⎜ α 21 α 22 α 23 ⎟
⎜α ⎟
⎝ 31 α 32 α 33 ⎠
τύπου 3×3 η ορίζουσα ορίζεται ως εξής:
⎛α α 23 ⎞ ⎛ α 21 α 23 ⎞ ⎛ α 21 α 22 ⎞
det A = α11 det ⎜ 22 ⎟ − α 12 det ⎜ ⎟ + α13 det ⎜ ⎟=
⎝ α 32 α 33 ⎠ ⎝ α 31 α 33 ⎠ ⎝ α 31 α 32 ⎠

=α11(α22α33-α23α32)-α12(α21α33-α23α31)+α13(α21α32-α22α31) (3)

- 84 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

Ορισμός 2: Έστω ένας πίνακας Α. Ορίζουμε ως ελάσσονα ορίζουσα Dij, (minnor


determinant), του στοιχείου αij την ορίζουσα του πίνακα, που προκύπτει από τον πίνακα Α
αν αφαιρέσουμε την i-γραμμή και την j-στήλη.

Ορισμός 3: Ορίζουμε ως συμπολλαπλασιαστή Αij του στοιχείου αij το γινόμενο της α-


ντίστοιχης ελάσσονος ορίζουσας Dij επί (-1)i+j:
Aij=(-1)i+jDij
Η έκφραση (3) τώρα γράφεται:
detA=α11Α11+α12Α12+α13Α13 (4)
και ονομάζεται ανάπτυγμα της ορίζουσας κατά την πρώτη γραμμή. Και τούτο διότι η
(4) είναι το άθροισμα των γινομένων των στοιχείων της πρώτης γραμμής πολλαπλασια-
σμένων με τους συμπολλαπλασιαστές τους. Επίσης η ορίζουσα μπορεί να αναπτυχθεί
κατά οποιαδήποτε γραμμή ή στήλη.

Παράδειγμα 1: Να υπολογιστεί η ορίζουσα του πίνακα:


⎛ 2 −3 −4 ⎞
⎜ ⎟
A = ⎜ −1 4 5 ⎟
⎜ 1 −3 − 4 ⎟⎠

Θα υπολογίσουμε την ορίζουσα αναπτύσσοντας την κατά την πρώτη γραμμή:
⎛4 5⎞ ⎛ −1 5 ⎞ ⎛ −1 4 ⎞
det A = 2 ( −1) det ⎜ ⎟ + ( −3)( −1) det ⎜ ⎟ + ( −4 )( −1) det ⎜
1+1 1+ 2 1+ 3
⎟=
⎝ −3 −4 ⎠ ⎝ 1 −4 ⎠ ⎝ 1 −3 ⎠
=2[4(-4)-5(-3)]+3[(-1)(-4)-5]-4[(-1)(-3)-4]=-1
Ας αναπτύξουμε την ίδια ορίζουσα κατά την δεύτερη στήλη:

⎛ −1 5 ⎞ ⎛ 2 −4 ⎞ ⎛ 2 −4 ⎞
det A = ( −3)( −1) ⎟ + 4 ( −1) det ⎜ ⎟ + ( −3)( −1) det ⎜
1+ 2 2+ 2 3+ 2
det ⎜ ⎟=
⎝ 1 −4 ⎠ ⎝ 1 −4 ⎠ ⎝ −1 5 ⎠
=3[(-1)(-4)-5]+4[2(-4)-(-4)]+3[(2)(5)-(-4)(-1)]=-1

Γενικά για έναν τετραγωνικό πίνακα τύπου n×n η ορίζουσα του υπολογίζεται από την
έκφραση:
n
det A = ∑ αijAij (ανάπτυγμα κατά την i-γραμμή)
j=1

n
ή det A = ∑ αijAij (ανάπτυγμα κατά την j-στήλη)
i =1

- 85 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Παρατήρηση 1: Στα παραπάνω δόθηκε ο ορισμός της ορίζουσας ενός τετραγωνικού


πίνακα όσο το δυνατό πιο απλά. Στη συνέχεια δίνουμε έναν αυστηρό ορισμό.

Ορισμός 1-Α: Ονομάζουμε ορίζουσα του τετραγωνικού πίνακα Α=(αij) τον αριθμό:

⎪ α11 αν n = 1

| A |= ⎨
⎪ ε (s)α α
⎪ s∑ 1s(1) 2s( 2) α ns(n ) αν n > 1
⎩ ∈Sn
όπου ε(s) είναι το σημείο της μετάθεσης s της συμμετρικής ομάδας Sn, (βλέπε 1ον
Κεφάλαιο παρ. 1.5).

3.10 ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΟΡΙΖΟΥΣΩΝ (14

1) Η ορίζουσα κάθε τετραγωνικού πίνακα συμπίπτει με την ορίζουσα του


αναστρόφου: det(A)=det(At). Π.χ.
⎛α α12 ⎞ ⎛ α11 α 21 ⎞
det ⎜ 11 ⎟ = α11α 22 − α12 α 21 = α11α 22 − α 21α12 = det ⎜ ⎟
⎝ α 21 α 22 ⎠ ⎝ α12 α 22 ⎠

2) Για κάθε τετραγωνικό πίνακα n×n ισχύει: det(λΑ)=λndet(A)

⎛ λα λα12 ⎞ ⎛α α12 ⎞
Π.χ. det ⎜ 11 ⎟ = λα11λα 22 − λα12 λα 21 = λ 2 ( α11α 22 − α12 α 21 ) = λ 2 det ⎜ 11
⎝ λα 21 λα 22 ⎠ ⎝ α 21 α 22 ⎟⎠

Παρατήρηση 1: Εάν ο τετραγωνικός πίνακας Α τύπου n×n είναι αντισυμμετρικός Αt=-A


και ο n είναι περιττός n=2k+1, τότε detA=0. Πράγματι:
detA=det(At)=det[(-1)A]=(-1)2k+1detA=-detA ⇒ 2detA=0 ⇒ detA=0
3) Αν δυο γραμμές ή δυο στήλες του πίνακα Α είναι ίδιες ή ανάλογες τότε detΑ=0.
⎛ α α12 ⎞
Π.χ. det ⎜ 11 ⎟ = α11 ( λα12 ) − α12 ( λα11 ) = λ ( α11α12 − α12 α11 ) = 0
⎝ λα11 λα12 ⎠
4) Εάν εναλλάξουμε δυο γραμμές, (ή στήλες), του πίνακα Α, τότε η ορίζουσα του
πολλαπλασιάζεται με –1.
⎛α α 22 ⎞ ⎛ α11 α12 ⎞
Π.χ det ⎜ 21 ⎟ = α 21α12 − α 22 α11 = − ( α11α 22 − α12 α 21 ) = − det ⎜ ⎟
⎝ α11 α12 ⎠ ⎝ α 21 α 22 ⎠
5) Εάν μια γραμμή, (ή στήλη), του πίνακα Α πολλαπλασιασθεί με τον αριθμό λ, τότε
η ορίζουσα του πολλαπλασιάζεται επί λ.

(14
Επειδή οι αποδείξεις των ιδιοτήτων των οριζουσών είναι μακροσκελείς, εφαρμόζουμε τις ιδιότητες στον
γενικό πίνακα 2×2 σαν απλή επιβεβαίωση.
- 86 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

⎛ λα λα12 ⎞ ⎛ α11 α12 ⎞


Π.χ. det ⎜ 11 ⎟ = λα11α 22 − λα12 α 21 = λ det ⎜ ⎟
⎝ α 21 α 22 ⎠ ⎝ α 21 α 22 ⎠
6) Εάν τα στοιχεία μιας γραμμής, (ή στήλης), είναι άθροισμα δυο προσθετέων, τότε η
ορίζουσα ισούται με το άθροισμα των δυο οριζουσών που η μια έχει τους πρώτους
προσθεταίους και η άλλη τους δεύτερους:
a11 a12 + b a a12 a b
det = det 11 + det 11
a 21 a22 + c a21 a 22 a21 c

7) Η ορίζουσα ενός πίνακα δεν αλλάζει εάν οποιοδήποτε πολλαπλάσιο μιας γραμμής,
(στήλης), του πίνακα προστεθεί σε μια άλλη γραμμή, (στήλη). Π.χ.

⎛α α12 + λα11 ⎞ ⎛α α12 ⎞


det ⎜ 11 ⎟ = α11 ( α 22 + λα 21 ) − ( α12 + λα11 ) α 21 = α11 α 22 − α12 α 21 = det ⎜ 11 ⎟
⎝ α 21 α 22 + λα 21 ⎠ ⎝ α 21 α 22 ⎠
8) Η ορίζουσα ενός διαγώνιου πίνακα ισούται με το γινόμενο των στοιχείων της
⎛α 0 ⎞
κυρίας διαγωνίου του: detA=α11α22⋅⋅⋅αnn. Π.χ. det ⎜ 11 ⎟ = α11α 22 . Το αυτό ισχύει και
⎝ 0 α 22 ⎠
για ένα τριγωνικό πίνακα, δηλαδή για ένα πίνακα του οποίου τα στοιχεία που βρίσκονται
⎛α α12 ⎞
κάτω, (ή πάνω), από την κύρια διαγώνιο είναι μηδέν: det ⎜ 11 ⎟ = α11α 22
⎝ 0 α 22 ⎠
9) Η ορίζουσα του γινομένου δυο n×n πινάκων ισούται με το γινόμενο των
οριζουσών τους: det(AB)=det(A)det(B). Π.χ.
⎡⎛ α α12 ⎞ ⎛ β11 β12 ⎞ ⎤ ⎛ α11β11 + α12β 21 α11β12 + α12β 22 ⎞
det ⎢ ⎜ 11 ⎟⎜ ⎟ ⎥ = det ⎜ ⎟=
⎣ ⎝ α 21 α 22 ⎠ ⎝ β 21 β 22 ⎠ ⎦ ⎝ α 21β11 + α 22β 21 α 21β12 + α 22β 22 ⎠

=(α11β11+α12β21)(α21β12+α22β22)-(α11β12+α12β22)(α21β11+α22β21)=

⎛α α12 ⎞ ⎛ β11 β12 ⎞


=α11α22(β11β22-β12β21)-α12α21(β11β22-β12β21)= det ⎜ 11 ⎟ det ⎜ ⎟
⎝ α 21 α 22 ⎠ ⎝ β 21 β 22 ⎠

Για το άθροισμα δεν ισχύει ανάλογη ιδιότητα: det(A+B)≠detA+detB.


Από τις ιδιότητες 5 και 6 συμπεραίνουμε ότι η ορίζουσα είναι γραμμική ως προς
τις γραμμές, (ή στήλες), του πίνακα Α συγκεκριμένα εάν r1 , r2 είναι οι γραμμές του
πίνακα Α, τότε:
⎛ r + ar1′⎞ ⎛ r1 ⎞ ⎛ r1′ ⎞
det ⎜ 1 ⎟ = det ⎜ ⎟ + a det ⎜ ⎟
⎝ r2 ⎠ ⎝ r2 ⎠ ⎝ r2 ⎠

- 87 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

3.11 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΟΡΙΖΟΥΣΑΣ

n
Ο γενικός τύπος: det A = ∑ αijAij , που δίνει την ορίζουσα ενός πίνακα, δεν είναι
j=1

εύχρηστος για τον υπολογισμό της. Χρησιμοποιώντας τον παραπάνω τύπο για να
υπολογίσουμε μια ορίζουσα, έχει εκτιμηθεί ότι χρειαζόμαστε n! αριθμητικές πράξεις εάν
ο πίνακας είναι τύπου n×n. Με έναν ισχυρό υπολογιστή, που εκτελεί ένα εκατομμύριο
πράξεις το δευτερόλεπτο, θα χρειαστεί 3,6 δευτερόλεπτα για να υπολογίσει μία ορίζουσα
10×10 και 77 χιλιάδες χρόνια για μια ορίζουσα 20×20, (επειδή 10!=3.628.800 και
20!≈2.4×1018). Επειδή η ορίζουσα ενός τριγωνικού πίνακα ισούται με το γινόμενο των
διαγωνίων στοιχείων του, δηλαδή χρειαζόμαστε n-1 πολλαπλασιασμούς, το καλύτερο που
έχουμε να κάνουμε, για τον υπολογισμό μιας ορίζουσας n×n, είναι να μετατρέψουμε τον
πίνακα με κατάλληλες πράξεις σε τριγωνικό έτσι ώστε η ορίζουσα του αρχικού να
συμπίπτει με την ορίζουσα του τριγωνικού. Ο τρόπος αυτός ονομάζεται απαλοιφή του
Gauss, και στηρίζεται στις ιδιότητες των οριζουσών. Η οικονομία στις πράξεις είναι
θεαματική. Για παράδειγμα, ο υπολογιστής θα χρειαστεί τώρα για τον υπολογισμό μιας
ορίζουσας 20×20, 3 χιλιοστά του δευτερολέπτου.
Την μέθοδο απαλοιφής του Gauss ας την δούμε μέσα από ένα παράδειγμα.
Έστω ότι έχουμε τον πίνακα:
⎛ 2 −3 −4 ⎞
⎜ ⎟
A = ⎜ −1 4 5 ⎟
⎜ 1 −3 −4 ⎟
⎝ ⎠
Ο σκοπός μας είναι με κατάλληλες πράξεις να μετατρέψουμε τον πίνακα Α σε
άλλον πίνακα, έστω Α1, του οποίου η ορίζουσα να συμπίπτει με την ορίζουσα του Α,
δηλαδή detA=detA1 και η μορφή του να αρχίζει να γίνεται τριγωνική. Για το σκοπό αυτό
ας προσπαθήσουμε ο πίνακας Α1 να έχει το στοιχείο α21 μηδέν. Αυτό μπορεί να γίνει εάν
πολλαπλασιάσουμε την πρώτη γραμμή του Α δηλαδή την (2,-3,-4) επί ½ και την
προσθέσουμε στην δεύτερη. Η νέα γραμμή που θα σχηματισθεί στη θέση της δεύτερης θα
είναι:
½(2,-3,-4)+(-1,4,5)=(1,-3/2,-2)+(-1,4,5)=(0,5/2,3)
και ο πίνακας θα έχει γίνει:

⎛ 2 −3 −4 ⎞ ⎛2 −3 −4 ⎞
⎜ ⎟ r2 →1/ 2 r1 + r2 ⎜ ⎟
A = ⎜ −1 4 5 ⎟ ⎯⎯ ⎯ ⎯→ A1 = ⎜ 0 5/2 3 ⎟
⎜ 1 −3 − 4 ⎟⎠ ⎜1 −3 − 4 ⎟⎠
⎝ ⎝
όπου r2 → ½ r1+r2 σημαίνει ότι αντικαθίσταται η δεύτερη σειρά r2 με την σειρά ½ r1+r2.
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να μετατρέψουμε τον πίνακα Α1 σε Α2 έτσι ώστε το
στοιχείο α31=1 του πίνακα Α2 να είναι μηδέν. Προς τούτο αρκεί να πολλαπλασιάσουμε

- 88 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

την πρώτη σειρά (2,-3,-4) με –1/2 και να την προσθέσουμε στην τρίτη, η οποία θα γίνει
r3 → -1/2r1+r3=(-1,3/2,2)+(1,-3,-4)=(0,-3/2,-2) και ο νέος πίνακας Α2 θα είναι:
⎛2 −3 −4 ⎞
r3 → − 1/ 2 r1 + r3 ⎜ ⎟
A 1 ⎯⎯ ⎯ ⎯⎯
→ A2 = ⎜ 0 5/2 3 ⎟
⎜0 −3 / 2 − 2 ⎟⎠

Το επόμενο βήμα είναι να μηδενίσουμε το στοιχείο –3/2. Γι’ αυτό θα


πολλαπλασιάσουμε την δεύτερη γραμμή με (3/2)/(5/2)=3/5 και η σειρά που θα προκύψει
θα την προσθέσουμε στην τρίτη σειρά: r3 → 3/5r2+r3=(0,3/2,9/5)+(0,-3/2,-2)=(0,0,-1/5)
και ο νέος πίνακας Α3 θα είναι
⎛2 −3 −4 ⎞
r3 → 3/5 r2 + r3 ⎜ ⎟
A 2 ⎯ ⎯ ⎯ ⎯→ A3 = ⎜ 0 5/2 3 ⎟
⎜0 0 − 1 / 5 ⎟⎠

Ο πίνακας Α3 είναι άνω τριγωνικός και βάσει των ιδιοτήτων των οριζουσών θα
έχουμε: detA=detA3=2(5/2)(-1/5)=-1

3.12 ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΥ ΕΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑ

Θεωρούμε τον τετραγωνικό πίνακα Α τύπου n×n:

⎛ α11 α12 α1n ⎞


⎜α α22 α2n ⎟⎟
Α= ⎜ 21
⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎝ α n1 αn 2 α nn ⎠

έστω Α-1 ο αντίστροφος του. Από την σχέση ΑΑ-1=Α-1Α=Ιn, όπου Ιn ο ταυτοτικός πίνακας
n×n προκύπτει:
det(AA-1)=det(A)det(A-1)=detIn=1 (1)
Για να ισχύει η παραπάνω σχέση θα πρέπει detA≠0. Τότε ο πίνακας Α λέγεται
ομαλός ή μη ιδιάζων, (singular). Από την (1) προκύπτει:
1
det ( A−1 ) =
det A
Η συνθήκη αυτή είναι και ικανή, δηλαδή αν ο πίνακας Α είναι μη ιδιάζων τότε
υπάρχει ο αντίστροφος του. Ο αντίστροφος πίνακας Α-1 βρίσκεται ως εξής: Θεωρούμε τον
ανάστροφο πίνακα των συμπολλαπλασιαστών του Α, που ονομάζεται προσηρτημένος,
(adjoint), του Α και συμβολίζεται με adjA:

- 89 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

⎛ A11 A21 An1 ⎞


⎜ ⎟
A A22 An 2 ⎟
adjA= ⎜ 12
⎜ ⎟
⎜⎜ ⎟
⎝ A1n A2n Ann ⎟⎠

και πολλαπλασιάζουμε τον Α από δεξιά με τον προσηρτημένο του πίνακα:

⎛ α11 α12 α1n ⎞ ⎛ A11 A21 An1 ⎞ ⎛ det A 0 0 ⎞


⎜α ⎜ ⎟
⎜ 21 α22 α2n ⎟⎟ ⎜A
⎜ 12 A22

An2 ⎟ ⎜ 0 det A 0 ⎟
= (2)
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ αnn αn 2 αnn ⎠ ⎝ An1 A2n Ann ⎠ ⎝ 0 0 det A ⎠

Ο μηδενισμός των μη διαγωνίων στοιχείων του δεύτερου μέλους προκύπτει από


την εξής ιδιότητα: Αν στο ανάπτυγμα της ορίζουσας κατά οποιαδήποτε γραμμή, (ή στήλη),
χρησιμοποιήσουμε τους συμπολλαπλασιαστές μιας άλλης γραμμής, (ή στήλης), τότε το
αποτέλεσμα είναι μηδέν.
n n

∑α A
j =1
ij kj =0 k≠i ή ∑α A
i =1
ij ik =0 k≠j

Από την ισότητα (2) προκύπτει:


adjA
Α(adjA)=In detA ⇒ A = In
det A
Με παρόμοιο τρόπο, εάν πολλαπλασιάσουμε τον Α από αριστερά με τον προσηρτημένο
του πίνακα θα καταλήξουμε στην σχέση:
adjA
A = In
det A
−1 adjA
Άρα ο αντίστροφος πίνακας είναι: A =
det A
Εάν γράψουμε D=detA τότε τα στοιχεία του αντιστρόφου πίνακα δίνονται από τη σχέση:
i+j
(-1
( A )ij =α = )D Dji
-1 -1
ij (3)

Υπενθυμίζουμε ότι Dij είναι η "ελάσσων ορίζουσα" του στοιχείου αij, δηλαδή η ορίζουσα
με (n-1) γραμμές και (n-1) στήλες που προκύπτει από τη D αν παραλείψουμε την i
γραμμή και j στήλη (δηλαδή τη γραμμή και τη στήλη στις οποίες βρίσκεται το στοιχείο
αij).

⎛ 2 5⎞
Παράδειγμα 1: Έστω ο πίνακας Α= ⎜ ⎟ και θέλουμε να βρούμε τον αντίστροφό του
⎝ 1 3⎠
A-1 αν υπάρχει. Θα χρησιμοποιήσουμε τον τύπο (3).

- 90 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

Κατ' αρχήν D=2⋅3-1⋅5=6-5=1≠0


Άρα ο αντίστροφος A-1 υπάρχει. Στη συνέχεια υπολογίζουμε τις ελάσσονες ορίζουσες:
D11=3 D12=1
D21=5 D22=2

−1 (-1)1+1D11 −1 (-1)1+2 D21


Επομένως α =
11 = (-1)2.3 = 3 α =
12 = -5
1 1
2+1
−1 (-1) D12 −1 (-1) 2+2 D22
α21 = = -1 α22 = =2
1 1
Άρα ο αντίστροφος πίνακας είναι:
⎛ 3 −5⎞
A-1 = ⎜ ⎟
⎝ −1 2 ⎠

Στην πράξη ο τύπος (3) δεν χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του αντιστρόφου
πίνακα διότι απαιτείται τεράστιος χρόνος υπολογισμού. Πρέπει να υπολογίσουμε n2 σε
πλήθος ορίζουσες διαστάσεων (n-1)×(n-1). Η συνηθέστερη μέθοδος που χρησιμοποιούμε
είναι η μέθοδος απαλοιφής του Gauss. Πριν δούμε πως εφαρμόζεται η μέθοδος αυτή για
τον υπολογισμό του αντιστρόφου πίνακα, ας δούμε την εφαρμογή της στην επίλυση των
γραμμικών αλγεβρικών συστημάτων, επειδή ουσιαστικά ακολουθούμε τα ίδια βήματα.
Ας θεωρήσουμε το σύστημα:
2x1-3x2-4x3=1 (3-1α)
-x1+4x2+5x3=-2 (3-1β)
x1-3x2-4x3=3 (3-1γ)
που υπό μορφή πινάκων παίρνει την έκφραση: Αx=b

⎛ 2 −3 −4 ⎞ ⎛ x1 ⎞ ⎛ 1 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
όπου A = ⎜ −1 4 5 ⎟ , x = ⎜ x 2 ⎟ , b = ⎜ −2 ⎟
⎜ 1 −3 − 4 ⎟⎠ ⎜x ⎟ ⎜ 3 ⎟
⎝ ⎝ 3⎠ ⎝ ⎠
⎛ 2 −3 −4 ⎞ ⎛ x1 ⎞ ⎛ 1 ⎞
⎜ ⎟⎜ ⎟ ⎜ ⎟
δηλαδή ⎜ −1 4 5 ⎟ ⎜ x 2 ⎟ = ⎜ −2 ⎟
⎜ 1 −3 − 4 ⎟⎠ ⎜⎝ x 3 ⎟⎠ ⎜⎝ 3 ⎟⎠

Για την επίλυση του μπορούμε να “απαλείψουμε” τον άγνωστο x1 στην (3-1β)
αντικαθιστώντας την με την εξίσωση που προκύπτει αφαιρώντας από αυτήν την (3-1α)
πολλαπλασιασμένη επί α21/α11=(-1)/(2)= –1/2. Ομοίως “απαλείφουμε” τον άγνωστο x1
στην (3-1γ) αντικαθιστώντας την με εκείνη που προκύπτει αφαιρώντας από αυτήν την (3-
1α) πολλαπλασιασμένη επί α31/α11=(1)/(2)=1/2. Έτσι, το σύστημα γίνεται:
2x1-3x2-4x3=1 (3-2α)
- 91 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

5/2x2+3x2 =-3/2 (3-2β)


-3/2x2-2x3 =5/2 (3-2γ)
Τώρα ο πίνακας των συντελεστών των αγνώστων είναι:
⎛2 −3 −4 ⎞
⎜ ⎟
B = ⎜0 5/2 3 ⎟
⎜0 −3 / 2 − 2 ⎟⎠

Στην συνέχεια απαλείφουμε τώρα τον άγνωστο x2 στην (3-2γ) αντικαθιστώντας


την με την εξίσωση που προκύπτει αφαιρώντας από αυτήν την (3-2β) πολλαπλασιασμένη
επί β32/β22=(-3/2)/(5/2)=–3/5. Το σύστημα γίνεται:
2x1-3x2-4x3=1 (3-3α)
5/2x2+3x3=-3/2 (3-3β)
-1/5x3=8/5 (3-3γ)
με πίνακα συντελεστών:
⎛2 −3 −4 ⎞
⎜ ⎟
C = ⎜0 5/2 3 ⎟
⎜0 0 − 1 / 5 ⎟⎠

Ο τελικός πίνακας C είναι άνω τριγωνικός. Από την εξίσωση (3-3γ) προκύπτει
αμέσως η τιμή του x3:
x3=-8
H (3-3β) δίνει 5x2-48=-3 ⇒ x2=9
και από την (3-3α) βρίσκουμε: 2x1+5=1 ⇒ x1=-2
Η επίλυση του τελευταίου συστήματος (3-3) που αρχίζει από την τρίτη εξίσωση
και την τρίτη μεταβλητή και συνεχίζει ‘πίσω’, στις προηγούμενες εξισώσεις και
μεταβλητές, ονομάζεται πίσω αντικατάσταση και είναι το τελευταίο και το ευκολότερο
μέρος της όλης διαδικασίας. Το πρώτο και σημαντικότερο μέρος της απαλοιφής Gauss
συνίσταται στην τριγωνοποίηση που μετασχηματίζει τον πίνακα Α στον πίνακα Β και
τελικά στον πίνακα C. Η διαδικασία αυτή φαίνεται καλύτερα εάν γράψουμε σε κάθε βήμα
τον 3×4 πίνακα, που σχηματίζουμε με τις τρεις πρώτες στήλες του πίνακα Α, δηλαδή τις
στήλες του αντίστοιχου πίνακα των συντελεστών των αγνώστων και με τέταρτη στήλη
την αντίστοιχη στήλη των δεύτερων μελών, σημειώνοντας συγχρόνως τις σχετικές
πράξεις “επί των γραμμών” που τριγωνοποιούν το σύστημα. Συγκεκριμένα:

⎛ 2 −3 −4 1 ⎞ r (1) −1 ⎛2 −3 −4 1 ⎞
r1′ = r1 , r2 ′ = r2 − 2 r1 = r2 − r1
⎜ ⎟ → ⎜⎜ 0 − 3 / 2 ⎟⎟
⎜ −1 −2 ⎟ ⎯ ⎯ ⎯ ⎯r ⎯ (1) ⎯ ⎯ 1 ⎯⎯
r1 (1) 2
4 5 5/2 3
r3′ = r3 − 3 r1 = r3 − r1
⎜ 1 −3 −4 3 ⎟⎠ r1 (1) 2 ⎜0 −3 / 2 2 5 / 2 ⎟⎠
⎝ ⎝

- 92 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

⎛2 −3 −4 1 ⎞

r1′′ = r1′ , r2′′ = r2′ ⎟
⎯ ⎯ ⎯ ⎯ ⎯ ⎯ ⎯ ⎯ ⎯→ ⎜ 0
r ′ (2) ′
5/2 3 −3 / 2 ⎟
( −3 / 2 ) ′
r3′′ = r3′ − 3 ⎜0 r2 = r3′ − r2
0 − 1/ 5 8 / 5 ⎟⎠

r2′ ( 2 ) 5/2

όπου r1, r2, r3 είναι οι γραμμές του πρώτου πίνακα r1′, r2′, r3′ οι γραμμές του δεύτερου
πίνακα και r1′′, r2′′, r3′′ οι γραμμές του τρίτου πίνακα. Ο συμβολισμός r1(1) δηλώνει το
πρώτο στοιχείο της πρώτης γραμμής του πρώτου πίνακα, ομοίως r2′(2) δηλώνει το
δεύτερο στοιχείο της δεύτερης γραμμής του δεύτερου πίνακα κ.λ.π. Από τον τελευταίο
πίνακα:
⎛2 −3 −4 1 ⎞
⎜ ⎟
⎜0 5/2 3 −3 / 2 ⎟
⎜0 0 −1 / 5 8 / 5 ⎟⎠

2x1 -3x 2 -4x 3 =1


5 3
προκύπτει το σύστημα: x 2 +3x 3 =-
2 2
1 8
- x3 =
5 5
Από την τελευταία εξίσωση προκύπτει x 3 = −8 , από την δεύτερη x 2 = 9 και από την
πρώτη x1 = 2 δηλαδή οι προηγούμενες λύσεις.

Για τον υπολογισμό τώρα του αντιστρόφου πίνακα ακολουθούμε μια παρόμοια
διαδικασία που έχει ως εξής: Ας συμβολίσουμε με Χ τον αντίστροφο πίνακα του Α και
Χ1, Χ2, ⋅⋅⋅, Χn οι στήλες του Χ. Τότε η σχέση ΑΧ=Ι πιο αναλυτικά γράφεται:
ΑΧi=Si i=1,2,⋅⋅⋅,n (4)
όπου Si η i-στήλη του μοναδιαίου πίνακα Ι. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να βρούμε την
i-στήλη Χi του αντίστροφου πίνακα λύνοντας το σύστημα (4) με απαλοιφή Gauss και
επαναλαμβάνοντας την διαδικασία για όλα τα i βρίσκουμε όλες τις στήλες του Χ.

Παράδειγμα 2: Για τον πίνακα:


⎛ 2 −3 −4 ⎞
⎜ ⎟
A = ⎜ −1 4 5 ⎟
⎜ 1 −3 − 4 ⎟⎠

του προηγουμένου παραδείγματος έχουμε:
1η στήλη
⎛ 2 −3 −4 1⎞ ⎛2 −3 −4 1 ⎞ ⎛2 −3 −4 1 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ −1 4 5 0⎟ → ⎜0 5/2 3 1/ 2 ⎟ → ⎜ 0 5/2 3 1/ 2 ⎟
⎜ 1 −3 −4 0 ⎟⎠ ⎜1 −3 / 2 −2 − 1/ 2 ⎟⎠ ⎜0 0 − 1/ 5 − 1/ 5 ⎟⎠
⎝ ⎝ ⎝

- 93 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

⎧ − 1 / 5x 3 = − 1 / 5 ⇒ x 3 = 1 ⎛ 1 ⎞
⎪ ⎜ ⎟
→ ⎨ 5 / 2x 2 + 3x 3 = 1 / 2 ⇒ 5 / 2x 2 + 3 = 1 / 2 ⇒ x 2 = − 1 ⇒ X1 = ⎜ − 1 ⎟
⎪ 2x − 3x − 4x = 1 ⇒ 2x − 3x − 4x = 1 ⇒ 2x + 3 − 4 = 1 ⇒ x = 1 ⎜ 1 ⎟
⎩ 1 2 3 1 2 3 1 1 ⎝ ⎠

2η στήλη
⎛ 2 −3 −4 0⎞ ⎛2 −3 −4 0⎞ ⎛ 2 −3 −4 0 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ −1 4 5 1⎟ → ⎜0 5/2 3 1⎟ → ⎜0 5/ 2 3 1 ⎟
⎜ 1 −3 −4 0 ⎟⎠ ⎜1 −3 / 2 −2 0 ⎟⎠ ⎜0 0 − 1/ 5 3 / 5 ⎟⎠
⎝ ⎝ ⎝
⎧ − 1 / 5x 3 = 3 / 5 ⇒ x 3 = −3 ⎛ 0 ⎞
⎪ ⎜ ⎟
→ ⎨ 5 / 2x 2 + 3x 3 = 1 ⇒ 5 / 2x 2 − 9 = 1 ⇒ x 2 = 4 ⇒ X2 = ⎜ 4 ⎟
⎪ 2x − 3x − 4x = 0 ⇒ 2x − 12 + 12 = 0 ⇒ 2x = 0 ⇒ x = 0 ⎜ −3 ⎟
⎩ 1 2 3 1 1 1 ⎝ ⎠
3η στήλη
⎛ 2 −3 −4 0⎞ ⎛2 −3 −4 0⎞ ⎛2 −3 −4 0⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ −1 4 5 0⎟ → ⎜0 5/2 3 0⎟ → ⎜0 5/2 3 0⎟
⎜ 1 −3 −4 1 ⎟⎠ ⎜1 −3 / 2 −2 1 ⎟⎠ ⎜0 0 − 1/ 5 1 ⎟⎠
⎝ ⎝ ⎝
⎧ − 1 / 5x 3 = 1 ⇒ x 3 = − 5 ⎛ −1 ⎞
⎪ ⎜ ⎟
→ ⎨ 5 / 2x 2 + 3x 3 = 0 ⇒ 5 / 2x 2 − 15 = 0 ⇒ x 2 = 6 ⇒ X3 = ⎜ 6 ⎟
⎪ ⎜ ⎟
⎩ 2x 1 − 3x 2 − 4x 3 = 0 ⇒ 2x 1 − 18 + 20 ⇒ 2x 1 + 2 = 0 ⇒ x 1 = − 1 ⎝ −5 ⎠
Τελικά ο αντίστροφος πίνακας Α-1 είναι:
⎛ 1 0 −1 ⎞
⎜ ⎟
A −1
= [ X1 X 2 X 3 ] = ⎜ − 1 4 6 ⎟
⎜ − 5 ⎠⎟
⎝ 1 −3
Ένας άλλος τρόπος υπολογισμού του αντιστρόφου πίνακα, που δίνει κατ' ευθείαν
-1
τον Α χωρίς να υπολογίζουμε ξεχωριστά τις στήλες του, είναι ο εξής:
Σχηματίζουμε τον διαμερισμένο πίνακα [Ιn|A], που αποτελείται από τον
ταυτοτικό πίνακα In και τον πίνακα Α. Στη συνέχεια προσπαθούμε με πεπερασμένο
πλήθος στοιχειωδών πράξεων στις γραμμές του να τον μετατρέψουμε σε πίνακα της
μορφής [Χ|Ιn]. Τότε αποδεικνύεται ότι Χ=Α-1.

⎛1 2 −3 ⎞
Παράδειγμα 3: Να βρεθεί ο αντίστροφος του πίνακα Α= ⎜ 0 1 2 ⎟⎟

⎜0 0 1 ⎟⎠

⎡1 0 0 1 2 −3⎤ ⎡1 0 3 1 2 0 ⎤
⎢ ⎥ r1 → r1 +3r3 ⎢ ⎥
Λύση: [Ι3|Α]= ⎢0 1 0 0 1 2 ⎥ ⎯⎯⎯⎯ → ⎢0 1 0 0 1 2⎥
⎢⎣0 0 1 0 0 1 ⎥⎦ ⎢⎣0 0 1 0 0 1⎥⎦

- 94 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

⎡1 0 3 1 2 0⎤ ⎡1 −2 7 1 0 0⎤

r2 → r2 −2r3 ⎥ r1 → r1 −2r2 ⎢ ⎥
⎯⎯⎯⎯→ ⎢0 1 −2 0 1 0⎥ ⎯⎯⎯⎯ → ⎢0 1 −2 0 1 0⎥
⎢⎣0 0 1 0 0 1⎥⎦ ⎢⎣0 0 1 0 0 1⎥⎦

⎡1 −2 7 ⎤
⎢ -1
−2 ⎥
⇒ Α = ⎢0 1

⎢⎣ 0 0 1 ⎥⎦

⎛ 2 2 3⎞
Παράδειγμα 4: Να βρεθεί ο αντίστροφος του πίνακα Α= 1 − 1 0 ⎟

⎜ ⎟
⎜ −1 2 1 ⎟
⎝ ⎠

⎡1 0 0 2 2 3⎤ ⎡1 −2 0 0 4 3⎤
⎢ ⎥ r1 → r1 − 2r2 ⎢ ⎥
Λύση: [Ι3|Α]= ⎢0 1 0 1 −1 0⎥ ⎯⎯⎯⎯
r3 → r3 + r2
→ ⎢0 1 0 1 −1 0⎥
⎢⎣0 0 1 −1 2 1⎥⎦ ⎢⎣0 1 1 0 1 1⎥⎦

⎡1 −5 −3 0 1 0⎤ ⎡ 1 −5 −3 0 1 0⎤
r1 → r1 −3r3 ⎢ ⎥ r2 → r2 + r1 ⎢ ⎥
⎯⎯⎯⎯ → ⎢0 1 0 1 −1 0⎥ ⎯⎯⎯⎯
r3 → r3 − r1
→ ⎢ 1 −4 −3 1 0 0⎥
⎢⎣0 1 1 0 1 1⎥⎦ ⎢⎣−1 6 4 0 0 1⎥⎦

⎡ 1 −4 −3 1 0 0⎤
⎢ ⎥ ⎛ 1 −4 −3 ⎞
r1 → r2 -1 ⎜
⎯⎯⎯ → 1 −5 −3 0 1 0 ⎟
r2 → r1 ⎢ ⎥ ⇒ Α = ⎜ 1 −5 −3 ⎟
⎢⎣−1 6 4 0 0 1⎥⎦ ⎜ −1 6
⎝ 4 ⎟⎠

Θεώρημα 1: Εάν Α, Β δυο ομαλοί πίνακες τότε ισχύει: (ΑΒ)-1=(Β-1)(Α-1)

3.13 ΥΠΟΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΒΑΘΜΟΣ ΠΙΝΑΚΑ

Ορισμός 1: Θεωρούμε έναν πίνακα Α τύπου n×m. Κάθε πίνακας, που προκύπτει από τον
Α εάν αφαιρέσουμε έναν αριθμό στηλών, ή έναν αριθμό γραμμών ή και τα δυο,
ονομάζεται υποπίνακας του πίνακα Α.
Έτσι εάν από τον πίνακα Α αφαιρέσουμε p γραμμές και q στήλες, τότε ο πίνακας
που απομένει είναι τύπου (m-p)×(n-q).

Παράδειγμα 1: Εάν από τον πίνακα 3×3:


⎛ 0 −1 2 ⎞
⎜ ⎟
A = ⎜ 1 5 −2 ⎟
⎜2 0 7 ⎟
⎝ ⎠

- 95 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

αφαιρέσουμε την 2η γραμμή r2 και την 2η στήλη c2 θα προκύψει ο υποπίνακας 2×2:


⎡r ⎤ ⎛ 0 2⎞
A⎢ 2 ⎥ = ⎜ ⎟
⎣c2 ⎦ ⎝ 2 7 ⎠

Ορισμός 2: Η ορίζουσα ενός r×r υποπίνακα του πίνακα Α λέγεται υποορίζουσα r τάξης
του Α ή r×r υποορίζουσα του Α.

⎛ m ⎞⎛ n ⎞
Παρατήρηση 1: Ένας m×n πίνακας Α έχει ⎜ ⎟⎜ ⎟ το πλήθος υποορίζουσες r τάξης.
⎝ r ⎠⎝ r ⎠
⎛n⎞
Το σύμβολο ⎜ ⎟ παριστάνει το πλήθος των συνδυασμών r αντικειμένων από n
⎝r⎠
⎛ n⎞ n!
αντικείμενα και ισούται με ⎜ ⎟ = . Εάν ο πίνακας Α είναι 3×3, το πλήθος των
⎝ r ⎠ r !( n − r )!
⎛ 3 ⎞⎛ 3 ⎞ ⎛ 3! ⎞⎛ ⎛ 3! ⎞⎞⎛ 6 ⎞ 6
υποοριζών 2ης τάξης είναι: ⎜ ⎟⎜ ⎟ = ⎜⎜ ⎟⎜ ⎟⎟ = ⎜ = 3⋅3 = 9
⎝ ⎠⎝ ⎠ ⎝ (
2 2 2! 3 − 2 ! ⎟⎜
) ⎠⎝ (2! 3 − 2 ) ⎠ ⎝ ⎠⎝ ⎟⎠
! 2 ⋅ 1
⎟⎜
2 ⋅ 1

⎛ 0 −1 2 ⎞
Άσκηση: Βρείτε τις υποορίζουσες 2×2 του παραπάνω πίνακα: A = ⎜⎜ 1 5 −2 ⎟⎟ .
⎜2 0 7 ⎟
⎝ ⎠
Ορισμός 3: Ο θετικός αριθμός r λέγεται βαθμός ενός πίνακα Α, αν υπάρχει μη μηδενική
υποορίζουσα r τάξης και όλες οι υποορίζουσες τάξεως k>r, εφ’ όσον υπάρχουν, είναι ίσες
με μηδέν. Ο βαθμός ενός πίνακα Α συμβολίζεται με rank(A).
Ισοδύναμος ορισμός του βαθμού ενός πίνακα είναι ο μεγαλύτερος δυνατόν
αριθμός γραμμικά ανεξαρτήτων στηλών του Α ή ισοδύναμα, γραμμικά ανεξαρτήτων
σειρών του Α.

3.14 ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΕΞΙΣΩΣΕΩΝ

Στην παράγραφο αυτή θα ασχοληθούμε με το εξής ερώτημα:


Να βρεθούν όλες οι διατεταγμένες n-άδες ( x1 , x2 , , xn ) που επαληθεύουν τις σχέσεις:
a11 x1 + a12 x2 + + a1n xn = b1
a21 x1 + a22 x2 + + a2 n xn = b2
(1)
...............................................
am1 x1 + am 2 x2 + + amn xn = bm
όπου m, n∈N και aij , bi , i = 1, 2, , m, j = 1, 2, , n γνωστοί αριθμοί.

Ορισμός 1: Οι σχέσεις (1) λέμε ότι αποτελούν ένα σύστημα m γραμμικών εξισώσεων
με n αγνώστους.
- 96 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

Ορισμός 2: Μια διατεταγμένη n-άδα ( x1 , x2 , , xn ) λέγεται λύση του συτήματος (1), αν


επαληθεύει όλες τις εξισώσεις του. Ένα γραμμικό σύστημα λέγεται συμβιβαστό, αν έχει
μια τουλάχιστον λύση, ενώ εάν έχει άπειρες λύσεις λέγεται αόριστο. Στην αντίθετη
περίπτωση, όταν δηλαδή δεν έχει καμία λύση, το σύστημα λέγεται ασυμβίβαστο ή
αδύνατο.

Παρατήρηση 1: Η βασική μέθοδος επίλυσης ενός γραμμικού συστήματος είναι η γνωστή


μέθοδος των διαδοχικών απαλοιφών των αγνώστων, η οποία λέγεται και μέθοδος
απαλοιφής του Gauss. Με τη μέθοδο αυτή η λύση ενός γραμμικού συστήματος ανάγεται
στη λύση μιας πρωτοβάθμιας εξίσωσης με έναν ή περισσοτέρους αγνώστους.
Υπενθυμίζουμε ότι η εξίσωση πρώτου βαθμού με έναν άγνωστο:
ax = b
−1
(i) έχει μια μόνο λύση, τη x = a b όταν a ≠ 0
(ii) είναι ταυτότητα, δηλαδή επαληθεύεται για κάθε x όταν a = 0 και b = 0
(iii) είναι αδύνατη όταν a = 0 και b ≠ 0
και ότι η εξίσωση πρώτου βαθμού με περισσότερους του ενός αγνώστους
a1x1 + a2 x2 + + an xn = b, n > 1
(iv) δέχεται ένα (n-1)-παραμετρικό σύνολο λύσεων, όταν κάποιο ai δεν είναι
μηδέν, δηλαδή n-1 άγνωστοι παίρνουν αυθαίρετες τιμές και ένας καθορίζεται
μονότιμα από αυτούς, π.χ αν a1 ≠ 0 , τότε οι λύσεις είναι:
x2 = αυθαίρετο, x3 = αυθαίρετο, , xn =αυθαίρετο, x1 = a1−1 (b − a2 x2 − − an xn )

(v) είναι ταυτότητα, δηλαδή επαληθεύεται για όλα τα x1, x2 , , xn όταν

a1 = a2 = = an = b = 0

(vi) είναι αδύνατη, όταν a1 = a2 = = an = 0 και b ≠ 0 .

Ορισμός 3: Στοιχεώδεις πράξεις στις εξισώσεις ενός συστήματος λέγονται:


α) η αμοιβαία αλλαγή των θέσεων δυο εξιώσεων
β) ο πολλαπλασιασμός μιας εξίσωσής επί έναν αριθμό α
γ) η πρόσθεση σε μια εξίσωση ενός πολλαπλασίου μιας άλλης εξίσωσης.

Παρατήρηση 2: Πεπερασμένου πλήθους στοιχειώδεις πράξεις στις εξισώσεις ενός


γραμμικού συστήματος το μετατρέπει σε άλλο ισοδύναμο με το αρχικό, δηλαδή σε
σύστημα το οποίο έχει τις ίδιες ακριβώς λύσεις με το αρχικό.

Ας γυρίσουμε στο σύστημα (1) και ας το γράψουμε υπό μορφή πινάκων ως:
Αx=b (2)
όπου
- 97 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

⎛ a11 a12 a1n ⎞ ⎛ x1 ⎞ ⎛ b1 ⎞


⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
a
A = ⎜ 21
a22 a2 n ⎟
x = ⎜ x2 ⎟
b = ⎜ b2 ⎟
⎜ ⎟, ⎜ ⎟, ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ am1 am 2 amn ⎠ ⎝ xn ⎠ ⎝ bm ⎠

Ορισμός 4: Ο πίνακας Α λέγεται πίνακας των συντελεστών των αγνώστων, ο πίνακας x


πίνακας των αγνώστων και ο πίνακας b πίνακας των σταθερών όρων. Ο m×(n+1)
διαμερισμένος πίνακας:
⎛ a11 a12 a1n b1 ⎞
⎜ ⎟
a a22 a2 n b2 ⎟
[ A | b ] = ⎜⎜ 21 ⎟
⎜⎜ ⎟
⎝ am1 am 2 amn bm ⎟⎠
λέγεται επαυξημένος πίνακας του συστήματος (2).

Παρατήρηση 3: Το γραμμικό σύστημα:


Αx=b
είναι ισοδύναμο με το σύστημα
A( ) x = b(
k k)

όπου A( ) x = b(
k)
είναι μια κλιμακωτή μορφή του επαυξημένου του πίνακα [ A | b ]
k

Θεώρημα 1: Αν ο πίνακας Α και ο επαυξημένος [Α|b] του συστήματος m εξισώσεων με n


αγνώστους Αx=b έχουν τον ίδιο βαθμό, δηλαδή αν rank(A)=rank[A|b]=r, τότε το
σύστημα αυτό είναι ισοδύναμο με το σύστημα r εξισώσεων με n αγνώστους
x j1 + a1( kj2) x j2 + + a1( kjr) x jr = b1( k ) − a1( kjr)+1 x jr +1 − − a1( kjn) x jn
x j2 + + a2( kjr) x jr = b2( k ) − a2( kjr)+1 x jr +1 − − a2( kjn) x jn
(3)
.........................................................................................
x jr = br( k ) − arj( kr +)1 x jr +1 − − arj( kn ) x jn
(k) (k) (k) (k)
όπου ⎡⎣A | b ⎤⎦ = ⎡⎣aij | bi ⎤⎦ είναι μια κλιμακωτή μορφή του επαυξημένου πίνακα και τα

πρώτα μη μηδενικά στοιχεία των μη μηδενικών γραμμών, (τα οποία όπως γνωρίζουμε
( k) ( k)
είναι, μονάδες), του πίνακα ⎡⎣A | b ⎤⎦ βρίσκονται στις στήλες j1 < j2 < < jr και

{ jr +1 , jr + 2 , , jn } = {1, 2, , n} − { j1 , j2 , , jr }

Ας δούμε τα παραπάνω γενικά συμπεράσματα σε παραδείγματα.

Παράδειγμα 1: Θεωρούμε το γραμμικό σύστημα:

- 98 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

x1 − 2 x2 + x3 = 4
2 x1 + 6 x2 − x3 = 6
x1 − 3 x2 + 2 x3 = 7
⎛ 1 −2 1 4 ⎞
⎜ ⎟
Ο προσηρτημένος πίνακας είναι: [ A | b] = ⎜ 2 6 −1 6 ⎟
⎜ 1 −3 2 7 ⎟
⎝ ⎠
Παρατηρούμε ότι rank(A)=rank[A|b]=3 και επομένως το σύστημα έχει λύση.

Στον επαυξημένο πίνακα εφαρμόζοντας κατάλληλες γραμμοπράξεις και έχουμε:

⎛ 1 −2 1 4 ⎞ ⎛ 1 −2 1 4 ⎞ ⎛ 1 −2 1 4 ⎞
⎜ ⎟ r3 → r3 − r1 ⎜ ⎟ r2 → r2 −2 r1 ⎜ ⎟
[ A | b] = ⎜ 2 6 −1 6 ⎟ ⎯⎯⎯⎯ → ⎜ 2 6 −1 6 ⎟ ⎯⎯⎯⎯ → ⎜ 0 10 −3 −2 ⎟
⎜ 1 −3 2 7 ⎟ ⎜ 0 −1 1 3 ⎟ ⎜ 0 −1 1 3 ⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠ ⎝ ⎠
⎛ ⎞ ⎛ ⎞
⎛ ⎞ ⎜ 1 −2 ⎟ ⎜ 1 −2 ⎟
⎜ 1 −2 1 4 1 4
1 4 ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
1
r3 → r3 + r2 ⎜ ⎟ 1
r2 → r2
⎜ 3 2 ⎟ ⎜ 3 2⎟
⎯⎯⎯⎯→ ⎜ 0 10
10
−3 −2 ⎟ = ⎯⎯⎯⎯ 10
→ 0 1 − − = 0 1 − −
⎜ 10 10 ⎟ ⎜ 10 10 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ 7 28 ⎟⎟
3 2
⎜0 0 1− 3− ⎟ ⎜ 3 2⎟ ⎜
⎝ 10 10 ⎠ ⎜ 0 0 1 − 3 − ⎟ ⎜ 0 0 ⎟
⎝ 10 10 ⎠ ⎝ 10 10 ⎠
Από την τελευταία κλιμακωτή μορφή του επαυξημένου πίνακα προκύπτει το ισοδύναμο
προς το αρχικό σύστημα:
x1 − 2 x2 + x3 = 4
3 2
x2 − x3 = −
10 10
7 28
x3 =
10 10
Τώρα πολύ εύκολα βρίσκουμε την λύση: Από την τρίτη εξίσωση προκύπτει x3 = 4 από
την δεύτερη x2 = 1 και τέλος από την πρώτη x1 = 2 .

Παράδειγμα 2: Θεωρούμε το γραμμικό σύστημα:


x1 + 2 x2 − 5 x3 = 2
2 x1 − 3 x2 + 4 x3 = 4
4 x1 + x2 − 6 x3 = 8
Θα βρούμε την κλιμακωτή μορφή του επαυξημένου του πίνακα:

- 99 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

⎛ 1 2 −5 2 ⎞ r2 →r2 −2 r1 ⎛ 1 2 −5 2 ⎞ ⎛ 1 2 −5 2 ⎞
⎜ ⎟ r3 →r3 − 4 r1 ⎜ ⎟ r3 →r3 − r2 ⎜ ⎟
[ A | b] == ⎜ 2 −3 4 4 ⎟ ⎯⎯⎯⎯→ ⎜ 0 −7 14 0 ⎟ ⎯⎯⎯⎯ → ⎜ 0 −7 14 0 ⎟
⎜ 4 1 −6 8 ⎟ ⎜ 0 −7 14 0 ⎟ ⎜0 0 0 0⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠ ⎝ ⎠
1 ⎛ 1 2 −5 2 ⎞
r2 →− r2 ⎜ ⎟
⎯⎯⎯⎯ 7
→ ⎜ 0 1 −2 0 ⎟ = ⎡⎣ A( k ) | b( k ) ⎤⎦
⎜0 0 0 0⎟
⎝ ⎠
Το (ισοδύναμο με τον αρχικό) σύστημα είναι το:
x1 + 2 x2 − 5 x3 = 2
0 x1 + x2 − 2 x3 = 0 (4)
0 x1 + 0 x2 + 0 x3 = 0
Στο παράδειγμα αυτό έχουμε rank(A)=rank[A|b]=2. Τα πρώτα μη μηδενικά στοιχεία των
μη μηδενικών γραμμών της κλιμακωτής μορφής:
⎛ 1 2 −5 2 ⎞
⎡A (k ) (k ) ⎤ ⎜ ⎟
⎣ |b ⎦ = ⎜ 0 1 −2 0 ⎟
⎜0 0 0 0⎟
⎝ ⎠
του επαυξημένου πίνακα του συστήματος βρίσκονται στην 1η και 2η στήλη.
Μεταφέροντας το x3 στα δεύτερα μέλη των εξισώσεων του συστήματος:
x1 + 2 x2 − 5 x3 = 2
x2 − 2 x3 = 0
έχουμε το ισοδύναμο προς το αρχικό σύστημα:
x1 + 2 x2 = 5 x3 + 2
x2 = 2 x3
του οποίου η λύση είναι:
x1 = x3 + 2, x2 = 2 x3
με x3 ελέυθερη παράμετρο. Οι λύσεις είναι άπειρες σε πλήθος και επομένως το σύστημα
είναι αόριστο.

Παρατήρηση 4: Αν μια γραμμή του πίνακα ⎡⎣ A ( k ) | b ( k ) ⎤⎦ είναι μηδενική, τότε η εξίσωση


που αντιστοιχεί σ΄αυτήν 0 x1 + 0 x2 + + 0 xn = 0 είναι ταυτότητα και μπορεί να
παραληφθεί, δηλαδή το σύστημα που προκύπτει αν παραληφθεί η εξίσωση αυτή είναι
ισοδύναμο με το αρχικό. Για παράδειγμα, το παραπάνω σύστημα (4) είναι ισοδύναμο με
το:
x1 + 2 x2 − 5 x3 = 2
x2 − 2 x3 = 0

Θεώρημα 2: Αν ο πίνακας Α τύπου n×n του γραμμικού συστήματος n εξισώσεων με n


αγνώστους Αx=b είναι ομαλός, (δηλαδή υπάρχει ο αντίστροφος Α-1 ή ισοδύναμα |Α|≠0),

- 100 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

τότε το σύστημα έχει μια μόνο λύση: x=Α-1b , η οποία πιο αναλυτικά γράφεται, (κανόνας
του Cramer):
| bA1 | | bA2 | | bAn |
x1 = , x2 = , , xn =
| A| | A| | A|
όπου bAi είναι ο πίνακας που προκύπτει από τον πίνακα Α αν αντικατασταθεί η i-στήλη
του Α με την στήλη b.

Παράδειγμα 3: Να βρεθεί η λύση του συστήματος:


2 x1 − x2 − x3 = 4
3 x1 + 4 x2 − 2 x3 = 11
3 x1 − 2 x2 + 4 x3 = 11
το οποίο είναι τριών εξισώσεων με τρεις αγνώστους.
Λύση: Η ορίζουσα του αντίστοιχου πίνακα Α είναι |Α|=60≠0. Άρα το σύστημα έχει μια
λύση. Έχουμε:
4 −1 −1 2 4 −1 2 −1 4
| bA 1 |= 11 4 −2 = 180, | bA 2 |= 3 11 −2 = 60, | bA 3 |= 3 4 11 = 60
11 −2 4 3 11 4 3 −2 11
Επομένως η λύση του συτήματος είναι:
| bA1 | 180 | bA2 | 60 | bAn | 60
x1 = = = 3, x2 = = = 1, x3 = = =1
| A| 60 | A | 60 | A | 60
δηλαδή η x1 = 3, x2 = 1, x3 = 1.

Θεώρημα 3: Το σύστημα Αx=b, m εξισώσεων με n αγνώστους είναι συμβιβαστό αν, και


μόνο αν, ο πίνακας Α και ο επαυξημένος του πίνακας [Α|b] έχουν τον ίδιο βαθμό:
rank(A)=rank[A|b]. Εάν rank(A)≠rank[A|b], το σύστημα είναι ασυμβίβαστο, δηλαδή
αδύνατο.

Παράδειγμα 4: Να εξεταστεί αν το σύστημα:


x1 + x2 − 3x3 = −1
2 x1 + x2 − 2 x3 = 1
x1 + x2 + x3 = 3
x1 + 2 x2 − 3x3 = 1
είναι συμβιβαστό.
Λύση: Βρίσκουμε τους βαθμούς των πινάκων Α και [Α|b]. Για συντομία εργαζόμαστε με
τον επαυξημένο πίνακα. Μετατρέπουμε δηλαδή τον επαυξημένο πίνακα [Α|b] σε
κλιμακωτό, οπότε ταυτόχρονα και ο Α μετατρέπεται σε κλιμακωτό.

- 101 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

⎛11 −3 −1⎞ ⎛ 1 1 −3 −1⎞


⎜ ⎟ rr32 → → r2 − 2 r1
⎜ ⎟ r4 →r4 + r2
1 −2 1 ⎟ r4 →r4 − r1 ⎜ 0 −1 4 3 ⎟ r3 → 14 r3
2 r3 − r1
[ A | b ] = ⎜⎜ ⎯⎯⎯⎯→ ⎯⎯⎯⎯ →
1 1 3⎟
1 ⎜0 0 4 4 ⎟
⎜⎜ ⎟ ⎜⎜ ⎟⎟
2 −3 1 ⎟⎠
⎝1 ⎝0 1 0 2 ⎠
⎛1 1 −3 −1⎞ ⎛ 1 1 −3 −1 ⎞
⎜ ⎟ r2 →− r2 ⎜ ⎟
0 −1 4 3 ⎟ r4 →r4 − 4 r3 ⎜ 0 1 −4 −3 ⎟
→⎜ ⎯⎯⎯⎯→ = [ A( k ) | b( k ) ]
⎜0 0 1 1⎟ ⎜0 0 1 1 ⎟
⎜⎜ ⎟ ⎜⎜ ⎟⎟
⎝0 0 4 5 ⎟⎠ ⎝0 0 0 5 ⎠
Άρα rank(A)=3, rank[A|b]=4 και το σύστημα είναι ασυμβίβαστο, δεν έχει λύση.

Παρατήρηση 5: Αν το σύστημα Αx=b είναι συμβιβαστό και ο κοινός βαθμός των


πινάκων Α και [A|b] είναι r, τότε οι λύσεις του βρίσκονται από το ισοδύναμο σύστημα
(3). Οι άγνωστοι x j1 , x j2 , , x jr καθορίζονται μονότιμα ως συναρτήσεις των υπολοίπων,

οι οποίοι παίρνουν αυθαίρετες τιμές.

Παρατήρηση 6: Το σύνολο των λύσεων του συμβιβαστού συστήματος Αx=b είναι (n-r)-
παραμετρικό, όπου n=πλήθος αγνώστων και r=rank(A)=rank[A|b].

Παρατήρηση 7: Το συμβιβαστό σύστημα Αx=b έχει μια μόνο λύση όταν r=n και
περισσότερες από μια λύσεις όταν r<n.

Παράδειγμα 5: Να λυθεί το σύστημα:


x1 + x2 + x3 + x4 + x5 = 7
3 x1 + 2 x2 + x3 + x4 − 3 x5 = −2
x2 + 2 x3 + 2 x4 + 6 x5 = 23
5 x1 + 4 x2 + 3 x3 + 3 x4 − x5 = 12
Λύση: Βρίσκουμε τους βαθμούς των πινάκων Α και [Α|b]. Όπως στο προηγούμενο
παράδειγμα, μετατρέπουμε τον επαυξημένο πίνακα [Α|b] σε κλιμακωτό, οπότε
ταυτόχρονα και ο Α μετατρέπεται σε κλιμακωτό.
⎛1 1 1 1 1 7 ⎞ ⎛1 1 1 1 1 7 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ 3 2 1 1 −3 −2 ⎟ r2 → r2 −3r3 ⎜ 0 −1 −2 −2 −6 −23 ⎟ r3 → r3 + r2
[ A | b] = ⎜ ⎯⎯⎯⎯ → ⎯⎯⎯⎯ →
0 1 2 2 6 23 ⎟ r4 → r4 −5 r1 ⎜ 0 1 2 2 6 23 ⎟ r4 → r4 − r2
⎜⎜ ⎟⎟ ⎜⎜ ⎟
⎝ 5 4 3 3 −1 12 ⎠ ⎝ 0 −1 −2 −2 −6 −23 ⎟⎠

- 102 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

⎛1 1 1 1 1 7 ⎞ ⎛1 1 1 1 1 7⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ 0 −1 −2 −2 −6 −23 ⎟ ⎯⎯⎯
r2 →− r2
→⎜
0 1 2 2 6 23 ⎟
= ⎡ A( ) | b( ) ⎤⎦
k k
⎜0 0 0 0 0 0 ⎟ ⎜0 0 0 0 0 0⎟ ⎣
⎜⎜ ⎟⎟ ⎜⎜ ⎟
⎝0 0 0 0 0 0 ⎠ ⎝0 0 0 0 0 0 ⎟⎠

Άρα rank(A)=rank[A|b]=2, το σύστημα είναι συμβιβαστό και ισοδύναμο με το σύστημα


Α(k)x=b(k) , δηλαδή με το σύστημα:
x1 + x2 + x3 + x4 + x5 = 7 x1 + x2 = 7 − x3 − x4 − x5

x2 + 2 x3 + 2 x4 + 6 x5 = 23 x2 = 23 − 2 x3 − 2 x4 − 6 x5
οι λύσεις του οποίου, (άρα και του αρχικού), είναι:
x3 = a, x4 = b, x5 = c, x2 = 23 − 2a − 2b, −6c, x1 = −16 + a + b + 5c

όπου a, b, c είναι αυθαίρετοι αριθμοί.

Ορισμός 5: Το γραμμικό σύστημα:


a11 x1 + a12 x2 + + a1n xn = 0
a21 x1 + a22 x2 + + a2 n xn = 0
...............................................
am1 x1 + am 2 x2 + + amn xn = 0 (5)
του οποίου οι σταθεροί όροι είναι μηδέν, λέγεται ομογενές γραμμικό σύστημα.

Παράτήρηση 8: Το ομογενές γραμμικό σύστημα είναι συμβιβαστό, αφού


rank(A)=rank[A|0]. Μία προφανής λύση του είναι η μηδενική: x1 = x2 = = xn = 0 .

Παράδειγμα 6: Να λυθεί το ομογενές σύστημα:


x1 + x2 − 3x4 − x5 = 0
x1 − x2 + 2 x3 − x4 = 0
4 x1 − 2 x2 + 6 x3 + 3x4 − 4 x5 = 0
2 x1 + 4 x2 − 2 x3 + 4 x4 − 7 x5 = 0

Λύση: Κάθε ομογενές σύστημα έχει μια προφανή λύση: την μηδενική. Για την εύρεση μη
μηδενικής λύσης μετατρέπουμε τον πίνακα Α σε κλιμακωτό:
⎛1 1 0 −3 −1 ⎞ ⎛1 1 0 −3 − 1 ⎞
⎜ ⎟ rr32 →
→ r2 − r1
⎜ ⎟
⎜ 1 −1 2 −1 0 ⎟ r4 →rr34 −−42rr11 ⎜ 0 −2 2 2 1 ⎟ rr34 → r3 − 3 r2
→ r4 + r2
A= ⎯⎯⎯⎯ → ⎯⎯⎯⎯ →
⎜ 4 −2 6 3 −4 ⎟ ⎜ 0 −6 6 15 0 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ 2 4 −2 4 −7 ⎠ ⎝ 0 2 −2 10 −5 ⎠

- 103 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

⎛1 1 0 −3 −1 ⎞ r2 →− 1 r2 ⎛ 1 1 0 −3 −1 ⎞
⎜ ⎟ 2
⎜ ⎟
⎜ 0 −2 2 2 1 ⎟ r3 → 19 r3
⎯⎯⎯⎯ →⎜
0 1 −1 −1 −1/ 2 ⎟ r4 → r4 −12 r3
⎯⎯⎯⎯→
⎜0 0 0 9 −3 ⎟ ⎜0 0 0 1 −1 / 3 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝0 0 0 12 −4 ⎠ ⎝0 0 0 12 −4 ⎠

⎛1 1 0 −3 −1 ⎞
⎜ ⎟
⎜0 1 −1 −1 −1/ 2 ⎟
= A( k )
⎜0 0 0 1 −1/ 3 ⎟
⎜ ⎟
⎝0 0 0 0 0 ⎠
Άρα rank(A)=3< n=5 και το σύστημα έχει μη μηδενικές λύσεις. Αυθαίρετες τιμές
παίρνουν n-r=5-3=2 άγνωστοι και οι υπόλοιποι ορίζονται μονότιμα από αυτούς. Τα πρώτα
μη μηδενικά στοιχεία των μη μηδενικών γραμμών του πίνακα Α(k) βρίσκονται στην 1η, 2η,
και 4η στήλη. Άρα οι άγνωστοι x1 , x2 και x4 ορίζονται μονότιμα ως συναρτήσεις των
x3 και x5 που παίρνουν αυθαίρετες τιμές. Το σύστημα, που δόθηκε, είναι ισοδύναμο με
το:
⎫ ⎫
x1 + x2 − 3 x4 − x5 = 0 ⎪ x1 + x2 − 3 x4 − x5 = 0 ⎪
⎪ ⎪
1 ⎪ 1 ⎪
x2 − x3 − x4 − x5 = 0 ⎬ ⇒ x2 − x4 = x3 + x5 ⎬
2 ⎪ 2 ⎪
1 ⎪ 1 ⎪
x4 − x5 = 0 ⎪ x4 = x5
3 ⎭ 3 ⎭⎪
και οι λύσεις του είναι οι:
1 5 7
x3 = a, x5 = b, x4 = b, x2 = a + b, x1 = b − a
3 6 6
όπου a και b είναι αυθαίρετοι αριθμοί.

Συνδυάζοντας τα αποτελέσματα των προηγουμένων Θεωρημάτων και Παρατηρή-


σεων, καταλήγουμε στο επόμενο διάγραμμα, όπου απεικονίζεται η ροή επίλυσης ενός μη
ομογενούς γραμμικού συστήματος.

Am×n xn×1 = bm×1

m=n m≠n

det A ≠ 0 det A = 0 r (A) < r (A | b)


x=A b −1 Το σύστημα Το σύστημα
είναι αδύνατο είναι ασυμβίβαστο
- 104 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

r (A) = r (A | b)
Το σύστημα είναι συμβιβαστό
με πλήθος παραμέτρων n-r(A)

όπου Α ο πίνακας των συντελεστών των αγνώστων, x η στήλη των αγνώστων και b η
στήλη των σταθερών όρων.

3.15 ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΤΕΤΡΑΓΩΝΩΝ

Συμβαίνει πολλές φορές ένα σύστημα γραμμικών εξισώσεων Αx=b, που


περιγράφεται από έναν πίνακα Α τύπου n×m, να μην έχει λύση. Η συνηθισμένη αιτία
είναι: περισσότερες εξισώσεις από αγνώστους. Δηλαδή ο πίνακας έχει περισσότερες
γραμμές από στήλες, n>m. Οι m στήλες, με τον γραμμικό συνδυασμό τους, γεννούν έναν
υπόχωρο του Rn, που ονομάζεται υπόχωρος των στηλών του πίνακα Α. Το διάνυσμα b
είναι ένας γραμμικός συνδυασμός των στηλών του πίνακα Α, διότι b=Ax και επομένως
ανήκει στον υπόχωρο αυτόν. Εάν εξαιρέσουμε την περίπτωση κατά την οποία όλες οι
μετρήσεις είναι τέλειες, το διάνυσμα b δεν ανήκει στον υπόχωρο των στηλών και τότε η
μέθοδος της απαλοιφής καταλήγει σε μια αδύνατη εξίσωση. Αλλά δεν μπορούμε να
σταματήσουμε εδώ επειδή οι μετρήσεις περιέχουν θόρυβο, δηλαδή σφάλματα. Πως όμως
μπορούμε να συνεχίσουμε; Ας δούμε κάποια παραδείγματα.

Παράδειγμα 1: Να βρεθεί η εξίσωση της ευθείας γραμμής που διέρχεται από τα σημεία
(1,-1), (4,11), (-1,-9) και (-2,-13).
Λύση: Αυτό που θέλουμε να βρούμε είναι οι τιμές των α, β έτσι ώστε η ευθεία γραμμή
y=αx+β να διέρχεται από τα τέσσερα παραπάνω σημεία. Εάν απαιτήσουμε οι
συντεταγμένες των σημείων να ικανοποιούν την εξίσωση της ευθείας, καταλήγουμε στο
σύστημα:
α+β=-1
4α+β=11
-α+β=-9
-2α+β=-13
Το σύστημα αυτό υπό μορφή πινάκων γράφεται:
⎛ 1 1⎞ ⎛ −1 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ 4 1⎟ ⎛ α ⎞ = ⎜ 11 ⎟
⎜ −1 1⎟ ⎜⎝ β ⎟⎠ ⎜ −9 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ −2 1⎠ ⎝ −13 ⎠
Η λύση του συστήματος αυτού είναι: α=4, β=-5
Έτσι η ευθεία γραμμή με εξίσωση y=4x-5 θα διέρχεται από τα τέσσερα παραπάνω
σημεία.
- 105 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Εδώ έχουμε ένα συμβιβαστό σύστημα.

Παράδειγμα 2: Να βρεθεί η εξίσωση της ευθείας γραμμής που διέρχεται από τα σημεία
(-3,70), (1,21), (-7,110) και (5,-35).
Λύση: Το παράδειγμα αυτό είναι όμοιο με το προηγούμενο. Η αντίστοιχη εξίσωση υπό
μορφή πινάκων είναι:
-3α+β=70 ⎛ −3 1⎞ ⎛ 70 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
α+β=21 ⎜ 1 1⎟ ⎛ α ⎞ = ⎜ 21 ⎟
-7α+β=110 ⎜ −7 1⎟ ⎜⎝ β ⎟⎠ ⎜ 110 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
5α+β=-35 ⎝ 5 1⎠ ⎝ −35 ⎠
Προσπαθώντας να λύσουμε το σύστημα διαπιστώνουμε ότι είναι ασυμβίβαστο.
Εάν λύσουμε τις δυο πρώτες εξισώσεις ως προς α και β, βρίσκουμε α=-49/4 και β=133/4.
Οι τιμές αυτές εάν αντικατασταθούν στην τρίτη εξίσωση δίνουν 119 και όχι 110. Και εάν
αντικατασταθούν στην τέταρτη δίνουν -28 και όχι -35.

Στα δύο προηγούμενα παραδείγματα ζητάγαμε το ίδιο πράγμα: την λύση τους. Στο
πρώτο την βρήκαμε, στο δεύτερο όχι. Ας κοιτάξουμε το δεύτερο παράδειγμα λίγο
περισσότερο. Σχεδιάζουμε τα σημεία που μας έχουν δώσει:

Μπορούμε να δούμε ότι αυτά τα σημεία βρίσκονται σχεδόν πάνω σε μια ευθεία. Το
ερώτημα είναι πως μπορούμε να βρούμε αυτήν την ευθεία;
Ας υποθέσουμε ότι αυτά τα τέσσερα σημεία του παραδείγματος προέρχονται από
κάποιο πείραμα και γνωρίζουμε από τη φυσική ότι τα σημεία αυτά πρέπει να βρίσκονται
πάνω σε μια ευθεία γραμμή. Όμως σφάλματα στις μετρήσεις είναι η αιτία ότι κάποια
σημεία, (ή και όλα), να είναι λίγο εκτός της ευθείας. Με αυτή την έννοια η εύρεση της
εξίσωσης της ευθείας δεν φαίνεται παράλογη και ο σκοπός μας είναι να την βρούμε.
Το ερώτημα λοιπόν τώρα διατυπώνεται ως εξής:
Δεδομένου ενός αριθμού πειραματικών δεδομένων, (σημείων), πως μπορούμε να
βρούμε την εξίσωση της ευθείας που θα διέρχεται όσο το δυνατό πιο «κοντά» από τα
σημεία αυτά. Ή σε μαθηματική διατύπωση: δεδομένου ενός ασυμβίβαστου συστήματος
- 106 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

γραμμικών εξισώσεων Αx=b, μπορούμε να βρούμε ένα διάνυσμα, ας το συμβολίσουμε με


x , έτσι ώστε το διάνυσμα Ax να είναι όσο πιο κοντά στο b.
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας δούμε τα πράγματα λίγο πιο γενικά.
Υποθέτουμε ότι έχουμε ένα ασυμβίβαστο σύστημα n εξισώσεων με m αγνώστους, Αx=b,
με τον πίνακα Α να είναι τύπου n×m. Ας θέσουμε:
ε=b-Αx,
το διάνυσμα ε το ονομάζουμε διάνυσμα σφάλματος και θα ονομάζουμε το μέτρο του
||ε||=||b-Αx||
σφάλμα αφού μετρά την απόσταση μεταξύ του Ax και b για οποιοδήποτε διάνυσμα x του
Rm , (m το πλήθος των αγνώστων). Εδώ χρησιμοποιούμε το μέτρο ||..|| που προέρχεται
από το γνωστό Ευκλείδειο εσωτερικό γινόμενο.
Το πρόβλημα των ελαχίστων τετραγώνων διατυπώνεται ως εξής:

Πρόβλημα των ελαχίστων τετραγώνων. Για ένα ασυμβίβαστο σύστημα εξισώσεων


Αx=b θέλουμε να βρούμε ένα διάνυσμα x ∈Rm έτσι ώστε το σφάλμα ||ε||=||b-Αx|| να
είναι το μικρότερο δυνατό. Το διάνυσμα x ονομάζεται λύση των ελαχίστων
τετραγώνων.
Για την λύση του προβλήματος αυτού είναι απαραίτητο το επόμενο θεώρημα:

Θεώρημα 1: Έστω W ένας υπόχωρος ενός χώρου V εσωτερικού γινομένου και v ένα
τυχαίο διάνυσμα του V. Η καλύτερη προσέγγιση του v από κάποιο διάνυσμα του W είναι η
προβολή του v στον υπόχωρο W που θα την συμβολίζουμε με projWv . Σαν καλύτερη
προσέγγιση εννοούμε ότι για κάθε w∈W, (που δεν είναι η προβολή projWv), θα έχουμε:
||v- projWv||<||v-w||
Απόδειξη: Για κάθε διάνυσμα w του W μπορούμε να γράψουμε:

v-w=(v-projWv)+(projWv)-w) u
Παρατηρούμε ότι η διαφορά των
u-projw u
διανυσμάτων projWv-w ανήκει στον W. Επίσης u-w
projwu

η διαφορά v − pro W v είναι η συνιστώσα του v


η κάθετη στον υπόχωρο W, δηλαδή

v − projW v = projW ⊥ v , και επομένως σε κάθε projw u-w


διάνυσμα του W. Επομένως οι προβολές w
W
projWv-w και v-projWv είναι ορθογώνια
διανύσματα. Από το Πυθαγόρειο θεώρημα
έχουμε:

= ( v − projW v ) + ( projW v − w ) = v − projW v + projW v − w


2 2 2 2
v−w

αφαιρούμε τον μεσαίο όρο

- 107 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

2 2 2
v − w = v − projW v + projW v − w

Τελικά, εάν έχουμε w≠projWu τότε ||projWu-w||2 >0 και επομένως ||u-w||2>||u-projWu||2 ή
ισοδύναμα:
v − w > v − projW v

Το θεώρημα αυτό μας λέει το εξής:


Για κάθε διάνυσμα x του γνωρίζουμε ότι το Ax θα είναι ένας γραμμικός
συνδυασμός των στηλών του Α. Τώρα έστω W ο υπόχωρος του που γεννάται από τις
στήλες του Α. Τότε το Ax όχι μόνο θα βρίσκεται στον W, (εφόσον είναι γραμμικός
συνδυασμός των στηλών), αλλά όσο αφήνουμε το x να διατρέχει όλα τα δυνατά
διανύσματα του , το Ax θα διατρέχει όλο τον W.
Το πρόβλημα των ελαχίστων τετραγώνων μας ζητά να βρούμε το διάνυσμα x του
, που το συμβολίζουμε με , έτσι ώστε το διάνυσμα να είναι μικρότερο, (ως προς
το μέτρο), από όλες τις δυνατές τιμές του ε , δηλαδή ε < ε Από τον ορισμό του
σφάλματος προκύπτει:
b − Ax < b − Ax
Όπως είπαμε το Ax διατρέχει όλα τα δυνατά διανύσματα του W και θέλουμε εκείνο που
είναι πλησιέστερο στο διάνυσμα b του . Το θεώρημα 1 μας λέει ότι το διάνυσμα αυτό
είναι
Ax = projW b
Φυσικά εμείς ψάχνουμε το και όχι το Ax αλλά αυτό θα μας δώσει έναν τρόπο για να
βρούμε το . Θα μπορούσαμε να υπολογίσουμε την προβολή proWb και μετά να

λύσουμε την εξίσωση Ax = projW b ως προς και θα έχουμε την λύση που ψάχναμε.
Υπάρχει όμως ένας καλύτερος τρόπος.
Πριν όμως από αυτό θα παραθέσουμε ένα θεώρημα.

Θεώρημα 2: Έστω Α ένας πίνακας n×m, του οποίου οι στήλες είναι γραμμικά ανε-
ξάρτητες. Τότε ο πίνακας ΑtA είναι αντιστρέψιμος.
Απόδειξη: Εάν ΑtAx=0 έχει μόνο την μηδενική λύση, τότε ο πίνακας ΑtA είναι
αντιστρέψιμος. Έτσι ας υποθέσουμε ότι ΑtAx=0 . Η σχέση αυτή μας λέει ότι το διάνυσμα
Ax ανήκει στον Πυρήνα, (στον μηδενοχώρο), του At , αλλά επίσης ξέρουμε ότι το
διάνυσμα Ax ανήκει στον χώρο των στηλών του Α. Αλλά αυτοί οι δυο χώροι είναι
ορθογώνια συμπληρώματα και το μόνο κοινό διάνυσμα τους είναι το μηδενικό διάνυσμα.
Έτσι έχουμε Ax = 0 .
Εάν c1 , c2 , , cm είναι οι στήλες του Α τότε γνωρίζουμε ότι το Ax μπορεί να γραφεί ως:

- 108 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

Ax = x1c1 + x2c2 + + xm cm
και επειδή Ax = 0 θα έχουμε:
Ax = x1c1 + x2c2 + + xm cm = 0
Όμως επειδή οι στήλες του Α είναι γραμμικά ανεξάρτητες, η εξίσωση αυτή θα έχει μόνο
την μηδενική λύση x=0.
Επομένως ΑtAx=0 έχει μόνο την μηδενική λύση και έτσι ο πίνακας ΑtA έχει αντίστροφο.

Το επόμενο θεώρημα μας δίνει μια καλή μέθοδο για την εύρεση της λύσης του
προβλήματος των ελαχίστων τετραγώνων.

Θεώρημα 3. Έστω το σύστημα των γραμμικών εξισώσεων Αx=b . Η λύση x του


προβλήματος των ελαχίστων τετραγώνων θα είναι και λύση του συστήματος:
ΑtAx=Atb
που ονομάζεται κανονική εξίσωση ή προσεταιριστικό σύστημα.
Εάν επιπλέον ο A έχει γραμμικά ανεξάρτητες στήλες, τότε υπάρχει μια μοναδική λύση
του προβλήματος των ελαχίστων τετραγώνων, που δίνεται από την σχέση:
x = ( A t A ) A tb
−1

Απόδειξη: Ας υποθέσουμε ότι x είναι μια λύση του προβλήματος των ελαχίστων
τετραγώνων

Τώρα ας θεωρήσουμε

Όμως από το Θεώρημα 1 γνωρίζουμε ότι το διάνυσμα b-projWb ανήκει στο ορθογώνιο
συμπλήρωμα του W. Επίσης ο W είναι ο χώρος των στηλών του A και από σχετικό
Θεώρημα γνωρίζουμε ότι το ορθογώνιο συμπλήρωμα του χώρου των στηλών του Α είναι
ο πυρήνας του At και έτσι το διάνυσμα b-projWb πρέπει να ανήκει στον πυρήνα του Αt.
Επομένως έχουμε:
A t (b − projW b ) = A t (b − Ax ) = 0
εκ της οποίας προκύπτει:
A t Ax = A t b
Βλέπουμε δηλαδή ότι το διάνυσμα x πρέπει να είναι λύση της κανονικής εξίσωσης.
Για το δεύτερο μέρος του θεωρήματος δεν χρειάζεται να κάνουμε πολλά. Εάν οι
στήλες του πίνακα Α είναι γραμμικά ανεξάρτητες, τότε ο πίνακας AtA έχει αντίστροφο.
Όμως αυτό σημαίνει ότι η εξίσωση AtAx=At b έχει μια μοναδική λύση, η οποία είναι:
x = ( At A) (A b)
−1 t

Για να βρούμε αυτή την μοναδική λύση πρέπει να πολλαπλασιάσουμε και τις δυο
πλευρές με τον αντίστροφο του AtA .

- 109 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Επομένως για να βρούμε την λύση των ελαχίστων τετραγώνων του


συστήματοςAx=b το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να λύσουμε την κανονική
εξίσωση: A t Ax = A t b

Εναλλακτική απόδειξη του Θεωρήματος 3: Το διάνυσμα x είναι λύση του


προβλήματος των ελαχίστων τετραγώνων για το σύστημα Αx=b εάν και μόνο εάν η
συνάρτηση f ( x ) = Ax − b έχει ένα ελάχιστο για x = x . Βρίσκουμε τα ελάχιστα της
2

συνάρτησης f ( x ) , η οποία μπορεί να εκφραστεί ως εξής:


f ( x ) = ( Ax − b ) ⋅ ( Ax − b ) = ( Ax ) ⋅ ( Ax ) − 2b ⋅ ( Ax ) + b ⋅ b =
= xt At x − 2bt Ax + bt b

Τα ελάχιστα θα προκύψουν από τον μηδενισμό της βάθμωσης: ∇f ( x ) = 0 όπου:


⎛ ∂f ⎞
⎜ ∂x ⎟
⎜ 1⎟
∇f ( x ) = ⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎜ ∂f ⎟
⎜ ∂x ⎟
⎝ n⎠
Οι μερικές παράγωγοι της βάθμωσης αναφέρονται ως προς τις μεταβλητές x1 , x2 , , xn ,
⎛ ∂ ∂ ∂ ⎞
δηλαδή ∇ = ⎜ , , , ⎟ και εύκολα μπορούμε να δούμε ότι για κάθε διάνυσμα v
∂x
⎝ 1 ∂x2 ∂xn ⎠
ισχύει:
∇ ( v t x ) = v, ∇ ( xt v ) = v
όπου x = ( x1 , x2 , , xn )
Επομένως ∇f ( x ) = 2 A t Ax − 2 A t b
Τα κρίσιμα σημεία x θα προκύψουν από τον μηδενισμό της βάθμωσης:
∇f ( x ) = 0 ⇒ At Ax = At b
Άρα τα κρίσιμα σημεία x είναι λύσεις της κανονικής εξίσωσης A Ax = A b . Τα
t t

στάσιμα αυτά σημεία πρέπει να είναι ελάχιστα για την συνάρτηση f ( x ) αφού είναι
τετραγωνική ως προς τις συνιστώσες xi με θετικούς συντελεστές.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα ξεκινώντας από το Παράδειγμα 2:

Παράδειγμα 3: Χρησιμοποιείστε την μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων για να βρείτε


την εξίσωση της ευθείας γραμμής που διέρχεται όσο το δυνατό πλησιέστερα από τα
σημεία (-3,70), (1,21), (-7,110) και (5,-35).

- 110 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

Απάντηση: Το σύστημα των εξισώσεων που πρέπει να λύσουμε από το Παράδειγμα 2


είναι:

⎛ −3 1⎞ ⎛ 70 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜1 1⎟ ⎛ α ⎞ ⎜ 21 ⎟
⎜ −7 ⎜ ⎟=
1⎟ ⎝ β ⎠ ⎜ 110 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ 5 1⎠ ⎝ −35 ⎠
Έτσι έχουμε:
⎛ −3 1⎞ ⎛ 70 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
1 1⎟ ⎛ −3 1 −7 5 ⎞ ⎜ 21 ⎟
A=⎜ At = ⎜ ⎟ b =
⎜ −7 1⎟ ⎝ 1 1 1 1⎠ ⎜ 110 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ 5 1⎠ ⎝ −35 ⎠
Η κανονική εξίσωση που πρέπει να λύσουμε είναι A Ax = A b :
t t

⎛ −3 1⎞ ⎛ 70 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎛ −3 1 −7 5 ⎞ ⎜ 1 1⎟ ⎛ α ⎞ ⎛ −3 1 −7 5 ⎞ ⎜ 21 ⎟
⎜ ⎟ =
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ 1 1 1 1 ⎠ ⎜ −7 1⎟ ⎝ β ⎠ ⎝ 1 1 1 1 ⎠ ⎜ 110 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ 5 1⎠ ⎝ −35 ⎠
⎛ 84 −4 ⎞ ⎛ α ⎞ ⎛ −1134 ⎞
⎜ ⎟⎜ ⎟ = ⎜ ⎟
⎝ −4 4 ⎠ ⎝ β ⎠ ⎝ 166 ⎠

η λύση του οποίου είναι: α=-12,1 β=29,4

Επομένως η εξίσωση της ευθείας γραμμής που διέρχεται όσο το δυνατό πλησιέστερα από
τα σημεία, είναι:
y = −12,1x + 29.4

Παράδειγμα 4: Να βρεθεί η λύση των ελαχίστων τετραγώνων για το παρακάτω σύστημα:

Λύση: Εφαρμόζουμε τις παραπάνω σχέσεις και έχουμε:


⎛ 2 −1 1 ⎞ ⎛ −4 ⎞
⎜ ⎟ ⎛ 2 1 −3 1 ⎞ ⎜ ⎟
1 − 5 2 ⎜ ⎟ 2
A=⎜ ⎟ A t = ⎜ −1 −5 1 −1⎟ b=⎜ ⎟
⎜ −3 1 −4 ⎟ ⎜ 1 2 −4 1 ⎟ ⎜ 5⎟
⎜ ⎟ ⎝ ⎠ ⎜ ⎟
⎝ 1 −1 1 ⎠ ⎝ −1 ⎠

- 111 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

⎛ 15 −11 17 ⎞ ⎛ −22 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
A A = ⎜ −11 28 −16 ⎟
t
A b=⎜ 0 ⎟
t

⎜ 17 −16 22 ⎟ ⎜ −21 ⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠
Το κανονικό σύστημα είναι A Ax = A b :
t t

και η λύση του είναι:

18 151 107
x1 = −
, x2 = − , x3 =
7 210 210
και υπό διανυσματική μορφή:
⎛ 18 ⎞
⎜ −7 ⎟
⎜ ⎟
⎜ 151 ⎟
x= −
⎜ 210 ⎟
⎜ ⎟
⎜ 107 ⎟
⎜ ⎟
⎝ 210 ⎠

Παρατήρηση 1: Αυτό που θέλαμε μέχρι τώρα ήταν να βρούμε μια λύση , έτσι ώστε το
διάνυσμα να είναι όσο πιο κοντά στο b. Ορίσαμε τότε
ε = b − Ax ε = b − Αx
και τονίσαμε ότι αυτό που εννοούμε όταν λέγαμε: «όσο το δυνατό πλησιέστερα στο b»
ήταν ότι θέλαμε να βρούμε εκείνο το για το οποίο ,
ε < ε
για όλα τα x ≠ x .
Η παραπάνω ανισότητα δηλώνει από μαθηματικής πλευράς τι εννοούμε όταν λέμε ‘όσο το
δυνατό πιο κοντά’, αλλά πρακτικά τι ζητάμε να βρούμε; Ας γυρίσουμε πίσω στο
Παράδειγμα 3, όπου ο γενικός τύπος για το είναι:
⎛ 70 ⎞ ⎛ −3 1⎞ ⎛ 70- ( -3α+β ) ⎞ ⎛ ε1 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
21 ⎟ ⎜ 1 1⎟ ⎛ α ⎞ ⎜ 21- ( α+β ) ⎟ ⎜ ε 2 ⎟
ε = b − Ax = ⎜ − ⎜ ⎟= =
⎜ 110 ⎟ ⎜ −7 1⎟ ⎝ β ⎠ ⎜110- ( -7α+β ) ⎟ ⎜ ε 3 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜⎜ ⎟⎟ ⎜ ⎟
⎝ −35 ⎠ ⎝ 5 1⎠ ⎝ -35- ( 5α+β ) ⎠ ⎝ ε 4 ⎠

Έτσι οι συνιστώσες του διανύσματος σφάλματος , μετρούν πόσο κοντά κάθε δυνατή
εκλογή των α και β θα μας φέρει στην ακριβή απάντηση, (η οποία δίνεται από τις
συνιστώσες του b).

- 112 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

Μπορούμε αυτό να το δούμε και από την πλευρά της ευθείας. Μας έχει δοθεί ένα σύνολο
από σημεία ( xi , y j ) και θέλουμε να ορίσουμε τα α και β έτσι ώστε όταν θέσουμε τα xi ,
στην αx + β , το σφάλμα
ε ι = yι − (αxi + β)
να είναι όσο το δυνατό μικρότερο για όλα τα σημεία που μας έχουν δώσει.
Τώρα στην περίπτωση του παραδείγματος μας, αναζητούμε
⎛α⎞
x =⎜ ⎟
⎝β⎠
Έτσι ώστε, ε = b − Ax να είναι όσο το δυνατό μικρό ή με άλλα λόγια να είναι
μικρότερο από όλες τις δυνατές επιλογές x.
Μπορούμε τώρα να απαντήσουμε στο τι εννοούμε «όσο το δυνατό μικρό». Πρώτα ας
υπολογίσουμε το εξής:
2
ε = ε 12 + ε 22 + ε 32 + ε 42
Η λύση των ελαχίστων τετραγώνων , θα είναι εκείνη για την οποία
2 2
ε = ε12 + ε 22 + ε 32 + ε 42 < ε
Εξ’ ου και το όνομα «ελάχιστα τετράγωνα». Η λύση που αναζητούμε είναι η τιμή που θα
δώσει την ελάχιστη τιμή για το άθροισμα των τετραγώνων των σφαλμάτων.

Παράδειγμα 5. Υπολογίστε το σφάλμα για την λύση του Παραδείγματος 3.


Λύση: Η εξίσωση της ευθείας που βρήκαμε, είναι:
y = −12.1x + 29.4
Μπορούμε να υπολογίσουμε τα σφάλματα για κάθε ένα από τα σημεία θέτοντας τα xi
στην εξίσωση της ευθείας και παίρνοντας την διαφορά του αποτελέσματος από την
εξίσωση και την γνωστή τιμή του y. Παραθέτουμε τα σφάλματα για κάθε ένα από τα
τέσσερα σημεία του Παραδείγματος 3.
ε1 = b1 − [ αx1 + β1 ] = 70 − ( −12.1( −3) + 29.4 ) = 4.3
ε 2 = b2 − [ αx2 + β 2 ] = 21 − ( −12.1(1) + 29.4 ) = 3.7
ε 3 = b3 − [ αx3 + β3 ] = 110 − ( −12.1( −7 ) + 29.4 ) = −4.1
ε 4 = b4 − [ αx4 + β 4 ] = −35 − ( −12.1( 5 ) + 29.4 ) = −3.9

Θα μπορούσαμε να είχαμε τα ίδια αποτελέσματα εργαζόμενοι με πίνακες:


⎛ 70 ⎞ ⎛ −3 1⎞ ⎛ 4.3 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ 21 ⎟ ⎜ 1 1⎟ ⎛ −12.1⎞ ⎜ 3.7 ⎟
ε= − =
⎜ 110 ⎟ ⎜ −7 1⎟ ⎜⎝ 29.4 ⎟⎠ ⎜ −4.1 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ −35 ⎠ ⎝ 5 1⎠ ⎝ −3.9 ⎠
Το άθροισμα των τετραγώνων των σφαλμάτων είναι:

- 113 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

= ( 4.3) + ( 3.7 ) + ( −4.1) + ( −3.9 ) = 64.2


2 2 2 2 2
ε ⇒ ε = 64.2 = 8.0125

Αυτό σημαίνει ότι εάν διαλέξουμε οποιαδήποτε άλλη τιμή για τα α και β και
υπολογίσουμε το σφάλμα θα βρούμε μια τιμή μεγαλύτερη από 8.0125.

3.15.1 Προσαρμογή δεδομένων με την μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων.

Ας υποθέσουμε ότι εκτελούμε μια σειρά μετρήσεων ( xi , yi ) για τις οποίες


γνωρίζουμε ότι βρίσκονται σε γραμμική εξάρτηση, δηλαδή υπάρχει μια γραμμική
εξίσωση: y=αx+β, η οποία πρέπει να ικανοποιείται από τα σημεία ( xi , yi ) . Όμως λόγω
σφαλμάτων τα σημεία αυτά δεν βρίσκονται ακριβώς πανω στην ευθεία με εξίσωση
y=αx+β. Το πρόβλημα είναι πως θα υπολογίσουμε τους συντελεστές α, β σύμφωνα με τα
προηγούμενα. Θα χρησιμοποιήσουμε την εξίσωση A t Ax = A t b όπου:
⎛ x1 1⎞ ⎛ y1 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ x2 1 ⎟ ⎛x x2 xn ⎞ ⎛α⎞ ⎜ y2 ⎟
A= , At = ⎜ 1 ⎟, x = ⎜ ⎟, b = ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎝1 1 1⎠ ⎝β⎠
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ xn 1⎠ ⎝ yn ⎠
Η εξίσωση A t Ax = A t b γράφεται:
⎛ x1 1⎞ ⎛ y1 ⎞
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎛ x1 x2 xn ⎞ ⎜ x2 1⎟ ⎛ α ⎞ ⎛ x1 x2 xn ⎞ ⎜ y2 ⎟
⎜ ⎟ = ⇒
⎝1 1 1 ⎠⎜ ⎟ ⎜⎝ β ⎟⎠ ⎜⎝ 1 1

1 ⎠⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ xn 1 ⎠ ⎝ yn ⎠
⎛ n 2 n
⎞ ⎛ n ⎞ ⎛ n 2 n
⎞ ⎛ n ⎞
⎜ ∑ xi ∑ xi ⎟
⎛ α⎞ ⎜∑
x y
i i⎟ ⎜ ∑ i
α x + β ∑ xi ⎟ ⎜ ∑ xi yi ⎟
⎜ i =1 i =1
⎟⎜ ⎟ = ⎜ i =1
⎟ ⇒⎜ i =1 i =1
⎟ = ⎜ i =1 ⎟ ⇒
⎜ n ⎟⎝β ⎠ ⎜ n ⎟ ⎜ n
⎟ ⎜ n ⎟
⎜ ∑ xi n ⎟ ⎜ ∑ i ⎟ y ⎜ ∑ xi + nβ
α ⎟ ⎜ ∑ yi ⎟
⎝ i =1 ⎠ ⎝ i =1 ⎠ ⎝ i =1 ⎠ ⎝ i =1 ⎠
n n n
α∑ xi2 + β∑ xi = ∑ xi yi
i =1 i =1 i =1
n n

α ∑ xi + nβ= ∑ yi
i =1 i =1

n n n n n n
n∑ xi yi − ∑ xi ∑ yi ∑ xi2 ∑ yi − ∑ xi yi
α= i =1 i =1 i =1
2
, β= i =1 i =1 i =1
2

n
⎞ n

n
⎞ n
n∑ x − ⎜ ∑ xi ⎟ 2
i n∑ x − ⎜ ∑ xi ⎟
2
i
i =1 ⎝ i =1 ⎠ i =1 ⎝ i =1 ⎠

Ας εφαρμόσουμε τους παραπάνω τύπους για τα δεδομένα του Παραδείγματος 2. Τα


δεδομένα είναι:
- 114 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

x1 = −3, x2 = 1, x3 = −7, x4 = 5, y1 = 70, y2 = 21, y3 = 110, y4 = −35

Σχηματίζουμε τα αθροίσματα που υπάρχουν στους παραπάνω τύπους:


2
4 n n n
⎛ n ⎞
∑ xi yi =-1134,
i =1
∑ xi = −4,
i =1
∑ yi = 166,
i =1

i =1
xi
2
= 84, ⎜ ∑ xi ⎟ = 84
⎝ i =1 ⎠

Οπότε οι τιμές για τα α και β είναι:


n n n n n n
n∑ xi yi − ∑ xi ∑ yi ∑ xi2 ∑ yi − ∑ xi yi
121 147
α= i =1 i =1 i =1
2
=− = −12,1 β= i =1 i =1 i =1
2
= = 29, 4
n
⎛ n ⎞ 10 n
⎛ n ⎞ 5
n∑ xi2 − ⎜ ∑ xi ⎟ n∑ xi2 − ⎜ ∑ xi ⎟
i =1 ⎝ i =1 ⎠ i =1 ⎝ i =1 ⎠

3.15.2 Η QR­παραγωντοποίηση ενός πίνακα Α

Η μέθοδος ορθοκανονικοποίησης Gram-Schmidt μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να


γραφεί ένας πίνακας Α τύπου m×n σαν γινόμενο δυο πινάκων Q και R δηλαδή A=QR, εκ
των οποίων ο πίνακας Q είναι ορθογώνιος, (QtQ=I) και τύπου m×n, όπως και ο Α και ο R
άνω τριγωνικός τύπου n×n. Η QR-παραγωντοποίηση χρησιμεύει για την λύση της
κανονικής εξίσωσης που σχετίζεται με το πρόβλημα των ελαχίστων τετραγώνων.

Θεώρημα 1. Εάν οι στήλες του πίνακα Α τύπου m×n αποτελούν ένα σύνολο γραμμικά
ανεξαρτήτων διανυσμάτων, τότε υπάρχουν πίνακες Q τύπου m×n και R τύπου n×n με
QtQ=I και R άνω τριγωνικός με θετικά διαγώνια στοιχεία, έτσι ώστε
A=QR
Απόδειξη: Χρησιμοποιούμε την μέθοδο ορθοκανονικοποίησης Gram-Schmidt για να
δημιουργήσουμε ένα ορθοκανονικό σύνολο διανυσμάτων {q1,…,qn} από τις στήλες Αi
του πίνακα Α=[Α1,…,Αn], δηλαδή:
p
p1=A1 q1 = 1
p1
p2
p2=A2-(A2,q1)q1 q2 =
p2
…………………….. …………
p
Pn=An-(An,q1)q1-…-(An,qn-1)qn-1 qn = n
pn
Ορίζουμε τον πίνακα Q=[q1,…,qn], ο οποίος εκ κατασκευής ικανοποιεί την σχέση QtQ=I.
Οι παραπάνω σχέσεις μπορούν να εκφραστούν και ως εξής:
Α1=||p1||q1
Α2=||p2||q2+(q1,A2)q1

- 115 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

…………………………..
Αn=||pn||qn+(q1,An)q1+(q2,An)q2+…++(qn-1,An)qn-1
και υπό μορφή πινάκων γράφονται:
⎛ p1 ( q1 , A 2 ) ( q1 , A n ) ⎞
⎜ ⎟
⎜ 0 p2 (q2 , An ) ⎟
A = [ A1 , , A n ] = [q1 , , qn ]⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎜ 0 0 ( q n −1 , A n ) ⎟
⎜ 0 0 pn ⎟
⎝ ⎠
⎛ p1 ( q1 , A 2 ) ( q1 , A n ) ⎞
⎜ ⎟
⎜ 0 p2 (q2 , An ) ⎟
Ορίζουμε τον πίνακα R = ⎜ ⎟
⎜ ⎟
⎜ 0 0 ( q n−1 , A n ) ⎟
⎜ 0 0 pn ⎟
⎝ ⎠
έτσι ώστε A=QR όπου Q ορθογώνιος πίνακας και R άνω τριγωνικός με θετικά τα
διαγώνια στοιχεία του.

⎛ 1 2 1⎞
Παράδειγμα: Να βρεθεί η QR-παραγωντοποίηση του πίνακα A = ⎜⎜ 1 1 1 ⎟⎟ .
⎜ 0 0 1⎟
⎝ ⎠
Λύση: Πρώτα χρησιμοποιούμε την μέθοδο Gram-Schmidt για να μετατρέψουμε τις
στήλες διανύσματα του πίνακα Α σε ένα ορθοκανονικό σύνολο. Βρίσκουμε
⎛ 1 ⎞ ⎛ 1 ⎞
⎜ 2⎟ ⎜ 2 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎛0⎞
⎜ 1 ⎟ ⎜ 1 ⎟ ⎜ ⎟
q1 = ⎜ ⎟ , q2 = ⎜ − ⎟ , q3 = ⎜ 0 ⎟
2 2 ⎜1⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟ ⎝ ⎠
⎜ 0 ⎟ ⎜ 0 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠
οπότε ο πίνακας Q είναι:
⎛ 1 1 ⎞
⎜ 2 0⎟
⎜ 2 ⎟
⎜ 1 1 ⎟
Q=⎜ − 0⎟
2 2
⎜ ⎟
⎜ 0 0 1⎟
⎜ ⎟
⎝ ⎠
Έχοντας τώρα τους πίνακες Α και Q μπορούμε να βρούμε τον πίνακα R από την σχέση:
R=QtA. Συγκεκριμένα

- 116 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

⎛ 1 1 ⎞ ⎛ 3 ⎞
⎜ 2 0⎟ ⎜ 2 2⎟
⎜ 2 ⎟⎛1 2 1⎞ ⎜ 2 ⎟
⎜ 1 1 ⎟⎜ ⎟ ⎜ 1 ⎟
R =Q A=⎜
t
− 0⎟⎜1 1 1⎟ = ⎜ 0 0 ⎟
2 2 2
⎜ ⎟ ⎜⎝ 0 0 1⎟⎠ ⎜ ⎟
⎜ 0 0 1 ⎟ ⎜ 0 0 1 ⎟
⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠
Η QR-παραγωντοποίηση του πίνακα Α είναι:
⎛ 1 1 ⎞⎛ 3 ⎞
⎜ 2 0 ⎟⎜ 2 2⎟
2 2
⎜ ⎟⎜ ⎟
1 1 1
A=⎜ − 0 ⎟⎜ 0 0 ⎟
⎜ 2 2 ⎟⎜ 2 ⎟
⎜ ⎟⎜ ⎟
⎜ 0 0 1 ⎟⎜ 0 0 1 ⎟
⎜ ⎟⎜ ⎟
⎝ ⎠⎝ ⎠
Η QR-παραγωντοποίηση είναι χρήσιμη για την επίλυση της κανονικής εξίσωσης
του προβλήματος των ελαχίστων τετραγώνων.

Θεώρημα 2: Έστω ότι ο πίνακας Α δέχεται QR-παραγωντοποίηση, Α=QR.Το διάνυσμα


x είναι λύση της κανονικής εξίσωσης A t Ax = A t b εάν και μόνο εάν είναι λύση της
εξίσωσης Rx = Qt b .
Απόδειξη: Θέτουμε την QR-παραγωντοποίηση στην κανονική εξίσωση A t Ax = A t b και
(
έχουμε: R t Qt ) ( QR ) x = R Q b
t t
⇔ R t Rx = R t Qt b ⇔ R t ( Rx − Qt b ) = 0
Επειδή ο R είναι τετραγωνικός και άνω τριγωνικός με μη μηδενικούς συντελεστές,
συμπεραίνουμε ότι ο R είναι αντιστρέψιμος. Επομένως από την τελευταία εξίσωση
συμπεραίνουμε ότι το διάνυσμα x είναι λύση της κανονικής εξίσωσης εάν και μόνο εάν
ισχύει Rx = Qt b .

3.16 ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ΕΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑ ΚΑΙ ΑΣΤΑΘΕΙΑ ΣΤΙΣ ΛΥΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΓΡΑΜΜΙΚΟΥ
ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Στην παράγραφο αυτή θα ασχοληθούμε με το πρόβλημα της ευστάθειας ενός


γραμμικού συστήματος Αx=b. Συγκεκριμένα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε δυο
βασικά ερωτήματα:
Α) Πως μεταβάλλεται η λύση x του συστήματος Αx=b όταν μεταβάλλεται κατά
δb ο σταθερός όρος.
Β) Πως μεταβάλλεται η λύση x του συστήματος Αx=b όταν μεταβάλλεται κατά
δΑ ο ίδιος ο πίνακας Α.

Α) Ας δούμε πρώτα ένα παράδειγμα: Ο πίνακας:


- 117 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

⎛ 1.0001 1⎞
A=⎜ ⎟
⎝ 1 1⎠
έχει ορίζουσα detA=0.0001 αρκετά κοντά στο μηδέν για να είναι ανώμαλος, δηλαδή να
μην έχει αντίστροφο. Λέμε τότε ότι ο πίνακας Α είναι ευαίσθητος σε μικρές μεταβολές ή
ότι είναι κακής κατάστασης, (ill conditioned).
⎛ 2⎞
Ας θεωρήσουμε τώρα τα συστήματα Αx=b1 και Αx=b2 με b1 = ⎜ ⎟ και
⎝ 2⎠
⎛ 2 ⎞
b2 = ⎜ ⎟ . Πιο αναλυτικά τα συστήματα γράφονται:
⎝ 2.0001⎠
⎧x + y=2
⎨ (1)
⎩ x + 1.0001 y = 2
⎧x + y=2
⎨ (2)
⎩ x + 1.0001y = 2.0001
Η λύση του πρώτου συστήματος είναι x = 2, y = 0 και η λύση του δευτέρου x = 1, y = 1.
Βλέπουμε ότι, ενώ τα δεύτερα μέλη διαφέρουν μόνο στο 4ο δεκαδικό ψηφίο, οι λύσεις
διαφέρουν στο 1ο σημαντικό ψηφίο. Με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από
την κακή κατάσταση του πίνακα. Η λύση είναι ευαίσθητη στις διαταραχές.
Θα εξετάσουμε τώρα την ευαισθησία ενός πίνακα Α και θα προσπαθήσουμε να
ορίσουμε κάποιον αριθμό που να μετράει πόσο μικρή ή μεγάλη είναι αυτή η ευαισθησία.
Ας περιοριστούμε σε μικρές διαταραχές δb των δεύτερων μελών του συστήματος
Αx=b, που μπορούν π.χ. να προέρχονται από σφάλματα στρογγυλοποίησης ή από
σφάλματα πειραματικών δεδομένων. Το ερώτημα είναι πόσο μικρά ή μεγάλα σφάλματα
δx θα προκληθούν στη λύση x από τα σφάλματα του 2ου μέλους. Θα έχουμε:
Α(x+δx)=b+δb ⇒ Αδx=δb
και επομένως δx=Α-1 δb (3)
-1
Συμπεραίνουμε ότι αν ο πίνακας Α είναι μεγάλος, δηλαδή ο Α είναι σχεδόν ανώμαλος,
τότε η διαφορά δx θα είναι μεγάλη. Οι σχεδόν ανώμαλοι πίνακες φαίνεται να είναι
ευαίσθητοι. Όμως η ορίζουσα του πίνακα Α δεν είναι καλός δείκτης ευαισθησίας του Α
γιατί αυτή εξαρτάται από το μέγεθος του Α, π.χ. την κλίμακα των μετρήσεων σε κάποιο
πείραμα, αλλά και από την διάσταση n. Για παράδειγμα, αν είναι Α=Ιn/100, τότε detA=
10-2n, δηλαδή η ορίζουσα του Α είναι πολύ κοντά στο μηδέν, αλλά ο πίνακας είναι πολύ
καλής κατάστασης.

Ορισμός 1: Σαν norm του πίνακα Α ορίζεται ο αριθμός:


Ax
A = max (4)
x≠0 x
που δείχνει τη μέγιστη δυνατότητα μεγέθυνσης, (κατά μέτρο), που έχει ο Α επιδρώντας σε
τυχαίο διάνυσμα x. Έχουμε προφανώς:

- 118 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

Ax ≤ A x (5)
για όλα τα διανύσματα x. Από τον ορισμού της norm, η ισότητα ισχύει για ένα
τουλάχιστον διάνυσμα x≠0. Από το σύστημα Αx=b και την (3) θα έχουμε τώρα λόγω της
(5):
δx = A-1δb ≤ A−1 δb
(6)
b = Ax ≤ A x
από τις οποίες προκύπτει δια πολλαπλασιασμού κατά μέλη:
δx δb
≤ A A −1 (7)
x b
Από την παραπάνω σχέση ορίζουμε ως αριθμό ευαισθησίας του Α τον αριθμό:
C = A A −1 (8)
δb
που λόγω της (7) προσδιορίζει τη σχέση ανάμεσα στη σχετική διαταραχή του
b
δx
δεύτερου μέλους του συστήματος και το σχετικό σφάλμα που θα προκληθεί στη
x
δx δb
λύση: ≤C (9)
x b

Παρατήρηση 1: Αποδεικνύεται ότι για οποιαδήποτε ιδιοτιμή(15 λ του Α ισχύει:


λ≤ A (10)
και ότι για δυο πίνακες Α και Β έχουμε:
ABx ≤ A B x (11)
C(AB) ≤ C(A)C(B) (12)
-1 t
Επίσης, αν P είναι ορθογώνιος πίνακας, δηλαδή Ρ =Ρ , τότε ισχύει:
C(P)=||P||=1 (13)
Γενικά η norm ενός πίνακα Α δίνεται από τον τύπο:
A = λmax ( A t A ) (14)
δηλαδή ισούται με την τετραγωνική ρίζα της μεγαλύτερης ιδιοτιμής του πίνακα ΑtA.
Ειδικότερα, για συμμετρικούς πίνακες ο τύπος (14) δίνει:
||A||=max|λi| (15)
δηλαδή η norm συμμετρικού πίνακα ισούται με τη μέγιστη ιδιοτιμή του, αφού οι ιδιοτιμές
ενός συμμετρικού πίνακα είναι θετικές.

Παράδειγμα 1: Ο συμμετρικός πίνακας:

(15
Για τον ορισμό της ιδιοτιμής βλέπε παράγραφο 6.2
- 119 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

⎛ 2 −1⎞
A=⎜ ⎟
⎝ −1 2 ⎠
έχει ιδιοτιμές λ1=3, λ2=2, και επομένως norm ||Α||=3. Ο αντίστροφος του, έχει ιδιοτιμές 1,
1/3 και norm ||Α-1||=1. Επομένως, ο αριθμός ευαισθησίας του Α είναι: C=||A||||A-1||=3. Το
σύστημα:
⎛ 2 −1 ⎞ ⎛ x1 ⎞ ⎛ 1 ⎞
⎜ ⎟⎜ ⎟ = ⎜ ⎟
⎝ − 1 2 ⎠ ⎝ x2 ⎠ ⎝ − 1 ⎠
με norm του διανύσματος b των δεύτερων μελών,
b = 12 + ( −1) = 2
2

2 2
⎛ 1/ 3 ⎞ ⎛1⎞ ⎛ 1⎞ 2
έχει λύση x = ⎜ ⎟ και με: x = ⎜ ⎟ + ⎜ − ⎟ =
⎝ −1 / 3 ⎠ ⎝3⎠ ⎝ 3⎠ 3
Εάν θεωρήσουμε τώρα το σύστημα:
⎛ 2 − 1 ⎞ ⎛ x1 ⎞ ⎛ 2 ⎞
⎜ ⎟⎜ ⎟ = ⎜ ⎟
⎝ − 1 2 ⎠ ⎝ x2 ⎠ ⎝ 0 ⎠

δb = (2 − 1) 2 + ( 0 − ( −1) ) = 2
2
θα έχουμε:
⎛ 4 / 3⎞
και το νέο σύστημα έχει λύση: x = ⎜ ⎟ . Επομένως:
⎝ 2 / 3⎠
2 2
⎛ 4 1 ⎞ ⎛ 2 ⎛ 1 ⎞⎞
δx = ⎜ − ⎟ + ⎜ − ⎜ − ⎟ ⎟ = 2
⎝ 3 3 ⎠ ⎝ 3 ⎝ 3 ⎠⎠
δx 2 δb
= =3=C
x 2 /3 b
και βάσει της (7) η μεγέθυνση είναι μέγιστη, (έχουμε ισότητα).

Β) Αν τώρα θεωρήσουμε ότι ο πίνακας Α μεταβάλλεται κατά δΑ, τότε θα έχουμε:


(Α+δΑ)(x+δx)=b
και επομένως Αδx+δA(x+δx)=0
δηλαδή αντί της (3) θα έχουμε:
δx=-Α-1δΑ(x+δx) (16)
Από τον ορισμό της norm προκύπτει τώρα ότι ο πολλαπλασιασμός του διανύσματος x+δx
με τον πίνακα δΑ προκαλεί μία μεγέθυνση που είναι το πολύ ίση με την norm ||δΑ|| και ο
πολλαπλασιασμός στη συνέχεια με τον αντίστροφο πίνακα Α-1 προκαλεί επί πλέον
μεγέθυνση που είναι το πολύ ίση με τη norm ||Α-1||. Επομένως, η τελευταία σχέση δίνει:
δA
δ x ≤ A −1 δ A x + δ x = A A −1 x + δx (17)
A
και ακολουθεί το εξής συμπέρασμα:

- 120 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

Πρόταση: Όταν διαταράσσεται κατά δΑ ο πίνακας Α, τότε το σφάλμα, (δηλαδή η


προκύπτουσα διαταραχή), δx της λύσης του συστήματος Αx=x ικανοποιεί την ανισότητα:
δx δA
≤C (18)
x + δx A
όπου ο αριθμός κατάστασης C ορίζεται πάλι όπως στην προηγούμενη περίπτωση (8).

3.17 ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ

Αν και η θεωρία των πινάκων εισήχθη τον 19ον αιώνα, ιστορικοί, όπως ο Katz
συχνά αρχίζουν την αφήγηση τους για τους πίνακες με τους Κινέζους λόγιους και τους
Βαβυλωνίους. Οι Κινέζοι της περιόδου Χαν (200-100 π.Χ.) έλυναν τις γραμμικές
εξισώσεις με τη βοήθεια μεθόδου που είναι γνωστή σήμερα ως απαλοιφή του Gauss.
Πράγματι στο βιβλίο «Εννέα Κεφάλαια για την Μαθηματική Τέχνη», γραμμένο κατά την
Δυναστεία του Χαν, υπάρχει το πρώτο γνωστό πρόβλημα, η λύση του οποίου
χρησιμοποιεί μεθόδους των πινάκων. Το πρόβλημα είναι το εξής:
Υπάρχουν τρεις τύποι καλαμποκιού, των οποίων τρεις ίσες μονάδες όγκου από το
πρώτο, δυο ίσες μονάδες όγκου από το δεύτερο και μια μονάδα όγκου από το τρίτο κάνουν
39 μονάδες βάρους. Δυο από το πρώτο, τρεις από το δεύτερο και μια από το τρίτο κάνουν
34 μονάδες βάρους. Και μια από το πρώτο, δυο από το δεύτερο και τρεις από το τρίτο
κάνουν 26 μονάδες βάρους. Πόσες μονάδες βάρους καλαμποκιού περιέχονται σε κάθε
μονάδα όγκου από κάθε είδος;
Οι Βαβυλώνιοι μελέτησαν προβλήματα που οδηγούν σε σύστημα εξισώσεων και
μερικά από αυτά γράφτηκαν σε πήλινες πλάκες που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Μια
πλάκα, που χρονολογείται γύρω στο 300 π. Χ., περιέχει το εξής πρόβλημα:
Υπάρχουν δυο χωράφια, των οποίων το ολικό εμβαδόν είναι 1800 μονάδες
εμβαδού. Το ένα χωράφι παράγει σιτάρι με απόδοση 2/3 της μονάδας όγκου ανά μονάδα
εμβαδού, ενώ το άλλο παράγει σιτάρι με απόδοση 1/2 της μονάδας όγκου ανά μονάδα
εμβαδού. Εάν και τα δυο χωράφια παράγουν 1100 μονάδες όγκου, ποιο είναι το εμβαδόν
κάθε χωραφιού;
Η μέθοδος επίλυσης αυτών των προβλημάτων, όπως είναι γραμμένη στις πήλινες
πλάκες της Βαβυλώνας και στο βιβλίο «Εννέα Κεφάλαια για την Μαθηματική Τέχνη»,
και που σήμερα είναι γνωστή ως μέθοδος απαλοιφής του Gauss, δεν θα γινόταν γνωστή
μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο Cartan to 1545 δίνει έναν κανόνα για την επίλυση ενός συστήματος δυο
γραμμικών εξισώσεων. Ο κανόνας αυτός, χωρίς να χρησιμοποιεί την έννοια της
ορίζουσας, είναι ουσιαστικά ο κανόνας του Cramer.
Η έννοια της ορίζουσας εμφανίστηκε στην Ιαπωνία και στην Ευρώπη σχεδόν
συγχρόνως το 1683 από τον Seki στην Ιαπωνία και από τον Leibnitz στην Ευρώπη.
Ο Leibnitz κατάλαβε ότι ένας καλός μαθηματικός συμβολισμός ήταν το κλειδί για
να προχωρήσει στην επίλυση των γραμμικών συστημάτων και γι΄ αυτό πειραματίστηκε
με διάφορους συμβολισμούς για τους συντελεστές ενός συστήματος. Σε αδημοσίευτο
- 121 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

χειρόγραφο του ο χρησιμοποίησε περισσότερους από 50 διαφορετικούς τρόπους για να


γράψει τους συντελεστές ενός γραμμικού συστήματος. Επίσης χρησιμοποίησε τον όρο
“resultant” για συγκεκριμένα αθροίσματα των όρων μιας ορίζουσας.
Ο Maclaurin το 1730 στο βιβλίο του «Πραγματεία της Άλγεβρας» απέδειξε τον
κανόνα του Cramer για συστήματα 2×2 και 3×3 και υπέδειξε πως θα δούλευε ο κανόνας
για συστήματα 4×4.
Ο Cramer έδωσε τον γενικό κανόνα για συστήματα n×n και συνέχισε εξηγώντας
με ποιον τρόπο υπολογίζει κανείς τα κλάσματα, τα οποία δίνουν τις τιμές των αγνώστων
ως γινόμενα ορισμένων συντελεστών των εξισώσεων και πως κανείς προσδιορίζει το
πρόσημο.
Ο όρος «ορίζουσα» εισήχθη αρχικά από τον Gauss (1801) ερευνώντας τις
τετραγωνικές μορφές. Χρησιμοποίησε τον όρο αυτόν επειδή η ορίζουσα καθορίζει τις
ιδιότητες της τετραγωνικής μορφής. Εντούτοις η έννοια δεν είναι η ίδια με αυτήν της
ορίζουσας. Στην ίδια εργασία ο Gauss σχεδιάζει τους συντελεστές των τετραγωνικών
μορφών του σε ορθογώνιες διατάξεις. Περιγράφει τον πολλαπλασιασμό πινάκων και τον
αντίστροφο ενός πίνακα σε σχέση με τις διατάξεις των συντελεστών των τετραγωνικών
μορφών.
Το 1821 ο Cauchy χρησιμοποίησε την «ορίζουσα» με την σύγχρονη έννοιά της. Η
εργασία του Cauchy είναι η πληρέστερη των μέχρι τότε εργασιών για τις ορίζουσες.
Εξέτασε τα προηγούμενα αποτελέσματα και έδωσε νέα αποτελέσματα για τις ελάσσονες
και συζηγείς ορίζουσες. Το 1826, στα πλαίσια των τετραγωνικών μορφών n μεταβλητών,
χρησιμοποίησε τον όρο 'tableau' ' για τον πίνακα των συντελεστών. Βρήκε τις ιδιοτιμές
και έδωσε αποτελέσματα για την διαγωνοποίηση ενός πίνακα στο πλαίσιο της μετατροπής
μιας μορφής σε άθροισμα τετραγώνων. Επίσης εισήγαγε την ιδέα των όμοιων πινάκων
(αλλά όχι του όρου) και έδειξε ότι εάν δύο πίνακες είναι όμοιοι έχουν την ίδια
χαρακτηριστική εξίσωση.
Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «πίνακας» ήταν ο Sylvester το 1850. Ο
Sylvester όρισε ως πίνακα μια διάταξη όρων και τον είδε σαν κάτι που οδήγησε σε
διάφορες ορίζουσες από τις τετραγωνικές διατάξεις που υπήρχαν σ΄αυτόν.
Ο Cayley το 1858 δημοσίευσε τα «Απομνημονεύματα στη θεωρία των μητρών» τα
οποία είναι αξιοπρόσεκτα γιατί περιέχουν το πρώτο θεωρητικό ορισμό του πίνακα.
Αποδεικνύει ότι οι διατάξεις των συντελεστών που μελετήθησαν νωρίτερα για τις
τετραγωνικές μορφές και για τους γραμμικούς μετασχηματισμούς είναι ειδικές
περιπτώσεις της γενικής έννοιάς του. Ο Cayley έδωσε μια άλγεβρα πινάκων ορίζοντας την
πρόσθεση, τον πολλαπλασιασμό, τον βαθμωτό πολλαπλασιασμό και τον αντίστροφο.
Έδωσε μια πλήρη κατασκευή του αντιστρόφου ενός πίνακα συναρτήσει της ορίζουσας
του. Ο Cayley επίσης απέδειξε ότι, στην περίπτωση πινάκων 2×2, ένας πίνακας
ικανοποιεί τη χαρακτηριστική εξίσωσή του. Το ότι γενικά ένας πίνακας ικανοποιεί την
χαρακτηριστική εξίσωσή του αποτελεί σήμερα το θεώρημα Cayley-Hamilton.
Ένας αξιωματικός ορισμός της ορίζουσας εδόθη από τον Weierstrass, όπως και
από τον Kronecker. Με αυτές τις δύο δημοσιεύσεις η σύγχρονη θεωρία των οριζουσών
ετέθη σε σωστή βάση αλλά η θεωρία των πινάκων πήρε ελαφρώς περισσότερο χρόνο για
- 122 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

να γίνει μια πλήρως αποδεκτή θεωρία. Ένα σημαντικό βιβλίο που έφερε τους πίνακες
στην κατάλληλη θέση τους στα μαθηματικά ήταν το Introduction to higher algebra από
τον Bôcher το 1907.
Οι Turnbull και Aitken έγραψαν βιβλία που είχαν επιρροή στη δεκαετία του '30
και το βιβλίο του Mirsky, An introduction to linear algebra, το 1955 έφερε την θεωρία
των πινάκων στη σημερινή σπουδαία θέση της ως ένα από τα σημαντικότερα θέματα των
προπτυχιακών μαθηματικών.

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

1) Να υπολογισθούν τα x, y,z w εάν


⎛x y ⎞ ⎛ x 6 ⎞ ⎛ 4 x + y⎞
3⎜ ⎟=⎜ ⎟+⎜ ⎟ (Απ. x=2, y=4, z=1, w=3)
⎝ z w ⎠ ⎝ −1 2w ⎠ ⎝ z + w 3 ⎠

⎛1 3 ⎞ ⎛ 2 0 −4 ⎞
2) Έστω A=⎜ ⎟ και B=⎜ ⎟ . Να υπολογιστούν τα γινόμενα
⎝ 2 −1 ⎠ ⎝ 3 −2 6 ⎠
⎛11 −6 14 ⎞
ΑΒ και ΒΑ. (Απ. ΑΒ= ⎜ ⎟ το γινόμενο ΒΑ δεν ορίζεται)
⎝ 1 2 −14 ⎠

⎛x y ⎞
3) Να βρεθούν όλοι οι πίνακες της μορφής ⎜ ⎟ που μετατίθενται με τον πίνακα
⎝z w⎠
⎛ 1 1⎞ ⎛ x y ⎞ ⎛α β ⎞
⎜ ⎟. (Απ. ⎜ ⎟ =⎜ ⎟
⎝ 0 1⎠ ⎝ z w ⎠ ⎝ 0 α⎠

⎛ 1 2⎞ n ⎛ 1 2n ⎞
4) Έστω Α= ⎜ ⎟ . Να υπολογισθεί ο πίνακας Α . (Απ. Αn= ⎜ ⎟
⎝ 0 1 ⎠ ⎝0 1 ⎠

5) Να βρεθούν οι αντίστροφοι των πινάκων:


⎛ −1 2 −3 ⎞ ⎛2 1 −1 ⎞
⎛3 2⎞ ⎛ 2 −3 ⎞ ⎜ ⎟ ⎜ ⎟
A=⎜ ⎟, B = ⎜ ⎟, Γ = ⎜ 2 1 0 ⎟, Δ = ⎜0 2 1 ⎟
⎝7 5⎠ ⎝1 3 ⎠ ⎜
⎝ 4 −2 5 ⎠⎟ ⎜
⎝5 2 − 3 ⎠⎟

−1 ⎛ 5 −2 ⎞ −1 ⎛ 1/ 3 1/ 3 ⎞
(Απ A = ⎜ ⎟, B = ⎜ ⎟,
⎝ −7 3 ⎠ ⎝ −1 / 9 2 / 9⎠

- 123 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

⎛ −5 4 −3 ⎞ ⎛ 8 −1 −3 ⎞
−1 ⎜ ⎟ −1 ⎜ ⎟
Γ = ⎜ 10 −7 6 ⎟ , Δ = ⎜ −5 1 2 ⎟
⎜ 8 −6 5 ⎟ ⎜ 10 −1 −4 ⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠

6) Εάν ο Α είναι ένας n×n πίνακας, να δειχθεί ότι


α) ο ΑtA είναι ένας συμμετρικός πίνακας,
β) ο Α+Αt είναι ένας συμμετρικός πίνακας και ο Α-Αt είναι ένας αντισυμμετρικός
πίνακας.

7) Εάν Α και Β είναι αντίστοιχα ένας συμμετρικός και ένας αντισυμμετρικός πίνακας
έτσι ώστε ΑΒ=ΒΑ και ο πίνακας Α+Β είναι αντιστρέψιμος, να δειχθεί ότι ο
πίνακας (Α+Β)-1(Α-Β) είναι ορθογώνιος.

8) Να δειχθεί ότι κάθε 2×2 πίνακας Χ για τον οποίο ισχύει XtAX=B, όπου
⎛1 0 ⎞ ⎛0 1⎞
A=⎜ ⎟, B=⎜ ⎟
⎝ 0 −1 ⎠ ⎝1 0⎠
⎛ α 1 2α ⎞ ⎛ α 1 2α ⎞
έχει μια από τις δυο μορφές: ⎜ ⎟ ή ⎜ ⎟
⎝ α −1 2α ⎠ ⎝ −α 1 2 α ⎠

⎛1 −α 0 ⎞
9) Αν ⎜ ⎟
A = ⎜0 1 −α ⎟ τότε
⎜0 0 1 ⎟⎠

α) να δειχθεί ότι Α3=3Α2-3Α+Ι3, β) να βρεθεί ο αντίστροφος του πίνακα Α.

⎛ 3 4⎞
10) Να βρεθεί ο αντίστροφος του πίνακα Α= ⎜ ⎟
⎝5 7⎠

⎛ cos α − sin α ⎞
11) Να βρεθεί ο αντίστροφος του πίνακα: Α= ⎜ ⎟ α∈R
⎝ sin α cos α ⎠

⎛3 −4 5 ⎞
12) Να βρεθεί ο αντίστροφος του πίνακα Α= ⎜ 2 − 3 1 ⎟


⎜ −5 − 1 ⎠⎟
⎝3

⎛1 2 2 ⎞
13) Δίνεται ο πίνακας Α= ⎜ 2 1
⎟ 2 -1
− 2 ⎟ . Να βρεθούν οι πίνακες Α και Α .

⎜2 −2 1 ⎟⎠

- 124 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

14) Να βρεθεί ο αντίστροφος πίνακας του γινομένου:


⎛1 0 x⎞ ⎛ α 0 0⎞ ⎛1 0 0⎞
⎜ ⎟⎜ ⎟ ⎜ ⎟
⎜0 1 y⎟ ⎜ 0 β 0⎟ ⎜0 0 1⎟
⎜0 0 1⎟ ⎜ 0 0 γ ⎟⎠ ⎜0 1 0 ⎟⎠
⎝ ⎠⎝ ⎝
όπου α, β, γ≠0, χωρίς να υπολογιστεί το γινόμενο των τριών πινάκων.

15) Να δειχθεί ότι α) ο αντίστροφος ενός ομαλού συμμετρικού πίνακα είναι κι αυτός
συμμετρικός πίνακας, β) ο αντίστροφος ενός ομαλού αντισυμμετρικού πίνακα
είναι κι αυτός αντισυμμετρικός πίνακας.

16) Εάν οι n×n πίνακες Α, Β είναι ομαλοί, τότε να δειχθεί ότι:


(Α-1+Β-1)-1=Β(Α+Β)-1Α=Α(Α+Β)-1Β

17) Έστω W ο χώρος που παράγεται από τα πολυώνυμα:


p1 = t3 - 2t2 + 4t + 1
p2 = 2t3 - 3t2 + 9t - 1
p3 = t3 + 6t -5
p4 = 2t3 - 5t2 + 7t + 5
Βρείτε μια βάση και τη διάσταση του W.

18) Εάν οι πίνακες Α και Β είναι τετραγωνικοί τύπου n×n, ποιες από τις παρακάτω
σχέσεις είναι σωστές;
(1) (A - B)2 = A2 - 2AB + B2
(2) (AB)2 = A2B2
(3) (A + B)2 = A2 + 2AB + B2
(4) (A + B)2 = A2 + AB + BA + B2
(5) A2B2 = A(AB)B
(6) (A + B)3 = A3 + 3A2B + 3AB2 + B3
(7) (A + B) (A - B) = A2 – B2
(8) Καμία από τις παραπάνω σχέσεις δεν είναι σωστή.
(9) Όλες οι σχέσεις είναι σωστές.

⎛ −1 −1 ⎞
19) Έστω A = ⎜ ⎟ . Βρείτε όλους τους πίνακες Β τέτοιοι ώστε ΑΒ=0.
⎝3 3⎠

20) Αφού δείξετε ότι οι παρακάτω πίνακες είναι αντιστρέψιμοι, βρείτε στη συνέχεια
τους αντίστροφους των.

- 125 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

⎛ -2 3 2⎞ ⎛ 1 2 3⎞
(i) A = ⎜⎜ 6 0 3⎟
⎟ (ii) B = ⎜⎜ 1 3 5⎟

⎜ 4 1 -1⎟⎠ ⎜ 1 5 12 ⎟⎠
⎝ ⎝

21) Για ποιές τιμές του t ο επόμενος πίνακας δεν είναι αντιστρέψιμος; Για όλες τις
άλλες τιμές του t, ποιός είναι ο αντίστροφος;
⎡1 t 0 ⎤
A = ⎢⎢0 1 - 1⎥⎥
⎢⎣ t 0 1 ⎥⎦

22) Να υπολογιστεί η παρακάτω ορίζουσα:


a 2 (b+c)2 bc
b2 (c+a)2 ca
c2 (a+b)2 ab

23) Να βρεθεί η γενική τιμή του θ η οποία ικανοποιεί την εξίσωση:


1+sin 2θ cos2θ 4sin2θ
sin2θ 1+cos2θ 4sin2θ = 0
sin2θ cos2θ 1+4sin2θ

24) Εάν οι πίνακες Α, Β είναι συμμετρικοί n×n τότε το γινόμενο ΑΒ είναι


συμμετρικός πίνακας εάν και μόνο εάν ο Α μετατίθεται με τον Β, δηλαδή
[Α,Β]=ΑΒ-ΒΑ=0.

25) Για τις διάφορες τιμές του α, να λυθεί το σύστημα:


2 x1 − ax2 + x3 = 1
x1 − x2 + x3 = a
3 x1 − x2 − x3 = 2

26) Να βρεθεί για ποιές τιμές της παραμέτρου α, το σύστημα:


x1 + x2 + ax3 = a 2
x1 + ax2 + x3 = a
ax1 + x2 + x3 = 1
α) έχει ακριβώς μία λύση και να βρεθεί η λύση αυτή,
β) είναι αδύνατο
γ) έχει άπειρες λύσεις και να δοθεί η παραμετρική οικογένεια των λύσεων αυτών .

- 126 -
ΠΙΝΑΚΕΣ

27) Να βρεθούν οι τιμές της παραμέτρου α για τις οποίες είναι συμβιβαστό το επόμενο
σύστημα:
x1 + x2 + x3 = 3
2 x1 − x2 + x3 = 2
3x1 + x2 − x3 = a
4 x1 + x2 − 2 x3 = a

- 127 -
Β ΜΕΡΟΣ

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Με τον όρο “Αναλυτική Γεωμετρία” εννοούμε σήμερα εκείνο τον κλάδο των
Μαθηματικών, που συνδυάζει αφ' ενός την Γεωμετρία και αφ' ετέρου την Άλγεβρα και την
Ανάλυση. Ο συνδυασμός αυτός ξεκίνησε από τον Καρτέσιο(31, (Descartes), το 1637
βασιζόμενος στην ιδέα της παράστασης ενός σημείου Ρ του χώρου από τρείς αριθμούς (x,y,z),
τις συντεταγμένες του σημείου. Οι αριθμοί αυτοί δίνουν την απόσταση του σημείου, κατά τρείς
δεδομένες και κάθετες μεταξύ τους διευθύνσεις από κάποιο σταθερό σημείο, που το θεωρούμε
συμβατικά σαν αρχή.
Ένα γεωμετρικό αντικείμενο, π.χ. μια καμπύλη, μια επιφάνεια, κ.λ.π. είναι ο
γεωμετρικός τόπος των σημείων, τα οποία ικανοποιούν μια ή περισσότερες ειδικές συνθήκες.
Μεταφράζοντας τις συνθήκες αυτές σε τύπους ως προς x, y και z οδηγούμαστε σε μια ή
περισσότερες εξισώσεις, που χαρακτηρίζουν το αντικείμενο αυτό.
Έτσι μια επιφάνεια μπορεί να θεωρηθεί ως ο γεωμετρικός τόπος των σημείων του
χώρου, που έχουν δυο βαθμούς ελευθερίας (32. Η ιδέα αυτή μας υποβάλει την δυνατότητα να
περιγράψουμε αναλυτικά μια επιφάνεια περιορίζοντας τις συντεταγμένες (x,y,z) ενός τυχαίου
σημείου της με μια εξίσωση της μορφής:

F(x,y,z)=0

π.χ. η εξίσωση F(x,y,z)=x2+y2+z2-R2=0, όπως θα δούμε αργότερα, περιγράφει την επιφάνεια


της σφαίρας με κέντρο την αρχή των αξόνων και ακτίνα R. Μια εξίσωση αυτής της μορφής μας
δίνει μια έμμεση ή πεπλεγμένη παράσταση της επιφάνειας. Εαν μπορούμε να λύσουμε την
εξίσωση F(x,y,z)=0 ως προς μια από τις συντεταγμένες x, y, z τότε θα έχουμε μια ή
περισσότερες εξισώσεις της μορφής:

z=f(x,y) ή x=g(y,z) ή y=h(x,z)

οι οποίες δίνουν μια άμεση ή εκπεφρασμένη παράσταση της επιφάνειας. Π.χ. από την
εξίσωση της σφαίρας, αν λύσουμε ως προς z προκύπτουν οι εξισώσεις:

(31
RENE CARTESIUS (1596-1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σ’ αυτόν οφείλεται
κυρίως η σαφής διατύπωση μιας νέας μεθόδου γεωμετρικής έρευνας, της μεθόδου των
συντεταγμένων, με τις οποίες ένα γεωμετρικό πρόβλημα μετατρέπεται σε αλγεβρικό και αντίστροφα,
(La Geometrie 1637). O Cartesius, μαζί με τον Fermat, θεωρείται ο ιδρυτής της Αναλυτικής
Γεωμετρίας.
(32
Βαθμοί ελευθερίας ονομάζεται το μέγιστο πλήθος των παραμέτρων, που απαιτούνται για τον πλήρη
προσδιορισμό ενός γεωμετρικού τόπου π.χ μιας καμπύλης, μιας επιφάνειας κ.λ.π.
-299-
z = R2 − x2 − y2 και z = − R2 − x2 − y2

που περιγράφουν το άνω και κάτω ημισφαίριο αντίστοιχα.


Μια καμπύλη του χώρου μπορεί να θεωρηθεί ως ο γεωμετρικός τόπος των σημείων με
ένα βαθμό ελευθερίας και μπορεί να περιγραφεί αναλυτικά με την ταυτόχρονη ικανοποίηση δυο
συνθηκών:

F(x,y,z)=0 και G(x,y,z)=0

στις συντεταγμένες των σημείων της καμπύλης. Η κάθε μια από τις εξισώσεις αυτές μπορεί να
ερμηνευθεί ως εξίσωση μιας επιφάνειας και η καμπύλη ως η τομή των δυο αυτών επιφανειών.
Αν συμβεί η καμπύλη να βρίσκεται στο επίπεδο OXY, τότε η μια από τις εξισώσεις είναι
z=0 και η άλλη παίρνει την μορφή f(x,y)=0. Το ζεύγος π.χ. των εξισώσεων x2+y2=R2, z=0
παριστάνει την περιφέρεια, που είναι τομή της σφαίρας x2+y2+z2=R2 και του επιπέδου OXY,
(το οποίο σαν επιφάνεια έχει εξίσωση z=0).
Βέβαια υπάρχουν και άλλες μέθοδοι περιγραφής των επιφανειών και των καμπύλων,
που θα δούμε σ’ επόμενα κεφάλαια. Σ’ όλες αυτές θα έχουμε πάντα εξισώσεις που αναφέρονται
σε συναρτήσεις μιας ή περισσοτέρων μεταβλητών. Η μελέτη των αλγεβρικών και αναλυτικών
ιδιοτήτων των συναρτήσεων αυτών μας αποκαλύπτει πολλές γεωμετρικές ιδιότητες των
σχημάτων αυτών, που διαφορετικά θα μπορούσαν να μας έμεναν άγνωστες.
Οι κλάδοι των μαθηματικών της Ανάλυσης και της Αναλυτικής Γεωμετρίας ήταν
πάντοτε στενά συνδεδεμένοι σ’ όλη την ιστορική εξέλιξη τους. Κάθε ανακάλυψη στον έναν απ’
αυτούς τους δυο κλάδους είχε σαν αποτέλεσμα μια πρόοδο στον άλλον: Το πρόβλημα της
κατασκευής της εφαπτομένης σ’ ένα σημείο μιας καμπύλης οδήγησε στην ανακάλυψη της
παραγώγου, η έννοια του εμβαδού οδήγησε στο ολοκλήρωμα και οι μερικές παράγωγοι
επινοήθησαν για την έρευνα των καμπύλων επιφανειών του χώρου.
Τα επιτεύγματα αυτά είχαν για αποτέλεσμα και παράλληλες προόδους και ανακαλύψεις
στη Μηχανική και στη Θεωρητική Φυσική. Το 1788 ο Lagrange(33 δημοσίευσε το έργο του
Mecanique Analytique, (Αναλυτική Μηχανική), στο οποίο φαίνεται η μεγάλη ικανότητα
προσαρμογής και η τεράστια αποδοτικότητα που έχουν οι αναλυτικές μέθοδοι στη μελέτη της
Μηχανικής. Αργότερα έγινε αντιληπτό ότι ή έννοια του διανύσματος είναι το πιο κατάλληλο
εργαλείο για την έκθεση και την απλοποίηση των ιδεών της γεωμετρίας και της ανάλυσης.
Σήμερα ο συνδυασμός της Ανάλυσης, Γραμμικής Άλγεβρας, Αναλυτικής Γεωμετρίας και
Διανυσματικής Ανάλυσης αποτελεί ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο για την επίλυση
πολύπλοκων προβλημάτων κατά τρόπο απλό και σαφή.

(33
JOSEPH LOUIS LAGRANGE (1736-1813), γαλλικής καταγωγής γεννήθηκε στο Τορίνο. Σε
ηλικία 19 ετών έγινε καθηγητής στην Στρατιωτική Ακαδημία του Τορίνο και αργότερα το 1766
διευθυντής του Μαθηματικού τμήματος της Ακαδημίας του Βερολίνου . Το 1787 μετέβη στο Παρίσι.
Η μεγαλύτερη του συμβολή ήταν στο Λογισμό των μεταβολών, Ουράνια Μηχανική, Αναλυτική
Μηχανική, Διαφορικές εξισώσεις, Προσεγγιστική θεωρία, Άλγεβρα και Θεωρία αριθμών.
.-300-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ

1.1 ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ΣΗΜΕΙΟΥ .

Θεωρούμε μια ευθεία (ε) επάνω στην οποία ορίζουμε ένα σημείο Ο και ένα
ευθύγραμμο τμήμα ΟΑ, του οποίου το μήκος λαμβάνεται ως μονάδα. Τη φορά επάνω στην
(ε) από το Ο προς το Α την ονομάζουμε θετική φορά, ενώ τη φορά από το Α στο Ο
αρνητική. Την ευθεία ( ε), την εφοδιασμένη με το σταθερό σημείο Ο, τη θετική φορά και τη
μονάδα μήκους την ονομάζουμε άξονα και θα τον συμβολίζουμε με (ε,ΟΑ).
Το ευθύγραμμο τμήμα ΟΑ που καθορίζει τη μονάδα μήκους και τη θετική φορά
πάνω στην ευθεία (ε) λέγεται μοναδιαίο διάνυσμα και θα το γράφουμε με ΟΑ(34.
Οποιοδήποτε άλλο ευθύγραμμο τμήμα ΒΓ θα λέμε ότι παριστάνει ένα διάνυσμα ΒΓ με

(ε) Ο Α Β Γ

αρχή το σημείο Β και πέρας το Γ, με φορά από το Β προς το Γ, και με μήκος το μήκος του
ευθυγράμμου τμήματος ΒΓ, που θα συμβολίζεται με |ΒΓ|. Η αλγεβρική τιμή BΓ του
ορίζεται από τη σχέση:

|ΒΓ| αν το ΒΓ έχει τη θετική φορά


BΓ = (1)
-|ΒΓ| αν το ΒΓ έχει την αρνητική φορά

Θεωρούμε ένα σημείο Ρ του άξονα (ε,ΟΑ). Ονομάζουμε τετμημένη του σημείου Ρ
την αλγεβρική τιμή x του διανύσματος ΟΡ. Έτσι μπορούμε να θέσουμε σε αμφιμονοσύμαντη
αντιστοιχία το σύνολο των σημείων ενός άξονα και το σύνολο των πραγματικών αριθμών.
Τον άξονα (ε,ΟΑ) θα τον συμβολίζουμε στη συνέχεια με ΟΧ ή Ox.

Ο Α Ρ
x

Εάν θέλουμε τώρα να παραστήσουμε τα σημεία ενός επιπέδου με την βοήθεια των
πραγματικών αριθμών, τότε πρέπει να θεωρήσουμε δυο μη παράλληλους άξονες πάνω στο

(34
Τα διανύσματα θα τα συμβολίζουμε με έντονα γράμματα π.χ. ΟΑ, v,u,w, κ.λ.π
-301-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

επίπεδο με κοινή αρχή Ο π.χ. τους ΟΧ και OY, που θα τους ονομάζουμε άξονες
συντεταγμένων, Σχήμα1 .
Παρατηρούμε ότι:
α) Σε κάθε σημείο Ρ του επιπέδου αντιστοιχεί ένα διατεταγμένο ζεύγος (x,y)
πραγματικών αριθμών και αντίστροφα.
β) Σε κάθε διατεταγμένο ζεύγος (x,y) πραγματικών αριθμών αντιστοιχεί ένα
σημείο Ρ του επιπέδου.

Πράγματι, από το σημείο Ρ φέρουμε παράλληλη ευθεία προς τον άξονα ΟΥ, η οποία
τέμνει τον άξονα ΟΧ στο σημείο Ρ1 και παράλληλη ευθεία προς τον άξονα ΟΧ, η οποία
τέμνει τον άξονα OY στο σημείο Ρ2.
Y Στο σημείο Ρ1 του άξονα ΟΧ
αντιστοιχεί ένας πραγματικός αριθμός
P2(y) x, τον οποίο θα ονομάζουμε τετμημένη
P((x,y)
του σημείου Ρ και στο σημείο Ρ2 του
άξονα OY αντιστοιχεί ένας αριθμός y,
τον οποίο θα ονομάζουμε τεταγμένη
του σημείου Ρ. Έτσι στο σημείο Ρ
O P1(x) X αντιστοιχεί το ζεύγος των αριθμών
(x,y).
Σχήμα 1 Αντίστροφα, όταν δοθεί το ζεύγος
(x,y), τότε ορίζονται τα σημεία Ρ1 και
Ρ2 πάνω στους άξονες OX και OY αντίστοιχα και οι παράλληλες από τα σημεία Ρ1 και Ρ2
προς τους άξονες OY και ΟΧ τέμνονται σ’ ένα μόνο σημείο Ρ. Έτσι έχουμε μια
αμφιμονοσύμαντη αντιστοιχία μεταξύ των σημείων ενός επιπέδου και του συνόλου των
διατεταγμένων ζευγών πραγματικών αριθμών. Οι αριθμοί x, y ονομάζονται συντεταγμένες
του σημείου Ρ ως προς τους άξονες ΟΧ και
Z
ΟY, το σύνολο των οποίων θα ονομάζεται
σύστημα συντεταγμένων ή σύστημα
αναφοράς και θα συμβολίζεται με ΟΧΥ.
P3(z) P Με ΟΧΥ θα συμβολίζουμε και το
Υ αντίστοιχο επίπεδο, επί του οποίου κείνται
οι άξονες ΟΧ και ΟY.
P2(y) Είναι εύκολο τώρα να δούμε πως
μπορούμε να θέσουμε τα σημεία
O ολόκληρου του χώρου, (των τριών
P1(x) διαστάσεων), σε αμφιμονοσήμαντη
αντιστοιχία με το σύνολο των τριάδων
πραγματικών αριθμών. Θεωρούμε τρεις
X
Σχήμα 2 άξονες OX, OY, OZ οι οποίοι να μη
βρίσκονται πάνω στο ίδιο επίπεδο και να
έχουν κοινή αρχή Ο . Έστω ένα σημείο Ρ του χώρου. Φέρουμε ένα επίπεδο, που διέρχεται
από το σημείο Ρ και είναι παράλληλο προς το επίπεδο ΟΥΖ (Σχήμα 2). Το επίπεδο αυτό
τέμνει τον άξονα ΟΧ στο σημείο Ρ1. Όμοια από το σημείο Ρ φέρουμε επίπεδα παράλληλα
.-302-
. ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ

προς τα επίπεδα OXZ και OXY, τα οποία τέμνουν τους άξονες ΟΥ και OZ στα σημεία Ρ2 και
Ρ3 αντίστοιχα. Στα σημεία Ρ1, Ρ2 και Ρ3 αντιστοιχούν οι πραγματικοί αριθμοί x, y, z, οι οποίοι
είναι οι αλγεβρικές τιμές των διανυσμάτων ΟΡ1, ΟΡ2, και ΟΡ3 αντίστοιχα. Έτσι στο σημείο
Ρ του χώρου αντιστοιχεί η διατεταγμένη τριάδα (x,y,z).

Αντίστροφα, αν δοθεί η τριάδα (x,y,z), τότε καθορίζονται τα σημεία Ρ1, Ρ2, Ρ3 και το
σημείο Ρ λαμβάνεται μονοσήμαντα αν φέρουμε από τα σημεία Ρ1, Ρ2, Ρ3 επίπεδα παράλληλα
προς τα συντεταγμένα επίπεδα OYZ, OXZ, OXY αντίστοιχα. Τα επίπεδα αυτά έχουν ένα
κοινό σημείο το Ρ.
Οι αριθμοί x, y, z ονομάζονται συντεταγμένες του σημείου Ρ ως προς το σύστημα
συντεταγμένων OXYZ.. Ο αριθμός x ονομάζεται τετμημένη, ο αριθμός y τεταγμένη και ο
αριθμός z κατηγμένη του σημείου Ρ.
Λόγω της αμφιμονοσήμαντης αυτής αντιστοιχίας μεταξύ των σημείων Ρ του χώρου
και των τριάδων (x,y,z) θα ταυτίζουμε συχνά το σημείο Ρ με την τριάδα και θα μιλάμε για το
σημείο (x,y,z) ή και ακόμα για το σημείο Ρ(x,y,z). Στα επόμενα θα χρησιμοποιούμε
ορθογώνια συστήματα συντεταγμένων, δηλαδή συστήματα συντεταγμένων των οποίων οι
άξονες τέμνονται κάθετα Τα συστήματα αυτά ονομάζονται και καρτεσιανά συστήματα
συντεταγμένων.

1.2 ΔΙΑΝΥΣΜΑ ΘΕΣΗΣ ΕΝΟΣ ΣΗΜΕΙΟΥ

Θεωρούμε ένα ορθογώνιο σύστημα αναφοράς OXYZ και Ρ ένα τυχαίο σημείο, τότε
το διάνυσμα ΟΡ ονομάζεται διάνυσμα θέσης του σημείου Ρ και συνήθως θα το
συμβολίζουμε με r. Έτσι σε κάθε σημείο του χώρου αντιστοιχεί ένα και μόνο διάνυσμα.
Αντίστροφα, σε κάθε διάνυσμα r του χώρου αντιστοιχεί ένα σημείο Ρ, που είναι το πέρας
του διανύσματος r, όταν το r μεταφερθεί παράλληλα έτσι ώστε να έχει αρχή το σημείο Ο. Το
σύνολο των διανυσμάτων του χώρου με αρχή το σημείο Ο θα το συμβολίζουμε με R3 και το
σύνολο των διανυσμάτων ενός επιπέδου με R2. Το σύνολο R3 θα ονομάζεται Ευκλείδειος
διανυσματικός χώρος των τριών διαστάσεων ή απλά διανυσματικός χώρος των τριών
διαστάσεων. Κατ’ αναλογία και το σύνολο R2 θα ονομάζεται διανυσματικός χώρος των δυο
διαστάσεων. Έτσι έχουμε μια αμφομονοσήμαντη αντιστοιχία μεταξύ των σημείων του χώρου
και του διανυσματικού χώρου R3 .
Λόγω της αμφιμονοσήμαντης αυτής αντιστοιχίας μεταξύ των σημείων Ρ του χώρου
και των διανυσμάτων r, θα ταυτίζουμε συχνά το σημείο Ρ με το αντίστοιχο διάνυσμα θέσης r
και θα γράφουμε Ρ(r) εννοώντας το σημείο Ρ με διάνυσμα θέσης r, (Σχήμα 3).
Στο τρισορθογώνιο σύστημα συντεταγμένων OXYZ θεωρούμε τα τρία μοναδιαία
διανύσματα των αξόνων ΟΧ, OY, OZ, που θα τα συμβολίζουμε με i, j, k αντίστοιχα. Επίσης
θεωρούμε τα σημεία Ρ1, Ρ2, Ρ3 που καθορίζουν τις συντεταγμένες x, y, z του σημείου Ρ.
Προφανώς ισχύει:
OP = r = OP1 + OP2 + OP3 = xi + yj +zk
Τα διανύσματα xi, yj, zk ονομάζονται συνιστώσες του διανύσματος r ως προς το σύνολο {i,
j, k}, που θα ονομάζεται βάση του R3. Το διάνυσμα θέσης r έχει τις ίδιες συντεταγμένες, με

-303-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

εκείνες του σημείου Ρ. Το μέτρo του διανύσματος r προκύπτει από το θεώρημα του
Πυθαγόρα(35 και ισούται με:

Z
P3
z

P(r)

r
k

j P2
O
y
Y
i
P1
x

Χ Σχήμα 3

| r |= x2 + y2 + z2 (3)

Εάν θεωρήσουμε τώρα δυο σημεία Ρ1(x1, y1, z1) και Ρ2(x2, y2, z2) τότε το διάνυσμα
Ρ1Ρ2 γράφεται:

Ρ1Ρ2 = Ρ1Ο + ΟΡ2 = ΟΡ2 - ΟΡ1 = [x2i + y2j +z2k] - [x1i + y1j +z1k] =
= (x2-x1)i+(y2-y1)j+(z2-z1)k (4)

δηλαδή οι συντεταγμένες του διανύσματος Ρ1Ρ2 είναι: x2-x1, y2-y1, z2-z1 και επομένως οι
συντεταγμένες ενός διανύσματος είναι οι διαφορές των ομώνυμων συντεταγμένων των
διανυσμάτων, που αντιστοιχούν στο πέρας και στην αρχή του διανύσματος. H απόσταση των
δυο σημείων Ρ1 και Ρ2, που θα συμβολίζεται με d(P1, P2), προφανώς ισούται με το μέτρο του
διανύσματος Ρ1Ρ2, δηλαδή

d(P1, P2 ) =| PP
1 2 |= (x2 − x1) + ( y2 − y1) + (z2 − z1)
2 2 2
(5)

Παρατήρηση 1: Από την αμφιμονοσύμαντη αντιστοιχία μεταξύ διανυσμάτων και σημείων,


μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε είτε διανυσματικές είτε αναλυτικές μεθόδους ανάλογα με το

(35
ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ (585-565 π. Χ.) Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός γνωστός για την 47η
πρόταση του Α′ βιβλίου του Ευκλείδη που σήμερα είναι γνωστή ως Πυθαγόρειο Θεώρημα. Κατά τον
θρύλο ο Πυθαγόρας έσφαξε εκατό βόδια, (εκατόμβη), για να ευχαριστήσει τους θεούς. Όμως η
γεωμετρική αυτή πρόταση ήταν γνωστή πολύ πριν από τον Πυθαγόρα και πρέπει να υποθέσουμε ότι
η λογική και όχι η εμπειρική απόδειξη της είναι μεταγενέστερη απ’ αυτόν.
.-304-
. ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ

θέμα με το οποίο ασχολούμεθα. Σε προβλήματα της Γραμμικής Γεωμετρίας, (μελέτη ευθειών


και επιπέδων), προτιμάται η χρήση διανυσματικών μεθόδων. Τα συμπεράσματα τότε
παίρνουν απλή μορφή και συνήθως απορρέουν ευκολότερα. Αντίθετα, για την μελέτη
καμπυλών και επιφανειών ανωτέρου βαθμού προτιμάται η χρήση αναλυτικών μεθόδων.

1.3 ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΩΝ

1.3.1 Διανυσματική πρόσθεση

Γεωμετρικά το διανυσματικό άθροισμα δύο διανυσμάτων v και w ορίζεται με τη


βοήθεια του γνωστού κανόνα του παραλληλογράμμου: Συγκεκριμένα σε κάποιο σημείο O,
που συνήθως είναι η αρχή του συστήματος z
συντεταγμένων, μεταφέρουμε τα διανύσματα v και w
μετακινώντας τα παράλληλα, και σχηματίζουμε το v
παραλληλόγραμμο, που έχει προσκείμενες πλευρές τα
r A
διανύσματα v και w, Σχήμα 4.
Τέλος το διάνυσμα r, που παριστάνει η διαγώνιος ΟΑ O
y
του παραλληλογράμμου, ορίζει το διανυσματικό
w
άθροισμα των διανυσμάτων v και w.
Αλγεβρικά το διανυσματικό άθροισμα των
διανυσμάτων v και w με συντεταγμένες (vx, vy, vz) και x Σχήμα 4
(wx, wy, wz ) αντίστοιχα, ορίζεται από το διάνυσμα που
έχει συντεταγμένες το άθροισμα των αντίστοιχων συντεταγμένων των v και w, δηλαδή:
r=v+w=(vx+wx, vy+wy, vz+wz) (1)
Ο αλγεβρικός και ο γεωμετρικός ορισμός της πρόσθεσης των διανυσμάτων είναι ισοδύναμος.

1.3.2 Βαθμωτός πολλαπλασιασμός

Από τα παραπάνω είναι αρκετά λογικό για το διανυσματικό άθροισμα v+v+v να


χρησιμοποιήσουμε το σύμβολο 3v . Μπορούμε να πούμε ότι το διάνυσμα 3v είναι 3 φορές
μεγαλύτερο από το διάνυσμα v και προς την ίδια διεύθυνση του v και ότι κάθε
συντεταγμένη του 3v είναι τριπλάσια από την αντίστοιχη συντεταγμένη του v.
Επεκτείνοντας τα παραπάνω, μπορούμε να ορίσουμε το διάνυσμα λv με λ θετικό αριθμό,
να είναι ένα διάνυσμα λ φορές μεγαλύτερο του v και με την ίδια διεύθυνση ή ισοδύναμα
κάθε συντεταγμένη του λv να είναι λ φορές η αντίστοιχη συντεταγμένη του v. Εάν το λ
είναι αρνητικός αριθμός, τότε το διάνυσμα λv ορίζεται όπως πιο πάνω, μόνο που η
διεύθυνση του θα είναι αντίθετη προς την διεύθυνση του v. Εάν το λ=0, τότε το λv=0
όπου 0 το μηδενικό διάνυσμα, (το μηδενικό διάνυσμα ορίζεται να έχει μηδέν μέτρο και
διεύθυνση οποιαδήποτε, αλγεβρικά δε ορίζεται από τη μηδενική τριάδα 0=(0,0,0) ).
Το διάνυσμα λv λέγεται βαθμωτό γινόμενο του πραγματικού αριθμού λ και του
διανύσματος v, η δε αντίστοιχη πράξη βαθμωτός πολλαπλασιασμός.

-305-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Με τη βοήθεια της διανυσματικής πρόσθεσης και του βαθμωτού


πολλαπλασιασμού μπορούμε να ορίσουμε τη διανυσματική αφαίρεση δυο διανυσμάτων.
Έτσι έχουμε:
v-w=v+(-1)w
και η αφαίρεση ανάγεται σε πρόσθεση του διανύσματος v και του διανύσματος -w, που
λέγεται αντίθετο διάνυσμα του w .

1.3.3 Ισότητα διανυσμάτων

Δύο διανύσματα v και w θα λέγονται ίσα εάν ισχύει: v-w=0. Γεωμετρικά η


ισότητα αυτή μας λέει Sότι τα δύο διανύσματα v και w παριστάνονται από το ίδιο βέλος
και αλγεβρικά ότι παριστάνονται από την ίδια τριάδα, δηλαδή
v=w ⇔ (vx,vy,vz )=(wx,wy,wz ) ⇔ vx = wx, vy = wy, vz = wz (1)
Η τελευταία ισοδυναμία μας λέει ότι μια διανυσματική εξίσωση είναι ισοδύναμη με τρεις
αλγεβρικές, (βαθμωτές), εξισώσεις. Η παρατήρηση αυτή δείχνει ότι ένα από τα
πλεονεκτήματα της διανυσματικής γραφής είναι ότι μπορεί να διατυπώσει τους φυσικούς
νόμους κατά οικονομικό τρόπο, (π.χ. γράφοντας μια εξίσωση αντί για τρεις)
Μια άλλη παρατήρηση, που μπορούμε να κάνουμε, είναι η εξής: Στις γεωμετρικές
και φυσικές εφαρμογές μπορούμε να εργαστούμε με δύο ισοδύναμους τρόπους,
γεωμετρικά και αλγεβρικά. Ο κάθε τρόπος έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ο
γεωμετρικός τρόπος δεν χρειάζεται κανένα σύστημα αναφοράς, σε αντίθεση με τον
αλγεβρικό τρόπο, ο οποίος χρειάζεται να έχουμε ορίσει κάποιο σύστημα συντεταγμένων.
Από την άλλη πλευρά ο αλγεβρικός τρόπος μας οδηγεί σε αλγεβρικές σχέσεις, που
αντιμετωπίζονται πιο εύκολα παρά οι αντίστοιχες γεωμετρικές.

1.3.4 Εσωτερικό γινόμενο δύο διανυσμάτων

Σαν εσωτερικό γινόμενο των διανυσμάτων v και w, που συμβολίζεται(36 με v⋅w


ορίζουμε το βαθμωτό μέγεθος, που δίνεται από τη σχέση:

v ⋅ w = v w cos θ (1)

όπου θ η γωνία που σχηματίζουν τα διανύσματα v και w. Από τη σχέση (1) παρατηρούμε
ότι ισχύει η μεταθετική ιδιότητα:
v⋅w=w⋅v (2)
Μια χρήσιμη ερμηνεία του εσωτερικού γινομένου (1) δίνεται στο σχήμα 5:

(36
Υπάρχουν και άλλοι συμβολισμοί για το εσωτερικό γινόμενο π.χ. <v,w>, (v,w)
.-306-
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ

Επειδή |w|cosθ=ΑΔ=προβολή του w στη διεύθυνση


του v, μπορούμε να γράψουμε: w Γ
v⋅w= |v|×(προβολή του w στο v)
θ v
ή v⋅w= |w|×(προβολή του v στο w) A Δ B
Επίσης μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι: Εάν |v|=1 Σχήμα 5
τότε v.w=προβολή του w στο v και
v⋅v=|v|2 (3)
Μια άλλη ιδιότητα, που έχει το εσωτερικό, γινόμενο είναι η επιμεριστική, δηλαδή ισχύει
ότι: (v+w)⋅u=v⋅u+w⋅u (4)
Εάν θεωρήσουμε τώρα ένα τρισορθογώνιο σύστημα αναφοράς OXYZ με μοναδιαία
διανύσματα i, j, k στους αντίστοιχους άξονες OX, OY, OZ, τότε τα διανύσματα v και w
μπορούμε να τα γράψουμε ως εξής:
v=vxi+vyj+vzk w=wxi+wyj+wzk (5)
Το εσωτερικό γινόμενο v⋅w με τη βοήθεια της επιμεριστικής ιδιότητας (4) και δεδομένου
ότι i⋅j=i⋅k=j⋅k=0 και i⋅i=j⋅j=k⋅k=1, (Επειδή τα διανύσματα i, j, k, είναι μοναδιαία και
κάθετα μεταξύ τους), παίρνει την εξής μορφή:

v ⋅ w = vx wx + v y wy + vz wz (6)

Έτσι το εσωτερικό γινόμενο δύο διανυσμάτων μπορεί να υπολογιστεί είτε από τη σχέση
(2), είτε από την ισοδύναμη σχέση (6). Εδώ πρέπει να κάνουμε την εξής βασική
παρατήρηση: Η σχέση (1) για να μας δώσει την τιμή του εσωτερικού γινομένου των
διανυσμάτων v και w χρειάζεται έναν κανόνα, (μέτρο), με τον οποίο θα μετρήσουμε τα
μήκη των διανυσμάτων v και w και ένα μοιρογνωμόνιο, με το οποίο θα μετρήσουμε τη
γωνία θ. Οι μετρήσεις δε αυτές είναι ανεξάρτητες από οποιοδήποτε σύστημα
συντεταγμένων. Απεναντίας ο τύπος (6) για να μας δώσει το ίδιο εσωτερικό γινόμενο
χρειάζεται ένα τρισορθογώνιο σύστημα συντεταγμένων, ως προς το οποίο θα οριστούν οι
συντεταγμένες vx, vy, vz και wx, wy, wz.
Με τη βοήθεια του εσωτερικού γινομένου μπορούμε να ελέγξουμε την καθετότητα
δύο διανυσμάτων. Πράγματι αν v και w είναι δύο μη μηδενικά διανύσματα και ισχύει
v⋅w=0, τότε τα διανύσματα v και w είναι κάθετα διότι:
v⋅w=|v||w|cosθ=0 ⇒ cosθ=0 ⇒ θ=π/2.

Άσκηση: Να αποδειχθεί ότι το εσωτερικό γινόμενο δύο διανυσμάτων παραμένει


αναλλοίωτο, (δηλαδή δεν αλλάζει τιμή), ως προς δύο ορθογώνια συστήματα
συντεταγμένων, που έχουν την ίδια αρχή.

-307-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

1.3.5 Εξωτερικό γινόμενο δύο διανυσμάτων

Σαν εξωτερικό γινόμενο δύο διανυσμάτων v και w, που συμβολίζεται με v×w,


ορίζουμε το διάνυσμα εκείνο, που έχει μέτρο |v||w|sinθ, όπου θ η γωνία, που σχηματίζουν
τα διανύσματα v και w και διεύθυνση τέτοια ώστε τα διανύσματα v, w, v×w να
αποτελούν ένα δεξιόστροφο σύστημα αξόνων, Σχήμα 6. Από τον ορισμό του εξωτερικού
γινομένου προκύπτει ότι:
v×w=-w×v (1)
δηλαδή η πράξη του εξωτερικού γινομένου δεν ικανοποιεί την
v× w
μεταθετική ιδιότητα. Επίσης αν v×w=0, τότε θ=0, δηλαδή τα
διανύσματα v και w είναι παράλληλα. Με το εξωτερικό γινόμενο
w δηλαδή μπορούμε να ελέγξουμε την παραλληλία δύο διανυσμάτων.
Αποδεικνύεται ότι το εξωτερικό γινόμενο ικανοποιεί την
επιμεριστική ιδιότητα ως προς την πρόσθεση, δηλαδή

v v×(w+u)=v×w+v×u (2)
w×v
όπως επίσης ότι το εξωτερικό γινόμενο με τη βοήθεια των
Σχήμα 6 συντεταγμένων των διανυσμάτων v και w μπορεί να γραφεί:
v×w=(vxi+vyj+vzk)×(wxi+wyj+wz k) ή
v×w=(vywz -vzwy)i+(vzwx-vxwz)j+(vxwy-vywx)k ή

i j k
vy vz v vx vx vy
v×w = i+ z j+ k = vx vy vz (3)
wy wz wz wx wx wy
wx wy wz

1.3.6 Γιατί η πράξη της διαίρεσης δεν ορίζεται στον χώρο των διανυσμάτων

Για να ορίσουμε την πράξη της διαίρεσης στον χώρο των διανυσμάτων, θα πρέπει
την πράξη αυτή να τη δούμε σαν την αντίστροφη διαδικασία του πολλαπλασιασμού.
Επειδή στον χώρο των διανυσμάτων έχουμε ορίσει δύο είδη πολλαπλασιασμού, θα
πρέπει να ορίσουμε και δύο αντίστοιχες πράξεις διαίρεσης. Τις πράξεις αυτές ας τις
ονομάσουμε “εσωτερική διαίρεση”, (που αντιστοιχεί στο εσωτερικό γινόμενο δύο
διανυσμάτων), και “εξωτερική διαίρεση”, (που αντιστοιχεί στο εξωτερικό γινόμενο δύο
διανυσμάτων). Όμως τα δύο αυτά είδη της διαίρεσης δεν ορίζονται μονοσήμαντα.
Πράγματι:
Ας θεωρήσουμε το εσωτερικό γινόμενο των διανυσμάτων v και w
v⋅w=λ (Α)

-308-
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ

του οποίου το αποτέλεσμα, δηλαδή ο πραγματικός αριθμός λ, είναι μονοσήμαντα


ορισμένος.
Σαν εσωτερική διαίρεση εδώ θα όριζε κανείς την πράξη, (διαδικασία), εκείνη κατά
την οποία εάν δοθούν το διάνυσμα w και ο πραγματικός αριθμός λ να μπορεί να ορισθεί
το v, έτσι ώστε v⋅w=λ. Εάν όμως βρεθεί ένα τέτοιο διάνυσμα, τότε και κάθε άλλο
διάνυσμα της μορφής v*=v+u με u κάθετο στο w, δηλαδή u⋅w=0 ικανοποιεί τη σχέση
(Α). Πράγματι:
v* ⋅w=(v+u )⋅w=v⋅w+u⋅w=λ+0=λ
Βλέπουμε δηλαδή ότι η εσωτερική διαίρεση δεν μπορεί να ορισθεί μονοσήμαντα.
Το ίδιο συμβαίνει και με την εξωτερική διαίρεση.

1.3.7 Τριπλά γινόμενα

α) Το τριπλό βαθμωτό γινόμενο τριών διανυσμάτων v, w, u ορίζεται από τη


σχέση:
v ⋅ (w × u) (1)

και έχει την εξής γεωμετρική ερμηνεία: Με την βοήθεια των διανυσμάτων v,w,u,
κατασκευάζουμε το παραλληλεπίπεδο,
όπως δείχνει το Σχήμα 7. Τότε το μέτρο w×u
|w×u| είναι το εμβαδόν της βάσεως, διότι
|w×u|= =|w||u|sinθ, που είναι το εμβαδόν
ενός παραλληλογράμμου με πλευρές w και
v
u και γωνία θ. Το ύψος του
φ u
παραλληλεπιπέδου είναι |v|cosφ. Επομέ-
νως ο όγκος V του παραλληλεπιπέδου θ
είναι: w
Σχήμα 7
V=|w||u|sinθ|v|cosφ=|w×u||v|cosφ= v⋅(w×u)
Εάν φ>π/2, τότε το τριπλό βαθμωτό γινόμενο v⋅(w×u) γίνεται αρνητικό. Έτσι θα πρέπει
γενικά να γράφουμε: V = |v.(w×u)|

vx vy vz
Αποδεικνύεται ότι: v ⋅ ( w × u ) = wx wy wz
ux uy uz

β) Το τριπλό εξωτερικό γινόμενο τριών διανυσμάτων v, w, u ορίζεται από τη


σχέση:
-309-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

v × (w × u)

και αποδεικνύεται ότι: v × ( w × u ) = ( v ⋅ u ) w − ( v ⋅ w )u

1.4 ΕΛΕΥΘΕΡΑ, ΕΦΑΡΜΟΣΤΑ ΚΑΙ ΟΛΙΣΘΑΙΝΟΝΤΑ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΑ .

Μπορούμε να προσδιορίσουμε ένα διάνυσμα αν ξέρουμε το μέτρο του, τη


διεύθυνση του και τη φορά του. Το διάνυσμα τότε μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται
οπουδήποτε στο χώρο, όπως επίσης και να μετακινηθεί παράλληλα προς τον εαυτό του
ή κατά μήκος της διεύθυνσης του. Τα παραπάνω ισχύουν σιωπηρά στην πρόσθεση των
διανυσμάτων. Σ' αυτή την περίπτωση μιλάμε για ελεύθερα διανύσματα.
Μερικές φορές όμως στις φυσικές και γεωμετρικές εφαρμογές χρειαζόμαστε
περισσότερες πληροφορίες για ένα διάνυσμα, εκτός από το μέτρο του, τη διεύθυνση του
και τη φορά του. Όταν υπολογίζουμε τη ροπή r×F μιας δύναμης F γύρω από το σημείο Ο,
το διάνυσμα r πρέπει να έχει την αρχή του στο σημείο Ο για να δώσει η έκφραση r×F
τη ροπή της δύναμης F ως προς το σημείο Ο. Σ' αυτή την περίπτωση το διάνυσμα r
ονομάζεται εφαρμοστό διάνυσμα. Έτσι ένα εφαρμοστό διάνυσμα είναι ένα διάνυσμα με
την επιπλέον πληροφορία ότι η αρχή του πρέπει να είναι ένα συγκεκριμένο σημείο.
Επίσης στη ροπή r×F πρέπει να έχουμε περισσότερες πληροφορίες για τη
δύναμη F εκτός από το μέτρο και τη διεύθυνση της. Πρέπει να ξέρουμε την ευθεία πάνω
στην οποία δρα η δύναμη F. Σ' αυτή την περίπτωση ονομάζουμε το διάνυσμα F
ολισθαίνον διάνυσμα. Έτσι ένα ολισθαίνον διάνυσμα είναι ένα διάνυσμα με την
επιπλέον πληροφορία που μας δίνει την ευθεία πάνω στην οποία οφείλει να βρίσκεται.

1.5 ΑΛΛΑΓΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΩΝ.

Πολλές φορές κατά την επίλυση προβλημάτων της Αναλυτικής Γεωμετρίας


είμαστε υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουμε ένα σύστημα συντεταγμένων και να μεταβούμε
σ’ άλλο. Αυτό γίνεται διότι το πρώτο σύστημα δεν είναι το κατάλληλο για μια εύκολη
περιγραφή του προβλήματος. Το δεύτερο σύστημα συντεταγμένων πρέπει να “ταιριάζει”
στο πρόβλημα με την έννοια ότι πιο εύκολα μπορεί να περιγράψει τις ιδιότητες του
προβλήματος. Π.χ. όταν ένα σχήμα έχει έναν άξονα συμμετρίας, τότε η μελέτη του γίνεται
ευκολότερη αν ο άξονας αυτός συμπίπτει με έναν από τους άξονες των συντεταγμένων.
Επίσης η μελέτη της σφαίρας γίνεται ευκολότερα με τις σφαιρικές συντεταγμένες, (εξ’
άλλου γι΄ αυτό ακριβώς κατασκευάσθηκαν), παρά στις καρτεσιανές.
Στη συνέχεια θα δούμε με ποιους τρόπους μπορούμε να αλλάξουμε το σύστημα
συντεταγμένων και ποιες είναι οι σχέσεις, οι οποίες συνδέουν τις συντεταγμένες τυχαίου
σημείου, (ή διανύσματος), ως προς ένα σύστημα, με τις συντεταγμένες του ίδιου σημείου, (ή
διανύσματος), ως προς άλλο σύστημα συντεταγμένων.

-310-
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ

α) Παράλληλη μεταφορά των αξόνων


Θεωρούμε ένα σύστημα συντεταγμένων OXYZ, όχι κατ’ ανάγκη ορθογώνιο.
Υποθέτουμε ότι το σύστημα OXYZ μετατοπίζεται παράλληλα, ώστε να έρθει σε μια νέα
θέση στο χώρο, την O′X′Y′Z′. Το νέο σύστημα θα έχει τον νέο άξονα Ο′Χ′ παράλληλο
προς τον ΟΧ, τον O′Y′ παράλληλο προς τον OY και τον O′Z′ παράλληλο προς τον OZ.
Επομένως το σύστημα O′X′Y′Z′ είναι πλήρως καθορισμένο από τις συντεταγμένες (α,β,γ)
του σημείου Ο′ στο σύστημα OXYZ, (Σχήμα 8)
Έστω Ρ τυχαίο σημείο με συντεταγμένες (x,y,z) στο σύστημα OXYZ και (x′,y′,z′) στο
σύστημα O′X′Y′Z′. Έχουμε:
ΟΡ = ΟΟ′ + Ο′Ρ
αλλά ΟΡ = xi + yj +zk, ΟΟ′ = αi +βj +γk, Ο′Ρ = x′i + y′j +z′k
Επομένως:
x = α + x′, y = β + y′, z = γ + z′ ή x′ = x −α, y′ = y − β, z′ = z −γ (6)

Z′ P(x,y,z)
P(x′,y′,z′)
Z

Y′

Y k j
k
O′(α,β,γ)
i
Ο j
I
X′

X
Σχήμα
Σχ 8 8
Οι παραπάνω σχέσεις δίνουν τις συντεταγμένες τυχαίου σημείου Ρ στο σύστημα OXYZ
συναρτήσει των συντεταγμένων του ίδιου σημείου στο σύστημα O′X′Y′Z′ και αντίστροφα

β) Στροφή των αξόνων στο επίπεδο


Έστω ένα σύστημα συντεταγμένων OXY, του οποίου οι άξονες σχηματίζουν
γωνία θ. Περιστρέφουμε τον άξονα ΟΧ κατά γωνία φ κατά την θετική φορά γύρω από την
αρχή Ο και τον OY κατά γωνία ω επίσης κατά την θετική φορά(37, (Σχήμα 9). Τότε
δημιουργείται ένα νέο σύστημα αξόνων το O′X′Y′ με μοναδιαία διανύσματα τα i′, j′.

(37
Το γεγονός ότι θεωρήσαμε και τις δυο περιστροφές θετικές δεν περιορίζει την ισχύ των σχέσεων που θα
ακολουθήσουν διότι απλούστατα εάν μια ή και οι δυο περιστροφές είναι αρνητικές, τότε οι γωνίες φ και ω
θα ληφθούν με αρνητικό πρόσημο.
-311-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Για να βρούμε τις σχέσεις που συνδέουν τις συντεταγμένες (x,y) ενός σημείου Ρ ως προς
το παλαιό σύστημα, με τις συντεταγμένες (x′,y′) του ίδιου σημείου ως προς το νέο
σύστημα, πρέπει πρώτα να βρούμε τις σχέσεις που συνδέουν τα μοναδιαία διανύσματα i, j
και i′, j′. Οι σχέσεις αυτές προφανώς είναι γραμμικές της μορφής:
i′ = λ1i + μ1j και j′ = λ2i + μ2j (7)
Y′ Αρκεί λοιπόν να προσδιοριστούν οι
συντελεστές λ1, λ2, μ1, μ2. Την γωνία θ,
Y
που σχηματίζουν τα διανύσματα i και j θα
⋅ P(x,y) την συμβολίζουμε με θ=∠(i,j).
y
P(x′,y′) Εάν υποθέσουμε ότι το επίπεδο είναι
j′ μέρος του τρισδιάστατου χώρου και
J X′
y′ πολλαπλασιάσουμε εξωτερικά τις
ω θ x′ παραπάνω σχέσεις με τα διανύσματα i και
i′
φ j, τότε βλέπουμε ότι
Ο i x X
Σχ. 9 9
Σχήμα

i′×i=μ1j×i ⇒ sin(∠(i′, i))=μ1sin(∠(j, i))


j′×i=μ2j×i ⇒ sin(∠(j′, i))=μ2sin(∠(j, i))
i′×j=λ1i×j ⇒ sin(∠(i′, j))=λ1sin(∠(i, j))
j′×j=λ2i×j ⇒ sin(∠(j′, j))=λ2sin(∠(i, j)) (8)

Αλλά ∠(i, i′)=φ, ∠(j, j′)=ω, ∠(i, j)=θ

Άρα: ∠(i′, j) = ∠(i′, i) + ∠(i, j) = θ-φ (38

∠(j′, i) = -∠(i, j′) = -∠(i, j) - ∠(j, j′) = -θ-ω

∠(i′, j′) = ∠(i′, i) + ∠(i, j) + ∠(j, j′) = -φ+θ+ω=ψ

∠(i, j′) = ∠(i, j) + ∠(j, j′) = θ+ω κ.λ.π.


(όπου το σύμβολο ∠ παριστάνει την γωνία που σχηματίζουν τα διανύσματα που
βρίσκονται μέσα στην παρένθεση).
Έτσι οι σχέσεις (8) γράφονται:
sin(-φ)=μ1sin(-θ) ⇒ μ1= sin(φ)/sin(θ)
sin(-θ-ω)=μ2sin(-θ) ⇒ μ2= sin(θ+ω)/sin(θ)

(38
Προφανώς όταν αλλάζουμε την σειρά των διανυσμάτων στο σύμβολο ∠(v,u), τότε αλλάζει το πρόσημο
της γωνίας.
-312-
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ

sin(θ-φ)=λ1sin(θ) ⇒ λ1=sin(θ-φ)/sin(θ)
sin(-ω)=λ1sin(θ) ⇒ λ2=-sin(ω)/sin(θ) (9)

Έστω τώρα ένα σημείο Ρ με συντεταγμένες (x,y) στο σύστημα OXY και (x′,y′)
στο σύστημα OX′Y′. Τότε :
OP = xi + yj = x′i′ + y′j′ = x′(λ1i + μ1j) +y′(λ2i + μ2j)
λόγω των (7) και επομένως
xi + yj = (λ1x′+λ2y′)i + (μ1x′+μ2y′)j ⇒
x = λ1x′+λ2y′ , y = μ1x′+μ2y′ (10)
Αντικαθιστώντας τις τιμές των λ1, λ2, μ1, μ2 από τις (9) στις (10), προκύπτουν οι τύποι:
sin(θ− ϕ) sinω
x= x′- y′
sin θ sinθ
sinϕ sin(θ+ ω)
y= x′+ y′ (11)
sinθ sin θ

Κατά τον ίδιο τρόπο βρίσκουμε και τους τύπους:


sin(θ+ ω) sin ω
x′= x+ y
sin ψ sin ψ
sin ϕ sin(θ − ϕ)
y′=- x+ y (12)
sin ψ sin ψ
όπου ψ=θ+ω-φ. Oι σχέσεις (11) και (12) υπό μορφή πινάκων γράφονται:

sin( θ − ϕ) sin ω ⎞ x ′
⎛ x ⎞ ⎛⎜ − ⎛ ⎞
⎜ ⎟ sin θ sin θ ⎟ ⎜ ⎟
⎜ ⎟=⎜ ⎟⎜ ⎟
(11α)
⎜ ⎟ ⎜ ⎟⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ sin ϕ sin( θ + ω) ⎟ ⎜ ⎟
⎝ y ⎠ ⎝⎜ ⎟ y′
sin θ sin θ ⎠ ⎝ ⎠

⎛ sin(θ + ω) sin ω ⎞
⎛ x′ ⎞ ⎜ ⎟⎛ x ⎞
⎜ ⎟ ⎜ sin ψ sin ψ
⎟⎜ ⎟
⎜ ⎟=⎜ ⎟⎜ ⎟ (12α)
⎜ ⎟ ⎜ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ − sin ϕ sin( θ − ϕ) ⎟⎟ ⎜ ⎟
⎝ y′ ⎠ ⎜ sin ω sin ψ ⎟⎠ ⎝ ⎠
y

Οι σχέσεις (11α) και (12α) είναι οι ζητούμενες.


-313-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Εάν το σύστημα OXY είναι ορθογώνιο, δηλαδή θ=π/2, τότε οι σχέσεις (11) και
(12) γράφονται:
x = x′cosφ - y′sinω και y = x′sinφ + y′cosω (13)

⎛ x ⎞ ⎛ cos ϕ − sin ω ⎞ ⎛ x ′ ⎞
ή ⎜ y ⎟ = ⎜ sin ϕ cos ω ⎟ ⎜ y ′ ⎟ (13α)
⎝ ⎠ ⎝ ⎠⎝ ⎠

cos ω sin ω
και x′ = x +y (14)
cos(ϕ − ω) cos(ϕ − ω)

sin ϕ cos ϕ
y′ = −x +y
cos(ϕ − ω) cos(ϕ − ω)

⎛ cos( ω) sin ω ⎞
⎛ x′ ⎞ ⎜ ⎛x⎞
⎜ ⎟ ⎜ cos(ϕ − ω) cos(ϕ − ω) ⎟ ⎜ ⎟

ή ⎜ ⎟=⎜ ⎟⎜ ⎟ (14α)
⎜ ⎟ ⎜ ⎜ ⎟
⎜ ⎟ ⎜ − sin ϕ cos(ϕ) ⎟ ⎜ ⎟
⎝ y′ ⎠ ⎜ cos(ϕ − ω) ⎟ y
⎝ cos(ϕ − ω) ⎟⎠ ⎝ ⎠

Εάν τέλος και το νέο σύστημα O′X′Y′ είναι ορθογώνιο, δηλαδή προέκυψε
στρέφοντας και τους δυο άξονες κατά την ίδια γωνία, τότε ω=φ και προκύπτουν οι
γνωστές σχέσεις των ορθογωνίων περιστροφών:
x = x′cosφ - y′sinφ , y = x′sinφ + y′cosφ
και (15)
x′ = xcosφ + ysinφ , y′ = -xsinφ + ycosφ

⎛ x ⎞ ⎛ cos ϕ − sin ϕ ⎞⎛ x ′ ⎞ ⎛ x ′ ⎞ ⎛ cos ϕ sin ϕ ⎞ ⎛ x ⎞


ή ⎜ ⎟=⎜ ⎟⎜ ′ ⎟ και ⎜ ′ ⎟ = ⎜ ⎟⎜ ⎟ (15α)
⎝ y ⎠ ⎝ sin ϕ cos ϕ ⎠⎝ y ⎠ ⎝ y ⎠ ⎝ − sin ϕ cos ϕ ⎠ ⎝ y ⎠

γ) Στροφή ορθογωνίου συστήματος συντεταγμένων στο χώρο.


Γωνίες του Euler
Θεωρούμε δυο τρισορθογώνια συστήματα συντεταγμένων OXYZ και OX′Y′Z′ με
κοινή αρχή το σημείο Ο. Θα προσπαθήσουμε να καθορίσουμε την θέση του δευτέρου
συστήματος OX′Y′Z′ ως προς το πρώτο OXYZ με την έννοια να βρούμε τον τρόπο με τον
οποίο πρέπει να περιστρέψουμε το σύστημα OXYZ ώστε τελικά να συμπέσει με το
δεύτερο σύστημα OX′Y′Z′. Υπάρχουν πολλοί τρόποι, εκ των οποίων ο πλέον σαφής και
-314-
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ

απλός στην περιγραφή του είναι εκείνος που βασίζεται σε τρεις γωνίες, γνωστές σαν
γωνίες Euler(39.
Παρατηρούμε τώρα ότι η θέση του OX′Y′Z′ καθορίζεται αν δοθούν οι τρεις γωνίες
(φ,ψ,θ), όπως φαίνεται στο Σχήμα 10.
Η γωνία φ είναι η γωνία που σχηματίζει η τομή ΟΝ των επιπέδων OX′Y′, OXY με τον
άξονα ΟΧ.
Η γωνία ψ είναι η γωνία που
Z
σχηματίζει ο άξονας ΟΧ′ με την ευθεία Y′
ΟΝ.
Z′
Η γωνία θ είναι η γωνία που σχηματίζει
ο άξονας OZ′ με τον άξονα ΟΖ.
Παρατηρούμε ότι η γωνία φ βρίσκεται θ
στο επίπεδο OXY, ενώ η γωνία ψ είναι Ο Y
φ ψ
στο επίπεδο OX′Y′. Οι τρεις γωνίες φ,
ψ, θ ονομάζονται γωνίες Euler η δε Χ′
ευθεία ΟΝ γραμμή των κόμβων. Από
την γεωμετρία του σχήματος είναι Ν
φανερό ότι οι γωνίες αυτές είναι Χ
ανεξάρτητες μεταξύ τους και Σχήμα
Σχ. 10
καθορίζουν πλήρως τη θέση του νέου
συστήματος. Άρα ένα σύστημα, (που από φυσικής πλευράς μπορεί να είναι ένα στερεό),
που περιστρέφεται γύρω από ένα σταθερό σημείο του Ο έχει τρεις βαθμούς ελευθερίας.

Για να μεταφερθεί το πρώτο σύστημα συντεταγμένων OXYZ στη τελική θέση OX′Y′Z′,
που αντιστοιχεί στις γωνίες φ, ψ, θ του Euler, πρέπει να εκτελέσουμε τις εξής τρεις
διαδοχικές περιστροφές:

α) Στροφή γύρω από τον άξονα ΟΖ κατά γωνία φ μέχρι τη θέση ΟΧ1Υ1Z1 με ΟΖ1=ΟΖ,
(Σχήμα 11α).
β) Στροφή γύρω από τον άξονα ΟΧ1 κατά γωνία θ μέχρι τη θέση OX2Υ2Ζ2 με ΟΧ2=ΟΧ1
και ΟΖ2=ΟΖ′, (Σχήμα 11β).
γ) Στροφή γύρω από τον άξονα ΟΖ′ κατά γωνία ψ μέχρι τη θέση OX′Y′Z′, (Σχήμα
11γ).

(39
LEONHARD EULER, (1707-1783), μεγάλος Ελβετός μαθηματικός μαθητής του Bernoulli.
Το 1727 έγινε καθηγητής της φυσικής και αργότερα των μαθηματικών στην Πετρούπολη της
Ρωσίας. Συνεισέφερε σε όλους τους κλάδους των μαθηματικών με εφαρμογές σε φυσικά
προβλήματα ακόμα και μετά την πλήρη τύφλωση του το 1771. Αναφέρουμε τις θεμελιώδεις
εργασίες του στις διαφορικές εξισώσεις και εξισώσεις διαφορών, στη μιγαδική ανάλυση, στο
λογισμό των μεταβολών, στη μηχανική και τέλος στην υδροδυναμική.
-315-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Ζ Ζ1 Ζ1

Y2
Z2

Υ1 Y1
θ θ
φ φ
Ο O
φ Υ φ Y

Χ Χ1 X X2 X1
Σχήμα 11α Σχήμα 11β
Ζ
Υ′
Ζ′ Υ2

θ
Ο
φ Υ
ψ
Χ′

Χ2

Χ
Σχήμα 11γ
Οι τύποι μετασχηματισμού των συντεταγμένων για τις στροφές αυτές είναι:
⎛ x 1 ⎞ ⎛ cos ϕ sin ϕ 0⎞⎛ x ⎞
⎜ y ⎟ = ⎜ − sin ϕ cos ϕ 0 ⎟⎟ ⎜⎜ y ⎟⎟ ή r1 = Rz(φ)r (17)
⎜ 1⎟ ⎜
⎜z ⎟ ⎜ 0 0 1 ⎟⎠ ⎜⎝ z ⎟⎠
⎝ 1⎠ ⎝
⎛ x2 ⎞ ⎛ 1 0 0 ⎞ ⎛ x1 ⎞
⎜ y ⎟ = ⎜0 cos θ sin θ ⎟⎟ ⎜⎜ y1 ⎟⎟ ή r2 = Rx(θ)r1 (18)
⎜ 2⎟ ⎜
⎜ z ⎟ ⎜0 − sin θ cos θ ⎟⎠ ⎜⎝ z 1 ⎟⎠
⎝ 2⎠ ⎝

⎛ x ′ ⎞ ⎛ cos ψ sin ψ 0⎞⎛ x2 ⎞


⎜ y ′ ⎟ = ⎜ − sin ψ cos ψ 0 ⎟⎟ ⎜⎜ y 2 ⎟⎟ ή r′ = Rz(ψ)r2 (19)
⎜ ⎟ ⎜
⎜ z′ ⎟ ⎜ 0 0 1 ⎟⎠ ⎜⎝ z 2 ⎟⎠
⎝ ⎠ ⎝

-316-
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ

Ο τελικός μετασχηματισμός μεταξύ του συστήματος OXYZ και OX′Y′Z′ είναι το


γινόμενο των τριών μετασχηματισμών (17), (18), (19) δηλαδή:

⎛ x′ ⎞ ⎛ cos ψ cos ϕ − cos θ sin ϕ sin ψ cos ψ sin ϕ1 + cos θ cos ϕ sin ψ sin ψ sin θ ⎞⎛ x ⎞
⎜ ′⎟ ⎜ ⎟⎜ ⎟ (20)
⎜ y ⎟ = ⎜ − sin ψ cos ϕ − cos θ sin ϕ cos ψ − sin ψ sin ϕ + cos θ cos ϕ cos ψ cos ψ sin θ ⎟⎜ y ⎟
⎜ z′ ⎟ ⎜ sin θ sin ϕ − sin θ cos ϕ cos θ ⎟⎜ ⎟
⎝ ⎠ ⎝ ⎠⎝ z ⎠

ή r′ = R z ( ψ ) R x ( θ ) R z ( φ ) r (21)

δ) Παράλληλη μεταφορά και στροφή.

Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζουμε διαδοχικά την πράξη της στροφής και της
μεταφοράς. Το τελικό αποτέλεσμα είναι:
r′ = R z ( ψ ) R x ( θ ) R z ( φ ) r + c (22)
όπου c το σταθερό διάνυσμα της μεταφοράς c = (α,β,γ).

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

1) Να δείξετε ότι τα σημεία Α(3, 8), Β(-11, 3), Γ(-8, -2) είναι οι κορυφές ενός
ισοσκελούς τριγώνου.

2) Να δείξετε ότι τα σημεία Α(7, 5), Β(2, 3), Γ(6, -7) είναι οι κορυφές ενός
ορθογωνίου τριγώνου.

3) Δείξτε ότι τα επόμενα σημεία βρίσκονται πάνω στην ίδια ευθεία: Α(3,2), Β(5, 8/3),
Γ(9, 4).

4) Να βρεθεί το σημείο που ισαπέχει από τα σημεία Α(1, 7), Β(8, 6), Γ(7, -1)
(Aπ. (4, 3))

5) Να βρεθούν οι συντεταγμένες του σημείου P(x, y) που διαιρεί το ευθύγραμμο


τμήμα που ορίζεται από τα σημεία Ρ1(1, 7), Ρ2(6, -3) σε λόγο r=2/3. (Απ. (3,3))

-317-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

6) Να αποδειχθεί ότι το εσωτερικό γινόμενο δυο διανυσμάτων παραμένει


αναλλοίωτο ως προς την περιστροφή ενός ορθογωνίου συστήματος αναφοράς
OXY.

7) Σ’ ένα ορθογώνιο σύστημα αξόνων ΟΧΥ θεωρούμε την εξίσωση x2+y2=R2. Να


βρεθεί η νέα έκφραση της εξίσωσης αυτής εάν λάβουμε νέους άξονες ΟΧ′, ΟΥ′, οι
οποίοι διχοτομούν τις γωνίες των παλαιών. (Απ. x′2+y′2=R2)

8) Να αποδειχθεί η επιμεριστική ιδιότητα του εσωτερικού γινομένου:


(v+w )⋅u =v⋅u+w⋅u

9) Να αποδειχθεί ότι: |v+u| ≤ |v|+|u|

10) Να αποδειχθεί η ανισότητα των Cauchy-Schwarz: |v⋅u|≤|v||u|

11) Να αποδειχθεί:
α) ο νόμος του συνημιτόνου: |v-u|2=|v|2+|u|2-2|v||u|cosθ όπου θ η γωνία των
διανυσμάτων v και u .
β) η ταυτότητα |v+u|2 -|v-u|2=4 v.u
γ) η ταυτότητα |v+u|2+||v-u|2=2|v|2+2|u|2

12) Να αποδειχθούν οι σχέσεις:


α) v×(u×w) = u(v⋅w)-w(v⋅u)
β) (v×u)w = u(v⋅w)-v(u⋅w)
γ) (v×u)⋅(w×r) = (v⋅w)(u⋅r)-(v⋅r)(u⋅w)

13) Να αποδείξετε την ταυτότητα του Jacobi:


v×(u×w) + u×(w×v) + w(v×u) = 0

14) Δείξτε ότι εάν v≠0 και ισχύουν οι σχέσεις :


v⋅u=v⋅w και v×u=v×w
τότε u=w. Εάν όμως ισχύει μια μόνο από τις παραπάνω σχέσεις, τότε u≠w.

-318-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΒΑΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ

2.1 ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΙ ΤΟΠΟΙ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ.

Θεωρούμε μια συνάρτηση f(x,y)=0 και ένα σημείο Ρ(ξ,η). Θα λέμε ότι το σημείο
Ρ(ξ,η) πληροί την εξίσωση f(x,y)=0 όταν f(ξ,η)=0. Το σύνολο των σημείων του επιπέδου,
τα οποία πληρούν την εξίσωση f(x,y)=0 ονομάζεται γεωμετρικός τόπος της εξίσωσης.
Εάν τώρα μας δοθεί ένα σύνολο σημείων, τότε είναι δυνατό να υπάρχει εξίσωση f(x,y)=0,
της οποίας ο γεωμετρικός τόπος είναι το σύνολο αυτό.
Τα βασικά θέματα, με τα οποία ασχολείται η Αναλυτική Γεωμετρία είναι:
1) Για την συνάρτηση f(x,y)=0 να βρεθεί ο γεωμετρικός της τόπος και να
σχεδιασθεί.
2) Για ένα δεδομένο σύνολο σημείων που καθορίζονται επ’ ακριβώς από
ορισμένες γεωμετρικές ιδιότητες, να βρεθεί η εξίσωση f(x,y)=0 της οποίας ο γεωμετρικός
τόπος είναι το δοθέν σημειοσύνολο.
Η αντιμετώπιση των θεμάτων αυτών συνεπάγεται την αντικατάσταση των
συνθετικών μεθόδων της Γεωμετρίας με αναλυτικές μεθόδους. Όταν βρεθεί η εξίσωση
του γεωμετρικού τόπου, ο οποίος στο επίπεδο είναι συνήθως μια καμπύλη, τότε μπορούμε
με αλγεβρικές μεθόδους να μελετήσουμε τα χαρακτηριστικά της καμπύλης, τα οποία δια
των συνθετικών μεθόδων θα ήταν αρκετά δύσκολο αν όχι αδύνατο να βρεθούν και να
μελετηθούν.

Παράδειγμα 1: Να βρεθεί ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που ικανοποιούν την


εξίσωση x2+y2=R2 .
Η έκφραση x2+y2 είναι το τετράγωνο της απόστασης ενός σημείου P(x,y) από την
αρχή των αξόνων. Επομένως η εξίσωση εκφράζει ότι κάθε σημείο του τόπου απέχει
σταθερά απόσταση R από την αρχή. Η ιδιότητα όμως αυτή χαρακτηρίζει την περιφέρεια
του κύκλου. Επομένως ο γεωμετρικός τόπος της εξίσωσης x2+y2=R2 είναι περιφέρεια
κύκλου με κέντρο την αρχή των αξόνων και ακτίνα R.

Παράδειγμα 2: Δίδονται δυο σημεία Ρ1(α,β) και Ρ2(γ,δ). Να βρεθεί ο γεωμετρικός τόπος
και η αντίστοιχη εξίσωση των σημείων που απέχουν εξ’ ίσου από τα σημεία αυτά.
Έστω P(x,y) ένα τυχαίο σημείο του τόπου. Τότε έχουμε:
d(P1, P) = d(P2, P) ⇒ (x-α)2 + (y-β)2 = (x-γ)2 + (y-δ)2 ⇒
-319-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙI

2(α-γ)x+2(β-δ)y = (α2+β2)-(γ2+δ2)
Η τελευταία εξίσωση είναι της μορφής Ax+By+Γ=0 και όπως θα δούμε αργότερα,
παριστάνει ευθεία γραμμή.

2.2 ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΙ ΤΟΠΟΙ ΣΤΟ ΧΩΡΟ.

Θεωρούμε μια εξίσωση τριών μεταβλητών f(x,y,z)=0. Ένα σύνολο σημείων


P(ξ,η,ζ) του χώρου θα λέμε ότι αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο της εξίσωσης f(x,y,z)=0
όταν οι συντεταγμένες του σημείου P(ξ,η,ζ) ικανοποιούν εκ ταυτότητος την εξίσωση,
δηλαδή f(ξ,η,ζ)=0 Και εδώ έχουμε παρόμοια θέματα όπως και στην προηγούμενη
παράγραφο.
1) Εάν μας δοθεί η εξίσωση f(x,y,z)=0 να βρεθεί ο γεωμετρικός τόπος που την
ικανοποιεί.
2) Εάν δοθεί ένα σύνολο σημείων με γεωμετρικές ιδιότητες ικανές να το
προσδιορίσουν, να βρεθεί η εξίσωση της οποίας ο γεωμετρικός τόπος είναι το δοθέν
σύνολο.
Συνήθως ο γεωμετρικός τόπος, που αντιστοιχεί στην εξίσωση f(x,y,z)=0, είναι μια
επιφάνεια. Επειδή εδώ εργαζόμαστε στο χώρο, μπορούμε να έχουμε δυο εξισώσεις
f1(x,y,z)=0 και f2(x,y,z)=0. Σ’ αυτή την περίπτωση συνήθως ο γεωμετρικός τόπος είναι
καμπύλη γραμμή, η οποία είναι η τομή των επιφανειών που παριστούν οι εξισώσεις
f1(x,y,z)=0 και f2(x,y,z)=0.

Παράδειγμα 1: Η εξίσωση (x-α)2+(y-β)2+(z-γ)2=R2 μας λέει ότι η απόσταση του σημείου


P(x,y,z) από το σταθερό σημείο Μ(α,β,γ) είναι σταθερά και ίση με R. Αλλά αυτό αποτελεί
τον γεωμετρικό ορισμό της επιφάνειας της σφαίρας, που έχει κέντρο το σημείο Μ(α,β,γ)
και ακτίνα R.

Παράδειγμα 2: Το σύστημα των εξισώσεων: x2+y2+z2=R2 και Ax+By+Γz+Δ=0 γενικά


παριστάνει μια περιφέρεια, που είναι η τομή του επιπέδου Ax+By+Γz+Δ=0 και της
επιφάνειας της σφαίρας x2+y2+z2=R2 όταν το επίπεδο και η επιφάνεια της σφαίρας
τέμνονται.

Παρατήρηση 1: Έστω μια εξίσωση f(x,y)=0. Εάν f(x,y)=g(x,y)⋅h(x,y), τότε η εξίσωση


αναλύεται σε δυο εξισώσεις g(x,y)=0 και h(x,y)=0. Επομένως ο γεωμετρικός τόπος της
f(x,y)=0 είναι η ένωση των γεωμετρικών τόπων της g(x,y)=0 και h(x,y)=0.
Όμοια εάν f(x,y,z)=g(x,y,z)⋅h(x,y,z) τότε η επιφάνεια f(x,y,z)=0 είναι η ένωση των
επιφανειών με εξισώσεις g(x,y,z)=0 και h(x,y,z)=0

-320-
ΒΑΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ

Παράδειγμα 3: Η εξίσωση (x2+y2-1)⋅(x2+y2-4)=0 παριστάνει δυο ομόκεντρες περιφέρειες


με ακτίνα 1 και 2 αντίστοιχα.

Οι εξισώσεις των παραπάνω μορφών, δηλαδή f(x,y)=0 ή fx,y,z)=0, που περιέχουν


δηλαδή τις συντεταγμένες (x,y,z) ονομάζονται αναλυτικές εξισώσεις.

2.3 ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ.

Είδαμε στα προηγούμενα ότι υπάρχει μια αμφιμονοσύμαντη αντιστοιχία μεταξύ


των σημείων του χώρου και των διανυσμάτων. Η αντιστοιχία αυτή μας επιτρέπει να
διατυπώσουμε τις εξισώσεις που περιγράφουν διάφορα γεωμετρικά αντικείμενα,
(καμπύλες, επίπεδα, επιφάνειες κ.λ.π), κατά διανυσματικό τρόπο.
Έτσι μια διανυσματική εξίσωση f(r)=0 παριστάνει ένα γεωμετρικό τόπο, που
αποτελείται από εκείνα τα σημεία, των οποίων τα αντίστοιχα διανύσματα θέσεως πληρούν
την διανυσματική εξίσωση. Οι εξισώσεις αυτής της μορφής λέγονται διανυσματικές
εξισώσεις.
Εάν θεωρήσουμε το διάνυσμα r να εξαρτάται από μια μεταβλητή t, δηλαδή

r = r ( t ) = x ( t ) i + y ( t ) j + z ( t ) k με t ∈[t1 , t2 ] ,

τότε το σύνολο των περάτων των διανυσμάτων r(t) για τις διάφορες επιτρεπτές τιμές του t
αποτελεί ένα γεωμετρικό τόπο της διανυσματικής εξίσωσης, που είναι μια καμπύλη
γραμμή.
Εάν θεωρήσουμε το διάνυσμα r να εξαρτάται από δυο μεταβλητές (u,v), δηλαδή

r = r ( u, v ) = x ( u, v ) i + y ( u, v ) j + z ( u, v ) k με ( u, v ) ∈[u1 , u2 ] × [ v1 , v2 ] ,

τότε το σύνολο των περάτων των διανυσμάτων r(u,v) για τις διάφορες επιτρεπτές τιμές
των u, v αποτελεί ένα γεωμετρικό τόπο της διανυσματικής εξίσωσης, που είναι μια
επιφάνεια.

Παράδειγμα 1 : H εξίσωση r=r(t)=Rcosti+Rsintj με t∈[0,2π) είναι η διανυσματική


εξίσωση του κύκλου που έχει κέντρο την αρχή των αξόνων και ακτίνα R.

Παράδειγμα 2: Η εξίσωση r=r(u,v)=Rcosusinvi+Rsinusinvj+Rcosvk με (u,v)∈ [0,2π)×[0,


π] είναι η διανυσματική εξίσωση της σφαίρας που έχει κέντρο την αρχή των αξόνων και
ακτίνα R.

Επειδή κάθε διάνυσμα του χώρου, (ή του επιπέδου), καθορίζεται πλήρως από τις
συντεταγμένες του, δηλαδή από τρεις αριθμούς, (ή δυο), μια διανυσματική εξίσωση
ισοδυναμεί με τρεις αναλυτικές εξισώσεις, (ή δυο). Πράγματι μια διανυσματική εξίσωση
-321-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙI

r=r(t) μιας καμπύλης μπορούμε να την γράψουμε πιο αναλυτικά ως προς τις συνιστώσες
της ως εξής:

r=r(t)=x(t)i+y(t)j+z(t)k ⇒ x = x (t ) , y = y (t ) , z = z (t ) (1)
Η τριάδα των αναλυτικών συναρτήσεων x=x(t), y=y(t), z=z(t) λέμε ότι αποτελεί τις
παραμετρικές εξισώσεις της καμπύλης.
Όμοια η διανυσματική εξίσωση μιας επιφάνειας r=r(u,v) ισοδυναμεί με τρεις
αναλυτικές εξισώσεις:

r=r(u,v)=x(u,v)i+y(u,v)j+z(u,v)k ⇒ x = x ( u, v ) , y = y ( u, v ) , z = z ( u, v ) (2)
οι οποίες ονομάζονται παραμετρικές εξισώσεις της επιφάνειας.

2.4 ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ.

Η παράγωγος μιας διανυσματικής συνάρτησης r(t) στο σημείο t0 ορίζεται από


τη σχέση:
dr(t0 ) r(t + h) − r(t0 )
= r′(t0 ) = limh→0 0 =
dt h
rx (t0 + h) − rx (t0 ) r (t + h) − ry (t0 ) r (t + h) − rz (t0 )
= limh→0 i + limh→0 y 0 j + limh→0 z 0 k=
h h h
=rx′(t0)i+ry′(t0)j+rz′(t0)k
Γενικά η έκφραση της παραγώγου δίνεται από τον τύπο:
dr(t )
r′ ( t0 ) = = rx′ ( t 0 ) i + ry′ ( t 0 ) j + rz′ ( t 0 ) k
dt
Όπως βλέπουμε η παράγωγος μιας διανυσματικής συνάρτησης ανάγεται στις
παραγώγους των συνιστωσών της.
Η γεωμετρική ερμηνεία της παραγώγου
r′(t0) μπορεί να φανεί στο παρακάτω σχήμα 2,
z r(t0+h)-r(t0) όπου βλέπουμε ότι η παράγωγος είναι
διάνυσμα εφαπτόμενο της καμπύλης, που έχει
r(t0+h)
διανυσματική εξίσωση r(t).
r(t0)
Παράδειγμα: Έστω ότι (x,y,z) είναι οι
O y
συντεταγμένες ενός υλικού σημείου, που
κινείται ως προς το χρόνο t, δηλαδή οι
x συντεταγμένες x,y,z είναι συναρτήσεις του
Σχήμα 2 χρόνου t :
x=x(t), y=y(t), και z=z(t).
Το διάνυσμα θέσης του υλικού σημείου είναι: r(t) = x(t)i + y(t)j + z(t)k

-322-
ΒΑΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ

dr(t ) dx(t ) dy(t ) dz (t )


Η ταχύτητα του είναι: v(t)= = i+ j+ k
dt dt dt dt
dv(t ) d 2r(t ) d 2 x(t ) d 2 y(t ) d 2 z(t )
και η επιτάχυνση του: a(t ) = = = i+ j+ k
dt dt 2 dt 2 dt 2 dt 2

Παρατήρηση: Η παράγωγος του γινομένου ενός βαθμωτού επί ένα διανυσματικό μέγεθος
λ(t)r(t), όπως επίσης η παραγώγιση του εσωτερικού γινομένου δυο διανυσματικών
μεγεθών r(t)⋅v(t) και του εξωτερικού γινόμενου r(t)×w(t) ακολουθεί τον κανόνα της
παραγώγισης ενός γινομένου με μια μόνο εξαίρεση: Πρέπει να διατηρούμε τη σειρά των
διανυσματικών συναρτήσεων στο εξωτερικό γινόμενο. Έτσι εύκολα κανείς μπορεί να
αποδείξει ότι:
d dλ(t) dr(t)
[λ(t)r(t)] = r(t) + λ(t) (2.7α)
dt dt dt
d dr(t ) dv(t )
[r(t ) ⋅ v(t )] = ⋅ v(t ) + r(t ) ⋅ (2.7β)
dt dt dt
d dr(t ) dv(t )
[r(t ) × v(t )] = × v(t ) + r(t ) × (2.7γ)
dt dt dt

Στη συνεχεία θα εξετάσουμε δυο συνθήκες, που μας εγγυώνται ποτέ μια διανυσματική
συνάρτηση έχει σταθερό μέτρο ή διεύθυνση.

Πρόταση 1: Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να έχει η διανυσματική συνάρτηση r(t)
σταθερό μέτρο, είναι να είναι κάθετη προς την παράγωγο της:
dr(t)
r(t) ⋅ = 0 ∀t∈I
dt
Απόδειξη: Αναγκαίο. Έστω ότι |r(t)|=r(t)=σταθ. Τότε
d dr (t ) dr (t )
r2(t)=r.r=σταθ. ⇒ [r(t ) ⋅ r(t )] = 0 ⇒ ⋅ r (t ) + r (t ) ⋅ =0 ⇒
dt dt dt
dr(t ) dr(t)
2r(t ) ⋅ = 0 δηλαδή r(t) ⋅ =0
dt dt

dr(t) d dr(t )
Ικανό: Έστω ότι r(t) ⋅ = 0 . Έχουμε: r2(t) =r⋅r ⇒ ⎡⎣r 2 (t ) ⎤⎦ = 2r(t ) ⋅ =0
dt dt dt
⇒ r2(t)=σταθ. ⇒ r(t)=|r(t)|=σταθ.

Πρόταση 2: Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να έχει η διανυσματική συνάρτηση r(t)
σταθερή διεύθυνση, είναι να είναι παράλληλη προς την παράγωγο της:

-323-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙI

dr(t )
r(t ) × =0 ∀t∈I
dt
Απόδειξη: Αναγκαίο: Θεωρούμε τη διανυσματική συνάρτηση:
r(t ) r(t )
r0(t)= =
| r(t ) | r (t )
που έχει μέτρο |r0(t)|=1 και σταθερή διεύθυνση, δηλαδή η διανυσματική συνάρτηση r0(t)
είναι σταθερή και επομένως r0′(t)=0
Έχουμε r(t)=r(t)r0(t) ⇒ r′(t)=r′(t)r0(t)+r(t)r0′(t)=r′(t)r0(t) ⇒ r(t)×r′(t)=r′(t)r(t)×r0(t)=
r(t ) r′(t )
=r′(t)r(t)× = r(t)×r(t)=0 και επομένως r(t)×r′(t)=0
r(t ) r(t )
d r (t )
Ικανό: Έστω ότι r(t)× =0. Έχουμε:
dt
dr0 (t) d r(t) r′(t ) 1 −r (t )r ′(t )r(t ) + r 2 (t )r′(t )
= = − 2 r(t ) + r′(t ) = (A)
dt dt r(t) r (t ) r(t ) r 3 (t )
αλλά r2(t)=r(t)⋅r(t) ⇒ 2r(t)r′(t)=2r(t)⋅r′(t) δηλαδή r(t)r′(t)=r(t)⋅r′(t) (B)
Η σχέση (A) με τη βοήθεια της (B) γίνεται:
dr0 (t ) − [r (t ) ⋅ r′(t )] r(t ) + [r(t ) ⋅ r (t )] r′(t ) 1
= = ⎡{r(t ) ⋅ r(t )} r′(t ) − {r(t ) ⋅ r′(t )} r(t )⎤⎦ =
dt r 3 (t ) r 3 (t ) ⎣
1
= ⎡r(t ) ×{r′(t ) × r(t )}⎤⎦
r (t ) ⎣
3

dr0 (t )
αλλά επειδή r(t)×r′(t)=0 έχουμε = 0 ⇒ r0(t)=σταθ.
dt
Άρα η διανυσματική συνάρτηση r(t) έχει σταθερή διεύθυνση.

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

1) Να αποδειχθούν οι σχέσεις:
d dλ(t) dr(t)
[ λ(t)r(t)]= r(t)+λ(t)
dt dt dt
d dr(t ) dv(t )
[r(t ) ⋅ v(t )] = ⋅ v(t ) + r(t ) ⋅
dt dt dt
d dr(t ) dv(t )
[r(t ) × v(t )] = × v(t ) + r(t ) ×
dt dt dt

-324-
ΒΑΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ

2) Να βρεθεί η διανυσματική συνάρτηση r(t) και το διάστημα μεταβολής Ι της


ανεξάρτητης μεταβλητής t έτσι ώστε το ίχνος της r(t), (δηλαδή το σύνολο των
σημείων, τα οποία αποτελούν το πέρας του διανύσματος r(t) όταν το t
μεταβάλλεται στο διάστημα Ι), να είναι η καμπύλη:
α) (x-5)2+(y-3)2=9 με τη θετική φορά διαγραφής
2 2
β) 4x +9y =36 με την αρνητική φορά διαγραφής
2
γ) y=x με φορά διαγραφής από τ' αριστερά προς τα δεξιά
3
δ) y=x με φορά διαγραφής από τ' αριστερά προς τα δεξιά

3) Οι καμπύλες με διανυσματικές παραμετρικές εξισώσεις:


r1(t)=(et-1)i+2sintj+ln(t+1)k r2(t)=(t+1)i+(t2-1)j+(t3+1)k
τέμνονται στην αρχή των αξόνων. Να υπολογισθεί η γωνία της τομής των.

4) Να βρεθεί η διανυσματική συνάρτηση r(t) με πεδίο ορισμού το διάστημα [0,2π],


που να ικανοποιεί την αρχική συνθήκη r(0)=αi και η γραφική της παράσταση της
x2 y 2
r(t) να είναι η έλλειψη: + =1
α2 β 2
η οποία διαγράφεται:
α) μια φορά κατά τη θετική φορά
β) δυο φορές κατά τη θετική φορά
γ) μια φορά κατά την αρνητική φορά
δ) δυο φορές κατά την αρνητική φορά

-325-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ

3.1 ΔΙΑΝΥΣΜΑΤΙΚΗ ΕΞΙΣΩΣΗ ΕΥΘΕΙΑΣ.

Η γεωμετρική έννοια της ευθείας, είναι πρωταρχική για την Γεωμετρία και
επομένως δεν μπορεί να ορισθεί με την βοήθεια άλλων απλουστέρων. Όμως αυτό δεν
αποτελεί εμπόδιο για να έχουμε μια μαθηματική έκφραση, (εξίσωση), που να μπορεί να
την περιγράψει, (όχι όμως να την ορίσει). Έτσι στην Αναλυτική Γεωμετρία μπορούμε να
βρούμε αρκετούς τρόπους για την περιγραφή μιας ευθείας. που εξαρτώνται από τα
στοιχεία που μας δίνουν. Μερικοί απ’ αυτούς είναι:
α) να θεωρήσουμε δυο σημεία της
β) να θεωρήσουμε ένα σημείο της και τον συντελεστή διευθύνσεως της, (που θα
ορισθεί παρακάτω).
γ) να θεωρήσουμε δυο τεμνόμενα επίπεδα, (βλ. επόμενο κεφάλαιο).
δ) να θεωρήσουμε ένα σημείο της και ένα διάνυσμα παράλληλο προς αυτήν, κ.α.
Εμείς θα ξεκινήσουμε από τον τελευταίο τρόπο σαν τον πιο κατάλληλο για την
διανυσματική περιγραφή της ευθείας.
Έστω ένα σημείο Ρ1 με διάνυσμα θέσης r1 και v ένα διάνυσμα του χώρου R3,
Σχήμα 1. Θέλουμε να βρούμε την διανυσματική εξίσωση της ευθείας που διέρχεται από το
σημείο Ρ1 και είναι παράλληλη προς το διάνυσμα v. Θεωρούμε ένα τυχαίο σημείο Ρ της
ευθείας με διάνυσμα θέσης r. Από το σχήμα παρατηρούμε ότι τα διανύσματα Ρ1Ρ και v
είναι παράλληλα και επομένως υπάρχει πραγματικός αριθμός t τέτοιος ώστε Ρ1Ρ=tv.
Αλλά Ρ1Ρ=r-r1 και επομένως:
Ζ P

P1
R
r1
V

O
Y

X
Σχήμα
Σχ. 1 1
-327-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

r = r1 + tv (1)

Η εξίσωση (1) είναι η διανυσματική εξίσωση της ευθείας.


Εάν δοθούν δυο σημεία Ρ1 και Ρ2 με αντίστοιχα διανύσματα θέσης r1 και r2
αντίστοιχα, από τα οποία θέλουμε να διέρχεται η ευθεία, μπορούμε να θεωρήσουμε ως
διάνυσμα v το διάνυσμα Ρ1Ρ2 που ορίζουν τα σημεία Ρ1 και Ρ2 . Τότε η εξίσωση (1)
παίρνει τη μορφή:

r = r1 + t ( r2 − r1 ) (2)

Η εξίσωση (1) μπορεί να πάρει και μια άλλη μορφή απαλλαγμένη από την παράμετρο t,
εάν παρατηρήσουμε ότι τα διανύσματα r-r1 και v είναι παράλληλα και επομένως:
( r − r1 ) × v = 0 (3)
όπου 0 το μηδενικό διάνυσμα. Επίσης και η εξίσωση (2) μπορεί να πάρει την ισοδύναμη
μορφή:
( r − r1 ) × ( r2 − r1 ) = 0

3.2 ΠΑΡΑΜΕΤΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΕΥΘΕΙΑΣ

Γράφουμε την εξίσωση (1) ως προς τις συνιστώσες της και έχουμε:
r=r1+tv ⇒ xi+yj+zk = x1i+y1j+z1k +t(v1i+v2j+v3k) ⇒

x = x1 + tv1, y = y1 + tv2 , z = z1 + tv3 (4)

Οι σχέσεις (4) ονομάζονται παραμετρικές εξισώσεις της ευθείας, που διέρχεται από το
σημείο Ρ1 και είναι παράλληλη προς το διάνυσμα v .
Με όμοιο τρόπο από την σχέση (2) προκύπτουν οι παραμετρικές εξισώσεις:

x = x1 + t ( x2 − x1 ) , y = y1 + t ( y2 − y1 ) , z = z1 + t ( z2 − z1 ) (5)

της ευθείας, που διέρχεται από τα σημεία Ρ1, Ρ2 .


Δι’ απαλοιφής της παραμέτρου t από τις εξισώσεις (4) προκύπτουν οι εξισώσεις:

x − x1 y − y1 z − z1
= = (6)
v1 v2 v3
Οι σχέσεις (6) αποτελούν τις αναλυτικές εξισώσεις της ευθείας, που διέρχεται από το
σημείο Ρ1(x1,y1,z1) και είναι παράλληλη προς το διάνυσμα v(v1,v2,v3). Όμοια από τις
σχέσεις (5) παίρνουμε:

-328-
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ

x − x1 y − y1 z − z1
= = (7)
x2 − x1 y2 − y1 z2 − z1
που αποτελούν τις αναλυτικές εξισώσεις της ευθείας που διέρχεται από τα σημεία
Ρ1(x1,y1,z1), Ρ2(x2,y2,z2) .

Παρατήρηση 1: Εάν στις σχέσεις (6) και (7) κάποιος παρονομαστής μηδενίζεται τότε θα
δεχόμαστε ότι και ο αντίστοιχος αριθμητής μηδενίζεται.

Παρατήρηση 2: Εάν η ευθεία βρίσκεται στο καρτεσιανό επίπεδο OXY, τότε οι εξισώσεις
της απλοποιούνται και οι αναλυτικές εξισώσεις (6) και (7) παίρνουν τις μορφές

x − x1 y − y1 x − x1 y − y1
= ή = (8)
v1 v2 x2 − x1 y2 − y1

x y 1
x − x1 y − y1
ή υπό μορφή ορίζουσας: = 0 ή x1 y1 1 = 0 (8α)
v1 v2
x2 y2 1

Οι εξισώσεις (8) γράφονται:


v2x-v1y+v1y1-v2x1=0 ή (y2-y1)x-(x2-x1)y+(x2-x1)y1-(y2-y1)x1=0
είναι δηλαδή της μορφής:
Ax + By + Γ = 0 με Α + Β ≠ 0 (9)

Ειδικές περιπτώσεις: Εάν Α=0 και Β≠0 η (9) γίνεται


y=-Γ/B (10)
και επαληθεύεται από τα σημεία, τα οποία έχουν τεταγμένη -Γ/Β και επομένως παριστάνει
μια ευθεία παράλληλη προς τον άξονα ΟΧ και τέμνουσα τον άξονα OY στο σημείο Ρ(0,-
Γ/Β). Ιδιαίτερα η εξίσωση y=0 παριστάνει τον άξονα ΟΧ.
Όμοια εάν Β=0 και Α≠0 τότε έχουμε την εξίσωση:
x=-Γ/Α (11)
η οποία παριστάνει ευθεία παράλληλη προς τον άξονα OY τέμνουσα τον ΟΧ στο σημείο
Q(-Γ/Α,0). Ιδιαίτερα η εξίσωση x=0 παριστάνει τον άξονα OY.
Υποθέτουμε τώρα ότι (Α,Β)≠(0,0) . Η εξίσωση (9) γράφεται:

⎛ Γ⎞
x −⎜− ⎟
⎝ Α⎠ = y −0
(12)
Β −Α

-329-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Η εξίσωση (12) παριστάνει μια ευθεία που διέρχεται από το σημείο (-Γ/Α,0) και είναι
παράλληλη προς το διάνυσμα v(B,-A)
Εάν (Α,Β,Γ)≠(0,0,0) τότε η εξίσωση (9) μπορεί να πάρει και μια άλλη μορφή.
Πρώτα παρατηρούμε ότι η ευθεία με εξίσωση την (9) τέμνει τον άξονα ΟΧ στο σημείο Ρ
με τετμημένη x=-Γ/Α και τον άξονα ΟΥ στο σημείο Q με τεταγμένη y=-Γ/Β. Η τετμημένη
α=-Γ/Α ονομάζεται τετμημένη επί την αρχή και η τεταγμένη β=-Γ/Β ονομάζεται
τεταγμένη επί την αρχή της ευθείας. Τότε η εξίσωση (9) γράφεται:
x y x y
+ =1 ή + =1 (13)
−Γ −Γ α β
A Β
όπου α, β οι συντεταγμένες επί την αρχή. Η εξίσωση (13) της ευθείας (ε) ονομάζεται
κανονική μορφή.
Τέλος εάν Γ=0, τότε η ευθεία διέρχεται από την αρχή των αξόνων, διότι η εξίσωση
επαληθεύεται από το σημείο (0,0).
Σ’ όλες τις περιπτώσεις βλέπουμε ότι το διάνυσμα v(B,-A) είναι παράλληλο προς
την ευθεία (9).

3.3 ΚΛΙΣΗ Ή ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΣ ΜΙΑΣ ΕΥΘΕΙΑΣ.

Ονομάζουμε κλίση ή συντελεστή διευθύνσεως ευθείας του επιπέδου OXY, που


θα τον συμβολίζουμε με λ, την εφαπτομένη της γωνίας, την οποία σχηματίζει η ευθεία με
τον άξονα ΟΧ. Όμοια ο συντελεστής διευθύνσεως ενός διανύσματος ονομάζεται η
εφαπτομένη της γωνίας που σχηματίζει το διάνυσμα με τον άξονα ΟΧ Εάν το σύστημα
των αξόνων είναι πλαγιογώνιο και η γωνία των αξόνων είναι ω, Σχήμα 2, τότε η κλίση
ενός διανύσματος v(v1,v2)=ΟΡ υπολογίζεται ως εξής:

Ρ2 Ρ
V
ω
φ
ω
Ο P1 A X

Σχήμα 2

-330-
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ

PA P Psin ω v 2 sin ω
Από το τρίγωνο ΟΑΡ έχουμε: λ=tanφ= = 1 = (14)
OA OP1 + P1 A v1 + v 2 cos ω

Επειδή η ευθεία με εξίσωση Αx+By+Γ=0 είναι παράλληλη προς το διάνυσμα


v=(Β,-Α), θα έχουμε v1=B, v2=-A και ο συντελεστής διευθύνσεως λ δίνεται από τον τύπο:
−Asin ω
λ= (15)
B − Acos ω
Στην περίπτωση που το σύστημα των αξόνων είναι ορθογώνιο, τότε ω=π/2 και ο
συντελεστής διευθύνσεως είναι:
Α
λ=− με Β ≠ 0 (16)
Β
και η εξίσωση της ευθείας γράφεται:
Γ
y = λ x + β με β = − (17)
Β
Εάν η ευθεία διέρχεται από τα σημεία Ρ1 και Ρ2 τότε είναι παράλληλη προς το
διάνυσμα Ρ1Ρ2 και έχει συντελεστή διευθύνσεως λ=(y2-y1)/(x2-x1) και η εξίσωση της
γράφεται:
x y 1
y2 − y1
y-y1=λ(x-x1) ⇔ y-y1= ( x − x1 ) ⇔ x1 y1 1=0 (18)
x2 − x1
x2 y2 1

3.4 ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΕΥΘΕΙΩΝ.

Θεωρούμε δυο ευθείες (ε1) και (ε2) με εξισώσεις:


(ε1): A1x+B1y+Γ1=0 (ε2): A1x+B1y+Γ1=0 (19)
Εάν οι ευθείες (ε1), (ε2) είναι παράλληλες, τότε τα διανύσματα v1(B1,-A1) και v2(B2,-A2)
είναι παράλληλα και επομένως:
Β1 −Α1 Α1 Β1
= ⇒ = (20)
Β2 −Α 2 Α2 Β2
Το αντίστροφο είναι προφανές. Άρα

Θεώρημα 1: Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να παριστάνουν οι εξισώσεις (19) δυο
ευθείες παράλληλες είναι οι συντελεστές των αγνώστων να είναι ανάλογοι.

-331-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Για να ταυτίζονται οι ευθείες (ε1) και (ε2) πρέπει να τέμνουν τους άξονες στα ίδια σημεία
δηλαδή οι συντεταγμένες επί την αρχή να ταυτίζονται:
Γ1 Γ Γ1 Γ Α1 Β1 Γ1
− = − 2 και − =− 2 ⇒ = = (21)
Α1 Α2 Β1 Β2 Α2 Β2 Γ2
Επομένως:

Θεώρημα 2: Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να ταυτίζονται οι ευθείες που παριστάνουν
οι εξισώσεις (19) είναι οι συντελεστές των αγνώστων και οι σταθεροί όροι να είναι
ανάλογοι.

Εάν δεν ισχύει η (20), δηλαδή οι ευθείες δεν είναι παράλληλες, τότε Α1Β2-Α2Β1≠0
και επομένως το σύστημα (19) έχει μια μόνο λύση ως προ x και y:
Γ2Β1 − Γ1Β2 Γ1A2 − Γ2A1
x= , y= (22)
Α1Β2 − Α2Β1 Α1Β2 − Α2Β1

3.5 ΣΥΝΘΗΚΗ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΡΕΙΣ ΕΥΘΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΗΜΕΙΟ.


ΕΠΕΙΠΕΔΗ ΔΕΣΜΗ ΕΥΘΕΙΩΝ.

Θεωρούμε τρεις ευθείες (ε1), (ε2), (ε3) με εξισώσεις:


(ε1): A1x+B1y+Γ1=0
(ε2): A2x+B2y+Γ2=0 (23)
(ε3): A3x+B3y+Γ3=0
Τις εξισώσεις (23) θα τις δούμε ως ένα σύστημα εξισώσεων με αγνώστους τα x και y. Ας
εξετάσουμε την τάξη(40 r(Δ) και r(Ε) των πινάκων :
⎛ Α1 Β1 ⎞ ⎛ A1 Β1 Γ1 ⎞
Δ = ⎜⎜ Α 2 Β 2 ⎟⎟ και Ε = ⎜ A 2
⎜ Β2 Γ 2 ⎟⎟
⎜ Β 3 ⎠⎟ ⎜ Γ 3 ⎠⎟
⎝ Α3 ⎝ A3 Β3

Από την γραμμική άλγεβρα γνωρίζουμε ότι:


1) Εάν r(Δ)=1, r(Ε)=1 τότε ισχύουν οι συνθήκες (21) για κάθε ζεύγος από τις τρεις
αυτές ευθείες και επομένως οι ευθείες συμπίπτουν.
(1)

(40
Υπενθυμίζουμε ότι η τάξη ενός πίνακα Α, (όχι κατ' ανάγκη τετραγωνικού), ορίζεται ο θετικός ακέραιος r
για τον οποίο ισχύουν οι εξής δυο ιδιότητες:
1) Ο πίνακας Α έχει μια ελλάσουσα ορίζουσα τάξης r διάφορη του μηδενός.
2) Κάθε ελλάσουσα ορίζουσα τάξεως r+1 ή μεγαλύτερης μηδενίζεται.
-332-
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ

2) Εάν r(Δ)=1, r(Ε)=2, τότε ισχύουν οι συνθήκες (20) και επομένως έχουμε τρεις
ευθείες παράλληλες. (δυο από αυτές μπορεί να συμπίπτουν).
(2)

3) Εάν r(Δ)=2, r(Ε)=2, τότε το σύστημα (23) έχει μια μόνο λύση. Επομένως οι τρεις
ευθείες διέρχονται από ένα σημείο, (καθ’ υπόσταση σημείο).

(3)

4) Εάν r(Δ)=2, r(Ε)=3, τότε υπάρχουν οι εξής δυνατότητες:


α) σχηματίζουν τρίγωνο ή
β) δυο από αυτές είναι παράλληλες τεμνόμενες υπό της τρίτης.

(4α)

(4β)

Στις τρεις πρώτες περιπτώσεις έχουμε πάντοτε ότι η ορίζουσα του πίνακα Ε είναι
πάντοτε μηδέν:

-333-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

A1 Β1 Γ1
E = A2 Β2 Γ2 = 0 (24)
A3 Β3 Γ3
Αργότερα θα δούμε ότι ευθείες παράλληλες θεωρούνται ότι διέρχονται από ένα σημείο
“του απείρου” που θα ονομάζεται κατ’ εκδοχήν σημείον. Επομένως μπορούμε να πούμε
ότι:

Θεώρημα 1: Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να διέρχονται τρεις ευθείες από το ίδιο
σημείο είναι να ισχύει η σχέση (24).

Η εξίσωση της ευθείας που διέρχεται από δυο σημεία P1(x1,y1), P2(x2,y2) είδαμε ότι
είναι:
x − x1 y − y1
= ή υπό μορφή ορίζουσας:
x2 − x1 y2 − y1

x y 1
x − x1 y − y1
=0 ⇒ x1 y1 1 =0 (25)
x2 − x1 y2 − y1
x2 y2 1

Εάν P3(x3,y3,z3) είναι ένα τρίτο σημείο της ευθείας, τότε επαληθεύεται η (25) και έχουμε

x3 y3 1 x1 y1 1
x1 y1 1 =0 ⇒ x2 y2 1 =0 (26)
x2 y2 1 x3 y3 1

Η σχέση (26) αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για να βρίσκονται τρία σημεία επί
της αυτής ευθείας ή όπως αλλιώς λέμε για να είναι συνευθειακά.

Ορισμός 1 : Ονομάζουμε επίπεδη δέσμη ευθειών το σύνολο των ευθειών του επιπέδου
οι οποίες διέρχονται από ένα σημείο ή είναι παράλληλες μεταξύ τους. Το σημείο
ονομάζεται κέντρο της δέσμης.

Θεώρημα 2: Εάν (ε1): Α1x+B1y+Γ1=0 (ε2): Α2x+Β2y+Γ2=0 (27)


είναι οι εξισώσεις δυο, (διαφορετικών), ευθειών της δέσμης, τότε κάθε άλλη ευθεία της
δέσμης έχει εξίσωση της μορφής:
μ1 ( Α1 x + B1 y + Γ1 ) + μ 2 ( Α 2 x + Β 2 y + Γ 2 ) = 0 (28)
όπου μ1, μ2 πραγματικοί αριθμοί διάφοροι του μηδενός.
Απόδειξη: Η εξίσωση (28) ως γραμμική παριστάνει ευθεία γραμμή. Εάν οι ευθείες (27)
τέμνονται, τότε το κοινό σημείο ικανοποιεί την (28), επομένως η σχέση (28) παριστάνει
ευθεία της δέσμης. Εάν οι ευθείες (27) είναι παράλληλες, τότε:

-334-
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ

Α1 Α2 μ1Α1 + μ2 Α2
= = (29)
Β1 Β2 μ1Β1 + μ2Β2
και επομένως και η (28) παριστάνει ευθεία παράλληλη προς τις (27), δηλαδή ευθεία της
δέσμης. Για μ1=0 ή μ2=0 παίρνουμε τις ευθείες (ε2) ή (ε1).
Αντίστροφα: Κάθε ευθεία της δέσμης που ορίζεται από τις (27) έχει εξίσωση της μορφής
(28). Πράγματι αρκεί να υπολογισθούν τα μ1, μ2 ή ακριβέστερα ο λόγος μ1/μ2, (ή μ2/μ1).
Εάν P1(x1, y1) είναι ένα σημείο της ευθείας, διάφορο του κέντρου, τότε
μ1 Α x + B2 y1 + Γ2
=− 2 1
μ2 Α1 x1 + B1 y1 + Γ1
επειδή το Ρ1 πρέπει να επαληθεύει την (28)
Η εξίσωση (28) ονομάζεται εξίσωση της δέσμης, οι δε ευθείες της δέσμης ονομάζονται
και ακτίνες της δέσμης.

3.6 ΓΩΝΙΑ ΔΥΟ ΕΥΘΕΙΩΝ.

Θεωρούμε δυο ευθείες με εξισώσεις:


(ε1): Α1x+B1y+Γ1=0 (ε1): Α2x+Β2y+Γ2=0 (30)
Οι ευθείες αυτές είναι παράλληλες προς τα διανύσματα: v1=(B1,-A1) και v2=(B2-A2)
αντίστοιχα. Προφανώς η γωνία που σχηματίζουν οι δυο αυτές ευθείες ισούται με την
γωνία θ αυτών των διανυσμάτων. Από τον ορισμό του εσωτερικού γινομένου δυο
διανυσμάτων έχουμε:

v1 ⋅ v 2 B1 B2 + ( − A1 )( − A 2 ) A1A 2 + B1 B2
cos θ = = = (31)
| v1 || v 2 | 2 2
A1 + B1 A 2 + B2
2 2 2
A + B1
2 2
A 2 + B2
2
1

Όταν οι ευθείες είναι κάθετες τότε


Υ (ε1)
cosθ=0 ⇒ Α1Α2+Β1Β2=0 (32) (ε2)
Εάν λ1, λ2 είναι οι συντελεστές
διευθύνσεως των ευθειών (ε1) και (ε2), τότε η θ
σχέση (32) παίρνει την μορφή:
λ1λ2=-1 (33)
διότι λ1=-Α1/Β1 και λ2=-Α2/Β2.
Εάν θ1, θ2 είναι οι γωνίες των ευθειών θ2 θ1
(ε1) και (ε2) με τον άξονα ΟΧ και θ η γωνία των Ο Χ
(ε1) και (ε2) τότε θ=θ1-θ2 και επομένως
Σχήμα
Σχ.33

tan θ1 − tan θ2 λ1 − λ2
tanθ=tan(θ1-θ2)= = (34)
1 + tan θ1 tan θ2 1 + λ1λ2

-335-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Ο τύπος (34) δίνει την γωνία των ευθειών συναρτήσει των συντελεστών διευθύνσεως.
Από τις εκφράσεις των λ1, λ2 η σχέση (34) γράφεται και
Α2 Β1 − Α1Β2
tan θ =
Α1Α2 + Β1Β2

3.7 ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΕΥΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΟΥ. ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ


AX+BY+Γ≥0 , AX+BY+Γ≤0

Θεωρούμε μια ευθεία (ε) με εξίσωση Ax+By+Γ=0 του επιπέδου OXY, σχήμα 4..
Προφανώς όλα τα σημεία (x,y) του επιπέδου που βρίσκονται επί της ευθείας (ε) καθιστούν
την έκφραση Ax+By+Γ ίση με μηδέν. Το ερώτημα τώρα είναι: τι πρόσημο έχει η μη
μηδενική τιμή της έκφρασης Ax+ By+Γ για σημεία εκτός της ευθείας. Για τον σκοπό αυτό
θεωρούμε δυο σημεία Ρ1(x1,y1) και P2(x2,y2) και την ευθεία (η) που ορίζουν. Έστω
Ρ0(x0,y0) το σημείο τομής των ευθειών (ε) και (η). Τα διανύσματα Ρ1Ρ0 και Ρ0Ρ2 σαν
συγραμμικά, συνδέονται με τη σχέση:
Ρ1Ρ0=μ Ρ0Ρ2 ⇒ (x0-x1)=μ(x0-x2) και (y0-y1)=μ(y0-y2) ⇒
x1 + μx2 y1 + μy2
x0 = y0 = (35)
1+ μ 1+ μ
Επειδή το σημείο Ρ0 είναι σημείο της ευθείας θα επαληθεύει την εξίσωση της
Ax0+By0+Γ=0 η οποία λόγω των σχέσεων (35) γράφεται:
Ax1+By1+Γ+μ(Ax2+By2+Γ)=0
Εάν το σημείο Ρ0 βρίσκεται μεταξύ των Ρ1 και Ρ2, τότε μ>0 και οι παραστάσεις
Ax1+By1+Γ και Ax2+By2+Γ είναι ετερόσημες, ενώ αν το Ρ0 βρίσκεται εκτός του
Y ευθυγράμμου τμήματος Ρ1Ρ2 τότε μ<0 και οι
παραστάσεις Ax1+By1+Γ και Ax2+By2+Γ είναι
( η) ( ε) ομόσημες.
Ρ1 Επειδή μια ευθεία ενός επιπέδου χωρίζει
Ρ0 αυτό σε δυο μέρη, που ονομάζονται ημιεπίπεδα,
συμπεραίνουμε από τα παραπάνω ότι: αν δυο
Ρ2
σημεία Ρ1(x1,y1) και P2(x2,y2) βρίσκονται στο αυτό
ημιεπίπεδο, τότε οι παραστάσεις Ax1+By1+Γ και
Ax2+By2+Γ είναι ομόσημες, διαφορετικά είναι
O ετερόσημες.
X
Σχήμα 4 Ορισμός 1 : Ονομάζουμε θετικό ημιεπίπεδο ως
προς την ευθεία (ε) το ημιεπίπεδο του οποίου κάθε σημείο καθιστά την παράσταση
Ax+By+Γ θετική. Το άλλο ημιεπίπεδο ονομάζεται αρνητικό.

-336-
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ

Παρατήρηση 1: Ο παραπάνω ορισμός εξαρτάται από την εξίσωση της ευθείας π.χ. η
ευθεία (ε) έχει ως εξίσωση και την -Αx-By-Γ=0 . Αλλά τότε το θετικό ημιεπίπεδο γίνεται
αρνητικό και το αρνητικό θετικό.

Για να βρούμε το θετικό ημιεπίπεδο αρκεί να πάρουμε ένα σημείο P1(x,y) και να
εξετάσουμε το πρόσημο της παράστασης Ax1+By1+Γ. Σαν τέτοιο σημείο μπορούμε να
πάρουμε την αρχή των αξόνων όταν αυτή δεν είναι σημείο της ευθείας. Τότε η αρχή
βρίσκεται στο θετικό ημιεπίπεδο αν Γ>0 και στο αρνητικό αν Γ<0.

3.8 ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΣΗΜΕΙΟΥ ΑΠΟ ΕΥΘΕΙΑ.

Θεωρούμε ένα σημείο Ρ0(r0) του επιπέδου OXY και μια ευθεία (ε) με εξίσωση
Ax+By+Γ=0, Σχήμα 5. Θέλουμε να βρούμε την απόσταση του σημείου Ρ0 από την (ε), την
οποία θα συμβολίζουμε με d(P0,ε). Το διάνυσμα v(Α,Β) προφανώς είναι κάθετο στην
ευθεία (ε) και οι παραμετρικές εξισώσεις της ευθείας (η) που διέρχεται από το σημείο Ρ0
και είναι κάθετη στην ευθεία (ε) είναι:
Υ
x=x0+tA, y=y0+tB (36)
Η τιμή της παραμέτρου t που
αντιστοιχεί στο κοινό σημείο των (η)
(ε)
ευθειών (ε) και (η) προκύπτει από την P0
εξίσωση: r0
v d(P0,ε)
A(x0+tA)+B(y0+tB)+Γ=0 ⇒ Ρ1
Ax0 + By0 +Γ
t =− (37) O
Α2 +Β2 X

Αν στις σχέσεις (36) θέσουμε την τιμή Σχήμα 5


της t από την (37), παίρνουμε τις
συντεταγμένες (x1, y1) του σημείου Ρ1, οι οποίες είναι:

−(AΓ + AΒy0 − B2 x0 ) −(BΓ + ΑΒx0 − A2 y0 )


x1 = y1 =
A2 + B2 A2 + B2

Η ζητούμενη απόσταση d(P0, ε) ισούται με την απόσταση d(P0, P1). Επομένως

Ax 0 + By 0 + Γ
( x1 − x 0 ) + ( y1 − y 0 ) = (38)
2 2
d(P0 , ε) = d(P0 , P1 ) =
Α +Β
2 2

όπου η σχέση (38) προκύπτει όταν θέσουμε σ’ αυτήν τις παραπάνω τιμές των x1 και y1.
Άλλος τρόπος:

-337-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Θεωρούμε το εσωτερικό γινόμενο των παραλλήλων διανυσμάτων v και Ρ1Ρ0, που


θα το υπολογίσουμε με τον αλγεβρικό και γεωμετρικό τρόπο:
α) v⋅( Ρ1Ρ0)=A(x0-x1)+B(y0-y1)=Ax0+By0+Γ (διότι Ax1+By1=-Γ)

β) v ⋅ ( P1 P0 ) = v P1 P0 = A 2 +B 2 d ( P0 , Ρ 1 )

| Ax0 + Βy0 + Γ |
Επομένως d(P0 ,P1 ) =
A2 + B2

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

1) Να βρεθεί η εξίσωση της ευθείας που διέρχεται από το σημείο Ρ(-2, 3) και είναι
κάθετη στην ευθεία 2x-3y+6=0. (Απ. 3x+2y=0)

2) Να βρεθεί η εξίσωση της ευθείας που διχοτομεί κάθετα το ευθύγραμμο τμήμα με


άκρα τα σημεία Ρ1(7, 4) και Ρ2(-1, -2). (Απ. 4x+3y-15=0)

3) Να βρεθεί η εξίσωση της ευθείας που διέρχεται από το σημείο Ρ(4, -2) και η
απόσταση της αρχής των αξόνων από την ευθεία αυτή είναι d=2. (Απ. 4x+3y=10
και y=-2)

4) Δίνεται η ευθεία (ε) με εξίσωση 12x-5y-15=0. Να βρεθεί η εξίσωση της ευθείας


(η) που είναι παράλληλη προς την (ε) και έχουν απόσταση d=4. (Απ. 12x-5y+37=0
και 12x-5y-67=0)

5) Να βρεθεί η εξίσωση της δέσμης των ευθειών


α) των οποίων η κλίση είναι -4
β) διέρχονται από το σημείο Ρ(4, 1)
γ) των οποίων η τεταγμένη επί την αρχή είναι 7
δ) των οποίων το άθροισμα των συντεταγμένων επί την αρχή είναι 8
ε) των οποίων η τεταγμένη επί την αρχήν είναι διπλάσια της τετμημένης επί την
αρχήν.
(Απ. α. 4x+y-c=0 β. cx-y+1-4c=0 γ. cx-y+7=0 δ. (8-c)x+cy-8c+c2=0
ε. 2x+y-c=0)

-338-
ΕΥΘΕΙΑ ΓΡΑΜΜΗ

6) Εάν Α(x1,y1), B(x2, y2), Γ(x3,y3) είναι τρία μη συνευθειακά σημεία, να αποδείξετε,
ότι το εμβαδόν E του τριγώνου με κορυφές τα σημεία αυτά, δίνεται από την
έκφραση:
x1 y1 1
1
E = x2 y2 1
2
x3 y3 1

-339-

You might also like