Professional Documents
Culture Documents
ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΕΤΑΙΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΕΤΑΙΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΕΤΑΙΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ............................................................................................. 1
1.1 Εισαγωγή........................................................................................................ 1
1.2 Ερμηνεία εταιρείας .......................................................................................... 2
1.3 Περιορισμένη Ευθύνη ...................................................................................... 3
1.4 Κατηγορίες Εταιρειών ...................................................................................... 3
1.4.1 Ιδιωτικές Εταιρείες .......................................................................................... 3
1.4.2 Δημόσιες Εταιρείες .......................................................................................... 3
1.4.3 Εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με μετοχές v. Εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με
εγγύηση ......................................................................................................... 4
1.4.4 Societas Europaea ........................................................................................... 5
1.4.5 Διαφορές Δημοσίων και Ιδιωτικών Εταιρειών ..................................................... 5
1.5 Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης ..................................................... 8
2 ΣΥΣΤΑΣΗ ............................................................................................. 12
2.1 Εισαγωγή...................................................................................................... 12
2.2 Σύσταση εταιρειών ........................................................................................ 12
2.3 Ιδρυτικό Έγγραφο ......................................................................................... 13
2.3.1 Όνομα της εταιρείας ...................................................................................... 14
2.3.2 Σκοποί .......................................................................................................... 18
2.3.3 Περιορισμένη Ευθύνη .................................................................................... 19
2.3.4 Ποσό μετοχικού κεφαλαίου ............................................................................ 19
2.3.5 Χαρτοσήμανση και υπογραφή......................................................................... 20
2.3.6 Βεβαίωση δικηγόρου...................................................................................... 20
2.4 Καταστατικό ................................................................................................. 21
2.5 Τύποι ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού που απαιτούνται από το νόμο ........ 22
2.6 Θέσμια δήλωση συμμόρφωσης ....................................................................... 23
2.7 Λοιπά Έγγραφα ............................................................................................. 23
2.7.1 Κοινοποίηση της διεύθυνσης του εγγεγραμμένου γραφείου εταιρείας ................. 23
2.7.2 Στοιχεία σε σχέση με τους πρώτους Διευθυντές και Γραμματείς ......................... 24
2.8 Φάκελος Μετάφρασης .................................................................................... 24
2.9 Πιστοποιητικό Σύστασης ................................................................................ 24
i
4 ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΕ ΕΤΑΙΡΕΙΑ .................................................................. 42
ii
6.4.3 Μητρώο Μελών ............................................................................................. 71
6.4.4 Ευρετήριο μελών. .......................................................................................... 72
6.4.5 Διόρθωση Μητρώου ...................................................................................... 73
6.4.6 Εμπιστεύματα ............................................................................................... 73
6.4.7 Φύση μετοχών .............................................................................................. 73
7.1 Εισαγωγή...................................................................................................... 75
7.2 Μερίσματα από κέρδη .................................................................................... 75
7.3 Έκδοση μετοχών υπό το άρτιο ....................................................................... 76
7.4 Έκδοση εξαγοράσιμων προνομιούχων μετοχών ................................................ 76
7.5 Απαγόρευση απόκτησης ιδίων μετοχών ........................................................... 77
7.6 Απαγόρευση για οικονομική βοήθεια από εταιρεία για αγορά δικών της μετοχών . 77
7.7 Μείωση κεφαλαίου ........................................................................................ 79
8.1 Εισαγωγή...................................................................................................... 82
8.2 Τύπος Μεταβίβασης ....................................................................................... 82
8.3 Περιορισμοί στο Δικαίωμα Μεταβίβασης Μετοχών ............................................ 83
8.3.1 Νομοθετικοί Περιορισμοί ................................................................................ 83
8.3.2 Καταστατικοί Περιορισμοί............................................................................... 83
8.4 Διαδικασία Μεταβίβασης................................................................................. 84
8.5 Πιστοποιητικά Μετοχών ................................................................................. 85
9.1 Εισαγωγή...................................................................................................... 87
9.2 Διαχωρισμός εξουσιών μεταξύ διοικητικού συμβουλίου και γενικής συνέλευσης .. 88
9.3 Διοικητικοί Σύμβουλοι .................................................................................... 88
9.3.1 Διορισμός Συμβούλων.................................................................................... 89
9.3.2 Πρώτοι Σύμβουλοι ......................................................................................... 89
9.3.3 Μετέπειτα Σύμβουλοι ..................................................................................... 90
9.3.4 Παύση Συμβούλων ........................................................................................ 90
9.4 Διοικητικό Συμβούλιο ..................................................................................... 91
9.4.1 Εκχώρηση εξουσιών ...................................................................................... 92
9.4.2 Διαδικασία .................................................................................................... 92
9.4.3 Απαρτία ........................................................................................................ 92
9.4.4 Σύγκληση συνεδρίας διοικητικού συμβουλίου ................................................... 93
iii
10.3.3 Εργασίες Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης ............................................................. 98
10.3.4 Έκτακτες Γενικές Συνελεύσεις ......................................................................... 99
10.3.5 Ειδοποίηση για σύγκληση συνελεύσεων......................................................... 100
10.4 Διαδικασία στις Γενικές Συνελεύσεις .............................................................. 101
10.4.1 Εταιρείες με ένα μόνο μέλος ......................................................................... 101
10.4.2 Απαρτία ...................................................................................................... 101
10.4.3 Πρόεδρος Συνέλευσης ................................................................................. 101
10.4.4 Εξάσκηση δικαιώματος ψήφου ..................................................................... 102
10.4.5 Αντιπρόσωποι ............................................................................................. 103
10.4.6 Συμμετοχή στη γενική συνέλευση με ηλεκτρονικά μέσα .................................. 103
10.4.7 Πρακτικά .................................................................................................... 103
10.5 Ψηφίσματα ................................................................................................. 104
10.5.1 Γενικά ........................................................................................................ 104
10.5.2 Συνήθη ψηφίσματα ..................................................................................... 104
10.5.3 Έκτακτα ψηφίσματα .................................................................................... 104
10.5.4 Ειδικά ψηφίσματα........................................................................................ 105
10.5.5 Ψηφίσματα για τα οποία απαιτείται μεγαλύτερη πλειοψηφία στο καταστατικό ... 105
iv
13.2.5 Αιτητές ....................................................................................................... 130
13.2.6 Η αίτηση .................................................................................................... 130
13.2.7 Διάταγμα εκκαθάρισης και οι συνέπειες του ................................................... 131
13.2.8 Διάλυση ..................................................................................................... 133
13.3 Εκούσια Εκκαθάριση .................................................................................... 134
13.3.1 Έναρξη....................................................................................................... 134
13.3.2 Εκκαθάριση από τα μέλη ή τους πιστωτές...................................................... 134
13.3.3 Διορισμός Εκκαθαριστή ................................................................................ 135
13.3.4 Συνέπειες εκούσιας εκκαθάρισης ................................................................... 135
13.3.5 Τελικές συνελεύσεις..................................................................................... 135
13.4 Εκκαθάριση με την εποπτεία του Δικαστηρίου ................................................ 136
13.5 Προτεραιότητες........................................................................................... 137
v
1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1.1 Εισαγωγή
Η Κυπριακή
Ο περί Εταιρειών Νόμος, Κεφ. 113 των Νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας, που
βασίζεται κατά κύριο λόγο στο Αγγλικό Companies Act του 1948, είναι πρωτότυπα
γραμμένος στην Αγγλική γλώσσα και μεταγενέστερα μεταφρασμένος στα Ελληνικά.
Από την διακήρυξη της Κυπριακής Ανεξαρτησίας το 1960, έχουν θεσπιστεί περί των
40 τροποποιήσεων στο Νόμο, όλες στην Ελληνική Γλώσσα.
Η νομική βιβλιογραφία στο θέμα Κυπριακών εταιρειών αποτελείται από την έκδοση
του δικηγόρου Χριστάκη Λουκά Σύμβουλοι Εταιρειών του 1991 και το σύγγραμμα
Κυπριακό Εταιρικό Δίκαιο του αείμνηστου δικηγόρου Γιώργου (Γώγου) Κακογιάννη
του 2001. Επιπρόσθετα, έχει αφιερωθεί ένα σημαντικό κεφάλαιο στην περιεκτική
1
Πηγή: ιστοσελίδα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη (www.mcit.gov.cy/mcit/drcor),
5/10/2008
1
έκδοση του 2000 Introduction to Cyprus Law by του δικηγορικού οίκο Ανδρέας
Νεοκλέους & Σία (Ηλίας Α Νεοκλέους, Κυριάκος Γεωργιάδης και Markus Zalewski).
Το Κεφ. 113 ορίζει την λέξη “εταιρεία” ως εταιρεία που συστάθηκε και γράφτηκε
“βάσει του παρόντος Νόμου ή υφιστάμενη Εταιρεία” 1 . Η ερμηνεία αυτή είναι
κυκλική, βασίζεται πάνω στην ίδια τη λέξη που προσπαθεί να ορίσει, εν μέρει
επιβεβαιώνοντας αυτούς που ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί εύκολα να αποδοθεί
ορισμός στην “εταιρεία”.
Στο παρελθόν, μια προσπάθεια ορισμού ήταν ότι μια εταιρεία αποτελεί ένα σύνδεσμο
προσώπων που συνεργάζονται για την επίτευξη κοινού σκοπού ή σκοπών. Ο ορισμός
αυτός δεν είναι πλέον ακριβής καθότι, ενώ μέχρι το 2000 μια Κυπριακή εταιρεία
έπρεπε να αποτελείται από τουλάχιστον δύο μέλη, το Κεφ. 113 τροποποιήθηκε2 με
τρόπο που να επιτρέπει σε εταιρεία να έχει μόνο ένα μέλος.
Μπορεί να λεχθεί ότι εταιρεία σημαίνει τη νομική οντότητα που δημιουργείται και
λειτουργεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ. 113) και της
οποίας η ύπαρξη επιμαρτυρείται από το πιστοποιητικό σύστασης που εκδίδεται από
τον Έφορο Εταιρειών.
(α) Εκτός από τις εταιρείες υπάρχουν και άλλες κατηγορίες νομικών προσώπων. Π.χ.
συνεταιρισμοί και σωματεία. Η ίδρυση και λειτουργία αυτών των κατηγοριών
διέπεται από άλλη νομοθεσία και όχι από το Κεφ. 113. Ο περί Ομορρύθμων και
Ετερορρύθμων Συνεταιρισμών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμος
(Συνεταιρισμοί) Κεφ. 116 στους συνεταιρισμούς ως (ομόρρυθμες και
ετερόρρυθμες) εταιρείες κάτι που δυνατό να προκαλέσει κάποια σύγχυση.
(β) Επίσης πρέπει να λεχθεί ότι υπάρχει ένα ακόμη είδος εταιρείας (συγκροτημένου
νομικού προσώπου) που δεν διέπεται από τον περί Εταιρειών Νόμο. Αυτό είναι
οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου που δημιουργούνται από νομοθεσία π.χ. ΡΙΚ και
ΑΗΚ.
1
Κεφ. 113, άρθρο 2
2
Ν. 2(Ι)/2000
2
Εταιρεία ή Εταιρία
Η επίσημη μετάφραση του Κεφ. 113 στην Ελληνική γλώσσα αναφέρει την λέξη
“εταιρεία” με -ει-. Συχνά όμως συναντάται και η γραφή “εταιρία” με -ι-. Το λεξικό
της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη 1 περιλαμβάνει τον
ακόλουθο γλωσσικό σχολιασμό:
Αυτός όμως που σχετίζεται με την εταιρεία γράφεται «εταιρικός» (με -ι-) και όχι
«εταιρεικός».
Το Κεφ. 113, διαχωρίζει τις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης σε δύο κυρίως τύπους:
ιδιωτικές και δημόσιες εταιρείες περιορισμένης ευθύνης:
1
Α’ Έκδοση Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα 1998
2
Κεφ. 113, άρθρο 3(1)
3
1.4.1 Ιδιωτικές Εταιρείες
Όταν το καταστατικό εταιρείας περιλαμβάνει τις πιο πάνω διατάξεις αλλά δεν γίνεται
συμμόρφωση με οποιεσδήποτε από τις διατάξεις αυτές, η εταιρεία παύει να
δικαιούται να έχει κάτω από 7 μετόχους σαν η εταιρεία να μην ήταν ιδιωτική 2, με
όλα τα αποτελέσματα που ο περιορισμός αυτός επιφέρει3. Το δικαστήριο μπορεί να
δώσει απαλλαγή από δυσμενείς συνέπειες που μπορεί να προκύψουν λόγω τέτοιας
μη συμμόρφωσης αν ικανοποιηθεί ότι η παράληψη συμμόρφωσης ήταν τυχαία, εκ
παραδρομής ή οφειλόταν σε άλλη ικανοποιητική αιτία ή λόγο4.
Μετοχές σε ιδιωτική εταιρεία μπορούν να κατέχονται από ένα και μόνο πρόσωπο
είτε από τη σύσταση της εταιρείας, είτε με τη μετέπειτα απόκτηση τους από ένα και
μοναδικό πρόσωπο5.
“Δημόσια εταιρεία” ορίζεται από στο Κεφ. 113 να σημαίνει την εταιρεία που δεν είναι
ιδιωτική7.
1
Κεφ. 113, άρθρο 29(1)
2
Κεφ. 113, άρθρο 30(1)
3
Κεφ. 113, άρθρα 32, 211(δ) και 213(1)(α)(i)
4
Κεφ. 113, άρθρο 30(2)
5
Κεφ. 113, άρθρο 29. Όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα κατέχουν μετοχή ή μετοχές από κοινού,
θεωρούνται ως ένα μέλος.
6
Βλ. παράγραφο 1.4.3
7
Κεφ. 113, άρθρο 2
3
Επισημαίνεται, καθότι το θέμα αυτό αποτελεί σημείο σύγχυσης σε πρόσωπα που δεν
έχουν προηγούμενη τριβή με εταιρείες, ότι δημόσιες εταιρείες δεν είναι μόνο οι
εταιρείες των οποίων οι τίτλοι τυγχάνουν διαπραγμάτευσης στο Χρηματιστήριο
Αξιών Κύπρου ή άλλη οργανωμένη αγορά.
Πέραν του διαχωρισμού εταιρειών σε ιδιωτικές και δημόσιες, στο Κεφ. 113 υπάρχει
ακόμη ένας διαχωρισμός κατηγοριών εταιρειών, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με
μετοχές και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση.
Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές ορίζεται στο Κεφ. 113 ως “εταιρεία που
η ευθύνη των µελών της περιορίζεται από το ιδρυτικό έγγραφο στο ποσό, αν υπάρχει
που δεν πληρώθηκε για τις μετοχές που κατέχουν αντίστοιχα”1.
Τα μέλη της Εταιρείας (οι Μέτοχοι) λαμβάνουν μετοχές οι οποίες εκδίδονται από την
εταιρεία.
4
Εταιρεία Περιορισμένης ευθύνης δια εγγυήσεως
Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση ορίζεται στο Κεφ. 113 ως “εταιρεία που
η ευθύνη των µελών της περιορίζεται από το ιδρυτικό έγγραφο μέχρι του ποσού
που τα µέλη ήθελαν αναλάβει αντίστοιχα να συνεισφέρουν στο ενεργητικό της
εταιρείας σε περίπτωση διάλυσής της”1
1
Κεφ. 113, άρθρο 3(2)(β)
2
Κεφ. 113, άρθρο 2, Βλ. Ενότητα 0
5
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ
ΜΕΛΗ/ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ελάχιστος Αριθμός Μελών Επτά1 Ένα2
Μέγιστος Αριθμός Μετόχων 503
- (εξαιρουμένων υπαλλήλων και
πρώην υπαλλήλων του ιδίου
ομίλου εταιρειών)
Ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο €25.6294 -
Δικαίωμα έκδοσης ενταλμάτων Επιτρέπεται5 Δεν επιτρέπεται6
μετοχών
Έκδοση μετοχών υπό το άρτιο Δεν επιτρέπεται7 Επιτρέπεται με περιορισμούς8
(κάτω από την ονομαστική
αξία)
Υποχρέωση επιβολής Δεν υπάρχει Πρέπει με το καταστατικό να
περιορισμών στο δικαίωμα περιορίζουν το δικαίωμα
μεταβίβασης μετοχών μεταβίβασης μετοχών9
Πρόσκληση στο κοινό για Επιτρέπεται Πρέπει με το καταστατικό να
εγγραφή για μετοχές και απαγορεύεται11
χρεωστικά ομόλογα10
Κανόνες παραχώρησης Μετοχές παραχωρούνται μόνο Δεν υπάρχουν ρητές πρόνοιες
μετοχών όχι για μετρητά έναντι εισφοράς στοιχείων στη νομοθεσία
ενεργητικού δεκτικών
οικονομικής αποτιμήσεως τα
οποία έχουν προηγουμένως
εκτιμηθεί σύμφωνα με το
νόμο12
Κανόνες ψηφοφορίας σε Υπάρχουν ρητές πρόνοιες στη Δεν υπάρχουν ρητές πρόνοιες
περίπτωση αποφάσεων της νομοθεσία 13 στη νομοθεσία
γενικής συνέλευσης για
αλλαγές στο κεφάλαιο και
δικαιώματα τάξεων μετοχών
1
Κεφ. 113, άρθρο 3(1)
2
Κεφ. 113, άρθρα 3(1) και 29
3
Κεφ. 113, άρθρο 29(1)(β)
4
ΛΚ15,000, Κεφ. 113, άρθρο 4Α
5
Κεφ. 113, άρθρο 81
6
Κεφ. 113, άρθρα 81, 29(1)(α)
7
Κεφ. 113, άρθρο 56(1)
8
Κεφ. 113, άρθρο 56(2)
9
Κεφ. 113, άρθρο 29(1)(α). Δεν καθορίζεται από το Νόμο ποιοι περιορισμοί πρέπει να εφαρμόζονται.
Συνήθεις περιορισμοί είναι δικαιώματα προτιμησιακής αγοράς μετοχών και απόλυτο ή υπό
περιορισμούς δικαίωμα διοικητικού συμβουλίου να μην εγκρίνει μεταβιβάσεις.
10
"πρόσκληση για εγγραφή" σημαίνει οποιαδήποτε πρόσκληση για εγγραφή, ειδοποίηση, εγκύκλιο,
διαφήμιση ή άλλη πρόσκληση που προσφέρει στο κοινό μετοχές ή χρωστικά ομόλογα για εγγραφή
ή αγορά, Κεφ. 113, άρθρο 2
11
Κεφ. 113, άρθρο 29(1)(γ)
12
Κεφ. 113, άρθρο 47Α
13
Κεφ. 113, άρθρο 59Α
6
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ
Κανόνες εξοφλήσεως μετοχών Τουλάχιστον 25% -
που εκδόθηκαν από αύξηση ονομαστικής αξίας και
μετοχικού κεφαλαίου ολόκληρο το ποσό υπέρ το
άρτιο 1
Αρχή προτιμήσεως των Υπάρχουν ρητές πρόνοιες στη Δεν υπάρχουν ρητές πρόνοιες
παλαιών μετόχων κατά την νομοθεσία 2 στη νομοθεσία
αύξηση μετοχικού κεφαλαίου
σε μετρητά
Ίση μεταχείριση μετόχων της Μέτοχοι που κατέχουν Δεν υπάρχουν ρητές πρόνοιες
αυτής κλάσεως μετοχές της ίδιας κλάσεως στη νομοθεσία
πρέπει να τυγχάνουν ίσης
μεταχείρισης από την εταιρεία
και αντίθετες διατάξεις στο
ιδρυτικό ή καταστατικό
έγγραφο ή αποφάσεις της
γενικής συνέλευσης είναι
άκυρες3
Περιορισμοί στη διανομή Υπάρχουν ρητές πρόνοιες στη Δεν υπάρχουν ρητές πρόνοιες
μερισμάτων, κερδών και νομοθεσία4 στη νομοθεσία
στοιχείων ενεργητικού
Ανάγκη δράσεως σε περίπτωση Υπάρχουν ρητές πρόνοιες στη Δεν υπάρχουν ρητές πρόνοιες
σημαντικής απώλειας νομοθεσία5 στη νομοθεσία
μετοχικού κεφαλαίου
Συγχώνευση και διάσπαση Υπάρχουν ρητές πρόνοιες στη Δεν υπάρχουν ρητές πρόνοιες
νομοθεσία6 στη νομοθεσία
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ
Ελάχιστος Αριθμός Διοικητικών Δύο7 Ένας 8
Συμβούλων
Κανόνες που καθορίζουν Ναι9 -
αριθμό και τρόπο διορισμού
συμβούλων πρέπει δια νόμου
να περιλαμβάνονται στο
καταστατικό
1
Κεφ. 113, άρθρο 60Α
2
Κεφ. 113, άρθρο 60Β
3
Κεφ. 113, άρθρο 69Α
4
Κεφ. 113, άρθρα 169Α-169Ε
5
Κεφ. 113, άρθρο 169ΣΤ
6
Κεφ. 113, άρθρα 201Α-201Η
7
Κεφ. 113, άρθρο 170
8
Κεφ. 113, άρθρο 170
9
Κεφ. 113, άρθρο 4(5)(α)
7
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ
Περιορισμοί διορισμού Διευθυντές πρέπει να
διευθυντών κοινοποιούν στον Έφορο
Εταιρειών: -
(α) Γραπτή Συγκατάθεση
(β) Συμμόρφωση με
υποχρέωση ανάληψης
μετοχών, αν υπάρχει1
ΕΡΓΑΣΙΕΣ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Έναρξη εργασιών Με την έκδοση από Έφορο Αμέσως με την έκδοση
Εταιρειών (α)πιστοποιητικού πιστοποιητικού σύστασης3
σύστασης και (β)
πιστοποιητικού Έναρξης
Εργασιών2)
Θέσμια Γενική Συνέλευση Υποχρέωση σύγκλισης
θέσμιας Γενικής Συνέλευσης
μεταξύ 1-3 μήνες από την
ημερομηνία που η εταιρεία -
δικαιούται να προχωρήσει
στην έναρξη εργασιών4
Σκοπός του Τμήματος είναι η υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής σε θέματα που
υποβοηθούν την ανάπτυξη της οικονομίας καθώς και η δημιουργία και διατήρηση
κατάλληλων συνθηκών για παραπέρα δραστηριοποίηση του εμποροβιομηχανικού
κόσμου τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό.
8
(δημόσιες και ιδιωτικές), εμπορικές επωνυμίες, πτωχεύσεις και εκκαθαρίσεις όπως
επίσης την ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας και έρευνας σε σχέση με τα
εμπορικά σήματα, σήματα υπηρεσιών, πνευματική και βιομηχανική ιδιοκτησία,
πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία της πληροφορίας, ευρεσιτεχνία,
βιομηχανικά σχέδια και υποδείγματα, φιλολογικά και καλλιτεχνικά έργα, ονομασίες
προέλευσης προϊόντων, ποικιλίες φυτών κ.λπ.
Το Τμήμα Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου υπάγεται από το 1960 στο Υπουργείο
Εμπορίου και Βιομηχανίας.
Παρ’ όλον που ο Κλάδος Πτωχεύσεων είναι ο νεότερος Κλάδος όπως φαίνεται από
την ιστορική αναφορά για τη δημιουργία του Τμήματος, εντούτοις οι υπόλοιποι
Κλάδοι προσαρτήθηκαν σ’ αυτόν ιδίως γιατί βρισκόταν στη Λευκωσία και έτσι
εξηγείται και γιατί το Τμήμα αρχικά ονομάστηκε Τμήμα Επίσημου Παραλήπτη και
Εφόρου. Ο Κλάδος Εταιρειών είναι ο μεγαλύτερος Κλάδος του Τμήματος.
Μετά την απόσπαση των δύο αυτών Κλάδων το Τμήμα έχει παραμείνει όπως είναι
σήμερα και το 1990 μετονομάστηκε σε “Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου
Παραλήπτη”.
Το Τμήμα είναι υπεύθυνο για την εγγραφή και τήρηση του μητρώου των Εταιρειών,
Συνεταιρισμών, Εμπορικών Επωνυμιών, Εμπορικών Σημάτων, Διπλωμάτων
Ευρεσιτεχνίας, Βιομηχανικών Σχεδίων κλπ., καθώς επίσης και τη διαχείριση
περιουσιών αφερέγγυων εταιρειών και ατόμων.
9
Στόχος του Τμήματος είναι η δημιουργία, σωστά και έγκαιρα, ενημερωμένης αγοράς
για την προώθηση του εμπορίου με το να παρέχει σωστές και έγκυρες πληροφορίες
για τις εγγεγραμμένες επιχειρήσεις, τα προϊόντα τους, τις υπηρεσίες τους και τις
οικονομικές τους καταστάσεις.
Η εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος είναι υψίστης σημασίας ιδιαίτερα στον τομέα
των Υπηρεσιών και εξυπηρετεί μεγάλο αριθμό δικηγορικών και λογιστικών γραφείων
τα οποία απασχολούν σήμερα χιλιάδες άτομα.
10
και προστασία των πιο πάνω εκτός των Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας.
ΈΦΟΡΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ
ΕΠΙΣΗΜΟΣ
ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ
Αρχείο Λογιστήριο
ΤΟΜΕΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ
ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΝ / ΤΟΜΕΑΣ
ΚΑΙ
ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ
ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΕΩ Εγγραφές
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
Ν Οργανισμών Προστατευμόμ
Σ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
(Εταιρειών, ενες
συνεταιρισμώ ονομασίες
ν, Εμπορικών προέλευσης
Επωνυμιών, και Ενδείξεων
Αλλοδαπών Πηγής
Έγγραφα
Εταιρειών) Εμπορικά
Οργανισμών
Σήματα
Γενικά
Επιβαρύνσεις Εθνικά
Έγκριση
Διεθνή
ονομάτων
Κοινοτικά
Διπλώματα
Ευρεσιτεχνίας
(Εθνικά &
Ευρωπαϊκά)
Βιομηχανικά
Σχέδια και
Υποδείγματα
11
2 ΣΥΣΤΑΣΗ
2.1 Εισαγωγή
Η ύπαρξη κάθε εταιρείας ξεκινά με την έκδοση από τον Έφορο Εταιρειών του
πιστοποιητικού σύστασης. Για την έκδοση του πιστοποιητικού αυτού θα πρέπει οι
ιδρυτές της εταιρείας, μέσω των δικηγόρων τους, να καταχωρήσουν στον έφορο
εταιρειών, αριθμό εγγράφων που προβλέπονται από το Κεφ. 113. Τα κυριότερα από
αυτά τα έγγραφα είναι το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό της εταιρείας. Το
ιδρυτικό έγγραφο, όπως το όνομα του προδίδει, είναι το έγγραφο σύμφωνα με το
οποίο ιδρύεται η εταιρεία και περιλαμβάνει το όνομα υπό το οποίο η εταιρεία θα
συσταθεί, την χώρα του εγγεγραμμένου γραφείου της εταιρείας, τους σκοπούς για
τους οποίους ιδρύεται η εταιρεία, την ευθύνη των μελών της εταιρείας και το
κεφάλαιο της εταιρείας. Το καταστατικό έγγραφο της εταιρείας είναι το έγγραφο
που καθορίζει τους κανονισμούς για τον τρόπο λειτουργίας της εταιρείας.
Υπεύθυνη αρχή για την εγγραφή εταιρειών στην Κύπρο είναι ο Έφορος Εταιρειών
και Επίσημος Παραλήπτης. Ο Έφορος έχει την εξουσία αυτή δυνάμει εκχώρησης
εξουσιών από το Υπουργικό Συμβούλιο.
12
(γ) Θέσμια δήλωση συμμόρφωσης (έντυπο ΗΕ1)1.
13
εταιρειών περιορισμένης ευθύνης με μετοχές1, με εγγύηση χωρίς μετοχικό κεφάλαιο2
και με εγγύηση και με μετοχικό κεφάλαιο3.
Το όνομα της εταιρείας πρέπει να αναφέρεται στο ιδρυτικό έγγραφο μαζί με τις
ακόλουθες λέξεις ή αρχικά ανάλογα με την περίπτωση ως την τελευταία λέξη ή λέξεις
του ονόματος:
Εταιρεία που συστήνεται για την προαγωγή οποιουδήποτε κοινωφελούς σκοπού και
προτίθεται να διαθέτει τα κέρδη της ή άλλο εισόδημα για την προαγωγή των σκοπών
της και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις δύναται, με άδεια του Υπουργικού
Συμβουλίου, να παραλείψει τη λέξη “λίμιτεδ” από το όνομα της8.
Καμιά εταιρεία δεν εγγράφεται με όνομα που κατά τη γνώμη του Εφόρου Εταιρειών
είναι ανεπιθύμητο 9 . Το "ανεπιθύμητο" δεν μπορεί να κριθεί αυθαίρετα και
1
Κεφ. 113, Πρώτο Παράρτημα Πίνακας Β
2
Κεφ. 113, Πρώτο Παράρτημα Πίνακας Γ
3
Κεφ. 113, Πρώτο Παράρτημα Πίνακας Δ
4
Κεφ. 113, άρθρο 4(1)(α)(i)
5
Κεφ. 113, άρθρο 4(1)(α)(ii)
6
Κεφ. 113, άρθρο 4(1)(α)(iii)
7
περί Δικηγόρων Νόμος, Κεφ. 2, άρθρο 6Γ(6)
8
Για εκτενέστερη αναφορά του δικαιώματος παράλειψης της λέξης “λίμιτεδ” βλ. Ενότητα 4
9
Κεφ. 113, άρθρο 18
14
υποκειμενικά από τον Έφορο Εταιρειών. Η κρίση πρέπει να είναι με αντικειμενικά
κριτήρια και η εξουσία να ασκηθεί με εύλογο τρόπο. Η απόφαση πρέπει να είναι
αιτιολογημένη 1 . Έχει νομολογηθεί ότι οι πρόνοιες του περί Ομορρύθμων και
Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου (Κεφ. 116) και του Κεφ.
113 αναφορικά με το θέμα αυτό είναι ουσιαστικά ταυτόσημες και ότι πρέπει να
ασκούνται με βάση τα ίδια κριτήρια 2 . Κατά συνέπεια υποθέσεις δικαστηρίων
αναφορικά με το Κεφ. 116 μπορούν να θεωρούνται αυθεντίες και για θέματα
ονομάτων εταιρειών.
Ομοιότητα
Τί συνιστά ανεπιθύμητο όνομα δεν προσδιορίζεται στο νόμο. Συνάγεται όμως από
τις διατάξεις του Κεφ. 1133 ότι όνομα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεπιθύμητο εάν
προσομοιάζει υπέρμετρα με το όνομα με το οποίο έχει υφιστάμενη εταιρεία η οποία
είχε νωρίτερα εγγραφεί4. Η εν λόγω πρόνοια προβλέπει ότι όπου εταιρεία κατά την
πρώτη της εγγραφή ή κατά την εγγραφή της με νέο όνομα, λόγω αβλεψίας ή άλλου
λόγου, γράφτηκε με όνομα που κατά τη γνώμη του Εφόρου Εταιρειών είναι πολύ
όμοιο με το όνομα με το οποίο υφιστάμενη εταιρεία γράφτηκε προηγούμενα, η
εταιρεία που αναφέρθηκε πρώτα μπορεί να αλλάξει το όνομά της με την έγκριση
του Εφόρου Εταιρειών, και αν ο Έφορος Εταιρειών διατάξει μέσα σε έξι μήνες από
την εγγραφή της με το όνομα αυτό, οφείλει να το αλλάξει μέσα σε έξι εβδομάδες
από τη διαταγή (ή μέσα σε τέτοια μεγαλύτερη περίοδο που Έφορος Εταιρειών)
δυνατό να θεωρήσει ορθό να επιτρέψει5. Για να θεωρηθεί όνομα ως “πολύ όμοιο”
πρέπει προσομοιάζει υπέρμετρα με το όνομα που έχει υφιστάμενη εταιρεία με την
λέξη "υπέρμετρα" να υποδηλώνει έκδηλη ή καταφανή (striking or overbearing)
ομοιότητα των δύο ονομάτων οπτικά και ακουστικά6.
Κατά τη διεξαγωγή της σχετικής έρευνάς του για το προτεινόμενο όνομα εταιρείας
ο Έφορος Εταιρειών δεν περιορίζεται μόνο σε κυπριακές εταιρείες. Υπάρχει
δυνατότητα άρνησης εγκρίσεως επωνυμίας για σκοπούς προστασίας διεθνούς φήμης
οργανισμού, μη εγγεγραμμένου στην Κύπρο7.
1
JMC Polytrade v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 294
2
The Cyprus Supply Company v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 4Δ ΑΑΔ 3071
3
Κεφ. 113, άρθρο 19(2)
4
Deloitte Haskins & Sells Associates Ltd, Deloitte Haskins & Sells v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997)
4Β ΑΑΔ 1209
5
Κεφ. 113, άρθρο 19(2)
6
Entechno Development v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2613, Epsilon Electromechanical Limited v.
Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας (1992) 4 A.A.Δ. 723, Deloitte Haskins & Sells Associates Ltd,
Deloitte Haskins & Sells v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4Β ΑΑΔ 1209
7
Μερίτιαν Χοτέλς Λτδ. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4Ε ΑΑΔ 3943
15
Περιγραφικά Ονόματα
Σημείωση Πρακτικής
Ο Έφορος Εταιρειών έχει εκδώσει για καθοδήγηση του κοινού σημείωση πρακτικής
που ακολουθεί, όσο είναι πρακτικά δυνατόν, τη σημείωση πρακτικής που ίσχυε για
το Αγγλικό Companies Act του 1948 από το Board of Trade της Αγγλίας5 με τις
ακόλουθες καθοδηγητικές και μη εξαντλητικές σημειώσεις σε σχέση με την άσκηση
της διάκρισης του αναφορικά με το θέμα αυτό. Η σημείωση αυτή αντικαταστάθηκε
το 2015 από οδηγίες συμπλήρωσης αίτησης για έγκριση ονόματος που περιέχει την
ακόλουθη καθοδήγηση:
16
ή επί ευρείας περιοχής.
vi. Όταν υποδηλώνει σχέση ή προστασία που παρέχεται από την Κυπριακή
Δημοκρατία, τον Πρόεδρο ή Αντιπρόεδρο της ή οποιοδήποτε Υπουργό εκτός
εάν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
vii. Όταν υποδηλώνει σχέση με κάποιο Υπουργείο ή Κυβερνητικό Τμήμα ή
Δημοτική ή άλλη Τοπική Αρχή ή με οποιοδήποτε οργανισμό ή σώμα που
συστάθηκε με Νόμο ή με την Κυβέρνηση οποιασδήποτε ξένης χώρας εκτός εάν
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
(α) Ένα όνομα δεν γίνεται αποδεκτό αν τούτο είναι παραπλανητικό. Αν για
παράδειγμα, το όνομα υποδηλώνει ότι μια εταιρεία με περιορισμένες πόρους
διεξάγει εργασία σε μεγάλη κλίμακα ή επί ευρείας περιοχής.
(γ) Δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά ονόματα που υποδηλούν σχέση με κάποιο
Υπουργείο ή Κυβερνητικό Τμήμα ή Δημοτική ή άλλη Τοπική Αρχή ή με
οποιοδήποτε οργανισμό ή σώμα που συστάθηκε με Νόμο ή με την Κυβέρνηση
οποιαδήποτε ξένης χώρας, εκτός εάν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
(δ) Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις για βάσιμους λόγους και με όρους θα επιτρέπονται
ονόματα που περιλαμβάνουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες λέξεις: ΕΘΝΙΚΟΣ,
ΔΙΕΘΝΕΙΣ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, ΕΥΡΩΠΗ, EURO,
INTERNATIONAL.
(στ) Ονόματα που περιλαμβάνουν κύριο όνομα που δεν είναι το μικρό όνομα και/ή
το επώνυμο ενός από τους διευθυντές ή μετόχους ή ιδιοκτήτη θα επιτρέπονται
μόνο εφόσον συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για την αποδοχή τους.
(ζ) Ονόματα που περιλαμβάνουν τις ακόλουθες λέξεις θα επιτρέπονται μόνο εφ'
όσον οι περιπτώσεις το δικαιολογούν: Τράπεζα, Τραπεζικός, Επένδυση, Trust,
Insurance, Broker.
(θ) Σε περίπτωση κατά την οποία το όνομα της εταιρείας ήθελε εγκριθεί και
προσομοιάζει με εμπορικό σήμα εγγεγραμμένο ή παγκοίνως γνωστό θα είναι
17
αναγκαία η προσαγωγή έγγραφης συγκατάθεσης του ιδιοκτήτη του Εμπορικού
Σήματος άλλος η τυχόν έγκριση του ονόματος της προτεινόμενης εταιρείας θα
θεωρείται άκυρη.
2.3.2 Σκοποί
Το ιδρυτικό έγγραφο κάθε εταιρείας πρέπει επίσης να αναφέρει τους σκοπούς της
εταιρείας5. Οι σκοποί της εταιρείας δεν μπορούν να είναι παράνομοι6. Μια εταιρεία
έχει δικαίωμα και εξουσία να εκτελεί μόνο εκείνες τις πράξεις που καλύπτονται από
τις εξουσίες που της παρέχει το ιδρυτικό της έγγραφο ή που είναι παρεμφερείς ή
προκύπτουν από την ενάσκηση των ρητώς προνοουμένων εξουσιών της7. Λόγω των
αυστηρών κανόνων του κοινοδικαίου αναφορικά με τα αποτελέσματα υπέρβασης
των εξουσιών εταιρείας, έχει επικρατήσει να συντάσσονται λεπτομερείς και εκτενείς
σκοποί8.
1
www.mcit.gov.cy/mcit/drcor
2
Παράρτημα Τέλη Εφόρου Εταιρειών
3
Παράρτημα Τέλη Εφόρου Εταιρειών
4
Κρίνου Μακρίδη v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4Β ΑΑΔ 810, Σύνδεσμος Ανεξαρτήτων Λογιστών
Κύπρου v. Κυπριακής Δημοκρατίας Υπόθεση αρ. 1058/99 ημερομηνίας 22/5/2001 (μη-δημοσιευμένη)
5
Κεφ. 113, άρθρο 4(1)(β)
6 Κεφ. 113, άρθρο 3(1)
7 Συνεργατικο Ταμιευτηριο Αγιου Δομετιου Λτδ. v. Σαββα Φιλ. Δρουσιωτη (2006) 1Β ΑΑΔ 873.
8 Για πιο λεπτομερή ανάλυση των σκοπών εταιρείας και τα πιθανά αποτελέσματα σε περίπτωση
υπερβασης των σκοπών βλ. Ενότητα 5
18
Σύμφωνα με τη νέα πρόνοια, ιδρυτικό έγγραφο ιδιωτικής εταιρείας περιορισμένης
ευθύνης με μετοχές μπορεί, αντί να αναφέρει οποιουσδήποτε συγκεκριμένους
σκοπούς εργασιών, να αναφέρει ότι ο σκοπός της εταιρείας είναι η διεξαγωγή
εργασιών ως εμπορικής εταιρείας γενικών σκοπών και στην περίπτωση αυτή, η
εταιρεία μπορεί:
19
Π.χ. “Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας είναι διακόσιες χιλιάδες ευρώ διαιρεμένο
σε διακόσιες χιλιάδες μετοχές ονομαστικής αξίας ενός ευρώ η κάθε μια.”1
Κάθε ιδρυτής της εταιρείας, δηλαδή πρόσωπο που υπoγράφει το ιδρυτικό έγγραφο,
πρέπει να γράψει απέναντι από το όνομά του τον αριθμό των μετοχών που
λαμβάνει2, και κανένας από τους ιδρυτές δεν δύναται να πάρει λιγότερο από μια
μετοχή3.
Στο πιο πάνω παράδειγμα το ποσό των €200,000 αποτελεί το ονομαστικό κεφάλαιο
της εταιρείας, δηλαδή το μέγιστο ποσό κεφαλαίου που η εταιρεία μπορεί να εκδώσει
σε μετοχές. Το ποσό που αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία των μετοχών που
αναλαμβάνει να πάρει ο κάθε ένας από τους ιδρυτές της εταιρείας αποτελεί το
εκδομένο κεφάλαιο της εταιρείας (με τη σύσταση της) δηλαδή το ποσό που ο κάθε
ιδρυτής θα είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στην εταιρεία4.
Κάθε ιδρυτικό έγγραφο πρέπει να φέρει την υπογραφή του δικηγόρου που το
συνέταξε όπως επίσης (με σφραγίδα ή ευανάγνωστα γραμμένα) το ονοματεπώνυμο
1
Κεφ. 113, Πρώτο Παράρτημα, Πίνακας Β
2
Κεφ. 113, άρθρο (4)(4)(γ)
3
Κεφ. 113, άρθρο (4)(4)(γ)
4
Για πιο λεπτομερή ανάλυση του θέματος κεφαλαίου βλ. Ενότητα 6.
5
ΛΚ15,000, Κεφ. 113, άρθρο 4Α(1)
6
Κεφ. 113, άρθρα 4Α(2) και 104(3)(α)
7
Κεφ. 113, άρθρο 5
20
και διεύθυνση εργασίας του1.
2.4 Καταστατικό
Το Καταστατικό είναι το έγγραφο που καθορίζει τους κανονισμούς για τον τρόπο
λειτουργίας της εταιρείας2. Μαζί με το ιδρυτικό έγγραφο δεσμεύουν την εταιρεία και
τα μέλη της και αποτελούν ουσιαστικά συμφωνία από κάθε μέλος της εταιρείας να
τηρεί τις πρόνοιες αυτών των δύο εγγράφων3. "Καταστατικό" ερμηνεύεται4 ως το
καταστατικό εταιρείας όπως αρχικά καταρτίστηκε ή όπως αλλάχτηκε με ειδικό
ψήφισμα και περιλαμβάνει, στην έκταση που εφαρμόζονται στην εταιρεία, τους
Κανονισμούς που περιέχονται στον Πίνακα Α που εκδόθηκαν σύμφωνα με τον περί
Εταιρειών (Περιορισμένης Ευθύνης) Νόμο, ή στον Πίνακα Α του Πρώτου
Παραρτήματος.
21
(α) να διαιρείται σε παραγράφους που είναι αριθμημένες διαδοχικά, και
(β) να είναι υπογραμμένο από κάθε πρόσωπο που προσυπόγραψε το ιδρυτικό
έγγραφο στην παρουσία ενός τουλάχιστο μάρτυρα που πρέπει να επιβεβαιώσει
την υπογραφή.
(α) Πρέπει να περιέχονται οι κανόνες, οι οποίοι καθορίζουν τον αριθμό και τον τρόπο
διορισμού των συμβούλων, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τη διοίκηση της
εταιρείας και την εκπροσώπησή της έναντι τρίτων2, και
(β) δύνανται να περιέχονται οι κανόνες, οι οποίοι καθορίζουν την κατανομή των
αρμοδιοτήτων μεταξύ των συμβούλων3.
1
Κεφ. 113, άρθρο 29
2
Κεφ. 113, άρθρο 4(5)(α)
3
Κεφ. 113, άρθρο 4(5)(β)
4
Κεφ. 113, άρθρο 13
3
Κεφ. 113, άρθρο (4)(4)(γ)
4
Κεφ. 113, άρθρο (4)(4)(γ)
22
ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕΡΟΣ
Κάθε εταιρεία πρέπει από την ημέρα κατά την οποία αρχίζει να διεξάγει εργασίες ή
από τη δέκατη τέταρτη ημέρα από την ημερομηνία σύστασής της, οποιαδήποτε από
αυτές προηγείται, να διατηρεί εγγεγραμμένο γραφείο στη Δημοκρατία στο οποίο
1
Κεφ. 113, άρθρο 17(2)
23
δύνανται να απευθύνονται όλες οι κοινοποιήσεις και ειδοποιήσεις1. Ειδοποίηση για
τον τόπο του εγγεγραμμένου γραφείου δίνεται στον έφορο εταιρειών ταυτόχρονα
με την καταχώριση του ιδρυτικού εγγράφου της εταιρείας στον τύπο ΗΕ2.
Ο Έφορος Εταιρειών διατηρεί για κάθε εταιρεία φάκελο μεταφράσεων στον οποίο
καταχωρούνται έγγραφα συνταγμένα σε ξένη γλώσσα. Μετάφραση ιδρυτικού
εγγράφου, καταστατικού ή άλλου εγγράφου που αποτελεί ή καθορίζει το
καταστατικό εταιρείας ή οικονομικές καταστάσεις ή άλλα έγγραφα που
καταχωρούνται στον Έφορο σύμφωνα με το Κεφ. 113, θα πρέπει να πιστοποιείται
ως ορθή μετάφραση από τον Πρωτοκολλητή Επαρχιακού Δικαστηρίου αν γίνεται
στην Κύπρο ή από κατάλληλα εξουσιοδοτημένο λειτουργό αν γίνεται στο εξωτερικό3.
24
και το πιστοποιητικό σύστασης αποτελεί αναμφισβήτητη μαρτυρία ότι όλες οι
απαιτήσεις του Νόμου για την εγγραφή της Εταιρείας έχουν τηρηθεί1.
1
Κεφ. 113, άρθρο 17(1)
25
Εγγραφή Εταιρείας
Πίνακας ελέγχου
________________________________________________________________
Για την εγγραφή Ιδιωτικής ή Δημόσιας Εταιρείας υποβάλλεται το έντυπο ΗΕ1,
συνοδευόμενο από:
Και
Για σκοπούς ελέγχου από τον εξεταστή, τα πιο πάνω έντυπα συμπληρώνονται
ως ακολούθως:
> Το όνομα της εταιρείας όπως έχει εγκριθεί και αν υπάρχουν όροι για την
έγκριση να ελεγχθεί αν πληρούνται
> Το όνομα του δικηγόρου ή της δικηγορικής εταιρείας που ορκίζεται στο
δικαστήριο και η επαρχία από όπου κατάγεται
> Υπογραφή του δικηγόρου ή της δικηγορικής εταιρείας
> Υπογραφή του πρωτοκολλητή και σφραγίδα του δικαστηρίου
> Ημερομηνία της ένορκης δήλωσης
> Δικηγορόσημα, που είναι ανάλογα με το κεφάλαιο όπως έχουν
26
καθορισθεί από τον Δικηγορικό Σύλλογο
> Προαιρετικά μπορεί να συμπληρωθεί όνομα και διεύθυνση για
αλληλογραφία
Συνοδευτικά έγγραφα (υποχρεωτικά):
> Ιδρυτικό και Καταστατικό έγγραφο (βλ. πιο κάτω για συμπλήρωση)
> ΗΕ2 (Διεύθυνση εγγεγραμμένου γραφείου) (βλ. πιο κάτω για
συμπλήρωση)
> ΗΕ3 (στοιχεία σε σχέση με πρώτους Διευθυντές και γραμματείς) (βλ.
πιο κάτω για συμπλήρωση)
27
> Ημερομηνία συμπλήρωσης του εντύπου
28
> Παράλειψη συμπλήρωσης/υποβολής των πιο πάνω
> Το όνομα της εταιρείας που πρέπει να είναι όπως παρουσιάζεται στο
Ιδρυτικό Έγγραφο
> Το Καταστατικό πρέπει να είναι διαιρεμένο σε παραγράφους και κάθε
29
σελίδα να είναι επίσης αριθμημένη
> Στο Καταστατικό να υπάρχουν οι πρόνοιες που καθορίζουν τον τύπο
της εταιρείας (δηλ. αν είναι ιδιωτική, δημόσια, μονομελής κλπ)
> Στην τελευταία σελίδα του Καταστατικού πρέπει να αναφέρονται οι
μέτοχοι και να υπάρχει η υπογραφή τους
> Να υπάρχουν τα στοιχεία του μάρτυρα των υπογραφών και η υπογραφή
του
> Να φέρει ημερομηνία (όπως το Ιδρυτικό Έγγραφο).
> Να αναφέρεται το όνομα και η διεύθυνση του δικηγόρου ή της
δικηγορικής εταιρείας που συνέταξε το Ιδρυτικό και Καταστατικό
Έγγραφο και η υπογραφή του
> Το όνομα της εταιρείας στο Ιδρυτικό & Καταστατικό δεν αναγράφεται
με τον ίδιο τρόπο παντού
> Οι μέτοχοι δεν γράφουν ιδιοχείρως τον αριθμό των μετοχών που
παίρνουν
> Η ημερομηνία είτε δεν υπάρχει, είτε είναι λανθασμένη
> Δεν είναι αριθμημένες οι σελίδες του Ιδρυτικού και Καταστατικού
εγγράφου
30
3 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
Η έκδοση πιστοποιητικού σύστασης σηματοδοτεί τη νομική ύπαρξη της εταιρείας1.
Η ύπαρξη αυτή συνοδεύεται από αρκετές σημαντικές νομικές συνέπειες στις οποίες
γίνεται αναφορά στο κεφάλαιο αυτό.
Η εταιρεία και το άτομο ή άτομα που ιδρύουν την εταιρεία θεωρούνται από το νόμο
ως χωριστές νομικές οντότητες, ανεξαρτήτως του απολύτου ελέγχου που ασκείται
από ένα ή περισσότερα από αυτά τα πρόσωπα πάνω στην εταιρεία2. Αυτή είναι η
ουσία της εγγραφής μιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. Η αρχή αυτή είναι
γνωστή και ως η αρχή της αγγλικής υπόθεσης Salomon v. Salomon3.
Σαν αποτέλεσμα της αρχής αυτής, τα μέλη της εταιρείας δεν είναι προσωπικά
υπεύθυνα για τα χρέη και τις άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας και δεν μπορούν να
εναχθούν από τους πιστωτές της εταιρείας. Επίσης κάποιο μέλος μπορεί να δανείζει
την εταιρεία και να ενάγει την εταιρεία ή να ενάγεται από αυτή.
“We think that it is necessary to state that since the decision in Salοmon &
Co. v. Salomon [1897] A.C. 22, it has been said time and again that a
1
Κεφ. 113, άρθρο 15(2), Καλομοίρα Σάββα Ιωάννου v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998)
1 ΑΑΔ 300
2
Michaelides v. Gavrielides (1980) 1 C.L.R. 244
3
Salomon v. Salomon (1897) A.C. 22
4
Michaelides v. Gavrielides (1980) 1 C.L.R. 244, Bank of Cyprus (Holdings) v. Republic (1983) 3
C.L.R. 636, Bank of Cyprus (Holdings) v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1883, N.M. Michaelides v. Michael
James Hickman (1988) 1 CLR 98, Metro Shipping & Travel Limited v. Global Cruises S.A. (1989) 1
CLR 182, Άνθιμος Δημητρίου v. The Dolphin Insurance Company Limited (1990) 1 ΑΑΔ 351, Αλέξης
Παπαοδυσσέα v. Yellow Rose Shipping Company Limited (1995) 1 ΑΑΔ 1002, Καλομοίρα Σάββα
Ιωάννου v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 ΑΑΔ 300, Καλησπέρας v. Δρυάδη (1998)
1 ΑΑΔ 867, 1. Επίσημος Παραλήπτης της περιουσίας της Άννας Σπανού 2. Σάββας Σπανού v.
Nicantony Trading Co (1998) 1 ΑΑΔ 1653, Αδελφοί Παπαθανασίου Λτδ. κ.α. v. Λαϊκής Κυπριακής
Τράπεζας Λτδ (1998) 1 ΑΑΔ 2296, Αναφορικά με την αίτηση των (1) Τράπεζας Κύπρου Δημόσια
Εταιρεία Λτδ, (2)Eurolife Ltd, (3) Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τραπέζης Κύπρου, (4) cisco Ltd, (5)
Γενικές Ασφαλείες Κύπρου Λτδ (αρ.2) για την καταχώρηση αίτησηση για έκδοση διατάγματος της
φύσης Certiorari (2005) 1Β ΑΑΔ 1178, Pashkovskiy v. Pashkovskayia Έφεση Αρ. 8/2009 30/3/2011,
Ρόναλτ Γουότς κ.α. v. Γιάννη Λαούρη κ.α. Πολ. Έφεση 319/2008, 7/7/2014.
31
company and the individual or individuals forming a company were separate
legal entities, however complete the control might be by one or more of those
individuals over the company. That is the whole principle of the formation of
a limited liability company, and it would be contrary to the scheme of the
Company Acts to depart from that principle. 1 ” Σε ελληνική μετάφραση:
“Θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να σημειώσουμε ότι από τον καιρό της
απόφασης στη Salomon v. Salomon, έχει λεχθεί επανειλημμένα ότι η εταιρεία
και το άτομο ή άτομα που ιδρύουν την εταιρεία είναι χωριστές νομικές
οντότητες, ανεξαρτήτως του απολύτου ελέγχου που ασκείται από ένα ή
περισσότερα από αυτά τα πρόσωπα πάνω στην εταιρεία. Αυτή είναι η ουσία
της εγγραφής μιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και θα ήταν ενάντια στις
πρόνοιες των περί Εταιρειών Νόμων να παρεκκλίνουμε από την αρχή αυτή”.
32
πραγμάτων. Ο Διευθυντής ή και ο μέτοχος της εταιρείας, εφόσον ενεργούν
γι’ αυτή, δεν μπορούν να ταυτιστούν με την εταιρεία και είναι το ίδιο
αντιπρόσωποι της όπως κάθε άλλος που ενεργεί στα πλαίσια ρητής ή
ενδεχομένως και τεκμαιρόμενης εξουσιοδότησης. 1”
Ως παραδείγματα της εφαρμογής της αρχής της ανεξάρτητης νομικής οντότητας από
τα Κυπριακά δικαστήρια, αναφέρονται τα ακόλουθα:
1
Lindos Constructions Limited v. Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1993) 1 ΑΑΔ 17
2
Michaelides v. Gavrielides (1980) 1 C.L.R. 244
3
Αλέξης Παπαοδυσσέα v. Yellow Rose Shipping Company Limited (1995) 1 ΑΑΔ 1002
4
Καλομοίρα Σάββα Ιωάννου v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 ΑΑΔ 300
5
Αδελφοί Παπαθανασίου Λτδ. κ.α. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (1998) 1 ΑΑΔ 2296
33
3.2.1 Νομοθετικές Εξαιρέσεις
Ο κανόνας ότι μια εταιρεία έχει ανεξάρτητη νομική οντότητα ξεχωριστή από τα μέλη
της είναι δημιούργημα του νόμου. Συνεπώς ο νομοθέτης διατηρεί την εξουσία, να
δημιουργεί εξαιρέσεις στο γενικό κανόνα. Τέτοιες εξαιρέσεις έχουν θεσμοθετηθεί
τόσο στον περί Εταιρειών Νόμο όσο και με άλλους Νόμους.
1
Κεφ. 113, άρθρο 32
2
Κεφ. 113, άρθρο 311
3
Κεφ. 113, άρθρο 103(4), Multi Klima Maliotis Engineering Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας,
Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις 483/97 και 484/97, ημερομηνίας 18/02/2000 (μη-δημοσιευμένη)
4
περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμος του 2002, άρθρο 33(2)
5
Κεφ. 113, άρθρο 141
34
3.2.2 Νομολογιακές Εξαιρέσεις
Εξετάζοντας ιστορικά το θέμα της άρσης του εταιρικού πέπλου όπου δεν υπάρχει
νομοθετικό έρεισμα, τα Κυπριακά δικαστήρια έθεσαν το θέμα της ξεχωριστής
νομικής οντότητας μιας εταιρείας πολύ αυστηρά, αφήνοντας σχεδόν καθόλου χώρο
για παρέκκλιση από αυτό1. Παρά την, αρχικά, ιδιαίτερα αυστηρή προσέγγιση, το
Ανώτατο Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι τα δικαστήρια έχουν την εξουσία να
αίρουν τον πέπλο της νομικής προσωπικότητας σε κατάλληλες περιπτώσεις2.
Η βασική εξαίρεση στο γενικό κανόνα που έχει αναγνωριστεί στη νομολογία είναι
όπου "η σύσταση εταιρειών χρησιμοποιήθηκε σαν μέσο παρανομίας ή
καταδολίευσης"3.
35
Το ερώτημα, που εγέρθηκε, ήταν κατά πόσο κατά το εν λόγω διάστημα των 11
μηνών η εργοδότηση της εφεσίβλητης από την εταιρεία Α είχε διακοπεί. Εάν ναι,
τότε η εφεσίβλητη δεν δικαιούταν να πληρωθεί από το Ταμείο Πλεονάζοντος
Προσωπικού, γιατί δεν είχε συμπληρώσει 104 εβδομάδες συνεχούς εργοδότησης
από την Εταιρεία. Εάν όχι, η εφεσίβλητη δικαιούταν τέτοιας πληρωμής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι (1) Είναι θεμελιακή αρχή του δικαίου ότι
εταιρεία περιορισμένης ευθύνης έχει νομική προσωπικότητα εντελώς χωριστή και
ανεξάρτητη από τα φυσικά πρόσωπα, που την αποτελούν. Η χωριστή αυτή οντότητα
διατηρείται οσοσδήποτε είναι ο έλεγχος, που ένα ή περισσότερα από τα πρόσωπα
αυτά, ασκούν στην εταιρεία.
(3) Η υπό εξέταση περίπτωση δεν ενέπιπτε σε οποιανδήποτε από τις εξαιρέσεις τους
πιο πάνω υπό (1) κανόνα. Γι’ αυτό και ή εργοδότηση της εφεσίβλητης από την
εταιρεία Α είχε διακοπεί κατά την πιο πάνω περίοδο των 11 μηνών.
Η θέση αυτή επιβεβαιώθηκε ξανά από το Ανώτατο Δικαστήριο2 που ανέφερε ότι: “…
η αρχή της χωριστής νομικής οντότητας των εταιρειών τέθηκε από πολύ παλιά
(Salomon v. Salomon & Co , 66 L.J. Ch. 35). Τα Δικαστήρια έχουν έκτοτε επιδείξει
την προθυμία τους να άρουν το εταιρικό πέπλο όπου η εταιρική ιδιότητα
χρησιμοποιείται είτε για παράνομο, είτε για ανάρμοστο σκοπό.”
1
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Εφόρου Φόρου Εισοδήματος v. Galatariotis Brothers Ltd κ.α. (1995) 1
ΑΑΔ 11Multi Klima Maliotis Engineering Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις
483/97 και 484/97, ημερομηνίας 18/02/2000 (μη-δημοσιευμένη)
2
Multi Klima Maliotis Engineering Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις 483/97
και 484/97, ημερομηνίας 18/02/2000 (μη-δημοσιευμένη)
36
Σε άλλη υπόθεση1, το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορούσε να εξεταστεί
θέμα άρσης εταιρικού πέπλου εφόσον δεν υπήρχε ισχυρισμός δόλου στην
δικογραφία.
Χωρίς να γίνεται εις βάθος αναφορά στην νομολογία των Αγγλικών δικαστηρίων,
σημειώνεται ότι, ενώ για κάποιο διάστημα τα Αγγλικά δικαστήρια έκριναν ότι το
εταιρικό πέπλο μπορούσε να αρθεί σε περιπτώσεις που ήταν στο συμφέρον της
δικαιοσύνης2 ή σε περιπτώσεις ομίλων εταιρειών αν αυτές μπορούσαν να θεωρηθούν
ως μια μοναδική οικονομική μονάδα3, στη συνέχεια η νομολογία απομακρύνθηκε
από αυτές τις καταλήξεις4. Ακόμη και σε ομίλους εταιρειών, τα δικαστήρια σήμερα
δεν φαίνονται να είναι πρόθυμα να παραγνωρίσουν την βασική αρχή της ύπαρξης
ανεξάρτητης νομικής οντότητας εκτός και αν υπάρχει σχέση αντιπροσώπευσης ή
παρανομία και καταδολίευση. Στην υπόθεση Χατζήγαβριήλ v. Ellinas Finance Public
Company Limited5, το Ανώτατο Δικαστήριο έθεσε το θέμα ως ακολούθως:
«Όπως εξηγείται και στο σύγγραμμα της Brenda Hannigan: Company Law, 2003,
στις σελ. 74-82, είναι με μεγάλη δυσκολία που τα Αγγλικά Δικαστήρια δέχονται την
άρση του εταιρικού πέπλου στη βάση της θεωρίας της ενιαίας μονάδας ενός ομίλου
εταιρειών. Πέραν της αυτοτέλειας της εταιρικής οντότητας με βάση τη γνωστή
υπόθεση Salomon v. Salomon & Co Ltd (1897) A.C. 22, και μεταγενέστερα,
αναφορικά με την ύπαρξη θυγατρικών εταιρειών, η υπόθεση Adams v. Cape
Industries plc (1990) BCLC 479, έχει αναγνωρίσει ότι παρά το γεγονός ότι οι
θυγατρικές εταιρείες είναι δημιουργήματα των μητρικών τους εταιρειών,
εξακολουθούν να θεωρούνται στο γενικό εταιρικό δίκαιο ως ανεξάρτητες νομικές
οντότητες. Η αρχή στη Salomon δεν ατονεί διότι οι εταιρείες οργανώνουν τις
επιχειρήσεις τους «in group structures», (δέστε Ord v. Belhaven Pubs Ltd (1998) 2
BCLC 447). Στην υπόθεση Re: Southard Ltd (1979) 3 All E.R. 556, υποδείχθηκε ότι
ο κύριος νόμιμος σκοπός για τη χρήση ομίλου εταιρειών είναι ο περαιτέρω
περιορισμός των υποχρεώσεων του ομίλου, όπως δε ορθά υπέδειξε και το πρωτόδικο
Δικαστήριο με παραπομπή στο σύγγραμμα του Pennington: The Principles of
Company Law σελ. 27 και 32, ο Νόμος και το δίκαιο δεν ασχολούνται με την
οικονομική οργάνωση ενός ομίλου εταιρειών, στα μάτια δε του Νόμου, η μητρική ή
ιθύνουσα εταιρεία είναι απλώς ένας μεγάλος μέτοχος της θυγατρικής της.»
Στην πρόσφατη υπόθεση, Prest v. Petrodel Resources Ltd & Ors 6 , το Αγγλικό
Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι υπάρχει αρχή του κοινοδικαίου που επιτρέπει
στο δικαστήριο σε πολύ περιορισμένες περιστάσεις να άρει το εταιρικό πέπλο. Η
1
Exalco S.A. ν. Αλουμινέξ Λτδ κ.α. (2007) 1B ΑΑΔ 991
2
Creasey v. Breachwood Motors Ltd [1992] BCC 638
3
DHN Food Distributors Ltd v. Tower Hamlets London Borough Council [1976] 3 All ER 462
4
Adams v. Cape Industries plc [1990] Ch 433,
5
Χατζήγαβριήλ v. Ellinas Finance Public Company Limited Πολ. Εφ. 209/2009, 20/3/2013
6
Prest v. Petrodel Resources Ltd & Ord [2013] UKSC 34
37
αρχή αυτή τυγχάνει εφαρμογής όταν πρόσωπο υπόκειται σε νομική υποχρέωση ή
ευθύνη ή περιορισμό, την οποία (ή τον οποίο) εσκεμμένα υπεκφεύγει ή της οποίας
(ή του οποίου) την εφαρμογή εσκεμμένα δυσχεράνει, παρεμβάλλοντας εταιρεία που
βρίσκεται υπό τον έλεγχο του. Το δικαστήριο δύναται σε τέτοια περίπτωση να άρει
το εταιρικό πέπλο με σκοπό να στερήσει στην εταιρεία ή στο πρόσωπο που την
ελέγχει το πλεονέκτημα που θα είχαν ως αποτέλεσμα της χωριστής νομικής
προσωπικότητας της εταιρείας.
Στην υπόθεση VTB Capital plc v Nutritek International Corporation & others1, το
Αγγλικό Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα ότι η νομολογία δεν επιτρέπει
την άρση του εταιρικού πέπλου με τρόπο ώστε τα πρόσωπα που ελέγχουν την
εταιρεία να θεωρηθούν ότι είναι συμβαλλόμενα μέρη σε συμβάσεις στις οποίες είχε
συμβληθεί η εταιρεία, όπου κανένα από τα μέρη στη σύμβαση δεν είχε τέτοια
πρόθεση.
38
για την επιβολή φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών για διανομή περιουσίας
της εταιρείας σε μετόχους κατόπιν μείωσης μετοχικού κεφαλαίου1.
για την αναγνώριση ομίλου εταιρειών ως ενιαία οικονομική μονάδα για σκοπό
κατακύρωσης προσφοράς του δημοσίου σε θυγατρική εταιρεία, όπου ο όγκος
της εργασίας θα εκτελείτο από τη μητρική εταιρεία2.
για την αναγνώριση ομίλου εταιρειών ως ενιαίας οικονομικής μονάδας για
σκοπούς επιβολής (ή αποφυγής) φορολογίας3.
ορισμένη περίπτωση, να δικαιολογείται η αγνόηση της μιας ως ουσιαστικά ταυτισμένης προς την
άλλη. Σταθερό κριτήριο αποφασιστικής σημασίας σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει. [Βλ. Gower's
Principles of Modern Company Law σελ. 130). Στην υπόθεση Smith Stone Knight Ltd v. Lord Mayor
[1939] 4 All E. R. 116], υιοθετήθηκαν έξι παράγοντες ως σχετικοί αναφορικά με το ερώτημα ως προς
την αυτοτέλεια θυγατρικής εταιρείας, ως εξής: (1) Τα κέρδη της τύγχαναν χειρισμού ως κέρδη της
μητρικής εταιρείας; (2) Τα πρόσωπα που διηύθυναν τις εργασίες της διορίζονταν από τη μητρική
εταιρεία; (3) Η μητρική εταιρεία ήταν η κεφαλή και ο νούς της εμπορικής δραστηριότητας; (4) Η
μητρική εταιρεία διηύθυνε την επιχείρηση και αποφάσιζε τι θα έπρεπε να γίνει και ποιο κεφάλαιο θα
έπρεπε να διατεθεί γι’ αυτή; (5) Τα κέρδη της εταιρείας πραγματοποιούνταν με την επιδεξιότητα και
την καθοδήγησή της; (6) Είχε η μητρική εταιρεία αποτελεσματικό και συνεχή έλεγχο; Αυτοί οι
παράγοντες αναφέρθηκαν με αποδοχή στην Bank of Cyprus v. Republic (ανωτέρω) και υιοθετήθηκαν
κατ’ έφεση στην Bank of Cyprus (Holdings) v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 1883, κατά την
αξιολόγηση των στοιχείων που υπήρχαν.”
1
Γ.Α. Γαβριηλίδης Λίμιτεδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών
Προσόδων (1993) 4Δ ΑΑΔ 2677
2
Netcom Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, Υπόθεση
Αρ. 984/2003, ημερομηνίας 08/07/2005 (μη-δημοσιευμένη). Το Δικαστήριο ανέφερε ότι “…δεν
εδικαιολογείτο στην παρούσα περίπτωση η άρση του εταιρικού πέπλου και ότι οι καθ’ων η αίτηση θα
αντιμετώπιζαν αδυναμία να στραφούν εναντίον της μητρικής εταιρείας, αν η προσφορά
κατακυρωνόταν στην αιτήτρια, σε περίπτωση που η τελευταία θα αποτύγχανε να ανταποκριθεί στις
συμβατικές της υποχρεώσεις.”
3
Bank of Cyprus (Holdings) v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1883 αλλά βλ. Stereo Development Co.
Limited v. Έφορου Φόρου Εισοδήματος (1998) 4Α ΑΑΔ 651 όπου κρίθηκε ότι δικαιολογείται η άρση
του εταιρικού πέπλου σε περιπτώσεις προσπάθειας αποφυγής φορολογίας∙ υποβάλλεται ότι, παρά το
αυτό δεν διευκρινίζεται ρητά στην απόφαση του δικαστηρίου, το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή
εφάρμοσε νομοθετική εξαίρεση στην άρση του πέπλου∙ το άρθρο 33(1) των περί Βεβαιώσεως και
Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978-1998 ανέφερε τα ακόλουθα: “Οσάκις ο Διευθυντής κρίνη ότι
αναφορικώς προς φορολογικόν τι έτος το αντικείμενον φόρου οιουδήποτε προσώπου μειούται εκ
πράξεων αίτινες, κατά την γνώμην αυτού, δεν είναι γνήσιαι ή είναι εικονικαί, δύναται να αγνοήση
οιανδήποτε τοιαύτην πράξιν και να φορολογήση τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα επί του ορθού
αντικειμένου φόρου.”.
4
Camrex (Realisations) Limited v. Freewind Shipping Company Ltd (1986) 1 CLR 420, Avraam K.
Prousi v. Redundant Employees Fund (1988) 1 CLR 363
39
δικαστήρια:
Το γεγονός ότι η εταιρεία είναι ξεχωριστή από τα μέλη της επιτρέπει το μηχανισμό
της περιορισμένης ευθύνης. Ο όρος “περιορισμένη ευθύνη” αναφέρεται στην ευθύνη
των μελών της εταιρείας προς την εταιρεία αναφορικά με το κεφάλαιο που ανέλαβαν
στην εταιρεία (ή σχετική ανάληψη εγγύησης σε εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με
εγγύηση)3, όχι την ευθύνη της Εταιρείας. Η Εταιρεία διατηρεί πλήρη ευθύνη για όλα
τις τα χρέη και υποχρεώσεις.
3.4 Ιδιοκτησία
Η Εταιρεία δύναται με την σύσταση της να έχει κινητή και ακίνητη 4 περιουσία. H
εταιρεία κατέχει τα περιουσιακά της στοιχεία για την ίδια και όχι ως
εμπιστευματοδόχος (trustee) προς όφελος των μετόχων της5.
Εταιρεία μπορεί να καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα και μπορεί να αποτελέσει θύμα
ποινικού αδικήματος. Ευθύνη για ποινικά αδικήματα μπορεί να επιβληθεί σε εταιρεία
όχι μόνο αναφορικά με αδικήματα αυστηρής ευθύνης, αλλά επίσης και αναφορικά
με αδικήματα που εμπεριέχουν mens rea6. Είναι απαραίτητο σε τέτοιες περιπτώσεις
1
Othon Galanos Tax Free Shops Ltd v.Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2234, όπου δύο
προσφορές υποβλήθηκαν και υπογράφτηκαν από το ίδιο πρόσωπο εκ μέρους δύο εταιρειών
2
Σοφούλλα Ιωάννου κ.α. v. Polly-Frocks Ltd (2000) 1Α 398
3
Κεφ. 113, άρθρο 3(2)
4
Κεφ. 113, άρθρο 16. βλ. περί Νομικών Προσώπων (Εγγραφή Ακίνητης Ιδιοκτησίας) Νόμο, Κεφ.
218. βλ. όμως περί Κτήσης Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Αλλοδαποί) Νόμο, Κεφ. 109
5 Salomon v. Salomon (1897) A.C. 22, Χειμωνίδης v. Investylia Public Co Limited
(2008) 1Β ΑΑΔ 1117
6
Tesco Supermarkets Ltd. v. Nattrass, [1971] 2 All E.R. 127, Dias United Publishing Company Ltd.
v. The Police (1982) 2 CLR 229, Alithia Ekdotiki Eteria Limited and another v. the Police (1984) 2
CLR 431, Costas Michael Hailis v. the Police (1982) 2 CLR 99
40
να απαντηθεί το (δύσκολο) ερώτημα κατά πόσο το πρόσωπο ή πρόσωπα που
ενεργούν έχουν τέτοια θέση και εξουσία στην εταιρεία που ο νόμος θεωρεί τις
πράξεις τους ως πράξεις της εταιρείας1.
Χωριστή νομική προσωπικότητα σημαίνει ότι η ύπαρξη της εταιρείας δεν εξαρτάται
από την συνεχή ύπαρξη των μελών της. Τα μέλη μπορεί να αλλάξουν και να
πεθάνουν. Η εταιρεία συνεχίζει να υφίσταται μέχρι να διαλυθεί3.
1
Dias United Publishing Company Ltd. v. The Police (1982) 2 CLR 229
2
Για πιο λεπτομερή ανάλυση του θέματος εταιρικών συμβάσεων βλ. Ενότητα 5
3
Κεφ. 113, άρθρο 15(2)
41
4 ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΕ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Για αλλαγή ονόματος εταιρείας απαιτείται ειδικό ψήφισμα της γενικής συνέλευσης
της εταιρείας4. Πιστό αντίγραφο του ειδικού ψηφίσματος υποβάλλεται στον Έφορο
Εταιρειών για έγκριση εντός 15 ημερών από την έγκριση του5.
1
Κεφ. 113, άρθρο 19(1)
2
Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου 487 ημερομηνίας 9/2/1961
3
Βλ. σελ. 14
4
Κεφ. 113, άρθρο 19(1)
5
Κεφ. 113, άρθρο 137
42
4.1.2 Υποχρεωτική Αλλαγή Ονόματος
Σε περίπτωση που, λόγω αβλεψίας ή άλλου λόγου, εταιρεία, κατά την πρώτη της
εγγραφή ή κατά την εγγραφή της με νέο όνομα γράφτηκε με όνομα που, κατά την
άποψη του Εφόρου Εταιρειών, είναι πολύ όμοιο με όνομα άλλης εταιρείας που
γράφτηκε προηγούμενα, ο Έφορος μπορεί να διατάξει την πρώτη εταιρεία, εντός 6
μηνών από την εγγραφή της με το όνομα αυτό, να το αλλάξει1. Αν ο Έφορος διατάξει
αλλαγή ονόματος σύμφωνα με την πρόνοια αυτή, η Εταιρεία οφείλει να το αλλάξει
μέσα σε έξι εβδομάδες από τη διαταγή ή μέσα σε τέτοια μεγαλύτερη περίοδο που
Έφορος δυνατό να θεωρήσει ορθό να επιτρέψει.
Όταν εταιρεία αλλάζει το όνομά της, ο Έφορος καταχωρεί στο μητρώο, στη θέση
του προηγούμενου ονόματος, το νέο όνομα και εκδίδει τροποποιημένο
πιστοποιητικό σύστασης (πιστοποιητικό αλλαγής ονόματος)7. Η αλλαγή ονόματος
ισχύει από την έκδοση του πιστοποιητικού αλλαγής ονόματος8.
1
Κεφ. 113, άρθρο 19(2)
2
Stelel Catering Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, (2000) 4Β ΑΑΔ 788, Glasboro Enterprises Ltd v.
Εφόρου Εταιρειών, Υπόθ. αρ. 1310/99 ημερ. 11/01/02
3
Cyprotoys & Crafts Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) A.A.Δ. 2358
4
Moschovakis v. Cyprus Broadcasting Corporation (1988) 3 CLR 750
5
Cyprotoys & Crafts Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) A.A.Δ. 2358
6
Cyprotoys & Crafts Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) A.A.Δ. 2358
7
Κεφ. 113, άρθρο 19(3)
8
Κεφ. 113, άρθρο 19(1)
43
Αλλαγή ονόματος από εταιρεία δεν επηρεάζει οποιαδήποτε δικαιώματα ή
υποχρεώσεις της εταιρείας ή καθιστά ελαττωματική οποιαδήποτε νομική διαδικασία
από ή εναντίον της. Οποιαδήποτε νομική διαδικασία που δυνατό να συνεχίζεται ή
άρχισε εναντίον της με το προηγούμενό της όνομα, μπορεί να συνεχίζεται ή αρχίζει
εναντίον της με το νέο της όνομα1.
Εταιρεία μετά από την εγγραφή της με ειδικό ψήφισμα μπορεί, με την άδεια του
Υπουργού Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού2 να προβεί σε αλλαγή
στο όνομά της και να παραλείψει την λέξη “Λίμιτεδ” από αυτό3. Το ίδιο ισχύει και σε
οργανισμό που πρόκειται να εγγραφεί ως εταιρεία4. Για να εγκριθεί η αίτηση, πρέπει
να αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Υπουργού ότι:
(α) η Εταιρεία έχει ως σκοπούς της την προαγωγή του εμπορίου, τέχνης, επιστήμης,
θρησκείας, αγαθοεργίας ή οποιουδήποτε άλλου κοινωφελούς σκοπού,
(β) ότι προτίθεται να διαθέτει τα κέρδη της ή άλλο εισόδημα για την προαγωγή των
σκοπών της, και
(γ) ότι απαγορεύει την πληρωμή μερίσματος στα μέλη της.
Σε περίπτωση που εταιρεία στην οποία χορηγήθηκε άδεια παράληψης της λέξης
“λίμιτεδ” προβεί σε τροποποίηση των σκοπών της, ο Υπουργός δύναται να
1
Κεφ. 113, άρθρο 19(4), Neoptolemos Spyropoullos v. Transavia Holland N.V. Amsterdam (1979) 1
CLR 421
2
Εκχώρηση με απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου 4545 ημερομηνίας 18/3/1965
3
Κεφ. 113, άρθρο 20(2)
4
Κεφ. 113, άρθρο 20(1)
5
Κεφ. 113, άρθρο 20(3)
44
ανακαλέσει την άδεια ή να μεταβάλει τους όρους που την διέπουν1.
Εταιρεία στην οποία χορηγείται άδεια παράληψης της λέξης “λίμιτεδ” από το όνομα
της, εξαιρείται από τις διατάξεις του Κεφ. 113 αναφορικά με τη χρήση της λέξης
"λίμιτεδ" σαν μέρος του ονόματός της2, της δημοσίευσης του ονόματός της3 και της
αποστολής καταλόγων των μελών της στον Έφορο Εταιρειών4.
Άδεια για παράληψη της λέξης λίμιτεδ μπορεί οποτεδήποτε (εφόσον πρώτα δόθηκε
γραπτή ειδοποίηση της πρόθεσης ανάκλησης και ευκαιρία να ακουστεί) να ανακληθεί
από τον Υπουργό και με την ανάκληση ο Έφορος καταχωρεί τη λέξη "λίμιτεδ" στο
τέλος του ονόματος στο μητρώο του οργανισμού που παραχωρήθηκε η άδεια και η
εταιρεία παύει να απολαμβάνει τις εξαιρέσεις που του παραχωρήθηκαν.
Εταιρεία δεν μπορεί να τροποποιεί τους όρους που περιέχονται στο ιδρυτικό της
έγγραφο εκτός στις περιπτώσεις, με τον τρόπο και στην έκταση που ρητά προνοείται
στο Νόμο5.
Ο Νόμος προνοεί ότι εταιρεία μπορεί με ειδικό ψήφισμα να αλλάξει τις διατάξεις του
ιδρυτικού εγγράφου που αφορούν τους σκοπούς της εταιρείας, στην έκταση που
κρίνει απαραίτητο ώστε να μπορέσει να προβεί σε τουλάχιστο ένα από τα
ακόλουθα6:
45
(στ) να πωλήσει ή διαθέσει ολόκληρη ή οποιοδήποτε μέρος της επιχείρησης της
εταιρείας· ή
(ζ) να συγχωνευθεί με οποιαδήποτε άλλη εταιρεία ή οργανισμό προσώπων.
Οποιοσδήποτε όρος που περιλαμβάνεται στο ιδρυτικό έγγραφο εταιρείας και που
νόμιμα θα συμπεριλαμβανόταν στο καταστατικό αντί στο ιδρυτικό έγγραφο, μπορεί
να αλλαχτεί από την εταιρεία με ειδικό ψήφισμα και ακολουθώντας την ίδια
δικαστική διαδικασία που αναφέρεται στη συνέχεια2.
Δικαστική διαδικασία
Η αλλαγή που εγκρίνεται με το ειδικό ψήφισμα έχει ισχύ μόνο στο μέτρο που αυτή
εγκρίνεται από το δικαστήριο3.
46
προσώπων 1 . Το δικαστήριο πρέπει, μαζί με τα δικαιώματα και συμφέροντα των
πιστωτών, να λάβει υπόψη και τα δικαιώματα των μελών της εταιρείας ή
οποιασδήποτε τάξης των μελών της, και μπορεί να αναβάλει τη διαδικασία με σκοπό
να εξασφαλιστεί κάποια διευθέτηση που να ικανοποιεί το δικαστήριο για την αγορά
των συμφερόντων των μελών που διαφωνούν και να εκδώσει σχετικά διατάγματα2.
Το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει διάταγμα που να εγκρίνει ολόκληρη ή μέρος της
αλλαγής, με ή χωρίς όρους ή να απορρίψει την αίτηση3.
Εφόσον το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα που να εγκρίνει την αλλαγή των σκοπών,
η Εταιρεία πρέπει να διευθετήσει να αλλαχθεί και να τυπωθεί το ιδρυτικό της
έγγραφο και να το παραδώσει στον Έφορο Εταιρειών μαζί με πιστοποιημένο
αντίγραφο του διατάγματος του Δικαστηρίου4. Αυτό πρέπει να γίνει εντός 15 ημερών
από την έκδοση του διατάγματος (εκτός αν δοθεί παράταση χρόνου από το
Δικαστήριο). Παράληψη να παραδοθούν τα σχετικά έγγραφα στο Έφορο εντός του
καθορισμένου χρόνου επιφέρει ευθύνη για καταβολή προστίμου €85.43 (£50) για
κάθε μέρα που συνεχίζεται η παράλειψη. Ο Έφορος Εταιρειών πιστοποιεί την
εγγραφή του τροποποιημένου εγγράφου με την υπογραφή του και, από την
ημερομηνία της εν λόγω υπογραφής, το ιδρυτικό έγγραφο με τον τρόπο που
αλλάχτηκε θεωρείται ότι αποτελεί το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας5.
47
εταιρείας να πάρει ή να εγγραφεί για περισσότερες μετοχές από όσες κατείχε την
ημερομηνία που έγινε η αλλαγή, ή με οποιοδήποτε τρόπο αυξάνει την ευθύνη του
από την ημερομηνία εκείνη να συνεισφέρει στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ή
να καταβάλει χρήματα με άλλο τρόπο στην εταιρεία δεν δεσμεύουν το μέλος εκτός
εάν το μέλος συμφωνήσει γραπτώς1.
Οποιοσδήποτε όρος που περιλαμβάνεται στο ιδρυτικό έγγραφο εταιρείας και που
νόμιμα θα μπορούσε να συμπεριλαμβανόταν στο καταστατικό αντί στο ιδρυτικό
έγγραφο, μπορεί αλλαχτεί από την εταιρεία με ειδικό ψήφισμα5. Η δυνατότητα αυτή
δεν υφίσταται όταν το ιδρυτικό έγγραφο προνοεί ή απαγορεύει την αλλαγή όλων ή
οποιωνδήποτε από τους σχετικούς όρους και δεν εξουσιοδοτεί οποιαδήποτε
μεταβολή ή κατάργηση των ειδικών δικαιωμάτων οποιασδήποτε τάξης μελών6.
Για να έχει ισχύ, η αλλαγή θα πρέπει να εγκρίνεται από το Δικαστήριο μετά από
αίτηση (petition) όπως και στην περίπτωση τροποποίησης των σκοπών7.
1
Κεφ. 113, άρθρο 23
2
Κεφ. 113, άρθρο 137(2)
3
Κεφ. 113, άρθρο 137(3)
4
Κεφ. 113, άρθρο 137(6)
5
Κεφ. 113, άρθρο 24(1)
6
Κεφ. 113, άρθρο 24(3)
7
Βλ. παρ. 4.2 ανωτέρω, Κεφ. 113, άρθρο 24(4)
48
5 ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Το ιδρυτικό έγγραφο κάθε εταιρείας πρέπει να αναφέρει τους σκοπούς της εταιρείας1
και κάθε εταιρεία έχει δικαιοπρακτική ικανότητα στο βαθμό και στο πλαίσιο που της
δίδεται σχετική εξουσία από τους σκοπούς που αναγράφονται στο ιδρυτικό της
έγγραφο2. Όπως αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο3: “Οι αρχές που διέπουν
τη νομική υπόσταση και τις δραστηριότητες εταιρείας περιορισμένης ευθύνης,
περιορίζουν τη δράση της αποκλειστικά στην επίτευξη των σκοπών οι οποίοι
ορίζονται στο ιδρυτικό έγγραφο που αποτελεί το λόγο ύπαρξης της εταιρείας.”
Οι σκοποί της εταιρείας θεωρούνται ότι περιλαμβάνουν, εκτός από εκείνους οι οποίοι
ρητά ορίζονται, και κάθε άλλο σκοπό ο οποίος είναι παρεμπίπτον ή αναγκαίος για
την πρόσδοση λειτουργικής αυτοτέλειας στην εταιρεία. Η ελαστικότητα αυτή
περιορίζεται στα αναγκαία για τη λειτουργικότητα και πραγμάτωση των ρητών
σκοπών της εταιρείας. Δεν επιτρέπεται η προσθήκη νέων σκοπών ή η διεύρυνση ή
η μεταβολή υφιστάμενων σκοπών της εταιρείας4.
Όπου το ιδρυτικό έγγραφο περιέχει αριθμό σκοπών, αυτοί έχουν ίση σημασία και
εφαρμογή ανεξαρτήτως της σειράς με την οποία παρατίθενται5.
Σύμφωνα με το κοινοδίκαιο, όταν εκτελείται μια πράξη ή συναλλαγή που από μόνη
της είναι νόμιμη αλλά όμως δεν τυγχάνει εξουσιοδότησης από το ιδρυτικό έγγραφο
της εταιρείας τότε η πράξη είναι άκυρη6. Η αρχή αυτή ονομάζεται ως το δόγμα
υπέρβασης εξουσιών (ultra vires doctrine).
1
Κεφ. 113, άρθρο 4(β)
2
Αθανάσιος Σακκοράφος v. Γ. Παρασκευαΐδη (1966) Λτδ (1990) 1 ΑΑΔ 673, Κοινοπραξία L & T
Partners Communications Services Ltd Και Pr Partners κ.α. v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.α.
Υπόθεση Αρ. 2362/2006, 18/1/2007 (μη-δημοσιευμένη)
3
Αθανάσιος Σακκοράφος v. Γ. Παρασκευαΐδη (1966) Λτδ (1990) 1 ΑΑΔ 673
4
Αθανάσιος Σακκοράφος v. Γ. Παρασκευαΐδη (1966) Λτδ (1990) 1 ΑΑΔ 673
5
Κυπριακή Δημοκρατία v. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ (1991) 3 ΑΑΔ 398
6
Αθανάσιος Σακκοράφος v. Γ. Παρασκευαΐδη (1966) Λτδ (1990) 1 ΑΑΔ 673, T.J.S. Enterprises
Limited κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λίμιτεδ Υπόθεση Αρ. 2362/2006,
18/1/2007 (μη-δημοσιευμένη), Συνεργατικό Ταμιευτήριο Αγίου Δομετίου Λτδ. v. Σάββα Φιλ.
Δρουσιωτη Πολιτική Έφεση Αρ. 1208, 8/9/2006 (μη-δημοσιευμένη)
49
Το δόγμα συνοψίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως ακολούθως: “Μια εταιρεία
έχει δικαίωμα και εξουσία να εκτελεί μόνο εκείνες τις πράξεις που καλύπτονται από
τις εξουσίες που της παρέχει το ιδρυτικό της έγγραφο ή που είναι παρεμφερείς ή
προκύπτουν από την ενάσκηση των ρητώς προνοουμένων εξουσιών της. Θέμα
παρέκκλισης και παράβασης των όρων αυτών μπορεί να εγερθεί από τα ίδια τα μέλη
της εταιρείας. Συνέπεια του δόγματος αυτού είναι η ακυρότητα της σύμβασης, εάν
υπάρχει υπέρβαση του νόμου και/ή των θεσμών.”
Επίσης: “Το δόγμα ultra vires (καθ’ υπέρβαση εξουσίας) εξυπακούει ότι όταν
εκτελείται μια πράξη ή συναλλαγή που αν και φαίνεται ότι είναι νόμιμη αλλά όμως
δεν τυγχάνει εξουσιοδότησης από το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας (memorandum
of association), τότε η πράξη είναι ultra vires, δηλαδή εκτός των σκοπών της
εταιρείας και συνεπώς άκυρη.1”
(β) Η προστασία των πιστωτών της εταιρείας για να γνωρίζουν ότι τα κεφάλαια της
εταιρείας δεν θα διασκορπίζονται σε μη εξουσιοδοτημένες επιχειρήσεις.
Για αποφυγή της αδικίας που μπορεί να προκαλέσει ο κανόνας της αρχής της
υπέρβασης των εξουσιών, το δικαστήρια έχουν υιοθετήσει μια αυστηρή προσέγγιση
στην εφαρμογή του. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως3, οι σκοποί της εταιρείας
θεωρούνται ότι περιλαμβάνουν, εκτός από εκείνους οι οποίοι ρητά ορίζονται, και
κάθε άλλο σκοπό ο οποίος είναι παρεμπίπτον ή αναγκαίος για την πρόσδοση
λειτουργικής αυτοτέλειας στην εταιρεία. Η ελαστικότητα αυτή περιορίζεται στα
αναγκαία για τη λειτουργικότητα και πραγμάτωση των ρητών σκοπών της εταιρείας.
Δεν επιτρέπεται η προσθήκη νέων σκοπών ή η διεύρυνση ή η μεταβολή
υφιστάμενων σκοπών της εταιρείας 4 . Έχει λεχθεί 5 ότι “…το δόγμα ultra vires
περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου η συμφωνία ή η συναλλαγή έρχεται σε
αντίθεση με τους σκοπούς του ιδρυτικού εγγράφου της εταιρείας (memorandum of
1
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1A ΑΑΔ 479
2
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1A ΑΑΔ 479
3
Βλ. παράγραφο 5.1.1 ανωτέρω
4
Αθανάσιος Σακκοράφος v. Γ. Παρασκευαΐδη (1966) Λτδ (1990) 1 ΑΑΔ 673
5
Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παλλουριώτισσας ν. Nicosia Palace Hotel Co Ltd v. Λώρη
Ηρακλέους (2003) 1 Α.Α.Δ. 722, T.J.S. Enterprises Limited κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα
(Χρηματοδοτήσεις) Λίμιτεδ Υπόθεση Αρ. 2362/2006, 18/1/2007 (μη-δημοσιευμένη), Ελληνική
Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ. ν. 1. Parson Emporio Ltd κ.α. Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 149/2007 ημερ.
7/3/2012
50
association)” καθώς και ότι “τα δικαστήρια είναι απίθανο να καταλήξουν ότι μια
σύμβαση είναι καθ’ υπέρβαση των σκοπών της εταιρείας, εκτός αν, με βάση μια
λογική ερμηνεία των σκοπών της καθώς και άλλων όρων του Καταστατικού και
Ιδρυτικού της Εγγράφου, υπάρχουν ισχυροί λόγοι για τέτοιο αποτέλεσμα.”
Η επιτακτική ανάγκη για θεραπεία της ενδεχόμενης αδικίας από την αυστηρή
εφαρμογή του δόγματος της υπέρβασης εξουσιών που αναγνωρίστηκε από τα
δικαστήρια 2 αλλά και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης 3 οδήγησε σε αριθμό
τροποποιήσεων 4 στον περί Εταιρειών Νόμο 5 . Όπως έχει τροποποιηθεί, ο Νόμος
προστατεύει σε κάποιο βαθμό καλόπιστους τρίτους από πράξεις ή συναλλαγές των
αξιωματούχων εταιρείας με το να δεσμεύει συμβατικά την εταιρεία έστω και αν οι
πράξεις ή οι συναλλαγές αυτές δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της εταιρείας σύμφωνα
με το ιδρυτικό της έγγραφο6.
1
Αθανάσιος Σακκοράφος v. Γ. Παρασκευαΐδη (1966) Λτδ (1990) 1 ΑΑΔ 673 “Δεν παραγνωρίζουμε
τις δυσμενείς συνέπειες που μπορεί να προκύψουν σε τρίτους από την εφαρμογή του δόγματος ultra-
vires στο πεδίο της ευθύνης εταιρειών περιορισμένης ευθύνης. Στον ευρωπαϊκό χώρο το θέμα έχει
αντιμετωπιστεί µε τη θέσπιση νομοθεσίας η οποία περιορίζει την έκταση της εφαρμογής του (Βλ.
European Communities Act 1972. s. 9(1). Αξίζει να μελετηθεί η πιθανότητα θέσπισης ανάλογης
νομοθεσίας και στην Κύπρο. Μόνο µε τη θέσπιση νομοθεσίας μπορεί να μετριαστούν οι συνέπειες
της αυστηρής συνταύτισης του πλαισίου λειτουργίας της εταιρείας µε τους καθοριζόμενους σκοπούς
της.”
2
Αθανάσιος Σακκοράφος v. Γ. Παρασκευαΐδη (1966) Λτδ (1990) 1 ΑΑΔ 673
3
Πρώτη οδηγία 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 1968 (αντικαταστάθηκε από Οδηγία
2009/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009)
4
Ν. 21(Ι)/1997, Ν. 151(Ι)/2000, Ν. 70(Ι)/2003
5
Κεφ. 113, άρθρο 33Α: “Εγκυρότητα συναλλαγών που συνάπτονται εκ μέρους της Εταιρείας. 33Α.—
(1) Η εταιρεία δεσμεύεται έναντι τρίτων από πράξεις ή συναλλαγές των αξιωματούχων της, έστω και
εάν τέτοιες πράξεις ή συναλλαγές δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της εταιρείας, εκτός εάν τέτοιες
πράξεις ή συναλλαγές τελούνται καθ’ υπέρβαση των εξουσιών, που ο νόμος παρέχει ή επιτρέπει να
παρέχονται στους συγκεκριμένους αξιωματούχους :
Νοείται ότι, η εταιρεία δε δεσμεύεται έναντι τρίτων σε περίπτωση που τέτοιες πράξεις ή συναλλαγές
δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της εταιρείας, εάν και εφόσον, η εταιρεία αποδείξει ότι το τρίτο
πρόσωπο γνώριζε ότι οι πράξεις ή συναλλαγές δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της εταιρείας ή δεν ήταν
δυνατό λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, να το αγνοεί:
Νοείται περαιτέρω, ότι η δημοσίευση του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού της εταιρείας δεν
αποτελεί, από μόνη της, επαρκή απόδειξη γνώσης από μέρους τρίτου προσώπου.”
6
Κοινοπραξία L & T Partners Communications Services Ltd Και Pr Partners κ.α. v. Αναθεωρητικής
51
Σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο 1 όπως έχει τροποποιηθεί, κάθε εταιρεία
δεσμεύεται έναντι τρίτων από πράξεις ή συναλλαγές των αξιωματούχων της, έστω
και εάν τέτοιες πράξεις ή συναλλαγές δεν εμπίπτουν στους σκοπούς της εταιρείας.
Η πρόνοια αυτή δεν ισχύει (και η εταιρεία δεν δεσμεύεται έναντι τρίτων) όπου
αποδεικνύεται ότι το τρίτο πρόσωπο γνώριζε ότι οι πράξεις ή συναλλαγές δεν
εμπίπτουν στους σκοπούς της εταιρείας ή δεν ήταν δυνατό λαμβανομένων υπόψη
των περιστάσεων, να το αγνοεί. Αναφορικά με τη γνώση που θα πρέπει να
αποδειχθεί, η δημοσίευση του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού της εταιρείας
δεν αποτελεί, από μόνη της, επαρκή απόδειξη γνώσης από μέρους τρίτου προσώπου.
Όμως, όπου η πράξη ή συναλλαγή υπερβαίνει τις εξουσίες που επιτρέπει ο νόμος να
παρέχονται στους αξιωματούχους της Εταιρείας, τότε η πράξη θεωρείται άκυρη.
Ο κανόνας της Εσωτερικής Διοίκησης (indoor management rule) που απορρέει από
το κοινοδίκαιο μπορεί να αποδοθεί ως εξής: πρόσωπο που συναλλάσσεται με
εταιρεία με καλή πίστη μπορεί να βασιστεί στον κανόνα ότι όλα έγιναν σωστά και
νομότυπα και δεν έχει υποχρέωση να εξετάσει κατά πόσο οι κανόνες εσωτερικής
διοίκησης της εταιρείας έχουν ακολουθηθεί κανονικά.
Ο κανόνας αυτός έχει υιοθετηθεί και από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου και
αποτελεί έτσι μέρος του δικαίου μας. Σε υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου 4 , η
εταιρεία Nicosia Palace Co Ltd ήταν η ιδιοκτήτρια του Nicosia Palace Hotel το οποίο
και συμφώνησε να ενοικιάσει στον ΑΧ. Για εξασφάλιση πληρωμής του ενοικίου ο
ΑΧ παρουσίασε εγγυητική επιστολή της ΣΠΕ Παλλουριώτισσας, με την οποία η ΣΠΕ
52
εγγυάτο την πληρωμή των ενοικίων από τον ΑΧ μέχρι και του ποσού των ΛΚ7,000.
Ο ΑΧ καθυστέρησε την πληρωμή των ενοικίων και η Nicosia Palace καταχώρησε
αγωγή και εξασφάλισε απόφαση εναντίον του για ποσό μεγαλύτερο από ΛΚ7,000.
Βασιζόμενη στην απόφαση η Nicosia Palace Co Ltd ζήτησε πληρωμή από την ΣΠΕ
και η ΣΠΕ αρνήθηκε να την καταβάλει. H Nicosia Palace ήγειρε τότε δεύτερη αγωγή
εναντίον της ΣΠΕ αξιώνοντας το ποσό της εγγυητικής. Η ΣΠΕ μεταξύ άλλων
προέβαλε σαν υπεράσπιση το ότι η εγγυητική εκδόθηκε κατά παράβαση των
σχετικών κανονισμών της, ότι δηλαδή ο ΑΧ θα έπρεπε να είχε συγκεκριμένες
καταθέσεις στη ΣΠΕ για να μπορεί να εκδοθεί η εγγυητική.
(α) Το τρίτο πρόσωπο που συναλλάσσεται με την εταιρεία γνωρίζει ότι οι εσωτερικοί
κανονισμοί έχουν καταστρατηγηθεί .
(γ) Ως λογικό συμπέρασμα από τις πιο πάνω εξαιρέσεις μπορεί επίσης να λεχθεί ότι
ο κανόνας δεν εφαρμόζεται σε πρόσωπα που λόγω της θέσης τους στην εταιρεία
βρίσκονται σε θέση να γνωρίζουν αν οι εσωτερικοί κανονισμοί έχουν
ακολουθηθεί π.χ. διευθυντές της εταιρείας3.
1
[1843 – 1860] All ER 435
2
ΣΠΕ Παλλουριώτισσας και Nicosia Palace Hotel Co Ltd v. Λώρη Ηρακλέους (2003) 1Β ΑΑΔ 722
3
αλλά βλ. και Helly-Hutchinson v. Brayhead Ltd όπου λέχθηκε ότι διευθυντής εταιρείας που κατά
τη συναλλαγή του με αυτή δεν ενεργούσε ως διευθυντής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εξ΄
υπαγωγής γνώση της παρατυπίας
53
(δ) Το έγγραφο είναι προϊόν πλαστογραφίας.1
Το δόγμα της εσωτερικής διοίκησης έχει εισαχθεί2 σε κάποιο βαθμό και στον περί
Εταιρειών Νόμο 3 που τώρα προβλέπει ότι οι εκ του ιδρυτικού εγγράφου και
καταστατικού ή οι εξ αποφάσεως των συμβούλων ή της γενικής συνελεύσεως της
εταιρείας, περιορισμοί στις εξουσίες των αξιωματούχων της εταιρείας, δε δύναται να
αντιταχθούν έναντι τρίτων προσώπων, ακόμα και εάν έχουν δημοσιευτεί. Η σχετική
πρόνοια στην ουσία αποκλείει την εξ΄ υπαγωγής γνώση των δημοσίων εγγράφων
της εταιρείας και δημιουργεί νομοθετικά το ίδιο αποτέλεσμα με την εφαρμογή του
δόγματος της υπόθεσης Turquand4.
5.3 Αντιπροσώπευση
1
Το Δικαστήριο στην υπόθεση ΣΠΕ Παλλουριώτισσας και Nicosia Palace Hotel Co Ltd v. Λώρη
Ηρακλέους (2003) 1Β ΑΑΔ 722 αναφέρθηκε σε μία ακόμη εξαίρεση: ότι το δόγμα δεν ισχύει όταν το
πρόσωπο που συναλλάσσεται με την εταιρεία δεν έχει επιθεωρήσει τα δημόσια έγγραφα της εταιρείας
(δηλαδή το ιδρυτικό έγγραφο και καταστατικό, τα συνήθη και έκτακτα ψηφίσματα τον κατάλογο
διευθυντών και τον κατάλογο επιβαρύνσεων). Πιθανή εφαρμογή της εξαίρεσης αυτής περιορίζει σε
πολύ μεγάλο βαθμό τον κανόνα της Turquand και δημιουργεί εξ΄ υπαγωγής γνώση (constructive
knowledge) των δημοσίων εγγράφων της εταιρείας σε όποιο πρόσωπο συναλλάσσεται με αυτή. Στο
κείμενο της απόφασης δεν αναφέρεται σε ποια νομολογία βασίζει το δικαστήριο την κατάληξη του
αυτή. Μπορεί να λεχθεί ότι δεν αποτελεί δεσμευτικό μέρος της απόφασης (obiter dictum). Περαιτέρω
έστω και αν η εξαίρεση αυτή τυγχάνει εφαρμογής, οι πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις την
έχουν περιορίσει σε μεγάλο βαθμό.
2
Σύμφωνα με την Πρώτη οδηγία 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 1968
(αντικαταστάθηκε από Οδηγία 2009/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της
16ης Σεπτεμβρίου 2009)
3
Κεφ. 113, άρθρο 33Α(2)
4
Σε αυστηρή ανάγνωση και ερμηνεία του λεκτικού του άρθρου 33Α(2) φαίνεται ότι ακόμη και στην
περίπτωση πραγματικής γνώσης από το τρίτο πρόσωπο του περιορισμού δεν δημιουργεί ακυρότητα
στην επίδικη πράξη.
5
Βλ. Παράγραφο 5.3
54
5.3.1 Γενικά
Ένα από τα αποτελέσματα της φύσης μιας εταιρείας ως νομικό πρόσωπο είναι ότι
αναπόφευκτα, αποφάσεις και πράξεις της εταιρείας, πρέπει να λαμβάνονται και να
εκτελούνται από φυσικά πρόσωπα. Αποφάσεις εκ μέρους της εταιρείας μπορούν να
λαμβάνονται είτε από (α) τα όργανα της εταιρείας (δηλαδή το διοικητικό συμβούλιο
και τα μέλη σε γενική συνέλευση) είτε από (β) τους αξιωματούχους, τους
αντιπροσώπους ή τους υπηρέτες (υπαλλήλους) της εταιρείας. Πράξεις για
λογαριασμό της εταιρείας μπορούν να εκτελούνται από τους αξιωματούχους, τους
αντιπροσώπους ή τους υπηρέτες της εταιρείας όπου αυτοί έχουν εξουσιοδότηση1.
Όπου οι σύμβουλοι συνάπτουν σύμβαση στο όνομα της εταιρείας, είναι η εταιρεία
– ο αντιπροσωπευόμενος – που δεσμεύεται από τη σύμβαση και όχι οι σύμβουλοι.
Οι σύμβουλοι είναι αντιπρόσωποι της εταιρείας και γι’ αυτό δεν δεσμεύονται
προσωπικά για τις συμβάσεις που δεσμεύουν την εταιρεία4. Οι σύμβουλοι δεν είναι
προσωπικά υπεύθυνοι εκτός και αν φαίνεται ότι ανέλαβαν προσωπικά υποχρεώσεις
και συμβλήθηκαν με το δικό τους όνομα. Αποτελεί εξαίρεση σε αυτή την αρχή όταν
διοικητικός συμβάλλεται για την εταιρεία χωρίς την χρήση της λέξης “Limited” ως
μέρους του ονόματος της. Σε τέτοια περίπτωση ο διοικητικός σύμβουλος δυνατόν
να έχει προσωπική ευθύνη5.
5.3.3 Εξουσιοδότηση
1
Ferguson v. Wilson [1866] L.R. 2 Ch. 77; A.D. Hotel & Catering Ltd v. Takis Pilava (1982) 1 CLR 81
2
Ferguson v. Wilson [1866] L.R. 2 Ch. 77; A.D. Hotel & Catering Ltd v. Takis Pilava (1982) 1 CLR 81
3
Ferguson v. Wilson [1866] L.R. 2 Ch. 77; A.D. Hotel & Catering Ltd v. Takis Pilava (1982) 1 CLR 81
4
Χρ. Χατζηπαύλου & Υιοί Λτδ v. Διονύσιου Λαρδή (2000) 1 ΑΑΔ 954
5
Ferguson v. Wilson [1866] L.R. 2 Ch. 77; A.D. Hotel & Catering Ltd v. Takis Pilava (1982) 1 CLR
81, Κεφ. 113, άρθρο 103(4)
55
Η εξουσιοδότηση (ή πληρεξουσιότητα) αντιπροσώπων μπορεί να είναι δύο ειδών:
πραγματική ή φαινόμενη πληρεξουσιότητα.
Πραγματική Πληρεξουσιότητα
Φαινόμενη Πληρεξουσιότητα4
56
πληρεξουσιότητα του λέγοντας ότι δεν έχει δικαίωμα να αγοράσει αγαθά αξίας πέραν
των €500 χωρίς την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου. Σε τέτοια περίπτωση η
πραγματική εξουσία του διευθύνοντα συμβούλου περιορίζεται σε €500 αλλά η
φαινόμενη του εξουσία είναι ίση με τη συνηθισμένη εξουσία που θα είχε ο
διευθύνοντας σύμβουλος μιας παρόμοιας εταιρείας που ίσως και να είναι μεγαλύτερη
των €5001.
Σ’ αυτή την υπόθεση μέτοχοι εταιρείας που ήταν επίσης και οδηγοί λεωφορείων της,
εισέπρατταν την τιμή του εισιτηρίου από τους επιβάτες. Η εταιρεία ζήτησε από
επιβάτες (οι οποίοι είχαν ήδη πληρώσει τους οδηγούς) να της καταβάλουν την τιμή
1
Freeman and Lockyer v. Buckhurst Pak Properties (Mangal) Ltd. [1964] 1 All E.R. 630, Hely-
Hutchinson v. Brayhead, Ltd. and Another [1967] 3 All E.R. 98, Liopetri Transport Co v. Loucas
Constantinou (1971) 1 CLR 424
2
Georgios Demetriou v. Cyprofrota (1974 -7) 9 JSC 847
3
Βλ. σχετικά παράγραφο 5.2.1 ανωτέρω
4
Liopetri Transport Co v. Loucas Constantinou (1975)1 CLR 424
57
του εισιτηρίου καθότι οι οδηγοί δεν το είχαν πληρώσει, ισχυριζόμενη ότι η τελευταίοι
δεν είχαν δικαίωμα να εισπράττουν εκ μέρους της. Εφαρμόζοντας τις Αγγλικές
υποθέσεις Hely – Hutchinson1 και Freeman & Lockyer2 το Δικαστήριο έκρινε ότι η
εταιρεία δεσμευόταν εφόσον οι οδηγοί είχαν φαινόμενη εξουσία.
Ο Ενάγοντας, που ήταν ιδιοκτήτης μπακάλικου, ενήγαγε την εναγόμενη εταιρεία για
ποσό £193 ως χρήματα οφειλόμενα σύμφωνα με λογαριασμό που δηλώθηκε για
αγαθά που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν στην Εναγόμενη. Ο λογαριασμός δηλώθηκε
μεταξύ του Ενάγοντα και ενός εκ των διοικητικών συμβούλων της Εναγόμενης ο
οποίος συνήθιζε να αγοράζει αγαθά για το ξενοδοχείο της Εναγόμενης. Η Εναγόμενη
εταιρεία παραδέχθηκε ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο ήταν διοικητικός σύμβουλος
της και ότι ήταν εξουσιοδοτημένος να αγοράζει αγαθά εκ μέρους της εταιρείας αλλά
η εξουσιοδότηση του αμφισβητήθηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση καθότι έπαυσε
να είναι διοικητικός σύμβουλος λίγες μέρες πριν την επίδικη ημερομηνία. Η εταιρεία
παραδέχθηκε ότι η έλλειψη εξουσιοδότησης δεν κοινοποιήθηκε στον Ενάγοντα ή
οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Πρωτόδικα το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ του
Εναγόμενου και επιδίκασε αποζημιώσεις £108.085.
Στην έφεση που απορρίφθηκε, αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι:
(1) αντιπρόσωπος που ενεργεί εντός των πλαισίων της συνηθισμένης του
πληρεξουσιότητας και συναλλάσσεται με τρίτα πρόσωπα, δεσμεύει τον εντολέα και
ότι οι διοικητικοί σύμβουλοι εταιρείας είναι απλά αντιπρόσωποι της εταιρείας και
όπου ο αντιπρόσωπος θα είχε ευθύνη, η εταιρεία είναι υπεύθυνη. Επίσης εφόσον
δεν υπήρχε ισχυρισμός ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο ενεργούσε εκτός της
πληρεξουσιότητας του ή ότι οι πράξεις του έγιναν καθ’ υπέρβαση εξουσιών και δεν
ήταν εντός της συνήθους ή εξυπακουόμενης εξουσίας τέτοιου διοικητικού
σύμβουλου, δέσμευε την εταιρεία για αγορές που έγιναν στο όνομα της εταιρείας.
1
Hely-Hutchinson v. Brayhead, Ltd. and Another [1967] 3 All E.R. 98
2
Freeman and Lockyer v. Buckhurst Park Properties (Mangal) Ltd. [1964] 1 All E.R. 630
3
A.D. Hotel & Catering Ltd v. Takis Pilava (1982) 1 CLR 81
58
Paneuropean Insurance Co Ltd v. Νίκου Χειμάρη1
(2) Από την όλη συμπεριφορά της εφεσείουσας προέκυπτε ότι αυτή παρουσίαζε την
Eurohouse σαν αντιπρόσωπό της για είσπραξη των οφειλομένων ή επέτρεπε σε
αυτήν να παρουσιάζεται σαν τέτοια. Άρα έχει αποδειχθεί ότι υπήρχε φαινόμενη
αντιπροσώπευση (ostensible or apparent authority).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε μεταξύ άλλων στα ακόλουθα (τα οποία έτυχαν
της επιδοκιμασίας του Ανώτατου Δικαστηρίου:
1
Paneuropean Insurance Co Ltd v. Νίκου Χειμάρη (2004) 1Β ΑΑΔ 713
59
“Όπως κι αν οι ενάγοντες χαρακτηρίζουν τη Eurohouse, είναι σαφές από τη μαρτυρία
πως η Eurohouse τελούσε πράξεις για λογαριασμό τους. Αυτή εντόπισε τον
εναγόμενο, αυτή δέχθηκε την πρόταση και τη μετέφερε στους ενάγοντες, αυτή
εισέπραττε κατά καιρούς το αντάλλαγμα μεταφέροντας το στους ενάγοντες.
Ενεργούσε δε έτσι, στα πλαίσια της συνεργασίας της με τους ενάγοντες. Υπό αυτές
τις περιστάσεις δεν έχω αμφιβολία ότι η Eurohouse ενεργούσε ως αντιπρόσωπος
των εναγόντων υπό την έννοια του περί Συμβάσεων Νόμου με πληρεξουσιότητα
είσπραξης των οφειλών και ειδικά της επίδικης οφειλής, όπως η μαρτυρία του κου
Καλογήρου [μάρτυρα της Ενάγουσας]. Άρα, η πληρωμή του ενάγοντα προς τη
Eurohouse ήταν πληρωμή προς τους ενάγοντες.”
“Αλλά κι αν ακόμα δεν δεχόμουν τη μαρτυρία του κου Καλογήρου ότι είχε ρητή
πληρεξουσιότητα να εισπράττει, δεν παύουν οι περιστάσεις που δημιούργησαν οι
ενάγοντες να είναι τέτοιες ώστε να είχε εξωθηθεί ο εναγόμενος να πιστεύει πως η
είσπραξη γινόταν εντός των ορίων πληρεξουσιότητας της Eurohouse, εφόσον η
Eurohouse εύρισκε τον πελάτη, η Eurohouse παραλάμβανε την πρόταση και τη
διαβίβαζε στους ενάγοντες, η Eurohouse γενικά βρισκόταν σ΄ επαφή με τον πελάτη,
χωρίς ποτέ οι ενάγοντες να έρχονται σε άμεση επαφή μαζί του. Θα επρόκειτο δηλαδή
για περίπτωση «φαινόμενης αντιπροσώπευσης» για την οποία θα εύρισκαν
εφαρμογή οι πρόνοιες του άρθρου 197 του Κεφ. 149.”
60
οποία έφερε ευθύνη στην περίπτωση μεταφοράς της περιουσίας, αντικείμενο της
ασφάλισης, σε χώρο άλλο από τον αναφερόμενο σ' αυτό, χωρίς τη γραπτή τους
συγκατάθεση. Τέτοια συγκατάθεση ουδέποτε τους ζητήθηκε ή δόθηκε. Στην
υπεράσπιση της, καταλόγισε δόλο ή έλλειψη απόλυτης καλής πίστης εκ μέρους της
εφεσίβλητης. Το ζήτημα που εγέρθηκε ήταν αν, στη βάση των γεγονότων, οι
εφεσείουσα ευθυνόταν στο πλαίσιο των αρχών της φαινόμενης εξουσιοδότησης
(apparent or ostensible authority). To πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε την
εφεσίβλητη. Αποφάσισε ότι η εφεσείουσα, με την αποδοχή της είσπραξης
ασφαλίστρου μετά τη μετακίνηση και με την έκδοση και του δευτέρου
ασφαλιστηρίου συμβολαίου, υποδήλωνε τη συγκατάθεση της στη μετακίνηση χωρίς
να χρειαζόταν πλέον τήρηση της παραγράφου 8 του συμβολαίου. Η συμπεριφορά
τους υπονοούσε παραίτηση από τον όρο αυτό και θα ήταν ανεπιεικές να τον
επικαλούνται για να αποφύγουν ευθύνη. Θεώρησε επίσης ότι από τα στοιχεία
αποδείχτηκε πράγματι σχέση αντιπροσωπείας μεταξύ της εφεσείουσας ασφαλιστικής
εταιρείας και της τράπεζας.
(1) Είναι γεγονός ότι η εφεσίβλητη ουδέποτε είχε κατ' ευθείαν επαφή με την
εφεσείουσα, δηλαδή με λειτουργούς της, ούτε υπήρχαν στοιχεία που να
θεμελιώνουν ότι πράγματι η τράπεζα ήταν αντιπρόσωπος της εφεσείουσας. Αυτή η
διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υποστηρίχθηκε από τη μαρτυρία.
Όμως οι αρχές ως προς τη φαινόμενη πληρεξουσιότητα, που αποτέλεσε ανεξάρτητο
και αυτοτελές έρεισμα, υπερβαίνουν και τα δύο. Δεν προϋποθέτουν ρητή
παράσταση απαραιτήτως. Αρκεί συμπεριφορά δια της οποίας κάποιος παριστά ή
επιτρέπει να παρίσταται πως άλλος είναι αντιπρόσωπος του. Τίθεται θέμα ευθύνης
από φαινόμενη πληρεξουσιότητα ακριβώς επειδή δεν υπάρχει τέτοια. Γι' αυτό και
δεν θα μπορούσαν, ούτως ή άλλως, να διαδραματίσουν ρόλο στην περίπτωση οι
πρόνοιες του περί Ασφαλειών Νόμου του 1984 αναφορικά με την έννοια του μεσίτη
(broker) και την απαγόρευση μη εγγεγραμμένων ως αντιπροσώπων ασφαλειών,
μεσιτών ή αντιπροσώπων μεσιτών, να ενεργούν ως τέτοιοι. Δεν θεμελιώνεται η
61
ευθύνη στην ενέργεια πράγματι αντιπροσώπου αλλά φαινομένου αντιπροσώπου. Ο
περί Συμβάσεων Νόμος Κεφ. 149 στο μέρος αναφορικά με την αντιπροσωπεία δεν
περιλαμβάνει καν πρόνοια προς τέτοια κατεύθυνση. Ρυθμίζεται μόνο (άρθρο 197) η
έκφανση της φαινόμενης πληρεξουσιότητας στην περίπτωση που ενώ πράγματι
υπάρχει σχέση αντιπροσώπου και αντιπροσωπευόμενου, ο πρώτος υπερβαίνει την
εξουσιοδότηση του.
Από το 2003 και έπειτα, μετά από τροποποίηση στον Νόμο3, οποιαδήποτε σύμβαση,
η οποία συνάπτεται πριν από την σύσταση εταιρείας από τα πρόσωπα που
υπέγραψαν το ιδρυτικό έγγραφο, ή από εξουσιοδοτημένα από αυτά πρόσωπα, επ’
1
Ανδρέας Νεοκλέους & Σία v. Μάριος Αφάμης Γενικές Κατασκευές Λίμιτεδ (2003) 1Γ ΑΑΔ 1663
2
Η θέση διατυπώθηκε με τον τρόπο αυτό από το πρωτόδικο δικαστήριο και η διατύπωση δεν
αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους στην έφεση.
3
Ν. 70(Ι)/2003
62
ονόματι ή για λογαριασμό της υπό σύσταση εταιρείας, θεωρείται προσωρινή και δεν
δεσμεύει την εταιρεία μέχρι την ημερομηνία της συστάσεως της. Μετά την πάροδο
της ημερομηνίας αυτής, η σύμβαση καθίσταται δεσμευτική για την εταιρεία1.
Μέχρι το 2009, ο Νόμος απαιτούσε όπως σύβαση η οποία αν γινόταν μεταξύ ιδιωτών
προσώπων ο νόμος θα απαιτούσε να γίνει γραπτώς, και αν γινόταν σύμφωνα µε το
Αγγλικό Δίκαιο (που ήταν σε ισχύ το 1960) θα απαιτούσε να φέρει σφραγίδα, έπρεπε
να φέρει την κοινή σφραγίδα της εταιρείας. Ο κανόνας του κοινοδικαίου αναφορικά
με την υποχρέωση χρήσης εταιρικής σφραγίδας από εταιρείες είναι ότι συμβάσεις
εταιρειών πρέπει να φέρουν την εταιρική σφραγίδα με την εξαίρεση ότι εταιρεία έχει
τη εξουσία να συνάψει σύμβαση χωρίς σφραγίδα σε θέματα που σχετίζονται με τις
συνήθεις εμπορικές δραστηριότητες της εταιρείας, ανεξαρτήτως του μεγέθους ή της
σημασίας της ουσίας της συμφωνίας και της συχνότητας με την οποία η εταιρεία
συνάπτει συμφωνίες αυτής της φύσης, εφόσον η σύμβαση είναι σχετική με τις
εργασίες για τις οποίες η εταιρεία συστάθηκε4.
63
σφραγίδα της εταιρείας είτε όχι1,
(γ) σύμβαση η οποία αν γινόταν από πρόσωπα ιδιώτες θα ήταν νομικά έγκυρη και
αν ακόμα γινόταν µόνο προφορικά και όχι γραπτώς δύναται να γίνει προφορικά εκ
μέρους της εταιρείας από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί µε βάση ρητή ή
σιωπηρή εξουσιοδότησή της3.
Συμβάσεις που γίνονται σύμφωνα µε τις πιο πάνω πρόνοιες έχουν νομικό
αποτέλεσμα και δεσμεύουν την εταιρεία και τους διαδόχους της και όλα τα άλλα
μέρη της5.
Τέλος, συμβάσεις που γίνονται σύμφωνα µε τις πιο πάνω πρόνοιες μπορούν να
μεταβληθούν ή να ακυρωθούν µε τον ίδιο τρόπο που η σύμβαση εξουσιοδοτήθηκε
να γίνει6.
1
Κεφ. 113, άρθρο 33(1)(α)
2
Κεφ. 113, άρθρο 33(1)(β)
3
Κεφ. 113, άρθρο 33(1)(γ)
4
Κεφ. 113, άρθρο 33(1)
5
Κεφ. 113, άρθρο 33(2)
6
Κεφ. 113, άρθρο 33(3)
64
6 ΜΕΤΟΧΕΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
6.1 Κεφάλαιο
6.1.1 Γενικά
Κάθε πρόσωπο που υπόγραψε το ιδρυτικό έγγραφο πρέπει να γράψει απέναντι από
το όνομα του τον αριθμό των μετοχών που λαμβάνει 2 και κανένα από αυτά τα
πρόσωπα δεν μπορεί να πάρει λιγότερο από μια μετοχή 3 . Με την εγγραφή της
εταιρείας οι μετοχές αυτές θεωρούνται ότι εκδόθηκαν σ’ αυτούς που υπέγραψαν το
ιδρυτικό έγγραφο4. Δεν υπάρχει υποχρέωση να αναληφθεί ολόκληρο το ονομαστικό
κεφάλαιο της εταιρείας.
65
κεφαλαίου. Η εταιρεία δηλαδή μπορεί να εκδώσει μετοχές μέχρι την αξία του
ονομαστικού κεφαλαίου της.
Η αξία του εκδομένου μετοχικού κεφαλαίου μπορεί να έχει πληρωθεί ή όχι στην
εταιρεία. Κάθε μέτοχος οφείλει να καταβάλει μέρος της ή ολόκληρη την ονομαστική
αξία (και οποιαδήποτε συμφωνημένη υπεραξία) των μετοχών που ανέλαβε όταν γίνει
κλήση για μετοχές από την εταιρεία. Εταιρεία μπορεί να αποδεχθεί από οποιοδήποτε
μέλος ολόκληρο ή μέρος του ποσού που παρέμεινε απλήρωτο από οποιεσδήποτε
μετοχές που κατέχονται από αυτό αν και κανένα μέρος εκείνου του ποσού δεν
κλήθηκε για πληρωμή αν εξουσιοδοτείται με τον τρόπο αυτό από το καταστατικό
της1. Επίσης, εταιρεία μπορεί με ειδικό ψήφισμα να αποφασίσει ότι για οποιοδήποτε
μέρος του μετοχικού κεφαλαίου της που δεν έχει ακόμα κληθεί, δεν θα μπορεί να
κληθεί εκτός στην περίπτωση και για το σκοπό εκκαθάρισης της εταιρείας2.
6.1.4 Νόμισμα
Το ονομαστικό κεφάλαιο της εταιρείας, εκτός από ευρώ, μπορεί να είναι εκφρασμένο
και σε άλλο νόμισμα.
1
Κεφ. 113, άρθρο 58(α)
2
Κεφ. 113, άρθρο 59
3
Κεφ. 113,άρθρο 4Α
4
Κεφ. 113, άρθρο 47(3)
5
Κεφ. 113, άρθρα 47Α – 47Γ
66
6.2 Αύξηση Κεφαλαίου
6.2.1 Γενικά
Η εταιρεία μπορεί, μετά την ίδρυση της να αυξήσει το ονομαστικό της κεφάλαιο.
Προϋπόθεση για την δυνατότητα αύξησης κεφαλαίου αποτελεί η ύπαρξη αυτής της
εξουσίας στο καταστατικό της εταιρείας1.
1
Κεφ. 113, άρθρο 60(1)(α)
2
Κεφ. 113, άρθρο 60(2). Το ψήφισμα για αύξηση κεφαλαίου είναι σύνηθες ψήφισμα, εκτός αν το
καταστατικό της εταιρείας προνοεί διαφορετικά. Ο Πίνακας Α του Κεφαλαίου 113 (κανονισμός 44)
προϋποθέτει σύνηθες ψήφισμα.
3
Κεφ. 113, άρθρο 62(1)
4
Κεφ. 113, άρθρο 62(2)
5
Κεφ. 113, άρθρο 62(3)
6
Κεφ. 113, άρθρο 62(2)
67
Όταν το κεφάλαιο δημόσιας εταιρείας είναι διαιρεμένο σε διάφορες τάξεις μετοχών,
τα δικαιώματα των οποίων επηρεάζονται από την αύξηση στο κεφάλαιο, σε
περίπτωση ψηφίσματος για αύξηση κεφαλαίου, πρέπει να γίνεται χωριστή
ψηφοφορία για κάθε τάξη μετοχών τα δικαιώματα των οποίων επηρεάζονται από
την αύξηση1.
Εκτός από την δυνατότητα αύξησης στο κεφάλαιο τους, εταιρείες μπορούν επίσης
με ψήφισμά της γενικής τους συνέλευσης:
68
6.3.2 Μετατροπή σε ποσοστό κεφαλαίου
6.3.3 Υποδιαίρεση
6.3.4 Ακύρωση
Να ακυρώνουν μετοχές τις οποίες κατά την ημερομηνία της έγκρισης του σχετικού
ψηφίσματος δεν λήφθηκαν ή δεν συμφωνήθηκε να ληφθούν από οποιοδήποτε
πρόσωπο, και να ελαττώσουν το ποσό του μετοχικού τους κεφαλαίου με το ποσό
των μετοχών που ακυρώθηκαν με τον τρόπο αυτό3. Ακύρωση μετοχών με τον τρόπο
αυτό δεν αποτελεί μείωση κεφαλαίου4.
Όταν εταιρεία μεταβάλει το μετοχικό της κεφάλαιο με τρόπο που αναφέρεται πιο
πάνω, οφείλει μέσα σε ένα μήνα μετά από την ενέργεια αυτή να δώσει ειδοποίηση
για την μεταβολή στον έφορο εταιρειών5.
6.4 Μετοχές
6.4.1 Γενικά
1
Κεφ. 113, άρθρο 60(1)(γ)
2
Κεφ. 113, άρθρο 60(1)(δ)
3
Κεφ. 113, άρθρο 60(1)(ε)
4
Κεφ. 113, άρθρο 60(2)
5
Κεφ. 113, άρθρο 61, έντυπο ΗΕ16
69
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου έχει αναλύσει το θέμα μετοχών και κεφαλαίου
εταιρειών ως ακολούθως1:
70
Η ονομαστική αξία που δίδεται σε μετοχή απλώς εξυπηρετεί ένα αριθμό χρήσιμων
σκοπών, ο κυριότερος των οποίων είναι η παροχή ενός μέτρου της υποχρέωσης
συμμετοχής των μετόχων στην πληρωμή των χρεών της εταιρείας. Η ονομαστική
αξία δεν παρέχει οποιοδήποτε μέτρο της πραγματικής αξίας της μετοχής. Η αξία της
μετοχής, δηλαδή η τιμή την οποία ένας αγοραστής δυνατόν να πληρώσει για να την
αποκτήσει, εξαρτάται από ένα αριθμό παραγόντων (βλέπε Pennington on Company
Law, 4η Έκδοση, σελ. 139, 140). Τέτοιοι παράγοντες είναι η αξία του ενεργητικού
της εταιρείας, ο κύκλος εργασιών της, η αξία της στο χρηματιστήριο κλπ.
Τεκμαίρεται ότι όλες οι μετοχές, εκτός αν υπάρχει μαρτυρία περί του αντιθέτου,
δίδουν τα ίδια δικαιώματα και επιβάλλουν τις ίδιες ευθύνες. Το ίδιο τεκμήριο
ισότητας υπάρχει και ως προς τις ευθύνες των μετόχων (Gower’s Principles of
Modern Company Law, 4η ΄Εκδοση, σελ. 403).
Η μετοχή δεν είναι ένα ποσό χρημάτων, αλλά ένα συμφέρον που μετράται με ένα
χρηματικό ποσό (Borland’s Trustee v. Steel Brothers & Co [1901] 1 Ch. 279, 288.
Βλέπε επίσης In Re Paulin [1935] 1 K.B. 26), το μέρος δε του ονομαστικού
κεφαλαίου που κατέχει ο καθένας από τους μετόχους είναι ακριβώς το μέτρο του
συμφέροντος αυτού (Oakbank Oil Co v. Crum (1882) 8 App. Cas. 65).”
Πέραν της ιδιοκτησιακής φύσης τους, οι μετοχές αποτελούν επίσης την έκφραση της
συμβατικής σχέσης μεταξύ του μετόχου, της εταιρείας και των λοιπών μετόχων, οι
όροι της οποίας περιλαμβάνονται στο ιδρυτικό έγγραφο και καταστατικό της
εταιρείας1.
6.4.2 Τάξεις
Κάθε εταιρεία υποχρεούται να τηρεί μητρώο των μελών της2 και καταγράφει σε
αυτό συγκεκριμένα στοιχεία αναφορικά με τα μέλη της περιλαμβανομένων τα
ονόματα και διευθύνσεις των μελών, την ημερομηνία εγγραφής στο μητρώο και την
ημερομηνία κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο έπαυσε να είναι μέλος.
1
Κεφ. 113, άρθρο 21, βλ. επίσης κεφάλαιο 2, παράγραφο 2.4 ανωτέρω
2
Κεφ. 113 άρθρο 105(1)
71
Το μητρώο μελών πρέπει φυλάγεται στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας 1 .
Μπορεί να φυλάσσεται και σε άλλο τόπο στην Δημοκρατία (αλλά όχι εκτός της
Δημοκρατίας) εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις και εφόσον σταλεί
σχετική ειδοποίηση στον Έφορο Εταιρειών2.
Κάθε εταιρεία που έχει περισσότερα από πενήντα μέλη, πρέπει να τηρεί
ενημερωμένο ευρετήριο μελών3 με το οποίο να γίνεται δυνατή η άμεση εξεύρεση
του λογαριασμού κάποιου μέλους (εκτός αν ο τύπος του μητρώου μελών είναι
τέτοιος ώστε να αποτελεί από μόνο του ευρετήριο). Το ευρετήριο πρέπει να
διατηρείται πάντα στον ίδιο τόπο όπως το μητρώο4.
Το μητρώο και ευρετήριο των ονομάτων των μελών της εταιρείας κατά τις ώρες
εργασίας, (όχι λιγότερο από δύο ώρες κάθε ημέρα) πρέπει να είναι ανοικτό για
επιθεώρηση από οποιοδήποτε μέλος χωρίς επιβάρυνση και από οποιοδήποτε άλλο
πρόσωπο με την πληρωμή μικρού ποσού που καθορίζεται από τον Νόμο5. Επίσης τα
μέλη και άλλα πρόσωπα μπορούν για συγκεκριμένο κόστος να λαμβάνουν από την
εταιρεία αντίγραφο του μητρώου (ή μέρους του) το οποίο η εταιρεία υποχρεούται
να παραδώσει εντός ημερών από την ημέρα που ζητείται.
H Εταιρεία μπορεί να κλείνει το μητρώο μελών της για περίοδο ή περιόδους που δεν
υπερβαίνουν συνολικά τις 30 ημέρες ετησίως, αλλά πρέπει να δίδει ειδοποίηση με
δημοσίευση σε εφημερίδα που κυκλοφορεί στην επαρχία στην οποία βρίσκεται το
εγγεγραμμένο γραφείο της7.
1
Κεφ. 113 άρθρο 105(2)
2
Κεφ. 113 άρθρο 105(3)
3
Κεφ. 113 άρθρο 106(1)
4
Κεφ. 113 άρθρο 106(3)
5
Κεφ. 113 άρθρο 108(1)
6
Κεφ. 113 άρθρο 108 (3), (4)
7
Κεφ. 113 άρθρο 110
72
6.4.5 Διόρθωση Μητρώου
Η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 111 του Κεφ. 113 για διόρθωση του
μητρώου των μελών εταιρείας είναι συνοπτική και το δικαστήριο ασκεί διακριτική
εξουσία για τη χορήγηση ή μη θεραπείας. Όπου εγείρεται σοβαρή αμφισβήτηση ως
προς τα γεγονότα και/ή ως προς τα δικαιώματα επί των μετοχών ή/και διεκδικήσεις,
το δικαστήριο αρνείται τη χορήγηση θεραπείας στα πλαίσια της προβλεπόμενης από
το άρθρο 111 συνοπτικής διαδικασίας και οι αιτητές αφήνονται να επιζητήσουν
θεραπεία με αγωγή2.
6.4.6 Εμπιστεύματα
73
και δεν αποτελούν ακίνητη ιδιοκτησία1.
Επίσης, κάτοχοι μετοχών που εγγράφονται ως μέλη της εταιρείας θεωρούνται από
τον Νόμο2 ότι δεσμεύονται από το ιδρυτικό έγγραφο και καταστατικό όπως σαν
είχαν τα είχαν υπογράψει οι ίδιοι.
1
Κεφ. 113 άρθρο 71
2
Κεφ. 113 άρθρο 21(1)
74
7 ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
7.1 Εισαγωγή
Αποτελεί κανόνα του εταιρικού δικαίου ότι το κεφάλαιο της εταιρείας ανήκει στην
ίδια την εταιρεία και όχι στους μετόχους της. Η αρχή αυτή υιοθετήθηκε κυρίως για
προστασία των πιστωτών της εταιρείας. Το κεφάλαιο της εταιρείας, το ποσό δηλαδή
που οι μέτοχοι της κατέβαλαν ή δεσμεύτηκαν να καταβάλουν στην εταιρεία ως
αντίτιμο για την αγορά των μετόχων τους, είναι στην ουσία το ταμείο στο οποίο οι
πιστωτές της εταιρείας μπορούν να ανατρέξουν όταν η εταιρεία δεν είναι σε θέση
να ξεπληρώσει τα χρέη της.
Οι κανόνες αυτοί δεν επηρεάζουν ούτε και μπορούν να επηρεάσουν τον κίνδυνο
πραγματικής απώλειας κεφαλαίου που προκύπτει από τις εργασίες της εταιρείας.
Όμως, η ίδια η εταιρεία δεν επιτρέπεται να προβεί σε πράξεις οι οποίες από μόνες
τους μειώνουν το κεφάλαιο, επηρεάζοντας έτσι τη σειρά προτεραιότητας σε
περίπτωση διάλυσης της εταιρείας.
Παρατηρείται μόνο ότι ενώ οι κανόνες που αφορούν την διανομή μερίσματος από
ιδιωτικές εταιρείες προκύπτουν από αποφάσεις των (κυρίως Αγγλικών) δικαστηρίων,
το Κεφ. 113 έχει τροποποιηθεί 1 με την εισαγωγή συγκεκριμένων κανόνων που
1
Ν. 70(Ι)/2003, Δεύτερη οδηγία 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου
75
αφορούν τη διανομή μερίσματος από δημόσιες εταιρείες1.
Ο γενικός κανόνας είναι ότι η εταιρεία πρέπει να πληρώνεται για τις μετοχές που
εκδίδει με το ποσό τουλάχιστο ίσο με την ονομαστική αξία των μετοχών.
Τηρούμενων των υποχρεώσεων για ελάχιστο ποσό που καταβάλλεται με την έκδοση
μετοχών σε δημόσιες εταιρείες που αναφέραμε στην προηγούμενη διάλεξη (δηλ.
25% πλέον οποιοδήποτε ποσό υπέρ το άρτιο) η ονομαστική αξία αυτή δεν πρέπει
να καταβάλλεται με την παραχώρηση των μετοχών αλλά σε οποιοδήποτε στάδιο.
(α) η έκδοση των μετοχών υπό το άρτιο πρέπει να εγκρίνεται με ψήφισμα της
γενικής συνέλευσης της εταιρείας το οποίο να ορίζει ανώτατο συντελεστή
εκπτώσεων σύμφωνα με τον οποίο θα εκδοθούν οι μετοχές.
(β) πρέπει να έχει παρέλθει τουλάχιστον 1 χρόνος από την ημερομηνία από την
οποία η εταιρεία δικαιούται να ξεκινήσει τις εργασίες της.
(γ) το ψήφισμα για έκδοση μετοχών υπό το άρτιο πρέπει να επικυρωθεί από το
Δικαστήριο 3 και οι μετοχές πρέπει να εκδίδονται εντός 1 μήνα από την
επικύρωση (ή άλλου χρόνου που ορίζει το δικαστήριο).
Το αποτέλεσμα έκδοσης κατά πρόσβαση των προνοιών αυτών είναι ότι η έκδοση
είναι έγκυρη αλλά οι μέτοχοι που ανέλαβαν τις μετοχές υποχρεούνται να καταβάλουν
ολόκληρη την ονομαστική αξία των μετοχών .
76
καταστατικό της να εκδίδει εξαγοράσιμες προνομιούχες μετοχές 1 που είναι
εξαγοράσιμες, ή υπόκεινται σε εξαγορά κατ΄εκλογή της εταιρείας ή του μετόχου2.
Η εξαγορά από την εταιρεία προνομιούχων μετοχών δεν θεωρείται ότι μειώνει το
ποσό του εγκεκριμένου μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας το οποίο και μένει
διαθέσιμο για έκδοση αν αυτό χρειαστεί.
Ιδιωτική εταιρεία δεν δύναται να αποκτά και να κατέχει δικές της μετοχές 3 .
Αναφορικά με δημόσιες εταιρείες, ο κανόνας αυτός τροποποιήθηκε νομοθετικά4 και
τώρα δημόσια εταιρεία διατηρεί, υπό αυστηρές προϋποθέσεις, το δικαίωμα εξαγοράς
δικών της μετοχών5.
Επίσης, νομικό πρόσωπο δεν δύναται να είναι μέλος εταιρείας που είναι μητρική του,
και οποιαδήποτε παραχώρηση ή μεταβίβαση μετοχών μιας εταιρείας προς τη
θυγατρική της είναι άκυρη6. Η απαγόρευση αυτή δεν εφαρμόζεται όταν η θυγατρική
εταιρεία ενδιαφέρεται ως προσωπικός αντιπρόσωπος ή ως εμπιστευματοδόχος εκτός
αν η μητρική εταιρεία ή θυγατρική της έχει ωφέλιμο συμφέρον δυνάμει
εμπιστεύματος και δεν ενδιαφέρεται μόνο υπό μορφή ασφάλειας για τους σκοπούς
συναλλαγής που συνάπτεται από αυτή κατά τη συνηθισμένη πορεία εργασίας που
περιλαμβάνει το δανεισμό χρημάτων.
Ένας εμφανής τρόπος για την αποφυγή του κανόνα κατά της απόκτησης μετοχών
από την ίδια την εταιρεία θα ήταν να μπορούσε η εταιρεία να δώσει χρήματα σε
1
Κεφ. 113, άρθρο 57
2
Η προσθήκη των λέξεων “ή του μετόχου” έγινε με τον τροποποιητικό νόμο 9 του 99(Ι) του 2009.
3
Trevor v. Whitworth (1887) 12 App. Cas. 409 (H.L.).
4
Ν. 135(Ι)/2000, Ν. 70(Ι)/2003
5
Κεφ. 113, άρθρα 57Α – 57ΣΤ
6
Κεφ. 1113, άρθρο 28(1)
77
τρίτο πρόσωπο το οποίο να αγοράσει μετοχές της εταιρείας.
“… δεν είναι νόμιμο για εταιρεία να παρέχει, αμέσως είτε εμμέσως, και είτε υπό τύπο
δανείου, εγγύησης, πρόνοιας για ασφάλεια ή διαφορετικά, οικονομική βοήθεια για
το σκοπό ή σε σχέση µε την αγορά ή εγγραφή μετοχών της εταιρείας που γίνεται ή
θα γίνει από οποιοδήποτε πρόσωπο ή όταν η εταιρεία είναι θυγατρική εταιρεία της
μητρικής της εταιρείας”.
(α) το δανεισμό χρημάτων από την εταιρεία κατά τη συνηθισμένη πορεία της
εργασίας της, όταν ο δανεισμός χρημάτων αποτελεί μέρος της συνηθισμένης
εργασίας της εταιρείας,
(β) την παροχή χρημάτων από εταιρεία, σύμφωνα µε το σχέδιο αγοράς μετοχών
προς όφελος προσώπων που βρίσκονται στην υπηρεσία της εταιρείας ή
οποιασδήποτε συνδεδεμένης εταιρείας, και
(γ) την παροχή από εταιρεία δανείων σε πρόσωπα, εκτός από συμβούλους, που
απασχολούνται στην εταιρεία µε καλή πίστη, µε σκοπό να καταστήσει τα
πρόσωπα αυτά ικανά να αγοράσουν ή να εγγραφούν για πλήρως πληρωμένες
μετοχές της εταιρείας ή της μητρικής της εταιρείας ή οποιασδήποτε
συνδεδεμένης εταιρείας.
(α) η ιδιωτική εταιρεία δεν είναι θυγατρική εταιρεία οποιασδήποτε εταιρείας που είναι
δημόσια εταιρεία, και
(β) η σχετική ενέργεια έχει εγκριθεί σε οποιοδήποτε χρόνο, με απόφαση της γενικής
συνέλευσης εταιρείας που εγκρίθηκε με πλειοψηφία πέραν του 90% των ψήφων
όλων των εκδομένων μετοχών της εταιρείας.
1
Κεφ. 113, άρθρο 53
2
Ν. 99(Ι) του 2009.
3
Νοείται ότι, η εξαίρεση του παρόντος εδαφίου δεν επηρεάζει την υποχρέωση συμμόρφωσης με
οποιοδήποτε άλλο άρθρο του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.
78
7.7 Μείωση κεφαλαίου
Η βασική αρχή είναι, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη διατήρησης του μετοχικού
κεφαλαίου εταιρείας, ότι απαγορεύεται σε εταιρεία να μειώσει το κεφάλαιο της,
δηλαδή τα χρήματα που βρίσκονται στην διάθεση των πιστωτών της σε περίπτωση
εκκαθάρισης.
Για να μπορέσει κάποια εταιρεία να προβεί σε μείωση του μετοχικού της κεφαλαίου,
πρέπει να εξουσιοδοτείται σχετικά από το καταστατικό της.
(α) να διαγράφει ή μειώνει την ευθύνη πάνω σε οποιεσδήποτε μετοχές της σχετικά
µε το μετοχικό της κεφάλαιο που δεν πληρώθηκε,
79
(δ) να ακυρώνει μετοχικό κεφάλαιο που πληρώθηκε με σκοπό τη διαγραφή ζημιών
της εταιρείας· ή
Μείωση κεφαλαίου με διανομή περιουσίας της εταιρείας δεν λογίζεται ως δωρεά για
φορολογικούς σκοπούς2.
Δικαστική Διαδικασία
Είναι σημαντικό για ένα νέο δικηγόρο να γνωρίζει την διαδικασία που ακολουθείται
από το Δικαστήριο σε αιτήσεις σχετικές με εταιρείες. Όπως αναφέρθηκε όταν
εξετάζαμε το θέμα της αλλαγής σκοπών, σε αιτήσεις εταιρειών δεν εφαρμόζονται
άμεσα οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας. Η δευτερογενής νομοθεσία που διέπει το
θέμα είναι τα Companies Rules 1933. Οι κανονισμοί αυτοί ορίζουν το τύπο και
μερικώς θέματα διαδικασίας, και αναφέρουν ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι εν ισχύ
κανόνες διαδικασίας (Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας) και η πρακτική του Δικαστηρίου.
Ο περί Εταιρειών Κανονισμοί προνοούν για δύο ήδη αιτήσεων: Αναφορά (petition)
και αιτήσεις δια κλήσεως (summons). Όπως και σε αιτήσεις για τροποποίηση του
ιδρυτικού εγγράφου, ο Νόμος προνοεί ότι η αίτηση έγκρισης τροποποίησης των
σκοπών γίνεται με αναφορά.
Κατά την εξέταση της αίτησης, το δικαστήριο λαμβάνει πρώτιστα υπόψη της απόψεις
και τα συμφέροντα των πιστωτών της εταιρείας3.
80
Το Δικαστήριο δύναται, αν το κρίνει σωστό, να δώσει οδηγίες όπως η εταιρεία
προσθέσει στο όνομα της τις λέξεις “και μειωμένο” για συγκεκριμένο χρονικό
διάστημα.
Η μείωση του κεφαλαίου δεν έχει ισχύ μέχρι που το διάταγμα του Δικαστηρίου μαζί
με το πρακτικό της μείωσης που εγκρίθηκε από το Δικαστήριο καταχωρηθεί στον
Έφορο Εταιρειών1.
1
Κεφ. 113, άρθρο 67
81
8 ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΜΕΤΟΧΩΝ
8.1 Εισαγωγή
Ανεξάρτητα από οτιδήποτε περιέχεται στο καταστατικό μιας εταιρείας, δεν είναι
νόμιμη για την εταιρεία η καταχώρηση μεταβίβασης μετοχών της εταιρείας εκτός αν
παραδοθεί κατάλληλο μεταβιβαστικό έγγραφο στην εταιρεία3. Η απαγόρευση αυτή
δεν ισχύει όπου η μεταβίβαση γίνεται ως αποτέλεσμα νόμου, όπως, για παράδειγμα,
μεταβίβαση λόγω θανάτου4.
82
8.3 Περιορισμοί στο Δικαίωμα Μεταβίβασης Μετοχών
Μεταβίβαση μετοχών, ή αλλαγή της υπόστασης των μελών της εταιρείας, που
γίνεται μετά την έναρξη εκκαθάρισης εταιρείας από το Δικαστήριο 1 ή την έναρξη
εκούσιας εκκαθάρισης2 είναι άκυρη, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.
83
(γ) το έγγραφο μεταβίβασης αφορά μια μόνο τάξη μετοχών.1”
“3. Οι σύμβουλοι δύνανται, κατά την απόλυτη κρίση τους και χωρίς να δώσουν
οποιοδήποτε λόγο, να αρνηθούν να εγγράψουν οποιαδήποτε μεταβίβαση μετοχής
ανεξάρτητα αν είναι ή όχι εξολοκλήρου εξοφλημένη.2”
84
του στο μητρώο μελών της εταιρείας1.
Μέσα σε δύο μήνες από την έγκυρη μεταβίβαση3 οποιωνδήποτε μετοχών της, κάθε
εταιρεία υποχρεούται να συμπληρώσει και να ετοιμάσει για παράδοση τα
πιστοποιητικά όλων των μετοχών που παραχωρήθηκαν ή μεταβιβάστηκαν4.
Πιστοποιητικό που φέρει την κοινή σφραγίδα της εταιρείας και ορίζει οποιεσδήποτε
μετοχές που κατέχονται από μέλος, αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη του τίτλου
του μέλους για τις μετοχές7.
85
εγγραφή της μεταβίβασης αυτής στο μητρώο των μελών της εταιρείας1.
1
Κεφ. 113, άρθρο 113Α
86
9 ΔΙΟΙΚΗΣΗ Ι: ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ
9.1 Εισαγωγή
Είναι φυσικό ότι η εταιρεία από μόνη της, σαν νομική ύπαρξη, δεν μπορεί να κάνει
σχεδόν οτιδήποτε εκτός δια μέσου των ανθρώπων που αποτελούν τα μέλη της, τους
αξιωματούχους της, τους υπαλλήλους της ή αντιπροσώπους της.
Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να δοθεί προσοχή στο ότι για τις περισσότερες από
τις λεπτομερείς πρόνοιες αναφορικά με την διοίκηση της εταιρείας, που συνήθως
περιλαμβάνονται στο καταστατικό (όπως αυτές του Πίνακα Α) δεν γίνεται πρόνοια
στη νομοθεσία. Το αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι ότι ο δικηγόρος που
συντάσσει το καταστατικό εταιρείας έχει σε αρκετό βαθμό ευχέρεια να καθορίσει
τον τρόπο με τον οποίο θα διοικείται η συγκεκριμένη εταιρεία.
87
ενεργούν μέσω αποφάσεων που λαμβάνονται σε συνελεύσεις. Οι σύμβουλοι
εταιρείας από κοινού αποτελούν το “Διοικητικό Συμβούλιο" της εταιρείας, ενώ τα
μέλη της εταιρείας απαρτίζουν τη “Γενική Συνέλευση” της εταιρείας.
Σε περίπτωση εταιρείας που, όπως τον Πίνακα Α, το καταστατικό της προβλέπει ότι
η διοίκηση της εταιρείας είναι στη δικαιοδοσία των συμβούλων, οι σύμβουλοι και
μόνο οι σύμβουλοι ασκούν τις εξουσίες αυτές2. Η γενική συνέλευση μπορεί πάντα
να ελέγξει την άσκηση των εξουσιών από τους διοικητικούς συμβούλους με
τροποποίηση του καταστατικού ή, αντικαθιστώντας τους συμβούλους3.
1
Filter Syndicate Co. v. Cuninghame [1906] 2 Ch. 34, C.A., Gramophone and Typewriter, Limited v.
Stanley [1908] 2 K.B.D. 89, Michaelides v. Gavrielides (1980) 1 CLR 244.
2
Filter Syndicate Co. v. Cuninghame , Gramophone and Typewriter [1906] 2 Ch. 34, C.A.
3
Shaw & Sons (Salford) Ltd v. Shaw [1935] 2 K.B. 113, C.A., Scott v. Scott [1943] 1 All ER 582
88
9.3.1 Διορισμός Συμβούλων
Κάθε ιδιωτική εταιρεία πρέπει να έχει τουλάχιστον ένα σύμβουλο και κάθε εταιρεία
που δεν είναι ιδιωτική πρέπει να έχει τουλάχιστο δύο συμβούλους2.
Το Κεφάλαιο 113 δεν περιέχει συγκεκριμένες πρόνοιες για τον αριθμό διοικητικών
συμβούλων ή τον τρόπο διορισμού τους5, αφήνοντας το θέμα αυτό να διέπεται
κυρίως από το καταστατικό της εταιρείας.
Το καταστατικό μιας νέας εταιρείας μπορεί να περιέχει πρόνοια ως προς τον διορισμό
συγκεκριμένων προσώπων ως πρώτων συμβούλων της. Σε πολλές όμως περιπτώσεις
το καταστατικό, αντί να κατονομάζει συγκεκριμένα πρόσωπα, δίδει εξουσία στα
πρώτα μέλη της εταιρείας (ή στην πλειοψηφία τους) να διορίσουν εγγράφως τους
πρώτους συμβούλους. Για παράδειγμα ο Κανονισμός 75 του Πίνακα Α προβλέπει τα
εξής:
“75. Ο αριθμός των συμβούλων και τα ονόματα των πρώτων συμβούλων ορίζονται
γραπτώς από τους υπογράψαντες το ιδρυτικό έγγραφο ή από την πλειοψηφία
αυτών.”
89
9.3.3 Μετέπειτα Σύμβουλοι
Όπου ο διορισμός συμβούλων γίνεται με ψήφισμα στη γενική συνέλευση δεν μπορεί
να υποβληθεί πρόταση για διορισμό δύο ή περισσότερων προσώπων ως συμβούλων
με ένα και μόνο ψήφισμα (εκτός όπου το ψήφισμα αυτό έχει εγκριθεί εκ των
προτέρων από τη γενική συνέλευση χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε ψήφος εναντίον
του) 4 . Ο σκοπός αυτής της πρόνοιας, η οποία και δεν τυγχάνει εφαρμογής σε
ιδιωτικές εταιρείες, είναι να επιτρέπει στα μέλη να μπορούν να απορρίψουν ένα
συγκεκριμένο υποψήφιο σύμβουλο, χωρίς να πρέπει να απορρίψουν και τους
υπόλοιπους. Ψήφισμα το οποίο εγκρίνεται κατά παράβαση της πρόνοιας αυτής είναι
άκυρο5.
Το καταστατικό όμως μπορεί να δίδει εξουσία σε τρίτο πρόσωπο ή ακόμα και στους
υφιστάμενους συμβούλους να διορίζουν επιπρόσθετους συμβούλους. Στην δεύτερη
περίπτωση η γενική συνέλευση δεν μπορεί να επέμβει στην εξουσία αυτή των
συμβούλων. Το θέμα αυτό θα πρέπει να εξετάζεται σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με
τις πρόνοιες του καταστατικού της συγκεκριμένης εταιρείας.
1
Πίνακας Α, Κανονισμοί 89-97
2
Πίνακας Α, Κανονισμός 94
3
Πίνακας Α, Κανονισμός 95
4
Κεφ. 113, άρθρο 177
5
Αλλά βλ. Κεφ. 113, άρθρο 174
6
Κεφ. 113, άρθρο 178
90
Η πρόνοια αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στο εταιρικό δίκαιο. Στις πλείστες περιπτώσεις
το καταστατικό δίδει εξουσία στους συμβούλους να διοικούν την εταιρεία, στην
οποία εξουσία τα μέλη δεν μπορούν εύκολα να επέμβουν (ούτε καν με ειδικό
ψήφισμα). Η εξουσία όμως να παύσουν τους συμβούλους με σύνηθες ψήφισμα
(απλή πλειοψηφία), δίδει στα μέλη ουσιαστική μέθοδο να ελέγχουν τους
συμβούλους.
Κάτι που επίσης πρέπει να έχετε υπόψη σας είναι ότι πολλές φορές το καταστατικό
εταιρείας (όπως π.χ. ο Πίνακας Α) προβλέπει ότι ένα ποσοστό των συμβούλων της
(συνήθως 1/3) αποχωρεί εκ περιτροπής κάθε χρόνο, με πιθανότητα βεβαίως
επανεκλογής. Σε ιδιωτικές εταιρείες αυτή η διαδικασία πολλές φορές παραλείπεται.
1
Πίνακας Α, Κανονισμός 76
2
Βλ επίσης Κεφ. 113, άρθρο 183: είναι παραίτητη η έγκριση της εταιρείας σε γενική συνέλευση για
την πληρωμή σε σύμβουλο για απώλεια θέσης.
3
π.χ. παράγραφος 80 του Πίνακα Α
4 Εκτός σε περίπτωση ιδιωτικής εταιρεία με μόνο ένα σύμβουλο
91
9.4.1 Εκχώρηση εξουσιών
9.4.2 Διαδικασία
“Διαδικασία Συμβούλων
9.4.3 Απαρτία
92
θα είναι δυο.”
1
Πίνακας Α, Κανονισμός 98
2
Barron v. Potter [1914] 1 Ch 895
93
10 ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΙΙ: ΜΕΛΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΣ
ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ
10.1 Ιδιότητα Μέλους
(α) Αυτοί που προσυπόγραψαν το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας η οποίοι με την
εγγραφή της εταιρείας καταχωρούνται ως μέλη στο μητρώο μελών, και
(β) οποιαδήποτε πρόσωπα συμφωνούν να γίνουν μέλη της εταιρείας και το όνομα
τους καταχωρείται στο μητρώο μελών.
94
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίδεται σε περιπτώσεις ανηλίκων προσώπων κάτω
των 18 ετών, εφόσον η δικαιοπρακτική τους ικανότητα είναι περιορισμένη και η
συμφωνία για ανάληψη μετοχών μπορεί να είναι ακυρώσιμη από τον ανήλικο (όχι
όμως αυτόματα άκυρη) σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τις συμβάσεις1.
Εταιρείες μπορούν γενικά να κατέχουν μετοχές σε άλλες εταιρείες. Εκτός όμως εάν
συμμορφώνεται με ή αν εξαιρείται από τις πρόνοιες του Νόμου2, εταιρεία:
(γ) δεν μπορεί να παρέχει, είτε άμεσα είτε έμμεσα, οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια
για αγορά μετοχών της από τρίτο πρόσωπο4.
(ε) σε περίπτωση που πρόσωπο έπαυσε με οποιοδήποτε τρόπο να είναι μέλος, την
ημερομηνία παύσης.
Στην υπόθεση αυτή, το Εφετείο, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, αποφάσισε ότι η πρόνοια
του Καταστατικού της εταιρείας “Οι Ατβεντισταί Εβδόμης Ημέρας εν Κύπρω Λτδ” μπορούσε να
υπερισχύσει του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου Κεφάλαιο 195 αναφορικά με μία μετοχή η οποία
δεν είχε καμία οικονομική αξία και μόνο στα πλαίσια των σκοπών της εταιρείας είχε νόημα, και δεν
επέτρεψε την μεταβίβαση.
1
περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, άρθρο 11
2
Κεφ. 113, άρθρα 57Α ως 57ΣΤ
3
Κεφ. 113, άρθρο 28
4
Κεφ. 113, άρθρο 53
5
Κεφ. 113, άρθρο 105
95
Το μητρώο μελών πρέπει να φυλάγεται στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας. Σε
περίπτωση που τηρείται αλλού, πρέπει να δίδεται σχετική ειδοποίηση στον Έφορο
Εταιρειών1.
Το μητρώο πρέπει να είναι ανοικτό για επιθεώρηση από μέλη (χωρίς πληρωμή) ή
τρίτα πρόσωπα (με την καταβολή μικρού τέλους) για τουλάχιστο 2 ώρες σε κάθε
εργάσιμη μέρα 2 . Τα πρόσωπα αυτά μπορούν να ζητήσουν και αντίγραφο του
μητρώου ή μέρους του. Το μητρώο μπορεί μόνο να κλείνει για μέγιστη περίοδο 30
ημερών των χρόνων εφόσον για το γεγονός αυτό δοθεί ειδοποίηση με δημοσίευση
σε εφημερίδα3.
1
Κεφ. 113, άρθρο 105(3)
2
Κεφ. 113, άρθρο 108
3
Κεφ. 113, άρθρο 110
4
Κεφ. 113, άρθρο 113
5
Κεφ. 113, άρθρο 112
6
Κεφ. 113, άρθρο 111
7
Βλ. τροποποιητικό Νόμος 60(Ι)/2010
96
Υπάρχουν 3 είδη γενικών συνελεύσεων: Θέσμιες, ετήσιες και έκτακτες.
Κάθε εταιρεία, εκτός από ιδιωτική εταιρεία, υποχρεούται να συγκαλέσει την πρώτη
ετήσια γενική συνέλευση της εταιρείας μέσα σε περίοδο όχι μικρότερη από 1 μήνα
και όχι μεγαλύτερη από 3 μήνες από την ημέρα που η εταιρεία δικαιούται να
προχωρήσει στην έναρξη των εργασιών της1.
Κατά τη θέσμια γενική συνέλευση, τα μέλη της εταιρείας που είναι παρόντα μπορούν
να συζητούν οποιοδήποτε θέμα προκύπτει αναφορικά με την ίδρυση της εταιρείας
ή από τη θέσμια έκθεση, ανεξάρτητα από το αν δόθηκε ειδοποίηση ή όχι. Δεν
μπορούν όμως να λαμβάνουν κανένα ψήφισμα εκτός αν έχει δοθεί η αναγκαία από
το καταστατικό ειδοποίηση.
Τουλάχιστον 13 ημέρες πριν από την ημέρα σύγκλησης της θέσμιας γενικής
συνέλευσης, οι σύμβουλοι της εταιρείας θα πρέπει να αποστέλλουν σε κάθε μέλος
της εταιρείας την θέσμια έκθεση. Η θέσμια αυτή έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει
μεταξύ άλλων λεπτομέρειες αναφορικά με τον ολικό αριθμό μετοχών της εταιρείας
που έχουν παραχωρηθεί, το ποσό που λήφθηκε από την εταιρεία σε σχέση με τις
μετοχές της, και λεπτομέρειες για τους συμβούλους, ελεγκτές και το γραμματέα της
εταιρείας.
Κάθε εταιρεία πρέπει να συγκροτεί κάθε χρόνο ετήσια γενική συνέλευση ανεξάρτητα
από οποιεσδήποτε άλλες γενικές συνελεύσεις2.
Μετά την πρώτη, οι επόμενες ετήσιες γενικές συνελεύσεις πρέπει να γίνονται κάθε
έτος και δεν πρέπει να περάσουν περισσότερο από 15 μήνες μεταξύ μιας ετήσιας
1
Κεφ. 113, άρθρο 124. Το πότε δημόσια εταιρεία δύναται να προχωρήσει στην έναρξη εργασιών
καθορίζεται από το άρθρο 104 του Νόμου. Ιδιωτική εταιρεία δύναται να αρχίσει εργασίες με την
έκδοση του πιστοποιητικού εγγραφής.
2
Κεφ. 113, άρθρο 125
97
γενικής συνέλευσης και της επόμενης. Παράληψη συμμόρφωσης με αυτή την
υποχρέωση αποτελεί αδίκημα.
Ο Νόμος δεν καθορίζει τις εργασίες που διεξάγονται στην ετήσια γενική συνέλευση
αλλά συνήθως κατά την ετήσια γενική συνέλευση, οι ακόλουθες εργασίες λαμβάνουν
χώρα:
- εξέταση των λογαριασμών, του ισολογισμού και των εκθέσεων των συμβούλων
και ελεγκτών της εταιρείας,
- εκλογή συμβούλων σε αντικατάσταση αυτών που αποχωρούν,
- διορισμός των ελεγκτών της εταιρείας και καθορισμός της αμοιβής τους,
- κήρυξη μερίσματος.
Σύμφωνα με τον Πίνακα Α 1 , εκτός από τις πιο πάνω εργασίες που θεωρούνται
συνήθεις, κάθε εργασία που διεξάγεται σε ετήσια γενική συνέλευση όπως και κάθε
εργασία που διεξάγεται σε έκτακτη γενική συνέλευση θα θεωρείται ειδική.
Οι οδηγίες αυτές περιλαμβάνουν οδηγίες ότι ένα μέλος της εταιρείας που παρίσταται
προσωπικά ή με αντιπρόσωπο λογίζεται ότι αποτελεί συνέλευση.
98
σημειώθηκε η παράλειψη της συγκρότησης της ετήσιας γενικής συνέλευσης της
εταιρείας, η συνέλευση που συγκροτήθηκε με τον τρόπο αυτό δεν θεωρείται ως η
ετήσια γενική συνέλευση για το χρόνο που συγκροτήθηκε, εκτός αν κατά τη
συνέλευση αυτή η εταιρεία αποφασίσει ότι θεωρείται με τον τρόπο αυτό.
Γενικές συνελεύσεις άλλες από τη θέσμια και την ετήσια αποκαλούνται έκτακτες
γενικές συνελεύσεις1. Το καταστατικό εταιρείας συνήθως ορίζει ότι οι σύμβουλοι της
εταιρείας δύνανται να καλέσουν έκτακτη γενική συνέλευση όποτε το κρίνουν
σκόπιμο και υποχρεούνται να καλέσουν τέτοια συνέλευση όποτε τους το ζητήσει
συγκεκριμένη πλειοψηφία των μελών2.
Σε περίπτωση, κατά την οποία ζημίες παρελθόντων οικονομικών ετών, ή άλλοι λόγοι,
οδηγήσουν δημόσια εταιρεία σε απώλεια του εκδοθέντος κεφαλαίου της κατά 50%
ή σε επίπεδο που κατά την άποψη των συμβούλων της θέτει την επίτευξη του
εταιρικού σκοπού υπό αμφισβήτηση, οι σύμβουλοι υποχρεούνται να συγκαλέσουν
πάραυτα, και σε καμία περίπτωση αργότερα από 28 ημέρες από τότε που η μείωση
έγινε γνωστή στους συμβούλους, έκτακτη γενική συνέλευση σε ημερομηνία όχι
μεγαλύτερη των 56 ημερών από την ημέρα που ελήφθη η απόφαση για σύγκληση.
Ο σκοπός της γενικής συνέλευσης είναι για να εξετασθεί αν πρέπει να διαλυθεί η
εταιρεία ή να ληφθεί οποιοδήποτε άλλο μέτρο3.
99
μελών
100
ειδοποίηση: (α) ετήσιας γενικής συνέλευσης όλα τα μέλη που δικαιούνται να
παρευρεθούν και να ψηφίσουν και (β) οποιασδήποτε άλλης συνέλευσης τουλάχιστο
το 95% αυτών των μελών.
Προνοούνται επίσης από το νόμο κάποια ψηφίσματα για τα οποία πρέπει να δίδεται
ειδική ειδοποίηση στην εταιρεία π.χ. για παύση συμβούλου σύμφωνα με το άρθρο
178 του Νόμου. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να δίδεται στην εταιρεία ειδική
ειδοποίηση τουλάχιστο 28 ημερών για την πρόθεση ότι θα προταθεί το συγκεκριμένο
ψήφισμα. Η εταιρεία τότε δίδει στα μέλη της την ειδοποίηση που θα έδινε για τη
συνέλευση2.
Συνέλευση σημαίνει συγκέντρωση προσώπων έτσι όπου εταιρεία έχει μόνο ένα
μέλος δεν μπορεί να νοηθεί συνέλευση. Σε τέτοια περίπτωση, το μοναδικό μέλος θα
ασκεί όλες τις εξουσίες της γενικής συνέλευσης νοουμένου ότι οι αποφάσεις του θα
καταγράφονται3.
10.4.2 Απαρτία
1
Tiessen v. Henderson [1899] 1 Ch. 861
2
Κεφ. 113, άρθρο 136
3
Κεφ. 113, άρθρο 128(2)
4
Κεφ. 113, άρθρο 128(1)(β)
101
Το καταστατικό συνήθως προνοεί για εκλογή προέδρου της συνέλευσης από τους
συμβούλους. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει πρόνοια στον καταστατικό οποιοδήποτε
μέλος που εκλέγεται από τα μέλη που είναι παρόντα στη συνέλευση δύναται να είναι
ο πρόεδρος της1.
Ο ρόλος του προέδρου της συνέλευσης είναι να διατηρεί την τάξη και να φροντίζει
για την ορθή διεξαγωγή της συνέλευσης σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό
της εταιρείας. Δεν έχει όμως εξουσία να αποφασίζει για θέματα τα οποία μπορεί να
αποφασίσουν τα μέλη της συνέλευσης π.χ. να αναβάλει ή να διαλύσει τη συνέλευση
χωρίς λόγο2.
Τα μέλη της εταιρείας έχουν όμως δικαίωμα, που πηγάζει αρχικά από το κοινοδίκαιο,
να αιτούνται όπως οποιαδήποτε ψηφοφορία (εκτός από περιορισμένες εξαιρέσεις)
γίνεται με βάση των αριθμό ψήφων που κατέχουν. Οποιαδήποτε διάταξη στο
καταστατικό εταιρείας που περιορίζει αυτό το δικαίωμα είναι άκυρη.
Περαιτέρω, κατά τη διεξαγωγή ψηφοφορίας με βάση των αριθμό ψήφων, μέλος που
δικαιούται περισσότερες από μια ψήφους δεν υποχρεούται να χρησιμοποιήσει όλες
τις ψήφους του ή να ρίξει όλες τις ψήφους που χρησιμοποιεί με τον ίδιο τρόπο3.
Αυτή η πρόνοια επιτρέπει σε καταπιστευματοδόχους μέτοχους που κρατούν μετοχές
προς όφελος περισσοτέρων του ενός δικαιούχων, να εξασκήσουν το δικαίωμα
ψήφου των μετοχών σύμφωνα με τις οδηγίες που λαμβάνουν.
102
10.4.5 Αντιπρόσωποι
Οποιαδήποτε όμως πρόνοια του καταστατικού που απαιτεί ότι το έγγραφο διορισμού
πρέπει να υποβληθεί στην εταιρεία πέραν των 48 ωρών πριν την συνέλευση είναι
άκυρη2.
10.4.7 Πρακτικά
1
Κεφ. 113, άρθρο 130
2
Κεφ. 113, άρθρο 130(3)
3
Κεφ. 113, άρθρο 128Δ
4
Κεφ. 113, άρθρο 139
103
10.5 Ψηφίσματα
10.5.1 Γενικά
Ο Νόμος δεν δίδει ορισμό για το σύνηθες ψήφισμα. Το ψήφισμα αυτό είναι ψήφισμα
για το οποίο απαιτείται απλή πλειοψηφία από τα πρόσωπα που είναι παρόντα και
δικαιούνται να ψηφίσουν. Σε περίπτωση που κάποια πρόσωπα απέχουν από το
ψήφισμα, αυτά αγνοούνται για τους σκοπούς καταμέτρησης της πλειοψηφίας.
(α) εγκρίνεται με πλειοψηφία όχι λιγότερη των 3/4 των μελών που ψηφίζουν,
1
Κεφ. 113, άρθρο 135(1)
104
(β) εγκρίνεται εφόσον έχει δοθεί κατάλληλη ειδοποίηση για τη γενική συνέλευση,
και
(γ) στην ειδοποίηση που έχει δοθεί αναφέρεται ότι το συγκεκριμένο ψήφισμα θα
προταθεί ως έκτακτο ψήφισμα.
Ειδικό ψήφισμα1 είναι ψήφισμα για το οποίο απαιτείται η ίδια πλειοψηφία όπως και
για έκτακτο ψήφισμα αλλά περαιτέρω απαιτείται κατάλληλη ειδοποίηση 21
τουλάχιστον ημερών.
Παραδείγματα πράξεων που έχουμε εξετάσει σε προηγούμενες διαλέξεις και για τις
οποίες χρειάζεται ειδικό ψήφισμα:
Η νομοθετική αυτή πρόνοια ισχύει ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του
Κεφ. 113 δυνάμει της οποίας επιτρέπεται σε εταιρεία να λαμβάνει απόφαση με
ψήφισμα της γενικής συνέλευσης που εγκρίνεται με συγκεκριμένη πλειοψηφία3.
1
Κεφ. 113, άρθρο 135(2)
2
Κεφ. 113, άρθρο 137
3
Η νομοθετική αυτή ρύθμιση που θεσπίστικε με τον τροποποιητικό Ν. 89(Ι)/2015 αντισταθμίζει το
αποτέλεσμα της Αγγλικής υπόθεσης Russel v. Northern Bank Development Corp and others [1992]
BCLC όπου η Βουλή των Λόρδων έκρινε ότι η εταιρεία δεν μπορούσε να συμφωνήσει να μην
105
Για παράδειγμα, αν το καταστατικό εταιρείας απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία 90% των
μελών που ψηφίζουν για σκοπούς αλλαγής ονόματος της εταιρείας, η πρόνοια αυτή
ισχύει παρά το ότι ο νόμος προνοεί για ειδικό ψήφισμα (δηλ. πλειοψηφία 75%).
Οι πιο πάνω πρόνοια δεν τυγχάνει εφαρμογής αναφορικά με τις περιπτώσεις που
προβλέπονται στο άρθρο 178, δηλαδή την παύση διοικητικού συμβούλου εταιρείας.
εφαρμόσει της εξουσίες της όπως αυτές προκύπτουν από τον νόμο.
106
11 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ: ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ
ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
11.1 Εισαγωγή
Η διαφοροποίηση αυτή δεν κάνει ιδιαίτερη διαφορά όταν κάποιος εξετάζει τις
υποχρεώσεις ενός συμβούλου σε σχέση με την καλή πίστη και αφοσίωση που οφείλει
στην εταιρεία. Οι υποχρεώσεις αυτές, που πηγάζουν από την θέση
εμπιστευτικότητας στην οποία βρίσκεται ταυτίζονται με τις υποχρεώσεις
καταπιστευματοδόχου.
Ο περί Εταιρειών Νόμος δεν προσδιορίζει πιο είναι το καθήκον επιμέλειας και
επιδεξιότητας που οφείλουν οι σύμβουλοι στην εταιρεία κατά την ενάσκηση των
καθηκόντων τους1.
1
Αλλά βλέπε άρθρο Κεφ. 113,169ΣΤ
107
Η κλασική διατύπωση του καθήκοντος αυτού προέρχεται από την απόφαση στην
υπόθεση Re City Equitable Fire Insurance Co.1 , όπου ο Δικαστής Romer συνόψισε
την μέχρι τότε νομολογία ως ακολούθως:
(α) Βαθμός επιμέλειας: “Εύλογη επιμέλεια” στο βαθμό που αναμένεται να λάβει
ένα συνηθισμένο πρόσωπο για δικό του λογαριασμό.
(β) Βαθμός επιδεξιότητας: Σύμβουλος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του,
δεν αναμένεται να επιδείξει μεγαλύτερο βαθμό επιδεξιότητας από εκείνον που
εύλογα αναμένεται από πρόσωπο με τη δική του (του συμβούλου) γνώση και
εμπειρία.
Παρά τα πιο πάνω ο Δικαστής Romer, κατά την ανάλυση του θέματος ανέφερε ότι
στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να περιγράψει κάποιος τα καθήκοντα των
συμβούλων εταιρείας με γενικούς όρους. Για να μπορέσει κάποιος να εξακριβώσει
τα καθήκοντα συμβούλου μιας εταιρείας θα πρέπει να εξετάσει τη φύση των
εργασιών της συγκεκριμένης εταιρείας και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η διαίρεση
εργασιών στην εταιρεία αυτή μεταξύ των συμβούλων και άλλων αξιωματούχων της
εταιρείας.
Ίσως η πιο πάνω παρατήρηση είναι το πιο σημαντικό μέρος της απόφασης του
Δικαστή Romer. Γιατί πέρασαν ¾ του αιώνα από την απόφαση στην Equitable Fire
Insurance και ο ρόλος των μη εκτελεστικών συμβούλων εταιρείας έχει στην
1
Re City Equitable Fire Insurance Co. [1925] Ch. 407
108
πραγματικότητα αλλάξει. Και αυτό αντικατοπτρίζεται στην πιο πρόσφατη νομολογία.
Έστω και αν δεν υπάρχει μια σταθερή ανάλυση στην μεταγενέστερη νομολογία,
αναγνωρίζεται ότι ίσως τα κριτήρια που έθεσε ο Romer δεν είναι πλέον
ικανοποιητικά. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες δικαιοδοσίες εκτός της Αγγλίας.
Η συμπεριφορά ενός λογικά επιμελούς προσώπου το οποίο έχει (α) τις γενικές
γνώσεις, ικανότητα και εμπειρία που λογικά αναμένεται από πρόσωπο που ασκεί
τις ίδιες αρμοδιότητες όπως ο συγκεκριμένος διευθυντής προς την εταιρεία, και
(β) τις γενικές γνώσεις, ικανότητα και εμπειρία που έχει ο συγκεκριμένος
διευθυντής.
(β) Ενώ οι σύμβουλοι έχουν δικαίωμα (τηρουμένων των προνοιών του Καταστατικού
της εταιρείας) να αναθέτουν συγκεκριμένες εργασίες σε υφιστάμενους τους, και
να εμπιστεύονται την ικανότητα και ακεραιότητα τους σε λογικό βαθμό, η
ανάθεση σε υφιστάμενους δεν απαλλάσσει τους συμβούλους από το καθήκον
που έχουν να επιθεωρούν την εκτέλεση των ανατιθέμενων εργασιών.
Σε μια πιο πρόσφατη απόφαση των Αγγλικών δικαστηρίων, Equitable Life Assurance
Society v Bowley & Ors3, ο Δικαστής Langley επιδοκίμασε τις πιο πάνω αποφάσεις
και ανέφερε ότι η ανάλυση του Romer Δ. στην Equitable αναφορικά με το θέμα
ανάθεσης καθηκόντων σε υφιστάμενους δεν αντιπροσωπεύει το σύγχρονο δίκαιο
εφόσον επιτρέπει αδιαμφισβήτητη εξάρτηση σε άλλους να κάνουν τη δουλειά τους.
Ανέφερε επίσης ότι ο τομέας αυτός βρίσκεται υπό συνεχή εξέλιξη.
1
Re D’Jan of London Ltd [1994] 1 BCLC 561 (Chancery Division)
2
In Re Barings Plc (No 5) [2000] 1 BCLC 523, 535
3
Equitable Life Assurance Society v Bowley & Ors [2003] EWHC 2263 (Comm) (17 October 2003)
(QBD, Commercial Court)
109
11.3 Καθήκοντα Πίστεως
Ένα πρωταρχικό καθήκον συμβούλου είναι να ενεργεί με καλή πίστη (bona fides)
για τα συμφέροντα της εταιρείας.
Το καθήκον αυτό είναι υποκειμενικό δηλαδή ο σύμβουλος πρέπει να ενεργεί γι’ αυτό
που ο ίδιος νομίζει και όχι αυτό το οποίο το δικαστήριο μπορεί να κρίνει είναι προς
συμφέρον της εταιρείας1.
Παράδειγμα του πιο πάνω μπορεί κάποιος να δει στην υπόθεση Re W. & M. Roith
Limited2 όπου ο κύριος μέτοχος και σύμβουλος της εταιρείας συμφώνησε με την
εταιρεία αναφορικά με την εργοδότηση του. Βάσει της συμφωνίας εργοδότησης, με
το θάνατο του συμβούλου, η χήρα του θα λάμβανε από την εταιρεία σύνταξη δια
βίου. Εφόσον το δικαστήριο κατέληξε ότι ο σύμβουλος δεν εξέτασε το κατά πόσο η
συμφωνία αυτή θα ήταν προς όφελος της εταιρείας, έκρινε ότι υποχρέωση
καταβολής σύνταξης δεν ήταν δεσμευτική προς την εταιρεία.
Σε ποιους οφείλεται η καλή πίστη: Ενώ η παραδοσιακή θέση ήταν ότι το συμφέρον
της εταιρείας ήταν το συμφέρον των μετόχων της συλλογικά, πιο πρόσφατα έχει
αναγνωριστεί ότι σε πολλές περιπτώσεις το συμφέρον της εταιρείας περιλαμβάνει το
συμφέρον των πιστωτών και των υπαλλήλων της. Ο τομέας αυτός βρίσκεται υπό
εξέλιξη.
1
In Re Smith & Fawcett Limited [1942] Ch. 304 C.A., σελ. 306
2
Re W. & M. Roith Limited [1967] 1 W.L.R. 432
110
Λόγω της υποκειμενικότητας του καθήκοντος καλής πίστεως, συνήθως δίδεται
μεγαλύτερο βάρος στα άλλα καθήκοντα των συμβούλων τα οποία εξετάζονται με
αντικειμενικά κριτήρια.
Όταν υπάρχουν πολλοί λόγοι για την λήψη μιας απόφασης, πρέπει να εξετάζεται
ποιος ήταν ο κύριος λόγος2.
Η καλή πίστη δεν πρέπει μόνο να υπάρχει αλλά να φαίνεται ότι υπάρχει και ο νόμος
δεν επιτρέπει σε πρόσωπο να θέτει τον εαυτό του σε θέση όπου η κρίση του μπορεί
να επηρεάζεται και μετά να αποφύγει ευθύνη λέγοντας ότι η κρίση του δεν
επηρεάστηκε.
111
συγκεκριμένη συναλλαγή μπορεί να είναι ακυρώσιμη από την εταιρεία1.
Εκτός από τη νομολογία η υποχρέωση αυτή πηγάζει και από τη νομοθεσία. Αποτελεί
καθήκον του συμβούλου να αποκαλύψει σε συνεδρία των συμβούλων της εταιρείας
οποιοδήποτε συμφέρον έχει σε σύμβαση ή προτεινόμενη σύμβαση με την εταιρεία2.
Παράληψη συμμόρφωσης με αυτή την πρόνοια αποτελεί ποινικό αδίκημα που
τιμωρείται με £500 πρόστιμο. Η σχετική πρόνοια της νομοθεσίας ρητά διατηρεί σε
ισχύ τους σχετικούς κανόνες της νομολογίας. Και αυτό γιατί, όπως έχει κριθεί 3 ,
παράλειψη συμμόρφωσης με την νομοθετική υποχρέωση αποκάλυψης συμφέροντος
δεν ακυρώνει επηρεαζόμενη συμφωνία. Η συμφωνία όμως παραμένει ακυρώσιμη
σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας που προκύπτουν από τη νομολογία.
Μυστικά Κέρδη
Ακόμη ένα σημαντικό αποτέλεσμα της αρχής ότι οι σύμβουλοι εταιρείας δεν πρέπει
να βάζουν τους εαυτούς τους σε θέση όπου τα προσωπικά τους συμφέροντα
συγκρούονται με τα καθήκοντα τους, είναι ότι απαγορεύονται από το να
χρησιμοποιούν για δικό τους κέρδος την ιδιοκτησία της εταιρείας καθώς και
οποιεσδήποτε ευκαιρίες ή πληροφορίες που έχουν λόγω της θέσης τους.
Σε περίπτωση που οι σύμβουλοι αποκομίζουν μυστικά κέρδη λόγω της θέσης τους
στην εταιρεία θεωρούνται από το δίκαιο της επιείκειας ότι κρατούν τα κέρδη αυτά
ως καταπιστευματοδόχοι για την εταιρεία5.
Σημαντική είναι η απόφαση του Αγγλικού House of Lords στην υπόθεση Regal
(Hastings) Ltd v. Gulliver 6. Στην υπόθεση αυτή, η εταιρεία Regal αποφάσισε να
αγοράσει την επιχείρηση δύο σινεμά. Για το σκοπό αυτό δημιούργησε θυγατρική
εταιρεία για να ενοικιάσει τα ακίνητα. Επειδή όμως η Regal δεν μπορούσε να
καταβάλει ολόκληρο το ποσό που έπρεπε να καταβάλει ως εγγύηση πληρωμής
ενοικίου προς τους ιδιοκτήτες, οι σύμβουλοι της Regal αγόρασαν προσωπικά ένα
μέρος των μετοχών της θυγατρικής εταιρείας. Λίγες βδομάδες μετά οι μετοχές τόσο
1
Aberdeen Rly Co. v. Blaikie Bros (1854) 1 Macq 461 (House of Lords)
2
Κεφ. 113, άρθρο 191
3
Hely-Hutchinson v. Brayhead Limited [1968] 1 QB 549, C.A. αναφορικά με το αντίστοιχο άρθρο
199 του Αγγλικού Companies Act 1948
4
North-West Transportation Co. Ltd v. Beatty (1887) 12 App Cas 589 (P.C.)
5
Cook v. Deeks [1916] 1 AC 554 (Privy Council)
6
Regal (Hastings) Ltd v. Gulliver [1942] 1 All ER 378
112
της Regal όσο και της θυγατρικής πωλήθηκαν σε τρίτους. Η Regal (με νέους
μέτοχους) κίνησε αγωγή των διευθυντών για το κέρδος που αποκόμισαν από την
πώληση των μετοχών τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διευθυντές ήταν υπόλογοι
προς την εταιρεία για το κέρδος αυτό.
Η απόφαση στην Regal φαίνεται ιδιαίτερα αυστηρή. Είναι όμως παράδειγμα της
αυστηρής προσέγγισης των δικαστηρίων όταν υπάρχουν καθήκοντα πίστης. Το
δικαστήριο στην υπόθεση αυτή όμως πρόσθεσε ότι, αν οι σύμβουλοι είχαν
εξασφαλίσει έγκριση της γενικής συνέλευσης των μετόχων, θα προστατεύονταν.
Σχετική είναι επίσης η απόφαση στην καναδική υπόθεση Peso-Silver Mines Ltd v.
Cropper1 όπου λέχθηκε ότι σύμβουλος εταιρείας μπορεί να προβεί σε επένδυση για
δικό του λογαριασμό (και υπό την προσωπική του ιδιότητα) όταν το διοικητικό
συμβούλιο έχει ανεπηρέαστα και με καλή πίστη εξετάσει την ευκαιρία και την έχει
απορρίψει.
1
Peso-Silver Mines Ltd v. Cropper (1966) 56 DLR (2d) 1 (Supreme Court of Canada)
2
Γιαννάκης Πελεκάνος κ.α. v. Ανδρέα Πελεκάνου Πολιτική Έφεση 10953/19.5.2006
113
12 ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ
12.1 Εισαγωγή
Οι εξουσίες των εταιρειών ασκούνται από τα δύο διοικητικά όργανα (τη γενική
συνέλευση της εταιρείας και το διοικητικό συμβούλιο) τα οποία συνήθως λαμβάνουν
αποφάσεις με ψήφο πλειοψηφίας. Οι δημοκρατικές αυτές διαδικασίες ευνοούν, στις
πλείστες των περιπτώσεων, το πρόσωπο ή πρόσωπα που ελέγχουν πάνω από τις
μισές ψήφους της γενικής συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου.
Έτσι τα μέλη εταιρείας που ανήκουν στη μειοψηφία πρέπει συνήθως να αποδέχονται
τις αποφάσεις που λαμβάνονται από την πλειοψηφία. Θεωρητικά μπορούν τα
πρόσωπα αυτά να προσπαθήσουν αν το επιθυμούν να ελέγξουν μεγαλύτερο
ποσοστό των ψήφων, είτε μέσω εξαγοράς είτε με παραστάσεις και επιχειρήματα
προς άλλους μετόχους. Στην πρακτική όμως αυτό είναι δύσκολο. Σε μεγάλη δημόσια
εταιρεία συνήθως χρειάζονται μεγάλα κεφάλαια για εξασφάλιση πλειοψηφικού
πακέτου μετοχών. Σε μικρότερες ιδιωτικές εταιρείες οι μετοχές της πλειοψηφίας
πιθανόν να κατέχονται από ένα μόνο πρόσωπο. Μπορούν επίσης, αν δεν συμφωνούν
με αποφάσεις τις πλειοψηφίας, να αποχωρήσουν από την εταιρεία με την πώληση
των μετοχών τους. Όμως και αυτό μπορεί να είναι δύσκολο ή αδύνατο σε ιδιωτική
εταιρεία αφού οι μόνοι διαθέσιμοι αγοραστές πιθανόν να είναι οι κάτοχοι μετοχών
πλειοψηφίας οι οποίοι ή δεν θα ενδιαφέρονται να αγοράσουν τις μετοχές ή θα
προσφέρουν εξευτελιστική τιμή.
Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι λογικό ότι ο νόμος θα προσφέρει κάποια προστασία στη
μειοψηφία της εταιρείας. Αλλά ο νόμος πρέπει να διατηρήσει λεπτές ισορροπίες. Από
τη μια πρέπει να προστατεύσει μετόχους μειοψηφίας από άδικες και καταπιεστικές
πράξεις της πλειοψηφίας. Από την άλλη πρέπει να επιτρέψει την λειτουργία της
εταιρείας σύμφωνα με το καταστατικό της, χωρίς εξωγενείς παρεμβάσεις που μπορεί
να διακόπτουν την ορθή κατά τ’ άλλα λειτουργία της.
Έχουν ήδη εξεταστεί κάποιες πρόνοιες του Νόμου που, σε κάποιο βαθμό,
προσφέρουν προστασία στους μετόχους π.χ. την ανάγκη έγκρισης συγκεκριμένων
ψηφισμάτων από πλειοψηφία τουλάχιστο 75% της γενικής συνέλευσης για ορισμένα
εταιρικά θέματα όπως τροποποίηση του καταστατικού εταιρείας ή αλλαγής του
ονόματος της καθώς και την ανάγκη εξασφάλισης έγκρισης του δικαστηρίου για
αλλαγή στους σκοπούς της εταιρείας ή για μείωση του κεφαλαίου της.
Στην ενότητα αυτή θα εξεταστούν δύο κανόνες που σχετίζονται με την προστασία
της μειοψηφίας από καταπιεστική συμπεριφορά αυτών που διατηρούν έλεγχο της
εταιρείας. Ο ένας κανόνας είναι διαδικαστικός και πηγάζει από το κοινοδίκαιο ενώ ο
114
άλλος αποτελεί νομοθετικό δημιούργημα.
Είναι καλά γνωστός ο γενικός κανόνας κοινοδικαίου σύμφωνα με τον οποίο εταιρικά
δικαιώματα μέλους εταιρείας είναι δικαιώματα τα οποία κάθε μέλος έχει συμφωνήσει
να υπαγάγει στην θέληση της πλειοψηφίας νοουμένου ότι αυτή η θέληση εκφράζεται
σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό.
Ένας λόγος για την ύπαρξη αυτού του κανόνα είναι η αποφυγή πολλαπλότητας
διαδικασιών. Αν επιτραπεί σε ένα μέτοχο να κινήσει προσωπικά αγωγή για θέμα που
αφορά στην ουσία την εταιρεία, τότε θα μπορούσαν να κινηθούν αγωγές εκ μέρους
κάθε ενός από τους μετόχους της εταιρείας.
115
δεν υπήρχε τρόπος για την μειοψηφία να μην είχε τρόπο να προσφύγει στο
δικαστήριο για προστασία. Γι’ αυτό τα δικαστήρια καθιέρωσαν συγκεκριμένες
εξαιρέσεις στον κανόνα της κυριαρχίας της πλειοψηφίας, εφόσον:
(α) Πράξεις που υπερβαίνουν τις εξουσίες της εταιρείας (ultra vires)4 ή που είναι
παράνομες.
(β) Πράξεις οι οποίες μπορούν να γίνουν μόνο με έγκριση ειδικής πλειοψηφίας της
γενικής συνέλευσης της εταιρείας.
116
ίδρυσή της, μέτοχος κατά 82%, ενώ η εφεσίβλητη κατά 18%.
Η βασική θέση της εφεσίβλητης ήταν ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ της και του
εφεσείοντα 3 ότι, ως ιδρυτές, μόνοι μέτοχοι και Διοικητικοί Σύμβουλοι της
εφεσίβλητης 1, “θα ενεργούσαν από κοινού σε σχέση με τις υποθέσεις της”. Ο
εφεσείοντας 3 συστηματικά παρέλειπε να της δίδει λογαριασμούς και
οικονομικές καταστάσεις ή να την ενημερώνει για τις δραστηριότητες της
εφεσείουσας 1, παρά το ότι η εφεσίβλητη του ζητούσε κατά καιρούς να
πληροφορηθεί τα της οικονομικής τους κατάστασης. Λόγω ακριβώς αυτών των
παραλείψεων του εφεσείοντος 3, η εφεσίβλητη ζήτησε από ελεγκτικό γραφείο
να πληροφορηθεί τα της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας, οπότε, προς
έκπληξή της, πληροφορήθηκε ότι το ποσοστό της στην εταιρεία είχε μειωθεί
από 18% σε 14%. Εκείνο που είχε γίνει, ήταν ότι η εταιρεία, ύστερα από
αυθαίρετες ενέργειες του εφεσείοντος 3, προχώρησε σε έκδοση μετοχών προς
την εφεσείουσα 2 εταιρεία, που άνηκε στον και ελεγχόταν πλήρως από τον
εφεσείοντα 3, χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων που τάσσει ο Νόμος ή το
Καταστατικό της εφεσείουσας 1 εταιρείας. Επίσης, η εφεσίβλητη, έλαβε
ειδοποίηση σύγκλησης Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της εφεσείουσας 1, με
μοναδικό θέμα την παύση της από το αξίωμα της Διοικητικού Συμβούλου,
διαδικασία παράνομη και άκυρη, εφόσον δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη
από το Καταστατικό της εταιρείας διαδικασία ενώ, ταυτόχρονα, παραβιάστηκε
το άρθρο 126 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Το πρωτόδικο Δικαστήριο,
σε ενδιάμεση αίτηση της Εφεσίβλητης, εξέδωσε ενδιάμεσο απαγορευτικό
διάταγμα. Κατ’ έφεση, εγέρθηκε ως λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο,
με την απόφαση του, επενέβη στα εσωτερικά θέματα και αποφάσεις της
εφεσείουσας 1 και ή θέματα και αποφάσεις τις οποίες η εφεσείουσα 1 μπορεί να
επικυρώσει με απόφαση των μετόχων πλειοψηφίας σε γενική συνέλευση κατ΄
εφαρμογή του κανόνα που καθιερώθηκε στην υπόθεση Foss v. Harbottle. Το
Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι, μεταξύ άλλων, οι ισχυριζόμενες άδικες πράξεις
επηρεάζουν προσωπικά τα δικαιώματα της εναγούσης και σε τέτοια περίπτωση
είναι επιτρεπτή η καταχώρηση αγωγής εκ μέρους της μειοψηφίας
Καταδολίευση
Ως προς την έννοια του όρου “δόλος” (fraud) που πρέπει να ενυπάρχει στις
ενέργειες των ελεγχόντων την εταιρεία, ο όρος αυτός έχει ερμηνευθεί με ευρύτητα
από τα δικαστήρια και ξεπερνά τις στενές παραμέτρους της ενσυνείδητης ή
ανέντιμης συμπεριφοράς. Εκτενής ανάλυση του θέματος με παραδείγματα από τη
117
νομολογία είχε γίνει στην υπόθεση Daniels v. Daniels1 από τον Δικαστή Templeman.
Αναφέρονται έτσι σαν παραδείγματα (μεταξύ άλλων):
(β) Στην υπόθεση Cook v. Deeks3 διοικητικοί σύμβουλοι εξασφάλισαν για τους
εαυτούς τους το όφελος μιας σύμβασης η οποία θα μπορούσε να αναληφθεί
από την εταιρεία. Αν και ο ισχυρισμός για δόλο δεν αποδείχθηκε, επιτράπηκε
σε μετόχους μειοψηφίας να εναγάγουν, ουσιαστικά βάσει της αρχής σύμφωνα
με την οποία διοικητικοί σύμβουλοι που απαρτίζουν πλειοψηφία, δεν επιτρέπεται
να καθοδηγούν προς δικό τους όφελος εργασίες οι οποίες κανονικά ανήκουν
στην εταιρεία την οποία εκπροσωπούν.
(γ) Αντιθέτως, απλή αμέλεια στην άσκηση των καθηκόντων των διοικητικών
συμβούλων από την οποία οι σύμβουλοι δεν εξασφαλίζουν οποιοδήποτε
όφελος, δεν θεωρείται δόλος. Στην Αγγλική υπόθεση Pavlides v. Jensen 4
επίδικο θέμα ήταν η πώληση ορυχείου στην Κύπρο η οποία δεν ήταν δόλια από
της πλευράς των διοικητικών συμβούλων ούτε πέραν των εξουσιών της
εταιρείας και δεν τέθηκε θέμα αποκόμισης περιουσιακού στοιχείου της εταιρείας
από τους μετόχους πλειοψηφίας. Θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε αγώγιμο δικαίωμα
σε άλλους μετόχους καθότι εναπόκειτο στην ίδια την εταιρεία να αποφασίσει
κατά πόσο να κινηθεί εναντίον των συμβούλων εάν θεωρηθεί ότι λόγω αμέλειας
ή εσφαλμένης κρίσης είχαν πωλήσει περιουσία της εταιρείας σε τιμή κάτω από
την αξία της.
Σχολιάζοντας μεταξύ άλλων και τις αποφάσεις στις πιο πάνω υποθέσεις ο δικαστής
Templeman στην υπόθεση Daniels v. Daniels (ανωτέρω) συνόψισε λέγοντας ότι η
αρχή η οποία αναδύεται μέσα από τις υποθέσεις αυτές είναι ότι ένας μέτοχος
μειοψηφίας ο οποίος δεν έχει άλλη θεραπεία, μπορεί να εναγάγει εκεί όπου οι
διοικητικοί σύμβουλοι χρησιμοποιούν τις εξουσίες τους ηθελημένα ή άθελα, δόλια ή
αμελώς, κατά τρόπο ο οποίος επιφέρει όφελος στους ίδιους εις βάρος της εταιρείας.
1
Daniels and others v. Daniels and others (1978) 2 All E.R. 89
2
Alexander v. Automatic Telephone Co. (1900) 2 Ch. 56
3
Cook v. Deeks(1916) 1 AC 554
4
Pavlides v. Jensen (1956) Ch. 565
118
Στη Θωμά v. Ηλιάδη 1 , το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι ενέργειες των
Εφεσειόντων συνιστούσαν δόλο όπου “με σκοπό αμέσως ή εμμέσως την απόσπαση
από την εταιρεία στην οποία ήταν μέτοχοι, χρημάτων, περιουσίας, πλεονεκτημάτων
ή δικαιωμάτων τα οποία ανήκαν στην εταιρεία ή στα οποία ωφελήματα ο
εφεσίβλητος εδικαιούτο να συμμετέχει”.
“Όταν γίνεται προσπάθεια να δοθεί ο ορισμός του δόλου για σκοπούς εξαίρεσης από
τον κανόνα στη Foss v. Harbottle θα πρέπει να έχουμε υπ΄όψιν ότι ο δόλος σ΄ αυτή
την περίπτωση περιέχει και όλες τις περιπτώσεις όπου οι αδικοπραγούντες
προσπαθούν έμμεσα ή άμεσα να υπεξαιρέσουν για λογαριασμό τους χρήματα,
περιουσία ή ωφελήματα τα οποία ανήκουν στην εταιρεία ή στα οποία και οι
υπόλοιποι μέτοχοι δικαιούνται να συμμετάσχουν”.
Έλεγχος
Το δεύτερο στοιχείο στην εξαίρεση (δ) πιο πάνω (όπου δηλαδή η πράξη αποτελεί
καταδολίευση της μειοψηφίας και οι αδικοπραγούντες ελέγχουν την εταιρεία)
ικανοποιείται όταν κάποια πρόσωπα μπορούν με τον έλεγχο που διατηρούν (είτε στις
μετοχές που δίνουν δικαίωμα ψήφου, είτε διατηρώντας την πλειοψηφία των
μετοχών, είτε την πλειοψηφία στο διοικητικό συμβούλιο) να εμποδίσουν την
έγερση της αγωγής. Ο έλεγχος μπορεί να λάβει διάφορες μορφές όπως τη
δυνατότητα για τους διοικητικούς συμβούλους να περάσουν ψήφισμα που να
εμποδίζει την έγερση της αγωγής ή όταν διατηρούν τον έλεγχο των μετοχών που
δίνουν δικαίωμα ψήφου, αν και, δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει πάντοτε απόδειξη
περί της ιδιοκτησίας της πλειονότητας των μετόχων που φέρουν δικαίωμα ψήφου.
Έτσι στην υπόθεση Pavlides ν. Jensen 2 το Δικαστήριο ήταν διατεθειμένο να
ερευνήσει ακόμη και τις ονομαστικά κατεχόμενες μετοχές όσον αφορά το θέμα του
πραγματικού ελέγχου, ενώ στην υπόθεση Prudential Assurance Co Ltd. v. Newman
Industries Ltd (No.2)3 λέχθηκε ότι ο έλεγχος της εταιρείας θεωρείται δεδομένος,
έστω και αν οι αδικοπραγούντες δεν έχουν πλειοψηφία ψήφων αλλά μπορούν
εκμεταλλευόμενοι τη θέση τους να παραπλανήσουν τους μετόχους διασφαλίζοντας
έτσι ότι η εταιρεία δεν θα προχωρήσει με καταχώρηση αγωγής.
Στην Καναδική υπόθεση Glass v. Atkin4, θεωρήθηκε ότι σε μια εταιρεία που τα
μετοχικά συμφέροντα ήταν ίσα κατά 50% σε κάθε κατηγορία μετόχων, οι ενάγοντες
οι οποίοι κατείχαν το 50% μπορούσαν να εγείρουν παράγωγη αγωγή διότι ο
1
Αιμίλιος Θωμά κ.α. v. Ιάκωβου Ηλιάδη, Πολ. Εφ. Αρ. 11784, 24.11.2006
2
Pavlides v. Jensen (1956) Ch. 565
3
Prudential Assurance Co Ltd. v. Newman Industries Ltd (No.2) [1981] Ch. 257
4
Glass v. Atkin [1967] 65 D.R.L. 2D 501
119
εναγόμενος και η σύζυγος του, που μαζί κατείχαν το άλλο 50% μπορούσαν
αποτελεσματικά να εμποδίσουν τη γενική συνέλευση από του να περάσει ψήφισμα
για έγερση αγωγής.
H δεύτερη επιλογή είναι διαθέσιμη σ΄ αυτόν μόνο εκεί όπου πληρούνται οι συνθήκες
στην εξαίρεση (δ) του κανόνα της Foss v. Harbottle (όπου δηλαδή η πράξη αποτελεί
καταδολίευση της μειοψηφίας και οι αδικοπραγούντες ελέγχουν την εταιρεία) και το
Δικαστήριο επιτρέπει την αγωγή, η οποία και συνήθως ονομαζόταν "αγωγή μετόχου
μειοψηφίας" (minority shareholder΄s action) και τώρα ονομάζεται "Παράγωγη
Αγωγή" (derivative action) γιατί στην παράγωγη αγωγή επικαλείται την εφαρμογή
αγώγιμου δικαιώματος που ανήκει στην εταιρεία και όχι στον ίδιο το μέτοχο
προσωπικά. Αυτή είναι η πιο σημαντική, και στην πραγματικότητα η μόνη αυθεντική
εξαίρεση στον κανόνα. Σε αυτή την περίπτωση η αγωγή είναι παράγωγη, αφού
κινείται από τον μέτοχο εκ μέρους της εταιρείας. Υπάρχουν δυο στοιχεία που θα
πρέπει να ικανοποιηθούν πριν το μέλος να μπορέσει να βασιστεί στην εξαίρεση αυτή:
Πρώτο, θα πρέπει να αποδείξει δόλο και δεύτερο, θα πρέπει να δείξει ότι ο
αδικοπραγούντας διατηρεί έλεγχο σε βαθμό που αποκλείει την εταιρεία να ενάξει
στο όνομα της”.
120
εναγόμενη κατ΄όνομα (nominal defendant). Ο λόγος είναι για να δεσμεύεται η
εταιρεία από την απόφαση του Δικαστηρίου και εφόσον η εταιρεία δεν μπορεί να
εγείρει από μόνη της την αγωγή ως ενάγουσα (δεν υπάρχει υπογραμμένος τύπος
διορισμού δικηγόρου). Σε περίπτωση που η εταιρεία δεν είναι (η παύει από τον να
είναι διάδικος), η αγωγή δεν μπορεί να προχωρήσει1.
Σε άλλη υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει διατυπώσει τις αρχές που αφορούν
παράγωγη αγωγή ως ακολούθως4:
121
στο όνομα της εταιρείας. Όμως ο εκ πρώτης όψεως προαναφερόμενος κανόνας,
έχει εξαίρεση σύμφωνα με την οποία μέτοχος μπορεί να εγείρει δικαστική διαδικασία
εκ μέρους της εταιρείας χωρίς τις προαναφερόμενες συγκαταθέσεις, αν αυτοί που
προκαλούν βλάβη στην εταιρεία έχουν τον έλεγχο της εταιρείας και η βλάβη που,
κατ΄ ισχυρισμό, έγινε δεν μπορεί να θεραπευθεί από τη γενική συνέλευση των
μετόχων. Σε τέτοια περίπτωση η αγωγή του μετόχου εκ μέρους της εταιρείας
ονομάζεται Derivative Action (Δέστε: Palmer, ανωτέρω, παρα. 65-02 μέχρι 65-05,
σελ. 976-980).»
Επίσης1:
«… Παράγωγη είναι η αγωγή που εγείρεται από ένα μέτοχο και βασίζεται σε αιτία
αγωγής που έχει η εταιρεία, σε αντιπαράθεση με αιτία αγωγής που ανήκει στον
μέτοχο. Το Κοινό Δίκαιο επιτρέπει σε ένα μέτοχο μειοψηφίας να εγείρει αγωγή εκ
μέρους της εταιρείας σε περιπτώσεις όπου η εταιρεία δεν ενεργεί η ίδια, γιατί ο
αδικοπραγών ελέγχει την εταιρεία και μπορεί να την εμποδίσει από του να προβεί σε
οποιαδήποτε ενέργεια.
Ο κανόνας του Κοινού Δικαίου, που τέθηκε στην υπόθεση Foss v. Harbottle (1843)
67 E.R. 189, λέγει ότι αν μία εταιρεία γίνεται θύμα αδικήματος, τότε, επειδή αποτελεί
διαφορετική οντότητα από τους μετόχους της, εκ πρώτης όψης είναι η εταιρεία που
θα πρέπει να εγείρει αγωγή. Εντούτοις, η εξαίρεση στον γενικό κανόνα επιτρέπει σε
ένα μέτοχο να εγείρει αγωγή εκ μέρους της εταιρείας, εάν υπάρχει δόλος εναντίον
της μειοψηφίας και οι υπεύθυνοι του δόλου ελέγχουν την εταιρεία.
Σχετικές με τους κανόνες που διέπουν το θέμα στην Κύπρο είναι, μεταξύ άλλων, οι
υποθέσεις Θωμά κ.α. ν. Ηλιάδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1263 και Πιριλλής κ.α. ν. Κουή
(2004) 1 Α.Α.Δ. 136.»
Σε παράγωγη αγωγή δεν μπορεί να συνδυαστεί αξίωση προς όφελος του ίδιου του
ενάγοντα3.
122
Ο περί Εταιρειών Νόμος 1 παρέχει διαζευκτική προστασία σε μέτοχο που
παραπονείται ότι οι υποθέσεις της εταιρείας διεξάγονται με τρόπο καταπιεστικό σε
βάρος του.
12.3.1 Προϋποθέσεις
(γ) ότι η διάλυση της εταιρείας (θα επηρέαζε δυσμενώς) θα προκαλούσε αδικία στα
μέλη εκείνα της μειοψηφίας.
“Στην υπόθεση Re Five Minute Car Wash Service, Ltd αναλύεται η έννοια του όρου
"καταπίεση" στο πλαίσιο του άρθρου της αγγλικής νομοθεσίας που αντιστοιχεί µε το
άρθρο 202 του Κεφ. 113, και εξηγείται ότι το παράπονο –
123
v. Meyer. Ο όρος περιλαμβάνει συμπεριφορά η οποία ενέχει το στοιχείο της έλλειψης
αξιοπιστίας (probity), ή δίκαιας μεταχείρισης (fair dealing) προς µέλη της εταιρείας
σε σχέση µε τα δικαιώματα τους ως μέτοχοι. Αντίθετα, ανεπάρκεια (inefficiency) ή
αμέλεια στη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας, δεν τεκμηριώνει καταπιεστική
συμπεριφορά.
Η σημασία του όρου "δίκαια και εύλογη" (just and equitable), έχει επίσης εξηγηθεί
σε πολλές αποφάσεις. Εννοιολογικά, ο όρος "equitable" δεν έχει διάφορη σημασία
από τον όρο "just". Στο αγγλικό όμως δίκαιο, ο όρος ενέχει ειδική έννοια (term of
art), συνυφασμένη µε τις αρχές της επιείκειας (equity), όπως αυτές αναπτύχθηκαν
και διαμορφώθηκαν στο αγγλικό δίκαιο. Η επιείκεια έχει ως λόγο το μετριασμό των
επιπτώσεων εφαρμογής των αρχών του θετικού δικαίου όταν τούτο επιβάλλουν οι
αρχές της δικαιοσύνης (equity). Οι αρχές της επιείκειας επενεργούν στο προσωπικό
επίπεδο και αποβλέπουν στον περιορισμό κατάχρησης στην άσκηση δικαιωμάτων.
Τα πιο κάτω αποτελούν παραδείγματα περιπτώσεων που κρίθηκε ότι ήταν ορθό και
δίκαιο να διαλυθεί η υπό εξέταση εταιρεία:
12.3.2 Θεραπείες
(α) Διάταγμα για τη ρύθμιση της μελλοντικής διεξαγωγής των υποθέσεων της
εταιρείας.
(β) Διάταγμα για την αγορά των μετοχών οποιωνδήποτε µελών της εταιρείας από
1
Karaoglanian & Sons v. Karaoglanian 4 JSC 488
124
άλλα µέλη της εταιρείας
(γ) Διάταγμα για την αγορά των μετοχών οποιωνδήποτε µελών της εταιρείας από
την εταιρεία και για την ανάλογη μείωση του κεφαλαίου της εταιρείας.
Η αίτηση για θεραπεία βάσει του άρθρου 202 γίνεται με petition σύμφωνα με τους
περί Εταιρειών διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1933. Στην αίτηση θα πρέπει πάντα
να εξειδικεύεται η συγκεκριμένη θεραπεία που ζητά ο αιτητής. Στην υπόθεση In re
Pelmako Developments Limited1 το πρωτόδικο δικαστήριο, ύστερα από ακρόαση της
αίτησης διαπίστωσε ότι η μειοψηφία των μετόχων υφίστατο καταπίεση από την
πλειοψηφία, κατάσταση η οποία κατ' αρχήν δικαιολογούσε την έκδοση διατάγματος
διάλυσης της εταιρείας και, λαμβάνοντας υπόψη τις εκκρεμούσες υποθέσεις της
εταιρείας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έκδοση διατάγματος διάλυσης της
εταιρείας θα ήταν επιζήμια και θα προκαλούσε μεγαλύτερη αδικία στους αιτητές. Με
αυτό το σκεπτικό κρίθηκε ότι η πιο ενδεδειγμένη θεραπεία ήταν η προβλεπόμενη
από το Άρθρο 202 του Νόμου και εξέδωσε διάταγμα µε το οποίο η πλειοψηφία
διατάσσονταν όπως αγοράσουν τις μετοχές των αιτητών σε τιμή που θα καθόριζε
ανεξάρτητος εκτιμητής. Κατ' έφεση η εταιρεία αμφισβήτησε την ορθότητα της
πρωτόδικης απόφασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε την έφεση κρίνοντας ότι,
μεταξύ άλλων, η παράλειψη των αιτητών να εξειδικεύουν την επιδιωκόμενη από
αυτούς θεραπεία µε βάση το άρθρο 202 του νόμου καθιστούσαν την πρωτόδικη
διαδικασία νομικά μεμπτή.
1
In re Pelmako Developments Limited Πολ. Έφ. 8966/10.9.1999
125
13 ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ
13.1 Εισαγωγή
Η αρχή μιας εταιρείας καθορίζεται από τον περί Εταιρειών Νόμο. Το ίδιο και η
λειτουργία της. Ως φυσικό συνεπακόλουθο, ο περί Εταιρειών Νόμος διέπει και το
τέλος της.
126
3000
2500
2000
1500
1000
500
0
Από το Δικαστήριο Εκούσιες
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18
Οι σχετικές πρόνοιες στον περί Εταιρειών Νόμο βρίσκονται στα Μέρη V και VI του
Νόμου, άρθρα 203 – 344.
Υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους μπορεί μια εταιρεία να τεθεί υπό εκκαθάριση,
οι οποίοι και εξετάζονται στην συνέχεια:
(β) εκούσια, ή
127
εγγεγραμμένο γραφείο της1.
13.2.2 Λόγοι
Αναφορικά με το λόγο (ε) ανωτέρω, ο Νόμος ορίζει ότι Εταιρεία λογίζεται ότι είναι
ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της5:
1
Βλ. άρθρο 209, Κεφ. 113
2
Βλ. άρθρο 213, Κεφ. 113
3
Βλ. άρθρο 211, Κεφ. 113
4
Βλ. άρθρο 211(ζ), Κεφ. 113
5
Βλ. άρθρο 212, Κεφ. 113
128
(α) αν πιστωτής, με εκχώρηση ή διαφορετικά, που του χρωστεί η εταιρεία ποσό
που υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), επέδωσε στην εταιρεία
παραδίνοντας στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας απαίτηση η οποία απαιτεί
από την εταιρεία να καταβάλει το ποσό που οφείλεται με τον τρόπο αυτό, και η
εταιρεία για τις επόμενες τρεις εβδομάδες αμέλησε να καταβάλει το ποσό ή να
εξασφαλίσει ή να το διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση του πιστωτή· ή
(β) αν εκτέλεση ή άλλη διαδικασία που λήφθηκε με δικαστική απόφαση, εντολή ή
διάταγμα οποιουδήποτε Δικαστηρίου προς όφελος πιστωτή της εταιρείας,
επιστρέφεται ολικά ή μερικά ανικανοποίητη· ή
(γ) αν αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η εταιρεία είναι ανίκανη
να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα και, για
απόφαση κατά πόσο εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το
χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις
ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της εταιρείας ·ή
(δ) αν αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι η αξία των στοιχείων
του ενεργητικού της εταιρείας είναι μικρότερη από το ποσό των υποχρεώσεών της,
λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της.
Αναφορικά με το λόγο (στ), έχει ήδη γίνει αναφορά στο τι έχει κριθεί από το
δικαστήριο ως ορθό και δίκαιο σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας στα πλαίσια της
εξέτασης του θέματος της διαζευκτικής θεραπείας του άρθρου 202 του Κεφ. 113.
“Η σημασία του όρου "δίκαια και εύλογη" (just and equitable), έχει επίσης εξηγηθεί
σε πολλές αποφάσεις. Εννοιολογικά, ο όρος "equitable" δεν έχει διάφορη σημασία
από τον όρο "just". Στο αγγλικό όμως δίκαιο, ο όρος ενέχει ειδική έννοια (term of
art), συνυφασμένη µε τις αρχές της επιείκειας (equity), όπως αυτές αναπτύχθηκαν
και διαμορφώθηκαν στο αγγλικό δίκαιο. Η επιείκεια έχει ως λόγο το μετριασμό των
επιπτώσεων εφαρμογής των αρχών του θετικού δικαίου όταν τούτο επιβάλλουν οι
αρχές της δικαιοσύνης (equity). Οι αρχές της επιείκειας επενεργούν στο προσωπικό
επίπεδο και αποβλέπουν στον περιορισμό κατάχρησης στην άσκηση δικαιωμάτων.”
Σαν παραδείγματα περιπτώσεων που κρίθηκε ότι ήταν ορθό και δίκαιο να διαλυθεί η
υπό εξέταση εταιρεία, υπενθυμίζονται τα ακόλουθα:
129
ιδιαίτερα αν η εταιρεία αποτελεί στην ουσία οιονεί-συνεταιρισμό.
(β) Όταν η εταιρεία συστήνεται για δόλιο σκοπό.
(γ) Όταν ο σκοπός για τον οποίο συστάθηκε η εταιρεία έχει εγκαταλειφθεί ή χαθεί.
13.2.5 Αιτητές
13.2.6 Η αίτηση
Με την καταχώρηση της αίτησης, αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της
Δημοκρατίας σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, και ορίζεται για ακρόαση.
130
ελάχιστες υποθέσεις.
Πριν την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης το Δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση,
να διατάξει την αναστολή ή την παρεμπόδιση οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας
εναντίον της εταιρεία1. Επίσης μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, καμιά
αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από
άδεια του δικαστηρίου και µε τέτοιους όρους που το δικαστήριο δυνατό να επιβάλει2.
131
άλλος ή σε περίπτωση που κενώνεται η θέση του εκκαθαριστή1.
Όταν διοριστεί εκκαθαριστής άλλος από τον Επίσημο Παραλήπτη, αυτός πρέπει να
ειδοποιήσει τον Έφορο Εταιρειών για το διορισμό του και γενικά να ενεργεί κάτω
από την εποπτεία του Επίσημου Παραλήπτη2.
Ο Εκκαθαριστής λαμβάνει στον έλεγχο του ή στη φύλαξη του την ιδιοκτησία και
δικαιώματα της εταιρείας3. Επίσης, η περιουσία της εταιρείας ή μέρος της μπορεί να
μεταβιβαστεί στον εκκαθαριστή με διάταγμα του Δικαστηρίου4.
132
για να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε τέτοια απόφαση, και αν υπάρχει διαφορά
μεταξύ των αποφάσεων των συνελεύσεων των πιστωτών και συνεισφορέων σχετικά
με τα προαναφερόμενα θέματα, το Δικαστήριο αποφασίζει τη διαφορά και εκδίδει
τέτοιο διάταγμα που το Δικαστήριο δυνατό να κρίνει σωστό1.
Όταν ο εκκαθαριστής έχει ρευστοποιήσει την ιδιοκτησία της εταιρείας και έχει
διανέμει τελικό μέρισμα, αν υπάρχει, στους πιστωτές και έχει ρυθμίσει τα δικαιώματα
των συνεισφορέων μεταξύ τους, και έχει καταρτίσει τελική έκθεση στους
συνεισφορείς, ή έχει παραιτηθεί, ή έχει παυθεί από το αξίωμά του, μπορεί να αιτηθεί
από το δικαστήριο να απαλλαγεί. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την έκθεση του
Επίσημου Παραλήπτη και οποιαδήποτε ένσταση που δυνατό να υποβληθεί από
οποιοδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα ή πρόσωπο που έχει συμφέρον εναντίον της
απαλλαγής του εκκαθαριστή, και μπορεί να χορηγήσει διάταγμα απαλλαγής. Το
διάταγμα απαλλαγής του εκκαθαριστή τον απαλλάσσει από κάθε ευθύνη σχετικά µε
οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη του κατά τη διαχείριση των υποθέσεων της
εταιρείας ή διαφορετικά σε σχέση µε τη συμπεριφορά του ως εκκαθαριστή, εκτός
αν υπήρξε δόλος ή απόκρυψη οποιουδήποτε ουσιώδους γεγονότος2.
13.2.8 Διάλυση
133
13.3 Εκούσια Εκκαθάριση
(α) όταν η περίοδος, αν υπάρχει, που ορίστηκε από το καταστατικό για τη διάρκεια
της εταιρείας εκπνέει, ή το γεγονός, αν υπάρχει, επέρχεται µε την επέλευση του
οποίου το καταστατικό προνοεί όπως η εταιρεία διαλυθεί, και η εταιρεία σε γενική
συνέλευση εγκρίνει ψήφισμα µε το οποίο ζητείται η εκούσια εκκαθάριση της
εταιρείας,
(β) αν η εταιρεία ψηφίζει µε ειδικό ψήφισμα όπως η εταιρεία εκκαθαριστεί εκούσια,
(γ) αν η εταιρεία ψηφίζει µε έκτακτο ψήφισμα ότι δεν δύναται εξαιτίας των
υποχρεώσεών της να συνεχίσει τις εργασίες της, και ότι είναι συμβουλεύσιμο να
εκκαθαριστεί.
13.3.1 Έναρξη
Εκούσια εκκαθάριση θεωρείται ότι αρχίζει από την ημερομηνία έγκρισης του
σχετικού ψηφίσματος2. Το ψήφισμα πρέπει να παραδοθεί στον Έφορο Εταιρειών για
δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας3.
Εκούσια εκκαθάριση εταιρείας μπορεί να είναι είτε «εκούσια εκκαθάριση από μέλη»
είτε «εκούσια εκκαθάριση από πιστωτές»4.
Πριν να εγκριθεί το ψήφισμα για την εκούσια διάλυση, οι σύμβουλοι της εταιρείας
μπορούν να προβούν σε δήλωση φερεγγυότητας , ότι δηλαδή η εταιρεία μπορεί να
πληρώσει τα χρέη της εντός 12 μηνών από την έναρξη της εκκαθάρισης5. Σε τέτοια
περίπτωση η εκκαθάριση γίνεται από τα μέλη.
134
εκκαθάριση γίνεται από τους πιστωτές. Σε τέτοια περίπτωση, ταυτόχρονα με την
γενική συνέλευση των μελών της εταιρείας που θα συγκληθεί για την έγκριση του
ψηφίσματος εκούσιας εκκαθάρισης, θα πρέπει να συγκληθεί και συνέλευση των
πιστωτών της εταιρείας1.
135
ενώπιον της το λογαριασμό1. Σε εκκαθάριση από τους πιστωτές συγκαλείται επίσης
η τελική συνέλευση των πιστωτών2.
Εκκαθάριση υπό την εποπτεία του δικαστηρίου γίνεται όταν η εταιρεία έχει εγκρίνει
ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση και το δικαστήριο εκδώσει διάταγμα ότι η
εκκαθάριση θα συνεχίσει με την επίβλεψη του, μετά από αίτηση πιστωτή,
συνεισφορέα ή άλλου ενδιαφερόμενου προσώπου4.
(α) Δεν μπορεί να κατατεθεί αγωγή εναντίον της εταιρείας μετά την έκδοση του
διατάγματος.
(β) Οποιαδήποτε διάθεση περιουσίας της εταιρείας και οποιαδήποτε της ιδιοκτησίας
της εταιρείας, περιλαμβανομένων και αγώγιμων δικαιωμάτων, και οποιαδήποτε
μεταβίβαση μετοχών, ή αλλαγή της υπόστασης των µελών της εταιρείας, που γίνεται
μετά την έναρξη της εκκαθάρισης είναι άκυρη, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει
διαφορετικά.
(γ) Οποιοδήποτε μέτρο εκτέλεσης δικαστικής απόφασης κατά της περιουσίας της
εταιρείας που αρχίζει μετά την έναρξη της εκκαθάρισης είναι άκυρο.
Ο εκκαθαριστής μπορεί να ασκεί όλες τις άλλες εξουσίες του, χωρίς την έγκριση ή
επέμβαση του δικαστηρίου, µε τον ίδιο τρόπο σαν η εταιρεία να διαλυόταν εκούσια,
1
Βλ. άρθρο 273, Κεφ. 113
2
Βλ. άρθρο 283, Κεφ. 113
3
Βλ. άρθρα 272 και 283, Κεφ. 113
4
Βλ. άρθρο 293, Κεφ. 113
5
Βλ. άρθρο 295, 216 και 217, Κεφ. 113
6
Βλ. άρθρο 296, Κεφ. 113
7
Βλ. άρθρο 297, Κεφ. 113
136
εφόσον συμμορφώνεται με οποιουσδήποτε περιορισμούς που επιβάλλει το
δικαστήριο1.
13.5 Προτεραιότητες
(α) τοπικοί φόροι και κυβερνητικοί φόροι και τέλη που οφείλονται από την εταιρεία,
(β) οφειλόμενες αποδοχές και ωφελήματα μισθωτών (αλλά όχι μισθωτών ιδιωτικής
εταιρείας οι οποίοι είναι μέτοχος ή µέλος του διοικητικού συμβουλίου της εκτός σε
ορισμένες περιπτώσεις)
(γ) κάθε ποσό αποζημίωσης που η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να καταβάλει σε
μισθωτό, λόγω σωματικής βλάβης που ο μισθωτός υπέστηκε συνέπεια ατυχήματος
που προκλήθηκε από την απασχόληση και ενώ απασχολείτο ως μισθωτός της
εταιρείας.
Τα χρέη αυτά κατατάσσονται εξίσου μεταξύ τους και πληρώνονται στο ακέραιο,
εκτός αν το ενεργητικό δεν είναι αρκετό για την ικανοποίησή τους, στην οποία
περίπτωση οι οφειλές θα μειωθούν σε ίσες αναλογίες. Εξοφλούνται αμέσως στην
έκταση που το ενεργητικό της εταιρείας είναι αρκετό να τα καλύψει, εφόσον έχει
πρώτα γίνει πρόνοια για κατακράτηση ποσών που είναι αναγκαία για τα έξοδα και
δαπάνες της εκκαθάρισης.
1
Βλ. άρθρο 297, Κεφ. 113
2
Βλ. άρθρο 300, Κεφ. 113
137