Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 335

ΤΑ ΔΩΔΕΚΑ

ΠΡΟΒΑΤΑ
ΠΥΡΡΩΝ ΗΛΕΙΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
2024
Πύρρων Ηλειόπουλος (pirronileiopoylos@gmail.com)

«Τα δώδεκα πρόβατα»

Μυθιστόρημα

Αυτοέκδοση 2024

1
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: Το Γράμμα.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Στο βουνό, μετρούσαν το χρόνο όχι τόσο με το ημερολόγιο, αλλά


περισσότερο με το φυσικό κύκλο που ακολουθεί η εμφάνιση
κροτώνων στα αιγοπρόβατα – αφού η υγεία των ζώων ήταν
περισσότερο σημαντική από την ακριβή χρονολόγηση. Τα
συγκεκριμένα έντομα(είδος τσιμπουριού)τρέφονται με αίμα
θηλαστικών και ακολουθούν έναν απαρέγκλιτο τριετή κύκλο. Το
πρώτο έτος εκείνου του κύκλου βρίσκονται σε μεγάλη έξαρση, το
δεύτερο είναι κάπως λιγότερο δραστήρια και το τρίτο,
μυστηριωδώς, εξαφανίζονται από προσώπου γης. Τη χρονιά που
εξαφανίζονται τη λένε «χρονιά του Καθαρού» κι ενώ θα περίμενε
κανείς ότι θα επρόκειτο για την πιο ευτυχισμένη από τις τρεις,
παραδόξως, και όπως έχει κατ’ επανάληψη αποδειχτεί, πρόκειται
πάντα για τη χειρότερη. Μοιάζει σαν τα τσιμπούρια να χώνονται
στη γη ακριβώς για να την αποφύγουν. Εκτός του ότι τότε οι βοσκές
είναι πάντα φτωχές, τότε συμβαίνουν οι βαρύτεροι χειμώνες και τα
θερμότερα καλοκαίρια και, απ’ όλα αυτά, ψοφούσαν πολλά
περισσότερα ζώα απ’ όσα όταν ταλαιπωρούνταν από τα έντομα.
Κατά περίεργο τρόπο, τότε πεθαίνουν και οι περισσότεροι
άνθρωποι - όχι από κάποια συγκεκριμένη αρρώστια, αλλά απ’ όλες
μαζί που φουντώνουν. Εκείνη μόνο τη χρονιά του Καθαρού είχαν
θάψει δεκατέσσερις στο χωριό, τέλη Ιουλίου, κι είχαν ακόμα
μπροστά τους περισσότερο από μήνα για να περάσει. Ένας από τους
πιο άσχημους Καθαρούς ποτέ, έτσι τον είπαν. Όσοι πάντως δεν
είχαν χτυπηθεί μέχρι τότε από τις κακοτυχίες του, μπορούσαν να
ελπίζουν πως έμενε ακόμα λίγος καιρός κι ότι, όπως πέρασαν τόσοι
και τόσοι δύσκολοι Καθαροί, θα περνούσε και αυτός. Ο Ιούλιος,
άλλωστε, όσα άσχημα κι αν προηγηθούν, είναι ράθυμος μήνας. «Αμ
δε!» καθώς λένε. Δεν αποδείχτηκε καθόλου.

Ο Αντρέας ο Παχιάς, ή Παχιαδαντρέας, ή Αντρέας του


Παχιαδογιώργη, καθόταν, μεσημέρι, στο καφενείο κάτω από το
μεγάλο πλάτανο κι έπαιζε μ’ άλλους δύο πρέφα, ανέμελος και

2
προσηλωμένος στο παιχνίδι, όταν έφτασε ο μεγάλος του γιος από
το βουνό, φανερά αναστατωμένος, και του έκανε νόημα πως ήθελε
να του μιλήσει.

Άφησε κάτω τα χαρτιά κι έτρεξε, περιμένοντας το χειρότερο. Αυτό


που άκουσε, όμως, δεν ήταν ακριβώς το χειρότερο, αλλά το σχεδόν
χειρότερο.

Μας έκλεψαν δώδεκα πρόβατα! του είπε το παιδί με μια κουβέντα.

Δε γύρισε πίσω στο τραπέζι, όπου τον κοιτάζαν με απορία. Έτρεξε


αμέσως με το γιο του στο σπίτι του, φόρεσε τα ρούχα του βουνού –
τη σκούρα φαιοπράσινη γκυλόττα από βαμβακερό χοντρό ύφασμα
και τα βαριά δερμάτινα στιβάνια με τις σκληρές σόλες – πήρε τη
βέργα του από πρινόξυλο, έβαλε μέσα σε μια βούργια έναν
ανθότυρο και μερικές ελιές και ξεκίνησαν1. Η γυναίκα του, που της
εξήγησαν με δυο λέξεις τι συνέβαινε, στάθηκε στην πόρτα και τους
κοίταζε κάνοντας το σταυρό της.

Το με πόση ταχύτητα ανέβηκαν στο μιτάτο του δεν είναι δυνατό να


περιγραφεί. Ανέβηκαν πάντως σχεδόν τρέχοντας και χωρίς να
μιλήσει καθόλου ο ένας στον άλλο. Δηλαδή, ο Παχιάς δε μιλούσε
καθόλου, γιατί ο γιος του (μικρό παιδί, ωστόσο κατατοπισμένο στο
βουνό) από το βάρος της στιγμής και βλέποντας τον πατέρα του σε
τέτοια κατάσταση, δεν υπήρχε περίπτωση να μιλήσει εκείνος
πρώτος.

Το μιτάτο του Παχιά βρισκόταν σε μεσαίο υψόμετρο, όχι πολύ


ψηλά στο βουνό, ήταν πετρόχτιστο, ξερολιθιά όπως όλα,

1
«Βούργια» και «βέργα» εκείνα τα χρόνια στο βουνό, ήταν κάτι σαν οι
φυσικές προεκτάσεις κάποιου. Αδύνατο να συναντούσες άνθρωπο χωρίς
αυτά τα δύο ή, τουλάχιστον, ένα από τα δύο. Η βούργια είναι ένα πάνινο
υφαντό σακίδιο, σαν πολύ μεγάλο πουγκί, συνήθως αχνοκόκκινου ή
ασπρόγκριζου χρώματος, που κρεμιέται με χοντρά, επίσης υφαντά,
κορδόνια στην πλάτη και χρησιμεύει στη μεταφορά κάθε πράγματος. Η
βέργα είναι το ποιμενικό ραβδί. Από σκληρό ξύλο, συνήθως πρίνου ή
αγριελιάς, χρησιμεύει κυριώς σαν «τρίτο πόδι» στο βάδισμα στις
κακοτοπιές του βουνού, αλλά και για να πιάνει ζώα με τη γυριστή της
λαβή(όταν χρησιμοποιείται ανάποδα). Σε ώρα ανάγκης, μπορεί επίσης να
χρησιμοποιηθεί - πολύ αποτελεσματικά - σα ρόπαλο.

3
στρογγυλό, με μία μόνο χαμηλή πόρτα χωρίς παράθυρα κι ένα
άνοιγμα στο κέντρο της στέγης για να βγαίνει ο καπνός. Αν το
έβλεπες από μακριά, θύμιζε στρογγυλό σκουφάτο τυρί. Ο Σπυρίδος,
ο οικονόμος, καθόταν απέξω, κάτω από μια καρυδιά που είχαν
φυτέψει και είχαν καταφέρει να σώσουν από τις αίγες, και τους
περίμενε. Μόλις τους είδε, ακούμπησε το πηγούνι του πάνω στη
βέργα και κοίταξε τον Παχιά μοιραία.

Ήταν ένας γέρος για το βουνό, γύρω στα εξήντα. Φορούσε ακόμα
την παλιά φορεσιά, μαύρη μάλλινη βράκα και γιλέκο,
ξεθωριασμένη από τη λανολίνη του μαλλιού των προβάτων, κι είχε
μακριά ψαρά γένια, κιτρινισμένα από τον καπνό του τσιγάρου. Το
παρελθόν του ήταν σκοτεινό, κι αυτός ήταν ο λόγος που (αν και
ικανός) δεν είχε φτιάξει ποτέ δικό του κοπάδι, πέρα από τα λίγα
ζώα που διατηρούσε στο κοπάδι του Παχιά. Ο Παχιάς κάθισε δίπλα
του, λαχανιασμένος από τη γρήγορη ανάβαση, κι έκανε σχεδόν ένα
λεπτό για να του μιλήσει.

«Για πε ’ μού εδά…» τον ρώτησε όταν μίλησε.

«Ίντα να σου πω…» έκανε ο Σπυρίδος κοιτάζοντάς τον θλιμμένα στα


μάτια. «Θα ιδείς μοναχός σου».

Είπε ότι από το πρωί είχαν εξαφανιστεί δώδεκα πρόβατα, έντεκα


άσπρα και ένα μαύρο, κι ότι είχαν ψάξει σ’ όλη την έκταση που
βοσκούσε το κοπάδι κι ακόμη παραπέρα και δεν τα είχαν βρει
πουθενά. Κι ότι τελικά βρήκαν, σ’ ένα πέρασμα, τα ίχνη δύο
ανθρώπων, ολοκάθαρα πάνω στο χώμα, μαζί με τα ίχνη των
προβάτων να κατευθύνονται δυτικά.

Και δεν τα ακολούθησες; Τον ρώτησε τότε αυτός.

Μετά το πέρασμα εξαφανίζονται. Έφαγα τον κόσμο, αλλά δε


μπόρεσα να τα ξαναβρώ.

Εκείνο το στενό πέρασμα, δυτικά από το μιτάτο, το έλεγαν


«Πορόσκαλο». Μετά από αυτό, και για πολλά μίλια, το έδαφος
γινόταν τόσο πετρώδες που ήταν αδύνατο να μείνουν ίχνη.

4
Ο Παχιάς σηκώθηκε πάνω και ξεφύσησε. Ο γέρος προσπαθούσε να
φτιάξει ένα τσιγάρο με φύλλο εφημερίδας, αλλά ήταν φανερό πως
δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί και δεν τα κατάφερνε εύκολα,
όπως συνήθως. Ένα από τα πρόβατα που χάθηκαν, ένα από τα
άσπρα, ήταν δικό του(είχε όλα κι όλα έξι στο κοπάδι). Ύστερα, το
χτύπημα ήτανε μεγάλο για ολόκληρο το μιτάτο, για το κύρος και το
μέλλον του, για να μπορεί να το αντέξει τόσο εύκολα - και μάλιστα
την ηλικία του, όπου είχε αφήσει πίσω από καιρό τις αισιόδοξες
σκέψεις.

Πάμε να μου δείξεις πού βρήκες τα ίχνη, του είπε ο Παχιάς.

Πήγαν οι δυο τους στο σημείο και του έδειξε τα ίχνη. Τα είχε
κυκλώσει με χαλίκια για να μην τα χάσει. Έσπασαν αμέσως δύο
κλαδάκια από έναν ασφένταμο και μέτρησαν τις πατημασιές ίσα
με το μήκος τους, για να τα κρατήσουν σημάδι. Ήταν δύο πολύ
χαρακτηριστικές πατημασιές, μία πολύ μεγάλη και μία πολύ μικρή
από στιβάνια, που φορούσαν όμως όλοι στο βουνό.

«Δηλαδή, έναι ένας άντρας κι ένα κοπέλι[παιδί];» είπε ο Παχιάς στο


γέρο.

«Μπορεί» απάντησε αυτός. «Μπορεί όμως και να ‘νιαι ένας πολλά


ψηλός κ’ ένας πολλά κοντός. Αυτό ‘που σου λέω ‘γω, σίγουρα, έναι
πως τέθοια πατουχιά, σα-ν του μεγάλου, δεν έχει κιανείς στο χωριό
μας».

Έπρεπε να τον πιστέψει, γιατί ο Σπυρίδος στα νιάτα του ήταν


φημισμένος ιχνηλάτης - κι ακόμα και τότε, απ’ όπου κι αν περνούσε,
πρόσεχε τις πατημασιές κι ήξερε σχεδόν ονομαστικά το πόδι του
καθενός στο χωριό τους. Είχε μία εμμονή με αυτό το θέμα.

«Μάλιστας» έκανε ο Παχιάς. Αυτό άλλωστε ήταν και το λογικό. Οι


κλέφτες είχαν έρθει από μακριά. Δεν ήταν δυνατό να τα είχε κλέψει
κάποιος άλλος. Οι γείτονές του στο βουνό, ή οι χωριανοί του, θα του
έκλεβαν ίσως ένα ή δύο ζώα, από ανάγκη ή από ζήλεια, αλλά όχι
δώδεκα μονομιάς. Ήταν πάρα πολλά γι’ αυτούς και πράξη που δε
μπορούσε να συγχωρεθεί έτσι εύκολα. Εκτός μόνο, αν υπήρχε
κάποιος λόγος.

5
«Πάμε οπίσω!» είπε αμέσως στο γέρο.

Γυρίσαν πίσω στο μιτάτο και μάζεψε κάτω από την καρυδιά τους
δυο του γιους, τον Μανολογιώργη – που τον είχε βοσκό στα
«στείρα» και μόλις είχε φτάσει και, βέβαια, το Σπυρίδο. Τους
ρώτησε όλους, με κάθε σοβαρότητα και προτρέποντάς τους να μη
φοβηθούν να μιλήσουν: αν είχαν κλέψει τον τελευταίο καιρό
κάποιο ζώο από γείτονα, αν μπορούσαν να σκεφτούν κάποιον που
θα μπορούσε να τους υποψιάζεται πως του είχαν κλέψει ζώα, αν,
ακόμη, είχαν προσβάλει κανένα ή είχαν τσακωθεί με κανένα
τελευταία. Αν, τέλος πάντων, υπήρχε κάποια άγνωστη αιτία για να
θελήσει κάποιος να τους εκδικηθεί.

Μάταιος κόπος αυτή η ερώτηση. Ούτε ο ίδιος ήξερε γιατί την έκανε.
Οι γιοι του ήταν πολύ μικροί για να κλέψουν ή να τσακωθούν
σοβαρά, ο Σπυρίδος πολύ μεγάλος και υπεύθυνος για να κλέψει
από κάποιον που μπορούσε να εκδικηθεί τόσο τρομερά · ίσως το
έκανε για τον Μανολογιώργη. Αλλά ο Μανολογιώργης, ξεκαθάρισε
αμέσως ότι δεν είχε πρόβλημα με κανένα εκείνη την εποχή και
ρώτησε να μάθει γιατί, αν αυτός είχε κάποιον εχθρό, ο εχθρός του
για να τον εκδικηθεί θα έκλεβε τα πρόβατα του αφεντικού του.

Ο Παχιάς δεν απάντησε στην προφανή ερώτηση κι άφησε τον


Μανολογιώργη να γυρίσει στα ζώα που πρόσεχε. Το φορτίο, βαρύ
φορτίο, ήταν δικό του και μόνο δικό του όσο κι αν ήθελε να το
μεταθέσει αλλού.

Εγώ θα φύγω, είπε στον Σπυρίδο. Πάω να ψάξω για τα πρόβατα.

Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

Άρχισε να ετοιμάζεται. Έβαλε τα ξύλα με τα μέτρα των πατημασιών


στη βούργια, έβαλε μέσα ακόμα μισό τυρί, απ’ αυτά που είχαν στο
μιτάτο(έψαξε να βρει και μερικά παξιμάδια αλλά δεν υπήρχαν) κι
ύστερα, όταν έμεινε μόνος, έβγαλε μια μικρή πέτρα από τον τοίχο,
δίπλα στο πρέκι της πόρτας, και αποκάλυψε μια εσωτερική κρύπτη.
Μια κρύπτη, από εκείνες που όλοι ήξεραν πως υπήρχαν σε κάθε
μιτάτο στο βουνό, αλλά μόνο ο ιδιοκτήτης του καθενός πού
ακριβώς.

6
Πήρε από εκεί τέσσερα χαρτονομίσματα των είκοσι δραχμών
(γιατί όπου υπάρχουν άνθρωποι, ακόμα και στο ψηλότερο βουνό,
χρειάζονται χρήματα)και το πιστόλι του. Αυτό ήταν ένα περίστροφο,
βαρύ και άβολο, εγγλέζικο του είχαν πει (μάλλον Webley), απ’ αυτά
που ανοίγουν από πάνω και διπλώνουν για να γεμίσουν. Έπαιρνε
έξι σφαίρες, με μολυβένιο βλήμα χωρίς χάλκινη επικάλυψη, αλλά
εκείνη την ώρα είχε μόνο πέντε κι είχε ξεχάσει να αγοράσει άλλες.
Αν και άνθρωπος του βουνού, δεν είχε κανένα πάθος με τα όπλα και
κατά βάθος τα αντιπαθούσε, γι’ αυτό μάλλον και αμελούσε διαρκώς
αυτή την εκκρεμότητα. Ήταν όμως υποχρεωμένος να έχει όπλο
αφού είχαν όλοι οι άλλοι.

Έβαλε τα χρήματα στην τσέπη και το πιστόλι στη βούργια - με μόνο


τις πέντε σφαίρες κι ελπίζοντας να μη χρειαστούν ούτε αυτές - και
βγήκε έξω. Είπε στα παιδιά του να προσέχουν τα υπόλοιπα ζώα, ν’
ακούνε τι τους λέει ο Σπυρίδος και να μη φοβούνται, γιατί τα
κλεμμένα θα τα βρει οπωσδήποτε και, πριν ξεκινήσει, κάθισε με το
Σπυρίδο κάτω από την καρυδιά για τις τελευταίες κουβέντες.

«Εγώ ‘μαι γέρος» ήταν το πρώτο πράγμα που του είπε εκείνος. «Δε
μπορώ να σού κλουθώ. Μαγάρι να ν-εμπόρουνα. Άμα όμως θες,
έρχουμαι».

«Κατέχω το» του απάντησε, συγκινημένος από την προθυμία του,


που δεν ήταν σίγουρα ψεύτικη. «Δε μ-πρέπει όμως να ρθείς…».

Εκτός του ότι ο Σπυρίδος ήταν απαραίτητο να μείνει πίσω με το


υπόλοιπο κοπάδι και τους βοσκούς, είχε, από τα νιάτα του, κάποια
ειδικά προβλήματα στα δυτικά του βουνού και θα ήταν σίγουρα
μεγαλύτερο βάρος παρά βοήθεια. Το καταλάβαινε άλλωστε και ο
ίδιος πολύ καλά αυτό, κι αυτό βρισκόταν και πίσω από τη
δικαιολογία του πως ήταν γέρος και δε μπορούσε να τον φτάνει.
Γιατί, μπορεί να ήτανε μεγάλος σε ηλικία και να κάπνιζε όσο η
καμινάδα του μιτάτου, δεν είχε όμως και ποτέ του καθίσει στο
χωριό και προλάβαινε ακόμα και τριαντάρηδες στα πόδια.

Ο Παχιάς τον ρώτησε μετά, γιατί αυτό κυρίως ήθελε να τον


ρωτήσει, τι συμπέρασμα έβγαζε εκείνος και πού, κατά τη γνώμη
του, έπρεπε να κατευθυνθεί για να ψάξει. Ο γέρος είπε αμέσως πως

7
οι κλέφτες είχαν έρθει σίγουρα από μακριά, κι ότι αυτά τα ζώα που
έπεσαν στα χέρια τους σίγουρα δε θα τα σφάξουν(τουλάχιστον τα
περισσότερα)επειδή ήταν στην ακμή τους και καλοζωισμένα. Θα
προσπαθούσαν, είτε να τα πουλήσουν σε κάποιον ζωντανά, είτε να
τα κρατήσουν στο δικό τους κοπάδι. Αρά, υπήρχαν ελπίδες να
προλάβει και να τα πάρει πίσω. Είπε ακόμη, πως τα ίχνη
κατευθύνονται δυτικά κι ότι στα δυτικά χωριά, όπως ήταν γνωστό,
υπήρχαν πάντα δυνατοί κλέφτες. Όμως, ο ίδιος είχε από καιρό
χάσει τις επαφές του και δεν ήξερε πια τι συνέβαινε(«τι παίζεται»
είπε) σ’ εκείνα τα μέρη και να του πει σε ποιους έπρεπε να
απευθυνθεί. Αυτό τον Παχιά τότε δεν τον ενδιέφερε, γιατί πίστευε
πως είχε τις κατάλληλες διασυνδέσεις στα δυτικά χωριά για να τα
καταφέρει.

Αυτά μόνο του είπε ο γέρος, και δεν τον έκανε σοφότερο γιατί όλα
αυτά τα είχε ήδη σκεφτεί και από μόνος του. Ύστερα, τον σταύρωσε,
του ευχήθηκε να τον βοηθήσει ο Θεός και πήρε ένα ύφος κι ένα
παράστημα, κοιτάζοντάς τον όπως ετοιμαζόταν να ξεκινήσει – χωρίς
υπερβολές: σα να ‘φευγαν οι γιοι του για τον πόλεμο(αν είχε παιδιά,
γιατί δεν είχε). Ο Παχιάς σηκώθηκε, φόρεσε τη βούργια στον ώμο
και προσπάθησε να μην επηρεαστεί από την εικόνα του. Στο κάτω-
κάτω, σκέφτηκε, είναι μόνο ζώα. Αυτό βέβαια, ίσως μόνο εκείνος
εκείνη την εποχή στο βουνό θα μπορούσε να το σκεφτεί, γιατί δεν
ήταν καθόλου έτσι απλά τα πράγματα.

Μόλις σηκώθηκε, είδε από κάτω ν’ ανεβαίνουν ένα γαϊδούρι μ’


έναν αναβάτη κι από πίσω ένας πεζός και τους αναγνώρισε αμέσως,
παρ’ όλο που βρίσκονταν ακόμα πολύ μακριά.

Ήταν ο πατέρας του με το βαφτισιμιό του, το Σήφη, που τον είχε


προφανώς επιτάξει κι αυτόν και το γαϊδούρι του. Ο Παχιαδογιώργης
ο λεγόμενος, ήταν πολύ μεγαλύτερος από το Σπυρίδο, είχε χρόνια ν’
ανέβει στο βουνό και σχεδόν δεν έβγαινε από το σπίτι του τον
τελευταίο καιρό. Ο μόνος λόγος που το έκανε τώρα ήταν ασφαλώς
επειδή θα είχε μάθει για τα πρόβατα – όπως θα το είχε μάθει μέχρι
τότε όλο το χωριό, αφού, από το πρωί που τα έψαχναν ο Σπυρίδος
με τα παιδιά είχαν ρωτήσει όποιο συνάντησαν.

8
Αυτό ο Παχιάς δεν ήθελε να του συμβεί με κανένα τρόπο. Είχε
τρομάξει να βγάλει πάνω από το κεφάλι του τον πατέρα του, που
έχτισε το μιτάτο και του άφησε το κοπάδι και ήθελε να τον ελέγχει
για τα πάντα, και μόνο τον τελευταίο καιρό είχε νιώσει κάπως
ανεξάρτητος. Και τώρα: Έρχεται στη χειρότερη στιγμή! Λίγο ακόμα
και δε θα με προλάβαινε…,σκέφτηκε, προσπαθώντας να
παρηγορηθεί με αυτή την αίσθηση – ότι δηλαδή, παραλίγο να μην
τον είχε προλάβει.

Δε μπορούσε ασφαλώς να φύγει(αν και είχε χρόνο) και να κάνει ότι


δεν τους είδε. Γιατί, αν ακόμα κι ο πατέρας του δεν τον είχε δει από
τέτοια απόσταση, ο Σήφης τον είχε δει σίγουρα - αυτός είχε μάτι
αητού. Έτσι, έμεινε και τους περίμενε, ελπίζοντας να τελειώσουν
γρήγορα και να γλιτώσει με λίγες, και όχι τόσο σοβαρές,
παρατηρήσεις. Τα πράγματα όμως, εξελίχτηκαν πολύ χειρότερα απ’
ό,τι θα περίμενε και ο πιο απαισιόδοξος.

Ο Παχιαδογιώργης έφτασε, πάνω στο γαϊδούρι του Σήφη που ήταν


ψηλό και δυνατό και χτυπούσε τα πόδια του στις πέτρες σαν
πολεμικό άλογο. Είχε παχύνει από το καθισιό στο χωριό και το
γεροντόπαχο, και αυτό τον έκανε περισσότερο επιβλητικό. Καθόταν
πάνω στο γαϊδούρι σαν δούκας, και το μουστάκι του(γιατί ξύριζε τα
γένια κι άφηνε μικρό τσιγκελωτό μουστάκι) έμοιαζε να έχει
σηκωθεί εκείνη τη μέρα όρθιο και από τις δυο του άκρες από το
θυμό.

«Καλώς τσι!» είπε πρώτος ο Παχιάς, επιχειρώντας να ξεκινήσει


πρώτος τη συζήτηση μήπως και αποκτήσει κάποιον αέρα.

Ο Παχιαδογιώργης όμως, ούτε χαιρέτησε, ούτε τίποτα - ούτε καν το


Σπυρίδο που στεκόταν δίπλα και δεν του έριξε ούτε βλέμμα.
«Τριάντα χρόνους» άρχισε να λέει πάνω από το γαϊδούρι του Σήφη,
«είχα ‘γω να χάσω ζ[ω]ο. Κι έφυγα και σ’ έφηκα, και σου πήρανε
μονοκοπανιάς δώδεκα; Δε λυπούμαι εσένα, μόνο τα κοπέλια!».

Ο Παχιάς στεκόταν και τον κοίταζε, και θα έλεγε κανείς πως δεν είχε
σκοπό να του αντιμιλήσει. Όμως, ίσως επειδή ήταν ακόμα αρχή της
συζήτησης, έκανε το λάθος να το κάνει.

9
«Σ΄ όλους μπορεί να γενεί» του είπε.

«Ό[χ]ϊ! Δε μπορεί να γενεί σ’ όλους!» του φώναξε ο


Παχιαδογιώργης πάνω από το γαϊδούρι. Σε σένα γίνεται, γιατί ‘σαι
αμπατάριστος[ανυπόληπτος]και δε σ’ υπολογίζει κιανείς! Ζούνε
ακόμη μερικοί φίλοι μου και με θυμούνται, γι’ αυτό έχεις ακόμη τα
ζα. Ό,τι ώρα ποθάνουνε κι αυτοί, θα σού φάνε τα ζα όλα και θα
ποθάνουνε τα κοπέλια σου από τη μ-πείνα!».

Πολύ σκληρά λόγια. Ο Παχιάς στεκόταν μπροστά του κατακόκκινος


από την προσβολή, πραγματικά ανίκανος να απαντήσει - παρ’ όλο
που το ήθελε με όλη του τη δύναμη.

«Και κάθεσαι ακόμη ‘παε[εδώ];!» συνέχισε να του φωνάζει ο


Παχιαδογιώργης. «Φύγε να πα γυρέβγεις τα ζα! Κι άμα δε ν-τα
φέρεις, όλα, να μη γιαγείρεις [γυρίσεις] ούτε συ!».

«Γιώργη» προσπάθησε τότε να παρέμβει ο Σπυρίδος - αν μη τι


άλλο, σαν κάποιας ηλικίας. «Δεν έχεις δίκιο να μιλείς ‘τσα [έτσι]. Ο
Αντρέας…».

« Σώπα κι εσύ κολιακούδα!!» του φώναξε ο Παχιαδογιώργης με την


ίδια οργή που μιλούσε πριν στο γιο του κι ακόμη μεγαλύτερη.
«Εσένα, άμα δεν ήμουν’ εγώ στη μέση, θέλα σ’ έχουνε σκοτώσει –
να ξεμαγαρίσει ο κόσμος! Και κάθεσαι ‘δα ‘παε και κοιμάσαι
ορθός!».

Ο Σπυρίδος τραντάχτηκε, σα να τον είχαν χτυπήσει με πέτρα στο


μέτωπο, και το πιο πικραμένο ύφος του κόσμου σχηματίστηκε στο
πρόσωπό του. Δεν αντιμίλησε όμως ούτε κι αυτός, γιατί πραγματικά
ήταν απόλυτα εξαρτημένος από τον Παχιαδογιώργη.

Μέχρι να ξαναστραφεί ο πατέρας του σ’ εκείνον, ο Αντρέας ο


Παχιάς είχε ξεκινήσει, με κατεβασμένο το βλέμμα, κι είχε κάνει
μερικά μέτρα προσπαθώντας να απομακρυνθεί όσο πιο γρηγορά
γινόταν από την εμβέλεια της φαρμακερής του γλώσσας. «Έκουσες
ίντα σου ‘πα;!!» βρόντηξε από πίσω του ο Παχιαδογιώργης. «Άμα
δε φέρεις τα ζα, όλα, να μη γιαγείρεις ούτε συ!!».

10
Δε γύρισε να τον κοιτάξει και συνέχισε. Όσο ξεμάκραινε άκουγε
φασαρία στο μιτάτο, αλλά, μέσα στη σύγχυσή του, δε μπορούσε να
καταλάβει τι έλεγαν.

Πάντα του ο Παχιαδογιώργης ήταν σκληρός και απότομος. Εκείνη


τη μέρα όμως, είχε ξεπεράσει κάθε όριο και ξαφνιάστηκαν ακόμα κι
όσοι τον ήξεραν.

Ίσως να ‘χει παραγεράσει, και να ‘χει αρχίσει να τα χάνει, έλεγε


αργότερα ο βαφτισιμιός του ο Σήφης στο καφενείο. Όποιος κι αν
είναι ο λόγος, δεν έπρεπε ποτέ να μιλήσει με τέτοιο τρόπο στο γιο
του μπροστά σε άλλους. Ο Σπυρίδος, μετά που έφυγε, έκανε δυο
μέρες να φάει τίποτα εκτός από νερό και τσιγάρο. Και τι ήταν αυτό
που του είπε: άμα δε φέρει όλα τα ζώα να μη γυρίσει ούτε αυτός;
Δηλαδή, αν φέρει τα μισά, άσχημα θα ‘ναι; Πόσοι και πόσοι δε
βρίσκουν ποτέ τα ζώα τους. Αλλά και να μην τα βρει τελικά; Είναι
δυνατό να το λέει σοβαρά ότι θα τον διώξει; Κι αν τον διώξει, τι θα
απογίνει το άλλο κοπάδι; Αυτός είναι γέρος, τα εγγόνια του είναι
παιδιά … Μπα… δεν πάει καλά ο Παχιαδογιώργης. Τον καημένο τον
Παχιαδαντρέα! Και δεν είναι και τόσο αμπατάριστος όσο λέει ο
πατέρας του · εντάξει, δεν έχει το κύρος που είχε αυτός, αλλά δεν
είναι και για πέταμα.

«Άγιε μου Γιώργη!» προσευχόταν ο Παχιάς στο δρόμο. «Βοήθησέ


με να βρω τα πρόβατα, και θα φέρω ένα μουνουχότραγο στην
εκκλησά σου!». Έπρεπε να επιστρατεύσει ανώτερες δυνάμεις, γιατί
τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα.

Ο «μουνουχότραγος» όμως, σκέφτηκε λίγο πιο πέρα, άξιζε όσο τρία


πρόβατα. Ήταν πολύ μεγάλο τάξιμο. Ίσως να βιάστηκε να το κάνει
και να έπρεπε να περιμένει να δει πώς θα πήγαιναν τα πράγματα.
Δε μπορούσε όμως και να το πάρει πίσω αφού το είπε. Αυτό του
έλειπε τώρα, να τα βάλει και με τον Άγιο! Στο κάτω-κάτω, ο πατέρας
του μπορεί να χαλούσε τον κόσμο αν έφερνε πίσω μόνο τα εννιά
πρόβατα, αν πήγαινε όμως τον τράγο δώρο στον Άγιο δε θα
μπορούσε να πει τίποτα.

Γέλασε τότε με τον εαυτό του κι ένιωσε καλύτερα, που, σε μια


τέτοια στιγμή, μετά από τέτοιες προσβολές και απειλές, είχε τη

11
διάθεση να υπολογίζει την αξία των προβάτων και του τράγου. Ίσως
γι’ αυτό ν’ άντεχε τόσα χρόνια τον Παχιαδογιώργη · επειδή τα
σκληρά του λόγια δε μπορούσαν να τρυπήσουν την καρδιά του. Ή,
έτσι νόμιζε τουλάχιστον.

Γενικά πάντως, εκείνος ο υπολογισμός του Παχιά δεν ήταν άνευ


νοήματος. Ο τράγος που έταξε στον Άγιο μπορεί να άξιζε όσο τρία
πρόβατα σε χρήμα, θα προτιμούσε όμως να πληρώσει ακόμα και τη
διπλάσια αξία και των δώδεκα προβάτων στον Άγιο για να τα πάρει
πίσω. Όχι επειδή εκτιμούσε πως σε βάθος χρόνου οικονομικά αυτό
τον συνέφερε καλύτερα(αυτού του είδους οι υπολογισμοί δεν ήταν
ακόμα γνωστοί στο βουνό – αν είναι πραγματικά γνωστοί πουθενά),
ούτε πάλι, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς, γιατί δεν ήθελε να
δώσει την ικανοποίηση στους κλέφτες, αλλά επειδή στο βουνό το
«βάθος χρόνου» που θα έπρεπε να υπολογίζει για το μέλλον
λειτουργούσε και σε μία άλλη διάσταση – περισσότερο ταιριαστή
με τη λέξη - δηλαδή στο παρελθόν.

Στο βάθος του χρόνου που οι άνθρωποι στο βουνό εξέτρεφαν


πρόβατα για να ζήσουν συνέβη κάτι περίεργο. Ίσως επειδή τα
πρόβατα αποδείχτηκαν τόσο πολύτιμα, ίσως πάλι επειδή κάτι μέσα
στον άνθρωπο ωθεί προς αυτό, τα πρόβατα απέκτησαν μια

12
μυστηριώδη ακτινοβολία· θα έλεγε κάνεις: ιεροποιήθηκαν. Σε
βάθος χρόνου, δεν είχαν πια πρόβατα για να ζήσουν, ζούσαν για να
έχουν πρόβατα. Όχι ότι δεν έκαναν λογαριασμούς · έκαναν, και
πολύ αναλυτικούς μάλιστα, για το γάλα το μαλλί και το κρέας · οι
λογαριασμοί όμως αυτοί αφορούσαν το κάθε πρόβατο ξεχωριστά ή
το κοπάδι, ποτέ το πρόβατο και το κοπάδι σαν «ιδέα». Το κοπάδι
σου, ήταν η ίδια η ύπαρξή σου σαν προσωπικότητα. Άρα, δεν ήταν
καθόλου το ίδιο να σου κλέψουν τα πρόβατα στο βουνό, από, για
παράδειγμα, να σου διαρρήξουν το σπίτι στην πόλη(όταν επιπλέον
προστεθεί ότι με αυτό τον τρόπο ο απρόσωπος ανταγωνισμός
μεταξύ των ατόμων στην πόλη παίρνει εδώ απροκάλυπτη
έκφραση). Πολύ απλούστερα, όπως το έλεγαν στο βουνό: Να σου
κλέψουν τα πρόβατα και να μην καταφέρεις να τα πάρεις πίσω ή να
εκδικηθείς(αφήνοντας στην άκρη την οικονομική ζημιά)ήταν η
μέγιστη υπαρξιακή αποτυχία, η μέγιστη ταπείνωση. Ίσως όμως,
είναι καλύτερα στο σημείο αυτό να περιγραφεί το ίδιο το βουνό –
αν μη τι άλλο, επειδή το βουνό βρισκόταν, και θα βρίσκεται εκεί με
κάποιο τρόπο, στον αιώνα τον άπαντα, ενώ οι άνθρωποί του είναι
κάποιες φορές περισσότερο εφήμεροι και από τα σφεντάμια του.

Το βουνό είναι μεγάλο και ψηλό(πάνω από δυο χιλιάδες μέτρα


μετρήθηκε αργότερα). Απρόσιτο σε κάποια μέρη, καλόβολο σε
άλλα. Έχει βόρειες, νότιες, ανατολικές και δυτικές πλαγιές. Έχει
φαράγγια, δάση και οροπέδια, ενώ οι ψηλότερες κορυφές είναι
σπανές ασημένιες. Δεν έχει μόνιμα ποτάμια, εκτός από μικρές
πηγές, και το καλοκαίρι στεγνώνει. Το χειμώνα χιονίζεται και
παγώνει – μέτρα το χιόνι - και νομίζεις τότε ότι δεν είσαι στην Κρήτη.
Μπορεί τους θερινούς μήνες να το ανεβοκατεβαίνουν χιλιάδες
μικροσκοπικοί άνθρωποι, κανένας όμως, ούτε εκείνη την εποχή
ούτε αργότερα, δεν το έχει περπατήσει όλο. Ούτε ο πιο δραστήριος
ζωοκλέφτης δεν έχει πατήσει σε όλα τα σημεία του. Το
περικυκλώνουν εννέα χώρια. Οι περισσότεροι σ’ αυτά στα χωριά
είναι βοσκοί.

Οι βοσκοί μένουν στο βουνό περίπου από τον Απρίλιο μέχρι το


Δεκέμβρη. Το χειμώνα μετακινούνται σε χειμερινά βοσκοτόπια, τα
«χειμαδιά». Όσο καιρό έχουν το κοπάδι στο βουνό, η βάση τους

13
είναι ένα πέτρινο θολωτό χαμηλό κτίσμα, το «μιτάτο», δίπλα σε μια
μικρή πέτρινη περίφραξη, τη «μάντρα»(αλλού αυτά μαζί λέγονταν
«στάνη»). Αρμέγουν, τυροκομούν, βόσκουν τα ζώα και προσπαθούν
να φτιάξουν όσο περισσότερο τυρί γίνεται μέχρι να ξεραθούν οι
βοσκές, κάπου στα μέσα του καλοκαιριού. Τον υπόλοιπο καιρό
απλώς προσέχουν τα ζώα. Τα ζώα σ’ ένα μιτάτο είναι κατά κανόνα
πρόβατα. Υπήρχαν και αρκετές αίγες, όμως, το πρόβατο ήταν το
κύριο ζώο του βουνού κι αυτό που αγαπούσαν περισσότερο. Σε
σύγκριση με την αίγα, το γάλα του είναι υψηλότερης ποιότητας, το
μαλλί του ακριβότερο και ελέγχεται καλύτερα από λιγότερους
βοσκούς.

Η λέξη «βοσκός», περιελάμβανε βέβαια εκείνο τον καιρό όλους


τους ανθρώπους του βουνού που ασχολούνταν με τη κτηνοτροφία,
αλλά τους περιελάμβανε με την έννοια που σταθερά περιλαμβάνει
η λέξη «άνθρωπος» όλους τους ανθρώπους του κόσμου, αφού,
ασφαλώς, δεν ήταν όλοι οι βοσκοί οι ίδιοι. Ακόμα και στο βουνό -
μπορεί να μην υπήρχε σιδηρόδρομος, ούτε καν αμαξιτή οδός,
υπήρχε όμως ιδιοκτησία. Και όχι μόνο υπήρχε, αλλά ήταν μάλλον το
ίδιο και περισσότερο ανεπτυγμένη με τα μέρη που είχαν
σιδηρόδρομο και, τελευταία, ηλεκτρικό ρεύμα.

Κάθε πρόβατο -ή αίγα – από τη μέρα της γέννησής του, αποκτούσε


ένα ή περισσότερα κοψίματα στ’ αυτιά. Αυτά ήταν διάφορες
παραλλαγές και συνδυασμοί του σχήματος V ή U και δήλωναν τον
ιδιοκτήτη του. Δεν υπήρχε πρόβατο ή αίγα στο βουνό με τ’ αυτιά
του ακέραια όπως προβλέπεται από τη φύση του – ή αν υπήρχε,
όλοι προσπαθούσαν να το πιάσουν και να το κάνουν δικό τους.
Αποτελούσε, μάλλον τυχαίο, αλλά πάντως ζοφερό οιωνό του
βουνού, ότι η πιο πολύτιμη ιδιοκτησία του κατοχυρωνόταν μ’ ένα
κόψιμο μαχαιριού στο αυτί, δηλαδή με αίμα.

Από τη στιγμή, λοιπόν, που κάθε ζώο στο βουνό είχε τον ιδιοκτήτη
του, αυτό αυτομάτως σήμαινε ότι δεν είχαν όλοι τα ίδια ζώα και,
κατ’ επέκταση, ότι δεν είχαν όλοι τα ίδια ωφελήματα στη ζωή τους.
Στην κορυφή - όχι του βουνού αλλά των ωφελημάτων(είναι
καθολικό σχήμα το σχήμα του βουνού) - ήταν «οι αφεντικοί»,
εκείνοι με τα περισσότερα ζώα. Χαμηλότερα στέκονταν οι βοσκοί

14
των αφεντικών – όλοι όσοι δούλευαν στα ζώα τους. Αυτοί πάλι,
διέφεραν κι εκείνοι μεταξύ τους ως προς το υψόμετρο. Υπήρχαν
καλοπληρωμένοι και κακοπληρωμένοι, αγαπημένοι και
απροσάρμοστοι. Υπήρχαν, ακόμα, αρκετά αφεντικά χωρίς βοσκούς
που προσπαθούσαν να γίνουν κανονικά αφεντικά (οι περισσότεροι
από αυτούς δε θα τα κατάφερναν ποτέ), όμως, πάνω απ’ όλα στο
βουνό κι αυτό που καθόριζε όλα τα άλλα, υπήρχε ένα και μόνο: η
«Δύναμη». Με αυτή τη λέξη αποκαλούσαν το τοπικό αντίστοιχο της
«Ισχύος».

Η «δύναμη» υπήρχε, επειδή τα πρόβατα δεν πέφτουν από τον


ουρανό – ή έστω από τους πρίνους, όπως έλεγαν. Για να φτιάξεις
κοπάδι και να το κρατήσεις, χρειαζόσουν απαραίτητα δύο
πράγματα: πρώτα βοσκότοπο, χειμερινό και θερινό, και δεύτερο και
σημαντικότερο: τρόπο να κρατάς σε απόσταση τους ζωοκλέφτες –
αφού στην Κρήτη είχαν εξαφανιστεί οι λύκοι(αν υπήρξαν ποτέ). Και
τα δύο αυτά τα εξασφάλιζε μόνο η «δύναμη».

Τη «δύναμη» την αποτελούσαν πολλά πράγματα: Πρώτα, οι αριθμοί


-οι αριθμοί, ασφαλώς, πάντα μετράνε. Όποιος είχε γιούς και
αδέρφια δίπλα του είχε πλεονέκτημα - γιατί μόνο τ’ αδέρφια και οι
γιοι σκοτώνονται εύκολα για σένα. Τα όπλα πάλι, ήταν πάνω-κάτω
δημοκρατικά· όλοι είχαν τα περίπου τα ίδια. Δεν ήταν όμως
καθόλου δημοκρατική η πολεμική «ψυχή» και η στρατηγική · από
αυτά δεν είχαν όλοι τα ίδια. Οι συντεκνιές και οι κουμπαριές - οι
διασυνδέσεις - επίσης πολύ σημαντικές, αυτές όμως, επειδή οι
περισσότερες στηρίζονταν στο συμφέρον, εύκολα ατονούσαν αν
δεν υπήρχαν όλα τα προηγούμενα.

Ποτέ κανείς δεν ήταν εξασφαλισμένος: Κι αν ακόμα είχες δικό σου


ιδιόκτητο βοσκότοπο – και δεν πάχτωνες κοινοτικό όπως οι
περισσότεροι – τίποτα, εκτός από τη δύναμη, δεν εξασφάλιζε ότι ο
γείτονάς σου δε θα τον καταπατούσε - αφού δεν υπήρχαν
περιφράξεις. Κι αν ακόμα υπήρχαν περιφράξεις, τίποτα δεν
εξασφάλιζε ότι ο γείτονας σου δε θα τις παραβίαζε. Τίποτα, εκτός
από τη δύναμη, δεν εξασφάλιζε πως ο γείτονάς σου δε θα σου
έκλεβε μια νύχτα τα ζώα για να κάνει χώρο για τα δικά του, ή ότι
κάποιος άλλος, πιο μακρινός, δε θα τα έκλεβε για να τα πουλήσει

15
και να βγάλει χρήματα. Νόμος υπήρχε, και η χωροφυλακή ήταν
σκληρή και αδυσώπητη, κανένας όμως δεν επιβίωσε για πολύ καιρό
με μόνο την προστασία της. Αν απευθυνόταν εκείνα τα χρόνια
κάποιος στη χωροφυλακή για να καταγγείλει την κλοπή των
προβάτων του, θα κατάφερνε ό,τι και κάποιος άλλος εκατό χρόνια
αργότερα που θα απευθυνόταν στην αστυνομία για να καταγγείλει
τη διάρρηξη του σπιτιού του: Υπήρχαν λίγες πιθανότητες να
βρεθούν οι κλέφτες και ακόμα λιγότερες να βρεθούν τα κλοπιμαία.

Σε πολλά χωριά, την εποχή του Παχιά, οι άνθρωποι για να


συγκεντρώνουν τη δύναμη είχαν από αμνημονεύτων ετών
οργανωθεί σε σόγια, αφού η στενή οικογένεια δεν
αρκούσε(ασφαλώς, ελάχιστοι εντόπιζαν ακόμα τότε την ιστορική
σύνδεση, αλλά αυτό καθόλου δεν τα αποδυνάμωνε). Εκείνες οι
«Οικογένειες», όπως έλεγαν τα μεγάλα σόγια στο βουνό, μάχονταν
άλλες Οικογένειες και κάθε μία σκέπαζε μεγάλες εκτάσεις με τη
δύναμή της. Με τον καιρό, είχαν απλωθεί τόσο που πολλοί μέσα σ’
ένα σόι δεν εντόπιζαν άλλη συγγένεια με κάποιον άλλο εκτός την
απλή συνωνυμία.

Στο βουνό, αν είχες γεννηθεί σε μεγάλο και δυνατό σόι ήσουν


τυχερός για όλη σου τη ζωή. Αν είχες γεννηθεί σε μικρό και
αδύναμο, ήσουν άτυχος για την ίδια διάρκεια. Σε κάθε περίπτωση,
πάντως, έπρεπε να διαθέτεις κι εσύ κάποιες ικανότητες, αν μη τι
άλλο, για να μην υποβαθμιστείς μέσα στο σόι. Αυτές ήταν λεπτές
και περίπλοκες.

Κατ’ αρχήν ήταν η «αντρειά». Έπρεπε να είσαι ατρόμητος και να μη


φοβάσαι τον εχθρό. Αυτή είχε μείνει από την εποχή των ξεσηκωμών
και των πολέμων με τους Τούρκους. «Η πολλή αντρειά» όμως,
έλεγαν στο βουνό, «ερημιά σπιτιού» · γι’ αυτό έπρεπε ταυτόχρονα
να είσαι πονηρός και διπλωμάτης. Η τιμή ήταν μία άλλη ικανότητα.
Τιμή όμως στο βουνό, δε σήμαινε καθόλου την τιμιότητα των Δέκα
Εντολών, του «ου κλέψεις» και «ου φονεύσεις», αλλά σήμαινε το να
κλέψεις και να φονεύσεις μόνο όταν είσαι δικαιολογημένος να το
κάνεις. Δικαιολογημένος από πού; Μα από το νόμο του βουνού.
Τιμή, επίσης, σήμαινε να είσαι συνεπής με τους συγγενείς, τους
φίλους, τους συντέκνους και τους κουμπάρους σου, και να μην

16
παίρνεις το λόγο σου πίσω. Σήμαινε να μην καταδίδεις στη
χωροφυλακή, να είσαι δίκαιος με τους συνεργάτες σου στα ζώα και
τις παρανομίες και να ακολουθείς τα έθιμα και τους κανόνες –
ειδικά στο σύστημα της ζωοκλοπής και στις διαμεσολαβήσεις.

Όλα αυτά βέβαια, κανένας δεν τα ακολουθούσε στην εντέλεια.


Άλλοι έκλεβαν αδικαιολόγητα(απέφευγαν, κατά το δυνατό, να
φονεύσουν επειδή στην Κρήτη αυτό προκαλούσε πολλές
περιπλοκές), άλλοι τιμούσαν μερικούς συγγενείς και συντέκνους
και περιφρονούσαν άλλους – άλλοι πάλι, δεν τιμούσαν κανέναν,
παρά μόνο τον εαυτό τους, και γίνονταν χειρότερα μέσα στα σόγια
απ’ ό,τι απέξω –, άλλοι είχαν δύο λόγους: ένα «καθημερινό» κι έναν
«επίσημο» και καμιά φορά και περισσότερους. Όλοι ένιωθαν πως
ένα μόνο πράγμα μετρούσε: η δύναμη. Είχε γίνει τόσο ποθητή και
περιζήτητη που, όπως όλα τα ποθητά και περιζήτητα, είχε καταλήξει
τυφλό πάθος. Αν και μάλλον, οι περισσότεροι θα έμεναν
ικανοποιημένοι απλώς και μόνο αν επιβίωναν.

17
Ήταν μια νύχτα σε μια κορυφή – έλεγαν συχνά στο βουνό - πάνω
από ένα πέρασμα, επίκαιρο: ο Χάρος, ο Ρίγος και ο Πυρετός και
παραμόνευαν. Και είδαν από κάτω τους να περνάει ένας κλέφτης
με μερικά κλεμμένα αρνιά.

«Κατέβα να του πεις» είπε ο Χάρος στο Ρίγο, «να μας αφήσει ένα
αρνί».

Και κατέβηκε ο Ρίγος και στάθηκε μπροστά στον κλέφτη. «Γεια σου
κουμπάρε» του είπε. «Είμαι ο Ρίγος. Θα μου δώσεις ένα αρνί;».

«Αρνί;» έκανε ο κλέφτης. «Γιατί; Μαζί τα κλέψαμε;».

Κι έπιασε τότε σύγκρυο τον κλέφτη, κι έπεσε κάτω κι έτρεμε


σύγκορμος, ώρα πολλή, αλλά δεν υποχώρησε. Μέχρι που
κουράστηκε ο Ρίγος, τον άφησε και γύρισε πίσω.

«Δε δίνει» είπε στο Χάρο.

«Καλά» είπε ο Χάρος. «Πήγαινε τώρα εσύ Πυρετέ».

Και κατέβηκε ο Πυρετός και στάθηκε μπροστά στον κλέφτη. «Γεια


σου κουμπάρε» του είπε κι αυτός . «Είμαι ο Πυρετός. Θα μου δώσεις
ένα αρνί;».

«Δε σου δίνω!» του απάντησε αποφασιστικά ο κλέφτης. «Όποιος κι


αν είσαι κι εσύ!».

Κι ανέβασε τότε πυρετό ο κλέφτης. Και ψηνόταν, και ψηνόταν, ώρα


πολλή, αλλά δεν υποχώρησε. Μέχρι που κουράστηκε ο Πυρετός, τον
άφησε και γύρισε πίσω.

«Δε δίνει» είπε κι αυτός στο Χάρο.

«Καλά» είπε πάλι ο Χάρος. «Πάω τώρα εγώ».

Και κατέβηκε ο Χάρος και στάθηκε μπροστά στον κλέφτη.

«Γεια σου κουμπάρε» του είπε. «Είμαι ο Χάρος. Θα μου δώσεις ένα
αρνί;».

18
«Βεβαίως και θα σου δώσω!» απάντησε αμέσως ο κλέφτης.
«Διάλεξε όποιο θες. Όμως» είπε μετά, καθώς έτρεχε να φέρει τ’
αρνιά μπροστά του για να διαλέξει, «μια και συναντηθήκαμε, θα
μου κάνεις κι εσύ μια χάρη;».

«Τι χάρη;» είπε ο Χάρος.

«Έχω μια θεία στο χωριό, κι έφυγα και την άφησα πολύ άρρωστη.
Μπορείς να μου πεις αν ζει ακόμη;».

«Έλα» του είπε ο Χάρος.

Και τον πήρε και τον πήγε σε μία σπηλιά. Και μπήκαν μέσα κι ήταν
γεμάτη αναμμένα καντήλια. Και στάθηκε μπροστά σ’ ένα καντήλι
που τρεμόσβηνε και το λάδι του τελείωνε.

«Το βλέπεις αυτό το καντήλι;» του είπε. «Αυτό είναι της θείας σου».

«Αυτό;» ρώτησε ο κλέφτης.

«Ναι, αυτό».

«Και δε γίνεται… να του βάλουμε λίγο λάδι ακόμα;».

«Όχι» είπε ο Χάρος. «Κανένας, ούτε εγώ, δε μπορεί να πειράξει τα


καντήλια. Πάμε τώρα να μου δώσεις τ’ αρνί».

«Πάμε» είπε ο κλέφτης, όμως, όπως έκανε να ξεκινήσει


κοντοστάθηκε: «Συγνώμη» τον ρώτησε, «αλλά, μια κι ήρθαμε ως
εδώ, πριν φύγουμε, μπορείς να μου δείξεις και το δικό μου
καντήλι;».

Και του έδειξε τότε ο Χάρος, λίγο πιο δίπλα, ένα καντήλι γεμάτο
λάδι με ζωηρή φλόγα που φούντωνε: «Αυτό είναι το δικό σου» του
είπε.

«Αυτό είναι το δικό μου καντήλι, σίγουρα;» ξαναρώτησε ο κλέφτης.

«Σίγουρα».

«Ε, τότε Χάρε, δε μου φαίνεται ότι θα φας απόψε αρνί!» έκανε, και
γυρίζοντάς του την πλάτη βγήκε έξω από τη σπηλιά.

19
Και γελούσαν όλοι από τότε στο βουνό, με τον τρόπο που ο κλέφτης
ξεγέλασε το Χάρο. Γιατί κατά βάθος όλοι συμπαθούσαν τους
ζωοκλέφτες – αφού όλοι, ανεξαιρέτως, κάποια στιγμή της ζωής τους
είχαν υπάρξει ζωοκλέφτες. Τους μόνους κλέφτες που δε
συμπαθούσαν ήταν όσους έκλεβαν τα δικά τους ζώα. Όσους
έκλεβαν του γείτονά τους, τους έβλεπαν μάλλον με κατανόηση.

Και πολλοί, όταν συναντούσαν τις νύχτες κάποιον κλέφτη με


κλεμμένα ζώα, προσπαθούσαν να του ξεκολλήσουν ένα με αντίτιμο
τη σιωπή τους. Ή άλλοι, πιο πονηροί, παραχωρούσαν τη σιωπή τους
χωρίς αντίτιμο – κερδίζοντας έτσι υποχρεώσεις για το μέλλον. Γιατί
οι κλέφτες στο βουνό θα υπήρχαν πάντα, όπως οι κορυφές, και
καθόλου δε βοηθούσαν οι άσχημες σχέσεις μαζί τους.

Κάποτε όμως πάλι, εκείνοι οι τυχαίοι μάρτυρες αποκάλυπταν


πληροφορίες και στον ιδιοκτήτη των ζώων. Γιατί και ο ιδιοκτήτης
των ζώων μπορούσε εύκολα την άλλη νύχτα να μετατραπεί σε
κλέφτη - οπότε, ούτε και μ’ εκείνον συνέφεραν οι άσχημες σχέσεις.
Στο βουνό, μετρούσε όχι το τι έκανε ο καθένας, αλλά το ποιος ήταν
εκείνος που το έκανε.

Όλα αυτά, ο Αντρέας ο Παχιάς δεν υπήρχε λόγος να τα σκεφτεί -


ούτε καν πέρασαν από το νου του, ήταν δεδομένα. Έπρεπε να
ξεκινήσει περνώντας πρώτα από τους γείτονές του, δηλαδή από τα
διπλανά μιτάτα προς τα δυτικά, αφού δυτικά κατευθύνονταν τα
ίχνη. Αυτούς, τους είχε ήδη μιλήσει το πρωί ο Σπυρίδος, πολλές
φορές όμως, κάποιος που ήξερε κάτι περίμενε να το αποκαλύψει
στο αφεντικό κι όχι στο βοσκό του - αν μη τι άλλο, για να του έχει
προσωπική την υποχρέωση.

Όταν έφτανε στο πρώτο μιτάτο δυτικά, εκείνο των Πετράκηδων,


μόνο τότε κατάλαβε πως, με τον τρόπο που έφυγε από το δικό του,
είχε ξεχάσει να πάρει το μαχαίρι και την κάπα του. Και το μαχαίρι
δεν ήταν σημαντικό, αφού είχε το πιστόλι στη βούργια, ή μάλλινη
κάπα όμως, ο «γαμπάς», ήταν.

Στο βουνό έβρεχε σπάνια το καλοκαίρι. Τις νύχτες όμως, μπορούσε


να σηκώσει κρύο χειρότερο κι απ’ αυτό του χειμώνα, και θα
μπορούσε ίσως να χρειαστεί να κοιμηθεί έξω, κι ούτε ήξερε και

20
πόσο ψηλά θα κατέληγε. Πού θα πήγαινε χωρίς γαμπά; Ένιωσε μια
τεράστια ανασφάλεια, μεγαλύτερη και από αυτή που είχε ήδη με
το χαμό των ζώων και τα λόγια του πατέρα του. Το μόνο που
μπόρεσε να σκεφτεί ήταν ότι θα μπορούσε ίσως να δανειστεί έναν
από κάποιον - αν και γαμπάδες δε δανείζονταν εύκολα.

Οι Πετράκηδες, που ήταν συγγενείς του και δε θα του έλεγαν


ψέματα, δεν είχαν δει και δεν είχαν ακούσει τίποτα την
προηγούμενη νύχτα, και δεν είχαν να του δώσουν παραπανίσιο
γαμπά. Τον κοίταξαν μόνο με απορία και τον ρώτησαν γιατί δε
γυρνούσε πίσω να πάρει το δικό του.

Δεν απάντησε, τους χαιρέτησε, και προχώρησε. Υπήρχαν ακόμα


τρία μιτάτα μπροστά του, μέχρι τα σύνορα με το επόμενο χωριό (ή
σωστότερα, μέχρι τα σύνορα με το βοσκότοπο του επόμενου
χωριού) και κανόνισε την πορεία του για να περάσει και από τα τρία.

Το βουνό σ’ εκείνο το μέρος ήταν σχεδόν δάσος. Σε όσα σημεία


υπήρχε χώμα για να φυτρώσουν δέντρα, φύτρωναν ψηλοί
ασφένταμοι και τρικκοκιές, καταπράσινα και ζωηρά - σαν το
καντήλι του κλέφτη - γιατί τα βοηθούσε πολύ το υψόμετρο. Τα
πετρώδη σημεία, όμως, ήταν αρκετά και η κλίση του βουνού τέτοια,
ώστε μόνο ελάχιστες στιγμές, όταν πύκνωναν πολύ τα δέντρα, έχανε
την εικόνα του ορίζοντα δεξιά του · κάτω βαθιά τον κάμπο, τις
απέναντι κορυφές και τα Πέρα Βουνά. Ήξερε άλλωστε, ακόμα, πολύ
καλά το μέρος.

Πέρασε από τα επόμενα δύο μιτάτα και μίλησε με τους βοσκούς και
στα δύο. Δεν είχαν ούτε κι εκεί να του πουν τίποτα, εκτός απ’ ότι
ένας βοσκός, στο πρώτο, του φάνηκε πως άκουσε έναν περίεργο
ήχο από κουδούνι πρόβατου κάποια στιγμή τη νύχτα. Σε αυτούς στο
δεύτερο μιτάτο δεν είχε μεγάλη εμπιστοσύνη. Δε μπορούσε όμως
και να τους κάνει με το ζόρι να μιλήσουν. Έτσι, συνέχισε, ελπίζοντας
να λένε αλήθεια και μην είχαν πραγματικά συναντηθεί με τους
κλέφτες των προβάτων του τη νύχτα.

Αυτό που έκανε, με μια λέξη το έλεγαν «αρώτημα», δηλαδή:


έρευνα. Δεν ήταν όμως μια οποιαδήποτε ερεύνα, αλλά έρευνα με
κανόνες. Επειδή στο βουνό κλέβονταν ζώα από τον καιρό που

21
εξημερώθηκαν, σε βάθος χρόνου είχε δημιουργηθεί ένα σύστημα
για να ακολουθούν οι ιδιοκτήτες και οι κλέφτες. Βασικό συστατικό
εκείνου του συστήματος ήταν πως γενικά η ζωοκλοπή δε
θεωρούνταν κάτι κακό, οπότε ο κλέφτης δεν είχε ηθικό πρόβλημα
να την παραδεχτεί. Είχε όμως, ασφαλώς, οικονομικό πρόβλημα στο
να επιστρέψει τα ζώα – γιατί αυτά άξιζαν χρήματα – όπως και στο
να γίνει γνωστό το όνομά του – επειδή αυτό τον άφηνε εκτεθειμένο
σε αντεκδικήσεις. Κάτι άλλο, απαραίτητο για τη λειτουργία του
συστήματος, ήταν πως στο βουνό, όσο και μεγάλο, υπήρχε ευρύ
πλέγμα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων κι όλοι λίγο-πολύ
γνωρίζονταν μεταξύ τους, έστω μόνο εξ όψεως - ή με την έννοια που
κάποιος επιμελής μαθητής γεωγραφίας στην πόλη γνωρίζει ότι «στο
τάδε σημείο της υδρογείου υπάρχει αυτή η χώρα». Το πράγμα
λειτουργούσε περίπου ως εξής:

( Ίσως όμως, χρειάζεται στο σημείο αυτό να αναφερθεί ο τρόπος


λειτουργίας, το modus operandi ενός ζωοκλέφτη, ή της ζωοκλοπής
γενικά. Ένας ζωοκλέφτης ήταν κατά κανόνα άντρας, βοσκός στο
επάγγελμα, κάτοικος ενός από τα χωριά του βουνού, κάτω τον
σαράντα ετών σε ηλικία - επειδή η επιχείρηση απαιτούσε μακρινές
και δύσκολες πορείες(αν και οι υπήρχαν και κάποιοι που έκλεβαν
μέχρι τα γεράματα). Τις περισσότερες φορές είχε μόνιμο
συνεργάτη, ή συνεργάτες, από το ίδιο χωριό με αυτόν και με τα ίδια
χαρακτηριστικά. Συνήθως οι κλέφτες λειτουργούσαν σε δυάδες,
επειδή με αυτό τον τρόπο μπορούσαν να πάρουν περισσότερα ζώα
και το μερίδιο τους καθενός μεγάλωνε. Ένας μόνος δε θα
κατάφερνε να πάρει περισσότερα από ένα ή δύο ζώα, ενώ πάλι οι
τρεις ήταν σπάνιοι στο βουνό. Γι’ αυτό είχε επικρατήσει να λένε
«κλέφτες» αντί «κλέφτης». Τα ζώα, άλλες φορές, όταν ήταν λίγα, τα
έδεναν με σκοινιά και τα τραβούσαν(ή ακόμα τα σήκωναν στην
πλάτη, αν ήταν ένα μόνο - εξ ου και η έκφραση: «πιάστηκε με τη
γίδα στην πλάτη»)κι όταν ήταν περισσότερα τα οδηγούσαν
ακολουθώντας από ικανή απόσταση, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που
τα οδηγούσαν κανονικά οι ιδιοκτήτες τους. Έκλεβαν τα ζώα
συχνότερα νύχτα με φεγγαρόφωτο(αν και είχαν χαθεί ζώα και
σκοτεινές νύχτες, όπως και μέρα) και ήταν πάντα οπλισμένοι(αν και

22
το ιδανικό γι’ αυτούς ήταν να περνούν απαρατήρητοι). Ο ιδιοκτήτης
ανακάλυπτε την απώλειά τους, συνήθως, το επόμενο ξημέρωμα).

Μόλις, λοιπόν, ο ιδιοκτήτης των ζώων ανακάλυπτε την απώλειά


τους, όπως τώρα ο Αντρέας ο Παχιάς, προσπαθούσε πρώτα να
συγκεντρώσει όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσε (ίχνη στο
έδαφος, ζώα που ξέφυγαν στην πορεία, τυχόν μάρτυρες), ώστε να
εξακριβώσει πρώτα την κατεύθυνση, καθώς στο βουνό οι κλέφτες
μπορούσαν να έρθουν και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αν
το κατάφερνε αυτό, απέκλειε αμέσως κάποια χωριά και
επικεντρωνόταν σε άλλα.

Σε κάθε χωριό υπήρχαν ορισμένοι σημαντικοί άνθρωποι. Αυτοί


έπρεπε να είναι φίλοι του, σύντεκνοι ή κουμπάροι του και να τον
σέβονται. Σε αυτούς απευθυνόταν. Καθένας από αυτούς
αναλάμβανε να «ξεκαθαρίσει τους ανθρώπους του» καθώς έλεγαν,
δηλαδή να μιλήσει σε όσους πιθανούς κλέφτες είχε στον κύκλο του
και την επιρροή του. Τυπικά οι κλέφτες, εφόσον άνηκαν στον κύκλο
του και την επιρροή του, ήταν υποχρεωμένοι να του πουν την
αλήθεια διαφορετικά αυτό θεωρούνταν ατιμία. Από εκεί και πέρα,
ξεκινούσαν πλήθος περιπλοκές.

Ο σημαντικός άνθρωπος – ο «μεσίτης», ζύγιζε τον ιδιοκτήτη και τον


κλέφτη. Αν θεωρούσε τον ιδιοκτήτη αδύναμο, ή αν δεν τους ένωνε
κάποιος λόγος τιμής, δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με την υπόθεσή
του. Από την άλλη, και όταν ασχολούνταν σοβαρά, ο κλέφτης με τη
σειρά του ζύγιζε τον ιδιοκτήτη και το μεσίτη. Όχι λίγες φορές έλεγαν
ψέματα στο μεσίτη, ότι δεν είχαν ιδέα για τα ζώα που έψαχνε. Άλλες
φορές πάλι, ο κλέφτης έλεγε την αλήθεια στο μεσίτη και ο μεσίτης
τον κάλυπτε λέγοντας ψέματα στον ιδιοκτήτη, επειδή θεωρούσε τον
συγκεκριμένο κλέφτη πιο χρήσιμο γι’ αυτόν από τον συγκεκριμένο
ιδιοκτήτη. Πάντως, το σύστημα είχε ένα σταθερό χαρακτηριστικό:
όπως μάλλον κάθε γνωστό ανθρώπινο σύστημα, μετά τη δουλεία(ή
ακόμα και τη δουλεία),ήταν δομημένο έτσι ώστε να υποστηρίζει
περισσότερο τα συμφέροντα της δυνατότερης πλευράς, χωρίς όμως
να αγνοεί εντελώς την άλλη. Το συγκεκριμένο ήταν πάντα λίγο υπέρ
του κλέφτη. Ένιωθε κάποιος πολύ περισσότερο άνετα μέσα σε αυτό
όταν είχε το ρόλο του κλέφτη απ’ ό,τι όταν είχε το ρόλο του

23
ιδιοκτήτη(αφού στο βουνό οι δύο ρόλοι συχνά εναλλάσσονταν και
κανείς στη ζωή του δεν είχε παίξει μόνο τον ένα). Αυτή ήταν και μία
σημαντική διαφορά του «αρωτήματος» σε σχέση μ’ ένα σύστημα
πόλης, αφού σ’ ένα σύστημα πόλης η θέση του θύματος(αν
εξαιρέσει κανείς τις στενές προσωπικές του σχέσεις) είναι πολύ πιο
σταθερή.

Το ιδανικό σενάριο ήταν αυτό: Ο Παχιάς θα πήγαινε στο πρώτο


χωριό δυτικά – ή έστω μέχρι το μεγαλύτερο, το Γερασήμι – και θα
μιλούσε έναν-έναν με όλους όσους ήταν φίλοι, κουμπάροι ή
σύντεκνοι δικοί του ή του πατέρα του. Ύστερα κάποιος από αυτούς
θα ερχόταν, θα τον πήγαινε κάπου παράμερα και θα του έλεγε πως
είχε ανακαλύψει τους κλέφτες των προβάτων του. Δε θα μπορούσε,
ασφαλώς, να του αποκαλύψει τα ονόματά τους αλλά θα είχε
κανονίσει να του δώσουν πίσω όλα τα ζώα. την ίδια μέρα θα τον
έπαιρνε, θα ανέβαιναν μαζί σε κάποιο συμφωνημένο μέρος στο
βουνό, όπου οι κλέφτες θα είχαν αφήσει τα ζώα, θα τα έπαιρνε, θα
τον ευχαριστούσε και θα τα πήγαινε πίσω στο μιτάτο του,
ευτυχισμένος και περήφανος για τις διασυνδέσεις του.

Ένα λιγότερο ιδανικό σενάριο, ήταν ο μεσίτης να του έλεγε ότι,


δυστυχώς, δεν είχε προλάβει και οι κλέφτες είχαν σφάξει μερικά
ζώα. Αυτό, ήταν ασφαλώς άσχημο, αλλά τουλάχιστον, αν τα
σφαγμένα δεν ήταν πολλά, θα μπορούσε και πάλι να γυρίσει πίσω
με τα περισσότερα, αρκετά περήφανος για τις διασυνδέσεις του.
Είχε ακόμα το δικαίωμα, σε αυτή την περίπτωση, να απαιτήσει
αποζημίωση για τα σφαγμένα ζώα(συνήθως αυτή την πλήρωναν οι
μεσίτες από την τσέπη τους), αλλά κάτι τέτοιο δε θα το έκανε
κάποιος έξυπνος, επειδή θα κατέστρεφε τη μελλοντική του σχέση
με το μεσίτη.

Ένα χειρότερο σενάριο, ήταν ο μεσίτης να του έλεγε πως άργησε


πολύ και οι κλέφτες είχαν σφάξει όλα τα ζώα. Κι αυτό ακόμα άφηνε
κάποιους ικανοποιημένους, επειδή πάντα ακολουθούσε η
διαβεβαίωση του μεσίτη πως οι συγκεκριμένοι κλέφτες δεν
επρόκειτο να τον ξαναπειράξουν, αφού το χειρότερο απ’ όλα τα
σενάρια, ήταν να μη μάθει κανείς απολύτως τίποτα από τους
μεσίτες για την τύχη των ζώων του. Τότε, βρισκόταν στο «σκοτάδι»,

24
όπως έλεγαν, έρμαιο της μοίρας σε μόνιμη ανασφάλεια, κι έπρεπε
να κινηθεί εντελώς διαφορετικά αν ήθελε να αποζημιωθεί για τα
χαμένα ζώα και, κυρίως, για να μην επισκεφτούν ξανά οι άγνωστοι
κλέφτες το υπόλοιπο κοπάδι του.

Ο Αντρέας ο Παχιάς, λόγω του κυρούς του πατέρα του στο βουνό,
είχε τότε σχεδόν τριάντα χρόνια, δηλαδή περισσότερο από την
ενήλική του ζωή, να ψάξει για δικά του ζώα. Είχε όμως πολλές
φορές βοηθήσει άλλους και διέθετε, θα έλεγε κανείς: μια μέτριου
επιπέδου εμπειρία στο αρώτημα. Κατά γενική ομολογία πάντως, και
πάλι λόγω του κύρους του πατέρα του στο βουνό, διέθετε όλες τις
προϋποθέσεις για ευοδωθεί το καλύτερο σενάριο και να πάρει
ομαλά πίσω όλα τα πρόβατα του, ή τουλάχιστον τα περισσότερα,
αποστομώνοντας έτσι - αν και όχι αποφασιστικά - τον
Παχιαδογιώργη (κανένας δεν πίστευε ότι το εννοούσε σοβαρά
εκείνο το «Όλα ή τίποτα!») και παίρνοντας με αυτό τον τρόπο μια
βαθιά ανάσα για το μέλλον του στο βουνό.

25
Στο βουνό, κάθε χωριό είχε το βουνό του(έτσι ακριβώς το έλεγαν,
είχε: «τ’ αόρι του») - το μέρος δηλαδή εκείνο του βουνού που οι
κάτοικοί του έβοσκαν τα κοπάδια τους. Αν και θα ήταν μάλλον
σωστότερο να πει κανείς, πως καθένα από τα εννιά βοσκοτόπια του
βουνού είχε κι ένα χωριό στην κάτω άκρη του - αφού το βουνό
συντηρούσε το χωριό κι όχι το αντίθετο. Αφού λοιπόν κάθε χωριό
είχε δικό του βοσκότοπο, εξυπακούεται πως υπήρχαν σύνορα. Αυτά
ήταν συνήθως κορυφογραμμές, κοίτες χειμάρρων, καμιά φορά
αιωνόβιοι πρίνοι ή άλλα φυσικά οροθέσια που είχαν οριστεί από
παλιά, ελάχιστες φορές χωρίς συγκρούσεις. Και μπορεί μέσα στο
βοσκότοπο κάθε χωριού ο ένας χωριανός να καταπατούσε τα
δικαιώματα του άλλου, υπεράσπιζαν όμως όλοι μαζί, με μια ψυχή(ή
προσπαθούσαν να επεκτείνουν), το βοσκότοπο του χωριού τους
έναντι των ξένων. Άρα, αφού έτσι είχαν τα πράγματα, είναι περιττό
να ειπωθεί ότι κάθε χωριό κατείχε μεγαλύτερη ή μικρότερη έκταση
βοσκότοπου. Ο βοσκότοπος του χωριού του Αντρέα του Παχιά ήταν
τέταρτος σε έκταση ανάμεσα στους εννέα του βουνού. Στα δυτικά,
κατέληγε σε μια χαμηλή λοφογραμμή και σ’ ένα μιτάτο κτισμένο
στην κορυφή του ψηλότερου λόφου. Αυτό, όπως βρισκόταν
ακριβώς πάνω στα σύνορα, ήταν γνωστό σαν: «μιτάτο τω[ν]
συνόρω[ν]».

Όταν έφτασε εκεί είχε αρχίσει να νυχτώνει. Το μιτάτο, επειδή ήταν


ιδιαίτερο, δεν ήταν ιδιωτικό αλλά άνηκε στην εκκλησία του
χωριού(την ίδια που είχε τάξει τον τράγο)και το πάχτωναν δύο που
έκαναν συνεταιρισμό. Και οι δύο ήταν φίλοι του κι είχε σκοπό να
περάσει μαζί τους τη νύχτα, όμως, ακόμα κι αν δεν νύχτωνε, έπρεπε
να σταματήσει οπωσδήποτε στο μιτάτο τους και να τους μιλήσει
γιατί έβλεπαν πολλά πάνω στα σύνορα που βρίσκονταν.

Ήταν φίλοι του από παιδιά · δύσκολοι τύποι, μάλλον παράξενοι.


Είχαν αναγκαστεί να συνεταιριστούν μόλις εκείνο το καλοκαίρι,
επειδή ούτε του ενός ούτε του άλλου τα ζώα έφταναν για να
πληρώνουν βοσκούς. Κανένας στο βουνό δεν πίστευε ότι θα
ολοκλήρωναν τελικά το συνεταιρισμό χωρίς να τσακωθούν μεταξύ
τους, πάντως, μέχρι τότε, έμοιαζε να τα καταφέρνουν. Ο Παχιάς

26
ήταν σίγουρος πως ό,τι κι αν είχαν δει θα του το έλεγαν και περίμενε
πολλά από αυτούς, επειδή, λογικά, οι κλέφτες θα πρέπει να είχαν
περάσει τη νύχτα κάπου από εκείνη τη λοφογραμμή – και κάθε
τέτοια πληροφορία θα του ήταν πολύτιμη στις συζητήσεις με τους
μεσίτες δυτικότερα.

Μόλις όμως έφτασε, λίγο πριν σκοτεινιάσει, τους βρήκε να


κλείνουν το κοπάδι στη μάντρα δίπλα στο μιτάτο και οι ελπίδες του
αμέσως ξεθώριασαν. Αν το έκαναν αυτό κάθε νύχτα, υπήρχαν
ελάχιστες πιθανότητες να είχαν δει ή να είχαν ακούσει κάτι
χαμηλότερα στα περάσματα – αφού οι κλέφτες σίγουρα θα
απέφευγαν να περάσουν δίπλα από το μιτάτο.

Τους έλεγαν Γιώργη και Μανόλη. Ο Μανόλης είχε το παρατσούκλι:


«Κουνομανώλης», ο άλλος, ασυνήθιστα για το βουνό, δεν είχε
κάποιο. Ο τρόπος που είδε να έχουν για να φυλάγουν τα ζώα τους
από τους κλέφτες, ήταν βέβαια ο πιο σίγουρος - αφού τα
κρατούσαν όλη τη νύχτα δίπλα τους - οι περισσότεροι όμως στο
βουνό(όσοι μπορούσαν να το κάνουν) τον απέφευγαν, επειδή
στερούσε από το κοπάδι τη νυχτερινή του βοσκή κι αυτό είχε
συνέπειες στο πρωινό άρμεγμα. Απ’ ό,τι κατάλαβε, είχαν
απαυδήσει να ακολουθούν όλη τη νύχτα άυπνοι με το τουφέκι στον
ώμο τα ζώα(τα πρόβατα κοιμούνται ελάχιστα τη νύχτα)κι είχαν
καταφύγει σε αυτή την ακραία λύση, αφήνοντας στην άκρη το γάλα
που θα έχαναν.

Τον καλωσόρισαν, κάπως ντροπιασμένοι που τους πέτυχε να το


κάνουν αυτό(εκτός από λάθος οικονομική τακτική, υποδήλωνε ίσως
και φόβο)κι έμειναν άναυδοι όταν άκουσαν τι του συνέβαινε.

Αφού έκλεψαν από σένα δώδεκα πρόβατα, Αντρέα, είπε ο


Κουνομανώλης, σχεδόν μιλώντας στον εαυτό του· τι να περιμένουμε
εμείς οι άλλοι… .

Ο Γιώργης δε μίλησε. Αυτός ήταν πολύ πιο βαρύς τύπος για να


παραδεχτεί πως επειδή δεν κρατούσε από μεγάλο σόι και δεν είχε
σπουδαίο πατέρα ήταν και ευάλωτος. Κάθισαν μέσα στο μιτάτο, στο
φως του λύχνου.

27
Αν το ξέραμε Αντρέα… του είπε ο Κουνομανώλης, θα μέναμε όλη
νύχτα χθες, λόγω τιμής, πάνω στο πέρασμα. Αλλά, πού να το
ξέραμε;

Ο Παχιάς ήταν σίγουρος γι’ αυτό και τον ευχαρίστησε, κοιτάζοντάς


τον και κουνώντας αδιόρατα το κεφάλι, όμως, αυτή η εκδήλωση
φιλίας καθόλου δεν τον βοηθούσε. Μέσα του απογοητεύτηκε
βαθιά, γιατί, για κάποιο λόγο, περίμενε να μάθει κάτι σημαντικό
από αυτούς τους δύο.

Μα, δεν έχεις γαμπά; τον ρώτησαν, μόλις πρόσεξαν ότι δεν είχε.

Δικαιολογήθηκε, πως είχε φύγει με σκοπό να γυρίσει πίσω και τον


είχε ξεχάσει.

Οι βοσκοί, εκείνο τον καιρό στο βουνό, είχαν όλοι πάνω κάτω
παρόμοια εμφάνιση, τόσο χαρακτηριστική που υπήρχε η έκφραση
«βοσκάθρωπος» (αν και μάλλον, τα περισσότερα επαγγέλματα στον
κόσμο έχουν τη δική τους μοναδική εμφάνιση). Ήταν όλοι
λιγνόξεροι, χωρίς παραπανίσιο κιλό - επειδή περπατούσαν πολύ και
δεν υπήρχαν πολλά παχυντικά να φάνε -, είχαν σκουροχάλκινο
ψημένο χρώμα στο πρόσωπο - από τον ήλιο και τον αέρα του
βουνού-, άφηναν όλοι μουστάκι - επειδή έτσι έπρεπε - και οι
περισσότεροι άφηναν και γένια, επειδή τα ξυράφια δεν ήταν
εύκολα. Οι μεγαλύτεροι, όπως ο Σπυρίδος, φορούσαν μαύρες
μάλλινες βράκες και μαύρα μακρυμάνικα πουκάμισα, ενώ οι
μικρότεροι, βαμβακερές «γκυλόττες», χακί ή μαύρες - αντίγραφο
του στρατιωτικού παντελονιού ιππασίας από τους ράφτες του
Κάστρου που είχε διαδοθεί στα χωριά. Όλοι, ανεξαιρέτως,
φορούσαν στα πόδια ψηλά δερμάτινα «στιβάνια» με χοντρές
σόλες, διαφορετικές από εκείνες του κάμπου, κι έδεναν στο κεφάλι
το μαύρο κρητικό κεφαλομάντιλο.

Εκείνοι οι δύο (φαίνεται μάλλον πως παρ’ όλες τις προβλέψεις ο


συνεταιρισμός τα πήγαινε καλά)φορούσαν ολοκαίνουργια στιβάνια
και σχεδόν φετινά ρούχα. Ο Κουνομανώλης μάλιστα, φορούσε ένα
χακί στρατιωτικό σακάκι με τσέπες μπροστά, εντελώς πρωτόγνωρο
για το βουνό. Τόσο, που αν επιχειρούσε να κλέψει ζώα φορώντας
το και τον έβλεπαν, θα τον αναγνώριζαν σίγουρα μόνο από αυτό.

28
Κάτι τέτοιο υπέθεσε και ο Παχιάς όταν τους είδε: ότι δηλαδή είχαν
καταφέρει κάποια μεγάλη μπάζα ζώα και ντύθηκαν έτσι.

Δεν υπήρχε περίπτωση, πάντως, να αντικαθιστούσε με αυτό το


σακάκι το γαμπά του, αν του το δάνειζε, σκέφτηκε μετά (είχε
προσέξει πως είχαν μόνο δύο γαμπάδες στο μιτάτο). Έφτανε μόνο
μέχρι τη μέση και δεν είχε κουκούλα, κι αν βρεχόταν το νερό θα το
περνούσε σε λίγα λεπτά, κι όχι σε ώρες όπως ένα γαμπά. Έτσι, δεν
έκανε καν την ερώτηση.

Έβρασαν γάλα, το έριξαν σε μια πήλινη γαβάθα μαζί με παξιμάδια


κι έφαγαν, καθένας με το κουτάλι του. Όση ώρα έτρωγαν, μίλησαν
για την υπόθεση.

Του είπαν πάλι ότι δώδεκα πρόβατα είναι πάρα πολλά, κι ότι
έμοιαζε πολύ περίεργο να του κλέψουν τόσα ζώα χωρίς να υπάρχει
κάποιος λόγος - θέλοντας ίσως έτσι, να υπονοήσουν πως έπρεπε
να ψαχτεί καλύτερα πάνω σε αυτό το θέμα κι ότι, πιθανότατα,
υπήρχε κάποιος λόγος. Δε μπορούσαν όμως, ασφαλώς, να τον
βοηθήσουν να τον ανακαλύψει. Περιορίστηκαν μόνο να αναφέρουν
κάποιες παλαιότερες, παρόμοιες περιπτώσεις με άλλους, γνωστές
στο βουνό.

Αυτός άκουγε και συμμετείχε πολύ λίγο στη συζήτηση, απαντώντας


μόνο με κάποια μονολεκτικά: «Ναι», «Κατέχω το», «Αυτό λέω κι
εγώ». Είχε ήδη κουραστεί, παρ’ όλο που ήταν ακόμα η πρώτη μέρα,
και δεν είχε καμία διάθεση να ξεκινήσει από τώρα τις ατέρμονες
συζητήσεις για το: «πώς και γιατί» που ακολουθούσαν κάθε
ζωοκλοπή στο βουνό. Ούτε ένιωθε άνετα να αντιμετωπίσει από
τώρα το, άλλοτε προσποιητό-άλλοτε ειλικρινές, ενδιαφέρον των
ανθρώπων για την υπόθεσή του (σε κάθε περίπτωση πάντως, ήταν
το ενδιαφέρον του θεατή κι εκείνου που δε διακινδυνεύει τίποτα ο
ίδιος). Το μόνο που του ανέβασε κάπως το ηθικό, ήταν πως αυτοί οι
δύο, που δεν είχαν καμία ιδιαίτερη ανάγκη να τον κολακέψουν,
ξεκαθάρισαν ευθύς εξαρχής πως δεν πίστευαν ότι θα του έκλεβαν
ποτέ τόσα ζώα χωρίς σοβαρό λόγο. Άρα δηλαδή, δεν τον
θεωρούσαν «αμπατάριστο» όπως τον είχε πει ο πατέρας του. Σ’
έναν αμπατάριστο, θα έκλεβαν τόσα ζώα, ακόμα και περισσότερα,

29
χωρίς κανένα λόγο, απλώς και μόνο για να βγάλουν χρήματα - και
δε θα προκαλούσε και σε κανένα εντύπωση.

Μετά που έφαγαν, ξάπλωσαν να κοιμηθούν στα στρώματα από


ρείκια δίπλα στη φωτιά - που δε χρειαζόταν καθόλου εκείνη τη
νύχτα και την άφησαν να σβήσει. Ξάπλωσαν, φυσικά, με τα ρούχα
και τα στιβάνια τους. Κανένας βοσκός δεν έβγαζε τα στιβάνια του
όσο καιρό βρισκόταν στο βουνό(θεωρούνταν ένδειξη
μαλθακότητας), και πόσο μάλλον αυτοί, που κοιμούνταν με τα ζώα
τους δίπλα, στη μάντρα, και ό,τι κι αν συνέβαινε τη νύχτα έπρεπε να
τρέξουν για να προλάβουν.

Και οι δύο άναψαν τσιγάρα μόλις ξάπλωσαν. Όλοι κάπνιζαν τότε


στο βουνό - μόνο οι γυναίκες και κάποιοι ελάχιστοι, όπως ο Παχιάς
(για άγνωστο λόγο), δεν κάπνιζαν. Ο καπνός του τσιγάρου μέσα στα
μιτάτα ήταν περισσότερος από της φωτιάς όταν άναβε. Έβγαινε
όμως τουλάχιστον, και ο ένας και ο άλλος, από το άνοιγμα που
υπήρχε γι’ αυτό το λόγο στο κέντρο της στρόγγυλής στέγης.

Είδε ότι άναψαν έτοιμα τσιγάρα, αγορασμένα, όχι ντόπιο καπνό


μιας ποικιλίας μέσα σε οποιοδήποτε χαρτί ή τσιμπούκι, όπως
περίμενε, κι άρχισε πάλι να σκέφτεται πως είχε μάλλον σωστά
φανταστεί εκείνη τη μεγάλη μπάζα ζώα, γιατί τέτοιες πολυτέλειες
δε δικαιολογούνταν από το συνεταιρισμό. Δεν υπήρχε όμως ούτε
μία στο εκατομμύριο να τους υποψιαστεί για τα δικά του. Ύστερα,
τα δικά του είχαν χαθεί μόλις το προηγούμενο βράδυ· δε θα
προλάβαιναν να τα πουλήσουν.

Το ό,τι ξάπλωσαν, το μόνο που δε σήμαινε ήταν πως θα κοιμούνταν


κιόλας. Ακόμα και μέσα στη μάντρα, είχαν το κοπάδι τους δίπλα στα
περάσματα των κλεφτών και κάθε βράδυ προσπαθούσαν να
καθυστερήσουν τον ύπνο όσο γινόταν. Ύστερα, απόψε είχαν και
επισκέπτη κι ήθελαν να μάθουν νέα από το χωριό, γιατί αυτά δεν
έφταναν εύκολα στα σύνορα. Η συζήτηση για τα ζώα του είχε
γίνει κι είχε περάσει τώρα σε δεύτερη μοίρα – τουλάχιστον γι’
αυτούς. Άλλωστε, σχεδόν κάθε βράδυ από κάποιον έκλεβαν τα ζώα
του· κανένας δε θα τους κατηγορούσε αν μιλούσαν και για άλλα
πράγματα. Ο Παχιάς όμως, δεν είχε κανένα νέο από το χωριό να

30
τους πει που να μην το ήξεραν ήδη. Αντί γι’ αυτό, του διηγήθηκαν
εκείνοι μια ιστορία, που είχε συμβεί λίγες μέρες πριν στον
«Αγκαθιά» - μία από τις ψηλότερες κορυφές του βουνού – και μόλις
τότε είχε αρχίσει να μαθαίνεται και χαμηλότερα.

Ο Κωσταντής, λέει, του Μίχο(αφεντικό με μεγάλο κοπάδι στον


Αγκαθιά) «έχανε» τελευταία – δηλαδή του έκλεβαν - κάθε λίγες
μέρες ένα πρόβατο. Και το έχανε μάλιστα μέρα κι ενώ οι βοσκοί του
δεν άφηναν στιγμή το κοπάδι μόνο. Αυτός ο Κωσταντής, αν και
μεσήλικας τότε, ήταν άνθρωπος «δυνατός» (κάτι σαν τον
Παχιαδογιώργη παλιότερα) και μπορούσε να μένει στο χωριό
ήσυχος για την ασφάλεια του κοπαδιού του, αφήνοντας τους
βοσκούς του να κάνουν τη δουλειά. Μόλις όμως τον ειδοποίησαν
έτρεξε καταθορυβημένος στον Αγκαθιά (όπως κάποτε ο σουλτάνος
Μουράτ στην Αδριανούπολη)να πάρει πάλι τα πράγματα στα χέρια
του.

Μέχρι να φτάσει, οι βοσκοί του είχαν καταλήξει σ’ ένα


συμπέρασμα. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση: Κάθε μεσημέρι εκείνος
που πρόσεχε τα ζώα τ’ άφηνε λίγη ώρα αφύλαχτα, όσο να πάει στο
μιτάτο να φάει και να γυρίσει. Δεν τα μετρούσε βέβαια όταν
γυρνούσε, τα μετρούσαν κάθε πρωί(όταν άρχισαν να τα μετρούν και
το μεσημέρι κατάλαβαν τι συνέβαινε). Άρα, ο κλέφτης παραφύλαγε,
ήταν αποφασισμένος, τολμηρός και επίμονος– σχεδόν αδιάφορος
αν θα τον ανακάλυπταν. Οι ζωοκλέφτες στο βουνό δε
λειτουργούσαν με τέτοιο τρόπο, και ο Κωσταντής κατάλαβε αμέσως
ότι κάποιος ήθελε να τον προκαλέσει. Κάποιος ήθελε να παίξει με
τη φήμη του.

Τ’ άλλο μεσημέρι του έστησε παγίδα. Οπλισμένος μέχρι τα δόντια,


διάλεξε ένα σημείο απόμερο, στο πλάι μιας βαθιάς λάκκας κι είπε
στο βοσκό του να φέρει σ’ εκείνο το μέρος το κοπάδι όταν θα
έφτανε η ώρα να πάει για φαγητό, να τ’ αφήσει και να φύγει και να
περιμένει με τους άλλους στο μιτάτο. Αυτός έμεινε εκεί κρυμμένος.

Δεν είχε περάσει πολλή ώρα, όταν είδε κάποιον να ξεπροβάλει στην
απέναντι πλευρά της λάκκας. Έσφιξε τότε οργισμένος το τουφέκι,
άλλα ήξερε ότι έπρεπε να μη φανερωθεί και να περιμένει την

31
κατάλληλη στιγμή. Όμως τον αναγνώρισε από την πρώτη · ήταν ο
«Παπαδόπετρος», νεαρός στα είκοσι, γιος παλιού του εχθρού. Νέος
φιλόδοξος που νόμιζε ότι θα έφτιαχνε όνομα στην πλάτη του. Τώρα
τον είχε στο χέρι.

Τον άφησε να πλησιάσει τα πρόβατα, για να μην υπάρχει καμία


αμφιβολία – αν υπήρχε κάποια - αλλά και επειδή όταν θα έκανε να
πιάσει κάποιο πρόβατο θα ήταν πιο ευάλωτος και ο αιφνιδιασμός
απόλυτος. Όπως και έγινε · κι όχι μόνο έγινε, αλλά έγινε και κάτι
άλλο, πολύ πιο βολικό για τον Κωσταντή.

Ο Παπαδόπετρος – μάλλον επειδή τα πρόβατα τον είδαν κι άλλαξαν


κατεύθυνση – πέρασε από την άλλη πλευρά της λάκκας, εκείνη που
βρισκόταν κρυμμένος αυτός, και σταμάτησε λίγα μέτρα μπροστά
του, μη έχοντας ιδέα για το ποιος παραφύλαγε στα νώτα του. Και
όχι μόνο αυτό, αλλά, μάλλον επειδή τα πρόβατα συνέχιζαν να είναι
ανήσυχα και το τουφέκι του δεν είχε αορτήρα για να το περάσει
στον ώμο, το άφησε κάτω κι όρμησε άοπλος πάνω στο κοπάδι.
Γρήγορα έπιασε έναν κριό από τα κέρατα στο βάθος της λάκκας(στο
βουνό, να σου κλέψουν κριό ήταν ακόμα πιο προσβλητικό από να
σου κλέψουν προβατίνα)και ξεκίνησε, τραβώντας το ζώο, να
γυρίσει στο μέρος που είχε αφήσει το τουφέκι για να το πάρει και
να φύγει.

Όλη όμως αυτή την ώρα, ο Κωσταντής είχε άφθονο χρόνο να βγει
από την κρυψώνα του, να πάρει το τουφέκι του Παπαδόπετρου και
να το οπλίσει, αφήνοντας το δικό του κρεμασμένο στον ώμο(να σου
πάρουν το τουφέκι στο βουνό ήταν περισσότερο προσβλητικό απ’
οτιδήποτε άλλο). Ο ήχος από το κλείστρο αντήχησε στις πλαγιές της
λάκκας κι έκανε τον Παπαδόπετρο να στραφεί προς τα πάνω και να
κοκκαλώσει.

«Κ’ εδά Παπαδόπετρε;» του φώναξε ειρωνικά ο Κωσταντής.

Κρατούσε ακόμα τον κριό από τα κέρατα.

«Δε λες πράμα;» συνέχιζε να του φωνάζει θριαμβευτής ο


Κωσταντής, έχοντας το ίδιο του το τουφέκι στραμμένο πάνω του και
νιώθοντας πως τον είχε τώρα απόλυτο έρμαιό του.

32
Ο Παπαδόπετρος δεν είπε λέξη. Μόνο τα βλέμματα τους, παρ’ όλη
την απόσταση, συγκρούστηκαν όπως το σίδερο στην
τσακμακόπετρα – που πέτα λίγες σπίθες κι ύστερα σβήνει. Ξαφνικά,
ο Κωσταντής ένιωσε ότι το είχε χάσει το παιχνίδι, χωρίς μόνο να
ξέρει πώς.

Ο Παπαδόπετρος άφησε τον κριό να φύγει, ελευθέρωσε το χέρι


του, τράβηξε το μαχαίρι από τη ζώνη, ούρλιαξε μια κραυγή θανάτου
κι όρμησε κατά πάνω του τρέχοντας στο πλάι της λάκκας.

Τους χώριζαν κάπου πενήντα μέτρα απόσταση, ανήφορος. Ο


Κωσταντής σήκωσε το τουφέκι και σημάδεψε · τον είχε όλο μέσα
στο στόχαστρο.

«Στάσου Παπαδόπετρε!» του φώναξε, όμως εκείνος δε


σταματούσε. Συνέχισε ν’ ανεβαίνει, σφίγγοντας το μαχαίρι και
κοιτάζοντας τον καταπρόσωπο.

Ένας ολόκληρος ποταμός σκέψεις πέρασε τότε από το νου του


Κωσταντή: Αν σκότωνε τον Παπαδόπετρο θα ξεκινούσε
«οικογενειακό» με σόι δυνατό σαν το δικό του. Θα δυσκολευόταν
να ξανανεβάσει πρόβατα στο βουνό. Η περιουσία του θα ρήμαζε.
Τα παιδιά του θα ζούσαν στον κίνδυνο για γενιές. Αν δεν τον
σκότωνε, θα το μάθαιναν όλοι - γιατί ο Παπαδόπετρος θα το
καυχιόταν. Θα τον έλεγαν δειλό – εκείνον, τον Κωσταντή του Μίχο,
που είχε τέτοιο όνομα στο βουνό. Βρέθηκε μπροστά στο
μεγαλύτερο δίλλημα του κόσμου και, στην απελπισία του, έγινε ένα
σώμα με τουφέκι που κρατούσε. Έσφιγγε το τουφέκι και κοίταζε
μέσα από το στόχαστρο τον Παπαδόπετρο να πλησιάζει και μέσα
του έβραζε όπως η πυρωμένη σφαίρα. Εφτά φορές είχε καιρό να
του ρίξει, μέχρι που πήρε την απόφαση.

Λίγα μέτρα πριν τον φτάσει ο Παπαδόπετρος, του πέταξε το


τουφέκι μπροστά στα πόδια: «Παρ’ το» του είπε, «κι άδικο να σου
λάχει!».

Ο Παπαδόπετρος σταμάτησε, έβαλε το μαχαίρι στη θήκη, πήρε το


τουφέκι του κι έφυγε χωρίς ν’ ανταλλάξουν άλλη κουβέντα.

33
Εκείνη η ιστορία, που διηγήθηκαν τότε, λίγες μέρες μετά, ο
Κουνομανώλης με τον Γιώργη στον Παχιά στο μιτάτο των συνόρων,
έμελλε να γίνει για πολλά χρόνια μία από τις πιο πολυσυζητημένες
στο βουνό. Όσοι δεν είχαν συμπάθεια ούτε στη μία ούτε στην άλλη
πλευρά έμειναν μόνιμα διχασμένοι:

Έπρεπε άραγε να τον σκοτώσει ο Κωσταντής; έλεγαν. Ασφαλώς


ναι, ήταν η προφανής απάντηση. Όμως, τι θα κέρδιζε; Θα κέρδιζε
ηθική ικανοποίηση, έλεγαν οι άλλοι. Σας φαίνεται μικρό αυτό; Τα
κοπάδια όμως και οι περιουσίες δε γίνονται με ηθική ικανοποίηση,
μάλλον την αγοράζουν. Ο χρόνος έδειξε πως ο Κωσταντής
κρατήθηκε στη θέση του, μακροημέρευσε, μεγάλωσε το κοπάδι και
την περιούσια και οι γιοι του, αργότερα, έφτασαν να γίνουν από
τους σημαντικότερους ανθρώπους στο βουνό. Αν σκότωνε τότε τον
Παπαδόπετρο κι έμπλεκε σε οικογενειακό, πώς θα τα κατάφερνε
όλα αυτά; Όμως, πώς άντεξε εκείνη τη μέρα τη ντροπή;
Οπωσδήποτε, ήθελαν να πουν, η ψυχή του ήταν μικρή – ψυχή
εμπόρου.

Ο Παπαδόπετρος, από την άλλη, έβαλε, όπως έπρεπε να βάλει, τη


ζωή του πάνω από την ατίμωση – γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη
ατίμωση από να σου πάρουν το τουφέκι. Αλλά, ακόμα και στο
βουνό, δε θα έκαναν πολλοί το ίδιο στη θέση του. Από πολλούς το
είχαν πάρει και συνέχισαν να ζουν. Λογάριασε άραγε, πως ο
Κωσταντής δε θα του έριχνε επειδή φοβόταν να μπλέξει σε
οικογενειακό με το σόι του όταν τράβηξε το μαχαίρι; Αποκλείεται.
Εκείνη την ώρα μόνο κάτι τέτοιο δε θα σκεφτόταν κάποιος σαν
αυτόν. Δε γίνεται να παίξεις ρωσική ρουλέτα με υπολογισμούς.

Ήταν παθιασμένος ο Παπαδόπετρος, γι’ αυτό και δεν κατάφερε


τίποτα στη ζωή του. Ούτε κοπάδι, ούτε περιουσία. Στο τέλος, όταν
έπεφταν οι Γερμανοί από τον ουρανό, στάθηκε όρθιος απέναντι σ’
ένα πολυβόλο και του έριχνε με το Γκρα, για να ντροπιάσει τους
άλλους που έπεσαν να καλυφτούν. Στο βουνό δεν έμεινε παρά μόνο
τ’ όνομά του.

Είναι εύκολο να κρίνεις, αλλά δύσκολο να πράττεις: Καλύτερα να


μη βρεθεί κανείς στη θέση ούτε του ενός ούτε του άλλου, έλεγαν οι

34
γεροντότεροι. Δεν είχαν όμως ούτε ένα τρόπο να προτείνουν για το
πώς θα μπορούσε να το καταφέρει κανείς αυτό.

35
Το πρωί ο Παχιάς σηκώθηκε, πριν ακόμα ξημερώσει, και ξεκίνησε
για τα δυτικά χωρίς κανένα σημαντικό στοιχείο. Ο Κουνομανώλης
με τον Γιώργη τον αποχαιρέτησαν πάνω στα σύνορα και του
ευχήθηκαν τα καλύτερα κι αυτός τους κοίταξε συγκινημένος – σα να
έμενε από τώρα και στο εξής μόνος στον κόσμο. Ήταν ένα σκοτεινό
πρωινό και κρύο, που η κορυφές είχαν πιάσει ομίχλη, και αυτό
σίγουρα επιβάρυνε την ατμόσφαιρα.

Το πρώτο χωριό στα δυτικά ήταν ένα «μετόχι», δηλαδή λίγα σπίτια,
κάπου δυο ώρες κατήφορο από τα σύνορα. Δεν ήξερε όμως, αν
έπρεπε να πάει κατευθείαν στο ίδιο το χωριό ή να σταματήσει
πρώτα στα μιτάτα πάνω του και να δει τους βοσκούς. Τελικά,
αποφάσισε το πρώτο -αν και όποιον κι αν ρωτούσε, θα του έλεγε
πως δεν έχανε κάτι, μάλλον κέρδιζε, αν έκανε το δεύτερο. Είχε όμως
έναν άνθρωπο σ’ εκείνο το χωριό και στήριζε πάνω του πολλές
ελπίδες.

Ήξερε το μέρος. Όσο χαμήλωνε το δάσος ξέπεφτε σε σπανότοπο με


χαμόκλαδα: αστοιβίδες, ασπαλάθους και φλόμους. Ήξερε και το
γαϊδουρόδρομο για το χωριό και τον ακολούθησε. Στο μεταξύ η
μέρα ζέστανε και η ομίχλη στις κορυφές διαλύθηκε.

Αρκετά πιο κάτω, συνάντησε ένα γέρο να ανεβαίνει πίσω από ένα
γαϊδούρι φορτωμένο μ’ ένα καζάνι του τυριού. Ένας γέρος
ψαρογένης και στραπατσαρισμένος που τον έβλεπε πρώτη φορά.
Δεν ήταν σίγουρα άνθρωπος με δικά του ζώα, αλλά μάλλον κάποιος
εποχιακός βοσκός. Συναντήθηκαν πάνω στο μονοπάτι και,
αναγκαστικά, έκανε στην άκρη για να περάσει το γαϊδούρι.

Πού πας κουμπάρε; τον ρώτησε ο γέρος, που κοντοστάθηκε, με την


ευκαιρία, να πάρει μιαν ανάσα στον ανήφορο.

Στο χωριό. Εσύ ποιος είσαι;

Του είπε πως ήταν βοσκός κάποιου(τον ήξερε, αλλά δεν είχαν
ιδιαίτερες σχέσεις) κι ότι ανέβαινε από τον κάμπο κι έμπαινε στη
δούλεψή του κάθε καλοκαίρι. Σκέφτηκε να τον ρωτήσει για τα
πρόβατα, αν και σίγουρα δεν ήταν ο κατάλληλος.

36
Έχασα δώδεκα πρόβατα, του είπε, μ’ ένα μαύρο, μήπως πήρε το
μάτι σου κάτι;

Δώδεκα πρόβατα! Πολλά! είπε κι αυτός. Μα τι όμως να δω εγώ


κουμπάρε; Εμένα, ποιος με υπολογίζει; Εγώ και κάτι να ‘βλεπα, δε
θα ‘πρεπε να το πω γιατί ‘μαι ξένος.

Πολύ παράξενα μου μιλάει, σκέφτηκε ο Παχιάς. Αφού τα ξέρω όλα


αυτά, γιατί μου τα υπενθυμίζει και μου τα λέει έτσι φανερά; Είναι,
λες, πικραμένος από τη ζωή του και θέλει να παραπονεθεί;

Σταμάτησαν εντελώς πάνω στο μονοπάτι και σταμάτησε και το


γαϊδούρι.

Ναι κουμπάρε, συνέχισε να λέει ο γέρος. Πολλά ζώα σου κλέψανε,


μα πώς μπορώ να σε βοηθήσω εγώ; Τέτοια ακούς να γίνονται κάθε
μέρα εδώ πάνω. Όποιος έχει τη δύναμη κλέβει από τον άλλο για να
μη γίνει σαν κι αυτόν. Βοήθα με φτωχέ να μη γίνω σαν κι εσένα,
όπως λέει και η παροιμία. Βέβαια εσύ… δε φαίνεσαι φτωχός. Αλλά
όλοι είναι μέσα στο βαρέλι.

Βλέπω κουμπάρε, τα έχεις φιλοσοφήσει τα πράματα…, του είπε,


κάπως αστεία, αυτός.

Και πώς να μην τα έχω φιλοσοφήσει κουμπάρε, στην ηλικία μου;


Μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά δεν είμαι βλάκας. Τώρα θα μου πεις:
αφού δεν είσαι βλάκας, πώς είσαι φτωχός; Αλλά αυτό μου φαίνεται,
δεν έχει καμία σχέση.

Ο Παχιάς γέλασε.

Καλύτερα κουμπάρε να φυλάγεις τα ζώα σου, συνέχισε αυτός.


Τώρα θα μου πεις: και πόσο καιρό μπορείς να τα φυλάγεις; Κάποια
στιγμή θα πρέπει κάπου να πας και να τ’ αφήσεις. Αλλά πάντως,
πρέπει να τα φυλάγεις. Ο κόσμος είναι κακός.

Για να έρχεται από τον κάμπο και να ψάχνει δουλειά εδώ, σκέφτηκε
ο Παχιάς, φαντάσου τη φτώχεια του.

Εντάξει κουμπάρε, του είπε, θα τα φυλάγω, γεια σου. Και


προχώρησε.

37
Το μετόχι ήταν κτισμένο ακριβώς στη ρίζα του βουνού (σ’ εκείνη την
πλευρά κατέβαινε πολύ απότομα), δίπλα σ’ έναν τεράστιο
μονοκόμματο γκρίζο βράχο, που ήταν και το χαρακτηριστικό του
σημάδι. Μπροστά από το βράχο υπήρχε πηγή νερού, και το νερό
έφερε το χωριό.

Ήταν όλο κι όλο τριάντα σπίτια, πετρόκτιστα, ασβεστωμένα, με


χωμάτινες στέγες και δεν είχε ούτε εκκλησία. Ήταν όμως μαζεμένα
τα σπίτια, ακουμπούσε το ένα στον τοίχο του άλλου και στη μέση
υπήρχε τουλάχιστον ένα μικρό καλντεριμένιο σοκάκι, κι αυτό έδινε
την αίσθηση ενός κάπως κανονικού χωριού. Ο Παχιάς ήξερε ότι τα
δύσκολα χωριά ήταν εκείνα που τα σπίτια τους ήταν κτισμένα
αραιά, σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους. Σ’ αυτά οι άνθρωποι
ήταν πάντα πιο σκληροί και απρόσιτοι (μυστήριο πώς στις
πυκνοκτισμένες πόλεις οι άνθρωποι είναι επίσης σκληροί). Ύστερα,
εκείνο βρισκόταν στη ρίζα του βουνού, δηλαδή κοντά στον κάμπο
(από εκεί και κάτω ξεκινούσαν καλλιέργειες), και πάντα ο κάμπος
έμοιαζε γι’ αυτόν περισσότερο στα μέτρα του.

Ο πιο σημαντικός εκεί κι αυτός που ήθελε να συναντήσει ήταν ένας


κουμπάρος του. Πραγματικός κουμπάρος του δηλαδή, όχι όπως
συνήθιζαν να λένε «κουμπάρους» τους αγνώστους. Τον είχε
στεφανώσει αυτοπροσώπως - μαζί βέβαια μ’ άλλους δέκα, αφού
συνήθιζαν στο βουνό να έχουν πολλούς κουμπάρους στους γάμους
κι όχι μόνο ένα, και ειδικά από άλλα χωριά, ακριβώς για να
αποκτούν διασυνδέσεις.

Στο σπίτι του είχε ξαναπάει και ήξερε ποιο ήταν και δε χρειάστηκε
να χτυπήσει ούτε την πόρτα, γιατί τον βρήκε να κάθεται στην αυλή
με τη γυναίκα του, σ’ ένα τραπέζι κάτω από τον ίσκιο μιας λεμονιάς.
Ήταν σίγουρα τυχερός που τον πέτυχε εκεί κι όχι πάνω στο βουνό.

Τον έλεγαν Γιώργη · το παρατσούκλι του όμως ήταν «Κόρακας», και


μάλλον θα θύμωνε αν δεν τον αποκαλούσες με αυτό. Στο βουνό
αρκετοί προτιμούσαν το παρατσούκλι από το βαφτιστικό τους,
ειδικά όταν ήταν εύηχο και πίστευαν πως το είχαν αποκτήσει με την
αξία τους. Το δικό του παρέπεμπε σ’ ένα φημισμένο οπλαρχηγό της
εποχής των επαναστάσεων και το έφερε με υπερηφάνεια(αν και

38
μάλλον, το είχε αποκτήσει από μικρό παιδί, επειδή ήταν πάρα πολύ
μελαχρινός). Πάντως, όλοι τον αποκαλούσαν με αυτό και πολλοί δεν
ήξεραν καν το βαφτιστικό του. Ο Παχιάς πάλι, λόγω της κουμπαριάς,
έπρεπε να τον αποκαλεί μόνο «κουμπάρο», ή το πολύ-πολύ
«κουμπάρε Κόρακα» κι είχε κι αυτός ξεχάσει το βαφτιστικό του.

Ο Κόρακας ήταν σίγουρα ο πιο επιφανής εκείνου του χωριού. Αν


και δεν κρατούσε από μεγάλο σόι (δε θα μπορούσε άλλωστε σ’ ένα
τόσο μικρό χωριό), είχε όμως, από πολλά χρόνια, κερδίσει σεβασμό
όταν αντιμετώπισε με επιτυχία ένα μεγάλο σόι από τα νότια.

Εκείνοι οι Νότιοι, του είχαν κλέψει κάποτε μερικά πρόβατα κι έτυχε


να το καταλάβει χωρίς να ανακατευτεί μεσίτης. Σηκώθηκε τότε
ολομόναχος, γύρισε από την άλλη πλευρά του βουνού και τους
έκλεψε τα δίπλα. Τα κράτησε ζωντανά στο μιτάτο του και τους
μήνυσε αν θέλουν να τα ξαναδούν να επιστρέψουν τα δικά του. Οι
Νότιοι ασφαλώς προσβλήθηκαν, επειδή προσπάθησε να τους
εκδικηθεί ένας αδύναμος(αφού μέχρι τότε τον θεωρούσαν
αδύναμο, γι’ αυτό του έκλεψαν και τα ζώα) κι έφτασαν οπλισμένοι
την άλλη μέρα στο μιτάτο του. Μόνος, με το τουφέκι του, κατάφερε
τότε να τους κρατήσει μέχρι ν’ ανέβει βοήθεια από το μετόχι.
Τραυμάτισε τρεις απ’ αυτούς, ο ένας βαριά, άλλα χτυπήθηκε κι
εκείνος άσχημα στο χέρι. Τρία καλοκαίρια δεν ανέβασε πρόβατα
στο βουνό κι έμεινε ταμπουρωμένος στο χειμαδιό του περιμένοντας
την αντεπίθεση, κι όλοι έλεγαν ότι δε θα γλίτωνε μ’ αυτούς που τα
είχε βάλει, μέχρι που εκείνοι τα έβαλαν μ’ ένα μεγαλύτερό τους σόι
στα νότια. Κι όπως δε μπορούσαν να έχουν δύο μέτωπα,
αποφάσισαν να «κλείσουν το θέμα» - όπως έλεγαν στο βουνό - με
τον Κόρακα και να γίνουν σύντεκνοι. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο και
με κάμποση τύχη, ο Κόρακας είχε καταφέρει να καθιερωθεί σαν
σημαντικός - όχι μόνο στο χωριό του, αλλά και στα γύρω χωριά.

Ίσως να μην το κατάφερνε δεύτερη φορά αυτό, γιατί πραγματικά


επρόκειτο για κατόρθωμα. Ούτε τα νιάτα ένιωθε πως είχε πια ούτε
την ψυχή (δεν ήξερε κι ο ίδιος πού βρέθηκε τόση τότε). Μια τέτοια
φόρα όμως στο βουνό αρκούσε για ν’ αποκτήσει κάποιος όνομα και
να το κρατήσει για πάντα. Όπως ένας ο μαντιναδολόγος, που θα

39
σημειώσει επιτυχία με μία εξαιρετική μαντινάδα και δε θα την
ξεπεράσει ποτέ στη ζωή του.

Ο Παχιάς πάλι, κάθε φόρα που τον έβλεπε απορούσε μέσα του για
το πώς κατάφερνε να μιλάει τόσο λογικά και να φαίνεται τόσο
ήρεμος μετά απ’ όσα είχε περάσει. Ειδικά εκείνο το τρίχρονο άγχος
ταμπουρωμένος στο χειμαδιό του, περιμένοντας κάθε νύχτα τους
άλλους να επιτεθούν, έμοιαζε σ’ αυτόν πιο μαύρο κι από το θάνατο.

Όταν έφτασε μπροστά στην αυλόπορτα και τον είδαν με τη γυναίκα


του φάνηκαν να ξαφνιάζονται, αν και μάλλον κατάλαβαν το λόγο.
Δεν ήταν συνηθισμένες τότε οι εθιμοτυπικές επισκέψεις στα χωριά,
αν δεν υπήρχε βάφτιση ή γάμος. Το να εμφανιστεί κάποιος ξαφνικά
με τα ρούχα του βουνού σήμαινε μόνο ένα πράγμα: έψαχνε
κλεμμένα ζώα. Το μόνο ερώτημα ήταν αν είχαν κλέψει τα δικά του
ή βοηθούσε κάποιον άλλο. Πριν όμως του κάνουν οποιαδήποτε
ερώτηση, τον καλωσόρισαν και τον κάθισαν στο τραπέζι · κι εκείνος
κάθισε κάπως βαρύθυμος, γιατί, αντίθετα με τον πατέρα του, τον
κούραζαν πολύ αυτά τα τυπικά και δε μπορούσε να καταλάβει για
ποιο λόγο, τη στιγμή που καιγόταν να μάθει κάτι, έπρεπε να
ξεκινήσει με το: «Ίντα κάνετε; Πώς τα πάτε; Πώς πάνε τα ζα; Πώς
πάνε τα κοπέλια;» και τ’ άλλα σχετικά.

Η γυναίκα του Κόρακα, μέχρι να ειπωθούν αυτά, έτρεξε μέσα να


φέρει κεράσματα. Ήταν μια γυναίκα νέα και όμορφη που άρεσε
πολύ στον Παχιά. Ήταν όμως και παντρεμένη, και κουμπάρα του,
και δεν το ομολογούσε αυτό ούτε στον εαυτό του. Πάντα όταν
συναντιόνταν, απέφευγε να την κοιτάζει καταπρόσωπο και της
μιλούσε στρεφόμενος κάπως πλαγίως για να μη μπαίνει σε
πειρασμό(κάτι που θα το πρόσεχε ένας παρατηρητικός). Έφερε στο
τραπέζι ρακή και σύκα - άφθονα εκείνη την εποχή στις άκρες του
κάμπου. Ύστερα ξαναμπήκε μέσα και τους άφησε να μιλήσουν.

Όταν έμειναν μόνοι είπε στον Κόρακα τί συνέβαινε.

«Δώδεκα πρόβατα!» έκανε κι αυτός, το αναμενόμενο, και κούνησε


το κεφάλι. «Μ’ ένα μαύρο!». Αυτό «το μαύρο» δεν ήταν κάτι το
αξιοσημείωτο, αφού δεν άξιζε περισσότερο από τα άσπρα, αλλά το

40
είπε, μάλλον, θέλοντας να δώσει έμφαση και να δείξει πόσο
σοβαρά έπαιρνε το θέμα.

Ο Παχιάς από την πλευρά του, είχε πάντα του την εντύπωση (τη
σχημάτισε παρατηρώντας τον εαυτό του όταν άκουγε για άλλη
ζωοκλοπή) ότι κάποιος στο βάθος πάντα χαίρεται όταν μαθαίνει
πως έχουν κλέψει τα ζώα κάποιου άλλου - όσο δικός του κι αν είναι
αυτός - και την ίδια σχημάτισε και τώρα βλέποντας την εικόνα του
κουμπάρου του. Δε μπορούσε όμως να καταλάβει αν αυτό το
πράγμα προερχόταν μόνο από το γεγονός πως η κακοτυχία πέρασε
ξώφαλτσα χωρίς να τον ακουμπήσει, ή και από κάποιο
καταχωνιασμένο πάθος χαιρεκακίας – απ’ αυτά τα διάχυτα στους
ανθρώπους - ή πάλι, από εκείνη την αντίληψη που την είχαν
ριζωμένη όλοι τους στο βουνό, σα μεταφυσική(ακόμα κι ένα μόνο
πρόβατο να έμενε δε θα την ξεφορτώνονταν) · ότι δηλαδή τα ζώα
ήταν πάρα πολλά κι ότι κάποτε ο βοσκές θα τελείωναν, κι ότι όσα
εξαφανίζονταν άφηναν χώρο για τα υπόλοιπα – όσο μακριά κι αν
έβοσκαν τα εξαφανισμένα.

Αυτό πάντως ένιωσε και τώρα, ότι δηλαδή ο κουμπάρος του κατά
βάθος χάρηκε με αυτό που άκουσε (αν και κάποιος άλλος, άλλης
αντίληψης, θα μπορούσε ίσως να υποθέσει πως αν φάνηκε να
χαίρεται το έκανε απλώς για το λόγο πως ο Παχιάς απευθύνθηκε
σε αυτόν, πρώτο απ’ όλο το χωριό, κάτι που επιβεβαίωνε το κύρος
του. Γιατί ένα μόνιμο χαρακτηριστικό όλων όσων είχαν κύρος στο
βουνό ήταν πως διακατέχονταν διαρκώς από ένα ανεξήγητο φόβο
ότι θα το χάσουν και αναζητούσαν εναγωνίως επιβεβαιώσεις,
ακόμα και αστείες, ότι το διατηρούν). Σε κάθε πάντως περίπτωση, ο
Κόρακας δεν ήταν αναξιόπιστος και ο Παχιάς θεώρησε – και πάλι
κρίνοντας από τον εαυτό του - πως η χαρά που διέκρινε βρισκόταν
στο πολύ βάθος και ήταν μάλλον φυσιολογική.

Δε χρειαζόταν να πουν πολλά. Σε τέτοια θέματα στο βουνό


συνεννοούνταν με λίγες κουβέντες. Ήξεραν και οι δύο πολύ καλά
πώς είχαν τα πράγματα, πώς λειτουργούσε το σύστημα, τι
μπορούσε να ειπωθεί και τι όχι και τι μπορούσαν να περιμένουν. Σε
καμία περίπτωση δε θα έχαναν χρόνο σε ηθικολογίες του τύπου:

41
«δίκαιο ή άδικο» ή βλέποντας το θέμα από άλλο πρίσμα κι όχι από
αυτό της πραγματικότητας.

Κουμπάρε Αντρέα, του είπε ο Κόρακας αφού σκέφτηκε λίγο · το


χωριό μας είναι μικρό και τα πράγματα στενά. Να κλέψουν βέβαια
μπορούν όλοι, αλλά τόσα πολλά μόνο ένας. Γιατί μόνο ένας εδώ
έχει τρόπο να κρύψει δώδεκα πρόβατα και να τα πουλήσει. Κι
αυτός ο ένας, είναι άνθρωπος δικός μου και δεν πρόκειται να μου
πει ψέματα. Κι αν τα έχει κλέψει αυτός είμαστε τυχεροί, γιατί, για
χάρη μου θα σου τα επιστρέψει όλα, ακόμη κι αν έχει και
συνεργάτη(εκτός βέβαια αν έχουν προλάβει κι έχουν σφάξει
μερικά), ξεκαθάρισε αμέσως για να είναι καλυμμένος και σε αυτή
την περίπτωση. Όμως, συνέχισε, ο άνθρωπος αυτός είναι τώρα στο
βουνό - έφυγε το πρωί. Γι’ αυτό, μείνε εσύ εδώ και περίμενε(θα
ήταν άλλωστε και εντελώς αντισυμβατικό να τον πάρει μαζί του)κι
εγώ θα πάω να τον βρω. Δε θ’ αργήσω γιατί δεν είναι πολύ ψηλά.
Φεύγω κιόλας, μη τυχόν και δεν τον προλάβω.

Ο Παχιάς μόλις τα άκουσε αυτά, δε σκέφτηκε καθόλου, όπως θα


σκεφτόταν ο καθένας στη θέση του, ότι τα πράγματα μοιάζουν πολύ
ελπιδοφόρα για να βρει τα ζώα του και μ’ αυτό τον τρόπο να
καταληφθεί από κάποιο ευχάριστο συναίσθημα. Αντίθετα,
καταλήφθηκε από απίστευτη αμηχανία και ταραχή.

Θα φύγει τώρα και θα μ’ αφήσει εδώ μόνο με τη γυναίκα του;! Πού


ακούστηκε αυτό;! φώναξε μέσα του.

Θα ήταν όμως η έσχατη αγένεια να φέρει μια τέτοιου είδους


αντίρρηση, έτσι, δεν είπε τίποτα.

Ο Κόρακας σηκώθηκε, μπήκε μια στιγμή μέσα, πήρε τη βέργα του


κι έφυγε. Κι όπως φάνηκε, δεν προβληματίστηκε καθόλου για το αν
θα ήταν σωστό ν’ αφήσει τη γυναίκα του μόνη στο σπίτι με τον
κουμπάρο του. Το μόνο που της είπε ήταν να μαγειρέψει κάτι γι’
αυτόν.

Από την άλλη όμως, και γιατί να προβληματιστεί; Πού ακούστηκε


να μην έχει κάποιος εμπιστοσύνη στον κουμπάρο του; Και πού
ακούστηκε να ενοχλούν κάπου παντρεμένες γυναίκες, ή και

42
ανύπαντρες και να μην τις παντρεύονται μετά; Αυτό το
«αταίριαστο» υπήρχε μόνο στη φαντασία του Παχιά – προφανώς
επειδή ένιωθε εκείνη την, ανομολόγητη, έλξη.

Έτσι ο Παχιάς, θέλοντας και μη, έμεινε μόνος με την κουμπάρα του
νιώθοντας πολύ άσχημα – και μάλλον εντελώς αδικαιολόγητα,
καθώς εκείνη δεν έδινε κανένα δικαίωμα.

Βγήκε έξω, τον συμπόνησε για τα ζώα του, πολύ ειλικρινά (αφού
βέβαια είχε μάθει από τον άντρα της τι συνέβαινε), και βάλθηκε ν’
ανάψει την πυροστιά της αυλής για να φτιάξει, όπως του είπε,
ομελέτα με πατάτες, «σφουγγάτο» · ένα πολύ αξιοπρεπές φαγητό
για απρόσμενο επισκέπτη. Είχαν όρνιθες στην αυλή, που ήταν
αρκετές κι όλη αυτή την ώρα πηγαινοέρχονταν μπροστά στα πόδια
τους και κάτω από το τραπέζι περιμένοντας να πέσει κάτι για να το
τσιμπήσουν.

Εκείνος, όπως είπαμε, ποτέ δεν την κοίταζε καταπρόσωπο. Όταν


όμως γύρισε την πλάτη της και ασχολήθηκε με τη φωτιά, βρήκε την
ευκαιρία να την παρατηρήσει από πίσω. Φορούσε μαύρο μακρύ
φουστάνι μέχρι τους αστραγάλους, χοντρό καθημερινό, και μαύρο
τσεμπέρι στο κεφάλι. Όπως όμως φορούσαν όλοι τότε παρόμοια
ρούχα, μπορούσε να φανταστεί από κάτω τις καμπύλες της και το
σώμα της. Τα φαντάστηκε μάλιστα τόσο έντονα, ώστε το βλέμμα του
κόλλησε πάνω της – τόσο, που θα ήταν αμφίβολο ότι θα προλάβαινε
να το τραβήξει αν εκείνη γυρνούσε απότομα προς το μέρος του.
Τότε ξαφνικά, δέχτηκε ένα χαστούκι στο πρόσωπο:

Ντροπή Αντρέα! του φώναξε ο εαυτός του. Πώς μπορείς να κάνεις


τέτοιες σκέψεις; Από πότε έγινες εσύ γυναικάς;

Τράβηξε το βλέμμα του από τη γυναίκα κι είδε μπροστά του το


φάντασμα του πατέρα του: Βρε αμπατάριστε!! του φώναζε άγρια
ο Παχιαδογιώργης πάνω από το γαϊδούρι του Σήφη. Αντί να ψάχνεις
τα πρόβατα, κάθεσαι και κοιτάζεις τη μια και την άλλη!!

Χάντρες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπό του και τις σκούπισε


χαμηλώνοντας το κεφαλομάντιλο. Γύρισε την καρέκλα του από την
άλλη και κοίταζε πλέον μόνο προς το δρόμο.

43
Η κουμπάρα του βέβαια δεν κατάλαβε τίποτα, γιατί ήταν
απασχολημένη με το άναμμα της φωτιάς κι είχε τοποθετήσει κιόλας
και το τηγάνι. Όταν γύρισε, τον είδε να κάθεται κάπως περίεργα και
να κοιτάζει επίμονα το δρόμο, που ήταν έρημος, και παραξενεύτηκε,
αλλά, πολύ διακριτικά, δεν είπε τίποτα. Καταλάβαινε πως ο Παχιάς
είχε δεχτεί μεγάλο χτύπημα με το χαμό των ζώων κι ότι ασφαλώς θα
είχε πολλά να σκεφτεί. Έφερε από μέσα τις πατάτες, που τις είχε
ήδη καθαρίσει, τις έριξε στο τηγάνι κι αυτές αμέσως ακούστηκαν να
τσιγαρίζονται στο καυτό λάδι.

Το μόνο που δεν είχε ο Παχιάς εκείνη την ώρα ήταν ότι πεινούσε.
Ένιωθε απαίσια και το στομάχι του είχε γίνει κόμπος · και από την
προηγούμενη ξεδιαντροπιά του αλλά και, εσχάτως, επειδή άρχιζε
να νιώθει πολύ αδύναμη τη θέση του – να πρέπει να κάθεται εκεί
και να περιμένει, άβουλος, ενώ άλλοι θα κανόνιζαν για τα ζώα του.
Το ίδιο άραγε θα έκανε και ο πατέρας του; Δεν ήξερε, κι αυτό τον
έκανε να νιώθει ακόμα πιο απαίσια. Και δε μπορούσε και να τον
ρωτήσει, γιατί, μετά την προηγούμενη εμφάνισή του, δε μπορούσε
τώρα ούτε να τον φέρει στη σκέψη του. Παρακαλούσε μόνο να
γυρίσει γρήγορα ο Κόρακας, για να τελειώσει τουλάχιστον το ένα
από τα δύο μαρτύρια, ή να του φέρει πίσω όλα τα ζώα.

Για να καθυστερήσει το φαγητό, ή και να το αποφύγει τελείως,


ξεκαθάρισε στην κουμπάρα του, πριν ακόμα ρίξει τ’ αυγά, πως δεν
επρόκειτο να φάει μόνος χωρίς τον οικοδεσπότη. Κι αυτή το
δέχτηκε, αναντίρρητα, αφού ήταν μια πολύ λογική απαίτηση ενός
επισκέπτη.

Τελείωσε πάντως την ομελέτα, γιατί δεν ήταν δυνατό να την αφήσει
στη μέση, και σκέπασε το τηγάνι αφήνοντάς το να περιμένει. Ύστερα
κάθισε, πολύ σεμνά, στο πεζούλι δίπλα στη φωτιά κι όχι στο τραπέζι
μαζί του και περίμενε κι εκείνη. Αυτό έκανε τον Παχιά να νιώσει
χειρότερα.

Με κατάλαβε, σκέφτηκε. Γι’ αυτό κάθισε εκεί πέρα. Φοβάται να με


πλησιάσει.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, κάθε σεβαστή γυναίκα της εποχής το


ίδιο θα έκανε στη θέση της, χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος

44
λόγος. Απλώς και μόνο επειδή δε θα ήτανε σωστό να καθίσει μόνη
στο τραπέζι μ’ έναν ξένο. Εκείνος όμως, μέσα στη σύγχυσή του, το
πήρε όπως το πήρε και βρέθηκε σε ακόμα μεγαλύτερη αμηχανία.
Από τη μια ντρεπόταν, επειδή θεώρησε ότι κατάλαβε τις άνομες
σκέψεις του, και ταυτόχρονα στο βάθος θύμωνε και εκνευριζόταν
επειδή θεωρούσε πως τον απέρριπτε και δεν ήθελε να καθίσει
δίπλα του. Κι έτσι δηλαδή, ένιωθε πως δεν υποχωρούσαν καθόλου
οι άνομες σκέψεις κι αυτό τον ενοχλούσε ακόμη περισσότερο.

Έπιασε τότε τον εαυτό του – και γέμισε ανασφάλεια - να μην


ενδιαφέρεται καθόλου για το τι θα έφερνε ο Κόρακας όταν θα
γυρνούσε σχετικά με τα πρόβατα, αλλά να νοιάζεται μόνο να
γυρίσει για να πάψει να βρίσκεται μόνος με τη γυναίκα του, ή, και
πάλι στο βάθος, να μη θέλει να γυρίσει καθόλου ακριβώς για να μη
γίνει αυτό.

Είμαι δηλαδή τόσο ανεύθυνος; σκέφτηκε. Καλά μου το είπε ο


Παχιαδογιώργης. Έχασα δώδεκα πρόβατα και κινδυνεύω αν δεν
ανακαλύψω τον κλέφτη να χάσω κι άλλα, και δεν έχω τώρα την
παραμικρή αγωνία για το τι θα μου φέρει ο Κόρακας. Την
παραμικρή! Αλλά μόνο σκέφτομαι αυτήν εκεί, και προσπαθώ να μην
την σκέφτομαι, και τίποτα άλλο. Σα να μην έχω χάσει ούτε ένα ζώο
κι ήρθα εδώ για βόλτα. Πώς μπορεί να γίνεται αυτό; Είμαι τελικά
ένα τίποτα; Ένας αμπατάριστος;

Πολλές φορές είχε ακούσει να λένε, πως να ψάχνεις τα ζώα σου


είναι χειρότερο από το να σου τα κλέβουν: «για πολλούς και
διάφορους λόγους» και δεν το καταλάβαινε. Αυτό όμως που
περνούσε τώρα, ήταν σίγουρα ένας από τους «πολλούς και
διάφορους λόγους».

Έμεινε να κοιτάζει τον έρημο δρόμο και να σκέφτεται αυτά και


αρνιόταν πεισματικά να κοιτάξει την κουμπάρα του, που συνέχιζε
να κάθεται στο πεζούλι και είχε σίγουρα κι εκείνη αποκτήσει μια
κάποια αμηχανία με τη σκηνή. Γιατί ήταν βέβαια πολύ περίεργη η
σκηνή, να κάθονται σε απόσταση πέντε μέτρων, να μη μιλάνε και
να μην κοιτάζει καθόλου ο ένας τον άλλο. Το φυσιολογικό θα ήταν
να πουν κάτι, έστω και τυπικό, όσο στενοχωρημένος κι αν ήταν ο

45
κουμπάρος της για τα πρόβατα. Είχε αρχίσει να φοβάται ότι κάποιο
λάθος έκανε εκείνη και τον έκανε να θυμώσει, γιατί ο Παχιάς ήταν
από άλλο χωριό και το κάθε χωριό, όσο κοντινό κι αν ήταν, είχε δικές
του συνήθειες και νοοτροπίες. Έτσι, αποφάσισε ότι σε καμία
περίπτωση δε θα μιλούσε εκείνη πρώτη, μην τυχόν και ξανακάνει
κάτι λάθος. Με αυτό τον τρόπο πέρασαν, τουλάχιστον, άλλα
δεκαπέντε λεπτά τέτοιας, αφύσικης, σιγής.

Ο δρόμος απέναντι καθόλου δε βοηθούσε, γιατί κανένας δεν


περνούσε (σε μια τέτοια περίπτωση, ένας, οποιοσδήποτε, τρίτος
μπορεί να είναι η λύση του προβλήματος, και μάλλον τον περίμεναν
και οι δύο με ανυπομονησία). Μέχρι που, σε μια στιγμή – αφού, αν
και σε μικρό δεν έπαυε πάντως να βρίσκονται σε χωριό – επιτέλους
πέρασε κάποιος.

Αυτός ήταν ένας μεσήλικας. Φορούσε χακί γκυλόττα, μαύρο


πουκάμισο, σχολιανά στιβάνια και μαύρο μεταξωτό κεφαλομάντιλο
–όμως παλιό και φθαρμένο. Έμοιαζε βαρύθυμος κι είχε
κατεβασμένο το κεφαλομάντιλο μέχρι τα φρύδια. Κοντοστάθηκε
στο δρόμο, τους κοίταξε, χαιρέτησε τη γυναίκα λέγοντας, ανόρεχτα,
ένα: «Γεια σου Ελένη» κι έριξε σ’ εκείνον μια σίγουρα άγρια ματιά
πριν προχωρήσει. Κανονικά θα έπρεπε να πει «Γεια σας» και στους
δύο, ακόμα κι αν τον Παχιά δεν τον ήξερε.

«Ποιος έναι ‘τοσες[αυτός]κουμπάρα;» τη ρώτησε μόλις


απομακρύνθηκε – ανακουφισμένος που βρέθηκε κάτι να πουν,
αλλά και θορυβημένος για τη ματιά που του έριξε.

«Αυτός κουμπάρε» του απάντησε εκείνη, πολύ αναλυτικά, «έναι ο


Τσεμπέσης. Χωριανό[ς] μας. Είχε ογδόντα πρόβατα και του τα
πήραν’ όλα μέσα σε δυο χρόνους».

« Όλα;» ρώτησε αυτός, που πραγματικά ξαφνιάστηκε.

«Ναι, πολλές φορές από λίγα. Πότε δυο, πότε τέσσερα, ποτ’ εφτά,
μέχρι π’ επούλησε τα τελευταία. Από τότεσας γυρίζει και παίζει
χαρθιά, πίνει κιόλας, και δεν εξαναβγήκε στ’ αόρι. Κι’ α[ν] δε σου
μίλησε, να τόνε συμπαθείς· έναι ‘πειδή ‘σαι ξένος».

46
«Δεν επειράχτηκα κουμπάρα» ξεκαθάρισε αυτός. «Μον’ ερώτηξα,
επειδή δε-ν το-ν έχω ξαναθωρώντας».

Κατάλαβε τότε πολύ καλά το λόγο της άγριας ματιάς που του έριξε,
όπως άλλωστε το υπονόησε και η κουμπάρα του. Θα πίστευε
βέβαια – γιατί αυτό ήταν και το λογικό – ότι εκείνοι που του
έκλεψαν τα ζώα και τον έριξαν στον κάμπο ήταν ξένοι. Άρα, όλους
τους ξένους σαν τον Παχιά – που με την όψη και τη φορεσιά του
φώναζε πως ήταν βοσκός από το βουνό – θα τους έβλεπε τώρα σαν
εχθρούς του. Και όπως τον είδε και στην αυλή του Κόρακα, που ήταν
γνωστό πως είχε σχέσεις με πολλούς ξένους βοσκούς μέσα στα
«πράματα» της ζωοκλοπής - και μπορεί μάλιστα να τον
υποψιαζόταν και αυτόν (όσοι βρίσκονταν στο «σκοτάδι»
υποψιάζονταν τους πάντες), θα περνούσαν από το νου του κάθε
λογής σενάρια και συνομωσίες.

Πού να ‘ξερε, σκέφτηκε χαμογελώντας από μέσα του, πως εγώ είμαι
ο πιο ακίνδυνος.

Αλλά παντού βέβαια στο βουνό θεωρούσαν τους ξένους – δηλαδή


όσους ήταν από άλλα χωριά – πιο επικίνδυνους από τους ντόπιους,
αν μη τι άλλο, επειδή τους ξένους δεν τους ήξεραν το ίδιο καλά.

Λες; Να μου ‘χει κλέψει αυτός τα πρόβατα; σκέφτηκε τότε αυτόματα


ο Παχιάς. Δεν έχει να χάσει τίποτα. Αφού τώρα δεν έχει δικά του
για να του κλέψουν μπορεί να κλέβει άφοβα. Λες, να ‘ναι αυτός που
πάει να βρει ο Κόρακας; αναρωτήθηκε. Μα αφού αυτός δεν
ανεβαίνει στο βουνό, πώς μπορεί να είναι; Όταν θα γυρίσει,
πάντως, θα του το πω.

Πάντως, αυτός ο Τσεμπέσης πολύ τον βοήθησε να συνέλθει. Ήταν


πολύ άσχημη η στιγμή, μόνος σε έρημο χωριό με αυτή τη γυναίκα.
Πιθανόν να μην το είχε πάθει αυτό άλλη φορά στη ζωή του – γιατί,
πραγματικά, δεν ήτανε γυναικάς. Ορκίστηκε από εδώ κι εμπρός να
μην ξανακοιτάξει γυναίκα σε κανένα χωριό και καθόταν σε
αναμμένα κάρβουνα μέχρι να γυρίσει ο Κόρακας, για να φύγει
τελείως ο πειρασμός και να τηρήσει τον όρκο του.

47
Ο Κόρακας τελικά γύρισε μετά από ακόμα μισή ώρα και αφού δεν
είχαν πει τίποτα άλλο με την κουμπάρα του. Ήταν ιδρωμένος και
σκονισμένος κι έπλυνε πρώτα γρήγορα το πρόσωπο και τα χέρια του
πριν καθίσει στο τραπέζι – σοβαροποιημένος όσο δεν πήγαινε άλλο.

Κουμπάρε, του είπε, ο άνθρωπός μου δεν ξέρει τίποτα και τον
πιστεύω – γιατί εκτός που του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, έμαθα
κιόλας από άλλους ότι χθες το βράδυ έμεινε στο μιτάτο του μέχρι
αργά, ύστερα πήγε στο σπίτι του και κοιμήθηκε και δεν κουνήθηκε
καθόλου. Λυπάμαι πολύ, αλλά τα πρόβατά σου δεν είναι στο χωριό
μας.

Το ό,τι λυπόταν πολύ ήταν βέβαιο. Θα ήταν ασφαλώς


τρισευτυχισμένος αν είχε κλέψει τα πρόβατα ο δικός του άνθρωπος
και τα επέστρεφε με δική του μεσολάβηση. Για ένα μεσίτη αυτή
ήταν η μεγαλύτερη επιβεβαίωση. Υπήρχαν μεσίτες που έφταναν
μέχρι τα μαχαίρια ο ένας με τον άλλον για να καταφέρουν πρώτοι
να «ξεμπερδέψουν», όπως έλεγαν, κάποια κλεμμένα ζώα. Ειδικά αν
ο ιδιοκτήτης τους ήταν άνθρωπος δυνατός και χρήσιμος. Ή και,
καμιά φορά, απλώς και μόνο από εγωϊσμό, ή και από φιλότιμο, οι
πιο ξεροκέφαλοι, αν επρόκειτο για συγγενή ή σύντεκνο τους - ακόμα
κι αν ήταν άνθρωπος χαμηλότερης κατηγορίας. Δεν κέρδιζαν
χρήματα από αυτό, ούτε δραχμή, κέρδιζαν όμως εκτίμηση και
αυτοεκτίμηση, πράγματα σημαντικότερα από τα χρήματα.

Έτσι, ο Κόρακας ήταν πραγματικά βαθιά λυπημένος. Τόσο, που


όταν η γυναίκα του έφερε την ομελέτα στο τραπέζι για να φάνε μαζί
με τον Παχιά δεν ήθελε ούτε να την ακουμπήσει κι έτρωγε
ανόρεχτα, απλώς και μόνο για να μην προσβάλει τον καλεσμένο.
Και το ίδιο έκανε κι από την άλλη πλευρά ο Παχιάς, δηλαδή έτρωγε
κι αυτός καταναγκαστικά για να μην προσβάλει τους οικοδεσπότες
κι έτσι πελαγοδρομούσαν πάνω στο τραπέζι. Ήτανε και μια μεγάλη
ομελέτα με πολλά αυγά και πατάτες, παχιά δυο δάχτυλα · δεν
υπήρχε περίπτωση να την τελειώσουν στην κατάσταση που
βρίσκονταν.

48
Κουμπάρε, του είπε κάπου στη μέση εκείνος · από εδώ πέρασε
κάποιος Τσεμπέσης και, να σου πω την αλήθεια, με κοίταξε
περίεργα. Τι λες γι’ αυτόν; Είναι ικανός;

Αποκλείεται κουμπάρε, απάντησε αμέσως ο Κόρακας. Ο Τσεμπέσης


είναι τελειωμένος. Απ’ όταν του κλέψανε τα ζώα, δε μπορεί ν’
ανέβει ούτε δέκα μέτρα ανηφόρα. Τα πνευμόνια του είναι
χαλασμένα.

Είπε επί λέξη: «Οι φλεμόνοι ν-του είνιαι για μενούζα» δηλαδή για
κοκορέτσι – όπως το έλεγαν, κατ’ ευφημισμό, όταν έσφαζαν κάποιο
πρόβατο κι έβρισκαν τα πνευμόνια του σάπια και για πέταμα(στο
κοκορέτσι μπαίνουν τα καλύτερα εντόσθια). Άρα, δεν υπήρχε καμία
τέτοια πιθανότητα, αφού το να ανέβαινε ο Τσεμπέσης από εκεί
μέχρι το μιτάτο του Παχιά και να τρέχει κιόλας όλη τη νύχτα πίσω
από τα πρόβατα, που οπωσδήποτε θα προσπαθούσαν με κάθε
τρόπο να γυρίσουν στο κοπάδι τους, ήταν παραπάνω από αδύνατο.
Έτσι, αφού διευκρινίστηκε και αυτό, στο συγκεκριμένο χωριό ο
Παχιάς δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει.

Καλά τα κατάφερα! σκεφτόταν ικανοποιημένος στο δρόμο.


Τουλάχιστον, απέκλεισα ένα ολόκληρο χωριό, ας είναι και μικρό, και
μπορώ να προχωρήσω πιο πέρα. Αυτό πιστεύω θα έκανε και ο
πατέρας μου.

Μάλλον όμως, η αταίριαστα καλή ψυχική του διάθεση οφειλόταν


στο ότι έφευγε από εκεί χωρίς να ενδώσει σε κανένα πειρασμό και
χωρίς να ντροπιαστεί.

49
Ο ασφένταμος πριν γίνει δέντρο περνά αρκετά χρόνια σαν θάμνος.
Αυτό το θάμνο στο βουνό τον λένε: «αφουφούλακα» (μάλλον από
το έντονο «φφφ» που βγάζουν τα κλαδιά του όταν πέφτεις πάνω
τους). Είναι θάμνος πυκνός και συνάμα μαλακός, χωρίς αγκάθια,
ψηλός και πλατύς, τόσο, που καμιά φορά οι αίγες ανοίγουν μικρές
γαλαρίες μέσα του. Ο Αντρέας ο Παχιάς με δύο πράγματα
ανατρίχιαζε στη ζωή του: με τα τουφέκια «Γκρα» και με τις πυκνές
συστάδες αφουφουλάκων.

Όταν ήταν παιδί, είχαν ένα γείτονα στο βουνό. Τον έλεγαν
«Λουπαντώνη» · αδερφός του αφεντικού του διπλανού μιτάτου.
Ένας όμορφος μερακλής και γλεντιστής. Πολλές φορές, όπως τα
κοπάδια τους έβοσκαν δίπλα, κάθιζαν στις πέτρες και κουβέντιαζαν
για ώρα - γιατί στον Παχιά, επειδή ήταν γιος του Παχιαδογιώργη,
από παιδί του μιλούσαν όπως σε μεγάλο. Ο Λουπαντώνης του έλεγε
ιστορίες από τα χωριά που είχε πάει και τα χειμαδιά. Άλλοτε πάλι,
τον άκουγε από την απέναντι πλαγιά να τραγουδάει μαντινάδες –
και θυμόταν ακόμα εκείνες τις μαντινάδες, μία–μία - μέχρι και τα
λάθη που είχε κάνει ο Λουπαντώνης όταν τις τραγουδούσε. Ήθελε
σαν το Λουπαντώνη να γίνει όταν θα μεγαλώσει. Μια μέρα όμως,
τον σκότωσαν μπροστά στα μάτια του.

Ήταν ένα πρωί · είχαν αρμέξει τα πρόβατα κι ο ήλιος είχε ψηλώσει.


Και πάλι τα κοπάδια τους συναντήθηκαν όπως έβοσκαν.

Θα φύγω σήμερα Αντρέα, του είπε με όρεξη. Μ’ έχουνε καλέσει


σε τραπέζι στο χωριό και θα κατέβω.

Στον Παχιά φάνηκε τότε σαν το σημαντικότερο πράγμα του κόσμου


να σ’ έχουνε καλέσει σε τραπέζι στο χωριό, κι ούτε καν σκέφτηκε να
τον ρωτήσει πού θ’ άφηνε τα πρόβατα-όπως θα ‘κανε ένας μεγάλος.

Μετά από λίγο, καθώς τα κοπάδια τους ξεμάκραιναν, ο


Λουπαντώνης τον χαιρέτησε σηκώνοντας το χέρι και του φώναξε να
‘χει το νου του και στο δικό του μέχρι να γυρίσει · κι αυτός αμέσως
του το υποσχέθηκε, όσο κι αν θα ‘ταν δύσκολο να προσέχει δύο
κοπάδια πρόβατα.

50
Ποτέ δε θα ξεχνούσε τα μεγάλα ζωηρά βήματα του Λουπαντώνη
όταν άρχισε να κατηφορίζει. Έμοιαζε να θέλει με κάθε δρασκελιά
να δρασκελίσει τις κορυφές και να βρεθεί στο τραπέζι.

Δεν είχε προχωρήσει ούτε πενήντα μέτρα όταν άκουσε την


τουφεκιά και τον είδε να πέφτει. Εκείνος που τον παραφύλαγε ήταν
κρυμμένος σε μια συστάδα πυκνούς αφουφουλάκους. Βγήκε έξω,
στάθηκε πάνω του, τον έφτυσε κι έφυγε. Κρατούσε ένα μακρύκαννο
τουφέκι Γκρα. Από το σημείο που στεκόταν αυτός, σαν άγαλμα,
διέκρινε ακόμα και τη σκοτεινή έκφραση του προσώπου του, ακόμα
και τις γρατζουνιές στο κοντάκι του τουφεκιού του.

Μόλις έφυγε, έτρεξε και πήγε. Ποτέ δε θα ξεχνούσε τα γυάλινα


μάτια του Λουπαντώνη. Τον άρπαξε από το μεϊτανογέλεκο και τον
ανασήκωνε με όλη του τη δύναμη, σα να προσπαθούσε να τον
ξυπνήσει: «Αντώνη! Αντώνη!» του φώναζε, κι αυτός ξανάπεφτε
πίσω στο χώμα. Κανένας ποτέ δε γλίτωσε από τουφέκι Γκρα
(κομμάτιαζε έλεγαν το κορμί) κι αυτόν τον είχε βρει πλάγια από τον
αριστερό ώμο. Ο φονιάς τον ενοχοποιούσε για σχέσεις με τη
γυναίκα του, μαθεύτηκε μετά.

Ανεβήκαν οι συγγενείς του από το χωριό και τον πήραν.


Ακολούθησε και αυτός. Τον ξάπλωσαν πάνω στο νεκροκρέβατο
μπροστά στη μάνα του όπως ήταν, με τα ματωμένα ρούχα και τα
στιβάνια, κι έτσι τον ξενύχτησαν κι έτσι τον έθαψαν. Στους
σκοτωμένους ούτε άλλαζαν ρούχα ούτε πήγαιναν λουλούδια, για να
βλέπουν όλοι από τι θάνατο πήγαν και να μη λησμονήσουν την
εκδίκηση.

Η οικογένεια του φονιά έφυγε τότε αμέσως από το χωριό, όμως,


μετά από λίγα χρόνια, τ’ αδέρφια του Λουπαντώνη κατάφεραν να
ανακαλύψουν, στην άλλη άκρη της Κρήτης, τον αδερφό του και να
τον σκοτώσουν. Τον ίδιο το φονιά δεν κατάφεραν να τον βρουν όταν
βγήκε από τη φυλακή και κανένας δεν ήξερε πού βρισκόταν, κι
ακόμη τότε, κι ας είχαν περάσει τριάντα χρόνια, κοιμούνταν οι
συγγενείς του Λουπαντώνη στο χωριό τους με τα όπλα στο μαξιλάρι
περιμένοντας την ανταπόδοση.

51
Οι ίδιοι οι Παχιάδες δεν είχαν καμία άλλη ανάμιξη, πέρα του ότι
αυτός στάθηκε τυχαίος μάρτυρας (όμως ο φονιάς καθόλου δεν
επιχείρησε να αρνηθεί την πράξη του) και δεν τους έμεινε κανένα
πρόβλημα από αυτή την υπόθεση – εκτός από το τραύμα στην ψυχή
του Αντρέα. Αλλά, από τέτοια τραύματα βέβαια, γεμάτο το βουνό.

Τα φονικά, όλοι τα έτρεμαν κι όλοι προσπαθούσαν να τα


αποφύγουν (ακόμα και ο Παχιαδογιώργης, που συνέχεια έλεγε πως
οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αξίζουν να ζουν, συμπλήρωνε, παρ’
όλα αυτά, πως τα φονικά καλύτερα να αποφεύγονται γιατί
ξεκληρίζουν οικογένειες). Όμως, πάντα συνέβαιναν. Ίσως αν δε τα
φοβούνταν τόσο να συνέβαιναν περισσότερα.

Όταν ανέβαινε, εκείνη τη δεύτερη μέρα του «αρωτήματος», ο


Αντρέας ο Παχιάς πίσω στο βουνό από το χωριό του Κόρακα, κι ενώ
είχε καιρό να θυμηθεί την υπόθεση του Λουπαντώνη, συνάντησε
πάνω στο μονοπάτι έναν άνθρωπο να κατεβαίνει με κρεμασμένο
στον ώμο ένα μακρύκαννο τουφέκι Γκρα.

Τα τουφέκια «Gras»(από το όνομα κάποιου καταραμένου Γάλλου


συνταγματάρχη), κανένας δεν ήξερε πού είχαν βρεθεί τόσα πολλά.
Βρίσκονταν πάντως παντού στο βουνό κι όλοι είχαν ένα, και
μπορούσες να δεις τις κάννες τους ακόμα και φυσητήρες για τη
φωτιά σε μερικά μιτάτα. Ήταν πάμφθηνα(ανταλλάσσονταν μ’ ένα
γέρικο πρόβατο)κι είχαν γίνει το συνώνυμο του όπλου. Πολλές
φορές αντί να πουν: «τουφέκι» έλεγαν: «γκρα». Τα νεότερα
Μάνλιχερ ήταν ακριβά και δυσεύρετα. Αυτά, ήταν ελαφρύτερα και
επαναληπτικά και περνούσαν ακόμα και κορμό πρίνου, δεν ήταν
όμως το ίδιο φονικά και περισσότερο τραυμάτιζαν, λόγω του
σχήματος και του βάρους της βολίδας που έριχναν. Ο Παχιάς είχε
τέτοιο στο χωριό και το Γκρα του πατέρα του δεν ήξερε ούτε πού
βρισκόταν · είχε όμως, ασφαλώς, και άλλες πολλές φορές
συναντήσει άνθρωπο να κρατάει τουφέκι Γκρα και δεν
δικαιολογούνταν να πάθει αυτό που έπαθε.

Γιατί, μόλις τον είδε, η αναπνοή του κόπηκε μ’ ένα τράβηγμα, το


στήθος του φούσκωσε και δε μπορούσε να μιλήσει και σταμάτησε
πάνω στο μονοπάτι, κοιτάζοντάς τον μ’ ανοικτό το στόμα και

52
πασχίζοντας να πάρει αέρα πριν τον καταλάβει. Δεν ήταν όμως
δυνατόν ο άλλος να μην καταλάβει ότι αυτός ο ξένος κάτι έπαθε, και
τον πλησίασε ανήσυχος και γεμάτος απορία.

Κουμπάρε, τι έχεις; τον ρώτησε. Θες βοήθεια;

Αυτός συνέχιζε να μη μπορεί να απαντήσει.

Σε ζόρισε η ανηφόρα; Θες νερό; Έχω.

Ναι…, κατάφερε να πει επιτέλους και τράβηξε το βλέμμα του από


το τουφέκι. Η ανηφόρα φταίει… .

Θες νερό; τον ξαναρώτησε.

Όχι, όχι, καλά είμαι τώρα.

Α κουμπάρε… να κόψεις το τσιγάρο, του είπε ο άνθρωπος με το


τουφέκι. Του Παχιαδογιώργη γιος δεν είσαι;

Ναι, απάντησε ξαφνιασμένος αυτός.

Τι κάνει ο πατέρας σου;

Καλά είναι.

Ο άνθρωπος με το τουφέκι τον κοίταξε καλά-καλά. Α, κουμπάρε…,


του είπε πάλι. Δε μου φαίνεται πως αυτό το έπαθες από την
ανηφόρα. Στο Γερασήμι, στην Αερή Μαδάρα, είναι ένας καλόγερος
ασκητής · μπορεί να σε βοηθήσει. Δώσε χαιρετίσματα του πατέρα
σου.

Από ποιον; πρόλαβε να του πει ενώ έφευγε.

Από τον Μπουρεξή.

Αυτόν, ούτε τον είχε ξαναδεί ούτε τον είχε ξανακούσει. Αφού όμως
ήταν γνωστός του πατέρα του, έπρεπε να του μιλήσει για τα
πρόβατα κι όχι να στέκεται έτσι μπροστά του, σαν τρελός. Του
πέρασε τότε εντελώς το πνίξιμο με αυτή τη σκέψη, αλλά δεν ένιωσε
καθόλου καλύτερα. Τον έπιασε τώρα κάτι σαν πανικός · γιατί από
τη μία ένιωθε πως είχε γίνει ρεζίλι κι από την άλλη δεν ήξερε τι ήταν
αυτό που είχε πάθει, και πώς εκείνη η απλή ανατριχίλα για τα

53
τουφέκια Γκρα έφτασε να γίνει αυτό το πράγμα. Τα λόγια του
Μπουρεξή καρφώθηκαν στο νου του: «στο Γερασήμι, στην Αερή
Μαδάρα, ένας καλόγερος, ασκητής». Ήξερε πού ήταν αυτό το μέρος
-ήταν μακριά, πολλές ώρες δρόμο - ήταν όμως αποφασισμένος να
πάει κατευθείαν εκεί όταν ξεκίνησε, γιατί ντράπηκε πολύ, και θα
πήγαινε, αν κάτι, αναμενόμενο, δεν τον σταματούσε.

Υπάρχει ένας μηχανισμός στον άνθρωπο· μηχανισμός που


υποβαθμίζει τη σημασία πράγματων πάρα πολύ δυσάρεστων τα
οποία διαφορετικά θα είχαν βαρύ κόστος. Ιδιαιτέρα όσα έχουν να
κάνουν με την εξωτερική εικόνα. Έτσι και ο Παχιάς, ενώ στην αρχή
θεώρησε πως του είχε συμβεί κάτι πολύ σοβαρό (και ήταν όντως
πολύ σοβαρό, να έχει πάει για να ψάξει κλεμμένα ζώα και να μην
είναι ικανός ούτε να μιλήσει γι’ αυτά), πιο πάνω, ίσως και επειδή θα
ήταν απίστευτος κόπος να πάει από εκεί μέχρι το Γερασήμι, άρχισε
να σκέφτεται διαφορετικά. Δηλαδή, ότι δεν έγινε και κάτι κι ότι,
ευτυχώς, τον είδε μόνο ένας. Κι ότι αυτός ο ένας θα νόμιζε πως αυτό
το έπαθε από τον ανήφορο ή το τσιγάρο(αν και του είπε ό,τι του
είπε) και δε θα το διέδιδε (κάτι που ήταν εντελώς αμφίβολο), και
ότι, στο κάτω κάτω, μπορεί να μην τον ξανάβλεπε αυτόν ποτέ στη
ζωή του – όπως δεν τον είχε ξαναδεί μέχρι τώρα. Και τελικά,
κατέληξε και ο ίδιος να πιστεύει ότι αυτό που έπαθε το έπαθε από
τον ανήφορο, ή επειδή τον πείραξε το φαγητό στου Κόρακα, κι ότι,
στο κάτω κάτω, σίγουρα δεν ήταν τρελός για να τρέχει στα
μοναστήρια. Και μέχρι το επόμενο πλάτωμα – όπως περπατούσε και
ανέπνεε κανονικά – είχε ξεχάσει και το Γερασήμι και τη Μαδάρα
και τον καλόγερο, και του είχε μείνει μόνο μια αίσθηση, στα μάτια
και την ψυχή, σα να είχε κλάψει πριν λίγη ώρα – ενώ τουλάχιστον,
ήταν απόλυτα βέβαιος πως δεν είχε κλάψει μπροστά του, ούτε
καθόλου.

Όταν πηγαίνεις να ψάξεις ζώα, έλεγε συχνά ο Παχιαδογιώργης-


αλλά και άλλοι - πρέπει να φαίνεσαι καλύτερος απ’ ό,τι είσαι.
Πρέπει να φαίνεσαι σταθερός, βλοσυρός και συλλογισμένος και να
λες λίγα λόγια. Όσα περισσότερα λες τόσο περισσότερο θα
καταλάβουν τις αδυναμίες σου και θα πάψουν να σε υπολογίζουν.
Πρέπει όμως, αυτά το λίγα που λες να έχουνε νόημα.

54
Η εικόνα σου είναι όπλο. Οι άνθρωποι, από την εικόνα κρίνουν.
Πρέπει να περπατάς στητός, να φοράς καλά ρούχα και να μην
τσιγκουνευτείς χρήματα στα χωριά – κι ας είσαι τσιγκούνης στο δικό
σου. Οι άνθρωποι έχουν μια εικόνα(την ίδια εικόνα έχεις κι εσύ),
για τον δυνατό και τον αδύναμο, για τον έξυπνο και το βλάκα, γι’
αυτόν που αξίζει να βοηθήσεις ή όχι, γι’ αυτόν που πρέπει να
θαυμάσουν, κι εσύ πρέπει να τους δείξεις την εικόνα που
περιμένουν να δουν. Δεν πρόκειται να καταλάβουν κάποια άλλη
εικόνα. Αυτό τους έλειπε, ν’ αλλάζουν κάθε τόσο αντιλήψεις!

Πρέπει να παίζεις θέατρο, όπως το θέατρο που παίζουν στο


Κάστρο. Και μη νομίζεις, άμα παίζεις καιρό θέατρο, συνηθίζεις και
το κάνεις εύκολα - και στο τέλος δεν ξέρεις κιόλας ποιο είναι το
θέατρο και ποια η αλήθεια.

Εκείνος, μόνο θέατρο που δεν έπαιξε στη συνάντηση με το


Μπουρεξή. Αντίθετα, του παρουσίασε την ψυχή του ολόγυμνη: Ο
γιος του Παχιαδογιώργη φοβάται τα τουφέκια! Αν δεν ήταν αυτό
τόσο σοβαρό ώστε να επιστρατευτούν μέσα του όλες οι δυνάμεις
για να το υποβαθμίσουν, θα έπρεπε να ελπίζει μόνο στο ότι ο
Μπουρεξής ήταν ένας από τους λίγους, καλούς και σοφούς
ανθρώπους στο βουνό, που έβλεπαν πολλά, καταλάβαιναν
περισσότερα και τα κρατούσαν για τον εαυτό τους.

Συνέχισε ν’ ανεβαίνει, μπερδεμένος, ακολουθώντας το μονοπάτι


μέσα από ένα μακρύ λόγγο γεμάτο ανεμόχορτα, όπου ο ορίζοντας
χανόταν και που, σε κάποια σημεία, κατηφόριζε και λίγο και τον
ξεκούραζε. Ύστερα πάλι το μονοπάτι ανηφόριζε απότομα κι έμπαινε
σε μια πλαγιά, τόσο τραχιά και πετρώδη που σου πλήγωνε τα πόδια
ακόμα και μέσα στα στιβάνια, και που δε φύτρωνε τίποτα άλλο
πάρα μόνο χαμηλά αγριοκυπαρίσσια και λίγες αλουτσές. Εκείνα τα
κυπαρίσσια του βουνού δεν τα συναντούσες συχνά. Είναι όμορφα
δέντρα(μυρίζουν κιόλας όμορφα)και τα μόνα που μπορούν να
ριζώσουν στην ατόφια πέτρα, στα μιτάτα όμως δεν τα
συμπαθούσαν, επειδή τα πρόβατα δεν τρώνε τα φύλλα τους και το
ξύλο τους καίγεται δύσκολα. Τα είχαν ταυτίσει με τα χειρότερα
βοσκοτόπια. Λένε, πως πρέπει πρώτα να λύσει κανείς το πρόβλημα
της επιβίωσης για να παρατηρήσει το ωραίο, όταν αυτό δεν είναι

55
χρήσιμο, και στο βουνό τότε δεν το είχαν λύσει ακόμα(αν
υποθέσουμε ότι κάποιος ποτέ πουθενά πίστεψε ειλικρινά ότι το
έλυσε, ή πάλι, ότι το ωραίο δεν είναι παρά το χρήσιμο
εκλεπτυσμένο - όπως λένε ορισμένοι).

Το μέρος, ακριβώς επειδή ήταν τόσο φτωχό βοσκοτόπι, το έλεγαν


«Ξέρακα». Δεν έμενε όμως ούτε αυτό χωρίς κοπάδι και μιτάτο. Στη
μέση της πλαγιάς, σ’ ένα πλατύ σκαλοπάτι του βουνού, επίπεδο
αλλά το ίδιο πετρώδες με το υπόλοιπο μέρος, υπήρχε μιτάτο. Δεν
ήταν στρογγυλό αλλά τετράγωνο κι αντί για πέτρινη στέγη είχε
κυπαρισσόκλαδα - αφού οι σκληρές πέτρες του μέρους δε
μπορούσαν να χτιστούν σωστά - κι ούτε η μάντρα δίπλα ήταν
καλοχτισμένη. Ο Παχιάς, πάντως, ήξερε καλά εκεί τους βοσκούς.

Ήταν ένας πατέρας με τους δυο του γιους · γέρος ο πατέρας και,
πάνω κάτω, τριαντάρηδες οι γιοι. Ήταν και οι τρεις ψηλοί,
μεγαλόσωμοι, με δυνατά χέρια και πόδια και μεγάλα μουστάκια,
όμως, δε θα έπρεπε να ξεγελαστεί κανείς από την εικόνα τους.
Είχαν έρθει τελευταία στο βουνό, στο χειρότερο βοσκοτόπι, δεν
είχαν συγγενείς, δεν είχαν γνωριμίες, κανένας δεν τους υπολόγιζε
και πάσχιζαν να επιβιώσουν. Φύλαγαν τα ζώα τους μέρα και νύχτα
για να μην τους τα κλέψουν και πάλι τους τα είχαν κλέψει αρκετές
φορές. Ήταν ίσως, οι μόνοι άνθρωποι στο βουνό που γνώρισε ο
Παχιάς μόνος του, χωρίς τη μεσολάβηση του πατέρα του – ακριβώς
επειδή προσπαθούσαν απεγνωσμένα να αποκτήσουν γνωριμίες –
και είχε με αυτούς μια ιδιαίτερη αίσθηση · ένιωθε πως ήταν
ανεξάρτητος. Ο Παχιαδογιώργης σίγουρα αυτούς δεν τους γνώριζε
(αν και σίγουρα δε θα ενδιαφερόταν να τους γνωρίσει).

Αν όμως, είχαν αυτοί, κατά λάθος, κλέψει τα πρόβατα και τώρα του
τα επέστρεφαν και τα γύριζε πίσω όλα; Δε θα ήταν αυτό το
καλύτερο ενδεχόμενο και δε θα τον αποστόμωνε έτσι; Δε θα του
έδειχνε ότι μπορούσε με τις δικές του, προσωπικές, γνωριμίες να
προστατεύσει το κοπάδι; Του φάνταζε αυτό καλύτερο, ακόμα κι από
το να μην είχαν χαθεί καθόλου τα ζώα. Με αυτή την ελπίδα έφτασε.

56
Κάθισαν μέσα στο μιτάτο για να μιλήσουν. Ήταν μικρό και δροσερό
και μύριζε κυπαρίσσι και ξινόγαλο. Τόσο ωραίο μέρος, και τόσες
δυσκολίες για τους ανθρώπους, σκέφτηκε.

Τον είδαν αμέσως με δέος, μεγαλύτερο απ’ ό,τι του άξιζε. Ήταν
όμως ο γιος του Παχιαδογιώργη, που μπορεί να μην τον ήξεραν
αλλά τον άκουγαν, και είχαν και τόσο πιεστεί από τους ανθρώπους
του βουνού που τους έβλεπαν όλους τρομερότερους απ’ ό,τι ήταν.

Αφού φτάσανε στο σημείο να κλέψουν από σένα, Αντρέα, δώδεκα


ολόκληρα πρόβατα, φαντάσου τι να περιμένουμε εμείς… του είπε
ο γέρος. Το ίδιο ακριβώς που του είχαν πει στο μιτάτο των συνόρων.

Μιλούσε μόνο ο γέρος · οι γιοι του κάθονταν δίπλα σκυθρωποί.

Εκείνος κούνησε λίγο το κεφάλι, σα να συμφωνούσε, και δεν


απάντησε – ενώ θα μπορούσε να απαντήσει, μεγαλόψυχα, πως
τέτοια πράγματα μπορεί να συμβούν σε όλους κι ας μην το πίστευε.
Είχε όμως μια θέση υπεροχής απέναντί τους και δεν ήθελε να τη
χάσει.

Εμείς πάντως, δεν καταλάβαμε τίποτα, συνέχισε ο γέρος. Μακάρι


να περνούσαν από εδώ οι κλέφτες και να τους βλέπαμε για να σε
βοηθήσουμε. Ίχνη βρεθήκανε;

Του είπε για τις πατημασιές που βρήκε στην αρχή ο Σπυρίδος: ένας
πολύ ψηλός κι ένας πολύ κοντός, ή παιδί, και πως είχε στη βούργια
τα ξύλα με το μήκος τους.

Τότε ο γερός, χωρίς να του πει εκείνος τίποτα, ζήτησε μόνος του να
τα δει αυτά και, μπροστά στα μάτια του, σηκώθηκε και τα συνέκρινε
με τα πέλματα των γιών του, που ήταν βέβαια ψηλοί αλλά όχι όσο
εκείνος της πατημασιάς(περίσσευαν σχεδόν δύο δάχτυλα), σε μια
άβολη και πολύ αντιαισθητική σκηνή αυτοταπείνωσης, που θύμισε
στον Παχιά σα να πεταλώνουν μουλάρια.

Είχε βέβαια μαζί του αυτά τα ξύλα, αλλά όχι για τα συγκρίνει με τα
πόδια όποιου συναντούσε. Κανένας δε θα το δεχόταν αυτό. Τα είχε
απλώς για κάθε ενδεχόμενο και, κυρίως, για να τα συγκρίνει με
τυχόν πατημασιές που θα συναντούσε στο έδαφος. Άλλοι στη θέση

57
του, όταν έχαναν τα ίχνη των κλεφτών, απαξιούσαν να πάρουν μαζί
τους τέτοια πράγματα και να λειτουργήσουν σα χωροφύλακες κι
αυτό μάλλον έπρεπε να κάνει κι αυτός – ή, αφού τα είχε στη
βούργια, να μην τα παρουσιάζει τόσο εύκολα. Ο γέρος ήθελε να του
δείξει ξεκάθαρα πως δεν είχαν καμία σχέση – επειδή είχε λίγους
φίλους στο βουνό και δεν ήθελε να αφήνει καμία υποψία – τον
έκανε όμως να νιώσει πολύ άσχημα. Όπως άσχημα θα ένιωθε
οποιοσδήποτε στη θέση του είχε κάτι καλό μέσα του.

Προσπάθησε να του πει πως δεν ήταν ανάγκη να το κάνει αυτό κι


ότι δεν είχε καμία αμφιβολία, αλλά εκείνος στάθηκε ανένδοτος και
φάνηκε μάλιστα και πολύ ικανοποιημένος όταν οι πατημασιές
καταφανέστατα δεν ταίριαζαν. Οι γιοι του όμως, είδε καλά,
ντράπηκαν πολύ με αυτή τη δημόσια εξέταση. Η αμηχανία τους ήταν
φανερή.

Ύστερα από αυτό, έμειναν χωρίς να έχουν να πουν τίποτα άλλο και
οι δύο γιοι άναψαν τσιγάρα – προφανώς για να ξεπεράσουν τη
δύσκολη στιγμή. Το μόνο άλλο που είπε ο γέρος σχετικά με την
υπόθεση, ήταν πως κατά τη γνώμη του έπρεπε να τρέξει αμέσως στο
Γερασήμι και να μη χάνει τον καιρό του πουθενά αλλού - γιατί στο
Γερασήμι είναι οι τρομερότεροι και οι πιο αδίστακτοι κλέφτες - και
πως ο ίδιος ήτανε σίγουρος ότι όλα τα ζώα που είχαν χάσει απ’
όταν ανέβηκαν στο βουνό είχαν καταλήξει σ’ εκείνο το καταραμένο
μέρος, όπου δεν ήξερε κανένα για να τους βοηθήσει.

Εσύ όμως Αντρέα, του είπε τότε, σίγουρα θα ξέρεις πολλούς εκεί.
Αν μπορείς, προσπάθησε να μάθεις κάτι και για τα δικά μας.

Αυτό, θα ήτανε πολύ μεγάλο βάρος για να το υποσχεθεί, του είπε


όμως ότι θα το έχει υπόψη του αν κάτι άκουγε. Και ούτε κι εκείνος
ζήτησε κάτι περισσότερο, αφού ασφαλώς ένιωθε πόσο υπερβολική
απαίτηση ήταν το να ψάχνει ο Παχιάς ταυτόχρονα με τα δικά του
ζώα και τα δικά τους, και μάλιστα όταν τα δικά τους είχαν χαθεί
πολύ καιρό πριν. Ήθελε, προφανώς, μόνο να του το υπενθυμίσει για
κάποια απίθανη περίπτωση, αφού η πικρή αλήθεια ήταν πως είχε
εγκαταλείψει από καιρό την ιδέα ότι θα ξανάβλεπε ποτέ τα ζώα
του, και το μόνο που προσπαθούσε ήτανε να μη χάσει περισσότερα.

58
Σταμάτησαν εκεί αυτή τη συζήτηση και ο γέρος άρχισε τότε να του
διηγείται, αυτόματα, χωρίς κανένα πρόλογο, το πώς βρέθηκαν στο
βουνό. Δε θα χρειαζόταν βέβαια και κάποιος πρόλογος, ή κάποια
νοηματική σύνδεση γι’ αυτό. Πάντα στα μιτάτα, επειδή βρίσκονταν
όλο οι ίδιοι, όταν έφτανε κάποιος ξένος, και μάλιστα τον
θεωρούσαν αξιόλογο όπως θεωρούσαν αυτοί τον Παχιά, ήθελαν να
του διηγηθούν τις πιο βαρυσήμαντες ιστορίες της ζωής τους – που
μάλλον όλο τον άλλο καιρό μόνοι στο βουνό, σκέφτονταν και
ξανασκέφτονταν καθαρότερα με πόνο ή υπερηφάνεια και κυρίως:
με αμφιβολία. Κι όταν δεν έφτανε για καιρό κανένας αξιόλογος,
μπορούσες να δεις κάποιον να τα λέει, σοβαρότατα, στο παιδί με το
γαϊδούρι που ανέβαζε τρόφιμα από το χωριό. Έτσι, ο Παχιάς δεν
παραξενεύτηκε καθόλου με την κατάληξη και περίμενε ν’ ακούσει
την ιστορία πριν φύγει.

Ο γέρος είχε γεννηθεί λέει σ’ ένα χωριό νότια του κάμπου, στη ρίζα
των νότιων βουνών σε τόπο άγονο. Στα νότια βουνά δε βρέχει πότε
αρκετά και τα πρόβατα εκεί ήταν τόσο μικρόσωμα που τα δύο μαζί
συμπλήρωναν ένα του δικού μας βουνού. Για κάποιο ανεξήγητο
λόγο, όπου υπάρχει η μεγαλύτερη φτώχεια κάνουν και τα
περισσότερα παιδιά κι είχε δέκα αδέλφια. Έσπερναν μέχρι και τους
γκρεμούς για να τα βγάλουν πέρα και πάλι δεν έφταναν. Πρόβατα
δεν είχαν, ούτε ένα. Εκείνου όμως του άρεσε η ζωή του βοσκού και
τα πρόβατα. Δεν του άρεσε να οργώνει με το μουλάρι τις πέτρες για
να βγάλει πέντε οκάδες φακή(δεν έχει, μάλλον, κανένας στον κόσμο
κατανοήσει πόσο μεγάλη σημασία έχει το απλό ρήμα «αρέσει»).
Ανέβαινε στα νότια βουνά και βοηθούσε τους βοσκούς εκεί, χωρίς
πληρωμή, μόνο και μόνο για να τα βλέπει τα κοπάδια και να παίρνει
λίγο γάλα- και περισσότερο πήγαινε για να βλέπει τα κοπάδια παρά
για το γάλα: «Έτσα κάνουνε τα κοπέλια» είπε. «Δε γατέχουνε ποιο
έχει την αξία».

Όταν μεγάλωσε λίγο ακόμα, ένας αφεντικός με δικό του χειμαδιό


και μιτάτο στα νότια έψαχνε βοσκούς και τον πήρε. Έμεινε είκοσι
χρόνια στη δούλεψη του, το χειμώνα στον κάμπο και το καλοκαίρι
στο βουνό. Δεν ήταν καλός άνθρωπος · του έδινε μικρό μεροκάματο
και δεν τον άφηνε να έχει ούτε ένα δικό του ζώο στο

59
κοπάδι(τουλάχιστον εκεί παντρεύτηκε κι έκανε τα παιδιά), όμως,
εκείνος ήθελε να έχει δικά του ζώα. Δε μπορούσε να καταλάβει πώς,
ενώ έκανε όλη τη δουλειά και το αφεντικό δεν πατούσε τα πόδια
του, τα πρόβατα ήταν του αφεντικού – κι όχι μόνο αυτό, αλλά είχε
κι ένα θείο το αφεντικό, με μερίδιο στο κοπάδι, κι αυτόν εκείνος δεν
τον είχε δει ποτέ του. Μόνο όταν μεγάλωσα κι άλλο το κατάλαβα,
είπε τώρα. Τότε ήμουνα βλάκας. Έτσι πρέπει να γίνεται και δε
μπορεί να γίνει αλλιώς: Αν ήθελα δικά μου ζώα, έπρεπε να το κάνω
μόνος μου.

Έτσι λοιπόν, πήρε γυναίκα και παιδιά κι έφυγε από εκεί. Μη φύγεις
από μένα, του είπε τότε το αφεντικό: Όπου κι αν πας θα πεινάσεις!
Δεν τον άκουσε όμως – κι αυτός ο θείος του, που είχε το μερίδιο στο
κοπάδι, έλεγαν πως ήξερε μάγια και σίγουρα τον καταράστηκε. Γιατί
έφυγε και τους άφησε κι ήτανε χειμώνας, και τα πρόβατα του
αφεντικού γεννούσαν κι έπεφταν κοράκια και τους έτρωγαν τα
νεογέννητα κι από τότε, όπου κι αν πήγε, τα κοράκια τον
ακολουθούσαν κι έτρωγαν τα δικά του (ακόμα και μέχρι τότε στο
βουνό).

Βρήκε άλλο αφεντικό, με συμφωνία να μην πληρώνεται αλλά να


παίρνει τα μισά αρνιά της χρονιάς κι έτσι να φτιάξει δικό του
κοπάδι. Έμεινε μ’ αυτόν άλλα πέντε χρόνια κι έφυγε μόνο με
σαράντα πρόβατα δικά του – γιατί είχε πλέον οικογένεια να θρέψει.
Τουλάχιστον όμως, δεν είχε άλλα προβλήματα.

Ήταν ένα χειμαδιό, πέρα στα νότια, πάνω στη θάλασσα, φτωχό
άλλα ζεστό, όπου δε φοβόσουν το χιόνι και, το κυριότερο, τους
κλέφτες. Μόνο μια φορά, όσο έμεινε, έφτασαν μέχρι εκεί κλέφτες.
Το μόνο πρόβλημα ήταν τα κοράκια · αλλά τα κυνηγούσε με το
τουφέκι. Κι ένα άλλο ωραίο που είχε εκείνο το μέρος, ήταν πως όλοι
οι γείτονες έτυχαν καλοί άνθρωποι(γιατί κανένας δε μπορεί να
καταλάβει πόσο τυχερός είναι όταν ο διπλανός του είναι καλός
άνθρωπος). Πέρασε εκεί τα καλύτερά του χρόνια.

Μη νομίζεις Αντρέα, του είπε τότε. Δε θέλει πολύ. Άμα βρει κανείς
ηρεμία του φαίνεται πως είναι βασιλιάς, κι ας μην έχει πολλά
πράματα. Κι άμα περάσει και μερικά χρόνια καλά, φτάνει για να τα

60
θυμάται σε όλη του τη ζωή. Το κακό είναι να μην περάσεις ούτε ένα
καλό χρόνο.

Όμως, μια μέρα, αυτός που είχε το χειμαδιό του είπε πως έπρεπε
να φύγει. Οι συγγενείς του λέει, ήθελαν το χειμαδιό για τα δικά τους
ζώα κι αυτός, λυπόταν πολύ, αλλά δε μπορούσε να φέρει αντίρρηση
γιατί οι συγγενείς του είχανε μερίδιο στα βοσκοτόπια. Το
μεγαλύτερο πρόβλημα, απ’ ό,τι φαινόταν, στη ζωή του γέρου ήταν
πως δεν είχε δικό του βοσκοτόπι. Αυτό τον κυνηγούσε παντού, όχι
τα κοράκια.

Έφυγε, με τα σαράντα πρόβατα και τα παιδιά που είχαν μεγαλώσει,


και πάχτωσε ένα μέρος από τα βοσκοτόπια ενός μοναστηριού, στις
βόρειες πλαγιές πάνω από τον κάμπο. Εκεί όμως, οι γείτονες ήταν
διαφορετικοί απ’ αυτούς που είχε στα νότια. Τον είδαν αμέσως σαν
ανταγωνιστή - είχε και τ’ αρσενικά παιδιά που θα γίνονταν άντρες -
κι άρχισαν να του κλέβουν τα πρόβατα για να τον διώξουν. Το
μοναστήρι δε μπορούσε να κάνει τίποτα(δεν παραδέχονταν
άλλωστε, οι γείτονες, ότι εκείνοι του έκλεβαν τα ζώα).

Μια μέρα πιάστηκε στα χέρια με δύο. Μαχαίρωσε τον ένα στον ώμο
κι έπεσε κάτω, ο άλλος όμως, πρόλαβε να του ρίξει με το τουφέκι
στα πλευρά. Ευτυχώς, δεν ήταν τουφέκι Γκρα και γλίτωσε. Όμως
έμεινε ξαπλωμένος για μήνες, κι όταν ανάρρωσε έφυγε αμέσως από
εκεί γιατί αυτός που μαχαίρωσε ήταν από μεγάλο σόι και ζητούσε
εκδίκηση. Ήτανε δηλαδή παλληκάρι ο γέρος – άσχετα αν οι
συνθήκες τον έκαναν τώρα δουλοπρεπή.

Πήγε σ’ εκείνο το μοναστήρι με σαράντα ζώα κι έφυγε με είκοσι, κι


έπρεπε να πάει και όσο γινόταν μακρύτερα για να ξεφύγει απ’
αυτούς που τον κυνηγούσαν. Άφησε τη γυναίκα του στο χωριό της
με τις κόρες(είχε ακόμα δύο κόρες) κι αυτός με τους γιους έβαλαν
τα ζώα στο δρόμο και τράβηξαν ανατολικά. Τους έβλεπαν από τα
χωριά που περνούσαν και γελούσαν: Πού πάνε αυτοί οι τρεις με
τόσα λίγα ζώα; έλεγαν. Αν τα σφάξουν όλα δεν τους φτάνουν να
φάνε! Ήτανε και τα ζώα αδύνατα, ταλαιπωρημένα από τις
μετακινήσεις, έπεφταν και τα κουβαλούσαν στις πλάτες. Κι ήτανε
και χειμώνας κι έβρεχε, όλο έβρεχε, και δεν ήξεραν ούτε πού

61
πήγαιναν. Τα έβοσκαν όπου έβρισκαν, στα ακαλλιέργητα και στα
καλλιεργημένα, και τους κυνηγούσαν οι αγροφύλακες. Στο τέλος,
έφτασαν σ’ ένα μεγάλο χωριό στα ανατολικά βουνά(ήταν μακριά,
πολύ μακριά, ούτε ο Παχιάς είχε πάει ποτέ) με πολλά κοπάδια και
βοσκοτόπια. Εδώ θέλουμε βοσκούς, τους είπαν εκεί, αλλά ζώα δε
θέλουμε. Έτσι, πούλησαν όσα ζώα είχαν απομείνει σε κάποιο ντόπιο
κι έγιναν βοσκοί στο κοπάδι του.

Αυτός δεν ήταν ούτε καλός ούτε κακός. Τους πλήρωνε κανονικά
όσα είχαν συμφωνήσει, αλλά ούτε δραχμή παραπάνω και
λογάριαζε ακόμη και το αλεύρι που έτρωγαν. Η δουλειά ήτανε
σκληρή, γιατί είχε αίγες και μέσα στο βοσκότοπο υπήρχαν σπαρτά
κι έπρεπε, μέχρι να τα θερίσουν, να τις προσέχουν για να μην τα
φάνε. Τις περισσότερες νύχτες κοιμούνταν έξω με τις κάπες τους.
Μόνο όταν τα θέριζαν ηρεμούσαν κάπως - αλλά τότε ήταν καλοκαίρι
και δεν ήταν άσχημο να κοιμάσαι έξω.

Εκείνο το μέρος του έκανε μεγάλη εντύπωση. Ξεκινούσε από ψηλά


και κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα. Ήτανε τόπος σπανός, με
χαμόκλαδα και λίγες αγριελιές, κι είχε όλος το αχνοκίτρινο χρώμα
της αστοιβίδας. Ακόμη κι όταν πρασίνιζε πάλι κίτρινος ήταν. Είχε
όμως πολλές πηγές κι έθρεφε καλά τα ζώα. Εκεί είδε χρυσαέτους,
μεγάλους σαν κοκκαλάδες(έρχονταν, λέγανε, από την Αφρική)ν’
αρπάζουν χρονιάρικα ρίφια και να τα σηκώνουν στα ύψη – μέχρι
και τράγο είδε να σηκώνουν – και δεν τους σταματούσε τίποτα.

Δε μπορούσε όμως να ζήσει εκεί. Οι άνθρωποι μιλούσαν


διαφορετικά και δεν τους καταλάβαινε, και ήταν διαφορετικοί από
τους ανθρώπους που ήξερε. Ακόμη και τα πρόσωπα τους ήταν
διαφορετικά. Η καρδιά του σφιγγόταν και δεν είχε με κανένα φιλίες,
παρά μόνο με έναν – που κι αυτός, νόμιζε πως ήταν φίλος του.

Ήταν ένας ντόπιος, χωρίς γυναίκα και παιδιά. Ερχόταν στο μέρος
και κυνηγούσε λαγούς με σκύλο και δίκαννο με καψούλια. Ήταν
άνθρωπος κοσμογυρισμένος · ήξερε όλη την Κρήτη κι είχε πάει στον
πόλεμο στη Βουλγαρία και στη Θράκη. Φορούσε ξενικά ρούχα, κι
όχι στιβάνια, αλλά στρατιωτικές αρβύλες που δε γλιστρούσαν ούτε
στις πιο γλιστερές πέτρες. Είχε πάντα μαζί του κονσέρβες, τσιγάρα,

62
κρασί, και του έδινε. Σιγά-σιγά έγιναν φίλοι και τον βοηθούσε στο
κυνήγι, του έλεγε πού είχε δει λαγούς και κουβέντιαζαν ώρες - γιατί
ήξερε καλά τα δικά τους μέρη και τους ανθρώπους. Μια μέρα, του
έσκασε το μυστικό.

Δεν έρχομαι εδώ για τους λαγούς, του είπε. Εκεί κάτω, κοντά στη
θάλασσα, είναι μνήματα παλιά, αρχαία, κι έχουνε μέσα θησαυρούς.
Αν με βοηθήσεις να σκάψω, ό,τι βρούμε μισά-μισά.

Δεν κατάλαβε τότε γιατί διάλεξε αυτόν, ένα ξένο, κι όχι κάποιο
ντόπιο φίλο ή συγγενή του. Αργότερα το κατάλαβε.

Δέχτηκε βέβαια, παρ’ όλο που ήξερε πως έκλειναν φυλακή αυτούς
που έσκαβαν μνήματα, αφού φτερούγισε μέσα του η ελπίδα ότι θα
ξέφευγε από εκεί και θ’ αγόραζε δικό του κοπάδι και βοσκοτόπι και,
στο κάτω-κάτω, δε θα ‘κανε και σε κανένα κακό. Την άλλη νύχτα,
που είχε και φεγγάρι, έστειλε ψηλά τους γιους με τις αίγες και τον
περίμενε.

Αυτά τα μνήματα τα είχε δει και ο ίδιος, πολλές φορές, αλλά δεν
είχε καταλάβει πως ήτανε μνήματα. Νόμιζε πως είναι παλιές
πεζούλες που τις είχε σκεπάσει το χώμα. Δε φαίνονταν βέβαια όλα,
φαίνονταν μόνο ορισμένα και λίγο - από την πάνω πλευρά ή την
άκρη σα μακρόστενες πέτρες –,ο άλλος όμως τα ξετρύπωνε,
καλύτερα απ’ ό,τι ξετρύπωνε ο σκύλος του τους λαγούς. Δεν ήξερε
πώς το έκανε αυτό.

Έσκαψαν ίσαμε πενήντα. Τα έσκαβαν και μετά τα ξανασκέπαζαν για


να μην αφήνουν ίχνη. Μέσα ήταν άνθρωποι φτωχοί · έβγαζαν μόνο
κόκκαλα και χοντροκομμένα πήλινα λυχνάρια. Όλα είχανε μέσα ένα
πήλινο λυχνάρι(τους το άφηναν μάλλον για να φέγγουν στα
σκοτάδια)και τίποτα άλλο. Κι ήτανε και πολλοί νέοι – τα
περισσότερα κεφάλια είχανε πάνω τους όλα τα δόντια. Άσχημη
δουλειά Αντρέα, του είπε. Πολύ άσχημη. Λίγοι θα την έκαναν χωρίς
να φοβηθούν - και νύχτα κιόλας, όπως σκάβαμε εμείς.

Τελικά όμως, κι ενώ ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν, σ’ ένα μνήμα


βρήκαν θησαυρό. Αυτό ήταν ένα στην πάνω μεριά, που δε φαινόταν
καθόλου, ολομόναχο, σίγουρα αρχοντικό. Ήτανε χτισμένο απ’ όλες

63
τις πλευρές - και στέγη πρέπει να του είχαν φτιάξει, αλλά είχε πέσει
μέσα. Έβγαλαν τις πλάκες τις στέγης και βρήκαν από κάτω τα
κόκκαλα, ανάμεσα σε σπασμένα πήλινα και χάντρες πολύχρωμες, κι
ένα σπαθί παλιό, χάλκινο, φαγωμένο από το χρόνο. Κι όταν κοίταξαν
καλύτερα, ένα χρυσό δαχτυλίδι.

Χρυσό δαχτυλίδι χοντρό, βαρύ, που όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί.
Είχε πάνω ένα δίσκο, χρυσός κι αυτός, μεγάλος σαν δίδραχμο, με
σκαλισμένο ταύρο να πηδάει στον αέρα. Σα να ‘τανε ζωντανός ο
ταύρος, είπε ο γέρος στον Παχιά. Τόσο όμορφο ήτανε!

Το κατέβασαν στην ακρογιαλιά, το ξέπλυναν κι ανάψαν ένα κλαδί


για να το δουν καλύτερα.

Κάνει πολλά λεφτά, του είπε ο άλλος. Χαλάλι ο κόπος μας. Αύριο,
για να μην έχεις αμφιβολία θα πάμε μαζί, ξέρω άνθρωπο και θα το
πουλήσουμε.

Εγώ, με τον τρόπο που μου μίλησε, είπε τώρα ο γέρος, ντράπηκα να
του πω πως δεν τον εμπιστεύομαι και τον άφησα να το κρατήσει
αυτός – αλλά, όπως και να ‘χε, ένας από τους δυο έπρεπε να το
κρατήσει, και γιατί εκείνος να μ’ άφηνε να το κρατήσω εγώ αφού το
κρατούσε από την ώρα που το βρήκαμε;

Μπήκαν σ’ ένα μισοχαλασμένο σπιτάκι στην ακρογιαλιά για να


περάσουν τη νύχτα – γιατί ήταν ακόμα νωρίς και φυσούσε βοριάς
κι ήταν ιδρωμένοι από το σκάψιμο – και ξάπλωσαν ο ένας στον ένα
τοίχο κι ο άλλος στον άλλο.

Η νύχτα εκείνη ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής του. Δεν είχε
ξανανιώσει έτσι. Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν ποιο βοσκοτόπι,
πίσω στα μέρη τους, θα χτυπούσε σε δημοπρασία και τι ράτσα
πρόβατα θα αγόραζε, μεταξομάλλικα ή αδρόμαλλα, και δε
μπορούσε να αποφασίσει. Πότε αποφάσιζε το ένα και πότε το άλλο
και, από τη χαρά και την υπερένταση, πήγε ξημέρωμα να τον πάρει
ο ύπνος και κοιμήθηκε τόσο βαθιά που δεν άκουσε τον άλλο όταν
σηκώθηκε κι έφυγε.

Το πρωί τον έψαχνε σαν τρελός στην ακρογιαλιά, φωνάζοντας και


σφυρίζοντας, κι όταν ανέβηκε πάνω, στο κοπάδι του αφεντικού με

64
το μάτι θολωμένο για εκδίκηση, βρήκε δύο χωροφύλακες να τον
περιμένουν.

Σε θέλει ο διοικητής, του είπαν. Τον πήραν και τον πήγαν στο
σταθμό της χωροφυλακής.

Μαθαίνω πως σκάβεις γι’ αρχαία στο γιαλό, του είπε ο διοικητής.
Για να μη σε κλείσω μέσα, μέχρι το βράδυ θα ‘χεις εξαφανιστεί από
‘δω, κι εσύ και τα παιδιά σου!

Οι χωροφύλακες τους πήραν, όπως ήταν, και τους οδήγησαν στα


σύνορα του νομού.

Δεν το άφησε όμως έτσι. Μόλις έφτασε σε μέρος όπου μπόρεσε να


δανειστεί ένα τουφέκι, γύρισε πίσω και τον έψαξε. Για μέρες
κρυβόταν στα βουνά γύρω από το χωριό και για νύχτες τον περίμενε
έξω από το σπίτι του - πήγε ακόμα και στο μνήμα και ξανακοίταξε
(έσκαψε κιόλας ένα άλλο). Στο τέλος, έμαθε πως την ίδια εκείνη
μέρα που του ξέφυγε είχε μπαρκάρει σ’ ένα καΐκι για την Αίγυπτο.

Και να φανταστείς Αντρέα, είπε τώρα, σ’ όλη μου τη ζωή ξυπνάω με


το παραμικρό. Χθες το βράδυ ξύπνησα μ’ ένα ποντίκι έξω από την
πόρτα. Και τότε, σηκώθηκε ολόκληρος άνθρωπος κι έφυγε και δεν
άκουσα τίποτα. Το «ανάραχο» ξέρεις τι είναι;

Ασφαλώς και ήξερε - αν και δύσκολο να το εκφράσει. Ήταν αυτό


που κουβαλούσε ο καθένας στη ράχη του. Κατά κάποιο τρόπο: ο
βαθύς εαυτός του, ο αθέατος(κάποτε το έλεγαν «δαίμονα»).

Το δικό μου ανάραχο, συνέχισε ο γέρος, είναι να μην καταφέρω


ποτέ τίποτα. Αυτό με κοίμισε τότε σα βόδι κι έχασα το δαχτυλίδι.
Και δε μου το φόρτωσε κάποιος θεός (εγώ δεν πιστεύω σε Θεό, αν
πίστευα σε Θεό δε θα ‘σκαβα τα μνήματα), οι άνθρωποι μου το
φόρτωσαν – και οι δικοί μου και οι ξένοι – που απ’ όταν γεννήθηκα
μου είπαν: Εσύ πρέπει να ‘σαι κακομοίρης, κι εγώ, χωρίς να το
καταλάβω, το δέχτηκα και δε μπορώ τώρα να το ξεφορτωθώ.

Περίεργος γέρος…, σκέφτηκε ο Παχιάς.

Έτσι λοιπόν βρέθηκα στα βουνά σας, συνέχισε αυτός. Η γυναίκα


μου είχε μια ξαδέλφη κι ο άντρας της είχε αυτό το μιτάτο και τα

65
πρόβατα, και μόλις εγώ έφτασα από τ’ ανατολικά, για να με φέρει
εδώ, πέθανε. Και το πήρα, με νοίκι το μισό τυρί, γιατί δεν είχα στον
ήλιο μοίρα, παρ’ όλο που ήξερα πως από πάνω του υπάρχουν οι
χειρότεροι κλέφτες στην Κρήτη. Κι άμα ρθείς πάλι του χρόνου κι
είμαστε καλά, θα ‘χω να σου πω ένα σωρό καινούργιες ιστορίες
όπως οι παλιές, κατέληξε πικρά.

Ο Παχιάς δεν είχε να του απαντήσει τίποτα. Χάρηκε όμως, που ο


ίδιος ήταν ένας από τους ελάχιστους φίλους του στο βουνό, άρα δεν
είχε ευθύνη για τη δυστυχία του. Ένιωσε κάπως, όπως του μίλησε,
σα να ήταν αυτός ο εκπρόσωπος του καλού(αίσθηση από τις
ισχυρότερες στον κόσμο, όπως το καλό - παραδόξως - είναι η
ισχυρότερη δύναμη στον κόσμο). Το μόνο που δεν του άρεσε σε
εκείνη τη συνάντηση ήταν πως αναγκάστηκαν οι γιοι του να
εξεταστούν έτσι μπροστά του, αλλά κι αυτό, το έκαναν από μόνοι
τους και χωρίς να φέρει ο ίδιος καμία ευθύνη. Η μόνη ευθύνη που
ίσως είχε, ήταν ότι πήγε εκεί(γιατί δε θα μετρούσαν ασφαλώς τις
πατούσες τους αν κάθονταν μόνοι τους στο μιτάτο). Όμως, ήταν
υποχρεωμένος να περάσει απ’ όλους όσους ήξερε εφόσον έψαχνε
κλεμμένα ζώα, και οποιοσδήποτε στη θέση του το ίδιο θα έκανε – κι
αν δεν το έκανε μάλιστα και τους αγνοούσε, θα τους έκανε να
νιώσουν περισσότερο παραπεταμένοι.

66
Τα κοράκια δεν είναι καθόλου ευγενικά πουλιά, σύμφωνα βέβαια
με την ανθρώπινη έννοια της ευγένειας. Είναι όμως, σύμφωνα με
την ίδια έννοια της ευφυίας, πάρα πολύ έξυπνα. Επειδή τα ράμφη
τους δεν είναι ιδιαίτερα δυνατά, έχουν ανακαλύψει ένα μοναδικό
τρόπο για να σκοτώνουν τα νεογέννητα αρνιά, καθώς συνηθίζουν
να παραμονεύουν πάνω από τα κοπάδια τον καιρό της γέννας.
Μόλις εντοπίσουν από ψηλά κάποια προβατίνα απροστάτευτη με
οδύνες τοκετού(την εντοπίζουν αλάνθαστα, άγνωστο με ποιο
τρόπο), προσγειώνονται γύρω της σε ασφαλή απόσταση και
περιμένουν υπομονετικά. Αν τα παρατηρήσεις εκείνη την ώρα,
μοιάζουν εντελώς αδιάφορα, να τσιμπολογάνε σπόρους ή να
απολαμβάνουν τη λιακάδα. Ακόμα κι όταν το αρνί τελικά γεννηθεί
και πέσει στο έδαφος(τα πρόβατα γεννάνε όρθια)συνεχίζουν
περιμένουν μέχρι να σταθεί στα πόδια του – αφού αν έχει γεννηθεί
νεκρό το γεύμα είναι έτοιμο και δεν υπάρχει λόγος να κάνουν τον
κόπο. Εφόσον το νεογέννητο σταθεί τελικά στα πόδια του και
βεβαιωθούν ότι ζει, τότε το πλησιάζουν δύο, τα μεγαλύτερα · ένα
από μπροστά και ένα από πίσω, όσο ακόμα η μητέρα του είναι
ζαλισμένη από τη γέννα. Εκείνο που βρίσκεται πίσω το τσιμπάει
στην ουρά, ώστε να πονέσει(η πρώτη, και η μονιμότερη μάλλον,
ένδειξη της ζωής είναι ο πόνος), να φωνάξει και ν’ ανοίξει το στόμα
του. Μόλις ανοίξει το στόμα του, το άλλο βρίσκει την ευκαιρία να
χώσει το ράμφος βαθιά και να του κόψει τη γλώσσα. Χωρίς γλώσσα,
δε μπορεί πια να καλέσει τη μητέρα του. Τότε, του βγάζουν με την
ησυχία τους και τα δύο μάτια(εξ’ ου και η ρήση: κόρακας κοράκου
μάτι βγάζει;). Όταν του βγάλουν τα μάτια πεθαίνει, η μητέρα του
θεωρεί πως γέννησε νεκρό(όπως πράγματι γέννησε με λίγες στιγμές
ζωής)και το εγκαταλείπει. Πολλές φορές, ακόμα και τότε τα ράμφη
τους δεν καταφέρνουν να τρυπήσουν το δέρμα και αρκούνται μόνο
στη γλώσσα, τα μάτια και τον εγκέφαλο που ρουφούν από τις άδειες
κόχες. Αν θα μπορούσαν όμως, θα σκότωναν όλα τα νεογέννητα του
κόσμου, εκτός τα δικά τους, για τόσο μικρό όφελος. Θα ήταν
καλύτερα ο Θεός να τους είχε δώσει δυνατότερα ράμφη, ώστε να
τα σκοτώνουν γρηγορότερα.

67
Υπάρχουν και άλλες, ελαφρά διαφορετικές, περιγραφές του τρόπου
που τα κοράκια σκοτώνουν τα νεογέννητα – γιατί κανένας ασφαλώς
στο βουνό δεν είχε την υπομονή να παρακολουθήσει από την αρχή
μέχρι τέλους χωρίς να παρέμβει και να τα διώξει. Η συγκεκριμένη
έχει συναχθεί από πολλές αποσπασματικές παρατηρήσεις της
στιγμής που έφτασε ο κάθε μάρτυρας.

68
Το μεγαλύτερο χωριό στα δυτικά ήταν το Γερασήμι. Κτισμένο σε
πλαγιά, λίγο πάνω από τη δυτική ρίζα του βουνού. Σε σχέση με τον
πληθυσμό του, καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση από ένα
συνηθισμένο χωριό, επειδή ήταν κτισμένο σε διακριτές μεταξύ τους
συνοικίες. Κάθε συνοικία (κάθε «ντουκιάνι»), αντιπροσώπευε ένα
μεγάλο σόι, εκτός κάποιες που συγκέντρωναν δύο ή τρία μικρότερα.

Τα Γερασημιώτικα σόγια ήταν τρομερά, καθένα με τη δική του


ιστορία. Εκείνο τον καιρό κυριαρχούσαν δύο. Ο κόσμος τα έλεγε με
τα ονόματα των αρχηγών τους: του «Καμπέρη» και του «Βρούχο».
Πριν από αυτούς κυριαρχούσαν άλλοι. Υπήρχαν τουλάχιστον δέκα
σόγια που κυριάρχησαν στο Γερασήμι τους προηγούμενους τρεις
αιώνες. Κάποια από αυτά είχαν εκλείψει εντελώς, κάποια έμεναν
μόνο λιγοστοί απόγονοί τους.

Ακόμη παλαιότερα, δεν υπήρχε στην ίδια θέση το Γερασήμι αλλά


ένα άλλο χωριό. Αυτό, ούτε οι γεροντότεροι που θυμούνταν τους
γεροντότερους στα νιάτα τους δε συμφωνούσαν για το όνομά του,
η ιστορία του, όμως, συνέχιζε να είναι γνωστή - σε όχι πολύ
διαφορετικές μεταξύ τους εκδοχές.

Εκείνοι οι άνθρωποι δεν έμοιαζαν καθόλου με τους σημερινούς


Γερασημιώτες, έλεγαν. Δεν ήταν βοσκοί · εμπορεύονταν ξυλεία και
χαλκώματα και καλλιεργούσαν τον κάμπο. Ακόμα και οι φτωχοί τους
πλούσιοι θα φαίνονταν σήμερα. Είχαν τρίπατα σπίτια και
πλακοστρωμένους δρόμους και ζούσαν πολλά χρόνια. Κάθε τόσο,
έκαναν πανηγύρια και γλέντια που κρατούσαν βδομάδες. Στο τέλος
όμως, ξεκληρίστηκαν από το ήθος τους.

Έλεγαν κάποιοι, πως τον καιρό του Παχιά στο βουνό είχαν περίεργα
ήθη, εκείνοι όμως στο παλιό Γερασήμι είχαν ξεπεράσει κάθε όριο.
Ενώ ήταν έξυπνοι και λογικοί – γι’ αυτό και πλούτισαν - από την
άλλη ήταν μονοκόμματοι και ξιπασμένοι. Κι ενώ ήταν φιλικοί και
καλοδέχονταν τους ξένους, από την άλλη γίνονταν αιμοβόροι και
μισούσαν όποιον διαφωνούσε μαζί τους. Πίστευαν πως είχαν πάντα
δίκιο και πως οι διαφωνίες έχουν όρια. Τα όριά τους ήταν μεγάλα,
αλλά όποιος τα ξεπερνούσε τον σκότωναν ανελέητα. Δεν ήταν

69
θρήσκοι, είχαν όμως ιερές λέξεις κι αν κάποιος τις πρόσβαλε
πάθαινε ό,τι πάθαινε - αργότερα που ήρθαν οι Τούρκοι - όποιος
πρόσβαλε τον Προφήτη. Το χειρότερο απ’ όλα, ήταν πως είχαν
χωρίσει το βουνό, με μια γραμμή, σε καλούς και κακούς και οι καλοί
ήταν πάντα εκείνοι.

Κι ενώ είχαν τόση σιγουριά, δεν ήταν σίγουροι για τον εαυτό τους.
Από τη μια έλεγαν πως είχαν σώσει το βουνό, από την άλλη πως
είχαν καταστρέψει το βουνό. Κι ενώ έλεγαν ότι καλύτερα να μην
υπήρχαν, από την άλλη ζούσαν με την αγωνία ότι θα
καταστρέφονταν κι αυτοί μαζί με το βουνό και σκότωναν όσους
έκοβαν ξύλα. Και πίστευαν πραγματικά πως αγωνίζονταν για το
βουνό, ενώ την πραγματικότητα παλεύαν για τα τομάρια τους. Ήταν
υποκριτές – όχι μόνο σ’ αυτό, αλλά σε όλα: έντυναν το συμφέρον
τους με ωραία ρούχα. Είχαν και κάτι άλλο παράξενο: Ενώ και την
εποχή του Παχιά όλοι αποζητούσαν τον πλούτο και τη δύναμη και
λάτρευαν τον εαυτό τους, στο βάθος όμως ντρέπονταν γι’ αυτό κι
αυτό κάπως τους συγκρατούσε. Εκείνοι δε ντρέπονταν καθόλου,
αντίθετα, έλεγαν πως αυτό είναι το μόνο σωστό κι αυτό τους έκανε
χειρότερους.

Το ίδια έκαναν και μεταξύ τους: Όλοι τα ήθελαν όλα κι όποιος είχε
τα περισσότερα ταμπουρωνόταν για να τα κρατήσει. Πιθάρια τα
λάδια, τα σιτάρια, τα ξύλα των ασφεντάμων, σάπιζαν στα κατώγια
των πλούσιων και οι φτωχοί τους, που δεν ήταν φτωχοί, άρχισαν να
μοιάζουν με τους δικούς μας. Και μισούσαν οι πλούσιοι τους
φτωχούς και τους περιφρονούσαν όσο και τους αλλόδοξους, κι από
την άλλη, οι φτωχοί θαύμαζαν τους πλούσιους. Κι άλλο παράξενο:
Πλούσιοι και φτωχοί μισούσαν τους εαυτούς τους κι έλεγαν πως
όλοι τελικά είναι καθάρματα. Και κάμποσοι πλούσιοι έπεφταν μέσα
στα πιθάρια με το λάδι και πνίγονταν – ή φτωχοί μέσα στα πηγάδια
του κάμπου.

Με τέτοιο ήθος δεν ήταν παράξενο. Μια μέρα άκουσαν πως


ρεσάλταραν κουρσάροι, πέρα στ’ ανατολικά, κι έτρεξαν να σώσουν
την Κρήτη. Κανένας δεν τους το ζήτησε(εκτός από έναν που είχε
συμφέρον), ήταν σίγουροι όμως ότι αυτό έπρεπε να κάνουν για να
εξιλεωθούν.

70
Οι «κουρσάροι» δεν ήταν κουρσάροι · ήταν στρατός κυνηγημένος
από εχθρούς που διόρθωνε τα καράβια του και θα ξανάφευγε,
όμως, εκείνοι ήταν σίγουροι πως ήταν κουρσάροι, επειδή είχαν όψη
κουρσάρων – αν και κανένας τους δεν είχε δει ποτέ κουρσάρο. Οι
ξένοι ζήτησαν να τους μιλήσουν, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν να
μιλήσουν με κουρσάρους και τους επιτέθηκαν. Ο στρατός των ξένων
– ακόμα και ηττημένος – τους νίκησε και τους σκότωσε όλους.
Ύστερα, ανέβηκε στο χωριό, το έκαψε και σκλάβωσε τα
γυναικόπαιδα. Με τις πέτρες εκείνου του χωριού χτίστηκε το
Γερασήμι. Μπορούσες ακόμα να δεις τα πελέκια του, ολόισια, στους
τοίχους(τέτοια πελέκια δεν υπήρχαν πουθενά αλλού), ή κάποια
καψαλισμένα μεσοδόκια στους οντάδες μερικών σπιτιών. Δεν είχε
όμως μείνει κανένας απ’ αυτούς κι όλοι οι Γερασημιώτες ήταν
άνθρωποι του βουνού. Ούτε που τους θυμούνταν – πέρα από
λίγους γέροντες, που διηγούνταν βαριεστημένα την ιστορία τους, τα
μεσημέρια στα καφενεία του χωριού, όπως την είχαν ακούσει από
τους παλαιότερους.

Εκείνο το καλοκαίρι του Καθαρού έμελλε να αποδειχτεί ταραγμένο


για το Γερασήμι(όχι δηλαδή πως οι αναταραχές του έλειπαν ποτέ).
Την ίδια περίπου ώρα που ο Παχιάς συναντούσε τον Μπουρεξή και
του συνέβη το περιστατικό με το Γκρα, ο Καμπέρης, ο αρχηγός στο
δυνατότερο σοί, επέστρεφε στο σπίτι του ύστερα από μία πολύ
σημαντική συνάντηση κι άνοιγε την πόρτα. Το σπίτι του Καμπέρη,
παρ’ όλη τη δύναμη που είχε στο Γερασήμι, δε διέφερε ιδιαίτερα
από τα άλλα. Ήταν δίπατο με οντά, κτισμένο με τα ίδια ολόισια
παλιά πελέκια, παράθυρα στενά σαν πολεμίστρες, στέγη με
λεπιδόχωμα, όλο κι όλο μια μεγάλη κάμαρα σε κάθε πάτωμα κι ένα
κατώγι.

Μπήκε μέσα βαρύθυμος, μ’ ένα τρόπο διαφορετικό από κάθε άλλη


φορά, και κάθισε αμέσως στο τραπέζι σα να δυσκολευόταν να
σταθεί περισσότερο όρθιος. Η γυναίκα του, η Ρηνάκη, καθόταν ήδη
και τον περίμενε. Ο κόσμος την έλεγε: «Καμπέραινα», κρατούσε κι
εκείνη από μεγάλο σόι στο Γερασήμι και δεν είχαν παντρευτεί
ομαλά, όταν παντρεύτηκαν πριν δεκαεννέα χρόνια. Οι άνθρωποι
του Καμπέρη έλεγαν πως την είχε κλέψει(όταν ο πατέρας της

71
αρνήθηκε να του τη δώσει), ενώ οι εχθροί του πως είχε εκείνη
κλέψει τον Καμπέρη. Δεν υπήρχε τίποτα σημαντικό, στο σόι, στο
Γερασήμι ή σε ολόκληρο το βουνό, που να το ήξερε ο Καμπέρης και
να μην το ήξερε η Καμπέραινα. Ήταν μια γυναίκα μικρόσωμη, ακόμα
αρκετά όμορφη(αν και πάντα μαυροντυμένη), σφιγγοπρόσωπη, με
στρογγυλά έξυπνα μαύρα μάτια. Αυτά, οι φίλοι τα παρομοίαζαν με
γερακίνας, οι εχθροί πάλι, με νυφίτσας.

Με ό,τι πάντως κι αν έμοιαζαν, εκείνη τη μέρα τα μάτια της δε


γελιούνταν με την εικόνα του άντρα της μόλις μπήκε μέσα. Δε
χρειαζόταν να της πει τίποτα. Έφτανε μόνο να τον κοιτάξει.

Κάθισε στο τραπέζι και του ξέφυγε ένας υπόκωφος, όμως καθαρός
αναστεναγμός.

Ήταν παράξενη η εικόνα του Καμπέρη όταν βρισκόταν μόνος με τη


γυναίκα του. Εκείνος ο αγέλαστος, ο σκοτεινός, ο ανελέητος τύπος,
που κρατούσε στα χέρια του το μισό βουνό και ακόμα και οι πιο
στενοί του συγγενείς έτρεμαν όταν του μιλούσαν, γινόταν ξαφνικά,
μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, κανονικός άνθρωπος, με
σχεδόν συνηθισμένα μάλιστα ανθρώπινα συναισθήματα.

Χτύπησε μερικές φορές νευρικά το δάχτυλο του στο τραπέζι, όμως,


ακόμα και τότε δεν κοίταξε την Καμπέραινα στα μάτια.

Είναι δηλαδή αλήθεια, του είπε εκείνη.

Ναι. Ο Σταύρος ορκίζεται σ’ όλους τους Αγίους. Δεν υπάρχει


αμφιβολία. Όποιος άλλος και να μου το ‘λεγε δε θα τον πίστευα,
όμως ο Σταύρος · αν είναι ένας να εμπιστεύεσαι σ’ όλο το Γερασήμι
είναι αυτός. Φύλαγε λέει τις αίγες εκείνη τη νύχτα και τον πήρε ο
ύπνος και του ξέφυγαν, κι όταν ξύπνησε ανέβηκε ψηλότερα για τις
μαζέψει κι έπεσε πάνω τους την ώρα που έριχναν τα πρόβατα του
Κατσή στον τάφκο. Πώς έπεσε πάνω τους Ρηνάκη; έκανε τότε,
κοιτάζοντάς την με κάτι που έμοιαζε με απόγνωση. Ο διάολος
ξεσήκωσε τις αίγες και τον πήγε εκεί!

Η Καμπέραινα δε μίλησε. Περίμενε να τελειώσει.

72
Είχαν ανάψει λέει ένα κλαδί για να βλέπουν και τους είδε καθαρά,
κι αυτούς και τα ζώα. Δέκα πρόβατα με δύο κουδούνια. Σίγουρα τα
πρόβατα του Κατσή. Ο Σαϊτογιώργης κι ο Φαζός. Αυτοί δεν τον
είδαν. Έριξαν τα πρόβατα στον τάφκο κι έφυγαν. Πέταξαν μέσα και
το καμένο κλαδί.

Η Καμπέραινα σφίχτηκε τότε οργισμένη στο τραπέζι απέναντί του.

Να βάλεις ανθρώπους! του είπε. Να δεθούν να κατέβουν στον


τάφκο, να βγάλουν τα κουδούνια. Να το μάθουν όλοι!

Ο τάφκος είναι βαθύς Ρηνάκη, απάντησε αυτός. Κανένας δε μπορεί


να κατέβει(είχαν πάντως κατέβει και σε βαθύτερους). Ύστερα… ποιο
το νόημα… .

Η Καμπέραινα τον έβλεπε αναποφάσιστο κι αυτό την έκανε να


θυμώνει περισσότερο. Για να τον φέρει στα συγκαλά του, χαμήλωσε
τον τόνο της φωνής και του μίλησε διαφορετικά:

Ο Βρούχος θέλει να σε προκαλέσει, του είπε. Νομίζει τώρα πως


είναι δυνατός και θα γίνει αρχηγός στο Γερασήμι. Αυτός, ο ξένος, ο
μπάσταρδος! Όμως τώρα είναι η ώρα να τελειώνεις μια για πάντα
μαζί του και να δείξεις σ’ όλους ποιος είναι ο αρχηγός. Τώρα τον
έχεις στο χέρι.

Ο Καμπέρης δεν απάντησε. Φάνηκε μάλιστα και μια χάντρα ιδρώτα


στο μέτωπό του. Ήταν από τη ζέστη; Ήταν από φόβο; Ήταν δυνατόν
ο Καμπέρης να φοβάται; Τότε, τι έπρεπε να κάνουν οι υπόλοιποι;
Σκούπισε πάντως γρήγορα εκείνη τη χάντρα με την ανάποδη του
χεριού του και σηκώθηκε από το τραπέζι:

Πρέπει να περιμένουμε, της είπε. Μη βιάζεσαι. Πρέπει να μιλήσω


πρώτα με τον Κατσή. Μπορεί να συμβαίνει κάτι άλλο.

Κάτι άλλο; σκέφτηκε η Καμπέραινα. Τίποτα άλλο δε μπορούσε να


συμβαίνει. Τον άφησε όμως να φύγει χωρίς να τον εμποδίσει, αφού
ένιωθε σίγουρη πως στο τέλος θα τον έβαζε στο σωστό δρόμο, γιατί
τα πράγματα ήταν πλέον ολοφάνερα και δε σήκωναν υπεκφυγές.

Τα πρόβατα του Κατσή, του πρώτου ξαδέλφου του άντρα της, που
είχαν εξαφανιστεί πέντε μέρες τώρα, τα είχαν κλέψει ο

73
Σαϊτογιώργης και ο Φαζός, οι δύο πιο στενοί άνθρωποι του Βρούχο.
Τι οι πιο στενοί; Τα δυο του χέρια καλύτερα! Και δεν τα είχαν κλέψει
για να τα βγάλουν χρήματα, αλλά μόνο και μόνο για τα ρίξουν σ’ ένα
τάφκο και να μη βρεθούν ποτέ, κι έτσι να μάθει όλο το βουνό πως ο
Καμπέρης δεν είναι ικανός να προστατεύσει ούτε τον πρώτο του
ξάδελφο. Αν αυτό δεν ήταν κήρυξη πολέμου, τότε τι ήταν; Κι ο
άντρας της δεν ήθελε να το δει, αλλά έλεγε πως ο διάβολος
ξεσήκωσε τότε τις αίγες του Σταύρο κι έπεσε πάνω τους(άρα δηλαδή
θα προτιμούσε να μην το μάθει ποτέ και να γελούν πίσω από την
πλάτη του) και πήγαινε τώρα να μιλήσει στον Κατσή, να του πει τι;
Αν έφταιγε σε κάτι; Κι αν έφταιγε σε κάτι ο Κατσής, σήμαινε τίποτα;
Ακόμη κι αν είχαν χίλιες φόρες δίκιο ο Σαϊτογιώργης με τον Φαζό για
να εκδικηθούν τον Κατσή, αυτό δεν είχε καμία σημασία. Σημασία
είχε ότι τόλμησαν να χτυπήσουν τον πρώτο ξάδελφο του Καμπέρη.
Δηλαδή αν έφταιγε ο Κατσής, ο άντρας της θα τους συγχωρούσε κι
όλα θα γίνονταν πάλι μέλι-γάλα; Δεν είχε καταλάβει πως στο βουνό
ένα μόνο πράγμα μετρά: η δύναμη, και πως το «δίκιο» υπάρχει
μόνο για να σκεπάζει την αδυναμία; Γι’ αυτό το λόγο τον
παντρεύτηκε τότε, κόντρα στη θέληση του πατέρα της; Όχι! Τον
παντρεύτηκε επειδή ήταν πρώτος στο Γερασήμι κι όσο εκείνη ζούσε
δε θα τον άφηνε ποτέ να γίνει δεύτερος!

Ένιωθε πάντα πως ο άντρας της φοβόταν τη μέρα της κρίσης, τη


μέρα που θα εμφανιστεί αυτός που θα τον νικήσει, τη μέρα που
έλεγαν στο βουνό πως «κάθε άντρας έχει τον άντρα του», τόσο
βαθιά όπως φοβάται κανείς το θάνατο · όμως εκείνη δεν ήταν
άντρας και δε φοβόταν καμία μέρα. Την περίμενε. Ναι! Την
περίμενε με ανυπομονησία για να κλείσουν όλοι οι λογαριασμοί.
Και τώρα που έφτασε δε θα την άφηνε να της ξεφύγει. Δε θα τον
άφηνε να κάνει ότι δε βλέπει. Θα τον ανάγκαζε να εκδικηθεί, όπως
όριζε η τιμή του. Αύριο κιόλας!

Εκείνη η υπόθεση στο Γερασήμι, που μόλις τότε ξεκινούσε, έμελλε


να συνταράξει το βουνό. Πώς άλλωστε δε θα μπορούσε, αφού
επρόκειτο να συγκρουστούν τα δύο δυνατότερα σόγια στο
δυνατότερο χωριό. Σε λίγο, όλο το βουνό θα κρατούσε την ανάσα
του. Εκείνη τη μέρα όμως, ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα ενός

74
χεριού, γνώριζαν τι πραγματικά κουφόβραζε κάτω από τα πόδια
τους και η ζωή συνεχιζόταν κανονικά, ακόμα και στο ίδιο το
Γερασήμι. Είχαν βέβαια όλοι θορυβηθεί όταν ακούστηκε πως
χάθηκαν ξαφνικά δέκα ολόκληρα πρόβατα του πρώτου ξαδέρφου
του Καμπέρη, αλλά (ό,τι κι αν ισχυρίστηκαν ορισμένοι αργότερα)
κανένας δεν είχε προβλέψει μια τέτοια εξέλιξη. Αρκετοί μάλιστα
πίστεψαν ότι εκείνα τα πρόβατα δεν είχαν καν κλαπεί, αλλά είχαν
απλώς ξεμακρύνει από το κοπάδι τους και σύντομα θα βρίσκονταν
σε κάποια απόμερη κορυφή. Άλλοι, πιο καχύποπτοι, υποψιάστηκαν
ότι κανένα πρόβατο του Κατσή ούτε καν είχε ξεμακρύνει από το
κοπάδι του, και πως όλη η υπόθεση ήταν κατασκευασμένη από τον
Καμπέρη για να εξυπηρετήσει τους δικούς του σκοτεινούς σκοπούς.
Ίσως να ψάχνει αφορμή να εκδικηθεί πάλι κάποιον, σκέφτηκαν.
Κανένας τότε στην αρχή, ούτε ο πιο ευφάνταστος, δε μπορούσε να
φανταστεί(όσο κι αν το σόι του Βρούχο ολοένα δυνάμωνε)πως
υπήρχε άνθρωπος στο Γερασήμι, στ’ άλλα χωριά του βουνού ή στον
κάμπο, τόσο άφοβος και ικανός ώστε να ρίξει ζώα του πρώτου
ξαδέρφου του Καμπέρη σε τάφκο.

«Τάφκους» στο βουνό έλεγαν τις καταβόθρες, τις διάσπαρτες


σχισμές στα πετρώματα. Κανένας δεν ήξερε πόσοι υπήρχαν, ούτε
κανένας ήξερε πολλούς περισσότερους απ’ όσους βρίσκονταν κοντά
στα βοσκοτόπια του - εκτός ορισμένους διάσημους που τους ήξεραν
όλοι. Υπήρχαν διαφόρων ειδών τάφκοι. Κάποιοι είχαν στενό στόμιο,
όσο μια δρασκελιά, κάποιοι πλατύ όσο ένα σπίτι. Κάποιοι ήταν
ανάβαθοι και μπορούσες να δεις τον πάτο τους, κάποιοι άλλοι
όμως, ήταν τόσο βαθιοί που έμοιαζαν να μην έχουν πάτο. Οι βαθιοί
τάφκοι έκρυβαν μέσα τους όλα τα μυστικά του βουνού. Όποιος
ήθελε να εξαφανίσει κάτι για τα καλά, το έριχνε μέσα σ’ ένα βαθύ
τάφκο. Την εποχή των πολέμων έριχναν μέσα τα πτώματα των
εχθρών - κι ύστερα ο τάφκος έπαιρνε το όνομα εκείνου που είχε
πέσει μέσα: «τ’ Αράπη ο τάφκος», «του Φράγκου ο τάφκος», ο
«Σαρακηνόταφκος». Καμιά φορά, έριχναν μέσα και ζωντανούς
αιχμαλώτους. Την ίδια ώρα έριχναν μέσα κι ό,τι άλλο ήθελαν να
εξαφανίσουν: όπλα, επιστολές, τις σημαίες τους όσοι
προσκυνούσαν. Οι ζωοκλέφτες έριχναν μέσα τ’ απομεινάρια από τα
κλεμμένα ζώα που έσφαζαν ή τα κουδούνια. Οι σκοτεινοί άνθρωποι

75
οτιδήποτε δεν ήθελαν να δουν ποτέ οι άλλοι. Ό,τι έπεφτε μέσα σε
τάφκο εξαφανιζόταν για πάντα από προσώπου γης, σα να περνούσε
τις πύλες του Άδη.

Όταν ήθελαν να εκδικηθούν κάποιον πέρα από κάθε όριο, του


έκλεβαν τα ζώα και τα έριχναν ζωντανά σ’ ένα τάφκο. Θεωρούνταν
τόσο τρομερή πράξη, που ακόμα και οι πιο αδίστακτοι δίσταζαν
κάποιες φορές να το κάνουν. Ακόμα και οι εχθροί ανατρίχιαζαν.
Όποιος το ανακάλυπτε, έπρεπε, αν είχε ψυχή, να εκδικηθεί ακόμα
σκληρότερα, διαφορετικά να υποταχθεί. Αν δεν το ανακάλυπτε
ποτέ, θα γελούσαν οι άλλοι αιώνια εις βάρος του και στην επόμενη
ευκαιρία θα του έριχναν κι άλλα.

Γι’ αυτό το λόγο, κάποτε κατέβαιναν σε κάποιους τάφκους – για


να εξακριβώσουν την τύχη εξαφανισμένων ζώων. Έδεναν κάποιον
ελαφρυκόκκαλο με σκοινιά και τον κατέβαζαν όπως ένα κουβά σε
πηγάδι. Ήταν δύσκολο και τρομακτικό και δεν υπήρχαν πολλοί
πρόθυμοι να το κάνουν. Σε κάποιους τάφκους δεν έφταναν ούτε τα
μακρύτερα σκοινιά ματισμένα, σ’ άλλους τα πετρώματα στένευαν
απότομα. Αρκετοί που δέχτηκαν να κατέβουν γύρισαν πίσω
σακάτηδες - ή τρελοί από τα πράγματα που είδαν μέσα.

Έπεφταν και κάποιες φορές τυχαία άνθρωποι σε τάφκους.


Συνήθως ζωοκλέφτες τη νύχτα, ή βοσκοί τη μέρα όπως έτρεχαν να
προλάβουν κάποιο ζώο. Κανένας δεν ήξερε πόσοι απ’ αυτούς που
είχαν εξαφανιστεί χωρίς κανένα ίχνος από την αρχή του κόσμου στο
βουνό δε βρίσκονταν μέσα σε κάποιο τάφκο.

Λίγα χρόνια πριν, στο χωριό του Παχιά, είχε συμβεί ένα πολύ
άσχημο περιστατικό. Κάποιος βοσκός είχε γλιστρήσει κι είχε πέσει
σ’ ένα τάφκο λίγο πιο πέρα από το μιτάτο του. Ανέβηκε τότε όλο το
χωριό μόλις μαθεύτηκε. Η μάνα του και οι αδερφές του στάθηκαν
ανήμπορες μπροστά στα χείλη του τάφκου κι έκλαιγαν. Ένας φίλος
του προθυμοποιήθηκε να δεθεί. Τον έδεσαν οι χωριανοί και τον
κατέβασαν. Όταν όμως τους έδεσε αυτός τον νεκρό και τον
τράβηξαν, από τα κλάματα και τις φωνές, από τα μοιρολόγια της
μάνας, από την παραζάλη και την αναστάτωση που
προκλήθηκε(κανένας δεν ξέρει πώς), τον σήκωσαν αμέσως και τον

76
κατέβασαν στο χωριό για να τον θάψουν και ξέχασαν τελείως τον
ζωντανό μέσα στον τάφκο. Μόνο όταν έφτασαν πια στο χωριό το
θυμήθηκε κάποιος κι έτρεξαν γρήγορα πίσω, αλλά, μέχρι τότε είχαν
περάσει πολλές ώρες. Εκείνος, από το φόβο μέσα στα έγκατα της
γης, από τον ιδρώτα της αγωνίας ότι τον είχαν εγκαταλείψει και
στέγνωσε πάνω του, από την υγρασία και ποιος ξέρει ποιο
μολυσμένο αέρα, βγήκε έξω με πυρετό. Και δεν τον άφησε εκείνος
ο πυρετός για δέκα μέρες μέχρι που τον σκότωσε. Πρόλαβε μόνο να
πει, πως είδε στον πάτο του τάφκου σωρούς τα κόκκαλα ανθρώπων
και ζώων.

Ανθρώποι σαν τον Καμπέρη γέμιζαν τους τάφκους, και τώρα,


βρέθηκαν να τους γεμίζουν τα πρόβατα του ξαδέλφου του. Κανένας
δε θα μπορούσε να βγάλει από το νου της Καμπέραινας, ότι αν δεν
έκανε αμέσως κάτι θα ακολουθούσαν τα δικά τους.

77
Ο Καμπέρης με την Καμπέραινα, έλεγαν, είχαν κοιμηθεί μόνο έξι
φορές τα χρόνια του γάμου τους στο ίδιο κρεβάτι και είχαν
αποκτήσει έξι παιδιά – τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Όμως, μόνο τ’
αγόρια επιβιώσαν. Η Καμπέραινα έπνιξε κατά λάθος στη μασχάλη
της και τα τρία κοριτσάκια, λίγων ημερών μωρά, καθώς
αποκοιμήθηκε την ώρα που τα θήλαζε. Αυτό είχε συμβεί και σ’
άλλες γυναίκες στο βουνό, σε καμία όμως τόσες πολλές φορές και
είχε κοστίσει πολύ στην Καμπέραινα(έκλαψε κάθε φόρα πικρά). Για
να συγχωρεθεί, φορούσε πάντα από τότε σφιχτό μαύρο τσεμπέρι,
σα να ‘τανε χήρα, κι έχτισε το εκκλησάκι της Αγίας Ειρήνης, λίγο
πάνω από το Γερασήμι.

78
Ο Αντρέας ο Παχιάς δεν είχε ασφαλώς ιδέα, όπως όλοι τότε, για το
τι κουφόβραζε στο Γερασήμι. Αυτός, μετά το μιτάτο του Ξέρακα,
έπρεπε να συνεχίσει το αρώτημα κι είχε πάλι μπροστά του δύο
δρόμους: ή θα πήγαινε ίσια στο Γερασήμι, όπως του είχε πει ο
γέρος, ή θ’ ανέβαινε ψηλότερα και θα περνούσε πρώτα από τα
οροπέδια, που συνόρευαν σε κάποιο σημείο με το Γερασήμι, αλλά
οι άνθρωποι εκεί δεν ήταν το ίδιο τρομεροί και κανένας θα τους
υποψιαζόταν για μια τόσο μεγάλη ζωοκλοπή. Να κλέψουν βέβαια,
μπορούσαν αναμφίβολα κι αυτοί, αλλά τόσα πολλά ζώα, μάλλον
όχι.

Δεν ταλαντεύτηκε ιδιαίτερα για να πάρει τη λάθος απόφαση. Μέσα


του φοβόταν να πάει στο Γερασήμι – κι όταν κάποιος φοβάται κάτι,
συνήθως προσπαθεί μάταια να το καθυστερήσει όσο μπορεί. Δεν
είχε πάει ποτέ εκεί χωρίς τον πάτερα του(ο Παχιαδογιώργης, όσο κι
αν γερνούσε και απέφευγε τις μετακινήσεις, όταν υπήρχε λόγος να
πάει στο Γερασήμι, μέχρι τελευταία, τ’ άφηνε όλα στην άκρη)και δεν
ένιωθε καθόλου άνετα μόνος με τους Γερασημιώτες. Μπορούσε
βέβαια να ισχυριστεί στον εαυτό του πως έπρεπε πρώτα να
περάσει απ’ όλους τους άλλους, καθώς τίποτα δεν είναι απίθανο σε
μία ζωοκλοπή, και πως είχε την άνεση του χρόνου, αφού λογικά οι
κλέφτες θα κρατούσαν τα πρόβατα ζωντανά, όμως, δύσκολα
κάποιος με εμπειρία στο αρώτημα θα έκρινε την απόφασή του ως
ενδεδειγμένη για τη στιγμή και την περίπτωση(δεν έψαχνε ένα και
δύο, αλλά δώδεκα ζώα), και μάλλον θα σχημάτιζε την εικόνα μιας,
το λιγότερο, χαλαρής αντιμετώπισης του ζητήματος.

Όπως και να είχε πάντως, άφησε πίσω του το μιτάτο του Ξέρακα
και το κυπαρισσόδασος και ανηφόρισε για τα οροπέδια,
ακολουθώντας το βόρειο μονοπάτι. Από εκείνη την πλευρά τα
κυπαρίσσια αραίωναν γρήγορα και ψηλότερα εξαφανίζονταν
εντελώς. Φύτρωναν τώρα παντού «αλουτσές» · μικροί κοκκινωποί
θάμνοι με καρπό που παχαίνει τις αίγες και τις πέρδικες. Ύστερα
από σχεδόν μία ώρα δύσκολο ανήφορο σ’ εκείνο το μέρος έφτασε
μπροστά στη «Σκάλα του Χαρκιά» · το μόνο πέρασμα από τα βόρεια
που οδηγούσε στα οροπέδια χωρίς μεγάλη παράκαμψη(αφού δεν

79
υπήρχε στο βουνό πέρασμα χωρίς άλλη παράκαμψη). Το όνομα του
μέρους δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Το έλεγαν «Σκάλα» γιατί σε
ανέβαζε ξαφνικά πολύ ψηλότερα, σα να ανέβαινες όροφο. Ήταν όλο
πέτρα, στεγνή και βαθιά δίοδος αρχαίου νερού, και σε μερικά
σημεία ήταν τόσο στενό που το είχαν φαρδύνει με καλέμια για να
μπορούν να περνάνε φορτωμένα γαϊδούρια. Όταν έμπαινες μέσα
δεν έβλεπες παρά μόνο τις δυο του πλευρές και τον ουρανό. Έκοβε
όλους τους ανέμους εκτός το νοτιά και, τέτοιες ζεστές μέρες, οι
πέτρες του έβραζαν κι ανέδυαν μια πυκνή βαριά οσμή, όπως
περίπου της ανθισμένης σπαραγγιάς. Το ανέβαινε πολύ καψωμένος
και ανυπομονούσε να τελειώσει και να φτάσει πάνω.

Δεν ήταν όμως εντελώς άσχετο, με την υπόθεσή του, αυτό το


πέρασμα. Όπως ήταν σχεδόν μοναδικό και η παράκαμψή του
δύσκολη το χρησιμοποιούσαν συχνά κλέφτες και, απ’ ό,τι ήξερε,
είχε και «φύλακα» - κι ένας φύλακας βλέπει πάντα πολλά. Αυτόν,
τον έλεγαν «Καούνη»(ή και «Σκαλίτη» λόγω της Σκάλας που είχε
στοιχειώσει πάνω της) και ήταν, από μια παλιά υπόθεση,
υποχρεωμένος στον Παχιαδογιώργη. Είχε το μιτάτο του κοντά στην
άκρη του περάσματος κι έκανε περίπου ό,τι και ο Χάρος στην
ιστορία. Δηλαδή, παραμόνευε τις νύχτες στην κορυφή της Σκάλας
περιμένοντας να περάσουν κλέφτες για να τους ξεκολλήσει κάποιο
ζώο.

Ήταν πασίγνωστο ότι το έκανε αυτό, σε βαθμό παθολογικό. Καμία


νύχτα δεν έλειπε από τη Σκάλα κι όλοι οι κλέφτες ήξεραν ότι αν
περάσουν από εκεί θα συναντήσουν τον «Σκαλίτη», παρ’ όλα αυτά
όμως, περνούσαν αρκετοί. Γιατί ο Καούνης ήταν αδύναμος
άνθρωπος και δεν τον φοβούνταν και, ειδικά όσοι έφερναν ζώα από
μακριά και δε χρειαζόταν να παίρνουν μεγάλες προφυλάξεις,
προτιμούσαν χίλιες φορές να τον συναντήσουν παρά να κάνουν τη
δύσκολη παράκαμψη.

Ήξεραν ότι θα τους ζητούσε να του αφήσουν ένα ζώο(και πράγματι,


κάποιοι ανοιχτοχέρηδες, ή που είχαν πιάσει μεγάλη μπάζα, του
άφηναν), όμως κι εκείνοι που δε θα του έδιναν ήταν σίγουροι ότι δε
θα τους μαρτυρούσε. Περισσότερο φοβόταν για τα δικά του ζώα
και γι’ αυτό έμενε ξάγρυπνος, και το μόνο που δεν ήθελε ήτανε ν’

80
ανοίξει παρτίδες με ζωοκλέφτες. Κι αν έμενε ακριβώς πάνω στο
πέρασμα κι όχι πιο πέρα, το έκανε για να τους δείχνει πως έχει
συνέχεια το νου του και ν’ αφήνουν ήσυχο το κοπάδι του, κι από την
άλλη, επειδή ένιωθε καλύτερα όταν βρισκόταν μέσα στη ροή των
γεγονότων και ήξερε τι συμβαίνει κάθε νύχτα στο βουνό, παρά όταν
καθόταν άβουλος στο μιτάτο του, όπως οι άλλοι, περιμένοντας να
του κλέψουν τα ζώα (θα τον ερέθιζε ασφαλώς κι εκείνη η αίσθηση
του βουβού παρατηρητή, που ξέρει τι έχει συμβεί αλλά δε μπορεί
να μιλήσει και παρακολουθεί την υπόθεση όπως ο θεατής στο
θέατρο). Αν κέρδιζε και κάποιο τσάμπα ζώο, τόσο το καλύτερο.

Όλα αυτά βέβαια – όπως αναμενόταν στο βουνό – γύρισαν στο


τέλος εναντίον του. Γιατί, σιγά σιγά, άρχισε ν’ ακούγεται πως ο
Καούνης, που κάθεται όλη νύχτα στη Σκάλα, βλέπει τα πάντα και δε
μιλάει και τρώει τα ζώα που του αφήνουν οι κλέφτες. Κι όσοι
γείτονές του έχαναν ζώα, ειδικά όσοι βρίσκονταν κάτω από τη
Σκάλα, άρχισαν να υποψιάζονται πως είχε δει τους κλέφτες και τους
κάλυπτε και, για να τον εκδικηθούν, άρχισαν να κλέβουν τα δικά του
όσο κι αν τα πρόσεχε (αφού μάλιστα έμεναν εκτεθειμένα τη μέρα
όπως αυτός έμενε ξάγρυπνος τη νύχτα). Και, τελικά, έχασε πολλά
ζώα κι έφτιαξε ένα πολύ άσχημο όνομα στο βουνό, όπου οι μόνοι
που τον συμπαθούσαν ήταν οι περαστικοί κλέφτες. Και βρέθηκε
έτσι σε πολύ χειρότερη θέση από αυτή που βρισκόταν πριν αρχίσει
να φυλάει το πέρασμα.

Απ’ ό,τι πάντως ήξερε ο Παχιάς, συνέχιζε να το κάνει και δεν άλλαζε
τακτική(δε θα ‘χε άλλωστε και κανένα νόημα, αφού το μόνο που δεν
έσβηνε ποτέ στο βουνό, εκτός τα οικογενειακά, ήταν το άσχημο
όνομα). Και όπως συνέχιζε να το κάνει – παρ’ όλο βέβαια που
δύσκολα μιλούσε – λόγω της υποχρέωσης που είχε στον πατέρα
του, θα μπορούσε ίσως κάτι να μάθει απ’ αυτόν. Ούτως ή άλλως,
από τη στιγμή που περνούσε από εκεί για αρώτημα, έπρεπε να
περάσει και από το μιτάτο του(γιατί δεν περίμενε ότι θα τον
έβρισκε, τέτοια ώρα, πάνω στο πέρασμα).

Όταν έφτασε επιτέλους στην κορυφή της Σκάλας σταμάτησε να


πάρει μιαν ανάσα. Το υπόλοιπο μέρος μέχρι τα οροπέδια ήταν από
τα πιο ίσια του βουνού κι είχε τώρα μπροστά εύκολο δρόμο. Λίγα

81
μέτρα δεξιά, στο γώνιασμα ενός βράχου, ήταν του «Καούνη η
κοιμηθιά», όπως την έλεγαν. Ένα πρόχειρο κατάλυμα με πέτρες
που είχε φτιάξει ο Καούνης για τις πιο κρύες νύχτες στο πέρασμα.
Όπως το περίμενε, ήταν έρημο. Όταν όμως πλησίασε, είδε μπροστά
σκαψίματα ασβού, φρέσκα, κι αυτό του φάνηκε πολύ παράξενο. Οι
ασβοί σκάβουν μόνο την νύχτα και δε θα μπορούσε να πλησιάσει
ασβός αν ο Καούνης έμενε τις νύχτες στη Σκάλα.

Σταμάτησε να ‘ρχεται; αναρωτήθηκε. Αποκλείεται. Θα πάω στο


μιτάτο του.

Πήγε μέχρι το μιτάτο του, που ήταν περίπου πεντακόσια μέτρα


μακριά, αλλά το βρήκε κλειστό. Ούτε ίχνος αίγας(ο Καούνης είχε
αίγες). Η πέτρινη μάντρα ολοκάθαρη.

Κάτι του συμβαίνει, κατάλαβε. Δε θα μάθω τίποτα από ‘δω. Αυτό


τον απογοήτευσε στην αρχή, όμως: Στο διάβολο ο Καούνης!
σκέφτηκε. Κι αν ακόμα έχει δει κάτι, θα μου ‘βγαζε την πίστη μέχρι
να μιλήσει. Οι άλλοι στα οροπέδια θα ξέρουν καλύτερα. Μ’ αυτή τη
σκέψη προχώρησε.

Μπροστά του αποκαλυπτόταν τώρα ολόκληρο το πρώτο μεγάλο


οροπέδιο, που ήταν επίπεδο και πλατύ, τόσο που το έλεγαν «κάμπο
του βουνού». Ήταν όμως πέτρινος κάμπος. Δε μπορούσε τίποτα να
καλλιεργηθεί και φύτρωναν μόνο άγριοι θάμνοι: αλουτσές,
κεντούκλες και κέδροι, και, σε κάποια απάνεμα σημεία, λίγοι
ασφένταμοι. Ολόκληρο είχε το ανοιχτόγκριζο χρώμα του
ασβεστόλιθου και στη νότια άκρη του ξεκινούσε μία από τις
μεγαλύτερες κορυφές του βουνού, η «Στολίστρα», που ήταν μυτερή
κι επιβλητική και κρατούσε σε βάραθρα όλο το χρόνο χιόνι.

Το μέρος όμως, ήταν εξαιρετικός βοσκότοπος και το περικύκλωναν


τουλάχιστον είκοσι μιτάτα. Όπως είχε αρκετές πηγές νερού κι
εκείνοι οι ταπεινοί θάμνοι ήταν φαίνεται τόσο λιπαροί που
παχαίναν τα ζώα καλύτερα κι από σπαρτά, κρατούσε τα κοπάδια
όλους τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι βοσκοί, όλο αυτό τον καιρό,
κατέβαιναν σπάνια στο χωριό και κάποιοι ανέβαζαν και τις
οικογένειές τους, και γινόταν έτσι ένα μικρό χωριό πάνω στο
βουνό – με όλα τα καλά και τα κακά του.

82
Ο πιο δικός του εκεί ήταν ο «Μαρκογιάννης», γιος του Μάρκου.
Αυτόν τον είχε βαφτίσει ο ίδιος ο Παχιαδογιώργης – που στα νιάτα
του, όταν ανεβοκατέβαινε το βουνό κλέβοντας ζώα, είχε μια
ιδιαίτερη σχέση με τα οροπέδια - και τον είχε βγάλει Γιάννη για χάρη
του αδερφού του που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Ο νονός είχε το
δικαίωμα να επιλέξει το όνομα του παιδιού και όλα τ’ αγόρια που
είχε βαφτίσει ο Παχιαδογιώργης μετά που σκοτώθηκε ο αδερφός
του τα είχε βγάλει, γι’ αυτόν, Γιάννη. Έτσι λοιπόν ο Παχιάς με το
Μαρκογιάννη λέγονταν τώρα «συναδερφοί».

Ο Μαρκογιάννης ήταν ευτυχισμένος άνθρωπος(υπήρχαν και


τέτοιοι στο βουνό, όπως υπάρχουν και κάποιοι στον υπόλοιπο
κόσμο). Από τη μέρα που γεννήθηκε έμοιαζε να έχει ένα φωτεινό
αστέρι πάνω του. Ο πατέρας του ήταν άνθρωπος με κύρος,
πλούσιος με μεγάλο κοπάδι. Του είχε αφήσει ένα δυνατό χειμαδιό
στην άκρη του κάμπου και το καλύτερο μιτάτο στα οροπέδια.
Φύλαγε βέβαια τα ζώα του, αλλά ποτέ δεν αντιμετώπισε σοβαρά
προβλήματα με ζωοκλέφτες, επειδή ήξερε να κρατάει ισορροπίες.
Είχε την καλύτερη ράτσα πρόβατα κι έφτιαχνε κάθε χρόνο το
καλύτερο τυρί στο δυτικό βουνό(το αγόραζαν πριν ακόμα το
φτιάξει). Πότε στη ζωή του δεν αρρώστησε σοβαρά και η κλάση του
έτυχε να μην επιστρατευτεί σε κανένα πόλεμο. Περισσότερο
τυχερός στάθηκε στο γάμο του: Με τη γυναίκα του είχαν πέντε
παιδιά και ποτέ κανείς δεν τους άκουσε να μιλάει άσχημα ο ένας
στον άλλο. Τα μάτια και των δύο έλαμπαν όταν κοιταζόταν. Εκείνο
τον καιρό, ήταν ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους στα
οροπέδια. Όποιος κι αν έψαχνε ζώα θα σταματούσε στο μιτάτο του.

Όταν έφτασε εκεί ο Παχιάς ήταν απόγευμα, όχι πολύ προχωρημένο.


Τον βρήκε να κάθεται έξω, σ’ ένα πέτρινο τραπέζι κάτω από έναν
ασφένταμο, μαζί με τον αδερφό του τον «Μαρκομανώλη» και
άλλους τρεις και να πίνουν καφέ(τους δύο τους ήξερε μόνο εξ
όψεως, τον τρίτο καλύτερα και τον έλεγαν Καραδάκη). Στα
οροπέδια, όπως έμοιαζαν με χωριό, συνήθιζαν να μαζεύονται ο
ένας στο μιτάτο του άλλου – όσοι τα πήγαιναν καλά – και να πίνουν
καφέ, αφού δεν υπήρχαν καφενεία. Και μαζεύονταν μάλιστα μόνο

83
τα αφεντικά - άρα αυτοί οι πέντε αντιπροσώπευαν πολλούς άλλους,
όσον αφορά την υπόθεσή του.

Κάθισε μαζί τους στο τραπέζι κι ένιωσε αμέσως πως


ευχαριστήθηκαν που τον είδαν(αφού κιόλας θα περνούσαν ένα
πολύ πιο ενδιαφέρον απόγευμα με την άφιξη ενός ξένου), όμως,
όταν εξήγησε το λόγο, από τις εκφράσεις τους, ήταν φανερό ότι
παραξενεύτηκαν (ίσως και να κολακεύτηκαν) που ήρθε σ’ αυτούς
ψάχνοντας τόσα ζώα και δεν είχε πάει κατευθείαν στο Γερασήμι.
Πάντως, άκουσαν με μεγάλη προσοχή την υπόθεση, ρώτησαν και
ξαναρώτησαν πόσα ακριβώς ήταν τα πρόβατα, έντεκα άσπρα κι ένα
μαύρο, τι «σαμιά» δηλαδή τι μαρκάρισμα είχαν, και προσπάθησαν
να φανούν όσο πιο σοβαροί γινόταν και να δείξουν πως θα έκαναν
οτιδήποτε ήταν δυνατόν – γιατί βέβαια ποτέ δε θα παραδέχονταν,
δημόσια(ίσως ούτε και ιδιωτικά),ότι μια τέτοια δουλειά ήταν πάνω
από τις δυνάμεις τους, καθώς κάτι τέτοιο θα επιβεβαίωνε την
αδυναμία τους απέναντι στους Γερασημιώτες.

Αν αυτός ο ξένος τους θεωρούσε ικανούς, εκείνοι δεν επρόκειτο να


το αρνηθούν – γιατί στο βουνό, να σε θεωρούν ικανό να κλέψεις
ήταν το ίδιο σα να έκλεβες, προκειμένου να σε φοβούνται και να
μην κλέβουν τα δικά σου. Μέσα τους όμως, ήταν σίγουροι πως
έκανε μεγάλο λάθος που έχανε τον καιρό του εδώ - αν και κανένας,
ούτε καν ο Μαρκογιάννης, δεν το υπονόησε αυτό, γιατί, όπως
είπαμε, ποτέ δε θα έριχναν τον εαυτό τους κάτω από τους
Γερασημιώτες. Ήταν ένα συνεχόμενο παιχνίδι επιβίωσης το βουνό
και ο καθένας προσπαθούσε να τοποθετηθεί όπως μπορούσε
καλύτερα, ακόμα και στο πεδίο των εντυπώσεων – ή πάλι: κυρίως
σε αυτό. Και ο πιο στενός σου φίλος έπρεπε πρώτα να φροντίσει την
εικόνα του.

Οι κουβέντες για κλεμμένα ζώα κρατούσαν πάντα λίγη ώρα. Ποτέ


δε μιλούσαν πολύ για τέτοια θέματα, και μάλιστα με τόσους
παρόντες, επειδή υπήρχε ο κίνδυνος να ειπωθεί κάτι λάθος. Πολύ
γρήγορα άλλαζαν θέμα, άφηναν αυτό να αιωρείται παντού από
πάνω τους κι άρχιζαν να μιλάνε για άλλα πράγματα, όσο το δυνατόν
άσχετα με την υπόθεση, ενώ το μυαλό τους έμενε κολλημένο σε
αυτή. Και ο καθένας ήξερε τι έπρεπε να κάνει κατά τη διάρκεια

84
αυτών των φαινομενικά άσχετων συζητήσεων: Όποιος είχε χάσει τα
ζώα, να ζυγίζει τα πρόσωπα και τις αντιδράσεις των άλλων για να
καταλάβει ποιος του έλεγε ψέματα και ποιος αλήθεια, και οι άλλοι
να προσπαθούν να εκτιμήσουν ποιος μπορεί να έχει κλέψει αυτά
τα ζώα κι αν είναι δικός τους άνθρωπος(αν δεν ήταν οι ίδιοι) και,
κυρίως, αν ο ιδιοκτήτης τους άξιζε τον κόπο να ασχοληθούν σοβαρά
και να προσπαθήσουν να τον βοηθήσουν. Στη συγκεκριμένη
περίπτωση όμως, ούτε ο Παχιάς πίστευε πραγματικά ότι κάποιοι
από εκεί ήταν οι ένοχοι, ούτε κι εκείνοι πίστευαν καθόλου ότι
κάποιος δικός τους είχε κλέψει τόσα ζώα, κι έτσι η συζήτηση έγινε
χωρίς μάλλον τη συνηθισμένη καχυποψία:

Πού είναι ο Σκαλίτης; ρώτησε ο Παχιάς τον Μαρκογιάννη. Πέρασα


από το μιτάτο του και δεν τον είδα · ούτε αίγες είδα στο δρόμο.

Α, ο Σκαλίτης, έκανε αυτός. Τον έφαγε ο Καθαρός. Πέθανε του


Αγίου Πνεύματος.

Πέθανε; έκανε ξαφνιασμένος ο Παχιάς.

Από πυρετό και βήχα, συνέχισε ο Μαρκογιάννης. Τον κατέβασαν


και στο χωριό, στο γιατρό, αλλά τίποτα. Δεν έπρεπε να κάθεται έξω
τις νύχτες στο πέρασμα, φέτος που είναι του Καθαρού, αλλά αυτός,
δεν έβαζε μυαλό. Αν περνούσε τον Καθαρό θα μπορούσε να βγάλει
ακόμη δυο χρόνια. Κρύωσε και πέθανε.

Και δεν ήτανε πολύ μεγάλος…, είπε ο Παχιάς.

Πενήντα πέντε, απάντησε ο Μαρκογιάννης. Αλλά, να σου πω κάτι


συναδερφέ; Καλύτερα. Δεν ήτανε τακτική αυτό με το πέρασμα. Είχε
κάνει ένα σωρό εχθρούς και μέχρι του χρόνου θα του έκλεβαν όλες
τις αίγες - και τώρα τελευταία είχε χάσει δυο φορές από τρεις. Και
για ‘μας τους γείτονες ήτανε πρόβλημα. Ενώ τώρα τουλάχιστον, τα
παιδιά του πούλησαν τις αίγες και τους έμεινε κάτι.

Ο Παχιάς κούνησε το κεφάλι, θέλοντας να δείξει ότι καταλάβαινε.

Πέθανε λέει κι ο Τσεμπέσης από το μετόχι, είπε τότε ο Καραδάκης.

Ποιος λέει;! έκανε αυτός.

85
Ο Τσεμπέσης ο Κώστας, από το μετόχι, ξαναείπε ο Καραδάκης.

Αυτός που του ‘χανε κλέψει όλα τα ζώα, και τώρα γύριζε στον
κάμπο; ρώτησε αυτόματα.

Ναι. Τον ήξερες;

Τον ήξερα, είπε. Δεν είπε όμως ότι τον είχε δει πρώτη φορά το πρωί,
γιατί δεν ήξερε από τι πράγμα πέθανε.

Εκεί που έπαιζε χαρτιά στο καφενείο, συνέχισε ο Καραδάκης, έμεινε


ξερός.

Θα πρέπει να είχε πεθάνει λίγη ώρα μετά που τον είδε στην αυλή
του Κόρακα και του έριξε το δολοφονικό βλέμμα, σκέφτηκε αυτός.

Να δεις καμιά φορά τι γίνεται, είπε τότε ο Μαρκογιάννης. Αυτός ο


Τσεμπέσης, είχε τσακωθεί άσχημα με τον Καούνη και τον
απειλούσε, επειδή λέει έβλεπε τους κλέφτες των ζώων του και τους
κάλυπτε. Και τώρα, πέθαναν κι οι δυο μέσα σε δυο μήνες.

Ένας καβγάς λιγότερος στο βουνό, είπε ο Καραδάκης. Φτάνουν όσοι


έμειναν.

Μόνο η κακία μένει στο τέλος, είπε τότε ο ένας από τους δύο που
ήξερε εξ όψεως και του τον είχαν συστήσει εκεί σαν «Πατόνικο». Η
κακία και τίποτε άλλο.

Εγώ δε συμφωνώ μ’ αυτό! του απάντησε αμέσως ο Μαρκογιάννης.


Τι πάει να πει: μόνο η κακία μένει; Εντάξει, όλοι θα πεθάνουμε,
αλλά μέχρι τότε πρέπει ν’ αφήνουμε τον άλλο να μας αδικεί, επειδή
στο τέλος θα πεθάνουμε και οι δύο; Τότε εμείς θα πεθάνουμε πιο
γρήγορα κι αυτός θα ζήσει πιο καλά. Η ζωή είναι ζωή κι ο θάνατος
είναι θάνατος.

Όχι Μαρκογιάννη, του είπε ο Πατόνικος, δεν είπα αυτό. Κι εγώ μ’


αυτά που λες συμφωνώ. Το είπα μόνο, αν το δει κάποιος βαθιά το
πράγμα. Αυτό που λες εσύ, αυτό πρέπει να κάνει κανείς, αλλιώς, αν
το πάρει σοβαρά ότι θα πεθάνουμε, πρέπει να πάει να γίνει
καλόγερος, σαν αυτόν στη σπηλιά στο Γερασήμι, για να σώσει την
ψυχή του μετά που θα πεθάνει – που είναι κι ο πολύς καιρός. Αν

86
βέβαια είναι αλήθεια αυτά, για τους παράδεισους και την κόλαση,
γιατί αλλιώς: τσάμπα η καλογερική, η πείνα και η αγαμία.

Μπα! πετάχτηκε τότε ο Καραδάκης. Δε νομίζω πως ο καλόγερος στο


Γερασήμι περνά άσχημα.

Γιατί; Λες να τρώει κρυφά αρνί και να βουτάει τις γυναίκες που
μαζεύουν έρωντα(δίκταμο); έκανε ο Μαρκογιάννης χαμογελώντας
με νόημα.

Όχι, του απάντησε πολύ σοβαρά ο Καραδάκης. Αυτός είναι άγιος


άνθρωπος – χόρτα τρώει. Όμως, όπως είναι έτσι μακριά από τους
ανθρώπους και δε θέλει πολλά, η ψυχή του είναι ήρεμη τώρα που
ζει, χωρίς φουρτούνες, όπως η ήρεμη θάλασσα. Ξέρεις τι μου είπε
μια φορά; Η ψυχή, μου είπε, πνίγεται στον κόσμο.

Κολοκύθια! έκανε ο Μαρκογιάννης, κουνώντας αόριστα το χέρι.


Αυτός είναι ή τρελός, που μένει εκεί, ή ηλίθιος που νομίζει πως θα
πάει στον παράδεισο κι εμείς στην κόλαση και χαράμισε γι’ αυτό τη
ζωή του.

Δεν ξέρω Μαρκογιάννη τι είναι, του απάντησε ο Καραδάκης, κάπως


ενοχλημένος, αλλά πάντως μην τον κοροϊδεύεις. Δεν τον ξέρεις.

Τον ξέρω, απάντησε κοφτά ο Μαρκογιάννης.

Ο Παχιάς δεν ήθελε ν’ ακούει καθόλου γι’ αυτόν τον καλόγερο, που
του θύμιζε τη δύσκολη στιγμή με το τουφέκι και τον Μπουρεξή, και
δε συμμετείχε στη συζήτηση – ελπίζοντας να τελειώσουν γρήγορα
με αυτό το θέμα, μην τυχόν και του συμβεί πάλι κάτι παράξενο.
Όμως εκείνοι συνέχιζαν.

Και να μην τα βάζεις Μαρκογιάννη με το Θεό και τους Αγίους, του


είπε ο Καραδάκης, γιατί δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί.

Ό,τι μου συμβεί έμενα, θα φταίω εγώ - ή κάποιος άλλος - κι όχι


κάποιος Θεός ή διάολος! είπε αυτός θυμωμένα.

Καλά, μην το λες αυτό, του είπε από δίπλα ο αδερφός του – που δεν
είχε μιλήσει μέχρι τότε. Τους Αγίους πρέπει να τους σέβεσαι. Ένα
σωρό πράματα είναι τυχερά, δεν το βλέπεις;

87
Μετά από αυτό, ο Μαρκογιάννης μάλλον κατάλαβε ότι το
παράκανε προκαλώντας δυνάμεις άγνωστες – που δεν ήταν βέβαιο
αν υπήρχαν ή δεν υπήρχαν και στο κάτω κάτω μπορεί να του
χρειάζονταν στο βουνό – και δεν το συνέχισε.

Εντάξει, είπε ο Πατόνικος – για ν’ αλλάξει κιόλας το θέμα. Εγώ


πάντως πιστεύω πως όσοι πεθαίνουν πριν την ώρα τους, τους
στέλνουν όλους οι γυναίκες τους. Και το έχω σκεφτεί καλά. Ένα
σωρό χήρες έχουμε στο χωριό · άλλες είκοσι, άλλες τριάντα, έχουμε
ακόμα και γυναίκα πενήντα χρόνια χήρα, και χήρους άντρες ούτε
πέντε. Είναι κανονικό αυτό; Γιατί δε γίνεται στα πρόβατα; Εγώ
πιστεύω πως, έτσι που τις δίνουν οι πατεράδες τους χωρίς να τις
ρωτήσουν, αρχίζουν μετά τους άντρες τους στη μουρμούρα και τη
μιζέρια και: γρρ, γρρ, γρρ, τους σκάνε στο τέλος! Μην το γελάτε!
συμπλήρωσε – γιατί τους είδε πως ετοιμάζονταν να γελάσουν.

Αυτά είναι μπούρδες! του είπε ο Μαρκογιάννης. Και μη λες τέτοια


Πατόνικε, γιατί όλοι εδώ με προξενιό παντρευτήκαμε!

Γέλασαν όλοι τότε κανονικά, και ο Παχιάς ανακουφίστηκε που


ξεπέρασε το σκόπελο με τον καλόγερο.

Μιλήσαν μετά, όπως τους είχε φέρει η συζήτηση, για την τύχη. Κι
επειδή από την αρχή διαφώνησαν, θυμήθηκαν, όπως ήταν
αναμενόμενο, την ιστορία του «Βρούχο» από το Γερασήμι.

Ο Βρούχος, είπε ο Πατόνικος, δεν υπάρχει μόνο από τύχη δική του
και ατυχία δικιά μας;

Ναι, αλλά ο Καμπέρης θα υπήρχε έτσι κι αλλιώς, του απάντησε ο


Καραδάκης. (Και οι δύο τους έκλεβαν τα πρόβατα, ή βρίσκονταν
πίσω από αυτούς που τους έκλεβαν τα πρόβατα).

Κι αν δεν υπήρχαν αυτοί, θα υπήρχαν άλλοι στο Γερασήμι,


συμπλήρωσε ο Μαρκογιάννης(περισσότερο για την οικονομία της
συζήτησης, αφού εκείνος δεν είχε προβλήματα με τους
Γερασημιώτες).

88
Πάντως ο Βρούχος, συνέχισε ο Καραδάκης, πώς πέρασε τότε τη
σφαίρα κάτω από τ’ αυτί του Κώσταρου; Υπήρχε μεγαλύτερη τύχη;
Αυτή η υπόθεση τον έκανε «Βρούχο».

Ήξερε σημάδι, είπε ο Μαρκογιάννης.

Τι σημάδι Μαρκογιάννη; απάντησε ο Καραδάκης. Αυτά τα


πράγματα δε γίνονται.

Ο Βρούχος , εγώ πιστεύω, είπε τότε ο Πατόνικος, δεν είναι τυχερός


όπως το νομίζουν. Αλλά εσείς εδώ, δεν τα πιάνετε αυτά και θα
γελάσετε πάλι… .

Πώς δηλαδή δεν είναι τυχερός Πατόνικε; του είπε ο Μαρκογιάννης.


Άμα δεν είναι αυτός τυχερός, ποιος είναι μετά;

Να, εγώ πιστεύω, δεν ξέρω πως να το πω… είναι τ’ ανάραχο του
Βρούχο, η ψυχή του. Όχι η ψυχή που ξέρουμε εμείς – που σου λέει
τι πρέπει να κάνεις – αλλά μια άλλη, από πίσω, που δουλεύει μόνη
της χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Αυτή τον έκανε τότε να πέσει στο
σωστό ρεύμα και να βγει από τη θάλασσα, αυτή είδε τη σφαίρα του
Γκρα πώς ερχόταν όταν του ρίξανε στη Σκίστρα και τον έκανε να
στρίψει κι αυτή κρατούσε το χέρι του όταν έριξε στον Κώσταρο.
Αλλά επειδή τέτοια ψυχή δε μπορεί να μετρηθεί, κι ούτε μπορείς
να την αποκτήσεις με κανένα τρόπο(ή την έχεις ή δεν την έχεις), γι’
αυτό τη λένε «τύχη».

Μα τι ‘ναι αυτά που λες Πατόνικε; του είπε ο Μαρκογιάννης. Τι


ψυχή μπορεί να ‘χει τριών χρονών παιδί;

Α, η ψυχή που λέω εγώ, απάντησε αυτός, δεν έχει ηλικία. Ή την
έχεις ή δεν την έχεις. Και να σου πω και κάτι; Άλλες φορές μπορεί
να την έχεις κι άλλες να μην την έχεις. Είναι όμως, μέσα από τον
άνθρωπο.

Και πώς: ο ένας την έχει κι άλλος δεν την έχει, τον ρώτησε τότε ο
Καραδάκης. Ποιος του τη δίνει;

Δεν ξέρω, είπε αυτός. Όμως σκεφτείτε το. Εγώ κάποτε είχα ένα
πρόβατο στο χειμαδιό και συνέχεια μου ξέφευγε κι έτρωγε τα
σπαρτά. Όλο το χειμώνα έτρεχα δεξιά κι αριστερά να το μαζέψω.

89
Καμιά φορά το καταριόμουνα να ψοφήσει, αλλά δεν το ‘λεγα
σοβαρά, γιατί ‘τανε καλό πρόβατο και δε με σύμφερε να ψοφήσει
όσο κι αν με κούραζε. Μια μέρα όμως, πήγα να πετάξω μια πέτρα σ’
ένα κοράκι δίπλα στο κοπάδι και, δεν ξέρω πώς, θάμπωσε ο κόσμος,
μου γλίστρησε (σας έχει φύγει ποτέ πέτρα προς τα πίσω;) και πήγε
και βρήκε εκείνο ακριβώς το πρόβατο, ανάμεσα σ’ εκατό άλλα, στο
κεφάλι και το σκότωσε. Και κάθισα ύστερα και το ‘κλαιγα. Πώς να
μου το βγάλεις τώρα από το νου, ότι εκείνη η ψυχή που σας λέω
δεν το μισούσε κι οδήγησε το χέρι μου; Αν προσπαθούσα με την
άλλη, την κανονική, επίτηδες να το πετύχω, ακόμη θα πετούσα
πέτρες, όμως εκείνη που σας λέω, έχει φαίνεται μάτια και στην
πλάτη. Δε γινόταν αλλιώς να πάει η πέτρα εκεί που πήγε. Ήθελα
μάλλον βαθιά να ψοφήσει. Κάτι τέτοιο έκανε κι ο Βρούχος. Ήθελε
να ζήσει και να γίνει «Βρούχος». Αλλά δε φτάνει μόνο να νομίζεις
ότι το θες, πρέπει να το θες πραγματικά, βαθιά, κι αυτό δεν το
κάνεις κουμάντο · και δε φταις και καθόλου που δεν το κάνεις
κουμάντο. Δηλαδή, δεν είναι πως δεν υπάρχει, όπως λένε, το «δε
μπορώ» αλλά το «δε θέλω» · είναι πως υπάρχει μόνο το «δε
μπορώ», γιατί δε μπορείς να θες κάτι με το ζόρι.

Δε γέλασε κανείς (όπως μάλλον περίμενε). Αντίθετα, φάνηκαν να


τον παίρνουν πολύ σοβαρά.

Τώρα, εσύ κάτι προσπαθείς να πεις, Πατόνικε, του είπε ο


Καραδάκης, αλλά εμείς δεν αλλάζουμε αυτά που ξέρουμε. Δε
χρειάζεται κιόλας, αφού, όπως λες, δεν το κάνουμε κουμάντο. Γιατί
να μπερδευόμαστε; Εμείς θα το λέμε όπως το λέγαμε: τύχη. Ο
Βρούχος είναι τυχερός, κι εμείς άτυχοι που δεν πήγε όλες αυτές τις
φορές στο διάολο και μας κλέβει τώρα τα ζώα!

Ασφαλώς ο Καραδάκης, όπως φάνηκε στην έκφραση του


προσώπου του, το μετάνιωσε αμέσως που του ξέφυγε εκείνο το
«στο διάολο», γιατί δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι κάποιος από
εκεί (για να του κάνει το φίλο)δε θα το μετέφερε στον Βρούχο.
Αμέσως η ατμόσφαιρα βάρυνε, γιατί όλοι βέβαια κατάλαβαν τι είχε
συμβεί, και αυτή η συζήτηση σταμάτησε, καθώς επιβεβαιώθηκε και
πάλι περίτρανα πόσο πολύπλοκα ήταν τέτοια θέματα και το πώς

90
εμφανίζονταν κίνδυνοι απ’ όπου δεν τους περίμενε κανείς όταν
συζητιούνταν δημόσια.

Μίλησαν καλύτερα για τον καιρό και για το πώς πήγαιναν του
καθενός τα ζώα – που ήταν πράγματα κοινότοπα και δεν
ενοχλούσαν κανένα.

91
Τέσσερα σπίτια με τις αυλές τους χώριζαν το σπίτι του Καμπέρη από
το σπίτι του ξαδέρφου του, του Κατσή. Το σοκάκι στη μέση ήταν
καλντερίμι. Εκείνο το απόγευμα ο Καμπέρης το κατηφόριζε αργά,
συλλογισμένος, έχοντας το κεφαλομάντιλο κατεβασμένο ως τα
φρύδια. Όταν ο Καμπέρης περπατούσε στο Γερασήμι με τέτοιο
ύφος(ή και άλλο), η εικόνα του γινόταν τόσο έντονη που τα μικρά
παιδιά την αποτύπωναν για όλη τους τη ζωή στη μνήμη σαν
φωτογραφία.

Αυτό που πρώτα θυμούνταν ήταν το βάδισμά του. Έκανε ένα


βάδισμα πονηρό, επιφυλακτικό, όπως του αγριόγατου. Ύστερα τη
λιποσαρκία του. Πάντα περίσσευε στα ρούχα που φορούσε. Είχε
κανονικό ανάστημα, ήταν όμως τόσο ξερακιανός που τα ζυγωματικά
του προεξείχαν σαν κόχες. Τα στιβάνια του, όσο κι αν τα έσφιγγαν
οι τσαγκάρηδες, άφηναν κενό στη γάμπα και ζάρωναν. Έλεγαν πως
η κακία του δεν τον άφηνε να παχύνει. Το μουστάκι του όμως ήταν
μαύρο σαν την νύχτα, ενώ θα έπρεπε από καιρό να είναι γκρίζο.
Όταν βρισκόταν στο χωριό, φορούσε πάντα πάνω από τη χακί
σχολιανή γκυλότα και το μαύρο πουκάμισο ένα χοντρό σκούρο μπεζ
μακρύ σακάκι, ύφασμα πόλης, με βάτες στους ώμους, όση ζέστη κι
αν έκανε, για να κρύβει το πιστόλι στη ζώνη του. Αν ποτέ τον
έβλεπες χωρίς σακάκι, τον έβλεπες άοπλο. Ήταν ο μόνος εκείνη την
εποχή στο βουνό που είχε πιστόλι Λούγκερ.

Όταν έφτασε μπροστά στην αυλή του Κατσή, χωρίς να προσέξει


κανένα από τα μικρά παιδιά που τον παρατηρούσαν, σταμάτησε και
ξερόβηξε με περιφρόνηση. Ο ηλίθιος ο ξάδερφός του, από τότε που
του έκλεψαν τα πρόβατα, αντί να φαγώνεται να τα βρει και να ‘χει
κιόλας εκδικηθεί όλους όσους υποψιαζόταν – έφταιγαν δεν
έφταιγαν – είχε κρυφτεί στο σπίτι του και πότε έκανε τον
στεναχωρημένο, πότε τον άρρωστο. Τι άλλο του άξιζε πέρα από
περιφρόνηση;

92
Δεν είχε σκοπό να μπει μέσα και να μάθει για την υγεία του. Του
φώναξε από την αυλή να βγει έξω. Η γυναίκα του πρόβαλε μια
στιγμή στην πόρτα και της έκανε νόημα να τους αφήσει ήσυχους.

Ο Κατσής βγήκε έξω χωρίς κεφαλομάντιλο και με ξεκούμπωτο


πουκάμισο. Αυτό τον εκνεύρισε περισσότερο. Το ύφος του ήταν όλο
αγωνία: Περιμένει να του πω κάποιο καλό νέο, ο άχρηστος,
σκέφτηκε. Καλά νέα, Κατσή, θ’ ακούσεις μόνο στην κόλαση!.

Δε μου λες, τον ρώτησε, προχθές σου είπα αν έχεις πρόβλημα με


κανένα και μου ‘πες δεν έχεις. Μου λες ψέματα;

Ο Κατσής έμεινε σύξυλος. Εγώ Καμπέρη; ψέλλισε. Στο λόγο της


τιμής μου, δεν έχω με κανένα τίποτα.

Λέγε τι έχεις με τον Σαϊτογιώργη και τον Φαζό, συνέχισε αυτός. Άντε
γρήγορα!

Σ’ ορκίζομαι Καμπέρη! Δεν έχω κάνει τίποτα ούτε στον ένα ούτε
στον άλλο! απάντησε. Το χρώμα του είχε γίνει ασβέστης.
Καταλάβαινε ότι κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε κι ότι μάλλον δε θα
ξανάβλεπε τα ζώα του. Ο Καμπέρης τον κοίταξε καλά-καλά: Αλήθεια
λέει, σκέφτηκε. Πρέπει όμως να έχει κάτι. Συνέχισε να τον κοιτάζει
για λίγα δευτερόλεπτα - και κάθε φορά ο Κατσής έμοιαζε πιο μικρός
στα παιδιά που παρατηρούσαν από απόσταση.

Νομίζεις ότι τα πρόβατά σου είναι πιο σημαντικά από το σοί;


(«Θαρρείς τα ζα σου είνιαι καλλιά ‘πο την Οικογένεια;») του είπε
στο τέλος. Γιατί κάθεσαι μέσα σα γυναίκα; Σήκω πήγαινε στο μιτάτο
σου και περίμενε εκεί. Και μην τυχόν και σου ξεφύγουν σε κανένα
τα δύο ονόματα που σου είπα.

Αυτοί οι δύο τα πήρανε; ρώτησε τότε με στεγνή φωνή αυτός.

Δική μου δουλειά, του απάντησε ξερά. Εσύ κάνε ό,τι σου λέω.

Τον άφησε και συνέχισε τον κατήφορο για το καφενείο,


βλαστημώντας από μέσα του το καταραμένο του σόι, που ήτανε
κούφιο.

93
Αλήθεια λέει, σκεφτόταν στο δρόμο. Δεν τους έχει κάνει τίποτα για
να τον εκδικηθούν. Το έκαναν καθαρά για να με προκαλέσουν. Τους
έστειλε ο Βρούχος. Δε θα ‘καναν βήμα αν δεν τους το ‘λεγε ο
Βρούχος. Όμως και πάλι αρνιόταν να το δεχτεί: Είμαι ο Καμπέρης! Ο
βασιλιάς του βουνού! φώναζε κάποιος μέσα του. Ποιος έχει ψυχή
να με προκαλέσει;

Σταμάτησε τότε ξαφνικά στη μέση του δρόμου(θα προκαλούσε


πολλά ερωτήματα εκείνη του η εικόνα αν κάποιος την έβλεπε, όμως,
ευτυχώς, εκείνη την ώρα δεν περνούσε κανείς). «Κ’ οι βασιλιάδες
πέφτουνε» είχε ακούσει να λένε κάποτε στον κάμπο - πριν πολλά
χρόνια. Δεν το ξέχασε ποτέ.

Όχι!, φώναξε μέσα του και συνέχισε να βαδίζει. Ο Κατσής πρέπει


να τους έχει κάνει κάτι. Κάτι πολύ σοβαρό. Πρέπει να μάθω τι. Όταν
το μάθω μπορεί να πετύχω κάποιο συμβιβασμό(« να τα μπαλώσω»,
αυτό ακριβώς σκέφτηκε). Θα χάσω βέβαια. Αλλά έχω να δώσω… .
Γιατί όμως ο Κατσής δεν του έλεγε τι τους είχε κάνει; Ό,τι κι αν έλεγε
τώρα αυτός στον εαυτό του δε μπορούσε να τον πείσει πως ο
Κατσής είχε το θάρρος να του κρύψει κάτι.

Η μόνη περίπτωση, ήταν ο Κατσής να είχε μπλέξει με γυναίκα από


το σόι τους και να ντρεπόταν τώρα να το πει: Ναι! Αυτό πρέπει να
συμβαίνει: Ατιμία! Γυναικοδουλειά!. Άρα, η υπόθεση έπρεπε να
κλείσει γρήγορα γιατί δε συνέφερε κανένα. Όμως, ο Κατσής, μπορεί
να είχε χίλια ελαττώματα, αλλά η μόνη γυναίκα που πλησίασε ποτέ
στη ζωή του ήταν εκείνη που του κανόνισε αυτός με προξενιό. Το
ήξερε καλά. Πώς τα κατάφερε τώρα; Το άφησε αυτό στην άκρη
αναπάντητο. Ένα μόνο ένιωθε: Δεν ήθελε σύγκρουση με το σόι του
Βρούχο. Δεν ήθελε σύγκρουση με κανένα σόι που δεν ήταν απόλυτα
του χεριού του. Ήθελε να μείνουν όλα όπως είναι τώρα.

Η Καμπέραινα όμως ήθελε. Και τον τελευταίο καιρό έλεγε και


ξανάλεγε πως ο Βρούχος δυνάμωσε και πρέπει να κοπεί. Κι έλεγε
και ξανάλεγε, με κάθε ευκαιρία, την ιστορία του προπάππου της,
που έκοβε λέει κάθε κεφάλι στο Γερασήμι πολύ πριν αυτό
διανοηθεί να σηκωθεί.

94
Αν δεν τους έβλεπε ο Σταύρος…, σκέφτηκε αυτός τώρα. Ποιος
διάολος τον ξύπνησε και τον έκανε ν’ ανέβει μέχρι τον τάφκο; Αν δεν
τους έβλεπε, και βρισκόμουν τώρα στο σκοτάδι, χίλιες φορές
καλύτερα. Θα έχανα πάλι, αλλά έχω να δώσω.

Μια λύση ήταν, να σκότωνε κρυφά τον Σταύρο. Γιατί δε μπορούσε


να τον αφήσει να ζει και να ξέρει πως γνωρίζει τους κλέφτες των
προβάτων του πρώτου του ξαδέρφου και δεν κάνει τίποτα. Όμως
αυτό θα ήταν βαρύ, πολύ βαρύ. Ο Σταύρος ήταν πάντα δικός του
άνθρωπος. Και δεν ήταν ασήμαντος. Είχε δυνατούς συγγενείς αν
κάτι πήγαινε στραβά. Έπρεπε να τα μετρήσει όλα αυτά.

Καταραμένη θάλασσα!, βλαστήμησε από μέσα του. Είχε φτάσει


τώρα μπροστά στο καφενείο. Ο καφετζής του ετοίμαζε τραπέζι να
καθίσει και οι άλλοι θαμώνες συνοφρυώθηκαν.

Τον Βρούχο, στην κυριολεξία τον είχε βγάλει η θάλασσα - γι’ αυτό
και τη βλαστημούσε αυτός τώρα. Ο Σαϊτομανώλης, ο θετός πατέρας
του, τον είχε βρει σ’ ένα ακρογιάλι. Ούτε πάλι ο ίδιος, ένας βοσκός
του.

Ήταν πριν τριάντα τέσσερις χειμώνες. Ο Σαϊτομανώλης


ξεχειμώνιαζε τις αίγες του στα νότια παράλια, προς τη μεριά της
Βιάννου. Από τότε είχε ο Σαϊτομανώλης μεγάλο κοπάδι και πολλούς
βοσκούς. Το χειμαδιό του έφτανε μέχρι τη θάλασσα.

Κάπου στα μέσα του Γενάρη, σηκώθηκε μεγάλη κακοκαιρία. Έβρεχε


και φυσούσε τρία μερόνυχτα ασταμάτητα, τόσο που δε μπορούσαν
ούτε να ξεμυτίσουν από το κονάκι για να μαζέψουν τις αίγες. Είχαν
σκορπίσει οι αίγες κι είχαν κρυφτεί σε σπηλιές κι όπου άλλου δε
χτυπούσε δυνατά ο καιρός. Μόνο την τέταρτη μέρα το πρωί ο
ουρανός κάπως καθάρισε, κι έτρεξαν τότε γρήγορα οι βοσκοί να τις
φέρουν πίσω. Ένας από αυτούς βρήκε τον Βρούχο.

Όπως περνούσε πάνω από την ακρογιαλιά, είδε να ‘χει βγάλει το


κύμα σανίδες κι ένα δυο βαρέλια στον αφρό και κατέβηκε (γιατί
πολλές φόρες έβρισκαν χρήσιμα πράγματα να ‘χει βγάλει το κύμα)
και τότε, βρήκε ένα παιδάκι, δυο–τριών χρονών το υπολόγισε,
μισόγυμνο, πεσμένο μπρούμυτα στην άμμο. Το πέρασε για νεκρό,

95
όμως, καλού κακού, το σήκωσε από τα πόδια ανάποδα και το τίναξε
μερικές φορές, όπως κάνουν στα πνιγμένα αρνιά. Την τρίτη φορά
που το τίναξε, έκλαψε.

Το πήρε και το ανέβασε στο κονάκι. Άναψαν φωτιά και του έδωσαν
λίγο κατσικίσιο γάλα. Ύστερα το έχωσαν μέσα σ’ ένα γαμπά για να
ζεσταθεί. Μέχρι το μεσημέρι είχε συνέλθει εντελώς κι είχε πιει μισό
καυκί γάλα. Δεν έμοιαζε κρητικό και λίγες λέξεις που έλεγε δεν τις
καταλάβαιναν. Ο Σαϊτομανώλης δεν είχε ιδέα τι να το έκανε.

Στην αρχή, περίμενε ότι κάποιος θα ερχόταν και θα το ζητούσε,


όμως πέρασαν μέρες και δε φάνηκε κανείς. Ύστερα αποφάσισε να
το πάει στη Μητρόπολη, αλλά ο καιρός χάλασε πάλι και οι αίγες
άρχισαν να γεννούν και δεν έβρισκε χρόνο. Στο τέλος, έφτασε
Φλεβάρης και οι βοσκοί του άρχισαν να του λένε να το κρατήσει
εκείνος. Του έλεγαν ότι, όπως ξέρουν όλοι, τα καλύτερα
τσοπανόσκυλα γίνονται τ’ αδέσποτα κουτάβια που βρίσκεις τυχαία
κι όχι αυτά που αγοράζεις, κι ότι τόσο δυνατό παιδί, που γλίτωσε
από το πέλαγος, είναι κρίμα να το δώσει στους παπάδες. Τον είχαν
συμπαθήσει οι βοσκοί του Σαϊτομανώλη τον Βρούχο. Ο
Σαϊτομανώλης σκέφτηκε, και αποφάσισε να τον μεγαλώσει με τα
παιδιά του. Και δεν το μετάνιωσε.

Ο Βρούχος, όσο μεγάλωνε, γινόταν καλύτερος απ’ όλους τους


άλλους του γιους(είχε ακόμα τρεις). Ξεπερνούσε ακόμα και τα
τσομπανόσκυλα στο τρέξιμο και αναγνώριζε όλες τις αίγες του
κοπαδιού μία-μία. Σε λίγα χρόνια έκανε το κοπάδι του Σαϊτομανώλη
δεύτερο στο Γερασήμι, μετά του Καμπέρη. Και όπως οι Σαΐτηδες,
όπως όλοι οι Γερασημιώτες, αγαπούσαν να κλέβουν ζώα,
εξελίχθηκε στον ικανότερο ζωοκλέφτη του βουνού. Ο Σαϊτομανώλης
τον αγάπησε τόσο, που κάποτε είπε σ’ ένα σύντεκνό του πως δεν
είχε κάνει άλλο γιο, μόνο τον Βρούχο. Με την αξία του και μόνο,
έφτασε να τον αναγνωρίζει αρχηγό όλο το σόι.

Αλλά δεν έλεγαν τον Βρούχο τυχερό μόνο επειδή γλίτωσε τότε από
το ναυάγιο. Όταν ήταν πάνω-κάτω είκοσι χρονών, σε μια ζωοκλοπή
στα βόρεια που πήγε στραβά, τον πυροβόλησαν με τουφέκι Γκρα. Η
σφαίρα τότε τρύπησε το πουκάμισό του και από τις δύο μεριές και

96
πέρασε χωρίς να τον αγγίξει (είχαν δει πολλοί εκείνο το πουκάμισο,
αλλά κανένας δε μπόρεσε να εξηγήσει τέτοια πορεία σφαίρας).
Μιαν άλλη φορά πάλι, λίγα χρόνια μετά – πριν ο Καμπέρης
κυριαρχήσει στο Γερασήμι – το σόι του Σαϊτομανώλη συγκρούστηκε
μ’ ένα άλλο, δυνατότερο, κι ο Βρούχος, σ’ ένα καβγά, πυροβόλησε
τον σημαντικότερο απ’ αυτούς, τον «Κώσταρο» (σίγουρα για να τον
σκοτώσει), όμως η σφαίρα αστόχησε και μόλις που του έξυσε το
λοβό του αυτιού. Όλοι συμφωνούσαν ότι εκείνη τη φορά ο Βρούχος
στάθηκε πραγματικά τυχερός, κι όχι στο καράβι ή στο Γκρα(αφού
στο κάτω κάτω όλοι θα πεθάνουμε). Γιατί αν σκότωνε τότε τον
Κώσταρο(όπως ανόητα πήγε να κάνει)θα ξεκινούσε τέτοιο
οικογενειακό, που ο Σαϊτομανώλης, αν γλίτωνε, θα βλαστημούσε
την ώρα και τη στιγμή που τον έφερνε στο Γερασήμι, ενώ όμως, με
αυτό τον τρόπο και τη σφαίρα δίπλα στο κεφάλι του, ο Κώσταρος
τρόμαξε τόσο με την αποφασιστικότητα του Βρούχο, ώστε
αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και το σόι του Σαϊτομανώλη βγήκε
κερδισμένο από τη σύγκρουση(ενώ μάλιστα δεν είχε και δίκιο). Από
τότε οι Σαΐτηδες άρχισαν ν’ ανεβαίνουν στο Γερασήμι κι από τότε ο
Σαϊτομανώλης τον αγάπησε περισσότερο.

«Βρούχο» τον είπαν, επειδή εκείνες τις πρώτες μέρες στο χειμαδιό,
μόλις άρχισε να βγαίνει έξω από το κονάκι και να βλέπει κάτω τη
θάλασσα, ξαφνικά έτρεμε κι έβγαζε έναν ήχο: «Βρουου… Βρουου!»
κοιτάζοντάς τους έντονα(θέλοντας μάλλον να δείξει τον ήχο του
καραβιού που βυθίζεται, ή της τρικυμίας, αφού δεν ήξερε λέξη στη
γλώσσα μας). Ο Σαϊτομανώλης τον είχε βαφτίσει Μανώλη- το όνομά
του. Κι ήθελε κιόλας να τον παντρέψει με μια κόρη του, αλλά δε
μπορούσε γιατί τον είχε δηλώσει, αργότερα στην απογραφή του
Αρμοστή, σαν γιο του.

97
Πίσω στα οροπέδια, ο Παχιάς θα περνούσε τη νύχτα στο μιτάτο του
Μαρκογιάννη. Του έστρωσαν μια καινούργια στρωματσάδα με
ρείκια σε μια πέτρινη κοιμηθιά δίπλα στο μιτάτο και του έδωσαν κι
ένα γαμπά για να σκεπαστεί(δε χρειαζόταν καθόλου, η νύχτα ήταν
ζεστή σα μεσημέρι). Όλοι στο μιτάτο θα κοιμούνταν έξω εκείνη τη
νύχτα και του άφησαν φιλόξενα την πιο παράμερη κοιμηθιά για να
έχει την ησυχία του.

Ύπνος όμως δεν τον έπαιρνε. Δε ζούσε συνηθισμένες μέρες για να


έχει συνηθισμένο ύπνο. Έμενε ξαπλωμένος ανάσκελα, κάτω από τ’
αστέρια του ουρανού που τέτοια νύχτα τα μετρούσες πεντακάθαρα,
βυθισμένος σε σκέψεις. Θα φαινόταν περίεργο σε κάποιον άλλο στη
θέση του, ότι εκείνες δεν είχαν ξεκινήσει από τα κλεμμένα πρόβατα
αλλά από την απογευματινή συζήτηση στο μιτάτο.

Αυτός ο Πατόνικος, σκεφτόταν, δεν τον ήξερα, ίσως κάπου τον έχω
ξαναδεί, περίεργος. Να πει κάνεις πως είναι σοφός; Μπα… δεν του
φαίνεται κάτι τέτοιο. Ύστερα, οι άλλοι δε φάνηκε να τον σέβονται
και τόσο. Μάλλον γι’ αστείος μοιάζει. Όμως, αυτά που έλεγε ίσως
να μην είναι και τόσο αστεία. Από παιδί κι από τρελό, λένε,
μαθαίνεις την αλήθεια. Καλά του το είπε ο Μαρκογιάννης: ποιο το
νόημα ν’ ανακατεύεις πράγματα μπερδεμένα που δε μπορείς να τα
κάνεις κουμάντο; Μόνο για να τα ξέρεις; Κι αν τα ξέρεις, σε τι
μπορούν να σε βοηθήσουν; Όσο βέβαια περισσότερα ξέρεις, λένε
πάλι, τόσο καλύτερος άνθρωπος γίνεσαι · πάντως αυτοί, ό,τι και να
τους έλεγε ο Πατόνικος σε λίγο θα το ξεχνούσαν, επειδή το είπε ο
Πατόνικος. Αν τους το ‘λεγε κάποιος σαν τον Βρούχο ή τον Καμπέρη,

98
τότε μόνο θα το ‘παιρναν σοβαρά και δε θα το ξεχνούσαν ποτέ στη
ζωή τους. Στο βουνό δεν έχει σημασία τι λέει κάποιος, αλλά ποιος
είναι αυτός που το λέει - το μόνο σίγουρο. Ίσως να σκέφτονται όταν
μιλάει ένας σπουδαίος, πως αυτά που λέει τον έκαναν σπουδαίο,
άρα είναι σωστά και χρήσιμα για να τους κάνουν κι εκείνους
σπουδαίους, όμως: Σπουδαίο σε κάνουν οι πράξεις, έλεγε πάντα ο
Παχιαδογιώργης.

Τον Βρούχο αυτός, τον ήξερε. Του τον είχε γνωρίσει ο πατέρας του
και τον είχε συναντήσει μετά μόνος, δυο-τρεις φορές στα χωριά
τυχαία, κι ο Βρούχος πάντα τον θυμόταν και τον χαιρετούσε
εγκάρδια. Να ξέρεις, του είχε πει τότε ο Παχιαδογιώργης: αυτός μου
έχει μεγάλη υποχρέωση και δεν πρόκειται ποτέ να μας κλέψει ζώα
ούτε ν’ αφήσει άλλον, όχι μόνο όσο ζω εγώ, αλλά τριάντα γενιές να
περάσουνε! Έτσι τώρα, όση ώρα αυτοί μιλούσαν για τον Βρούχο κι
έβλεπε πόσο τον φοβούνταν, εκείνος ένιωθε απρόσβλητος κι
άκουγε χωρίς ανησυχία. Ήταν μία από τις στιγμές εκείνες που
ένιωθε ευτυχισμένος επειδή είχε πατέρα τον Παχιαδογιώργη(γιατί
πότε ένιωθε ευτυχισμένος και πότε δυστυχισμένος γι’ αυτό).

Το μόνο που δεν είπε ο Πατόνικος, συνέχισε να σκέφτεται, είναι το


πώς γεννιέται κάποιος εκεί που γεννιέται. Αν δεν είναι αυτό τυχαίο,
όπως καταλαβαίνουν οι πολλοί την τύχη, τότε ποιο είναι μετά;
Κανένας δε σκέφτηκε να τον ρωτήσει. Αν τον ρωτούσαν, ήθελα να
‘ξερα τι θα λεγε. Δε θα ‘φτανε βέβαια στο σημείο να πει, ότι και πριν
γεννηθεί η ψυχή του τον κατευθύνει σε ποια κοιλιά να πάει…
Σταμάτησαν όμως κι έτσι απότομα την κουβέντα, γιατί ξέφυγε
εκείνη η βρισιά στον Καραδάκη, φοβήθηκε · αν συνέχιζαν, θα το
σκεφτόμουν εγώ και θα του το ‘λεγα: Ποια ψυχή φταίει και
γεννηθήκαμε εμείς στο βουνό;

Κανένας δεν πρέπει να καυχιέται για τίποτα, είχε ακούσει κάποτε


να λέει μια γριά γειτόνισσά τους, πίσω στο χωριό: Το μόνο τυχερό
είναι τ’ αγέννητο.

Άλλο πάλι κι αυτό! σκέφτηκε τώρα, όπως το θυμήθηκε χωρίς να


ξέρει πώς(ξεπρόβαλε μπροστά του σαν ταμπέλα σε τοίχο). Αν ήταν
έτσι, θα ‘πρεπε να πάμε να πέσουμε αμέσως όλοι σε κάποιο τάφκο,

99
και δε θα ‘βαζε κανείς ούτε μια πέτρα πάνω σ’ άλλη. Αυτό που
πρέπει να κάνουμε, είναι όσο ζούμε να προσπαθούμε να κάνουμε
το βουνό καλύτερο για να ζήσουμε καλύτερα κι εμείς και οι άλλοι.
Τώρα μιλώ σαν το δάσκαλο τον Αγησίλαο, κατάλαβε. Κάτι τέτοια
μας έλεγε κι αυτός στο σχολείο. Γιατί όμως να νοιαστεί ο ένας για
τον άλλο; Δε μας έλεγε. Το πολύ-πολύ από εγωϊσμό, λέω εγώ, να
νοιαστεί κανείς για τα παιδιά του – ή, από αγάπη. Υπάρχει όμως
αγάπη; αναρωτήθηκε μετά: Υπάρχει, απάντησε, κοιτώντας μέσα
του.

Ανασηκώθηκε τότε στο στρώμα κι ανακάθισε. Κοίταξε πέρα στα


βόρεια τη μεγάλη κορυφή, τη Στολίστρα, που τη χτυπούσε το
φεγγάρι και στραφτάλιζε.

Είναι κι άλλοι κλέφτες στο Γερασήμι, σκέφτηκε· δεν είναι μόνο ο


Βρούχος. Πρέπει να πάω οπωσδήποτε. Δε γίνεται να μην πάω.
Όμως, με τίποτα δε θα περάσω από εκεί που μένει ο καλόγερος. Με
τίποτα! Θα πάω σ’ όλα τ’ άλλα τα μέρη, όμως, ακόμα κι αν μου
πούνε πως έχει τα πρόβατα στη σπηλιά του, εκεί δε θα πάω. Αυτός
ο Μπουρεξής, κι αυτό το τουφέκι, ήταν μεγάλη ατυχία που τον
συνάντησα τέτοια ώρα.

Έπεσε πάλι πίσω στο στρώμα και ξεφύσησε: Γιατί να κλέβουνε σ’


αυτό το βουνό; φώναξε μέσα του γεμάτος απόγνωση. Δε θα
μπορούσαν να μην κλέβουν; Είχε ακούσει πως σ’ άλλα βουνά είχαν
σταματήσει από καιρό να κλέβουν ζώα. Εκεί δε θα ‘χουν κανένα
πρόβλημα, σκέφτηκε, κανένα. Αλλά εδώ… όπως φυτρώνουν οι
ασφένταμοι παντού, φυτρώνουν οι κλέφτες. Δεν πρόκειται να
σταματήσουν ποτέ. Κι αν σταματήσουν… χειρότερα.

Κι αυτός είχε κλέψει ζώα, όχι μία αλλά αρκετές φόρες, και δεν είχε
δικαίωμα τώρα να κατακρίνει, αλλά, σκέφτηκε μετά: Αν είναι έτσι
και κανένας ένοχος δεν έχει δικαίωμα να κατακρίνει, τότε δεν έχει
κανένας δικαίωμα, γιατί όλοι είναι κάπου ένοχοι και θα μείνουν όλα
ακατάκριτα. Ύστερα, σ’ αυτό το βουνό βρέθηκε - δεν το διάλεξε.

Ο Σπυρίδος τον πήρε πρώτη φορά κι έκλεψαν ζώα, αλλά δεν


έφταιγε καθόλου ο Σπυρίδος · ο ίδιος τον ανάγκασε. Ήταν ο γιος
του Παχιαδογιώργη και νέος, κι όλοι οι νέοι στο χωριό τους ήτανε

100
περήφανοι ζωοκλέφτες. Πώς θα μπορούσε να σταθεί ανάμεσά τους
αλλιώς; Δε θα τον υπολόγιζε κανείς - γι’ αυτόν τον ίδιο, όχι για τον
πατέρα του. Απ’ όταν θυμόταν τον εαυτό του άκουγε στα μιτάτα
ιστορίες για ζωοκλοπές, ακόμα κι από τους πιο σεβαστούς
ανθρώπους. Η μόνη διαφορά που είχαν εκείνοι οι πιο σεβαστοί από
τους άλλους, ήταν πως εκείνοι αφηγούνταν τις ιστορίες τους με
τρόπο που να τονίζει διαρκώς ότι ακολουθούσαν όλους τους
κανόνες(γιατί η ζωοκλοπή είχε κανόνες)κι ότι πάντα συμπλήρωναν
στο τέλος πως αυτά δεν είναι πράγματα σωστά και πρέπει κάποτε
να σταματήσουν. Όμως, πίσω από τα λόγια τους, ήδη από τότε,
ένιωθε καθαρά κι ας ήταν παιδί, πως στο βουνό ένα πράγμα μετρά
κι ένα πράγμα θαυμάζεται: η δύναμη. Και πως η ζωοκλοπή είναι
δύναμη.

Κι εκείνος, είχε φτάσει δεκάξι χρονών και μετρούσε τις μέρες, και
δεν είχε κλέψει ακόμα ούτε ένα ζώο. Δεν είχε ακόμα
«ξεπαρθενευτεί» όπως το έλεγαν οι ζωοκλέφτες. Και ο
Παχιαδογιώργης, δεν έλεγε βέβαια κάτι, όμως περίμενε.

Ο Σπυρίδος για καιρό δεν ήθελε να τον πάρει μαζί του. Ποτέ δεν
κατάλαβε αν αυτό το έκανε επειδή θεωρούσε στο βάθος τη
ζωοκλοπή κακό, ή επειδή δεν ήθελε να έχει μαζί του το γιο του
Παχιαδογιώργη μην τυχόν και του συμβεί κάτι και βρει το μπελά
του. Ήτανε τότε στην ακμή του ο Σπυρίδος κι έκλεβε συνέχεια – είτε
επειδή τον έστελνε ο Παχιαδογιώργης είτε για λογαριασμό του – και
τις περισσότερες μέρες έμεναν οι δυο τους μόνοι στο μιτάτο.

Δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβει όταν έφευγε για ζωοκλοπή.


Άφηνε το γαμπά του, έχωνε στη ζώνη ένα μαχαίρι κι ένα
πιστόλι(έδενε κιόλας το πιστόλι με κορδόνι για μην το χάσει)κι έβαζε
και μερικά κομμάτια σκοινί στη βούργια για να δένει τα ζώα. Όταν
είχε σκοπό να πάει μακριά έβαζε μέσα και λίγο τυρί κι ένα παγούρι
νερό. Έπαιρνε κι ένα ύφος κάπως ντροπαλό και αμήχανο. Μια μέρα,
που τον είδε να τα κάνει όλα αυτά, τον πήρε από πίσω. Θα έρθω!
του είπε, ό,τι κι αν κάνεις!

Πάνω από μισή ώρα προσπαθούσε να τον σταματήσει καθισμένος


σε μια πέτρα, με διάφορες δικαιολογίες - ότι θα πήγαινε μακριά, ότι

101
έπρεπε να μείνει κάποιος με τα δικά τους ζώα, ότι υπήρχαν δουλειές
στο μιτάτο , ότι έπρεπε να πάει μόνος, κι άλλα τέτοια – όμως εκείνος
στάθηκε ανένδοτος. Στο τέλος ο Σπυρίδος σηκώθηκε, έκανε το
σταυρό του και ξεκίνησαν. Δεν είχε νιώσει μέχρι τότε μεγαλύτερη
χαρά στη ζωή του · με το πρώτο βήμα ένιωσε πως επιτέλους έγινε
άντρας. Με δυσκολία συγκρατιόταν στο δρόμο να μένει πίσω του,
όπως του είπε, και να μην τρέχει σαν κυνηγόσκυλο μπροστά.

Ο Σπυρίδος δεν πήγαινε ποτέ δυτικά - ήταν «μισός κλέφτης» έλεγε


ο Παχιαδογιώργης. Στα δυτικά είχε παλιά προβλήματα και ήταν
απαγορευμένη περιοχή γι’ αυτόν, ακόμη και κρυφά τη νύχτα.
Κατευθύνθηκαν ανατολικά.

Περπάτησαν ώρες και πέρασαν από μέρη που δεν είχε ξαναδεί.
Ακολούθησαν το πλάι του βουνού κι είδαν από κάτω τους χωριά
που πρώτη φορά τα έβλεπε. Ανατολικά το βουνό είναι απότομο και
κατεβαίνει μονομιάς από την κορυφή στη ρίζα. Ο Σπυρίδος όμως
ήξερε καλά τα μονοπάτια και τα μιτάτα, και ήξερε καλά και τους
ανθρώπους - ποιοι ήταν δυνατοί ή αδύναμοι και ποιοι φίλοι του
Παχιαδογιώργη για να προσπερνάνε τα κοπάδια τους.

Εκείνη τη φορά δεν πήγαινε για κάποια σχεδιασμένη δουλειά με


απώτερους σκοπούς, όπως συχνά έκανε για λογαριασμό δικό του ή
του Παχιαδογιώργη. Έψαχνε μόνο να βρει μερικά ζώα για να φάει
κρέας και να κερδίσει χρήματα. Ήθελε ο ιδιοκτήτης τους να μην
είναι ικανός να τους κυνηγήσει ή να εκδικηθεί, κι είχε μερικούς
τέτοιους στο νου του. Γι’ αυτό και συνάντησαν πολλά κοπάδια στο
δρόμο και δεν τα πείραξαν.

Κάποια στιγμή, έφτασαν ψηλά πάνω από ένα χωριό σχεδόν στην
ανατολική άκρη του βουνού. Σ’ ένα μέρος άδεντρο, κατηφορικό,
γεμάτο φασκομηλιές και χαμόκλαδα. Δεν έμοιαζε καθόλου με το
δικό τους βουνό. Αυτό τον έκανε να νιώθει πως βρίσκονταν τώρα σε
χώρα εχθρών. Σταμάτησαν σ’ ένα σημείο και κρύφτηκαν μέσα στα
χαμόκλαδα. Ήταν ακόμα μέρα κι ήθελε περίπου δύο ώρες για να
σκοτεινιάσει.

Στην αρχή δε φαινόταν τίποτα, κι αυτός περίμενε απορημένος μέσα


στα κλαδιά, αμφιβάλλοντας για το πού τον είχε φέρει ο Σπυρίδος.

102
Του είχε όμως απαγορέψει να μιλάει. Πέρασε έτσι αρκετή ώρα,
μέχρι που, σε μια στιγμή, ο αέρας έφερε ξαφνικά μακρινό ήχο από
κουδούνια και στο βάθος κάτω τους ξεπρόβαλαν μερικές μικρές
άσπρες στάμπες να ανεβαίνουν. Ήτανε κοπάδι πρόβατα.

Να τα…, ψιθύρισε ο Σπυρίδος κι ανασηκώθηκε προσεκτικά για να


δει καλύτερα.

Μόνο τότε ένιωσε πως όλο αυτό δεν είναι παιχνίδι, κι άκουσε την
καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Και τα πόδια του κιόλας σφίχτηκαν
κι ήθελε να τρέξει και να εξαφανιστεί. Δεν κουνήθηκε όμως.

Εκείνα τα πρόβατα - ήτανε περίπου σαράντα - ανέβαιναν ψηλότερα


για να περάσουν τη νύχτα, όπως κάνουν πάντα, κι έρχονταν ακριβώς
πάνω τους. Δεν έμοιαζε να τα προσέχει κανείς, όμως ο Σπυρίδος
είπε ότι έπρεπε να περιμένουν μέχρι να σκοτεινιάσει γιατί μπορεί
να τους έβλεπαν από το χωριό κάτω.

Εκείνη η ώρα της αναμονής του φάνηκε ατελείωτη. Ποτέ δεν


περίμενε ότι πηγαίνοντας να κλέψει ζώα θα έμενε τόση ώρα
ακούνητος. Ο Σπυρίδος ούτε του μιλούσε ούτε τον κοίταζε.
Κρατούσε το βλέμμα του καρφωμένο πάνω στο κοπάδι που
πλησίαζε, μαγνητισμένο. Δε μπορούσε τότε να καταλάβει πώς είναι
δυνατό να μένει ένα άνθρωπος τόσο προσηλωμένος σε κάτι για
τόση ώρα, όμως, με τα χρόνια, κατάλαβε πόσο η ζωοκλοπή
απορροφούσε τη φαντασία των ανθρώπων, κι ότι όλη αυτή την ώρα
που δεν έχανε τα ζώα από τα μάτια του περνούσαν από το μυαλό
του Σπυρίδο χίλια πράγματα, όπως: αν ήταν παχιά ή άγρια, από πού
θα τα περνούσε στη συνέχεια, πώς θα τα έκρυβε, σε ποιον θα τα
πουλούσε, ακόμα και πόσα λεφτά θα έπιαναν. Μέχρι και τη σκηνή
όταν θα ανακάλυπταν το πρωί οι ιδιοκτήτες την απουσία τους θα
φανταζόταν.

Λίγο πιο πέρα υπήρχε ένα «λακκάκι», βαθύ, καθαρό από κλαδιά,
πολύ βολικό για ό,τι το ήθελαν. Όταν επιτέλους σκοτείνιασε τόσο
όσο το μάτι από το χωριό να μη φτάνει και τα πρόβατα είχαν πια
φτάσει σχεδόν μπροστά τους, του εξήγησε το σχέδιο:

103
Εγώ θα πάω από πίσω τους, του είπε. Θα τα φέρω στο λακκάκι. Θα
τα ρίξουμε μέσα και θα πιάσουμε όσα μπορούμε. Εσύ θα πας να
σταθείς εκεί, και του έδειξε πού.

Όταν σηκώθηκε κι είδε δίπλα του τον Σπυρίδο, χωρίς να του δίνει
σημασία, να κατηφορίζει για να κυκλώσει τα πρόβατα που έβοσκαν
αμέριμνα, φοβήθηκε. Πρώτη φορά στη ζωή του φοβήθηκε
πρόβατα. Του φάνηκαν σαν θεριά από τα παραμύθια κι όταν
έφτασε στο σημείο που του είχε πει να σταθεί τα πόδια του έτρεμαν
κι ένιωθε ότι δε θα κατάφερνε να κουνηθεί. Κι όταν κιόλας ο
Σπυρίδος τα πλησίασε τόσο όσο να τον αντιληφθούν, ο ήχος από τα
κουδούνια τους που τινάχτηκαν ξαφνιασμένα του τρύπησε τ’ αυτιά,
και νόμισε πως τώρα θ’ ακούγονταν σ’ όλο το βουνό κι ότι από
παντού θα έπεφταν άνθρωποι κατά πάνω τους. Όμως δε φάνηκε
κανείς. Ήτανε μόνο τρία μικρά κουδουνάκια και δε θ’ ακούγονταν
διακόσια μέτρα μακριά. Ο Σπυρίδος δεν έδωσε καμία σημασία στον
ήχο τους και δε δυσκολεύτηκε και καθόλου να φέρει αυτά τα ήρεμα
ζώα, του χωριού, στο λακκάκι. Όλη η αντίστασή τους εξαντλήθηκε
σ’ εκείνο το φτωχό τίναγμα του κουδουνιού. Μόλις βρέθηκαν όλα
μέσα στο λακκάκι και, όπως ακριβώς το είχε σχεδιάσει ο Σπυρίδος,
βρέθηκαν εκείνοι ο ένας στη μια τους πλευρά κι ο άλλος στην άλλη,
τον είδε να σταμάτα και να ανασκουμπώνεται:

Τρέξε να πιάσεις δυο..! του ψιθύρισε δυνατά, και πριν προλάβει


καλά-καλά να τον ακούσει τον είδε να τρέχει προς το κοπάδι.

Έπεσε πάνω τους με όλη του δύναμη · τα πόδια του μονομιάς


λύθηκαν. Όμως, δεν ήξερε πώς, ενώ ήταν εύκολο, κατάφερε να
πιάσει μόνο ένα. Ο Σπυρίδος, που είχε πιάσει και τα δύο δικά του,
μόλις το κατάλαβε στο μισοσκόταδο έσκουξε θυμωμένα.
Εντωμεταξύ, τα υπόλοιπα ζώα είχαν σκορπίσει προς όλες τις
κατευθύνσεις.

Ας είναι…,μουρμούρισε τελικά ο Σπυρίδος. Φοβόταν να του


κακομιλήσει επειδή ήταν γιος του Παχιαδογιώργη.

Του έδωσε να κρατήσει το ένα δικό του, έβγαλε το σκοινί από τη


βούργια και τα έδεσαν και τα τρία μαζί. Ήταν πρόβατα καλά, παχιά
του κάμπου, κι αυτό έκανε τον Σπυρίδο να παρηγορηθεί κάπως για

104
το άλλο που ξέφυγε. Ο ένας από μπροστά τα τραβούσε κι άλλος από
πίσω τα έσπρωχνε και ξεκίνησαν ευτυχισμένοι να γυρίσουν πίσω.

Ωστόσο, τα ζώα δε συμφωνούσαν. Υπάρχουν, λένε, πρόβατα που


ακολουθούν μόνα τους τον κλέφτη στη σφαγή – φτάνει μόνο να τ’
αγγίζει - και τα θυμούνται πάντα αυτά οι κλέφτες με ευγνωμοσύνη,
επειδή δεν τους ταλαιπώρησαν, όμως, τα δικά τους δεν ήτανε
τέτοια. Όσο ήρεμα ήταν μέχρι να τα πιάσουν, τόσο δύστροπα έγιναν
όταν τα έδεσαν. Δεν ήθελαν να προχωρήσουν και στύλωναν τα
πόδια κι όταν προχωρούσαν μπέρδευαν μεταξύ τους όπως ήταν
δεμένα, και μπέρδευαν και τα σκοινιά, και χρειάστηκε να τα λύσουν
και να τα δέσουν καλύτερα δύο φορές μέχρι να προχωρήσουν μισή
ώρα. Κι αυτό δε θα ήταν μεγάλο πρόβλημα αν είχανε να κάνουν με
πρόβατα μικρόσωμα, όπως τα βουνίσια · αυτά όμως ήταν ζώα βαριά
και τους κούραζαν πολύ.

Στο τέλος θα το πάρουνε χαμπάρι και θα μας προλάβουν, έλεγε


απογοητευμένος ο Σπυρίδος, κι αυτός κοίταζε διαρκώς πίσω τους
να μην τους ακολουθεί κανείς. Και τον παραμικρό ήχο τον πέρναγε
για άνθρωπο κι ήταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια.

Η πρώτη ζωοκλοπή, είχε ακούσει να λένε, είναι σαν την πρώτη


φορά που παίζει κανείς ζάρια, αλλά από την ανάποδη. Δηλαδή, ενώ
την πρώτη φορά που παίζει κανείς ζάρια συνήθως κερδίζει τα πάντα
– σα να θέλει το παιχνίδι να τον γλυκάνει για να τον κάνει δούλο
του –, στην πρώτη ζωοκλοπή του τυχαίνουν όλες οι αναποδιές - σα
να θέλει ο θεός των κλεφτών( ο «Τζερτζεβουήλ») να τον δοκιμάσει
αν είναι ικανός. Αυτό εκείνος δεν ήξερε αν συμβαίνει πραγματικά
σε όλους, στη δική του πάντως πρώτη φορά, περίπου αυτό συνέβη.

Γιατί είχαν φτάσει μεσάνυχτα όταν κατάφεραν να περάσουν την


πρώτη μεγάλη κορυφή πάνω από τα χωριό που είχανε κλέψει τα
πρόβατα και να ευθυγραμμίσουν κάπως την πορεία τους, όμως
εκείνα συνέχιζαν να κάνουν τα ίδια. Εντωμεταξύ, το φεγγάρι
βασίλεψε (ήτανε νύχτα χασοφεγγαριά) κι έγινε απόλυτο σκοτάδι,
και ο Σπυρίδος έλεγε πως αποκλείεται να προλάβαιναν να φτάσουν
πριν ξημερώσει. Έλεγε όμως και ότι με τίποτα δε θ’ άφηνε τέτοια
ζώα, κι ότι προτιμούσε να περάσει όλη την επόμενη μέρα

105
κρυμμένος(και θα ήθελε ακόμα να πει, με βρισιές, αλλά δεν το
έλεγε, ότι πολύ καλά του φώναζε εκείνος να μείνει πίσω κι ότι τώρα
δε θα υπήρχε κανείς όλη τη μέρα στο μιτάτο τους).

Τελικά σταμάτησαν, μετά την κορυφή, για να ξεκουράσουν τα ζώα


αλλά πιο πολύ για να ξεκουραστούν αυτοί, κι όταν ξεκίνησαν ξανά,
ανέλπιστα, εκείνα άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα και να
προχωρούν σχεδόν κανονικά – σα να υποτάχθηκαν επιτέλους. Το
πρόβλημά τους τώρα ήταν ότι περνούσαν από κακοτράχαλο έδαφος
και, χωρίς το φως του φεγγαριού, δεν έβλεπαν πού πατούσαν. Ο
Σπυρίδος ήξερε το μέρος, αλλά το ήξερε με φως. Τώρα, το μόνο που
διέκριναν στο φως των αστεριών ήταν τα περιγράμματα των
μεγάλων κορυφών, για να μη χάσουν τουλάχιστον την κατεύθυνση.

Έπεσαν μέσα σε πυκνούς ασπαλάθους και βγήκαν γεμάτοι


αγκάθια· κι ένα πρόβατο πιάστηκε από το μαλλί στα κλαδιά τους και
χρειάστηκε να κόψουν με το μαχαίρι το μαλλί για να το
ελευθερώσουν. Κι ο Σπυρίδος έφαγε μετά πολλή ώρα - και τα χέρια
του στο σκοτάδι - για να ξεμπερδέψει το κομμένο μαλλί από τα
κλαδιά και να μην το βρουν το πρωί και βρουν από αυτό τα ίχνη
τους.

Και μόλις βγήκαν από εκεί, χτύπησε το γόνατό του σε μια μυτερή
πέτρα(έστεκε σα πάσσαλος)κι έμεινε βουβός από τον πόνο, κι
έχασαν κι άλλη ώρα, πολλή, μέχρι να καταφέρει ο Σπυρίδος να τον
κάνει να σηκωθεί και να προχωρήσει.

Αλλά δεν είναι, σίγουρα, αυτές οι μεγαλύτερες δυσκολίες που


μπορεί να συναντήσει κάποιος σε μια ζωοκλοπή. Η μεγαλύτερη
δυσκολία στη ζωοκλοπή(όπως μάλλον και παντού)κι αυτή που σε
δοκιμάζει πάνω απ’ όλα, είναι ο άνθρωπος.

Όταν είχαν προχωρήσει αρκετά κι είχαν περάσει τα βοσκοτόπια


ακόμα δύο χωριών, και ο Σπυρίδος έλεγε πως έμεναν ακόμη τρεις
ώρες να ξημερώσει, κι είχαν με κάποιο τρόπο μπει σε μια πορεία κι
εκείνος, από την κούραση, το μόνο που δε σκεφτόταν ήταν ότι κάτι
άλλο, χειρότερο, μπορούσε να συμβεί, τότε ξαφνικά, ενώ
περνούσαν μέσα από ένα λόγγο με μεγάλους πρίνους και δεν

106
ακουγόταν τίποτα παρά μόνο τα βήματά τους, στα καλά καθούμενα,
από το πουθενά, ξεπετάχτηκε μια άγρια φωνή: «Ποιοι μρε είστε;!».

Αυτό το: «Ποιοι μ[ω]ρε είστε;!» το φώναζαν τυποποιημένο στο


βουνό τη νύχτα σε εχθρούς ή φίλους όταν ήθελαν να τους
αναγνωρίσουν.

Ο Σπυρίδος μπροστά κοκκάλωσε κι αυτός από πίσω πάγωσε.

«Ποιοι μρε είστε;!!» ξανακούστηκε η φωνή, πιο έντονη τώρα. Από


το φόβο του, δε μπορούσε να καταλάβει ούτε από πια μεριά του
λόγγου ερχόταν.

Ο Σπυρίδος, προφανώς, προσπαθούσε να αποφασίσει αν θα του


απαντούσε ή όχι και δίσταζε(γιατί δεν τους έβλεπε, μόνο άκουγε
βήματά τους), όμως, ο συγκεκριμένος, δεν ήταν μάλλον από αυτούς
τους υπομονετικούς που συναντάς καμιά φορά στο βουνό.

«Μπαμ!!» ακούστηκε ξερό κι είδαν τη λάμψη στα αριστερά τους,


περίπου είκοσι μέτρα, μέσα στους πρίνους. Η σφαίρα χτύπησε πίσω
τους και πέταξε σπίθες.

Τρέξε, φύγε! γρύλισε ο Σπυρίδος καθώς έσκυβε.

Το έβαλε στα πόδια με όλη του τη δύναμη κι άκουγε πίσω του:


«Μπαμ!! Μπαμ!! Μπαμ!!» κι άλλους πυροβολισμούς, από δύο
όπλα. Οι λάμψεις αντιφέγγιζαν στο σκοτεινό ουρανό. Ο Σπυρίδος
είχε τραβήξει το πιστόλι του και απαντούσε.

Όταν σταμάτησε, δεν ήξερε ούτε πόση ώρα έτρεχε ούτε πού
βρισκόταν. Βρέθηκε σ’ ένα μέρος σκοτεινό όπως όλα τ’ άλλα και οι
πυροβολισμοί είχαν σταματήσει. Μόλις του πέρασε η έξαψη από το
τρέξιμο, δε θα πρέπει να είχε δοκιμάσει μεγαλύτερο τρόμο στη ζωή
του. Ήταν σίγουρος πως ο Σπυρίδος σκοτώθηκε – όπως είχε ακούσει
για τόσους και τόσους που είχαν σκοτωθεί στη ζωοκλοπή - και δεν
είχε δύναμη ούτε να κουνηθεί ούτε να του φωνάξει. Δεν έπρεπε
κιόλας να φωνάξει, γιατί θα τον έβρισκαν.

Κουλουριάστηκε στη ρίζα ενός βράχου, γιατί κρύωνε και πονούσε


το γόνατό του, και περίμενε. Δεν ήξερε τι, μάλλον να ξημερώσει, και

107
προσπαθούσε να μη βάλει τα κλάματα, γιατί του φαινόταν μεγάλη
ντροπή να κλάψει τέτοια ώρα, και, πραγματικά, δεν έκλαψε.

Κάποιος μηχανισμός μάλιστα λειτούργησε(μάλλον αυτός της


παράδοσης, γιατί άκουγε διαρκώς ιστορίες για περιπέτειες και
σκοτωμούς στις ζωοκλοπές)και ξαναβρήκε εύκολα την
αυτοκυριαρχία του. Πραγματικά, όπως το θυμόταν τώρα, εκείνη η
ώρα μετά που κουλουριάστηκε στο βράχο και μέχρι να ξημερώσει
δεν πέρασε και τόσο άσχημα - και του φάνηκε κιόλας πως πέρασε
και πολύ γρήγορα (πώς θα ένιωθε ο Σπυρίδος αν βρισκόταν στη
θέση του κι είχε χάσει το μοναχογιό του Παχιαδογιώργη, άλλο
ερώτημα). Μόλις αχνόφεξε, βγήκε προσεκτικά σ’ ένα πιο επίκαιρο
σημείο κι είδε το μέρος που βρισκόταν.

Δεν το αναγνώριζε, όμως έβλεπε πέρα ψηλά τις μεγάλες κορυφές


του βουνού και τη δική τους. Άρα ήξερε περίπου πώς θα γυρνούσε
στο μιτάτο.

Ξεκίνησε, αποφεύγοντας τα μονοπάτια που συναντούσε και


πηγαίνοντας απ’ όπου το μέρος του φαινόταν πιο δύσβατο, για να
μη συναντήσει κανένα και, σε κάποια στιγμή, βρέθηκε πάνω στην
ίδια αντίθετη διαδρομή που είχαν ακολουθήσει με τον Σπυρίδο
και, τότε πια, ήταν σίγουρος ότι πήγαινε σωστά. Δεν τον είδε
κανένας στο δρόμο, παρά μόνο ένας χωριανός τους που έκοβε ξύλα-
όταν πια είχε φτάσει στα βοσκοτόπια του χωριού τους – και του
έριξε ένα βλέμμα όλο νόημα, όπως του φάνηκε, σα να είχε ασφαλώς
καταλάβει τι είχε συμβεί. Όταν έφτασε στο μιτάτο, σχεδόν
μεσημέρι, γεμάτος αγωνία, βρήκε τον Σπυρίδο να τον περιμένει
εκεί.

«Από τότεσας σε γυρέβγω!» του είπε αυτός, «κι έχω καταπιεί τη


γλώσσα μου. Ευτυχώς, για’ θα με σκότωνε ο Παχιαδογιώργης…».
Δεν έμοιαζε θυμωμένος.

Τον έψαχνε από τότε που χώρισαν μέχρι τότε που απελπίστηκε και
γύρισε στο μιτάτο, περιμένοντας μήπως εμφανιστεί εκεί. Αυτός,
αφού αντάλλαξε μερικούς τυφλούς πυροβολισμούς με τον άλλο και
κατάλαβε ότι δε θα υποχωρούσε, άφησε τα πρόβατα κι έφυγε γιατί
δεν άξιζε να σκοτωθούν γι’ αυτά. Εντωμεταξύ είχε καταλάβει και

108
ποιος ακριβώς ήταν ο άλλος (αφού εκτός το: Ποιοι είστε; κατά τη
διάρκεια των πυροβολισμών άφησε και μερικές βρισιές) κι ότι δε θα
έβρισκε εύκολα άκρη μ’ αυτόν. Ακόμα κι αν δεν είχε μαζί του το γιο
του αφεντικού και την ευθύνη του, το ίδιο θα έκανε.

Όταν ανέβηκε το απόγευμα στο μιτάτο ο Παχιαδογιώργης του τα


είπε όλα χαρτί και καλαμάρι, όπως ακριβώς είχαν συμβεί. Ποτέ δεν
του έκρυβε τίποτα, όσο μυστικό κι αν ήταν. Ο Παχιαδογιώργης έριξε
ένα επιβραβευτικό βλέμμα, με υποψία χαμόγελου, σ’ αυτόν που
καθόταν πιο πέρα(και ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή για όλες τις
ταλαιπωρίες) κι έφυγε αμέσως για τ’ ανατολικά.

Ο άνθρωπος που τους πυροβόλησε ήταν κουμπάρος του. Τους


πυροβόλησε επειδή δεν τους αναγνώρισε κι επειδή ο Σπυρίδος
άργησε να του απαντήσει. Ο Σπυρίδος πάλι, δεν ήξερε πως ο
συγκεκριμένος ήταν άνθρωπος του Παχιαδογιώργη, γιατί ο
Παχιαδογιώργης εκείνη την εποχή κάθε μέρα έκανε κάποιον δικό
του στο βουνό. Είχε δηλαδή συμβεί μία παρεξήγηση. Όταν γύρισε ο
Παχιαδογιώργης, αργά το βράδυ, τους είπε σε ποιο σημείο θα τους
έχει δέσει ο άνθρωπος τα πρόβατα για να πάνε να τα πάρουν.
Έφυγαν την ίδια στιγμή και τα έφεραν στο μιτάτο, και τα τρία.

Το πρωί έσφαξαν το ένα(ήταν τόσο μεγάλο που κατέβασαν το μισό


στο χωριό), έψησαν το άλλο μισό για να τρώνε για μέρες κι έκρυψαν
τα άλλα δύο μέσα σε μια τρύπα, μέχρι να βρει ο Σπυρίδος χασάπη
για να τα πουλήσουν. Όμως, το ίδιο απόγευμα, ο Παχιαδογιώργης
ξανανέβηκε.

Δεν ξέρεις τι κάνεις! είπε θυμωμένα στον Σπυρίδο. Γέρασες στο


βουνό και δεν ξέρεις τι σου γίνεται! Τα πρόβατα που έκλεψες είναι
ενός φτωχού ανθρώπου που έχει δύο άρρωστα παιδιά.

Οι περισσότεροι ήταν φτωχοί στο βουνό, όμως, το να έχει κάποιος


ανάπηρα παιδιά θεωρούνταν η μεγαλύτερη δυστυχία και ήταν η
μεγαλύτερη απανθρωπιά να του κλέψει κανείς τα ζώα. Ο Σπυρίδος
αληθινά συγκλονίστηκε από την αποκάλυψη, και ορκίστηκε πως
ήξερε μεν, περίπου, τον άνθρωπο, δεν είχε όμως ιδέα για τα παιδιά.
Ευτυχώς εκείνος - γιατί αλλιώς δε θα ξανάβλεπε τα ζώα του - είχε
ένα σύντεκνο στο χωριό τους κι αυτός ενδιαφέρθηκε κι ενημέρωσε

109
όλους τους σημαντικούς ανθρώπους για την υπόθεση. Το άλλο πρωί
ο Παχιαδογιώργης τον κάλεσε αυτόν, το σύντεκνο, και του έδωσε τα
δύο πρόβατα που ζούσαν για να του τα επιστρέψει, κι έβαλε και τον
Σπυρίδο να υποσχεθεί ότι θα αποζημίωνε με άλλο εκείνο που
έσφαξαν. Και πραγματικά, ο Σπυρίδος το ίδιο καλοκαίρι, όταν
έκλεψε μερικά ζώα από τα βόρεια, από πολύ μακρινό μέρος όπου
δεν υπήρχε περίπτωση να τα ανακαλύψουν, κάλεσε πάλι αυτόν το
σύντεκνο και του έδωσε το καλύτερο για να του το πάει.

Υπήρχε μεγάλος σεβασμός στο βουνό, και ασυλία, για όσους είχαν
ανάπηρα παιδιά – τόσο, που θα περνούσε από το μυαλό κάποιων
δυστυχισμένων ν’ αφήσουν ένα παιδί ανάπηρο για να μεγαλώσουν
τα άλλα. Όσο φοβερός κι αν ήταν ο κλέφτης, μπροστά σ’ αυτό
σταματούσε. Ήταν η απαραίτητη ηθική διάσταση του πράγματος κι
όταν την τηρούσε ένιωθε καλύτερα- ακόμη και ο χειρότερος - κι από
όταν, σε άλλη περίπτωση, ολοκλήρωνε μια επιτυχημένη ζωοκλοπή.
Ο Σπυρίδος μέχρι τότε διηγιόταν με υπερηφάνεια ότι κάποτε που
έκλεψε κατά λάθος τα πρόβατα κάποιου με ανάπηρα παιδιά μόλις
το έμαθε τα επέστρεψε αμέσως, και αποζημίωσε μάλιστα με ένα
άλλο ένα που είχε σφάξει(αν και αυτό ήταν ιδέα του Παχιαδογιώργη
κι όχι δική του). Και πάντα, όταν διηγιόταν ιστορίες για τις
ζωοκλοπές της ζωής του, είτε ξεκινούσε είτε τελείωνε με αυτή, για
να δείξει στον άλλο πόσο σωστός κλέφτης στάθηκε.

Στο βουνό, δεν υπήρχε στάση χωρίς ηθική δικαιολόγηση – όσο


αυθαίρετη κι αν ήταν αυτή η ηθική δικαιολόγηση. Θα ήταν
αδιανόητο, κυρίως για τον ίδιο το δράστη. Ουδείς, ούτε ο
μεγαλύτερος κυνικός, δε θα θεωρούσε τον εαυτό του ειλικρινά
ανήθικο. Δε θα μπορούσε να υπάρξει άνθρωπος με αυτό τον τρόπο,
η ύπαρξή του θα συντριβόταν. Και μπορεί, βέβαια, πολλές υπάρξεις
να συντρίβονταν εν τέλει από ηθικό βάρος(όχι τόσο από τη
ζωοκλοπή που ήταν λίγο πολύ – ή μάλλον πολύ – αποδεκτή πράξη,
αλλά από άλλα χειρότερα),όμως, αυτό συνέβαινε επειδή η
αυθαίρετη ηθική δικαιολόγηση έχει τα όρια της και δεν είναι
αποτελεσματική εις το διηνεκές.

Ο άνθρωπος και κάποια ηθική είναι πράγματα αξεχώριστα. Και ο


πλέον ανήθικος για τους άλλους, αν τον εξετάσεις έχει κάποιον

110
ηθικό κώδικα. Αυτό το μπέρδεμα με την ηθική, έλεγαν στο βουνό,
του το έχουν δώσει οι θεοί για να τον προστατεύουν, επειδή από
αυτό μπορεί να ξεπεταχτεί και κάποια σωστή ηθική. Διαφορετικά,
συνέχιζαν, θα είχε οπωσδήποτε ξεκληριστεί ήδη από την εποχή που
η Κρήτη δεν ήταν νησί και η θάλασσα ανάβαθη. Δηλαδή, όπως την
υπολόγιζαν, πριν από πολλές χιλιάδες Καθαρούς(παρεμπιπτόντως,
δε θεωρούσαν το πιθανό ξεκλήρισμα του ανθρώπου ιδιαίτερη
καταστροφή).

Ο Παχιάς πάντως, ποτέ του δεν αγάπησε τη ζωοκλοπή - είτε


δικαιολογημένη είτε αδικαιολόγητη. Και δεν έφταιγε που την πρώτη
φορά τον πυροβόλησαν. Όσες έκανε στη ζωή του τις έκανε μόνο από
ανάγκη. Ακόμα κι εκείνη την πρώτη από ανάγκη την έκανε,
καταλάβαινε τώρα. Του άρεσαν οι περιπέτειες της, όταν τις άκουγε
από άλλους κι όταν θυμόταν και τις λίγες δικές του, όμως, στο τέλος
πάντα η καρδιά του σφιγγόταν. Δεν το απολάμβανε όπως άλλοι. Αν
και καταλάβαινε πολύ καλά πως οι ζωοκλοπές του πατέρα του,
λιγότερο του Σπυρίδο κι ακόμα λιγότερο οι λίγες δικές του, ήταν
αιτία της φήμης και των διασυνδέσεων που είχαν στο βουνό και
ζούσαν μέχρι τώρα με ασφάλεια, και πάλι η καρδιά του
σφιγγόταν(είχε κι ένα ιδίωμα, εντελώς ασυνήθιστο για ζωοκλέφτη,
ότι εκείνος λυπόταν και τα ίδια τα ζώα). Ύστερα, του συνέβη και κάτι
άλλο: όσο μεγάλωνε έχανε το θάρρος του και προτιμούσε να μην
υπάρχει λόγος να του υπενθυμίζει αυτό.

Από την άλλη όμως, κάθε φορά που ευχόταν και προσπαθούσε να
φανταστεί ένα βουνό χωρίς ζωοκλοπή τρόμαζε. Ένιωθε πως αν κάτι
τέτοιο συνέβαινε, η φήμη τους και οι διασυνδέσεις θα
εξαφανίζονταν κι ότι, οπωσδήποτε, θα εμφανίζονταν άλλες
απειλές, άγνωστες, μπροστά στις οποίες θα βρίσκονταν εντελώς
απροστάτευτοι. Τουλάχιστον τώρα, ήξερε πού πατούσε – όσο κι αν
ένιωθε άβολα με αυτή τη σκέψη.

111
Το πρόβατο εξημερώθηκε, λένε, πολύ παλιά, σ’ ένα βουνό κάπου
στη μέση της Ανατολής. Η αίγα σ’ ένα άλλο, λίγο νοτιότερα. Δεν είναι
γνωστό αν εκείνα τα βουνά έμοιαζαν με το δικό μας, αλλά μάλλον,
για κάθε άνθρωπο κάθε βουνού, οποιοδήποτε άλλο βουνό είναι
μόνο παραποιημένο αντίγραφο του δικού του, οπότε αυτό δεν έχει
ιδιαίτερη σημασία.

Θα πρέπει εδώ να μιλήσουμε κυρίως για το πρόβατο, επειδή το


πρόβατο είναι το κατ’ εξοχήν ζώο του βουνού - η αίγα ακολουθεί σε
απόσταση. Το πρόβατο στο βουνό είναι τυπικά άσπρο, με καφέ
κεραμιδί χρώμα μόνο στο κεφάλι - ή και στα πόδια, μικρόσωμο,
συμπαθητικό. Υπάρχουν και κάποια κατάμαυρα, καθώς και κάποια
άσπρα με μαύρο στο κεφάλι ή τα πόδια αντί για κεραμιδί. Κανένα
πρόβατο του βουνού, για το εξασκημένο μάτι, δε μοιάζει με το άλλο.

Όπως και οι άνθρωποι, τα πρόβατα ζουν σε κοπάδια και


εκτρέφονται σε κοπάδια. Τα κοπάδια στο βουνό είναι κατά κανόνα
μικρά. Ο αριθμός χίλια είναι εδώ μυθικός. Άρα η αξία του κάθε
προβάτου μεγάλη. Σύμφωνα με την «Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια»,
εκτρέφονται για το μαλλί, το κρέας και το γάλα τους. Στο βάθος
όμως, ουδείς γνωρίζει για ποιον πραγματικό λόγο εκτρέφονται,
όπως άλλωστε ουδείς γνωρίζει και με ποιον τελικά απώτερο σκοπό
καλλιεργείται η γη ή εξορύσσονται τα μεταλλεύματα. Στο βουνό,
πάντως, το πιο σημαντικό προϊόν από τα τρία είναι το γάλα.

Τα πρόβατα γεννούν μία φορά το χρόνο, μετά από πεντάμηνη


κυοφορία, συνήθως ένα μικρό. Στο βουνό κανονίζουν να γεννούν
χειμώνα, στα χειμαδιά (τα χειμαδιά είναι σημαντικότερα για τα
πρόβατα του βουνού και από το ίδιο το βουνό, επειδή οι χειμερινοί
είναι γι’ αυτά οι δυσκολότεροι μήνες). Έργο του βοσκού σ’ ένα
κοπάδι είναι να του εξασφαλίζει διαρκώς κατάλληλη βοσκή και
κατάλληλο κλίμα και, επειδή και τα δύο είναι δυσεύρετα, κανείς στο

112
βουνό δε μπορεί με βεβαιότητα να απαντήσει στο ερώτημα αν ο
βοσκός διαφεντεύει τα πρόβατα ή τα πρόβατα το βοσκό.

Όταν ο χειμώνας στο χειμαδιό για μία ακόμα φορά


περάσει(υπάρχει πάντα ο φόβος ότι κάποιος χειμώνας δε θα
περάσει ποτέ), ανεβάζουν τα κοπάδια πίσω στο βουνό, καθένας στο
μιτάτο του και το βοσκότοπο που το περιβάλλει. Τότε οργανώνεται
καλύτερα η επιχείρηση. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί,
επειδή είναι εξαιρετικά κρίσιμο για τα πρόβατα, πως από τον καιρό
που εξημερώθηκαν απέκτησαν το καθένα και κάποιο ιδιοκτήτη.

Οι ιδιοκτήτες, λοιπόν, χωρίζουν τα μικρά από τις μητέρες τους, τα


μαθαίνουν να τρώνε χόρτα και καρπώνονται οι ίδιοι το γάλα που
προορίζεται για τα μικρά. Κύριος σκοπός ενός μιτάτου είναι να
φτιάξει όσο περισσότερο τυρί γίνεται, μέχρι να ξεραθούν οι βοσκές
στα μέσα του καλοκαιριού στο βουνό. Κάτι τώρα, εξαιρετικά κρίσιμο
για τους βοσκούς αυτή τη φορά, είναι πως η συνήθεια της
ιδιοκτησίας απ’ όταν εφευρέθηκε εξασφαλίζει ότι δε μπορούν να
έχουν όλοι τα ίδια. Κάποιοι μάλιστα δεν έχουν τίποτα. Οπότε, στο
ίδιο κοπάδι, κάποιοι ιδιοκτήτες έχουν περισσότερα πρόβατα και
κάποιοι λιγότερα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η εξημέρωση των προβάτων
επεκτάθηκε και στους βοσκούς.

Στα μιτάτα του βουνού το αίσθημα της ιδιοκτησίας είναι ιδιαίτερα


ανεπτυγμένο. Διαθέτει σταθερούς κανόνες και καθένας γνωρίζει τη
θέση του. Εκείνος που κατέχει τα περισσότερα ζώα ορίζεται
αυτοδικαίως επικεφαλής και διαφεντεύει τους υπόλοιπους.
Ονομάζεται: «αφεντικός». Δεύτερος, ακολουθεί ο «κονόμος»,
δηλαδή ο οικονόμος. Αυτός είναι ταυτόχρονα τυροκόμος και
τοποτηρητής του αφεντικού. Ύστερα από αυτόν βρίσκεται ο
«γκαλονόμος», ο υπεύθυνος για τα ζώα που αρμέγονται - γιατί δεν
αρμέγονται ποτέ όλα τα ζώα ενός κοπαδιού: κάποια δεν έχουν
φτάσει στην κατάλληλη ηλικία ενώ, ασφαλώς, υπάρχουν και
αρσενικά. Όλα αυτά ονομάζονται με μια λέξη: «στείρα» και ο
υπεύθυνος: «στειρονόμος». Τελευταίος κρίκος είναι ο λεγόμενος
«μαντρατζής». Αυτός μπορεί να είναι και παιδί ή έφηβος και
δουλειά του είναι κυρίως να συνοδεύει τα γαίδουρια που

113
κατεβάζουν τα ώριμα τυροκομικά στο χωριό και ανεβάζουν
προμήθειες, όπως και να βοήθα όπου αλλού χρειάζεται.

Εξυπακούεται, ότι σε μεγαλύτερα κοπάδια μπορεί να υπάρχουν


περισσότεροι γκαλονόμοι, στειρονόμοι ή μαντρατζήδες – αν και ο
κονόμος είναι πάντα ένας – και ότι μπορεί να υπάρχουν και
περισσότερα αφεντικά που συνεργάζονται. Ακόμα, τα αφεντικά δεν
έχουν συνήθως πρόβλημα στο να διατηρούν οι κονόμοι, οι
γκαλονόμοι και οι λοιποί(όλοι με μία λέξη λέγονται: «βοσκοί»)2
κάποια δικά τους ζώα μέσα στο κοπάδι, αφού κιόλας αυτό τους
κάνει να δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις υποθέσεις του(σ’
ένα κοπάδι προβάτων που βόσκει είναι αδύνατον να διαχωρίσεις τα
δικά σου ζώα από των άλλων)κι έτσι έχουν το κεφάλι τους
περισσότερο ήσυχο. Αν ένας βοσκός έχει και δικά του ζώα στο
κοπάδι αυτό υπολογίζεται στον τελικό λογαριασμό.

Σ’ ένα μιτάτο όλοι αμείβονται με «μέρες γάλα». «Μια μέρα γάλα»


σημαίνει το τυρί που παράγεται από το πρωϊνό συν το
απογευματινό γάλα μίας ημέρας του κοπαδιού (αρμέγουν τα
πρόβατα δύο φορές την ημέρα). Επίσης, τυροκομούν το γάλα δύο
φορές την ημέρα, αμέσως μετά το άρμεγμα, επειδή υπάρχει ο
κίνδυνος να ξινίσει. Μόλις το τυρόγαλο κάθε αρμέγματος πήξει και
μπει στα καλούπια του, σφραγίζεται με μια ξύλινη σφραγίδα που
δηλώνει σε ποιον ανήκει και τοποθετείται για ωρίμανση στην
αποθήκη τυριού του μιτάτου(είτε ένα παρόμοιο διπλανό κτίσμα,
είτε κάποια δροσερή σπηλιά). Ο ιδιοκτήτης του μπορεί να περιμένει
μέχρι να ωριμάσει για να το πουλήσει, ή μπορεί να το πάρει την ίδια
στιγμή και να το κάνει ό,τι θέλει. Εάν το αφήσει για ωρίμανση στο
μιτάτο, ο κονόμος είναι υποχρεωμένος να το φροντίζει όπως και το
δικό του ή του αφεντικού.

Τα μερίδια έχουν συνήθως ως εξής – σύμφωνα με τη σπουδαιότητα


που έχει καθένας για το μιτάτο: Από την πρώτη μέρα που ξεκινούν
να αρμέγουν τα πρόβατα ο αφεντικός παίρνει τις πρώτες δέκα. Ο

2
Η λέξη «βοσκός, όμως, σε μια κάπως μακρύτερη οπτική,
συμπεριελάμβανε καί τα αφεντικά και, γενικότερα, κάθε άνθρωπο στο
βουνό ή στον κάμπο που ασχολιόταν με τα αιγοπρόβατα.

114
κονόμος παίρνει τις επόμενες τρεις. Ο γκαλονόμος δύο. Ο
στειρονόμος μία και ο μαντρατζής μισή. Αμέσως μετά ο κύκλος
επαναλαμβάνεται. Το ό,τι ο μαντρατζής παίρνει «μισή μέρα γάλα»
σημαίνει πως παίρνει μία ολόκληρη κάθε δεύτερο κύκλο. Επίσης, ο
αφεντικός παίρνει μία επιπλέον μέρα στο τέλος κάθε κύκλου,
επειδή είναι δικά του τα σύνεργα της τυροκομίας – καζάνι, ταράχτης
και καλούπια – καθώς και μία ακόμη για τη χρήση του μιτάτου. Μία
επίσης μέρα κάθε δεύτερο κύκλο πηγαίνει στα τρόφιμα που
αγοράζει ο αφεντικός για τους βοσκούς – αν και στο βουνό το
καλοκαίρι τρέφονται κυριώς με γάλα, τυροκομικά και κρέας από
κλεμμένα ζώα.

Οι μέρες γάλα έχουν αποδειχτεί σοφές και έχουν αντέξει σε


πάμπολλες δοκιμασίες, αφού κάνουν όλους μέσα σ’ ένα μιτάτο να
έχουν άμεσο, απτό, συμφέρον να τα πηγαίνει καλά και να
προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις. Ακόμα κι αν κάποιος
αφεντικός ήταν σίγουρος ότι τον συνέφερε καλύτερα να πληρώνει
τους βοσκούς του σε χρήμα(κάτι πάντως αμφίβολο), δε θα το
επιχειρούσε ποτέ, γιατί με αυτό τον τρόπο θα τους έκανε να
ενδιαφέρονται λιγότερο για το κοπάδι. Είναι ασφαλώς ευκολότερο
να τεμπελιάσει κάποιος όταν ξέρει ότι θα πληρωθεί ούτως ή
άλλως(ακόμα κι απολυθεί τελικά), παρά όταν αγωνίζεται να φτιάξει
το δικό του τυρί.

Το σύστημα βέβαια αυτό, έχει χαρακτηριστεί ως «εγγενώς άδικο»


από ορισμένους – όπως ο Αγησίλαος Πετράκης, δημοδιδάσκαλος
στο χωριό του Παχιά – επειδή το γάλα κάθε μέρας ενός κοπαδιού
προβάτων δεν είναι ποτέ σταθερό(αυξομειώνεται ανάλογα με τις
καιρικές συνθήκες και την ποιότητα της βοσκής), άρα ο αφεντικός
έχει σταθερά περισσότερες πιθανότητες να καρπωθεί τις καλύτερες
μέρες. Ακόμη, οι συγκεκριμένοι, υποστηρίζουν πως οι αφεντικοί
πρέπει να είναι περισσότερο γαλαντόμοι στα μερίδια - αφού εκτός
το τυρί κερδίζουν επιπλέον τα αρνιά των πρόβατων τους και το
μαλλί - και προτείνουν ένα σύστημα πληρωμής με ποσοστό επί του
βάρους του ώριμου τυριού. Σκοντάφτουν όμως στις λέξεις: «των
προβάτων τ ο υ ς».

115
Από τη στιγμή που τα πρόβατα είναι δικά τους, καθώς και το μιτάτο
και τα σύνεργα της τυροκομίας, οι αφεντικοί έχουν κάθε δικαίωμα
να ορίζουν εκείνοι τους όρους πληρωμής. Όπως και οι βοσκοί έχουν
κάθε δικαίωμα να τους αρνηθούν. Κανένας άλλωστε βοσκός που
κατάφερε να γίνει αφεντικός δεν τους άλλαξε. Στο βουνό, μπορεί να
μην υπάρχει Θεός, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας είναι όμως ιερό.

Εκτός των άλλων, οι αφεντικοί διαθέτουν και κάτι που κανένας


βοσκός δεν διαθέτει. Το ό,τι είναι αφεντικοί, άρα διατηρούν πολλά
δικά τους ζώα, σημαίνει πως έχουν τον τρόπο να κρατούν σε
απόσταση τους ζωοκλέφτες, η έστω να χάνουν ανεκτό αριθμό. Αυτό
και μόνο, στο τέλος, είναι περισσότερο σημαντικό από τις βοσκές
(ακόμα και από τα χειμαδιά), και αυτός είναι ο λόγος που περνούν
το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους σε κοινωνικές
συναναστροφές στα χωριά και όχι η «καλοπέραση», όπως και πάλι
τους κατηγορούν οι επικριτές τους, σαν τον δημοδιδάσκαλο.

Με αυτό περίπου τον τρόπο λειτουργεί ένα μιτάτο - αν και


υπάρχουν οι αναμενόμενες διαφοροποιήσεις, όπως ότι κάποιοι
βοσκοί ζητούν να αμείβονται με θηλυκά αρνιά αντί για μέρες
γάλα(ελπίζοντας να φτιάξουν κάποτε δικό τους κοπάδι), ότι κάποια
μιτάτα είναι οικογενειακές επιχειρήσεις, ή ότι κάποιοι αφεντικοί
έχουν τόσο μικρό κοπάδι που είναι μόνοι τους κονόμοι, γκαλονόμοι
και λοιποί.

Κανένα σύστημα που έχει να κάνει με ανθρώπους δεν είναι δυνατό


να περιγραφεί με απόλυτη ακρίβεια(ακόμα κι όσοι βρίσκονται μέσα
του δεν αντιλαμβάνονται όλες του τις προεκτάσεις). Η ουσία του
πράγματος, όμως, είναι μία και αδιαμφισβήτητη: Στο βουνό τα
πρόβατα είναι το παν, κι αν σου κλέψουν τα πρόβατα σου κλέβουν
το παν, άρα ο Αντρέας ο Παχιάς είναι υποχρεωμένος(ούτε καν
υποχρεωμένος, γιατί η υποχρέωση προϋποθέτει και κάποια
συναίνεση) να θέσει τον εαυτό του κάτω από τα ζώα του.

Δε θα πρέπει όμως να αυταπατάται κανείς, πως η αφοσίωση στα


πρόβατα έχει να κάνει μόνο με το χρήμα. Τα πρόβατα γεμίζουν τα
μιτάτα και τα γεμάτα μιτάτα διατρανώνουν το όνομα της αφεντικού.
Διατρανώνουν επίσης σε όλους την αξία του αφεντικού, και κυριώς

116
στον ίδιο του τον εαυτό. Είναι, με λίγα λόγια, το νόημα της ζωής –
αφού ούτε στο βουνό ούτε πέρα από το βουνό βρέθηκε ακόμα
κάποιος για να το διατυπώσει με ακρίβεια, ενώ, από την άλλη, ο
άνθρωπος χρειάζεται οπωσδήποτε ένα.

117
Το πρωί, άρμεξαν τα πρόβατα του Μαρκογιάννη, τα πήραν οι βοσκοί
κι έφυγαν κι έμειναν οι δυο τους να τυροκομήσουν το γάλα. Ο
Μαρκογιάννης έκανε ο ίδιος τον κονόμο στο μιτάτο του. Ήταν μια
ζεστή καλοκαιρινή μέρα στα οροπέδια και κάτω τα χωριά θα
καίγονταν σίγουρα από τη ζέστη.

Η ζέστη είναι καλό, του είπε ο Μαρκογιάννης. Όταν κάνει πολλή


ζέστη το κρέας δεν πουλιέται κι οι χασάπηδες δεν αγοράζουν
εύκολα. Αποκλείεται να βρουν οι κλέφτες να πουλήσουν τα
πρόβατά σου.

Δε θα τα σφάξουν αυτά τα ζώα συναδερφέ, του απάντησε. Αξίζουν


περισσότερα ζωντανά. Το μόνο που μπορεί να σφάξουν είναι το
μαύρο, επειδή όποιος κι αν το δει θα το προσέξει.

Ο Μαρκογιάννης δε διαφώνησε, καθώς ο ίδιος δεν ήξερε βέβαια τα


πρόβατα.

Εγώ πάντως λέω, συνέχισε, καλύτερα να μείνεις σήμερα εδώ και να


μην πας στο Γερασήμι. Αυτοί που είδαμε χθες, είναι μερικοί αλλά
δεν είναι όλοι στα οροπέδια. Να μείνεις μέχρι το βράδυ – σήμερα
κιόλας έχουμε το πανηγύρι του Γκίγκελου και θα μαζευτούνε πολλοί
– να δούμε και τους υπολοίπους και να μιλήσουμε με όλους πριν
φύγεις. Αν και, όπως σου είπα, κατά τη γνώμη μου είναι δύσκολο να
βρίσκονται εδώ οι κλέφτες, το σωστό αυτό είναι. Πρέπει όταν πας
στο Γερασήμι να έχεις πρώτα αποκλείσει όλους τους άλλους, γιατί
οι Γερασημιώτες – τους ξέρω καλά - θα σου λένε πάλι ότι το έκαναν
από τ’ άλλα χωριά. Θα σου λένε: Αυτούς εκεί πήγες και τους βρήκες;
κι άλλα τέτοια, όπως το κάνουν πάντα και ρίχνουν τις ευθύνες στ’
άλλα χωριά, και στέλνουν από ‘δω κι από κει τους ανθρώπους μέχρι
να τακτοποιήσουν αυτοί τα ζώα. Αν όμως πας και τους πεις πως
είσαι σίγουρος ότι τα ζώα σου δε βρίσκονται σε κανένα άλλο χωριό,
τους κόβεις αμέσως τον αέρα - αν μπορεί βέβαια να κόψει κανείς
αυτονών τον αέρα…, συμπλήρωσε.

118
Ο Παχιάς συμφώνησε, γιατί και λογικά έμοιαζαν αυτά που του
έλεγε και γιατί, όπως είπαμε, είχε μεγάλη δυσκολία να πάει στο
Γερασήμι και αρπαζόταν από κάθε ευκαιρία να το καθυστερήσει.
Έτσι λοιπόν, τυροκόμησαν το γάλα του Μαρκογιάννη, τακτοποιήσαν
τα τυριά(τα έβαζε σ’ ένα καινούργιο πέτρινο τυρόσπιτο λίγο πιο
πέρα)και το μεσημέρι, όταν γύρισαν οι βοσκοί με τα πρόβατα,
μαγείρεψαν κουκιά κι έφαγαν.

Εντωμεταξύ, πέρασε και κάποιος, όχι ασήμαντος στα οροπέδια, και


του μίλησαν για τα κλεμμένα. Ο νους του Μαρκογιάννη ήταν πάντα
εκεί – περισσότερο και από το δικό του. Εκτός το δεσμό που είχαν
με τη βάφτιση, καταλάβαινε ότι προσπαθούσε να τον βοηθήσει με
όλες του τις δυνάμεις επειδή ανέμενε κι αυτός την ίδια βοήθεια
όταν, πιθανόν, θα ερχόταν στη δική του θέση. Καλλιεργούσε
δηλαδή τις διασυνδέσεις του στο βουνό, καθώς, μπορεί βέβαια στα
οροπέδια τα μεγαλύτερα προβλήματα να τα είχαν με τους
Γερασημιώτες, όμως και στο χωριό του Παχιά υπήρχαν ικανοί
κλέφτες και, στο κάτω-κάτω, όλο το βουνό να ήξερε κανείς(που δεν
το ήξερε κανένας)και πάλι δε θα ήταν εξασφαλισμένος. Ο
Μαρκογιάννης, είδε ότι έφτιαχνε με το γάλα μιας ημέρας πέντε
τυριά της ενάμιση οκάς και εννέα μυζήθρες, εκείνη την εποχή του
χρόνου, μαζί με τον αδερφό του κι είχαν και οι δύο μαζί έξι αρσενικά
παιδιά – κόντευαν να φτιάξουν σόι. Είχε δηλαδή μια αξιόλογη θέση
στο βουνό και φρόντιζε να την κρατήσει. Δεν είχε χρειαστεί άλλη
φορά να του ζητήσει βοήθεια για κάτι, όμως τώρα έβλεπε πόσο
σταθερός φίλος ήταν.

Όταν έφαγαν το μεσημέρι τα κουκιά, του είπε πως είναι καλύτερο


να πάνε από τώρα και να πιάσουν θέση στο πανηγύρι του
Γκίγκελου, όπου μέχρι το βράδυ θα έχουν μαζευτεί όλα τα
οροπέδια. Είμαστε τυχεροί που έτυχε αυτό σήμερα, είπε, γιατί θα
τους βρούμε όλους μαζεμένους και δε θα τους ψάχνουμε έναν -
έναν.

Ξεκινήσαν αμέσως κι άφησαν τους βοσκούς να κάνουν τις


υπόλοιπες δουλειές της μέρας. Αυτοί ήταν βουβά πρόσωπα και ο
Παχιάς ούτε τους ήξερε ούτε τους έδωσε καμία σημασία. Οι βοσκοί,
μπορεί καμιά φορά να έβλεπαν περισσότερα από τους αφεντικούς

119
στο βουνό, ήταν όμως υπόλογοί σ’ εκείνους για όλα(ακόμα και για
τις κλοπές)και τους είχε μιλήσει ο Μαρκογιάννης. Δεν υπήρχε
κάποιος λόγος να τους προσεγγίσει. Τα αφεντικά, οι αρχηγοί των
σογιών και οι σημαντικοί άνθρωποι αντιπροσώπευαν ο καθένας
πολλούς άλλους. Κάποιοι βέβαια, εμπειρότεροι στη θέση του στο
αρώτημα, μιλούσαν διακριτικά και με τους βοσκούς – επειδή
μερικοί από αυτούς μπορεί να ήταν από καταγωγή κι είχαν ξεπέσει
λόγω συγκυριών, ή πονηροί που διατηρούσαν ξεχωριστή
προσωπικότητα, όμως ο Παχιάς, λόγω του ότι δεν του έκλεβαν
συχνά τα ζώα, δεν είχε ασφαλώς και τη μεγαλύτερη εμπειρία για
να κάνει τέτοιες λεπτές κινήσεις.

Από το μιτάτο του Μαρκογιάννη μέχρι του Γκίγκελου ήταν λιγότερο


από μισή ώρα δρόμος. Η διαδρομή διασταύρωνε το οροπέδιο και
κατέληγε στην απέναντι άκρη, αφού όλα τα μιτάτα ήταν κτισμένα
στις άκρες του οροπεδίου για ν’ αποφεύγουν τον παγετό. Μέσα στο
μεγάλο οροπέδιο ένιωθες μια αίσθηση που δεν υπήρχε πουθενά
αλλού στο βουνό. Ο ορίζοντας γύρω σου ήταν τόσο ευρύς – μέχρι
πέρα τις κορυφές – κι ήταν τόσο ασυνήθιστο ένα τόσο μεγάλο
επίπεδο στο βουνό, ώστε ένιωθες μικροσκοπικός, γυμνός που
φαίνεται από παντού. Το περπάτημα όμως εκεί ήταν πολύ
ευχάριστο και ξεκούραστο – αν βέβαια ο Παχιάς με τον
Μαρκογιάννη είχαν τη διάθεση να κάνουν τέτοιες σκέψεις.

Όταν έφτασαν στο μιτάτο του Γκίγκελου βρίσκονταν εκεί λίγοι κι


έσφαζαν μιαν αίγα. Την είχαν κρεμάσει από τα πίσω πόδια σ’ έναν
ασφένταμο κι ένας ξάδελφος του Γκίγκελου κατέβαζε εκείνη τη
στιγμή την προβιά στα λαγγόνια. Ήταν μια αίγα άσπρη με καστανές
βούλες, όπως ξεχώριζε από το μέρος της προβιάς που υπήρχε ακόμη
πάνω, και κρεμόταν τώρα σα βαρύ σακί από το δέντρο. Εκείνοι
πέρασαν από δίπλα, χαιρέτησαν και δε χρειάστηκε, ούτε
καχύποπτα, να προβληματιστούν γι’ αυτό το ζώο – αφού ο Παχιάς
έψαχνε μόνο πρόβατα. Συνήθως, όποιος έχανε ζώα κι άκουγε ή
έβλεπε να σφάζουν κανένα κάπου, αυτόματα είχε την υποψία πως
μπορεί να ήταν ένα από τα δικά του, αλλά τώρα, εκτός του ότι αυτοί
έψαχναν πρόβατα κι αυτή ήταν αίγα, θα ήταν και πάρα πολύ
τραβηγμένο να κάνει κάποιος το τραπέζι σε πανηγύρι εκκλησίας με

120
κλεμμένα ζώα. Αν και ακούγονταν και τέτοια πράγματα(κυρίως για
τους Γερασημιώτες), ο Γκίγκελος σίγουρα ποτέ δε θα το έκανε αυτό.

Το μιτάτο του ήταν χτισμένο μαζί με τη μάντρα σε μια νότια


απάνεμη γωνιά στην άκρη του οροπεδίου και το ξωκλήσι του
Προφήτη Ηλία πενήντα μέτρα πιο πέρα. Ανάμεσα στο μιτάτο και το
ξωκλήσι είχαν φροντίσει τρία σφεντάμια – τα μόνα τριγύρω - είχαν
μπολιάσει μια αγριαχλαδιά, που ήταν πια ήμερη και γεμάτη
αχλάδια, και είχαν φτιάξει κάτω από κάθε δέντρο πέτρινα
καθίσματα και τραπέζια, χαμηλά και μακρόστενα που χωρούσαν
πολλά άτομα. Εκεί, τέτοια ώρα, καθόταν μόνο ο παπάς που ανέβηκε
από το χωριό ειδικά για να λειτουργήσει το ξωκλήσι.

Αυτοί, το πρώτο που έπρεπε να κάνουν ήτανε να χαιρετήσουν τον


Γκίγκελο, να του ευχηθούν: «και του χρόνου» και ν’ ανάψουν κερί.
Τον Γκίγκελο δεν τον είδαν - είχε πάει κάπου, κοντά, τους είπαν – κι
έτσι χαιρέτησαν τον παπά και μπήκαν αμέσως στο ξωκλήσι. Αυτό
ήτανε μικρό - χωρούσαν δε χωρούσαν δέκα άτομα- χτισμένο όμως
με πελεκητές πέτρες και γωνίες και ασπρισμένο, πεντακάθαρο.
Μέσα δεν είχε τέμπλο · μόνο την Αγία Τράπεζα, ένα μπρούτζινο
κηροστάτη και μερικά εικονίσματα. Πήραν κερί, το άναψαν κι
άφησε ο καθένας στο δίσκο πέντε δραχμές, δηλαδή αρκετά πολλά.
Ο Παχιάς επειδή βρισκόταν μέσα η αδερφή του Γκίγκελου και
συγύριζε και, σαν ξένος, δεν ήθελε να κάνει άσχημη εντύπωση,
και ο Μαρκογιάννης επειδή στεκόταν δεύτερος και τον είδε και δεν
ήθελε να υστερήσει.

Αυτός ο «Γκίγκελος»(τον έλεγαν Στελή)κατά τ’ άλλα ήταν πολύ


τσιγκούνης. Έκανε όμως κάθε χρόνο πλουσιοπάροχο τραπέζι,
παραμονή του Προφήτη Ηλία όταν γιόρταζε το ξωκλήσι, καθώς
μάλλον το τοποθετούσε στα πάγια έξοδα του μιτάτου του. Ήταν
ανύπαντρος, και αυτός και τρεις αδερφές του, και είχε
κληρονομήσει το ξωκλήσι από το τάμα μιας θείας του – επίσης
ανύπαντρης και πολύ θρησκευόμενης – που έκανε εμπόριο
υφαντών και είχε συγκεντρώσει αρκετά χρήματα για να το χτίσει
δίπλα στο παλιό μιτάτο του παππού τους.

121
Στην αρχή ο Γκίγκελος δεν ήθελε, γιατί θα του χαλούσε λέει το
βοσκοτόπι, όταν όμως η θεία του πέθανε – και κάτω από την
επιρροή των αδερφάδων του – συνέχισε να διοργανώνει το
πανηγύρι και, σιγά-σιγά, πήρε το θέμα πολύ ζεστά · τόσο που όλο
το χρόνο προετοιμαζόταν γι’ αυτή την ημέρα. Καλούσε όλους τους
συγγενείς και τους φίλους του και μαζεύονταν και όλοι οι γείτονες
στο οροπέδιο, όσοι βέβαια τα πήγαιναν καλά μαζί του. Αλλά ο
Γκίγκελος, όπως δεν είχε οικογένεια και παιδιά και - αν και
τσιγκούνης - ήταν μάλλον καλός άνθρωπος, ασχολιόταν με τη
δουλειά του και μόνο με τη δουλειά του και δεν είχε επεκτατικές
βλέψεις κι έτσι είχε ελάχιστους εχθρούς. Ούτε και τα ζώα του
έκλεβαν συχνά τελευταία, για να ξεκινούν από εκεί άλλα
προβλήματα, καθώς είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στο βουνό με το
πανηγύρι που διοργάνωνε (ήταν το μόνο που διοργάνωνε ιδιώτης)
και οι κλέφτες, όταν είχαν τη δυνατότητα, προτιμούσαν να τον
αφήσουν αυτόν και να πάνε καλύτερα δίπλα, σε κάποιον άλλο που
δεν είχε να προσφέρει και κάτι. Εκείνος όταν το κατάλαβε αυτό,
έδινε ακόμα μεγαλύτερη προσοχή στο πανηγύρι του, και μια φορά
μάλιστα είχε καταφέρει να ανεβάσει το βουλευτή του νομού μαζί
με τον ειρηνοδίκη.

Μόλις βγήκαν από το ξωκλήσι είχε επιστρέψει και του ευχήθηκαν.


Ήτανε περιποιημένος, με καινούργια γκυλότα και στιβάνια για την
περίσταση, και, όπως φάνηκε, χάρηκε πολύ για την παρουσία του
Παχιά. Κάθε καινούργιο πρόσωπο, και μάλιστα μιας κάποιας αξίας,
αναβάθμιζε το πανηγύρι του. Ύστερα ήταν, κι αυτός, πολύ γνωστός
του Παχιαδογιώργη.

Όταν κάθισαν - με τον παπά γιατί ο Γκίγκελος είχε δουλειές και δε


μπορούσε να καθίσει μαζί τους - έκοβαν λίγο πιο πέρα την αίγα σε
μερίδες και προσηλώθηκαν στη σκηνή, επειδή ο κόφτης ήτανε πολύ
επιδέξιος. Έκοβε το κρέας πάνω στο κούτσουρο μ’ ένα μόνο
χτύπημα του μπαλτά τη φορά και πολύ γρήγορα, τόσο που δεν είχαν
ξαναδεί, και δεν πρόλαβαν να καταλάβουν σε πόση λίγη ώρα έγινε
ολόκληρο το ζώο μερίδες κι έπεσε στο καζάνι.

122
Αυτή η αίγα, πριν λίγο έτρεχε στο βουνό και τώρα βρέθηκε
κομματάκια στο καζάνι, σκέφτηκε ο Παχιάς ενώ κοίταζε. Πώς γίνεται
αυτό, εγώ ποτέ δε θα καταλάβω.

Πάντα τον έφερνε σε μεγάλη απορία όταν διαπίστωνε το πόσο


κοντά βρίσκεται η ζωή με το θάνατο: μια στιγμή. Από τότε που είδε
τον Λουπαντώνη να φεύγει χαρούμενος για να το χωριό και λίγο πιο
πέρα να πέφτει νεκρός, ήταν γι’ αυτόν κάτι το ανεξήγητο. Και
μεγαλύτερη εντύπωση του έκανε πως αυτό συνέβαινε διαρκώς και
παντού και κανένας δεν το πρόσεχε, ούτε ενδιαφερόταν να το
εξηγήσει – σα να ‘τανε το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Υπήρχαν
βέβαια κι άλλα στο βουνό, είχε προσέξει αυτός, που συνέβαιναν
διαρκώς και παντού, ήταν τα πιο θεμελιώδη και κανείς δεν τους
έδινε σημασία – δεν ήταν μόνο αυτό – αλλά μάλλον, οι άνθρωποι
δε μπορούν να τα προσέχουν όλα, ή όσα προσέχουν είναι
συγκεκριμένα ή, τέλος πάντων, δεν ήξερε τι συνέβαινε σ’ αυτό το
βουνό. Του έμενε μόνο το δέος σε κάθε τέτοια στιγμή, και η θλίψη.

Ο παπάς ήταν φλύαρος και καλοθρεμμένος και ο Μαρκογιάννης


του είχε ψιθυρίσει να μην καθίσουν μ’ αυτόν – γιατί λέει δεν τον
χώνευε – όμως δεν υπήρχε και κανένας άλλος στα τραπέζια και δεν
ήταν δυνατό να μην καθίσουν δίπλα του. Τον Παχιά δεν τον ήξερε
(πιθανόν να μην είχε ακούσει ούτε τον Παχιαδογιώργη)και
συστήθηκαν εκεί. Του είχαν πάει ένα πιάτο ανθόγαλο και το είχε
εξαφανίσει εν ριπή οφθαλμού. Έφεραν και σ’ αυτούς, μόλις
κάθισαν, αλλά εκείνοι ούτε που τ’ ακούμπησαν.

Έπρεπε να πουν κάτι εφόσον κάθονταν δίπλα, και ο παπάς – που


προφανώς θεώρησε ότι αφού βρέθηκε εκεί ένας ξένος έπρεπε να
πει κάτι εντυπωσιακό – άρχισε κάποια στιγμή να λέει πως μετά τον
Καούνη είχαν θάψει άλλους τρεις στην ενορία του και άλλους πέντε
σ’ ολόκληρο το χωριό τους, και, όπως είχε μετρήσει από την αρχή
του χρόνου, κόντευαν να ξεπεράσουν τον προηγούμενο Καθαρό,
όπου είχαν θάψει στο σύνολο δεκατρείς. Έτσι αμέσως εκνεύρισε τον
ήδη προκατειλημμένο Μαρκογιάννη, που, αν και ευτυχισμένος
άνθρωπος, είχε πάντως μια ελάχιστη φοβία για τις αρρώστιες, τους
θανάτους και τα συναφή, και δεν ήθελε ν’ ακούει τέτοιες κουβέντες,
και μάλιστα σε πανηγύρι. Ο Παχιάς τον είδε να κουνάει νευρικά το

123
πόδι του κάτω από το τραπέζι και να βρίζει, από μέσα του, πότε
επιτέλους θα σταματήσει αυτός ο παπάς. Αυτός όμως συνέχιζε
απτόητος, καθαρίζοντας ταυτόχρονα με μια φέτα ψωμί ό,τι είχε
μείνει στο πιάτο από το ανθόγαλο:

Ναι! έλεγε. Ο άλλος Καθαρός που πέρασε ήταν ο μεγαλύτερος απ’


όλους. Απ’ ό,τι θυμάται ο παπά-Βασίλης, που είναι γεροντότερος
από μένα, ποτέ δε θάψαμε τόσους. Αλλά και φέτος…!, έκανε και
κούνησε το χέρι του για να δώσει έμφαση - σα να κύκλωνε το μισό
οροπέδιο. Λίγο ακόμα, και θα ‘λεγε πως πάνε από το καλό στο
καλύτερο.

Γέροι ήταν όλοι παπά! του είπε ο Μαρκογιάννης, μήπως και


σταματήσει. Είχε έρθει η ώρα τους!

Γέροι; Τι γέροι; έκανε αυτός. Δεν έχει γέρους και νέους. Ο Καούνης
γέρος ήτανε; Σαν κατσίκι ανεβοκατέβαινε το βουνό, πώς ήτανε
γέρος;

Ο Καούνης, τον έφαγε το κρύο στη Σκάλα. Αλλά, δεν τ’ αφήνεις


τώρα αυτά παπά, του είπε τελικά ο Μαρκογιάννης. Σήμερα έχουμε
πανηγύρι.

Να τ’ αφήσω; Πώς να τ’ αφήσω; είπε αυτός και τον κοίταξε σα να


του μιλούσε πάρα πολύ περίεργα. Όμως τελικά τα άφησε, αφού
έξυσε λίγο τη γενειάδα του κι έκανε νόημα να του φέρουν άλλο ένα
πιάτο ανθόγαλο, καθώς, όπως είπε, δεν το έβρισκε συχνά στο χωριό
- και δεν ήταν και κάποια νηστεία η παραμονή του Προφήτη Ηλία,
διευκρίνισε(γιατί είδε πως ο Μαρκογιάννης θύμωσε προηγουμένως
και φοβήθηκε μην πάει πιο πέρα και τον κατηγορήσει). Έτσι,
σταμάτησαν τη συζήτηση και κοίταζαν αδιάφορα τριγύρω – αν και
ο Μαρκογιάννης μάλλον συνέχιζε να θυμώνει από μέσα του, όπως
θυμώνει πάντα κάποιος όταν του ξύνουν τις φοβίες.

Οι αδερφές του Γκίγκελου περνούσαν διαρκώς από μπροστά τους.


Πηγαινοέρχονταν από το μιτάτο στο ξωκλήσι και προετοίμαζαν τα
πάντα, όλο ενέργεια. Φορούσαν πάνω από τα μαύρα γκρίζες ποδιές,
γιατί θα μαγείρευαν, και όλοι οι άντρες συγγενείς που βοηθούσαν
στο πανηγύρι στέκονταν προσοχή μπροστά τους εκείνη τη μέρα.

124
Ακόμα και ο Γκίγκελος έκανε ό,τι του έλεγαν – και αυτός, όπως
ακουγόταν, όχι μόνο εκείνη τη μέρα αλλά όλο το χρόνο.

Ήταν τρεις: η Ευτέρπη, η Τερψιχόρη και η Πολυμνία, όπως οι


Μούσες. Αυτό δεν ήταν τυχαίο: Εκτός τη θεία που έκτισε το ξωκλήσι,
είχαν κι ένα θείο δάσκαλο, παντρεμένος αυτός αλλά χωρίς παιδιά
και τελευταία χήρος(υπήρχε κάτι σαν κατάρα στην οικογένεια του
Γκίγκελου να μη γίνει ποτέ σόι). Ίσως γι’ αυτό το λόγο - ίσως γι’ άλλο
βαθύτερο, είχε κάνει σκοπό της ζωής του ν’ αλλάξει τα βαφτιστικά
του βουνού με αρχαιότερα. Όποτε κι αν γινόταν βάφτιση στο χωριό
τους, τον θυμούνταν να κυνηγάει τους σαντόλους γύρω από την
εκκλησία μ’ ένα κατάλογο αρχαίων ονομάτων για να δώσουν στα
παιδί. Και, επειδή ήταν δάσκαλός και τον σέβονταν, κατάφερνε να
πείθει αρκετούς - κι έψαχνε μάλιστα με μανία στα παλαιότερα
βιβλία για να ανασύρει τα πιο σπάνια ονόματα, κι όχι τα γνωστά
που έδιναν άλλοι. Έτσι, λόγω εκείνου και της επιμονής του πριν
πολλά χρόνια, μπορούσες μέχρι τότε να βρεις στα οροπέδια:
Λάμαχο, Άρατο, Λάχεσις, Αλκμήνη, μέχρι και μία Εύνομις υπήρχε.
Περισσότερα ασφαλώς ήταν τα γυναικεία, γιατί του ήταν
ευκολότερο να τα καταφέρει όταν βάφτιζαν κορίτσι, αφού στ’
αγόρια οι σάντολοι και οι γονείς ήτανε πολύ λιγότερο ελαστικοί ως
προς το όνομα – και δεν τα κατάφερε ούτε στον Γκίγκελο, που ήθελε
να τον βγάλει Άγι.

Αυτές οι τρείς, έλεγαν οι πιο συντηρητικοί, τα ονόματά τους


στάθηκαν αιτία κι έμειναν ανύπαντρες · η αλήθεια όμως, μάλλον,
ήταν, ότι δεν παντρεύτηκαν επειδή δεν παντρεύτηκε ούτε ο
Γκίγκελος και δεν ήθελαν να τον αφήσουν μόνο – γιατί και όμορφες
υπήρξαν στα νιάτα τους και από καλή οικογένεια. Αυτό δεν ήταν
παράξενο, όπως στο βουνό οι γυναίκες βρίσκονταν πάντα σε
υποδεέστερη θέση από τους άντρες. Πολλές γυναίκες έπαιρναν
αυτό το διαχωρισμό σοβαρά κι έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι
τους για να τον διατηρήσουν. Θα ένιωθαν πολύ άσχημα, κι ότι κάτι
προδίδαν, αν εκείνες παντρεύονταν κι άφηναν τον αδερφό τους και
το μιτάτο του πατέρα τους μόνο. Κατά τον ίδιο τρόπο άλλωστε,
διατηρούνται από την αρχή του κόσμου και πολλές άλλες
παγιωμένες καταστάσεις – δηλαδή, επειδή εκείνοι που θίγονται τις

125
αποδέχονται περισσότερο και από εκείνους που ευνοούνται (αφού
το να προσπαθήσεις ν’ αλλάξεις κάτι μοιάζει πάντα πολύ
μεγαλύτερο φορτίο από το να το δεχτείς με πάθος) ή, τέλος πάντων,
δεν έκαναν τόσο πολύπλοκες σκέψεις και απλά το αποδέχτηκαν:
Αφού ο αδερφός τους δεν παντρεύτηκε, και ήταν μοναχογιός,
έπρεπε να μην παντρευτούν ούτε εκείνες για να τον βοηθούν,
τελεία και παύλα(μπορεί κιόλας να μην ήταν μόνο υποχρέωση αλλά
και αγάπη). Κάποιοι τις επαινούσαν και κάποιοι τις κατηγορούσαν
γι’ αυτό, κι αυτές και το Γκίγκελο - ανάλογα με το αν τους
συμπαθούσαν ή όχι. Πάντως, γενικά στο βουνό, θεωρούνταν
απαράδεκτο και μεγάλη ατυχία το να μην παντρευτεί κάποιος (όπως
και το να μη γεννήσει ζώο), γι’ αυτό και σχολίαζαν έντονα την
περίπτωσή τους.

Η μεγαλύτερη, η Ευτέρπη - θα είχε περάσει τα εξήντα - ήταν η


αρχηγός όλων στο πανηγύρι κι εκείνη που θα μαγείρευε την αίγα
που μόλις είχαν ρίξει στο καζάνι, κοκκινιστή με ρεβίθια. Υπήρχαν κι
άλλα φαγητά στο πανηγύρι (πιο πέρα έψηναν στη φωτιά τρία αρνιά
κι έβραζαν έναν κριό σ’ ένα άλλο καζάνι), όμως, το κοκκινιστό της
Ευτέρπης ήτανε τόσο διάσημο που κάποιοι ανέβαιναν από το χωριό
μόνο και μόνο για να το δοκιμάσουν. Είχε μια δική της συνταγή, που
δεν την έκρυβε αλλά κανένας άλλος δε μπορούσε να την πετύχει,
και δεν υπήρχε, έλεγαν, τέτοιο κοκκινιστό σ’ όλη την Κρήτη.
Αρνιόταν όμως, πεισματικά, να μαγειρέψει περισσότερο από μία
αίγα κάθε φορά (θα της χαλούσε λέει η συνταγή) κι έτσι, ποτέ δεν
έφτανε για όλους. Κι όποιος ερχόταν και δεν προλάβαινε να φάει,
έφευγε με την αίσθηση ότι δεν είχε καταφέρει τίποτα φέτος κι
έπρεπε να παρηγορηθεί με τα άλλα φαγητά, που δεν ήταν άσχημα,
αλλά πάντως δεν είχαν τη φήμη του κοκκινιστού. Και γινόταν τέτοια
συζήτηση για εκείνο το φαγητό, τόση που ξεχνούσαν στο τέλος τη
γεύση του · κι αν η Ευτέρπη τους σέρβιρε με τα χέρια της άλλο,
άλλης μαγείρισσας (πράγμα που ποτέ δε θα έκανε)κανένας πιθανόν
δε θα καταλάβαινε τη διαφορά. Και ίσως γι’ αυτό κι εκείνη ν’
αρνιόταν να μαγειρέψει περισσότερο, δηλαδή για να γίνεται αυτή η
συζήτηση και να μεγαλώνει η αξία του.

126
Ο παπάς πάντως, φρόντισε από τώρα, φωνάζοντάς την κοντά του,
να του κρατήσει το πρώτο πιάτο και να του ετοιμάσει άλλο ένα για
την πρεσβυτέρα στο χωριό, και φάνηκε πολύ ευχαριστημένος όταν
τα κανόνισε. Ο Μαρκογιάννης, από δίπλα, δεν έχασε την ευκαιρία
να ψιθυρίσει στον Παχιά ότι και το δεύτερο θα το έτρωγε αυτός και
δε θα το πήγαινε στην παπαδιά. Είχανε μέχρι δέκα οκάδες ρεβίθια
στο νερό για να μουλιάσουν – στο τσίγκινο δοχείο που κανονικά
άρμεγαν τα πρόβατα – και όλη αυτή την ώρα έβλεπαν το μάτι του
να πέφτει πάνω τους, όπως αλλουνού θα έπεφτε πάνω σε ωραία
γυναίκα, και, απ’ όταν σταμάτησε να μιλάει για τις κηδείες, μιλούσε
συνέχεια γι’ αυτό το κοκκινιστό. Τόσο, που μέχρι και ο Παχιάς, με τα
τόσα προβλήματα, αισθάνθηκε τυχερός που βρέθηκε εκεί και θα το
δοκιμάσει.

Η Ευτέρπη, πιο πέρα, καταλάβαινε τι έλεγαν κι έλαμπε κάτω από


το τσεμπέρι της(πόσο μάλλον που ήξερε και τι θα γινόταν αργότερα,
όταν θα μαζεύονταν περισσότεροι). Για εκείνη, αυτή η μέρα ήταν η
καλύτερη του χρόνου, ή καλύτερα: όλος ο χρόνος μετρούσε μόνο γι’
αυτή τη μέρα. Από θλιμμένη γεροντοκόρη γινόταν ξαφνικά
βασίλισσα του βουνού. Όλοι τη θαύμαζαν και την παρακαλούσαν
να τους κρατήσει ένα πιάτο κοκκινιστό, κι εκείνη, είχε την εξουσία
να επιλέγει ποιος αξίζει να φάει και ποιος όχι – γιατί πάντα έκρυβε
μερικά πιάτα για τους αξιόλογους καλεσμένους που θ’ αργούσαν.
Μέχρι και καβγάδες κινδύνεψαν να γίνουν, περασμένα χρόνια, για
το κοκκινιστό, κι ένιωθε τότε σα να ήτανε νέα και τσακώνονταν για
χάρη της τα ωραιότερα παλληκάρια.

Αν κι έμεινε ανύπαντρη με δική της θέληση, για χάρη του αδερφού


της, δεν ήταν δυνατό να μην την πληγώνει κάποιες φορές, κι άλλη
χαρά δεν είχε παρά αυτό το πανηγύρι μια φορά το χρόνο. Κι είχε
έρθει σα θείο δώρο αυτό το φαγητό(ούτε η ίδια ήξερε πώς το
πετύχαινε έτσι) για να την κάνει μεγαλύτερη. Σκεφτόταν πως της το
έστειλε ο Προφήτης Ηλίας, για την τιμή που του έκαναν (αν και στις
άλλες αδερφές της, που προσπαθούσαν το ίδιο για χάρη του, δεν
είχε στείλει κάτι). Σε κάθε περίπτωση πάντως, ήταν δύσκολο να
είναι γεροντοκόρη στο βουνό κι όλα αυτά την παρηγορούσαν
κάπως. Αν και δεν ήξερε πώς θα ήταν αν είχε παντρευτεί κι αν θα

127
‘ταν καλύτερα ή χειρότερα, όλοι όμως έλεγαν πως είναι άδικο να
μένει μια γυναίκα σαν εκείνη ανύπαντρη.

Όταν ήτανε νέα, την είχε ζητήσει ο Καμπερογιώργης από το


Γερασήμι, με τ’ όνομα, που ήταν ψηλός και λεβέντης και καλόσειρος
με μεγάλο κοπάδι. Ο Γκίγκελος τότε δεν είχε αντίρρηση(ποτέ ο
Γκίγκελος δεν εμπόδισε καμία αδερφή του), η μάνα τους όμως -
ζούσε ακόμη – την κάθισε στην αυλή και της είπε επί λέξη: Δεν είναι
σωστό να παντρευτείς εσύ αν δεν παντρευτεί πρώτα ο αδερφός
σου, γιατί, όταν εγώ πεθάνω, αυτός τι θα γίνει; Αν ο καθένας κάνει
ό,τι τ’ αρέσει στο βουνό, θα χαθούν και τα πρόβατα και τα μιτάτα
και όλα! Έτσι, μετά τον Καμπερογιώργη, κανένας άλλος δε ζήτησε
αδερφή του Γκίγκελου, αφού όλοι ήξεραν πως δεν επρόκειτο να
δεχτούν αν δεν παντρευόταν πρώτα αυτός, κι εκείνη το μόνο που
έκανε ήτανε να μαθαίνει από άλλους τι απέγινε ο Καμπερογιώργης
στη ζωή του(είχε μεγάλη ιστορία αλλά τότε πια δε ζούσε). Όσο όμως
το σκεφτόταν καλύτερα(τις μέρες),ένιωθε περήφανη επειδή
θυσιάστηκε για ένα χρέος και κράτησε τις αξίες όπως τις διδάχτηκε.
Το μόνο πρόβλημα ήταν οι νύχτες · ανήσυχες, περνούσαν δύσκολα.

Λένε τα κοπάδια χρειάζονται θυσίες · είναι ο μόνος δρόμος. Ποτέ


κανείς δεν ανακάλυψε κάτι που να φτιάχνεται με το πούπουλο ενός
περιστεριού. Άλλωστε και αργότερα, όταν εγκατέλειψαν τα
κοπάδια, πάλι δεν ελευθερώθηκαν από τις θυσίες · άλλαξαν μόνο
τον τρόπο που θυσιάζονταν. Κι αν πάλι, δε θυσιάζεται κανείς για
τίποτα και για κανένα, δε θα ‘ταν πια άνθρωπος. Το μόνο μάλλον
σωστό: Να θυσιάζεται κανείς για τον σωστό λόγο.

128
Όταν η αίγα στο καζάνι είχε πάρει την πρώτη βράση, έφτασε ο
Καραδάκης με μερικούς άλλους. Αυτοί, τους χαιρέτησαν όλους,
μπήκαν γρήγορα στο ξωκλήσι ν’ ανάψουν κερί και μόλις βγήκαν έξω
έτρεξαν να καθίσουν μαζί τους. Ο Καραδάκης δε ‘χανε την ευκαιρία
να καθίσει στο τραπέζι με τον αξιόλογο ξένο, κι όχι πάλι με τους
ίδιους. Θα έκανε ασφαλώς πολύ μεγαλύτερη εντύπωση στο
πανηγύρι με αυτό τον τρόπο.

Όλοι ήξεραν την υπόθεση του Παχιά και το πρώτο πράγμα που
ρώτησαν ήταν αν υπήρχε κάποιο νέο. Εκείνος απάντησε τυπικά: όχι,
και κούνησαν συμπονετικά τα κεφάλια. Τον έβλεπαν ήδη σαν
πενθούντα, γιατί κανένας δεν πίστευε ότι θα ξανάβλεπε ποτέ τα
ζώα του (όπως ήταν πάντα, από κάποιο ένστικτο αυτό-παραμυθίας,
εντελώς απαισιόδοξοι για τα ζώα των άλλων και εντελώς αισιόδοξοι
για τα δικά τους). Έτσι, όλη η ομήγυρη βρέθηκε προσωρινά σε
αμηχανία και κανένας δεν έλεγε τίποτα · άναψαν μόνο τσιγάρα και
κοίταζαν βουβοί απέναντι το οροπέδιο.

Από πάνω τους ένα γεράκι έκανε κύκλους και μερικές μέλισσες
πηγαινοέρχονταν βουίζοντας στον ασφένταμο. Το οροπέδιο, πέρα,
απλωνόταν ψαρόχαλκο και γυάλιζε στον ήλιο και τα πρόβατα του
Γκίγκελου ξεκινούσαν για μια πηγή νερού στις παρυφές, στη σειρά
το ένα πίσω από το άλλο, άσπρη γραμμή, με τα κουδούνια τους ν’
ακούγονται ζωηρά και χαρούμενα.

Το γεράκι που έκανε κύκλους πάνω τους και κοίταζε δεν ήταν
συνηθισμένο γεράκι. Ήταν ένα από τα γεράκια εκείνα με μνήμη και
συνείδηση(κάθε χίλια γεράκια, λένε, γεννιέται κι ένα τέτοιο). Πολλά
είχε δει να κάνουν οι άνθρωποι και τα ζώα, και σε πολλά μέρη είχε
πετάξει και ουρανούς - κι είχε δει και πρόβατα να μην είναι

129
χαρούμενα, θυμήθηκε τώρα, όπως κοίταζε εκείνα του Γκίγκελου να
τρέχουν στην πηγή του νερού.

Τα γεράκια του είδους του δε φοβούνται τις αποστάσεις και


συνηθίζουν να φωλιάζουν σε μακρινά νησιά. Εκείνο είχε γεννηθεί
σ’ ένα νησί τόσο μακρινό, που μόλις αχνοφαίνεται από την
ψηλότερη κορυφή του βουνού τις καθαρότερες μέρες του χειμώνα,
όταν κάνει ξερό κρύο και τις έχουν σημάδι ότι θα χιονίσει. Η ιστορία
που θυμήθηκε τώρα, είχε συμβεί πριν πολλά χρόνια σ’ αυτό το νησί
- την ίδια χρονιά που βγήκε από τ’ αυγό και πρωτοδοκίμαζε τα
φτερά του.

Υπήρχαν και στο νησί πρόβατα. Έμοιαζαν κιόλας με τα πρόβατα του


Γκίγκελου: συμπαθητικά, μικρόσωμα, κάτασπρα με κεραμιδί
κεφάλια και πόδια. Υπήρχαν και λύκοι στο νησί, έλεγαν τ’ άλλα
γεράκια, όμως ο βοσκός που είχαν τα πρόβατα τα φύλαγε μέρα και
νύχτα και δε μπορούσαν να τα πειράξουν.

Μια βροχερή μέρα – τον καιρό που τα φτερά του είχαν δυναμώσει
κι έκανε κύκλο όλο το νησί – άραξε στ’ ανοιχτά ένα παράξενο
καράβι. Κατέβασε μια βάρκα κι άφησε στο γιαλό έναν άνθρωπο
άρρωστο. Ο βοσκός των πρόβατων, χωρίς να το σκεφτεί, έτρεξε να
τον βοηθήσει και, σε λίγες μέρες, κόλλησε την αρρώστια και
πέθαναν και οι δύο. Και τα πρόβατα έμειναν τότε απροστάτευτα·
και οι λύκοι άρχισαν να τα τρώνε.

Τα έτρωγαν αλύπητα μέρα και νύχτα - κι όχι όσα τους έφταναν για
να χορτάσουν αλλά όσα μπορούσαν να πιάσουν κάθε φορά. Έτσι
κάνουν πάντα οι λύκοι - γιατί είναι άπληστοι- και γέμισε το νησί
αφάγωτα ψοφίμια. Και τα πρόβατα έκλαιγαν, και μαζεύονταν τις
νύχτες όλα μαζί στα δύσβατα και προσπαθούσαν να
προστατευτούν. Ακόμα και τα γεράκια τα λυπήθηκαν.

Ένα βράδυ, μέσα σ’ εκείνα τα δύσβατα, πήραν μία απόφαση.


Αποφάσισαν να κατέβουν όλα μαζί στην ακροθαλασσιά, να ριχτούν
στη θάλασσα και να πνιγούν. «Δεν έχουμε ελπίδα» είπαν. «Είναι η
μονή μας λύση. Καλύτερα ο θάνατος στο νερό παρά το δόντι του
λύκου». Και χάρηκαν μέσα στη δυστυχία τους, γιατί επιτέλους θα

130
έκαναν κάτι. Έτσι, ξεκίνησαν, μπήκαν στη γραμμή και στάθηκαν
μπροστά σ’ ένα μεγάλο γκρεμό πάνω απ’ τη θάλασσα.

Όταν πήραν φόρα κι ετοιμάστηκαν να ριχτούν στο νερό, κι


αποχαιρετούσε το ένα το άλλο με δάκρυα – εκεί που δεν το
περίμενε κανείς – μια γριά προβατίνα, γκριζοπρόσωπη, βγήκε από
τη γραμμή και είπε:

«Γιατί παιδιά μου να πέσουμε στη θάλασσα; Πόσοι είμαστε εμείς


και πόσοι οι λύκοι; Εμείς είμαστε χίλια και οι λύκοι πέντε. Θα τους
πολεμήσουμε και θα τους νικήσουμε!».

Τρόμος έπιασε τότε τα πρόβατα, τρόμος μεγαλύτερος από τη


θάλασσα, μόνο με τη σκέψη πως θ’ αντίκρυζαν τους λύκους. Όμως,
η γριά προβατίνα τους μιλούσε και τους μιλούσε, και δεν τα άφηνε
να πέσουν στη θάλασσα και, σιγά-σιγά, κι άλλα πρόβατα πήγαν με
το μέρος της. Και πέρασε έτσι όλη η νύχτα, μέχρι που πήραν την
απόφαση.

Το ξημέρωμα, τα είδαν να ανεβαίνουν, γενναία, πίσω στο νησί και


να τρέχουν στο μέρος που κοιμούνταν οι λύκοι, και πρώτη η γριά
προβατίνα. Κι άρχισαν όλα μαζί να κουτουλάνε και να χτυπάνε με
τα πόδια τους λύκους, με τη λίγη δύναμη που είχε το καθένα. Και οι
λύκοι σκότωσαν πολλά - και πρώτη τη γριά προβατίνα – όμως, η λίγη
δύναμη του καθενός μαζί με τη δύναμη του άλλου γινόταν πολλή,
και οι κουτουλιές ήτανε πολλές για πέντε λύκους, και στο τέλος
έμειναν όλοι νεκροί και ποδοπατημένοι από τα πρόβατα.

«Τα πρόβατα έφαγαν τους λύκους…» είχε πει τότε, τρομαγμένο,


ένα άλλο γεράκι που παρακολουθούσε δίπλα του τη σκηνή.
«Κάποια μέρα, το ίδιο θα κάνουν και σ’ εμάς τα περιστέρια».

Από τότε όμως, είχαν περάσει τόσα χρόνια και κανένα περιστέρι
δεν επαναστάτησε, ούτε ακούστηκε πουθενά να ξαναξεσηκωθούν
πρόβατα. Μόνο εκείνα στο νησί ζούσαν ακόμα ευτυχισμένα, κι ήταν
απόλαυση να τα βλέπει κανείς.

«Μέχρι να περάσει πάλι κανένα καράβι…» σκέφτηκε το γεράκι


καθώς απομακρυνόταν με μια φτερουγιά βόρεια, «και να τους

131
αφήσει καμιά καινούργια συμφορά. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι που
βλέπω από κάτω, είναι χειρότεροι από λύκους».

Μπορεί στα οροπέδια να ήταν απασχολημένοι με το πανηγύρι του


Γκίγκελου και να είχαν ξεχάσει προσωρινά πως βρίσκονταν στο
βουνό, στο Γερασήμι όμως, δεν το είχαν ξεχάσει καθόλου. Εκεί δεν
επικρατούσε καμία «εορταστική ατμόσφαιρα»(κατά την κοινότυπη
έκφραση που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για να περιγράψουν την
αλλαγή διάθεσης με την έλευση κάποιας ημερολογιακής εορτής,
ενώ γύρω τα πάντα παραμένουν ίδια). Αντίθετα, η κατάσταση στο
Γερασήμι θα μπορούσε να περιγραφεί με τη χρήση μιας άλλης,
επίσης κοινότυπης, ωστόσο λαϊκότερης έκφρασης: Ο αέρας εκεί
μύριζε μπαρούτι.

Το μόνο σίγουρο στην υπόθεση – αν μπορεί να υπάρξει κάτι σίγουρο


σε μια τέτοια υπόθεση – είναι πως μέχρι την παραμονή του
Προφήτη Ηλία ο Βρούχος δεν είχε ιδέα για το τι είχαν κάνει ο
αδερφός του και ο Φαζός στα πρόβατα του Κατσή. Βρισκόταν κι
αυτός στο σκοτάδι – αν και οπωσδήποτε είχε θορυβηθεί με την
είδηση ότι χάθηκαν ξαφνικά δέκα πρόβατα του πρώτου ξαδέρφου
του Καμπέρη. Το πώς τελικά το έμαθε, ενώ βρισκόταν στο μιτάτο
του στο βουνό, είναι άγνωστο · μόνο εκείνος ξέρει.

Ίσως να υπήρχε και δεύτερος μάρτυρας, εκτός τον Σταύρο, όταν


έριξαν τα πρόβατα στον τάφκο. Ίσως πάλι, κάποιος από τους
βοσκούς του Φαζού να είπε στον Βρούχο πως ο Φαζός δεν είχε
κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα στο μιτάτο του(αν και αυτό δε βγάζει
νόημα, αφού είναι σίγουρο πως ο Βρούχος ήξερε από την πρώτη
στιγμή ότι είχαν ρίξει τα πρόβατα στον τάφκο και δεν τα κρατούσαν
κάπου ζωντανά). Εν πάση περιπτώσει, με κάποιο τρόπο το έμαθε,
και μόλις το έμαθε έτρεξε αμέσως να μιλήσει με τους δύο δράστες,
με την ελπίδα πως δεν ήταν αλήθεια και πως οι πηγές του έκαναν

132
κάποιο λάθος. Διότι, στην πραγματικότητα, όσο τρόμαξε ο
Καμπέρης με αυτή την υπόθεση, άλλο τόσο τρόμαξε και ο Βρούχος.

Δεν τους βρήκε όμως, ούτε τον ένα ούτε τον άλλον, ούτε στα μιτάτα
τους ούτε κάτω στο Γερασήμι. Κατάλαβε ότι κρύβονταν για να μην
τον συναντήσουν, μέχρι να τον φέρουν προ τετελεσμένων.
Ανώφελο, σκέφτηκε · τον είχαν ήδη φέρει. Η μόνη του άλλη ελπίδα
τώρα ήταν, να μην το μάθαινε ποτέ κανένας άλλος. Να χανόταν κι
αυτό στην ομίχλη του βουνού, όπως τόσα και τόσα, και να συνέχιζαν
τα πράγματα όπως είχαν. Όμως, έλεγε πάντα ο πατέρας του ο
Σαϊτομανώλης: Μυστικό που το ξέρει δεύτερος, μόνο μυστικό δεν
είναι.

Δεν ήθελε να συνεχίσει να τους ψάχνει, γιατί θα κινούσε υποψίες.


Δεν είχε και νόημα. Γύρισε πίσω στο μιτάτο του κι άρχισε να
ετοιμάζεται για πόλεμο. Όμως, δεν ήθελε πόλεμο με τον Καμπέρη,
και μάλιστα πόλεμο που ξεκίνησαν άλλοι. Ή μήπως, σκέφτηκε μετά,
έπρεπε να θέλει;

Τα πράγματα τον τελευταίο καιρό πήγαιναν πολύ καλά γι’ αυτόν.


Κάθε μέρα τ’ όνομά του δυνάμωνε και μαζί μ’ αυτό δυνάμωνε όλο
το σόι. Δέκα συντεκνίες είχε κάνει τον περασμένο χρόνο στο βουνό
και σ’ όποιο χωριό κι αν πήγαινε άνοιγαν όλες οι πόρτες. Στα νότια,
όταν ήθελαν να καταραστούν ένα πρόβατο του έλεγαν: «Έ που σε
φάει ο Βρούχος!». Αυτό κανένας δεν το είχε καταφέρει στο βουνό,
από τον καιρό που έφυγαν οι Τούρκοι.

Ο Σαϊτομανώλης λίγο πριν πεθάνει τον είχε καλέσει στο κρεβάτι


του. Τους έβγαλε έξω όλους, ακόμα και τους γιούς του. Παιδί μου,
του είπε, έχεις χαρίσματα. Αν είχα μια καλή τύχη στη ζωή μου ήσουν
εσύ. Όμως να ξέρεις: θα σε πολεμήσουν και πρέπει να σταθείς
ακλόνητος. Κι εγώ θα έρχομαι από τον άλλο κόσμο και θα στέκομαι
δίπλα σου.

Τον Καμπέρη εννοούσε, όταν είπε ότι θα τον πολεμούσαν, κι ας μην


τον ονομάτισε. Ούτε στο νεκροκρέβατό του ο Σαϊτομανώλης δεν
ήθελε να πει το όνομα του Καμπέρη. Κάθε μέρα από τότε περίμενε
την πρόκληση του Καμπέρη, κάθε στιγμή, όσο καλά κι αν τα πήγαινε
στο βουνό, στο πίσω μέρος του μυαλού του βρισκόταν ο Καμπέρης.

133
Και τώρα, τον προκάλεσαν οι δικοί του πρώτοι. Αυτό δεν το
περίμενε, γι’ αυτό κι ένιωθε τόσο μπερδεμένος. Δεν ήξερε τι έπρεπε
να κάνει - δεν είναι εύκολο όταν αναποδογυρίζουν οι ρόλοι. Ήξερε
όμως καλά ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να υποχωρήσει και πως,
ό,τι κι αν συμβεί, ο Σαϊτομανώλης θα ανέβαινε, όπως το
υποσχέθηκε, από τον Άδη για να σταθεί δίπλα του. Έχοντας τότε την
εικόνα του Σαϊτομανώλη δίπλα του, έδωσε μια με το χέρι του κι
έδιωξε την άλλη από μπροστά του, εκείνη με τα «Ρημάδια» που
τρόμαζε όλο το βουνό. Έμεινε μετά στο μιτάτο του και περίμενε.

«Ρημάδια», έλεγαν όλοι ένα ερειπωμένο χωριό ανάμεσα στο


Γερασήμι και τα οροπέδια. Είχε ερημωθεί κάπου διακόσια χρόνια
μετά το άλλο που πάνω του χτίστηκε το Γερασήμι και τίποτα δεν είχε
χτιστεί πάνω σε αυτό. Οι τοίχοι του έστεκαν σαν σκελετοί και
αγριοσυκιές φύτρωναν ανάμεσα στα χαλάσματα. Οι βοσκοί όταν
περνούσαν από δίπλα έφτυναν στον κόρφο τους, και το έδειχναν
στα παιδιά παράδειγμα για το τι μπορούν να κάνουν τα πρόβατα.
Δεν το γκρέμισαν όμως τα πρόβατα(δε θα μπορούσαν άλλωστε) · το
γκρέμισε ο τρόπος που έχουν οι άνθρωποι τα πρόβατα.

Το κατοικούσαν κάποτε δύο μεγάλα σόγια. Σόγια μεγάλα και


δυνατά, σαν τα δυνατότερα μετά στο Γερασήμι κι ακόμα παραπάνω.
Όσο μεγαλύτερη όμως η δύναμη, τόσο μεγαλύτερη η κατάρα. Γιατί;
Κανένας δεν ξέρει. Ίσως οι άνθρωποι είναι η κατάρα, ή πάλι: οι
άνθρωποι να είναι καταραμένοι, ή ηλίθιοι, ή δειλοί - και γι’ αυτό
κακοί. «Στην κούπα του βελανιδιού» λέει μια μαντινάδα, «χίλιοι
καλοί χωρούνε. Μα δυο κακοί σ’ ένα ντουνιά να ζήσουν δε
μπορούνε». Εκείνοι στα Ρημάδια δε χωρούσαν σ’ όλο βουνό·
αναπόφευκτα έπρεπε να πολεμήσουν · επειδή έτσι γίνεται από την
αρχή του κόσμου.

Όλα άρχισαν από ένα «σκλαβερούλι» - ένα κουδουνάκι απ’ αυτά


που φοράνε συνήθως στ’ αρνιά. Κάποιο παιδί από το ένα σόι το
ζήλεψε και το έκλεψε από το κοπάδι των άλλων για να το φορέσει
στο δικό τους. Τον είδαν όμως - όπως τώρα ο Σταύρος είδε τον Φαζό
και τον Σαϊτογιώργη - κι εκείνος που είχε το σκλαβερούλι πήγε και
βρήκε τον πατέρα του παιδιού και το ζήτησε πίσω. Ο πατέρας του
παιδιού απάντησε πως ο γιος του δεν είναι κλέφτης κουδουνιών και

134
πως δεν έχει ιδέα τι του λένε, και ο άλλος είπε πως το σόι τους έχει
πάρει πολύ αέρα, και πως το δικό τους δεν το αποτελούν γυναίκες
για να τους κλέβουν τα κουδούνια από τα πρόβατα και να μην
απαντούν. Λόγο στο λόγο, βγήκαν τα μαχαίρια.

Δεν ξέρει κανείς ούτε ποιος από εκείνους τους πρώτους


πρωτοχτύπησε ούτε ποιος πρωτοπέθανε. Τα πράγματα έγιναν τόσο
ξαφνικά και γρήγορα σα να προετοιμάζονταν πολύ καιρό. Τα
τουφέκια ήταν έτοιμα, τα μπαρουτόβολα στοιβαγμένα, τα σπαθιά
ακονισμένα. Μόλις μαθεύτηκε στο χωριό, το ένα σόι άρχισε να
πολεμά το άλλο – το ίδιο και στα μιτάτα στο βουνό. Δώδεκα ή
δεκατρείς έπεσαν μόνο εκείνη την πρώτη μέρα και ο πόλεμος
κράτησε ολόκληρο καλοκαίρι. Τα σπίτια κάηκαν, τα μιτάτα
χαλάστηκαν και τα κοπάδια σφάγηκαν. Όσοι γλίτωσαν, σκόρπισαν
σ’ όλη την Κρήτη και συνέχισαν να παίρνουν εκδίκηση ο ένας από
τον άλλο. Παιδιά αγέννητα, ή στις κοιλιές των μανάδων τους, πήραν
εκδίκηση ή τα εκδικήθηκαν πενήντα χρόνια μετά.

Και δεν έγινε μόνο αυτό εκείνο τον καιρό στο βουνό · έγιναν κι άλλα
τρομερά. Μόλις ακούστηκε πως άρχισαν να πολεμούν στα δυτικά,
έμοιαζε σα να ‘σπασαν όλοι οι φραγμοί. Παντού, ακόμα και στην
άλλη πλευρά του βουνού, άνθρωποι άσχετοι(πολλοί δεν ήξεραν καν
πού βρίσκονταν τα Ρημάδια),όποιος είχε κάποιο «πρόβλημα»,
ένιωσε πως ήρθε η στιγμή να το λύσει. Ποτέ δεν έγιναν τόσες
ζωοκλοπές, ποτέ δεν έγιναν τόσοι καβγάδες για τα βοσκοτόπια και
τόσα φονικά. Ούτε λογική ούτε μεσίτες λειτουργούσαν. Αμέτρητα
πρόβατα χάθηκαν και μιτάτα άλλαξαν χέρια(εκείνη την εποχή
απέκτησε ο προπάππους του Παχιά το χειμαδιό που είχε τώρα).
Σταμάτησαν μόνο όταν κουράστηκαν κι όλο το βουνό κάπνιζε. Λίγοι
μόνο, σε κάποιες άκρες, έμειναν ανέγγιχτοι.

Χρειάστηκε καιρός για να το ξεχάσουν και να πάψουν να


προσέχουν να μη συμβεί το ίδιο. Για πολλά χρόνια μετά από εκείνα
τα γεγονότα δεν άνοιγε μύτη στο βουνό. Τα πάντα διευθετούνταν
από τους μεσίτες κι ακόμα και οι ζωοκλέφτες έγιναν πολύ
προσεκτικοί. Κανένας δεν ήθελε να ξαναζήσει τα ίδια. Με τον καιρό
όμως, οι γέροι πέθαναν και οι νεότεροι, άκουγαν βέβαια για εκείνο
το καλοκαίρι, αλλά δεν το είχαν ζήσει οι ίδιοι. Σιγά σιγά το βουνό

135
ξαναφούντωσε. Αν και δεν έφτασε ποτέ, ούτε καν κοντά, σε ό,τι είχε
συμβεί τότε στα Ρημάδια, οι ζωοκλέφτες ξανάγιναν απρόσεκτοι, οι
μεσίτες διπρόσωποι και τα πρόβατα του γείτονα ενοχλητικά. Και
φούντωνε όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, γι’ αυτό κι
εκείνη η παλιά ιστορία, με το ρημαγμένο χωριό δίπλα στο Γερασήμι,
είχε ξαναβγεί στην επιφάνεια όταν κουβέντιαζαν τις νύχτες στα
μιτάτα κι ήρθε τώρα πρώτη στο νου του Βρούχο, όταν η ευθύνη
μέσα του τον έκανε ν’ αναλογιστεί όλες τις συνέπειες ενός πολέμου
με τον Καμπέρη.

Το να ζεις όμως κάτι με το να το ακούς, έχει σχέση, λένε, όση ο


φάντης με το ρετσινόλαδο. Γι’ αυτό και του στάθηκε τόσο εύκολο να
διώξει με μια κίνηση του χεριού την εικόνα της καταστροφής από τη
σκέψη του. Ύστερα, είχε ακούσει να λένε, αν έμπαινε στη μάχη
έχοντας τα χειρότερα στο νου του, τότε σίγουρα δε θα κατάφερνε
τίποτε.

136
Στο πανηγύρι του Γκίγκελου, έφτασε επιτέλους η ώρα να σηκωθεί
ο παπάς για να ξεκινήσει τη Λειτουργία κι όλοι χάρηκαν, και
περισσότερο ο ίδιος ο παπάς, γιατί αν δεν τελείωνε η Λειτουργία δε
θα σερβιριζόταν τίποτα άλλο παρά μόνο ανθόγαλο. Εντωμεταξύ
είχαν φτάσει και μερικοί ακόμα, παρέες- παρέες από κάθε μιτάτο,
και τα τραπέζια κάτω από τα δέντρα είχαν αρχίζει να γεμίζουν.

Μόνο γυναίκες, όσες βρέθηκαν εκεί, ακολούθησαν τον παπά στο


ξωκλήσι και από τους άντρες μόνο ο Γκίγκελος – που σαν
οικοδεσπότης δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Οι υπόλοιποι έμειναν
όλοι στα τραπέζια. Εφόσον είχαν ανάψει κερί, ένιωθαν πως είχαν
κάνει το χρέος τους κι αν κάποιος σηκωνόταν και πήγαινε να
παρακολουθήσει τη Λειτουργία θα τον σχολίαζαν σίγουρα οι άλλοι
σαν αλαφροΐσκιωτο. Κατά τον ίδιο τρόπο, άλλωστε, θα σχολίαζαν
και όποια γυναίκα δεν πήγαινε να λειτουργηθεί κι έμενε στα
τραπέζια με τους άντρες(μόνο η Ευτέρπη, δικαιολογημένα, έμεινε
πίσω για να μαγειρέψει το κοκκινιστό). Κι επειδή δε χωρούσαν όλες
μέσα στο ξωκλήσι, στάθηκαν μέχρι και μπροστά στην πόρτα.

Με το Θεό, οι άντρες είχαν μια σχέση όπως θα την είχαν με κάποιο


πολύ δυνατό γείτονα. Δηλαδή τον σέβονταν και τον φοβούνταν, τον
χαιρετούσαν όπου τον συναντούσαν και τον καλόπιαναν - γιατί
μπορούσε να τους βοηθήσει ή να τους βλάψει, αλλά τίποτα
παραπάνω.

Δεν ήταν πάντα έτσι, έλεγαν οι παλιότεροι · τα τελευταία χρόνια


είχε συμβεί αυτό. Στην πρώτη μεγάλη Επανάσταση οι άνθρωποι
ήτανε τόσο θρήσκοι που χρειάστηκε ο Μητροπολίτης να εκδώσει
εγκύκλιο, και να διαβεβαιώσει ότι δε θα πήγαιναν στην κόλαση, για
να σκοτώνουν άφοβα τους Τούρκους. Σ’ εκείνη την Επανάσταση
όμως, έγινε τέτοια κόλαση που κανένας πια δεν πίστευε πως μπορεί
να υπάρχει κάπου κάποια άλλη και τότε, έλεγαν, άρχισαν να

137
κλονίζουν αυτές οι αντιλήψεις. Τώρα, το μόνο που έκαναν ήταν να
μην κλέβουν από τα μοναστήρια(είχαν όλα μεγάλα κοπάδια), να
παντρεύονται και να κηδεύονται στις εκκλησίες, ν’ ανάβουν κερί και
να προσκυνούν τις εικόνες και να τάζουν ζώα στους Αγίους όταν
χρειάζονταν κάτι.

Στο τραπέζι που καθόταν ο Παχιάς με τον Μαρκογιάννη κανένας δεν


ήξερε τι έκανε και τι δεν έκανε ο παπάς μέσα. Ήταν το πρώτο που
γέμισε, γιατί όσοι έρχονταν προτιμούσαν να καθίσουν εκεί που ήταν
ο ξένος - όπως το έκανε ο Καραδάκης - και ο Μαρκογιάννης
δυσφορούσε, επειδή είχαν καθίσει και κάποιοι ασήμαντοι που δε
μπορούσαν να τους βοηθήσουν σε τίποτα και απλώς έκλεβαν από
την εικόνα τους. Το κάθε τραπέζι ήταν στενό αλλά μακρύ και
χωρούσε περισσότερα από τριάντα άτομα, και δεν ήταν εύκολο να
τους αποκλείσεις. Είχε όμως, τουλάχιστον, καθίσει στα δεξιά τους
ο Τζέγκας· άντρας δυνατός στα οροπέδια, που τον είχαν ενημερώσει
ήδη από χθες κι είχε ένα ύφος πως ό,τι είχε να τους πει για την
υπόθεση θα τους το έλεγε, ιδιαιτέρως, αργότερα.

Ανάμεσα σε αυτούς που είχαν έρθει ήταν και ο Πατόνικος – που


καθόταν ακριβώς απέναντί τους κι έτρωγε ένα πιάτο ανθόγαλο.
Αυτός έψαχνε τρόπο ν’ ανοίξει συζήτηση.

Ωραίο το ανθόγαλο του Γκίγκελου φέτος, έλεγε. Το πέτυχε. Ούτε


ταγγίζει ούτε τίποτα.

Αυτός το πέτυχε; του είπε ο διπλανός του. Η Ευτέρπη να λες. Η


Ευτέρπη τα φτιάχνει όλα εδώ.

Του Γκίγκελου δεν είναι το γάλα; του απάντησε αμέσως. Του


Γκίγκελου είναι και το ανθόγαλο, ας το φτιάχνει η Ευτέρπη. Και το
πανηγύρι, του Γκίγκελου είναι. Άκουσες κανένα να λέει: το
πανηγύρι της Ευτέρπης;

Καλά, έκανε τότε ο Μαρκογιάννης. Ευτυχώς που μπήκε ο


τραγόπαπας μέσα, γιατί δε θα προλαβαίνατε ούτε να δοκιμάσετε·
θα το ‘τρωγε όλο!

Γέλασαν όλοι, γιατί όλοι ήξεραν τη λαιμαργία του παπά και ο


Μαρκογιάννης ευχαριστήθηκε · για το επιτυχημένο αστείο και που

138
τον εκδικήθηκε για προηγουμένως – τότε που νόμιζε πως είχε το
θάνατο στο τσεπάκι και τον φοβέριζε.

Να δούμε τώρα και φέτος…, συνέχισε εύθυμα ο Πατόνικος, πόσοι


θα προλάβουνε να φάνε κοκκινιστό, και πόσοι θα μεθύσουνε στο
τέλος. Γιατί πέρυσι, θυμάστε, μεθύσανε και οι πέτρες του μιτάτου…!

Γύρισαν τότε όλοι και κοίταξαν την Ευτέρπη, που λίγο πιο πέρα
ανακάτευε το καζάνι και η μυρωδιά του είχε αρχίσει να απλώνεται.

Εκείνη τη στιγμή, έφτανε μια παρέα από τα μιτάτα στη βόρεια


πλευρά του οροπεδίου - πέντε άντρες και μία γυναίκα που
κρατούσε λαμπάδα ίσαμε το μπόι της. Πέρασαν από μπροστά τους
όπως πήγαιναν για το ξωκλήσι και τους χαιρέτησαν. Ο Παχιάς
πρόσεξε αμέσως ότι ο ένας από τους πέντε ήτανε σπανός, δηλαδή
δεν είχε γένια ούτε μουστάκι, και τον παρατήρησε. Η μόνη
περίπτωση στο βουνό να μην αφήνει κανείς γένια και, κυρίως,
μουστάκι, ήταν να έχει γεννηθεί σπανός, γι’ αυτό το λόγο ξεχώριζε
από μίλια μακριά. Είχαν και στο χωριό τους έναν, που δεν άντεχε τα
πειράγματα και τις κοροϊδίες και δεν έβγαινε από το σπίτι του.
Αυτός πάντως εδώ, περπατούσε αγέρωχα ανάμεσα στους άλλους,
ήτανε περιποιημένος και καλοντυμένος, μόνο που το
κεφαλομάντιλο και το μαύρο πουκάμισο χωρίς το μουστάκι, στην
ηλικία του(θα ήταν γύρω στα τριανταπέντε), προκαλούσαν μια
αλλόκοτη εντύπωση. Όταν άναψαν κερί, ο Γκίγκελος βγήκε μαζί
τους έξω και κάτι τους είπε και κάθισαν με την παρέα του στο
μεθεπόμενο τραπέζι, αυτό κάτω από την αχλαδιά. Από το σημείο
που καθόταν εκείνος δε μπορούσε να τον δει και δεν τον
ξαναθυμήθηκε.

Φέτος λέει, θα έρθει ο νωματάρχης, είπε ο Πατόνικος. Το δίπλα


τραπέζι το φυλάνε για την παρέα του, γι’ αυτό τους έβαλε ο
Γκίγκελος και κάθισαν εκεί πέρα.

Ο νωματάρχης;! έκανε ο Μαρκογιάννης. Αυτός μας έλειπε!

Υπήρχε βέβαια και χωροφυλακή στο βουνό - αν και δεν την


χρησιμοποιούσαν συχνά, αφού δε μπορούσε να βοηθήσει σε κάτι.
Όπως και να ‘χε πάντως, μπορούσε να κλείσει αρκετούς φυλακή και

139
ο διοικητής της είχε οπωσδήποτε ένα κύρος. Η παρουσία του θα
αναβάθμιζε σίγουρα το πανηγύρι.

Να! Έρχεται κι ο Μύρος, είπε ο Καραδάκης. Έφερε και τα παιδιά του


να φάνε… .

Αυτός «ο Μύρος» που είπε, περνούσε τότε με τη γυναίκα του και


τρία αγόρια και τους χαιρέτησε σηκώνοντας το χέρι.

Όχι που δε θα ‘ρχοτανε… συνέχισε σιγανά ο Καραδάκης. Αυτός,


όπου μυρίζεται τσάμπα φαΐ τρέχει πρώτος με όλη την οικογένεια.
Και να πεις πως δεν έχει; Διακόσια πρόβατα έχει.

Αμ τι(«κι αμ’ ίντα»)! πετάχτηκε ο Πατόνικος; Εσύ νομίζεις έρχονται


εδώ για τον Προφήτη Ηλία και τον Γκίγκελο; Για το φαΐ έρχονται. Να
πω πάλι την ιστορία αυτουνού απ’ τα Βόρεια Βουνά που ‘τανε
σύντεκνος του παππού μου;

Εκείνη την ιστορία ο Πατόνικος την έλεγε κάθε χρόνο στο πανηγύρι,
την ήξεραν όλοι και είχε καταντήσει κουραστική. Είχε λέει αυτός ο
σύντεκνος του παππού του, στα Βόρεια Βουνά, κάποτε χίλιες αίγες
(τόσες αίγες δεν είχε ακόμα και τότε κανένας, ούτε στο δικό τους
βουνό ούτε πουθενά όσο ξέρανε). Κι ήτανε λέει τόσο ανοιχτοχέρης
- και τόσο μάλλον δεκτικός στις κολακείες - που είχε αφήσει ιστορία
με τα χουβαρνταλίκια του. Ανέβαζε παρέες, είκοσι–τριάντα άτομα
κάθε φορά κι έσφαζε αίγες για να τρώνε και να πίνουν, και κάθε
Λαμπρή χάριζε ίσαμε πενήντα ρίφια στους φίλους του. Και τον
είχανε σα βασιλιά εκεί στα χωριά των Βόρειων Βουνών, κι απ’ όπου
περνούσε του έκαναν υποκλίσεις.

Ένα χειμώνα όμως – μόλις έξι του Δεκέμβρη, βράδυ του Αγίου
Νικολάου, γιατί είχε μείνει στην ιστορία - έριξε τόσο χιόνι στην
Κρήτη, και τόσο πολύ στα Βόρεια Βουνά, που οι αίγες του ψόφησαν
όλες πριν προλάβει να τις κατεβάσει, εκτός από δέκα, και, από τη
μια στιγμή στην άλλη, έμεινε χωρίς τίποτα. Και τότε, όλοι οι φίλοι
του τον ξέχασαν κι όλοι εκείνοι που τους χάριζε ρίφια μόλις τον
έβλεπαν έτρεχαν να κρυφτούν για να μην τους ζητήσει βοήθεια · και
πολύ του κόστισε αυτό το πράγμα.

140
Ήταν όμως φαίνεται τυχερός άνθρωπος και σε λίγα χρόνια
κατάφερε να ξανακάνει εκατό τις αίγες-και πήγαινε και για
παραπάνω – κι ένα πρωί, που τις είχε στη μάντρα και τις άρμεγε,
πέρασαν τυχαία δύο από εκείνους που τραπέζωνε παλιά και τώρα
τον απέφευγαν. Αυτοί κοντοστάθηκαν και, όπως είδαν ότι το
κοπάδι μεγάλωνε πάλι, σκέφτηκαν πως θα ήταν ίσως καλό να
ξαναζεστάνουν τις σχέσεις μαζί του. Έτσι, πλησίασαν και τον
χαιρέτησαν.

Εκείνος ούτε στράφηκε να τους κοιτάξει και συνέχισε ν’ αρμέγει, κι


όταν οι άλλοι δεν το έβαλαν κάτω αλλά τον ρώτησαν αν ήθελε
βοήθεια, γύρισε λέει, και είπε στο αυτί της αίγας που άρμεγε, όμως
δυνατά για να τον ακούσουν: Απάντησε αίγα εσύ, γιατί σε σένα το
λένε…, θέλοντας να δείξει πως δεν τους ενδιέφερε αυτός άλλα το
κοπάδι του. Και τότε λέει, έφυγαν εκείνοι(αν ήταν αλήθεια)
καταντροπιασμένοι.

Και την έλεγε, με την πρώτη ευκαιρία, κάθε χρόνο στο πανηγύρι ο
Πατόνικος στην παρέα του αυτή την ιστορία – εντελώς άκομψα για
μια τέτοια στιγμή και χωρίς ούτε ο ίδιος να ξέρει τι ήθελε να
υπονοήσει για τον Γκίγκελο και για τους άλλους, ώστε τώρα όλοι
ανακουφίστηκαν που δεν την ξανάρχισε πάλι, άλλα έμεινε μόνο στο
ότι: θα έπρεπε να την ξαναπεί.

Καμιά φορά, σκέφτηκαν, ο Πατόνικος δεν ξέρει τι λέει. Λέει πολλά


κι όταν δεν πρέπει. Όλο κι όλο είναι, για να μας πει πάλι πως ο
παππούς του ήτανε δυνατός άνθρωπος κι είχε σπουδαίες
γνωριμίες. Αν και, υποψιάζονταν, αυτός από τα βόρεια δε μπορεί
να ήταν σύντεκνος του παππού του, γιατί οι χρονολογίες δεν
ταίριαζαν.

Εν πάση περιπτώσει, το προσπέρασαν αυτό για φέτος, αφού και ο


ίδιος δεν το συνέχισε, και επικεντρώθηκαν στον κόσμο που ερχόταν
στο πανηγύρι.

Έρχονταν κι άλλοι όσο προχωρούσε η ώρα και γέμισε και το τραπέζι


κάτω από την αχλαδιά. Μόνο εκείνο που κρατούσαν για τον
ενωμοτάρχη έμενε ακόμα άδειο, και δε χωρούσαν όλοι κι άρχισαν
να κάθονται στις πεζούλες του μιτάτου και γύρω στις πέτρες. Η

141
Ευτέρπη, όταν είδε τον κόσμο, άφησε για λίγο το καζάνι, πετάχτηκε
μέχρι το ξωκλήσι κι έβγαλε έξω την αδερφή της, την Τερψιχόρη(η
Πολυμνία έψελνε)κι ακόμα δύο γυναίκες, συγγενείς τους, για να
σερβίρουν στους καινούργιους ανθόγαλο – και, απ’ ό,τι είδαν,
άρχισαν να βγάζουν και κρασί σε πήλινες κανάτες.

Ο Γκίγκελος είχε πάντα πολύ κρασί, λιάτικο, από δικό του αμπέλι,
κι είχε και όλα αυτά τα χρόνια καταφέρει να μαζέψει δεκάδες
ποτήρια, πήλινα και τσίγκινα με αυτί, μαζί και μπόλικα πήλινα
«κιουπιά» – βαθιά πιάτα – περισσότερα κι απ’ όσα χρειάζονταν. Οι
οικοσκευές ήτανε πάντα πρόβλημα στο βουνό, και δε θα μπορούσε
να διοργανωθεί χωρίς αυτές πανηγύρι. Μόνο τα κουτάλια υπήρχαν
άφθονα, επειδή τα έφτιαχναν από ξύλο ασφεντάμου. Μαχαίρια για
το κρέας είχαν όλοι πάνω τους, κι αν κανείς δεν είχε μπορούσε να
δανειστεί από τους άλλους.

Όταν έφτασαν στο τραπέζι οι κανάτες με το κρασί αμέσως


«ομόρφυνε», είπε ο Πατόνικος. Κανένας όμως δεν έβαλε στα
ποτήρια, γιατί περίμεναν πρώτα το φαγητό. Μόνο εκείνος γέμισε
το δικό του, για να δοκιμάσει, όπως πάλι είπε, το κρασί του
Γκίγκελου φέτος – αν και κανένας δεν τον πίστεψε, επειδή όλοι
ήξεραν πόσο αγαπούσε να πίνει. Ο Πατόνικος, που κατηγορούσε
τους άλλους ότι έρχονταν στο πανηγύρι για να φάνε τσάμπα, είχε ο
ίδιος την κατηγορία πως ερχόταν για να πιεί τσάμπα, κι έτσι, όταν
άρχισε πρώτος να πίνει ένιωσε πως κάπως έπρεπε να
δικαιολογηθεί.

Όλο συμφέροντα βλέπεις πίσω από τους ανθρώπους Πατόνικε, του


είπε ο Καραδάκης. Γιατί δε λες, πως όλοι έρχονται εδώ για να
προσκυνήσουν τον Άγιο, να τιμήσουν το Γκίγκελο και να δουν τους
φίλους και τους γνωστούς τους; Όλοι πρέπει να ‘χουν όφελος για
να κάνουν κάτι;

Αφού έτσι γίνεται; του απάντησε αυτός καθώς άναβε ένα τσιγάρο.
Βλέπεις εσύ τίποτα άλλο σ’ αυτό το βουνό;

Εντάξει, του είπε ο διπλανός του, που ο Παχιάς δεν τον ήξερε καλά
και τον έλεγαν Βασίλη, αλλά μιλούσε, όπως του φάνηκε, πολύ
σωστά κάποιες στιγμές. Άλλοι μπορεί να ‘ρχονται εδώ γι’ αυτό που

142
λες εσύ Πατόνικε, άλλοι γι’ αυτό που λες εσύ Καραδάκη, εγώ πάλι
λέω, πως όλοι έρχονται για όλα. Και για να φάνε, και για να
τιμήσουν τον Άγιο και τον Γκίγκελο, και για να δούνε τους φίλους
τους. Πώς τα ξεχωρίζετε εσείς έτσι, δε μπορώ να καταλάβω.

Αυτή κουβέντα που κάνετε δεν είναι, και μας ακούνε κι από δίπλα!
τους είπε τότε θυμωμένα ο Μαρκογιάννης. Τι πράγματα είναι αυτά;
Γιατί έρχεται εδώ ο ένας κι ο άλλος – και γιατί ερχόμαστε εμείς;
Θαρρώ Πατόνικε, μέθυσες πριν αρχίσεις να πίνεις… .

Σταμάτησαν τότε κι ο Πατόνικος μαζεύτηκε, επειδή φοβόταν τον


Μαρκογιάννη. Εγώ; είπε. Ο Καραδάκης άρχισε.

Εγώ;! είπε με τη σειρά του ο Καραδάκης. Εσύ το άρχισες, που ήσουν


έτοιμος να πεις πάλι την ιστορία μ’ αυτόν στα βόρεια!

Καλά, καλά, έκανε ο Μαρκογιάννης. Τέλος τώρα! Και κοίταξε δεξιά


του τον Τζέγκα που άκουγε και δε μιλούσε, για να του δείξει πώς
τους έβαλε στη θέση τους. Γιατί υπήρχε ιεραρχία στην παρέα, κι
αυτός με τον Τζέγκα βρίσκονταν στην κορυφή της.

Η Λειτουργία μέσα τελείωνε και η Ευτέρπη έδωσε εντολή να


βγάλουν στα τραπέζια τους άρτους που είχε ευλογήσει ο παπάς κι
άρχισαν να βγάζουν και πιάτα από τον βραστό κριό, που άχνιζαν,
και να τ’ αφήνουν στη μέση για να παίρνει ο καθένας μεζέδες. Η
Ευτέρπη προσπαθούσε πάντα να βγάζει όσα μπορούσε
περισσότερα πριν το κοκκινιστό, για να χορταίνουν και να μην
πέφτουν πάνω της.

Έτρωγαν τους μεζέδες του βραστού, και τότε πια ο Πατόνικος


μπόρεσε, επίσημα, να γεμίσει όλα τα ποτήρια με κρασί και να
ξαναγεμίσει και το δικό του, που είχε αδειάσει. Στο τραπέζι
απλώθηκε μια πιο ευχάριστη διάθεση.

Στα πανηγύρια έκαναν και εράνους, για αναξιοπαθούντες και άλλα


πράγματα, κι όπως έπαιρναν το βραστό έφτασε κάποιος, Μανώλη
τον είπαν, που μάζευε, όπως εξήγησε, χρήματα για έναν ξάδελφό
του που ήταν άρρωστος κι έπρεπε να πάει στην Αθήνα για
θεραπεία.

143
Μπα…; είπε ο Μαρκογιάννης, δεν το ήξερα. Τι έχει;

Σάματι ξέρω πώς το λένε («Τάξε κατέχω πώς το λένε» επί λέξη)
απάντησε αυτός. Ο γιατρός όμως στο Κάστρο, είπε πως άμα δεν
πάει στην Αθήνα, να τον ανοίξουνε, θα πεθάνει.

Κι είναι νέος άνθρωπος! έκανε ο Πατόνικος. Κρίμα. Και πόσα πρέπει


να μαζέψετε;

Τριάντα χιλιάρικα, είπε ο άλλος. Μαζί με τα εισιτήρια και τα


ξενοδοχεία.

Τριάντα χιλιάρικα! ξαναέκανε ο Πατόνικος. Πού θα τα βρείτε;

Ξέρω κι εγώ; είπε ο άλλος. Προσπαθούμε. Πουλήσαμε και τα ζώα


του.

Και πόσα έχετε μαζέψει μέχρι τώρα; τον ρώτησε ο Μαρκογιάννης.

Εφτά διακόσια, απάντησε αυτός(το καλύτερο πρόβατο πήγαινε


τότε σαράντα δραχμές).

Έδωσαν όλοι, αφού επρόκειτο για τέτοιο θέμα. Ο Μαρκογιάννης


έδωσε δέκα δραχμές, ο Τζέγκας με τον Παχιά δέκα κι αυτοί - αφού
εκείνος ήτανε ξένος και δεν έπρεπε να υστερήσει, και όλοι οι
υπόλοιποι από πέντε. Μόνο ένας, στην κάτω μεριά του τραπεζιού,
δεν έδωσε, γιατί είχαν με τον άρρωστο οικογενειακά κι αυτός που
μάζευε τα χρήματα ούτε καν τον πλησίασε. Αφού έγραψε τα
ονόματά τους και τα ποσά σ’ ένα χαρτί, τους ευχαρίστησε και
προχώρησε στο άλλο τραπέζι.

Και να φανταστεί κανείς, είπε ο Πατόνικος όταν έφυγε, πως ο


Καλοκύρης στον κάμπο βγάζει λέει τριάντα χιλιάρικα τη μέρα, τον
καιρό που μαζεύει το λάδι. Σιγά μη μαζέψουν αυτοί εδώ τόσα
λεφτά. Με τίποτα!

Έτσι είναι, του είπε ο διπλανός του, ο Βασίλης. Όποιος έχει λεφτά
ζει, κι όποιος δεν έχει πεθαίνει. Μια μέρα να του χάριζε ο
Καλοκύρης, θα ζούσε αυτός άλλα σαράντα χρόνια.

Γιατί, ο Καλοκύρης δε θα πεθάνει; του είπε τότε εκείνου ο


Καραδάκης.

144
Θα πεθάνει, του απάντησε ο άλλος · αλλά δε θα πεθάνει όμως από
φτώχεια. Από πολλά πράματα μπορεί να πεθάνει κανείς, αλλά και
κάποια μπορεί να τα εμποδίσει. Άμα δε μπορείς να εμποδίσεις ούτε
αυτά που εμποδίζονται, τότε, άσ’ τα καλύτερα… .

Να πάνε να βρούνε τον Καλοκύρη, είπε ο Μαρκογιάννης. Είναι


καλός άνθρωπος και θα τους βοηθήσει.

Ναι, καλά, έκανε ο Πατόνικος. Αν αυτός βοηθούσε τον καθένα που


θέλει να πάει στο γιατρό, σε λίγο καιρό θα γινότανε κι αυτός σαν κι
εκείνους… .

Ήταν όμως το θέμα πολύ δυσάρεστο για μια τέτοια στιγμή και το
άφησαν.

145
Ο ενωμοτάρχης έφτασε, μαζί με το γραμματέα της κοινότητας, δύο
χωροφύλακες και μερικούς άλλους, από τους αστούς του χωριού,
και προξένησε μεγάλη εντύπωση. Ο Γκίγκελος τα άφησε όλα κι
έτρεξε να τους βάλει να καθίσουν. Κάθισαν στο τραπέζι δίπλα στο
δικό τους και τα σερβιρίσματα έφταναν ασταμάτητα. Αρκετοί από
τ’ άλλα τραπέζια σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και πήγαν να τον
καλωσορίσουν, δίνοντάς του το χέρι, από το δικό τους, όμως, ο
Μαρκογιάννης με τον Τζέγκα δεν κουνήθηκαν. Του είπαν μόνο ένα
«Καλώς όρισες» όταν πέρασε από μπροστά τους και τους χαιρέτησε
κουνώντας βλοσυρά το κεφάλι.

Ήταν ένας γύρω στα σαράντα, μεσαίου αναστήματος, στητός με


φαρδιές πλάτες, μαύρα καραμπογιά μαλλιά και μουστάκι και
σουβλερή μύτη και ύφος – θύμιζε, έλεγαν κάποιοι, το στρατηγό
Κονδύλη(έβλεπαν φωτογραφίες του στα φύλλα εφημερίδας όταν
έστριβαν τσιγάρο). Είχε, με λίγα λόγια, τέλεια εμφάνιση
ενωμοτάρχη. Δεν ήταν όμως συνηθισμένος ενωμοτάρχης· είχε
κάποιες ασυνήθιστες αντιλήψεις – αν και δεν τις εκμυστηρευόταν
παρά μόνο στον πολύ στενό του κύκλο. Αυτό πάντως που είχαν
προσέξει όλοι, ήταν πως δεν κυνηγούσε τους ζωοκλέφτες με την
ίδια ζέση όπως ο προκάτοχός του.

«Γιατί ν’ ασχολούμαι με τους ζωοκλέφτες;» έλεγε. «Αυτό το βουνό


για να τεθεί υπό έλεγχο χρειάζεται δύο συντάγματα τακτικού
στρατού, κι εγώ έχω μόνο τριάντα άντρες. Αναλώνω δυνάμεις
μάταια έτσι. Αλλά, κι αν ακόμα είχα τις δυνάμεις, η γνώμη μου είναι
πως αν δεν υπήρχε εδώ πάνω η ζωοκλοπή θα έπρεπε να την
εφεύρετε · και θα σας εξηγήσω γιατί: Διότι ξεχωρίζει την ήρα από
το στάρι. Δηλαδή, όσοι είναι αδύναμοι κι ανίκανοι και τους κλέβουν
οι άλλοι τα ζώα, αναγκάζονται ν’ αφήσουν αυτή τη δουλειά και να
πάνε να δουλέψουν στον κάμπο και τις πόλεις, κι έτσι γίνονται πιο

146
χρήσιμοι για το κοινωνικό σύνολο. Ύστερα, αν ο φόβος της
ζωοκλοπής εκλείψει από το βουνό, και σταματήσουν να κλέβουν τα
ζώα και να τα σφάζουν, τότε αυτά θα γίνουν τόσα πολλά που θα
φάνε και τις πέτρες, και οι βοσκές δε θα φτάνουν μετά για κανένα
– άσε που όλοι όσοι έχουνε ζώα στα πεδινά και φοβούνται τώρα να
το κάνουν θα τρέξουν τότε να τ’ ανεβάσουν – και, εν γένει, αυτός ο
αξιόλογος τομέας της κτηνοτροφίας που έχετε θα καταστραφεί. Η
κοινωνία, κύριοι, είναι ένας σκληρός αγώνας επιβίωσης και δε
χρειάζονται συναισθηματισμοί. Προτιμώ να καταδιώκω τους
κοινωνικούς ταραξίες κι αυτούς που κάνουνε ζημιές στις
καλλιέργειες, γιατί αυτοί είναι το πραγματικό πρόβλημα, κι όχι να
κυνηγάω, χίμαιρες».

Όλα αυτά βέβαια, δε σήμαιναν πως αν σ’ έβλεπε να κλέβεις ζώα


θα σου έδινε τις ευχές του. Ασφαλώς θα σε συλλάμβανε. Αυτό όμως
που είχε κάνει, ήτανε να ελαττώσει, στο ελάχιστο, τις περιπολίες
που έστελνε ο προκάτοχός του στο βουνό και ν’ αφήσει να ατονήσει
τελείως το υπόγειο σύστημα από πληροφοριοδότες που είχε
οργανώσει εκείνος(μόνο όμως για τα θέματα ζωοκλοπής, για τα
άλλα θέματα που απασχολούσαν τη χωροφυλακή το διατήρησε και
το διεύρυνε). Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που ο Μαρκογιάννης
με τον Τζέγκα δε σηκώθηκαν να τον χαιρετήσουν · για να μη
θεωρήσει κανείς ότι συμπεριλαμβάνονται στους πληροφοριοδότες
του.

Όχι, βέβαια, πως όσοι σηκώθηκαν και τον χαιρέτησαν ήταν


πληροφοριοδότες του – οι πραγματικοί πληροφοριοδότες άλλωστε
δε θα εκτίθονταν με αυτό τον τρόπο – αλλά στο βουνό, υπήρχε
μόνιμη δυσπιστία για τη χωροφυλακή και ο προηγούμενος
ενωμοτάρχης είχε μια επιμονή να καταδιώκει τους ζωοκλέφτες, άρα
και τους βοσκούς, λες και ήταν προσωπικό του θέμα (είχαν κλέψει,
έλεγαν, τα πρόβατα του πατέρα του) και είχε καταφέρει και κάποιες
συλλήψεις · και από τις συλλήψεις αυτές ξεκίνησαν διαμάχες για το
«ποιος κάρφωσε» και κηλιδώθηκαν υπολείψεις και, όπως ήταν
αναμενόμενο, χάθηκαν κι άλλα ζώα και παραλίγο να χαθούνε και
άνθρωποι. Έτσι, εκείνη την εποχή, κάθε σοβαρός άντρας στα
οροπέδια θα απέφευγε την επαφή με το διοικητή της

147
χωροφυλακής, ακόμα κι αν αυτός δε συμπεριφερόταν όπως ο
προηγούμενος. Ο Γκίγκελος βέβαια, τον κάλεσε στο πανηγύρι · αλλά
ο Γκίγκελος διοργάνωνε πανηγύρι κι έπρεπε να προσκαλεί
επισήμους και δεν προκαλούσε υποψίες.

Τώρα, κάθισε στο κέντρο του τραπεζιού, με το πρόσωπο προς τον


κόσμο, έτρωγε και κουβέντιαζε με τους άλλους δίπλα του και
φαινόταν ευδιάθετος, αν κι έριχνε διαρκώς ερευνητικές ματιές
δεξιά κι αριστερά. Ο Πατόνικος, ασφαλώς, καιγόταν να τον
σχολιάσει · ήταν όμως το τραπέζι τους μεγάλο και υπήρχαν πολλοί
που δεν τους είχε εμπιστοσύνη κι έτσι συγκρατιόταν, και τον κοίταζε
μόνο με κλεφτές ματιές για να μη συναντηθούν τα βλέμματά τους.
Δε μπορούσε όμως και να μην πει εντελώς τίποτα γι’ αυτόν.

Λεβέντης ο νωματάρχης, είπε τελικά. Δες τι σιδερωμένη που είναι


η στολή του. Τι πιστόλι είναι αυτό που έχει στη θήκη;

Μάουζερ, είπε αμέσως ο Καραδάκης. Παίρνει κάτι σφαίρες


παράξενες, μπουκαλάτες.

Μόνο τότε ο Παχιάς θυμήθηκε το δικό του πιστόλι, που το είχε στη
βούργια και το είχε αφήσει στο μιτάτο του Μαρκογιάννη.
Τουλάχιστον όμως, είχε δέσει καλά τη βούργια.

Μάουζερ; του είπε ο άλλος. Πού το ξέρεις;

Το βλέπω.

Το διέκρινε μέσα στη δερμάτινη θήκη, αλλά εκτός απ’ αυτό, ο


Καραδάκης στον τρίτο πόλεμο είχε πιαστεί αιχμάλωτος με τη
μεραρχία Καβάλας κι είχε περάσει τέσσερα χρόνια στο Γκαίρλιτς της
Γερμανίας, και ήξερε λίγα γερμανικά και τα γερμανικά όπλα.

Μάουζερ; είπε και ο Μαρκογιάννης. Το ξέρεις από τη Γερμανία;

Και από τη Γερμανία το ξέρω, είπε αυτός, αλλά κι ο Μίνος του Σήφη
έχει ένα.

Το ίδιο; έκανε ο Μαρκογιάννης. Και πού το βρήκε;

Δεν ξέρω. Το αγόρασε λέει.

148
Τέτοια πιστόλια δε βρίσκεις εύκολα. Δεν ήξερες Καραδάκη, τότε
στη Γερμανία, να μας φέρεις μερικά;

Τότε, είπε αυτός, δε γινότανε. Αφού μας είχανε υπό επιτήρηση.

Ποιος το περίμενε Καραδάκη, συνέχισε τότε πειραχτικά ο


Μαρκογιάννης, πως εσύ, γύρισες τόσο κόσμο και κατέληξες πάλι
εδώ μ’ εμάς. Έπρεπε ν’ αλλάξεις νου… .

Τίποτα δε θυμάμαι · δηλαδή, τίποτα δεν άλλαξε, είπε αυτός. Όλο


τον κόσμο να γυρίσεις, άμα γυρίσεις πάλι εδώ το βουνό σε ρουφάει.
Αυτά τα θυμάμαι και μου φαίνεται πως δεν ήμουν εγώ που ήμουν
εκεί.

Χα! γέλασε ο Μαρκογιάννης. Άκου δεν ήταν αυτός!

Η Λειτουργία τελείωσε τότε κι ο παπάς βγήκε έξω κι έτρεξε να


καθίσει στο τραπέζι με τον ενωμοτάρχη. Είχε ένα ύφος
θριαμβευτικό, που ένας πιστός θα το εκλάμβανε σαν αποτέλεσμα
της έκστασης που ένιωσε μέσα στο ξωκλήσι από την επαφή με το
Θείο, κι ένας άπιστος – όπως οι περισσότεροι στο πανηγύρι – σαν
έκφραση της χαράς του ότι επιτέλους τελείωσε και θα καθόταν να
φάει. Η Ευτέρπη, εξάλλου, είχε μόλις αρχίσει να βγάζει πιάτα με το
κοκκινιστό κι είχε τραβήξει όλα τα βλέμματα.

Το πρώτο τραπέζι που σερβιρίστηκε ήταν εκείνο του ενωμοτάρχη


και ακολούθησε το δικό τους. Οι γυναίκες έφεραν σε όλους πιάτα,
όχι πολύ γεμάτα, μια κουταλιά ρεβίθια και δύο μεζέδες το καθένα,
αλλά πάντως σε όλους. Ήταν πράγματι πολύ ωραίο φαγητό · τα
ρεβίθια έλιωναν στο στόμα και η σάλτσα γλυκιά και δεμένη.
Υποψιάζονταν βέβαια, ότι στον πάπα και τους επισήμους έβαλε
περισσότερο, αλλά δε θα μπορούσε κανείς να διαμαρτυρηθεί γι’
αυτό.

Πρέπει να ‘χει μέσα αρίσμαρι και δάφνη, είπε ο Πατόνικος καθώς


έτρωγε.

Αν ξέρεις πώς το φτιάχνει, Πατόνικε, να μας φτιάξεις κι εσύ το ίδιο,


του είπε ο Μαρκογιάννης - που άφησε τώρα τον Καραδάκη και
πείραζε αυτόν.

149
Το κακό με το ωραίο φαΐ, είπε ο Βασίλης από δίπλα, είναι πως το
τρως και χάνεται. Δε μπορείς να το φυλάξεις κάπου και να το
θαυμάζεις. Το τρως, χορταίνεις, κι αυτό ήτανε · δε μένει τίποτα.

Όλα είναι μια ιδέα, είπε ο Καραδάκης.

Τίποτα δεν είναι το φαΐ! είπε τότε ο Τζέγκας, που πρώτη φορά
μίλησε κι έτρωγε το δικό του αργά και απαξιωτικά. Δεν είναι ούτε
αντρειά ούτε ικανότητα. Το τρως και το χέζεις!

Όλοι τότε θεώρησαν πως αυτό το είπε για να βάλει τον εαυτό του
πάνω από τους άλλους κι άρχισαν να τρώνε σιγότερα, γιατί ένιωσαν
ότι κινδύνευαν να υποτιμηθούν. Ο Μαρκογιάννης μάλιστα, άφησε
το δικό του πριν το τελειώσει.

Τι θέλει να τώρα να μας πει ο Τζέγκας; σκέφτηκαν. Αυτός δεν τρώει;


Κι αν δεν τρώει, πώς ζει; Θέλει να πει πως είναι καλύτερος από εμάς;
Εγώ σου λέω, πως αν ήτανε μόνος εδώ θα έτρωγε όλο το καζάνι.
Σου φαίνεται άνθρωπος που τρώει λίγο;

Ήταν όμως ο Τζέγκας με τ’ όνομα και κανένας δεν του είπε τίποτα,
γιατί δε θα έβρισκαν εύκολα άκρη μ’ αυτόν.

Εγώ λέω, είπε μόνο ο Μαρκογιάννης – για να κρατήσει και τη θέση


του στην ιεραρχία, ότι τίποτα δεν είναι κακό, ούτε το φαΐ. Κακό είναι
το παραπάνω. Εμείς εδώ, δε θα τρώμε σα γουρούνια, όπως κάνουν
οι άλλοι.

Μετά από αυτό, κανένας από την παρέα δεν τόλμησε να σηκωθεί
και να ζητήσει δεύτερο πιάτο, όπως έκαναν πολλοί από τα άλλα
τραπέζια - που πήγαιναν και παρακαλούσαν την Ευτέρπη κι αυτή σ’
άλλους έβαζε και σ’ άλλους όχι. Εξάλλου, έφτασαν και τα ψητά
αρνιά, που ήτανε μπόλικα, και είχαν βγάλει και τον υπόλοιπο κριό
και το τραπέζι είχε γεμίσει.

Κόντευε πια να νυχτώσει στο οροπέδιο κι άναψαν τους λύχνους στα


τραπέζια. Έριξαν και ξύλα στις φωτιές για να φωτίζουν, όμως ο
ενωμοτάρχης και οι άλλοι στα άλλα τραπέζια διακρίνονταν τώρα
μόνο σα σκιές και σα μουρμουρητό από τις συζητήσεις τους. Η
βραδινή ησυχία του βουνού γύρω έφτανε ως εκεί. Ο Γκίγκελος

150
πέρασε για μια στιγμή από το τραπέζι τους, τσούγκρισε το ποτήρι
του με όλους και κάθισε σ’ εκείνο του ενωμοτάρχη.

Δεν του καλοφάνηκε του Μαρκογιάννη, ούτε του Τζέγκα, που


κάθισε με τον ενωμοτάρχη κι όχι μ’ αυτούς. Δεν είχαν όμως δίκιο
και το ήξεραν, επειδή ο Γκίγκελος, σαν οικοδεσπότης, έπρεπε να
καθίσει με τους επισήμους – ή τουλάχιστον, μ’ εκείνους που είχαν
κάποιο επίσημο αξίωμα.

Συνέχιζαν να έρχονται και κάποιοι αργοπορημένοι στο πανηγύρι,


και μια παρέα, τέσσερα άτομα που δε διακρίνονταν στο
μισοσκόταδο, πέρασε από μπροστά τους καθώς πήγαινε προς το
ξωκλήσι. Ένας από αυτούς, φάνηκε στον Παχιά ότι τον κοίταζε
επίμονα - γιατί όσοι κάθονταν στα τραπέζια φωτίζονταν για τους
όρθιους από το φως των λύχνων - όμως, τον είδε να προχωράει και
δεν έδωσε σημασία. Εκείνη τη στιγμή άλλωστε, από το πέρα τραπέζι
στην αχλαδιά, ακούστηκε να κουρδίζουν λύρα κι όλοι είχαν
στραμμένη την προσοχή τους εκεί.

Λύρα! Τι τη θέλουνε τώρα τη λύρα, με τόσο θανατικό φέτος; είπε


ο Καραδάκης.

Γιατί Καραδάκη; του είπε ο Πατόνικος. Οι ζωντανοί είναι ζωντανοί.


Όποιος έχει πένθος, ας μην τραγουδήσει κι ας μην
πλησιάσει(«σιμώσει» επί λέξη).

Προσπάθησαν όλοι να καταλάβουν ποιος ήταν ο λυράρης και ποιοι


οι μερακλήδες δίπλα του, αλλά δεν είχαν αρχίσει ακόμα και θα το
καταλάβαιναν σίγουρα από τις φωνές τους όταν θα ξεκινούσαν.
Ακουγόταν μόνο το δοξάρι που κούρδιζε.

Το κρασί τα κάνει αυτά! είπε τότε πάλι αυστηρά ο Τζέγκας. Δεν


έπρεπε να έχουνε λύρα φέτος · πεθάνανε τόσοι και τόσοι. Αλλά
πίνουνε κρασί και δεν ξέρουνε τι τους γίνεται!

Καλά τα λες Τζέγκα, συμφώνησε ο Μαρκογιάννης. Δεν έπρεπε να


υπάρχει λύρα φέτος. Το κρασί φταίει. Εμείς δε θα πλησιάσουμε!
Ξέρεις γιατί πίνουν οι άνθρωποι κρασί Μαρκογιάννη; του είπε
αυτός. Θα σου πω εγώ: Επειδή φοβούνται και το κρασί διώχνει το

151
φόβο. Αλλά τον διώχνει όση ώρα είναι πιωμένοι · μετά, τι γίνεται;
Φοβούνται πιο πολύ. Εγώ δεν πίνω καθόλου!
Βρε μπελάς που μας βρήκε! Μ’ αυτόν που κάθισε εδώ σήμερα,
επειδή είναι εδώ ο γιος του του Παχιαδογιώργη, σκέφτηκε ο
Πατόνικος. Σε λίγο θα μας πει να σταματήσουμε και να πίνουμε!
Γέμισε γρήγορα μέσα στο μισοσκόταδο το ποτήρι του, για να το έχει
τουλάχιστον γεμάτο σε περίπτωση που τα πράγματα έφταναν ως
εκεί. Ο Μαρκογιάννης, δίπλα, το κατάλαβε και χαμογέλασε πονηρά.
Η λύρα από το πέρα τραπέζι άρχισε τώρα κανονικά και απλώθηκε
σιγή σε όλα τα άλλα. Τουλάχιστον στην αρχή, στο βουνό η μουσική
έκανε πάντα μεγάλη εντύπωση γιατί δεν ακουγόταν κάθε μέρα.
Μόνο αργότερα θα ξεχώριζαν οι μερακλήδες από τους άμουσους,
όσοι δηλαδή τους άγγιζε η μουσική κι όσοι δεν τους άγγιζε.
Τον Παχιά τον άγγιζε η λύρα – αντίθετα με τον Παχιαδογιώργη που
υπερηφανευόταν(επειδή θεωρούσε το μερακλίκι άσχετο με την
ανδρεία)πως δε μπορούσε να ξεχωρίσει τον Καστρινό από το
Χανιώτη, το γρήγορο δηλαδή ρυθμό από τον αργό, εκείνος
τραγουδούσε και χόρευε ωραία κι έμπλεκε συχνά στο χωριό τους σε
γλέντια με λύρα. Έτσι τώρα, μόλις ξεκίνησε, χωρίς καμία
προσπάθεια, το αυτί του του καθηλώθηκε από μόνο του πάνω στον
ήχο της.
Έπαιζε χιματικά και τραγουδούσαν μαντινάδες, και ο λυράρης
ήτανε πολύ τεχνίτης. Οι μαντινάδες δεν έφταναν καθαρά μέχρι
εκεί, αλλά ο μακρύς ήχος της λύρας έφτανε πεντακάθαρος.
Ξεκίνησε μ’ ένα σκοπό που τον άκουγε πρώτη φορά και που του
φάνηκε φανταστικός, και σκέφτηκε αμέσως ότι αυτός ήτανε πολύ
καλύτερος λυράρης από το δικό τους στο χωριό. Ήταν μεγάλη
ευκαιρία να τον ακούσει και, ίσως, να μάθει να σφυρίζει αυτό το
σκοπό για να τον κρατάει στο δικό τους λυράρη όταν θα γύριζε
πίσω. Κατέβασε μονορούφι το ποτήρι του κι έδωσε όλη την προσοχή
του εκεί.
Και η παρέα γύρω από τον λυράρη ήτανε καλή. Τραγουδούσαν
όμορφα, χτυπούσαν ρυθμικά παλαμάκια κι είχαν, κιόλας, πολλή
όρεξη. Μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, γιατί είχε κι αυτός
πολλές φορές βρεθεί στην ίδια θέση.

152
Αυτή είναι ζωή! σκέφτοταν όπως άκουγε. Εκεί μέσα, μέσα στο
γλέντι, δε σκέφτεται κανένας τίποτα. Ούτε κλεμμένα ζώα, ούτε
αρρώστιες, ούτε προβλήματα. Μόνο τη λύρα, το κρασί και ποια
μαντινάδα θα πει στη συνέχεια. Είναι ένας κόσμος που κλείνει έξω
τον άλλο κόσμο – όση λίγη ώρα κι αν κρατάει. Είσαι μέσα σ’ ένα
φωτοστέφανο, σαν αυτό που ζωγραφίζουν στους Αγίους.
Πραγματικά, το μόνο πρόβλημα που είχε εκείνος όταν βρισκόταν
μέσα σ’ ένα γλέντι που έβραζε, ήτανε να θυμηθεί μαντινάδα για να
πει στη σειρά του. Αλλά κι αν δεν θυμόταν, δεν πείραζε, έλεγε την
ίδια! Τέτοια μόνο προβλήματα πρέπει να ‘χει ο άνθρωπος στη ζωή
του, σκέφτηκε τώρα. Αυτά είναι προβλήματα με αξία!
Αν θα μπορούσε, και τους ήξερε αυτούς στην παρέα, θα τους
άφηνε αυτούς που καθόταν τώρα και θα πήγαινε εκεί, να
τραγουδήσει και να χορέψει. Δε μπορούσε όμως, κι έμεινε να
κοιτάζει μόνο προς τη λύρα, σα να προσπαθούσε ν’ ακούσει
καλύτερα, και να πίνει άλλο ένα ποτήρι κρασί - που του το είχε
γεμίσει ο Πατόνικος όταν τον είδε ν’ αδειάζει το πρώτο. Και είχε
ξεχάσει τελείως για τι πράγμα βρισκόταν εκεί, κι εκείνη τη στιγμή
σκεφτόταν μια πολύ ωραία μαντινάδα που είχε φτάσει ξεκάθαρα
(έλεγε: στη μέση του παραθυριού το μάσκουλο μαγκώνει, κι απού
κοιμάται μοναχός δύσκολα ξημερώνει), όταν άκουσε δίπλα του τον
Μαρκογιάννη να απαντά: «Καλώς το Μπουρεξή».
Στράφηκε κι είδε τον Μπουρεξή να στέκεται πάνω απ’ το τραπέζι
τους, να έχει δώσει το χέρι του στον Τζέγκα και να του προτείνει
εκείνου.
«Παχιά ίντα κάνεις;» του είπε. «Και του χρόνου».
Γεια σου Μπουρεξή, του απάντησε σταθερά και του έδωσε το χέρι.
Αν δεν ήταν η στιγμή τέτοια, με τη λύρα να τον έχει ανεβάσει και να
έχει κατεβάσει εκείνα τα ποτήρια το κρασί, μπορεί και να
ξαφνιαζόταν και να τα έχανε · όμως τώρα, του μίλησε απολύτως
φυσικά, σα να επρόκειτο για κάποιο παλιό γνωστό.
Μπορώ να σου πω λίγο; του είπε ο Μπουρεξής.
Τέτοια παραμερίσματα θα συνέβαιναν βέβαια συχνά σε κάποιον
που έψαχνε ζώα(ήταν και περίεργο που δεν είχε συμβεί κάποιο

153
μέχρι τώρα), έτσι κανένας δεν παραξενεύτηκε επειδή σηκώθηκαν
και πήγαν πιο πέρα για να μιλήσουν.
Στάθηκαν στην άκρη του πανηγυριού, προς την πλευρά του
μιτάτου, μακριά από τις φωτιές και τους λύχνους, που έμοιαζαν από
εκεί σαν τρεμουλιαστές πυγολαμπίδες. Μόνο η λύρα ακουγόταν
καθαρά, καθαρότερα μάλιστα από το τραπέζι, και η ησυχία του
βουνού πίσω τους.
Γιατί δε μου ‘πες χθες ότι σου ‘κλεψαν τα ζώα; τον ρώτησε ο
Μπουρεξής.
Δεν πρόλαβα…, έκανε αυτός και χαμογέλασε.
Ναι, εγώ φταίω · βιαζόμουνα. Να ξέρεις όμως, μόλις το έμαθα, σ’
όσους έχω εμπιστοσύνη, σ’ όλους έχω μιλήσει – σα να ‘ναι δικά μου.
Αυτοί εδώ, τι σου λένε;
Από την πρώτη κουβέντα, μιλούσαν κιόλας σαν καλοί φίλοι – ενώ
είχαν γνωριστεί μόλις την προηγούμενη μέρα και τόσο ανορθόδοξα.
Ο τρόπος του όμως και μόνο, και η μορφή του, αγγίζαν τον Παχιά
περίπου όπως η λύρα, χωρίς να ξέρει γιατί. Υπάρχουν άνθρωποι
που νιώθεις άβολα μαζί τους ακόμα και μετά από πενήντα χρόνια,
χωρίς κάποιο λόγο, κι άλλοι που τους εμπιστεύεσαι από την πρώτη
στιγμή – πάλι χωρίς κάποιο λόγο.
Δείχνουν όλοι ενδιαφέρον, του απάντησε. Λένε όμως πως
αποκλείεται να είναι εδώ τόσα ζώα.
Μην τους πολυπιστεύεις. Τα ρίχνουν όλα στους Γερασημιώτες,
αλλά δεν είναι αυτοί πολύ καλύτεροι – όσο κι αν είναι τα πρόβατα
πολλά για τα δόντια τους. Ο Μαρκογιάννης βέβαια, δε θα σε
κοροϊδέψει, γιατί δεν είναι διπρόσωπος και τον έχει βαφτίσει ο
πατέρας σου, αλλά δεν είναι μόνο ο Μαρκογιάννης στα οροπέδια.
Μπορεί να κοροϊδέψουν αυτόν άλλοι.
Και τι λες να κάνω; τον ρώτησε.
Να περιμένεις, να ψάξουμε. Αν εγώ, βέβαια, ήμουν όπως ήμουνα
παλιά, θα σου ‘λεγα τι έχει συμβεί αυτή τη στιγμή · όμως τώρα, έχω
τραβηχτεί στην άκρη κι έχω χάσει τις διασυνδέσεις μου.

154
Αυτό που του είπε, πως έχει χάσει τις διασυνδέσεις του(το «κόζι»
του),έκανε τον Παχιά να τον εμπιστευτεί ακόμα περισσότερο – γιατί
κανένας ποτέ δε θα έλεγε σ’ έναν ξένο που έψαχνε ζώα πως είχε
χάσει το κόζι του. Αντίθετα, όλοι προσπαθούσαν να εμφανιστούν με
περισσότερο κόζι απ’ όσο είχαν στην πραγματικότητα, για να
ανεβάσουν έτσι τον εαυτό τους στα μάτια του και στο σύστημα.
Το μόνο καλό, συνέχισε ο Μπουρεξής, είναι πως τέτοια ζώα
σίγουρα δε θα τα σφάξουν και θα κοιτάξουν να τα πουλήσουν
ζωντανά. Άρα έχουμε καιρό. Κάνουνε πολλά λεφτά και δε θα βρουν
εύκολα αγοραστή. Αύριο το πρωί, ξέρω κάποιον στο χωριό που
αγοράζει, θα κατέβω και θα τον βρω. Δε θα μου πει βέβαια τίποτα,
αλλά όταν δει ότι τα ψάχνω δε θα τ’ αγοράσει. Καπνίζεις; τον
ρώτησε τότε (είχε ανάψει τσιγάρο και δεν τον είχε κεράσει). Όχι, δεν
καπνίζεις.
Πού το ξέρεις;
Ο πατέρας σου, κάπνιζε πολύ.
Εκείνος ξαφνιάστηκε.
Α ναι! συνέχισε ο Μπουρεξής. Και ξέχασε αυτό που σου είπα, για
τον καλόγερο. Ήταν μια βλακεία. Το είπα επειδή βιαζόμουν.
Εντάξει, δεν πειράζει, είπε αυτός.
Εγώ να ξέρεις, συνέχισε, παλιά ασχολιόμουνα με τις κλεψιές, το
αρώτημα και μ’ αυτά, κι ήμουνα λέγανε από τους καλύτερους.
Όμως, με τον καιρό, κατάλαβα πως όσο ανακατεύεσαι γίνεσαι
χειρότερα – δηλαδή, γίνεται η ψυχή σου χειρότερα – και για μένα,
αυτό που έχει σημασία είναι η ηρεμία της ψυχής· γι’ αυτό
αποτραβήχτηκα. Το μιτάτο μου είναι μακριά από τα περάσματα των
κλεφτών, αλλά φυλάγω και τα ζώα μου μέρα και νύχτα – και τώρα
που λείπω μου τα φυλάγουν άλλοι. Είναι δύσκολο, αλλά το προτιμώ
από το ν’ ανακατεύομαι, σ’ αυτά που ξέρεις, για να τα προστατεύω
μ’ αυτό τον τρόπο. Άλλοι βέβαια, η ψυχή τους ηρεμεί μόνο όταν
ανακατεύονται μ’ αυτά και δε νιώθουν παραπεταμένοι κι αδύναμοι,
αλλά πάντως, εγώ αυτό το δρόμο έχω πάρει. Τα μέτρησα και το
βρήκα καλύτερο. Για σένα όμως, θα κάνω ό,τι μπορώ - με ό,τι
γνωριμίες μου έχουνε μείνει.

155
Γι’ αυτό δεν τον ήξερα μέχρι τώρα, σκέφτηκε ο Παχιάς. Κρύβεται
μέσα στο βουνό.
Ναι ‘σαι καλά Μπουρεξή, του είπε. Μένω υπόχρεος.
Δε θέλω υποχρεώσεις! είπε αυτός κεφάτα. Το κάνω από την ψυχή
μου.
Ο Παχιάς κούνησε το κεφάλι, κι ένιωσε λευτερωμένος από εκείνον
τον καλόγερο κι επειδή βρήκε έναν καλό φίλο.
Άντε τώρα, του είπε ο Μπουρεξής, να γυρίσει ο καθένας στο
τραπέζι του, γιατί δεν είναι και καλό να μας βλέπουν να
κουβεντιάζουμε τόση ώρα. Το μιτάτο μου είναι στις Άσπρες Πέτρες,
στη γωνιά του οροπεδίου - ρώτησε και θα σου πουν. Έλα αύριο,
μετά το μεσημέρι.
Τον χτύπησε φιλικά στον ώμο κι έφυγε γρήγορα. Αυτός περίμενε
μισό λεπτό κι έπειτα ξεκίνησε να γυρίσει πίσω συλλογισμένος. Τότε,
ξαφνικά, άκουσε τη λύρα να σταματά.
Κουρδίζουν, σκέφτηκε ανάμεσα στις άλλες σκέψεις χωρίς να δώσει
σημασία.
Αμέσως όμως, ακούστηκαν φωνές, άγριες φωνές και γύρω τους μια
απόκοσμη βουβαμάρα, σαν στιγμιαίο κράτημα αναπνοής. Αυτή η
εικόνα ήτανε πολύ χαρακτηριστική στο βουνό:
«Καβγάς!» κατάλαβε.
Μέχρι να φτάσει στο τραπέζι τους είχανε σηκωθεί όλοι, όλο το
πανηγύρι, κι είχανε γίνει μια μπάλα στο τραπέζι κάτω από την
αχλαδιά. Οι φωνές είχαν ανακατευτεί. Έτρεξε κι αυτός χωρίς να το
σκεφτεί.
Το ‘ξερα εγώ! φώναζε ο Καραδάκης. Τι τη θέλανε φέτος τη λύρα; Ο
Θεός τους τιμώρησε!
Δε μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί – πιθανόν οι
περισσότεροι δε μπορούσαν και στέκονταν ξαφνιασμένοι μέσα στο
πλήθος, προσπαθώντας να διακρίνουν ποιοι είχανε τσακωθεί κι αν
ήταν φίλοι τους ή εχθροί, για να πάρουν θέση ή να φυλάξουν τον
εαυτό τους.

156
Είδε να τραβούν στην άκρη έναν που φώναζε, τέσσερα – πέντε
άτομα, μεταξύ αυτών και ο ενωμοτάρχης, και από την άλλη πλευρά
να τραβούν έναν άλλο άλλοι. Και να βρίζουν αυτοί που τους
τραβούσαν οι άλλοι, χυδαία, και να προσπαθούν να ξεφύγουν - με
τόση ένταση που τινάζονταν εκείνοι που τους κρατούσαν μπρος και
πίσω σαν ελατήρια παλεύοντας να τους συγκρατήσουν.
Και τότε, ένιωσε παράξενα κι είδε τ’ αστέρια στον ουρανό απότομα
να γίνονται γραμμές και να πέφτουν, και μια γυναίκα φώναξε:
«Εσκοτώσα’ ντονε!» – δεν ήξερε ποιον, απορούσε για τι φώναζε –
κι αισθάνθηκε κάτι βαρύ υγρό στο πρόσωπό του. Δε θυμόταν τίποτα
άλλο.
Η πορεία του Αντρέα του Παχιά για την αποκάλυψη της κλοπής των
δώδεκα προβάτων του, που τόση εντύπωση είχε κάνει στο βουνό,
παραλίγο τότε να διακοπεί εντελώς άδοξα, μόλις στην αρχή της
αναζήτησης.

157
Όταν ξύπνησε βρισκόταν ξαπλωμένος μέσα σ’ ένα μιτάτο
(κατάλαβε πως είναι μιτάτο βλέποντας πάνω του την κυκλική
καπνισμένη πέτρινη στέγη). Δίπλα του κάθονταν μερικοί άνθρωποι
συλλογισμένοι κι από την άλλη μεριά άναβε ένα κερί - όπως
ακριβώς ξενυχτούν το τελευταίο βράδυ τους πεθαμένους. Ένιωθε
ένα βάρος στο κεφάλι του και μύριζε ξύδι.

Να τος! Ξύπνησε! άκουσε να λέει κάποιος. Δε σας το ‘λεγα εγώ ότι


θα ξυπνούσε;

Ευτυχώς! άκουσε να λέει κάποιος άλλος.

Το πρώτο πρόσωπο που αναγνώρισε ήταν αυτό της Ευτέρπης και


αμέσως μετά του Μπουρεξή. Δεν είχε όμως καμία διάθεση να
μιλήσει.

Συναδερφέ! τον άγγιξε ο Μαρκογιάννης στον ώμο και τον


ταρακούνησε λίγο. Πώς είσαι; Είσαι καλά;

Μμμμ…., έκανε μόνο. Δε μπορούσε να πει: Ναι.

Δεν έχει τίποτα, άκουσε πάλι να λέει η ίδια φωνή με πριν. Αφού
ξύπνησε και μιλάει, δεν έχει τίποτα.

Όταν το άκουσε αυτό πήρε θάρρος και καθάρισε κάπως ο νους του.

Τι έπαθα…; ρώτησε μπερδεμένα.

Ο κερατάς ο Σπανός! φώναξε ο Μαρκογιάννης. Πρέπει να τον


σκοτώσω!

Τι....;

Ο Σπανός συναδερφέ, πέταξε μια πέτρα στο σωρό και σε βρήκε.


Αλλά θα το πληρώσει! Ακούς εκεί · να χτυπήσει το συναδερφό μου!

158
Ποιος Σπανός…; προσπάθησε να πει αυτός. Δεν καταλάβαινε
τίποτα, πέρα απ’ ότι τον είχε χτυπήσει πέτρα.

Θα σου πω όταν ξυπνήσεις. Ευτυχώς που είσαι καλά!

Ναι… καλά είμαι…, μουρμούρισε αυτός.

Αφήστε τον να κοιμηθεί και πάμε έξω! είπε τότε ο Μπουρεξής.


Αντρέα! είπε σ’ εκείνον και στάθηκε από πάνω του: Δεν έχεις τίποτα
· θα περάσει. Κοιμήσου λίγο ακόμη.

Εξαφανίστηκαν όλοι από γύρω του κι έμεινε μόνο η Ευτέρπη να του


αλλάζει κομπρέσες με ξύδι στο μέτωπο – κι άρχισε να νιώθει
ακριβώς όπως όταν ήταν παιδί και αρρώσταινε και τον φρόντιζε η
μάνα του. Ένιωθε το χέρι της ζεστό και δροσερό να τον αγγίζει (σα
να αποζητούσε να τον αγγίξει) και με κάθε κομπρέσα ξεζαλιζόταν
όλο και περισσότερο.

Τι έγινε; Πού είμαι εδώ; τη ρώτησε κάποια στιγμή.

Εδώ είσαι κουμπάρε · στο μιτάτο του Γκίγκελου. Έγινε καβγάς και
σε χτύπησε πέτρα που πήγαινε για άλλον.

Πέτρα…; Και ποιος την πέταξε;

Ο Σπανός ο κακομοίρης… .

Όση ώρα κουβέντιαζε αυτός με το Μπουρεξή, του εξήγησε η


Ευτέρπη, πίσω στη λύρα τραγουδούσαν και η όρεξη ανέβαινε κι όλο
ενθάρρυνε, όπως γίνεται συνήθως, ο ένας τον άλλο όταν
τραγουδούσε ωραία φωνάζοντάς του: «Γεια σου Γιώργη! Γεια σου
Μανώλη!» και, σε μια στιγμή που ο Σπανός(ήταν κι αυτός στην
παρέα)τραγούδησε ωραία, κάποιος «Παυλής» του φώναξε κι
εκείνου(χωρίς να το καταλάβει; ποιος ξέρει;) «Γεια σου Σπανέ!». Και
τότε, ο Σπανός όρμησε και τον χτύπησε(γιατί δε δέχεται να τον λένε
σπανό)και ο άλλος ανταπέδωσε, κι έπεσαν οι διπλανοί να τους
χωρίσουν και μαζεύτηκε όλο το πανηγύρι · κι όπως τραβούσαν τον
Σπανό στην άκρη, τους ξέφυγε αφηνιασμένος κι άρπαξε από κάτω
μια πέτρα και την πέταξε προς το μέρος που τραβούσαν τον άλλο
και: «Παραλίγο να σε σκοτώσει κουμπάρε».

159
Και χάλασε και το πανηγύρι, είπε αυτός.

Το πανηγύρι κουμπάρε θα σκεφτόμαστε τώρα; του είπε εκείνη. Το


σπουδαίο είναι πως είσαι εσύ καλά.

Και ποιος είναι αυτός, ο Σπανός; τη ρώτησε μετά.

Αυτός ο «Σπανός» ήταν μάλλον ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος στα


οροπέδια – αφού και ο πιο δυστυχισμένος μπορούσε να ελπίζει σε
κάτι, ενώ εκείνος σε τίποτα. Υπήρχε ειδική παροιμία που
διαβεβαίωνε ότι το μόνο στον κόσμο που δε γίνεται ποτέ είναι «του
σπανού τα γένια». Έτσι, ζούσε μέσα σ’ έναν κόσμο όπου όλοι είχαν
γένια εκτός από τον ίδιο - και δε χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια
για να καταλάβει κανείς τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Κάποια άλλη
διαφορά σε σχέση με τους υπόλοιπους, θα μπορούσε ίσως με
κάποιο τρόπο να καλυφτεί · η δική του όμως, δεν υπήρχε κανένας κι
όπου πήγαινε, η παρουσία του και μόνο, το φώναζε σε όλους, ακόμα
και στα μικρά παιδιά: «Ένας άντρας χωρίς μουστάκι και γένια!» και
τραβούσε τα ανάλογα βλέμματα.

Ουδείς ποτέ δεν κατάλαβε για ποιο λόγο οι άνθρωποι, όταν δουν
κάποιον που θεωρούν ότι μειονεκτεί ερεθίζονται και αρέσκονται να
τον χλευάζουν – και ειδικά γιατί το κάνουν τα μικρά παιδιά.

Ο Σπανός όμως στα οροπέδια δεν ήταν συνηθισμένος σπανός. Οι


περισσότεροι σπανοί αποδέχονταν τη μοίρα τους και τραβιούνταν
σιωπηλά στην άκρη, ενώ εκείνος επέμενε να ζει σαν κανονικός
άνθρωπος και να μην το βάζει κάτω. Είχε δικό του κοπάδι, έκλεβε
(κι επειδή έκλεβε άρχισαν κάπως να τον σέβονται), ήταν
ανοιχτοχέρης και μερακλής (γι’ αυτό και βρέθηκε τότε στη λύρα) και
είχε επιχειρήσει και να παντρευτεί – όταν ήταν νεότερος και δεν
ήταν ακόμα σίγουρο αν είναι σπανός ή απλά αργεί να βγάλει γένια.
Η γυναίκα του όμως, τον άφησε μετά από λίγα χρόνια, γιατί έλεγαν,
μάλλον βάσιμα, πως ένας σπανός δε μπορεί να κάνει παιδιά(ούτε
καν να ολοκληρώσει ερωτική πράξη), όπως οι γάληδες κριοί.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, όλοι ήξεραν πως δεν ήθελε να τον λένε
σπανό και πως ήταν καλύτερο να αντισταθείς στον πειρασμό. Είχε
εκδικηθεί, είχε χτυπήσει, είχε κλέψει ζώα από πολλούς που τον

160
είχαν αποκαλέσει έτσι μπροστά του. «Σπανό» τον έλεγαν όλοι πίσω
από την πλάτη του – γιατί, πώς αλλιώς μπορούσαν να τον πουν;
Ακόμα κι όσοι δεν είχαν πρόθεση να τον κοροϊδέψουν, έτσι τον
έλεγαν από συνήθεια. Αλλά κανένας μπροστά του και χωρίς λόγο.

Τώρα, πώς αυτός ο Παυλής αποφάσισε να του φωνάξει: «Γεια σου


Σπανέ!» μέσα στη λύρα, είπε η Ευτέρπη, κανένας δεν ξέρει. Ίσως
μέθυσε, ίσως κι εκείνος από συνήθεια, ίσως πάλι, επίτηδες για ν’
ανεβάσει τον εαυτό του. Γιατί νομίζουν πως εκείνοι έχουν γένια κι
έχουν κάτι, και είναι καλύτεροι, και θέλουν με την πρώτη ευκαιρία
να το δείχνουν αυτό(επειδή δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό
τους)και γι’ αυτό κοροϊδεύουν τους σπανούς, συμπλήρωσε. Ο
Παυλής θα ζήλεψε βέβαια, επειδή ο Σπανός τραγούδησε καλύτερα
απ’ αυτόν, και θα ήθελε να θυμίσει σε όλους ότι : Μπορεί αυτός να
τραγουδάει ωραία, αλλά μην ξεχνάτε πως είναι σπανός!

Η Ευτέρπη, όπως ήταν γυναίκα και ανύπαντρη, είχε πολύ


μεγαλύτερη ευκολία να δει πίσω από τις προκαταλήψεις για τα
γένια απ’ ό,τι οι περισσότεροι.

Ο Παχιάς, από την πλευρά του, ήταν ακόμα ζαλισμένος και πονούσε
το κεφάλι του και δεν έδινε πολλή προσοχή σ’ αυτά που του έλεγε.
Αυτό που κυρίως σκεφτόταν και τον έκαιγε ήταν: Τι σημασία είχε
ένα τέτοιο χτύπημα και τι θα έκανε ο πατέρας του στη θέση του; Θα
το εκλάμβανε άραγε σαν κανονική επίθεση στην τιμή του και θα
επιχειρούσε να εκδικηθεί το φταίχτη, ή θα το θεωρούσε ατύχημα
και δε θα έδινε συνέχεια; Γιατί ήξερε περιπτώσεις όπου κάποιοι
εκδικήθηκαν ατυχήματα με τον ίδιο τρόπο που θα το έκαναν και
διαφορετικά κι άλλες που συγχωρέθηκαν, και δεν ήξερε ποιο ήταν
το σωστό στη δική του. Κι ένιωθε πολύ άσχημα, γιατί δεν ήθελε
καθόλου να τσακωθεί με κάποιον που δεν ήξερε και δεν είχαν καμία
άλλη διαφορά(δεν ήθελε στο βάθος να τσακωθεί με κανένα - δεν
του άρεσαν οι καβγάδες)κι από την άλλη, φοβόταν ότι η
πραγματικότητα, δηλαδή η κοινωνία έξω, θα τον ανάγκαζε να το
κάνει.

Έξω, οι άλλοι που περίμεναν και κάπνιζαν στις πεζούλες του


μιτάτου είχαν κι αυτοί αντικρουόμενες απόψεις, επειδή πραγματικά

161
δεν επρόκειτο για συνηθισμένο περιστατικό. Αν κάποιος χτυπούσε
κάποιον άλλο επίτηδες, δε θα υπήρχε καμία διχογνωμία για τι
έπρεπε να κάνει ο χτυπημένος: Έπρεπε με κάθε τρόπο να εκδικηθεί.
Αλλά τώρα, όπως είχε συμβεί αυτό, μπλέκονταν τα πράγματα. Ο
Σπανός δεν είχε σίγουρα λόγο να χτυπήσει το γιο του
Παχιαδογιώργη - ήταν αμφίβολο αν καν τον ήξερε. Αυτό τους
μπέρδευε.

Ο Μαρκογιάννης, πάντως, έλεγε ότι δεν υπήρχε καμία διαφορά και


πως ένιωθε σα να είχαν χτυπήσει τον ίδιο. Κι ότι αν δεν έπαιρνε ο
συναδερφός του το αίμα του πίσω - γιατί έτρεξε αίμα από το κεφάλι
– θα το ‘παιρνε αυτός σα να ‘τανε δικό του.

Είχε μεγάλη σημασία σ’ ένα καβγά αν έτρεχε ή δεν έτρεχε αίμα. Αν


έτρεχε, έστω και μία σταγόνα, ο καβγάς θεωρούνταν πολύ σοβαρός.

Κανένας καβγάς δεν είναι ίδιος με τον άλλο, του απαντούσε ο


Γκίγκελος. Μπορεί να έτρεξε αίμα, αλλά ήταν ατύχημα. Ο Σπανός
σίγουρα είναι απαράδεκτος, αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν ήθελε
χτυπήσει το συναδερφό σου και – αφού τώρα είναι καλά – πρέπει
να το δεις το πράγμα όπως έχει: Ήταν ατύχημα.

Ο Γκίγκελος, όπως διοργάνωνε πανηγύρι κι ένιωθε πως βρισκόταν


κοντύτερα με τα Θεία από τους άλλους, ήταν πάντα διαλλακτικός σε
αυτά τα θέματα και υπέρ της συμφιλίωσης.

Επίτηδες την έριξε την πέτρα στο σωρό! έλεγε όμως ο Καραδάκης.
Αφού ξέρει καλά πως όλοι τον λέμε σπανό. Ήθελε να μας σκοτώσει
όλους!

Αν το έκανε έτσι που λες, του απαντούσε ο Πατόνικος, σύμφωνα με


τη θεωρία του, δε θα αστοχούσε. Θα πήγαινε από μόνη της η
πέτρα – ήξερε αυτή – να χτυπήσει κάποιον απ’ αυτούς που τον
κοροϊδεύουν, ή τον παπά - που έχει πολλά γένια - κι όχι τον ξένο. Τι
του έφταιγε ο ξένος;

Λες πάλι βλακείες Πατόνικε! του φώναζε ο Μαρκογιάννης.


Επίτηδες την έριξε!

162
Ο Μπουρεξής καθόταν στην άκρη και δε συμμετείχε. Ήξερε πως ο
Μαρκογιάννης ήταν υποχρεωμένος να μιλάει έτσι, επειδή το να
χτυπήσουν κάποιον που φιλοξενούσε ήταν προσβολή για τον ίδιο.
Ήξερε όμως, επίσης, πως ο Σπανός είχε συγγενείς σημαντικούς που
τον στήριζαν(γι’ αυτό και κατάφερνε να στέκεται έτσι στο βουνό
παρά το πρόβλημά του)και περίμενε ότι εκείνοι θα έστελναν
γρήγορα κάποιον να μεσολαβήσει και να μαλακώσει ο
Μαρκογιάννης.

Τον Σπανό, τον κυνήγησαν λίγο οι χωροφύλακες αλλά τον έχασαν


στο σκοτάδι και ο ενωμοτάρχης, που στάθηκε αυτόπτης, είπε ότι θα
του έκοβε ένταλμα και πριν φύγει ζήτησε να ενημερώνεται για την
πορεία του τραυματία, όμως, δε θα ανησυχούσε αυτό κυρίως τους
συγγενείς του. Αυτό που κυρίως θα τους ανησυχούσε, ήταν να μη
μπλέξουν με το γιο του Παχιαδογιώργη – γιατί ο Παχιαδογιώργης
είχε όνομα στα οροπέδια και το ίδιο θεωρούσαν και το γιο του - και
μαζί μ’ αυτόν να μη μπλέξουν και με τον Μαρκογιάννη, που δεν
ήταν ασήμαντος. Και δεν ήξεραν ακόμη και πόσοι άλλοι θα
μπορούσαν να στραφούν εναντίον τους, γιατί δεν ήξεραν και πόσοι
ακόμα φιλοξενούσαν το γιο του Παχιαδογιώργη.

Οι συγγενείς του Σπανού είχαν πολλές φορές αναγκαστεί να


παίξουν όλα τους τα χαρτιά για να τον προστατεύσουν στο βουνό –
εφόσον δεν τον αποκύρησσαν – και το ίδιο θα έκαναν και τώρα,
ήτανε σίγουρο. Ευτυχώς που έχει κι αυτούς και τον αγαπούν,
σκέφτηκε ο Μπουρεξής, αλλιώς θα ‘πρεπε να βρει γκρεμό να πέσει
εδώ πάνω. Κανένας δε μπορεί να επιβιώσει χωρίς βοήθεια. Από
στιγμή σε στιγμή περίμενε να φτάσει κάποιος μεσολαβητής.

Εγώ δε χρειάζομαι άλλο εδώ, κατάλαβε. Αυτοί που θα έρθουν


φτάνουν. Καλύτερα να κατέβω στο χωριό, πριν ξημερώσει, να
προλάβω τον Βροντοχούσο μην αγοράσει τα πρόβατα. Θα μπω
μέσα, θα δω τον Αντρέα λίγο και θα φύγω.

Μπήκε μέσα και βρήκε τον Παχιά ξαπλωμένο, αλλά με ανοιχτά τα


μάτια, και την Ευτέρπη, συνεσταλμένη, να κάθεται στο προσκεφάλι
του.

Αντρέα τι κάνεις; τον ρώτησε. Είσαι καλύτερα;

163
Καλύτερα είμαι, είπε αυτός.

Για να δω… .

Η Ευτέρπη τράβηξε προσεκτικά την κομπρέσα με το ξύδι και


αποκαλύφτηκε το χτύπημα. Η πέτρα μάλλον δεν τον είχε βρει
κατακούτελα, αλλά λίγο λοξά. Του είχε ανοίξει μια πληγή που θα
ήθελε δύο ή τρία ράμματα, αν είχαν γιατρό στο βουνό, και δεν ήταν
και πολύ κόκκινη τριγύρω. Το μάτι του αποκάτω, το κοίταξε καλά,
δεν είχε τίποτα.

Μέχρι αύριο δε θα το θυμάσαι, του είπε. Φτηνά τη γλυτώσαμε.

Καλύτερα να μη μου συνέβαινε…, απάντησε εκείνος με νόημα.

Ήθελε τώρα να του μιλήσει για τα σημαντικά και σκέφτηκε για μια
στιγμή να ζητήσει από την Ευτέρπη να βγει έξω, όμως, η Ευτέρπη
ήτανε σοβαρή γυναίκα κι ό,τι κι αν άκουγε δε θα το έλεγε
παραπέρα, έτσι, δε μπήκε σε αυτή τη διαδικασία.

Αντρέα, του είπε καθαρά: ήταν ατύχημα. Εσύ πρέπει να βρεις τα


πρόβατά σου.

Ναι, καταλαβαίνω, είπε αυτός. Δε ντροπιάστηκα, ε;

Όχι, πώς να ντροπιαστείς; Δε ντροπιάζονται έτσι.

Ο Μαρκογιάννης όμως;

Θα έρθουν άνθρωποι, του είπε. Θα τα κανονίσουν.

Ναι, κατάλαβα… .

Εγώ πρέπει να φύγω · δε θα έφευγα, αλλά πρέπει να πάω να δω


αυτόν που σου είπα, στο χωριό, θυμάσαι ε;

Ο Παχιάς προσπάθησε λίγο και θυμήθηκε. Ναι θυμάμαι, είπε.

Ο Μπουρεξής έφυγε κι ήταν ακόμα νύχτα. Νύχτα ήσυχη, ζεστή με


φεγγάρι. Βγήκε από το οροπέδιο και πήρε το μονοπάτι για το χωριό.

Από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να χαθούν όλα, σκεφτόταν στο
δρόμο. Και πόσο άδικα! Ούτε ο Αντρέας ήξερε τον Σπανό, ούτε ο

164
Σπανός τον Αντρέα. Θα ήταν το χειρότερο τέλος και για τους δύο. Ο
Σπανός, που έχει τόσους και τόσους εδώ να τον κοροϊδεύουν πίσω
από την πλάτη του και τους αξίζει να τους σκοτώσει, θα
καταστρεφόταν σκοτώνοντας έναν ξένο που δεν του έφταιγε
καθόλου, και ο Αντρέας ο Παχιάς θα χανόταν τσάμπα, για αλλονών
φταίξιμο. Πόσοι όμως και πόσοι άνθρωποι δε χάθηκαν έτσι… για
αλλονών φταίξιμο. Οι περισσότεροι έτσι πήγανε. Πού να ψάχνεις το
δίκιο και τ’ άδικο σ’ ένα τέτοιο βουνό… .

Εγώ, δεν έπρεπε να μπλέξω μ’ αυτή την υπόθεση! σκέφτηκε τότε.


Όσο ανακατεύεσαι μ’ αυτά, τέτοια βλέπεις και παθαίνεις. Δε μπορώ
όμως · είναι αδύνατο. Αλλά, θα είναι η τελευταία φορά.

Και στο πανηγύρι φέτος δεν είχε σκοπό να πάει. Πήγε μόνο και μόνο
για να συναντήσει τον Παχιά, επειδή του είχε κάνει μεγάλη
εντύπωση με αυτό που έπαθε όταν τον είδε πάνω στο μονοπάτι. Δεν
περίμενε ποτέ ο γιος του Παχιαδογιώργη να φοβάται τα τουφέκια.

Είχε περίεργο χαρακτήρα ο Μπουρεξής · αυτή μάλλον η λέξη τον


εξηγούσε καλύτερα. Από τη μια κρυβόταν τόσα χρόνια και
απέφευγε τις κακοτοπιές, κι από την άλλη οι κακοτοπιές τον
μαγνήτιζαν, επειδή δεν άντεχε να μην ξέρει. Είχε και κάτι άλλο: δεν
του άρεσε το κακό. Η δυστυχία των άλλων. Προσπαθούσε να την
εμποδίσει περισσότερο και από τη δική του. Σ’ αυτή υπόθεση τον
έκαναν να μπλεχτεί κυρίως δύο πράγματα: Η θλίψη που του
προκάλεσε η παρακμή της οικογένειας του άλλοτε τρομερού
Παχιαδογιώργη, όταν άκουσε πως του έκλεψαν τόσα πρόβατα, και
η φανερή αδυναμία του γιου του να τα καταφέρει μόνος του, όταν
τον είδε να αντιδρά με αυτό τον τρόπο στη συνάντησή τους πάνω
στο μονοπάτι.

165
Από τα οροπέδια μέχρι το χωριό τους ήταν τρεις ώρες ο κατήφορος
για κάποιον νεότερο και κάπου τέσσερις για κάποιον στην ηλικία
του Μπουρεξή. Όταν έφτασε είχε πια ξημερώσει για τα καλά και οι
άνθρωποι είχαν βγει στα χωράφια.

Άργησα, σκέφτηκε. Αν ο Βροντοχούσος έχει αγοράσει τα πρόβατα


θα το ‘χει κάνει βαθύ ξημέρωμα, όταν δεν κυκλοφορεί κανείς. Κι αν
τα ‘χει αγοράσει, τελείωσε το παραμύθι!

Ήξερε καλά πως αν είχε πληρώσει τους κλέφτες, θα εξαφάνιζε τα


πρόβατα και δε θα μιλούσε ούτε στον τάφο του γι’ αυτό. Είχε πολλή
μεγαλύτερη ανάγκη τους κλέφτες απ’ ό,τι τον είχαν εκείνοι, γιατί
του κουβαλούσαν φτηνά ζώα για το μαγαζί του και κέρδιζε έτσι τα
διπλά και τα τρίδιπλα. Δεν υπήρχε περίπτωση να τους τα
επέστρεφε, για να καταφέρουν ύστερα αυτοί να τα πάρουν πίσω
μέσω κάποιου μεσίτη. Αν έχανε την εμπιστοσύνη τους όλο αυτό θα
τελείωνε, και το νόμιμο κέρδος δεν είναι καθόλου γλυκό όταν έχει
συνηθίσει κανείς αλλιώς.

Μπήκε μέσα στα σοκάκια του χωριού περπατώντας γρήγορα και


χαιρετώντας βιαστικά μερικές γυναίκες που συνάντησε στο δρόμο.
Το χωριό τους ήταν μεγάλο, μεγαλύτερο απ’ αυτό του Παχιά, είχε
τρεις ενορίες, τρεις χωμάτινες πλατείες και πολύ κόσμο. Έπρεπε ν’
ανέβει στην «πάνω πλατεία». Εκεί είχε το μαγαζί του αυτός.

Έφτασε και τον βρήκε μέσα. Ήταν καφενείο, χασάπικο και


μπακάλικο μαζί, με πρόσοψη στην πλατεία. Έξω είχε έναν πλάτανο
και στην πίσω μεριά μια περιφραγμένη αυλή. Εκεί μάντρωνε τα ζώα
που πουλούσε νόμιμα και τα έβοσκαν όλη μέρα τα παιδιά του γύρω
από το χωριό. Τα άλλα, τα παράνομα, δεν ήξερε κανείς πού τα
έκρυβε. Εκτός από κρέας πουλούσε και ζωντανά ζώα.

Ο «Βροντοχούσος» όπως τον έλεγαν, ήταν μικρότερος στην ηλικία


από αυτόν, ψηλός κοκκινογένης και φορούσε επιπλέον πάντα μια

166
φαρδιά κόκκινη ζώνη στη γκυλόττα. Κούτσαινε από το αριστερό
πόδι, είχε πέσει κάποτε στο βουνό(άλλοι έλεγαν πως τον είχαν
πυροβολήσει σε ζωοκλοπή), κι από τότε έμεινε στο χωριό γιατί δε
μπορούσε ν’ ανεβαίνει κι έκανε αυτή τη δουλειά - και πλούτισε.

Αν και ήταν απόλυτα υπολογιστής και ψυχρός κι έλεγαν ότι τα


λεφτά του είχαν πάρει την ψυχή, διηγιόταν συχνά μια απίστευτη
ιστορία, που κανένας δεν την πίστευε κι αν την έλεγε κάποιος άλλος
κι όχι αυτός ο πλούσιος ζωέμπορας θα τον έπαιρναν σίγουρα στο
ψιλό.

Στον τέταρτο πόλεμο λέει, στη Μικρά Ασία, όταν έσπασε το μέτωπο
και βρέθηκε το τάγμα του στην ακτή κυκλωμένο από τσέτες, για να
μην παραδοθεί πήδησε στη θάλασσα - χωρίς να ξέρει κολύμπι – και
τον μάζεψε ένα δελφίνι και τον έβγαλε στη Χίο. Ο Μπουρεξής
γελούσε κάθε φορά που το άκουγε αυτό, και σκεφτόταν γιατί ένα
τόσο ευγενικό ζώο όπως το δελφίνι να διάλεγε να σώσει τον
Βροντοχούσο από ένα ολόκληρο τάγμα στρατού, ήταν όμως γεγονός
πως μόνος αυτός από ολόκληρο το τάγμα του βρέθηκε τότε στη Χίο.
Όλοι οι υπόλοιποι αιχμαλωτίστηκαν και λίγοι τελικά γύρισαν πίσω.

Τώρα, τον βρήκε να στέκεται ακουμπισμένος στο τεζάκι του


μαγαζιού του. Ήταν μόνος του μέσα. Δυο–τρεις αργόσχολοι πελάτες
κάθονταν έξω στα τραπέζια. Μόλις τον είδε να μπαίνει κατάλαβε
πως δεν είχε έρθει για καφέ και τον κοίταξε ερευνητικά από την
κορυφή ως τα νύχια.

Για να κατέβεις εσύ από το βουνό Μπουρεξή, τέτοια ώρα, του είπε,
κάτι συμβαίνει.

Του εξήγησε χωρίς περιστροφές.

Και τι σ’ έπιασε εσένα, Μπουρεξή, μετά από τόσα χρόνια, ν’


αρχίσεις πάλι να ενδιαφέρεσαι για τα ζώα του ενός και του άλλου;
τον ρώτησε.

Έχω λόγο, του απάντησε.

Ναι, ο Παχιαδογιώργης. Ο Παχιαδογιώργης όμως είναι πια


γέρος · ο γιος του, μαθαίνω, είναι μέτριος. Ξέρεις Μπουρεξή πόσο

167
πουλήθηκαν προχθές στον κάμπο, πέντε πρόβατα σαν αυτά που
ψάχνεις; του είπε και τον κοίταξε με απόλυτη σοβαρότητα: Σαράντα
εφτά δραχμές το ένα. Και ξέρεις πόσα έχω γράψει σε καφέδες αυτή
τη βδομάδα στο τεφτέρι(έδινε και βερεσέ καφέδες); Εξήντα έξι
δραχμές. Δηλαδή εκατόν τριάντα καφέδες. Δεν υπάρχουνε λεφτά
στο χωριό… .

Δεν ξέρει τίποτα, κατάλαβε αυτός. Αν ήξερε, θα μου έλεγε αμέσως


«όχι» και δε θα το πιλάτευε έτσι.

Ξέρω όμως, του απάντησε, ότι μπορεί κάποιος να σε πλησιάσει, ή


κάτι να πάρει το μάτι σου. Στο κάτω κάτω, εγώ το λέω σ’ όλους.

Χμ…, έκανε και ανασηκώθηκε λίγο στο τεζάκι. Άκουσε να δεις


Μπουρεξή, είπε πάλι · εγώ δεν ανακατεύομαι μ’ αυτά και δεν ξέρω
τι γίνεται, αλλά, επειδή, με τη δουλειά που κάνω, όλο και κάτι
ακούω… κι επειδή εσύ έχεις χρόνια να μου μιλήσεις για τέτοιο θέμα
και σ’ εκτιμώ... Θα σου πω: Να μην τα ψάχνεις αυτά τα πρόβατα
εδώ αλλά στον ήλιο(είπε: «‘Θε ντο ν-ήλιο» δηλαδή: δυτικότερα.
Εννοούσε το Γερασήμι).

Αυτό δηλαδή λες εσύ, σαν Βροντοχούσος; τον ρώτησε.

Αυτό. Να κεράσω τώρα καφέ;

Όχι, έχω να δω κι άλλους, του είπε.

Έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκε, γι’ αυτό ήρθα. Για να δει ότι τα ψάχνω
και να μην τ’ αγοράσει. Κι αν δεν τα ‘χει αγοράσει μέχρι τώρα δε θα
το κάνει. Είναι δειλός και ψεύτης. Θα πει στους κλέφτες τις ίδιες
δικαιολογίες που είπε και σε μένα, ότι δεν υπάρχουνε λεφτά, ότι δε
μπορεί να τα πουλήσει και τέτοια, και θα τους καταφέρει. Είναι
ειδικός σ’ αυτά.

Και ποιος τα πήρε, αυτά τα πρόβατα που είπες στον κάμπο; τον
ρώτησε πριν φύγει.

Ένας ντόπιος. Τα πήγανε Γερασημιώτες – όμως δεν είναι αυτά που


ψάχνεις.

168
Δε φαντάστηκε ασφαλώς κάτι τέτοιο. Ήθελε όμως να μην τον
αφήσει να ξεχάσει έτσι εύκολα το θέμα.

Καλά, του είπε. Έχε το πάντως υπόψη σου, μήπως και πάρεις τίποτα
χαμπάρι.

Ναι, οπωσδήποτε, είπε αυτός και σηκώθηκε αργά πάνω για να τον
ξεπροβοδίσει, πιάνοντας το κουτσό του πόδι μ’ ένα μορφασμό σα
να είχε μουδιάσει.

Χθες, άκουσα, άρχισε να λέει, χάλασε το πανηγύρι. Ο Σπανός,


αρπάχτηκε με τον Παυλή και χτύπησε κατά λάθος το δικό σου.
Ήσουν εκεί;

Δεν ήμουνα μπροστά, του είπε. Δεν είχε καμία διάθεση να του
διηγηθεί την ιστορία.

Ο Παυλής λέει, τον είπε σπανό πάνω στη λύρα. Ξέρω γιατί το έκανε.

Αυτός κούνησε το κεφάλι και δεν τον ρώτησε, όπως περίμενε:


γιατί;. Άλλωστε, ήξερε και ο ίδιος.

Ο Σπανός, Μπουρεξή, είναι πρόβλημα. Για τους άλλους και για τον
εαυτό του, συνέχισε να λέει. Δε θα ‘πρεπε να κλέβει ζώα. Είναι
αλλιώς να σου κλέβει τα ζώα ένας κανονικός κι αλλιώς ένας σπανός.
Στο τέλος θα τον σκοτώσουν, θα δεις!

Δεν πιάστηκαν για ζώα με τον Παυλή, είπε αυτός.

Το ξέρω. Σ’ το λέω όμως, γιατί το κάνει.

Και γιατί να μην το κάνει; του απάντησε. Όλοι δεν το κάνουν; Για
μένα, δεν έχει καμιά διαφορά αν είναι ή δεν είναι σπανός.

Για σένα · για τους άλλους όμως έχει. Δεν ξέρω πώς το βλέπεις εσύ
έτσι. Εμένα πονάει το στομάχι μου όταν τον βλέπω, σαν τον κώλο
της μαϊμούς.

Αν ήταν όλοι σπανοί κι εσύ είχες γένια, θα πονούσε αυτονών το


δικό τους Βροντουχούσο! του απάντησε θυμωμένα. Το βάρος το
έχουν οι πολλοί. Αυτό είναι μόνο.

169
Και το δίκιο έχουν οι πολλοί, είπε αυτός.

Όταν πηγαίνει κι αυτό με το βάρος, ναι. Καί για μούντζα, λένε, είναι
οι πολλοί καί για λιβάνι. Σ’ αυτά τα θέματα είναι μόνο για μούντζα!

Δε μπορεί Μπουρεξή ν’ αλλάξουν αυτά. Δεν το βλέπεις; απάντησε


εκείνος χαμογελώντας με νόημα και χωρίς ίχνος ενόχλησης για το
θυμωμένο του ύφος.

Το βλέπω, είπε αυτός. Και βλέπω κιόλας ότι κι αυτά ν’ αλλάξουν θα


βρεθούν άλλα, τα ίδια!

Σηκώθηκε εκνευρισμένος να φύγει και του επανέλαβε βιαστικά,


άλλη μια φορά, το αλληγορικό: να έχει το νου του για τα πρόβατα.

Ναι, οπωσδήποτε, ξαναείπε αυτός.

Μόλις έφυγε, ο Βροντοχούσος κάθισε στο τεζάκι, ακούμπησε πίσω


την πλάτη του κι έκλεισε τα μάτια του, σα να πονούσαν. Πλησίαζε
μεσημέρι και τα τζιτζίκια στα δέντρα της πλατείας τιτίβιζαν δυνατά.
Έξω οι πελάτες ήταν απορροφημένοι στα χαρτιά. Άκουγε τα τζιτζίκια
με κλειστά τα μάτια και πήγαινε να αποκοιμηθεί · και τα τιτιβίσματά
τους έγιναν ξαφνικά φωνές - και σφαίρες που σφύριζαν.

Βρέθηκε πάλι σ’ εκείνη την ακτή, που ήταν κόκκινη, όπως πυρώνει
ο ήλιος το ηλιοβασίλεμα, και γκρίζα, και πάλι κόκκινη, και μαύρη. Κι
ένα σκυλί γάβγιζε αγριεμένο, και οι τσέτες περνούσαν με τ’ άλογα,
σαν αστραπές, και πετούσαν χειροβομβίδες. Και βροντούσαν οι
χειροβομβίδες και τρυπούσαν τ’ αυτιά.

«Κρατείτε τις θέσεις σας! Κρατείτε τις θέσεις σας!».

Και θάμπωσε ο ουρανός και σκοτείνιασε, κι ένα παιδί ξυπόλυτο


πέρασε μέσα στη θαμπάδα και τσουλούσε μια ρόδα από κάρο. Κι
έπεσε μπροστά του μια φλασκιά σαν κεφάλι ανθρώπου με ανοιχτά
τα μάτια και το στόμα και φώναζε:

«Κρατείτε τις θέσεις σας! Κρατείτε τις θέσεις σας!».

Και τότε, το δελφίνι βγήκε από τη θάλασσα και σύρθηκε δίπλα του.
Και το αγκάλιασε και βούτηξαν. Κι έβλεπε νερό κι αλάτι, κι έβλεπε
ζώα της θάλασσας κι έβλεπε πουλιά · και είδε τον παππού του

170
καθισμένο στο κύμα να τζαγκαρεύει τα στιβάνια του, και πιο πέρα
είδε τον Ερίφη το λυράρη να παίζει λύρα στον αφρό και να
χορεύουν γύρω του τ’ άλογα των τσετών, και πιο πέρα
μαστιχόδεντρα στο βυθό · και στο τέλος, μια παραλία με κοφτερές
πέτρες.

Άνοιξε τα μάτια του και σκέφτηκε πως ποτέ ο Μπουρεξής δε θα


βρει τα πρόβατα που ψάχνει.

171
Πάνω στα οροπέδια, τα πράγματα προχωρούσαν όπως τα είχε
προβλέψει ο Μπουρεξής. Πριν ακόμα το μεσημέρι έφτασαν
μεσολαβητές: ο Τζέγκας και ο Πελοπίδας. Ο Τζέγκας βέβαια,
βρισκόταν ήδη εκεί και απλώς άλλαξε ρόλο, αλλά δεν ήταν αυτός το
δυνατό χαρτί · το δυνατό χαρτί ήταν ο Πελοπίδας. Όλοι
εντυπωσιάστηκαν που οι συγγενείς του Σπανού κατάφεραν να
στείλουν τον Πελοπίδα.

Ο Πελοπίδας ήταν ο άνθρωπος με το μεγαλύτερο κύρος στα


οροπέδια κι ένας τους σημαντικότερους σε ολόκληρο το βουνό. Είχε
καταφέρει κάποιες πολύ δύσκολες μεσολαβήσεις κι είχε τέτοιες
διασυνδέσεις, που ακόμα και οι Γερασημιώτες όταν του έκλεψαν
κάποτε κατά λάθος μερικά ζώα(είχε πεντακόσια πρόβατα)του τα
επέστρεψαν πριν προλάβει να το καταλάβει. Ήταν πια σχεδόν
εβδομήντα( το αρχαίο όνομα το είχε από την εποχή του δασκάλου
θείου του Γκίγκελου)και ήταν επίσης ο μόνος υπέρβαρος στο βουνό.
Πήγαινε παντού πάνω σε γαϊδούρι, και πάνω σε γαϊδούρι ήρθε και
τώρα.

Ο Παχιάς, όταν έφτασαν, είχε σηκωθεί, καθόταν μέσα στο μιτάτο,


είχε δέσει το κεφάλι κανονικά με το κεφαλομάντιλο και δε φαινόταν
τίποτα από την πληγή κι έπινε ένα βραστάρι με μαλοτύρα, δίκταμο
και μέλι.

Θέλω να δω τον τραυματία, ήταν το πρώτο πράγμα που είπε ο


Πελοπίδας μόλις ξεπέζεψε.

Ο Μαρκογιάννης, μόλις τον είδε να φτάνει, πήγε και στάθηκε στην


πίσω πλευρά της μάντρας και δεν τον χαιρέτησε – θέλοντας να
δείξει από την αρχή πως ήταν θυμωμένος και όχι διαθέσιμος για
μεσολαβήσεις, αλλά βέβαια, αν το εννοούσε σοβαρά αυτό θα
εξαφανιζόταν εντελώς, ή θα έψαχνε να βρει τον Σπανό και δε θα
περίμενε εκεί.

Ο Πελοπίδας, που έπιανε πουλιά στον αέρα, το κατάλαβε αμέσως.

Μαρκογιάννη! του φώναξε. Μη φύγεις! Σε θέλω! Θέλοντας να του


δείξει πως τον θεωρούσε ικανό να το κάνει. Ήξερε καλά ότι το

172
πρώτο πράγμα σε μία μεσολάβηση είναι να μη νιώσει κανένας από
τους εμπλεκόμενους ότι θίγεται με κάποιο τρόπο ο εγωϊσμός του.

Ο Μαρκογιάννης δεν απάντησε πίσω από τη μάντρα, αλλά θα ήταν


πολύ βαρύ να φύγει και να μη δεχτεί να μιλήσει με τον Πελοπίδα,
έτσι, όλοι έμειναν ήσυχοι.

Ύστερα μπήκε μέσα στο μιτάτο – με μεγάλη δυσκολία λόγω του


πάχους και της ηλικίας του από τη χαμηλή στενή πόρτα,
στηριζόμενος πάνω στη βέργα του που δεν την άφηνε ποτέ. Πίσω
του ακολούθησε ο Τζέγκας.

«Παχιαδαντρέα, ίντα κάνεις;» είπε σταθερά στον Παχιά και του


έδωσε το χέρι.

Ο Παχιάς τον ήξερε βέβαια, αλλά είχε πολύ καιρό να τον δει. Ο
Πελοπίδας τα τελευταία χρόνια δεν άφηνε συχνά τα οροπέδια,
αφού είχε φτάσει πια στο σημείο να μπορεί να κανονίζει τις
δουλειές του στα γύρω χωριά στέλνοντας απλώς ανθρώπους με
μηνύματα. Παρέμενε το ίδιο παχύς, και μια μεγάλη βρογχοκήλη
έκανε τώρα το πρόσωπο με το λαιμό του ένα, κάνοντάς τον κάπως
απωθητικό, συνέχιζε όμως να δένει το κεφαλομάντηλο χαμηλά,
βαρυσήμαντα μέχρι τα φρύδια, και τα μάτια του έμεναν το ίδιο
μικρά-μικρά, μαύρα και πανέξυπνα.

Κάθισε δίπλα του, και τον ρώτησε πρώτα πώς τα πήγαινε αυτός
(που όπως έβλεπε, είπε, δεν είχε πάθει κάτι σοβαρό)και μετά τι
έκανε ο πατέρας του. Ύστερα αποκοιμήθηκε πάνω στην καρέκλα και
πήρε το λόγο ο Τζέγκας.

Ο Πελοπίδας, έλεγαν, το πάθαινε αυτό τουλάχιστον από τα


πενήντα του – όταν είχε περάσει έναν ολόκληρο μήνα στα νότια
προσπαθώντας να συμφιλιώσει δύο μεγάλα σόγια. Δηλαδή, ενώ
μιλούσε, ακόμη και για τα πιο σοβαρά, τον έπαιρνε για λίγα λεπτά
ο ύπνος και ροχάλιζε κιόλας. Όταν όμως ξυπνούσε ήταν σε θέση να
συνεχίσει τη συζήτηση στο σημείο που είχε προχωρήσει σα να μην
έλειψε στιγμή, και ήξερε επακριβώς τι είχε ειπωθεί από τον καθένα
όλη εκείνη την ώρα. Έλεγαν πάλι ορισμένοι, ότι αυτό το πάθαινε
επειδή είχε βαρεθεί ν’ ακούει όλο τα ίδια και τα ίδια και προτιμούσε

173
να μένει ξύπνιος μόνο όση ώρα απαιτούσαν τα απολύτως
απαραίτητα. Τώρα, θα είχε και οπωσδήποτε κουραστεί από το
δρόμο, γιατί το έπαθε πολύ γρήγορα.

Ο Τζέγκας δεν έδωσε σημασία(δεν είχε άλλωστε και την ίδια


άποψη, ότι ο Πελοπίδας το πάθαινε αυτό επειδή περίμενε πως οι
συνομιλητές του δε θα έλεγαν κάτι το ουσιαστικό)και άρχισε να
ρητορεύει με κάθε επισημότητα. Αν και αν θα επρόκειτο για δικό
του θέμα δε θα ήταν σίγουρα το ίδιο διαλλακτικός, τώρα, που είχε
πάρει το ρόλο του μεσολαβητή και είχε τον Πελοπίδα δίπλα του,
είχε γίνει η φωνή της λογικής.

Είπε στον Παχιά ότι, ευτυχώς, βλέπει και είναι καλά κι ότι σίγουρα
ήταν ένα ατυχές περιστατικό όπου ο Σπανός με κανένα τρόπο δεν
είχε πρόθεση να τον χτυπήσει, και ύστερα διηγήθηκε αναλυτικά μια
μεγάλη ιστορία με κάποιον που σκότωσε κατά λάθος, από μπαλοθιά
σε γάμο, κάποιον άλλο στο χωριό τους και οι συγγενείς του
σκοτωμένου, μετά από πολλή σκέψη, δέχτηκαν ότι δεν έγινε από
πρόθεση και συμφιλιώθηκαν - και ήταν αυτή η μοναδική περίπτωση
φονικού στο βουνό που δεν είχε συνέχεια. Και προχώρησε την
ιστορία στο πόσο καλή πορεία είχαν αυτές οι οικογένειες αργότερα
στη ζωή τους, κι άρχισε μετά να του λέει και πόσο σπουδαίο όνομα
είχε ο Παχιαδογιώργης στα οροπέδια και τότε, μ’ ένα τελευταίο
απότομο ροχαλητό, ξύπνησε ο Πελοπίδας και πήρε αυτός το λόγο.

Ναι, καλά τα λέει ο Τζέγκας! είπε. Να εκδικηθεί κανείς, πρέπει όταν


υπάρχει λόγος · όταν δεν υπάρχει είναι μεγάλο λάθος.
Παχιαδαντρέα: ο Σπανός και οι συγγενείς του σου ζητάνε συγνώμη
και, για να σε αποζημιώσουν γι’ αυτό που έπαθες από τα χέρια τους
άθελά τους, σου δίνουν πέντε πρόβατα. Κι εγώ, σαν Πελοπίδας, σε
παρακαλώ να σταματήσει το θέμα εδώ και αναλαμβάνω να ψάξω
για τα κλεμμένα σου, σα να ‘ναι δικά μου, σε όλα τα οροπέδια κι
όπου αλλού μπορώ.

Μόλις τα είπε αυτά τον πήρε πάλι ο ύπνος και ξαναπήρε το λόγο ο
Τζέγκας.

Αυτός συνέχισε με το πόσο καλύτερο είναι να συμφιλιώνονται οι


άνθρωποι, όταν δεν υπάρχει λόγος, και υπενθύμισε την ιστορία με

174
τη μπαλοθιά στο γάμο, συμπληρώνοντας παρενθετικά ότι αν δεν
υπήρχαν άνθρωποι σαν εκείνον και τον Πελοπίδα να μεσολαβούν
θα σκοτώνονταν οι διπλάσιοι στο βουνό, κι ότι δεν έπρεπε τώρα να
«πετάξει» (δηλαδή να αρνηθεί) τον Πελοπίδα, που ήτανε γέρος και
σεβαστός(προσέθετε υπόρρητα και τον εαυτό του) κι ότι έπρεπε να
σταματήσει το θέμα εδώ.

Ο Παχιάς άκουγε και σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα δεχτεί (γιατί είχε


αποφασίσει ότι θα δεχτεί πριν ακόμα έρθουν αυτοί) χωρίς να δείξει
αδυναμία. Έτσι, ετοιμάστηκε να απαντήσει και πήρε ύφος, όπως θα
υπέθετε ότι θα το έπαιρνε και ο πατέρας του στη θέση του.

Εγώ Τζέγκα, είπε ψυχρά, με χτύπησαν εκεί που έκανα τη δουλειά


μου κι έψαχνα τα ζώα μου. Δεν ξέρω πώς τα κάνετε εσείς εδώ στα
οροπέδια, εμείς πάντως στο χωριό μου δεν τα κάνουμε έτσι. Έχω
κάθε δίκιο και να θυμώσω και να εκδικηθώ.

Μα…, πήγε να πει ο Τζέγκας.

Περίμενε! του είπε αυτός σηκώνοντας το χέρι και συνέχισε: Επειδή


όμως, το βλέπω κι εγώ πως αυτός ο άνθρωπος δεν είχε κάτι μαζί
μου, αφού δε γνωριζόμαστε · εκτός μόνο, σκέφτηκε τότε να πει -
για να δείξει ότι δεν αφήνει τίποτα στην τύχη – αν υπάρχει κάποιος
λόγος και δεν τον ξέρω. Υπάρχει;

Δεν υπάρχει κανένας! είπε τότε ο Πελοπίδας ανοίγοντας το ένα του


μάτι. Εγγυούμαι εγώ, ο Πελοπίδας.

Ε τότε, είπε αυτός, θέλω να μιλήσω μόνος με το συναδερφό μου το


Μαρκογιάννη.

Ναι, βέβαια…, είπε ο Πελοπίδας και πριν καλά-καλά το τελειώσει


αποκοιμήθηκε πάλι πάνω στην καρέκλα.

Πολύ σωστά το έκανα αυτό, σκεφτόταν όπως έβγαινε έξω. Ο


Μαρκογιάννης αν κλείσω το θέμα χωρίς να τον ρωτήσω θα θιχτεί,
και μπορεί να τα χαλάσει όλα.

Τον βρήκε να περιμένει έξω από την πόρτα μαζί με τον Γκίγκελο και
τον Πατόνικο. Ο Καραδάκης είχε φύγει, γιατί έπρεπε να πάει στο

175
μιτάτο του(παρ’ όλο που καιγόταν να μάθει τι θα απέγινε). Τον πήρε
και στάθηκαν λίγο πιο πέρα.

Συναδερφέ, του είπε, να τι μου λέει μέσα ο Πελοπίδας: Δεν υπάρχει


κάποια αιτία, ζητάνε συγνώμη και μου δίνουν πέντε πρόβατα – που
δε θα τα δεχτώ βέβαια. Εσένα ποια είναι η γνώμη σου;

Συναδερφέ, απάντησε αυτός - όπως περίμενε και να του


απαντήσει: Κι εγώ προσβλήθηκα απ’ αυτή την υπόθεση, σα να
χτύπησαν εμένα. Εσύ όμως έχεις τον πρώτο λόγο. Αν θέλεις να
εκδικηθούμε, είμαι μαζί σου(του πέταξε το μπαλάκι). Τα πρόβατα
όμως να τα πάρεις – μην τους τ’ αφήσεις. Να μάθουν άλλη φορά να
προσέχουν!

Ασφαλώς ο Μαρκογιάννης ήταν άνθρωπος με αξίες. Κανένας όμως


δεν περίμενε πως ήταν τόσο πολύ ώστε να μπλέξει σε φασαρίες
απλώς και μόνο επειδή πέταξαν μια πέτρα και χτύπησαν το
συναδερφό που είχε στο τραπέζι του. Προτιμούσε να κρατήσει τη
δύναμή του για άλλη περίπτωση, δική του. Δεν ήθελε όμως να φανεί
αυτό. Γι’ αυτό κι έκανε την πρόταση, πως είναι έτοιμος να
εκδικηθεί αν το ήθελε ο Παχιάς(αφού άλλωστε είχε καταλάβει ότι
εκείνος σκόπευε να κλείσει το θέμα)και σίγουρα, αργότερα, θα
έλεγε σε όλους πως ο ίδιος ήταν έτοιμος να το κάνει, και το
πρότεινε, αλλά δεν ήθελε ο Παχιάς - για να δείξει πόσο σωστή θέση
κράτησε. Αν όμως ο Παχιάς, απρόσμενα, είχε άλλη άποψη, όλοι
ήταν σίγουροι πως θα τον βοηθούσε να εκδικηθεί, έστω και
απρόθυμα, με κάθε τρόπο, γιατί δεν ήταν πια δυνατό να
υποχωρήσει από τη στιγμή που είχε εκτεθεί. Αν και έπαιξε δηλαδή
κάπως εκ του ασφαλούς, δεν έπαυε πάντως να διαθέτει τον εαυτό
του.

Μπήκαν μέσα στο μιτάτο τώρα οι δυο τους. Ο Πελοπίδας κοιμόταν


ακόμη πάνω στην καρέκλα και ο Τζέγκας κάπνιζε και περίμενε. Ο
Παχιάς σκέφτηκε με ποιο τρόπο θα το ανακοίνωνε. Κάθισε και πήρε
πάλι εκείνο το ύφος που θεωρούσε ότι θα έπαιρνε και ο πατέρας
του στη θέση του. Ο Τζέγκας σκούντησε λίγο με τον αγκώνα τον
Πελοπίδα για να ξυπνήσει, γιατί ένιωθε τη στιγμή κρίσιμη κι ότι

176
πήγαινε πάρα πολύ να κοιμάται και τώρα. Αυτός άνοιξε το ένα μάτι
χωρίς να κουνηθεί.

Πελοπίδα και Τζέγκα, είπε ο Παχιάς, ψυχρά όπως προηγουμένως:


Για χατίρι δικό σας και μόνο, γιατί, όπως είπα, δεν είναι αυτά
πράγματα να γίνονται – να πετάει ο καθένας πέτρες όπου του
κατέβει – αλλά, για το χατίρι το δικό σας και μόνο, ξαναείπε,
δέχομαι να σταματήσει το θέμα εδώ · και παίρνω και στο λαιμό μου
το συναδερφό μου τον Μαρκογιάννη(πολύ ευχαριστήθηκε ο
Μαρκογιάννης όπως το διατύπωσε έτσι). Τα πρόβατα όμως δεν τα
δέχομαι.

Πολύ καλά κάνεις Παχιαδαντρέα, του απάντησε ο Πελοπίδας. Τα


πρόβατα όμως θα τα δεχτείς. Έτσι πρέπει να γίνει.

Όχι! επέμεινε αυτός. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση.

Ο Πελοπίδας, πριν καλά-καλά το ακούσει, έγειρε λίγο μπροστά και


αποκοιμήθηκε πάλι.

Για την επόμενη μισή ώρα, ο Τζέγκας με τον Μαρκογιάννη


προσπαθούσαν να τον πείσουν να πάρει τα πρόβατα. Του έλεγαν
πως δεν έπρεπε να φανεί βλάκας, και ότι οι άλλοι ήταν
υποχρεωμένοι να του τα δώσουν γιατί παραλίγο να πάθει μεγάλη
ζημιά, κι έχασε και τόσο χρόνο ενώ έψαχνε τα δικά του. Και του
έλεγαν ακόμη ότι κανένας δε θα το θεωρούσε υποτιμητικό αν τα
δεχόταν - όπως μπορεί να νόμιζε - και ο Μαρκογιάννης επανέλαβε
αυτό που είχε πει και έξω, ότι δηλαδή, έπρεπε να τα πάρει για να
πληρώσουν με κάποιο τρόπο και να μάθουν την επόμενη φορά να
προσέχουν. Εκείνος όμως στάθηκε ανένδοτος.

Ένιωθε πως, ό,τι κι αν έλεγαν αυτοί, θα ήταν ντροπιαστικό να


ακουστεί στο βουνό ότι τον χτύπησαν και μετά τον πλήρωσαν για να
το ξεχάσει(αν και δίνονταν συχνά αποζημιώσεις για τέτοια θέματα,
και για άλλα, δεν το θεωρούσε σωστό για μια οικογένεια με το δικό
τους όνομα). Ήθελε να φανεί ότι συμβιβάστηκε από μεγαλοψυχία
και όχι από οικονομικό συμφέρον. Ύστερα, πίσω από αυτό, η ψυχή
του δε μπορούσε να δεχτεί ότι θα έπαιρνε από κάποιον, που δεν
ήξερε και δεν είχαν καμία συναλλαγή, πέντε ολόκληρα πρόβατα.

177
Μέσα στη λογική συζήτηση, για το πόσο δίκαιο ήταν αυτό,
φανταζόταν από πίσω τη λύπη που θα ένιωθε ο άλλος όταν θα τα
αποχωριζόταν, σα να ήταν δική του, και, χωρίς να το καταλαβαίνει,
τον έκανε να στέκει ανένδοτος.

Στάθηκε τόσο ανένδοτος, που κατέληξε να απαντά σταθερά απλώς:


Όχι, χωρίς να εξηγεί το λόγο και οι άλλοι κουράστηκαν τόσο, ώστε
αναγκάστηκε να ξυπνήσει ο Πελοπίδας.

Εντάξει, είπε αυτός ανοίγοντας και τα δύο μάτια και κλείνοντας το


θέμα. Είναι δικαίωμά του να μη δεχτεί τα πρόβατα. Όμως,
Παχιαδαντρέα, θα γίνει συνάντηση («μόνιασμα» είπε). Σήμερα,
εδώ.

Δεν έχω πρόβλημα, απάντησε. Μετά από τόση πίεση για τα


πρόβατα δε μπορούσε να το αρνηθεί και αυτό.

178
Κάτω στο χωριό, ο Μπουρεξής περπατούσε βιαστικός με σκοπό να
κατέβει στην «κάτω πλατεία» και να ψάξει για κάποιον άλλον που
θεωρούσε σημαντικό για την υπόθεση, όταν βρέθηκε μπροστά
«στου Ασάνη το ρούκουνα», όπως τον έλεγαν. Αυτός ήταν ένας
μισοχαλασμένος τοίχος με αγκωνάρι, ό,τι απέμενε από ένα παλιό
τούρκικο σπίτι, που χώριζε το μεγάλο σοκάκι σε δύο μικρότερα. Και
τα δύο εκείνα σοκάκια κατέληγαν στην κάτω πλατεία. Δεν υπήρχε
διαφορά στην απόσταση, ή αν υπήρχε ήταν λίγα βήματα. Χωρίς να
δώσει σημασία, ακολούθησε το αριστερό. Αργότερα, όσο το
σκεφτόταν, ήτανε σίγουρος πως δεν είχε θυμηθεί καθόλου ότι το
αριστερό σοκάκι περνούσε μπροστά από το σπίτι της θείας του, της
Ακνίδενας – μόνο όταν έφτασε απέξω το θυμήθηκε. Η μόνη εξήγηση
που μπορούσε να δώσει, ήταν ότι σίγουρα δεν τον οδήγησε εκεί η
τύχη, αλλά κάτι άλλο, δυνατότερο, μέσα στην ψυχή του.

Και δεν έγινε μόνο αυτό τότε, αλλά η θεία του καθόταν έξω στην
αυλή(ενώ ήταν περασμένο μεσημέρι), σ’ ένα σκαμνάκι στον ίσκιο
της μουρνιάς. Άρα ήταν αναγκασμένος να σταματήσει και να τη
χαιρετήσει. Αλλιώτικα, στη βιασύνη του, αποκλείεται να της
χτυπούσε την πόρτα. Ακόμα και τότε θα μπορούσε να προσπεράσει
βιαστικός και να κάνει πως δεν την είδε, αφού εκείνη δε μπορούσε
να τον δει(ήταν τυφλή), όμως, ούτε καν πέρασε κάτι τέτοιο από το
νου του και μπήκε αμέσως στην αυλή για να της μιλήσει. Σ’ αυτό
πάλι, δεν τον έσπρωξε τόσο εκείνο το «κάτι στην ψυχή του» όσο η
καλή του αγωγή - γιατί είχε να τη δει από τον προηγούμενο χειμώνα.
Φαίνεται όμως, πως η καλή αγωγή και το «κάτι» συνεργάζονται
αρμονικά.

Η «γρια Ακνίδενα» ήτανε τόσο γριά που ούτε η ίδια ήξερε πόσο.
Είχε συρρικνωθεί από το χρόνο κι είχε μείνει λίγη σαν κοριτσάκι και
δεν έβλεπε μακρύτερα από μισό μέτρο. Το μόνο στοιχείο για την
ηλικία της, ήταν ότι θυμόταν τον πρίνο, μπροστά στην εκκλησία του
Άη Γιώργη, ν’ αγγίζει την κορυφή του με το χέρι της και τώρα αυτός
ήτανε ψηλότερος από δέκα μέτρα(οι πρίνοι στο βουνό αργούν τόσο

179
να μεγαλώσουν, που έλεγαν ότι κανένας άνθρωπος στη ζωή του δεν
προφτάνει να σταθεί κάτω από σκιά βελανιδιού). Του Μπουρεξή
του έπεφτε αδερφή της προγιαγιάς του.

Είχε σκεπασμένο το κεφάλι της με το μαύρο τσεμπέρι κι είχε


μαζευτεί πάνω στο σκαμνάκι, σα ν’ απολάμβανε τον ίσκιο της
μουρνιάς όπως τη χειμερινή λιακάδα. Δεν κατάλαβε βέβαια ότι
στάθηκε μπροστά της.

«Θειά, ίντα κάνεις;» της είπε.

Σήκωσε λίγο το κεφάλι της και προσπάθησε να τον αναγνωρίσει.

Ο Μπουρεξής είμαι, της είπε αυτός και της έπιασε το χέρι.

Α! Παιδί μου Κώστα, έκανε. Εσύ είσαι;


Ναι θεία, εγώ. Πώς τα πηγαίνεις, καλά;

Πώς να τα πηγαίνω παιδί μου; έκανε με τη σιγανή φωνή της. Με


ξέχασε ο Χάρος.

Χα! γέλασε αυτός. Μην το λες έτσι, της είπε. Εγώ σε βλέπω μια
χαρά.

Καλή παιδί μου είναι η παρηγοριά, είπε αυτή. Τη χρειαζόμαστε


εμείς οι γέροι. Όλοι τη χρειάζονται. Τριάντα δύο παιδιά
γεννηθήκαμε τη χρονιά που γεννήθηκα στο χωριό και μόνο εγώ ζω
ακόμα. Όλοι οι άλλοι φύγανε καιρούς τώρα – ο πρώτος πριν κλείσει
ο πρώτος χρόνος. Δε με ξέχασε ο Χάρος; Με ξέχασε για τα καλά.

Μπορεί να μην έβλεπε, άκουγε όμως καθαρά και τα είχε


τετρακόσια. Τι κάνεις τέτοια εποχή στο χωριό; τον ρώτησε μετά.

Της είπε το λόγο. Δε θα τον έλεγε στον καθένα που θα τον ρωτούσε,
όμως εκείνη τη σεβόταν πολύ και ντράπηκε να μην της απαντήσει.
Δεν περίμενε βέβαια να μάθει κάτι από αυτή.

Πρόβατα του Παχιαδογιώργη; έκανε όμως η Ακνίδενα μόλις


τελείωσε.

Ναι.

180
Ο Παχιαδογιώργης βοήθησε κάποτε τον άντρα μου. Ζει ακόμη;

Ζει, αλλά τα ψάχνει τώρα ο γιος του.

Η γριά σήκωσε αχνά το κεφάλι της κάτω απ’ το τσεμπέρι και


προσπάθησε με τα θαμπά της μάτια να τον κοιτάξει, και στον
Μπουρεξή φάνηκε σα να τον κοίταζε κάποιος που γνώριζε για την
υπόθεση κι ένιωσε αλλόκοτα.

Δε μου λες παιδί μου, του είπε. Αυτά τα πρόβατα είναι δώδεκα, το
ένα μαύρο;

Πού το ξέρεις θεία;! έκανε αυτός κι έμεινε σύξυλος.

Ο Σωκράτης, είπε αυτή, κάτι είδε. Τον άκουσα που το έλεγε στη
γυναίκα του. Πήγαινε να τον βρεις και πες του ότι σου το είπα εγώ,
επειδή ο Παχιαδογιώργης βοήθησε το μακαρίτη τον άντρα μου
όταν δεν τον βοηθούσε κανείς.

Ποιος το περίμενε! σκέφτηκε σαστισμένος ο Μπουρεξής. Να μάθω


τέτοιο πράγμα από τη γριά Ακνίδενα που δε βλέπει και δε βγαίνει
από το σπίτι της, ενώ έχω ψάξει όλο το βουνό!

Αυτός ο Σωκράτης ήταν δισέγγονός της κι έμενε στο διπλανό σπίτι


- είχαν την ίδια αυλή. Έτρεξε αμέσως να τον βρει, όμως, είχε φύγει
για το μιτάτο του, του είπαν. Ξαναπέρασε από τη γριά, την
ευχαρίστησε, άφησε στην άκρη ό,τι άλλα σχέδια είχε και ξεκίνησε
κατευθείαν για το βουνό.

Η γριά Ακνίδενα άκουγε τα βήματά του να απομακρύνονται κι


έχωσε βαθύτερα λυπημένα το κεφάλι μέσα στο μαύρο τσεμπέρι.
Από την εποχή που γεννήθηκε και ο πρίνος στην εκκλησία ήτανε
βελανίδι, τα ίδια συνέβαιναν στο βουνό και δεν είχε αλλάξει τίποτα.
Ήξερε καλά που κατέληγαν κι ότι κανένας δε μπορούσε να τα
σταματήσει– όπως το χαλάζι που πέφτει πάνω στα κλήματα.

181
Στο μιτάτο του Γκίγκελου έπρεπε τώρα να συναντηθούν οι
τσακωμένοι για να ολοκληρωθεί ο «σασμός», δηλαδή το φτιάξιμο.
Αυτό ήταν κάτι το διαδικαστικό, ήταν ωστόσο απαραίτητο και ο
Τζέγκας έφυγε για να τα κανονίσει με την άλλη πλευρά και να τους
συνοδεύσει – όπως έπρεπε ο ένας μεσολαβητής να σταθεί με τη
μία πλευρά και ο άλλος με την άλλη.

Οι υπόλοιποι βγήκαν έξω, κάθισαν όλοι μαζί στο άδειο τραπέζι του
πανηγυριού κάτω από τον πρώτο ασφένταμο και περίμεναν. Η
Ευτέρπη έφερε ένα μπουκάλι ρακή και ποτήρια για να είναι έτοιμοι,
καθώς οι σασμοί γίνονταν μόνο με ρακή και με κανένα άλλο ποτό.

Άντε Πελοπίδα…, του είπε σιγανά ο Πατόνικος και τον χτύπησε στον
ώμο, όπως ο Πελοπίδας πήγαινε τελευταίος να καθίσει. Τα
κατάφερες πάλι! Αν δεν τα κατάφερνες εσύ, ποιος θα τα
κατάφερνε;

Αυτός χαμογέλασε και προχώρησε ακουμπώντας στη βέργα του.

Ο Πελοπίδας είχε πολλά χρόνια να ασχοληθεί με σασμό και να μην


τα καταφέρει. Και κάθε φορά που κατάφερνε έναν καινούργιο οι
μετοχές του στο βουνό ανέβαιναν κι άλλο. Οι συγγενείς του Σπανού,
για παράδειγμα, θα του έμεναν τώρα υπόχρεοι και ό,τι κι αν τους
ζητούσε δε θα μπορούσαν ν’ αρνηθούν. Δε θα τους ζητούσε βέβαια
χρήματα, όμως υπήρχαν ένα σωρό εξυπηρετήσεις που θα μπορούσε
να χρειαστεί κάποιος στο βουνό. Αλλά και τίποτα να μη χρειαζόταν
ποτέ απ’ αυτούς – γιατί τον Πελοπίδα συνήθως τον χρειάζονταν οι
άλλοι και όχι αυτός εκείνους – τον έφτανε που ακουγόταν τ’ όνομά
του. Ήταν τόσο επιτυχημένος στα οροπέδια, που για το μόνο που
λυπόταν ήταν πως η ζωή του τελείωνε και δεν είχε περισσότερο
χρόνο.

Κάθισε τελευταίος στο τραπέζι, αλλά του είχαν κρατήσει τη θέση


στο κέντρο. Δεξιά του κάθισαν, με τη σειρά, ο Παχιάς με τον
Μαρκογιάννη, που είχαν πάρει ύφος βαρύ και σοβαρό(αυτό που
σκεπάζει την αμηχανία και παίρνουν πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις
οι αντίπαλοι όταν πλησιάζει η ώρα να συναντηθούν με την άλλη
πλευρά), και αριστερά του ο Γκίγκελος με τον Πατόνικο.

182
Ο Γκίγκελος βέβαια, ήταν απαραίτητο να είναι παρών - αφού ήταν
ο οικοδεσπότης και ο καβγάς έγινε στο πανηγύρι του - ο Πατόνικος
όμως, δεν ήταν καθόλου. Βρέθηκε εκεί επειδή, από την περιέργειά
του για το τι θα γινόταν, είχε ξεχάσει να φύγει · και τώρα κάθισε στο
τραπέζι απρόσκλητος, θέλοντας να νιώσει κι αυτός λίγη από την
αίσθηση πως συμμετέχει σε κάτι σημαντικό. Ο Πελοπίδας πάλι, δεν
του ζήτησε (όπως θα μπορούσε εύκολα να κάνει)να πηγαίνει και να
τους αφήσει, γιατί, εκτός του ότι τον κολάκεψε έτσι προηγουμένως,
έκανε και τη σκέψη πως όσοι περισσότεροι ουδέτεροι υπήρχαν στο
τραπέζι θα ήταν χρήσιμοι για να σταθούν στη μέση, στην απίθανη
αλλά υπαρκτή περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά και οι αντίπαλοι
ξαναπιάνονταν στα χέρια. Έξαλλου, ένας άλλος τομέας όπου
μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι οι ουδέτεροι, όπως ήξερε από την
εμπειρία του, ήταν στο να λένε κάτι άσχετο κατά τη διάρκεια της
αναμονής και να αποφορτίζεται η ατμόσφαιρα. Οι τσακωμένοι δεν
έπρεπε να αφήνονται εκείνη τη δύσκολη στιγμή της συνάντησης
βυθισμένοι στις σκέψεις τους.

Γι’ αυτό το πράγμα ο Πατόνικος ήταν ο ιδανικός(καταλάβαινε


άλλωστε και ο ίδιος ότι κάτι τέτοιο περίμενε απ’ αυτόν ο
Πελοπίδας), αν και άρχισε κάπως αδέξια.

Έτσι που χάλασε το πανηγύρι φέτος, είπε, μας έμειναν όλα δικά μας
να τα φάμε! προσπαθώντας να κάνει καλαμπούρι, όπως η Ευτέρπη
είχε αφήσει και δύο πιάτα ξαναζεσταμένο κοκκινιστό πάνω στο
τραπέζι.

Ο Γκίγκελος δίπλα του έτριξε τα δόντια και κανένας δε γέλασε. Δεν


πτοήθηκε όμως και ξεκίνησε γρήγορα άλλο θέμα.

Λοιπόν! Ξέρετε τι μου έλεγε χθες ο κουμπάρος μου ο Μαχαιράκης,


και γέλασα πολύ; είπε. Στα καλά καθούμενα λέει, γέμισε το σπίτι
του φτερωτά μυρμηγκιά! Μα τι μυρμήγκια! Μαύρισαν οι τοίχοι. Κι
έπεφταν μέσα στο τσουκάλι και δε μπορούσε η γυναίκα του να
μαγειρέψει. Έψησαν φασόλια με πατάτες κι ήτανε περισσότερα
μέσα τα μυρμήγκια από το λάδι!...

183
Ένα γέλιο ξέφυγε τότε από τον Γκίγκελο – γιατί αυτός ο
«Μαχαιράκης» ήτανε πολύ φτωχός και θα έριχνε το λάδι με τις
σταγόνες.

Ο Πατόνικος είδε πως έδιναν προσοχή και συνέχισε με περισσότερη


άνεση:

Να δεις κουμπάρε τι πάθαμε, μου έλεγε, δε θα το πιστέψεις!

Και τι έκανες; του λέω εγώ.

Τι έκανα: Πήγα και βρήκα τον Παγιουδή (αυτός ήξερε γητειές). Του
λέω: Παγιουδή βοήθεια! Μας έφαγαν τα μυρμήγκια! Μπορείς να
κάνεις κάτι για να φύγουν; Μπορώ, μου λέει · είναι εύκολο. Όμως,
υπάρχει ένα μπέρδεμα. Για να γητέψω τα μυρμήγκια και να φύγουν
από το σπίτι σου, πρέπει να τα στείλω σε κάποιον άλλο. Αλλιώς δε
γίνεται.

Ε, στείλε τα σε κάποιον, του λέω εγώ.

Δε γίνεται ούτε αυτό, μου λέει. Εσύ πρέπει να μου πεις σε ποιον.

Χαχαχα! γέλασαν τότε όλοι, που μάντεψαν τη συνέχεια. Ακόμα και


ο Μαρκογιάννης γέλασε λίγο. Ο Πελοπίδας όμως είχε πάλι
αποκοιμηθεί.

Και τότε εγώ σκέφτηκα και είπα, συνέχισε την αφήγηση


ενθαρρυμένος ο Πατόνικος: Σε ποιον να τα στείλω; Κι έχω ένα
γείτονα που δεν τον χωνεύω - δε θα σου πω ποιο Πατόνικε(εγώ
όμως κατάλαβα) και του λέω: Στείλε τα σ’ αυτόν!

Εντάξει, μου λέει ο Παγιουδής. Πήγαινε τώρα να μου φέρεις ένα


πετσετάκι από το σπίτι σου. Και πάω Πατόνικε, και του φέρνω ένα
πετσετάκι, και το παίρνει και πάει στην πίσω αυλή - τι έκανε, δεν
ξέρω - και μου το φέρνει πίσω διπλωμένο. Πήγαινέ το στο σπίτι σου,
μου λέει, και μην το ξεδιπλώσεις.

Και το πήρα Πατόνικε, και το πήγα στο σπίτι και τ’ άφησα πάνω στο
τραπέζι. Και δεν πρόλαβα να τ’ αφήσω κι εξαφανίστηκαν τα
μυρμήγκια · πέταξαν όλα μαζί ένα σύννεφο κι έπεσαν στο σπίτι του

184
γείτονα. Κι άκουγες από κει φωνές, και βγαίνανε με τις σκούπες, κι
εγώ κρύφτηκα κι έκανα τον ανήξερο…

Και τι έγινε μετά; του λέω εγώ.

Δεν ξέρω · έφυγα κι ήρθα εδώ. Ακόμη νομίζω προσπαθεί να τα


διώξει.

Και δε φοβάσαι, του λέω τότε, να μην πάει τώρα αυτός και βρει τον
Παγιουδή και σου τα στείλει πίσω;

Μπα… μου λέει, δεν τα ‘χουνε καλά. Λες όμως, να ξέρει και κανείς
άλλος τη γητειά;

Νομίζω, του λέω εγώ, αστεία, την ξέρει ο Λαέρτης(ήτανε ξάδελφος


του γείτονα, που υποτίθεται δεν ήξερε ο Πατόνικος).

Ποιος λέει! φωνάζει αυτός. Ο Λαέρτης; Για να πάω να δω τι γίνεται!


Κι έφυγε χθες και κατέβηκε στο χωριό κι ακόμα να γυρίσει!
Χαχαχα!!

Έσκασαν όλοι στα γέλια. Ωραία ιστορία! είπε ο Γκίγκελος. Έχει την
πλάκα της!

Ο Μαρκογιάννης όμως συγκρατήθηκε να μη γελάσει, γιατί δεν


ήθελε να πέσει στην παγίδα να χαζογελάει ενώ περίμενε εχθρούς
για σασμό και, ως συνήθως, τα έβαλε με τον Πατόνικο.

Δεν έπρεπε να πεις ψέματα στον Μαχαιράκη και να τον κατεβάσεις


στο χωριό! του είπε αυστηρά. Μπορεί να είναι βλάκας, είναι όμως
κουμπάρος σου.

Εγώ; απολογήθηκε ο Πατόνικος. Αυτός τα ζητάει. Και θα σου πω


γιατί το έκανα: Γιατί του άξιζε, επειδή για να γλιτώσει αυτός από
τα μυρμήγκια έμπλεξε τον άλλο. Και καλά, θα μου πεις, όποιος κι
αν ήταν στη θέση του το ίδιο θα έκανε. Ναι, το βλέπω κι εγώ, όμως,
δε θα το έλεγε κιόλας αποπάνω · θα το έραβε.

Ναι, είπε και ο Γκίγκελος, δεν έπρεπε να το λέει. Άσε που μπορεί να
το μάθει ο γείτονάς του(κι εγώ κατάλαβα ποιος είναι) και να ‘χει κι
άλλα προβλήματα.

185
Ε…; έκανε ο Πατόνικος, είδατε τώρα; Αυτό πάντως που δε μπορώ
να καταλάβω εγώ, είναι γιατί για να φύγει από σένα το κακό πρέπει
οπωσδήποτε να πάει σ’ έναν άλλο; Γιατί δε μπορούσε ο Παγιουδής
να μη στείλει σε κανένα τα μυρμήγκια;

Γιατί λέει…, του απάντησε ο Γκίγκελος. Μα γιατί το κακό πρέπει


κάπου να πάει για να χορτάσει. Αλλιώς, τι «κακό» θα ήτανε;

Μπα…, έκανε πάλι αυτός, έτσι το βλέπουν οι άνθρωποι – όπως και


στις κλεψιές των προβάτων, στις αρρώστιες και στο θάνατο, και σ’
όλα. Νομίζουν πως άμα χτυπήσουν το άλλο, γλίτωσαν αυτοί! Εγώ
πιστεύω πως υπάρχει τρόπος να μην πάνε πουθενά τα μυρμήγκια,
αλλά εκείνοι που φτιάχνουν τις γητειές δεν ενδιαφέρονται να τον
βρούνε γιατί το θεωρούν αναγκαστικό.

Οι γητειές υπάρχουν πάντα, είναι πάντα οι ίδιες, του απάντησε ο


Γκίγκελος. Δε μπορεί ο καθένας να τις κάνει όπως θέλει.

Έτσι τις βρήκανε κι έτσι τις συνεχίζουν, επέμεινε όμως ο Πατόνικος.


Δε βλέπετε αυτούς που πάνε στα μνημόσυνα, με πόση όρεξη τρώνε
τα κόλλυβα; Τρώνε με περισσότερη όρεξη από τους γάμους. Τους
έχει μπει η ιδέα, πως για να μη πάθουν κάτι αυτοί πρέπει να το
πάθουν οι άλλοι. Αυτό είναι βλακεία! Το ίδιο κάνουνε και με τα
λεφτά · για να ‘χουν αυτοί πρέπει να μην έχουν οι άλλοι.

Γίνεται αλλιώς Πατόνικε; του είπε τότε ο Πελοπίδας, που ξύπνησε


ξαφνικά. Γίνεται να ‘χουν όλοι λεφτά; Μετά αυτά, τι αξία θα είχανε;

Ο Πατόνικος, ασφαλώς, δε θα τολμούσε να διαφωνήσει με τον


Πελοπίδα και μαζεύτηκε.

Όσο για το άλλο που είπατε, συνέχισε αυτός. Όπως το είπατε


γίνεται. Νομίζουν ότι το κακό είναι σα μια πέτρα που πέφτει από τον
ουρανό κι άμα χτυπήσει τον άλλο τη γλίτωσαν, λες και δε θα πέσει
δεύτερη – πάντως, για την ώρα γλίτωσαν. Και, χωρίς να το θέλει
κανείς, χαίρεται στο βάθος. Πού σας φαίνεται παράξενο;

Όχι, δε μας φαίνεται, είπε ο Γκίγκελος. Κουβεντιάζουμε μόνο, για


να περάσει κι η ώρα… .

186
Αφήστε τα τώρα αυτά κι ετοιμαστείτε, γιατί έρχονται, είπε ο
Πελοπίδας – που ασφαλώς ξύπνησε επειδή πλησίαζαν οι άλλοι. Είχε
βρεθεί σε τόσους σασμούς στη ζωή του, ώστε ήξερε επακριβώς
πόση ώρα χρειαζόταν για να φτάσουν οι εμπλεκόμενοι σε κάθε
περίπτωση.

Αμέσως, ξέχασαν όλοι αυτά που έλεγαν κι άρχισαν να ετοιμάζονται.


Ένας σασμός ήταν μια τόσο σοβαρή υπόθεση που, ακόμα και γενικά
ανυπόληπτοι άνθρωποι αναβαθμίζονταν όταν άνηκαν στους
εμπλεκόμενους, και όλοι όσοι συμμετείχαν ένιωθαν μια αίσθηση
μοναδική εκείνη τη στιγμή. Όποιος πονούσε ξεπόναγε, όποιος ήταν
γέρος γινόταν για λίγο πάλι νέος κι ακόμα και ένας κουτσός μια
φορά, σταμάτησε να κουτσαίνει για όση ώρα συμμετείχε σ’ ένα
σασμό και ξανάρχισε αργότερα.

Ο Γκίγκελος ανασηκώθηκε κι έφτιαξε τη ζώνη του, ο Παχιάς με το


Μαρκογιάννη πήραν ακόμα πιο σοβαρό και βλοσυρό ύφος, ο
Πατόνικος φούσκωσε το στήθος κι ίσιωσε το μουστάκι του και ο
Πελοπίδας έμεινε απόλυτα ξύπνιος. Η Ευτέρπη στάθηκε στην άκρη
προσοχή, με τα χέρια σταυρωμένα όπως μέσα στο ξωκλήσι.

Από την πλευρά του οροπεδίου διακρίνονταν κιόλας οι άλλοι που


έφταναν. Ήταν τρεις και μαζί τους ο Τζέγκας. Ο ίδιος ο Σπανός και
δύο θείοι του, ένας από την πλευρά του πατέρα κι ένας από την
πλευρά της μητέρας του. Οι συγγενείς του Σπανού από την πλευρά
της μητέρας του ήταν εκείνοι που πάντα τον στήριζαν περισσότερο
επειδή, κατά κάποιο τρόπο, ένιωθαν υπεύθυνοι για το πρόβλημά
του. Στην οικογένειά τους κάθε τρεις γενιές γεννιόταν ένας σπανός,
και γι’ αυτό το λόγο δυσκολεύονταν να παντρευτούν και οι ίδιοι, και
πολύ περισσότερο δυσκολεύονταν να παντρέψουν τις κοπέλες τους
και ήταν ειδικά ευαίσθητοι σε αυτό το θέμα. Αυτοί θα έδιναν και τα
πέντε πρόβατα, αν τα δεχόταν ο Παχιάς.

Όταν πλησίασαν αρκετά, φρόντισαν, όπως περπατούσαν μέχρι τότε


ο ένας πίσω από τον άλλο, να σταθούν και οι τέσσερις στην ίδια
ευθεία έχοντας τον Σπανό δεύτερο από δεξιά. Αυτός ήταν
ψηλότερος από τους άλλους και ξεχώριζε· περπατούσε αγέρωχα.

187
Αν δεν ήταν σπανός, θα ήταν από τους πιο λεβέντες στα οροπέδια,
σκέφτηκε ο Παχιάς, τώρα που τον έβλεπε καλά και στο φως της
μέρας. Κρίμα.

Πλησίασαν κι άλλο, με σταθερό βήμα, σοβαροί και κοιτάζοντας


ευθεία μπροστά, αλλά όχι καταπρόσωπο εκείνους στο τραπέζι.
Μόνο ο Τζέγκας κοίταζε επίμονα τον Πελοπίδα, θέλοντας να του πει:
Πελοπίδα ήρθαμε! Το νου σου τώρα!(λες κι εκείνος δεν τους
έβλεπε).

Αν και δεν ήταν αυτός κάποιος τρομερός σασμός – αφού δεν


υπήρχε το μίσος που υπήρχε σε άλλες περιπτώσεις, όπου οι
εμπλεκόμενοι καβγάδιζαν για χρόνια και για πολύ σοβαρούς λόγους
– εντούτοις, οι μεσολαβητές έπρεπε να πάρουν όλα τα μέτρα
προστασίας και να γίνει απόλυτα σωστά.

Όταν πια έφτασαν σχεδόν μπροστά στο τραπέζι, και μόνο τότε, ο
Πελοπίδας είπε: «Καλώς ορίσετε!».

Αυτοί απάντησαν: «Γεια σας», όπως έπρεπε να πουν «Γεια σας» και
τίποτα παραπάνω.

Ο Πελοπίδας στράφηκε τότε και κοίταξε τον Παχιά και τον


Μαρκογιάννη δίπλα του. «Γεια σας» είπαν κι αυτοί, ξερά.

Το πρώτο βήμα είχε γίνει. «Κάτσετε» τους είπε ο Πελοπίδας.

Κάθισαν οι τέσσερις απέναντί τους στο τραπέζι, όπως ακριβώς


είχαν αφήσει τις θέσεις απέναντί τους κενές γι’ αυτό το λόγο. Με
αυτή τη διάταξη ο Σπανός κάθισε απέναντι από τον Πελοπίδα, ενώ
απέναντι από τον Παχιά και το Μαρκογιάννη κάθισαν ο ένας θείος
του και ο Τζέγκας. Αυτό το πρόσεχαν πάντα στους σασμούς, δηλαδή
να μη βρεθεί ο Παχιάς πρόσωπο με πρόσωπο με τον Σπανό που
μόλις χθες τον χτύπησε. Ο Πελοπίδας ευχαριστήθηκε που το
πέτυχαν έτσι.

Μόλις κάθισαν και τακτοποιήθηκαν, και σταμάτησαν όλοι οι ήχοι,


επικράτησε νεκρική σιγή. Ούτε αναπνοή δεν ακουγόταν. Οι
ουδέτεροι βέβαια, ή οι θείοι του Σπανού, θα ένιωθαν την ανάγκη

188
να τη σπάσουν, αλλά κανένας δεν αποφάσιζε να μιλήσει - από φόβο
μην πει κάτι λάθος. Όλοι περίμεναν τον Πελοπίδα.

«Γκίγκελε, βάλε μια ρακή!» είπε αυτός. Απευθύνθηκε στο Γκίγκελο


επειδή ήταν ο οικοδεσπότης.

Ο Γκίγκελος σηκώθηκε κι άρχισε από τη θέση του να γεμίζει τα


ποτήρια. Το έκανε με μεγάλη προσοχή και δεν έπεφτε έξω σταγόνα,
παρ’ όλο που τα τελευταία χρόνια τα χέρια του είχαν αρχίσει να
τρέμουν και ο Πατόνικος, όταν ξεκίνησε, περίμενε ότι θα του έφευγε
η μισή ρακή έξω.

Όταν γέμισε όλα τα ποτήρια και άφησε μπροστά σε όλους από ένα
ξανακάθισε στη θέση του.

«Εβίβα!» είπε αμέσως ο Πελοπίδας και σήκωσε το δικό του.

«Εβίβα! Εβίβα!» είπε και ο Τζέγκας και οι ουδέτεροι, και


τσούγκρισαν όλοι τα ποτήρια τους σ’ ένα σωρό στη μέση. Το μάτι
όλων πήγε στο αν ακούμπησαν τα ποτήρια του Σπανού με τους
άλλους δύο · και πράγματι ακούμπησαν.

Άφησαν ύστερα τα ποτήρια κάτω. Κανένας δε θα πρέπει να είχε


κατεβάσει περισσότερο από μισή γουλιά ρακή – παρά μόνο ο
Πατόνικος που ήπιε το μισό δικό του – αλλά αυτό δεν είχε καμία
σημασία. Το κρίσιμο ήταν να σηκωθούν τα ποτήρια και να
ακουμπήσουν. Ήταν ακριβώς το ίδιο σα να έδιναν τα χέρια.
Άλλωστε, αν κάποιος από τους τσακωμένους κατέβαζε το ποτήρι
του μονορούφι πάνω στο σασμό, αυτό θα θεωρούνταν προκλητικό
και όλοι θα είχαν αμφιβολίες για την ειλικρίνεια της συμφιλίωσης.
Κάποτε, είχαν σκοτωθεί στα βόρεια σε μια τέτοια στιγμή, όταν ο
ένας από τους δύο τσακωμένους – ενώ είχε συμφωνήσει και
υποσχεθεί στους μεσολαβητές, ωστόσο, άγνωστο γιατί, δε σήκωσε
το ποτήρι του στο σασμό κι έμεινε το ποτήρι του άλλου στον αέρα,
και τότε ο άλλος κατέβασε το δικό του και του είπε καθαρά: Μέχρι
το βράδυ θα σε σφάξω!(γιατί δε μπορούσε βέβαια να το κάνει
εκείνη τη στιγμή μπροστά στους μεσολαβητές). Και πραγματικά, όχι
μέχρι το βράδυ αλλά το άλλο πρωί, παραφύλαξε και τον έσφαξε.

189
Μόλις κατέβασαν τα ποτήρια, επικράτησε πάλι η ίδια απόλυτη
σιγή. Όλοι ένιωθαν πως ο σασμός είχε τώρα σχεδόν ολοκληρωθεί
και δεν αποφάσιζαν να πουν κάτι, με έστω και την απειροελάχιστη
πιθανότητα να αποδειχτεί λάθος και να προκαλέσει νέα
παρεξήγηση. Περίμεναν πάλι όλοι τον Πελοπίδα.

Εκείνος, θα μπορούσε να πει να πάρουν τώρα ένα μεζέ, αλλά, όπως


ο σασμός δεν ήταν εντελώς κανονικός, προτίμησε να κάνει άλλο ένα
γύρο με τη ρακή για να δέσει καλύτερα.

«Εβίβα!» είπε πάλι και σήκωσε το ποτήρι του. Σήκωσαν όλοι τα


ποτήρια τους και τσούγκρισαν για δεύτερη φορά. Και πάλι τα
ποτήρια των εμπλεκόμενων ακούμπησαν, και μάλιστα τώρα
καθαρότερα.

Άφησαν πάλι κάτω τα ποτήρια και περίμεναν.

«Ό,τι γίνηκε, έσβησε» είπε ο Πελοπίδας βαρυσήμαντα,


απευθυνόμενος σε όλους.

«Ναι Πελοπίδα» του απάντησε ο θείος του Σπανού από την πλευρά
της μητέρας του. «Ό,τι γίνηκε, νερό κι’ αλάτσι».

Ο Μαρκογιάννης τότε κουνήθηκε στη θέση του και δυσφόρησε,


γιατί δεν του άρεσε αυτή τη διατύπωση – αφού εκείνοι δεν είχαν
κάνει τίποτα για να σβήσει (αν και ο θείος του Σπανού δεν το είπε
ασφαλώς με αυτή την έννοια). Ο Πελοπίδας το κατάλαβε κι έκανε
στο θείο του Σπανού ένα αδιόρατο νόημα πως είχε έρθει η ώρα να
πηγαίνουν.

«Πάμε ‘μείς» είπε εκείνος, αφού άφησε να περάσουν μερικά


δευτερόλεπτα και με τον πιο μαλακό τόνο φωνής που υπήρχε
διαθέσιμος για την περίπτωση.

Οι τρείς, μαζί με το Τζέγκα, σηκώθηκαν και είπαν πάλι «Γεια σας».


«Γεια σας» τους απάντησαν οι άλλοι. Ο θείος του Σπανού, ενώ οι
δικοί του έφευγαν, κοντοστάθηκε κι έδωσε το χέρι στον Παχιά και
τον Μαρκογιάννη.

«Παχιαδαντρέα» του είπε εκείνου, «συγνώμη για ό,τι γίνηκε. Θέλω


να κουβεδιάσουμε».

190
Αυτός κούνησε το κεφάλι, σα να δεχόταν τη συγνώμη και να ήταν
έτοιμος να μιλήσουν, αργότερα.

«Συγνώμη Μαρκογιάννη» είπε και στον Μαρκογιάννη. Ευτυχώς


που το κατάλαβε και του ζήτησε κι εκείνου συγνώμη, γιατί αν
ζητούσε συγνώμη μόνο από τον ένα θα κινδύνευε να τα χαλάσει
όλα.

Ο Μαρκογιάννης κούνησε κι αυτός το κεφάλι και είπε: «Εντάξει».

Τι δύσκολο φορτίο! σκέφτηκε ο Πατόνικος που παρακολουθούσε


τη σκηνή. Να πρέπει να ζητάει συγνώμη για τον ανιψιό του! Η
συγνώμη στο βουνό ήταν κάτι πολύ βαρύ και δεν την έδιναν εύκολα.

Ο Σπανός βέβαια, θα ήταν εντελώς αντισυμβατικό να ζητήσει ο


ίδιος συγνώμη σε εκείνη τη φάση, αλλά όλοι είπαν πως
εμφανίστηκε πολύ υπεροπτικός κι ότι έμοιαζε σα να βρισκόταν σε
σασμό άλλης υπόθεσης, όπου υπήρχε αντιδικία και οι δύο πλευρές
είχαν εξίσου ευθύνη, ή σα να τον «έσαζαν» με τον Παυλή που τον
πρόσβαλε. Καθ’ όλη τη διάρκεια του σασμού, δεν κοίταξε ούτε μια
στιγμή τον Παχιά ή τον Μαρκογιάννη και κρατούσε το κεφάλι ψηλά
και το βλέμμα του δεμένο πάνω στον Πελοπίδα. Ούτε κι εκείνοι
βέβαια τον κοίταξαν καθόλου από τη στιγμή που κάθισε, και
κοίταζαν μόνο το Τζέγκα και τους θείους του, και ούτε και ποτέ
κανένας αντίπαλος την ώρα του σασμού κοίταζε τον άλλο, αλλά το
μόνο που έβλεπε ήταν το χέρι του με το ποτήρι(τόσο, που αν σε
κανένα άλλαζαν το χέρι μπορεί και να μην το καταλάβαινε), όμως,
είπαν, εκείνος ήτανε σπανός και δεν έπρεπε να συμπεριφέρεται σαν
κανονικός, και μάλιστα τώρα που δεν είχε κανένα δίκιο. Ήταν
ασφαλώς ευκολότερο να τον κρίνουν αυτόν αυστηρότερα από
κάποιον άλλον.

Ο Σπανός όμως, μάλλον, εκείνη την ώρα ένιωθε αυτό που νιώθουν
όλοι οι στερημένοι κι όσοι είναι αναγκασμένοι ν’ αρπάζονται από
την εικόνα μιας στιγμής αντί την ολόκληρη. Όπως εμφανίστηκε στο
σασμό σαν κανονικός άνθρωπος του βουνού, συνοδεία μεσολαβητή
και συγγενών του, ένιωθε σαν κανονικός άνθρωπος του βουνού και
συμπεριφέρθηκε σαν κανονικός άνθρωπος του βουνού(και μάλιστα
λίγο πιο βαρύθυμα, όπως θα έκαναν οι πιο σημαντικοί), άσχετα με

191
την ουσία της υπόθεσης. Εκείνη την ώρα έμοιαζε το στίγμα του να
έχει παραμεριστεί και μπορούσε να νιώθει όπως κάθε άλλος στη
θέση του που είχε μπλέξει σε καβγά, όπως κάθε άλλος δηλαδή στο
βουνό που είχε δείξει ζωτικότητα και κόσμος ήταν αναγκασμένος να
τον υπολογίζει. Τέτοιες στιγμές στη ζωή του ήτανε σταγόνες στο
ποτάμι της θλίψης και δε θα τις θάμπωνε και αυτές παίζοντας το
παιχνίδι των άλλων.

Όλοι όμως πρόσεξαν στο τέλος πως αυτός δεν ήταν κανονικός
σασμός. Αν ήταν κανονικός σασμός θα ολοκληρωνόταν, πριν
σηκωθούν από το τραπέζι, με το να δεσμεύσουν οι μεσολαβητές
τους τσακωμένους ότι στον επόμενο γάμο ή βάφτιση της μίας
πλευράς – όποιας ερχόταν πρώτο – θα γίνονταν σύντεκνοι ή
κουμπάροι. Οι περισσότερες συντεκνιές και κουμπαριές στο βουνό
με τέτοιο τρόπο κανονίστηκαν. Ο Πελοπίδας όμως, πολύ επιδέξια,
απέφυγε να θίξει αυτό το θέμα και το παρέλειψε, αφού ο Σπανός
ούτε να παντρευτεί μπορούσε, ούτε να κάνει παιδί για να γίνει ο
Παχιάς κουμπάρος του · και το να προτείνει σ’ αυτόν ή στον
Μαρκογιάννη να τους βαφτίσει ή να τους παντρέψει το παιδί ένας
σπανός του φάνηκε αδιανόητο. Το θεώρησε – και θεωρήθηκε –
μεγάλη επιτυχία που κατάφερε να φέρει τα πράγματα μέχρι στο να
τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους κι έφυγε από το μιτάτο του Γκίγκελου
απόλυτα ικανοποιημένος.

Αυτός ο Παχιαδαντρέας δεν είναι όπως ο πατέρας του, έλεγε στον


Τζέγκα στο δρόμο της επιστροφής. Ο Παχιαδογιώργης ποτέ δε θα
δεχόταν να καθίσει στο ίδιο τραπέζι μ’ ένα σπανό που τον χτύπησε,
χωρίς να ανταποδώσει. Αλλά κι αν ακόμα ανταπέδιδε, πάλι δε θα
καθόταν στο ίδιο τραπέζι μ’ ένα σπανό, όπως μ’ ένα κανονικό.
Τουλάχιστον όμως, αυτός ο γιος του δε δέχτηκε τα πρόβατα που του
έδιναν. Αν τα δεχόταν κι αυτά, θα ντροπιαζόταν ακόμα
περισσότερο.

Εμείς πάντως Πελοπίδα, απάντησε ο Τζέγκας, κάναμε αυτό που


έπρεπε να κάνουμε. Δε μπορούμε εμείς να φυλάγουμε του καθενός
τ’ όνομα.

192
Ο Μαρκογιάννης έπρεπε να τον προστατεύσει, είπε αυτός. Ήτανε
δική του δουλειά. Εκείνος όμως, του έλεγε να πάρει κι αποπάνω τα
πρόβατα!

Ο Αγηστρατίδας ο «Παγιουδής» (αυτός που είπε ο Πατόνικος ότι


γήτεψε τα μυρμήγκια στο σπίτι του κουμπάρου του, όταν περίμεναν
τους άλλους στο τραπέζι του σασμού) ήταν άνθρωπος διάσημος στο
βουνό. Εκτός του ότι γήτευε τα άγρια ζώα και τα έντομα, διάβαζε
ακόμα τα γραμμένα στο κόκαλο της ωμοπλάτης των προβάτων και
ξεγεννούσε τις δύστοκες αίγες. Η φήμη του, όμως, κυριώς
οφειλόταν στο ότι μπορούσε να προβλέψει τον καιρό του έτους -
ειδικά την ακριβή εποχή που έπρεπε να κατεβάσουν τα κοπάδια
από το βουνό πριν το πρώτο χιόνι. Ο Πελοπίδας, μέχρι τότε, του
χάριζε κάθε Πάσχα ένα αρνί, επειδή πριν πολλά χρόνια τον είχε
προειδοποιήσει – μόλις αρχές Νοέμβρη – ότι εκείνη τη χρονιά θα
χιόνιζε πρώιμα και πολύ στο βουνό κι έτσι πρόλαβε να κατεβάσει το
κοπάδι του στα πεδινά και να το σώσει.

Είχε αποκτήσει τέτοια φήμη με τις επιτυχίες του, που ακόμα και
όταν αποτύγχανε κανένας δεν το πρόσεχε. Κάποτε, για παράδειγμα,
είχε προβλέψει ανομβρία κι έγιναν πλημμύρες · ακόμα και τότε
όμως - ακόμα κι όταν άρχισαν οι πλημμύρες - πολλοί συνέχισαν να
κρατάνε το σανό στις αποθήκες επειδή ο Παγιουδής προέβλεπε
ανομβρία. Όταν τον επόμενο χειμώνα επαναλήφθηκαν οι
πλημμύρες, όλοι στάθηκαν στο πόσο σωστά είχε προβλέψει τον
καύσωνα το προηγούμενο καλοκαίρι. Ακόμα και στα ζώα που
γήτευε δεν τα κατάφερνε πάντα(στα κοράκια ειδικά, δυσκολευόταν
πολύ). Όταν όμως κατάφερνε να τα διώξει από ένα κοπάδι, όλοι
ξεχνούσαν πως δεν το είχε καταφέρει στα τρία προηγούμενα.
Συνέχιζαν να τον συμβουλεύονται και η φήμη του να αυξάνεται.

Στο βουνό, η φήμη, άπαξ και αποκτιούνταν δεν έσβηνε εύκολα.


Έμοιαζε με αχλή που περικύκλωνε όποιον την είχε και το νου των
άλλων. Χρειαζόταν πολύ κόπος για να δουν το βασιλιά γυμνό - ήταν
το μόνο σίγουρο. Σε αυτό το πράγμα μπορούσε κάπως να στηρίζεται
ο Αντρέας ο Παχιάς, και να ελπίζει ότι εκείνη η ανεκδίκητη πετριά

193
που δέχτηκε από το Σπανό στα οροπέδια δε θα κηλίδωνε τελικά το
όνομα της οικογένειάς του.

194
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

«Σκέφτηκες ποτέ», έλεγε ο δάσκαλος ο Αγησίλαος, πίσω στο χωριό


τους, στον Παχιαδογιώργη, «γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;».

Γιατί; απάντησε αυτός. Δεν ξέρεις γιατί; Και είσαι και δάσκαλος. Μα
γιατί έτσι είναι τα μιτάτα κι έτσι τα κοπάδια. Είμαστε βοσκοί και το
βουνό δε μας χωράει. Ύστερα, οι άνθρωποι κυνηγάνε τη δόξα. Αν
είμασταν γεωργοί θα συνέβαιναν άλλα, αν πάλι είμασταν έμποροι,
θα συνέβαιναν άλλα. Φιλοσοφία θέλει;

«Αυτό σκέφτομαι κι εγώ», είπε ο δάσκαλος. «Το παράξενο όμως


είναι: Πώς η δουλειά που κάνουν απορροφά τόσο τους ανθρώπους
και γίνονται ένα. Και το άλλο: Πόσους τελικά χωράει αυτό το βουνό;
Ξέρει κανείς;».

Εσύ νομίζεις, του είπε ο Παχιαδογιώργης, είναι ο άνθρωπος τίποτα


άλλο από τη ζωή του και μπορεί να δει απέξω; Ή ότι νοιάζεται να
μετρήσει σωστά; Όπως κάνει τα πρόβατα ο τόπος που βόσκουνε,
κάνει κι αυτόν ο τρόπος που ζει. Αυτά γίνονταν πάντα και θα
γίνονται πάντα · τελεία και παύλα! όπως λέτε εσείς οι δάσκαλοι. Αν
πάλι με ρωτήσεις: Γιατί εγώ έκλεβα ζώα κι έφτιαξα το όνομα που
έφτιαξα στο βουνό, θα σου πω: Επειδή μπορούσα, αλλά
περισσότερο: Επειδή δεν ανέχομαι να πέφτω θύμα των άλλων.

Ο Παχιαδογιώργης απ’ όταν χάθηκαν τα δώδεκα πρόβατα


ξαναζωντάνεψε. Έβγαινε κάθε μέρα και πήγαινε στο καφενείο: «Για
να με θωρούνε και να μη θαρρούνε πως εμπίτισα» (ότι ξόφλησα)
έλεγε, και είχε διατάξει το Σπυρίδο να κατεβαίνει κάθε μεσημέρι και
να του δίνει αναφορά για το τι συμβαίνει στο μιτάτο. Δεν καθόταν
όμως με τον καθένα στο καφενείο · καθόταν μόνο με το δάσκαλο
τον Αγησίλαο – που δε δίδασκε πια λόγω ηλικίας – και δύο ή τρεις
χωριανούς που τους θεωρούσε άξιους του επιπέδου του. Όχι
δηλαδή ότι τους εκτιμούσε κι αυτούς, εκτός το δάσκαλο, αλλά
τουλάχιστον έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση από τους άλλους. Μόνο
με τον Αγησίλαο, που ήταν εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες και δεν

195
παρενέβαινε καμία υπόνοια ανταγωνισμού, υπήρχε κάποιου είδους
αληθινή φιλική επαφή.

Συζητούσαν, ασφαλώς, το για ποιο λόγο έκλεβαν ζώα στο βουνό και
ήταν μόνοι τους στο τραπέζι κάτω από τον πλάτανο.

«Αν λειτουργούσε ο νόμος, και η χωροφυλακή έκανε τη δουλειά


της, όλο αυτό θα σταματούσε πιστεύω εγώ», συνέχισε ο δάσκαλος.

Ώρες-ώρες Αγησίλαε, με κουράζεις, του είπε ο Παχιαδογιώργης.


Λες κι έπεσες από τον ουρανό. Ξέρεις τι είναι ο νόμος; Όπου
λειτουργεί ο νόμος κλέβουν οι λίγοι από τους πολλούς νόμιμα, κι
όπου δε λειτουργεί κλέβουν πάλι οι λίγοι από τους πολλούς
παράνομα. Το πρόβλημα είναι πως ο γιος μου έχει πάει με τους
πολλούς κι εγώ γέρασα και δε με φοβούνται πια.

«Μην το βλέπεις έτσι», απάντησε ο δάσκαλος. «Το βλέπεις έτσι


επειδή δεν έφυγες ποτέ από εδώ. Αλλού υπάρχει νόμος, και
λειτουργεί και ζουν όλοι αρμονικά».

Παντού ο μεγάλος τρώει το μικρό δάσκαλε! είπε ο Παχιαδογιώργης


χτυπώντας νευρικά τη βέργα του στο χώμα της πλατείας. Δε
χρειάζεται να πάω πουθενά για να το μάθω! Απλώς, εμείς εδώ στο
βουνό το καταλαβαίνουμε όταν συμβαίνει, ενώ στην πόλη δε
μπορούν να το καταλάβουν και νομίζουν ότι: ζουν αρμονικά – όπως
λες εσύ.

«Γιώργη», επέμεινε όμως ο δάσκαλος, που ήταν ισχυρογνώμων και


δεν υποχωρούσε εύκολα από τις θέσεις του · «δεν έχεις δίκιο! Αν η
χωροφυλακή έκανε τη δουλειά της δε θα ‘ταν έτσι το βουνό!».

Καλά, καλά, έκανε ο Παχιαδογιώργης, που με τον μόνο που δε


θύμωνε όταν διαφωνούσε μαζί του ήταν αυτός. Μιλάς έτσι επειδή
είσαι δάσκαλος κι αυτά έχεις μάθει. Δε σε φώναξα όμως τώρα εδώ
για να κάνουμε τέτοιες κουβέντες · σε φώναξα για κάτι άλλο.

«Άλλο…Τι άλλο;» ρώτησε παραξενευμένος αυτός, που δε


μπορούσε να φανταστεί τι μπορεί να ήταν. Του το είπε με τέτοιο
τρόπο που τον έκανε να νιώσει ότι επρόκειτο για κάτι πολύ σοβαρό.

196
Ξέρεις Αγησίλαε, άρχισε να του λέει, το μετάνιωσα που μίλησα έτσι
στο γιο μου κι έφυγε τρέχοντας. Του άξιζε βέβαια, γιατί δε μ’ ακούει
τόσα χρόνια και να τ’ αποτελέσματα, όμως, τον αποπήρα και δεν
πρόλαβα να του πω τι πρέπει να κάνει και ποιους πρέπει να δει. Και
τώρα, φοβάμαι δε θα καταφέρει να φέρει πίσω τα πρόβατα… .

«Εγώ Γιώργη σου το ‘χω ξαναπεί», του απάντησε. «Ο Αντρέας είναι


καλός άνθρωπος και σωστός οικογενειάρχης. Δεν έχεις δίκιο να του
συμπεριφέρεσαι τόσο σκληρά».

Ναι, είπε αυτός. Είναι καλός άνθρωπος και σωστός, αλλά αυτό δε
φτάνει. Ίσα-ίσα, από τους καλούς ανθρώπους κλέβουνε καλύτερα
τα ζώα. Δε φταίει βέβαια μόνο αυτός, το καταλαβαίνω, φταίω κι
εγώ, η τύχη μου, που έκανα μόνο ένα γιο. Αν είχε μερικούς ακόμα
αδερφούς, σαν εμένα, θα μπορούσε τώρα αυτός χωρίς φόβο να
είναι καλός άνθρωπος και σωστός – και θα τον καμάρωνα κιόλας.
Τώρα όμως, όλο το βάρος είναι πάνω του και δε μπορεί να το
σηκώσει.

«Εγώ αυτά δε μπορώ να τα καταλάβω! Να κλέβουν από τους


καλούς τα ζώα!», έκανε τότε ο δάσκαλος και φάνηκε σα να
χοροπηδάει πάνω στην καρέκλα του. « Ή μάλλον», συνέχισε, τα
καταλαβαίνω, αλλά κάποτε πρέπει να σταματήσουν. Τι κόσμος είναι
αυτός;».

Δε θα σταματήσουν από εμάς πρώτους Αγησίλαε. Κι αν θες τη


γνώμη μου, δε θα σταματήσουν ποτέ. Ακόμα κι αν αυτό το βουνό
ερημώσει από ανθρώπους, θα γίνονται τα ίδια σ’ άλλα βουνά. Το
μόνο που δεν αλλάζει είναι ο άνθρωπος. Τώρα όμως, αφού σ’ έκανε
η τύχη δάσκαλο και σ’ έχω και φίλο, θέλω από σένα μια μικρή
βοήθεια.

«Αν μπορώ, ευχαρίστως», του απάντησε και πάλι απορημένος. Και


πέρασαν τότε αστραπιαία από το νου του ένα σωρό απίθανα
σενάρια – γιατί δε μπορούσε να βρει ούτε ένα πιθανό - για το πώς
θα μπορούσε εκείνος να βοηθήσει με τα κλεμμένα πρόβατα (αφού
για τα κλεμμένα πρόβατα σίγουρα του έλεγε). Μέχρι και ότι θα του
ζητούσε να πάνε μαζί και να εκδικηθούν – εκείνου, του δάσκαλου –

197
φαντάστηκε(είχε μεγάλη φαντασία)κι ένιωσε το κεφάλι του να
ζεσταίνεται, γιατί δεν ήξερε τι θα του απαντούσε.

Είναι εύκολο, όμως του είπε. Θέλω να μου γράψεις ένα γράμμα.

«Γράμμα;» έκανε αυτός. Μόνο αυτό δε φαντάστηκε.

Ναι, γράμμα. Δάσκαλος δεν είσαι; Θέλω να μου γράψεις ένα


γράμμα σε κάποιον, για να το στείλω στο γιο μου και να το ‘χει μαζί
του εκεί που θα πάει – αφού έτσι πως έγιναν τα πράγματα δεν
πρόλαβα να του μιλήσω. Θα δεις, του είπε και τον κοίταξε στα
μάτια. Θέλω όμως - αλλιώς να μην αρχίσουμε - να μου ορκιστείς
πως ό,τι σου πω να γράψεις θα το ξεχάσεις, ό,τι κι αν είναι, όπως
ο παπάς ξεχνάει αυτά που του λένε στην εξομολόγηση.

«Κι αν είναι παράνομο;» σκέφτηκε εκείνος. Όμως, πριν σκεφτεί


τίποτα άλλο, είπε: «Ορκίζομαι!».

Εκτός του ότι το μυστήριο αυτό τον μαγνήτιζε και ήθελε


οπωσδήποτε να μάθει, ήτανε χρόνια φίλοι με τον Παχιαδογιώργη
και ποτέ δεν του είχε ζητήσει το παραμικρό – και μάλιστα, δεν
πίστευε ποτέ ότι θα μπορούσε να χρειαστεί τη βοήθεια του για κάτι-
και τώρα ένιωθε κάπως δικαιωμένος.

«Να πώς η πένα γίνεται ισχυρότερη από το ξίφος!» σκέφτηκε. «Και


τα γράμματα τελικά βρήκαν την αξία τους στο βουνό. Κι εγώ, ο
φορέας τους, τη δική μου!». Ο Παχιαδογιώργης δεν ήξερε ούτε να
γράφει ούτε να διαβάζει.

Σηκώθηκαν αμέσως και πήγαν στο σπίτι του - για να μην τους
βλέπουν στο καφενείο - και κάθισαν στο γραφείο του. Μάλλον:
στην κάμαρα που χρησιμοποιούσε ο δάσκαλος σαν γραφείο και
κρεβατοκάμαρα μαζί. Πήρε χαρτί και μελάνι και ο Παχιαδογιώργης
του υπαγόρευσε ένα γράμμα περίπου δύο σελίδες · με τον ίδιο
ακριβώς τρόπο που μιλούσε στο ιδίωμα. Δυσκολεύτηκε πολύ ώστε
να το συντάξει σύμφωνα με τους κανόνες της ορθογραφίας και της
σύνταξης και ταυτόχρονα να είναι κατανοητό για τον παραλήπτη,
που ήταν άνθρωπος του βουνού, αλλά όχι ο Αντρέας, και δεν ήξερε
το γραμματικό του επίπεδο, πάντως θεώρησε ότι τα κατάφερε.
Κάποιες λέξεις, ακόμα κι εκείνος που δίδασκε τριάντα εννέα χρόνια

198
στα χωριά του βουνού, τις άκουγε για πρώτη φόρα και, μην έχοντας
καιρό να ψάξει την ετυμολογία τους, με πολύ πόνο και αμφιβολία
αναγκάστηκε να τις γράψει όπως ακριβώς τις άκουγε - με γιώτα και
έψιλον. Θα ήταν όμως, ήλπιζε, κατανοητές για τον παραλήπτη. Είχε
τόσο προβληματιστεί με την ετυμολογία εκείνων των
πρωτάκουστων λέξεων την ώρα που έγραφε, ώστε δεν πρόλαβε
τότε να κατανοήσει την ακριβή σημασία όλων όσων έγραφε και να
τρομάξει, όπως τρόμαξε αργότερα.

Έπειτα, ακολουθώντας τις οδηγίες του Παχιαδογιώργη, έβαλε τα


δύο φύλλα σ’ ένα φάκελο και ο Παχιαδογιώργης έριξε μέσα κάτι
πολύ μικρό τυλιγμένο σε τσιγαρόχαρτο – κάτι σαν φυλαχτό του
φάνηκε – προφανώς, αντί για υπογραφή. Του είπε μετά να
σφραγίσει το φάκελο με κερί και να μη γράψει τίποτα απέξω, ούτε
αποστολέα ούτε παραλήπτη. Τον σφράγισε προσεκτικά, με κόκκινο
κερί που είχε στο γραφείο, και του τον παρέδωσε. Αυτός τον πήρε
και σηκώθηκε πάνω.

Ευχαριστώ δάσκαλε, του είπε. Και μην ξεχνάς ότι ορκίστηκες.

Έφυγε και τον άφησε στο γραφείο του καταζαλισμένο – σα να είχε


μόλις ανακαλύψει τον κόσμο.

199
Ο Παχιαδογιώργης έχωσε το γράμμα στη μάλλινη ζώνη του κι έφυγε
από το σπίτι του δασκάλου, αλλά δε γύρισε στο καφενείο ούτε στο
δικό του. Εκείνη την ώρα δεν ήθελε να συναντήσει κανένα. Με πολύ
κόπο, περπάτησε μέχρι την άκρη του χωριού και κάθισε κάτω από
μια συκιά, στο σημείο που κατέληγε το μονοπάτι από το βουνό. Ο
Σπυρίδος, όπως κάθε μέρα, θα κατέβαινε να τον συναντήσει από
στιγμή σε στιγμή.

Αυτός, όταν τον είδε να τον περιμένει έτσι έξω από το χωριό,
κατάλαβε ότι κάτι πολύ κακό σήμαινε για τον ίδιο και πλησίασε
παραδομένος στη μοίρα του. Είχε περάσει τρεις πολύ άσχημες
μέρες απ’ όταν χάθηκαν τα πρόβατα και δεν περίμενε τίποτα
καλύτερο.

Χωρίς να μιλήσει ο ένας στον άλλο, κάθισε δίπλα του στον ίσκιο της
συκιάς. Πέρασε έτσι σχεδόν ένα λεπτό σιγής. Ο Παχιαδογιώργης
είχε ακουμπισμένο το πηγούνι στη βέργα, την κρατούσε με τα δύο
χέρια και κοίταζε επίμονα κάτω το χώμα.

Τι νέα από τον άλλο; τον ρώτησε τελικά κάποια στιγμή - εννοώντας
τον Παχιά.

Τίποτα ακόμη, απάντησε αυτός.

Πέρασε άλλο μισό συλλογισμένο λεπτό.

Ξέρεις Σπυρίδο, άρχισε τότε να του λέει · ήσουν πάντα άνθρωπος


εμπιστοσύνης, δε σου ‘χω παράπονο - αλλά κι εγώ σε βοήθησα
πολύ και το ξέρεις.

Ωχ! σκέφτηκε εκείνος μόλις άκουσε αυτό τον πρόλογο.

Έρχονται όμως κάποιες στιγμές, συνέχισε να του λέει, που δεν είναι
όπως οι άλλες. Η ανάγκη είναι μεγάλη. Τότε φαίνεται η ψυχή του
καθενός.

Ο Σπυρίδος άκουγε τρομαγμένος - αν και με σταθερό βλέμμα και


ύφος.

Έκανα μεγάλο λάθος που μίλησα έτσι στο γιο μου, συνέχισε ο
Παχιαδογιώργης, και τον άφησα να φύγει χωρίς να του πω τι πρέπει

200
να κάνει και τώρα, ξέρεις καλά ότι δε θα τα καταφέρει. Και ξέρεις
ακόμα καλά ότι δε μας έκλεψαν τυχαία αυτά τα ζώα, κι ότι θα
γυρίσουν να μας κλέψουν κι άλλα, κι ότι κινδυνεύουμε να τα
χάσουμε όλα.

Τι θέλεις να κάνω; του είπε τότε αυτός που δεν άντεχε άλλο την
αναμονή.

Έγραψα ένα γράμμα στον Καμπέρη, είπε ο Παχιαδογιώργης χωρίς


να σηκώσει το πηγούνι από τη βέργα και να τον κοιτάξει. Θα το
πάρεις, θα βρεις το γιο μου και θα του το δώσεις. Αυτό μόνο.

Θέλεις δηλαδή να με σκοτώσεις Παχιαδογιώργη, του απάντησε


αμέσως, τόσο κυριολεκτικά, ώστε χωρίς ν’ αλλάξει τον τόνο της
φωνής του σε κανένα παράπονο · αφού μου λες να πάω δυτικά.

Θα τα καταφέρεις, του είπε αυτός. Θα κλείσεις τα μάτια και θα τον


βρεις. Δε θα συναντήσεις κανένα στο δρόμο. Καμιά φορά, τα
πράγματα δεν έρχονται όπως τα θέλουμε. Αν όμως μου πεις ότι δε
θα το κάνεις, θα το καταλάβω. Δε σε πιέζω.

Θα το κάνω! είπε ο Σπυρίδος και ξεφύσησε καυτό αέρα από τα


σωθικά του. Ήταν μοιραίο, το περίμενε σ’ όλη του τη ζωή και δεν
είχε καμία αμφιβολία ότι κάποτε θα συνέβαινε.

201
Περίπου την ίδια ώρα, ο Μπουρεξής ανέβαινε από το δικό του
χωριό πίσω στο βουνό για να βρει τον Σωκράτη, όπως του είχε πει
η γριά Ακνίδενα. Ήτανε ζέστη και ανήφορος πολύς. Ούτε άνθρωπος
ούτε ζώο θα ξεμύτιζε με τέτοια ζέστη αν δεν υπήρχε πολύ σοβαρός
λόγος. Δυσκολευόταν στον ανήφορο και ο ιδρώτας έτρεχε πάνω του
ποτάμι και, όπως διαφορετικά σκέφτεται κανείς ξεκούραστος και
διαφορετικά κουρασμένος, άρχισε να σκέφτεται διαφορετικά.

Δεν τα παρατάω όλα, έλεγε, και να πάω να πω σ’ αυτόν τον Παχιά


ότι δε μπορώ να τον βοηθήσω άλλο; Τι θέλω κι ανακατεύομαι; Τι θα
κερδίσω; Τίποτα. Πιο πιθανό είναι να χάσω, και να τα βάλουν στο
τέλος οι κλέφτες μαζί μου. Δεν υπάρχει πια ο Παχιαδογιώργης, να
προσπαθώ να τον υποχρεώσω γιατί μπορεί να τον χρειαστώ.
Περισσότερο τώρα χρειάζεται εμένα ο γιος του παρά εγώ αυτούς.
Αλλά και πού τελικά με βοήθησε ο Παχιαδογιώργης όλα αυτά τα
χρόνια; Σε τίποτα δε χρειάστηκε · τα κατάφερα μόνος μου. Όποιος
κι αν με δει τώρα ν’ ανεβαίνω στο Γουρνόλακκο μ’ αυτή τη ζέστη θα
πει ότι τρελάθηκα… .

Σταμάτησε κάτω από έναν ασφένταμο στην άκρη του μονοπατιού –


τον μόνο που υπήρχε στην ξερή ανηφόρα – για να πάρει μια ανάσα.
Φυσούσε εκεί ένα αδιόρατο αεράκι και του στέγνωνε λίγο τον
ιδρώτα στο μέτωπο. Έλυσε το κεφαλομάντιλο, το έριξε στους ώμους
για να τον βρίσκει καλύτερα και κάθισε, ακουμπώντας την πλάτη
του στον κορμό του δέντρου.

Τώρα είμαι σαν τον Μιχαλάκη στην ιστορία…, σκέφτηκε και γέλασε
με τον εαυτό του. Ακριβώς σαν τον Μιχαλάκη! Του ήρθε ξαφνικά
στο νου μια ιστορία που του είχαν διηγηθεί κάποτε σ’ ένα μιτάτο
στα βόρεια και νόμιζε πως την είχε ξεχάσει.

Αυτός ο «Μιχαλάκης» έζησε πριν πολλά χρόνια - τον καιρό που οι


Τούρκοι κρατούσαν την Κρήτη στην παντοδυναμία τους - κι είχε ένα
χειμαδιό μπροστά στο Κακόν Όρος, στ’ ανατολικά του Μεγάλου
Κάστρου κοντά στη θάλασσα. Κι ήτανε κάποτε, λέει, μήνας Απρίλης
κι άρμεγε τα πρόβατα πρωί και απόγευμα και, στο ενδιάμεσο, τα
έβοσκε γύρω από τις καλλιέργειες. Μόνος του μ’ ένα βοσκό, γιατί

202
εκείνη την εποχή τα κοπάδια ήτανε μικρά και δε συνέφερε να έχεις
πολλούς βοσκούς.

Κάθε πρωί, όταν τυροκομούσε το πρωϊνό γάλα, έφτιαχνε και μία


«ρετάγια» – δηλαδή μια μικρή μυζήθρα – και την άφηνε μέσα στο
κονάκι για να την έχουν πρόχειρη όταν θα γυρνούσαν το απόγευμα
- γιατί είχαν τόση δουλειά που δεν προλάβαιναν ούτε να φάνε. Μια
μέρα όμως, γύρισε και η ρετάγια δεν ήταν εκεί.

Μπα! σκέφτηκε. Άρχισαν τώρα να κλέβουν και τις ρετάγιες; Δεν


είχαν όμως αγγίξει τίποτα άλλο και του φάνηκε πολύ παράξενο.

Την επόμενη μέρα η ρετάγια είχε πάλι εξαφανιστεί · πάλι χωρίς να


λείπει τίποτα άλλο και τότε πια, το πράγμα ήθελε εξήγηση. Δε
μπορούσε ν’ αφήνει να του κλέβουν κάθε μέρα τις ρετάγιες και να
τον αφήνουν νηστικό.

Το άλλο πρωί, έφτιαξε πάλι τη ρετάγια και την άφησε μέσα, όμως,
έστειλε το βοσκό του μόνο με τα πρόβατα κι αυτός κρύφτηκε έξω
από το κονάκι για να πιάσει τον κλέφτη. Δεν ήξερε καν αν ήτανε
κλέφτης, ή καμιά ζουρίδα ή αγριόγατα, πάντως, κρύφτηκε καλά κι
είχε στη ζώνη το μαχαίρι του.

Μετά από λίγη ώρα, είδε να ξεπροβάλει ένας Τούρκος, κουρελής


και χτυπημένος και να μπαίνει μέσα. Έτρεξε τότε, όρμησε στην
πόρτα και τον έπιασε – γιατί δεν ήτανε Τούρκος να τον φοβηθείς.
Τον ρώτησε γιατί του έκλεβε τις ρετάγιες.

Ήτανε φυγάς, του απάντησε, δικασμένος από τον πασά σε θάνατο,


πεινούσε. Τον κυνηγούσαν οι ζαφτιέδες και τον ικέτευσε, έπεσε στα
πόδια του να τον βοηθήσει . Του είπε ακόμη, πως είχε καταδικαστεί
για απειθαρχία -αν και για κάτι άλλο χειρότερο να είχε καταδικαστεί
δε θα του το έλεγε και ο Μιχαλάκης δεν έδωσε σε αυτό βάση. Για
ποιο λόγο κανείς δεν ξέρει, δέχτηκε να παίξει το κεφάλι του κορώνα-
γράμματα για ένα Τούρκο.

Θα μείνεις εδώ, του είπε. Θα τρως, θα πίνεις, δε θα κάνεις τίποτα,


μέχρι να βρω καράβι να σε μπαρκάρω.

203
Είσαι τρελός αφεντικό! του είπε εκείνου ο βοσκός του μόλις τον
είδε. Θα μας πάρεις όλους στο λαιμό σου για ένα μαγαρισμένο
Τούρκο!

Αφού ήρθε στο κονάκι μου και ζήτησε βοήθεια, θα τον βοηθήσω,
είπε αυτός. Είναι κρίμα να τον κόψουνε.

Κάθε βράδυ κάθονταν να φάνε μαζί με τον Τούρκο, και κάθε βράδυ
σήκωνε λέει ο Μιχαλάκης το ποτήρι του το κρασί κι έκανε την ίδια
πρόποση, στον εαυτό του που αμφέβαλλε: «Εβίβα Μιχαλάκη! Κάμε
το καλό και ριξ’ το στο γιαλό».

Κι έμεινε εκεί ο Τούρκος σχεδόν ένα μήνα, και μια μέρα, που έφερε
ο βοριάς ένα ξενικό καράβι στο γιαλό αποκάτω, ο Μιχαλάκης
πλήρωσε από την τσέπη του τον καπετάνιο και τον μπάρκαρε.

Ο Θεός θα σου το ξεπληρώσει Μιχαλάκη! του είπε ο Τούρκος όταν


έφευγε και του φίλησε το χέρι.

Μώρε άμε στο καλό, του είπε αυτός. Τώρα που έχω ακόμη το
κεφάλι μου στους ώμους.

Και πέρασαν λέει από τότε δέκα χρόνια, και μια μέρα έπεσαν
κουρσάροι Φράγκοι στο γιαλό – γιατί έπεφταν τακτικά τότε
κουρσάροι – κι αιχμαλώτισαν τον Μιχαλάκη όπως έβοσκε τα
πρόβατα. Και, μεσοπέλαγα, τον έδωσαν σ’ ένα άλλο καράβι,
Μπαρμπαρινό, και κατέληξε στη Μπαρμπαριά, σ’ ένα
σκλαβοπάζαρο όπου τον πουλούσαν μαζί με άλλους σκλάβο. Κι
όπως στεκόταν εκεί στο παζάρι αλυσοδεμένος και περίμενε τη
μοίρα του, παρουσιάστηκε κάποιος ντυμένος πλούσια και τον
αγόρασε. Και ήταν ο ίδιος εκείνος Τούρκος που είχε σώσει! Μόνο
που ο Μιχαλάκης δεν τον αναγνώρισε, μετά από τόσα χρόνια κι έτσι
ντυμένο.

Τον πήρε, χωρίς να του πει τίποτα, και τον πήγε στο σπίτι του. Κι
όπως σκεφτόταν ο Μιχαλάκης: Τι θα με βάλουνε τώρα εδώ να κάνω;
τον κάθισε σ’ ένα τραπέζι στρωμένο πλούσιο. Και κάθισε ο
Μιχαλάκης επιφυλακτικά, και νόμιζε πως ήτανε κάποιο κόλπο, και
τότε ο Τούρκος – που γελούσε από μέσα του – σήκωσε το ποτήρι

204
του και είπε: «Εβίβα Μιχαλάκη! Κάμε το καλό και ριξ’ το στο
γιαλό!».

Και τότε τον αναγνώρισε ο Μιχαλάκης κι αγκαλιάστηκαν. Και δεν


πίστευε στην τύχη του. Κι έμεινε λίγο καιρό μαζί του στη
Μπαρμπαριά, μέχρι που βρήκε καράβι και τον έστειλε πίσω. Και
είπαν όλοι τότε: Να πώς ξεπληρώθηκε ο Μιχαλάκης για το καλό που
έκανε. Και την είχαν αυτή την ιστορία πάντα παράδειγμα για ποιο
λόγο πρέπει να κάνει κανείς το καλό, όμως ο Μπουρεξής, όπως τη
θυμόταν τώρα κάτω από τον ασφένταμο, δε συμφωνούσε.

Όλες οι θρησκείες το ίδιο λένε, σκέφτηκε. Καί η δική μας καί των
Τούρκων. Πρέπει να κάνεις το καλό γιατί θα πληρωθείς. Έχουνε
κάνει το καλό εμπόριο και μηνιάτικο - μήπως και κάνουν καλούς
τους ανθρώπους. Δε γίνεται δηλαδή, λέω εγώ, να κάνει κανείς το
καλό χωρίς να περιμένει ανταμοιβή, ούτε σ’ αυτόν ούτε στον άλλο
κόσμο; Να το κάνει, απλώς επειδή είναι καλό και τον κάνει να νιώθει
ωραία; Κι αυτό βέβαια…, σκέφτηκε τότε, ανταμοιβή είναι, αφού
ανταμείβεσαι με το να νιώθεις ωραία… και μάλλον, τίποτα στον
κόσμο δε μπορεί να γίνει χωρίς ανταμοιβή· όμως, κάποιες
ανταμοιβές είναι διαφορετικές από τις άλλες.

Σηκώθηκε πάνω και προχώρησε χωρίς πια να σκέφτεται γιατί το


έκανε αυτό. Βοήθησε και το ό,τι είχε δροσιστεί κάτω από τον ίσκιο
του ασφεντάμου και το που, όσο ανέβαινε, το αεράκι δυνάμωνε και
η ζέστη λιγόστευε.

Ο Γουρνόλακκος – όπως έλεγε και τ’ όνομά του- ήταν ένας μεγάλος


λάκκος στρογγυλός και βαθύς σαν γούρνα. Λίγο πιο πάνω είχε τη
μάντρα του αυτός ο Σωκράτης και ούτε μιτάτο δεν είχε, πάρα μόνο
μια καλύβα με κλαδιά, γιατί έμενε εκεί μόνο τρεις μήνες το
καλοκαίρι.

Δε θα μπορούσε να μείνει παραπάνω · ήτανε κατατρομαγμένος


από τους κλέφτες και ο Γουρνόλακκος επικίνδυνο μέρος. Το
προηγούμενο καλοκαίρι ανέβηκε με πενήντα πρόβατα και τώρα τον
είχαν αφήσει με λιγότερα από τριάντα. Ο Σωκράτης ήταν αδύναμος
άνθρωπος, και το πολλαπλασίαζε κιόλας αυτό με το χαρακτήρα του.
Δεν είχε τίποτα από τον εγωϊσμό και την έπαρση του βουνού. Ενώ

205
άλλοι ένιωθαν αποτυχημένοι όταν τους έκλεβαν τα ζώα και
ντρέπονταν ακόμα και να το πουν, εκείνος πολλές φορές διέδιδε
ψέματα ότι του τα είχαν κλέψει με την ελπίδα να το μάθουν οι
επόμενοι επίδοξοι κλέφτες και, είτε από λύπηση είτε επειδή δε θα
έμεναν πολλά για να πάρουν, ν’ αφήσουν στην άκρη το κοπάδι του.
Εκτός από αυτό, φανταζόταν συνέχεια συνομωσίες εναντίον του και
υποψιαζόταν αναίτια όλους τους γείτονές του ότι βοηθούσαν τους
κλέφτες. Δε μιλούσε με κανένα.

Στον Μπουρεξή φάνηκε παράξενο και το πώς κατέβηκε στο χωριό


τέτοιες μέρες κι άφησε τα ζώα του - κι άκουσε αυτό που άκουσε η
γριά Ακνίδενα. Η μόνη εξήγηση που μπορούσε να βρει ήταν ότι δεν
άντεχε πολύ καιρό χωρίς γυναίκα. Είχε ακούσει πως όλες φορές που
του έκλεψαν τα ζώα, έγινε την ώρα που κατέβαινε στο χωριό για να
βρεθεί με τη γυναίκα του. Σίγουρα οι κλέφτες, ενημερωμένοι,
παραφύλαγαν.

Έτσι πιάνουν και τους άγριους τράγους, σκέφτηκε. Δεν αντέχουν κι


αυτοί χωρίς αίγα και πάνε και πέφτουν μόνοι τους πάνω στα
κοπάδια. Άλλη δύναμη και τούτη!

Ο Σωκράτης βέβαια, μόνο άγριο τράγο δε θα μπορούσες να τον


πεις. Δε θα πρέπει όμως εκείνη τη φορά να είχαν προλάβει να του
κλέψουν τα πρόβατα όση ώρα έλειπε, γιατί τον βρήκε να κάθεται
δίπλα τους και να σφυρολογά ανέμελος ένα σκοπό.

Το πρόβλημα τώρα ήταν, να τον κάνει να μιλήσει – γιατί πότε είχε


μια ακλόνητη μυστικοπάθεια, πότε μια ακατάσχετη φλυαρία
(ανάλογα πώς θα τον πετύχαινες) και δεν είχε ιδέα σε ποια φάση
βρισκόταν τώρα. Είχε όμως μαζί του τα λόγια της γριάς Ακνίδενας.

Με άκουσε! Πώς με άκουσε; του είπε στην αρχή. Εγώ δεν είπα
τίποτα.

Σωκράτη, του είπε αυτός, με ξέρεις και σε ξέρω. Σου δίνω το λόγο
της τιμής μου. Ό,τι μου πεις ποτέ δε θ’ αποκαλύψω ότι μου το είπες
εσύ.

Τον είχε πετύχει ευδιάθετο και στη φάση της φλυαρίας –


προφανώς, λόγω της πρόσφατης επίσκεψής στη γυναίκα του.

206
Ύστερα, ένα χαρακτηριστικό του Σωκράτη, και πολλών σαν αυτόν,
ήταν πως ένιωθαν παραπεταμένοι στο βουνό κι όταν είχαν μια
τέτοια πληροφορία – όσο κι αν φοβούνταν τους κλέφτες- στο βάθος
τρώγονταν να την αποκαλύψουν για να νιώσουν κι αυτοί κάπως
μέσα στο παιχνίδι. Έτσι, άρχισε να του λέει αναλυτικά τι είχε δει
πριν από τρία βράδια.

Καθόταν, λέει, και φύλαγε το κοπάδι του τυλιγμένος στο γαμπά,


τρεις ώρες πριν ξημερώσει με φεγγάρι καθαρό, και, σε μια στιγμή,
άκουσε πίσω του κουδούνια προβάτων να πλησιάζουν. Αμέσως
κατάλαβε ότι περνούσαν κλεφτές(γιατί τίποτα άλλο δε θα
μπορούσε να είναι τέτοια ώρα, αν δεν ήταν στοιχειό), μαζεύτηκε
καλύτερα μέσα στο γαμπά κι είχε το νου του στα δικά του ζώα.

Περάσαν δίπλα του χωρίς να τον δουν - γιατί ο γαμπάς ήτανε


σκούρος και βρισκόταν στη σκιά του φεγγαριού, εκείνος όμως τους
είδε καλά. Ήτανε δύο και οδηγούσαν δώδεκα πρόβατα, το ένα
μαύρο με κουδούνι. Ένας πολύ ψηλός, «σάϊκα(σίγουρα)
Γερασημιώτης» είπε, κι ένας άλλος κανονικός. Πέρασαν σταυρό το
Γουρνόλακκο, ανέβηκαν στον αυχένα από πάνω και γύρισαν από
πίσω πολύ γρήγορα. Μόλις ξεμάκρυναν έτρεξε αυτός πίσω τους για
ν’ ακούσει προς τα πού θα πηγαίναν, κι άκουσε τα κουδούνια να
μπαίνουν στον «Κάτω Λαγγό» μέχρι που χάθηκε ο ήχος τους.

Σίγουρα από τον Κάτω Λαγγό περάσανε; τον ρώτησε τότε, γιατί
ήταν πολύ σημαντικό.

Άμα θες πάμε να σου δείξω τα ίχνη τους, είπε αυτός. Φαίνονται
ακόμη.

Πήγαν σ’ ένα σημείο αμμώδες λίγο πιο πέρα και του έδειξε τις
πατημασιές τους. Δεν είχαν περάσει ζώα για να τις χαλάσουν και τις
είχε σκεπάσει με κλαδιά – ποιος ξέρει γιατί, ίσως επειδή
φαντάστηκε πάλι κάποια συνομωσία εναντίον του και τις ήθελε
απόδειξη.

Ήταν μια μεγάλη πατημασιά, πολύ μεγάλη, και μία πολύ μικρή σαν
παιδιού. Πριν προλάβει να τον ρωτήσει, ο Σωκράτης του απάντησε.

207
Δεν είναι παιδί, του είπε· τον είδα καλά. Είναι κανονικός άνθρωπος,
λίγο κοντός. Έχει όμως πολύ μικρή πατούσα.

Συμβαίνει αυτό, σκέφτηκε ο Μπουρεξής. Υπάρχουν άνθρωποι με


πολύ μικρότερη πατούσα από το ύψος τους - αν και αυτοί δε θα
περπατούσαν καλά στο βουνό. Ύστερα, καμιά φορά δεν υπήρχαν
στιβάνια και φόραγαν ό,τι στιβάνια έβρισκαν.

Και πέρασαν σίγουρα τον Κάτω Λαγγό; τον ξαναρώτησε.

Ναι σου είπα! του είπε αυτός.

Δεν τον πίστεψε και του ζήτησε να του δείξει πάλι τα ίχνη.
Κατέβηκαν και του τα έδειξε και σ’ ένα άλλο σημείο πάνω στην
πορεία που έλεγε. Λίγο μετά το Γουρνόλακκο ξεκινούσαν δύο
περάσματα · δύο μεγάλοι μακρόστενοι λόγγοι σε απόσταση
τουφεκιάς ο ένας από τον άλλο. Από πουθενά αλλού δε θα
μπορούσε να περάσει κάποιος νύχτα οδηγώντας πρόβατα. Εκείνον
που βρισκόταν ψηλότερα τον έλεγαν «Πάνω Λαγγό», τον άλλο
χαμηλότερα «Κάτω Λαγγό». Ο Πάνω Λαγγός οδηγούσε κατευθείαν
στο Γερασήμι, ο Κάτω όμως, οδηγούσε παντού.

Κι αφού λες πως ο ψηλός ήτανε Γερασημιώτης, ρώτησε


εκνευρισμένος τον Σωκράτη · γιατί πήγαν από ‘δω;

Πού να ξέρω; είπε αυτός. Όλο μανούβρες και κόλπα κάνουνε, για
να μπερδεύουν τους ανθρώπους.

Όλους τους ψηλούς τους περνάνε για Γερασημιώτες! σκέφτηκε ο


Μπουρεξής. Λες και δεν υπάρχουν πουθενά αλλού!

Ήταν αλήθεια πως στο Γερασήμι υπήρχαν αρκετοί δίμετροι, όπως


υπήρχαν και κάποιοι στα άλλα χωριά. Η φήμη όμως που συνόδευε
τους Γερασημιώτες, έλεγε πως ήταν όλοι ψηλοί. Τόσο, που και
κοντός να ήτανε κάποιος, αν ήταν από το Γερασήμι τον έβλεπαν
ψηλότερο.

Άφησε το Σωκράτη θυμωμένος και ξεκίνησε να γυρίσει πίσω. Τα


πράγματα τώρα, αντί να ξεκαθαρίσουν όπως περίμενε, μπέρδευαν
περισσότερο και πήγαιναν να ξεφύγουν από τις δικές του δυνάμεις.

208
Όλοι στα οροπέδια σκύβουν το κεφάλι στους Γερασημιώτες!
σκεφτόταν στο δρόμο (τα έβαλε με τους χωριανούς του, γιατί, μέσα
στη σύγχυσή του, με κάποιον έπρεπε να τα βάλει). Νομίζουν τους
εαυτούς τους κατώτερους, κι αν κανείς πάει ν’ ανέβει πιο πάνω ο
εαυτός του θα τον σταματήσει, γιατί δε θα ‘ναι σωστό · θ’
αναποδογυρίσει η τάξη του κόσμου! Ακόμα και οι μαντιναδολόγοι
μας, όταν πάνε να φτιάξουν καμιά μαντινάδα καλύτερη από τους
δικούς τους, πετάνε ασυναίσθητα μια άχρηστη λέξη για να τη
χαλάσουν!

Έλπιζε πως οι κλέφτες ήταν από τα οροπέδια κι ότι θα τους


έβρισκαν εύκολα. Περίμενε πως ο Σωκράτης θα είχε δει κάποιο
γείτονά του να κρύβει τα ζώα εκεί κοντά · όχι πως ούτε καν το αν
είχαν πάει κατά το Γερασήμι δε θα ήταν σίγουρο. Τι θα έλεγε τώρα
στον Αντρέα;

Μπορούσε βέβαια, και πάλι οι κλέφτες να ήταν Γερασημιώτες, ή ο


ένας από τους δύο να ήταν Γερασημιώτης και να πήγαιναν τα ζώα
σε άλλο μέρος – γιατί οι Γερασημιώτες είχανε πάντα άκρες στα
νοτιοδυτικά χωριά, όπου έβγαζε ο Κάτω Λαγγός. Ο Κάτω Λαγγός
όμως, έβγαζε επίσης και στη μισή Κρήτη.

Δεν είχε συναντήσει στη ζωή του τόσο περίεργη ζωοκλοπή. Πιθανόν
ούτε ο Πελοπίδας να μην είχε συναντήσει τέτοια. Το μόνο σίγουρο
πάντως ήταν, ότι ο Αντρέας δεν είχε πια κανένα λόγο να μένει στα
οροπέδια κι έπρεπε να πάει αμέσως στο Γερασήμι - για να δει τι θα
βγάλει κι από εκεί - κι αυτός δεν ήξερε αν θα πήγαινε μαζί του ή όχι.
Ή μάλλον ήξερε. Θα πήγαινε.

(Ίσως όμως πάλι, να ήταν υπερβολή της στιγμής αυτό το, ότι ούτε ο
Πελοπίδας δεν είχε συναντήσει τέτοια ζωοκλοπή. Την εποχή που ο
Πελοπίδας ήταν κάπου τριάντα χρονών και ο Μπουρεξής μικρό
παιδί, είχανε χαθεί τα περίφημα «πενήντα στείρα του
Πλουσογιώργη» (ο μεγαλύτερος αριθμός προβάτων που χάθηκε
ποτέ σε μία μέρα στο βουνό) και κανένας δεν έμαθε τίποτα γι’ αυτά.
Κι είχε μείνει τόσο σκοτεινή αυτή η υπόθεση, ώστε είχε προκύψει η
έκφραση, όταν κάτι χανόταν χωρίς κανένα ίχνος, όταν άνοιγε η γη
και το κατάπινε πως: «Εβούλισε σα ν-του Πλουσογιώργη τα στείρα».

209
Ο Πελοπίδας τότε είχε βοηθήσει στην αναζήτηση, κι έλεγε πως
ακολουθούσαν τα ίχνη κι έβλεπαν πεντακάθαρα εκείνα των
προβάτων, αλλά ούτε πατημασιά των κλεφτών – σα να
περπατούσαν στον αέρα · κι ότι, όταν έφτασαν σε μια μεγάλη
κορυφή στα νότια, σηκώθηκε ανεμοστρόβιλος, Ιούλη μήνα, και τους
έριξε κάτω μπρούμυτα. Κι έπεφταν χαλίκια και βροχή πάνω τους κι
έσβησαν εντελώς τα ίχνη, και παραλίγο να πεθάνουν.

Κι έλεγε ακόμα, ότι τότε ενδιαφέρθηκαν όλοι οι σημαντικοί


άνθρωποι του βουνού και μέχρι κάτω στον κάμπο, και δεν άφησαν
άνθρωπο και υπόνοια να μην τα ερευνήσουν, και κανένας δεν
ανακάλυψε το παραμικρό · κι ότι εκείνος θα πεθάνει με αυτή την
απορία. Γιατί σε όλη του ζωή, όπου κι αν πήγαινε, προσπαθούσε
από περιέργεια να μάθει ποιοι τελικά είχαν κλέψει αυτά τα ζώα, κι
όχι μόνο δεν είχε μάθει, αλλά ούτε καν είχε καταλάβει το
παραμικρό. Ακόμα και τότε, που είχαν περάσει τόσα χρόνια και δεν
υπήρχε πια ο Πλουσογιώργης, ούτε κανένας δικός, του για να
εκδικηθεί).

210
Έμειναν όμως άλλη μία μέρα στα οροπέδια. Χαμένη μέρα. Όταν το
άλλο πρωί ο Παχιάς έκανε να σηκωθεί στο μιτάτο του Μαρκογιάννη,
όπου πέρασε τη νύχτα, ένιωσε ζαλάδα και η πληγή του στο μέτωπο
ξανάνοιξε. Σταμάτησαν εύκολα το αίμα και την ξανάδεσαν, όμως,
έπρεπε να περάσει όλη εκείνη τη μέρα ξαπλωμένος και ο
Μαρκογιάννης απέξω έλεγε και ξανάλεγε πως είχαν κάνει μεγάλο
λάθος που δέχτηκαν το σασμό, επειδή τελικά ο συναδερφός του
είχε χτυπήσει σοβαρά, κι ότι έπρεπε τώρα να καλέσουν πίσω τον
Πελοπίδα και να τον ακυρώσουν. Ο Παχιάς, από μέσα, άκουγε κι
ένιωθε χειρότερα. Κι ένιωθε ακόμα χειρότερα, επειδή υποψιαζόταν
πως ο φόβος του να πάει στο Γερασήμι ήταν η πραγματική αιτία
που του ξανάνοιξε την πληγή και του έφερνε τη ζάλη. Υπήρχε μία
άποψη, μεταξύ άλλων, στο βουνό, που υποστήριζε πως σχεδόν κάθε
πάθημα του σώματος είναι τελικά πάθημα της ψυχής.

Στο Γερασήμι πάντως, το τελευταίο που θα τους απασχολούσε τη


δεδομένη στιγμή ήταν το τι θα κάνουν εκείνοι οι δύο με τα δώδεκα
πρόβατα στα οροπέδια κι αν τελικά θα έρθουν ή δε θα έρθουν. Στο
Γερασήμι, όλοι κρατούσαν την ανάσα τους για το πού θα κατέληγε
η υπόθεση του Κατσή. Και πρώτος ο Βρούχος.

Ο Βρούχος είχε τόσο προβληματιστεί για το πώς έπρεπε να τη


χειριστεί, ένιωθε τόσο βαρύ το φορτίο της ευθύνης πάνω του, ώστε
έκανε κάτι εντελώς αντισυμβατικό. Το ίδιο εκείνο πρωί, χωρίς να πει
τίποτα σε κανένα, αυτός, ένας Γερασημιώτης από το δυνατότερο
σόι, έφυγε κρυφά για τα οροπέδια για να συμβουλευτεί τον
Πελοπίδα. Όσο κι αν ο Πελοπίδας ήταν σεβαστός στο βουνό,
κανένας δε θα το πίστευε.

Με τον Πελοπίδα όμως, αν και τους χώριζε μεγάλη διαφορά


ηλικίας, είχαν μια ιδιαίτερη σχέση. Μιλούσαν πάντα ειλικρινά για
τα θέματα του βουνού και τον είχε συμβουλευτεί κι άλλες φορές
κρυφά. Δεν τον έβλεπε καθόλου όπως θα τον έβλεπε κάποιος άλλος
Γερασημιώτης, δηλαδή: ντόμπρος μεν, σταθερός και έξυπνος, αλλά
πάντως, όχι από το Γερασήμι. Ίσως να βάραινε σε αυτό και η δική
του καταγωγή, γιατί όσο κι αν ο Βρούχος ένιωθε περισσότερο

211
Γερασημιώτης από τους Γερασημιώτες, ο αέρας των υπόλοιπων(όχι
ασφαλώς ο φανερός αλλά ο υπόγειος)φρόντιζε διαρκώς να του
υπενθυμίζει ότι «δεν είναι εντελώς».

Λένε καμιά φορά, πως το φτερούγισμα μιας πεταλούδας στη μία


άκρη του κόσμου μπορεί να προκαλέσει κατακλυσμό στην άλλη.
Κάτι τέτοιο συνέβη και τότε στο βουνό - αν και οι «πεταλούδες» εδώ
ήτανε δύο. Και συνέβη, επειδή εκείνη η συνάντηση του Βρούχο με
τον Πελοπίδα αποδείχτηκε απολύτως καθοριστική για τη μετέπειτα
στάση που κράτησε ο Βρούχος στην υπόθεση και την όλη πορεία
των πραγμάτων. Αν όμως ο Σπανός(δηλαδή, στην προκειμένη
περίπτωση, η μία πεταλούδα)δεν είχε ρίξει εκείνη την πετριά στο
σωρό και δεν είχε χτυπήσει τον Παχιά(την άλλη πεταλούδα), ο
Πελοπίδας δε θα ανέβαινε στο βουνό για να τους «φτιάξει» και ο
Βρούχος δε θα τον έβρισκε εκείνη τη μέρα στο μιτάτο του(γιατί ο
Πελοπίδας αποφάσισε, μια και ανέβηκε, να περάσει λίγες μέρες στο
μιτάτο του). Πολύ πιθανόν – ή μάλλον, σίγουρα – αν ο Βρούχος δεν
έβρισκε τότε τον Πελοπίδα στο μιτάτο του, θα γυρνούσε πίσω στο
Γερασήμι άπρακτος και δε θα επιχειρούσε να τον συναντήσει στο
σπίτι του στο χωριό, μπροστά στα μάτια του κόσμου, από φόβο μην
τον εκθέσει και να μην εκτεθεί και ο ίδιος. Μια σύγκρουση με τον
Καμπέρη δεν ήταν υπόθεση όπου η μυστικότητα μπορούσε να
αφεθεί στην τύχη, ή στην καλή θέληση του κόσμου. Ούτε πάλι ο
Πελοπίδας θα μιλούσε το ίδιο ελεύθερα ή, πολύ περισσότερο, θα
έδινε τις ίδιες συμβουλές αν ήξερε πως υπήρχε περίπτωση ο
Καμπέρης να μάθει ότι συμβούλεψε τον εχθρό του. Άρα, αν δεν
υπήρχε εκείνη η τυχαία πετριά στο πανηγύρι, οι δυο τους μάλλον δε
θα συναντιούνταν ποτέ(ή θα συναντιούνταν υπό άλλες συνθήκες),
ο Βρούχος θα μπορούσε έχει πάρει διαφορετικές αποφάσεις και τα
πράγματα, δεν ξέρει κανείς ποια, πάντως, σίγουρα θα είχαν πάρει
άλλη τροπή.

Ακόμα και στο βουνό ο Βρούχος κινήθηκε προσεκτικά. Δεν πήγε


κατευθείαν στο μιτάτο του Πελοπίδα, αλλά έστειλε πρώτα κάποιον
έμπιστο του – τον πιο έμπιστο που είχε στα οροπέδια – να τον
ειδοποιήσει, και ο Πελοπίδας έστειλε μακριά με τα πρόβατα όλους
τους βοσκούς και τον περίμενε μόνος. Ούτε καν μέσα στο μιτάτο

212
κάθισαν, γιατί μπορεί να πλησίαζε κάποιος και να κρυφάκουγε
απέξω, αλλά κάθισαν λίγο πιο πάνω, κάτω από έναν ασφένταμο, ο
ένας απέναντι από τον άλλο για να μπορούν να προσέχουν όλο το
μέρος.

Με τέτοια εικόνα, δε χρειαζόταν να είναι κάποιος «Πελοπίδας» για


να καταλάβει πως επρόκειτο για θέμα πολύ σοβαρό. Ακόμα και η
έκφραση «πολύ σοβαρό» καθόλου δεν το χαρακτήριζε, επειδή οι
δυο τους είχαν χρόνια να μιλήσουν για κάτι που δεν ήταν σοβαρό.
Ο Πελοπίδας, από την πρώτη στιγμή που πήρε το μήνυμα, κατάλαβε
πως επρόκειτο για ζήτημα ζωής ή θανάτου. Δεν ήξερε μόνο αν
επρόκειτο για θάνατο δικό του ή κάποιου άλλου.

Όταν του είπε τι είχανε κάνει οι συγγενείς του στον ξάδερφο του
Καμπέρη έμεινε απόλυτα ακίνητος:

Το έμαθε; ρώτησε.

Δεν ξέρω. Εσύ τι λες, θα το μάθει;

Δύσκολο να μην το μάθει. Απίθανο.

Κι όταν το μάθει, τι πρέπει να κάνω;

Θα το αρνηθούν. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να το αρνηθούν.

Πιστεύεις θα ρωτήσει, ή θα χτυπήσει πρώτα;

Δύσκολο να πω. Κανονικά πρέπει να χτυπήσει πρώτα.

Δε φοβάμαι Πελοπίδα, του είπε. Ποτέ δεν τον φοβήθηκα. Ήθελα


όμως, όταν γίνει να ‘χω το δίκιο με το μέρος μου.

Καμία σημασία, απάντησε αυτός. Τα πάντα είναι δύναμη.

Ο Βρούχος σταμάτησε τότε λίγο, βαθιά συλλογισμένος: Υπάρχει


άλλος τρόπος; τον ρώτησε.

Κανένας, είπε αυτός. Τα πρόβατα δε μπορούν πια να βγουν από τον


τάφκο.

Έμειναν μετά και οι δύο σιωπηλοί, καθένας βυθισμένος στις


σκέψεις του. Πιο σιωπηλοί και από τη μεσημεριανή ησυχία του

213
βουνού γύρω τους. Η ανάσα του Πελοπίδα ακουγόταν μόνο, βαριά,
σα να ανέβαινε μεγάλη κορυφή.

Τώρα, ή θα νικήσεις ή θα χαθείς Βρούχο, του είπε ξαφνικά. Πόσο


είναι το Γερασήμι; Πόσο είναι το βουνό; Δε χωράνε δυο πρώτα
σόγια. Ένα πρέπει να γίνει δεύτερο. Το σόι σου, ή θα καβαλήσει
τώρα το σόι του Καμπέρη ή θα μείνει για πάντα δεύτερο.

Θα μείνει δεύτερο, ή θα χαθεί εντελώς; ρώτησε αυτός.

Αν είσαι δεύτερος, εύκολο να γίνεις τρίτος, και τέταρτος και


πέμπτος και τελευταίος. Μπαίνεις σ’ ένα κατήφορο. Αν πάλι,
ξεκληριστείτε και τα δύο σόγια, όπως εκείνα τα παλιά στα Ρημάδια,
δε θα μείνει κανείς για να γελάει πίσω από την πλάτη σου.

Από τους Καμπέρηδες, είπε αυτός. Θα μείνουν όμως άλλοι.

Δε θα ‘μαι εγώ αυτός, απάντησε ο Πελοπίδας.

Ο Βρούχος έμεινε πάλι σκεφτικός. Τον ενοχλούσε αυτή η τροπή της


συζήτησης. Δεν είχε έρθει στα οροπέδια για να του μιλήσει ο
Πελοπίδας μοιραία. Είχε έρθει να του μιλήσει για την υπόθεση του
τάφκου και μόνο γι’ αυτή. Αυτό τον ρώτησε μετά.

Τα ξαδέρφια σου, απάντησε, χτύπησαν τον Κατσή χωρίς να σου το


πουν επειδή νιώθουν πως έχετε δύναμη. Για ποιο λόγο δίνει ο Θεός
τη δύναμη στους ανθρώπους; Για να τη χρησιμοποιούν όταν την
έχουν. Ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα – αυτό είναι λάθος. Ο
Καμπέρης, μπορεί να είναι ο «Καμπέρης» αλλά δεν είναι ο
Καμπέρης που ήταν παλιά. Έχει μεγαλώσει, οι γιοι του είναι ακόμη
παιδιά · ο Κατσής είναι ένα μηδέν. Οι άλλοι Καμπέρηδες έχουν όλοι
προβλήματα. Το ξέρει κι εκείνος καλά. Αν θα τον άφηνε η γυναίκα
του, θα ‘κανε πως δε βλέπει τα πρόβατα στον τάφκο. Δε θα τον
αφήσει όμως, και θα χτυπήσει · θα κάνει λάθος. Ανοίγεται μια
ευκαιρία · σε λίγα χρόνια θα κλείσει. Μπορεί να είστε τότε εσείς στη
δική τους θέση τώρα.

Ο Βρούχος δε μίλησε · έμοιαζε διστακτικός.

Ξέρεις τι βρίσκεται πίσω απ’ όλα στον κόσμο, Βρούχο; συνέχισε να


του λέει. Ο φόβος. Ο Θεός έδωσε φόβο στους ανθρώπους για να

214
επιβιώνουν. Ο φόβος έχει μόνο μια γιατρειά: να προλαβαίνεις.
Μπορεί κάποιος ν’ ασχολείται με το μιτάτο του και μόνο; Δε θα τον
αφήσουν οι άλλοι, γιατί πρέπει να προλάβουν μην οι δουλειές του
μπλέξουν στις δικές τους. Μπορεί κάποιος ποτέ να πει πως οι
δουλειές του είναι εξασφαλισμένες; Όλοι νιώθουν πως όλα κάποτε
χάνονται - μπορεί και αύριο. Και το πάθος; Αυτό είναι το ανάποδο
του φόβου. Ποιος δεν έχει το πάθος να κατακτήσει το βουνό;

Θα μπορούσα να σου πω πολλούς τρόπους για να συμβιβαστείς


τώρα – τους ξέρεις κι εσύ. Θα μπορούσες ν’ αποκηρύξεις τα
ξαδέρφια σου που έριξαν τα πρόβατα στον τάφκο. Θα μπορούσες
ν’ αποζημιώσεις τον Κατσή. Θα μπορούσες πάλι, να εμφανίσεις
κάποιον άλλο υπαίτιο για να μη θιχτεί ούτε ο Καμπέρης ούτε εσείς,
και να καλύψεις ύστερα την αποζημίωση, όμως, εγώ, σαν
Πελοπίδας, σου συνιστώ να μην το κάνεις · γιατί δε θα βρεις εύκολα
άλλη ευκαιρία να βγάλεις από τη μέση τον Καμπέρη!

Σ’ όλη του τη ζωή ο Πελοπίδας ήταν υπέρ της συμφιλίωσης · με αυτό


τον τρόπο έφτιαξε τ’ όνομά του. Και τώρα, που έφτασαν τα
πράγματα σε τέτοιο σημείο και κινδύνευε όλο το δυτικό βουνό, πώς
έγινε ξαφνικά γεράκι του πολέμου; Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε. Ή μάλλον
ήξερε: Μισούσε τον Καμπέρη. Σ’ όλη του ζωή ποθούσε να δει ένα
μόνο πράγμα: την πτώση του. Γιατί ο Καμπέρης, ο Καμπέρης ήταν
γι’ αυτόν ο φόβος. Αυτός τον είχε αναγκάσει να γίνει «Πελοπίδας».

Καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης δεν είχε αποκοιμηθεί ούτε μία
στιγμή. Ούτε καν τα μάτια του πήγαν να κλείσουν, όπως έκαναν
συνήθως. Αυτό είχε να του συμβεί από την εποχή που
ανακατεύτηκε σ’ εκείνη την υπόθεση στα νότια και τον έπιασε η
καταραμένη αρρώστια του ύπνου. Ακόμα κι όταν ο Βρούχος
σηκώθηκε για να φύγει, τον παρακολουθούσε με ανοιχτά τα μάτια
μέχρι που ανέβηκε την κορυφή πάνω από το μιτάτο του και χάθηκε
πίσω της. Κι εκείνη την ώρα, περνούσαν μπροστά του, σα μία και
μοναδική εικόνα, όλα όσα είχε δει σ’ όλη του τη ζωή στο βουνό, κι
ακόμα, όλα όσα είχανε δει οι παππούδες του πριν απ’ αυτόν. Δεν
είχε δύναμη να δει άλλα. Αποκοιμήθηκε βαθιά.

215
Όταν γύρισαν οι βοσκοί του με τα πρόβατα το απόγευμα, τον
βρήκαν να κοιμάται με την πλάτη ακουμπισμένη στον ασφένταμο.
Δεν έδωσαν σημασία και περίμεναν να ξυπνήσει. Δεν ξύπνησε
όμως, μέχρι που νύχτωσε, και τον σκέπασαν μ’ ένα γαμπά. Τα
μεσάνυχτα πλέον, έγινε φανερό πως δεν είχε αποκοιμηθεί όπως
συνήθως. Τον σήκωσαν και τον ξάπλωσαν μέσα στο μιτάτο κι
έστειλαν να φωνάξουν τα παιδιά του από το χωριό.

Τα παιδιά του ανέβηκαν πριν ακόμα ξημερώσει κι αμέσως


διχάστηκαν, αν έπρεπε να καλέσουν τον καλόγερο τον
Κύριλλο(έλεγαν οι γιοι), ή να φτιάξουν ένα φορείο και να τον πάνε
στο γιατρό τον Γιαμαλάκη στον κάμπο(έλεγαν οι κόρες). Δε λύθηκε
όμως αυτή η διαφωνία, επειδή, περίπου την ώρα που έξω
μάντρωναν τα πρόβατα για να τ’ αρμέξουν, το ροχαλητό του έγινε
ρόγχος και, λίγη ώρα μετά που άρμεξαν το τελευταίο, κατέληξε.

Ξαφνιάστηκαν στο βουνό. Όλοι πίστευαν πως ο Πελοπίδας, εδώ


που είχε φτάσει, θα κατάφερνε να βγάλει άλλη μία χρονιά του
Καθαρού και να ζήσει άλλα δύο χρόνια. Σίγουρα όμως, τον
επιβάρυνε η συζήτηση με το Βρούχο - γιατί ο Βρούχος έριξε βαρύ
φορτίο πάνω του ζητώντας του συμβουλή εναντίον του Καμπέρη.
Αυτό βέβαια τότε όλοι το αγνοούσαν, αφού εκτός τον ίδιο τον
Βρούχο και τον έμπιστό του στα οροπέδια, κανένας άλλος δεν
έμαθε για πολύ καιρό πως ο τελευταίος άνθρωπος που συνάντησε
ο Πελοπίδας ήταν ο Βρούχος.

Κάπως έτσι κόπηκε κι ένας σημαντικός δρόμος για να βρεθούν τα


δώδεκα πρόβατα του Αντρέα του Παχιά(θέμα το οποίο πρωτίστως
απασχολεί αυτή την αφήγηση). Άλλη μία παράπλευρη συνέπεια της
πετριάς του Σπανού. Ο Πελοπίδας, όπως είχε υποσχεθεί στο σασμό,
είχε το ίδιο εκείνο πρωί ξεκινήσει να στέλνει μηνύματα για ν’
ανακαλύψει τους κλέφτες(είχε στείλει ακόμα και στο Γερασήμι). Και
ήταν πιθανόν ο καταλληλότερος άνθρωπος σε όλο το δυτικό βουνό
για να το καταφέρει αυτό. Τώρα όμως, όσα μηνύματα είχε προλάβει
να στείλει, έμειναν, προφανώς, αναπάντητα. Ο Παχιάς με τον
Μπουρεξή έπρεπε να συνεχίσουν μόνοι τους.

216
Ο Καμπέρης έμοιαζε, έλεγαν, με μια μεγάλη Δύναμη. Άλλοι τον
παρομοίαζαν με την Αγγλία, άλλοι με τη Ρωσία, άλλοι με τη
Γερμανία του Κάιζερ. Δεν είχε πάντως αρχίσει από το μηδέν, όπως
εκείνες · το σόι του κρατούσε από παλιά στο Γερασήμι. Όμως ο
Καμπέρης είχε καταφέρει να το κάνει ξεκάθαρα πρώτο - και μαζί μ’
αυτό τον εαυτό του. Στο βουνό συχνά συζητούσαν τις αιτίες της
επιτυχίας του.

Κατ’ αρχήν, έλεγαν, είχε γεννηθεί σε πλούσιο βοσκοτόπι. «Του


Ασάνη ο Πρίνος»(έτσι λεγόταν το μέρος γύρω από το μιτάτο του
πατέρα του)ήταν ένα από τα καλύτερα σ’ όλο το βουνό. Αυτό του
εξασφάλιζε πάντα μεγάλο κοπάδι. Το μεγάλο κοπάδι, με τη σειρά
του, εξασφάλιζε ένα σωρό πλεονεκτήματα. Πρώτα, χρήματα. Με τα
χρήματα κρατούσε πολλούς. Διάλεγε τα καλύτερα παλληκάρια του
βουνού για να γίνουν βοσκοί του κι όλοι αυτοί, ακόμα κι όταν
έφευγαν κι έφτιαχναν δικό τους κοπάδι, έμεναν σ’ όλη τους τη ζωή
άνθρωποί του(είχε ένα στρατό στα γύρω χωριά). Στο Γερασήμι πάλι,
δάνειζε με τόκο, χαμηλότερο απ’ όσο δάνειζαν στο Κάστρο. Ακόμη
κι όσοι Γερασημιώτες δε χρειάζονταν χρήματα, ήθελαν να έχουν
καλές σχέσεις μαζί του για τον καιρό που θα χρειαστούν. Μάλλον
όμως, εκεί που κυρίως τον βοήθησαν τα χρήματα από του Ασάνη
τον Πρίνο, ήταν ότι του έμαθαν τον τρόπο να κερδίζει περισσότερα.

Πριν ακόμα γεννηθεί ξεκίνησε να κλέβει ζώα. Σύντομα, δε


χρειαζόταν καν να το κάνει ο ίδιος, μόνο να δίνει την εντολή.
Μπορούσε να φτιάχνει κοπάδια σε μια νύχτα ή να εξαφανίζει
κοπάδια σε μια νύχτα · και το οργάνωσε καλά. Ήταν ο πρώτος στο
βουνό που έκανε τη ζωοκλοπή από πράξη αυτοσυντήρησης
εμπορική δραστηριότητα – πολύ αργότερα ακολούθησε το σόι του
Βρούχο.

Το ό,τι κρατούσε στα χέρια του τη ζωοκλοπή στο δυτικό βουνό,


σήμαινε ότι μπορούσε να σου κλέψει τα ζώα όποτε ήθελε · αλλά
σήμαινε επίσης, ότι μπορούσε να τα προστατέψει καλύτερα από
κάθε άλλον - αν ήθελε. Γι’ αυτό όλοι ήθελαν να γίνουν σύντεκνοι ή
κουμπάροι του. Διάλεγε τους κουμπάρους του όπως τα ώριμα
φρούτα – πάντα τους πιο χρήσιμους. Άπειρες φορές τον είχαν
παρακαλέσει να παντρέψει ζευγάρι ή να βαφτίσει παιδί και είχε

217
αρνηθεί. Όποιος γινόταν κουμπάρος του Καμπέρη, το έφερε μετά
όπως οι κόντηδες στην Κέρκυρα, ή οι χατζήδες στα Ιεροσόλυμα.
Κάποιοι προσπαθούσαν μέχρι και να μιμηθούν τη γερασημιώτικη
τού προφορά.

Ήταν όμως ψυχωμένος. Τίποτα δε θα κατάφερνε χωρίς την ψυχή.


Ένα μεγάλο λάθος που κάνουν οι ηθικολόγοι, είναι ότι νομίζουν τη
γενναιότητα αξεχώριστη από την καλοσύνη. Περισσότερο κι από τα
λεφτά του και τις ζωοκλοπές τον φοβούνταν στα όπλα. Καμία
σύγκρουση με άλλο σόι δεν είχε γίνει μέχρι τότε που να μη βγει
κερδισμένος. Στο Κάστρο, στις λέσχες με τα ζάρια που σύχναζε το
χειμώνα, τον έτρεμαν μέχρι κι οι χειρότεροι μαχαιροβγάλτες. Και
δεν ήταν χειροδύναμος - κάθε άλλο - είχε όμως, έλεγαν, «μαύρη
ψυχή».

Ένα πλεονέκτημα στο βουνό, όταν κάποιος προσπαθούσε να


εξηγήσει τον χαρακτήρα κάποιου άλλου και δεν υπήρχε στην πόλη,
ήταν πως είχε στη διάθεσή του όλο του το οικογενειακό ιστορικό.
Στην περίπτωση του Καμπέρη αυτό δεν πήγαινε πολύ πίσω. Η
μητέρα του τον έκανε, συμφωνούσαν όλοι - όχι ασφαλώς με τον
τρόπο που κάθε παιδί γεννιέται από μία μητέρα(γιατί, όσο κι αν
φαίνεται παράξενο, ο Καμπέρης υπήρξε κάποτε παιδί),αλλά με το
δικό της τρόπο. Η Καμπέραινα(η γυναίκα του τώρα), έλεγαν όσοι
γνώρισαν τη μάνα του, μπροστά της ήταν αρνί. Η παλιά Καμπέραινα
δεν είχε άκρη: Άλλοτε έμοιαζε σκληρή σαν έβελος, άλλοτε πάλι, τη
νόμιζες μειλίχια και ευγενική· όπως όμως κι αν έμοιαζε, μέσα της
έβραζε όπως το ηφαίστειο κάτω από τη θάλασσα απέναντι. Ο
Καμπέρης δε θυμόταν μία φορά να τον έχει πάρει αγκαλιά – ούτε
καν όταν αρρώσταινε. Από το πρωί μέχρι το βράδυ του έκανε μόνο
υποτιμητικές παρατηρήσεις και τον έσφαζε με το μπαμπάκι. Απ’
όταν γεννήθηκε τον είδε σαν όργανο για να ικανοποιεί τους
εγωισμούς της, και τους εγωισμούς όλων των προγόνων της. Μόνο
όταν το κατάφερνε αυτό αποφάσιζε να του πει μια καλή κουβέντα.
Όλο τον άλλο καιρό τον κοίταζε με μίσος και αναμονή. Αντί αυτόν
να τον κυνηγάει ο πατέρας του, όπως όλους τους άλλους, τον
κυνηγούσε η μητέρα του. Ο πατέρας του - ο Καμπεραντώνης - ήταν

218
εντελώς αδιάφορος. Ένα τέτοιο παιδί, δεν ήταν δυνατό να γίνει
συνηθισμένος άνθρωπος. Θα γινόταν ή πολύ κακός ή πολύ καλός.

Κανένας βέβαια δε συμφωνούσε πως ο Καμπέρης ήταν καλός,


κάποιοι όμως έλεγαν ότι τελικά είχε κάνει καλό στο βουνό. Πρώτα -
πρώτα, το αραίωνε. Όλοι εκείνοι με τα τριάντα και τα σαράντα
πρόβατα που σε κάθε γωνιά είχαν φτιάξει μιτάτο και τους τα
έκλεψε, έγιναν βοσκοί στους άλλους ή βρήκαν καλύτερη τύχη στον
κάμπο και στην ξενιτιά. Αυτό ξαλάφρωσε τα βοσκοτόπια και
βοήθησε τα μεγάλα μιτάτα που ήταν τα παραγωγικά. Το τυρί την
εποχή του Καμπέρη, παρ’ όλα τα ζώα που χάθηκαν, αυξήθηκε σε
όλο το βουνό. Ύστερα, έδειξε στους κλέφτες πώς να κλέβουν
οργανωμένα – γιατί πολλοί τον μιμήθηκαν. Αυτό βοήθησε όλους
όσους ήταν ικανοί να κλέψουν και πριν έκλεβαν άσκοπα. Από την
άλλη, δεν άφηνε κανένα να το παρακάνει επειδή φοβόταν μην τον
ξεπεράσει. Έκοβε όσους πήγαιναν να ξεχωρίσουν όπως τα στάχια.
Αν ήσουν κουμπάρος του, ή απλώς πήγαινες με τα νερά του και
πρόσεχες τα ζώα σου, ήξερες τι να περιμένεις και ζούσες με
σταθερότητα – τουλάχιστον στο δυτικό μέρος του βουνού. Αυτό,
έλεγε και ο ίδιος, είχε πολύ καιρό να συμβεί.

Γι’ αυτό τον Καμπέρη, ήταν δύσκολο να καταλάβεις πώς τον έβλεπε
ο κόσμος. Την ίδια στιγμή τον μισούσαν και τον θαύμαζαν, κι
έτρεμαν την αλλαγή από την πτώση του. Και πολλοί μάλιστα, βαθιά
μέσα τους, όσο κι αν τους καταπίεζε, δεν ήθελαν να δουν μια τέτοια
θαυμαστή δύναμη να πέφτει – όπως κάνουν τα δαμασμένα
πουλάρια, που τα δαμάζουν αφήνοντάς τα καιρό χωρίς τροφή και
νερό.

«Άμοιροι άνθρωποι!» αναφώνησε κάποτε ο Κύριλλος, ο καλόγερος


στην Αερή Μαδάρα, όταν του τα είπε όλα αυτά ο Λαοκράτης από τα
οροπέδια: «Δεν είστε ικανοί για άλλη ισορροπία εκτός εκείνη του
τρόμου!».

219
Ο Σπυρίδος, τελικά, δεν το είχε πάρει και τόσο άσχημα αυτό που
θα έκανε. Απορούσε και ο ίδιος. Μετά τη συνάντηση με τον
Παχιαδογιώργη έφυγε και ανέβηκε στο μιτάτο για να ετοιμαστεί
χωρίς κανένα φόβο. Μάλλον στη ζωή, κάποιες φορές νιώθει κανείς
χειρότερα όταν περιμένει να του συμβεί ένα κακό παρά όταν του
συμβαίνει.

Έχωσε το γράμμα στη ζώνη του και την έσφιξε καλά. Έφτιαξε μια
βούργια κι έβαλε μέσα φαγητό, νερό και καπνό. Ξέχωσε το
Μάνλιχερ που έκρυβε ο Αντρέας στο μιτάτο, το γέμισε, το κρέμασε
στον ώμο και ξεκίνησε. Επειδή θα έπαιρνε μαζί του τουφέκι δεν
πήρε βέργα, γιατί θα τον μπέρδευε. Έριξε, περνώντας, και μια
τελευταία ματιά στο μιτάτο. Ο Παχιαδογιώργης είχε στείλει το
βαφτισιμιό του, τον Σήφη, στη θέση του όσες μέρες θα έλειπε.

Ο Παχιαδογιώργης βέβαια, θα μπορούσε να στείλει τον Σήφη να


πάει και το γράμμα. Κι άλλους πολλούς θα μπορούσε να είχε
στείλει, χωρίς κανένα πρόβλημα στα δυτικά, όμως, όπως του
εξήγησε, δεν είχε σε κανένα εμπιστοσύνη ότι δε θα το άνοιγε και θα
το διάβαζε ή, ακόμα χειρότερα, δε θα το έδινε σε κάποιον άλλο να
του το διαβάσει. Ο Σπυρίδος, υποψιαζόταν πως ούτε και σ’ εκείνον
είχε εμπιστοσύνη ότι δε θα το άνοιγε, εκείνος όμως δεν ήξερε να
διαβάζει και, όση περιέργεια κι αν είχε, ήξερε ότι δε θα ‘φτανε ποτέ
στο σημείο να το δείξει σε κάποιον άλλο.

Στο κάτω - κάτω, σκεφτόταν, ήταν πια εξήντα χρονών και τα


τελευταία χρόνια δεν είχε κάνει τίποτα σπουδαίο. Είχε βαρεθεί και
είχε σκουριάσει. Δε θα ‘ταν άσχημη αυτή η περιπέτεια.

Όσων όμως χρονών και να ‘ναι κανείς, σκέφτηκε μετά, πάλι θέλει
να ζήσει… .

Ξεκίνησε μεσημέρι, κι όσο βρισκόταν ακόμα στα βοσκοτόπια του


χωριού τους δεν υπήρχε λόγος να φυλάγεται, γι’ αυτό ακολούθησε
το κανονικό μονοπάτι. Δεν είχε όμως προχωρήσει πολύ, όταν
άρχισαν να του μπαίνουν αμφιβολίες κι αποφάσισε ν’ αφήσει από
τώρα τα μονοπάτια και ν’ ανέβει ψηλότερα, για κάθε ενδεχόμενο.
Έτσι, λίγο μετά το μιτάτο των Πετράκηδων, άρχισε να ανηφορίζει
προς την κορυφογραμμή βόρεια. Καθώς ανηφόριζε, ακόμα στην

220
αρχή της ανηφόρας, είδε από κάτω το γείτονά τους τον «Απίδακα»
να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση του μονοπατιού.

Έσκυψε και κρύφτηκε πίσω από έναν αφουφούλακα μέχρι να


περάσει, γιατί προτιμούσε να μην τον δει κανείς. Ο Απίδακας
τραβούσε μια ψαρή αίγα από το κέρατο κι είχε κρεμασμένο στην
πλάτη του ένα τέταρτο μπούτι κρέας.

Έρχεται από τα δυτικά, κατάλαβε. Του τα ‘δωσαν πίσω.

Πριν λίγες μέρες, του είχαν κλέψει κι εκείνου δύο αίγες κι είχε
φύγει για αρώτημα (το ήξερε γιατί είχε περάσει από το μιτάτο τους).
Σίγουρα βρήκε άκρη και του επέστρεψαν τη μία αίγα, και το κρέας
που είχε μείνει από την άλλη που έσφαξαν.

Δεν έπρεπε να πάρει το κρέας, σκέφτηκε. Θα κάνει άσχημη


εντύπωση αυτό.

Τον άφησε να περάσει και προχώρησε.

Άκου να πάρει το κρέας! έλεγε, ενώ ξεμάκραινε βιαστικά από το


μονοπάτι κι ανέβαινε ψηλότερα. Εγώ, αν ήμουνα κλέφτης και δεν
τον έφτανε η ζωντανή αίγα, θα γύριζα και θα του την ξανάκλεβα!

Ανέβηκε ψηλά και πήρε άλλο μονοπάτι, έρημο, που το είχαν ανοίξει
τα πρόβατα και το ήξεραν λίγοι, μέσα στο ασφενταμόδασος, κι
ύστερα από αρκετή ώρα, όταν ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει,
ξεπρόβαλε ανάμεσα από τα δέντρα, μακρινή, η Στολίστρα. Η μεγάλη
ασημένια κορυφή που σηματοδοτούσε τα οροπέδια, και πιο πέρα
το Γερασήμι. Εκεί κάθισε κι έστριψε ένα τσιγάρο. Δεν είχε ακόμα
βγει από την επικράτεια του χωριού τους αλλά, η εικόνα και μόνο,
τον έκανε να θέλει να σταματήσει και να σκεφτεί. Κάπνιζε και
κοίταζε απέναντι, προσπαθώντας να σχεδιάσει από πού θα
περνούσε απαρατήρητος κι ανάμεσα να μη θυμηθεί τίποτα άλλο,
για να μη διστάσει. Γιατί είχε τριάντα τρία χρόνια(όσα και τα χρόνια
του Χριστού σκεφτόταν καμιά φορά)να προχωρήσει δυτικά.

Ο Σπυρίδος στα νιάτα του υπήρξε πολύ φιλόδοξος(κι άλλοι βέβαια


υπήρξαν, όμως εκείνος το πλήρωσε). Ήθελε να γίνει σημαντικός στο
βουνό, να φτιάξει σπουδαίο όνομα · γι’ αυτό κι έκλεβε ζώα

221
συνέχεια. Δεν τον έφτανε όμως να κλέβει με τους χωριανούς του
(αυτούς τους έβλεπε παρακατιανούς)· ήθελε να κλέβει μόνο με
Γερασημιώτες, και τα είχε μάλιστα και καταφέρει. Όλοι απορούσαν
τότε στο χωριό τους, πώς οι Γερασημιώτες – γνωστοί για την
υπεροψία τους – δέχτηκαν να συνεργάζονται με τον Σπυρίδο · κι
έλεγαν κιόλας οι γεροντότεροι ότι: Αυτός ο νεαρός, σίγουρα θα
φτάσει κάποτε πολύ ψηλά.

Οι Γερασημιώτες, όμως, τον δέχτηκαν επειδή είχε αποδείξει πως


δεν υστερούσε σε τίποτα από αυτούς. Ήταν το ίδιο ικανός, το ίδιο
ταχύς στα πόδια, το ίδιο ψυχωμένος. Εκείνος κιόλας ένιωθε πως
ήταν περισσότερο, και πως η μόνη διαφορά που είχαν ήταν ότι
αυτοί γεννήθηκαν στο Γερασήμι κι αυτός όχι.

Είχε πολλούς φίλους στο Γερασήμι, αλλά ο πιο στενός ήταν ένας
κοντοσυνομήλικός του, από μεγάλο σόι, ψυχωμένος και ντόμπρος.
Σιγά σιγά, άφησε όλους τους άλλους κι έκλεβε μόνο μαζί του(και
σιγά σιγά έγιναν και οι δύο άνθρωποι του Καμπέρη, όμως αυτό είναι
μία άλλη ιστορία). Εκείνος λοιπόν ο φίλος του, όπως ήταν στην ακμή
της νιότης, αγάπησε μια κοπέλα στο Γερασήμι, βαθιά μελαχρινή και
όμορφη κι ήθελε να την παντρευτεί. Μέχρι τότε, όλα καλά · αλλά
τότε, άρχισε να ξεδιπλώνεται μια καταστροφή. Με κάποιον από
τους περίεργους τρόπους του έρωτα(σα να ‘τανε μέσω του φίλου
του, όπως περνούσαν και ξαναπερνούσαν δήθεν τυχαία έξω από το
σπίτι της, σα να βρισκόταν μέσα σε μία ομίχλη - χωρίς τελικά να
ξέρει πώς)την αγάπησε κρυφά και ο Σπυρίδος - που δεν είχε
ασφαλώς καμία ελπίδα, όσες φιλίες κι αν είχε εκεί, ξένος αυτός, να
παντρευτεί στο Γερασήμι. Ήταν ένας έρωτας σκοτεινός και άτυχος,
από εκείνους που δεν εύχεται κανείς ούτε στο χειρότερο εχθρό του:
Όταν την έβλεπε ζαλιζόταν από την ομορφιά του κόσμου, κι όμως,
ήταν αναγκασμένος(ακόμα κι όταν το έκανε ειλικρινά)να στηρίζει
τις ελπίδες του φίλου του. Έκρυβε αυτό το πράγμα και από τον ίδιο
του τον εαυτό.

Μια μέρα όμως, από τον πατέρα της κοπέλας έκλεψαν πέντε
πρόβατα, για εκδίκηση, κάποιοι από ένα σόι στη νοτιοδυτική ρίζα
του βουνού. Ο φίλος του το έμαθε.

222
Ξέρεις τι θα κάνω; του είπε. Θα πάω, χωρίς να πω τίποτα σε κανένα,
και θα φέρω πίσω τα πρόβατα, για να τη σκλαβώσω! Έρχεσαι;

Ούτε που το σκέφτηκε. Άλλωστε, την ίδια ιδέα είχε κι αυτός.

Πήραν τα τουφέκια τους και ξεκίνησαν - με σκοπό να κλέψουν


περισσότερα πρόβατα από αυτούς και να τα πάνε στον πατέρα της
κοπέλας. Ήταν όμως δύσκολη υπόθεση.

Το μέρος ήτανε μακριά και δεν υπήρχε περίπτωση να πάνε και να


έρθουν σε μια νύχτα. Ύστερα, σίγουρα οι άλλοι θα φύλαγαν καλά
τα ζώα αφού βρίσκονταν σε σύγκρουση. Έτσι, έφυγαν πριν
σκοτεινιάσει κι έφτασαν ξημέρωμα πάνω από το μιτάτο τους, για να
κρυφτούν και να παραφυλάξουν προσεκτικά το μέρος μέχρι την
επόμενη νύχτα. Ήταν ένας τρόπος που είχαν εφαρμόσει κι άλλες
φορές και πάντα πετύχαινε.

Αφού είδαν ό,τι ήθελαν να δουν κι ότι πραγματικά φύλαγαν τα ζώα,


βρήκαν μια μικρή σπηλιά για να περάσουν τη μέρα, αποφασισμένοι
να τα πάρουν ακόμα και με τη βία αν συνέχιζαν να τα φυλάγουν
μέχρι που θα νύχτωνε.

Όταν κοιμήθηκαν λίγη ώρα μέσα σ’ εκείνη τη σπηλιά, πρόλαβε και


είδε ένα όνειρο. Παράξενο όνειρο, από εκείνα που σε ξυπνάνε
μούσκεμα στον ιδρώτα. Είδε ότι γινόταν γάμος · με κόσμο, χωρίς
κόσμο, δε μπορούσε να θυμηθεί. Θυμόταν όμως καλά πως ο
λυράρης φορούσε κόκκινα ζαρωτά στιβάνια(ή μάλλον, θυμόταν
μόνο κόκκινα ζαρωτά στιβάνια να χτυπάνε το ρυθμό της λύρας στο
χώμα)και πως ο φίλος του χόρευε στη μέση ολομόναχος. Κι αυτός
σηκώθηκε, στάθηκε μπροστά στο λυράρη και πλήρωσε το χορό, μια
χρυσή λίρα. Ύστερα ξύπνησε - με τη χρυσή λίρα μπροστά στα μάτια
του! Μόνο ένα παιδί, ένας νέος άμυαλος όπως ήταν αυτός τότε, δε
θα καταλάβαινε τη σημασία τέτοιου ονείρου και δε θα το έβαζε στα
πόδια παίρνοντας μαζί το φίλο του μόλις ξυπνούσε. Όμως εκείνος,
σκούπισε με το κεφαλομάντιλο τον ιδρώτα στο μέτωπο και
ξανακοιμήθηκε.

Όταν νύχτωσε και ξεκίνησαν, όλα έμοιαζαν να ‘ναι με το μέρος


τους. Κανένας δε φύλαγε τα πρόβατα κι αυτά υπάκουαν σαν

223
υπνωτισμένα. Ούτε μια στιγμή δεν προσπάθησαν να ξεφύγουν. Δε
βρήκαν, ασφαλώς, τα ίδια που είχαν κλέψει από τον πατέρα της
κοπέλας, όμως, πήραν δέκα δικά τους, τα διπλά, κι έφυγαν
κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά και μην πιστεύοντας στην τύχη τους.

Ξεκίνησαν να γυρίσουν πίσω πετώντας – γιατί έφυγε μεγάλο βάρος


από πάνω τους – και, όπως τα ζώα πειθαρχούσαν, μέχρι τα
μεσάνυχτα είχαν ξεμακρύνει τόσο που δεν υπήρχε πια περίπτωση
να τους προλάβουν. Τότε όμως, εκείνου του μπήκε η ιδέα να πάνε
από άλλο δρόμο.

Ποτέ δε μπόρεσε να το εξηγήσει αυτό. Δεν είχε ιδέα πώς έγινε.


Όταν προσπαθούσε να το ξεθάψει από τη μνήμη του, θυμόταν μόνο
πάλι μια ομίχλη μέσα στη νύχτα, και μια φωνή (ίσως δική του, ίσως
πάλι, όχι όλη δική του), να επιμένει: Πάμε από ‘δω! Πάμε από ‘δω!
και να μη δέχεται κουβέντα.

Ο φίλος του πείστηκε κι άλλαξαν πορεία. Πήγαν από διαδρομή που


δεν ήξεραν καλά και δεν την χρησιμοποιούσαν συχνά κλέφτες.
Τίποτα άλλο όμως, περισσότερο, δεν ήξερε γι’ αυτή ο Σπυρίδος·
αυτό ήταν αλήθεια.

Στη μέση της διαδρομής, πάνω σ’ ένα πέρασμα, κάποιος, άσχετος


με την υπόθεση, φύλαγε το κοπάδι του. Εκείνες τις μέρες είχε
τσακωθεί άσχημα με γείτονές του και περίμενε εκδίκηση. Τους
πέρασε γι’ αυτούς μέσα στο σκοτάδι, νόμισε πως ήρθαν να του
κλέψουν τα πρόβατα και τους έριξε χωρίς προειδοποίηση με
τουφέκι Γκρα. Ο φίλος του έπεσε μ’ ένα «Ωχ!» κι αυτός το ‘βαλε στα
πόδια. Φοβήθηκε.

Όλες οι ευθύνες για το φονικό έπεσαν πάνω του. Οι συγγενείς του


φίλου του είπαν ότι αυτός τον πήρε και πήγαν να κλέψουν τα
πρόβατα, ενώ δεν ήταν δική τους δουλειά, ότι αυτός τον πέρασε
από εκεί που πέρασαν, ενώ δεν είχαν κανένα λόγο να περάσουν, και
το χειρότερο: πως έφυγε και τον άφησε χωρίς να εκδικηθεί. Ο
φονιάς(άτυχος, αφού σκότωσε λάθος άνθρωπο)την άλλη κιόλας
μέρα εξαφανίστηκε από την Κρήτη και δε μπορέσαν να τον βρουν,
και το ίδιο τον συμβούλευαν όλοι να κάνει κι αυτός. Αυτός όμως δεν

224
είχε πού να πάει, και δε μπορούσε και να φανταστεί κόσμο άλλο
πέρα από το βουνό.

Για καιρό ζούσε σαν φυγόδικος – αν και δεν τον κυνηγούσε η


χωροφυλακή. Δεν έμπαινε σε χωριά, δεν πλησίαζε αγνώστους,
κοιμόταν με το τουφέκι προσκεφάλι και μάθαινε από δεξιά κι
αριστερά ότι τον έψαχναν Γερασημιώτες. Στο χωριό τους τον είχαν
όλοι για τελειωμένο, και περίμεναν μόνο ν’ ακούσουν την είδηση.
Τότε βρέθηκε ο Παχιαδογιώργης,(ο πατέρας του δηλαδή, ο
μακαρίτης, τον παρακάλεσε να κάνει κάτι γιατί είχε δυνατές σχέσεις
στο Γερασήμι).

Ο Παχιαδογιώργης έφυγε κι έλειψε δέκα μέρες, κι όταν γύρισε είχε


πετύχει, με πολύ κόπο, κάτι σα σασμό. Δέχονταν να τον αφήσουν
ήσυχο, αλλά με δύο βαρείς όρους. Πρώτο: Να μην ξαναπατήσει το
πόδι του δυτικότερα από την επικράτεια του χωριού του(κι όπου
άλλου συναντούσε συγγενή του νεκρού να εξαφανίζεται από
μπροστά του)και δεύτερο: Να δώσει είκοσι έξι χρυσές λίρες, όσα και
τα χρόνια του σκοτωμένου, αποζημίωση στην οικογένεια. Δε
γίνονταν σασμοί σε φονικά · στη δική του περίπτωση όμως, έγινε,
κατ’ εξαίρεση, επειδή δεν ήταν ο ίδιος ο φονιάς.

Είχε τότε εξήντα πρόβατα δικά του, είχε κι ο πατέρας του ένα
αμπέλι, τα πουλήσαν όλα και μάζεψαν δεκάξι λίρες. Τις άλλες τις
συμπλήρωσε ο Παχιαδογιώργης κι έτσι έγινε βοσκός του, για να τον
ξεπληρώσει – αν και ακόμη του χρωστούσε τις τρεις, γιατί κάθε
χρόνο συμφωνούσαν να πάρει το τυρί του και να το αφήσουν για
τον επόμενο. Του φέρθηκε δηλαδή καλά ο Παχιαδογιώργης, δεν του
είχε παράπονο.

Με αυτό τον τρόπο, μέσα σε μια νύχτα και χωρίς να το καταλάβει,


κατάστρεψε ο Σπυρίδος τη ζωή του. Γιατί στη ζωή, υπάρχουν
πράγματα που διορθώνονται και πράγματα που δε διορθώνονται
ποτέ· κι αυτά, αν σου συμβούν, καλύτερα να μη σου συμβούν σε
νεαρή ηλικία. Λόγω αυτής της υπόθεσης, ούτε παντρεύτηκε, ούτε
δικό του κοπάδι έφτιαξε ποτέ και ζούσε φυλακισμένος σε μισό
βουνό. Για μια κοπέλα που δεν της είχε πει ούτε ένα «γεια». Γιατί
σίγουρα(ένιωθε ακαθόριστα, θαμπά, μέσα του), εκείνη ήταν ο

225
λόγος που ένα κομμάτι του εαυτού του ξεσηκώθηκε τότε κι επέμενε
ν’ αλλάξουν δρόμο. Έβλεπε, μίλια μακριά, τον άνθρωπο με το
τουφέκι να παραφυλάει στο πέρασμα κι ήθελε να περάσουν από
μπροστά του, για να λύσουν μια για πάντα τους λογαριασμούς με
τον αντίζηλο. Ο Σπυρίδος είχε γεράσει πια στο βουνό κι ήξερε πολύ
καλά τι είναι ικανός να κάνει ο εαυτός κάποιου όταν μένει
απαρατήρητος, και ποσό κακός μπορεί να γίνει.

Ένιωθε δηλαδή φονιάς φίλου; Όχι, δεν ένιωθε, γιατί δεν είχε
σκοτώσει κανένα. Άλλωστε, ουδέποτε είδε τα πράγματα ακριβώς
έτσι και μόνο περνούσαν από τη σκέψη του, χωρίς να παίρνουν
ξεκάθαρη μορφή, κάποιες στιγμές τα βράδια, όταν τον έπαιρνε το
παράπονο για τη ζωή του και δε μπορούσε να κοιμηθεί, ή καμιά
φορά όταν ξαγρυπνούσε φυλάγοντας τα πρόβατα. Θα ήτανε βαρύ
κι αβάστακτο ν’ αποκαλέσει κατάμουτρα τον εαυτό του φονιά του
φίλου του. Η τύχη, η μοίρα και η κακιά στιγμή, αρκούσαν. Ίσως
κιόλας να ήταν αυτά οι πραγματικοί φταίχτες, κι όλα τ’ άλλα
φαντάσματα του μυαλού του. Ύστερα, ένιωθε πως, όπου κι αν
έφταιξε, είχε τιμωρηθεί σκληρά και με το παραπάνω κι αυτό τον
ανακούφιζε.

Ο πολύς χρόνος όμως, σβήνει αρκετά. Τα τελευταία χρόνια είχε πια


σχεδόν ξεχάσει αυτή την υπόθεση - και πίστευε ότι θα του ερχόταν
ξανά όταν θα πλησίαζαν τα στερνά του. Δεν ήταν όμως δυνατό να
ξεχάσει και τους όρους του σασμού. Εκείνους δεν τους έσβηνε
κανένας χρόνος. Ήταν ολοζώντανοι και ίσχυαν πάντα, κι αν τους
παραβίαζε και γινόταν γνωστό χαλούσαν όλα και βρισκόταν πάλι
στον αέρα - και στο τουφέκι των Γερασημιώτων.

Τώρα, ο Παχιαδογιώργης μ’ έστειλε εδώ για να με τιμωρήσει,


σκεφτόταν · γιατί με θεωρεί υπεύθυνο όσο και τον Αντρέα για τα
πρόβατα, και θέλει να δείξει στον εαυτό του ότι δεν προστατεύει
άλλους ενώ το σπίτι του καίγεται, αλλά δε με νοιάζει. Ο
Παχιαδογιώργης τα ‘χει φάει τα ψωμιά του. Και κάτω στις πέτρες
να το ‘βρισκα αυτό το γράμμα έπρεπε να το πάω χωρίς να μου το
ζητήσει κανείς. Το μιτάτο χάνεται, κι εγώ έχω ακόμη εννιά πρόβατα
δικά μου σ’ αυτό το μιτάτο. Αν δε σταματήσουμε τους κλέφτες δεν
υπάρχει ύστερα ζωή για κανένα μας. Το γράμμα είναι για τον

226
Καμπέρη και ξεκλειδώνει, ποιος ξέρει πόσες πόρτες. Ο Αντρέας
πρέπει να το κρατάει στο χέρι γιατί ο Καμπέρης είναι πονηρός, θ’
αδιαφορήσει. Και θα το πάω! Θα το πάω και θα γυρίσω χωρίς να με
δει κανείς.

227
Σηκώθηκε, γύρισε τ’ αποτσίγαρο στην καπνοσακούλα, κρέμασε το
τουφέκι στον ώμο και προχώρησε. Είχε σχεδιάσει κιόλας τη
διαδρομή. Θα παρέκαμπτε από πάνω τα οροπέδια και θα κύκλωνε
το βουνό από τα βόρεια. Αν χρειαζόταν, μπορούσε να πάει και μέχρι
έξω από το Γερασήμι. Ήξερε τα μέρη τόσο καλά, από εκείνα τα
χρόνια, που του ερχόταν τώρα στο νου η κάθε πέτρα ξεχωριστά.

Η πορεία αυτή ήταν η πιο ανορθόδοξη. Κανένας δε θα μπορούσε


να φανταστεί ότι κάποιος που την ακολουθούσε είχε τελικά σκοπό
να φτάσει στο Γερασήμι. Τράβηξε βόρεια, παράλληλα με τα σύνορα
του χωριού τους και ανέβηκε ψηλά, με σκοπό να περάσει από την
άλλη πλευρά του βουνού. Ύστερα από ώρα δύσκολη ανάβαση και
χωρίς να συναντήσει κανέναν έφτασε στον «Πόρο της Χιονίστρας» -
ένα ψηλό πέρασμα ανάμεσα στις μεγάλες κορυφές.

Εκεί υπήρχε ακόμα πετρωμένο χιόνι, σε μερικές άκρες που δεν


έβρισκε ο ήλιος, κι έτριψε λίγο στα χέρια του για να δροσιστεί. Αυτό
το χιόνι μέσα σε τέτοια ζέστη έμοιαζε αλλόκοτο - αν και περίμενε
ότι θα το συναντούσε.

Είναι όπως η ζωή, σκέφτηκε. Αλλόκοτη.

Δέντρα δεν υπήρχαν τόσο ψηλά, ούτε ένα, και βοσκοί ελάχιστοι.
Προχώρησε ευθεία μέσα από το πέρασμα χωρίς να συναντήσει
τίποτα και κανέναν και, στο τέλος του, ξεπρόβαλε ξαφνικά μπροστά
του όλη η βόρεια πλευρά του βουνού και της μισής Κρήτης. Δεν
έδωσε σημασία στην ωραία εικόνα. Από εκεί και πέρα είχε απότομο
κατήφορο και δάσος, πυκνό, που κρατούσε πολλή ώρα. Δεν ήταν
επικράτεια του χωριού τους, ούτε των οροπεδίων, ούτε άνηκε στο
Γερασήμι, όμως, θα προχωρούσε τώρα κανονικά δυτικά κι αυτό το
δάσος βοηθούσε. Σταμάτησε, κοίταξε, κι έκανε το πρώτο βήμα
πάνω στη νοητή οριογραμμή με το δεξί και αποφασιστικά. Δεν
ένιωσε άσχημα · αντίθετα, ένιωσε για μια στιγμή πως έσπασε τις
αλυσίδες. Του φάνηκε παράξενο αυτό. Το βουνό ήταν ίδιο σ’ όλες
τις πλευρές του. Δε μπορούσε ένα οροθέσιο να το αλλάξει. Τι είχε
χάσει που δεν είχε πάει τόσα χρόνια δυτικά; Όμως, να σου

228
απαγορεύουν κάτι, η απαγόρευση μόνη της, πληγώνει φαίνεται
περισσότερο από εκείνο που απαγορεύεται.

Το δάσος ήτανε δάσος με πρίνους, αλλά περισσότερο με αζιλάκους


που μοιάζουν με πρίνους. Κατηφόρισε αρκετά, μέχρι που άρχισε να
ισιώνει ο κατήφορος κι ύστερα έστριψε αριστερά. Εκεί, έμπλεξε.
Μπορεί να θυμόταν τα μονοπάτια, δεν ήξερε όμως καλά μετά από
τόσα χρόνια τι συνέβαινε με τους ανθρώπους σ’ αυτά τα μέρη και,
ξάφνου, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα άγνωστο ξέφωτο και σ’ ένα έτοιμο
ξυλοκάμινο. Κι όχι μόνο βρέθηκε, αλλά εκείνοι που το έφτιαχναν τον
είδαν πριν εκείνος τους δει.

Δεν ήταν όμως, ευτυχώς, βοσκοί. Ήταν άνθρωποι από τον κάμπο κι
ανέβηκαν για να φτιάξουν κάρβουνο. Γι’ αυτή τη δουλειά θα έπρεπε
να μείνουν εκεί σχεδόν ένα μήνα.

Κόβουν τα δέντρα οι καταραμένοι! σκέφτηκε. Δεν υπήρχε πάντως


περίπτωση να τον αναγνωρίσουν τέτοιοι άνθρωποι.

Ο Σπυρίδος, ποτέ στη ζωή του δε συμπάθησε όσους έκοβαν δέντρα


στο βουνό – δηλαδή τους περισσότερους. Εκείνος μάζευε μόνο τα
πεσμένα κλαδιά για τη φωτιά στο μιτάτο. Από τη μια λυπόταν τα
δέντρα, γιατί του έμοιαζαν ζωντανά, κι από την άλλη, έλεγε πως τα
βελανίδια και τα φύλλα τους θα ‘πεφταν και θα χόρταιναν τα
πρόβατα. Όλος όμως ο κόσμος στο Κάστρο με ξυλοκάρβουνο
ζεσταινόταν και μαγείρευε κι έπιανε πάντα καλή τιμή. Κι ό,τι πιάνει
καλή τιμή, αφήνει στην άκρη όλα τ’ άλλα.

Οι καμινιέρηδες ήτανε τρεις · το αφεντικό και δύο εργάτες. Είχανε


χτίσει το καμίνι με κορμούς και το είχαν μόλις ανάψει. Θα καιγόταν
αργά για μέρες μέχρι να γίνει κάρβουνο κι έπρεπε μέχρι τότε να
περιμένουν. Εκείνη την ώρα έτρωγαν κάτι κι έπιναν ρακή.

Του είπαν να καθίσει να πιει μια ρακή και κάθισε. Κανονικά δεν
έπρεπε, ήταν επικίνδυνο, όμως είχε αρχίσει να τον ερεθίζει ο
κίνδυνος. Του έβαλαν ρακή σ’ ένα τενεκεδένιο ποτήρι και του
έδωσαν και λίγα ξερά σύκα. Ήπιε μια γουλιά και τον έκαψε, ήταν
δυνατή. Έπιασε ύστερα κουβέντα με το αφεντικό:

Είναι κρίμα τα δέντρα, του είπε. Δεν τα λυπάστε;

229
Κρίμα; έκανε ο καμινιέρης ξαφνιασμένος. Αυτά τα ‘στειλε ο Θεός
για να τα κόβουμε. Τους ανθρώπους λυπάμαι εγώ, που δε θα ‘χουνε
κάρβουνο να ζεσταθούνε το χειμώνα.

Ο Σπυρίδος κατάλαβε πως θα ήταν μάταιο να συνεχίσει και να του


πει: Αν ξέρει πόσα χρόνια χρειάζεται ένας πρίνος για να μεγαλώσει;
Η άποψή του ήταν μάλλον παρέταιρη, και τόσο ασυνήθιστη που στο
τέλος θα τον περνούσαν για τρελό. Άλλο όταν το σκέφτεσαι μόνος
σου, κι άλλο όταν μιλάς με άλλον, είπε στον εαυτό του κι άλλαξε
θέμα.

Έχει τιμή το κάρβουνο; τον ρώτησε.

Μπα…, έκανε αυτός. Τι τιμή να ‘χει; Ξεροκόμματα.

Αποκλείεται να ρωτήσεις ποτέ έμπορο, σκέφτηκε, και να σου πει


πως είναι ευχαριστημένος με τιμή.

Ήτανε πενηντάρης, καλοθρεμμένος, μαυρόψαρος με παχύ


μουστάκι. Οι εργάτες νέοι, σχεδόν παιδιά.

Ξεροκόμματα κουμπάρε, συνέχισε να του λέει. Να φανταστείς,


στην οκά δίνω εννιά δράμια σ’ αυτούς (έδειξε τους εργάτες) κι έχω
και τα μουλάρια που το κουβαλάνε. Τι μου μένει εμένα; Ο κόπος!

Να ‘τανε τρόπος κουμπάρε, του είπε εκείνος, μισό αστεία, μισό


ειρωνικά(γιατί τον είδε πως τον είχε πιάσει η ρακή και το σήκωνε)·
να ‘χει κανείς εργάτες και να μην τους πληρώνει. Θα ‘ταν ωραία, ε;

Ωραία; έκανε. Άκου τι λέει! Και βέβαια θα ‘ταν ωραία. Τότε θ’ άξιζε
τον κόπο να φτιάχνει κανείς κάρβουνο.

Ε, μα δε γίνεται! έκανε αυτός και γέλασε.

Δε γίνεται βέβαια, είπε ο καμινιέρης πολύ σοβαρά. Οι άνθρωποι τα


θέλουν όλα δικά τους. Μια μέρα να μην τους πληρώσω, φεύγουν
και μ’ αφήνουν. Άμα πληρώνεις όμως κουμπάρε εργάτες, το ‘χασες
το παιχνίδι! Σ’ το λέω εγώ, που το ξέρω καλά. Να υπήρχε τρόπος, να
‘χει κανείς ένα τσεκούρι να κόβει χωρίς χέρια · αυτό είναι το μεγάλο
μου όνειρο!

230
Είναι στουπί στο μεθύσι, σκέφτηκε ο Σπυρίδος. Όχι: τον έχει πιάσει
λίγο, που νόμιζα.

Κι εγώ θα ‘θέλα να ‘χω φτερά, ν’ ανεβοκατεβαίνω το βουνό! του


απάντησε και γέλασε, καί αυτός καί οι εργάτες που κάθονταν δίπλα.

Πάντως, το δάσος το βλέπω και αραιώνει, του είπε μετά. Όπου να


‘ναι δε θα βρίσκετε να κόβετε.

Όταν πρωτανέβηκα εδώ, είπε αυτός, ήτανε το διπλάσιο. Τώρα


όμως, κόβουνε πολλοί · και δε φυτρώνουν και καινούργια δέντρα ·
τα τρώνε τα πρόβατα.

Ναι! Τα πρόβατα τους φταίνε τώρα! σκέφτηκε αυτός. Ό,τι και να


γίνει φταίνε τα πρόβατα!

Αν θα ‘ρχονταν αυτοί να κόψουν κοντά στο μιτάτο τους, θα τους


έδιωχνε χωρίς δεύτερη κουβέντα · αλλά τώρα εδώ, δεν είχε καμία
δουλειά. Και το ό,τι κάθισε τόση ώρα μαζί τους ήτανε λάθος.
Σηκώθηκε, τους χαιρέτησε και συνέχισε. Δεν τον ρώτησαν ούτε
ποιος είναι ούτε πού πήγαινε, για να χρειαστεί να φτιάξει κάποιο
παραμύθι. Σίγουρα θα νόμισαν πως είναι βοσκός από κάπου εκεί
κοντά και κρατούσε το τουφέκι για να φυλάγει το κοπάδι του.

Προχώρησε, από ένα διπλανό μονοπάτι που θυμόταν πως δεν ήταν
πολυσύχναστο, αν κι είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως τα
πράγματα είχαν αλλάξει μετά από τόσα χρόνια και θα έπρεπε να
προσέχει διπλά, και να μη στηρίζεται τόσο στις αναμνήσεις του.
Ήξερε όμως σίγουρα (αυτό τουλάχιστον φρόντιζε να το μαθαίνει)
ότι σ’ αυτά τα μέρη δεν υπήρχαν Γερασημιώτες μόνιμοι, και πως η
μόνη περίπτωση να συναντήσει κανέναν ήταν αυτός να πήγαινε για
ζωοκλοπή. Και πάλι όμως, αν αυτός πήγαινε για ζωοκλοπή θα ήταν
μάλλον νέος και θα ήταν δύσκολο να ξέρει την υπόθεση και να τον
αναγνωρίσει. Έτσι, συνέχισε περίπου στην ίδια στην πορεία που
είχε σχεδιάσει.

Το δάσος είχε πραγματικά αραιώσει πολύ από τον καιρό που το


θυμόταν. Πάντου υπήρχαν κομμένες ρίζες και η άκρη του είχε
μετατοπιστεί ανατολικά. Πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι περίμενε

231
βρέθηκε σε μέρος σπανό με χαμόκλαδα – όπου έβλεπες άνθρωπο
χίλια μέτρα μακριά.

Χωρίς φωτιά δεν υπάρχει ζωή, σκέφτηκε μόλις βρέθηκε εκεί. Και η
φωτιά θέλει ξύλα. Βρες μου εσύ τη λύση για να μην κόβουν τα
δέντρα. Και οι άνθρωποι όλο και πληθαίνουν. Στο τέλος, θα το
πάθουν σαν το κοπάδι τα πρόβατα, που μεγαλώνει και μεγαλώνει,
και τρώει όλα τα χόρτα και τα κλαδιά και δεν ξαναφυτρώνουν και
ψοφάει! Δες σε πόση ώρα βρέθηκα στη σπανάδα και φαίνομαι από
παντού! έσκουξε θυμωμένος.

Φοβόταν τώρα, ότι και Γερασημιώτες να μη συναντούσε, θα τον


έβλεπε κάποιος άλλος βοσκός να περνάει έτσι με το τουφέκι, θα τον
περνούσε για κλέφτη και θα είχε άλλα προβλήματα. Γιατί, με την
απαγόρευση, δεν ήξερε και κανένα σε αυτά τα μέρη.

Καλύτερα να κρύβομαι μέχρι να περάσω από ‘δω, σκέφτηκε.

Χαμήλωσε λίγο και πήγαινε από τις άκρες, όπου ένιωθε πως ήταν
περισσότερο δυσδιάκριτος. Από την άλλη όμως, σκεφτόταν, με
αυτό τον τρόπο, το μουλωχτό, που πήγαινε, αν τελικά τον έβλεπε
κάποιος δε θα πίστευε με τίποτα πως δεν είχε κακό σκοπό.

Αν συναντήσεις κανένα, άντε μετά να του εξηγήσεις ποιος είσαι και


πού πας και πως δεν είσαι κλέφτης, έλεγε, και παρακαλούσε να
νυχτώσει γρήγορα. Ήταν όμως Ιούλης και θ’ αργούσε ακόμα.

Σύντομα, είδε δεξιά του το πρώτο κοπάδι πρόβατα, μεγάλο, με


πολλά κουδούνια, χωρίς βοσκό να το ακολουθεί.

Ή στ’ αλήθεια δεν τα φυλάει κανείς, σκέφτηκε, ή αυτός που τα


φυλάει μ’ είδε και κρύφτηκε για να με δοκιμάσει.

Γρηγόρεψε κι άλλο το βήμα του και ξεμάκρυνε από το κοπάδι, για


να μην αφήσει καμία υπόνοια αν κάποιος τον παρακολουθούσε.
Δεν του άρεσε όμως καθόλου αυτή η συνάντηση, γιατί αν
πραγματικά υπήρχε κάποιος κρυμμένος, θα μπορούσε να
ειδοποιήσει ότι ένας ξένος με τουφέκι πηγαίνει δυτικά και να τον
μπλοκάρουν στα περάσματα. Έκανε βλακεία που πήρε μαζί του
τουφέκι, κατάλαβε τώρα. Έπρεπε να πάρει μόνο ένα πιστόλι και να

232
το κρύψει στη ζώνη του. Όμως το πιστόλι δε θα τον προστάτευε το
ίδιο καλά.

Όχι, σκέφτηκε. Δε γίνεται να περάσω από ‘δω μέρα, έτσι όπως έχει
γίνει το μέρος, ούτε να περάσω από τα περάσματα · θα με δουν
οπωσδήποτε. Πρέπει να περιμένω να σκοτεινιάσει. Καλύτερα να
φτάσω αργά παρά να μη φτάσω ποτέ.

Το μεγαλύτερο πρόβλημά του ήταν πως δεν ήξερε εκεί καθόλου


τους ανθρώπους, όπως τους ήξερε στ’ ανατολικά. Θα μπορούσε, για
παράδειγμα, κάποιος που συναντούσε να είχε σχέσεις με
Γερασημιώτες - να ήταν γαμπρός ή συμπέθερός τους – να θυμόταν
την υπόθεση και να τους ειδοποιούσε κι εκείνος να μην έχει ιδέα.

Φαντάσου να με σκοτώσουνε και να βρούνε το γράμμα… σκέφτηκε,


κάπως σαρκαστικά. Θα χαλάσει τότε το Γερασήμι μ’ αυτά που ‘χει
μέσα!

Όσο περνούσε η ώρα, είχε αρχίσει να υποψιάζεται τι περίπου


περιείχε το γράμμα του Παχιαδογιώργη. Θα έπρεπε να το είχε
καταλάβει και από την πρώτη στιγμή, αλλά τότε, δεν είχε καθαρό
νου, όπως του είπε έτσι απότομα ότι θα το πήγαινε αυτός.

Βρήκε ένα «χοντράδι», ψηλό βραχώδες μέρος με χαμόκλαδα,


ιδανικό. Δεν περνούσε από εκεί μονοπάτι. Θα μπορούσε να βλέπει
χωρίς να τον βλέπουν. Ανέβηκε, κρύφτηκε μέσα και περίμενε να
νυχτώσει.

233
Μέσα στο χοντράδι δεν ήταν άσχημα. Βρήκε ένα μέρος, κάθισε
άνετα, ακούμπησε πίσω την πλάτη του και πρόσεχε όλο το μονοπάτι
κάτω. Αποκλείεται να περνούσε κανείς και να μην τον έβλεπε ώρα
πριν, και πίσω του οι βράχοι ήταν δύσκολοι και πολλοί - για να του
έρθει κανείς από εκεί. Ένιωθε μεγάλη ασφάλεια · σα να ‘χε κλειστεί
μέσα σ’ ένα κάστρο.

Χίλιες φορές καλύτερα εδώ, σκεφτόταν. Δε θα περνούσα με τίποτα


μέρα. Ούτε δυο ώρες δε θα χάσω και θα περάσω ύστερα εύκολα
στο σκοτάδι. Όταν δεν οδηγείς ζώα, να ‘χουν κουδούνια, κι είσαι
μόνο ένας, δε γίνεται να σε δούνε – πρέπει να ‘σαι πολύ ατζαμής.

Έστριψε ένα τσιγάρο, διπλό, το άναψε και φυσούσε τον καπνό κάθε
φορά πάνω στο βράχο για να μην απλώνεται και φαίνεται - αν και
αυτό ήταν σίγουρα υπερβολική προφύλαξη, γιατί δε θα μπορούσε
ο καπνός να φαίνεται περισσότερο από δέκα μέτρα κι εκείνος
πρόσεχε μπροστά του χίλια. Αλλά όταν μάλλον αισθάνεται κανείς
ασφαλής είναι που παίρνει με άνεση όλες τις προφυλάξεις, κι όταν
αισθάνεται ανασφάλεια είναι που κάνει το μεγάλο λάθος.

Αυτό το μέρος μοιάζει ολόγυμνο, σκεφτόταν όπως κοίταζε πέρα


δυτικά το μέρος που σκόπευε να περάσει. Όλα φαίνονται από
παντού.

Είχε βέβαια πια μακρύνει από το κοπάδι που συνάντησε και


μεσολαβούσε κορυφή, όμως, ήξερε ότι μπροστά υπήρχε κοιλάδα -
μεγάλη με πήγες - κι εκεί αποκλείεται να μην υπήρχαν άλλα κοπάδια
και βοσκοί - και δεν υπήρχε και τρόπος να την παρακάμψει (ή, θα
μπορούσε να την παρακάμψει αν είχε χρόνο κι ήτανε νεότερος,
αλλά δεν είχε ούτε το ένα ούτε το άλλο).

Το μονοπάτι για την κοιλάδα περνούσε διακόσια μέτρα κάτω από


το χοντράδι. Την εποχή που το θυμόταν το σκέπαζαν δέντρα· τώρα
όμως, δεν είχαν αφήσει ούτε ένα και μπορούσε να το παρακολουθεί
διαρκώς.

Όλο και κάποιος θα περάσει τέτοια ώρα, σκέφτοταν. Και καλύτερα


να περάσει. Όσοι φεύγουν προς τα πίσω σημαίνει λιγότεροι
μπροστά.

234
Το μόνο όμως που πέρασε ήταν ένας λαγός – γεμάτος άγχος, με
σηκωμένα ολόρθα τ’ αυτιά, γρήγορα-γρήγορα για την απέναντι
πλευρά. Έμοιαζε σα μια μικρή πέτρα που έτρεχε, όπως είχε σχεδόν
το ίδιο χρώμα με τις πέτρες.

Αν ήμουνα κυνηγός θα ‘τανε τελειωμένος, σκέφτηκε. Νομίζει πως


δεν τον βλέπει κανείς, κι όμως, τον βλέπω πεντακάθαρα. Είναι
τυχερός.

Έτσι μπορεί να το πάθω κι εγώ! είπε τότε και μαζεύτηκε καλύτερα,


φοβισμένος, μέσα στα βράχια. Άμα δεν έχεις τύχη, δε μπορείς να
πας πουθενά. Τι πράγμα είναι μ’ αυτούς τους λαγούς! Όλα τους
κυνηγάνε. Μ’ αν είναι γεράκια, μ’ αν είναι ζουρίδες, αν είναι
άνθρωποι – κι αυτοί δεν πειράζουν ούτε κουνούπι. Είναι το πιο
δυστυχισμένο ζώο!

Έτσι όπως είχε προχωρήσει τώρα δυτικά κι είχε ξαναγίνει


κυνηγημένος, είχε αρχίσει να συμπονά όλους τους κυνηγημένους
του κόσμου.

Ο λαγός πέρασε το μονοπάτι και χάθηκε ασφαλής στην απέναντι


πλευρά. Τον είδε να το κάνει με ανακούφιση.

Δεν πρέπει να βγαίνει τη μέρα, σκέφτηκε. Οι λαγοί που βγαίνουν τη


μέρα πιάνονται πρώτοι. Αν θα μπορούσε, θα του το έλεγε.

Το τσιγάρο τελείωσε · το έσβησε κι έριξε ό,τι απέμεινε στην


καπνοσακούλα. Κάτω η πλαγιά δρόσιζε, το χοντράδι σκίαζε και ο
ήλιος δε θ’ αργούσε να κρυφτεί πίσω από τις μεγάλες κορυφές.
Τώρα θα έπρεπε να επιστρέφουν οι άνθρωποι από την κοιλάδα,
όσοι υπήρχαν εκεί και δε θα έμεναν και τη νύχτα.

Πραγματικά, σε λίγη ώρα στην άκρη του μονοπατιού ξεπρόβαλαν


τρεις μικρές μαύρες κουκίδες που μεγάλωναν. Τις είδε αμέσως και
προσηλώθηκε πάνω τους. Σύντομα, έγιναν δύο άνθρωποι κι ένα
γαϊδούρι που βάδιζαν στη σειρά. Ένας άντρας, μια γυναίκα και το
γαϊδούρι φορτωμένο ξύλα. Διέκρινε καλά τις σιλουέτες τους. Ο
άντρας πήγαινε πρώτος, η γυναίκα πίσω του. Περπατούσαν αργά,
τελετουργικά.

235
Σα να ‘ναι ο Φακίστρας με τη γυναίκα του! σκέφτηκε ξαφνικά όπως
τους κοίταζε και τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Αν αυτοί είναι ο
Φακίστρας με τη γυναίκα του, πάει τελείωσα, είναι το σημάδι μου!

Άνοιξε τα μάτια του όσο γινόταν και παραλίγο να κρεμαστεί από το


βράχο για να δει καλύτερα.

Όχι, όχι, έλεγε, όπως τους έβλεπε καλύτερα. Δε μπορεί να ‘ναι


αυτοί. Ο Φακίστρας και η γυναίκα του έχουνε πεθάνει. Με γέλασε
η απόσταση. Να! Να! Ο Φακίστρας δεν περπατούσε έτσι, ήτανε πιο
στητός!

Δε μπορούσε βέβαια να διακρίνει, και για να βεβαιωθεί έπρεπε να


σταθεί μπροστά τους, όμως, θέλοντας και μη, καθησύχασε τον
εαυτό του ότι δεν ήταν αυτοί, ότι δεν ήταν το σημάδι του κι ότι θα
συνέχιζε χωρίς φόβο, ό,τι άλλο κι αν συναντούσε. Για το μόνο
βέβαια πράγμα που δε θα μπορούσε ποτέ να πείσει τον εαυτό του
ήταν το ότι δεν υπήρχαν καθόλου σημάδια, αλλά τελικά, ότι αυτοί
δεν ήταν ο Φακίστρας και η γυναίκα του το πίστεψε και το
καρδιώθηκε.

Φαντάχτηκα, είπε. Κάθισα εδώ και φοβήθηκα. Όταν κάθεσαι σε


τρώνε οι σκέψεις. Γύρισε από την άλλη και τους κοίταζε μόνο με την
άκρη του ματιού του μέχρι να περάσουν και να εξαφανιστούν
εντελώς.

Εκείνος ο «Φακίστρας» ήταν γείτονάς τους στο χωριό κι είχε


πεθάνει στη μεγάλη γρίπη – πριν δεκαοχτώ Καθαρούς. Αυτός, η
γυναίκα του και οι εφτά κόρες τους – όλες όμορφες, και οι εφτά. Ο
Σπυρίδος ήτανε τότε μικρό παιδί και τον είχαν οι κόρες του στη
γειτονιά σαν παιχνίδι · κι έτυχε αυτός ν’ ανοίξει πρώτος την πόρτα
του σπιτιού τους (μπροστά από τη μάνα του, που τον κυνηγούσε να
μην την ανοίξει γιατί θα πεθάνει). Ήταν όλοι ξαπλωμένοι κατάχαμα,
σκεπασμένοι με βελέντζες - ο Φακίστρας μόνο βρισκόταν
καθισμένος, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο του τζακιού και
το χείλια σφιγμένα, κατάμπλαβα. Είχαν αρρωστήσει από μέρες,
αλλά κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει, γιατί οι άνθρωποι
κολλούσαν και πέθαιναν τότε σαν τις μύγες.

236
Ο Σπυρίδος, είχε πάει σε πόλεμο, είχε δει και πολλά άσχημα στο
βουνό, όμως το χειρότερο που είδε στη ζωή του ήταν εκείνη η γρίπη.

Την έφερε στο χωριό ένας πραματευτής από τα δυτικά που


πουλούσε κλωστές. Όσες γυναίκες αγόρασαν κλωστές πέθαναν
πρώτες. Κι ήτανε Φλεβάρης κι είχε ρίξει χιόνι στο βουνό και δε
μπορούσαν ν’ ανέβουν για να γλιτώσουν. Και κλείστηκαν όλοι στα
σπίτια τους και κανένας δεν έβγαινε, και μόνο ο Βίκος, ο τρελός,
πηγαινοερχόταν στο χωριό και σταματούσε έξω από τις πόρτες και
φώναζε, σαν τελάλης: Ο τάδε αρρώστησε! Η τάδε πέθανε! Κι
έκλαιγε η μάνα του όταν τον άκουγε, κι άναβε θυμάρι και
φασκομηλιά και κάπνιζε το σπίτι.

Και οι χωριανοί, που πάντα βοηθούσαν ο ένας τον άλλο, έγιναν το


αντίθετο. Γι’ αυτό του φάνηκε του Σπυρίδο η γρίπη χειρότερη από
τον πόλεμο κι από το βουνό. Γιατί στον πόλεμο και στο βουνό,
υπήρχε κακό, υπήρχαν όμως και ομάδες και αλληλοβοήθεια. Στη
γρίπη, άφηνε η μάνα το παιδί κι έφευγε. Ήταν ο καθένας για τον
εαυτό του. Δεν πήγαινε αδερφός να δει αδερφό για να μην κολλήσει
και πέθαιναν οι άνθρωποι ολομόναχοι.

Όχι όμως όλοι. Οι πιο φιλότιμοι χωριανοί χάθηκαν τότε, από την
αρχή, επειδή το θεωρούσαν υποχρέωσή τους να βοηθήσουν τους
φίλους και τους συγγενείς και κολλούσαν · κι έμειναν: «Όλα τα
καθάρματα», όπως είπε μετά ο Παχιαδογιώργης - όταν ανέβηκε από
το χειμαδιό την άνοιξη και αντίκρυσε την καταστροφή (γιατί έλειπε
στο χειμαδιό και δε βρέθηκε εκεί).

Ο πατέρας ενός φίλου του, άφησε οικογένεια και παιδιά και


κλείστηκε μ’ ένα τουφέκι στο μύλο(ήτανε μυλωνάς), και δεν άφηνε
κανένα να πλησιάσει να πάρει αλεύρι - κι έμεινε εκεί μέσα ένα
μήνα. Μια γυναίκα πάλι, την ώρα που έβηξε – γιατί με βήχα
ξεκινούσε – έτρεξε κι έπεσε μόνη της σ’ ένα πηγάδι και πνίγηκε, κι
ούτε καν προσπάθησε ύστερα κανείς να τραβήξει το σώμα της. Για
μερικές μέρες πίστευαν όλοι πως έφτασε η συντέλεια του κόσμου,
αλλά ούτε ο παπάς πήγαινε στην εκκλησία να λειτουργήσει.

Πέρασε το Μάρτη, αφού θέρισε το μισό χωριό. Εκείνο το καλοκαίρι


πρωτοπήγε ο Σπυρίδος στα πρόβατα, γιατί δεν υπήρχαν χέρια. Ήταν

237
ο χειρότερος Καθαρός που έγινε ποτέ, είπανε μετά, επειδή αυτός
σκότωσε τους φιλότιμους. Από τότε πήρε το χωριό τους την κάτω
βόλτα κι ανέβηκε το Γερασήμι - που δεν το έπιασε η αρρώστια,
έλεγαν πάλι, γιατί είχε μαζί του το διάβολο.

Πού τα θυμήθηκα όλα αυτά; σκέφτηκε τώρα μέσα στο χοντράδι.


Είναι ώρα για τέτοια; Πρέπει να σηκωθώ και να ξεκινήσω. Όσο
κάθομαι εδώ, θα θυμάμαι τέτοια και θα μου κόβεται η δύναμη.

Δεν είχε όμως σκοτεινιάσει αρκετά και θα γυρνούσαν κι άλλοι από


την κοιλάδα. Έπρεπε να περιμένει.

Έγειρε πάλι πίσω κι έφτιαξε άλλο ένα τσιγάρο, διπλό κι αυτό. Δεν
έφτιαχνε συνήθως διπλά τσιγάρα, αλλά τώρα, μπορεί να ‘τανε τα
τελευταία του και δεν είχε νόημα να λυπάται τον καπνό. Το άναψε
κι έγινε το στόμα του πικρό, σα να ‘χε μασήσει πικροδάφνη.

Πέρασε ώρα κι είχε σβήσει το τσιγάρο, όταν άκουσε από κάτω του
μια πέτρα να πέφτει · πέτρα, όπως θα ξεκολλούσε αν την πατούσε
άνθρωπος – μπορεί και αίγα, σκέφτηκε. Έμεινε ακίνητος και
περίμενε.

Δεν ήταν όμως, δυστυχώς, αίγα. Σε λίγο άκουσε, καθαρά, βήματα


ανθρώπου να πλησιάζουν.

Πού στο διάολο το βρήκα αυτό το μέρος! έβρισε μέσα του. Δε


μπορούσα να βρω χειρότερο; Από πού ήρθε και δεν τον είδα;

Άγγιξε το τουφέκι, έβγαλε αθόρυβα την ασφάλεια και χώθηκε όσο


γινόταν πιο μέσα στη σκιά του βράχου. Δεν κουνούσε ούτε τα μάτια
του.

Τα βήματα πλησίασαν και ξαφνικά, στα δέκα μέτρα δίπλα του,


εμφανίστηκε ένας άντρας γύρω στα σαράντα. Κόντος αδύνατος-
έμοιαζε ευέλικτος. Κρατούσε μια βούργια στο ένα χέρι και μια
βέργα στο άλλο. Κοίταζε ερευνητικά προς την άλλη πλευρά.

Δε θα με δει! Έχει αλλού το νου του! κατάλαβε αστραπιαία κι


αναθάρρησε. Αν δεν κουνηθώ, ή δε μου ξεφύγει κανένας βήχας, θα
περάσει.

238
Πραγματικά, πέρασε και γύρισε πίσω από το βράχο και δεν τον
είδε.

Δε θα φύγει όμως, κατάλαβε πάλι. Δεν πάει πουθενά από ‘δω. Κάτι
θέλει να κάνει. Τώρα… τα πιάσαμε τα λεφτά μας… .

Δε μπορούσε να κουνηθεί – γιατί για να βγει από τους χοντράδι


έπρεπε να περάσει από μπροστά του. Αν πάλι, έκανε να φύγει από
την αντίθετη πλευρά, ήταν κακοτράχαλη και θα γκρεμοτσακιζόταν -
ακόμα και μέρα, όχι τώρα στο μισοσκόταδο. Δεν είχε τίποτα άλλο
παρά να περιμένει.

Το ωραίο είναι, σκέφτηκε, να θέλει να περάσει εδώ τη νύχτα! Δε


μοιάζει όμως για κλέφτης, ούτε να ‘ρχεται από μακριά.

«Παφ!» άκουσε τότε μια πέτρα να πέφτει πάνω σε άλλη, και


κατάλαβε.

Είναι «ζουριδολόγος»! Ε βέβαια! Μόνο τέτοιος θα ‘μπαινε εδώ


μέσα τέτοια ώρα.

Έστηνε παγίδες για ζουρίδες. Αυτό σήμαινε ότι θα έφευγε πριν


νυχτώσει, σήμαινε όμως κιόλας ότι θα μπορούσε να ερευνήσει το
μέρος όπως κανένας άλλος.

Από ατυχία σε ατυχία πάω, σκέφτηκε. Τουλάχιστον, δεν είναι


Γερασημιώτης.

Κανένας Γερασημιώτης δε θα κυνηγούσε ζουρίδες τόσο μακριά από


το Γερασήμι, γιατί θα έπρεπε να μείνει εκεί για μέρες. Ύστερα, αυτοί
δεν ασχολούνταν με τίποτα άλλο εκτός τα πρόβατα και τις αίγες.

Περίμενε να στήσει την πρώτη παγίδα και να δει πού θα έστηνε τη


δεύτερη – ή, έλπιζε να μη στήσει δεύτερη. Ήταν όμως, μάλλον
φαντασμένος ζουριδολόγος. Σε μια στιγμή, άρχισε να μιλάει μόνος
του και τον άκουγε πίσω από το βράχο πεντακάθαρα.

«Έλα συ μικιό μου, έλα συ πουλί μου, έλα συ ζουριδάκι μου» έλεγε,
απευθυνόμενος στη ζουρίδα που θα την υπολόγιζε κρυμμένη στους
βράχους, σα να νανούριζε μωρό: Έλα να φας το κρεατάκι, να πέσει
το ξυλάκι, να πέσει το πλακάκι, να σε πιάσω, να χτίσω ένα σπιτάκι!

239
Άκου τι λέει! σκέφτηκε. Να χτίσει σπιτάκι! Τι βλάκας!

Σαράντα δραχμές, βέβαια, έκανε τότε ολόκληρο το πρόβατο και η


γούνα της ζουρίδας πάνω από διακόσιες, όμως, ο καλύτερος
ζουριδολόγος έπιανε τρεις το χρόνο γιατί είχαν εξαφανιστεί. Πώς
θα έχτιζε αυτός σπίτι;

«Έλα συ μικιό μου, έλα συ πουλί μου, έλα συ ζουριδάκι μου…»


ξανάρχισε να λέει χωρίς ν’ αλλάζει λέξη, αλλά τώρα σα να έψελνε.

Α! κατάλαβε. Το κάνει για γούρι. Ναι! Περίμενε ‘συ πως θα ‘ρθει η


ζουρίδα να πέσει επειδή τραγούδησες ωραία, βλάκα.

Μετά έπιασε άλλο τροπάρι, πεζό. Καλή μου ζουρίδα, έλεγε. Έλα σε
παρακαλώ να σε πιάσει η παγίδα, να με βοηθήσεις, να πάρω ένα
ζευγάρι στιβάνια. Δε με λυπάσαι που πάω με τρυπημένα στιβάνια;

Αυτόν, αν τον πετύχαινε ο Παχιαδογιώργης στα νιάτα του και να


‘χει αποστολή σαν τη δική μου, θα τον έσφαζε ήσυχα – ήσυχα και
θα τον έχωνε μέσα στους βράχους, να τον βρούνε μετά από κανένα
μήνα, σκέφτηκε, και πρόσεξε κιόλας ένα κατάλληλο μέρος λίγο πιο
πέρα.

Μα δε με λυπάσαι, που πάω με τρυπημένα στιβάνια και δεν έχω


σπίτι; συνέχισε να λέει. Από σένα περιμένω κι εγώ. Από ποιο να
περιμένω; Καλή μου ζουρίδα… .

Οι άνθρωποι τα θέλουν όλα δικά τους, σκεφτόταν αυτός


θυμωμένα όπως τον άκουγε. Νομίζουν ο κόσμος φτιάχτηκε μόνο για
κείνους. Άκου τι κάθεται και λέει στη ζουρίδα! Δε φτάνει που τις
εξαφανίσανε από το βουνό, τις κοροϊδεύουνε κιόλας από πάνω!
Πού να το περιμένανε κι αυτές; Εκεί που κυνηγούσανε τους λαγούς,
έγιναν χειρότερες.

Ούτε τους ζουριδολόγους συμπαθούσε ο Σπυρίδος, γιατί


ανακάτευαν συνέχεια τα δύσβατα και τ’ απρόσιτα και δύο-τρεις
φόρες στη ζωή του είχαν ανακαλύψει κλεμμένα ζώα εκεί που τα είχε
κρύψει. Και τώρα κιόλας, που ήτανε κυνηγημένος, τάχθηκε
αναφανδόν με τη ζουρίδα.

240
Δεν υπάρχει πιο βλαπτικό ζώο(«χερότερο έχνος» σκέφτηκε) από
τον άνθρωπο. Αν καμιά φορά ξεκληριστεί όλα τ’ άλλα θα
χοροπηδήσουν από τη χαρά τους. Φτιάχνει τα πάντα όπως τα θέλει.
Αυτός τώρα, πιστεύει στ’ αλήθεια πως η ζουρίδα πρέπει να τον
λυπηθεί και να πάει να πέσει στην παγίδα, κι ότι αυτό είναι το δίκιο.
Όταν τη βγάλει ζουλιγμένη από την πέτρα θα τη φιλήσει!

Ήταν σίγουρος γι’ αυτό · είχε δει ζουριδολόγους να το κάνουν.

«Τρρρ» άκουσε μετά, σημάδι ότι σήκωσε την πάνω πέτρα της
παγίδας και τελείωσε. Τώρα περίμενε ότι θα γυρνούσε από τη δική
του πλευρά να στήσει δεύτερη κι ετοιμάστηκε και, ξαφνικά, άκουσε
την καρδιά του χτυπάει δυνατά – τόσο, που κόντευε να βγει έξω.

Άκου να φοβάμαι ένα βλάκα ζουριδολόγο! έκανε μέσα του


ντροπιασμένος. Μωρέ ας έρθει κατά ‘δω, και θα δεις τι θα γίνει!

Είχε σκοπό να του πει (μπλόφα), αν τον έβλεπε: Ξέρω ποιος είσαι
και πού μένεις. Κανόνισε να πεις σε κανένα ότι μ’ είδες εδώ, και θα
γυρίσω να σε σκοτώσω! Αν και κανονικά, αυτός χρειαζόταν ένα
Παχιαδογιώργη – για να ησυχάσουν και οι ζουρίδες.

Έμεινε ακίνητος στη θέση του και περίμενε, όμως, απρόσμενα,


άκουσε τα βήματά του να απομακρύνονται.

Φεύγει; σκέφτηκε και σύρθηκε γρήγορα μέχρι την άκρη του βράχου
για να βεβαιωθεί.

Τον είδε να κατεβαίνει και να μπαίνει στο μονοπάτι, προς την


αντίθετη κατεύθυνση της κοιλάδας.

Γύρισε αμέσως πίσω και πήγε να του χαλάσει την παγίδα, όμως,
λίγο πριν το κάνει, το μετάνιωσε. Καλύτερα να τη χαλάσω όταν θα
φεύγω, είπε. Ύστερα, η ζουρίδα δε θα ‘βγαινε έξω όσο τον μύριζε
εκεί κοντά. Κάθισε τώρα λίγο πιο μπροστά από το σημείο που
καθόταν πριν και πρόσεχε καλύτερα το μονοπάτι κάτω, αλλά αυτό
ήταν μάλλον πια υπερβολική προφύλαξη.

Όταν έπρεπε να προσέχω δεν πρόσεχα, κι ήρθε αυτός και δεν τον
είδα, σκέφτηκε. Τώρα, αφού έστησε την παγίδα κι έφυγε, σημαίνει
πως δεν υπάρχει περίπτωση ν’ ανέβει άλλος άνθρωπος εδώ – γιατί

241
αυτοί οι ζουριδολόγοι ξέρουν τι κάνουν. Δεν υπάρχει φόβος μέχρι
να σκοτεινιάσει.

Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να προσέχει το μονοπάτι. Σε λίγο όμως,


ένιωσε τα βλέφαρά του να βαραίνουν και τον έπιασε νυστάγρα -
αναμενόμενη, αφού τώρα είχε ηρεμήσει κι όλη τη μέρα
περπατούσε, και, χωρίς να το καταλάβει, εντελώς ανεύθυνα,
ακούμπησε στο τουφέκι και αποκοιμήθηκε.

Άρχισε να βλέπει να βλέπει ένα περίεργο όνειρο.

Στην αρχή είδε το Βίκο στους δρόμους του χωριού τους, αλλά οι
δρόμοι του χωριού τους ήτανε μεγάλοι, σαν κάμπος, και ο Βίκος
κρατούσε τουφέκι. Μια τουφέκι νόμιζε πως κρατούσε - μια
σκουπόξυλο. Ύστερα, είδε ένα μουλάρι με δύο κοφίνια κρεμασμένα
στο σαμάρι του, ένα σε κάθε πλευρά, και μια πεπόνια νόμιζε πως
είχαν μέσα - μια κομμένα κεφάλια, και τρόμαξε. Ύστερα είδε ένα
άλλο χωριό, και νόμιζε πως ήταν το Γερασήμι, αλλά το Γερασήμι δεν
ήτανε τόσο μικρό κι είχε μπερδευτεί. Μετά είδε ένα πρόβατο να
καβαλάει το μουλάρι, χωρίς τα κοφίνια, κι αυτό το πρόβατο ήταν
ένα από τα κλεμμένα, το κοντύτερο – το αναγνώρισε.

Κι ύστερα το πρόβατο ξεπέζεψε από το μουλάρι, κι έγινε άνθρωπος


κι άρχισε να του μιλάει. Και πότε νόμιζε πως του μιλούσε ο
Παχιαδογιώργης, πότε η γριά Ακνίδενα από τα οροπέδια – που
νόμιζε πως είχε πεθάνει και ξαφνιάστηκε.

«Εις τη μεγάλη κορφή», του έλεγε, «έναι μια ν-τρύπα κ’ έχει μέσα
τυρί. Και το τυρί το τρώνε οι ποντικοί, και τσι ποντικούς τσι τρώνε
οι κάτες, και τσι κάτες τσι τρώνε οι σκύλοι, και τσι σκύλους τσι
δένουνε στς αλυσίδες, κι όλα γίνουνται χώμα· εσύ ποιος είσαι;».

Κι αυτός άκουγε, και σκεφτόταν πως δε μπορεί να υπάρχει στην


κορυφή του βουνού τρύπα και να ‘χει μέσα τυρί, αφού στην κορυφή
του βουνού δεν αρμέγουν πρόβατα. Και δεν υπάρχουν ποντικοί, και
δεν υπάρχουν και γάτες, και δε μπορείς να βρεις και μέρος να δέσεις
αλυσίδα. Και στριφογύριζε στον ύπνο του, και προσπαθούσε μ’ όλη
τη δύναμή του ν’ απαντήσει, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε.

242
Και τότε είδε ένα ηλιοβασίλεμα, και δύο μαυροντυμένες γυναίκες
να βγαίνουν μέσα από έναν αφουφούλακα και να μαζεύουν ξερά
χόρτα για να τα βράσουν, και σκέφτηκε ότι δε μπορεί να θέλουν να
βράσουν τα ξερά χόρτα, αλλά δεν του φάνηκε παράξενο.

Κι ύστερα βρέθηκε μέσα σ’ ένα μιτάτο, πότε μαζί με άλλους - πότε


μόνος του, και μιλούσε κάποιος παχύς με χαμηλωμένο το
κεφαλομάντιλο κι έλεγε: «Από το Γερασήμι δε μπορείς να πας στο
γ-κάμπο. Ο κάμπος οφέτος έχει χολέρα και τ’ αμπέλια
εξεραθήκανε».

Κι είδε τότε πάνω του το μαύρο πρόβατο από τα κλεμμένα - εκείνο


με το κουδούνι - να τον σκεπάζει με το μαλλί του. Κι ακούμπησε το
ρουθούνι του στ’ αυτί του, τόσο που ένιωσε την ανάσα του να ‘χει
φάει πρασινάδα, και του είπε σιγανά: «Λάλιε…»(Προχώρα). Κι
αγαλλίασε μεμιάς μέσα στον ύπνο του, και χάιδευε το πρόβατο και
κοιμόταν και η καρδιά του χτυπούσε ήρεμη σαν μικρού παιδιού.

243
Όταν ξύπνησε είχε νυχτώσει εντελώς. Δε διέκρινες άνθρωπο στα
πέντε μέτρα κι ήτανε τρίτη της λίγωσης – δηλαδή το φεγγάρι θ’
αργούσε να ανατείλει. Αυτό το παράθυρο έπρεπε να το
εκμεταλλευτεί για να περάσει από την κοιλάδα. Ξεκίνησε αμέσως κι
είχε προχωρήσει σχεδόν ένα μίλι, όταν θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει
να χαλάσει την παγίδα του ζουριδολόγου.

Φτου! έκανε. Πάει η ζουρίδα.

Ένιωσε άσχημα, αλλά θα ήταν παράλογο να γυρίσει πίσω.

Η κακή μου ψυχή φταίει, σκέφτηκε. Δε θέλει να βοηθήσει κανένα.


Τόση ώρα έλεγα πριν φύγω να χαλάσω την παγίδα, και μόνο τώρα
το θυμήθηκα. Λες όμως, σκέφτηκε τότε, αντί τη ζουρίδα να
λυπήθηκε το ζουριδολόγο και να με κοίμισε; Αφού μ’ όποιον κι αν
πήγαινα θ’ άφηνα τον άλλο. Όχι, είπε πάλι· εγώ ήμουνα με τη
ζουρίδα. Η κακή μου ψυχή φταίει. Θέλει φαίνεται να χυθεί αίμα
απόψε. Καλύτερα να μην είναι το δικό μου.

Υπήρχε μια πίστη παλιά, θαμπή, πως πρέπει να χυθεί αίμα για να
γίνει κάτι ακατόρθωτο(Γιατί; κανένας δεν ήξερε – μπορεί επειδή
τίποτα δεν είναι δωρεάν).Του ήρθε τώρα στο νου.

Ίσως είναι καλό σημάδι, σκέφτηκε. Ίσως η ζουρίδα θέλει να πεθάνει


αντί για μένα. Ίσως τα καταφέρω.

Προχώρησε, όπως θυμόταν το μέρος, και σε λίγο βρέθηκε στην


αρχή της κοιλάδας. Ήτανε μεγάλη, μακρόστενη και μέσα σκοτείνιαζε
περισσότερο. Δεν ακουγόταν τίποτα · κοπάδια και βοσκοί
κοιμούνταν τέτοια ώρα. Έπρεπε να περάσει από το κανονικό
μονοπάτι, γιατί δεν ήξερε άλλο, και ξεκίνησε όσο πιο γρήγορα
μπορούσε. Μετά από μισή ώρα, έφτασε στην άλλη άκρη χωρίς να
συναντήσει κανένα.

Ωραία, σκέφτηκε. Πάει κι αυτό.

Δεν άκουσε ούτε κουδουνάκι στο δρόμο, δε διέκρινε ούτε καν


λύχνο σε μιτάτο, ούτε κουκουβάγια δεν έκρωξε για να τον

244
ξαφνιάσει. Από εκεί και πέρα, και μέχρι το πρωί, δε φοβόταν τους
ανθρώπους.

Άρχισε πάλι να ανεβαίνει. Αυτή τη φορά πήγαινε ίσια για τον


προορισμό του χωρίς άλλη παράκαμψη. Είχε όμως το δυσκολότερο
σημείο μπροστά του.

Η πορεία που είχε χαράξει απ’ όταν ξεκίνησε, ήταν ένα πλαγιαστό
Γ που κατέληγε στην «Αερή Μαδάρα» - μια έκταση μετά τα
οροπέδια και πριν το Γερασήμι. Χωρίς κανένα λόγο, είχε καρφωθεί
στο νου του ότι κάπου εκεί θα συναντούσε τον Αντρέα. Από την
πρώτη στιγμή που του μίλησε ο Παχιαδογιώργης για το γράμμα, δε
φαντάστηκε κανένα άλλο μέρος παρά μόνο την Αερή Μαδάρα.
Άλλωστε, ο Παχιαδογιώργης του είχε πει «να κλείσει τα μάτια» και
να τον βρει, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Δε θα μπορούσε
ρωτάει δεξιά και αριστερά στα μιτάτα αν τον είδανε.

Για ν’ ανέβει κάποιος από τα βόρεια στην Αερή Μαδάρα, υπήρχαν


δύο δρόμοι(στην πραγματικότητα ένας, γιατί κανένας δε
χρησιμοποιούσε τον άλλο). Ο συνηθισμένος ήταν ένα πέρασμα που
το έλεγαν «Βιτσιλιά» (δηλαδή αετοφωλιά) και θα ήταν σίγουρα
γεμάτο όλη τη νύχτα βοσκούς να φυλάγουν τα κοπάδια τους – και
μάλιστα, βοσκούς με σχέση με το Γερασήμι - και ο άλλος, ένα
φαράγγι, ο «Τρομιθόπορος» · φαράγγι όμως, στοιχειωμένο. Εκείνος
είχε αποφασίσει από την αρχή ότι θα περνούσε νύχτα το φαράγγι,
γιατί από πουθενά αλλού δεν υπήρχε πιθανότητα να περάσει
απαρατήρητος.

«Καλλιά τα στοιχειά ‘πο τσι Γερασημιώτες» είχε σκεφτεί. Αν και το


καλύτερο ήτανε: κανένα από τα δύο.

Σε ολόκληρο το βουνό, τέσσερις μόνο άνθρωποι δεν πίστευαν στα


στοιχειά: ο Παχιαδογιώργης, ο Βρούχος, ο Καμπέρης και η γυναίκα
του Καμπέρη (ο δάσκαλος ο Αγησίλαος και ο παπάς έλεγαν ότι δεν
υπήρχαν, όμως δεν περνούσαν ποτέ κάτω από την παλιά καμάρα
στην άκρη του χωριού που την είχαν για στοιχειωμένη). Και για τους
άλλους, ο Σπυρίδος δεν ήξερε αν είχανε δει ποτέ στοιχειό · για τον
Καμπέρη όμως, ήξερε καλά πως είχε δει με τα μάτια του και πάλι
δεν το πίστεψε.

245
Αυτό πάει να πει ψυχή! σκέφτηκε τώρα. Να βλέπεις το πράγμα και
να μην το πιστεύεις!

Εκείνος δεν είχε τέτοια ψυχή. Τα χρόνια πριν το φονικό, τον είχε
φέρει η ανάγκη να περάσει νύχτα τον Τρομιθόπορο και είδε. Μέσα
υπήρχαν νεράιδες. Έκανε το σταυρό του όμως, ότι όπως πέρασε
εκείνη τη φορά θα περνούσε και τώρα.

Δεν άλλαξα καθόλου από τότε, έλεγε. Χειρότερος είμαι. Γιατί ν’


ασχοληθούν οι νεράιδες μ’ ένα τσιράκι και μισό φονιά σαν εμένα;
Θα γελάσουν και δε θα μου δώσουν καμία σημασία.

Οι νεράιδες, άκουγε, κυνηγούσαν τους νέους, τους όμορφους, τους


ψυχωμένους, τους αγνούς, κι έσμιγαν μαζί τους και τους άφηναν
κουφούς για πάντα – όπως είχανε μέχρι τότε κουφούς στο βουνό
που οι πρόγονοί τους είχανε σμίξει κάποτε με νεράιδες. Εκείνον δεν
τον πείραξαν τότε που ήτανε νέος, θα τον πείραζαν τώρα; Μ’ αυτό
τον τρόπο προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στον εαυτό του.

Κι αν κουφαθώ, σκεφτόταν, χαλάλι. Και κουφός θα πάω το γράμμα.


Αν όμως πάθω κάτι άλλο και δε μπορώ να περπατήσω; σκέφτηκε
μετά. Αλλά και πώς θα πάω κουφός το γράμμα; Λίγο πιο πάνω θα
με πιάσουν, γιατί δε θ’ ακούω τίποτε… .

Σταμάτησε τότε και κάθισε σε μια πέτρα. Ήθελε ν’ ανάψει τσιγάρο,


αλλά δεν υπήρχε περίπτωση γιατί ήτανε νύχτα και θα φαινόταν
χίλια μέτρα μακριά. Έβαλε τον καπνό στο στόμα του και τον μάσησε,
κι έγινε πάλι σα να ‘χε μασήσει πικροδάφνη.

Προσπαθούσε να βρει άλλο τρόπο, αλλά ήξερε καλά πως άλλος


τρόπος δεν υπήρχε. Αν έκανε να περάσει από τη Βιτσιλιά, θα τον
έβλεπαν οπωσδήποτε – δε γινόταν να μην τον δουν - και θα τον
σταματούσαν. Για να μην τον σταματήσουν έπρεπε να τους ρίξει. Κι
αν τους έριχνε, θα του έριχναν κι αυτοί - κι αυτοί ήξεραν καλύτερα
το μέρος. Αν πάλι, σταματούσε και τους μιλούσε, θα τον άφηναν να
περάσει δε θα τον εμποδίζαν, όμως, το πρωί θα μάθαινε όλο το
Γερασήμι πως: Ο βοσκός του Παχιαδογιώργη, ο Σπυρίδος, «χάλασε
το σασμό» κι είχε το θράσος να έρθει μέχρι εδώ · και θ’ απλώνονταν
να τον κυνηγήσουν. Κι αυτή τη φορά δε θα γλίτωνε, γιατί

246
βρισκότανε μακριά από τα μέρη του και δεν ήταν το ίδιο γρήγορος
όσο παλιά. Και θα κινδύνευε και ο Αντρέας. Θα του έλεγαν: Τι
δουλειά έχει ο βοσκός σου δυτικά και πού είναι τα λόγια του πατέρα
σου; Και τότε σίγουρα τα δώδεκα πρόβατα θα εξαφανίζονταν για τα
καλά. Κι όχι μόνο αυτά, αλλά περισσότερα θα τους έκλεβαν οι
συγγενείς του σκοτωμένου επειδή χάλασαν το σασμό. Απ’ όποια
πλευρά λοιπόν κι αν το έβλεπε το πράγμα, δεν υπήρχε άλλος δρόμος
μόνο ο Τρομιθόπορος.

Θα περάσω! έκανε. Πήρε θάρρος και σηκώθηκε πάνω – αλλά


πάντως, με βαριά καρδιά.

Είναι δύο ειδών οι γενναίοι. Εκείνοι που όταν τους συμβεί κάτι
ξαφνικό το αντιμετωπίζουν με θάρρος, κι εκείνοι που βλέπουν ώρα
τον κίνδυνο να έρχεται και προχωρούν κατά πάνω του. Οι δεύτεροι
είναι ασφαλώς οι γενναιότεροι, ο Σπυρίδος όμως, καθόλου δεν
ένιωσε τότε ένας από αυτούς. Εκείνος ένιωσε μόνο να τον σπρώχνει
η ανάγκη. Δεν είχε επιλογή · ήταν σα να τον σήκωσε από το σβέρκο
ένα αόρατο χέρι και να τον άφησε μπροστά στον Τρομιθόπορο.

Όταν έφτασε απέξω το φεγγάρι είχε ανατείλει και φώτιζε ψηλά.


Έβλεπε σκιά στα πενήντα μέτρα. Οι πλαγιές είχαν πάρει χρώμα
θαμπό ασημένιο και οι βράχοι στον πόρο του φαραγγιού
στραφτάλιζαν βουβοί στο φεγγαρόφωτο. Δεν κουνούσε ούτε
φιλαράκι στα δέντρα · ούτε ίχνος ακουγόταν από τους
συνηθισμένους ήχους της νύχτας. Ποτέ στη ζωή του, του φάνηκε,
δεν είχε αντικρύσει τέτοια σιγή.

Ο Τρομιθόπορος δεν έμοιαζε με κανένα άλλο φαράγγι του βουνού.


Δεν ήταν άγριος – οι πλαγιές του κατέβαιναν απαλά και το ρυάκι
στη μέση ήτανε στεγνό και στρωμένο με άμμο. Ούτε ανηφορικός
πολύ ήταν – σε ανέβαζε στην Αερή Μαδάρα σα να περπατούσες
κάμπο. Δεν έβοσκαν ποτέ ζώα εκεί μέσα ούτε ξύλα έκοβαν κι ήταν
κατάφυτος απ’ όλες τις πλευρές - δέντρα παλιά. Μονοπάτι είχε το
στεγνό ρυάκι, το θυμόταν καλά.

Πήρε βαθιά ανάσα, έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε. Στο πρώτο
όμως βήμα παραπάτησε(πρώτη φόρα όλη μέρα), και στηρίχθηκε
στο τουφέκι για να μην πέσει, και χτύπησε το κοντάκι σε μια πέτρα

247
κι ο κρότος: «Ντουπ!», αντιλάλησε στις πλαγιές. Κι ένιωσε τότε
ολόγυμνος.

Όχι, όχι! φώναξε. Δεν υπάρχουνε σημάδια! κι έτρεξε γρήγορα να


μπει μέσα πριν το μετανιώσει.

Με μιαν ανάσα βρέθηκε τόσο βαθιά που δεν έβλεπε πια πίσω του
την αρχή · βρέθηκε βαθιά μέσα στο στεγνό ρυάκι. Το φως του
φεγγαριού έφτανε μέχρι εκεί και φώτιζε κάπως τη γκριζωπή άμμο
της κοίτης κι αυτό τον έκανε να πάρει κουράγιο. Τουλάχιστον δεν
είναι τελείως άλλος κόσμος…, σκέφτηκε.

Γύρω από την κοίτη τα δέντρα ήταν πυκνά – δε μπορούσε να δει


τίποτα ανάμεσά τους. Μεγάλοι ασφένταμοι και πρίνοι με πλατιά
φύλλα και πιο πέρα, πλατάνια. Ναι! Πλατάνια τόσο ψηλά! Τα
θυμόταν και από την άλλη φορά.

Περπατούσε με αργό βήμα κι έσφιγγε καλά το τουφέκι στο χέρι. Δεν


πίστευε ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει εκεί μέσα, όμως, ήταν το
μόνο πράγμα που είχε δικό του. Το ρυάκι μετά από λίγο έστριβε
δεξιά · το ακολούθησε προσεκτικά. Κάπου πιο πέρα, θυμόταν,
υπήρχε ένα μακρύ λιβάδι · εκείνο το μέρος φοβόταν περισσότερο.

Όταν έστριψε δεν έβλεπε πια τίποτα έξω από το φαράγγι, παρά
μόνο ένα κομμάτι νυχτερινό ουρανό πάνω του, όμως: λιβάδι δεν
υπήρχε εκεί.

Θα ‘ναι πιο πέρα, σκέφτηκε, ανακουφισμένος για μια στιγμή, και


συνέχισε.

Προσπαθούσε ν’ ακούσει κάτι, ένα θρόισμα, ένα νυχτοπούλι, κάτι


γνωστό · δεν άκουγε τίποτε. Όλα έμοιαζαν αλλόκοτα. Ακόμη και οι
πρίνοι που έβλεπε δεν έμοιαζαν κανονικοί πρίνοι · ήταν πιο
σκούροι, πιο φουντωτοί, οι κορμοί τους ίσιοι, χωρίς ρόζους και
κουφάλες.

Το ρυάκι έστριβε πάλι, τώρα αριστερά, και στένευε. Βρέθηκε μέσα


σε μια στενάδα που θα χωρούσε ίσα δυο ανθρώπους να
διασταυρωθούν και το κεφαλομάντιλό του άγγιζε στα κλαδιά των

248
δέντρων. Άνοιξε το βήμα του, μήπως και βγει γρήγορα έξω από εκεί,
όμως, στο τρίτο βήμα, άκουσε γέλια.

Κοκκάλωσε. Εδώ είναι…, κατάλαβε. Μπροστά μου… .

Έμεινε ακίνητος για μια στιγμή, όμως προχώρησε. Τώρα πια δεν
υπήρχε επιστροφή. Το γέλιο ακούστηκε μακρινό και μπορεί να μην
τον έβλεπαν.

Σε τριάντα ακόμη βήματα η στενάδα άνοιξε και βρέθηκε μπροστά


στο λιβάδι. Ήτανε μακρύ, πλατύ, ξέφωτο όπως το θυμόταν,
καταπράσινο(Ιούλη μήνα), κι έμοιαζε ζωηρό σταχτί στο
φεγγαρόφωτο. Μπορούσε τώρα αν ήθελε να βγει από το ρυάκι και
βγήκε. Τα στεγνά ρυάκια ήταν του διαβόλου, είχε ακούσει.

Μόλις πάτησε στο λιβάδι άκουσε πάλι το ίδιο γέλιο: «Χαχαχαα!» -


του φάνηκε από την πλαγιά πάνω του δεξιά, και το ξαναμέτρησε
κιόλας αγγίζοντας το δεξί του χέρι. Προσπαθούσε να μη χάσει το
αριστερά και το δεξιά, να μη χάσει το πάνω και το κάτω και, το
κυριότερο, να μη χάσει το μονοπάτι.

Όταν φτάσω στη μέση του λιβαδιού θα κατέβουν, σκέφτηκε. Εκεί


που δε θα μπορώ να κρυφτώ πουθενά.

Άκουσε τότε ένα «Φφφφ!» σα να περνούσε μεγάλο πουλί κι ένιωσε


ένα χτύπημα αέρα στο μάγουλο, κι όταν γύρισε – δεν ήξερε προς τα
πού– είδε τις νεράιδες στη μέση του λιβαδιού να χορεύουν
αντικρυστά.

Ήτανε τρεις ή πέντε. Όμορφες και λυγερόκορμες σαν κοπέλες


είκοσι χρονών – αν κάποια εικόνα αυτού του κόσμου μπορούσε να
περιγράψει την ομορφιά τους.

Φορούσαν φορέματα αραχνούφαντα, λευκά, ανοιχτά στα στήθη


και στις θηλές, και γαλάζιες ζώνες δαχτυλίδια στη μέση. Το
φεγγαρόφωτο λαμπύριζε σαν σταγόνες νερού στα γυμνά τους μέλη,
σαν λάμψη ήλιου γύρω από κάθε λίκνισμα του κορμιού τους.
Καθώς χόρευαν, τυλιγμένα στα μπράτσα τους, χορεύαν μαζί τους
φίδια. Ανατρίχιασε όταν είδε τα φίδια.

249
Σ’ όλο το λιβάδι ακουγόταν λύρα, τέλεια λύρα, χωρίς να υπάρχει
λυράρης.

Θα σκύψω το κεφάλι, σκέφτηκε, δε θα κοιτάξω καθόλου προς το


μέρος τους και θα περάσω από την άκρη, όσο μακρύτερα γίνεται.

Έσφιξε το κεφάλι μέχρι το πηγούνι και προχώρησε, κοιτάζοντας


κάτω. Δεν πρέπει να δω τα στήθη τους, σκεφτόταν, δεν πρέπει να
τις κοιτάξω καθόλου. Όσο πλησίαζε, έφτανε στ’ αυτιά του καθαρά
και το τραγούδι τους:

«Τη λαμπυράδα τση φωθιάς ορέγομου και ‘θώρου, και ‘σίμωσα και
‘κάηκα να φύγω δεν ημπόρου!».

Για μένα το λένε…, κατάλαβε. Με περιμένουν.

Δε σήκωσε όμως το κεφάλι και συνέχισε την πορεία του, αν και


χωρίς πια ελπίδα ότι θα περνούσε απαρατήρητος. Το μόνο που
προσπαθούσε ήτανε να πηγαίνει όσο γινόταν άκρη, όσο άφηνε το
δάσος γύρω από το λιβάδι. Δεν είχε όμως κάνει ούτε πέντε βήματα
και του μίλησαν – η λύρα σταμάτησε.

«Πού πας Σπυρίδο;» του είπαν.

Δεν ήξερε αν του μιλούσε μία ή όλες μαζί. Η φωνή ήτανε γλυκιά και
περιπαικτική.

«Επήρανέ μας τα ζα» απάντησε διστακτικά. «Τα γυρέβγω».

«Δε θα τα βρεις! Δε θα τα βρεις!» είπανε τότε τραγουδιστά.

«Κατέχω το» είπε αυτός. «Αλλά πρέπει να πάω». Είχε σταματήσει


και τους μιλούσε κοιτάζοντας την αντίθετη πλευρά.

«Πρέπει;» του είπανε. «Εμείς ‘παε δε-ν το κατέχουμε το: πρέπει».

«Χωρίς πρέπει δε γίνεται πράμα» του έκοψε τότε να απαντήσει


αυτός, γιατί κάτι έπρεπε να απαντήσει.

«Χαχαχα!!» γέλασαν εκείνες, ή εκείνη – δεν ήξερε. «Για ‘τονα είσαι


έτσα γέρος κ’ άσκημος! Γιάντα δε μας-ε ξανοίγεις;».

250
Έπρεπε τώρα να τις κοιτάξει · όμως, αδύνατο να γυρίσει το κεφάλι
του. Δεν απάντησε.

«Χαχαχα!!»ξανάκανε η φωνή. «Να τόνε φάμε; Να τόνε


ξεμερδίσουμε(διαμελίσουμε);».

Τότε του κόπηκαν τα πόδια, και το μόνο που σκέφτηκε ήταν πως
δεν ήθελε να πεθαίνει με τέτοιο τρόπο.

«Όϊ!» απάντησε η ίδια φωνή στην ίδια. «Δεν αξίζει. Δε θωρείς που
δε μας-ε ξανοίγει; Υπάρχει ο κόσμος να τονε φάει. Αφήσετέ τονε να
περάσει».

«Χαχαχα!!» έκαναν πάλι τότε περιπαικτικά και ξανάρχισαν το χορό.


Ξανάρχισε και η λύρα.

Απομακρύνθηκε γρήγορα κοιτάζοντας αντίθετά, και μέχρι να βγει


από το λιβάδι έτρεμε κάθε στιγμή ότι θα μετάνιωναν και θα τον
σταματούσαν. Άκουγε πίσω του άλλο τραγούδι:

«Η λαμπυράδα τση φωθιάς δε καίει να σε κάψει, καϊμένος έναι ο


καθαείς πριχού η φωθιά ανάψει!».

Ξαναμπήκε στο ρυάκι, που πριν το είχε του διαβόλου, λες και
βρέθηκε στην αγκαλιά της μάνας του(τόσο ανακουφισμένος ήταν)
και θα πρέπει να βρέθηκε στην πάνω μεριά του φαραγγιού μέχρι να
ειπωθούν τρεις μαντινάδες. Εκεί πια δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε η
λύρα, ούτε το τραγούδι, ούτε ο χορός.

Πέρασα! σκέφτηκε. Το στήθος του φούσκωνε και δεν τον έφτανε ο


αέρας, όμως δε σταμάτησε. Συνέχισε μέχρι να βγει εντελώς έξω από
το φαράγγι.

Μόνο όταν έφτασε στην αρχή της Αερής Μαδάρας σταμάτησε και
κάθισε, μούσκεμα στον ιδρώτα, και κατάλαβε τι είχε συμβεί.

Πώς πέρασα;! έλεγε. Την άλλη φορά δεν ήταν έτσι. Την άλλη φορά
δεν του είχαν μιλήσει - τις είχε δει μόνο μια στιγμή φευγαλέα κι
εκείνες ούτε που τον κοίταξαν. Τώρα…τι πάθανε; Ήμουνα τρελός
που μπήκα εκεί μέσα. Και πού ξέρανε τ’ όνομά μου; Άκου τι λέω!
Πού το ξέρανε… Μ’ αφού είναι στοιχειά!

251
Και τι όμορφες που ήτανε! σκέφτηκε μετά. Έλαμπαν όπως το
φεγγάρι!

Τώρα που το θυμόταν καλύτερα, κι όταν είπαν ότι θα τον


«ξεμερδίσουν» δεν το είπαν σοβαρά. Το είπαν με τον ίδιο τρόπο που
του μιλούσαν όλη την ώρα: αστεία και παιχνιδιάρικα. Μόνο που
αυτός, μέσα στο φόβο του, το πήρε κυριολεκτικά και χέστηκε πάνω
του.

Αν μου λέγανε να μείνω μαζί τους, τι θα έκανα; ρώτησε τον εαυτό


του μετά. Θα έμενα;

Ένιωσε τότε μια περίεργη έξαψη, διαφορετική απ’ όσες είχε νιώσει
εκείνη τη νύχτα. Φαντάστηκε πολλά μέσα σε λίγη ώρα.

Όχι! είπε. Δε γίνεται ν’ αφήσω το γράμμα και τόσα κλεμμένα


πρόβατα. Με τίποτα! Γι’ αυτό μάλλον δε με πίεσαν κι αυτές · το
κατάλαβαν… .

Τα πρόβατα…, του είχε πει κάποτε ο παππούς του (στην ηλικία του
τώρα), θαρρούμε πως τα ‘χουμε, όμως μας έχουν αυτά και μας
ορίζουν. Καλά να πάθουμε! Γιατί ‘ναι άγια ζώα κι εμείς τα τρώμε.

252
Και γιατί μου το είπαν αυτό το: ότι δε θα βρούμε τα πρόβατα, κι ότι
θα με φάει ο κόσμος; σκεφτόταν όσο προχωρούσε στην Αερή
Μαδάρα. Άσχημα σημάδια. Πουθενά στη ζωή μου δεν έχω πάει με
τόσο άσχημα σημάδια. Δε μπορώ να καταλάβω πώς συνεχίζω
ακόμη!

Ήταν αλήθεια, ούτε τα σημάδια υπολόγιζε – και μάλιστα τέτοια


σημάδια, από τις ίδιες τις νεράιδες – ούτε ότι πλησίαζε στο
Γερασήμι, ούτε το τι θα έκανε όταν θα έφτανε εκεί. Προχωρούσε
ακάθεκτος, σα να τον ακολουθούσαν χίλιοι αρματωμένοι, κι είχε
αφήσει το φόβο να παρακολουθεί ξαφνιασμένος από τις πλαγιές.

Ο κόσμος μας έχει φάει όλους! Γι’ αυτό φαίνεται γεννηθήκαμε,


σκεφτόταν γεμάτος αυταρέσκεια. Δε χρειαζότανε να μου το πούνε.
Εμένα μ’ έχει φάει πολλά χρόνια πριν. Δε μπορεί κανείς να του
ξεφύγει.

Η Αερή Μαδάρα βοηθούσε τις σκέψεις · ήταν έρημη και δε


φοβόταν ότι θα συναντούσε κανένα. Εκείνη η έκταση, ήτανε τόσο
τεράστια που θα μπορούσε η μισή να θρέψει τρεις χιλιάδες
πρόβατα αν έμοιαζε με το υπόλοιπο βουνό · όμως, έτσι όπως ήταν,
δε μπορούσε ολόκληρη να θρέψει ούτε πενήντα. Ήταν ό,τι έλεγε
και τ’ όνομά της: φτωχή και ανεμοδαρμένη. Έπρεπε να περπατήσεις
τριάντα βήματα για να συναντήσεις δεύτερο θάμνο – κι αυτός ο
μισός από τους άλλους του βουνού – κι αν ήθελες να μαζέψεις μια
φούχτα χώμα έπρεπε να ματώσεις τα χέρια σου και πάλι δε θα το
μάζευες ανάμεσα στις πέτρες. Δεν υπήρχαν βοσκοί εκεί, ούτε
κοπάδια, ούτε καμινιέρηδες, ούτε κανένας. Ο μόνος που υπήρχε
ήταν ο καλόγερος ο Κύριλλος στο «Μεγάλο Σπήλιο», κι αυτόν
εκείνος, όπως είχαν έρθει τα πράγματα, είχε σκοπό να περάσει και
να τον δει.

Αναγκαστικά, ήθελε ακόμη ώρα να ξημερώσει και δεν έπρεπε να


βρεθεί πολύ κοντά στα μονοπάτια το ξημέρωμα και να πιαστεί
απροετοίμαστος. Ύστερα, ο Κύριλλος ήτανε φίλος του και δεν
υπήρχε περίπτωση να τον προδώσει και θα μπορούσε να μάθει –
σίγουρα θα μάθαινε απ’ αυτόν - πώς κινούνταν μπροστά οι

253
άνθρωποι κι αν είχε συμβεί κάτι ασυνήθιστο στην περιοχή. Ίσως
όμως, βαθύτερα, να ήθελε να τον συναντήσει μόνο και μόνο για να
υπάρχει κάποιος μάρτυρας ότι πέρασε το φαράγγι.

Ο Σπυρίδος, όλα αυτά τα χρόνια της απαγόρευσης, ήξερε τι


συνέβαινε στο Γερασήμι και στα μέρη γύρω απ’ αυτό, μπορεί
καλύτερα από κάθε άλλον στο βουνό - ακριβώς επειδή έπρεπε να
μαθαίνει για να φυλάγεται, αφού όπως χάλασε τώρα αυτός το
σασμό θα μπορούσαν να τον χαλάσουν κι εκείνοι. Έτσι, πάντα,
όποιον συναντούσε να έρχεται από τα δυτικά, είτε να ψάχνει ζώα,
είτε κλέφτη, είτε πραματευτή, ή τον Αντρέα – που πήγαινε μερικές
φορές - τον ρωτούσε και τον ξεψάχνιζε για την παραμικρή
λεπτομέρεια. Ήξερε πως ο Κύριλλος μόναζε στο Μεγάλο Σπήλιο από
την πρώτη μέρα που πήγε αυτός εκεί. Ήξερε ακόμα ότι μόναζε εκεί
μόνος και δεν είχε χώρους να φιλοξενεί περαστικούς, όπως έκαναν
στα μεγάλα μοναστήρια.

Αυτός ο Κύριλλος, αν ο Σπυρίδος δεν είχε γνωρίσει τον Καμπέρη


θα ήταν εκείνος το μεγαλύτερο μυστήριο ανθρώπου που συνάντησε
στη ζωή του. Δεν ήταν καλόγερος · προσποιούνταν τον καλόγερο,
ενώ ήταν περισσότερο άθεος από τον Παχιαδογιώργη. Ο
Μητροπολίτης τον είχε αφορίσει, αλλά ο Μητροπολίτης είχε την
έδρα του πολύ μακριά κι όλοι στο βουνό τον θεωρούσαν κανονικό
καλόγερο – και τέτοιος ήταν στην ουσία.

Κρατούσε από ένα χωριό στον κάμπο κι είχε πατέρα πλούσιο


λαδέμπορα. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, τον έστειλε στην Αθήνα να
σπουδάσει γιατρός. Γύρισε από την Αθήνα με το πτυχίο, έκανε λίγο
καιρό το γιατρό στα χωριά του κάμπου κι ύστερα έβγαλε το
συμπέρασμα πως: ο κόσμος είναι κακός, και πήγε και κλείστηκε
δόκιμος μοναχός στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στα νότια. Εκεί
τον γνώρισε ο Σπυρίδος, γιατί ο Παχιαδογιώργης(τα χρόνια που ο
Αντρέας έλειπε στο στρατό)πάχτωνε το μοναστηριακό βοσκότοπο
και πέρασαν τρεις χειμώνες δίπλα στο μοναστήρι. Κάποια στιγμή ο
ηγούμενος τον κατάλαβε και τον έδιωξε, εκείνος όμως ούτε τα ράσα
έβγαλε ούτε την καλογερική άφησε. Πήγε και ζούσε σε μια έρημη
σκήτη στα νότια παράλια. Και από εκεί όμως τον έδιωξαν μετά από
λίγα χρόνια και, τα τελευταία, είχε εγκατασταθεί σ’ αυτή στο

254
Μεγάλο Σπήλιο, κοντά στα γερασημιώτικα βοσκοτόπια – που ήτανε
κι αυτή έρημη και παλιά κι είχε χρόνια να δει ασκητή.

Ο κόσμος στο Γερασήμι και στ’ άλλο βουνό τον σεβόταν, για
πολλούς και διάφορους λόγους. Πρώτα απ’ όλα, ήταν άνθρωπος
του Θεού · παρ’ όλο που δεν πίστευε στο Θεό, δεν πείραζε ούτε
μύγα. Ύστερα, τον θαύμαζαν επειδή κατάφερνε να μένει και το
χειμώνα στο Μεγάλο Σπήλιο(το χειμώνα έπεφταν εκεί πολλά μέτρα
χιόνι)και το σπουδαιότερο: ήξερε να δένει τα σπασίματα και να
γιατρεύει τους τραυματισμένους από μαχαίρι και σφαίρα, κι αυτοί
ήτανε πάντα μπόλικοι στο Γερασήμι. Με αυτό τον τρόπο, υπέθετε ο
Σπυρίδος, θα ζούσε κιόλας – γιατί στο Μεγάλο Σπήλιο ούτε να
καλλιεργήσει τίποτα μπορούσε ούτε να έχει ζώα, αφού έμενε και το
χειμώνα. Δε θα δεχόταν βέβαια χρήματα, αλλά θα του άφηναν
οπωσδήποτε τρόφιμα.

Αυτό δεν τον ανησυχούσε, για το αν δηλαδή μπορεί να συναντούσε


κανέναν άλλο στη σκήτη. Δεν του ανέβαζαν τους τραυματισμένους
εκεί πάνω. Πήγαινε μέχρι το μονοπάτι για το Γερασήμι – παρακάτω
δε δεχόταν, λέει, ούτε με τουφέκι – και τους γιάτρευε επί τόπου. Κι
αν κάποιος ήταν πολύ βαριά τον ξάπλωναν σ’ ένα μιτάτο κοντά στο
μονοπάτι και τον φρόντιζε. Η μόνη περίπτωση να έβγαινε από το
σχέδιο του, ήταν να μη τον έβρισκε εκεί επειδή θα έλειπε για κάποια
τέτοια υπόθεση. Τότε απλά θα συνέχιζε το δρόμο του.

Έφτασε μετά από μισή ώρα, με το φεγγάρι ακόμα λαμπρό. Το μέρος


ήταν ένα βαθύ λακκί προστατευμένο κάπως από τους ανέμους, το
μόνο σε ολόκληρη την Αερή Μαδάρα που είχε λίγα δέντρα και ήταν
εύκολο να το βρεις. Από την ανατολική πλευρά υπήρχαν δύο
σπηλιές, μία μεγάλη και μία μικρή(η μεγάλη έδινε τ’ όνομά στο
μέρος). Δεν ήξερε ποια από τις δύο ήταν η σκήτη – γιατί είχε περάσει
πολλές φορές, εκείνα τα χρόνια, από πάνω, αλλά ποτέ δεν είχε
κατέβει κάτω.

Ούτε φωτιά φαινόταν ούτε άλλο φως και κατέβηκε τώρα χωρίς
φόβο. Είδε ότι κατέβαινε από πολλά σημεία, όλα εύκολα. Όταν
έφτασε κάτω προχώρησε προς τις σπηλιές, κάπως αβέβαια. Με την

255
ερημιά που έβλεπε τριγύρω, περισσότερο περίμενε ότι δε θα τον
έβρισκε εκεί και θα έκανε άδικο κόπο.

Τη μικρή σπηλιά την έκρυβε ένας ασφένταμος. Η άλλη, η μεγάλη,


ανέβαινε ο πόρος της ίσαμε δέκα μέτρα ψηλός και πλατύς και δεν
έμοιαζε να μένει κανείς εκεί.

Η μικρή είναι, σκέφτηκε. Η μεγάλη θα γεμίζει χιόνι το χειμώνα.

Πλησίασε προσεκτικά, για κάθε ενδεχόμενο, και κοίταξε πίσω από


τον ασφένταμο. Η είσοδος της μικρής ήτανε κτισμένη με πέτρες, είχε
πόρτα ξύλινη κι ήταν ανοιχτή. Πλησίασε κι άλλο.

Το ανώφλι της πόρτας ήταν άσπρη πέτρα, μάρμαρο βαρύ


πελεκημένο, που θα το είχανε φέρει – ποιος ξέρει πώς, από μακριά,
γιατί δεν υπήρχε στο βουνό. Γυάλιζε παράξενα στο φως του
φεγγαριού κι είχε πάνω χαραγμένο με κεφαλαία γράμματα (αν θα
μπορούσε να το διαβάσει): ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΩΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ.

Στάθηκε δίπλα στην πόρτα και κοίταξε σιγά-σιγά μέσα. Άναβε ένα
λυχνάρι χαμηλό κι ένας άνθρωπος κοιμόταν στην άκρη, γερμένος
στη μεριά του βράχου, πάνω σ’ ένα στρώμα από ρείκια
σκεπασμένος μ’ ένα γαμπά. Τίποτα άλλο, εκτός ένα μικρό πέτρινο
τραπέζι στη μέση.

Μήπως δεν είναι αυτός; σκέφτηκε και δίστασε. Όμως, ποιος άλλος
θα μπορούσε να είναι;

Μπήκε πάντως μέσα επιφυλακτικά και αλαφροπατώντας, κι είχε το


νου του και το τουφέκι μπροστά.

Αν αυτός είναι ο Κύριλλος, σκεφτόταν, δεν πρέπει να τον ξυπνήσω


απότομα, γιατί ποιος ξέρει τι μπορεί να κάνει. Αν πάλι δεν είναι, θα
του δείξω το τουφέκι, θα σβήσω το λύχνο και θα φύγω.

Έκανε άλλο ένα βήμα, σταμάτησε και ψιθύρισε, όσο πιο απαλά
μπορούσε: «Κύριλλε…» .

«Σ’ έχω ακούσει!» απάντησε αμέσως αυτός χωρίς να γυρίσει. «Πες


μου ποιος είσαι και τι θες!».

256
Ένας φίλος από παλιά, του είπε. Σήκω να δεις ποιος… . Ήτανε
σίγουρος για τη φωνή και κάθισε ήρεμος στο τραπέζι.

Ο Κύριλλος ανασηκώθηκε λίγο στο στρώμα, έφτασε με το ένα του


χέρι το λύχνο και τον έφερε μπροστά. Τα πρόσωπα και των δύο
φωτίστηκαν.

«Ο Σπυρίδος!» φώναξε. «Τι κάνει ο Παχιαδογιώργης;».

Καλά είναι, του απάντησε αυτός μηχανικά και τρόμαξε έτσι όπως
τον είδε. Είχε αποστεωθεί, είχε γεράσει και το πρόσωπό του είχε
γίνει σαν ξερό κατσικόδερμα.

Λες να φαίνομαι κι εγώ έτσι, δέκα χρόνια που πέρασαν; ήταν το


πρώτο πράγμα που σκέφτηκε.

Περνούσα κι είπα να σε ‘δω…, του είπε με νόημα για να καταλάβει.

Ο Κύριλλος ανακάθισε στο στρώμα απέναντί του. Φορούσε το


καλογερικό ράσο κι από κάτω στιβάνια, που το ένα είχε στο καπάκι
ένα μεγάλο μπάλωμα από πανί.

«Μα καλά», τον ρώτησε, «εσύ Σπυρίδο, εδώ; Πώς; Δεν έχεις αυτή,
την απαγόρευση - σαν κι εμένα. Ή πέρασε;».

Ήρθα παράνομα.

«Παράνομα ε;».

Ναι.

«Συγνώμη», του είπε τότε και σηκώθηκε απότομα πάνω. «Πρέπει


να το κάνω αυτό αλλιώς δε μπορώ να σου μιλήσω».

Εκείνος κούνησε το κεφάλι καταφατικά.

Στάθηκε στη μέση της σπηλιάς, λίγο πιο πάνω από το τραπέζι,
έσκυψε, πήρε από κάτω ένα χαλίκι όσο ένα στραγάλι, σηκώθηκε και
το άφησε προσεκτικά να πέσει, εντελώς ευθεία. Ύστερα έσκυψε και
το ξαναμάζεψε, ξανασηκώθηκε και το άφησε να πέσει πάλι κάτω,
το ξαναμάζεψε και το άφησε πάλι να πέσει, και πάλι το ξαναμάζεψε,
και πάλι από την αρχή…

257
Το έκανε αυτό, δεν ήξερε πόσες φορές, πενήντα; εκατό; Μέχρι που
λαχάνιασε και η ανάσα του ακουγόταν σ’ όλη τη σπηλιά. Εκείνος
περίμενε υπομονετικά και τον παρατηρούσε με προσοχή – πάντως
όχι με απαξία ή με κατανόηση.

Σίγουρα αυτό που κάνει έχει μεγάλη σημασία, σκεφτόταν.

Ο Κύριλλος, αν ζούσε σε πόλη, θα του είχαν ασφαλώς κολλήσει την


ταμπέλα κάποιας ψυχασθένειας. Αυτό όμως απαιτούσε να έρχεται
σε επαφή με πολλούς και αντίθετα τυποποιημένους για να συμβεί
και στην Αερή Μαδάρα ερχόταν σε επαφή με ελάχιστους και για
πολύ συγκεκριμένους λόγους(οι περισσότεροι μάλιστα από αυτούς
είχαν εντελώς διαφορετική άποψη για τις ψυχικές ασθένειες). Με
αυτό τον τρόπο, θα έλεγε κανείς, βρισκόταν στο κοντινότερο σημείο
για να είναι μόνος στο σύμπαν, κι όταν κάποιος είναι μόνος στο
σύμπαν, δε μπορεί ασφαλώς να έχει κάποια ασυνήθιστη
συμπεριφορά.

«Μόνο μη μου πεις πως ήρθες να κλέψεις ζώα», του είπε όταν
τελείωσε και κάθισε ανακουφισμένος στο τραπέζι. «Αν ήρθες να
κλέψεις ζώα και θέλεις να σε κρύψω, θα με φέρεις σε πολύ άσχημο
δίλλημα, κι εγώ για ν’ αποφεύγω τα διλλήματα μένω εδώ πάνω».

Όχι, του απάντησε. Τώρα μας έκλεψαν τα δικά μας και τα ψάχνω.

«Πολλά;».

Δώδεκα πρόβατα, μ’ ένα μαύρο.

«Και ου μη κρίνετε, και ου μη κριθείτε», είπε αυτός τότε.

Ο Σπυρίδος, που δεν κατάλαβε λέξη, συνέχισε: Θέλω όμως να μου


πεις, από πού θα περάσω για να βρεθώ πάνω από το μονοπάτι για
το Γερασήμι το ξημέρωμα χωρίς να με δούνε – γιατί αν με δούνε,
ξέρεις… .

«Ναι βέβαια, ξέρω:» του είπε, «εις τους αιώνας των αιώνων η
απαγόρευση – το μόνο βιβλίο που έχω εδώ πάνω είναι η Αγία Γραφή
και την έχω μάθει απέξω. Από πού θα πας, είναι εύκολο. Αν πας
δυτικά της Αερής Μαδάρας, μέχρι τους γκρεμούς, δε θα
συναντήσεις κανένα, σίγουρα. Δεν υπάρχει κανένας εκεί, μα!»,

258
έκανε τότε. «Μη μου πεις ότι πέρασες το φαράγγι νύχτα! Δε θα το
πιστέψω!».

Κι όμως Κύριλλε, πέρασα! του είπε αυτός περήφανα.

Ο Κύριλλος τον κοίταξε ξαφνιασμένος και τα γένια του, που είχαν


αραιώσει από την αναφαγία, φανήκαν σα να τινάχτηκαν δεξιά και
αριστερά.

Και θέλεις να σου πω τι είδα;

«Ναι! Ξέρω τι είδες!» φώναξε. «Αλλά εμένα αυτό είναι έξω από
τον τρόπο σκέψης μου! Δε μπορώ να το παραδεχτώ!».

Εντάξει τότε, δε σου λέω, είπε αυτός.

«Όχι να μου πεις!» ξαναφώναξε(μιλούσε τόσο φωναχτά που θα


ακουγόταν σίγουρα απέξω).

Ο Σπυρίδος τότε τέντωσε το κεφάλι, σα να του έλεγε, από πείσμα:


Αφού δε θες, δε σου λέω!

«Αλλά τι να μου πεις…;Ξέρω», συνέχισε αυτός χαμηλώνοντας τώρα


τη φωνή. «Γιατί δεν έμεινες με τις νεράιδες; Έκανες βλακεία κατά
τη γνώμη μου».

Δε με καλέσανε, του απάντησε πολύ φυσικά.

«Ναι βέβαια», έκανε αυτός, «δεν κρατάνε τον καθένα. Αλλά,


μάλλον, εγώ είπα βλακεία προηγουμένως. Δεν έπρεπε να μείνεις
και να σε καλούσανε! Δε θα έμενες ε;» τον ρώτησε, με φανερή
αγωνία στη φωνή του.

Δε θα με καλούσανε έτσι κι αλλιώς, απ’ ό,τι κατάλαβα, απάντησε


αυτός.

«Ξέρεις τι μεγάλο δίλλημα είναι αυτό;!» φώναξε τότε ο Κύριλλος.


«Νά άλλο ένα δίλλημα! Ακόμα και μέσα στα φαράγγια υπάρχουν
διλλήματα - κι εγώ νομίζω πως θα τα γλιτώσω. Αν έμενες θα
περνούσες καλά, θ’ άφηνες όμως τον Παχιαδογιώργη και το κοπάδι
στα κρύα του λουτρού και θα ‘σουν ένας ανεύθυνος και μισός! Και
τώρα θα μου πεις», έκανε και σήκωσε το χέρι με τεντωμένο το

259
δείκτη σα να έκανε μάθημα: «Και για ποιο λόγο να κοιτάζω τον
Παχιαδογιώργη και το κοπάδι κι όχι τον εαυτό μου; Άλλοι είχαν
οικογένειες και παιδιά και τ’ άφησαν όλα κι έμειναν κουφοί, για να
περάσουν δυο μέρες με τις νεράιδες. Και τι καταλάβανε; Θα σου πω
εγώ. Κι αυτοί στο τέλος δεν πεθάνανε; Όλα είναι μάταια όσο
υπάρχει ο θάνατος. Ακόμα κι αν μένανε μαζί τους για όλη τους τη
ζωή πάλι θα πεθαίνανε στο τέλος, και θα ‘χανε και το βάρος πως
εγκατέλειψαν τους άλλους».

Μπα…, είπε ο Σπυρίδος με βεβαιότητα. Δεν είναι έτσι. Όλοι


πεθαίνουνε στο τέλος, αλλά γιατί όμως να μη ζήσουν καλύτερα; Το
πρόβλημα είναι, πως άμα πας με τις νεράιδες θα περάσεις δυο
μέρες καλές και μετά θα μείνεις κουφός · δε συμφέρει.

«Αν σκέφτονταν έτσι οι άνθρωποι Γιώργη…», είπε τότε αυτός,


«μπορεί να έμενα κι εγώ στον κόσμο(τον είπε «Γιώργη» γιατί
προφανώς νόμιζε πως είχε μπροστά του τον Παχιαδογιώργη). Όμως
δε σκέφτονται έτσι! Δεν έχουν ιδέα τι τους συμφέρει και τι δεν τους
συμφέρει! Αυτή η ιδέα με το συμφέρον είναι μια τρελή
φαντασίωση! Όσο τους καταδιώκει ο θάνατος, ανεβαίνουν πάνω
στο πάθος και τρέχουν – τους κατευθύνει το πάθος, ή, να το πω
αλλιώς: γίνεται η ανάγκη πάθος. Όπως ο Σπυρίδος, που
αδιαφόρησε για τις νεράιδες επειδή είχε πάθος να βρει τα πρόβατα,
επειδή η ανάγκη τον γέννησε μέσα στα πρόβατα. Δεν ξέρω αν το
καταλαβαίνεις αυτό…» τον ρώτησε.

Ο Σπυρίδος εκνευρίστηκε κάπως, που άρχισε από τώρα να του


μιλάει σα να μιλούσε στον Παχιαδογιώργη, και δεν απάντησε. Ούτε
όμως και προσπάθησε να τον διορθώσει. Ο Κύριλλος το έκανε αυτό
από παλιά · όταν του μιλούσε, πολλές φόρες μέσα στα λόγια του τον
έλεγε κατά λάθος «Γιώργη». Με τον Παχιαδογιώργη, απρόσμενα,
κουβέντιαζαν πολύ περισσότερο τότε στο χειμαδιό και μάλλον τους
μπέρδευε στο νου του. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να σκεφτεί
πως ο Κύριλλος μπορεί να τον έβλεπε σαν εξάρτημα του
Παχιαδογιώργη και τους είχε ταυτίσει, ή ότι ενδιαφερόταν για τη
γνώμη του Παχιαδογιώργη περισσότερο από τη δική του.

260
Εκείνος πάντως δεν επέμεινε στην ερώτηση. Σηκώθηκε, έκανε
προβληματισμένος δύο βήματα και στάθηκε στη μέση της σπηλιάς
κοιτάζοντάς τον.

«Ο άνθρωπος πρέπει να έχει χρέος!» άρχισε να λέει. «Πρέπει να


έχει ευθύνη. Αλλιώς δε μπορεί να είναι άνθρωπος. Αλλιώς θα
συντριβεί από τον εγωισμό του. Νομίζεις ο εγωισμός είναι καλός,
όπως λένε; Είναι η χειρότερη παθολογία! Ή μάλλον», είπε μετά ·
«όταν δεν έχει μέτρο είναι η χειρότερη παθολογία. Αυτό είναι! Το
μέτρο! Αρχή πάντων!» φώναξε.

Εσύ γιατί δεν πας να μείνεις με τις νεράιδες, αφού είσαι και δίπλα
και δεν έχεις ν’ αφήσεις και κάτι; τον ρώτησε τότε αυτός, που το
είχε ειλικρινή απορία.

«Εγώ;!» έκανε ξαφνιασμένος. «Καταρχήν εγώ δεν πιστεύω πως


υπάρχουν και δε μπορώ να τις δω. Ξέρεις τι δύναμη είναι η πίστη;
Επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση και καταπατήσεις λέοντα και
δράκοντα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη! Αλλά, κι αν ακόμα μπορούσα
να τις δω, δε θα με δεχότανε, όπως το Σπυρίδο. Το πλοίο για μένα
έχει φύγει. Ευτυχώς και βρέθηκε κι αυτή η σκήτη και βρήκα λίγη
ηρεμία. Γιατί, να πεθάνω δε φοβάμαι · να πεθάνω αναστατωμένος,
αυτό φοβάμαι! Γι’ αυτό έφυγα από τον κόσμο. Ο κόσμος είναι ένας
μύλος που σ’ αλέθει και σου τρώει την ψυχή – και πέφτουν όλοι
μέσα μόνοι τους!».

Έκανε τότε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, και το ράσο του
φούσκωσε μια στιγμή σαν περιστρεφόμενου δερβίση μέχρι να
ξαναβρεθεί να τον κοιτάζει.

«Ναι Γιώργη!» συνέχισε. «Πέφτουν μέσα μόνοι τους! Τα


περισσότερα προβλήματα που έχουν τα δημιουργούν οι ίδιοι στους
εαυτούς τους - και λένε κιόλας πως είναι απαραίτητο να τα ‘χουν,
κι ότι άμα δεν τα ‘χουν δε θα ‘χουν κίνητρο να κάνουν τίποτε και θα
πεθάνουν από ακηδία! Χα! Να πάνε τότε με τις νεράιδες. Χα! Σιγά
μην τους δεχτούν. Χα! Τέτοιους ηλίθιους!».

Μωρέ το καλύτερο λέω εγώ, είναι να ζει κανείς με τις νεράιδες, του
είπε αυτός, καθώς άναβε ένα τσιγάρο από τη φλόγα του λύχνου,

261
όμως δε γίνεται. Γι’ αυτό, άσ’ τα καλύτερα και κάτσε. Με τον τρόπο
που του μιλούσε είχε ξεχάσει και να καπνίσει.

«Ναι, ασφαλώς, δε διαφωνώ», είπε εκείνος και κάθισε υπάκουα


στο τραπέζι. «Το καλύτερο είναι οι νεράιδες. Τι άλλο θα μπορούσε
να είναι; Αλλά το ακόμα καλύτερο είναι, να μη γεννηθεί κανείς
καθόλου, όπως λέει και ο Σοφοκλής».

Ο Σπυρίδος θεώρησε τότε ότι αυτό το είπε ο Σοφοκλής του Μίχο


από τα οροπέδια και του έκανε εντύπωση, γιατί δεν τον είχε για
τόσο έξυπνο.

Να μη γεννηθεί καθόλου; έκανε. Σωστό. Έλα όμως που δε γίνεται.


Δε σε ρωτάει κανείς… .

Ο Κύριλλος τον κοίταξε τότε ξαφνιασμένος: «Αυτό είναι!» φώναξε


και πετάχτηκε πάλι πάνω. «Δε σε ρωτάει κανείς! Πώς δεν το είχα
σκεφτεί αυτό; Θα έπρεπε πριν γεννηθείς, να σε παίρνουν από το
χέρι και να σε πηγαίνουν μια βόλτα στον κόσμο. Και να σε ρωτάνε:
Θέλεις να γεννηθείς; Αυτά κι αυτά συμβαίνουν εκεί πέρα.
Αποφάσισε. Αυτή θα ήταν υπεύθυνη στάση! Και τότε πραγματικά
θα ήταν κάποιος υπεύθυνος για τις πράξεις του. Γιατί τώρα, τον
πετάνε μέσα στον κόσμο και πέφτει ο κόσμος πάνω του, και μέχρι
να το καταλάβει έχει καταστραφεί. Και τον κατευθύνει ο κόσμος,
όπως ένα βακτήριο που καταλαμβάνει τα κύτταρά του. Τι
υπεύθυνος για τις πράξεις του θα μπορούσε να είναι;

Ναι!» φώναξε πάλι κι έκανε μερικά βήματα προς το βάθος της


σπηλιάς γυρνώντας του την πλάτη. «Είναι τυφλοί! Το μόνο που
μπορούν να δουν είναι ό,τι έζησαν, κι αυτό παραμορφωμένο για να
μην τους πληγώνει. Σα να ‘ναι σφηνωμένοι ανάμεσα σε δύο
βράχους. Από τη μια τους σφίγγει ο θάνατος κι από την άλλη οι
άλλοι – και οι άλλοι είναι αυτοί οι ίδιοι! Αυτό είναι το περίεργο».

Εντάξει, του είπε ο Σπυρίδος, μην κοιτάζεις εδώ το βουνό. Αυτά


γίνονται εδώ στο βουνό, που κλέβει ο ένας από τον άλλο τα ζώα·
αλλού ζούνε καλύτερα.

«Στο βουνό μόνο γίνονται;» έκανε αυτός και γύρισε πάλι προς το
μέρος του. «Όχι βέβαια. Παντού γίνονται τα ίδια. Φτιάχνουν τις

262
κοινωνίες με βάση τα μέσα που έχουν και τις προδιαθέσεις τους –
που είναι κακές. Και οι προδιαθέσεις δεν αφήνουν τα μέσα να
αυξηθούν, και τα μέσα, που είναι λίγα, ερεθίζουν τις προδιαθέσεις
και τις κάνουνε χειρότερες και, νά πάλι ο μύλος που σου έλεγα. Σε
κάποια μέρη, ίσως, με πολύ κόπο και θύματα, να ζούνε λίγο
καλύτερα… Αλλά κι εκεί ζούνε μέσα στο φόβο!» φώναξε.

Τέλος πάντων Κύριλλε, του είπε τότε αυτός, που σκέφτηκε πως δεν
έπρεπε να τον αφήνει να φωνάζει έτσι. Έχεις κι εσύ πολλά
παράπονα, όλοι έχουμε. Άφησέ τα τώρα αυτά – γιατί βλέπεις - και
πες μου τι γίνεται στο Γερασήμι. Άκουσες να γίνει τίποτα παράξενο
τελευταία;

Σήκωσε τότε ξαφνικά το κεφάλι και τον κοίταξε σαν κάτι τρομερό
να είχε συμβεί, κι εκείνος πάγωσε με το βλέμμα του.

«Κάποιος έρχεται…» του ψιθύρισε τρομαγμένος. «Κρύψου…».

Πού; ρώτησε αυτός και πετάχτηκε πάνω.

«Στο προσευχητάρι…» έκανε και του έδειξε γρήγορα στο βάθος της
σπηλιάς.

Δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβει να βγει έξω με τέτοιο φεγγάρι.


Έτρεξε στο βάθος της σπηλιάς, ήταν εκεί μια χαμηλή είσοδος, γυμνή
χωρίς πόρτα, και χώθηκε γρήγορα μέσα. Ίσα που χωρούσε
γονατιστός.

Κράτησε την αναπνοή του και περίμενε. Δεν είχε καμία αμφιβολία
πως ο Κύριλλος θα μπορούσε να κάνει λάθος – άκουγε πράγματα
που άλλοι δεν άκουγαν, καλύτερα από τα ποιμενικά σκυλιά.
Χώθηκε όσο μπορούσε βαθύτερα μέσα στο προσευχητάρι, αλλά
αυτό ήτανε τόσο μικρό που και πάλι έβλεπε έξω. Είχε όμως το
πλεονέκτημα ότι βρισκόταν στο απόλυτο σκοτάδι κι όποιος κι αν
έμπαινε θα είχε στα μάτια του το φως του λύχνου και θα
δυσκολευόταν να τον δει – όπως δεν είχε προσέξει κι εκείνος τόση
ώρα αυτή τη γωνιά στο βάθος. Εκτός μόνο, αν ερευνούσε το μέρος.

Δε θα ψάξουν! έλεγε και προσπαθούσε να παρηγορήσει τον εαυτό


του, καθώς ένιωθε πίσω από την πλάτη του το αδιέξοδο του τέλους

263
της σπηλιάς κι είχε πιαστεί σε παγίδα. Για ποιο λόγο να ψάξουν;
Μόνο αν είναι χωροφύλακες, ή μ’ έχουν δει όταν μπήκα…
(πράγματα και τα δύο όχι πολύ πιθανά, αλλά πάντως όχι και
εντελώς απίθανα).

Ο Κύριλλος έξω, τράβηξε γρήγορα μια φούντα από τα ρείκια στο


στρώμα, την άναψε με το λύχνο και την πέταξε στη μέση της
σπηλιάς εκεί που κανονικά άναβε τη φωτιά. Κατάλαβε ότι το έκανε
για να καπνίσει και να σβήσει τη μυρωδιά από το τσιγάρο που είχε
ανάψει πριν. Ύστερα κάθισε στο τραπέζι, ακουμπώντας τα χέρια στα
γόνατα και με τα μάτια στην είσοδο.

Η φούντα άναβε ακόμη και είχε μυρίσει, όταν φάνηκε μια σκιά στην
είσοδο, ο λύχνος τρεμόπαιξε και μπήκαν μέσα δύο άντρες, ψηλοί,
με τουφέκια κρεμασμένα στους ώμους και με μεγάλα βήματα.
Σταμάτησαν ένα μέτρο μετά την είσοδο και του μίλησαν.

Κύριλλε, ανάβεις φωτιά; του είπαν. Δεν κάνει κρύο.

«Κρυώνω», είπε αυτός.

Είσαι καλά; Είσαι άρρωστος;

«Όχι. Τι συμβαίνει;»

Πρέπει να έρθεις, του είπαν. Ο γιος του Καμπέρη μαχαίρωσε τον


Ιφίκο. Τον έχουμε στο μιτάτο, στο μονοπάτι.

«Μαχαίρωσε; Τι; Πώς;» έκανε. « Έρχομαι αμέσως! Περπατάει; Είναι


πολύ χλωμός;».

Περπατάει, είπαν αυτοί. Δύσκολα, αλλά περπατάει.

«Δεν πιστεύω να τον φέρατε με γαϊδούρι;» τους ρώτησε και


σηκώθηκε πάνω. «Με φορείο! Όχι με γαϊδούρι!».

Σηκωτό τον φέραμε, φτιάξαμε φορείο. Άντε τώρα, γρήγορα!

«Ναι, ναι,» είπε αυτός. «Γρήγορα!».

264
Πήρε από μια άκρη μια βούργια και μια βέργα κι έτρεξε γρήγορα.
Οι άλλοι τον περίμεναν στην είσοδο, όμως, μετά από τρία βήματα
σταμάτησε.

«Και το χειρότερο Γιώργη!!» φώναξε μ’ όλη του δύναμη. «Δεν


ξέρουνε πότε να σταματήσουν!!Δε μπορούν ούτε να το
διανοηθούν!!».

Ο Σπυρίδος μέσα στο προσευχητάρι νόμιζε τότε ότι τελείωσαν όλα


κι έσφιξε το τουφέκι, όμως, εκείνοι δεν έδωσαν καμία σημασία και
βγήκαν γρηγορά μαζί του έξω, αφήνοντάς τον σαστισμένο να
προσπαθεί να καταλάβει τι είχε συμβεί.

Δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο ο Κύριλλος να φωνάζει μόνος του,


ξαφνικά, κάτι ακατανόητο χωρίς λόγο, γι’ αυτό και το έκανε με
τέτοια άνεση, αφού ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση να
παραξενευτούν οι Γερασημιώτες. Ήθελε οπωσδήποτε να το
συμπληρώσει αυτό το τελευταίο(το θεωρούσε σημαντικότερο απ’
όλα και δεν είχε προλάβει να το πει), επειδή ένιωθε ότι δε θα είχε
άλλη ευκαιρία να συναντήσει τον Παχιαδογιώργη.

265
Ο Σπυρίδος στάθηκε πολύ τυχερός. Ο ένας από τους δύο
Γερασημιώτες ήταν πρώτος ξάδερφος του σκοτωμένου φίλου του.
Σίγουρα τον έσωσε ο Κύριλλος, που τους άκουσε πολύ πριν
φτάσουν στη σπηλιά.

Όταν έφυγαν περίμενε λίγη ώρα και βγήκε προσεκτικά έξω. Στην
άκρη του ουρανού είχε αρχίσει να ξημερώνει το φεγγάρι χαμήλωνε.
Ανέβηκε γρήγορα από το λακκί με τις σπηλιές για να μην πιαστεί
πάλι σε παγίδα και κατευθύνθηκε όλο δυτικά.

Δεν έπρεπε να πάω στον Κύριλλο, σκεφτόταν όσο ξεμάκραινε.


Ήτανε μεγάλο ρίσκο. Να τώρα τι πήγε να γίνει. Όμως πάλι, άμα δεν
πήγαινα δε θα μάθαινα αυτό με τους γκρεμούς και δε θα περνούσα.
Θα ‘πεφτα πάνω σ’ αυτούς τους δύο στο μονοπάτι με τον τραυματία
- και ποιος ξέρει και πόσοι άλλοι θα ‘ναι εκεί για να τον φυλάγουν
από τον Καμπέρη.

Από το μόνο σημείο που δεν είχε σκεφτεί να περάσει όταν


ξεκινούσε ήταν οι γκρεμοί δυτικά της Αερής Μαδάρας. Ούτε που
του είχε έρθει στο νου μια τέτοια παράκαμψη. Και νά τώρα,
μάθαινε από τον Κύριλλο πως αυτό ήταν το πιο σίγουρο μέρος.

Θέλω φαίνεται αληθινά, κατάλαβε κι αναθάρρησε πολύ, να δώσω


το γράμμα και να ζήσω. Γι’ αυτό μου μπήκε η ιδέα να πάω από τον
Κύριλλο – κι όχι, όπως νόμιζα, επειδή ήθελα να υπερηφανευτώ σε
κάποιον πως πέρασα το φαράγγι. Καλό αυτό. Άμα δεν έχεις τον
εαυτό σου με το μέρος σου, είσαι χαμένος.

Θυμήθηκε ένα φυγόδικο που έκρυβε παλιά ο Παχιαδογιώργης στο


μιτάτο. Τον κυνηγούσε όλη η χωροφυλακή της Κρήτης και τους είχε
ξεφύγει εκατό φορές: Ο εαυτός σου είναι ο εχθρός, όχι οι
χωροφύλακες, του είχε πει ένα βράδυ, όταν τον ρώτησε πώς τα

266
καταφέρνει. Αυτός είναι που θέλει να πιαστεί. Δεν το είχε πάρει
σοβαρά τότε.

Η διαδρομή μέχρι τους γκρεμούς ήτανε μεγάλη, ήταν όμως εύκολη,


όλο ευθεία. Πλησίαζε να ξημερώσει, αλλά ήθελε ακόμα ώρα μέχρι
να φτάνει μάτι μακριά. Περπατούσε γρήγορα, ανάλαφρα και δε
φοβόταν ότι θα συναντούσε τίποτα και κανένα. Είχε απόλυτη
εμπιστοσύνη στον Κύριλλο. Ο Κύριλλος πάντα, από τότε στο
χειμαδιό, ό,τι σου έλεγε ήτανε περισσότερο αλήθεια από κάθε τι
άλλο.

Τον έφαγε όμως κι αυτόν ο χρόνος…, σκέφτοταν καθώς έβγαινε από


ένα ξερό σύρυακο.

Πόσο γερνάει ο άνθρωπος μέσα σε δέκα χρόνια, μόνο τώρα, που


είδε αυτόν, το κατάλαβε. Ακόμη κι εκεί, στο Μεγάλο Σπήλιο, στη
σκήτη, στην άκρη του κόσμου, κατάφερε να τον ξετρυπώσει ο
Χρόνος και να τον φθείρει.

Ένιωσε τότε ξαφνικά βαθιά θλίψη, αταίριαστη με τη στιγμή και την


αποστολή του, και του σφίχτηκε ένας κόμπος στο λαιμό.

Ο Κύριλλος κι εγώ θα πεθάνουμε χωρίς άσπρη μέρα, σκέφτηκε.


Αυτός χειρότερα από μένα. Έχει δει μόνο το κακό στη ζωή και
σπιθαμή καλό, γι’ αυτό και μιλάει έτσι. Όμως δεν έγινε κακός.
Κατηγορεί τον κόσμο, αλλά δε μισεί τους ανθρώπους - όπως κάνουν
άλλοι. Πιο πολύ μισούν τους ανθρώπους εκείνοι που τα ‘χουν όλα
δικά τους · εκείνοι οι προύχοντες και οι κεφαλές, που φοβούνται
συνέχεια πως οι άλλοι θα τους κάνουν να ξεπέσουν.

Έχει δίκιο. Όλοι είμαστε μέσα σ’ ένα μύλο. Το βουνό, τα πρόβατα,


τα βοσκοτόπια που δε φτάνουν, η φτώχεια, οι τρόποι, είναι από
πάνω μας όπως οι μυλόπετρες και μας αλέθουν. Κι αντί για λάδι,
βγάζουν την ιδέα να πατήσουμε πάνω στους άλλους, να τους
αρπάξουμε τα ζώα, να τους αρπάξουμε τα βοσκοτόπια – που κι
αυτοί τα ‘χουν αρπάξει από άλλους – και μας αρέσει κιόλας · γιατί
αλλιώς η ζωή θα ‘τανε:(«μόκλαστη» σκέφτηκε)[μισοευνουχισμένη],
είχε ακούσει κάποτε να λέει ο Καμπέρης.

267
Ίσως, σκέφτηκε τότε και σταμάτησε για μια στιγμή, να μην ήθελε να
πει αυτό ο Κύριλλος. Να ήθελε να πει κάτι άλλο και να μην το
κατάλαβα. Πάντα μιλούσε μπερδεμένα και δεν είναι εύκολο να τον
καταλάβεις. Θα είναι όμως, σίγουρα, η τελευταία φορά που τον
βλέπω. Ούτε αυτός πρόκειται να κουνηθεί ποτέ από ‘δω, ούτε εγώ,
αν γλιτώσω, να ξαναπλησιάσω σ’ αυτά τα μέρη. Κρίμα. Είχε ένα
τρόπο που σε μάγευε - κι ας μην τα καταλάβαινες όλα.

Γύρω του ξημέρωνε κι έμοιαζε παράξενο και απορούσε και ο ίδιος:


Είχε φτάσει λίγα μίλια από το Γερασήμι, στο πιο κρίσιμο σημείο της
διαδρομής, σε λίγο θα ξεπρόβαιναν μπροστά του οι γερασημιώτικες
κορυφές, και δεν ανησυχούσε καθόλου, αλλά περπατούσε άνετα
σαν Ευρωπαίος περιηγητής. Τόσο πολύ φαίνεται είχε εμπιστευτεί
τα λόγια του Κύριλλου. Κανένας, μα κανένας, άλλος να του έλεγε ότι
τόσο κοντά στο Γερασήμι δεν υπήρχε κίνδυνος, δεν υπήρχε
περίπτωση να τον είχε πάρει στα σοβαρά.

Εκείνοι οι γκρεμοί που του είπε(τους έλεγαν «Άσπρους Δέτες»),


ήτανε το δυτικό άκρο της Αερής Μαδάρας. Η Αερή Μαδάρα κοβόταν
ξαφνικά απότομα κι έπεφτε μέχρι σχεδόν τη μέση του βουνού.
Έπρεπε να πάει ως τα «φρούδια» τους - δηλαδή την άκρη τους - και
να τ’ ακολουθήσει ύστερα βόρεια. Όταν έφτασε είχε πια σχεδόν
ξημερώσει · ο ήλιος κοκκίνιζε την ανατολή έτοιμος να ξεπροβάλλει.
Σταμάτησε στην κορυφή των γκρεμών και κοίταξε την έκταση που
αποκάλυπτε τώρα η αυγή.

Κάτω βαθιά φαινόταν ο κάμπος, με τα λιόφυτα, τ’ αμπέλια και τα


θερισμένα σπαρτά κι έμοιαζε σα ν’ άχνιζε, όπως σηκωνόταν η
πρωινή πάχνη. Πίσω από τον κάμπο έστεκαν κιτρινωπά τα Πέρα
Βουνά και, ανάμεσα στις κορυφές τους, στο βάθος, ξεχώριζαν
γαλαζωπά κομμάτια θάλασσα. Όλα έμοιαζαν τελείως ακίνητα και
ήρεμα. Δε θα κουνούσε ούτε φυλλαράκι εκείνη τη μέρα. Απέναντι
από το σημείο που στεκόταν, απέναντι όμως από τους γκρεμούς σα
να τους χώριζε άβυσσος, μπορούσε να διακρίνει λίγα σπίτια, τα
ψηλότερα, από το Γερασήμι.

268
Τα κοίταξε για μια στιγμή, όχι ιδιαίτερα, σα να επρόκειτο για
οποιαδήποτε σπίτια οποιουδήποτε χωριού, και προχώρησε βόρεια
πηγαίνοντας πέντε μέτρα παράλληλα με τα φρούδια του δέτη.

Τους έλεγαν «δέτες» κι όχι «δέτη», παρ’ όλο που είχαν όλοι το ίδιο
φρούδι, επειδή δεν ήταν όλοι οι ίδιοι. Σε άλλα σημεία ήτανε κοφτός
βράχος που κατέβαινε πεντακόσια μέτρα και δεν είχε χώρο να
καθίσει πουλί, και σ’ άλλα απότομα ρουμάνια, κακοτράχαλα, που
κατηφόριζαν απρόσιτα για τους ανθρώπους και, σε σχισμές,
φύτρωναν ταλαιπωρημένα κυπαρίσσια και πρίνοι με κοντούς
κορμούς. Αν ξέφευγε αίγα από κοπάδι κι έμπαινε εκεί μέσα δε
μπορούσαν μετά να τη βγάλουν - ή την έβγαζαν με μεγάλο κίνδυνο
– κι όλοι στο Γερασήμι τους βλαστημούσαν αυτούς τους γκρεμούς.

Άρχισε τότε να καταλαβαίνει για ποιο λόγο δεν υπήρχε κίνδυνος σ’


αυτό το μέρος, και για ποιο λόγο δεν είχε σκεφτεί από την αρχή να
περάσει από εκεί. Τον καιρό που το θυμόταν ήτανε γεμάτο αίγες
που ξέφευγαν από τα κοπάδια κι ανθρώπους που τις κυνηγούσαν.
Ειδικά τέτοια εποχή του χρόνου, όταν οι δουλειές στα μιτάτα
λιγόστευαν και οι βοσκοί είχαν περισσότερη άνεση. Εκείνη η εικόνα
είχε τυπωθεί στη μνήμη του και τον έκανε να αποφύγει τους
γκρεμούς όταν σχεδίαζε τη διαδρομή, όμως, είχε ξεχάσει(αν και
κρατούσε και ο ίδιος ένα)ότι στο μεταξύ είχαν εμφανιστεί τα
τουφέκια Μάνλιχερ.

Στη κάτω μεριά των γκρεμών υπήρχε ένα μοναδικό μονοπάτι απ’
όπου περνούσαν οι αίγες για να πιούν νερό το καλοκαίρι. Αυτό δε
μπορούσε να το πατήσει άνθρωπος. Κι αν ακόμα κατέβαζαν κάποιον
με σχοινιά, δε θ’ άντεχε να σταθεί όρθιος με το ύψος κάτω του και,
από τη στενάδα, δε θα μπορούσε να κάνει βήμα με τα δύο πόδια.
Μπορούσαν μόνο να πλησιάσουν κάπου στα διακόσια μέτρα από τη
βάση του γκρεμού και να πυροβολούν από μακριά τις αίγες στο
μονοπάτι, με την ελπίδα να πέσουν προς τα έξω και να μη χάσουν
τουλάχιστον το κρέας. Στη βάση πάλι του γκρεμού, ήταν εύκολο να
φτάσει κάποιος για να τις κουβαλήσει · δε μπορούσε όμως από εκεί
να δει το μονοπάτι για να ρίξει. Αυτό άλλαξε με τα τουφέκια
Μάνλιχερ.

269
Με τα Γκρα που υπήρχαν μέχρι τότε, δεν ήταν εύκολο να πετύχεις
αίγα στα διακόσια μέτρα. Οι περισσότερες ξέφευγαν, γεννούσαν
εκεί μέσα και κάθε χρόνο οι αίγες στους γκρεμούς πλήθαιναν αντί
να λιγοστεύουν(αφού κιόλας ξέφευγαν κι άλλες από τα κοπάδια),
και πλήθαιναν κι εκείνοι που τις κυνηγούσαν. Μέχρι που, μια μέρα,
έφτασε στο βουνό το πρώτο τουφέκι Μάνλιχερ(έλεγαν πως εκείνος
που το έφερε, το έφερε ειδικά για εκείνες τις αίγες). Μπορούσαν
τώρα να τις πετυχαίνουν εύκολα στα διακόσια μέτρα και, σε λίγα
χρόνια, οι ανυπότακτες αίγες εξαφανίστηκαν από τους γκρεμούς -
κι όσες άλλες είχαν σκοπό να το σκάσουν από το κοπάδι τους δεν
είχαν πια καμία ελπίδα. Έλεγαν κιόλας, ορισμένοι, πως μέχρι κι
εκείνες έμοιαζε να το καταλαβαίνουν, γιατί απ’ όταν εμφανίστηκαν
τα τουφέκια Μάνλιχερ όλο και λιγότερες αίγες προσπαθούσαν κάθε
χρόνο να ξεφύγουν από τα κοπάδια.

Ο Σπυρίδος (ίσως επειδή στο κοπάδι τους δεν είχαν αίγες) λυπόταν
γι’ αυτό. Από παιδί του άρεσε να χαζεύει τις αίγες ελεύθερες ν’
ανεβοκατεβαίνουν τους γκρεμούς και ξαφνικά χάθηκαν. Κοίταξε
τώρα μερικές φόρες κάτω, καθώς περνούσε, μήπως κι είχε μείνει
καμιά, αλλά δεν είδε τίποτα.

Δε θα τις ξαναδώ, σκέφτηκε. Άλλαξαν τα πράγματα. Κάθε φορά που


βγάζουν οι Φράγκοι ένα καινούργιο τουφέκι αλλάζει ο κόσμος. Που
νομίζει ο δάσκαλος ο Αγησίλαος πως θα τον αλλάξει με το
καλαμάρι… .

Από τα φρούδια των γκρεμών και πέρα η Αερή Μαδάρα τελείωνε


και ξεκινούσε ένα μέρος που δεν άλλαζε και πολύ(ήταν λίγο
καλύτερο βοσκοτόπι και οι θάμνοι λίγο μεγαλύτεροι)κι έφτανε
μέχρι το μονοπάτι για το Γερασήμι. Εκεί, θυμόταν καλά, υπήρχε
μιτάτο · δε χρειάστηκε όμως ούτε να κοντοσταθεί για να δει πως
ήτανε πεσμένο, σωρός πέτρες, έρημο. Ακριβώς όπως το είχε πει ο
Κύριλλος, δεν υπήρχε ψυχή δυτικά μέχρι το μονοπάτι.

Εκείνο το μιτάτο, κατάλαβε, είτε το είχαν εγκαταλείψει επειδή


βρήκαν καλύτερο κι έπεσε μόνο του, είτε αυτοί που το είχαν έκαναν
φονικό, έφυγαν και το γκρέμισαν οι συγγενείς του σκοτωμένου –
γιατί το πρώτο που έκαναν σε τέτοια περίπτωση ήτανε να

270
γκρεμίσουν το μιτάτο του φονιά. Δεν ήξερε ποιο από τα δύο είχε
συμβεί. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, είχε συμβεί σίγουρα πριν πολλά
χρόνια και δε μπορούσε να θυμηθεί αν είχε ακούσει κάτι απ’ αυτούς
που ρωτούσε για το Γερασήμι. Τριάντα τρία χρόνια στο βουνό ήτανε
πολλά – αιώνες - , δεν ήτανε χρόνια του κάμπου. Άλλαζαν πολλά
πράγματα.

Είχε ξημερώσει για τα καλά, ο ήλιος είχε ανατείλει κι έκαιγε, όταν


έφτασε ψηλά πάνω από το μονοπάτι για το Γερασήμι. Από εκεί και
πέρα, ούτε Κύριλλος υπήρχε, ούτε κανένας με το μέρος του κι
έπρεπε να προσέχει σα να ‘τανε κλέφτης κι ακόμα παραπάνω.
Άρχισε κιόλας και να φοβάται. Σταμάτησε πίσω από έναν
αφουφούλακα, κοίταξε καλά το μέρος και σχεδίασε προσεκτικά
τον τρόπο που θα συνέχιζε.

Μπροστά του ξεκινούσε πλαγιά, μεγάλη και κατηφορική, που


κατέληγε πάνω από το μονοπάτι. Είχε αρκετούς αφουφουλάκους,
ψηλούς, ίσαμε δυο μέτρα μερικοί και πυκνούς, αλλά σε απόσταση
μεταξύ τους. Άρχισε να κατηφορίζει γρήγορα, σκυφτός,
πηγαίνοντας από τον ένα στον άλλο. Κοίταζε πρώτα καλά να μην
έρχεται κανείς κι έτρεχε πίσω από τον επόμενο αφουφούλακα. Με
αυτό τον τρόπο, σε λίγη ώρα βρέθηκε σ’ έναν μεγάλο είκοσι μέτρα
από το μονοπάτι και κρύφτηκε ανάμεσα στα κλαδιά του. Αν ήταν
τόσο έξυπνες οι άγριες αίγες, του ήρθε τότε απρόσμενα στο νου,
ενθουσιασμένος από την επιτυχία του, δε θα τις έπιαναν ούτε με τα
τουφέκια Μάνλιχερ!

Ήταν βολικό σημείο και δε θα προχωρούσε άλλο. Άνοιξε λίγο τα


κλαδιά και μπορούσε να δει από τη μεριά των οροπεδίων μέχρι
όπου έφτανε το μάτι, και προς το Γερασήμι σχεδόν όσο τουφεκιά
Γκρα. Βολεύτηκε μέσα και κλαδιά και περίμενε.

Αποκλείεται να περάσει κάποιος και να μην τον δω από εδώ, και να


μην τον αναγνωρίσω κιόλας, σκέφτηκε κι έψαξε το γράμμα στη ζώνη
του. Ήταν εκεί, δεν είχε κουνηθεί καθόλου, έτοιμο.

Έφτιαξε ακόμα λίγο τα κλαδιά, έβαλε ένα ξυλαράκι στη μέση για
να μην κλείνουν κι έμεινε προσηλωμένος πάνω στο άνοιγμα. Τώρα
μπορούσε να δει και βόρεια πέρα από το μονοπάτι. Τσιγάρο όμως,

271
δε μπορούσε ν’ ανάψει · γι’ αυτό πήρε πάλι μια πρέζα καπνό και τη
μάσησε.

Η έκταση βόρεια από το μονοπάτι ήταν ένα πλατύ επίπεδο μισής


ώρας δρόμος και κατέληγε στη ρίζα μιας κορυφογραμμής, που
έμοιαζε χωρίς τέλος από το σημείο που καθόταν αυτός. Αν και όλα
τα γύρω μέρη ήτανε γερασημιώτικα, εκείνες οι βόρειες κορυφές,
ήταν η πραγματική «καρδιά του Γερασημιού». Εκεί είχαν τα μιτάτα
τους τα δυνατότερα σόγια. Παχύς βοσκότοπος, όσο κι αν είχε λίγα
δέντρα, γεμάτος πηγές και κοπάδια · έτρεχε γάλα και μέλι. Τις
κοίταζε τώρα και τις αναγνώριζε μία – μία, μέχρι που το μάτι του
σταμάτησε σ’ ένα χαρακτηριστικό πρίνο που ξεχώριζε μακρινός στη
μέση κάποιας. Ήταν του «Ασάνη ο Πρίνος» και δεν είχε αλλάξει
καθόλου τόσα χρόνια, όσο κι αν τον έβλεπε τώρα από τόσο μεγάλη
απόσταση.

Του Ασάνη ο Πρίνος, ήταν ένας από τους παλαιότερους σ’ ολόκληρο


το βουνό. Εκατόχρονοι βοσκοί στο Γερασήμι τον θυμούνταν σ’ όλη
τους τη ζωή ακριβώς τον ίδιο, απαράλαχτο. Ο Σπυρίδος τον είχε δει,
εκείνα τα χρόνια, τόσες φορές από κοντά, ώστε μπορούσε τώρα να
τον φέρει στο νου σα να καθόταν στη σκιά του – και τον έφερε: Ο
κορμός(δεν τον αγκάλιαζαν πέντε άνθρωποι) έγερνε λίγο αριστερά.
Η φυλλωσιά του, στρογγυλή φουντωτή · τα βελανίδια του μυτερά
μακρόστενα. Από τη νότια πλευρά του κορμού, μια πήχη ψηλά, είχε
μια μεγάλη κουφάλα σαν μάτι · μπορούσες μέσα να κρύψεις
ολόκληρο σακί πράγματα - ή να κρυφτεί άνθρωπος, αν ήταν
μικρόσωμος.

Εκατό βήματα πιο πέρα είχε το μιτάτο του ο Καμπέρης. Τέτοια ώρα,
ώρα της ζέστης, μπορεί να καθόταν κι αυτός μαζί με τους βοσκούς
του στη σκιά του.

Ένιωσε περίεργα, σχεδόν συγκινημένος, παρ’ όλη την καταστροφή


που του είχαν φέρει εκείνα τα μέρη. Γι’ αρκετή ώρα, έμεινε να
κοιτάζει πέρα μακριά, κατά του Ασάνη τον Πρίνο, αντί για το
μονοπάτι μπροστά του, και περνούσαν σωροί αναμνήσεις από τη
σκέψη του.

272
Ο Καμπέρης ήταν που τον είχε στείλει τότε να περάσει το φαράγγι
με τις νεράιδες. Τα χρόνια που πέρασε στο Γερασήμι τον είχε στην
προστασία του. Ήταν έξι χρόνια μικρότερός τους και τους έκανε
ό,τι ήθελε με το φίλο του που σκοτώθηκε. Όλα τα ζώα που έκλεβαν
στον Καμπέρη τα πήγαιναν για να τα πουλήσει. Αυτός τους έλεγε
από ποιον να κλέψουν και ποιον ν’ αφήσουν. Χωρίς αυτόν δεν
έκαναν βήμα. Και δεν ένιωθαν άσχημα, αντίθετα, ένιωθαν
περήφανοι επειδή ήταν άνθρωποι του Καμπέρη, σπουδαίοι στο
βουνό. Κι όλα αυτά χάθηκαν με το σκοτωμό του φίλου του. Γιατί ο
Καμπέρης δε χρειαζόταν πια κάποιον με φονικό στο Γερασήμι
φορτωμένο στις πλάτες του, και τον ειδοποίησε να μην τον
ξαναπλησιάσει. Όμως εκείνος δεν τον ξέχασε, κάθε μέρα τον
θυμόταν, μαζί με τα νιάτα του. Δε συναντάς εύκολα τέτοιους
ανθρώπους, ακόμα και στο βουνό. Ο Κύριλλος, μιλούσε ωραία,
έλεγε αλήθειες, ο Παχιαδογιώργης πάλι δεν ήταν κακός, είχε
δύναμη, αλλά ο Καμπέρης, ήταν η δύναμη. Κρατούσε όλο το βουνό
στα χέρια του. Ποιον δε μαγεύει η δύναμη; Και ποιος νοιάζεται πώς
έχει αποκτηθεί; Στον κόσμο, δυο πράγματα έχουν μόνο αξία, είχε
ακούσει κάποτε να λένε στα βόρεια και δεν το ξέχασε ποτέ: η
γυναίκα και το τουφέκι…

Κι εγώ τελικά, δεν τα κατάφερα ούτε στο ένα ούτε στο άλλο,
σκεφτόταν τώρα. Πώς να μη θαυμάζω τη δύναμη;

Πότε όμως δεν τον κατάλαβε. Τον Κύριλλο και τον Παχιαδογιώργη
μπορούσε να τους καταλάβει, τον Καμπέρη, όχι. Ήταν πιο σκοτεινός
από τη νύχτα. Έμοιαζε να μην έχει γεννηθεί, αλλά να βρίσκεται στο
βουνό από την αρχή του κόσμου. Ένα μόνο ήξερε: τον φοβόταν
ακόμα και ο φόβος. Για να το καταφέρεις αυτό, δε μπορείς να έχεις
ανθρώπινη ψυχή.

Τώρα, άκουγε να λένε πως είχε γεράσει και φοβόταν τον Βρούχο,
αλλά δεν πίστευε λέξη. Τίποτα δε μπορεί να σου πάρει ο χρόνος αν
το ‘χεις πραγματικά, έλεγε παλιά στο χειμαδιό ο Κύριλλος. Κρίμα να
μην είναι καλός, σκέφτηκε. Θα έκανε καλό στο βουνό και στον εαυτό
του με άλλο τρόπο. Δε μπορούσε όμως · οι καλοί δύναμη δεν έχουν.

273
Εκεί, κάτω από του Ασάνη τον Πρίνο, κάθισαν τότε με το φίλο του,
όταν τους έστειλε κλέψουν τα πρόβατα και να περάσουν το
φαράγγι. Θυμόταν καλά. Ο Καμπέρης καθόταν απέναντί τους σε μια
πέτρα με ριγμένο το κεφαλομάντιλο στους ώμους κοιτάζοντας
ανατολικά.

Είναι κάποιοι στη ρίζα του βουνού, χαμηλά, τους είχε πει. Αύριο
πρέπει να χάσουν δέκα πρόβατα. Είναι υποψιασμένοι και τα
φυλάνε, αλλά τα έχω κανονίσει όλα. Μπορεί να γλιτώσουν από το
χιόνι ή την αναβροχιά, αλλά δε μπορεί να γλιτώσουν από τον
Καμπέρη.

Θα φύγετε από ‘δω νύχτα, θα περάσετε την Αερή Μαδάρα, θα


κατηφορίσετε από τα περάσματα και θα ξημερωθείτε πάνω από το
μιτάτο τους. Εκεί θα σας περιμένει άνθρωπος δικός μου, ένας
γείτονας, και θα σας κρύψει. Θα σας πει πότε αφήνουν τα πρόβατα
και θα σας τα δείξει – γιατί τ’ αφήνουν λίγο το μεσημέρι για να
τυροκομήσουν. Θα τα πάρετε και θα φύγετε ίσια προς τα πάνω, όσο
πιο γρήγορα γίνεται – δέκα πρόβατα, όχι λιγότερα.

Θα το καταλάβουν πριν νυχτώσει και θα τρέξουν να πιάσουν τα


περάσματα για να σας κλείσουν. Γι’ αυτό εσείς δε θα γυρίσετε πίσω
από τον ίδιο δρόμο. Θα περάσετε μέσα από ένα φαράγγι που το
λένε Τρομιθόπορο και θα είναι σίγουρα ανοιχτό. Φοβούνται να το
πλησιάσουν νύχτα και δε μπορούν να φανταστούν ότι μπορεί να
περάσουν από εκεί μέσα κλέφτες, γιατί λέει έχει νεράιδες. Κι έχει
νεράιδες, τις έχω δει – ή, δεν ξέρω τι είναι, αλλά, ό,τι κι αν είναι δεν
έχω σκοπό να το πιστέψω. Με ξέρουνε και με φοβούνται και κάθε
φορά μου ανοίγουν το δρόμο. Εσείς δε θα φοβηθείτε. Μόλις μπείτε
μέσα θα φωνάξετε: «Είμαστ’ αθρώποι του Καμπέρη» και θα
προχωρήσετε. Δε θα σας πλησιάσουν - μπορεί και να μην τις δείτε
καθόλου. Το φαράγγι περνάει εύκολα και τα πρόβατα εκεί μέσα
τρέχουν. Θα βγείτε πάλι στην Αερή Μαδάρα και θα έρθετε εδώ, κι
αυτοί θα τρίβουν τα μάτια τους το πρωί στα περάσματα.

Η αλήθεια είναι πως φοβήθηκαν πολύ τότε με το φίλο του. Το


βάρος όμως του Καμπέρη τα σκέπαζε όλα. Αφού τους είπε ότι δεν

274
υπήρχε κίνδυνος τον εμπιστεύτηκαν με κλειστά τα μάτια. Ένιωθαν
μύγες μπροστά του και θα έκαναν ό,τι κι αν τους έλεγε.

Ξεκίνησαν κι έγιναν όλα όπως τα είπε. Καί πάνω από το μιτάτο


εκείνο βρέθηκαν μόλις ξημέρωσε, καί ο άνθρωπος τους περίμενε
καί τους έκρυψε μέχρι το μεσημέρι, καί τους έδειξε την κατάλληλη
στιγμή τα πρόβατα κι από πάνω τους βοήθησε μέχρι να
ξεμακρύνουν, γιατί δεν ήξεραν καθόλου το μέρος. Και τους έδειξε
ύστερα και πού ήταν ο Τρομιθόπορος - αν και τους συμβούλεψε
να μην περάσουν από εκεί μέσα, αφού ο Καμπέρης δεν έλεγε σε
κανένα τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε να ξέρει και δεν είχε
ιδέα για τις οδηγίες τους.

Αυτή ήταν η άλλη φορά που ο Σπυρίδος πέρασε το φαράγγι, και


του έδωσε το κουράγιο να περάσει και τώρα. Τότε, όπως ακριβώς
τους είχε πει, φώναξαν: «Είμαστ’ αθρώποι του Καμπέρη!» και το
μόνο που είδαν ήταν μόνο μια στιγμή, εκεί πάλι στο λιβάδι, τις
νεράιδες να εξαφανίζονται. Ήξερε ακόμα, από εκείνη τη φορά, πως
το φαράγγι είναι βατό και δεν έχει στη μέση γκρεμούς να το κόβουν.
Από την αρχή όμως, είχε διώξει κάθε πειρασμό να φωνάξει και τώρα
πως είναι άνθρωπος του Καμπέρη και να γλιτώσει τη συνάντηση με
τις νεράιδες στο λιβάδι(και ποιος ξέρει τι άλλο), επειδή ο Καμπέρης
μπορεί να μάθαινε ότι χρησιμοποίησε τ’ όνομά του και, τώρα στα
γεράματα, προτιμούσε να τα βάλει με τις νεράιδες πάρα με αυτόν.
Ύστερα, στο βάθος υποψιαζόταν πως οι νεράιδες δεν ήτανε κακές,
ή τουλάχιστον, δεν ήτανε χειρότερες από τον Καμπέρη.

Όταν του πήγαν τότε τα πρόβατα με το φίλο του – ενθουσιασμένοι


για το κατόρθωμα - τα έσφαξε όλα μονομιάς και τα πέταξε σ’ ένα
τάφκο για να μην ξαναβρεθούν ποτέ. Ήθελε μόνο να καταστρέψει
τους ιδιοκτήτες τους και τίποτα άλλο. Σ’ εκείνους δεν άφησε ούτε
ένα από αυτά τα ζώα – πούλησε μόνο τρεις αίγες που είχανε φέρει
την προηγούμενη νύχτα και τους έδωσε τα μισά απ’ όσα έπιασαν.
Ούτε τον ρωτούσαν ούτε του έφερναν αντίρρηση για τα ζώα που
του πήγαιναν. Τους έφτανε μόνο που ήταν «άνθρωποι του
Καμπέρη».

275
Τώρα, συνέχιζε να προσέχει το μονοπάτι ανάμεσα από τα κλαδιά
του αφουφούλακα και να τον θυμάται, και ν’ αναρωτιέται: Τι άραγε
μπορεί να περίμενε απ’ αυτόν ο Παχιαδογιώργης; Οπωσδήποτε,
καταλάβαινε, με κάποιο τρόπο τον κρατούσε - γιατί δε θα μπορούσε
να έχει μέσα το γράμμα κάποια απλή παράκληση για βοήθεια. Ο
Καμπέρης δε θα βοηθούσε κανένα χωρίς αντάλλαγμα ή όφελος -
πόσο μάλλον τώρα πια τον Παχιαδογιώργη. Ήξερε όμως, περίπου,
μια παλιά ιστορία, σκοτεινή, όπου κάτι έψαχναν και σκοτώθηκαν
άνθρωποι, και, από την πρώτη στιγμή που του είπε για το γράμμα,
θα ορκιζόταν ότι αυτή την υπόθεση αφορούσε κι ότι από αυτή ο
Παχιαδογιώργης είχε βρει τρόπο να τον αναγκάσει να τους
βοηθήσει.

Εκείνον, τότε με το φονικό, τον πέταξε πέρα σα να μην τον ήξερε.


Αν και δε συγγένευαν με το φίλο του, δεν είχε και κανένα λόγο να
σπαταλήσει επιρροή στο Γερασήμι για να πάψουν να κυνηγούν
έναν απλό «Σπυρίδο». Του μήνυσε να μην τον ξαναπλησιάσει κι
αυτό ήταν όλο. Από τότε δεν τον είχε ξαναδεί.

Καλύτερα, σκεφτόταν τώρα. Ήταν ο διάβολος μεταμορφωμένος. Αν


συνεχίζαμε δε θα ζούσα ακόμη – αν είναι αυτό καλό. Η ατυχία μου
με φύλαξε.

Είχε μια «τρύπα» κοντά στο μιτάτο του, κάθετη σπηλιά, κι έριχναν
μέσα τ’ απομεινάρια από τα κλεμμένα ζώα που έσφαζαν · και μια
μέρα, που σκάλωσε μια προβιά σε μια προεξοχή κι αναγκάστηκε να
κατέβει για να την τραβήξει, βρήκε μέσα δύο σκελετούς ανθρώπων
να στέκονται ολόκληροι, δεμένοι από τους καρπούς των χεριών στο
βράχο, με τα ρούχα και τα στιβάνια τους ακόμη πάνω(και δεν είχε
ακουστεί πουθενά εκείνα τα χρόνια στο βουνό να χαθούν δύο
άνθρωποι και να μη βρεθούν, νεκροί ή ζωντανοί). Κανένας δεν
ήξερε τι έκανε και τι δεν έκανε ο Καμπέρης στο σκοτάδι πίσω από
τον κόσμο και με ποιο τρόπο έχτιζε τη δύναμή του. Ούτε ο μισός του
εαυτός τι έκανε ο άλλος μισός.

Όση ώρα τα θυμόταν αυτά - κι ετοιμαζόταν να θυμηθεί κι άλλα-


από την ανατολική πλευρά ξεπρόβαλαν δύο άνθρωποι στο

276
μονοπάτι. Τους είδε αμέσως, όλες του οι σκέψεις έσβησαν και
επικεντρώθηκε πάνω τους.

Δεν είναι ο Αντρέας, είπε στην αρχή. Ο Αντρέας είναι μόνος.

Όσο όμως πλησίαζαν, αναγνώριζε την κορμοστασιά και το βάδισμά


του. Είχανε περάσει τόσα χρόνια μαζί με τον Παχιά και τον είχε δει
τόσες φορές να έρχεται από μακριά, που θα τον αναγνώριζε εκατό
μέτρα πριν αναγνωρίσει κάποιον άλλο.

Δεν ήθελε να το πιστέψει · έπεσε ο ουρανός πάνω του και τον


πλάκωσε. Μόνο αυτό δεν είχε φανταστεί. Να έχει κάνει τόσο κόπο,
να έχει γλιτώσει από τόσους κινδύνους και τώρα, να είναι μαζί με
άλλον και να μην μπορεί να τον πλησιάσει! Απ’ όλες τις στιγμές που
είχε περάσει εκείνο το μερόνυχτο εκείνη ήταν η χειρότερη.

Ποιος είναι ο άλλος; αυτό σκεφτόταν μόνο. Ούτε μπορούσε να


καταλάβει. Ο ένας όμως, ήτανε σίγουρα ο Αντρέας.

Τα είχε χαμένα · το πράγμα δεν ήταν καθόλου απλό. Ακόμα κι αν


αποφάσιζε να θυσιάσει τον εαυτό του και να παρουσιαστεί
μπροστά στον άλλο για να δώσει το γράμμα, πάλι θα τα κατάστρεφε
όλα. Ο Αντρέας δε θα μπορούσε μετά να πάει στο Γερασήμι, αφού
ήξεραν καλά πως είναι βοσκός του. Έπρεπε να βρει τρόπο να τον
ξεμοναχιάσει. Αλλά τι τρόπο; Περπατούσαν ο ένας πίσω από τον
άλλο στο μισό μέτρο… .

Πλησίαζαν και η καρδιά του χτυπούσε όπως του λαγού. Είχε πέσει
ολόκληρος πάνω στον αφουφούλακα και προσπαθούσε να
διακρίνει. Τώρα έβλεπε τον άλλο καθαρά(περπατούσε δεύτερος),
και πάλι όμως δε μπορούσε να καταλάβει ποιος είναι.

Ποιος είναι αυτός; έλεγε μέσα του κι έτρεμε από την ένταση. Δεν
τον ξέρω! Θα μπορούσε τότε, στη σύγχιση του, ακόμα και να τους
αφήσει να περάσουν γιατί ο χρόνος ήταν ελάχιστος, όμως, ξαφνικά,
στο βάθος κάτι ξεδιάλυνε: Ο Μπουρεξής! φώναξε μέσα του.
Υπάρχει ακόμα; Πώς βρέθηκε εδώ!

277
Είχε, ποιος ξέρει πόσα χρόνια να τον δει και νόμιζε πως είχε φύγει
από το βουνό, γι’ αυτό δυσκολεύτηκε τόσο να τον αναγνωρίσει.
Όμως, και πάλι δεν ήταν σίγουρος.

Δε γίνεται να είναι αυτός, έλεγε. Αυτός έχει χαθεί, μπορεί να ‘χει


πεθάνει. Τι γυρεύει εδώ; Κάνω λάθος.

Είχαν όμως φτάσει πια στο ύψος του αφουφούλακα κι


ετοιμάζονταν να τον ξεπεράσουν. Δεν είχε άλλο χρόνο. Σε μια στιγμή
πήρε την απόφαση.

Αν αυτός είναι ο Μπουρεξής, σκέφτηκε, δε θα με προδώσει. Αν


πάλι δεν είναι, χάθηκα. Και πετάχτηκε πάνω.

Ακούστηκε σα να ξεπετάχτηκε τράγος από τον αφουφούλακα και οι


άλλοι δύο σταμάτησαν πάνω στο μονοπάτι ξαφνιασμένοι. Με πέντε
πηδήματα βρέθηκε μπροστά τους.

Για όνομα του Θεού Σπυρίδο! φώναξε ο Παχιάς. Ο Μπουρεξής,


πίσω, είχε πάει το χέρι του στη ζώνη, στο μαχαίρι του, και στεκόταν
ακίνητος. Ούτε κι εκείνος τον είχε στην αρχή αναγνωρίσει και δεν
ήξερε ποιος ήταν αυτός με το τουφέκι που έτρεχε κατά πάνω τους.

Μπουρεξή τι κάνεις; του είπε γρήγορα.

Ο Μπουρεξής, μέχρι τότε, και τον είχε θυμηθεί και τα είχε


καταλάβει όλα. Καλά είμαι, του απάντησε. Αλλά λέγε κατευθείαν
ό,τι έχεις να πεις και φύγε, γιατί δεν πρέπει να μένεις εδώ.

Έμαθες τίποτα; πρόλαβε να ρωτήσει τον Παχιά για τα πρόβατα.

Δεν είναι στα οροπέδια, έχουνε περάσει δυτικά, απάντησε με δυο


κουβέντες αυτός όσο περίμενε, μούσκεμα στην αγωνία, να μάθει τι
συνέβαινε.

Κρατούσε ήδη το γράμμα στο χέρι.

Ο πατέρας σου, του είπε βιαστικά, σου στέλνει αυτό να δώσεις του
Καμπέρη - και να μην το ανοίξεις λέει.

Ο Παχιάς πήρε το γράμμα και το έχωσε γρήγορα στην τσέπη της


γκυλόττας του.

278
Φύγε Σπυρίδο! του ψιθύρισε ο Μπουρεξής σφίγγοντας τα δόντια.
Μη μένεις άλλο εδώ!

Ναι, ναι, έκανε αυτός κι έτρεξε γρήγορα πάλι πίσω από τον
αφουφούλακα.

Οι άλλοι δύο προχώρησαν, κοιτάζοντας πίσω να μην τους είδε


κανείς.

Υπήρξε μεγάλο κατόρθωμα. Πιθανόν ο Παχιαδογιώργης να μην είχε


στείλει τον Σπυρίδο μόνο και μόνο επειδή δε θα μπορούσε ν’ ανοίξει
το γράμμα και να το διαβάσει, αλλά μάλλον επειδή ένιωθε ότι μόνο
εκείνος υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρει. Σ’ όποιον άλλον κι αν
το έδινε, χωρίς πρόβλημα να κινηθεί δυτικά, αυτός ο άλλος θα ήταν
απίθανο να βρει το γιο του μέσα σε μια νύχτα. Οπωσδήποτε θα
γυρνούσε για μέρες από το ένα χωριό κι από το ένα μιτάτο στο άλλο
μέχρι να τον ανακαλύψει, και μέχρι τότε τα πρόβατα θα είχαν
εξαφανιστεί για τα καλά.

Ο Σπυρίδος όμως, χωρίς ούτε ο ίδιος να καταλάβει πώς, βρέθηκε


μπροστά του χωρίς να χάσει λεπτό – λες κι είχαν συμφωνήσει να
συναντηθούν. Από τη στιγμή που ξεκίνησε, το μόνο πράγμα που δεν
τον είχε απασχολήσει ήταν το πώς θα έβρισκε τον Αντρέα μέσα σε
τόσο βουνό. Είχε καρφωθεί στο νου του εκείνη η διαδρομή και την
ακολούθησε κι εκείνη (λες κι ήταν η ίδια η θέλησή του) τον οδήγησε
ακριβώς μπροστά του. Γιατί ο Σπυρίδος - αυτό μάλλον καταλάβαινε
ο Παχιαδογιώργης - ήθελε πραγματικά, μέσα από την ψυχή του να
βρεθούν τα πρόβατα και δεν προσποιούνταν ότι ήθελε(ή, ακόμα
χειρότερα, επιθυμούσε να χαθούν). Κι όταν κάποιος θέλει κάτι
πραγματικά, τότε όλα γίνονται πιο απλά.

Τώρα η επιστροφή του θα ήταν εύκολη. Θα έμενε κρυμμένος μέχρι


να νυχτώσει, θα κατέβαινε νύχτα από εκεί ως τον κάμπο – όλο δεξιά,
μακριά από περάσματα και το φαράγγι, θα έβρισκε κάποιον
εμπιστοσύνης να του αφήσει το τουφέκι και θα γύριζε πίσω, μετά
από δύο-τρεις μέρες, περνώντας μέσα από χωριά που δεν είχε
απαγόρευση και κάνοντας κύκλο το βουνό, σαν κανονικός
άνθρωπος και χωρίς φόβο. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να βιάζεται.

279
Ο μόνος φόβος που είχε, ήταν πως ο Αντρέας δε θα κατάφερνε
τελικά, ούτε με το γράμμα, να βρει τα πρόβατα.

Εκείνος πάλι, με τον Μπουρεξή, συνέχιζαν προς το Γερασήμι χωρίς


ν’ αλλάξουν λέξη για την προηγούμενη συνάντηση και το γράμμα,
από φόβο μην τους ακούσει κανείς. Τόση μεγάλη εντύπωση τους
είχε κάνει η αποκοτιά του Σπυρίδο, και του Παχιαδογιώργη που τον
έστειλε.

Έπαιξε κορώνα-γράμματα τη ζωή του…, σκεφτόταν


προβληματισμένος ο Μπουρεξής. Γιατί το έκανε; Ένα πρόβατο,
λέει, είναι δικό του, αλλά αυτό δε φτάνει. Τον ανάγκασε ο
Παχιαδογιώργης; Μπορεί. Αλλά ο Παχιαδογιώργης δε θα τον
ανάγκαζε, γιατί αν τον ανάγκαζε δε θα τα κατάφερνε. Άρα το έκανε
με τη θέλησή του, βαθιά, γι’ αυτό και βρέθηκε έτσι μπροστά μας.
Πώς μας πέτυχε πάνω στο μονοπάτι και την ώρα που δεν περνούσε
κανείς; Αυτό δε γίνεται αλλιώς.

Είναι βλάκας; Ποιος ξέρει; σκέφτηκε πιο πέρα. Έχει δεθεί με τους
Παχιάδες, γιατί οι Παχιάδες είναι όλη του η ζωή. Έχει δεθεί και με
τα πρόβατα κι ας μην είναι δικά του, γιατί τα πρόβατα είναι όλη του
η ζωή. Ο άνθρωπος είναι αυτό που κάνει και τίποτα άλλο · όταν είναι
καλός τρέχει να πέσει μέσα του, γιατί αυτό τον ανυψώνει. Στο κάτω-
κάτω, δεν υπάρχει και πουθενά κάτι μεγαλύτερο και κανένας δεν
είναι αθάνατος. Αυτός, έκανε σήμερα μια σπουδαία πράξη.

Ο Παχιαδογιώργης δεν είναι κακό αφεντικό - ούτε κακός άνθρωπος


είναι στο βάθος- κι αυτός ο Αντρέας πολύ περισσότερο. Αν ήτανε
κακοί, κανένας δε θα μπορούσε να δεθεί ψυχικά μαζί τους, όσο
αδύναμος κι αν είναι. Ο φόβος είναι ένας δεσμός, αλλά ο φόβος
είναι κάτι κακό και από το κακό δε μπορεί να σταθεί τίποτα στέρεο.
Κάποιοι δέχονται να είναι δούλοι – κι ευχαριστιούνται κιόλας γιατί
φοβούνται οτιδήποτε άλλο(κι αυτό συγκρατεί και τον κόσμο) – αλλά
τούτος ‘δω δεν είναι απ’ αυτούς · είναι άλλη περίπτωση. Μπορεί να
ήταν αδίστακτος κλέφτης, αλλά τελικά έχει και κάτι καλό. Κανένας
αδίστακτός δε θα ‘κανε αυτό που έκανε. Θα ‘παιρνε ό,τι ζώα είχε
και θα ‘φευγε, και θ’ άφηνε τους Παχιάδες τώρα που πέφτουν να
πέσουν. Δε θα πήγαινε δυτικά να τον σκοτώσουν. Τώρα έκανε καλό·

280
στάθηκε παλληκάρι. Αυτό που δεν έχω καταλάβει ακόμα, όσο κι αν
το βλέπω, είναι πως το καλό δε θα το βρεις εύκολα καθαρό, να μην
είναι ανακατεμένο. Αυτό είναι το μεγάλο μπέρδεμα.

Τότε κοντοστάθηκε μια στιγμή στο μονοπάτι, κι ο Παχιάς μπροστά


άκουσε τα βήματά του να σταματούν και σταμάτησε κι αυτός: Τι
έγινε; γύρισε και τον ρώτησε.

Τίποτα, απάντησε. Κάτι θυμήθηκα. Πάμε.

Είσαι βλάκας Μπουρεξή! του είχε πει κάποτε, τον καιρό που ακόμα
έκλεβε, ένα στοιχειό που συνάντησε μια νύχτα λίγο κάτω από τη
μεγαλύτερη κορυφή του βουνού. Νομίζεις πρέπει να ‘χεις ατσάλινη
ψυχή και θέληση για να επιβιώσεις σ’ αυτή την κόλαση, όμως
ξεχνάς: Εσείς τη φτιάχνετε αυτή την κόλαση.

Και τι να κάνω; είπε αυτός.

Τίποτα. Να μην είσαι όμως βλάκας.

Εγώ, ναι, σκέφτηκε τώρα, ενώ κατηφόριζαν κι εμφανίστηκε


μπροστά τους το Γερασήμι. Αποφάσισα να βοηθήσω, ναι, με τη
θέλησή μου. Αλλά δε θα φτάσω ως εκεί που έφτασε ο Σπυρίδος. Αν
το κάνω, θα ‘χω κάνει άλλο ένα μεγάλο λάθος, κι όσα έχω κάνει
μέχρι τώρα με φτάνουνε για δέκα ζωές.

281
Κάθισαν μετά στην κορυφή, τη νύχτα που τους ξεγέλασε ο κλέφτης
– συνέχιζε εκείνη η ιστορία - ο Χάρος, ο Ρίγος και ο Πυρετός και
κουβέντιασαν.

«Αυτό που πάθαμε απόψε είναι πολύ σοβαρό» είπε ο Πυρετός.


«Από την εποχή που αρχίσανε να κλέβουν οι άνθρωποι, δεν πέρασε
από ‘δω κλέφτης χωρίς να μας αφήσει αρνί. Κάτι πρέπει να
κάνουμε, αλλιώς, θ’ αρχίσουν να μας κοροϊδεύουν και θα μείνουμε
λύκοι δίχως δόντια».

«Ναι» συμφώνησε ο Ρίγος. «Δε γίνεται να τ’ αφήσουμε έτσι αυτό.


Η εξουσία μας κινδυνεύει».

Ο Χάρος καθόταν πιο πέρα σκοτεινός και συλλογισμένος. Τελικά,


κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα και τους κοίταξε: «Τι να κάνω;»
τους ρώτησε, όπως ένας άβουλος που περιμένει να τον οδηγήσουν.

«Είσαι ο Χάρος» του είπε ο Πυρετός, «ο θεριστής του κόσμου! Και


σε ντρόπιασε ένας παλιοκλέφτης. Πρέπει να πάρεις τις ευθύνες
σου. Πήγαινε να δεις τη Μοίρα, να γυρέψεις να μπορούμε κι εμείς
να σβήνουμε τα καντήλια».

Και σηκώθηκε ο Χάρος, και φόρεσε το σκολιανό του σαλβάρι, και


φόρεσε τα καλά του στιβάνια, τα κόκκινα τα ζαρωτά(τα ίδια που τον
βλέπουν όλοι να φοράει την τελευταία τους ώρα),και πέρασε
καραμπογιά το μουστάκι του, κι έσφιξε καλά το κεφαλομάντιλο κι
έφυγε για να συναντήσει τη Μοίρα.

Κι άφησε το δικό μας βουνό, και πέρασε σταυρό τον κάμπο, κι


ανέβηκε τα Πέρα Βουνά και κατέβηκε στη θάλασσα. Και μπήκε σε
μια πέτρινη βάρκα, με βαρκάρη τον Έρεβο, κι ανοίχτηκε στο
πέλαγος. Και καθόταν στην πρύμνη της βάρκας κι έσφιγγε κόμπο το
κομπολόι στις φούχτες, να το σπάσει, κι έτρωγε τα χείλια του από
τις σκέψεις.

Και μετά από ένα χειμώνα, όπου δεν πέθανε κανείς στο βουνό,
έφτασε στο νησί της Μοίρας. Κι έδεσε ο Έρεβος τη βάρκα στο μόλο
και ξεκίνησε αυτός βαρόκαρδος να τη συναντήσει.

282
Κι ανέβηκε στη σπηλιά της και τη βρήκε να κάθεται και να γνέθει
μαλλί σε ασημένια ρόκα (ήταν η Μοίρα, γριά και ψαρομάλλα και
μαυροντυμένη όταν μιλούσε με το Χάρο, και νέα και
ξανθομαλλούσα και λυγερή όταν μιλούσε με τον Ήλιο). Και στάθηκε
μπροστά της και υποκλίθηκε.

«Γιατί έφυγες» του είπε αυτή μόλις τον είδε, «κι ανοίχτηκες στο
πέλαγος, και σβήνουνε τώρα τα καντήλια και τα κρατάω, αφού δεν
υπάρχει κανείς να τους πηγαίνει στον Άδη;».

«Γιατί οι άνθρωποι πονήρεψαν» είπε αυτός, «και δε με φοβούνται


πια. Και περνάνε οι κλέφτες από μπροστά μου και δε μ’ αφήνουν
αρνιά, και ο Ρίγος και ο Πυρετός με κοιτάζουνε δύσπιστα».

«Αχ καημένε Χάρε…» έκανε η Μοίρα κι αναστέναξε. «Δεν έχεις


καταλάβει τίποτα τόσες χιλιάδες αιώνες. Απ’ όταν μας άφησαν οι
θεοί τους δυο μας σ’ αυτό τον κόσμο και μας καταδίκασαν αιώνια,
μας άφησαν δίχως δύναμη επειδή οι άνθρωποι είναι θνητοί. Αν δεν
ήταν σίγουρα θνητοί τότε θα είχαμε εμείς δύναμη. Τώρα, η δύναμή
μας είναι μόνο λίγος χρόνος φόβος. Δε μπορούνε να σε ξεγελάσουν,
και μην ανησυχείς γι’ αυτό, όμως, ακόμα κι αν σου δώσω εξουσία
να σβήνεις τα καντήλια, πάλι μπορούνε να μη σε φοβούνται οι
ψυχωμένοι όσο δε σε φοβούνται και τώρα. Γι’ αυτό, γύρισε πίσω
στην κορυφή σου όπως και πριν. Να ξέρεις όμως, ότι ο άλλος
κλέφτης που θα περάσει θα σου αφήσει αρνί, γιατί οι ψυχωμένοι
είναι πάντα λίγοι».

Κι έφυγε ο Χάρος, και μπήκε πάλι στη βάρκα κι ανοίχτηκε πίσω στο
πέλαγος, ξαλαφρωμένος με ό,τι του είπε η Μοίρα - γιατί νόμιζε πως
έφυγε η ευθύνη από πάνω του. Και ξεμπάρκαρε στο γιαλό πίσω από
τα Πέρα Βουνά, και πλήρωσε το βαρκάρη, τρεις ψυχές, και τον
άφησε να φύγει. Κι ανέβηκε τα Πέρα βουνά, και κατέβηκε στον
κάμπο και τον πέρασε σταυρό, κι ανέβηκε πάλι στο δικό μας βουνό.
Και στο δρόμο μάζευε όσους είχε αφήσει με σβησμένα τα καντήλια
τόσο καιρό να περιμένουν. Κι έφτασε περασμένα μεσάνυχτα στην
κορυφή και κάθισε κουρασμένος να ξαποστάσει.

«Τι νέα μας έφερες;» τον ρώτησαν ο Ρίγος και ο Πυρετός που
ξαγρυπνούσαν.

283
Και τους είπε αυτά που του είχε πει η Μοίρα, και πως ο επόμενος
κλέφτης που θα περάσει θα τους δώσει αρνί, και νόμιζε πως θα τον
άφηναν τώρα να ξεκουραστεί.

«Δεν έφερες εξουσία να σβήνουμε τα καντήλια!» φώναξε όμως ο


Πυρετός. «Εμείς θέλουμε εξουσία!»

«Ούτε εγώ ούτε η Μοίρα έχουμε εξουσία» του είπε. «Είμαστε


καταδικασμένοι αιώνια».

«Όταν κάποιος, Χάρε, ξεκινήσει για εξουσία, δε γυρίζει πίσω μ’


άδεια χέρια!» μούγκρισε τότε ο Πυρετός. «Αφού δε μας έφερες
εξουσία να σβήνουμε τα καντήλια, θέλουμε τώρα τη δική σου!».

Και ξεκίνησαν πόλεμο. Και πάλευαν στα μαρμαρένια αλώνια εφτά


χρόνια, ο Χάρος με το Ρίγο και τον Πυρετό. Κι εκείνα τα εφτά χρόνια
ήταν και τα εφτά του Καθαρού και τα κοπάδια στο βουνό
ξεκληρίστηκαν, κι αντί για βροχή έριχνε στάχτη και τα πουλιά
χάθηκαν από τον ουρανό. Και στο τέλος νίκησε ο Χάρος.

Και πλάκωσε το Ρίγο και τον Πυρετό με βράχους - κι από τότε


παλεύουνε να ξεφύγουν, και γι’ αυτό κρυώνουν οι άνθρωποι και
τους μπαίνει πυρετός κάθε χειμώνα που βρέχει και μαλακώνουν οι
βράχοι. Κι έμεινε μόνος του στην κορυφή, και σταμάτησε να ζητάει
αρνιά από τους κλέφτες, για να μην πάθει τα ίδια, κι άρχισαν μετά
να το κάνουν οι άνθρωποι.

284
Υπήρξε γεγονός αναμφισβήτητο. Ο Καμπέρης και ο Βρούχος
συναντήθηκαν μυστικά, στο σπίτι του Κοκκινογιώργη στο Γερασήμι
το ίδιο βράδυ που μαχαιρώθηκε ο Ιφίκος, σε μια προσπάθεια να
αποφευχθεί η σύγκρουση. Σίγουρα μεσολάβησε γι’ αυτό ο
Κοκκινογιώργης, άντρας σεβαστός απ’ όλους στο Γερασήμι, αλλά
δεν πρέπει να αυταπατάται κανείς: Ποτέ κάποιος με τη δική τους
δύναμη δε θα δεχόταν μια τέτοια συνάντηση, για χατίρι κανενός
μεσολαβητή, αν δεν το επιθυμούσε.

Συμβαίνει πάντα κάτι περίεργο λίγο πριν πολεμήσουν τα μεγάλα


σόγια(μπορεί και τα μικρά). Ενώ μέχρι τότε όλη η ύπαρξή τους
προετοιμάζεται γι’ αυτή τη σύγκρουση, ενώ κάθε στιγμή τη
φαντάζονται με ηδονική ανυπομονησία, ενώ ακόμα και τ’ αγέννητα
παιδιά πριν γεννηθούν ξέρουν ποιος είναι ο εχθρός(γιατί δεν
υπάρχει σόι χωρίς εχθρό, κι αν κάποιο δεν έχει πρέπει να έχει αφού
στον κόσμο οι εχθροί είναι απαραίτητοι), όσο πλησιάζει η ώρα οι
αρχηγοί πάντα κάνουν δεύτερες σκέψεις. Μάταιοι όμως οι
δισταγμοί και οι δεύτερες σκέψεις. Όταν το φράγμα σπάσει, το
ποτάμι κατεβαίνει βαθύ και ορμητικό. Αδύνατο πια να
συγκρατηθεί.

Η συνάντηση έγινε ώρα τέσσερις τα ξημερώματα, στο κατώγι του


Κοκκινογιώργη, με σβηστούς λύχνους και με κανέναν άλλον εκτός
τους τρεις τους παρών.

Ο Καμπέρης - μίλησε πρώτος - ζήτησε να αποζημιώσουν στο


διπλάσιο τα ξαδέρφια του Βρούχο τα πρόβατα του Κατσή που
έριξαν στον τάφκο, ενώ ο Βρούχος(όπως τον είχε συμβουλέψει ο
Πελοπίδας)αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι το είχαν κάνει,
αμφισβητώντας την αξιοπιστία του μάρτυρα που επικαλούνταν ο
Καμπέρης χωρίς να τον ονοματίζει. Η διαφωνία αυτή κράτησε
αρκετή ώρα και η συζήτηση από την αρχή έπεσε σε τοίχο,
προϊδεάζοντας άσχημη κατάληξη. Ο Κοκκινογιώργης τότε πρότεινε,
για να μην αιματοκυλιστεί το Γερασήμι, να δώσει εκείνος δέκα
πρόβατα από τα δικά του στον Κατσή, να κρατήσουν μυστική αυτή
τη συνάντηση και τη συμφωνία, να διαδώσουν ότι τα πρόβατα του
Κατσή έπεσαν μόνα τους στον τάφκο και να γίνουν αργότερα –όταν
ξεχαστεί η υπόθεση - ο Κατσής με τα ξαδέρφια του Βρούχο

285
σύντεκνοι. Αυτό πιθανόν να ήθελαν και οι δύο να το δεχτούν, δε
μπορούσαν όμως, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.

Ο Καμπέρης, είχε κάνει το λάθος να αποκαλύψει την υπόθεση στη


γυναίκα του και η Καμπέραινα δε θα δεχόταν τον παραμικρό
συμβιβασμό με το σόι του Βρούχο. Εκτός αυτού, ο Σταύρος, ο
αυτόπτης μάρτυρας, δεν ήταν σίγουρο ότι δε θα μιλούσε, σε ένα,
δύο ή και περισσότερα χρόνια, και δε θα μάθαινε τότε όλο το βουνό
πως άφησε ανεκδίκητη τέτοια προσβολή. Ο Βρούχος πάλι, ήταν
αρχηγός χωρίς να έχει το ίδιο αίμα με τους Σαΐτηδες και δεν ένιωθε
καθόλου ασφαλή τη θέση του αν υποχωρούσε τώρα μπροστά στον
Καμπέρη, τη στιγμή που όλο του το σόι περίμενε από στιγμή σε
στιγμή να γίνει πρώτο στο Γερασήμι. Όπως τον είχε συμβουλεύσει ο
Πελοπίδας, συνέχισε να επιμένει ότι τα ξαδέρφια του δεν είχαν
καμία σχέση με την υπόθεση, όσο κι αν ο Καμπέρης παρουσίαζε τα
στοιχεία που είχε - χωρίς μόνο να αποκαλύπτει το όνομα του
αυτόπτη μάρτυρα.

Ο Κοκκινογιώργης τότε, κατατρομαγμένος με την εξέλιξη και


προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο(χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει τι θα τον
έκανε),πρότεινε να συγκεντρώσει εκείνος μία ομάδα ουδέτερων για
να κατέβουν με σκοινιά στον τάφκο και να διαπιστώσουν αν
πραγματικά τα κουφάρια των προβάτων βρίσκονταν μέσα. Αυτό το
αρνήθηκαν κατηγορηματικά και οι δύο. Ο Βρούχος, προφανώς,
επειδή δεν τον συνέφερε, και ο Καμπέρης επειδή με αυτό τον τρόπο
θα βρισκόταν ακόμα περισσότερο αναγκασμένος να πολεμήσει.
Ύστερα, την ίδια στιγμή ο ίδιος ο Κοκκινογιώργης κατάλαβε ότι δεν
είχε προτείνει τίποτα περισσότερο από μία γκάφα και, σιωπηλά,
απέσυρε την πρότασή του.

Πουθενά δεν κατέληξε εκείνη η συνάντηση. Το θέμα του Ιφίκο θα


μπορούσε ακόμα τότε να ξεπεραστεί, επειδή ο Κύριλλος είχε από
την αρχή διαβεβαιώσει ότι το τραύμα του δεν ήταν θανατηφόρο(κι
εξάλλου, ο Ιφίκος ήταν ασήμαντος και μπορούσε να θυσιαστεί για
τα σημαντικά),όμως, φαίνεται, από ένα σημείο κι έπειτα δεν
υπάρχει επιστροφή.

286
Γιατί πολεμούν τα μεγάλα σόγια(ή και τα μικρά), πολλοί
προσπάθησαν να εξηγήσουν. Πίσω απ’ όλα είναι το συμφέρον, λένε
και συμφωνούν όλοι με αυτό, αλλά η τελική εξήγηση, μάλλον, είναι
κάπως πιο περίπλοκη. Κατ’ αρχήν, δεν έχει σημασία πως οι
άνθρωποι κρίνουν λανθασμένα το συμφέρον τους(όπως έλεγε ο
Κύριλλος), φτάνει μόνο πως έχουν οπωσδήποτε μια ιδέα γι’ αυτό –
και πολύ δυνατή μάλιστα. Ύστερα, υπάρχει ένας δαίμονας στον
κόσμο, ή μάλλον: υπάρχουν πολλοί. Αυτοί ο δαίμονες λέγονται:
κυριαρχία, εξουσία, ή θάνατος, κι όλα αυτά είναι πάθη. Και υπάρχει
κι ένας ιδιαίτερος δαίμονας, μεγαλύτερος · αυτός λέγεται φόβος. Κι
όταν όλοι αυτοί οι δαίμονες ανακατευτούν με την ιδέα του
συμφέροντος(τόσο που δεν ξέρεις πια ποιο βρίσκεται πού)· νά τότε
πότε πολεμούν τα σόγια.

Άλλες φορές πάλι, οι αρχηγοί ποθούν να γράψουν ιστορία. Να λένε


τραγούδια γι’ αυτούς οι μαντιναδολόγοι στο βουνό (όλοι θέλουν να
λένε γι’ αυτούς τραγούδια στο βουνό, ακόμα κι αν εκείνοι δε θα τ’
ακούσουν ποτέ). Είναι παθιασμένο ζώο ο άνθρωπος· τον κυβερνούν
τα πάθη, όχι ο νους.

Είναι και κοπαδιαστό ζώο, όπως τα πρόβατα και οι λύκοι. Δεν


αντέχει χωρίς κοπάδι και ακολουθεί αρχηγούς. Ακόμα κι όταν οι
αρχηγοί τον εκμεταλλεύονται και τον οδηγούν στην καταστροφή, θ’
αργήσει να το δει, ή δε θα το δει ποτέ, για να μη βρεθεί έξω από το
κοπάδι. Και το σόι είναι ένα κοπάδι.

Ένας Μεγάλος Νους χρειάζεται για να τα διορθώσει όλα αυτά,


κατέληγαν οι σοφότεροι(ο Κύριλλος δεν έφτανε ως εκεί, ήταν πιο
στενόμυαλος). Ένας Μεγάλος Νους, λογικός, αλάνθαστος, χωρίς
πάθη, για όλο το βουνό. Μέχρι να βρεθεί θα συμβαίνουν τα ίδια και
τα ίδια.

Όταν ο Παχιάς με το Μπουρεξή έφτασαν στο Γερασήμι, το μεσημέρι


της πρώτης ημέρας μετά το μαχαίρωμα του Ιφίκου, τα πράγματα
είχαν ήδη φουντώσει. Το χωριό έμοιαζε έρημο. Δε συναντήσαν
πάρα μόνο μερικά μικρά παιδιά στους δρόμους και τα σπίτια στο
ντουκιάνι των Σαΐτηδων, όταν πέρασαν από δίπλα, είχαν
αμπαρωμένα τα πορτοπαράθυρα. Το Γερασήμι ήτανε χτισμένο σε

287
«ντουκιάνα» - καθένα για ένα σόι ή δύο μικρότερα - ξεχωριστά το
ένα από το άλλο και κρατούσε μεγάλη έκταση. Το μεγάλο ντουκιάνι
στην κάτω μεριά, όπου έμεναν, εκτός των άλλων, πολλά μικρά
σόγια και η πλαγιά ίσιωνε, ήταν το κέντρο του χωριού, με την
εκκλησία, την πλατεία, τα καφενεία, τα μπακάλικα και τα
χασάπικα(αφού ακόμα και στο Γερασήμι εμπορεύονταν). Όταν
έφτασαν μέχρι εκεί είχαν πια καταλάβει ότι κάτι πολύ σοβαρό
συνέβαινε, δεν ήξεραν μόνο τι ακριβώς.

Τα καφενεία δεν είχαν κλείσει ακόμη – κι ας μην είχαν κανένα


πελάτη. Οι άδειες καρέκλες και τα τραπέζια κάτω από τα πλατάνια
μαζί με την ερημιά της χωμάτινης πλατείας έκαναν την εικόνα
ακόμα πιο ακατανόητη. Μην έχοντας ιδέα τι να κάνουν,
αποφάσισαν να κάνουν σα να μη συνέβαινε τίποτα ασυνήθιστο και
να συμπεριφερθούν όπως θα συμπεριφερόταν κανονικά κάθε ξένος
που θα έφτανε στο Γερασήμι ψάχνοντας κλεμμένα ζώα, δηλαδή να
καθίσουν πρώτα σ’ ένα καφενείο και να περιμένουν. «Να κόψουνε
κινήσεις» όπως έλεγαν.

Ο Μπουρεξής, αν σ’ ένα μέρος του βουνού είχε κρατήσει κάποιες


σχέσεις όλα αυτά τα χρόνια της απομόνωσης στο μιτάτο του, αυτό
ήταν το Γερασήμι. Ήταν αναγκασμένος να το κάνει επειδή τα
βοσκοτόπια τους γειτόνευαν. Ο καφετζής στο πρώτο καφενείο,
μόλις κατέβαινες στην πλατεία, ήταν πολύ γνωστός του, όπως και η
γυναίκα του που κρατούσε εκείνη την ώρα το καφενείο, αφού οι
άντρες είχαν ανέβει όλοι στο βουνό. Εκείνη τους είπε τι είχε συμβεί
(όπως τα ήξεραν οι πολλοί). Ήταν μια γυναίκα στην ηλικία του
Παχιά, λίγο τροφαντή - χαρακτηριστικός τύπος καφετζίνας - που
είχε χάσει το χρώμα της με τα γεγονότα κι ήθελε λίγο ακόμα να
βάλει τα κλάματα.

Θα χαθούμε! τους είπε. Το χωριό μας θα γίνει σαν τα Ρημάδια. Τα


ξέρεις Μπουρεξή τα Ρημάδια; Αυτά τα χαλάσματα στις πέρα
κορυφές. Έτσι θα γίνουμε! Οι Σαΐτηδες έριξαν δέκα πρόβατα των
Καμπέρηδων σ’ ένα τάφκο. Τώρα τι πρέπει να κάνει ο Καμπέρης;
Πρέπει να τους σκοτώσει. Κι αν τους σκοτώσει, δε θα σκοτώσουν κι
εκείνοι; Κι εμένα η κόρη μου είναι αρραβωνιασμένη μ’ ένα απ’ τους
Καμπέρηδες. Καταραμένη θάλασσα που έφερες το Βρούχο!

288
Μα καλά, τη ρώτησε ο Μπουρεξής, πώς βρήκαν τα πρόβατα μέσα
στον τάφκο; Τ’ ομολόγησαν;

Δεν ξέρω, απάντησε. Αυτό λένε όλοι. Έριξαν τα πρόβατα στον


τάφκο.

Δε γίνεται, μονολόγησε ο Μπουρεξής, κάτι άλλο θα συμβαίνει.

Ο Ιφίκος τα ‘ριξε, συνέχισε η καφετζίνα. Γι’ αυτό τον μαχαίρωσε


χθες ο γιος του Καμπέρη.

Ο Ιφίκος; έκανε ξαφνιασμένος ο Μπουρεξής. Αποκλείεται. Ύστερα


αυτός δεν είναι Σαΐτης. Κι ο γιος του Καμπέρη, μαχαίρωσε; Πότε
μεγάλωσε;

Ο Καμπέρης τον έβαλε - Θεός φυλάξει! είπε αυτή.

Ο Μπουρεξής έμεινε σκεφτικός. Και πού έχουν πάει όλοι; τη ρώτησε


μετά.

Πού έχουν πάει; Στο βουνό. Καθένας κοιτάζει να φυλάξει τα ζώα


του. Κι όποιος δε φταίει φοβάται ότι θα μπλέξει και θα τον πάρει η
μπάλα, αν αρχίσουν να πολεμούν αυτοί οι δύο.

Δε μπορεί να ‘χει γίνει έτσι, είπε ο Μπουρεξής στον Παχιά όταν


έφυγε για να φτιάξει τους καφέδες που είχαν παραγγείλει. Ο
Βρούχος αποκλείεται αν αποφάσιζε να χτυπήσει τους Καμπέρηδες
να έβαζε τον Ιφίκο να το κάνει. Θα το έκανε ή ο ίδιος ή τα ξαδέρφια
του, ο Φαζός με τον Σαϊτογιώργη. Ο γιος του Καμπέρη σίγουρα
μαχαίρωσε τον Ιφίκο μόνο και μόνο επειδή είναι ακόμα παιδί και
τον έχει ποτίσει δηλητήριο η Καμπέραινα για τον Βρούχο, κι έχει
ακούσει πως ο Ιφίκος είναι άνθρωπος του Βρούχο - του φτάνει. Δε
θ’ αρέσει όμως αυτό στον Καμπέρη.

Ο Παχιάς άκουγε σαστισμένος και σκεφτόταν πόσα ακόμα εμπόδια


θα βρεθούν στο δρόμο του…

Αποκλείεται πάντως να μην είναι αλήθεια ότι χάθηκαν δέκα


πρόβατα των Καμπέρηδων, κατέληξε ο Μπουρεξής, που έκανε κι
εκείνος την ίδια δυσάρεστη σκέψη. Σε τέτοια πράγματα δε γίνεται
ποτέ λάθος. Κι αυτό τώρα, θα μας μπλέξει… .

289
Είδαν κι άλλους εκείνο το μεσημέρι, όσο κι αν ήταν έρημο το
Γερασήμι(ποτέ άλλωστε ένα χωριό δεν είναι εντελώς έρημο)και
κατάφεραν να μάθουν περισσότερα. Πέρασαν από το σπίτι του
Σταματόκωστα, που ήτανε σύντεκνος του Παχιαδογιώργη και, στην
ηλικία του, και δε μπορούσε ν’ ανέβει στο βουνό. Συνάντησαν στο
δρόμο τον Βαγγέλη το μπαρμπέρη, που αν και νεότερος είχε ένα
πόδι ατροφικό από πυροβολισμό - όπως ο Βροντοχούσος στο χωριό
του Μπουρεξή - κι είχε μείνει πίσω. Μίλησαν και με την καφετζίνα
στο διπλανό καφενείο(παρότι δεν υπήρχαν πελάτες, επέμεναν να
κρατούν ανοικτά τα καφενεία). Καθένας βέβαια, τα έλεγε σύμφωνα
με το ποια πλευρά υποστήριζε(αφού και οι πιο ουδέτεροι σε μια
σύγκρουση δυσκολεύονται να μην επιλέξουν πλευρά),όμως (κυριώς
με αυτά που τους είπε ο Σταματόκωστας), κατάφεραν να βγάλουν
κάποιο συμπέρασμα.

Δεν ήταν εντελώς σίγουρο πως οι Σαΐτηδες είχαν ρίξει τα πρόβατα


του Κατσή στον τάφκο. Αυτό υποψιάζονταν όλοι, όμως δεν είχε
εξακριβωθεί. Δεν ήταν καν σίγουρο αν εκείνα τα πρόβατα
βρίσκονταν μέσα στον τάφκο, ή ποιοι τα είχαν κλέψει. Ο Καμπέρης
δεν είχε πει τίποτα επίσημο. Ήταν όμως σίγουρο πως οι Σαΐτηδες
είχαν συγκεντρώσει όλα τους τα ζώα σ’ ένα μόνο μιτάτο και τα
φύλαγαν περιμένοντας επίθεση, και πως οι Καμπέρηδες είχαν κι
αυτοί ανέβει όλοι στο βουνό περιμένοντας να δουν τι θα αποφάσιζε
ο Καμπέρης. Ο Ιφίκος, έμαθαν, ήταν βαριά και τον φρόντιζε ο
Κύριλλος σ’ ένα μιτάτο, και τον είχε μαχαιρώσει ο γιος του Καμπέρη
χωρίς λόγο – μάλλον για το λόγο που υποψιαζόταν ο Μπουρεξής.

Με τέτοιο χάος, είπε στον Παχιά καθώς επέστρεφαν από το σπίτι


του Σταματόκωστα, δε θα καταφέρουμε τίποτα στο Γερασήμι. Ίσως
είναι καλύτερα να φύγουμε και να πάμε δυτικότερα.

Δυτικότερα, πού; είπε αυτός. Όλοι δυτικότερα είναι τσιράκια


αυτών εδώ. Ύστερα, έχω το γράμμα του πατέρα μου. Πρέπει να το
δώσω στον Καμπέρη.

Ο Μπουρεξής τότε, σταμάτησε και τον κοίταξε. Ξέρω τι γράφει αυτό


το γράμμα, του είπε, δηλαδή: «ψυχανεμίζουμαι» (υποψιάζομαι
περίπου). Δεν έχει νόημα να του το δώσεις τώρα, γιατί ο Καμπέρης

290
δεν έχει καιρό να βοηθήσει μέσα στη σύγκρουση. Μπορεί κιόλας να
μη γλιτώσει απ’ αυτή τη σύγκρουση και ν’ ανοίξει το γράμμα
κάποιος άλλος, και να φανερωθούν πράγματα που δεν πρέπει να
φανερωθούν. Μην ξεχνάς πως έχεις κι άλλα πρόβατα - και παιδιά -
δεν έχεις μόνο αυτά τα δώδεκα. Ίσως όμως…, έκανε τότε, σαν κάτι
να σκέφτηκε, να πάμε να δούμε πρώτα τον Βρούχο.

Τον Βρούχο πρώτα; ρώτησε αυτός. Γιατί;

Θα σου πω… .

Έφυγαν από το Γερασήμι και πήραν πάλι το μονοπάτι για το βουνό,


περασμένο μεσημέρι. Όσο ανέβαιναν, το Γερασήμι κάτω με τα
ντουκιάνια του, πρώτη μέρα του Αυγούστου, έμοιαζε πιο σκοτεινό
από τις βόρειες κορυφές, μέρες του Γενάρη, όταν περιμένουν τη
χειρότερη χιονοθύελλα.

291
Πόσα πρόβατα ή αίγες δεν είχαν ρίξει οι άνθρωποι σε τάφκους στο
βουνό σ’ όλη την ιστορία του; Χιλιάδες. Πόσες από αυτές τις
περιπτώσεις μαθεύτηκαν; Αρκετές. Δε σκοτώθηκαν όμως σε όλες ·
σ’ ελάχιστες σκοτώθηκαν. Γιατί δεν είχε σημασία αν χάνονταν
πρόβατα, άλλα τίνος ήταν τα πρόβατα που χάνονταν. Αν ήταν
κάποιου αδύναμου περνούσε σχεδόν απαρατήρητο – γιατί ο
αδύναμος, απλά δεν είχε δύναμη να εκδικηθεί. Των Καμπέρηδων
όμως; Είχε μεγάλη διαφορά. Γιατί οι Καμπέρηδες, μπορεί να
έκλεβαν κάθε μέρα τα πρόβατα των άλλων, πίστευαν όμως αληθινά
πως είχαν κάθε δίκιο και ιερή υποχρέωση να εκδικηθούν όταν
έκλεβαν τα δικά τους. Κι όχι μόνο αυτοί · όλα τα μεγάλα σόγια το
ίδιο έκαναν. Έφτιαχναν πεδία επιρροής για ν’ αμυνθούν, και
παραβίαζαν εκείνα των άλλων μόλις έβρισκαν την ευκαιρία για ν’
αμυνθούν καλύτερα. Και κανένας τελικά δεν ήξερε αν ο άλλος τον
απειλούσε πραγματικά, ή τον απειλούσε επειδή ένιωθε ότι τον
απειλούσε εκείνος. Και δεν είχε και σημασία, γιατί στον κόσμο
σημασία έχει όχι το τι συμβαίνει(με τη σκέψη, παραδείγματος χάρη,
του Κύριλλου), αλλά το τι οι περισσότεροι νομίζουν ότι συμβαίνει.
Ύστερα, όλοι οι σημαντικοί χρωστούσαν τη θέση τους σ’ αυτή την
κατάσταση. Αν δεν υπήρχε ζωοκλοπή δε θα υπήρχαν σπουδαίοι
κλέφτες, ούτε σπουδαίοι μεσίτες για να επιστρέφουν τα ζώα. Αν δεν
υπήρχαν καβγάδες, δε θα υπήρχαν σπουδαίοι μεσολαβητές, όπως
ο Πελοπίδας. Αν δεν απειλούνταν τα σόγια από άλλα σόγια, οι
αρχηγοί δε θα ‘χαν λόγο ύπαρξης.

Πού οδεύουμε και τι τελικά είναι η ζωή, κανένας δεν κατάφερε να


απαντήσει. Το μεγαλύτερο δράμα του ανθρώπου είναι η συνείδηση,
γιατί η συνείδηση απαιτεί νόημα και η συνείδηση τον κάνει να
φοβάται το θάνατο. Ύστερα πάλι, η συνείδηση είναι κλεισμένη σ’
ένα προβληματικό σώμα – γι’ αυτό και όλες οι θρησκείες
προσπάθησαν με τόσο πάθος, μάταια, να το χωρίσουν(ίσως κάποτε

292
το καταφέρουν άλλοι, με άλλο τρόπο). Θα πρέπει ο καθένας να
ανακαλύπτει ένα νόημα και να το ακολουθεί, διαφορετικά
υποφέρει. Δεν είναι όμως, άπειρα τα νοήματα της ζωής – ή μάλλον
είναι, αλλά ελάχιστα επιλέγονται από τους περισσότερους(αν έχουν
καμία επιλογή, και δε φορτώνονται με κάποιο από την κοιλιά της
μάνας τους). Στο βουνό ήταν ένα και μόνο: η δύναμη· και τα
πρόβατα σήμαιναν δύναμη. Δεν είναι λοιπόν παράξενα όλα όσα
συνέβαιναν. Παράξενο ίσως είναι, πως ξεκινούσαν από ένα τόσο
άκακο ζώο. Ας εύχεται κανείς, το νόημα που ακολουθούν οι
άνθρωποι να είναι καλό, γιατί μόνο αυτό μπορεί να κάνει.

293
Ο Βρούχος, είπε ο Μπουρεξής στον Παχιά, τυπικά αυτή τη στιγμή
δεν έχει κάποιο θέμα. Δεν τον έχει κατηγορήσει ανοιχτά ακόμη
κανείς. Άρα, μπορούμε να του μιλήσουμε για κλεμμένα ζώα όπως
και πριν, χωρίς κάποιος να πει ότι δεν είναι τώρα η κατάλληλη
στιγμή. Τυπικά βέβαια δεν έχει θέμα, ξέρει όμως καλά πως έχει
πολύ σοβαρό και πως βρίσκεται μπροστά σε μεγάλη κρίση. Κι όταν
οι άνθρωποι βρίσκονται μπροστά σε μια κρίση όπως η δική του
τώρα, τότε είναι που θέλουν να βγάλουν τον καλύτερό τους εαυτό.
Γιατί τον κατηγορούν πως έριξε χωρίς λόγο τα πρόβατα των
Καμπέρηδων στον τάφκο, και θέλει να δείξει σε όλους πως είναι
καλύτερος από τον Καμπέρη. Θέλει να δείξει και στον εαυτό του,
περισσότερο από κάθε άλλη φορά, πως είναι δίκαιος και σωστός και
του αξίζει να νικήσει. Άρα, έχει κάθε λόγο να μας βοηθήσει να
βρούμε τα πρόβατά. Κι αν χθες μπορεί ν’ αδιαφορούσε, σήμερα θα
βοηθήσει με όλες του δυνάμεις.

Δε θα αδιαφορούσε, είπε ο Παχιάς. Έχει υποχρέωση στον πατέρα


μου.

Η αδιαφορία δε γίνεται πάντα με πρόθεση, του απάντησε. Γίνεται,


από τη στιγμή. Κι εγώ, άλλες φορές αδιαφορώ για όλα, κι άλλες
πάλι…(έκανε να πει: Νά που βρέθηκα!, αλλά σταμάτησε).

Τα έλεγαν όλα αυτά καθώς ανηφόριζαν μέσα από μια μακριά


συστάδα ασφεντάμων στο δρόμο για τα μιτάτα των Σαΐτηδων. Μετά
από εκείνο το μέρος το μονοπάτι ίσιωνε λίγο κι είχε μπροστά
χορτότοπο και ανοιχτάδα. Εκεί συνάντησαν κάποιον να έρχεται από
την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν κρατούσε ούτε βέργα ούτε βούργια
κι έμοιαζε αφηρημένος. Ήταν ο «Λάμπης από το Γερασήμι»,
άνθρωπος λίγο ελαφρόμυαλος αλλά σπουδαίος μαντιναδολόγος.
Με τις μαντινάδες του τον ήξερε όλο το βουνό. Κρατούσε από μικρό
σόι στο Γερασήμι και δε συγγένευε ούτε με τους Σαΐτηδες ούτε με
τους Καμπέρηδες και φανερά είχε αλλού το νου του, γιατί έφτασε
σχεδόν μπροστά τους μέχρι να τους αντιληφθεί. Κοντοστάθηκαν
πάνω στο μονοπάτι και τον χαιρέτησαν – να πάρουν με την ευκαιρία
και μια ανάσα.

Γεια σου κουμπάρε Λάμπη, του είπαν.

294
Γεια σας κουμπαράκια! απάντησε αυτός, αν και δεν τους ήξερε
(ήταν όμως συνηθισμένος να ξέρουν όλοι τ’ όνομά του). Πού πάτε
από ‘δω;

Έχεις καμιά καλή μαντινάδα να μας πεις; τον ρώτησε ο Μπουρεξής


– μήπως και σπάσει λίγο τη μουντάδα της μέρας.

Θα σας πω, είπε αυτός. Αλλά πρώτα θα μου πείτε εσείς πού πάτε.
Δεν έμοιαζε να τον ενδιαφέρει πραγματικά, αλλά μάλλον για να μην
του πάρουν έτσι εύκολα τη μαντινάδα.

Ο Μπουρεξής σκέφτηκε πως δεν ήταν σωστό να λένε παντού για τα


πρόβατα και να μην πουν τίποτα σ’ αυτόν, επειδή όλοι τον είχαν για
ελαφρόμυαλο και ικανό μόνο να φτιάχνει μαντινάδες. Του είπε.

Δώδεκα πρόβατα! έκανε μόλις το άκουσε και σκέπασε το στόμα και


το μουστάκι του με την ανάποδη του χεριού(είχε, ιδιαίτερο,
τσιγκελωτό μουστάκι). Δώδεκα πρόβατα! Δώδεκα θα σκοτωθούν
στο Γερασήμι! Έξι Καμπέρηδες κι έξι Σαΐτηδες!

Το είπε με τέτοιο τρόπο που τρόμαξαν. Πού το ξέρεις; τον ρώτησαν.

Δεν απάντησε, ούτε καν τους κοίταξε και ξεκίνησε να φύγει. Όταν
είχε προχωρήσει μερικά μέτρα γύρισε και τους φώναξε:

«Σα σηκωθούνε οι καιροί, καιρός δε τσι μποδίζει. Σα ξεχειλίσει το


νερό οπίσω δε γυρίζει!».

Δεν ήταν σπουδαία μαντινάδα για την περίσταση. Ο Λάμπης από το


Γερασήμι μπορούσε σίγουρα καλύτερα. Αναμφίβολα, μπροστά στο
βάρος των στιγμών για το χωριό του τα είχε κι εκείνος χαμένα. Λένε
κιόλας, πως η ώρα που συμβαίνει κάτι είναι η χειρότερη για ένα
μαντιναδολόγο να το τραγουδήσει – αν και πάλι, κάποιοι είναι καλοί
μόνο τότε και όχι αργότερα(όπως οι μανάδες στα μοιρολόγια).
Ύστερα, θα ήταν μεγάλο λάθος να βάλει κανείς όλους τους
μαντιναδολόγους σ’ ένα κανόνα.

Έμειναν για λίγο σκεφτικοί πάνω στο μονοπάτι και προχωρήσαν.


Στο κάτω κάτω, δεν ήταν Γερασημιώτες.

295
Όταν πλησίαζαν στα βοσκοτόπια των Σαΐτηδων κι ενώ βρίσκονταν
μέσα σ’ ένα λόγγο, κάποιος τους σφύριξε από ψηλά δυνατά με τα
δάχτυλα, όπως σφυρίζουν στους κλέφτες. Ύστερα τους φώναξε:
«Ποιοι μρε είστε;!». Έμειναν ακίνητοι και περίμεναν να κατέβει.

Ήτανε Σαΐτης και φύλαγε το πέρασμα. Δεν είπε βέβαια ότι κάτι
τέτοιο έκανε, ήταν όμως ολοφάνερο. Κρατούσε ένα τουφέκι Γκρα,
είχε περασμένα σταυρωτά φυσεκλίκια στο στήθος, και στη ζώνη
μαχαίρι και μαυροβουνιώτικο εξάσφαιρο. Ο Παχιάς χλόμιασε κι
έστρεψε αλλού το βλέμμα για να μη βλέπει το Γκρα. Του μίλησε ο
Μπουρεξής.

Δεν τους ήξερε, ούτε εκείνοι τον είχαν ξαναδεί. Ο Μπουρεξής του
είπε ποιοι είναι και τι ψάχνουν και πως θέλουν να δουν το Βρούχο.
Δεν του καλοφάνηκε του Σαΐτη, γιατί προφανώς δεν ήταν ώρα για
να ‘ρχονται ξένοι και να ψάχνουν ζώα, όμως, δεν είχε και
δικαιολογία να τους διώξει, αφού, ακόμα τότε, τυπικά τίποτα δε
συνέβαινε(ούτε μπορούσε να προφασιστεί πως ο Βρούχος δεν ήταν
εκεί, αν πρώτα δεν τον συνεννοούνταν). Τους έστειλε όμως σε άλλο
μιτάτο από αυτό που βρισκόταν ο Βρούχος, επειδή δεν ήθελε να
δουν τι έκαναν και τι δεν έκαναν σ’ εκείνο που είχαν μαζέψει τα
κοπάδια τους και τα φύλαγαν. Όταν έφτασαν το βρήκαν έρημο.
Ήταν ένα ωραίο μιτάτο, ακριβώς πάνω σε κορυφή, μ’ ένα μεγάλο
φουντωτό ασφένταμο δίπλα στην πόρτα του. Έμοιαζε να το έχουν
εγκαταλείψει μόλις εκείνη τη μέρα. Όταν το είδαν έτσι δεν ήξεραν
τι να κάνουν, όμως, πριν προλάβουν να αποφασίσουν έφτασε ο
Βρούχος.

Έμοιαζε εντελώς κανονικός και συμπεριφερόταν σα να μη


συνέβαινε τίποτα. Τους χαιρέτησε και κάθισε μαζί τους στην
πεζούλα κάτω από τον ασφένταμο χωρίς καν, ούτε προσχηματικά,
να σχολιάσει πού είχαν πάει όλοι σ’ αυτό το μιτάτο. Έμοιαζε να
θέλει να δείξει πως αυτή ήταν άλλη μία συνηθισμένη μέρα στο
βουνό, όπως όλες οι άλλες. Ούτε κι εκείνοι βέβαια, τον ρώτησαν
κάτι για το θέμα με τους Καμπέρηδες. Προσποιήθηκαν πως δεν
είχαν ιδέα και πως δεν είχαν προσέξει τίποτα περίεργο στο
Γερασήμι ή στη διαδρομή. Η υπόθεση με τους Καμπέρηδες δεν ήταν
δική τους δουλειά κι εξάλλου, δεν ήταν σε θέση να

296
διακινδυνεύσουν την παραμικρή δυσφορία του, αφού τον είχαν
απόλυτη ανάγκη(θα καταλάβαινε άλλωστε κι εκείνος πολύ καλά
πως αυτοί οι ξένοι αποκλείεται να μην έχουν ακούσει κάτι, όμως,
από σεβασμό, αποφεύγουν να του μιλήσουν γι’ αυτό το θέμα). Του
έδωσαν μόνο τους χαιρετισμούς του Παχιαδογιώργη και του
μίλησαν για τα πρόβατα.

Αφού σκέφτηκε λίγο απάντησε, μα ήταν φανερό πως μιλούσε μόνο


ο μισός Βρούχος. Ο άλλος μισός, ή μάλλον: ο περισσότερος, όση ώρα
τους μιλούσε βρισκόταν αλλού.

Δεν έχω τώρα καιρό ν’ ασχοληθώ με τα πρόβατά σας, τους είπε


(ακόμα και τότε δεν έκανε νύξη για το λόγο). Όμως, για χατίρι του
Παχιαδογιώργη που τον σέβομαι, θα κάνω το καλύτερο. Θα πάτε στ’
Άσπρα Βούρλα και θα βρείτε τον Καϊξή. Θα του πείτε ότι σας στέλνω
εγώ για: «να κάμει κόμα στα ζα σάς» είπε, σα να ‘ναι δικά μου.
(«Κόμα» έλεγαν στο Γερασήμι ειδικά την απάντηση για κλεμμένα
ζώα και κλέφτες).

Αυτό δεν ήταν μόνο το καλύτερο, αλλά το καλύτερο από τα


καλύτερα! Ο Παχιάς μόλις το άκουσε δεν ήξερε πώς να τον
ευχαριστήσει. Ήθελε να του ευχηθεί να πετάξει τους Καμπέρηδες
στη θάλασσα. Όμως, όπως έπρεπε να κάνουν, του έσφιξαν μόνο
θερμά το χέρι και ξεκίνησαν αμέσως.

Είδες; του έλεγε ο Μπουρεξής στο δρόμο. Δε θα το ‘κανε αυτό για


κανένα αν δεν ήταν τέτοια η στιγμή.

Ο «Καϊξής» που τους έστειλε, δεν ήταν οποιοσδήποτε άνθρωπος·


ήταν η Ζωοκλοπή στα βουνά με μορφή και σώμα ανθρώπου και,
εκείνο τον καιρό, κανένας δεν μπορούσε να τον πλησιάσει(ή
τουλάχιστον ν’ μάθει αλήθεια απ’ αυτόν)αν δεν ήθελε ο Βρούχος.
Ένας από τους κυριότερους λόγους που η Καμπέραινα μισούσε τόσο
πολύ τον Βρούχο, ήταν πως ο Βρούχος είχε τον έλεγχό του Καϊξή και
τον είχαν χάσει εκείνοι(αφού, ακόμα κι ο Καϊξής - όσο κι αν ήταν
χωμένος βαθύτερα στα σκοτάδια από κάθε άλλον στο βουνό- είχε
ανάγκη κάποιον ισχυρότερο για τον προστατεύει από εκδικήσεις,
και τώρα τελευταία είχε διαλέξει το Βρούχο). Ο Βρούχος πάλι, δεν
είχε ακουστεί ποτέ να στείλει κάποιον να μιλήσει κατευθείαν μαζί

297
του· μιλούσε πάντα εκείνος για τον Καϊξή, όπως και για τους άλλους,
λιγότερο σημαντικούς ανθρώπους του. Έκανε απίστευτη
παραχώρηση τώρα που τους έστελνε να μιλήσουν οι ίδιοι μαζί του,
και μάλιστα με την εντολή να φροντίσει σα να είναι δικά του τα
κλεμμένα πρόβατα.

Ο Καϊξής ήτανε Γερασημιώτης, αλλά, για να μην τον ενοχλούν και


να κινείται ανεμπόδιστος, είχε φύγει χρόνια από το Γερασήμι κι
έμενε σ’ ένα μετόχι στη ρίζα του βουνού, τ’ Άσπρα Βούρλα, τρεις,
μπορεί και τέσσερις ώρες δρόμο από το μιτάτο που συνάντησαν τον
Βρούχο.

298
Όταν ξεκίνησαν ήταν σχεδόν απόγευμα και δε θα προλάβαιναν να
φτάσουν στ’ Άσπρα Βούρλα πριν νυχτώσει. Ύστερα, όλη μέρα
περπατούσαν, είχαν κουραστεί. Σταμάτησαν σ’ ένα μέρος στα μισά
του δρόμου(το έλεγαν « του Ρούσου η Πέζα») κι άνοιξαν τη βούργια
να φάνε λίγο τυρί.

«Πέζα» στο βουνό, σήμαινε μέρος σαν εξώστης · επίπεδη προεξοχή


σε μεγάλο κατήφορο. Μπορούσε να ‘ναι μικρή - όπως μέσα σ’ ένα
γκρεμό - ή μεγάλη και πλατιά - όπως αυτή που σταμάτησαν τώρα.
Μια πέζα είχε πάντα μπροστά ανοιχτό ορίζοντα. Αυτή είχε θέα σ’
όλο το δυτικό βουνό και στα βόρεια μέχρι πέρα τη θάλασσα. Όταν
κάθισαν στην άκρη της ο ήλιος βασίλευε κι είχε δροσίσει. Δροσερός
βοριάς είχε σηκωθεί κι είχε καθαρίσει τη θολούρα της ζέστης. Όλα
τα χρώματα έμοιαζαν φρέσκα, σα να τα είχε μόλις ξαναπεράσει ο
ζωγράφος. Ο Μπουρεξής έμεινε ώρα να κοιτάζει την εικόνα.

Σκέφτηκες ποτέ, είπε σε μια στιγμή στον Παχιά, πως το ίδιο ακριβώς
πράγμα έβλεπε και πριν πεντακόσια χρόνια ο Βενετός, ο Ερρίκος;

Ποιος λέει; έκανε αυτός.

Ο Ερρίκος, ο άρχοντας που ‘χε κάποτε τσιφλίκι όλο το δυτικό βουνό.

Και γιατί λες αυτόν;

Αυτός είναι ο παλιότερος που έχω ακούσει.

Ο Παχιάς κοίταξε τότε κι εκείνος καλύτερα την εικόνα απέναντι.

Δύσκολο να το πιστέψεις, συνέχισε ο Μπουρεξής. Πως υπήρχε κάτι


πριν από σένα – ό,τι και να σου λένε. Υπήρξε άραγε; Κι αν υπήρξε,
πού είναι τώρα;

Δεν ξέρω…, είπε ο Παχιάς. Εγώ νομίζω: Πόσους ανθρώπους


θυμόμαστε να ‘χουν πεθάνει, δεν υπήρξαν; Πόσους θυμόντουσαν
αυτοί; Και πόσους θυμόντουσαν αυτοί που θυμόντουσαν αυτοί;

Ο Κύριλλος λέει: Υπάρχει μόνο ό,τι βλέπεις τώρα.

Ποιος είναι αυτός;

Ο καλόγερος στην Αερή Μαδάρα. Είναι φίλος του πατέρα σου.

299
Αυτός που μου ‘πες να πάω;

Ναι αυτός · αλλά δε σου το ‘πα σοβαρά.

Θα ‘ναι τρελός, αφού λέει τέτοια πράγματα.

Δεν είναι. Όχι πως δεν υπάρχουν τρελοί, αλλά αυτός δεν είναι
εντελώς.

Ο Παχιάς δεν απάντησε.

Αν μπορείς πάντως να φανταστείς, ότι εδώ που καθόμαστε


καθόταν κάποτε ο Ερρίκος, εγώ δε μπορώ. Δηλαδή το φαντάζομαι,
αλλά δεν έχει διαφορά από το να φανταστώ ότι τώρα που θα
φύγουμε θα έρθει να καθίσει εδώ ο Ερρίκος ή η Καμπέραινα - που
και γι’ αυτή ακούω αλλά δεν την έχω δει ποτέ. Τότε, τι διαφορά έχει
το παρελθόν από το μέλλον; Ότι το παρελθόν είναι γραμμένο σε
βιβλία; Και τα παραμύθια είναι. Πώς μπορώ να πιστέψω κάτι που
δεν έχω δει με τα μάτια μου; Κι αν πάλι υπάρχουν χαλάσματα, σαν
τον πύργο του Ερρίκου, τίποτα δε μου λένε. Σωροί πέτρες.

Το ίδιο κάνουν και τα πρόβατα, του απάντησε ο Παχιάς. Ξέρουν


μόνο αυτό που συμβαίνει τώρα. Ο άνθρωπος δεν είναι πρόβατο.

Ναι, δεν είναι, είπε αυτός. Γι’ αυτό, ας φανταστούμε πως καθόταν
εδώ κάποτε ο Ερρίκος κι ας προχωρήσουμε.

Δεν είχαν προχωρήσει ούτε μισή ώρα με το φως των αστεριών στο
δρόμο για τ’ Άσπρα Βούρλα, όταν άκουσαν από την αντίθετη
κατεύθυνση, στο βάθος, μια πέτρα να ξεκολλά και να κατρακυλάει.

Άνθρωπος, κατάλαβαν, παραπάτησε. Όμως, τι άνθρωπος τέτοια


ώρα; Κλέφτης! Βγήκαν γρήγορα από το μονοπάτι κι έμειναν
ακίνητοι ανάμεσα στα κλαδιά, με τεντωμένα τ’ αυτιά,
προσπαθώντας ν’ ακούσουν κάτι άλλο. Ύστερα από λίγο, άκουσαν
βήματα από στιβάνια να περνάνε από κάτω τους κι ένα ψιθυριστό
διάλογο:

Βλάκα!…, έλεγε κάποιος σε κάποιον άλλο, με γερασημιώτικη


προφορά. Δε σου ‘λεγα να προσέχεις; Αυτή η πέτρα θ’ ακούστηκε
μέχρι τον κάμπο.

300
Ξέρεις εσύ ποια πέτρα απ’ αυτές που πατάς θα ξεκολλήσει;
απάντησε ο άλλος. Άσε με και προχώρα!

Θέλει ακόμη ώρα μέχρι να βγει το καταραμένο φεγγάρι…, άκουσαν


να λένε μετά. Από τους ήχους των βημάτων τους, ίσως υπήρχε και
τρίτος.

Αυτή η φωνή, αυτουνού που πάτησε την πετρά, είπε ο Μπουρεξής


μόλις απομακρύνθηκαν, είναι σίγουρα του Κατσή · του ξαδέρφου
του Καμπέρη. Εκείνου που έριξαν οι Σαΐτηδες τα πρόβατα στον
τάφκο.

Και πού πάνε από ‘δω;

Δεν ξέρω · δε μπορώ να σκεφτώ τι ψάχνουν εδώ οι Καμπέρηδες και


γιατί κατηφορίζουν. Όμως ο πόλεμος στο Γερασήμι έχει ξεκινήσει,
δεν πάνε για νυχτερινό σεργιάνι.

Κι εμείς τι θα κάνουμε;

Δε θα πούμε σε κανένα ότι τους είδαμε – όποιος κι αν μας ρωτήσει·


ειδικά ο Καϊξής. Δεν είναι δική μας δουλειά. Αν μπλέξουμε σ’ αυτή
την υπόθεση χαθήκαμε.

Είχαν, άθελά τους, σταθεί βουβοί μάρτυρες σ’ έναν αποτυχημένο


ελιγμό του Καμπέρη -αλλά αυτό δεν είναι τοις παρούσης. Άλλωστε
στον κόσμο, ελάχιστα σημαντικά συνέβησαν χωρίς να έχουν κάποιο
βουβό μάρτυρα ανίκανο να τα επηρεάσει.

301
Όταν έφτασαν στ’ Άσπρα Βούρλα είχε μόλις ανατείλει το φεγγάρι.
Το μετόχι ήταν μικρό, ούτε τριάντα σπίτια, όμως, πρόλαβαν κάποιον
ακόμα ξύπνιο σε μια αυλή και ρώτησαν ποιο είναι το σπίτι του
Καϊξή. Ήταν θαύμα να πετύχαινες τον Καϊξή στο σπίτι του νύχτα,
οφειλόταν όμως, μάλλον, στα γεγονότα που συνέβαιναν πίσω στο
Γερασήμι. Ακόμα κι εκείνος, ένιωθε πως έπρεπε κάπως να
«συμμαζευτεί» και να περιμένει μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα
πράγματα.

Ο Καϊξής, όπως ήταν η Ζωοκλοπή με ανθρώπινη μορφή, ήταν


ψηλός- για να έχει μεγάλο διασκελισμό, σκουρόχρωμος στο δέρμα-
για να μη διακρίνεται στο σκοτάδι, ελαφρυκόκκαλος- για να κινείται
γρήγορα, κι είχε στρογγυλά μικρά μάτια όπως της γάτας - για να
βλέπει καλά τη νύχτα(και τη μέρα πίσω από τα λόγια των
ανθρώπων). Έμενε μόνος στ’ Άσπρα Βούρλα, οι κακές γλώσσες,
όμως, έλεγαν ότι ζούσε κρυφά με μια χήρα γειτόνισσά του κι ότι
εκείνη ήταν ο λόγος που άφησε το Γερασήμι - κι όχι για να κρύβεται
καλύτερα. «Καϊξή» τον είπαν, επειδή κάποτε στο χειμαδιό, παιδάκι
ακόμα, έκλεψε με το γιο ενός ψαρά το καΐκι του πατέρα του, το
πέρασαν με φουρτούνα μέχρι την Κάσο και το γύρισαν πίσω γεμάτο
κλεμμένα πρόβατα.

Όταν άκουσε τι ζητούσαν και ποιος τους έστειλε τους κοίταξε


ερευνητικά από την κορυφή ως τα νύχια. Ήταν φανερό πως δε
μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο ο Βρούχος, πρώτη φορά, του
έστειλε αυτούς τους δύο για να τους «κάμει κόμα», και μάλιστα:
σαν να ‘ταν εκείνος. Γιατί ασφαλώς, ήξερε ποιοι ήταν ο Παχιάς και
ο Μπουρεξής καλύτερα ίσως κι απ’ ό,τι ήξεραν οι ίδιοι τους εαυτούς
τους. Ήξερε όλους όσους είχαν πάνω από είκοσι πρόβατα στο
βουνό, χωρίς οι περισσότεροι ούτε καν να το υποψιάζονται. Με τον
Μπουρεξή, τουλάχιστον, είχαν μιλήσει και κάποιες φορές
παλαιότερα.

Κάθισαν μέσα στο σπίτι, στο τραπέζι μπροστά από ένα λύχνο. Το
σπίτι του ήταν απεριποίητο και δε μπήκε στον κόπο να φέρει κάποιο
κέρασμα, πέρα από ένα σταμνί με νερό που υπήρχε ήδη πάνω στο
τραπέζι. Του είπαν αμέσως ό,τι στοιχεία είχαν με κάθε λεπτομέρεια:
Πόσα πρόβατα, πότε εξαφανίστηκαν, τις πατημασιές που βρήκαν,

302
μεγάλη και μικρή να πηγαίνουν δυτικά, ότι κάποιος είχε δει να
περνάνε νύχτα κάτω από τα οροπέδια, του εκμυστηρεύτηκαν μέχρι
και τις βαθύτερες υποψίες τους. Δεν έπρεπε να του κρύψουν τίποτα
για να μπορέσει να βγάλει συμπέρασμα. Το μόνο που δεν
αποκάλυψε ο Μπουρεξής – όπως είχε δώσει το λόγο της τιμής του
– ήταν το όνομα του Σωκράτη.

Ο Καϊξής άκουσε, και αφού πρώτα άναψε αδιάφορα ένα τσιγάρο


από το λύχνο και τράβηξε μια ρουφηξιά, κοίταξε τον Μπουρεξή και
απάντησε:

Άδικα, Μπουρεξή, έφερες αυτό τον άνθρωπο εδώ και χάνετε τον
καιρό σας. Τα πρόβατα που ψάχνετε δε μπορεί να είναι στο
Γερασήμι, ούτε δυτικότερα.

Πάγωσαν όταν το άκουσαν. Πώς δε μπορεί να είναι με τόσα


στοιχεία που έχουμε; του είπε ο Μπουρεξής(σίγουρα απότομα για
να μιλάει κάποιος στον Καϊξή μια τέτοια στιγμή, όμως, ενοχλημένος
με τη μομφή που του έριξε). Και πού είναι τότε;

Θα σου πω, απάντησε ήρεμα αυτός. Πρέπει πάντα να βγάζεις


συμπέρασμα απ’ ό,τι γίνεται κάθε στιγμή, όχι απ’ ό,τι γίνεται
συνήθως.

Δηλαδή; ξαναρώτησε ο Μπουρεξής, στον ίδιο ενοχλημένο τόνο.

Πότε χάθηκαν τα δώδεκα πρόβατά σου; ρώτησε τότε αυτός τον


Παχιά. Δυο νύχτες μετά που χάθηκαν τα δέκα του Κατσή. Έτσι δεν
είναι;

Ναι, είπε ο Παχιάς.

Δεν ήξερες Μπουρεξή, στράφηκε πάλι στο Μπουρεξή, το ίδιο


εκείνο πρωί, ότι χάθηκαν τα πρόβατα του Κατσή; Πώς δεν το ήξερες,
όλα τα οροπέδια το ήξεραν – αφού οι Καμπέρηδες τα έψαχναν
αμέσως ανατολικά. Αφού λοιπόν το ήξερες, πίστεψες πως είναι
δυνατόν, δυο βράδια μετά, να κουνηθεί κλέφτης από το Γερασήμι,
χωρίς πρώτα να ξεκαθαρίσει εκείνη η υπόθεση, με όλους τους
Καμπέρηδες και τους ανθρώπους τους απλωμένους στο βουνό; Για

303
ποιο λόγο; Για να τον δούνε και να νομίσουν ότι πηγαίνει να κρύψει
καλύτερα τα πρόβατα του Κατσή; Ποιος θα ήταν τόσο ηλίθιος;

Ο Μπουρεξής έμεινε ξερός. Δεν το είχε σκεφτεί αυτό. Από τη


ντροπή του, δεν είχε δύναμη ούτε να απαντήσει.

Είδες τώρα, συνέχισε ο Καϊξής, παίρνοντας εκδίκηση για την


προηγούμενη αμφισβήτηση, για ποιο λόγο είμαι εγώ Καϊξής κι εσύ
Μπουρεξής;

Απλώθηκε τότε μια στιγμιαία απόλυτη σιγή στο τραπέζι, με μόνο το


λύχνο να τρεμοπαίζει.

Κι αν είναι έτσι, τι συμβαίνει; τον ρώτησε μετά ο Παχιάς.

Συμβαίνει, γιε του Παχιαδογιώργη, πως τα πράγματα είναι απλά:


Αφού τα πρόβατά σου δε μπορεί να είναι στο Γερασήμι, ούτε στα
δυτικότερα χωριά του βουνού(όλοι εκείνοι δεν κάνουν βήμα χωρίς
εμάς), τι υπάρχει ακόμα δυτικότερα;

Ο κάμπος.

Ναι, ο κάμπος, είπε. Και πιστεύεις εσύ, πως υπάρχουν στον κάμπο
άνθρωποι ικανοί, να περπατήσουν δυο μέρες ως το μιτάτο σου, να
πάρουν δώδεκα πρόβατα και να τα περάσουν μέσα σε μια νύχτα
από το μισό βουνό; Δεν υπάρχει κανείς. Σ’ το λέω εγώ, ο Καϊξής. Στον
κάμπο ξέρουν μόνο να τρώνε τα πρόβατα που τους πηγαίνουμε
εμείς. Εσύ Μπουρεξή, τι λες, υπάρχει; στράφηκε τότε πάλι στον
Μπουρεξή.

Όχι, δε γίνεται…, μουρμούρισε αυτός.

Άρα, αφού τα πρόβατά σου δε μπορεί να είναι ούτε στον κάμπο,


ξαναστράφηκε στον Παχιά, κι έχουν σίγουρα(«σάϊκα» είπε) δυτική
κατεύθυνση, τι μένει;

Τα Πέρα Βουνά; τον ρώτησε ο Παχιάς. Είναι δυνατόν;

Όλα είναι δυνατά στη ζωοκλοπή(«Το σείρι τση κλεψάς δε-ν το


‘βρηκε κιανείς» είπε), όμως, μέχρι το πρωί θα ‘χω μάθει.

304
Το πρωί; σκέφτηκαν εκείνοι. Μα είναι κιόλας περασμένα
μεσάνυχτα… .

Το περίεργο στους ανθρώπους, είναι πως είτε κάνουν καλό είτε


κακό, ακολουθούν την ίδια μέθοδο. Αυτό θα έπρεπε να το είχε
προσέξει ο Θεός. Οι επιτυχημένοι, είτε στον καλύτερο είτε στον
χειρότερο τομέα, έχουν πάντα το ίδιο κοινό χαρακτηριστικό κι αυτό
κάπως ντροπιάζει τους καλούς: Δεν είναι καθόλου οκνηροί και είναι
αφοσιωμένοι στο στόχο τους. Όπως ο τιμιότερος βοσκός του βουνού
θα ήταν έτοιμος να περάσει τη νύχτα έξω, με το γαμπά του, στη
βροχή και το κρύο του χειμώνα, χωρίς να λογαριάσει τον εαυτό του,
για να μην πεινάσει έστω και λίγο το κοπάδι του, έτσι και ο Καϊξής,
ο μεγαλύτερος ζωοκλέφτης, ήταν ικανός να θυσιάσει τον ύπνο του
και να φύγει μεσάνυχτα για να κάμει κόμα σε δύο, κατά τη γνώμη
του ασήμαντους από τ’ ανατολικά που του είχε στείλει ο Βρούχος,
μόνο και μόνο επειδή δε μπορούσε να κοιμηθεί έχοντας κάποια
εκκρεμότητα(θα έπρεπε επίσης ο Θεός να είχε κάνει πιο απλό το
δρόμο της επιτυχίας). Τους είπε να βολευτούν όπως μπορούν στο
σπίτι κι έφυγε.

Δε βολεύτηκαν καθόλου, αντίθετα, κάθονταν, όπως λένε: «σ’


αναμμένα κάρβουνα». Προσεύχονταν να κάνει λάθος ο Καϊξής και
να συμβαίνει κάτι άλλο, όχι τα Πέρα Βουνά. Αυτό όμως έμοιαζε σα
να περιμένει κανείς(ενενήντα χρόνια αργότερα)να κάνει λάθος ο
επιφανέστερος καθηγητής καρδιολογίας για την κατάσταση της
καρδιάς του. Δεν ήταν τελείως απίθανο, όμως δεν ήταν και πολύ
πιθανό. Υπήρχε και κάτι άλλο που αναστάτωνε και τους δύο – αν και
για διαφορετικούς λόγους τον καθένα: Τα Πέρα Βουνά ήταν
μακρινά και δύσκολα. Ο Παχιάς φοβόταν πως ο Μπουρεξής δε θα
τον ακολουθούσε μέχρι εκεί και έμενε μόνος, ενώ από την άλλη, ο
Μπουρεξής φοβόταν πως δε θα κατάφερνε τελικά να μην τον
ακολουθήσει μέχρι εκεί, και ν’ αφήσει κι άλλες μέρες το κοπάδι και
το μιτάτο του μόνο - και μάλιστα, την ώρα που γινόταν πόλεμος
δίπλα, στο Γερασήμι. Ύστερα, ένιωθε άσχημα και για το λάθος του.
Γιατί, υποτίθεται, εκείνος ήταν ο έμπειρος κι αυτός που γνώριζε
πρόσωπα και καταστάσεις σ’ αυτή την πλευρά του βουνού, κι ούτε
καν είχαν περάσει από το νου το όλα εκείνα τα αυτονόητα που τους

305
είπε ο Καϊξής. Δεν ήξερε πως του είχε συμβεί αυτό · ένιωθε πάντως
γελοίος, κι αυτό δεν είναι καθόλου ευχάριστο συναίσθημα.
Πιθανόν, η βιασύνη του να βοηθήσει τότε στην αρχή τον Παχιά,
επειδή δεν ήθελε να βλέπει ανθρώπους να πέφτουν, να είχε
θολώσει την κρίση του. Όσο πάντως κι αν φαίνεται περίεργο, με
τόσες δυσάρεστες σκέψεις, αφού σκέφτηκαν πολύ και μίλησαν
λίγο, αποκοιμήθηκαν – ο ένας στο ντιβάνι του Καϊξή και ο άλλος
πάνω σε μια κασέλα. Κι όπως ήταν και κουρασμένοι, δεν άλλαξαν
ούτε πλευρό μέχρι το πρωί. Μόνο ο Παχιάς είδε ένα άσχημο όνειρο.

Είδε ότι περπατούσε σε μια κορυφογραμμή και βέλαζαν γύρω του


κοπάδια πρόβατα. Προβατίνες, σα να τους είχαν πάρει εκείνη τη
μέρα τα μικρά. Τα βελάσματά τους δεν ήταν βελάσματα, αλλά
κραυγές, κραυγές ανθρώπινες, απελπισίας. Κι ύστερα ένιωσε πως
έπεφτε. Πως έπεφτε από ένα μεγάλο δέτη και βρισκόταν στον αέρα,
και κάθε στιγμή περίμενε ότι θα ‘σκαγε στον πάτο και θα γινόταν
χίλια κομμάτια, και η καρδιά του ανεβοκατέβαινε σαν του λαγού,
αλλά δεν έσκασε. Την τελευταία στιγμή πάλεψε και στάθηκε
όρθιος, σα να ‘χε πηδήσει από λίγα μόνο μέτρα. Έτσι νόμιζε…

Τους ξύπνησε χαράματα το επίτηδες απότομο άνοιγμα της πόρτας


του Καϊξή και ο στριγγλιός ήχος του ξύλου που τριβόταν στο πέτρινο
πάτωμα. Η πόρτα του σπιτιού ήταν ανατολική και οι πρώτες ακτίνες
του ήλιου ξεχύθηκαν μονομιάς μέσα στην κάμαρα, σα να τους
κατηγορούσαν επειδή κοιμούνταν ακόμη. Με το ίδιο νόημα τους
κοίταξε και ο Καϊξής, πόσο μάλλον, αφού εκείνος επαναλάμβανε σε
κάθε ευκαιρία μισή μαντινάδα του Λάμπη, που έλεγε: «ζωή ‘ναι να
‘σαι ξυπνητός όντε κοιμούνται οι άλλοι». Με συγκαταβατική
περιφρόνηση, κάθισε στο τραπέζι περιμένοντας να σηκωθούν και ν’
ανοίξουν τα μάτια τους.

Όταν κάθισαν κι εκείνοι στο τραπέζι, είδαν πως είχε αφήσει πάνω
ένα κουδούνι προβάτου με κλειστή τη «μανιακιά»(το περιλαίμιο)
και στραμμένο στην πίσω του όψη.

Το ξέρεις αυτό το κουδούνι; ρώτησε τον Παχιά.

Πριν προλάβει να απαντήσει, γιατί η μανιακιά έμοιαζε φτιαγμένη


από τσαγκάρη του χωριού τους, ο Καϊξής το γύρισε στην μπροστινή

306
του πλευρά. Είχε πάνω χαραγμένο «Γ.Π», τα αρχικά του
Παχιαδογιώργη.

Το φορούσαν τα κλεμμένα πρόβατα, είπε ο Παχιάς. Παλιό του


πατέρα μου. Του φάνηκε τότε μια στιγμή πως είχαν ανοίξει οι
ουρανοί της αποκάλυψης.

Αυτό μόνο φορούσαν; τον ρώτησε ο Καϊξής.

Αυτό κι άλλο ένα. Δύο.

Και ποια πρόβατα τα φορούσαν, θυμάσαι;

Το μαύρο κι ένα από τα άσπρα… (του είχε πει ο Σπυρίδος).

Αυτό εδώ είναι του μαύρου.

Πού το βρήκες; τον ρώτησε κατευθείαν ο Μπουρεξής. Και νόμισε


πως είχαν τώρα γλιτώσει από τα Πέρα Βουνά.

Πριν πέντε νύχτες, άρχισε να τους λέει, οι κλέφτες πέρασαν τα


Πλατιά Περάσματα. Ξέρετε πού είναι; Ξέρετε. Στην αρχή του
κάμπου. Εκεί έπεσαν πάνω σ’ έναν άνθρωπο δικό μου – κι όχι μόνο
έπεσαν, αλλά τους στρίμωξε με το τουφέκι σ’ ένα ρυάκι και, για τους
αφήσει να περάσουν, του άφησαν το μαύρο πρόβατο.

Ποιοι ήταν;! φώναξε τότε ο Παχιάς.

Μη φωνάζεις άδικα, γιε του Παχιαδογιώργη, του είπε. Περίμενε και


θα τ’ ακούσεις όλα. Αν και μου φαίνεται, δε χρειάζεται πια να
πηγαίνω πουθενά για να μάθω · φτάνει να κάθομαι εδώ και να
σκέφτομαι. Όπως το κατάλαβα και τη νύχτα, ήταν άνθρωποι από τα
Πέρα Βουνά. Ένας μεγάλος κι ένα παιδί κάπου δεκαπέντε χρονών.
Ο άνθρωπός μου δεν τους ήξερε, ούτε τους είδε καλά στο σκοτάδι,
ξέρει όμως καλά την προφορά στα Πέρα Βουνά και μίλησαν για ώρα
μέχρι να συμφωνήσουν για το πρόβατο.

Ο άνθρωπος ο δικός μου, που τους είδε κάτω απ’ τα οροπέδια, του
είπε τότε ο Μπουρεξής, είπε πως ο κοντός δεν είναι παιδί, είναι
μεγάλος. Πώς γίνεται αυτό;

307
Χα! έκανε ο Καϊξής και τον κοίταξε απαξιωτικά: Ο ξάδερφός σου ο
Ακνιδοσωκράτης, Μπουρεξή, από το φόβο του τη νύχτα τους βλέπει
όλους μεγαλύτερους.

Πού το ξέρεις πως τους είδε ο Σωκράτης; έκανε τότε ξαφνιασμένος


αυτός. Εγώ δε σου είπα τίποτα.

Νομίζεις πως έχει πει μόνο σ’ εσένα για τους κλέφτες που είδε
εκείνη τη νύχτα; Το μισό βουνό το ξέρει. Δε μπορεί να κρατήσει το
στόμα του κλειστό, γι’ αυτό και του κλέβουν κάθε τόσο τα ζώα… .

Ο Μπουρεξής δεν είπε τίποτα. Ο Παχιάς μόνο, τον ρώτησε τι είχε


γίνει το μαύρο πρόβατο.

Ξεχάστε το, τους είπε. Ο άνθρωπός μου το ‘σφαξε αμέσως. Έχει


εννιά στόματα να θρέψει. Πάρτε το κουδούνι και ξεχάστε το.

Σίγουρα το μαύρο πρόβατο πήγε από το χρώμα του. Οι κλέφτες


έδωσαν εκείνο κι όχι κάποιο άλλο, επειδή εκείνο ξεχώριζε κι είχαν
μπροστά τους να περάσουν κάμπο, κι όποιον ακόμα κι αν
συναντούσαν θα το πρόσεχε και δε θα το ξεχνούσε εύκολα. Είναι
μειονέκτημα να διαφέρεις μέσα σ’ ένα κοπάδι – ή πάντως, είναι
μειονέκτημα όταν σε κλέβουν.

Ας είναι… το ξεχνάω αυτό , είπε ο Παχιάς(δε μπορούσε άλλωστε να


κάνει και κάτι άλλο). Φτάνει μόνο να βρούμε τα υπόλοιπα.

Ξέρετε κανένα στα Πέρα Βουνά, τους ρώτησε τότε. Εσύ Μπουρεξή
ξέρεις; Ή, μη μου πεις πως θ’ αφήσεις τώρα το γιο του
Παχιαδογιώργη να πάει μόνος εκεί;

Ο Μπουρεξής δεν απάντησε στη δεύτερη και πονηρή ερώτηση. Είχε


ήδη πάρει την απόφασή του. Ακόμα κι αν ήθελε, δε μπορούσε πια
να βγει έξω από το χορό. Ήξερα μερικούς παλιά, είπε. Όλοι
μεγαλύτεροί μου. Δύσκολο να ζει κάποιος.

Ναι, έκανε ο Καϊξής, δύσκολο να ζει κάποιος… Αφού κιόλας


κρύβεσαι τόσα χρόνια στο μιτάτο σου, τι σου χρειάζονται οι
γνωριμίες; Νά τώρα πού χρειάζονται. Εσύ, γιε του Παχιαδογιώργη,
ξέρεις κανένα εκεί;

308
Κανένα, είπε απογοητευμένος και ο Παχιάς.

Ο πατέρας σου όμως, ήξερε πολλούς. Γι’ αυτό το λόγο φροντίζουμε


να μη χάνουμε τις διασυνδέσεις του πατέρα μας · γιατί κάποτε θα
μας χρειαστούν. Στο βουνό, αν θέλεις να ζήσεις, πρέπει να κάνεις
σα να ‘ναι σίγουρο ότι θα ζήσεις χίλια χρόνια. Ο δικός μου ο πατέρας
δεν ήξερε κανέναν, κι εγώ τώρα ξέρω όλο το βουνό, τον κάμπο και
τα Πέρα Βουνά.

Δεν ήταν η ώρα για κριτική, γιατί και πώς ο Παχιάς είχε χάσει τις
διασυνδέσεις του Παχιαδογιώργη. Ο ίδιος προσποιήθηκε πως δεν
άκουσε τα λόγια του Καϊξή.

Ώστε δεν ξέρετε κανένα στα Πέρα Βουνά, συνέχισε αυτός, και
θέλετε τώρα να πάτε εκεί και να σας δώσουν πίσω τα πρόβατα.
Γίνεται; Τι λέτε;

Αν δε μας βοηθήσεις εσύ Καϊξή, δε γίνεται, του απάντησε ο


Μπουρεξής.

Κι εγώ πρέπει να σας βοηθήσω επειδή σας έχει στείλει ο Βρούχος…,


είπε αυτός.

Ναι.

Ο Βρούχος όμως, σας έστειλε για να σας κάμω κόμα στο δικό μας
βουνό - όπως έκανα και ξεκαθάρισα ότι τα πρόβατά σας δεν είναι
εδώ - όχι στα Πέρα Βουνά.

Ναι, το καταλαβαίνω, του είπε ο Μπουρεξής. Αν θες όμως, μπορείς


να μας βοηθήσεις και στα Πέρα Βουνά… .

Ίσως και να θέλω, είπε αυτός. Για χάρη του Βρούχο, όχι δική σας.
Μη φανταστείτε όμως ότι μπορώ να κάνω εκεί ό,τι κι εδώ. Έχετε
πάει ποτέ στα Πέρα Βουνά;

Ο Παχιάς δεν είχε πάει ποτέ. Ο Μπουρεξής είχε φτάσει κάποτε


μέχρι τη ρίζα τους.

Τα Πέρα Βουνά, τους είπε, δεν είναι μεγάλα σαν το δικό μας βουνό,
είναι όμως όσο το μισό δικό μας και λίγο παραπάνω. Οι βοσκοί εκεί
είναι σκληροί όπως κι εδώ. Έχουν μέρη ακόμα πιο κακοτράχαλα από

309
τα δικά μας για να κρύψουν κλεμμένα και δε συμπαθούν καθόλου
τους ανθρώπους από το δικό μας βουνό, επειδή τους κλέβουν τα
ζώα. Δεν έχω βέβαια σκοπό να έρθω μαζί σας - αν και δε θα ‘ταν
άσχημο να λείψω λίγο αυτές τις μέρες από ‘δω, μουρμούρισε τότε,
απευθυνόμενος μάλλον στον εαυτό του, αλλά, κι αν ερχόμουν και
μ’ έβλεπαν μαζί σας, θα σας έκανα περισσότερο κακό παρά καλό…
.

Τα άκουγαν αυτά, όπως τα ξετύλιγε, έχοντας χάσει πια κάθε ελπίδα


ότι θα ξανάβλεπαν ποτέ τα πρόβατα, όταν, απρόσμενα, τους έδωσε
μία. Αν και μικρή, έφτανε για ν’ αρπαχτούν πάνω της και να μη
γκρεμιστούν στην άβυσσο.

Έχω όμως έναν άνθρωπο εκεί, είπε. Αρκετά σημαντικό. Θα σας


στείλω σ’ αυτόν. Αλλά, προσέξτε! Δεν πρέπει να μάθει κανείς άλλος
ότι σας έστειλα εγώ. Αν καταλάβουν στα Πέρα Βουνά πως είμαι εγώ
πίσω από ‘σας, θα σφάξουν αμέσως όλα τα πρόβατα για να μ’
εκδικηθούν. Έχω ανοιχτούς λογαριασμούς μ’ εκείνα τα μέρη και
πολλούς εχθρούς.

Ήταν γνωστό πως ο Καϊξής, απ’ όταν έγινε σύντεκνος του Βρούχο,
για να κρατάει ισορροπίες στο δικό μας βουνό έκλεβε κυρίως από
τα Πέρα Βουνά. Δε χρειαζόταν να τους πει για ποιο λόγο είχε εκεί
ανοιχτούς λογαριασμούς και εχθρούς. Τους είπε μόνο το όνομα του
ανθρώπου του και σε ποιο χωριό των Πέρα Βουνών θα τον
έβρισκαν. Τους είπε ακόμη και μερικές άλλες λεπτομέρειες.

Πήραν το κουδούνι(το έβαλε ο Παχιάς στη βούργια του)και


σηκώθηκαν από το τραπέζι με ανάμιχτα συναισθήματα. Από τη μια
ανησυχία και θλίψη, επειδή τα πρόβατα όλο και ξεμάκραιναν και
για την τύχη του μαύρου, κι από την άλλη, φωτεινή ακτίνα
αισιοδοξίας ότι τώρα επιτέλους, πρώτη φορά, βρίσκονταν σε
σταθερό δρόμο για να προλάβουν ζωντανά τα υπόλοιπα – αν ο
άνθρωπος που τους έστελνε ο Καϊξής ήταν ικανός όσο εκείνος.

Δεν υπήρχαν πολλές ελπίδες, θα έλεγε κάποιος που παρατηρούσε


αντικειμενικά την υπόθεση και γνώριζε κάπως τα Πέρα Βουνά.
Όμως, ακριβώς όταν δεν υπάρχει ελπίδα είναι που χρειάζεται
περισσότερο και γίνεται περισσότερο αναπτερωτική. Το να μην έχει

310
κανείς καμία ελπίδα(αν και προτείνεται από πολλούς σαν ο
καλύτερος δρόμος στη ζωή), εκτός από αδύνατο είναι και πικρό,
γιατί η ελπίδα είναι γλυκιά.

Θίχτηκαν βέβαια, και ο ένας και ο άλλος, επειδή τους κατηγόρησε


ο Καϊξής για τις διασυνδέσεις που έχασαν. Μετάνιωσαν βαθιά,
όμως, δε μπορούσαν να γυρίσουν το χρόνο πίσω. Οι διασυνδέσεις
θέλουν κόπο και καταναγκασμό, και στη ζωή παραμένει άλυτο το
ερώτημα αν θα πρέπει να πορεύεσαι σα να μην πρόκειται να
πεθάνεις ποτέ ή σα να πρόκειται να πεθάνεις την επόμενη μέρα –
δηλαδή αν αξίζει να φροντίζεις για το μέλλον. Αναμφίβολα, στην
περίπτωση του Παχιά η απάντηση είναι ναι. Έπρεπε να φροντίζει
για το μέλλον και να μην αφήσει να χαθούν οι διασυνδέσεις του
πατέρα του στα βουνά χωρίς να τις αντικαταστήσει με ίσες δικές
του, όσο κόπο και κινδύνους κι αν απαιτούσαν, επειδή εκείνος,
αντίθετα με το Μπουρεξή, είχε παιδιά που θα κληρονομούσαν το
κοπάδι του. Κι όταν κάποιος έχει παιδιά, είναι υποχρεωμένος(από
ποιον; Μα από την ίδια την Υποχρέωση) να φροντίζει για το μέλλον
τους. Διαφορετικά να μην κάνει, ή, αν κάνει από ατύχημα, να τ’
αφήσει βρέφη σε κάποιον καλύτερο.

Πάλι όμως, δεν είναι τόσο απλά πράγματα, επειδή σίγουρα ο


Αντρέας ο Παχιάς δεν ήταν κακός άνθρωπος. Ούτε μηχανικά μπορεί
να εξηγηθούν σε μία παράγραφο – η ακόμα και σε πολλές. Ούτε
πάλι επιλογή ανάμεσα σε δύο δρόμους φαίνεται να είναι, ή μέση
οδός, σε μια πορεία χωρίς οδό. Μόνο οι φιλόσοφοι θέτουν τόσο
ξεκάθαρα ερωτήματα(κι αυτοί μόνο όση ώρα γράφουν). Είναι
μάλλον θέμα χαρακτήρα και συγκυριών. Ο Παχιάς για παράδειγμα,
δεν ήταν ίδιος χαρακτήρας με τον Παχιαδογιώργη. Μπορεί να
έβλεπε καθαρά πως οι διασυνδέσεις στα βουνά ήταν απαραίτητες,
όμως, απλά δε μπορούσε να το κάνει. Η καλύτερα, έκανε ό,τι
μπορούσε(κι αυτό τον καθησύχαζε), όμως αυτό που έκανε δεν
αρκούσε. Αδέξιος ζωοκλέφτης, αδέξιος με τους ανθρώπους,
επιφυλακτικός με τους καβγάδες. Όλα αυτά τον κούραζαν και τον
φόβιζαν. Στο μόνο που ξεπέρασε τον Παχιαδογιώργη ήταν το
τραγούδι και ο χορός. Με τραγούδι και με χορό όμως, έλεγαν στο

311
βουνό, δε φτιάχνονται κοπάδια. Στην πόλη ίσως, μπορεί να τα
πουλήσεις και να βγάλεις χρήματα, στο βουνό όμως όχι.

Ούτε η συγκυρία τον βοήθησε. Ή μάλλον, τον βοήθησε να


επαναπαύεται(παρεμπίπτοντος, για όσους θεωρούν ότι δε θα
πεθάνουν ποτέ ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η επανάπαυση). Το
όνομα του πατέρα του ήταν τόσο σπουδαίο, που μέχρι τότε του
είχαν κλέψει ελάχιστες φορές από λίγα ζώα, κι όλες τις φορές τα
βρήκε εύκολα. Αν ένιωθε από πιο νωρίς ότι το κοπάδι του κινδύνευε
σοβαρά, σίγουρα θα προσπαθούσε περισσότερο με τις
διασυνδέσεις – ή μπορεί πάλι, να συνέβαιναν όλα αυτά νωρίτερα.

Μάλλον, το άλυτο ζήτημα δεν είναι το πότε θα πεθάνει κανείς για


να σχεδιάσει ανάλογα, αλλά πόσο καταναγκασμό αντέχει για να
ζήσει με αξιοπρέπεια χωρίς η ψυχή του να καταστραφεί.

312
Πριν φύγουν μίλησαν και λίγο για τα γεγονότα στο Γερασήμι.
Απρόσμενα, ο Καϊξής φάνηκε πολύ ανοιχτός. Ίσως επειδή βρισκόταν
για μέρες απομονωμένος στ’ Άσπρα Βούρλα, και ο Βρούχος δεν τον
είχε συμβουλευτεί, ένιωθε την ανάγκη να εκφράσει κάπου,
οπουδήποτε, ξεκάθαρα την άποψή του.

Και οι δύο θέλουν να κάνουν πίσω, τους είπε, όμως δε μπορούν. Το


να κάνεις πίσω στο βουνό είναι υποταγή - άσχετο ποιος έχει το
δίκιο. Κάνεις πίσω λίγο στην αρχή, ύστερα περισσότερο και στο
τέλος βρίσκεσαι με την πλάτη στον τοίχο. Αυτό νιώθουν όλοι - δεν
ξέρω αν είναι αλήθεια, πάντως: όποιος κάνει πίσω πεθαίνει. Όταν
ξεκινήσουν τέτοια γεγονότα στα σόγια πάνε μετά μόνα τους. Οι
αρχηγοί και οι άλλοι, λένε και λένε για χρόνια και τα προετοιμάζουν,
νομίζουν πως όταν συμβούν θα τα κουμαντάρουν, όμως, όταν
αρχίσουν δεν κουμαντάρονται, τους κουμαντάρουν εκείνα. Παίζουν
με τη φωτιά, γιατί η φωτιά ηδονίζει («σε σύρνει» είπε), μέχρι να
καούν ή να κάψουν τους άλλους. Είναι σα να γίνονται τα γεγονότα
άνθρωποι. Παράξενο ε; Να μη μπορείς να κουμαντάρεις τα χέρια
σου.

Είναι αλήθεια αυτό με τον τάφκο; τον ρώτησε ο Μπουρεξής.

Δεν είπε όχι, όπως περίμεναν. Ο Φαζός με το Σαϊτογιώργη,


απάντησε, νιώθουν πως τώρα έχουν δύναμη και πρέπει να τη
χρησιμοποιήσουν, γιατί αυτό κάνουν όλα τα σόγια απ’ όταν
φτιάχτηκαν σόγια στο βουνό για να μείνουν σόγια. Ύστερα η
δύναμη, όταν μαζευτεί θέλει να ξεσπάσει. Θα μου πείτε τώρα: Πολύ
νοιάζονται αυτοί οι δυο για το μέλλον του σογιού τους· αλλά
κάποιοι νοιάζονται. Ο Φαζός βέβαια με το Σαϊτογιώργη, μπορεί να
νοιάζονται και για το δικό τους μέλλον, δε μπορείς να τα ξεχωρίσεις.
Ούτε και οι άνθρωποι τα ξεχωρίζουν · γι’ αυτούς, το σόι και τα
συμφέροντά τους είναι το ίδιο, καμιά φορά χωρίς να το
καταλαβαίνουν. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Θυσιάζονται βέβαια
γι’ αυτό - και γι’ άλλα θυσιάζονται· είναι γενναίοι. Τότε γίνεται το
συμφέρον ιδέα («αιστήματα» είπε) και δεν είναι πια συμφέρον.

Ένα ξέρω εγώ, σαν Καϊξής, κατέληξε: Και τα δυνατότερα σόγια


κάποτε πέφτουν κι ανεβαίνουν άλλα. Αυτό γίνεται πάντα στο βουνό.

313
Γιατί πέφτουν; Σβήνουν από μέσα. Γιατί σβήνουν από μέσα; Δεν
ξέρει κανείς – λένε η απληστία. Ούτε κανείς ξέρει αν είναι τώρα η
ώρα του Βρούχο ή του Καμπέρη να σβήσει - ή κάποιου άλλου. Έχω
δει να σηκώνονται νεκροί και να πέφτουν αετοί. Γιατί τελικά δεν
ήταν ούτε νεκροί ούτε αετοί.

Έφυγαν ζαλισμένοι από το σπίτι του Καϊξή, κοιτάζοντας πέρα, στην


άλλη μεριά του κάμπου τα Πέρα Βουνά. Αν και δε θα έπρεπε, το
τελευταίο που τους απασχολούσε εκείνη την ώρα ήταν τα γεγονότα
στο Γερασήμι. Ο Παχιάς ένιωθε τόσο απογοητευμένος με την τροπή
που είχαν πάρει τα πράγματα, που δεν πέρασε καν από το νου του
να ευχαριστήσει τον Μπουρεξή επειδή θα τον ακολουθούσε στην
αναζήτηση. Όπως μάλλον οι περισσότεροι στη θέση του, θεωρούσε
αυτονόητο πως όλοι έπρεπε να τον βοηθήσουν με κάθε τρόπο.

Τα πράγματα, το πρωί που έφυγαν από τ’ Άσπρα Βούρλα, είχαν ως


εξής: Πριν έξι νύχτες από το κοπάδι του Αντρέα Παχιαδάκη είχαν
κλαπεί δώδεκα πρόβατα, έντεκα άσπρα κι ένα μαύρο. Έντεκα από
αυτά, μεταξύ αυτών το μαύρο, άνηκαν στον ίδιο, ενώ το δωδέκατο
στον «οικονόμο» του, Σπυρίδο. Δύο από τα πρόβατα (ένα άσπρο και
το μαύρο), όπως συνηθίζεται στο βουνό, είχαν περασμένο στο
λαιμό δερμάτινο περιλαίμιο με μεταλλικό κουδουνάκι. Κοντά στο
σημείο όπου οι κλέφτες είχαν αρχικά χωρίσει τα δώδεκα πρόβατα
από το κοπάδι τους, είχαν εντοπιστεί τα ίχνη δύο ανθρώπων να
κατευθύνονται δυτικά. Λίγο πιο πέρα όμως, αυτά εξαφανίζονταν
λόγω του πετρώδους εδάφους. Αργότερα την ίδια νύχτα, κάποιος
βοσκός που φύλαγε το κοπάδι του δυτικότερα, είδε δύο άντρες να
οδηγούν δώδεκα πρόβατα προς ένα πέρασμα χωρίς εκείνοι να τον
αντιληφθούν. Ενώ όλες οι υποψίες στράφηκαν τότε στο Γερασήμι-
χωριό άντρο της ζωοκλοπής στα δυτικά του βουνού - σύντομα
αποδείχτηκε, πέραν πάσης αμφιβολίας(αφού βρέθηκε κουδούνι με
μονόγραμμα από τα κλεμμένα), πως οι κλέφτες είχαν προσπεράσει
εκείνο το μέρος του βουνού και είχαν κατηφορίσει νοτιοδυτικά με
κατεύθυνση τον κάμπο. Όλες οι υποψίες στράφηκαν τότε στα
«Πέρα Βουνά» - οροσειρά μεταξύ του κάμπου και των νοτιοδυτικών
ακτών της Κρήτης. Με μόνο εφόδιο τη σύσταση κάποιου
σημαντικού Γερασημιώτη, ο Αντρέας ο Παχιάς, άπειρος στην τέχνη

314
του «αρωτήματος» κλεμμένων προβάτων και εντελώς ανίδεος στα
Πέρα Βουνά, μαζί τον Κώστα Μπουρεξάκη, παλιό φίλο του πατέρα
του, αποτραβηγμένο χρόνια στο περιθώριο του βουνού, θα
συνέχιζαν τώρα την αναζήτηση σε δεύτερη οροσειρά.

Θα πρέπει ίσως, στο σημείο αυτό, να αναλογιστεί κανείς ότι τα


μεγαλύτερα θύματα σε αυτή την υπόθεση ήταν τα ίδια τα ζώα,
όπως και το αν αυτό που λέγεται «τύχη» αφορά μόνο τους
ανθρώπους ή και τα πρόβατα. Ειδικά αν έχει υπόψη του τον τρόπο
που οι ζωοκλέφτες χωρίζουν στην αρχή τα κλεμμένα πρόβατα από
το κοπάδι τους. Διότι, τα χωρίζουν χωρίς να τα πιάσουν,
χρησιμοποιώντας μια ιδιαίτερη τεχνική, και τα κατευθύνουν στη
συνέχεια ως το μέρος που έχουν σκοπό να τα σφάξουν
ακολουθώντας τα σε πολύ κοντίνη απόσταση, εμποδίζοντάς τα να
γυρίσουν πίσω. Όταν λοιπόν οι κλέφτες χωρίζουν αρχικά κάποια
ζώα από το κοπάδι τους(κάτι τραγικό γι’ αυτά, καθώς τα πρόβατα
είναι πολύ δεμένα με το κοπάδι τους),άλλοτε - ανάλογα με τη
μορφολογία του εδάφους - χωρίζουν εκείνα που βόσκουν πρώτα,
άλλοτε εκείνα στα αριστερά ή στα δεξιά και άλλοτε εκείνα στο τέλος
του κοπαδιού. Κατ’ αυτό τον τρόπο, κανένα σημείο του κοπαδιού
δεν είναι ασφαλές για ένα πρόβατο που προσπαθεί να αποφύγει
τους ζωοκλέφτες, εκτός μόνο από το απόλυτο κέντρο, στο οποίο,
όμως, υπάρχει πάντα η λιγότερη και η χαμηλότερης ποιότητας
βοσκή. Θα μπορούσε, ίσως, κάποιο έξυπνο πρόβατο ν’ αλλάζει
διαρκώς θέση μέσα στο κοπάδι καθώς προχωρά και βόσκει,
ανάλογα με μορφολογία του εδάφους, επιλέγοντας τη λιγότερο
πιθανή να εμφανιστούν ζωοκλέφτες, αυτό όμως, εκτός του ό,τι θα
απαιτούσε απόλυτη προσήλωση, δε θα αποτελούσε και καμία
πανάκεια αφού, τελικά, οι ζωοκλέφτες μπορούσαν να εμφανιστούν
και από τα πιο απίθανα σημεία.

Άρα λοιπόν, τα πρόβατα στο βουνό βρίσκονταν διαρκώς ενώπιων


τρομερών και ανεπίλυτων διλλημάτων, σχετικά με το ποια πλευρά
του κοπαδιού έπρεπε να επιλέξουν για να βόσκουν, και το μόνο που
τα προστάτευε για να μη συντριβούν ψυχικά από μόνιμη
ανασφάλεια, ήταν ότι δεν ήταν ικανά να το αντιληφθούν.

315
Αρκετοί συσχετισμοί είχαν γίνει σε συζητήσεις εκείνα τα χρόνια στα
μιτάτα, ειδικά του χωρίσματος των προβάτων από το κοπάδι τους
από τους ζωοκλέφτες με την τύχη των ανθρώπων. Σχεδόν πάντα,
κατέληγαν πως ο μόνος τρόπος τελικά να ελέγχεις την τύχη σου,
είναι να μην είσαι ικανός να αντιληφθείς το μέγεθος της σημασίας
της.

316
Την επόμενη νύχτα μετά από εκείνη που πέρασαν ο Παχιάς με το
Μπουρεξή στ’ Άσπρα Βούρλα, γύρω στα μεσάνυχτα, πίσω στο
βουνό ο Κύριλλος επέστρεφε στη σκήτη του. Είχε φροντίσει δύο
ολόκληρες μέρες τον τραυματία, είχε δώσει οδηγίες και μπορούσε
τώρα να κοιμηθεί ήσυχος. Η πληγή του στο υπογάστριο δεν ήταν
σοβαρή. Περισσότερο τρόμαξε και τρόμαξαν και οι άλλοι όπως τον
είδαν. Ο γιος του Καμπέρη, που τον μαχαίρωσε, ήταν ακόμα παιδί,
κι ένα παιδί δεν είναι ικανό να μαχαιρώσει βαθιά.

« Όσο μίσος κι αν του ‘χουν περάσει», σκέφτηκε την πρώτη στιγμή


που την είδε · «πρέπει να μεγαλώσει και να φορτωθεί και το μίσος
της ζωής για να μαχαιρώνει βαθιά σαν τον πατέρα του» (γιατί είχε
δει κάποτε μερικά πρόβατα μαχαιρωμένα από τον Καμπέρη).
Μπορεί να τελείωνε χρονιά του Καθαρού, όμως, ακόμα και τέτοιες
χρονιές, κάποιες πληγές κλείνουν και δε μολύνονται. Την καθάρισε,
την έραψε, την επίδεσε, έδωσε παυσίπονο - σκόνη
κερασοκούκουτσου - και αυτό ήταν.

Ένιωθε πάντα καλύτερα ο Κύριλλος όταν άφηνε έναν τραυματία


που ήξερε ότι θα ζούσε. Εκείνη τη μέρα και την επόμενη δεν είχε την
ανάγκη να κάνει κανένα τελετουργικό, σαν αυτό που τον είδε να
κάνει ο Σπυρίδος με το χαλικάκι. Κοιμόταν βαθιά και δεν άκουγε
τίποτα έξω από τη σπηλιά του - όπως τις άλλες νύχτες που άκουγε
τα βήματα των κλεφτών από εκεί μέχρι τα οροπέδια. Ούτε κούραση
ένιωθε, όσο κι αν έφυγε τώρα λέγοντάς τους πως δεν άντεχε άλλο
κι έπρεπε να ξεκουραστεί. Τούτη τη φορά όμως, τα ένιωθε όλα
αυτά ανακατεμένα με κάτι άλλο, διαφορετικό, γιατί ο τραυματίας
που φρόντισε ήταν διαφορετικός.

Όχι, δεν είχε τίποτα το διαφορετικό ο Ιφίκος. Ήταν ένας


συνηθισμένος Γερασημιώτης από μικρό σόι, μάλλον ασήμαντος. Η
υπόθεση όμως γύρω από αυτόν τον τρόμαζε. Απ’ όταν ήρθε στην
Αερή Μαδάρα, πέντε ολόκληρα χρόνια, δεν είχαν συγκρουστεί
μεγάλα σόγια στο Γερασήμι κι αυτά τώρα ήταν τα δύο μεγαλύτερα.
Τι θα συνέβαινε; Άκουγε ιστορίες, τρομερές ιστορίες, για
παλιότερες συγκρούσεις.

317
«Και τι με νοιάζει εμένα αν σκοτωθούν οι Σαΐτηδες με τους
Καμπέρηδες;», προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του. «Εγώ θα
μείνω στη σκήτη μου. Γι’ αυτό δεν έφυγα από τον κόσμο; Αδιαφορώ
για τον κόσμο».

Αυτά όμως δεν ήταν λόγια σοβαρά, ένιωθε. Τον ένοιαζε και
ανησυχούσε. Και το περίεργο είναι, πως δεν ανησυχούσε επειδή
μπορεί να ερήμωνε το Γερασήμι και να έχανε τα τρόφιμα που του
έδιναν, ή ακόμα κι αυτή την ευχαρίστηση να φεύγει καμία φορά
από τη σκήτη και να πηγαίνει μέχρι το μονοπάτι για τους
τραυματίες- όχι, καθόλου δεν περνούσαν από το νου του αυτά.
Ανησυχούσε μόνο για το καλό του κόσμου.

«Άρα, δεν είμαι ακόμα εντελώς τελειωμένος» σκέφτηκε.


«Τελειωμένος είναι κάποιος που νοιάζεται μόνο για το συμφέρον
του κι αλλάζει πλευρές κατά το συμφέρον του. Ο αδιάφορος για όλα
τ’ άλλα εκτός τον εαυτό του».

Κάποτε, στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου, πριν η Ελλάδα μπλεχτεί


κι ήταν ακόμα γιατρός στον κάμπο, τον είχαν καλέσει να δει ένα
γέρο βοσκό, ενενήντα χρονών, με κάταγμα στη λεκάνη.
Αδιαφορούσε για τον πόνο, του έλεγε μόνο να τον κρατήσει ζωντανό
μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος επειδή ήθελε να δει ποιος θα νικούσε.
Πίστευε πως για το καλό του κόσμου έπρεπε να νικήσει ο Κάιζερ.
Δεν ήξερε να διαβάζει, μόνο ότι άκουγε δεξιά κι αριστερά, όμως δεν
είχε σημασία: νοιαζόταν και πίστευε.

Το βήμα του Κύριλλου ζωήρεψε όταν τα θυμήθηκε αυτά.

«Γιατί πολεμούν τα σόγια στο βουνό – ή τα κράτη;» αναρωτήθηκε.


Το μυαλό του δούλευε τώρα όχι σαν του κατατρεγμένου Κύριλλου
στην Αερή Μαδάρα, αλλά σαν του Αριστοτέλη στη σχολή του. «Για
τους πόρους; Για το γόητρο; Αυτά είναι το ίδιο. Από βλακεία; Αυτό
πάλι, αυτοακυρώνεται. Επειδή πάντα έτσι γίνεται; Άρα, φταίει η
ανθρώπινη φύση. Άρα, πρέπει ν’ αλλάξει. Μα πώς; Με αυτή τη
φύση προοδεύσαμε. Πού το ξέρουμε όμως ότι προοδεύσαμε κι ότι
δε θα μπορούσαμε να προοδεύσουμε περισσότερο; Έχουμε δει
άραγε πουθενά άλλους που δεν προοδεύσαν διαφορετικά για να
συγκρίνουμε; Και τα ζώα πολεμούν κι ορίζουν επικράτειες, καθόλου

318
δεν προόδευσαν. Νά το λάθος! Η αυταρέσκεια. Όπως ο Γρύπαρης
από το Γερασήμι, που ανέβηκε κάποτε με ομίχλη στην κορυφή των
γκρεμών και σκάλισε εκεί τ’ όνομά του γιατί πίστεψε πως είχε
ανέβει στην κορυφή του βουνού. Αυταρέσκεια και φόβος. Αυτό
είναι ο άνθρωπος. Και επιθετικότητα, από φόβο, δηλαδή άμυνα.
Άμυνα σε ποιον; Στον άλλο. Και για τον άλλο, άλλος είμαι εγώ, αυτό
είναι το πρόβλημα. Άμυνα, μεταμφιεσμένη σε επίθεση, και
θρίαμβος και ηρωισμός. Αυτά ερεθίζουν. Κάτι πρέπει να ερεθίζει.
Αβάστακτο να μην ερεθίζει. Όπως ο τρελός(ή εγώ όταν τα παθαίνω
αυτά)που πέφτει στη φωτιά είμαστε. Έχουμε λόγο όμως να
τρελαθούμε, γιατί μας κυνηγάει ο θάνατος. Χειρότερο να τρελαθείς
χωρίς λόγο. Και τα ‘χουμε και κανονισμένα όλα με τους
τελειότερους κανόνες της λογικής. Ανταγωνισμός για ισχύ, σου λένε
·υψηλή στρατηγική. Πατέρας πάντων, είναι το μόνο σωστό. Πατέρας
πάντων. Άρα θα πολεμάμε εις τον αιώνα τον άπαντα».

Σταμάτησε τότε και κοίταξε πέρα το φεγγάρι. Ήταν ένα χλωμό


φεγγάρι στο τελευταίο τέταρτο. Κοίταξε ύστερα αριστερά το
σκοτάδι, προς το μέρος που κατέβαινε ο Τρομιθόπορος. Ένα μίλι
από εκεί η σκήτη, ένα μίλι ο Τρομιθόπορος. «Θα μου μιλήσει;»
σκέφτηκε. «Ίσως μου μιλήσει…». Αποφάσισε να ρωτήσει τη
νεράιδα.

Καμιά φορά του μιλούσαν οι νεράιδες. Όχι τις φεγγαρόφωτες


νύχτες, όπως στους άλλους, αλλά στη χασοφεγγαριά. Άλλοτε πάλι
περνούσαν από δίπλα του αδιάφορες και δε μπορούσε να τις δει.
Δεν είχε πει ψέματα στον Σπυρίδο ότι δε μπορούσε να τις δει, αφού
δε τις έβλεπε όποτε ήθελε. Είχε μάθει όμως, τόσα χρόνια, ότι τις
καλοκαιρινές νύχτες με χασοφεγγαριά ανέβαιναν ψηλότερα, ως το
μέρος που ο Τρομιθόπορος ξεπρόβαινε στην Αερή Μαδάρα, γιατί
τέτοιες νύχτες το φεγγαρόφωτο δεν έφτανε ολονυχτίς μέχρι κάτω
το φαράγγι. Όπως απολαμβάνουν οι άνθρωποι το φως του ήλιου,
είχε καταλάβει, απολάμβαναν εκείνες το φως του φεγγαριού.

Ήταν σύμπτωση που έτυχε να είναι τέτοια νύχτα όταν συνέβησαν


αυτά στο Γερασήμι και του δημιουργήθηκε η απορία; Ο Κύριλλος δε
μπορούσε να απαντήσει. Η αλήθεια είναι ότι απέφευγε τις νεράιδες
περισσότερο κι απ’ όσο τον απέφευγαν εκείνες κι ότι, αν ήταν νύχτα

319
με γεμάτο φεγγάρι, αποκλείεται να τολμούσε να κατηφορίσει τον
Τρομιθόπορο και να φτάσει μέχρι το λιβάδι που τις συνάντησε ο
Σπυρίδος. Όμως, η πιθανότητα να βρίσκονται εκείνη τη νύχτα τόσο
κοντά, σχεδόν δίπλα του στην άκρη της Αερής Μαδάρας, τον
δελέασε και τον έκανε να το προσπαθήσει · διαφορετικά, δε θα είχε
ειπωθεί αυτή η ιστορία.

Βρήκε τη νεράιδα καθισμένη στην κόχη ενός μεγάλου βράχου,


ακριβώς στην έξοδο του Τρομιθόπορου. Το αδύναμο φεγγαρόφωτο
της λίγωσης συγκεντρωνόταν όλο πάνω της και την έκανε να
φαίνεται γαλάζια μέσα στη νύχτα. Πλησίασε, όχι πολύ (δεν υπήρχαν
μέτρα ή άλλες μονάδες γύρω από τις νεράιδες για να μπορεί να πει
πόσο)και στάθηκε δίπλα στον απέναντι βράχο, που έμοιαζε με
άλογο σηκωμένο στα δύο πόδια. Έβγαλε το μοναχικό σκούφο για να
ελευθερωθεί, τον έχωσε στην τσέπη του ράσου, ακούμπησε χωρίς
να το καταλάβει τον ώμο του στο βράχο για να πάρει δύναμη και,
φώναξε; Ψιθύρισε; Σκέφτηκε; Δεν ήξερε. Πάντως της απευθύνθηκε.

«Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» της είπε.

«Ίντα;» απάντησε αμέσως αυτή.

«Γιατί πολεμούν οι άνθρωποι;». Του φάνηκε τότε καί η ερώτηση καί


η επίσκεψη καί η ιδέα λάθος, όμως, πάλι η νεράιδα απάντησε και
δεν τον περιγέλασε όπως φοβόταν.

Δεν ξέρεις; του είπε. Ούτε κι εκείνοι ξέρουν. Αυτό φτάνει. Όμως,
μια κι ήρθες ως εδώ Κύριλλε, κάθισε, μη στέκεσαι, η νύχτα είναι
γλυκιά, θα σου διηγηθώ μια ιστορία.

Κάθισε οκλαδόν κατάχαμα, κι όσο γλυκιά ήταν η νύχτα τόσο


όμορφα έφτανε η φωνή της νεράιδας στην ψυχή του.

Πόσα αστέρια υπάρχουν στον ουρανό; τον ρώτησε.

«Αμέτρητα» απάντησε.

Κι όμως, όλα αυτά τ’ αστέρια είναι τ’ αστέρια ενός μόνο κόσμου.


Υπάρχουν άπειροι κόσμοι, όμως, ξέχασα, εσύ δε μπορείς να νοήσεις
το άπειρο – κανένας άνθρωπος δε μπορεί. Θα σου εξηγήσω όπως το
καταλαβαίνεις: όσο μικρό είναι το χαλικάκι που ρίχνεις και

320
σηκώνεις μέσα στη σπηλιά σου μπροστά στο βουνό, τόσο είναι όλα
τ’ αστέρια που βλέπουν οι άνθρωποι, κι όσα θα καταφέρουν ποτέ
να δουν σ’ αυτόν τον κόσμο, μπροστά στους άπειρους κόσμους. Όση
είναι μια μόνο νιφάδα χιονιού το χειμώνα στην Αερή Μαδάρα είναι
ένας κόσμος, κι όσο όλο το χιόνι του βουνού οι άπειροι κόσμοι, κι
ακόμα περισσότεροι, γιατί δε μπορούν να μετρηθούν όπως εσείς
μετράτε. Κατάλαβες τώρα γιατί γύρω από εμάς δεν υπάρχουν
μονάδες μέτρησης; («μετράδια» είπε). Το νιώθεις;

«Ναι» απάντησε. Νομίζοντας ότι το ένιωθε.

Κι από την άλλη, υπάρχει η ψυχή του ανθρώπου. Αυτή πάλι, μεγάλο
μυστήριο. Ούτε οι θεοί δεν την καταλαβαίνουν. Τόσο μικρή - με το
δικό σου τρόπο - που θα χωρούσαν όλες οι ψυχές των ζωντανών κι
όλων όσων έχουν πεθάνει, χιλιάδες γενιές, στο μάτι ενός μόνο
πετροχελίδονου του βουνού. Και κάθε ψυχή ίδια με την άλλη, και
κάθε ψυχή μοναδική. Και σε μια μόνο ψυχή χωράνε όλοι οι άπειροι
κόσμοι. Κατάλαβες τώρα πώς δεν υπάρχει μεγάλο και μικρό;

«Ναι» είπε πάλι.

Δεν έχει όμως σημασία. Γιατί αν φύγεις από εδώ και πεις ότι ο
Μεγάλος Δέτης είναι μικρός και πας να τον περάσεις με μια
δρασκελιά θα τσακιστείς(«θα θρουλίσεις» είπε) και η ψυχή σου θα
πεθάνει. Αλλού έχει σημασία η ψυχή των ανθρώπων – και γι’ αυτό
βρισκόμαστε εμείς οι νεράιδες εδώ.

«Πού» ρώτησε ανυπόμονα.

Θα σου πω. Στους άπειρους κόσμους δεν υπάρχει ούτε καλό ούτε
κακό. Ούτε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, ούτε σ’ αυτό το βουνό και
πουθενά δεν υπάρχει, αν δεν υπάρχει η ψυχή. Η ψυχή του
ανθρώπου δημιουργεί και το ένα και το άλλο, και ξέρεις πώς τα
δημιουργεί; Αποκαλύπτοντας το κακό. Κι όταν δημιουργηθούν
μάχονται το ένα το άλλο, πρώτα μέσα στην ίδια την ψυχή, και
πρέπει τότε να νικήσει το καλό.

«Γιατί πρέπει να νικήσει;» τη ρώτησε.

Γιατί είναι καλό.

321
«Μα εσείς εδώ (του είχαν πει μια άλλη φορά, όπως το είχαν πει και
στον Σπυρίδο στο λιβάδι), δεν το κατέχετε το: πρέπει».

«Δε-ν το γατέχουμε σ’ όλα τ’ άλλα, εχτός το καλό» του απάντησε


επί λέξη.

«Και πώς ξέρουμε ποιο είναι το καλό;».

Ξέρεις Κύριλλε ποιο είναι, του απάντησε. Γιατί με ρωτάς;

«Κανείς δεν ξέρει…» είπε αυτός.

Ναι, είπε η νεράιδα · κανείς δεν ξέρει, αν η ψυχή του δε θέλει να


ξέρει. Αυτό είναι το μυστήριο · όλοι πιστεύουν πως μάχονται για το
καλό. Η ψυχή είναι διχασμένη(«δίλογη» είπε), πληγωμένη,
άρρωστη. Ευκολότερο να φέρεις το καλό με το μέρος σου παρά να
πας εσύ στο δικό του. Ο ίδιος ο άνθρωπός, ο δημιουργός του,
έφτασε να λέει ότι δεν υπάρχει. Όμως, ξέρεις γιατί αφήναμε μέχρι
που πέθανε το γέρο Ψαρογιωργάκη, αυτόν μόνο, ν’ ανεβαίνει από
το φαράγγι και να μην πηγαίνει γύρω – γύρω όπως οι άλλοι;

«Όχι» απάντησε. Και αν κι είχε πάντα του την απορία, δε θεώρησε


καθόλου κατάλληλη εκείνη τη στιγμή για του λυθεί και ν’ αλλάξουν
θέμα συζήτησης.

Επειδή την πρώτη φορά που τον σταματήσαμε μας είπε μια ιστορία,
συνέχισε όμως να λέει η νεράιδα. Άκου την:

Ήταν λέει κάποτε στον κάμπο δύο γείτονες, κι είχαν στη μέση ένα
χωράφι χέρσο και τσακώνονταν γι’ αυτό. Ο ένας έλεγε πως ήταν
κληρονομιά του παππού του κι ο άλλος πως η γιαγιά του – γιατί ήταν
ξαδέρφια – το ‘χε στην προίκα της. Και πιάστηκαν μια μέρα στα
χεριά κι έσπασαν τα κεφάλια τους και κατέληξαν στον Καντή.

Για να μη μαλώνετε, τους είπε ο Καντής, θα σας το μοιράσω στη


μέση. Και τους το μοίρασε.

Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός κι άρχισαν να μαλώνουν για τα


σύνορα. Και πιάστηκαν πάλι στα χέρια κι έσπασαν πάλι τα κεφάλια
τους και κατέληξαν αυτή τη φορά στον Επίσκοπο.

322
Για να μη μαλώνετε, τους είπε ο Επίσκοπος, θα το καλλιεργείτε και
οι δύο μαζί και θα μοιράζεστε τον καρπό. Και συμφώνησαν.

Έφτασε όμως ο καιρός ν’ αλωνίσουν και μάλωσαν για τη μοιρασιά.


Κι αυτή τη φορά ο ένας, ο πιο δυνατός, σκότωσε τον άλλο. Έτυχε
τότε να περνά από εκεί ο Ναστραντίν Χότζας και σταμάτησε.

Ήθελα να ‘ξερα, ρώτησε το φονιά, γιατί τον σκότωσες.

Γιατί το χωράφι είναι δικό μου και μου το πήρε, είπε αυτός.

Μα εγώ βλέπω κι έχεις από ‘δω και πέρα τόσα χωράφια, δε σε


φτάνουν;

Εσένα Χότζα, σε φτάνουν; τον ρώτησε αυτός.

Εμένα με φτάνουν και τα ρούχα που φοράω, απάντησε ο Χότζας.

Γι’ αυτό είσαι τρελός και σε κοροϊδεύουν όλοι, του είπε. Εγώ δε
θέλω να με κοροϊδεύει κανείς. Κι αυτά τα χωράφια που βλέπεις κι
έχω, αύριο πιάνει αβροχιά και ξεραίνονται τα μισά. Βοήθησέ με
τώρα να τον θάψω!

Και βοήθησε ο Χότζας να τον θάψει, για να μη μείνει ο άνθρωπος


άθαφτος, όμως, όλη εκείνη την ώρα κάτι τον έτρωγε.

Μα πες μου αλήθεια, τον ρώτησε πάλι όταν τελείωσαν, γι’ αυτό το
λόγο τον σκότωσες;

Όχι, του είπε αυτή τη φορά. Τον σκότωσα επειδή θα με σκότωνε


εκείνος.

Μα πώς θα σε σκότωνε; του είπε ο Χότζας. Εγώ βλέπω κι είσαι εσύ


δέκα φορές πιο δυνατός…

Ύπουλα, του απάντησε. Βοήθησέ με τώρα να ζέψω τον βολόσυρο


στ’ άλογο.

Και τον βοήθησε ο Χότζας να ζέψει τον βολόσυρο στ’ άλογο για ν’
αλωνίσει κι ετοιμάστηκε μετά να φύγει, όμως, πριν φύγει τον
ξαναρώτησε:

Μα πες μου, αλήθεια, γι’ αυτά μόνο τον σκότωσες;

323
Τότε στάθηκε εκείνος και τον κοίταξε, κρατώντας τα γκέμια τ’
αλόγου: Κι ο παππούς μου, του είπε, μ’ αυτό τον τρόπο έκανε την
περιουσία που βλέπεις. Κι ο παππούς εκείνου που σκότωσα μ’ αυτό
τον τρόπο έκανε τη δική του. Άλλος δεν υπάρχει.

Και δε φοβάσαι το Θεό; του είπε ο Χότζας.

Όχι, γιατί έχω δίκιο. Ο Θεός είναι με το μέρος μου.

Μα πώς είναι με το μέρος σου; του είπε.

Αν δεν είναι, γιατί δε με τιμωρεί;

Μόνο την τιμωρία φοβάσαι εσύ;

Τι άλλο να φοβηθώ;

Κι έφυγε ο Χότζας κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και δεν


ξαναπέρασε από κείνα τα μέρη.

«Και πού βλέπεις το καλό στον κόσμο;» ρώτησε τότε ο Κύριλλος τη


νεράιδα.

Στον Χότζα, στον Καντή και στον Επίσκοπο, είπε αυτή.

«Στους παπάδες; Πφφ… Δεν πρέπει, εσύ νεράιδα, να πέφτεις τόσο


χαμηλά».

Άδικα σου μιλάω Κύριλλε, του απάντησε. Δεν καταλαβαίνεις


τίποτα. Ο Χότζας, ο Καντής και ο Επίσκοπος θα μπορούσαν να μην
είναι παπάδες. Καλύτερα να γυρίσεις στη σπηλιά σου - τώρα που
φέγγει λίγο ακόμη.

«Ναι…» έκανε σκεφτικός ο Κύριλλος, «δεν καταλαβαίνω μάλλον.


Πάντα πολεμούσαν και θα πολεμούν. Ώστε γι’ αυτό αφήνατε τον
Ψαρογιωργάκη ν’ ανεβαίνει το φαράγγι… όμως, γιατί αφήσατε
προχθές τον Σπυρίδο;».

Γιατί αυτός πήγαινε να κάνει καλό, του είπε.

«Και τότε γιατί αφήνετε τόσα χρόνια τον Καμπέρη να περνάει με τα


κλεμμένα;».

324
Μήπως και ξυπνήσουν οι άνθρωποι, απάντησε.

Ο Κύριλλος γύρισε στη σπηλιά του και πέρασαν από τότε μήνες
μέχρι να του ξαναμιλήσουν οι νεράιδες.

325
Αυτά αφηγήθηκε ύστερα από εφτά μέρες ο Γερασημιώτης
«Ζανονικολής» που πέρασε από το χωριό τους, στον δάσκαλο τον
Αγησίλαο, στο καφενείο κάτω από τον πλάτανο και αφού πρώτα ο
δάσκαλος τον είχε ρωτήσει αν είχε δει πουθενά τον Παχιά και τον
Μπουρεξή και είχε απαντήσει αρνητικά:

Όχι, δεν ήταν ο τάφκος η αιτία. Αν δεν υπήρχε ο τάφκος θα γίνονταν


τα ίδια για κάποιον άλλο λόγο. Τίποτα δε μπορούσε να τα
σταματήσει· οι Γερασημιώτες έχουμε μέσα μας την καταστροφή –
όλοι οι άνθρωποι την έχουν. Μπορεί βέβαια, αν ήταν διαφορετική
η αρχή να εξελίσσονταν τα πράγματα διαφορετικά, όμως και πάλι
κάτι πολύ άσχημο θα συνέβαινε. Δε μπορείς να καταλάβεις
δάσκαλε πώς γίνονται αυτά τα πράγματα. Αν πάλι βρίσκεσαι μέσα,
ακόμα λιγότερο εκείνη τη στιγμή. Είναι σα να ‘σαι πάνω σ’ ένα
καράβι και να το κυβερνά άλλος. Ποιος το κυβερνά; Δεν ξέρω. Όχι
πάντως ο καπετάνιος – αυτός νομίζει πως το κυβερνά. Θαμπώνονται
οι άνθρωποι («σαρσιντίζουνε» είπε), δεν ξέρουνε τι κάνουν.

Ναι, όλα ξεκίνησαν με τα πρόβατα του Κατσή που έριξαν οι Σαΐτηδες


στον τάφκο, αλλά ξέρεις πόσα χρόνια κουφόβραζε το Γερασήμι;
Όπως το ηφαίστειο που λένε πως υπάρχει κάτω από τη θάλασσα και
μια μέρα θα σκάσει και θα σκεπάσει την Κρήτη είμασταν. Απ’ όταν
κιόλας ανέβηκαν οι Σαΐτηδες με τον Βρούχο, και σκιάχτηκαν οι
Καμπέρηδες πως θα τους ξεπεράσουν, τι να σου λέω…. Όπου
υπάρχουν μεγάλα σόγια κοιτάζει το ένα να ξεπαστρέψει το άλλο.
Ευτυχώς εγώ είμαι από μικρό. Αλλά τι ευτυχώς; Εμείς τα μικρά
σόγια είμαστε φτερό στον άνεμο των μεγάλων.

Τι με κοιτάζεις τώρα δάσκαλε, γιατί έχουμε σόγια στο βουνό; Αυτή


είναι άλλη κουβέντα. Γιατί έχουμε… Γιατί κανένας δε θέλει να είναι
μόνος. Και κλέφτες να μην υπήρχαν, πάλι κανείς δε θέλει να ‘ναι
μόνος - βγαίνει από μέσα του αυτό. Μ’ όσους περισσότερους μαζί,
τόσο καλύτερα νιώθει. Κι εγώ θα ήθελα να είμαι από μεγάλο σόι,
και να μην είμαι τώρα φτερό στο άνεμο. Όμως, μη νομίζεις, στο
τέλος κανείς πάλι μόνος του είναι, κι αυτό μπερδεύει τα πράγματα.
Ξέρεις πόσα προσωπικά του καθενός ανακατεύτηκαν σ’ αυτή την
υπόθεση κι έφτασαν τα πράγματα εκεί που έφτασαν; Μπορώ να
σου πω, τα λιγότερα τ’ ανακάτεψαν ο Βρούχος κι ο Καμπέρης, γιατί

326
αυτοί ήταν αρχηγοί κι ένιωθαν και κάποια ευθύνη για τους άλλους.
Ξέρεις, η αρχηγία, όσο ιδιοτελής («συφεριτζής» είπε) και να ‘ναι ο
άλλος, του φορτώνει και κάποια ευθύνη. Οι περισσότεροι όμως, το
σόι είναι ο εαυτός τους. Ό,τι είναι καλό για τον εαυτό τους είναι
καλό για το σόι λένε – όχι «λένε», το πιστεύουν. Αυτό είναι καλό για
τους εαυτούς τους, όσο καιρό ζουν, αλλά κακό για το σόι.

Γι’ αυτό σηκώθηκαν ο Φαζός με τον Σαϊτογιώργη και πήγαν κι


έριξαν τα πρόβατα του Κατσή στον τάφκο (όχι πως ο Κατσής είναι
καλύτερος), χωρίς να πουν τίποτα στον Βρούχο. Γιατί ο Φαζός είχε
προβλήματα στο χειμαδιό του, είχε προβλήματα με τους βοσκούς
του – είχε χάσει πολλά λεφτά στα ζάρια και δεν τους πλήρωνε – κι
ήθελε να γίνει πόλεμος για να ξεχαστούν όλα αυτά (ήθελε και τα
βοσκοτόπια του Κατσή). Ο Σαϊτογιώργης πάλι, ήταν άλλη
περίπτωση. Αυτός ήθελε δόξα, ήθελε πόλεμο για να φανεί η αξία
του - γιατί στα πρόβατα δε φτουρούσε. Είχε φουσκώσει ο νους του
από παλιές ιστορίες του πολέμου και του ‘μοιαζε ο πόλεμος
υπέροχος. Ύστερα, όλοι οι Σαΐτηδες από τα γεννοφάσκια τους έχουν
μάθει να μισούν τους Καμπέρηδες – όπως οι Καμπέρηδες έχουν
μάθει από τα δικά τους να περιφρονούν όλους τους άλλους στο
Γερασήμι.

Έτσι λοιπόν, σηκώθηκαν μια νύχτα και πήγαν κι έριξαν τα πρόβατα


του Κατσή στον τάφκο χωρίς να πουν τίποτα στον Βρούχο. Κι ο
Βρούχος, τι να έκανε όταν το έμαθε; Να τους τιμωρούσε και να
ζητούσε συγνώμη από τον Καμπέρη; Θα γινόταν ρεζίλι σ’ όλο το
βουνό! Είδες πουθενά κανένα στρατό να δικάζει δικούς του
στρατιώτες για κάτι που έκαναν στους ξένους;

Ακόμη και τότε όμως, εγώ νομίζω, δεν ήθελαν ο Φαζός με τον
Σαϊτογιώργη να ξεκινήσουν πόλεμο – δηλαδή, ήθελαν αλλά
δίσταζαν, επειδή, όπως και να το κάνουμε, είναι βαρύ. Γι’ αυτό
πήγαν νύχτα και πήραν όλες τις προφυλάξεις. Γι’ αρχή, τους έφτανε
μόνο να μαθευτεί στο βουνό πως χάθηκαν τα ζώα του πρώτου
ξαδέρφου του Καμπέρη κι αυτός δεν είναι ικανός να τα βρει. Ήθελαν
να τον προσβάλουν, φυλάγοντας όμως τα νώτα τους. Ξέρεις, οι
άνθρωποι, και οι πιο παθιασμένοι - ακόμα και οι εντελώς μανιακοί-
δυσκολεύονται τη στιγμή της κρίσης να μη σκεφτούν κάπως λογικά

327
(διαφορετικά πώς καταφέρνει κάποιος που πάει να κρεμαστεί να
δέσει σωστά το σκοινί;). Τους είδαν όμως - δεν ξέρω ποιος - το
σχέδιο τους χάλασε και ο Καμπέρης το έμαθε · κι έπρεπε τώρα να
εκδικηθεί αν ήθελε να συνεχίσει να είναι Καμπέρης. Κι αυτός, αν το
δεις καθαρά το πράγμα, όσο κι αν τον αντιπαθείς, δεν είχε πολλές
επιλογές. Γιατί στο Γερασήμι υπάρχουν σόγια, κι είναι αρχηγός στο
μεγαλύτερο κι έπρεπε να το κρατήσει στη θέση του. Κι αν ξέρεις
εσύ, δάσκαλε, κανένα τρόπο να μην υπάρχουν σόγια και να ‘ναι όλοι
οι άνθρωποι ένα, πες μου τον.

Την πέμπτη μέρα, νομίζω, μάθαμε εμείς στο Γερασήμι πως οι


Καμπέρηδες υποψιάζονται εκείνους τους δύο Σαΐτηδες για τα
πρόβατα του Κατσή κι έπεσε ο ουρανός και μας πλάκωσε, γιατί
ξέραμε τι θα συμβεί. Κι ανέβηκαν τότε όλοι οι Σαΐτηδες στο βουνό
και μάζεψαν τα κοπάδια τους σ’ ένα μόνο μιτάτο και τα φύλαγαν.
Και μήνησαν στους ανθρώπους τους σ’ όλο το δυτικό βουνό να
φέρουν όσα τουφέκια και σφαίρες είχανε. Γιατί κι εκείνοι, μπορεί ν’
άρχισαν τώρα πρώτοι, αλλά είχαν ένα σωρό κατηγορίες εναντίον
του Καμπέρη και κανένας τους – και πρώτος ο Βρούχος που ήταν
όλοι – δεν πίστευε πως έφταιγε τελικά ο Φαζός με τον Σαϊτογιώργη
για τον πόλεμο. Λες, δάσκαλε, ότι στα σόγια οι αρχηγοί
εκμεταλλεύονται τους άλλους και κερδίζουν τα περισσότερα, δόξα
και χρήματα. Ναι, είναι αλήθεια, όμως και οι άλλοι μέσα στο σόι
κερδίζουν κάποια πράγματα κι ο άνθρωπος, φτάνει μόνο να νιώθει
ότι κάτι κερδίζει, όχι πόσο. Άλλοι πάλι, κάνουν τη δόξα του σογιού
τους δική τους δόξα κι ανατριχιάζουν από συγκίνηση(«ρέγουνται»
είπε) όταν κάποιος από το σοί τους καταφέρει κάτι σπουδαίο, σα να
το κατάφεραν αυτοί. Κερδίζει, για παράδειγμα, ο Φαζός ένα
καινούργιο χειμαδιό στα νότια; Αυτός και μόνο αυτός θα ωφεληθεί.
Όμως, πολλοί μέσα στο σόι του ενθουσιάζονται σα να πρόκειται να
ωφεληθούν οι ίδιοι· είναι μέσα στον άνθρωπο αυτό. Κι όπως σου
ξανάπα: η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην ακολουθείς τα πράγματα
όπως τα βρήκες · μέχρι να φτιάξεις το καινούργιο, πάει πέρασε.

Εκείνη την πρώτη νύχτα, όταν ανέβηκαν οι Σαΐτηδες στο βουνό, ο


Καμπέρης προσπάθησε να κάνει έναν ελιγμό. Κατά τη γνώμη μου,
ήθελε να βρεθεί από πάνω, αφήνοντάς τους χώρο να υποχωρήσουν

328
για να γίνει κάποιος σασμός – διαφορετικά δεν εξηγείται. Έστειλε
τους δικούς του να κλέψουν τα πρόβατα του πεθερού του Φαζού
από τ’ Άσπρα Βούρλα και να τα σφάξουν, λογαριάζοντας ότι με
αυτόν τον τρόπο θα ισοφάριζε, κι ότι οι άλλοι Σαΐτηδες, ό,τι κι αν
έλεγε ο Φαζός, δε θα έχυναν το δικό τους αίμα για τον πεθερό του-
που ούτε Σαΐτης είναι ούτε Γερασημιώτης. Άλλη μια λάθος
εκτίμηση, γιατί ο Βρούχος, το πρωί που το έμαθε, αν και θα
μπορούσε να κάνει τον Φαζό να ξεχάσει τα ζώα του πεθερού του,
από τη μία φοβήθηκε πως αν τώρα υποχωρούσε θα χάνονταν όλα
και το σοί του θα ξανάπεφτε στο σημείο που ήταν παλιά πριν απ’
αυτόν, κι από την άλλη θεώρησε πως ο Καμπέρης πραγματικά ήταν
αδύναμος, όπως του έλεγαν όλοι, κι ότι χτύπησε τον πεθερό του
Φαζού επειδή φοβήθηκε να τα βάλει κατευθείαν μαζί τους. Έτσι,
δεν έστειλε μεσίτες, όπως περίμενε ο Καμπέρης, να ρωτήσουν για
τα ζώα του πεθερού του Φαζού και να ξεκινήσουν από εκεί
διαπραγματεύσεις · άφησε τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους.
Κι ο Καμπέρης από την άλλη, όταν είδε πως ο Βρούχος δεν έστελνε
μεσίτες, νόμισε πως σίγουρα κάποιον άσσο είχε στο μανίκι του και
πως τώρα κινδύνευε η ίδια του η ύπαρξη αν δε νικούσε. Και οι δύο
όμως, εγώ νομίζω, πίστευαν ότι θα τη κουμαντάρουν τη σύγκρουση,
ότι θα την κρατούσαν στα πρόβατα και κανένας δε θα σκοτωθεί.

Πίστευαν. Τα πρόβατα όμως ξεγελούν τους ανθρώπους· δε θέλουν


να είναι εκείνα τα θύματα. Τα πρόβατα των Σαΐτηδων, όπως τα
είχαν κλεισμένα σ’ ένα μόνο μιτάτο για να τα φυλάγουν, πεινούσαν
και ξέφευγαν κι απλώνονταν για να βοσκήσουν, κι απλώνονταν και
οι Σαΐτηδες αναγκαστικά για να τα φέρουν πίσω. Κι απέναντι οι
Καμπέρηδες κρατούσαν τα περάσματα, επειδή περίμεναν πως
αφού ο Βρούχος δεν έστελνε μεσίτες θα προσπαθούσε τώρα να
τους κλέψει πρόβατα για να εκδικηθεί. Κι ένα μεσημέρι, σ’ ένα
μεγάλο λάκκο, που ‘χει μέσα πηγή νερού και τον λέμε στο Γερασήμι
«Χορεύτρα», βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο ο ίδιος ο Φαζός με
δύο Καμπέρηδες.

Τέτοιες στιγμές, δάσκαλε, δεν περιγράφονται εύκολα. Αυτό που


κατάλαβα εγώ, είναι πως οι άνθρωποι, όσο πλησιάζει ο πόλεμος κι
ο ουρανός σκοτεινιάζει σαν τη μπόρα που θα ρίξει χαλάζι,

329
αλλάζουν. Από τη μια φοβούνται για τη ζωή τους, κι από την άλλη
(«ξεθρασεύουν» είπε) και νιώθουν πως έφτασε επιτέλους η ώρα
που επιτρέπεται να σκοτώνεις ελεύθερα. Και πού να σταθεί η
λογική (ο «νους» είπε) απάνω στο φόβο και στο θράσος; Εκείνοι οι
τρεις που ανταμώθηκαν στη Χορεύτρα, θα μπορούσαν ήσυχα να
κάνουν πίσω και να γυρίσει ο καθένας στη θέση του, και να μείνει
το θέμα στα πρόβατα, αλλά πού ο νους; Ήθελαν να σκοτώσουν τον
άλλο και συνάμα φοβήθηκαν ότι θα τους σκότωνε ο άλλος. Νου,
λίγοι έχουν · οι πολλοί: Υπάρχει περίπτωση να σου ρίξουν μια πέτρα;
Του ρίχνεις εσύ καλού κακού ένα βράχο. Χωρίς να πουν τίποτα,
άρχισαν να ρίχνουν ο ένας στον άλλο με τα Μάνλιχερ, κι ο Φαζός
σκότωσε τους δύο Καμπέρηδες. Χτυπήθηκε όμως κι εκείνος βαριά.

Παλληκάρι ο Φαζός, δε μπορείς να πεις · τα ‘βαλε με δύο και τα


πήγε πέρα. Κάποτε όμως, άκουσα να λένε στα βόρεια πως απ’ όλες
τις ψυχές του ανθρώπου, εκείνη του τουφεκιού, είναι κι αυτή
μεγάλη αλλά είναι η μικρότερη. Έτρεξαν οι Σαΐτηδες, όπως
βρίσκονταν και κοντά, τον μάζεψαν και τον πήγαν στα μιτάτα τους
πριν προλάβουν οι άλλοι να καταλάβουν τι είχε γίνει. Δεν ξέρω να
σου πω αν ζει ή πέθανε. Πήραν και τα τουφέκια των σκοτωμένων.

Μόλις οι Καμπέρηδες βρήκαν τους σκοτωμένους όρμησαν αμέσως


κι άρχισαν να σφάζουν όσα πρόβατα δεν είχαν προλάβει να
μαζέψουν οι Σαΐτηδες όταν τραβήχτηκαν πίσω με τον τραυματία, κι
ο Καμπέρης έστειλε να φέρουν από του Ασάνη τον Πρίνο ένα
πολυβόλο, από εκείνα του Μεγάλου Πολέμου, που κανένας μέχρι
τότε δεν ήξερε ότι το είχε(ούτε είχε ακουστεί ποτέ πως υπήρχε
πουθενά στο βουνό τέτοιο όπλο). Αλλά έπρεπε πρώτα να θάψουν
τους σκοτωμένους και να ετοιμαστούν πριν επιτεθούν.

Εντωμεταξύ, όταν μαθεύτηκε στο Γερασήμι τι είχε γίνει στο βουνό,


οι γέροι Σαΐτηδες και τα γυναικόπαιδα άρχισαν να μαζεύουν τα
πράγματά τους για να φύγουν και μαζεύτηκαν όλοι στο σπίτι του
Σαϊτομανώλη, και τότε η Καμπέραινα, άγρια γυναίκα, ανέβηκε στην
ταράτσα χωρίς να την καταλάβει κανείς και τους έριξε μέσα από την
καμινάδα μια χειροβομβίδα(«γκρανάτα» είπε), και σκοτώθηκαν
τέσσερις. Και τότε ο Κωσταντώνης, που έμενε στο αποπάνω σπίτι
και δεν είναι Σαΐτης αλλά η αδερφή του είναι παντρεμένη μ’ ένα

330
απ’ τους Σαΐτηδες και βρισκόταν μέσα, είδε την Καμπέραινα, όπως
πήγε να κατέβει από την ταράτσα, και της έριξε από το παράθυρό
του με το Γκρά. Και την άφησε σκοτωμένη πάνω στην ταράτσα του
Σαϊτομανώλη.

Τότε εμείς οι απέξω – που καλά-καλά δεν ξέραμε τι συνέβαινε,


αλλά μάθαμε πως σκοτώθηκε η Καμπέραινα – αρχίσαμε να
μαζεύουμε τα πράγματά μας για να φύγουμε από το Γερασήμι. Αυτό
κάνει ο άνθρωπος: φεύγει από ‘δω – δε μπορεί να ζήσει, φεύγει από
κει – δε μπορεί να ζήσει, στο τέλος, τελειώνει ο κόσμος και δεν έχει
να πάει πουθενά. Αλλά αυτό, δάσκαλε, είναι άλλη κουβέντα κι εσύ
θέλεις να μάθεις τι απέγινε. Θα σου πω.

Όταν έμαθε ο Καμπέρης πάνω στο βουνό πως σκοτώθηκε η γυναίκα


του, δεν κατέβηκε για να την κλάψει. Έβαλε τους δικούς του να
στήσουν το πολυβόλο σε μια κορυφή απέναντι από τα μιτάτα των
Σαΐτηδων – που τη λέγαμε στο Γερασήμι «Κοφτό Αρμί» κι οι
Σαΐτηδες δεν τη φύλαγαν, γιατί νόμιζαν πως δεν την έφτανε
τουφέκι. Εκείνο το πολυβόλο, όμως, έριχνε μακρύτερα από τα
Μάνλιχερ που είχαν αυτοί και ξαφνικά ο Καμπέρης(το δούλευε ο
ίδιος με τα χέρια του)άρχισε να τους γαζώνει. Καθόταν, λέει, ο
Καμπέρης ανακούρκουδα πίσω από το πολυβόλο κι έριχνε με κρύο
αίμα, κασόνια σφαίρες, και τα μάτια του είχανε γίνει πέτρινα.

Δεν ξέρει κανένας πόσοι Σαΐτηδες σκοτώθηκαν και πόσοι


λαβώθηκαν μέχρι να τραβηχτούν δυτικότερα. Ο Βρούχος πάντως,
σκοτώθηκε εκεί. Αυτός πάλι, τι να πει κανείς… Γλίτωσε τότε παιδί
από τέτοιο ναυάγιο, για να πάει μεγάλος από τόσο μακρινή σφαίρα.
Μου φαίνεται, καμιά φορά η μοίρα μας κοροϊδεύει. Κι όπως θα ‘χεις
ακούσει, ούτε ο Καμπέρης βγήκε αλώβητος. Όταν άρχισε να ρίχνει
με το πολυβόλο, ένας Σαΐτης – ένα μόνο τουφέκι - βρισκόταν μισή
τουφεκιά μπροστά από τους άλλους και πρόλαβε κι έριξε μερικές
σφαίρες προς το Κοφτό Αρμί. Με το ζόρι έφταναν, όμως, μία από
αυτές πέτυχε το γιο του Καμπέρη – εκείνον που είχε μαχαιρώσει
στην αρχή τον Ιφίκο και του γέμιζε το πολυβόλο. Δεκαπέντε χρονών
παιδί · πέθανε πριν ακούσει τίποτα άλλο απ’ αυτά που του ‘χαν πει
οι δικοί του. Τυχερή σφαίρα, ή το παιδί την τράβηξε πάνω του με τ’
ανάραχο που του ‘χαν περάσει, κανένας δεν ξέρει. Λένε πάλι, πως

331
να πεθαίνεις δεν είναι δυστυχία σε καμιά ηλικία κι ότι οι νεκροί δε
χάνουν μάχες, αλλά αυτό εμένα μου φαίνεται λάθος.

Δε μπορείς να φανταστείς, δάσκαλε, πόση απόσταση είναι από το


Κοφτό Αρμί μέχρι τα μιτάτα των Σαΐτηδων. Ο Καμπέρης πρέπει να
‘ριχνε σε κάτι μικρότερο από κουκκίδες(«ψιχάλια» είπε)κι οι
Σαΐτηδες να μην άκουγαν ούτε τον κρότο του πολυβόλου.
Σκοτώθηκαν τόσοι χωρίς να δουν ο ένας τον άλλο. Γι’ αυτό μπορεί
να λένε πως η ψυχή του τουφεκιού δεν είναι μεγάλη · γιατί δεν
έχουν όλοι τα ίδια τουφέκια. Από την άλλη όμως, σε τίποτα δεν
έχουν όλοι τα ίδια και δεν πρέπει να ‘ναι μόνο αυτός ο λόγος. Οι
Σαΐτηδες έφυγαν εκείνη τη μέρα από τα γερασημιώτικα βουνά κι οι
Καμπέρηδες γκρέμισαν τα μιτάτα τους και πήραν τα ζώα τους. Μη
νομίζεις όμως, το πράγμα θα ‘χει συνέχεια και χωρίς το Βρούχο – γι’
αυτό φύγαμε κι εμείς. Λίγοι στο βουνό νίκησαν μια για πάντα.

Πριν φύγουμε, κατέβασαν οι Καμπέρηδες τους νεκρούς τους στο


χωριό για να τους θάψουν. Είναι περίεργο πράγμα δάσκαλε: λέμε,
σκοτώθηκαν δύο εκεί, τρεις εδώ, σα να λέμε: έβρεξε σήμερα.
Καταλαβαίνουμε καθόλου τι είναι; δηλαδή, θέλω να πω,
καταλαβαίνουμε πόσο βαρύ είναι, ή μόνο όταν χτυπήσει εμάς το
καταλαβαίνουμε για τα καλά; Τουλάχιστον, αυτούς στο Γερασήμι
τους ξέραμε και μπορούσαμε να νιώσουμε κάτι. Στο Μεγάλο πόλεμο
που ήμουνα, θάβαμε τους νεκρούς σα να κουβαλούσαμε
κούτσουρα: ένα κούτσουρο εδώ, ένα κούτσουρο εκεί, πόσα είναι
τώρα; λέγαμε. Όμως δεν ήταν κούτσουρα · ήταν άνθρωποι κι
ήθελαν να ζήσουν – αυτή τη μάταιη ζωή; Ναι αυτή. Κι εμείς λέγαμε:
ένα ακόμη χωριό καθάρισε από τους Βουλγάρους· ένας ολόκληρος
λόχος εξοντώθηκε – και δεν ήμασταν κακοί άνθρωποι, αυτό είναι το
μυστήριο: πώς σκεφτόμασταν έτσι; Και πώς σκεφτόμαστε ακόμη;

Σε λίγα χρόνια μπορεί να φτιάχνουν τραγούδια στο βουνό γι’ αυτή


τη μάχη στο Κοφτό Αρμί, όπως τα ‘φτιαχναν παλιά για τις μάχες με
τους Τούρκους. Και μη μου πεις πως εκείνες οι μάχες είχαν
υψηλότερα κίνητρα(«άλλα αιστήματα» είπε), το ξέρω. Αν όμως οι
απόγονοι του Καμπέρη κυριαρχήσουν στο βουνό, θα βρεθούν και
τα «αιστήματα» για τα τραγούδια. Δε θέλω να πω πως δεν
υπάρχουν πουθενά «αιστήματα» – και μη με κοιτάζεις έτσι, αλίμονο

332
αν δεν υπήρχαν · θέλω να πω, δύσκολο να καταλάβεις, πόσο
δεμένοι με αλυσίδες είναι οι άνθρωποι.

Εγώ, μου φαίνεται, μπορεί να είμαι γέννημα-θρέμμα Γερασημιώτης


αλλά δεν σκέφτομαι σαν Γερασημιώτης · δε μ’ αρέσει ο πόλεμος.
Ίσως επειδή είμαι από μικρό σόι και δε με συμφέρει, δεν ξέρω. Ίσως
πάλι επειδή ο πόλεμος δεν είναι καλός. Μ’ αρέσει δε μ’ αρέσει
όμως, τώρα έγινα πρόσφυγας στο βουνό. Αν ξέρεις δάσκαλε κανένα
στο χωριό σας να θέλει βοσκό, πες του μια κουβέντα για μένα. Να
μη φοβηθεί, πες του, πως θα του φέρω γουρσουζιά επειδή έρχομαι
από σκοτωμούς. Εμείς στο Γερασήμι δεν είχαμε ξένους βοσκούς και
δε γλιτώσαμε, πες του. Αυτά θα γίνονται πάντα στον κόσμο, μέχρι
να σκάσει εκείνο το ηφαίστειο κάτω από τη θάλασσα και να μας
σκεπάσει όλους. Αν και, μου φαίνεται, πάλι κάτι θα μείνει για ν’
αρχίσει τα ίδια.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

333
334

You might also like