Professional Documents
Culture Documents
ΤΑ ΔΩΔΕΚΑ ΠΡΟΒΑΤΑ
ΤΑ ΔΩΔΕΚΑ ΠΡΟΒΑΤΑ
ΠΡΟΒΑΤΑ
ΠΥΡΡΩΝ ΗΛΕΙΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
2024
Πύρρων Ηλειόπουλος (pirronileiopoylos@gmail.com)
Μυθιστόρημα
Αυτοέκδοση 2024
1
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: Το Γράμμα.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
2
προσηλωμένος στο παιχνίδι, όταν έφτασε ο μεγάλος του γιος από
το βουνό, φανερά αναστατωμένος, και του έκανε νόημα πως ήθελε
να του μιλήσει.
1
«Βούργια» και «βέργα» εκείνα τα χρόνια στο βουνό, ήταν κάτι σαν οι
φυσικές προεκτάσεις κάποιου. Αδύνατο να συναντούσες άνθρωπο χωρίς
αυτά τα δύο ή, τουλάχιστον, ένα από τα δύο. Η βούργια είναι ένα πάνινο
υφαντό σακίδιο, σαν πολύ μεγάλο πουγκί, συνήθως αχνοκόκκινου ή
ασπρόγκριζου χρώματος, που κρεμιέται με χοντρά, επίσης υφαντά,
κορδόνια στην πλάτη και χρησιμεύει στη μεταφορά κάθε πράγματος. Η
βέργα είναι το ποιμενικό ραβδί. Από σκληρό ξύλο, συνήθως πρίνου ή
αγριελιάς, χρησιμεύει κυριώς σαν «τρίτο πόδι» στο βάδισμα στις
κακοτοπιές του βουνού, αλλά και για να πιάνει ζώα με τη γυριστή της
λαβή(όταν χρησιμοποιείται ανάποδα). Σε ώρα ανάγκης, μπορεί επίσης να
χρησιμοποιηθεί - πολύ αποτελεσματικά - σα ρόπαλο.
3
στρογγυλό, με μία μόνο χαμηλή πόρτα χωρίς παράθυρα κι ένα
άνοιγμα στο κέντρο της στέγης για να βγαίνει ο καπνός. Αν το
έβλεπες από μακριά, θύμιζε στρογγυλό σκουφάτο τυρί. Ο Σπυρίδος,
ο οικονόμος, καθόταν απέξω, κάτω από μια καρυδιά που είχαν
φυτέψει και είχαν καταφέρει να σώσουν από τις αίγες, και τους
περίμενε. Μόλις τους είδε, ακούμπησε το πηγούνι του πάνω στη
βέργα και κοίταξε τον Παχιά μοιραία.
Ήταν ένας γέρος για το βουνό, γύρω στα εξήντα. Φορούσε ακόμα
την παλιά φορεσιά, μαύρη μάλλινη βράκα και γιλέκο,
ξεθωριασμένη από τη λανολίνη του μαλλιού των προβάτων, κι είχε
μακριά ψαρά γένια, κιτρινισμένα από τον καπνό του τσιγάρου. Το
παρελθόν του ήταν σκοτεινό, κι αυτός ήταν ο λόγος που (αν και
ικανός) δεν είχε φτιάξει ποτέ δικό του κοπάδι, πέρα από τα λίγα
ζώα που διατηρούσε στο κοπάδι του Παχιά. Ο Παχιάς κάθισε δίπλα
του, λαχανιασμένος από τη γρήγορη ανάβαση, κι έκανε σχεδόν ένα
λεπτό για να του μιλήσει.
4
Ο Παχιάς σηκώθηκε πάνω και ξεφύσησε. Ο γέρος προσπαθούσε να
φτιάξει ένα τσιγάρο με φύλλο εφημερίδας, αλλά ήταν φανερό πως
δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί και δεν τα κατάφερνε εύκολα,
όπως συνήθως. Ένα από τα πρόβατα που χάθηκαν, ένα από τα
άσπρα, ήταν δικό του(είχε όλα κι όλα έξι στο κοπάδι). Ύστερα, το
χτύπημα ήτανε μεγάλο για ολόκληρο το μιτάτο, για το κύρος και το
μέλλον του, για να μπορεί να το αντέξει τόσο εύκολα - και μάλιστα
την ηλικία του, όπου είχε αφήσει πίσω από καιρό τις αισιόδοξες
σκέψεις.
Πήγαν οι δυο τους στο σημείο και του έδειξε τα ίχνη. Τα είχε
κυκλώσει με χαλίκια για να μην τα χάσει. Έσπασαν αμέσως δύο
κλαδάκια από έναν ασφένταμο και μέτρησαν τις πατημασιές ίσα
με το μήκος τους, για να τα κρατήσουν σημάδι. Ήταν δύο πολύ
χαρακτηριστικές πατημασιές, μία πολύ μεγάλη και μία πολύ μικρή
από στιβάνια, που φορούσαν όμως όλοι στο βουνό.
5
«Πάμε οπίσω!» είπε αμέσως στο γέρο.
Γυρίσαν πίσω στο μιτάτο και μάζεψε κάτω από την καρυδιά τους
δυο του γιους, τον Μανολογιώργη – που τον είχε βοσκό στα
«στείρα» και μόλις είχε φτάσει και, βέβαια, το Σπυρίδο. Τους
ρώτησε όλους, με κάθε σοβαρότητα και προτρέποντάς τους να μη
φοβηθούν να μιλήσουν: αν είχαν κλέψει τον τελευταίο καιρό
κάποιο ζώο από γείτονα, αν μπορούσαν να σκεφτούν κάποιον που
θα μπορούσε να τους υποψιάζεται πως του είχαν κλέψει ζώα, αν,
ακόμη, είχαν προσβάλει κανένα ή είχαν τσακωθεί με κανένα
τελευταία. Αν, τέλος πάντων, υπήρχε κάποια άγνωστη αιτία για να
θελήσει κάποιος να τους εκδικηθεί.
Μάταιος κόπος αυτή η ερώτηση. Ούτε ο ίδιος ήξερε γιατί την έκανε.
Οι γιοι του ήταν πολύ μικροί για να κλέψουν ή να τσακωθούν
σοβαρά, ο Σπυρίδος πολύ μεγάλος και υπεύθυνος για να κλέψει
από κάποιον που μπορούσε να εκδικηθεί τόσο τρομερά · ίσως το
έκανε για τον Μανολογιώργη. Αλλά ο Μανολογιώργης, ξεκαθάρισε
αμέσως ότι δεν είχε πρόβλημα με κανένα εκείνη την εποχή και
ρώτησε να μάθει γιατί, αν αυτός είχε κάποιον εχθρό, ο εχθρός του
για να τον εκδικηθεί θα έκλεβε τα πρόβατα του αφεντικού του.
6
Πήρε από εκεί τέσσερα χαρτονομίσματα των είκοσι δραχμών
(γιατί όπου υπάρχουν άνθρωποι, ακόμα και στο ψηλότερο βουνό,
χρειάζονται χρήματα)και το πιστόλι του. Αυτό ήταν ένα περίστροφο,
βαρύ και άβολο, εγγλέζικο του είχαν πει (μάλλον Webley), απ’ αυτά
που ανοίγουν από πάνω και διπλώνουν για να γεμίσουν. Έπαιρνε
έξι σφαίρες, με μολυβένιο βλήμα χωρίς χάλκινη επικάλυψη, αλλά
εκείνη την ώρα είχε μόνο πέντε κι είχε ξεχάσει να αγοράσει άλλες.
Αν και άνθρωπος του βουνού, δεν είχε κανένα πάθος με τα όπλα και
κατά βάθος τα αντιπαθούσε, γι’ αυτό μάλλον και αμελούσε διαρκώς
αυτή την εκκρεμότητα. Ήταν όμως υποχρεωμένος να έχει όπλο
αφού είχαν όλοι οι άλλοι.
«Εγώ ‘μαι γέρος» ήταν το πρώτο πράγμα που του είπε εκείνος. «Δε
μπορώ να σού κλουθώ. Μαγάρι να ν-εμπόρουνα. Άμα όμως θες,
έρχουμαι».
7
οι κλέφτες είχαν έρθει σίγουρα από μακριά, κι ότι αυτά τα ζώα που
έπεσαν στα χέρια τους σίγουρα δε θα τα σφάξουν(τουλάχιστον τα
περισσότερα)επειδή ήταν στην ακμή τους και καλοζωισμένα. Θα
προσπαθούσαν, είτε να τα πουλήσουν σε κάποιον ζωντανά, είτε να
τα κρατήσουν στο δικό τους κοπάδι. Αρά, υπήρχαν ελπίδες να
προλάβει και να τα πάρει πίσω. Είπε ακόμη, πως τα ίχνη
κατευθύνονται δυτικά κι ότι στα δυτικά χωριά, όπως ήταν γνωστό,
υπήρχαν πάντα δυνατοί κλέφτες. Όμως, ο ίδιος είχε από καιρό
χάσει τις επαφές του και δεν ήξερε πια τι συνέβαινε(«τι παίζεται»
είπε) σ’ εκείνα τα μέρη και να του πει σε ποιους έπρεπε να
απευθυνθεί. Αυτό τον Παχιά τότε δεν τον ενδιέφερε, γιατί πίστευε
πως είχε τις κατάλληλες διασυνδέσεις στα δυτικά χωριά για να τα
καταφέρει.
Αυτά μόνο του είπε ο γέρος, και δεν τον έκανε σοφότερο γιατί όλα
αυτά τα είχε ήδη σκεφτεί και από μόνος του. Ύστερα, τον σταύρωσε,
του ευχήθηκε να τον βοηθήσει ο Θεός και πήρε ένα ύφος κι ένα
παράστημα, κοιτάζοντάς τον όπως ετοιμαζόταν να ξεκινήσει – χωρίς
υπερβολές: σα να ‘φευγαν οι γιοι του για τον πόλεμο(αν είχε παιδιά,
γιατί δεν είχε). Ο Παχιάς σηκώθηκε, φόρεσε τη βούργια στον ώμο
και προσπάθησε να μην επηρεαστεί από την εικόνα του. Στο κάτω-
κάτω, σκέφτηκε, είναι μόνο ζώα. Αυτό βέβαια, ίσως μόνο εκείνος
εκείνη την εποχή στο βουνό θα μπορούσε να το σκεφτεί, γιατί δεν
ήταν καθόλου έτσι απλά τα πράγματα.
8
Αυτό ο Παχιάς δεν ήθελε να του συμβεί με κανένα τρόπο. Είχε
τρομάξει να βγάλει πάνω από το κεφάλι του τον πατέρα του, που
έχτισε το μιτάτο και του άφησε το κοπάδι και ήθελε να τον ελέγχει
για τα πάντα, και μόνο τον τελευταίο καιρό είχε νιώσει κάπως
ανεξάρτητος. Και τώρα: Έρχεται στη χειρότερη στιγμή! Λίγο ακόμα
και δε θα με προλάβαινε…,σκέφτηκε, προσπαθώντας να
παρηγορηθεί με αυτή την αίσθηση – ότι δηλαδή, παραλίγο να μην
τον είχε προλάβει.
Ο Παχιάς στεκόταν και τον κοίταζε, και θα έλεγε κανείς πως δεν είχε
σκοπό να του αντιμιλήσει. Όμως, ίσως επειδή ήταν ακόμα αρχή της
συζήτησης, έκανε το λάθος να το κάνει.
9
«Σ΄ όλους μπορεί να γενεί» του είπε.
10
Δε γύρισε να τον κοιτάξει και συνέχισε. Όσο ξεμάκραινε άκουγε
φασαρία στο μιτάτο, αλλά, μέσα στη σύγχυσή του, δε μπορούσε να
καταλάβει τι έλεγαν.
11
διάθεση να υπολογίζει την αξία των προβάτων και του τράγου. Ίσως
γι’ αυτό ν’ άντεχε τόσα χρόνια τον Παχιαδογιώργη · επειδή τα
σκληρά του λόγια δε μπορούσαν να τρυπήσουν την καρδιά του. Ή,
έτσι νόμιζε τουλάχιστον.
12
μυστηριώδη ακτινοβολία· θα έλεγε κάνεις: ιεροποιήθηκαν. Σε
βάθος χρόνου, δεν είχαν πια πρόβατα για να ζήσουν, ζούσαν για να
έχουν πρόβατα. Όχι ότι δεν έκαναν λογαριασμούς · έκαναν, και
πολύ αναλυτικούς μάλιστα, για το γάλα το μαλλί και το κρέας · οι
λογαριασμοί όμως αυτοί αφορούσαν το κάθε πρόβατο ξεχωριστά ή
το κοπάδι, ποτέ το πρόβατο και το κοπάδι σαν «ιδέα». Το κοπάδι
σου, ήταν η ίδια η ύπαρξή σου σαν προσωπικότητα. Άρα, δεν ήταν
καθόλου το ίδιο να σου κλέψουν τα πρόβατα στο βουνό, από, για
παράδειγμα, να σου διαρρήξουν το σπίτι στην πόλη(όταν επιπλέον
προστεθεί ότι με αυτό τον τρόπο ο απρόσωπος ανταγωνισμός
μεταξύ των ατόμων στην πόλη παίρνει εδώ απροκάλυπτη
έκφραση). Πολύ απλούστερα, όπως το έλεγαν στο βουνό: Να σου
κλέψουν τα πρόβατα και να μην καταφέρεις να τα πάρεις πίσω ή να
εκδικηθείς(αφήνοντας στην άκρη την οικονομική ζημιά)ήταν η
μέγιστη υπαρξιακή αποτυχία, η μέγιστη ταπείνωση. Ίσως όμως,
είναι καλύτερα στο σημείο αυτό να περιγραφεί το ίδιο το βουνό –
αν μη τι άλλο, επειδή το βουνό βρισκόταν, και θα βρίσκεται εκεί με
κάποιο τρόπο, στον αιώνα τον άπαντα, ενώ οι άνθρωποί του είναι
κάποιες φορές περισσότερο εφήμεροι και από τα σφεντάμια του.
13
είναι ένα πέτρινο θολωτό χαμηλό κτίσμα, το «μιτάτο», δίπλα σε μια
μικρή πέτρινη περίφραξη, τη «μάντρα»(αλλού αυτά μαζί λέγονταν
«στάνη»). Αρμέγουν, τυροκομούν, βόσκουν τα ζώα και προσπαθούν
να φτιάξουν όσο περισσότερο τυρί γίνεται μέχρι να ξεραθούν οι
βοσκές, κάπου στα μέσα του καλοκαιριού. Τον υπόλοιπο καιρό
απλώς προσέχουν τα ζώα. Τα ζώα σ’ ένα μιτάτο είναι κατά κανόνα
πρόβατα. Υπήρχαν και αρκετές αίγες, όμως, το πρόβατο ήταν το
κύριο ζώο του βουνού κι αυτό που αγαπούσαν περισσότερο. Σε
σύγκριση με την αίγα, το γάλα του είναι υψηλότερης ποιότητας, το
μαλλί του ακριβότερο και ελέγχεται καλύτερα από λιγότερους
βοσκούς.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που κάθε ζώο στο βουνό είχε τον ιδιοκτήτη
του, αυτό αυτομάτως σήμαινε ότι δεν είχαν όλοι τα ίδια ζώα και,
κατ’ επέκταση, ότι δεν είχαν όλοι τα ίδια ωφελήματα στη ζωή τους.
Στην κορυφή - όχι του βουνού αλλά των ωφελημάτων(είναι
καθολικό σχήμα το σχήμα του βουνού) - ήταν «οι αφεντικοί»,
εκείνοι με τα περισσότερα ζώα. Χαμηλότερα στέκονταν οι βοσκοί
14
των αφεντικών – όλοι όσοι δούλευαν στα ζώα τους. Αυτοί πάλι,
διέφεραν κι εκείνοι μεταξύ τους ως προς το υψόμετρο. Υπήρχαν
καλοπληρωμένοι και κακοπληρωμένοι, αγαπημένοι και
απροσάρμοστοι. Υπήρχαν, ακόμα, αρκετά αφεντικά χωρίς βοσκούς
που προσπαθούσαν να γίνουν κανονικά αφεντικά (οι περισσότεροι
από αυτούς δε θα τα κατάφερναν ποτέ), όμως, πάνω απ’ όλα στο
βουνό κι αυτό που καθόριζε όλα τα άλλα, υπήρχε ένα και μόνο: η
«Δύναμη». Με αυτή τη λέξη αποκαλούσαν το τοπικό αντίστοιχο της
«Ισχύος».
15
και να βγάλει χρήματα. Νόμος υπήρχε, και η χωροφυλακή ήταν
σκληρή και αδυσώπητη, κανένας όμως δεν επιβίωσε για πολύ καιρό
με μόνο την προστασία της. Αν απευθυνόταν εκείνα τα χρόνια
κάποιος στη χωροφυλακή για να καταγγείλει την κλοπή των
προβάτων του, θα κατάφερνε ό,τι και κάποιος άλλος εκατό χρόνια
αργότερα που θα απευθυνόταν στην αστυνομία για να καταγγείλει
τη διάρρηξη του σπιτιού του: Υπήρχαν λίγες πιθανότητες να
βρεθούν οι κλέφτες και ακόμα λιγότερες να βρεθούν τα κλοπιμαία.
16
παίρνεις το λόγο σου πίσω. Σήμαινε να μην καταδίδεις στη
χωροφυλακή, να είσαι δίκαιος με τους συνεργάτες σου στα ζώα και
τις παρανομίες και να ακολουθείς τα έθιμα και τους κανόνες –
ειδικά στο σύστημα της ζωοκλοπής και στις διαμεσολαβήσεις.
17
Ήταν μια νύχτα σε μια κορυφή – έλεγαν συχνά στο βουνό - πάνω
από ένα πέρασμα, επίκαιρο: ο Χάρος, ο Ρίγος και ο Πυρετός και
παραμόνευαν. Και είδαν από κάτω τους να περνάει ένας κλέφτης
με μερικά κλεμμένα αρνιά.
«Κατέβα να του πεις» είπε ο Χάρος στο Ρίγο, «να μας αφήσει ένα
αρνί».
Και κατέβηκε ο Ρίγος και στάθηκε μπροστά στον κλέφτη. «Γεια σου
κουμπάρε» του είπε. «Είμαι ο Ρίγος. Θα μου δώσεις ένα αρνί;».
«Γεια σου κουμπάρε» του είπε. «Είμαι ο Χάρος. Θα μου δώσεις ένα
αρνί;».
18
«Βεβαίως και θα σου δώσω!» απάντησε αμέσως ο κλέφτης.
«Διάλεξε όποιο θες. Όμως» είπε μετά, καθώς έτρεχε να φέρει τ’
αρνιά μπροστά του για να διαλέξει, «μια και συναντηθήκαμε, θα
μου κάνεις κι εσύ μια χάρη;».
«Έχω μια θεία στο χωριό, κι έφυγα και την άφησα πολύ άρρωστη.
Μπορείς να μου πεις αν ζει ακόμη;».
Και τον πήρε και τον πήγε σε μία σπηλιά. Και μπήκαν μέσα κι ήταν
γεμάτη αναμμένα καντήλια. Και στάθηκε μπροστά σ’ ένα καντήλι
που τρεμόσβηνε και το λάδι του τελείωνε.
«Το βλέπεις αυτό το καντήλι;» του είπε. «Αυτό είναι της θείας σου».
«Ναι, αυτό».
Και του έδειξε τότε ο Χάρος, λίγο πιο δίπλα, ένα καντήλι γεμάτο
λάδι με ζωηρή φλόγα που φούντωνε: «Αυτό είναι το δικό σου» του
είπε.
«Σίγουρα».
«Ε, τότε Χάρε, δε μου φαίνεται ότι θα φας απόψε αρνί!» έκανε, και
γυρίζοντάς του την πλάτη βγήκε έξω από τη σπηλιά.
19
Και γελούσαν όλοι από τότε στο βουνό, με τον τρόπο που ο κλέφτης
ξεγέλασε το Χάρο. Γιατί κατά βάθος όλοι συμπαθούσαν τους
ζωοκλέφτες – αφού όλοι, ανεξαιρέτως, κάποια στιγμή της ζωής τους
είχαν υπάρξει ζωοκλέφτες. Τους μόνους κλέφτες που δε
συμπαθούσαν ήταν όσους έκλεβαν τα δικά τους ζώα. Όσους
έκλεβαν του γείτονά τους, τους έβλεπαν μάλλον με κατανόηση.
20
πόσο ψηλά θα κατέληγε. Πού θα πήγαινε χωρίς γαμπά; Ένιωσε μια
τεράστια ανασφάλεια, μεγαλύτερη και από αυτή που είχε ήδη με
το χαμό των ζώων και τα λόγια του πατέρα του. Το μόνο που
μπόρεσε να σκεφτεί ήταν ότι θα μπορούσε ίσως να δανειστεί έναν
από κάποιον - αν και γαμπάδες δε δανείζονταν εύκολα.
Πέρασε από τα επόμενα δύο μιτάτα και μίλησε με τους βοσκούς και
στα δύο. Δεν είχαν ούτε κι εκεί να του πουν τίποτα, εκτός απ’ ότι
ένας βοσκός, στο πρώτο, του φάνηκε πως άκουσε έναν περίεργο
ήχο από κουδούνι πρόβατου κάποια στιγμή τη νύχτα. Σε αυτούς στο
δεύτερο μιτάτο δεν είχε μεγάλη εμπιστοσύνη. Δε μπορούσε όμως
και να τους κάνει με το ζόρι να μιλήσουν. Έτσι, συνέχισε, ελπίζοντας
να λένε αλήθεια και μην είχαν πραγματικά συναντηθεί με τους
κλέφτες των προβάτων του τη νύχτα.
21
εξημερώθηκαν, σε βάθος χρόνου είχε δημιουργηθεί ένα σύστημα
για να ακολουθούν οι ιδιοκτήτες και οι κλέφτες. Βασικό συστατικό
εκείνου του συστήματος ήταν πως γενικά η ζωοκλοπή δε
θεωρούνταν κάτι κακό, οπότε ο κλέφτης δεν είχε ηθικό πρόβλημα
να την παραδεχτεί. Είχε όμως, ασφαλώς, οικονομικό πρόβλημα στο
να επιστρέψει τα ζώα – γιατί αυτά άξιζαν χρήματα – όπως και στο
να γίνει γνωστό το όνομά του – επειδή αυτό τον άφηνε εκτεθειμένο
σε αντεκδικήσεις. Κάτι άλλο, απαραίτητο για τη λειτουργία του
συστήματος, ήταν πως στο βουνό, όσο και μεγάλο, υπήρχε ευρύ
πλέγμα σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων κι όλοι λίγο-πολύ
γνωρίζονταν μεταξύ τους, έστω μόνο εξ όψεως - ή με την έννοια που
κάποιος επιμελής μαθητής γεωγραφίας στην πόλη γνωρίζει ότι «στο
τάδε σημείο της υδρογείου υπάρχει αυτή η χώρα». Το πράγμα
λειτουργούσε περίπου ως εξής:
22
το ιδανικό γι’ αυτούς ήταν να περνούν απαρατήρητοι). Ο ιδιοκτήτης
ανακάλυπτε την απώλειά τους, συνήθως, το επόμενο ξημέρωμα).
23
ιδιοκτήτη(αφού στο βουνό οι δύο ρόλοι συχνά εναλλάσσονταν και
κανείς στη ζωή του δεν είχε παίξει μόνο τον ένα). Αυτή ήταν και μία
σημαντική διαφορά του «αρωτήματος» σε σχέση μ’ ένα σύστημα
πόλης, αφού σ’ ένα σύστημα πόλης η θέση του θύματος(αν
εξαιρέσει κανείς τις στενές προσωπικές του σχέσεις) είναι πολύ πιο
σταθερή.
24
όπως έλεγαν, έρμαιο της μοίρας σε μόνιμη ανασφάλεια, κι έπρεπε
να κινηθεί εντελώς διαφορετικά αν ήθελε να αποζημιωθεί για τα
χαμένα ζώα και, κυρίως, για να μην επισκεφτούν ξανά οι άγνωστοι
κλέφτες το υπόλοιπο κοπάδι του.
Ο Αντρέας ο Παχιάς, λόγω του κυρούς του πατέρα του στο βουνό,
είχε τότε σχεδόν τριάντα χρόνια, δηλαδή περισσότερο από την
ενήλική του ζωή, να ψάξει για δικά του ζώα. Είχε όμως πολλές
φορές βοηθήσει άλλους και διέθετε, θα έλεγε κανείς: μια μέτριου
επιπέδου εμπειρία στο αρώτημα. Κατά γενική ομολογία πάντως, και
πάλι λόγω του κύρους του πατέρα του στο βουνό, διέθετε όλες τις
προϋποθέσεις για ευοδωθεί το καλύτερο σενάριο και να πάρει
ομαλά πίσω όλα τα πρόβατα του, ή τουλάχιστον τα περισσότερα,
αποστομώνοντας έτσι - αν και όχι αποφασιστικά - τον
Παχιαδογιώργη (κανένας δεν πίστευε ότι το εννοούσε σοβαρά
εκείνο το «Όλα ή τίποτα!») και παίρνοντας με αυτό τον τρόπο μια
βαθιά ανάσα για το μέλλον του στο βουνό.
25
Στο βουνό, κάθε χωριό είχε το βουνό του(έτσι ακριβώς το έλεγαν,
είχε: «τ’ αόρι του») - το μέρος δηλαδή εκείνο του βουνού που οι
κάτοικοί του έβοσκαν τα κοπάδια τους. Αν και θα ήταν μάλλον
σωστότερο να πει κανείς, πως καθένα από τα εννιά βοσκοτόπια του
βουνού είχε κι ένα χωριό στην κάτω άκρη του - αφού το βουνό
συντηρούσε το χωριό κι όχι το αντίθετο. Αφού λοιπόν κάθε χωριό
είχε δικό του βοσκότοπο, εξυπακούεται πως υπήρχαν σύνορα. Αυτά
ήταν συνήθως κορυφογραμμές, κοίτες χειμάρρων, καμιά φορά
αιωνόβιοι πρίνοι ή άλλα φυσικά οροθέσια που είχαν οριστεί από
παλιά, ελάχιστες φορές χωρίς συγκρούσεις. Και μπορεί μέσα στο
βοσκότοπο κάθε χωριού ο ένας χωριανός να καταπατούσε τα
δικαιώματα του άλλου, υπεράσπιζαν όμως όλοι μαζί, με μια ψυχή(ή
προσπαθούσαν να επεκτείνουν), το βοσκότοπο του χωριού τους
έναντι των ξένων. Άρα, αφού έτσι είχαν τα πράγματα, είναι περιττό
να ειπωθεί ότι κάθε χωριό κατείχε μεγαλύτερη ή μικρότερη έκταση
βοσκότοπου. Ο βοσκότοπος του χωριού του Αντρέα του Παχιά ήταν
τέταρτος σε έκταση ανάμεσα στους εννέα του βουνού. Στα δυτικά,
κατέληγε σε μια χαμηλή λοφογραμμή και σ’ ένα μιτάτο κτισμένο
στην κορυφή του ψηλότερου λόφου. Αυτό, όπως βρισκόταν
ακριβώς πάνω στα σύνορα, ήταν γνωστό σαν: «μιτάτο τω[ν]
συνόρω[ν]».
26
ήταν σίγουρος πως ό,τι κι αν είχαν δει θα του το έλεγαν και περίμενε
πολλά από αυτούς, επειδή, λογικά, οι κλέφτες θα πρέπει να είχαν
περάσει τη νύχτα κάπου από εκείνη τη λοφογραμμή – και κάθε
τέτοια πληροφορία θα του ήταν πολύτιμη στις συζητήσεις με τους
μεσίτες δυτικότερα.
27
Αν το ξέραμε Αντρέα… του είπε ο Κουνομανώλης, θα μέναμε όλη
νύχτα χθες, λόγω τιμής, πάνω στο πέρασμα. Αλλά, πού να το
ξέραμε;
Μα, δεν έχεις γαμπά; τον ρώτησαν, μόλις πρόσεξαν ότι δεν είχε.
Οι βοσκοί, εκείνο τον καιρό στο βουνό, είχαν όλοι πάνω κάτω
παρόμοια εμφάνιση, τόσο χαρακτηριστική που υπήρχε η έκφραση
«βοσκάθρωπος» (αν και μάλλον, τα περισσότερα επαγγέλματα στον
κόσμο έχουν τη δική τους μοναδική εμφάνιση). Ήταν όλοι
λιγνόξεροι, χωρίς παραπανίσιο κιλό - επειδή περπατούσαν πολύ και
δεν υπήρχαν πολλά παχυντικά να φάνε -, είχαν σκουροχάλκινο
ψημένο χρώμα στο πρόσωπο - από τον ήλιο και τον αέρα του
βουνού-, άφηναν όλοι μουστάκι - επειδή έτσι έπρεπε - και οι
περισσότεροι άφηναν και γένια, επειδή τα ξυράφια δεν ήταν
εύκολα. Οι μεγαλύτεροι, όπως ο Σπυρίδος, φορούσαν μαύρες
μάλλινες βράκες και μαύρα μακρυμάνικα πουκάμισα, ενώ οι
μικρότεροι, βαμβακερές «γκυλόττες», χακί ή μαύρες - αντίγραφο
του στρατιωτικού παντελονιού ιππασίας από τους ράφτες του
Κάστρου που είχε διαδοθεί στα χωριά. Όλοι, ανεξαιρέτως,
φορούσαν στα πόδια ψηλά δερμάτινα «στιβάνια» με χοντρές
σόλες, διαφορετικές από εκείνες του κάμπου, κι έδεναν στο κεφάλι
το μαύρο κρητικό κεφαλομάντιλο.
28
Κάτι τέτοιο υπέθεσε και ο Παχιάς όταν τους είδε: ότι δηλαδή είχαν
καταφέρει κάποια μεγάλη μπάζα ζώα και ντύθηκαν έτσι.
Του είπαν πάλι ότι δώδεκα πρόβατα είναι πάρα πολλά, κι ότι
έμοιαζε πολύ περίεργο να του κλέψουν τόσα ζώα χωρίς να υπάρχει
κάποιος λόγος - θέλοντας ίσως έτσι, να υπονοήσουν πως έπρεπε
να ψαχτεί καλύτερα πάνω σε αυτό το θέμα κι ότι, πιθανότατα,
υπήρχε κάποιος λόγος. Δε μπορούσαν όμως, ασφαλώς, να τον
βοηθήσουν να τον ανακαλύψει. Περιορίστηκαν μόνο να αναφέρουν
κάποιες παλαιότερες, παρόμοιες περιπτώσεις με άλλους, γνωστές
στο βουνό.
29
χωρίς κανένα λόγο, απλώς και μόνο για να βγάλουν χρήματα - και
δε θα προκαλούσε και σε κανένα εντύπωση.
30
τους πει που να μην το ήξεραν ήδη. Αντί γι’ αυτό, του διηγήθηκαν
εκείνοι μια ιστορία, που είχε συμβεί λίγες μέρες πριν στον
«Αγκαθιά» - μία από τις ψηλότερες κορυφές του βουνού – και μόλις
τότε είχε αρχίσει να μαθαίνεται και χαμηλότερα.
Δεν είχε περάσει πολλή ώρα, όταν είδε κάποιον να ξεπροβάλει στην
απέναντι πλευρά της λάκκας. Έσφιξε τότε οργισμένος το τουφέκι,
άλλα ήξερε ότι έπρεπε να μη φανερωθεί και να περιμένει την
31
κατάλληλη στιγμή. Όμως τον αναγνώρισε από την πρώτη · ήταν ο
«Παπαδόπετρος», νεαρός στα είκοσι, γιος παλιού του εχθρού. Νέος
φιλόδοξος που νόμιζε ότι θα έφτιαχνε όνομα στην πλάτη του. Τώρα
τον είχε στο χέρι.
Όλη όμως αυτή την ώρα, ο Κωσταντής είχε άφθονο χρόνο να βγει
από την κρυψώνα του, να πάρει το τουφέκι του Παπαδόπετρου και
να το οπλίσει, αφήνοντας το δικό του κρεμασμένο στον ώμο(να σου
πάρουν το τουφέκι στο βουνό ήταν περισσότερο προσβλητικό απ’
οτιδήποτε άλλο). Ο ήχος από το κλείστρο αντήχησε στις πλαγιές της
λάκκας κι έκανε τον Παπαδόπετρο να στραφεί προς τα πάνω και να
κοκκαλώσει.
32
Ο Παπαδόπετρος δεν είπε λέξη. Μόνο τα βλέμματα τους, παρ’ όλη
την απόσταση, συγκρούστηκαν όπως το σίδερο στην
τσακμακόπετρα – που πέτα λίγες σπίθες κι ύστερα σβήνει. Ξαφνικά,
ο Κωσταντής ένιωσε ότι το είχε χάσει το παιχνίδι, χωρίς μόνο να
ξέρει πώς.
33
Εκείνη η ιστορία, που διηγήθηκαν τότε, λίγες μέρες μετά, ο
Κουνομανώλης με τον Γιώργη στον Παχιά στο μιτάτο των συνόρων,
έμελλε να γίνει για πολλά χρόνια μία από τις πιο πολυσυζητημένες
στο βουνό. Όσοι δεν είχαν συμπάθεια ούτε στη μία ούτε στην άλλη
πλευρά έμειναν μόνιμα διχασμένοι:
34
γεροντότεροι. Δεν είχαν όμως ούτε ένα τρόπο να προτείνουν για το
πώς θα μπορούσε να το καταφέρει κανείς αυτό.
35
Το πρωί ο Παχιάς σηκώθηκε, πριν ακόμα ξημερώσει, και ξεκίνησε
για τα δυτικά χωρίς κανένα σημαντικό στοιχείο. Ο Κουνομανώλης
με τον Γιώργη τον αποχαιρέτησαν πάνω στα σύνορα και του
ευχήθηκαν τα καλύτερα κι αυτός τους κοίταξε συγκινημένος – σα να
έμενε από τώρα και στο εξής μόνος στον κόσμο. Ήταν ένα σκοτεινό
πρωινό και κρύο, που η κορυφές είχαν πιάσει ομίχλη, και αυτό
σίγουρα επιβάρυνε την ατμόσφαιρα.
Το πρώτο χωριό στα δυτικά ήταν ένα «μετόχι», δηλαδή λίγα σπίτια,
κάπου δυο ώρες κατήφορο από τα σύνορα. Δεν ήξερε όμως, αν
έπρεπε να πάει κατευθείαν στο ίδιο το χωριό ή να σταματήσει
πρώτα στα μιτάτα πάνω του και να δει τους βοσκούς. Τελικά,
αποφάσισε το πρώτο -αν και όποιον κι αν ρωτούσε, θα του έλεγε
πως δεν έχανε κάτι, μάλλον κέρδιζε, αν έκανε το δεύτερο. Είχε όμως
έναν άνθρωπο σ’ εκείνο το χωριό και στήριζε πάνω του πολλές
ελπίδες.
Αρκετά πιο κάτω, συνάντησε ένα γέρο να ανεβαίνει πίσω από ένα
γαϊδούρι φορτωμένο μ’ ένα καζάνι του τυριού. Ένας γέρος
ψαρογένης και στραπατσαρισμένος που τον έβλεπε πρώτη φορά.
Δεν ήταν σίγουρα άνθρωπος με δικά του ζώα, αλλά μάλλον κάποιος
εποχιακός βοσκός. Συναντήθηκαν πάνω στο μονοπάτι και,
αναγκαστικά, έκανε στην άκρη για να περάσει το γαϊδούρι.
Του είπε πως ήταν βοσκός κάποιου(τον ήξερε, αλλά δεν είχαν
ιδιαίτερες σχέσεις) κι ότι ανέβαινε από τον κάμπο κι έμπαινε στη
δούλεψή του κάθε καλοκαίρι. Σκέφτηκε να τον ρωτήσει για τα
πρόβατα, αν και σίγουρα δεν ήταν ο κατάλληλος.
36
Έχασα δώδεκα πρόβατα, του είπε, μ’ ένα μαύρο, μήπως πήρε το
μάτι σου κάτι;
Ο Παχιάς γέλασε.
Για να έρχεται από τον κάμπο και να ψάχνει δουλειά εδώ, σκέφτηκε
ο Παχιάς, φαντάσου τη φτώχεια του.
37
Το μετόχι ήταν κτισμένο ακριβώς στη ρίζα του βουνού (σ’ εκείνη την
πλευρά κατέβαινε πολύ απότομα), δίπλα σ’ έναν τεράστιο
μονοκόμματο γκρίζο βράχο, που ήταν και το χαρακτηριστικό του
σημάδι. Μπροστά από το βράχο υπήρχε πηγή νερού, και το νερό
έφερε το χωριό.
Στο σπίτι του είχε ξαναπάει και ήξερε ποιο ήταν και δε χρειάστηκε
να χτυπήσει ούτε την πόρτα, γιατί τον βρήκε να κάθεται στην αυλή
με τη γυναίκα του, σ’ ένα τραπέζι κάτω από τον ίσκιο μιας λεμονιάς.
Ήταν σίγουρα τυχερός που τον πέτυχε εκεί κι όχι πάνω στο βουνό.
38
μάλλον, το είχε αποκτήσει από μικρό παιδί, επειδή ήταν πάρα πολύ
μελαχρινός). Πάντως, όλοι τον αποκαλούσαν με αυτό και πολλοί δεν
ήξεραν καν το βαφτιστικό του. Ο Παχιάς πάλι, λόγω της κουμπαριάς,
έπρεπε να τον αποκαλεί μόνο «κουμπάρο», ή το πολύ-πολύ
«κουμπάρε Κόρακα» κι είχε κι αυτός ξεχάσει το βαφτιστικό του.
39
σημειώσει επιτυχία με μία εξαιρετική μαντινάδα και δε θα την
ξεπεράσει ποτέ στη ζωή του.
Ο Παχιάς πάλι, κάθε φόρα που τον έβλεπε απορούσε μέσα του για
το πώς κατάφερνε να μιλάει τόσο λογικά και να φαίνεται τόσο
ήρεμος μετά απ’ όσα είχε περάσει. Ειδικά εκείνο το τρίχρονο άγχος
ταμπουρωμένος στο χειμαδιό του, περιμένοντας κάθε νύχτα τους
άλλους να επιτεθούν, έμοιαζε σ’ αυτόν πιο μαύρο κι από το θάνατο.
40
είπε, μάλλον, θέλοντας να δώσει έμφαση και να δείξει πόσο
σοβαρά έπαιρνε το θέμα.
Ο Παχιάς από την πλευρά του, είχε πάντα του την εντύπωση (τη
σχημάτισε παρατηρώντας τον εαυτό του όταν άκουγε για άλλη
ζωοκλοπή) ότι κάποιος στο βάθος πάντα χαίρεται όταν μαθαίνει
πως έχουν κλέψει τα ζώα κάποιου άλλου - όσο δικός του κι αν είναι
αυτός - και την ίδια σχημάτισε και τώρα βλέποντας την εικόνα του
κουμπάρου του. Δε μπορούσε όμως να καταλάβει αν αυτό το
πράγμα προερχόταν μόνο από το γεγονός πως η κακοτυχία πέρασε
ξώφαλτσα χωρίς να τον ακουμπήσει, ή και από κάποιο
καταχωνιασμένο πάθος χαιρεκακίας – απ’ αυτά τα διάχυτα στους
ανθρώπους - ή πάλι, από εκείνη την αντίληψη που την είχαν
ριζωμένη όλοι τους στο βουνό, σα μεταφυσική(ακόμα κι ένα μόνο
πρόβατο να έμενε δε θα την ξεφορτώνονταν) · ότι δηλαδή τα ζώα
ήταν πάρα πολλά κι ότι κάποτε ο βοσκές θα τελείωναν, κι ότι όσα
εξαφανίζονταν άφηναν χώρο για τα υπόλοιπα – όσο μακριά κι αν
έβοσκαν τα εξαφανισμένα.
Αυτό πάντως ένιωσε και τώρα, ότι δηλαδή ο κουμπάρος του κατά
βάθος χάρηκε με αυτό που άκουσε (αν και κάποιος άλλος, άλλης
αντίληψης, θα μπορούσε ίσως να υποθέσει πως αν φάνηκε να
χαίρεται το έκανε απλώς για το λόγο πως ο Παχιάς απευθύνθηκε
σε αυτόν, πρώτο απ’ όλο το χωριό, κάτι που επιβεβαίωνε το κύρος
του. Γιατί ένα μόνιμο χαρακτηριστικό όλων όσων είχαν κύρος στο
βουνό ήταν πως διακατέχονταν διαρκώς από ένα ανεξήγητο φόβο
ότι θα το χάσουν και αναζητούσαν εναγωνίως επιβεβαιώσεις,
ακόμα και αστείες, ότι το διατηρούν). Σε κάθε πάντως περίπτωση, ο
Κόρακας δεν ήταν αναξιόπιστος και ο Παχιάς θεώρησε – και πάλι
κρίνοντας από τον εαυτό του - πως η χαρά που διέκρινε βρισκόταν
στο πολύ βάθος και ήταν μάλλον φυσιολογική.
41
«δίκαιο ή άδικο» ή βλέποντας το θέμα από άλλο πρίσμα κι όχι από
αυτό της πραγματικότητας.
42
ανύπαντρες και να μην τις παντρεύονται μετά; Αυτό το
«αταίριαστο» υπήρχε μόνο στη φαντασία του Παχιά – προφανώς
επειδή ένιωθε εκείνη την, ανομολόγητη, έλξη.
Έτσι ο Παχιάς, θέλοντας και μη, έμεινε μόνος με την κουμπάρα του
νιώθοντας πολύ άσχημα – και μάλλον εντελώς αδικαιολόγητα,
καθώς εκείνη δεν έδινε κανένα δικαίωμα.
Βγήκε έξω, τον συμπόνησε για τα ζώα του, πολύ ειλικρινά (αφού
βέβαια είχε μάθει από τον άντρα της τι συνέβαινε), και βάλθηκε ν’
ανάψει την πυροστιά της αυλής για να φτιάξει, όπως του είπε,
ομελέτα με πατάτες, «σφουγγάτο» · ένα πολύ αξιοπρεπές φαγητό
για απρόσμενο επισκέπτη. Είχαν όρνιθες στην αυλή, που ήταν
αρκετές κι όλη αυτή την ώρα πηγαινοέρχονταν μπροστά στα πόδια
τους και κάτω από το τραπέζι περιμένοντας να πέσει κάτι για να το
τσιμπήσουν.
43
Η κουμπάρα του βέβαια δεν κατάλαβε τίποτα, γιατί ήταν
απασχολημένη με το άναμμα της φωτιάς κι είχε τοποθετήσει κιόλας
και το τηγάνι. Όταν γύρισε, τον είδε να κάθεται κάπως περίεργα και
να κοιτάζει επίμονα το δρόμο, που ήταν έρημος, και παραξενεύτηκε,
αλλά, πολύ διακριτικά, δεν είπε τίποτα. Καταλάβαινε πως ο Παχιάς
είχε δεχτεί μεγάλο χτύπημα με το χαμό των ζώων κι ότι ασφαλώς θα
είχε πολλά να σκεφτεί. Έφερε από μέσα τις πατάτες, που τις είχε
ήδη καθαρίσει, τις έριξε στο τηγάνι κι αυτές αμέσως ακούστηκαν να
τσιγαρίζονται στο καυτό λάδι.
Το μόνο που δεν είχε ο Παχιάς εκείνη την ώρα ήταν ότι πεινούσε.
Ένιωθε απαίσια και το στομάχι του είχε γίνει κόμπος · και από την
προηγούμενη ξεδιαντροπιά του αλλά και, εσχάτως, επειδή άρχιζε
να νιώθει πολύ αδύναμη τη θέση του – να πρέπει να κάθεται εκεί
και να περιμένει, άβουλος, ενώ άλλοι θα κανόνιζαν για τα ζώα του.
Το ίδιο άραγε θα έκανε και ο πατέρας του; Δεν ήξερε, κι αυτό τον
έκανε να νιώθει ακόμα πιο απαίσια. Και δε μπορούσε και να τον
ρωτήσει, γιατί, μετά την προηγούμενη εμφάνισή του, δε μπορούσε
τώρα ούτε να τον φέρει στη σκέψη του. Παρακαλούσε μόνο να
γυρίσει γρήγορα ο Κόρακας, για να τελειώσει τουλάχιστον το ένα
από τα δύο μαρτύρια, ή να του φέρει πίσω όλα τα ζώα.
Τελείωσε πάντως την ομελέτα, γιατί δεν ήταν δυνατό να την αφήσει
στη μέση, και σκέπασε το τηγάνι αφήνοντάς το να περιμένει. Ύστερα
κάθισε, πολύ σεμνά, στο πεζούλι δίπλα στη φωτιά κι όχι στο τραπέζι
μαζί του και περίμενε κι εκείνη. Αυτό έκανε τον Παχιά να νιώσει
χειρότερα.
44
λόγος. Απλώς και μόνο επειδή δε θα ήτανε σωστό να καθίσει μόνη
στο τραπέζι μ’ έναν ξένο. Εκείνος όμως, μέσα στη σύγχυσή του, το
πήρε όπως το πήρε και βρέθηκε σε ακόμα μεγαλύτερη αμηχανία.
Από τη μια ντρεπόταν, επειδή θεώρησε ότι κατάλαβε τις άνομες
σκέψεις του, και ταυτόχρονα στο βάθος θύμωνε και εκνευριζόταν
επειδή θεωρούσε πως τον απέρριπτε και δεν ήθελε να καθίσει
δίπλα του. Κι έτσι δηλαδή, ένιωθε πως δεν υποχωρούσαν καθόλου
οι άνομες σκέψεις κι αυτό τον ενοχλούσε ακόμη περισσότερο.
45
κουμπάρος της για τα πρόβατα. Είχε αρχίσει να φοβάται ότι κάποιο
λάθος έκανε εκείνη και τον έκανε να θυμώσει, γιατί ο Παχιάς ήταν
από άλλο χωριό και το κάθε χωριό, όσο κοντινό κι αν ήταν, είχε δικές
του συνήθειες και νοοτροπίες. Έτσι, αποφάσισε ότι σε καμία
περίπτωση δε θα μιλούσε εκείνη πρώτη, μην τυχόν και ξανακάνει
κάτι λάθος. Με αυτό τον τρόπο πέρασαν, τουλάχιστον, άλλα
δεκαπέντε λεπτά τέτοιας, αφύσικης, σιγής.
«Ναι, πολλές φορές από λίγα. Πότε δυο, πότε τέσσερα, ποτ’ εφτά,
μέχρι π’ επούλησε τα τελευταία. Από τότεσας γυρίζει και παίζει
χαρθιά, πίνει κιόλας, και δεν εξαναβγήκε στ’ αόρι. Κι’ α[ν] δε σου
μίλησε, να τόνε συμπαθείς· έναι ‘πειδή ‘σαι ξένος».
46
«Δεν επειράχτηκα κουμπάρα» ξεκαθάρισε αυτός. «Μον’ ερώτηξα,
επειδή δε-ν το-ν έχω ξαναθωρώντας».
Κατάλαβε τότε πολύ καλά το λόγο της άγριας ματιάς που του έριξε,
όπως άλλωστε το υπονόησε και η κουμπάρα του. Θα πίστευε
βέβαια – γιατί αυτό ήταν και το λογικό – ότι εκείνοι που του
έκλεψαν τα ζώα και τον έριξαν στον κάμπο ήταν ξένοι. Άρα, όλους
τους ξένους σαν τον Παχιά – που με την όψη και τη φορεσιά του
φώναζε πως ήταν βοσκός από το βουνό – θα τους έβλεπε τώρα σαν
εχθρούς του. Και όπως τον είδε και στην αυλή του Κόρακα, που ήταν
γνωστό πως είχε σχέσεις με πολλούς ξένους βοσκούς μέσα στα
«πράματα» της ζωοκλοπής - και μπορεί μάλιστα να τον
υποψιαζόταν και αυτόν (όσοι βρίσκονταν στο «σκοτάδι»
υποψιάζονταν τους πάντες), θα περνούσαν από το νου του κάθε
λογής σενάρια και συνομωσίες.
Πού να ‘ξερε, σκέφτηκε χαμογελώντας από μέσα του, πως εγώ είμαι
ο πιο ακίνδυνος.
47
Ο Κόρακας τελικά γύρισε μετά από ακόμα μισή ώρα και αφού δεν
είχαν πει τίποτα άλλο με την κουμπάρα του. Ήταν ιδρωμένος και
σκονισμένος κι έπλυνε πρώτα γρήγορα το πρόσωπο και τα χέρια του
πριν καθίσει στο τραπέζι – σοβαροποιημένος όσο δεν πήγαινε άλλο.
Κουμπάρε, του είπε, ο άνθρωπός μου δεν ξέρει τίποτα και τον
πιστεύω – γιατί εκτός που του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, έμαθα
κιόλας από άλλους ότι χθες το βράδυ έμεινε στο μιτάτο του μέχρι
αργά, ύστερα πήγε στο σπίτι του και κοιμήθηκε και δεν κουνήθηκε
καθόλου. Λυπάμαι πολύ, αλλά τα πρόβατά σου δεν είναι στο χωριό
μας.
48
Κουμπάρε, του είπε κάπου στη μέση εκείνος · από εδώ πέρασε
κάποιος Τσεμπέσης και, να σου πω την αλήθεια, με κοίταξε
περίεργα. Τι λες γι’ αυτόν; Είναι ικανός;
Είπε επί λέξη: «Οι φλεμόνοι ν-του είνιαι για μενούζα» δηλαδή για
κοκορέτσι – όπως το έλεγαν, κατ’ ευφημισμό, όταν έσφαζαν κάποιο
πρόβατο κι έβρισκαν τα πνευμόνια του σάπια και για πέταμα(στο
κοκορέτσι μπαίνουν τα καλύτερα εντόσθια). Άρα, δεν υπήρχε καμία
τέτοια πιθανότητα, αφού το να ανέβαινε ο Τσεμπέσης από εκεί
μέχρι το μιτάτο του Παχιά και να τρέχει κιόλας όλη τη νύχτα πίσω
από τα πρόβατα, που οπωσδήποτε θα προσπαθούσαν με κάθε
τρόπο να γυρίσουν στο κοπάδι τους, ήταν παραπάνω από αδύνατο.
Έτσι, αφού διευκρινίστηκε και αυτό, στο συγκεκριμένο χωριό ο
Παχιάς δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει.
49
Ο ασφένταμος πριν γίνει δέντρο περνά αρκετά χρόνια σαν θάμνος.
Αυτό το θάμνο στο βουνό τον λένε: «αφουφούλακα» (μάλλον από
το έντονο «φφφ» που βγάζουν τα κλαδιά του όταν πέφτεις πάνω
τους). Είναι θάμνος πυκνός και συνάμα μαλακός, χωρίς αγκάθια,
ψηλός και πλατύς, τόσο, που καμιά φορά οι αίγες ανοίγουν μικρές
γαλαρίες μέσα του. Ο Αντρέας ο Παχιάς με δύο πράγματα
ανατρίχιαζε στη ζωή του: με τα τουφέκια «Γκρα» και με τις πυκνές
συστάδες αφουφουλάκων.
Όταν ήταν παιδί, είχαν ένα γείτονα στο βουνό. Τον έλεγαν
«Λουπαντώνη» · αδερφός του αφεντικού του διπλανού μιτάτου.
Ένας όμορφος μερακλής και γλεντιστής. Πολλές φορές, όπως τα
κοπάδια τους έβοσκαν δίπλα, κάθιζαν στις πέτρες και κουβέντιαζαν
για ώρα - γιατί στον Παχιά, επειδή ήταν γιος του Παχιαδογιώργη,
από παιδί του μιλούσαν όπως σε μεγάλο. Ο Λουπαντώνης του έλεγε
ιστορίες από τα χωριά που είχε πάει και τα χειμαδιά. Άλλοτε πάλι,
τον άκουγε από την απέναντι πλαγιά να τραγουδάει μαντινάδες –
και θυμόταν ακόμα εκείνες τις μαντινάδες, μία–μία - μέχρι και τα
λάθη που είχε κάνει ο Λουπαντώνης όταν τις τραγουδούσε. Ήθελε
σαν το Λουπαντώνη να γίνει όταν θα μεγαλώσει. Μια μέρα όμως,
τον σκότωσαν μπροστά στα μάτια του.
50
Ποτέ δε θα ξεχνούσε τα μεγάλα ζωηρά βήματα του Λουπαντώνη
όταν άρχισε να κατηφορίζει. Έμοιαζε να θέλει με κάθε δρασκελιά
να δρασκελίσει τις κορυφές και να βρεθεί στο τραπέζι.
51
Οι ίδιοι οι Παχιάδες δεν είχαν καμία άλλη ανάμιξη, πέρα του ότι
αυτός στάθηκε τυχαίος μάρτυρας (όμως ο φονιάς καθόλου δεν
επιχείρησε να αρνηθεί την πράξη του) και δεν τους έμεινε κανένα
πρόβλημα από αυτή την υπόθεση – εκτός από το τραύμα στην ψυχή
του Αντρέα. Αλλά, από τέτοια τραύματα βέβαια, γεμάτο το βουνό.
52
πασχίζοντας να πάρει αέρα πριν τον καταλάβει. Δεν ήταν όμως
δυνατόν ο άλλος να μην καταλάβει ότι αυτός ο ξένος κάτι έπαθε, και
τον πλησίασε ανήσυχος και γεμάτος απορία.
Καλά είναι.
Αυτόν, ούτε τον είχε ξαναδεί ούτε τον είχε ξανακούσει. Αφού όμως
ήταν γνωστός του πατέρα του, έπρεπε να του μιλήσει για τα
πρόβατα κι όχι να στέκεται έτσι μπροστά του, σαν τρελός. Του
πέρασε τότε εντελώς το πνίξιμο με αυτή τη σκέψη, αλλά δεν ένιωσε
καθόλου καλύτερα. Τον έπιασε τώρα κάτι σαν πανικός · γιατί από
τη μία ένιωθε πως είχε γίνει ρεζίλι κι από την άλλη δεν ήξερε τι ήταν
αυτό που είχε πάθει, και πώς εκείνη η απλή ανατριχίλα για τα
53
τουφέκια Γκρα έφτασε να γίνει αυτό το πράγμα. Τα λόγια του
Μπουρεξή καρφώθηκαν στο νου του: «στο Γερασήμι, στην Αερή
Μαδάρα, ένας καλόγερος, ασκητής». Ήξερε πού ήταν αυτό το μέρος
-ήταν μακριά, πολλές ώρες δρόμο - ήταν όμως αποφασισμένος να
πάει κατευθείαν εκεί όταν ξεκίνησε, γιατί ντράπηκε πολύ, και θα
πήγαινε, αν κάτι, αναμενόμενο, δεν τον σταματούσε.
54
Η εικόνα σου είναι όπλο. Οι άνθρωποι, από την εικόνα κρίνουν.
Πρέπει να περπατάς στητός, να φοράς καλά ρούχα και να μην
τσιγκουνευτείς χρήματα στα χωριά – κι ας είσαι τσιγκούνης στο δικό
σου. Οι άνθρωποι έχουν μια εικόνα(την ίδια εικόνα έχεις κι εσύ),
για τον δυνατό και τον αδύναμο, για τον έξυπνο και το βλάκα, γι’
αυτόν που αξίζει να βοηθήσεις ή όχι, γι’ αυτόν που πρέπει να
θαυμάσουν, κι εσύ πρέπει να τους δείξεις την εικόνα που
περιμένουν να δουν. Δεν πρόκειται να καταλάβουν κάποια άλλη
εικόνα. Αυτό τους έλειπε, ν’ αλλάζουν κάθε τόσο αντιλήψεις!
55
χρήσιμο, και στο βουνό τότε δεν το είχαν λύσει ακόμα(αν
υποθέσουμε ότι κάποιος ποτέ πουθενά πίστεψε ειλικρινά ότι το
έλυσε, ή πάλι, ότι το ωραίο δεν είναι παρά το χρήσιμο
εκλεπτυσμένο - όπως λένε ορισμένοι).
Ήταν ένας πατέρας με τους δυο του γιους · γέρος ο πατέρας και,
πάνω κάτω, τριαντάρηδες οι γιοι. Ήταν και οι τρεις ψηλοί,
μεγαλόσωμοι, με δυνατά χέρια και πόδια και μεγάλα μουστάκια,
όμως, δε θα έπρεπε να ξεγελαστεί κανείς από την εικόνα τους.
Είχαν έρθει τελευταία στο βουνό, στο χειρότερο βοσκοτόπι, δεν
είχαν συγγενείς, δεν είχαν γνωριμίες, κανένας δεν τους υπολόγιζε
και πάσχιζαν να επιβιώσουν. Φύλαγαν τα ζώα τους μέρα και νύχτα
για να μην τους τα κλέψουν και πάλι τους τα είχαν κλέψει αρκετές
φορές. Ήταν ίσως, οι μόνοι άνθρωποι στο βουνό που γνώρισε ο
Παχιάς μόνος του, χωρίς τη μεσολάβηση του πατέρα του – ακριβώς
επειδή προσπαθούσαν απεγνωσμένα να αποκτήσουν γνωριμίες –
και είχε με αυτούς μια ιδιαίτερη αίσθηση · ένιωθε πως ήταν
ανεξάρτητος. Ο Παχιαδογιώργης σίγουρα αυτούς δεν τους γνώριζε
(αν και σίγουρα δε θα ενδιαφερόταν να τους γνωρίσει).
Αν όμως, είχαν αυτοί, κατά λάθος, κλέψει τα πρόβατα και τώρα του
τα επέστρεφαν και τα γύριζε πίσω όλα; Δε θα ήταν αυτό το
καλύτερο ενδεχόμενο και δε θα τον αποστόμωνε έτσι; Δε θα του
έδειχνε ότι μπορούσε με τις δικές του, προσωπικές, γνωριμίες να
προστατεύσει το κοπάδι; Του φάνταζε αυτό καλύτερο, ακόμα κι από
το να μην είχαν χαθεί καθόλου τα ζώα. Με αυτή την ελπίδα έφτασε.
56
Κάθισαν μέσα στο μιτάτο για να μιλήσουν. Ήταν μικρό και δροσερό
και μύριζε κυπαρίσσι και ξινόγαλο. Τόσο ωραίο μέρος, και τόσες
δυσκολίες για τους ανθρώπους, σκέφτηκε.
Τον είδαν αμέσως με δέος, μεγαλύτερο απ’ ό,τι του άξιζε. Ήταν
όμως ο γιος του Παχιαδογιώργη, που μπορεί να μην τον ήξεραν
αλλά τον άκουγαν, και είχαν και τόσο πιεστεί από τους ανθρώπους
του βουνού που τους έβλεπαν όλους τρομερότερους απ’ ό,τι ήταν.
Του είπε για τις πατημασιές που βρήκε στην αρχή ο Σπυρίδος: ένας
πολύ ψηλός κι ένας πολύ κοντός, ή παιδί, και πως είχε στη βούργια
τα ξύλα με το μήκος τους.
Τότε ο γερός, χωρίς να του πει εκείνος τίποτα, ζήτησε μόνος του να
τα δει αυτά και, μπροστά στα μάτια του, σηκώθηκε και τα συνέκρινε
με τα πέλματα των γιών του, που ήταν βέβαια ψηλοί αλλά όχι όσο
εκείνος της πατημασιάς(περίσσευαν σχεδόν δύο δάχτυλα), σε μια
άβολη και πολύ αντιαισθητική σκηνή αυτοταπείνωσης, που θύμισε
στον Παχιά σα να πεταλώνουν μουλάρια.
Είχε βέβαια μαζί του αυτά τα ξύλα, αλλά όχι για τα συγκρίνει με τα
πόδια όποιου συναντούσε. Κανένας δε θα το δεχόταν αυτό. Τα είχε
απλώς για κάθε ενδεχόμενο και, κυρίως, για να τα συγκρίνει με
τυχόν πατημασιές που θα συναντούσε στο έδαφος. Άλλοι στη θέση
57
του, όταν έχαναν τα ίχνη των κλεφτών, απαξιούσαν να πάρουν μαζί
τους τέτοια πράγματα και να λειτουργήσουν σα χωροφύλακες κι
αυτό μάλλον έπρεπε να κάνει κι αυτός – ή, αφού τα είχε στη
βούργια, να μην τα παρουσιάζει τόσο εύκολα. Ο γέρος ήθελε να του
δείξει ξεκάθαρα πως δεν είχαν καμία σχέση – επειδή είχε λίγους
φίλους στο βουνό και δεν ήθελε να αφήνει καμία υποψία – τον
έκανε όμως να νιώσει πολύ άσχημα. Όπως άσχημα θα ένιωθε
οποιοσδήποτε στη θέση του είχε κάτι καλό μέσα του.
Ύστερα από αυτό, έμειναν χωρίς να έχουν να πουν τίποτα άλλο και
οι δύο γιοι άναψαν τσιγάρα – προφανώς για να ξεπεράσουν τη
δύσκολη στιγμή. Το μόνο άλλο που είπε ο γέρος σχετικά με την
υπόθεση, ήταν πως κατά τη γνώμη του έπρεπε να τρέξει αμέσως στο
Γερασήμι και να μη χάνει τον καιρό του πουθενά αλλού - γιατί στο
Γερασήμι είναι οι τρομερότεροι και οι πιο αδίστακτοι κλέφτες - και
πως ο ίδιος ήτανε σίγουρος ότι όλα τα ζώα που είχαν χάσει απ’
όταν ανέβηκαν στο βουνό είχαν καταλήξει σ’ εκείνο το καταραμένο
μέρος, όπου δεν ήξερε κανένα για να τους βοηθήσει.
Εσύ όμως Αντρέα, του είπε τότε, σίγουρα θα ξέρεις πολλούς εκεί.
Αν μπορείς, προσπάθησε να μάθεις κάτι και για τα δικά μας.
58
Σταμάτησαν εκεί αυτή τη συζήτηση και ο γέρος άρχισε τότε να του
διηγείται, αυτόματα, χωρίς κανένα πρόλογο, το πώς βρέθηκαν στο
βουνό. Δε θα χρειαζόταν βέβαια και κάποιος πρόλογος, ή κάποια
νοηματική σύνδεση γι’ αυτό. Πάντα στα μιτάτα, επειδή βρίσκονταν
όλο οι ίδιοι, όταν έφτανε κάποιος ξένος, και μάλιστα τον
θεωρούσαν αξιόλογο όπως θεωρούσαν αυτοί τον Παχιά, ήθελαν να
του διηγηθούν τις πιο βαρυσήμαντες ιστορίες της ζωής τους – που
μάλλον όλο τον άλλο καιρό μόνοι στο βουνό, σκέφτονταν και
ξανασκέφτονταν καθαρότερα με πόνο ή υπερηφάνεια και κυρίως:
με αμφιβολία. Κι όταν δεν έφτανε για καιρό κανένας αξιόλογος,
μπορούσες να δεις κάποιον να τα λέει, σοβαρότατα, στο παιδί με το
γαϊδούρι που ανέβαζε τρόφιμα από το χωριό. Έτσι, ο Παχιάς δεν
παραξενεύτηκε καθόλου με την κατάληξη και περίμενε ν’ ακούσει
την ιστορία πριν φύγει.
Ο γέρος είχε γεννηθεί λέει σ’ ένα χωριό νότια του κάμπου, στη ρίζα
των νότιων βουνών σε τόπο άγονο. Στα νότια βουνά δε βρέχει πότε
αρκετά και τα πρόβατα εκεί ήταν τόσο μικρόσωμα που τα δύο μαζί
συμπλήρωναν ένα του δικού μας βουνού. Για κάποιο ανεξήγητο
λόγο, όπου υπάρχει η μεγαλύτερη φτώχεια κάνουν και τα
περισσότερα παιδιά κι είχε δέκα αδέλφια. Έσπερναν μέχρι και τους
γκρεμούς για να τα βγάλουν πέρα και πάλι δεν έφταναν. Πρόβατα
δεν είχαν, ούτε ένα. Εκείνου όμως του άρεσε η ζωή του βοσκού και
τα πρόβατα. Δεν του άρεσε να οργώνει με το μουλάρι τις πέτρες για
να βγάλει πέντε οκάδες φακή(δεν έχει, μάλλον, κανένας στον κόσμο
κατανοήσει πόσο μεγάλη σημασία έχει το απλό ρήμα «αρέσει»).
Ανέβαινε στα νότια βουνά και βοηθούσε τους βοσκούς εκεί, χωρίς
πληρωμή, μόνο και μόνο για να τα βλέπει τα κοπάδια και να παίρνει
λίγο γάλα- και περισσότερο πήγαινε για να βλέπει τα κοπάδια παρά
για το γάλα: «Έτσα κάνουνε τα κοπέλια» είπε. «Δε γατέχουνε ποιο
έχει την αξία».
59
κοπάδι(τουλάχιστον εκεί παντρεύτηκε κι έκανε τα παιδιά), όμως,
εκείνος ήθελε να έχει δικά του ζώα. Δε μπορούσε να καταλάβει πώς,
ενώ έκανε όλη τη δουλειά και το αφεντικό δεν πατούσε τα πόδια
του, τα πρόβατα ήταν του αφεντικού – κι όχι μόνο αυτό, αλλά είχε
κι ένα θείο το αφεντικό, με μερίδιο στο κοπάδι, κι αυτόν εκείνος δεν
τον είχε δει ποτέ του. Μόνο όταν μεγάλωσα κι άλλο το κατάλαβα,
είπε τώρα. Τότε ήμουνα βλάκας. Έτσι πρέπει να γίνεται και δε
μπορεί να γίνει αλλιώς: Αν ήθελα δικά μου ζώα, έπρεπε να το κάνω
μόνος μου.
Έτσι λοιπόν, πήρε γυναίκα και παιδιά κι έφυγε από εκεί. Μη φύγεις
από μένα, του είπε τότε το αφεντικό: Όπου κι αν πας θα πεινάσεις!
Δεν τον άκουσε όμως – κι αυτός ο θείος του, που είχε το μερίδιο στο
κοπάδι, έλεγαν πως ήξερε μάγια και σίγουρα τον καταράστηκε. Γιατί
έφυγε και τους άφησε κι ήτανε χειμώνας, και τα πρόβατα του
αφεντικού γεννούσαν κι έπεφταν κοράκια και τους έτρωγαν τα
νεογέννητα κι από τότε, όπου κι αν πήγε, τα κοράκια τον
ακολουθούσαν κι έτρωγαν τα δικά του (ακόμα και μέχρι τότε στο
βουνό).
Ήταν ένα χειμαδιό, πέρα στα νότια, πάνω στη θάλασσα, φτωχό
άλλα ζεστό, όπου δε φοβόσουν το χιόνι και, το κυριότερο, τους
κλέφτες. Μόνο μια φορά, όσο έμεινε, έφτασαν μέχρι εκεί κλέφτες.
Το μόνο πρόβλημα ήταν τα κοράκια · αλλά τα κυνηγούσε με το
τουφέκι. Κι ένα άλλο ωραίο που είχε εκείνο το μέρος, ήταν πως όλοι
οι γείτονες έτυχαν καλοί άνθρωποι(γιατί κανένας δε μπορεί να
καταλάβει πόσο τυχερός είναι όταν ο διπλανός του είναι καλός
άνθρωπος). Πέρασε εκεί τα καλύτερά του χρόνια.
Μη νομίζεις Αντρέα, του είπε τότε. Δε θέλει πολύ. Άμα βρει κανείς
ηρεμία του φαίνεται πως είναι βασιλιάς, κι ας μην έχει πολλά
πράματα. Κι άμα περάσει και μερικά χρόνια καλά, φτάνει για να τα
60
θυμάται σε όλη του τη ζωή. Το κακό είναι να μην περάσεις ούτε ένα
καλό χρόνο.
Όμως, μια μέρα, αυτός που είχε το χειμαδιό του είπε πως έπρεπε
να φύγει. Οι συγγενείς του λέει, ήθελαν το χειμαδιό για τα δικά τους
ζώα κι αυτός, λυπόταν πολύ, αλλά δε μπορούσε να φέρει αντίρρηση
γιατί οι συγγενείς του είχανε μερίδιο στα βοσκοτόπια. Το
μεγαλύτερο πρόβλημα, απ’ ό,τι φαινόταν, στη ζωή του γέρου ήταν
πως δεν είχε δικό του βοσκοτόπι. Αυτό τον κυνηγούσε παντού, όχι
τα κοράκια.
Μια μέρα πιάστηκε στα χέρια με δύο. Μαχαίρωσε τον ένα στον ώμο
κι έπεσε κάτω, ο άλλος όμως, πρόλαβε να του ρίξει με το τουφέκι
στα πλευρά. Ευτυχώς, δεν ήταν τουφέκι Γκρα και γλίτωσε. Όμως
έμεινε ξαπλωμένος για μήνες, κι όταν ανάρρωσε έφυγε αμέσως από
εκεί γιατί αυτός που μαχαίρωσε ήταν από μεγάλο σόι και ζητούσε
εκδίκηση. Ήτανε δηλαδή παλληκάρι ο γέρος – άσχετα αν οι
συνθήκες τον έκαναν τώρα δουλοπρεπή.
61
πήγαιναν. Τα έβοσκαν όπου έβρισκαν, στα ακαλλιέργητα και στα
καλλιεργημένα, και τους κυνηγούσαν οι αγροφύλακες. Στο τέλος,
έφτασαν σ’ ένα μεγάλο χωριό στα ανατολικά βουνά(ήταν μακριά,
πολύ μακριά, ούτε ο Παχιάς είχε πάει ποτέ) με πολλά κοπάδια και
βοσκοτόπια. Εδώ θέλουμε βοσκούς, τους είπαν εκεί, αλλά ζώα δε
θέλουμε. Έτσι, πούλησαν όσα ζώα είχαν απομείνει σε κάποιο ντόπιο
κι έγιναν βοσκοί στο κοπάδι του.
Αυτός δεν ήταν ούτε καλός ούτε κακός. Τους πλήρωνε κανονικά
όσα είχαν συμφωνήσει, αλλά ούτε δραχμή παραπάνω και
λογάριαζε ακόμη και το αλεύρι που έτρωγαν. Η δουλειά ήτανε
σκληρή, γιατί είχε αίγες και μέσα στο βοσκότοπο υπήρχαν σπαρτά
κι έπρεπε, μέχρι να τα θερίσουν, να τις προσέχουν για να μην τα
φάνε. Τις περισσότερες νύχτες κοιμούνταν έξω με τις κάπες τους.
Μόνο όταν τα θέριζαν ηρεμούσαν κάπως - αλλά τότε ήταν καλοκαίρι
και δεν ήταν άσχημο να κοιμάσαι έξω.
Ήταν ένας ντόπιος, χωρίς γυναίκα και παιδιά. Ερχόταν στο μέρος
και κυνηγούσε λαγούς με σκύλο και δίκαννο με καψούλια. Ήταν
άνθρωπος κοσμογυρισμένος · ήξερε όλη την Κρήτη κι είχε πάει στον
πόλεμο στη Βουλγαρία και στη Θράκη. Φορούσε ξενικά ρούχα, κι
όχι στιβάνια, αλλά στρατιωτικές αρβύλες που δε γλιστρούσαν ούτε
στις πιο γλιστερές πέτρες. Είχε πάντα μαζί του κονσέρβες, τσιγάρα,
62
κρασί, και του έδινε. Σιγά-σιγά έγιναν φίλοι και τον βοηθούσε στο
κυνήγι, του έλεγε πού είχε δει λαγούς και κουβέντιαζαν ώρες - γιατί
ήξερε καλά τα δικά τους μέρη και τους ανθρώπους. Μια μέρα, του
έσκασε το μυστικό.
Δεν έρχομαι εδώ για τους λαγούς, του είπε. Εκεί κάτω, κοντά στη
θάλασσα, είναι μνήματα παλιά, αρχαία, κι έχουνε μέσα θησαυρούς.
Αν με βοηθήσεις να σκάψω, ό,τι βρούμε μισά-μισά.
Δεν κατάλαβε τότε γιατί διάλεξε αυτόν, ένα ξένο, κι όχι κάποιο
ντόπιο φίλο ή συγγενή του. Αργότερα το κατάλαβε.
Δέχτηκε βέβαια, παρ’ όλο που ήξερε πως έκλειναν φυλακή αυτούς
που έσκαβαν μνήματα, αφού φτερούγισε μέσα του η ελπίδα ότι θα
ξέφευγε από εκεί και θ’ αγόραζε δικό του κοπάδι και βοσκοτόπι και,
στο κάτω-κάτω, δε θα ‘κανε και σε κανένα κακό. Την άλλη νύχτα,
που είχε και φεγγάρι, έστειλε ψηλά τους γιους με τις αίγες και τον
περίμενε.
Αυτά τα μνήματα τα είχε δει και ο ίδιος, πολλές φορές, αλλά δεν
είχε καταλάβει πως ήτανε μνήματα. Νόμιζε πως είναι παλιές
πεζούλες που τις είχε σκεπάσει το χώμα. Δε φαίνονταν βέβαια όλα,
φαίνονταν μόνο ορισμένα και λίγο - από την πάνω πλευρά ή την
άκρη σα μακρόστενες πέτρες –,ο άλλος όμως τα ξετρύπωνε,
καλύτερα απ’ ό,τι ξετρύπωνε ο σκύλος του τους λαγούς. Δεν ήξερε
πώς το έκανε αυτό.
63
τις πλευρές - και στέγη πρέπει να του είχαν φτιάξει, αλλά είχε πέσει
μέσα. Έβγαλαν τις πλάκες τις στέγης και βρήκαν από κάτω τα
κόκκαλα, ανάμεσα σε σπασμένα πήλινα και χάντρες πολύχρωμες, κι
ένα σπαθί παλιό, χάλκινο, φαγωμένο από το χρόνο. Κι όταν κοίταξαν
καλύτερα, ένα χρυσό δαχτυλίδι.
Χρυσό δαχτυλίδι χοντρό, βαρύ, που όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί.
Είχε πάνω ένα δίσκο, χρυσός κι αυτός, μεγάλος σαν δίδραχμο, με
σκαλισμένο ταύρο να πηδάει στον αέρα. Σα να ‘τανε ζωντανός ο
ταύρος, είπε ο γέρος στον Παχιά. Τόσο όμορφο ήτανε!
Κάνει πολλά λεφτά, του είπε ο άλλος. Χαλάλι ο κόπος μας. Αύριο,
για να μην έχεις αμφιβολία θα πάμε μαζί, ξέρω άνθρωπο και θα το
πουλήσουμε.
Εγώ, με τον τρόπο που μου μίλησε, είπε τώρα ο γέρος, ντράπηκα να
του πω πως δεν τον εμπιστεύομαι και τον άφησα να το κρατήσει
αυτός – αλλά, όπως και να ‘χε, ένας από τους δυο έπρεπε να το
κρατήσει, και γιατί εκείνος να μ’ άφηνε να το κρατήσω εγώ αφού το
κρατούσε από την ώρα που το βρήκαμε;
Η νύχτα εκείνη ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής του. Δεν είχε
ξανανιώσει έτσι. Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν ποιο βοσκοτόπι,
πίσω στα μέρη τους, θα χτυπούσε σε δημοπρασία και τι ράτσα
πρόβατα θα αγόραζε, μεταξομάλλικα ή αδρόμαλλα, και δε
μπορούσε να αποφασίσει. Πότε αποφάσιζε το ένα και πότε το άλλο
και, από τη χαρά και την υπερένταση, πήγε ξημέρωμα να τον πάρει
ο ύπνος και κοιμήθηκε τόσο βαθιά που δεν άκουσε τον άλλο όταν
σηκώθηκε κι έφυγε.
64
το μάτι θολωμένο για εκδίκηση, βρήκε δύο χωροφύλακες να τον
περιμένουν.
Σε θέλει ο διοικητής, του είπαν. Τον πήραν και τον πήγαν στο
σταθμό της χωροφυλακής.
Μαθαίνω πως σκάβεις γι’ αρχαία στο γιαλό, του είπε ο διοικητής.
Για να μη σε κλείσω μέσα, μέχρι το βράδυ θα ‘χεις εξαφανιστεί από
‘δω, κι εσύ και τα παιδιά σου!
65
πρόβατα, και μόλις εγώ έφτασα από τ’ ανατολικά, για να με φέρει
εδώ, πέθανε. Και το πήρα, με νοίκι το μισό τυρί, γιατί δεν είχα στον
ήλιο μοίρα, παρ’ όλο που ήξερα πως από πάνω του υπάρχουν οι
χειρότεροι κλέφτες στην Κρήτη. Κι άμα ρθείς πάλι του χρόνου κι
είμαστε καλά, θα ‘χω να σου πω ένα σωρό καινούργιες ιστορίες
όπως οι παλιές, κατέληξε πικρά.
66
Τα κοράκια δεν είναι καθόλου ευγενικά πουλιά, σύμφωνα βέβαια
με την ανθρώπινη έννοια της ευγένειας. Είναι όμως, σύμφωνα με
την ίδια έννοια της ευφυίας, πάρα πολύ έξυπνα. Επειδή τα ράμφη
τους δεν είναι ιδιαίτερα δυνατά, έχουν ανακαλύψει ένα μοναδικό
τρόπο για να σκοτώνουν τα νεογέννητα αρνιά, καθώς συνηθίζουν
να παραμονεύουν πάνω από τα κοπάδια τον καιρό της γέννας.
Μόλις εντοπίσουν από ψηλά κάποια προβατίνα απροστάτευτη με
οδύνες τοκετού(την εντοπίζουν αλάνθαστα, άγνωστο με ποιο
τρόπο), προσγειώνονται γύρω της σε ασφαλή απόσταση και
περιμένουν υπομονετικά. Αν τα παρατηρήσεις εκείνη την ώρα,
μοιάζουν εντελώς αδιάφορα, να τσιμπολογάνε σπόρους ή να
απολαμβάνουν τη λιακάδα. Ακόμα κι όταν το αρνί τελικά γεννηθεί
και πέσει στο έδαφος(τα πρόβατα γεννάνε όρθια)συνεχίζουν
περιμένουν μέχρι να σταθεί στα πόδια του – αφού αν έχει γεννηθεί
νεκρό το γεύμα είναι έτοιμο και δεν υπάρχει λόγος να κάνουν τον
κόπο. Εφόσον το νεογέννητο σταθεί τελικά στα πόδια του και
βεβαιωθούν ότι ζει, τότε το πλησιάζουν δύο, τα μεγαλύτερα · ένα
από μπροστά και ένα από πίσω, όσο ακόμα η μητέρα του είναι
ζαλισμένη από τη γέννα. Εκείνο που βρίσκεται πίσω το τσιμπάει
στην ουρά, ώστε να πονέσει(η πρώτη, και η μονιμότερη μάλλον,
ένδειξη της ζωής είναι ο πόνος), να φωνάξει και ν’ ανοίξει το στόμα
του. Μόλις ανοίξει το στόμα του, το άλλο βρίσκει την ευκαιρία να
χώσει το ράμφος βαθιά και να του κόψει τη γλώσσα. Χωρίς γλώσσα,
δε μπορεί πια να καλέσει τη μητέρα του. Τότε, του βγάζουν με την
ησυχία τους και τα δύο μάτια(εξ’ ου και η ρήση: κόρακας κοράκου
μάτι βγάζει;). Όταν του βγάλουν τα μάτια πεθαίνει, η μητέρα του
θεωρεί πως γέννησε νεκρό(όπως πράγματι γέννησε με λίγες στιγμές
ζωής)και το εγκαταλείπει. Πολλές φορές, ακόμα και τότε τα ράμφη
τους δεν καταφέρνουν να τρυπήσουν το δέρμα και αρκούνται μόνο
στη γλώσσα, τα μάτια και τον εγκέφαλο που ρουφούν από τις άδειες
κόχες. Αν θα μπορούσαν όμως, θα σκότωναν όλα τα νεογέννητα του
κόσμου, εκτός τα δικά τους, για τόσο μικρό όφελος. Θα ήταν
καλύτερα ο Θεός να τους είχε δώσει δυνατότερα ράμφη, ώστε να
τα σκοτώνουν γρηγορότερα.
67
Υπάρχουν και άλλες, ελαφρά διαφορετικές, περιγραφές του τρόπου
που τα κοράκια σκοτώνουν τα νεογέννητα – γιατί κανένας ασφαλώς
στο βουνό δεν είχε την υπομονή να παρακολουθήσει από την αρχή
μέχρι τέλους χωρίς να παρέμβει και να τα διώξει. Η συγκεκριμένη
έχει συναχθεί από πολλές αποσπασματικές παρατηρήσεις της
στιγμής που έφτασε ο κάθε μάρτυρας.
68
Το μεγαλύτερο χωριό στα δυτικά ήταν το Γερασήμι. Κτισμένο σε
πλαγιά, λίγο πάνω από τη δυτική ρίζα του βουνού. Σε σχέση με τον
πληθυσμό του, καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση από ένα
συνηθισμένο χωριό, επειδή ήταν κτισμένο σε διακριτές μεταξύ τους
συνοικίες. Κάθε συνοικία (κάθε «ντουκιάνι»), αντιπροσώπευε ένα
μεγάλο σόι, εκτός κάποιες που συγκέντρωναν δύο ή τρία μικρότερα.
Έλεγαν κάποιοι, πως τον καιρό του Παχιά στο βουνό είχαν περίεργα
ήθη, εκείνοι όμως στο παλιό Γερασήμι είχαν ξεπεράσει κάθε όριο.
Ενώ ήταν έξυπνοι και λογικοί – γι’ αυτό και πλούτισαν - από την
άλλη ήταν μονοκόμματοι και ξιπασμένοι. Κι ενώ ήταν φιλικοί και
καλοδέχονταν τους ξένους, από την άλλη γίνονταν αιμοβόροι και
μισούσαν όποιον διαφωνούσε μαζί τους. Πίστευαν πως είχαν πάντα
δίκιο και πως οι διαφωνίες έχουν όρια. Τα όριά τους ήταν μεγάλα,
αλλά όποιος τα ξεπερνούσε τον σκότωναν ανελέητα. Δεν ήταν
69
θρήσκοι, είχαν όμως ιερές λέξεις κι αν κάποιος τις πρόσβαλε
πάθαινε ό,τι πάθαινε - αργότερα που ήρθαν οι Τούρκοι - όποιος
πρόσβαλε τον Προφήτη. Το χειρότερο απ’ όλα, ήταν πως είχαν
χωρίσει το βουνό, με μια γραμμή, σε καλούς και κακούς και οι καλοί
ήταν πάντα εκείνοι.
Κι ενώ είχαν τόση σιγουριά, δεν ήταν σίγουροι για τον εαυτό τους.
Από τη μια έλεγαν πως είχαν σώσει το βουνό, από την άλλη πως
είχαν καταστρέψει το βουνό. Κι ενώ έλεγαν ότι καλύτερα να μην
υπήρχαν, από την άλλη ζούσαν με την αγωνία ότι θα
καταστρέφονταν κι αυτοί μαζί με το βουνό και σκότωναν όσους
έκοβαν ξύλα. Και πίστευαν πραγματικά πως αγωνίζονταν για το
βουνό, ενώ την πραγματικότητα παλεύαν για τα τομάρια τους. Ήταν
υποκριτές – όχι μόνο σ’ αυτό, αλλά σε όλα: έντυναν το συμφέρον
τους με ωραία ρούχα. Είχαν και κάτι άλλο παράξενο: Ενώ και την
εποχή του Παχιά όλοι αποζητούσαν τον πλούτο και τη δύναμη και
λάτρευαν τον εαυτό τους, στο βάθος όμως ντρέπονταν γι’ αυτό κι
αυτό κάπως τους συγκρατούσε. Εκείνοι δε ντρέπονταν καθόλου,
αντίθετα, έλεγαν πως αυτό είναι το μόνο σωστό κι αυτό τους έκανε
χειρότερους.
Το ίδια έκαναν και μεταξύ τους: Όλοι τα ήθελαν όλα κι όποιος είχε
τα περισσότερα ταμπουρωνόταν για να τα κρατήσει. Πιθάρια τα
λάδια, τα σιτάρια, τα ξύλα των ασφεντάμων, σάπιζαν στα κατώγια
των πλούσιων και οι φτωχοί τους, που δεν ήταν φτωχοί, άρχισαν να
μοιάζουν με τους δικούς μας. Και μισούσαν οι πλούσιοι τους
φτωχούς και τους περιφρονούσαν όσο και τους αλλόδοξους, κι από
την άλλη, οι φτωχοί θαύμαζαν τους πλούσιους. Κι άλλο παράξενο:
Πλούσιοι και φτωχοί μισούσαν τους εαυτούς τους κι έλεγαν πως
όλοι τελικά είναι καθάρματα. Και κάμποσοι πλούσιοι έπεφταν μέσα
στα πιθάρια με το λάδι και πνίγονταν – ή φτωχοί μέσα στα πηγάδια
του κάμπου.
70
Οι «κουρσάροι» δεν ήταν κουρσάροι · ήταν στρατός κυνηγημένος
από εχθρούς που διόρθωνε τα καράβια του και θα ξανάφευγε,
όμως, εκείνοι ήταν σίγουροι πως ήταν κουρσάροι, επειδή είχαν όψη
κουρσάρων – αν και κανένας τους δεν είχε δει ποτέ κουρσάρο. Οι
ξένοι ζήτησαν να τους μιλήσουν, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν να
μιλήσουν με κουρσάρους και τους επιτέθηκαν. Ο στρατός των ξένων
– ακόμα και ηττημένος – τους νίκησε και τους σκότωσε όλους.
Ύστερα, ανέβηκε στο χωριό, το έκαψε και σκλάβωσε τα
γυναικόπαιδα. Με τις πέτρες εκείνου του χωριού χτίστηκε το
Γερασήμι. Μπορούσες ακόμα να δεις τα πελέκια του, ολόισια, στους
τοίχους(τέτοια πελέκια δεν υπήρχαν πουθενά αλλού), ή κάποια
καψαλισμένα μεσοδόκια στους οντάδες μερικών σπιτιών. Δεν είχε
όμως μείνει κανένας απ’ αυτούς κι όλοι οι Γερασημιώτες ήταν
άνθρωποι του βουνού. Ούτε που τους θυμούνταν – πέρα από
λίγους γέροντες, που διηγούνταν βαριεστημένα την ιστορία τους, τα
μεσημέρια στα καφενεία του χωριού, όπως την είχαν ακούσει από
τους παλαιότερους.
71
αρνήθηκε να του τη δώσει), ενώ οι εχθροί του πως είχε εκείνη
κλέψει τον Καμπέρη. Δεν υπήρχε τίποτα σημαντικό, στο σόι, στο
Γερασήμι ή σε ολόκληρο το βουνό, που να το ήξερε ο Καμπέρης και
να μην το ήξερε η Καμπέραινα. Ήταν μια γυναίκα μικρόσωμη, ακόμα
αρκετά όμορφη(αν και πάντα μαυροντυμένη), σφιγγοπρόσωπη, με
στρογγυλά έξυπνα μαύρα μάτια. Αυτά, οι φίλοι τα παρομοίαζαν με
γερακίνας, οι εχθροί πάλι, με νυφίτσας.
Κάθισε στο τραπέζι και του ξέφυγε ένας υπόκωφος, όμως καθαρός
αναστεναγμός.
72
Είχαν ανάψει λέει ένα κλαδί για να βλέπουν και τους είδε καθαρά,
κι αυτούς και τα ζώα. Δέκα πρόβατα με δύο κουδούνια. Σίγουρα τα
πρόβατα του Κατσή. Ο Σαϊτογιώργης κι ο Φαζός. Αυτοί δεν τον
είδαν. Έριξαν τα πρόβατα στον τάφκο κι έφυγαν. Πέταξαν μέσα και
το καμένο κλαδί.
Τα πρόβατα του Κατσή, του πρώτου ξαδέλφου του άντρα της, που
είχαν εξαφανιστεί πέντε μέρες τώρα, τα είχαν κλέψει ο
73
Σαϊτογιώργης και ο Φαζός, οι δύο πιο στενοί άνθρωποι του Βρούχο.
Τι οι πιο στενοί; Τα δυο του χέρια καλύτερα! Και δεν τα είχαν κλέψει
για να τα βγάλουν χρήματα, αλλά μόνο και μόνο για τα ρίξουν σ’ ένα
τάφκο και να μη βρεθούν ποτέ, κι έτσι να μάθει όλο το βουνό πως ο
Καμπέρης δεν είναι ικανός να προστατεύσει ούτε τον πρώτο του
ξάδελφο. Αν αυτό δεν ήταν κήρυξη πολέμου, τότε τι ήταν; Κι ο
άντρας της δεν ήθελε να το δει, αλλά έλεγε πως ο διάβολος
ξεσήκωσε τότε τις αίγες του Σταύρο κι έπεσε πάνω τους(άρα δηλαδή
θα προτιμούσε να μην το μάθει ποτέ και να γελούν πίσω από την
πλάτη του) και πήγαινε τώρα να μιλήσει στον Κατσή, να του πει τι;
Αν έφταιγε σε κάτι; Κι αν έφταιγε σε κάτι ο Κατσής, σήμαινε τίποτα;
Ακόμη κι αν είχαν χίλιες φόρες δίκιο ο Σαϊτογιώργης με τον Φαζό για
να εκδικηθούν τον Κατσή, αυτό δεν είχε καμία σημασία. Σημασία
είχε ότι τόλμησαν να χτυπήσουν τον πρώτο ξάδελφο του Καμπέρη.
Δηλαδή αν έφταιγε ο Κατσής, ο άντρας της θα τους συγχωρούσε κι
όλα θα γίνονταν πάλι μέλι-γάλα; Δεν είχε καταλάβει πως στο βουνό
ένα μόνο πράγμα μετρά: η δύναμη, και πως το «δίκιο» υπάρχει
μόνο για να σκεπάζει την αδυναμία; Γι’ αυτό το λόγο τον
παντρεύτηκε τότε, κόντρα στη θέληση του πατέρα της; Όχι! Τον
παντρεύτηκε επειδή ήταν πρώτος στο Γερασήμι κι όσο εκείνη ζούσε
δε θα τον άφηνε ποτέ να γίνει δεύτερος!
74
χεριού, γνώριζαν τι πραγματικά κουφόβραζε κάτω από τα πόδια
τους και η ζωή συνεχιζόταν κανονικά, ακόμα και στο ίδιο το
Γερασήμι. Είχαν βέβαια όλοι θορυβηθεί όταν ακούστηκε πως
χάθηκαν ξαφνικά δέκα ολόκληρα πρόβατα του πρώτου ξαδέρφου
του Καμπέρη, αλλά (ό,τι κι αν ισχυρίστηκαν ορισμένοι αργότερα)
κανένας δεν είχε προβλέψει μια τέτοια εξέλιξη. Αρκετοί μάλιστα
πίστεψαν ότι εκείνα τα πρόβατα δεν είχαν καν κλαπεί, αλλά είχαν
απλώς ξεμακρύνει από το κοπάδι τους και σύντομα θα βρίσκονταν
σε κάποια απόμερη κορυφή. Άλλοι, πιο καχύποπτοι, υποψιάστηκαν
ότι κανένα πρόβατο του Κατσή ούτε καν είχε ξεμακρύνει από το
κοπάδι του, και πως όλη η υπόθεση ήταν κατασκευασμένη από τον
Καμπέρη για να εξυπηρετήσει τους δικούς του σκοτεινούς σκοπούς.
Ίσως να ψάχνει αφορμή να εκδικηθεί πάλι κάποιον, σκέφτηκαν.
Κανένας τότε στην αρχή, ούτε ο πιο ευφάνταστος, δε μπορούσε να
φανταστεί(όσο κι αν το σόι του Βρούχο ολοένα δυνάμωνε)πως
υπήρχε άνθρωπος στο Γερασήμι, στ’ άλλα χωριά του βουνού ή στον
κάμπο, τόσο άφοβος και ικανός ώστε να ρίξει ζώα του πρώτου
ξαδέρφου του Καμπέρη σε τάφκο.
75
οτιδήποτε δεν ήθελαν να δουν ποτέ οι άλλοι. Ό,τι έπεφτε μέσα σε
τάφκο εξαφανιζόταν για πάντα από προσώπου γης, σα να περνούσε
τις πύλες του Άδη.
Λίγα χρόνια πριν, στο χωριό του Παχιά, είχε συμβεί ένα πολύ
άσχημο περιστατικό. Κάποιος βοσκός είχε γλιστρήσει κι είχε πέσει
σ’ ένα τάφκο λίγο πιο πέρα από το μιτάτο του. Ανέβηκε τότε όλο το
χωριό μόλις μαθεύτηκε. Η μάνα του και οι αδερφές του στάθηκαν
ανήμπορες μπροστά στα χείλη του τάφκου κι έκλαιγαν. Ένας φίλος
του προθυμοποιήθηκε να δεθεί. Τον έδεσαν οι χωριανοί και τον
κατέβασαν. Όταν όμως τους έδεσε αυτός τον νεκρό και τον
τράβηξαν, από τα κλάματα και τις φωνές, από τα μοιρολόγια της
μάνας, από την παραζάλη και την αναστάτωση που
προκλήθηκε(κανένας δεν ξέρει πώς), τον σήκωσαν αμέσως και τον
76
κατέβασαν στο χωριό για να τον θάψουν και ξέχασαν τελείως τον
ζωντανό μέσα στον τάφκο. Μόνο όταν έφτασαν πια στο χωριό το
θυμήθηκε κάποιος κι έτρεξαν γρήγορα πίσω, αλλά, μέχρι τότε είχαν
περάσει πολλές ώρες. Εκείνος, από το φόβο μέσα στα έγκατα της
γης, από τον ιδρώτα της αγωνίας ότι τον είχαν εγκαταλείψει και
στέγνωσε πάνω του, από την υγρασία και ποιος ξέρει ποιο
μολυσμένο αέρα, βγήκε έξω με πυρετό. Και δεν τον άφησε εκείνος
ο πυρετός για δέκα μέρες μέχρι που τον σκότωσε. Πρόλαβε μόνο να
πει, πως είδε στον πάτο του τάφκου σωρούς τα κόκκαλα ανθρώπων
και ζώων.
77
Ο Καμπέρης με την Καμπέραινα, έλεγαν, είχαν κοιμηθεί μόνο έξι
φορές τα χρόνια του γάμου τους στο ίδιο κρεβάτι και είχαν
αποκτήσει έξι παιδιά – τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Όμως, μόνο τ’
αγόρια επιβιώσαν. Η Καμπέραινα έπνιξε κατά λάθος στη μασχάλη
της και τα τρία κοριτσάκια, λίγων ημερών μωρά, καθώς
αποκοιμήθηκε την ώρα που τα θήλαζε. Αυτό είχε συμβεί και σ’
άλλες γυναίκες στο βουνό, σε καμία όμως τόσες πολλές φορές και
είχε κοστίσει πολύ στην Καμπέραινα(έκλαψε κάθε φόρα πικρά). Για
να συγχωρεθεί, φορούσε πάντα από τότε σφιχτό μαύρο τσεμπέρι,
σα να ‘τανε χήρα, κι έχτισε το εκκλησάκι της Αγίας Ειρήνης, λίγο
πάνω από το Γερασήμι.
78
Ο Αντρέας ο Παχιάς δεν είχε ασφαλώς ιδέα, όπως όλοι τότε, για το
τι κουφόβραζε στο Γερασήμι. Αυτός, μετά το μιτάτο του Ξέρακα,
έπρεπε να συνεχίσει το αρώτημα κι είχε πάλι μπροστά του δύο
δρόμους: ή θα πήγαινε ίσια στο Γερασήμι, όπως του είχε πει ο
γέρος, ή θ’ ανέβαινε ψηλότερα και θα περνούσε πρώτα από τα
οροπέδια, που συνόρευαν σε κάποιο σημείο με το Γερασήμι, αλλά
οι άνθρωποι εκεί δεν ήταν το ίδιο τρομεροί και κανένας θα τους
υποψιαζόταν για μια τόσο μεγάλη ζωοκλοπή. Να κλέψουν βέβαια,
μπορούσαν αναμφίβολα κι αυτοί, αλλά τόσα πολλά ζώα, μάλλον
όχι.
Όπως και να είχε πάντως, άφησε πίσω του το μιτάτο του Ξέρακα
και το κυπαρισσόδασος και ανηφόρισε για τα οροπέδια,
ακολουθώντας το βόρειο μονοπάτι. Από εκείνη την πλευρά τα
κυπαρίσσια αραίωναν γρήγορα και ψηλότερα εξαφανίζονταν
εντελώς. Φύτρωναν τώρα παντού «αλουτσές» · μικροί κοκκινωποί
θάμνοι με καρπό που παχαίνει τις αίγες και τις πέρδικες. Ύστερα
από σχεδόν μία ώρα δύσκολο ανήφορο σ’ εκείνο το μέρος έφτασε
μπροστά στη «Σκάλα του Χαρκιά» · το μόνο πέρασμα από τα βόρεια
που οδηγούσε στα οροπέδια χωρίς μεγάλη παράκαμψη(αφού δεν
79
υπήρχε στο βουνό πέρασμα χωρίς άλλη παράκαμψη). Το όνομα του
μέρους δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Το έλεγαν «Σκάλα» γιατί σε
ανέβαζε ξαφνικά πολύ ψηλότερα, σα να ανέβαινες όροφο. Ήταν όλο
πέτρα, στεγνή και βαθιά δίοδος αρχαίου νερού, και σε μερικά
σημεία ήταν τόσο στενό που το είχαν φαρδύνει με καλέμια για να
μπορούν να περνάνε φορτωμένα γαϊδούρια. Όταν έμπαινες μέσα
δεν έβλεπες παρά μόνο τις δυο του πλευρές και τον ουρανό. Έκοβε
όλους τους ανέμους εκτός το νοτιά και, τέτοιες ζεστές μέρες, οι
πέτρες του έβραζαν κι ανέδυαν μια πυκνή βαριά οσμή, όπως
περίπου της ανθισμένης σπαραγγιάς. Το ανέβαινε πολύ καψωμένος
και ανυπομονούσε να τελειώσει και να φτάσει πάνω.
80
ανοίξει παρτίδες με ζωοκλέφτες. Κι αν έμενε ακριβώς πάνω στο
πέρασμα κι όχι πιο πέρα, το έκανε για να τους δείχνει πως έχει
συνέχεια το νου του και ν’ αφήνουν ήσυχο το κοπάδι του, κι από την
άλλη, επειδή ένιωθε καλύτερα όταν βρισκόταν μέσα στη ροή των
γεγονότων και ήξερε τι συμβαίνει κάθε νύχτα στο βουνό, παρά όταν
καθόταν άβουλος στο μιτάτο του, όπως οι άλλοι, περιμένοντας να
του κλέψουν τα ζώα (θα τον ερέθιζε ασφαλώς κι εκείνη η αίσθηση
του βουβού παρατηρητή, που ξέρει τι έχει συμβεί αλλά δε μπορεί
να μιλήσει και παρακολουθεί την υπόθεση όπως ο θεατής στο
θέατρο). Αν κέρδιζε και κάποιο τσάμπα ζώο, τόσο το καλύτερο.
Απ’ ό,τι πάντως ήξερε ο Παχιάς, συνέχιζε να το κάνει και δεν άλλαζε
τακτική(δε θα ‘χε άλλωστε και κανένα νόημα, αφού το μόνο που δεν
έσβηνε ποτέ στο βουνό, εκτός τα οικογενειακά, ήταν το άσχημο
όνομα). Και όπως συνέχιζε να το κάνει – παρ’ όλο βέβαια που
δύσκολα μιλούσε – λόγω της υποχρέωσης που είχε στον πατέρα
του, θα μπορούσε ίσως κάτι να μάθει απ’ αυτόν. Ούτως ή άλλως,
από τη στιγμή που περνούσε από εκεί για αρώτημα, έπρεπε να
περάσει και από το μιτάτο του(γιατί δεν περίμενε ότι θα τον
έβρισκε, τέτοια ώρα, πάνω στο πέρασμα).
81
μέτρα δεξιά, στο γώνιασμα ενός βράχου, ήταν του «Καούνη η
κοιμηθιά», όπως την έλεγαν. Ένα πρόχειρο κατάλυμα με πέτρες
που είχε φτιάξει ο Καούνης για τις πιο κρύες νύχτες στο πέρασμα.
Όπως το περίμενε, ήταν έρημο. Όταν όμως πλησίασε, είδε μπροστά
σκαψίματα ασβού, φρέσκα, κι αυτό του φάνηκε πολύ παράξενο. Οι
ασβοί σκάβουν μόνο την νύχτα και δε θα μπορούσε να πλησιάσει
ασβός αν ο Καούνης έμενε τις νύχτες στη Σκάλα.
82
Ο πιο δικός του εκεί ήταν ο «Μαρκογιάννης», γιος του Μάρκου.
Αυτόν τον είχε βαφτίσει ο ίδιος ο Παχιαδογιώργης – που στα νιάτα
του, όταν ανεβοκατέβαινε το βουνό κλέβοντας ζώα, είχε μια
ιδιαίτερη σχέση με τα οροπέδια - και τον είχε βγάλει Γιάννη για χάρη
του αδερφού του που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Ο νονός είχε το
δικαίωμα να επιλέξει το όνομα του παιδιού και όλα τ’ αγόρια που
είχε βαφτίσει ο Παχιαδογιώργης μετά που σκοτώθηκε ο αδερφός
του τα είχε βγάλει, γι’ αυτόν, Γιάννη. Έτσι λοιπόν ο Παχιάς με το
Μαρκογιάννη λέγονταν τώρα «συναδερφοί».
83
τα αφεντικά - άρα αυτοί οι πέντε αντιπροσώπευαν πολλούς άλλους,
όσον αφορά την υπόθεσή του.
84
αυτών των φαινομενικά άσχετων συζητήσεων: Όποιος είχε χάσει τα
ζώα, να ζυγίζει τα πρόσωπα και τις αντιδράσεις των άλλων για να
καταλάβει ποιος του έλεγε ψέματα και ποιος αλήθεια, και οι άλλοι
να προσπαθούν να εκτιμήσουν ποιος μπορεί να έχει κλέψει αυτά
τα ζώα κι αν είναι δικός τους άνθρωπος(αν δεν ήταν οι ίδιοι) και,
κυρίως, αν ο ιδιοκτήτης τους άξιζε τον κόπο να ασχοληθούν σοβαρά
και να προσπαθήσουν να τον βοηθήσουν. Στη συγκεκριμένη
περίπτωση όμως, ούτε ο Παχιάς πίστευε πραγματικά ότι κάποιοι
από εκεί ήταν οι ένοχοι, ούτε κι εκείνοι πίστευαν καθόλου ότι
κάποιος δικός τους είχε κλέψει τόσα ζώα, κι έτσι η συζήτηση έγινε
χωρίς μάλλον τη συνηθισμένη καχυποψία:
85
Ο Τσεμπέσης ο Κώστας, από το μετόχι, ξαναείπε ο Καραδάκης.
Αυτός που του ‘χανε κλέψει όλα τα ζώα, και τώρα γύριζε στον
κάμπο; ρώτησε αυτόματα.
Τον ήξερα, είπε. Δεν είπε όμως ότι τον είχε δει πρώτη φορά το πρωί,
γιατί δεν ήξερε από τι πράγμα πέθανε.
Θα πρέπει να είχε πεθάνει λίγη ώρα μετά που τον είδε στην αυλή
του Κόρακα και του έριξε το δολοφονικό βλέμμα, σκέφτηκε αυτός.
Μόνο η κακία μένει στο τέλος, είπε τότε ο ένας από τους δύο που
ήξερε εξ όψεως και του τον είχαν συστήσει εκεί σαν «Πατόνικο». Η
κακία και τίποτε άλλο.
86
βέβαια είναι αλήθεια αυτά, για τους παράδεισους και την κόλαση,
γιατί αλλιώς: τσάμπα η καλογερική, η πείνα και η αγαμία.
Γιατί; Λες να τρώει κρυφά αρνί και να βουτάει τις γυναίκες που
μαζεύουν έρωντα(δίκταμο); έκανε ο Μαρκογιάννης χαμογελώντας
με νόημα.
Ο Παχιάς δεν ήθελε ν’ ακούει καθόλου γι’ αυτόν τον καλόγερο, που
του θύμιζε τη δύσκολη στιγμή με το τουφέκι και τον Μπουρεξή, και
δε συμμετείχε στη συζήτηση – ελπίζοντας να τελειώσουν γρήγορα
με αυτό το θέμα, μην τυχόν και του συμβεί πάλι κάτι παράξενο.
Όμως εκείνοι συνέχιζαν.
Καλά, μην το λες αυτό, του είπε από δίπλα ο αδερφός του – που δεν
είχε μιλήσει μέχρι τότε. Τους Αγίους πρέπει να τους σέβεσαι. Ένα
σωρό πράματα είναι τυχερά, δεν το βλέπεις;
87
Μετά από αυτό, ο Μαρκογιάννης μάλλον κατάλαβε ότι το
παράκανε προκαλώντας δυνάμεις άγνωστες – που δεν ήταν βέβαιο
αν υπήρχαν ή δεν υπήρχαν και στο κάτω κάτω μπορεί να του
χρειάζονταν στο βουνό – και δεν το συνέχισε.
Μιλήσαν μετά, όπως τους είχε φέρει η συζήτηση, για την τύχη. Κι
επειδή από την αρχή διαφώνησαν, θυμήθηκαν, όπως ήταν
αναμενόμενο, την ιστορία του «Βρούχο» από το Γερασήμι.
Ο Βρούχος, είπε ο Πατόνικος, δεν υπάρχει μόνο από τύχη δική του
και ατυχία δικιά μας;
88
Πάντως ο Βρούχος, συνέχισε ο Καραδάκης, πώς πέρασε τότε τη
σφαίρα κάτω από τ’ αυτί του Κώσταρου; Υπήρχε μεγαλύτερη τύχη;
Αυτή η υπόθεση τον έκανε «Βρούχο».
Να, εγώ πιστεύω, δεν ξέρω πως να το πω… είναι τ’ ανάραχο του
Βρούχο, η ψυχή του. Όχι η ψυχή που ξέρουμε εμείς – που σου λέει
τι πρέπει να κάνεις – αλλά μια άλλη, από πίσω, που δουλεύει μόνη
της χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Αυτή τον έκανε τότε να πέσει στο
σωστό ρεύμα και να βγει από τη θάλασσα, αυτή είδε τη σφαίρα του
Γκρα πώς ερχόταν όταν του ρίξανε στη Σκίστρα και τον έκανε να
στρίψει κι αυτή κρατούσε το χέρι του όταν έριξε στον Κώσταρο.
Αλλά επειδή τέτοια ψυχή δε μπορεί να μετρηθεί, κι ούτε μπορείς
να την αποκτήσεις με κανένα τρόπο(ή την έχεις ή δεν την έχεις), γι’
αυτό τη λένε «τύχη».
Α, η ψυχή που λέω εγώ, απάντησε αυτός, δεν έχει ηλικία. Ή την
έχεις ή δεν την έχεις. Και να σου πω και κάτι; Άλλες φορές μπορεί
να την έχεις κι άλλες να μην την έχεις. Είναι όμως, μέσα από τον
άνθρωπο.
Και πώς: ο ένας την έχει κι άλλος δεν την έχει, τον ρώτησε τότε ο
Καραδάκης. Ποιος του τη δίνει;
Δεν ξέρω, είπε αυτός. Όμως σκεφτείτε το. Εγώ κάποτε είχα ένα
πρόβατο στο χειμαδιό και συνέχεια μου ξέφευγε κι έτρωγε τα
σπαρτά. Όλο το χειμώνα έτρεχα δεξιά κι αριστερά να το μαζέψω.
89
Καμιά φορά το καταριόμουνα να ψοφήσει, αλλά δεν το ‘λεγα
σοβαρά, γιατί ‘τανε καλό πρόβατο και δε με σύμφερε να ψοφήσει
όσο κι αν με κούραζε. Μια μέρα όμως, πήγα να πετάξω μια πέτρα σ’
ένα κοράκι δίπλα στο κοπάδι και, δεν ξέρω πώς, θάμπωσε ο κόσμος,
μου γλίστρησε (σας έχει φύγει ποτέ πέτρα προς τα πίσω;) και πήγε
και βρήκε εκείνο ακριβώς το πρόβατο, ανάμεσα σ’ εκατό άλλα, στο
κεφάλι και το σκότωσε. Και κάθισα ύστερα και το ‘κλαιγα. Πώς να
μου το βγάλεις τώρα από το νου, ότι εκείνη η ψυχή που σας λέω
δεν το μισούσε κι οδήγησε το χέρι μου; Αν προσπαθούσα με την
άλλη, την κανονική, επίτηδες να το πετύχω, ακόμη θα πετούσα
πέτρες, όμως εκείνη που σας λέω, έχει φαίνεται μάτια και στην
πλάτη. Δε γινόταν αλλιώς να πάει η πέτρα εκεί που πήγε. Ήθελα
μάλλον βαθιά να ψοφήσει. Κάτι τέτοιο έκανε κι ο Βρούχος. Ήθελε
να ζήσει και να γίνει «Βρούχος». Αλλά δε φτάνει μόνο να νομίζεις
ότι το θες, πρέπει να το θες πραγματικά, βαθιά, κι αυτό δεν το
κάνεις κουμάντο · και δε φταις και καθόλου που δεν το κάνεις
κουμάντο. Δηλαδή, δεν είναι πως δεν υπάρχει, όπως λένε, το «δε
μπορώ» αλλά το «δε θέλω» · είναι πως υπάρχει μόνο το «δε
μπορώ», γιατί δε μπορείς να θες κάτι με το ζόρι.
90
εμφανίζονταν κίνδυνοι απ’ όπου δεν τους περίμενε κανείς όταν
συζητιούνταν δημόσια.
Μίλησαν καλύτερα για τον καιρό και για το πώς πήγαιναν του
καθενός τα ζώα – που ήταν πράγματα κοινότοπα και δεν
ενοχλούσαν κανένα.
91
Τέσσερα σπίτια με τις αυλές τους χώριζαν το σπίτι του Καμπέρη από
το σπίτι του ξαδέρφου του, του Κατσή. Το σοκάκι στη μέση ήταν
καλντερίμι. Εκείνο το απόγευμα ο Καμπέρης το κατηφόριζε αργά,
συλλογισμένος, έχοντας το κεφαλομάντιλο κατεβασμένο ως τα
φρύδια. Όταν ο Καμπέρης περπατούσε στο Γερασήμι με τέτοιο
ύφος(ή και άλλο), η εικόνα του γινόταν τόσο έντονη που τα μικρά
παιδιά την αποτύπωναν για όλη τους τη ζωή στη μνήμη σαν
φωτογραφία.
92
Δεν είχε σκοπό να μπει μέσα και να μάθει για την υγεία του. Του
φώναξε από την αυλή να βγει έξω. Η γυναίκα του πρόβαλε μια
στιγμή στην πόρτα και της έκανε νόημα να τους αφήσει ήσυχους.
Λέγε τι έχεις με τον Σαϊτογιώργη και τον Φαζό, συνέχισε αυτός. Άντε
γρήγορα!
Σ’ ορκίζομαι Καμπέρη! Δεν έχω κάνει τίποτα ούτε στον ένα ούτε
στον άλλο! απάντησε. Το χρώμα του είχε γίνει ασβέστης.
Καταλάβαινε ότι κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε κι ότι μάλλον δε θα
ξανάβλεπε τα ζώα του. Ο Καμπέρης τον κοίταξε καλά-καλά: Αλήθεια
λέει, σκέφτηκε. Πρέπει όμως να έχει κάτι. Συνέχισε να τον κοιτάζει
για λίγα δευτερόλεπτα - και κάθε φορά ο Κατσής έμοιαζε πιο μικρός
στα παιδιά που παρατηρούσαν από απόσταση.
Δική μου δουλειά, του απάντησε ξερά. Εσύ κάνε ό,τι σου λέω.
93
Αλήθεια λέει, σκεφτόταν στο δρόμο. Δεν τους έχει κάνει τίποτα για
να τον εκδικηθούν. Το έκαναν καθαρά για να με προκαλέσουν. Τους
έστειλε ο Βρούχος. Δε θα ‘καναν βήμα αν δεν τους το ‘λεγε ο
Βρούχος. Όμως και πάλι αρνιόταν να το δεχτεί: Είμαι ο Καμπέρης! Ο
βασιλιάς του βουνού! φώναζε κάποιος μέσα του. Ποιος έχει ψυχή
να με προκαλέσει;
94
Αν δεν τους έβλεπε ο Σταύρος…, σκέφτηκε αυτός τώρα. Ποιος
διάολος τον ξύπνησε και τον έκανε ν’ ανέβει μέχρι τον τάφκο; Αν δεν
τους έβλεπε, και βρισκόμουν τώρα στο σκοτάδι, χίλιες φορές
καλύτερα. Θα έχανα πάλι, αλλά έχω να δώσω.
Τον Βρούχο, στην κυριολεξία τον είχε βγάλει η θάλασσα - γι’ αυτό
και τη βλαστημούσε αυτός τώρα. Ο Σαϊτομανώλης, ο θετός πατέρας
του, τον είχε βρει σ’ ένα ακρογιάλι. Ούτε πάλι ο ίδιος, ένας βοσκός
του.
95
όμως, καλού κακού, το σήκωσε από τα πόδια ανάποδα και το τίναξε
μερικές φορές, όπως κάνουν στα πνιγμένα αρνιά. Την τρίτη φορά
που το τίναξε, έκλαψε.
Το πήρε και το ανέβασε στο κονάκι. Άναψαν φωτιά και του έδωσαν
λίγο κατσικίσιο γάλα. Ύστερα το έχωσαν μέσα σ’ ένα γαμπά για να
ζεσταθεί. Μέχρι το μεσημέρι είχε συνέλθει εντελώς κι είχε πιει μισό
καυκί γάλα. Δεν έμοιαζε κρητικό και λίγες λέξεις που έλεγε δεν τις
καταλάβαιναν. Ο Σαϊτομανώλης δεν είχε ιδέα τι να το έκανε.
Αλλά δεν έλεγαν τον Βρούχο τυχερό μόνο επειδή γλίτωσε τότε από
το ναυάγιο. Όταν ήταν πάνω-κάτω είκοσι χρονών, σε μια ζωοκλοπή
στα βόρεια που πήγε στραβά, τον πυροβόλησαν με τουφέκι Γκρα. Η
σφαίρα τότε τρύπησε το πουκάμισό του και από τις δύο μεριές και
96
πέρασε χωρίς να τον αγγίξει (είχαν δει πολλοί εκείνο το πουκάμισο,
αλλά κανένας δε μπόρεσε να εξηγήσει τέτοια πορεία σφαίρας).
Μιαν άλλη φορά πάλι, λίγα χρόνια μετά – πριν ο Καμπέρης
κυριαρχήσει στο Γερασήμι – το σόι του Σαϊτομανώλη συγκρούστηκε
μ’ ένα άλλο, δυνατότερο, κι ο Βρούχος, σ’ ένα καβγά, πυροβόλησε
τον σημαντικότερο απ’ αυτούς, τον «Κώσταρο» (σίγουρα για να τον
σκοτώσει), όμως η σφαίρα αστόχησε και μόλις που του έξυσε το
λοβό του αυτιού. Όλοι συμφωνούσαν ότι εκείνη τη φορά ο Βρούχος
στάθηκε πραγματικά τυχερός, κι όχι στο καράβι ή στο Γκρα(αφού
στο κάτω κάτω όλοι θα πεθάνουμε). Γιατί αν σκότωνε τότε τον
Κώσταρο(όπως ανόητα πήγε να κάνει)θα ξεκινούσε τέτοιο
οικογενειακό, που ο Σαϊτομανώλης, αν γλίτωνε, θα βλαστημούσε
την ώρα και τη στιγμή που τον έφερνε στο Γερασήμι, ενώ όμως, με
αυτό τον τρόπο και τη σφαίρα δίπλα στο κεφάλι του, ο Κώσταρος
τρόμαξε τόσο με την αποφασιστικότητα του Βρούχο, ώστε
αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και το σόι του Σαϊτομανώλη βγήκε
κερδισμένο από τη σύγκρουση(ενώ μάλιστα δεν είχε και δίκιο). Από
τότε οι Σαΐτηδες άρχισαν ν’ ανεβαίνουν στο Γερασήμι κι από τότε ο
Σαϊτομανώλης τον αγάπησε περισσότερο.
«Βρούχο» τον είπαν, επειδή εκείνες τις πρώτες μέρες στο χειμαδιό,
μόλις άρχισε να βγαίνει έξω από το κονάκι και να βλέπει κάτω τη
θάλασσα, ξαφνικά έτρεμε κι έβγαζε έναν ήχο: «Βρουου… Βρουου!»
κοιτάζοντάς τους έντονα(θέλοντας μάλλον να δείξει τον ήχο του
καραβιού που βυθίζεται, ή της τρικυμίας, αφού δεν ήξερε λέξη στη
γλώσσα μας). Ο Σαϊτομανώλης τον είχε βαφτίσει Μανώλη- το όνομά
του. Κι ήθελε κιόλας να τον παντρέψει με μια κόρη του, αλλά δε
μπορούσε γιατί τον είχε δηλώσει, αργότερα στην απογραφή του
Αρμοστή, σαν γιο του.
97
Πίσω στα οροπέδια, ο Παχιάς θα περνούσε τη νύχτα στο μιτάτο του
Μαρκογιάννη. Του έστρωσαν μια καινούργια στρωματσάδα με
ρείκια σε μια πέτρινη κοιμηθιά δίπλα στο μιτάτο και του έδωσαν κι
ένα γαμπά για να σκεπαστεί(δε χρειαζόταν καθόλου, η νύχτα ήταν
ζεστή σα μεσημέρι). Όλοι στο μιτάτο θα κοιμούνταν έξω εκείνη τη
νύχτα και του άφησαν φιλόξενα την πιο παράμερη κοιμηθιά για να
έχει την ησυχία του.
Αυτός ο Πατόνικος, σκεφτόταν, δεν τον ήξερα, ίσως κάπου τον έχω
ξαναδεί, περίεργος. Να πει κάνεις πως είναι σοφός; Μπα… δεν του
φαίνεται κάτι τέτοιο. Ύστερα, οι άλλοι δε φάνηκε να τον σέβονται
και τόσο. Μάλλον γι’ αστείος μοιάζει. Όμως, αυτά που έλεγε ίσως
να μην είναι και τόσο αστεία. Από παιδί κι από τρελό, λένε,
μαθαίνεις την αλήθεια. Καλά του το είπε ο Μαρκογιάννης: ποιο το
νόημα ν’ ανακατεύεις πράγματα μπερδεμένα που δε μπορείς να τα
κάνεις κουμάντο; Μόνο για να τα ξέρεις; Κι αν τα ξέρεις, σε τι
μπορούν να σε βοηθήσουν; Όσο βέβαια περισσότερα ξέρεις, λένε
πάλι, τόσο καλύτερος άνθρωπος γίνεσαι · πάντως αυτοί, ό,τι και να
τους έλεγε ο Πατόνικος σε λίγο θα το ξεχνούσαν, επειδή το είπε ο
Πατόνικος. Αν τους το ‘λεγε κάποιος σαν τον Βρούχο ή τον Καμπέρη,
98
τότε μόνο θα το ‘παιρναν σοβαρά και δε θα το ξεχνούσαν ποτέ στη
ζωή τους. Στο βουνό δεν έχει σημασία τι λέει κάποιος, αλλά ποιος
είναι αυτός που το λέει - το μόνο σίγουρο. Ίσως να σκέφτονται όταν
μιλάει ένας σπουδαίος, πως αυτά που λέει τον έκαναν σπουδαίο,
άρα είναι σωστά και χρήσιμα για να τους κάνουν κι εκείνους
σπουδαίους, όμως: Σπουδαίο σε κάνουν οι πράξεις, έλεγε πάντα ο
Παχιαδογιώργης.
Τον Βρούχο αυτός, τον ήξερε. Του τον είχε γνωρίσει ο πατέρας του
και τον είχε συναντήσει μετά μόνος, δυο-τρεις φορές στα χωριά
τυχαία, κι ο Βρούχος πάντα τον θυμόταν και τον χαιρετούσε
εγκάρδια. Να ξέρεις, του είχε πει τότε ο Παχιαδογιώργης: αυτός μου
έχει μεγάλη υποχρέωση και δεν πρόκειται ποτέ να μας κλέψει ζώα
ούτε ν’ αφήσει άλλον, όχι μόνο όσο ζω εγώ, αλλά τριάντα γενιές να
περάσουνε! Έτσι τώρα, όση ώρα αυτοί μιλούσαν για τον Βρούχο κι
έβλεπε πόσο τον φοβούνταν, εκείνος ένιωθε απρόσβλητος κι
άκουγε χωρίς ανησυχία. Ήταν μία από τις στιγμές εκείνες που
ένιωθε ευτυχισμένος επειδή είχε πατέρα τον Παχιαδογιώργη(γιατί
πότε ένιωθε ευτυχισμένος και πότε δυστυχισμένος γι’ αυτό).
99
και δε θα ‘βαζε κανείς ούτε μια πέτρα πάνω σ’ άλλη. Αυτό που
πρέπει να κάνουμε, είναι όσο ζούμε να προσπαθούμε να κάνουμε
το βουνό καλύτερο για να ζήσουμε καλύτερα κι εμείς και οι άλλοι.
Τώρα μιλώ σαν το δάσκαλο τον Αγησίλαο, κατάλαβε. Κάτι τέτοια
μας έλεγε κι αυτός στο σχολείο. Γιατί όμως να νοιαστεί ο ένας για
τον άλλο; Δε μας έλεγε. Το πολύ-πολύ από εγωϊσμό, λέω εγώ, να
νοιαστεί κανείς για τα παιδιά του – ή, από αγάπη. Υπάρχει όμως
αγάπη; αναρωτήθηκε μετά: Υπάρχει, απάντησε, κοιτώντας μέσα
του.
Κι αυτός είχε κλέψει ζώα, όχι μία αλλά αρκετές φόρες, και δεν είχε
δικαίωμα τώρα να κατακρίνει, αλλά, σκέφτηκε μετά: Αν είναι έτσι
και κανένας ένοχος δεν έχει δικαίωμα να κατακρίνει, τότε δεν έχει
κανένας δικαίωμα, γιατί όλοι είναι κάπου ένοχοι και θα μείνουν όλα
ακατάκριτα. Ύστερα, σ’ αυτό το βουνό βρέθηκε - δεν το διάλεξε.
100
περήφανοι ζωοκλέφτες. Πώς θα μπορούσε να σταθεί ανάμεσά τους
αλλιώς; Δε θα τον υπολόγιζε κανείς - γι’ αυτόν τον ίδιο, όχι για τον
πατέρα του. Απ’ όταν θυμόταν τον εαυτό του άκουγε στα μιτάτα
ιστορίες για ζωοκλοπές, ακόμα κι από τους πιο σεβαστούς
ανθρώπους. Η μόνη διαφορά που είχαν εκείνοι οι πιο σεβαστοί από
τους άλλους, ήταν πως εκείνοι αφηγούνταν τις ιστορίες τους με
τρόπο που να τονίζει διαρκώς ότι ακολουθούσαν όλους τους
κανόνες(γιατί η ζωοκλοπή είχε κανόνες)κι ότι πάντα συμπλήρωναν
στο τέλος πως αυτά δεν είναι πράγματα σωστά και πρέπει κάποτε
να σταματήσουν. Όμως, πίσω από τα λόγια τους, ήδη από τότε,
ένιωθε καθαρά κι ας ήταν παιδί, πως στο βουνό ένα πράγμα μετρά
κι ένα πράγμα θαυμάζεται: η δύναμη. Και πως η ζωοκλοπή είναι
δύναμη.
Κι εκείνος, είχε φτάσει δεκάξι χρονών και μετρούσε τις μέρες, και
δεν είχε κλέψει ακόμα ούτε ένα ζώο. Δεν είχε ακόμα
«ξεπαρθενευτεί» όπως το έλεγαν οι ζωοκλέφτες. Και ο
Παχιαδογιώργης, δεν έλεγε βέβαια κάτι, όμως περίμενε.
Ο Σπυρίδος για καιρό δεν ήθελε να τον πάρει μαζί του. Ποτέ δεν
κατάλαβε αν αυτό το έκανε επειδή θεωρούσε στο βάθος τη
ζωοκλοπή κακό, ή επειδή δεν ήθελε να έχει μαζί του το γιο του
Παχιαδογιώργη μην τυχόν και του συμβεί κάτι και βρει το μπελά
του. Ήτανε τότε στην ακμή του ο Σπυρίδος κι έκλεβε συνέχεια – είτε
επειδή τον έστελνε ο Παχιαδογιώργης είτε για λογαριασμό του – και
τις περισσότερες μέρες έμεναν οι δυο τους μόνοι στο μιτάτο.
101
έπρεπε να μείνει κάποιος με τα δικά τους ζώα, ότι υπήρχαν δουλειές
στο μιτάτο , ότι έπρεπε να πάει μόνος, κι άλλα τέτοια – όμως εκείνος
στάθηκε ανένδοτος. Στο τέλος ο Σπυρίδος σηκώθηκε, έκανε το
σταυρό του και ξεκίνησαν. Δεν είχε νιώσει μέχρι τότε μεγαλύτερη
χαρά στη ζωή του · με το πρώτο βήμα ένιωσε πως επιτέλους έγινε
άντρας. Με δυσκολία συγκρατιόταν στο δρόμο να μένει πίσω του,
όπως του είπε, και να μην τρέχει σαν κυνηγόσκυλο μπροστά.
Περπάτησαν ώρες και πέρασαν από μέρη που δεν είχε ξαναδεί.
Ακολούθησαν το πλάι του βουνού κι είδαν από κάτω τους χωριά
που πρώτη φορά τα έβλεπε. Ανατολικά το βουνό είναι απότομο και
κατεβαίνει μονομιάς από την κορυφή στη ρίζα. Ο Σπυρίδος όμως
ήξερε καλά τα μονοπάτια και τα μιτάτα, και ήξερε καλά και τους
ανθρώπους - ποιοι ήταν δυνατοί ή αδύναμοι και ποιοι φίλοι του
Παχιαδογιώργη για να προσπερνάνε τα κοπάδια τους.
Κάποια στιγμή, έφτασαν ψηλά πάνω από ένα χωριό σχεδόν στην
ανατολική άκρη του βουνού. Σ’ ένα μέρος άδεντρο, κατηφορικό,
γεμάτο φασκομηλιές και χαμόκλαδα. Δεν έμοιαζε καθόλου με το
δικό τους βουνό. Αυτό τον έκανε να νιώθει πως βρίσκονταν τώρα σε
χώρα εχθρών. Σταμάτησαν σ’ ένα σημείο και κρύφτηκαν μέσα στα
χαμόκλαδα. Ήταν ακόμα μέρα κι ήθελε περίπου δύο ώρες για να
σκοτεινιάσει.
102
Του είχε όμως απαγορέψει να μιλάει. Πέρασε έτσι αρκετή ώρα,
μέχρι που, σε μια στιγμή, ο αέρας έφερε ξαφνικά μακρινό ήχο από
κουδούνια και στο βάθος κάτω τους ξεπρόβαλαν μερικές μικρές
άσπρες στάμπες να ανεβαίνουν. Ήτανε κοπάδι πρόβατα.
Μόνο τότε ένιωσε πως όλο αυτό δεν είναι παιχνίδι, κι άκουσε την
καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Και τα πόδια του κιόλας σφίχτηκαν
κι ήθελε να τρέξει και να εξαφανιστεί. Δεν κουνήθηκε όμως.
Λίγο πιο πέρα υπήρχε ένα «λακκάκι», βαθύ, καθαρό από κλαδιά,
πολύ βολικό για ό,τι το ήθελαν. Όταν επιτέλους σκοτείνιασε τόσο
όσο το μάτι από το χωριό να μη φτάνει και τα πρόβατα είχαν πια
φτάσει σχεδόν μπροστά τους, του εξήγησε το σχέδιο:
103
Εγώ θα πάω από πίσω τους, του είπε. Θα τα φέρω στο λακκάκι. Θα
τα ρίξουμε μέσα και θα πιάσουμε όσα μπορούμε. Εσύ θα πας να
σταθείς εκεί, και του έδειξε πού.
Όταν σηκώθηκε κι είδε δίπλα του τον Σπυρίδο, χωρίς να του δίνει
σημασία, να κατηφορίζει για να κυκλώσει τα πρόβατα που έβοσκαν
αμέριμνα, φοβήθηκε. Πρώτη φορά στη ζωή του φοβήθηκε
πρόβατα. Του φάνηκαν σαν θεριά από τα παραμύθια κι όταν
έφτασε στο σημείο που του είχε πει να σταθεί τα πόδια του έτρεμαν
κι ένιωθε ότι δε θα κατάφερνε να κουνηθεί. Κι όταν κιόλας ο
Σπυρίδος τα πλησίασε τόσο όσο να τον αντιληφθούν, ο ήχος από τα
κουδούνια τους που τινάχτηκαν ξαφνιασμένα του τρύπησε τ’ αυτιά,
και νόμισε πως τώρα θ’ ακούγονταν σ’ όλο το βουνό κι ότι από
παντού θα έπεφταν άνθρωποι κατά πάνω τους. Όμως δε φάνηκε
κανείς. Ήτανε μόνο τρία μικρά κουδουνάκια και δε θ’ ακούγονταν
διακόσια μέτρα μακριά. Ο Σπυρίδος δεν έδωσε καμία σημασία στον
ήχο τους και δε δυσκολεύτηκε και καθόλου να φέρει αυτά τα ήρεμα
ζώα, του χωριού, στο λακκάκι. Όλη η αντίστασή τους εξαντλήθηκε
σ’ εκείνο το φτωχό τίναγμα του κουδουνιού. Μόλις βρέθηκαν όλα
μέσα στο λακκάκι και, όπως ακριβώς το είχε σχεδιάσει ο Σπυρίδος,
βρέθηκαν εκείνοι ο ένας στη μια τους πλευρά κι ο άλλος στην άλλη,
τον είδε να σταμάτα και να ανασκουμπώνεται:
104
το άλλο που ξέφυγε. Ο ένας από μπροστά τα τραβούσε κι άλλος από
πίσω τα έσπρωχνε και ξεκίνησαν ευτυχισμένοι να γυρίσουν πίσω.
105
κρυμμένος(και θα ήθελε ακόμα να πει, με βρισιές, αλλά δεν το
έλεγε, ότι πολύ καλά του φώναζε εκείνος να μείνει πίσω κι ότι τώρα
δε θα υπήρχε κανείς όλη τη μέρα στο μιτάτο τους).
Και μόλις βγήκαν από εκεί, χτύπησε το γόνατό του σε μια μυτερή
πέτρα(έστεκε σα πάσσαλος)κι έμεινε βουβός από τον πόνο, κι
έχασαν κι άλλη ώρα, πολλή, μέχρι να καταφέρει ο Σπυρίδος να τον
κάνει να σηκωθεί και να προχωρήσει.
106
ακουγόταν τίποτα παρά μόνο τα βήματά τους, στα καλά καθούμενα,
από το πουθενά, ξεπετάχτηκε μια άγρια φωνή: «Ποιοι μρε είστε;!».
Όταν σταμάτησε, δεν ήξερε ούτε πόση ώρα έτρεχε ούτε πού
βρισκόταν. Βρέθηκε σ’ ένα μέρος σκοτεινό όπως όλα τ’ άλλα και οι
πυροβολισμοί είχαν σταματήσει. Μόλις του πέρασε η έξαψη από το
τρέξιμο, δε θα πρέπει να είχε δοκιμάσει μεγαλύτερο τρόμο στη ζωή
του. Ήταν σίγουρος πως ο Σπυρίδος σκοτώθηκε – όπως είχε ακούσει
για τόσους και τόσους που είχαν σκοτωθεί στη ζωοκλοπή - και δεν
είχε δύναμη ούτε να κουνηθεί ούτε να του φωνάξει. Δεν έπρεπε
κιόλας να φωνάξει, γιατί θα τον έβρισκαν.
107
προσπαθούσε να μη βάλει τα κλάματα, γιατί του φαινόταν μεγάλη
ντροπή να κλάψει τέτοια ώρα, και, πραγματικά, δεν έκλαψε.
Τον έψαχνε από τότε που χώρισαν μέχρι τότε που απελπίστηκε και
γύρισε στο μιτάτο, περιμένοντας μήπως εμφανιστεί εκεί. Αυτός,
αφού αντάλλαξε μερικούς τυφλούς πυροβολισμούς με τον άλλο και
κατάλαβε ότι δε θα υποχωρούσε, άφησε τα πρόβατα κι έφυγε γιατί
δεν άξιζε να σκοτωθούν γι’ αυτά. Εντωμεταξύ είχε καταλάβει και
108
ποιος ακριβώς ήταν ο άλλος (αφού εκτός το: Ποιοι είστε; κατά τη
διάρκεια των πυροβολισμών άφησε και μερικές βρισιές) κι ότι δε θα
έβρισκε εύκολα άκρη μ’ αυτόν. Ακόμα κι αν δεν είχε μαζί του το γιο
του αφεντικού και την ευθύνη του, το ίδιο θα έκανε.
109
όλους τους σημαντικούς ανθρώπους για την υπόθεση. Το άλλο πρωί
ο Παχιαδογιώργης τον κάλεσε αυτόν, το σύντεκνο, και του έδωσε τα
δύο πρόβατα που ζούσαν για να του τα επιστρέψει, κι έβαλε και τον
Σπυρίδο να υποσχεθεί ότι θα αποζημίωνε με άλλο εκείνο που
έσφαξαν. Και πραγματικά, ο Σπυρίδος το ίδιο καλοκαίρι, όταν
έκλεψε μερικά ζώα από τα βόρεια, από πολύ μακρινό μέρος όπου
δεν υπήρχε περίπτωση να τα ανακαλύψουν, κάλεσε πάλι αυτόν το
σύντεκνο και του έδωσε το καλύτερο για να του το πάει.
Υπήρχε μεγάλος σεβασμός στο βουνό, και ασυλία, για όσους είχαν
ανάπηρα παιδιά – τόσο, που θα περνούσε από το μυαλό κάποιων
δυστυχισμένων ν’ αφήσουν ένα παιδί ανάπηρο για να μεγαλώσουν
τα άλλα. Όσο φοβερός κι αν ήταν ο κλέφτης, μπροστά σ’ αυτό
σταματούσε. Ήταν η απαραίτητη ηθική διάσταση του πράγματος κι
όταν την τηρούσε ένιωθε καλύτερα- ακόμη και ο χειρότερος - κι από
όταν, σε άλλη περίπτωση, ολοκλήρωνε μια επιτυχημένη ζωοκλοπή.
Ο Σπυρίδος μέχρι τότε διηγιόταν με υπερηφάνεια ότι κάποτε που
έκλεψε κατά λάθος τα πρόβατα κάποιου με ανάπηρα παιδιά μόλις
το έμαθε τα επέστρεψε αμέσως, και αποζημίωσε μάλιστα με ένα
άλλο ένα που είχε σφάξει(αν και αυτό ήταν ιδέα του Παχιαδογιώργη
κι όχι δική του). Και πάντα, όταν διηγιόταν ιστορίες για τις
ζωοκλοπές της ζωής του, είτε ξεκινούσε είτε τελείωνε με αυτή, για
να δείξει στον άλλο πόσο σωστός κλέφτης στάθηκε.
110
ηθικό κώδικα. Αυτό το μπέρδεμα με την ηθική, έλεγαν στο βουνό,
του το έχουν δώσει οι θεοί για να τον προστατεύουν, επειδή από
αυτό μπορεί να ξεπεταχτεί και κάποια σωστή ηθική. Διαφορετικά,
συνέχιζαν, θα είχε οπωσδήποτε ξεκληριστεί ήδη από την εποχή που
η Κρήτη δεν ήταν νησί και η θάλασσα ανάβαθη. Δηλαδή, όπως την
υπολόγιζαν, πριν από πολλές χιλιάδες Καθαρούς(παρεμπιπτόντως,
δε θεωρούσαν το πιθανό ξεκλήρισμα του ανθρώπου ιδιαίτερη
καταστροφή).
Από την άλλη όμως, κάθε φορά που ευχόταν και προσπαθούσε να
φανταστεί ένα βουνό χωρίς ζωοκλοπή τρόμαζε. Ένιωθε πως αν κάτι
τέτοιο συνέβαινε, η φήμη τους και οι διασυνδέσεις θα
εξαφανίζονταν κι ότι, οπωσδήποτε, θα εμφανίζονταν άλλες
απειλές, άγνωστες, μπροστά στις οποίες θα βρίσκονταν εντελώς
απροστάτευτοι. Τουλάχιστον τώρα, ήξερε πού πατούσε – όσο κι αν
ένιωθε άβολα με αυτή τη σκέψη.
111
Το πρόβατο εξημερώθηκε, λένε, πολύ παλιά, σ’ ένα βουνό κάπου
στη μέση της Ανατολής. Η αίγα σ’ ένα άλλο, λίγο νοτιότερα. Δεν είναι
γνωστό αν εκείνα τα βουνά έμοιαζαν με το δικό μας, αλλά μάλλον,
για κάθε άνθρωπο κάθε βουνού, οποιοδήποτε άλλο βουνό είναι
μόνο παραποιημένο αντίγραφο του δικού του, οπότε αυτό δεν έχει
ιδιαίτερη σημασία.
112
βουνό δε μπορεί με βεβαιότητα να απαντήσει στο ερώτημα αν ο
βοσκός διαφεντεύει τα πρόβατα ή τα πρόβατα το βοσκό.
113
κατεβάζουν τα ώριμα τυροκομικά στο χωριό και ανεβάζουν
προμήθειες, όπως και να βοήθα όπου αλλού χρειάζεται.
2
Η λέξη «βοσκός, όμως, σε μια κάπως μακρύτερη οπτική,
συμπεριελάμβανε καί τα αφεντικά και, γενικότερα, κάθε άνθρωπο στο
βουνό ή στον κάμπο που ασχολιόταν με τα αιγοπρόβατα.
114
κονόμος παίρνει τις επόμενες τρεις. Ο γκαλονόμος δύο. Ο
στειρονόμος μία και ο μαντρατζής μισή. Αμέσως μετά ο κύκλος
επαναλαμβάνεται. Το ό,τι ο μαντρατζής παίρνει «μισή μέρα γάλα»
σημαίνει πως παίρνει μία ολόκληρη κάθε δεύτερο κύκλο. Επίσης, ο
αφεντικός παίρνει μία επιπλέον μέρα στο τέλος κάθε κύκλου,
επειδή είναι δικά του τα σύνεργα της τυροκομίας – καζάνι, ταράχτης
και καλούπια – καθώς και μία ακόμη για τη χρήση του μιτάτου. Μία
επίσης μέρα κάθε δεύτερο κύκλο πηγαίνει στα τρόφιμα που
αγοράζει ο αφεντικός για τους βοσκούς – αν και στο βουνό το
καλοκαίρι τρέφονται κυριώς με γάλα, τυροκομικά και κρέας από
κλεμμένα ζώα.
115
Από τη στιγμή που τα πρόβατα είναι δικά τους, καθώς και το μιτάτο
και τα σύνεργα της τυροκομίας, οι αφεντικοί έχουν κάθε δικαίωμα
να ορίζουν εκείνοι τους όρους πληρωμής. Όπως και οι βοσκοί έχουν
κάθε δικαίωμα να τους αρνηθούν. Κανένας άλλωστε βοσκός που
κατάφερε να γίνει αφεντικός δεν τους άλλαξε. Στο βουνό, μπορεί να
μην υπάρχει Θεός, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας είναι όμως ιερό.
116
στον ίδιο του τον εαυτό. Είναι, με λίγα λόγια, το νόημα της ζωής –
αφού ούτε στο βουνό ούτε πέρα από το βουνό βρέθηκε ακόμα
κάποιος για να το διατυπώσει με ακρίβεια, ενώ, από την άλλη, ο
άνθρωπος χρειάζεται οπωσδήποτε ένα.
117
Το πρωί, άρμεξαν τα πρόβατα του Μαρκογιάννη, τα πήραν οι βοσκοί
κι έφυγαν κι έμειναν οι δυο τους να τυροκομήσουν το γάλα. Ο
Μαρκογιάννης έκανε ο ίδιος τον κονόμο στο μιτάτο του. Ήταν μια
ζεστή καλοκαιρινή μέρα στα οροπέδια και κάτω τα χωριά θα
καίγονταν σίγουρα από τη ζέστη.
118
Ο Παχιάς συμφώνησε, γιατί και λογικά έμοιαζαν αυτά που του
έλεγε και γιατί, όπως είπαμε, είχε μεγάλη δυσκολία να πάει στο
Γερασήμι και αρπαζόταν από κάθε ευκαιρία να το καθυστερήσει.
Έτσι λοιπόν, τυροκόμησαν το γάλα του Μαρκογιάννη, τακτοποιήσαν
τα τυριά(τα έβαζε σ’ ένα καινούργιο πέτρινο τυρόσπιτο λίγο πιο
πέρα)και το μεσημέρι, όταν γύρισαν οι βοσκοί με τα πρόβατα,
μαγείρεψαν κουκιά κι έφαγαν.
119
στο βουνό, ήταν όμως υπόλογοί σ’ εκείνους για όλα(ακόμα και για
τις κλοπές)και τους είχε μιλήσει ο Μαρκογιάννης. Δεν υπήρχε
κάποιος λόγος να τους προσεγγίσει. Τα αφεντικά, οι αρχηγοί των
σογιών και οι σημαντικοί άνθρωποι αντιπροσώπευαν ο καθένας
πολλούς άλλους. Κάποιοι βέβαια, εμπειρότεροι στη θέση του στο
αρώτημα, μιλούσαν διακριτικά και με τους βοσκούς – επειδή
μερικοί από αυτούς μπορεί να ήταν από καταγωγή κι είχαν ξεπέσει
λόγω συγκυριών, ή πονηροί που διατηρούσαν ξεχωριστή
προσωπικότητα, όμως ο Παχιάς, λόγω του ότι δεν του έκλεβαν
συχνά τα ζώα, δεν είχε ασφαλώς και τη μεγαλύτερη εμπειρία για
να κάνει τέτοιες λεπτές κινήσεις.
120
κλεμμένα ζώα. Αν και ακούγονταν και τέτοια πράγματα(κυρίως για
τους Γερασημιώτες), ο Γκίγκελος σίγουρα ποτέ δε θα το έκανε αυτό.
121
Στην αρχή ο Γκίγκελος δεν ήθελε, γιατί θα του χαλούσε λέει το
βοσκοτόπι, όταν όμως η θεία του πέθανε – και κάτω από την
επιρροή των αδερφάδων του – συνέχισε να διοργανώνει το
πανηγύρι και, σιγά-σιγά, πήρε το θέμα πολύ ζεστά · τόσο που όλο
το χρόνο προετοιμαζόταν γι’ αυτή την ημέρα. Καλούσε όλους τους
συγγενείς και τους φίλους του και μαζεύονταν και όλοι οι γείτονες
στο οροπέδιο, όσοι βέβαια τα πήγαιναν καλά μαζί του. Αλλά ο
Γκίγκελος, όπως δεν είχε οικογένεια και παιδιά και - αν και
τσιγκούνης - ήταν μάλλον καλός άνθρωπος, ασχολιόταν με τη
δουλειά του και μόνο με τη δουλειά του και δεν είχε επεκτατικές
βλέψεις κι έτσι είχε ελάχιστους εχθρούς. Ούτε και τα ζώα του
έκλεβαν συχνά τελευταία, για να ξεκινούν από εκεί άλλα
προβλήματα, καθώς είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στο βουνό με το
πανηγύρι που διοργάνωνε (ήταν το μόνο που διοργάνωνε ιδιώτης)
και οι κλέφτες, όταν είχαν τη δυνατότητα, προτιμούσαν να τον
αφήσουν αυτόν και να πάνε καλύτερα δίπλα, σε κάποιον άλλο που
δεν είχε να προσφέρει και κάτι. Εκείνος όταν το κατάλαβε αυτό,
έδινε ακόμα μεγαλύτερη προσοχή στο πανηγύρι του, και μια φορά
μάλιστα είχε καταφέρει να ανεβάσει το βουλευτή του νομού μαζί
με τον ειρηνοδίκη.
122
Αυτή η αίγα, πριν λίγο έτρεχε στο βουνό και τώρα βρέθηκε
κομματάκια στο καζάνι, σκέφτηκε ο Παχιάς ενώ κοίταζε. Πώς γίνεται
αυτό, εγώ ποτέ δε θα καταλάβω.
123
πόδι του κάτω από το τραπέζι και να βρίζει, από μέσα του, πότε
επιτέλους θα σταματήσει αυτός ο παπάς. Αυτός όμως συνέχιζε
απτόητος, καθαρίζοντας ταυτόχρονα με μια φέτα ψωμί ό,τι είχε
μείνει στο πιάτο από το ανθόγαλο:
Γέροι; Τι γέροι; έκανε αυτός. Δεν έχει γέρους και νέους. Ο Καούνης
γέρος ήτανε; Σαν κατσίκι ανεβοκατέβαινε το βουνό, πώς ήτανε
γέρος;
124
Ακόμα και ο Γκίγκελος έκανε ό,τι του έλεγαν – και αυτός, όπως
ακουγόταν, όχι μόνο εκείνη τη μέρα αλλά όλο το χρόνο.
125
αποδέχονται περισσότερο και από εκείνους που ευνοούνται (αφού
το να προσπαθήσεις ν’ αλλάξεις κάτι μοιάζει πάντα πολύ
μεγαλύτερο φορτίο από το να το δεχτείς με πάθος) ή, τέλος πάντων,
δεν έκαναν τόσο πολύπλοκες σκέψεις και απλά το αποδέχτηκαν:
Αφού ο αδερφός τους δεν παντρεύτηκε, και ήταν μοναχογιός,
έπρεπε να μην παντρευτούν ούτε εκείνες για να τον βοηθούν,
τελεία και παύλα(μπορεί κιόλας να μην ήταν μόνο υποχρέωση αλλά
και αγάπη). Κάποιοι τις επαινούσαν και κάποιοι τις κατηγορούσαν
γι’ αυτό, κι αυτές και το Γκίγκελο - ανάλογα με το αν τους
συμπαθούσαν ή όχι. Πάντως, γενικά στο βουνό, θεωρούνταν
απαράδεκτο και μεγάλη ατυχία το να μην παντρευτεί κάποιος (όπως
και το να μη γεννήσει ζώο), γι’ αυτό και σχολίαζαν έντονα την
περίπτωσή τους.
126
Ο παπάς πάντως, φρόντισε από τώρα, φωνάζοντάς την κοντά του,
να του κρατήσει το πρώτο πιάτο και να του ετοιμάσει άλλο ένα για
την πρεσβυτέρα στο χωριό, και φάνηκε πολύ ευχαριστημένος όταν
τα κανόνισε. Ο Μαρκογιάννης, από δίπλα, δεν έχασε την ευκαιρία
να ψιθυρίσει στον Παχιά ότι και το δεύτερο θα το έτρωγε αυτός και
δε θα το πήγαινε στην παπαδιά. Είχανε μέχρι δέκα οκάδες ρεβίθια
στο νερό για να μουλιάσουν – στο τσίγκινο δοχείο που κανονικά
άρμεγαν τα πρόβατα – και όλη αυτή την ώρα έβλεπαν το μάτι του
να πέφτει πάνω τους, όπως αλλουνού θα έπεφτε πάνω σε ωραία
γυναίκα, και, απ’ όταν σταμάτησε να μιλάει για τις κηδείες, μιλούσε
συνέχεια γι’ αυτό το κοκκινιστό. Τόσο, που μέχρι και ο Παχιάς, με τα
τόσα προβλήματα, αισθάνθηκε τυχερός που βρέθηκε εκεί και θα το
δοκιμάσει.
127
‘ταν καλύτερα ή χειρότερα, όλοι όμως έλεγαν πως είναι άδικο να
μένει μια γυναίκα σαν εκείνη ανύπαντρη.
128
Όταν η αίγα στο καζάνι είχε πάρει την πρώτη βράση, έφτασε ο
Καραδάκης με μερικούς άλλους. Αυτοί, τους χαιρέτησαν όλους,
μπήκαν γρήγορα στο ξωκλήσι ν’ ανάψουν κερί και μόλις βγήκαν έξω
έτρεξαν να καθίσουν μαζί τους. Ο Καραδάκης δε ‘χανε την ευκαιρία
να καθίσει στο τραπέζι με τον αξιόλογο ξένο, κι όχι πάλι με τους
ίδιους. Θα έκανε ασφαλώς πολύ μεγαλύτερη εντύπωση στο
πανηγύρι με αυτό τον τρόπο.
Όλοι ήξεραν την υπόθεση του Παχιά και το πρώτο πράγμα που
ρώτησαν ήταν αν υπήρχε κάποιο νέο. Εκείνος απάντησε τυπικά: όχι,
και κούνησαν συμπονετικά τα κεφάλια. Τον έβλεπαν ήδη σαν
πενθούντα, γιατί κανένας δεν πίστευε ότι θα ξανάβλεπε ποτέ τα
ζώα του (όπως ήταν πάντα, από κάποιο ένστικτο αυτό-παραμυθίας,
εντελώς απαισιόδοξοι για τα ζώα των άλλων και εντελώς αισιόδοξοι
για τα δικά τους). Έτσι, όλη η ομήγυρη βρέθηκε προσωρινά σε
αμηχανία και κανένας δεν έλεγε τίποτα · άναψαν μόνο τσιγάρα και
κοίταζαν βουβοί απέναντι το οροπέδιο.
Από πάνω τους ένα γεράκι έκανε κύκλους και μερικές μέλισσες
πηγαινοέρχονταν βουίζοντας στον ασφένταμο. Το οροπέδιο, πέρα,
απλωνόταν ψαρόχαλκο και γυάλιζε στον ήλιο και τα πρόβατα του
Γκίγκελου ξεκινούσαν για μια πηγή νερού στις παρυφές, στη σειρά
το ένα πίσω από το άλλο, άσπρη γραμμή, με τα κουδούνια τους ν’
ακούγονται ζωηρά και χαρούμενα.
Το γεράκι που έκανε κύκλους πάνω τους και κοίταζε δεν ήταν
συνηθισμένο γεράκι. Ήταν ένα από τα γεράκια εκείνα με μνήμη και
συνείδηση(κάθε χίλια γεράκια, λένε, γεννιέται κι ένα τέτοιο). Πολλά
είχε δει να κάνουν οι άνθρωποι και τα ζώα, και σε πολλά μέρη είχε
πετάξει και ουρανούς - κι είχε δει και πρόβατα να μην είναι
129
χαρούμενα, θυμήθηκε τώρα, όπως κοίταζε εκείνα του Γκίγκελου να
τρέχουν στην πηγή του νερού.
Μια βροχερή μέρα – τον καιρό που τα φτερά του είχαν δυναμώσει
κι έκανε κύκλο όλο το νησί – άραξε στ’ ανοιχτά ένα παράξενο
καράβι. Κατέβασε μια βάρκα κι άφησε στο γιαλό έναν άνθρωπο
άρρωστο. Ο βοσκός των πρόβατων, χωρίς να το σκεφτεί, έτρεξε να
τον βοηθήσει και, σε λίγες μέρες, κόλλησε την αρρώστια και
πέθαναν και οι δύο. Και τα πρόβατα έμειναν τότε απροστάτευτα·
και οι λύκοι άρχισαν να τα τρώνε.
Τα έτρωγαν αλύπητα μέρα και νύχτα - κι όχι όσα τους έφταναν για
να χορτάσουν αλλά όσα μπορούσαν να πιάσουν κάθε φορά. Έτσι
κάνουν πάντα οι λύκοι - γιατί είναι άπληστοι- και γέμισε το νησί
αφάγωτα ψοφίμια. Και τα πρόβατα έκλαιγαν, και μαζεύονταν τις
νύχτες όλα μαζί στα δύσβατα και προσπαθούσαν να
προστατευτούν. Ακόμα και τα γεράκια τα λυπήθηκαν.
130
έκαναν κάτι. Έτσι, ξεκίνησαν, μπήκαν στη γραμμή και στάθηκαν
μπροστά σ’ ένα μεγάλο γκρεμό πάνω απ’ τη θάλασσα.
Από τότε όμως, είχαν περάσει τόσα χρόνια και κανένα περιστέρι
δεν επαναστάτησε, ούτε ακούστηκε πουθενά να ξαναξεσηκωθούν
πρόβατα. Μόνο εκείνα στο νησί ζούσαν ακόμα ευτυχισμένα, κι ήταν
απόλαυση να τα βλέπει κανείς.
131
αφήσει καμιά καινούργια συμφορά. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι που
βλέπω από κάτω, είναι χειρότεροι από λύκους».
132
κάποιο λάθος. Διότι, στην πραγματικότητα, όσο τρόμαξε ο
Καμπέρης με αυτή την υπόθεση, άλλο τόσο τρόμαξε και ο Βρούχος.
Δεν τους βρήκε όμως, ούτε τον ένα ούτε τον άλλον, ούτε στα μιτάτα
τους ούτε κάτω στο Γερασήμι. Κατάλαβε ότι κρύβονταν για να μην
τον συναντήσουν, μέχρι να τον φέρουν προ τετελεσμένων.
Ανώφελο, σκέφτηκε · τον είχαν ήδη φέρει. Η μόνη του άλλη ελπίδα
τώρα ήταν, να μην το μάθαινε ποτέ κανένας άλλος. Να χανόταν κι
αυτό στην ομίχλη του βουνού, όπως τόσα και τόσα, και να συνέχιζαν
τα πράγματα όπως είχαν. Όμως, έλεγε πάντα ο πατέρας του ο
Σαϊτομανώλης: Μυστικό που το ξέρει δεύτερος, μόνο μυστικό δεν
είναι.
133
Και τώρα, τον προκάλεσαν οι δικοί του πρώτοι. Αυτό δεν το
περίμενε, γι’ αυτό κι ένιωθε τόσο μπερδεμένος. Δεν ήξερε τι έπρεπε
να κάνει - δεν είναι εύκολο όταν αναποδογυρίζουν οι ρόλοι. Ήξερε
όμως καλά ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να υποχωρήσει και πως,
ό,τι κι αν συμβεί, ο Σαϊτομανώλης θα ανέβαινε, όπως το
υποσχέθηκε, από τον Άδη για να σταθεί δίπλα του. Έχοντας τότε την
εικόνα του Σαϊτομανώλη δίπλα του, έδωσε μια με το χέρι του κι
έδιωξε την άλλη από μπροστά του, εκείνη με τα «Ρημάδια» που
τρόμαζε όλο το βουνό. Έμεινε μετά στο μιτάτο του και περίμενε.
134
πως δεν έχει ιδέα τι του λένε, και ο άλλος είπε πως το σόι τους έχει
πάρει πολύ αέρα, και πως το δικό τους δεν το αποτελούν γυναίκες
για να τους κλέβουν τα κουδούνια από τα πρόβατα και να μην
απαντούν. Λόγο στο λόγο, βγήκαν τα μαχαίρια.
Και δεν έγινε μόνο αυτό εκείνο τον καιρό στο βουνό · έγιναν κι άλλα
τρομερά. Μόλις ακούστηκε πως άρχισαν να πολεμούν στα δυτικά,
έμοιαζε σα να ‘σπασαν όλοι οι φραγμοί. Παντού, ακόμα και στην
άλλη πλευρά του βουνού, άνθρωποι άσχετοι(πολλοί δεν ήξεραν καν
πού βρίσκονταν τα Ρημάδια),όποιος είχε κάποιο «πρόβλημα»,
ένιωσε πως ήρθε η στιγμή να το λύσει. Ποτέ δεν έγιναν τόσες
ζωοκλοπές, ποτέ δεν έγιναν τόσοι καβγάδες για τα βοσκοτόπια και
τόσα φονικά. Ούτε λογική ούτε μεσίτες λειτουργούσαν. Αμέτρητα
πρόβατα χάθηκαν και μιτάτα άλλαξαν χέρια(εκείνη την εποχή
απέκτησε ο προπάππους του Παχιά το χειμαδιό που είχε τώρα).
Σταμάτησαν μόνο όταν κουράστηκαν κι όλο το βουνό κάπνιζε. Λίγοι
μόνο, σε κάποιες άκρες, έμειναν ανέγγιχτοι.
135
ξαναφούντωσε. Αν και δεν έφτασε ποτέ, ούτε καν κοντά, σε ό,τι είχε
συμβεί τότε στα Ρημάδια, οι ζωοκλέφτες ξανάγιναν απρόσεκτοι, οι
μεσίτες διπρόσωποι και τα πρόβατα του γείτονα ενοχλητικά. Και
φούντωνε όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, γι’ αυτό κι
εκείνη η παλιά ιστορία, με το ρημαγμένο χωριό δίπλα στο Γερασήμι,
είχε ξαναβγεί στην επιφάνεια όταν κουβέντιαζαν τις νύχτες στα
μιτάτα κι ήρθε τώρα πρώτη στο νου του Βρούχο, όταν η ευθύνη
μέσα του τον έκανε ν’ αναλογιστεί όλες τις συνέπειες ενός πολέμου
με τον Καμπέρη.
136
Στο πανηγύρι του Γκίγκελου, έφτασε επιτέλους η ώρα να σηκωθεί
ο παπάς για να ξεκινήσει τη Λειτουργία κι όλοι χάρηκαν, και
περισσότερο ο ίδιος ο παπάς, γιατί αν δεν τελείωνε η Λειτουργία δε
θα σερβιριζόταν τίποτα άλλο παρά μόνο ανθόγαλο. Εντωμεταξύ
είχαν φτάσει και μερικοί ακόμα, παρέες- παρέες από κάθε μιτάτο,
και τα τραπέζια κάτω από τα δέντρα είχαν αρχίζει να γεμίζουν.
137
κλονίζουν αυτές οι αντιλήψεις. Τώρα, το μόνο που έκαναν ήταν να
μην κλέβουν από τα μοναστήρια(είχαν όλα μεγάλα κοπάδια), να
παντρεύονται και να κηδεύονται στις εκκλησίες, ν’ ανάβουν κερί και
να προσκυνούν τις εικόνες και να τάζουν ζώα στους Αγίους όταν
χρειάζονταν κάτι.
138
τον εκδικήθηκε για προηγουμένως – τότε που νόμιζε πως είχε το
θάνατο στο τσεπάκι και τον φοβέριζε.
Γύρισαν τότε όλοι και κοίταξαν την Ευτέρπη, που λίγο πιο πέρα
ανακάτευε το καζάνι και η μυρωδιά του είχε αρχίσει να απλώνεται.
139
ο διοικητής της είχε οπωσδήποτε ένα κύρος. Η παρουσία του θα
αναβάθμιζε σίγουρα το πανηγύρι.
Εκείνη την ιστορία ο Πατόνικος την έλεγε κάθε χρόνο στο πανηγύρι,
την ήξεραν όλοι και είχε καταντήσει κουραστική. Είχε λέει αυτός ο
σύντεκνος του παππού του, στα Βόρεια Βουνά, κάποτε χίλιες αίγες
(τόσες αίγες δεν είχε ακόμα και τότε κανένας, ούτε στο δικό τους
βουνό ούτε πουθενά όσο ξέρανε). Κι ήτανε λέει τόσο ανοιχτοχέρης
- και τόσο μάλλον δεκτικός στις κολακείες - που είχε αφήσει ιστορία
με τα χουβαρνταλίκια του. Ανέβαζε παρέες, είκοσι–τριάντα άτομα
κάθε φορά κι έσφαζε αίγες για να τρώνε και να πίνουν, και κάθε
Λαμπρή χάριζε ίσαμε πενήντα ρίφια στους φίλους του. Και τον
είχανε σα βασιλιά εκεί στα χωριά των Βόρειων Βουνών, κι απ’ όπου
περνούσε του έκαναν υποκλίσεις.
Ένα χειμώνα όμως – μόλις έξι του Δεκέμβρη, βράδυ του Αγίου
Νικολάου, γιατί είχε μείνει στην ιστορία - έριξε τόσο χιόνι στην
Κρήτη, και τόσο πολύ στα Βόρεια Βουνά, που οι αίγες του ψόφησαν
όλες πριν προλάβει να τις κατεβάσει, εκτός από δέκα, και, από τη
μια στιγμή στην άλλη, έμεινε χωρίς τίποτα. Και τότε, όλοι οι φίλοι
του τον ξέχασαν κι όλοι εκείνοι που τους χάριζε ρίφια μόλις τον
έβλεπαν έτρεχαν να κρυφτούν για να μην τους ζητήσει βοήθεια · και
πολύ του κόστισε αυτό το πράγμα.
140
Ήταν όμως φαίνεται τυχερός άνθρωπος και σε λίγα χρόνια
κατάφερε να ξανακάνει εκατό τις αίγες-και πήγαινε και για
παραπάνω – κι ένα πρωί, που τις είχε στη μάντρα και τις άρμεγε,
πέρασαν τυχαία δύο από εκείνους που τραπέζωνε παλιά και τώρα
τον απέφευγαν. Αυτοί κοντοστάθηκαν και, όπως είδαν ότι το
κοπάδι μεγάλωνε πάλι, σκέφτηκαν πως θα ήταν ίσως καλό να
ξαναζεστάνουν τις σχέσεις μαζί του. Έτσι, πλησίασαν και τον
χαιρέτησαν.
Και την έλεγε, με την πρώτη ευκαιρία, κάθε χρόνο στο πανηγύρι ο
Πατόνικος στην παρέα του αυτή την ιστορία – εντελώς άκομψα για
μια τέτοια στιγμή και χωρίς ούτε ο ίδιος να ξέρει τι ήθελε να
υπονοήσει για τον Γκίγκελο και για τους άλλους, ώστε τώρα όλοι
ανακουφίστηκαν που δεν την ξανάρχισε πάλι, άλλα έμεινε μόνο στο
ότι: θα έπρεπε να την ξαναπεί.
141
Ευτέρπη, όταν είδε τον κόσμο, άφησε για λίγο το καζάνι, πετάχτηκε
μέχρι το ξωκλήσι κι έβγαλε έξω την αδερφή της, την Τερψιχόρη(η
Πολυμνία έψελνε)κι ακόμα δύο γυναίκες, συγγενείς τους, για να
σερβίρουν στους καινούργιους ανθόγαλο – και, απ’ ό,τι είδαν,
άρχισαν να βγάζουν και κρασί σε πήλινες κανάτες.
Ο Γκίγκελος είχε πάντα πολύ κρασί, λιάτικο, από δικό του αμπέλι,
κι είχε και όλα αυτά τα χρόνια καταφέρει να μαζέψει δεκάδες
ποτήρια, πήλινα και τσίγκινα με αυτί, μαζί και μπόλικα πήλινα
«κιουπιά» – βαθιά πιάτα – περισσότερα κι απ’ όσα χρειάζονταν. Οι
οικοσκευές ήτανε πάντα πρόβλημα στο βουνό, και δε θα μπορούσε
να διοργανωθεί χωρίς αυτές πανηγύρι. Μόνο τα κουτάλια υπήρχαν
άφθονα, επειδή τα έφτιαχναν από ξύλο ασφεντάμου. Μαχαίρια για
το κρέας είχαν όλοι πάνω τους, κι αν κανείς δεν είχε μπορούσε να
δανειστεί από τους άλλους.
Αφού έτσι γίνεται; του απάντησε αυτός καθώς άναβε ένα τσιγάρο.
Βλέπεις εσύ τίποτα άλλο σ’ αυτό το βουνό;
Εντάξει, του είπε ο διπλανός του, που ο Παχιάς δεν τον ήξερε καλά
και τον έλεγαν Βασίλη, αλλά μιλούσε, όπως του φάνηκε, πολύ
σωστά κάποιες στιγμές. Άλλοι μπορεί να ‘ρχονται εδώ γι’ αυτό που
142
λες εσύ Πατόνικε, άλλοι γι’ αυτό που λες εσύ Καραδάκη, εγώ πάλι
λέω, πως όλοι έρχονται για όλα. Και για να φάνε, και για να
τιμήσουν τον Άγιο και τον Γκίγκελο, και για να δούνε τους φίλους
τους. Πώς τα ξεχωρίζετε εσείς έτσι, δε μπορώ να καταλάβω.
Αυτή κουβέντα που κάνετε δεν είναι, και μας ακούνε κι από δίπλα!
τους είπε τότε θυμωμένα ο Μαρκογιάννης. Τι πράγματα είναι αυτά;
Γιατί έρχεται εδώ ο ένας κι ο άλλος – και γιατί ερχόμαστε εμείς;
Θαρρώ Πατόνικε, μέθυσες πριν αρχίσεις να πίνεις… .
143
Μπα…; είπε ο Μαρκογιάννης, δεν το ήξερα. Τι έχει;
Σάματι ξέρω πώς το λένε («Τάξε κατέχω πώς το λένε» επί λέξη)
απάντησε αυτός. Ο γιατρός όμως στο Κάστρο, είπε πως άμα δεν
πάει στην Αθήνα, να τον ανοίξουνε, θα πεθάνει.
Έτσι είναι, του είπε ο διπλανός του, ο Βασίλης. Όποιος έχει λεφτά
ζει, κι όποιος δεν έχει πεθαίνει. Μια μέρα να του χάριζε ο
Καλοκύρης, θα ζούσε αυτός άλλα σαράντα χρόνια.
144
Θα πεθάνει, του απάντησε ο άλλος · αλλά δε θα πεθάνει όμως από
φτώχεια. Από πολλά πράματα μπορεί να πεθάνει κανείς, αλλά και
κάποια μπορεί να τα εμποδίσει. Άμα δε μπορείς να εμποδίσεις ούτε
αυτά που εμποδίζονται, τότε, άσ’ τα καλύτερα… .
Ήταν όμως το θέμα πολύ δυσάρεστο για μια τέτοια στιγμή και το
άφησαν.
145
Ο ενωμοτάρχης έφτασε, μαζί με το γραμματέα της κοινότητας, δύο
χωροφύλακες και μερικούς άλλους, από τους αστούς του χωριού,
και προξένησε μεγάλη εντύπωση. Ο Γκίγκελος τα άφησε όλα κι
έτρεξε να τους βάλει να καθίσουν. Κάθισαν στο τραπέζι δίπλα στο
δικό τους και τα σερβιρίσματα έφταναν ασταμάτητα. Αρκετοί από
τ’ άλλα τραπέζια σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και πήγαν να τον
καλωσορίσουν, δίνοντάς του το χέρι, από το δικό τους, όμως, ο
Μαρκογιάννης με τον Τζέγκα δεν κουνήθηκαν. Του είπαν μόνο ένα
«Καλώς όρισες» όταν πέρασε από μπροστά τους και τους χαιρέτησε
κουνώντας βλοσυρά το κεφάλι.
146
χρήσιμοι για το κοινωνικό σύνολο. Ύστερα, αν ο φόβος της
ζωοκλοπής εκλείψει από το βουνό, και σταματήσουν να κλέβουν τα
ζώα και να τα σφάζουν, τότε αυτά θα γίνουν τόσα πολλά που θα
φάνε και τις πέτρες, και οι βοσκές δε θα φτάνουν μετά για κανένα
– άσε που όλοι όσοι έχουνε ζώα στα πεδινά και φοβούνται τώρα να
το κάνουν θα τρέξουν τότε να τ’ ανεβάσουν – και, εν γένει, αυτός ο
αξιόλογος τομέας της κτηνοτροφίας που έχετε θα καταστραφεί. Η
κοινωνία, κύριοι, είναι ένας σκληρός αγώνας επιβίωσης και δε
χρειάζονται συναισθηματισμοί. Προτιμώ να καταδιώκω τους
κοινωνικούς ταραξίες κι αυτούς που κάνουνε ζημιές στις
καλλιέργειες, γιατί αυτοί είναι το πραγματικό πρόβλημα, κι όχι να
κυνηγάω, χίμαιρες».
147
χωροφυλακής, ακόμα κι αν αυτός δε συμπεριφερόταν όπως ο
προηγούμενος. Ο Γκίγκελος βέβαια, τον κάλεσε στο πανηγύρι · αλλά
ο Γκίγκελος διοργάνωνε πανηγύρι κι έπρεπε να προσκαλεί
επισήμους και δεν προκαλούσε υποψίες.
Μόνο τότε ο Παχιάς θυμήθηκε το δικό του πιστόλι, που το είχε στη
βούργια και το είχε αφήσει στο μιτάτο του Μαρκογιάννη.
Τουλάχιστον όμως, είχε δέσει καλά τη βούργια.
Το βλέπω.
Και από τη Γερμανία το ξέρω, είπε αυτός, αλλά κι ο Μίνος του Σήφη
έχει ένα.
148
Τέτοια πιστόλια δε βρίσκεις εύκολα. Δεν ήξερες Καραδάκη, τότε
στη Γερμανία, να μας φέρεις μερικά;
149
Το κακό με το ωραίο φαΐ, είπε ο Βασίλης από δίπλα, είναι πως το
τρως και χάνεται. Δε μπορείς να το φυλάξεις κάπου και να το
θαυμάζεις. Το τρως, χορταίνεις, κι αυτό ήτανε · δε μένει τίποτα.
Τίποτα δεν είναι το φαΐ! είπε τότε ο Τζέγκας, που πρώτη φορά
μίλησε κι έτρωγε το δικό του αργά και απαξιωτικά. Δεν είναι ούτε
αντρειά ούτε ικανότητα. Το τρως και το χέζεις!
Όλοι τότε θεώρησαν πως αυτό το είπε για να βάλει τον εαυτό του
πάνω από τους άλλους κι άρχισαν να τρώνε σιγότερα, γιατί ένιωσαν
ότι κινδύνευαν να υποτιμηθούν. Ο Μαρκογιάννης μάλιστα, άφησε
το δικό του πριν το τελειώσει.
Ήταν όμως ο Τζέγκας με τ’ όνομα και κανένας δεν του είπε τίποτα,
γιατί δε θα έβρισκαν εύκολα άκρη μ’ αυτόν.
Μετά από αυτό, κανένας από την παρέα δεν τόλμησε να σηκωθεί
και να ζητήσει δεύτερο πιάτο, όπως έκαναν πολλοί από τα άλλα
τραπέζια - που πήγαιναν και παρακαλούσαν την Ευτέρπη κι αυτή σ’
άλλους έβαζε και σ’ άλλους όχι. Εξάλλου, έφτασαν και τα ψητά
αρνιά, που ήτανε μπόλικα, και είχαν βγάλει και τον υπόλοιπο κριό
και το τραπέζι είχε γεμίσει.
150
πέρασε για μια στιγμή από το τραπέζι τους, τσούγκρισε το ποτήρι
του με όλους και κάθισε σ’ εκείνο του ενωμοτάρχη.
151
φόβο. Αλλά τον διώχνει όση ώρα είναι πιωμένοι · μετά, τι γίνεται;
Φοβούνται πιο πολύ. Εγώ δεν πίνω καθόλου!
Βρε μπελάς που μας βρήκε! Μ’ αυτόν που κάθισε εδώ σήμερα,
επειδή είναι εδώ ο γιος του του Παχιαδογιώργη, σκέφτηκε ο
Πατόνικος. Σε λίγο θα μας πει να σταματήσουμε και να πίνουμε!
Γέμισε γρήγορα μέσα στο μισοσκόταδο το ποτήρι του, για να το έχει
τουλάχιστον γεμάτο σε περίπτωση που τα πράγματα έφταναν ως
εκεί. Ο Μαρκογιάννης, δίπλα, το κατάλαβε και χαμογέλασε πονηρά.
Η λύρα από το πέρα τραπέζι άρχισε τώρα κανονικά και απλώθηκε
σιγή σε όλα τα άλλα. Τουλάχιστον στην αρχή, στο βουνό η μουσική
έκανε πάντα μεγάλη εντύπωση γιατί δεν ακουγόταν κάθε μέρα.
Μόνο αργότερα θα ξεχώριζαν οι μερακλήδες από τους άμουσους,
όσοι δηλαδή τους άγγιζε η μουσική κι όσοι δεν τους άγγιζε.
Τον Παχιά τον άγγιζε η λύρα – αντίθετα με τον Παχιαδογιώργη που
υπερηφανευόταν(επειδή θεωρούσε το μερακλίκι άσχετο με την
ανδρεία)πως δε μπορούσε να ξεχωρίσει τον Καστρινό από το
Χανιώτη, το γρήγορο δηλαδή ρυθμό από τον αργό, εκείνος
τραγουδούσε και χόρευε ωραία κι έμπλεκε συχνά στο χωριό τους σε
γλέντια με λύρα. Έτσι τώρα, μόλις ξεκίνησε, χωρίς καμία
προσπάθεια, το αυτί του του καθηλώθηκε από μόνο του πάνω στον
ήχο της.
Έπαιζε χιματικά και τραγουδούσαν μαντινάδες, και ο λυράρης
ήτανε πολύ τεχνίτης. Οι μαντινάδες δεν έφταναν καθαρά μέχρι
εκεί, αλλά ο μακρύς ήχος της λύρας έφτανε πεντακάθαρος.
Ξεκίνησε μ’ ένα σκοπό που τον άκουγε πρώτη φορά και που του
φάνηκε φανταστικός, και σκέφτηκε αμέσως ότι αυτός ήτανε πολύ
καλύτερος λυράρης από το δικό τους στο χωριό. Ήταν μεγάλη
ευκαιρία να τον ακούσει και, ίσως, να μάθει να σφυρίζει αυτό το
σκοπό για να τον κρατάει στο δικό τους λυράρη όταν θα γύριζε
πίσω. Κατέβασε μονορούφι το ποτήρι του κι έδωσε όλη την προσοχή
του εκεί.
Και η παρέα γύρω από τον λυράρη ήτανε καλή. Τραγουδούσαν
όμορφα, χτυπούσαν ρυθμικά παλαμάκια κι είχαν, κιόλας, πολλή
όρεξη. Μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, γιατί είχε κι αυτός
πολλές φορές βρεθεί στην ίδια θέση.
152
Αυτή είναι ζωή! σκέφτοταν όπως άκουγε. Εκεί μέσα, μέσα στο
γλέντι, δε σκέφτεται κανένας τίποτα. Ούτε κλεμμένα ζώα, ούτε
αρρώστιες, ούτε προβλήματα. Μόνο τη λύρα, το κρασί και ποια
μαντινάδα θα πει στη συνέχεια. Είναι ένας κόσμος που κλείνει έξω
τον άλλο κόσμο – όση λίγη ώρα κι αν κρατάει. Είσαι μέσα σ’ ένα
φωτοστέφανο, σαν αυτό που ζωγραφίζουν στους Αγίους.
Πραγματικά, το μόνο πρόβλημα που είχε εκείνος όταν βρισκόταν
μέσα σ’ ένα γλέντι που έβραζε, ήτανε να θυμηθεί μαντινάδα για να
πει στη σειρά του. Αλλά κι αν δεν θυμόταν, δεν πείραζε, έλεγε την
ίδια! Τέτοια μόνο προβλήματα πρέπει να ‘χει ο άνθρωπος στη ζωή
του, σκέφτηκε τώρα. Αυτά είναι προβλήματα με αξία!
Αν θα μπορούσε, και τους ήξερε αυτούς στην παρέα, θα τους
άφηνε αυτούς που καθόταν τώρα και θα πήγαινε εκεί, να
τραγουδήσει και να χορέψει. Δε μπορούσε όμως, κι έμεινε να
κοιτάζει μόνο προς τη λύρα, σα να προσπαθούσε ν’ ακούσει
καλύτερα, και να πίνει άλλο ένα ποτήρι κρασί - που του το είχε
γεμίσει ο Πατόνικος όταν τον είδε ν’ αδειάζει το πρώτο. Και είχε
ξεχάσει τελείως για τι πράγμα βρισκόταν εκεί, κι εκείνη τη στιγμή
σκεφτόταν μια πολύ ωραία μαντινάδα που είχε φτάσει ξεκάθαρα
(έλεγε: στη μέση του παραθυριού το μάσκουλο μαγκώνει, κι απού
κοιμάται μοναχός δύσκολα ξημερώνει), όταν άκουσε δίπλα του τον
Μαρκογιάννη να απαντά: «Καλώς το Μπουρεξή».
Στράφηκε κι είδε τον Μπουρεξή να στέκεται πάνω απ’ το τραπέζι
τους, να έχει δώσει το χέρι του στον Τζέγκα και να του προτείνει
εκείνου.
«Παχιά ίντα κάνεις;» του είπε. «Και του χρόνου».
Γεια σου Μπουρεξή, του απάντησε σταθερά και του έδωσε το χέρι.
Αν δεν ήταν η στιγμή τέτοια, με τη λύρα να τον έχει ανεβάσει και να
έχει κατεβάσει εκείνα τα ποτήρια το κρασί, μπορεί και να
ξαφνιαζόταν και να τα έχανε · όμως τώρα, του μίλησε απολύτως
φυσικά, σα να επρόκειτο για κάποιο παλιό γνωστό.
Μπορώ να σου πω λίγο; του είπε ο Μπουρεξής.
Τέτοια παραμερίσματα θα συνέβαιναν βέβαια συχνά σε κάποιον
που έψαχνε ζώα(ήταν και περίεργο που δεν είχε συμβεί κάποιο
153
μέχρι τώρα), έτσι κανένας δεν παραξενεύτηκε επειδή σηκώθηκαν
και πήγαν πιο πέρα για να μιλήσουν.
Στάθηκαν στην άκρη του πανηγυριού, προς την πλευρά του
μιτάτου, μακριά από τις φωτιές και τους λύχνους, που έμοιαζαν από
εκεί σαν τρεμουλιαστές πυγολαμπίδες. Μόνο η λύρα ακουγόταν
καθαρά, καθαρότερα μάλιστα από το τραπέζι, και η ησυχία του
βουνού πίσω τους.
Γιατί δε μου ‘πες χθες ότι σου ‘κλεψαν τα ζώα; τον ρώτησε ο
Μπουρεξής.
Δεν πρόλαβα…, έκανε αυτός και χαμογέλασε.
Ναι, εγώ φταίω · βιαζόμουνα. Να ξέρεις όμως, μόλις το έμαθα, σ’
όσους έχω εμπιστοσύνη, σ’ όλους έχω μιλήσει – σα να ‘ναι δικά μου.
Αυτοί εδώ, τι σου λένε;
Από την πρώτη κουβέντα, μιλούσαν κιόλας σαν καλοί φίλοι – ενώ
είχαν γνωριστεί μόλις την προηγούμενη μέρα και τόσο ανορθόδοξα.
Ο τρόπος του όμως και μόνο, και η μορφή του, αγγίζαν τον Παχιά
περίπου όπως η λύρα, χωρίς να ξέρει γιατί. Υπάρχουν άνθρωποι
που νιώθεις άβολα μαζί τους ακόμα και μετά από πενήντα χρόνια,
χωρίς κάποιο λόγο, κι άλλοι που τους εμπιστεύεσαι από την πρώτη
στιγμή – πάλι χωρίς κάποιο λόγο.
Δείχνουν όλοι ενδιαφέρον, του απάντησε. Λένε όμως πως
αποκλείεται να είναι εδώ τόσα ζώα.
Μην τους πολυπιστεύεις. Τα ρίχνουν όλα στους Γερασημιώτες,
αλλά δεν είναι αυτοί πολύ καλύτεροι – όσο κι αν είναι τα πρόβατα
πολλά για τα δόντια τους. Ο Μαρκογιάννης βέβαια, δε θα σε
κοροϊδέψει, γιατί δεν είναι διπρόσωπος και τον έχει βαφτίσει ο
πατέρας σου, αλλά δεν είναι μόνο ο Μαρκογιάννης στα οροπέδια.
Μπορεί να κοροϊδέψουν αυτόν άλλοι.
Και τι λες να κάνω; τον ρώτησε.
Να περιμένεις, να ψάξουμε. Αν εγώ, βέβαια, ήμουν όπως ήμουνα
παλιά, θα σου ‘λεγα τι έχει συμβεί αυτή τη στιγμή · όμως τώρα, έχω
τραβηχτεί στην άκρη κι έχω χάσει τις διασυνδέσεις μου.
154
Αυτό που του είπε, πως έχει χάσει τις διασυνδέσεις του(το «κόζι»
του),έκανε τον Παχιά να τον εμπιστευτεί ακόμα περισσότερο – γιατί
κανένας ποτέ δε θα έλεγε σ’ έναν ξένο που έψαχνε ζώα πως είχε
χάσει το κόζι του. Αντίθετα, όλοι προσπαθούσαν να εμφανιστούν με
περισσότερο κόζι απ’ όσο είχαν στην πραγματικότητα, για να
ανεβάσουν έτσι τον εαυτό τους στα μάτια του και στο σύστημα.
Το μόνο καλό, συνέχισε ο Μπουρεξής, είναι πως τέτοια ζώα
σίγουρα δε θα τα σφάξουν και θα κοιτάξουν να τα πουλήσουν
ζωντανά. Άρα έχουμε καιρό. Κάνουνε πολλά λεφτά και δε θα βρουν
εύκολα αγοραστή. Αύριο το πρωί, ξέρω κάποιον στο χωριό που
αγοράζει, θα κατέβω και θα τον βρω. Δε θα μου πει βέβαια τίποτα,
αλλά όταν δει ότι τα ψάχνω δε θα τ’ αγοράσει. Καπνίζεις; τον
ρώτησε τότε (είχε ανάψει τσιγάρο και δεν τον είχε κεράσει). Όχι, δεν
καπνίζεις.
Πού το ξέρεις;
Ο πατέρας σου, κάπνιζε πολύ.
Εκείνος ξαφνιάστηκε.
Α ναι! συνέχισε ο Μπουρεξής. Και ξέχασε αυτό που σου είπα, για
τον καλόγερο. Ήταν μια βλακεία. Το είπα επειδή βιαζόμουν.
Εντάξει, δεν πειράζει, είπε αυτός.
Εγώ να ξέρεις, συνέχισε, παλιά ασχολιόμουνα με τις κλεψιές, το
αρώτημα και μ’ αυτά, κι ήμουνα λέγανε από τους καλύτερους.
Όμως, με τον καιρό, κατάλαβα πως όσο ανακατεύεσαι γίνεσαι
χειρότερα – δηλαδή, γίνεται η ψυχή σου χειρότερα – και για μένα,
αυτό που έχει σημασία είναι η ηρεμία της ψυχής· γι’ αυτό
αποτραβήχτηκα. Το μιτάτο μου είναι μακριά από τα περάσματα των
κλεφτών, αλλά φυλάγω και τα ζώα μου μέρα και νύχτα – και τώρα
που λείπω μου τα φυλάγουν άλλοι. Είναι δύσκολο, αλλά το προτιμώ
από το ν’ ανακατεύομαι, σ’ αυτά που ξέρεις, για να τα προστατεύω
μ’ αυτό τον τρόπο. Άλλοι βέβαια, η ψυχή τους ηρεμεί μόνο όταν
ανακατεύονται μ’ αυτά και δε νιώθουν παραπεταμένοι κι αδύναμοι,
αλλά πάντως, εγώ αυτό το δρόμο έχω πάρει. Τα μέτρησα και το
βρήκα καλύτερο. Για σένα όμως, θα κάνω ό,τι μπορώ - με ό,τι
γνωριμίες μου έχουνε μείνει.
155
Γι’ αυτό δεν τον ήξερα μέχρι τώρα, σκέφτηκε ο Παχιάς. Κρύβεται
μέσα στο βουνό.
Ναι ‘σαι καλά Μπουρεξή, του είπε. Μένω υπόχρεος.
Δε θέλω υποχρεώσεις! είπε αυτός κεφάτα. Το κάνω από την ψυχή
μου.
Ο Παχιάς κούνησε το κεφάλι, κι ένιωσε λευτερωμένος από εκείνον
τον καλόγερο κι επειδή βρήκε έναν καλό φίλο.
Άντε τώρα, του είπε ο Μπουρεξής, να γυρίσει ο καθένας στο
τραπέζι του, γιατί δεν είναι και καλό να μας βλέπουν να
κουβεντιάζουμε τόση ώρα. Το μιτάτο μου είναι στις Άσπρες Πέτρες,
στη γωνιά του οροπεδίου - ρώτησε και θα σου πουν. Έλα αύριο,
μετά το μεσημέρι.
Τον χτύπησε φιλικά στον ώμο κι έφυγε γρήγορα. Αυτός περίμενε
μισό λεπτό κι έπειτα ξεκίνησε να γυρίσει πίσω συλλογισμένος. Τότε,
ξαφνικά, άκουσε τη λύρα να σταματά.
Κουρδίζουν, σκέφτηκε ανάμεσα στις άλλες σκέψεις χωρίς να δώσει
σημασία.
Αμέσως όμως, ακούστηκαν φωνές, άγριες φωνές και γύρω τους μια
απόκοσμη βουβαμάρα, σαν στιγμιαίο κράτημα αναπνοής. Αυτή η
εικόνα ήτανε πολύ χαρακτηριστική στο βουνό:
«Καβγάς!» κατάλαβε.
Μέχρι να φτάσει στο τραπέζι τους είχανε σηκωθεί όλοι, όλο το
πανηγύρι, κι είχανε γίνει μια μπάλα στο τραπέζι κάτω από την
αχλαδιά. Οι φωνές είχαν ανακατευτεί. Έτρεξε κι αυτός χωρίς να το
σκεφτεί.
Το ‘ξερα εγώ! φώναζε ο Καραδάκης. Τι τη θέλανε φέτος τη λύρα; Ο
Θεός τους τιμώρησε!
Δε μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί – πιθανόν οι
περισσότεροι δε μπορούσαν και στέκονταν ξαφνιασμένοι μέσα στο
πλήθος, προσπαθώντας να διακρίνουν ποιοι είχανε τσακωθεί κι αν
ήταν φίλοι τους ή εχθροί, για να πάρουν θέση ή να φυλάξουν τον
εαυτό τους.
156
Είδε να τραβούν στην άκρη έναν που φώναζε, τέσσερα – πέντε
άτομα, μεταξύ αυτών και ο ενωμοτάρχης, και από την άλλη πλευρά
να τραβούν έναν άλλο άλλοι. Και να βρίζουν αυτοί που τους
τραβούσαν οι άλλοι, χυδαία, και να προσπαθούν να ξεφύγουν - με
τόση ένταση που τινάζονταν εκείνοι που τους κρατούσαν μπρος και
πίσω σαν ελατήρια παλεύοντας να τους συγκρατήσουν.
Και τότε, ένιωσε παράξενα κι είδε τ’ αστέρια στον ουρανό απότομα
να γίνονται γραμμές και να πέφτουν, και μια γυναίκα φώναξε:
«Εσκοτώσα’ ντονε!» – δεν ήξερε ποιον, απορούσε για τι φώναζε –
κι αισθάνθηκε κάτι βαρύ υγρό στο πρόσωπό του. Δε θυμόταν τίποτα
άλλο.
Η πορεία του Αντρέα του Παχιά για την αποκάλυψη της κλοπής των
δώδεκα προβάτων του, που τόση εντύπωση είχε κάνει στο βουνό,
παραλίγο τότε να διακοπεί εντελώς άδοξα, μόλις στην αρχή της
αναζήτησης.
157
Όταν ξύπνησε βρισκόταν ξαπλωμένος μέσα σ’ ένα μιτάτο
(κατάλαβε πως είναι μιτάτο βλέποντας πάνω του την κυκλική
καπνισμένη πέτρινη στέγη). Δίπλα του κάθονταν μερικοί άνθρωποι
συλλογισμένοι κι από την άλλη μεριά άναβε ένα κερί - όπως
ακριβώς ξενυχτούν το τελευταίο βράδυ τους πεθαμένους. Ένιωθε
ένα βάρος στο κεφάλι του και μύριζε ξύδι.
Δεν έχει τίποτα, άκουσε πάλι να λέει η ίδια φωνή με πριν. Αφού
ξύπνησε και μιλάει, δεν έχει τίποτα.
Όταν το άκουσε αυτό πήρε θάρρος και καθάρισε κάπως ο νους του.
Τι....;
158
Ποιος Σπανός…; προσπάθησε να πει αυτός. Δεν καταλάβαινε
τίποτα, πέρα απ’ ότι τον είχε χτυπήσει πέτρα.
Εδώ είσαι κουμπάρε · στο μιτάτο του Γκίγκελου. Έγινε καβγάς και
σε χτύπησε πέτρα που πήγαινε για άλλον.
Ο Σπανός ο κακομοίρης… .
159
Και χάλασε και το πανηγύρι, είπε αυτός.
Ουδείς ποτέ δεν κατάλαβε για ποιο λόγο οι άνθρωποι, όταν δουν
κάποιον που θεωρούν ότι μειονεκτεί ερεθίζονται και αρέσκονται να
τον χλευάζουν – και ειδικά γιατί το κάνουν τα μικρά παιδιά.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, όλοι ήξεραν πως δεν ήθελε να τον λένε
σπανό και πως ήταν καλύτερο να αντισταθείς στον πειρασμό. Είχε
εκδικηθεί, είχε χτυπήσει, είχε κλέψει ζώα από πολλούς που τον
160
είχαν αποκαλέσει έτσι μπροστά του. «Σπανό» τον έλεγαν όλοι πίσω
από την πλάτη του – γιατί, πώς αλλιώς μπορούσαν να τον πουν;
Ακόμα κι όσοι δεν είχαν πρόθεση να τον κοροϊδέψουν, έτσι τον
έλεγαν από συνήθεια. Αλλά κανένας μπροστά του και χωρίς λόγο.
Ο Παχιάς, από την πλευρά του, ήταν ακόμα ζαλισμένος και πονούσε
το κεφάλι του και δεν έδινε πολλή προσοχή σ’ αυτά που του έλεγε.
Αυτό που κυρίως σκεφτόταν και τον έκαιγε ήταν: Τι σημασία είχε
ένα τέτοιο χτύπημα και τι θα έκανε ο πατέρας του στη θέση του; Θα
το εκλάμβανε άραγε σαν κανονική επίθεση στην τιμή του και θα
επιχειρούσε να εκδικηθεί το φταίχτη, ή θα το θεωρούσε ατύχημα
και δε θα έδινε συνέχεια; Γιατί ήξερε περιπτώσεις όπου κάποιοι
εκδικήθηκαν ατυχήματα με τον ίδιο τρόπο που θα το έκαναν και
διαφορετικά κι άλλες που συγχωρέθηκαν, και δεν ήξερε ποιο ήταν
το σωστό στη δική του. Κι ένιωθε πολύ άσχημα, γιατί δεν ήθελε
καθόλου να τσακωθεί με κάποιον που δεν ήξερε και δεν είχαν καμία
άλλη διαφορά(δεν ήθελε στο βάθος να τσακωθεί με κανένα - δεν
του άρεσαν οι καβγάδες)κι από την άλλη, φοβόταν ότι η
πραγματικότητα, δηλαδή η κοινωνία έξω, θα τον ανάγκαζε να το
κάνει.
161
δεν επρόκειτο για συνηθισμένο περιστατικό. Αν κάποιος χτυπούσε
κάποιον άλλο επίτηδες, δε θα υπήρχε καμία διχογνωμία για τι
έπρεπε να κάνει ο χτυπημένος: Έπρεπε με κάθε τρόπο να εκδικηθεί.
Αλλά τώρα, όπως είχε συμβεί αυτό, μπλέκονταν τα πράγματα. Ο
Σπανός δεν είχε σίγουρα λόγο να χτυπήσει το γιο του
Παχιαδογιώργη - ήταν αμφίβολο αν καν τον ήξερε. Αυτό τους
μπέρδευε.
Επίτηδες την έριξε την πέτρα στο σωρό! έλεγε όμως ο Καραδάκης.
Αφού ξέρει καλά πως όλοι τον λέμε σπανό. Ήθελε να μας σκοτώσει
όλους!
162
Ο Μπουρεξής καθόταν στην άκρη και δε συμμετείχε. Ήξερε πως ο
Μαρκογιάννης ήταν υποχρεωμένος να μιλάει έτσι, επειδή το να
χτυπήσουν κάποιον που φιλοξενούσε ήταν προσβολή για τον ίδιο.
Ήξερε όμως, επίσης, πως ο Σπανός είχε συγγενείς σημαντικούς που
τον στήριζαν(γι’ αυτό και κατάφερνε να στέκεται έτσι στο βουνό
παρά το πρόβλημά του)και περίμενε ότι εκείνοι θα έστελναν
γρήγορα κάποιον να μεσολαβήσει και να μαλακώσει ο
Μαρκογιάννης.
163
Καλύτερα είμαι, είπε αυτός.
Για να δω… .
Ήθελε τώρα να του μιλήσει για τα σημαντικά και σκέφτηκε για μια
στιγμή να ζητήσει από την Ευτέρπη να βγει έξω, όμως, η Ευτέρπη
ήτανε σοβαρή γυναίκα κι ό,τι κι αν άκουγε δε θα το έλεγε
παραπέρα, έτσι, δε μπήκε σε αυτή τη διαδικασία.
Ο Μαρκογιάννης όμως;
Ναι, κατάλαβα… .
Από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να χαθούν όλα, σκεφτόταν στο
δρόμο. Και πόσο άδικα! Ούτε ο Αντρέας ήξερε τον Σπανό, ούτε ο
164
Σπανός τον Αντρέα. Θα ήταν το χειρότερο τέλος και για τους δύο. Ο
Σπανός, που έχει τόσους και τόσους εδώ να τον κοροϊδεύουν πίσω
από την πλάτη του και τους αξίζει να τους σκοτώσει, θα
καταστρεφόταν σκοτώνοντας έναν ξένο που δεν του έφταιγε
καθόλου, και ο Αντρέας ο Παχιάς θα χανόταν τσάμπα, για αλλονών
φταίξιμο. Πόσοι όμως και πόσοι άνθρωποι δε χάθηκαν έτσι… για
αλλονών φταίξιμο. Οι περισσότεροι έτσι πήγανε. Πού να ψάχνεις το
δίκιο και τ’ άδικο σ’ ένα τέτοιο βουνό… .
Και στο πανηγύρι φέτος δεν είχε σκοπό να πάει. Πήγε μόνο και μόνο
για να συναντήσει τον Παχιά, επειδή του είχε κάνει μεγάλη
εντύπωση με αυτό που έπαθε όταν τον είδε πάνω στο μονοπάτι. Δεν
περίμενε ποτέ ο γιος του Παχιαδογιώργη να φοβάται τα τουφέκια.
165
Από τα οροπέδια μέχρι το χωριό τους ήταν τρεις ώρες ο κατήφορος
για κάποιον νεότερο και κάπου τέσσερις για κάποιον στην ηλικία
του Μπουρεξή. Όταν έφτασε είχε πια ξημερώσει για τα καλά και οι
άνθρωποι είχαν βγει στα χωράφια.
166
φαρδιά κόκκινη ζώνη στη γκυλόττα. Κούτσαινε από το αριστερό
πόδι, είχε πέσει κάποτε στο βουνό(άλλοι έλεγαν πως τον είχαν
πυροβολήσει σε ζωοκλοπή), κι από τότε έμεινε στο χωριό γιατί δε
μπορούσε ν’ ανεβαίνει κι έκανε αυτή τη δουλειά - και πλούτισε.
Στον τέταρτο πόλεμο λέει, στη Μικρά Ασία, όταν έσπασε το μέτωπο
και βρέθηκε το τάγμα του στην ακτή κυκλωμένο από τσέτες, για να
μην παραδοθεί πήδησε στη θάλασσα - χωρίς να ξέρει κολύμπι – και
τον μάζεψε ένα δελφίνι και τον έβγαλε στη Χίο. Ο Μπουρεξής
γελούσε κάθε φορά που το άκουγε αυτό, και σκεφτόταν γιατί ένα
τόσο ευγενικό ζώο όπως το δελφίνι να διάλεγε να σώσει τον
Βροντοχούσο από ένα ολόκληρο τάγμα στρατού, ήταν όμως γεγονός
πως μόνος αυτός από ολόκληρο το τάγμα του βρέθηκε τότε στη Χίο.
Όλοι οι υπόλοιποι αιχμαλωτίστηκαν και λίγοι τελικά γύρισαν πίσω.
Για να κατέβεις εσύ από το βουνό Μπουρεξή, τέτοια ώρα, του είπε,
κάτι συμβαίνει.
167
πουλήθηκαν προχθές στον κάμπο, πέντε πρόβατα σαν αυτά που
ψάχνεις; του είπε και τον κοίταξε με απόλυτη σοβαρότητα: Σαράντα
εφτά δραχμές το ένα. Και ξέρεις πόσα έχω γράψει σε καφέδες αυτή
τη βδομάδα στο τεφτέρι(έδινε και βερεσέ καφέδες); Εξήντα έξι
δραχμές. Δηλαδή εκατόν τριάντα καφέδες. Δεν υπάρχουνε λεφτά
στο χωριό… .
Έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκε, γι’ αυτό ήρθα. Για να δει ότι τα ψάχνω
και να μην τ’ αγοράσει. Κι αν δεν τα ‘χει αγοράσει μέχρι τώρα δε θα
το κάνει. Είναι δειλός και ψεύτης. Θα πει στους κλέφτες τις ίδιες
δικαιολογίες που είπε και σε μένα, ότι δεν υπάρχουνε λεφτά, ότι δε
μπορεί να τα πουλήσει και τέτοια, και θα τους καταφέρει. Είναι
ειδικός σ’ αυτά.
Και ποιος τα πήρε, αυτά τα πρόβατα που είπες στον κάμπο; τον
ρώτησε πριν φύγει.
168
Δε φαντάστηκε ασφαλώς κάτι τέτοιο. Ήθελε όμως να μην τον
αφήσει να ξεχάσει έτσι εύκολα το θέμα.
Καλά, του είπε. Έχε το πάντως υπόψη σου, μήπως και πάρεις τίποτα
χαμπάρι.
Ναι, οπωσδήποτε, είπε αυτός και σηκώθηκε αργά πάνω για να τον
ξεπροβοδίσει, πιάνοντας το κουτσό του πόδι μ’ ένα μορφασμό σα
να είχε μουδιάσει.
Δεν ήμουνα μπροστά, του είπε. Δεν είχε καμία διάθεση να του
διηγηθεί την ιστορία.
Ο Παυλής λέει, τον είπε σπανό πάνω στη λύρα. Ξέρω γιατί το έκανε.
Ο Σπανός, Μπουρεξή, είναι πρόβλημα. Για τους άλλους και για τον
εαυτό του, συνέχισε να λέει. Δε θα ‘πρεπε να κλέβει ζώα. Είναι
αλλιώς να σου κλέβει τα ζώα ένας κανονικός κι αλλιώς ένας σπανός.
Στο τέλος θα τον σκοτώσουν, θα δεις!
Και γιατί να μην το κάνει; του απάντησε. Όλοι δεν το κάνουν; Για
μένα, δεν έχει καμιά διαφορά αν είναι ή δεν είναι σπανός.
Για σένα · για τους άλλους όμως έχει. Δεν ξέρω πώς το βλέπεις εσύ
έτσι. Εμένα πονάει το στομάχι μου όταν τον βλέπω, σαν τον κώλο
της μαϊμούς.
169
Και το δίκιο έχουν οι πολλοί, είπε αυτός.
Όταν πηγαίνει κι αυτό με το βάρος, ναι. Καί για μούντζα, λένε, είναι
οι πολλοί καί για λιβάνι. Σ’ αυτά τα θέματα είναι μόνο για μούντζα!
Βρέθηκε πάλι σ’ εκείνη την ακτή, που ήταν κόκκινη, όπως πυρώνει
ο ήλιος το ηλιοβασίλεμα, και γκρίζα, και πάλι κόκκινη, και μαύρη. Κι
ένα σκυλί γάβγιζε αγριεμένο, και οι τσέτες περνούσαν με τ’ άλογα,
σαν αστραπές, και πετούσαν χειροβομβίδες. Και βροντούσαν οι
χειροβομβίδες και τρυπούσαν τ’ αυτιά.
Και τότε, το δελφίνι βγήκε από τη θάλασσα και σύρθηκε δίπλα του.
Και το αγκάλιασε και βούτηξαν. Κι έβλεπε νερό κι αλάτι, κι έβλεπε
ζώα της θάλασσας κι έβλεπε πουλιά · και είδε τον παππού του
170
καθισμένο στο κύμα να τζαγκαρεύει τα στιβάνια του, και πιο πέρα
είδε τον Ερίφη το λυράρη να παίζει λύρα στον αφρό και να
χορεύουν γύρω του τ’ άλογα των τσετών, και πιο πέρα
μαστιχόδεντρα στο βυθό · και στο τέλος, μια παραλία με κοφτερές
πέτρες.
171
Πάνω στα οροπέδια, τα πράγματα προχωρούσαν όπως τα είχε
προβλέψει ο Μπουρεξής. Πριν ακόμα το μεσημέρι έφτασαν
μεσολαβητές: ο Τζέγκας και ο Πελοπίδας. Ο Τζέγκας βέβαια,
βρισκόταν ήδη εκεί και απλώς άλλαξε ρόλο, αλλά δεν ήταν αυτός το
δυνατό χαρτί · το δυνατό χαρτί ήταν ο Πελοπίδας. Όλοι
εντυπωσιάστηκαν που οι συγγενείς του Σπανού κατάφεραν να
στείλουν τον Πελοπίδα.
172
πρώτο πράγμα σε μία μεσολάβηση είναι να μη νιώσει κανένας από
τους εμπλεκόμενους ότι θίγεται με κάποιο τρόπο ο εγωϊσμός του.
Ο Παχιάς τον ήξερε βέβαια, αλλά είχε πολύ καιρό να τον δει. Ο
Πελοπίδας τα τελευταία χρόνια δεν άφηνε συχνά τα οροπέδια,
αφού είχε φτάσει πια στο σημείο να μπορεί να κανονίζει τις
δουλειές του στα γύρω χωριά στέλνοντας απλώς ανθρώπους με
μηνύματα. Παρέμενε το ίδιο παχύς, και μια μεγάλη βρογχοκήλη
έκανε τώρα το πρόσωπο με το λαιμό του ένα, κάνοντάς τον κάπως
απωθητικό, συνέχιζε όμως να δένει το κεφαλομάντηλο χαμηλά,
βαρυσήμαντα μέχρι τα φρύδια, και τα μάτια του έμεναν το ίδιο
μικρά-μικρά, μαύρα και πανέξυπνα.
Κάθισε δίπλα του, και τον ρώτησε πρώτα πώς τα πήγαινε αυτός
(που όπως έβλεπε, είπε, δεν είχε πάθει κάτι σοβαρό)και μετά τι
έκανε ο πατέρας του. Ύστερα αποκοιμήθηκε πάνω στην καρέκλα και
πήρε το λόγο ο Τζέγκας.
173
να μένει ξύπνιος μόνο όση ώρα απαιτούσαν τα απολύτως
απαραίτητα. Τώρα, θα είχε και οπωσδήποτε κουραστεί από το
δρόμο, γιατί το έπαθε πολύ γρήγορα.
Είπε στον Παχιά ότι, ευτυχώς, βλέπει και είναι καλά κι ότι σίγουρα
ήταν ένα ατυχές περιστατικό όπου ο Σπανός με κανένα τρόπο δεν
είχε πρόθεση να τον χτυπήσει, και ύστερα διηγήθηκε αναλυτικά μια
μεγάλη ιστορία με κάποιον που σκότωσε κατά λάθος, από μπαλοθιά
σε γάμο, κάποιον άλλο στο χωριό τους και οι συγγενείς του
σκοτωμένου, μετά από πολλή σκέψη, δέχτηκαν ότι δεν έγινε από
πρόθεση και συμφιλιώθηκαν - και ήταν αυτή η μοναδική περίπτωση
φονικού στο βουνό που δεν είχε συνέχεια. Και προχώρησε την
ιστορία στο πόσο καλή πορεία είχαν αυτές οι οικογένειες αργότερα
στη ζωή τους, κι άρχισε μετά να του λέει και πόσο σπουδαίο όνομα
είχε ο Παχιαδογιώργης στα οροπέδια και τότε, μ’ ένα τελευταίο
απότομο ροχαλητό, ξύπνησε ο Πελοπίδας και πήρε αυτός το λόγο.
Μόλις τα είπε αυτά τον πήρε πάλι ο ύπνος και ξαναπήρε το λόγο ο
Τζέγκας.
174
τη μπαλοθιά στο γάμο, συμπληρώνοντας παρενθετικά ότι αν δεν
υπήρχαν άνθρωποι σαν εκείνον και τον Πελοπίδα να μεσολαβούν
θα σκοτώνονταν οι διπλάσιοι στο βουνό, κι ότι δεν έπρεπε τώρα να
«πετάξει» (δηλαδή να αρνηθεί) τον Πελοπίδα, που ήτανε γέρος και
σεβαστός(προσέθετε υπόρρητα και τον εαυτό του) κι ότι έπρεπε να
σταματήσει το θέμα εδώ.
Τον βρήκε να περιμένει έξω από την πόρτα μαζί με τον Γκίγκελο και
τον Πατόνικο. Ο Καραδάκης είχε φύγει, γιατί έπρεπε να πάει στο
175
μιτάτο του(παρ’ όλο που καιγόταν να μάθει τι θα απέγινε). Τον πήρε
και στάθηκαν λίγο πιο πέρα.
176
πήγαινε πάρα πολύ να κοιμάται και τώρα. Αυτός άνοιξε το ένα μάτι
χωρίς να κουνηθεί.
177
Μέσα στη λογική συζήτηση, για το πόσο δίκαιο ήταν αυτό,
φανταζόταν από πίσω τη λύπη που θα ένιωθε ο άλλος όταν θα τα
αποχωριζόταν, σα να ήταν δική του, και, χωρίς να το καταλαβαίνει,
τον έκανε να στέκει ανένδοτος.
178
Κάτω στο χωριό, ο Μπουρεξής περπατούσε βιαστικός με σκοπό να
κατέβει στην «κάτω πλατεία» και να ψάξει για κάποιον άλλον που
θεωρούσε σημαντικό για την υπόθεση, όταν βρέθηκε μπροστά
«στου Ασάνη το ρούκουνα», όπως τον έλεγαν. Αυτός ήταν ένας
μισοχαλασμένος τοίχος με αγκωνάρι, ό,τι απέμενε από ένα παλιό
τούρκικο σπίτι, που χώριζε το μεγάλο σοκάκι σε δύο μικρότερα. Και
τα δύο εκείνα σοκάκια κατέληγαν στην κάτω πλατεία. Δεν υπήρχε
διαφορά στην απόσταση, ή αν υπήρχε ήταν λίγα βήματα. Χωρίς να
δώσει σημασία, ακολούθησε το αριστερό. Αργότερα, όσο το
σκεφτόταν, ήτανε σίγουρος πως δεν είχε θυμηθεί καθόλου ότι το
αριστερό σοκάκι περνούσε μπροστά από το σπίτι της θείας του, της
Ακνίδενας – μόνο όταν έφτασε απέξω το θυμήθηκε. Η μόνη εξήγηση
που μπορούσε να δώσει, ήταν ότι σίγουρα δεν τον οδήγησε εκεί η
τύχη, αλλά κάτι άλλο, δυνατότερο, μέσα στην ψυχή του.
Και δεν έγινε μόνο αυτό τότε, αλλά η θεία του καθόταν έξω στην
αυλή(ενώ ήταν περασμένο μεσημέρι), σ’ ένα σκαμνάκι στον ίσκιο
της μουρνιάς. Άρα ήταν αναγκασμένος να σταματήσει και να τη
χαιρετήσει. Αλλιώτικα, στη βιασύνη του, αποκλείεται να της
χτυπούσε την πόρτα. Ακόμα και τότε θα μπορούσε να προσπεράσει
βιαστικός και να κάνει πως δεν την είδε, αφού εκείνη δε μπορούσε
να τον δει(ήταν τυφλή), όμως, ούτε καν πέρασε κάτι τέτοιο από το
νου του και μπήκε αμέσως στην αυλή για να της μιλήσει. Σ’ αυτό
πάλι, δεν τον έσπρωξε τόσο εκείνο το «κάτι στην ψυχή του» όσο η
καλή του αγωγή - γιατί είχε να τη δει από τον προηγούμενο χειμώνα.
Φαίνεται όμως, πως η καλή αγωγή και το «κάτι» συνεργάζονται
αρμονικά.
Η «γρια Ακνίδενα» ήτανε τόσο γριά που ούτε η ίδια ήξερε πόσο.
Είχε συρρικνωθεί από το χρόνο κι είχε μείνει λίγη σαν κοριτσάκι και
δεν έβλεπε μακρύτερα από μισό μέτρο. Το μόνο στοιχείο για την
ηλικία της, ήταν ότι θυμόταν τον πρίνο, μπροστά στην εκκλησία του
Άη Γιώργη, ν’ αγγίζει την κορυφή του με το χέρι της και τώρα αυτός
ήτανε ψηλότερος από δέκα μέτρα(οι πρίνοι στο βουνό αργούν τόσο
179
να μεγαλώσουν, που έλεγαν ότι κανένας άνθρωπος στη ζωή του δεν
προφτάνει να σταθεί κάτω από σκιά βελανιδιού). Του Μπουρεξή
του έπεφτε αδερφή της προγιαγιάς του.
Χα! γέλασε αυτός. Μην το λες έτσι, της είπε. Εγώ σε βλέπω μια
χαρά.
Της είπε το λόγο. Δε θα τον έλεγε στον καθένα που θα τον ρωτούσε,
όμως εκείνη τη σεβόταν πολύ και ντράπηκε να μην της απαντήσει.
Δεν περίμενε βέβαια να μάθει κάτι από αυτή.
Ναι.
180
Ο Παχιαδογιώργης βοήθησε κάποτε τον άντρα μου. Ζει ακόμη;
Δε μου λες παιδί μου, του είπε. Αυτά τα πρόβατα είναι δώδεκα, το
ένα μαύρο;
Ο Σωκράτης, είπε αυτή, κάτι είδε. Τον άκουσα που το έλεγε στη
γυναίκα του. Πήγαινε να τον βρεις και πες του ότι σου το είπα εγώ,
επειδή ο Παχιαδογιώργης βοήθησε το μακαρίτη τον άντρα μου
όταν δεν τον βοηθούσε κανείς.
181
Στο μιτάτο του Γκίγκελου έπρεπε τώρα να συναντηθούν οι
τσακωμένοι για να ολοκληρωθεί ο «σασμός», δηλαδή το φτιάξιμο.
Αυτό ήταν κάτι το διαδικαστικό, ήταν ωστόσο απαραίτητο και ο
Τζέγκας έφυγε για να τα κανονίσει με την άλλη πλευρά και να τους
συνοδεύσει – όπως έπρεπε ο ένας μεσολαβητής να σταθεί με τη
μία πλευρά και ο άλλος με την άλλη.
Οι υπόλοιποι βγήκαν έξω, κάθισαν όλοι μαζί στο άδειο τραπέζι του
πανηγυριού κάτω από τον πρώτο ασφένταμο και περίμεναν. Η
Ευτέρπη έφερε ένα μπουκάλι ρακή και ποτήρια για να είναι έτοιμοι,
καθώς οι σασμοί γίνονταν μόνο με ρακή και με κανένα άλλο ποτό.
Άντε Πελοπίδα…, του είπε σιγανά ο Πατόνικος και τον χτύπησε στον
ώμο, όπως ο Πελοπίδας πήγαινε τελευταίος να καθίσει. Τα
κατάφερες πάλι! Αν δεν τα κατάφερνες εσύ, ποιος θα τα
κατάφερνε;
182
Ο Γκίγκελος βέβαια, ήταν απαραίτητο να είναι παρών - αφού ήταν
ο οικοδεσπότης και ο καβγάς έγινε στο πανηγύρι του - ο Πατόνικος
όμως, δεν ήταν καθόλου. Βρέθηκε εκεί επειδή, από την περιέργειά
του για το τι θα γινόταν, είχε ξεχάσει να φύγει · και τώρα κάθισε στο
τραπέζι απρόσκλητος, θέλοντας να νιώσει κι αυτός λίγη από την
αίσθηση πως συμμετέχει σε κάτι σημαντικό. Ο Πελοπίδας πάλι, δεν
του ζήτησε (όπως θα μπορούσε εύκολα να κάνει)να πηγαίνει και να
τους αφήσει, γιατί, εκτός του ότι τον κολάκεψε έτσι προηγουμένως,
έκανε και τη σκέψη πως όσοι περισσότεροι ουδέτεροι υπήρχαν στο
τραπέζι θα ήταν χρήσιμοι για να σταθούν στη μέση, στην απίθανη
αλλά υπαρκτή περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά και οι αντίπαλοι
ξαναπιάνονταν στα χέρια. Έξαλλου, ένας άλλος τομέας όπου
μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι οι ουδέτεροι, όπως ήξερε από την
εμπειρία του, ήταν στο να λένε κάτι άσχετο κατά τη διάρκεια της
αναμονής και να αποφορτίζεται η ατμόσφαιρα. Οι τσακωμένοι δεν
έπρεπε να αφήνονται εκείνη τη δύσκολη στιγμή της συνάντησης
βυθισμένοι στις σκέψεις τους.
Έτσι που χάλασε το πανηγύρι φέτος, είπε, μας έμειναν όλα δικά μας
να τα φάμε! προσπαθώντας να κάνει καλαμπούρι, όπως η Ευτέρπη
είχε αφήσει και δύο πιάτα ξαναζεσταμένο κοκκινιστό πάνω στο
τραπέζι.
183
Ένα γέλιο ξέφυγε τότε από τον Γκίγκελο – γιατί αυτός ο
«Μαχαιράκης» ήτανε πολύ φτωχός και θα έριχνε το λάδι με τις
σταγόνες.
Τι έκανα: Πήγα και βρήκα τον Παγιουδή (αυτός ήξερε γητειές). Του
λέω: Παγιουδή βοήθεια! Μας έφαγαν τα μυρμήγκια! Μπορείς να
κάνεις κάτι για να φύγουν; Μπορώ, μου λέει · είναι εύκολο. Όμως,
υπάρχει ένα μπέρδεμα. Για να γητέψω τα μυρμήγκια και να φύγουν
από το σπίτι σου, πρέπει να τα στείλω σε κάποιον άλλο. Αλλιώς δε
γίνεται.
Δε γίνεται ούτε αυτό, μου λέει. Εσύ πρέπει να μου πεις σε ποιον.
Και το πήρα Πατόνικε, και το πήγα στο σπίτι και τ’ άφησα πάνω στο
τραπέζι. Και δεν πρόλαβα να τ’ αφήσω κι εξαφανίστηκαν τα
μυρμήγκια · πέταξαν όλα μαζί ένα σύννεφο κι έπεσαν στο σπίτι του
184
γείτονα. Κι άκουγες από κει φωνές, και βγαίνανε με τις σκούπες, κι
εγώ κρύφτηκα κι έκανα τον ανήξερο…
Και δε φοβάσαι, του λέω τότε, να μην πάει τώρα αυτός και βρει τον
Παγιουδή και σου τα στείλει πίσω;
Μπα… μου λέει, δεν τα ‘χουνε καλά. Λες όμως, να ξέρει και κανείς
άλλος τη γητειά;
Έσκασαν όλοι στα γέλια. Ωραία ιστορία! είπε ο Γκίγκελος. Έχει την
πλάκα της!
Ναι, είπε και ο Γκίγκελος, δεν έπρεπε να το λέει. Άσε που μπορεί να
το μάθει ο γείτονάς του(κι εγώ κατάλαβα ποιος είναι) και να ‘χει κι
άλλα προβλήματα.
185
Ε…; έκανε ο Πατόνικος, είδατε τώρα; Αυτό πάντως που δε μπορώ
να καταλάβω εγώ, είναι γιατί για να φύγει από σένα το κακό πρέπει
οπωσδήποτε να πάει σ’ έναν άλλο; Γιατί δε μπορούσε ο Παγιουδής
να μη στείλει σε κανένα τα μυρμήγκια;
186
Αφήστε τα τώρα αυτά κι ετοιμαστείτε, γιατί έρχονται, είπε ο
Πελοπίδας – που ασφαλώς ξύπνησε επειδή πλησίαζαν οι άλλοι. Είχε
βρεθεί σε τόσους σασμούς στη ζωή του, ώστε ήξερε επακριβώς
πόση ώρα χρειαζόταν για να φτάσουν οι εμπλεκόμενοι σε κάθε
περίπτωση.
187
Αν δεν ήταν σπανός, θα ήταν από τους πιο λεβέντες στα οροπέδια,
σκέφτηκε ο Παχιάς, τώρα που τον έβλεπε καλά και στο φως της
μέρας. Κρίμα.
Όταν πια έφτασαν σχεδόν μπροστά στο τραπέζι, και μόνο τότε, ο
Πελοπίδας είπε: «Καλώς ορίσετε!».
Αυτοί απάντησαν: «Γεια σας», όπως έπρεπε να πουν «Γεια σας» και
τίποτα παραπάνω.
188
να τη σπάσουν, αλλά κανένας δεν αποφάσιζε να μιλήσει - από φόβο
μην πει κάτι λάθος. Όλοι περίμεναν τον Πελοπίδα.
Όταν γέμισε όλα τα ποτήρια και άφησε μπροστά σε όλους από ένα
ξανακάθισε στη θέση του.
189
Μόλις κατέβασαν τα ποτήρια, επικράτησε πάλι η ίδια απόλυτη
σιγή. Όλοι ένιωθαν πως ο σασμός είχε τώρα σχεδόν ολοκληρωθεί
και δεν αποφάσιζαν να πουν κάτι, με έστω και την απειροελάχιστη
πιθανότητα να αποδειχτεί λάθος και να προκαλέσει νέα
παρεξήγηση. Περίμεναν πάλι όλοι τον Πελοπίδα.
«Ναι Πελοπίδα» του απάντησε ο θείος του Σπανού από την πλευρά
της μητέρας του. «Ό,τι γίνηκε, νερό κι’ αλάτσι».
190
Αυτός κούνησε το κεφάλι, σα να δεχόταν τη συγνώμη και να ήταν
έτοιμος να μιλήσουν, αργότερα.
Ο Σπανός όμως, μάλλον, εκείνη την ώρα ένιωθε αυτό που νιώθουν
όλοι οι στερημένοι κι όσοι είναι αναγκασμένοι ν’ αρπάζονται από
την εικόνα μιας στιγμής αντί την ολόκληρη. Όπως εμφανίστηκε στο
σασμό σαν κανονικός άνθρωπος του βουνού, συνοδεία μεσολαβητή
και συγγενών του, ένιωθε σαν κανονικός άνθρωπος του βουνού και
συμπεριφέρθηκε σαν κανονικός άνθρωπος του βουνού(και μάλιστα
λίγο πιο βαρύθυμα, όπως θα έκαναν οι πιο σημαντικοί), άσχετα με
191
την ουσία της υπόθεσης. Εκείνη την ώρα έμοιαζε το στίγμα του να
έχει παραμεριστεί και μπορούσε να νιώθει όπως κάθε άλλος στη
θέση του που είχε μπλέξει σε καβγά, όπως κάθε άλλος δηλαδή στο
βουνό που είχε δείξει ζωτικότητα και κόσμος ήταν αναγκασμένος να
τον υπολογίζει. Τέτοιες στιγμές στη ζωή του ήτανε σταγόνες στο
ποτάμι της θλίψης και δε θα τις θάμπωνε και αυτές παίζοντας το
παιχνίδι των άλλων.
Όλοι όμως πρόσεξαν στο τέλος πως αυτός δεν ήταν κανονικός
σασμός. Αν ήταν κανονικός σασμός θα ολοκληρωνόταν, πριν
σηκωθούν από το τραπέζι, με το να δεσμεύσουν οι μεσολαβητές
τους τσακωμένους ότι στον επόμενο γάμο ή βάφτιση της μίας
πλευράς – όποιας ερχόταν πρώτο – θα γίνονταν σύντεκνοι ή
κουμπάροι. Οι περισσότερες συντεκνιές και κουμπαριές στο βουνό
με τέτοιο τρόπο κανονίστηκαν. Ο Πελοπίδας όμως, πολύ επιδέξια,
απέφυγε να θίξει αυτό το θέμα και το παρέλειψε, αφού ο Σπανός
ούτε να παντρευτεί μπορούσε, ούτε να κάνει παιδί για να γίνει ο
Παχιάς κουμπάρος του · και το να προτείνει σ’ αυτόν ή στον
Μαρκογιάννη να τους βαφτίσει ή να τους παντρέψει το παιδί ένας
σπανός του φάνηκε αδιανόητο. Το θεώρησε – και θεωρήθηκε –
μεγάλη επιτυχία που κατάφερε να φέρει τα πράγματα μέχρι στο να
τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους κι έφυγε από το μιτάτο του Γκίγκελου
απόλυτα ικανοποιημένος.
192
Ο Μαρκογιάννης έπρεπε να τον προστατεύσει, είπε αυτός. Ήτανε
δική του δουλειά. Εκείνος όμως, του έλεγε να πάρει κι αποπάνω τα
πρόβατα!
Είχε αποκτήσει τέτοια φήμη με τις επιτυχίες του, που ακόμα και
όταν αποτύγχανε κανένας δεν το πρόσεχε. Κάποτε, για παράδειγμα,
είχε προβλέψει ανομβρία κι έγιναν πλημμύρες · ακόμα και τότε
όμως - ακόμα κι όταν άρχισαν οι πλημμύρες - πολλοί συνέχισαν να
κρατάνε το σανό στις αποθήκες επειδή ο Παγιουδής προέβλεπε
ανομβρία. Όταν τον επόμενο χειμώνα επαναλήφθηκαν οι
πλημμύρες, όλοι στάθηκαν στο πόσο σωστά είχε προβλέψει τον
καύσωνα το προηγούμενο καλοκαίρι. Ακόμα και στα ζώα που
γήτευε δεν τα κατάφερνε πάντα(στα κοράκια ειδικά, δυσκολευόταν
πολύ). Όταν όμως κατάφερνε να τα διώξει από ένα κοπάδι, όλοι
ξεχνούσαν πως δεν το είχε καταφέρει στα τρία προηγούμενα.
Συνέχιζαν να τον συμβουλεύονται και η φήμη του να αυξάνεται.
193
που δέχτηκε από το Σπανό στα οροπέδια δε θα κηλίδωνε τελικά το
όνομα της οικογένειάς του.
194
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Γιατί; απάντησε αυτός. Δεν ξέρεις γιατί; Και είσαι και δάσκαλος. Μα
γιατί έτσι είναι τα μιτάτα κι έτσι τα κοπάδια. Είμαστε βοσκοί και το
βουνό δε μας χωράει. Ύστερα, οι άνθρωποι κυνηγάνε τη δόξα. Αν
είμασταν γεωργοί θα συνέβαιναν άλλα, αν πάλι είμασταν έμποροι,
θα συνέβαιναν άλλα. Φιλοσοφία θέλει;
195
παρενέβαινε καμία υπόνοια ανταγωνισμού, υπήρχε κάποιου είδους
αληθινή φιλική επαφή.
Συζητούσαν, ασφαλώς, το για ποιο λόγο έκλεβαν ζώα στο βουνό και
ήταν μόνοι τους στο τραπέζι κάτω από τον πλάτανο.
196
Ξέρεις Αγησίλαε, άρχισε να του λέει, το μετάνιωσα που μίλησα έτσι
στο γιο μου κι έφυγε τρέχοντας. Του άξιζε βέβαια, γιατί δε μ’ ακούει
τόσα χρόνια και να τ’ αποτελέσματα, όμως, τον αποπήρα και δεν
πρόλαβα να του πω τι πρέπει να κάνει και ποιους πρέπει να δει. Και
τώρα, φοβάμαι δε θα καταφέρει να φέρει πίσω τα πρόβατα… .
Ναι, είπε αυτός. Είναι καλός άνθρωπος και σωστός, αλλά αυτό δε
φτάνει. Ίσα-ίσα, από τους καλούς ανθρώπους κλέβουνε καλύτερα
τα ζώα. Δε φταίει βέβαια μόνο αυτός, το καταλαβαίνω, φταίω κι
εγώ, η τύχη μου, που έκανα μόνο ένα γιο. Αν είχε μερικούς ακόμα
αδερφούς, σαν εμένα, θα μπορούσε τώρα αυτός χωρίς φόβο να
είναι καλός άνθρωπος και σωστός – και θα τον καμάρωνα κιόλας.
Τώρα όμως, όλο το βάρος είναι πάνω του και δε μπορεί να το
σηκώσει.
197
φαντάστηκε(είχε μεγάλη φαντασία)κι ένιωσε το κεφάλι του να
ζεσταίνεται, γιατί δεν ήξερε τι θα του απαντούσε.
Είναι εύκολο, όμως του είπε. Θέλω να μου γράψεις ένα γράμμα.
Σηκώθηκαν αμέσως και πήγαν στο σπίτι του - για να μην τους
βλέπουν στο καφενείο - και κάθισαν στο γραφείο του. Μάλλον:
στην κάμαρα που χρησιμοποιούσε ο δάσκαλος σαν γραφείο και
κρεβατοκάμαρα μαζί. Πήρε χαρτί και μελάνι και ο Παχιαδογιώργης
του υπαγόρευσε ένα γράμμα περίπου δύο σελίδες · με τον ίδιο
ακριβώς τρόπο που μιλούσε στο ιδίωμα. Δυσκολεύτηκε πολύ ώστε
να το συντάξει σύμφωνα με τους κανόνες της ορθογραφίας και της
σύνταξης και ταυτόχρονα να είναι κατανοητό για τον παραλήπτη,
που ήταν άνθρωπος του βουνού, αλλά όχι ο Αντρέας, και δεν ήξερε
το γραμματικό του επίπεδο, πάντως θεώρησε ότι τα κατάφερε.
Κάποιες λέξεις, ακόμα κι εκείνος που δίδασκε τριάντα εννέα χρόνια
198
στα χωριά του βουνού, τις άκουγε για πρώτη φόρα και, μην έχοντας
καιρό να ψάξει την ετυμολογία τους, με πολύ πόνο και αμφιβολία
αναγκάστηκε να τις γράψει όπως ακριβώς τις άκουγε - με γιώτα και
έψιλον. Θα ήταν όμως, ήλπιζε, κατανοητές για τον παραλήπτη. Είχε
τόσο προβληματιστεί με την ετυμολογία εκείνων των
πρωτάκουστων λέξεων την ώρα που έγραφε, ώστε δεν πρόλαβε
τότε να κατανοήσει την ακριβή σημασία όλων όσων έγραφε και να
τρομάξει, όπως τρόμαξε αργότερα.
199
Ο Παχιαδογιώργης έχωσε το γράμμα στη μάλλινη ζώνη του κι έφυγε
από το σπίτι του δασκάλου, αλλά δε γύρισε στο καφενείο ούτε στο
δικό του. Εκείνη την ώρα δεν ήθελε να συναντήσει κανένα. Με πολύ
κόπο, περπάτησε μέχρι την άκρη του χωριού και κάθισε κάτω από
μια συκιά, στο σημείο που κατέληγε το μονοπάτι από το βουνό. Ο
Σπυρίδος, όπως κάθε μέρα, θα κατέβαινε να τον συναντήσει από
στιγμή σε στιγμή.
Αυτός, όταν τον είδε να τον περιμένει έτσι έξω από το χωριό,
κατάλαβε ότι κάτι πολύ κακό σήμαινε για τον ίδιο και πλησίασε
παραδομένος στη μοίρα του. Είχε περάσει τρεις πολύ άσχημες
μέρες απ’ όταν χάθηκαν τα πρόβατα και δεν περίμενε τίποτα
καλύτερο.
Χωρίς να μιλήσει ο ένας στον άλλο, κάθισε δίπλα του στον ίσκιο της
συκιάς. Πέρασε έτσι σχεδόν ένα λεπτό σιγής. Ο Παχιαδογιώργης
είχε ακουμπισμένο το πηγούνι στη βέργα, την κρατούσε με τα δύο
χέρια και κοίταζε επίμονα κάτω το χώμα.
Τι νέα από τον άλλο; τον ρώτησε τελικά κάποια στιγμή - εννοώντας
τον Παχιά.
Έρχονται όμως κάποιες στιγμές, συνέχισε να του λέει, που δεν είναι
όπως οι άλλες. Η ανάγκη είναι μεγάλη. Τότε φαίνεται η ψυχή του
καθενός.
Έκανα μεγάλο λάθος που μίλησα έτσι στο γιο μου, συνέχισε ο
Παχιαδογιώργης, και τον άφησα να φύγει χωρίς να του πω τι πρέπει
200
να κάνει και τώρα, ξέρεις καλά ότι δε θα τα καταφέρει. Και ξέρεις
ακόμα καλά ότι δε μας έκλεψαν τυχαία αυτά τα ζώα, κι ότι θα
γυρίσουν να μας κλέψουν κι άλλα, κι ότι κινδυνεύουμε να τα
χάσουμε όλα.
Τι θέλεις να κάνω; του είπε τότε αυτός που δεν άντεχε άλλο την
αναμονή.
201
Περίπου την ίδια ώρα, ο Μπουρεξής ανέβαινε από το δικό του
χωριό πίσω στο βουνό για να βρει τον Σωκράτη, όπως του είχε πει
η γριά Ακνίδενα. Ήτανε ζέστη και ανήφορος πολύς. Ούτε άνθρωπος
ούτε ζώο θα ξεμύτιζε με τέτοια ζέστη αν δεν υπήρχε πολύ σοβαρός
λόγος. Δυσκολευόταν στον ανήφορο και ο ιδρώτας έτρεχε πάνω του
ποτάμι και, όπως διαφορετικά σκέφτεται κανείς ξεκούραστος και
διαφορετικά κουρασμένος, άρχισε να σκέφτεται διαφορετικά.
Τώρα είμαι σαν τον Μιχαλάκη στην ιστορία…, σκέφτηκε και γέλασε
με τον εαυτό του. Ακριβώς σαν τον Μιχαλάκη! Του ήρθε ξαφνικά
στο νου μια ιστορία που του είχαν διηγηθεί κάποτε σ’ ένα μιτάτο
στα βόρεια και νόμιζε πως την είχε ξεχάσει.
202
εκείνη την εποχή τα κοπάδια ήτανε μικρά και δε συνέφερε να έχεις
πολλούς βοσκούς.
Το άλλο πρωί, έφτιαξε πάλι τη ρετάγια και την άφησε μέσα, όμως,
έστειλε το βοσκό του μόνο με τα πρόβατα κι αυτός κρύφτηκε έξω
από το κονάκι για να πιάσει τον κλέφτη. Δεν ήξερε καν αν ήτανε
κλέφτης, ή καμιά ζουρίδα ή αγριόγατα, πάντως, κρύφτηκε καλά κι
είχε στη ζώνη το μαχαίρι του.
203
Είσαι τρελός αφεντικό! του είπε εκείνου ο βοσκός του μόλις τον
είδε. Θα μας πάρεις όλους στο λαιμό σου για ένα μαγαρισμένο
Τούρκο!
Αφού ήρθε στο κονάκι μου και ζήτησε βοήθεια, θα τον βοηθήσω,
είπε αυτός. Είναι κρίμα να τον κόψουνε.
Κάθε βράδυ κάθονταν να φάνε μαζί με τον Τούρκο, και κάθε βράδυ
σήκωνε λέει ο Μιχαλάκης το ποτήρι του το κρασί κι έκανε την ίδια
πρόποση, στον εαυτό του που αμφέβαλλε: «Εβίβα Μιχαλάκη! Κάμε
το καλό και ριξ’ το στο γιαλό».
Κι έμεινε εκεί ο Τούρκος σχεδόν ένα μήνα, και μια μέρα, που έφερε
ο βοριάς ένα ξενικό καράβι στο γιαλό αποκάτω, ο Μιχαλάκης
πλήρωσε από την τσέπη του τον καπετάνιο και τον μπάρκαρε.
Μώρε άμε στο καλό, του είπε αυτός. Τώρα που έχω ακόμη το
κεφάλι μου στους ώμους.
Και πέρασαν λέει από τότε δέκα χρόνια, και μια μέρα έπεσαν
κουρσάροι Φράγκοι στο γιαλό – γιατί έπεφταν τακτικά τότε
κουρσάροι – κι αιχμαλώτισαν τον Μιχαλάκη όπως έβοσκε τα
πρόβατα. Και, μεσοπέλαγα, τον έδωσαν σ’ ένα άλλο καράβι,
Μπαρμπαρινό, και κατέληξε στη Μπαρμπαριά, σ’ ένα
σκλαβοπάζαρο όπου τον πουλούσαν μαζί με άλλους σκλάβο. Κι
όπως στεκόταν εκεί στο παζάρι αλυσοδεμένος και περίμενε τη
μοίρα του, παρουσιάστηκε κάποιος ντυμένος πλούσια και τον
αγόρασε. Και ήταν ο ίδιος εκείνος Τούρκος που είχε σώσει! Μόνο
που ο Μιχαλάκης δεν τον αναγνώρισε, μετά από τόσα χρόνια κι έτσι
ντυμένο.
Τον πήρε, χωρίς να του πει τίποτα, και τον πήγε στο σπίτι του. Κι
όπως σκεφτόταν ο Μιχαλάκης: Τι θα με βάλουνε τώρα εδώ να κάνω;
τον κάθισε σ’ ένα τραπέζι στρωμένο πλούσιο. Και κάθισε ο
Μιχαλάκης επιφυλακτικά, και νόμιζε πως ήτανε κάποιο κόλπο, και
τότε ο Τούρκος – που γελούσε από μέσα του – σήκωσε το ποτήρι
204
του και είπε: «Εβίβα Μιχαλάκη! Κάμε το καλό και ριξ’ το στο
γιαλό!».
Όλες οι θρησκείες το ίδιο λένε, σκέφτηκε. Καί η δική μας καί των
Τούρκων. Πρέπει να κάνεις το καλό γιατί θα πληρωθείς. Έχουνε
κάνει το καλό εμπόριο και μηνιάτικο - μήπως και κάνουν καλούς
τους ανθρώπους. Δε γίνεται δηλαδή, λέω εγώ, να κάνει κανείς το
καλό χωρίς να περιμένει ανταμοιβή, ούτε σ’ αυτόν ούτε στον άλλο
κόσμο; Να το κάνει, απλώς επειδή είναι καλό και τον κάνει να νιώθει
ωραία; Κι αυτό βέβαια…, σκέφτηκε τότε, ανταμοιβή είναι, αφού
ανταμείβεσαι με το να νιώθεις ωραία… και μάλλον, τίποτα στον
κόσμο δε μπορεί να γίνει χωρίς ανταμοιβή· όμως, κάποιες
ανταμοιβές είναι διαφορετικές από τις άλλες.
205
άλλοι ένιωθαν αποτυχημένοι όταν τους έκλεβαν τα ζώα και
ντρέπονταν ακόμα και να το πουν, εκείνος πολλές φορές διέδιδε
ψέματα ότι του τα είχαν κλέψει με την ελπίδα να το μάθουν οι
επόμενοι επίδοξοι κλέφτες και, είτε από λύπηση είτε επειδή δε θα
έμεναν πολλά για να πάρουν, ν’ αφήσουν στην άκρη το κοπάδι του.
Εκτός από αυτό, φανταζόταν συνέχεια συνομωσίες εναντίον του και
υποψιαζόταν αναίτια όλους τους γείτονές του ότι βοηθούσαν τους
κλέφτες. Δε μιλούσε με κανένα.
Με άκουσε! Πώς με άκουσε; του είπε στην αρχή. Εγώ δεν είπα
τίποτα.
Σωκράτη, του είπε αυτός, με ξέρεις και σε ξέρω. Σου δίνω το λόγο
της τιμής μου. Ό,τι μου πεις ποτέ δε θ’ αποκαλύψω ότι μου το είπες
εσύ.
206
Ύστερα, ένα χαρακτηριστικό του Σωκράτη, και πολλών σαν αυτόν,
ήταν πως ένιωθαν παραπεταμένοι στο βουνό κι όταν είχαν μια
τέτοια πληροφορία – όσο κι αν φοβούνταν τους κλέφτες- στο βάθος
τρώγονταν να την αποκαλύψουν για να νιώσουν κι αυτοί κάπως
μέσα στο παιχνίδι. Έτσι, άρχισε να του λέει αναλυτικά τι είχε δει
πριν από τρία βράδια.
Σίγουρα από τον Κάτω Λαγγό περάσανε; τον ρώτησε τότε, γιατί
ήταν πολύ σημαντικό.
Άμα θες πάμε να σου δείξω τα ίχνη τους, είπε αυτός. Φαίνονται
ακόμη.
Πήγαν σ’ ένα σημείο αμμώδες λίγο πιο πέρα και του έδειξε τις
πατημασιές τους. Δεν είχαν περάσει ζώα για να τις χαλάσουν και τις
είχε σκεπάσει με κλαδιά – ποιος ξέρει γιατί, ίσως επειδή
φαντάστηκε πάλι κάποια συνομωσία εναντίον του και τις ήθελε
απόδειξη.
Ήταν μια μεγάλη πατημασιά, πολύ μεγάλη, και μία πολύ μικρή σαν
παιδιού. Πριν προλάβει να τον ρωτήσει, ο Σωκράτης του απάντησε.
207
Δεν είναι παιδί, του είπε· τον είδα καλά. Είναι κανονικός άνθρωπος,
λίγο κοντός. Έχει όμως πολύ μικρή πατούσα.
Δεν τον πίστεψε και του ζήτησε να του δείξει πάλι τα ίχνη.
Κατέβηκαν και του τα έδειξε και σ’ ένα άλλο σημείο πάνω στην
πορεία που έλεγε. Λίγο μετά το Γουρνόλακκο ξεκινούσαν δύο
περάσματα · δύο μεγάλοι μακρόστενοι λόγγοι σε απόσταση
τουφεκιάς ο ένας από τον άλλο. Από πουθενά αλλού δε θα
μπορούσε να περάσει κάποιος νύχτα οδηγώντας πρόβατα. Εκείνον
που βρισκόταν ψηλότερα τον έλεγαν «Πάνω Λαγγό», τον άλλο
χαμηλότερα «Κάτω Λαγγό». Ο Πάνω Λαγγός οδηγούσε κατευθείαν
στο Γερασήμι, ο Κάτω όμως, οδηγούσε παντού.
Πού να ξέρω; είπε αυτός. Όλο μανούβρες και κόλπα κάνουνε, για
να μπερδεύουν τους ανθρώπους.
208
Όλοι στα οροπέδια σκύβουν το κεφάλι στους Γερασημιώτες!
σκεφτόταν στο δρόμο (τα έβαλε με τους χωριανούς του, γιατί, μέσα
στη σύγχυσή του, με κάποιον έπρεπε να τα βάλει). Νομίζουν τους
εαυτούς τους κατώτερους, κι αν κανείς πάει ν’ ανέβει πιο πάνω ο
εαυτός του θα τον σταματήσει, γιατί δε θα ‘ναι σωστό · θ’
αναποδογυρίσει η τάξη του κόσμου! Ακόμα και οι μαντιναδολόγοι
μας, όταν πάνε να φτιάξουν καμιά μαντινάδα καλύτερη από τους
δικούς τους, πετάνε ασυναίσθητα μια άχρηστη λέξη για να τη
χαλάσουν!
Δεν είχε συναντήσει στη ζωή του τόσο περίεργη ζωοκλοπή. Πιθανόν
ούτε ο Πελοπίδας να μην είχε συναντήσει τέτοια. Το μόνο σίγουρο
πάντως ήταν, ότι ο Αντρέας δεν είχε πια κανένα λόγο να μένει στα
οροπέδια κι έπρεπε να πάει αμέσως στο Γερασήμι - για να δει τι θα
βγάλει κι από εκεί - κι αυτός δεν ήξερε αν θα πήγαινε μαζί του ή όχι.
Ή μάλλον ήξερε. Θα πήγαινε.
(Ίσως όμως πάλι, να ήταν υπερβολή της στιγμής αυτό το, ότι ούτε ο
Πελοπίδας δεν είχε συναντήσει τέτοια ζωοκλοπή. Την εποχή που ο
Πελοπίδας ήταν κάπου τριάντα χρονών και ο Μπουρεξής μικρό
παιδί, είχανε χαθεί τα περίφημα «πενήντα στείρα του
Πλουσογιώργη» (ο μεγαλύτερος αριθμός προβάτων που χάθηκε
ποτέ σε μία μέρα στο βουνό) και κανένας δεν έμαθε τίποτα γι’ αυτά.
Κι είχε μείνει τόσο σκοτεινή αυτή η υπόθεση, ώστε είχε προκύψει η
έκφραση, όταν κάτι χανόταν χωρίς κανένα ίχνος, όταν άνοιγε η γη
και το κατάπινε πως: «Εβούλισε σα ν-του Πλουσογιώργη τα στείρα».
209
Ο Πελοπίδας τότε είχε βοηθήσει στην αναζήτηση, κι έλεγε πως
ακολουθούσαν τα ίχνη κι έβλεπαν πεντακάθαρα εκείνα των
προβάτων, αλλά ούτε πατημασιά των κλεφτών – σα να
περπατούσαν στον αέρα · κι ότι, όταν έφτασαν σε μια μεγάλη
κορυφή στα νότια, σηκώθηκε ανεμοστρόβιλος, Ιούλη μήνα, και τους
έριξε κάτω μπρούμυτα. Κι έπεφταν χαλίκια και βροχή πάνω τους κι
έσβησαν εντελώς τα ίχνη, και παραλίγο να πεθάνουν.
210
Έμειναν όμως άλλη μία μέρα στα οροπέδια. Χαμένη μέρα. Όταν το
άλλο πρωί ο Παχιάς έκανε να σηκωθεί στο μιτάτο του Μαρκογιάννη,
όπου πέρασε τη νύχτα, ένιωσε ζαλάδα και η πληγή του στο μέτωπο
ξανάνοιξε. Σταμάτησαν εύκολα το αίμα και την ξανάδεσαν, όμως,
έπρεπε να περάσει όλη εκείνη τη μέρα ξαπλωμένος και ο
Μαρκογιάννης απέξω έλεγε και ξανάλεγε πως είχαν κάνει μεγάλο
λάθος που δέχτηκαν το σασμό, επειδή τελικά ο συναδερφός του
είχε χτυπήσει σοβαρά, κι ότι έπρεπε τώρα να καλέσουν πίσω τον
Πελοπίδα και να τον ακυρώσουν. Ο Παχιάς, από μέσα, άκουγε κι
ένιωθε χειρότερα. Κι ένιωθε ακόμα χειρότερα, επειδή υποψιαζόταν
πως ο φόβος του να πάει στο Γερασήμι ήταν η πραγματική αιτία
που του ξανάνοιξε την πληγή και του έφερνε τη ζάλη. Υπήρχε μία
άποψη, μεταξύ άλλων, στο βουνό, που υποστήριζε πως σχεδόν κάθε
πάθημα του σώματος είναι τελικά πάθημα της ψυχής.
211
Γερασημιώτης από τους Γερασημιώτες, ο αέρας των υπόλοιπων(όχι
ασφαλώς ο φανερός αλλά ο υπόγειος)φρόντιζε διαρκώς να του
υπενθυμίζει ότι «δεν είναι εντελώς».
212
κάθισαν, γιατί μπορεί να πλησίαζε κάποιος και να κρυφάκουγε
απέξω, αλλά κάθισαν λίγο πιο πάνω, κάτω από έναν ασφένταμο, ο
ένας απέναντι από τον άλλο για να μπορούν να προσέχουν όλο το
μέρος.
Όταν του είπε τι είχανε κάνει οι συγγενείς του στον ξάδερφο του
Καμπέρη έμεινε απόλυτα ακίνητος:
Το έμαθε; ρώτησε.
213
βουνού γύρω τους. Η ανάσα του Πελοπίδα ακουγόταν μόνο, βαριά,
σα να ανέβαινε μεγάλη κορυφή.
214
επιβιώνουν. Ο φόβος έχει μόνο μια γιατρειά: να προλαβαίνεις.
Μπορεί κάποιος ν’ ασχολείται με το μιτάτο του και μόνο; Δε θα τον
αφήσουν οι άλλοι, γιατί πρέπει να προλάβουν μην οι δουλειές του
μπλέξουν στις δικές τους. Μπορεί κάποιος ποτέ να πει πως οι
δουλειές του είναι εξασφαλισμένες; Όλοι νιώθουν πως όλα κάποτε
χάνονται - μπορεί και αύριο. Και το πάθος; Αυτό είναι το ανάποδο
του φόβου. Ποιος δεν έχει το πάθος να κατακτήσει το βουνό;
Καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης δεν είχε αποκοιμηθεί ούτε μία
στιγμή. Ούτε καν τα μάτια του πήγαν να κλείσουν, όπως έκαναν
συνήθως. Αυτό είχε να του συμβεί από την εποχή που
ανακατεύτηκε σ’ εκείνη την υπόθεση στα νότια και τον έπιασε η
καταραμένη αρρώστια του ύπνου. Ακόμα κι όταν ο Βρούχος
σηκώθηκε για να φύγει, τον παρακολουθούσε με ανοιχτά τα μάτια
μέχρι που ανέβηκε την κορυφή πάνω από το μιτάτο του και χάθηκε
πίσω της. Κι εκείνη την ώρα, περνούσαν μπροστά του, σα μία και
μοναδική εικόνα, όλα όσα είχε δει σ’ όλη του τη ζωή στο βουνό, κι
ακόμα, όλα όσα είχανε δει οι παππούδες του πριν απ’ αυτόν. Δεν
είχε δύναμη να δει άλλα. Αποκοιμήθηκε βαθιά.
215
Όταν γύρισαν οι βοσκοί του με τα πρόβατα το απόγευμα, τον
βρήκαν να κοιμάται με την πλάτη ακουμπισμένη στον ασφένταμο.
Δεν έδωσαν σημασία και περίμεναν να ξυπνήσει. Δεν ξύπνησε
όμως, μέχρι που νύχτωσε, και τον σκέπασαν μ’ ένα γαμπά. Τα
μεσάνυχτα πλέον, έγινε φανερό πως δεν είχε αποκοιμηθεί όπως
συνήθως. Τον σήκωσαν και τον ξάπλωσαν μέσα στο μιτάτο κι
έστειλαν να φωνάξουν τα παιδιά του από το χωριό.
216
Ο Καμπέρης έμοιαζε, έλεγαν, με μια μεγάλη Δύναμη. Άλλοι τον
παρομοίαζαν με την Αγγλία, άλλοι με τη Ρωσία, άλλοι με τη
Γερμανία του Κάιζερ. Δεν είχε πάντως αρχίσει από το μηδέν, όπως
εκείνες · το σόι του κρατούσε από παλιά στο Γερασήμι. Όμως ο
Καμπέρης είχε καταφέρει να το κάνει ξεκάθαρα πρώτο - και μαζί μ’
αυτό τον εαυτό του. Στο βουνό συχνά συζητούσαν τις αιτίες της
επιτυχίας του.
217
αρνηθεί. Όποιος γινόταν κουμπάρος του Καμπέρη, το έφερε μετά
όπως οι κόντηδες στην Κέρκυρα, ή οι χατζήδες στα Ιεροσόλυμα.
Κάποιοι προσπαθούσαν μέχρι και να μιμηθούν τη γερασημιώτικη
τού προφορά.
218
εντελώς αδιάφορος. Ένα τέτοιο παιδί, δεν ήταν δυνατό να γίνει
συνηθισμένος άνθρωπος. Θα γινόταν ή πολύ κακός ή πολύ καλός.
Γι’ αυτό τον Καμπέρη, ήταν δύσκολο να καταλάβεις πώς τον έβλεπε
ο κόσμος. Την ίδια στιγμή τον μισούσαν και τον θαύμαζαν, κι
έτρεμαν την αλλαγή από την πτώση του. Και πολλοί μάλιστα, βαθιά
μέσα τους, όσο κι αν τους καταπίεζε, δεν ήθελαν να δουν μια τέτοια
θαυμαστή δύναμη να πέφτει – όπως κάνουν τα δαμασμένα
πουλάρια, που τα δαμάζουν αφήνοντάς τα καιρό χωρίς τροφή και
νερό.
219
Ο Σπυρίδος, τελικά, δεν το είχε πάρει και τόσο άσχημα αυτό που
θα έκανε. Απορούσε και ο ίδιος. Μετά τη συνάντηση με τον
Παχιαδογιώργη έφυγε και ανέβηκε στο μιτάτο για να ετοιμαστεί
χωρίς κανένα φόβο. Μάλλον στη ζωή, κάποιες φορές νιώθει κανείς
χειρότερα όταν περιμένει να του συμβεί ένα κακό παρά όταν του
συμβαίνει.
Έχωσε το γράμμα στη ζώνη του και την έσφιξε καλά. Έφτιαξε μια
βούργια κι έβαλε μέσα φαγητό, νερό και καπνό. Ξέχωσε το
Μάνλιχερ που έκρυβε ο Αντρέας στο μιτάτο, το γέμισε, το κρέμασε
στον ώμο και ξεκίνησε. Επειδή θα έπαιρνε μαζί του τουφέκι δεν
πήρε βέργα, γιατί θα τον μπέρδευε. Έριξε, περνώντας, και μια
τελευταία ματιά στο μιτάτο. Ο Παχιαδογιώργης είχε στείλει το
βαφτισιμιό του, τον Σήφη, στη θέση του όσες μέρες θα έλειπε.
Όσων όμως χρονών και να ‘ναι κανείς, σκέφτηκε μετά, πάλι θέλει
να ζήσει… .
220
αρχή της ανηφόρας, είδε από κάτω το γείτονά τους τον «Απίδακα»
να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση του μονοπατιού.
Πριν λίγες μέρες, του είχαν κλέψει κι εκείνου δύο αίγες κι είχε
φύγει για αρώτημα (το ήξερε γιατί είχε περάσει από το μιτάτο τους).
Σίγουρα βρήκε άκρη και του επέστρεψαν τη μία αίγα, και το κρέας
που είχε μείνει από την άλλη που έσφαξαν.
Ανέβηκε ψηλά και πήρε άλλο μονοπάτι, έρημο, που το είχαν ανοίξει
τα πρόβατα και το ήξεραν λίγοι, μέσα στο ασφενταμόδασος, κι
ύστερα από αρκετή ώρα, όταν ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει,
ξεπρόβαλε ανάμεσα από τα δέντρα, μακρινή, η Στολίστρα. Η μεγάλη
ασημένια κορυφή που σηματοδοτούσε τα οροπέδια, και πιο πέρα
το Γερασήμι. Εκεί κάθισε κι έστριψε ένα τσιγάρο. Δεν είχε ακόμα
βγει από την επικράτεια του χωριού τους αλλά, η εικόνα και μόνο,
τον έκανε να θέλει να σταματήσει και να σκεφτεί. Κάπνιζε και
κοίταζε απέναντι, προσπαθώντας να σχεδιάσει από πού θα
περνούσε απαρατήρητος κι ανάμεσα να μη θυμηθεί τίποτα άλλο,
για να μη διστάσει. Γιατί είχε τριάντα τρία χρόνια(όσα και τα χρόνια
του Χριστού σκεφτόταν καμιά φορά)να προχωρήσει δυτικά.
221
συνέχεια. Δεν τον έφτανε όμως να κλέβει με τους χωριανούς του
(αυτούς τους έβλεπε παρακατιανούς)· ήθελε να κλέβει μόνο με
Γερασημιώτες, και τα είχε μάλιστα και καταφέρει. Όλοι απορούσαν
τότε στο χωριό τους, πώς οι Γερασημιώτες – γνωστοί για την
υπεροψία τους – δέχτηκαν να συνεργάζονται με τον Σπυρίδο · κι
έλεγαν κιόλας οι γεροντότεροι ότι: Αυτός ο νεαρός, σίγουρα θα
φτάσει κάποτε πολύ ψηλά.
Είχε πολλούς φίλους στο Γερασήμι, αλλά ο πιο στενός ήταν ένας
κοντοσυνομήλικός του, από μεγάλο σόι, ψυχωμένος και ντόμπρος.
Σιγά σιγά, άφησε όλους τους άλλους κι έκλεβε μόνο μαζί του(και
σιγά σιγά έγιναν και οι δύο άνθρωποι του Καμπέρη, όμως αυτό είναι
μία άλλη ιστορία). Εκείνος λοιπόν ο φίλος του, όπως ήταν στην ακμή
της νιότης, αγάπησε μια κοπέλα στο Γερασήμι, βαθιά μελαχρινή και
όμορφη κι ήθελε να την παντρευτεί. Μέχρι τότε, όλα καλά · αλλά
τότε, άρχισε να ξεδιπλώνεται μια καταστροφή. Με κάποιον από
τους περίεργους τρόπους του έρωτα(σα να ‘τανε μέσω του φίλου
του, όπως περνούσαν και ξαναπερνούσαν δήθεν τυχαία έξω από το
σπίτι της, σα να βρισκόταν μέσα σε μία ομίχλη - χωρίς τελικά να
ξέρει πώς)την αγάπησε κρυφά και ο Σπυρίδος - που δεν είχε
ασφαλώς καμία ελπίδα, όσες φιλίες κι αν είχε εκεί, ξένος αυτός, να
παντρευτεί στο Γερασήμι. Ήταν ένας έρωτας σκοτεινός και άτυχος,
από εκείνους που δεν εύχεται κανείς ούτε στο χειρότερο εχθρό του:
Όταν την έβλεπε ζαλιζόταν από την ομορφιά του κόσμου, κι όμως,
ήταν αναγκασμένος(ακόμα κι όταν το έκανε ειλικρινά)να στηρίζει
τις ελπίδες του φίλου του. Έκρυβε αυτό το πράγμα και από τον ίδιο
του τον εαυτό.
Μια μέρα όμως, από τον πατέρα της κοπέλας έκλεψαν πέντε
πρόβατα, για εκδίκηση, κάποιοι από ένα σόι στη νοτιοδυτική ρίζα
του βουνού. Ο φίλος του το έμαθε.
222
Ξέρεις τι θα κάνω; του είπε. Θα πάω, χωρίς να πω τίποτα σε κανένα,
και θα φέρω πίσω τα πρόβατα, για να τη σκλαβώσω! Έρχεσαι;
223
υπνωτισμένα. Ούτε μια στιγμή δεν προσπάθησαν να ξεφύγουν. Δε
βρήκαν, ασφαλώς, τα ίδια που είχαν κλέψει από τον πατέρα της
κοπέλας, όμως, πήραν δέκα δικά τους, τα διπλά, κι έφυγαν
κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά και μην πιστεύοντας στην τύχη τους.
224
είχε πού να πάει, και δε μπορούσε και να φανταστεί κόσμο άλλο
πέρα από το βουνό.
Είχε τότε εξήντα πρόβατα δικά του, είχε κι ο πατέρας του ένα
αμπέλι, τα πουλήσαν όλα και μάζεψαν δεκάξι λίρες. Τις άλλες τις
συμπλήρωσε ο Παχιαδογιώργης κι έτσι έγινε βοσκός του, για να τον
ξεπληρώσει – αν και ακόμη του χρωστούσε τις τρεις, γιατί κάθε
χρόνο συμφωνούσαν να πάρει το τυρί του και να το αφήσουν για
τον επόμενο. Του φέρθηκε δηλαδή καλά ο Παχιαδογιώργης, δεν του
είχε παράπονο.
225
λόγος που ένα κομμάτι του εαυτού του ξεσηκώθηκε τότε κι επέμενε
ν’ αλλάξουν δρόμο. Έβλεπε, μίλια μακριά, τον άνθρωπο με το
τουφέκι να παραφυλάει στο πέρασμα κι ήθελε να περάσουν από
μπροστά του, για να λύσουν μια για πάντα τους λογαριασμούς με
τον αντίζηλο. Ο Σπυρίδος είχε γεράσει πια στο βουνό κι ήξερε πολύ
καλά τι είναι ικανός να κάνει ο εαυτός κάποιου όταν μένει
απαρατήρητος, και ποσό κακός μπορεί να γίνει.
Ένιωθε δηλαδή φονιάς φίλου; Όχι, δεν ένιωθε, γιατί δεν είχε
σκοτώσει κανένα. Άλλωστε, ουδέποτε είδε τα πράγματα ακριβώς
έτσι και μόνο περνούσαν από τη σκέψη του, χωρίς να παίρνουν
ξεκάθαρη μορφή, κάποιες στιγμές τα βράδια, όταν τον έπαιρνε το
παράπονο για τη ζωή του και δε μπορούσε να κοιμηθεί, ή καμιά
φορά όταν ξαγρυπνούσε φυλάγοντας τα πρόβατα. Θα ήτανε βαρύ
κι αβάστακτο ν’ αποκαλέσει κατάμουτρα τον εαυτό του φονιά του
φίλου του. Η τύχη, η μοίρα και η κακιά στιγμή, αρκούσαν. Ίσως
κιόλας να ήταν αυτά οι πραγματικοί φταίχτες, κι όλα τ’ άλλα
φαντάσματα του μυαλού του. Ύστερα, ένιωθε πως, όπου κι αν
έφταιξε, είχε τιμωρηθεί σκληρά και με το παραπάνω κι αυτό τον
ανακούφιζε.
226
Καμπέρη και ξεκλειδώνει, ποιος ξέρει πόσες πόρτες. Ο Αντρέας
πρέπει να το κρατάει στο χέρι γιατί ο Καμπέρης είναι πονηρός, θ’
αδιαφορήσει. Και θα το πάω! Θα το πάω και θα γυρίσω χωρίς να με
δει κανείς.
227
Σηκώθηκε, γύρισε τ’ αποτσίγαρο στην καπνοσακούλα, κρέμασε το
τουφέκι στον ώμο και προχώρησε. Είχε σχεδιάσει κιόλας τη
διαδρομή. Θα παρέκαμπτε από πάνω τα οροπέδια και θα κύκλωνε
το βουνό από τα βόρεια. Αν χρειαζόταν, μπορούσε να πάει και μέχρι
έξω από το Γερασήμι. Ήξερε τα μέρη τόσο καλά, από εκείνα τα
χρόνια, που του ερχόταν τώρα στο νου η κάθε πέτρα ξεχωριστά.
Δέντρα δεν υπήρχαν τόσο ψηλά, ούτε ένα, και βοσκοί ελάχιστοι.
Προχώρησε ευθεία μέσα από το πέρασμα χωρίς να συναντήσει
τίποτα και κανέναν και, στο τέλος του, ξεπρόβαλε ξαφνικά μπροστά
του όλη η βόρεια πλευρά του βουνού και της μισής Κρήτης. Δεν
έδωσε σημασία στην ωραία εικόνα. Από εκεί και πέρα είχε απότομο
κατήφορο και δάσος, πυκνό, που κρατούσε πολλή ώρα. Δεν ήταν
επικράτεια του χωριού τους, ούτε των οροπεδίων, ούτε άνηκε στο
Γερασήμι, όμως, θα προχωρούσε τώρα κανονικά δυτικά κι αυτό το
δάσος βοηθούσε. Σταμάτησε, κοίταξε, κι έκανε το πρώτο βήμα
πάνω στη νοητή οριογραμμή με το δεξί και αποφασιστικά. Δεν
ένιωσε άσχημα · αντίθετα, ένιωσε για μια στιγμή πως έσπασε τις
αλυσίδες. Του φάνηκε παράξενο αυτό. Το βουνό ήταν ίδιο σ’ όλες
τις πλευρές του. Δε μπορούσε ένα οροθέσιο να το αλλάξει. Τι είχε
χάσει που δεν είχε πάει τόσα χρόνια δυτικά; Όμως, να σου
228
απαγορεύουν κάτι, η απαγόρευση μόνη της, πληγώνει φαίνεται
περισσότερο από εκείνο που απαγορεύεται.
Δεν ήταν όμως, ευτυχώς, βοσκοί. Ήταν άνθρωποι από τον κάμπο κι
ανέβηκαν για να φτιάξουν κάρβουνο. Γι’ αυτή τη δουλειά θα έπρεπε
να μείνουν εκεί σχεδόν ένα μήνα.
Του είπαν να καθίσει να πιει μια ρακή και κάθισε. Κανονικά δεν
έπρεπε, ήταν επικίνδυνο, όμως είχε αρχίσει να τον ερεθίζει ο
κίνδυνος. Του έβαλαν ρακή σ’ ένα τενεκεδένιο ποτήρι και του
έδωσαν και λίγα ξερά σύκα. Ήπιε μια γουλιά και τον έκαψε, ήταν
δυνατή. Έπιασε ύστερα κουβέντα με το αφεντικό:
229
Κρίμα; έκανε ο καμινιέρης ξαφνιασμένος. Αυτά τα ‘στειλε ο Θεός
για να τα κόβουμε. Τους ανθρώπους λυπάμαι εγώ, που δε θα ‘χουνε
κάρβουνο να ζεσταθούνε το χειμώνα.
Ωραία; έκανε. Άκου τι λέει! Και βέβαια θα ‘ταν ωραία. Τότε θ’ άξιζε
τον κόπο να φτιάχνει κανείς κάρβουνο.
230
Είναι στουπί στο μεθύσι, σκέφτηκε ο Σπυρίδος. Όχι: τον έχει πιάσει
λίγο, που νόμιζα.
Προχώρησε, από ένα διπλανό μονοπάτι που θυμόταν πως δεν ήταν
πολυσύχναστο, αν κι είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως τα
πράγματα είχαν αλλάξει μετά από τόσα χρόνια και θα έπρεπε να
προσέχει διπλά, και να μη στηρίζεται τόσο στις αναμνήσεις του.
Ήξερε όμως σίγουρα (αυτό τουλάχιστον φρόντιζε να το μαθαίνει)
ότι σ’ αυτά τα μέρη δεν υπήρχαν Γερασημιώτες μόνιμοι, και πως η
μόνη περίπτωση να συναντήσει κανέναν ήταν αυτός να πήγαινε για
ζωοκλοπή. Και πάλι όμως, αν αυτός πήγαινε για ζωοκλοπή θα ήταν
μάλλον νέος και θα ήταν δύσκολο να ξέρει την υπόθεση και να τον
αναγνωρίσει. Έτσι, συνέχισε περίπου στην ίδια στην πορεία που
είχε σχεδιάσει.
231
βρέθηκε σε μέρος σπανό με χαμόκλαδα – όπου έβλεπες άνθρωπο
χίλια μέτρα μακριά.
Χωρίς φωτιά δεν υπάρχει ζωή, σκέφτηκε μόλις βρέθηκε εκεί. Και η
φωτιά θέλει ξύλα. Βρες μου εσύ τη λύση για να μην κόβουν τα
δέντρα. Και οι άνθρωποι όλο και πληθαίνουν. Στο τέλος, θα το
πάθουν σαν το κοπάδι τα πρόβατα, που μεγαλώνει και μεγαλώνει,
και τρώει όλα τα χόρτα και τα κλαδιά και δεν ξαναφυτρώνουν και
ψοφάει! Δες σε πόση ώρα βρέθηκα στη σπανάδα και φαίνομαι από
παντού! έσκουξε θυμωμένος.
Χαμήλωσε λίγο και πήγαινε από τις άκρες, όπου ένιωθε πως ήταν
περισσότερο δυσδιάκριτος. Από την άλλη όμως, σκεφτόταν, με
αυτό τον τρόπο, το μουλωχτό, που πήγαινε, αν τελικά τον έβλεπε
κάποιος δε θα πίστευε με τίποτα πως δεν είχε κακό σκοπό.
232
το κρύψει στη ζώνη του. Όμως το πιστόλι δε θα τον προστάτευε το
ίδιο καλά.
Όχι, σκέφτηκε. Δε γίνεται να περάσω από ‘δω μέρα, έτσι όπως έχει
γίνει το μέρος, ούτε να περάσω από τα περάσματα · θα με δουν
οπωσδήποτε. Πρέπει να περιμένω να σκοτεινιάσει. Καλύτερα να
φτάσω αργά παρά να μη φτάσω ποτέ.
233
Μέσα στο χοντράδι δεν ήταν άσχημα. Βρήκε ένα μέρος, κάθισε
άνετα, ακούμπησε πίσω την πλάτη του και πρόσεχε όλο το μονοπάτι
κάτω. Αποκλείεται να περνούσε κανείς και να μην τον έβλεπε ώρα
πριν, και πίσω του οι βράχοι ήταν δύσκολοι και πολλοί - για να του
έρθει κανείς από εκεί. Ένιωθε μεγάλη ασφάλεια · σα να ‘χε κλειστεί
μέσα σ’ ένα κάστρο.
Έστριψε ένα τσιγάρο, διπλό, το άναψε και φυσούσε τον καπνό κάθε
φορά πάνω στο βράχο για να μην απλώνεται και φαίνεται - αν και
αυτό ήταν σίγουρα υπερβολική προφύλαξη, γιατί δε θα μπορούσε
ο καπνός να φαίνεται περισσότερο από δέκα μέτρα κι εκείνος
πρόσεχε μπροστά του χίλια. Αλλά όταν μάλλον αισθάνεται κανείς
ασφαλής είναι που παίρνει με άνεση όλες τις προφυλάξεις, κι όταν
αισθάνεται ανασφάλεια είναι που κάνει το μεγάλο λάθος.
234
Το μόνο όμως που πέρασε ήταν ένας λαγός – γεμάτος άγχος, με
σηκωμένα ολόρθα τ’ αυτιά, γρήγορα-γρήγορα για την απέναντι
πλευρά. Έμοιαζε σα μια μικρή πέτρα που έτρεχε, όπως είχε σχεδόν
το ίδιο χρώμα με τις πέτρες.
235
Σα να ‘ναι ο Φακίστρας με τη γυναίκα του! σκέφτηκε ξαφνικά όπως
τους κοίταζε και τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Αν αυτοί είναι ο
Φακίστρας με τη γυναίκα του, πάει τελείωσα, είναι το σημάδι μου!
236
Ο Σπυρίδος, είχε πάει σε πόλεμο, είχε δει και πολλά άσχημα στο
βουνό, όμως το χειρότερο που είδε στη ζωή του ήταν εκείνη η γρίπη.
Όχι όμως όλοι. Οι πιο φιλότιμοι χωριανοί χάθηκαν τότε, από την
αρχή, επειδή το θεωρούσαν υποχρέωσή τους να βοηθήσουν τους
φίλους και τους συγγενείς και κολλούσαν · κι έμειναν: «Όλα τα
καθάρματα», όπως είπε μετά ο Παχιαδογιώργης - όταν ανέβηκε από
το χειμαδιό την άνοιξη και αντίκρυσε την καταστροφή (γιατί έλειπε
στο χειμαδιό και δε βρέθηκε εκεί).
237
ο χειρότερος Καθαρός που έγινε ποτέ, είπανε μετά, επειδή αυτός
σκότωσε τους φιλότιμους. Από τότε πήρε το χωριό τους την κάτω
βόλτα κι ανέβηκε το Γερασήμι - που δεν το έπιασε η αρρώστια,
έλεγαν πάλι, γιατί είχε μαζί του το διάβολο.
Έγειρε πάλι πίσω κι έφτιαξε άλλο ένα τσιγάρο, διπλό κι αυτό. Δεν
έφτιαχνε συνήθως διπλά τσιγάρα, αλλά τώρα, μπορεί να ‘τανε τα
τελευταία του και δεν είχε νόημα να λυπάται τον καπνό. Το άναψε
κι έγινε το στόμα του πικρό, σα να ‘χε μασήσει πικροδάφνη.
Πέρασε ώρα κι είχε σβήσει το τσιγάρο, όταν άκουσε από κάτω του
μια πέτρα να πέφτει · πέτρα, όπως θα ξεκολλούσε αν την πατούσε
άνθρωπος – μπορεί και αίγα, σκέφτηκε. Έμεινε ακίνητος και
περίμενε.
238
Πραγματικά, πέρασε και γύρισε πίσω από το βράχο και δεν τον
είδε.
Δε θα φύγει όμως, κατάλαβε πάλι. Δεν πάει πουθενά από ‘δω. Κάτι
θέλει να κάνει. Τώρα… τα πιάσαμε τα λεφτά μας… .
«Έλα συ μικιό μου, έλα συ πουλί μου, έλα συ ζουριδάκι μου» έλεγε,
απευθυνόμενος στη ζουρίδα που θα την υπολόγιζε κρυμμένη στους
βράχους, σα να νανούριζε μωρό: Έλα να φας το κρεατάκι, να πέσει
το ξυλάκι, να πέσει το πλακάκι, να σε πιάσω, να χτίσω ένα σπιτάκι!
239
Άκου τι λέει! σκέφτηκε. Να χτίσει σπιτάκι! Τι βλάκας!
Μετά έπιασε άλλο τροπάρι, πεζό. Καλή μου ζουρίδα, έλεγε. Έλα σε
παρακαλώ να σε πιάσει η παγίδα, να με βοηθήσεις, να πάρω ένα
ζευγάρι στιβάνια. Δε με λυπάσαι που πάω με τρυπημένα στιβάνια;
240
Δεν υπάρχει πιο βλαπτικό ζώο(«χερότερο έχνος» σκέφτηκε) από
τον άνθρωπο. Αν καμιά φορά ξεκληριστεί όλα τ’ άλλα θα
χοροπηδήσουν από τη χαρά τους. Φτιάχνει τα πάντα όπως τα θέλει.
Αυτός τώρα, πιστεύει στ’ αλήθεια πως η ζουρίδα πρέπει να τον
λυπηθεί και να πάει να πέσει στην παγίδα, κι ότι αυτό είναι το δίκιο.
Όταν τη βγάλει ζουλιγμένη από την πέτρα θα τη φιλήσει!
«Τρρρ» άκουσε μετά, σημάδι ότι σήκωσε την πάνω πέτρα της
παγίδας και τελείωσε. Τώρα περίμενε ότι θα γυρνούσε από τη δική
του πλευρά να στήσει δεύτερη κι ετοιμάστηκε και, ξαφνικά, άκουσε
την καρδιά του χτυπάει δυνατά – τόσο, που κόντευε να βγει έξω.
Είχε σκοπό να του πει (μπλόφα), αν τον έβλεπε: Ξέρω ποιος είσαι
και πού μένεις. Κανόνισε να πεις σε κανένα ότι μ’ είδες εδώ, και θα
γυρίσω να σε σκοτώσω! Αν και κανονικά, αυτός χρειαζόταν ένα
Παχιαδογιώργη – για να ησυχάσουν και οι ζουρίδες.
Φεύγει; σκέφτηκε και σύρθηκε γρήγορα μέχρι την άκρη του βράχου
για να βεβαιωθεί.
Γύρισε αμέσως πίσω και πήγε να του χαλάσει την παγίδα, όμως,
λίγο πριν το κάνει, το μετάνιωσε. Καλύτερα να τη χαλάσω όταν θα
φεύγω, είπε. Ύστερα, η ζουρίδα δε θα ‘βγαινε έξω όσο τον μύριζε
εκεί κοντά. Κάθισε τώρα λίγο πιο μπροστά από το σημείο που
καθόταν πριν και πρόσεχε καλύτερα το μονοπάτι κάτω, αλλά αυτό
ήταν μάλλον πια υπερβολική προφύλαξη.
Όταν έπρεπε να προσέχω δεν πρόσεχα, κι ήρθε αυτός και δεν τον
είδα, σκέφτηκε. Τώρα, αφού έστησε την παγίδα κι έφυγε, σημαίνει
πως δεν υπάρχει περίπτωση ν’ ανέβει άλλος άνθρωπος εδώ – γιατί
241
αυτοί οι ζουριδολόγοι ξέρουν τι κάνουν. Δεν υπάρχει φόβος μέχρι
να σκοτεινιάσει.
Στην αρχή είδε το Βίκο στους δρόμους του χωριού τους, αλλά οι
δρόμοι του χωριού τους ήτανε μεγάλοι, σαν κάμπος, και ο Βίκος
κρατούσε τουφέκι. Μια τουφέκι νόμιζε πως κρατούσε - μια
σκουπόξυλο. Ύστερα, είδε ένα μουλάρι με δύο κοφίνια κρεμασμένα
στο σαμάρι του, ένα σε κάθε πλευρά, και μια πεπόνια νόμιζε πως
είχαν μέσα - μια κομμένα κεφάλια, και τρόμαξε. Ύστερα είδε ένα
άλλο χωριό, και νόμιζε πως ήταν το Γερασήμι, αλλά το Γερασήμι δεν
ήτανε τόσο μικρό κι είχε μπερδευτεί. Μετά είδε ένα πρόβατο να
καβαλάει το μουλάρι, χωρίς τα κοφίνια, κι αυτό το πρόβατο ήταν
ένα από τα κλεμμένα, το κοντύτερο – το αναγνώρισε.
«Εις τη μεγάλη κορφή», του έλεγε, «έναι μια ν-τρύπα κ’ έχει μέσα
τυρί. Και το τυρί το τρώνε οι ποντικοί, και τσι ποντικούς τσι τρώνε
οι κάτες, και τσι κάτες τσι τρώνε οι σκύλοι, και τσι σκύλους τσι
δένουνε στς αλυσίδες, κι όλα γίνουνται χώμα· εσύ ποιος είσαι;».
242
Και τότε είδε ένα ηλιοβασίλεμα, και δύο μαυροντυμένες γυναίκες
να βγαίνουν μέσα από έναν αφουφούλακα και να μαζεύουν ξερά
χόρτα για να τα βράσουν, και σκέφτηκε ότι δε μπορεί να θέλουν να
βράσουν τα ξερά χόρτα, αλλά δεν του φάνηκε παράξενο.
243
Όταν ξύπνησε είχε νυχτώσει εντελώς. Δε διέκρινες άνθρωπο στα
πέντε μέτρα κι ήτανε τρίτη της λίγωσης – δηλαδή το φεγγάρι θ’
αργούσε να ανατείλει. Αυτό το παράθυρο έπρεπε να το
εκμεταλλευτεί για να περάσει από την κοιλάδα. Ξεκίνησε αμέσως κι
είχε προχωρήσει σχεδόν ένα μίλι, όταν θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει
να χαλάσει την παγίδα του ζουριδολόγου.
Υπήρχε μια πίστη παλιά, θαμπή, πως πρέπει να χυθεί αίμα για να
γίνει κάτι ακατόρθωτο(Γιατί; κανένας δεν ήξερε – μπορεί επειδή
τίποτα δεν είναι δωρεάν).Του ήρθε τώρα στο νου.
244
ξαφνιάσει. Από εκεί και πέρα, και μέχρι το πρωί, δε φοβόταν τους
ανθρώπους.
Η πορεία που είχε χαράξει απ’ όταν ξεκίνησε, ήταν ένα πλαγιαστό
Γ που κατέληγε στην «Αερή Μαδάρα» - μια έκταση μετά τα
οροπέδια και πριν το Γερασήμι. Χωρίς κανένα λόγο, είχε καρφωθεί
στο νου του ότι κάπου εκεί θα συναντούσε τον Αντρέα. Από την
πρώτη στιγμή που του μίλησε ο Παχιαδογιώργης για το γράμμα, δε
φαντάστηκε κανένα άλλο μέρος παρά μόνο την Αερή Μαδάρα.
Άλλωστε, ο Παχιαδογιώργης του είχε πει «να κλείσει τα μάτια» και
να τον βρει, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Δε θα μπορούσε
ρωτάει δεξιά και αριστερά στα μιτάτα αν τον είδανε.
245
Αυτό πάει να πει ψυχή! σκέφτηκε τώρα. Να βλέπεις το πράγμα και
να μην το πιστεύεις!
Εκείνος δεν είχε τέτοια ψυχή. Τα χρόνια πριν το φονικό, τον είχε
φέρει η ανάγκη να περάσει νύχτα τον Τρομιθόπορο και είδε. Μέσα
υπήρχαν νεράιδες. Έκανε το σταυρό του όμως, ότι όπως πέρασε
εκείνη τη φορά θα περνούσε και τώρα.
246
βρισκότανε μακριά από τα μέρη του και δεν ήταν το ίδιο γρήγορος
όσο παλιά. Και θα κινδύνευε και ο Αντρέας. Θα του έλεγαν: Τι
δουλειά έχει ο βοσκός σου δυτικά και πού είναι τα λόγια του πατέρα
σου; Και τότε σίγουρα τα δώδεκα πρόβατα θα εξαφανίζονταν για τα
καλά. Κι όχι μόνο αυτά, αλλά περισσότερα θα τους έκλεβαν οι
συγγενείς του σκοτωμένου επειδή χάλασαν το σασμό. Απ’ όποια
πλευρά λοιπόν κι αν το έβλεπε το πράγμα, δεν υπήρχε άλλος δρόμος
μόνο ο Τρομιθόπορος.
Είναι δύο ειδών οι γενναίοι. Εκείνοι που όταν τους συμβεί κάτι
ξαφνικό το αντιμετωπίζουν με θάρρος, κι εκείνοι που βλέπουν ώρα
τον κίνδυνο να έρχεται και προχωρούν κατά πάνω του. Οι δεύτεροι
είναι ασφαλώς οι γενναιότεροι, ο Σπυρίδος όμως, καθόλου δεν
ένιωσε τότε ένας από αυτούς. Εκείνος ένιωσε μόνο να τον σπρώχνει
η ανάγκη. Δεν είχε επιλογή · ήταν σα να τον σήκωσε από το σβέρκο
ένα αόρατο χέρι και να τον άφησε μπροστά στον Τρομιθόπορο.
Πήρε βαθιά ανάσα, έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε. Στο πρώτο
όμως βήμα παραπάτησε(πρώτη φόρα όλη μέρα), και στηρίχθηκε
στο τουφέκι για να μην πέσει, και χτύπησε το κοντάκι σε μια πέτρα
247
κι ο κρότος: «Ντουπ!», αντιλάλησε στις πλαγιές. Κι ένιωσε τότε
ολόγυμνος.
Με μιαν ανάσα βρέθηκε τόσο βαθιά που δεν έβλεπε πια πίσω του
την αρχή · βρέθηκε βαθιά μέσα στο στεγνό ρυάκι. Το φως του
φεγγαριού έφτανε μέχρι εκεί και φώτιζε κάπως τη γκριζωπή άμμο
της κοίτης κι αυτό τον έκανε να πάρει κουράγιο. Τουλάχιστον δεν
είναι τελείως άλλος κόσμος…, σκέφτηκε.
Όταν έστριψε δεν έβλεπε πια τίποτα έξω από το φαράγγι, παρά
μόνο ένα κομμάτι νυχτερινό ουρανό πάνω του, όμως: λιβάδι δεν
υπήρχε εκεί.
248
δέντρων. Άνοιξε το βήμα του, μήπως και βγει γρήγορα έξω από εκεί,
όμως, στο τρίτο βήμα, άκουσε γέλια.
Έμεινε ακίνητος για μια στιγμή, όμως προχώρησε. Τώρα πια δεν
υπήρχε επιστροφή. Το γέλιο ακούστηκε μακρινό και μπορεί να μην
τον έβλεπαν.
249
Σ’ όλο το λιβάδι ακουγόταν λύρα, τέλεια λύρα, χωρίς να υπάρχει
λυράρης.
«Τη λαμπυράδα τση φωθιάς ορέγομου και ‘θώρου, και ‘σίμωσα και
‘κάηκα να φύγω δεν ημπόρου!».
Δεν ήξερε αν του μιλούσε μία ή όλες μαζί. Η φωνή ήτανε γλυκιά και
περιπαικτική.
250
Έπρεπε τώρα να τις κοιτάξει · όμως, αδύνατο να γυρίσει το κεφάλι
του. Δεν απάντησε.
Τότε του κόπηκαν τα πόδια, και το μόνο που σκέφτηκε ήταν πως
δεν ήθελε να πεθαίνει με τέτοιο τρόπο.
«Όϊ!» απάντησε η ίδια φωνή στην ίδια. «Δεν αξίζει. Δε θωρείς που
δε μας-ε ξανοίγει; Υπάρχει ο κόσμος να τονε φάει. Αφήσετέ τονε να
περάσει».
Ξαναμπήκε στο ρυάκι, που πριν το είχε του διαβόλου, λες και
βρέθηκε στην αγκαλιά της μάνας του(τόσο ανακουφισμένος ήταν)
και θα πρέπει να βρέθηκε στην πάνω μεριά του φαραγγιού μέχρι να
ειπωθούν τρεις μαντινάδες. Εκεί πια δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε η
λύρα, ούτε το τραγούδι, ούτε ο χορός.
Μόνο όταν έφτασε στην αρχή της Αερής Μαδάρας σταμάτησε και
κάθισε, μούσκεμα στον ιδρώτα, και κατάλαβε τι είχε συμβεί.
Πώς πέρασα;! έλεγε. Την άλλη φορά δεν ήταν έτσι. Την άλλη φορά
δεν του είχαν μιλήσει - τις είχε δει μόνο μια στιγμή φευγαλέα κι
εκείνες ούτε που τον κοίταξαν. Τώρα…τι πάθανε; Ήμουνα τρελός
που μπήκα εκεί μέσα. Και πού ξέρανε τ’ όνομά μου; Άκου τι λέω!
Πού το ξέρανε… Μ’ αφού είναι στοιχειά!
251
Και τι όμορφες που ήτανε! σκέφτηκε μετά. Έλαμπαν όπως το
φεγγάρι!
Ένιωσε τότε μια περίεργη έξαψη, διαφορετική απ’ όσες είχε νιώσει
εκείνη τη νύχτα. Φαντάστηκε πολλά μέσα σε λίγη ώρα.
Τα πρόβατα…, του είχε πει κάποτε ο παππούς του (στην ηλικία του
τώρα), θαρρούμε πως τα ‘χουμε, όμως μας έχουν αυτά και μας
ορίζουν. Καλά να πάθουμε! Γιατί ‘ναι άγια ζώα κι εμείς τα τρώμε.
252
Και γιατί μου το είπαν αυτό το: ότι δε θα βρούμε τα πρόβατα, κι ότι
θα με φάει ο κόσμος; σκεφτόταν όσο προχωρούσε στην Αερή
Μαδάρα. Άσχημα σημάδια. Πουθενά στη ζωή μου δεν έχω πάει με
τόσο άσχημα σημάδια. Δε μπορώ να καταλάβω πώς συνεχίζω
ακόμη!
253
άνθρωποι κι αν είχε συμβεί κάτι ασυνήθιστο στην περιοχή. Ίσως
όμως, βαθύτερα, να ήθελε να τον συναντήσει μόνο και μόνο για να
υπάρχει κάποιος μάρτυρας ότι πέρασε το φαράγγι.
254
Μεγάλο Σπήλιο, κοντά στα γερασημιώτικα βοσκοτόπια – που ήτανε
κι αυτή έρημη και παλιά κι είχε χρόνια να δει ασκητή.
Ο κόσμος στο Γερασήμι και στ’ άλλο βουνό τον σεβόταν, για
πολλούς και διάφορους λόγους. Πρώτα απ’ όλα, ήταν άνθρωπος
του Θεού · παρ’ όλο που δεν πίστευε στο Θεό, δεν πείραζε ούτε
μύγα. Ύστερα, τον θαύμαζαν επειδή κατάφερνε να μένει και το
χειμώνα στο Μεγάλο Σπήλιο(το χειμώνα έπεφταν εκεί πολλά μέτρα
χιόνι)και το σπουδαιότερο: ήξερε να δένει τα σπασίματα και να
γιατρεύει τους τραυματισμένους από μαχαίρι και σφαίρα, κι αυτοί
ήτανε πάντα μπόλικοι στο Γερασήμι. Με αυτό τον τρόπο, υπέθετε ο
Σπυρίδος, θα ζούσε κιόλας – γιατί στο Μεγάλο Σπήλιο ούτε να
καλλιεργήσει τίποτα μπορούσε ούτε να έχει ζώα, αφού έμενε και το
χειμώνα. Δε θα δεχόταν βέβαια χρήματα, αλλά θα του άφηναν
οπωσδήποτε τρόφιμα.
Ούτε φωτιά φαινόταν ούτε άλλο φως και κατέβηκε τώρα χωρίς
φόβο. Είδε ότι κατέβαινε από πολλά σημεία, όλα εύκολα. Όταν
έφτασε κάτω προχώρησε προς τις σπηλιές, κάπως αβέβαια. Με την
255
ερημιά που έβλεπε τριγύρω, περισσότερο περίμενε ότι δε θα τον
έβρισκε εκεί και θα έκανε άδικο κόπο.
Στάθηκε δίπλα στην πόρτα και κοίταξε σιγά-σιγά μέσα. Άναβε ένα
λυχνάρι χαμηλό κι ένας άνθρωπος κοιμόταν στην άκρη, γερμένος
στη μεριά του βράχου, πάνω σ’ ένα στρώμα από ρείκια
σκεπασμένος μ’ ένα γαμπά. Τίποτα άλλο, εκτός ένα μικρό πέτρινο
τραπέζι στη μέση.
Μήπως δεν είναι αυτός; σκέφτηκε και δίστασε. Όμως, ποιος άλλος
θα μπορούσε να είναι;
Έκανε άλλο ένα βήμα, σταμάτησε και ψιθύρισε, όσο πιο απαλά
μπορούσε: «Κύριλλε…» .
256
Ένας φίλος από παλιά, του είπε. Σήκω να δεις ποιος… . Ήτανε
σίγουρος για τη φωνή και κάθισε ήρεμος στο τραπέζι.
Καλά είναι, του απάντησε αυτός μηχανικά και τρόμαξε έτσι όπως
τον είδε. Είχε αποστεωθεί, είχε γεράσει και το πρόσωπό του είχε
γίνει σαν ξερό κατσικόδερμα.
«Μα καλά», τον ρώτησε, «εσύ Σπυρίδο, εδώ; Πώς; Δεν έχεις αυτή,
την απαγόρευση - σαν κι εμένα. Ή πέρασε;».
Ήρθα παράνομα.
«Παράνομα ε;».
Ναι.
Στάθηκε στη μέση της σπηλιάς, λίγο πιο πάνω από το τραπέζι,
έσκυψε, πήρε από κάτω ένα χαλίκι όσο ένα στραγάλι, σηκώθηκε και
το άφησε προσεκτικά να πέσει, εντελώς ευθεία. Ύστερα έσκυψε και
το ξαναμάζεψε, ξανασηκώθηκε και το άφησε να πέσει πάλι κάτω,
το ξαναμάζεψε και το άφησε πάλι να πέσει, και πάλι το ξαναμάζεψε,
και πάλι από την αρχή…
257
Το έκανε αυτό, δεν ήξερε πόσες φορές, πενήντα; εκατό; Μέχρι που
λαχάνιασε και η ανάσα του ακουγόταν σ’ όλη τη σπηλιά. Εκείνος
περίμενε υπομονετικά και τον παρατηρούσε με προσοχή – πάντως
όχι με απαξία ή με κατανόηση.
«Μόνο μη μου πεις πως ήρθες να κλέψεις ζώα», του είπε όταν
τελείωσε και κάθισε ανακουφισμένος στο τραπέζι. «Αν ήρθες να
κλέψεις ζώα και θέλεις να σε κρύψω, θα με φέρεις σε πολύ άσχημο
δίλλημα, κι εγώ για ν’ αποφεύγω τα διλλήματα μένω εδώ πάνω».
Όχι, του απάντησε. Τώρα μας έκλεψαν τα δικά μας και τα ψάχνω.
«Πολλά;».
«Ναι βέβαια, ξέρω:» του είπε, «εις τους αιώνας των αιώνων η
απαγόρευση – το μόνο βιβλίο που έχω εδώ πάνω είναι η Αγία Γραφή
και την έχω μάθει απέξω. Από πού θα πας, είναι εύκολο. Αν πας
δυτικά της Αερής Μαδάρας, μέχρι τους γκρεμούς, δε θα
συναντήσεις κανένα, σίγουρα. Δεν υπάρχει κανένας εκεί, μα!»,
258
έκανε τότε. «Μη μου πεις ότι πέρασες το φαράγγι νύχτα! Δε θα το
πιστέψω!».
«Ναι! Ξέρω τι είδες!» φώναξε. «Αλλά εμένα αυτό είναι έξω από
τον τρόπο σκέψης μου! Δε μπορώ να το παραδεχτώ!».
259
δείκτη σα να έκανε μάθημα: «Και για ποιο λόγο να κοιτάζω τον
Παχιαδογιώργη και το κοπάδι κι όχι τον εαυτό μου; Άλλοι είχαν
οικογένειες και παιδιά και τ’ άφησαν όλα κι έμειναν κουφοί, για να
περάσουν δυο μέρες με τις νεράιδες. Και τι καταλάβανε; Θα σου πω
εγώ. Κι αυτοί στο τέλος δεν πεθάνανε; Όλα είναι μάταια όσο
υπάρχει ο θάνατος. Ακόμα κι αν μένανε μαζί τους για όλη τους τη
ζωή πάλι θα πεθαίνανε στο τέλος, και θα ‘χανε και το βάρος πως
εγκατέλειψαν τους άλλους».
260
Εκείνος πάντως δεν επέμεινε στην ερώτηση. Σηκώθηκε, έκανε
προβληματισμένος δύο βήματα και στάθηκε στη μέση της σπηλιάς
κοιτάζοντάς τον.
Εσύ γιατί δεν πας να μείνεις με τις νεράιδες, αφού είσαι και δίπλα
και δεν έχεις ν’ αφήσεις και κάτι; τον ρώτησε τότε αυτός, που το
είχε ειλικρινή απορία.
Έκανε τότε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, και το ράσο του
φούσκωσε μια στιγμή σαν περιστρεφόμενου δερβίση μέχρι να
ξαναβρεθεί να τον κοιτάζει.
Μωρέ το καλύτερο λέω εγώ, είναι να ζει κανείς με τις νεράιδες, του
είπε αυτός, καθώς άναβε ένα τσιγάρο από τη φλόγα του λύχνου,
261
όμως δε γίνεται. Γι’ αυτό, άσ’ τα καλύτερα και κάτσε. Με τον τρόπο
που του μιλούσε είχε ξεχάσει και να καπνίσει.
«Στο βουνό μόνο γίνονται;» έκανε αυτός και γύρισε πάλι προς το
μέρος του. «Όχι βέβαια. Παντού γίνονται τα ίδια. Φτιάχνουν τις
262
κοινωνίες με βάση τα μέσα που έχουν και τις προδιαθέσεις τους –
που είναι κακές. Και οι προδιαθέσεις δεν αφήνουν τα μέσα να
αυξηθούν, και τα μέσα, που είναι λίγα, ερεθίζουν τις προδιαθέσεις
και τις κάνουνε χειρότερες και, νά πάλι ο μύλος που σου έλεγα. Σε
κάποια μέρη, ίσως, με πολύ κόπο και θύματα, να ζούνε λίγο
καλύτερα… Αλλά κι εκεί ζούνε μέσα στο φόβο!» φώναξε.
Τέλος πάντων Κύριλλε, του είπε τότε αυτός, που σκέφτηκε πως δεν
έπρεπε να τον αφήνει να φωνάζει έτσι. Έχεις κι εσύ πολλά
παράπονα, όλοι έχουμε. Άφησέ τα τώρα αυτά – γιατί βλέπεις - και
πες μου τι γίνεται στο Γερασήμι. Άκουσες να γίνει τίποτα παράξενο
τελευταία;
Σήκωσε τότε ξαφνικά το κεφάλι και τον κοίταξε σαν κάτι τρομερό
να είχε συμβεί, κι εκείνος πάγωσε με το βλέμμα του.
«Στο προσευχητάρι…» έκανε και του έδειξε γρήγορα στο βάθος της
σπηλιάς.
Κράτησε την αναπνοή του και περίμενε. Δεν είχε καμία αμφιβολία
πως ο Κύριλλος θα μπορούσε να κάνει λάθος – άκουγε πράγματα
που άλλοι δεν άκουγαν, καλύτερα από τα ποιμενικά σκυλιά.
Χώθηκε όσο μπορούσε βαθύτερα μέσα στο προσευχητάρι, αλλά
αυτό ήτανε τόσο μικρό που και πάλι έβλεπε έξω. Είχε όμως το
πλεονέκτημα ότι βρισκόταν στο απόλυτο σκοτάδι κι όποιος κι αν
έμπαινε θα είχε στα μάτια του το φως του λύχνου και θα
δυσκολευόταν να τον δει – όπως δεν είχε προσέξει κι εκείνος τόση
ώρα αυτή τη γωνιά στο βάθος. Εκτός μόνο, αν ερευνούσε το μέρος.
263
της σπηλιάς κι είχε πιαστεί σε παγίδα. Για ποιο λόγο να ψάξουν;
Μόνο αν είναι χωροφύλακες, ή μ’ έχουν δει όταν μπήκα…
(πράγματα και τα δύο όχι πολύ πιθανά, αλλά πάντως όχι και
εντελώς απίθανα).
Η φούντα άναβε ακόμη και είχε μυρίσει, όταν φάνηκε μια σκιά στην
είσοδο, ο λύχνος τρεμόπαιξε και μπήκαν μέσα δύο άντρες, ψηλοί,
με τουφέκια κρεμασμένα στους ώμους και με μεγάλα βήματα.
Σταμάτησαν ένα μέτρο μετά την είσοδο και του μίλησαν.
«Όχι. Τι συμβαίνει;»
264
Πήρε από μια άκρη μια βούργια και μια βέργα κι έτρεξε γρήγορα.
Οι άλλοι τον περίμεναν στην είσοδο, όμως, μετά από τρία βήματα
σταμάτησε.
265
Ο Σπυρίδος στάθηκε πολύ τυχερός. Ο ένας από τους δύο
Γερασημιώτες ήταν πρώτος ξάδερφος του σκοτωμένου φίλου του.
Σίγουρα τον έσωσε ο Κύριλλος, που τους άκουσε πολύ πριν
φτάσουν στη σπηλιά.
Όταν έφυγαν περίμενε λίγη ώρα και βγήκε προσεκτικά έξω. Στην
άκρη του ουρανού είχε αρχίσει να ξημερώνει το φεγγάρι χαμήλωνε.
Ανέβηκε γρήγορα από το λακκί με τις σπηλιές για να μην πιαστεί
πάλι σε παγίδα και κατευθύνθηκε όλο δυτικά.
266
καταφέρνει. Αυτός είναι που θέλει να πιαστεί. Δεν το είχε πάρει
σοβαρά τότε.
267
Ίσως, σκέφτηκε τότε και σταμάτησε για μια στιγμή, να μην ήθελε να
πει αυτό ο Κύριλλος. Να ήθελε να πει κάτι άλλο και να μην το
κατάλαβα. Πάντα μιλούσε μπερδεμένα και δεν είναι εύκολο να τον
καταλάβεις. Θα είναι όμως, σίγουρα, η τελευταία φορά που τον
βλέπω. Ούτε αυτός πρόκειται να κουνηθεί ποτέ από ‘δω, ούτε εγώ,
αν γλιτώσω, να ξαναπλησιάσω σ’ αυτά τα μέρη. Κρίμα. Είχε ένα
τρόπο που σε μάγευε - κι ας μην τα καταλάβαινες όλα.
268
Τα κοίταξε για μια στιγμή, όχι ιδιαίτερα, σα να επρόκειτο για
οποιαδήποτε σπίτια οποιουδήποτε χωριού, και προχώρησε βόρεια
πηγαίνοντας πέντε μέτρα παράλληλα με τα φρούδια του δέτη.
Τους έλεγαν «δέτες» κι όχι «δέτη», παρ’ όλο που είχαν όλοι το ίδιο
φρούδι, επειδή δεν ήταν όλοι οι ίδιοι. Σε άλλα σημεία ήτανε κοφτός
βράχος που κατέβαινε πεντακόσια μέτρα και δεν είχε χώρο να
καθίσει πουλί, και σ’ άλλα απότομα ρουμάνια, κακοτράχαλα, που
κατηφόριζαν απρόσιτα για τους ανθρώπους και, σε σχισμές,
φύτρωναν ταλαιπωρημένα κυπαρίσσια και πρίνοι με κοντούς
κορμούς. Αν ξέφευγε αίγα από κοπάδι κι έμπαινε εκεί μέσα δε
μπορούσαν μετά να τη βγάλουν - ή την έβγαζαν με μεγάλο κίνδυνο
– κι όλοι στο Γερασήμι τους βλαστημούσαν αυτούς τους γκρεμούς.
Στη κάτω μεριά των γκρεμών υπήρχε ένα μοναδικό μονοπάτι απ’
όπου περνούσαν οι αίγες για να πιούν νερό το καλοκαίρι. Αυτό δε
μπορούσε να το πατήσει άνθρωπος. Κι αν ακόμα κατέβαζαν κάποιον
με σχοινιά, δε θ’ άντεχε να σταθεί όρθιος με το ύψος κάτω του και,
από τη στενάδα, δε θα μπορούσε να κάνει βήμα με τα δύο πόδια.
Μπορούσαν μόνο να πλησιάσουν κάπου στα διακόσια μέτρα από τη
βάση του γκρεμού και να πυροβολούν από μακριά τις αίγες στο
μονοπάτι, με την ελπίδα να πέσουν προς τα έξω και να μη χάσουν
τουλάχιστον το κρέας. Στη βάση πάλι του γκρεμού, ήταν εύκολο να
φτάσει κάποιος για να τις κουβαλήσει · δε μπορούσε όμως από εκεί
να δει το μονοπάτι για να ρίξει. Αυτό άλλαξε με τα τουφέκια
Μάνλιχερ.
269
Με τα Γκρα που υπήρχαν μέχρι τότε, δεν ήταν εύκολο να πετύχεις
αίγα στα διακόσια μέτρα. Οι περισσότερες ξέφευγαν, γεννούσαν
εκεί μέσα και κάθε χρόνο οι αίγες στους γκρεμούς πλήθαιναν αντί
να λιγοστεύουν(αφού κιόλας ξέφευγαν κι άλλες από τα κοπάδια),
και πλήθαιναν κι εκείνοι που τις κυνηγούσαν. Μέχρι που, μια μέρα,
έφτασε στο βουνό το πρώτο τουφέκι Μάνλιχερ(έλεγαν πως εκείνος
που το έφερε, το έφερε ειδικά για εκείνες τις αίγες). Μπορούσαν
τώρα να τις πετυχαίνουν εύκολα στα διακόσια μέτρα και, σε λίγα
χρόνια, οι ανυπότακτες αίγες εξαφανίστηκαν από τους γκρεμούς -
κι όσες άλλες είχαν σκοπό να το σκάσουν από το κοπάδι τους δεν
είχαν πια καμία ελπίδα. Έλεγαν κιόλας, ορισμένοι, πως μέχρι κι
εκείνες έμοιαζε να το καταλαβαίνουν, γιατί απ’ όταν εμφανίστηκαν
τα τουφέκια Μάνλιχερ όλο και λιγότερες αίγες προσπαθούσαν κάθε
χρόνο να ξεφύγουν από τα κοπάδια.
Ο Σπυρίδος (ίσως επειδή στο κοπάδι τους δεν είχαν αίγες) λυπόταν
γι’ αυτό. Από παιδί του άρεσε να χαζεύει τις αίγες ελεύθερες ν’
ανεβοκατεβαίνουν τους γκρεμούς και ξαφνικά χάθηκαν. Κοίταξε
τώρα μερικές φόρες κάτω, καθώς περνούσε, μήπως κι είχε μείνει
καμιά, αλλά δεν είδε τίποτα.
270
γκρεμίσουν το μιτάτο του φονιά. Δεν ήξερε ποιο από τα δύο είχε
συμβεί. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, είχε συμβεί σίγουρα πριν πολλά
χρόνια και δε μπορούσε να θυμηθεί αν είχε ακούσει κάτι απ’ αυτούς
που ρωτούσε για το Γερασήμι. Τριάντα τρία χρόνια στο βουνό ήτανε
πολλά – αιώνες - , δεν ήτανε χρόνια του κάμπου. Άλλαζαν πολλά
πράγματα.
Έφτιαξε ακόμα λίγο τα κλαδιά, έβαλε ένα ξυλαράκι στη μέση για
να μην κλείνουν κι έμεινε προσηλωμένος πάνω στο άνοιγμα. Τώρα
μπορούσε να δει και βόρεια πέρα από το μονοπάτι. Τσιγάρο όμως,
271
δε μπορούσε ν’ ανάψει · γι’ αυτό πήρε πάλι μια πρέζα καπνό και τη
μάσησε.
Εκατό βήματα πιο πέρα είχε το μιτάτο του ο Καμπέρης. Τέτοια ώρα,
ώρα της ζέστης, μπορεί να καθόταν κι αυτός μαζί με τους βοσκούς
του στη σκιά του.
272
Ο Καμπέρης ήταν που τον είχε στείλει τότε να περάσει το φαράγγι
με τις νεράιδες. Τα χρόνια που πέρασε στο Γερασήμι τον είχε στην
προστασία του. Ήταν έξι χρόνια μικρότερός τους και τους έκανε
ό,τι ήθελε με το φίλο του που σκοτώθηκε. Όλα τα ζώα που έκλεβαν
στον Καμπέρη τα πήγαιναν για να τα πουλήσει. Αυτός τους έλεγε
από ποιον να κλέψουν και ποιον ν’ αφήσουν. Χωρίς αυτόν δεν
έκαναν βήμα. Και δεν ένιωθαν άσχημα, αντίθετα, ένιωθαν
περήφανοι επειδή ήταν άνθρωποι του Καμπέρη, σπουδαίοι στο
βουνό. Κι όλα αυτά χάθηκαν με το σκοτωμό του φίλου του. Γιατί ο
Καμπέρης δε χρειαζόταν πια κάποιον με φονικό στο Γερασήμι
φορτωμένο στις πλάτες του, και τον ειδοποίησε να μην τον
ξαναπλησιάσει. Όμως εκείνος δεν τον ξέχασε, κάθε μέρα τον
θυμόταν, μαζί με τα νιάτα του. Δε συναντάς εύκολα τέτοιους
ανθρώπους, ακόμα και στο βουνό. Ο Κύριλλος, μιλούσε ωραία,
έλεγε αλήθειες, ο Παχιαδογιώργης πάλι δεν ήταν κακός, είχε
δύναμη, αλλά ο Καμπέρης, ήταν η δύναμη. Κρατούσε όλο το βουνό
στα χέρια του. Ποιον δε μαγεύει η δύναμη; Και ποιος νοιάζεται πώς
έχει αποκτηθεί; Στον κόσμο, δυο πράγματα έχουν μόνο αξία, είχε
ακούσει κάποτε να λένε στα βόρεια και δεν το ξέχασε ποτέ: η
γυναίκα και το τουφέκι…
Κι εγώ τελικά, δεν τα κατάφερα ούτε στο ένα ούτε στο άλλο,
σκεφτόταν τώρα. Πώς να μη θαυμάζω τη δύναμη;
Πότε όμως δεν τον κατάλαβε. Τον Κύριλλο και τον Παχιαδογιώργη
μπορούσε να τους καταλάβει, τον Καμπέρη, όχι. Ήταν πιο σκοτεινός
από τη νύχτα. Έμοιαζε να μην έχει γεννηθεί, αλλά να βρίσκεται στο
βουνό από την αρχή του κόσμου. Ένα μόνο ήξερε: τον φοβόταν
ακόμα και ο φόβος. Για να το καταφέρεις αυτό, δε μπορείς να έχεις
ανθρώπινη ψυχή.
Τώρα, άκουγε να λένε πως είχε γεράσει και φοβόταν τον Βρούχο,
αλλά δεν πίστευε λέξη. Τίποτα δε μπορεί να σου πάρει ο χρόνος αν
το ‘χεις πραγματικά, έλεγε παλιά στο χειμαδιό ο Κύριλλος. Κρίμα να
μην είναι καλός, σκέφτηκε. Θα έκανε καλό στο βουνό και στον εαυτό
του με άλλο τρόπο. Δε μπορούσε όμως · οι καλοί δύναμη δεν έχουν.
273
Εκεί, κάτω από του Ασάνη τον Πρίνο, κάθισαν τότε με το φίλο του,
όταν τους έστειλε κλέψουν τα πρόβατα και να περάσουν το
φαράγγι. Θυμόταν καλά. Ο Καμπέρης καθόταν απέναντί τους σε μια
πέτρα με ριγμένο το κεφαλομάντιλο στους ώμους κοιτάζοντας
ανατολικά.
Είναι κάποιοι στη ρίζα του βουνού, χαμηλά, τους είχε πει. Αύριο
πρέπει να χάσουν δέκα πρόβατα. Είναι υποψιασμένοι και τα
φυλάνε, αλλά τα έχω κανονίσει όλα. Μπορεί να γλιτώσουν από το
χιόνι ή την αναβροχιά, αλλά δε μπορεί να γλιτώσουν από τον
Καμπέρη.
274
υπήρχε κίνδυνος τον εμπιστεύτηκαν με κλειστά τα μάτια. Ένιωθαν
μύγες μπροστά του και θα έκαναν ό,τι κι αν τους έλεγε.
275
Τώρα, συνέχιζε να προσέχει το μονοπάτι ανάμεσα από τα κλαδιά
του αφουφούλακα και να τον θυμάται, και ν’ αναρωτιέται: Τι άραγε
μπορεί να περίμενε απ’ αυτόν ο Παχιαδογιώργης; Οπωσδήποτε,
καταλάβαινε, με κάποιο τρόπο τον κρατούσε - γιατί δε θα μπορούσε
να έχει μέσα το γράμμα κάποια απλή παράκληση για βοήθεια. Ο
Καμπέρης δε θα βοηθούσε κανένα χωρίς αντάλλαγμα ή όφελος -
πόσο μάλλον τώρα πια τον Παχιαδογιώργη. Ήξερε όμως, περίπου,
μια παλιά ιστορία, σκοτεινή, όπου κάτι έψαχναν και σκοτώθηκαν
άνθρωποι, και, από την πρώτη στιγμή που του είπε για το γράμμα,
θα ορκιζόταν ότι αυτή την υπόθεση αφορούσε κι ότι από αυτή ο
Παχιαδογιώργης είχε βρει τρόπο να τον αναγκάσει να τους
βοηθήσει.
Είχε μια «τρύπα» κοντά στο μιτάτο του, κάθετη σπηλιά, κι έριχναν
μέσα τ’ απομεινάρια από τα κλεμμένα ζώα που έσφαζαν · και μια
μέρα, που σκάλωσε μια προβιά σε μια προεξοχή κι αναγκάστηκε να
κατέβει για να την τραβήξει, βρήκε μέσα δύο σκελετούς ανθρώπων
να στέκονται ολόκληροι, δεμένοι από τους καρπούς των χεριών στο
βράχο, με τα ρούχα και τα στιβάνια τους ακόμη πάνω(και δεν είχε
ακουστεί πουθενά εκείνα τα χρόνια στο βουνό να χαθούν δύο
άνθρωποι και να μη βρεθούν, νεκροί ή ζωντανοί). Κανένας δεν
ήξερε τι έκανε και τι δεν έκανε ο Καμπέρης στο σκοτάδι πίσω από
τον κόσμο και με ποιο τρόπο έχτιζε τη δύναμή του. Ούτε ο μισός του
εαυτός τι έκανε ο άλλος μισός.
276
μονοπάτι. Τους είδε αμέσως, όλες του οι σκέψεις έσβησαν και
επικεντρώθηκε πάνω τους.
Πλησίαζαν και η καρδιά του χτυπούσε όπως του λαγού. Είχε πέσει
ολόκληρος πάνω στον αφουφούλακα και προσπαθούσε να
διακρίνει. Τώρα έβλεπε τον άλλο καθαρά(περπατούσε δεύτερος),
και πάλι όμως δε μπορούσε να καταλάβει ποιος είναι.
Ποιος είναι αυτός; έλεγε μέσα του κι έτρεμε από την ένταση. Δεν
τον ξέρω! Θα μπορούσε τότε, στη σύγχιση του, ακόμα και να τους
αφήσει να περάσουν γιατί ο χρόνος ήταν ελάχιστος, όμως, ξαφνικά,
στο βάθος κάτι ξεδιάλυνε: Ο Μπουρεξής! φώναξε μέσα του.
Υπάρχει ακόμα; Πώς βρέθηκε εδώ!
277
Είχε, ποιος ξέρει πόσα χρόνια να τον δει και νόμιζε πως είχε φύγει
από το βουνό, γι’ αυτό δυσκολεύτηκε τόσο να τον αναγνωρίσει.
Όμως, και πάλι δεν ήταν σίγουρος.
Ο πατέρας σου, του είπε βιαστικά, σου στέλνει αυτό να δώσεις του
Καμπέρη - και να μην το ανοίξεις λέει.
278
Φύγε Σπυρίδο! του ψιθύρισε ο Μπουρεξής σφίγγοντας τα δόντια.
Μη μένεις άλλο εδώ!
Ναι, ναι, έκανε αυτός κι έτρεξε γρήγορα πάλι πίσω από τον
αφουφούλακα.
279
Ο μόνος φόβος που είχε, ήταν πως ο Αντρέας δε θα κατάφερνε
τελικά, ούτε με το γράμμα, να βρει τα πρόβατα.
Είναι βλάκας; Ποιος ξέρει; σκέφτηκε πιο πέρα. Έχει δεθεί με τους
Παχιάδες, γιατί οι Παχιάδες είναι όλη του η ζωή. Έχει δεθεί και με
τα πρόβατα κι ας μην είναι δικά του, γιατί τα πρόβατα είναι όλη του
η ζωή. Ο άνθρωπος είναι αυτό που κάνει και τίποτα άλλο · όταν είναι
καλός τρέχει να πέσει μέσα του, γιατί αυτό τον ανυψώνει. Στο κάτω-
κάτω, δεν υπάρχει και πουθενά κάτι μεγαλύτερο και κανένας δεν
είναι αθάνατος. Αυτός, έκανε σήμερα μια σπουδαία πράξη.
280
στάθηκε παλληκάρι. Αυτό που δεν έχω καταλάβει ακόμα, όσο κι αν
το βλέπω, είναι πως το καλό δε θα το βρεις εύκολα καθαρό, να μην
είναι ανακατεμένο. Αυτό είναι το μεγάλο μπέρδεμα.
Είσαι βλάκας Μπουρεξή! του είχε πει κάποτε, τον καιρό που ακόμα
έκλεβε, ένα στοιχειό που συνάντησε μια νύχτα λίγο κάτω από τη
μεγαλύτερη κορυφή του βουνού. Νομίζεις πρέπει να ‘χεις ατσάλινη
ψυχή και θέληση για να επιβιώσεις σ’ αυτή την κόλαση, όμως
ξεχνάς: Εσείς τη φτιάχνετε αυτή την κόλαση.
281
Κάθισαν μετά στην κορυφή, τη νύχτα που τους ξεγέλασε ο κλέφτης
– συνέχιζε εκείνη η ιστορία - ο Χάρος, ο Ρίγος και ο Πυρετός και
κουβέντιασαν.
Και μετά από ένα χειμώνα, όπου δεν πέθανε κανείς στο βουνό,
έφτασε στο νησί της Μοίρας. Κι έδεσε ο Έρεβος τη βάρκα στο μόλο
και ξεκίνησε αυτός βαρόκαρδος να τη συναντήσει.
282
Κι ανέβηκε στη σπηλιά της και τη βρήκε να κάθεται και να γνέθει
μαλλί σε ασημένια ρόκα (ήταν η Μοίρα, γριά και ψαρομάλλα και
μαυροντυμένη όταν μιλούσε με το Χάρο, και νέα και
ξανθομαλλούσα και λυγερή όταν μιλούσε με τον Ήλιο). Και στάθηκε
μπροστά της και υποκλίθηκε.
«Γιατί έφυγες» του είπε αυτή μόλις τον είδε, «κι ανοίχτηκες στο
πέλαγος, και σβήνουνε τώρα τα καντήλια και τα κρατάω, αφού δεν
υπάρχει κανείς να τους πηγαίνει στον Άδη;».
Κι έφυγε ο Χάρος, και μπήκε πάλι στη βάρκα κι ανοίχτηκε πίσω στο
πέλαγος, ξαλαφρωμένος με ό,τι του είπε η Μοίρα - γιατί νόμιζε πως
έφυγε η ευθύνη από πάνω του. Και ξεμπάρκαρε στο γιαλό πίσω από
τα Πέρα Βουνά, και πλήρωσε το βαρκάρη, τρεις ψυχές, και τον
άφησε να φύγει. Κι ανέβηκε τα Πέρα βουνά, και κατέβηκε στον
κάμπο και τον πέρασε σταυρό, κι ανέβηκε πάλι στο δικό μας βουνό.
Και στο δρόμο μάζευε όσους είχε αφήσει με σβησμένα τα καντήλια
τόσο καιρό να περιμένουν. Κι έφτασε περασμένα μεσάνυχτα στην
κορυφή και κάθισε κουρασμένος να ξαποστάσει.
«Τι νέα μας έφερες;» τον ρώτησαν ο Ρίγος και ο Πυρετός που
ξαγρυπνούσαν.
283
Και τους είπε αυτά που του είχε πει η Μοίρα, και πως ο επόμενος
κλέφτης που θα περάσει θα τους δώσει αρνί, και νόμιζε πως θα τον
άφηναν τώρα να ξεκουραστεί.
284
Υπήρξε γεγονός αναμφισβήτητο. Ο Καμπέρης και ο Βρούχος
συναντήθηκαν μυστικά, στο σπίτι του Κοκκινογιώργη στο Γερασήμι
το ίδιο βράδυ που μαχαιρώθηκε ο Ιφίκος, σε μια προσπάθεια να
αποφευχθεί η σύγκρουση. Σίγουρα μεσολάβησε γι’ αυτό ο
Κοκκινογιώργης, άντρας σεβαστός απ’ όλους στο Γερασήμι, αλλά
δεν πρέπει να αυταπατάται κανείς: Ποτέ κάποιος με τη δική τους
δύναμη δε θα δεχόταν μια τέτοια συνάντηση, για χατίρι κανενός
μεσολαβητή, αν δεν το επιθυμούσε.
285
σύντεκνοι. Αυτό πιθανόν να ήθελαν και οι δύο να το δεχτούν, δε
μπορούσαν όμως, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.
286
Γιατί πολεμούν τα μεγάλα σόγια(ή και τα μικρά), πολλοί
προσπάθησαν να εξηγήσουν. Πίσω απ’ όλα είναι το συμφέρον, λένε
και συμφωνούν όλοι με αυτό, αλλά η τελική εξήγηση, μάλλον, είναι
κάπως πιο περίπλοκη. Κατ’ αρχήν, δεν έχει σημασία πως οι
άνθρωποι κρίνουν λανθασμένα το συμφέρον τους(όπως έλεγε ο
Κύριλλος), φτάνει μόνο πως έχουν οπωσδήποτε μια ιδέα γι’ αυτό –
και πολύ δυνατή μάλιστα. Ύστερα, υπάρχει ένας δαίμονας στον
κόσμο, ή μάλλον: υπάρχουν πολλοί. Αυτοί ο δαίμονες λέγονται:
κυριαρχία, εξουσία, ή θάνατος, κι όλα αυτά είναι πάθη. Και υπάρχει
κι ένας ιδιαίτερος δαίμονας, μεγαλύτερος · αυτός λέγεται φόβος. Κι
όταν όλοι αυτοί οι δαίμονες ανακατευτούν με την ιδέα του
συμφέροντος(τόσο που δεν ξέρεις πια ποιο βρίσκεται πού)· νά τότε
πότε πολεμούν τα σόγια.
287
«ντουκιάνα» - καθένα για ένα σόι ή δύο μικρότερα - ξεχωριστά το
ένα από το άλλο και κρατούσε μεγάλη έκταση. Το μεγάλο ντουκιάνι
στην κάτω μεριά, όπου έμεναν, εκτός των άλλων, πολλά μικρά
σόγια και η πλαγιά ίσιωνε, ήταν το κέντρο του χωριού, με την
εκκλησία, την πλατεία, τα καφενεία, τα μπακάλικα και τα
χασάπικα(αφού ακόμα και στο Γερασήμι εμπορεύονταν). Όταν
έφτασαν μέχρι εκεί είχαν πια καταλάβει ότι κάτι πολύ σοβαρό
συνέβαινε, δεν ήξεραν μόνο τι ακριβώς.
288
Μα καλά, τη ρώτησε ο Μπουρεξής, πώς βρήκαν τα πρόβατα μέσα
στον τάφκο; Τ’ ομολόγησαν;
289
Είδαν κι άλλους εκείνο το μεσημέρι, όσο κι αν ήταν έρημο το
Γερασήμι(ποτέ άλλωστε ένα χωριό δεν είναι εντελώς έρημο)και
κατάφεραν να μάθουν περισσότερα. Πέρασαν από το σπίτι του
Σταματόκωστα, που ήτανε σύντεκνος του Παχιαδογιώργη και, στην
ηλικία του, και δε μπορούσε ν’ ανέβει στο βουνό. Συνάντησαν στο
δρόμο τον Βαγγέλη το μπαρμπέρη, που αν και νεότερος είχε ένα
πόδι ατροφικό από πυροβολισμό - όπως ο Βροντοχούσος στο χωριό
του Μπουρεξή - κι είχε μείνει πίσω. Μίλησαν και με την καφετζίνα
στο διπλανό καφενείο(παρότι δεν υπήρχαν πελάτες, επέμεναν να
κρατούν ανοικτά τα καφενεία). Καθένας βέβαια, τα έλεγε σύμφωνα
με το ποια πλευρά υποστήριζε(αφού και οι πιο ουδέτεροι σε μια
σύγκρουση δυσκολεύονται να μην επιλέξουν πλευρά),όμως (κυριώς
με αυτά που τους είπε ο Σταματόκωστας), κατάφεραν να βγάλουν
κάποιο συμπέρασμα.
290
δεν έχει καιρό να βοηθήσει μέσα στη σύγκρουση. Μπορεί κιόλας να
μη γλιτώσει απ’ αυτή τη σύγκρουση και ν’ ανοίξει το γράμμα
κάποιος άλλος, και να φανερωθούν πράγματα που δεν πρέπει να
φανερωθούν. Μην ξεχνάς πως έχεις κι άλλα πρόβατα - και παιδιά -
δεν έχεις μόνο αυτά τα δώδεκα. Ίσως όμως…, έκανε τότε, σαν κάτι
να σκέφτηκε, να πάμε να δούμε πρώτα τον Βρούχο.
Θα σου πω… .
291
Πόσα πρόβατα ή αίγες δεν είχαν ρίξει οι άνθρωποι σε τάφκους στο
βουνό σ’ όλη την ιστορία του; Χιλιάδες. Πόσες από αυτές τις
περιπτώσεις μαθεύτηκαν; Αρκετές. Δε σκοτώθηκαν όμως σε όλες ·
σ’ ελάχιστες σκοτώθηκαν. Γιατί δεν είχε σημασία αν χάνονταν
πρόβατα, άλλα τίνος ήταν τα πρόβατα που χάνονταν. Αν ήταν
κάποιου αδύναμου περνούσε σχεδόν απαρατήρητο – γιατί ο
αδύναμος, απλά δεν είχε δύναμη να εκδικηθεί. Των Καμπέρηδων
όμως; Είχε μεγάλη διαφορά. Γιατί οι Καμπέρηδες, μπορεί να
έκλεβαν κάθε μέρα τα πρόβατα των άλλων, πίστευαν όμως αληθινά
πως είχαν κάθε δίκιο και ιερή υποχρέωση να εκδικηθούν όταν
έκλεβαν τα δικά τους. Κι όχι μόνο αυτοί · όλα τα μεγάλα σόγια το
ίδιο έκαναν. Έφτιαχναν πεδία επιρροής για ν’ αμυνθούν, και
παραβίαζαν εκείνα των άλλων μόλις έβρισκαν την ευκαιρία για ν’
αμυνθούν καλύτερα. Και κανένας τελικά δεν ήξερε αν ο άλλος τον
απειλούσε πραγματικά, ή τον απειλούσε επειδή ένιωθε ότι τον
απειλούσε εκείνος. Και δεν είχε και σημασία, γιατί στον κόσμο
σημασία έχει όχι το τι συμβαίνει(με τη σκέψη, παραδείγματος χάρη,
του Κύριλλου), αλλά το τι οι περισσότεροι νομίζουν ότι συμβαίνει.
Ύστερα, όλοι οι σημαντικοί χρωστούσαν τη θέση τους σ’ αυτή την
κατάσταση. Αν δεν υπήρχε ζωοκλοπή δε θα υπήρχαν σπουδαίοι
κλέφτες, ούτε σπουδαίοι μεσίτες για να επιστρέφουν τα ζώα. Αν δεν
υπήρχαν καβγάδες, δε θα υπήρχαν σπουδαίοι μεσολαβητές, όπως
ο Πελοπίδας. Αν δεν απειλούνταν τα σόγια από άλλα σόγια, οι
αρχηγοί δε θα ‘χαν λόγο ύπαρξης.
292
το καταφέρουν άλλοι, με άλλο τρόπο). Θα πρέπει ο καθένας να
ανακαλύπτει ένα νόημα και να το ακολουθεί, διαφορετικά
υποφέρει. Δεν είναι όμως, άπειρα τα νοήματα της ζωής – ή μάλλον
είναι, αλλά ελάχιστα επιλέγονται από τους περισσότερους(αν έχουν
καμία επιλογή, και δε φορτώνονται με κάποιο από την κοιλιά της
μάνας τους). Στο βουνό ήταν ένα και μόνο: η δύναμη· και τα
πρόβατα σήμαιναν δύναμη. Δεν είναι λοιπόν παράξενα όλα όσα
συνέβαιναν. Παράξενο ίσως είναι, πως ξεκινούσαν από ένα τόσο
άκακο ζώο. Ας εύχεται κανείς, το νόημα που ακολουθούν οι
άνθρωποι να είναι καλό, γιατί μόνο αυτό μπορεί να κάνει.
293
Ο Βρούχος, είπε ο Μπουρεξής στον Παχιά, τυπικά αυτή τη στιγμή
δεν έχει κάποιο θέμα. Δεν τον έχει κατηγορήσει ανοιχτά ακόμη
κανείς. Άρα, μπορούμε να του μιλήσουμε για κλεμμένα ζώα όπως
και πριν, χωρίς κάποιος να πει ότι δεν είναι τώρα η κατάλληλη
στιγμή. Τυπικά βέβαια δεν έχει θέμα, ξέρει όμως καλά πως έχει
πολύ σοβαρό και πως βρίσκεται μπροστά σε μεγάλη κρίση. Κι όταν
οι άνθρωποι βρίσκονται μπροστά σε μια κρίση όπως η δική του
τώρα, τότε είναι που θέλουν να βγάλουν τον καλύτερό τους εαυτό.
Γιατί τον κατηγορούν πως έριξε χωρίς λόγο τα πρόβατα των
Καμπέρηδων στον τάφκο, και θέλει να δείξει σε όλους πως είναι
καλύτερος από τον Καμπέρη. Θέλει να δείξει και στον εαυτό του,
περισσότερο από κάθε άλλη φορά, πως είναι δίκαιος και σωστός και
του αξίζει να νικήσει. Άρα, έχει κάθε λόγο να μας βοηθήσει να
βρούμε τα πρόβατά. Κι αν χθες μπορεί ν’ αδιαφορούσε, σήμερα θα
βοηθήσει με όλες του δυνάμεις.
294
Γεια σας κουμπαράκια! απάντησε αυτός, αν και δεν τους ήξερε
(ήταν όμως συνηθισμένος να ξέρουν όλοι τ’ όνομά του). Πού πάτε
από ‘δω;
Θα σας πω, είπε αυτός. Αλλά πρώτα θα μου πείτε εσείς πού πάτε.
Δεν έμοιαζε να τον ενδιαφέρει πραγματικά, αλλά μάλλον για να μην
του πάρουν έτσι εύκολα τη μαντινάδα.
Δεν απάντησε, ούτε καν τους κοίταξε και ξεκίνησε να φύγει. Όταν
είχε προχωρήσει μερικά μέτρα γύρισε και τους φώναξε:
295
Όταν πλησίαζαν στα βοσκοτόπια των Σαΐτηδων κι ενώ βρίσκονταν
μέσα σ’ ένα λόγγο, κάποιος τους σφύριξε από ψηλά δυνατά με τα
δάχτυλα, όπως σφυρίζουν στους κλέφτες. Ύστερα τους φώναξε:
«Ποιοι μρε είστε;!». Έμειναν ακίνητοι και περίμεναν να κατέβει.
Ήτανε Σαΐτης και φύλαγε το πέρασμα. Δεν είπε βέβαια ότι κάτι
τέτοιο έκανε, ήταν όμως ολοφάνερο. Κρατούσε ένα τουφέκι Γκρα,
είχε περασμένα σταυρωτά φυσεκλίκια στο στήθος, και στη ζώνη
μαχαίρι και μαυροβουνιώτικο εξάσφαιρο. Ο Παχιάς χλόμιασε κι
έστρεψε αλλού το βλέμμα για να μη βλέπει το Γκρα. Του μίλησε ο
Μπουρεξής.
Δεν τους ήξερε, ούτε εκείνοι τον είχαν ξαναδεί. Ο Μπουρεξής του
είπε ποιοι είναι και τι ψάχνουν και πως θέλουν να δουν το Βρούχο.
Δεν του καλοφάνηκε του Σαΐτη, γιατί προφανώς δεν ήταν ώρα για
να ‘ρχονται ξένοι και να ψάχνουν ζώα, όμως, δεν είχε και
δικαιολογία να τους διώξει, αφού, ακόμα τότε, τυπικά τίποτα δε
συνέβαινε(ούτε μπορούσε να προφασιστεί πως ο Βρούχος δεν ήταν
εκεί, αν πρώτα δεν τον συνεννοούνταν). Τους έστειλε όμως σε άλλο
μιτάτο από αυτό που βρισκόταν ο Βρούχος, επειδή δεν ήθελε να
δουν τι έκαναν και τι δεν έκαναν σ’ εκείνο που είχαν μαζέψει τα
κοπάδια τους και τα φύλαγαν. Όταν έφτασαν το βρήκαν έρημο.
Ήταν ένα ωραίο μιτάτο, ακριβώς πάνω σε κορυφή, μ’ ένα μεγάλο
φουντωτό ασφένταμο δίπλα στην πόρτα του. Έμοιαζε να το έχουν
εγκαταλείψει μόλις εκείνη τη μέρα. Όταν το είδαν έτσι δεν ήξεραν
τι να κάνουν, όμως, πριν προλάβουν να αποφασίσουν έφτασε ο
Βρούχος.
296
διακινδυνεύσουν την παραμικρή δυσφορία του, αφού τον είχαν
απόλυτη ανάγκη(θα καταλάβαινε άλλωστε κι εκείνος πολύ καλά
πως αυτοί οι ξένοι αποκλείεται να μην έχουν ακούσει κάτι, όμως,
από σεβασμό, αποφεύγουν να του μιλήσουν γι’ αυτό το θέμα). Του
έδωσαν μόνο τους χαιρετισμούς του Παχιαδογιώργη και του
μίλησαν για τα πρόβατα.
297
του· μιλούσε πάντα εκείνος για τον Καϊξή, όπως και για τους άλλους,
λιγότερο σημαντικούς ανθρώπους του. Έκανε απίστευτη
παραχώρηση τώρα που τους έστελνε να μιλήσουν οι ίδιοι μαζί του,
και μάλιστα με την εντολή να φροντίσει σα να είναι δικά του τα
κλεμμένα πρόβατα.
298
Όταν ξεκίνησαν ήταν σχεδόν απόγευμα και δε θα προλάβαιναν να
φτάσουν στ’ Άσπρα Βούρλα πριν νυχτώσει. Ύστερα, όλη μέρα
περπατούσαν, είχαν κουραστεί. Σταμάτησαν σ’ ένα μέρος στα μισά
του δρόμου(το έλεγαν « του Ρούσου η Πέζα») κι άνοιξαν τη βούργια
να φάνε λίγο τυρί.
Σκέφτηκες ποτέ, είπε σε μια στιγμή στον Παχιά, πως το ίδιο ακριβώς
πράγμα έβλεπε και πριν πεντακόσια χρόνια ο Βενετός, ο Ερρίκος;
299
Αυτός που μου ‘πες να πάω;
Δεν είναι. Όχι πως δεν υπάρχουν τρελοί, αλλά αυτός δεν είναι
εντελώς.
Ναι, δεν είναι, είπε αυτός. Γι’ αυτό, ας φανταστούμε πως καθόταν
εδώ κάποτε ο Ερρίκος κι ας προχωρήσουμε.
Δεν είχαν προχωρήσει ούτε μισή ώρα με το φως των αστεριών στο
δρόμο για τ’ Άσπρα Βούρλα, όταν άκουσαν από την αντίθετη
κατεύθυνση, στο βάθος, μια πέτρα να ξεκολλά και να κατρακυλάει.
300
Ξέρεις εσύ ποια πέτρα απ’ αυτές που πατάς θα ξεκολλήσει;
απάντησε ο άλλος. Άσε με και προχώρα!
Κι εμείς τι θα κάνουμε;
301
Όταν έφτασαν στ’ Άσπρα Βούρλα είχε μόλις ανατείλει το φεγγάρι.
Το μετόχι ήταν μικρό, ούτε τριάντα σπίτια, όμως, πρόλαβαν κάποιον
ακόμα ξύπνιο σε μια αυλή και ρώτησαν ποιο είναι το σπίτι του
Καϊξή. Ήταν θαύμα να πετύχαινες τον Καϊξή στο σπίτι του νύχτα,
οφειλόταν όμως, μάλλον, στα γεγονότα που συνέβαιναν πίσω στο
Γερασήμι. Ακόμα κι εκείνος, ένιωθε πως έπρεπε κάπως να
«συμμαζευτεί» και να περιμένει μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα
πράγματα.
Κάθισαν μέσα στο σπίτι, στο τραπέζι μπροστά από ένα λύχνο. Το
σπίτι του ήταν απεριποίητο και δε μπήκε στον κόπο να φέρει κάποιο
κέρασμα, πέρα από ένα σταμνί με νερό που υπήρχε ήδη πάνω στο
τραπέζι. Του είπαν αμέσως ό,τι στοιχεία είχαν με κάθε λεπτομέρεια:
Πόσα πρόβατα, πότε εξαφανίστηκαν, τις πατημασιές που βρήκαν,
302
μεγάλη και μικρή να πηγαίνουν δυτικά, ότι κάποιος είχε δει να
περνάνε νύχτα κάτω από τα οροπέδια, του εκμυστηρεύτηκαν μέχρι
και τις βαθύτερες υποψίες τους. Δεν έπρεπε να του κρύψουν τίποτα
για να μπορέσει να βγάλει συμπέρασμα. Το μόνο που δεν
αποκάλυψε ο Μπουρεξής – όπως είχε δώσει το λόγο της τιμής του
– ήταν το όνομα του Σωκράτη.
Άδικα, Μπουρεξή, έφερες αυτό τον άνθρωπο εδώ και χάνετε τον
καιρό σας. Τα πρόβατα που ψάχνετε δε μπορεί να είναι στο
Γερασήμι, ούτε δυτικότερα.
303
ποιο λόγο; Για να τον δούνε και να νομίσουν ότι πηγαίνει να κρύψει
καλύτερα τα πρόβατα του Κατσή; Ποιος θα ήταν τόσο ηλίθιος;
Ο κάμπος.
Ναι, ο κάμπος, είπε. Και πιστεύεις εσύ, πως υπάρχουν στον κάμπο
άνθρωποι ικανοί, να περπατήσουν δυο μέρες ως το μιτάτο σου, να
πάρουν δώδεκα πρόβατα και να τα περάσουν μέσα σε μια νύχτα
από το μισό βουνό; Δεν υπάρχει κανείς. Σ’ το λέω εγώ, ο Καϊξής. Στον
κάμπο ξέρουν μόνο να τρώνε τα πρόβατα που τους πηγαίνουμε
εμείς. Εσύ Μπουρεξή, τι λες, υπάρχει; στράφηκε τότε πάλι στον
Μπουρεξή.
304
Το πρωί; σκέφτηκαν εκείνοι. Μα είναι κιόλας περασμένα
μεσάνυχτα… .
305
είπε ο Καϊξής. Δεν ήξερε πως του είχε συμβεί αυτό · ένιωθε πάντως
γελοίος, κι αυτό δεν είναι καθόλου ευχάριστο συναίσθημα.
Πιθανόν, η βιασύνη του να βοηθήσει τότε στην αρχή τον Παχιά,
επειδή δεν ήθελε να βλέπει ανθρώπους να πέφτουν, να είχε
θολώσει την κρίση του. Όσο πάντως κι αν φαίνεται περίεργο, με
τόσες δυσάρεστες σκέψεις, αφού σκέφτηκαν πολύ και μίλησαν
λίγο, αποκοιμήθηκαν – ο ένας στο ντιβάνι του Καϊξή και ο άλλος
πάνω σε μια κασέλα. Κι όπως ήταν και κουρασμένοι, δεν άλλαξαν
ούτε πλευρό μέχρι το πρωί. Μόνο ο Παχιάς είδε ένα άσχημο όνειρο.
Όταν κάθισαν κι εκείνοι στο τραπέζι, είδαν πως είχε αφήσει πάνω
ένα κουδούνι προβάτου με κλειστή τη «μανιακιά»(το περιλαίμιο)
και στραμμένο στην πίσω του όψη.
306
του πλευρά. Είχε πάνω χαραγμένο «Γ.Π», τα αρχικά του
Παχιαδογιώργη.
Ο άνθρωπος ο δικός μου, που τους είδε κάτω απ’ τα οροπέδια, του
είπε τότε ο Μπουρεξής, είπε πως ο κοντός δεν είναι παιδί, είναι
μεγάλος. Πώς γίνεται αυτό;
307
Χα! έκανε ο Καϊξής και τον κοίταξε απαξιωτικά: Ο ξάδερφός σου ο
Ακνιδοσωκράτης, Μπουρεξή, από το φόβο του τη νύχτα τους βλέπει
όλους μεγαλύτερους.
Νομίζεις πως έχει πει μόνο σ’ εσένα για τους κλέφτες που είδε
εκείνη τη νύχτα; Το μισό βουνό το ξέρει. Δε μπορεί να κρατήσει το
στόμα του κλειστό, γι’ αυτό και του κλέβουν κάθε τόσο τα ζώα… .
Ξέρετε κανένα στα Πέρα Βουνά, τους ρώτησε τότε. Εσύ Μπουρεξή
ξέρεις; Ή, μη μου πεις πως θ’ αφήσεις τώρα το γιο του
Παχιαδογιώργη να πάει μόνος εκεί;
308
Κανένα, είπε απογοητευμένος και ο Παχιάς.
Δεν ήταν η ώρα για κριτική, γιατί και πώς ο Παχιάς είχε χάσει τις
διασυνδέσεις του Παχιαδογιώργη. Ο ίδιος προσποιήθηκε πως δεν
άκουσε τα λόγια του Καϊξή.
Ώστε δεν ξέρετε κανένα στα Πέρα Βουνά, συνέχισε αυτός, και
θέλετε τώρα να πάτε εκεί και να σας δώσουν πίσω τα πρόβατα.
Γίνεται; Τι λέτε;
Ναι.
Ο Βρούχος όμως, σας έστειλε για να σας κάμω κόμα στο δικό μας
βουνό - όπως έκανα και ξεκαθάρισα ότι τα πρόβατά σας δεν είναι
εδώ - όχι στα Πέρα Βουνά.
Ίσως και να θέλω, είπε αυτός. Για χάρη του Βρούχο, όχι δική σας.
Μη φανταστείτε όμως ότι μπορώ να κάνω εκεί ό,τι κι εδώ. Έχετε
πάει ποτέ στα Πέρα Βουνά;
Τα Πέρα Βουνά, τους είπε, δεν είναι μεγάλα σαν το δικό μας βουνό,
είναι όμως όσο το μισό δικό μας και λίγο παραπάνω. Οι βοσκοί εκεί
είναι σκληροί όπως κι εδώ. Έχουν μέρη ακόμα πιο κακοτράχαλα από
309
τα δικά μας για να κρύψουν κλεμμένα και δε συμπαθούν καθόλου
τους ανθρώπους από το δικό μας βουνό, επειδή τους κλέβουν τα
ζώα. Δεν έχω βέβαια σκοπό να έρθω μαζί σας - αν και δε θα ‘ταν
άσχημο να λείψω λίγο αυτές τις μέρες από ‘δω, μουρμούρισε τότε,
απευθυνόμενος μάλλον στον εαυτό του, αλλά, κι αν ερχόμουν και
μ’ έβλεπαν μαζί σας, θα σας έκανα περισσότερο κακό παρά καλό…
.
Ήταν γνωστό πως ο Καϊξής, απ’ όταν έγινε σύντεκνος του Βρούχο,
για να κρατάει ισορροπίες στο δικό μας βουνό έκλεβε κυρίως από
τα Πέρα Βουνά. Δε χρειαζόταν να τους πει για ποιο λόγο είχε εκεί
ανοιχτούς λογαριασμούς και εχθρούς. Τους είπε μόνο το όνομα του
ανθρώπου του και σε ποιο χωριό των Πέρα Βουνών θα τον
έβρισκαν. Τους είπε ακόμη και μερικές άλλες λεπτομέρειες.
310
κανείς καμία ελπίδα(αν και προτείνεται από πολλούς σαν ο
καλύτερος δρόμος στη ζωή), εκτός από αδύνατο είναι και πικρό,
γιατί η ελπίδα είναι γλυκιά.
311
βουνό, δε φτιάχνονται κοπάδια. Στην πόλη ίσως, μπορεί να τα
πουλήσεις και να βγάλεις χρήματα, στο βουνό όμως όχι.
312
Πριν φύγουν μίλησαν και λίγο για τα γεγονότα στο Γερασήμι.
Απρόσμενα, ο Καϊξής φάνηκε πολύ ανοιχτός. Ίσως επειδή βρισκόταν
για μέρες απομονωμένος στ’ Άσπρα Βούρλα, και ο Βρούχος δεν τον
είχε συμβουλευτεί, ένιωθε την ανάγκη να εκφράσει κάπου,
οπουδήποτε, ξεκάθαρα την άποψή του.
313
Γιατί πέφτουν; Σβήνουν από μέσα. Γιατί σβήνουν από μέσα; Δεν
ξέρει κανείς – λένε η απληστία. Ούτε κανείς ξέρει αν είναι τώρα η
ώρα του Βρούχο ή του Καμπέρη να σβήσει - ή κάποιου άλλου. Έχω
δει να σηκώνονται νεκροί και να πέφτουν αετοί. Γιατί τελικά δεν
ήταν ούτε νεκροί ούτε αετοί.
314
του «αρωτήματος» κλεμμένων προβάτων και εντελώς ανίδεος στα
Πέρα Βουνά, μαζί τον Κώστα Μπουρεξάκη, παλιό φίλο του πατέρα
του, αποτραβηγμένο χρόνια στο περιθώριο του βουνού, θα
συνέχιζαν τώρα την αναζήτηση σε δεύτερη οροσειρά.
315
Αρκετοί συσχετισμοί είχαν γίνει σε συζητήσεις εκείνα τα χρόνια στα
μιτάτα, ειδικά του χωρίσματος των προβάτων από το κοπάδι τους
από τους ζωοκλέφτες με την τύχη των ανθρώπων. Σχεδόν πάντα,
κατέληγαν πως ο μόνος τρόπος τελικά να ελέγχεις την τύχη σου,
είναι να μην είσαι ικανός να αντιληφθείς το μέγεθος της σημασίας
της.
316
Την επόμενη νύχτα μετά από εκείνη που πέρασαν ο Παχιάς με το
Μπουρεξή στ’ Άσπρα Βούρλα, γύρω στα μεσάνυχτα, πίσω στο
βουνό ο Κύριλλος επέστρεφε στη σκήτη του. Είχε φροντίσει δύο
ολόκληρες μέρες τον τραυματία, είχε δώσει οδηγίες και μπορούσε
τώρα να κοιμηθεί ήσυχος. Η πληγή του στο υπογάστριο δεν ήταν
σοβαρή. Περισσότερο τρόμαξε και τρόμαξαν και οι άλλοι όπως τον
είδαν. Ο γιος του Καμπέρη, που τον μαχαίρωσε, ήταν ακόμα παιδί,
κι ένα παιδί δεν είναι ικανό να μαχαιρώσει βαθιά.
317
«Και τι με νοιάζει εμένα αν σκοτωθούν οι Σαΐτηδες με τους
Καμπέρηδες;», προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του. «Εγώ θα
μείνω στη σκήτη μου. Γι’ αυτό δεν έφυγα από τον κόσμο; Αδιαφορώ
για τον κόσμο».
Αυτά όμως δεν ήταν λόγια σοβαρά, ένιωθε. Τον ένοιαζε και
ανησυχούσε. Και το περίεργο είναι, πως δεν ανησυχούσε επειδή
μπορεί να ερήμωνε το Γερασήμι και να έχανε τα τρόφιμα που του
έδιναν, ή ακόμα κι αυτή την ευχαρίστηση να φεύγει καμία φορά
από τη σκήτη και να πηγαίνει μέχρι το μονοπάτι για τους
τραυματίες- όχι, καθόλου δεν περνούσαν από το νου του αυτά.
Ανησυχούσε μόνο για το καλό του κόσμου.
318
δεν προόδευσαν. Νά το λάθος! Η αυταρέσκεια. Όπως ο Γρύπαρης
από το Γερασήμι, που ανέβηκε κάποτε με ομίχλη στην κορυφή των
γκρεμών και σκάλισε εκεί τ’ όνομά του γιατί πίστεψε πως είχε
ανέβει στην κορυφή του βουνού. Αυταρέσκεια και φόβος. Αυτό
είναι ο άνθρωπος. Και επιθετικότητα, από φόβο, δηλαδή άμυνα.
Άμυνα σε ποιον; Στον άλλο. Και για τον άλλο, άλλος είμαι εγώ, αυτό
είναι το πρόβλημα. Άμυνα, μεταμφιεσμένη σε επίθεση, και
θρίαμβος και ηρωισμός. Αυτά ερεθίζουν. Κάτι πρέπει να ερεθίζει.
Αβάστακτο να μην ερεθίζει. Όπως ο τρελός(ή εγώ όταν τα παθαίνω
αυτά)που πέφτει στη φωτιά είμαστε. Έχουμε λόγο όμως να
τρελαθούμε, γιατί μας κυνηγάει ο θάνατος. Χειρότερο να τρελαθείς
χωρίς λόγο. Και τα ‘χουμε και κανονισμένα όλα με τους
τελειότερους κανόνες της λογικής. Ανταγωνισμός για ισχύ, σου λένε
·υψηλή στρατηγική. Πατέρας πάντων, είναι το μόνο σωστό. Πατέρας
πάντων. Άρα θα πολεμάμε εις τον αιώνα τον άπαντα».
319
με γεμάτο φεγγάρι, αποκλείεται να τολμούσε να κατηφορίσει τον
Τρομιθόπορο και να φτάσει μέχρι το λιβάδι που τις συνάντησε ο
Σπυρίδος. Όμως, η πιθανότητα να βρίσκονται εκείνη τη νύχτα τόσο
κοντά, σχεδόν δίπλα του στην άκρη της Αερής Μαδάρας, τον
δελέασε και τον έκανε να το προσπαθήσει · διαφορετικά, δε θα είχε
ειπωθεί αυτή η ιστορία.
Δεν ξέρεις; του είπε. Ούτε κι εκείνοι ξέρουν. Αυτό φτάνει. Όμως,
μια κι ήρθες ως εδώ Κύριλλε, κάθισε, μη στέκεσαι, η νύχτα είναι
γλυκιά, θα σου διηγηθώ μια ιστορία.
«Αμέτρητα» απάντησε.
320
σηκώνεις μέσα στη σπηλιά σου μπροστά στο βουνό, τόσο είναι όλα
τ’ αστέρια που βλέπουν οι άνθρωποι, κι όσα θα καταφέρουν ποτέ
να δουν σ’ αυτόν τον κόσμο, μπροστά στους άπειρους κόσμους. Όση
είναι μια μόνο νιφάδα χιονιού το χειμώνα στην Αερή Μαδάρα είναι
ένας κόσμος, κι όσο όλο το χιόνι του βουνού οι άπειροι κόσμοι, κι
ακόμα περισσότεροι, γιατί δε μπορούν να μετρηθούν όπως εσείς
μετράτε. Κατάλαβες τώρα γιατί γύρω από εμάς δεν υπάρχουν
μονάδες μέτρησης; («μετράδια» είπε). Το νιώθεις;
Κι από την άλλη, υπάρχει η ψυχή του ανθρώπου. Αυτή πάλι, μεγάλο
μυστήριο. Ούτε οι θεοί δεν την καταλαβαίνουν. Τόσο μικρή - με το
δικό σου τρόπο - που θα χωρούσαν όλες οι ψυχές των ζωντανών κι
όλων όσων έχουν πεθάνει, χιλιάδες γενιές, στο μάτι ενός μόνο
πετροχελίδονου του βουνού. Και κάθε ψυχή ίδια με την άλλη, και
κάθε ψυχή μοναδική. Και σε μια μόνο ψυχή χωράνε όλοι οι άπειροι
κόσμοι. Κατάλαβες τώρα πώς δεν υπάρχει μεγάλο και μικρό;
Δεν έχει όμως σημασία. Γιατί αν φύγεις από εδώ και πεις ότι ο
Μεγάλος Δέτης είναι μικρός και πας να τον περάσεις με μια
δρασκελιά θα τσακιστείς(«θα θρουλίσεις» είπε) και η ψυχή σου θα
πεθάνει. Αλλού έχει σημασία η ψυχή των ανθρώπων – και γι’ αυτό
βρισκόμαστε εμείς οι νεράιδες εδώ.
Θα σου πω. Στους άπειρους κόσμους δεν υπάρχει ούτε καλό ούτε
κακό. Ούτε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, ούτε σ’ αυτό το βουνό και
πουθενά δεν υπάρχει, αν δεν υπάρχει η ψυχή. Η ψυχή του
ανθρώπου δημιουργεί και το ένα και το άλλο, και ξέρεις πώς τα
δημιουργεί; Αποκαλύπτοντας το κακό. Κι όταν δημιουργηθούν
μάχονται το ένα το άλλο, πρώτα μέσα στην ίδια την ψυχή, και
πρέπει τότε να νικήσει το καλό.
321
«Μα εσείς εδώ (του είχαν πει μια άλλη φορά, όπως το είχαν πει και
στον Σπυρίδο στο λιβάδι), δεν το κατέχετε το: πρέπει».
Επειδή την πρώτη φορά που τον σταματήσαμε μας είπε μια ιστορία,
συνέχισε όμως να λέει η νεράιδα. Άκου την:
Ήταν λέει κάποτε στον κάμπο δύο γείτονες, κι είχαν στη μέση ένα
χωράφι χέρσο και τσακώνονταν γι’ αυτό. Ο ένας έλεγε πως ήταν
κληρονομιά του παππού του κι ο άλλος πως η γιαγιά του – γιατί ήταν
ξαδέρφια – το ‘χε στην προίκα της. Και πιάστηκαν μια μέρα στα
χεριά κι έσπασαν τα κεφάλια τους και κατέληξαν στον Καντή.
322
Για να μη μαλώνετε, τους είπε ο Επίσκοπος, θα το καλλιεργείτε και
οι δύο μαζί και θα μοιράζεστε τον καρπό. Και συμφώνησαν.
Γιατί το χωράφι είναι δικό μου και μου το πήρε, είπε αυτός.
Γι’ αυτό είσαι τρελός και σε κοροϊδεύουν όλοι, του είπε. Εγώ δε
θέλω να με κοροϊδεύει κανείς. Κι αυτά τα χωράφια που βλέπεις κι
έχω, αύριο πιάνει αβροχιά και ξεραίνονται τα μισά. Βοήθησέ με
τώρα να τον θάψω!
Μα πες μου αλήθεια, τον ρώτησε πάλι όταν τελείωσαν, γι’ αυτό το
λόγο τον σκότωσες;
Και τον βοήθησε ο Χότζας να ζέψει τον βολόσυρο στ’ άλογο για ν’
αλωνίσει κι ετοιμάστηκε μετά να φύγει, όμως, πριν φύγει τον
ξαναρώτησε:
323
Τότε στάθηκε εκείνος και τον κοίταξε, κρατώντας τα γκέμια τ’
αλόγου: Κι ο παππούς μου, του είπε, μ’ αυτό τον τρόπο έκανε την
περιουσία που βλέπεις. Κι ο παππούς εκείνου που σκότωσα μ’ αυτό
τον τρόπο έκανε τη δική του. Άλλος δεν υπάρχει.
Τι άλλο να φοβηθώ;
324
Μήπως και ξυπνήσουν οι άνθρωποι, απάντησε.
Ο Κύριλλος γύρισε στη σπηλιά του και πέρασαν από τότε μήνες
μέχρι να του ξαναμιλήσουν οι νεράιδες.
325
Αυτά αφηγήθηκε ύστερα από εφτά μέρες ο Γερασημιώτης
«Ζανονικολής» που πέρασε από το χωριό τους, στον δάσκαλο τον
Αγησίλαο, στο καφενείο κάτω από τον πλάτανο και αφού πρώτα ο
δάσκαλος τον είχε ρωτήσει αν είχε δει πουθενά τον Παχιά και τον
Μπουρεξή και είχε απαντήσει αρνητικά:
326
αυτοί ήταν αρχηγοί κι ένιωθαν και κάποια ευθύνη για τους άλλους.
Ξέρεις, η αρχηγία, όσο ιδιοτελής («συφεριτζής» είπε) και να ‘ναι ο
άλλος, του φορτώνει και κάποια ευθύνη. Οι περισσότεροι όμως, το
σόι είναι ο εαυτός τους. Ό,τι είναι καλό για τον εαυτό τους είναι
καλό για το σόι λένε – όχι «λένε», το πιστεύουν. Αυτό είναι καλό για
τους εαυτούς τους, όσο καιρό ζουν, αλλά κακό για το σόι.
Ακόμη και τότε όμως, εγώ νομίζω, δεν ήθελαν ο Φαζός με τον
Σαϊτογιώργη να ξεκινήσουν πόλεμο – δηλαδή, ήθελαν αλλά
δίσταζαν, επειδή, όπως και να το κάνουμε, είναι βαρύ. Γι’ αυτό
πήγαν νύχτα και πήραν όλες τις προφυλάξεις. Γι’ αρχή, τους έφτανε
μόνο να μαθευτεί στο βουνό πως χάθηκαν τα ζώα του πρώτου
ξαδέρφου του Καμπέρη κι αυτός δεν είναι ικανός να τα βρει. Ήθελαν
να τον προσβάλουν, φυλάγοντας όμως τα νώτα τους. Ξέρεις, οι
άνθρωποι, και οι πιο παθιασμένοι - ακόμα και οι εντελώς μανιακοί-
δυσκολεύονται τη στιγμή της κρίσης να μη σκεφτούν κάπως λογικά
327
(διαφορετικά πώς καταφέρνει κάποιος που πάει να κρεμαστεί να
δέσει σωστά το σκοινί;). Τους είδαν όμως - δεν ξέρω ποιος - το
σχέδιο τους χάλασε και ο Καμπέρης το έμαθε · κι έπρεπε τώρα να
εκδικηθεί αν ήθελε να συνεχίσει να είναι Καμπέρης. Κι αυτός, αν το
δεις καθαρά το πράγμα, όσο κι αν τον αντιπαθείς, δεν είχε πολλές
επιλογές. Γιατί στο Γερασήμι υπάρχουν σόγια, κι είναι αρχηγός στο
μεγαλύτερο κι έπρεπε να το κρατήσει στη θέση του. Κι αν ξέρεις
εσύ, δάσκαλε, κανένα τρόπο να μην υπάρχουν σόγια και να ‘ναι όλοι
οι άνθρωποι ένα, πες μου τον.
328
για να γίνει κάποιος σασμός – διαφορετικά δεν εξηγείται. Έστειλε
τους δικούς του να κλέψουν τα πρόβατα του πεθερού του Φαζού
από τ’ Άσπρα Βούρλα και να τα σφάξουν, λογαριάζοντας ότι με
αυτόν τον τρόπο θα ισοφάριζε, κι ότι οι άλλοι Σαΐτηδες, ό,τι κι αν
έλεγε ο Φαζός, δε θα έχυναν το δικό τους αίμα για τον πεθερό του-
που ούτε Σαΐτης είναι ούτε Γερασημιώτης. Άλλη μια λάθος
εκτίμηση, γιατί ο Βρούχος, το πρωί που το έμαθε, αν και θα
μπορούσε να κάνει τον Φαζό να ξεχάσει τα ζώα του πεθερού του,
από τη μία φοβήθηκε πως αν τώρα υποχωρούσε θα χάνονταν όλα
και το σοί του θα ξανάπεφτε στο σημείο που ήταν παλιά πριν απ’
αυτόν, κι από την άλλη θεώρησε πως ο Καμπέρης πραγματικά ήταν
αδύναμος, όπως του έλεγαν όλοι, κι ότι χτύπησε τον πεθερό του
Φαζού επειδή φοβήθηκε να τα βάλει κατευθείαν μαζί τους. Έτσι,
δεν έστειλε μεσίτες, όπως περίμενε ο Καμπέρης, να ρωτήσουν για
τα ζώα του πεθερού του Φαζού και να ξεκινήσουν από εκεί
διαπραγματεύσεις · άφησε τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους.
Κι ο Καμπέρης από την άλλη, όταν είδε πως ο Βρούχος δεν έστελνε
μεσίτες, νόμισε πως σίγουρα κάποιον άσσο είχε στο μανίκι του και
πως τώρα κινδύνευε η ίδια του η ύπαρξη αν δε νικούσε. Και οι δύο
όμως, εγώ νομίζω, πίστευαν ότι θα τη κουμαντάρουν τη σύγκρουση,
ότι θα την κρατούσαν στα πρόβατα και κανένας δε θα σκοτωθεί.
329
αλλάζουν. Από τη μια φοβούνται για τη ζωή τους, κι από την άλλη
(«ξεθρασεύουν» είπε) και νιώθουν πως έφτασε επιτέλους η ώρα
που επιτρέπεται να σκοτώνεις ελεύθερα. Και πού να σταθεί η
λογική (ο «νους» είπε) απάνω στο φόβο και στο θράσος; Εκείνοι οι
τρεις που ανταμώθηκαν στη Χορεύτρα, θα μπορούσαν ήσυχα να
κάνουν πίσω και να γυρίσει ο καθένας στη θέση του, και να μείνει
το θέμα στα πρόβατα, αλλά πού ο νους; Ήθελαν να σκοτώσουν τον
άλλο και συνάμα φοβήθηκαν ότι θα τους σκότωνε ο άλλος. Νου,
λίγοι έχουν · οι πολλοί: Υπάρχει περίπτωση να σου ρίξουν μια πέτρα;
Του ρίχνεις εσύ καλού κακού ένα βράχο. Χωρίς να πουν τίποτα,
άρχισαν να ρίχνουν ο ένας στον άλλο με τα Μάνλιχερ, κι ο Φαζός
σκότωσε τους δύο Καμπέρηδες. Χτυπήθηκε όμως κι εκείνος βαριά.
330
απ’ τους Σαΐτηδες και βρισκόταν μέσα, είδε την Καμπέραινα, όπως
πήγε να κατέβει από την ταράτσα, και της έριξε από το παράθυρό
του με το Γκρά. Και την άφησε σκοτωμένη πάνω στην ταράτσα του
Σαϊτομανώλη.
331
να πεθαίνεις δεν είναι δυστυχία σε καμιά ηλικία κι ότι οι νεκροί δε
χάνουν μάχες, αλλά αυτό εμένα μου φαίνεται λάθος.
332
αν δεν υπήρχαν · θέλω να πω, δύσκολο να καταλάβεις, πόσο
δεμένοι με αλυσίδες είναι οι άνθρωποι.
333
334