Download as ppt, pdf, or txt
Download as ppt, pdf, or txt
You are on page 1of 78

Εισαγωγή στο Εμπορικό Δίκαιο

1
Προδιάθεση
για την έννοια «δίκαιο»
• ΡΥΘΜΙΣΗ • ΒΙΑ
• ΤΑΞΗ • ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ
στις βιοτικές σχέσεις που • ΚΥΡΩΣΕΙΣ
προκύπτουν από την
ανάπτυξη κοινών Εξαναγκαστή ρύθμιση
επιδιώξεων ή τη σύγκρουση
αντίθετων συμφερόντων ή ρυθμισμένη βία;
μέσα σε μία κοινωνία

2
Έννοια του Δικαίου
• Το δίκαιο είναι ένα σύστημα κανόνων που ρυθμίζουν εξαναγκαστά
(=υποχρεωτικά) την κοινωνική συμβίωση. Οι κανόνες αυτοί έχουν τεθεί
από την οργανωμένη κοινωνία των ανθρώπων και ρυθμίζουν τις σχέσεις
μεταξύ των μελών της κοινωνίας, τις σχέσεις των μελών προς την
οργανωμένη κοινωνία και τις σχέσεις μεταξύ των οργανωμένων
κοινωνιών.
• Οι κανόνες δικαίου ρυθμίζουν την εξωτερική συμπεριφορά των μελών της
κοινωνίας. Δεν αποκλείεται ωστόσο το δίκαιο να αξιολογεί και τον
εσωτερικό κόσμο, την εσωτερική διάθεση του προσώπου.
• Το δίκαιο αποτελεί ρύθμιση ετερόνομη, δηλ. δεν προέρχεται από τη
βούληση του ανθρώπου.
• Το δίκαιο είναι εξανακαστό, δηλ. οι κανόνες δικαίου προϋποθέτουν τη
δυνατότητα καταναγκασμού εναντίον όσων δεν ακολουθούν τις
ρυθμίσεις μέσω της επιβολής κυρώσεων.

3
Κανόνας Δικαίου
• ΚΑΝΟΝΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ είναι μία γενική και αφηρημένη ρύθμιση που ρυθμίζει
ετερόνομα και εξαναγκαστά τη συμπεριφορά των ατόμων στην κοινωνία.
• Ο κανόνας δικαίου περιέχει ρύθμιση γενική, διότι απευθύνεται σε έναν
αόριστο αριθμό προσώπων (υποκειμενικό πεδίο) και αφηρημένη, διότι σε
αυτήν μπορεί να υπάγεται ένας απεριόριστος και απροσδιόριστος
αριθμός περιπτώσεων (αντικειμενικό πεδίο).
• Κανόνας δικαίου για μία συγκεκριμένη περίπτωση («φωτογραφική
διάταξη») σπάνια εξαγγέλλεται. Ένας τέτοιος κανόνας συνήθως
αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη ως αντισυνταγματικός, διότι
προσκρούει στη συνταγματική αρχή της ισότητας.

4
Η διαίρεση του Δικαίου
• Το δίκαιο διαιρείται σε πολλούς κλάδους. Στη νομική επιστήμη κυριαρχεί
η διαίρεση του δικαίου σε ιδιωτικό και δημόσιο.
• ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν σχέσεις
στις οποίες μετέχει πρόσωπο που ασκεί κρατική εξουσία (π.χ. το Κράτος ή
νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου). Εδώ ανήκει το συνταγματικό, το
διοικητικό, το ποινικό, το εκκλησιαστικό και το δημόσιο διεθνές δίκαιο.
• ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν σχέσεις των
ιδιωτών μεταξύ τους, δηλ. προσώπων που δεν ασκούν κρατική εξουσία
και άρα είναι ισότιμα μεταξύ τους. Εδώ ανήκει το αστικό δίκαιο και οι
ενότητες που αποσπάστηκαν από αυτό: το εμπορικό, το δίκαιο
πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, το εργατικό και το ιδιωτικό
διεθνές δίκαιο.
• Σε ορισμένες περιπτώσεις μία έννομη σχέση μπορεί να είναι μικτή, δηλ.
να υπάγεται τόσο στο ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο δίκαιο.

5
Ορισμός και χαρακτηριστικά του
εμπορικού δικαίου
• Εμπορικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου, που ρυθμίζουν τις
εμπορικές πράξεις και τις συνέπειες της άσκησης τους, καθώς και την
εμπορική ιδιότητα που προσδίδεται σε ορισμένα πρόσωπα (εμπόρους)
και τις ιδιαίτερες συνέπειές της. Πιο απλά, το εμπορικό δίκαιο είναι το
δίκαιο των εμπορικών πράξεων και των εμπόρων.
• Αποτελεί κλάδο του ιδιωτικού δικαίου, επειδή οι κανόνες ρυθμίζουν
έννομες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δηλ. προσώπων που δεν ασκούν
κρατική εξουσία. Όμως, μετέχει εν μέρει και του δημόσιου δικαίου, αφού
άπτεται εννόμων σχέσεων στις οποίες μετέχει το κράτος ως φορέας
δημόσιας εξουσίας (π.χ. Επιτροπή Ανταγωνισμού, άδεια ίδρυσης
ανώνυμης εταιρίας).
• Το εμπορικό δίκαιο δεν είναι αυτοτελές και αυθύπαρκτο, αλλά έχει
αποσπασματικό χαρακτήρα, αφού βασίζεται σε θεσμούς και θεμελιώδεις
έννοιες του αστικού δικαίου.

6
Συστήματα εμπορικότητας
• Με την εισαγωγή του γαλλικού εμπορικού κώδικα στην Ελλάδα (1835),
χαρακτηριστικό και του ελληνικού εμπορικού δικαίου είναι το
αντικειμενικό σύστημα: αυτό εκκινεί από την εμπορικότητα μιας πράξης
και με βάση αυτή φθάνει στην έννοια του εμπόρου.
• Σύμφωνα με το άρθρο 1 ΕΝ, έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις
εμπορικές και με αυτές σχηματίζουν το εμπορικό τους επάγγελμα.

7
Προτεινόμενα κριτήρια εμπορικότητας
• Κατά την επικρατέστερη άποψη, η εμπορικότητα μιας πράξης κρίνεται
από το στοιχείο της ριψοκίνδυνης «διαμεσολάβησης» στην κυκλοφορία
των οικονομικών αγαθών, στην παροχή υπηρεσιών κλπ, δηλ. στην ύπαρξη
κινδύνου απώλειας κέρδους ή επέλευσης ζημίας.
• Σύμφωνα με άλλη άποψη, κριτήριο της εμπορικότητας οφείλει να είναι
σε μια ελεύθερη οικονομία ο τύπος της επιχείρησης, η οποία επενδύει
κεφάλαιο.
• Επίσης, ως κριτήριο εμπορικότητας έχει προταθεί και η πρόθεση κέρδους.
• Κύριο κριτήριο εμπορικότητας είναι η μαζικότητα των πράξεων, δηλ. η
ομοιόμορφη και σε μεγάλο αριθμό επανάληψη ορισμένων πράξεων, σε
συνάρτηση με τον απρόσωπο τρόπο άσκησης τους, κυρίως στο πλαίσιο
ενός ομοειδούς επαγγέλματος (π.χ. η αγορά υφασμάτων με πρόθεση
μεταπώλησης τους στο πλαίσιο του επαγγέλματος του υφασματοπώλη).
• Άλλο κριτήριο είναι η οικονομική σημασία των πράξεων για το κοινωνικό
σύνολο.

8
Κλάδοι του εμπορικού δικαίου (Ι)
• 1. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ. Αφορά τις εμπορικές πράξεις και τους εμπόρους.

• 2. ΔΙΚΑΙΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ. Αφορά τα άυλα αγαθά που


δημιουργεί η άσκηση οικονομικής δραστηριότητας.

• 3. ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ. Αφορά την άσκηση του οικονομικού


ανταγωνισμού, δηλ. την προσπάθεια επικράτησης στην αγορά.

• 4. ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ & ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ. Αφορά τις


συμβατικές σχέσεις που θεμελιώνονται επί πράξεων, μονομερώς ή
αμφιμερώς εμπορικών, και τα εμπορικά επαγγέλματα και διακρίνεται σε:
α. Δίκαιο εμπορικών εταιριών.
β. Δίκαιο αξιόγραφων.

9
Κλάδοι του εμπορικού δικαίου (ΙΙ)
γ. Δίκαιο μεταφορών.
δ. Ασφαλιστικό δίκαιο.
ε. Τραπεζικό δίκαιο.
ζ. Δίκαιο κεφαλαιαγοράς.
η. Δίκαιο (λοιπών) εμπορικών δικαιοπραξιών.
θ. Ναυτικό δίκαιο.
ι. Αεροπορικό δίκαιο.

5. ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Αφορά την αντιμετώπιση της κατάστασης ενός


εμπόρου, που αδυνατεί με τρόπο γενικό και μόνιμο να εκπληρώνει τις
χρηματικές του υποχρεώσεις.

10
Πηγές του εμπορικού δικαίου (Ι)
• ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ πηγές του εμπορικού δικαίου είναι ο ΝΟΜΟΣ και το ΈΘΙΜΟ
(άρθρο 1 ΑΚ).
• Ιστορικά το πρώτο θεμελιώδες ελληνικό εμπορικό νομοθέτημα είναι ο
(γαλλικός) Εμπορικός Κώδικας που εισάχθηκε στην Ελλάδα το 1821 με το
κείμενο στη γαλλική γλώσσα. Ο Εμπορικός Κώδικας δημοσιεύθηκε σε
μετάφραση για πρώτη φορά στο υπ' αριθμ. 15 ΦΕΚ της 11/23 Μαΐου
1835 ως «Εμπορικός Νόμος».
• Το πρωτογενές και παράγωγο κοινοτικό δίκαιο σε θέματα εμπορικού
δικαίου (ευρωπαϊκό εμπορικό δίκαιο) αποτελούν μία υπερέχουσα σε ισχύ
(υπερεθνική) έννομη τάξη.
• Το διεθνές εμπορικό δίκαιο (διεθνείς συμβάσεις σε διμερές ή πολυμερές
επίπεδο).
• Το εμπορικό έθιμο. Έθιμο είναι ο κανόνας δικαίου, που διαμορφώνεται με
τη μακρά και ομοιόμορφη τήρηση μιας συμπεριφοράς, την οποία
συνοδεύει η πεποίθηση της επιβολής της από κανόνα δικαίου (συνείδηση
δικαίου).

11
Πηγές του εμπορικού δικαίου (ΙΙ)
• ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ πηγές του εμπορικού δικαίου είναι:
(a) οι εμπορικές συνήθειες (δηλ. τα εμπορικά συναλλακτικά ήθη)
(β) οι εργασίες διεθνών οργανισμών επί εμπορικών θεμάτων (π.χ. Διεθνές
Ινστιτούτο για την Ενοποίηση του Ιδιωτικού Δικαίου (UNIDROIT),
Επιτροπή Ηνωμένων Εθνών για το διεθνές εμπορικό δίκαιο (UNICITRAL-
United Nations Commission on International Trade Law), οι
διαπλασσόμενοι από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο «Ομοιόμορφοι
Κανόνες και Συνήθειες», οι γενικοί όροι (εμπορικών) συναλλαγών, οι
κώδικες δεοντολογίας εμπορικών επιχειρήσεων, η νομολογία των
δικαστηρίων επί αρρύθμιστων κυρίως εμπορικών θεμάτων και η
επιστήμη, όταν ιδίως διαμορφώνει απόψεις περί ενιαίου διεθνούς και
υπερεθνικού δικαίου εμπορικών συναλλαγών (lex mercatoria).

12
Οι εμπορικές πράξεις
• Οι εμπορικές πράξεις προσδιορίζονται ειδικά στα άρθρα 2 και 3 του β.δ.
της 2/14 Μαΐου 1835 «περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων».
• Ο νόμος αντί να κατονομάζει σε κάθε περίπτωση ευθέως και αμέσως
«πράξεις» στα ως άνω άρθρα του β.δ., αναφέρει κυρίως ευρείες και
γενικές κατηγορίες δραστηριοτήτων.
• Οι εντασσόμενες σε μια δραστηριότητα χαρακτηριστικές πράξεις,
ασκούμενες μεμονωμένα ή επ' ευκαιρία, δεν ενδιαφέρουν το εμπορικό
δίκαιο, δεν είναι εμπορικές. Η επισκευή, για παράδειγμα, ηλεκτρικής
συσκευής του Α από τον Β έναντι αμοιβής δεν αποτελεί από μόνη της
εμπορική πράξη. Όταν, όμως, γίνεται στο πλαίσιο άσκησης του
επαγγέλματος του Β ως ηλεκτρολόγου.

13
Η διάκριση σε αντικειμενικά και
υποκειμενικά εμπορικές πράξεις
• Αντικειμενικά ή πρωτότυπα εμπορικές είναι οι ονομαστικά και
περιοριστικά προσδιοριζόμενες στο νόμο εμπορικές πράξεις, ως πράξεις
κυρίως που σχηματίζουν επάγγελμα, ή ως πράξεις αυτοτελώς και κατ'
εξαίρεση εμπορικές.

• Υποκειμενικά ή παράγωγα εμπορική θεωρείται η οποιαδήποτε μη


αντικειμενικά εμπορική, αστική πράξη, η οποία επιχειρείται από έμπορο
στο πλαίσιο -ιδίως προς εξυπηρέτηση- της εμπορίας του.

14
Οι αντικειμενικά εμπορικές
πράξεις
Οι αντικειμενικά εμπορικές
πράξεις του χερσαίου εμπορίου

15
Οι αγορές προϊόντων γης ή τέχνης με σκοπό τη
μεταπώληση ή την εκμίσθωση τους (Ι)
• Εδώ εμπίπτουν τα εμπορικά επαγγέλματα του παντοπώλη, του
οπωροπώλη, του πωλητή ετοίμων ενδυμάτων, υποδημάτων, επίπλων,
ειδών μεταλλουργίας, χρυσοχοΐας, εργαλείων κ.α. Επίσης, όλα τα
βιοτεχνικά και βιομηχανικά επαγγέλματα (παραγωγής χάρτου, πλαστικών,
ενδυμάτων, μηχανημάτων, ειδών υγιεινής, ειδών οικιακής χρήσεως κ.λ.π.),
μολονότι εντάσσονται από οικονομική σκοπιά στο δευτερογενή τομέα
παραγωγής.
• Ως «αγορά» νοείται κάθε κτήση κινητού πράγματος με αντάλλαγμα, αλλά
όχι αυτή με τρόπο πρωτότυπο (π.χ. ο κυνηγός που πωλεί τα θηράματα του,
ο αγρότης που συλλέγει και πωλεί άγρια χόρτα δεν ασκεί εμπορικές
πράξεις).

16
Οι αγορές προϊόντων γης ή τέχνης με σκοπό τη
μεταπώληση ή την εκμίσθωση τους (ΙΙ)
• Ο απασχολούμενος στον πρωτογενή τομέα αγρότης, κτηνοτρόφος,
πτηνοτρόφος, υλοτόμος, μελισσοκόμος, σηροτρόφος κ.α. που προσθέτει
στη δραστηριότητά του κομμάτι της ύλης άλλου τομέα παραγωγής (π.χ. ο
αμπελουργός διατηρεί οινοποιείο, ο γεωργός συσκευαστήριο, ο κύριος
ακινήτου λατομείο ή όταν ο ίδιος απευθύνεται στην ευρύτερη
κατανάλωση υποκαθιστώντας τον διαμεσολαβητή έμπορο) δε θα πρέπει
να εξαιρείται από την εμπορικότητα.
• Η αλιεία ανήκει στην πρωτογενή παραγωγή και δεν μπορεί να είναι
γενικά εμπορική δραστηριότητα, εκτός αν κι αυτή ασκείται με τα
χαρακτηριστικά της μαζικότητας και του οικονομικά ουσιώδους.
• Εδώ υπάγονται πλέον και οι μισθώσεις κινητών πραγμάτων που γίνονται
με αυξημένη συχνότητα, έκταση και οικονομική σημασία στη σύγχρονη
εποχή, για να «μετεκμισθώνονται» σε τρίτους: π.χ. μίσθωση αυτοκινήτων
στα πλαίσια συμβάσεως χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) με πρόθεση
περαιτέρω εκμίσθωσης σε επιμέρους πελάτες

17
Οι αγορές προϊόντων γης ή τέχνης με σκοπό τη
μεταπώληση ή την εκμίσθωση τους (ΙΙΙ)
• «Προϊόντα γης ή τέχνης» είναι τα πάσης φύσεως κινητά πράγματα, και
κυρίως τα εμπορεύματα. Άρα, τα ακίνητα καταρχήν εξαιρούνται.
• Ωστόσο, η αγορά ακινήτων για την περαιτέρω εκμίσθωσή τους στα
πλαίσια της χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων (ν. 1665/1986), η αγορά
ακινήτων προς μεταπώληση ή προς μίσθωση και η μίσθωση ακινήτων με
σκοπό την υπεκμίσθωση τους, εφόσον ασκούνται με τα παραπάνω
εμπορικά χαρακτηριστικά, (π.χ. ανοικοδόμηση με το σύστημα της
αντιπαροχής ή γενικότερα με δημιουργία και πώληση κάθετων και
οριζόντιων ιδιοκτησιών ή με τη συστηματική πολλαπλή μίσθωση χώρων
(ξενοδοχεία, πανσιόν, ξενώνες, κλινικές, οίκοι ευγηρίας) πρέπει να
θεωρούνται πράξεις εμπορικές.

18
Η κατεργασία (επεξεργασία) και η
μεταποίηση
• Η κατεργασία (επεξεργασία) και η μεταποίηση αγορασμένων πραγμάτων
σε «χειροτεχνήματα», δηλ. έργα που κατασκευάζονται με το χέρι,
ανταποκρίνεται στη βιοτεχνία της εποχής σύνταξης του Code de
Commerce. Σήμερα η διάταξη περιλαμβάνει τη σύγχρονη βιοτεχνία και
βιομηχανία, όπου οι κατασκευές γίνονται κυρίως με μηχανήματα.

19
Η επιχείρηση χειροτεχνιών (Ι)
• Ο όρος «επιχείρηση» σημαίνει «πράξη».
• Η «χειροτεχνία» έγκειται στην επεξεργασία ή την μετάπλαση «ξένης»
πρώτης ύλης σε πράγματα χρήσιμα.
• Επεξεργασία (κατά το νόμο «κατεργασία») είναι η μεταβολή της
χρηστικής μορφής ενός ξένου πράγματος.
• Μεταποίηση είναι η κατασκευή νέου πράγματος από την ξένη ύλη, χωρίς
να επέρχεται αναγκαία και μεταβολή της ουσίας της.

20
Η επιχείρηση χειροτεχνιών (ΙΙ)
• Εδώ ανήκουν οι αναλήψεις υποχρεώσεων επισκευής διαφόρων ειδών
(π.χ. αυτοκινήτων, μηχανημάτων, ενδυμάτων, υποδημάτων, οικιακών
σκευών, επίπλων κλπ. από συνεργεία αυτοκινήτων, εργαστήρια
επισκευών, ραφεία, υποδηματοποιεία, υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους,
συντηρητές, κλπ.) και
• κατασκευής πραγμάτων με παρεχόμενα ξένα υλικά (π.χ. ελαίου από
ελαιοτριβεία, ενδύματα από ραφεία, αλεύρι από αλευρόμυλο, σιτάρι από
εργασία αλωνιστικής μηχανής, δακτυλογραφήσεις κειμένων, φωτοτυπίες,
μαγνητοφωνήσεις και βιντεοσκοπήσεις, βιβλιοδεσία, έκδοση βιβλίων-
τυπογραφία με δαπάνη συγγραφέως, μηχανογραφική εξυπηρέτηση,
υδραυλικές εγκαταστάσεις και εγκαταστάσεις θέρμανσης σε ξένα ακίνητα
κλπ.).
• Στην χειροτεχνία υπάγεται και η εργολαβία οικοδομών, που συνίσταται
στην επεξεργασία της οικοδομικής ύλης προς κατασκευή οικοδομής επί
αλλότριου οικοπέδου.

21
Η επιχείρηση παραγγελίας
• «Παραγγελία» νοείται η ενοχική σύμβαση μισθώσεως έργου, με την
οποία ο παραγγελιοδόχος (εργολάβος) αναλαμβάνει την υποχρέωση να
επιμεληθεί υπόθεσης του παραγγελέα (εργοδότη) καταρτίζοντας
δικαιοπραξία(ες) στο δικό του μεν όνομα, για λογαριασμό όμως του
παραγγελέα (άρθρο 90 ΕΝ).
• Εμπορικές πράξεις παραγγελιοδόχου διακρίνουμε στις περιπτώσεις της
παραγγελίας πωλήσεως, της παραγγελίας μεταφοράς, της
«παραγγελιοδοχικής» αναδοχής έκδοσης μετοχών, της εντολής προς
διενέργεια χρηματιστηριακής συναλλαγής, της εκχώρησης απαιτήσεων
προς είσπραξη κ.λ.π.

22
Η επιχείρηση «μετακομίσεως δια γής ή δι’
ύδατος»
• Επιχείρηση «μετακομίσεως» (μεταφοράς) «δια γής ή δι' ύδατος» είναι η
εμπορική πράξη του μεταφορέα («αγωγιάτη» κατά την ορολογία των
άρθρων 100 επ. ΕΝ), που στα πλαίσια άσκησης του επαγγέλματός του
αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταφέρει πρόσωπα ή πράγματα από
την ξηρά ή τα εσωτερικά ύδατα (ποταμούς ή λίμνες).
• ΔΕ συμπεριλαμβάνεται η θαλάσσια μεταφορά, η οποία εντάσσεται στο
άρθρο 3 Β.Δ. ως «ναύλωσις». Επίσης, ΔΕ συμπεριλαμβάνεται η
αεροπορική μεταφορά, η οποία όμως θεωρείται εμπορική με αναλογική
εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων.
• Εδώ ανήκουν οι σιδηροδρομικές μεταφορές επιβατών και εμπορευμάτων,
οι οδικές μεταφορές επιβατών (ΚΤΕΛ, αστικών συγκοινωνιών, μετρό, ΤΑΧΙ
κ.α.), οι μεταφορές των βυτιοφόρων, των φορτηγών δημόσιας χρήσης,
των ποταμόπλοιων, των φορτηγών οδικής βοήθειας, των
εκμεταλλευομένων νεκροφόρες κ.λ.π. Η εμπορικότητα της πράξης δεν
επηρεάζεται από το αν ο μεταφορέας χρησιμοποιεί ιδιόκτητο ή
μισθωμένο μεταφορικό μέσο.

23
Η επιχείρηση προμηθείας (Ι)
• «Επιχείρηση προμηθείας» είναι η εμπορική πράξη που διεξάγεται στο
πλαίσιο του επαγγέλματος του «προμηθευτή» (πωλητή) και ως
αντικείμενο έχει τη συμφωνία μαζικής παροχής αγαθών σε εκείνον, που
τα έχει ανάγκη για μελλοντική χρήση και προνοώντας σχετικά τα αγοράζει
(παραγγέλλει) εκ των προτέρων.
• Σημασία έχει η μαζικά επαναλαμβανόμενη ή εφάπαξ πώληση μόνο των
αγαθών και όχι η αγορά τους. Η αγορά μπορεί να έχει προηγηθεί με ή
χωρίς πρόθεσης μεταπώλησης ή να γίνεται μετά την κατάρτιση της
ενοχικής σύμβασης πώλησης.
• Ενδεικτικά συνιστούν η πώληση τροφίμων σε λέσχες, εστίες, κ.λ.π., η
πώληση αναλώσιμων υλικών σε υπηρεσίες δημόσιες ή σε ιδιωτικές
επιχειρήσεις, οι πωλήσεις στρατιωτικών ειδών και πολεμικού υλικού στο
στρατό, οι πωλήσεις καυσίμων σε πολυκατοικίες, βιομηχανίες κ.λ.π., οι
διοργανώσεις δεξιώσεων με catering ως προς τα εδέσματα, οι πωλήσεις
ετοίμων φαγητών για αδυνάτισμα, οι παροχές νερού, ηλεκτρικού,
φωταερίου, η καλωδιακή τηλεόραση, η πώληση φαρμάκων σε κλινικές.

24
Η επιχείρηση προμηθείας (ΙΙ)
• Υπό τις σύγχρονες συναλλακτικές συνθήκες εδώ υπάγονται με
διασταλτική ερμηνεία και οι εκμισθώσεις πραγμάτων : η προμήθεια
σκηνικών ή θεατρικών ενδυμασιών, ικριωμάτων (σκαλωσιών),
στρωμάτων αέρος για κατάκοιτους, συσκευών παροχής οξυγόνου κ.a.

25
Η επιχείρηση πρακτορείας
• «Επιχείρηση πρακτορείας» είναι η εμπορική πράξη με την οποία ο
«πράκτορας» αναλαμβάνει έναντι του αντισυμβαλλόμενου του και με
αμοιβή την υποχρέωση να επιμελείται σε διάρκεια χρόνου, εν όλω ή εν
μέρει, των εμπορικών αυτού υποθέσεων σε έναν τόπο με δική του
επαγγελματική οργάνωση. Πρόκειται δηλαδή για την περίπτωση της
εμπορικής αντιπροσωπείας.
• Πρακτορεία ασκούν οι αντιπρόσωποι πωλήσεων βιομηχανικών και
βιοτεχνικών προϊόντων (αυτοκινήτων, μηχανημάτων, τυποποιημένων
τροφίμων, ενδυμάτων, υποδημάτων), οι αντιπρόσωποι πωλήσεων
λαχείων, στοιχημάτων ΠΡΟΠΟ κ.λ.π. και οι αντιπρόσωποι επιχειρήσεων
παροχής υπηρεσιών (ασφαλίσεων, μεταφορών, τραπεζικών εργασιών
κ.ο.κ). Πρακτορεία ασκούν επίσης εν μέρει ο διανομέας και ο δικαιοδόχος
σε σύμβαση δικαιόχρησης (franchise).

26
Η επιχείρηση παροχής υπηρεσιών στο κοινό
(«γραφεία υποθέσεων») (Ι)
• Η εν λόγω εμπορική πράξη αποσιωπάται στο ελληνικό κείμενο του Β.Δ.
1835, αλλά και η ελληνική νομική επιστήμη αγνοεί παντελώς την
αυτοτελή ονοματική ύπαρξή της.
• Παροχή υπηρεσιών στο κοινό είναι κάθε πράξη, με την οποία παρέχεται
έργο ή ανεξάρτητη εργασία ή φύλαξη ή άλλης μορφής υπηρεσία σε
οποιοδήποτε, όχι εξαρχής προσδιορισμένο, πρόσωπο τη ζητεί.
• Εδώ ανήκουν η φύλαξη και η συντήρηση εμπορευμάτων σε αποθήκες και
ψυγεία, οι υπηρεσίες τουριστικών γραφείων, η διδασκαλία σχολικών
μαθημάτων και ξένων γλωσσών σε φροντιστήρια, η παροχή ιδιωτικής
εκπαίδευσης, η παροχή ιατρικής περίθαλψης από ιδιωτικές κλινικές και
νοσοκομεία, η παροχή πληροφοριών και ειδήσεων, η μηχανογραφική
εξυπηρέτηση, η διαφήμιση, η εργασία του φοροτεχνικού, του
εκτελωνιστή, του φωτογράφου και του ενεργούντος βιντεοσκοπήσεις,
των γραφείων μεταφράσεων, δακτυλογραφήσεων, εκδόσεως
φωτοαντιγράφων, των ινστιτούτων αδυνατίσματος, των γυμναστηρίων, η
παροχή υπηρεσιών ασφάλειας, τα γραφεία ιδιωτικών ερευνών.

27
Εξαίρεση 1:
δημόσιες υπηρεσίες
• Η παροχή πάσης φύσεως υπηρεσιών από το Δημόσιο, οργανισμούς
τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου
(ΝΠΔΔ), π.χ. στους τομείς της εκπαίδευσης, περίθαλψης, αποχέτευσης,
ύδρευσης, δημόσιων μέσων μαζικών μεταφορών, εξυπηρέτησης πολιτών
κ.α. ΔΕ συνιστά εμπορική πράξη, όταν το όργανο που την επιχειρεί δρα
ως φορέας δημόσιας (κρατικής) εξουσίας. Στην περίπτωση αυτή η πράξη
υπάγεται ρυθμιστικά στους κανόνες του δημόσιου δικαίου.
• Όμως, όταν οι ως άνω φορείς δημόσιας εξουσίας μετέχουν σε έννομες
σχέσεις ως ιδιώτες -αυτοτελώς ή σε εταιρία του εμπορικού δικαίου ή στη
δράση νομικού προσώπου μικτής φύσεως (οικονομίας) κ.λ.π.- η κρίση
περί της εμπορικότητας της πράξεως που επιχειρείται θεμελιώνεται τότε
υποχρεωτικά στους κανόνες του ιδιωτικού εμπορικού δικαίου.

28
Εξαίρεση 2:
ελευθέρια επαγγέλματα
• Ελευθέρια επαγγέλματα είναι εκείνα, που ασκούνται ατομικά από
επιστήμονες, συγγραφείς, καλλιτέχνες, χωρίς εξάρτηση από ορισμένο
ωράριο ή μισθό. Χαρακτηριστικό τους είναι η προσωπική παροχή και η
ανάπτυξη ιδιαίτερης, προσωπικής σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του
ελεύθερου επαγγελματία και του πελάτη του, η οποία δεν συναντάται
στα εμπορικά επαγγέλματα, που απευθύνονται, όπως ήδη αναφέρθηκε,
απρόσωπα και μαζικά στην αγορά.
• Δικηγόροι, δικαστικοί επιμελητές, συμβολαιογράφοι, γιατροί, μηχανικοί,
αρχιτέκτονες, τραγουδιστές, ζωγράφοι, συγγραφείς κ.λ.π. ανήκουν στην
κατηγορία αυτή και αποκλείονται από την εμπορικότητα.

29
Επιχείρηση πλειστηριάσεως
• «Επιχείρηση πλειστηριάσεως» είναι η εμπορική πράξη, που συνίσταται
στην ανάληψη της υποχρεώσεως για διενέργεια ιδιωτικού πλειοδοτικού ή
μειοδοτικού διαγωνισμού, στο πλαίσιο άσκησης σχετικού επαγγέλματος,
με σκοπό συνήθως την πώληση ή την αγορά κινητού ή ακινήτου
πράγματος του αντισυμβαλλομένου.
• Εκτός από τους συνήθεις οργανωμένους πλειστηριασμούς αυτοκινήτων,
έργων τέχνης, εμπορευμάτων αποθηκευμένων σε γενικές αποθήκες,
παλαιών αντικειμένων κ.λ.π., σε μεγάλη έκταση ασκείται σήμερα η
δραστηριότητα αυτή, με αντικείμενο πάσης φύσεως κινητά πράγματα,
από τηλεοπτικούς σταθμούς με τηλεφωνική υποβολή προσφορών από
τηλεθεατές.

30
Η επιχείρηση δημοσίων θεαμάτων
• Η επιχείρηση δημοσίων θεαμάτων είναι η εμπορική πράξη, της οποίας το
αντικείμενο συνίσταται στην προσφορά στο κοινό οποιουδήποτε
θεάματος, όπως θεατρικής παραστάσεως, κινηματογραφικής ταινίας,
αθλητικών αγώνων, παραστάσεως τσίρκου, θεάτρου σκιών,
κουκλοθέατρου, αγώνων ταχύτητας αυτοκινήτων, ιπποδρομιών,
τηλεοπτικών εκπομπών, εκθέσεων, ζωολογικών και βοτανικών κήπων κ.α.,
ή ακροάματος, όπως ραδιοφωνικής εκπομπής, συναυλίας, εκτελέσεως
μουσικών έργων, τραγουδιού, απαγγελίας κ.α.

31
Η καλλιτεχνική ή πνευματική δημιουργία
• Στις περιπτώσεις της καλλιτεχνικής ή πνευματικής δημιουργίας και της
προβολής ή εκμετάλλευσής της από τον ίδιο τον δημιουργό ΔΕΝ
ανακύπτει θέμα εφαρμογής του νόμου για την εμπορικότητα. Έτσι, ο
καλλιτέχνης που πωλεί ή προσφέρει άμεσα την καλλιτεχνική του
δημιουργία στο κοινό (π.χ. πωλήσεις πινάκων, συναυλίες, θεατρική
παράσταση, ο ποιητής που πωλεί τα ποιήματα του) ΔΕΝ ασκούν
εμπορικές πράξεις.
• Ωστόσο, εμπορική καθίσταται η πράξη, όταν ο καλλιτέχνης μεσολαβεί για
την παρουσίαση στο κοινό της καλλιτεχνικής δημιουργίας και τρίτων
προσώπων, δρώντας ως εργοδότης τους, όπως ιδίως συμβαίνει όταν ο
ηθοποιός καθίσταται θεατρικός επιχειρηματίας, ο τραγουδιστής
ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου διασκέδασης κ.λ.π..
• Γενικότερα, η μεσολάβηση τρίτου μεταξύ δημιουργού και κοινού
δημιουργεί εμπορικότητα, επειδή μετατρέπει τη δημιουργία σε
«εμπόρευμα» απευθυνόμενος μαζικά και απρόσωπα στο κοινό (π.χ. ως
μεσίτης ή ως εκδότης ή ως κινηματογραφικός παραγωγός ή θεατρικός
επιχειρηματίας).

32
Οι κολλυβιστικές εργασίες
• «Κολλυβιστική εργασία» είναι η εργασία ενός «κολλυβιστή». Η λέξη
«κόλλυβος» σήμαινε το μικρό νόμισμα και κατ’ επέκταση τη μικρή αμοιβή
που εισέπραττε ο κολλυβιστής, όταν αναλάμβανε στα παλαιότερα χρόνια
να ελέγξει τη γνησιότητα του κυκλοφορούντος χρήματος ή να ανταλλάξει
νομίσματα.
• Στην έννοια της «κολλυβιστικής εργασίας» ο νομοθέτης του 1835 έχει
εντάξει μόνο την εργασία της ανταλλαγής των νομισμάτων. Σήμερα
«κολλυβιστικές εργασίες» ασκούν οι τράπεζες και τα ανταλλακτήρια
συναλλάγματος, τα οποία λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας
που έχει λάβει σχετική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος.

33
Οι τραπεζικές εργασίες (Ι)
• Εμπορική είναι κάθε πράξη που ασκείται από τράπεζα στο πλαίσιο της
επαγγελματικής ανάπτυξης των εργασιών της. Μέρος αυτών των
εργασιών μπορούν να ασκούν και μη τραπεζικές επιχειρήσεις, τα
λεγόμενα «χρηματοδοτικά ιδρύματα».
• ΤΡΑΠΕΖΑ είναι η επιχείρηση (ανώνυμη εταιρία ή πιστωτικός
συνεταιρισμός) που έχει ως αντικείμενο των δραστηριοτήτων της
υποχρεωτικά μεν και κύρια την αποδοχή καταθέσεων ή άλλων
επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και την παροχή πιστώσεων για
λογαριασμό της, προαιρετικά δε την άσκηση οποιωνδήποτε άλλων
τραπεζικών εργασιών. Η έννοια «τράπεζα» ταυτίζεται με την έννοια
«πιστωτικό ίδρυμα».
• Οι προσδιοριζόμενες περιοριστικά στο νόμο ως τραπεζικές εργασίες είναι
(άρθρο 11 Ν. 3601/2007):

34
Οι τραπεζικές εργασίες (ΙΙ)
• 1. Η αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων
• 2. Η χορήγηση πιστώσεων
α. Το δάνειο.
β. Η σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως,
γ. Η πίστωση με τρέχοντα λογαριασμό.
• 3. Η πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring & forfaiting).
• 4. Η χρηματοδοτική μίσθωση
• 5. Οι πράξεις διενέργειας πληρωμών και μεταφοράς κεφαλαίων
α. Το τραπεζικό έμβασμα.
β. Η σύμβαση γύρου ή διεξαγωγής δοσοληψιών.
• 6. Η έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής
α. Τα πιστωτικά δελτία (πιστωτικές κάρτες).
β. Τα χρεωστικά δελτία (χρεωστικές κάρτες).
γ. Τα δελτία (κάρτες) αναλήψεων
δ. Τα έξυπνα δελτία (κάρτες) ή ηλεκτρονικά πορτοφόλια.

35
Οι τραπεζικές εργασίες (ΙΙΙ)
ε. Η τραπεζική επιταγή και το δελτίο (κάρτα) εγγυήσεως
επιταγής
στ. Η ταξιδιωτική επιταγή.
• 7. Οι εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων
α. Οι τραπεζικές εγγυήσεις,
β. Οι εγγυητικές επιστολές.
γ. Οι πιστωτικές επιστολές
δ. Οι πιστώσεις έναντι εγγράφων και οι ενέγγυες πιστώσεις
ε. Η προκαταβολή έναντι φορτωτικής,
στ. Η υποσχετική επιστολή (Ρromissory letter).
• 8. Συναλλαγές για λογαριασμό της ίδιας ή της πελατείας της
α. Σε μέσα χρηματαγοράς.
β. Σε συνάλλαγμα
γ. Σε προθεσμιακά συμβόλαια χρηματοπιστωτικών τίτλων ή
χρηματοοικονομικά δικαιώματα.
δ. Σε συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων και νομισμάτων(swaps).

36
Οι τραπεζικές εργασίες (ΙV)
ε. Σε κινητές αξίες.
• 9. Οι συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και η παροχή συναφών υπηρεσιών.
• 10. Η παροχή συμβουλών και υπηρεσιών σε συγχωνεύσεις και εξαγορές
επιχειρήσεων.
• 11. Η μεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές
• 12. Η διαχείριση χαρτοφυλακίου και η παροχή συμβουλών για τη
διαχείριση του
• 13. Η φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών
• 14. Η παροχή εμπορικών πληροφοριών και υπηρεσιών αξιολόγησης
πιστοληπτικής ικανότητας πελατών
• 15. Η εκμίσθωση θυρίδων
• 16. Η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος
• 17. Οι προβλεπόμενες στο άρθρο 2 §§ 1-2 Ν. 2396/1996 επενδυτικές
δραστηριότητες. Αυτές αφορούν μονάχα την παροχή επενδυτικών
υπηρεσιών στον τομέα των κινητών αξιών.

37
Οι τραπεζικές εργασίες (V)
• ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ είναι η οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση, η
οποία ως αντικείμενο έχει τις τοποθετήσεις σε τίτλους ή και την
επιχείρηση τραπεζικών εργασιών, πλην εκείνων της αποδοχής
καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων, της παροχής εμπορικών
πληροφοριών, της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας τρίτων και
της εκμίσθωσης θυρίδων (άρθρο 2, παρ. 6 Ν. 3601/2007).
• Εδώ ανήκουν κυρίως: οι εταιρίες πρακτορείας επιχειρηματικών
απαιτήσεων, οι εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης, τα ανταλλακτήρια
συναλλάγματος, οι εταιρίες αμοιβαίων εγγυήσεων, το «Ταμείο
εγγυοδοσίας μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ΑΕ» (Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε.
ΑΕ), οι εταιρίες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών, οι Εταιρίες
Παροχής Πιστώσεων (Ε.Π.Π.), τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, οι
επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά
κεφαλαίων , οι εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, οι ανώνυμες
εταιρίες διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων, οι Ανώνυμες Εταιρίες
Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.).

38
Οι εργασίες των
δημοσίων τραπεζών
• Ο νομοθέτης προτίμησε την ρητή αναφορά ως εμπορικών και των
εργασιών των δημοσίων τραπεζών, παρά το οφθαλμοφανές της
υπαγωγής τους στις «τραπεζικές» εν γένει εργασίες.
• Προφανώς ο νόμος δεν αφορά και τις πράξεις των δημοσίων ή άλλων
τραπεζών που συνιστούν άσκηση ανατεθειμένης σ' αυτές δημόσιας
εξουσίας. Οι πράξεις αυτές ως διοικητικές πράξεις ανήκουν στο δημόσιο
(διοικητικό) δίκαιο.
• Με βάση το ισχύον ελληνικό δίκαιο, ως δημόσιες τράπεζες θα μπορούσαν
να χαρακτηρισθούν σήμερα μόνο η Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων.

39
Οι μεσιτικές εργασίες
• Μεσιτικές είναι οι εργασίες που ασκούνται στο πλαίσιο της
επαγγελματικής δραστηριότητας ενός μεσίτη και συνίστανται σε
μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας για σύναψη συμβάσεως μεταξύ του
μεσιτικού εντολέα και τρίτου ή μεταξύ τρίτων, έναντι αμοιβής, που
υπόσχεται ή λογίζεται σιωπηρώς συμφωνηθείσα (705 ΑΚ) να καταβάλει ο
εντολέας, όταν καταρτισθεί τελικά η σύμβαση (705 ΑΚ).

40
Οι συναλλαγματικές ή οι από τόπο σε τόπο
αποστολές χρημάτων
• Την εποχή σύνταξης του Code de la Commerce και του Β.Δ. οι πληρωμές
που έπρεπε να γίνουν σε διαφορετικό τόπο από εκείνον της κατοικίας του
πληρωτή προϋπέθεταν αποστολή, μεταφορά των χρημάτων από τόπο σε
τόπο και ανάληψη ενός μεγάλου κινδύνου απώλειας ή κλοπής τους.
Αυτός ο κίνδυνος δημιούργησε σταδιακά την εναλλακτική λύση της
χρήσης συναλλαγματικής, η οποία απέτρεπε την αναγκαιότητα της
μεταφοράς αυτούσιου χρήματος.

41
Οι αντικειμενικά εμπορικές
πράξεις
Οι αντικειμενικά εμπορικές
πράξεις του θαλάσσιου και
εναέριου εμπορίου

42
Εισαγωγή
• Το άρθρο 3 του Β.Δ. της 14 Μαίου 1835 απαριθμεί πάσης φύσης πράξεις
του θαλάσσιου εμπορίου με σημαντικότερη τη ναύλωση.
• Για το εναέριο εμπόριο δεν υπάρχουν όμοιες αναφορές, αφού το Β.Δ.
προηγείται κατά πολύ της εποχής της ανακάλυψης του αεροπλάνου.
Συνεπώς υπάρχει οργανικό κενό του νόμου, το οποίο μπορεί να πληρωθεί
με την αναλογία.

43
Ι» Η ναύλωση
• Ως ΝΑΥΛΩΣΗ νοείται η σύμβαση που έχει ως αντικείμενο την έναντι
ανταλλάγματος
(α) τη μερική ή ολική χρησιμοποίηση πλοίου για διενέργεια θαλάσσιας
μεταφοράς (σύμβαση ναύλωσης),
(β) τη μεταφορά πραγμάτων από τη θάλασσα (σύμβαση θαλάσσιας
μεταφοράς) και
(γ) τη μεταφορά προσώπων από τη θάλασσα (107 ΚΙΝΔ).

• ΠΛΟΙΟ είναι μόνον το σκάφος που έχει καθαρή χωρητικότητα άνω των
δέκα κόρων και προορίζεται να κινείται αυτοδύναμα στη θάλασσα.

44
ΙΙ» Οι θαλάσσιες αποστολές
• Κάθε οργανωμένη και άρα επαγγελματική ανάληψη υποχρέωσης για
διεκπεραίωση έργου ή παροχή ανεξάρτητης εργασίας στη θάλασσα ή
μέσω της θάλασσας με οποιοδήποτε -και όχι μόνο με πλοία- μέσο (π.χ. η
επιθαλάσσια αρωγή, η ναυαγιαίρεση, η πόντιση καλωδίων, οι
ερευνητικές καταδύσεις και χαρτογραφήσεις πυθμένων, οι
απορρυπαντικές αποστολές, τα περιηγητικά ταξίδια κ.λ.π.

45
ΙΙΙ> Τα περί ασφαλειών συναλλάγματα
• «Συναλλάγματα» (δηλαδή συμφωνίες, συμβάσεις) «περί ασφαλειών»
είναι οι ποικίλες κατ' αντικείμενο συμβάσεις θαλάσσιας ασφάλισης.
• Αντικείμενό της μπορεί να αποτελέσει το εκτιθέμενο σε θαλάσσιους
κινδύνους έννομο συμφέρον, το συμφέρον επί του πλοίου, επί του
φορτίου, επί του ναύλου, επί του ελπιζόμενου κέρδους (ΚΙΝΔ 259).

46
ΙV» Οι αεροπορικές μεταφορές
• Οι αεροπορικές μεταφορές αποτελούν αντικειμενικά εμπορικές πράξεις
για τον αναλαμβάνοντα επαγγελματικά την υποχρέωση εναέριας
μεταφοράς προσώπων, αποσκευών και πραγμάτων, με οποιαδήποτε
συσκευή ικανή προς πτήση και προς εκτέλεση μεταφορών (αεροσκάφος)
(άρθρα 1 και 94 επ. ΚΑΔ).

47
V» Η ναύλωση αεροσκάφους
• Σύμβαση ναυλώσεως είναι η σύμβαση με την οποία ο μεν εκναυλωτής
υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του ναυλωτή επανδρωμένο
αεροσκάφος ορισμένου τύπου, για να το χρησιμοποιήσει αυτός εντός
ορισμένου χρόνου ή προς εκτέλεση ορισμένων ταξιδιών, ο δε ναυλωτής
να καταβάλει το συμφωνημένο ναύλο (άρθρα 83 επ. Ν. 1815/1973
«Κώδικας Αεροπορικού Δικαίου»).

48
VΙ» Οι εναέριες αποστολές
• Οι εναέριες αποστολές συνιστούν πάσης φύσεως παροχές υπηρεσιών -
πέρα από μεταφορές- οι οποίες πραγματοποιούνται στον αέρα ή μέσω
του αέρα με τη χρήση αεροσκάφους από απασχολούμενους
επαγγελματικά με την παροχή των υπηρεσιών αυτών.
• Η επαγγελματικά παρεχόμενη αεροπορική αρωγή (άρθρα 123επ. ΚΑΔ), οι
ψεκασμοί από αέρος, οι αεροφωτογραφίες, οι διευκολύνσεις
επιστημονικών μελετών (όπως οι πτήσεις για τη μέτρηση του όζοντος
στην ατμόσφαιρα), οι διαφημίσεις από αέρος, οι πτήσεις αερόστατων,
ελικοπτέρων και αεροπλάνων για παρατηρήσεις, παροχή πληροφοριών,
ασφάλεια κ.λ.π.

49
VII» Η αεροπορική ασφάλιση
• Η έναντι καταβολής ασφαλίστρου ανάληψη σχετικής αεροπορικής
ασφαλιστικής υποχρέωσης εκ μέρους του ασφαλιστή.
• Αντικείμενο της αεροπορικής ασφάλισης μπορεί να είναι κάθε έννομο
συμφέρον, που εκτίθεται σε αεροπορικούς κινδύνους,
συμπεριλαμβανομένου και του ελπιζόμενου κέρδους (άρθρο 129 ΚΑΔ).

50
Οι υποκειμενικά ή παράγωγα
εμπορικές πράξεις

51
Οι υποκειμενικά εμπορικές πράξεις του χερσαίου εμπορίου:
Οι μεταξύ εμπόρων και τραπεζιτών υποχρεώσεις

• Στο άρθρο 2 του Β.Δ. της 14ης Μαΐου 1835, εκτός από τις αντικειμενικά
εμπορικές πράξεις του χερσαίου εμπορίου, κατονομάζονται εμπορικές και
«όλες οι μεταξύ εμπόρων και τραπεζιτών υποχρεώσεις».

• Υποκειμενικά εμπορική πράξη είναι οποιαδήποτε μη αντικειμενικά


εμπορική, πράξη ενός εμπόρου που επιχειρείται χάρη των αναγκών της
εμπορίας του ή έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτήν.

52
Οι υποκειμενικά εμπορικές πράξεις
του θαλάσσιου εμπορίου

53
Ι» Η κατασκευή πλοίου
• Υποκειμενικά εμπορική πράξη συνιστά η ανάθεση του έργου της
κατασκευής πλοίου στην ναυπηγική επιχείρηση εκ μέρους του κυρίου του
πλοίου ή του πλοιοκτήτη, όταν αυτή αφορά εμπορικό πλοίο, δηλαδή
πλοίο το οποίο προορίζεται για χρησιμοποίηση στο θαλάσσιο εμπόριο.

• Αντίθετα, η κατασκευή πλοίου -αλλά και οποιουδήποτε τύπου «πλωτού


ναυπηγήματος» (ΚΙΝΔ 1 παρ. 2)- συνιστά καταρχήν αντικειμενικά
εμπορική πράξη του κατασκευαστή, ναυπηγού, που υπάγεται στην
κατηγορία της επιχείρησης χειροτεχνίας.

54
ΙI» Η αγορά, η πώληση, η μεταπώληση
πλοίου
• Εννοούνται όλες οι πράξεις που έχουν ως αντικείμενο είτε την κτήση της
κυριότητας ή της χρήσης (π.χ. μίσθωση, υπομίσθωση) είτε τη μεταβίβαση
της κυριότητας ή της χρήσης εμπορικού -«προς την εντός ή εκτός του
κράτους ναυτιλίαν χρησίμου»- πλοίου, με αντάλλαγμα.

55
III» Οι αγορές ή πωλήσεις αρμένων,
εξαρτίων, ζωοτροφίων
• Άρμενα = πανιά
• Εξάρτια = σχοινιά (σήμερα χαλύβδινα σύρματα)
• Ζωοτροφία = προμήθειες πλοίου για διατροφή πληρώματος, επιβατών
και μεταφερόμενων με το πλοίο ζώων
• Κατά το αληθές νόημα της σχετικής διάταξης υποκειμενικά εμπορικές
είναι όλες οι πράξεις που έχουν ως αντικείμενο την απόκτηση ή
απαλλοτρίωση κινητών πραγμάτων αναγκαίων για τη χρήση ή την
εκμετάλλευση του εμπορικού πλοίου, ώστε να μπορέσει αυτό να
ανταποκριθεί στην αποστολή του ως όργανο ή μέσο της ναυτικής
(θαλάσσιας) εμπορίας.
• Οι αγορές μηχανής πλοίου, ανταλλακτικών, εργαλείων, λιπαντικών,
καυσίμων, γερανών καταστρώματος, αγκύρων, τροφίμων, σχοινιών, όπως
και οι αντίστοιχες πωλήσεις τους από τον εκμεταλλευόμενο για
εμπορικούς σκοπούς το πλοίο, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή.

56
ΙV»Το ναυτικό δάνειο
• Ο όρος ανταποκρινόταν στο προϊσχύσαν δίκαιο στο ιδιόμορφο δάνειο
των άρθρων 451-462 ΕΝ (δάνειο προς το πλοίο, ενόψει εμπορικού του
ταξιδιού με κίνδυνο του δανειστή), τo οποίo όμως καταργήθηκε. Έτσι, η
σχετική διάταξη στερείται πλέον αντικειμένου.

57
V» Οι συμβάσεις περί μισθώσεως
πληρώματος
• Ως συμβάσεις περί μισθώσεως του πληρώματος νοούνται οι συμφωνίες
που δημιουργούν υποχρεώσεις του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή για
καταβολή αμοιβών ή μισθών στο πλήρωμα του πλοίου, ναυτικούς και
πλοίαρχο.

58
VI» Οι προς υπηρεσίαν εμπορικών πλοίων
μισθώσεις ναυτικών
• Όλες τις συμφωνίες πρόσληψης του προσωπικού ενός εμπορικού πλοίου,
δηλαδή του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος. Οι συμφωνίες
αυτές συνιστούν τις κατά τον ΚΙΝΔ (άρθρα 37 επ. και 53 επ.) συμβάσεις
ναυτολογήσεως.
• Στις πράξεις αυτές συγκαταλέγονται και οι προηγούμενα αναφερθείσες
συμφωνίες για την κύρια αντιπαροχή αμοιβών και μισθών. Η σημασία,
όμως της ιδιαίτερης αναφοράς εν προκειμένω στις εν γένει υποχρεώσεις
από συμβάσεις ναυτολογήσεως έγκειται στην άρση κάθε αμφιβολίας ότι
και οι λοιπές υποχρεώσεις του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή έναντι των
προσληφθέντων (π.χ. για νοσηλεία, αποζημιώσεις, παλιννοστήσεις) είναι
επίσης υποκειμενικά εμπορικές πράξεις.

59
VIΙ» Όσα άλλα συναλλάγματα αφορώσι
την ναυτικήν εμπορίαν
• Η αναφορά του νόμου στην εμπορικότητα της οποιασδήποτε συναλλαγής
που αφορά την ναυτική εμπορία περιλαμβάνει με ευρύτητα όλες τις
υποκειμενικά εμπορικές πράξεις, τις οποίες επιχειρεί ένας θαλάσσιος
έμπορος στο πλαίσιο της εμπορίας του αυτής. Είναι φανερό ότι ο
νομοθέτης εκδηλώνει με τον τρόπο αυτό την σταθερή πεποίθηση του ότι
υπάρχουν εμπορικές πράξεις που δεν μπορεί κανείς να προσδιορίσει
ειδικότερα εκ των προτέρων,

60
Οι συνέπειες εμπορικότητας
των πράξεων
• (1) η αναγκαιότητα ειδικής (εμπορικής) νομοθετικής ρύθμισης
• (2) η μέσω της άσκησης αντικειμενικά εμπορικών πράξεων απόκτηση της
εμπορικής ιδιότητας,
• (3) η ειδική εμπορική παραγραφή,
• (4) η ειδική διαδικασία εκδίκασης εμπορικών διαφορών,
• (5) η ιδιαιτερότητα της απόδειξης της εμπορικότητας της πράξης,
• (6) η ιδιαιτερότητα της απόδειξης με μάρτυρες,
• (7) η προσωρινή εκτελεστότητα απόφασης επί εμπορικών διαφορών,
• (8) η προστασία των εμπορικών μισθώσεων,
• (9) η δυνατότητα προσφυγής σε διαιτησία
• (10) η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση.

61
(2) Απόκτηση εμπορικής ιδιότητας
• Σύμφωνα με το άρθρο 1 ΕΝ «Έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις
εμπορικάς και κύριον επάγγελμα έχουν την εμπορίαν».
• Το πρόσωπο που διενεργεί εμπορικές πράξεις κατά «σύνηθες» -όχι κατά
«κύριο», όπως από λάθος απόδοση του αντίστοιχου γαλλικού όρου έχει
τεθεί στην ελληνική μετάφραση- επάγγελμα είναι έμπορος. Συνέπεια
δηλαδή της εμπορικότητας των πράξεων που ασκούνται κατ' επάγγελμα
είναι η απόκτηση της εμπορικής ιδιότητας.
• Ακριβέστερα όμως αρκεί για την απόκτηση της εμπορικής ιδιότητας η
εκδήλωση στις συναλλαγές της πρόθεσης επαγγελματικής άσκησης
συγκεκριμένης κατηγορίας εμπορικών πράξεων.

62
(3) Η εμπορική παραγραφή (Ι)
• ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ είναι η κατά το νόμο εξασθένιση της αξίωσης λόγω
αδράνειας του δικαιούχου. Το έννομο αποτέλεσμα είναι ότι, αν ο
δανειστής ασκήσει δικαστικά την αξίωσή του κατά του οφειλέτη, ο
τελευταίος αποκτά την εξουσία να αντιτάξει εναντίον της αξίωσης την
ένσταση της άρνησης της παροχής και να επιτύχει την απόρριψη της
αγωγής λόγω συμπλήρωσης του προκαθορισμένου χρόνου αδράνειας.
• Κατά κανόνα χρόνος παραγραφής είναι τα 20 χρόνια (249 ΑΚ)
• Όμως, η εμπορική παραγραφή είναι πάντα βραχυπρόθεσμη (π.χ. η
παραγραφή της αξίωσης κατά του παραγγελιοδόχου μεταφοράς ή του
αγωγιάτη (μεταφορέα) για απώλεια ή βλάβη των εμπορευμάτων, κατά
την ΕΝ 107, ορίζεται 6μηνη επί εσωτερικών μεταφορών και ενιαύσια επί
εκτός του κράτους μεταφορών. Η παραγραφή των αξιώσεων του
πλοιάρχου και του πληρώματος για πληρωμή μισθών από τη σύμβαση
ναυτολογήσεως ορίζεται ενιαύσια (ΚΙΝΔ 289). Η αξίωση από
συναλλαγματική κατά του αποδέκτη της παραγράφεται μετά 3 έτη από τη
χρονολογία λήξης (άρθρο 70 §1 ν. 5325/1932).

63
(3) Η εμπορική παραγραφή (ΙΙ)
• Επίσης, το άρθρο 250 ΑΚ (περιπτώσεις 1, 3, 4, 7 και 9) προβλέπει ενιαία
την ειδική βραχυπρόθεσμη 5ετή παραγραφή αξιώσεων, μεταξύ άλλων και
(α) των εμπόρων, βιομηχάνων και χειροτεχνών για τη χορήγηση
εμπορευμάτων, την εκτέλεση εργασιών και την επιμέλεια αλλότριων
υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων και των γενομένων δαπανών, (β) των
ασκούντων την μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων για τα κόμιστρα και
τα έξοδα τους,
(γ) των ξενοδόχων κ.λ.π. για κάθε παροχή χάριν των αναγκών των
πελατών τους κ.ο.κ.

64
(4) Διαδικασία εκδίκασης εμπορικών
διαφορών
• Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας δεν εισάγει κάποια ιδιαίτερη διαδικασία
για την εκδίκαση των εμπορικών διαφορών.
• Ωστόσο, στις ειδικές περιπτώσεις των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους
προβλέπει τις ειδικές διαδικασίες αφενός της έκδοσης διαταγής
πληρωμής (ΚΠολΔ 623 επ.), αφετέρου της εκδίκασης διαφορών από
πιστωτικούς τίτλους (ΚΠολΔ 635 επ.).
• Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο (663 περ. 4 ΚΠολΔ) στις «διαφορές μεταξύ
επαγγελματιών ή βιοτεχνών μεταξύ τους ή μεταξύ αυτών και των πελατών
τους, από την παροχή εργασίας ή ειδών που αυτοί κατασκεύασαν»
εφαρμόζεται η ειδική διαδικασία εκδίκασης των εργατικών διαφορών
(άρθρα 664-676 ΚΠολΔ).

65
(5) Η απόδειξη της εμπορικότητας μίας
πράξης
• Οι πράξεις που αναφέρονται περιοριστικά στις διατάξεις των άρθρων 2
και 3 του Β.Δ. της 14ης Μαΐου 1835, έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα,
δηλαδή είναι εμπορικές εκ του νόμου και δεν παρέχεται η δυνατότητα
στην ιδιωτική βούληση να τις χαρακτηρίσει διαφορετικά. Έτσι, η τυχόν
συμφωνία ότι μία πράξη μεταξύ δύο μερών είναι εμπορική ή αστική, δεν
δεσμεύει το δικαστήριο.

66
(7) Προσωρινή εκτελεστότητα
• Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΚΠολΔ μπορεί να γίνει
αναγκαστική εκτέλεση με βάση εκτελεστό τίτλο.
• Εκτελεστό τίτλο συνιστά και η οριστική δικαστική απόφαση, που
κηρύσσεται από το δικαστήριο προσωρινά εκτελεστή, κατόπιν αίτησης
του διαδίκου που νίκησε (907 ΚΠολΔ).
• Το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα (δεν υποχρεούται) να κηρύξει την
προσωρινή εκτελεστότητα σε περιπτώσεις ιδίως εμπορικών διαφορών,
επειδή σ' αυτές συνήθως είτε συντρέχει εξαιρετικός προς τούτο λόγος
είτε η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική
ζημιά στον διάδικο που νίκησε (908 ΚΠολΔ).
• Εξαίρεση εισάγεται μόνον ως προς την απόφαση που διατάσσει την
προσωπική κράτηση του εμπόρου για εμπορικά χρέη, η οποία πρέπει να
καταστεί οπωσδήποτε τελεσίδικη για να μπορέσει να εκτελεστεί (1047,
1049 ΚΠολΔ).
• Όμως, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να κηρύξει την απόφαση
προσωρινά εκτελεστή στις αποφάσεις σχετικά με απαιτήσεις από
συναλλαγματική, γραμμάτιο σε διαταγή ή τραπεζική επιταγή (910
ΚΠολΔ).

67
(8) Προστασία εμπορικών μισθώσεων
• Οι μισθώσεις ακινήτων που γίνονται για την επιχείρηση σ' αυτά
εμπορικών πράξεων, ως υποκειμενικά εμπορικές πράξεις («εμπορικές
μισθώσεις»), υπάγονται στην ειδική προστατευτική νομοθεσία για την
προστασία της επαγγελματικής στέγης.
• Στη νομοθεσία αυτή ανήκουν ιδίως οι διατάξεις περί ελάχιστης διάρκειας
9 ετών της μίσθωσης, με δικαίωμα παράτασής της σε κάθε περίπτωση
έως και 12 έτη, οι διατάξεις για την αναπροσαρμογή του μισθώματος
κ.λ.π.

68
(9) Εμπορική διαιτησία
• Διαιτησία είναι η ιδιωτική δικαιοδοτική διαδικασία, που βασίζεται σε
συμφωνία μεταξύ δύο μερών περί υπαγωγής διαφοράς τους, φύσης
ιδιωτικού δικαίου, στη διαδικασία αυτή, κατ' αποκλεισμό της
δικαιοδοσίας των αρμόδιων δικαστηρίων.
• Εμπορική είναι η διαιτησία που συμφωνείται επί εμπορικών διαφορών,
δηλαδή διαφορών που ανακύπτουν από την επιχείρηση εμπορικών
πράξεων.
• Η εμπορική διαιτησία διακρίνεται σε:
(α) ΚΟΙΝΗ, η οποία διέπεται από τις συμφωνίες των μερών και από τις
γενικές για διαιτησίες διατάξεις των άρθρων 867επ. ΚΠολΔ.
(β) ΘΕΣΜΙΚΗ, η οποία οργανώνεται με προεδρικό διάταγμα ως μόνιμη
διαιτησία σε επιμελητήρια, χρηματιστήρια και επαγγελματικές ενώσεις
προσώπων, που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κατόπιν
σχετικής γνωμοδότησης του διοικητικού τους συμβουλίου (902 ΚΠολΔ).

69
(10) Ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση
• Οι εμπορικές πράξεις υπόκεινται συχνά σε ευνοϊκότερη φορολογική
μεταχείριση. Με την επίδειξη της σχετικής εύνοιας το κράτος επιδιώκει
συνήθως να τονώσει το επιχειρηματικό ενδιαφέρον για την άσκηση
συγκεκριμένων εμπορικών πράξεων, ώστε να επιτύχει διάφορους
οικονομικούς στόχους, που το συμφέρον της εθνικής οικονομίας
υπαγορεύει.
• Για παράδειγμα, οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης απαλλάσσονται
ρητά από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά και δικαίωμα υπέρ του δημοσίου
(άρθρο 6 ν. 1665/1986).
• Επίσης, οι συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων προς εταιρίες πρακτορείας
επιχειρηματικών απαιτήσεων ή προς εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης
απαλλάσσονται επίσης από κάθε φόρο, τέλος ή άλλη επιβάρυνση (άρθρο
6, παρ 4 ν. 1905/1990 και άρθρο 6 παρ. 7 ν. 1665/1986) κ.ο.κ.

70
Η ιδιαίτερη προστασία των συμμετεχόντων σε
συναλλαγές μερών
• Από τη μία πλευρά, ο απλός καταναλωτής, αντισυμβαλλόμενος ενός
εμπόρου, αποτελεί συνήθως το ασθενέστερο, οικονομικά και εμπειρικά,
μέρος της συναλλαγής, που έχει ανάγκη ευρύτερης ή σαφέστερης από
την παρεχομένη μέσω των διατάξεων του ΑΚ προστασίας. Από την άλλη
πλευρά, ο έμπορος χρειάζεται συχνά να προστατευθεί από
καθυστερήσεις πληρωμών ισχυρών αντισυμβαλλομένων του, που
μπορούν να διαταράξουν την ομαλή άσκηση της δραστηριότητας του, με
ταχύτερους και ασφαλέστερους από τους γενικά προβλεπόμενους
τρόπους.
• Υπό την ώθηση της κοινοτικής νομοθεσίας ισχύουν στη χώρα μας ο νόμος
2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και το π.δ. 166/2003 για
την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές
συναλλαγές.

71
Οι κατηγορίες
των εμπόρων
Η κτήση εμπορικής ιδιότητας με
πρωτότυπο και παράγωγο (ή
αντανακλαστικό) τρόπο

72
Η κτήση εμπορικής ιδιότητας με πρωτότυπο τρόπο
Ι. Οι ουσιαστικά έμποροι
• Ουσιαστικά ή με ουσιαστικό κριτήριο έμπορος είναι κάθε φυσικό ή νομικό
πρόσωπο με εμπορική ικανότητα, το οποίο εκδηλώνει στις συναλλαγές
πρόθεση ή έχει θέσει ως καταστατικό σκοπό αντίστοιχα την άσκηση
αντικειμενικά εμπορικών πράξεων κατ' επάγγελμα.

• Για επάγγελμα γίνεται λόγος, όταν μια οποιαδήποτε δραστηριότητα


ασκείται: (α) συστηματικά και με οργάνωση, (β) με μονιμότητα, διάρκεια,
(γ) με σκοπό την απόκτηση εισοδήματος, δηλαδή κέρδους.
• Όμως, μπορεί να υπάρξει εμπορική δραστηριότητα και όταν αυτή
περιορίζεται σε μια μόνο συναλλαγή ή ένα έργο (π.χ. αγορά μεγάλης
ποσότητας τροφίμων για μεταπώληση ή ανάληψη εκτέλεσης ενός και
μόνον τεχνικού έργου).
• Μπορεί επίσης μια δραστηριότητα να ασκείται περιοδικά (π.χ. εποχικές
δραστηριότητες εκμετάλλευσης χιονοδρομικού κέντρου, θαλάσσιων
περιηγήσεων, ιαματικών λουτρών).

73
Η κτήση εμπορικής ιδιότητας με πρωτότυπο τρόπο
ΙΙ. Οι ουσιαστικά έμποροι (συνέχεια)
• Το εμπορικό επάγγελμα ΔΕ χρειάζεται να είναι το κύριο επάγγελμα, αρκεί
να συνιστά το «συνηθισμένο» επάγγελμα. Μπορεί λοιπόν να είναι
ισότιμο με κάποιο άλλο που ασκείται από το ίδιο πρόσωπο (π.χ.
ελευθέριο επάγγελμα) ή ακόμα και πάρεργο που ασκείται μόνο και μόνο
για να συμπληρωθεί το εισόδημα από κάποια άλλο, κύριο επάγγελμα,
που δεν είναι εμπορικό.

74
Η εμπορική ικανότητα
(φυσικών προσώπων και ενώσεων προσώπων)
• Επειδή οι εμπορικές πράξεις που μπορούν να προσδώσουν την εμπορική
ιδιότητα είναι δικαιοπραξίες, ο ασκών αυτές πρέπει να έχει
δικαιοπρακτική ικανότητα. Επομένως, ουσιαστικά έμπορος γίνεται όποιος
έχει συμπληρώσει το 18ο έτος, δηλαδή όποιος έχει πλήρη δικαιοπρακτική
ικανότητα, ή όποιος έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα στις
περιπτώσεις ή υπό τους όρους που τάσσει ο Αστικός Κώδικας (άρθρα 127
επ.).
• Οι επιθυμούντες να ασκήσουν συλλογικά, ως ένωση προσώπων,
εμπορικές πράξεις είναι υποχρεωμένοι να συστήσουν εταιρία από εκείνες
που ο νόμος περιοριστικά χαρακτηρίζει «εμπορικές» (αρχή κλειστού
αριθμού εμπορικών εταιριών) : ΟΕ, ΕΕ, ΑΕ, ΕΠΕ, ναυτική εταιρία,
συνεταιρισμοί (ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η αφανής εταιρία και η συμπλοιοκτησία ΔΕΝ
είναι νομικά πρόσωπα και άρα ΔΕΝ μπορούν να αποκτήσουν εμπορική
ιδιότητα).

75
Η έναρξη και η λήξη της ιδιότητας του ουσιαστικά
εμπόρου
• Για τα φυσικά πρόσωπα η ιδιότητα του εμπόρου και οι συνέπειες που ο
νόμος συνδέει με αυτήν επέρχονται με την πρώτη προπαρασκευαστική
πράξη (π.χ. διαφήμιση, μίσθωση καταστήματος, έρευνα αγοράς).
• Όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα η εμπορική ιδιότητα αρχίζει με τη
νόμιμη σύστασή τους.

76
Η κτήση εμπορικής ιδιότητας με πρωτότυπο τρόπο
ΙΙ. Οι τυπικά έμποροι
• Τυπικά ή με τυπικό κριτήριο έμποροι είναι οι εταιρίες με νομική
προσωπικότητα, οι οποίες με ρητή διάταξη νόμου θεωρούνται ότι έχουν
την εμπορική ιδιότητα, ακόμα κι όταν ο καταστατικός τους σκοπός δεν
είναι η άσκηση εμπορικής δραστηριότητας. Με άλλα λόγια, η εμπορική
ιδιότητα των εταιριών αυτών είναι άμεση και αναπόφευκτη
(υποχρεωτική) νομική συνέπεια του εταιρικού τους τύπου.
• Τέτοιες είναι ΑΕ, ΕΠΕ, ο αστικός συνεταιρισμός και οι αγροτικές
συνεταιριστικές οργανώσεις και οι κοινοπραξίες τους.
• Η έναρξη της τυπικής εμπορικότητας είναι συνάρτηση του χρόνου
σύστασης του κάθε νομικού προσώπου, ενώ η λήξη της εμπορική
ιδιότητας συμπίπτει με το τέλος του νομικού προσώπου, δηλαδή με την
τελευταία πράξη διανομής του προϊόντος της εκκαθάρισης.

77
Η κτήση εμπορικής ιδιότητας με παράγωγο
(ή αντανακλαστικό) τρόπο
• Υπάρχουν περιπτώσεις που ο νόμος αναγνωρίζει την κτήση της εμπορικής
ιδιότητας από ένα πρόσωπο με τρόπο παράγωγο, δηλαδή εξαιτίας της
σχέσης του απλώς με άλλο πρόσωπο το οποίο φέρει την εμπορική
ιδιότητα πρωτότυπα.
• Τούτο συμβαίνει με τους ομόρρυθμους εταίρους μιας ομόρρυθμης ή
ετερόρρυθμης εταιρίας. Τα πρόσωπα αυτά αποκτούν την εμπορική,
ιδιότητα με μόνη τη συμμετοχή τους στις εν λόγω εταιρίες ως ομόρρυθμα
μέλη τους, μολονότι την εμπορική δραστηριότητα ασκεί αυτοτελώς η
εταιρία-νομικό πρόσωπο, ως ουσιαστικά και καταστατικά έμπορος.
• Οι εταίροι «συνεμπορεύονται» υπό εταιρική επωνυμία (άρθρο 20 ΕΝ) και
συμπτωχεύουν με την εταιρία στην οποία συμμετέχουν, όπως κάθε
έμπορος.

78

You might also like