Professional Documents
Culture Documents
ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕς
ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕς
ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕς
(Ανθρωποσημειωτική
προσέγγιση)
ΜΟΝΤΕΛΟ 3Α:
Ο Taha ονομάζει το μοντέλο του
3Α από τις λέξεις:
• attending,
• acting,
• achieving
5
1.2. Αξιολόγηση/Κατηγοριοποίηση των Χαρακτήρων (1)
6
1.2. Αξιολόγηση/Κατηγοριοποίηση των Χαρακτήρων (2)
Στο σπαρακτικό μονόλογό του αναδεικνύονται οι δράσεις του, η αδυναμία του να προσφέρει
βοήθεια στη γυναίκα του, λόγω της φτώχειας και ο πόνος του από το θάνατό της:
«Ανάθεμα στους δουλειές, όλους τους δουλειές, εγώ δεν θέλω, τους βαρέθηκα. Μοναχός
φουκαράς είμαι. Φουκαράς, και μαύρο σπίτι, μαύρο το ζωή... Δε βαστάω αφεντικό. Πολλά
τράβηξα και τώρα πέφτουν απάνω άλλες ζημιές και σακατεύουν εμένα, δέρνει το κεφάλι
μου, φουκαράς άνθρωπος, σπλάχνα μου πονούν, κεφάλι μου άδειο είναι, χέρια μου, πόδια
μου κομμένα είναι... Μαυρίλα πράματα γίνουνται αφεντικό! [...] Ανάθεμα στους δουλειές,
νερά, φουρνέλα, ο ένας κι ο άλλος, όλοι Χατζή εφώναζαν και Χατζή πάγαινε, μα μόνο σπίτι
του, Κοκκινιά, στο σπίτι του δεν πάγαινε παρά Σάββατον και το γυναίκαν ήταν έγκυο κι
επειδή η φτώχειαν, και δεν μπορούμεν, γυναίκα εγύρεψε μαμήν, βότανα έκαμαν, δια
φτώχειαν γιατρόν δεν έχομεν, και χτες παγαίνω Κοκκινιάν και γυναίκαν, μου λένε, γυναίκαν
απόθανε... Γυναίκαν μου, απόθανε, μου λεν και βλέπω, σπίτι μπαίνω, κάμαρα μπαίνω και
βλέπω, αφεντικό, γυναίκαν...» .
Είναι εμφανώς καταρρακωμένος μετά το θάνατο της εγκύου γυναίκας του.
«Εύρηκα» (3)
«Καθαρά άτομα» (Fishelov, 1990, 426) είναι οι δύο χαρακτήρες, ο
Χατζής και ο Γιόχαν.
Ο Χατζής μπορεί να θεωρηθεί «αντιήρωας», εφόσον δεν μπορεί ούτε να
βελτιώσει τη ζωή της οικογένειάς του ούτε καν να σώσει τη ζωή της
γυναίκας του.
Ο Χατζής αντιπροσωπεύει τους φτωχούς μεροκαματιάρηδες που
αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης, ενώ ο Γιόχαν Γιαμαρέλης
αντιπροσωπεύει τους πλούσιους, άεργους μορφωμένους ανθρώπους
που είναι ανάλγητοι μπροστά στον πόνο των συνανθρώπων τους.
Υπόθεση:
Η ιστορία του Καραγάτση «Τα
χταποδάκια» (1950), που
συγκαταλέγεται στα κείμενα του
σχολικού εγχειριδίου της Β΄ «Τα
Λυκείου, εκτυλίσσεται ένα
χειμωνιάτικο δειλινό σ’ ένα χταποδάκια», Μ.
παραθαλάσσιο μέρος, σε μια
ταβέρνα. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο
Καραγάτσης
Παναγιωτάκης, πηγαίνει εκεί και
ζητάει να του ψήσουν τα
χταποδάκια που έχει φέρει μαζί
του. Οι άλλοι του δείχνουν ότι είναι
ανεπιθύμητος και τον διώχνουν.
Αυτός φεύγει με παράπονο.
«Τα χταποδάκια» (1) (ΔΡΑΣΗ)
Το συναίσθημα του φόβου για τη γυναίκα του φαίνεται δύο φορές, την πρώτη φορά
μιλώντας στον ταβερνιάρη που τον προτρέπει να πάει σε αυτήν να του μαγειρέψει τα
χταποδάκια «Στην Ευταλία... Άιντε συ να πεις στην Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που
δεν είσαι άντρας της... Εγώ, δηλαδή, δεν έχω δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα
κρασί;» και τη δεύτερη φορά λέγοντας στους άλλους θαμώνες που τον έδιωξαν
προηγουμένως: «Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι
αυτή με θέλει, όπως κι εσείς».
Η ευχή, ελπίδα και επιθυμία του Παναγιωτάκη είναι να μιλήσει, να επικοινωνήσει με
κάποιους, αλλά αυτή η επιθυμία του έρχεται σε σύγκρουση με τις επιθυμίες των
άλλων θαμώνων που θέλουν την ησυχία τους: «Ήθελε, σώνει και καλά, ν’ ανοίξει την
καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει,
κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν —τι κακό πάλι αυτό!».
Επιθυμεί, επίσης, να φάει τα χταποδάκια του και για αυτό το λόγο ζητάει από το
μαγαζάτορα να τα ψήσει, για να τα φάνε μαζί, «ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν
συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης άνθρωπος ήταν».
«Τα χταποδάκια» (3) (ΜΕΤΑ-ΔΡΑΣΗ)
• Ο πρωταγωνιστής του διηγήματος νιώθει φόβο, όπως πιθανολογεί ο αφηγητής,
αντικρίζοντας την άγρια έκφραση των θαμώνων της ταβέρνας που τον διώχνουν για
δεύτερη φορά προσβάλλοντάς τον: «έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα
μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε», κάτι που δεν νιώθει μπαίνοντας
εκεί αρχικά.
• Ο Παναγιωτάκης ξέρει και πιστεύει ότι η γυναίκα του δεν τον θέλει και καταλαβαίνει,
τελικά, ότι το ίδιο ισχύει και για τους άλλους, βλέποντας τη σκληρότητα στα πρόσωπά
τους: «Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους.
Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία
ανθρώπινη». Ο Παναγιωτάκης δέχεται απαξίωση και περιφρόνηση από τους άλλους
θαμώνες, οι οποίοι μάλιστα τον προσβάλλουν και λεκτικά τη δεύτερη φορά που
μπαίνει στο μαγαζί, ενώ τον έχουν διώξει λίγο προηγουμένως: «Πάλι εδώ είσαι; Έξω!
Έξω! Φεύγ’ από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο!
Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα». Τα δυο του χταποδάκια δεν κάμπτουν την αναλγησία
τους.
«Τα χταποδάκια» (4) (ΜΕΤΑ-ΔΡΑΣΗ)