3 - Φυσικές Ιδιοτητες γιατι

You might also like

Download as pptx, pdf, or txt
Download as pptx, pdf, or txt
You are on page 1of 70

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

3.1. ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ


3.1.1. Χημική σύσταση θαλασσινού νερού Κεφάλαιο 3
3.1.2. Ιδιότητες νερού
3.2. ΛΑΤΟΤΗΤΑ Φυσικές & Χημικές Ιδιότητες
3.2.1. Επιφανειακή κατανομή αλατότητας
3.2.2. Κατακόρυφη κατανομή αλατότητας Θαλασσινού Νερού
3.3. ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ
3.3.1. Οριζόντια κατανομή θερμοκρασίας
3.3.2. Κατακόρυφη κατανομή θερμοκρασίας
3.4. ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ
3.4.1. Οριζόντια κατανομή πυκνότητας
3.4.2. Κατακόρυφη κατανομή πυκνότητας
3.5. ΔΙΆΓΡΑΜΜΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΊΑΣ – ΑΛΑΤΌΤΗΤΑΣ
3.6. ΘΡΕΠΤΙΚΑ ΑΛΑΤΑ
3.7. ΔΙΑΛΥΜΕΝΑ ΑΕΡΙΑ
3.7.1. Διαλυμένο άζωτο
3.7.2. Διαλυμένο οξυγόνο
3.7.3. Διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα
3.8. ΔΙΑΔΟΣΗ ΗΛΙΑΚΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ
3.9. ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΗΧΟΥ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
3.10 ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΜΑΖΕΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΟΣ
3.10.1. Μεσόγειος Θάλασσα
3.10.2. Ελληνικές Θάλασσες
Πούλος, 2021
Όγκος νερού Ποσοστό (%) επί του
Πηγή Νερού συνολικού όγκου
(km3)
Ωκεανοί και θάλασσες 1.338.000.000 96,54
Παγετικά καλύμματα, παγετώνες και μόνιμο χιόνι 24.064.000 1,74
Υπόγεια ύδατα 23.400.000 1,69
Γλυκά 10.530.000 0,76
Αλμυρά 12.870.000 0,93
Εδαφικός πάγος και μόνιμα παγωμένα εδάφη 300.000 0,022
Λίμνες 176.400 0,013
Γλυκό 91.000 0,007
Αλμυρό 85.400 0,006
ΣΥΝΟΛΟ 1.386.000.000

• Από τα 1.386×106 km3 του νερού στη Γη, περίπου 1.338×106 km3 (το 96,54%) είναι αποθηκευμένα στους
ωκεανούς.
• Το γλυκό νερό αντιστοιχεί μόλις στο 2,52%, από το οποίο μόλις το 1,2% είναι επιφανειακό στηρίζοντας
ουσιαστικά την ζωή στην χέρσο, ενώ το υπόλοιπο 0,94% βρίσκεται στην ατμόσφαιρα, με τους ωκεανούς να
παρέχουν περίπου το 88% του εξατμιζόμενου νερού που συμμετέχει στον υδρολογικό κύκλο.
Προέλευση του νερού
• Η Γη είναι μοναδική ανάμεσα στους στερεούς πλανήτες του Ηλιακού Συστήματος, καθώς είναι ο
μόνος πλανήτης που έχει λεκάνες υγρού νερού (ωκεανούς) στην επιφάνειά του.

• Η ακριβής προέλευση του νερού του πλανήτη μας, το οποίο καλύπτει περίπου το 71% της
επιφάνειας της Γης, παραμένει ακόμα ένα μυστήριο για τους επιστήμονες (γεωλόγων,
αστρονόμων, αστροβιολόγων κ.ά.).

ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

1. Μία θεωρία αναφέρει ότι η παρούσα ατμόσφαιρα μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της εξελικτικής
πορείας μιας πρωταρχικής αναγωγικής ατμόσφαιρας, η οποία προέκυψε από την έκλυση διαφόρων
αερίων από το εσωτερικό της Γης. Περίπου το 80% των αρχικά εκλυόμενων αερίων αποτελούνταν από
υδρατμούς (Η2Ο) και διοξείδιο του άνθρακα (CO2), ενώ σε μικρότερες ποσότητες περιείχαν ενώσεις
του αζώτου (Ν2). Με βάση χημικές αναλύσεις στα αρχαιότερα πετρώματα της Γης, η πρωταρχική αυτή
ατμόσφαιρα περιείχε επίσης μεθάνιο (CH4), μονοξείδιο του άνθρακα (CO) και κυάνιο (CN), ενώ
απουσίαζε το οξυγόνο (Ο2) (Sleep et al. 2001). Στη συνέχεια, και ενώ η Γη «σφυροκοπείται» από την
υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία, μέσω της χημικής διεργασίας της φωτοδιάσπασης τα μόρια των
υδρατμών διασπώνται παράγοντας μόρια υδρογόνου και οξυγόνου και έτσι το νερό.
2. Το νερό δεν σχηματίστηκε ταυτόχρονα με την δημιουργία και την εξέλιξη της ατμόσφαιρας της Γης,
αλλά πιθανά παραδόθηκε στη Γη από σώματα του εσωτερικού ηλιακού συστήματος, όπως κομήτες και
αστεροειδείς (Lazzaro et al. 2006). Στη θεωρία αυτή συντείνουν δύο τελευταίες επιστημονικές
ανακαλύψεις.
Η πρώτη αναφέρει ότι η σύσταση του νερού (ως προς το υδρογόνο) του ωκεανού είναι πολύ κοντά στη
σύσταση που εντοπίζεται σε αστεροειδείς.
Η δεύτερη ανακάλυψη υποστηρίζει ότι δείγματα υδρογόνου από τα όρια μεταξύ πυρήνα και μανδύα
περιέχουν σημαντικά λιγότερο δευτέριο (2H) από αυτό των αστεροειδών (Piani et al. 2000), που
σημαίνει ότι το υδρογόνο αυτό ίσως να μην προέρχεται από τους αστεροειδείς. Όμως, στον μανδύα
έχουν βρεθεί και τα ευγενή αέρια Ήλιο (He) και Νέον (Ne), με ισοτοπικές «υπογραφές» που έχουν
«κληρονομηθεί» από το ηλιακό νεφέλωμα (από το οποίο προέκυψε η Γη).
Τελικά οι Wu et al. (2018) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μεγαλύτερη (98-99%) ποσότητα υδρογόνου
(άρα και νερού) προέρχεται από αστεροειδείς, ενώ ένα πολύ μικρό μέρος του προέρχεται από το
ηλιακό νεφέλωμα (1-2%).
Συγκέντρωση των βασικών συστατικών του θαλασσινού νερού (αλατότητας 35 ppt)

ΚΥΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΝΤΑ ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΊΑ


(>20 mg/kg) (1-20 mg/kg) (<1 mg/kg)

Συστατικό Συγκέντρωση Συστατικό Συγκέντρωσ Συστατικό Συγκέντρωσ


η η
(g/kg) (%) (mg/kg) (μg/kg)
Cl1- 19,2 55,0 Si 3,0 Li 185
Na 1+ 10,6 30,6 N 0,5 Rb 120
SO42- 2,7 7,7 P 0,07 I 60
Mg2+ 1,3 3,7 Fe 0,002 Zn 10
Ca2+ 0,4 1,2 N2 14 Al 2
K1- 0,38 1,1 O2 6 Mn 2
Σύνολο: 32,58 99,3 Br 65 Pb 0,03
C 28 Hg 0,03
Sr 8 Au 0,005
B 4,6
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ ΝΕΡΟΥ

• Θερμότητα
• Αγωγιμότητα
• Ειδική θερμότητα
• Θερμοχωρητικότητα
• Διαλυτότητα
• Ιξώδες
• Επιφανειακή τάση
• Λανθάνουσα θερμότητα πήξης
• Λανθάνουσα θερμότητα τήξης
• Χρόνος παραμονής (ή ανανέωσης)
Αγωγιμότητα

Το μέτρο της ευκολίας με την οποία το


ηλεκτρικό ρεύμα διέρχεται μέσα από το
υλικό (θαλασσινό νερό)

Αύξηση Αλατότητας → Αύξηση Αγωγιμότητας


Αύξηση Θερμοκρασίας → Αύξηση Αγωγιμότητας
Αύξηση Πίεσης → Αύξηση Αγωγιμότητας

Ειδική Θερμότητα (Cp)


Πούλος, 2021
Το ποσό της θερμότητας (calories) το οποίο
πρέπει να απορροφήσει 1 g του υλικού αυτού
προκειμένου η θερμοκρασία του να ανέβει
κατά 1 οC Διάγραμμα της σχέσης αγωγιμότητας και αλατότητας
σε συνάρτηση με τη θερμοκρασία (από Lide et al.
Cp=T+0,75·S+0,175·S2-0,005076·S-0,000014·S2 2002).
Θερμότητα (Q)

Η ενέργεια που ανταλλάσσεται μεταξύ δύο εφαπτόμενων υλικών που έχουν διαφορετική θερμοκρασία.
Πραγματοποιείται από το θερμότερο προς το ψυχρότερο σώµα.

όπου:
(ρ) είναι η πυκνότητα νερού (⋍1025 kg/m3),
(cp) η ειδική θερμότητα υπό σταθερή πίεση (⋍4182 J/kg/oK) και
(Τ) η θερμοκρασία σε oKelvin

Θερμοχωρητικότητα
Το γινόμενο της ειδικής θερμότητας ενός σώματος επί τη μάζα του λέγεται θερμοχωρητικότητα. Η
θερμοχωρητικότητα του νερού είναι η υψηλότερη από όλα τα στερεά και υγρά εκτός από την υγρή
αμμωνία. Η ιδιότητα αυτή αποδίδεται στο γεγονός, ότι ένα μεγάλο μέρος από την προσφερόμενη
θερμική ενέργεια απορροφάτε από τη μάζα του νερού, προκειμένου να διασπαστούν οι δεσμοί
υδρογόνου μεταξύ των μορίων του.
Θερμική αγωγιμότητα
Η θερμική αγωγιμότητα του θαλασσινού νερού (K: Thermal conductivity) είναι η ποσότητα θερμότητας ανά μονάδα
χρόνου και ανά μονάδα επιφάνειας ενός στρώματος μοναδιαίoυ πάχους που διαχωρίζει δυο στρώματα που έχουν
διαφορά θερμοκρασίας μιας μονάδας. Η

Η θερμική αγωγιμότητα(Κ) μπορεί να προσεγγιστεί μέσω της σχέσης:

K = Q⋅wL A − T2 −T1
όπου, (Q) είναι η ροή της θερμότητας, (wL) το πάχος του μέσου (m), (A) η επιφάνεια (m2) μέσω της οποίας γίνεται
η ροή και (T2 − Τ1) η βαθμίδα (διαφορά) της θερμοκρασίας (σε βαθμούς Kelvin).

Το γινόμενο της ειδικής θερμότητας ενός σώματος επί τη μάζα του

Στηρίζεται στην ιδιότητα του νερού να απορροφά/ εκλύει μεγάλες ποσότητες θερμότητας με μικρή
μεταβολή αύξηση/ μείωση της θερμοκρασίας του εμποδίζοντας έτσι την απότομη μεταβολή της
θερμοκρασίας
Λανθάνουσα Θερμότητα (Q L)
Η θερμότητα που απορροφάται ή εκλύεται όταν το νερό μεταβαίνει από τη μια κατάσταση
στην άλλη (π.χ. από στερεό σε υγρό ή από υγρό σε αέριο)

Κατά τη μετάβαση από τη στερεά φάση (πάγος) στην υγρή, αποκαλείται λανθάνουσα θερμότητα τήξης και
είναι η θερμότητα που πρέπει να δοθεί στο στερεό για να συμπληρωθεί η τήξη του κάτω από σταθερή
θερμοκρασία και εξωτερική πίεση. Η ποσότητα αυτή για το θαλασσινό νερό είναι της τάξης των 80 cal/g.
Λανθάνουσα θερμότητα εξάτμισης -
συμπύκνωσης
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα παγόβουνα, τα οποία εισέρχονται στην ωκεάνια κυκλοφορία και
απορροφούν μεγάλα ποσά θερμότητας από τους ωκεανούς ώσπου να λιώσουν.

Το αντίστροφο, δηλαδή από την υγρή στη στερεά φάση, το ποσό θερμότητας που πρέπει να αφαιρεθεί
ονομάζεται λανθάνουσα θερμότητα πήξης και αποδίδεται στο περιβάλλον υπό την ίδια σταθερή
θερμοκρασία και πίεση.
Κατ’ αντιστοιχία, η λανθάνουσα θερμότητα εξάτμισης - συμπύκνωσης είναι η θερμότητα που πρέπει να
προστεθεί σε 1 g νερού για να μεταβεί από την υγρή στην αέρια φάση. α τήξης
Οι Doherty & Kester (1974) πρότειναν ένα εμπειρικό τύπο υπολογισμού της θερμοκρασίας πήξης (Τf) σε
συνάρτηση με την αλατότητα (S) και την υδροστατική πίεση (d = βάθος):

Tf = −0,0137 − 0,051990⋅S − 0,00007225⋅S2 − 0,00758⋅d


Θερμική Αγωγιμότητα (Q)

Η ποσότητα θερμότητας ανά μονάδα χρόνου και ανά μονάδα επιφάνειας ενός στρώματος,
μοναδιαίoυ πάχους, που διαχωρίζει δυο στρώματα που έχουν διαφορά θερμοκρασίας μιας
μονάδας
𝑸·𝒘𝑳
𝜥=
𝑨 −( 𝑻 𝟐−𝑻 𝟏)

όπου:
(Q) η ροή της θερμότητας
(wL) το πάχος του μέσου (m)
(A) η επιφάνεια μέσω της οποίας γίνεται η ροή (m2) και
(B) (T2 ̶ Τ1) η βαθμίδα (διαφορά) της θερμοκρασίας (σε Kelvin).
Ιξώδες

Το μέτρο της αντίστασης των ρευστών στη ροή τους (στη διάτμησή τους), η οποία οφείλεται στις
εσωτερικές τριβές των μορίων του ρευστού (συνεκτικότητα)

Το δυναμικό (ή μοριακό) ιξώδες (μ: dynamic or molecular viscocity) με βάση τον νόμο τριβής του
Newton για ομαλή ροή (Νευτώνεια ρευστά) εξαρτάται μόνο από τη θερμοκρασία και για
επιμέρους στρώματα που απέχουν μοναδιαία απόσταση μεταξύ τους (dy) εκφραζεται από τη
σχέση:
Δυναμικό Ιξώδες (μ)
μ = τ / (du/dy)

(τ) είναι η ασκούμενη τάση διάτμησης και (du) είναι η μοναδιαία ταχύτητα του ρευστού

Κινηματικό Ιξώδες
Το δυναμικό ιξώδες στο διεθνές σύστημα μονάδων (SI) μετριέται σε kg/m/s ή σε N s/m2 ή και σε Pa · s
(1 Pa s = 1 N s/m2 = 1 kg/m/s).

Το καθαρό νερό στους 20 °C έχει ιξώδες 1 x 10−3 Pa s, η τιμή του οποίου είναι γενικά μικρότερη από τα
Πούλος, 2021

περισσότερα υγρά, επιτρέποντας του να ρέει με ευκολία και να εξισορροπεί γρήγορα τις υφιστάμενες
διαφορές πίεσης.
• Το κινηματικό ιξώδες (v: kinematic viscocity) είναι απλά η αναλογία μεταξύ δυναμικού ιξώδους
(μ) και της πυκνότητας του ρευστού (ρ):
v = μ/ρ
• Το κινηματικό ιξώδες μετριέται σε m2/s και αναφέρεται στην κίνηση του ρευστού, το οποίο
στους 20,2 °C είναι ίσο με 1,0038 mm2/s.
Συμπιεστότητα
Η συμπιεστότητα (β: compressibility) αναφέρεται στην ελαστικότητα που παρουσιάζει το ρευστό. Η
συμπιεστότητα του θαλασσινού νερού είναι σχετικά μικρή, προσεγγίζοντας τη συμπιεστότητα των
στερεών, που σημαίνει ότι η αύξηση της πίεσης προκαλεί πολύ μικρή αύξηση της πυκνότητας. Για
παράδειγμα, η συμπιεστότητα στους 0 °C είναι της τάξης των 46,4 10-6 vol/atm.

Διαλυτική ικανότητα
Το νερό, ως διαλύτης, παρουσιάζει μεγάλη διαλυτική ικανότητα που τον καθιστά τον καλύτερο υγρό
διαλύτη, ιδιότητα που έχει μεγάλη επίδραση τόσο σε φυσικές όσο και σε βιολογικές διεργασίες.

Επιφανειακή τάση
Επιφανειακή τάση (surface tension) οφείλεται στην ιδιότητα που παρουσιάζουν τα μόρια στην
επιφάνεια των ρευστών να έλκονται μεταξύ τους και προς το εσωτερικό της υγρής μάζας. Το νερό έχει
τη μεγαλύτερη επιφανειακή τάση από όλα τα υγρά με τιμή 7,2×109 Ν/m εξαιτίας των ισχυρών
δυνάμεων συνοχής που οφείλονται στην ικανότητά του να δημιουργεί δεσμούς υδρογόνου. Η
ιδιότητα του αυτή έχει σημασία στο σχηματισμό των σταγόνων και στη δημιουργία των επιφανειακών
κυμάτων (Δασενάκης κ.ά. 2005).
Ώσμωση
Ώσμωση (osmosis) είναι η διεργασία της διέλευσης μορίων διαλύτη μέσω ημιπερατής μεμβράνης, από το
διάλυμα μικρότερης συγκέντρωσης (αραιότερο) προς το διάλυμα μεγαλύτερης συγκέντρωσης (πυκνότερο)
σε κάποια διαλυμένη ουσία. Η παρουσία μίας ημιπερατής μεμβράνης (φυσικής ή συνθετικής) είναι
απαραίτητη για την εκδήλωση του φαινομένου της ώσμωσης, καθόσον επιτρέπει τη διέλευση ορισμένων
ουσιών (των μικρομοριακών), ενώ αποκλείει τη διέλευση άλλων ουσιών μεγαλύτερου μεγέθους μορίων
(των μακρομοριακών). Η μετακίνηση των μορίων του διαλύτη μέσω της ημιπερατής μεμβράνης γίνεται
πάντα από το αραιότερο διάλυμα προς το πυκνότερο μέχρι να εξισορροπηθούν οι συγκεντρώσεις των δυο
διαλυμάτων.

Διάχυση
Η διάχυση (diffusion) στα ρευστά αφορά τη μεταφορά μάζας ενός ή περισσότερων συστατικών, των
οποίων οι συγκεντρώσεις διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Τότε, διαμορφώνεται η φυσική τάση να
μεταφερθεί μάζα συστατικού από την περιοχή υψηλής συγκέντρωσης στην περιοχή χαμηλής
συγκέντρωσης ώστε να ελαχιστοποιηθεί η μεταξύ τους διαφορά. Σε αρκετές περιπτώσεις η μεταφορά
μάζας συνδυάζεται με ταυτόχρονη μεταφορά θερμότητας (Cussler 2009). Στην περίπτωση του ωκεανού, η
διάχυση εξαιτίας της θερμότητας από την τυχαία κίνηση των μορίων είναι πολύ μικρή έχοντας συντελεστή
διάχυσης περίπου ίσο με 2×10−9 m2/s, που σημαίνει ότι η μεταφορά μέσω διάχυσης σε απόσταση 100 m
απαιτεί περίπου 100.000 χρόνια.
Χρόνος Παραμονής

Ο χρόνος παραμονής (residence time) είναι το μέσο χρονικό διάστημα που ένα στοιχείο παραμένει
μέσα στις ωκεάνιες λεκάνες. Υπολογίζεται σύμφωνα με τη σχέση:

Χρόνος παραμονής = Ποσότητα του στοιχείου / ρυθμός πρόσθεσης ή απομάκρυνσης

Στην ωκεανογραφία, οι ωκεανοί θεωρούνται καλά αναμειγμένοι, δηλαδή ότι βρίσκονται σε κατάσταση
ισορροπίας (steady state), όταν όση ποσότητα ενός στοιχείου προστίθεται η ίδια ποσότητα
απομακρύνεται. Για το λόγο αυτό, στον παρονομαστή της παραπάνω εξίσωσης μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ο ρυθμός απομάκρυνσης ή ο ρυθμός πρόσθεσης.
Ο χρόνος παραμονής ενός στοιχείου στους ωκεανούς, είναι συνάρτηση του κατά πόσο το στοιχείο αυτό
είναι ενεργό στο θαλάσσιο περιβάλλον, δηλαδή σε πιο βαθμό οι βιογεωχημικές διεργασίες αξιοποιούν
το συγκεκριμένο στοιχείο. Αλλά, και το ίδιο το νερό έχει χρόνο παραμονής. Το νερό της επιφάνειας των
ωκεανών εξατμίζεται κάθε χρόνο και επιστρέφει είτε απευθείας ως κατακρημνίσματα είτε ως
επιφανειακή και υπόγεια απορροή από τις ηπείρους.

Ο μέσος χρόνος παραμονής του νερού στους ωκεανούς είναι περίπου 3600 χρόνια
ΑΛΑΤΟΤΗΤΑ

Γιατί είναι αλμυρή η θάλασσα?

Τα ιόντα στο νερό της θάλασσας προέρχονται από δύο βασικές πηγές: (α) τους ποταμούς που
περιέχουν τα διαλυμένα προϊόντα της χημικής αποσάθρωσης των πετρωμάτων και (β) την ηφαιστειακή
δραστηριότητα (χερσαία και υποθαλάσσια).

Ορισμός:

Tο 1909 το Διεθνές Συμβούλιο για την Εξερεύνηση της Θάλασσας (International Council for the
Exploration of the Sea) διατύπωσε τον ορισμό της αλατότητας ως εξής: «Αλατότητα είναι το συνολικό
ποσό σε γραμμάρια (g) των διαλυμένων στερεών ουσιών που περιέχονται σε 1 χιλιόγραμμο (kg)
θαλασσινού νερού, όταν όλα τα ανθρακικά έχουν μετατραπεί σε οξείδια, το βρώμιο και το ιώδιο έχουν
αντικατασταθεί από χλώριο και όλα τα οργανικά έχουν οξειδωθεί τελείως».
ΑΛΑΤΟΤΗΤΑ
Αλατότητα (ppt) = 1,80655 · χλωριότητα (ppt)
με τις δυο ποσότητες εκφρασμένες σε 1:1000 (ppt: parts per thousand)

PSS78 (Practical Salinity Scale of 1978) - εκφρασμένa σε practical salinity units (psu)

Αλατότητα (ppt) = f (Αγωγιμότητας)

S
όπου: στην οποία C(S, 15, 0) είναι η αγωγιμότητα επιφανειακού δείγματος θαλασσινού νερού (συνθήκες
ατμοσφαιρικής πίεσης =0) στους 15° και το C(KCl, 15, 0) είναι η αγωγιμότητα πρότυπου διαλύματος KCl
στους 15°C, το οποίο βρίσκεται επίσης κάτω από ατμοσφαιρική πίεση (το διάλυμα KCl περιέχει µάζα
32,4356 g KCl σε διάλυµα 1 kg).

Ο λόγος K15 είναι εξ' ορισμού ίσος με τη μονάδα όταν η πρακτική αλατότητα S = 35, η οποία είναι
περίπου ίση με τη μέση αλατότητα των ωκεανών (S = 34,72). Η μέθοδος αυτή προσφέρει μεγαλύτερη
ακρίβεια της τάξης 0,01 μέρη στα χίλια μέρη.
Κατηγορίες (χαρακτηρισμός) νερών με βάση την ΑΛΑΤΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα με την Γεωλογική Εταιρία των Ηνωμένων Πολιτειών (USGS: United States Geological
Survey), τα νερά με βάση την τιμή της αλατότητας (S) ταξινομούνται σε 4 κατηγορίες:

 Γλυκά (fresh) νερά: S<0,5


 Υφάλμυρα (brakish): 0,5 ≤ S < 24,7
 Αλμυρά (saline): 24,7 ≤ S < 50
 Υπεράλμυρα (brine): S ≥50 (μέχρι 260-280)
Επιφανειακή κατανομή αλατότητας
Η χωρική κατανομή της επιφανειακής αλατότητας
εξαρτάται από τη διαφορά μεταξύ της συνολικής
υγροποίησης και της εξάτμισης, οι οποίες με τη σειρά
τους σχετίζονται με τη γενική ατμοσφαιρική κυκλοφορία
και αντιστοιχούν σε διαφορετικές κλιματικές ζώνες.
Η επιφανειακή κατανομή της αλατότητας, εκτός από τις διαφορές
υγροποίησης-εξάτμισης επηρεάζονται επίσης από:
• τη ροή γλυκού νερού από ποτάμια και υποθαλάσσιες πηγές στις
παράκτιες περιοχές, ενώ στις πολικές περιοχές από τις
διαδικασίες πήξης-τήξης του πάγου.
• τον άνεμο ο οποίος επηρεάζει την παρουσία των υδρατμών στην
ατμόσφαιρα, είτε μεταφέροντας υδρατμούς σε άλλες περιοχές,
είτε προκαλώντας ανοδικές ή καθοδικές κινήσεις στην
ατμόσφαιρα ευνοώντας τη διεργασία της εξάτμισης.
• τα ρεύματα του ωκεανού που μεταφέρουν θαλάσσιες μάζες
διαφορετικής αλατότητας
• τη θερμοκρασία και την πυκνότητα του νερού καθώς μια αλλαγή
στη θερμοκρασία ή στην πυκνότητα επηρεάζει και την αλατότητα,
καθώς είναι απολύτως αλληλένδετη με αυτές Πούλος, 2021
Επιφανειακή κατανομή αλατότητας
Η επιφανειακή κατανομή της αλατότητας, εκτός
από τις διαφορές υγροποίησης-εξάτμισης
επηρεάζονται επίσης από:
• τη ροή γλυκού νερού από ποτάμια και
υποθαλάσσιες πηγές στις παράκτιες περιοχές,
ενώ στις πολικές περιοχές από τις διαδικασίες
πήξης-τήξης του πάγου.
• τον άνεμο, ο οποίος επηρεάζει την παρουσία
των υδρατμών στην ατμόσφαιρα, είτε
μεταφέροντας υδρατμούς σε άλλες περιοχές,
είτε προκαλώντας ανοδικές ή καθοδικές
κινήσεις στην ατμόσφαιρα ευνοώντας τη
διεργασία της εξάτμισης.
• τα ρεύματα του ωκεανού που μεταφέρουν
θαλάσσιες μάζες διαφορετικής αλατότητας
• τη θερμοκρασία και την πυκνότητα του νερού
καθώς μια αλλαγή στη θερμοκρασία ή στην
πυκνότητα επηρεάζει και την αλατότητα, καθώς
είναι απολύτως αλληλένδετη με αυτές (βλέπε Πούλος, 2021
ενότητα 3.2.3).
Κατακόρυφη κατανομή αλατότητας

Τα βασικά χαρακτηριστικά της


κατανομής της αλατότητας στη στήλη
του νερού είναι:
• Η αλατότητα αλλάζει με το βάθος,
αλλά ο βαθμός της μεταβολής και ο
τρόπος που αλλάζει εξαρτώνται από
τη γεωγραφική θέση. Γενικά, υπάρχει
σημαντική διαφορά στην αλατότητα
μεταξύ των επιφανειακών και των
βαθιών στρωμάτων των ωκεανών.
• Στα μεγάλα βάθη οι μεταβολές της
αλατότητας είναι πολύ μικρές σε
σημείο που να μπορεί να θεωρηθεί
ως σταθερή. Τούτο συμβαίνει επειδή
δεν υπάρχει τρόπος εκτεταμένης
ανάμειξης άρα και μεταβολής της
ποσότητας του διαλυμένου αλατιού.
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ
Η θερμική ενέργεια της ηλιακής ακτινοβολίας (μικρού μήκους) διεισδύει στο νερό και θερμαίνει τα
επιφανειακά στρώματα του ωκεανού. Παράλληλα, ο κυματισμός και όλες οι επιφανειακές αναταράξεις
βοηθούν ώστε η θερμική ενέργεια να μεταδοθεί βαθύτερα, αναμιγνύοντας το επιφανειακό στρώμα
του νερού μέχρι ένα βάθος που κυμαίνεται από 50 m έως 200 m. Η θερμοκρασία του θαλασσινού
νερού κυμαίνεται από –2 °C έως +30 °C .
Η θερμοκρασία (Τ: temperature) του θαλασσινού νερού εκφράζεται συνήθως σε βαθμούς Κελσίου (°C,
Celcious), ενώ σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και οι βαθμοί Κέλβιν (Κ, Kelvin) από όπου
προκύπτει και η αποκαλούμενη απόλυτη θερμοκρασία (absolute temperature):
K (K) = T(°C) + 273,15

Η επιτόπια θερμοκρασία (Τ) είναι η θερμοκρασία μιας ομοιογενούς μάζας νερού που μετριέται στη θέση
της (στο βάθος) στο οποίο βρίσκεται τη δεδομένη χρονική στιγμή της μέτρησης.

Η δυνητική θερμοκρασία (θ) είναι η θερμοκρασία που θα είχε η ίδια μάζα θαλασσινού νερού, εάν
μεταφερόταν αδιαβατικά (χωρίς ανταλλαγή θερμότητας) από το βάθος στο οποίο βρίσκεται στην
επιφάνεια της θάλασσας (σε συνθήκες μηδενικής υδροστατικής πίεσης) και η οποία θα μειωθεί εξαιτίας
της ελάττωσης της πίεσης Δασενάκης κ.α., 2015
•Ο υπολογισμός της δυνητικής θερμοκρασίας (θ) με βάση την επιτόπια μέτρηση (Τ), την αλατότητα (S) και την πίεση (p)
γίνεται με χρήση της εξίσωσης (Fofonoff & Millard 1983):

θ = Τ − (0,36504 · 10−4 + 0,83198 · 10−5 · Τ − 0,54065·10-7 · Τ2 + 0,40274 · 10-9 · Τ3) p − (0,17439 · 10−5 − 0,29778 · 10−7 · T) (S −
35) · p + 0,41057 · 10−10 (S − 35) · p2 - (0,89309 · 10−8 − (0,31628 · 10−9 · T
+ 0,21987 · 10−11 · Τ2) p2 − (−0,16056 · 10−12 + 0,50484 · 10−14 · T) · p3

Για παράδειγμα, εάν μια ομογενής υδάτινη μάζα (συγκεκριμένου


όγκου) που έχει επιτόπια θερμοκρασία (T) ίση με 1 °C σε βάθος 5000 m
μετακινηθεί αδιαβατικά στην επιφάνεια, όπου η εξασκούμενη πίεση
είναι ίση με την ατμοσφαιρική (p= 1 atm), η επιτόπια θερμοκρασία της
θα μειωθεί κατά 0,43 °C που σημαίνει ότι η δυναμική της θερμοκρασία
(θ) θα είναι ίση με 0,57 °C. Όπως φαίνεται και από την Εικόνα 3.7, η
ουσιαστική επίδραση της πίεσης στη διαμόρφωση της θερμοκρασίας
αρχίζει από το βάθος των 3500 m, ενώ μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα
για τα πρώτα περίπου 400 m.
Επιφανειακή κατανομή θερμοκρασίας

Η επιφανειακή κατανομή της


θερμοκρασίας που κυμαίνεται από
−2 °C έως +30 °C καθώς επηρεάζεται
πρωτίστως από την ηλιακή
ακτινοβολία διαμορφώνεται σχεδόν
παράλληλα με τις ζώνες
γεωγραφικού πλάτους, ενώ οι
αποκλίσεις από μια ιδανικά ζωνώδη
παράλληλη κατανομή οφείλονται
στις μετεωρολογικές συνθήκες, στην
ωκεάνια κυκλοφορία των
θερμότερων και ψυχρότερων
ωκεάνιων ρευμάτων και σε
διεργασίες ανάβλυσης ή βύθισης
θαλάσσιων μαζών κυρίως κοντά στα Εύρος

ηπειρωτικά περιθώρια
Διαφορά θερμοκρασίας θάλασσας - χέρσου

Επιφανειακή
Η μεγάλη διαφορά του εύρους Θερμοκρασία
κύμανσης της επιφανειακής Θάλασσας
θερμοκρασίας της θάλασσας
σχετικά με το εύρος της κύμανσης Μέση
της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας Θερμοκρασία
Επιφανειακή
17,5οC
στα αντίστοιχα γεωγραφικά πλάτη Θερμοκρασία
Στεριάς

Μέση
Θερμοκρασία
14,5οC

Κατανομή της χειμερινής ή θερινής επιφανειακής


θερμοκρασίας του ωκεανού (άνω) και της
ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας (κάτω) σε σχέση με το
γεωγραφικό πλάτος (τροποποιημένο από Thurman &
Trujillo 1999).
Πούλος, 2021
Κατακόρυφη κατανομή θερμοκρασίας
Εποχιακή ανάπτυξη θερμοκλινούς

Δασενάκης κ.α., 2015


ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ

Η πυκνότητα του νερού (kg/m3) και εξαρτάται από (α) τη θερμοκρασία, (β) την αλατότητα και (γ) την
πίεση. Αύξηση της θερμοκρασίας προκαλεί μείωση της πυκνότητας (λόγω διαστολής), ενώ η αύξηση
της αλατότητας προκαλεί αύξηση της πυκνότητας (λόγω προσθήκης μάζας) όπως και η αύξηση της
πίεσης, λόγω μείωσης όγκου.

Για παράδειγμα, η πυκνότητα (ρ) αυξάνεται κατά 1 kg/m3, όταν η θερμοκρασία μειώνεται κατά 5 °C,
όταν η αλατότητα αυξάνεται κατά 1 μονάδα ή όταν το βάθος αυξάνεται κατά 200 m (αύξηση πίεσης).

Σημειώνεται ότι από τους 3 αυτούς παράγοντες, η επίδραση της πίεσης είναι η μικρότερη, επειδή το
θαλάσσιο νερό είναι πρακτικά ασυμπίεστο. Έτσι, σε βάθος 4 km, όπου η πίεση φτάνει τα 4×10⁷Pa, η
αύξηση της πυκνότητας λόγω πίεσης είναι μόνο 2%. Για παράδειγμα, σε περιοχές μικρού βάθους
(<100 m) η επίδραση της πίεσης στην πυκνότητα μπορεί πρακτικά να παραλειφθεί.
Γενικά, οι διαφορές πυκνότητας στο θαλασσινό νερό είναι μικρές, της τάξης των 1020-1030 kg/m 3, με
μια μέση τιμή τα 1024 kg/m3.
Μονάδα πυκνότητας Knudsen (σ)

Στην ωκεανoγραφία ακριβώς λόγω των μικρών


διαφορών της πυκνότητας χρησιμοποιείται η
παράμετρος του Knudsen (σ) η οποία ορίζεται
εάν από την πυκνότητα (ρ) αφαιρέσουμε το
1000, που αντιστοιχεί στην πυκνότητα του
απoσταγμένου νερού (1000 kg/m3) σε
θερμοκρασία 0 °C.

Ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας και


πίεσης διακρίνονται τρεις τύποι της
παραμέτρου (σ):

σ = ρt,s,p − 1000 (για p ≠ 0)

σt = ρt,s,0 − 1000 ( για p = 0)

σθ = ρ, θs,0 − 1000 (για p = 0)


Απόλυτη και σχετική υδροστατική πίεση
Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην Ωκεανογραφία χρησιμοποιούνται οι όροι της σχετικής πίεσης
(relative density) και της απόλυτης πίεσης (absolute pressure). Σχετική πίεση είναι αυτή που έχει το
ρευστό σε κάποιο βάθος, θεωρώντας την πίεση στην επιφάνεια του νερού ίση με μηδέν και απόλυτη
πίεση είναι η ολική πίεση του ρευστού, δηλαδή το άθροισμα σχετικής και ατμοσφαιρικής πίεσης.
Δεδομένου ότι η ατμοσφαιρική πίεση είναι περίπου ίση με 1atm, ισχύει γενικά:
pαπόλυτη = pσχετική + 1 atm
Τρεις επιπλέον παράμετροι που χρησιμοποιείται στην ωκεανογραφία είναι ο ειδικός όγκος (α), η
ανωμαλία ειδικού όγκου (δ) και η θερμοστερική ανωμαλία (Δ).

• Ο ειδικός όγκος (α, specific volume) είναι το αντίστροφο της πυκνότητας (m3/kg):
α=1⁄ρ

• Η ειδική ανωμαλία όγκου (δ, anomaly of specific volume), είναι η διαφορά του ειδικού όγκου ενός
δείγματος από τον αντίστοιχο ειδικό όγκο δείγματος ίσης μάζα με αλατότητα S = 35, θερμοκρασία T = 0 °C
και με πίεση p = 0 atm, η οποία ισούται με ( a35 ,0 ,0 = 0,97265 m3 kg ):
δ = αS,T,p − a35,0,p

• H θερμοστερική ανωμαλία (Δ, thermosteric anomaly) δίνεται από τη σχέση:


ΔS,T = αS,T,0 − a35,0,0
Οριζόντια κατανομή πυκνότητας

Η πυκνότητα του νερού αυξάνεται


καθώς αυξάνεται η αλατότητα ή
μειώνεται η θερμοκρασία πάνω
από το σημείο πήξης και για
αλατότητα μεγαλύτερη από 24,7.

Οι μεγαλύτερες τιμές πυκνότητας


βρίσκονται στις πολικές περιοχές
(>1026 kg/m3) και οι μικρότερες
τιμές (<1022 kg/m3) στην τροπική
και υποτροπική ζώνη.
Κατακόρυφη κατανομή πυκνότητας

Η κατακόρυφη κατανομή
παρουσιάζει ανάλογα
χαρακτηριστικά με την παρουσία
ενός εποχιακού πυκνοκλινούς
(seasonal pycnocline) και ενός
μόνιμου πυκνοκλινούς (permanent
pycnocline).
Σταθερότητα στήλης νερού
Η κατακόρυφη κατανομή της πυκνότητας είναι από τις βασικότερες παραμέτρους στην ωκεανογραφία γιατί
καθορίζει την πλευστότητα (buoyancy) από την οποία εξαρτάται η σταθερότητα (stability) των θαλάσσιων
μαζών.

H δύναμη της πλευστότητας ή αλλιώς η άνωση (FA) που αναπτύσσεται σε μια μοναδιαία μάζα νερού όγκου
(V1) πυκνότητας (ρ1), το οποίο περιβάλλεται από νερό πυκνότητας (ρ2), ισούται με το βάρος ίσου όγκου νερού
που εκτοπίζεται, δηλαδή:
FA = (ρ1 - ρ2) · V1 (3.20)

H σταθερότητα (Εs) μιας στρωματοποιημένης στήλης νερού δίνεται από την εξίσωση:
ES = 1/ ρA * (ϑρθ / ϑz)

όπου, (ρθ) είναι η δυνητική πυκνότητα του νερού και (θρ/θz) η μεταβολή της πυκνότητας με το βάθος (z).

Όταν η μεταβολή της πυκνότητα με το βάθος είναι θετική (δηλαδή αυξάνεται με το βάθος), η στήλη του νερού
βρίσκεται σε ισορροπία (σταθερότητα), ενώ όταν είναι αρνητική βρίσκεται σε ανισορροπία (αστάθεια) καθώς
τα υπερκείμενα νερά είναι πυκνότερα (άρα βαρύτερα) των υποκείμενων νερών οπότε και βυθίζονται μέχρι το
βάθος εκείνο στο οποίο λόγω μείξης και της αυξανόμενης υδροστατικής πίεσης η πυκνότητα τους εξισώνεται
με την πυκνότητα του περιβάλλοντος νερού.
Πλευστότητα θαλάσσιου πάγου και παγόβουνων

Η πιο βασική διαφορά μεταξύ του παγόβουνου και του θαλάσσιου πάγου είναι ότι το παγόβουνο,
όπως και ο πάγος της λίμνης, σχηματίζεται από γλυκό νερό ενώ ο θαλάσσιος πάγος αποτελείται
από αλμυρό νερό.

Τα παγόβουνα είναι κομμάτια πάγου που αποσπώνται από τους παγετώνες και πέφτουν στον
ωκεανό.

Τα παγόβουνα επιπλέουν καθώς είναι μάζες γλυκού νερού (S < 1), άρα χαμηλότερης πυκνότητας
από το περιβάλλον αλμυρό (S > 25) ωκεάνιο νερό.

Η πλευστότητα του θαλάσσιου πάγου στις πολικές θάλασσες, επίσης οφείλεται στη διαφορά
πυκνότητας του πάγου από το περιβάλλον νερό. Τούτο οφείλεται στην ιδιότητα του γλυκού νερού,
σε αντίθεση με τα περισσότερα ρευστά, να γίνεται λιγότερο πυκνό καθώς πλησιάζει το σημείο
πήξης. Γιαυτό τα παγάκια επιπλέουν σε ένα ποτήρι πόσιμου νερού
Ο θαλάσσιος πάγος σχηματίζεται αργά, σε σύγκριση με τον πάγο του γλυκού νερού. Η σχέση μεταξύ της
θερμοκρασίας πήξης του αλμυρού νερού (Τf) και της θερμοκρασίας μέγιστης πυκνότητας του θαλασσινού
νερού (Tρ) δίνεται στην Εικόνα 3.14, στο οποίο διακρίνονται τρεις τομείς: (i) ο ανώτερος τομέας (πάνω και
δεξιά) εντός του οποίου η πυκνότητα αυξάνει καθώς μειώνεται η θερμοκρασία, (ii) ο ενδιάμεσος τομέας
(μέσον και αριστερά) εντός του οποίου η πυκνότητα του ρευστού μειώνεται καθώς μειώνεται η
θερμοκρασία και (iii) ο κατώτερος (κάτω και αριστερά) τομέας εντός του οποίου το θαλασσινό νερό είναι
σε στερεή κατάσταση (πάγος) με την πυκνότητα να αυξάνει καθώς η θερμοκρασία μειώνεται.

Παρατηρείται λοιπόν ότι ενώ το καθαρό νερό (S = 0)


έχει τη μεγαλύτερη πυκνότητα του σε θερμοκρασία
+4 °C, το αλμυρό νερό (S = 30) έχει σημείο πήξης
στους −1,6 °C και τη μεγαλύτερη πυκνότητα του στη
θερμοκρασία των -2,6 °C. Επίσης, παρατηρείται ότι το
σημείο που αντιστοιχεί ταυτόχρονα στο σημείο πήξης
και στη μέγιστη πυκνότητα έχει θερμοκρασία (Τ =
−1,33 °C) και αλατότητα (S = 24,695). Τούτο έχει ως
αποτέλεσμα ο θαλάσσιος πάγος που σχηματίζεται
από νερά με υψηλή αλατότητα (S > 24,695) έχει
φτάσει στο σημείο πήξης του πριν φτάσει τη μέγιστη
πυκνότητα του, με αποτέλεσμα ο νεοσχηματισμένος
θαλάσσιος πάγος να επιπλέει ως ελαφρύτερος.
Διάγραμμα θερμοκρασίας – αλατότητας
Τα Τ-S διαγράμματα μας βοηθούν στην αναγνώριση των επιμέρους θαλάσσιων μαζών (στρωμάτων).
Τούτο προκύπτει καθώς μετά την τοποθέτηση των ζευγαριών τιμών Τ και S πάνω στο διάγραμμα,
διαμορφώνονται περιοχές όπου συγκεντρώνονται πολλά σημεία (ζεύγη τιμών), οι οποίες
χαρακτηρίζονται συνήθως από μικρά εύρη τιμών τόσο θερμοκρασίας όσο και αλατότητας.
Τέσσερις θαλάσσιες μάζες που από τα βαθιά (πυκνότερα) προς
τα επιφανειακά (ελαφρύτερα) νερά είναι:
(i) τα Βαθιά Nερά του Ανατολικού Ατλαντικού (NEADW: North
Eastern Atlantic Deep Water) σε βάθη >2500 m με
πυκνότητα 27,85,
(ii) τα ψυχρά Nερά του ρεύματος Labrador (LSW: Labrador
Sea Water) με ελαφρά μειωμένη πυκνότητα (σθ ≅ 27,8)
και έχοντας τον πυρήνα τους σε βάθη 1800-2000 m,
(iii) σε αρκετά μικρότερα βάθη (700–1100 m) τα Νερά Εκροής
της Μεσογείου (MOW: Mediterranean Outflow Water) με
πυκνότητα σθ = 27,5-27,6 kg/m3 και
(iv) τα Επιφανειακά Νερά (0-150 m) του Βορειότερου
Aνατολικού Ατλαντικού (ENAW: Eastern North Atlantic
Water) με σθ =27,10-27,25 kg/m3.
Η μαύρη γραμμή υποδηλώνει τη ζώνη του μόνιμου
θερμοκλινούς (PT: permanent thermocline) που αναπτύσσεται
μεταξύ των μαζών MOW και ENAW.
Τα κύρια θρεπτικά άλατα του θαλασσινού νερού

Τα σημαντικότερα θρεπτικά άλατα είναι ενώσεις του αζώτου (N) με τη μορφή πρωτίστως νιτρικών
(NO31-) και δευτερευόντως ως αμμωνιακών (NH43+), του φωσφόρου (P) με τη μορφή φωσφορικών
(PO43-) και του πυριτίου (Si) με μορφή πυριτικών (SiO2) αλάτων.

Με βάση την αναλογία Ν/Ρ τα ωκεάνια νερά χαρακτηρίζονται ως προς την τροφική τους ικανότητα, ως
εξής:
Ν/Ρ =16, τότε έχουμε ισορροπία (προσφοράς και ζήτησης) νιτρικών – φωσφορικών
Ν/Ρ <16, τότε τα νιτρικά είναι το περιοριστικό θρεπτικό συστατικό που σημαίνει ότι υπάρχει
υπερπροσφορά φωσφορικών ή/ και έλλειμμα νιτρικών αλάτων (nitrogen starvation, nitrate
starvation)
Ν/Ρ >16, τα φωσφορικά είναι το περιοριστικό θρεπτικό συστατικό που σημαίνει ότι υπάρχει
υπερπροσφορά
νιτρικών ή/ και έλλειμα φωσφορικών αλάτων (phosphorus starvation, phosphate starvation).
Κατακόρυφη κατανομή των κυριότερων θρεπτικών συστατικών

Σε τροπικά και υποτροπικά νερά, οι μικρότερες συγκεντρώσεις τους εμφανίζονται στα επιφανειακά
ευφωτικά νερά (0-100 m) όπου καταναλώνονται κατά τη διεργασία της φωτοσύνθεσης. Ακολουθεί μια
ζώνη όπου η συγκέντρωσή τους αυξάνει με γρήγορο ρυθμό όσο αυξάνεται το βάθος και η οποία
αναφέρεται ως θρεπτοκλινές (nutricline). Μάλιστα, οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τους
παρουσιάζονται στο βαθύτερο σημείο του θρεπτοκλινούς, το οποίο διαφέρει από τη βάση του μόνιμου
θερμοκλινούς
ΔΙΑΛΥΜΕΝΑ ΑΕΡΙΑ ΣΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΝΕΡΟ

Στο θαλασσινό νερό υπάρχουν διαλυμένα όλα τα αέρια που συναντώνται στην ατμόσφαιρα. Η
παρουσία των αερίων στο θαλασσινό νερό οφείλεται (Hem 1970, Open University 1985):
(i) Στην αλληλεπίδραση μεταξύ θάλασσας και ατμόσφαιρας μέσω της οποίας τα αέρια της ατμόσφαιρας
διαλύονται στο θαλασσινό νερό ως μεμονωμένα μόρια. Η διεργασία αυτή ευνοείται από τον
κυματισμό, καθώς προκαλεί ανάμιξη των επιφανειακών υδάτων με την ατμόσφαιρα.
(ii) Στη βιολογική δραστηριότητα ορισμένων οργανισμών μέσω της οποίας παράγονται αέρια στην
υδάτινη στήλη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την παραγωγή οξυγόνου κατά τη διεργασία της
φωτοσύνθεσης.
(iii) Σε γεωλογικές διεργασίες, όπως είναι η έκλυση ορισμένων αερίων από τον πυθμένα της θάλασσας, η
διαδικασία δημιουργίας ωκεάνιου φλοιού, η δράση υποθαλάσσιων ηφαιστείων, οι υδροθερμικές
πηγές κ.ά.
(iv) Στη φυσική διάσπαση ραδιενεργών ισοτόπων, η οποία αναφέρεται κυρίως στο Ήλιον (He) το οποίο
παράγεται σε διάφορα στάδια της διάσπασης των ραδιενεργών στοιχείων της σειράς του Ουρανίου
(U) και του Θορίου (Th).
Οι αναλογίες (%) των κυριότερων διαλυμένων αερίων ως προς το σύνολο των διαλυμένων αερίων στο
θαλασσινό νερό, σε κατάσταση ισορροπίας μεταξύ θάλασσας -ατμόσφαιρας (Hem 1970).
Χημικό Αναλογία Αναλογία (%) στο
ΑΕΡΙΟ Σύμβολο στον αέρα θαλασσινό νερό

Άζωτο N2 78,08 62,6


Οξυγόνο O2 20,95 34,3
Αργόν Ar 0,934 1,6
Διοξείδιο του άνθρακα CO2 0,033 1,4
Νέον Ne 0,0018 0,00097
Ήλιον He 0,00052 0,00023
Μεθάνιο CH4 0,00020 0,00038
Κρυπτόν Kr 0,00011 0,00038
Μονοξείδιο του άνθρακα CO 0,000015 0,000017
Οξείδιο του αζώτου N 2O 0,000050 0,0015
Ξένον Xe 0,0000087 0,000054
Διαλυμένο Άζωτο
Το διαλυμένο άζωτο (Ν2) στο θαλάσσιο περιβάλλον θεωρείται σχεδόν ως μια συντηρητική ουσία, αφού
δεσμεύεται από τους θαλάσσιους οργανισμούς (π.χ. βακτήρια) σε πολύ μικρές ποσότητες.
Ωστόσο, δεν πρέπει να συγχέεται το διαλυτό αέριο άζωτο με τις δεσμευμένες ενώσεις του αζώτου, όπως τα
νιτρικά, νιτρώδη και αμμωνιακά άλατα, τα οποία μεταβάλλονται σημαντικά λόγω βιολογικών διεργασιών
(ως θρεπτικά συστατικά για τους περισσότερους φωτοσυνθετικούς οργανισμούς) και άλλων εισροών στο
θαλάσσιο περιβάλλον (Δασενάκης κ.ά. 2005).
Εξαιτίας, λοιπόν, της σχετικής αδράνειάς του, η συγκέντρωση του διαλυμένου αερίου αζώτου δεν
διαφέρει σημαντικά από μια θαλάσσια περιοχή σε μία άλλη, με τις μικρές διακυμάνσεις του να
αποδίδονται:
• σε διακυμάνσεις της θερμοκρασίας και της πίεσης
• στη δέσμευσή του από οργανισμούς που παράγουν νιτρογενάση (κυρίως βακτήρια και κυανοφύκη)
• στην παρουσία χημικών ενώσεων που είναι σε θέση να δεσμεύσουν και να ανάγουν το μοριακό άζωτο
σε αμμωνία
• στην οξείδωση της παραγόμενης από βιολογική δράση αμμωνίας
• στην αποσύνθεση οργανικού υλικού
Διαλυμένο οξυγόνο
Το Οξυγόνο είναι ένα πολύ δραστικό στοιχείο τόσο από χημική όσο και από βιολογική άποψη και ως εκ
τούτου η περιεκτικότητά του στο θαλασσινό νερό παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις. Με τον όρο
διαλυμένο οξυγόνο (DO: Dissolved Oxygen) νοείται η συγκέντρωση του μοριακού οξυγόνου στο
θαλασσινό νερό.
Παράγεται από την δέσμευση ατμοσφαιρικού αέρα, την αναπνοή των οργανισμών και τη φωτοσύνθεση.

Η κατανομή – συγκέντρωση του οξυγόνου σε Η διαλυτότητα του οξυγόνου, ή αλλιώς η


μια υδάτινη μάζα επηρεάζεται κυρίως από: συγκέντρωση κορεσμού, είναι αντιστρόφως
• τη θερμοκρασία, ανάλογη των μεταβολών της θερμοκρασίας και
• τη διαθεσιμότητα φωτός της αλατότητας του θαλασσινού νερού
• την αλατότητα του νερού,
• την υδροστατική πίεση (βάθος),
• τους ρυθμούς προσφοράς του από την
ατμόσφαιρα,
• την ένταση και την έκταση της ανάμιξης -
κυκλοφορίας του νερού και
• την αφθονία και συμπεριφορά των
υδρόβιων οργανισμών (φωτοσυνθετική
απελευθέρωση Ο2, κατανάλωση Ο2 μέσω
αναπνοής).
Γενικά, η συγκέντρωση κορεσμού του οξυγόνου κυμαίνεται περίπου μεταξύ 4 ml/l και 10 ml/l [1 mg/l
Ο2= 0,700 ml/l & 1 ml/l Ο2 = 44,661 μmol/l], με τη διαλυτότητά του να είναι μεγαλύτερη από αυτή του
αζώτου. Τούτο έχει μεγάλη σημασία για τη ζωή στη θάλασσα και με δεδομένο ότι η περιεκτικότητά του
οξυγόνου στην ατμόσφαιρα είναι μόλις το 1/4 αυτής του αζώτου.

Η συγκέντρωση κορεσμού του διαλυμένου οξυγόνου (DOS, σε mg/l) βάσει των τιμών θερμοκρασίας
(ΤΚ, σε βαθμούς Kelvin) και αλατότητας (S) δίνεται από την σχέση των Benson & Krause (1984):

exp
(3.23)

όπου (όπου είναι η θερμοκρασία σε βαθμούς κελσίου).


Η απόκλιση από τη συγκέντρωση κορεσμού εκφράζεται με το ποσοστό κορεσμού, που είναι ο λόγος
της συγκέντρωσης διαλυμένου οξυγόνου (DO: dissolved oxygen) προς τη συγκέντρωση κορεσμού (DOs:
saturated dissolve oxygen):
% κορεσμός = DO /DOs

Με βάση την παραπάνω σχέση, όταν το διαλυμένο οξυγόνο (DO) ισούται με τη συγκέντρωση κορεσμού
(DOs) το θαλάσσιο νερό είναι κορεσμένο (saturated: DO=DOS), όταν DO>DOS είναι υπέρκορο
(hypersaturated) και όταν (DO<DOS) είναι ακόρεστο (hyposaturated).
Η κατάσταση έλλειψης διαλυμένου οξυγόνου (0% κορεσμός) καλείται ανοξική (anoxic) ενώ όταν ο
κορεσμός (%) κυμαίνεται μεταξύ 1% και 30% κορεσμού αποκαλείται υποξική (hypoxic) ή δισοξική (dysoxic).
Ένα καλά οξυγονωμένο θαλάσσιο περιβάλλον έχει ποσοστό κορεσμού >80%.
Επίσης χρησιμοποιείται και η ποσότητα της φαινόμενης κατανάλωσης οξυγόνου (AOU: Apparent
Oxygen Utilization), η οποία δίνεται από τη σχέση:
AOU = DΟs - DO
Η φαινόμενη χρησιμοποίηση οξυγόνου (AOU) είναι η συγκέντρωση οξυγόνου που λείπει από τη
θαλάσσια μάζα ώστε να χαρακτηριστεί ως κορεσμένη και, συνεπώς, εκφράζει έμμεσα την κατανάλωση
οξυγόνου σε αυτήν.
Οριζόντια επιφανειακή κατανομή οξυγόνου
Κατακόρυφη κατανομή
οξυγόνου
Διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα (CO2 )
Το διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα (CO2 ) είναι ένα από τα σημαντικότερα διαλυμένα αέρια στο
θαλασσινό νερό καθώς:
(α) είναι ο κύριος ρυθμιστής του pH,
(β) συμμετέχει ενεργά στη φωτοσυνθετική διαδικασία,
(γ) παίζει σημαντικό ρόλο στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, με την απομάκρυνσή του από την
ατμόσφαιρα (μέσω της διάλυσής του στο θαλάσσιο περιβάλλον) να μετριάζει μεν το φαινόμενο του
θερμοκηπίου αλλά να δημιουργεί δε το πρόβλημα της οξίνισης των ωκεανών και
(δ) συμμετέχει στον σχηματισμό και την απόθεση των αλάτων (π.χ. ασβεστίτη, αραγωνίτη) στον πυθμένα,
αλλά και την επαναδιάλυσή τους.
Το ολικό παγκόσμιο ισοζύγιο (GB: Global balance) του άνθρακα (συμπεριλαμβανομένου και του
ανθρωπογενούς άνθρακα, πρωτίστως από την καύση των ορυκτών πρώτων υλών) διαμορφώνεται με
βάση τη παρουσία του στην ατμόσφαιρα (ATM), στη χέρσο ( LAND) και στον ωκεανό (OCEAN) ως εξής:
GB = C ATM – COCEAN -C LAND
Μάλιστα, οι Friedlingstein et al. (2020) έδειξαν ότι κατά τη δεκαετία 2010-2019 το ετήσιο
ισοζύγιο του άνθρακα είναι αρνητικό κατά -0,7 Gt
CATM = 5,1 ± 0,02 Gt, COCEAN = 2,5 ± 0,6 Gt και CLAND = 3,4 ± 0,9 Gt
Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) συναντάται στο θαλάσσιο περιβάλλον
κυρίως με τη μορφή διττανθρακικών ιόντων (HCO3- και CO3-2).
Οι παράγοντες, που επηρεάζουν τη συγκέντρωση του CO2

Διεργασίες προσθήκης:
(i) η οξείδωση της οργανικής ύλης,
(ii) η καταβύθιση ή κατακρήμνιση CaCO3 (π.χ.
σκελετικά στοιχεία θαλάσσιων οργανισμών) και
(iii) οι καύσεις ορυκτών καυσίμων (ανθρωπογενής
άνθρακας).

Διεργασίες απομάκρυνσης:
(i) η διάλυση του CaCO3 (ζώνη λισοκλινούς, βάθη
>4000 m
(ii) η ηλιακή θερμότητα (η αύξηση της θερμοκρασίας
μειώνει την εισροή CO2 δια της επιφάνειας της
θάλασσας).

Οξίνιση των Ωκεανών


Αύξηση το CO2 στην ατμόσφαιρα μπορεί να οδηγήσει σε οξίνιση (acidification) των ωκεανών που μπορεί
να φθάσει στο 150%, το οποίο σημαίνει αύξηση του pH=0.3-0.4.
ΔΙΑΔΟΣΗ της ΗΛΙΑΚΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ

Περιοχή Φάσματος Μήκος Κύματος Περιοχή Συχνοτήτων


Ραδιοκύματα (Radiowaves)
10 m-1 m 3-300 MHz

Μικροκύματα (Microwaves) 30 -1.1 cm 300 MHz – 40 GHz


Υπέρυθρα απομακρυσμένα μήκη κύματος (Far
>15 μm 300 GHz-400 THz
infrared, FIR)
Θερμικό υπέρυθρο (Thermal infrared 3 - 15 μm 300 GHz-400 THz
Ανακλώμενα υπέρυθρα (Reflected infrared) 1.5 -=3 μm 300 GHz-400 THz
Ορατά μήκη κύματος (Visible) 280-700 nm 400-800THz
Υπεριώδης (Ultraviolet) 280-320 800THz-1016Hz
Ακτίνες Χ (X Rays) 1-100 nm 1016-1020Hz
Ακτίνες γάμμα (Gamma rays) <1 nm >1020Hz
Η συνολική ακτινοβολία (LΤ) που επιστρέφει
στην ατμόσφαιρα (μέσω της διεπιφάνειας
θάλασσας-ατμόσφαιρας) είναι το άθροισμα
της ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας
(ακτινοβολήσεων/radiances) από τις
επιμέρους πηγές (Σχήμα 3.22):

(i) η ανακλώμενη μικρού μήκους ακτινοβολία


από την επιφάνεια της θάλασσας (Ls),

(ii) η ακτινοβολία μετά από ανάκλαση στον


πυθμένα (Lb) και

(iii) η ακτινοβολία από ανάκλαση σε


σωματίδια εντός της υδάτινης στήλης (Lw).
Ορατό φάσμα Χρώμα θάλασσας

Στην περίπτωση διαυγών νερών (απουσία αιωρούμενου


υλικού), ουσιαστικά, το 50% της ηλιακής ακτινοβολίας
απορροφάτε στα πρώτα 10 cm της στήλης του θαλασσινού
νερού, ενώ στα πρώτα 10 m βάθους έχει πλέον
απορροφήσει άνω του 90% αυτής, σε βάθος 100 m φτάνει
μόλις το 2% της ηλιακής ακτινοβολίας με το υπόλοιπο να
φτάνει σε βάθη μέχρι 200 m, οριοθετώντας έτσι και την
ευφωτική ζώνη (euphotic zone),

Όσον αφορά στα χρώματα του ηλιακού φάσματος,


• το ερυθρό και το υπέρυθρο φως δεν κατορθώνει να
διεισδύσει σε βάθος παραπάνω από 1 m,
• το κίτρινο στα πρώτα λίγα μέτρα,
• το πράσινο χρώμα διεισδύει σε αρκετές δεκάδες
Απορρόφηση του φάσματος της
μέτρα
ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στο θαλασσινό
• τo ιώδες/υπεριώδες (μπλε/μωβ) διεισδύει σε βάθη νερό.
μεγαλύτερα των 100 m
Το χρώμα της θάλασσας μεταβάλλεται ανάλογα με τις διακυμάνσεις των συγκεντρώσεων: (α) του
φυτοπλαγκτού και των χρωστικών του, (β) του έγχρωμου διαλυμένου οργανικού υλικού (CDOM: coloured
dissolved organic matter), το οποίο προέρχεται από την αποσυντιθέμενη φυτική ύλη (γη) και την
αποικοδόμηση του φυτοπλαγκτόν και (γ) του οργανικού και ανόργανου αιωρούμενου υλικού.

Η μέτρηση του χρώματος της θάλασσας συνίσταται στη μέτρηση της έντασης της αναδυόμενης από το
νερό φωτεινής ακτινοβολίας (οπισθοσκέδαση) αφού μετά την είσοδό της έχει υποστεί σειρά διεργασιών
(επιλεκτική απορρόφηση, σκέδαση) λόγω του φυτοπλαγκτόν και άλλων αιωρούμενων οργανικών και
ανόργανων σωματιδίων
ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΗΧΟΥ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

Ηχητικά κύματα

Η μετάδοση των ηχητικών κυμάτων (συμπιέσεις και αραιώσεις) περιγράφεται ως μια


αρμονική ταλάντωση (ημιτονοειδής συνάρτηση).
Χαρακτηριστικά μεγέθη μήκους ηχητικού κύματος

Μήκος κύματος (λ): H απόσταση μεταξύ δύο κορυφών/ κοιλιών ή συμπιέσεων /αραιώσεων
Πλάτος (Α): Η μέγιστη μετατόπιση
Περίοδος (Τ): Ο χρόνος που χρειάζεται για να περάσει από ένα σημείο ένα μήκος κύματος
Συχνότητα (f) (Hz): Ο αριθμός των μηκών κύματος που εκπέμπονται στην μονάδα του χρόνου
Ταχύτητα (c): Η απόσταση που διανύουν τα ηχητικά κύματα ανά δευτερόλεπτο
c= λ/Τ = f*λ
Ως ηχητική ένταση (I) οριζεται η ηχητική ισχύ (w) που εκπέμπεται από την πηγή και η οποία διαπερνά
στη µονάδα του χρόνου μια μοναδιαία επιφάνεια που βρίσκεται κάθετα στη διεύθυνση διάδοσής της.

Στη περίπτωση σημειακής πηγής που εκπέμπει ομοιόμορφα (ηχητική ενέργεια (E) διαχέεται
ομοιόμορφα) προς όλες τις διευθύνσεις, διαμορφώνεται ένα σφαιρικό μέτωπο ηχητικού κύματος (σε
ελεύθερο πεδίο) με εμβαδόν (Α) που σε απόσταση (r) από την πηγή ισούται με Α=4 π r2.

Τότε, η ένταση (Ι) του ηχητικού κύματος ορίζεται ως η εκπεπμπόμενη από τη πηγή ισχύς (w) ανά
δευτερόλεπτο ανά μοναδιαία επιφάνεια (Αi) σε ευθεία απόσταση (ri) από τη πηγή όπου i=1, 2, 3:

Μονάδα μέτρησης της έντασης (Ι) στην ακουστική: Το decibel (1/10 Bel).
Επίσης η δύναμη του ήχου (Ρs: sound power) σχετίζεται με την πυκνότητα της ενέργειας (w: density
energy) που εκπέμπεται σφαιρικά (εμβαδόν Α) μέσω της σχέσης:

όπου (c) είναι η ταχύτητα του ήχου και (w) είναι η πυκνότητα της εκπεμπόμενης ενέργειας που δίνεται
από τη εξίσωση:

όπου (p) είναι η ηχητική (ακουστική) πίεση (sound pressure), (v) είναι η ταχύτητα των σωματιδίων του
μέσου κατά τη διεύθυνση της διάδοσης του ήχου και (c) είναι η ταχύτητα του ήχου στο συγκεκριμένο
μέσο διάδοσης.
Μείωση της έντασης ηχητικού κύματος με την απόσταση διάδοσης του
1. Εξασθένηση του ηχητικού κύματος λόγω εξάπλωσης (απώλεια εξάπλωσης),

2. Η ένταση του ηχητικού κύματος (I) μειώνεται επιπλέον και εξαιτίας:


(α) εσωτερικής τριβής στο μέσο μετάδοσης που συνοδεύεται από την ανάλογη απορρόφηση ενέργειας και
μετατροπής της σε θερμότητα (απώλεια απορρόφησης),
(β) της πρόσκρουσής του σε διάφορους αιωρούμενους ανακλαστήρες που ποικίλλουν, από μικρές
φυσαλίδες έως αγέλες ψαριών (απώλεια διασκόρπισης) και
(γ) της ανάκλασής του σε διεπιφάνειες όπως είναι επιφάνεια τη θάλασσας, ο πυθμένας αλλά και
διεπιφάνειες μεταξύ στρωμάτων νερού διαφορετικής πυκνότητας (απώλεια ανάκλασης).
Η απορρόφηση της ηχητικής ενέργειας σε απόσταση (x)
εκφράζεται με την εκθετική σχέση μεταξύ της μειωμένης
έντασης του ηχητικού σήματος (Ι) με την αρχική ένταση (Ιο):

όπου k ο συντελεστής απορρόφησης (Medwin & Clay 1997,


Apel 1987).

Συντελεστής απορρόφησης ηχητικού σήματος (k)


συνολικά και για τις επιμέρους παραμέτρους (νερό,
νερό +MgSO4, νερό +MgSO4+Β(ΟΗ)3 και σκέδασης για
εύρος συχνοτήτων 101-106 Hz (από Apel 1987).
Η ταχύτητα του ήχου στο θαλασσινό νερό

Πρακτικά, η ταχύτητα του ήχου (C ) μπορεί να υπολογιστεί με πολύ καλή ακρίβεια από την εξίσωση

C = 1449.2+4.6 Τ–0,055 Τ2 + 0.00029 Τ3+(1.34-0.010 Τ) (S-35)+0.016 z+ 0.016 z+1.675 10-7 z2– .139 10-13 z3

όπου, Τ = θερμοκρασία (οC), S = αλατότητα, z = βάθος (m)

Η ταχύτητα του ήχου στο θαλασσινό νερό κυμαίνεται από 1450 m/s μέχρι 1570 m/s. Αυξάνεται κατά 4,5
m/s για κάθε 1 ˚C αύξηση της θερμοκρασίας, κατά 1,3 m/s για κάθε μια (1) μονάδα αύξηση της
αλατότητας (Stewart 2008) και κατά 1,7 m/s για κάθε 10 bars ( 100 m) αύξηση της υδροστατικής πίεσης.
Μάλιστα, όπως φαίνεται και από τους 3 τελευταίους όρους της παραπάνω εξίσωσης (3.35), από τo βάθος
των 1000 m, η αύξηση της ταχύτητας του ήχου είναι σχεδόν γραμμική συνάρτηση του βάθους,
αυξανόμενη κατά περίπου 1,6 m/s ανά 100 m βάθους (Σχήμα 3.29).
Διάγραμμα της κατακόρυφης κατανομής της θερμοκρασίας, αλατότητας και της ταχύτητας
του ήχου (από Tucker & Gazey 1966).
Επιφανειακό κανάλι διάδοσης
(SSC: surface sound channel)
ή
Επιφανειακός δίαυλος
(SD: surface duct),

Ηχητικός δίαυλος μεγάλου βάθους


(deep sound channel)
ή
SOFAR (Sound Fixing and Ranging),
Μεσόγειος Θάλασσα
Θαλάσσιες μάζες
Τρείς είναι οι κύριες θαλάσσιες μάζες της Μεσογείου (Fabres et al. 2012):
1) Τα Τροποποιημένα Νερά του Ατλαντικού (MAW: Modyfied Atlantic Water) που βρίσκονται στο
επιφανειακό στρώμα, με πάχος 50–200 m και χαρακτηρίζεται από αλατότητα που κυμαίνεται από S=36,2
κοντά στο Γιβραλτάρ έως S=38,6 στη λεκάνη της Λεβαντίνης. Τα MAW είναι η συνέχεια της εισροής νερών
του Ατλαντικού που εισέρχονται για να αντισταθμίσουν το έλλειμα του υδατικού ισοζυγίου (Εξάτμιση >
Υγροποίηση + Χερσαία Απορροή) της λεκάνης της Μεσογείου και που ποσοτικά ανέρχονται 0,72-0,92 Sv (1
Sv=106 m3/s).
2) Τα Eνδιάμεσα Nερά Λεβαντίνης (LIW: Levantine Intermediate Water) τα οποία δημιουργούνται στην
ομώνυμη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου και βρίσκονται σε βάθος μεταξύ 200 m και 800 m, με
θερμοκρασίες 13-15,5 °C και αλατότητα S = 38,4-39,1. Tα LIW μετά το σχηματισμό τους κινούνται προς τα
δυτικά και αφού διατρέξουν τη λεκάνη της Δυτική Μεσογείου, ως υπο-επιφανειακά νερά, εκρέουν στον
Ατλαντικό Ωκεανό (MWO: Mediterranean Water Outflow) διάμεσου του στενού του Γιβραλτάρ.
3) Τα Bαθειά Μεσογειακά Nερά (MDW: Mediterranean Deep Water) που πληρούν τις βαθύτερες περιοχές
τόσο της δυτικής όσο και της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Το βαθύ νερό της Δυτικής Μεσογείου
(WMDW) χαρακτηρίζεται από θερμοκρασία 12,7 °C και αλατότητα S = 38,4, ενώ το βαθύ νερό της
Ανατολικής Μεσογείου (EMDW) χαρακτηρίζεται από θερμοκρασία 13,6 °C και αλατότητα S = 38,7. Τα βαθιά
νερά της δυτικής λεκάνης τροφοδοτούνται από τα πυκνά νερά που σχηματίζονται κυρίως στο Β/ΒΔ
περιθώριο της λεκάνης, ενώ τα βαθιά νερά της ανατολικής λεκάνης έχουν ως μόνιμη πηγή τους τη
θαλάσσια περιοχή της Αδριατικής και περιστασιακά το Αιγαίο Πέλαγος (Robinson et al. 2001).
Πούλος, 2021

Οι κύριες θαλάσσιες μάζες της Μεσογείου Θάλασσας. Η χρωματική κλίμακα αναφέρεται στις τιμές αλατότητας (σε
πρακτικές μονάδες αλατότητας) (από Schlitzer 2015 εντός Powley et al. 2017).
Κατανομή της Επιφανειακής
θερμοκρασίας

Κατανομή της
Επιφανειακής Αλατότητας
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
ΑΙΓΑΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ
Θαλάσσιες Βάθη (m) T (oC) S σΘ (103 kg/m3)
Μάζες
Βόρειο Αιγαίο
BSW <40-50 <22,5 34,2-34,8 23,46
(max 23-28) (5) (max 35,2-36,7) (5)
LIW(1) 50-400 14,6-17,0 38,4-38,6 29,0-29,2
NAeDW >400 <14,5 38,8-39,2 29,4-29,6
Κεντρικό Αιγαίο (2)
AgIW (EMT )(3) 140-370 (1990) 13,5-14,8 38,9-39,0 29,1-29,2
240-430 (1988)
Νότιο Αιγαίο
LSW(6) <40 18,0-19,5 38,9-39,4 >29
CSW (7) <40 <18,0 39,0-39,1 >29
LIW 43) 100-350 16-19,1 38,9-39,4 28,4-29,1
CIW ̴ 400-700 14,3-16,0 38,9-39,9 29,05-29,2
CDW >700-800 13,6-14,2 38,9-39,1 29,30 – 29,42
TMW (EMT) 600-800 13,6 38,7-38,9 29,17-29,18
ΙΟΝΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

Θαλάσσιες Μάζες Βάθος (m) Θερμοκρασία (θ, οC) Αλατότητα (S)

ISW / MAW 0-150 18-17 / 15-17,5 (X) 38,87-38,93 / 38,55-38,73


(Χ)
20-23 / 17-20,0 (Θ) 38,87-38,80 / 38,40-38,65
(Θ)
CIW 150-300 15,0 38,77-38,93
LIW 300-700 14,5 38,75-38,89
TMW 800 13,75-14,0 38,71-38,80
ADW 1000 13,5-13,6 38,66-38,76
CDW/EMDW >1000 13,2-13,6 38,70-38,77
Επιφανειακή εποχιακή
(χειμώνα – καλοκαίρι)
κατανομή της
θερμοκρασίας
(αριστερή στήλη) και της
αλατότητας (δεξιά
στήλη) σε Αιγαίο και
Ιόνιο Πέλαγος

(από:
https://www.researchgat
e.net/publication/312973
513)

Πούλος, 2021
Οι βιβλιογραφικές και διαδικτυακές αναφορές δίνονται στο τέλος
του Κεφαλαίου του Βιβλίου
«Εισαγωγή στην Ωκεανογραφία ή Ωκεανολογία»
του Καθηγητή Σεραφείμ Ε. Πούλου
Εκδόσεις ΔΙΣΙΓΜΑ, 2021

You might also like