Professional Documents
Culture Documents
3 - Φυσικές Ιδιοτητες γιατι
3 - Φυσικές Ιδιοτητες γιατι
3 - Φυσικές Ιδιοτητες γιατι
• Από τα 1.386×106 km3 του νερού στη Γη, περίπου 1.338×106 km3 (το 96,54%) είναι αποθηκευμένα στους
ωκεανούς.
• Το γλυκό νερό αντιστοιχεί μόλις στο 2,52%, από το οποίο μόλις το 1,2% είναι επιφανειακό στηρίζοντας
ουσιαστικά την ζωή στην χέρσο, ενώ το υπόλοιπο 0,94% βρίσκεται στην ατμόσφαιρα, με τους ωκεανούς να
παρέχουν περίπου το 88% του εξατμιζόμενου νερού που συμμετέχει στον υδρολογικό κύκλο.
Προέλευση του νερού
• Η Γη είναι μοναδική ανάμεσα στους στερεούς πλανήτες του Ηλιακού Συστήματος, καθώς είναι ο
μόνος πλανήτης που έχει λεκάνες υγρού νερού (ωκεανούς) στην επιφάνειά του.
• Η ακριβής προέλευση του νερού του πλανήτη μας, το οποίο καλύπτει περίπου το 71% της
επιφάνειας της Γης, παραμένει ακόμα ένα μυστήριο για τους επιστήμονες (γεωλόγων,
αστρονόμων, αστροβιολόγων κ.ά.).
1. Μία θεωρία αναφέρει ότι η παρούσα ατμόσφαιρα μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της εξελικτικής
πορείας μιας πρωταρχικής αναγωγικής ατμόσφαιρας, η οποία προέκυψε από την έκλυση διαφόρων
αερίων από το εσωτερικό της Γης. Περίπου το 80% των αρχικά εκλυόμενων αερίων αποτελούνταν από
υδρατμούς (Η2Ο) και διοξείδιο του άνθρακα (CO2), ενώ σε μικρότερες ποσότητες περιείχαν ενώσεις
του αζώτου (Ν2). Με βάση χημικές αναλύσεις στα αρχαιότερα πετρώματα της Γης, η πρωταρχική αυτή
ατμόσφαιρα περιείχε επίσης μεθάνιο (CH4), μονοξείδιο του άνθρακα (CO) και κυάνιο (CN), ενώ
απουσίαζε το οξυγόνο (Ο2) (Sleep et al. 2001). Στη συνέχεια, και ενώ η Γη «σφυροκοπείται» από την
υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία, μέσω της χημικής διεργασίας της φωτοδιάσπασης τα μόρια των
υδρατμών διασπώνται παράγοντας μόρια υδρογόνου και οξυγόνου και έτσι το νερό.
2. Το νερό δεν σχηματίστηκε ταυτόχρονα με την δημιουργία και την εξέλιξη της ατμόσφαιρας της Γης,
αλλά πιθανά παραδόθηκε στη Γη από σώματα του εσωτερικού ηλιακού συστήματος, όπως κομήτες και
αστεροειδείς (Lazzaro et al. 2006). Στη θεωρία αυτή συντείνουν δύο τελευταίες επιστημονικές
ανακαλύψεις.
Η πρώτη αναφέρει ότι η σύσταση του νερού (ως προς το υδρογόνο) του ωκεανού είναι πολύ κοντά στη
σύσταση που εντοπίζεται σε αστεροειδείς.
Η δεύτερη ανακάλυψη υποστηρίζει ότι δείγματα υδρογόνου από τα όρια μεταξύ πυρήνα και μανδύα
περιέχουν σημαντικά λιγότερο δευτέριο (2H) από αυτό των αστεροειδών (Piani et al. 2000), που
σημαίνει ότι το υδρογόνο αυτό ίσως να μην προέρχεται από τους αστεροειδείς. Όμως, στον μανδύα
έχουν βρεθεί και τα ευγενή αέρια Ήλιο (He) και Νέον (Ne), με ισοτοπικές «υπογραφές» που έχουν
«κληρονομηθεί» από το ηλιακό νεφέλωμα (από το οποίο προέκυψε η Γη).
Τελικά οι Wu et al. (2018) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μεγαλύτερη (98-99%) ποσότητα υδρογόνου
(άρα και νερού) προέρχεται από αστεροειδείς, ενώ ένα πολύ μικρό μέρος του προέρχεται από το
ηλιακό νεφέλωμα (1-2%).
Συγκέντρωση των βασικών συστατικών του θαλασσινού νερού (αλατότητας 35 ppt)
• Θερμότητα
• Αγωγιμότητα
• Ειδική θερμότητα
• Θερμοχωρητικότητα
• Διαλυτότητα
• Ιξώδες
• Επιφανειακή τάση
• Λανθάνουσα θερμότητα πήξης
• Λανθάνουσα θερμότητα τήξης
• Χρόνος παραμονής (ή ανανέωσης)
Αγωγιμότητα
Η ενέργεια που ανταλλάσσεται μεταξύ δύο εφαπτόμενων υλικών που έχουν διαφορετική θερμοκρασία.
Πραγματοποιείται από το θερμότερο προς το ψυχρότερο σώµα.
όπου:
(ρ) είναι η πυκνότητα νερού (⋍1025 kg/m3),
(cp) η ειδική θερμότητα υπό σταθερή πίεση (⋍4182 J/kg/oK) και
(Τ) η θερμοκρασία σε oKelvin
Θερμοχωρητικότητα
Το γινόμενο της ειδικής θερμότητας ενός σώματος επί τη μάζα του λέγεται θερμοχωρητικότητα. Η
θερμοχωρητικότητα του νερού είναι η υψηλότερη από όλα τα στερεά και υγρά εκτός από την υγρή
αμμωνία. Η ιδιότητα αυτή αποδίδεται στο γεγονός, ότι ένα μεγάλο μέρος από την προσφερόμενη
θερμική ενέργεια απορροφάτε από τη μάζα του νερού, προκειμένου να διασπαστούν οι δεσμοί
υδρογόνου μεταξύ των μορίων του.
Θερμική αγωγιμότητα
Η θερμική αγωγιμότητα του θαλασσινού νερού (K: Thermal conductivity) είναι η ποσότητα θερμότητας ανά μονάδα
χρόνου και ανά μονάδα επιφάνειας ενός στρώματος μοναδιαίoυ πάχους που διαχωρίζει δυο στρώματα που έχουν
διαφορά θερμοκρασίας μιας μονάδας. Η
K = Q⋅wL A − T2 −T1
όπου, (Q) είναι η ροή της θερμότητας, (wL) το πάχος του μέσου (m), (A) η επιφάνεια (m2) μέσω της οποίας γίνεται
η ροή και (T2 − Τ1) η βαθμίδα (διαφορά) της θερμοκρασίας (σε βαθμούς Kelvin).
Στηρίζεται στην ιδιότητα του νερού να απορροφά/ εκλύει μεγάλες ποσότητες θερμότητας με μικρή
μεταβολή αύξηση/ μείωση της θερμοκρασίας του εμποδίζοντας έτσι την απότομη μεταβολή της
θερμοκρασίας
Λανθάνουσα Θερμότητα (Q L)
Η θερμότητα που απορροφάται ή εκλύεται όταν το νερό μεταβαίνει από τη μια κατάσταση
στην άλλη (π.χ. από στερεό σε υγρό ή από υγρό σε αέριο)
Κατά τη μετάβαση από τη στερεά φάση (πάγος) στην υγρή, αποκαλείται λανθάνουσα θερμότητα τήξης και
είναι η θερμότητα που πρέπει να δοθεί στο στερεό για να συμπληρωθεί η τήξη του κάτω από σταθερή
θερμοκρασία και εξωτερική πίεση. Η ποσότητα αυτή για το θαλασσινό νερό είναι της τάξης των 80 cal/g.
Λανθάνουσα θερμότητα εξάτμισης -
συμπύκνωσης
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα παγόβουνα, τα οποία εισέρχονται στην ωκεάνια κυκλοφορία και
απορροφούν μεγάλα ποσά θερμότητας από τους ωκεανούς ώσπου να λιώσουν.
Το αντίστροφο, δηλαδή από την υγρή στη στερεά φάση, το ποσό θερμότητας που πρέπει να αφαιρεθεί
ονομάζεται λανθάνουσα θερμότητα πήξης και αποδίδεται στο περιβάλλον υπό την ίδια σταθερή
θερμοκρασία και πίεση.
Κατ’ αντιστοιχία, η λανθάνουσα θερμότητα εξάτμισης - συμπύκνωσης είναι η θερμότητα που πρέπει να
προστεθεί σε 1 g νερού για να μεταβεί από την υγρή στην αέρια φάση. α τήξης
Οι Doherty & Kester (1974) πρότειναν ένα εμπειρικό τύπο υπολογισμού της θερμοκρασίας πήξης (Τf) σε
συνάρτηση με την αλατότητα (S) και την υδροστατική πίεση (d = βάθος):
Η ποσότητα θερμότητας ανά μονάδα χρόνου και ανά μονάδα επιφάνειας ενός στρώματος,
μοναδιαίoυ πάχους, που διαχωρίζει δυο στρώματα που έχουν διαφορά θερμοκρασίας μιας
μονάδας
𝑸·𝒘𝑳
𝜥=
𝑨 −( 𝑻 𝟐−𝑻 𝟏)
όπου:
(Q) η ροή της θερμότητας
(wL) το πάχος του μέσου (m)
(A) η επιφάνεια μέσω της οποίας γίνεται η ροή (m2) και
(B) (T2 ̶ Τ1) η βαθμίδα (διαφορά) της θερμοκρασίας (σε Kelvin).
Ιξώδες
Το μέτρο της αντίστασης των ρευστών στη ροή τους (στη διάτμησή τους), η οποία οφείλεται στις
εσωτερικές τριβές των μορίων του ρευστού (συνεκτικότητα)
Το δυναμικό (ή μοριακό) ιξώδες (μ: dynamic or molecular viscocity) με βάση τον νόμο τριβής του
Newton για ομαλή ροή (Νευτώνεια ρευστά) εξαρτάται μόνο από τη θερμοκρασία και για
επιμέρους στρώματα που απέχουν μοναδιαία απόσταση μεταξύ τους (dy) εκφραζεται από τη
σχέση:
Δυναμικό Ιξώδες (μ)
μ = τ / (du/dy)
(τ) είναι η ασκούμενη τάση διάτμησης και (du) είναι η μοναδιαία ταχύτητα του ρευστού
Κινηματικό Ιξώδες
Το δυναμικό ιξώδες στο διεθνές σύστημα μονάδων (SI) μετριέται σε kg/m/s ή σε N s/m2 ή και σε Pa · s
(1 Pa s = 1 N s/m2 = 1 kg/m/s).
Το καθαρό νερό στους 20 °C έχει ιξώδες 1 x 10−3 Pa s, η τιμή του οποίου είναι γενικά μικρότερη από τα
Πούλος, 2021
περισσότερα υγρά, επιτρέποντας του να ρέει με ευκολία και να εξισορροπεί γρήγορα τις υφιστάμενες
διαφορές πίεσης.
• Το κινηματικό ιξώδες (v: kinematic viscocity) είναι απλά η αναλογία μεταξύ δυναμικού ιξώδους
(μ) και της πυκνότητας του ρευστού (ρ):
v = μ/ρ
• Το κινηματικό ιξώδες μετριέται σε m2/s και αναφέρεται στην κίνηση του ρευστού, το οποίο
στους 20,2 °C είναι ίσο με 1,0038 mm2/s.
Συμπιεστότητα
Η συμπιεστότητα (β: compressibility) αναφέρεται στην ελαστικότητα που παρουσιάζει το ρευστό. Η
συμπιεστότητα του θαλασσινού νερού είναι σχετικά μικρή, προσεγγίζοντας τη συμπιεστότητα των
στερεών, που σημαίνει ότι η αύξηση της πίεσης προκαλεί πολύ μικρή αύξηση της πυκνότητας. Για
παράδειγμα, η συμπιεστότητα στους 0 °C είναι της τάξης των 46,4 10-6 vol/atm.
Διαλυτική ικανότητα
Το νερό, ως διαλύτης, παρουσιάζει μεγάλη διαλυτική ικανότητα που τον καθιστά τον καλύτερο υγρό
διαλύτη, ιδιότητα που έχει μεγάλη επίδραση τόσο σε φυσικές όσο και σε βιολογικές διεργασίες.
Επιφανειακή τάση
Επιφανειακή τάση (surface tension) οφείλεται στην ιδιότητα που παρουσιάζουν τα μόρια στην
επιφάνεια των ρευστών να έλκονται μεταξύ τους και προς το εσωτερικό της υγρής μάζας. Το νερό έχει
τη μεγαλύτερη επιφανειακή τάση από όλα τα υγρά με τιμή 7,2×109 Ν/m εξαιτίας των ισχυρών
δυνάμεων συνοχής που οφείλονται στην ικανότητά του να δημιουργεί δεσμούς υδρογόνου. Η
ιδιότητα του αυτή έχει σημασία στο σχηματισμό των σταγόνων και στη δημιουργία των επιφανειακών
κυμάτων (Δασενάκης κ.ά. 2005).
Ώσμωση
Ώσμωση (osmosis) είναι η διεργασία της διέλευσης μορίων διαλύτη μέσω ημιπερατής μεμβράνης, από το
διάλυμα μικρότερης συγκέντρωσης (αραιότερο) προς το διάλυμα μεγαλύτερης συγκέντρωσης (πυκνότερο)
σε κάποια διαλυμένη ουσία. Η παρουσία μίας ημιπερατής μεμβράνης (φυσικής ή συνθετικής) είναι
απαραίτητη για την εκδήλωση του φαινομένου της ώσμωσης, καθόσον επιτρέπει τη διέλευση ορισμένων
ουσιών (των μικρομοριακών), ενώ αποκλείει τη διέλευση άλλων ουσιών μεγαλύτερου μεγέθους μορίων
(των μακρομοριακών). Η μετακίνηση των μορίων του διαλύτη μέσω της ημιπερατής μεμβράνης γίνεται
πάντα από το αραιότερο διάλυμα προς το πυκνότερο μέχρι να εξισορροπηθούν οι συγκεντρώσεις των δυο
διαλυμάτων.
Διάχυση
Η διάχυση (diffusion) στα ρευστά αφορά τη μεταφορά μάζας ενός ή περισσότερων συστατικών, των
οποίων οι συγκεντρώσεις διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Τότε, διαμορφώνεται η φυσική τάση να
μεταφερθεί μάζα συστατικού από την περιοχή υψηλής συγκέντρωσης στην περιοχή χαμηλής
συγκέντρωσης ώστε να ελαχιστοποιηθεί η μεταξύ τους διαφορά. Σε αρκετές περιπτώσεις η μεταφορά
μάζας συνδυάζεται με ταυτόχρονη μεταφορά θερμότητας (Cussler 2009). Στην περίπτωση του ωκεανού, η
διάχυση εξαιτίας της θερμότητας από την τυχαία κίνηση των μορίων είναι πολύ μικρή έχοντας συντελεστή
διάχυσης περίπου ίσο με 2×10−9 m2/s, που σημαίνει ότι η μεταφορά μέσω διάχυσης σε απόσταση 100 m
απαιτεί περίπου 100.000 χρόνια.
Χρόνος Παραμονής
Ο χρόνος παραμονής (residence time) είναι το μέσο χρονικό διάστημα που ένα στοιχείο παραμένει
μέσα στις ωκεάνιες λεκάνες. Υπολογίζεται σύμφωνα με τη σχέση:
Στην ωκεανογραφία, οι ωκεανοί θεωρούνται καλά αναμειγμένοι, δηλαδή ότι βρίσκονται σε κατάσταση
ισορροπίας (steady state), όταν όση ποσότητα ενός στοιχείου προστίθεται η ίδια ποσότητα
απομακρύνεται. Για το λόγο αυτό, στον παρονομαστή της παραπάνω εξίσωσης μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ο ρυθμός απομάκρυνσης ή ο ρυθμός πρόσθεσης.
Ο χρόνος παραμονής ενός στοιχείου στους ωκεανούς, είναι συνάρτηση του κατά πόσο το στοιχείο αυτό
είναι ενεργό στο θαλάσσιο περιβάλλον, δηλαδή σε πιο βαθμό οι βιογεωχημικές διεργασίες αξιοποιούν
το συγκεκριμένο στοιχείο. Αλλά, και το ίδιο το νερό έχει χρόνο παραμονής. Το νερό της επιφάνειας των
ωκεανών εξατμίζεται κάθε χρόνο και επιστρέφει είτε απευθείας ως κατακρημνίσματα είτε ως
επιφανειακή και υπόγεια απορροή από τις ηπείρους.
Ο μέσος χρόνος παραμονής του νερού στους ωκεανούς είναι περίπου 3600 χρόνια
ΑΛΑΤΟΤΗΤΑ
Τα ιόντα στο νερό της θάλασσας προέρχονται από δύο βασικές πηγές: (α) τους ποταμούς που
περιέχουν τα διαλυμένα προϊόντα της χημικής αποσάθρωσης των πετρωμάτων και (β) την ηφαιστειακή
δραστηριότητα (χερσαία και υποθαλάσσια).
Ορισμός:
Tο 1909 το Διεθνές Συμβούλιο για την Εξερεύνηση της Θάλασσας (International Council for the
Exploration of the Sea) διατύπωσε τον ορισμό της αλατότητας ως εξής: «Αλατότητα είναι το συνολικό
ποσό σε γραμμάρια (g) των διαλυμένων στερεών ουσιών που περιέχονται σε 1 χιλιόγραμμο (kg)
θαλασσινού νερού, όταν όλα τα ανθρακικά έχουν μετατραπεί σε οξείδια, το βρώμιο και το ιώδιο έχουν
αντικατασταθεί από χλώριο και όλα τα οργανικά έχουν οξειδωθεί τελείως».
ΑΛΑΤΟΤΗΤΑ
Αλατότητα (ppt) = 1,80655 · χλωριότητα (ppt)
με τις δυο ποσότητες εκφρασμένες σε 1:1000 (ppt: parts per thousand)
PSS78 (Practical Salinity Scale of 1978) - εκφρασμένa σε practical salinity units (psu)
S
όπου: στην οποία C(S, 15, 0) είναι η αγωγιμότητα επιφανειακού δείγματος θαλασσινού νερού (συνθήκες
ατμοσφαιρικής πίεσης =0) στους 15° και το C(KCl, 15, 0) είναι η αγωγιμότητα πρότυπου διαλύματος KCl
στους 15°C, το οποίο βρίσκεται επίσης κάτω από ατμοσφαιρική πίεση (το διάλυμα KCl περιέχει µάζα
32,4356 g KCl σε διάλυµα 1 kg).
Ο λόγος K15 είναι εξ' ορισμού ίσος με τη μονάδα όταν η πρακτική αλατότητα S = 35, η οποία είναι
περίπου ίση με τη μέση αλατότητα των ωκεανών (S = 34,72). Η μέθοδος αυτή προσφέρει μεγαλύτερη
ακρίβεια της τάξης 0,01 μέρη στα χίλια μέρη.
Κατηγορίες (χαρακτηρισμός) νερών με βάση την ΑΛΑΤΟΤΗΤΑ
Σύμφωνα με την Γεωλογική Εταιρία των Ηνωμένων Πολιτειών (USGS: United States Geological
Survey), τα νερά με βάση την τιμή της αλατότητας (S) ταξινομούνται σε 4 κατηγορίες:
Η επιτόπια θερμοκρασία (Τ) είναι η θερμοκρασία μιας ομοιογενούς μάζας νερού που μετριέται στη θέση
της (στο βάθος) στο οποίο βρίσκεται τη δεδομένη χρονική στιγμή της μέτρησης.
Η δυνητική θερμοκρασία (θ) είναι η θερμοκρασία που θα είχε η ίδια μάζα θαλασσινού νερού, εάν
μεταφερόταν αδιαβατικά (χωρίς ανταλλαγή θερμότητας) από το βάθος στο οποίο βρίσκεται στην
επιφάνεια της θάλασσας (σε συνθήκες μηδενικής υδροστατικής πίεσης) και η οποία θα μειωθεί εξαιτίας
της ελάττωσης της πίεσης Δασενάκης κ.α., 2015
•Ο υπολογισμός της δυνητικής θερμοκρασίας (θ) με βάση την επιτόπια μέτρηση (Τ), την αλατότητα (S) και την πίεση (p)
γίνεται με χρήση της εξίσωσης (Fofonoff & Millard 1983):
θ = Τ − (0,36504 · 10−4 + 0,83198 · 10−5 · Τ − 0,54065·10-7 · Τ2 + 0,40274 · 10-9 · Τ3) p − (0,17439 · 10−5 − 0,29778 · 10−7 · T) (S −
35) · p + 0,41057 · 10−10 (S − 35) · p2 - (0,89309 · 10−8 − (0,31628 · 10−9 · T
+ 0,21987 · 10−11 · Τ2) p2 − (−0,16056 · 10−12 + 0,50484 · 10−14 · T) · p3
ηπειρωτικά περιθώρια
Διαφορά θερμοκρασίας θάλασσας - χέρσου
Επιφανειακή
Η μεγάλη διαφορά του εύρους Θερμοκρασία
κύμανσης της επιφανειακής Θάλασσας
θερμοκρασίας της θάλασσας
σχετικά με το εύρος της κύμανσης Μέση
της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας Θερμοκρασία
Επιφανειακή
17,5οC
στα αντίστοιχα γεωγραφικά πλάτη Θερμοκρασία
Στεριάς
Μέση
Θερμοκρασία
14,5οC
Η πυκνότητα του νερού (kg/m3) και εξαρτάται από (α) τη θερμοκρασία, (β) την αλατότητα και (γ) την
πίεση. Αύξηση της θερμοκρασίας προκαλεί μείωση της πυκνότητας (λόγω διαστολής), ενώ η αύξηση
της αλατότητας προκαλεί αύξηση της πυκνότητας (λόγω προσθήκης μάζας) όπως και η αύξηση της
πίεσης, λόγω μείωσης όγκου.
Για παράδειγμα, η πυκνότητα (ρ) αυξάνεται κατά 1 kg/m3, όταν η θερμοκρασία μειώνεται κατά 5 °C,
όταν η αλατότητα αυξάνεται κατά 1 μονάδα ή όταν το βάθος αυξάνεται κατά 200 m (αύξηση πίεσης).
Σημειώνεται ότι από τους 3 αυτούς παράγοντες, η επίδραση της πίεσης είναι η μικρότερη, επειδή το
θαλάσσιο νερό είναι πρακτικά ασυμπίεστο. Έτσι, σε βάθος 4 km, όπου η πίεση φτάνει τα 4×10⁷Pa, η
αύξηση της πυκνότητας λόγω πίεσης είναι μόνο 2%. Για παράδειγμα, σε περιοχές μικρού βάθους
(<100 m) η επίδραση της πίεσης στην πυκνότητα μπορεί πρακτικά να παραλειφθεί.
Γενικά, οι διαφορές πυκνότητας στο θαλασσινό νερό είναι μικρές, της τάξης των 1020-1030 kg/m 3, με
μια μέση τιμή τα 1024 kg/m3.
Μονάδα πυκνότητας Knudsen (σ)
• Ο ειδικός όγκος (α, specific volume) είναι το αντίστροφο της πυκνότητας (m3/kg):
α=1⁄ρ
• Η ειδική ανωμαλία όγκου (δ, anomaly of specific volume), είναι η διαφορά του ειδικού όγκου ενός
δείγματος από τον αντίστοιχο ειδικό όγκο δείγματος ίσης μάζα με αλατότητα S = 35, θερμοκρασία T = 0 °C
και με πίεση p = 0 atm, η οποία ισούται με ( a35 ,0 ,0 = 0,97265 m3 kg ):
δ = αS,T,p − a35,0,p
Η κατακόρυφη κατανομή
παρουσιάζει ανάλογα
χαρακτηριστικά με την παρουσία
ενός εποχιακού πυκνοκλινούς
(seasonal pycnocline) και ενός
μόνιμου πυκνοκλινούς (permanent
pycnocline).
Σταθερότητα στήλης νερού
Η κατακόρυφη κατανομή της πυκνότητας είναι από τις βασικότερες παραμέτρους στην ωκεανογραφία γιατί
καθορίζει την πλευστότητα (buoyancy) από την οποία εξαρτάται η σταθερότητα (stability) των θαλάσσιων
μαζών.
H δύναμη της πλευστότητας ή αλλιώς η άνωση (FA) που αναπτύσσεται σε μια μοναδιαία μάζα νερού όγκου
(V1) πυκνότητας (ρ1), το οποίο περιβάλλεται από νερό πυκνότητας (ρ2), ισούται με το βάρος ίσου όγκου νερού
που εκτοπίζεται, δηλαδή:
FA = (ρ1 - ρ2) · V1 (3.20)
H σταθερότητα (Εs) μιας στρωματοποιημένης στήλης νερού δίνεται από την εξίσωση:
ES = 1/ ρA * (ϑρθ / ϑz)
όπου, (ρθ) είναι η δυνητική πυκνότητα του νερού και (θρ/θz) η μεταβολή της πυκνότητας με το βάθος (z).
Όταν η μεταβολή της πυκνότητα με το βάθος είναι θετική (δηλαδή αυξάνεται με το βάθος), η στήλη του νερού
βρίσκεται σε ισορροπία (σταθερότητα), ενώ όταν είναι αρνητική βρίσκεται σε ανισορροπία (αστάθεια) καθώς
τα υπερκείμενα νερά είναι πυκνότερα (άρα βαρύτερα) των υποκείμενων νερών οπότε και βυθίζονται μέχρι το
βάθος εκείνο στο οποίο λόγω μείξης και της αυξανόμενης υδροστατικής πίεσης η πυκνότητα τους εξισώνεται
με την πυκνότητα του περιβάλλοντος νερού.
Πλευστότητα θαλάσσιου πάγου και παγόβουνων
Η πιο βασική διαφορά μεταξύ του παγόβουνου και του θαλάσσιου πάγου είναι ότι το παγόβουνο,
όπως και ο πάγος της λίμνης, σχηματίζεται από γλυκό νερό ενώ ο θαλάσσιος πάγος αποτελείται
από αλμυρό νερό.
Τα παγόβουνα είναι κομμάτια πάγου που αποσπώνται από τους παγετώνες και πέφτουν στον
ωκεανό.
Τα παγόβουνα επιπλέουν καθώς είναι μάζες γλυκού νερού (S < 1), άρα χαμηλότερης πυκνότητας
από το περιβάλλον αλμυρό (S > 25) ωκεάνιο νερό.
Η πλευστότητα του θαλάσσιου πάγου στις πολικές θάλασσες, επίσης οφείλεται στη διαφορά
πυκνότητας του πάγου από το περιβάλλον νερό. Τούτο οφείλεται στην ιδιότητα του γλυκού νερού,
σε αντίθεση με τα περισσότερα ρευστά, να γίνεται λιγότερο πυκνό καθώς πλησιάζει το σημείο
πήξης. Γιαυτό τα παγάκια επιπλέουν σε ένα ποτήρι πόσιμου νερού
Ο θαλάσσιος πάγος σχηματίζεται αργά, σε σύγκριση με τον πάγο του γλυκού νερού. Η σχέση μεταξύ της
θερμοκρασίας πήξης του αλμυρού νερού (Τf) και της θερμοκρασίας μέγιστης πυκνότητας του θαλασσινού
νερού (Tρ) δίνεται στην Εικόνα 3.14, στο οποίο διακρίνονται τρεις τομείς: (i) ο ανώτερος τομέας (πάνω και
δεξιά) εντός του οποίου η πυκνότητα αυξάνει καθώς μειώνεται η θερμοκρασία, (ii) ο ενδιάμεσος τομέας
(μέσον και αριστερά) εντός του οποίου η πυκνότητα του ρευστού μειώνεται καθώς μειώνεται η
θερμοκρασία και (iii) ο κατώτερος (κάτω και αριστερά) τομέας εντός του οποίου το θαλασσινό νερό είναι
σε στερεή κατάσταση (πάγος) με την πυκνότητα να αυξάνει καθώς η θερμοκρασία μειώνεται.
Τα σημαντικότερα θρεπτικά άλατα είναι ενώσεις του αζώτου (N) με τη μορφή πρωτίστως νιτρικών
(NO31-) και δευτερευόντως ως αμμωνιακών (NH43+), του φωσφόρου (P) με τη μορφή φωσφορικών
(PO43-) και του πυριτίου (Si) με μορφή πυριτικών (SiO2) αλάτων.
Με βάση την αναλογία Ν/Ρ τα ωκεάνια νερά χαρακτηρίζονται ως προς την τροφική τους ικανότητα, ως
εξής:
Ν/Ρ =16, τότε έχουμε ισορροπία (προσφοράς και ζήτησης) νιτρικών – φωσφορικών
Ν/Ρ <16, τότε τα νιτρικά είναι το περιοριστικό θρεπτικό συστατικό που σημαίνει ότι υπάρχει
υπερπροσφορά φωσφορικών ή/ και έλλειμμα νιτρικών αλάτων (nitrogen starvation, nitrate
starvation)
Ν/Ρ >16, τα φωσφορικά είναι το περιοριστικό θρεπτικό συστατικό που σημαίνει ότι υπάρχει
υπερπροσφορά
νιτρικών ή/ και έλλειμα φωσφορικών αλάτων (phosphorus starvation, phosphate starvation).
Κατακόρυφη κατανομή των κυριότερων θρεπτικών συστατικών
Σε τροπικά και υποτροπικά νερά, οι μικρότερες συγκεντρώσεις τους εμφανίζονται στα επιφανειακά
ευφωτικά νερά (0-100 m) όπου καταναλώνονται κατά τη διεργασία της φωτοσύνθεσης. Ακολουθεί μια
ζώνη όπου η συγκέντρωσή τους αυξάνει με γρήγορο ρυθμό όσο αυξάνεται το βάθος και η οποία
αναφέρεται ως θρεπτοκλινές (nutricline). Μάλιστα, οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τους
παρουσιάζονται στο βαθύτερο σημείο του θρεπτοκλινούς, το οποίο διαφέρει από τη βάση του μόνιμου
θερμοκλινούς
ΔΙΑΛΥΜΕΝΑ ΑΕΡΙΑ ΣΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΝΕΡΟ
Στο θαλασσινό νερό υπάρχουν διαλυμένα όλα τα αέρια που συναντώνται στην ατμόσφαιρα. Η
παρουσία των αερίων στο θαλασσινό νερό οφείλεται (Hem 1970, Open University 1985):
(i) Στην αλληλεπίδραση μεταξύ θάλασσας και ατμόσφαιρας μέσω της οποίας τα αέρια της ατμόσφαιρας
διαλύονται στο θαλασσινό νερό ως μεμονωμένα μόρια. Η διεργασία αυτή ευνοείται από τον
κυματισμό, καθώς προκαλεί ανάμιξη των επιφανειακών υδάτων με την ατμόσφαιρα.
(ii) Στη βιολογική δραστηριότητα ορισμένων οργανισμών μέσω της οποίας παράγονται αέρια στην
υδάτινη στήλη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την παραγωγή οξυγόνου κατά τη διεργασία της
φωτοσύνθεσης.
(iii) Σε γεωλογικές διεργασίες, όπως είναι η έκλυση ορισμένων αερίων από τον πυθμένα της θάλασσας, η
διαδικασία δημιουργίας ωκεάνιου φλοιού, η δράση υποθαλάσσιων ηφαιστείων, οι υδροθερμικές
πηγές κ.ά.
(iv) Στη φυσική διάσπαση ραδιενεργών ισοτόπων, η οποία αναφέρεται κυρίως στο Ήλιον (He) το οποίο
παράγεται σε διάφορα στάδια της διάσπασης των ραδιενεργών στοιχείων της σειράς του Ουρανίου
(U) και του Θορίου (Th).
Οι αναλογίες (%) των κυριότερων διαλυμένων αερίων ως προς το σύνολο των διαλυμένων αερίων στο
θαλασσινό νερό, σε κατάσταση ισορροπίας μεταξύ θάλασσας -ατμόσφαιρας (Hem 1970).
Χημικό Αναλογία Αναλογία (%) στο
ΑΕΡΙΟ Σύμβολο στον αέρα θαλασσινό νερό
Η συγκέντρωση κορεσμού του διαλυμένου οξυγόνου (DOS, σε mg/l) βάσει των τιμών θερμοκρασίας
(ΤΚ, σε βαθμούς Kelvin) και αλατότητας (S) δίνεται από την σχέση των Benson & Krause (1984):
exp
(3.23)
Με βάση την παραπάνω σχέση, όταν το διαλυμένο οξυγόνο (DO) ισούται με τη συγκέντρωση κορεσμού
(DOs) το θαλάσσιο νερό είναι κορεσμένο (saturated: DO=DOS), όταν DO>DOS είναι υπέρκορο
(hypersaturated) και όταν (DO<DOS) είναι ακόρεστο (hyposaturated).
Η κατάσταση έλλειψης διαλυμένου οξυγόνου (0% κορεσμός) καλείται ανοξική (anoxic) ενώ όταν ο
κορεσμός (%) κυμαίνεται μεταξύ 1% και 30% κορεσμού αποκαλείται υποξική (hypoxic) ή δισοξική (dysoxic).
Ένα καλά οξυγονωμένο θαλάσσιο περιβάλλον έχει ποσοστό κορεσμού >80%.
Επίσης χρησιμοποιείται και η ποσότητα της φαινόμενης κατανάλωσης οξυγόνου (AOU: Apparent
Oxygen Utilization), η οποία δίνεται από τη σχέση:
AOU = DΟs - DO
Η φαινόμενη χρησιμοποίηση οξυγόνου (AOU) είναι η συγκέντρωση οξυγόνου που λείπει από τη
θαλάσσια μάζα ώστε να χαρακτηριστεί ως κορεσμένη και, συνεπώς, εκφράζει έμμεσα την κατανάλωση
οξυγόνου σε αυτήν.
Οριζόντια επιφανειακή κατανομή οξυγόνου
Κατακόρυφη κατανομή
οξυγόνου
Διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα (CO2 )
Το διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα (CO2 ) είναι ένα από τα σημαντικότερα διαλυμένα αέρια στο
θαλασσινό νερό καθώς:
(α) είναι ο κύριος ρυθμιστής του pH,
(β) συμμετέχει ενεργά στη φωτοσυνθετική διαδικασία,
(γ) παίζει σημαντικό ρόλο στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, με την απομάκρυνσή του από την
ατμόσφαιρα (μέσω της διάλυσής του στο θαλάσσιο περιβάλλον) να μετριάζει μεν το φαινόμενο του
θερμοκηπίου αλλά να δημιουργεί δε το πρόβλημα της οξίνισης των ωκεανών και
(δ) συμμετέχει στον σχηματισμό και την απόθεση των αλάτων (π.χ. ασβεστίτη, αραγωνίτη) στον πυθμένα,
αλλά και την επαναδιάλυσή τους.
Το ολικό παγκόσμιο ισοζύγιο (GB: Global balance) του άνθρακα (συμπεριλαμβανομένου και του
ανθρωπογενούς άνθρακα, πρωτίστως από την καύση των ορυκτών πρώτων υλών) διαμορφώνεται με
βάση τη παρουσία του στην ατμόσφαιρα (ATM), στη χέρσο ( LAND) και στον ωκεανό (OCEAN) ως εξής:
GB = C ATM – COCEAN -C LAND
Μάλιστα, οι Friedlingstein et al. (2020) έδειξαν ότι κατά τη δεκαετία 2010-2019 το ετήσιο
ισοζύγιο του άνθρακα είναι αρνητικό κατά -0,7 Gt
CATM = 5,1 ± 0,02 Gt, COCEAN = 2,5 ± 0,6 Gt και CLAND = 3,4 ± 0,9 Gt
Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) συναντάται στο θαλάσσιο περιβάλλον
κυρίως με τη μορφή διττανθρακικών ιόντων (HCO3- και CO3-2).
Οι παράγοντες, που επηρεάζουν τη συγκέντρωση του CO2
Διεργασίες προσθήκης:
(i) η οξείδωση της οργανικής ύλης,
(ii) η καταβύθιση ή κατακρήμνιση CaCO3 (π.χ.
σκελετικά στοιχεία θαλάσσιων οργανισμών) και
(iii) οι καύσεις ορυκτών καυσίμων (ανθρωπογενής
άνθρακας).
Διεργασίες απομάκρυνσης:
(i) η διάλυση του CaCO3 (ζώνη λισοκλινούς, βάθη
>4000 m
(ii) η ηλιακή θερμότητα (η αύξηση της θερμοκρασίας
μειώνει την εισροή CO2 δια της επιφάνειας της
θάλασσας).
Η μέτρηση του χρώματος της θάλασσας συνίσταται στη μέτρηση της έντασης της αναδυόμενης από το
νερό φωτεινής ακτινοβολίας (οπισθοσκέδαση) αφού μετά την είσοδό της έχει υποστεί σειρά διεργασιών
(επιλεκτική απορρόφηση, σκέδαση) λόγω του φυτοπλαγκτόν και άλλων αιωρούμενων οργανικών και
ανόργανων σωματιδίων
ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΗΧΟΥ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
Ηχητικά κύματα
Μήκος κύματος (λ): H απόσταση μεταξύ δύο κορυφών/ κοιλιών ή συμπιέσεων /αραιώσεων
Πλάτος (Α): Η μέγιστη μετατόπιση
Περίοδος (Τ): Ο χρόνος που χρειάζεται για να περάσει από ένα σημείο ένα μήκος κύματος
Συχνότητα (f) (Hz): Ο αριθμός των μηκών κύματος που εκπέμπονται στην μονάδα του χρόνου
Ταχύτητα (c): Η απόσταση που διανύουν τα ηχητικά κύματα ανά δευτερόλεπτο
c= λ/Τ = f*λ
Ως ηχητική ένταση (I) οριζεται η ηχητική ισχύ (w) που εκπέμπεται από την πηγή και η οποία διαπερνά
στη µονάδα του χρόνου μια μοναδιαία επιφάνεια που βρίσκεται κάθετα στη διεύθυνση διάδοσής της.
Στη περίπτωση σημειακής πηγής που εκπέμπει ομοιόμορφα (ηχητική ενέργεια (E) διαχέεται
ομοιόμορφα) προς όλες τις διευθύνσεις, διαμορφώνεται ένα σφαιρικό μέτωπο ηχητικού κύματος (σε
ελεύθερο πεδίο) με εμβαδόν (Α) που σε απόσταση (r) από την πηγή ισούται με Α=4 π r2.
Τότε, η ένταση (Ι) του ηχητικού κύματος ορίζεται ως η εκπεπμπόμενη από τη πηγή ισχύς (w) ανά
δευτερόλεπτο ανά μοναδιαία επιφάνεια (Αi) σε ευθεία απόσταση (ri) από τη πηγή όπου i=1, 2, 3:
Μονάδα μέτρησης της έντασης (Ι) στην ακουστική: Το decibel (1/10 Bel).
Επίσης η δύναμη του ήχου (Ρs: sound power) σχετίζεται με την πυκνότητα της ενέργειας (w: density
energy) που εκπέμπεται σφαιρικά (εμβαδόν Α) μέσω της σχέσης:
όπου (c) είναι η ταχύτητα του ήχου και (w) είναι η πυκνότητα της εκπεμπόμενης ενέργειας που δίνεται
από τη εξίσωση:
όπου (p) είναι η ηχητική (ακουστική) πίεση (sound pressure), (v) είναι η ταχύτητα των σωματιδίων του
μέσου κατά τη διεύθυνση της διάδοσης του ήχου και (c) είναι η ταχύτητα του ήχου στο συγκεκριμένο
μέσο διάδοσης.
Μείωση της έντασης ηχητικού κύματος με την απόσταση διάδοσης του
1. Εξασθένηση του ηχητικού κύματος λόγω εξάπλωσης (απώλεια εξάπλωσης),
Πρακτικά, η ταχύτητα του ήχου (C ) μπορεί να υπολογιστεί με πολύ καλή ακρίβεια από την εξίσωση
C = 1449.2+4.6 Τ–0,055 Τ2 + 0.00029 Τ3+(1.34-0.010 Τ) (S-35)+0.016 z+ 0.016 z+1.675 10-7 z2– .139 10-13 z3
Η ταχύτητα του ήχου στο θαλασσινό νερό κυμαίνεται από 1450 m/s μέχρι 1570 m/s. Αυξάνεται κατά 4,5
m/s για κάθε 1 ˚C αύξηση της θερμοκρασίας, κατά 1,3 m/s για κάθε μια (1) μονάδα αύξηση της
αλατότητας (Stewart 2008) και κατά 1,7 m/s για κάθε 10 bars ( 100 m) αύξηση της υδροστατικής πίεσης.
Μάλιστα, όπως φαίνεται και από τους 3 τελευταίους όρους της παραπάνω εξίσωσης (3.35), από τo βάθος
των 1000 m, η αύξηση της ταχύτητας του ήχου είναι σχεδόν γραμμική συνάρτηση του βάθους,
αυξανόμενη κατά περίπου 1,6 m/s ανά 100 m βάθους (Σχήμα 3.29).
Διάγραμμα της κατακόρυφης κατανομής της θερμοκρασίας, αλατότητας και της ταχύτητας
του ήχου (από Tucker & Gazey 1966).
Επιφανειακό κανάλι διάδοσης
(SSC: surface sound channel)
ή
Επιφανειακός δίαυλος
(SD: surface duct),
Οι κύριες θαλάσσιες μάζες της Μεσογείου Θάλασσας. Η χρωματική κλίμακα αναφέρεται στις τιμές αλατότητας (σε
πρακτικές μονάδες αλατότητας) (από Schlitzer 2015 εντός Powley et al. 2017).
Κατανομή της Επιφανειακής
θερμοκρασίας
Κατανομή της
Επιφανειακής Αλατότητας
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
ΑΙΓΑΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ
Θαλάσσιες Βάθη (m) T (oC) S σΘ (103 kg/m3)
Μάζες
Βόρειο Αιγαίο
BSW <40-50 <22,5 34,2-34,8 23,46
(max 23-28) (5) (max 35,2-36,7) (5)
LIW(1) 50-400 14,6-17,0 38,4-38,6 29,0-29,2
NAeDW >400 <14,5 38,8-39,2 29,4-29,6
Κεντρικό Αιγαίο (2)
AgIW (EMT )(3) 140-370 (1990) 13,5-14,8 38,9-39,0 29,1-29,2
240-430 (1988)
Νότιο Αιγαίο
LSW(6) <40 18,0-19,5 38,9-39,4 >29
CSW (7) <40 <18,0 39,0-39,1 >29
LIW 43) 100-350 16-19,1 38,9-39,4 28,4-29,1
CIW ̴ 400-700 14,3-16,0 38,9-39,9 29,05-29,2
CDW >700-800 13,6-14,2 38,9-39,1 29,30 – 29,42
TMW (EMT) 600-800 13,6 38,7-38,9 29,17-29,18
ΙΟΝΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ
(από:
https://www.researchgat
e.net/publication/312973
513)
Πούλος, 2021
Οι βιβλιογραφικές και διαδικτυακές αναφορές δίνονται στο τέλος
του Κεφαλαίου του Βιβλίου
«Εισαγωγή στην Ωκεανογραφία ή Ωκεανολογία»
του Καθηγητή Σεραφείμ Ε. Πούλου
Εκδόσεις ΔΙΣΙΓΜΑ, 2021